Langenscheidt Standard Greek Dictionary: Greek-English, English-Greek
 0887290639, 0887290620 [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

Greek-English English-Greek

Plain $ 20.95 Thumb-indexed $ 22.95

This completely new dictionary is designed for wide use and is suitable for the language student and the tourist alike. It features: • comprehensive and up-to-date vocabulary including many idiomatic expressions • a wealth of examples illustrat¬ ing meaning and correct usage • word accent according to the (new) monotonic system • clear, simple and easy to use layout

864 pages, 50,000 references

Langenscheidt Publishers, Inc. 46-35 54th Road, Maspeth, NY 11378

=t

-

.

LANGENSCHEIDT STANDARD DICTIONARIES

LANGENSCHEIDT’S STANDARD GREEK DICTIONARY Greek-English English-Greek Edited by GEORGE A. MAGAZIS

LANGENSCHEIDT

Neither the presence nor the absence of a designation that any entered word constitutes a trademark should be regarded as affecting the legal status of any trademark.

© 1989 Efstathiadis Group, Athens © 1990 Langenscheidt KG, Berlin and Munich Printed in Germany by Graphische Betriebe Langenscheidt, Berchtesgaden, 1996

GUIDE TO THE DICTIONARY ΟΔΗΓΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ §1 Κύριο Λήμμα: To κύριο λήμμα χω¬ ρίζεται μερικές φορές σε δύο μέρη με μια παύλα, π.χ. starv-ation. Ο χωρι¬ σμός αυτός ΔΕΝ σημαίνει συλλαβισμό. Χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για οι¬ κονομία χώρου. Μ’ αυτόν τον τρόπο, παράγωγες και σύνθετες λέξεις μπο¬ ρούν να συμπεριληφθούν στο κύριο λήμμα, π.χ.

§1 Entry Word: The entry word is sometimes separated into two parts by means of a thin dash e.g. starv-ation. This separation DOES NOT mean syllabication. It is used to save space. Thus, derivatives, combining forms and compounds can be included in the same entry, e.g.

starv-ation (stair' vei on): (π) πείνα, λιμός, ασιτία II — e f-d]: (ν) λιμοκτονώ II πεθαίνω από ασιτία II πεινώ υπερβολικά, πεθαίνω από την πείνα II ~ eling: (η) πεθαμένος από πείνα II ~ing: (adj) πεθαίνων από πείνα, πεινασμένος §2 Ενδείξεις και Σύμβολα: Οι ακόλου¬ θες ενδείξεις και σύμβολα χρησιμοποι¬ ούνται για διευκόλυνση αυτού που θα χρησιμοποιήσει το λεξικό: α) Η ένδειξη "Id" σημαίνει ότι η λέξη ή έκφραση είναι λαϊκή, ιδιωματική ή αργκό β) Μέρη του λόγου: βλ. § 5 γ) Πληθυντικός: βλ. § 5 δ) θηλυκό: Δίνεται, αν είναι διαφορε¬ τικό από το αρσενικό, ε) Διαφορετική σημασία της ίδιας λέξης: Το σύμβολο II χρησιμοποιείται για να χωρίσει τις διαφορετικές σημα¬ σίες της ίδιας λέξης ή τα παράγωγα και σύνθετα που σχηματίζονται με την προσθήκη νέας κατάληξης, στ) Προφορά: Η προφορά κάθε λέξης δίνεται μέσα σε παρένθεση, π.χ.

§2 Labels and Symbols: The following information is given by means of labels and symbols: a) The label “Id”signifies that the word or expression is colloquial, slang or non-standard. b) Parts of speech: see § 5 c) Plural: see § 5 d) Feminine: if different from the ma¬ sculine e) Different meaning of the same word: The symbol II is used to separate the different meaning of the same word or a derivative or compound that is formed by adding a new ending. f) Pronunciation: The pronunciation of each word is given in parentheses,

e.g. work (wa:rk) ζ) Αποφυγή επανάληψης: To σύμβολο ~ αντικαθιστά το μέρος της λέξης που προηγείται της παύλας (βλ. § 1) ή ολόκληρη τη λέξη, αν δεν χωρίζεται από την κατακόρυφη γραμμή η) Κύρια μέρη του ρήματος: Τα κύρια μέρη του ρήματος δίνονται σε αγκύλες αμέσως μετά την προφορά. Αν το ρήμα είναι ομαλό, δίνεται μόνο η κατάληξη ed ή -d, π.χ.

g) Avoidance of repetition: The symbol ~ replaces the part of the word preceding the dash (see §1) or the whole word, if it is not split by the dash. h) Principal parts of verbs: The prin¬ cipal parts of the verbs are given in square brackets immediately following the pronunciation. If the verb is regular, only the ending -ed, or -d is given, e.g.

work (wa:rk) [-ed]

5

Av to ρήμα είναι ανώμαλο, τότε δίνονται όλα τα κύρια μέρη του, π.χ.

If the verb is irregular, all the principal parts are given, e.g.

take (' teik) [took, taken]

θ) Τονισμός: Ο τονισμός της λέξης σημειώνεται με ένα σημείο τόνου στο αριστερό της τονιζόμενης συλλαβής, π.χ.

i) Accent: The accent is marked by an accent mark placed on the left of the accented syllable, e.g. Η

starvation (sta:r' veijdn)

§3 Αλφαβητική κατάταξη: Τα λήμματα έχουν γενικά τοποθετηθεί σε αλφαβητι¬ κή σειρά. Για οικονομία όμως χώρου, τα παράγωγα και τα σύνθετα δίνονται συχνά μαζί με το κύριο λήμμα.Έτσι η λέξη WINDPIPE δίνεται κάτω από το λήμμα WIND και όχι μετά τη λέξη WINDOW. Μετά, όμως, από τη λέξη WINDOW, για τη λέξη WINDPIPE γί¬ νεται η παρατήρηση, βλ. wind.

§3 Alphabetical order: The entries are generally given in alphabetical order. However, to save space, derivatives, compounds and combining forms are often given with the entry word. Thus, the word WINDPIPE is given under WIND and not after WINDOW. Never¬ theless, after the word WINDOW, the word WINDPIPE is given with the re¬ mark: see WIND

§4 Pronunciation Key: The following §4 Κλειδί προφοράς: Για την προφορά, phonetic-symbols are used: χρησιμοποιούνται τα εξής σύμβολα: * ήχος μεταξύ α και ε (pat, hat) ei εϊ (μονοσύλλαβο) (take, lake) eo εα (κλειστό) (bear, there) a: α παρατεταμένο (μακρό) (arm, farm) e ε (set, jet) i: ι παρατεταμένο (μακρό) (see, bee) i ι βραχύ (sit, bit) ai αϊ (μονοσύλλαβο)(eye, buy) ιε (κλειστό) (ear, dear) id o βραχύ ο με ήχο που κλίνει προς το α (lot, pot) ou οου (nose, pose) o: ο παρατεταμένο (μακρό) (bought, taught) au αου (μονοσύλλαβο) (mouth, south) u ου βραχύ (put, push) u: ου παρατεταμένο (μακρό) (loot, hoot) A βραχύς ήχος μεταξύ α και ο (but, thumb) d: ήχος μεταξύ ε και ο (γαλλικό eu) (third, bird) d άτονο ε βραχύ (linen, garland) παχύ σ (όπως το γαλλικό ch) (she, dish) 1 t παχύ τσ (chalk, cheese) γκ (game, gag) g dz παχύ τζ (giant, gist) όπως ο ήχος ν στή λέξη σάλπιγξ (ring, sing) 0 th θ (theme, anthem) δ δ (the, them) υγρό ι που εκφέρεται σαν ένας ήχος με το επόμενο φω¬ j νήεν. Όταν είναι στην αρχή της λέξης έχει απήχηση γ πριν απ’αυτό (duty, yes) 6

§5 Συντομογραφίες: Χρησιμοποιούνται οι ακόλουθες συντομογραφίες:

$:S Abbreviations: The following abbrevations are used: adj. adv. anat. chem. conj. interj. math. n. phys. pi. prep. pron. sing. tech

= =

V.

-

adjective adverb anatomy chemistry conjunction interjection mathematics noun physics plural preposition pronoun singular technical verb

-

= = =

= = = = = = — -

7

Conversion factors

Παράγοντες μετατροπής

Length

Μήκος

miles: kilometres yards: metres feet: metres inches: millimetres inches: centimetres

μιλιά: χιλιόμετρα γυάρδες: μέτρα πόδια: μέτρα ίντσες: χιλιοστά ίντσες: εκατοστά

1.609

0.914 0.305 25.4 2.54

Επιφάνεια

Area

μίλια2: χιλιόμετρα2 μίλια2: εκτάρια άκρ: μέτρα2 άκρ: εκτάρια2 γυάρδες2: μέτρα2 πόδια2: μέτρα2 πόδια2: εκατοστά2 ίντσες2: χιλιοστά2 ίντσες2: εκατοστά2

square miles: square kilometres 2.59 square miles: hectares 258.999 acres: square metres 4046.86 acres: hectares 0.405 square yards: square metres 0.836 square feet: square metres 0.093 square feet: square 929.03 centimetres square inches: square millimetres 645.16 square inches: square 6.452 centimetres

2.59 258.999 4046.86 0.405 0.836 0.093 929.03 645.16 6.452

Ογκος

Volume

cubic yards: cubic metres cubic feet: cubic metres cubic feet: cubic decimetres cubic inches: cubic centimetres

1.609

0.914 0.305 25.4 2.54

γυάρδες3: μέτρα3 πόδια3: μέτρα3 πόδια3: παλάμες3 ίντσες3: εκατοστά3

0. 764 0.028 28.317

0.764 0.028 28.317 16.387

16.387 Χωρητικότητα

Capacity

γαλλόνια: παλάμες3 γαλλόνια: λίτρα βαρέλι US: μέτρα3 (για πετρέλαιο) γαλλόνια US: λίτρα γαλλόνια US: παλάμες3 κουώρτς: παλάμες3 κουώρτς: λίτρα πίντς: παλάμες3 πίντς: λίτρα τζίλλς: παλάμες3 τζίλλς: λίτρα ουγγιά υγρών: παλάμες3

gallons: cubic decimetres 4.546 gallons: litres 4.546 US barrels: cubic metres (for petroleum) 0. 159 US gallons: litres 3.785 US gallons: cubic decimetres 3.785 quarts: cubic decimetres 1.136 quarts: litres 1. 137 pints: cubic decimetres 0.568 pints: litres 0.568 gills: cubic decimetres 0. 142 gills: litres 0. 142 fluid ounces: millilitres 28.413 fluid ounces: cubic centimetres 28.413 8

4.546 4.546 0.159 3.785 3.785 1.136 1. 137 0.568 0.568 0. 142 0.142 28.413

Παράγοντες μετρατροπής

Conversion factors

Μάζα

Mass

tons: kilogrammes hundredweights: kilogrammes centals: kilogrammes quarters: kilogrammes stones: kilogrammes pounds: kilogrammes ounces: grammes

τόννοι: κιλά εκατόβαρο: κιλά τσένταλς: κιλά κουώρτερς: κιλά στόουνς: κιλά πάουντς: κιλά ουγγιές: γραμμάρια

1016.05 50.802 45.359 12.701 6.350 0.453 28.350

Μάζα ανά μονάδα μήκους

Mass per unit length

tons per mile: kilogrammes per metre pounds per foot: kilogrammes per metre pounds per inch: kilogrammes per metre ounces per inch: grammes per millimetre

τόννοι ανά μίλι: κιλά ανά μέτρο πάουντς ανά πόδι: κιλά ανά μέτρο πάουντς ανά ίντσα: κιλά ανά μέτρο ουγγιές ανά ίντσα: γραμμάρια ανά χιλιοστό

0.631 1.488 17.858 1.116

τόννοι ανά μίλι2: κιλά ανά εκτάριο πάουντς ανά πόδι2: κιλά ανά μέτρο2 πάουντς ανά ίντσα2: γραμμ. ανά εκατοστό2 ουγγιές ανά γυάρδα2: γραμμ. ανά εκατοστό2 ουγγιές ανά πόδι2: γραμμ. ανά μέτρο2

tons per square mile: kilogrammes per hectare 3.923 pounds per square foot: kilogrammes per square metre 4.882 pounds per square inch: grammes per square centimetre 70.307 ounces per square yard: grammes per square metre 33.906 ounces per square foot: grammes per square metre 305.152

Power horsepower: kilowatts

0.631 1.488 17.858 1.116

Μάζα ανά μονάδα επιφάνειας

Mass per unit area

Fuel consumption gallons per mile: litres per kilometre US gallons per mile: litres per kilometre miles per gallon: kilometres per litre

1016.05 50.802 45.359 12.701 6.350 0.453 28.350

3.923 4.882 70.307 33.906 305.152

Κατανάλωση καυσίμων

γαλλόνια ανά μίλι: λίτρα ανά χλμ. US γαλλόνι ανά μίλι: λίτρα ανά χλμ. μίλια το γαλλόνι: χλμ. το λίτρο

2.825 2.352 0.354

2.825 2.352 0. 354

Ισχύς

Ιπποδύναμη: κιλοβάτ

0. 746

9

0.746

ΑΠΟΛΥΤΑ ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΑ

CARDINAL NUMBERS

zero one two three four five six seven eight nine ten eleven twelve thirteen fourteen fifteen sixteen seventeen eighteen nineteen twenty twenty-one twenty-two thirty forty fifty sixty seventy eighty ninety one hundred two hundred three hundred four hundred five hundred six hundred seven hundred eight hundred nine hundred one thousand two thousand three thousand one million one billion

0 1

2 3 4 5 6 7 8 9 10 11 12

13 14 15 16 17 18 19 20 21

22 30 40 50 60 70 80 90 100 200

300 400 500 600 700 800 900 1.000 2.000 3.000 • 1,000,000

, ,

1 000 000.000

10

μηδέν ένας, μία, ένα δύο τρεις, τρία τέσσερα πέντε έξι επτά οχτώ (οχτώ) εννέα (εννιά) δέκα έντεκα δώδεκα δεκατρία δεκατέσσερα δεκαπέντε δεκαέξι δεκαεπτά δεκαοκτώ (δεκαοχτώ) δεκαεννέα (δεκαεννιά) είκοσι είκοσι ένας, μία, ένα είκοσι δύο τριάντα σαράντα πενήντα εξήντα εβδομήντα ογδόντα ενενήντα εκατό διακόσιοι, ες, α τριακόσιοι, ες, α τετρακόσιοι, ες, α πεντακόσιοι, ες, α εξακόσιοι, ες, α επτακόσιοι, ες, α οκτακόσιοι, ες, α εννιακόσιοι, ες, α χίλιοι, χίλιες, χίλια δύο χιλιάδες τρεις χιλιάδες ένα εκατομμύριο ένα δισεκατομμύριο

Months

Μήνες

January February March April May June July August September October November December

Ιανουάριος Φεβρουάριος Μάρτιος Απρίλιος Μάιος Ιούνιος Ιούλιος Αύγουστος Σεπτέμβριος Οκτώβριος Νοέμβριος Δεκέμβριος

Days

Ημέρες

Sunday Monday Tuesday Wednesday Thursday Friday Saturday

Κυριακή Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο

'

.

English Greek

A

A, a (ei): το πρώτο γράμμα του Αγγλ. αλφαβήτου II 6ος φθόγγος της μουσ. κλίμακας a (9, ei): (ind. art.) ένας, μία, ένα, κά¬ ποιος, κάποια, κάποιο II (prep) ανά, κάθε aback (9'baek): πίσω, προς τα πίσω II taken ξαφνιασμένος, έκπληκτος, σαστισμένος abaft (9 ba:ft): προς την πρύμνη, προς τα πίσω του πλοίου abandon (9baend9n) f-ed]: (ν) εγκατα¬ λείπω, αφήνω II ~ed: (adj) εγκαταλειμ¬ μένος II δύστυχος, φουκαράς II ξεδιά¬ ντροπος II ~ment: (η) εγκατάλειψη abase (a 'beis) [-d]: (ν) υποβιβάζω II τα¬ πεινώνω II ~ment: (π) υποβιβασμός II ταπείνωση abash (a'baej) [-ed]: (ν) ντροπιάζω II συγχύζω II ~ment: (η) ντρόπιασμα, καταισχύνη II σύγχυση abate (9'beit) [-dj: (ν) ελαττώνω, με¬ τριάζω II καταπαύω, εξασθενίζω II ελαττώνομαι, κοπάζω, εξασθενώ, με¬ τριάζομαι II αφαιρώ, εκπίπτω II (leg) ακυρώνομαι II ~ment: (η): ελάττωση, μετριασμός II κατάπαυση, εξασθένιση II αφαίρεση, έκπτωση abba-cy (' aebasi): (η) αξίωμα ή δικαιο¬ δοσία ηγούμενου II —tial (ae'bajial): (adj) ηγουμενικός abbess (' aebis): (π) ηγουμένη abbey (' aebi): (η) μοναστήρι II αβαείο abbot (' aebst): (π) ηγούμενος II αβάς abbreviat-e (9 briivieit) [-d]: (ν) συντο¬ μεύω II -ion: (η) συντόμευση, συντο¬ μία, βραχυγραφία II συγκεκομμένη λέ¬

II κοιλιά II -inal: (adj) υπογάστριος abduct (aeb'dAkt) [-ed]: (ν) απάγω II -ion: (η) απαγωγή II -or: (η) απαγω-

γέας

abed (9 bed): (adv) κρεβατωμένος, στο

κρεβάτι

aberran-ce (ae'ber9ns): (η) ανωμαλία, παρέκκλιση II ~t: (adj) ανώμαλος, με

παρέκκλιση

aberration (aeb9' reij9n): (η) ανωμαλία,

εκτροπή, παρέκκλιση

abet (9'bet) [-ted]: (ν) ενθαρρύνω, πα¬ ρακινώ, υποκινώ II -ment: (η) ενθάρ¬ ρυνση, παρακίνηση II -ter ή -tor: (η)

υποκινητής, συνένοχος abeyance (9 bei9ns): (η) αναβολή II εκ¬ κρεμότητα abhor (9b'hor) [-red]: (ν) σιχαίνομαι, αποστρέφομαι, απεχθάνομαι II απορρί¬ πτω II -rence: (η): απέχθεια, αποστρο¬ φή II απόρριψη II -rent: (adj) σιχαμε¬ ρός, απεχθής abide (9'baid) [-d ή abode]: (ν) μένω, διαμένω, κατοικώ II περιμένω, καρτε¬ ρώ II υπομένω, αντιστέκομαι II υφί¬ σταμαι II συμμορφώνομαι ability (9 biliti): (η) ικανότητα, επιδεξιότητα abject (aebdzekt): (adj) τιποτένιος, αι¬ σχρός, ταπεινός II -ion: (π) αισχρότη¬ τα, ταπεινότητα abjure (9b'dzii9r) [-d]: (ν) απαρνούμαι II -ation: (π) απάρνηση II ~er: (η) εξω¬ μότης, αρνητής ablative ( aebl9tiv): (η) (gram) αφαιρε¬ τική πτώση ablaze (9'bleiz): (adj) φλέγόμενος, μέ¬ σα σε φλόγες II λαμπερός II ζωηρό¬ χρωμος, με ζωηρά ή χτυπητά χρώμα¬ τα able ( eibl): (adj) ικανός II -ness: (π) ικανότητα

ξη

abdicat-e (' aebdikeit) [-d]: (ν) παραι¬ τούμαι από αξίωμα ή θέση II -ion:

(π) παραίτηση abdom-en (aeb' domon): (η) υπογάστριο 15

abloom abridge (s'bridz) [-d]: (ν) συντομεύω, περικόβω II ~d. (adj)\ σύντομος, περι¬ ληπτικός II -ment: (η) συντόμευση,

abloom (3' blu:m): (adj) ανθισμένος abnormal (aeb' normal): (adj) ανώμαλος, ακανόνιστος II ~ity: (η) ανωμαλία aboard (3bo:rd): (adv) επάνω ή μέσα

περίληψη

abroad (3 bro:d): (adv) στο εξωτερικό,

σε πλοίο ή άλλο συγκ. μέσο abode (a'boud): βλ. abide II (η) κατοι¬ κία, διαμονή abolish (3'boliJ) [-ed]: (Ρ) καταργώ, ακυρώνω, διαγράφω II ~ment (ή abolition): (π) κατάργηση, ακύρωση, διαγραφή abolition: βλ. abolishment A-bomb (ei'-bom): (η) ατομική βόμβα abomina-ble (s'bominsbl) (adj)·. απαί¬ σιος, απεχθής, βδελυρός, αποτρόπαιος II -ness: (η) βδελυρότητα abominate (s'bomineit) [-d]: (ν) απεχθάνομαι II -ion: (π) βδελυγμία, απέ¬ χθεια II βδελυρό πρόσωπο ή πράγμα aboriginal (aebs' ridzinsl): (adj) ιθαγε¬ νής II πρωτόγονος aborigines (aebs' ridzini:z): (η) ιθαγε¬ νείς, γηγενείς, αυτόχθονες abort (3bo:rt) [-ed]: (ν) κάνω έκτρωση II διακόπτω, σταματώ, ματαιώνω II προκαλώ αποτυχία II ματαιώνομαι, αποτυχαίνω II -ion: (η) έκτρωση, απο¬ βολή II έκτρωμα II -ive: (adj) έκτρωματικός II αποτυχημένος II πρόωρος II -iveness: (η) έκτρωση, εκτρωματικότητα II ματαίωση, αποτυχία abound (s'baund) [-ed]: (ν) αφθονώ, βρίθω II έχω σε αφθονία II είμαι εφο¬ διασμένος II -ing: (adj) άφθονος about (s 'baut): (adv) σχεδόν, περίπου II χωρίς κατεύθυνση II σχετικά προς II έτοιμος για II (prep) γύρω, ολόγυρα, κοντά II - face: μεταβολή II αλλαγή ιδεών ή προθέσεων above (s'bAv): (adj) από πάνω, "ψηλά, σε ψηλότερο επίπεδο II (prep) από πά¬ νω, ψηλότερα II -board: τίμιος, ειλι¬ κρινής, τίμια, με ειλικρίνεια abra-de (s'breid) [-d]: (b) τρίβω II κα¬ ταστρέφω ή φθείρω με τριβή II -sion: (η) τριβή II φθορά από τριβή II -sive: (adj) τριβικός II (η) μέσο τριβής abreast (s'brest): (adv) δίπλα, κοντάκοντά II - of (ή - with): συμβαδίζω II ξέρω

σε άλλη χώρα II έξω από το σπίτι, έξω από το κλειστό χώρο II σε κυκλο¬ φορία, ελεύθερος II έξω από το στόχο II (η) ξενιτιά, εξωτερικό abrogat-e ('aebrogeit) [-d]: (ν) ακυρώ¬ νω II καταργώ με διάταγμα II -ion: (η) ακύρωση, κατάργηση abrupt (3'brApt): (adj) απότομος II τραχύς II αιφνίδιος, απροσδόκητος, αναπάντεχος II ~ly: (adv) απότομα, ξαφνικά II -ness (η): τραχύτητα II το απότομο abscess (' aebses) [-ed]: (ν) σχηματίζω οίδημα, κάνω απόστημα II (π) οίδημα, απόστημα abscis-e (sb'saiz) [-d]: (ν) κάνω τομή, αποκόβω II βγάζω με τομή II -sion: (π) αποκοπή, τομή abscissa (sb'siss): (η) τετμημένη (math) abscond (sb'skond) [-ed]: (ψ) φυγοδικώ II διαφεύγω, κρύβομαι II ~er (η) φυγόδικος absen-ce ('aebssns): (π) απουσία II έλ¬ λειψη II ~t: (adj) απών II ανύπαρκτος II -t-minded: (adj) αφηρημένος absent (aeb'sent) [-ed]: (ν) απουσιάζω II απών, απουσιάζων II ~ee: απών absolut-e (' aebs3lu:t): (adj) απόλυτος II τέλειος, πλήρης II αγνός, ανόθευτος II τελειωτικός (leg) II -eness: (π) απόλυ¬ τη εξουσία, απολυταρχία II το απόλυ¬ το II -ism: (π) απολυταρχία, απολυ¬ ταρχικό πολίτευμα II -ist: (η & adj) απολυταρχικός absolution (aebss' lujsn): (η) άφεση αμαρτιών absolve (sb'solv) [-d]: (ν) αθωώνω, απαλλάσσω II δίνω άφεση αμαρτιών, συγχωρώ absorb (3b sorb) [-ed]: (ν) απορροφώ II -ent: (adj) απορροφητικός II (η) μέσο απορρόφησης absorpt-ion (3b ' sorpjsn): (π) απορρό¬ φηση II -ive: (adj) απορροφητικός 16

acclaim abstain (ab' stein) [-ed]: (v) απέχω, κά¬ νω αποχή, αποφεύγω II ~er: (η) αυτός

ή καθηγητής II -als: (η) τήβεννος και καπέλο καθηγητή ή φοιτητή II -ian: (η) ακαδημαϊκός, μέλος ακαδημίας academy (a kaedemi): (η) ακαδημία II ανώτατη σχολή acajou (aka'zu:): (η) μαόνι accede (aek'si:d) [-d]: (ν) συμφωνώ II προσχωρώ II ανέρχομαι (σε αξίωμα) II -nee: (η) συμφωνία II προσχώρηση II ανέβασμα σε αξίωμα accelerat-e (aek' selereit) [-d]: (ν) επιτα¬ χύνω II επισπεύδω II επιταχύνομαι, αυξάνω ταχύτητα II -ion: (η) επιτά¬ χυνση II επίσπευση II -ive (adj) επιταχυντικός II -or: (η) επιταχυντής accent (' aeksant): (η) τονισμός, τόνος II τρόπος ομιλίας, προφορά (κυρίως ξε¬ νική) II διακεκριμένο χαρακτηριστικό ή ποιότητα II (ask sent) [-ed]: (ν) τονί¬ ζω II δίνω έμφαση accentuate (ask' sentjueit) [-d]: (ν) τονί¬ ζω, προφέρω με έντονο τονισμό II δί¬ νω έμφαση accept (ak'sept) [-ed]: (ν) δέχομαι, πα¬ ραδέχομαι II -able: (adj) δεκτός, απο¬ δεκτός II παραδεκτός, αναγνωρισμένος II -ance: (η) αποδοχή, παραδοχή II -ation: (η) αποδοχή II εκδοχή II -ed: (adj) δεκτός, παραδεκτός, αναγνωρι¬ σμένος II ~er ή -or: (π) αποδέκτης access (' askses): (η) προσέγγιση, μέσο προσέγγισης ή εισόδου II είσοδος, διέ¬ λευση II δικαίωμα εισόδου ή χρήσης II προσιτότητα II -ible: (adj) ευπρόσιτος, προσιτός II —ibility: (η) προσιτότητα, το προσιτό accession (aek' sejan): (η) επαύξηση II υπεραξία II ανέβασμα σε αξίωμα accessory (aek' sesari): (π) συμπλήρωμα, προσθήκη II συνένοχος, συνεργός II εξάρτημα, ανταλλακτικό, βοηθητικό κομμάτι II (adj) δευτερεύων, συμπλη¬ ρωματικός accidence (' aeksidans): (η) βασικό στοι¬ χείο ή βασικά στοιχεία II τεχνολογικό γραμματικής accident ( aeksidant): (η) δυστύχημα, ατύχημα II απροσδόκητο ή τυχαίο πε¬ ριστατικό II ~al: (adj) τυχαίος acclaim (a'kleim) [-ed]: (ν) επευφημώ.

που κάνει αποχή (από οιν. ποτά)

abstemious (aeb' sti:mias): (adj) εγκρα¬

τής, λιτός

(η) αποχή, αποφυγή κατάχρησης ποτών II εγκρά¬ τεια, λιτότητα abstinence (' asbstinans): (π) αποχή, εγκράτεια II (θρησκ.) νηστεία abstract (' aebstraskt): (adj) αφηρημένος, μη συγκεκριμένος II θεωρητικός, μη εφαρμόσιμος II δυσκολονόητος II (η) σύνοψη II περιληπτική έκθεση ή ανα¬ φορά II (aeb straekt) [-ed]: (ν) περικό¬ βω, αφαιρώ II υπεξαιρώ (leg) II συνο¬ ψίζω, εκθέτω περιληπτικά II -ion: (π) αποκοπή, περικοπή II αφηρημένη ιδέα II έργο αφηρημένης τέχνης abstruse (aeb stru:s): (adj) δυσκολονόη¬ τος, ασαφής, διφορούμενος II -ness: (η) ασάφεια absurd (ab'sa:rd): (adj) παράλογος II -ity ή -ness: (π) παραλογισμός, ανοη¬ σία abundan-ce (a'bAndans) [και abundancy]: (η) αφθονία II πληρότη¬ τα, πληθώρα II ~t: (adj) άφθονος.· πλη¬ θωρικός abus-e (a'bju:z) [-d]: (ν) προσβάλλω, βρίζω II καταχρώμαι II κακομεταχειρί¬ ζομαι II χρησιμοποιώ κακώς II (a bju:s): (η) προσβολή, ύβρη II κακο¬ μεταχείριση II σφαλερή ή κακή χρήση II -ive: (adj) προσβλητικός, υβριστικός abut (a 'bAt) [-ted]: (ν) συνορεύω II αγ¬ γίζω, εφάπτομαι II -ment: (η) επαφή, σημείο επαφής II στήριγμα, σημείο στήριξης II ακρόβαθρο γέφυρας abysm (a'bizam) (βλ. και abyss): (η) μεγάλο βάθος II άβυσσος II ~al: (adj) βαθύς, αβυσσαλέος abyss (a bis): (η) άβυσσος, μεγάλο βά¬ θος acacia (a'keija): (η) ακακία academic (aeka' demik): (adj) ακαδημαϊ¬ κός II σχετικός με ανώτατη σχολή II θεωρητικός, μη πρακτικός II τυπικός, συμβατικός II (η) μέλος μορφωτικής ή πανεπιστημιακής εταιρείας II φοιτητής

abstention (aeb' stenjan):

17

acclamation κέρδος, πλεονέκτημα II -able: (adj) υπόλογος, υπεύθυνος II -ancy: (η) λο¬ γιστική II -ant: (η) λογιστής II on ~: σε πίστωση II ένεκα II on no ~: με κα¬ νένα τρόπο accredit (s kredit) [-ed]: (ν) αναγνωρί¬ ζω, επικυρώνω II διαπιστεύομαι, δίνω διαπιστευτήρια II -ed: (adj) αναγνωρι¬ σμένος, έγκυρος II διαπιστευμένος accretion (ae' krijsn): (π) επαύξηση II πρόσφυση accru-e (s'kru:) [-d]: (ν) αυξάνω, συσ¬ σωρεύομαι II γίνομαι νόμιμο δικαίωμα II ~al: (π) αύξηση, συσσώρευση accumulat-e (s' ku:muleit) [-d]: (ν) συσ¬ σωρεύω, συσσωρεύομαι II -ion: (η) συσσώρευση II -ive (adj) επισωρρευτικός II -or: (η) συσσωρευτής accura-cy (' aekjurssi): (η) ακρίβεια II ορθότητα, πιστότητα II ~te: (adj) ακρι¬ βής, σωστός, πιστός II —tely: (adv) ακριβώς, σωστά accursed (s' ks:rsid): (adj) καταραμένος accusable (s'kju:zsbl): κατηγορητέος, αξιοκατάκριτος accusat-ion (aekju:' zeijsn): (η) κατηγο¬ ρία II -ive: (η) αιτιατική accuse (s kju:z) [-d]: (ν) κατηγορώ II—d: κατηγορούμενος II ~r: (η) μηνυ¬ τής, κατήγορος accustom (s'kAStsm) [-ed]: (ν) εθίζω, εξοικειώνω II -ed: (adj) συνηθισμένος II get -ed: (ν) συνηθίζω ace (eis) (η) άσος acerbity (s' ss:rbiti): (η) στυφάδα II δριμύτητα acetate (' aesitit): οξικό αλάτι acetic: (s'si:tik): οξικός ach-e (eik) [-d]: (ν) πονώ II (π) πόνος II -ing: (adj) πονεμένος achieve (s'tji:v) [-d]: (ν) κατορθώνω, πετυχαίνω II εκτελώ, πραγματοποιώ II -ment: (η) επίτευγμα, κατόρθωμα II ~r: ικανός, πετυχημένος, φτασμένος achromatism (s' kroumstizsm): (η) αχρωματισμός acid ( acsid): (η) οξύ II (adj) οξύς, δριμύς II -ify [-ied]: (v) οξοποιώ Η -ity ή -ness: (η) οξύτητα II -osis: (η) οξίδωση Η βαθμός οξύτητας

ζητωκραυγάζω II επιδοκιμάζω έντονα II (η) επευφημία, ζητωκραυγή II ενθου¬ σιώδης επιδοκιμασία acclamation (skis' meiisn): (η) επευφη¬ μία, ζητωκραυγή II ψήφος δια βοής II επιδοκιμασία acclimat-e (' aeklsmeit) ή acclimatiz-e (s klaimstaiz) [-d]: (v) 'εγκλιματίζω, εγκλιματίζομαι II εξοικειώνω II -ion: (η) εγκλιματισμός, εξοικείωση acclivity (s'kliviti): (η) ανωφέρεια, ανήφορος accolade (' aekoleid): (η) έπαινος, έγκρι¬ ση II θερμός χαιρετισμός II χρίση ιπ¬ πότη accommodat-e (s'komsdeit) [-d]: (ν) εξυπηρετώ, κάνω χάρη II διευκολύνω II παρέχω II διευθετώ II εξοικονομώ II παρέχω ή διαθέτω στέγη ή χώρο II -ion: (η) εξυπηρέτηση, διευκόλυνση II στέγαση, παροχή χώρου II συμβιβα¬ σμός II (comm.) οικον. παροχή ή ευ¬ κολία II δάνειο accompan-iment (s kAmpsnimsnt): (π) συνοδεία II συμπλήρωμα II -ist: (η) συνοδός τραγουδιού II ~y (-ied): (η) συνοδεύω II συμπληρώνω, προσθέτω accomplice (s komplis): (η) συνένοχος, συνεργός accomplish (s'komplij) [-ed]: (ν) συ¬ μπληρώνω, τελειώνω II κατορθώνω, πετυχαίνω II ~ed: (adj) τέλειος II με ταλέντο, ταλαντούχος II -ment: (π) επίτευγμα, κατόρθωμα, II συμπλήρωση II αξία, προσόν, ταλέντο accord (s'ko:rd) [-ed]: (ν) χορηγώ, πα¬ ρέχω II συμφωνώ II (η) συμφωνία II αρμονία II -ance: (π) συμφωνία, αρ¬ μονία II -ant: (adj) σύμφωνος, αρμονι¬ κός, σε αρμονία II -ing: (adv) σύμφωνα II -ingly (adv): συνεπώς, κα¬ τά συνέπεια accordion (s' ko:rdisn): (η) αρμόνικα (ακορντεόν) accost (s'kost) [-ed]: (ν) αποτείνομαι, απευθύνω το λόγο II πλησιάζω, “πλευρίζω” account (s'kaunt) [-ed]: (ν) θεωρώ II δίνω λογαριασμό ή λόγο II (η) λογα¬ ριασμός, έκθεση II αφήγηση II αξία II 18

adapt acrostic (3 krostik): (π) ακροστιχίδα act (' aekt) [-ed]: (ν) υποκρίνομαι II

ack-ack (aek-aek): (η) αντιαεροπορικό

πυροβολικό II αντιαεροπορικά πυρά acknowledge (s'knolidz) [-d]: (v) ανα¬ γνωρίζω, παραδέχομαι II γνωρίζω λή¬ ψη II ανταποδίδω χαιρετισμό II ~ment: (π) παραδοχή, αναγνώριση II (ρΙ) ευ¬ χαριστίες acme (' aekmi): (η) ακμή acne ( askni): (π) ακμή, εξάνθημα νεότητος acolyte (' aekolait): (η) οπαδός, ακόλου¬ θος II βοηθός ιερέα aconite (' aekonait): (η) ακόνιτο (φυτό) acorn ('eiko:m): (η) βαλανίδι acoustic (a'kustik): (adj) ακουστικός II ~al: ακουστικός II ~s: ακουστική (η) acquaint (3 kweint) [-ed]: (ν) κάνω γνωστό, γνωστοποιώ II ~ance: (η) γνωριμία II γνωστός, γνώριμος II ~ed: γνώστης, γνώριμος, πληροφορημένος acquiesce (aekwi'es) [-d]: (ν) αποδέχο¬ μαι, συναινώ II ενδίδω, υποχωρώ II ~nce: (π) συγκατάθεση acquire (s'kwaisr) [-d]: (ν) αποκτώ, πετυχαίνω II ~d: (adj) επίκτητος ll~ment: (η) απόκτημα, προσόν acquisiti-on (aekwi' zifen): (η) απόκτη¬ ση, απόκτημα II ~ve: (adj) αρπακτικός II επιδεκτικός μάθησης acquit O'kwit) [-ted]: (ν) αθωώνω, απαλλάσσω από κατηγορία ή υποχρέακτη ή καθήκον II ξεπληρώνω υποχρέ¬ ωση II ~tal: (η) αθώωση, απαλλαγή II απαλλακτικό βούλευμα II -tance: (η) α. λλακτική δήλωση acre (' eiksr): (η) εκτάριο (=4000 τετρ. μέτρα II ~ age: (η) έκταση ή εμβαδό σε εκτάρια II ~ age: (η) κτηματική πε¬ ριουσία acrid (' aekrid): (adj) δριμύς, δηκτικός, τσουχτερός acrimon-ious (aekri' msniss): (adj) πι¬ κρός, δύστροπος II -iousness ή ~y: (η) πικρία, πικρότητα acrobat (' aekrobat): (η) ακροβάτης II ~ic: (adj) ακροβατικός II ~ics: (π) ακροβασίες, ακροβατικά across (s'kros): (adv): εγκάρσια, κατά πλάτος II διά μέσου II απέναντι II come ~: (ν) συναντώ

υποδύομαι, παριστάνω II εκτελώ, ενερ¬ γώ II αντικαθιστώ II (η): πράξη, ενέρ¬ γεια II πράξη θεατρικού έργου II νομοθέτημα II προσποίηση, προσποιητό ύφος II ~ing: (adj) αντικαταστάτης, αναπληρωματικός action (' aekjsn): (π) πράξη, ενέργεια II πολεμική δράση II μήνυση, αγωγή II missing in ~ ή Μ.Ι.Α.: αγνοούμενος activ-ate (' aektiveit) [-d]: (ν) βάζω σε ενέργεια II οργανώνω II βάζω σε ενερ¬ γό υπηρεσία II επιταχύνω αντίδραση II ~e: (adj) ενεργητικός, δραστήριος, ζω¬ ηρός II ~ity: (ν) ενεργητικότητα, δρα¬ στηριότητα II δράση, εκδήλωση act-or (' aektsr): (η) ο ηθοποιός II ~ress: (η) η ηθοποιός actual (' .ektjusl): (adj) πραγματικός, υπάρχων II ~ize [-d]: (ν) πραγματο¬ ποιώ II περιγράφω ρεαλιστικά II ~ly: (adv) πράγματι, πραγματικά actuary (' aektjusri): (η) στατιστικός ασφαλιστικής εταιρείας actuat-e (' aektjueit) [-d]: (ν) βάζω σε κίνηση ή ενέργεια II παρακινώ, εξωθώ II -ion: (π) κίνηση, ώθηση, εξώθηση acuity (ae' kjuiti): οξύτητα II αιχμηρότητα acumen (3 kju:men): (η) οξύνοια II τα¬ χύτητα σκέψης και κρίσης acupuncture (skju' pAqktjsr): (η) βελο¬ νισμός acute (3 kju:t): (adj) αιχμηρός, μυτερός II οξύς II οξύνους, έξυπνος II ευαίσθη¬ τος II σπουδαίος II διαπεραστικός, δριμύς ad: see advertise adage (' aedsdz): γνωμικό, ρητό adagio (s'dadzo:): (adv): αργά (music) II (adj): αργός ρυθμός adamant (' aedsmsnt): (η) αδαμαντίνη II (adj) άκαμπτος, ανένδοτος, αμετάπει¬ στος II -ine: σκληρός, άκαμπτος II διαμαντένιος Adam's apple (' aedsmz ' aepsl): (η) μή¬ λο του Αδάμ, το “καρύδι” adapt (3 daept) [-ed]: (ν) προσαρμόζω, προσαρμόζομαι II διασκευάζω II 19

add κός

-ability: (η) προσαρμοστικότητα II -able: (adj) προσαρμόσιμος, διασκευάσιμος II -ation: (η) προσαρ¬ μογή II διασκευή II ~er ή -or: (η) προ-

II

(η)

μέσο

συγκόλλησης

II

-veness: (η) κολλητικότητα II ~ve tape: κολλητική ταινία adieu (3 dju:): (interj) αντίο (French) adios (adi' o:s): (interj) αντίο (Spanish) adit (' aedit): είσοδος ορυχείου adjacen-cy (3' dzeisensi): (η) γειτνίαση II γειτόνεμα II ~t: (adj) γειτονικός, δι¬

σαρμοστής, προσαρμογέας

add (aed) [-edj: (ν) προσθέτω II ~er: (η) αθροιστική μηχανή II - up: (n)

αθροίζω II εννοώ, σημαίνώ, δείχνω II ~endum: (η) προσθήκη, συμπλήρωμα, παράρτημα II -ition: (η) πρόσθεση II -itional: (adj) επιπρόσθετος II in -ition: (adv) επιπρόσθετα, επιπλέον adder (' aedsr): (η) οχιά, έχιδνα addict (3'dikt) [-ed]: (v) αφοσιώνομαι σε κάτι, συνηθίζω σε κάτι II (' 3dikt): (η) επιρρεπής, συνηθισμένος σε κάτι II -ion: (η) έξη, εθισμός II -ive: (adj) εθιστικός addition (3'difen): πρόθεση II άθροισμα II προσθήκη, συμπλήρωμα addle (' aedl) [-d]: (ν) συγχύζω II κλουβιαίνω, χαλώ II συγχύζομαι, τα χάνω II (adj) κλούβιος, χαλασμένος II brained: χαζός, ηλίθιος address (s'dres) [-ed]: (ν) απευθύνω, απευθύνομαι, γράφω τη διεύθυνση II προσαγορεύω, προσφωνώ II κατευθύ¬ νω προσπάθεια II (η) διεύθυνση II προ¬ σφώνηση II ~ee: (η) παραλήπτης II ~er ή -or: (η) αποστολέας adduce (3' dju:s) [-d]: (ν) προβάλλω, παρουσιάζω θέμα II επικαλούμαι adduction (s'dAkfen): προσαγωγή II -or: μυς προσαγοαγός (anat) adenoid ( aedinoid): (adj) αδενοειδής II ~s: (η) ρινικές εκβλαστήσεις, “κρεατάκια” της μύτης adept (3' dept): (adj) ικανός, έμπειρος II -ness: (η) ικανότητα, εμπειρία adequacy (' asdikwssi): (η) επάρκεια adequate (' aedikwit): (adj) επαρκής, αρ¬ κετός II ~ly: (adv) αρκετά adhere (sd'hier) [-d]: (ν) προσκολλώ¬ μαι II εμμένω, μένω πιστός II -nee: (η) προσκόλληση II αφοσίιοση, εμμονή II ~nt: (adj) κολλητικός II υποστηρικτής, οπαδός adhesi-on (3d 'hi:z3n): (η) προσκόλληση II συγκόλληση II αφοσίιοση, υποστήριξη II ~ve: (adj) κολλητικός, συγκολλητι¬

πλανός II προσκείμενος

adjectival (aedzek' taivsl): (adj) επιθετι¬

κός (grammar)

adjective (' aedzektiv): (η) επίθετο adjoin (s'dzoin) [-ed]: (ν) συνορεύω II

ενώνω

adjourn (3'dz3:m) [-ed]: (ν) αναβάλλω,

αναβάλλομαι II διακόπτω, κάνω διά¬ λειμμα II μετακινούμαι, πηγαίνω II -ment: (η) αναβολή, διακοπή adjudge (s'dzAdz) [-d]: (ν) επιβάλλω με δικαστική απόφαση, επιδικάζω, κα¬ ταλογίζω II θεωρώ, υπολογίζω, εξετά¬ ζω II -ment: (η) κατακύρωση, επιδίκαση, καταλογισμός II δικαστική απόφα¬ ση adjudicat-e (3' dzu:dikeit) [-d]: (ν) κρί¬ νω, δικάζω II επιδικάζω II -ion: (η) επιδίκαση, απόφαση II -or: (η) κριτής, δικαστής adjunct (' asdzAqkt): (η) βοηθός II (adj) βοηθητικός, επεξηγηματικός, παρεπόμενος II προσκολλημένος, απο¬ σπασμένος II -ion: (η) προσθήκη, συ¬ μπλήρωμα, επεξήγηση II -ive: (adj) επεξηγηματικός, συμπληρωματικός adjure (3'dzu:r) [-d]: (ν) διατάζω II εξορκίζω, επικαλούμαι adjust (3 dzAst) [-ed]: (ν) διευθετώ, κα¬ νονίζω, ρυθμίζω II προσαρμόζω, προ¬ σαρμόζομαι II διορθώνω II -able: (adj) ρυθμιζόμενος, προσαρμοζόμενος II -ment: (η) διευθέτηση, ρύθμιση, προσαρμογή, διόρθακτη adjutant (' aedzutsnt): (η) υπασπιστής ad lib (aed lib) [-bed]: (ν) αυτοσχεδιάζω II (η) πρόχειρο κατασκεύασμα, αυτοσχεδιασμός II (adj) αυτοσχεδιασμένος, πρόχειρος admeasure (aed'mezsr) [-d]: (ν) κατα¬ μετρώ II μοιράζω αναλογικά II -ment: (η) καταμέτρηση, διανομή 20

advantage administer (od' minister) [-ed]: (v) πα¬ ρέχω, δίνω, αποδίδω II διαχειρίζομαι, εκτελώ II απονέμω administrat-e (od'ministreit) [-d]: (ν) διευθύνω II διαχειρίζομαι, επιτροπεύω II -ion: (η) διεύθυνση, διοίκηση II κυ¬ βέρνηση ή προεδρία χώρας II διαχείρι¬ ση, επιτροπεία II -ive: (adj) διοικητι¬ κός, διαχειριστικός II -or: (π) διευθύ¬ νουν υπάλληλος, διευθυντής II διαχει¬ ριστής, επίτροπος, εκτελεστής admirabl-e (' aedmorobl): (adj) θαυμά¬ σιος, εξαιρετικός II ~y: (adv) θαυμά¬ σια, έξοχα admiral (' aedmirol): (η) ναύαρχος II ναυαρχίδα II ~ty: (η) ναυαρχείο II υπουργείο ναυτικών II ναυτοδικείο admiration (aedmi' reijon): (η) θαυμα¬ σμός, λατρεία II αντικείμενο θαυμα¬ σμού admire (od'maior) [-d]: (ν) θαυμάζω II ~γ: (η) θαυμαστής admissible (od' misibol): (adj) δεκτός, παραδεκτός, αποδεκτός II επιτρεπτός admission (od'mijon): (η) αποδοχή, πα¬ ραδοχή II ομολογία II παραχώρηση II είσοδος II τιμή ή εισιτήριο εισόδου admit (od'mit) [-ted]: (ν) ομολογώ, πα¬ ραδέχομαι II επιτρέπω είσοδο II χωρώ, έχω χώρο για II δέχομαι, αποδέχομαι II -tance: (η) είσοδος, άδεια εισόδου II -ted: (adj) παραδεκτός, δεκτός II -tedly: (adv) ομολογουμένως admix (od'miks) [-ed]: (ν) ανακατεύω, ανακατεύομαι, κάνω μείγμα II -ture: (η) μείγμα, ανακάτευα admon-ish (od'monij) [-ed]: (ν) εφιστώ την προσοχή, νουθετώ II επιπλήττω ελαφρά II θυμίζω καθήκον ή υποχρέω¬ ση II -ishment; (π) επίπληξη, παραίνε¬ ση, νουθεσία II -itory: (adj) προειδο¬ ποιητικός, παραινετικός ado (a' du:): (η) φασαρία, ενόχληση adobe (ο doubi): (π) πλίνθος II πηλός II σπίτι από πλίνθους adolescen-ce (aedo' lesons): (π) εφηβεία, εφηβική ηλικία II ~t: (π) έφηβος adopt (adopt) [-ed]: υιοθετώ II ασπάζομαι, αποδέχομαι II -ion: (η) υιοθεσία II αποδοχή, παραδοχή

ador-able (ο' do:robol): (adj) αξιολά¬ τρευτος, γοητευτικός, αξιαγάπητος II -ation (aedo' reijon): (η) λατρεία, αγά¬ πη, σεβασμός II ~e (o'do:r) [-d]: (ν) λατρεύω II ~er: (π) λάτρης II -ing: θερμός οπαδός, λάτρης adorn (o'do:m) [-ed]: στολίζω, κοσμώ II -ment: (η) στολίδι adrenal (aed'rimol): (adj) επινεφρίδιος II -in: (η) αδρεναλίνη adrift (ο drift): (adj & adv): έρμαιο, παρασυρμένος II χαμένος, σαστισμένος adroit (ο' droit): (adj) ικανός, επιδέξιος II -ness: (η) ικανότητα, επιδεξιότητα adscititious (odsi' tijos): (adj) επουσιώ¬ δης II παράγωγος adsorb (aed'sorb) [-ed]: (ν) προσροφώ II -ent: (adj) προσροφητικός II -tion: (η) προσρόφηση adulat-e (' aedjuleit) [-d]: (ν) κολακεύω, φέρνομαι με δουλοπρέπεια II -ion: (η) δουλοπρέπεια II -ory: (adj) δουλοπρεπής adult (ae' dAlt): (η. & adj): ενήλικος, ώριμος adulter-ant (o' dAltoront): (η) μέσο νόθευσης II (adj) νοθευτικός II -ate [-d]: (ν) νοθεύω, αλλοιώνω II (adj) νοθευμέ¬ νος II ~er: (π) μοιχός II -ess: (η) μοι¬ χαλίδα II ~y: (η) μοιχεία adumbrat-e (' aedAmbreit) [-d]: (ν) σκιαγραφώ II αποκαλύπτω με επιφύ¬ λαξη II -ion: (η) σκιαγράφηση adust (o'dASt): (adj) καψαλισμένος II σκυθρωπός ad valorem (aedvo' lorom): (adv) κατ’ αξία, ανάλογα με την αξία advance (od'vams) [-d]: (ν) προχωρώ, προελαύνω II προτείνω II προάγω, συμβάλλω στην πρόοδο II επιταχύνω II αυξάνω, υπερτιμώ II προκαταβάλλω II ανέρχομαι, προάγομαι II (π) προέλαση, προχώρεμα II πρόοδος II υπερτίμηση II προκαταβολή II ~d: (adj) προχωρημέ¬ νος, σε ανώτερο επίπεδο II ηλικιωμέ¬ νος II ~s: (η) προσπάθεια για απόκτη¬ ση εύνοιας, προσέγγιση advantage (od' vamtidz): (η) πλεονέκτη¬ μα II όφελος, κέρδος II -ous: (adj): επωφελής, ευνοϊκός

21

advent aerie ή eyrie (' eari): (η) αετοφωλιά aerobatics (earou' baetiks): (η) αεροα¬ κροβασίες, ακροβασίες αεροπλάνου aerodrome: see airdrome aerodynamic (earoudai' najmik): (adj) αεροδυναμικός II ~s: (η) αεροδυναμική aerolite (' earoulait): (η) αερόλιθος aeronaut (earano:t): (η) αεροναύτης II ~ic ή -ical: (adj) αεροναυτικός II -ics: (η) αεροναυτική aeroplane: see airplane aerostat (' earastat): (η) αερόστατό II -ics: (η) αεροστατική aesthet-e (' i:s0i:t) ή esthete: (η) αισθη¬ τικός II ~ic ή ical: (adj) αισθητικός II -ics: (η) αισθητική aestival (' astaval ή is 'taival): (adj) θε¬ ρινός afar (a'fa:r): (adv) μακριά affable ('aefabl): (adj) προσιτός, ευπρο¬ σήγορος II καλόκαρδος II - affability: (η) ευπροσηγορία affair (a'fear): (η) υπόθεση II γεγονός, συμβάν II ερωτικός δεσμός II ~s: προ¬ σωπικά είδη affect (a'fekt) [-ed]: (ν) επηρεάζω, επι¬ δρώ II συγκινώ II προσποιούμαι, κάνω II -ation: (η) προσποίηση II -ed: (adj) προσποιητός II επηρεασμένος II προσβλημένος από ασθένεια ή πάθηση affect-ion (a'fekjan): (π) τρυφερότητα, στοργή II αίσθημα, συγκίνηση II πάθη¬ ση II επίδραση II -ionate: (adj) τρυφε¬ ρός, στοργικός, αφοσιωμένος II -ionately: (adv) στοργικά, τρυφερά, με αφοσίωση II -ive: (adj) συγκινητι¬ κός, συγκινησιακός affian-ce (a'faians) [-d]: (ν) αρραβωνιάζω, μνηστεύω II -ced: (adj) αρραβωνιασμένος II ~t: (adj) ενόρκως βε¬ βαιών affidavit (aefi' deivit): (η) ένορκη βεβαί¬ ωση ή κατάθεση affiliat-e (a filieit) [-d]: (ν) υιοθετώ II εξακριβώνω πατρότητα II παίρνω συ¬ νεργάτη ή συνεταίρο II -ion: (π) υιο¬ θέτηση II συνεταιρισμός, προσεταιρισμός συνεργάτη affinity (a'finiti): (η) φυσική έλξη II χημική συγγένεια II τάση για ένωση II

advent (' sedvant): άφιξη, έλευση, προ¬ σέλευση II (cap): γέννηση του Χριστού II η σαρακοστή προ των Χριστουγέν¬ νων II -itious: (adj) επιπρόσθετος, τυ¬ χαία αποκτημένος adventur-e (ad'ventjar): (η) περιπέτεια II επικίνδυνο τόλμημα ή επιχείρηση II ~er: (η) τυχοδιώκτης II τολμηρός επι¬ χειρηματίας II ~ous: (adj) τυχοδιωκτι¬ κός, περιπετειώδης adverb ('aedva:rb): (η) επίρρημα II ~ial: (adj) επιρρηματικός advers-ary (' aedvarsari): (η) αντίπαλος, ανταγωνιστής, εχθρός II -ative: (adj) αντιθετικός, εναντιωματικός II ~e: (adj) αντίθετος, ενάντιος, εχθρικός II δυσμενής, αντίξοος II ~ity: (η) αντιξο¬ ότητα, αναποδιά II εναντιότητα II ~e possession: χρησικτησία advert (ad'va:rt) [-ed]: (ν) παραπέμπω advertis-e (' aedvartaiz) [-d]: (v) διαφη¬ μίζω II δημοσιεύω αγγελία II ~ing: (η) διαφήμιση II (adj) διαφημιστικός II -ement (advar' taizment ή ad' vartizment) [abbr.: ad]: (η) διαφή¬ μιση II αγγελία advice (ad'vais): (η) συμβουλή II ~s: (η) πληροφορία, αναφορά advis-ability (advaisa' biliti): (η) ωφελι¬ μότητα, σκοπιμότητα, το συμβουλεύσιμο ή σκόπιμο II -able (ad'vaizabl): (adj): σκόπιμος, συμβουλεύσιμος II ~e (ad'vaiz) [-d]: (π) συμβουλεύω, συνι¬ στώ, προτείνω II πληροφορώ II ~er ή -or: (π) σύμβουλος II -ory: συμβου¬ λευτικός advoca-cy (' aedvakasi): (π) συνηγορία II υποστήριξη II ~te (aedvakeit) [-ed]: (ν) συνηγορώ, υποστηρίζω II ( aedvakat): (η) συνήγορος, υποστήρι¬ ξής adz ή adze (aedz): (π) σκεπάρνι aegis (' i:dzis): (η) αιγίδα, προστασία aerat-e ( eareit) [-d]: (ν) εξαερίζω, αε¬ ρίζω II γεμίζω με αέριο ή ανθρακικό οξύ II -ed: (adj) αεριούχος II -ion: εξαερισμός, αερισμός aerial ( earial): (adj) εναέριος, αέριος II αέρινος, ανάλαφρος II (π) κερμία II εναέριος αγωγός II -ist: σχοινοβάτης 22

agglomerate συγγένεια από αγχιστεία affirm (3'farm) [-ed]: (ν) βεβαιώνω II επιβεβαιώνω, επικυρώνω II -ation: (η) κατάφαση II επιβεβαίωση, επικύρω¬ ση II -ative: (adj) καταφατικός II επιβεβαιωτικός II (η) κατάφαση affix (a'fiks) [-ed]: (ν) επισυνάπτω II προσαρτώ II επικολλώ afflatus (a'fleitas): (η) έμπνευση II τάση για δημιουργία afflict (a'flikt) [-ed]: (ν) πικραίνω, προκαλώ θλίψη II βασανίζω, προκαλώ πόνο II -ion (η) βάσανο, λύπη II συμ¬ φορά, πάθημα affluen-ce (aefluans): (η) αφθονία, πλούτος II εισροή II ~t: (adj) άφθονος, πλούσιος II (η) παραπόταμος afflux (' aefloks): (η) συρροή afford (a ford) [-ed]: (ν) παρέχω, δίνω II έχω τα μέσα, μπορώ II μου περισ¬ σεύει II -able: (adj) προσιτός afforest (ae'forast) [-ed]: (ν) αναδασώ¬ νω II -ation: (π) αναδάσωση affray (a'frei): (η) θορυβώδης φιλονι¬ κία, διαπληκτισμός affront (afr/mt) [-ed]: (ν) προσβάλλω II εξευτελίζω II αντιμετωπίζω προκλη¬ τικά II (η) προσβολή aficionado (afisio' nado): (η) φανατικός θαυμαστής ή οπαδός afield (a'fidd): (adv) έξω ή μακριά από το συνηθισμένο δρόμο ή μέρος II έξω από το περιβάλλον II στην εξοχή, στα λιβάδια afire (a'faiar): (adj) γεμάτος ενθουσια¬ σμό, κατενθουσιασμένος, φλογερός II φλέγόμενος aflame (a'fleim): (adj) ζωηρόχρωμος, λαμπερός II φλέγόμενος II φλέγόμενος από ενθουσιασμό afloat (a flout): (adj) επιπλέων II στην ανοιχτή θάλασσα II πλημμυρισμένος II σε κυκλοφορία, σε διάδοση aflutter (a'flAtar): (adj) συγχυσμένος, νευριασμένος afoot (a'fut): (adj) σε κίνηση, σε κυ¬ κλοφορία II με τα πόδια, πεζός afore (a'fo:r): (adv) προηγουμένως, προ II -mentioned: προαναφερόμενος II -said: προλεχθείς II -thought: προ-

μελετημένος afoul (a'faul): (adv) σε αντίθεση, σε σύγκρουση II run ~: (ν) έρχομαι σε σύγκρουση ή αντίθεση, έχω φασαρίες afraid (a'freid): (adj) φοβισμένος II be - : (ν) φοβούμαι afresh (a'frej): (adv) από την αρχή, και πάλι, εκ νέου afro (' afro:): (η) κόμμωση σγουρή σε στυλ Νέγρικο aft (a:ft): (adv) προς την πρύμνη, προς τα πίσω after ( a:ftar): (prep) μετά, έπειτα II πί¬ σω, στα οπίσθια II (adj) επόμενος II clap: (η) δυσάρεστος αντίκτυπος II effect: (η) μετενέργεια II -math: (η) επακόλουθο II -noon: (η) απόγευμα II - thought: (η) μεταγενέστερη σκέψη, δεύτερη σκέψη II -ward ή -wards: (adv) ύστερα, μετέπειτα again (a'gein): (adv) πάλι, ξανά II επι¬ πλέον against (a'geinst): (adv) εναντίον, κατά II σε αντίθεση II για λογαριασμό, ένα¬ ντι (λογαριασμού) II αντικριστά agape (a'geip): (adv) με ανοιχτό στόμα II σε κατάπληξη, κατάπληκτος agar ('eigar) ή agaragar: (η) πηκτικό II ~ic: (adj) αγαρικό agate (' aegit): (π) αχάτης II μπίλια, βό¬ λος II τυπογραφικό στοιχείο 5 1/2 στιγμών agave (a 'geivi:): (π) αλόη (φυτό) age (eidz): (η) ηλικία II εποχή, περίοδος II ενηλικίωση II γερατειά, γήρας II με¬ γάλο χρονικό διάστημα II [-d]: (ν) γερ¬ νώ, μεγαλώνω II ~d: (adj) ηλικιωμένος II ηλικίας, ετών II -less: (adj) αγέρα¬ στος II αιωνόβιος agen-cy ( eidzansi): (η) μέσο, παράγο¬ ντας II ενέργεια II αντιπροσωπία, πρα¬ κτορείο II υπηρεσία II ~t: (π) μέσο II συντελεστής II αντιπρόσωπος, πληρε¬ ξούσιος II πράκτορας agenda (a'dzenda): [sing: agendum]: (η) πινάκιο υποθέσεων II ημερησία διάταξη agglomerat-e (a' glomareit) [-d]: (ν) συσσωρεύω II (η) σύγκραμα II -ion: (η) συσσώρευση II σύμπηξη 23

agglutinate agglutinat-e (a' glu:tineit) [-dj: (v) προσκολλώ, συγκολλώ II -ion: (η) συ¬ γκόλληση aggrandize (' aegrandaiz) f-d|: (v) μεγα¬ λώνω, αυξάνω II ενισχύω, δυναμώνω II υπερβάλλω aggravat-e (' aegraveit) [-dj: (ν) επιδει¬ νώνω II εξοργίζω, εξερεθίζω II επιβα¬ ρύνω II -ion: (η) επιδείνωση II ερεθι¬ σμός II επιβάρυνση aggregat-e ( aegrigeit) [-d]: (ν) συνα¬ θροίζω II (' aegrigit): (η) άθροισμα, σύνολο II πρόσμιγμα II -ion: (η) άθροιση II συσσωμάτωση, πρόσμειξη aggress (a'gres) [-ed]: (ν) επιτίθεμαι II -ion: (η) επίθεση, επιθετική διάθεση II -ive: (adj) επιθετικός II ενεργητικός, δραστήριος II -or: (η) επιτιθέμενος, επιδρομέας aggrieve (a ' gri:ν) j-dJ: (ν) προκαλώ λύπη ή αδικία II προσβάλλω II ~d: (adj) θλιμένος, λυπημένος II προσβλημένος II αδικημένος aghast (a'ga:st): (adj) εμβρόντητος II τρομοκρατημένος agil-e (' asdzail ή ' aedzal): (adj) ευκίνη¬ τος II εύστροφος II | ity: (η) ευκινησία II ευστροφία agio ( iedzio:): (π) τέλος αλλαγής συ¬ ναλλάγματος agitat-e ( aedziteit) |-d): (ν) ταράζω, αναταράζω II όιαταράζω, προκαλώ ανησυχία II -ion: (η) ταραχή, ανατα¬ ραχή II διατάραξη II -or: (η) ταραξίας, ταραχοποιός II αναμικτήρας aglow (a'glou): (adj) φωτοβόλος, λα¬ μπερός agnail (' aegneil): (η) παρανυχίδα agnostic (teg nastik): (adj) αγνωστικι¬ στής, οπαδός αγνωστικισμού II -ism (aeg nostisizam): (π) αγνωστικισμός ago (a'gou): (adj) περασμένος, παρελ¬ θόντος II (adv) πριν, στο παρελθόν agog (agog): (adv) σε έξαψη, συνεπαρμένος II ανυπόμονος agoniz-e (' asganaiz) |-d|: (ν) προκαλώ πόνο ή αγωνία II αγωνιώ, πονάω II -ing: (adj) βασανιστικός II αγωνιώδης agony (' aegani): (π) αγωνία II βάσανο, μεγάλος πόνος

agrarian (a' grearian): (adj) αγροτικός agree (a 'gri:) [-dJ: (ν) συμφωνώ II ταιριάζω, είμαι κατάλληλος II -able: (adj) σύμφωνος II ευχάριστος II ~d: (adj) συμφωνημένος II -ment: (η) συμ¬ φωνία, σύμβαση agrestic (a' grestik): (adj) αγροτικός II αγροίκος agricultur-e (' aegrikAltJar): (η) γεωργία II γεωπονία II ~al: (adj) γεωργικός II —ist ή -alist: (η) γεωπόνος agronomics ή agronomy (aegra' namiks, a'granami): αγρονομία II γεωπονία aground (a'graund): (adv) στην ξηρά II στα ρηχά νερά II run ~: (ν) εξοκέλλω ague (' eigju): (η) ρίγος ή παροξυσμός πυρετού ahead (a hed): (adv) εμπρός II προς τα εμπρός II get -: (ν) πετυχαίνω, πάω μπροστά ahoy (a hoi): (interj): έι! (ναυτ. επιφών. ή χαιρετισμός) aid (eid) |-ed]: (ν) βοηθώ II (η) βοήθεια, συνδρομή II βοηθός II υπασπιστής aide (eid): υπασπιστής ή επιτελάρχης II βοηθός II - de - camp: υπασπιστής AIDS (eidz): (abbr.) acquired immunity deficiency syndrome: η ασθένεια AIDS (έϊντς) aigret ή aigrette (ei 'gret): (η) λοφίο ail (eil) [-ed): (ν) πονώ, υποφέρω, πά¬ σχω II προκαλώ πόνο ή ασθένεια II -ing: άρρωστος II -ment: (π) ασθένεια aileron (' eilaron): (π) πτερύγιο ελέγχου (αερ) aim (eim) [-ed]: (ν) σκοπεύω, έχω πρό¬ θεση II σημαδεύω, σκοπεύω II (π) σκο¬ πός, τελικός στόχος II σκόπευση II -less: (adj) άσκοπος ain't (eint): am not (και are not, is not, has not, have not) air (ear) [-ed]: (ν) αερίζω II ανακοινώ¬ νω II (η) αέρας II αύρα, αεράκι II παρουσιαστικό, εμφάνιση II μουσικός σκοπός, μελωδία II -borne: μεταφερόμενος από τον αέρα, με αεροπλάνο II -conditioning: (π) τεχνητός κλιματι¬ σμός II -cooling: αερόψυξη II -craft: αεροσκάφος II -craft carrier: αερο¬ πλανοφόρο II -drome: αεροδρόμιο II 24

alien drop: ρίψη από αεροπλάνο II -field: βλ. -drome II -force: πολεμική αερο¬ πορία II -gun: αεροβόλο όπλο II head: αεροπρογεφύρωμα II -ily(adv) ελαψρά, επιπόλαια, όχι σοβαρά II -less: (adj) πνιγερός, χωρίς αέρα II χωρίς άνεμο II -lift: (π) αερογέφυρα II -line: αεροπορική γραμμή ή εταιρεία II—liner: επιβατικό αεροπλάνο II -lock: αεροκρουνός II -mail: αεροπορικό τα¬ χυδρομείο II -man: αεροπόρος II σμη¬ νίτης II - piracy: αεροπειρατεία II -plane: αεροπλάνο II -pocket: κενό αέρα II αεροθύλακος II -port: αερολι¬ μένας II -proof: (adj) αεροστεγής II -pump: (η) αεραντλία II -raid: αερο¬ πορική επιδρομή II ~s: ύφος, ψευτοπερηφάνεια II - screw: έλικας αεροπλά¬ νου II -ship: αερόπλοιο II -sick: (adj) ζαλισμένος από το αεροπλάνο, πάσχων από ναυτία (αερ) II -sickness: (π) ναυτία (αερ) II -strip: διάδρομος προσγείωσης II -tight: (adj) αεροστε¬ γής II αναντίρρητος, αδιάψευστος II -way: (π) αεραγωγός II αερ. γραμμή II ~y: (adj): ελαφρός, επιπόλαιος II πα¬ ράλογος, μη πραγματικός II αέρινος II αεριζόμενος, ενάερος aisle (ail): (η) διάδρομος μεταξύ καθι¬ σμάτων ή πάγκων II πτέρυγα ναού ajar (9' dzar): (adv) μισάνοιχτος II αντί¬ θετος, αταίριαστος akimbo (9' kimbou): (adj) με τα χέρια στη μέση akin (9 kin): (adj) συγγενικός II όμοιος, ανάλογος alabaster (' ael9ba:st9r): (π) αλάβαστρο II (adj) αλαβάστρινος alacrity (9'laekriti): (η) πρόσχαρη προ¬ θυμία II ζωηρότητα alarm (9 la:rm) [-ed]: (ν) εκφοβίζω, τρομάζω II δίνω σύνθημα συναγερμού II (π) τρόμος, φόβος II συναγερμός II ηλεκτρικό σύστημα κινδύνου II κλήση στα όπλα II - clock: ξυπνητήρι II -ing: (adj) ανησυχαστικός II -ist: (η) διαδοσίας ανησυχαστικών ειδήσεων alary ( eillari): (adj) πτερυγοειδής alas (9 la:s): (infer;) αλίμονο! alb (' aelb): (η) άμφια

albatross (' aelbatros): (η) άλμπατρος (το πτηνό Διομήδεια) albeit (0:1 bi:t): (conj) μολονότι, αν και, εν τούτοις albin-ism: (' aelbinizgm): (η) αλφισμός, λευκισμός II - (ael'bainou): λευκίτης, αυτός που πάσχει από αλφισμό album (' aslbam): (π) άλμπουμ, λεύκω¬ μα album-en (ael' bjumin): λεύκωμα, αλμπουμίνη II -inous: (adj) λευκωματώδης alchem-ist (' aelkimist): (η) αλχημιστής II ~y: (η) αλχημεία alcohol (' aelkohol): (π) οινόπνευμα, αλ¬ κοόλ II ~ic: (adj) οινοπνευματώδης, αλκοολικός II -ism: (η) αλκοολισμός alcove (' aelkouv): (π) εσοχή, κοιλότητα II σηκός alder ( o:ld9r): (η) κλήθρα, σκλέθρος, σκλήθρα alderman (' o:lderm9n): (η) δημοτ. σύμ¬ βουλος ale (eil): (η) είδος μπίρας aleatory (' eiliotori): τυχαίος, αβέβαιος II χαρτοπαικτικός, τυχερός alert (ο' lo:rt) [-ed]: (ν) δίνω συναγερ¬ μό, ξεσηκώνω II προειδοποιώ II (adj) άγρυπνος, έτοιμος, προσεχτικός II έξυ¬ πνος, ζωηρός, δραστήριος II (π) σήμα ή σύνθημα συναγερμού II κατάσταση συναγερμού II -ness: (π) επαγρύπνηση, ετοιμότητα II δραστηριότητα, εξυπνά¬ δα, ευστροφία II on the -: σε επιφυ¬ λακή II red -: κατάσταση κινδύνου alga ( aelga) [pi.: algae (' aeldzi)]: (π) άλγας, φύκι algebra ( aeldzibr9): (η) άλγεβρα II ~ic: (adj) αλγεβρικός algorism (' 9lgoriz9m): δεκαδικό σύστη¬ μα alias (' eiliaes): (η) ψευδώνυμο, ψεύτικο όνομα II (adv) αλλιώς alibi ( aelibai) [-ed]: (ν) δικαιολογώ, δι¬ καιολογούμαι II υποστηρίζω το άλλοθι II (π) άλλοθι II δικαιολογία alien ( eilian): (η) αλλοδαπός II ξένος, ασυνήθιστος, άγνωστος II -ate [-d]: (ν) αποξενώνω II απαλλοτριώνω II με¬ ταβιβάζω την κυριότητα II -ation: (π) 25

alight alleviat-e (3 li:vieit) [-d]: (ν) ανακουφί¬ ζω, καταπραΰνω II -ion: (η) ανακού¬ φιση II -ive: (adj) καταπραντικός alley ( aeli:): (η) στενωπός, δρομάκι II δρομάκι κήπου, αλέα II - cat: αδέσπο¬ τη γάτα II ακόλαστος, ερωτύλος II blind ~: αδιέξοδο alli-ance (s'laisns): (η) συμμαχία II συ¬ νεργασία II -ed: (adj) συμμαχικός, σύμμαχος alligator (' aeligeitsr): (η) αλλιγάτωρ (είδος κροκοδείλου) alliteration (slite' reijsn): (π) παρήχηση allocat-e (' aelokeit) [-d]: (ν) κατανέμω, διανέμω II εντοπίζω II -ion: (η) κατα¬ νομή. διανομή allot (3 lot) [-ted]: (ν) παραχωρώ, δια¬ θέτω II διανέμω με κλήρο II -ment: (η) κλήρος, μερίδιο II διάθεση, κατα¬ νομή allotropy (3 lotrspi:): (π) αλλοτροπία allow (3 lau) f-edj: (ν) επιτρέπω II πα¬ ραδέχομαι II χορηγώ, παρέχω II -able: (adj) επιτρεπόμενος II -ance: (η) ανο¬ χή II επίδομα, χορήγηση II έκπτωση II for: (ν) προνοο'κ αφήνω περιθώριο alloy ( aeloi): κράμα II [-ed]: (π) ανα¬ μειγνύω, συντήκω II νοθεύω μέταλλο allude (3 lu:d) [-d]: (ν) υπαινίσσομαι II υπονοώ, αναφέρομαι έμμεσα allur-e (3 lu:3r) [-d]: (ν) δελεάζω II γοητεύω, σαγηνεύω II (η) γοητεία, θέλ¬ γητρο, σαγήνη (also: -ement) II -ing: (adj) δελεαστικός, γοητευτικός allusi-on (3 lu:zsn): (π) υπαινιγμός II νύξη, έμμεση παραπομπή II ~ve: (adj) υπαινικτικός alluvi-um (3 lu:vi3m): (π) πρόσχωση II ~al: (adj) προσχωματικός ally (3 lai) [-ied]: (ν) συμμαχώ, κάνω συμμαχία II συνδέω, συνδέομαι II (π) σύμμαχος II στενός συνεργάτης alma mater (' slms meitsr): (π) Σχολή ή Πανεπιστήμιο από το οποίο απο¬ φοίτησε κάποιος II ύμνος πανεπιστη¬ μίου almanac (' odmsmek): (π) πανδέκτης II ημερολόγιο almighty (od'maiti): (adj) παντοδύνα¬ μος

αποξένωση, αλλοτρίωση II ~ police: κέντρο αλλοδαπών alight (3 1 ait) [-ed]: (ν) κατεβαίνω, ξεζεύω II (adj) αναμμένος align (3 lain) [-ed]: (ν) ευθυγραμμίζω II ευθυγραμμίζομαι II στοιχίζομαι II ~ment: (π) ευθυγράμμιση II στοίχιση alike o'laik): (adj) όμοιος, ίδιος II (adv) όμοια, παρόμοια aliment (' aelimsnt): (η) τροφή II -ary: (adj) θρεπτικός II -ation: (η) θρέψη alimony ( aelimani): (η) διατροφή, επί¬ δομα διατροφής aline: see align aliquot (' aelikwot): (adj) υποπολλαπλάσιο alive4 (3' laiv): (adj) ζωντανός II ζωηρός II - with: γεμάτος, βρίθων alkali ( aelkslai): (η) αλκάλιο II ~ne: (adj) αλκαλικός all (0:1): (adj) όλος, όλοι, οι πάντες II (η) ολότητα, το σύνολο II (adv): ολότελα, εντελώς II above ~: προπαντός II after ~: στο κάτω-κάτω II - but: σχε¬ δόν II ~ in: κατάκοπος, εξαντλημένος II - in ~: στο σύνολο II - clear: λήξη συναγερμού II κανένας κίνδυνος, όλα ελεύθερα II ~ over: τελειωμένος II πα¬ ντού II ~ important: πολύ σπουδαίος II -night: ολονύκτιος, διανυκτερεύων II - out: πλήρης, με όλες τις δυνάμεις II - purpose: για κάθε δουλειά, για κάθε χρήση II -right: εντάξει, σωστός II - round: πλήρης, τέλειος II ικανός, άξιος II at - : διόλου allay (s' lei) [-ed]: (ν) ανακουφίζω, ελαφρώνω II καθησυχάζω, καλμάρω allegation (asls geijsn): (η) υπαινιγμός II ισχυρισμός allege (3 ledz) [-d|: (ν) ισχυρίζομαι II υπαινίσσομαι II ~d: (adj) υποτιθέμενος II -dly: (adv): δήθεν allegiance (3 li:dz3ns): (η) νομιμοφρο¬ σύνη II πίστη, αφοσίωση allegor-y (aeligsri): (η) αλληγορία II ~ic (~lcal): (adj) αλληγορικός II -ically: (adv) αλληγορικά allerg-ic O'lsrdzik): (adj) αλλεργικός II ~y ( ielsrdzi): (η) αλλεργία II αναφυ¬ λαξία

26

ambition almond (' a:mond): (η) αμύγδαλο II

-or (' o:lto:meitor): (η) εναλλάκτης although (θ:Γδου): (conj) καίτοι, μολο¬ νότι, αν και alti-meter (ael timitor): (π) μετρητής ύψους II -tude (' aeltitju.d): (η) ύψος, υψόμετρο II υψηλή θέση alto (' aeltou): (η) (male) υψίφωνος II (fem) κοντράλτα altogether (o:lto' gebor): (adv) εντελώς, ολότελα II συνολικά altruis-m (' aeltru:izom): (η) αλτρουϊσμός, φιλαλληλία II ~t: (η) αλτρουι¬ στής II -tic: (adj) αλτρου ίστικός aluminium (aelju miniom) or aluminum (ael' ju:minom): (η) αργίλιο, αλουμίνιο alumn-us (o'iAmnos), pi.: ~i (olAmnai) [fem: alumna (o'Umno), pi.: ~e (o'lAmni)]: (η) απόφοιτος Πανεπιστη¬ μίου always (' o:lwez): (adv) πάντοτε, παντοτεινά am (aem): (ν) είμαι (see: be) amalgam (o'maelgom): (η) αμάλγαμα II μεταλλικό κράμα υδραργύρου II -ate [-d]: (ν) συγχωνεύω, συγχωνεύομαι II -ation: (η) συγχώνευση, μείξη amaranth (' aemoranth): (π) αμάραντος amass (o'maes) [-ed]: (ν) συσσωρεύω II -ment: (η) συσσώρευση amateur ( aemotju:r or aemoto:r): (η) ερασιτέχνης II άπειρος II -ish: (adj) ερασιτεχνικός II κακότεχνος amatory (' aemotori): (adj) ερωτικός amaz-e (o'meiz) [-d]: (ν) εκπλήσσω, καταπλήσσω II -ed: (adj) έκθαμβος, κατάπληκτος II -ement: (η) κατάπληξη II -ing: (adj) καταπληκτικός ambassad-or (aem' baesodor): (η) πρέ¬ σβης, πρεσβευτής II -ress: πρέσβειρα amber (' aembor): (η) ήλεκτρο, κεχρι¬ μπάρι ambidext-er (aembi' dekstor) or: -rous: (n & adj) αμφιδέξιος II διπλοπρόσω¬ πος II -erity: (η) αμφιδεξιότητα II δι¬ πλοπροσωπία ambient ( aembi:ont): (adj) περιβάλλουν ambigu-ity (aembi' gju:iti): (η) ασάφεια, διφορούμενη έννοια, το διφορούμενο II -ous: (adj) ασαφής, διφορούμενος ambiti-on (aem'bijon): (η) φιλοδοξία II

αμυγδαλιά II (adj) αμυγδαλωτός, αμυγδαλοειδής almost (' o:lmoust): (adv) σχεδόν/ περί¬ που alms (a:mz): (η) ελεημοσύνη II ~ house: (η) φτωχοκομείο aloft (3 loft): (adv) ψηλά alone (o'loun): (adj) μόνος II -ness: (η) μοναξιά II leave (or: let) αφήνω ήσυχο along (ο'ΐοη): (adv) κατά μήκος II προς τα εμπρός II all πάντα II από την αρχή II -side: δίπλα, στο πλάι II be ~: (ν) φθάνω, έρχομαι II get ~: (ν) προ¬ χωρώ II καταφέρνω, τα βγάζω πέρα II συμφωνώ, τα πάω καλά II φεύγω aloof (o'lu:f): (adj) μακρινός II (adv) μακριά, σε απόσταση II keep κρατώ ή κρατιέμαι σε απόσταση aloud (ο' laud): (adv) μεγαλόφωνα, δυ¬ νατά alphabet (' aelfobet): (η) αλφάβητο II ~ic (or: —ical): (adj) αλφαβητικός II -ically: (adv) αλφαβητικά, σε αλφαβη¬ τική σειρά II -ize [-d]: (ν) τοποθετώ σε αλφαβητική σειρά alpin-e (aelpain): (adj) άλπειος, αλπικός II αλπινιστικός II —ist: (η) αλπινι¬ στής already (od'redi): (adv) ήδη, κιόλας also (o:lsou): (adv) επίσης altar (' oltor): (η) βωμός, θυσιαστήριο II Αγία Τράπεζα II -boy: βοηθός του ιε¬ ρέα, παιδί με εξαπτέρυγα II lead to the ~: (ν) παντρεύομαι alter ( oltor) [-ed]: (ν) αλλάζω, μετα¬ βάλλω II μεταβάλλομαι II μεταποιώ, τροποποιώ II -able: (adj) μεταβλητός II -ation: (η) αλλαγή, μεταβολή, II μετα¬ ποίηση altercat-e (' odtorkeit) [-d]: (ν) φιλονι¬ κώ, καβγαδίζω II -ion: (η) φιλονικία, καβγάς alternat-e ( o:ltomeit) [-d]: (ν) εναλ¬ λάσσω, εναλλάσσομαι II (' odtornit): (adj) εναλλασσόμενος, αλληλοδιάδοχος II —ely: (adv) εναλλακτικά, αλληλοδια¬ δόχους II -ing: (adj) εναλλασσόμενος II -ive (ol'tomotiv): εκλογή, διέξοδος II 27

amble ~ous: (adj) φιλόδοξος amble (aembal) [-dj: (v) πλαγιοποδίζω (άλογο) II βαδίζω σιγά-σιγά II (η) πλαγιοποδισμός II ήσυχο, σιγανό περπάτη¬ μα ambrosia (aem' bro:za): (η) αμβροσία II ~1: (adj) έξοχος, νοστιμότατος ambsace (' eimzeis): (η) δυάρες II κακοτυχία, γκίνια ambul-ance (' aembjulans): (η) ασθενο¬ φόρο, αυτοκίνητο πρώτων βοηθειών II -atory (' aembjulatari): (adj) ικανός να βαδίζει, μη κλινήρης II βαόιστικός ambuscade ( ' aembaskeid) |-d] or: ambush (aembuj) |-ed): (v) επιτίθεμαι από ενέδρα, χτυπώ ξαφνικά II στήνω ενέδρα II (η) ενέδρα ameliorat-e (a' midiareit) [-d]: (ν) βελ¬ τιώνω II βελτιώνομαι II -ion: (π) βελ¬ τίωση amen (ei'men): (interj) αμήν amenab-ility (ami:na' biliti): (η) ευθύνη, το υπόλογο II υπακοή II ~le: (adj) υπό¬ λογος, υπεύθυνος II υπάκουος amend (σ'mend) [-ed]: (ν) βελτιώνω II διορθώνω, τροποποιώ II βελτιώνομαι II -ment: (η) βελτίωση II διόρθωση, τρο¬ ποποίηση II ~s: (η) επανόρθωση, απο¬ ζημίωση amenity (a'mi:niti): (π) αβρότητα, φι¬ λοφροσύνη II (ρΐ) φιλοφρονήσεις, ευ¬ χάριστες κοινοτοπίες ament (eimant): (η) καθυστερημένος διανοητικά II ~ia (ei' menja): διανοητι¬ κή καθυστέρηση America (a'merika): (η) Αμερική II ~n: Αμερικανός II αμερικανικός II αμερι¬ κανική γλώσσα II -nism: (η) αμερικανισμός, αμερ. ιδίωμα II -nize [-d]: (ν) εξαμερικανίζω Americana (ameri ' kaena): (π) συλλογή αμερικανικών ιστορικών ή λογοτεχνι¬ κών έργων Amerind ( amerind): (η) Ινδιάνος της Αμερικής II Εσκιμώος amethyst (' asmathist): (π) αμέθυστος amiable (eimiabal): (adj) καλόκαρδος, ευχάριστος II προσηνής amicab-ility (aemika biliti): (η) εγκαρ¬ διότητα, φιλική διάθεση II ~le: (adj)

φιλικός, εγκάρδιος II ~le settlement: φιλικός διακανονισμός amid (a mid) or: ~st (a midst): (prep) ανάμεσα, στο μέσο, μεταξύ amiss (a mis): (adj) εσφαλμένος, όχι σωστός II (adv) κακά, εσφαλμένα II take (ν) παρεξηγο') II θίγομαι amity (aemiti): (η) ειρηνικές ή φιλικές σχέσεις, φιλία ammeter (aemitar): (π) αμπερόμετρο ammunition (aemju:' nijan): (η) πολεμο¬ φόδια, πυρομαχικά amnesia (aem' ni:zia): (π) αμνησία II ~c: (n & adj) πάσχων από αμνησία, αμνησιακός amnesty (demnesti) [-ied): (ν) αμνη¬ στεύω II (η) αμνηστία amok: see amuck among (a πίλι]) or ~st (a rriAqst): (prep) μεταξύ, ανάμεσα amoral (ae moral): (adj) ηθικά αδιάφο¬ ρος, αμοραλιστής II -ism: (π) ηθική αδιαφορία, αμοραλισμός amorous (' aemaras): (adj) ερωτύλος, ερωτόληπτος II ερωτικός amorph-ism (a mortizam): (π) αμορφία II -ous: (adj) άμορφος amortiz-e (' aemartaiz) (-d): (ν) εξοφλώ χρεολυτικά II -ment or -ation: (n) εξόφληση χρεολυτικά II χρεολυσία amount (a 'maunt) [-ed]: (ν) ανέρχομαι, συμποσούμαι II (η) ποσό, ποσότητα II σύνολο amphibi-an (aem fibian): (η) αμφίβιο II αμφίβιο όχημα II -ous: (adj) αμφίβιος amphitheat-er (' aemfi0iatar): (η) αμφι¬ θέατρο II -rical: (adj) αμφιθεατρικός II -rically: (adv) αμφιθεατρικά amphora ( aemfara): (η) αμφορέας ample (aempal): (adj) άφθονος II επαρ¬ κής, αρκετός II ευρύχωρος amplif-y (aemplifai) [-ied]: (ν) μεγεθύ¬ νω, δυναμώνω II ενισχύω II προσθέτω, συμπληρώνω II —ication: (amplifi kei/an): (π) ενίσχυση II επέ¬ κταση. προσθήκη, επεξήγηση II -ier: (π) ενισχυτής amplitude (' aemplitiu:d): (π) μέγεθος II αφθονία II πλάτος amputat-e (' aempju:teit) [-d]: (ν) ακρω-

28

animal τηριάζω II -ion: (π) ακρωτηριασμός amtrac (aemtrak): (π) αποβατικό αμφί¬ βιο όχημα amuck (a'mAk): (adv) σε έξαλλη κατά¬ σταση, αμόκ II run (ν) συμπεριφέ¬ ρομαι σαν μανιακός, με πιάνει αμόκ amulet (' aemjulit): (π) φυλαχτό amus-e (a mju:z) [-d]: (ν) διασκεδάζω II προκαλώ ευθυμία II -cment: (π) δια¬ σκέδαση, αναψυχή II ευθυμία II -ing: (adj) διασκεδαστικός an (aen): see a (ind. art.) anachronis-m (s' n: (η) πίεση II καταναγκασμός II -ory: (adj) υποχρε¬ ωτικός, αναγκαστικός compunction (kam pM]kjan): (η) τύψη comput-ation (kampju' teijan): (η) υπο¬ λογισμός II ~e (kam'pju:t) [-d]: (v) υπολογίζω II ~er: (η) υπολογιστής II ηλεκτρονικός υπολογιστής, “κομπιού83

concise ματίζω, εθίζω II ~al: (adj) υποθετικός II υπό όρους II -ing: (η) ρύθμιση condole (kan' doul) [-d]: (ν) συλλυπούμαι II -nee: (η) συλλυπητήρια condom (kandam): (π) προφυλακτικό, “καπότα” condominium (kandou' miniam): (η) συνιδιοκτησία II πολυκατοικία ιδιόκτη¬ των διαμερισμάτων condone (kan' doun) [-d]: (ν) αντιπαρέρχομαι, παραβλέπω II αποσύρω μή¬ νυση για μοιχεία condor (' kandar): (π) κόνδωρ conduc-e (kan'dju:s) f-d]: (ν) συντελώ II -ive: (adj) συντελεστικός conduct (kan'dAkt) [-ed]: (ν) οδηγώ II ελέγχω πορεία II διευθύνω ορχήστρα II φέρω, μεταφέρω II συμπεριφέρομαι II -ed: (adj) με καθοδήγηση, με οδηγό II -or: (η) εισπράκτορας λεωφορείου II οδηγός σιδ. οχήματος II μαέστρος II αγωγός II -ress: (fem) see -or II ('kondakt): (η) διαγωγή, συμπεριφορά II διαχείριση, διεύθυνση II διεξαγωγή conduit (kandjuit): (η) αγωγός II οχε¬ τός cone (koun): (π) κώνος II χοάνη, χουνί II κουκουνάρι II χωνάκι παγωτού confab: see confabulate confabulate (kan ' fcebjuleit) [-d]: (v) κουβεντιάζω confect ( konfakt): (η) ζαχαρωτό II -ion (kan' fekjan): (η) ζαχαρωτό, γλύ¬ κισμα II ζαχαρόπηκτο χάπι II -ioner: (π) ζαχαροπλάστης II -ionery: (π) γλυ¬ κίσματα II ζαχαροπλαστείο confedera-cy (kan ' fedarasi): (π) ομο¬ σπονδία II συνωμοσία II ~te: (η) ομό¬ σπονδος II συνένοχος II -tion: (η) συ¬ νομοσπονδία confer (kan fa:r) [-red]: (ν) απονέμω II χορηγώ II συζητώ II συνδιασκέπτομαι II -ence (' kanfarans): (η) διάσκεψη II απονομή confess (kan'fes) [-ed]: (ν) ομολογώ II παραδέχομαι II εξομολογούμαι II -ion: (η) ομολογία II εξομολόγηση II -or: (η) εξομολογητής II ομολογητής confetti (kan'feti): (η) χαρτοπόλεμος, “κονφετί”

κτικός, συμβιβαστικός

concis-e (kan' sais): (adj) συνοπτικός II -ion: (η) συνοπτικότητα conclave (' koqkleiv): (η) μυστικοσυμ¬

βούλιο II συμβούλιο καρδιναλίων

conclu-de (kan'klu:d) [-d|: (v) τελειώ¬

νω, φέρνω σε πέρας II κλείνω, αποτε¬ λειώνω II συμπεραίνω, καταλήγω II αποφασίζω II -sion (kan' klu:zhan): (η) τέλος, κατάληξη II συμπέρασμα II πόρισμα II -sive: (adj) αποφασιστικός II τελικός concoct (kan'kokt) [-ed]: (ν) παρασκευ¬ άζω II επινοώ II -ion: (η) παρασκεύα¬ σμα, κατασκεύασμα II επινόηση concomitant (kan' kamitant): (adj) πα¬ ρεπόμενος concord (' kai]ka:rd: (η) αρμονία, συμ¬ φωνία II συνθήκη II -ance: (π) αρμο¬ νία II -ant: (adj) αρμονικός concourse (kaqka:rs): (η) πλήθος II λεωφόρος II πλατεία σιδ. σταθμού II κίνηση, ρεύμα πλήθους concrete ('kankri:t, kan'kri:t): (η) σκυ¬ ρόδεμα, “μπετόν” II (adj) συγκεκριμέ¬ νος II συμπαγής II - mixer: (η) μπετο¬ νιέρα concubine (' kankjubain): (π) παλλακί¬ δα concur (kan'ka:r) [-red]: (ν) συμφωνώ II συμπίπτω II -rence: (π) συμφωνία II σύμπτωση II -rent: (adj) ταυτόχρονος, σύγχρονος II συμπτωματικός II -rently: (adv) από κοινού concussion (kan' kA.fan): (η) δόνηση II διάσειση condemn (kan' dem) [-ed]: (ν) μέμφομαι II καταδικάζω II -ation: (η) κατα¬ δίκη condens-e (kan' dens) [-d]: (ν) συμπυ¬ κνώνω II συμπυκνώνομαι II συντομεύω II -ation: (η) συμπύκνωση II -ed: (adj) συμπυκνωμένος II σύντομος II ~er: (η) πυκνωτής condescend (kondi' send) [-ed]: (ν) κα¬ ταδέχομαι II -ing: (adj) καταδεχτικός II συγκαταβατικός condition (kan' dijan): (η) όρος, συνθή¬ κη II κατάσταση, θέση II [-ed]: (ν) δια¬ τυπώνω όρους II προσαρμόζω,, εγκλι¬ 84

conning tower congest (kan'dzest) [-ed]: (ν) συσσω¬ ρεύω II παραγεμίζω II προκαλώ συμ¬ φόρηση II -ed: (adj) γεμάτος II -ion: (π) πλήρωση, συμφόρηση conglomerate (kan' glomareit) [-d]: (v) συμφύρω II συμφύρομαι II (konglomarit): (η) σύγκραμα, σύμφυρ¬ μα II κροκαλοπαγές πέτρωμα congratulat-e (kan graetjuleit) [-d]: (v) συγχαίρω II -ions: (η) συγχαρητήρια congregat-e (' koqgrigeit) [-d]: (ν) συ¬ ναθροίζω II συναθροίζομαι II -ion: (η) συνάθροιση II εκκλησίασμα congress (' kaqgres): (η) συνέλευση αντιπροσώπων II βουλή, κογκρέσο II ional: (adj) κοινοβουλευτικός II -man: (η) βουλευτής, μέλος του κογκρέσου congruen-ce (kan gru:ans), congruency (kan gru:ansi): (η) αρμονία, συμφωνία II σύγκλιση II -t: (adj) αρμονικός II συ¬ γκλίνουν conic (' konik), ~al (' konikal): (adj) κω¬ νικός conifer ('konifar): (η) κωνοφόρο II -ous: (adj) κωνοφόρος conjectur-al (kan' dzektfaral): (adj) συ¬ μπερασματικός II εξ εικασίας II ~e [-d]: (ν) συμπεραίνω II εικάζω II (η) ει¬ κασία, συμπέρασμα conjug-al (' kondzugal): (adj) συζυγικός II -ate (' kondzugeit) [-d]: (ν) κλίνω ρήμα II (' kondzugit): (adj) συζυγής II -ation (kondzu' geijan): (η) συζυγία conjunction (kan' dzAqkJan): (η) σύνδε¬ σμος II in - with: μαζί, από κοινού conjure (kan'dzu:r, kAndzar) [-d]: (v) επικαλούμαι II κάνω μάγια II ~r: (η) ταχυδακτυλουργός, μάγος II - up: (π) παρουσιάζω ως διά μαγείας conk (koqk) [-ed]: (ν) χτυπώ II κεφάλι (id) II χτύπημα II - out: (ν) εξαντλού¬ μαι II χαλώ, σταματώ connect (ka'nekt) [-ed]: (ν) συνδέω II συνδέομαι, ενώνομαι II συνδυάζω II -ion: (η) σύνδεση, ένωση II σύνδεσμος, αρμός II συνδυασμός II σχέση II έμπο¬ ρος ναρκωτικών (id) II -ive: (adj) συν¬ δετικός connexion: see connection conning tower ( konit)' tauar): (η) γέ-

confid-ant (' konfidaent), confidante: (η) έμπιστος

fem.: II ~e (kan'faid) [-d]: (v) εμπιστεύομαι II ~ence (' konfidans): (η) εμπιστοσύνη II αυτοπεποίθηση II ~ence game (orr con game): (η) απάτη II ~ence man (or con man): (η) απατεώνας II -ent: (adj) βέβαιος II έμπιστος II -ential (konfa' denial): (adj) εμπιστευτικός configuration (kanfigju' reijan): (η) δια¬ μόρφωση confine (kan'fain) [-d]: (v) περιορίζω II be ~d: (ν) λοχεύω, περιμένω παιδί II -ment: (η) περιορισμός II λοχεία, το¬ κετός II (' konfain): (η) όριο, σύνορο confirm (kan'fa:rm) [-ed]: (ν) επαλη¬ θεύω II επιβεβαιώνω II επικυρώνω II -ation: (π) επαλήθευση II επιβεβαίωση II επικύρωση confiscat-e (' kanfiskeit) [-d]: (ν) κατά¬ σχω II δημεύω II -ion: (η) κατάσχεση II δήμευση conflagration (konfla' greijan): (η) με¬ γάλη πυρκαγιά conflict ( konflikt): (π) πάλη, αγώνας II διαμάχη, σύγκρουση II (kan'flikt) [-ed]: (ν) μάχομαι, συγκρούομαι II έρ¬ χομαι σε αντίθεση conform (kan'fo:rm) [-ed]: (ν) συμμορ¬ φώνομαι II συμμορφώνω, εξομοιώνω II -ity: (π) συμμόρφωση II συμφωνία confound (kan' faund) [-ed]: (ν) συγχύ¬ ζω II συγχέω II -ed: (adj) συγχυσμένος, χαμένος II καταραμένος (id) confront (kan' fiTait) [-ed]: (ν) αντικρί¬ ζω II αντιμετωπίζω II φέρνω σε αντι¬ παράσταση II -ation: (π) αντιμετώπιση II αντιπαράσταση confus-e (kan'fju:z) [-d]: (ν) συγχέω II συγχύζω II -ing: (adj) συγκεχυμένος II προκαλών σύγχυση II -ion: (η) σύγχυ¬ ση II αμηχανία confut-e (kan'fju:t) [-d]: (ν) ανασκευά¬ ζω, υποδεικνύω σφάλμα II -ation: (η) ανασκευή, απόδειξη σφάλματος congedl (kan ' dzi:l) [-ed]: (ν) πήζω congenial (kan' dzimial): (adj) όμοιος II ευχάριστος congenital (kan ' dzenital): (adj) εκ γενε¬ τής 85

connive -ate: (adj) διακριτικός II συνετός II ation: (η) διακριτικότητα II σύνεση II μελετημένη γνώμη II -ing: παίρνοντας

φυρα πολεμικού πλοίου II πυργίσκος υποβρυχίου connive (ka naiv) [-d]: (ν) συμπράττω II μηχανορραφώ II κάνω πως δε βλέπω II ~ance: (π) σύμπραξη II μηχανορρα¬ φία connoisseur (kona sa:r): (η) γνώστης, εμπειρογνώμονας connot-ation (kona teijanu (η) υπονόηση II σημασία II ~e [-d]: (ν) υπονοώ connubial (ka' nju:bial): (adj) γαμήλιος II συζυγικός conque-r (' koqkar) [-ed]: (ν) κατακτώ II νικώ, υποτάσσω II ~ror: (η) κατακτητής II νικητής II ~st: (η) κατάκτηση consci-ence (' konjans): (η) συνείδηση II -entious (konji enjas): (adj) ευσυνεί¬ δητος II -onable (' konjanabal): (adj) ευσυνείδητος II ~ous (' konjas): (adj) συναισθανόμενος II με τις αισθήσεις, ξυπνητός, έχων τις αισθήσεις II -ousness: (η) συναίσθηση II lose -ousness: (ν) χάνω τις αισθήσεις conscript (kan skript) [-ed): (ν) στρα¬ τολογώ υποχρεωτικά II -ion: (η) υπο¬ χρεωτική στράτευση II (' kanskript): (η) στρατεύσιμος II στρατευμένος consecrat-e (' konsikreit) [ -d]: (ν) καθα¬ γιάζω II εγκαινιάζω εκκλησία II αφιε¬ ρώνω II -ion: (η) καθαγίαση II εγκαί¬ νια consecutive (kan ' sekjutiv): (adj) διαδο¬ χικός consen-sus (kan sensas): (η) γενική συμφωνία II ομοφωνία II ~t (kan sent) [-ed]: (ν) συμφωνώ II συγκατατίθεμαι II (η) συγκατάθεση consequen-ce (' konsakwans): (η) συνέ¬ πεια II επακόλουθο II σπουδαιότητα II ~t: (adj) συνεπής, ακόλουθος II -tly: (adv) συνεπώς, επομένως conserv-ation (konsa:r' veijan): (η) δια¬ τήρηση II συντήρηση II -ative (kan' sa:rvativ): (adj) συντηρητικός II atory: (η) θερμοκήπιο II ωδείο II — e (kan'sa:rv) (-d): (ν) διατηρώ II συντη¬ ρώ consider (kan'sidar) [-ed]: (ν) θεωρώ II μελετώ, εξετάζω II παίρνω υπόψη II -able: (adj) σημαντικός II αξιόλογος II

υπόψη

consign (kan sain) [-ed]: (ν) παραδιδω

II αποστέλλω II βάζω σε παρακαταθήκη II ~ee: (π) αποδέκτης, παραλήπτης II -ment: (π) αποστολή II παρακαταθήκη II -or: (η) αποστολέας consist (kan 'sist) [-ed]: (ν) αποτελού¬ μαι II -ence, -ency: (η) σύσταση II συ¬ νοχή II σταθερότητα, συνέπεια II στερε¬ ότητα II -ent: (adj) συνεπής II σταθε¬ ίς consol-ation (konsa leijan): (η) παρηγο¬ ριά II ~e (kan soul) [-d]: (ν) παρηγο¬ ρώ consolidat-e (kan solideit) [-d]: (ν) στε¬ ρεοποιώ II παγιώνω II συγχωνεύω II στερεοποιούμαι II -ion: (η) στερεοποί¬ ηση II συγχώνευση consomme (kan'somei): (π) ζωμός, “κονσομέ” consonant (' kansanant): (η) σύμφωνο consort (kon'sa:rt) [-ed]: (ν) συνανα¬ στρέφομαι II σύντροφος, συνοδός II -ium (kan so:r|iam): (η) οικονομικός συνασπισμός, “κονσόρτιο” conspicuous (kan' spikjuas): (adj) φανε¬ ρός, καταφανής II αξιοπρόσεκτος conspir-acy (kan spirasi): (η) συνωμο¬ σία II -ator: (π) συνωμότης II - e (kan spaiar) [-d]: (ν) συνωμοτώ constab-le (' kAnstabal): (η) χωροφύλα¬ κας, αστυφύλακας II αρχηγός χωροφυ¬ λακής II -ulary (kan ' staebjulari): (n) χωροφυλακή constan-cy (' konstansi): (η) ευστάθεια II σταθερότητα II ~t: (adj) ευσταθής II σταθερός II συνεχής II (π) σταθερή πο¬ σότητα II -tly: (adv) σταθερά II συνε¬ χώς constellation (konsta leijan): (η) αστε¬ ρισμός consternation (konsta:r neijan): (η) στενοχώρια II σύγχυση II φόβος constipat-e (' konstipeit) [-dj: (ν) προ¬ καλώ δυσκοιλιότητα II -ed: (adj) δυ¬ σκοίλιος II -ion: (π) δυσκοιλιότητα constituen-cy (kan stitjuansi): (η) εκλο86

contour γείς, ψηφοφόροι II εκλογική περιφέ¬ ρεια II ~t: (η) συστατικό II εκλογέας, ψηφοφόρος constitut-e (' ksnstitju:t) [-d]: (ν) απο¬ τελώ, απαρτίζω II συνιστώ II ιδρύω II διορίζω II -ion: (π) σύνθεση, σύσταση II κράση II σύνταγμα κράτους II -ional: (adj) συνταγματικός constrain (ksn'strein) [-ed]: (ν) εξανα¬ γκάζω II περιορίζω II ~t: (π) εξαναγκα¬ σμός II περιορισμός II αμηχανία constrict (ksn'strikt) [-ed]: (ν) σφίγγω II συστέλλω II συνθλίβω II -ion: (η) σφίξιμο II συστολή II -or: (η) σφιγκτή¬ ρας construct (ksn'strAkt) f-ed): (ν) οικο¬ δομώ II κατασκευάζω II καταρτίζω II -ion: (η) οικοδόμηση II κατασκευή II -ive: (adj) εποικοδομητικός II υπονο¬ ούμενος construe (ksn'stru:) |-d): (ν) συντάσσω II αναλύω II ερμηνεύω consul ('konssl): (η) πρόξενος II -ate (' ksnsslit): (η) προξενείο consult (ksn'sAlt) f-ed|: (ν) συμβου¬ λεύω II συμβουλεύομαι II -ant: (π) σύμβουλος II -ation: (η) συμβουλή II συμβούλιο consum-e (ksn'sjmm) [-d]: (ν) κατανα¬ λίσκω II φθείρω II φθείρομαι II ~er: (η) καταναλωτής II -mate (' konssmeit) [-dI: (ν) πληρώ II -ption (ksn' SAmpJsn): (η) κατανάλωση II φυ¬ ματίωση contact (kon 'taekt) [-ed]: (ν) εφάπτομαι II έρχομαι σε επαφή II ('kontaekt): (η) επαφή II - breaker: (η) αυτόματος διακόπτης II - lens: (η) φακός επαφής contagi-on (ksn ' teidzsn): (η) μετάδοση II μόλυνση II -ous: (adj) μεταδοτικός contain (ksn tein) |-ed): (ν) περιέχω, περιλαμβάνω II περικλείω II περιορίζω II συγκρατώ II ~er: (π) δοχείο, κιβώτιο contaminat-e (ksn ' taemineit) f-dj: (ν) μολύνω II -ion: (π) μόλυνση II παρα¬ φθορά contemn (ksn tem) [-ed]: (ν) περιφρο¬ νώ, καταφρονώ contemplat-e ( ksntempleit) [ d]: (ν) κοιτάζω εξεταστικά II σκέπτομαι, θεω¬

ρώ II μελετώ, σχεδιάζω II -ion: (η) με¬ λέτη II συλλογή II πρόθεση contemporary (ksn ' tempsrsri): (adj) σύγχρονος, της ίδιας εποχής II μοντέρ¬ νος II ίδιας ηλικίας contempt (ksn tempt): (η) περιφρόνη¬ ση, καταφρόνια II —ible: (adj) αξιοκα¬ ταφρόνητος II -uous: (adj) περιφρονη¬ τικός contend (ksn tend) f-ed]: (ν) μάχομαι, αγωνίζομαι II συναγωνίζομαι II ισχυρί¬ ζομαι II ~er: (η) διεκδικητής II αντα¬ γωνιστής content (' kontent), - s: (η) περιεχόμε¬ νο, -να II (ksn tent) [-ed): (ν) ικανο¬ ποιώ II (π) ικανοποίηση II ικανοποιη¬ μένος II -ed: (adj) ικανοποιημένος II -ment: (π) ικανοποίηση II -ion (ksn tenjsn): (η) φιλονικία II διαμάχη II ισχυρισμός contest ('kontest): (η) αγώνας, πάλη II διαγωνισμός II (ksn test) [-ed]: (ν) αγωνίζομαι II αμφισβητώ II διαφιλονικώ II -ant: (η) ανταγωνιστής II διεκδι¬ κητής context (' kontekst): (π) συμφραζόμενα II συναφή II -ual: (adj) συναφής contigu-ity (konti gjuiti): (η) συνέχεια II γειτονικότητα II -ous: (adj) γειτονικός continent (' kontinsnt): (η) ήπειρος II ~al: (adj) ηπειρωτικός contingen-cy (ksn tindzsnsi): (η) ενδε¬ χόμενο II πιθανότητα II παρεπόμενο II ~t: (adj) ενδεχόμενος II συμπτωματικός II με την προϋπόθεση, εξαρτώμενος II (η) άγημα continu-al (ksn tinjusl): (adj) συνεχής II διαρκής II -ance (ksn' tinjusns): (n) συνέχιση II -ation (ksntinju' eijsn): (η) συνέχεια II ~e (ksn tinju:) f-d): (ν) συνεχίζω II συνεχίζομαι, εξακολου¬ θεί) II αναβάλλω δίκη ΪΙ -ity: (η) συνέ¬ χιση, συνέχεια II -uous: (adj) συνεχής, αδιάκοπος contort (ksn'to:rt) [-ed]: (ν) συστρέφω II παραμορφώνω II παραμορφώνομαι II -ion: (π) στρέβλωση II παραμόρφωση II —ionist: (η) ακροβάτης που στρε¬ βλώνει το σώμα του contour (' kontusr): (η) περίγραμμα II 87

contraband κατατομή εδάφους contraband (' kontrabaend):

μπόριο II λαθραία

(π)

ρυθμιστής II - tower: (η) πύργος ελέγ¬ χου II out of ~: εκτός ελέγχου II under υπό έλεγχο controvers-ial (kontra' va:rjal): (adj) αμφισβητήσιμος II αντίθετος II ~y (kontrave:rsi): (η) αντιγνωμία II αμ¬ φισβήτηση contus-e (kan'tju:z) [-d]: (ν) μωλωπίζω II -ion: (η) μώλωπας convalesce (konva'les) [-d]: (ν) αναρρώνω II -nee: (η) ανάρρωση II ~nt: (adj) αναρρωνύων, σε ανάρρωση convene (kan 'vi:n) [-d]: (ν) συγκαλώ II συνέρχομαι, έρχομαι σε συνεδρίαση convenien-ce (kan' vi:nians): (η) ευκο¬ λία II άνεση II βολικότητα II αποχωρη¬ τήριο II ~t: (adj) βολικός II προσιτός convent ( konvant): (π) μοναστήρι γυ¬ ναικών convention (kan' venjan): (π) συνέλευ¬ ση, συνέδριο II συνθήκη II διεθνής συμ¬ φωνία II συμβατικότητα II τυπικότητα II εθιμοτυπία II ~al: (adj) συμβατικός converge (kan'va:rdz) [-d]: (η) συγκλί¬ νω II -nee: (π) σύγκλιση II - nt: (adj) συγκλίνων convers-ant (kan' va:rsant): (adj) γνώ¬ στης, ειδήμονας II -ation (konvar' seijan): (η) συνομιλία II -ational: (adj) καθομιλούμενος II συνομιλητικός II ~e (kan 'va:rs) [-d]: (v) συνομιλώ II ( konva:rs): (η) κουβέντα II (adj) αντίστροφος conver-sion (kan' va:r|an): (η) μετατρο¬ πή II αναγωγή II προσηλυτισμός II - t (kan'va:rt) [-ed]: (η) μετατρέπω II προσηλυτίζω II ter: (η) μετασχηματι¬ στής II -tible: (adj) μετατρέψιμος II (η) αυτοκιν. “κονβέρτιμπλ” II ~t (' kanva:rt): (η) προσήλυτος convex (' konveks): (adj) κυρτός II -ity: (η) κυρτότητα II convexo ~: (adj) αμφίκυρτος convey (kan 'vei) [-ed]: (ν) μεταβιβάζω II μεταφέρω II -ance: (η) μεταφορά II μεταφορικό μέσο II -or: (η) μεταφορέ¬ ας convict (kan 'vikt) [-ed]: (ν) καταδικά¬ ζω II ( konvikt): (π) κατάδικος II -ion: (η) καταδίκη II πεποίθηση

