Reverse dictionary of Modern Greek [PDF]

  • Commentary
  • 933183
  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

ΑΝΤ1ΛΕΞ1ΚΟΝ ’Ή Ο Ν Ο Μ Α Σ Τ Ι Κ Ο Ν ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ

ΕΠΑΝΕΚΔΟΕΗ ΜΕ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΠΤ ΕΥΜΠΛΗΡΑΜΑ

ΥΠΟ Θ ΕΟ Λ.ΒΟ ΓΓΑΝΤΖΟ ΓΛΟ Υ

Α0ΗΝΑ1 1998

Κάθε γνήσιο άντίτυπο φέρει την υπογραφή του έκδοτου

© Cop yright 1962 by Th. Bostanjoglou, Athens Printed in Greece Έκδοση: Ιωάννα Βοσταντζόγλου - Βλαστάρη Τηλ.: 68 30 625, Αθήνα

14 ) А Е г о М К N Л στή δεύτερη εκΧοση

Μετά την έξαφετί.κά καλή ύττοδοχή лгои εΐχε ή προ)τη έκδοση του έρ­ γου άττό τό κοινό καί τήν εξάντλησή της ό συγγραφέας έλαβε τήν ήρωική από­ φαση νχ ττροβή σέ δεύτερη έκδοση, συμττληρ(ονόντας καί ξαναγράφοντας δλο τό εργο απ’ τήν αρχή πάνω σέ εύρύτερες βάσεί,ς. 4 1 δουλειά ήταν μεγάλη κι επίπονη, άλλ’ άξί,ζε τον κόπο νά γίνη. Κί. αν ώλοκληρα>θηκε μέ κάποια επιτυχία, αύτό Οά οφείλεται κατ’ αρχήν στα αξιό­ λογα ελληνικά ?;εξικά πού έχουν έκδοΟή τά τελευταία χρόνια, δπως τό Λεξικό τής πρ(οΐας, τού κ. Δ. Δημητράκου, τού κ. ’L Σταματάκου, τό FranQaisromeique τού Μισσίρ, καί άλλα πολλά, στά όποια ή οφειλή τού συγγραφέα εϊναι άνυπολόγιστη. Έάν, παρά τή μεγάλη προσπάθεια καί τήν αφθονία των βοηθημάτων, έμειναν άκόμα κενά ή λάθη, μοιραία σέ μιά τέτοια δουλειά, αύτά πιά άνήκουν εξ ολοκλήρου στον ’ίδιο τον συγγραφέα καί πρέπει νά κρίνωνται μέ έπιείκεια άπό τό κοινό. ’Εκείνο πού έπιχειρήθηκε στήν δεύτερη αύτή έκδοση τού Άντιλεξίκού είναι μία γενική άπογραφή τού λεκτικού πλούτου τής νεοελληνικής γλώσσας, καθαρεύουσας καί δημοτικής, καί μιά λογική διάταξη τής ύλης^ μέ τρόπο πού έφαρμόζεταί νομίζο) γΐά πρώτη φορά. Τό γενικό σύστημα τού έργου έμεινε τό ’ίδιο δπο^ς καί στήν προ)τη έκ­ δοση, άλλ’ ό συνολικός αριθμός των κεφαλαίων αύξήθηκε άπό 1000 σέ 1500^ γιά νά περιληφθή άνετα ολη ή υλη. Μ’ αύτόν τον τρόπο ό διαχωρισμός των εννοιών έγινε άκριβέστερος, καί ή έξεύρεση των λέξεων μέσα στό κείμενο εύκολώτερη, Γιά τήν χρησιμότητα τού έργου δέν είναι ανάγκη νά πούμε πολλά. "Άν λάβωμε ύπ’ 6ψη δτι ή γλώσσα ενός πολιτισμένου λαού έχει εκατοντάδες χι­ λιάδες λέξεις καί οτι στήν ομιλία μας δέν χρησιμοποιούμε παραπάνω άπό 2000 άπ’ αύτές^ καταλαβαίνομε άμέσως πόσο φτο^χό εΐναι τό λεξιλόγιο των άνθροίποον. Είναι εξακριβωμένο οτι άπό τίς 400,000 λέξεις τής άγγλικής γλώσ• ε'