λαθρε¬

contracepti-on (kontra' sepjan): (η) πρόληψη σύλληψης II ~ve: (adj) αντι-

συλληπτικός II

αντισυλληπτικό (η) συμβόλαιο II υπόσχεση γάμου II εργοληψία II (kon traekt) [-ed]: (ν) ,συμβάλλομαι, αναλαμβάνω εργοληψία II συστέλλομαι II συντομογραφώ II -ion: (η) συστολή II έκθλιψη, συναίρεση II -or: (η) συστολέας II εργολήπτης contradict (kontra' dikt) [-ed]: (ν) αντι¬ λέγω II διαψεύδω II έρχομαι σε αντίθε¬ ση II -ion: (π) αντίφαση II διάψευση II -ory: (adj) αντιφατικός contradistinction (kontradis tiqk/an): (π) αντιδιαστολή contralto (kan' traeltou): (η) μεσόφωνος, “κοντράλτο” contraption (kan' traepjan): (η) επινόη¬ ση II κατασκεύασμα contrary (' kontrari): (adj) αντίθετος II ενάντιος, δυσμενής II αντιρρησίας II on the ~: τουναντίον II to the ~: αντίθετα contrast (kan'traest) [-ed]: (ν) αντιπαραβάλλω II έρχομαι σε αντίθεση II (' kontraest): (η) αντιπαραβολή II αντί¬ θεση contraven-e (kontra' vi:n) [-d]: (ν) έρ¬ χομαι σε αντίθεση, προσκρούω II πα¬ ραβαίνω II καταπατώ II -tion: (π) αντίπραξη II παράβαση II καταπάτηση contribut-e (kan' tribju:t) [-d]: (ν) συ¬ νεισφέρω II συμβάλλω II -ion: (π) συ¬ νεισφορά II συμβολή II -or: (η) συνεισφέρων II συμβάλλων contrit-e (' kontrait): (adj) βαθιά μετα¬ νοημένος II γεμάτος συντριβή II -ion: (kan' trijan): (π) μετάνοια II συντριβή contriv-e (kan 'traiv) [-d]: (ν) μηχανεύ¬ ομαι II επινοώ II μηχανορραφώ II -ance: (η) επινόηση II μηχανορραφία control (kan'troul) [-led]: (ν) ελέγχω II εξουσιάζω, έχω υπό έλεγχο II θέτω υπό έλεγχο II συγκρατώ II χειρίζομαι II (η) έλεγχος II εξουσία II μοχλός ελέγ¬ χου, χειριστήριο II -ler: (η) ελεγκτής II (η)

contract (' kontraekt):

-

88

cork convinc-e (kan' vins) [-d]: (v) πείθω II -ing: (adj) πειστικός convivial (kan ' vivial): (adj) κοινωνι¬

αντιμετωπίζω II (η) φελόνιο copier ( kopiar): (η) φωτοτυπικό μηχά¬ νημα II μιμητής, αντιγραφέας copilot (kou' pailat): (η) συμπιλότος, βοηθητικός πιλότος copious (' koupjas): (adj) άφθονος copper (' kopar): (η) χαλκός II χάλκινο νόμισμα II (adj) χάλκινος II (η) καζάνι II αστυνομικός (id) II - head: (π) δηλη¬ τηριώδες φίδι II - plate: (η) χαλκο¬ γραφία coppice ( kopis), copse (' kaps): (π) λόχμη, συστάδα copse: see coppice copulat-e (' kopjuleit) [-d]: (ν) συνου¬ σιάζομαι II -ion: (η) συνουσία II -ive: (adj) συνδετικός copy ( kopi) [-ied]: (ν) αντιγράφω II μι¬ μούμαι, απομιμούμαι II (η) αντίγραφο II - book: (η) τετράδιο II χιλιοειπωμέ¬ νος (id) II -cat: (η) μιμητής II —ist: (η) αντιγραφέας II -reader: (η) διορ¬ θωτής II -right: (η) δικαίωμα πνευμα¬ τικής ιδιοκτησίας, αποκλειστικότητα coquet (kou'ket) [-ted]: (ν) ερωτοτρο¬ πώ II —ish: (adj) φιλάρεσκος, “κοκέτικος” II -ary ( koukatri): (η) ερωτοτροπία II κοκεταρία II ~te: “κοκέτα” coral (' karal): (η) κοράλλι II (adj) κο¬ ραλλένιος II - reef: (π) κοραλλιογενής ύφαλος, σπιλάδα cord (ko:rd): (π) σχοινί II σιρίτι II χορ¬ δή II [-ed]: (ν) δένω με σχοινί cordial (' ko:rdzal): (adj) εγκάρδιος II (π) τονωτικό II ~ly: (adj) εγκάρδια cordon (' ko:rdan): (η) κορδόνι II διά¬ ζωμα II κλοιός, ζώνη II [-ed]: (ν) απο¬ κλείω corduroy (' ko:rdaroi): (η) ύφασμα κοτ¬ λέ core (ko:r): (π) πυρήνας II κουκούτσι II κέντρο, καρδιά II [-d]: (ν) βγάζω κου¬ κούτσι Corea (ko'ria): (η) Κορέα II -η: (η & adj) Κορεάτης, κορεατικός Corfu (ko:r'fu:): (η) Κέρκυρα Corinth (' korin0): (η) Κόρινθος cork (ko:rk) [-ed]: (ν) βουλώνω II στα¬ ματώ II (η) φελλός II βούλωμα II ~er: θαύμα (id) II - screw: (π) ανοιχτήρι,

κός, γλεντζές II εορταστικός

convocation (konvo' keijan): (ri) σύ¬

γκληση II σύναξη

convoke (konvouk) [-d]: (v) συγκαλώ convoy (' kanvoi): (η) συνοδεία II νηο¬

πομπή II φάλαγγα αυτοκινήτων II [-ed]: (ν) συνοδεύω προστατευτικά convuls-e (kan' vaIs) [-d]: (ν) συνταρά¬ ζω II προκαλώ σπασμούς II -ion: (η) σπασμός II ταραχή coo (ku:) [-ed]: (ν) γουργουρίζω σαν περιστέρι II λέω γλυκόλογα (id) II bill and λέω ερωτόλογα, γλυκοκουβε¬ ντ ιάζω cook (kuk) [-ed]: (ν) μαγειρεύω II ψήνω II μαγειρεύομαι II ψήνομαι II συμβαίνω (id) II (η) μάγειρας II ~er: (π) μαγειρι¬ κή συσκευή II -ery: (η) μαγειρική II μαγειρείο II ~ie, ~y: (π) γλυκισματάκι, κέικ II ~ up: (ν) μηχανεύομαι, “μαγει¬ ρεύω” cool (ku:l) [-ed]: (ν) δροσίζω II ψύχω II δροσίζομαι II ψυχραίνω, κόβω τον εν¬ θουσιασμό II (adj) δροσερός, ψυχρός II ψύχραιμος II μη φιλικός, ψυχρός II αναιδής II ολόκληρος, ακέραιος (id) II ~er: (η) ψυκτική συσκευή II φυλακή (id) II - it: (ν) καλμάρω (id) II - my heels: (ν) περιμένω πολλές ώρες II -ness: (π) ψύχρα, ψυχρότητα coop (ku:p) [-ed]: (ν) κλείνω, περιορίζω II (η) κοτέτσι, κλουβί II φυλακή (id) II fly the ~: (ν) “το σκάω” (id) cooperat-e (kou' opareit) [-d]: (η) συ¬ νεργάζομαι II -ion: (η) συνεργασία II -ive: (adj) συνεργατικός II συνεργαζόμενος II (η) συνεργατική ένωση coordinat-e (kou ' o:rdineit) [-d]: (ν) συ¬ ντονίζω II (η) ισόβαθμος, ισότιμος II ~es: (η) συντεταγμένες II -ion: (η) συ¬ ντονισμός coot (ku:t): (η) νερόκοτα II βλάκας (id) cop (kop) [-ped]: (ν) κλέβω (id) II αρπά¬ ζω (id) II (η) αστυνομικός (id) II - out: (ν) αποφεύγω ευθύνη, αποτραβιέμαι (id) cope (koup) [-d]: (ν) αντεπεξέρχομαι II 89

cormorant “τιρμπουσόν” II [-ed]: (ν) προχωρώ ελικοειδώς II ~y: (adj) ζωηρός, πετα¬ χτός cormorant (' ko:rmarant): (η) φαλακρο¬ κόρακας corn (ko:m): (η) κάλος II κόκκος II σι¬ τηρά II καλαμπόκι, σιτάρι II [-ed]: (ν) διατηρώ με άλμη ή χοντρό αλάτι II ~ed: (adj) αλίπαστος II -ed beef: (π) αλίπαστο βοδινό, “κόρνμπιφ” II ~y: (adj) γεμάτος κάλους II σαχλός (id) cornea (ko:mia): (η) κερατοειδής χι¬ τώνας corner (' ko:mar) [-ed]: (ν) κάνω γωνία II γυρίζω, κάνω στροφή II φέρνω σε δύσκολη θέση, “στριμώχνω” II (η) γω¬ νία II δύσκολη θέση (id) II (adj) γωνι¬ αίος, ακρογωνιαίος II -stone: (η) ακρογωνιαίος λίθος II -wise: (adv) διαγώνια II cut ~s: (ν) κόβω δρόμο II κάνω οικονομίες (id) cornet (ko:mit): (η) κορνέτα II χωνί από χαρτί II —ist: (η) κορνετίστας cornice (' ka:mis): (η) κορωνίδα II στε¬ φάνη II κορνίζα cornucopia (ko:mju koupi:a): (η) κέρας της Αμαλθείας II αφθονία corolla (ka rola): (η) στεφάνη άνθους, πέταλα corollary (' koralari): (η) πόρισμα II αποτέλεσμα corona (ka'rouna): (η) στεφάνη, άλως, “αλώνι” II ~ry ( koranari): (adj) στε¬ φανιαίος II -tion (kora' nei/an): (π) στέψη coroner ( koranar): (η) ανακριτής βίαι¬ ου θανάτου II jury: (η) βοηθοί ανακριτή corp-oral (' ko:rparal): (adj) σωματικός II (η) δεκανέας II υποσμηνίας II orate (' ko:rparit): (adj) ενσωματωμέ¬ νος II σωματειακός II -oration: (η) σωματείο, εταιρεία II -oreal (ko:r' porial): (adj) σωματικός II υλι¬ κός, πραγματικός II ~s (ko:r): (η) σώ¬ μα στρατού II ~se (ko:rps): (π) πτώμα II -ulence (' ko:rpjulans): (η) παχυσαρ¬ κία II - ulent: (adj) παχύσαρκος, εύ¬ σωμος II - uscle (' ko:rpAsal): (η) σω¬ ματίδιο II blood -uscle: (η) αιμοσφαί-

ριο

(ν) μαντρώνω, κλείνω σε στάβλο II πιάνω (id) II (η) μάντρα correct (ka'rekt) [-ed]: (ν) διορθώνω II επανορθώνω II (adj) ορθός, σωστός II ακριβής II -ion: (η) διόρθωση II επα¬ νόρθωση II (η) σωφρονισμός, τιμωρία II -ive: (adj) διορθωτικός II σωφρονι¬ στικός correlat-e ( korileit) [-d]: (ν) συσχετίζω II αντιστοιχώ II -ion: (η) συσχέτιση II αντιστοιχία correspond (koris pond) [-ed]: (ν) αντι¬ στοιχώ II ανταποκρίνομαι II αλληλο¬ γραφώ II -ence: (π) αντιστοιχία II ανταπόκριση II αλληλογραφία II -ent: (π) ανταποκριτής II -ing: (adj) αντί¬ στοιχος corridor (' korido:r): (η) διάδρομος corroborat-e (ka' robareit) [-d]: (η) ενι¬ σχύω, δίνω πρόσθετες αποδείξεις II επιβεβαιώνω II -ion: (η) ενίσχυση II επιβεβαίωση corro-de (ka'roud) [-d]: (ν) διαβρώνω II διαβρώνομαι II κατατρώγω II -sion: (η) διάβρωση II -sive: (adj) διαβρωτικός corrugate (' korugeit) [-d]: (ν) αυλακώνω II κάνω πτυχές II ~d: (η) αυλακω¬ τός II κυματοειδής II ~d iron: (π) αυ¬ λακωτό σιδερένιο έλασμα corrupt (ka'rApt) [-ed]: (ν) διαφθεΐρω II παραφθείρω, αλλοιώνω II (adj) διε¬ φθαρμένος II παραφθαρμένος II -ion: (π) διαφθορά II παραφθορά corsair (ko:rsear): (π) πειρατής, “κουρσάρος” corset (' ko:rsit): (π) κορσές Corsica (' ko:rsika): (η) Κορσική II - η: (η & adj) Κορσικανός, κορσικανικός cortege (ko:r'teiz): (η) ακολουθία, συ¬ νοδεία II πομπή cortex ( ko:rteks): (η) φλοιός cortisone (' ka:rtizoun): (η) κορτιζόνη Cosa Nostra (' kousa' noustra): (π) συν¬ δικάτο εγκλήματος cosecant (kou' si:kant): (π) συντέμνου¬ σα cosh (koj): (π) ρόπαλο (id) II [-ed]: (ν)

corral (ka'ral) [-led]:

90

coup χτυπώ με ρόπαλο

council (' kaunsil): (η) συμβούλιο II -lor, - or: (η) σύμβουλος II -man:

cosine (' kousain): (η) συνημίτονο cosmetic (koz'metik): (η) καλλυντικό cosm-ic ('kozmik): (adj) κοσμικός II αχανής II -ography (kaz magfafi): (η) κοσμογραφία II -onaut

(π)

δημοτικός σύμβουλος

δίνω γνώ¬ μη, συμβουλεύω II συνιστώ II (π) συμ¬ βούλιο II συμβουλή, γνώμη II σχέδιο, σκοπός II συνήγορος II -lor, -or: (η) σύμβουλος II δικηγόρος, συνήγορος count (kaunt) [-ed]: (ν) μετρώ II αριθμώ II υπολογίζω, συμπεριλαμβάνω II έχω σημασία, μετρώ II (π) μέτρηση II κόμης II - in: (ν) συμπεριλαμβάνω II - on: (ν) υπολογίζω, βασίζομαι II - off: (ν) χωρίζω σε μέρη ή ομάδες II - out: (ν) αποκλείω II -ess: (π) κόμισσα II -less: (adj) αναρίθμητος countenance (' kauntinans): (η) φυσιο¬ γνωμία II έκφραση προσώπου II αυτο¬ κυριαρχία counter ( kauntar) [-ed]: (ν) αντιτίθε¬ μαι II αντοποδίδω II (π) μετρητής II (adj) αντίθετος, σε αντίθεση II αντίθε¬ τα, αντί II (η) πάγκος, “γκισέ” II -act: (ν) αντιδρώ II αντενεργώ II - attack: (η) αντεπίθεση II [-ed]: (ν) αντεπιτίθε¬ μαι II - balance: (η) αντίβαρο II [-d]: (ν) αντισταθμίζω II - clockwise: (adv) αντίθετα προς τη φορά των δει¬ κτών του ρολογιού II - espionage: (η) αντικατασκοπία II - feit: (adj) κί¬ βδηλος, πλαστός II (η) παραποίηση II (ν) πλαστογραφώ II - foil: (η) στέλε¬ χος απόδειξης ή επιταγής II - mand [ed]: (ν) ανακαλώ διαταγή II measure: (η) αντίμετρο II - pane: (η) κρεβατοσκέπασμα II - part: (η) πανο¬ μοιότυπο II αντίστοιχο II - proposal: (η) αντιπρόταση II - sign: (π) παρα¬ σύνθημα II [-ed]: (ν) προσυπογράφω country (' kAntri): (π) χώρα II ύπαιθρος II πατρίδα II (adj) αγροτικός, υπαί¬ θριος II - cousin: (η) αγροίκος II -man: (η) συμπατριώτης II αγρότης II -side: (η) ύπαιθρος county ( kaunti): (π) διοικητική διαίρε¬ ση πολιτείας, νομός ή επαρχία II κο¬ μητεία II -seat: (π) πρωτεύουσα επαρ¬ χίας coup (ku:): (η) στρατήγημα II - d’ e'tat: (η) πραξικόπημα II - de grace: (η) counsel ( kaunsal) [-ed]:

(' kazmano:t): (η) κοσμοναύτης II -opolitan (kozma' politan): (adj) κο¬ σμοπολίτικος II -opolite (koz mopalait): (η) κοσμοπολίτης II ~os (kozmos): (η) σύμπαν, κόσμος Cossack ('kosaek): (η) Κοζάκος cost (kost) [cost, cost]: (v) στοιχίζω, κοστίζω II κοστολογώ II (η) δαπάνη, τιμή, κόστος II ~s: (η) δικαστικά έξο¬ δα II at all ~s: με κάθε θυσία II ~er: (η) πλανόδιος πωλητής II ~ly: (adv) δαπανηρός costal (' kostal): (adj) πλευρικός costume ( kostju:m): (η) ντύσιμο, τρό¬ πος ντυσίματος II τοπική ενδυμασία II καρναβαλίστικη φορεσιά cosy, cozy ( kouzi): (adj) βολικός, ανα¬ παυτικός cot (kot): (η) καλύβα II κρεβάτι εκστρα¬ τείας II καταφύγιο II υπόστεγο cotangent (kou' taendzant): (π) συνεφαπτομένη coterie ( koutari): (η) όμιλος, συνανα¬ στροφή cottage (' kotidz): (η) αγροικία II ~ cheese: (η) μυζήθρα cotter (' kotar): (η) σφήνα cotton (' kotn): (η) βαμβάκι II βαμβακε¬ ρό ύφασμα II (adj) βαμβακερός II [-ed]: (ν) συμπαθώ (id) II -gin: (η) εκκοκκι¬ στήριο βαμβακιού II -tail: (η) κουνέλι II -wood: (π) αγριόλευκα II -wool: (η) ακατέργαστο βαμβάκι II απορροφητικό βαμβάκι couch (kautj) [-ed]: (ν) εκφράζω II ενε¬ δρεύω II (η) καναπές, ντιβάνι cougar (' ku:gar): (π) λιοντάρι της Αμε¬ ρικής, “κουγκουάρος”, “πούμα” cough (kof) [-ed]: (ν) βήχω II (η) βήχας II - drop: (η) παστίλια για βήχα II up: (ν) πληρώνω, “κατεβαίνω” (id) could: see can coulee (' ku:li): (η) βαθιά χαράδρα II λάβα, στρώμα λάβας

91

(ν)

coupe cow (kau): (η) γελάδα II θηλυκό μεγαλό¬

χαριστική βολή

σωμων ζώων II χοντρογυναίκα (id) II -boy, -puncher: (η) γελαδάρης, “καουμπόυ” II απρόσεκτος οδηγός (id) II -hand, -poke: see -boy II -pox: βα¬ τσίνα coward ('kauard): (η) άνανδρος, δειλός II -ice: (π) ανανδρία II ~ly: (adj) άναν¬ δρος cower ( kauar) [-ed]: (ν) ζαρώνω από φόβο ή κρύο cowl (kaul): (η) κουκούλα cox ('koks): see coxswain II - comb: (η) κομψευόμενος II - swain ('kokswein): (η) πηδαλιούχος λέμβου II επικεφαλής πληρώματος λέμβου coy (koi): (adj) συνεσταλμένος II σεμνό¬ τυφος coyote (kai 'outi, kaiout): (η) τσακάλι cozy: see cosy crab (krasb): (η) καβούρι II αστερισμός καρκίνου II έλικτρο II γκρινιάρης (id) II [-bed]: (ν) ψαρεύω καβούρια II -bed: (adj) γρουσούζης, ανάποδος (id) crack (kraek) [-ed]: (ν) ραγίζω II σπάζω απότομα II τρίζω II καταρρέω, “σπάω” II διασπώ II διαρρηγνύω II βρίσκω λύση II (π) κρότος II ραγάδα II σχίσιμο II σαρκαστική έκφραση, “εξυ¬ πνάδα” (id) II (adj) εκλεκτός II down: (π) γίνομαι πιο αυστηρός, “πα¬ τάω πόδι” II ~er: (η) μπισκοτάκι, “κράκερ” II -erjack: (adj) υπέροχος II -ing: (π) διύλιση II -pot: (η) “λοξός” (id) II - up: (ν) συγκρούομαι II καταρ¬ ρέω crackle (' kraekal) [-d]: (ν) τριζοβολώ cradle (' kreidl) [-d]: (ν) λικνίζω II βά¬ ζω σε κούνια II κρεμώ το ακουστικό II (η) λίκνο, κούνια II θέση του ακουστι¬ κού τηλεφώνου craft (kraeft, kra:ft): (η) ικανότητα, επιτηδειότητα II πανουργία II τέχνη II σκάφος II αεροσκάφος II -sman: (π) τεχνίτης II -smanship: (η) τέχνη II ~y: (adj) πανούργος, ύπουλος crag (kraeg): (η) απότομος βράχος cram (krasm) [-med]: (ν) παραγεμίζω, στριμώχνω II (η) παραγέμισμα cramp (kraemp) [-ed]: (ν) παρεμποδίζω

κλειστό αυτοκίνητο, “κουπέ” II τετράτροχο αμάξι couple ( kApal) [-d]: (ν) ζεύω II συνδέω II σχηματίζω ζεύγη II (η) ζεύγος II ~t: (' kAplit): (η) όίστοιχο II ζευγάρι coupon (ku:pon, kiurpon): (η) δελτίο τρρφίμων ή ιματισμού II απόκομμα, στέλεχος, “κουπόνι” “ courage ('kAridz): (η) θάρρος II ~ous (ka' reidzas): (adj) θαρραλέος courier (' kuriar): (η) αγγελιοφόρος course (ko:rs) [-d]: (ν) διασχίζω II ρέω, κυλώ II (η) πορεία, διαδρομή II ρους II σειρά II σειρά μαθημάτων II πιάτο φα¬ γητό II in due όταν έλθει η ώρα του, με τη . σειρά του II of βέβαια, φυσικά court (ko:rt) [-ed]: (ν) ερωτοτροπώ, “κορτάρω” II επιδιώκω (η) αυλή II βασ. αυλή, αυλικοί II δικαστήριο II γή¬ πεδο II ~eous: (adj) ευγενικός, φιλόφρονας II ~esan (' ko:rtazan): (η) εταί¬ ρα II ~ esy: (π) ευγένεια II ευγενική φροντίδα II -house: (π) δικαστήριο II -ier (' ko:rti:ar): (π) αυλικός II κόλα¬ κας II -martial (' ko:rt' ma:rjal): (η) στρατοδικείο II (ν) δικάζω σε στρατο¬ δικείο II -ship: (π) ερωτοτροπία, “κόρτε” II -yard: προαύλιο cousin ( kAzan): (π) ξάδελφος II ξαδέλφη cove (kouv): (η) κολπίσκος II όρμος, μυχός II σπηλιά II στενό πέρασμα covenant ( kAvinant): (η) συνθήκη II σύμβαση II η Διαθήκη των Εβραίων cover ('kAvar) [-ed]: (ν) σκεπάζω II κλωσσώ II κρύβω II προστατεύω, “κα¬ λύπτω” II δεσπόζω II αντικαθιστώ κά¬ ποιον ή καλύπτω την απουσία του II (η) σκέπασμα II προστασία II πρόφαση II break ~: (ν) φανερώνομαι II -age: (η) ειδησεογραφία II -alls: (η) φόρμα εργάτη II - charge: (π) “κουβέρ” II -let: (π) κλινοσκέπασμα II ~t (' kAvart): (adj) κρυφός II προστατευμένος II (π) κρυψώνα covet ('kAvit) [-ed]: (ν) ποθώ II επο¬ φθαλμιώ II -ed: (adj) ποθητό covey ('kAvi): παρεούλα (id) coupe (ku' pei):

(π)

92

crepe II περιορίζω II προκαλώ πιάσιμο, προ¬ καλώ “κράμπα” II (η) πιάσιμο, “κρά¬ μπα” II σπασμός II αρπάγη II ~s: (η) κοιλόπονος cranberry (' kraenbari): (π) βατόμουρο crane (krein): (η) γερανός (πουλί και μηχάνημα) II [-d]: (ν) τεντώνω το λαι¬ μό crani-al (' kraenial): (adj) κρανιακός II ~um: (π) κρανίο crank (kraeqk) [-ed]: (ν) στρεβλώνω II γυρίζω μανιβέλα II (η) στρόφαλος II “μανιβέλα” II παραξενιά (id) II γκρι¬ νιάρης, παράξενος (id) II -axle: (η) άξονας του στροφάλου II -shaft: (π) στροφαλοφόρος άξονας II -iness: (π) παραξενιά II ~y: (adj) ιδιότροπος, πα¬ ράξενος cranny (' kraeni): (η) χαραμάδα crap (kraep) [-ped]: (ν) αποτυχαίνω (id) II (η) μπούρδες (id) II ευτελής, χω¬ ρίς αξία (id) II ~s: (η) ζάρια, παιχνίδι ζαριών crash (kraej) [-ed]: (ν) συγκρούομαι II συντρίβομαι II πέφτω με κρότο II βρο¬ ντάω II μπαίνω απρόσκλητος II (η) βρόντος II σύγκρουση II συντριβή II γκρέμισμα II χρηματιστηριακός πανι¬ κός, “κραχ” II - course: (η) εντατική διδασκαλία II ~ helmet: (π) προστα¬ τευτικό κράνος II ~ land [-ed]: (ν) προσγειώνομαι αναγκαστικά II ~ landing: (η) αναγκαστική προσγείωση crate (kreit): (η) κιβώτιο II κόφα II καφάσι crater (' kreitar): (η) κρατήρας crave (kreiv) f-d]: (ν) επιθυμώ πολύ II χρειάζομαι επειγόντως II εκλιπαρώ craven (' kreivn): (adj) δειλός, άναν¬ δρος crawl (kro:l) [-ed]: (ν) έρπω II προχωρώ σέρνοντας II προχωρώ πολύ αργά II φέρνομαι δουλοπρεπώς και με δειλία II (η) έρπυση II κολύμπι κρόουλ crayfish (' kreifij): (η) καραβίδα crayon (' kreian): (η) χρωματιστό μολύ¬ βι II μολύβι κάρβουνο II σχέδιο με μο¬ λύβι craz-e (kreiz) [-d]: (ν) τρελαίνω II τρε¬ λαίνομαι II τρέλα II μανία, ιδιοτροπία

II -iness: (π) τρέλα II ~y: (adj) τρελός II ξετρελαμένος creak (kri:k) [-ed]: (ν) τρίζω II (η) τρί¬ ξιμο cream (kri:m): (η) κρέμα II καϊμάκι II αφρόκρεμα, εκλεκτοί II [-ed]: (ν) κατα¬ νικώ II (adj) χρώμα κρεμ crease (kri:s) [-d]: (ν) πτυχώνω II τσα¬ λακώνω II ζαρώνω, κάνω ζάρες II (η) πτυχή II τσάκιση II ζαρωματιά II (η) χτυπώ ξόφαλτσα (id) creat-e (kri: eit) [-d]: (ν) δημιουργώ II -ion (kri:' eijan): (η) δημιουργία II δη¬ μιούργημα II “κρεασιόν” II -ive (kri:' eitiv): (adj) δημιουργικός II -or: (η) δημιουργός II -ure (' kri:tjar): (n) δημιούργημα, πλάσμα II -ure comforts: υλικές ανέσεις credence ( kri:dans): (η) πίστη II σύ¬ σταση credentials (kri:' denjalz): (η) διαπι¬ στευτήρια II πιστοποιητικά cred-ibility (kredi biliti): (η) αξιοπιστία II το αξιόπιστο II το πιστευτό II -ible (' kredabal): (adj) πιστευτός II αξιόπι¬ στος II -it (' kredit): (η) πίστη II πί¬ στωση II το αξιόπιστο II -it [-ed]: (ν) δίνω πίστη II αναγνωρίζω κάτι σε κά¬ ποιον II πιστώνω II -itable: (adj) αξιό¬ πιστος II αξιέπαινος II -it card: (η) πιστωτικό δελτίο II -itor: (η) πιστω¬ τής II —ulity (kri' djuditi): (η) ευπιστία II -ulous: (adj) εύπιστος creed (kri:d): (η) δόγμα, θρήσκευμα II σύμβολο πίστης creek (kri:k): (π) ρυάκι II όρμος creep (kri.p) [crept, crept]: (ν) έρπω II σέρνομαι, προχωρώ σερνόμενος II φέρνομαι δουλοπρεπώς και φοβισμένα (id) II ανατριχιάζω, μερμηγκιάζω II (η) έρπυση II σύρσιμο, ολίσθημα II “τρί¬ χας”, “μάπας” (id) II ~er: (η) ερπετό II αναρριχητικό φυτό II -ers: (η) φόρ¬ μα μωρού II ~y: (adj) ανατριχιαστικός cremat-e (kri meit) [-d]: (ν) καίω νε¬ κρό II -ion: (η) καύση νεκρού II -orium, -ory: (η) κρεματόριο creosote ( kriasout): (η) σωσίκρεας crepe (kreip): (η) μεταξωτό ύφασμα II κρέπι 93

crept crisp (krisp): (adj) ευκολότριφτος II

crept: see creep crescent (' kresant): (η) ημισέληνος II μηνίσκος II (adj) μηνοειδής II ημικυκλικός cress (kres): (η) κάρδαμο crest (krest): (η) λοφίο II κράνος II κο¬ ρυφή II κορωνίδα II [-ed]: (ν) σχηματίζω κορυφή II φθάνω στην κο¬ ρυφή II ~ fallen: (adj) κατηφής II απο¬ γοητευμένος Cret-e (kri:t): (π) Κρήτη II -an: (η) Κρητικός cretin (' kretin): (η) πάσχων από κρετι¬ νισμό II βλάκας II -ism: (η) κρετινι¬ σμός crev-asse (kra'vaes), -ice ( krevis): (η) ρωγμή II σχισμή crevice: see crevasse crew (kru:): (η) πλήρωμα II ομάδα II -cut: (π) μαλλιά κοντοκομμένα crib (krib): (η) κρεβάτι μωρού, “κού¬ νια" II αποθήκη καλαμποκιού II φάτνη II καλυβούλα II καλάθι II μικροκλοπή (id) II [-bed]: (ν) βάζω στην κούνια II αντιγράφω σε διαγωνισμό, “κλέβω" (id) II -bage: (η) είδος χαρτοπαιγνίου crick (krik) [-ed]: (ν) προκαλώ νευρο¬ καβαλίκεμα II (η) νευροκαβαλίκεμα II στρέβλωση μυός cricket (' krikit): (η) γρύλος, “τριζόνι" II κρίκετ II υποπόδιο II -er: (η) παί¬ κτης κρίκετ cried: see cry crier (' kraiar): (η) ντελάλης crim-e (kraim): (η) έγκλημα II -inal (kriminal): (adj) εγκληματικός II (n) εγκληματίας II -inality: (η) εγκληματι¬ κότητα II -inology: (η) εγκληματολο¬ γία crimson (' krimzan): (adj) βαθυκόκκινο II [-ed]: (ν) κατακοκκινίζω cringe (krindz) [-d]: (ν) μαζεύομαι από φόβο II φέρομαι δουλοπρεπώς crinkle (krirjkal) [-d]: (ν) τσαλακώνω II (η) ζαρωματιά cripple (kripal) [-d]: (ν) καθιστώ ανά¬ πηρο, “σακατεύω” II καταστρέφω II (η) ανάπηρος, “σακάτης" II κουτσός crisis (' kraisis): (η) κρίση II κρίσιμο σημείο ή στιγμή

τραγανός II τονωτικός, ζωογόνος II ζωηρός II ξεροψημένος II ~s: (η) “τσιπς”, πατατάκια τηγανητά II - y: (adj) τραγανός, ξεροψημένος criss-cross ( kriskros) [-ed]: (ν) σημα¬ δεύω με σταυροειδείς γραμμές II προ¬ χωρώ σταυροειδώς II (adj) σταυροει¬ δής, χιαστί criterion (krai tirian): (η) κριτήριο, γνώμονας critic ( kritik): (η) κριτικός II επικριτής II ~al: (adj) κριτικός II κρίσιμος II οριακός II επικριτικός II -aster (' kri' tikaestar): (π) ψευτοκριτικός, “πολύξερος" II -ism: (π) κριτική II επίκριση II -ize ('kritasaiz) [-d]: (ν) κρίνω II επικρίνω, κριτικάρω critique (kri 'ti:k): (η) λογοτεχν, ή καλλιτεχν. κριτική croak (krouk) [-ed]: (ν) κρώζω II μιλώ βραχνά II πεθαίνω (id) II σκοτώνω (id) II (η) κρώξιμο crochet (krou Jei): (η) “κροσέ” crock (krok): (π) πήλινο δοχείο II -ery: (η) πήλινα σκεύη crocodile (' krokadail): (π) κροκόδειλος crocus ( kroukas): (π) κρόκος crone (kroun): γραΐδιο, παλιόγρια crony ( krouni): (η) στενός φίλος II σύ¬ ντροφος crook (kruk): (η) στρέβλωση II καμπή II γάντζος II γκλίτσα II κακοποιός (id) II -back: (η) καμπούρης II -ed: (adj) στραβός II κακοποιός, απατεώνας croon (kru:n) [-ed]: (ν) σιγοτραγουδώ II μουρμουρίζω το σκοπό crop (krop) [-ped]: (ν) θερίζω II κόβω σύρριζα II δρέπω II (η) συγκομιδή, εσοδεία II κοντό κούρεμα II μαστίγιο ιππασίας II - up: (ν) ξεφυτρώνω, πα¬ ρουσιάζομαι ξαφνικά croquet ( kroukei): (η) κροκέ (παιχνί¬ δι) croquette (kou 'ket): (π) κεφτές, “κρο¬ κέτα” crosier ('krouzhar): (η) πατερίτσα επι¬ σκόπου cross (kras) [-ed]: (ν) διασχίζω II δια¬ σταυρώνω II διαστραυρώνομαι II βάζω 94

crust σταυρωτά II σταυροκοπιέμαι II (η) σταυρός II διασταύρωση II προϊόν δια¬ σταύρωσης II (adj) εγκάρσιος II αντίθε¬ τος II κατσουφιασμένος, σκυθρωπός II απότομος II -breed: (ν) διασταυρώνω γένη II (η) διασταύρωση γενών II (η) μιγάδας II -country: (adj) από το ένα μέρος ως το άλλο II ανώμαλος δρόμος II - examination: (π) αντεξέταση μάρ¬ τυρα II - examine: (ν) αντεξετάζω μάρτυρα II -eyed: (adj) αλλήθωρος II -fire: (η) διασταυρούμενα πυρά II -head: (π) υπότιτλος II -index: (π) πίνακας παραπομπών II -ing: (π) δια¬ σταύρωση II διάβαση II διάπλους II (adj) διασταυρωμένος II -over: (η) διακλάδωση II - purpose: (η) αντίθεση II παρεξήγηση II -reference: (η) παρα¬ πομπή II -roads: (π) σταυροδρόμι II -section: (π) εγκάρσια τομή II τυπικό δείγμα II -walk: (π) διάβαση πεζών II -wind: (η) πλευρικός άνεμος II -wise: (adv) σταυροειδώς II εγκάρσια II -word puzzle: (π) σταυρόλεξο crotch (krotj): (π) διχάλα II γωνία σύν¬ δεσης II καβάλο πανταλονιού crotchet ( krotjit): (η) κρεμαστάρι II πείσμα II ιδιοτροπία II -ety: (adj) πει¬ σματάρης, ιδιότροπος crouch (krautj) [-ed]: (ν) συσπειρώνο¬ μαι II μαζεύομαι, ζαρώνω II κάθομαι σκυφτός II (η) συσπείρωση II ζάρωμα croup (kru:p): (η) καπούλια αλόγου crow (krou) [-ed]: (ν) κρώζω II λαλώ II καυχιέμαι (id) II (η) κόρακας II κου¬ ρούνα II λάλημα, κράξιμο II -bar: (η) λοστός II ~'s feet: (η) ρυτίδες στις άκρες των ματιών crowd (kraud): (η) πλήθος II κοινός λα¬ ός II κοινωνική ομάδα II [-ed]: (ν) συνωστίζω II στριμώχνω II συνωστίζομαι, στριμώχνομαι crown (kraun): (η) στέμμα II στέψη, στε¬ φάνη II βασιλική εξουσία II κορυφή κε¬ φαλιού II κορυφή καπέλου II ακμή, κολοφώνας II κορόνα δοντιού II λοφίο πτηνού II [-ed]: (ν) στέφω II γίνομαι σαν αποκορύφωμα II κοπανάω στο κε¬ φάλι (id) II - prince [fem: - princess]: (π) διάδοχος

(adj) κρίσιμος, απο¬ φασιστικός II σταυροειδής crucible (' kru:sibsl): (π) λέβητας τήξης cruci-fix (' kru:sifiks): (η) σταυρωμένος II -fixion: (η) σταύρωση II -form: (adj) σταυροειδής II ~fy ( krusifai) [-ied]: (ν) σταυρώνω II διώκω, βάζω σε διωγμό crude (kru:d): (adj) ακατέργαστος II μη ώριμος II ωμός, άξεστος II πρωτογενής II (π) ακάθαρτο πετρέλαιο II -ness [or: crudity]: (η) ωμότητα II προχειρότητα cruel (' krusl): (adj) σκληρός, απάνθρω¬ πος II φοβερός, δριμύς II ~ty: (π) σκληρότητα, απανθρωπιά cruise (kru:z) [-d]: (ν) περιπλέω, κάνω “κρουαζιέρα” II κάνω θαλάσσια ανα¬ γνώριση II (η) ταξίδι αναψυχ/ής, “κρουαζιέρα” II ~r: (η) καταδρομικό II περιπολικό αστυνομίας crumb (krAm): (η) ψίχουλο II ψίχα ψω¬ μιού II πρόστυχος, ποταπός (id) crumbl-e (' krAmbsl) [-d]: (ν) συντρίβο¬ μαι II συντρίβω II κάνω κομμάτια II καταρρέω II ~y: (adj) ευκολότριφτος crummy (' krAmi): (adj) θλιβερός II βρωμιάρης crump (' krAmp) [-ed]: (ν) τραγανίζω II ~et: (η) φρυγανιά crumple ( krAmpal) [-d]: (ν) ρυτιδώνω, ζαρώνω II διπλώνω, τσακίζω II καταρ¬ ρέω crunch (krAntJ) [-ed]: (ν) μασουλώ II τραγανίζω II συντρίβω II (π) μασούλισμα, τραγάνισμα II αποφασιστική στιγμή ή αντιμετώπιση II ~y: (adj) τραγανός II ξεροτηγανισμένος crusade (kru:' seid): (η) σταυροφορία II ~r: (η) σταυροφόρος crush (krAj) [-ed]: (ν) συνθλίβω II συ¬ ντρίβω II σφιχταγκαλιάζω II συνωστιζω II (η) συντριβή II συνωστισμός II έρωτας, “ψώνιο” (id) II -ing: (adj) συντριπτικός crust (krASt): (η) φλοιός, “κρούστα” II κόρα ψωμιού II επικάθισμα II εσχάρα της πληγής, “κακάδι” II αυθάδεια (id) II [-ed]: (ν) σχηματίζω φλοιό, κά¬ νω “κρούστα” II σχηματίζω επικάθι¬ σμα II ~y: (adj) στρυφνός

crucial ( kru:jial):

95

crutch crutch (krAtl): (η) δεκανίκι II στήριγμα, υποστήριγμα crux (krAks): (η) κρίσιμο σημείο ή στιγμή II ουσιώδες σημείο II κεντρική ουσία II δύσκολο πρόβλημα cry (krai) [-ied]: (ν) κλαίω II φωνάζω II διαλαλώ II (η) φωνή, κραυγή II κλάμα II πολιτικό σύνθημα II κλήση II a far απέχει πολύ, κάθε άλλο II ~ baby: (η) κλαψιάρης II ~ing: (adj) κραυγαλέ¬ ος II επείγων II ~ off: (η) παραβαίνω υπόσχεση II ανακαλώ II ~ up: (ν) επαι¬ νώ crypt (kript): (η) κρύπτη II ~ic, —ical: (adj) μυστικός II αινιγματικός II με κρυφή σημασία, συγκαλυμμένος II -ogram (' kriptograem): (η) κρυπτο¬ γράφημα II -ograph: (η) κρυπτογρα¬ φία crystal ('kristal): (η) κρύσταλλο II (adj) κρυσταλλικός II κρυστάλλινος II ~ clear: καθαρός σαν κρύσταλλο II ευ¬ κολονόητος, ξεκάθαρος II -line: (adj) κρυστάλλινος, κρυσταλλικός II -lize [-d]: (η) αποκρυσταλλώνω II αποκρυ¬ σταλλώνομαι cub (kAb): (η) νεογνό σαρκοβόρου, σκύμνος II αρχάριος, μαθητευόμενος (id) Cuba (kju:ba): (η) Κούβα II ~n: (η & adj) Κουβανέζος, κουβανέζικος cubbyhole ( kAbihoul): (η) δωματιάκι, “τρύπα” cub-e (kju:b) [-d]: (ν) κυβίζω II υψώνω στον κύβο II (η) κύβος II ~ic, -ical: (adj) κυβικός II -icle: (η) δωματιάκι II -ism: (η) κυβισμός cuckold (' kAkald): (π) απατημένος σύ¬ ζυγος, “κερατάς” cuckoo ( kuku:): (η) κούκος II φωνή κούκου II απλοϊκός (id) cucumber (' kju:kAmbar): (η) αγγούρι cud (kAd): (η) αναμάσημα, μηρυκασμός cuddle ( kAd!) [-d]: (ν) σφιχταγκαλιάζω II τρυπώνω, χώνομαι II (η) σφιχταγκάλιασμα cudgel ('kAdzal) [-ed]: (ν) χτυπώ με ρόπαλο II (η) ρόπαλο cue (kju:): (π) στέκα μπιλιάρδου II κο¬ τσίδα II υπαινιγμός II [-d]: (ν) πλέκω

κοτσίδα II δίνω υπαινιγμό II χτυπώ μπίλια μπιλιάρδου cuff (kAf) [-ed]: (ν) μπατσίζω II (η) μπάτσος, “σφαλιάρα” II μανικέτι II -link: (η) κουμπί μανικετιού II off the ~: απροετοίμαστος II on the ~: επί πιστώσει II τζάμπα cuisine (kwi 'zi:n): (η) μαγειρική, “κου¬ ζίνα” cul-de-sac (' kAlda' saek): (η) αδιέξοδο culinary (' kAlinari): (adj) μαγειρικός culmin-ant (' kAlmansnt): (adj) ανώτα¬ τος, σε μεσουράνημα II -ate ( kAlmineit) [-d]: (ν) μεσουρανώ II φθάνω σε αποκορύφωμα II -ation: (π) μεσουράνηση, αποκορύφωμα culp-ability (kAlps' biliti): (η) ενοχή II able ('kAlpabsl): (adj) ένοχος II —rit (' kAlprit): (η) ένοχος II δράστης cult (kAlt): (η) δόγμα II αίρεση cult-ivate ( kAltiveit) [-d]: (ν) καλλιερ¬ γώ II προάγω, βελτιώνω σχέσεις II -ivation: (π) καλλιέργεια II -ure ( kAlt/ar) [-d]: (ν) καλλιεργώ, ανα¬ πτύσσω II (π) καλλιέργεια II καλλιέρ¬ γεια, “κουλτούρα” II - ural: (adj) πνευματικός, μορφωτικός I! καλλιερ¬ γητικός II -ured: (adj) καλλιεργημένος culvert ('kAlvsrt): (π) οχετός cumber ('kAmbar) [-ed]: (η) παρεμπο¬ δίζω II ενοχλώ II βαραίνω II -some: (adj) ενοχλητικός II επιβαρυντικός II αδέξιος, βαρύς cum laude (ku:m louda): μετά τιμών cumulat-e (' kju:mjuleit) [-d]: (ν) συσ¬ σωρεύω II -ion: (η) συσσώρευση II -ive: (adj) επισωρευτικός cumulus (' kju:mulas): (η) σωρείτης (σύννεφο) cunning (' kAniq): (adj) πολυμήχανος II πονηρός II (π) πονηριά II επιτηδειότητα cup (kAp): (ν) φλιτζάνι II κύπελλο II άγιο ποτήρι II -board: (η) ντουλάπι, μπουφές II -final: (η) τελικός αγώνας κυπέλλου II - of tea: ταιριαστό, αυτό που χρειάζεται (id) cupid ( kju:pid): (η) Έρωτας II -ity: (η) απληστία cupola (' kju:pala): (π) θόλος II τρούλος

96

cuticle II (adj) θολωτός cur (ka:r): (η) παλιόσκυλο II κοπρίτης

curt (ka:rt): (adj) απότομος, τραχύς II σύντομος II ~ly: (adv) απότομα II σύ¬ ντομα curtail (ka:r teil) [-ed]: (ν) συντομεύω, περικόβω curtain (ka:rtin): (η) παραπέτασμα II αυλαία curtsy ( ka:rtsi) [-ied): (ν) υποκλίνομαι II (η) υπόκλιση, “ρεβερέντζα” curv-ature (' ka:rvatjur): (π) καμπυλό¬ τητα II κυρτότητα, σφαιρικότητα II ~e (ka:rv): (π) καμπύλη II στροφή οδού, καμπή II [-d]: (ν) σχηματίζω καμπύλη cushion ( kujan): (η) μαξιλάρι II μαλακή επένδυση II [-ed]: (ν) απορροφώ δόνηση ή χτύπημα cusp (kAsp): (π) ακίδα II αιχμηρή προε¬ ξοχή II -id (' kAspid): (η) κυνόδοντας cuspidor (' kAspidar): (η) πτυελοδοχείο custard (' kASta:rd): (η) κρέμα custod-ian (kAS' toudian): (η) θυρωρός II επιστάτης, φύλακας II ~y (' kAStadi): (η) κηδεμονία II φύλαξη, επιτήρηση II κράτηση II in υπό κράτηση custom ('kAStam): (η) έθιμο II εθιμικό δίκαιο II πελατεία II (adj) επί παραγγε¬ λία II ~s: (π) δασμός II ~s: (η) τελω¬ νείο II -able: (adj) φορολογήσιμος II -arily: (adj) συνηθισμένα II -ary (' kAStameri): (adj) συνηθισμένος II built, - made: επί παραγγελία II ~er: (π) πελάτης II - house: (η) τελωνείο cut (kAt) [cut, cut): (ν) κόβω II φυτρώ¬ νει δόντι, βγάζω δόντι II αραιώνω πο¬ τό II κόβομαι II προκαλώ πόνο, πλη¬ γώνω II απουσιάζω από μάθημα II (η) κόψιμο, κοπή II μερίδιο II εκσκαφή II τσουχτερή ή δηκτική κουβέντα II a — above: λίγο ανώτερος II - and dried: τακτοποιημένος II συνηθισμένος II back: (π) μείωση II απότομη στροφή πίσω II - in: (ν) διακόπτω, μπαίνω στη μέση II - out: (η) απόκομμα II διακόπτης II -ter: (π) κοπτήρας II -ting: (π) τομή II (adj) τσουχτερός, δη¬ κτικός cute (kju:t), cutie (' kju:ti): (adj) χαρι¬ τωμένος cuticle (' kju:tikal): (η) επιδερμίδα II πέ¬ τσα στη ρίζα των νυχιών

(id)

curable (' kjuarabl): (adj) θεραπεύσιμος curate (' kjuarit): (η) εφημέριος curative (' kju:rativ): (adj) θεραπευτικός curator (kjua' reitar): (η) έφορος μου¬ σείου II διευθυντής βιβλιοθήκης curb (ka:rb) [-ed]: (v) περιστέλλω II χα¬ λιναγωγώ, περιορίζω II (η) χαλινός II ρείθρο, άκρη curdle (ka:rdl) [-d]: (ν) πήζω cure (kjuar) [-d]: (ν) θεραπεύω II διατη¬ ρώ σε αλάτι, αλατίζω, καπνίζω II (η) θεραπεία curfew (' ka:rfju): (η) απαγόρευση κυ¬ κλοφορίας curio (' kju:ri:ou): (π) σπάνιο αντικείμε¬ νο curio-sity (kjuari asiti): (η) περιέργεια II περίεργο πράγμα, παράξενο II ~ us: (adj) περίεργος II παράξενος curl (ka:rl) [-ed|: (ν) στρίβω II σγουραί¬ νω II σχηματίζω μπούκλες II στρεβλώ¬ νω II (η) πλόκαμος, “μπούκλα”, βό¬ στρυχος II ~er: (η) ψαλίδι σγουρώματος II “μπικουτί” II ~ing iron: (η) ψα¬ λίδι κατσαρώματος II ~y: (adj) σγου¬ ρός curlew (ka:rlju:): (π) είδος μπεκάτσας currant ( kArant): (η) κορινθιακή στα¬ φίδα II φραγκοστάφυλο curren-cy ( ka:ransi): (π) χρήμα, κυ¬ κλοφορούν νόμισμα II κυκλοφορία II ~t: (adj) τρεχούμενος II (η) ρους II ηλεκτρ. ρεύμα curriculum (ka' rikjulam): (π) πρόγραμ¬ μα ή σύνολο μαθημάτων II -vitae: (π) βιογραφικό σημείωμα curry ('ka:ri) [-ied]: (ν) ξυστρίζω άλο¬ γο II κατεργάζομαι δέρμα II (η) πιπε¬ ράτη σάλτσα II ~ favour: (η) επιζητώ εύνοια curse (ka:rs) [-d]: (ν) καταριέμαι II βρί¬ ζω, αναθεματίζω II (π) κατάρα II βρι¬ σιά, ανάθεμα cursive (' ka:rsiv): (adj) γραφή χειρός, με ενωμένα γράμματα cursory (ka:rsari): (adj) γρήγορος και πρόχειρος, χωρίς προσοχή

97

cutie τοσικλετιστής cyclone ( saikloun): (π) κυκλώνας cyclop-ean (saiklo' pi:an): (adj) κυκλώ¬ πειος II ~s ('saiklops): (π) Κύκλωπας cygnet (' signit): (η) μικρό κύκνου cylind-er (' silindar): (η) κύλινδρος II κυλινδρικό τεμάχιο II κυλινδρικό δο¬ χείο II φιάλη II gas ~er: (π) φιάλη αε¬ ρίου II -rical: (adj) κυλινδρικός cymbal ('simbal): (η) κύμβαλο cynic ( sinik): (η) κυνικός II ~al: (adj) κυνικός II -ism: (η) κυνισμός cypress (' saipris): (π) κυπαρίσσι Cypr-iot (' sipri:out): (η) Κύπριος II κυ¬ πριακή γλώσσα II ~ian: (adj) κυπρια¬ κός II ~us ( saipras): (η) Κύπρος cyst (sist): (η) κύστη czar (za:r): (π) τσάρος (fern.: czarina) Czech (tjek): (η) Τσεχοσλοβάκος II (adj) τσεχοσλοβακικός, τσέχικος II -oslovakia (tjekaslo' vaeki:a): (η) Τσε¬ χοσλοβακία

cutie: see cute cutlery (kAtlari): (η) μαχαιροποιία II μαχαιροπήρουνα cutlet ( kAtlit): (η) παιδάκι, “κοτολέ¬ τα” cutthroat (' kAtBrout): (η) φονιάς, μα¬ χαιροβγάλτης II ανηλεής cuttlefish (' kAtlfiJ): (η) σουπιά cyanide ('saianaid): fn) κυανίδιο II (adj) κυανιούχος cybernat-e (saibameit) [-d]: (v) ελέγχω αυτομάτως με ηλεκτρονικό εγκέφαλο II ~ics: (π) κυβερνητική Cyclades ( sikladiz): (π) Κυκλάδες cyclamen (' saiklaman): (η) κυκλάμινο cycl-e ('saikal): (η) κύκλος, περίοδος II περιοδική επανάληψη II περιφορά II ποδήλατο II [-d]: (ν) επανέρχομαι ή συμβαίνω κατά περιόδους II ποδηλατώ ή κάνω μοτοσικλέτα II ~ic: (adj) κυ¬ κλικός, περιοδικός II ~ing: (η) ποδηλάτηση II ~ist: (η) ποδηλατιστής II μο-

D D, d: το τέταρτο γράμμα του Αγγλ. Αλφαβήτου dab (daeb) [-bed]: (ν) χτυπώ ελαφρά II επαλείφω II (π) μικρή ποσότητα II ελα¬ φρό χτυπηματάκι II ειδικός (id) dabble ( daebal) [-d]: (V) πιτσιλίζω dad (dasd): (η) μπαμπάς II ~ dy ( dasdi): (η) μπαμπάκας II ~ dy longlegs: (n) αράχνη daffodil ( daefadil): (η) ασφόδελος daft (daeft, da:ft): (η) τρελός, παλαβός dagger (' daegar): (η) εγχειρίδιο, στιλέτο II αστερίσκος II look ~s: (ν) αγριοκοι¬ τάζω, κοιτάζω με μίσος dahlia (' deilja): (η) ντάλια daily ( deili): (adj) ημερήσιος, καθημε¬ ρινός dainty (' deinti): (adj) χαριτωμένος II νόστιμος, εκλεκτός II ραφιναρισμένος dairy (' deari): (π) γαλακτοκομείο II γα¬

λακτοπωλείο II γαλακτοκομικά προϊό¬ ντα II (adj) γαλακτομικός II ~ bar: (π) γαλακτοπωλείο II -man: (π) γαλακτο¬ πώλης dais (deis): (π) εξέδρα daisy (' deizi): (π) μαργαρίτα dale (deil): (η) κοιλάδα dall-iance (' daeli:ans): (η) ερωτοτροπία II χασομέρι II - y (' daeli) [-ied]: (ν) ερωτοτροπώ II χασομερώ daltonism (' doltanizam): (π) δαλτονι¬ σμός dam (daem) [-med]: (ν) φράζω II κατα¬ σκευάζω φράγμα II (η) φράγμα II ανά¬ χωμα damage (' daemidz) [-d]: (ν) προκαλώ ζημία II βλάπτω II βλάπτομαι, παθαίνω ζημιά II (η) ζημία, βλάβη II ~s: (η) αποζημίωση dame (deim): (π) δέσποινα, κυρία II γυ-

98

dawn ναίκα, “θηλυκό” damn (dsem) [-ed]: (v) καταδικάζω II καταριέμαι II -able: (adj) μισητός II κατακριτέος II -ation (daem' neijan): (η) καταδίκη II (interj) διάβολε! II -ed: (adj) καταδικασμένος, χαμένος II (adv) πολύ (id) II (adj) παλιό-, βρωμο(id) II -ing: (adj) συντριπτικός, επιβαρυντικός II not give a ~: δε δίνω δε¬ κάρα (id) damp (daemp): (adj) υγρός II -fn) υγρα¬ σία, καταχνιά II κατήφεια II l-ed]: (ν) υγραίνω, μουσκεύω fl αποσβήνω, εξουδετερώνω II ~en [-ed]: (ν) υγραί¬ νω II καταπτοώ, προκαλώ κατήφεια II ~er: (η) αποσβεστήρας II αναστολέας damsel (' daemzal): (η) κοπέλα damson (' daemzan): (η) δαμασκηνιά II δαμάσκηνο dance (daens) [-d]: (ν) χορεύω II (η) χο¬ ρός II ~γ: (η) χορευτής, χορεύτρια dandelion (' daendi' laian): (η) κιχώρι, πικραλίδα II ζωηρό κίτρινο dander ( daendar): (η) θυμός dandruff (' damdraf): (π) πιτυρίδα dandy ('daendi): (η) κομψευόμενος, “δανδής” II έξοχο, θαυμάσιο (id) II δάγκειος Dane (dein): (η) Δανός danger (deindzar): (η) κίνδυνος II -ous: (adj) επικίνδυνος dangle (' daeqgal) [-d]: (ν) αιωρώ II κρε¬ μώ II κουνώ πέρα-δώθε II αιωρούμαι, κουνιέμαι πέρα-δώθε II κρέμομαι II γί¬ νομαι της προσκολλήσεως (id) Danish ( deinij): (adj) δανικός II (η) δανική γλώσσα dank (daeqk): (adj) μουχλιασμένος, υγρός dapper (' daepar): (adj) κομψός, κομψοντυμένος II ζωηρούλης, πεταχτός dapple (daepal) [-d]: (ν) κάνω παρδαλό II — d: (adj) παρδαλός dare (dear) f-d]: (ν) τολμώ II προκαλώ II αψηφώ II - devil: (η) παράτολμος II - say: (ν) θεωρώ πιθανό dark (da:rk): (adj) σκοτεινός II σκούρος II μελαψός II μελαγχολικός II μυστη¬ ριώδης II (η) σκοτάδι II - Ages: (η) μεσαίωνας II - Continent: (η) Αφρική

II ~en [-ed]: (ν) σκοτεινιάζω II σκου¬ ραίνω II -ness: (η) σκοτάδι II in the ~: μυστικά, κρυφά II σε άγνοια darling ( da:rlirj): (adj) αγαπημένος II χαριτωμένος (id) darn (da:m) [-ed]: (ν) καρικώνω II (n) καρίκωμα II (interj) στον κόρακα! II -ing egg: (η) αυγό καρικώματος dart (da:rt) [-ed]: (ν) ορμώ II πετάγο¬ μαι, ρίχνομαι II ρίχνω, εξακοντίζω II (η) βέλος II κεντρί II απότομη κίνηση II ~s: παιχνίδι με βέλη dash (daej) [-ed]: (ν) εκσφενδονίζω II συντρίβω χτυπώντας II πιτσιλίζω II καταστρέφω, ματαιώνω II πετάγομαι II ορμώ II (η) μικρή ποσότητα (id) II εξόρμηση II αγώνας ταχύτητας II παύ¬ λα II (int) να πάρει η ευχή! II - board: (η) πίνακας χειριστηρίων αυτοκινήτου II -ing: (adj) τολμηρός, ζωηρός II φανταχτερός dastardly (' daestardli): (adj) ύπουλος, άνανδρος data ( deita) [sing: datum]: (η) στοι¬ χεία, δεδομένα II - processing: προε¬ τοιμασία ή επεξεργασία στοιχείων σε κομπιούτερ date (deit): (η) ημερομηνία II ραντεβού II πρόσωπο με το οποίο έχει κανείς ραντεβού II ντάμα ή καβαλιέρος II χουρμάς II [-d]: (ν) βάζω ημερομηνία II προδίνω την ηλικία II δίνω ραντεβού ή συναντώ II “πάω” με κάποιον ή κάποια (id) II ~d: (adj) απαρχαιωμένος II με ημερομηνία dative (' deitiv): (η) δοτική datum (' deitam): αφετηρία II γραμμή αναφοράς, στάθμη II see data daub (do:b) [-ed]: (ν) πασαλείβω II (n) πασάλειμμα II κακότεχνη ζωγραφιά daughter ( da:tar): (η) θυγατέρα, κόρη II - in law: (η) νύφη από γιό daunt (do:nt) [-ed]: (ν) φοβίζω II - less: (adj) άφοβος, απτόητος davenport (' daevanpo:rt): (η) ντιβάνι II γραφειάκι daw (do:): (η) καλιακούδα dawdle (' do:dal) [-d]: (ν) χασομερώ II κοντοστέκομαι II -r: (η) χασομέρης dawn (do:n): (η) αυγή II αρχή II [-ed]:

99

day (ν) ξημερώνει, χαράζει II φανερώνο¬ μαι, αποκαλύπτομαι day (dei): (η) ημέρα II περίοδος II call it a σταματώ τη δουλειά, τελειώνω II ~ after συνεχώς II ~ bed: (η) ντιβάνι μετατρεπόμενο σε κρεβάτι II -break: (η) χαράματα II - by day: μέ¬ ρα με την ημέρα II -care: ίδρυμα για νήπια ή ηλικιωμένους,II -dream: (ν) ονειροπολώ II -labour: (π) ημερομί¬ σθια εργασία II -light: (π) φως ημέρας II δημοσιότητα (id) II ~s of grace: πα¬ ράταση γραμματίου II -star: (η) αυγε¬ ρινός, ήλιος II D —: ημερομηνία επί¬ θεσης II ημέρα απόβασης των συμμά¬ χων στη Νορμανδία daze (deiz) [-d]: (ν) ζαλίζω II (η) ζάλη dazzl-e (' daszol) [-d]: (ν) εκτυφλώνω, “θαμπώνω” II προκαλώ θαυμασμό ή κατάπληξη II (η) θάμπωμα II -ing: (adj) εκθαμβωτικός deacon ('di:kon) [fern.: deaconess]: (n) διάκονος dead (ded): (adj) νεκρός II εντελώς αναίσθητος II μη αποδοτικός II απόλυ¬ τος II ακριβής II - air: (adj) μη αεριζό¬ μενος II - beat: (η) “μπαταξής” (id) II τεμπέλης (id) II - center: (η) νεκρό σημείο II ~en [-ed]:(v) απονεκρώνω II αποσβήνω II κάνω αντιηχητικό II end: (π) αδιέξοδο II - eye: (π) τέλειος σκοπευτής (id) II - head: (η) τζαμπα¬ τζής (id) II χοντροκέφαλος (id) II heat: (π) ταυτόχρονος τερματισμός δρομέων II - letter: (η) νόμος ή κανο¬ νισμός που έχει ατονήσει II - line: (η) προθεσμία II ~ly: (adj) θανάσιμος II καταστροφικός II ανηλεής II - pan: (adj) ανέκφραστος (id) II -wood: (η) ξερόκλαδα II άχρηστο βάρος (id) deaf (def): (adj) κουφός II - en [-ed]: (ν) κουφαίνω II αποσβήνω ήχο II -ening: (adj) εκκωφαντικός II - mute: (η) κωφάλαλος II -ness: (η) κώφωση deal (di:l) [dealt, dealt): (ν) μοιράζω, δίνω II δίνω χτύπημα II ασχολούμαι, ανακατεύομαι II αντιμετωπίζω II (π) συμφωνία, “δουλειά” II ποσότητα II πολιτικό πρόγραμμα II κελεπούρι (id) II ~er: (η) έμπορος, πωλητής II αυτός

που “μοιράζει” χαρτιά στο παιχνίδι dealt: see deal dean (di:n): (η) κοσμήτορας II πρωθιε¬ ρέας II ~’s list: (η) κατάλογος αρι¬ στούχων dear (dior): (adj) αγαπητός II ακριβός II - me: Θεέ μου! II Τι λες! II ~ly: (adv) ακριβά II με αγάπη dearth (dor0): (η) έλλειψη, στέρηση II λιμός death (de0): (η) θάνατος II - bed: οι τελευταίες στιγμές II κρεβάτι του θα¬ νάτου II - blow: (η) θανατηφόρο χτύ¬ πημα II τελειωτικό χτύπημα II certificate: πιστοποιητικό θανάτου II - cup: (η) δηλητηριώδες μανιτάρι II duty, - tax: (η) φόρος κληρονομιάς II ~ly: (adj) θανάσιμος, θανατηφόρος II κίτρινος σαν πεθαμένος II - rate: (π) ποσοστό θνησιμότητας II - trap: (η) σαράβαλο II δύσκολη περίσταση debacle (di' beekal): (η) ξαφνική κατα¬ στροφή II μεγάλη πλημμύρα debark (di ba:rk) [-ed]: (η) ξεφορτώνω II αποβιβάζω II αποβιβάζομαι debase (di'beis) [-d]: (ν) εξευτελίζω, ταπεινώνω II υποτιμώ, υποβιβάζω II νοθεύω debat-e (di 'beit) [-d]: (ν) συζητώ, σκέ¬ πτομαι, συνδιασκέπτομαι II -able: (adj) αμφισβητήσιμος II συζητήσιμος debauch (di bo:tJ) [-ed]: (ν) διαφθείρω II ρίχνομαι ή βρίσκομαι σε κραιπάλη II (π) ακολασία, διαφθορά II κραιπάλη II -ed: (adj) διεφθαρμένος, ακόλαστος II -ery: (η) ακολασία, διαφθορά, έκλυτη ζωή debenture (di' bentjsr): (η) χρεωστικό ομόλογο, γραμμάτιο debility (di biliti): (η) αδυναμία, ατο¬ νία debit ( debit) [-ed]: (ν) χρεώνω II (π) χρέωση, παθητικό debris (do bri:): (π) χαλάσματα, συ¬ ντρίμμια debt (det): (π) χρέος, οφειλή II -or: (π) χρεώστης, οφειλέτης debug (di'bAg) [-ged]: (ν) εξοντώνω έντομα II βρίσκω βλάβη μηχανισμού debut (' deibju:): (π) πρώτη εμφάνιση.

100

decree decisi-on (di'sizhan): (η) απόφαση II ~ve (di' saisiv): (adj) αποφασιστικός deck (dek): (η) κατάστρωμα II οδό¬ στρωμα II όροφος αεροπλάνου ή λεω¬ φορείου II τράπουλα II [-ed]: (ν) στολί¬ ζω, διακοσμώ II -chair: (η) σαιζ-λογκ II - hand: (π) ναύτης καταστρώματος II hit the ~: (ν) ξυπνώ (id) II ετοιμάζο¬ μαι για μάχη (id) II πέφτω μπρούμυτα (id) II on ~: παρών, έτοιμος (id) decla-mation (dekla meijan): (π) αγό¬ ρευση II ~im (di'kleim) [-ed]: (ν) αγο¬ ρεύω declar-e (di' klear) [-d]: (ν) δηλώνω II διακηρύσσω II κυρύσσω (πόλεμο) II -ation (dekla' reijan): (η) δήλωση II διακήρυξη II κήρυξη declension (di' klenjan): (η) κλίση decline (di'klain) [-d]: (ν) αρνούμαι II κλίνω II γίνομαι κατηφορικός II πα¬ ρακμάζω, “παίρνω τον κατήφορο” II (π) παρακμή, πτώση II κατηφορική κί¬ νηση declivity (di kliviti): (π) κατωφέρεια declutch (di: klAtJ) [-ed]: (ν) αποσυν¬ δέω II πατώ “ντεμπραγιάζ” decode (dir 'koud) [-d]: (ν) αποκρυπτο¬ γραφώ II ανακαλύπτω κώδικα decompos-e (dikam 'pouz) [-d]: (ν) απο¬ συνθέτω II αποσυντίθεμαι II - ition (dikompa' zijan): (η) αποσύνθεση decontamina-nt (dikan ' taeminant): (n) απολυμαντικό II ~te [-d]: (ν) απολυ¬ μαίνω decor (dei'korr): (η) διάκοσμος, “ντεκόρ” II - ate ('dekareit) [-d]: (ν) δια¬ κοσμώ II παρασημοφορώ II -ation: (η) διακόσμηση, διάκοσμος II παραση¬ μοφορία II -ative: (adj) διακοσμητικός II -ator: (η) διακοσμητής II -ous (' dekaras, di' koras): (adj) ευπρεπής, καθώς πρέπει II -urn (di 'korram): (n) ευπρέπεια, καθωσπρεπισμός decoy (di 'koi) [-ed]: (ν) δελεάζω II πα¬ γιδεύω με τέχνασμα ή δόλωμα II (η) παγίδα II δόλωμα decrease (di:' kri:s) [-d]: (ν) ελαττώνω II ελαττώνομαι II (π) μείωση, ελάττωση decree (di 'kri:): (π) βούλευμα, ψήφισμα II διάταγμα II δικαστ. απόφαση

“ντεμπούτο” II -ante (' debjurtant): (π) κοπέλα που πρωτοεμφανίζεται στην κοσμική ζωή deca-de (' dekeid): (π) δεκάδα II δεκαε¬ τία II -gon ('dekagan): (π) δεκάγώνο II -thlon: (η) δέκαθλο decaden-ce (' dekadans): (π) παρακμή II κατάπτωση II ~t: (adj) παρακμασμένος decal (dirkael): (η) χαλκομανία decamp (di'kaemp) [-ed]: (ν) φεύγω από στρατόπεδο II φεύγω ξαφνικά decanter (di' kaentar): (π) φιάλη, “κα¬ ράφα” decapitate (di' kaepateit) [-d]: (ν) απο¬ κεφαλίζω decay (di'kei) [-ed]: (v) φθείρομαι II αποσυντίθεμαι II παρακμάζω II (π) φθορά II αποσύνθεση II παρακμή decease (di' sirs): (ν) εκλείπω, αποθνή¬ σκω II ~d: νεκρός, εκλειπών deceit (di'sirt): (π) δόλος, απάτη II ~ful: (adj) απατηλός deceive (di si:v) [-d]: (ν) εξαπατώ decelerat-e (di' selareit) [-d]: (ν) επι¬ βραδύνω, “κόβω” ταχύτητα II -ion: (η) επιβράδυνση December (di'sembar): (η) Δεκέμβριος decenc-y (' disansi): (π) ευπρέπεια, κο¬ σμιότητα II ~t: (adj) ευπρεπής, κόσμιος II σεμνός II αρκετός, υποφερτός decentraliz-e (di' sentralaiz) [-d]: (ν) αποκεντρώνω II -ation: (η) αποκέ¬ ντρωση decepti-on (di'sepjan): (η) απάτη II ~ve: (adj) απατηλός decibel (' desibal): (η) μονάδα ντεσι¬ μπέλ decide (di'said) [-d]: (ν) αποφασίζω II καταλήγω, αποφαίνομαι II επηρεάζω II ~d: (adj) οριστικός, κατηγορηματικός II -dly: (adv) αναμφισβήτητα, αποφα¬ σιστικά deciduous (di sidjuas): (adj) πρόσκαι¬ ρος II (η) δέντρο φυλλοβόλο II teeth: (π) νεογιλοί οδόντες decimal (' desimal): (adj) δεκαδικός decimat-e (desimeit) [-d]: (ν) αποδεκατίζω II -ion: (η) αποδεκάτιση decipher (di'saifar) [-ed]: (ν) αποκρυπτογραφώ

101

decrement κός II πλημμελής, ελλιπής defence: see defense defen-d (di'fend) [-ed]: (ν) υπερασπίζω II υποστηρίζω, δικαιολογώ II -dant: (η) εναγόμενος, κατηγορούμενος II -der: (η) υπερασπιστής, υπέρμαχος II συνήγορος II ~se: (η) υπεράσπιση II άμυνα II - sive. (adj) αμυντικός II (π) μέσο άμυνας II άμυνα defenestration (difana streijan): (π) εκ¬ παραθύρωση defer (di'fa:r) [-red]: (ν) αναβάλλω II χορηγώ αναβολή κατάταξης II υποχω¬ ρώ, ενδίδω II σέβομαι II -ence ('defarans): (η) συγκατάβαση, υποχώ¬ ρηση II σεβασμός II -ential (defa renjal): (adj) γεμάτος σεβασμό defian-ce (di' faians): (η) περιφρόνηση II πρόκληση II αποφασιστική αντίσταση II ~t: (adj) περιφρονητικός II προκλητι¬ κός defic-iency (di' fijansi): (η) ατέλεια II έλλειψη II έλλειμμα II -ient: (adj) ανε¬ παρκής, ελλιπής II πλημμελής II -it (' defisit): (π) έλλειμμα defile (di fail) [-d]: (η) σπιλώνω II μο¬ λύνω II βαδίζω εφ’ ενός ζυγού II (η) στενό πέρασμα, στενωπός defin-e (di fain) [-d]: (η) ορίζω, καθο¬ ρίζω II δίνω ορισμό II —ite (' definit): (adj) ορισμένος, καθορισμένος II σα¬ φής, κατηγορηματικός II οριστικός II -itely: (adv) οπωσδήποτε, ρητά II -ition (defi nijan): (η) ορισμός W προσδιορισμός II —itive (di finitiv): (adj) οριστικός, τελικός deflat-e (di: fleit) [-d]: (ν) ξεφουσκώνω II ρίχνω αυτοπεποίθηση ή εγωισμό II περιορίζω το κυκλοφορούν νόμισμα II -ion: (η) ξεφούσκωμα II αντιπληθωρισμός deflect (di flekt) [-ed]: (ν) εκτρέπω II παρεκκλίνω II εκτρέπομαι II -ion: (η) εκτροπή II απόκλιση deflower (di flauar) [-ed]: (ν) κηλιδώ¬ νω, σπιλώνω II διακορεύω deform (di' fa:rm) [-ed]: (ν) παραμορ¬ φώνω II παραμορφώνομαι II -ation: (η) παραμόρφωση II -ed: (adj) παρα¬ μορφωμένος II -ity: (η) δυσμορφία

decrement (' dekrimant): (η) μείωση, ελάττωση decrepit (di'krepit): (adj) σε κακά χά¬ λια, σαράβαλο dedicat-e (dedikeit) [-d]: (v) αφιερώνω It ~ed: (adj) αφιερωμένος, δοσμένος ολόψυχα II -ion: (η) αφιέρωση II -ory: (adj) αφιερωτικός deduce (di'dju:s) [-d]: (v) συμπεραίνω, εξάγω deduct (di'dAkt) [-ed]: (v) αφαιρώ II συμπεραίνω, εξάγω II εκπίπτω II -ible: (adj) απαλλακτέος φόρου II εκπτώσιμος II -ion: (η) αφαίρεση II έκπτωση II συμπέρασμα deed (di:d): (η) πράξη II επίτευγμα II έγ¬ γραφη πράξη νομική deem (di:m) [-ed]: (ν) κρίνω, φρονώ deep (di:p): (adj) βαθύς II δυσνόητος II πανούργος II σκούρος II ~en [-ed]: (ν) βαθύνω II γίνομαι βαθύς II - freeze: (π) κατάψυξη II - rooted, - seated: (adj) σταθερός, στερεωμένος βαθιά, ρι¬ ζωμένος II - space: (η) το διάστημα πέρα από τη Σελήνη deer (di:ar): (η) ελάφι II ζαρκάδι deface (di'feis) [-d]: (ν) παραμορφώνω II εξαλείφω defalcat-e (di' faelkeit) [-d]: (ν) κατα¬ χρώμαι II -or: (η) καταχραστής defam-e (di feim) [-d]: (ν) δυσφημίζω II συκοφαντώ II -ation: (π) δυσφήμιση II -atory: (adj) δυσφημηστικός default (di fo:lt) [-ed]: (ν) αθετώ, πα¬ ραβαίνω II παραλείπω πληρωμή χρέ¬ ους II φυγοδικώ II δικάζομαι ερήμην II αποσύρομαι από αγώνα II (π) αθέτηση, παράβαση II απουσία, ερήμην II απο¬ χώρηση από αγώνα II ~er: (π) ελλειμματίας II φυγόδικος defeat (di fi:t) [-ed]: (ν) νικώ II ανατρέ¬ πω σχέδιο II ακυρώνω II (η) ήττα II ανατροπή σχεδίου II ακύρωση II -ism: (π) ηττοπάθεια II —ist: (π) ηττοπαθής defecate (' defikeit) [-d]: (ν) αφοδεύω, αποπατώ defect (di'fekt) [-ed]: (ν) εγκαταλείπω ιδεολογία ή στρατόπεδο, προσχωρώ σε αντίθετο στρατόπεδο II (π) ατέλεια II ελάττωμα II -ive: (adj) ελαττωματι¬ 102

deluge defraud (di fro:d) [-ed]: (ν) παίρνω με

delet-e (di: li:t) [-d]: (ν) εξαλείφω II -ion: (η) διαγραφή deliberat-e (di libareit) [-d]: (ν) σκέ¬ πτομαι μελετώ II ανταλλάσσω γνώμη II (di libsrit): (adj) εσκεμμένος II συνετός II επιφυλακτικός II όχι βιαστικός II -ion (diliba' reijan): (η) σκέψη, μελέτη II ανταλλαγή γνωμών II περίσκεψη delica-cy (' delikasi): (η) λεπτότητα, “φινέτσα” II αδύνατη κράση II ευαι¬ σθησία II γλύκισμα, “λιχουδιά” II ~te (' delikit): (adj) αβρός, λεπτός II με αδύνατη κράση II ευαίσθητος, ευπαθής II λεπτός, που χρειάζεται “τακτ” II -tessen (' delikat' esan): (η) κατάστη¬ μα ετοίμων τροφίμων delicious (di'lijas): (adj) ευχάριστος II νόστιμος, εύγευστος delight (di'lait) [-ed]: (ν) απολαμβάνω, χαίρομαι II δίνω απόλαυση, ευχαριστώ II (η) ευχαρίστηση, τέρψη II -ed: (adj) κατενθουσιασμένος, ευχαριστημένος II -ful: (adj) ευχάριστος, χαριτωμένος delinquen-cy (di liqkwansi): (η) παρά¬ βαση II αδίκημα, πταίσμα II ~t: (adj) παραβάτης II ληξιπρόθεσμος, εκπρόθε¬ σμος II juvenile ~cy: (π) παιδική εγκληματικότητα deliri-ous (di' lirias): (adj) σε παραλή¬ ρημα, σε παροξυσμό, ξέφρενος II -urn: (π) παραλήρημα, παροξυσμός, “ντελίριο” II -uni tremens: (π) τρομώδης παροξυσμός αλκοολικών deliver (di'livar) [-ed]: (ν) απαλλάσσω II ελευθερώνω II βοηθώ τοκετό II παρα¬ δίνω, διανέμω II δίνω II απαγγέλλω, εκφωνώ II -ance: (π) απαλλαγή II απε¬ λευθέρωση II - the goods: (ν) εκπλη¬ ρώνω υποχρέωση II ~y: (η) διανομή, παράδοση II απαλλαγή II γέννα II εκ¬ φώνηση II ~y room: (η) αίθουσα τοκε¬ τού dell (del): (π) κοιλάδα delocalize (di loukalaiz) [-d]: (ν) διευ¬ ρύνω delouse (di laus) f-d]: (ν) ξεψειριάζω delta ( delta): (η) δέλτα delude (di'lu:d) [ d]: (ν) εξαπατώ deluge ( delju:dz) [-d]: (ν) πλημμυρίζω II κατακλύζω II (η) κατακλυσμός

απάτη

defray (di'frei) [-ed]: (ν) καταβάλλω

έξοδα, αποζημιώνω

defrost (di'frost) [-ed]: (v) ξεπαγώνω II κάνω απόψυξη II ~er: (η) αυτόματο

αποψυκτικό μηχάνημα

deft (deft): (adj) επιδέξιος defunct (di'fAtjkt): (adj) εκλειπών II μη

εν κυκλοφορία II όχι εν ισχύει defy (di'fai) [-ied]: (ν) προκαλώ II αψη¬ φώ degenera-cy (di' dzenorosi): (η) εκφυλι¬ σμός II ~te (di' dzenareit) [-d]: (ν) εκ¬ φυλίζω II εκφυλίζομαι II καταντώ II (di' dzenorit): (adj) εκφυλισμένος II έκ¬ φυλος II -tion: (didzena reijan): (n) εκφυλισμός degrad-e (di'greid) [-d]: (ν) υποβιβάζω II ταπεινώνω II -ation: (η) υποβιβα¬ σμός, ταπείνωση II ~ing: (adj) ταπει¬ νωτικός degree (di'gri:): (η) βαθμός II στάδιο II μοίρα II πτυχίο II by ~s: (adv) βαθμιδόν II ~d: (adj) πτυχιούχος II to a ~: μέχρι ενός σημείου dehydrat-e (di: haidreit) [-d]: (ν) αφυ¬ δατώνω II αφυδατώνομαι II -ed: (adj) αφυδατωμένος II -ion: (η) αφυδάτωση deice (di ais) [-d]: (ν) καθαρίζω τους πάγους II ξεπαγώνω deif-ication (di:afa' keijan): (η) θεοποίη¬ ση II αποθέωση II ~y ('di:ofai) [-ied]: (ν) θεοποιώ II αποθεώνω deign (dein) [-ed]: (ν) καταδέχομαι II αξιώνω deity (' di:iti): (η) θεότητα deject (di'dzekt) [-ed]: (ν) αποθαρρύνω II -ed: (adj) απογοητευμένος II κατηφής II -ion: (π) μελαγχολία, κατήφεια delay (di lei) [-ed]: (ν) αναβάλλω II κα¬ θυστερώ II (η) αναβολή II καθυστέρηση II -ed action: (adj) βραδυφλεγής II σε καθυστέρηση delectable (dilektabal): (adj) ευχάρι¬ στος delegat-e (' deligeit) [-d]: (ν) εξουσιοδο¬ τώ ή στέλνω αντιπρόσωπο II δίνω εντολή II (η) απεσταλμένος II -ion: (η) αποστολή II εντολή 103

delusion αποδεικτικός II εκδηλωτικός II δεικτι¬ κός II -tive pronoun: (η) δεικτική αντωνυμία II -tively: (adv) αποδεικτι¬ κά, εκδηλωτικά II -tor: (η) αυτός που επιδεικνύει, επιδεικνύων II διαδηλωτής demoralize (di' morolaiz) [-d]: (ν) απο¬ θαρρύνω, ρίχνω το ηθικό II προκαλώ πανικό II εξαχρειώνω demot-e (di'mout) [-d]: (ν) υποβιβάζω II -ion: (η) υποβιβασμός demotic (di'motik): (adj) δημοτικός II (η) δημοτική γλώσσα demur (di' mo:r) [-red]: (π) φέρνω αντίρρηση II καθυστερώ II (π) αντίρρη¬ ση II καθυστέρηση demure (di'mjuor): (adj) συγκρατημέ¬ νος II φρόνιμος II σεμνότυφος den (den): (π) άντρο II δωματιάκι II ενωμοτία προσκόπων denationalize (di:' naejonolaiz) [-d]: (ν) στερώ την ιθαγένεια II απεθνικοποιώ denaturalize (di:' naetjorolaiz) [-d]: (ν) αφαιρώ την υπηκοότητα dengue ('dengi:): (π) δάγκειος denial (di' naiel): (π) άρνηση II απάρνηση II διάψευση denigrate (' di:nigreit) [-d]: (ν) αμαυρώ¬ νω, δυσφημώ denizen (denizon): (π) κάτοικος Denmark (' denma:rk): (π) Δανία denominat-ion (dinomi' neijon): (η) κα¬ τηγορία, τάξη II ονομασία II θρήσκευ¬ μα, δόγμα II -or: (π) παρονομαστής denote (di nout) [-d]: (ν) δηλώνω, εμ¬ φαίνω II σημαίνω denounce (di'nauns) [-d]: (ν) καταγγέλ¬ λω I! -ment: (π) καταγγελία dens-e (dens): (adj) πυκνός II συμπαγής II χοντροκέφαλος II -ity: (π) πυκνότη¬ τα II χοντροκεφαλιά, βλακεία dent (dent) [-ed]: (ν) κάνω εσοχή, βα¬ θουλώνω II (π) κοιλότητα, εσοχή, βούλιαγμα dent-al (' dentl): (adj) οδοντικός II οδο¬ ντόφωνος II ~al plate: (π) τεχνητή οδοντοστοιχία II ~al surgeon: (η) χειρούργος οδοντίατρος II —ist (' dentist): (π) οδοντίατρος II —istry: (π) οδοντια¬ τρική II -ition (den'tijon): (η) οδοντο¬ φυΐα II -ure (dentjor): (η) τεχνητή

delusi-on (di'Iu:zhon): (η) απάτη II αυ¬ ταπάτη II ~ve: (adj) απατηλός de luxe (di' luks): (adj) υπερπολυτελής II (adv) με πολυτέλεια delve (delv) [-d]: (v) διερευνώ II μελετώ βαθιά demagogue (' demagog): (π) δημαγωγός II ~ry: (η) δημαγωγία demand (di'maend, di'mamd) [-ed]: (v) απαιτώ, αξιώνω II ρωτώ επιτακτικά II χρειάζομαι II εγκαλώ II (η) απαίτηση, αξίωση II ~ing: (adj) απαιτητικός II δύ¬ σκολος II in σε ζήτηση II on επί τη εμφανίσει demarcat-e (dima:r' keit) [-d]: (ν) ορο¬ θετώ II διαχωρίζω II -ion: (η) οροθε¬ σία II διαχωρισμός demean (di'mirn) [-ed]: (ν) φέρομαι II ταπεινώνω II -or: (η) συμπεριφορά, τρόπος dement-ed (di' mentid): (adj) τρελός II ~ia (di' menJi:o): (η) τρέλα demigod (' demigod): (η) ημίθεος demijohn (' demidzon): (η) νταμιτζάνα demise (di' maiz) f-d]: (v) εκχωρώ, με¬ ταβιβάζω II μεταβιβάζομαι II πεθαίνω II (η) θάνατος II μεταβίβαση, εκχώρηση demitasse (' demitaes): (η) φλιτζανάκι του καφέ demobiliz-e (di:' moubilaiz) [-d]: (v) αποστρατεύω II -ation: (π) αποστρά¬ τευση democra-cy (di' mokrosi): (η) δημοκρα¬ τία II —t ( demokraet): (η) δημοκράτης II -tic (demo' kraetic): (adj) δημοκρατι¬ κός demoli-sh (di'molij) [-ed]: (v) κατεδα¬ φίζω, γκρεμίζω II συντρίβω II εξουδε¬ τερώνω II -tion: (demo'lijon): (π) κα¬ τεδάφιση II -tions: (π) εκρηκτικά demon ('di:mon): (η) δαίμονας II -iac, -iacal: (adj) δαιμονικός, δαιμονισμέ¬ νος demonstra-ble (di' monstrobol): (adj) αποδεικτός, που μπορεί να αποδειχτεί II —bility: (π) το ευαπόδεικτο II ~nt: (η) διαδηλωτής II ~te (' demonstreit) [d]: (ν) αποδεικνύω, επιδεικνύω II κά¬ νω διαδήλωση II -tion: (η) απόδειξη II επίδειξη II διαδήλωση II -tive: (adj)

104

derelict -itor: (η) καταθέτης II -itory: (η) τα¬ μείο, θησαυροφυλάκιο depot (' depou): (η) σταθμός λεωφορεί¬ ου ή σιδηροδρόμων II αποθήκη II κέ¬ ντρο υποδοχής νεοσυλλέκτων II κέ¬ ντρο ανεφοδιασμού deprav-e (di'preiv) [-d]: (ν) διαφθείρω II -ed: (adj) διεφθαρμένος II -ity: (π) διαφθορά II αισχρή πράξη deprecat-e ( deprikeit) [-d]: (ν) αποδο¬ κιμάζω II υποτιμώ II -ory: (adj) αποδοκιμαστικός depreciat-e (di pri:/ieit) [-d]: (ν) υποτι¬ μώ II υποτιμώμαι, πέφτει η αξία μου II -ion: (π) υποτίμηση II -ory: (adj) υποτιμητικός depress (di pres) [-ed]: (ν) πιέζω II ρί¬ χνω τις τιμές II προκαλώ μελαγχολία ή θλίψη II -ed: (adj) μελαγχολικός, θλιμμένος II χαμηλωμένος II περιοχή με χαμηλό βιοτικό επίπεδο II -ion: (η) θλίψη, μελαγχολία II εσοχή II πτώ¬ ση II οικονομική κρίση depriv-ation (depri' veijon): (η) αφαίρε¬ ση II στέρηση II ~e (di 'praiv) [-d]: (ν) αποστερώ, αφαιρώ depth (dep0): (η) βάθος II ~s: (η) βαθιά νερά II beyond one's ~: ακατανόητο II πέραν των δυνάμεων II -charge: (π) βόμβα βυθού deput-ation (depju' teijan): (η) διορι¬ σμός αντιπροσώπου ή πράκτορα II διορισμός αναπληρωτή ή βοηθού II αντιπροσωπία II αποστολή II επιτρο¬ πεία II -ize ( depjutaiz) [-d]: (ν) διο¬ ρίζω αντιπρόσωπο, πράκτορα, βοηθό ή αναπληρωτή II ορκίζω βοηθό ή ανα¬ πληρωτή II αναπληρώνω II ~y ( depjuti): (η) βοηθός II αναπληρωτής II αντιπρόσωπος ή πράκτορας derail (di'reil) [-ed]: (ν) εκτροχιάζω II -ment: (η) εκτροχίαση derange (di' reindz) [-d]: (ν) διαταράσσω II τρελαίνω II ~d: (adj) τρελός II -ment: (η) διατάραξη II παραφροσύνη derby (' do:rbi): (η) ημίψηλο καπέλο II ιπποδρομία derelict (' derilikt): (adj) παραβάτης κα¬ θήκοντος ή υποχρέωσης II εγκαταλειμ¬ μένος II απόκληρος II εγκαταλειμμένο

οδοντοστοιχία, μασέλα denud-ate (di' nju:deit), ~ e (di 'nju:d) [-d]: (v) απογυμνώνω II -ation: (n) απογύμνωση denunciation (dinAnsi' eijon): (η) καταγ¬ γελία deny (di' nai) [-ied]: (v) αρνούμαι II απαρνιέμαι II διαψεύδω deodorant (di:' oudoront): (η) αποσμητι¬ κό depart (di' pa:rt) [-ed]: (v) αναχωρώ II αποκλίνω II ~ed: (adj) περασμένος II νεκρός II ~ure: (η) αναχώρηση II από¬ κλιση II γεωγρ. μήκος department (di' parrtmant): (η) διαμέρι¬ σμα, τμήμα II D~: υπουργείο II περιο¬ χή, ειδικότητα II ~ store: (η) κατάστη¬ μα με τμήματα όλων των ειδών depend (di'pend) [-ed]: (ν) εξαρτώμαι II βασίζομαι II -able: (adj) αξιόπιστος, βάσιμος II -ence: (η) εξάρτηση II -ent: (adj) υποτελής, δευτερεύων II εξαρτη¬ μένος depict (di'pikt) [-ed]: (ν) απεικονίζω II περιγράφω II -ion: (π) απεικόνιση depiiat-e ( depileit) [-d]: (ν) κάνω απο¬ τρίχωση, βγάζω τις τρίχες II -ory: (η) αποτριχωτικό deplet-e (di' pli:t) [-d]: (ν) εξαντλώ II -ion: (η) εξάντληση deplor-able (di' plo:r3bol): (adj) oiκτρός, αξιοθρήνητος II απαίσιος II -e [-d]: (ν) οικτίρω II αποδοκιμάζω II σι¬ χαίνομαι deploy (di 'ploi) [-ed]: (ν) αναπτύσσω depopulate (di:' popjuleit) f-d]: (ν) ελατ¬ τώνω τον πληθυσμό, ερημώνω II αποδεκατίζω deport (di'po:rt) [-ed]: (ν) εκτοπίζω II απελαύνω II συμπεριφέρομαι II -ation: (η) απέλαση II -ment: (π) συμπεριφο¬ ρά depos-e (di' pouz) [-d]: (ν) παύω, απο¬ λύω II βγάζω από θέση II καταθέτω ενόρκως II -it (di 'pozit) [-ed]: (ν) κα¬ ταθέτω II αποθέτω II δίνω προκαταβο¬ λή II (η) κατάθεση II προκαταβολή II κατάλοιπο, κοίτασμα II -ition (depo' zijan): (η) απόλυση, παύση II ένορκη κατάθεση II αποκαθήλωση II

105

deride πλοίο II -ion: (η) παράλειψη καθήκο¬ ντος ή υποχρέωσης II εγκατάλειψη deri-de (di'raid) [-d]: (ν) χλευάζω, φέ¬ ρομαι σκωπτικά II ~der: (η) σκώπτης II -sion (di'rizan): (η) χλευασμός II -sive (di'raisiv): -sory (di' raisari): (adj) χλευαστικός, σαρκαστικός deriv-ation (deri' veijan): (η) ετυμολο¬ γία II εξαγωγή παραγωγού II καταγω¬ γή, προέλευση II -ative (di' rivativ): (η) παράγωγος II παράγωγο II μη πρω¬ τότυπος, αντίγραφο II ~e (di'raiv) [d]: (ν) παράγω II παράγομαι II κατάγο¬ μαι II συνάγω, εξάγω dermat-itis (da:rma' taitis): (π) δερματί¬ τιδα II -ologist (da:rma' toladzist): (π) δερματολόγος II -ology: (η) δερματο¬ λογία derogat-e ( derogeit) [-d]: (ν) μειώνω II ταπεινώνω II -ion: (π) μείωση, ταπεί¬ νωση II -ory (di' rogatori): (adj) μειωτικός II ταπεινωτικός derrick ( derik): (η) βαρούλκο II γερα¬ νός II ικρίωμα γεώτρησης ή άντλησης descen-d (di send) [-ed]: (ν) κατεβαίνω II κατηφορίζω II κατάγομαι, προέρχο¬ μαι II επιπίπτω, εφορμώ II -dant: (η) απόγονος, γόνος II -dent: (adj) κατη¬ φορικός, κατερχόμενος II ~t: (η) κάθο¬ δος II κατωφέρεια II καταγωγή II πτώ¬ ση II επίθεση II μεταβίβαση από κληρο¬ νομιά descri-be (dis kraib) [-d]: (ν) περιγρά¬ φω II διαγράφω, σύρω II -ption (dis' kripjan): (η) περιγραφή II διά¬ γραμμα II -ptive: (adj) περιγραφικός II παραστατικός descry (dis krai) [-ied]: (ν) διακρίνω desecrat-e (desikreit) [-d]: (V) βεβηλώνω II κάνω ιεροσυλία II -ion: (π) ιερο¬ συλία, βεβήλωση desegregat-e (di:' segrageit) [-d]: (ν) κα¬ ταργώ φυλετικό διαχωρισμό II -ion: (π) κατάργηση φυλετικού διαχωρισμού desert (' dezart): (η) έρημος II (di' za:rt) [-ed]: (V) εγκαταλείπω II λιποτακτώ II —s (di za:rts): (η) τιμωρία, αυτό που του άξιζε II ~er: (η) λιποτάκτης II -ion: (η) εγκατάλειψη II λιποταξία deserv-e (di za:rv) [-d]: (ν) έχω δικαί¬

ωμα, αξίζω II -edly: (adv) επάξια II -ing: (adj) επάξιος II άξιος αμοιβής ή επαίνου II δικαιωματικός desiccat-e ( desikeit) [-d]: (ν) αποξη¬ ραίνω II -or: (η) αποξηραντής design (di zain) [-ed]: (ν) μηχανεύομαι, επινοώ II σχεδιάζω II εκτελώ στατικό υπολογισμό II εκπονώ σχέδιο ή μελέτη II (η) στατικός υπολογισμός II εκπόνη¬ ση, μελέτη II επιδίωξη, βλέψη II ~er: (η) εκπονητής designat-e ( dezigneit) [-d]: (ν) χαρα¬ κτηρίζω II ονομάζω II καθορίζω II προ¬ ορίζω, προσδιορίζω II - ion: (η) χαρα¬ κτηρισμός, ονομασία II ορισμός II (' dezignit): (adj) διορισμένος χωρίς να έχει αναλάβει καθήκοντα desir-ability (dizaira biliti): (η) το επι¬ θυμητό, το ποθητό II -able (di 'zaiarabal): (adj) επιθυμητός, ποθητός II ~e (di'zaiar) [-d]: (ν) επιθυμώ, ποθώ II (π) επιθυμία, πόθος desist (di'zist) [-ed]: (ν) απέχω, παραι¬ τούμαι desk (desk): (η) γραφείο II θρανίο II τμήμα II αναλόγιο μουσικού desolat-e (' desaleit) [-d]: (ν) ερημώνω II καταστρέφω II ('desalit): (adj) ερημω¬ μένος, ακατοίκητος II καταστρεμμένος II έρημος και μόνος II -ion: (η) ερήμωση II καταστροφή despair (dis pear) [-ed]: (ν) απελπίζο¬ μαι II βρίσκομαι σε απόγνωση II (π) απελπισία, απόγνωση despatch: see dispatch desperado (despa' ra:dou): (η) εκτός νό¬ μου desperat-e (' desparit): (adj) απελπισμέ¬ νος, σε απόγνωση II απελπιστικός II -ion: (π) απελπισία, απόγνωση despicable (' despikabal): (adj) σιχαμε¬ ρός II άξιος περιφρόνησης despise (dis paiz) [-d]: (ν) περιφρονώ, σιχαίνομαι despite (dis 'pait): (prep) παρά, σε πεί¬ σμα ... II (π) περιφρόνηση despoil (dis pail) [-ed]: (ν) λεηλατώ, αρπάζω II ~er: (η) άρπαγας desponden-cy (dis pondansi): (π) απελ¬ πισία II αποθάρρυνση II ~t: (adj) απελ106

dexterity πισμένος, αποθαρρημένος despot ( despot): (η) δεσπότης, αυταρ¬ χικός κυβερνήτης II ~ic: (adj) δεσποτικός, αυταρχικός dessert (di za:rt): (η) επιδόρπιο destin-ation (desta' nei/an): (η) προορι¬ σμός II ~e ( destin) [-d]: (v) προορίζω II ~y (' destani): (η) πεπρωμένο destitut-e (' destitju:t): (adj) στερημένος II πάμπτωχος II -ion: (π) στέρηση destroy (dis'troi) [-ed]: (v) καταστρέφω II αχρηστεύω II ~er: (η) καταστροφέας II αντιτορπιλικό destruct-ion (dis ' trAkjan): (η) κατα¬ στροφή II -ive: (adj) καταστρεπτικός desultory (' desaltari): (adj) ασύνδετος, ασυνάρτητος detach (ditaetj) [-ed]: (η) αποσπώ II -ed: (adj) αδιάφορος II χωριστός, ξέμακρος II -ment: (η) απόσπασμα II αδιαφορία II απόσπαση detail (di'teil, diteil) [-ed]: (η) εκθέτω λεπτομερώς II αναθέτω II (η) λεπτομέ¬ ρεια II απόσπασμα detain (di'tein) [-ed]: (η) θέτω υπό πε¬ ριορισμό ή κράτηση II εμποδίζω, κα¬ θυστερώ detect (di'tekt) [-ed]: (η) ανιχνεύω II ανακαλύπτω II -ion: (η) ανίχνευση II -ive: (π) μυστικός αστυνομικός II (adj) ανιχνευτικός II -or: (π) ανιχνευ¬ τής, συσκευή ανακάλυψης βλαβών detente (dei'ta:nt): (π) ύφεση detention (di tenjan): (η) κράτηση, πε¬ ριορισμός deter (di ta:r) [-red]: (ν) αποτρέπω II -rent: (π) προληπτικό μέτρο II (adj) προληπτικός detergent (di' ta:rdzant): (η) απορρυπα¬ ντικό, σκόνη μπουγάδας deteriorat-e (di' tiariareit) [-d]: (v) χει¬ ροτερεύω II φθείρομαι II εκφυλίζομαι II -ion: (η) χειροτέρευση II φθορά, απο¬ σύνθεση determin-ation (dita:rmi neijan): (η) αποφασιστικότητα II απόφαση II προσ¬ διορισμός II ~e (di'ta:rmin) [-d]: (ν) αποφασίζω, καθορίζω II ορίζω II εξα¬ κριβώνω II -ed: (adj) αποφασισμένος detest (di test) [-ed]: (ν) αποστρέφομαι.

σιχαίνομαι II -able: (adj) σιχαμερός dethrone (di 0roun) [-d]: (ν) εκθρονίζω detonat-e ( detouneit) [-d]: (ν) προκα¬ λώ έκρηξη II εκρήγνυμαι II -ion: (η) έκρηξη II εκτόνωση II -or: (π) καψύλλιο II συσκευή που προκαλεί έκρηξη detour (di 'tuar) [-ed]: (ν) λοξοδρομώ II πηγαίνω από παρακαμπτήριο II (η) παρακαμπτήριος II λοξοδρόμηση detract (di 'traekt) [-ed]: (ν) μειώνω detriment (' detrimant): (η) βλάβη, απώλεια II ~al: (adj) επιζήμιος deuce (dju:s): (η) δυάρι τράπουλας II κακοτυχία (int) devaluat-e (di:' vaeljueit) [-d]: (ν) υποτι¬ μώ II -ion: (η) υποτίμηση devastat-e ( devasteit) [-d]: (ν) ερημώ¬ νω II καταστρέφω II -ion: (η) ερήμωση II καταστροφή develop (di'velap) [-ed]: (ν) αναπτύσ¬ σω II εμφανίζω φιλμ II αναπτύσσομαι II -ment: (η) ανάπτυξη II ανάπτυγμα deviat-e ( di.vieit) [-d]: (ν) εκτρέπω II αποκλίνω II εκτρέπομαι II -ion: (η) εκτροπή, απόκλιση device (di' vais): (π) επινόηση, τέχνα¬ σμα II κατασκεύασμα, συσκευή devil ( deval): (η) διάβολος II —ish: (adj) διαβολικός II - may care: (adj) απερίσκεπτος II ~ry: (π) διαβολιά II to pay: θα γίνει φασαρία, θα έχουμε μπελάδες devious ( di:vias): (adj) έμμεσος II ύπουλος, ενεργών δόλια devise (di'vaiz) [-d]: (ν) επινοώ, μηχα¬ νεύομαι devoid (di' void): (adj) στερημένος devot-e (di'vout) [-d]: (ν) αφοσιώνω, δίνω ολόψυχα II -ed: (adj) αφοσιωμένος II ~ee: (η) οπαδός, λάτρης II θρη¬ σκομανής II -ion: (η) αφοσίωση devour (di'vauar) [-ed]: (ν) καταβρο¬ χθίζω II καταστρέφω devout (di vaut): (adj) ευσεβής II ένθερ¬ μος dew (dju:): (η) δρόσος, δροσιά II drop: (η) δροσοσταλίδα II - lap: (η) κρεμαστό προγούλι dext-erity (deks teriti): (η) επιδεξιότητα II -erous, -rous: (adj) επιδέξιος 107

diabetes σιγά II - hard: (adj) πεισματάρης II γε¬ ρός diet ( daiat): (π) δίαιτα II —itian (daia' tijan): (π) διαιτολόγος differ (' difar) [-ed]: (v) διαφέρω II δια¬ φωνώ II -ence: (η) διαφορά II διαφω¬ νία II -ent: (adj) διαφορετικός II -ential (difar' enjal): (adj) διαφορικός II -entiate (difar' enjieit) [-d]: (v) δια¬ φοροποιώ II διαφορίζω II -ential calculus: (η) διαφορικός λογισμός difficult (' difikalt): (adj) δύσκολος II ~y: (η) δυσκολία, δυσχέρεια diffiden-ce (' difidans): (η) ενδοιασμός II διστακτικότητα II ~t: (adj) διατακτι¬ κός, χωρίς αυτοπεποίθηση diffus-e (di'fju:z) [-d]: (v) διαχέω II διασκορπίζω II -ion: (η) διάχυση II (di'fju:s): (adj) διάχυτος II πολυλογάδικος II -ness: (π) πολυλογία dig (dig) [dug, dug]: (v) σκάβω II ανα¬ καλύπτω II απολαμβάνω (id) II κατα¬ λαβαίνω (id) II (η) γροθιά (id) II πεί¬ ραγμα, μπηχτή (id) II ~s: κατοικία (id) digamous (' digamas): (adj) δευτεροπαντρεμένος digest (dai'dzest, di'dzest) [-ed]: (v) χωνεύω II υποφέρω, αντέχω II επεξερ¬ γάζομαι II -ible: (adj) ευκολοχώνευτος II -ion: (π) χώνεψη II ('daidzast): (π) σύνοψη II πανδέκτης digit (' didzit): (η) δάχτυλο II ψηφίο II ~al: (adj) δαχτυλικός II αριθμητικός II ~al computer: (η) αριθμητικός ηλε¬ κτρονικός υπολογιστής digni-fy (' dignifai) [-ied]: (ν) εξυψώνω, εξευγενίζω II —fied: (adj) αξιοπρεπής II -tary (' dignitari): (η) επίσημος, ψηλό πρόσωπο II ~ty: (η) αξιοπρέπεια II αξίωμα digress (dai' gress) [-ed]: (ν) εκτρέπομαι, φεύγω από το θέμα II -ion: (η) εκτροπή dihedral (dai' hi:dral): (adj) δίεδρος dike, dyke (daik): (η) ανάχωμα II τά¬ φρος dilapidate (di laepideit) [-d]: (ν) ερειπώ¬ νω, σαραβαλιάζω II ~d: (adj) ερείπιο, σ< ιοαβαλιασμένος

diabet-es (diaa bi:ti:z): (η) διαβήτης II ~es melitus: (η) ζαχαροδιαβήτης II ~ic: (adj) διαβητικός diagnos-e (' daiagnouz) [-d]: (v) κάνω διάγνωση II -is (daiag'nousis): (η) διά¬ γνωση diagonal (dai' seganal): (η) διαγώνιος diagram ('daiagrasm) [-med]: (v) κάνω διάγραμμα II (η) διάγραμμα II -matic: (adj) διαγραμματικός dial ('daial) [-ed]: (v) καλώ στο τηλέ¬ φωνο, χειρίζομαι τηλέφωνο, παίρνω αριθμό II (π) πίνακας ή πλάκα ενδεί¬ ξεων, “καντράν” dialect (' daialekt): (π) διάλεκτος dialogue (' daialog): (η) διάλογος diamet-er (dai' aemitar): (η) διάμετρος II -ric (daia metrik): (adj) αντίθετος II -rical: (adj) διαμετρικός I! -rically: (adv) εκ διαμέτρου diamond (daiamand): (η) διαμάντι II (adj) διαμαντένιος II (η) καρό της τρά¬ πουλας II ~ back: (π) κροταλίας diaper ( daiapar): (η) σπάργανα diaphanous (dai' aefanas): (adj) διαφα¬ νής diaphragm (' daiafraem): (η) διάφραγμα diarrhea, diarrhoea (daia'ria): (n) διάρροια diary (' daiari): (η) ημερολόγιο diastole (dai' aestali): (η) διαστολή (καρ¬ διάς) diatribe (' daiatraib): (η) υβριστική κρι¬ τική II επίπληξη δριμεία dice (dais) [-d]: (v) παίζω ζάρια II (π) ζάρια dick (dik): (η) μυστικός αστυνομικός (id) II πέος (id) dickens ( dikanz): (int) διάβολε! dicker ( dikar) [-ed]: (v) παζαρεύω dictat-e (dik 'teit) [-d]: (v) υπαγορεύω II εντέλλομαι II -ion: (η) υπαγόρευση II -or: (π) δικτάτορας II -orship: (η) δι¬ κτατορία II ( dikteit): (η) εντολή diction ('dikjan): (η) άρθρωση II λεκτι¬ κό II -ary ( 'dikjanari): (η) λεξικό did: see do die (dai) [-d]: (v) πεθαίνω II εξαφανίζο¬ μαι, σβήνω II ποθώ II (η) μήτρα, τύπος II -away: (η) εξασθενίζω, σβήνω σιγά108

disallow σάλτσα II -per: (η) κουτάλα II τάσι diphtheria (dif' 0iaria): (π) διφθερίτιδα diphthong (' dif0ai]): (π) δίφθογγος diploma (di'plouma): (π) δίπλωμα II απολυτήριο ( diploma-cy (di' ploumasi): (π) διπλωμα¬ τία II —t (' diplamaet): (η) διπλωμάτης dipolar (dai' poular): (adj) διπολικός Dipper (' dipar): (η) II Big ~, Little ~: Μεγάλη, Μικρή Άρκτος dire (' daiar): (adj) φρικτός, τρομερός II -ful: (adj) απαίσιος, φρικτός direct (di' rekt, dai 'rekt) [-ed]: (ν) διευ¬ θύνω II κατευθύνω II δείχνω διεύθυνση II απευθύνω II (adj) ευθύς II άμεσος II current: (π) συνεχές ρεύμα II -ive: (η) κατευθυντήρια γραμμή II -ion: (η) διεύθυνση II κατεύθυνση II εντολή II -ional: (adj) κατευθυντήριος, κατευθυντικός II -ion finder: (π) ραδιογωνιό¬ μετρο II -or: (η) διευθυντής II -ory: (π) διευθυντήριο II τηλεφ. κατάλογος dirge (da:rdz): (η) μοιρολόγι dirigible (' diridzabal): (η) πηδαλιουχούμενο dirk (da:rk): (π) στιλέτο dirt (da:rt): (η) χώμα II ακαθαρσία, βρόμα II κακεντρεχές κουτσομπολιό II (adj) χωμάτινος II -cheap: πάμφθηνος II -iness: (η) βρομιά II ~y (' da:rti) [-ied]: (ν) λερώνω II (adj) βρόμικος II αντικανονικός II ~y work: άχαρη δου¬ λειά, αγγαρεία (id) II βρομοδουλειά, απάτη (id) disab-ility (disa' biliti): (η) ανικανότητα, αναπηρία II ~le (dis eibal) [-d]: (ν) χά¬ νω ανίκανο ή ανάπηρο II -led: (adj) ανίκανος, ανάπηρος II -led veteran: ανάπηρος πολέμου disadvantage (disad' vaentidz): (η) μειο¬ νέκτημα II ζημία, απώλεια II -ous (disaedvan teidzas): (adj) επιζήμιος II δυσμενής, ασύμφορος disagree (disa'gri:) |-d): (ν) διαφωνώ II φιλονικο) II δεν ταιριάζω JI δεν έχω αντιστοιχία II είμαι βλαβερός II -able: (adj) δυσάρεστος II αντιπαθής II κακό¬ τροπος II -ment: (η) ασυμφωνία II διαφωνία, διαφορά disallow (disa'lau) (-ed]: (ν) απαγορεύω

dilatation: see dilation dilat-e (dai leit) [-d]: (v) διαστέλλω II διαστέλλομαι II επεκτείνομαι, μακρη¬ γορώ II -ion: (η) διαστολή dilemma (di' lema): (π) δίλημμα diligen-ce (' dilidzans): (η) επιμέλεια II φιλοπονία II ~t: (adj) επιμελής, φιλό¬ πονος dill (dil): (η) άνηθος dilute (dai lju:t) [-d]: (v) αραιώνω II διαλύω II εξασθενώ II (adj) αραιωμένος dim (dim) [-med]: (v) σκοτεινιάζω, χα¬ μηλώνω φως II (adj) αμυδρός, σκοτει¬ νός II σκυθρωπός II χοντροκέφαλος, μπουνταλάς II ~s: (η) φώτα στάθμευ¬ σης II -ness: (η) αμυδρότητα, σκοτεί¬ νιασμα II - witted: (adj) χαζός dime (daim): (η) δεκάρα (=10 σέντς) II -store: (η) ψιλικαντζίδικο dimension (di menjan): (η) διάσταση dimin-ish (di' mini/) [-ed]: (v) μειώνω, ελαττώνω II ελαττώνομαι II στενεύω II -utive (di' minjutiv): (adj) μικροσκοπικός II (η) υποκοριστικό dimple ('dimpal) [-d]: (ν) σχηματίζω λακκούβα II (η) λακκάκι din (din) [-ned]: (ν) κάνω πάταγο II (η) πάταγος, φασαρία din-e (dain) [-d]: (ν) γευματίζω II προ¬ σφέρω γεύμα II ~er: (η) πελάτης εστιατορίου II μικρό εστιατόριο II εστιατόριο-όχημα, βαγκόν-ρεστωράν II -ing car: (π) εστιατόριο-όχημα, βα¬ γκόν-ρεστωράν II -ing room: (η) τρα¬ πεζαρία II -ette: (η) δωματιάκι προ¬ γεύματος dinghy (dirjgi): (π) βάρκα ding-y ( dindzi): (adj) βρόμικος II μαυρισμένος II -iness: (η) βρομιά dinner (' dinar): (η) γεύμα II -jacket: (π) επίσημο κοστούμι, σμόκιν II -ware: (π) πιατικά, σερβίτσια dinosaur (' dainaso:r): (η) δεινόσαυρος dint (dint) [-ed]: (ν) βαθουλώνω, κάνω κοίλωμα II by - of: δυνάμει diocese ('daiasi:z): (π) επισκοπή II επι¬ σκοπική περιοχή dip (dip) [-ped]: (ν) βυθίζω, βουτώ II βυθίζομαι II χαμηλώνω II γέρνω II δια¬ βάζω γρήγορα II (η) βουτιά II κλίση II 109

disappear μαι, δεν παραδέχομαι II παραιτούμαι II απαρνιέμαι disclos-e (dis'klouz) [-d]: (ν) αποκαλύ¬ πτω, κοινολογώ II -ure: (η) αποκάλυ¬ ψη II κοινολόγηση disco: see discotheque discolor (dis'k/Jar) [-ed]: (ν) αποχρω¬ ματίζω discomfit (dis'kAmfit) [-ed]: (ν) ταρά¬ ζω, συγχύζω II ματαιώνω II κατανικώ II -ure: (η) σύγχυση, ταραχή II ματαί¬ ωση II ήττα discomfort (dis' k/uiifart) [-ed]: (ν) στε¬ νοχωρώ, προκαλώ δυσφορία II (η) δυ¬ σφορία, στενοχώρια II έλλειψη άνεσης disconcert (diskan' sa:rt) [-ed]: (ν) τα¬ ράζω II ανησυχώ disconnect (diska'nekt) [-ed]: (ν) απο¬ συνδέω II διαχωρίζω II διακόπτω II -ion: (π) διακοπή II αποσύνδεση disconsolate (dis' konsalit): (adj) λυπη¬ μένος, απαρηγόρητος discontent (' diskan' tent) [-ed]: (ν) δυ¬ σάρεστά) II (η) δυσαρέσκεια II -ment: (η) δυσαρέσκεια, στενοχάίρια discontinu-e (diskan' tinju:) [-d]: (v) διακόπτω, σταματώ II αποσύρω αγωγή II -ity: (η) ασυνέχεια, ασυνδεσία discord ( disko:rd): (η) διαφωνία II πα¬ ραφωνία II D~, D~ia: (η) Έρις II -ance: (π) ασυμφωνία II παραφωνία II -ant: (adj) ασύμφωνος II παράφωνος discotheque (' diskoutek): (η) ντισκοτέκ discount ( diskaunt) [-ed]: (ν) κάνω έκ¬ πτωση II προεξοφλώ II αγνοώ, δεν δί¬ νω πίστη II (η) έκπτωση II προεξόφλη¬ ση discourage (dis'kAridz) [-d]: (ν) απο¬ θαρρύνω II αποτρέπω discourse (dis 'ko:rs) [-d]: (ν) συζητώ II (η) συζήτηση discourteous (dis' ka:rtias): (adj) αγε¬ νής, χωρίς τρόπους discover (dis'kAvar) [-ed]: (ν) ανακα¬ λύπτω II ~y: (η) ανακάλυψη discredit (dis kredit) [-ed]: (ν) κατα¬ στρέφω υπόληψη II ρίχνω αμφιβολία ή δυσπιστία II (η) απώλεια υπόληψης ή πίστης, ανυποληψία discreet (dis' kri:t): (adj) συνετός II δια-

II αποκλείω II απορρίπτω

disappear (disa'piar) [-ed]: (v) εξαφα¬ νίζομαι II ~ance: (η) εξαφάνιση disappoint (disa' point) [-ed]: (v) απο¬ γοητεύω II ~ing: (adj) απογοητευτικός II ~ment: (η) απογοήτευση disapprov-al (disa' pru:val): (η) αποδο¬ κιμασία II ~e (disa'pru:v) [-d]: (v)

αποδοκιμάζω

disarm (dis'a:rm) [ed]: (ν) αφοπλίζω II -ament: (η) αφοπλισμός disarr-ange (disa' reindz) [-d]: (v) βάζω

σε

αταξία,

χαλάω την τάξη II (η) αταξία II -ay (disa'rei): (η) ακαταστασία, αταξία disassembl-e (disa' sembal) [-d]: (ν) διαλύω, αποσυνδέω II ~y: (η) διάλυση disast-er (di zaestar): (η) καταστροφή, συμφορά II -rous: (adj) καταστρεπτι¬ κός, ολέθριος disavow (disa'vau) [-ed]: (ν) απαρνούμαι, αποκηρύσσω disband (dis'baend) [-ed]: (v) διαλύω, διασκορπίζω II διαλύομαι, διασκορπί¬ ζομαι disbar (dis ba:r) [-red]: (v) στερώ την άδεια δικηγόρου II -ment: (η) στέρηση άδειας δικηγόρου disbelief (disbi' li:f): (η) δυσπιστία II απιστία disc: see disk discard (dis'ka:rd) [-ed]: (v) απορρί¬ πτω, πετώ II -ed: (adj) πεταμένος, άχρηστος discern (di'sa:m) [-ed]: (v) διακρίνω, ξεχωρίζω discharge (dis' tja:rdz) [-d]: (v) ξεφορ¬ τώνω II απολύω II λύνω από υποχρέω¬ ση II παρέχω II πυροβολώ II εκτελώ II (η) ξεφόρτωμα II πυροβολισμός, εκκέ¬ νωση II παροχή II εκροή II απόλυση II απολυτήριο στρατού discipl-e (di' saipal): (η) ακόλουθος, οπαδός II -inarian (disipli' nearian): (η) αυστηρός, που επιβάλλει πειθαρ¬ χία II -inary (' disipli neri): (adj) πει¬ θαρχικός II -ine (' disiplin): (η) πει¬ θαρχία II πειθαρχικό μέτρο II [-d]: (ν) τιμωρώ II διδάσκω υπακοή disclaim (dis 'kleim) [-ed]: (v\ αρνού-angement:

110

dislodge κριτικός

αηδία II -ing: (adj) αηδιαστικός dish (dij) [-ed]: (v) σερβίρω II κοιλαίνω II εξαπατώ (id) II ματαιώνω (id) II (η) πιάτο II φαγητό II “κόμματος” (id) II cloth: (η) πανί καθαρίσματος πιάτων II - it out: (ν) κατσαδιάζω (id) II out: (ν) διανέμω (id) II -washer: (η) αυτόματο πλυντήριο πιάτων II λαντζιέρης dishearten (dis' ha:rtan) [-ed]: (ν) απο¬ καρδιώνω dishevel (di'Jeval) [-ed]: (ν) ανακατώ¬ νω, αναμαλλιάζω II -ed, -led: (adj) αναμαλλιασμένος II τσαπατσούλης dishonest (dis 'onist): (adj) ανέντιμος II ~y: (η) ανεντιμότητα dishonor (dis'onar) [-ed): (ν) ατιμάζω II (η) ατίμωση II ατιμία disillusi-on (disi'lu:zhan) [-ed]: (ν) απο¬ γοητεύω II βγάζω από αυταπάτη II -onment: (η) απογοήτευση II ~ve: (adj) απογοητευτικός disinfect (disin fekt) [-ed]: (ν) απολυ¬ μαίνω II -ant: (η) απολυμαντικό disinherit (disin' herit) [-ed]: (ν) απο¬ κληρώνω II -ance: (η) αποκλήρωση disintegrat-e (dis' intigreit) [-d]: (v) αποσυνθέτω II διαλύω, θρυμματίζω II αποσυνθέτομαι II διαλύομαι, θρυμμα¬ τίζομαι II -ion: (η) αποσύνθεση, διά¬ λυση disinterest (dis' intarist): (η) αδιαφορία II αμεροληψία II -ed: (adj) αδιάφορος II αμερόληπτος disjoint (dis'dzoint) [-ed]: (ν) εξαρθρώ¬ νω II εξαρθρώνομαι II διαχωρίζω, απο¬ συνδέω II -ed: (adj) εξαρθρωμένος II ασύνδετος, ασυνάρτητος II -edness: (π) ασυναρτησία II εξάρθρωση disk (disk): (η) -δίσκος II clutch ~: δί¬ σκος συμπλέκτη II - brake: δισκόφρενο II - jockey: χειριστής γραμμοφώ¬ νου ντισκοτέκ ή ραδιοσταθμού, εκφω¬ νητής τραγουδιών dislike (dis'laik) [-d]: (ν) αντιπαθώ, αποστρέφομαι II (η) αντιπάθεια dislocat-e (' dislokeit) [-d]: (ν) μεταθέτω II εξαρθρώνω II ταράζω II -ion: (η) με¬ τάθεση II εξάρθρωση dislodge (dis'lodz) [-dj: (ν) εκδιώκω II (η)

discrepancy (dis' krepansi): (η) ασυμ¬

φωνία, διαφορά σε αποτέλεσμα ή υπολογισμό discrete (dis'kri:t): (adj) χωριστός , discretion (dis' krejan): (η) σύνεση II διακριτικότητα discriminat-e (dis' krimineit) [-d]: (v) διακρίνω, κάνω διάκριση, δείχνω προ¬ τίμηση II -ion: (η) διάκριση discus ( diskas): (η) δίσκος αγώνων II ~ thrower: (η) δισκοβόλος discuss (dis kAs) [-ed]: (ν) συζητώ II -ion: (η) συζήτηση disdain (dis'dein) [-ed]: (v) απαξιώ II δεν καταδέχομαι II (η) περιφρόνηση II -ful: (adj) ακατάδεχτος II περιφρονη¬ τικός disease (di'zi:z): (π) ασθένεια II ~d: (adj) ασθενής II νοσηρός disembark (disim' ba:rk) [-ed]: (v) απο¬ βιβάζω II αποβιβάζομαι disembowel (disim' baual) [-ed]: (v) ξε¬ κοιλιάζω disenchant (disin' tja:nt) [-ed]: (v) κάνω να αντιληφθεί αυταπάτη, κάνω να ξυ¬ πνήσει disengage (disin geidz) [-d]: (ν) αποσυ¬ μπλέκω II αποσυνδέω II αποδεσμεύω disentangle (disin' taeqgl) [-d]: (v) ξε¬ διαλύνω II ξεμπερδεύω, ξεμπλέκω disfavor (dis'feivar) [-ed]: (v) θεωρώ με δυσμένεια II (η) δυσμένεια disfigure (dis'figar) [-dj: (ν) παραμορ¬ φώνω II -ment: (π) παραμόρφωση disfranchise (dis ' frasntjaiz) [-d]: (v) αφαιρώ πολιτικά δικαιώματα disgorge (dis'gardz) [-d]: (v) ξερνώ II ξεχύνω ορμητικά disgrace (dis'greis) [-d]: (v) ατιμάζω II ντροπιάζω II (η) ατίμωση II ντρόπιασμα, εξευτελισμός II -ful: (adj) ατιμω¬ τικός II επονείδιστος disgruntle (dis' gr/mtal) [-d]: (ν) απο¬ γοητεύω II δυσαρεστώ II ~d: (adj) σκυ¬ θρωπός, δυσαρεστημένος disguise (dis gaiz) [-d]: (v) μεταμφιέζω II κρύβω το νόημα II ~d: (adj) μεταμ¬ φιεσμένος disgust (dis'gASt) [-ed]: (v) αηδιάζω II 111

disloyal βγάζω II αποσπώ II εκτοπίζω disloyal (dis'loial): (adj) μη πιστός II ~ty: (π) απιστία dismal (' dizmal): (adj) θλιβερός II φρι¬ χτός dismantle (dis'maentl) [-d]: (ν) διαλύω II αδειάζω II κατεδαφίζω dismay (dis'mei) [-ed]: (v) τρομοκρα¬ τώ, φοβίζω II προκαλώ, αγωνία ή με¬ γάλη απογοήτευση II (η) φόβος II αγω¬ νία dismember (dis'membar) [-ed]: (ν) δια¬ μελίζω dismiss (dis'mis) [-ed]: (ν) απολύω II διώχνω II απορρίπτω II διαλύω στοίχιση ή ζυγούς, λύνω τους ζυγούς II ~a charge: (ν) απαλλάσσω από κατηγο¬ ρία II ~al: (η) απόλυση II απόρριψη II απαλλαγή dismount (dis'maunt) [-ed]: (^ξεκαβα¬ λικεύω II κατεβάζω disobe-dience (disa'bi:dians): (η) ανυ¬ πακοή, απείθεια II -dient: (adj) ανυ¬ πάκουος, απειθής II ~y (disa'bei) [ed]: (ν) παρακούω, απειθώ disorder (dis' o:rdar): (π) ακαταστασία II διατάραξη II ~ed: (adj) ακατάστατος, σε ακαταστασία II άρρωστος II ~ly: (adj) ακατάστατος II άτακτος II ταραξίας disorganize (dis ' a:rganaiz) [-d]: (ν) αποδιοργανώνω disorient (dis' a:riant) [-ed]: (ν) απο¬ προσανατολίζω disown (dis'oun) [-ed]: (ν) αποκηρύσ¬ σω, απαρνούμαι, δεν αναγνωρίζω disparage (dis' paeridz) [-d]: (ν) διασύριυ II υποτιμώ II -ment: (π) υποτίμηση II διασυρμός disparat-e (' disparit): (adj) ανόμοιος II ~y (dis paeriti): (η) ανομοιότητα, δια¬ φορά dispassionate (dis' paejanit): (adj) ήρε¬ μος, ατάραχος II αμερόληπτος dispatch (dis' pastj) [-ed]: (ν) αποστέλ¬ λω II διεκπεραιώνω II θανατώνω II (π) αποστολή II θανάτωση II γρήγορη διεκ¬ περαίωση ή εκτέλεση II διαταγή, ανα¬ φορά dispel (dis pel) [-led]: (η) διώχνω II

διασκορπίζω dispens-able (dis' pensabal): (adj) διαθέ¬ σιμος II απαλλάξιμος II -ary: (η) απο¬ θήκη διανομής II πολυκλινική II ~e (dis pens) [-d]: (ν) χορηγώ II διανέμω II απονέμω II εξαιρώ, απαλλάσσω II ~e with: (π) διαθέτω II κάνω χωρίς dispers-al (dis' pa:rsal): (η) διασπορά II σκόρπισμα II ~e [-d]: (ν) διασπείρω II διασκορπίζω II διαχέω II -ion: (π) διασπορά II διάχυση dispirit (dis pirit) [-ed]: (ν) αποθαρρύ¬ νω displace (dis'pleis) [-d]: (ν) μετατοπίζω II εκτοπίζω II ~d: (adj) πρόσφυγας II -ment: (η) μετατόπιση II εκτόπιση II εκτόπισμα display (dis'plei) [-ed]: (ν) επιδεικνύω II εκθέτω II εκδηλώνω II (η) επίδειξη II έκθεση II έκθεμα displeas-e (dis' pli:z) [-d]: (ν) δυσαρεστώ II -ure: (η) δυσαρέσκεια dispos-able (dis' pouzable): (adj) διαθέ¬ σιμος II για μία μόνο χρήση, για πέτα¬ μα μετά τη χρήση II ~al: (η) διευθέτη¬ ση II διάθεση II ~e [-d]: (ν) διευθετώ II διαθέτω II -e of: (ν) τακτοποιώ II διεκπεραιώνω II ξεφορτώνομαι II κα¬ ταβροχθίζω II -ition: (η) διάθεση II τά¬ ση dispossess (dispa zes) [-ed]: (ν) στερώ το δικαίωμα κατοχής II κάνω έξωση II -ion: (π) έξωση II αποστέρηση disproof (dis' pru:f): (η) διάψευση II αναίρεση disproportion (dispra pa:rjan): (π) δυσαναλογία II -ate: (adj) δυσανάλογος disprove (dis'pru:v) [-d]: (ν) αναιρώ, ανασκευάζω II αποδεικνύω λανθασμέ¬ νο disput-able (dis pju:tabal): (adj) αμφισβητήσιμος II ~e [-d]: (ν) αμφισβητώ II διεκδικώ II φιλονικώ II (η) αμφισβήτη¬ ση II φιλονικία disqualif-ication (diskwolafi' keijan): (π) αποστέρηση δικαιώματος II εξαίρε¬ ση II αποκλεισμός II ~y (dis' kwolafai) [-ied]: (ν) στερώ δικαιώματος II εξαι¬ ρώ II αποκλείω II καθιστώ ακατάλληλο disregard (disri'ga:rd) [-ed]: (ν) αγνοώ,

ιη

distrust

ι ι ι ι

It ι

I

^

&

j ill

δε δίνω σημασία II (η) άγνοια disreput-able (dis' repjutabal): (adj) ανυπόληπτος II ελεεινός II κακόφημος II ~e (' disre pju.t): (η) ανυποληψία disrespect (disris pekt): (η) ασέβεια' II αυθάδεια II -ful: (adj) ασεβής, αυθά¬ δης disrupt (dis'rApt) [-ed]: (v) διαλύω II εξαρθρώνω II διασπώ II -ion: (π) διά¬ λυση II διάσπαση II -ive: (adj) διαλυτικός, αποσυνθετικός dissatisf-action (dis' saetis' faekjan): (n) δυσαρέσκεια II ~ied (dis' saetisfaid): (adj) ανικανοποίητος, δυσαρεστημένος II ~y: (v) δυσαρεστώ dissect (dis'sekt, dais'sekt) [-ed]: (v) κάνω ανατομή II αναλύω βαθιά, εξετά¬ ζω με λεπτομέρεια II -ion: (η) ανατο¬ μή disseminat-e (di' semineit) [-d]: (ν) διασπείρω II διαδίδω II -ion: (η) διασπορά II διάδοση dissent (di sent) [-ed]: (ν) διαφωνώ II (η) διαφωνία II αίρεση, σχίσμα dissertation (disa:r' teijan): (η) διδακτο¬ ρική διατριβή dissiden-ce (disidans): (π) διάσταση, διαφωνία II ~t: (adj) σχισματικός, διαφωνών dissimilar (di' similar): (adj) ανόμοιος II -ity: (η) ανομοιότητα dissipat-e (disipeit) [-d]: (v) διασκορ¬ πίζω II διαχέω II διασκορπίζομαι II διαχέομαι II σπαταλώ II -ed: (adj) χα¬ μένος II άσωτος, έκλυτος II -ion: (η) διασκορπισμός II διάχυση II σπατάλη dissociat-e (cti soujieit) [-d]: (ν) διαχω¬ ρίζω II αποχωρίζομαι II διασπώ II προ¬ καλώ διάσταση II—ion: (η) διαχωρι¬ σμός II διάσταση dissolut-e (disalu:t): (adj) ανήθικος, έκλυτος II -ion (disa'lujan): (η) απο¬ σύνθεση, διάλυση II αφανισμός dissolv-e (di' zolv) [-d]: (ν) διαλύω II διαλύομαι II λιώνω II περατώνω, λύνω II -able: (adj) διαλυτός dissua-de (di'sweid) [-d]: (ν) μεταπεί¬ θω, αποτρέπω II -sion: (η) αποτροπή distan-ce (' distans): (η) απόσταση II ~t: (adj) μακρυνός, απομακρυσμένος II

ψυχρός, μη φιλικός distaste (dis 'teist): (η) απέχθεια II -ful: (adj) απεχθής distemper (dis' tempar}>(η) κοινωνική ή πολιτική αναταραχή II νερομπογιά II καταρροή των σκυλιών και αλόγων disten-d (dis tend) [-ed]: (ν) εξογκώνω II εξογκώνομαι II υπερβάλλω, διογκώ¬ νω II -tion, -sion: (η) διόγκωση distill (dis til) [-ed]: (v) διυλίζω II απο¬ στάζω II διαχωρίζω II -ation: (π) διύ¬ λιση II απόσταξη II -ery: (η) διυλιστή¬ ριο II εργοστ. οιν. ποτών distinct (dis'tiqkt): (adj) ευκρινής, σα¬ φής II ευδιάκριτος II χωριστός, ανό¬ μοιος II -ion: (η) διάκριση II ευκρίνεια II -ive: (adj) χαρακτηριστικός II ευκρι¬ νής distinguish (dis' tiqgwij) [-ed]: (v) δια¬ κρίνω, ξεχωρίζω II -ed: (adj) διακε¬ κριμένος distort (dis'to:rt) [-ed]: (v) παραμορ¬ φώνω II αλλοιώνω II διαστρεβλώνω II -ion: (π) παραμόρφωση II διαστρέβλω¬ ση distract (dis traekt) [-ed]: (v) περισπώ, αποσπώ II προκαλώ αμηχανία II -ion: (η) περισπασμός II ψυχική διαταραχή II διασκέδαση distrain (dis 'trein) [-ed]: (ν) κατάσχω II ~t: (η) κατάσχεση distraught (dis 'tro:t): (adj) ταραγμένος, ανήσυχος II τρελός distress (dis'tres) [-ed]: (ν) ανησυχώ, λυπώ II ενοχλώ, βασανίζω II φέρνω σε δύσκολη οικονομική θέση II κατάσχω II (η) λύπη, ανησυχία II υπερένταση II οι¬ κονομική δυσχέρεια II κατάσχεση II signal: (η) σήμα κινδύνου II warrant: (η) ένταλμα κατάσχεσης distribut-e (dis tribju:t) [-d]: (ν) διανέ¬ μω II κατανέμω II απλώνω II ταξινομώ II -ion: (η) διανομή II εξάπλωση II -or: (η) διανομέας district (' distrikt): (π) περιοχή II συνοι¬ κία II - attorney: (π) εισαγγελέας II school ~: (π) εκπαιδευτική περιφέρεια ή επιθεώρηση distrust (dis'trASt) [-ed]: (ν) δυσπιστώ II δεν εμπιστεύομαι II (η) δυσπιστία. 113

disturb έλλειψη εμπιστοσύνης II ~ful: (adj) φι¬ λύποπτος, δύσπιστος disturb (dis ta:rb) [-ed]: (v) ταράζω, ανησυχώ II ενοχλώ II προκαλώ ανατα¬ ραχή II ~ance: (η) ταραχή, ανησυχία II αναταραχή disuse (dis'ju:s): (η) αχρηστία ditch (ditj) [-ed]: (ν) σκάβω χαντάκι II ρίχνω σε χαντάκι II αφήνω, ξεφορτώ¬ νομαι (id) II αποφεύγω, ξεφεύγω (id) II προσθαλασσώνω ανώμαλα II (η) όρυγ¬ μα, χαντάκι II τάφρος dither (di0ar): (η) ανησυχία II αναποφασιστικότητα ditto (' ditou): (η) αντίγραφο II (η) τα ως άνω, τα προαναφερθέντα II (adv) όμοια ditty (' diti): (η) λιανοτράγουδο divan (di 'vaen): (η) ντιβάνι div-e (daiv) [-d]: (ν) καταδύομαι II πέ¬ φτω II ορμώ, ξεχύνομαι II (η) κατάδυ¬ ση II απότομη πτώση II παλιομάγαζο, “τρύπα” II ~er: (η) δύτης II ~ing bell: (η) κώδωνας κατάδυσης II -ing board: (η) σανίδα καταδύσεων diverge (dai'va:rdz) [-d]: (ν) εκτρέπομαι II αποκλίνω II διίσταμαι II ~nce: (η) εκτροπή II απόκλιση II διάσταση diver-s (daiva:rz): (adj) διάφοροι II ποικίλος II ~se (dai'va:rs): (adj) μονα¬ δικός II διάφορος II ποικίλος II ~sify (dai' va:rsifai) [-ied]: (ν) ποικίλλω II παραλλάζω II επεκτείνω II ~sion (dai' va:r|an): (η) αντιπερισπασμός II εκτροπή II απόκλιση II αλλαγή κατεύ¬ θυνσης II απόσπαση σκέψης, διασκέδα¬ ση II ~sity: (η) διαφορικότητα II ανομοιότητα II ποικιλία II ~t (dai'va:rt) [ed]: (ν) εκτρέπω II αποσπώ II περισπώ divest (dai vest, di vest) [-ed]: (V) απο¬ γυμνώνω divide (di 'vaid) [-d]: (ν) διαιρώ II δια¬ χωρίζω II διαιρούμαι II διαχωρίζομαι II (π) διαχωριστική γραμμή II ~r: (η) δι¬ αιρέτης II ~rs: (η) διαστημόμετρο II ~nd (' divadend): (η) διαιρετέος II μέ¬ ρισμα divin-e (di vain) [-d]: (ν) μαντεύω II (adj) θεϊκός II υπέροχος (id) II -ity (di'viniti): (η) θεϊκότητα II θεότητα II

θεολογία divis-ible (di' vizabal): (adj) διαιρετός II -ion (di' vizan): (η) διαίρεση II διάστα¬ ση II διαχωριστική γραμμή II μεραρχία II μοίρα στόλου II υπηρεσία, διεύθυνση II -or: (di' vaizar): (η) διαιρέτης divorce (di'vo:rs) [-d]: (ν) παίρνω δια¬ ζύγιο, χωρίζω II (π) διαζύγιο II ~d: (adj) διαζευγμένος, χωρισμένος II ~e: διαζευγμένη γυναίκα divulge (di'vAldz) [-d]: (ν) αποκαλύ¬ πτω, φανερώνω dizz-iness (' dizinis): (π) ζάλη II σύγχυ¬ ση II ~y: (adj) ζαλισμένος II σαστισμέ¬ νος do (du:) [did, done]: (ν) κάνω II εκτελώ II εκπληρώνω II ταξιδεύω, πάω (id) II αρκώ, ταιριάζω, είμαι κατάλληλος II είμαι φυλακή (id) II - away with: (ν) σκοτώνω II - for: (ν) φροντίζω II in: εξαντλώ II - out: εξαπατώ II make ~: καταφέρνω docile (' dousal, ' dousail): (adj) υπάκου¬ ος II ευκολοδούλευτος II ευκολοδίδακτος dock (dok) [-ed]: (ν) αράζω σε αποβά¬ θρα II περικόπτω II (η) νηοδόχη II απο¬ βάθρα II περιοχή εδωλίων κατηγορου¬ μένων II -age: (η) τέλη αποβάθρας II ~er: (η) φορτοεκφορτωτής λιμανιού II - hand: (η) λιμενεργάτης II - yard: (η) ναύσταθμος

docket ( dokit): (π) πινάκιο δικασίμου II περίληψη II πίνακας οδηγιών χρήσεως ή συναρμολόγησης doctor (' doktar): (η) διδάκτορας II για¬ τρός II [-ed]: (ν) προσφέρω ιατρική βοήθεια II επιδιορθώνω πρόχειρα II παραποιώ II ~al: (adj) διδακτορικός II -ate: (π) πτυχίο ή θέση διδάκτορα doctrin-aire (' doktri' near): (η) δογματιστής II ~al: (adj) δογματικός II ~e (' doktrin): (η) δόγμα document ( dokjumant) [-ed]: (ν) τεκ¬ μηριώνω II (η) τεκμήριο II έγγραφο II -ary: (adj) τεκμηριωμένος II (η) ταινία ντοκυμανταίρ II -ation: (η) τεκμηρίωση dodder ( dodar) [-ed]: (ν) τρικλίζω II -ing: 114

(adj)

ξεκουτιασμένος

dormant dodge (dodz) [-dj: (v) αποφεύγω υπο¬ χρέωση ή χτύπημα II παραμερίζω ή σκύβω γρήγορα II (π) αποφυγή II γρή¬ γορο παραμέρισμα II τέχνασμα, στρα¬ τήγημα II υπεκφυγή doe (dou): (π) ελαφίνα II ~ skin: (η) δέρμα ελαφιού doff (dof) [-ed]: (ν) βγάζω ρούχο ή κα¬ πέλο dog (dog): (η) σκύλος II εμπλοκέας II λαβή II κλείστρο II πληκτικός, ανιαρός (id) II παλιάνθρωπος, κοπρόσκυλο (id) II [-ged]: (ν) ακολουθώ, παρακο¬ λουθώ II ~ collar: (π) περιλαίμιο σκύ¬ λου II ~ days: (η) κυνικά καύματα II ~ ear: (η) τσάκισμα στη γωνία σελίδας II ~ eared: (adj) με τσακισμένα τα φύλλα II τσαλακωμένο, στραπατσαρισμένο II ~ eat - dog: (adj) λυσσαλέα ανταγωνιστικός ή αρπακτικός II ~ face: (η) φαντάρος (id) II ~ fight: (π) αερομαχία (id) II ~ fish: (π) σκυλόψα¬ ρο II ~ged: (adj) άκαμπτος, πεισματά¬ ρης II ~ gone!: (int) να πάρει ο διάβο¬ λος II ~ paddle: αδέξιο πρόσθιο κολύ¬ μπι, κολύμπι “σκυλάκι” II ~ tag: (η) δίσκος ταυτότητας σκύλου II ταυτότη¬ τα στρατιώτη κρεμασμένη στο λαιμό dogma ( dogma): (η) δόγμα II αξίωμα II -tic: (adj) δογματικός II αξιωματικός doldrums (' doldromz): (η) βαργεστιμάρα, ακεφιά dole (doul) [-d]: (ν) δίνιυ σε μικρές πο¬ σότητες, δίνω με τσιγκουνιά II (η) ελε¬ ημοσύνη, μικροαγαθοεργία II επίδομα ανεργίας II θλίψη II ~ful: (adj) θλιβε¬ ρός doll (dol): (η) κούκλα II ~ up: (ν) βάζω τα καλά μου II ~y: (η) κουκλίτσα II τροχοφόρος μεταφορέας dollar (' dolor): (η) δολάριο dolor (doulor): (π) θλίψη dolphin ( dolfin): (π) δελφίνι dolt (doult): (η) χοντροκέφαλος domain (do mein): (η) περιοχή, πεδίο II κυριαρχία dome (doum): (η) θόλος II κεφάλι (id) II ~d: (adj) θολωτός domestic (do'mestik): (adj) οικιακός, του σπιτιού II κατοικίδιος II εγχώριος. 115

ντόπιος II των εσωτερικών II υπηρέτης II -ate [-d]: (ν) εξημερώνω domicile (' domisail, ' domosil): (η) κα¬ τοικία domin-ance (' dominons): (η) υπεροχή II επικράτηση II -ant: (adj) επικρατών, ο ισχυρότερος II -ate (domineit) f-d]: (ν) κυριαρχώ II υπερισχύω II δεσπόζω II -ation: (π) κυριαρχία, υπεροχή II -eer (domi' nior) [-ed]: (ν) εξουσιάζω II δεσπόζω II -eering: (adj) δεσποτικός II -ion (do minion): (π) εξουσία, κυ¬ ριαρχία II περιοχή επιρροής II μέρος κοινοπολιτείας, κτήση domino (' dominou): (π) ντόμινο don (don) [-ned]: (ν) φορώ, βάζω II D-: Δον II (η) καθηγητής Αγγλ. Πανεπι¬ στημίου donat-e (dou' neit) [-d]: (ν) κάνω δω¬ ρεά II -ion: (π) δωρεά done: see do donkey (' doqki): (η) γάιδαρος donor ( dounor): (η) δωρητής II δότης, χορηγός doodle ( du:dol) f-d]: (ν) μουντζουρώ¬ νω, τραβώ γραμμές ασυνάρτητες II (η) μουντζουρογραφία doom (du:m) [-ed]: (ν) καταδικάζω, προβλέπω κακό τέλος II (η) καταδίκη, χαμός, καταστροφή II -sday: (η) ημέ¬ ρα κρίσης door (do:r): (η) πόρτα II θυρίδα II στό¬ μιο εισόδου II - jamb: (η) παραστά¬ της πόρτας II -keeper: (η) φύλακας πύλης II -man: (π) θυρωρός II -mat: (η) ψάθα πόρτας II δουλοπρεπής (id) II -step: (π) κατώφλι II -way: (π) είσο¬ δος dope (doup) [ d]: (ν) βάζω λιπαντικό II βάζω αντιεκρηκτικό υγρό II δίνω ναρ¬ κωτικό II υπολογίζω, σχεδιάζω (id) II (π) λιπαντικό II αντιεκρηκτικό II ναρ¬ κωτικό II βλάκας (id) II πληροφορίες, στοιχεία (id) II - sheet: (η) εφημερίδα ιπποδρομιών II ~y: (adj) χαζός, απο¬ βλακωμένος Doric ( dorik): (adj) δωρικός dormant ( do:rmont): (adj) κοιμισμέ¬ νος, μισοκοιμισμένος II λανθάνων, αδρανής

dormer dormer (' dormar): (η) αέτωμα με πα¬ ράθυρο II παράθυρο σοφίτας dormitory (' do:rmit3ri): (η) υπνωτήριο dormouse (' do:rmaus: (π) μυωξός II ασβός dory ( do:ri): (η) ψαρόβαρκα II βάρκα χωρίς καρίνα, "πλάβα” dos-age (' dousidz): (η) δόση, χορήγηση II ποσό δόσης II ~e (dous) [-d]: (ν) δί¬ νω σε δόσεις II (η) δόση II αφροδίσιο νόσημα (id) doss (dos): (η) φτηνό ξενοδοχείο II στρωσίδι dossier (' dosiei): (η) φάκελος, "ντο¬ σιέ” dot (dot) [-ted]: (ν) βάζω στιγμές II βά¬ ζω τελεία II (π) στιγμή, τελεία II σημαδάκι II πολύ λίγο (id) II προίκα II on the ακριβώς, στην ώρα του dot-age (v'doutidz): (η) ξεμώραμα II υπερβολική αδυναμία, παραχάιδεμα II ~ard: (η) ξεμωραμένος, γεροξεκούτης II ~e (dout) [-d]: (ν) έχω υπερβολική αδυναμία, "παραχαϊδεύω” II είμαι ξε¬ μωραμένος dotty ( doti): (adj) "βλαμένος” double CdAbol) [-d]: (ν) διπλασιάζω II διπλασιάζομαι II αναδιπλώνω II κάνω εις διπλούν II παραπλέω II αντικαθι¬ στώ ηθοποιό II (adj) διπλάσιος II δι¬ πλός II σωσίας II αντίγραφο II αντικα¬ ταστάτης ηθοποιού II ~ bar: διπλή κά¬ θετη γραμμή II ~ barreled: δίκαννο II ~ bass: κοντραμπάσο II ~ breasted: σταυρωτό σακάκι II ~ chin: διπλό προγούλι II ~ cross [-ed]: (ν) προδίνω II (η) προδοσία II ~ dealing: διπλο¬ πρόσωπος II ~ decker: διόροφο* όχημα II διπλό σάντουιτς (id) II ~ faced: δι¬ πλοπρόσωπος II ~ take: καθυστερημέ¬ νη αντίδραση ή κατανόηση II ~s: δι¬ πλός αγώνας, αγώνας ζευγαριών II on the ~: στη στιγμή, τροχάδην doubt (daut) [-ed]: (ν) αμφιβάλλω II αμ¬ φισβητώ II (η) αμφιβολία II αβεβαιότη¬ τα II beyond ~: αναμφίβολα, αναμφι¬ σβήτητα II ~ful: (adj) αμφίβολος II ~ing Thomas: άπιστος Θωμάς II -less: αναμφίβολα, βέβαια II ’in ~: αβέβαιο, σε αμφιβολία II no ~: χωρίς

αμφιβολία dough (dou): (η) ζυμάρι II λεφτά (id) II - boy: φαντάρος (id) II -nut: (η) είδος γλυκίσματος, "ντόουνατ” dour (daur): (adj) σκυθρωπός, πικρόχο¬ λος douse (daus) [-d]: (ν) καταβρέχω II γί¬ νομαι μούσκεμα II σβήνω φως ή φω¬ τιά dove (dAV): (η) περιστέρι II - tail: εγκοπή σχήματος χελιδονοουράς II συ¬ ναρμόζω με εγκοπή dowdy (' daudi): (adj) ακαλαίσθητος, κακοντυμένος down (daun): (adv) κάτω II (η) προκα¬ ταβολή II (adj) αδιάθετος, άκεφος II [-ed]: (ν) ρίχνω II καταβροχθίζω II (η) πούπουλο II χνούδι II ~s: λιβάδι II and out: φτωχός II - cast: προς τα κάτω II θλιμμένος II ~er: (η) καταπρα¬ ϋντικό II -fall: (π) πτώση II - grade: (π) κατήφορος II -hearted: (adj) άκε¬ φος, μελαγχολικός II -hill: (adv) προς τα κάτω II - pour: (η) ραγδαία βροχή II - right: (adj) σαφής II ειλικρινής II -stairs: (adv) στο κάτω πάτωμα II -stream: (adv) κατά το ρεύμα του πο¬ ταμού II -swing: (η) οικονομική κατα¬ στροφή II - to earth: (adj) ρεαλιστι¬ κός II -town: το κέντρο της πόλης II trodden: (adj) καταπιεσμένος II -ward: (adj) κατηφορικός II -wind: (adv) προς την κατεύθυνση του ανέ¬ μου II ~y: (adj) πουπουλένιος, χνου¬ δωτός dowry (' dauri): (η) προίκα doxy (' doksi): (η) ερωμένη doze (douz) [-d]: (ν) λαγοκοιμούμαι II (η) υπνάκος dozen (' dAZSn): (η) δωδεκάδα, "ντου¬ ζίνα” drab (draeb): (adj) σκούρος II ξέθωρος II χακί II κοινός, μη ενδιαφέρων II πόρνη (id) drachma (' draekma): (η) δραχμή draft (draeft, dra:ft) [-ed]: (ν) στρατολο¬ γώ II προσχεδιάζω II συντάσσω II (η) ρεύμα αέρος (also: draught) II έλξη, τράβηγμα II βύθισμα σκάφους II γου¬ λιά II στρατολογία II στρατιωτική κλά116

dress ση II σχέδιο II -board: (η) επιτροπή επιλογής ή στρατολογίας II -ing: σχε¬ δίαση, σχέδιο II -sman: (η) σχεδιαστής drag (draeg) [-ged]: (ν) σύρω II σέρνω, τραβολογώ II κάνω βυθοκόρηση II σέρ¬ νω τα πόδια μου II καθυστερώ II γίνο¬ μαι φορτικός II (π) τράβηγμα II ρουφη¬ ξιά II αρπάγη II βολοκόπος II τέθριππο αμάξι II φορτικός, ενοχλητικός II αγ¬ γαρεία II -line: (η) εκσκαφέας II -net: δίχτυα II απόχη dragon (' draegan): (π) δράκοντας drain (drein) f-ed]: (ν) αποστραγγίζω II ρουφώ ως το τέλος II εξαντλώ II αδει¬ άζω II αποχετεύω II (η) σωλήνας απο¬ χέτευσης II οχετός II εξάντληση II σω¬ λήνας παρακέντησης II -age: (η) απο¬ χέτευση II σύστημα αποχέτευσης II cock: (π) κρουνός II ~er: (π) στεγνωτήρι II - pipe: (η) σωλήνας αποχέτευ¬ σης, υδρορροή drake (dreik): (π) αρσενική πάπια dram (draem): (π) σταγόνα II μονάδα βάρους (0,0625 ουγκιές) II λίγο drama (' dra:ma, draema): (π) δράμα II -tic (dra' mxlik):(adj) δραματικός II -tics: (η) δραματική τέχνη II θεατρινι¬ σμοί II -tis personae: πρόσωπα ενός έργου II —tist: (η) δραματικός συγγρα¬ φέας II -tize [-d]: (ν) διασκευάζω για θεατρ. έργο II μεγαλοποιώ, δίνω έμφα¬ ση drank (drasqk): see drink drape (dreip) [-d]: (ν) τυλίγω με ύφα¬ σμα II κρεμάω, αναρτώ II ~r: (η) υφασματοπώλης II ~ry: (η) ύφασμα II κουρτίνα II ~s: κουρτίνες drastic (' draestik): (adj) δραστικός, αποτελεσματικός II των άκρων drat (draet): (int) να πάρει η ευχή draught: see draft II ~s: (η) ντάμα (παι¬ χνίδι) draw (dro:) [drew, drawn]: (ν) σύρω II εκτοπίζω, έχω εκτόπισμα II συνάγω II αποσύρω II φέρνω ισοπαλία II επεξερ¬ γάζομαι με μέθοδο έλξης II σχεδιάζω II προχωρώ II (η) έλξη II ισοπαλία II - a blank: (ν) αποτυγχάνω II -back: (π) μειονέκτημα, εμπόδιο II - bridge: (π) κινητή γέφυρα II ~ee: (η) αποδέκτης

επιταγής II ~er: (η) συρτάρι II εκδότης επιταγής II σχεδιαστής II -ers: (η) βρα¬ κί, κιλότα II -ing: (η) σχέδιο, σχεδία¬ ση II -ing pin: (η) πινέζα II -ing room: (π) σαλόνι II - on: (η) πλησιά¬ ζω II - out: (η) παρατείνω, “παρα¬ τραβώ” II - the line: (π) βάζω όρια II - up: (ν) συντάσσω II σταματώ, κατα¬ φθάνω drawl (dro:l) [-ed]: (ν) μιλώ με μακρόσυρτη προφορά II (π) μακρόσυρτη προφορά II προφορά των νοτίων Πο¬ λιτειών των ΗΠΑ drawn: see draw dray (drei): (η) τετράτροχο κάρο, “αραμπάς” dread (dred) [-ed]: (ν) τρομάζω, φοβά¬ μαι II (η) φόβος, τρόμος II δέος II -ful: (adj) τρομερός, φοβερός II απαίσιος II -nought: (η) βαρύ θωρηκτό dream (dri:m) [-ed or dreamt]: (ν) ονει¬ ρεύομαι II ονειροπολώ II (η) όνειρο II ονειροπόληση II (adj) ονειρώδης II ~er: ονειροπόλος, φαντασιόπληκτος II ~y: (adj) ονειρώδης II ονειροπόλος dreary ('driari): (adj) ζοφερός II καταθλιπτικός, αποκαρδιωτικός II ανιαρός dredge (dredz) [-d]: (ν) σκάβω II εκβαθύνω II βγάζω με βυθοκόρο II (η) εκ¬ σκαφέας II βυθοκόρος II ~γ: (π) βυθο¬ κόρος II φορτηγίδα με εκσκαφέα dregs (dregz): (η) κατακάθια drench (drentj) [-ed]: (ν) μουσκεύω, κα¬ ταβρέχω II (η) μούσκεμα, κατάβρεγμα dress (dres) [-ed]: (ν) ντύνω II ντύνομαι II στολίζω II βάζω σε στοίχους II βάζω επίδεσμο II κάνω τα μαλλιά II καθαρί¬ ζω ψάρια ή πουλερικά II επεξεργάζο¬ μαι II λαξεύω II (η) φόρεμα II (adj) επί¬ σημος, βραδινός II - circle: (η) θεω¬ ρεία θεάτρου II - down: (ν) επιπλήττω II ~er: κομψοντυμένος II -ing: (η) ντύ¬ σιμο II επίδεση τραύματος II σάλτσα II γέμιση II -ing down: (η) επίπληξη II -ing gown: (η) ρόμπα δωματίου, “ρομπ ντε σαμπρ” II -ing room: (π) κα¬ μαρίνι II -ing table: (η) τραπέζι τουα¬ λέτας II -maker: (π) μοδίστρα II parade: (π) παρέλαση ή παράταξη με μεγάλη στολή II - rehearsal: (η) γενι117

drew κή πρόβα, “πρόβα τζενεράλε” II ~ uniform: (η) επίσημη στολή II ~y: (adj) κομψευόμενος II επίσημο, τυπικό drew: see draw dribble ('dribol) |-d): (v) στάζω II κυλώ σιγανά II μου τρέχουν τα σάλια II (π) σταγόνα, στάλαγμα II -t;, (η) σταγονίτσα dried (draid): see dry II (adj) στεγνός II αποξεραμένος drier: see dryer drift (drift) [-edj: (v) παρασύρομαι, φέ¬ ρομαι II περιπλανιέμαι, γυρίζω από τόπο σε τόπο II εκτρέπομαι II συσσω¬ ρεύω II συσσωρεύομαι II (π) εκτροπή II συσσώρευση II στιβάδα II πορεία, κα¬ τεύθυνση γεγονότων ή συζήτησης II σημασία II -age: (π) εκτροπή II εκβράσματα II ~er: (η) άνθρωπος που πάει από τόπο σε τόπο ή από δουλειά σε δουλειά II αλήτης II -wood: (π) ξύλο που παρασέρνει το νερό II εκβρασμένο ξύλο drill (dril) [-edj: (ν) ανοίγω τρύπα II εξασκώ, γυμνάζω II εκπαιδεύω II εξασκούμαι II (η) γεωτρύπανο, τρυπάνι II άσκηση, γυμνάσια II εκπαίδευση II αυ¬ λάκι II ύφασμα “ντρίλι” II - master: (η) εκπαιδευτής II -ing: (π) γεώτρηση II διάτρηση drink (driqk) [drank, drunk]: (ν) πίνω II απορροφώ II (η) ποτό II θάλασσα (id) II -able: (adj) πόσιμος II ~er: (π) πό¬ της II -ing: (η) πόση II (adj) πόσιμος drip (drip) [-ped]: (ν) στάζω II (η) στά¬ ξιμο II (adj) πληκτικός (id) II -pings: (η) λίπος ψητού II -ping wet: (adj) μουσκεμένος ως το κόκαλο II ~py: (adj) μούσκεμα, βρεγμένος driv-e (draiv) [drove, driven]: (ν) ωθώ, σπρώχνω II οδηγώ II κινώ μηχανή II εξαναγκάζω II μπήγω II μεταφέρω με όχημα II ορμώ, ρίχνομαι II ρίχνω II (η) ώθηση II δρόμος II διαδρομή με όχημα II επίθεση II κινητήρια δύναμη II εξόρμηση, II εξόρμηση, “καμπάνια” II πρωτοβουλία II ενεργετικότητα II ~e at: (ν) θέλω να πω, εννοώ, καταλήγω II ~e in: (η) κινηματογράφος ή εστια¬ τόριο για αυτοκίνητα II - home: (π)

μπήγω II δίνω να καταλάβει II ~er: (η) οδηγός II απαιτητικός προϊστάμε¬ νος II -er's seat: (η) θέση ισχύος II -ing: (η) οδήγηση II (adj) έντονος, ρα¬ γδαίος II -eway: (η) ιδιωτικός δρόμος ή δίοδος drivel (' drivol) [-ed]: (ν) σαχλαμαρίζω, λέω ανοησίες II μου τρέχουν τα σάλια II (η) σαχλαμάρες, ανοησίες driven: see drive drizzle ( drizsl) [-d]: (ν) ψιχαλίζω II (η) ψιχάλα drogue (drog): (η) ανεμοδείκτης αερο¬ δρομίου droll (droul) [-ed]: (ν) κάνω τον παλιά¬ τσο II (adj) αστείος dromedary (' drAmodori): (π) καμήλα δρομάδα drone (droun) [-d]: (ν) βουίζω II μιλώ μονότονα II (η) βούισμα, βουητό II μο¬ νότονη ομιλία II κηφήνας II τηλεκατευ¬ θυνόμενο αεροσκάφος χωρίς πιλότο drool (dru:I) [-ed]: (ν) μου τρέχουν τα σάλια II εκφράζω ευχαριστίες δουλοπρεπώς II σαχλαμαρίζω II (η) σαχλα¬ μάρες droop (dru:p) [-ed]: (ν) γέρνω II πέφτω, κατεβαίνω II σκύβω II (η) σκύψιμο, πέ¬ σιμο drop (dro:p) [-ed]: (ν) πέφτω II ρίχνο¬ μαι, στάζω II ελαττώνομαι II κατεβάζω II κατεβαίνω II υποχωρώ II εγκαταλεί¬ πω II αφήνω να πέσει II (η) σταγόνα II μικρή ποσότητα II πτώση II κατακόρυφη απόσταση II γκρεμός II ~ behind: (ν) μένω πίσω II - by: (ν) επισκέπτο¬ μαι για λίγο II -leaf: (ν) πτυσσόμενο φύλλο τραπεζιού II -let: (η) σταγονίτσα II - off: (ν) με παίρνει ο ύπνος II - out: (ν) αποσύρομαι II εγκαταλείπω σπουδές drops-y (' dropsi): (π) υδρωπικία II -ical: (adj) πάσχων από υδρωπικία dross (dros): (π) σκουριά II χωρίς αξία II θολούρα, ζάλη drought (draut): (η) λειψυδρία, μεγάλη ξηρασία drove (drouv): see drive II (η) πλήθος II σμίλη drown (draun) [-ed]: (ν) πνίγω II πνίγο118

dunce μαι II πλημμυρίζω II καταβρέχω, κάνω μούσκεμα drows-e (drauz) [-d]: (ν) λαγοκοιμού¬ μαι, είμαι μισοκοιμισμένος ΙΓ ~y: (adj) νυσταλέος drudge (drAdz), ~r: (η) χειρόναξ, εργά¬ της αγγαρείας II ~ry: (π) σκληρή δου¬ λειά drug (dTAg) [-ged]: (ν) δίνω φάρμακο II δίνω ναρκωτικό ή δηλητήριο II (η) φάρμακο II ναρκωτικό II ~ addict: ναρκομανής, τοξικομανής II -gist: (η) •φαρμακοποιός II -store: (η) φαρμα¬ κείο II παντοπωλείο drum (drAm) [-med]: (ν) παίζω τύμπα¬ νο II χτυπώ ρυθμικά II (π) τύμπανο II κύλινδρος, έλικτρο II - beat: (η) τυ¬ μπανοκρουσία II - fire: (η) κανονιο¬ βολισμός II - into: (ν) δίνω να κατα¬ λάβει II -mer: (η) τυμπανιστής II πλασιέ II -stick: (η) πόδι κοτόπουλου II up: (ν) διαφημίζω, πλασάρω drunk (drAi]k): see drink II (adj) μεθυ¬ σμένος II (π) μεθύσι II -ard: (η) μπε¬ κρής II ~en: (adj) μεθυσμένος II μέθυ¬ σος II -enness: (η) μέθη dry (drai) [-ied]: (ν) στεγνώνω II ξεραί¬ νω II στεγνώνω (αμετβ) II ξεραίνομαι II σκουπίζω με πετσέτα II (adj) στεγνός II ξερός II ζώο που δεν δίνει γάλα II μπρούσικο κρασί II ποτό με πολύ αλ¬ κοόλ II αντιαλκοολικός (id) II cleaner: (η) στεγνοκαθαριστής II ~er: (π) στεγνωτήριο II στεγνωτής II -fly: (η) ψεύτικο δόλωμα II - goods: (η) υφάσματα και ρούχα II - law: (η) πο¬ τοαπαγορευτικός νόμος II -ness: (η) ξηρασία II -rot: (π) τερηδόνα II - run: (η) άσκηση χωρίς πυρά II - up: (ν) ξε¬ ραίνομαι, στεγνώνω II παύω να μιλώ, “το βουλώνω” (id) dual ('du:al): (adj) δυαδικός II διπλός II (η) δυικός αριθμός dub (dAb) [-bed]: (ν) καταγράφω σε ταινία από ταινία II ντουμπλάρω φιλμ II -bed: (adj) ντουμπλαρισμένος dubious (’du:bias): (adj) αμφίβολος II διατακτικός duchess (' dAtJis): (π) δούκισσα duck (dAk) [-ed]: (ν) αποφεύγω II σκύ¬

βω απότομα II βυθίζω II (π) σκύψιμο II πάπια II -ling: (η) παπάκι II ~s and drakes: πήδημα της πέτρας πάνω στο νερό, “ψαράκι” II ~y: έξοχα, υπέροχα (id) duct (dAkt): (η) αγωγός ductile (' dAktil): (adj) όλκιμος II ελατός dud (dAd): (η) βλήμα που δεν εξερράγη II απογοητευτικό ή ανεπιτυχές αποτέ¬ λεσμα (id) II ~s: (η) ρούχα ή ατομικά είδη dude (du:d): (η) κομψευόμενος, “δαν¬ δής” due (dju:): (adj) οφειλόμενος II ληξιπρό¬ θεσμος II πληρωτέος II προσήκων II αναμενόμενος II (adv) προς, προς την κατεύθυνση II ~s: (η) δασμός, τέλη II to: ένεκα, οφειλόμενο σε duel ( dju:3l) [-ed]: (ν) μονομαχώ II (η) μονομαχία duet (du:'et): (η) διωδία, “ντουέτο” duffel bag (' dAfsl baeg): (η) ναυτικός ή στρατ. σάκος dug (dAg): see dig II - out: (η) καταφύ¬ γιο, “αμπρί” duke (dju:k): (η) δούκας dull (dAl) [-ed]: (ν) αμβλύνω II σκοτει¬ νιάζω II (adj) αμβλύς II βραδύνους II θαμπός II ανιαρός II μουντός II -ard: (π) ηλίθιος duly ('dju:li): (adv) δεόντως II ακριβώς, στην ώρα του dumb (dAm): (adj) βουβός II άφωνος, βλάκας II -bell: (π) αλτήρας II - show: (η) παντομίμα II - waiter: (π) κινητό τραπέζι σερβιρίσματος II - founded: (adj) εμβρόντητος dumfounded: see dumbfounded dummy (' dAini): (η) ομοίωμα II κούκλα μοδίστρας II στόχος σε σχήμα ανθρώ¬ που II ανδρείκελο II αγόμωτο βλήμα II (adj) χαζός II ψεύτικος, πλαστός dump (dAmp) [-ed]: (ν) αδειάζω II ρί¬ χνω II αδειάζω με ανατρεπόμενο II ξε¬ φορτώνομαι II (η) σκουπιδότοπος II αποθήκη II σωρός II χαμόσπιτο (id) II -ling: (π) φρουτόπιτα II κοντόχοντρος (id) II ~s: (π) μελαγχολία II ~y: (adj) κοντόχοντρος dunce (dAns): (η) βλάκας 119

dune μεθυσμένων II - courage: θάρρος με¬ θυσμένου II -man: Ολλανδός II -oven: (η) χωριάτικος φούρνος II - treat: έξοδος, όπου ο καθένας πληρώνει τα δικά του έξοδα dut-eous (' dju:tias): (adj) πιστός στο καθήκον II ευπειθής II -iable (' dju:tiabal): (adj) υποκείμενο σε φόρο εισαγωγής II -iful (' dju:tiful): (adj) του καθήκοντος, έχων συναίσθηση κα¬ θήκοντος II ~y (' dju:ti): (η) καθήκον II στρατ. υπηρεσία II εργασία, καθήκοντα II δασμός, φόρος εισαγωγής II απόδοση ή δύναμη μηχανής II ~y free: (adj) αφορολόγητος II heavy ~y: (adj) μεγά¬ λης απόδοσης ή δύναμης II off ~y: ελεύθερος υπηρεσίας II on ~y: εν υπη¬ ρεσία dwarf (dwo:rf): νάνος II [-ed]: (ν) στα¬ ματώ την ανάπτυξη II επισκιάζω II -ish: (adj) μικροσκοπικός dwell (dwel) [-ed or dwelt]: (ν) διαμένω II συγκεντρώνω την προσοχή II ~er: (η) κάτοικος II -ing: (η) διαμονή II on: (ν) επιμένω, εμμένω dwindle (dw'indal) [-d]: (ν) ελαττώνω II ελαττώνομαι, σβήνω σιγά-σιγά dye (dai) [-d]: (ν) βάφω II (π) βαφή dying (' daiiq): (adj) ετοιμοθάνατος II επιθανάτιος dyke: see dike dynam-ic (dai' naemik): (adj) δυναμικός II ~s: (η) δυναμική II -ism (' dainamizsm): (η) δυναμισμός II —ite ('dainamait) [-d]: (ν) ανατινάζω II (n) δυναμίτιδα II (adj) επικίνδυνος, τρομε¬ ρός II -ο (' dainamou): (η) ηλεκτρογεν¬ νήτρια, δυναμό dynast ( dainaest): (π) δυνάστης II ~y: (η) δυναστεία dysentery (' disantari): (η) δυσεντερία dysfunction (dis ' fAi]kjan): (η) κακή λειτουργία dyspepsia (dis' pepsia): (η) δυσπεψία dyspnea, dyspnoea (dis' pni:a): (π) δύ¬ σπνοια dystrophy (' distrafi): (π) δυστροφία

dune (du:n): (η) αμμόλοφος dung (dAq): (η) κοπριά II βρομιά dungarees (dAtjga' ri:z): (η) πρόχειρο πανταλόνι II εργατική φόρμα dungeon (' dAndzan): (η) υπόγειο κελί,

“μπουντ ρούμι”

dunk (dAnk) [-ed]: (ν) βουτώ σε γάλα ή καφέ II ~ing: (adj) βούτημα, για βού¬

τημα

duoden-al (du:ou' di:nal): (adj) δωδεκα¬ δακτυλικός II ~um: (η) δωδεκαδάκτυ¬

λο

dupe (dju:p) [-d]: (ν) εξαπατώ II (η) χορόϊδο II όργανο άλλου, ανδρείκελο II ~ry: (η) απάτη, κοροϊδία dupl-ex (du:pleks): (adj) διπλός II (η) διπλό διαμέρισμα, “ντούπλεξ” II -icate (' du:plikeit) [-d]: (π) διπλασιά¬ ζω II κάνω αντίγραφο ή απομίμηση II κάνω το ίδιο πράγμα, ξανακάνω II (π) ακριβές αντίγραφο II διπλότυπο II (adj) διπλός II -icator: (π) πολύγρα¬ φος II -icity (du:' plisiti): (η) διπλο¬ προσωπία II δολιότητα durab-ility (djurs biliti): (η) αντοχή, ανθεκτικότητα II ~le ( djuarabal):

(adj) στερεός, ανθεκτικός

duration (djua reijan): (π) διάρκεια duress (djua'res, djuris): (π) εξανα¬ γκασμός II αναγκαστικός περιορισμός during (' djuarii]): (prep) κατά τη διάρ¬

κεια

dusk (dASk): (η) σκοτάδι II (adj) σκοτει¬ νός II σούρουπο II ~y: (adj) σκούρος, σκοτεινός dust (dASt) [-ed]: (η) ξεσκονίζω II πα¬

σπαλίζω II σκεπάζω σαν σκόνη II (η) σκόνη II -bin: (π) σκουπιδοτενεκές II bowl: (π) άνυδρη περιοχή II - devil: (π) ανεμοστρόβιλος II ~er: (η) ξεσκο¬ νιστήρι, ξεσκονόπανο II ~ jacket: (η) κάλυμμα βιβλίου II -man: (η) οδοκα¬ θαριστής II -pan: (η) φαράσι II storm: ανεμοθύελλα με σύννεφα σκόνης II ~y: (adj) σκονισμένος II σαν σκόνη II γκρίζος Dutch (dAtj): (η) Ολλανδός II (adj) Ολλανδικός II - bargain: συμφωνία

120

eclipse

E E, e: το πέμπτο γράμμα του Αγγλ. Αλφάβητου each (i:tj): (adj) καθένας II -other: αλλήλους eager ('i:gar): (adj) πρόθυμος, ένθερ¬ μος II ~ beaver: δουλευτής, με ζήλο II -ness: (η) ζήλος, προθυμία, ανυπομο¬ νησία eagle ('i:gal): (η) αετός II -eyed: (adj) με οξεία όραση II ~t: (η) αετόπουλο ear (ter): (η) αυτί II προσοχή II κώνος αραβοσίτου II -ache: (η) ωταλγία II drop: (η) κρεμαστό σκουλαρίκι II flap: (π) προστατευτικό κάλυμμα αυ¬ τιού II - lobe: (η) λωβός αυτιού II mark: (η) σημάδι II -ring: σκουλαρίκι II - shot: απόσταση ακοής II splitting: (adj) εκκωφαντικός II wax: (η) κυψελίδα αυτιού II -wig: (π) ψαλίδα (έντομο) earl (a:ri): (η) κόμης early ( a:rli): (adv) νωρίς II στις αρχές II (adj) πρόωρος II κοντινός, προσεχής earn (a:m) [-ed]: (ν) κερδίζω, βγάζω II αποκτώ II -ings: (η) απολαβές earnest (' a:mist): (adj) ένθερμος II γε¬ μάτος ζήλο II σοβαρός II - money: (π) καπάρο II in ~: στα σοβαρά earth (a:r0): (η) γή II στεριά II χώμα II γείωση II down to ~: λογικός, προ¬ σγειωμένος II - bound: χωρίς φαντα¬ σία II ~en: (adj) πήλινος II ~ly: (adj) γήινος II πρακτικός II -quake: (η) σει¬ σμός II -work: (η) επιχωμάτωση II χω¬ μάτινη κατασκευή ease (i:z) [-d]: (ν) καταπραύνω II ανα¬ κουφίζω, απαλύνω II χαλαρώνω II σπρώχνω απαλά II (π) άνεση, ευκολία Η ελευθερία, φυσικότητα II οικονομική άνεση II at ~: ανάπαυση! II σε ανά¬ παυση easel (i:zal): (η) καβαλέτο ζωγράφου east (i:st): (η) ανατολή II (adj)

ανατολικός II (adv) ανατολικά, προς ανατολάς II - bound: (adj) προς ανατολάς, με κατεύθυνση ανατολική II -erly: (π) ανατολικός άνεμος II -ern: ανατολικός Easter ('i:star): (η) Πάσχα easy ( i:zi): (adj) εύκολος II ανέμελος II άνετος II επιεικής II όχι συγκρατημέ¬ νος II (adv) προσεκτικά, με σύνεση II chair: πολυθρόνα II - going: ανέμελος II go - on: (ν) φέρομαι προσεκτικά ή με επιείκεια II take it ~: (ν) συγκρατιέμαι II δεν παρακουράζομαι, πάω με το “πάσο” μου eat (i:t) [ate, eaten]: (ν) τρώω II -able: (adj) φαγώσιμος II - away: κατατρώω, φθείρω II -ery: (π) μαγειρείο, μικρό εστιατόριο II ~s: (η) φαΐ II - one’s heart out: σκάω από τη ζήλια II one’s words: ανακαλώ, “καταπίνω” τα λόγια μου eaves (i:vz): (η) γείσωμα στέγης II drop [-ped]: (ν) κρυφακούω ebb (eb) [-ed]: (ν) αποτραβιέμαι II ξεπέ¬ φτω II (η) πτώση, παρακμή II άμπωτη ebony (' ebani): (η) έβενος II (adj) εβένινος II πολύ σκούρος ebullient (i' buliant): (adj) κοχλάζων, σε βρασμό II υπερενθουσιώδης eccentric (ik' sentrik): (adj) εκκεντρι¬ κός, ιδιότροπος II εκτός κέντρου II μη ομόκεντρος II -cam: (η) έκκεντρο μη¬ χανής II -itv: εκκεντρικότητα echelon (' ejalon): (η) στρατιωτικό τμή¬ μα II επίπεδο ιεραρχίας echo ( ekou) [-ed]: (ν) ηχώ, αντηχώ II επαναλαμβάνω, μιμούμαι II απηχώ II (π) ηχώ, αντήχηση II απομίμηση II sounder: ηχητικό βυθόμετρο eclip-se (Γ klips) [-d]: (ν) εκλείπω, κά¬ νω έκλειψη II επισκιάζω II (η) έκλειψη II παρακμή II -tic (i 'kliptik): (η) εκλει¬ πτική 121

economic επίδραση II πραγματοποίηση II ενέρ¬ γεια II εντύπωση II -ive: (adj) αποτελε¬ σματικός II σε ισχύ, ισχύων II ετοιμο¬ πόλεμος II -iveness: (η) αποτελεσματικότητα II ~s: (π) ατομικά είδη II “εφφέ” θεάτρου ή κινηματογράφου II -ual: (adj) δεσμευτικός, ισχύων II αποτελεσματικός II in -: πράγματι, αλήθεια II take (ν) μπαίνω σε ισχύ II ενεργώ effemina-cy (i' feminasi): (η) θηλυπρέπεια II ~te: (adj) θηλυπρεπής effervescen-ce (efar' vesans): (π) ανα¬ βρασμός II ζωηρότητα II ~t: (adj) αναβράζων II ζωηρός, εύθυμος II αεριού¬ χος efficacy ( efakasi): (π) αποτελεσματικότητα efficien-cy (i'fi/ansi): (η) απόδοση II ικανότητα για απόδοση II αποτελεσματικότητα II διαμέρισμα ενός δωματίου II ~t: (adj) ικανός, αποδοτικός II απο¬ τελεσματικός effigy (' efidzi): (η) ομοίωμα effort ( efart): (π) προσπάθεια II κό¬ πος, δυσκολία II -less: (adj) άκοπος, χωρίς προσπάθεια effrontery (i' frAntari): (π) αναίδεια II αυθάδεια effus-ion (e'fju:zan): (η) διάχυση II -ive: (adj) διαχυτικός egad (i'gaed): (int) για το Θεό! Θεέ μου! egalitarian (igaeli' teorian): (η) οπαδός, ισότητας egg (eg): (η) αυγό II τύπος (id) II beater: (η) χτυπητήρι αυγών II - cup: (π) αυγοθήκη II - head: (η) άνθρωπος του πνεύματος (id) II - on: (ν) εξωθώ, προτρέπω II - plant: (η) μελιτζάνα II - shaped: (adj) ωοειδής II - shell: (π) τσόφλι αυγού II (adj) ασπροκίτρινος II - white: (η) ασπράδι ego ( egou, i:gou): (η) το εγώ II -ism: (π) εγωισμός II —ist: (π) εγωιστής II -tism: (π) εγωπάθεια II —tist: (π) εγω¬ παθής egregious (i' gri:dzias): (adj) περιβόη¬ τος, διαβόητος egress (' i:gres): (η) έξοδος, διαφυγή

econom-ic (ika'nomik, aka'nomik): (adj) οικονομικός II ~ical: (adj) οικο¬ νομικός, φειδωλός II ~ics: (π) οικονο¬ μικές επιστήμες II ~ist (i' konamist):

(η) οικονομολόγος II οικονόμος II -ize (i' kanamaiz) [-d]: (ν) οικονομώ, κάνω οικονομία II ~y: (η) οικονομία ecst-asy (' ekstasi): (η) έκσταση II ~atic (ek' staetik): (adj) εκστατικός ecumenical (ikju:' menikal): (adj) οικου¬ μενικός eczema (eksama, eg'zi:ma): (η) έκζε¬ μα eddy (' edi): (η) δίνη Eden (' i:dan): (η) Εδέμ, παράδεισος edg-e (edz) [-dj: (v) οξύνω II πλαισιώ¬ νω II προχωρώ σιγά II (π) ακμή II οξύ¬ τητα II χείλος II πλεονέκτημα, υπεροχή II ~y: (adj) εκνευρισμένος II on ~e: νευριασμένος, ερεθισμένος II take the ~e off: (v) απαλύνω edible (' edibal): (adj) φαγώσιμος edict ( i:chkt): (η) διάταγμα edific-ation (edifi' keijan): (η) διαφώτι¬ ση II εποικοδόμηση, ανάπτυξη II ~e ('edifis): (n,) οικοδόμημα edit ( edit) [-ed]: (v) συντάσσω, επιμε¬ λούμαι ύλη για δημοσίευση II έχω επι¬ μέλεια έκδοσης II -ion (i'dijan): (η) έκδοση II -or: (η) συντάκτης II -orial: (π) κύριο άρθρο II ραδιοφ. σχόλιο II -or in chief: (π) αρχισυντάκτης II out: (η) περικόβω, εξαλείφω educat-e (edju:keit) [-d]: (ν) μορφώνω, εκπαιδεύω II πληροφορώ II ~ed: (adj) μορφωμένος II εκ των πραγμάτων ή εκ πείρας II -ion (edju' keijan): (π) μόρφωση, παιδεία II -ional: (adj) εκ¬ παιδευτικός II μορφωτικός II -or: (η) εκπαιδευτικός, παιδαγωγός educ-e (i: 'dju:s) [-d]: (ν) συνάγω, συ¬ μπεραίνω II -tion (i'd/vkjan): (η) συ¬ μπέρασμα eel (i:l): (η) χέλι eerie, eery ( iari): (adj) υπερφυσικός II μυστηριώδης II τρομακτικός efface (i'feis) [-d]: (ν) εξαλείφω II θα¬ μπώνω effect (i'fekt) [-ed]: (ν) φέρνω αποτέ¬ λεσμα II εκτελώ II (π) αποτέλεσμα II

122

elicit (a) Αίγυπτος II -ian: (η) Αιγύπτιος II (adj) αιγυπτιακός eiderdown (' aidardaun): (η) πάπλωμα με πούπουλα eight (eit): (η) οκτώ II ~een: δέκα οκτώ II -eenth: δέκατος όγδοος II ~h: όγδο¬ ος II -ieth: ογδοηκοστός II ~y: ογδό¬ ντα either (' i:0ar, ' ai6ar): (pron & conj) οποιοσδήπτε από τους δύο II ή, είτε II και οι δυό II ούτε ejaculat-e (i' dzaekjuleit) [-d]: (ν) ανα¬ φωνώ II εκσπερπατώνω II -ion: (η) επιφώνημα II εκσπερμάτωση eject (i'dzekt) [-ed]: (ν) εκτοξεύω II αποβάλλω II εκβάλλω II ~a: (η) απορ¬ ρίμματα II -ion: (π) εκτόξευση II απο¬ βολή II απόρριψη II -ion seat: (η) εξα¬ κοντιζόμενο κάθισμα οχήματος ή σκά¬ φους II -or: (η) εκβολέας elaborat-e (i'lsbareit) [-d]: (ν) επεξερ¬ γάζομαι II εκφράζομαι λεπτομερώς II (ilaebarit): (adj) πολύπλοκος II λεπτο¬ μερώς επεξεργασμένος II -ely: (adv) με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια II με λεπτολογία II -ion: (η) επεξεργασία II λεπτομερειακή απόδοση ή έκφραση elapse (i'laeps) [-d]: (ν) διαρρέω, περνώ elastic (i'lsstik): (adj) ελαστικός II (η) ελαστικό II -ity (elaes' tisiti): (η) ελα¬ στικότητα elat-e (i'leit) [-d]: (ν) ενθουσιάζω II δί¬ νω χαρά II ~d: (adj) ενθουσιασμένος II καταχαρούμενος II -ion: (η) ενθουσια¬ σμός, χαρά elbow ( elbou): (η) αγκώνας II καμπή, γωνία II στροφή ποταμού II [-ed]: (ν) σπρώχνω με τους αγκώνες II - room: ευρυχωρία elder ( elder): (η) πρόγονος II δημογέ¬ ροντας, προεστός II ζαμπούκος, κου¬ φοξυλιά II ~ly: ηλικιωμένος eldest (' eldsst): πρεσβύτατος, πρωτότο¬ κος elect (i'lekt) [-ed]: (ν) εκλέγω II (adj) εκλεκτός II εκλεγείς αλλά μη αναλαβών καθήκοντα II -ion: (η) εκλογή II -ioneer [-ed]: (ν) ψηφοθηρώ II -ioneering: (π) ψηφοθηρία II -ive: (adj) αιρετός II -or: (π) εκλογέας II

-oral: (adj) εκλογικός II -orate:

(η) οι εκλογείς II εκλογική περιφέρεια electr-ic (i'lektrik), —ical: (adj) ηλεκτρι¬ κός II ηλεκτρισμένος II -ical engineer: (η) ηλεκτρολόγος μηχανικός II ~ic chair: υλεκτρ. καρέκλα II -ician (ilek' trijan): (η) ηλεκτροτεχνίτης II —icity (ilek' trisiti): (η) ηλεκτρισμός II ~ic ray: το ψάρι νάρκη II -ification (ilektrifi' keijan): (η) ηλεκτροκίνηση II εξηλεκτρισμός II —ify (i'lektrifai) [ied]: (ν) εξηλεκτρίζω II ηλεκτρίζω electrocut-e (i lektrakju:t) [-d]: (v) προκαλώ ηλεκτροπληξία II σκοτώνω με ηλεκτροπληξία II -ion: (η) ηλεκτρο¬ πληξία electrode (i' lektroud): (η) ηλεκτρόδιο electrolysis (ilek' trolasis): (η) ηλεκτρόλυση electron (i' lektron): (π) ηλεκτρόνιο II ~ic (elak' tronik): (adj) ηλεκτρονικός II -ics: (η) ηλεκτρονική elegan-ce ( elagans): (η) χάρη, φινέτσα II κομψότητα II ~t: (adj) έξοχος, φίνος II κομήχ3ς elegy ( eladzi): (η) ελεγείο element (' elamant): (η) στοιχείο II ~al, -ary (ela mental, ela' mentari): (adj) στοιχειώδης II στοιχειακός II -ary education: (η) στοιχειώδης εκπαίδευ¬ ση elephant (' elafant): (η) ελέφαντας II -ine: (adj) τεράστιος, ογκώδης Eleusis (e'lju:sis): (η) Ελευσίνα elevat-e (' elaveit) [-d]: (ν) υψώνω II ανυψώνω II -ed: (adj) ανυψωμένος, εναέριος II χαρούμενος II -ion: (η) ύψος II ανύψωση II front -ion: (π) πρόσθια όψη, πρόσοψη II side -ion: (π) πλάγια όψη II -or: (η) ανελκυστή¬ ρας eleven (i levan): (η) έντεκα II - fold: (adj) ενδεκαπλάσιος II ~th: (adj) ενδέ¬ κατος II ~th hour: τελευταία στιγμή elf (elf): (η) ξωτικό, καλικαντζαράκι II νάνος II άτακτο παιδί, “διαβολάκι” II -in, —ish: (adj) πονηρούλης, άτακτος, “διαβολάκι” elicit (i lisit) [-ed]: (ν) βγάζω II φανε¬ ρώνω

Egypt ('iidzipt):

123

eligible επιβίβαση II - on: (ν) βάζω μπρος, αρχίζω embarrass (em'baeras) [-ed]: (ν) προ¬ καλώ αμηχανία II περιπλέκω II στενο¬ χωρώ II -ment: (η) αμηχανία II στενο¬ χώρια embassy (' embasi): (η) πρεσβεία embed (em' bed, im bed) [-ded]: (v) εντειχίζω II σφηνώνω II χαράζω στη μνήμη embellish (im belij) [-ed]: (ν) καλλωπί¬ ζω, εξωραΐζω II προσθέτω φανταστι¬ κές λεπτομέρειες σε ομιλία, “γαρνί¬ ρω” II -ment: (η) καλλωπισμός II “γαρνίρισμα” ομιλίας ember ( embar): (η) αναμμένο κάρβου¬ νο II ~s: (π) χόβολη, θράκα embezzle (em'bezal) [-d]: (ν) κατα¬ χρώμαι II ~r: (η) καταχραστής II -ment: (η) κατάχρηση embitter (em'bitar, im'bitar) [-ed]: (v) πικραίνω emblem (' emblam): (η) έμβλημα embod-y (im'bodi) [-ied]: (ν) ενσαρκώ¬ νω II ενσωματώνω II προσωποποιώ II -iment: (π) ενσάρκωση II ενσωμάτωση II προσωποποίηση embolism ( embalizam): (π) εμβολή embosom (im' buzam) [-ed]: (ν) αγκα¬ λιάζω II προστατεύω emboss (im'bos) [-ed]: (ν) χαράζω II γεμίζω στολίδια II -ment: (η) ανάγλυ¬ φο embrace (em breis, im breis) [-d]: (v) αγκαλιάζω II περιβάλλω II περιλαμβά¬ νω II παραδέχομαι, δέχομαι, υιοθετώ II (η) αγκάλιασμα II παραδοχή, υιοθέτη¬ ση embroider (im broidar) [-ed]: (ν) κεντώ II “γαρνίρω” ομιλία, τα παραλέω II ~y: (η) κέντημα embroil (im broil) [-ed]: (ν) ανακα¬ τεύω, περιπλέκω embryo ( embriou): (π) έμβρυο II -nic: (adj) νηπιακός, μη αναπτυγμένος emcee, [M.C.] ( emsi:): (π) “κονφερανσιέ”, εκφωνητής τελετών (συγκ.: master of ceremonies) emerald (' emarald): (η) σμαράγδι emerge (i' ma:rdz) [-d]: (ν) αναδύομαι

eligib-le (' eladzabal): (adj) εκλέξιμος II

επιθυμητός II κατάλληλος II πολύφερ¬ νος II —ility: (η) αιρετότητα II καταλ¬ ληλότητα eliminat-e (ilimaneit) [-d]: (ν) εξαλεί¬ φω II εξουδετερώνω II -ion: (η) εξά¬ λειψη II εξουδετέρωση elite (i li:t): (π) επίλεκτοι ·. elk (elk): (η) άλκη (είδος ελαφιού) ellip-se (i' lips): (η) έλλειψη II -tic: (adj) ελλειπτικός elm (elm): (π) φτελιά elocution (ela' kjujan): (η) έκφραση, λε¬ κτικό II ρητορική II στόμφος elongat-e (i'loqgeit) [-d]: (v) μακραίνω II γίνομαι πιο μακρύς II ~ed: (adj) επι¬ μήκης II -ion: (η) επιμήκυνση elope (i'loup) [-d]: (v) απάγομαι εκού¬ σια II -ment: (η) εκούσια απαγωγή eloquen-ce (' elokwans): (η) ευγλωττία II ~t: (adj) εύγλωττος else (els): (adj) άλλος II (adv) αλλιώς II -where: (adv) αλλού elucidat-e (i'lu:sideit) [-d]: (v) διασαφη¬ νίζω, διευκρινίζω II -ion: (η) διασά¬ φηση, διευκρίνιση elu-de (i lju:d) [-d]: (v) διαφεύγω II υπεκφεύγω II -sive: (adj) ασύλληπτος II απατηλός II -sory: (adj) απατηλός em (am): see them emaciate (i meijieit) [-d]: (v) αδυνατί¬ ζω II ~d: (adj) κάτισχνος emanat-e (emaneit) [-d]: (v) πέμπω, εκπέμπω II ακτινοβολώ II πηγάζω, προέρχομαι II -ion: (η) ακτινοβολία emancipat-e (i' maensapeit) [-d): (v) χει¬ ραφετώ II ~ed: (adj) χειραφετημένος II -ion: (η) χειραφέτηση emasculate (i' maeskjuleit) [-d]: (v) ευ¬ νουχίζω embalm (im'ba:m) [-ed]: (v) ταριχεύω, βαλσαμώνω II αρωματίζω embank (im'baeQk) [-ed]: (η) επιχωμα¬ τώνω II -ment: (η) ανάχωμα II επιχωμάτωση embargo (em ba:rgou): (η) παρεμπόδιση εισόδου και εξόδου πλοίων II απο¬ κλεισμός, απαγόρευση embark (em'ba:rk) [-ed]: (ν) επιβιβάζω II επιβιβάζομαι II -ation, -ment: (η) 124

encourage II ξεπροβάλλω II γίνομαι προφανής II (π) ανάδυση II εμφάνιση II ~ncy: (π) έκτακτη ανάγκη, κίνδυνος II ~ncy brake: χειρόφρενο II ~ncy exit: έξο¬ δος κινδύνου II ~nt: επείγον emeritus (i meritas): (adj) τιμητικός emersion (i' ma:rjan): (η) ανάδυση emery (' email): (η) σμύριδα II -board, -paper: (η) σμυριδόχαρτο II - cloth: (η) γυαλόχαρτο emetic (i' metik): (adj & η) εμετικό emigr-ant ('emigrant): (η) μετανάστης II (adj) μεταναστευτικός II -ate (emigreit) [-d]: (v) μεταναστεύω II -ation: (η) μετανάστευση eminen-ce ('eminans): (η) ύψωμα II πε¬ ριωπή, ανωτερότητα II E~: εξοχότητα (τίτλος) II ~t: (adj) εξέχων II ~t domain: δικαίωμα απαλλοτρίωσης emissary ( emisari): (nj απεσταλμένος emi-ssion (i'mijan): (η) εκπομπή II έκ¬ δοση II ~t (i'mit) [-ted]: (v) εκπέμπω II εκφέρω II εκδίδω emot-ion (i'moujan): (η) συγκίνηση, αί¬ σθημα II -ional, -ive: (adj) συγκινη¬ σιακός II συγκινητικός II -ional: (adj) συναισθηματικός II ευκολοσυγκίνητος II -ionless: (adj) ασυγκίνητος, απαθής emp-eror ( emparar): (η) αυτοκράτορας II θέκλη (είδος πεταλούδας) II -ress: (η) αυτοκράτειρα empha-sis (' emfasis): (π) έμφαση II -size (emfasaiz) [-dj: (ν) δίνω έμφα¬ ση, τονίζω II -tic (em'faetik): (adj) εμφατικός empire ( em'paiar): (η) αυτοκρατορία II τεράστια επιχείρηση, μεγαλοβιομηχανία II - State: Ν. Υόρκη empiric (em'pirik): (η) εμπειρικός II τσαρλατάνος II ~al: (adj) εμπειρικός II πρακτικός, από πείρα employ (im' plai) [-ed]: (ν) προσλαμβά¬ νω II έχω στη δουλειά, απασχολώ II βάζω σε χρήση, εφαρμόζω II (η)' πρό¬ σληψη II απασχόληση II ~ee: (η) εργα¬ ζόμενος, υπάλληλος II ~er: (η) εργοδό¬ της II -ment: (η) πρόσληψη II απασχό¬ ληση II χρήση II -ment agency: γρα¬ φείο εύρεσης εργασίας emporium (em ' po:riam): (π) εμπορικό

κέντρο II παντοπωλείο

empower (im' pauar) [-ed]: (ν) εξουσιο¬

~nce:

δοτώ

empress: see emperor empty (' empti) f-ied]: (ν) αδειάζω II

ξαλαφρώνω II (adj) άδειος II όχι κατει¬ λημμένος II πεινασμένος II - handed: με άδεια χέρια II - headed: κουφιοκέ¬ φαλος II -ing: (π) κένωση, άδειασμα emulate (' emjaleit) [-d]: (ν) αμιλλώμαι II μιμούμαι emulsion (i' mAljan): (η) γαλάκτωμα enable (i'neibal) [-d]: (ν) κάνω δυνατό ή πραγματοποιήσιμο II επιτρέπω, κα¬ θιστώ ικανό II διευκολύνω enact (i'naekt) [-ed]: (ν) παίζω ρόλο II θεσπίζω enamel (i 'naemal): (η) σμάλτο II αδαμα¬ ντίνη II βερνίκι II [-ed]: (ν) σμαλτώνω encage (in' keidz) [-d]: (ν) εγκλωβίζω encamp (in 'kaemp) [-ed]: (ν) στρατοπε¬ δεύω II -ment: (η) στρατόπεδο II στρατοπέδευση encase (in' keis) [-d]: (ν) περικλείνω II βάζω σε θήκη II περιβάλλω με επένδυ¬ ση encephalitis (ensefa laitis): (η) εγκεφα¬ λίτιδα enchain (in tjein) [-ed]: (η) αλυσοδένω enchant (in'tjaent, in'tjamt) [-ed]: (v) γοητεύω II μαγεύω II ~er: (π) γόης II μάγος encircle (in sa:rkl) [-d]: (ν) περικυκλώ¬ νω II περιβάλλω II κινούμαι σε κυκλι¬ κή τροχιά II πολιορκώ enclos-e (in' klouz) f-d]: (ν) περικλείνω II περιβάλλω II εσωκλείω II -ed: εσώ¬ κλειστο II -ure: (η) περίβολος II περί¬ κλειστος χώρος II εσώκλειστο encompass (in'kAmpas) [-ed]: (ν) συ¬ μπεριλαμβάνω encore ( ai]ko:r) [-d]: (ν) καλώ και πά¬ λι στη σκηνή, φωνάζω “ανκόρ”, “μπις” II (η) δεύτερη παρουσίαση, “ανκόρ” encounter (an kauntar) [-ed]: (ν) συνα¬ ντώ τυχαία, βρίσκω II (η) συνάντηση II αντιμετώπιση encourage (an' kAridz) [-d]: (ν) ενθαρ¬ ρύνω II υποστηρίζω, ευνοώ II -ment: 125

encroach (η) ενθάρρυνση

d]: (ν) ενεργοποιώ, βάζω σε ενέργεια II ~y ('.enardzi): (π) ενέργεια II δραστη¬ ριότητα, ζωτικότητα enervate ( ena:rveit) ]-d]: (ν) εξασθενίζω enfant terrible (an fan te'ri:bl): τρομε¬ ρό παιδί enfilade (enfi' leid) ]-d]: (ν) κάνω θερι¬ στική βολή enfold (in'fould) [-ed]: (ν) περιβάλλω enforce (an' fo:rs) [-dj: (ν) επιβάλλω υπακοή ή εφαρμογή II βάζω σε ισχύ II δίνω έμφαση enfranchise (enfrasn' tjaiz) ]-d]: (ν) χο¬ ρηγώ πολιτικά δικαιώματα engage (an'geidz) ]-d]: (ν) προσλαμβά¬ νω II μισθώνω, κλείνω II προσηλώνω, τραβώ II κάνω χρήση II εμπλέκω II συνδέω II δεσμεύω II εμπλέκομαι II ~d: (adj) κρατημένος, κλεισμένος II απα¬ σχολημένος II κατειλημμένος II αρραβωνιασμένος II -ment: (η) μίσθωση II πρόσληψη II αρραβώνας II δέσμευση II κλείσιμο, “αγκαζάρισμα” II εμπλοκή II σύνδεση II -ments: (η) οικονομικές υποχρεώσεις engender (in dzendar) ]-ed]: (ν) παρά¬ γω, γεννώ engine (endzin): (η) μηχανή II κινητή¬ ρας II ~er (endza ni:r): (η) μηχανικός II ιθύνων νους II ~er [-ed]: (ν) μηχα¬ νεύομαι II μηχανορραφώ II -ering: (η) μηχανική επιστήμη II ~ry: (η) πο¬ λεμική μηχανή II steam ~: (η) ατμομη¬ χανή II tandem ~s: (η) συζευγμένες ατμομηχανές Engl-and (' ingland): (η) Αγγλία II —ish: (η) Αγγλος II (adj) Αγγλικός II (η) αγ¬ γλική γλώσσα II -ish Channel: (η) Μάγχη II -ish horn: πίπιζα II -ishism: (π) αγγλισμός II -ishman: (η) Αγγλος II -ishwoman: (η) Αγγλίδα engorge (in go:rdz) f-d]: (ν) καταβρο¬ χθίζω II παρατρώω engrav-e (in greiv) ]-dj: (ν) χαράζω, γλύφω II εντυπώνω II -ing: (η) χαρα¬ κτική II γλυπτό engross (in grous) ]-ed|: (ν) απορροφώ την προσοχή II μονοπωλώ II -ed: (adj) απορροφημένος II -ing: (adj) πο-

encroach On ' kroutj) [-ed]: (v) καταπα¬ τώ II παρεμβαίνω II ~ment: (π) κατα¬

πάτηση II παρέμβαση

encumb-er (an ' kAmbar) [-edJ: (v) εμποδίζω II επιβαρύνω II -ranee: (n)

εμπόδιο II επιβάρυνση

encyclical (an' siklikal): (nj εγκύκλιος encycloped-ia (ensaiklou pi:dia): (n) εγκυκλοπαίδεια II ~ic: (adj) εγκυκλο¬

παιδικός

end (end) [-ed|: (v) τελειώνω II τερματί¬

ζομαι II καταλήγω II (π) τέλος II (adj) τελικός II (η) άκρο II (adj) ακραίος II (η) αποτέλεσμα II επιδίωξη II υπόλοιπο II κατάληξη II μέρος ευθύνης ή υπο¬ χρέωσης II dead αδιέξοδο II ~ing: τέλος II κατάληξη II -less: (adj) ατέλει¬ ωτος II ατέρμων II ~ matter: (π) πα¬ ράρτημα βιβλίου II - most: (adj) ακρότατος, τελευταίος II ~ table: (η) τρα¬ πεζάκι σαλονιού II make ~s meet: τα φέρνω “βόλτα" II no ~: ατέλειωτο, πάρα πολύ endanger (an' deindzar) [-ed]: (ν) βάζω ή εκθέτω σε κίνδυνο endeavor (an devar) (-ed]: (v) προσπα¬ θώ II προσπάθεια endemic (en demik): (adj) ενδημικός endive (' endaiv): (η) αντίδι II πικραλί¬ δα endocrine (' endokrain): (adj) ενδοκρι¬ νής endorse (in do:rs) ]-d]: (v) οπισθογρα¬ φώ II επικυρώνω II επιδοκιμάζω, συμ¬ φωνώ II ~e: (π) κομιστής II -rnent: (η) οπισθογράφηση II επικύρωση II ~r: (η) οπισθογράφος endow (en'dau) (-ed]: (ν) παρέχω II δω¬ ρίζω, προικίζω II ~ed: (adj) προικισμέ¬ νος endur-e (en dju:r) ]-d]: (ν) υπομένω, έχω καρτερία II αντέχω II -able: (adj) ανεκτός II -ance: (η) καρτερία II αντο¬ χή II -ing: (adj) καρτερικός II έμμονος enema (' enama): (η) κλύσμα enemy ('enami): (η) εχθρός II (adj) εχθρικός energ-etic (enar' dzetik): (adj) ενεργητι¬ κός II δραστήριος II -ize ( enafgaiz) [-

126

entitle λύ ενδιαφέρων engulf (in 'gAlf) [-ed]: (v) περικλείνω II περισφίγγω II υπερκαλύπτω, σκεπάζω enhance (en'haens, en 'ha:ns) [-d]:' (v) υπερτιμώ, ανεβάζω αξία enigma (i'nigma): (η) αίνιγμα II -tic (eni' gmaetik): (adj) αινιγματικός enjoin (en'dzoin) [-ed]: (v) επιβάλλω II απαγορεύω II -der: (η) εντολή enjoy (en dzoi, in'dzoi) [-ed]: (v) απο¬ λαμβάνω II -able: (adj) απολαυστικός, ευχάριστος II -ment: (η) ευχαρίστηση, απόλαυση enkindle (en'kindl) [-d]: (v) συνδαυλί¬ ζω enlarge (en'la:rdz, in'la:rdz) [-d]: (v) επεκτείνω II μεγεθύνω II επεκτείνομαι II -ment: (η) επέκταση II μεγέθυνση enlighten (en'laitn) [-ed]: (ν) διαφωτί¬ ζω, φωτίζω II κάνω γνωστό II -ment: (η) διαφώτιση enlist (en'list) [-ed]: (ν) στρατολογώ II κατατάσσω II κατατάσσομαι II -ed man: (η) στρατιώτης enliven (en'laivan) [-ed]: (ν) δίνω ζωή, ζωογονώ en masse (en' maes): ομαδικά, όλοι μα¬ ζί enmity ( enmiti): (η) έχθρα ennoble (i'noubal) [-d]: (v) εξευγενίζω ennui ('a:n'wi:): (η) πλήξη, ανία enorm-ity (e' no:rmiti): (η) τερατουργία II τερατούργημα II -ous: (adj) πελώ¬ ριος II -ously: (adv) υπέρμετρα enough (i'nAf): (adj) αρκετός II (adv) αρκετά enrage (in' reidz) [-d]: (v) εξοργίζω enrapture (en' raeptjar) [-d]: (v) γοη¬ τεύω, μαγεύω enrich (en' ritj) [-ed]: (v) εμπλουτίζω II -ment: (η) εμπλουτισμός enroll (en' roul) [-ed]: (v) εγγράφω II τυλίγω II -ment: (η) εγγραφή II αριθ¬ μός εγγραφέντων en route (an' ru:t): καθ’ οδόν II κατά μήκος διαδρομής enshroud (in' .fraud) [-ed]: (v) κρύβω, περιβάλλω ensign (ensan): (η) σημαιφόρος II ('ensan, 'ensain): (η) στρατιωτική ή

ναυτική σημαία enslave (en' sleiv) [-d]: (v) υποδουλώνω II -ment: (η) υποδούλωση ensnare (en' snear) [-d]: (v) παγιδεύω II δελεάζω ensu-e (en'sju:) [-d]: (v) επακολουθώ, έπομαι II -ing: (adj) επόμενος, ακό¬ λουθος ensure (en 'juar) [-d]: (v) εξασφαλίζω II διασφαλίζω, εγγυούμαι entail (en 'teil) [-ed]: (v) συνεπάγομαι II επιφέρω II επιβάλλω entangle (en'taeqgal) [-d]: (v) περιπλέ¬ κω, μπερδεύω entente (an'ta:nt): (η) συνεννόηση, συμμαχία, “αντάντ” enter ('entar) [-ed]: (v) μπαίνω II δι¬ εισδύω II διαπερνώ II εισάγω II γίνομαι μέλος II παίρνω μέρος II καταγράφω II break and ~: (ν) μπαίνω με διάρρηξη II - on, - upon: αρχίζω, αναλαμβάνω enteric (en' terik): (adj) εντερικός enterpris-e (' entarpraiz): (η) εγχείρημα II επιχείρηση II τόλμημα II τόλμη, απο¬ φασιστικότητα II -ing: (adj) αποφασι¬ στικός II τολμηρά φιλόδοξος entertain ('entar tein) [-ed]: (ν) δια¬ σκεδάζω II περιποιούμαι II έχω στο νού, τρέφω II ~er: (η) καλλιτέχνης θε¬ άτρου, κινηματογράφου κλπ. II -ing: (adj) διασκεδαστικός II -ment: (η) δια¬ σκέδαση II θέαμα II περιποίηση enthrall (en' Θγο:1) [-ed]: (ν) γοητεύω, μαγεύω enthrone (en'0roun) [-d]: (ν) ενθρονί¬ ζω enthus-e (en'0u:z) [-d]: (ν) δείχνω εν¬ θουσιασμό II ενθουσιάζομαι II -iasm (en ' 0u:ziaszam): (π) ενθουσιασμός II —iast: (η) ενθουσιώδης οπαδός II φα¬ νατικός II -iastic: (adj) ενθουσιώδης entice (en'tais) [-d]: (ν) δελεάζω, πλα¬ νεύω entire (en' taiar): (adj) ολόκληρος II ακέραιος II ~ly: (adv) εξ ολοκλήρου II αποκλειστικά II ~ty: (η) σύνολο, ολό¬ τητα entitle (en'taital) [-d]: (ν) τιτλοφορώ, ονομάζω II δίνω δικαίωμα, παρέχω II εξουσιοδοτώ II be ~d: (ν) δικαιούμαι

127

entity entity ('entati:): (η) ύπαρξη, οντότητα entomb (en'tu:m) [-ed]: (v) ενταφιάζω entrails (entreilz): (η) εντόσθια entrance (entrans): (η) είσοδος II δι¬ καίωμα εισόδου II ~ fee: (η) αντίτιμο

enzyme ( enzaim): (π) ένζυμο eon ( i:Qn); (η) αιώνας, μεγάλο χρον. διάστημα II -ian: (adj) αιωνόβιος epaulet (epodet): (η) επωμίδα ephemer al (i'femsral): (adj) εφήμερος II -is: (π) αστρονομικός πανδέκτης II

εισιτηρίου, δικαίωμα συμμετοχής, εγ¬ γραφής ή εισόδου II ~ examination: εισαγωγική εξέταση II ~ fyall: (π) προ¬ θάλαμος II (in'tra:ns) [-d]: (ν) ρίχνω σε έκσταση entrap (entrap) [-ped]: (ν) παγιδεύω entreat (en'tri:t) [-ed]: (ν) εκλιπαρώ II ~ing: (adj) ικετευτικός II ~y: (η) έκ¬ κληση, ικεσία entre e (antrei): (η) δικαίωμα εισόδου II ελεύθερη είσοδος II το κυρίως πιάτο γεύματος II πρώτο πιάτο επίσημου γεύματος entrench (en'trentj) [-ed]: (ν) περιχα¬ ρακώνω II κάνω οχυρωματικά II εντυ¬ πώνω, χαράζω II ~ed: (adj) οχυρωμέ¬ νος II ~ment: (η) περιχαράκωση II οχύρωση entrepreneur (' entrapre' nar): (η) επι¬ χειρηματίας II χρηματοδότης II “ιμπρε¬ σάριος” entrust (en'trASt) [-ed]: (ν) εμπιστεύο¬ μαι II αναθέτω entry ( entri): (η) είσοδος II καταχώρι¬ ση II εγγραφή II ~ way: (π) είσοδος, δίοδος entwine (en' twain) [-d]: (V) περιτυλίγω enumerate (i' nju:mareit) [-d]: (ν) απα¬ ριθμώ enunciat-e (i 'nAnlieit) [-d]: (ν) δηλώνω ρητά II προφέρω καθαρά II -ion: (η) ρητή δήλωση II καθαρή προφορά envelop (en velap) [-ed]: (ν) περιβάλ¬ λω, περικλείνω II ~e (envaloup): (π) φάκελος II περίβλημα envi-able (enviabal): (adj) επίζηλος II αξιοζήλευτος II -ous (envias): (adj) φθονερός, ζηλότυπος environ (in'vaiaran) [-ed]: (ν) περιβάλ¬ λω II -ment: (η) περιβάλλον envoy ( envoi): (η) απεσταλμένος II επιτετραμμένος envy ( envi) [-ied]: (ν) ζηλεύω, φθονώ II (η) ζήλια, φθόνος II αξιοζήλευτο αντικείμενο

ημερολόγιο epic (' epik): (π) έπος II (adj) επικός epicentre (' episentar): (η) επίκεντρο epicure ( epikjuar): (π) γνώστης καλού φαγητού και ποτού epidemic (epi' demik): (adj) επιδημικός II (η) επιδημία epigram ('epigram): (π) επίγραμμα II -matic: (adj) επιγραμματικός epilep-sy (' epilepsi): (η) επιληψία II -tic (epi' leptik): (adj) επιληπτικός epilogue (' epilog): (η) επίλογος Epiphany (e 'pifani): (η) Θεοφάνια Epirus (i' peiaras): (η) Ήπειρος episcopal (i' piskapal): (adj) επισκοπι¬ κός episod-e (' epasoud): (η) επεισόδιο II ~ic: (adj) επεισοδιακός epistle (i 'pisal): (η) επιστολή epitaph (' epitaef)'- (η) επιτάφιος epithet ('epi0et): (η) επίθετο II χαρα¬ κτηρισμός epitom-e (i 'pitami): (η) επιτομή, περί¬ ληψη II αντιπροσωπευτικός τύπος II -ize (i pitamaiz) [-d]: (ν) συνοψίζω H είμαι αντιπροσωπευτικός τύπος, αντι¬ προσωπεύω epoch ('i:pok): (π) εποχή equab-ility (ekwa biliti): (η) ομοιομορ¬ φία II ομαλότητα II ~le (' ekwabal): (adj) ομοιόμορφος II ομαλός equal ('i:kwal): (adj) ίσος II αντάξιος II ομότιμος II [-ed or -led]: (ν) ισούμαι II ισοφαρίζω II -ity: (η) ισότητα II -ize [-d]: (ν) εξισώνω II ισορροπώ II κάνω ομοιόμορφο II -izer: (π) εξισωτής II ισορροπιστής II πιστόλι (id) II ~ly: (adv) εξίσου II - sign, ~s sign, -ity sign: (η) σημείο ισότητας, ίσον equanimity (i:kwa' nimiti): (η) αταρα¬ ξία, ηρεμία equat-e (i' kweit) [-d]: (ν) εξισώνω II εξισούμαι II εκφράζω σαν εξίσωση II -ion: (π) εξίσωση II ισορροπία II -or: 128

essay (π) ισημερινός II -orial: (adj) ισημερι¬ νός equestrian (i' kwestrian): (adj) ιππικός II έφιππος equi-distant (i:kwi' distant): (adj) ισαπέχων II -lateral (i:kwi' laetaral): (adj) ισόπλευρος II -librium (i:kwi' libriam): (η) ισορροπία equinox (' ikwinoks): (η) ισημερία equip (i'kwip) [-ped]: (v) εφοδιάζω II εξοπλίζω II -age: (η) εξοπλισμός II -ment: (η) εφοδιασμός II εφόδια II τροχαίο υλικό equit-able (' ekwitabal): (adj) ευθύς, δί¬ καιος II αμερόληπτος II ~y: (η) ευθύτη¬ τα II αμεροληψία equivalent (i' kwivalant): (adj) ισοδύνα¬ μος II ισάξιος, ισότιμος equivocal (i' kwivakal): (adj) ασαφής II διφορούμενος II αμφίβολος II ύποπτος, αμφίβολου ποιού era (' iara): (η) περίοδος, εποχή eradicat-e (i' raedikeit) [-d]: (ν) εξαλεί¬ φω II εξολοθρεύω II ξεριζώνω II -ion: (η) εξάλειψη II εξολόθρευση II ξερίζωμα erase (i'reiz) [-d]: (ν) σβήνω II εξαλεί¬ φω II σκοτώνω (id) II ~r: (η) σβηστήρι II -ure: (π) σβήσιμο II διαγραφή erect (i'rekt) [-ed]: (ν) ανεγείρω II συ¬ ναρμολογώ, κατασκευάζω II εγκαθι¬ δρύω II εγείρομαι II (adj) όρθιος II ανυψωμένος II -ion: (π) ανέγερση II ανόρθωση II -or: (η) ανυψωτήρας eristic (i ristik): (adj) εριστικός ermine ('a:rmin): (π) νυφίτσα II γούνα ερμίνα ero-de (i roud) [-d]: (ν) διαβρώνω II κατατρώγω II διαβρώνομαι II υποσκά¬ πτω II -sion (i 'rouzan): (η) διάβρωση II φθορά II -sive: (adj) διαβρωτικός II φθοροποιός erotic (i'ratik): (adj) σεξουαλικά ερωτι¬ κός II διεγερτικός II ~a: (η) σεξουαλική τέχνη ή λογοτεχνία II -ism: (η) ερωτι¬ σμός err (a:r) [-ed]: (ν) σφάλλω II αμαρτάνω errand (' erand): (η) μικροδουλειά, “θέλημα" II - boy: (η) μικρός βοηθός, κλητήρας II run ~s: (ν) κάνω θελήμα¬ 129

τα

err-ata (i'reita): (η) παροράματα II -atic (i raetic): (adj) ακανόνιστος,

άτακτος II σφαλερός II ιδιότροπος II -oneous (i'rounjas): (adj) εσφαλμένος II -or ('erar): (η) σφάλμα II πλάνη II λάθος ersatz (er 'za:ts): (η) υποκατάστατο, τε¬ χνητό προϊόν erstwhile (' earstwail): (adj) τέως erudite ( eru:dait): (adj) διαβασμένος, πολυμαθής erupt (i'rApt) [-ed]: (ν) ξεσπώ II πετά¬ γομαι II εκρήγνυμαι II βγάζω δόντια II -ion: (η) ξέσπασμα II έκρηξη II εξάν¬ θημα II οδοντοφυΐα escalat-e (' eskaleit) [-d]: (ν) κλιμακώ¬ νω II -ion: (η) κλιμάκωση II -or: (η) κυλιώμενη σκάλα escapade (' eskapeid): (η) περιπέτεια II ξέσπασμα escap-e (is'keip) [-d]: (ν) δραπετεύω II ξεφεύγω II αποφεύγω II (η) δραπέτευση II διαφυγή II ξέσκασμα, ξέδοσμα II μέ¬ σο διαφυγής ή αποφυγής II ~ee: (η) δραπέτης II -ement: (π) δραπέτευση II -ism: (η) αποφυγή της πραγματικότη¬ τας II —ist: (η) αυτός που αποφεύγει την πραγματικότητα escarpment (is' ka:rpmant): (η) ανάχω¬ μα II πρόχωμα escort (es'ko:rt) [-ed]: (ν) συνοδεύω II ('esko:rt): (η) συνοδεία II φρουρά II σωματοφυλακή II συνοδός escrow ( eskrou): (η) εχέγγυο προς τρίτον Eskimo ('eskimou): (η) εσκιμώος especial (is' pe/al): (adj) εξαιρετικός II ιδιαίτερος II ~ly: (adv) ιδιαίτερα espionage (' espiana:zh): (η) κατασκο¬ πία II counter ~: (η) αντικατασκοπία esplanade (' esplaneid): (η) φαρδιά λε¬ ωφόρος II παραλιακός πεζόδρομος esprit de corps (es' pri:da' ko:r) (η) συναδελφικό πνεύμα esquire (es' kwaiar): (η) κύριος II κύ¬ ριον (μετά το όνομα) essay (e' sei) [-ed]: (ν) προσπαθώ II δο¬ κιμάζω II ( esei, e'sei): (η) πραγμα¬ τεία II απόπειρα II δοκιμή II -ist: (η)

essence γία, ετυμολογικό

δοκιμιογράφος

Eucharist (jukerist): θεία ευχαριστία eulog-ize (juladzaiz) [-d]: (ν) εγκωμιά¬ ζω II ~y (' juladzi): (π) εγκώμιο II επι¬

essence (esans): (η) κυρία ουσία II αι¬

θέριο έλαιο II άρωμα, μύρο

essential (i'senjal): (adj) βασικός, κύ¬ ριος II ουσιώδης II (η) ουσία II ~ly: (adv) ουσιωδώς II βασικά II -oil: (π)

κήδειος

eunuch (' ju:nak): (η) ευνούχος euphemis-m (' ju:fimizam): (η) ευφημι¬ σμός II -tic: (adj) ευφημιστικός euphonic (ju:' fonik): (adj) ευφωνικός euphoria (ju:'foria): (η) ευφορία, ευε¬

αιθέριο έλαιο

establish (es'taeblij) [-ed]: (ν) εγκαθι¬

δρύω II στερεώνω, ενισχύω II ιδρύω II καθιστώ II εισάγω II αποδεικνύω, πι¬ στοποιώ II -ed: (adj) ανεγνωρισμένος, επιβεβαιωμένος II -ment: (η) εγκαθί¬ δρυση II στερέωση II εισαγωγή II από¬ δειξη, πιστοποίηση II ίδρυμα II οργά¬ νωση II το κατεστημένο estate (es'teit): (η) κτηματική περιου¬ σία II περιουσία II κληρονομιά, διαδο¬ χή II κοινωνική θέση II - office: (π) κτηματολογικό γραφείο esteem (es'ti:m) [-ed]: (ν) εκτιμώ, υπο¬ λήπτομαι II κρίνω, θεωρώ ως II (η) εκτίμηση, υπόληψη II -ed: (adj) ευυπό¬ ληπτος estimat-e (estimeit) [-d]: (ν) υπολογί¬ ζω, εκτιμώ II ( estimit): (η) υπολογι¬ σμός, εκτίμηση II -ion: (π) εκτίμηση, κρίση II υπόληψη, εκτίμηση estrange (es'treindz) [-d]: (ν) αποξενώ¬ νω II ~d: (adj) σε διάσταση estuary (estjuari): (η) ποταμόκολπος II στόμιο ποταμού etc: see et cetera et cetera (et'setara): και τα λοιπά etch (et/) [-ed]: (ν) χαράζω II -ing: (n) χαρακτική II χαλκογραφία ή ξυλογρα¬ φία etern-al (i'ta:rnal): (adj) αιώνιος II -ally: (adv) αιώνια, για πάντα II -ity: (π) αιωνιότητα II -ize [-d]: (ν) διαιωνίζω, αποθανατίζω ether (' i:0ar): (η) αιθέρας II -eal: (adj) αιθέριος ethic (e0ik): (π) ηθικός νόμος II ~al: (adj) ηθικός II ~s: (η) ηθική, ηθικοί κανόνες ethnic (e0nik): (adj) εθνικός II εθνολο¬ γικός II - group: εθνολογική ομάδα etiquette (etiket): (η) εθιμοτυπία, ετι¬ κέτα etymology (eta molodzi): (η) ετυμολο¬

ξία

eureka (ju:' ri:ka): (interj) εύρηκα! eurhythmies (ju:' ri0miks): (η) ρυθμική

γυμναστική

Europe (juarap): (η) Ευρώπη II -an:

(η) Ευρωπαίος II (adj) Ευρωπαϊκός

euthanasia (ju:0a' neizia): (η) ευθανα¬

σία

evacuat-e (i' vaekjueit) [-d]: νω II έχω κένωση II -ion:

(ν) (η)

εκκενώ¬ εκκένω¬

ση II κένωση evade (i'veid) [-d]: (ν) αποφεύγω II ξε¬ φεύγω evaluat-e (i' vaeljueit) [-d]: (ν) εκτιμώ, κάνω εκτίμηση II βρίσκω την τιμή II -ion: (η) εκτίμηση II εύρεση της τιμής evangel-ical (ivaen' dzelikal): (η) ευαγγε¬ λιστής II (adj) ευαγγελικός II —ist: ευ¬ αγγελιστής evaporat-e (i' vaepareit) [-d]: (ν) εξατμί¬ ζω II εξατμίζομαι II -ed milk: γάλα “εβαπορέ” II -ion: (π) εξάτμιση, εξαέ¬ ρωση evasion (i' veizhan): (η) υπεκφυγή II αποφυγή II -ive: (adj) με περιστροφές, όχι ευθύς II αποφυγή επαφής με εχθρό eve (i:v): (π) παραμονή even ( i:van) [-ed]: (ν) εξομαλύνω II ισοπεδώνω II εξισώνω, ισοφαρίζω II (adj) ομαλός, επίπεδος II κανονικός II στο ίδιο επίπεδο, στο ίδιο ύψος II ομοιόμορφος II ισόπαλος II ισόποσος II άρτιος, ζυγός II ακριβής, ακριβές ποσό II (adv) ακριβώς, τη στιγμή II ακόμη, ακόμη και αν II ~ly: (adv) ομαλά II κανονικά II ομοιόμορφα II - handed: αμερόληπτος II break ~: (ν) ισοφαρί¬ ζω II get ~: (ν) ανταποδίδω, εκδικού¬ μαι evening ('i:vniq): (η) βράδυ II δυσμές, 130

excel παρακμή II ~ dress: (η) βραδινό ένδυ¬ μα II ~ gown: (η) βραδινή τουαλέτα II ~ prayer: (η) εσπερινός II ~ star: (n) πούλια evensong (' i:v3nsoi]): (n) see evening prayer event (i'vent): (η) συμβάν, γεγονός II αποτέλεσμα, έκβαση II άθλημα, αγώνι¬ σμα II περίπτωση II ~ful: (adj) γεμάτος συμβάντα, “γεμάτος” II σπουδαίος II -ual (i' ventjual): (adj) ενδεχόμενος II τελικός II -uality: (π) πιθανότητα, το ενδεχόμενο II -ually: (adv) τελικά II ενδεχομένως II ~uate f-d]: (ν) απολή¬ γω ever (evar): (adv) πάντοτε II συνεχώς II επανειλημμένα II κάποτε, ποτέ II ~ and ~: πότε-πότε II ~ so: πολύ, τόσο πολύ II ~ so often: συχνά, πολλές φορές II ~ glade: (π) βαλτότοπος II ~ green: (adj) αειθαλής II ~ lasting: (adj) αιώ¬ νιος II ~y ( evri): (adj) καθένας, κάθε II ~y bit: από κάθε άποψη, εντελώς II -ybody, ~yone: όλοι, ο καθένας II ~y day: κάθε μέρα II καθημερινός II κοι¬ νός, συνηθισμένος II ~ other: ένα πα¬ ρά ένα II ~y other day: μέρα παρά μέρα II ~y so often: πότε-πότε II -ything: τα πάντα, το κάθε τι II -ywhere: παντού II ~y which way: εδώ κι’ εκεί, άνω κάτω evict (i'vikt) [-ed]: (ν) βγάζω, εκδιώκω II κάνω έξοοση II -ion: (η) έξωση eviden-ce ( evidsns) [-d]: (ν) καταδει¬ κνύω II αποδεικνύω II υποστηρίζω με ενδείξεις II (π) ένδειξη II αποδεικτικό στοιχείο II ~t: (adj) προφανής, κατα¬ φανής II -tial: (adj) ενδεικτικός, απο¬ δεικτικός II ~tly: (adv) προφανώς II in ~ce: ολοφάνερος II turn state's ~ce: (ν) καταθέτω εναντίον συνενόχου evil (Ί:νθ1): (adj) κακός, πονηρός II (η) κακία II ~ doer: (adj) κακοποιός II - eye: κακό μάτι II - minded: (adj) κακόβουλος evince (i vins) f-d]: (ν) καταδεικνύω evocation (evo' keijsn): (η) επίκληση, ικεσία evoke (i'vouk) f-d): (ν) προκαλώ, πα¬ ράγω II επικαλούμαι 131

evol-ution (svs lujsn): (π) εξέλιξη II

εύρεση ρίζας αριθμού II ελιγμός στρα¬ τιωτικός il -utionary: (adj) εξελικτι¬ κός II ~ve (i'volv) [-d]: (ν) αναπτύσ¬ σω, εκτυλίσσω II αναπτύσσομαι, εξε¬ λίσσομαι II αναφαίνομαι II αναδίνω evzone ( evzoun): (π) εύζωνος ewe (ju:): (η) προβατίνα ewer (' ju:9r): (η) κανάτα, στάμνα ex (eks): πρώην II πρώην σύζυγος (id) exacerbat-e (eg' zaes3:rbeit) f-d]: (v) επιδεινώνω II -ion: (η) επιδείνωση exact (eg'zsekt) [-ed]: (ν) αποσπώ II απαιτώ II (adj) ακριβής II λεπτολόγος II -ing: (adj) απαιτητικός, αυστηρός II κουραστικός II -ion: (η) απόσπαση II -itude: (η) ακρίβεια, ακριβολογία II ~ly: (adv) ακριβώς II -ness: (π) ακρί¬ βεια II -or: (η) απαιτητής exaggerat-e (eg ' zaedzoreit) [-d]: (ν) υπερβάλλω, μεγαλοποιώ II -ion: (η) υπερβολή exalt (eg'zodt) [-ed]: (ν) εξυψώνω II εκθειάζω II δυναμώνω, εντείνω I! γεμί¬ ζω χαρά ή ενθουσιασμό II -ation: (η) εξύψωση II εκθειασμός II χαρά, ενθου¬ σιασμός exam (eg'zaem), -ination (egzzems'neijan): (η) εξέταση II αναζή¬ τηση, έρευνα II ανάκριση II -ine (eg'zaemin) [-d]: (ν) εξετάζω II ερευνώ II -inee: (η) εξεταζόμενος II -iner: (η) εξεταστής example (eg' zasmpal): (π) παράδειγμα II υπόδειγμα II for ~: παραδείγματος χάρη II set an ~: (ν) γίνομαι ή δίνω παράδειγμα exasperat-e (eg' zaespsreit) [-d]: (ν) εξε¬ ρεθίζω II εξοργίζω II -ing: (adj) εξερεθιστικός II εξοργιστικός II -ion: (π) ερεθισμός II οργή excavat-e ( eksksveit) [-d]: (ν; ανασκά¬ βω, κάνω ανασκαφή II εκσκάπτω II -ion: (π) ανασκαφή II εκσκαφή II -or: (η) εκσκαφέας exceed (ek'si:d) [-ed]: (ν) υπερβαίνω, ξεπερνώ II υπερέχω II -ing: (adj) εξαι¬ ρετικός, άκρος II -ingly: (adv) υπερ¬ βολικά, πάρα πολύ excel (ek'sel) [-led]: (ν) υπερτερώ II

except εξέχω li -lence: (eksotens): (η) υπε¬ ροχή II εξοχότητα II E~lence, E~lency: (η) Εξοχότης II -lent: (adj) εξαιρετι¬ κός II βαθμός “άριστα” except (ek'sept) [-ed]: (v) εξαιρώ II αποκλείω II φέρνω αντίρρηση II (prep) εκτός, με την εξαίρεση II -ing: (prep) εξαιρουμένου του ^ II -ion: (η) εξαίρεση II ένσταση II -ionable: (adj) εξαιρετέος II -ional: (adj) εξαιρετικός II -ive: (adj) αντιρρησίας excerpt (ek' sa:rpt) [-ed]: (ν) εκλέγω περικοπή II (' eksa.rpt): (η) περικοπή excess (ek' ses): (η) πλεόνασμα II (adj) πλεονάζων II (η) υπερβολή II -ive: (adj) υπερβολικός II -weight: (η) υπερβάλλον βάρος II in - of: περισσότερο, κατά υπερβολή II to ~: (adv) υπερβολι¬ κά exchange (eks' t/eindz) [-d]: (ν) ανταλ¬ λάσσω II (η) ανταλλαγή II αντάλλαγμα II χρηματιστήριο II συνάλλαγμα II τηλεφ. κέντρο II -able: (adj) ανταλλάξι¬ μος exchequer (eks' tjekar): (π) δημόσιο ταμείο II οικονομική κατάσταση (id) excis-able (ek' saizsbol): (adj) υποκείμε¬ νος σε έμμεσο φόρο II ~e (ek'saiz) [d]: (V) φορολογώ έμμεσα II (η) έμμε¬ σος φόρος II αποσπώ, εκτέμνω II -eman: (π) φοροεισπράκτορας excit-able (ek ' saitobal): (adj) ευερέθι¬ στος II -ant: (η) διεγερτικό II -ation: (η) διέγερση II ~e (ek'sait) [-d]: (ν) διεγείρω II εξεγείρω II προκαλώ ενθου¬ σιασμό II -ed: (adj) συνεπαρμένος II -ing: (adj) συναρπαστικός II διεγερτι¬ κός II -ement: (η) ενθουσιασμός, έξα¬ ψη excla-im (eks'kleim) [-ed): (ν) αναφω¬ νώ II -mation (exclo' meijan): (π) επι¬ φώνημα II -mation mark, -mation point: (η) θαυμαστικό exclu-de (eks 'klu:d) [-d]: (ν) αποκλείω II βγάζω έξω II εξαιρώ II -sion (eks' klu:zan): (η) αποκλεισμός II εξαί¬ ρεση II απαγόρευση II -sive: (adj) απο¬ κλειστικός II αποκλειστικότητα II πο¬ λυτελής, πολυτελείας II -sive of: απο¬ κλεισμένου II -siveness: αποκλειστικό¬