σας о Μίλτων έχρησί,μοττοίησε στα εργα του μόνο 8J)()0 καί ο Σαίκσπηρ έ'φθασε τον εξαιρετικό άοιΟμό των 20^000. Το μεγαλύτερο μέρος του γλωσσικού ττλούτου λοιπόν μένει νεκρό, ενώ οΐ εννοιες τυού εχει νά έκφραση ό άνθρωτνος είναι απειράριθμες καί 8έν εΐναι δυνατόν νά άποδοθουν ικανοποιητικά με λ ί­ γες στερεότυπες λέξεις, Ό Flaubert έπέμενε ότι γΐά κάθε έννοια ύπάρχει μία λέξη, και μόνο μία, πού μπορεί νά την άποδώση με ακρίβεια. ΙΙώς όμως νά βρη κάνεις αύτή τή ή αμηχανία τού πλούτου είναι προτιμότερη από τήν αμηχανία τής φτώχειας. "Υστερα άπ’ αύτά πού ε’ίπαμε για τό καθαυτό έργο. άς μας έπιτραπή νά ασχοληθούμε και λίγο μέ τή φύση των λέξεων καί τή λεξικογραφία έν γένει, καί,νά αναφέρω με τί μάς ί^ιί^άσκει ή νέα επιστήμη τής Σημασιολογίας (8όmantique) γιά το θέμα αύτό. ΙΙολλοί νομίζουν ότι οι λέξεις πού χρησιμοποιούμε γιά νά συνεννοηΟούμε μέ τούς άλλους είναι έννοιες, ενώ ^έν είναι τίποτε άλλο από άπλά σύμβολα, όπ(ς σημασία γιά όλα τά άτομα. Κι αύτό οφείλεται στό 0τΐ οι άνΟρο:>ποι δέν μαθαίνουν ποτέ τή σημασία τόύν συμβόλο:>ν αύτών πού ονομάζουμε λέξεις υπό τις ’ίδιες πάντοτε συνθήκες. Κιναι έπίσης γλωσσικός κανόνας οτι οί λέξεις δέν έχουν μόνο μία σημα­ σία, άλλά πολλές. ΙΙολύ περισσότερες άπό κείνες πού άναφέρουν καί τά με­ γαλύτερα λεξικά. "Ας πάρω με γιά παράδειγμα τή λέξη ((σκέπτομαι» καί καταγράψω με μέ πόσες ξεχ^ωριστές σημασίες τή χρησιμοποιούμε σέ διάφο­ ρες φράσεις : Φ ράσεις

1. σκέπτομαι τήν κατάστασή μου 2. σκέπτομαι άν ήταν σωστό αύτο ττού είπα :ί. σκέπτομαι νά ;τά(ο ταςίδί. ^1. σκέπτομαι νά βρω μιά λύση ό. σέ σκέπτομαι νύχτα μέρα

Σημασΐ€ς

συλλογίζομαι ^ί,ερίοτώμαί, σκυπεύο) κουράζω τό νου έχω κατά νοΰν

μου

ζ'

6. σκέπτομαι αν πρίτζει νά τό κάμω 7. σκέπτομαι τάς συνεπείας σ κέπ τετα ι ορ^ώ:: 9. ένεργεί έσκεμμένως !0. δέ σχέί.ώς επιφωνήματα *Επΐφ. κ. κοινώς κλπ. καί τά λοιπά κ,τ.τ. και τά τοιαυτα μεγεθ. μεγεΟυντικώς ούσιαστικά, άντωνυμίες κλπ. Ούσ. παικτικώ ς παικτ

κδ'

Π αραγγ. περιληπτ. πληθ. Ρ,

Ρ.άμ. Ρ.μ. Ρ .τ ρ ιτ , σκωπτ. ΦJγκp. ύπερθ. ύποκ. Φρ.

χλευαστ. χυδ.

παραγγέλματα περιληπτικώς πληθυντικός ρήματα ρήματα άμετάβατα ρήματα μεταβατικά ρήματα τρίτοπρόσωπα σκω πτικώς συγκρ ιτικό ; υπερθετικός υποκοριστικόν φράσεις χλευστικώς χυδαϊστί

ΑΝΤΙΛΕΞΙΚΟΝ Ή

ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ ΜΕΡΟΣ

I.

.

1 ΥΠΑΡΞΙΣ

ΥΠΑΡΞΙΣ !