τητα excommunicate (ekska' mju:nikeit) [-d]:

(ν) αφορίζω excrement (' ekskramant): (η) περιττώ¬ ματα excretion (eks' kri:|an): (η) έκκριση excruciating (eks' krujietiq): (adj) βα¬ σανιστικός II ανυπόφορος, φοβερός excursion (eks' ka:i\[an): (η) εκδρομή II εκτροπή από θέμα II -ist: (π) εκδρομέ¬ ας excus-able (eks' kju:zabal): (adj) συχωρητέος II δικαιολογημένος II -e (eks'kju:z) [-d]: (ν) συγχωρώ II δικαι¬ ολογώ II απαλλάσσω II επιτρέπω II ~e oneself: ζητώ άδεια ή απαλλαγή II (eks'kju:s): (η) συγγνώμη II δικαιολο¬ γία, πρόφαση II απομίμηση (id) execrable ( eksakrabl): (adj) απαίσιος execut-e (' eksikju:t) [-d]: (ν) εκτελώ II εκπληρώνω II -ion (eksi' kjujan): (n) εκτέλεση II εκπλήρωση I! εκτέλεση θα¬ νατικής ποινής II -ioner: (η) εκτελε¬ στής, δήμιος II -ive (eg ' zekjutiv): (adj) εκτελεστικός, διοικητικός II (η) ανώτατος λειτουργός II εκτελεστική εξουσία II -ive agreement: συνεννόη¬ ση κορυφής II -ive officer: υποδιοικη¬ τής μονάδας II ύπαρχος II -or: εκτελε¬ στής διαθήκης exempl-ar (ig' zemplar): (η) υπόδειγμα, παράδειγμα II ~y: (adj) υποδειγματικός II παραδειγματικός II — if y (ig' zemplifai) [-ied]: (ν) περιγράφω με παράδειγμα II είμαι παράδειγμα exempt (eg'zempt) [-ed]: (ν) απαλλάσ¬ σω II εξαιρώ II (adj) απαλλαγμένος II εξαιρεμένος II -ion: (η) απαλλαγή II εξαίρεση exercise (' eksarsaiz) [-d]: (ν) ασκώ II εξασκώ II ασκούμαι, εξασκούμαι II (η) άσκηση II εξάσκηση II ~s: (η) σχολική γιορτή II ~r: (π) όργανο γυμναστικής exert (ig' za:rt) [-ed]: (ν) εντείνω, ανα¬ πτύσσω II προσπαθώ II -ion: (π) κου¬ ραστική προσπάθεια exhal-e (eks heil) [-d]: (ν) εκπνέω, βγά¬ ζω αναπνοή II αναδίνω II -ation: (η) εκπνοή exhaust (eg' zo:st) [-ed]: (ν) εξάγω

132

expend λω II εκτείνω II ευρύνω II διαστέλλομαι II εκτείνομαι II ευρύνομαι II αναπτύσ¬ σω II αναπτύσσομαι II προκαλώ ευδια¬ θεσία II -der: (π) διαστολέας II ~se (eks'paens): (η) έκταση II επέκταση II -sion (eks' paenjan): (η) διαστολή II διόγκωση II επέκταση II ανάπτυξη II εκτόνωση II ανάπτυγμα II -sionism: (η) πολιτική επεκτατισμού II -sive: (adj) διασταλτός II ευδιάθετος expatiat-e (eks'peijieit) [-d]: (ν) μακρη¬ γορώ II -ion: (π) μακρηγορία expatriat-e (eks' paetrieit) [-d]: (v) εκπατρίζω II εκπατρίζομαι II (eks' paetriit): (π) εκπατρισμένος, φυγάδας II -ion: (η) εκπατρισμός expect (eks'pekt) [-ed]: (ν) προσδοκώ II αναμένω II απαιτώ II υποθέτω, νομί¬ ζω II -ing: έγκυος II -ancy: αναμονή, προσδοκία II -ant: (adj) γεμάτος προσδοκία II έγκυος, επίτοκος II -ation: (η) προσδοκία expectora-te (eks' pektareit) [-d]: (ν) αποχρέμπτομαι, βγάζω φλέγμα II ~nt: αποχρεμπτικό expedien-ce (eks' pi:dians), expediency (eks' pi:diansi): (η) αρμοδιότητα II καταλληλόλητα II όφελος II ~t: (adj) αρ¬ μόδιος, πρέπων II κατάλληλος, πρό¬ σφορος II ωφέλιμος II (η) μέσο, τρό¬ πος II επινόηση, τέχνασμα expediency: see expedience expedite ( ekspadait) [-d]: (ν) επιταχύ¬ νω, επισπεύδω II διευκολύνω II -r: (η) διεκπεραιωτής II επιταχυντής expedition (ekspa' dijan): (η) εκστρα¬ τεία II ταχύτητα II -ary: (adj) εκστρατευτικός expel (eks pel) [-led]: (ν) βγάζω II απο¬ βάλλω, τιμωρώ με αποβολή expen-d (eks pend) [-ed]: δαπανώ II καταναλώνω II -dable: (adj) αναλώσι¬ μος II θυσιαστέος μη ουσιώδης II -diture (eks' penditjar): (η) δαπάνη II κατανάλωση II ~se (eks pens): (η) δα¬ πάνη, έξοδο II -ses: (η) αποζημίωση για δαπάνες II έξοδα παραστάσεως II ~se account: (η) λογαριασμός εξόδων και δαπανών, έξοδα παραστάσεως II at the ~se of: σε βάρος II -sive: (adj)

ατμό II αδειάζω II εξαντλώ II διαφεύγω II (η) εξάτμιση II έξοδος αερίου ή ατμού II εξερχόμενα αέρια, καυσαέρια II σωλήνας εξαγωγής αερίων II σύστη¬ μα εξαγωγής II ~ed: (adj) εξαντλημέ¬ νος II ~er: (π) εξαγωγέας LI ~ing: (adj) εξαντλητικός II -ion: (π) εξά¬ ντληση II έξοδος αερίων II -ive: (adj) εξαντλητικός II -less: ανεξάντλητος II ~ pipe: σωλήνας εξαγωγής, εξάτμιση exhibit (eg' zibit) [-ed]: (ν) εκθέτω II παρουσιάζω II φέρνω τεκμήρια II (η) έκθεμα II τεκμήριο, αποδεικτικό στοι¬ χείο II -ion (eksa' bijan): (η) έκθεση II παρουσίαση, επίδειξη II -ionist: (π) επιδειξίας II -ive: (adj) ενδεικτικός II -or: (π) εκθέτης exhilarat-e (eg' zilareit) [-d]: (ν) χαρο¬ ποιώ, ευθυμώ II τονώνω, ζωογονώ II -ing: (adj) χαροποιός II ζωογόνος II -ion: (η) χαρά II αναζωογόνηση exhort (eg' zo:rt)[-ed]:(v) προτρέπω II -ation: (η) προτροπή, παραίνεση exigenc-y (' eksidzansi): (η) επείγουσα ή έκτακτη ανάγκη ή κατάσταση II ~t: (adj) επείγων exile (eg'zail) [-d]: (ν) εξορίζω II (η) εξορία II εξόριστος exist (eg'zist) [-ed]: (ν) υπάρχω II -ence: (η) ύπαρξη II τρόπος ζωής II -ent: (adj) υπάρχων II -ing: (adj) σε χρήση, σε ύπαρξη II -entialism (egzi' stenjalizam): (η) υπαρξισμός II -entialist: υπαρξιστής exit ( egzit) [-ed]: (v) βγαίνω II (η) έξο¬ δος exodus (' eksadas): (η) έξοδος, ομαδική φυγή exonerat-e (eg' zonareit) [-d]: (v) αθω¬ ώνω II απαλλάσσω II -ion: (η) αθώωση, απαλλαγή exorbitan-ce (eg' zo:rbatans): (η) υπερ¬ βολή II εξωφρενικότητα II ~t: (adj) υπερβολικός II εξωφρενικός exorcis-e (' ekso:rsaiz) [-d]: (v) εξορκί¬ ζω, διώχνω κακά πνεύματα II ~m ( ekso:rsizam): (π) εξορκισμός, ξόρκι II ~t: (η) εξορκιστής exotic (eg 'zotik): (adj) εξωτικός expan-d (iks'paend) [-ed]: (v) διαστέλ133

experience ακριβός II -sively: (adv) ακριβά experience (eks' piorisns) [-d]: (v) νιώ¬

εξαγωγή II -ation: (η) εξαγωγή II ~er: (η) εξαγωγέας expos-e (eks'pouz) [-d]: (ν) εκθέτω II αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω II -ed: (adj) ακάλυπτος, ορατός II ~e' (ekspou' zei): (η) αποκάλυψη II έκθεση στοιχείων II -ition (ekspo' zijan): (η) έκθεση, εξή¬ γηση II ~ure (eks' pouzar): (π) έκθεση II αποκάλυψη II φωτογραφική εμφάνι¬ ση, “τράβηγμα” II άσεμνη επίδειξη II ~ure meter: (η) φωτόμετρο expound (eks' paund) [-ed]: (ν) διευκρι¬ νίζω II εκθέτω λεπτομερώς express (eks pres) [-ed]: (ν) εκφράζω II εκδηλώνω II διατυπώνω II βγάζω με πίεση II στέλνω με έκτακτο απεσταλ¬ μένο II (adj) ρητός, κατηγορηματικός II έκτακτος, “εξπρές” II χωρίς διακοπές ή σταθμεύσεις II (π) ειδικός αγγελιο¬ φόρος II ταχεία αμαξοστοιχία, “εξ¬ πρές” II συγκοινωνιακό μέσο χωρίς ενδιάμεσες σταθμεύσεις II -ion: (η) έκ¬ φραση II δήλωση, εκδήλωση II μαθημα¬ τική παράσταση II -ionism: (η) εξπρε¬ σιονισμός II -ionless: (adj) ανέκφρα¬ στος II -ive: (adj) εκφραστικός II ~ly: (adv) ρητά, κατηγορηματικά II ειδικά II αποκλειστικά II -oneself: (ν) εκφράζο¬ μαι II εκδηλώνω expropriat-e (eks' prouprieit) [-d]: (ν) απαλλοτριώνω II -ion: (π) απαλλο¬ τρίωση expulsion (eks ' pAljan): (π) αποβολή, εκδίωξη exquisite (' ekskwizit): (adj) έξοχος II λεπτός, ευαίσθητος II σφοδρός, έντο¬ νος exten-d (eks tend) [-ed]: (ν) εκτείνω II τείνω II επεκτείνω II προεκτείνω II πα¬ ρατείνω II εκτείνομαι II επεκτείνομαι II προεκτείνομαι II προσφέρω, δίνω II -sion (eks tenjan): (η) έκταση II επέ¬ κταση II προέκταση II παράταση II εσω¬ τερική γραμμή τηλεφώνου II -sive: (adj) εκτεταμένος II εκτενής II -sor: (η) εκτατήρας II ~t: (η) έκταση, βαθ¬ μός, μέγεθος extenuat-e (eks tenjueit) [-d]: (ν) με¬ τριάζω, ελαφρώνω II -ing: (adj) ελαφρυντικός II -ion: (η) μετριασμός II

θω, δοκιμάζω II συμμετέχω II (π) εμπειρία, προσωπική πείρα II πείρα II ~d: (adj) πεπειραμένος II έμπειρος experiment (eks' perimant) [-ed]: (ν) πειραματίζομαι II (η) πείραμα II δοκι¬ μή II ~al: (adj) πειραματικός II -ation: (η) πειραματισμός expert (ekspo:rt): (π) ειδικός, εμπειρο¬ γνώμονας II άσος II ~ise (' ekspar' ti:z): (π) ειδικότητα II πραγ¬ ματογνωμοσύνη expir-ation (ekspa'reifan): (π) εκπνοή II λήξη II ~e (eks paiar) [-d]: (ν) εκπνέω II λήγω, παύω να ισχύω II ~y: (η) εκ¬ πνοή, λήξη expi-ain (eks'plein) [-ed]: (ν) εξηγώ II διασαφηνίζω II -ainable: (adj) ευεξή¬ γητος II ~ain away: (ν) δικαιολογώ με προφάσεις II μειώνω τη σημασία II -anation (ekspla' neijan): (π) εξήγηση II -anatory: (adj) επεξηγηματικός, ερ¬ μηνευτικός II -icable (' eksplikabal): (adj) ευεξήγητος, εξηγήσιμος explicit (eks plisit): (adj) σαφής, ρητός II ντόμπρος II ~ly: (adv) σαφώς, ρητά explode (eks ploud) [-d]: (ν) προκαλώ έκρηξη II εκρήγνυμαι, ανατινάζομαι II ξεσπάω II μανιάζω από θυμό exploit (eks plait) [-ed]: (ν) εκμεταλ¬ λεύομαι II ( eksploit): (η) άθλος, αν¬ δραγάθημα II -able: (adj) εκμεταλλεύσιμος II -ation: (η) εκμετάλλευση explor-ation (eksplo:' reijan): (η) εξε¬ ρεύνηση II ανίχνευση II διερεύνηση II έρευνα II -atory (eks' plaratsri): (adj) εξερευνητικός II δοκιμαστικός II ~e (eks' plo:r) [-d]: (ν) εξερευνώ II διερευ¬ νώ, εξετάζω II ~er: (η) εξερευνητής II καθετήρας explos-ion (eks' plouzan): (π) έκρηξη II ξέσπασμα II απότομη αύξηση II -ive: (adj) εκρηκτικός II (η) εκρηκτική ύλη, εκρηκτικό exponent (eks' pounsnt): (η) υπέρμαχος II ερμηνευτής II εκθέτης δυνάμεως II -ial: (adj) εκθετικός export (eks'po:rt) [-ed]: (ν) εξάγω II ( ekspo.rt): (η) εξαγόμενο προϊόν II 134

eye ~ory: (adj) ελαφρυντικός exterior (eks' tiariar): (η) το εξωτερικό,

εξωτερική όψη II (adj) εξωτερικός

exterminat-e (eks' ta:rmineit) [-d]:, (v) εξολοθρεύω, εξοντώνω II -ion: (n) εξολόθρευση, εξόντωση II -or: (η) εξο¬

λοθρευτής II ψεκαστής εντομοκτόνου (π) εξωτερικός για¬ τρός νοσοκομείου II ~al (eks' ta:mal): (adj) εξωτερικός extinct (eks' tiqkt): (adj) εκλείψας, εί¬ δος που έχει εκλείψει II αδρανής, σβησμένος II -ion: (π) εξαφάνιση, εξάλει¬ extern (eks'ta:m):

ψη extinguish (eks'tiijgwiJ) [-ed]:

(ν) σβή¬ νω II εξαλείφω, εξαφανίζω II κάνω απόσβεση χρέους ή δανείου II ~er: (π) σβεστήρας II -ment: (η) απόσβεση II fire ~er: (π) πυροσβεστήρας extol (eks'tol) [-led]: (ν) εκθειάζω, εγκωμιάζω extort (eks'to:rt) [-ed]: (ν) αποσπώ με βία II εκβιάζω, κάνω εκβιασμό II ~er: (π) εκβιαστής II -ion: (η) βίαιη από¬ σπαση II εκβιασμός II είσπραξη υπερ¬ βολικής τιμής II -ionist: (η) εκβιαστής extra (' ekstra): (adj) έκτακτος, επιπρό¬ σθετος II ανώτερος, καλύτερος II ανα¬ πληρωματικός II (η) συμπληρωματικό εξάρτημα II έκτακτη έκδοση εφημερί¬ δας, “παράρτημα” II κομπάρσος II curricular: (adj) εξωσχολικός II judicial (ekstradzu:' dijal): (adj) εξώδικος II -marital (ekstra' maeratal): (adj) εξωσυζυγικός, από μοιχεία, μοιχευτικός II territoriality: (ekstrateratori:' aelati): (η) ετεροδικία extract (eks'traekt) [-ed]: (ν) βγάζω II αποσπώ II βγάζω με απόσταξη ή πίεση II (' ekstraekt): (η) απόσπασμα II εκχύ¬ λισμα II -ion: (π) εξαγωγή II απόσπα¬ ση II απόσταξη II απόσταγμα II προέ¬ λευση, καταγωγή II -or: (η) εξολκέας II τανάλια οδοντογιατρού extradit-e (' ekstradait) [-d]: (ν) εκδίδω καταζητούμενο II -ion (ekstra' di/an): (η) έκδοση extraneous (eks treini:as): (adj) επου¬ σιώδης II άσχετος II από έξω extraordinary (eks' tro:rdanari): (adj)

135

εξαιρετικός II ασυνήθιστος II αξιοση¬ μείωτος extravagan-ce (eks' trsvagans): (n) υπερβολή II αφθονία II σπατάλη II ~t: (adj) υπερβολικός II άφθονος II σπάτα¬ λος extrem-e (eks'tri:m): (adj) άκρος II τε¬ λευταίος II μέγιστος II των άκρων II (η) άκρο II -ely: (adv) στο έπακρο II —ist: (π) εξτρεμιστής, των άκρων II -ity: (π) άκρη II μέλος του σώματος, άκρο II έσχατη ανάγκη II έκτακτος κίν¬ δυνος extricate ( ekstrikeit) [-d]: (ν) βγάζω από δυσκολία, “ξεμπλέκω” II διακρί¬ νω τη διαφορά extrovert (' ekstrauva:rt): (η) εξώστροφ°ς extrude (eks'tru:d) [-d]: (ν) εξωθώ, εξάγω exuberan-ce (eg' zu:barans): (π) ξεχείλισμα χαράς II ευτυχία II αφθονία II δια¬ χυτικότητα II ~t: (adj) πανευτυχής II γεμάτος χαρά και κέφι II άφθονος, πλούσιος II διαχυτικότατος exud-e (eg'zu.d) [-d]: (ν) ξεχύνω, βγά¬ ζω II ξεχύνομαι II -ation: (η) έκχυση II εξίδρωση exult (eg'zAlt) [-ed]: (ν) αγάλλομαι, εί¬ μαι γεμάτος χαρά ή θρίαμβο II -ant: (adj) γεμάτος αγαλλίαση II γεμάτος θρίαμβο II -ation: (egz/d' teijan): (η) αγαλλίαση II θρίαμβος II -ance, -ancy: θρίαμβος, θριαμβολογία exurbia (ek' sa:rbi:a): (η) περίχωρα eye (ai): (η) μάτι II όραση II ικανότητα για παρατήρηση ή αντίληψη II ματιά II άνοιγμα, “μάτι” II κέντρο κυκλώνα II μυστικός αστυνομικός (id) II [-d]: (ν) κοιτάζω, βλέπω II an - for an ~: οφθαλμό αντί οφθαλμού II catch one’s ~: (ν) τραβώ την προσοχή II - ball: (η) βολβός ματιού II - brow: (η) φρύ¬ δι II -ful: χορταστικό ή ευχάριστο θέ¬ αμα II -glasses: (η) ματογυάλια II -lash: (η) βλεφαρίδα II -lid: (η) βλέ¬ φαρο II - opener: (η) εκπληκτική απο¬ κάλυψη II ποτό για ξενύσταγμα II -piece: προσοφθάλμιος φακός II -shadow: (η) φτιασίδι των ματιών II

fable -shot: θέα II -sight: όραση II -sore: αποκρουστικό θέαμα II -tooth: κυνόδοντας II -wash: (η) υγρό για μάτια II -wink: μια στιγμούλα II -witness: αυτόπτης μάρτυρας II give the ~: (ν)

κοιτάζω προκλητικά ή με θαυμασμό II in a pig's ~: με κανένα τρόπο (id) II make ~s: (ν) κάνω γλυκά μάτια II see - to -: (ν) συμφωνώ eyry (' aiari): (η) αετοφωλιά

F Γ, f: το έκτο γράμμα του Αγγλ. αλφα¬

βήτου

fable (' feibal): (π) μύθος II ~d: (adj) μυθικός II μυθώδης II ~r: (η) μυθογράΦ°ς fabric (faebrik): (η) υφή II ύφασμα II -ate (' faebrikeit) [-d]: (ν) κατασκευά¬ ζω II συναρμολογώ II επινοώ II -ation

(η) κατασκευή II επινόηση, ψευτιά

fabulous ( faebjslss): (adj) μυθώδης,

παραμυθένιος II υπέροχος, καταπλη¬ κτικός facade, fagade (fo'sa:d): (η) πρόσοψη II προσποιητό ύφος ή παρουσιαστικό fac-e (feis) [-d]: (ν) αντικρίζω II αντιμε¬ τωπίζω II αλλάζω κατεύθυνση, γυρίζω II επιστρώνω, επικαλύπτω II (η) πρό¬ σωπο II φυσιογνωμία II πρόσοψη II μορφασμός II γόητρο II επίστρωση II ~e card: (η) φιγούρα τράπουλας II ~e lift: (η) πλαστική προσώπου II ~er: (π) αναπάντεχο χτύπημα II ~e out: υπομένω ως το τέλος II ~e up to: (ν) αντιμετωπίζω II ~e value: (η) ονομα¬ στική αξία II -ing: (π) πρόσοψη II επένδυση ή επίστρωση πρόσοψης II υλικό κάλυψης II on the ~: (adv) φαι¬ νομενικά II show one's ~: εμφανίζομαι II -ial: (' fei/sl): (adj) προσωπικός II (η) περιποίηση προσώπου II -ial index: προσωπικός δείκτης facet (' faesit): (η) έδρα II πλευρά II έδρα πολύτιμου λίθου facetious (fe'sijas): (adj) αστείος facil-e (' faesal): (adj) εύκολος II επιπό¬ λαιος II ενδοτικός II —itate (fo' siloteit) [-d|: (ν) διευκολύνω II -ity: (η), ευκο¬

λία II —ities: (η) μέσα, ανέσεις II λου¬ τρό fascimile (faek simili): (η) πανομοιότυ¬ πο II ραδιοτηλεφωτογραφία fact (faekt): (η) γεγονός II in ~: πράγμα¬ τι II in point of -: στην πραγματικό¬ τητα, στ' αλήθεια faction ( faekjsn): (η) φατρία II διχό¬ νοια, διχασμός II ~al: (adj) φατριαστι¬ κός, διαχωριστικός factitious (faek' tijas): (adj) επίπλαστος, τεχνητός factor (' faektar): (η) αντιπρόσωπος, πράκτορας II συντελεστής II παράγο¬ ντας II -ial: παραγοντικό II -ize [-d]: (ν^ αναλύω σε παράγοντες factory ('faektsri): (π) εργοστάσιο factual ( 'faektju:9l): (adj) πραγματικός faculty ('faekalti): (η) ιδιότητα II δίαν, ικανότητα II πανεπ. σχολή II σύγκλη¬ τος πανεπιστημίου II σύλλογος καθη¬ γητών γυμνασίου ή δασκάλων fad (faed): (η) παροδική συνήθεια, “μό¬ δα” fade (feid) [-d]: (ν) εξασθενίζω σε λάμ¬ ψη ή ένταση II μαραίνομαι II χάνομαι σιγά-σιγά II κάνω διαλείψεις II φεύγω, “γίνομαι καπνός” (id) fag (faeg): (π) βαριά δουλειά, άχαρο έρ¬ γο, “αγγαρεία” II τσιγάρο (id) II πούστης (id) II -end: απομεινάρι II -ged: ψόφιος από κούραση Fahrenheit ( faersnhait): Φάρεναίτ fail (feil) [-ed]: (ν) αποτυγχάνω II υστε¬ ρώ II παθαίνω βλάβη ή διακοπή II εξα¬ σθενίζω, πέφτω II χρεωκοπώ II απο¬ γοητεύω, προδίδω εμπιστοσύνη II 136

fan απορρίπτω σε εξετάσεις II ~ing: (η) αποτυχία II διακοπή, βλάβη II ελάττω¬ μα, αδυναμία II (prep) χωρίς II ~ure: (η) αποτυχία II διακοπή, βλάβη II υπο¬ χώρηση II χρεωκοπία II παράλειψη ll· αποτυχημένος faint (feint) [-ed]: (ν) λιποθυμώ, χάνω αισθήσεις II (adj) ασθενικός, αδύνατος II λιπόψυχος II διατακτικός, άτολμος II δυσδιάκριτος, αμυδρός II ζαλισμένος II (η) λιποθυμία II ~ hearted: (adj) λιπό¬ ψυχος, άτολμος II ^ly: (adv) αμυδρά II -ness: (η) αμυδρότητα II λιποψυχία, αδυναμία fair (fear): (adj) ευπαρουσίαστος, όμορ¬ φος II ανοιχτού χρώματός II ξανθός II καθαρός, ξάστερος, χωρίς σύννεφα II κανονικός, ομαλός II δίκαιος, αμερό¬ ληπτος II αρκετά καλός, καλούτσικος II (adv) δίκαια, τίμια II κατ’ ευθείαν II (η) έκθεση, πανηγύρι II ~ haired: (adj) ξανθόμαλλος II ευνοούμενος II -ish: μέτριος II ~ly: (adv) δίκαια, τί¬ μια II νόμιμα II ευδιάκριτα II έτσι κι έτσι, μέτρια II -minded: (adj) αμερό¬ ληπτος, δίκαιος II -ness: (η) δικαιοσύ¬ νη II - sex: (η) το ωραίο φύλο II way: (η) ελεύθερος δρόμος II weather: (adj) της περίστασης II play (ν) δεν κάνω ζαβολιές, φέρνομαι τίμια fairy (feari): (η) νεράιδα II ομοφυλό¬ φιλος, κίναιδος II -land: παραμυθένια χώρα II -tale: (η) παραμύθι faith (fei0): (η) πίστη II νομιμοφροσύνη II εμπιστοσύνη II bad (π) κακοπιστία II good ~: (η) ειλικρίνεια II -ful: (adj) πιστός II -less: (adj) άπιστος II in good ~: με καλή πίστη fake (feijt) [-d]: (ν) απομιμούμαι II προ¬ σποιούμαι II παραποιώ II (η) παραποίηση, πλαστό II απατεώνας II ~γ: απα¬ τεώνας falcon (' fo:lkan): (η) γεράκι fall (fo:l) [fell, fallen]: (ν) πέφτω II μέ πιάνουν II γίνομαι κατηφορικός II ελαττώνομαι II (η) πτώση II φθινόπω¬ ρο II κάθοδος II ελάττωση II σύλληψη II - away: (ν) παρακμάζω II - back: (ν) οπισθοχωρώ II - behind: μένω πίσω II 137

- down: αποτυγχάνω II - flat: δεν φέρνω το προσδακόμενο αποτέλεσμα II - for: ερωτεύομαι II γίνομαι κορόιδο, το “χάφτω” II - foul: τσακώνο¬ μαι, τα “χαλάω” II - in: μπαίνω στη γραμμή II,~ in with: συμφωνώ II συνα¬ ντώ τυχαία II - off: ελαττώνομαι II on: επιτίθεμαι II - out: διακόπτω σχέ¬ σεις II - short: υστερώ, δεν είμαι αρ¬ κετός II - through: αποτυγχάνω πλή¬ ρως II - to: αρχίζω με όρεξη II κλείνω ή κινούμαι αυτόματα II - under: υπο¬ κύπτω II υπάγομαι II ~s: (η) καταρρά¬ χτης fallac-ious (fa'leijas): (adj) απατηλός II ~y: πλάνη fallen: see fall fallible (' faelibal): (adj) σφαλερός fallout ( fo:laut): (η) αιώρηση ραδιενερ-γού νέφους II τυχαίο αποτέλεσμα ή προϊόν fallow (' faelou): (adj) χέρσος II στείρος fa!s-e (fo:ls): (adj) ψεύτικος II απατηλός II φάλτσος II -e-alarm: (π) αδικαιολό¬ γητη ανησυχία II ~e colors: (π) απάτη, τέχνασμα II -ehood: (η) ψεύδος II ~e pretense: (η) παραποίηση II ~e rib: (η) νόθος πλευρά II ~e step: (η) παρα¬ πάτημα II -etto (fol 'setou): (π) ψεύτι¬ κη φωνή II —ify (fodsifai) [-ied]: (ν) παραποιώ II ψεύδομαι II play ~e: (ν) προδίνω falter ('fo:ltar) [-ed]: (ν) αμφιρρέπω II χάνω τα λόγια μου II σκουντουφλώ fame (feim): (η) φήμη II ~d: (adj) φημι¬ σμένος, περίφημος famil-iar (fa miliar): (adj) οικείος II γνώριμος II γνώστης II -iarity: (η) οι¬ κειότητα II -iarize [-d]: (ν) κάνω γνω¬ στό II -iarize oneself: (ν) έξοικειώνομάι II ~y (' faemili): (η) οικογένεια II ~y name: επώνυμο II ~y skeleton: (π) ταπεινωτικό οικογενειακό μυστικό II ~y tree: γενεαλογικό δέντρο fam-ine ('faemin): (η) λιμός II πλήρης έλλειψη II μεγάλη όρεξη II -ished ( faemijt): ξελιγωμένος από πείνα famous (' feimas): (adj) περίφημος, διά¬ σημος fan (faen) [-ned]: (ν) αερίζω II ξεσηκώ-

fanatic νω II κάνω θεριστική βολή II λιχνίζω II ανοίγω ή ανοίγομαι ή απλώνω ριπι¬ δοειδούς II (π) βεντάλια II ανεμιστήρας II εξαεριστήρας II λιχνιστική μηχανή II πτερύγιο II φανατικός οπαδός (id) II ~ light: (η) φεγγίτης II ~ tail: (η) περι¬ στέρι fanatic (fa'naetik), ~al (fs' naetikal): (adj) φανατικός II -ism: Jn) φανατι¬ σμός fanc-y (fasnsi) [-ied]: (v) φαντάζομαι II συμπαθώ II υποθέτω II (η) φαντασία II φαντασιοπληξία II ξαφνική συμπάθεια II (adj) φανταχτερός, “φανταιζί” II -ied: (adj) φανταστικός, επινόημα της φαντασίας II -ier: (η) λάτρης II ονειροπόλος II -iful (adj) φανταστικός II “φανταιζί” II ~y dress: (η) αποκριά¬ τικη στολή II ~y free: (adj) ανέμελος II ~y work: (η) διάκοσμος, διακοσμητικό στολίδι fanfare (' faenfear): (π) δυνατό ομαδικό σάλπισμα II θορυβώδης επίδειξη fang (faeq): (η) σκυλόδοντο σαρκοβό¬ ρου II δόντι δηλητηριώδους φιδιού fanny (' faeni): (η) πισινός (id) fantas-tic (faen' taestik): (adj) φανταστι¬ κός, απίθανος II παράξενος II υπέρο¬ χος II —tical: (adj) φαντασιώδης II ~y (' faentasi): (η) φαντασία II φαντασίωση II ιδιοτροπία, παράξενη ιδέα far (fa:r): (adv) μακριά II κατά πολύ, πάρα πολύ II κάθε άλλο παρά II (adj) μακρινός II as - as: έως, μέχρι II by ~: κατά πολύ II - and away: αναμφί¬ βολα II - and wide: παντού II - away: μακριά II F~ East: Άπω Ανατολή II fetched: απίθανος, παρατραβηγμένος II - flung: διαδεδομένος II - off: μα¬ κρινός, απομακρυσμένος II reaching: με εκτεταμένη επίδραση ή σημασία, με σημαντικές επιπτώσεις II - seeing: προνοητικός, που βλέπει μακριά II - sighted: υπερμέτρωπας, πρεσβύωπας II προνοητικός II -ther: πιο μακριά II επιπλέον Η -thest: ο πιό μακρινός farc-e (fa:rs): (η) αστειότητα, “φάρσα” II —ical (' fa:rsikal): (adj) αστείος, γε¬ λοίος

fare (fear) [-d]: (ν) προχωρώ, πηγαίνω

II (η) κόμιστρα, ναύλα II επιβάτης II φαγητό II -well: (adj) αποχαιρετιστή¬ ριος II (η) αποχαιρετισμός II στο καλό farm (fa:rm) [-ed]: (ν) καλλιεργώ II ασχολούμαι με κτήματα II (π) αγρό¬ κτημα II ~er: (η) κτηματίας II εργάτης αγροκτήματος II - hand: (η) εργάτης αγροκτήματος II - house: (η) αγροικία II -ing: (π) καλλιέργεια II γεωργία II stead: (η) περιοχή αγροκτήματος II yard: αυλή αγροικίας farrier (' faeriar): (η) πεταλωτής fart (fa:rt) [-ed]: (ν) κλάνω II (π) πορδή farther: see far farthest: see far farthing ( fa:r0iq): (η) φαρδίνι fascinat-e ('fassineit) [-d]: (ν) γοητεύω, σαγηνεύω II -ing: (adj) γοητευτικός, σαγηνευτικός II -ion: (π) γοητεία, έλ¬ ξη, σαγήνη fascis-m ('fsjizam): (η) φασισμός II ~t: (η) φασίστας II (adj) φασιστικός fashion ( faejan) [-ed]: (ν) διαμορφώ¬ νω, δίνω εμφάνιση II προσαρμόζω II (η) σχήμα, τρόπος II μόδα II μέθοδος II after a ~: κατά κάποιο τρόπο II -able: (adj) μοντέρνος II - plate: (η) αυτός που ντύνεται με την τελευταία λέξη της μόδας, “φιγουρίνι” II σχέδιο μόδας, “φιγουρίνι” II in a ~: κάπως, κατά κάποιο τρόπο II in ~: της μόδας II out of ~: περασμένης μόδας, “ντεμοντέ” fast (faest, fa:st): (adj) στερεός, στερεω¬ μένος II γρήγορος II άσωτος II πιστός II (adv) στερεά, σίγουρα, σταθερά II γρή¬ γορα II μπροστά από τη σωστή ώρα II [-ed]: (ν) νηστεύω II (η) νηστεία II food: γρηγοροσερβίριστο φαγητό II ~en (faesan, fa:san) [-ed]: (ν) στερε¬ ώνω, σταθεροποιώ II προσδένω II στε¬ ρεώνομαι II καρφώνω II -ener: (π) συνδετήρας fastidious (faes tidias): (adj) λεπτολόγος II δύσκολος, ανικανοποίητος II δύστρο¬ πος fat (fact): (π) πάχος, χόνδρος, λίπος II το καλύτερο μέρος, αφρόκρεμα II (adj) παχύς II λιπαρός II παραγωγικός, 138

federal πλούσιος II chew the κάνω ψιλο¬ κουβέντα II ~ back: (η) παστό χοιρινό II ~ cat: (η) πλούσιος χρηματοδότης (id) II -ling: (η) θρεφτάρι II -ness: (n) πάχος, παχυσαρκία II -ten [-ed]:' (v) παχαίνω II λιπαίνω II κάνω πιο μεγά¬ λο ή πιο πλούσιο II —tish: (adj) χο¬ ντρούτσικος II ~ty: (adj) παχύς, λιπα¬ ρός fat-al (' feitl): (adj) μοιραίος II θανάσι¬ μος II -alism: (η) μοιρολατρεία II —alist: μοιρολάτρης II -ality: (π) απροσδόκητος θάνατος II το μοιραίο II -ally: (adv) μοιραία II θανάσιμα II ~e (feit): (η) μοίρα II πεπρωμένο II -ed: (adj) πεπρωμένος, “γραμμένος”, “γραφτός” II καταδικασμένος, χαμέ¬ νος II -eful: (adj) μοιραίος II κατα¬ στρεπτικός, ολέθριος II δυσοίωνος II μεγάλης σπουδαιότητας II F~es: οι 3 Μοίρες father ('fa:0ar): (η) πατέρας II [-ed]: (ν) γίνομαι πατέρας, κάνω παιδί II ιδρύω, δημιουργώ II F~ Christmas: Αγιος Βασίλης II - confessor: εξομο¬ λογητής II έμπιστος, εξ απορρήτων II -hood: (η) πατρότητα II - in - law: (π) πεθερός II -land: (π) πατρίδα II -less: (π) ορφανός πατρός II ~ly: (adj) πατρικός fathom ('fae03m) [-ed]: (ν) βυθομετρώ, βολιδοσκοπώ II μπαίνω στο νόημα II (η) μέτρο μήκους (6 πόδια), οργιά II -less: (adj) απύθμενος II ακατάληπτος fatigue (fa ti:g) [-d]: (ν) εξαντλώ II εξαντλούμαι II (η) κόπωση II αγγαρεία II ~s: (η) στολή υπηρεσίας και γυμνα¬ σίων fatu-ity (fa tu:iti): (π) βλακεία II μωροδοξία, II -ous (' faetjuas): (adj) βλάκας II αυταπατώμενος faucet (fo:sit): (π) κρουνός, στρόφιγγα fault (fo:lt): (π) σφάλμα II ελάττωμα II ενοχή II [-ed]: (ν) βρίσκω λάθη II σφάλλω II at ~: φταίχτης II - finder: γκρινιάρης, ανικανοποίητος II -less: άψογος II ~y: (adj) ελαττωματικός, ατελής II in ~: φταίχτης II to a -: υπερβολικά (id) fauna ('fo:na): (η) πανίδα, το ζωικό

βασίλειο

favor ('feivar) [-ed]: (ν) ευνοώ II κάνω

χάρη II υποστηρίζω II διευκολύνω II (η) εύνοια II χάρη, χατίρι II -able: (adj) ευνοϊκός II -ed: (adj) ευνοούμε¬ νος II προικισμένος, με ταλέντο II —ite: ευνοούμενος, φαβορί II -itism: (η) ευ¬ νοιοκρατία fawn (fo:n) [-ed]: (ν) κολακεύω δουλοπρεπώς II (η) ελαφάκι II χρώμα κοκκινόξανθο ή γκριζοκίτρινο faze (feiz) [-d]: (ν) προκαλώ σύγχυση F.B.I: see federal fear (fiar) [-ed]: (ν) φοβούμαι II (π) φό¬ βος II -ful: (adj) φοβερός II φοβισμέ¬ νος II περιδεής II -less: (adj) άφοβος II -lessness: (η) γενναιότητα, θάρρος II -some: (adj) φοβερός II for - of: μή¬ πως, προς αποφυγή II for - that: μή¬ πως, σε περίπτωση feasib-le (' fi:zabal): (adj) κατορθωτός, εφικτός II δυνατός, πιθανός II -ility, -leness: (η) το εφικτό, το πραγματο¬ ποιήσιμο feast (fi:st) [-ed]: (ν) ευωχούμαι, παίρ¬ νω μέρος σε συμπόσιο II δίνω συμπό¬ σιο II χαίρομαι, απολαμβάνω II (π) θρησκευτική πανήγυρη II ευωχία, παν¬ δαισία feat (fi:t): (η) κατόρθωμα, επίτευγμα feather (fa0ar): (η) φτερό II - brain: (adj) κοκορόμυαλος II -ed: (adj) φτε¬ ρωτός II - in one's cap: τίτλος τιμής, επίτευγμα II - one's nest: (ν) βγάζω χρήματα εκμεταλλευόμενος ευκαιρία ή ξένο κεφάλαιο II - weight: (adj) κατη¬ γορίας φτερού feature ( fi:tjar) [-d]: (ν) παρουσιάζω II παρουσιάζομαι II τονίζω χαρακτηρι¬ στικά II (π) χαρακτηριστικό II έκτακτο άρθρο εφημερίδας ή περιοδικού II main ~: (π) το κυρίως έργο κινηματο¬ γράφου February ( februari): (η) Φεβρουάριος feces ( fi:siz): (η) περιττώματα fed (fed): see federal II see feed II - up: μπουχτισμένος federa-1 (’fedaral) [συγκ. fed]: (adj) ομόσπονδος II ομοσπονδιακός II F-l Bureau of Investigation (F B I): Ομο139

fedora ρόντων II συναδελφοσύνη II -ship: συναδελφοσύνη II αδελφότητα, σύλλογος II επιχορήγηση και θέση παν. βοηθού II - traveller: συνοδοιπόρος του κομ. κόμματος II - student: συμμαθητής, συμφοιτητής felon ('felan): (π) εγκληματίας II ~y: κακούργημα II ~y murder: ληστεία με φόνο felt (felt): (η) καστόρι II (adj) καστόρι¬ νος II πίλημα II see: feel fem-ale ( fi:meil): (η) θήλυ II ~e (fem): (η) η σύζυγος II ~e covert: έγγαμη γυ¬ ναίκα II -inine ('feminin): (adj) θηλυ¬ κός II γυναικείος II θηλυπρεπής II -inism (' feminizam): (π) φεμινισμός II —inist: φεμινιστής fence (fens) [-d]: (ν) περιφράζω II ξιφο¬ μαχώ II κάνω διαξιφισμούς στη συζή¬ τηση II αποφεύγω II κάνω τον κλεπτα¬ ποδόχο II (η) φράχτης II ξιφασκία II κλεπταποδόχος II on the ~: αμφιταλαντευόμενος, αναποφάσιστος II ουδέτε¬ ρος fend (fend) [-ed]: (ν) αντιστέκομαι, αποκρούω II ~er: (η) προφυλακτήρας αυτοκινήτου II κιγκλίδωμα τζακιού II - for oneself: (ν) τα καταφέρνω χω¬ ρίς βοήθεια II - off: (ν) αποκρούω fennel (' fenal): (η) μάραθος feral (feral): (adj) άγριος ferment (ferment) [-ed]: (ν) προκαλώ ζύμωση II ζυμώνομαι II προκαλώ ανα¬ ταραχή II ('fe:rment): (η) ένζυμο II ζύ¬ μωση II αναβρασμός II -ation: (π) ζύ¬ μωση fern (fa:m): (η) φτέρη ferroci-ous (fa'roujas): (adj) άγριος II -ously: (adv) άγρια, με μανία II ~ty: (η) αγριότητα ferret ('ferat): (η) νυφίτσα II [-ed]: (ν) ανακαλύπτω II ερευνώ II - out: (ν) ξε¬ τρυπώνω, ανακαλύπτω ferry ( feri) [-ied]: (ν) περνώ ή μετα¬ φέρω με πορθμείο II (η) διαπόρθμευση II πορθμείο, “φέριμποτ” II -boat: (η) πορθμείο II -man: (η) πορθμέας fertil-e (' fart\):(adj) γόνιμος, εύφορος II —ity (fa:r' tiliti): (η) γονιμότητα, ευφο¬ ρία II -ization (fs:rtilai zei/an): (η) λί-

σπονδιακό Γραφείο Ερευνών II F~I District: περιοχή Διοικήσεως Πρωτεύ¬ ουσας II ~te (' fedareit) [-d]: (ν) σχη¬ ματίζω ομοσπονδία II (adj) ομόσπον¬ δος II ~tion: (η) ομοσπονδία fedora (fi'dora): (η) μαλακή ρεμπούμπλικα, “καβουράκι” fee (fi:): (η) αμοιβή, δικαίωμα, τέλος II tuition ~s: (η) δίδακτρα feeble ( fi:bsl): (adj) ασθενικός II ανε¬ παρκής II -minded: ανόητος II καθυ¬ στερημένος διανοητικά feed (fi:d) [fed, fed]: (ν) τρέφω II τρο¬ φοδοτώ II χρησιμεύω για τροφή II επαρκώ για τροφή II δίνω πάσα την μπάλα II (η) τροφή II τροφοδοσία II τροφοδότηση μηχανής II -back: (η) ανάδραση II - bag: (η) σάκος τροφής ζώου II ~er: (η) τροφοδότης II μηχανι¬ σμός τροφοδότησης II -ing: (η) τροφο¬ δότηση, τροφοδοσία II ~ing mechanism: σύστημα τροφοδότησης II off one’s ~: ανόρεχτος feel (fi:l) [felt, felt]: (ν) αισθάνομαι II εγγίζω, ψηλαφώ II εξετάζω προσεκτικά II φαίνομαι στην αφή II ~er: (η) κε¬ ραία εντόμου ή σαλιγκαριού II βολιδο¬ σκόπηση II -ing: (η) αίσθηση II αφή II αίσθημα II (adj) ευαίσθητος II - like: (ν) έχω κέφι για κάτι If - out: (ν) βο¬ λιδοσκοπώ II - up: (ν) βάζω “χέρι” II - up to: (ν) είμαι ικανός ή έτοιμος για κάτι feet: pi. of foot feign (fein) [-ed]: (ν) προσποιούμαι, υποκρίνομαι II μηχανεύομαι, επινοώ II -ed: (adj) προσποιητός II φανταστικός, “φτιαστός” feint (feint): (η) στρατήγημα, τέχνασμα II αντιπερισπασμός feline (' firlain): (adj) αιλουροειδής fell (fel) [-ed]: (ν) ρίχνω, γκρεμίζω II (π) συγκομιδή ξυλείας II προβιά II (adj) βάρβαρος, άγριος II see fail fellow ( felou): (η) άνθρωπος, άτομο II συνάδελφος, σύντροφος II εταίρος II ομότιμος II πανεπ. βοηθός II - citizen: συμπολίτης II - countryman: συμπα¬ τριώτης II - creature, -man: συνάν¬ θρωπος II - feeling: σύμπτωση συμφε¬ 140

fig πανση II γονιμοποίηση II ~ize [-d]: (ν) γονιμοποιώ II βάζω λίπασμα II ~izer: (η) λίπασμα II μέσο γονιμοποίησης ferven-cy (' fa:rvansi): (η) ζήλος II πά¬ θος II ~t: (adj) καυτός II διάπυρος, διακαής fervor (fa:rvar): (η) πάθος, ζέση fester (' festar) [-ed]: (ν) μαζεύω πύο II σχηματίζω έλκος II σαπίζω festiv-al (festaval): (π) σειρά εορτα¬ στικών εκδηλώσεων II “φεστιβάλ” II ~ve: (adj) εορτάσιμος II χαρμόσυνος II ~ity (fes' tiviti): (η) εορτασμός II χαρά, ευθυμία II —ities: (η) εορταστικές εκ¬ δηλώσεις, πανηγύρια fet-al (' fi:tsl): (adj) εμβρυακός II ~al position: κουλουριασμένος, με το σα¬ γόνι στα γόνατα II ~us ('fi:tas): (η) έμβρυο fetch (fetj) [-ed]: (ν) πάω να φέρω, φέρνω από αλλού II εισπνέω II αποφέ¬ ρω, “πιάνω” τιμή II γοητεύω II αρά¬ ζω, “πιάνω” II ~ing: (adj) ελκυστικός fete (feit, fet): (π) γιορτή, “φεστιβάλ” II May ~: γιορτή πρωτομαγιάς fetid (' fetid): (adj) βρομερός fetishism (' fetijizam): (η) φετιχισμός fetter (' fetar) [-ed]: (ν) αλυσοδένω II ~s: (η) δεσμά fetus (fi:tas): (η) έμβρυο feud (fiu:d) [-ed]: (ν) βρίσκομαι σε έχθρα I! αντιμάχομαι II (η) έχθρα, “βε¬ ντέτα” II φέουδο II ~al: (adj) φεουδαρ¬ χικός II -alism: (η) φεουδαρχισμός fever (fi:var): (η) πυρετός II ~ few: (π) πύρεθρο, χρυσάνθεμο II ~ish: (adj) εμπύρετος II πυρετώδης few (fju:): (adj) λίγοι fez (fez): (π) φέσι fiance (fi:a:n ' sei): (η) αρραβωνιαστι¬ κός, μνηστήρας II ~e: μνηστή fiasco (fi' aeskou): (η) τέλεια ή γελοία αποτυχία, “φιάσκο” fib (fib) [-bed]: (ν) λέω μικροψέματα II (π) ψεματάκι fiber, fibre ('faibar): (π) ίνα II κλωστούλα II εσοπερική δύναμη, αντοχή fickle (fikal): (adj) άστατος II -ness: (π) αστάθεια fict-ion (' fikjan): (η) φαντασία II φα-

νταστικό γεγονός II μυθιστόρημα II (adj) μυθιστορηματικός II -ional: (ajd) φανταστικός, επινοημένος II -itious (fik'tijas): (adj) φανταστικός II ψεύτι¬ κος fiddle ( fidl): (π) βιολί II βιολιστής II [-d]: (ν) παίζω βιολί II κουνώ νευρικά τα χέρια II ~ away: (ν) σπαταλώ II ~er: (η) βιολιστής II - sticks: τρίχες, μπούρδες II - with: (ν) παίζω νευρικά με κάτι II fit as a ~: υγιέστατος, ολό¬ γερος II play second ~: παίζω δευτερεύοντα ρόλο, είμαι “υπό” fidelity (fi'deliti): (π) πίστη II πιστότη¬ τα II ακρίβεια fidget ( fidzit) [-ed]: (ν) κουνώ νευρικά χέρια ή πόδια II κινούμαι νευρικά πάνω-κάτω II ~s: (π) νευρικότητα1 II ~y: (adj) νευρικός, ανήσυχος field (fi:ld): (π) πεδίο II λιβάδι II χωρά¬ φι II περιοχή II αερολιμένας II “φό¬ ντο” II στίβος II οι αγωνιζόμενοι II μάχη σε εξέλιξη II ύπαιθρος II (adj) υπαίθριος II [-ed]: (ν) αντιμετωπίζω, αντεπεξέρχομαι II - artillery: πεδινό πυροβολικό II ~ day: μέρα εκδηλώσε¬ ων ή αθλοπαιδιών II θρίαμβος, επιτυ¬ χία II - events: αγωνίσματα στίβου II ~ glasses: κιάλια II - gun: πεδινό πυ¬ ροβόλο II - officer: ανώτερος αξιω¬ ματικός II ~ work: προσωρινή οχύρω¬ ση II εργασία υπαίθρου fiend (fi:nd): (η) δαίμονας, πονηρό πνεύμα II δαιμόνιος II -ish: (adj) σα¬ τανικός fierce (fiars): (adj) άγριος II ~ly: (adv) άγρια II -ness: (π) αγριότητα, λύσσα fiery ( faiari): (adj) φλέγόμενος II φλο¬ γερός, ορμητικός fife (faif): (π) φλογέρα fift-een (fif ti:n): δεκαπέντε II -eenth: (adj) δέκατος πέμπτος II ~h (fif0): (adj) πέμπτος II ~h column: πέμπτη φάλαγγα II ~h wheel: παραπανίσιος, περιττός II -ieth (' fifti0): (adj) πεντη¬ κοστός II ~y: πενήντα II ~y - ~y: μισά και μισά fig (fig): (η) σύκο II συκιά II κράση, φυ¬ σική κατάσταση II -tree: συκιά II not give a not care a ~: δεν δίνω δε141

fight (η) πρατήριο βενζίνης II ~ someone in: (ν) πληροφορώ II ~ out: παχαίνω, “γεμίζω” II συμπληρώνω II ~ the bill:

κάρα

μάχο¬ μαι, πολεμώ II αγωνίζομαι, παλεύω II τσακώνομαι II πυγμαχώ ή παλεύω II (η) μάχη II αγώνας, πάλη II καβγάς II πυγμαχία, πάλη II ~er: (η) μαχητής II πυγμάχος II μαχητικό ή καταδιωκτικό αεροπλάνο II ~ing: (adj) μαχητικός II αξιόμαχος II ~ing chance; μικρή πιθα¬ νότητα επιτυχίας II ~ing cock: καβγα¬ τζής figment (figmant): (π) πλάσμα της φαντασίας, “παραμύθι” figurative ( figjarativ): (adj) μεταφορι¬ κός, μη κατά γράμμα figure (figar): (η) ψηφίο, αριθμός II σχήμα, μορφή II ανθρώπινο σώμα II εμφάνιση, παρουσιαστικό II εικόνα, απεικόνιση II περίγραμμα II “φιγού¬ ρα” χορού II [-d]: (ν) κάνω μαθηματι¬ κό υπολογισμό II παριστάνω με σχήμα II πιστεύω, προβλέπω II παίρνω μέρος II ~ head: διακοσμητική φιγούρα της πλώρη? πλοίου II διακοσμητικό πρό¬ σωπο χωρίς πραγματική δύναμη II ~ of speech: σχήμα λόγου II ~ on, ~ upon: βασίζομαι, υπολογίζω σε II ~ out: ξεδιαλύνω, αντιλαμβάνομαι filament ( filamant): (η) νήμα II νήμα ηλεκτρικού λαμπτήρα filch (filtj) [-ed]: (ν) κλέβω, “βουτάω”, “σουφρώνω” file (fail) [-d]: (ν) βάζω σε αρχείο II τα¬ ξινομώ II καταχωρίζω II βαδίζω σε στοίχους II υποβάλλω αίτηση ή υπο¬ ψηφιότητα II λιμάρω, τροχίζω II (η) φάκελος II αρχείο II στοίχος II ~ in, ~ out: μπαίνω ή βγαίνω, πίσω από κά¬ ποιον, ο ένας πίσω από τον άλλο II in single ~: εφ’ ενός ζυγού, κατ’ άνδρα filibuster (' filabAStar) [-ed]: (ν) κωλυ¬ σιεργώ II (π) κωλυσιεργία fill (fil) [-ed]: (ν) γεμίζω II συμπληρώνω II βουλώνω II ικανοποιώ II (η) γέμισμα II επιχωμάτωση II γόμωση II ~er: γό¬ μωση, γέμισμα II σφήνα II ~ in: συ¬ μπληρώνω II αντικαθιστώ άλλον II (η) αντικαταστάτης II ~ing: (η) γέμισμα II σφράγισμα δοντιού II ~ing station: fight (fait) [fought, fought]:

(v)

(ν) ανταποκρίνομαι σε προσδοκία, τα βγάζω πέρα II ~ up: γεμίζω ως επάνω filly ('fili): (η) φοραδίτσα II ζωηρή κο¬ πέλα film (film): (η) λεπτή μεμβράνη II λεπτό στρώμα II ταινία, “φιλμ” II [-ed]: (ν) επικαλύπτω, σκεπάζω με στρώμα ή σκόνη II γυρίζω ταινία II σκεπάζομαι, επικαλύπτομαι II ~dom: (η) ο κόσμος του κινηματογράφου II -script: (π) σε¬ νάριο ταινίας II ~y: (adj) σκεπασμένος με μεμβράνη II αμυδρός II διαφανής filter (' filtar) [-ed]: (ν) “φιλτράρω” II “φιλτράρομαι” II διεισδύω II διαπερ¬ νώ II διυλίζω II (π) “φίλτρο” II -tip: φίλτρο τσιγάρου II τσιγάρο με φίλτρο filth (ίίΐθ): (η) βρομιά II βρομόλογα II αισχρές φωτογραφίες ή ιστορίες II ~y: (adj) βρομερός filtrat-e (' filtreit) [-d]: (ν) φιλτράρω ή περνώ μέσα από φίλτρο, φιλτράρομαι II -ion: (π) διήθηση, “φιλτράρισμα” fin (fin): (η) πτερύγιο II τάλιρο, πεντοδόλαρο final ( fainal): (adj) τελικός II τελειωτι¬ κός, οριστικός II ~e (fi 'naeli): (η) “φι¬ νάλε” II -ist (' fainalist): (η) αυτός που φτάνει στους τελικούς αγώνων ή καλλιστείων II -ize [-d]: (ν) κάνω τε¬ λειωτικό ή τελεσίδικο II ~ly: (adv) τε¬ λικά II επιτέλους financ-e ('fainaens, fi'nasns) [-d]: (ν) χρηματοδοτώ II παρέχω με δόσεις II διαχειρίζομαι τα οικονομικά II (η) οι¬ κονομικά II ~e charge: (π) επιβάρυνση για τις δόσεις II -ial: (adj) οικονομι¬ κός II -ier: (η) χρηματοδότης II οικο¬ νομολόγος find (faind) [found, found]: (ν) βρίσκω II (π) εύρημα II ~er: (π) όργανο ανίχνευ¬ σης ή εντόπισης II direction ~er: (π) ραδιογωνιόμετρο II -ing: (η) εύρημα II -ings: (π) συμπέρασμα II ετυμηγορία II εργαλεία ή εφόδια δουλειάς II - out: (ν) ανακαλύπτω fine (fain): (adj) λεπτός, “φίνος” II τέ¬ λειος II αγνός, καθαρός II λεπτοφυής II 142

fish μικροσκοπικός, ψιλός II καλοκαιρία II πρόστιμο II ποινική ρήτρα II φιλικός διακανονισμός II (adv) πολύ καλά, θαυμάσια II [-d]: (ν) τελειοποιώ II τε¬ λειοποιούμαι II επιβάλλω πρόστιμο II ~ arts: (η) καλές τέχνες II -cut: (adj) ψιλοκομμένος II -ness: (η) λεπτότητα, “φινέτσα” II ~ry: (η) πολυτελή ρούχα, “τα καλά” II -nesse (fi nes): (π) λε¬ πτότητα, “φινέτσα” II τέχνασμα, “μπλόφα” finger (' fiqgsr): (η) δάχτυλο II [-ed]: (ν) ψηλαφώ με το δάχτυλο II προδίδω, “καρφώνω” II κλέβω, “βουτάω” II burn one’s ~s: (ν) την παθαίνω II -board: (η) πλήκτρα πιάνου ή εγχόρ¬ δου II -nail: (η) νύχι χεριού II -print: δακτυλ. αποτύπωμα II -tip: (π) άκρη του δαχτύλου II put the - on: (ν) προδίδω, “καρφώνω” II twist (wrap) around one’s little ~: (ν) τον “παίζω στα δάχτυλα” finicky, finnicky (finiki): (adj) δύσκο¬ λος, “ψείρα” finish (' fini/) (-ed]: (ν) τελειώνω II τερ¬ ματίζω II επεξεργάζομαι τελικά II (η) τέλος II τέρμα II τερματισμός II τελική επεξεργασία II υλικό επεξεργασίας II -ed: (adj) επεξεργασμένος II κατα¬ στρεμμένος II -ing: (η) τελική επεξερ¬ γασία II -ing school: (η) σχολή κοινω¬ νικής μόρφωσης finite (' fainait): (adj) πεπερασμένος II περατώσιμος II περιορισμένος Fin-land (' finland): (η) Φιλανδία II -η: (η) Φιλανδός II -nish: (adj) Φιλανδι¬ κός II (π) Φιλανδική γλώσσα

(π) φωτεινό μετέωρο II (adj) φλογερός, ενθουσιώδης II ~e bomb: (π) εμπρηστι¬ κή βόμβα II -ebug: (η) πυρομανής II ~e company, ~e brigade: πυροσβεστι¬ κή υπηρεσία II -ecracker: (η) βαρελό¬ το II -e-eater: ενθουσιώδης, φλογερός II ~e engine: (η) πυροσβεστική αντλία II ~e escape: (η) σκάλα πυρκαγιάς II ~e extinguisher: (η) πυροσβεστήρας II -efly: (η) πυγολαμπίδα II ~e hydrant: (η) υδροσωλήνας πυρκαγιάς II -eman: (η) πυροσβέστης II θερμαστής II ~e new: (adj) ολοκαίνουργος II -epan: (π) μαγκάλι II -eplace: (η) τζάκι II ~e power: (η) δύναμη πυρός II ~e proof: (adj) αλεξίπυρος II ~e ship: (η) πυρ¬ πολικό II ~e station: (η) πυροσβεστι¬ κός σταθμός II -estone: (π) τσακμακό¬ πετρα II -etrap: (η) σαράβαλο, ερείπιο II -ewater: (η) δυνατό ποτό II -ewood: (η) καυσόξυλα II -eworks: (η) πυροτε¬ χνήματα II -ing: (π) ανάφλεξη II τρο¬ φοδοσία φωτιάς II βολή, πυρά II καύ¬ σιμα II -ing line: γραμμή πυρός, πρώ¬ τη γραμμή II -ing squad: (η) εκτελε¬ στικό απόσπασμα II απόσπασμα τιμη¬ τικών πυροβολισμών firm (fs:rm): (adj) στερεός II σταθερός II συμπαγής II (η) εταιρεία, “φίρμα” II -ament (' f3:mi9m9nt): (η) στερέωμα first (f9:rst): (adj) πρώτος II για πρώτη φορά II μάλλον II at ~: στην αρχή II aid: πρώτες βοήθειες II - born: πρω¬ τότοκος II - class: (η) πρώτη θέση II (adj) πρώτης τάξεως II - degree: πρω¬ τοβάθμιος II - hand: από πρώτο χέρι II - lady: πρώτη κυρία II - lieutenant: (η) υπολοχαγός II ~ly: (adv) στην αρ¬ χή, πρώτα-πρώτα II -mate: (η) ύπαρ¬ χος II - rate: (adj) πρώτης ποιότητας II - water: ανωτάτης κλάσεως firth (ί9:τθ): (η) ποταμόκολπος fisc (fisk): (η) εθνικό θησαυροφυλάκιο II ~al: (adj) οικονομικός II ~al year: (π) οικονομικό έτος fish (fij): (π) ψάρι II τορπίλα II [-ed]: (ν) ψαρεύω II - bowl: γυάλα ψαριών II ανοιχτό, σε κοινή θέα II ~er, -erman: (π) ψαράς II -ery: (η) αλιευτική πε¬ ριοχή II βιομηχανία θαλασσινών II -

finnicky: see finicky fiord, fjord (fjo:rd): (η) φιόρδ fir (f9:r): (η) έλατο fir-e (' faiar): (η) φωτιά II πυρ, πυρά II ενθουσιασμός II (-d): (ν) βάζω φωτιά,

αναφλέγω II κινώ τον ενθουσιασμό, “ανάβω” II αρχίζω πυρ II πετώ ορμη¬ τικά II απολύω II between two ~es: μεταξύ δύο πυριόν II catch ~e: (ν) παίρνω φωτιά II hang ~e: (ν) δεν παίρνω φωτιά II ~e alarm: (η) προει¬ δοποιητικό σύστημα πυρκαγιάς II -earm: (π) πυροβόλο όπλο II -eball: 143

fission eye: παγερή ματιά II φιλύποπτη ματιά II ~ gig: (η) καμάκι II ~ hook: (η) αγκίστρι II ~ing: (η) ψάρεμα II αλιεία II ~ing line: (η) πετονιά II ~ing rod: (η) καλάμι ψαρέματος II ~ monger: (η) ιχθυοπώλης II -net: (η) δίχτυ ψα¬ ρέματος II - plate: (η) συνδετικό έλα¬ σμα II - story: (π) “μπούρδα”, “πα¬ λάβρα" II ~y: (adj) ανέκφραστος II

απίθανος, αμφίβολος II ύποπτος

fiss-ion ('fijan): (η) διάσπαση II nuclear -ion: (π) πυρηνική διάσπαση II -ure ( filar) [-dj: (ν) ραγίζω II ραγί¬

ζομαι Ιί

(η)

ρωγμή, σχισμή

fist (fist): (η) πυγμή, γροθιά II -ful:

(η) χούφτα, όσο παίρνει η χούφτα II

~ic: (adj) πυγμαχικός II -icuff: (η)

γροθοκόπημα

fit (fit) [-ted): (ν) εφαρμόζω II ταιριάζω

II προσαρμόζω II κάνω ικανό, προετοι¬ μάζω II (adj) ικανός II κατάλληλος, ταιριαστός II σε καλή κατάσταση, σε “φόρμα” II (η) εφαρμογή II προσαρμο¬ γή II παροξυσμός II ξαφνική προσβολή II -ful: (adj) σπασμωδικός, ακανόνι¬ στος, άτακτος II - in, - into: (ν) βρί¬ σκω μέρος ή χρόνο για κάτι II συμφω¬ νώ, ταιριάζω, προσαρμόζομαι II - out, - up: (ν) εφοδιάζω, εξοπλίζω II -ter: (π) εφαρμοστής II προμηθευτής II -ing: (adj) κατάλληλος, ταιριαστός ΪΙ (η) δο¬ κιμή, “πρόβα" II συναρμολόγηση II εξάρτημα II tight ~: εφαρμοστό, πολύ σφιχτό five (faiv): πέντε II - and dime store, - and ten store: (η) φτηνό μαγαζί, ψιλικαντζίδικο II -fold: (adj) πεντα¬ πλάσιος II ~r: (η) πεντοδόλαρο ή πε¬ ντόλιρο, τάλιρο II ~s: (η) χειρόσφαιρα II - year plan: (η) πενταετές σχέδιο fix (fiks) [-ed]: (ν) στερεώνω II καρφώ¬ νω II προσηλώνω II προσδιορίζω, κα¬ θορίζω II προσαρμόζω, επιδιορθώνω II αποδίδω, “ρίχνω" II προετοιμάζω II “κανονίζω" II κάνω “φτιαχτό" μάτς II (π) δύσκολη θέση II εντοπισμός II δωροδοκία II απάτη II “δόση" ναρκο¬ μανούς II -ed: (adj) σταθερός, ακίνη¬ τος II στερεωμένος, κολλημένος II αμε¬ τάβλητος II -ed idea: (η) έμμονη ιδέα

II -ture ( fikstjar): (η) σταθερό εξάρ¬ τημα II - on, - upon: (ν) συμφωνώ ή αποφασίζω για κάτι II - up: (ν) διορ¬ θώνω II εφοδιάζω, εξοπλίζω fizz (fiz) [-ed]: (ν) σφυρίζω από ανα¬ βρασμό II βγάζω φυσαλίδες II (π) σφύ¬ ριγμα βρασμού II αεριούχο ποτό II ~le [-d]: (ν) σφυρίζω II - le out: (ν) κατα¬ λήγω σε αποτυχία II αποτυχία, “φιά¬ σκο" fjord: see fiord flabbergast (' flasbargaest) [-ed]: (ν) κα¬ ταπλήσσω, αφήνω εμβρόντητο II -ed: (adj) εμβρόντητος, κατάπληκτος flabb-iness ( flaebinis): (η) πλαδαρότητα II ατονία II ~y: (adj) πλαδαρός II άτονος, αδύναμος flaccid: see flabby flag (flaeg): (η) σημαία II βούρλο II πλά¬ κα λιθόστρωσης II [-ged]: (ν) κάνω σή¬ μα με σημαία II συλλαμβάνω II ατονώ, χαλαρώνω II - day: (η) εορτή σημαίας II - down: (ν) σταματώ με σινιάλο II -ging: (η) λιθόστρωτο, πλακόστρωτο II - officer: (η) ανώτατος αξιωματι¬ κός ναυτικού II - pole, - staff: (η) κοντός σημαίας II -ship: (η) ναυαρχί¬ δα II -stone: (π) λιθόστρωτο, πλάκα λιθόστρωσης flagon ( flcegan): (π) κανάτα flagrant (' fleigrant): (adj) κατάφωρος II ~e delicto (fla grsenti, di'liktou): επ’ αυτοφώρω flail (fleil) [-ed]: (ν) κουνώ τα χέρια πάνω-κάτω II κοπανίζω, λιχνίζω II (π) κόπανος flair (flear): (η) έμφυτο ταλέντο ή επιτηδειότητα flak (flaek): (π) αντιαεροπορικό πυρο¬ βόλο II αντιαεροπορικά πυρά II οξεία κριτική, “πυρά” flake (fleik) [-d]: (ν) εκλεπίζω II εκλεπίζομαι II ξεφλουδίζομαι II (η) ρίνισμα, λέπι II νιφάδα χιονιού II - out: (ν) πέ¬ φτω ξερός II snow ~: (η) νιφάδα χιο¬ νιού flamboyant (flaem' boiant): (adj) επιδει¬ κτικός II εξεζητημένος II χτυπητός, ζω¬ ηρός flame (fleim) [-d]: (ν) φλέγομαι II γίνο144

fleece μαι κατακόκκινος, “ανάβω” II φλογί¬ ζω II (π) φλόγα II φλογερό πάθος II αγαπημένη, “φιλενάδα” II ~ thrower: (π) φλογοβόλο flamingo (fla' miqgou): (η) φοινικόπτερος, “φλαμίγκο” II (adj) πυρρόξανθος flammable (' flamabsl): (adj) εύφλεκτος flange (flaendz): (η) “πέλμα”, “φλά¬ ντζα” flank (flaeqk): (η) ισχία, πλευρά II πλα¬ γιά II πλευρά, πλευρική θέση II [-ed]: (ν) πλευροκοπώ II προστατεύω τα πλάγια II ~er: (η) πλαγιοφυλακή flannel (' flaenal): (η) φανέλα II (adj) φανελένιος II ~s: (π) πανταλόνι ή εσώ¬ ρουχα από φανέλα flap (fiaep) [-ped]: (ν) φτεροκοπώ II κουνώ πάνω-κάτω, ανεμίζω II χαστου¬ κίζω II (η) πτερύγιο II πτερυγιοειδές κάλυμμα II φτεροκόπημα II ανέμισμα II χαστούκι II στενοχώρια, “σκασίλα” II ~ jack: (π) τηγανίτα II -pable: (adj) ευρέθιστος, “ζοχάόας” flare (flear) [-d]: (ν) αναλάμπω II ανα¬ φλέγομαι απότομα και ξαφνικά II δι¬ ευρύνομαι, ανοίγω, πλαταίνω (η) ανα¬ λαμπή II ξαφνική λάμψη II φωτοβολίδα II έξαψη, ξέσπασμα II διεύρυνση, άνοιγμα II - up: (ν) ξεσπώ σε φλόγα II εξάπτομαι, “ανάβω” flash (flaj) [-ed]: (ν) αστράφτω II εμφα¬ νίζομαι στιγμιαία II κινούμαι γρήγορα II δίνω φωτεινά σήματα II προκαλώ ανάφλεξη II αντανακλώ II μεταδίδω γρήγορα II δείχνω γρήγορα II δείχνω επιδεικτικά II (η) αστραπή II αναλαμπή II σύντομη σπουδαία είδηση II γλώσσα υποκόσμου II φωτογραφικό “φλας” II (adj) αστραπιαίος II -back: (π) ανα¬ δρομή II ~ bulb: (η) λάμπα του “φλας” II -card: (η) εποπτική κάρτα διδασκαλίας II -cube: (η) κυβική λά¬ μπα φλας II ~er: (η) αυτόματος διακό¬ πτης II -light: (π) ηλεκτρικός φανός τσέπης II προβολέας II ~y: (adj) φανταχτερός II in a ~: στη στιγμή II - by, past: (ν) περνώ σαν αστραπή flask (flask, fla:sk): (η) φιαλίδιο II μπουκάλι τσέπης, “φλασκί” II πυριτι¬ δαποθήκη 145

flat (flat): (adj) επίπεδος II ομαλός,

ίσιος II απόλυτος II μη ενδιαφέρων II ξεθυμασμένος, χωρίς ουσία II ξεφουσκωμένος II ξεφουσκωμένο λάστιχο II χωρίς ρυθμό, μονότονος II μη γυαλι¬ στερός, “ματ” II (adv) οριζόντια, επί¬ πεδα II (η) ύφεση (music) II πεδινό μέ¬ ρος, ίσιωμα II ρηχό μέρος II διαμέρι¬ σμα II (adj) πεπλατυσμένος, συμπιε¬ σμένος, “πλακέ” II -car: (η) φορτηγό βαγόνι χωρίς παρειές, “πλατφόρμα” II -foot: πλατυποδία II αστυνομικός (id) II catch someone -footed: (ν) πιάνω απροετοίμαστον II ~ly: (adv) κατηγορηματικά, απόλυτα II -ness: (η) ομαλότητα II ισοπέδωση II -ten [ed]: (ν) ισοπεδώνω II κάνω πεπλατυ¬ σμένο, κάνω “πλακέ” II -top: (η) αε¬ ροπλανοφόρο flatter ( flatar) [-ed]: (ν) κολακεύω II ~er: (η) κόλακας II -ing: (adj) κολα¬ κευτικός II ~y: (η) κολακεία flatu!en-ce (' flatjulons): (η) στόμφος, πομπώδες ύφος II ~nt: (adj) πομπώδης flaunt (flo:nt) [-ed]: (ν) επιδεικνύω II επιδεικνύομαι II ~er: (η) επιδειξίας II ~y: (adj) επιδεικτικός flavor ( fleivsr) [-ed]: (ν) δίνω γεύση II (η) γεύση II -ful: (adj) εύγευστος II -less: (adj) άγευστος II ~ing: (η) καρίκευμα flaw (flo:): (η) ατέλεια II σχισμή, ράγισμα II [-ed]: (η) κάνω ή γίνομαι ελατ¬ τωματικός ή ατελής II -less: (adj) τέ¬ λειος, χωρίς ελάττωμα II ~y: (adj) ελαττωματικός flax (flaks): (η) λινάρι II (adj) γκριζοκίτρινος II ~en: (adj) λινός, από λινάρι II ανοιχτός κίτρινος II - seed: (η) λι¬ ναρόσπορος flay (flei) [-edj: (η) γδέρνω flea (fli:): (π) ψύλλος II -market, -mart: (π) παλαιοπωλείο flection: see flexion fled: see flee fledgeling, fledgling ( fledzliq): (adj) πρωτόπειρος, άπειρος, πρωτόβγαλτος flee (fli:) [fled, fled]: (ν) το βάζω στα πόδια II περνώ γρήγορα fleece (fli:s): (π) δέρμα II μαλλί II [-d]:

fleet ρώνω” fling (fliq) [flung, flung]: (ν) εξακοντίζω II ρίχνομαι, ορμώ II (η) ρίψη, βολή II ξέσκασμα, διασκέδαση II - oneself: (ν) ρίχνομαι, πετιέμαι flint (flint): (η) τσακμακόπετρα II glass: (η) κρύσταλλο II ~y: (adj) σκλη¬ ρός, άκαμπτος flip (flip) [-ped]: (ν) πετάω προς τα επάνω II χτυπώ ελαφρά II συναρπάζω II κάνω τούμπες II (η) ρίψη, πέταγμα II “κορόνα-γράμματα” II ελαφρό χτύπη¬ μα II τούμπα II αναίδεια II —flop: ανά¬ ποδη τούμπα II αλλαγή γνώμης II -pancy (fliponsi): (η) αναίδεια II ελα¬ φρότητα II -pant: (adj) αναιδής II ελα¬ φρός, “κούφιος” II -per (' flipsr): (η) βατραχοπέδιλο II χέρι (id) flirt (flo:rt) [-ed]: (ν) ερωτοτροπώ, “φλερτάρω” II ορμώ, πετιέμαι II τινά¬ ζω, πετάω II (adj) φιλάρεσκος II ερωτότροπος, “κορτάκιας” II -ation: (π) ερωτοτροπία II ερωτική “περιπέτεια” flit (flit) [-ted]: (ν) πετάγομαι γρήγορα II κινούμαι γρήγορα II (η) κίναιδος float (flout) [-ed]: (ν) επιπλέω II κινού¬ μαι ανάλαφρα II διακυμαίνομαι II πλημμυρίζω II ιδρύω II (η) σχεδία II πλωτήρας II σημαδούρα II σωσίβια λέμβος II -ation: (η) πλεύση II διακύ¬ μανση II ~er: (η) πλωτήρας II πλάνης, αλήτης II παράνομος ψηφοφόρος II -ing: (adj) πλωτός II κυμαινόμενος II κινητός II -ing dock: (η) πλωτή δεξα¬ μενή flock (flok) [-ed]: (ν) πηγαίνω ή συγκε¬ ντρώνομαι σαν κοπάδι II (η) αγέλη, κοπάδι II ποίμνιο ιερέα II πλήθος, κό¬ σμος flog (flog) [-ged]: (ν) μαστιγώνω II -ging: (η) μαστίγωση flood (flAd) [-ed]: (ν) πλημμυρίζω II κα¬ τακλύζω II ξεχειλίζω II (η) πλημμύρα II κατακλυσμός II πλημμυρίδα II - gate: (π) υδατοφράκτης II - light: (η) προ¬ βολέας II (ν) φωτίζω με προβολέα II -tide: (η) πλημμυρίδα floor (flo:r): (π) όροφος II πάτωμα, δά¬ πεδο II [-ed]: (ν) επιστρώνω II κάνω πάτωμα II ρίχνω ή πιέζω στο πάτωμα

(v) κουρεύω ζώο II ληστεύω, “μαδάω” II golden (η) χρυσόμαλλο δέ¬ ρας fleet (fli:t): (η) στόλος II ομάδα οχημά¬ των II (adj) γρήγορος II [-ed]: (ν) φεύ¬ γω γρήγορα II ~ Admiral: (η) αρχηγός του ναυτικού II ~ing: (adj) σύντομος II φευγαλέος, παροδικός II F~ street: (η) Δημοσιογραφία, ο Χύπος flesh (flej): (η) σάρκα II σαρκώδες μέ¬ ρος II πάχος II ~ and blood: στενός συγγενής II -fly: (η) κρεατόμυγα II ~ wound: (π) ελαφρό τραύμα, τραύμα στο ψαχνό II ~y: (adj) εύσαρκος II in the ~: προσωπικά ο ίδιος flew: see fly flex (fleks) [-ed]: (ν) λυγίζω II λυγίζομαι II συστέλλω τους μυς II (η) μονω¬ μένο καλώδιο II -ibility: (η) ευκαμψία II ελαστικότητα II -ible: (adj) εύκα¬ μπτος II ελαστικός II -ion: (π) κάμψη II -ible time: (η) μη καθορισμένο ωράριο flick (flik) [-ed]: (ν) ακουμπώ ή χτυπώ ελαφρά II τινάζω απαλά II (η) ελαφρό χτύπημα II κινημ. ταινία flicker (' flikar) [-ed]: (ν) τρεμουλιάζω II τρεμοσβήνω II λάμπω στιγμιαία II (η) αναλαμπή II τρεμούλιασμα II τρεμοσβήσιμο II τρεμουλιαστό φως II βω¬ βή κινημ. ταινία II - tail: (η) σκίουρος flier, flyer (flaior): (η) αεροπόρος II ιπτάμενος II μεγάλο πήδημα II φέιγ βο¬ λάν II σκαλοπάτι flight (flait): (η) πτήση II γρήγορη δια¬ δρομή II σμήνος II φυγή II - deck: (π) διαμέρισμα πιλότου II κατάστρωμα αε¬ ροπλανοφόρου II - of stairs: (π) μεσόσκαλο II ~y: (adj) ιδιότροπος, άστατος II ευερέθιστος II put to ~: (ν) κυνηγώ, τρέπω σε φυγή II take take to ~: (ν) τρέπομαι σε φυγή flimflam (' flimflaem): (π) απάτη II ασυ¬ ναρτησία, “αρλούμπα” flimsy ( flimzi): (adj) λεπτός και ελα¬ φρός II λεπτοκαμωμένος II ασθενικός, αδύνατος II ψιλό χαρτί flinch (flint/) [-ed]: (ν) τινάζομαι από φόβο, έκπληξη ή πόνο II μορφάζω από έκπληξη ή πόνο II αποτραβιέμαι, “ζα¬

146

flutter II κατανικώ II -board: (π) σανίδα πα¬ τώματος II -show: (η) θέαμα, “νούμε¬ ρα” II - walker: (η) τμηματάρχης κα¬ ταστήματος II have the ~: (ν) έχω το λόγο flop (flop) [-ped]: (ν) πέφτω βαριά, σω¬ ριάζομαι με θόρυβο II περπατώ αδέξια II “την παθαίνω” II πάω στο κρεβάτι II ρίχνω βαριά II (η) βαρύ πέσιμο II αποτυχία II - house: (η) ξενοδοχείο τελευταίας κατηγορίας II ~py: (adj) χαλαρός flor-a ( Πο:Γ3): (η) χλωρίδα, φυτικό βασίλειο II ~al: (adj) ανθεστήριος II από λουλούδια II -id: (adj) ανθηρός II στολισμένος, με γαρνιτούρες II ρόδι¬ νος, κοκκινωπός II -ist ( florist): (η) ανθοπώλης floss (flos): (η) μεταξωτή ίνα ή κλωστή flotation: see floatation flotilla (flou tilo): (η) στολίσκος flounce (flans) [-d]: (ν) κινούμαι νευρι¬ κά ή σπασμωδικά II (η) ποδόγυρος, “μπορντούρα” flounder ('flaundor) f-ed]: (ν) παραπα¬ τώ II περπατώ αδέξια II παραπαίω II (η) παραπάτημα II αδέξιο βάδισμα II γλώσσα (ψάρι) II - about: (ν) τα έχω χαμένα, παραπαίω flour (' flauor): (η) αλεύρι flourish ( flo:riJ) [-ed]: (ν) ακμάζω, αν¬ θώ II ευδαιμονώ, προοδεύω II κραδαί¬ νω II κουνώ επιδεικτικά II (η) επιδει¬ κτική κίνηση II στόλισμα, στολίδι flout (flaut) [-ed]: (ν) καταφρονώ II χλευάζω II (η) χλευασμός II περιφρονη¬ τική ή χλευαστική παρατήρηση flow (flou) [-ed]: (ν) ρέω II χύνομαι II κυκλοφορώ II προχωρώ με ευκολία II αφθονώ II (η) ροή II ρεύμα, ρους II ευ¬ φράδεια II - over: (ν) ξεχειλίζω flower (flauar): (η) άνθος II [-ed]: (ν) ανθίζω II -bed: (ν) πρασιά II -pot: (η) γλάστρα II ~y: (adj) λουλουδάτος II γεμάτος όμορφες εκφράσεις flown: see fly flu (flu:): (η) γρίππη fluctuat-e (' flAkt/ueit) [-d]: (ν) κυμαί¬ νομαι II -ion: (η) διακύμανση, αυξο¬ μείωση 147

flue (flu:): (η) καπνοδόχος, σωλήνας

καπνοδόχου

fluen-cy ('flu:ansi): (η) ευφράδεια II ευ¬ χέρεια χρήσης γλώσσας II ροή II ~t: (adj) εύγλωττος II ρευστός II -tly:

(adv) με ευχέρεια, άπταιστα

fluff (flAf): (η) χνούδι II ~y: (adj) χνου¬

δωτός II πολύ μαλακός

fluid ( flu:id): (adj) ρευστός II (π) ρευ¬

στό II (adj) ευμετάβλητος II (η) ρευστό χρήμα II υγρό II -ity, -ness: (η) ρευ¬ στότητα fluke (flu:k): (η) αρπάγη II γλώσσα (ψά¬ ρι) flung: see fling flunk (flAqk) [-ed]: (ν) αποτυγχάνω σε εξετάσεις II απορρίπτομαι II αφήνω στάσιμο, απορρίπτω II ~y: (η) υπηρέ¬ της, “λακές” II δουλοπρεπής, “γλείφτης” fluoresce (fluo'res) [-d]: (ν) παράγω φθορισμό II -nee: (η) φθορισμός II ~nt lamp: (η) λαμπτήρας φθορισμού fluori-de (' fluaraid): (adj) φθοριούχος II ~ne (' fluari:n): (η) φθόριο II φθορίνη flurry ( fl3:ri): (π) ριπή ανέμου II ελαφρή χιονόπτωση II ξαφνική ζωηρή δραστηριότητα, αναστάτωση II σύντο¬ μη ζωηρή κίνηση της αγοράς flush (Αα/) [-ed]: (ν) εκρέω ορμητικά II κοκκινίζω II τραβώ το καζανάκι απο¬ χωρητηρίου II (π) εκροή II συρροή II ορμητικό ανάβρυσμα II κοκκίνισμα II έξαψη II (adj) στο αυτό επίπεδο, λείος, ισόπεδος II στη μέση, ακριβώς επάνω II “φλος” του χαρτοπαιγνίου fluster ( flAstar) [-ed]: (ν) συγχύζω, τα¬ ράζω II (η) σύγχυση, ταραχή II -ed: (adj) συγχυσμένος, εκνευρισμένος flut-e (flu:t): (η) αυλός II αυλάκωμα, αυλάκι, αυλακιά II ράβδωση II φλογέ¬ ρα II [-d]: (ν) αυλακώνω II παίζω αυλό II σφυρίζω II -ist: (η) αυλητής flutter ( Πλϊθγ) [-ed]: (ν) πλαταγίζω, χτυπώ II φτεροκοπώ II φτερουγίζω II περπατώ πηδώντας II εξάπτομαι II (η) πλατάγισμα, χτύπημα II κυμάτισμα II φτεροκόπημα II φτερούγισμα II τρέμισμα, τρεμούλα II έξαψη II αρρυθμία σφυγμού ή καρδιάς

flux flux (flAks): (η) ροή II μεταβολή II ρευ¬

πω II κρύβω II μπερδεύω II (η) έλασμα II χτυπητή αντίθεση II ξίφος ξιφασκίας fold (fould) [-ed]: (ν) διπλώνω II κάνω πτυχή II διπλώνομαι II πτύσσομαι II τυλίγω, περιτυλίγω II εξαντλούμαι II πάω “πάσσο” στα χαρτιά II (η) πτυχή II στάνη II ποίμνιο ιερέα II ~er: (η) φά¬ κελος, “ντοσιέ” II - up: (ν) χρεοκοπώ II -ing: (adj) πτυσσόμενος foliage ( foulidz): (η) φύλλωμα folio (' fouliou): (η) τετρασέλιδο II σελί¬ δα κατάστιχου folk (fouk): (η) λαός, εθνική ομάδα II (adj) λαϊκός II ~s: (η) άνθρωποι II μέ¬ λη οικογένειας, συγγενείς II - dance: (η) τοπικός ή λαϊκός χορός II -lore: (η) λαογραφία, λαϊκές παραδόσεις II music: λαϊκή μουσική II ~sy: (adj) απλός, μη επιτηδευμένος follow (folou) [-ed]: (ν) ακολουθώ II παρακολουθώ II επακολουθώ, συνεπά¬ γομαι II ασκώ, ασχολούμαι με II κατα¬ λαβαίνω II ~er: (η) ακόλουθος II οπα¬ δός II -ing: (adj) επόμενος II οπαδοί II πελατεία II - out: (ν) εκτελώ πιστά II - suit: (ν) ακολουθώ παράδειγμα II through: (ν) φέρω σε πέρας II - up: (ν) εκτελώ ως το τέλος II συνεχίζω II επαναλαμβάνω foll-y ( foli): (π) ανοησία, τρέλα II -ies: (π) νούμερα του καμπαρέ foment (fou 'ment) [-ed]: (ν) υποθάλπω fond (fond): (adj) τρυφερός, στοργικός II αγαπητός II be - of: (ν) συμπαθώ πολύ II ~ly: (adv) με αγάπη, με στορ¬ γή, τρυφερά II -ness: (η) στοργή, αγά¬ πη II έντονη προτίμηση fondle ( fondl) [-d]: (ν) χαϊδεύω font (' font): (π) κολυμπήθρα II πηγή, προέλευση food (fu:d): (π) τροφή II - stamp: (η) δελτίο τροφίμων II - stuff: (π) είδος τροφής, τρόφιμα fool (fu:l) [-ed]: (ν) εξαπατώ II αστειεύ¬ ομαι, κοροϊδεύω II (adj) ανόητος, ηλί¬ θιος II κορόϊδο II - around: (ν) χασο¬ μεράω II “τσιληπουρδώ” II - away: (ν) σπαταλώ II -ery: (π) ανοησία, παλαβομάρα II - hardy: (adj) παράτολ¬ μος II —ish: (adj) ανόητος II γελοίος II

στότητα fly (flai) [flew, flown]: (v) πετώ, ίπτα¬ μαι II το βάζω στα πόδια II ξεσπάω II στήνω σημαία II (η) μύγα II πτερύγιο II κουμπιά ή φερμουάρ πανταλονιού II ~ at: (η) επιτίθεμαι II ~ boy: (π) πιλότος II - by-night: (adj) αμφίβολης πίστης ή ποιού II ~ catcher: (η) μυγοχάφτης II ~er: see flier II ~ high': (ν) πετώ στα σύννεφα II ~ing colors: νίκη, θρίαμβος II ~ing fish: (η) χελιδονόψαρο II ~ing saucer: (η) ιπτάμενος δίσκος II -net: (η) κουνουπιέρα II - off the handle: (ν) θυμώνω απότομα II - over: (π) χαμηλή πτήση II εναέρια διάβαση II paper: (π) μυγοπαγίδα II ~ speck: (η) “μυγόχεσμα” II - swatter: (π) “μυγο¬ σκοτώστρα” II - the coop: (ν) δραπε¬ τεύω II - weight: πυγμάχος κατηγο¬ ρίας μύγας II ~ wheel: σφόνδυλος II let ~: (ν) εκσφενδονίζω foal (foul): (π) πουλάρι, αλογάκι II [-ed]: (ν) γεννώ αλογάκι foam (foum) [-ed]: (ν) αφρίζω II (η) αφρός II - rubber: (η) αφρώδες ελα¬ στικό, “αφρολέξ” II ~y: (adj) αφρισμένος fob (fob): (η) τσεπάκι για το ρολόι II αλυσιδίτσα ή μπρελόκ ρολογιού foc-al ( foukol): (adj) εστιακός II κε¬ ντρικός II συγκεντρώνων προσοχή ή το ενδιαφέρον II -us (foukos): (η) εστία II επίκεντρο II [-ed]: (ν) βρίσκω την εστία II προσηλώνω II ρυθμίζω εστιακή απόσταση II in -us: ευδιάκρι¬ τος, καθαρός II out of -us: μη ευδιά¬ κριτος, μη εστιωμένος II αρρύθμιστος fodder (fodor): (η) νομή, τροφή ζώων foe (fou): (η) εχθρός foet-al: see fetal II - us: see fetus fog (fog): (η) ομίχλη II θολούρα II [-ged]: (ν) σκεπάζω με ομίχλη II θολώ¬ νω, συγχύζω II ~gy: (adj) ομιχλώδης II συγχυσμένος, αβέβαιος II - horn: (η) σειρήνα κινδύνου ομίχλης, ομιχλόκερας foible ( foibol): (η) τρωτό σημείο, αδυ¬ ναμία foil (foil) [-ed]: (ν) ματαιώνω, ανατρέ¬ 148

foreclose -ishness: (π) ανοησία II -proof: (adj) αδύνατο να αποτύχει II ~'s errand: άσκοπη ασχολία, χαμένος κόπος ή καιρός II ~ with: (ν) καταπιάνομαι, ψευτομαστορεύω foot (fut): (η) πόδι II βάση II έδρανο II πέδιλο στήριξης II έδραση II πεζικάριοι II [-ed]: (ν) προχωρώ II ~ it: (ν) πάω με τα πόδια II ~ and - mouth disease: (π) αφθώδης πυρετός II cubic ~: κυβι¬ κό πόδι II ~ bridge: (η) γέφυρα πεζών II -age: (η) μήκος σε πόδια II -ball: (η) ποδόσφαιρο II -boy: (η) κλητήρας II - fall: (η) πάτημα II - gear: (π) υπόδηση II -hill: (η) λοφίσκος στους πρόποδες οροσειράς II - hold: (η) ασφαλές πάτημα, στήριγμα II ασφαλής ή εξασφαλισμένη θέση II -ing: (π) στα¬ θερό ή σίγουρο πάτημα II βάση II στή¬ ριγμα II πλάκα θεμελίωσης II άθροι¬ σμα, σύνολο II -less: (adj) αστήρικτος II - lights: φώτα προπροσκηνίου, φώ¬ τα της “ράμπας” II θέατρο II προσκή¬ νιο II - locker: (η) ιματιοφυλάκιο στρατιώτη II -loose: (adj) ανέμελος II -man: (η) ιπποκόμος II -mark, -print: (π) πατημασιά II -note: (η) υποσημείακτη II - pace: (π) βήμα II εξέ¬ δρα II -path: (η) μονοπάτι II δρόμος πεζών II -print: see -mark II -rest: (π) υποπόδιο II - soldier: (π) στρα¬ τιώτης πεζικού II -sore: (adj) με κου¬ ρασμένα ή πονεμένα πόδια II -step: (η) βήμα II πάτημα II πατημασιά II σκαλοπάτι II - the bill: (ν) πληρώνω το λογαριασμό II - way: (η) διάδρο¬ μος πεζών II - wear: (π) υπόδηση, πα¬ πούτσια ή παντόφλες II - worn: (adj) πολυσύχναστο, πατημένο II put one's - down: (ν) “πατώ πόδι”, επιβάλλο¬ μαι II put one's - in the mouth: (v) κάνω γκάφα fop (fop): (η) κομψευόμενος, δανδής II -pish: (adj) κομψευόμενος for (fo:r): (prep) δια, για II αντί, προς II παρόλο II υπέρ II επειδή, γιατί II - all that: παρόλα αυτά II - my part: όσο για μένα forage ('foridz) [-d]: (ν) κάνω επιδρο¬ μή για τρόφιμα ή εφόδια II ψαχου¬

λεύω, ψάχνω παντού II δίνω χορτονο¬ μή II (η) χορτονομή II επιδρομή για τρόφιμα ή εφόδια II - cap: (η) πηλίκιο εκστρατείας foray ( forei) [-ed]: (ν) διαρπάζω, λεη¬ λατώ II κάνω επιδρομή II (π) επιδρομή II στρατιωτική επιχείρηση forbade: see forbid forbear (fo:r'beor) [forbore, forborne]: (ν) απέχω, συγκρατιέμαι II -ance: (π) αποχή II ανοχή II -ing: (adj) ανεκτικός forbid (far bid) [forbade, forbidden]: (ν) απαγορεύω II -dance: (η) απαγό¬ ρευση II -den: (adj) απαγορευμένος II -ding: (adj) δυσάρεστος, αποκρουστικός II ανασχετικός II God -!: Θεός φυλάξοι! forbore: see forbear forborne: see forbear forc-e (fo:rs) [-d]: (ν) βιάζω II πιέζω II εξαναγκάζω II βάζω με πίεση II ανοίγω ή μπαίνω με τη βία II διακορεύω II επιβάλλω II (η) δύναμη II βία II ισχύς, εγκυρότητα II -ed: (adj) υποχρεωτικός II αναγκαστικός II αφύσικος, προσποι¬ ητός II -eful: (adj) αποτελεσματικός, πειστικός II δυναμικός II ~e majeure: ανωτέρα βία II ~e pump: (η) καταθλιπτική αντλία II in ~e: εν ισχύει, ισχύων II armed ~es: ένοπλες δυνά¬ μεις II -eps ( fo:rsaps): (η) λαβίδα II δαγκάνα εντόμου II -ible (' fo:rsabal): (adj) βίαιος, με το ζόρι II δυναμικός II —ibly: (adv) με τη βία II δυναμικά ford (fo:rd): (η) πόρος, ρηχά του ποτα¬ μού II [-ed]: (η) περνώ από τα ρηχά fore (fo:ar): (adj) πρόσθιος II (η) πλώρη II to the ~: προς τα εμπρός II στο επί¬ κεντρο, στο προσκήνιο forearm (' fo:ara:rm): (η) πήχη χεριού II (fo:ar'a:rm) [-ed]: (η) προετοιμάζομαι, εξοπλίζομαι forebod-e (fo:r'boud) [-d]: (ν) προβλέ¬ πω ή προαισθάνομαι κακό II -ing: (η) κακό προαίσθημα ή οιωνός forecast ('fo:rka:st) [-ed or forecast]: (η) προβλέπω II (η) πρόβλεψη, πρό¬ γνωση foreclos-e (' fo:rklouz) [-d]: (ν) κατά¬ σχω υποθήκη II αποκλείω II -ure: (η) 149

forecourt μαντεύω, προλέγω

κατάσχεση υποθήκης forecourt (' fo:rko:rt): (η) προαύλιο foredoomed (' fo:rdu:mt): (adj) καταδι¬ κασμένος εκ των προτέρων forefather (' fo:rfa:0ar): (π) πρόγονος forefinger (' forrfiijgar): (η) δείκτης χε¬ ριού forefront (' fo:rfrAnt): (π) πρόσοψη II πρωτοκαθεδρία forego (fo:r gou) [forewent, foregone]: (v) προηγούμαι II ~ing: (adj) προηγού¬ μενος II προειρημένος II ~ne: (adj) πε¬ ρασμένος II ~ne conclusion: (η) ανα¬ πόφευκτο αποτέλεσμα foregone: see forego foreground (' fo:rgraund): (η) πρώτο πλάνο II το πλησιέστερο μέρος II η σπουδαιότερη θέση, η πρώτη σειρά forehand (' fo:rhaend): (adj) προγενέστε¬ ρος II ~ed: (adj) προβλεπτικός II ευκα¬ τάστατος forehead (fa:rhed, fond): (η) μέτωπο foreign ('forin): (adj) ξένος, αλλοδα¬ πός II εξωτερικός, του εξωτερικού II άσχετος II ~ bill: (η) συναλλαγματική εξωτερικού II ~er: (η) ξένος, όχι ντό¬ πιος II ~ exchange: (η) ξένο συνάλ¬ λαγμα II ~ legion: (η) λεγεώνα των ξέ¬ νων II F~ Office: (η) υπουργείο εξω¬ τερικών forejudge (fo:r'dzAdz) [-d]: (ν) προδι¬ κάζω foreleg (fo:rleg): (η) μπροστινό πόδι forelock (fa:rlok): (η) τούφα μαλλιού, τσουλούφι που πέφτει στο μέτωπο foreman (fo:rman): (η) αρχιεργάτης II επιστάτης κτήματος II προϊστάμενος ενόρκων II αρχιτεχνίτης foremost (' fo:rmoust): (adj) ο πιο πρώτος II ο πιο σπουδαίος forensic (fa rensik): (adj) δικαστικός II ρητορικός II ~ medecine: (η) ιατροδι¬ καστική II ~s: (η) επιχειρηματολογία forerunner (' fa :r Anar): (η) πρόδρομος II προάγγελος foresaid (' fa:rsed): (adj) προειρημένος, προλεχθείς foresee (fo:r'si:) [foresaw, foreseen]: (ν) προβλέπω foreshadow (fo:r' Jaedou) [-ed]: (ν) προ¬

(η) πρόγνωση II πρόβλεψη, πρόνοια forest ('forist): (η) δάσος II ~er: (n) δασοκόμος II ~ry: (η) δασοκομία II δα¬ σώδης έκταση forestall (fo:r'sto:l) [-ed]: (ν) προλα¬ βαίνω II καθυστερώ II προνοώ foretaste (' fo:rteist): (π) ζωηρή προαί¬ σθηση foretell (fo:r'tel) [foretold]: (ν) προλέ¬ γω II προμηνώ forethought ('fo:r0o:t): (η) πρόνοια, πρόβλεψη forever (for'evar): (adv) για πάντα II ~ more: (adv) παντοτινά II -ness: (n) αιωνιότητα forewarn (fo:r'wo:m) [-ed]: (η) προει¬ δοποιώ foreword (' fo:rwa:rd): (η) πρόλογος II εισαγωγή forfeit ( fo:rfi:t) [-ed]: (ν) χάνω δικαί¬ ωμα II πληρώνω ποινική ρήτρα II (π) πρόστιμο, ποινική ρήτρα II ενέχυρο II -ure: (η) στέρηση δικαιώματος II απώ¬ λεια δικαιώματος forge (fa:rdz) [-d]: (ν) επεξεργάζομαι μέταλλο II σφυρηλατώ II πλαστογραφώ II προχωρώ σιγά αλλά σταθερά II πε¬ τάγομαι προς τα εμπρός II (η) σιδη¬ ρουργείο II καμίνι II -r: (η) πλαστογράφος II σιδηρουργός II ~ry: (η) πλα¬ στογραφία II πλαστό, κίβδηλο forget (far get) [forgot, forgotten]: (v) ξεχνώ II παραλείπω II -ful: (adj) ξεχα¬ σιάρης II -fulness: (η) λησμονιά II απροσεξία II - oneself: (ν) χάνω την αυτοκυριαρχία forgive (far'giv) [forgave, forgiven]: (ν) συγχωρώ II λύνω από υποχρέωση II -ness: (π) συγχώρεση forgo (fa:r'gou) [forwent, forgone]: (v) παραιτούμαι II αποποιούμαι fork (fo:rk): (η) περόνη, δίκρανο II πι¬ ρούνι II διακλάδωση II [-ed]: (ν) πι¬ ρουνιάζω II σχηματίζω διχάλα II διακλαδίζομαι II -ed: (adj) διχαλωτός II -ful: (η) πιρουνιά II - over, - out: (ν) δίνω, πληρώνω, “κατεβάζω” forlorn (far'lo:m): (adj) έρημος, εγκα-

foresight (fo:rsait):

150

founder ταλειμμένος II απελπισμένος II ~ hope: αποστολή ή εγχείρημα απελπισίας form (fo:rm) [-ed]: (ν) σχηματίζω II σχηματίζομαι II διαμορφώνω II δια¬ μορφώνομαι II (π) σχήμα, μορφή II τύ¬ πος, καλούπι II είδος II τρόποι II φυσι¬ κή κατάσταση, “φόρμα” II υπόδειγμα εντύπου II τάξη σχολείου II πάγκος II ~al (formal): (adj) τυπικός II επίση¬ μος, εθιμοτυπικός II -alism: (η) τυπικότητα II —ality: (η) τύποι, τυπικότητα II επισημότητα II -alize [-d]: (ν) τυπο¬ ποιώ II -ally: (adv) τυπικά II επίσημα II ~ at ('format): (π) σχήμα II πρότυ¬ πο, σχέδιο II -ation (for' meijan): (π) σχηματισμός II διάταξη II διαμόρφωση, διάπλαση II -ative (' io:rmativ): (adj) διαμορφωτικός, διαπλαστικός II ~er: (η) διαμορφωτής II -less: (adj) άμορ¬ φος II - work: (η) ξυλότυποι, καλούπια former ('formar): see form II (adj) προηγούμενος, προγενέστερος II τέως, πρώην II προηγούμενος από δύο, πρώ¬ τος των δύο II ~ly: (adv) προηγουμέ¬ νως formica (for' maika): (π) φορμάίκα formidable (' formidabal): (adj) φοβε¬ ρός, τρομερός II τεράστιος II δύσκολος formula (' formjula): (π) τύπος II στε¬ ρεότυπο, κοινοτυπία II ~te: (ν) τυπο¬ ποιώ II εκφράζω σε τύπο forsake (far'seik) [forsook, forsaken]: (ν) παραιτούμαι, εγκαταλείπω II απαρνούμαι fort (fo:rt): (η) οχυρό II φρούριο forte (' fo:rtei, 'fo:rt): κυριότερο προ¬ σόν, “φόρτε” II μουσικό “φόρτε” forth (ίο:τθ): (adv) προς τα εμπρός II έξω, φανερά II -coming: (adj) επερχόμενος II - right: (adv) κατευθείαν εμπρός II ευθύς, ντόμπρος II - with: (adj) αμέσως fortieth ( fo:rti:0): (adj) τεσσαρακοστός fortif-ication (fo:rtifi' keijan): (η) οχυρό II οχύρωση II ενίσχυση, τόνωση II ~y ('fo:rtifai) [-ied]: (ν) οχυρώνω II ενι¬ σχύω, τονώνω II υποστηρίζω, ενισχύω fortitude (' fo:rtitju:d): (η) σθένος II θάρρος

fortnight (' fortnait): (π) δεκαπενθήμε¬ ρο FORTRAN (' fo:rtraen): (η) “Μετάφρα¬ ση τύπων” (γλώσσα των computers) fortress ('fortris): (η) φρούριο II οχυ¬ ρό II flying ~: (η) ιπτάμενο φρούριο fortun-ate(' fortjanit):^^') τυχερός II -ately: (adv) ευτυχώς II ~e (fortlan): (η) τύχη II μοίρα II περιουσία II ~e hunter: (η) προικοθήρας II ~e teller: (π) χαρτορίχτρα ή καφετζού forty ('forti): σαράντα II - winks: (η) υπνάκος forward ('forward) [-ed]: (ν) διαβιβά¬ ζω, προωθώ II προάγω II (adj) πρό¬ σθιος II (adv) προς τα εμπρός II (adj) πρόθυμος, ανυπόμονος II τολμηρός II προοδευτικός II δίαν, αναπτυγμένος II ~s: (adv) εμπρός, προς τα εμπρός II ~er: (π) διεκπεραιωτής II -ness: (η) πρόοδος, ανάπτυξη II τόλμη, προπέ¬ τεια fossil ('fosil): (π) απολίθωμα II άνθρω¬ πος με αναχρονιστικές ιδέες, “σκου¬ ριασμένος” foster ('fostar) [-ed]: (ν) ανατρέφω II τρέφω, υποθάλπω II - child: (η) θετό παιδί II - father: (π) πατριός II mother: (π) μητριά fought: see fight foul (faul): (adj) αποκρουστικός II αη¬ διαστικός, βρομερός II σάπιος II αι¬ σχρός II ανέντιμος II “φάουλ” αθλητι¬ κό II [-ed]: (ν) βρομίζω II μολύνω II ατιμάζω II εμποδίζω II μπλέκω, μπερ¬ δεύω II κάνω “φάουλ” II - mouthed: (adj) βρομολόγος II -ness: (π) βρομιά II - play: (η) ατιμία II εγκληματική ενέργεια ή πράξη II -shot: (η) ελεύθε¬ ρη βολή II - up: (ν) μπερδεύω, τα κά¬ νω “θάλασσα” found (faund) [-ed]: (ν) ιδρύω, δημι¬ ουργώ II εγκαθιδρύω II τοποθετώ σε βάση, στηρίζω II θεμελιώνω II χύνω σε καλούπι II see find II -ation: (η) υπο¬ δομή II θεμέλιο, θεμελίωση II έδραση, στήριξη II ίδρυμα II ~er: (η) χύτης II ιδρυτής II -ling: (η) έκθετο βρέφος II ~ry: (η) χυτήριο II χυτά αντικείμενα founder (' faundar) [-ed]: (ν) γίνομαι 151

fount χάριστη μυρωδιά II ~t: (adj) ευώδης frail (freil): (adj) ασθενικός, αδύνατος II ευπαθής, εύθραυστος II αδύνατος ψυ¬ χικά II (η) πλεχτό καλάθι II ~ty: (π) αδυναμία, ευπάθεια frame (freim) [-d]: (ν) πλαισιώνω, το¬ ποθετώ σε πλαίσιο, κορνιζώνω II κα¬ τασκευάζω ή συναρμολογώ το σκελετό II συλλαμβάνω ή καταστρώνω σχέδιο ή ιδέα II σχηματίζω λέξη II σκηνοθετώ ενοχή II σκηνοθετώ νίκη σε αγώνα II (η) σκελετός II πλαίσιο, κορνίζα II σω¬ ματική κατασκευή II - up: (η) ψεύτικη ενοχοποίηση, σκηνοθεσία ενοχής II house: (η) ξυλόσπιτο II - of mind: (π) διανοητική κατάσταση ή διάθεση II - work: (η) σκελετός II πλαίσιο II βα¬ σικός τύπος ή σύστημα franc (fraeqk): (η) φράγκο France (fra:ns): (η) Γαλλία franchise ( fraentjaiz): (π) δικαίωμα ψήφου II προνόμιο εκμετάλλευσης επι¬ χείρησης II [-d]: (ν) χορηγώ δικαίωμα ψήφου II χορηγώ ή εκμισθώνω ή που¬ λώ προνόμιο εκμετάλλευσης επιχειρήσεως frank (fraenk): (adj) ειλικρινής II ευθύς, “ντόμπρος” II ~ly: (adv) ειλικρινά II -ness: (π) ειλικρίνεια frankincense (' fraeqkinsens): (η) μοσχολίβανο frantic (' fraentik): (adj) έξαλλος II σε μεγάλη αγωνία frappe (fraepe i): (adj) χτυπητό, “φρα¬ πέ” II λικέρ με παγάκια frat-ernal (fra' t9:rn9l): (η) αδελφικός II -ernity: (π) αδελφότητα II αδελφοσύνη II -ernization: (η) συναδέλφωση II συναδελφοσύνη II -ernize [-d]: (ν) συναδελφώνομαι II -ricide (' fraetrisaid): (η) αδελφοκτονία II αδελφοκτόνος fraud (froid): (π) δόλος II απάτη II (η) απατεώνας II -ulent: (adj) δόλιος II απατηλός fray (frei) [-ed]: (ν) ξεφτίζω II ξεφτίζο¬ μαι II ερεθίζω, ταράζω II εκδιώκω II (η) ξέφτισμα, φάγωμα II καβγάς II -ed: (adj) ξεφτισμένος, φαγωμένος freak (fri:k): (π) παραόοξότητα, τερα¬ τολογία II τέρας II παραξενιά II (adj)

ανάπηρος II αποτυγχάνω, “βουλιάζω” II βυθίζομαι II παθαίνω καθίζηση fount (faunt): (π) πηγή II -ain: (η) βρύ¬ ση, πηγή II συντριβάνι II προέλευση II rainhead: (η) πηγή ποταμού II ~ain pen: (η) στυλογράφος four (fo:r): τέσσερα II ~ bits: (η) πενηντάλεπτο II ~ cylinder: (adj) τετρακύλινδρος II ~ flush: (η) μπλόφα II [-ed]: (ν) μπλοφάρω II ~ flusher: (η) απατε¬ ώνας II ~ fold: (adj) τετραπλάσιος II ~ hundred: (η) οι εκατομμυριούχοι, οι πάμπλουτοι II ~ in-hand: (η) τέθριππο αμάξι II είδος γραβάτας II ~ letter word: (η) βρομόλογο, χυδαία λέξη II ~ poster: (η) κρεβάτι με κολόνες II -some: (η) τετράδα II δύο ζεύγη II παιχνίδι με τέσσερις παίκτες II ~ square: (adj) ευθύς, “ντόμπρος” II -teen: δεκατέσσερα II -teenth: (adj) δέκατος τέταρτος II ~th: τέταρτος II ~th estate: (π) η δημοσιογραφία, τύ¬ πος II on all ~s: με τα τέσσερα, μπουσουλώντας fowl (faul): (η) όρνιθα, πουλερικό fox (foks): (η) αλεπού II πονηρός, “αλεπού” II [-ed]: (ν) εξαπατώ II βάζω ψίδια σε παπούτσι II - hole: (η) ατο¬ μικό όρυγμα II - hound: (η) κυνηγό¬ σκυλο II -iness: (η) πονηριά II -ing: (π) ψίδι II -trot: (η) χορός φοξ-τροτ II ~y: (adj) πονηρός, “αλεπού” foyer ( foiei): (η) χωλ, είσοδος, φουα¬ γιέ fract-ion ( fraekjon): (η) τμήμα, μέρος II κλάσμα II -ional: (adj) κλασματικός II μικροσκοπικός II -ionate [-d]: (ν) διυλίζω με διάσπαση ή απόσταξη II -ionize [-dl: (ν) κλασματοποιώ II -ure (' fraektjar): (η) θλάση, κάταγμα II [-d]: (ν) προκαλώ θλάση ή κάταγμα II ραγίζω fragile (' fraedzail, frasdzal): (adj) εύ¬ θραυστος fragment (fraegmsnt) [-ed]: (ν) συντρί¬ βω II κομματιάζω II (π) θραύσμά II κομμάτι, μέρος II -ary: (adj) κομμα¬ τιαστός, μη συνεχής II -ation: (π) συ¬ ντριβή, κομμάτιασμα fragran-ce (' freigrsns): (π) άρωμα, ευ¬ 152

fright μανιώδης, φανατικός II ~ish, ~y: (adj) αλλόκοτος, τερατώδης freckle (freksl): (η) φακίδα II ~d: (adj) με φακίδες free (fri:) [-d]: (v) ελευθερώνω II (adj) ελεύθερος II ανεξάρτητος II μη υποκεί¬ μενος σε II δωρεάν II ελεύθερος, διαθέ¬ σιμος II γενναιόδωρος II ~ and clear: ελεύθερο υποθήκης II ~ booter: (η) πειρατής II ~dom: (π) ελευθερία II αναίδεια, τόλμη II ~ hand: (adj) με το χέρι, χωρίς όργανα II ~ handed: (adj) γενναιόδωρος, ανοιχτοχέρης II -lance, -lancer: (η) ελεύθερος ή ανεξάρτητος επαγγελματίας, “ελεύθερος σκοπευ¬ τής” II κομματικά ανεξάρτητος II -loader: (η) τρακαδόρος II - mason: (η) ελεύθερος τέκτονας, “μασόνος” II - masonry: (π) μασονία II - spoken: (adj) ειλικρινής, “ντόμπρος” II verse: ελεύθερος στίχος II -way: (η) δρόμος χωρίς σήματα στάθμευσης II wheeling: (adj) χωρίς ενδοιασμούς freez-e (fri:z) [froze, frozen]: (η) παγώ¬ νω II καταψύχω, κάνω κατάψυξη II ψύχομαι II παγιώνω, ακινητοποιώ, “παγώνω” II (η) παγωνιά II ψύξη II ψυγείο II ~e dry: (ν) διατηρώ με ψύξη II ~er: (η) ψυγείο, καταψύκτης II -ing (' fri:zii]): (η) ψύξη II -ing cold: παγω¬ νιά II -ing point: (η) σημείο ψύξης ή πήξης II deep ~e: (π) κατάψυξη freight (freit) [-ed]: (ν) μεταφέρω II φορτώνω εμπόρευμα II (π) φορτίο II εμπορεύματα II μεταφορά II κόμιστρα II -age: (π) κόμιστρα εμπορευμάτων II μεταφορά εμπορευμάτων II -car: φορ¬ τηγό όχημα II ~er: (η) μεταφορέας II φορτηγό πλοίο ή όχημα II - train: (η) εμπορική αμαξοστοιχία French (frentj): (π) Γάλλος II (adj) γαλ¬ λικός II γαλλική γλώσσα, γαλλικά II bread: (η) φραντζόλα ζυμωτού ψωμι¬ ού II - cuff: (π) διπλό μανικέτι II curves: (η) καμπυλόγραμμο II - fries: (η) τηγανητές ψιλοκομμένες πατάτες II - leave: (η) φυγή “αλά Γαλλικά” II -man: Γάλλος II - window: (η) τζαμό¬ πορτα ή πόρτα βεράντας II ~y: Γάλ¬ λος

fren-etic (frs'netik): (adj) έξαλλος, φρενιασμένος II ~zy ( frenzi): (η) φρέ¬ νιασμα, μανία II τρέλα, “ντελίριο” II έξαλλη ιδέα, “τρέλα” freon (frian): (η) αντιψυκτικό υγρό, “φρίον” frequen-ce ( fri:kw3ns), ~cy (' fri:kw3nsi): (η) συχνότητα II ~t: (adj) συχνός II -t [-ed]: (ν) συχνάζω II -tation: (η) συχνή επίσκεψη II -tly: (adv) συχνά fresco ( freskou): (η) τοιχογραφία II νωπογραφία, “φρέσκο” fresh (frej): (adj) καινούριος II φρέσκος II νωπός, μη κονσερβαρισμένος ή κατεψυγμένος II γλυκό νερό, μη αλμυρό II αρχάριος II φρεσκαρισμένος II τολ¬ μηρός, αναιδής II ~en [-ed]: (ν) φρε¬ σκάρω II φρεσκάρομαι II ζωηρεύω II -man: (η) πρωτοετής φοιτητής II πρω¬ τόπειρος II -ness: (η) φρεσκάδα II -water: (adj) άπειρος, του “γλυκού νερού” fret (fret) [-ted]: (ν) ταράζω, ανησυχώ II ταράζομαι, ανησυχώ II κατατρώγω, φαγώνω II (η) ταραχή, ανησυχία II -ful: (adj) ταραγμένος, ανήσυχος II work: (η) στολίδι, “γιρλάντα” II σκάλισμα, σκαλιστό friar (' fraiar): (η) καθολικός μοναχός II - y: (η) μοναστήρι friction ( frikjan): (η) τριβή II προστρι¬ βή, ασυμφωνία Friday ( fraidi): (π) Παρασκευή II man ~, girl ~: βοηθός ή υπάλληλος για όλες τις δουλειές fridge (fridz): (π) ψυγείο fried: see fry friend (frend): (π) φίλος II boy “φί¬ λος”, αγαπητικός II -less: (adj) χωρίς φίλους, μόνος II ~ly: (adj) φιλικός, ευ¬ προσήγορος II ~ly society: Φιλική Εταιρεία II -ship: (η) φιλία II girl-: “φιλενάδα” frieze (' fri:z): (η) ζωοφόρος II διάζωμα αετώματος ή μετόπης II διακοσμητικό διάζωμα οροφής ή τοίχου frigate (' frigit): (η) φρεγάτα II πολεμι¬ κό συνοδείας fright (frait): (π) φόβος, τρομάρα II 153

frigid έκφραση II (adj) μπροστινός II μετωπι¬ κός II (η) κάλυμμα II [-ed]: (ν) αντικρί¬ ζω, αντιμετωπίζω II -age: (π) πρόσο¬ ψη II διαστάσεις πρόσοψης II ~al: (adj) μετωπιαίος II -ier (iron' ti:r): (η) μεθόριος, σύνορα II ανεξερεύνητη πε¬ ριοχή II - page: (adj) σπουδαίο, εντυ¬ πωσιακό, “πρωτοσέλιδο” frost (frost): (η) παγετός II παγωνιά II παγερό ύφος II [-ed]: (ν) παγώνω II βάζω σαντιγί σε γλυκό II - bite: (η) κρυοπάγημα II -ed: (adj) παγωμένος II σκεπασμένος με σαντιγί II θαμπός, αδιαφανής II ~y: (adj) παγερός II αση¬ μής, ασπριδερός II ground πάχνη froth (fro0): (η) αφρός II [-ed]: (ν) αφρίζω II ~y: (adj) αφρώδης II αφρισμένος II παιχνιδιάρης frown (fraun) [-ed]: (ν) συνοφρυώνομαι II (π) συνοφρύωμα II - away: (ν) απορρίπτω, δεν επιδοκιμάζω II upon: (ν) θεωρώ αντικανονικό, αποκρουστικό ή κακό froze (frouz): see freeze II ~n: see freeze II (adj) παγωμένος II καταψυγμέ¬ νος II παγερός, ψυχρός frugal ('fru:gol): (adj) λιτός II φτηνός II -ity: (η) λιτότητα fruit (fru:t): (η) καρπός II οπωρικό, φρούτο II βλαστάρι, γένος II κίναιδος II [-ed]: (ν) καρποφορώ II ~er, -erer: (η) οπωροπώλης II οπωροκόμος II καρποφόρο δέντρο II -ful: (adj) καρ¬ ποφόρος II οπωροφόρος II παραγωγι¬ κός, κερδοφόρος II -ion: (π) καρποφο¬ ρία II εκπλήρωση II -less: (adj) άκαρ¬ πος II ~y: (adj) παλαβός, “λοξός” frustrat-e (frAs'treit) [-d]: (ν) ματαιώ¬ νω II απογοητεύω II -ed: (adj) απογοη¬ τευμένος II -ion: (π) ματαίωση II απο¬ γοήτευση frustum ( frAStam): (π) κόλουρος κώ¬ νος ή πυραμίδα fry (frai) [-ied]: (ν) τηγανίζω II τηγανί¬ ζομαι II ψήνω II (π) τηγανιτό II μαριδούλα, ψαράκι II μικρός, τιποτένιος II ~er: (η) κοτόπουλο για τηγάνισμα II -ing pan: (π) τηγάνι II small ~: ο μι¬ κρός λαός, οι ασήμαντοι fuck (fAk) [-ed]: (ν) γαμώ II τα κάνω

απαίσιος, “φρίκη” II ~en [-ed]: (ν) τρομάζω, φοβίζω II ~en away, ~en out: (v) διώχνω φοβερίζοντας II -ening: (adj) τρομακτικός II ~ful: (adj) τρομερός, φοβερός II -fully: (adv) τρομερά, φοβερά II -fulness: (η) τρόμος, φόβος frigid (fridzid): (adj) παγερός II -ity, -ness: (η) παγερότητα II σεξουαλική ψυχρότητα II ~ly: (adv) παγερά II zone: (π) κατεψυγμένη ζώνη frill (fill): (η) πτύχωση διακοσμητική, “φραμπαλάς” II ψεύτικο στολίδι II ~y: (adj) με φραμπαλάδες II φτηνοστολισμένος fringe (frindz): (η) παρυφή II άκρη, πε¬ ριθώριο II “γαρνιτούρα”, “κρόσσι” II κόμμα των άκρων II - benefit: (η) δευτερεύουσα απολαβή, επίδομα frisk (frisk) [-ed]: (ν) χοροπηδώ II κά¬ νω σωματική έρευνα II (η) χοροπήδη¬ μα, σκίρτημα II σωματική έρευνα II ~y: (adj) παιχνιδιάρης fritter (' fritar) [-ed]: (ν) ξοδεύω II σπαταλώ II (η) κέικ με φρούτα II away: (ν) καταξοδεύομαι, κατασπατα¬ λώ, σκορπάω frivol-ity (fri' voliti): (η) ελαφρότητα, επιπολαιότητα II -ous: (adj) ελαφρός, επιπόλαιος II χωρίς περιεχόμενο, “κούφιος” frizz (friz), - le ('frizsl) [-d]: (ν) κα¬ τσαρώνω II ξεροψήνω II ~y, ~ly: (adj) σγουρός fro (frou): to and ~: πέρα δώθε, μπρος-πίσω frock (frok): (η) φουστάνι II ράσο II [-ed]: (ν) χειροτονώ κληρικό frog (frog): (η) βάτραχος II βραχνάδα II -man: βατραχάνθρωπος frolic (' frolik) [-ked]: (ν) χοροπηδώ παιχνιδιάρικα, κάνω παιχνίδια II (η) παιχνιδιάρικο χοροπήδημα II παιχνίδι, αστείο II - some: (adj) παιχνιδιάρης from (from): (prep) από, εκ frond (frond): (π) φυλλωσιά II φύλλο φτέρης ή φοίνικα front (frAnt): (η) μέτωπο, πρόσοψη II πολεμικό μέτωπο II παρουσιαστικό, όψη II ψεύτικη προσποιητή εμφάνιση ή 154

furthest “θάλασσα”, χαλάω τη δουλειά fudge (fAdz): (η) ζαχαρωτό II ανοησία, “μπούρδα” II [-d]: (ν) πλαστοποιώ fuel (fjual): (η) καύσιμη ύλη II τροφή II [-ed]: (ν) τροφοδοτώ με καύσιμα II παίρνω καύσιμα fugitive (' fju:dzitiv): (adj) φυγάδας II φευγαλέος, παροδικός fulcrum (' f/Jkrsm): (η) υπομόχλιο fulfil (ful'fil) [-led]: (ν) εκπληρώνω II ικανοποιώ II συμπληρώνω, τελειώνω II ~ment: (π) εκπλήρωση, ικανοποίηση II συμπλήρωση full (ful): (adj) πλήρης, γεμάτος II χορ¬ τάτος, “φουλ” II βαθύς II ~ back: (η) οπισθοφύλακας II ~ blood: (adj) καθα¬ ρόαιμος II ~ blown: (adj) ολάνθιστος II ~ dress: μεγάλη στολή II ~ fledged: (adj) τέλειος II ώριμος II ~ house: (π) χαρτοπαικτικό “φουλ” II -moon: (π) πανσέληνος II - mouthed: (adj) μεγα¬ λόφωνος II -ness: (η) πληρότητα II -stop: (η) τελεία, στιγμή II ~y: (adv) πλήρως fumble ('fAmbal) [-d]: (ν) ψηλαφώ, ψα¬ χουλεύω II χειρίζομαι αδέξια II ψάχνω αδέξια II τα κάνω “θάλασσα”, τα κά¬ νω “μούσκεμα” II (π) αδέξιο ψάξιμο ή χειρισμός fum-e (fju:m) [-d]: (ν) αναδίδω καπνό ή ατμό II εξατμίζομαι II θυμώνω, “σι¬ γοβράζω” ll (π) αναθυμίαση II δυνατή μυρωδιά II θυμός II -igate ('fjumigeit) [-d]: (ν) απολυμαίνω με καπνό ή ατμό fun (f/vn): (η) διασκέδαση II αστειότητα, αστείο II γούστο, “πλάκα” II for ~, in ~: στα αστεία, για “πλάκα”, για “γούστο” II ~ny: (η) αστείος, διασκεδαστικός II παράξενος II -nies: (π) αστείες ιστορίες II have ~: (ν) διασκε¬ δάζω II like ~: ασφαλώς όχι II make of: (ν) περιπαίζω, γελοιοποιώ function ('fAqkJan): (η) συνάρτηση II λειτουργία II εργασία, καθήκον II επί¬ σημη κοινωνική εκδήλωση II [-ed]: (ν) λειτουργώ, εργάζομαι II ~al: (adj) πρα¬ κτικός II λειτουργικός, της εργασίας II -ary: (η) κρατικός λειτουργός fund (fAnd): (π) απόθεμα, πηγή εφο¬ δίων II κεφάλαιο II ~s: (η) διαθέσιμα

μετρητά II the ~s: εθνικό χρέος fundament (' fAndemant): (π) θεμέλιο II βασική αρχή II ~al: (adj) θεμελιώδης, βασικός II κύριος, ουσιώδης II -ally: (adv) βασικά, θεμελιωδώς funeral ( fjuneral): (η) κηδεία II (adj) πένθιμος II νεκρώσιμος II your ~: εσύ θα υποστείς τις συνέπειες, εσύ θα δώ¬ σεις το λόγο, εσύ θα τα πληρώσεις fungus ('fAngas): (π) μύκητας funicular (fju' nikjular): (adj) κινούμε¬ νος με καλώδιο II - railway: (η) σιδη¬ ρόδρομος κινούμενος με καλώδιο, “τελεφερίκ” funk (fAqk): (η) φόβος, “τρακ” II θλί¬ ψη funnel (fAnal): (η) χωνί II φουγάρο fur (fa:r): (η) τρίχωμα ζώου II γούνα II ~ry: (adj) γούνινος II τριχωτός II make the - fly: (ν) αρχίζω καβγά ή φασαρία furious (fjuarias): (adj) έξαλλος, μα¬ νιασμένος II ~ly: (adv) έξαλλα, με μα¬ νία furl (fa:rl) [-ed]: (ν) διπλώνω, μαζεύω, τυλίγω furlong ( fa:rloq): (π) στάδιο (1/8 του μιλίου = 220 γιάρδες) furlough (fa:rlou): (η) κανονική άδεια στρατιώτη furnace (fa:mis): (π) κλίβανος II καμί¬ νι II blast ~: (η) υψικάμινος furn-ish ('fa:mij) [-ed]: (ν) εφοδιάζω II επιπλώνω II -ishings: (η) έπιπλα II εν¬ δύματα II -iture (' fa:mit}ar): (η) επί¬ πλωση, έπιπλα II εφόδια furor ( fjuarar): (η) μανία, έξαλλη κα¬ τάσταση furrow ('fa:rou) [-ed]: (ν) ανοίγω αυ¬ λάκι II (η) αυλάκωση, αυλάκι II -ed: (adj) αυλακωτός II με ραβδώσεις furry: see fur further ( fa:r0ar): (adj) πιο μακρινός, απώτερος II επιπρόσθετος II (adv) επιπροσθέτως II [-ed]: (ν) υποστηρίζω, προάγω, βοηθώ σε εξέλιξη ή άνοδο II -more: (adv) επιπλέον, εξάλλου furthest ('fa:r0ist): (adj) ο απώτατος, ο πιο μακρινός II (adv) στο μέγιστο βαθ¬ μό 155

furtive II υπερβολική ανησυχία ή ενδιαφέρον II λογομαχία II ~y: (adj) λεπτολόγος, ιδιότροπος fusty ( fAsti): (adj) μουχλιασμένος futil-e ( fju:tel, fju:tail): (adj) μάταιος II -ity: (η) ματαιότητα futur-e (' fju:tjar): μέλλων II μελλοντι¬ κός II ~e perfect: (η) τετελεσμένος μέλλων II -ism: (η) φουτουρισμός II —ist: (η) φουτουριστής II —istic: (adj) φουτουριστικός fuzz (fAZ): (η) χνούδι II the ~: αστυνο¬ μικός, αστυνομία II ~y: (adj) χνουδω¬ τός II θαμπός fyke (faik): (η) απόχη

furtive (fa:rtiv): (adj) λαθραίος, ύπου¬ λος fury (' fjuari): (η) μανία I! έξαλλη κατά¬ σταση ή ξέσπασμα fuse (fju:z) [-d]: (v) τήκω, λιώνω II τή¬ κομαι II συγχωνεύω II (η) ασφάλεια ηλεκτρικής εγκατάστασης II θρυαλλίδα II -box: (η) κιβώτιο ασφαλειών fuselage (' fju:zila:z): (π) σκάφος αερο¬ πλάνου, άτρακτος αεροσκάφους fusilier (fju:zi' liar): (η) τυφεκιοφόρος fusion (fju:zan): (η) τήξη II συγκόλλη¬ ση με τήξη II πυρηνική σύντηξη II συγ¬ χώνευση fuss (fAs): (η) φασαρία, ανακατωσούρα

G gain (gein) [-ed]: (ν) κερδίζω II αποκτώ II φθάνω II ωφελούμαι II πλησιάζω II (η) απόκτημα II κέρδος II πλεονέκτημα II εγκοπή II -ful: (adj) επικερδής, κερ¬ δοφόρος II - say [-said]: (ν) διαψεύδω, αρνούμαι II αντιλέγω gait (geit): (η) τρόπος βαδίσματος, βά¬ δισμα II ~er: (η) γκέτα gal (gael): (π) κοπέλα (id) gala ('geila, ga:la): (η) εορταστική εκ¬ δήλωση II (adj) εορτάσιμος gala-ctic (ga laektik): (adj) γαλαξιακός II ~xy ( gaelaksi): (η) γαλαξίας gale (geil): (η) ανεμοθύελλα II χαλασμός κόσμου, ξέσπασμα gall (go:l): (η) χολή II πικρία II αναί¬ δεια, θράσος II ερέθισμα II - bladder: (η) χοληδόχος κύστη II -stone: (π) χο¬ λόλιθος gallant (' gaelant): (adj) ιππότης, ευγενής, ιπποτικός II μεγαλοπρεπής II γεν¬ ναίος II ερωτότροπος II ~ry: (π) ιπποτισμός II γενναιότητα II φιλοφροσύνη galleon ('gaelian): (η) γαλέρα gallery ('gaelari): (η) στοά II αίθουσα II εξώστης θεάτρου, “γαλαρία” II γυναικωνίτης εκκλησίας II πινακοθήκη ή αί-

G, g: το έβδομο γράμμα του Αγγλ. αλ¬

φαβήτου gab (gaeb) [-bed]: (ν) φλυαρώ, αερολογώ II (η) φλυαρία, αερολογία II -by: (adj) φλύαρος gabardine (' gabardi:n): (π) καμπαρντίνα gabble (' gaebal) [-d]: (ν) μιλώ ασυνάρ¬ τητα ή γρήγορα II κακαρίζω II (η) ασυ¬ νάρτητη ή γρήγορη ομιλία gable (geibal): (π) αέτωμα gad ( gaed) [-ded]: (ν) τριγυρίζω άσκο¬ πα II (π) άσκοπο τριγύρισμα II (η) βουκέντρα II - fly: (π) αλογόμυγα gadget ( gaedzit): (π) μικρή συσκευή, όργανο II ~ry: (η) μικροσυσκευές gaff (gaef) [-ed]: (ν) καμακώνω II (η) καμάκι II κακομεταχείριση II (ν) εξα¬ πατώ gaffe (gaef): (η) γκάφα gag (gaeg) f-ged]: (ν) φιμώνω, βάζω φί¬ μωτρο II (Τυλώνω II πνίγω II πνίγομαι II κάνω αστείο II κάνω εμετό II (η) φί¬ μωτρο II αστείο, “πλάκα” gaga ( ga:ga:): (adj) ανόητος, τρελός gai-ety ( geiati): (π) χαρά, ευθυμία II ~ly: (adv) χαρούμενα, εύθυμα 156

garrulous θουσα εκθέσεων II υπόγεια στοά galley ('gaeli): (π) πλοίο κάτεργο II κουζίνα πλοίου ή αεροπλάνου II ~ slave: άνθρωπος για αγγαρείες, “σκλάβος” gallivant (' gaelivasnt) [-ed]: (ν) κυνηγώ γυναίκες gallon (gaelan): (η) γαλόνι gallop (gaelsp) [-ed]: (ν) καλπάζω II (η) καλπασμός II ~ing: (adj) καλπάζουσα (ασθένεια) gallows ('gaelouz): (η) αγχόνη galoot (ga'lu:t): (η) τσαπατσούλης galore (gs'lo:r): (adj) άφθονος, “ένα σωρό” galosh (gs' loj): (π) γαλότσα galvan-ism (' gaelvanizam): (π) γαλβανι¬ σμός II ~ize ('gaelvanaiz) [-d]: (ν) γαλβανίζω II ξεσηκώνω, “κεντρίζω” II -ometer: (η) γαλβανόμετρο gamble ('gaembsl) [-d]: (ν) παίζω τυχε¬ ρό παιχνίδι II διακινδυνεύω II (π) τυ¬ χερό παιχνίδι II διακινδύνευση II ~γ: (π) παίκτης, χαρτοπαίκτης II ριψοκίν¬ δυνος gambol ( gaembol) [-ed]: (ν) χοροπηδώ II χοροπήδημα game (geim): (π) παιχνίδι II αθλοπαιδιά II σκορ, σημεία II θήραμα II κορόιδο (id) II (adj) αποφασιστικός II έτοιμος, πρόθυμος II κουτσός II ~ cock: (π) κό¬ κορας για κοκορομαχίες II ~ keeper: (η) φύλακας περιοχής κυνηγιού II ~ law: (π) νόμος απαγορευτικός κυνηγι¬ ού II ~ly: (adv) άφοβα gammon ('gasman): (π) ανοησία, χαζο¬ κουβέντα II καπνιστό χοιρομέρι gander ('gaender): (η) αρσενική χήνα II ματιά (id) II βλάκας (id) gang (gaet]): (η) παρέα II συμβορία, σπείρα II ομάδα εργατών II [ ed]: (ν) σχηματίζω ομάδα ή σπείρα II επιτίθε¬ μαι ομαδικά II ~er: (η) αρχιεργάτης II ~ plank: (π) σανιδόσκαλα πλοίου ή αποβάθρας II ~ster: (η) συμμορίτης, “γκάγκστερ” II -way: (η) διάδρομος II (interj) ανοίξτε δρόμο! II (π) διάδρο¬ μος πλοίου ή σκάλα gangling (' gaeqglii]): (adj) ψηλός και άχαρος, “κρεμανταλάς”

ganglion (' gaerjglian): (η) γάγγλιο gangrene (' gaeqgri:n): (π) γάγγραινα II [-d]: (ν) προκαλώ ή παθαίνω γάγγραι¬ να gaol: see jail gap (gaep): (π) άνοιγμα II διάστημα, κε¬ νό, διάκενο II ~e (geip) [-d]: (ν) ανοί¬ γω το στόμα, “χάσκω” II κοιτάζω με ανοιχτό στόμα II χασμουριέμαι II (η) άνοιγμα II the ~es: (η) πλήξη μέχρι χασμουρήματος II -ing: (adj) χαίνων, ολάνοιχτος garage (g3'ra:z): (π) γκαράζ II [-d]: (ν) βάζω στο γκαράζ garb (ga:rb) [-ed]: (ν) ντύνω II (η) φο¬ ρέματα, ρούχα garbage ( ga:rbidz): (η) σκουπίδια II ανοησίες, “τρίχες” (id) garble ('ga:rbal) [-d]: (ν) διαστρέφω, αλλάζω II διαχωρίζω garden ( ga:rdn): (η) κήπος II [-ed]: (ν) φτιάνω ή φυτεύω κήπο II ~er: (η) κηπουρός II -ing: (η) κηπουρική II kitchen ~, vegetable ~: (π) λαχανόκη¬ πος gargle ( ga:rg3l) [-d]: (ν) κάνω γαργά¬ ρα II κάνω λαρυγγισμούς II (η) γαργά¬ ρα II λαρυγγισμός gargoyle (' ga:rgoil): (η) υδρορροή σε σχήμα τέρατος II απαίσια φιγούρα, πρόσωπο ή στολίδι garish ( gearij): (adj) χτυπητός, φανταχτερός garland ( ga:rland): (π) στέφανος, στε¬ φάνι II [-ed]: (ν) στεφανώνω II σχημα¬ τίζω στεφάνι garlic ('ga:rlik): (η) σκόρδο garment ( ga:rmant): (η) ένδυμα II ~s: (π) ρούχα garner ( ga:m3r): (η) σιτοβολώνας garnish ( ga:rni|) [-ed]: (ν) στολίζω, “γαρνίρω” II (η) στόλισμα, “γαρνι¬ τούρα” II άδικη πληρωμή, “χαράτσι” (id) garret ( gaerst): (η) σοφίτα garrison ( gaerisan): (η) φρουρά II [ed]: (ν) τοποθετώ φρουρά II επανδρώ¬ νω θέση ή πόλη garrulous ('gaerubs): (adj) φλύαρος II -ness: (η) φλυαρία 157

garter (ga:rtar): (η) κολτσοδέτα II Order of the παράσημο της περι¬ κνημίδας gas (gaes): (η) αέριο II αναισθητικό II see gasoline II [-sed]: (v) βάζω αέριο ή βενζίνη II σκοτώνω με ασφυξιογόνο II μιλώ πολύ II ~ burner: (η) καυστήρας αερίου II ~ cooker: (π) κουζίνα αερί¬ ου II ~ cylinder: (η) φιάλη αερίου II -station: (η) πρατήριο βενζίνης II ~sy: (adj) αεριώδης II αεριούχος II πομπώ¬ δης II -tight: (adj) αεροστεγής II turbine: (η) αεροστρόβιλος II works: (η) εργοστάσιο αεριόφωτος II natural ~: (η) φυσικό αέριο gash (gaej) [-ed]: (ν) σκίζω, κόβω II (η) κόψιμο, μαχαιριά II εγκοπή gasket ( gaeskit): (η) μονωτικό παρένθεμα II σκοινί ιστίου II blow a ~: (ν) ξεσπάω (id) gasoline (' gaesoli:n): (η) βενζίνη gasp (gaesp, ga:sp) [-ed]: (ν) λαχανιάζω, μου πιάνεται η αναπνοή II μιλώ λαχανιαστά II (η) λαχάνιασμα, πιάσιμο αναπνοής.II at the last ~: στα τελευ¬ ταία του II ~er: (η) τσιγάρο (id) gastr-ic ( gaestrik): (adj) γαστρικός II ~ic juice: (η) γαστρικό υγρό II ~ic ulcer: (η) έλκος στομάχου II —itis (gass' traitis): (η) γαστρίτιδα II -onome (' gaestranom): (η) καλοφαγάς II -onomy (gaes' tronami): (η) γαστρονο¬ μία, καλοφαγία gat (gaet): (η) πιστόλι (id) gate (geit): (η) πύλη II αυλόπορτα II δίοδος II - crasher: (η) απρόσκλητος (id) II τζαμπατζής (id) II - keeper: (π) θυρωρός II - way: (η) είσοδος, προπύ¬ λαια II get the ~: (ν) αποβάλλομαι, διώχνομαι II give the ~: (ν) αποβάλ¬ λω, διώχνω gather (gae0ar) [-ed]: (ν) μαζεύω II συ¬ γκεντρώνω, συναθροίζω II συγκεντρώ¬ νομαι, συναθροίζομαι II αναπτύσσω, αυξάνω II συμπεραίνω, συνάγω II μπά¬ ζω, σουφρώνω II -ing: (η) συγκέντρω¬ ση gauche (gouj): (adj) άξεστος II -rie: (π) χοντροκοπιά gaudy (go:di): (adj) χτυπητός, φαντα-

χτερός II άκομψος II (η) συμπόσιο gauge (geidz): (η) μέτρο, δείκτης II με¬ τρητής II πλάτος σιδ. γραμμής II δια¬ μέτρημα II [-d]: (ν) μετρώ II εκτιμώ, υπολογίζω II ~r: (η) μετρητής gaunt (go:nt): (adj) λιπόσαρκος, ισχνός II έρημος, θλιβερός gauze (go:z): (η) γάζα II μεταξωτό, δα¬ ντέλα gave: see give gavel ( gaevsl): (η) σφυρί δημοπράτου ή δικαστού gawk (go:k) [-ed]: (ν) κοιτάζω με γουρλωμένα μάτια, “χαζεύω” II ~y: (adj) “μπουνταλάς” gay (gei): (adj) εύθυμος, χαρούμενος II χαρωπός II λαμπρός II ομοφυλόφιλος, κίναιδος II -ety: see gaiety II ~ly: see gaily gaze (geiz) [-d]: (ν) ατενίζω II (η) παρατεταμένο βλέμμα gazelle (ga 'zel): (η) γαζέλα, αντιλόπη gazette (ga'zet): (η) εφημερίδα II επί¬ σημο δελτίο II ~er: γεωγραφικό ευρε¬ τήριο gear (giar): (η) μηχανισμός II σύστημα οδοντωτών τροχών II σύστημα ταχυτή¬ των II υλικά, εφόδια II μοχλός ταχυτή¬ των II εξαρτήματα πλοίου II [-ed]: (ν) τοποθετώ σύστημα ή μηχανισμό II συνδέω με οδοντωτούς τροχούς II προσαρμόζω II -box: (η) κιβώτιο τα¬ χυτήτων II -shift, -lever: μοχλός τα¬ χυτήτων II in ~: συνδεμένος, σε εμπλοκή II κινούμενος II out of ~: εκτός λειτουργίας, μη συνδεμένος gee (dzi:): (η) χιλιάρικο (id) II (interj) ω! geese (gi:s): (η) χήνες (pi of goose) gelatin, - e (' dzelatan): (η) ζελατίνα, ζελέ gelding ( geldiq): (η) άλογο ευνουχι¬ σμένο gem (dzem): (η) πολύτιμος λίθος gendarme ( za:nda:rm): (η) χωροφύλα¬ κας gender (' dzendar): (η) γένος gene (dzi:n): (η) γονάδα, γονίδιο II alogical: γενεαλογικός II -alogy: (n) γενεαλογία II -ric: (adj) του γένους 158

get general (' dzeneral): (adj) γενικός II (n) στρατηγός II ~cy: (η) αξίωμα στρατη¬ γού II -issimo: (η) στρατάρχης II ~ity: (η) γενικότητα II -ization (dzenarala' zeijan): (η) γενίκευση II ~ize (' dzenaralaiz) [-d]: (ν) γενικεύω II ~ly: (adv) γενικά II ~ officer: (η) ανώ¬ τατος αξιωματικός II ~ ship: (η) στρα¬ τηγική ικανότητα II βαθμός στρατηγού II ~ staff: (π) γενικό επιτελείο generat-e (' dzenareit) [-d]: (ν) γεννώ, παράγω II -ion: (η) γενεά II γένεση, παραγωγή II -or: (η) γεννήτρια II -rix: (η) γενέτειρα gener-osity (dzena' rositi): (η) γενναιο¬ δωρία II μεγαλοψυχία II -ous (' dzenaras): (adj) γενναιόδωρος II με¬ γαλόψυχος II πλουσιοπάροχος II -ously: (adv) γενναιόδωρα, μεγαλόψυ¬ χα, με μεγαλοψυχία genetic, - al (dzi' netik, - al): (adj) γεννητικός II ~s: (η) γενετική, βιολογία κληρονομικότητας genial (' dzi:nial): (adj) προσηνής, καλό¬ καρδος II εύκρατος, ήπιος genit-al (' dzenital): (adj) γενετήσιος II γεννητικός II -als: (η) γεννητικά όργα¬ να II -ive (' dzenitiv): (η) γενική πτώ¬ ση genius ( dzi:nias): (η) ιδοφυΐα genocide (' dze:nasaid): (η) γενοκτονία gent (dzent): (η) άνθρωπος (id) II -eel (dzen ti:l): (adj) ευγενής, με καλούς τρόπους II κομψός II G~ile (' dzentail): (η) εθνικός, ειδωλολάτρης II μη εβραίος II ~le (dzentl): (adj) απαλός II μαλα¬ κός, ήπιος II από καλή γενιά II ~le folk: (η) ευγενείς, άρχοντες II -leman: (η) κύριος II ευγενής, “τζέντλεμαν” II ~Ie sex: το ωραίο φύλο II ~ly: (adv) απαλά, μαλακά II ~ry ( dzentri): (η) ανώτερη μεσαία τάξη II ευγενείς, καλή κοινωνία genuflect (' dzenjuflekt) [-ed]: (ν) υπο¬ κλίνομαι II φέρνομαι με δουλοπρέπεια II -ion: (π) υπόκλιση genu-ine (' dzenjuin): (adj) γνήσιος, αυ¬ θεντικός II ~iy: (adv) γνήσια, πραγμα¬ τικά II ειλικρινά II -ness: (π) γνησιό¬ τητα II ειλικρίνεια

geo-desy (dzi: odasi): (π) γεωδαισία II -graphic, -graphical (dzia' graefik, -kal): (adj) γεωγραφικός II -graphy (dzi agrafi): (η) γεωγραφία II -logic, -logical (dzia lodzik): (adj) γεωλογι¬ κός II -logist: (η) γεωλόγος II -logy (dzi' oladzi): (η) γεωλογία II -magnetism (dziou' maegnatizam): (n) γήινος μαγνητισμός II -metric, -metrical (dzia' metrik): (adj) γεωμε¬ τρικός II -metry (dzi' amitri): (η) γεω¬ μετρία II -physics (dziou' fiziks): (n) γεωφυσική II -ponic (dzia' panik): (adj) γεωπονικός II -ponies: (η) γεω¬ πονία geranium (dzi' reiniam): (η) γεράνι germ (dza:rm): (η) μικρόβιο II σπέρμα II -icide: (η) μικροβιοκτόνο German ('dza:rman): (η) Γερμανός II (adj) γερμανικός II -ic: (adj) γερμανι¬ κός II -ophile: (η) γερμανόφιλος II shepherd: (η) λυκόσκυλο II -y: Γερμα¬ νία germinat-e (' dze:rmineit) [-d]: (ν) βλα¬ σταίνω II φυτρώνω II -ion: (η) βλά¬ στηση gerrymander (' dzerimaendar) [-ed]: (v) καλπονοθεύω, αλλοιώνω II (η) καλπονόθευση, αλλοίωση gestat-e (dzes'teit) [-d]: (ν) κυοφορώ II -ion: (η) κυοφορία gest-iculate (dzes' tikjuleit) [-d]: (ν) χει¬ ρονομώ II -iculation: (η) χειρονομία II -ure (' dzest/ar) [-d]: (ν) κάνω χειρο¬ νομία II γνέφω II (η) χειρονομία II γνέ¬ ψιμο get (get) [got, got or gotten]: (ν) απο¬ κτώ II παίρνω II διασφαλίζω II φέρνω II φθάνω II δέχομαι, λαβαίνω II πιάνω, κολλάω II καταλαβαίνω II ετοιμάζω, φτιάχνω II νικώ II συλλαμβάνω II εκδι¬ κούμαι II φέρνω σε αμηχανία II δίνω στα νεύρα II γίνομαι II - about: (ν) γυρίζω, περιφέρομαι II ανακατεύομαι II - across: (ν) γίνομαι αντιληπτός, δίνω να καταλάβει II περνώ απέναντι II - ahead: (ν) προχωρώ, πετυχαίνω II - along: (ν) πηγαίνω II τα πάω καλά II - at: φτάνω II - away: ξεφεύγω, δραπετεύω II φεύγω II - away with:

159

geyser γλιτώνω II ~ back at: εκδικούμαι II ~ by: τα καταφέρνω, κουτσοπεργάω II ~ down: καταγράφω II κατεβάζω II ~ in: μπαίνω II ~ in with: γίνομαι ευνοού¬ μενος II ~ nowhere: δε φτάνω σε απο¬ τέλεσμα II ~ on: ανεβαίνω II τα πάω καλά II προχωρώ II ~ out: βγαίνω II βγάζω II ~ over: περνώ II αναλαμβά¬ νω, συνέρχομαι II ~ there: φτάνω στο σκοπό μου II ~ through to: δίνω να καταλάβει II ~ together: συγκεντρώνο¬ μαι II (π) συγκέντρωση II ~ up: σηκώ¬ νομαι geyser (gaizar): (η) θερμοπίδακας, θερμή πηγή II (gi:zar): (η) θερμοσίφω¬ νας ghastl-iness (' ga:stlinis, ' gaestlinis): (π) ωχρότητα, χλομάδα II φρίκη, απαισιότητα II ~y: (adj) κατάχλομος II φοβε¬ ρός, τρομερός, απαίσιος gherkin (ga:rkin): (η) αγγουράκι για τουρσί ghetto (getou): (η) περιορισμένη πε¬ ριοχή εβραίων, “γκέτο” II περιοχή κατοικημένη από μειονότητα ghost (goust): (η) πνεύμα II φάντασμα II απειροελάχιστο, αμυδρό II ~ly: (adj) φαντασματώδης II ~ town: έρημη πόλη II give up the ~: πεθαίνω II Holy G~: Αγιο Πνεύμα giant (dzaiant): (η) γίγαντας II (adj) γιγάντιος II -ess: (η) γιγάντισσα gibber ( dzibar) [-ed]: (ν) μιλώ ασυ¬ νάρτητα II ~ish: (η) χαζομάρες, “ακαταλαβίστικα” gibe (dzaib) [-d]: (ν) πειράζω, δίνω “μπηχτή” II (η) πείραγμα, “μπηχτή” giblet (' dziblit): (η) εντόσθια πουλερι¬ κού Gibraltar (dzi' bradtar): Γιβραλτάρ gidd-iness ( gidinis): (π) ζάλη, ίλιγγος II ελαφρότητα, επιπολαιότητα II ~y: (adj) ζαλισμένος II προκαλών ζάλη ή ίλιγγο II ελαφρύς, επιπόλαιος gift (gift): (π) δώρο II ταλέντο, φυσικό χάρισμα II [-ed]: (ν) κάνω δωρεά II ~ed: (adj) προικισμένος με φυσικά χα¬ ρίσματα gig (gig): (η) μόνιππο II βάρκα πλοιάρ¬ χου II βάρκα κωπηλασίας II καταγγε¬

λία (id) gigantic (dzai gaentik): (adj) γιγάντιος giggle Cgigal) [-d]: (ν) γελώ νευρικά II χασκογελώ II (η) νευρικό γέλιο gild (gild) [-ed or gilt]: (ν) επιχρυσώνω II γυαλίζω II -ing: (η) επιχρύσωμα ή χρυσή βαφή gill (gil): (π) βράγχια II [-ed]: (ν) καθα¬ ρίζω ψάρια II (dzil): (π) μονάδα όγκου ή χωρητικότητας (= 1/4 πιντ) gilt (gilt): see gild II (adj) επίχρυσος II (η) επιχρύσωμα ή χρυσή βαφή II γυά¬ λισμα II -edge, -edged: ανώτερης ποι¬ ότητας ή αξίας gimlet ( gimlit): (η) τρυπάνι II κοκτέιλ τζιν ή βότκας II (adj) διαπεραστικός gimmick (gimik): (η) τέχνασμα, στρα¬ τήγημα gin (dzin): (η) ποτό τζιν II ανυψωτικό μηχάνημα II - mill: (π) μπαρ ginger ( dzindzar): (π) ζιγγίβερη ή πι¬ περόριζα II σκούρο καφέ χρώμα II ζω¬ ηράδα II [-ed]: (ν) ζωηρεύω II -ale: (π) τζιτζιμπίρα II -bread: (η) μελόπιτα II στολίδι II ~ly: (adj) προσεκτικός II συνεσταλμένος II (adv) προσεκτικά, συνεσταλμένα II μαλακά, απαλά II ~y: (adj) καυστικός, τσουχτερός II σκούρος καστανός gipsy, gypsy ( dzipsi): (η) τσιγγάνος, “γύφτος” giraffe (dzi'rasf, dzi'ra:f): (η) καμηλο¬ πάρδαλη girder ( ga:rdar): (π) κυρία δοκός girdle ( ga:rdl) [-d]: (ν) περιζώνω II φορώ ζώνη II (π) ζώνη girl (ga:rl): (π) κορίτσι, κοπέλα II θυγα¬ τέρα II φιλενάδα II -friend: (π) φιλε¬ νάδα II - guide: (π) προσκοπίνα, οδη¬ γός II -hood: (π) νεανική ηλικία II —ish: (adj) κοριτσίστικος II θηλυπρε¬ πής II -scout: (η) προσκοπίνα girth (ga:r0): (η) περιφέρεια II όγκος, διάσταση II ιμάντας II [-ed]: (ν) μετρώ την περιφέρεια II περιζώνω II στερεώ¬ νω με ιμάντα gist (dzist): (η) κεντρική ιδέα ή ουσία II δικαιολογία ή βάση για αγωγή give (giv) [gave, given]: (ν) δίνω II δω¬ ρίζω II παρέχω II μεταδίνω II υποχω-

160

!

I

gloom ρω, ενδίδω II έχω θέα προς II ~ away: (ν) προδίνω II χαρίζω II συνοδεύω τη νύφη II ~ back: δίνω πίσω II ~ birth: γεννώ II ~n: (adj) δοσμένος II που έχει κλίση ή τάση II ~n name: όνομα II ~ in: (ν) ενδίδω, υποχωρώ II παραδίνω II ~ off: (ν) αναδίνω, αποπνέω II ~ out: (ν) γνωστοποιώ II καταρρέω II ~ rise to: προκαλώ II ~ up: εγκαταλεί¬ πω, παραιτούμαι II υποχωρώ, παραδί¬ νομαι II ~ way: υποχωρώ, δίνω τόπο II καταρρέω gizzard ('gizard): (η) πρόλοβος II στο¬ μάχι (id) glacier (' gleijsr): (η) παγετώνας, ογκό¬ παγος glad (glaed): (adj) χαρούμενος II ευχάρι¬ στος II -den [-ed]: (ν) χαροποιώ II ~ eye: (η) γλυκοκοίταγμα II ~ rags: (η) τα γιορτινά, τα “καλά ρούχα” (id) glade (gleid): (η) ξέφωτο gladiator (' glaedieitsr): (π) μονομάχος II επαγγελματίας πυγμάχος gladiolus (glaedi oulas) [pi. gladioli]: (η) γλαδιόλα glamor, glamour (glaemar): (η) αίγλη, λαμπρότητα II γοητεία II ~ous: (adj) γοητευτικός, λαμπρός glanc-e (glaens, gla:ns) [-d]: (ν) χτυπώ ξώφαλτσα II χτυπώ και εκτρέπομαι II κοιτάζω στιγμιαία II (η) ματιά, βλέμμα II εκτροπή II -ing: (adj) ξώφαλτσος II λοξός, πλάγιος gland (glaend): (η) αδένας II ~ular: (adj) αδενοειδής II αδενώδης II αδενικός II έμφυτος glar-e (glear) [-d]: (ν) αγριοκοιτάζω II αστράφτω, λάμπω II θαμπώνω II διακρίνομαι, ξεχωρίζω II (π) άγρια ματιά II εκθαμβωτική λάμψη II παγωμένη επι¬ φάνεια II -ing: (adj) εκθαμβωτικός II επιδεικτικός II φανερός, καθαρός II ~y: (adj) εκθαμβωτικά λαμπερός glass (gjaes, gla:s): (π) γυαλί II γυάλινος II γυαλικά II ποτήρι II καθρέφτης II τζάμι II ~es: (η) ματογυάλια II ~ house: (η) θερμοκήπιο II υαλουργείο II -ware: (η) γυαλικά II ~y: (adj) γυάλι¬ νος, σα γυαλί II άψυχος, ανέκφραστος glaz-e (gleiz) [-d]: (ν) βάζω τζάμια II

στιλβώνω II (η) στίλβωση II σμάλτωση II λεπτό στρώμα πάγου II θάμπωμα II -ed frost: (η) χιονόνερο II -ier ('gleiziar): (π) τζαμτζής II - iery: (η) υαλουργείο gleam (gli:m) [-ed]: (ν) λάμπω, αστράφτω II αναλάμπω II (π) λάμψη, φεγγοβόλημα II στιγμιαία λάμψη II αναλαμπή glean (gli:n) [-ed]: (ν) σταχυολογώ, συ¬ γκεντρώνω σιγά-σιγά glee (gli:): (η) χαρά, ευθυμία II -ful: (adj) χαρούμενος, εύθυμος glen (glen): (η) κοιλάδα glib (glib): (adj) εύκολος, πρόχειρος II επιπόλαιος II εύγλωττος II εύστροφος II “καταφερτζής” glid-e (glaid) [-d]: (ν) γλιστρώ II συμ¬ βαίνω ή περνώ απαρατήρητα II (η) ολίσθηση II ~er: (π) ολισθητήρας II ανεμόπτερο II -ing: (η) ολίσθηση II ανεμοπορία II (adj) ολισθητικός glimmer (glimar): (π) αναλαμπή II αμυδρή λάμψη II τρεμοσβήσιμο II [-ed]: (ν) αναβοσβήνω II τρεμοσβήνω glimpse (glimps) [-d]: (ν) ρίχνω φευγα¬ λέα ματιά II (η) φευγαλέα ματιά, γρή¬ γορη ματιά glint (glint) [-ed]: (ν) λαμπυρίζω, γυα¬ λίζω II (η) λαμπύρισμα, λάμψη glisten ('glisan) [-ed]: (ν) αντανακλώ λάμψη, γυαλίζω II (π) λάμψη, γυάλι¬ σμα glitter (glitar) [-ed]: (ν) λαμπυρίζω, γυαλίζω II (η) λάμψη, γυαλάδα II φωτεινότητα gloat (glout) [-ed]: (ν) φέρνομαι ή βλέ¬ πω με χαιρεκακία glob-al ('gloubal): (adj) παγκόσμιος II σφαιρικός II ολοκληρωτικός II ~e (gloub): (π) σφαίρα II υδρόγειος II σφαιρικό περίβλημα λαμπτήρα II σφαι¬ ρικό δοχείο II ~e trotter: (η) περιηγη¬ τής II -ular: σφαιρικός II -ule:. (η) σφαιρίδιο II σταγονίδιο gloom (glu:m): (π) σκοτάδι II μισοσκό¬ ταδο II μελαγχολία, κατήφεια II [-ed]: (ν) σκοτεινιάζω II μελαγχολώ II ~y: (adj) σκοτεινός II μελαγχολικός, κατηφής II αποκρουστικός 161

glorification glor-ification (glo:rifi' keijan): (η) εξύ¬ μνηση, δοξολογία II εξύψωση II —ify (' glo:rifai) [-ied]: (ν) εξυμνώ, δοξάζω II εκθειάζω II -ious (glo:rias): (adj) ένδοξος II υπέροχος, λαμπρός II ~y ( glo:ri) [-ied]: (v) αγάλλομαι, γεμίζω χαρά II (η) δόξα II λαμπρότητα, μεγα¬ λείο II φωτοστέφανο gloss (glos): (η) λάμψη, γυαλάδα II επι¬ φανειακή ομορφιά II [-ed]: (ν) στιλβώ¬ νω II -iness: (η) στιλπνότητα, γυαλά¬ δα II ~y: (adj) γυαλιστερός II επιφανει¬ ακά όμορφος glossary ('glosari): (η) γλωσσάριο, λε¬ ξιλόγιο όρων glove (glAV): (π) γάντι II hand in αρ¬ μονικά, ταιριαστά glow (glou) [-ed]: (ν] λάμπω II ακτινο¬ βολώ II κοκκινίζω II πυρακτώνομαι II (η) ακτινοβολία II πυράκτωση II ~ worm: (π) πυγολαμπίδα glower ( glauar) [-ed]: (ν) κοιτάζω θυ¬ μωμένα II (η) άγρια ματιά glucose (glu:kous): (η) σταφυλοζάχα¬ ρο, γλυκόζη glue (glu:) [-d]: (ν) κολλώ, συγκολλώ II (η) κόλλα glum (glAm): (adj) άκεφος, σκυθρωπός glut (glAt) [-ted]: (ν) παραγεμίζω II τρώω υπερβολικά II πλημμυρίζω την αγορά II (η) παραγέμισμα, φούσκωμα II πλημμύρισμα της αγοράς II αφθονία II -ton: (η) αδηφάγος, αχόρταγος II -tony: (η) αδηφαγία, λαιμαργία glycer-in (' glis3ri:n), ~ol ( glisarol): (η) γλυκερίνη ή γλυκερόλη glyph (glif): (π) γλυφή II γλυπτό G-man ( dzi:maen): (π) ομοσπονδιακός αστυνομικός, κυβερνητικός πράκτορας (see FBI) gnarl (na:rl): (π) ρόζος II - ed: (adj) ροζιασμένος II κακότροπος, “στριμμέ¬ νος” II με αδρά χαρακτηριστικά gnash (naej) [-ed]: (ν) τρίζω τα δόντια II αρπάζω με τα δόντια, σκίζω με τα δόντια gnat (naet): (η) σκνίπα gnaw (no:) [-ed]: (ν) δαγκάνω, ροκανί¬ ζω II κατατρώγω, διαβρώνω II ερεθίζω, προκαλώ πόνο

gnome (noum): (η) γνωμικό II νάνος, καλικαντζαράκι, στοιχειό II ζαρωμέ¬ νος, κοντούλικος, “μπασμένος” gnomon (' noumon): (η) γνώμονας go (gou) [went, gone]: (ν) πηγαίνω II φεύγω II ξεκινώ, αρχίζω κίνηση II λει¬ τουργώ, εργάζομαι II κάνω II απλώνο¬ μαι, εκτείνομαι II ταιριάζω, “πηγαί¬ νω” II διαλύομαι, καταρρέω II χάνο¬ μαι II γίνομαι II αντέχω, υπομένω II στοιχηματίζω, “πάω” II (η) απόπειρα, προσπάθεια II συμφωνία (id) II πράξη II ζωτικότητα, ενέργεια II - about: (ν) καταπιάνομαι II μετακινούμαι II ahead: πάω μπροστά II - - ahead: (π) άδεια για έναρξη II - along: (ν) συμφωνώ II - at: (ν) επιτίθεμαι II back on: (ν) αλλάζω γνώμη, παραβαί¬ νω II - devil: (η) χειροκίνητη δραιζίνα II - for: (ν) μου αρέσει II πουλιέμαι για... II - in: (ν) μπαίνω II - into: (ν) αρχίζω, καταπιάνομαι II εξετάζω II -ing: (η) αναχώρηση II κατάσταση του εδάφους II -ing over: (η) επιθεώρηση, εξέταση II -ings on: (η) συμβάντα, συ¬ μπεριφορά II ~ne: (adj) προχωρημένος II περασμένος II χαμένος II ερωτοχτυπημένος (id) II σπουδαίος (id) II -ner: (η) χαμένος, καταστρεμμένος II - off: (ν) συμβαίνω II σκάω, εκπυρσοκροτώ II βγαίνω II - on: (ν) συνεχίζω II προ¬ χωρώ II - one better: (ν) ξεπερνώ II out: (ν) σβήνω II βγαίνω II - over: (ν) επιθεωρώ, εξετάζω II επαναλαμβά¬ νω II γίνομαι δεκτός II - through: (ν) εξετάζω, ερευνώ II υποφέρω, υφίστα¬ μαι II - up: (ν) ανατινάζομαι II ανε¬ βαίνω II - without: (ν) περνώ χωρίς... II from the word ~: από την αρχή II on the ~: ενεργητικός, δραστήριος goad (goud) [-ed]: (ν) κεντρίζω II παρα¬ κινώ II (η) βουκέντρα II κίνητρο, “κέντρισμα” goal (goul): (ν) σκοπός, στόχος II τέρ¬ μα, “γκολ” II -keeper: (π) τερματο¬ φύλακας II -post: (η) δοκός τέρματος goat (gout): (η) τράγος II αστερισμός του αιγόκερω II ~ee: (η) μούσι II -skin: (η) ασκί II get one's ~: (ν) εξε¬ ρεθίζω, κάνω να θυμώσει II she-: (π) 162

gossip κατσίκα gob (gob): (η) κομμάτι μάζας II ~s: (n) πλήθος, σωρός gobble ( gobol) [-d]: (v) καταπίνω λαί¬ μαργα, καταβροχθίζω II αρπάζω II ~ dygook: (η) ακαταλαβίστικα, “αλαμπουρνέζικα” II ~r: (η) κούρκος goblet ( goblit): (η) ποτήρι κρασιού goblin ('goblin): (η) καλικάντζαρος god (god): (η) Θεός II ~ child: (η) βαφτιστικός II ~ damn: (interj) να πάρει ο διάβολος II ~ daughter: (η) βαφτιστικιά II -dess: (η) Θεά II -father: (η) ανάδοχος, “νουνός” II forsaken: (adj) έρημος II απαίσιος II head: (η) Θεότητα II ~ly: (adj) πολύ καλός, ευλαβής II -mother: (η) η ανά¬ δοχος, “νουνά” II - send: (η) αναπά¬ ντεχο ή θείο δώρο II -son: (η) βαφτιστικός II G~speed: καλή τύχη, επιτυ¬ χία goggle (' gogol) f-dI: (ν) κοιτάζω με γουρλωμένα ματια II (η) βλέμμα με γουρλωμένα μάτια II - eyed: (adj) γουρλομάτης II ~s: (η) προστατευτικά ματογυάλια goiter ('goitor): (η) βρογχοκήλη gold (gould): (π) χρυσός II χρυσάφι χρώμα II (adj) χρυσός II -brick: (η) “κοπανατζής” II - bug: (η) χρυσοζούζουνας II ~en: (adj) χρυσός, χρυσαφής II ~en anniversary: (η) πεντηκονταετηρίδα II ~en eagle: (η) χρυσαετός II ~en mean: (η) μέση οδός, μετριοπά¬ θεια II ~en rule: “ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης” II -smith: (η) χρυσοχόος golf (golf): (η) γκολφ II [-ed]: (ν) παίζω γκολφ II -club: (η) ρόπαλο του γκολφ II λέσχη ή όμιλος γκολφ II -course, -links: (η) γήπεδο γκολφ II ~er: (η) παίκτης γκολφ golly ( goli:): (interj) ω! Θεέ μου! Πω πω! gondola (' gondola): (η) γόνδολα II κα¬ λάθι πηδαλιοχουμένου ή αεροστάτου gone: see go gong (got)): (η) σήμαντρο, “γκογκ” gonorrhea (gono' ri:o): (η) βλεννόρροια good (gud): (adj) καλός II σε καλή κα¬ τάσταση II a - deal, a - many: αρκε¬

τά, κάμποσα II - and...: εντελώς II book: (η) Αγία Γραφή II -by, -bye: αντίο, χαίρετε II - for-nothing: ανίκα¬ νος II G~ Friday: Μεγάλη Παρασκευή II -ish: (adj) καλούτσικος II μεγαλούτσικος, αρκετούτσικος II - looking: ευπαρουσίαστος, συμπαθητικός II looks: (η) ομορφιά II - natured: (adj) καλόκαρδος II -ness: (η) καλοσύνη II ~s: (η) εμπορεύματα II -sized: μεγαλούτσικος II ~y: (η) γλύκισμα, “κα¬ λούδι” II deliver the ~s: (ν) φέρνω αποτέλεσμα II make ~: (ν) εκπληρώνω υποχρέωση ή υπόσχεση II αποζημιώνω II πάω καλά, προοδεύω II no ~: ανά¬ ξιος, ανίκανος II μάταιος II for ~: για πάντα goof (gu:f) [-ed]: (ν) τεμπελιάζω II τα κάνω θάλασσα II (η) γκάφα, λάθος II μπουνταλάς II ~y: (adj) γελοίος, ανόη¬ τος goon (gu:n): (η) κακοποιός II “μπρά¬ βος” goose (gu:s): (η) χήνα II - berry: (η) φραγκοστάφυλο II - egg: (η) μηδενικό (id) II - flesh, - bumps: ανατρίχιασμα, ανατριχίλα II - step: βήμα της χήνας II ~y: βλάκας II cook one’s ~: την παθαίνω (id) gor-e (go:r): (η) πηχτό αίμα, αίμα πλη¬ γής II [-d]: (ν) τρυπώ με χαυλιόδοντα ή κέρατο, “ξεκοιλιάζω” II ~y: (adj) γεμάτος αίμα, ματωμένος gorge (go:rdz): (η) χαράδρα II λαιμός, φάρυγγας II πολυφαγία II [-d]: (ν) πα¬ ρατρώω II καταβροχθίζω λαίμαργα gorgeous (' go:rdz3s): (adj) υπέροχος, θαυμάσιος II πανέμορφος gorilla (go'rilo): (η) γορίλας II “μπρά¬ βος” II σωματοφύλακας gorse (go:rs): (η) σπάρτο gosh (goj): (interj) ω! gosling (' gozlii]): (η) χηνάριο II πρωτό¬ πειρος νεαρός (id) gospel ( gospal): (η) ευαγγέλιο II (adj) αληθινός gossip ( gosip) [-ed]: (ν) κουτσομπο¬ λεύω II (η) κουτσομπολιό II φλυαρία, ψιλοκουβέντα II (η) κουτσομπόλης II ~er: (η) κουτσομπόλης, φλύαρος II ~y:

163

got (η) απόφοιτος, πτυχιούχος II (adj) πτυχιακός II -uation: (η) βαθμολόγηση II αποφοίτηση II post -uate: (adj) με¬ ταπτυχιακός graffiti (grae fi:ti): (η) “ντουβαρογρα¬ ψίματα” graft (graft, gra:ft) [-ed]: (ν) μπολιάζω, μοσχεύω II μεταμοσχεύω II δωροδοκού¬ μαι εκμεταλλευόμενος θέση II (η) μό¬ σχευμα, μπόλι II μόσχευση II δωροδο¬ κία grail (greil). Holy ~: Αγιο Ποτήρι grain (grein): (η) κόκκος II δημητριακά II διάταξη των ινών II υφή II χαρακτή¬ ρας, “ταμπεραμέντο” II [-ed]: (ν) κά¬ νω κόκκους II against one's ~: αντίθε¬ τα προς το χαρακτήρα ή τη διάθεση gram, -me (graem): (η) γραμμάριο gramm-ar ('gramar): (π) γραμματική II -arian: (η) συγγραφέας γραμματικής II ~ar school: (η) δημοτικό σχολείο II —atical (gra' maetikal): (adj) γραμματι¬ κός gramme: see gram gramophone ('gramafoun): (η) γραμ¬ μόφωνο granary ('granari): (η) σιταποθήκη II σιτοπαραγωγική περιοχή, σιτοβολώνας grand (grand): (adj) μεγάλος, σπουδαί¬ ος II ανώτερος II σπουδαιότερος II πλήρης II -child: (π) εγγόνι II -dad, -daddy: (η) παππούς II -daughter: (π) εγγονή II ~ee: (π) προσωπικότητα, “μεγάλος” II -eur: (η) μεγαλείο II -father: (η) παππούς II -father clock: (π) ρολόι με εκκρεμές II -iose: (adj) μεγαλοπρεπής, επιβλητικός II πομπώ¬ δης II ~ly: (adv) με μεγαλοπρέπεια II ~ma, -mother: (η) γιαγιά II -pa: παπ¬ πούς II - piano: (η) πιάνο με ουρά II -son: (η) εγγονός II -stand: (π) σκε¬ παστή εξέδρα σταδίου II - stand play: επιδεικτικό φέρσιμο ή πράξη granite (' graenit): (η) γρανίτης granny (' graeni): (η) γιαγιάκα II γριούλα, “γιαγιά” II λεπτολόγος, “ψείρα” (id) grant (grant) [-ed]: (ν) παρέχω II μετα¬ βιβάζω II παραδέχομαι, αναγνωρίζω II απονέμω II (η) παροχή II μεταβίβαση II

(adj) κουτσομπόλικος got: see get II ~ ten: see get gouge (gaudz) [-d]: (v) φτυαρίζω, βγά¬ ζω II εξαπατώ II (η) φτυαράκι, σέσου¬ λα gourmet (gu:r' mei): (η) καλοφαγάς gout (gaut): (π) θρόμβος II ποδάγρα govern ('gAvam) [-ed]: (ν) κυβερνώ II ελέγχω II διέπω II συγκρατώ II ~ance: (π) διακυβέρνηση II -ess: (η) κυβερνήτρια II γκουβερνάντα II -ing: (adj) κα¬ τευθυντήριος, ελέγχων II διέπων II -ment: (η) κυβέρνηση II πολιτικές επι¬ στήμες II -mental: (adj) κυβερνητικός II -ment issue: (η) δημόσιο είδος II -or: (π) κυβερνήτης II στρατ. διοικη¬ τής II ρυθμιστής gown (gaun): (η) επίσημο φόρεμα II τή¬ βεννος II ρόμπα grab (graeb) [-bed]: (ν) αρπάζω, “γρα¬ πώνω” II συγκρατώ II (η) άρπαγμα, πιάσιμο II αρπάγη II up for ~s: ελεύ¬ θερο, “όποιος προφτάσει” grac-e (greis) [-d]: (ν) τιμώ II δίνω ομορφιά, στολίζω II (η) χάρη II έλεος II εύνοια, χατίρι II προσωρινή απαλλαγή από υποχρέωση II προσευχή προ φα¬ γητού II -eful: (adj) χαριτωμένος II -eless: (adj) άχαρος II G~s: (η) οι Χάριτες II in the bad ~s: σε δυσμένεια II in the good ~s: σε εύνοια II -ious (' greijas): (adj) καλοκάγαθος II ανεκτι¬ κός, καταδεκτικός II ευσπλαχνικός grad (graed): (η) απόφοιτος (ιό) II -ate (gra'deit) [-d]: (ν) διαβαθμίζω II -ation: (η) διαβάθμιση II ~e (greid) [d]: (ν) ταξινομώ II ρυθμίζω II διαβαθ¬ μίζω II βαθμολογώ II ισοπεδώνω, ομα¬ λύνω II (π) βαθμίδα II βαθμός II κλάση II τάξη σχολείου II στάθμη II κλίση II at ~e: στο ίδιο επίπεδο II ~e crossing: (π) ισόπεδη διάβαση II ~e school: (η) δημοτικό σχολείο II make the ~e: (ν) φτάνω στο ανώτερο σημείο II πετυχαί¬ νω, “περνάω” II -ient (' greidiant): (π) κλίση II αναλογία κλίσης II -ual ( graedjusl): (adj) βαθμιαίος II -ually: (adv) βαθμηδόν II -uate (gradjueit) [-d]: (ν) αποφοιτώ II διαβαθμίζω II δί¬ νω πτυχίο ή δίπλωμα II (' graedjuit): 164

great αναγνώριση, παραδοχή II απονομή II ~ee: (η) αποδέκτης μεταβίβασης ή δω¬ ρεάς II ~ογ: (π) παραχωρητής, μεταβι¬ βάζουν granul-ar (' graenjular): (adj) κοκκώδης II κοκκοειδής II ~e: (η) κόκκος, κοκκίδιο grape (greip): (π) κλήμα II σταφύλι II (adj) σκούρο μόβ χρώμα II ~ fruit: (π) φράπα, “γκρέιπ φρουτ” II ~ stone: (π) κουκούτσι σταφυλιού II ~ vine: (π) κληματαριά II πηγή πληροφο¬ ριών ή διαδόσεων (id) graph (graef, gra:() [-ed]: (v) παριστάνω γραφικά II κατασκευάζω γραφική πα¬ ράσταση II (π) γραφική παράσταση ή κατασκευή II ~ic, —ical: (adj) γραφικός II ευκρινής, λεπτομερής II —ically: (adv) γραφικά II ~ite: (η) γραφίτης II ~ paper: (η) τετραγωνισμένο χαρτί grapple (graepal) [-d]: (ν) αρπάζω ή συγκρατώ με αρπάγη II πιάνω II τσα¬ κώνομαι, παλεύω II προσπαθώ II (π) αρπάγη II συμπλοκή, τσακωμός grasp (graesp, gra:sp) [-ed]: (ν) πιάνω, αρπάζω II συγκρατώ II καταλαβαίνω, “αρπάζω” II (η) πιάσιμο II λαβή, σφί¬ ξιμο II αντίληψη, κατανόηση II συγκρατημός II -at: (ν) είμαι έτοιμος, δέχο¬ μαι αμέσως II κάνω να αρπάξω II -ing: (adj) άρπαγας, άπληστος grass (graes, gra:s): (η) χορτάρι, χλόη II λιβάδι II πρασιά II μαριχουάνα (id) II [-ed]: (ν) φυτεύω χορτάρι II σκεπάζο¬ μαι με χορτάρι II - green: (adj) κιτρι¬ νοπράσινος II -hopper: (η) ακρίδα II land: (η) λιβάδι II - roots: (η) βάση, προέλευση II - snake: (π) νεροφίδα II - widow: (η) χωρισμένη, σε διάσταση ή διαζευγμένη II εγκαταλειμμένη II ~y: (adj) χορταριασμένος grate (greit) [-d]: (ν) τρίβω II τρίζω II ερεθίζω, ενοχλώ II (η) τρίξιμο II κά¬ γκελο II κιγκλίδωμα II εσχάρα II ~r: (η) ξύστης, τρίφτης grateful (greitfal): (adj) ευγνώμονας II ~ly: (adv) με ευγνωμοσύνη II -ness: (η) ευγνωμοσύνη gratification (grastifi' keijan): (π) ικα¬ νοποίηση, ευχαρίστηση II ~fy

( graetifai) [-ied]: (ν) ικανοποιώ, ευχα¬ ριστώ II -fying: (adj) ικανοποιητικός gratis ( greitis): (adj) δωρεάν gratitude (' graetitju:d): (η) ευγνωμοσύ¬ νη gratuit-ous (gra'tju:itas): (adj) δωρεάν, ελεύθερα II μη απαραίτητος, περιττός II ~y (gre'tju:iti): (η) φιλοδώρημα II δώρο, χάρισμα grave (greiv): (η) τάφος II (adj) σοβα¬ ρός, σπουδαίος II βαρύς II σκούρος II [-d]: (ν) κατασκευάζω γλυπτό, χαράζω II εντυπώνω στη μνήμη II - digger: (η) νεκροθάφτης II ~γ: (π) χαράκτης II - robber: (η) τυμβωρύχος II -stone: (η) ταφόπετρα II - yard: (π) νεκροτα¬ φείο II - yard shift: (η) νυχτερινή βάρδια (id) gravel ('graeval): (η) αμμοχάλικο II [-ed]: (ν) στρώνω αμμοχάλικο II συγχύζιυ, ερεθίζω (id) gravit-ate (' graeviteit) [-d]: (ν) έλκομαι II πέφτω, κατακαθίζω II -ation: (η) έλ¬ ξη II τάση, ροπή II -ational: (adj) ελ¬ κτικός, της βαρύτητας II ~y: (η) βαρύ¬ τητα II έλξη II σοβαρότητα, σπουδαιότητα gravure (gra'vju:r): (π) ξυλογραφία ή χαλκογραφία, “γκραβούρα” gravy (' greivi): (η) χυμός κρέατος II σάλτσα II αναπάντεχο κέρδος (id) II train: (η) αργομισθία gray, grey (grei): (adj) φαιός, γκρίζος II μουντός, σκοτεινός II - beard: (η) γέ¬ ρος II -ish: (adj) γκριζωπός II matter: (π) φαιά ουσία graze (greiz) [-d]: (ν) βόσκω II εγγίζω II γδέρνω, ξεγδέρνω II ξύνω II (η) γδάρσιμο, ξέγδαρμα II ξύσιμο greas-e (gri:s): (π) λίπος II γράσο II [-d]: (ν) λαδώνω, γρασώνω II ~e box: (η) λιποκιβώτιο II ~e cup: (η) λιπαντήρας II ~e monkey: (η) βοηθός τεχνίτη, “μουντζούρης” II ~e paint: (η) θεα¬ τρικό μακιγιάζ II ~e the palm: (ν) δω¬ ροδοκώ, “λαδώνω” II ~y: (adj) λιπα¬ ρός II λαδωμένος, λιγδιασμένος II γλοιώδης άνθρωπος great (greit): (adj) μεγάλος II σημαντι¬ κός, σπουδαίος II αξιοσημείωτος II εν165

Grecian θουσιώδης II ~ Bear: (π) Μεγάλη Αρκτος II G~ Britain: Μεγάλη Βρετα¬ νία II ~ coat: (π) παλτό II ~ Dane: (π) δανέζικο σκυλί II ~er doxology: (η) μεγάλη δοξολογία II ~ grandchild: (η) δισέγγονο II ~ granddaughter: (η) δισέγγονη II ~ grandfather: (π) προ¬ πάππος II ~ grandmother:, (η) προμάμη II ~ grandson: (π) δισέγγονος II ~ hearted: (adj) μεγαλόκαρδος II ~ly: (adv) πάρα πολύ II με μεγαλοπρέπεια II ~ Russian: (π) η Ρωσική γλώσσα II ~ seal: (η) η μεγάλη του κράτους σφραγίδα II ~ war: (η) ο πρώτος παγκ. πόλεμος Grecian ( grijan): (adj) Ελληνικός Greece (gri:s): (π) Ελλάς greed (gri:d): (η) απληστία, πλεονεξία II λαιμαργία II -iness: λαιμαργία II ~y: (adj) άπληστος, λαίμαργος, πλεονέκτης Greek (gri:k): (π) Έλληνας II Ελληνική γλώσσα, Ελληνικά II (adj) Ελληνικός II ~ fire: (η) το υγρό πυρ green (gri:n): (adj) πράσινος II εύκρα¬ τος II ανώριμος II άπειρος II ευκολόπι¬ στος II ~ back: (η) χαρτονόμισμα II bean: (π) φρέσκο φασολάκι II ~ery: (π) πρασινάδα II ~ eyed: (adj) πρασινομάτης II ζηλιάρης (id) II -gage: (η) κιτρινοπράσινο δαμάσκηνο II -grocer: (π) μανάβης II -horn: (π) άπειρος, αρ¬ χάριος II - house: (η) θερμοκήπιο II -ish: (adj) πρασινωπός II -light: άδεια, “το ελεύθερο” greet (gri:t) [-ed]: (ν) χαιρετώ II -ings: (π) χαιρετίσματα gregarious (gri' gearias): (adj) αγελαίος II κοινωνικός gremlin (' gremlan): (η) διαβολάκι (id) grenad-e (gra'neid): (η) χειροβομβίδα II -ier: (η) γρεναδιέρος II hand ~e : (n) χειροβομβίδα grew: see grow grey: see gray greyhound (' greihaund): (η) κυνηγετικό σκυλί grid (grid): (η) εσχάρα II δικτύωμα II τε¬ τραγωνισμένος II πλέγμα II -ded: (adj) τετραγωνισμένος II δικτυωτός II -die: (η) εσχάρα II τηγάνι II -die 166

(η) τηγανίτα II -iron ( gridaiam): (π) εσχάρα II ποδοσφαιρι¬ κό γήπεδο grie-f (gri:f): (η) λύπη, πόνος II -vance ( gri:vans): (η) παράπονο II αγανάκτη¬ ση II ~ve ('gri:v) [-d]: (ν) λυπώ II λυ¬ πούμαι II πενθώ grill (gril) [-ed]: (ν) -ψήνω σε σχάρα ή ψησταριά II βασανίζω II ανακρίνω εξα¬ ντλητικά II (η) σχάρα II ψησταριά II ψητό σχάρας II πλέγμα II ~e: (η) πλέγ¬ μα, “γρίλια” II -ed: (adj) της σχάρας II δικτυωτός II - room: (π) ψησταριά grim (grim): (adj) βλοσυρός II σκυθρω¬ πός II αυστηρός II αποκρουστικός II ~ly: (adv) βλοσυρά, σκυθρωπά, αυστη¬ ρά grimace (gri'meis) [-d]: (ν) μορφάζω, κάνω “γκριμάτσα” II (η) μορφασμός, “γκριμάτσα” grim-e (graim) [-d]: (ν) λερώνω, βρωμίζω II (η) βρωμιά, λέρα II μουντζούρα από καρβουνόσκονη II ~y: (adj) μου¬ ντζουρωμένος, βρώμικος grin (grin) [-ned]: (ν) χαμογελώ II μορ¬ φάζω επιδοκιμαστικά ή χαρούμενα II (π) χαμόγελο II μορφασμός επιδοκιμα¬ σίας ή χαράς grind (graind) [ground, ground]: (ν) τρί¬ βω, κονιορτοποιώ II τροχίζω II τρίζω II (η) τριβή II ρουτίνα, βαρετή δουλειά II σχολαστικός (id) II ~er: (η) τριβέας II ακονιστής II - into: (ν) δίνω να κατα¬ λάβει, κάνω να εντυπωθεί στη μνήμη II - stone: (π) ακονόλιθος II μυλόπε¬ τρα gringo ( gringou): (η) Αμερικάνος (πε¬ ριφρονητική έκφραση των Μεξικά¬ νων) grip (grip) [-ped]: (ν) σφίγγω II αρπάζω II (η) σφίξιμο, χειρολαβή II χειροσφίξιμο II γνώση, κατανόηση II σπασμός, “πιάσιμο” II λαβή II βαλιτσούλα, “σακ-βουαγιάζ” II come to ~s: (ν) έρ¬ χομαι στα χέρια II καταπιάνομαι με II -ping: (adj) συναρπαστικός II - sack: (η) βαλιτσάκι gripe (graip) [-d]: (ν) προκαλώ κοιλό¬ πονο ή κολικόπονο II ενοχλώ, ερεθίζω II αρπάζω II παραπονούμαι, “γκρινιάcake:

grub (adj) δύστροπος, γκρινιάρης ground (graund): see grind II (η) έδαφος II πυθμένας II γη, γείωση II [-ed]: (ν) βασίζω II διδάσκω II γειώνω, προσγει¬ ώνω II απαγορεύω πτήση II προσαρά¬ ζω II προσεδαφίζομαι II , ~s: (π) πε¬ ριοχή II , ~s: λόγος, αφορμή II ~s: (π) κατακάθια II break ~: (ν) καταπιάνο¬ μαι II gain ~: (ν) κερδίζω έδαφος II give ~: (ν) ενδίδω, υποχωρώ II home ~: (η) γνωστή περιοχή II γνωστό θέμα II ~ cloth, ~ sheet: (η) αδιάβροχο κά¬ λυμμα ή στρώμα II ~ floor: (π) ισό¬ γειο II -less: (adj) αβάσιμος II -ling: (η) ακαλλιέργητος άνθρωπος (id) II -nut: (η) φιστίκι II -plan: (π) κάτοψη II - work: (η) θεμέλια, βάση group (gru:p): (η) ομάδα II [-ed]: (ν) σχηματίζω ή τοποθετώ σε ομάδα II ~ie: (η) κόλακας, “γλείφτης” II μέλος ή οπαδός ομαδικής ζωής grouse (graus) [-d]: (ν) παραπονιέμαι, “γκρινιάζω” II (η) αιτία γκρίνιας II αγριόκοτα grove (grouv): συστάδα, πύκνωμα grovel (groval) [-ed]: (ν) ταπεινώνο¬ μαι, “σέρνομαι”, “έρπω” II υποκλί¬ νομαι βαθιά, κάνω “τεμενάδες” grow (grou) [grew, grown]: (ν) ανα¬ πτύσσομαι II μεγαλώνω, αυξάνω II προέρχομαι II καλλιεργώ II - on, upon: (ν) γίνομαι ευχάριστος ή δε¬ κτός II - out of: (ν) γίνομαι πάρα πο¬ λύ μεγάλος σε σχέση με κάτι II προέρ¬ χομαι II - up: (ν) μεγαλώνω, ενηλι¬ κιώνομαι II -ing pains: (η) αρχικές δυσκολίες II -nup: (η) μεγάλος, ενήλι¬ κος growl (graul) [-ed]: (ν) μουγκρίζω, γρυ¬ λίζω grown: see grow growth (grou0): (η) ανάπτυξη II αύξηση, μεγάλωμα II όγκος grub (gTAb) [-bed]: (ν) ξεσκάβω, ξερι¬ ζώνω II δίνω τροφή (id) II ψάχνω, ψα¬ χουλεύω II δουλεύω σκληρά II τρώω (id) II (π) σκουλήκι εντόμου II βαριά δουλειά II φαγητό (id) II -by: (adj) βρωμιάρης II -stake: (ν) χρηματοδοτώ (id) II (η) χρηματοδότηση

ζω” II (η) παράπονο, “γκρίνια” II ~s: (η) κολικόπονος ή κοιλόπονος grippe (grip): (η) γρίπη grisly (' grizli): (adj) φρικτός, απαίσιος gristle (grisal): (η) χόνδρος, “τραγα¬ νό” grit (grit) [-ted]: (ν) τρίζω II τρίζω ή σφίγγω τα δόντια II (π) κόκκος άμμου II αμμόλιθος II θάρρος, γενναιότητα (id) II ~ty: (adj) αμμώδης, με κόκκους II θαρραλέος (id) grizzl-e (grizal) [-d]: (ν) κάνω γκρίζο II ~ed: (adj) γκρίζος, με γκρίζα μαλλιά II ~y: (adj) γκριζωπός II ~y bear: (η) φαιά άρκτος groan (groun) [-ed]: (ν) στενάζω II βο¬ γκώ II (η) βόγκος, βογκητό grocer (grousar): (η) μπακάλης II -ies: (π) είδη μπακαλικής II ~y, ~y store: (η) παντοπωλείο, μπακάλικο grog (grog): (η) οινοπν. ποτό II διαλυ¬ μένο ρούμι II ~gy: (adj) ζαλισμένος groin (groin): (η) βουβώνας groom (gru:m) [-ed]: (ν) στολίζω II κα¬ θαρίζω, περιποιούμαι II εκπαιδεύω, προετοιμάζω II (π) ιπποκόμος II bride ~: (π) γαμπρός II ~sman: (η) παράνυμφ°ς groov-e (gru:v) [-d]: (ν) αυλακώνω, κά¬ νω εγκοπή II (π) αυλάκωμα, αυλάκι II εγκοπή II ταιριαστή θέση II βαρετή ερ¬ γασία, “ρουτίνα” II ~ed: (adj) αυλα¬ κωτός II ~y: (adj) ικανοποιητικός, σπουδαίος (id) grope (group) [-d]: (ν) ψηλαφώ II ανα¬ ζητώ ψηλαφώντας II ψάχνω, προσπα¬ θώ να βρω gross (grous): (adj) ολικός, χονδρικός II τελικός II φανερός, έκδηλος II χονδρο¬ ειδής II χυδαίος, “χοντρός” II παχύς II (π) το σύνολο II δώδεκα δωδεκάδες II [-ed]: (ν) κερδίζω ολικά χωρίς κρατή¬ σεις II in the ~: (adv) χονδρικά II ~ly: (adv) χονδροειδέστατα grotesque (grou' tesk): (adj) αλλόκοτος, παράξενος grotto ( grotou): (η) σπήλαιο II εκσκα¬ φή . grouch ('grautj) [-ed]: (ν) γκρινιάζω, παραπονιέμαι συνεχώς II (n), ~y: 167

grudge νόμενος II υπο καθοδήγηση II -ed missile: (η) κατευθυνόμενο βλήμα II ~e line: (η) κατευθυντήρια γραμμή guild (gild): (η) συντεχνία guile (gail): (η) δόλος II υπουλότητα II -ful: (adj) δόλιος, ύπουλος II -less: (adj) άδολος guillotine ( gilati:n): (η) λαιμητόμος, καρμανιόλα, “γκιλοτίνα” guilt (gilt): (π) ενοχή II -less: (adj) αθώος II ~y: (adj) ένοχος guinea ( gini): (η) μια λίρα και ένα σε¬ λίνι II Ιταλός (id) II - pig: πειραματό¬ ζωο guise (gaiz): (η) εμφάνιση, παρουσιαστικό II προσποίηση guitar (gi' ta:r): (η) κιθάρα gulch (gAltJ): (η) χαράδρα, χαντάκι gulf (gAlf): (π) κόλπος II χάσμα II -stream: (η) ρεύμα του κόλπου του Μεξικού gull (gAl): (η) γλάρος II εύπιστος, απλοϊκός (id) II [-ed]: (ν) εξαπατώ, κοροϊδεύω gullet (' gAlit): (π) οισοφάγος II χαντάκι gullib-ility (gAla' biliti): (η) ευπιστία II ~le (' gAlabal): (adj) εύπιστος gully ( gAli): (π) χαντάκι gulp (gAlp) [-ed]: (ν) καταπίνω II ξερο¬ καταπίνω, πνίγομαι καταπίνοντας II (η) καταπιά gum (gAm): ελαστικό κόμμι II καου¬ τσούκ II καουτσουκόδεντρο II μαστίχα II [-med]: (ν) σκεπάζω ή σφραγίζω με ελαστικό II σχηματίζω ελαστικό II ού¬ λο II - boil: (η) απόστημα των ούλων II - shoe: (π) γαλότσα II μυστικός αστυνομικός (id) II -tree: (π) καου¬ τσουκόδεντρο gumbo (' gAmbou): (η) μπάμια gumption ( gAmp/an): εξυπνάδα (id) II τόλμη (id) gun (gAn): πυροβόλο όπλο II πυροβόλο, κανόνι II [-ned]: (ν) πυροβολώ II big ~: μεγάλο πρόσωπο, σπουδαίος II jump the ~: κλέβω στην εκκίνηση II boat: (π) κανονιοφόρος II - carriage: (η) κιλλίβαντας πυροβόλου II -man: (η) πιστολάς II πληρωμένος φονιάς II -ner: (η) πυροβολητής II -powder:

grudge (gTAtlz) [-d]: (v) δέχομαι ή δίνω με το ζόρι, με δυσκολία II (η) μνησικακία gruesome (gru:sam): (adj) φρικτός, απαίσιος, αποκρουστικός gruff (gTAf): (&dj) τραχύς II ~ly: (adv) με τραχύτητα, απότομα II -ness: (η) τραχύτητα grumble ('grAmbal) [-d]: (ν) γρυλίζω II γκρινιάζω II (η) μεμψιμοιρία, γκρίνια grump-s (gr/vmps): (η) κακοκεφιά II κακοτροπιά II κακότροπος II ~y: (adj) ευ¬ ερέθιστος, κακότροπος, γκρινιάρης grunt (gr/vnt) [-ed]: γρυλίζω II (π) γρύ¬ λισμα guarant-ee (gaeran'ti): (η) εγγυητής II εγγύηση II εγγυητικό συμβόλαιο II [-d]: (ν) εγγυούμαι II -or (' gaerantar): (η) εγγυητής II ~y: (η) εγγύηση II εγγυητής II [-ied]: (ν) εγγυούμαι guard (ga:rd) [-ed]: (ν) φρουρώ II προ¬ στατεύω, προφυλάγω II διασφαλίζω II (π) φρουρός II φύλακας II φρουρά II προστασία, προφύλαξη II -ed: (adj) συγκρατημένος, προσεκτικός II house: (η) πειθαρχείο II φυλάκιο II -ian: (η) προστάτης, φύλακας II κηδε¬ μόνας II -sman: (η) εθνοφρουρός II mount ~: (ν) αρχίζω υπηρεσία II off ~: απροετοίμαστος II on one’s ~: έτοι¬ μος, προετοιμασμένος gubernatorial (gubama' tori:al): (adj) κυβερνητικός gudgeon ('gAdzan): (η) κωβιός II ευκο¬ λόπιστος, “κορόιδο”, “θύμα” (id) guerrilla, guerilla (ga'rila): (η) αντάρ¬ της II - warfare: (η) κλεφτοπόλεμος guess (ges) [-ed]: (ν) μαντεύω II υποθέ¬ τω II (η) εικασία II μάντεμα, μαντεία II - work: (η) εικασία, υπόθεση guest (gest): επισκέπτης II φιλοξενούμε¬ νος II πελάτης ξενοδοχείου ή εστιατο¬ ρίου guffaw (ga'fo:) [-ed]: (ν) καγχάζω II (η) καγχασμός, βροντερό γέλιο guid-ance ( gaidans): (η) καθοδήγηση II οδηγία II ~e [-d]: (ν) οδηγώ II καθοδη¬ γώ II (η) οδηγός II -eboard: (η) πινα¬ κίδα οδηγιών II ~e book: (η) οδηγός, βιβλίο οδηγιών II -ed: (adj) κατευθυ168

hag guy (gai): (π) καλώδιο, σκοινί II άνθρω¬ πος (id) II [-ed]: (ν) κοροϊδεύω guzzle ( gAzal) [-d]: (ν) πίνω λαίμαργα gym (dzim): (η) γυμναστήριο II γυμνα¬ στική II -nasium (dzim'neizi:am): (η) Γυμνάσιο II γυμναστήριο II -nast (' dzimnaest): (π) γυμναστής II αθλητής γυμναστικής II -nastic (dzim' naestik): (adj) γυμναστικός II -nasties: (η) γυ¬ μναστική gynecologist (dzaina' kaladzist): (η) γυ¬ ναικολόγος II ~y: (η) γυναικολογία gyp (dzip) [-ped]: (ν) εξαπατώ II (n) απάτη II απατεώνας gypsy ( dzipsi): (η) Τσιγγάνος, “γύφτος” gyr-ate (' dzaireit) [-d]: (ν) περιστρέφο¬ μαι II περιφέρομαι II -ation: (η) περι¬ στροφή II -atory: (adj) περιστροφικός II -ocompass: (η) γυροσκοπική πυξίδα II -oscope (' dzairaskoup): (η) γυρο¬ σκόπιο

(π) πυρίτιδα II ~ runner: (η) λαθρέ¬ μπορος όπλων II -shot: (η) πυροβολι¬ σμός II βεληνεκές όπλου II -slinger: (π) πιστολάς II -smith: (η) οπλοποιός II -wale: (π) κουπαστή πλοίου gunny ('gzni): (π) λινάτσα gurgle ('ga:rgal) [-d]: (ν) κελαρύζω, γαργαρίζω II (π) κελάρυσμα gush (gAj) [-ed]: (ν) ξεχύνομαι ορμητι¬ κά II αναβλύζω ορμητικά II εκδηλώνο¬ μαι ενθουσιαστικά II (η) ορμητικό τρέ¬ ξιμο υγρού gust (gAst): (η) ριπή ανέμου II ξέσπα¬ σμα gusto ('gAStou): (η) ζήλος, ζέση gut (gAt): (η) έντερο II στομάχι II [-ted]: (ν) ξεκοιλιάζω II ~s: εντόσθϊα II θάρ¬ ρος, τόλμη II -less: (adj) άτολμος, δει¬ λός gutter (gAtar): (π) ρείθρο II υδρορροή II κατώτερης υποστάθμης, “πεζοδρομί¬ ου” II - snipe: (π) χαμίνι, αλάνι guttural (gAtaral): (adj) λαρυγγικός

H H, h: το 8o γράμμα του Αγγλ. αλφαβή¬ του habeas corpus ( heibias ka:rpas): (n) εντολή προσαγωγής κρατουμένου haberdasher (' haebar' daejar): (η) έμπο¬ ρος ανδρικών ειδών habiliments (ha' bilamants): (η) επίσημη ενδυμασία habit (' haebit): (η) συνήθεια II άμφια II ρούχα ιππασίας II -able: (adj) κατοι¬ κήσιμος II -at: (η) περιβάλλον II τόπος που συχνάζει κανείς II -ation (haeba teijan): (η) κατοίκηση II φυσικό περιβάλλον II -ual (ha bit/ual): (adj) συνήθης, από συνήθεια II -uate (ha bitjueit) [-d]: (ν) εθίζω, συνηθίζω II -ude (' haebatu:d): (η) συνηθισμένη συμπεριφορά, συνήθειες II ~ue (ha' bitjuei): (η) τακτικός θαμώνας hacienda (ha:si: enda): (η) μέγαρο, αρ¬

χοντικό hack (hask) [-ed]: (ν) πελεκώ, κόβω II ξεροβήχω II (η) εγκοπή, πελέκημα II χτύπημα II κομματαρχίσκος II αμάξι II στεγνωτήρι II ~ie: (η) ταξιτζής (id) hackle (' haekal): (π) φτερά του λαιμού κόκκορα II ~s: (η) τρίχες λαιμού ζώου II get one's ~s up: (ν) είμαι έτοιμος για καβγά II make the ~s rise; (ν) θυ¬ μώνω, εξοργίζω hackney (' haekni) [-ed]: (ν) κάνω υπερ¬ βολική κατάχρηση μιας έκφρασης II εκμισθώνω II (η) αμάξι II (adj) κοινό¬ τυπος, συνηθισμένος II νοικιασμένος II -ed: (adj) τετριμμένος, μπανάλ had: see have haft (haeft): (η) λαβή σπαθιού ή μαχαι¬ ριού hag (haeg): (π) παλιόγρια, “τζαντόγρια” 169

haggard haggard (' hxgord): (adj) καταβλημένος, “κομμένος” II άγριος, ανυπότακτος haggle ('haegal) [-d]: (v) παζαρεύω II πετσοκόβω hail (heil) [-ed]: (v) χαιρετώ II ζητω¬ κραυγάζω II ρίχνω βροχηδόν, “λού¬ ζω” II (η) χαιρέτισμα II χαλάζι II -stone: (η) κόκκος χαλαζιού II -storm: (π) χαλαζοθύελλα hair (hear): (η) τρίχα II τρίχωμα II μαλ¬ λιά II -breadth: (adj) παρά τρίχα II -brush: (π) βούρτσα των μαλλιών II -cut: (η) κούρεμα II - do: (η) κόμμω¬ ση II -dresser: (π) κομμωτής, -τρία II -less: (adj) άτριχος II - piece: (η) πε¬ ρούκα II - pin: (π) φουρκέτα II raiser: (η) συναρπαστική ή τρομακτι¬ κή ιστορία ή θέαμα II - raising: (adj) τρομακτικός II ~s breadth: see hairbreadth II - splitting: (η) λεπτολογία II ~y: (adj) τριχωτός, μαλλιαρός halcyon (' haelsi:on): (η) αλκυόνα II (adj) ήρεμος, γαλήνιος II ευτυχισμένος II - days: (π) χειμωνιάτικη καλοκαιρία II περίοδος ηρεμίας και ησυχίας hale (heil): (adj) γερός, υγιής half (haef, ha:f): (η) μισό II ημιχρόνιο II μέσος ομάδας ποδοσφαίρου, “χαφ” II better ~: (η) το έτερον ήμισυ II by ~: πάρα πολύ II by ~s: εν μέρει II go ~s: συμμερίζομαι, πάω “μισά-μισά” II baked: (adj) μισοψημένος II ανόητος, πρόχειρος (id) II - boot: (π) αρβύλα II - breed: (η) μιγάδας II - brother: (η) ετεροθαλής αδελφός II - hearted: (adj) χωρίς ενθουσιασμό, χωρίς όρεξη II - mast, - staff: μεσίστιος II -moon: (η) ημισέληνος II - sister: (η) ετεροθα¬ λής αδελφή II -time: (π) ημιχρόνιο II track: (η) θωρακισμένο όχημα II -way: (adj) στη μέση του δρόμου ή αποσπάσεως II μερικός, εν μέρει II wit: καθυστερημένος διανοητικά II ανόητος, ηλίθιος halitosis (haela' tousis): (η) βρομερή αναπνοή hall (ho:l): (η) προθάλαμος, “χωλ” II αίθουσα συγκεντρώσεων ή συναυλιών II κτίριο συναυλιών ή θεατρ. παραστά¬ σεων II - mark: (η) σήμα ποιότήτας

hallow (haelou) [-ed]: (ν) αγιάζω, κα¬ θαγιάζω II -ed: (adj) άγιος, ιερός II -een: (η) των Αγίων Πάντουν hallucinat-e (holu:saneit) [-d]: (ν) προ¬

καλώ ή παθαίνω φαντασιώσεις II -ion: (π) φαντασίωση II φαντασιοπλη¬ ξία halo (' heilou): (π) φωτοστέφανος II στε¬ φάνι ηλίου ή σελήνης halt (ho:lt) [-ed]: (ν) σταματώ II προχω¬ ρώ διατακτικά ή με δυσκολία II (η) σταμάτημα, στάση II ~er: (η) καπίστρι II -ing: (adj) ατελής II κουτσός II διατακτικός halve (haev, ha:v) [-d]: (ν) χωρίζω στη μέση II ~s: pi of half halyard ( haeljord): (η) σκοινί ιστίων ή σημαίας ham (haem): χοιρομέρι II ερασιτέχνης ιδιοκτήτης ραδιοπομπού (id) II υπερ¬ βολικός, που προσπαθεί να τραβήξει το ενδιαφέρον με υπερβολές II [-med]: (ν) λέω υπερβολές, τα παραλέω II -burger: (η) σάντουιτς με κιμά, “χά¬ μπουργκερ” II - shackle: (ν) δένω, εμποδίζω hamlet (' haemlit): (η) χωριουδάκι hammer (' haemor) [-ed]: (ν) χτυπώ με σφυρί II σφυρηλατώ II δίνω να κατα¬ λάβει, κάνω να εντυπωθεί II δουλεύω με επιμέλεια και επιμονή II (η) σφυρί II επικρουστήρας II σφύρα του αυτιού II αθλητική σφύρα ρίψεων II go (come) under the ~: βγαίνω στο “σφυρί” II - and tongs: με όλα μου τα δυνατά II - and sickle: (η) σφυροδρέπανο II head: (π) καρχαρίας hammock (haemok): (π) κούνια hamper ( haempor) [-ed]: (ν) εμποδίζω hand (haend): χέρι II δείκτης ρολογιού II χειροκρότημα II μέλος ομάδας εργα¬ τών ή πληρώματος II [-ed]: (ν) δίνω II οδηγώ με το χέρι, δείχνω με το χέρι II at ~: κοντά, πρόχειρο II σύντομα II come to ~: γίνομαι φανερός II φθάνω, παραλαμβάνομαι II force one's ~: αναγκάζω πρόωρη δράση ή εκδήλωση II - in glove, - and glove: σε στενή σχέση ή συνεργασία II - over fist: πο¬ λύ γρήγορα II ~s down: εύκολα II ~s 170

harlot off: μην εγγίζετε II have a ~ in: ανα¬ κατεύομαι, βάζω το χέρι μου II joing ~s: γίνομαι συνεταίρος II out of ~: έξω από τον έλεγχο II αμέσως II αδιά¬ κριτο, μη κόσμιο II tip one's ~: φανε¬ ρώνομαι II ~ in: παραδίδω II ~ over: δίνω, παραδίνω II -bag: (η) τσάντα II -ball: χειρόσφαιρα II -book: εγχειρί¬ διο, βιβλιαράκι II -clasp: (π) χειραψία II -cuff: χειροπέδη, δένω με χειροπέδη II -ful: χούφτα II -gun: πιστόλι II -iwork: εργόχειρο II -kerchief (' haengkart/if): μαντίλι II - out: (ν) διανέμω II - picked: (adj) διαλεχτός II -shake: (η) χειραψία II - to εκ του συστάδην II -writing: γραφικός χαρα¬ κτήρας II ~y: πρόχειρος II επιδέξιος II -yman: βοηθός για προχειροδουλειές handicap (' ha£ndi:kcep) [-ped]: (ν) εμποδίζω, παρεμποδίζω II (η) εμπόδιο II αναπηρία II -ped: (adj) ανάπηρος II εμποδισμένος, με εμπόδια handle (' haendl) [-d]: (ν) χειρίζομαι II (π) λαβή II όνομα (id) II fly off the ~: εξάπτομαι, ξεσπάω II -bar: (η) χειρο¬ λαβή ποδηλάτου ή μοτοσικλέτας II ~r: (π) χειριστής handsome (' haensam): (adj) όμορφος, ωραίος hang (haei]g) fhung, hung]: (ν) αναρτώ, κρεμώ II στολίζω αναρτώντας ή κρε¬ μώντας II [-ed]: (ν) κρεμώ, απαγχονίζω II - around: (ν) τριγυρίζω, τεμπε¬ λιάζω II συντροφεύω, πάω μαζί II back: (ν) καθυστερώ II - off: (ν) αποτραβιέμαι II - on: (ν) επιμένω, δεν σταματώ II ~er: (ν) κρεμάστρα II ~er on: (π) της προσκολλήσεως, παράσιτο II -ing: (η) απαγχονισμός, κρέμασμα II κουρτίνα II -man: (η) δήμιος II - out: (π) στέκι (id) II - over: (η) ζάλη μετά από μεθύσι, επακόλουθο προηγούμε¬ νης μέθης, πονοκέφαλος επομένης II up: (η) έμμονη ιδέα, κόμπλεξ hangar (' haengar): (η) υπόστεγο II υπόστεγο αεροπλάνων hanker (' haeqkar) [-ed]: (ν) επιθυμώ πολύ hanson (' haensan): (η) δίτροχο αμάξι haphazard (haep' haezard): (adj) τυχαίος.