2. ΑΝΥΠΑΡΞΙΑ

Ούσ· ύτταρξις, υπόστασής, είναι,, όντότης [ , Οϋσ. άνυπαρξια, μή ΰπαρξις. α ντικειμ ενική -, πραγματική-, υλική -, ιδανική [πράγματος άναγκαίου] ελλειψις, (άνεπάρ-ύτΐόστασις. i κεια, 110>. άφ’ έαυτου-, αύτοτελής—υπαρξις, —ύπόστα- 1 [έλλειψις των άναγκαιων] γυμνότης, ёvδεtα, σις, αύθυπαρξία. αύτοτέλεια, αύτοζω—ή, —ια. ! στέρησις. ^^λλειψις περιεχομένου] κενότης ^ [προγενεστέρα ύπαρξις] ττρούπαρξις, προϋπόέν ώρισμένω χρόνω καΐ τόπω] (απουσία, 176> στασις, , . άπουσια ζώσης ψυχής] έ ρ η μ ί α κ . ερημιά | [ταυτόχρονος υτταρξις) συνύπαρξις, (συμπαπαντελής έρημία, κ. πανερημιά. ρομάρτησις, 91>, , (συνεύρεαισθητή ελλειψις, κενόν,, (χάσμα, 88). [τό σις, 119^0. [εντός τίνος] ένύπαρξις, (παρου­ νά γίνη άνύπαρκτον] άπά—, έκ—, έξά—λειψις | σία, 17δ>. διαγραφή, κ. ξεγράψιμο, (άφαίρεσις, 117). [συνέχισις τής ύπάρξεως] διατήρησις, παραέξαφάνισις. [βουδ.] νιρβάνα, (έκμηδένισις, μονϊ^ , δ ιά-, περί-σω σις, έπιβιω σις. 304>. [βαθμιαία έξαφάνισις] έξάτμισις. [α ιφ νί­ [αυτό το ύπαρχον] ον, όντότης, πλάσμα, δια ή βίαια] έξανέμισις, έξανεμισμός, κατάρ­ ΰπαρξις | άτομον, πρόσωπον, ψυχή, (άνθρωπος, ρευσής, κονιορτοποιησις. 5i3> ί φυσικόν-, νομικόν -πρόσωπον [ άτομα, κ. (ά)νομάτοι, νοματαίοι. [διά τής χρήσεως ή άναλώσεως] έξάντλησις, κανείς, τίς, κ. ενας, κανένας, κάποιος |άντιτελείωμα, κ. τέλειωμα, τελειωμός, σώσιμο, κείμενον, πράγμα 1 τί, κ. κάτι (τι), τίποτε, σωμός, (άνάλωσις, 1201) [ πλήρης έξάντλησις, [έπιστήμη των οντων] οντολογία. κ. άποσωμός. Ρ.άμ* υπάρχω, είμ αι, ειμί, εχ ω - υπαρξιν, κανείς, ούδείς, μηδείς, ουτε εϊς, ψυχή- ζώσα, -ύπόστασιν, ύφίσταμαι, I -γεννημένη, κ. κανένας, ούτε ένας [ κανέν, ού[κάπου] εύρίσκομαι, εύρημαι, κείμαι, άπαν- I δέν, μηδέν, (τό) τίποτε, (ούτε) γρυ, πούφ | τώ(μαι), συναντώμαι. [πάντοτε] δέν λείπω , μήτε—, ούτε—, ουδέ—ή έλαχίστη ποσότης, —Ιδέα, . I -ϊχνος, -σ κιά , -σταγώ ν, κ, ο ύτε- γιά δείγμα, τυχαίως] . -δ ρ ά μ ι,-λ έπ ι, -μυρωδιά, -(μ ια) σταγόνα. κατόπιν έρεύνης] . Ρ.άμ. δέν- ύπάρχω κλπ. 1, είμ α ι- άνύπαρ[συνήθως ή τακτικά] . [υφίσταμαι άκόμηχδιατηροΰμαί, μένω, παρα­ διαλύομαι, σβέννυμαι, χάνομαι, κ. σβήνω, μένω, εξακολουθώ- νά υπάρχω, -ύπάρχων, --υφ­ έξαντλούμαι, τελειώνω, κ. σώνομαι, τελεύω, ιστάμενος, κ. (άπο)κρατώ. [από ώρισμένης έπομ πιτίζω , (άναλίσκομαι, 1201>. /ήζ 1 χρονολογοϋμαι. [ μετά τον θάνατον ή 1. κ € ν ό τ η ς έ π ιχ ε ιρ η μ ά τ ω ν | 2. έ ρ η μ ία φ ί λ ω ν | 3, δ έ ν

τ ο ΐ3

ά π έ λ ε ιψ ε τ ό

-δ -ά ρ ρ ο ς.