στα “κουτουρού” hapless (' haeplis): (adj) άτυχος happen ( haepan) [-ed]: (ν) συμβαίνω II βρίσκω ή συναντώ τυχαία II εμφανίζομαι τυχαία II -ing: (η) συμ¬ βάν, γεγονός II -stance: (π) τυχαίο πε¬ ριστατικό happ-iness (' haepinis): (η) ευτυχία II ~y: (adj) ευτυχισμένος il ~y - go lucky: (adj) ανέμελος harangue (ha'raeqg) [-d]: (ν) μιλώ με στόμφο II μιλώ έντονα II (π) στομφώ¬ δης ομιλία II έντονη ομιλία harass ('haeras, ha raes) [-ed]: (ν) ενο¬ χλώ συστηματικά II κουράζω, εξαντλώ II -ment: (η) παρενόχληση harbinger (' ha:rbandzar): (η) προάγγελος harbor ( ha:rbar), harbour [-ed]: (ν) προστατεύω, παρέχω άσυλο II τρέφω ελπίδες, σκέψεις ή αισθήματα II (π) λι¬ μάνι II άσυλο, προστασία II -age: (π) αγκυροβόλιο II άσυλο, καταφύγιο hard (ha:rd): (adj) σκληρός II στερεός, ανθεκτικός II απαιτητικός II δύσκολος II μεγάλης περιεκτικότητας σε αλκοόλ II - and fast: (adj) προσδιορισμένος, αμετάβλητος II -back: (adj) πανόδετος II - bitten: (adj) τραχύς, σκληρός II -boiled: (adj) σφιχτοβρασμένος, σφι¬ χτό αυγό II σκληρός, αναίσθητος, τρα¬ χύς II -cash: (π) μετρητά II -core: (η) ο σκληρός πυρήνας II ~en [-ed]: (ν) σκληραίνω II -fisted: (adj) τσιγκούνης, “σφιχτοχέρης” II - headed: (adj) πει¬ σματάρης II ρεαλιστής II -hearted: (adj) σκληρόκαρδος II -labor: (π) καταναγκαστικά έργα II ~ly: (adv) μόλις II -ness: (π) σκληρότητα II - of hearing: βαρήκοος II - put: σε δύσκο¬ λη θέση, σε δυσχέρειες II -ship: (η) κακουχία II δυσκολία, δυσχέρεια II -tack: (η) γαλέτα II -ware: (η) σιδερι¬ κό II μηχανήματα II όπλα II ~y: (adj) θαρραλέος II σκληραγωγημένος hare (hear): (π) λαγός II -lip: (π) σχι¬ στό άνω χείλος harem (' haeram): (η) χαρέμι harlequin (' ha:rlakwan): (π) αρλεκίνος harlot (' ha:rlat): πόρνη II ~ry: (π) πορ171

harm (η) ενόχληση, μπελάς, σκοτούρα hassock (' haesak): (η) μαξιλάρα του πατώματος hast-e (heist): (η) βία, βιασύνη II ~en [-ed]: (ν) βιάζομαι II επισπεύδω, επι¬ ταχύνω II σπεύδω II —ily: (adv) βιαστι¬ κά II -iness: (π) βία II ~y: (adj) βιαστι¬ κός II απερίσκεπτος II ευερέθιστος II post ~: (adv) κατεπειγόντως hat (hast): (π) καπέλο II -ter: (η) καπε¬ λάς II pass the ~: (ν) κάνω έρανο II talk through one's ~: (ν) λέω ανοη¬ σίες II under one's ~: μυστικά, εμπιστευτικά hatch (haetj) [-ed]: (ν) εκκολάπτομαι II εκκολάπτω II (η) εκκόλαψη II καταπα¬ κτή II φεγγίτης II “μπουκαπόρτα” hatchet (' haetjit): (η) τσεκούρι II bury the ~: (ν) κάνω ειρήνη hat-e (heit) [-d]: (ν) μισώ II (π) μίσος II -ed, -ful: (adj) μισητός II -red: (η) μίσος, έντονη έχθρα haughty (' ho:ti): (adj) υπερόπτης, αγέροχος, αλαζόνας haul ( ho:l) [-ed]: (ν) τραβώ, έλκω II μεταφέρω II αλλάζω πορεία II (π) σύρσιμο, τράβηγμα, έλξη II μεταφορά II απόσταση μεταφοράς II μάζεμα, πιάσι¬ μο, “διχτιά” II -age: (π) μεταφορά II κόμιστρα II - off: (ν) υποχωρώ II up: (ν) σταματώ haunch (ho:ntJ): (π) γλουτός II “καπού¬ λι” II μπούτι σφαχτού haunt (ho:nt) [-ed]: (ν) στοιχειώνω II συχνάζω II δεν φεύγω από το μυαλό II (η) “στέκι” II - ed: (adj) στοιχειωμένος II -ing: (adj) που δεν φεύγει από το μυαλό hauteur (hou' ta:r): (η) υπεροψία, αλα¬ ζονεία have (hasv) [had, had]: (ν) έχω II παίρ¬ νω II πρέπει, είμαι αναγκασμένος II εξαπατώ II γεννώ II - done with: (ν) τελειώνω II - had it: είμαι εξαντλημέ¬ νος, είμαι “πτώμα” II - on: (ν) φορώ haven (' heivan): (π) λιμάνι II καταφύ¬ γιο, άσυλο haven’t: have not (see have) haversack (' hasvarsask): (η) εκδρομικός

νεία harm (l*a:rm) |-ed]: (ν) βλάπτω, κάνω κακό II κάνω ζημιά II (η) κακό II βλά¬ βη, ζημιά II ~ful: (adj) βλαβερός, επι¬ βλαβής II -less: (adj) άκακος, ακίνδυ¬ νος harmon-ic (ha:r' manik): (adj) αρμονι¬ κός II -ica: (η) φυσαρμόνικα II -ious: (adj) αρμονικός II μελωδικός II ~ium: (η) αρμόνιο II -ize (' ha:rmanaiz) f-d]: (ν) εναρμονίζω II μελοποιώ II ~y (' ha:rmani:): (η) αρμονία II συμφωνία harness ( ha:mis): (η) ιπποσκευή, “χάμουρα” II λουριά, δέσιμο II [-ed]: (ν) βάζω ιπποσκευή II βάζω υπό έλεγχο, συγκρατώ harp (ha:rp): (η) άρπα II ~ist: (π) παί¬ κτης ή παίκτρια άρπας harpoon (ha:r'pu:n): (η) καμάκι harpy ( ha:rpi:): (η) Αρπυια II κακιά, “στρίγκλα” harridan (' haeradan): (η) γριά στρίγγλα harrow (' haerou): βολοκόπος, “σβάρ¬ να” II [-ed]: (ν) βολοκοπώ, “σβαρνίζω” II -ing: (adj) θλιβερός, τραγικός harry ( haeri) [-ied]: (ν) παρενοχλώ συ¬ νεχώς II κάνω επιδρομές harsh (ha:rj): (adj) σκληρός, τραχύς II αυστηρός II ~ly: (adv) τραχιά, σκληρά, απότομα II -ness: (η) τραχύτητα, σκληρότητα II αυστηρότητα II ~en [-ed]: (ν) σκληραίνω, τραχύνω hart (ha:rt): (π) αρσενικό ελάφι harvest (' ha:rvist) [-ed]: (ν) θερίζω II κάνω συγκομιδή, μαζεύω II (π) συγκο¬ μιδή, εσοδεία II εποχή συγκομιδής II ~er: (η) θεριστής II θεριστική μηχανή II - fly: (π) τζίτζικας II - home: (π) τέ¬ λος συγκομιδής has (haez): έχει (see have) II - been: (π) αυτός που πέρασε η αξία του, που πέρασε τι “μπογιά του” hash (haej) [-ed]: (ν) ψιλοκόβω, κάνω κιμά II τα “θαλασσώνω” (id) II εξετά¬ ζω (id) II (η) κεφτέδες με πατάτες και λαχανικά, κιμάς με πατάτες II “θαλάσσωμα” (id) II - house: (η) φτηνό εστιατόριο, “μαγειρείο” hashish, hasheesh ( haejij): (η) χασίς hasn't: has not (see have)

hassle (' hassal):

172

heart σάκος II γυλιός havoc ( haevsk): (π) καταστροφή, ερήμωση II play (ν) καταστρέφω, ερη¬ μώνω II λεηλατώ hawk (ho:k): (η) γεράκι II πολεμοκάπη¬ λος II [-ed]: (ν) πουλώ στο δρόμο, κά¬ νω το μικροπωλητή II ~er: (η) μικροπωλητής, γυρολόγος hawser ( ho:z3r): (η) καραβόσκοινο, “παλαμάρι” hay (hei): (η) ξερό χόρτο, άχυρο II ~ cock, ~ stack: (η) θημωνιά II ~ fever: (η) αλλεργικός κατάρρους από ει¬ σπνοή γύρης ή σκόνης αχύρου II ~ fork: (π) δίκρανο II ~ maker: (η) δυ¬ νατή γροθιά (ιδ) II ~ wire: (η) σύρμα χορτόμπαλας II ακατάστατα, πρόχειρα II συγχυσμένος, χαμένος II go ~ wire: (ν) δεν λειτουργώ καλά, χαλάω II hit the ~: (ν) πάω για ύπνο hazard (-'haezsrd) [-ed]: (ν) διακινδυ¬ νεύω, ριψοκινδυνεύω II κίνδυνος II κα¬ κοτυχ ία haz-e (heiz): (η) ομίχλη, καταχνιά II [-d]: (ν) καταχνιάζω, σκοτεινιάζω II κάνω νίλα, κάνω “καψόνι” II ~y: (adj) ομιχλώδης, καταχνιασμένος II αμυδρός, σκοτεινός hazel (' heizal): (η) λεπτοκαρυδιά II φουντούκι II καστανοκίτρινο χρώμα II -nut: (π) φουντούκι he (hi:): (prep) αυτός II (η) αρσενικός head (hed) [-ed]: (ν) είμαι επικεφαλής, διευθύνω, είμαι αρχηγός II είμαι πρώ¬ τος, προηγούμαι, ηγούμαι II κατευθύ¬ νω II δίνω κεφαλιά II (η) κεφάλι II μυαλό, εξυπνάδα II πρωτοβουλία II επικεφαλής, αρχηγός, διευθύνων II αφρός αεριούχου ποτού II αποχωρητή¬ ριο πλοίου II ακρωτήρι II ~s: (π) κορό¬ να (όψη νομίσματος) II -ache: (η) πο¬ νοκέφαλος II - board: (π) κεφαλάρι κρεβατιού II - dress: (π) κόμμωση II first: (adv) με το κεφάλι II -ing: (η) επικεφαλίδα, τίτλος II -land: (η) ακρωτήρι II -less: (adj) ακέφαλος II -light: (η) μπροστινό φανάρι οχήμα¬ τος II -line: (π) επικεφαλίδα II -lock: (η) κεφαλοκλείδωμα II -long: (adv) με το κεφάλι II απερίσκεπτα, γρήγορα II

-master (mistress): διευθυντής (διευ¬ θύντρια) σχολείου II - on: (adj) κατά μέτωπο II -phone: (η) ακουστικό κε¬ φαλής II -quarters: (π) αρχηγείο II κε¬ ντρική διεύθυνση ή διοίκηση II -rest: (η) ακουμπιστήρι κεφαλιού II shrinker: (π) ψυχίατρος (id) II -sman: (η) δήμιος II -strong: (adj) ισχυρογνώμονας II -waiter: (η) αρχισερβιτόρος, μαιτρ ντ’ οτέλ II -way: (η) προχώρημα II πρόοδος II - wind: (η) ενάντιος άνεμος II ~y: (adj) μεθυστικός, ζαλιστικός II πεισματάρης II come to a ~: (ν) φτάνω σε κρίσιμο σημείο II go to one's ~: (ν) το παίρνω επάνω μου II over heels: κουτρουβάλα, τούμπα II out of one's ~: τρελός II turn one's ~: (ν) παίρνουν τα μυαλά μου αέρα II - off: (ν) εμποδίζω, σταματώ heal (hid) [-ed]: (ν) θεραπεύω II επου¬ λώνω II θεραπεύομαι, επουλώνομαι II ~er: (η) θεραπευτής health (hel0): (η) υγεία II -ful: (adj) υγιεινός II ~y: (adj) υγιής II υγιεινός II κάμποσος, αρκετός heap (hi:p) [-ed]: (ν) συσσωρεύω II γε¬ μίζω ως επάνω II γίνομαι σωρός, συσ¬ σωρεύομαι II (η) σωρός II ~s: πολύ, ένα σωρό II -ing: (adj) γεμάτος ως επάνω hear (hiar) [heard, heard]: (ν) ακούω II ακούω προσεκτικά II μαθαίνω, ακούω II -ing: (η) ακοή II απόσταση ακοής II ακρόαση II προκαταρκτική εξέταση κα¬ τηγορουμένου II ακροαματική εξέταση II -ing aid: (η) ακουστικό βαρηκοΐας II -say: πληροφορία εξ ακοής heard: see hear hearse (hs:rs): (η) νεκροφόρα heart (ha:rt): (η) καρδιά II θάρρος, “καρδιά” II κούπα της τράπουλας II at ~: βασικά, κατά βάθος II by ~: από μνήμης II -attack: (η) καρδιακή προ¬ σβολή II -beat: (η) καρδιοχτύπι II -break: (η) θλίψη, ράγισμα καρδιάς II -broken: (adj) με ραγισμένη καρδιά, περίλυπος II -burn: (π) ξινίλα ή καούρα στομαχιού II ~en [-ed]: (ν) δίνω κουράγιο, εμψυχώνω II -failure: (η) συγκοπή II -felt: (η) εγκάρδιος, ειλι-

173

hearth κρινής II ~ily: (adv) εγκάρδια II εντε¬ λώς II ειλικρινά II -less: (adj) άκαρδος II - rending: (adj) συγκινητικός, που σκίζει την καρδιά II -sick: (adj) απο¬ γοητευμένος II - to - heart: ειλικρινής II ~y: (adj) εγκάρδιος II πλήρης, από¬ λυτος II γερός II πλούσιος, άφθονος II lose ~: (ν) απογοητεύομαι II take to ~: (ν) το παίρνω κατάκαρδα hearth (ha.rO): (η) τζάκι II οικογενειακή ζωή II πυροστιά heat (hi:t) [-ed]: (ν) ζεσταίνω II κάνω καυτό, υπερθερμαίνω II ξεσηκώνω II θερμαίνομαι II ξεσηκώνομαι II θερμό¬ τητα II ζέστη II ζέση, έξαψη II προκρι¬ ματικός αγώνας δρόμου II πίεση, “στρίμωγμα” II -ed: (adj) ξαναμμέ¬ νος, αναμμένος II ~er: (η) θερμαντή¬ ρας II πιστόλι (id) II καυστήρας κε¬ ντρικής θέρμανσης II - wave: (η) κύμα ζέστης heath (hi:0): (η) ερείκη II βαλτότοπος, ρεικιά II ~er: (η) ρείκι, ερείκη heathen ( hi:0an): (π) ειδωλολάτρης heave (hi:v) [-d]: (ν) σηκώνω II ρίχνω πετώ II ανυψώνομαι II βγάζω, ξεφυσώ II κάνω εμετό II (η) ανύψωση, σήκωμα II ρίψη II - ho!: βίρα! II - to: (ν) στα¬ ματώ II γυρίζω το πλοίο αντίθετα II ~s: (π) εμετός heaven (hevan): (π) ουρανός II for ~'s sake!: για όνομα του θεού II good ~s! Ω, Θεέ! II ~ly: (adj) ουράνιος II θαυ¬ μάσιος, υπέροχος heav-ily (hevali): (adj) βαριά II -iness: (π) βαρύτητα, βάρος II ~y: (adj) βαρύς II πυκνός II άφθονος, πολύς II δύσκο¬ λος II δυνατός, έντονος II βαθύς, σπουδαίος (id) II (η) ο “κακός” ιστο¬ ρίας ή έργου II κακοποιός II ~y duty: (adj) ανθεκτικός, αντοχής II ~y handed: (adj) αδέξιος II σκληρός II -yset: (adj) γεμάτος, γεροδεμένος II ~y weight: βαρέων βαρών Hebrew (hi:bru:): (η) Εβραίος II εβραϊ¬ κή γλώσσα II (adj) Εβραϊκός heckle ('hekal) [-d]: (ν) διακόπτω ή ρωτώ ενοχλητικά hectare ( hektear): (η) εκτάριο hectic ( hektik): (adj) πυρετώδης II

εξημμένος hedge (hedz) [-d]: (ν) φράζω, περιφρά¬ ζω II αντισταθμίζω II υπεκφεύγω, μιλώ με υπεκφυγές, αποφεύγω να εκτεθώ II (η) φράχτης II υπεκφυγή II - hog: (η) σκαντζόχοιρος heed (hi:d) [-ed]: (ν) δίνω προσοχή, λα¬ βαίνω υπόψη II προσοχή II -ful: (adj) προσεκτικός, συνετός II -less: (adj) απρόσεκτος, που δεν λαβαίνει υπόψη heel (hi:l): (π) φτέρνα II τακούνι II “γω¬ νιά” φραντζόλας II πρόστυχος (id) II [-ed]: (ν) βάζω τακούνια II δίνω λεφτά ή πιστόλι (id) II ακολουθώ κατά πόδας II γέρνω II -ed: (adj) “λεφτάς” II ένοπλος (id) II at ~: από πίσω, από κοντά II take to one's ~s: το βάζω στα πόδια II to ~: από πίσω, από κο¬ ντά II υπό έλεγχο, πειθαρχημένα heft (heft) [-ed]: (ν) σηκώνω II ζυγίζω II βάρος, όγκος II ~y: (adj) βαρύς II ρω¬ μαλέος, μεγαλόσωμος και δυνατός hegemony (hi' dzemani): (η) ηγεμονία heifer ( hefar): (π) νεαρή γελάδα, δα¬ μαλίδα height (hait): (π) ύψος II αποκορύφωμα, ακμή II ύψωμα II ~en [-ed]: (ν) υψώνω II αυξάνω II υψώνομαι, αυξάνομαι heinous ( heinas): (adj) αποτρόπαιος, απαίσιος heir (ear): (π) κληρονόμος II -dom: (η) κληρονομιά II -ess: (η) η κληρονόμος II - loom: (π) οικογενειακό κειμήλιο II -ship: (π) κληρονομικό δικαίωμα heist ( haist) [-ed]: (ν) κλέβω, ληστεύω II (η) κλοπή, ληστεία held: see hold heli-cal ( helikal): (adj) ελικοειδής II -copter ( helikoptar): (η) ελικόπτερο II -otrope (' hidiatroup): (η) ηλιοτρό¬ πιο hell (hel): (η) κόλαση II catch get ~: βρίσκω το διάβολό μου II give ~: δίνω να “καταλάβει”, κάνω να “τον πάρει ο διάβολος” II - to pay: μεγάλοι μπε¬ λάδες II like ~: ασφαλώς όχι, απο¬ κλείεται II με όλη μου τη δύναμη II raise ~: κάνω μεγάλη φασαρία ή βά¬ ζω σε μεγάλους μπελάδες II - bent: (adj) παράτολμα αποφασισμένος II -

174

hesit-ancy for leather: (adv) με μεγάλη ταχύτητα II ~ish: (adj) διαβολικός, καταχθόνιος he'll: he will, he shall: see will Hell-as: see Greece II ~enic (helenik): (adj) Ελληνικός II -enistic: (adj) Ελλη¬ νιστικός hello (he lou): (interj) γειά, γεια σου II εμπρός, “αλλό” II ω! τι λες! μπα! helm (helm): (η) τιμόνι πλοίου, πηδά¬ λιο II ~sman: (η) πηδαλιούχος helmet (helmit): (η) κράνος II περικε¬ φαλαία II κάσκα II [-ed]: (ν) φορώ ή τοποθετώ κράνος helot ( hi:l9t): (π) είλωτας, σκλάβος help (help) [-ed]: (ν) βοηθώ II ενισχύω, υποστηρίζω II υποβοηθώ II εξυπηρετώ, “σερβίρω” II (can) ~: αποφεύγω, εμποδίζω II (π) βοήθεια II βοηθός, υπη¬ ρέτης, υπάλληλος II ~er: (π) βοηθός II ~ful: (adj) χρήσιμος, ευεργετικός II ~ing: (π) μερίδα φαγητού II -less: (adj) ανίκανος II αβοήθητος II απελπι¬ στικός, ανίατος II - oneself to: (ν) σερβίρομαι II παίρνω μόνος μου, παίρνω χωρίς άδεια helter-skelter (' heltar' skeltar): (adv) άνω-κάτω, φύρδην-μίγδην II (adj) βια¬ στικός, σαν χαμένος hem (hem): (η) ποδόγυρος, στρίφωμα II [-med]: (ν) στριφώνω II περικυκλώνω hemisphere (' hemasfiar): (η) ημισφαί¬ ριο hemlock (' hemlak): (π) κώνειο hemorrh-age (' hemaridz): αιμορραγία II -oids (' hemaroids): (η) αιμορροΐδες hemp (hemp): (π) καννάβι hen (hen): (η) θηλυκό πουλί II κότα, όρνιθα II -coop: (π) κοτέτσι II -nery: (η) ορνιθοτροφείο II -peck [-ed]: (ν) κάνω “κρεβατομουρμούρα”, γκρινιάζω το σύζυγο hence (hens): όθεν, άρα II απ' αυτό, γιαυτό II από τώρα II από δω, απ’ αυτό το μέρος henchman ('hentjman): (π) πιστός ακό¬ λουθος II συμμορίτης, γκάγκστερ henna ('hena): κοκκινοκάστανος hepati-c (hi' paetik): ηπατικός II —tis (hepa' taitis): (η) ηπατίτιδα heptagon ('heptagan): (η) επτάγωνο 175

her (ha:r): (pron) αυτήν II της, δικός της II ~s: δικός της II -self: η ίδια,

εαυτός της

herald ( herald): (η) κήρυκας II προάγ-

γελος II πρόδρομος II [-ed]: (ν) κηρύσ¬ σω, αναγγέλω II προαναγγέλω, προμηνώ herb (a:rb, ha:rb): (η) βότανο II -ivore (' ha:rbavo:r): (η) φυτοφάγο ζώο II -ivorous (ha:r' bivaras): (adj) χορτο¬ φάγος herculean (ha:rkja li:an): (adj) ηράκλει¬ ος herd (ha.rd): (η) κοπάδι II [-edj: (v) οδηγώ κοπάδι II μαζεύω σαν κοπάδι, αγεληδόν here (hiar): (adv) εδώ II παρών! II να! νάτο! II - about: (adv) κάπου εδώ II after: (adv) στο εξής II (η) η μέλλουσα ζωή II - by: (adv) δια του παρόντος II - of: (adv) αναφορικά προς το πα¬ ρόν, σχετικά με το παρόν II - to: (adv) σ’ αυτό, στο παρόν II - upon: (adv) αμέσως μετά, “και πάνω σ’ αυ¬ τό” heredit-ary (ha' redateri:): (adj) κληρο¬ νομικός II πατροπαράδοτος, προαιώ¬ νιος II ~y: (η) κληρονομικότητα here-sy ( herasi): (η) αίρεση II -tic: (η) αιρετικός II —tical: (adj) αιρετικός heritage ( heratidz): (η) κληρονομιά hermetic, (har'metik), ~al: (adj) ερμη¬ τικός hermit (' ha:rmit): (η) ερημίτης hernia (' ha:mi:a): (η) κήλη hero ('hiarou): (η) ήρωας II ήρωας ιστορίας ή έργου II ~ic (hi'rouik), —ica I: (adj) ηρωικός II -ine ( hiarouin): (η) ηρωίδα II -ism: (n) ηρωισμός heroin ( herouan): (η) ηρωίνη heron ( heran): (η) ερωδιός, ψαροφάγ°ς herring ( herii]): (η) ρέγκα II - bone: (η) ραφή ψαροκόκαλο hers, herself: see her hesit-ancy (' hezetansi), -ation (heza' teijan): (η) δισταγμός II αναποφασιστικότητα II -ant: (adj) διατακτι¬ κός II αναποφάσιστος II -ate

heterosexual ('hezateit) [-d]: (v) διστάζω heterosexual (hetarou' sekju:al): (adj)

ετεροφυλόφιλος

hew (hju:) [-ed & hewn]: (ν) σκαλίζω,

πελεκάω II κόβω με τσεκούρι, γκρεμί¬ ζω hexagon ('heksagan): εξάγωνο heyday (' heidei): ακμή, άνθηση, κολοφώνας, κορυφή hi (hai): γειά σου! hiatus (hai'eitas): (η) διακοπή II χασμοοδία hibernat-e ('haibameit) [-d]: (ν) πέφτω σε χειμερία νάρκη II -ion: (η) χειμερία νάρκη hicc-up, - ough ( hikAp) [ ped]: (ν) έχω λόξιγκα II (η) λόξιγκας hickory ( hikari:): (η) αγριοκαρυδιά hid: see hide II ~ den: see hide hid-e (haid) [hid, hidden or hid]: (v) κρύβω II κρύβομαι II (η) δέρμα, τομάρι II ~e and - seek: (η) κρυφτό, κρυ¬ φτούλι II -eaway: (η) κρυψώνα, κρη¬ σφύγετο II -ing: (η) δάρσιμο, ξύλο hideous (' hidi:as): (adj) απαίσιος II βδελυρός II ~ly: (adj) απαίσια, φρικτά hierarchy ( haiaraerki): (η) ιεραρχία hi-fi ( hai'fai): see high fidelity high (hai): (adj) ψηλός II ανώτερος, πο¬ λύ σπουδαίος II μεθυσμένος, “στο κέ¬ φι’’ II (adv) ψηλά II (η) ύψος, ψηλό μέρος II μεγάλη ταχύτητα II μεθύσι, “κέφι” II ~ and dry: εγκαταλειμμέ¬ νος, έρημος II - and low: εδώ κι εκεί II - and mighty: αγέρωχος, δεσποτικός II -ball: (η) κοκτέιλ σε ψηλό πο¬ τήρι II -brow: (η) διαβασμένος, πολυσπούδαστος II -chair: (η) ψηλό καρεκλάκι μωρού II ~er - up: (η) ο ανώτε¬ ρος II - fidelity: υψηλή πιστότητα ή απόδοση II - grade: (adj) υψηλής ποι¬ ότητας II - handed: (adj) αυθαίρετος II -jack [-ed]: (ν) ληστεύω όχημα II αρ¬ πάζω όχημα ή αεροπλάνο II κάνω αε¬ ροπειρατεία II -jacker: (η) πειρατής, αεροπειρατής II -jump: (η) άλμα σε ύψος II -lander: (η) ορεσίβιος, ορει¬ νός II -light: (η) κέντρο ενδιαφέρο¬ ντος, το επίκεντρο II ~ly: (adv) ψηλά, εξαιρετικά II Η- Mass: (η) Μεγάλη

Δοξολογία καθολικής Εκκλ. II -ness: (η) ύψος II Η-ness: (η) υψηλότης (τίτ¬ λος) II - pitched: (adj) οξύς, διαπερα¬ στικός II απότομος, ανηφορικός II -rise: (η) πολυόροφο κτίριο II -school: (η) γυμνάσιο II -seas: (η) ανοιχτό πέλαγος II -tail [-ed]: (ν) το βάζω στα πόδια II - tea: (η) απογευ¬ ματινό κολατσιό II -tension: (adj) υψηλής τάσεως II -tide: (η) πλημμυρί¬ δα II - treason: (η) εσχάτη προδοσία II -water: (η) ανωτάτη στάθμη ύδατος II -way: (η) δημόσιος δρόμος II -wayman: (η) ληστής hijack: see highjack hike (haik) [-d]: (ν) κάνω πεζοπορία II πάω εκδρομή με τα πόδια II ανεβαίνω, υψώνομαι, γίνομαι ακριβότερος II ανε¬ βάζω, κάνω ακριβότερο II (η) πεζοπο¬ ρία II ύψωση τιμών hilar-ious (hi leari:as): (adj) χαρούμε¬ νος, εύθυμος, στο κέφι II -ity: (η) ευ¬ θυμία, κέφι hill (hil): (η) λόφος II ύψωμα, σωρός II ανήφορος δρόμου II - billy: (η) χωριάτης, “στουρνάρι” II -ock: (η) λο¬ φίσκος, υψωματάκι II -top: (η) κορυ¬ φή λόφου II ~y: (adj) λοφώδης, με υψώματα hilt (hilt): (η) λαβή μαχαιριού ή ξίφους II to the ~: ως το τέλος, εντελώς him (him): (pron) αυτόν II σ’ αυτόν II -self: (pron) ο ίδιος II εαυτός του, τον εαυτό του hind (haind): (adj) οπίσθιος II θηλυκό ελάφι II -most: (adj) ο πιο πίσω hind-er ('hindar) [-ed]: (ν) εμποδίζω II -ranee (' hindrans): (η) εμπόδιο hinge (hindz): (η) άρθρωση II “ρεζές,” “μεντεσές” II [-d]: (ν) βάζω ή κρεμώ σε μεντεσέδες II εξαρτώμαι hinny (' hini): (η) ημίονος hint (hint) [-ed]: (ν) υπαινίσσομαι II (η) υπαινιγμός hip (hip): (η) γοφός II (adj) γνώστης, εν γνώσει (id) II της μόδας, μοντέρνος (id) II -pie, ~py: (η) χίππυ hippo: see hippopotamus hippopotamus (hipa' patamas): (η) ιπ¬ ποπόταμος 176

hole hire (hair) [-d]: (v) μισθώνω, προσλαμ¬ βάνω II εκμισθώνω, νοικιάζω II (π) μί¬ σθωση, πρόσληψη II εκμίσθωση, νοίκιασμα II -ling: (η) μισθωτός μπρά¬ βος, μισθοφόρος, “πληρωμένος” II ~ out: (ν) προσφέρω υπηρεσία επί πλη¬ ρωμή II for ενοικιάζεται II purchase: αγορά με δόσεις his (hiz): (pron) δικός του hiss (his) [-ed]: (ν) σφυρίζω II μιλώ σφυριχτά II (η) σφύριγμα histor-ian (his to:ri:sn): (η) ιστορικός II ~ic, ~icaI: (adj) ιστορικός II ~y ('histsri:): (η) ιστορία histrionic (histri:' onik): (adj) θεατρικός II θεατρινίστικος II ~s: (π) θεατρινι¬ σμός hit (hit) [hit, hit]: (ν) χτυπώ II φτάνω II εξακοντίζω II ξεκινώ (id) II κάνω “τράκα” (id) II (η) χτύπημα II τύχη, “τυχερό” II επιτυχία, “σουξέ” II ~ it off: (ν) τα πάω καλά με κάποιον II and-run: (adj) οδηγός που χτυπά και δεν σταματά hitch (hit/) [-ed]: (ν) δένω, στερεώνω II συνδέω II παντρεύω (id) II κουτσαίνω II μπερδεύομαι II (η) κόμπος, δέσιμο II τίναγμα II εμπόδιο II θητεία II -hike: (ν) κάνω ή ταξιδεύω με ωτοστόπ II -hiker: (η) αυτός που κάνει ωτοστόπ hive (haiv): (η) κυψέλη II [-d]: (ν) μα¬ ζεύω, συσσωρεύω hoar (ho:r), ~y ( ho:ri:): (adj) ασπρο¬ μάλλης, γκριζομάλλης, ασπριδερός II -frost: (η) πάχνη hoard (ho:rd) [-ed]: (ν) συσσωρεύω II βάζω στην μπάντα, μαζεύω II (η) σω¬ ρός κρυμμένων χρημάτων ή αγαθών hoarse (ho:rs): (adj) βραχνός II ~n [-ed]: (ν) βραχνιάζω II -ness: (η) βραχνάδα hoary: see hoar hoax (houks): (η) πονηριά, τέχνασμα II αστείο, “πλάκα” II [-ed]: (ν) ξεγελώ hobble ('hobal) [-d]: (ν) περπατώ, με δυσκολία II κουτσαίνω II πεδικλώνω, παρεμποδίζω την κίνηση II (π) δύσκο¬ λο ή αδέξιο περπάτημα II -skirt: (π) στενό φουστάνι hobby (hobi:): (π) “χόμπυ”, απασχό¬ ληση 177

hobnail (hobneil): (η) πρόκα αρβύλας hobo ('houbou): (η) αλήτης II πλανό¬ διος εργάτης hock (' hok): (π) αστράγαλος αλόγου II άσπρο κρασί του Ρήνου II [-ed]: (ν) βάζω ενέχυρο II in ~: χρεωμένος II φυ¬ λακισμένος (id) II - shop: (η) ενεχυρο¬ δανειστήριο hockey (' hoki): (η) χόκεϊ hocus ( houkos) [-ed]: (ν) εξαπατώ II νοθεύω II - pocus: (π) ταχυδακτυ¬ λουργία II απάτη hod (hod): (π) πηλοφόρι hodge-podge ( hodzpodz): (π) συνοθύλευμα, ανακάτωμα hoe (hou) [-d]: (ν) σκαλίζω, τσαπίζω II (η) σκαλιστήρι, τσαπί hog (hog, ho:g): (η) γουρούνι II -gish: (adj) λαίμαργος II βρομιάρης, “γου¬ ρούνι” hoist ( hoist) [-ed]: (ν) ανυψώνω II (η) ανυψωτικό μηχάνημα II ανύψωση, σή¬ κωμα hold (hould) [held, held]: (ν) κρατώ II έχω II συγκρατώ II στηρίζω II περιέχω II ελέγχω, σταματώ II κατέχω II βγάζω βούλευμα ή διάταγμα II θεωρώ II συ¬ γκαλώ II βαστώ, αντέχω II (π) πιάσιμο, βάστηγμα II λαβή II αμπάρι πλοίου II επιρροή, επηρεασμός II - all: (π) βαλιτσούλα, “σακ βουαγιάζ” II - back: (ν) συγκρατώ II συγκρατιέμαι II κρύβω, δεν μαρτυρώ II βάζω στην άκρη II down: (ν) συγκρατώ II κρατώ, βαστώ II ~er: (η) λαβή II κάτοχος II - for: ισχύω II - in: (ν) συγκρατώ, ελέγχω II -ing: (η) νοικιασμένο κτήμα II μετοχή II -ings: (π) απόθεμα II περιουσία II off: (ν) σταματώ, καθυστερώ II - on: (ν) περιμένω II συνεχίζω II - out: (ν) προσφέρω II αντέχω, “βαστάω” II αρνούμαι να υποχωρήσω II - over: (ν) αναβάλλω II χρησιμοποιώ ως απειλή II - to: (ν) μένω πιστός, εμμένω II - up: (ν) στηρίζω, συγκρατώ II επιδεικνύω II αντέχω, “βαστάω” II ληστεύω II (π) ληστεία II - water: (ν) είναι πιστευτό ή έγκυρο hole (houl): (η) τρύπα II άνοιγμα II [-d]: (ν) ανοίγω τρύπα, τρυπώ II βάζω σε

holiday τρύπα II ~ up: (v) τρυπώνω, κρύβομαι σε τρύπα II in the χρεωμένος holi-day ('holodei): (η) γιορτή II αργία II -days: διακοπές II -ness: (η) αγιό¬ τητα (τίτλος) Holland (' holond): (η) Ολλανδία holler (holor) [-ed]: (v) φωνάζω II (n) φωνή, κραυγή hollow ( holou): (adj) κοίλος II βαθουλωμένος II κούφιος II (η) κοίλωμα II βαθούλωμα, λακκούβα II - out: (ν) κοιλαίνω II κάνω βαθούλωμα, σκάβω II - leg: μεγάλος πότης holly ( holi:): (π) πρίνος, “πουρνάρι” holocaust ( holokost): (η) ολοκαύτωμα holster (houlstor): (η) θήκη πιστολιού II -ed: (adj) στη θήκη, μέσα σε θήκη holy (' houli): (adj) άγιος, ιερός II Θεϊ¬ κός II Η- Ghost: (π) Αγιο Πνεύμα II of holies: (η) Αγια των Αγίων II ~ Saturday: Μεγάλο Σάββατο II -week: Μεγάλη βδομάδα homage ('homidz): (η) σέβας II υποταγή hombre (' ombrei): (η) άνθρωπος (id) home (houm): (η) κατοικία II σπίτι II οικογένεια II πατρίδα II κέντρο, κε¬ ντρική διεύθυνση II οίκος, ίδρυμα II (adj) σπιτικός, σπιτίσιος II εγχώριος II (adv) στο σπίτι II προς το σπίτι II at ~: στο σπίτι II άνετα, βολικά II body: του σπιτιού II - coming: (η) ετήσια συνάντηση αποφοίτων II επι¬ στροφή, γυρισμός II - economics: (η) οικιακή οικονομία II - front: (η) εσω¬ τερικό μέτωπο II - guard: (η) πολιτο¬ φυλακή II -land: (π) πατρίδα II -less: (adj) χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια II ~ly: (adj) απλός, απλοϊκός II άσχημος II -made: (adj) σπιτίσιος II -maker: (π) νοικοκυρά, ασχολούμενη με “οι¬ κιακά” II Η- Office: (η) υπουργείο εσωτερικών II ~r: (η) ταχυδρομικό πε¬ ριστέρι II -sick: (adj) νοσταλγός της πατρίδας ή του σπιτιού του II -sickness: (η) νοσταλγία II -ward, -wards: (adv) προς το' σπίτι II -work: (η) μαθητική εργασία για το σπίτι II προετοιμασία homicid-al (horns' saidl): (adj) ανθρωποκτόνος II φονικός II ~e ('homosaid):

(η) ανθρωποκτονία homo ('houmou): see homosexual homo-centric (houmo' sentrik): (adj) ομόκεντρος II -geneous (houmo' dzi:ni:os): (adj) ομοιογενής II -nym ( homonim): (η) ομώνυμο II -nymous (hou' monomos): (adj) ομώ¬ νυμος II -sexual: (n & adj) ομοφυλό¬ φιλος II -sexuality: (η) ομοφυλοφιλία hone (houn) [-d]: (ν) τροχίζω, ακονίζω II (π) ακόνι II ακονόπετρα honest ( onist): (adj) τίμιος, έντιμος II δίκαιος II ειλικρινής, ευθύς II ~ly: (adv) τίμια II ειλικρινά II ~y: (η) εντι¬ μότητα II τιμιότητα II ειλικρίνεια honey (ΊίΛηί:): (η) μέλι II γλύκα (int) II -comb: (η) κηρήθρα II γεμάτος τρύπες, λαβύρινθος II - comb[-ed]: (ν) γεμίζω τρύπες, κάνω διάτρητο II -moon: (η) μήνας του μέλιτος II (ν) κάνω μήνα του μέλιτος II -suckle: (η) αγιόκλημα honk (hoqk): (η) κράξιμο II κορνάρισμα II [-ed]: (ν) κορνάρω honor ('onor): (η) τιμή II υπόληψη, εκτίμηση II [-ed]: (ν) τιμώ II εκτιμώ, υπολήπτομαι II αναγνωρίζω την εγκυρότητα, δέχομαι να ξοφλήσω ή να πληρώσω II -able: (adj) έντιμος II τι¬ μητικός II Η-able: εντιμότατος (τίτ¬ λος) II -ary: (adj) τιμητικός II ~s: (π) φιλοφρονήσεις II τιμητικές διακρίσεις hood (hud): (π) κουκούλα II κάλυμμα II σκέπασμα μηχανής αυτοκινήτου (“κα¬ πό”) II κακοποιός (id) II [-ed]: (ν) σκε¬ πάζω με κουκούλα II -lum: (η) κακο¬ ποιός, γκάγκστερ II -wink [-ed]: (ν) εξαπατώ, ξεγελώ hooey ( hu:i:): (π) ανοησίες, “τρίχες” (id) hoof (huf): (π) οπλή, νύχι ζώου hook (huk) [-ed]: (ν) γαντζώνω II αγκιστρώνω II παγιδεύω (id) II γάντζος II αγκίστρι II - and eye: (η) “κόπιτσα”, μικρή πόρπη II -ed: (adj) κυρτός II ναρκομανής II ~er: (π) πόρνη II - up: (ν) συνδέω με πρίζα II παντρεύομαι (id) II ~y: (η) “σκασιαρχείο”, “σμπόμπα” hookah ( huko): (η) ναργιλές hooligan ('hudigon): (η) νεαρός κακο178

hour ποιος ή αλήτης

δύναμη II -sense: (π) κοινός νούς (id) II -shoe: (η) πέταλο II -trade: (η) παζαρέματα horticultur-al (ha:rta' kzltjaral): (adj) κηπουρικός II ~e: (η) κηπουρική hose (houz): (π) σωλήνας II κάλτσες II [d]: (ν) ποτίζω με σωλήνα hosiery ( houzari:): (η) κάλτσες II εσώ¬ ρουχα II πλεκτά είδη hospitable (' haspatabal): (adj) φιλόξε¬ νος hospital ( hospital): (η) νοσοκομείο II ization (hospatala zeijan): (η) εισαγω¬ γή ή παραμονή σε νοσοκομείο II ασφάλεια με νοσοκομειακή περίθαλψη hospitality (hospa' taelati): (η) φιλοξε¬ νία host (houst) [fem.: hostess]: (η) οικοδε¬ σπότης, φιλοξενών, αμφιτρύωνας II πλήθος, στίφος II στρατιά II -el (' hostal): (η) πανδοχείο, φτηνό ξενο¬ δοχείο II -elry: (η) πανδοχείο II -ess: οικοδέσποινα II προϊσταμένη σερβιτό¬ ρων, υποδοχέας εστιατορίου II συνο¬ δός εδάφους ή αέρος hostage (' hostidz): (π) όμηρος hostelry: see host hostess: see host hostil-e (' hostal, ' hastail): (adj) εχθρι¬ κός II αφιλόξενος II -ity (has' tilati): (η) εχθρότητα II εχθρική πράξη ή εκ¬ δήλωση II —ities: (η) εχθροπραξίες hostler ('hoslar): (η) ιπποκόμος hot (hot): (adj) καυτός, πολύ ζεστός II καυτερός, πιπεράτος II ραδιενεργός II ξαναμμένος II κλοπιμαίο (id) II -air: κούφιες κουβέντες, αερολογήματα II -blooded: (adj) θερμόαιμος II -dog: (π) σάντουιτς με λουκάνικο, ή λουκά¬ νικο ψητό II -line: (η) απ’ ευθείας τηλεφ. γραμμή επικοινωνίας αρχηγών κρατών II - under the collar: θυμω¬ μένος (id) II in - water: σε μπελάδες hotel (hou 'tel): (η) ξενοδοχείο hound (haund) [-ed]: (ν) καταδιώκω II γκρινιάζω II παροτρύνω II (η) σκύλος II κυνηγετικός σκύλος II παλιάνθρω¬ πος, “κοπρίτης” hour (aur): (π) ώρα II - glass: (η) κλε¬ ψύδρα II - hand: (η) ωροδείκτης II

hoop (hup): στεφάνι βαρελιού II κρίκος,

στεφάνι

hooray: see hurrah hoosegow ( hu:sgau): (η) φυλακή (id) hoot (hu:t) [-ed]: (v) κρώζω, φωνάζω

σαν κουκουβάγια II σφυρίζω ή φωνά¬ ζω αποδοκιμαστικά II (η) φωνή κου¬ κουβάγιας II αποδοκιμασία, γιουχάι¬ σμα II ~er: (η) σειρήνα II κλάξον hop (hop) [-ped]: (ν) περπατώ πηδώ¬ ντας II χοροπηδώ, σκιρτώ II φεύγω (id) II χοροπήδημα, σκίρτημα II λυκί¬ σκος μπιρόχορτο II ~ head: (η) ναρκο¬ μανής II ~ scotch: (η) “κουτσό” (παι¬ χνίδι) hope (houp) [-d]: (ν) ελπίζω II (η) ελπί¬ δα II ~ chest: (η) προικιά II ~ful: (adj) γεμάτος ελπίδες II -fully: (adv) με ελπίδες, όπως ελπίζουμε II -less: (adj) απελπισμένος II μάταιος, αδύνα¬ τος horde (ho:rd): (η) ορδή, στίφος horizon (ho raizan): (η) ορίζοντας II -tal (horo' zontl): (adj) οριζόντιος hormone (' ho:rmoun): (η) ορμόνη horn (ho:m): (η) κέρατο II κέρας, “τρόμπαμαρίνα” II “κόρνα”, “κλάξον” II -ed: (adj) κερασφόρος II ~et: (π) σφή¬ κα II -mad: (adj) έξαλλος από θυμό (id) II - of plenty: (η) το κέρας της Αμαλθείας II ~y: (adj) κεράτινος horoscope ( ho:roskoup): (π) ωροσκό¬ πιο horr-endous (ho'rendas): (adj) φρικτός, απαίσιος II -ible ('ho:rabal): (adj) φρικτός, φοβερός II -id ('ho:rid): (adj) φρικιαστικός II απαίσιος II —ify ('ho:rofai) [-ied]: (ν) προκαλώ φρίκη ή αποτροπιασμό II -or (ho:rar): (η) φρίκη, φόβος hors d' oeuvres (o:r' da:rvz): (η) ορε¬ κτικά, ορντέβρ horse (ha:rs): (η) άλογο II ηρωίνη (id) II -back: (η) ράχη υψώματος II καβάλα II - chestnut: ιπποκαστανιά, “αγριοκαστανιά” II -fly: (η) αλογόμυγα II -hair: (π) αλογότριχα II -man: (η) ιπ¬ πέας II -opera: (π) φτηνό καουμπουΐστικο έργο II -power: (η) ιππο¬ 179

house huddle (' liAdsl) [-d]: (ν) μαζεύομαι, κουλουριάζομαι II συνωστίζομαι II κολλώ ο ένας με τον άλλο, μαζευόμα¬ στε κοντά-κοντά II συνέρχομαι, κάνω συνέλευση II (η) συνωστισμός, πλήθος II σωρός, μάζεμα II συνέλευση hue (hju:): (η) απόχρωση II χροιά II δυ¬ νατή φωνή II - and cry: κατακραυγή huff (hAf) [-ed]: (ν) ξεφυσώ II φοβερίζω II αγανακτώ II (η) παραφορά II ~y: (adj) ευερέθιστος II αγέρωχος hug (hAg) [-ged]: (ν) αγκαλιάζω σφιχτά, σφίγγω επάνω μου II βρίσκομαι πολύ κοντά II (π) σφιχταγκάλιασμα, σφίξιμο huge (hju:dz): (adj) πελώριος hulk (hAlk): (η) βαρύ, βραδυκίνητο πλοίο II σκάφος ναυαγίου II παροπλι¬ σμένο πλοίο II όγκος II ογκώδης και βαρύς άνθρωπος II -ing: ογκώδης, πε¬ λώριος hull (hAl): (η) κάλυκας φυτού II κέλυφος II σκάφος II [-ed]: (ν) ξεφλουδίζω hullabaloo ( hAlabolu): (η) οχλαγωγία, θόρυβος, φασαρία hum (hAm) [-med]: (ν) βουίζω II τρα¬ γουδώ μουρμουριστά II (η) βουϊτό II μουρμουριστό τραγούδι human (' hju:mon): (adj) ανθρώπινος II (η) άνθρωπος, πλάσμα ανθρώπινο II ~e (hju:' mein): (adj) ανθρώπινος, με ανθρώπινα αισθήματα II ανθρωπιστι¬ κός II -ism: (η) ανθρωπισμός II —ist: (π) ανθρωπιστής II -itarian (hjumaens' tesrhsn): (adj) ανθρωπιστι¬ κός, ανθρωπιστής II -ity (hju' maenoti): (π) ανθρωπότητα II ανθρωπισμός, αν¬ θρωπιά II -ize [-d]: (ν) εξανθρωπίζω, ανθρωπίζω II -kind: (η) το ανθρώπινο γένος II ~ly: (adv) ανθρώπινα II -oid: (adj) ανθρωποειδής humble (' hAmbol): (adj) ταπεινός, ταπεινόφρωνας II [-d]: (ν) ταπεινώνω II eat -pie: (ν) ταπεινώνομαι humbug ('h/vmbAg): (π) τέχνασμα, δό¬ λος II (π) απατεώνας II ανοησίες, “τρί¬

~ly: (adj & adv) κάθε ώρα hous-e (haus): (η) σπίτι, κατοικία II οί¬ κος, καταγωγή II οίκος, ίδρυμα ή φίρ¬ μα II κοινοβούλιο II [-d]: (ν) στεγάζω II περιέχω II αποθηκεύω II ~e arrest: (η) περιορισμός κατ’ οίκον II -eboat: (π) πλωτό σπίτι, βάρκα για κατοίκηση II -ebreaker: (η) διαρρήκτης II ~e breaking: (η) διάρρηξη II -ehoid: (η) σπιτικό, οικογένεια II -ekeeper: (η) νοικοκυρά II οικονόμος, επιστάτρια II -ekeeping: (η) νοικοκυριό II -emaid: (η) υπηρέτρια II -emother: (η) προϊσταμένη οικοτροφείου ή υπνωτηρίου II H~e of Commons: (η) Βουλή των Κοινοτήτων II ~e of correction: (η) αναμορφωτήριο II -ewife: (η) νοικο¬ κυρά II -ework: (η) οικιακή εργασία II ~ing: (η) κατοικία II περίβλημα, θήκη II στέγαση hovel ('hovsl): μικρό υπόστεγο, “σκε¬ παστό” II παλιόσπιτο, “τρύπα”, “παράγκα” hover (' hovor) [-ed]: (ν) επικρέμομαι II υπερίπταμαι, αιωρούμαι II ταλαντεύο¬ μαι, αμφιταλαντεύομαι, είμαι αναπο¬ φάσιστος II -craft: (η) σκάφος που πετά χαμηλά σε στρώμα αέρος, “χόβερκραφτ” how (hau): (adv) πως II πόσο II come?: πώς έτσι? πώς γίνεται? πώς αυτό? II - so?: γιατί έτσι? II -t^y: (interj) γειά σας II -ever: (adv) με οποιονδήποτε τρόπο II οπωσδήποτε II όμως II όσο κι’ αν, όσο και II and -!: σίγουρα, βέβαια! howitzer (hauitsor): (π) ολμοβόλο howl (haul) [-ed]: (ν) ουρλιάζω II γελώ δυνατά (id) II (π) ουρλιαχτό, ούρλιασμα II ~er: (π) ζώο που ουρλιάζει II γελοίο λάθος, διασκεδαστική γκάφα II -ing: (adj) μεγάλο, τρομερό (id) hub (hAb): (η) πλήμνη, “κέντρο” τρο¬ χού II κέντρο προσοχής ή ενδιαφέρο¬ ντος II -bub: (η) οχλαγωγία, φασαρία II -cap: (η) καπάκι ρόδας αυτοκινήτου huckleberry (' hAkslberi:): (η) βατόμου¬ ρο huckster ( hAkstor): (η) γυρολόγος II διαφημιστής ραδιοφ. ή τηλεόραόης

χες”

humdrum ( hAmdrAm): (adj) μονότο¬ νος, “ρουτίνα” humid ( hju:mid): (adj) υγρός, γεμάτος υγρασία II —ify [-ied]: (ν) υγραίνω. 180

hydrocarbon αυξάνω την υγρασία II —it y (hju:' midati:): (η) υγρασία humiliat-e (hju:' mili:eit) [-d]: (v) ταπει¬ νώνω II προσβάλλω, εξευτελίζω II -ion: (η) ταπείνωση, εξευτελισμός humility (hju:' milati:): (η) ταπεινοφρο¬ σύνη hummock ( h/oriak): (η) ύψωμα, γήλο¬ φος humor ('hju:mar): (η) πνεύμα, “χιού¬ μορ" II διάθεση, κέφι II αστειότητα, αστείο II καπρίτσιο, στιγμιαία διάθεση II [-edj: (ν) κάνω το κέφι ή το χατίρι, “πάω με τα νερά του” II —ist: (η) πνευματώδης, “χιουμορίστας” II συγ¬ γραφέας κωμωδιών II -less: (adj) χω¬ ρίς πνεύμα II σοβαρός, ψυχρός II -ous: (adj) πνευματώδης, γεμάτος χι¬ ούμορ II αστείος, για γέλια hump (h/onp) [-edj: (ν) καμπουριάζω II κυρτώνω, σχηματίζω καμπούρα II (η) καμπούρα II κατήφεια, κακοκεφιά (id) II - back: (π) καμπούρης II ~y: (adj) καμπουρωτός II γεμάτος εξογκώματα hunch (h/Jitj): (π) διαίσθηση II προαί¬ σθηση II εξόγκωμα, όγκος II καμπούρα II [-edj: (ν) σπρώχνω απότομα II κυρ¬ τώνω, καμπουριάζω II -back: (η) κα¬ μπούρης hundred (' hAndrid): (π) εκατό II ~th: (adj) εκατοστός II - weight: (η) στατή¬ ρας hung: see hang Hungar-ian (h/σι' gearian): (adj) Ουγ¬ γρικός II (η) Ούγγρος II Ουγγρική γλώσσα II -y ( hAngari): (η) Ουγγαρία hung-er ('hAngar): (η) πείνα II [-edj: (ν) πεινώ II επιθυμώ έντονα II ~er strike: (η) απεργία πείνας II —rily: (adv) πεινασμένα, αχόρταγα, άπληστα II ~ry: (adj) πεινασμένος hunk ΟίΛηλ): (η) όγκος, κομμάτι hunt (hAnt) [-edj: (ν) κυνηγώ II εκδιώ¬ κω II καταδιώκω, κάνω διωγμό II (η) κυνήγι II ~er: (π) κυνηγός II κυνηγετι¬ κό σκυλί II -ing: (π) κυνήγι II -ress: (π) κυνηγέτιδα hurdle (ha:rdl): (η) εμπόδιο II φορητός φράχτης II [-dj: (ν) πηδώ εμπόδια hurl (ha:rl) [-edj: (ν) εξακοντίζω, εκ-

σφενδονίζω II αναφωνώ II ρίχνομαι, πετάγομαι hurra-h (hu 'rae), ~y (hu 'rei): (π) ζητο¬ κραυγή II [-edj: (ν) ζητοκραυγάζω hurricane (' ha:rakein): (π) λαίλαπα II lamp: (η) λάμπα θυέλλης hurr-ied ( ha:ri:d): (adj) βεβιασμένος II βιαστικός II -iedly: (adv) βιαστικά II ~y [-iedj: (ν) βιάζομαι II βιάζω, προ¬ καλώ βιασύνη II (η) βία, βιασύνη hurt (ha:rt) [hurt, hurt]: (ν) προκαλώ κακό II χτυπώ, πληγώνω II προσβάλ¬ λω, θίγω II (π) πληγή, χτύπημα II κακό II βλάβη II -ful: (adj) οδυνηρός II βλα¬ βερός hurtle ( ha:rtl) [-dj: (ν) εξακοντίζω, εκ¬ σφενδονίζω II συγκρούομαι με σφοδρότητα II ρίχνομαι, ορμώ husband ( hAzband): (η) σύζυγος hush (hAj) [-edj: (ν) προκαλώ σιγή II ησυχάζω, καθησυχάζω II αποσιωπώ II σωπαίνω II (η) σιγή, σιωπή II (interj) σιωπή! σουτ! II - hush: (adj) απόρρη¬ το husk (hAsk): (π) κέλυφος II φλούδα II ~y ( hAski:): (adj) μεγαλόσωμος, γερο¬ δεμένος II βραχνός, βραχνιασμένος hustle ('hAsal) [-dj: (ν) σπρώχνω, σκουντώ II οδηγώ με σπρωξίματα II κάνω τον μεσάζοντα, βρίσκω “πελα¬ τεία” II (π) εργατικότητα, κίνηση, επι¬ μέλεια hut (hAt): (η) καλύβα II πρόχειρο κατα¬ σκεύασμα, παράπηγμα hutch (hAtj): (π) ντουλάπα κουζίνας ή αποθήκης II κλουβί II κονικλοτροφείο hyacinth (' haiasinth): (π) υάκινθος (ζουμπούλι) hyaena: see hyena hybrid ( haibrid): (η) μεικτογενής II μιγάδας, ανάμεικτος hydra ('haidra): (η) ύδρα hydrant (' haidrant): (η) υδροσωλήνας II fire ~: (η) υδροσωλήνας πυρκαγιάς hydraulic (hai' drodik): (adj) υδραυλι¬ κός II ~s: (η) υδραυλική hydro-carbon (haidra' ka:rban): (n) υδρογονάνθρακας II -chloric: υδρο¬ χλωρικός II -electric: (adj) υδροηλε¬ κτρικός II -gen (' haidradzan): (n) 181

hyena hypo ( haipo): (η) υποδερμική βελόνα ή ένεση hypochondria (haipa kandri: a ): (n) υποχονδρία II -c: (η) υποχονδριακός hypocr-isy (hi' pokrasi:): (η) υποκρισία II —ite (' hipakrit): (η) υποκριτής II -itic, —itical: (adj) υποκριτικός hypodermic (haipa da:rmik): (adj) υπο¬ δόριος hypotenuse (hai potinjus): (η) υποτεί¬ νουσα hypothe-sis (hai' pothasis): (η) υπόθεση II -tic, -tical: (adj) υποθετικός hyster-ia (his' teri:a): (η) υστερία II ~ic, -ical: (adj) υστερικός II -ics: (η) υστε¬ ρισμός, υστερισμοί

υδρογόνο II -meter: (π) υδρόμετρο II -phobia: (η) υδροφοβία II -plane: (π) υδροπλάνο II -statics: (η) υδροστατική hyena (hai' i:na): (η) ύαινα hygien-e ('haidzi:n): (π) υγιεινή II ~ic (haidzi: enik): (adj) υγιεινός hymn (him): (η) ύμνος II ~al: (η) ψαλτήρι II -ody: (η) υμνιυδία hyperacidity (haipara'sidi:ti): (η) υπεροξύτητα, ξινίλα hyphen (' hai fan): (η) υφέν, ενωτικό hypno-sis (hip' no:sis): (η) ύπνωση II -tic: (adj) υπνωτικός II -tism: (' hipnatizam): (η) υπνωτισμός II —list: (η) υπνωτιστής II -tize ('hipnataiz) [d]: (v) υπνωτίζω

I Ϊ, i: το ένατο γράμμα του Αγγλ. αλφα¬ βήτου I (ai): (pron) εγώ iamb (' aiaemb): (π) ίαμβος II ~ic: (adj) ιαμβικός ibex (aibeks): (η) αγριοκάτσικο ic-e (ais): (π) πάγος II σαντιγί ή ζαχάρωμα γλυκού ή κέικ II διαμάντι (id) II [-dj: (ν) παγώνω II βάζω σαντιγί ή ζα¬ χαρένια κρούστα II ~e ax: (π) πελέκι πάγου ορειβάτη II ~e bag: (π) παγοκύ¬ στη II -eberg: (π) ογκόπαγος II παγόβοτ;νο II κρύος άνθρωπος, “παγόβου¬ νο” II -e-boat, -e-breaker: (η) παγο¬ θραυστικό II ~e box: (η) παγωνιέρα II ψυγείο II ~e cream: (η) παγωτό II ~e cube: (η) παγάκι II ~ed: (adj) παγωμέ¬ νος II με σαντιγί ή ζαχαρένια κρούστα II ~e hockey: (η) χόκεϊ επί πάγου II -e-skate [-d]: (ν) παγοδρομώ II -icle (' aisikal): (η) παγοκρύσταλλο II —ily: (adv) παγερά, ψυχρά II -ing: (π) σα¬ ντιγί ή ζαχαρένια κρούστα II ~y: (adj) παγωμένος II παγερός, ψυχρότατος II γλιστερός από παγετό icon ('aikon): (π) εικόνα II -oclaSt: (π)

εικονομάχος II ριζοσπαστικός I'd (aid): I would II I should II I had idea (ai di:a): (η) ιδέα II -1: (π) ιδανι¬ κό, ιδεώδες II (adj) ιδανικός, ιδεώδης II -lism: (π) ιδανικότητα, ιδεαλισμός II -list: (π) ιδεολόγος II ιδεαλιστής II -lize [-d]: (ν) εξιδανικεύω II -lly: (adj) ιδανικά, ιδεωδώς identi-cal (ai dentikal): (adj) όμοιος, ίδιος II -fication (aidentafi' keijan): (η) αναγνώριση II εξακρίβωση ή διαπί¬ στωση ταυτότητας II συνταύτιση II ~fy [-fied]: (ν) αναγνωρίζω II εξακριβώνω ή διαπιστώνω ταυτότητα II συνταυτί¬ ζω II ~ty: (η) ταυτότητα ideolog-ic (aidi:a'ladzik), -ical: (adj) ιδεολογικός II ~y: (π) ιδεολογία id est (id'est): δηλαδή idiocy ( idi:asi:): (η) ηλιθιότητα idiom ( idi:am): (η) ιδίωμα II ιδιωματι¬ σμός, ιδιωματική διάλεκτος II -atic: (adj) ιδιωματικός idiosyncrasy (idia siqkrasi): (η) ιδιοσυ¬ γκρασία idiot ( idi:at): (η) ηλίθιος II ~ic: (adj) βλακώδης 182

imbibe idle (' aidl): (adj) αργός II αργόσχολος II τεμπέλης II ανώφελος II [-d]: (ν) αργώ, τεμπελιάζω II κινούμαι τεμπέλικα II -ness: (η) αργία, οκνηρία II ~r> (π) αργόσχολος idol ('aidl): (η) είδωλο II -ater: (η) ει¬ δωλολάτρης II -atry: (η) ειδωλολατρία II -ize [-dj: (ν) ειδωλοποιώ, θεοποιώ, θαυμάζω ή λατρεύω σαν είδωλο idyl (' aidl): (η) ειδύλλιο II -lie: (adj) ει¬ δυλλιακός i.e.: see id est if (if): (conj) εάν II ~fy: (adj) αμφίβο¬ λος, αβέβαιος igloo (iglu:): (η) καλύβα Εσκιμώων ignit-e (ig'nait) [-d]: (ν) ανάβω II ανα¬ φλέγω II ξεσηκώνω, διεγείρω II -ion (ig'ni/an): (η) ανάφλεξη II κλειδί ή μο¬ χλός ξεκινήματος μηχανής ignominy (' ignamini:): (η) αίσχος, ατι¬ μία ignor-amus (igna' reimas): (π) αμαθής II -ance ('ignarans): (η) άγνοια II αμά¬ θεια II -ant: (adj) αδαής II αμαθής II ~e [-d]: (ν) αγνοώ, αψηφώ δεν δίνω σημασία ikon: see icon Iliad (ili:ad): (π) Ιλιάδα ilk (ilk): (η) είδος, τύπος I’ll (ail): I will II Ϊ shall ill (il): (adj) άρρωστος, ασθενής II κα¬ κός II (η) κακό II κακοτυχία, κατα¬ στροφή II - advised: (adj) ασύνετος, απερίσκεπτος II - at ease: (adj) νευρι¬ κός II ανήσυχος II - fated: (adj) κατα¬ δικασμένος σε αποτυχία II κακότυχος II - favored: (adj) κακομούτσουνος II - gotten: (adj) “ανεμομαζώματα” II humored: (adj) κακότροπος II mannered: (adj) κακομαθημένος, αγε¬ νής II -ness: (η) αρρώστια II -omened: (adj) δυσοίωνος II starred: (adj) άτυχος II - treat f-ed]: (ν) κακομεταχειρίζομαι II - will: (n) κακοβουλία II έχθρα, εχθρότητα illegal (i'li:gal): (adj) παράνομος II ~ly: (adj) παράνομα II -ity: (η) παρανομία illegible (i'ledjabal): (adj) δυσανάγνω¬ στος illegitima-cy (ili' dzitamasi): (η) αθεμι-

τότητα II παρανομία, ανομία II ~te: (adj) παράνομος II αθέμιτος II νόθος, “μπάσταρδος” illicit (i'lisit): (adj) αθέμιτος II παράνο¬ μος illitera-cy (i' litarasi): (η) αγραμματοσύ¬ νη, αμορφωσιά II ~te (i' litarit): (adj) αγράμματος, αμόρφωτος illogic (i'lodzik): (η) παραλογισμός II ~al: (adj) παράλογος illumin-ant (i lu:manant): (η) φωτιστι¬ κό II -ate [-d]: (ν) φωτίζω, διαφωτίζω II φωταγωγώ II -ation (ilu:ma' neijan): (η) φωτισμός II διαφώτιση II φωταγώ¬ γηση II -ative: (adj) φωτιστικός II διαφωτιστικός II -ator: (η) φωτιστικό II ~e [-d]: (ν) φωτίζω II φωτίζομαι illus-ion (i'lu:zan): (η) αυταπάτη II πλάνη II -ionist: (η) θαυματοποιός II εγκαστρίμυθος II -ive (i'lu:siv): (adj) απατηλός II -iveness: (η) απατηλότητα II -ory: (adj) φανταστικός, απατηλός illustr-ate (ilastreit) [-d]: (ν) απεικονί¬ ζω, επεξηγώ II διευκρινίζω II εικονο¬ γραφώ II -ation (ila' streijan): (η) απεικόνιση, επεξήγηση II εικονογράφη¬ ση II εικόνα II -ative: (adj) επεξηγημα¬ τικός II -ious (i'lAstri:as): (adj) ένδο¬ ξος, λαμπρός I'm (aim): I am [be, was, been]: (εγώ) είμαι image ( imidz): (η) εικόνα II είδωλο II ομοίωμα II πανομοιότυπο II [-d]: (ν) εικονίζω, αναπαριστώ II ~ry: (η) εικό¬ νες, σχήματα λόγου, μεταφορικά σχή¬ ματα imagin-able (i' maedzanabal): (adj) διανοητός, νοητός, φανταστικός II -ary (i' maedzaneri): (adi) φανταστικός II -ation (imaedza' neijan): (η) φαντασία II -ative (i' maedzanativ): (adj) ευφά¬ νταστος II επινοητικός II ~e [-d]: (v) φαντάζομαι II διανοούμαι imbalance (im ' baelans): (η) ανισορρο¬ πία imbecil-e ( imbasil): (η) βλάκας II ~ic: (adj) βλακώδης II -ity: (η) βλακεία imbib-e (im'baib) [-d]: (ν) ρουφώ II απορροφώ II -ition: (η) ρούφηγμα II απορρόφηση

1K3

imbrue νασία II -ize [-d]: (ν) αποθανατίζω immovab-ility (imu:va' bilati): (η) ακι¬

imbrue (im'bru:) [-d]: (v) διαποτίζω II κηλιδώνω imbrute (im'bru:t) [-d]: (v) αποκτηνώνω imbue (im'bju:) [-d]: (v) διαποτίζω II εμποτίζω imita-ble (' imatabal): (adj) μιμητός II ~te (imateit) [-d]: (v) μιμούμαι II απομιμούμαι, αντιγράφω II ~tion (ima' teijan): (η) μίμηση ΙΓαπομίμηση II αντίγραφο II ~tive: (adj) μιμητικός II απομιμητικός II ~ior: (η) μιμητής immaculate (i' maekjalit): (adj) άσπιλος II άμεμπτος II κατακάθαρος immaterial (ima' tiri:al): (ad) άυλος II ασήμαντος, μηδαμινός immatur-e (ima' tju:ar): (adj) ανώριμος II ~ity: (η) ανωριμότητα immeasurable (i' mezarabal): (adj) αμέ¬ τρητος immedia-cy (i'mi:di:asi:): (η) αμεσότη¬ τα II ~te (i' mi:di:it): (adj) άμεσος II εγ¬ γύς, προσεχέστατος II στιγμιαίος II ~tely: (adv) αμέσως immemorial (ima' mori:al): (adj) δυσκολοθύμητος, πολύ παλιός, ξεχασμένος immens-e (i'mens): (adj) αχανής, απέ¬ ραντος II πελώριος, τεράστιος II ~ely: (adv) απέραντα, τεράστια II -eness, ~ity: (η) απεραντοσύνη, το αχανές immers-e (i'ma:rs) [-d]: (ν) βυθίζω II εμβαπτίζω II απορροφώ, αφοσιώνω II -ion: (η) βύθισμα II εμβάπτιση II απορρόφηση, αφοσίωση immigr-ant ( imigrant): (π) μετανάστης II -ate ('imigreit) [-d]: (ν) μετανα¬ στεύω II -ation: (η) μετανάστευση imminent (' imanant): (adj) επικείμενος immobil-e (i'moibal): (adj) ακίνητος II αμετακίνητος II -ize (i' mo:balaiz) [-d]: (ν) ακινητοποιώ immoderate (i modarit): (adj) υπέρμε¬ τρος, υπερβολικός II μη συγκρατημέ¬ νος immodest (i'modist): (adj) άσεμνος II υπερόπτης II ~y: (π) υπεροψία II ξετσι¬ πωσιά immoral (i'moral): (adj) ανήθικος II -ity: (η) ανηθικότητα immortal (i' mo:rtl): (adj) αθάνατος, αι¬ ώνιος II (η) αθάνατος II -ity: (η)'αθα¬

νησία II ακινητοποίηση II αταραξία, απάθεια II ~le: (adj) ακίνητος II ατάρα¬ χος, απαθής immun-e (i'mjurn): (adj) μη υποκείμε¬ νος, εξαιρούμενος II ασύδοτος II απρό¬ σβλητος, έχων ανοσία II -ity: (η) εξαί¬ ρεση, απαλλαγή II ασυδοσία II ανοσία II ατιμωρησία II -ization: (η) ανοσο¬ ποίηση II εξαίρεση II -ize ('imjanaiz) [-d]: (ν) ανοσοποιώ, προκαλώ ανοσία II -ogenic: (η) ανοσοποιητικό immure (i'mju:r) [-d]: (ν) εντοιχίζω II περιτειχίζω immutable (i' mju:tabal): (adj) αμετά¬ βλητος II μη εξελίξιμος imp (imp): (η) διαβολάκι impact ('impaekt): (η) κρούση II χτύ¬ πος, χτύπημα, σύγκρουση II επίδραση, αποτέλεσμα impair (im' pear) [-ed]: (ν) χειροτε¬ ρεύω, βλάπτω II επιδρώ εμποδιστικά ή βλαβερά II -ment: (η) βλάβη II εμποδιστική επίδραση impale (im' peil) [-d]: (ν) ανασκολοπί¬ ζω, παλουκώνω impalpable (im paelpabal): (adj) ανεπαί¬ σθητος impart (im'pa:rt) [-ed]: (ν) αποδίδω II μεταδίδω impartial (im' pa:rjal): (adj) αμερόλη¬ πτος II -ity: (η) αμεροληψία impassable (im' paesabal): (adj) αδιάβα¬ τος II απέραστος, δυσκολοπέραστος impasse (impaes): (η) αδιέξοδο impassioned (im paefand): (adj) γεμάτος πάθος, παθιασμένος impassiv-e (im'passiv): (adj) απαθής II -eness, -ity: (η) απάθεια impatien-ce (im' peijans): (η) ανυπομο¬ νησία II ~t: (adj) ανυπόμονος II -tly: (adv) ανυπόμονα, με ανυπομονησία impeach (im'pi:tj) [-ed]: (ν) κατηγορώ, καταγγέλλω II -ment: (π) καταγγελία impeccable (im' pekabal): (adj) άψογος, τέλειος II αναμάρτητος imped-ance (im' pi:dans): (η) αντίσταση II ~e (im'pi:d) [-d]: (ν) εμποδίζω,

184

impostor παρεμποδίζω II -iment: (π) εμπόδιο, κώλυμα II -imenta: (η) φορτίο, φόρ¬ τος impel (im pel) [-led]: (ν) αναγκάζω II ωθώ, εξωθώ impend (im pend) [-ed]: (ν) επίκειμαι II ~ing: (adj) επικείμενος impenetrable (im' penatrabal): (adj) αδιαπέραστος II σκοτεινός, ανεξιχνία¬ στος impenitent (im' penatant): (adj) αμετα¬ νόητος imperative (im' perativ): (adj) επιτακτι¬ κός II (π) προστακτική imperceptible (impar' septabal): (adj) ανεπαίσθητος II αδιόρατος imperfect (im' pa:rfikt): (adj) ατελής II ελαττωματικός II -ion: (π) ατέλεια II ελάττωμα imperi-al (im' piri:al): (adj) αυτοκρατορικός II μεγαλοπρεπής II τεράστιος II (η) μούσι II -alism: (η) ιμπεριαλισμός, αποικιοκρατία II -alist: (η) ιμπεριαλι¬ στής, αποικιοκράτης II -alistic: (adj) ιμπεριαλιστικός II -ous: (adj) δεσποτικός imperil (im'peral) [-ed]: (ν) βάζω σε κίνδυνο II διακινδυνεύω imperishable (im' perijabal): (adj) αναλ¬ λοίωτος, άφθαρτος impermanent (im' pa:rmanant): (adj) μη μόνιμος, έκτακτος, πρόσκαιρος impermeable (im pa:rmi:abal): (adj) αδιαπέραστος imperson-al (im pa:rsanal): (adj) απρό¬ σωπος II -ate (im' pa:rsaneit) f-d]: (v) προσωποποιώ II υποδύομαι II -ation: (η) ενσάρκωση, προσωποποίηση II μί¬ μηση II -ator: (π) ενσαρκωτής II μιμη¬ τής impertinen-ce (im' pa:rtnans): (η) αυθά¬ δεια II ~t: (adj) αυθάδης II άσχετος imperturbable (impar' ta:rbabal): (adj) ατάραχος, απαθής impervious (im' pa:rvi:as): (adj) αδιαπέ¬ ραστος II ανεπηρέαστος impetu-osity (impetju' osati): (η) ορμητικότητα II βιασύνη II το αυθόρμητο II -ous (im' pet|u:as): (adj) ορμητικός II αυθόρμητος

impetus ( impatas): (η) ορμή II ώθηση, “φόρα” impiety (im'paiati): (η) ασέβεια impinge (im' pindz) [-d]: (ν) προ¬ σκρούω II καταπατώ impious (im'paias, impi:as): (adj) ασε¬ βής implacable (im pleikabal): (adj) αδυσώ¬ πητος II ανένδοτος implant (im'plant) [-ed]: (ν) εμφυτεύω, μπήγω implausible (im' plo:zabal): (adj) απίθα¬ νος implement (' implamant): (η) εργαλείο, σκεύος II [-ed]: (ν) δίνω τα μέσα, διευ¬ κολύνω II παρέχω εργαλεία implicat-e (' implikeit) [-d]: (ν) εμπλέ¬ κω, ανακατεύω II ενοχοποιώ II υπαι¬ νίσσομαι II -ion: (η) εμπλοκή, ενοχο¬ ποίηση II υπαινιγμός implicit (im'plisit): (adj) απεριόριστος II απόλυτος II υπονοούμενος implore (im'pla:r): [-d]: (ν) εκλιπαρώ, ικετεύω imply (im'plai) [-ied]: (ν) υπονοώ II προϋποθέτω II συνεπάγομαι impolite (impa' lait): (adj) αγενής imponderable (im' pandarabal): (adj) αστάθμητος II ανυπολόγιστος, ανεξι¬ χνίαστος import ('impo:rt) [-ed]: (ν) εισάγω II ( impo:rt): (η) εισαγωγή II εισαγόμενα είδη II -ation: (η) εισαγωγή II ~er: (π) εισαγωγέας import (impo:rt): (η) σημασία II σπουδαιότητα II -ance (im' po:rtans): (η) σπουδαιότητα II -ant: (adj) σπουδαίος, σημαντικός importun-ate (im ' po:rtju:nit): (adj) οχληρός, ενοχλητικός II ~e [-d]: (v) ενοχλώ, ζητώ επίμονα impos-e (im' pouz) [-d]: (ν) επιβάλλω II επιτάσσω II -ing: (adj) επιβλητικός II -ition (impa' zijan): (η) επιβολή II βά¬ ρος, επιβεβλημένο πράγμα impossib-ility (imposa' bilati): (η) το αδύνατο II ~le (im' posabal): (adj) αδύ¬ νατος II απαράδεκτος II ανυπόφορος impostor (im 'postar): (π) απατεώνας, “ψεύτικος”

185

impotence καλυτερεύω II βελτιώνομαι, καλυτε¬ ρεύω II -ment: (η) βελτίωση, καλυτέ¬ ρευση improvidence (im provadans): (η) απρονοησία improvis-ation (imprava' zeijan): (η) αυτοσχεδιασμός II ~e (impravaiz) [d]: (ν) αυτοσχεδιάζω II κάνω ή κατα¬ σκευάζω εκ του προχείρου ή εκ των ενόντων impruden-ce (im' pru:dans): (π) απερι¬ σκεψία II ασυνεσία II ~t: (adj) απερί¬ σκεπτος II ασύνετος impuden-ce ( impjudans):(n) αναίδεια, θράσος, αναισχυντία II ~t: (adj) αναι¬ δής, θρασύς impugn (im'pju:n) [-ed]: (ν) αντικρούω impuls e ('imp/Js): (η) ώθηση II παρώ¬ θηση II ορμέμφυτο II -ion (im' p/djan): (η) ώθηση II ορμή, φόρα II -ive: (adj) αυθόρμητος, ορμέμφυτος II ορμητικός impunity (im pju:nati): (η) ατιμωρησία impur-e (im'pju:r): (adj) ακάθαρτος II μη εξαγνισμένος II ανακατεμένος, νο¬ θευμένος II -ity: (η) ακαθαρσία II νόθευση II νόθευμα, ακαθαρσία, ξένη ύλη impute (im'pju:t) [-d]: (ν) αποδίδω, ρί¬ χνω το σφάλμα in (in): (prep) εις, σε II μέσα, έν II με II προς τα μέσα II all ~: εξαντλημένος II - for: έτοιμος να δεχθεί, τον “περι¬ μένει” (id) II - order to: για να II ~s and outs: στροφές, καμπύλες II λεπτο¬ μέρειες, τα “σχετικά” II - that: διότι, ένεκα της αιτίας inability (ina bilati:): (π) αδυναμία II ανικανότητα in absentia (inaeb senji:a): ερήμην inaccessible (inaek' sesabal): (adj) απρό¬ σιτος II άφθαστος II απλησίαστος inaccura-cy (in' aekjarasi:): (η) ανακρί¬ βεια II ~te (in' aekjarit): (adj) ανακρι¬ βής inact-ion (in' aekjan): (η) αδράνεια II απραξία II -ivate (in' sktaveit) [-d]: (ν) αδρανοποιώ II σταματώ την κίνηση ή ενέργεια II αποστρατεύω II -ive: (adj) αδρανής II μη εν ενεργεία, σε αρ¬ γία II —ivity: (η) αδράνεια II αργία inadequa-cy (in' asdikwasi): (η) ανεπάρ-

impoten-ce (impatans), ~cy (' impatansi): (η) ανικανότητα II αδυ¬ ναμία II ~t: (adj) ανίκανος II ανίσχυ¬ ρος impound (im'paound) [-ed]: (v) περικλείνω, εγκλείω II κατάσχω impoverish (im'povarij) [-ed]: (v) ελατ¬ τώνω τη δύναμη ή τον πλούτο, φτω¬ χαίνω II ~ed: (adj) φτωχός II εξασθενημένος impractic-able (im' praektikabal): (adj) ακατόρθωτος II απραγματοποίητος II -ability, -ableness: (η) το ακατόρθω¬ το II ~al (im' prasktikal): (adj) μη πρα¬ κτικός imprecat-e (imprakeit) [-d]: (v) κατα¬ ριέμαι II -ion: (η) κατάρα impregn-able (im' pregnabal): (adj) απόρθητος II αδιάσειστος II -ate (im' pregneit) [-d]: (ν) γονιμοποιώ, κά¬ νω έγκυο II υπερπληρώ II διαποτίζω impress (im'pres) [-ed]: (ν) εντυπώνω, παράγω με πίεση II εντυπωσιάζω II κατάσχω II στρατολογώ II (' impres): (η) τύπος, “στάμπα” II -ion: (π) απο¬ τύπωση II αποτύπωμα II εντύπωση II εκτύπωση II -ionable: (adj) ευκολοεντυπωσιαζόμενος II επηρεάσιμος, ευκολοεπηρέαστος II -ionism: (η) ιμπρε¬ σιονισμός II -ionist: (η) ιμπρεσιονιστής II -ive: (adj) εντυπωσιακός II -ment: (η) υποχρεωτική στρατολογία imprint (im'print) [-ed]: (ν) εκτυπώνω II αποτυπώνω, βγάζω αποτύπωμα II εντυπώνω II ( imprint): (π) αποτύπω¬ μα imprison (im'prizan) [-ed]: (ν) φυλακί¬ ζω II -ment: (η) φυλάκιση improbab-ility (improba' bilati): (π) απιθανότητα, το απίθανο II ~le (im' pro-babal): (adj) απίθανος impromptu (im' promptju:): (n & adj) αυτοσχέδιος, εκ του προχείρου II (adv) εκ του προχείρου, αυτοσχέδια improp-er (im'propar): (adj) ακατάλλη¬ λος II ανάρμοστος, απρεπής II ακανό¬ νιστος, εσφαλμένος II -riety (impra praiati:) (η) ακαταλληλότητα II απρέπεια improve (im'pru:v) [-d]: (ν) βελτιώνω,

186

incidence κεια II σφάλμα, ατέλεια II ~te: (adj) ανεπαρκής II ανίκανος II ατελής inadmissible (inad' misabal): (adj) απα¬ ράδεκτος inadverten-ce (inad' va:rtans): (η) αβλε¬ ψία, απροσεξία, αμέλεια II ~t: (adj) απρόσεκτος II αμελής II ~tly: (adv) από αμέλεια, από απροσεξία inadvisable (inad' vaizabal): (adj) μη συμβουλεύσιμος, μη συνιστώμενος II ασύνετος, ασύμφορος inalienable (in ' eiljanabal): (adj) μη απαλλοτριώσιμος II αναπαλλοτρίωτος inalterable (in' odtarabal): (adj) αναλ¬ λοίωτος inan-e (in' ein): (adj) κενός, άδειος, μά¬ ταιος, ανόητος II ~ity: (η) κενότητα, ανοησία inanimate (in' aenamit): (adj) άψυχος inapplicable (in' aeplikabal): (adj) ανε¬ φάρμοστος inapposite (in' aepazit): (adj) ακατάλλη¬ λος II άσχετος inappreciable (ina pri:Ji:abal): (adj) ασήμαντος, μηδαμινός II ανεπαίσθητος inapproachable (ina' proutjabal): (adj) απλησίαστος inappropriate (ina' proupriit): (adj) ανάρμοστος, απρεπής II ακατάλληλος inapt (in' aept): (adj) μη επιτήδειος II αδέξιος II -itude: (π) αδεξιότητα inarticulate (ina:r' tikjalit): (adj) άναρ¬ θρος II ανίκανος να εκφρασθεί καθα¬ ρά II ανέκφραστος II χωρίς αρθρώσεις inasmuch as (inaz'mAtj): αφού, εφόσον inattent-ion (ina' tenjan): (η) απροσεξία II αφηρημάδα II αμέλεια, παραμέληση II ~ive: (adj) απρόσεκτος II αφηρημένος II αμελής inaudible (in' o:dabal): (adj) μη ακου¬ στός II ανεπαίσθητος, πολύ σιγανός inaugur-al (in o:gjaral): (adj) εγκαινιαστικός II εναρκτήριος II -ate [-d]: (ν) εγκαινιάζω II κηρύσσω την έναρξη, αρχίζω, θέτω σε λειτουργία II -ation (ino:gja' reijan): (π) εγκαίνια II έναρξη λειτουργίας inauspicious (ina:' spijas): (adj) δυσοίω¬ νος inborn ( inbo:m): (adj) έμφυτος

inbound (' inbaund): (adj) επιστρέφων II εισερχόμενος inbred (' inbred): (adj) έμφυτος, εκ φύσεως incalculable (in' kaelkjalabal): (adj) ανυ¬ πολόγιστος in camera (in' kaemara): κεκλεισμένων των θυρών incandescent (inkan' desant): (adj) λα¬ μπερός II λευκοπυρωμένος incantation (inkaen' teijan): (η) ψαλμω¬ δία incapab-ility (inkeipa' bilati): (η) ανικα¬ νότητα II ~Ie (in keipobal): (adj) ανί¬ κανος incapacit-ate (inka' paesateit) [-d]: (v) κάνω ανίκανο, αφαιρώ τη δύναμη ή ισχύ II ~y: (η) ανικανότητα II αφαίρε¬ ση ισχύος incarcerat-e (in' ka:rsareit) [-d]: (ν) πε¬ ριορίζω II φυλακίζω II -ion: (η) περιο¬ ρισμός II φυλάκιση incarnat-e (in'ka:meit) [-d]: (ν) ενσαρ¬ κώνω II (in 'ka:mit): (adj) ενσαρκωμέ¬ νος II -ion: (π) ενσάρκωση incendiar-ism (in' sendi:arizam): (η) εμπρηστικότητα II ~y: (adj) εμπρηστι¬ κός incense (in sens) [-d]: (ν) εξαγριώνω, εξερεθίζω, εξοργίζω II ('insens) [-d]: (ν) λιβανίζω, θυμιατίζω II (η) θυμία¬ μα, λιβάνι incentive (in 'sentiv): (η) κίνητρο, ελα¬ τήριο II (adj) κινητήριος, ωθητικός incept-ion (in 'sepjan): (η) αρχή, έναρξη II -ive: (adj) αρχικός incertitude (in' sa:rtatju:d): (π) αβεβαιό¬ τητα incessant (in'sesant): (adj) αδιάκοπος, ασταμάτητος II ~ly: (adv) αδιάκοπα, ασταμάτητα incest (' insest): (η) αιμομειξία II -uous: (adj) αιμομεικτικός inch (intj): (η) δάκτυλος, “ίντσα” II [-ed]: (ν) προχωρώ ή σπρώχνω σιγάσιγά inchoate (in ' kouit): (adj) ανώριμος, ατελής II στην αρχή, στα “σπάργανα” inciden-ce ( insadans): (η) περίπτωση II περιστατικό II ~t: (η) περιστατικό, 187

incinerate επεισόδιο II (adj) παρεπόμενος II ~tal (inso dentl): (adj) συμπτωματικός II παρεπόμενος II -tally: (adv) συμπτωματικά II παρεπιπτόντως incinerat-e (in' sinareit) [-d]: (v) αποτε¬ φρώνω II -ion: (η) αποτέφρωση II -or: (η) κλίβανος αποτέφρωσης incipient (in' sipi:ant): (adj) αρχικός, μόλις “σκάζει” incis-e (in 'saiz) [-d]: (v) χαράζω, κάνω τομή II -ion (in'sizan): (η) εντομή, χα¬ ρακιά II -ive (in' saisiv): (adj) οξύς, κοφτερός II δηκτικός, τσουχτερός II -or: (η) κοπτήρας incite (in 'sait) [-d]: (v) ερεθίζω, διεγεί¬ ρω II υποκινώ, παροτρύνω II -ment: (π) ερεθισμός, υποκίνηση incivility (insi' vilati): (η) αγένεια, απρέπεια inclemen-t (in' kiemant): (adj) ανηλεής, σκληρός II δριμύς II ~cy: (η) σκληρό¬ τητα II δριμύτητα inclin-ation (inkla' neijan): (η) κλίση II τάση, ροπή, κλίση II διάθεση II απόκλι¬ ση II ~e (in klain) [-d]: (v) κλίνω II κλίνω προς, ρέπω, τείνω II γέρνω, προκαλώ κλίση II υποκλίνομαι II (inklain): (π) κλίση, κεκλιμένη επιφά¬ νεια II ~ed: (adj) κεκλιμένος με κλίση II -ometer: (π) κλισιόμετρο inclu-de (in klu:d) [-d]: (v) περιλαμβά¬ νω, περιέχω II -ded: (adj) περιεχόμενος II -sion (in' klu:zan): (η) περιεχό¬ μενο, συμπερίληψη II -sive: (adj) περιέχων, περιληπτικός, συμπεριλαμβάνων incognito (inkog' ni:tou, in' kognatou): (adv) ανεπίσημα, “ινκόγνιτο” incoheren-ce (inkou ' hiarans), ~cy: (n) ασυναρτησία II ~t: (adj) ασυνάρτητος II -tly: (adv) ασυνάρτητα incombustible (inkam' bAStabal): (adj) άφλεκτος income (' ink/vm): (η) εισόδημα incoming (' inkAmiq): (adj) εισερχόμε¬ νος II (η) είσοδος incommunica-do (inkamjuni ka:do): σε απομόνωση II -tive: (adj) αμετάδοτος incomparable (in kamparabal): (adj) ασύγκριτος, απαράμιλλος

incompatible (inkam' paetabal): (adj) αταίριαστος, ασύμφωνος II ασυμβίβα¬ στος incompeten-ce (in' kompatans): (η) ανι¬ κανότητα II αναρμοδιότητα II ~t: (adj) ανίκανος II αναρμόδιος incomplete (inkam' pli:t): (adj) ατελής II ~ly: (adv) ατελώς, όχι τέλεια II -ness: (η) ατέλεια incomprehensible (inkompri hensabal): (adj) ακατανόητος, ακατάληπτος incomprehensive (inkompri hensiv): (adj) μη πλήρης, ελλειπής, περιορισμέ¬ νος incompressible (inkam' presabal): (adj) ασυμπίεστος inconceivable (inkan' si:vabal): (adj) ασύλληπτος, αφάνταστος, απίστευτος inconclusive (inkan' klu:siv): (adj) μη πειστικός incongru-ity (inkan' gru:ati:): (η) ασυ¬ ναρτησία II ασυνέπεια II ασυμφωνία II -ous (in' kongru:as): (adj) ασυνεπής II ασύμφωνος II ανάρμοστος II άτοπος inconsequent (in ' konsakwant): (adj) άσχετος II ασυνεπής II -ial: (adj) ασή¬ μαντος II άσχετος inconsider-able (inkan' sidarabal): (adj) ασήμαντος II -ate (inkan ' sidarit): (adj) απερίσκεπτος II αδιάκριτος II χω¬ ρίς λεπτότητα, χωρίς “τακτ” inconsisten-ce (inkan' sistans), ~cy: (π) ασυνέπεια II αντίφαση II ~t: (adj) ασυ¬ νεπής II αντιφατικός inconsolable (inkan ' soulabal): (adj) απαρηγόρητος inconsonan-ce (in ' konsanans): (n) ασυμφωνία II ~t: (adj) ασύμφωνος inconspicuous (inkan ' spikju:as): (adj) αφανής, μη διακρινόμενος, μη χτυπη¬ τός inconstan-cy (in ' konstansi): (η) αστά¬ θεια, ελαφρότητα, αστασία II ~t: (adj) ασταθής, άστατος incontestable (inkan testabal): (adj) αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος incontinen-ce (in' kontanans): (η) ασωτία II ακολασία II ακράτεια II ~t: (adj) άσωτος II ακόλαστος II ακρατής incontrovertible (inkontra va:rtabal): 188

indent (adj) αναμφισβήτητος inconvenien-ce (inkan' vi:ni:ans): (n) ενόχληση, σκοτούρα II δυσχέρεια II [d]: (ν) ενοχλώ II ~t: (adj) άβολος, ακα¬ τάλληλος II στενόχωρος, ενοχλητικός inconvertible (inkan' va:rtabal): (adj) αμετάτρεπτος incorporate (in' ko:rpareit) [-d]: (v) συγχωνεύω II ενσωματώνω II σχηματί¬ ζω σωματείο II συγχωνεύομαι, ενσω¬ ματώνομαι II (in'kairparit): (adj) εν¬ σωματωμένος II ~d: (adj) συγχωνευμένος, ενσωματωμένος II ανώνυμη εται¬ ρεία incorporeal (inko:r po:ri:al): (adj) άυλος incorrect (inka'rekt): (adj) ανακριβής II απρεπής incorrigible (in ko:radzabal): (adj) αδιόρθωτος incorrupt (inka 'rApt): (adj) μη φθαρμέ¬ νος, όχι χαλασμένος II ~ible: (adj) αδιάφθορος increas-e (in'kri:s) [-d]: (v) αυξάνω II αυξάνομαι II πολλαπλασιάζω, αναπα¬ ράγω II ('inkri:s): (η) αύξηση II προσαύξηση II -ingly: (adv) μεγαλώνοντας διαρκώς, όλο και περισσότερο incred-ibility (inkreda' bilati:): (η) το απίστευτο, απιθανότητα II ~ible (in ' kredabal): (adj) απίστευτος II ~ibly: (adv) απίστευτα II -ulity (inkra ' dju:lati:): (η) δυσπιστία II -ulous (in' kredzalas): (adj) δύσπιστος increment (' inkramant): (η) αύξηση II προσαύξηση, προσθήκη incriminat-e (in' krimaneit) [-d]: (v) ενοχοποιώ II -ing: (adj) ενοχοποιητι¬ κός II -ion: (η) ενοχοποίηση incubat-e ( inkjabeit) [-d]: (v) επωάζω II -ion: (η) επώαση II -or: (η) εκκολαπτικό μηχάνημα inculpat-e (in kAlpeit) [-d]: (v) ενοχο¬ ποιώ, ρίχνω το βάρος II -ion: (η) ενο¬ χοποίηση, κατηγορία II -ory: (adj) ενοχοποιητικός incumben-cy (in' k/anbansi): (η) αξίωμα II διάρκεια αξιώματος II ~t: (adj) υπο¬ χρεωτικός II αξιωματούχος incur (in'ka:r) [-red]: (ν) πέφτω σε,

μου συμβαίνει II υφίσταμαι, διατρέχω II προκαλώ incurable (in' kju:rabal): (adj) ανίατος, αθεράπευτος incurious (in' kju:ri:as): (adj) μη περίερ¬ γος, αδιάφορος incursion (in' ka:rzan): (η) εισβολή II επιδρομή, επίθεση incus (iqkas): (η) άκμων του αυτιού indebted (in ' detid): (adj) υπόχρεος, υποχρεωμένος II χρεωμένος II -ness: (η) υποχρέωση II χρέος, χρέωση indecen-cy (in' di:sansi): (η) απρέπεια, ακοσμία II απρεπής έκφραση ή πράξη II ~t: (adj) απρεπής, άσεμνος indecipherable (indi' saifarabal): (adj) αδύνατο να αποκρυπτογραφηθεί II δυ¬ σανάγνωστος indecis-ion (indi' sizan): (η) αναποφασιστικότητα II -ive (indi' saisiv): (adj) μη αποφασιστικός II διατακτικός, αναπο¬ φάσιστος indecor-ous (in ' dekaras): (adj) άκο¬ σμος, άπρεπος II ~um (indi' koram): (η) απρέπεια indeed (in'di:d): (adv) πράγματι, αλή¬ θεια II ~! μη μου πεις! Τι μας λες! indefatigable (indi fastagabal): (adj) ακούραστος indefensible (indi' fensabal): (adj) αδι¬ καιολόγητος, ασυγχώρητος II αβάσιμος, αστήριχτος, II ευπρόσβλητος indefin-able (indi' fainabal): (adj) απροσδιόριστος II -ableness: (η) αοριστία II —ite (in' defanit): (adj) αόριστος II αβέβαιος, αναποφάσιστος II —itely: (adv) αόριστα, επ’ αόριστον indelible (in ' delabal): (adj) ανεξίτηλος indelica-cy (in ' delikasi): (η) αγένεια, έλλειψη λεπτότητας II ~te: (adj) αγε¬ νής, χωρίς “τακτ” indemni-fication (indemnafi' keijan): (η) αποζημίωση II διασφάλιση, ασφά¬ λεια II -fier (in' demnafaiar): (η) αποζημιωτής II ασφάλεια, διασφάλιση II ~fy [-ied]: (ν) ασφαλίζω II αποζημιώ¬ νω II ~ty: (π) αποζημίωση II ασφάλεια indent (in' dent) [-ed]: (ν) κάνω εγκοπή ή οδόντωση II -ation (inden' teijan): (η) οδόντωση II εγκοπή, χαρακιά II 189

indenture αγανάκτηση II —ity (in' dignati:): (n) προσβολή, ύβρις II ταπείνωση, εξευτελισμός indigo ( indigou): (η) λουλάκι indirect (indi' rekt, indai' rekt): (adj) έμ¬ μεσος, πλάγιος II -ion: (π) πλάγια λό¬ για ή μέσα II ~ly: (adv) πλάγια, έμμε¬ σα indiscernible (indi' semabal): (adj) δυσ¬ διάκριτος indiscr-eet (indis' kri:t): (adj) αδιάκρι¬ τος II ασύνετος II -etion: (η) αδιακρι¬ σία II ακριτομυθία indiscriminat-e (indis' krimanit): (adj) χωρίς διάκριση II -ely: (adv) χωρίς διακρίσεις, στα τυφλά, στα “κουτουρού” indispensabl-e (indis' pensabal): (adj) απαραίτητος II —y: (adv) απαραίτητα indispos-ed (indis pouzd): (adj) αδιάθε¬ τος II απρόθυμος II -ition (indispa' zijan): (η) αδιαθεσία II απρο¬ θυμία indisputabl-e (indis' pju:tabal): (adj) αναμφισβήτητος, αδιαφιλονίκητος II σίγουρος, αναμφίβολος II ~y: (adv) αναμφισβήτητα II χωρίς αμφιβολία indissoluble (indi' sol jabal): (adj) αδιά¬ λυτος indistinct (indis' tirjkt): (adj) δυσδιάκρι¬ τος, αμυδρός II ασαφής, συγκεχυμένος II ~ly: (adv) δυσδιάκριτα, αμυδρά, συ¬ γκεχυμένα indistinguishable (indis tiqgwijabal): (adj) δυσδιάκριτος individual (inda' vidzual): (η) άτομο, πρόσωπο II (adj) ατομικός, ξεχωρι¬ στός, ιδιαίτερος II -ism: (η) ατομικι¬ σμός II -ist: (η) ατομικιστής II -ity: (η) ατομικότητα, προσωπικότητα, ατο¬ μικά χαρακτηριστικά II -ize [-d]: (ν) θεωρώ ή αναφέρω ατομικά ή ξεχωρι¬ στά II προσδίδω ιδιαίτερο χαρακτηρι¬ στικό, δίνω ατομικότητα indivisible (inda vizabal): (adj) αδιαίρε¬ τος indoctrinat-e (in' doktraneit) [-d]: (v) μυώ, διδάσκω δόγμα ή ιδέα II -ion: (η) μύηση, διδασκαλία ιδεών ή δόγμα¬ τος

~ed: (adj) οδοντωτός II χαραγμένος II -ion: (η) εγκοπή, οδόντωση indenture (in' dentjar): (η) συμβόλαιο II εγκοπή independen-ce (indi pendans): (η) ανε¬ ξαρτησία II ~cy: (η) ανεξάρτητη περιο¬ χή II ~t: (adj) ανεξάρτητος indescribable (indi' skraibabal): (adj) απερίγραπτος indestructible (indi' strAktibal): (adj) ακατάστρεπτος II ακατάλυτος indetermin-able (indi tarrmanabal): (adj) απροσδιόριστος II -ate: (adj) αό¬ ριστος II ακαθόριστος II -ation: (π) αοριστία II αναποψασιστικότητα index (indeks) [pi.: indexes or indices]: (η) δείκτης II πίνακας, ευρετήριο II [-ed]: (ν) προσθέτω ευρετήριο II δεί¬ χνω, κάνω σύνθημα India ( Indi:a): (η) Ινδία II - ink: (π) σινική μελάνη II -η: (η) Ινδός II (adj) Ινδικός, Ινδιάνικος II -η club: (π) κορύνη γυμναστικής II ~n summer: (η) χειμερινή καλοκαιρία II - rubber: (η) ελαστικό κόμμι, καουτσούκ indic-ant ( indikant): (π) δηλωτικό, εν¬ δεικτικό II -ate [-d]: (ν) δείχνω, κατα¬ δεικνύω II εμφαίνω, δηλώνω II -ation (indi' keijan): (η) ένδειξη II -ative (in' dikativ): (adj) ενδεικτικός II οριστι¬ κή έγκλιση II -ator (' indikeitar): (η) δείκτης indices: see index indict (in dait) [-ed]: (ν) ενάγω, καταγ¬ γέλλω II ~ee (indai 'ti:): (η) εναγόμενος II ~er: (η) μηνυτής II -ment: (η) μήνυ¬ ση, καταγγελία II κατηγορία indifferen-ce (in' difarans): (η) αδιαφο¬ ρία II ~t: (adj) αδιάφορος II ασήμαντος II μέτριος II ουδέτερος, αμερόληπτος indigen-ce (' indadzans): (η) ένδεια, έλ¬ λειψη II -ous (in' didzinas): (adj) γηγε¬ νής, ντόπιος II -t (' indadzant): (adj) ενδεής indigest-ed (indi dzestid): (adj) αχώνευ¬ τος II απερίσκεπτος, χωρίς σκέψη II —ible (indi' dzestabal): (adj) δυσκολο¬ χώνευτος II -ion: (η) δυσπεψία indign-ant (in dignant): (adj) αγανακτισμένος II -ation (indig' neijan): (n) 190

infallibility indolen-ce (' indalans): (η) νωχέλεια II νωθρότητα, τεμπελιά II ~t: (adj) νωχελής II νωθρός, τεμπέλης indomitable (in' domatabal): (adj) ακα¬ τανίκητος, αδάμαστος indoor (' indo:r): (adj) εσωτερικός, μέσα στο σπίτι II ~s: (adv) μέσα, στο εσωτε¬ ρικό, στο σπίτι indubitabl-e (in ' dju:bit3b3l): (adj) αναμφίβολος II ~y: (adv) αναμφίβολα, χωρίς αμφιβολία, σίγουρα induce (in dju:s) [-d]: (v) παρακινώ, προτρέπω II επηρεάζω, επιφέρω, προκαλώ II πείθω II ~ment: (η) παρα¬ κίνηση, προτροπή II επηρεασμός II κί¬ νητρο induct (in'dAkt) [-ed]: (ν) εγκαθιστώ II εισάγω, μυώ II στρατολογώ II -ion: (η) εγκατάσταση, εγκαθίδρυση II εισα¬ γωγή II επαγωγή II -ive: (adj) επαγωγι¬ κός II -iveness: (π) επαγωγικότητα II -or: (η) μυητής II επαγωγέας indulge (in'dAldz) [-d]: (ν) παραδίδομαι, εντρυφώ II ικανοποιώ II -nee: (η) παράδοση, εντρύφηση II ικανοποίη¬ ση II επιείκεια, ανοχή, ανεκτικότητα II ~nt: (adj) ανεκτικός, επιεικής industr-ial (in' dAStrial): (adj) βιομηχα¬ νικός II -ialism: (π) βιομηχανικό σύ¬ στημα II -ialist: (η) βιομήχανος II -ialize [-d]: (ν) εκβιομηχανίζω, βιομηχανοποιώ II -ialization: (η) βιομηχα¬ νοποίηση II -ious (in' dAStrias): (adj) εργατικός, φιλόπονος II ~y (indastri): (π) βιομηχανία II εργατικότητα, φιλοπονία inebriate (in' i:bri:eit) [-d]: (ν) μεθώ II ~d: (adj) μεθυσμένος inedible (in' edibal): (adj) μη φαγώσι¬ μος ineffable (in ' efabal): (adj) απερίγρα¬ πτος ineffect-ive (in ' ifektiv), ual (ini fekt/u:al): (adj) μη αποτελεσματι¬ κός, ανώφελος inefficien-cy (ini' fijansi:): (η) ανικανό¬ τητα, ανεπάρκεια II ~t: (adj) ανίκανος inelastic (ini lasstik): (adj) μη ελαστι¬ κός, άκαμπτος inelegant (in' eiagant): (adj) άχαρος,

191

άκομψος ineligible (in' eladzabal): (adj) ακατάλ¬ ληλος II μη εκλέξιμος inept (in ept): (adj) αταίριαστος II ανάρμοστος, απρεπής II ανίκανος II ανόητος II -ness, -itude: (η) απρέπεια II ανικανότητα inequality (ini' kwolati): (η) ανισότητα inequit-able (in' ekwatabal): (adj) άδι¬ κος II ~y: (η) αδικία ineradicable (ini' raedikabal): (adj) αξερίζωτος II ανεξείληπτος inert (in'a:rt): (adj) αδρανής II ~ia (in' a:rja), -ness: (η) αδράνεια inescapable (inas' keipabal): (adj) ανα¬ πόφευκτος inessential (ina' sen/al): (adj) μη ουσιώ¬ δης ή απαραίτητος inestimable (in' estamabal): (adj) ανυ¬ πολόγιστος II ανεκτίμητος inevitab-ility (inavita' bilati): (η) το αναπόφευκτο II ~le (in ' evatabal): (adj) αναπόφευκτος inexact (inig'zaekt): (adj) ανακριβής II -ness: (η) ανακρίβεια inexcusable (iniks' kju:zabal): (adj) ασυγχώρητος inexhaustible (inig' zo:stabal): (adj) ανε¬ ξάντλητος inexorable (in' eksarabal): (adj) αμείλι¬ κτος, αδυσώπητος inexpensive (iniks' pensiv): (adj) φθη¬ νός II -ness: (η) φθήνια inexperience (iniks' piri:ans): (η) απει¬ ρία II ~d: (adj) άπειρος inexpiable (in' ekspi:abal): (adj) ανεξι¬ λέωτος, ασυγχώρητος inexplicable (in' eksplikabal): (adj) ανε¬ ξήγητος inexplicit (iniks plisit): (adj) αόριστος, ασαφής inexpressible (iniks' presabal): (adj) ανέκφραστος inextinguishable (inik' stiijgwijabal): (adj) άσβηστος inextricable (in' ekstrikabal): (adj) αξε¬ μπέρδευτος, μπερδεμένος II αδιέξοδος, ανεξιχνίαστος, άλυτος infallib-ility (infsela bilati): (η) το αλά¬ θητο, το αλάνθαστο II ~le (in' fslabal):

infamous (adj) αλάνθαστος infam-ous ('infamas): (adj) άτιμος, επονείδιστος II ~y ( infaemi): (η) ατι¬ μία, κακοήθεια infan-cy ('infansi): (η) νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία II ~t: (η) νήπιο, βρέφος II -ticide (in faentisaid): (π) βρεφοκτο¬ νία II -tile (' infantail): (adj) νηπιακός, βρεφικός II νηπιώδης, παιδαριώδης II -tilism: (π) παιδομορφία infantry (' infantri:): (η) πεζικό II -man: (η) πεζός στρατιώτης, φαντά¬ ρος infatua-te (in' faetjureit): (ν) ξεμυαλίζω, ξετρελαίνω II ~ed: (adj) ξεμυαλισμέ¬ νος, ξετρελαμένος από έρωτα II -ion: (η) ξεμυάλισμα, ξετρέλαμα infeasible (in' fbzabal): (adj) απραγμα¬ τοποίητος, ακατόρθωτος infect (in'fekt) [-ed]: (ν) μολύνω II με¬ ταδίδω II -ion: (η) μόλυνση II μετάδο¬ ση II -ious: (adj) μολυσματικός II με¬ ταδοτικός, κολλητικός infer (in'fa:r) [-red]: (ν) συνάγω, συ¬ μπεραίνω II συνεπάγομαι II υπονοώ II -ence: (η) συμπέρασμα, πόρισμα II -ential: (adj) συμπερασματικός inferior (in' firi:ar): (adj) κατώτερος II (η) υφιστάμενος, υποδεέστερος II -ity: (η) κατωτερότητα II -ity complex: (η) σύμπλεγμα κατωτερότητας infern-al (in fernal): (adj) διαβολικός, καταχθόνιος II -ο: (η) κόλαση infertil-e (in'fa:rtl): (adj) άγονος, στεί¬ ρος II -ity: (π) στειρότητα, ακαρπία infest (in fest) [-ed]: (ν) λυμαίνομαι II κατακλίζω, γεμίζω infidel ('infadal): (π & adj) άπιστος II -ity: (η) απιστία infiltrat-e (' infiltreit, in' filtreit) [-d]: (ν) διηθώ II διεισδύω, εισχωρώ II -ion: (η) διήθηση II διείσδυση infinit-e ( infanit): (adj) άπειρος, απέ¬ ραντος II —ely: (adj) απείρως II -eness: (η) το άπειρο, απεραντοσύνη II -esimal (infana' tesamal): (adj) απει¬ ροελάχιστος II απειροστός II -ive (in finativ): (η) απαρέμφατο II ~ude (in' finatu:d), -y (in' finati:): (η) το άπειρο ·>

infirm (in'fa:rm): (adj) ασταθής II ασθενικός, αδύνατος II -ary (in' fa:rmari:): (η) αναρρωτήριο, νοσο¬ κομείο II -ity: (η) αδυναμία, ασθενικότητα inflam-e (in'fleim) [-d]: (ν) αναφλέγω II εξερεθίζω, εξεγείρω II προκαλώ ερέθι¬ σμα II πιάνω φωτιά II -mable (in' flaemabal): (adj) εύφλεκτος II ευερέ¬ θιστος II -mation (infla' meijan): (π) ανάφλεξη II φλόγωση II 7matory: (adj) εμπρηστικός II ερεθιστικός inflat-e (in fleit) [-d]: (ν) φουσκώνω II διογκώνω II προκαλώ πληθωρισμό II -ion (in' fleijan): (η) φούσκωμα II διό¬ γκωση II πληθωρισμός inflect (in'flekt) [-ed]: (ν) κλίνω, κά¬ μπτω II αλλάζω τόνο φωνής II -ion: (η) κλίση, καμπή II αλλαγή τόνου φω¬ νής inflexib-le (in' fleksabal): (adj) άκα¬ μπτος, αλύγιστος II -Ieness, —ility: (η) ακαμψία inflict (in flikt) [-ed]: (ν) επιβάλλω, κα¬ ταφέρω II -ion: (π) επιβολή, τιμωρία inflow (' inflou): (π) εισροή influen-ce (' influ:ans): (π) επιρροή, επίδραση II [-d]: (ν) επηρεάζω, επιδρώ II ~t (' influ:ant): (η) παραπόταμος II —tial (influ:' enjal): (adj) με επιρροή, με επήρεια, με μέσα ή γνωριμίες influenza (influ:' enza): (η) γρίπη influx ( inflAks): (η) εισροή inform (in 'fo:rm) [-ed]: (ν) δίνω σχήμα ή μορφή II πληροφορώ, ειδοποιώ II καταδίδω, μαρτυρώ II ~al: (adj) ανεπί¬ σημος, μη τυπικός II -ality: (η) ανεπισημότητα II -ant, ~er: πληροφοριοδό¬ της II καταδότης II -ation (infar' meijan): (η) πληροφορία, είδηση II -ative: (adj) πληροφοριακός II κατα¬ τοπιστικός II ~er: (π) καταδότης infraction (in' fraekjan): (π) παράβαση infrangible (in ' fraendzabal): (adj) άθραυστος II απαραβίαστος infrared (infra red): (adj) υπέρυθρος infrequen-t (in' fri:kwant): (adj) σπά¬ νιος II -tly: (adv) σπανίως II ~ce, ~cy: (η) σπανιότητα infringe (in'frindz) [-d]: (ν) παραβαί-

192

immumerable νω, παραβιάζω II καταπατώ, υπεισέρ¬ χομαι II ~ment: (π) παράβαση, παρα¬ βίαση II καταπάτηση infuriat-e (in' fju:ri:eit) [-d]: (ν) εξοργί¬ ζω, εξαγριώνω II ~ing: (adj) εξοργιστι¬ κός ingen-ious (in' dzi:njias): (adj) εφευρετι¬ κός, πολυμήχανος II -uity (indzi' njuriti): (η) εφευρετικότητα, οξύνοια, εξυπνάδα II -uous (in' dzenju:as): (adj) αφελής, ανεπιτή¬ δευτος II τίμιος, ειλικρινής, “ντό¬ μπρος" II -uousness: (η) αφέλεια, ει¬ λικρίνεια, ευθύτητα inglorious (in' glo:ri:as): (adj) άτιμος ingot (ingat): (η) όγκος μετάλλου, ρά¬ βδος II καλούπι ingrain (in'grein) [-ed]: (v) εντυπώνω, χαράζω II (adj) εντυπωμένος, ριζωμέ¬ νος ingrat-e ('ingreit): (η) αχάριστος II ~iate (in' greiji:eit) [-d]: (v) αποκτώ εύνοια II -itude (in' graetatju:d): (n) αχαριστία, αγνωμοσύνη ingredient (in' gri:di:ant): (η) συστατικό ingress ( ingres), ~ ion: (η) είσοδος II δικαίωμα εισόδου inhabit (in'haebit) [-ed]: (ν) κατοικώ II -able: (adj) κατοικήσιμος II -ant: (n) κάτοικος II -ed: (adj) κατοικημένος inhal-ation (inha leijan): (η) εισπνοή II ~e (in'heil) [-d]: (v) εισπνέω II ~er: (η) αναπνευστήρας inherent (in'hirant): (adj) έμφυτος II συμφυής inherit (in herit) [-ed]: (ν) κληρονομώ II -ance: (η) κληρονομιά inhibit (in hibit) [-ed]: (ν) εμποδίζω, αναχαιτίζω II απαγορεύω II -ion: (η) εμπόδιο, αναχαίτιση II απαγόρευση II συγκράτηση inhospitable (in' hospitabal): (adj) αφι¬ λόξενος inhuman (in' hju:man): (adj) απάνθρω¬ πος II -ity, -ness: (η) απανθρωπία II -ly: (adv) απάνθρωπα, σκληρά inimical (in'imikal): (adj) βλαβερός, ενάντιος inimitable (in' imitabal): (adj) αμίμητος iniquit-ous (in' ikwitas): (adj) κακός,

κακοήθης II ~y: (π) κακία, κακοήθεια initial (i'nijal) [-ed]: (ν) γράφω τα αρ¬ χικά του ονόματος, μονογράφω, βάζω μονογραφή II (adj) αρχικός II (η) αρχι¬ κό, αρχικό γράμμα II -ly: (adv) καταρχή initiat e (i'nijieit) [-d]: (ν) μυώ II εισά¬ γω, κάνω έναρξη II -ion: (η) μύηση II -ive (i' ni/i.stiv): (η) πρωτοβουλία inject (in'dzekt) [-ed]: (ν) εγχύνω, ει¬ σάγω υγρό II κάνω ένεση II εισάγω, βάζω II -ion: (η) έγχυση II ένεση injudicious (indzu:' dijas): (adj) χωρίς κρίση, απερίσκεπτος, ασύνετος injur-e ( indzar) [-d]: (ν) βλάπτω, προ¬ καλώ βλάβη ή ζημιά II πληγώνω, τραυματίζω II ~y: (η) βλάβη II ζημία II τραύμα injustice (in dzAstis): (η) αδικία ink (iqk): (η) μελάνη II [-ed]: (ν) μελα¬ νώνω, περνώ με μελάνη II ~y: (adj) μελανός, μελανωμένος II κατάμαυρος inkling (iqkliq): (η) υποψία, υπόνοια II νύξη inlaid ( inleid): (adj) σκαλιστός, στολι¬ σμένος με σκαλίσματα ή με σφυρηλάτηση inland (inlaend): (adj) μεσόγειος, στο εσωτερικό της χώρας II (adv) στο εσω¬ τερικό, στα μεσόγεια in-law (inla:): (η) συγγενής εξ αγχι¬ στείας inlet ( inlet): (π) όρμος II στενό κανάλι II είσοδος inmate (inmeit): (η) ένοικος II φυλακι¬ σμένος II τρόφιμος ασύλου inn (in): (π) πανδοχείο II ταβέρνα innate (' ineit): (adj) εκ γενετής II έμφυ¬ τος inner (' inar): (adj) έσω, εσωτερικός innocen-ce ( inasans): (η) αθωότητα II αφέλεια II ~t: (adj) αθώος II αφελής innocuous (in okju:as): (adj) ασήμα¬ ντος, κοινός II άκακος, αβλαβής innovat-e ( inaveit) [-d]: (ν) καινοτομώ II νεωτερίζω II -ion: (η) καινοτομία II νεωτερισμός innuendo (inju endou): (η) υπαινιγμός, “σπόντα” innumerable (i' nju:marabal): (adj) αμέ193

inobtrusive τρητος, αναρίθμητος inobtrusive (inab' tru:siv): (adj) διακρι¬ τικός inoculat-e (i' nokjuleit) [-d]: (v) μπολιά¬ ζω II -ion: (η) μπόλιασμα inoffensive (ina' fensiv): (adj) άκακος inopportune (in' opartju:n): (adj) άκαιρος, άτοπος inordinate (in 'ordnit): (adj) υπερβολι¬ κός II άτακτος II ~ly: (adv) υπερβολικά inorganic (inor' gaenik): (adj) ανόργανος input ( input): (η) εισαγωγή, είσοδος inquest (inkwest): (η) προανάκριση II εξέταση προ ενόρκων II εξέταση inquir-e (in'kwaiar) [-d]: (v) ρωτώ II ζητώ πληροφορίες II εξετάζω, ερευνώ II ~ing: (adj) ερευνητικός, εξεταστικός II ~y: (η) ερώτηση II εξέταση, έρευνα II αναζήτηση πληροφοριών inquisit-ion (inkwa' zijan): (η) εξέταση II προανάκριση, ανάκριση II Ι~: (η) ιε¬ ρά εξέταση II -ive (in ' kwizativ): (adj) αδιάκριτος II περίεργος II -iveness: (η) αδιακρισία, περιέργεια II -or: (η) ανακριτής II ιεροεξεταστής inroad (' inroud): (η) εισβολή, επιδρομή II καταπάτηση inrush (' inr/J): (π) εισροή insan-e (in'sein): (adj) τρελός II -ity: (π) τρέλα, παραφροσύνη insanitary (in' saenateri:): (adj) ανθυγι¬ εινός insanity (in' saenati): (η) παραφροσύνη insati-able (in seijabal): (adj) ακόρε¬ στος, αχόρταγος II -ate: (adj) ανικανο¬ ποίητος, άπληστος, αχόρταγος inscr-ibe (in'skraib) [-d]: (v) επιγράφω II χαράζω II γράφω αφιέρωση II εγγρά¬ φω II -iption (in' skripjan): (η) επιγρα¬ φή II εγγραφή II αφιέρωση inscrutable (in skru:tabal): (adj) ανεξι¬ χνίαστος II αινιγματικός, σκοτεινός insect (' insekt): (η) έντομο II —icide: (π) εντομοκτόνο II -ivore (in sektavo:r): (η) εντομοφάγο II -ivorous: (adj) εντομοφάγος insecur-e (insi' kju:r): (adj) επισφαλής II αβέβαιος, χωρίς αυτοπεποίθηση II -ity: (η) ανασφάλεια inseminat-e (in' semaneit) [-d]: (v) γο¬

νιμοποιοί) II σπέρνω II -ion: (η) γονι¬ μοποίηση II σπορά insensible (in' sensabal): (adj) ανεπαί¬ σθητος II αναίσθητος insensitive (in' sensativ): (adj) χωρίς ευαισθησία II αναίσθητος, χωρίς αι¬ σθήματα II -ness: (η) αναισθησία inseparable (in' separabal): (adj) αχώρι¬ στος, αναπόσπαστος insert (in 'sa:rt) [-edj: (v) παρεμβάλλω, προσθέτω ανάμεσα II θέτω σε τροχιά II εισάγω II ('insa:rt): (π) παρεμβολή, προσθήκη, ένθεμα II -ion: (π) παρεμ¬ βολή, προσθήκη inshore (' inJo:r): (adj) παράκτιος II προς την ακτή, με κατεύθυνση προς την ακτή inside ( insaid): (η) το εσωτερικό, το μέσα μέρος II (adj) εσωτερικός, από μέσα II (prep & adv) μέσα, εντός II ~r: (η) αυτός που έχει τα μέσα II μυημένος II - out: ανάποδα, το μέσα έξω II on the ~: με επιρροή, με μέσα insidious (in' sidi:as): (adj) ύπουλος II δόλιος, πονηρός insight ( insait): (η) διορατικότητα II διαφωτιστική ματιά ή νύξη insignia (in' signi:a): (π) διακριτικό, έμ¬ βλημα insignifican-ce (insig ' nifikans), ~cy: (π) ασημότητα, ασημαντότητα II ~t: (adj) ασήμαντος II μηδαμινός, τιποτέ¬ νιος insincer-e (insin siar): (adj) ανειλικρι¬ νής II -ity: (π) ανειλικρίνεια insinuat-e (in' sinju:eit) [-d]: (v) παρεισέρχομαι, παρεισφρώ, “χώνομαι” II υπαινίσσομαι II -ing: (adj) υπαινικτι¬ κός II δουλοπρεπής II -ion: (η) υπαι¬ νιγμός II παρείσδυση insipid (in' sipid): (adj) άνοστος, ανού¬ σιος insist (in sist) [-ed]: (v) επιμένω II εμ¬ μένω II -ence, -ency: (η) επιμονή II εμμονή II -ent: (adj) επίμονος insole (' insoul: (η) εσωτερική σόλα, εν¬ διάμεση σόλα insolen-ce ( insalans): (η) αυθάδεια, αναίδεια, θρασύτητα II ~t: (adj) αυθά¬ δης, αναιδής, θρασύς 194

insurmountable insoluble (in' soljabal): (adj) αδιάλυτος II ανεξήγητος, άλυτος insolvable (in' salvabal): (adj) άλυτος, χωρίς λύση insolven-cy (in' solvansi:): (η) χρεωκοπία, πτώχευση, έλλειψη οικ. μέσων II αφερεγγυότητα II ~t: (adj) χρεωκοπημένος, χωρίς οικ. μέσα II αφερέγγυος insomnia (in' somni:a): (η) αϋπνία II ~c: (π) αυτός που έχει αϋπνίες insomuch (' insou ' niAtJ): (adv) αφού, εφόσον insoucian-ce (in' su:si:ans): (π) αδιαφο¬ ρία II ~t: (adj) αδιάφορος, αμέριμνος inspect (in'spekt) [-ed]: (v) επιθεωρώ II ελέγχω II -ion: (η) επιθεώρηση II -ive: (adj) εξεταστικός II -or: (η) επιθεώρη¬