1-3

ΓΠΛΡΞΙΣ

τήνάπώ λειαν των άλλων] δ ια -, περι-σώζομαι, έ π φ ιώ , επιζώ . προϋπάρχω, προϋφίσταμαι, (προηγούμαι, 90). [εντός τινός] ενυπάρχω, ενκειυ,αι, (περιέχομαι, 173Κ συνυπάρχω, (συμπαρομαρτώ, 91), (συνο­ δεύω, 52). Ρ.μ. δίδω ύπόστασιν, (δημιουργώ, 303). διατηρώ, σώζω, δ ια -, περι—σώζω. Ρ.τρίτ. υπάρχει, είναι, εχει, εύρίσκεται κλπ. ρ. Έπίβ. ύπαρκτός, ύπάρχων, υφιστάμενος, ών. ευρισκόμενος, άπαντώμενος, κ. βρισκούμενος I συχνά άπαντώμενος, (διαδεδομένος, 41), (συχνός, 148). αύΟύπαρκτος, αυθυπόστατος, αύτοτελής, ίδιοσύστατος | αύτόζωος, (αύτογενής, 303). [πράγματι ύπάρχων] υποστατός, ένυπόστατος, (πραγματικός, 881). [έχων νά κάμη μέ τήν υπαρξιν] ύπαρκτικός, όντολογικός.

P.μ. ά π -, έξ—αλείφω, ά—, έξα—φανίζω, . (θεωρώ μή ύπάρχον] διαγράφω, κ. ξεγράφω. διαλύω, σβεννύω, κ. σ[^ήνω | εξατμίζω | έξανεμ -ίζω , ~ώ, κονιορτοποιώ, κ. κάνω σκόνν;·, (εκμηδενίζω, 304), έξαντλώ, τελειώνω, κ. σώνω 1 εξαντλώ τε­ λείως, δέν αφήνω τίποτε, κ. άποσώνω, νετάρω. Ρ.τριτ* δέν υπάρχει, δέν έχει, πού ; ^ * ы ь . ανύπαρκτος, [μή έ'χων ύπόστασιν] ανυπόστατος, άσύστατος. [κατά φαντασίαν μόνον ύπάρχωvj (φανταστι κός, 796). (πλαστός, 882). [σχεδόν ανύπαρκτος] σκιώδης. (έλ)λείπων. [μή ύπάρχων πλέον] έκλείψχς, κ. μακαρίτικος, j έκλιπών, έξαλειπτικός. ; |

j i

3. ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ [τό πώς s l v a i τι] Ούσ* κατάστασις, θέσις -, τρόπος—του είναι, —ύπάρξεως | καλή-, κανονική -κατάσ τασ ις. (τάξις, 83). [ώρισμένη Οέσις] σημειον άστική-, κοινω νική-, πολιτειακή-, πολιτική -κατάστασις, (ψυχική κατάστασις, 791). κατάστασις-, τάξις -πραγμάτων, [έμφανίζομένη κατάστασις πραγμάτων] (περίστασις. 4) I επικρατούσα-, ισχύουσα-, παρούσα-, ύφισταμένη -κατάστασις πραγμάτων, καθεστώς (τό), status quo, (έξέλιξις τής καταστάσεως, 4>. [επαναφορά είς την προηγουμένην κατάστασιν] άποκατάστασις, (τακτοποίησις, 85). (έπανόρΟωσις, 227). [αιφνίδια άλλαγή καταστάσεως] μετάπτωσις^, (εύμεταβλησία, 290). [τό νά είναί τις ε’ίς τι να κατάστασιν] διατέλεσις, (ύπαρξις, 1) | γένεσις, γίγνεσί)αι. (σχηματισμός, 303). [τό νά περιέλθη τις έν τέλει ζΐς τινα κατάστασιν] άπό-, κατά-ληξις. (έκβασις, 294), (τύχη, 1012). [είς σαφές και οριστικόν τι] άποκρυστάλλω -σις,-μ α. [εις κακήν κατάστασιν] περιαγωγή, κατάντημα, κ. κατάντ—ι, —ια, καταντιά, (άΟλία κατάστασις, 1286) | τελικόν κατάντημα, κ. άποκατ-άντια, —αντιά. Ρ.άμ. είμ αι, εύρίσκομαι, έχω ”, είμί, κ. βρίσκομαι [εξακολουθώ νά είμαι έν τινι καταστάσει ή διαθέσει] διατελώ, (παρα)μένω ". [διατελώ υπό τινα] (υπόκειμαι, 1034). [τυχαίνει νά είμαι] τυγχάνω, [είμαι κα τ’ ουσίαν] αποτελώ*, (ισοδυναμώ, 102), (θεωρούμαι, 807) I είμ α ι- είς μέγαν βαθμόν, -μ έ τό παραπάνω, κ. είμαι πού είμαι, παραειμαι. διετέλεσα, έχρημάτισα, υπήρξα κ. έκαμα γίνομαι, καθίσταμαι, περιέρχομαι-, περιάγομαί-, π ερ ιίσ τα μ α ι-εις κατάστασιν, εξελίσ­ σομαι είς τι. [έξελίσσομαι πρός τι] βαδίζω, β α ίν ω ο δ η γ ο ύ μ α ι, φέρομαι, [τελικώ ςΐ αποβαίνω, άπογί(γ)νομαι, απολήγω, καταλήγω, φ θάνω ’ -, [είς σαφές και οριστικόν τι| άποκρυσταλλώνω. [περιέρχομαι είς κακί;ν κατάστασιν] καταντώ, περιπίπτω , κ. κατανταίνω, πέφτω, [τελικώς] κ. άποκαταντώ | διέρχομαι στάδιον'^. (προσ)λαμβάνω—, παίρνω- έμφάνισιν, —μορφήν, -όψιν, -φ ά σ ιν, -χαρακτήρα, -χροιάν. Ρ.μ, κάμνω, καθιστ—ώ, —άνω, φέρω εις κατάστασιν, κ. κάνω, κατασταίνω. [φέρ. Ρ.ομ. εχω -, εύρίσκομαι εις - σχέσίν κλπ. ούσ., σχετίζομαι \ έχω άλληλουχίαν— κλπ. ούσ., «·λληλουχ-ώ, —ουμαι. Ιεχω σχέσιν πρός τ ι] άνάγομαι, άναφέρομαι, άνήκω άφορώ. έρχομαι εις— έπαφήν, —έπ ικο ινω νία ν,—σχέσεις, έπικοίτνωνώ, έπίμιγνύομαι, κ. νταραβε­ ρίζομαι, (συναλλάσσομαι, 1226), (συναναστρέφομαι, 1348). συγκρίνομαι, παραβάλλομαι, μέτρου μα ц κ. μετριέμαι, [δύναμαι νά συγκριΟώ] επ ιδ έ­ χομαι σύγκρισιν. Ρ.μ. σχετίζω, φέρω εις σχέσιν } συνάπτω—, συνδέω —νοερώς, συνδυάζω, συσχετίζω, [κατά λογικήν σχέσιν] συνείρω. έξαρτώ [ θεωρώ άλληλένδετον, φέρω εις άλληλεξάρτησιν, άλληλεξαρτώ, συναρτώ, κάμ νω -, προβαίνοί είς-, υποβάλλω εις-σ ύγκρ ισ ιν κλπ. ούσ., συγκρίνω, π α -, ά ντιπ α -, συμπα-ραβάλλω, (άντι)παρα-Οέτω, —λληλίζω, άντιβάλλω, παρομοιάζω, (ομοιώνω, 13> ( έκ τών ιδίων—, έξ ιδίω ν-, έξ οικείων —κρίνω τα άλλότρια. Έ η ίθ . [εχων σχέσιν] σχετικός, αναφορικός, συναφής, συσχετικός. (άλληλένδετος, 12), (άνάλογος, 10>. σ'^γκριτικός, παραθετικός, [δυνάμένος νά συγκριθή] δεκτικός συγκρίσεως, παραβλητός. |άντ.] ανεπίδεκτος συγκρίσεως, απαράβλητος, άπαραλλήλιστός, απαράμιλλος, ασύγκριτος, κ. άπαράβαλτος, (ανυπέρβλητος, 105>, (άσυναγώνιστος, 1128>. Έ τΐΐρ. σχετικώς, άναφορικώς, εν σχέσει, έν άναφορα, συναφώς, κ. σχετικά, αναφορικά I άπό άπόψεως, κ. άπό \ [ οσον-, καθ’ όσον—αφόρα, ως πρός, κατά'*, κ. όσο για j έπί ", π ε ρ ί κ . γύρω άπό", πάνω σέ^. έν συγκρίσει, απέναντι'·^, έναντι, εμπρός, κ. άντίκρυ, κοντά, μπρός, μπροστά ; άπό, παρά, ή 1. ν ή μ α τώ ν σ κ έ ψ ε ω ν ' 2. α ύτά ά ν ή κ ο υ ν ε ίς το π α ρ ε λ -θ -ό -ν j τ ο ΐ5 ι ϊ ε μ α τ ο ς | ιί· π ε ρ ί ψ υ χ ή ς ( 7 . γ ύ ρ ω ά π ό τ η ν υ π ό θ ε σ η { 8 . π ά ν ω δ ό ξ η ς ε ί ν α ι μ η ι> έ ν 1 1 0 . π ρ ο τ ι μ ό τ ε ρ ο ς ε ν ό ο ξ ο ς - ϋ - ά ν α τ ο ς ή δ ο υ λ ε ί α .