(insta' tju:Jan): (π) θεσμός II εγκαθίδρυ¬ ση, εγκατάσταση II ίδρυμα instruct (in'strAkt) [-ed]: (ν) καθοδηγώ, διδάσκω II δίνω οδηγίες ή εντολές II -ion: (π) καθοδήγηση II διδασκαλία, διδαχή II -ions: (η) εντολές II -ive: (adj) διδακτικός, πληροφοριακός, καθοδηγητικός II -or: καθοδηγητής II εκ¬ παιδευτής II διδάσκαλος II επιμελητής πανεπιστημίου instrument (' instramant): (η) όργανο II μέσο II μουσ. όργανο II ~al: (adj) ενόρ¬ γανος II συντελεστικός, που συμβάλλει II —alist: (η) οργανοπαίκτης II -ality: (η) μέσο, όργανο II συντελεστικότητα insubordinat-e (insa' bo:rdnit): (adj) ανυπάκουος, απειθής II ανυπότακτος II -ion: (η) απείθεια II ανυποταξία insubstantial (insab' staen/al): (adj) αβάσιμος insufferable (in' SAfarabal): (adj) ανυ¬ πόφορος insufficien-cy (insa' fi/ansi): (η) ανε¬ πάρκεια II ~t: (adj) ανεπαρκής II -tly: (adv) ανεπαρκώς insular ( insalar): (adj) νησιώτικος II στενής αντίληψης II -ity: (η) στενοκεφαλιά, στενότητα αντιλήψεων, στενή αντίληψη insulat-e ( insaleit) [-d]: (ν) απομονώ¬ νω II μονώνω, βάζω μόνωση II -ing: (adj) μονωτικός II -ion: (η) μόνωση II -or: (η) μονωτήρας insult (in'sAlt) [-ed]: (ν) προσβάλλω, θίγω II ( insAlt): (η) προσβολή insuperable (in' su:parabal): (adj) ανυ¬ πέρβλητος insupportable (inse po:rtabal): (adj) αβάσταχτος II αστήριχτος insur-ance (in' ju:rans): (η) ασφάλεια II ασφάλιση II ασφάλιστρο II -ant: (π) ασφαλισμένος II ~e [-d]: (ν) ασφαλίζω II διασφαλίζω, εξασφαλίζω II -ed: (η) ασφαλισμένος insurgen-ce (in' sa:rdzans), ~cy: (η) εξέ¬ γερση, ανταρσία II ~t: (adj) στασιαστι¬ κός, εξεγερτικός II (η) αντάρτης, στα¬ σιαστής insurmountable (insar' mauntabal): (adj) ανυπέρβλητος, αξεπέραστος

ση II -ator: (η) αναπνευστήρας II ~e (ins'paiar) f-d|: (v> εμπνέω II ~er: εμπνευστής inspirit (in spirit) |-ed|: (v) εμψυχώνω instability (insts bilati): (η) αστάθεια install (in'sto:l) [-ed]: (v) εγκαθιστώ II τοποθετώ II -ation: (η) εγκατάσταση II τοποθέτηση II -ment: (π) δόση II “συ¬ νέχεια” μυθιστορήματος instance (' instans): (η) περίπτωση II παράδειγμα II δικαστική υπόθεση II for ~: παραδείγματος χάρη instant ('instant): (η) στιγμή II (adj) στιγμιαίος II άμεσος II τρέχων II -aneous (instan' teini:as): (adj) στιγμι¬ αίος, στη στιγμή II ~ly: (adv) αμέσως, στη στιγμή instead (in'sted): (adv) αντί, στη θέση του II - of: αντί instep (' instep): (η) μετατάρσιο instigat-e ( instigeit) [-d]: (ν) υποκινώ II παρακινώ II -ion: (π) υποκίνηση II παρακίνηση II -or: (η) υποκινητής instill (in stil) [-ed]: (ν) ενσταλλάζω instinct (' instiqkt): (η) ένστικτο II -ive: (adj) ενστικτώδης, ορμέμφυτος II —ively: (adv) ενστικτωδώς, από ένστι¬ κτο institut-e (' instatju:t) [-d]: (ν) θεσπίζω, εισάγω II εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ II (η) ίδρυμα, “ινστιτούτο” II -ion

195

insurrection insurrection (insa' rekjan): (η) ανταρ¬ σία, εξέργεση insusceptible (insa' septabal): (adj) ανε¬ πηρέαστος, μη επηρεάσιμος intact (in' taekt): (adj) ακέραιος, άθι¬ κτος, απείραχτος intake (inteik): (η) εισαγωγή II είσο¬ δος, στόμιο εισόδου intangible (in' taendzabal): (adj) απροσ¬ διόριστος II μη χειροπιαστός integ-er (' intadzar): (η) ακέραιος αριθ¬ μός II ~ral (' intagral): (adj) ακέραιος II αναπόσπαστος II ολοκληρωτικός II ολοκληρωματικός II -rate [-d]: (ν) ολοκληρώνω II ενσωματώνω, ενώνω II -ration: (η) ολοκλήρωση II —rity (in' tegrati:): (η) ακεραιότητα intellect ( intalekt): (η) διανόηση II διά¬ νοια, νους II -ual: (adj) διανοητικός, πνευματικός II (η) διανοούμενος intelligen-ce (in' teladzans): (η) νοημο¬ σύνη II ευφυΐα, εξυπνάδα II πληροφο¬ ρίες II κατασκοπία, μυστικές πληροφο¬ ρίες II ~t: (adj) ευφυής, έξυπνος, νοήμων II —tsia: (π) “οι διανοούμενοι” intelligible (in' teladzabal): (adj) νοητός, κατανοητός intemper-ance (in ' temparans): (n) ακράτεια II -ate: (adj) ακρατής intend (in tend) [-ed]: (v) προτίθεμαι, έχω σκοτίό II έχω σημασία, σημαίνω II -ed: (adj) εκ προθέσεως, από σκοπού II μέλλων σύζυγος (id) intens-e (in tens): (adj) έντονος, δυνα¬ τός II σε ένταση II —ify (in' tensafai) t-ied]: (v) εντείνω, δυναμώνω II —ity: (η) ένταση II σφοδρότητα II -ive: (adj) εντατικός II -ively: (adv) εντατικά intent (in tent): (η) σκοπός, πρόθεση II -ion: (η) πρόθεση, σχέδιο, σκοπός II -ional: (adj) σκόπιμος, από σκοπού, εσκεμμένος II -ionally: (adv) σκόπιμα, από σκοπού II ~ly: (adv) έντονα, με όλη την προσοχή inter (in 'ta.r) [-red]: (ν) ενταφιάζω interact (intar'aekt) [-ed]: (ν) αλληλεπιδρώ II -ion: (η) αλληλεπίδραση intercede (intar si:d) [-d]: (ν) μεσολαβώ intercept (intar sept) [-ed]: (ν) τέμνω II ανακόπτω ή εμποδίζω πορεία

intercession (intar' sejan): (π) μεσολά¬ βηση interchange (' intar' tjeindz) [-d]: (v) ανταλλάσσω II εναλλάσσομαι II (π) ανταλλαγή II μεταλλαγή II -able: (adj) ανταλλάξιμος, εναλλάξιμος intercom: see intercommunication intercommunication (intarkamjuma' keijan): (η) ενδοεπικοι¬ νωνία II - system or intercom: σύ¬ στημα ενδοεπικοινωνίας, εσωτερικό σύστημα επικοινωνίας interconnect (intarka' nekt) [-ed]: (v) αλληλοσυνδέω intercontinental (intarkonta' nentl): (adj) διηπειρωτικός intercostal (intar' kostl): (adj) ενδοπλευρικός intercourse (' intarko:rs): (η) επικοινω¬ νία II συνουσία interdependence (intardi' pendans): (n) αλληλεξάρτηση interest ('intarist): (η) ενδιαφέρον II συμφέρον II τόκος II [-ed]: (ν) ενδιαφέ¬ ρω II -ed: (adj) ενδιαφερόμενος II -ing: (adj) ενδιαφέρων II in the - of: προς το συμφέρον, για το καλό interfere (' intar' fi:r) [-d]: (ν) επεμβαί¬ νω II εμποδίζω, μπαίνω στο δρόμο II -nee: (η) επέμβαση II παρεμβολή, πα¬ ρέμβαση interim ( intarim): (η) χρονικό διάστη¬ μα, μεσοδιάστημα II (adj) προσωρινός interior (in tiri:ar): (adj) εσωτερικός II (η) εσωτερικό interject ('intar' dzekt) [-ed]: (ν) πα¬ ρεμβάλλω, πετάγομαι διακόπτοντας II -ion: (π) επιφώνημα II αναφώνηση interlock ( 'intar lok) [-ed]: (ν) συνδέω στερεά, συναρμολογώ II συνδέομαι, συμπλέκομαι interlope ('intar loup) [-d]: (ν) επεμ¬ βαίνω, παρεμβαίνω II καταπατώ II ~r: (η) παρείσακτος interlude ( intar lu:d): (η) διάλειμμα II “μουσικό διάλειμμα” intermarriage (intar' maeridz): (η) επι¬ γαμία intermedia-cy (intar' mi:di:asi:): (η) το μέσο, το ενδιάμεσο II ~ry: (η) μεσολα-

196

inroxicant βητής II μεσάζων II ~te: (adj) ενδιάμε¬ σος interminable (in' ta:rmanabal): (adj) ατέλειωτος intermingle (intar' mirjgal) [-d]: '(v) ανακατεύομαι intermission (intar' mijan): (η) διάλειμ¬ μα II διακοπή intermit (intar mit) [-ted]: (v) διακό¬ πτω, διαλείπω II -tent: (adj) διαλείπων, εναλλασσόμενος intermix (' intar' miks) [-ed]: (v) ανα¬ κατεύομαι intern ( inta:m): (η) πτυχιούχος που παίρνει ειδικότητα II εσωτερικός για¬ τρός II (in'ta:m) [-ed]: (ν) περιορίζω, θέτω σε περιορισμό II εκπαιδεύω ή εκ¬ παιδεύομαι ως εσωτ. γιατρός II ~al (in' ta:mal): (adj) εσωτερικός, από μέ¬ σα II ~al revenue: (π) εφορεία II -ment: (η) περιορισμός, κάθειρξη international (intar' neijanal): (adj) διε¬ θνής II -ism: (η) διεθνισμός internist (in ta:mist): (η) ειδικός παθο¬ λόγος interpellat-e (intar' peleit) [-d]: (ν) κά¬ νω επερώτηση II -ion: (η) επερώτηση interplanetary (intar plaenateri): (adj) διαπλανητικός interplay (' intarplei): (η) αλληλεπίδρα¬ ση interpolat-e (in' ta:rpaleit) [-d]: (ν) πα¬ ρεμβάλλω, υπολογίζω με παρεμβολή II -ion: (η) υπολογισμός με παρεμβολή interpos-e (' intar pouz) [-d]: (ν) πα¬ ρενθέτω, παρεμβάλλω II επεμβαίνω II —ition: (η) παρέμβαση interpret (in' ta:rprit) [-ed]: (ν) διερμη¬ νεύω, ερμηνεύω II -ation: (η) ερμηνεία II ~er: (π) διερμηνέας interregnum (intar' regnam): (η) μεσοβασιλεία interrelat-e (' intarri leit) [-d]: (ν) συ¬ σχετίζω II -ion, -ionship: (η) συσχέτιση interrogat-e (in' terageit) [-d]: (ν) ανα¬ κρίνω, εξετάζω II -ion: (η) ανάκριση, εξέταση II ερώτηση II -ion point: (n) ερωτηματικό II -ive: (adj) ερωτηματι¬ κός II -or: (η) ανακριτής, εξεταστής II

-ory: (adj) εξεταστικός, ερωτηματικός interrupt (inta'rApt) [-ed]: (ν) διακό¬ πτω II - ion: (η) διακοπή intersect ('intar' sekt) [-ed]: (ν) τέμνω II διασταυρώνομαι II -ion: (η) τομή II

διασταύρωση

interspers-e (' intar' spa:rs) [-d]: (v) διασπείρω II -ion: (η) διασπορά interstate (' intar' steit): (adj) διαπολι-

τειακός

interstellar ( 'intar stelar): (adj) δια-

στρικός, διαστημικός intertwine ('intar' twain) [-d]: (ν) συ¬ μπλέκω, πλέκω interval (' intarval): (η) διάστημα II διά¬ λειμμα interven-e ('intar' vi:n) [-d]: (ν) παρεμ¬ βαίνω II επεμβαίνω, μεσολαβώ II -tion (intar' venjan): (η) παρέμβαση II επέμ¬ βαση, μεσολάβηση II -tionism: (n) πολιτική επέμβασης, παρεμβατισμός interview (intarvju) [-ed]: (ν) παίρνω συνέντευξη II εξετάζω υποψήφιο για θέση II (η) συνέντευξη II εξέταση υπο¬ ψηφίου για θέση intestate (in' testeit): (adj) (αποθανών) χωρίς διαθήκη intestine (in' testan): (η) έντερο intima-cy (' intamasi:): (η) οικειότητα II σεξουαλική σχέση II ~te (' intamit): (adj) οικείος II εσωτερικός, ενδόμυχος, μυστικός II (η) στενός φίλος II (intameit) [-d]: (ν) υποδηλώνω, δίνω να καταλάβει, υπαινίσσομαι II —tely: (adv) πολύ στενά, οικεία II ενδόμυχα, μυστικά, σε βάθος II -tion: (π) υπαι¬ νιγμός intimidat-e (in' timadeit) [-d]: (ν) εκφο¬ βίζω, φοβίζω II -ion: (π) εκφοβισμός into ( intu:): (prep) εις, μέσα, σε II κα¬ τά, επάνω σε intoler-able (in tolarabal): (adj) ανυπό¬ φορος, αβάσταχτος, αφόρητος II -ance: (η) μισαλλοδοξία II αδιαλλαξία II ερεθιστικότητα II -ant: (adj) μισαλ¬ λόδοξος II αδιάλλακτος II ευερέθιστος II μη ανεκτικός intonation (intou ' neijan): (η) τόνος, διακύμανση intoxic-ant (in ' toksikant): (η) οινο197

intractable (ν) ακυρώνω II -ity: (η) ακυρότητα II το αβάσιμο invaluable (in' vaeljuabal): (adj) πολύτι¬ μος, ανεκτίμητος invariable (in' veari:abal): (adj) αμετά¬ βλητος, σταθερός invasion (in'veizan): (η) εισβολή, επι¬ δρομή II καταπάτηση invent (in vent) [-ed]: (ν) εφευρίσκω II επινοώ II -ion: (η) εφεύρεση II επινόη¬ ση II -ive: (adj) εφευρετικός II επινοη¬ τικός II -iveness: (π) εφευρετικότητα II επινοητικότητα II -or: (π) εφευρέτης II -ory ('invantori:): (π) καταγραφή inver-se (in'va:rs, 'inva:rs): (adj) αντί¬ στροφος II -sion: (π) αντιστροφή II σε¬ ξουαλική ανωμαλία II ~t [-ed]: (ν) αντιστρέφω II -ted: (adj) αντιστραμμένος, ανάποδογυρισμένος II -ted commas: (η) εισαγωγικά invertebrate (in ' va:rtabrit): (adj) ασπόνδυλος II (η) ασπόνδυλο ζώο invest (in vest) [-ed]: (ν) επενδύω II πε¬ ριβάλλω II πολιορκώ II -ment: (π) επένδυση II -or: (η) μέτοχος, αυτός που έχει επενδύσεις investigat-e (in' vestigeit) [-d]: (ν) ερευ¬ νώ, εξετάζω II -ion: (η) έρευνα, εξέτα¬ ση II αναζήτηση II -or: (η) ερευνητής II μυστικός αστυνομικός II private -or: (η) ιδιωτικός ντετέκτιβ investiture (in' vestatju:r): (η) ένδυμα II εγκαθίδρυση, εγκατάσταση σε αξίωμα ή αρχή investment (in' vestmant): (η) επένδυση inveterate (in' vetarit): (adj) αδιόρθω¬ τος, χρόνιος invigorat-e (in' vigareit) [-d]: (ν) ανα¬ ζωογονώ, τονώνω II -ing: (adj) τονω¬ τικός, αναζωογονητικός invincible (in' vinsabal): (adj) αήττητος, ακατανίκητος inviol-able (in' vaialabal): (adj) μη παραβιάσιμος II -ate: (adj) απαραβίαστος II απαράβατος invisible (in' vizabal): (adj) αόρατος II -ink: (η) συμπαθητική μελάνη invit-ation (inva teijan): (η) πρόσκληση II πρόκληση, έλξη II ~e (in'vait) [-d]: (ν) προσκαλώ II προσελκύω, προκαλώ

πνευματώδες ποτό, μεθυστικό ποτό II (adj) μεθυστικός II -ate [-d]: (ν) μεθώ, ζαλίζω II -ated: (adj) μεθυσμένος, ζα¬ λισμένος II -ation: (η) μεθύσι, μέθη intractable (in' traektabal): (adj) δύσχρη¬ στος II ατίθασος, απειθής II δυσκολοθεράπευτος intransigent (in' traensadzant): (adj) ανένδοτος II αδιάλλακτος, intransitive (in' traensativ): (adj) αμετά¬ βατος intravenous (intra' vi:nas): (adj) ενδο¬ φλέβιος intrepid (in trepid): (adj) ατρόμητος II -ity, -ness: (η) αφοβία intrica-cy (' intrikasi:): (η) πλοκή, περι¬ πλοκή II ~te: (adj) πολύπλοκος intrigue (intri:g, in'tri:g): (η) ραδιουρ¬ γία, μηχανορραφία II [-d]: (ν) μηχα¬ νορραφώ, ραδιουργώ II ελκύω, θέλγω intrinsic (in trinsik): (adj) έμφυτος, εσωτερικός II ουσιώδης introduc-e (' intra' dju:s) [-d]: (ν) συνι¬ στώ II εισάγω II πρωτοπαρουσιάζω II -tion: (π) σύσταση II εισαγωγή II πρωτοπαρουσίαση II πρόλογος, εισαγωγή II -tory: (adj) συστατικός II εισαγωγικός introspect (' intra' spekt) [-ed]: (V) κά¬ νω ενδοσκόπηση, εξετάζω τον ευατό μου ή τις σκέψεις μου II -ion: (η) εν¬ δοσκόπηση II -ive: (adj) ενδοσκοπικός introvert (' intra' va:rt): ενδοστρεφής, ενδόστροφος intru-de (in'tru:d) [-d]: (ν) διεισδύω, μπαίνω απρόσκλητος II παρεμβαίνω II -der: (π) παρείσακτος II -sion: (η) δι¬ είσδυση, απρόσκλητη είσοδος II παρέμ¬ βαση II -sive: (adj) παρενοχλητικός intuiti-on (intu:' ijan): (η) διαίσθηση II ~ve: (adj) διαισθητικός II ενστικτώδης inundat-e ( inAndeit) [-d]: (ν) πλημμυ¬ ρίζω II κατακλύζω, υπερπληρώ, γεμίζω II -ion: (η) πλημμύρα II κατακλυσμός inure (in' ju:r) [-d]: (ν) εθίζω, συνηθίζω invade (in 'veid) [-d]: (ν) κάνω επιδρο¬ μή, εισβάλλω II καταπατώ, αρπάζω II ~r: (η) επιδρομέας, εισβολέας invalid ( invalid): (η) ανάπηρος II άρ¬ ρωστος, κατάκοιτος II (in'vaelid): (adj) αβάσιμος II άκυρος II -ate [-d]: 198

irretrievable II ~ing: (adj) ελκυστικός invocation ( inva'keijan): (η) εναρκτή¬

ραπέτασμα II - hand: αυταρχική εξου¬ σία II - horse: ατμομηχανή (id) II -ing: (η) σιδέρωμα II -ing board: τά¬ βλα σιδερώματος II -lung: (η) σιδερούς πνεύμων II - monger: (η) σιδε¬ ράς, πωλητής σιδερικών II -smith: (η) σιδεράς II -works: (η) σιδηρουρ¬ γείο iron-ic (ai' ronik), - ical: (adj) ειρωνι¬ κός II -ically: (adv) ειρωνικά II ~y ( airani): (η) ειρωνεία irrational (i' raefanal): (adj) παράλογος II -ism: (η) παράλογισμός irreconcilable (irekan' sailabal): (adj) αδιάλλακτος II ασυμβίβαστος irrecoverable (iri' kAvarabal): (adj) ανε¬ πανόρθωτος irredeemable (iri' di:mabal): (adj) μη εξαγοράσιμος II μη εξαργυρώσιμος irreducible (iri du:sabal): (adj) μη απλοποιήσιμος irrefutable (i' refjatabal): (adj) αδιάψευ¬ στος II ακαταμάχητος irregular (i' regjalar): (adj) ανώμαλος II αντικανονικός II ακανόνιστος, άτακτος II μη τακτικός, άτακτος II ~ity: (η) ανωμαλία II αντικανονικότητα II ατα¬ ξία irrelevan-ce (i' relavans), ~cy: (η) ασχετότητα, το άσχετο II ~t: (adj) άσχετος irreligious (iri'lidzas): (adj) άθρησκος irremovable (iri' mu:vabal): (adj) αμε¬ τακίνητος irreparable (i' reparabal): (adj) ανεπα¬ νόρθωτος irreplaceable (iri' pleisabal): (adj) ανα¬ ντικατάστατος irrepressible (iri' presabal): (adj) ακα¬ τάσχετος irreproachable (iri proutjabal): (adj) άμεμπτος, άψογος irresistible (iri' zistabal): (adj) ακατα¬ μάχητος irresolute (i' rezaljut): (adj) αναποφάσι¬ στος II διστακτικός irrespective (iri' spektiv): - of: άσχετα με, ανεξάρτητα από irresponsible (iri' sponsabal): (adj) ανεύθυνος irretrievable (iri' tri:vabal): (adj) ανε-

ρια προσευχή invoice ('invois): (η) τιμολόγιο II [-d]: (v) εκδίδω τιμολόγιο invoke (in'vouk) [-d]: (v) επικαλούμαι involuntar-y (in ' valanteri:): (adj) ακού¬ σιος II ~ily: (adv) ακούσια, άθελα involve (in' valv) [-d]: (v) περιέχω II συνεπάγομαι II ανακατεύω, μπερδεύω, μπλέκω II τυλίγω II υψώνω σε δύναμη II ~d: (adj) ανακατεμένος, μπερδεμέ¬ νος, μπλεγμένος II πολύπλοκος invulnerable (in ' VAlnarabal): (adj) απρόσβλητος II άτρωτος inward (' inward): (adj) εσωτερικός II προς το εσωτερικό, προς τα μέσα II στενός, οικείος II (π) το εσωτερικό II ~ly: (adv) προς τα μέσα II στα μέσα II -ness: (η) οικειότητα, στενή σχέση iodine (' aiadain, ' aiadin): (η) ιώδιο Ionic (ai' onik): (adj) Ιωνικός iota (ai'outa): (η) γιώτα II απειροελάχι¬ στη ποσότητα IOU ( aiou 'ju:): (π) γραμμάτιο, συναλ¬ λαγματική Iran (i'rasn): (η) Ιράν, Περσία II -ian: (adj) Περσικός II (π) Πέρσης II περσική γλώσσα Iraq (i raek): (η) Ιράκ II ~i: (adj) Ιρακινός irascible (i' raesabal): (adj) ευερέθιστος, ευέξαπτος irate ( aireit, ai reit): (adj) ερεθισμέ¬ νος, οργισμένος ire (' air): (η) οργή Ir-eland ( airland): (η) Ιρλανδία II -ish: (adj) Ιρλανδικός II (η) Ιρλανδός II -ish coffee: (η) καφές με ουΐσκυ irk (a:rk) [-ed]: (v) ερεθίζω, εξερεθίζω II παρενοχλώ II -some: (adj) ερεθιστι¬ κός, ενοχλητικός iron ('aiarn): (η) σίδερος II σίδερο, σι¬ δερικό II σίδερο σιδερώματος II (adj) σιδερένιος II ~s: (π) σίδερα, δεσμά II [ed): (ν) σιδερώνω II have an - in the fire: (ν) έχω αναλάβει μια επιχείρηση II in ~s: αλυσοδεμένος II - out: (ν) εξομαλύνω δυσκολίες II - Age: εποχή σιδήρου II - curtain: (η) σιδηρούν πα¬ 199

irrevenence πανόρθωτος II ~y: (adv) ανεπανόρθω¬ τα irrevenen-ce (i' revarans): (η) ασέβεια II ~t: (adj) ασεβής irreversible (iri' va:rsabal): (adj) αμετάτρεπτος irrevocabl-e (i' revakabal): (adj) αμετάκλητος II ~y: (adv) αμετάκλητα, ορι¬ στικά irrig-able (irigabal): (adj) αρδεύσιμος II -ate [-d]: (v) αρδεύω II -ation: (n) άρδευση irrit-able (iratabal): (adj) ευέξαπτος II -ant: (η) ερεθιστικό II -ate [-d]: (v) ερεθίζω II -ating: (adj) ερεθιστικός II -ation: (η) ερεθισμός, ερέθισμα is (iz): (v) είναι (see be) island (ailand): (η) νησί II ~er: (η) νη¬ σιώτης isle (ail): (η) νησί II ~t: (η) νησάκι isn't: is not (see is) isobar (' aisaba:r): (η) ισοβαρής γραμμή isoclinal (aisa' klainal): (adj) ισοκλινής isogon-al (ai' saganal), ~ic: (adj) ισογώ¬ νιος isolat-e (' aisaleit) [-d]: (v) απομονώνω II - ion: (η) απομόνωση II -ionism (η) πολιτική απομόνωσης isometric (aisa' metrik), ~al: (adj) ισομετρικός isosceles (ai' sosali:z): (adj) ισοσκελές isotope (aisatoup): (η) ισότοπο Israel (izreal): (η) Ισραήλ II ~i: (adj & η) Ισραηλινός II —ite: (η) Ισραηλίτης issue ( i/u:): (η) έκδοση II δόσιμο II τεύ¬ χος II θέμα, ζήτημα II γέννημα, γόνος II κρίσιμο σημείο, αιχμή II εκβολή II [-d]:

(ν) προβάλλω, βγαίνω II κατάγομαι II εκδίδω, δημοσιεύω II δίνω, διανέμω II at ~: υπό συζήτηση II σε διαφωνία II join ~: (ν) αρχίζω διαφωνία II take (ν) παίρνω αντίθετο μέρος Isthm-ian (ismi:an): (adj) Ίσθμια II -us: (π) Ισθμός it (it): (pron) αυτό Italian (i taeljan): (adj) ιταλικός II (η) Ιταλός italic (i' taelik, ai 'taelik): (adj) γυρτός, πλάγιος (γραφή) II ~s: πλάγια γραφή Italy (' itali): (η) Ιταλία itch (itj) [-ed]: (ν) έχω φαγούρα, “με τρώει’’ II (π) φαγούρα II πόθος, επιθυ¬ μία II δερματική ασθένεια II ~y: (adj) φαγουριστικός, ερεθιστικός, που “τρώει” item (' aitam): (η) τεμάχιο II άρθρο II εγγραφή, καταγραφή II ειδησεογραφικό κομμάτι, μικρό δημοσίευμα II -ize [dj: (ν) καταγράφω αναλυτικά II δίνω αναλυτικά itinera-nt (ai' tinarant): (adj) περιοδεύων II ~ry: (η) δρομολόγιο II ταξιδιωτι¬ κός οδηγός II (adj) περιοδεύων its (its): (pron) δικό του, του it’s: it is: see is itself (it self): (pron) εαυτός του, τον εαυτό του I've: I have: see have ivory ( aivari:): (η) ελεφαντόδοντο II tower: (η) κατάσταση ή τόπος διανοη¬ τικής απομόνωσης ivy (' aivi): (η) κισσός Izmir (iz'mir): (π) Σμύρνη

J

J, j (dzei): το δέκατο γράμμα του

μαχαιριά

Αγγλικού αλφαβήτου jab (dzaeb) [-bed]: (ν) χτυπώ, δίνω “μπηχτή” II μαχαιρώνω II διατρυπώ II τινάζω με ορμή II χτύπημα, μπηχτή II

jabber (' dzaebar) [-ed]: (ν) μιλώ γρήγο-

ρα και ακατάληπτα II (π) γρήγορη, ακατάληπτη ομιλία jack (dzaek): (η) εργάτης II ναύτης II βα200

jell λές, φάντης II γρύλος, ανυψωτήρας II γάιδαρος αρσενικός II αρσενικό ζώων II σημαία πρύμης II λεφτά (id) II -ass: (η) γάιδαρος II μπουνταλάς, “μπουμπούνας” II - boot: (η) μπότα ψηλή II - daw: (π) καλιακούδα II - in the box: (η) φασουλής που πετάγεται από το κουτί II - knife: (η) διπλοσουγιάς II - knife [-d]: (ν) διπλώνομαι II - ofall-trades: (η) πολυτεχνίτης II - pot: (π) το μεγάλο βραβείο, η “καλή” II rabbit: (π) λαγός jackal (' dzaekal): (η) τσακάλι jacket (' dzaekit): (π) ζακέτα II περίβλη¬ μα, φλοιός II κάλυμμα βιβλίου jade (dzeid): (η) νεφρίτης II παλιάλογο II παλιογυναίκα II [-d]: (ν) κουράζω, εξαντλώ II - d: (adj) κατάκοπος, κου¬ ρασμένος jag (dzaeg): (η) αγκίδα, μύτη II κόψιμο, σκίσιμο II [-ged]: (ν) κάνω οδοντώσεις, κόβω II -ged: (adj) μυτερός, με αιχμές, με οδοντώσεις, με “δόντια” jaguar (' dzaegwa:r): (η) πάνθηρας της Αμερικής, τζάγκουαρ jail (dzeil) [-ed]: (ν) φυλακίζω II (η) φυλακή II - bird: (η) φυλακισμένος II πρώην κατάδικος II - delivery: (π) ομαδική δραπέτευση II - break: (η) δραπέτευση II ~er, -or: (π) δεσμοφύ¬ λακας jake (dzeik): (adj) υπέροχος, φίνος (id) jalopy (dza'lopi): (η) σαραβαλιασμένο αυτοκίνητο ή αεροπλάνο jam (dzasm) [-med]: (ν) σφηνώνω, “μπήγω” II στριμώχνω, χώνω II σφίγ¬ γομαι, κολλάω II παραγεμίζω II (η) σφήνωμα II στρίμωγμα II σφίξιμο, κόλ¬ λημα II παραγέμισμα II μαρμελάδα II -pack [-ed]: (ν) παραγεμίζω, γεμίζω πέρα ως πέρα jamb (dzaem): (π) παραστάτης πόρτας ή παράθυρου jamboree (dzaembs ri:): (π) γλέντι II προσκοπική συγκέντωση, “τζάμπορι” jangle (' dzaeijgal) [-d]: (ν) ηχώ μεταλ¬ λικά, κουδουνίζω II (η) μεταλλικός ήχος janissary (' dzaeniseri): (π) γενίτσαρος janitor (' dzaenatar): (η) καθαριστής II

εργάτης συντήρησης κτιρίου

January ( dzaenjueri:): (η) Ιανουάριος Jap (dzaep): (π) Γιαπωνέζος II -an (dza'paen): (η) Ιαπωνία II -anese:

(adj) Ιαπωνικός II (η) Γιαπωνέζος

jar (dza:r) [-red]: (ν) φωνάζω, ηχώ II

ενοχλώ II τραντάζω II συγκρούομαι II (η) τράνταγμα II βάζο II κανάτι jargon (dza:rgan): (η) ειδική διάλε¬ κτος επιστήμης ή επαγγέλματος .11 ακαταλαβίστικα jasmine (' dzaezman): (η) γιασεμί jasper (' dzaesp3r): (π) ίασπις jaundice (' dzo:ndis): (η) ίκτερος II ~d: (adj) πάσχων από ίκτερο II κιτρινωπός II φθονερός jaunt (dzo:nt) [-ed]: (ν) πάω βόλτα II (η) βόλτα, περίπατος II μικρό ταξιδάκι II ~y: (adj) κομψός II ανέμελος javelin (' dzasvlan): (η) ακόντιο II ακο¬ ντισμός jaw (dzo:): (π) σαγόνι II άνω ή κάτω σιαγόνα II ~s: (η) τοίχοι χαράδρας II -bone: (η) πίστωση (id) II - breaker: (π) λέξη δυσκολοπρόφερτη jay (dzei): (π) κίσσα II - walk [-ed]: (ν) περνώ δρόμο παράνομα jazz (dzaez): (η) “τζαζ” II ζωηράδα (id) II υπερβολή, “μπούρδα” (id) II [ed]: (ν) παίζω τζαζ II υπερβάλλω, λέω “μπούρδες” (id) II - up: (ν) ζωηρεύω II ~y: (adj) φανταχτερός, “φαντεζί” (id) jealous (' dzelas): (adj) ζηλότυπος, ζη¬ λιάρης II ζηλόφθονος II ~y: (η) ζήλια, ζηλοτυπία jean (dzi:n): (η) “ντρίλι”, “τζην” II ~s: (η) παντελόνι “τζην” jeep (dzi:p): (η) “τζιπ” jeer (dzisr) [-ed]: (ν) ειρωνεύομαι, χλευάζω II (η) ειρωνεία, χλευασμός, κοροϊδία Jehovah (dzi' houva): (η) Ιεχωβάς II ~’s witnesses: (η) μάρτυρες του Ιεχωβά jejune (dza'dzu:n): (adj) μη θρεπτικός II άνοστος, σαχλός II παιδαριώδης jell (dzel) [-ed]: (ν) πήζω, γίνομαι πελ¬ τές II αποκρυσταλλώνομαι II -ied: (adj) πολτοποιημένος II σερβιρισμένος με ζελέ II ~y: (η) πελτές, ζελές II [-ied]: 201

jenny (ν) γίνομαι ζελές II φτιάχνω ζελέ II ~y bean: (π) κουφέτο II ~y fish: (η) μέ¬ δουσα jenny ( dzeni:): (η) γαϊδούρα II κλω¬ στική μηχανή jeopard-ize (' dzepardaiz) [-d]: (ν) δια¬ κινδυνεύω II ~y: (η) διακινδύνευση, κίνδυνος II in ~y: σε κίνδυνο, “ρισκέ” jerk (dzo:rk) [-ed]: (ν) τινάζω απότομα II ρίχνω απότομα II “πετάω κουβέ¬ ντα” (id) II (η) τίναγμα II “τρίχας”, “μάπας” (id) II (ν) καπνίζω κρέας II ~ off: (ν) αυνανίζομαι II ~y: (adj) ανόη¬ τος (id) II απότομος II (π) καπνιστό κρέας jerkin (' dzs:rkan): (η) γιλέκο II δερμά¬ τινο “μπουφάν” Jerry (' dzeri): (η) Γερμανός (id) jersey ( dz3:rzi:): (η) πλεχτό ύφασμα, “ζέρσεϊ” jest (dzest) [-ed]: (ν) αστειεύομαι II ει¬ ρωνεύομαι, γελοιοποιώ II (η) αστείο II ειρωνεία II ~er: (η) γελωτοποιός jet (dzet): (π) γαγάτης II ορμητικός πί¬ δακας, ορμητική εκροή II στόμιο εκροής II προωστήρας II (adj) μαύρος II [-ted]: (ν) κινούμαι γρήγορα, ορμώ II ταξιδεύω με αεριωθούμενο II πετάω ή ρίχνω ορμητικά II ~ black: (adj) κατάμαυρος II ~ engine: (η) κινητήρας αυτοπροωθήσεως, “τζετ” II ~ lag: (η) σωματική κατάπτωση ή υπνηλία μετά από πολύωρο ταξίδι με “τζετ” II ~ sam: (η) εκβράσματα II ~ set: (η) οι “κοσμικοί”, η “κοσμική κοινωνία” II -tison [-ed]: (ν) πετάω, απορρίπτω jetty (dzeti:): (π) κυματοθραύστης II αποβάθρα λιμένος II λιμενοβραχίονας Jew (dzju:): (η) Εβραίος II ~ish: (adj) Εβραϊκός II ~ry: (η) Εβραίοι, Εβραϊ¬ σμός jewel ( dzu:3l): (η) κόσμημα II πολύτι¬ μος λίθος II εξαιρετικός άνθρωπος, “διαμάντι” II ~er, ~ler: (π) κοσμημα¬ τοπώλης II ~ry: (η) κοσμήματα, πολύ¬ τιμες πέτρες jib (dzib): (π) αρτέμονας, μπροστινό τριγωνικό ιστίο II βραχίονας γερανού II [-bed]: (ν) σταματώ, σαστίζω II τρα¬

βιέμαι πίσω, διστάζω jibe (dzaib) [-d]: (ν) στρέφω το ιστίο II εναρμονίζω II συμφωνώ, εναρμονίζο¬ μαι II (η) πείραγμα jiffy ( dzifi:): (η) στιγμή, απειροελάχι¬ στο χρονικό διάστημα (id) jig (dzig): (η) πηδηχτός, γρήγορος χο¬ ρός II αστείο, καλαμπούρι II πείραγμα II [-ged]: (ν) χοροπηδώ II ~ger: (η) βαρκούλα με πανί II -saw: (π) κατακόρυφο μηχανικό πριόνι II -saw puzzle: (η) παιχνίδι συναρμολόγησης χωριστών κομματιών που αποτελούν εικόνα jilt (dzilt) [-ed]: (ν) εγκαταλείπω ή απατώ εραστή ή ερωμένη jimmy (' dzimi:) (η) μοχλός, λοστός II [-ied]: (ν) ανοίγω με λοστό jingle ('dziijgsl) [-d]: (ν) κουδουνίζω II (π) κουδούνισμα jingo (' dzitygou): (η) πολεμοκάπηλος, σοβινιστής II by ~! (interj) τι λες! ω! jinx ( dzii]ks) [-ed]: (ν) φέρνω γρουσουζιά II (π) γρουσούζης ή γρουσούζι¬ κο πράγμα ή περιστατικό jitney ( dzitni:): (π) αγοραίο αυτοκίνη¬ το jitter ( dzitsr) [-ed]: (ν) είμαι νευρι¬ κός, νευριάζω II - bug: (η) γρήγορος χορός II μανιώδης χορευτής II ~s: (η) νεύρα, φόβος, τρεμούλα II ~y: (adj) εκνευρισμένος, φοβισμένος jiujitsu: see jujitsu jive (dzaiv): (π) τζαζ (id) II απατηλές κουβέντες (id) job (dzob): (η) δουλειά, έργο εργασία II καθήκον II θέση, δουλειά II [-bed]: (ν) δουλεύω με το κομμάτι II κάνω τον μεσάζοντα II -ber: (η) εργάτης κατ’ αποκοπή II μεσάζοντας II -bery: (η) δημοσιοϋπαλληλική διαφθορά II -lot: (η) φτηνοπράγματα II -less: (adj) άερ¬ γος II -lessness: (η) ανεργία II lie down on the παραμελώ τη δουλειά μου jockey (dzoki:): (η) τζόκεϊ II [-ed]: (ν) ιππεύω σαν τζόκεϊ II εξαπατώ, κοροϊ¬ δεύω II ελίσσομαι, προσπαθώ να προ¬ χωρήσω με πονηριές jocular (' dzokjabr): (adj) αστείος, ευ202

judo τράπελος II ~ity: (η) αστειότητα, ευθυ¬ μία jocund (dzoksnd): (adj) εύθυμος, χα¬ ρούμενος II ~idy: (η) ευθυμία jodhpurs (' dzodp3rz): (η) κιλότα ιππα¬ σίας jog (jog) [-gedj: (ν) τραντάζω II σκου¬ ντώ II τρέχω σιγανά, τρέχω “αντοχή” II (η) τράνταγμα II σκούντημα II τρέξι¬ μο, “τζόγκιν” II ~ger: (η) αυτός που τρέχει, που κάνει “τζόγκιν” II ~ging: (η) σιγανό τρέξιμο, “τζόγκιν” II -trot: (η) “τζόγκιν” II μονότονη δου¬ λειά ή ζωή joggle ('dzogol) [-d]: (ν) τραντάζω II (η) τράνταγμα II αρμός δοκών john (zon): (η) αποχωρητήριο (id) Johnny

come

σκουντώ II περνώ σπρώχνοντας II στριμώχνομαι jot (dzot) [-ted]: (ν) σημειώνω, γράφω βιαστικά II (η) απειροελάχιστη ποσό¬ τητα II -ting: (π) σημειωματάκι jounce (dzauns) [-d]: (ν) τινάζω, τρα¬ ντάζω II προχωρώ με τινάγματα journal (' dz3:rn3l): (η) ημερολόγιο συμβάντων II ημερολόγιο πλοίου II κα¬ τάστιχο II εφημερίδα II περιοδικό ειδι¬ κότητας II -ese: (η) δημοσιογραφικό “στυλ” II -ism: (π) δημοσιογραφία II υλικό δημοσίευσης II —ist: (π) δημο¬ σιογράφος II -istic: (adj) δημοσιογρα¬ φικός journey ( dz3:mi:): (η) ταξίδι II δια¬ δρομή II [-ed]: (ν) ταξιδεύω II κάνω διαδρομή II -man: (η) έμπειρος ή ειδι¬ κευμένος εργάτης ή τεχνίτης joust (dzaust): (η) κονταρομαχία II [ed]: (ν) κονταρομαχώ jovial (' dzouvi:sl): (adj) εύθυμος, ανοιχτόκαρδος jowl (dzaul): (η) μάγουλο II σαγόνι II προγούλι joy (dzoi): (η) χαρά II -ance: (π) γλέντι, ευθυμία II -ful: (adj) χαρούμενος II -less: (adj) άκεφος, χωρίς χαρά II -ous: (adj) χαρούμενος, εύθυμος, χα¬ ρωπός II -ride: (η) επικίνδυνη και πο¬ λυέξοδη επιχείρηση (id) jubil-ant (' dzirbslant): (adj) καταχα¬ ρούμενος, πανευτυχής II -ate [-d]: (ν) πανηγυρίζω, αγάλλομαι II -ation: (η) αγαλλίαση II ~ee: (η) επέτειος, γιορτή επετείου judge (dzAdz) [-ed]: (ν) κρίνω II δικάζω II κρίνω, υπολογίζω II σκέπτομαι II (η) δικαστής II κριτής II διαιτητής II -advocate: (π) επίτροπος στρατοδικεί¬ ου II -ment [judgment]: κρίση II από¬ φαση, γνώμη II δικαστική απόφαση judici-al (dzu:' dijal): (adj) δικαστικός II κριτικός II -ary: (adj) δικαστικός, δι¬ καστηριακός II (η) δικαστικό σώμα II -ous: (adj) με ορθή κρίση, συνετός II -ousness: (η) ορθή κρίση, σύνεση, φρόνηση judo ( dzu:dou): (η) Ιαπωνική πάλη, “τζούντο”

lately

(' joni:kAm leitli:): (η) αιωνίως αργοπορημένος II - on-the-spot: (π) πάντα έτοιμος να βοηθήσει join (dzoin) [-ed]: (ν) ενώνω, συνδέω II συναρμολογώ II γίνομαι μέλος II κατα¬ τάσσομαι II εγγράφομαι II παίρνω μέ¬ ρος II ~er: (η) λεπτουργός, ξυλουργός II ~t: (η) αρμός II σύνδεσμος, σύνδεση II άρθρωση II κομμάτι κρέας II φτηνό μπαρ, καταγώγιο II τσιγάρο με μαρι¬ χουάνα (id) II (adj) κοινός, από κοινού II ~t [-ed]: (ν) συναρμολογώ, ενώνω με άρθρωση II out of ~t: ασύμφωνος II κακόκεφος II -ted: (adj) αρθρωτός joist (dzoist): (π) δοκάρι πατώματος ή οροφής jok-e (dzouk) [-d]: (ν) αστειεύομαι II κοροϊδεύω, πειράζω II (η) αστείο, κα¬ λαμπούρι II πείραγμα, “πλάκα” II ~er: (η) αστείος, χωρατατζής II γελοίος II απροσδόκητη δυσκολία II τζόκερ της τράπουλας, “μπαλαντέρ” II -ingly: (adv) στ’ αστεία joll-ity ('dzolati:): (π) χαρά, ευθυμία II ~y: (adj) εύθυμος, χαρούμενος II (adv) πάρα πολύ II ~y [-ied]: (ν) διασκεδά¬ ζω, δίνω κέφι jolt (dzoult) [-ed]: (ν) τραντάζω, τινάζω II (η) τράνταγμα II ξάφνιασμα josh (dzoj) [-ed]: (ν) πειράζω, αστειεύο¬ μαι II (η) πείραγμα jostle ('dzosal) [-d]: (ν) σπρώχνω, 203

jug jug (dzAg): (η) σταμνί II κανάτα II φυ¬ λακή (id) II ~ head: (η) βλάκας (id) juggle ( dzAgsl) [-dj: (v) κάνω ταχυδα¬

κτυλουργίες II κάνω απάτη, κάνω λα¬ θροχειρία II (η) ταχυδακτυλουργία II λαθροχειρία II ~r: (η) ταχυδακτυλουρ¬ γός II ~ry: (η) ταχυδακτυλουργία II απάτη jugular (' dzAgjalar): (adj) αυχενικός II (η) αυχενική φλέβα juic-e (dzu:s): (η) χυμός II έντονη ζωή, ζωηράδα (id) II ηλεκτικό ρεύμα (id) II ~y: (adj) χυμώδης, ζουμερός II ενδια¬ φέρων II επικερδής jujitsu (dzu:' dzitsu:): (π) Ιαπωνική πά¬ λη, “ζίου-ζίτσου” juke box (dzu:k boks): (π) “τζουκμποξ” July (dzu' lai): (η) Ιούλιος jumble (' dzAmbol) [-d]: (v) ανακατεύω, κάνω συνοθύλευμα II συγχύζω, ταρά¬ ζω II (η) κυκεώνας, μπέρδεμα, ανακά¬ τεμα jumbo (' dzAmbou): (adj) πελώριος, ογκώδης jump (dzAmp) [-ed]: (ν) πηδώ II αναπη¬ δώ, σκιρτώ II υπερπηδώ II επιτίθεμαι II (η) άλμα, πήδημα II απότομη άνοδος, αύξηση II -ship: (ν) λιποτακτώ (από πλοίο) II - the gun: (ν) αρχίζω πρόω¬ ρα II ~er: (η) μπλούζα II ~er cable: see booster cable II -ing jack: (η) κρε¬ μαστός φασουλής, καραγκιοζάκι με σχοινιά II ~y: (adi) νευρικός junct-ion (' dzAtjkJsn): (π) ένωση, συνέ¬ νωση II διακλάδωση II διασταύρωση II -ure: (π) σημείο ή γραμμή ένωσης ή σύνδεσης II σημείο II at this σ’ αυ¬ τό το σημείο June (dzu:n): (η) Ιούνιος jungle (' dzAqgol): (π) ζούγκλα junior ('dzu:njar): (adj) νεότερος II μι¬ κρός, παιδικός II κατώτερος II τριτοε¬

204

τής φοιτητής II μαθητής προτελευταίας τάξης γυμνασίου II (η) μικρός, νεαρός II - high school: (η) γυμνάσιο junk (dzAijk): (η) άχρηστα υλικά, πράγματα για πέταμα II παλιατζούρα II πράγμα κατώτερης ποιότητας, “παλιοπράγμα” II ηρωίνη (id) II αλατισμέ¬ νο βωδινό II ~ie: (η) ναρκομανής II -man: (η) παλιατζής junta (' hu:nto): (η) χούντα jur-idical (dzu:' ridiksl): (adj) νομικός II -idical day: (η) δικάσιμος II -isdiction (dzu:rss' dikjon): (η) δικαιο¬ δοσία II -is prudence (' dzu:ras ' pru:dons): (η) νομολογία II -ist: (η) ειδικός νομομαθής II -or: (π) ένορκος II ~y: (π) ένορκοι, σύνολο των ενόρκων II ελλανοδίκη επιτροπή, οι κριτές II -yman: (η) ένορκος just (dzASt): (adj) δίκαιος II σωστός, κατάλληλος II ακριβής II (adv) ακριβώς II μόλις II - about: έτοιμος, επάνω που... II - now: μια στιγμή πριν II τώ¬ ρα δα II -ice (' dzAstis): (π) δικαιοσύ¬ νη II δίκαιο II δικαστής II -ice of the peace: (η) ειρηνοδίκης II -ifiable (' dzASto' faiobol): (adj) δικαιολογημέ¬ νος, εύλογος II -ification (' dzAstofi' keijon): (η) δικαιολογία II δικαίωση II -ify (' dzAStofai) [-ied]: (ν) δικαιολογώ, αιτιολογώ II δικαιώνω II -ness: (η) δίκαιο jut (dzAt) [-ted]: (ν) προεξέχω II (n) προεξοχή juvenile (' dzu:V3nsl, ' dzu:vonail): (adj) νεανικός II παιδικός, παιδιάστι¬ κος II (η) νεαρός, νεανίας II delinquency: παιδική εγκληματικότη¬ τα juxtapos-e (' dzAksto pouz) [-d]: (ν) αντιπαραθέτω II συγκρίνω με αντιπα¬ ράθεση II —ition: (η) αντιπαράθεση II σύγκριση με αντιπαράθεση

kidney

κ K, k (kei): το llo γράμμα του Αγγλι¬

κού Αλφαβήτου kaleidoscope (ka laidaskoup): (η) κα¬ λειδοσκόπιο kangaroo ( kseqga ru:): (η) καγκουρώ II ~ court: παρωδία δικαστηρίου kantar (ka:n' ta:r): (η) “καντάρι” karat: see carat karate (ka' ra:ti:): (η) καράτε (πάλη) katydid (' keiti:did): (η) ακρίδα II γρύλλος kayo (' keiou): νοκ άουτ keel (ki:l) [-ed]: (v) αναποδογυρίζω, “τουμπάρω” II (π) τρόπιδα, καρίνα II μαούνα II ~ over: (ν) πέφτω λιπόθυ¬ μος, πέφτω κάτω keen (ki:n): (adj) αιχμηρός II κοφτερός II επιμελής II ζωηρός, δυνατός II οξύς II ενεργητικός II -ness: (π) επιμέλεια II ζωηράδα, ενεργητικότητα II ζήλος keep (ki:p) [kept, kept]: (ν) κρατώ, διατηρώ II συντηρώ II τηρώ, υπακούω, σέβομαι II συνεχίζω, εξακολουθώ II διατηρούμαι, “βαστάω” II μένω II (η) φροντίδα II έξοδα συντήρησης II κε¬ ντρικός πύργος φρουρίου II φυλακή II ~ back: (η) δεν μαρτυρώ, κρύβω II μέ¬ νω πίσω, απομακρύνομαι II ~ off: (ν) δεν πλησιάζω II - on: (ν) συνεχί¬ ζω II - out: (ν) αποκλείω ή απαγο¬ ρεύω είσοδο II - up: (ν) διατηρώ II επιμένω, εμμένω II κρατιύ άγρυπνο II for ~s: μόνιμα, για πάντα II - sake: (η) ενθύμιο keg (keg): (η) δοχείο, βαρελάκι, βυτίο kennel (' kenal): (η) κυνοτροφειο II κο¬ πάδι κυνηγετικών σκυλιών Ιί άντρο λύκου II μεγάλο σπίτι σκύλου, σκυλόσπιτο kept: see keep kerb: see curb kerchief (' ka:rt}if): (η) σάρπα, σάλι II μαντίλι

kernel (' ka:mal): (η) πυρήνας II ψίχα

σπόρου

kerosene (' kerasi:n): (η) πετρέλαιο, κε-

ροζίνη, παραφίνη kestrel (' kestral): (η) κιρκινέζι ketch (ketj): (η) “γολέτα”, καράβι διίστιο II - up: (η) σάλτσα ντομάτας, “κετσάπ” kettle (' ketl): (η) χύτρα II γούρνα, λακούβα II τσαγιέρα key (ki:): (η) κλειδί II πλήκτρο II κλεί¬ δα, πίνακας λύσεων, πίνακας στοιχεί¬ ων II [-ed): (ν) κλειδώνω II εναρμονί¬ ζω, συντονίζω II (adj) καίριος, “κλει¬ δί” II -board: (η) ταμπλώ των πλή¬ κτρων, “κλαβιέ” II -hole: (η) κλειδα¬ ρότρυπα II -note: (η) κύριο ή κρίσιμο στοιχείο II γενική ιδέα ή πνεύμα khaki (' kaeki): (adj) χακί II (π) ρούχο χακί kibbutz (ki'buts): (π) κολεκτιβικό κτή¬ μα του Ισραήλ, “κιμπούτς” kick (kik) [-ed]: (ν) κλοτσώ II αρνούμαι να κάνω κάτι, “κλοτσάω” II (η) κλο¬ τσιά, λάκτισμα II - around: (ν) δεν φέρομαι καλά, παραμελώ II τριγυρίζω εδώ κι εκεί II σκέπτομαι, συλλογίζομαι κάτι II - back: (ν) επιστρέφω κλοπι¬ μαία II “λαδώνω” II - in: (ν) συνει¬ σφέρω II - off: (π) εναρκτήριο λάκτι¬ σμα II (ν) δίνω το εναρκτήριο λάκτι¬ σμα II - out: (ν) πετώ με τις κλοτσιές II - up: (ν) βάζω σε μπελά ή σε φασα¬ ρία kid (kid): (η) νεαρό ελάφι ή κατσίκι II κατσικίσιο κρέας II δέρμα κατσικίσιο II παιδί (id) II νεαρός II [-ded]: (ν) κο¬ ροϊδεύω, αστειεύομαι II ~dy: (η) παι¬ δάκι II - brother, - sister: (η) αδελ¬ φούλης, αδελφούλα II -nap [-ed or -ped]: (ν) απάγω II -naper: (η) απαγωγέας kidney (' kidni): (η) νεφρό II - stone: 205

kike (η) πέτρα των νεφρών kike (kaik): (η) εβραίος (περιφρονητι¬ κά) kill (kil) [-ed]: (ν) σκοτώνω II σταματώ, θέτω τέρμα II εξολοθρεύω, αφανίζω II παραλείπω, απαγορεύω δημοσίευση II (π) φόνος II κυνήγι, θήραμα II ~er: (η) φονιάς II ~ing: (η) φόνος II ξαφνι¬ κό κέρδος II -joy: (η) γρουσούζης kiln (kiln): (η) κλίβανος kilo (' ki:lou): (η) κιλό, χιλιόγραμμο II χιλιόμετρο II -gram: (η) χιλιόγραμμο II -meter: (π) χιλιόμετρο II -watt: (η) κιλοβάτ kilt (kilt): (η) φουστανέλα kilter ( kiltsr): (η) καλή κατάσταση, “φόρμα” II out of ~: όχι σε φόρμα kin (kin): (η) συγγενείς, σόι II - folk: (η) οικογένεια, συγγενολόι II -ship: (η) συγγένεια II next of ~: ο πλησιέστερος συγγενής kind (kaind): (adj) ευγενής, καλός, αγα¬ θός, καλόκαρδος II (η) είδος II - of: κάπως, κάτι σαν II in ~: (πληρωμή) σε είδος II με το ίδιο νόμισμα II -hearted: (adj) καλόκαρδος II -liness: (η) καλοσύνη II ~ly: (adj) καλός, καλό¬ βολος II ευγενικός II (adv) καλά, ευγε¬ νικά, μαλακά II -ness: (π) καλοσύνη kindergart-en (' kindsr' ga:rtn): (η) νη¬ πιαγωγείο II -ner: (π) νηπιαγωγός kindle (kindl) [-d]: (ν) συνδαυλίζω II βάζω φωτιά II εξάπτω, “ανάβω” II παίρνω φωτιά kindred (' kindrid): (adj) συγγενικός kinetic (ki netik): (adj) κινητικός ΪΙ ~s: (η) κινητική king (kil]): (η) βασιλιάς II ρήγας της τράπουλας II -dom: (η) βασίλειο II -fisher: (π) αλκυόνα, ψαροφάγος II ~ly: (adj) μεγαλόπρεπος, βασιλικός II -pin: (η) κεντρικός στύλος II ουσιώ¬ δης, ο πιο σπουδαίος Η -ship: (η) βα¬ σιλεία kink (kii]k): (π) μπέρδεμα, κόμπος II μυϊκός σπασμός, “πιάσιμο” II δυσκο¬ λία, εμπόδιο II ~y: (adj) μπερδεμένος, με κόμπους II αλλόκοτος II ανώμαλος kinsfolk: see kinfolk kiosk (ki:'osk): (η) περίπτερο, “κιό¬ 206

σκι”

kipper (' kipsr): (η) σολομός II ρέγκα

καπνιστή και αλατισμένη

kiss (kis) [-ed]: (ν) φιλώ II φιλί, φίλημα II ~er: (π) στόμα (id) II - off: (ν) ξε¬

φορτώνομαι, διώχνω οριστικά

kit (kit): (η) σύνεργα, εργαλεία II θήκη

εργαλείων II ατομικά είδη

kitchen ('kitten): (η) κουζίνα II μαγει¬ ρείο II -ette: (π) κουζινούλα II garden: (π) λαχανόκηπος II - police [k.p.]: (η) αγγαρεία μαγειρείου II -ware: (π) σκεύη κουζίνας kite (kait): (η) χαρταετός II μικρό ιστίο

II είδος αετού

kitt-en (' kitn): (η) γατάκι II -enish:

(adj) παιχνιδιάρης II ~y: (η) γατούλα II κεφάλαιο, συνεισφορά (id) II ποσοστό χαρτοπ. λέσχης Κ.Κ.Κ.: see ku klux klan kleptomania (klepts meini:s) or cleptomania: (η) κλεπτομανία II -c: (η) κλεπτομανής knack (naek): (η) φυσικό χάρισμα, φυ¬ σικό “ταλέντο” knapsack (' naepsaek): (η) γυλιός, σακί¬ διο knave (neiv): (η) κατεργάρης II φάντης, βαλές II ~ry: (π) κατεργαριά knead (ni:d) [-ed]: (ν) ζυμώνω II τρίβω δυνατά, κάνω μασάζ knee (ni:): (η) γόνατο II -cap: (η) επι¬ γονατίδα II - deep, - high: (adj) ως τα γόνατα II -jerk: (π) αντανακλαστι¬ κή κλοτσιά II -1 [knelt, knelt]: (ν) γο¬ νατίζω II -pad: (η) επιγονατίδα προ¬ στατευτική knell (nel) [-ed]: (ν) χτυπώ καμπάνες II (η) κωδωνοκρουσία knelt: see kneel knew: see know knickers ('niksrz): (η) κιλότα knickknack ( niknask): (η) μπιμπελό, μπιχλιμπίδι knife (naif) [-d]: (ν) μαχαιρώνω II προ¬ δίδω, φέρομαι ύπουλα II (η) μαχαίρι knight (nait): (η) ιππότης II άλογο σκακιού II [-ed]: (ν) χρίζω ιππότη II -errant: (η) ιππότης-τυχοδιώκτης, πλανόδιος, ιππότης II τυχοδιωκτικός

lacerate τύπος II -hood: (π) ιπποτισμός II αξίωμα ιππότη II σύνολο ιπποτών II ~ly: (adj) ιπποτικός knit (nit) [knit or -ed]: (ν) πλέκω II αλληλοπλέκω, συνδέω σταθερά II μαζεύω τα φρύδια, σουφρώνω τα φρύδια II (η) πλεκτό II -ting: (η) πλεκτό, πλέξι¬ μο II -ting needle: (η) βελόνα πλεξί¬ ματος knives: pi. of knife (see) knob (nob): (η) κόμπος, ρόζος, εξόγκω¬ μα II πόμολο, λαβή II λοφίσκος II -by: (adj) ογκώδης, με εξογκώματα knock (nok) [-ed]: (ν) κτυπώ II προκα¬ λώ σύγκρουση, “χτυπώ” II κριτικάρω (id) II συγκρούομαι II (η) χτύπημα II δηκτική παρατήρηση ή κριτική (ιδ) II - about: (ν) τριγυρίζω II συζητώ θέμα II - off: (ν) σταματώ, διακόπτω II τε¬ λειώνω γρήγορα ή βιαστικά II μειώνω, κατεβάζω II σκοτώνω II - down: (ν) ρίχνω με χτύπημα II ~er: (η) ρόπτρο II - kneed: (adj) στραβοπόδης II - out: (ν) βγάζω “νοκ άουτ”, ρίχνω αναί¬ σθητο II - out drop: (η) ναρκωτικό II - together: (ν) φτιάνω στα γρήγορα, μαζεύω βιαστικά knoli (noul): (π) λοφίσκος, ύψωμα knot (not) [-ted]: (ν) δένω κόμπο II

μπερδεύω II κομποδένομαι II μπερδεύ¬ ομαι II (η) κόμπος II δεσμός II πυκνή ομάδα II πρόβλημα, δυσκολία II ρόζος II κόμβος II -ted: (adj) κομποδεμένος II με κόμπους, ροζιασμένος know (nou) [knew, known]: (ν) γνωρί¬ ζω, ξέρω II αναγνωρίζω, ξεχωρίζω II -how: (η) δεξιότητα, τέχνη II - it-all: (π) πολύξερος II -ledge ( nolidz): (π) γνώση II μάθηση II πληροφορία II -ledgeable: (adj) γνώστης, καλώς πληροφορημένος II ~n: (adj) γνωστός II nothing: (π) αδαής, απληροφόρητος knuckle ('nAkol): (π) φάλαγγα δακτύ¬ λου, κλείδωση II [-d]: (V) δίνω γροθιά II - down: (ν) πέφτω με τα μούτρα στη δουλειά II - under: (ν) υποχωρώ Κ.Ο: see knock out kook (ku:k): (π) χαζούλης, παλαβούτσικος koran (ko' raen): (η) κοράνι Korea (ko 'ri:a): (η) Κορέα II ~n: (π & adj) Κορεάτης, κορεατικός kraut (kraut): (η) Γερμανός, “παλιογερμαναράς” Ku klux klan (' ku: klAks klaen): [K. K. K.]: (η) Κου Κλουξ Κλαν kung fu (ku:qg'fu:): (η) κινεζικό καράτε

L

(adj) κοπιαστικός, επίπονος II ~er: (η) χειρώναξ, εργάτης II - Party: (η) εργατικό κόμμα II - union: (η) εργατι¬ κό σωματείο labyrinth (' laebsrinth): (η) λαβύρινθος II -ine: (adj) λαβυρινθώδης, δαιόαλώδηζ lace (leis): (η) κορδόνι II σειρήτι II δα¬ ντέλα II [-d]: (ν) δένω, πλέκω II βάζω δαντέλα II βάζω αλκοόλ σε ποτό II δέρνω (id) lacerat-e ('laesareit) [-d]: (ν) ξεσχίζω II προκαλώ θλίψη II - ion: (η) σκίσιμο

L, 1 (el): To 12ο γράμμα του Αγγλ. αλ¬

φαβήτου lab: see laboratory label (' leibol): (η) επιγραφή II ετικέτα II [-ed]: (ν) βάζω επιγραφή ή ετικέτα II ταξινομώ, περιγράφω labial (' leibi:ol): (adj) χειλικός labor [labour] ( lei:bar): (η) δουλειά, εργασία II χειρονακτική εργασία II ερ¬ γατική τάξη II [-ed]: (ν) κοπιάζω, μο¬ χθώ II προχωρώ σιγά-σιγά και με κό¬ πο II -atory (' laebratori:) or lab: εργα¬ στήριο II χημείο II -ious (13 bori:3s): 207

laches laches ( laet/iz): (η) εγκληματική αμέ¬

lake (leik): (η) λίμνη II ~r: (π) πλοίο

lack (lack): (η) έλλειψη II ανάγκη II

lam (laem) [-med]: (ν) δέρνω II δραπε¬

λίμνης

λεια

τεύω, το “σκάω” II (η) δραπέτευση II on the ~: σκαστός lamb (lasm): (η) αρνάκι II κρέας αρνί¬ σιο II πράος, “αρνάκι” II κορόιδο II chop: (η) παιδάκι II -kin: (η) αρνάκι lame (leim): (adj) κουτσός II μη πειστι¬ κός II [-d]: (ν) κουτσαίνω II - duck: άνθρωπος αδύνατου χαρακτήρα lament (la ment) [-ed]: (ν) θρηνώ, οδύ¬ ρομαι II θρηνωδώ, παραπονιέμαι κλα¬ ψουρίζοντας II (η) θρήνος, οδυρμός II θρηνωδία II -able: (adj) αξιοθρήνητος II -ation: (η) θρήνος II L~ations: (η) θρήνοι του Ιερεμία, Ιερεμιάδες lamina (' laemana): (η) έλασμα, φύλλο II ~te [-d]: (ν) κατασκευάζω φύλλα ή ελάσματα II σκίζω σε φύλλα II (' laemanit): (adj) φυλλωτός, σε ελά¬ σματα II -ted: (adj) από ελάσματα, σε ελάσματα, σε φύλλα lamp (laemp): (η) λάμπα II φανάρι II λυ¬ χνάρι II -ion: (η) λυχνάρι λαδιού II lighter: (η) “γκαζιέρης” II -οοη: (π) σάτιρα II -post: (π) φανοστάτης, στύ¬ λος II -shade: (η) “αμπαζούρ” lance (laens): (η) λόγχη II καμάκι II νυ¬ στέρι II [-d]: (ν) λογχίζω II ανοίγω με νυστέρι II - corporal: υποδεκανέας II ~r: (η) λογχοφόρος II ~t: (π) νυστέρι land (laend): (η) γή, στεριά II χώρα II έδαφος II περιοχή, κτήματα II [-ed]: (ν) αποβιβάζω II αποβιβάζομαι II προ¬ σγειώνω II προσγειώνομαι II κερδίζω, εξασφαλίζω, “πιάνω” II δίνω, “κατα¬ φέρνω” II φτάνω II πέφτω II -ed: (adj) με κτηματική περιουσία II -holder: (π) κτηματίας, γαιοκτήμονας II -ing: (η) αποβίβαση II προσγείωση II πλατύσκαλο, κεφαλόσκαλο II -ing craft: (η) αποβατικό σκάφος II -ing field: (η) πεδίο προσγείωσης II -ing gear: (π) σύστημα προσγείωσης II -ing strip: (π) διάδρομος ή λουρίδα προ¬ σγείωσης II - lady: (π) νοικοκυρά, οι¬ κοδέσποινα II -less: (adj) ακτήμονας II -lord: (η) νοικοκύρης, οικοδεσπότης II πανδοχέας II - lubber: (η) στεριανός.

[-ed]: (ν) στερούμαι II λείπω lackadaisical (' laeka' deizikal): (adj) άτονος II νωθρός, νωχελής lackey (' laeki:): (η) δουλοπρεπής άν¬ θρωπος, “λακές” lackluster ('laeklAStar): (adj) άτονος, χωρίς ζωή lacon-ic (la'konik): (adj) λακωνικός II -ism: (η) λακωνισμός lacquer (laekar): (η) βερνίκι λάκας, λάκα lacuna (la'kju:na): (π) κενό II κοιλότη¬ τα lad (laed): (π) νεαρός, αγόρι II - die: (η) αγοράκι ladder (laedar): (η) σκάλα II “πόντος” κάλτσας II κοινωνική κλίμακα II ~ back: (η) κοινή, ξύλινη καρέκλα lad-e (leid) [-d laden]: (ν) φορτώνω II πιέζω, καταπιέζω II ~en: (adj) φορτω¬ μένος II πιεσμένος, “φορτωμένος” II bill of -ing: (η) φορτωτική ladle ( leidl): (π) κουτάλα lady (' leidi:): (π) κυρία II λαίδη II bug: (π) πασχαλίτσα (έντομο) II ~ finger: (η) μακρουλό κουλουράκι II in waiting: (π) κυρία των τιμών II killer: (η) γόης II -like: (adj) σαν “κυρία”, αξιοπρεπής II -ship: (π) τίτ¬ λος λαίδης lag (laeg) [-ged]: (ν) μένω πίσω, βραδυπορώ II καθυστερώ, χρονοτριβώ II συλλαμβάνω (id) II (η) καθυστερημέ¬ νος, βραδυπορών II βραδυπορία II χρο¬ νοτριβή, καθυστέρηση II κατάδικος (id) II -gard: (π) καθυστερημένος lager ( la:gar): (π) μπίρα “λάγκερ” lagging (' laegiq): (η) μονωτική επένδυ¬ ση II ξύλινο καλούπι lagoon (la'gurn): (η) λιμνοθάλασσα laid: see lay lain: see lie lair (lear): (η) άντρο laissez faire ( lesei fear): (η) πολιτική μη επεμβάσεως laity (' leiati:): (π) λαϊκοί, μη κληρικοί II οι “κοινοί” άνθρωποι, μη ειδικοί 208

last που δεν ξέρει από θάλασσα II -mark: (η) ορόσημο II - mine: (η) νάρκη II office: (π) κτηματολόγιο II - owner: (π) γαιοκτήμονας II -scape: (η) τοπίο II -slide: (π) κατολίσθηση II συντριπτι¬ κή εκλογική νίκη II -sman: (π) στερια¬ νός II -ward: (adv) προς τη στεριά lane (lein): (η) δρομάκι, σοκάκι II εξο¬ χικός δρομίσκος II εναέρια ή θαλάσ¬ σια διαδρομή ΪΙ λουρίδα δρόμου II λουρίδα σταδίου language ( laeqgwidz): (η) γλώσσα II βρομόλογα langu-id (' laeijgwid): (adj) νωχελικός II άτονος II -idness: (η) νωχέλεια II ατο¬ νία II -ish [-ed]: (ν) ατονώ II εξασθε¬ νώ II νοσταλγώ, “λιώνω από νοσταλ¬ γία” II -or: (π) ατονία II νωχέλεια II καταθλιπτική ηρεμία ή ατονία lank (laeTjk): (adj) μακρύς και λεπτός II ~y: (adj) ψηλόλιγνος II ψηλός και άχα¬ ρος lantern (' laentsm): (η) φανάρι II φάρος II φωταγωγός II - jaw: κρεμαστό, μα¬ κρύ σαγόνι lanyard (' laenjard): (η) κορδόνι II καρα¬ βόσκοινο, σκοινί ιστίου lap (laep) [-pedj: (ν) ρουφώ με τη γλώσ¬ σα II παφλάζω II παίρνω άπληστα, “ρουφάω” II τυλίγω, διπλώνω γύρω από II γυαλίζω, στιλβώνω II (η) ρού¬ φηγμα με τη γλώσσα II ελαφρός πα¬ φλασμός II γύρος II “βόλτα”, τύλιγμα II αγκαλιά II - board: (η) ατομικός δί¬ σκος σερβιρίσματος II - dog: (π) ήμε¬ ρο σκυλάκι lapel (Is pel): (η) πέτο lapse (laeps) [-d]: (ν) εξασθενίζομαι, “πέφτω” II παρέρχομαι, περνώ II (η) εξασθένιση, “πέσιμο” II ολίσθημα, σφάλμα, πταίσμα II πέρασμα χρόνου, παρέλευση lapwing ( laepwirjg): (π) κατσουλιέρης (πουλί) larboard ( la:rbord): (η) το αριστερό του πλοίου II (adj) στ’ αριστερά του πλοίου larceny ( la:rssni:): (π) υπεξαίρεση II grand ~: (η) σοβαρή υπεξαίρεση II petty ~: (π) μικροκλοπή

209

(η) χοιρινό λίπος, “λαρδί” II [-ed]: (ν) εμπλουτίζω ομιλία II ~er: (η) αποθήκη τροφίμων large (la:rdz): (adj) μεγάλος II φαρδύς, εκτενής II ούριος, ευνοϊκός II at ~: ελεύθερος II εν εκτάσει II γενικά, εν γένει II in the ~: σε μεγάλη κλίμακα II - hearted: (adj) γενναιόδωρος II ~ly: (adv) σε μεγάλη κλίμακα ή βαθμό II -minded: (adj) ευρείας αντίληψης II -ness: (η) μέγεθος II -scale: (adj) με¬ γάλης κλίμακας II ~ss, -sse: (η) γεν¬ ναιοδωρία lariat ( laeri:3t): (η) θηλιά, “λάσο” II σχοινί δεσίματος αλόγων lark (la:rk): (π) κορυδαλλός II μικροπεριπέτεια, αθώα περιπέτεια, “ξέδομα” II αθώα φάρσα II (-ed): (ν) το ρίχνω έξω larva (' la:rv3): (π) κάμπια εντόμου, νύμφη laryn-gitis ( laeran dzaitis): (π) λαρυγ¬ γίτιδα II ~χ (' laerii]ks): (η) λάρυγγας lasagna (l3 'za:nje): (π) πλατιά μακαρό¬ νια, “λαζάνια” lascivious (Is' sivi:ss): (adj) ασελγής II προκλητικός, “σέξυ” II -ness: (π) ασέλγεια II προκλητικότητα laser ( leizsr): (η) “λέιζερ” lash (laej) [-ed]: (ν) μαστιγώνω II χτυπώ με μανία II ορμώ ή κινώ με μανία ή δύναμη II επιτίθεμαι βίαια με λόγια ή γραπτά II (π) χτύπημα μαστιγίου II μαστίγιο II τσουχτερή ή προσβλητική πα¬ ρατήρηση II δυνατό χτύπημα, ορμητικό χτύπημα II (ν) δένω με λουρί ή σκοινί II - out: (ν) επιτίθεμαι ορμητικά ή με μανία II -ing: (π) δέσιμο, σκοινί ή κορδόνι ή λουρί δεσίματος II μαστίγω¬ ση II -ings: (η) μεγάλη ποσότητα, αφθονία lass (laes): (π) νεαρή, κοπέλα II ~ie: (π) κοριτσάκι lassitude ( laesstu:d): (π) εξάντληση II ατονία lasso (' laesou): (η) σκοινί με θηλιά, “λάσο” II [-ed]: (ν) πιάνω με λάσο last (laest, la:st): (adj) τελευταίος II τελι¬ κός II (adv) τελευταία II τελικά II (η) ο τελευταίος, ο ύστατος II καλαπόδι II |-

lard (la:rd):

latch laugh (laef, lad) [-ed]: (ν) γελώ II (η) γέ¬ λιο II γελοίο πράγμα II -able: (adj) γε¬ λοίος, αστείος II -ing stock: (η) περί¬ γελος II -ter: (η) γέλιο II - at: (ν) κο¬

ed]: (ν) όιαρκώ, “κρατώ” II παραμέ¬ νω, διατηρούμαι II βάζω σε καλαπόδι II at at long επί τέλους II stick to one's κοιτάζω τη δουλειά μου II ~ing: (adj) διάρκειας II ανθεκτικός II ~ly: (adv) τελικά, στο τέλος, τελευ¬ ταία II the ~ straw: το τελειωτικό χτύπημα latch (laetl): (η) σύρτης II [-ed]: (ν) κλεί¬ νω με σύρτη II ~ key:'(77j κλειδί II ~ on to: (ν) αποκτώ II αντιλαμβάνομαι late (leit): (adj) αργοπορημένος II προκεχωρημένος, αργά II τελευταίος, πρό¬ σφατος II πρώην, τέως II προσφάτως αποθανών, “μακαρίτης” II (adv) αργά II πρόσφατα II of ~: πρόσφατα II ~ comer: (η) καθυστερημένος, αργοπο¬ ρημένος II ~ly: (adv) πρόσφατα, τελευ¬ ταία II -ness: (π) καθυστέρηση, αργο¬ πορία II ~r: αργότερα II ~st: (adj) ο τελευταίος, ο νεότερος laten-cy (' leitnsi:): (η) αφάνεια II ~t: (adj) αφανής II λανθάνων lateral (laetorol): (adj) πλευρικός II πλάγια “πάσα” ποδοσφαίρου lath (laeth): (π) σανιδούλα, σανιδάκι lathe (Ιείδ): (η) “τόρνος” II [-d]: (ν) “τορνάρω” lather ( lae0or): (η) αφρός II σαπουνάδα II [-ed]: (ν) αφρίζω II in a ~: εξερε¬ θισμένος Latin (' laetin): (η) Λατίνος II λατινική γλώσσα, λατινικά II (adj) λατινικός II - Quarter: (π) Καρτιέ Λατέν latitude ( laetotju:d): (π) πλάτος, εύρος II ελευθερία, ξεγνοιασιά II γεωγραφ. πλάτος latrine (la tri:n): (η) κοινό αποχωρητή¬ ριο στρατώνων ή στρατοπέδου latter (laetor): (adj) δεύτερος ή τελευ¬ ταίος από δύο II πρόσφατος II ~ly: (adv) τελευταία II -day: (adj) πρόσφα¬ τος, μοντέρνος II -most: (adj) ο τελευ¬ ταίος lattice ( laetis): (η) δικτυωτός II [-d]: (ν) βάζω δικτυωτό II - work: (π) δικτυωτό, “καφάσι’’ laud (lo:d) [-ed]: (ν) επαινώ II (η) έπαι¬ νος, ύμνος II -able: (adj) αξιέπαινος II -ative: (adj) επαινετικός

ροϊδεύω, περιγελώ II δεν παίρνω στα σοβαρά II - away, - off: (ν) απορρί¬ πτω γελώντας II - s.b. out: (ν) διώ¬ χνω γελώντας, διώχνω περιγελώντας launch (lo:ntj) [-ed]: (ν) εκτοξεύω II κα¬ θελκύω II αρχίζω, ξεκινώ, βάζω μπρος II (η) εκτόξευση II καθέλκυση II βάρκα πλοίου II βενζινάκατος II ~er: (π) εκτοξευτήρας II - pad, -ing pad: (η) εξέδρα εκτόξευσης iaund-er ( lo:nd9r) [-ed]: (ν) πλένω II καθαρίζω, ξεκαθαρίζω II κρύβω την πηγή κέρδους II -erer: (η) πλύντης II -ress: (η) πλύστρια II -romat: (η) πλυντήριο αυτόματης εξυπηρέτησης II ~ry: (π) άπλυτα ρούχα II πλυντήριο laur-eate (lo:ri:it): (adj) ένδοξος, δαφ¬ νοστεφής II poet -eate: (η) εθνικός ποιητής II -el: (η) δάφνη II rest on one's -els: (ν) επαναπαύομαι στα επι¬ τεύγματα και σταματώ την προσπά¬ θεια lava (' laevs, la:vo): (η) λάβα lavatory ( laevatori): (η) νιπτήρας II αποχωρητήριο, τουαλέτα lavish (' laevij): (adj) σπάταλος, άσωτος II πλούσιος, άφθονος II [-ed]: (ν) δίνω σε αφθονία, χαρίζω πλουσιοπάροχα II ~ly: (adj) πλουσιοπάροχα, άφθονα II -ness: (η) γενναιοδωρία law (Ιο:): (η) νόμος II δίκαιο II νομική επιστήμη, νομικά II - abiding: (adj) νομοταγής II - breaker: (η) παραβά¬ της II -ful: (adj) νόμιμος II -fully: (adv) νόμιμα II - giver: (η) νομοθέτης II -less: (adj) παράνομος, άνομος II -maker: (η) νομοθέτης II -suit: (η) αγωγή lawn (lo:n): (η) πρασιά II - mower: (π) χορτοκοπτική μηχανή II - tennis: (π) τένις σε γήπεδο με χορτάρι lawyer (' la:jar): (π) δικηγόρος lax (laeks): (adj) χαλαρός, χαλαρωμένος, όχι εντατικός II -ative: (η) καθαρτικό II -ity: (η) χαλαρότητα lay (lei) [laid, laid]: (ν) θέτω, βάζω II 210

lecher τοποθετώ II κάνω αυγά II απλώνω, βά¬ ζω II συνουσιάζομαι (id) II (adj) λαϊ¬ κός, μη κληρικός ή μη ειδικός II see lie II ~ a course: (ν) σχεδιάζω δράση ή ενέργεια II ~ aside: (ν) βάζω κατά μέρος, “βάζω στην μπάνια’’ II εγκα¬ ταλείπω II ~ away: (ν) αποταμιεύω II ~ bare: (ν) αποκαλύπτω II ~ by: (ν) αποταμιεύω II ~ down: (ν) αποθηκεύω II ~ for: (ν) καραδοκώ II ~ into: (ν) δέρνω ή επιπλήττω άγρια II ~ low: (ν) κρύβομαι, εξαφανίζομαι II ~er: (η) στρώμα II ~ette: (η) ρούχα ή είδη μωρού II ~ figure: (η) “κούκλα” ρά¬ φτη ή μοδίστρας II “κούκλα” κατα¬ στήματος II -man: (η) λαϊκός, μη κλη¬ ρικός II μη ειδικός II - off: (ν) απο¬ λύω υπάλληλο II εγκαταλείπω, σταμα¬ τώ, παύω II ~ out: (ν) απλώνω II σχε¬ διάζω II (π) σχέδιο II ~ up: (ν) αποθη¬ κεύω II παροπλίζω II - waste: (ν) αφανίζω, ερημώνω laz-e (leiz) [-d]: (ν) τεμπελιάζω II -ily: (adj) τεμπέλικα II -iness: (η) τεμπελιά II ~y: (adj) τεμπέλης lead (li:d) [led, led): (ν) οδηγώ II ηγού¬ μαι II διευθύνω, αρχηγεύω II προηγού¬ μαι II άγω, κάνω II (π) πρώτη θέση II προήγηση, απόσταση προήγησης II υπαινιγμός II πληροφορία II αρχηγία, διοίκηση II παράδειγμα II πρώτος ρό¬ λος II πρωταγωνιστής II - astray: (ν) παρασύρω σε κακό δρόμο, παραπλα¬ νώ II ~ on: (ν) προσελκύω, παραπλα¬ νώ II ~er: (η) ηγέτης, αρχηγός II κύριο άρθρο II υδρορροή II -ership: (π) αρ¬ χηγία, ηγεσία II -ing: (adj) κύριος, σπουδαίος, σημαίνων II πρώτος, ο ηγούμενος II πρωταγωνιστής II - off: (adj) εναρκτήριος lead (led): (η) μόλυβδος II μολυβένιος II ~en: (adj) μολύβδινος, μολυβένιος II βαρύς, “μολύβι” II ανιαρός II ~ pencil: (η) μολυβδοκόντυλο, μολύβι leaf (li:f): (π) φύλλο II φύλλο βιβλίου II φύλλο, λεπτό έλασμα II [-ed]: (ν) φυλ¬ λομετρώ, γυρίζω τα φύλλα II -age: (η) φύλλωμα II -let: (η) φυλλαράκι II φυλλάδιο II ~y: (adj) γεμάτος φύλλα II σαν φύλλο 211

league (li:g): (η) ένωση II συμμαχία II

λεύγα II [-d): (ν) ενώνομαι, συμμαχώ II ενώνω II ~r: (π) πολιορκητής leak (li:k): (π) διαρροή, διαφυγή II τρύ¬ πα διαρροής ή διαφυγής II διαρροή πληροφοριών II διαρρέουσα πληροφο¬ ρία II [-ed]: (ν) διαφεύγω, διαρρέω II -age: (η) διαρροή II ~y: (adj) με τρύ¬ πες, με διαρροή II spring a ~: (ν) τρυπώ, αποκτώ διαρροή lean (li:n) [-ed or leant): (ν) κλίνω, γέρ¬ νω II βασίζομαι, στηρίζομαι II ακουμπώ II τείνω, έχω τάση, κλίνω προς II (adj) λεπτός, αδύνατος II άπαχος II ισχνός, φτωχικός II -ing: (η) τάση, κλίση II - to: (η) υπόστεγο leap (li:p) [-ed or leapt]: (ν) πηδώ, ανα¬ πηδώ II υπερπηδώ II by ~s and bounds: πολύ γρήγορα και σε μεγάλη ποσότητα, αλματωδώς II - frog: (η) παιχνίδι “βαρελάκια” II - year: (η) δίσεκτο έτος learn (lo:m) [-ed or learnt): (ν) μαθαί¬ νω II -ed: (adj) μορφωμένος, πολυμα¬ θής II -ing: (η) μάθηση II ~er: (η) μα¬ θητής, υπό εκπαίδευση, μαθητευόμενος lease (li:s) [-d|: (ν) εκμισθώνω II νοι¬ κιάζω II (π) εκμίσθωση II νοίκιασμα II διάρκεια εκμίσθωσης leash (li:J) [-ed]: (ν) δένω II συγκρατώ II (η) λουρί ή αλυσίδα least (li:st): (adj) ελάχιστος II λιγότερο σπουδαίος II at ~: τουλάχιστο II in the ~: καθόλου leather (' ΙεδθΓ): (η) κατεργασμένο δέρ¬ μα II (adj) δερμάτινος II -neck: (π) πε¬ ζοναύτης (id) II ~y: (adj) σαν δέρμα leave (li:v) [left, left]: (ν) φεύγω II αφή¬ νω, εγκαταλείπω II [-d]: (ν) βγάζω φύλλο II ~d: (adj) με φύλλα, γεμάτος φύλλα II (π) άδεια II αποχαιρετισμός II - off: (ν) σταματώ, διακόπτω II out: (ν) παραλείπω II on ~: σε άδεια, αδειούχος II take - of: (ν) αποχαιρε¬ τώ II - taking: (η) αποχαιρετισμός II ~s: (pi) see leaf Leban-ese (lebs ni:z): (π) Λιβανέζος II -on: (π) Λίβανος lecher ( letjsr): (η) λάγνος, άνθρωπος ασελγής II -ous: (adj) ασελγής II ~y:

lectern (π) ασέλγεια

lectern (' lektam): (η) αναλόγιο lecture (' lekt/ar) [-d]: (v) δίνω διάλεξη

II κάνω μάθημα II νουθετώ II (η) διάλε¬ ξη II μάθημα II νουθεσία II ~r: (η) ομι¬ λητής II βοηθός καθηγητή led: see lead ledge (ledz): (η) προεξοχή II χείλος, άκρη II υφαλοκρηπίδα II ράφι ledger (' ledzar): (η) βιβλίο λογιστικού, κατάστιχο lee (li:): (η) υπήνεμη πλευρά, πλευρά προστατευμένη από τον άνεμο II προ¬ στατευτικό κάλυμμα, καταφύγιο II -ward: (adj) προσήνεμο II -way: (η) περιθώριο leech (li:tj): (η) βδέλλα II παράσιτο, της προσκολλήσεως, ‘ ‘ βδέλλα ’ ’ leek (li:k): (π) πράσο leer (liar) [-ed]: (ν) κοιτάξω ειρωνικά ή λάγνα II στραβοκοιτάζω II (η) στραβοκοίταγμα II λάγνο ή ειρωνικό κοίταγμα II ~y: (adj) διατακτικός, προσεκτι¬ κός (id) left (left): see leave II (adj) αριστερός II (η) το αριστερό, η αριστερά II L~: αριστερή παράταξη II (adv) αριστερά II -hand: (adj) αριστερός II προς τα αρι¬ στερά II -handed: (adj) αριστερόχειρας II αριστερή, με το αριστερό χέρι II αδέξιος II πλάγιος, ύπουλος II -hander: (π) χτύπημα με το αριστερό χέρι II -ism: (η) αριστερή ιδεολογία II -ist: (η) αριστερός, αριστερίξων II over: (adj) υπόλειμμα II -wing: (η) αριστερή παράταξη, η αριστερά II ~y: (η) αριστερόχειρας (id) leg (leg): (η) πόδι II γάμπα II “μπατζάκι” II σκέλος διαδρομής II [-ged]: (ν) προχωρώ, βαδίζω, τρέχω II -ged: (adj) με πόδια II ~ging: (π) γκέτα II ~gy: (adj) μακρυπόδης II -work: (η) εργασία που χρειάζεται περπάτημα II on one's last ~s: στα τελευταία του II pull one's ~: κοροϊδεύω, “δουλεύω” II shake a ~: (ν) βιάσου, κάνε γρήγο¬ ρα, “κούνα τα πόδια σου” legacy ( legasi:): (η) κληροδότημα II κληρονομιά legal (' li:gal): (adj) νόμιμος II νομικός

II -ity: (π) νομιμότητα II νομικός τύ¬ πος II -ize [-dj: (ν) νομιμοποιώ legat-e ( legit): (η) επίσημος απεσταλ¬ μένος II -ion: (π) αποστολή legend (' ledzand): (η) θρύλος II επιγρα¬ φή, υπόμνημα II τίτλος φωτογραφίας ή εικόνας II -ary: (adj) θρυλικός legerdemain (' ledzarda' mein): (η) τα¬ χυδακτυλουργία II απάτη legibl-e (ledzabal): (adj) ευανάγνωστος II ~y: (adj) ευανάγνωστα, καθαρά legion ( li:dzan): (η) λεγεώνα II μεγά¬ λος αριθμός, πάρα πολλοί II -ary -naire: (η) λεγεωνάριος legislat-e ( ledzisleit) [-d]: (ν) νομοθετώ II -ion: (η) νομοθεσία II -ive: (adj) νο¬ μοθετικός II -or: (η) νομοθέτης II -ure: (π) νομοθετικό σώμα legit (la dzit), -imate (la' dzitamit): (adj) νόμιμος II -imacy: (η) νομιμότη¬ τα leisure (lezar, li:zar): (η) άνεση II ελεύθερος καιρός, ελεύθερη ώρα II at ~: που έχει ελεύθερο καιρό, ελεύθερος II αβίαστος II at one’s ~: χωρίς βία, με το “πάσο” II ~ly: (adv) αβίαστα, με το “πάσο” lemon ( leman): (η) λεμόνι II λεμονιά II (adj) κιτρινωπός, “λεμονής” II -ade: (η) λεμονάδα II - yellow: ζωηρός κί¬ τρινος lend (lend) [lent, lent]: (ν) δανείζω II προσδίδω, δίνω κάποια ποιότητα II ~er: (η) δανειστής II -lease: (π) πρό¬ γραμμα μίσθωσης και δανεισμού length (letjgth): (η) μήκος II επίμηκες κομμάτι II χρονική διάρκεια II ~en [-edj: (ν) επιμηκύνω, κάνω πιο μακρύ II γίνομαι πιο μακρύς II -wise, -ways: (adv) κατά μήκος II ~y: (adj) μακρο¬ σκελής, μακρύς, πολύωρος II at ~: τε¬ λικά, επιτέλους, στο τέλος II για πολ¬ λή ώρα II εν εκτάσει, εκτενώς lenien-cy ( li:ni:ansi): (η) επιείκεια II ~t: (adj) επιεικής II -tly: (adv) επιει¬ κώς lenitive (' lenativ): (η) παυσίπονο lens (lenz): (π) φακός lent (lent): see lend II L ~: (η) σαρακοστή II L~en: (adj) σαρακοστιανός 212

liberate lentil (lental): (η) φακή leonine (' li:anain): (adj) λεόντειος, λιο¬

leukemia (lu:' ki:mi:a): (π) λευχαιμία leukocyte ( lu:kasait): (η) λευκό αιμο¬

leopard ( lepard): (η) λεοπάρδαλη II -ess: (η) θηλ. λεοπάρδαλη leotard ( li:ata:rd): (η) εφαρμοστή, ελα¬ στική φόρμα II ~s: (η) “καλτσόν” lep-er ( lepar): (η) λεπρός II -rous: (adj) λεπρός II -rosy: (π) λέπρα Lesbian (' lezbi:sn): (η) Λέσβιος II (adj) λεσβιακός II (π) ομοφυλόφιλη, λεσβία II -ism: (π) ομοφυλοφιλία, λε¬

Levant (la'vaent): (η) Ανατολή, Λεβά¬ ντες II ~er: (η) άνεμος ανατολικός, Λεβάντες II L-er: (η) Λεβαντίνος levee (' levi:): (η) φράγμα, ανάχωμα level ( leval): (π) επίπεδο II στάθμη II αλφάδι II (adj) επίπεδος II [-ed]: (ν)

σφαίριο

νταρίσιος

ισοπεδώνω, οριζοντιώνω II σημαδεύω οριζόντια II φέρομαι ειλικρινά, μιλώ ξεκάθαρα και τίμια II on the ~: τίμια, ειλικρινά II - off: (ν) σταθεροποιού¬ μαι II - crossing: (η) ισόπεδη διάβαση II ~er: (η) ισοπεδοτής II - headed: (adj) λογικός, ψύχραιμος lever ( levar): (η) μοχλός II [-ed]: (ν) κινώ με μοχλό II -age: (η) ενέργεια μοχλού II πλεονέκτημα, “αβαντάζ” levity ( levati): (η) ελαφρότητα, έλλει¬ ψη βάρους II ελαφρότητα, έλλειψη σο¬ βαρότητας II αστάθεια levy ('levi) [-ied]: (ν) εισπράττω ή επι¬ βάλλω II στρατολογώ υποχρεωτικά II κατάσχω II (η) είσπραξη ή επιβολή II στρατολογία lewd (lu:d): (adj) ασελγής II πρόστυχος, χυδαίος II -ness: (η) ασέλγεια II χυ¬ δαιότητα lexic-ographer (leksi kografar): (η) λε¬ ξικογράφος II -on: (π) λεξικό liab-ility ( laia' bilati:): (η) ευθύνη II υποχρέωση II βάρος, ευθύνη, υποχρέω¬ ση II πιθανότητα II ~le (' laiabal): (adj) υπεύθυνος II υποκείμενος liaison (' li:ei' zon): (η) σύνδεσμος II παράνομος σύνδεσμος, μοιχεία liar ( laiar): (η) ψεύτης libel ( laibal): (η) λίβελος II δυσφήμηση II [-ed]: (ν) δυσφημώ II -ous: (adj) δυ¬ σφημιστικός liberal ( libaral): (adj) φιλελεύθερος II γενναιόδωρος, “χουβαρντάς” II ελεύ¬ θερος, όχι κατά γράμμα II ~ly: (adv) γενναιόδωρα, με γενναιοδωρία II με αφθονία II -arts: (η) θεωρητικές επι¬ στήμες II - Party: (η) κόμμα Φιλελευ¬ θέρων liber-ate ( libareit) [-d]: (ν) ελευθερώ¬ νω II απελευθερώνω II -tine: (η) ελευ-

σβιασμός

lesion (li:zan): (π) πληγή, χτύπημα less (les): (adj) λιγότερος II (adv) λιγό¬ τερο II (prep) μείον, πλην II ~en [-ed]:

(ν) μειώνω, μικραίνω, λιγοστεύω II μειώνομαι, λιγοστεύω II ~er: (adj) ο μικρότερος ή λιγότερος από δύο lesson (lesan): (η) μάθημα II [-ed]: (ν) διδάσκω II επιπλήττω, τιμωρώ, δίνω “μάθημα” lest (lest): (conj) μη τυχόν, μήπως let (let) [let, let]: (ν) αφήνω II επιτρέπω II ας II νοικιάζω, μισθώνω, εκμισθώνω II (η) εμπόδιο II - alone: ας αφήσουμε το ότι... II - down: (ν) κατεβάζω II απογοητεύω II (η) απογοήτευση II - in on: (ν) εμπιστεύομαι II αφήνω να συμμετάσχει II - loose: (ν) ελευθερώνω II - off: (ν) αφήνω II απαλλάσσω II διώ¬ χνω II - on: (ν) γνακποποιώ II - out: (ν) αφήνω, ελευθερώνω II αφήνω, βγά¬ ζω II - up on: (ν) ελαττώνω II without -or hindrance: χωρίς κανένα εμπόδιο lethal ( li:thal·): (adj) θανατηφόρος II θανάσιμος letharg-ic (la' tha:rdzik): (adj) ληθαργικός II ~y ( lethardzi:): (η) λήθαργος letter (' letar): (η) γράμμα αλφαβήτου II επιστολή, γράμμα II [-ed]: (ν) γράφω γράμματα II -box: (η) γραμματοκιβώτιο II - carrier: (π) ταχυδρόμος, δια¬ νομέας II -ed: (adj) εγγράματος II με γράμματα II -head: (η) επιγραφή επι¬ στολόχαρτου II -ing: (η) γραφή, γράμ¬ ματα II —perfect: (adj) τέλειος II ~s: (η) γράμματα, μόρφωση lettuce (' letas): (π) μαρούλι 213

librarian θερίων ηθών II -ation: (η) απελευθέ¬ ρωση II ~ator: (η) ελευθερωτής II ~ty: (π) ελευθερία II take -ties with: (ν) δεν τηρώ πιστά II παίρνω θάρρος με κάποιον librar-ian (lai' breari:an): (η) βιβλιοθη¬ κάριος II ~y (' laibrsri:): (η) βιβλιοθή¬ κη Libya (libia): (π) Λιβύη II ~n: (η & adj) λιβυκός lice: pi. of louse (see) license (' laisans), or licence: (η) άδεια II προνόμιο, “ελεύθερο” II [-d]: (ν) δί¬ νω άδεια ή έγκριση II χορηγώ προνό¬ μιο II driver’s ~: δίπλωμα οδηγού II ~ plate: (η) πινακίδα αυτοκινήτου licentious (lai' senjas): (adj) ακόλαστος, ασελγής lichen (laikan): (η) λειχήνα licit (' lisit): (adj) νόμιμος lick (lik) [-ed]: (ν) γλείφω II δέρνω II κατανικώ II (η) γλείψιμο II απειροελά¬ χιστη ποσότητα II χτύπημα II -ing: (η) ήττα II δάρσιμο II ~ one’s chops: (ν) “γλείφω τα χείλια μου”, ξερογλύφομαι II last ~s: (η) τελευταία ευκαι¬ ρία II -spittle: ψευτοκόλακας, “γλείφτης” licorice (' likaris): (π) γλυκόριζα lid (lid): (π) κάλυμμα, καπάκι II -less: (adj) άυπνος II χωρίς καπάκι lie (lai) (lay, lain]: (ν) κείμαι, βρίσκομαι II είμαι ξαπλωμένος II [-d]: (ν) ψεύδο¬ μαι II (π) ψέμα II - down on the job: (ν) παραμελώ τη δουλειά II - low: (ν) κρύβομαι II - with: (ν) εξαρτώμαι II give the - to: (ν) διαψεύδω II detector: (η) ανιχνευτής ψεύδους lien (li:n): (η) υποθήκη, δικαίωμα κατά¬ σχεσης υποθήκης lieu (lu:): (π) θέση II in - of: αντί, στη θέση του lieutenant (lu:' tenant): (η) υπαρχηγός, αντικαταστάτης αρχηγού II first ~: (η) υπολοχαγός II second ~: (π) ανθυπολοχαγός II - junior grade: (η) αν¬ θυποπλοίαρχος II - senior grade: (η) υποπλοίαρχος II - colonel: (η) αντισυνταγματάρχης II - commander: (π) πλωτάρχης II - general: (π) αντιστρά¬ 214

τηγος

life (laif): (η) ζωή II διάρκεια ή τρόπος ζωής II βίος, βιογραφία II as big (or large) as ~: φυσικού μεγέθους, ολό¬ κληρος II bring to ~: (ν) ζωηρεύω, ζωογονώ II for dear ~: απελπισμένα II not on your ~: ασφαλώς όχι, απο¬ κλείεται II true to ~: παρόμοιο, έτσι ακριβώς II -belt: (η) σωσίβιο II -boat:

(η)

ναυαγοσωστική

βάρκα

II

-

expectancy: (η) μέσος όρος ζωής II -guard: (η) ναυαγοσώστης II - jacket:

(π) σωσίβιο σακάκι, σωσίβιος χιτώνας II -less: (adj) άψυχος II ακατοίκητος, χωρίς ζωντανά όντα II -like: (adj) σα ζωντανός II ρεαλιστικός II - line: (η) σχοινί ανέλκυσης δυτιύν II σωσίβιο σχοινί II αγωγός ζωτικής σημασίας II γραμμή ζωής του χεριού II -long: (adj) ισόβιος ΪΙ - preserver: (η) σωσί¬ βιο II ~r: (η) ισοβίτης II - raft: (η) πρόχειρη σωσίβια βάρκα, σωσίβια σχεδία II -saver: (η) σωτήρας II -size, -sized: (adj) φυσικού μεγέθους II -span: (η) διάρκεια ζωής II -time: (η) ζωή, περίοδος ζωής II διάρκεια lift (lift) (-ed]: (ν) υψώνω, σηκώνω II υψώνομαι, σηκώνομαι II αφαιρώ II σταματώ, παύω II κλέβω II κάνω πλα¬ στική προσώπου II (η) ανύψωση, σή¬ κωμα II δύναμη ανύψωσης II ανυψούμενο φορτίο II ανυψωτήρας II ανελκυ¬ στήρας, “ασανσέρ” II άνωση II μετα¬ φορά με αυτοκίνητο light (lait): (η) φώς II φωτιά για τσιγά¬ ρο II ξημέρωμα, χάραμα II πηγή ή μέ¬ σο φωτισμού II διαφώτιση, φώτισμα II φωστήρας II (adj) ελαφρός II αραιός II λειψός, “ξύκικος” II μη σοβαρός, “ελαφρός” II ελαφροζαλισμένος II φω¬ τεινός II ανοιχτόχρωμος II εύθυμος II [-ed, or lit]: (ν) ανάβω II φωτίζω II διαφωτίζω, “φωτίζω” II κατεβαίνω II ~en [-ed]: (ν) φωτίζω II φωτίζομαι II ελαφρώνω II κάνω πιο ανοιχτόχρωμο II ελαφρώνομαι II ~er: (η) αναπτήρας II φορτηγίδα, “μαούνα” II - fingered: (adj) κλεφτουριάρικος II - headed: (adj) επιπόλαιος, “ελαφρόμυ- >. ;ς” II ζαλισμένος II - hear* * (adj) αμέρι-

linger μνος, ανέμελος, χαρούμενος II -house: (π) φάρος II -ing: (η) φωτισμός II άναμα II ~ly: (adv) ελαφρά II -meter: (π) φωτόμετρο II -ness: (η) ελαφρότη¬ τα II -ning: (π) αστραπή II κεραυνός II -ning bug: (π) πυγολαμπίδα II -ning rod: (η) αλεξικέραυνο II -some: (adj) φωτεινός II ελαφρός, “σβέλτος” II -weight: (η) πυγμάχος ελαφρών βα¬ ρών II μικροσκοπικός άντρας II -year: (η) έτος φωτός II - up: (ν) φωτίζομαι II ανάβω τσιγάρο II make - of: (ν) ρί¬ χνω τη σημασία, το παίρνω στ’ αστεία II - out: (ν) το βάζω στα πό¬ δια lignite ( lignait): (π) λιγνίτης likable: see likeable like (laik) [-d]: (ν) συμπ:αθώ, μου αρέ¬ σει II προτιμώ, θέλω II (prep) σαν, όπως, όμοιος σαν II με τάση προς II (adj) όμοιος II ισοδύναμος, όμοιος II (adv) σαν II πιθανώς (id) II ~s: (η) προτιμήσεις II -able: (adj) συμπαθής, αξιαγάπητος II -lihood: (η) πιθανότη¬ τα II ~ly: (adj) πιθανός II (adv) πιθα¬ νώς, πιθανόν II -minded: (adj) της ίδιας γνώμης II ~n [-ed]: (ν) παρομοι¬ άζω, συγκρίνω II -ness: (η) ομοιότητα II αναπαράσταση, εικόνα II -wise: (adv) παρομοίως, ομοίως II επίσης, επιπλέον lilac ( lailsk): πασχαλιά II μοβ χρώμα lilliputian (lila pju:jan): (adj) λιλιπούτειος, μικροσκοπικός lily ( lili:): (η) κρίνος II -livered: (adj) άνανδρος, δειλός II -pad: (η) νούφαρο II -white: (adj) κρινόλευκος lima bean (laimabim): (η) ρεβίθι limb (lim): (π) μέλος σώματος, άκρο II προέκταση, προεξοχή II διαβολάκι (id) II out on a ~: σε δύσκολη θέση, εκτε¬ θειμένος limber (' limbar) |-ed]: (ν) κάνω εύκα¬ μπτο II γίνομαι εύκαμπτος II (adj) εύ¬ καμπτος limbo ( limbou): (η) κατάσταση ανυ¬ παρξίας II ενδιάμεση κατάσταση lime (laim): (η) κίτρο II φιλύρα II ασβέ¬ στης II -kiln: (η) ασβεστοκάμινο II -light: (π) προσκήνιο, φανερή θέση,

δημοσιότητα II -stone: (η) ασβεστόλι¬ θος II ~y: (η) Εγγλέζος (id) limerick ( limsrik): (η) ασυνάρτητο πε¬ ντάστιχο ποίημα, αστείο ποιηματάκι limit ( limit) |-ed]: (ν) περιορίζω II (η) όριο II σύνορο, άκρη II -ary: (adj) οριακός II -ation: (η) περιορισμός II όριο δύναμης ή ικανότητας, όριο αντοχής II -ed: (adj) περιορισμένος II περιορισμένης ευθύνης II -ed monarchy: (η) συνταγματική βασιλεία II -less: (adj) απεριόριστος II off ~s: απαγορεύεται η είσοδος limousine (lima zi:n): (η) λιμουζίνα II αγοραίο αυτοκίνητο limp (limp) [-ed]: (ν) κουτσαίνω II περ¬ πατά) με αστάθεια ή δυσκολία II (adj) χαλαρός, μαλακός II ασθενικού χαρα¬ κτήρα II (η) χωλότητα, κούτσαμα limpet ( limpit): (π) πεταλίδα, αχιβάδα limpid (' limpid): (adj) κατακάθαρος, διαυγής II ευανάγνωστος, “καθαρός” II ατάραχος linden ( lindsn): (η) φιλύρα line (lain): (π) γραμμή II ρυτίδα II οριοθετική γραμμή II σχοινί, καλώδιο ή σύρμα II κατευθυντήρια γραμμή II ευ¬ θυγράμμιση II στίχος, “γραμμή” II [-d]: (ν) τραβώ γραμμή II βάζω σε γραμμή II ορίζω, είμαι όριο II σχηματί¬ ζω γραμμή II βάζω φόδρα, φοδράρω II γεμίζω με χρήματα ή φαγητό II -age: (η) καταγωγή, γενεαλογικό δένδρο II ~al: (adj) κατευθείαν άμεσος II ~ar: (adj) γραμμικός II ευθύς, σαν γραμμή II -man: (π) συντηρητής ή επισκευαστής τηλ. γραμμών II φύλακας σιδ. γραμμής II ~r: (π) πλοίο ή αεροπλάνο γραμμής II -sman: (π) βοηθός διαιτητή, “λάιν¬ σμαν” II - up: (ν) βάζω σε γραμμή II παίρνω το μέρος, πάω μαζί με II get a - on: (ν) μαθαίνω, πληροφορούμαι II on the ~: σε κίνδυνο, “ρισκαρισμένο” linen (' linan): (π) λινό II λινά ρούχα II ασπρόρουχα linger ( liqgar) [ ed): (ν) κοντοστέκο¬ μαι II αργοπορώ, χρονοτριβώ II κρε¬ μιέμαι μεταξύ ζωής και θανάτου II -ing: (adj) αργός, παρατεταμένος 215

lingerie lingerie (la:nza ri:): (η) γυναικεία εσώ¬

δισμα

lissome (' lisam): (adj) ευκίνητος, σβέλ¬

ρουχα lingo (' lii]gou): (η) διάλεκτος ling-ual (' liqgwal): (adj) γλωσσικός II -uiform: (adj) γλωσσοειδής II -uist: (η) γλωσσολόγος II γλωσσομαθής II -uistic: (adj) γλωσσολογι κός II -uistics: (η) γλωσσολογία liniment (linamant): (η) επάλειψη, υλι¬ κό επάλειψης lining (' lainii]): (η) φόδρα II εσωτερική επένδυση link (liqk): (η) κρίκος II συνδετικός κρίκος, σύνδεσμος II μονάδα μήκους (7.92 ίντσες) II [-ed]: (ν) συνδέω II συνδέομαι II -age: (η) σύνδεση II ~s: (η) γήπεδο γκολφ linnet (' linit): (η) σπίνος linoleum (li' nouli:am): (π) πλαστικό δαπέδου, λινοτάπητας linotype ( laina taip): (η) λινοτυπία linseed (' linsi:d): (π) λιναρόσπορος II oil: (η) λινέλαιο lint (lint): (η) ξαντό lintel ( lintl): (π) ανώφλι πόρτας ή πα¬ ραθύρου lion ( laian): (η) λέων, λιοντάρι II -ess: (η) λέαινα II the ~'s share: η μερίδα του λέοντος II -ize [-d]: (ν) ειδωλοποιώ lip (lip): (π) χείλος II αυθάδεια (id) II [ped]: (ν) προφέρω, ψιθυρίζω II read: (ν) διαβάζω ομιλία από τις κι¬ νήσεις των χειλιών II - service: (η) κολακευτική συμφωνία ή ψευτοσεβα¬ σμός II -stick: (η) κραγιόν II bite one's -: (ν) συγκρατιέμαι II δείχνω ταραχή ή αμηχανία liquefy ( likwafai) [-ied]: (ν) υγροποιώ liqueur (li' ka:r): (π) λικέρ liquid ( likwid): (η) υγρό II (adj) υγρός, ρευστός II -ate [-d]: (ν) ρευστοποιώ II ξεκαθαρίζω οικ. υποθέσεις II σκοτώνω li -ation: (η) ρευστοποίηση II ξεκαθάρισμα λογαριασμών II εκτέλεση, σκό¬ τωμα II -ity: (η) ρευστότητα liquor (' likar): (η) οινοπνευματώδες ποτό II [-ed]: (ν) μεθώ, μεθοκοπώ, “πίνω” lisp (lisp) [-ed]: (ν) ψευόίζω II (η) ψεύ-

τος

list (list): (η) κατάλογος, “λίστα” II

λουρίδα II λουρίδα φωτός II κλίση II [ed]: (ν) κάνω κατάλογο, γράφω “λί¬ στα” II καταγράφω, ταξινομώ II κλί¬ νω, γέρνω listen ('lisan) [-ed]: II - to (ν) ακούω με προσοχή, προσέχω II αφουγκράζομαι II - in: (ν) κρυφακούω, ακούω συνδιάλεξη II ~er: (π) ακροατής listless (' listlis): (adj) άτονος II αδιάφο¬ ρος lit: see light litany (' litni:): (η) λιτανεία liter ('li:tar) [or: litre]: λίτρο liter-acy ( litarasi:): (η) γραμματοσύνη, μόρφωση II ~al ( litaral): (adj) κυριο¬ λεκτικός II κατά γράμμα II -ally: (adv) κυριολεκτικά II κατά γράμμα II -ary: (adj) λογοτεχνικός, φιλολογικός II -ate (' litarit): (adj) εγγράμματος II -ati (lita ra:ti:): (η) λογοτεχνικοί κύ¬ κλοι, άνθρωποι των γραμμάτων II -ature (' litaratju:r): (η) λογοτεχνία, φιλολογία II πληροφοριακό έντυπο lithe (ώίδ): (adj) λυγερός II -some: (adj) ευλύγιστος, λυγερός lithograph (' lithagrasf): (π) λιθογραφία litig-ant ('litigant): (π) αντίδικος, διά¬ δικος II -ate [-d]: (ν) είμαι υπό δίκη ή φέρνω προς δίκη II -ation: (η) νόμιμη διαδικασία litmus ( litmas): (η) ερυθρό ηλιοτροπί¬ ου litre: see liter litter (' litar): (η) φορείο II χορτοστρω¬ μνή II νεογνά ζώου II σκουπίδια, απορρίμματα II [-ed]: (ν) γεννώ II πετάω σκουπίδια, γεμίζω σκουπίδια II γεμίζω με πεταμένα πράγματα II -bug: (η) βρωμιάρης, που γεμίζει τον τόπο little (' litl): (adj) μικρός II βραχύς II λί¬ γος II μικροσκοπικός, κοντούλης II (adv) πολύ λίγο II (π) μικρή ποσότητα, λίγο II - by ~: λίγο-λίγο, σιγά-σιγά II make - of: δεν δίνω μεγάλη σημασία II L~ Bear, L~ Dipper: Μικρή Αρκτος littoral (' litaral): (adj) παράλιος, παρά216

lock μερώ II (η) φραντζόλα II - er: (η) χα¬ σομέρης, “ακαμάτης” II παπούτσι παντοφλέ loam (loum): (π) πηλός, λάσπη loan (loun) [-ed]: (ν) δανείζω, χορηγώ δάνειο II (η) δάνειο II δανεισμός II on επί δανείω, δανεικός II αποσπασμέ¬ νος προσωρινά II - shark: (π) τοκο¬ γλύφος loath (louth): (adj) διατακτικός, ακού¬ σιος II ~e (lou6) [-d]: (ν) σιχαίνομαι, νιώθω βδελυγμία II -ing: (η) βδελυγ¬ μία, σιχαμάρα II -some: (adj) βδελυρός, σιχαμερός loaves: pi. of loaf (see) lobby ('lobi:): (η) προθάλαμος, χωλ II βουλευτικός ή υπουργικός προθάλα¬ μος II άνθρωποι ή ομάδες που επηρε¬ άζουν υπουργούς ή βουλευτές II [ ied]: (ν) προσπαθώ να επηρεάσω κυβερν. παράγοντες II —ist: (η) άνθρωπος των υπουργικών προθαλάμων II επηρεαστής κυβ. παραγόντων lobe (loub): (η) λοβός II -ctomy: λοβεκτομή lobo ( loubou): (π) λύκος lobster (' lobstar): (η) αστακός loca-1 (' loukal): (adj) τοπικός II επιτό¬ πιος II (η) ντόπιος II - color: (η) τοπι¬ κό χρώμα II —lity: (η) τοποθεσία, θέση II -lize [-d]: (ν) εντοπίζω II ~te [-d]: (ν) εντοπίζω, βρίσκω II τοποθετώ II -tion: (η) τοποθεσία loch (lak): (η) λίμνη (Σκωτ.) II ποταμό¬ κολπος lock (lak) [-ed]: (ν) κλειδώνω II συνδέω στερεά II συμπλέκομαι II κλειδώνομαι, ασφαλίζομαι II “μπλοκάρομαι”, συ¬ μπλέκομαι II (π) κλειδαριά II “λουκέτο” II μπλοκάρισμα II βόστρυχος, μπούκλα, “τσουλούφι” II υδατοφράκτης II -er: (η) ντουλάπι, ιματιοθήκη II μπαούλο II -er room: (η) αποδυτή¬ ρια II - jaw: (η) τέτανος II ~et: (η) μενταγιόν II - horns: (ν) τσακώνομαι, “μπλέκω” II - out: (ν) κάνω αντα¬ περγία, κάνω λοκάουτ II (η) ανταπερ¬ γία, “λοκάουτ” II -smith: (η) κλειδα¬ ράς II - stock and barrel: συνολικά, πέρα ως πέρα II - up: (ν) βάζω φυλα-