ά π ό υ γ ε ία | 4. κ α τ ά τ ά α λ ? .α 1 5. σ τ ο ζ ή τ η μ α } 9. ό π .λ ο ΰ τ ο ς a rc c v « v T t

έπ Ι τής

5

10-^14

ΣΧΕΣ1Σ 10. ΑΝ ΑΛΟΓΙΑ

11. ΔΥΣΑΝΑΛΟΓ1Α [ελλειψις αναλογία:;]

[oQ'&ij λ ο γ ική ογΓΟίς]

Ο ύο. άναλογία, λόγος άρμονί,κή-, συμμεΟυσ. δυσαναλογία, ελλε^ψ ις— αναλογίας, τρική -άναλογία, συμμετρία, (κανονί,κότης, 34) -συμμετρίας, ά(Τϋμ-, άνισο-μετρία, (δυσαρ­ 1 ευθεία-, άντίστροφος—, κανονική—, όρΟή—, μονία, 30>. σταθερά -άναλογία. Έ πΙθ. δυσανάλογος, άσύμ—, άνισό-μετρος, Ρ . είμ α ι-, εύρίσκομαι -ε ν άναλογία, εχω—, έκτος κλίμακος, (δυσαρμονικός, 30>, . [τό νά ^χη ιδίαν μορφήν κ λ π .] ίδιο-μορφία, -ρρυθμία, -τροπία, -τυ π ία , (έκρυθμία, 35>, (πρωτοτυπία, 891), (καινοτομία, 1404>. [τό δ ι’ ου διακρίνεταί τι] γνώρισμα, ίδιότης, ιδίω­ μα, ϊδιον, (ιδιάζων) χαρακτήρ, χαρακτηριστι­ κόν, (ιδιαίτερον) διακριτικόν. διακριτικόν—, ιδιαίτερον—, ίδιον—, κύριον—, ούσιώδες-, φυσικόν—, χαρακτηριστικόν —γνώρι­ σμα I κοινόν γνώρισμα, τυπικόν χαρακτηρι­ στικόν I εσωτερικόν-, έξωτερικόν —γνώρισμα, (μορφή, 234>. [τό νά γίνεται τι άνόμοιον] άνομοίωσις, διαφοροποίησις, (παράλλαξις, 290>. [διαπίστωσις διαφοράς] διάκρισις, διαστολή, κ. ξεχώρισμα. [δ ι’ άντιπαραθέσεως] άντιδιαστολή. [δ ι’ ουσιώ­ δους τινός γνωρίσματος] χαρακτηρισμός. Ρ.άμ* είμ αι—,φαίνομαι—άνόμοιος,—διαφορε­ τικός κλπ. έπίθ,, δέν ομοιάζω, δέν ^χω ομοιό­ τητα, διαφέρω, παρουσιάζω- διαφοράν, -δ ια ­ φοράς, είμαι διαφορετικός, ποικίλλω. παρουσιάζω αισθητήν διαφοράν, διακρίνομαι, κ. ξεχωρίζω. διαφέρω ελάχιστα, παραλλάσσω, άποτελώπαραλλαγήν, -πο ικιλίαν, κ. παραλλάζω. διαφέρω (κατά) πολύ, άπέχω, άφ ίσταμαι, [έπ ίτ.] διαφέρω τελείως, άπέχω κατά παρασάγγας, πόρρω άπέχω, άβυσσος μέ χωρίζει | δέν συγκρίνομαι, δέν παραβάλλομαι, δέν έπιδέχομαί σύγκρισιν | δέν είμαι κανένας δέν ομοιάζω μέ κανέναν, είμαι— μοναδικός, —μόνος εις τό ειδός μου, κ. δέν ^χω—δμοιο(ν), -τα ίρ ι, —τό ταίρι μου. Ρ.μ. κάμ νω -, καθιστώ—άνόμοιον, —διαφορε­ τικόν, άνομοιώνω, διαφοροποιώ, ποικίλλω, κάμνω—διάκρισιν κλπ. ούσ. διακρίνω, διαστέλλω, χωρίζω, κ. ξεχωρίζω, [τα ανόμοια] χωρίζω τά έρίφια άπό τά πρό­ βατα. [δ ι’ άντιπαραθέσεως] άντιδιαστέλλω. [διά τού ούσιώδους γνωρίσματός του] χαρακτηρίζω. "Επϊβ· άνόμοιος, κ. άμοιαστος, άλλου ε’ιδους, διαφορετικός, διάφορος, άλ­ λ ο ς ά λ λ ο ΐο ς , κ. άλλοιώτικος. [έπ ιτ.] δλως (διόλου)—, τελείως —διαφορετι­ κός, κ. άλλος παρ’ άλλος, σαν ήμέρα άπό τή νύχτα, (άντίπους,^-ΒΙ), (άγνώριστος, 821>. άλλοΐος φαινόμενος, άλλοιοφανής. [εχων άλλην ή διαφορετικήν μορφήν κ λ π .] άλλοιό-, άλλό-μορφος, -σχημος, -τύπ ο ς, ετε­ ρόρρυθμος, άνομοιόσχημος, (άνομοιόμορφος, 33>, [παρεκκλίνων τής συνήθους μορφής] άλλοτρι-, έτερ-όμορφος ] άλλ—, άλλοι—ότροπος. [2χων ι­ δίαν μορφήν κ λπ .] ίδιό-μορφος, —ρρυΟμος, - τ ύ ­ πος I . έτερότροπος, (ιδιότροπος, 35), (πρωτό­ τυπος. 891). [άποτελο>ν γνώρισμα] ιδιάζων, ’ίδιος, χαρα­ κτηριστικός.

Μ έ τ ε ρ ν ιχ . I

κ γ ιν ε ν

άλλος

ά νθρ ω π ο ς.

,ΣΧΕΣΙΣ

13-17

[χρησιμεύωV προς διάκρισήν] δ?.ακρ!.τί.κός, όποιος, οίος, κ. τέτοιος πού. [πού πρέπει νά δ^ακριθη] διακριτέος. καθώς ό, οπως ό, όποιος, οΐος. αφομοιωθείς, άφωμοιωμένος κλπ. ρ. [άντ.] *Επΐρ. κατά τρόπον άνομοιον, άνομοίως, κ, άναφομοίωτος. [δεκτικός άφομοιώσεως] άφοάνόμο^α, άμοιαστα, . μοι-ώσιμος, —ωτικός. [μή έπιδεχόμενος άφοΦρ. διαφέρει το πραγμα, υπάρχει διαφορά, μοίωσιν] άναφομοίωτος. κ. άλλάζει τό πραμα. [έκφράζων ομοιότητα] ομοιωματικός, [έπιφέρων όμ.] ά φ -, έξ-ομοιωτικός. *Επΐρ* κατά παρόμοιον—, καθ’ δμοιον —τρό­ πον, ό—, παρο—μοίως, κ. όμοια, παρόμοια, ' ϊδια, (κατά τόν αύτόν τρόπον, 16) i έπίσης, ωσαύτως. καθώς, οπως, ως, καΟ* όν τρόπον, έν ε’ίδει, κατά τρόπον, υπό μορφήν, δίκην, κ. σάν | καΟ* δμοίωσιν, κα τ’ εικόνα και όμοίωσιν. [εύχετικώς] καλή ώρα σάν·, . όπως—, ω ς- άκρφώ ς, καθά(περ), ώσπερ ) ώς όίν, ώς εάν, ώσανεί, ώσεί, δίκην, οΐονεί, κ. σάμπο>ς, σάν νά, ωσάν, λες και j τρόπον τινά, οΟτως είπειν, οιονεί, κ. σάν νά λέμε, μαθές, (δηλαδή, 851>. κάπως ομοίως, κατά τρόπον παρεμφερή, παρεμφερώς |κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον, ολως ομοίως, άπαραλλάκτως, κ. άπαράλλαχτα, όλόϊδια, ιάλε ^'ονάλε | ώς δύο σταγόνες ύδατος, Φρ· τί διαφορά κάμνει ; ποία ή διαφορά ; τί Γιάννης τί Γιαννάκης ; τ ίγ ρ ιά τ ί ζαρωμένη : 15. Ο Μ Ο ΙΩ Μ Α

Ο ύο. ομοίωμα, ειδωλον, είκών (ή), άπείκασμα, άπεικόνίσμ α,’ίνδαλμα, (πορτραϊτο, 90"ί> I αντιπροσωπευτικός τύπος, δείγμα, [πλαστικόν πρότυπον] πρόπλασμα. αντί—, διπλό-γραφον, κ. κόπια, (άπομίμημα, ! ακριβές-, πιστόν —άντίγραφον j άντίτυπον ( ό-, πανο-μοιότυπον, fac-sim ile, (φωτογραφία, 905). από τύπον, αποτύπωμα, κ. στάμπα (ή) | δεύτερα ^κδοσις. διατύπωμα, έκμαγεΐον, μήτρα, τύπος, κ. καλούπΐ. (ομοίωμα ύποδημάτο)ν] καλάπους, καλαπόδι(ον). [εισαγωγή εις τύπους] κ. καλούπ-ιασμα, --ωμα. [τέχνη] τυποποι-ία, ~ός | κ. καλαποδάς. Ρ,μ, [εισάγω εις τύπους] τυπάζω, κ. καλουπ-ιάζω, -ώ νω . Έπίθ από τύπος, ό—, πανο-μοιότυπος, (όμοιος, 13>. 16. ΤΑΥΤΟΤΗΣ [ τ ό ν ά ε ί ν α ι fv κ α ι τό αΰτό/

Ουο. ταυτότης, τό ταυτόσημον, άπαραλλαξία', (πανομοιότης, 13). [τό νά είναι τής αύτής καταγωγής] όμογένεια, ομοφυλία, [του αύτοϋ ε’ίδους] όμοε'^δεια. [τό νά γίνεται έν και τό αυτό] (συν)ταύτισις, (συν)ταυτισμός. τό ίδιον πράγμα, ταυτό(ν), κ. ενα πράμα [ τό ’ίδιον άποτέλεσμα, ό ϊδιος παρονομαστής, [έπ ιτ,] ακριβώς—, απολύτως—, εντελώς —τό ίδιον, έν καί τό αυτό. [έπι ατόμων] σωσίας. alter ego. [του αύτου ήθικού επιπέδου] τού ιδίου φυράματος, κ. ϊδια φάρα. Ρ*0ΐμ. καταλήγω—, φ θά νω -εις τό α υτό ,-εις τό Ιδιον πράγμα κλπ. ούσ. ( γίνομαι έν και τό αυτό, (συν)ταυτίζομαι, (εξομοιώνομαι, 13>. Ρ,μ. κάμνω έν και τό αυτό, (συν)ταυτίζω. *Εηίβ. ό αύτός, ϊδιος. [έπ ιτ.] αύτός ό ’ίδιος, άπαράλλακτος, ταυτόσημος, κ. (ϊδιος κ ι’) άπαράλλαχτος, ατόφιος, όλος κ ι’ όλος, (πανόμοιος. 1.

καλή ώρα σάν

τό

γ ιό

σας.

17· ΕΤΕΡΟΤΗΣ

/то να ε ϊ ν α ι αλλο η ] Ούβ. έτερότης, (διαφορά, 14).

[τό νά είναι του έτέρου γένους ή φύλου] έτεροφυλία, διαφορά φύλου, άλλοφυλία, έτερογένεια. [τό νά άνήκη εις άλλον] άλλοτριότης, (άσχεσία, 9>, (ξενικότης 18'ι). άλλΟ' πράγμα, —κεφάλαιον, άλλη- ιστορία, -παράγραφος. Ρ·άμ. γίνομ αι- άλλος, -διαφορετικός. κ· άλλοτεύω. είμ αι άλλο πράγμα, ούδέν τό κοινόν εχω. (διαφέρω τελείως, 14>. *Επίθ. άλλος, ετερος, (διάφορος, 14>. [άλλου εϊδους] ά λλ-, έτερ-οειδής, μή όμοειδής, (άνομοιόμορφος, 3'2>. [μή ανήκων εις τό ’ίδιον ζεύγος] κ. παράταιρος, άντΐλογίτι.κος. έτερούσιος. [άνήκων εις άλλην φυλήν] ετε­ ρόφυλος. άσυνταύτ ιστός. (;εχο>ρ ιστός, ι8>. άλλοτροπικός.

ΣΧΕΣΙΣ 13> πάντοτε ό ϊδιος, αυτούσιος | είς καΐ ό αύτός στερεότυτΓος,