κτιος

liturgy (litardzi:): (η) λειτουργία livable: see liveable live (liv) [ d]: (v) ζώ II μένω, κατοικώ,

διαμένω II (laiv): (adj) ζωντανός II ζω¬ τικής σημασίας II αναμμένος II φορτι¬ σμένος, με ρεύμα II ζωντανή, ταυτό¬ χρονη παρουσίαση σε ράδιο ή τηλεό¬ ραση II -able: (adj) κατοικήσιμος, κα¬ τάλληλος για να ζει κανείς II ~ and let να είσαι ανεκτικός ή υπομονη¬ τικός II - down: (ν) ξεπερνώ λύπη ή δυσκολία, ξεχνώ II ~ up to: (ν) γίνο¬ μαι αντάξιος προσδοκίας ή φήμης II εφαρμόζω, εκπληρώνω II -lihood (' laivli:hud): (η) μέσα συντήρησης II τα προς το ζειν II -long (' Ιίνίοη): (adj) ατέλειωτος, μακρύς II ~ly (' laivli:): (adj) ζωηρός, έντονος II ~n ( laivan) [ed]: (ν) ζωηρεύω, δίνω ζωή II ζωη¬ ρεύω, ζωντανεύω, παίρνω ζωή II -stock: (η) κατοικίδια ζώα, “ζωντα¬ νά” liver ( livar): (π) συκώτι II - extract: (η) εκχύλισμα ήπατος II —ish: (adj) ηπατικός II ευερέθιστος, κακότροπος livery ( livari:): (η) στολή σοφέρ, θυ¬ ρωρού ή υπηρέτη, “λιβρέα” II σταβλισμός, στάβλισμα II - man: (η) ιπποκό¬ μος, ιδιοκτήτης στάβλου II -stable: (π) στάβλος επί ενοικίω lives: pi. of life (see) livid (' livid): (adj) μολωπισμένος, ση¬ μαδεμένος, με μαυρίλες II ωχρός, χλο¬ μός II πολύ θυμωμένος, έξαλλος living (' livirj): (η) τα προς το ζειν II ζωή, τρόπος του ζειν II (adj) ζωντανός II - room: (η) καθημερινό δωμάτιο, το “καθιστικό” II - wage: (η) ελάχιστο προβλεπόμενο νόμιμο ημερομίσθιο lizard ('lizard): (η) σαύρα load (loud) [-ed]: (ν) φορτώνω II φορτί¬ ζω, γεμίζω II διαστρέφιυ στοιχεία ή αποδείξεις II νοθεύω, αλλοιώνω II (η) φορτίο II φόρτωμα II γέμισμα, φόρτιση II βάρος, ευθύνη II -ed: (adj) φορτωμέ¬ νος II φορτισμένος, γεμάτος II δόλιος, “παγίδα” II μεθυσμένος (id) II “λεφτάς” (id) loaf (louf) [-ed]: (ν) τεμπελιάζω, χασο¬ 217

loco κή

loco (loukou): (adj) τρελός, “για δέσι-

κίνηση II -ive ( louka motiv): (n) ατμομηχανή II (adj) κινητήριος locus (' loukas): (η) γεωμετρικός τόπος locust ('loukast): (η) ακρίδα lodg-e ('lodz) [-d]: (ν) προσφέρω στέγη II μένω, κατοικώ II νοικιάζω, μένω με ενοίκιο II σφηνώνομαι II αφήνω κά¬ που, καταθέτω II μπήγω II καταθέτω, υποβάλλω II (η) αγροικία II σπιτάκι φύλακα ή επιστάτη II πανδοχείο II το¬ πικός κλάδος εταιρείας ή συνδέσμου II αίθουσα συνελεύσεων, “στοά” II ~er: (η) ένοικος, νοικάρης II -ings: (η) πα¬ ροχή στέγης II νοικιασμένα δωμάτια loft (loft): (η) σοφίτα II εξώστης, υπε¬ ρώο II ~y: (adj) ψηλός II ευγενικού χα¬ ρακτήρα και ηθών, υψηλόφρονας II υπερόπτης log (log): (π) κούτσουρο II δρομόμετρο πλοίου II ημερολόγιο πλοίου ή αερο¬ πλάνου II see logarithm II sleep like a ~: κοιμάμαι βαριά, σαν “κούτσου¬ ρο” logarithm ('logaridam): (η) λογάριθμος logic (' lodzik): (π) λογική II ~al: (adj) λογικός II -ally: (adv) λογικά logistics (lou' dzistiks): (η) λογιστική υλικών και προσωπικού loin (loin): (η) οσφύς, μέση και γοφοί II ~s: όργανα αναπαραγωγής loiter ( loitar) [-ed]: (ν) χασομερώ, “χαζεύω” II τεμπελιάζω σε δουλειά II ~er: (π) αλήτης, που γυρίζει εδώ κι’ εκεί II αργόσχολος loll (lol) [-ed]: (ν) τεμπελιάζω II κρεμιέ¬ μαι άτονα, σαν ξεχαρβαλωμένος II ξα¬ πλώνω τεμπέλικα lollipop or lollypop (Ίοΐύρορ): (η) γλειφιτσούρι London (' lAndan): (η) Λονδίνο II ~er: (η) Λοντρέζος lone (loun): (adj) μόνος, μοναχικός II ξεμοναχιασμένος, ερημικός II ανύπα¬ ντρος II -liness: (η) μοναξιά II ~ly: (adj) μόνος II μοναχικός, έρημος II με¬ λαγχολικός, “έρημος και μόνος” II

~r: (η) αυτός που αποφεύγει τις πα¬

ρέες ή κάνει τη δουλειά του μόνος του II -some: (adj) μοναχικός II μελαγ¬ χολικός long (1ο:η): (adj) μακρύς II εκτεταμένος, εκτενής II επικίνδυνος, “ρισκέ” II (adv) επί μακρόν, για πολύ II μακριά II για ολόκληρο, σ’ όλη τη διάρκεια II [-ed]: (ν) ποθώ, επιθυμώ, νοσταλγώ II before ~: σύντομα II as - as: εφόσον II no ~er: όχι πιά II in the - run: στο τέλος, τελικά II - distance: υπεραστι¬ κό τηλεφ. II μεγάλων αποστάσεων II dozen: δεκατρία II —drawn: (adj) παρατεταμένος II -evity (Ion dzevati): (η) μακροζωία II - face: κατσουφιά, “κρεμασμένα μούτρα” II - green: χαρτονόμισμα II - hand: (η) καλλι¬ γραφική γραφή ή συνηθισμένη γραφή II - headed: (adj) προβλεπτικός II -ing: (η) νοσταλγία, επιθυμία II -ish: (adj) αρκετά μακρύς, μακρούτσικος II -itude: (π) γεωγρ. μήκος II - johns: (η) μακρύ σώβρακο II - jump: (η) άλ¬ μα εις μήκος II —lived: (adj) μακρό¬ βιος II —playing: (adj) δίσκος μακράς διάρκειας II —range: (adj) μακρόχρο¬ νος, μακρόπνοος II μεγάλου βεληνεκούς II - shore: (adj) παράλιος II shoreman: (η) λιμενεργάτης II -shot: (η) ριψοκίνδυνη επιχείρηση II ~sighted: (adj) υπερμέτρωψ II οξυδερ¬ κής II -standing: (adj) από πολύ και¬ ρό, μακροχρόνιος II —term: (adj) μα¬ κροπρόθεσμος II - winded: (adj) κου¬ ραστικός II -wise: (adv) κατά μήκος look (lu:k) [-ed]: (ν) κοιτάζω II αντικρί¬ ζω, “βλέπω”, έχω θέα προς II φαίνο¬ μαι, δείχνω II (η) βλέμμα, ματιά II εμ¬ φάνιση, παρουσιαστικό, όψη II -after: (ν) φροντίζω II -alive: (ν) ενεργώ ή αντιδρώ γρήγορα, ζωντανά II - down on (or upon): (ν) καταφρονώ, περι¬ φρονώ II ~er: (η) όμορφος, γοητευτι¬ κός II ~er on: (π) θεατής II - for: (ν) αναζητώ II προσδοκώ, περιμένω II forward to: (ν) περιμένω με ανυπο¬ μονησία II - in: (ν) επισκέπτομαι για λίγο, “περνώ” II -ing glass: (η) καθρέπτης II - into: (ν) εξετάζω II - on: 218

love II - out: (ν) νικιέμαι loss (lo:s): (η) απώλεια II ζημία, χασού¬ ρα II at a ~: σε αμηχανία, “χαμένος” II - leader: (η) είδος προσφερόμενο επί ζημία II ~es: (η) απώλειες σε μάχη lost (lo:st): (adj) χαμένος II see lose lot (lot): (η) κλήρος, “λότος” II ομάδα σύνολο II πλήθος, μεγάλος αριθμός, πολύ II οικόπεδο, κτήμα, τεμάχιο γης II -tery: (η) λαχείο II - to: (η) λότος II cast - s, draw ~s: (ν) ρίχνω κλήρο, τραβώ κλήρο II the ~: όλα, τα πάντα II throw (cast) in my - with: ενώνοο την τύχη μου με lotion ( loujon): (η) “λοσιόν” loud (laud): (adj) ηχηρός II μεγαλόφω¬ νος, φωναχτός II φανταχτερός, χτυπη¬ τός II χυδαίος II (adv) δυνατά, μεγαλό¬ φωνα II θορυβωδώς II ~Iy: (adv) δυνα¬ τά, θορυβωδώς II -ness: (η) ηχηρότητα II - mouth: (η) πού λέει μεγάλα λόγια II φωνακλάς II -speaker: (η) μεγάφω¬ νο lounge (laundz) [-d]: (ν) κάθομαι ή στέ¬ κομαι ή ξαπλώνω ξένοιαστα και αμέ¬ ριμνα II περπατώ αμέριμνα και άσκο¬ πα II περνώ την ώρα μου, “χαζεύω” II (η) ξένοιαστο πέρασμα της ώρας II αί¬ θουσα αναμονής II σαλονάκι II προθά¬ λαμος II ντιβάνι loupe (lu:p): (π) φακός ωρολογοποιού lous-e (laus): (π) ψείρα II κοπρίτης, πα¬ λιάνθρωπος (id) II [-d]: (ν) χαλάω τη δουλειά II ~y: (adj) ψειριάρης II βρώμι¬ κος, πρόστυχος II κατώτερης ποιότη¬ τας lout (laut): (η) μπουνταλάς II άξεστος II -ish: (adj) μπουνταλάδικος lovable: see loveable lov-e (Iav) f-d]: (ν) αγαπώ II (η) αγάπη II έρωτας II αγαπημένος, αγαπημένο πρόσωπο II μηδέν στο τένις II ~e affair: (π) ερωτικός δεσμός, ερωτική υπόθεση II -eless: (adj) ανέραστος II που δεν έχει αγαπηθεί, χωρίς αγάπη II -ely: (adj) γεμάτος αγάπη II όμορφος, χαριτωμένος II αξιαγάπητος II -eable: (adj) αξιαγάπητος II -emaking: (η) ερωτοτροπία, “φλερτ” II συνουσία II ~er: (η) ερωμένος, ερωμένη II φίλος,

(ν) βλέπω, “χαζεύω” II ~ out: (ν) προσέχω II —out: (π) σκοπιά II σκοπός II ~ over: (ν) εξετάζω πρόχειρά II ~ see: (π) σύντομη ματιά II ~ to: (ν) Φροντίζω II βασίζομαι II αναμένω, προσδοκώ II ~ up: (ν) αναζητώ, ψά¬ χνω για πληροφορία II επισκέπτομαι II ~ up to: (ν) θαυμάζω II σέβομαι, προ¬ σβλέπω με σεβασμό loom (lu:m) (η) [-ed]: (ν) φαίνομαι ή εμφανίζομαι παραμορφωμένος ή όχι καθαρά II επικρέμαμαι, προσεγγίζω απειλητικά II (η) αργαλειός loon (lu:n): (π) χαζός II τεμπέλης II ~y: (adj) αλλόκοτος II (η) τρελός loop (lu:p): (π) θηλειά II ανακύκλωση, απότομη στροφή II κλειστό κύκλωμα II [-ed]: (ν) κάνω ή περνώ με θηλειά II -hole: (π) πολεμίστρα II διέξοδος, “παράθυρο” loose (lu:s): (adj) ελεύθερος, μη περιο¬ ρισμένος, μη δεμένος II χαλαρός II ευ¬ ρύχωρος II ήρεμος II ανήθικος II [-d]: (ν) ελευθερώνω II χαλαρώνω II λύνω II εξακοντίζω, πυροβολώ II at -ends: χωρίς σχέδια, χωρίς σκοπό II χωρίς κατεύθυνση, σαν χαμένος II - jointed: (adj) “ξεβιδωμένος” II ~n [-ed]: (ν) λύνω II ξεσφίγγω, χαλαρώνω II -ness: (η) χαλαρότητα, ευρυχωρία II on the ~: ελεύθερος, χωρίς περιορισμό loot (lu:t) I -ed]: (ν) λαφυραγωγώ, λεη¬ λατώ II (η) λάφυρα II κλοπιμαία lop (lop) [-ped]: (ν) κόβω II γέρνω, κρε¬ μιέμαι II -eared: (adj) με πεσμένα αυ¬ τιά II -sided: (adj) στραβοχυμένος II που γέρνει στο ένα πλευρό II ~e f-d]: (ν) καλπάζω lord (lo:rd): (π) άρχοντας II λόρδος II αφέντης II L-: (π) ο Κύριος, ο Θεός II ~ly: (adj) μεγαλοπρεπής, σαν άρχο¬ ντας II υπεροπτικός II -ship: (η) εξο¬ χότητα, αφεντιά (τίτλος) II L~'s prayer: (η) το Πάτερ ημών lore (lo:r): (η) γνώση, μάθηση lorry (Ίο:π): (π) τετράτροχο κάρο, “αραμπάς” II φορτηγό lose (lu:z) [lost, lost]: (ν) χάνω II ξεφεύ¬ γω, χάνομαι από δκόκτη II ~γ: (η) χα¬ μένος II κακότυχος, που πάντα χάνει 219

low luck (lAk): (η) τύχη II —ily: (adv) ευτυ¬ χώς II -less: (adj) άτυχος II ~y: (adj) τυχερός II down on one’s ~: έχω κα-

εραστής, φανατικός οπαδός II -eseat: (η) κάθισμα για δύο II -esick: (adj) απελπισμένος από έρωτα II fall in ~e: (ν) ερωτεύομαι II for ~e or money: με κανένα τρόπο II make ~e: (ν) κάνω έρωτα II ~ing: (adj) στοργικός, με αγά¬ πη low (lou): (adj) χαμηλός II κομμένο χα¬ μηλά, “ντεκολτέ” II κατώτερος II τα¬ πεινός, χυδαίος II αδύναμος II με πε¬ σμένο ηθικό ή διάθεση II κρυμμένος II (adv) χαμηλά II κατώτερα II ταπεινά II χαμηλόφωνα II (η) χαμηλό σημείο II [-ed]: (ν) μυκώμαι, μουγκρίζω II (η) μυκηθμός, μούγκρισμα II ~ born: (adj) ταπεινής καταγωγής II -boy: (π) σιφονιέρα II -bred: (adj) χυδαίος, χω¬ ρίς ανατροφή II -brow: (η) άνθρωπος ακαλλιέργητος II - down: (π) όλα τα στοιχεία, όλη την ιστορία, όλη την περιγραφή II ~er [-ed]: (ν) χαμηλώνω II κατεβάζω, κάνω κατώτερο II (adj) χαμηλότερος II κατώτερος II -er-case: (adj) μικρά, όχι κεφαλαία II -ermost: (adj) ο πιο χαμηλός II -est: (adj) ο πιο χαμηλός ή ταπεινός απ’ όλους II -key: (adj) χαμηλής έντασης II —ly: (adj) ταπεινός II (adv) ταπεινά II -minded: (adj) ταπεινού χαρακτήρα II - necked: (adj) “ντεκολτέ” II pitched: (adj) χαμηλού τόνου II με ελαφρά κλίση, όχι απότομος II profile: (η) αφανής II - spirited: (adj) άκεφος II -tide: (η) άμπωτη loyal (' loial): (adj) νομοταγής II πιστός, αφοσιωμένος II —ist: (η) κυβερνητικός οπαδός II ~ty: (η) πίστη, αφοσίωση lozenge ( lozindz): (η) παστίλια LSD (elesdi): (η) ναρκωτικό ελ-εσ-ντι lubber (' lAbar): (η) άγαρμπος, μπου¬ νταλάς lubric-ant ( lu:brikant): (π) λιπαντικό II μεσάζων σε διαφορά, ειρηνοποιός II -ate [-d]: (ν) λιπαίνω, λαδώνω II -ation: (η) λίπανση, λάδωμα lucid (' lu:sid): (adj) σαφής, καθαρός II -ness, -ity: (π) σαφήνεια, καθαρότητα II -ly: (adv) σαφώς, καθαρά Lucifer ( lu:safsr): Σατανάς II (η) αυγε¬ ρινός

κοτυχία, έχω “γκίνια’-’

lucrative (' lu:krstiv): (adj) επικερδής ludicrous (' lu:dikras): (adj) γελοίος II

γελοία παράξενος

lug (lAg) [-ged]: (ν) τραβώ δύσκολα,

σέρνω με δυσκολία II προχωρώ δύ¬ σκολα ή βαριά II (π) σύρσιμο, τράβηγ¬ μα II εκβιασμός (id) II μπουνταλάς (id) luggage (' lAgidz): (η) αποσκευές lugubrious (lu ' gu:bri:ss): (adj) πένθι¬ μος, θλιβερός lukeworm (' lu:kwo:rm): (adj) χλιαρός II χωρίς ενθουσιασμό, “χλιαρός” lull (1α1) [-ed]: (ν) νανουρίζω II κερδίζω εμπιστοσύνη απατηλά, “κοιμίζω” II καθησυχάζω II (η) ανάπαυλα II γαλήνη II -aby: (η) νανούρισμα II [-ied]: (ν) νανουρίζω II καθησυχάζω lulu ( lu:lu:): (π) εξαιρετικό, περίφημο (id) lumb-ago (Ιλιτι ' beigou): (η) οσφυαλγία II ~ar: (adj) οσφυϊκός lumber ('lAmbar): (η) ξυλεία II αποθηκευμένο υλικό II άχρηστο υλικό II [-ed]: (ν) ετοιμάζω κατεργασμένη ξυ¬ λεία II περπατώ βαριά και άχαρα II κι¬ νούμαι με θόρυβο II -jack: (π) ξυλο¬ κόπος II χοντρό μπουφάν II -yard: (η) αποθήκη κατεργ. ξυλείας lumin-ance ( lu:manans): (η) φωτεινότητα, λάμψη II -ary: (η) φωτεινό σώ¬ μα II φωστήρας II -escence: (η) φωτο¬ βολία II -escent: (adj) φωτοβόλος II -osity: (η) φωτεινότητα II -ous: (adj) φωτεινός lummox ( lAmaks): (η) μπουνταλάς, μπουμπούνας lump (ΐΛίτιρ): (η) όγκος, εξόγκωμα II “καρούμπαλο” II σβόλος, βόλος, κομ¬ μάτι II ομάδα, σύνολο II μπουνταλάς II [-ed]: (ν) συσσωρεύω II σβολιάζω II περπατώ αδέξια II ~er: (η) λιμενεργά¬ της, φορτοεκφορτωτής II -ish: (adj) βλάκας II -sum: (π) πληρωμή σε μία δόση, ολόκληρη πληρωμή II ~y: (adj) γεμάτος όγκους ή εξογκώματα II σβο220

machinate λιασμένος

lush (IaJ): (adj) πλούσιος σε βλάστηση II

luna-cy (lurnosi:): (η) παραφροσύνη, τρέλα II ~r: (adj) σεληνιακός ΊΙ ~te, -ted: (adj) μηνοειδής II -tic: (n &

πολυτελέστατος II γλυκός II (π) μπε¬ κρής lust (lASt) [-ed]: (ν) επιθυμώ σεξουαλι¬ κά II εποφθαλμιώ, επιθυμώ πολύ II (π) σεξουαλική επιθυμία II σφοδρή επιθυμία II -ful: (adj) λάγνος luster (' lAStor): (η) λάμψη, στιλπνότη¬ τα, γυάλισμα, γυαλάδα lusty (' lASti:): (adj) δυνατός II σφριγη¬ λός II λάγνος lute ( lu:t): (η) λαγούτο luxur-iant (lAg' zu:ri:ont): (adj) άφθο¬ νος, πλούσιος II -iate [-d]: (ν) αυξάνω σε αφθονία II περνώ με πολυτέλεια II απολαμβάνω κάτι II -ious: (adj) πολυ¬ τελής II ~y: ( lAgzsri:, 'lAkjori:): (η) πολυτέλεια lying ( laiiq): (adj) ψεύτης II ψευδόμενος II ξαπλωμένος, κείμενος lymph (limf): (η) λέμφος II -atic: (adj) λυμφατικός lynch (lint/) [-ed]: (ν) λιντσάρω II -ing: (π) λιντσάρισμα lyre (lair): (η) λύρα lyric (' lirik): (adj) λυρικός II πολύ εν¬ θουσιώδης II (η) λυρικό ποίημα ή τρα¬ γούδι II -ist: (η) λυρικός ποιητής II -ism: (η) λυρισμός (or: lyrism) II ~s: (η) λόγια τραγουδιού

adj) παράφρονας, τρελός

lunch (l/vntj): (η) μεσημεριανό γεύμα II [-ed]: (v) γευματίζω II -eon: (η) γεύμα II -eonette: (η) εστιατόριο ταχύτατου

σερβιρίσματος

lung (ίΛη): (η) πνεύμονας II ~er: (η)

φυματικός

lunge (lAndz) [-d]: (ν) ορμώ ή χτυπώ

ξαφνικά και απότομα II (π) απότομο ή ξαφνικό χτύπημα ή κίνηση προς τα εμπρός II ξιφισμός lupine ('lu:p3n): (η) λούπινο II (' lu:pain): (adj) άγριος, αρπακτικός, σαν λύκος lurch (lo:rtJ) [-ed]: (ν) τρικλίζω II κλυ¬ δωνίζομαι II τραντάζομαι II (η) τρίκλι¬ σμα II κλυδωνισμός II in the στα κρύα του λουτρού lure (lu:r) [-d]: (ν) δελεάζω II παγιδεύω II (η) δόλωμα II δελέασμα, παγίδα lurid (' lurid): (adj) φρικτός, απαίσιος II χλωμός lurk (lo:rk) [-ed]: (ν) παραμονεύω, ενε¬ δρεύω luscious (' 1 a/os): (adj) εύγευστος II προκλητική, ζουμερή

Μ

mace (meis): (η) κεφαλοθραύστης, ρό¬

Μ, m (em): Το 13ο γράμμα του Αγγλι¬

κού αλφαβήτου ma (ma:, mo:): (π) μαμάκα mac: see mackintosh macabre (mo'ka:b9r): (adj) μακάβριος macadam (ma'kaedom): (η) λιθόστρωτο macaroni (mseko rouni:): (η) μακαρό¬ νια II ~c: (adj) γλώσσα πομπώδης και λανθασμένη, ‘ ‘ μακαρονίζουσα ’ ’ macaroon (maeko' ru:n): (η) αμυγδαλω¬ τό macaw (mo'ko:): (η) παπαγάλος

παλο II ράβδος II μοσχοκάρυδο

macerate ( maesoreit) [-d]: (ν) λιώνω,

διαλύω II αδυνατίζω, ισχναίνω

machete (mo'jeti:): (η) μάχαιρα machin-ate (' maejineit) [-d): (ν) μηχα¬ νορραφώ, δολοπλοκώ II -ation: (n) μηχανορραφία, δολοπλοκία II ~e

(mo ji:n): (η) μηχανή II ξεργάζομαι ή κόβω με gun: (η) πολυβόλο II ~e κώδικες ηλεκτρονικού

221

[-d]: (ν) επε¬ μηχανή II ~e language: (π) εγκεφάλου II

machismo magnif-ication (maegnifi' keijan): (η) με¬ γέθυνση II -icence (mae' gnifisans): (η) μεγαλοπρέπεια II -icent: (adj)

~ery: (η) μηχανισμός II μηχανές, μη¬ χανήματα II ~ist: (π) μηχανοτεχνίτης II μηχανουργός mach-ismo (ma' tjiizmo): (η) υπερβολι¬ κή ανδροπρέπεια II ~ο: (adj) υπερβολι¬ κά ανδροπρεπής mackerel ( mEekaral): (η) κολιός mackinaw ('maekano): (η) βραχεία, κο¬ ντή χλαίνη mackintosh (' maskintoi): (η) αδιάβροχο macrocosm (' maekroukozam): (η) μα¬ κρόκοσμος, σάμπαν mad (maEd): (adj) τρελός II λυσσασμένος II έξαλλος, εξαγριωμένος II ξετρελαμέ¬ νος II ~ cap: (η) απερίσκεπτος, επιπό¬ λαιος II -den [-edj: (ν) τρελαίνω II -dening: (adj) που ξετρελαίνει, φοβε¬ ρός, εκνευριστικός II ~ly: (adv) τρελά, ξέφρενα II -man: (π) τρελός II -ness: (η) τρέλα madam ('maedam): (π) κυρία made: see make II - to order: επί πα¬ ραγγελία II κατάλληλο, ταιριαστό II up: (adj) φανταστικός, τεχνητός, “φτιαστός”, επινοημένος II φτιασιδωμένος Madonna (ma'dona): (η) Παναγία maelstrom (' meilstram): (π) κυκλώνας Mafia (ma:fi:a): (η) Μαφία magazine (' maEgazim): (π) αποθήκη, πολεμοφοδίων II θαλάμη όπλου II πε¬ ριοδικό magenta (ma'dzenta): (adj) ζωηρό κόκ¬ κινο maggot ( masgat): (π) σκουλήκι II ~y: (adj) σκουληκιασμένος magi ('meidzai): (π) οι Μάγοι II ~c ('maedzik): (π) μαγεία II (adj) μαγικός II -cal: (adj) μαγικός II -cian (ma'dzijan): (η) μάγος II ταχυδακτυ¬ λουργός magistrate (' masdzistreit): (η) ειρηνοδί¬ κης II δικαστικός magnanim-ity (maegna' nimiti:): (η) με¬ γαλοψυχία II -ous: (adj) μεγαλόψυχος magnate (' maegneit): (η) μεγιστάνας magnet (' maegnit): (η) μαγνήτης II ~ic: (adj) μαγνητικός II -ism: (η) 'μαγνητι¬ σμός II -ize [-d]: (ν) μαγνητίζω II -ο: (π) μανιατό

μεγαλοπρεπής II έξοχος, εξαίρετος II

-ier: (η) μεγεθυντικός φακός II ~y

(maegnifai) [-ied]: (ν) μεγεθύνω II

-ying glass: (η) μεγεθυντικός φακός magnitude (' maegnitu:d): (η) μέγεθος II

σπουδαιότητα

magnolia (maeg noulja): (η) μανόλια magpie ( maegpai): (π) κίσσα, “καρα-

κάξα”

mahara-jah (ma:ha' ra:dza): (η) μαχα¬ ραγιάς II ~ni: (η) μαχαρανή mahogany (ma' hagani:): (η) μαόνι maid (meid): (η) κοπέλα, κορίτσι II παρθένος II υπηρέτρια II ~en: (π) κο¬ πέλα II παρθένος II (adj) παρθενικός II -enhair: (η) φτέρη II -enhood: (η) παρθενία II ~en name: (π) οικογενεια¬ κό όνομα II - in waiting: (η) δεσποι¬ νίς των τιμών II - of honor: (π) πα-

ράνυμφος II δεσποινίς των τιμών II servant: (η) υπηρέτρια II ~en voyage: (η) παρθενικό ταξίδι mail (meil): (η) ταχυδρομείο II επιστο¬ λές, γράμματα, προσωπικό ταχυδρο¬ μείο II (adj) ταχυδρομικός II (η) αλυσι¬ δωτός θώρακας II [-ed]: (ν) ταχυδρο¬ μώ II -bag: (η) ταχυδρομικός σάκος II -box: (η) γραμματοκιβώτιο II -car: (π) όχημα ταχυδρομείο II - carrier, -man: (η) ταχυδρόμος II - clerk: (η) διεκπεραιωτής II - drop: (π) ταχυδρο¬ μική θυρίδα II - order: (η) ταχυδρομι¬ κή εντολή maim (meim) [-edj: (ν) ακρωτηριάζω main (mein): (adj) κύριος, κυριότερος, πρωτεύων II (η) κύριο μέρος ή σημείο II κεντρικός αγωγός II φυσική δύναμη II in the ~: κυρίως II στο σύνολο II drag: (η) κεντρικός δρόμος (id) II -land: (η) ηπειρωτική χώρα II -line: (η) κεντρική σιδ. γραμμή II ~ly: (adv) κυρίως II -stay: (π) σκοινί καταρτιού II κύριο στήριγμα II -street: (η) κε¬ ντρική οδός πόλης maintain (mein'tern) [-edj: (ν) διατηρώ II συντηρώ II υποστηρίζω maintenance (' meintanans): (η) συντή222

maltreat συντήρηση II διατήρηση II υποστήριξη maitre d': see maitre d’hotel maitre d’hotel ( metr dou tel): (η) αρ-

χισερβιτόρος II αρχιοικονόμος

maize (meiz): (η) καλαμπόκι II (adj)

ανοιχτό κίτρινο

majest-ic (mo' dzestik), -ical: (adj) με¬ γαλοπρεπής, μεγαλειώδης II ~y (' maedzisti:): (η) μεγαλείο II M~y: (n)

μεγαλειότητα (τίτλος)

major ('meidzar): (adj) σπουδαιότερος,

ανώτερος II σε νόμιμη ηλικία II πανε¬ πιστημιακός κλάδος, ειδίκευση II (η) ταγματάρχης II επισμηναγός II [-ed]: (ν) παρακολουθώ ειδικό πανεπιστη¬ μιακό κλάδο II ~ general: (η) υπο¬ στράτηγος II υποπτέραρχος II ~ity (mo' dzo:riti:): (η) πλειοψηφία II πλειο¬ νότητα make (meik) [made, made]: (ν) κάνω II κατασκευάζω, φτιάχνω II υποχρεώνω, αναγκάζω, “κάνω” II κερδίζω, “κά¬ νω” II (η) κατασκευή, φτιάσιμο II κα¬ τασκευή, είδος κατασκευής, τύπος II είδος, τύπος, “μάρκα” II ~a face: (ν) κάνω γκριμάτσες II ~ away with: (ν) αρπάζω και φεύγω II ~ believe: (ν) προσποιούμαι, υποκρίνομαι II ~ believe: (adj) προσποιητός, ψεύτικος II ~ do: (ν) τα καταφέρνω, αρκούμαι II ~γ: (η) κατασκευαστής II εκδότης γραμματίου II δημιουργός II ~ eyes: (ν) κάνω γλυκά μάτια, γλυκοκοιτάζω II ~ good: (ν) πετυχαίνω II ~ love: (ν) κάνω έρωτα II ~ out: (ν) διακρίνω II καταλαβαίνω II συντάσσω, γράφω II τα βγάζω πέρα, τα καταφέρνω II ~ over: (ν) ανανεώνω, ξαναφτιάχνω II μεταβι¬ βάζω II ~ shift: (η) αυτοσχέδιο, πρό¬ χειρο II ~ time: (ν) πάω γρήγορα II ~ up: (ν) βάζω μακιγιάζ II (η) μακιγιάζ II (ν) συμφιλιώνομαι II ~ way: (ν) ανοίγω δρόμο, παραμερίζω II ~ work: (η) αργομισθία, δουλειά χωρίς καμιά αξία ή νόημα maladjusted (' rruela ' dzAStid): (adj) απροσάρμοστος maladroit (' maela droit): (adj) αδέξιος II αγενής, χωρίς “τακτ” mal-ady (maeladi:): (π) ασθένεια II 223

~aise (mae'leiz): (η) αδιαθεσία II κακο¬ διαθεσία II -aria (ma'leari:a): (η) ελο¬ νοσία Malay (' meilei): (η) Μαλαίσιος II -sia: (η) Μαλαισία malcontent (' maelkantent): (adj) δυσαρεστημένος male (meil): (adj) αρσενικός II (π) άρρην male-diction (' maela' dikjan): (η) κατάρα II συκοφαντία II -factor (' maelafaektar): (η) κακοποιός II -ficence: (η) κακότητα II -volence (ma'levalans): (π) κακία II μοχθηρία II -volent: (adj) κακός, μοχθηρός II κα¬ κόβουλος malform-ation (maelfo:r' meijan): (η) δυσμορφία II -ed: (adj) δύσμορφος malfunction (mael' fi^kjan) [-ed]: (v) δεν λειτουργώ, δεν παίρνω μπρος II λειτουργώ ελαττωματικά II (η) ελαττω¬ ματική λειτουργία malic-e ('malis): (η) κακία II κακεντρέχεια II -ious: (adj) κακός, κακεντρεχής II -iousness: (π) κακεντρέχεια malign (ma'lain) [-ed]: (ν) κακολογώ II (adj) κακός, κακόβουλος II -ancy (ma'lignansi): (η) κακοήθεια II -ant: (adj) κακοήθης II -ity: (η) κακοβουλία, κακεντρέχεια malinger (ma'liijgar) [-ed]: (ν) κάνω τον άρρωστο mall (masl, mod): (η) κλειστή αγορά II δεντροστοιχία malleable ( maeli:abal): (adj) ελατός, ευκολόπλαστος II ευκολόπιστος, εύπλαστος mallet (' maelit): (η) ξύλινο σφυρί II μπαστούνι του “πόλο” malnutrition (maelnu:' tri/an): (η) υπο¬ σιτισμός malodorous (mse' loudaras): (adj) δύσοσμος malpractice (mael 'praektis): (η) κατά¬ χρηση εξουσίας II κακή θεραπεία malt (modt): (η) ψημένο κριθάρι ζυθο¬ ποιίας, βύνη Malta (' modta): (π) Μάλτα maltreat (mael' tri:t) [-ed]: (ν) κακομε¬ ταχειρίζομαι

malversation malversation (maelvar' seijan): (η) δη¬ μόσια ατασθαλία mama ( maims, mama:): (η) μαμά, μητέρα mammal ('maemal): (η) μαστοφόρο ζώο, θηλαστικό mammoth (maemath): (ft) μαμούθ II (adj) πελώριος mammy (maemi:): (η) μαμάκα man (maen): (η) άντρας II άνθρωπος II [-ned]: (v) επανδρώνω II be one’s own (v) είμαι ανεξάρτητος ή αμερόλη¬ πτος II to a όλοι χωρίς εξαίρεση II ~ about town: κοσμοπολίτης II ~ Friday: (π) υπηρέτης ή υπάλληλος για όλες τις δουλειές manacle ('maenakal): (η) χειροπέδη II δεσμά II [-d]: (ν) δένω, αλυσοδένω manage (' maenidz) [-d]: (ν) διευθύνω, διοικώ II χειρίζομαι, διαχειρίζομαι II καταφέρνω II -able: (adj) ευκολοκατάφερτος II ευκολοχείριστος II -ment: (η) διεύθυνση, διοίκηση II χειρισμός II διαχείριση II ~r: (η) διαχειριστής II δι¬ ευθυντής II αθλητικός “μάνατζερ” II -rial: (adj) διευθυντικός, της διοίκη¬ σης mandarin (' maendarin): (η) μανδαρίνος II -orange: μανταρίνι mandat-e ('maendeit): (η) εντολή II -ory: (adj) υποχρεωτικός II επιτακτι¬ κός mandible ( maendabal): (η) σιαγόνα mandolin (' maendalin): (η) μαντολίνο mandrake (' maendreik): (η) μανδραγόρας mane (mein): (η) χαίτη maneuver, manoeuvre (ma'nu:var): (η) ελιγμός, “μανούβρα" II στρατιωτι¬ κός ελιγμός II [-ed]: (ν) ελίσσομαι, “μανουβράρω" II ~s: (η) στρατιωτικές ασκήσεις manful ('maenfal): (adj) ανδροπρεπής II γενναίος II —ly: (adv) γενναία, με θάρ¬ ρος mange ( meindz): (η) ψώρα manger (' meindzar): (η) φάτνη mangle (' maeqgal) [-d]: (ν) πετσοκόβω, κομματιάζω II χαλάω mango ( maeqgou): (η) μάγκο

mangy (meindzi:): (adj) ψωραλέος, ψωριάρης manhandle (maen' haendal) [-d]: (ν) κα¬ κομεταχειρίζομαι, φέρνομαι άγρια II χειρίζομαι manhole (' maenhoul): (η) στόμιο υπο¬ νόμου II φρεάτιο εισόδου ή ελέγχου manhood (' maenhud): (η) ανδρική ηλι¬ κία II ανδροπρέπεια II άνδρες man-hour (' maenauar): (η) ωριαία ερ¬ γασία κατ’ άτομο manhunt (' maenhAnt): (η) ανθρωποκυ¬ νηγητό mania (meinia): (η) μανία II ~c: (η) μανιακός II -cal: (adj) μανιακός, τρε¬ λός manicure ( maenikju:r): (π) μανικιούρ II [-d]: (ν) κάνω μανικιούρ II περιποιού¬ μαι ή κόβω φυτά ή φράχτη manifest (' maenafest) [-ed]: (ν) επιδει¬ κνύω II εκδηλώνω II κάνω εμφανή, αποδεικνύω II (adj) έκδηλος, φανερός II κατάλογος επιβατών ή φορτίου II ταχεία εμπορική αμαξοστοιχία II -ation: (η) εκδήλωση, φανέρωμα, πα¬ ρουσία II -ο: (η) διακήρυξη, “μανιφέ¬ στο” manifold (' maenafould): (adj) πολλα¬ πλός II ποικίλος II (η) αντίτυπο manipulat-e (ma' nipjaleit) [-d]: (ν) χει¬ ρίζομαι II αλλοιώνω, παραποιώ II -ion: (η) χειρισμός II παραποίηση mankind (' maenkaind): (η) ανθρωπότη¬ τα II άντρες manl-iness (' maenlinis): (π) ανδροπρέπεια, ανδρισμός II ~y: (adj) ανδροπρε¬ πής mannequin (' maenikin): (η) κούκλα ρά¬ φτη ή μοδίστρας ή καταστήματος II μοντέλο manner (' maenar): (η) τρόπος II συμπε¬ ριφορά II ~s: καλοί τρόποι, συμπερι¬ φορά II -ed: (adj) τεχνητός, ψεύτικος II -ism: (η) ιδιαίτερη συμπεριφορά, τρόπος II ιδιορρυθμία II -ly: (adj) με καλούς τρόπους manoeuvre: see maneuver man-of-war (' maena' war): (η) πολεμι¬ κό πλοίο manor ( maenar): (η) φέουδο, “τσιφλί224

marmite κι” II μέγαρο, “αρχοντικό” manpower (' maenpauar): (η) ανδρικό δυναμικό manservant (' ma£nsa:rvant): (π) υπηρέτης .

,

r

mansion ( maenjan): (η) μέγαρο manslaughter (maen' sla:tar): (η) αν¬ θρωποκτονία mantel (' maental), -piece: (π) γείσωμα τζακιού mantle (maental): (η) μανδύας II [-d]: (v) καλύπτω manual (' maenju:al): (adj) χειροκίνητος II χειρωνακτικός II (η) εγχειρίδιο manufacture (maenja' faektjar) [-d]: (v) κατασκευάζω βιομηχανικά ή μηχανικά II επινοώ II (η) βιομηχανική κατασκευή II βιομηχανία II ~r: (π) βιομήχανος II εργοστασιάρχης manure (ma'nu:r): (η) κοπριά manuscript (' maenjaskript): (η) χειρό¬ γραφο many (' maeni): (adj) πολλοί II (η) οι πολλοί II how πόσοι map (maep): (π) χάρτης II “φάτσα” (id) II [-ped]: (ν) χαρτογραφώ II wipe off the εξαλείφω, καταστρέφω maple ( meipal): (η) σφένδαμος mar (ma:r) [-red]: (ν) παραμορφώνω II χαλάω, καταστρέφω εμφάνιση II (η) κηλίδα marathon (' maerathon): (η) μαραθώνιος maraud (ma'ro:d) [-ed]: (ν) κάνω επι¬ δρομή II λεηλατώ II ~er: (π) επιδρομέ¬ ας, “πλιατσικολόγος” marble (ma:rbal): (η) μάρμαρο II βό¬ λος, “κοϊνάκι”, “μπίλια” II ~s: (η) παιχνίδι, μπίλιες, βόλοι II lose one’s ~s: (ν) “μου στρίβει” march (ma:rtj) [-ed]: (ν) βαδίζω στρα¬ τιωτικά II (η) στρατιωτικό βάδισμα II πορεία II εμβατήριο II σύνορο II land: (η) παραμεθόριος March (ma:rtj): (η) Μάρτιος marchioness (' ma:rjanis): (π) μαρκησία mare (mear): (π) φοράδα II (-ma:rei): (η) θάλασσα σελήνης II ~’s nest: (η) απάτη margarin (' ma:rdzarin), ~e: (π) μαργα¬ ρίνη

margin ( ma:rdzan): (η) περιθώριο II ~al: (adj) περιθωριακός II ελάχιστος, “μίνιμουμ” marigold ( maeragould): (η) χρυσάνθε¬ μο mari-juana, -huana (maera' wa:na): (η) μαριχουάνα marina (ma'rirna): (η) αγκυροβόλιο, “μαρίνα” marina-de ( 'maera' neid): (η) σάλτσα “μαρινάτη” II ~te [-d]: (ν) “μαρινά¬ ρω” marine (ma ri:n): (adj) ναυτικός II θα¬ λάσσιος, θαλασσινός II πεζοναυτικός II (η) ναυτικό II πεζοναύτης II ~r: (π) ναυτικός marionette ('maerira net): (η) ανδρεί¬ κελο, “μαριονέτα” marital (' maeratal): (adj) γαμήλιος II συζυγικός maritime (' maerataim): (adj) ναυτικός II θαλάσσιος marjoram (' ma:rdzaram): (π) μαντζου¬ ράνα mark (ma:rk): (π) σημάδι II στίγμα II “μάρκα” II σημείο II βαθμός II ποιότη¬ τα II προσοχή II στόχος II αφετηρία II “κορόϊδο” (id) II [-ed]: (ν) σημαδεύω, “μαρκάρω” II δείχνω, φανερώνω II βαθμολογώ, βάζω βαθμούς II προσέχω, δίνω σημασία II (η) μάρκο II ~ed: (adj) βαθμολογημένος II έντονος, φανε¬ ρός, σαφής II “μαρκαρισμένος” II -edly: (adv) έντονα, φανερά II ~er: (π) δείκτης II μαρκαδόρος II beside the άσχετος II ~ up: (η) άνοδος τι¬ μών market (' ma:rkit): (η) αγορά II αγορα¬ πωλησία II ζήτηση προϊόντος II [-ed]: (ν) προσφέρω για πώληση II κάνω δο¬ σοληψία ή αγοραπωλησία II ~ basket: (η) καλάθι “σουπερμάρκετ” II ~ place: (π) αγορά II play the ~: (ν) παίζω στο χρηματιστήριο marksman (' ma:rksman): (η) σκοπευ¬ τής II -ship: (π) σκοπευτική ικανότητα marmalade ( ma:rmaleid): (π) μαρμελάδα marmite (ma:r'mi:t): (η) καζάνι μαγει¬ ρέματος, “μαρμίτα” 225

maroon maroon (ma'ru:n) [-ed]: (v) εγκαταλεί¬

πω σε ερημιά II εγκαταλείπω, απομο¬ νώνω II σκούρος καστανός, βυσσινής marquee (ma:r'ki:): (η) τέντα II στέγα¬ σμα εισόδου, “μαρκίζα” marquis, marquess (' ma:rkwis): (η) μαρκήσιος marr-iage (maeridz): (η) γάμος II ~ied: (π) έγγαμος II get ~ied: (ν) παντρεύο¬ μαι marrow (maerou): (η) μεδούλι II ~ squash: (η) κολοκύθι marry ( maeri) [-ied]: (ν) παντρεύω II παντρεύομαι Mars (' ma:rz): (η) Άρης marsh (ma:rj): (π) έλος, βαλτότοπος II ~y: (adj) ελώδης, βαλτώδης marshal ('ma:rial): (η) αρχηγός αστυ¬ νομίας ή πυροσβ. υπηρεσίας II δικα¬ στικός κλητήρας II τελετάρχης II [-ed]: (ν) συγκεντρώνω, παρατάσσω marsupial (ma:r' su:pi:al): (η) μαρσιποφόρο mart (ma:rt): (η) αγορά, παζάρι martial (' ma:rjal): (adj) πολεμικός II στρατιωτικός II court στρατοδικείο II (ν) δικάζω σε στρατοδικείο II ~ law: . (η) στρατ. νόμος martin ( ma:rtin): (η) πετροχελίδονο martyr ( ma:rtar): (π) μάρτυρας II [ed): (ν) μαρτυρώ, βασανίζομαι II -dom: (η) μαρτυρία, βασανιστήριο, μαρτύριο marvel (' ma:rval): (η) θαύμα II [-ed]: (ν) θαυμάζω II απορώ II ~ous: (adj) θαυμάσιος Marx-ism (' ma:rksizam): (η) Μαρξι¬ σμός II ~ist: (η) μαρξιστής mascara (mass ' kaera): (η) φτιασίδι, “μάσκαρα” mascot (' maeskot): (η) μασκότ masculine (' masskjalin): (adj) αρσενικός II ανδροπρεπής II ~ity: (π) ανδρισμός maser (' meizar): (η) “μέιζερ” mash (mej) [-ed]: (ν) κάνω πολτό II (π) πολτός II ~ed potatoes: (π) πουρές II ~er: (η) χτυπητήρι II “κορτάκιας” (id) mask (maesk): (η) προσωπίδα, μάσκα II προσωπείο, ψεύτικη εμφάνιση II [-ed]: 226

(ν) σκεπάζω, κρύβω II ~ed: (adj) προσωπιδοφόρος II κρυμμένος, σκεπασμέ¬ νος masoch-ism (' maesakizam): (η) μαζοχι¬ σμός II ~ist: (η) μαζοχιστής mason ( meisan): (η) τέκτονας, κτίστης II μασόνος II ~ic: (adj) τεκτονικός, μα¬ σονικός II ~ry: (η) λιθοδομή masquerade (' maeskareid): (η) μεταμ¬ φίεση, “μασκαράτα” II [-d]: (ν) μεταμ¬ φιέζομαι II παριστάνω, υποκρίνομαι mass (maes): (η) μάζα II πλήθος, μάζα II Μ~: (η) λειτουργία II [-ed]: (ν) σχημα¬ τίζω μάζα II μαζεύω, συγκεντρώνω II ~ive: (adj) ογκώδης II ~ production: μαζική παραγωγή massacre ( maesakar) [-d]: (ν) σφαγιά¬ ζω II (η) σφαγή massage (ma'sa:z): (η) μάλαξη, “μα¬ σάζ” II [-d]: (ν) μαλάζω, κάνω “μα¬ σάζ” masseur (mae 'sa:r): (π) “μασέρ” mast (maest): (π) κατάρτι, ιστός II στύ¬ λος master (maestar): (η) κύριος, αφέντης II κυβερνήτης εμπορ. πλοίου II νικητής II δάσκαλος II καλός τεχνίτης, “μάστο¬ ρας” II (adj) αριστοτεχνικός II [-ed]: (ν) κατανοώ, μαθαίνω τέλεια II εξου¬ σιάζω, είμαι κύριος II ~fful: (adj) αυ¬ ταρχικός, δεσποτικός II ειδικός, αρι¬ στοτέχνης II -key: (π) γενικό κλειδί, αντικλείδι II ~ly: (adj) αριστοτεχνικός II -mind [-ed]: (ν) συλλαμβάνω και δι¬ ευθύνω σχέδιο II (η) ο ιθύνων νους του σχεδίου II Μ- of Arts: (π) πτυχιούχος θεωρ. επιστημών II - of ceremonies: (η) κονφερανσιέ II τελε¬ τάρχης II Μ- of Science: (η) πτυχιούχος θετικών επιστημών II -piece: (η) αριστούργημα II - stroke: (η) αριστο¬ τεχνικός χειρισμός II - work: (π) αρι¬ στούργημα II - workman: (η) αρχιτε¬ χνίτης II ~y: (η) τέχνη II εξουσία II πλήρης γνώση mastic ( masstic): (π) μαστίχα II -ate [d]: (ν) μασώ II πολτοποιώ II - tree: (η) μαστιχόδεντρο masturbat-e ( masstarbeit) [-d]: (ν) αυ¬ νανίζομαι II -ion: (π) αυνανισμός, μα-

maximal λακία II -or: (η) αυνανιστής mat (maet): ψάθα II μαντιλάκι τραπεζι¬

τριαρχικός II -archy: (η) μητριαρχία II -cide (' maetrasaid): (η) μητροκτονία II -mony (' maetramouni:): (η) γάμος II -monial: (adj) γαμήλιος matrices: pi. of matrix (see) matriculat-e (ma' trikjaleit) [-d|: (ν) εγγράφομαι σε πανεπιστήμιο II -ion: (η) εγγραφή matrix (' meitriks): (η) μήτρα II καλούπι matron (' meitran): (π) παντρεμένη γυ¬ ναίκα, κυρία II προϊσταμένη ιδρύμα¬ τος II ~ly: (adj) σεβαστός, σεβάσμια matter ('maetar): (η) ύλη II ουσία II υπόθεση, θέμα II ζήτημα II απόρριμμα οργανισμού, πύο ή ακαθαρσία II [-ed]: (ν) έχω σπουδαιότητα ή σημασία II of course: λογική σειρά ή αποτέλεσμα II - of-fact: (adj) κατά γράμμα, πεζός, πρακτικός II what's the -?: τι συμβαί¬ νει? τι έπαθες? matting ( ' mastit]): (π) θαμπή επιφά¬ νεια, ”ματ” II πλέγμα, ψάθα mattress (' maetris): (η) στρώμα matur-ate (' maetju:reit) [-d]: (ν) ωριμά¬ ζω II εμπυάζω, μαζεύω πύο II -ation: (η) ωρίμανση II εμπύηση, “μάζεμα” II ~e (ma'tju:r): (adj) ώριμος II ληξιπρό¬ θεσμος II [-d]: (ν) ωριμάζω II λήγω, λήγει η προθεσμία μου II -ity: (η) ωρίμανση II λήξη προθεσμίας πληρω¬ μής maudlin ( mo:dlin): (adj) υπερευαίσθη¬ τος II κλαψιάρης maul ('mo:l): (π) μεγάλο σφυρί, “βα¬ ριά” II [-ed]: (ν) σκίζω ξύλα II καταξεσχίζοί II “κοπανάω” mausoleum (mo:sa li:am): (π) μαυσω¬ λείο mauve (mouv): (adj) μοβ maverick (maevarik): (η) αδέσποτο μοσχάρι II ζο')θ που ξέκοψε από το κοπάδι II ανεξάρτητος, χωρίς δεσμεύ¬ σεις σε κόμμα mawkish (mo:kiI): (adj) ψευτοευαίσθητος. εκδηλωτικά διαχυτικός II ενοχλη¬ τικά και αηδιαστικά διαχυτικός ή ευ¬ αίσθητος maxim (maeksim): (η) γνωμικό, ρητό maxim-al (' maeksamal): (adj) μέγιστος

ού, μικρό τραπεζομάντιλο II χαλί γυ¬ μναστηρίου II μπέρδεμα, μπλέξιμο II [ted]: (ν) μπερδεύω, μπλέκω II μπερ¬ δεύομαι II -ted: (adj) μπερδεμένος matador ( maetador): (η) ταυρομάχος (που σκοτώνει τον ταύρο) match (maetj): (η) ταίρι, πανομοιότυπο II ίσος, ισοδύναμος II αθλητική συνά¬ ντηση, “ματς” II συνοικέσιο, “προξε¬ νιά” II σπίρτο II [-ed]: (ν) ταιριάζω II είμαι ίσος ή ισοδύναμος II εναρμονίζω II εναρμονίζομαι II βάζω σε συναγωνι¬ σμό II -book, -box: (π) σπιρτοκούτι II -less: (adj) απαράμιλλος II -maker: (η) προξενητής, προξενήτρα II -wood: (π) σπιρτόξυλο II κομματάκια, ψιλά ξυλάκια mate (meit): (η) σύντροφος, ταίρι II συ¬ νάδελφος. συνεργάτης II ανθυποπλοί¬ αρχος ή υποπλοίαρχος εμπορ. ναυτι¬ κού II “ματ” σκακιού II [-d]: (ν) ζευ¬ γαρώνω II ζευγαρώνομαι II first chief ~: υποπλοίαρχος εμπ. ναυτικού II second ~: (η) ανθυποπλοίαρχος εμπ. ναυτικού II ~y: (adj) κοινωνικός, φιλι¬ κός material (ma' tiari:al): (η) υλικό II ύλη, ουσία II ύφασμα II (adj) υλικός II ου¬ σιώδης II -ism: (η) υλισμός II —ist: (π) υλιστής II —istic: (adj) υλιστικός II -ize [-d]: (ν) υλοποιούμαι II γίνομαι, πραγματοποιούμαι II -ization: (π) υλοποίηση II πραγματοποίηση II ~ly: (adv) υλικά, ουσιαστικά materiel (rnatiri:' el): (π) υλικά, εφόδια matern-al (ma' ta:rnal): (adj) μητρικός II εκ μητρός II -ity: (η) μητρότητα' II (adj) εγκυμοσύνης maths (maeths): see mathematics mathemat-ical (maetha ' maetikal), ~ic: (adj) μαθηματικός II -ically: (adv) μα¬ θηματικά II -ician (maethama' tijan): (η) μαθηματικός II -ics: μένο τσουλούφι, ξεχτένι237

mope στα μαλλιά II ~ up: (ν) τελειώνω δου¬ λειά II ξεπαστρεύω εχθρό, εξαλείφω αντίσταση mope (moup) [-edj: (ν) είμαι κατσούφης, μελαγχολώ moped ( mouped): (η) μοτοποδήλατο moppet (mopit): (η) κοριτσάκι II παι¬ δάκι, πιτσιρικάκι moral ('moral): (adj) ηθικός II (η) ηθι¬ κό δίδαγμα II ~s: (π) ηθική, ήθη, ηθι¬ κές αρχές II ~e (ms'nel): (η) ηθικό II -ism: (η) ηθικολογία II -ist: (η) ηθικο¬ λόγος II -ity: (π) ηθικότητα, ηθική II -ize [-d]: (ν) ηθικολογώ II ~ly: (adv) ηθικά morass (mo'raes): (η) έλος, τέναγος II βόρβορος II τελμάτωση κατάστασης, αποτελμάτωση morbid (mo:rbid): (adj) νοσηρός II -ity: (η) νοσηρότητα more (mo:r): (adj) περισσότερος II (adv) περισσότερο, πιο πολύ, πιο II or less: πάνω-κάτω, σχεδόν II - over: (adj) επιπλέον, και εκτός απ' αυτό mores ( mo:reiz): (η) ήθη II τρόποι morganatic (mo:rgo' metik): (adj) μορ¬ γανατικός morgue ('mo:rg): (η) νεκροτομείο II αρχείο εφημερίδας moribund (' moribAnd): (adj) ετοιμοθά¬ νατος II που τείνει να εκλείψει morning (' ms:mii]): (η) πρωί II (adj) πρωινός II —glory: (π) περιπλοκάδα II - star: (π) αυγερινός Moroc-can (ms'roksn): (adj & η) Μαροκινός II ~co: (η) Μαρόκο moron (mo:rsn): (η) διανοητικά καθυ¬ στερημένος II βλακας II ~ic: (adj) βλα¬ κώδης morose (ms rous): (adj) σκυθρωπός, δύσθυμος, κακόκεφος II -ness: (π) δυ¬ σθυμία, κακοκεφιά morphine ( mo:rfi:n): (η) μορφίνη morphology (mor'folsdzi:): (η) μορφο¬ λογία morrow (mo:rou): (η) η επαύριο Morse (mo:rs): (η) Μορς II - code: (η) αλφάβητο ή σύστημα Μορς morsel (mo:rssl): (π) κομματάκι II μπουκίτσα

mortal (-mo:rtl): (π & adj) θνητός II (adj) θανάσιμος, θανατηφόρος II φρικτός II -ity: (η) θνησιμότητα II θνητό¬ τητα II το θανάσιμο mortar (' mo:rtsr): (π) γουδί II όλμος, ολμοβόλο II ασβέστης, πηλός II f-ed]: (ν) ασβεστιόνω, χτίζω με πηλό II βομ¬ βαρδίζω με όλμους II -board: (η) πη¬ λοφόρι II καπέλο καθηγ. ή τελειόφοι¬ του πανεπιστημίου mortgage ( mo:rgidz): (π) υποθήκη II [d]: (ν) υποθηκεύω II ~e: (π) αποδέκτης υποθήκης, δανειστής II ~r: (η) δανειζό¬ μενος, χρεώστης επί υποθήκη mort-ician (mo:r ti}an): (π) εργολάβος κηδειών II —ification: (η) ταπείνωση II νέκρωση, απονέκρωση II —ify [-ied]: (ν) απονεκρώνω II ταπεινώνω II νε¬ κρώνομαι II -uary (' mo:rtJu:eri:): (η) νεκροθάλαμος II (adj) νεκρικός mosaic (mou zeik): (η) μωσαϊκό II σύν¬ θετη αεροφωτογραφία II Μ~: (adj) Μωσαϊκός Moscow ( moskau): (η) Μόσχα mosey ( mouzi:) [-ed]: (ν) προχωρώ (id) Moslem (' mozlsm): (η) Μουσουλμάνος mosque (mosk): (η) τέμενος, “τζαμί”, “μιναρές” mosquito (mss' ki:tou): (η) κουνούπι II -net: (η) κουνουπιέρα moss (mos): (π) βρύο II - back: (η) σκοταδιστής, “σκουριασμένος”, “μου¬ χλιασμένος” II - green: πρασινοκίτρινος II - grown, ~y: (adj) βρυώδης, μουχλιασμένος most (moust): (adj) πλείστος, ο πιο πο¬ λύς II ο μεγαλύτερος αριθμός, οι πιο πολλοί II (adv) πάρα πολύ II σχεδόν (id) II at at the κατά το πλείστο, το πιο πολύ II make the - of: υπερ¬ βάλλω, δίνω περισσότερη σπουδαιότητα II επωφελούμαι II ~ly: (adv) ως επι το πλείστον mote (mout): (η) κόκκος motel (mou'tel): (π) “μοτέλ” moth (mo:th): (π) σκόρος II νυχτοπετα¬ λούδα II -ball: (π) μπάλα ναφθαλίνης II -eaten: (adj) σκοροφαγωμένος II χι¬ λιοειπωμένος, κοινότυπος II ~y: (adj) 238

mow γεμάτο σκόρο

mother ( rriAdor): (η) μητέρα II (adj)

μητρικός II [-edj: (ν) γίνομαι μητέρα, γεννώ II περιποιούμαι σαν μητέρα, φροντίζω μητρικά II -less: (adj) ορφα¬ νός από μητέρα II -hood: (π) μητρότη¬ τα II μητέρες II - hubbard: (η) ρόμπα γυναικεία II —in-law: (η) πεθερά II -land: (η) πατρίδα II ~ly: (adj) μητρι¬ κός, σαν μητέρα II (adv) μητρικά, στοργικά II M~'s Day: (η) ημέρα της μητέρας II -superior: (π) ηγουμένη II -tongue: (η) μητρική γλώσσα II - wit: (η) έμφυτη εξυπνάδα mo-tif (mouti:f), - tive (mou'ti:v): (η) θέμα, "μοτίβο” mo-tion ( moujsn): (η) κίνηση II κίνη¬ τρο II πρόταση II [-edj: (ν) κάνω νόη¬ μα. γνέφω II -tionless: (adj) ακίνητος II -tion picture: (π) κινημ. ταινία II -tion sickness: (η) ναυτία II -tivate ('moutsveit) [-d]: (ν) δίνω κίνητρο II προκαλώ, κάνω II -tivation: (η) κίνη¬ τρο II -tive (moutiv): (π) αίτιο, κίνη¬ τρο II see motif II (adj) κινητήριος motley ( motli:): (adj) ποικίλος, ετερο¬ γενής II πολύχρωμος motor ('motor): (η) κινητήρας, "μο¬ τέρ” II μηχανοκίνητο, αυτοκίνητο II (adj) κινητήριος II (-edj: (ν) πάω με αυτοκίνητο II μεταφέρω με αυτοκίνητο II -bike: (η) μοτοποδήλατο II -boat: (η) βενζινάκατος II -car: (π) αυτοκίνη¬ το II -cycle: (η) μοτοσικλέτα II -cyclist: (η) μοτοσικλετιστής II —ist: (π) αυτοκινητιστής II -ize |-d[: (ν) μη¬ χανοποιώ II -man: (η) μηχανοδηγός II - scooter: (π) "σκούτερ” II - vehicle: (π) αυτοκίνητο όχημα mottle ( motl): (η) κηλίδα II γραμμές, "νερά" II ~d: (adj) κηλιδωτός II με "νερά” motto (motou): (η) ρητό, γνωμικό moue (mu:): (η) γκριμάτσα mould: see mold moult: see molt mound (maund): (η) γήλοφος, ύψωμα II ανάχωμα II πρόχωμα II [-ed|: (ν) κατα¬ σκευάζω πρόχωμα mount (maunt) (-ed|: (ν) ανεβαίνω II 239

σκαρφαλώνω II ιππεύω II ανεβάζω, το¬ ποθετώ επάνω II τοποθετώ πυροβόλο II ετοιμάζω επίθεση II ανέρχομαι, αυ¬ ξάνω II (π) άλογο II μεταφορικό μέσο II στήριγμα, βάθρο II βουνό II -ain: (η) βουνό, όρος II σωρός, βουνό II -ain dew: (η) παράνομο ποτό (id) II -aineer: (η) ορεσίβιος II ορειβάτης II -aineering: (η) ορειβασία II -ain lion: (π) κουγουάρυς, "πούμα” II -ainous: (adj) ορεινός II τεράστιος mountebank (' mauntsbteqk): (π) τσαρ¬ λατάνος, αγύρτης mourn ( mo:m) (-edj: (ν) πενθώ II θρη¬ νώ II —ful: (adj) πένθιμος II -ing: (π) πένθος mouse (maus): (η) ποντικός II δειλός (id) II μαυρισμένο μάτι από γροθιά (id) II -trap: (η) ποντικυπαγίδα moustache: see mustache mouth (mauth): (π) στόμα II στόμιο II γκριμάτσα, μορφασμός II εκβολή II [ed|: (ν) βάζο) στο στόμα II κάνω γκριμάτσες II μιλώ με στόμφο II down in the -, down at the ~: μουτρωμένος, κατσούφης (id) II -ful: (η) μπουκιά II δυσκολοπρόφερτη λέξη (id) II -organ: (π) φυσαρμόνικα II -piece: (η) επιστό¬ μιο II "μασέλα” πυγμάχου II φερέφω¬ νο (id) II συνήγορος υπεράσπισης (id) II ~y: (adj) πομπώδης mov-able ( mmvabal): (adj) κινητός II ~e [-d]: (ν) κινώ II κινούμαι II μετακι¬ νούμαι II προχωρώ II μετακινώ II μετα¬ κομίζω II συγκινώ II υποβάλλω πρότα¬ ση II έχω κένωση II (π) κίνηση II μετα¬ κόμιση II ενέργεια, βήμα II get a ~e on: ξεκινώ, αρχίζω, προχωρώ (id) II on the ~e: σε πρόοδο, σε άνοδο II σε κίνηση II -eable: see movable II -ement: (η) κίνηση II μετακίνηση II κί¬ νημα II τάση II κένωση II ~ie ( mu:vi:): (η) κινημ. ταινία II κινηματογράφος II -ies: (η) κινηματογραφικό έργο, κινη¬ ματογράφος II -ing: (adj) συγκινητικός II κινητός, κινούμενος II -ing staircase: (η) κυλιόμενη σκάλα mow (mou) [-edj: (ν) θερίζω II κόβο) χόρτο II - down: (ν) θερίζω, αποδεκατίζιο II ~er: (η) θεριστική μηχανή II

Mr χορτοκοπτική μηχανή II ~ing machine: see mower Mr: see mister Mrs: see mistres Ms (miz, ernes): κυρία ή δεσποινίδα much (mAtj): (adj) πολύς II (adv) πολύ, μεγάλος II σχεδόν II make ~ of: δίνω μεγάλη σημασία ή προσοχή II think ~ of: εκτιμώ πολύ muck (mAk): (η) λάσπη II κοπριά II σκούρο, εύφορο χώμα II βρωμιά II χώ¬ μα και πέτρες εκσκαφής II [-ed]: (ν) βάζω λίπασμα, βάζω κοπριά II βρωμίζω (id) II μεταφέρω χώμα εκσκαφής II make a ~ of: (ν) τα κάνω θάλασσα II ~ about: (ν) τεμπελιάζω, “χαζεύω” II ~ up: (ν) βρωμίζω II κάνω άνω-κάτω II τα κάνω θάλασσα, χαλάω τη δου¬ λειά II ~ amuck: (η) “σπουδαίος” (id) II -rake [-d]: (ν) ερευνώ για πολι¬ τική διαφθορά II ~y: (adj) βρωμιάρης mucus (' mju:kas): (π) βλέννα mud (mAd): (η) λάσπη II συκοφαντία, “βρωμιά” II -die f-d]: (ν) λασπώνω, θολώνω II ανακατώνω, μπερδεύω II τα “κάνω θάλασσα” II (η) μπέρδεμα, ανακάτωμα II -die through: (ν) τα καταφέρνω με το ζόρι, τα βγάζω πέρα “κουτσά-στραβά” II -dle-headed: (adj) βλάκας II ~dy: (adj) λασπωμένος II θολός II [-ied]: (ν) λασπωνω II λερώ¬ νω II - flat: (η) παραλία που σκεπά¬ ζεται με την παλίρροια II - guard: (η) φτερό αυτοκινήτου II -lark: (π) χαμίνι II - slinger: (η) συκοφάντης, λασπολόγος muff (mAf) [-ed]: (ν) τα “θαλασσώνω” (id) II (η) “μανσόν” II -in: (η) ψωμά¬ κι, μικρό κέικ II ~le ( mAfsl) [-dj: (ν) σκεπάζω, κουκουλώνω II κατασιγάζω, καταπνίγω II (η) κουκούλα II -ler: (η) κουκούλα II σιγαστήρας, πνιγέας ήχου mufti ( mAfti:): (η) πολιτικά ρούχα, πολιτική περιβολή mug (mAg): (η) φλιτζάνι II πρόσωπο, “μούτρο” (id) II γκριμάτσα II κακο¬ ποιός II κορόιδο II [-ged]: (ν) χτυπώ για να ληστέψω II -ging: (η) επίθεση με ληστεία II ~gy: (adj) ζεστός και υγρός II -shot: (π) φωτογραφία κακο¬

ποιού σε αρχείο αστυνομίας II wump. (η) ανεξάρτητος στην πολιτική II αποστάτης στην πολιτική mulatto (mu' laetou): (π) μιγάδας (από λευκό και μαύρο) mulberry (mAlberi:): (η) μούρο II μου¬ ριά mule (mju:l): (η) ημίονος, μουλάρι II ανέμη II παντόφλα II - skinner, -teer: (η) ημιονηγός mull (γπλΙ) [-ed]: (ν) σκέπτομαι, συλλο¬ γίζομαι II - over: (ν) αργοσκέπτομαι, το φέρνω βόλτα στο μυαλό mullet (' mAlit): (η) μπαρμπούνι multi-colored (' mAltikAbrd): (adj) πο¬ λύχρωμος II -ethnic: (adj) πολυεθνής II -form: (adj) πολύμορφος II -graph: (π) πολύγραφος II -lateral: (adj) πολύ¬ πλευρος II -millionaire: (η) πολυεκατομμυριούχος II -national: (adj) πο¬ λυεθνικός II -pie: (adj) πολλαπλός II (π) πολλαπλάσιο II -plicand

(' mAltipli' kaend):

(n)

πολλαπλασιαστέος II -plication (mAltapli' keijon): (η) πολλαπλασια¬ σμός II -plier: (η) πολλαπλασιαστής II -ply (' mAltoplai) [-ied]: (ν) πολλα¬ πλασιάζω II πολλαπλασιάζομαι II -tude (' mAlt3tju:d): (η) πλήθος II -tudinous: (adj) πολυπληθής mum (rriAm): (adj) άλαλος, βουβός II (η) μαμά mumble ('rriAmbol) [-d]: (ν) ψελλίζω, μιλώ μασώντας τα λόγια II (π) ψέλλι¬ σμα, μουρμούρισμα mumbo-jumbo (' rriAmbou dzAmbou): (π) ασυνάρτητα λόγια ή ακατανόητο φέρσιμο mum-mify ( mAmafai) [-ied]: (ν) ταρι¬ χεύω νεκρό II μουμιοποιούμαι, ζαρώ¬ νω II -my: (π) μούμια II μαμάκα mumps (mAmps): (π) παρωτίτιδα, παραμαγούλες munch (mAntj) [-ed]: (ν) τραγανίζω mundane (mAn dein): (adj) κοσμικός, εγκόσμιος II κοινός, κοινότοπος municipal (mju' nisopsl): (adj) δημοτι¬ κός II -ity: (η) δήμος munificen-ce (mju ' nifssans): (η) γεν¬ ναιοδωρία, απλοχεριά II ~t: (adj) γεν240

my ναιόόωρος II πλουσιοπάροχος, απλό¬ χερος munitions (mju:' nijans): (π) πολεμοφό¬ δια mural (mju:ral): (η) τοιχογραφία II (adj) τοιχικός, σαν τοίχος murder (ma:rdar): (π) δολοφονία II [edJ: (ν) δολοφονώ II θαλασσώνω, “σκοτώνω” II ~er, -eress: (η) ο. η δολοφόνος II ~ous: (adj) δολοφονικός, φονικός murk (ma.rk): (η) σκότος II ~y: (adj) ζοφερός murmur ( ma:rmar) [-ed]: (ν) μουρ¬ μουρίζω II γκρινιάζω, “μουρμουρίζω” II (η) μουρμούρισμα mus-cle ( mAsal): (π) μυς II δύναμη, μυϊκή δύναμη II [-d|: (ν) μπαίνω ή αναγκάζω με τη βία II -cle-bound: (adj) γεροδεμένος II άκαμπτος II -cular (' mASkjalar): (adj) μυιόδης II μυϊκός II -culature: (π) μυϊκό σύστημα muse (mju:z) [-dj: (ν) αργοσκέπτομαι, συλλογίζομαι για πολύ ώρα II ονειρο¬ πολώ II Μ~: (π) Μούσα museum (mju:' zi:am): (η) μουσείο mush (γϊιλ|): (η) πολτός, κουρκούτι II σαχλό αίσθημα, “σαλιάρισμα” (id) II -room: (η) μανιτάρι II -room [-ed]: (ν) απλώνομαι σαν μανιτάρι, αυξάνο¬ μαι γρήγορα II ~y: (adj) πολτώδης, σαν κουρκούτι II σαχλοαισθηματίας music (mju:zik): (η) μουσική II ~al: (adj) μουσικός II φιλόμουσος II -ale (mju:zi kael): (η) μουσική βραδιά II -ian (mju:' zijan): (π) μουσικός II face the ~: (ν) αντιμετωπίζω τις συνέπειες κακής πράξης musk (mAsk): (η) μόσχος II -beaver, -rat: (η) μοσχοπόντικας II -deer: (η) μοσχοδορκάδα II ~y: (adj) μοσχάτος II -melon: (π) πεπόνι musket ( rriASkit): (η) τουφέκι II -eer: (π) τουφεκιοφόρος II σωματοφύλακας Muslim: see Moslem muslin (mAzlin): (η) μουσελίνα II “αχνάρι” μοδίστρας muss (mAS) [-ed]: (ν) ανακατεύω II (n) ανακάτωμα II ~y: (adj) ανακατιυμένος mussel (mAsal): (η) μύδι 241

must (mAst): (ν) πρέπει, είμαι υποχρε¬

ωμένος II πρέπει, πιθανόν να είναι II (π) ανάγκη, απαραίτητη προϋπόθεση II a ~: απαραίτητο, αναγκαίο II μούστος mustache (ma'staej, ' mAStsj): (η) μου¬ στάκι mustang (' mAStaeijg): (η) άγριο άλογο mustard ( mAStard): (η) μουστάρδα II σινάπι II -gas: (η) υπερίτης II plaster: (η) σιναπισμός, έμπλαστρο muster ('mAStar) [-ed]: (ν) παρατάσσω II συγκεντρώνω, συναθροίζω II (η) πα¬ ράταξη II pass ~: (ν) γίνομαι δεκτός, “περνώ” must-iness ( mAStinis): (η) μούχλα II ~y: (adj) μουχλιασμένος II κοινός, “μουχλιασμένος” muta-ble (' mju:tabal): (adj) αλλοιώσι¬ μος II ευμετάβλητος II ~nt: (η) οργανι¬ σμός που έχει διαφορετικά χαρακτη¬ ριστικά, με αλλοιωμένα γονίδια ή χρωμοσώματα II -tion: (η) αλλοίωση γονιδίων ή χρωμοσωμάτων, αλλαγή φύσης mute (mju:t): (adj) άλαλος, βουβός II άφωνος, μη προφερόμενος II (π) βου¬ βός II πνιγέας. “σουρντίνα” II [-d[: (ν) απαλύνω ήχο ή χρωματισμό II -ness: (η) βουβαμάρα mutilat-e (' mju:taleit) |-d[: (ν) ακρωτη¬ ριάζω II -ion: (η) ακρωτηριασμός muti-neer (mju:ti' ni:r): (η) στασιαστής II -nous: (adj) στασιαστικός II ~ny ( mju:tni:): (η) στάση, ανταρσία II ~ny [-ied 1: (ν) στασιάζω mutt (mAt): (η) κοπρόσκυλο II ανόητος mutter ( rriAtar) |-ed): (ν) μουρμουρίζω II γκρινιάζω, παραπονιέμαι, “μουρ¬ μουρίζω” mutton ( mAtn): (η) πρόβειο κρέας II -chop: (η) παιδάκι αρνίσιο II -head: (η) χοντροκέφαλος mutual (' mju:tjual): (adj) αμοιβαίος II ~ly: (adv) αμοιβαία muzzle ( ΊτιλζοΙ): (η) ρύγχος II φίμω¬ τρο II στόμιο κάννης II |-d|: (ν) φιμώ¬ νω II απαγορεύω ομιλία, “φιμώνω” II - loader: (η) εμπροσθογεμές όπλο my (mai): (pron) μου, δικός μου II oh my! (int) ω! πιο πιο!

myocarditis myocarditis (maiouka:r' daitis): (η) μυο¬ καρδίτιδα myopi-a (mai' oupi:3): (η) μυωπία II ~c: (adj) μυωπικός myriad ('miri.ad): (η) μυριάδες, πολλοί myrmidon (' mairmodom): (η) πιστός οπαδός myrrh (ma:r): (η) μύρρα, μύρρο myrtle ( m3:rtl): (η) μυρτιά myself (mai' self): (pron) εγώ ο ίδιος II εαυτός μου myste-rious (mi' stiarhas): (adj) μυστη¬ ριώδης II -riously: (adv) μυστηριωδώς II ~ry ('mistori:): (η) μυστήριο II ~ry

play: (η) χριστιανικό δράμα mystic ('mistik): (adj) μυστηριακός, μυστικός II (π) μύστης II ~al: (adj) μυ¬ στικός II -ism: (η) μυστικισμός mysti-fication (mistsfi' keijsn): (η) πε¬ ριπλοκή, σύγχυση II ~fy [-ied]: (v) προκαλώ σύγχυση ή αμηχανία II κάνω ακατανόητο myth (mith): (π) μύθος II -ical: (adj) μυθικός II -icize [-d]: (ν) μυθοποιώ II -ological: (adj) μυθολογικός II -ology: (η) μυθολογία mythomania (mitha meini:3): (η) μυθο¬ μανία II ~c: (π & adj) μυθομανής

Ν

Ν, n (en): το 14ο γράμμα του Αγγλ. αλφαβήτου nab (naeb) [-bed]: (ν) πιάνω, συλλαμβά¬ νω II αρπάζω nadir (' neidar): (η) ναδίρ nag (naeg) [-ged]: (ν) γκρινιάζω. ενοχλώ με γκρίνια II μισοθυμούμαι, “τριγυρί¬ ζει” στο μυαλό II (η) γκρινιάρης, ανι¬ κανοποίητος II παλιάλογο II -ging: (adj) ενοχλητικός II που τριγυρίζει στο μυαλό nail (neil): (π) καρφί II νύχι II [-ed]: (ν) καρφώνω II συλλαμβάνω, πιάνω (id) II αποκαλύπτω, φανερώνω (id) II hard as ~s: σκληρός, σκληροτράχηλος II ανήλεος II - down: (ν) διασφαλίζω II - file: (π) λίμα νυχιών II - fold: (η) πετσούλα των νυχιών naive (na: i:v): (adj) απλοϊκός, αφελής II ~te (na:i:' tei): (η) απλοϊκότητα, αφέλεια naked ( neikid): (adj) γυμνός II ακάλυ¬ πτος, εκτεθειμένος II -ness: (η) γύ¬ μνια, γυμνότητα namby-pamby (' membi:' paembi:): (adj) αναποφάσιστος, δειλός II σαχλός name (neim): (π) όνομα II υβριστική λέ¬ ξη, “κοσμητικό” επίθετο II υπόληψη.

“όνομα" II [-d]: (ν) ονομάζω II κατο¬ νομάζω II in the of: εν ονόματι του II -day: (η) ονομαστική εορτή II -less: (adj) ανώνυμος II ~ly: (adv) δηλαδή II -sake: (η) συνονόματος II ομώνυμος nanny ('nasni:): (η) παραμάνα, νταντά II - goat: (η) κατσίκα nap (na?p): (η) υπνάκος II [-ped): (ν) λαγοκοιμάμαι II δεν αντιλαμβάνομαι κίνδυνο, “κοιμάμαι” nape (neip): (η) σβέρκος, αυχένας napery ('neipsri:): (η) πανιά, σεντόνια και τραπεζομάντηλα napkin ('naspkin): (η) πετσέτα II φα¬ σκιά, πάνα narcis-sism (' na:rsasiz3m): (η) ναρκισ¬ σισμός, αυτοθαυμασμός II -sus: (η) νάρκισσος narco-sis (na:r' kousis): (π) νάρκωση II -tic (na:r' kotik): (η & adj) ναρκωτικό II -tism (' na:rk3tizsm): (η) ναρκωμανία II -tize [-d]: (ν) ναρκώνω nark (na:rk): (η) πληροφοριοδότης, “χαφιές” II [-ed]: (ν) πληροφορώ, “καρφώνω” narrat-e ('nasreit) [-d]: (ν) αφηγούμαι, διηγούμαι II -ion: (η) αφήγηση, διήγη¬ ση II -ive ( naerstiv): (η) αφήγηση.

242

necessarily ιστορία II (adj) αφηγηματικός II ~er, -or: (η) αφηγητής narrow (' nasrou): (adj) στενός II στενό¬ μυαλος II στενόχωρος, στενός II f-ed]: (ν) στενεύω II (π) στενό, στενωπός II ~s: (η) στενό μέρος ποταμού II ~ down: (ν) περιορίζω II -gauge, -gage: (adj) στενού διαμετρήματος II -minded: (adj) στενοκέφαλος II — mindedness: (η) στενοκεφαλιά narthex (' na:rtheks): (π) νάρθηκας nary ('neori:): (adj) όχι, καθόλου (id) nasal ( neizsl): (adj) ένρινος II ρινικός nas-tily ( ntestili): (adv) αηδιαστικά II χυδαία, πρόστυχα II δυσάρεστα, άσχη¬ μα II -tiness: (η) αηδία II χυδαιότητα, προστυχιά II κακία, άσχημο φέρσιμο II ~ty ( naesti:): (adj) αηδιαστικός II χυ¬ δαίος, πρόστυχος II δυσάρεστος, κα¬ κός II δύσκολος, επικίνδυνος nation (' neijon): (η) έθνος II κράτος, χώρα II ~al (' naejsnal): (adj) εθνικός II πανεθνικός II δημόσιος II (η) υπήκοος έθνους II ~al guard: (η) εθνοφρουρά II -alism: (η) εθνικισμός II —ality: (π) εθνικότητα, καταγωγή II -alize [-d]: (ν) εθνικοποιεί) II πολιτογραφώ II -wide: (adj) πανεθνικός native (' neitiv): (adj & η) γηγενής, ντό¬ πιος II ιθαγενής II εκ γενετής, εκ προελεύσεως natty ('naeti:): (adj) κομψός, καλοντυ¬ μένος, “στην τρίχα” natur-al ( naetjorsl): (adj) φυσικός II έμ¬ φυτος II εξώγαμος II -ist: (η) φυσιοδί¬ φης II -alize [-d|: (ν) πολιτογραφώ II εγκλιματίζω II εγκλιματίζομαι II -ally: (adv) φυσικά, βέβαια II ~e (' neitjor): (η) φύση II είδος, φύση, χαρακτήρας Ί1 against ~e: αφύσικο II by ~e: εκ φύσεως naught (no:t): (η) τίποτε II μηδέν II ~y (' no:ti:): (adj) άτακτος, ανυπάκουος II άσεμνος II -iness: (π) αταξία, ανυπα¬ κοή II κακή διαγωγή, κακό φέρσιμο nause-a (no:zi:9): (η) αηδία, αποστρο¬ φή II αναγούλα II -ate |-d]: (ν) προκα¬ λώ αηδία ή αναγούλα II αηδιάζω II προκαλώ αποστροφή II -ous: (adj) αη¬ διαστικός II απεχθής

nautical ( no:tik9l): (adj) ναυτικός naval ( neivsj): (adj) ναυτικός II officer: (η) αξιωματικός ναυτικού nave (neiv): (η) κυρίως ναός II κέντρο τροχού navel (neival): (π) αφαλός nav-igable (' naevagabsl): (adj) πλωτός II πλοηγήσιμος II -igate ( naevsgeit) [-d]: (ν) πλοηγώ, χαράζω πλεύση II ναυσιπλοώ II κυβερνώ πλοίο II κατευθύνομαι, πάω (id) II -igation: (η) πλοήγηση II ναυσιπλοΐα II πλους II -igator (' naevageitar): (η) πλοηγός II θαλασσο¬ πόρος II αεροναυτίλος II ραδιοναυτίλος, αυτόματο μηχάνημα ραδιοναυτι¬ λίας II ~vy (' ruevi): (η) εργάτης II ~y ( neivi:): (η) ναυτικό II ~y blue: βαθύ μπλε nay (nei): (adv) όχι II επιπλέον, και μάλλον II (η) αρνητική ψήφος Nazi (' naetsi:): (η) Ναζιστής II (adv) ναζιστικός II ~sm: (η) Ναζισμός, εθνικο¬ σοσιαλισμός neap tide ( ni.ptaid): (η) άμπωτη near (ni:ar): (adv) πλησίον, κοντά II σχεδόν II πολύ σχετικά, κοντινά II (adj) πλησίον, κοντινός II παρά λίγο II στο αριστερό πλευρό σχήματος II (prep) κοντά, παρά II [-edl: (ν) προ¬ σεγγίζω, πλησιάζω II -by: (adj) κοντι¬ νός II διπλανός II Ν- East: (η) εγγύς Ανατολή II ~ly: (adv) περίπου, σχεδόν II στενά, εκ του πλησίον II - sighted: (adj) μύωπας neat (ni:t): (adj) τακτικός, νοικοκύρης II καθαρός, καθαροντυμένος II έντεχνος II ανέροτος, καθαρός, χωρίς νερό II μοντέρνος (id) II ~ly: (adv) τακτικά, νοικοκυρεμένα II καθαρά, όμορφα II -ness: (η) τάξη, νοικοκυριό II καθα¬ ριότητα II κομψότητα nebul-a (' nebjala): (η) νεφέλοιμα II ~ar: (adj) νεφελοειδής II -ous: (adj) νεφε¬ λώδης II ακαθόριστος neces-sarily ( nesa'sersli:): (adv) κατ’ ανάγκη, απαραίτητα II -sary (' nessseri:): (adj) αναγκαίος II απαραί¬ τητος II αποχωρητήριο (id) II -sitate (Π9 ses9teit) f-d]: (ν) κάνω αναγκαίο η απαραίτητο II υποχρειόνω II -sitous:

243

neck -gible (neglidzabal): (adj) αμελητέος negotia-ble (ni' goujabal): (adj) συζητή¬ σιμος II μεταβιβάσιμος II διαπραγμα¬ τεύσιμος II ~nt: (η) διαπραγματευτής II ~te (ni gouJi:eit) f-d|: (ν) διαπραγμα¬ τεύομαι, συζητώ II μεταβιβάζω II κατα¬ φέρνω να ξεπεράσω II -tion: (η) δια¬ πραγμάτευση, συζήτηση II μεταβίβαση II -tor: (η) διαπραγματευτής Negr-ess (' ni:gris): (η) Νέγρα II -ο (' ni:grou): (η) Νέγρος II (adj) νέγρικος II -oid: (adj) Νεγροειδής neigh (nei) [-ed]: (ν) χλιμιντρίζω II (η) χλιμίντρισμα neighbor, neighbour ( neibar): (π) γεί¬ τονας II (adj) γειτονικός II [-ed]: (ν) γειτονεύω II -hood: (η) γειτονιά II πε¬ ριοχή II -ing: (adj) γειτονικός II ~ly: (adj) γειτονικός, με φιλικές γειτονικές προθέσεις, καλοπροαίρετος neither ( ' ni:6ar, naibar): (adj & pron) ούτε II κανείς από δύο II (conj) ούτε nemesis ('nemasis): (η) εκδικητής, τιμωρός, "νέμεση” neon ( ni:an): (π) νέον (αέριο) neophyte (' ni:afait): (π) αρχάριος, νεό¬ φυτος nephew ( nefju:): (π) ανιψιός nepotism (' nepatizam): (η) νεποτισμός nerv-e (na:rv): (π) νεύρο II σθένος II θέ¬ ληση, αυτοκυριαρχία II θράσος II ~es: (η) νευρική κατάσταση II [-d]: (ν) δίνω θάρρος II -eless: (adj) ατάραχος, με αυτοκυριαρχία II -e-racking, -ewracking: (adj) εκνευριστικός II -ous (' na:rvas): (adj) εκνευρισμένος II νευ¬ ρικός II ανήσυχος, "νευρικός” II -ousness: (π) εκνευρισμός II νευρικό¬ τητα II -ous breakdown: (π) νευρα¬ σθένεια II νευρικός κλονισμός, νευρική κατάρρευση II —y: (adj) θρασύς II ενερ¬ γητικός nest (nest): (η) φωλιά II [-ed]: (ν) χτίζω φωλιά II φωλιάζω II ψάχνω για φω¬ λιές II - egg: (η) φώλι II "κομπόδε¬ μα”, λεφτά για ώρα ανάγκης II ~le ( nesal) ]-d]: (ν) φωλιάζω II πλησιάζω χαδιάρικα, ακουμπώ χαδιάρικα II -ling: (π) νεοσσός

(adj) ενδεής, σε ανάγκη II ~sity (no' sessti:): (η) ανάγκη II of ~sity: εξ ανάγκης neck (nek): (η) λαιμός II αυχένας, στε¬ νό μέρος, στενό II [-ed]: (ν) αγκαλιάζω II -erchief: (η) μαντίλι του λαιμού, "φουλάρι” II -lace: (π) περιδέραιο, "κολιέ” II -line: (η) άνοιγμα λαιμού, "ντεκολτέ” II -piece: (η) "κασκόλ” II -tie: (η) γραβάτα II break one’s ~: (ν) κάνω μεγάλη προσπάθεια II - and ~: ισόπαλοι II - of the woods: (π) πε¬ ριοχή, μέρος II stick one’s - out: (ν) ριψοκινδυνεύω, ρισκάρω necropsy (' nekropsi:): (η) αυτοψία, νε¬ κροψία nee (nei): (adj) γεννηθείσα, το γένος need (ni:d): (η) ανάγκη II [-ed]: (ν) έχω ανάγκη II χρειάζομαι II είναι απαραί¬ τητο να II -ful: (adj) αναγκαίος II -iness: (π) χρεία, ανάγκη, φτώχεια II -less: (adj) μη απαραίτητος, όχι ανα¬ γκαίος II -lessly: (adj) ανώφελα II ~s: (adv) απαραίτητα II ~y: (adj) φτωχός, ενδεής, σε ανάγκη needle ( ni:dl): (π) βελόνα II βελόνη II [-dj: (ν) κεντώ, τσιμπώ II εξερεθίζω, πικάρω II ράβω II -point: (η) βελονιά, κέντημα II -woman: (π) μοδίστρα II -work: (η) κέντημα II ράψιμο, εργό¬ χειρο ne’er: see never II - do-well: (η) ανεύ¬ θυνος, επιπόλαιος nefarious (ni' faeri:as): (adj) απαίσιος, κακός negat-e (ni'geit) [-dj: (ν) ακυρώνω II αναιρώ II -ion (ni geijan): (η) άρνηση II αναίρεση, ακύρωση II -ive (negativ): (adj) αρνητικός II (η) αρνη¬ τικό II (adv) όχι II -ive [ -d]: (ν) αρνούμαι επικύρωση, ασκώ "βέτο” II διαψεύδω II εξουδετερώνω neglect (ni'glekt) [-ed]: (ν) παραμελώ II αμελώ II (η) αμέλεια II παραμέληση II -ful: (adj) αμελής negligee (negli zei): (η) πρόχειρο φόρε¬ μα, "νεγκλιζέ” II ρόμπα δωματίου γυ¬ ναικεία negli-gence (' neglidzans): (η) αμέλεια II -gent: (adj) αμελής II απρόσεχτος II 244

night νή Διαθήκη II Ν- Year: (π) νέο έτος II Ν- Year's day: (η) Πρωτοχρονιά II Ν- Year's Eve: (η) παραμονή πρωτο¬ χρονιάς II Ν- York: (η) Νέα Υόρκη II Ν- Zealand: (π) Νέα Ζηλανδία next (nekst): (adj) προσεχής, επόμενος II διπλανός II (adv) ύστερα, έπειτα, και μετά II (prep) κοντά, πλησιέστατα II — door: (adj) διπλανός, γειτονικός II of kin: (π) ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής nib (nib): (π) πενάκι, πένα II ακίδα nibble (nibsl) [-d]: (ν) μασουλώ, τρα¬ γανίζω II τρώω με μικρές μπουκίτσες II (π) μπουκίτσα II δαγκωματιά nice (nais): (adj) ελκυστικός, ευχάρι¬ στος II καλός II καλόκαρδος II όμορ¬ φος II ~ly: (adv) ευχάριστα II όμορφα II ικανοποιητικά II ~ty: (η) ευγένεια, λεπτότητα II to a -ty: προσεκτικότα¬ τα, ακριβέστατα niche (nit/): (π) εσοχή II κατάλληλη πε¬ ρίσταση ή θέση nick (nik): (η) εγκοπή, χαρακιά II f-ed]: (ν) χαράζω II κόβω, διακόπτω, σταμα¬ τώ II in the - of time: στην κατάλλη¬ λη στιγμή nickel ( nikal): (η) νικέλιο, νίκελ II νό¬ μισμα των 5 σεντς II - plate [-d]: (ν) επινικελώνω nickname ( nikneim): (η) υποκοριστικό II παρατσούκλι II [-dj: (ν) βγάζω παρα¬ τσούκλι nicotine ( nik3ti:n): (π) νικοτίνη niece (ni:s): (η) ανεψιά nifty ( nifti:): (adj) μοντέρνος, στυλάτος (id) niggard (' nigsrd): (π) τσιγκούνης, "σάυλοκ" II ~ly: (adj) τσιγκούνης II πενιχρός, λίγος nigger (' nigsr): (π) νέγρος, "αράπης"

net (net): (η) δίχτυ II δίκτυο, δικτύωση, δικτυωτό II (adj) καθαρός, “νετ” II τε¬ λικός II [-ted]: (ν) πιάνω σε δίχτυ II έχω ως κέρδος, ‘'καθαρίζω" II -ting: (η) δικτυωτό II δικτύωμα II ψάρεμα με δίχτυ II -work: (π) δικτυωτό, δίκτυο Nether-lands (' ne0srlandz): (η) Κάτω Χώρες II -most: (adj) ο κατώτατος II - world: (π) ο κάτω κόσμος nettle ( netl): (π) τσουκνίδα II [-d]: (ν) ερεθίζω, εξερεθίζω II τσιμπώ, κεντώ neur-al ('njmrsl): (adj) νευρικός, των νεύρων II -algia: (η) νευραλγία II -asthenia: (η) νευρασθένεια II -ologist (nju roladzist): (η) νευρολόγος II -osis (nju rousis): (η) νεύρωση II -otic: (π & adj) νευρωτικός, νευροπαθής neut-er (' nju:tsr): (adj) ουδέτερος II (η) ουδέτερο II ευνουχισμένο ζώο II -ral (nju:trsl): (adj) ουδέτερος II -rality: (η) ουδετερότητα II -ralization: (π) εξουδετέρωση II -ralize [-d]: (ν) εξουδετερώνω II -ron: (η) ουδετερόνιο never (' nevsr): (adv) ποτέ II -more: (adv) ποτέ ξανά II -theless: (adv) όμως, μολονότι, ούχ ήττον, παρόλα αυτά new (nju:): (adj) νέος, καινούριος II τρέχων, νέος II -born: (adj) νεογέννη¬ τος II -comer: (η) νεοφερμένος II -fangled: (adj) καινούριος, πρωτοειπωμένος, μοντέρνος II ~ly: (adv) τε¬ λευταία, πρόσφατα II και πάλι II -lywed: (π) νεόνυμφοι II -moon: (η) νέα σελήνη, καινούριο φεγγάρι II ~s (nju:z): (η) ειδήσεις, νέα II εφημερίδα (id) II —s agency: (π) πρακτορείο ειδή¬ σεων II —s agent: (π) πράκτορας εφη¬ μερίδων II —s boy: (π) εφημεριδοπώ¬ λης II -scast: (η) εκπομπή ειδήσεων II -sletter: (π) περιοδικό δελτίο επιστη¬ μονικών ειδήσεων II -sman: (η) δημο¬ σιογράφος II πράκτορας εφημερίδων II -spaper: (π) εφημερίδα II -spaperman: (π) δημοσιογράφος II -sprint: (π) δημοσιογραφικό χαρτί II - sreel: (η) ταινία επικαίρων II -sstand: (π) περίπτερο ή πάγκος εφη¬ μεριδοπώλη II Ν- Testament: (η) Και¬

(υβριστ) niggl-e ( nigal) f-d]: (ν) γκρινιάζω, βρί¬ σκω διαρκώς σφάλματα II λεπτολογώ, "ψειρίζο)" II -ing: (adj) γκρινιάρης II υπερβολικά λεπτολόγος, “ψείρας" night (nait): (η) νύχτα II βαθύ σκοτάδι II - blindness: (η) νυκταλωπία II -cap: (η) νυχτικός σκούφος II νυχτερινό πο¬ τό, ποτό προ του ύπνου II τελικός 245

nihilism αγώνας της ημέρας II ~ clothes: (η) νυχτικό II -club: (π) νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, “νάϊτ-κλαμπ” II -dress: (η) νυχτικό II -fall: (π) νύχτωμα, πέ¬ σιμο της νύχτας II - gown: (η) νυχτι¬ κιά II -hawk, -owl: (η) ξενύχτης (id) II -ingale: (η) αηδόνι II -latch: (η) σύρ¬ της ασφαλείας II -long: (adj) που διαρκεί όλη τη νύχτα II (adv) όλη τη νύχτα II ~ly: (adj) νυκτερινός II (adv) κάθε νύχτα II -mare: (η) εφιάλτης II s: (adj) τη νύχτα II -school: (η) νυχτε¬ ρινό σχολείο II -soil: (η) κοπριά, λί¬ πασμα II -spot: (π) “νάιτ-κλαμπ” II -stick: (η) “κλομπ” αστυνομικού II -table: (η) κομοδίνο II -time: (η) νύχτα, νυχτερινή περίοδος II -watch: (η) νυχτερινή βάρδια II -watchman: (η) νυχτοφύλακας II ~y: (η) νυχτικιά nihilis-m (' naializam): (η) μηδενισμός II ~t: (η) μηδενιστής nil (nil): (η) τίποτε, μηδέν nimble (nimbal): (adj) ευκίνητος, σβέλ¬ τος II εύστροφος nincompoop (' ninkampu:p): (η) βλά¬ κας, ανόητος nin-e (nain): (π) εννέα II -eteen: (η) δε¬ καεννέα II -eteenth: (η) δέκατος ένα¬ τος II -etieth: (π) ενενηκοστός II -ety: (η) ενενήντα II ~th: (π) ένατος ninny (nini:): (η) ανόητος nip (nip) (-ped]: (ν) τσιμπώ II δίνω μι¬ κρή δαγκωματιά II αρπάζω βιαστικά II κλέβω II (η) τσίμπημα II μικρή όαγκωματιά II μικρό κομματάκι II τσουχτερό κρύο II καυτερή γεύση II - away, off, - out: προχωρώ γρήγορα και ευ¬ κίνητα II -per: (π) δαγκανιάρης II δαγκάνα II -pers: (η) χειροπέδες II -ping: (adj) σαρκαστικός, δηκτικός II τσουχτερός II ~py: (adj) τσουχτερός II ζωηρός nipple (nipal): (η) θηλή, ρώγα nit (nit): (η) κόνιδα II αυγό ή μικρό έντομο nitrogen (' naitradzan): (η) άζωτο nitroglycerin (naitra' glisarin): (η) νι¬ τρογλυκερίνη nitwit ('nitwit): (η) βλάκας nix (niks): τίποτε (id) II όχι (id)

no (nou): (adv) όχι II (adj) καθόλου, κα¬ νένας II μην II (η) άρνηση II αρνητική ψήφος II - account: (adj) ανάξιος nob-ility (nou' bilati:): (π) τάξη των ευγενών II ευγένεια, ευγενική καταγωγή II ευγενικό ήθος II ~le (' noubal): (adj) ευγενής II έξοχος, υπέροχος II (η) ευγενής, ιππότης II -leman: (π) ευγενής, ευπατρίδης, ιππότης II -lewoman: (η) ευγενής γυναίκα nobody (noubodi:): (pron) κανείς II (η) μηδαμινός άνθρωπος, “τίποτε” nocturnal (noc' ta:mal): (adj) νυχτερι¬ νός II νυκτόβιος nod (nod) f-ded]: (ν) κατανεύω, γνέφω “ναι” με το κεφάλι II “κουτουλιό” από νύστα II ανεβοκατεβάζω το κεφά¬ λι II γνέφω με το κεφάλι II (η) γνέψι¬ μο, νεύμα II give the ~: (ν) εγκρίνω II -die: (η) κεφάλι, “κούτρα” (id) noggin (' nogin): (η) φλιτζανάκι nohow ( nouhau): (adv) με κανένα τρό¬ πο (id) nois-e (noiz): (π) θόρυβος II κατακραυ¬ γή. φωνές II [-dj: (ν) διαδίδω φήμη II μιλώ πολύ, λέω πολλά II -eless: (adj) αθόρυβος II -emaker: (η) θορυβοποιός II “ροκάνα” II ~y: (adj) θορυβώδης II —ily: (adv) με θόρυβο, θορυβιυδώς nomad (' noumaed): (η) νομάς II ~ic: (adj) νομαδικός nom de guerre (nomda gear): (η) ψευ¬ δώνυμο II -de plume (~ da plu:m): (η) φιλολογικό ψευδώνυμο nome (noum): (η) νομός nomenclature ( noumankleit/ar): (n) ονοματολογία nomin-al (' nomanal): (adj) ονομαστικός II θεωρητικός, ονομαστικός, μη πραγ¬ ματικός II -ate ( nomaneit) [-d]: (ν) ονομάζω, προτείνω υποψήφιο II διορί¬ ζω, κατονομάζω II -ation: (η) πρότα¬ ση υποψηφίου, ονομασία υποψηφίου II διορισμός II -ative: (η) ονομαστική II (adj) ονομαστικός II ~ee (noma'ni:): (π) υποψήφιος, προταθείς non (non): (prefix) μη nonage (' nounidz): (η) ανηλικιότητα II ανωριμότητα nonagenarian (nonadza' neari:an): (adj)

246

nose ενενηκοντούτης nonagon ( nonagon): ενεάγωνο nonchalan-ce ( ' nonjo ' lams): (n) προσποιητή αόιαφορία. “μπλάζεδισμός” II αταραξία επιδεικτική II ~t: (adj) προσποιητά αδιάφορος, “μπλαζέ” II επιδεικτικά ατάραχος noncom: see noncommissioned officer noncombatant (nonkom ' baetont): (n) άμαχος II μη μάχιμος στρατιωτικός, βοηθητικός noncommissioned officer (nonko mijond): (η) υπαξιωματικός noncommittal (nonko' mitl): (adj) ακα¬ θόριστος, μη συγκεκριμένος nondescript (' nondi' skript): (adj) ακα¬ θόριστος, χωρίς συγκεκριμένα χαρα¬ κτηριστικά none (παπ): (adj & pron) κανένας II (adv) καθόλου II ~ the less: (adv) όμως nonentity (non' entoti:): (η) μηδαμινότητα, ασήμαντος, “τίποτε” nonexistence (nonig' zistons): (η) ανυ¬ παρξία nonplus (non plAS): (η) αμηχανία, ζάλη II ~sed: (adj) αμήχανος, “χαμένος” nonproductive (nopro' dAktiv): (adj) μη αποδοτικός, μη παραγωγικός nonprofit (non profit): (adj) κοινωφε¬ λής nonresistant (nonri' zistont): (adj) υπο¬ χωρητικός, ελαστικός nonscheduled (non skedzudd): (adj) μη δρομολογημένος, έκτακτος nonsectarian (nonsek teori:on): (adj) αδογμάτιστος nonsens-e ( nonsens): (η) ανοησία II τρέλα, χαζομάρα II ~ical: (adj) ανόη¬ τος, παράλογος nonskid (' non ' skid): (adj) αντιολισθη¬ τικός nonstop (' non stop): (adj) κατευθείαν, άνευ σταθμού ή στάσης nonsuit (non'su:t): (η) απόρριψη αγω¬ γής II [-ed]: (ν) απορρίπτω αγωγή nonunion (non ' jurnion): (adj) ασυνδικάλιστος nonviable (non' vaiobol): (adj) μη βιώ¬ σιμος II μη πρακτικός

noodle ( nu:dl): (π) χυλοπίτα, λεπτό ζυμαρικό II βλάκας, μπούφος II κεφά¬ λι, “κόκα” nook (nu:k): (η) γωνιά, εσοχή noon (nu:n): (η) μεσημέρι II -day, -tide: (π) μεσημβρία, μεσημέρι no one: see nobody noose (nu:s): (η) θηλιά, βρόχος II παγί¬ δα nope (noup): (adv) όχι (id) nor (no:r): (conj) ούτε norm (no:rm): (η) στερεότυπο II τύπος, μοντέλο, κανόνας normal (' no:rmol): (adj) ομαλός II φυ¬ σικός, κανονικός II κάθετος II συνηθι¬ σμένος II ~ly: (adv) ομαλά II κανονικά, συνηθισμένα II ~cy, -ity: (π) ομαλότητα, κανονικότητα II -ize [ dl: (ν) ομα¬ λοποιώ II στερεοποιώ II - school: (η) διδασκαλική ακαδημία north (no:r0): (η) βορράς II βορινό μέ¬ ρος, ο βορράς, τα βορινά II (adj) βό¬ ρειος, βορινός II (adv) προς βορρά, στα βορινά, βορείως II -bound: (adj) με κατεύθυνση προς βορρά II -east: (η) βορειοανατολικά II -eastern: (adj) βορειοανατολικός II -easter: (η) βο¬ ρειοανατολικός άνεμος II ~er: (η) βό¬ ρειος άνεμος II -ery: (adj) βορινός II -erner: (η) κάτοικος του βορρά II -ern lights: (η) βόρειο σέλας II -ernmost: (adj) βορειότατος II ΝPole: (π) Βόρειος Πόλος II Ν- Star: (η) Πολικός αστέρας II -ward, -wards: (adv) προς βορρά II -west: (η) τα βορειοδυτικά II -westerly: (adj) βορειοδυτικός II -westward, -westwards: (adv) προς τα βορειοδυ¬ τικά Nor-way ( no:rwei): (π) Νορβηγία II -wegian (no:r' wi:dzan): (π) Νορβηγός II (adj) νορβηγικός nose (nouz): (η) μύτη II ρύγχος, μου¬ σούδι II όσφρηση, μύτη II f-d]: (ν) βρί¬ σκω από ένστικτο, με τη μυρουδιά II - bleed: (η) αιμορραγία της μύτης II cone: (η) κώνος πυραύλου II ~ dive: (π) κάθετη εφόρμηση II follow one’s ~: (ν) πηγαίνω από ένστικτο II προχωρώ ίσια εμπρός II lead by the ~: “τραβa:rtait): (adj) τριμερής tripe (traip): (η) πατσάς (φαγητό) II ασήμαντο πράγμα, για πέταμα tri-ple ( tripal): (adj) τριπλός II τρίδι¬ πλος II (-d): (ν) τριπλασιάζω II -plets: (η) τρίδυμα II -plicate ( ' triplikit): (adj) τριπλός II -plicate [-d]: (ν) τρι¬ πλασιάζω II in -plicate: εις τριπλούν tripod ( traipod): (π) τρίποδο triptych ( triptik): (η) τρίπτυχο trireme (trairi:m): (η) τριήρης trisect (trai sekt) [-ed]: (ν) τριχοτομώ trite (trait): (adj) κοινότυπος, τετριμμέ¬ νος triumph (traiamf) (-ed]: (ν) θριαμβεύω II (η) θρίαμβος II ~al: (adj) θριαμβικός, θριαμβευτικός II -ant: (adj) θριαμβευ¬ τικός trivet (' trivit): (η) πυροστιά trivia ( trivi:s): (η) ασήμαντα πράγμα¬ τα, ασημαντότητες II -I: (adj) μηδαμι¬ νός, ασήμαντος II —lity: (η) ασημαντότητα, κοινοτυπία troch-aic (trou keik): (adj) τροχαίος II ~ee ( trouki:): (π) τροχαίος trod (trod): see tread II -den: (adj) πα¬ τημένος II see tread troll (troul) f-ed]: (ν) ψαρεύω με συρτή II τραγουδώ II στριφογυρίζω II (π) συρ¬ τή II καλικάντζαρος, στοιχειό trolley (' troli:): (η) τρόλεϊ II βαγονέτο 401

II [-ed]: (ν) μεταφέρω με τρόλεϊ ή βα¬ γονέτο II - bus, - car: τρόλεϊ trollop ( trolop): (η) τσούλα trombone (trom boun): (η) τρομπόνι tromp (tromp) [-ed]: (ν) περπατώ βα¬ ριά II τσαλαπατώ troop (tru:p): (η) ομάδα II στράτευμα II [-ed]: (ν) περπατώ ομαδικά II - with: (ν) κάνω παρέα, πάω με II ~er: (π) αστυνομικός II έφιππος, ιππέας II άλο¬ γο ιππικού II -ship: (η) μεταγωγικό πλοίο trophy ( troufi:): (π) τρόπαιο II έπαθλο tropic ( tropik): (η) τροπικός II ~al: (adj) τροπικός II - of Cancer: (π) τρο¬ πικός του Καρκίνου II - of Capricorn: (π) τροπικός του Αιγόκερω troposphere (' troupssfiar): (η) τροπό¬ σφαιρα trot (trot) [-ted]: (ν) τριποδίζω II προ¬ χωρώ γρήγορα ή βιαστικά II (η) τριπο¬ δισμός II τρεχάλα II the ~s: (π) διάρ¬ ροια trouble ( trAbol): (π) φασαρία II σκο¬ τούρα, στενοχώρια II μόχθος, κόπος II ανησυχία II μπελάς II ταραχή II [-d|: (ν) ταράζω II στενοχωρώ II βάζω σε σκοτούρα ή μπελάδες II μπαίνω σε φασαρία II ~d: (adj) ανήσυχος II τα¬ ραγμένος. ανάστατος II -maker: (π) ταραξίας II -shooter: (π) επιδιορθωτής βλαβών II -some: (adj) οχληρός II μπελαλίδικος II δύσκολος II -someness: (η) οχληρότητα II δυσκο¬ λία trough (tro:f): (π) σκάφη ποτίσματος II τάφρος II λούκι II πτώση, ύφεση trounce (trauns) [-d]: (ν) ξυλοκοπώ II κατανικώ, συντρίβω troupe (tru:p): (η) θίασος II [-d|: (ν) πε¬ ριοδεύω II ~r: (π) μέλος θιάσου trousers (' trauzarz): (π) πανταλόνι trousseau ( tru:sou): (π) ρούχα προί¬ κας, “προικιά” trout (traut): (η) πέστροφα II τζαντόγρια trove (trouv): (η) εύρημα trowel ( traual): (η) μυστρί II [-ed]: (ν) αλείφω με μυστρί

truancy truan-cy (' tru:9nsi:), -try: (η) σκασιαρ¬ χείο II ~t: (η) σκασιάρχης, “σμπομπατζής” II ~t [-ed], play (ν) το σκάζω,

απουσιάζω κρυφά

truce (tru:s): (η) ανακωχή truck (trAk): (η) φορτηγό II ανοιχτό φορτηγό βαγόνι II [-ed]: (ν) μεταφέρω με.φορτηγό II -age: (η),κόμιστρα II με¬ ταφορά II -driver, ~er: (η) οδηγός φορτηγού II - farm, - garden: (η) λα¬ χανόκηπος II -man: (π) μεταφορέας truculen-ce (' trAkjalsns): (η) επιθετικό¬ τητα II αγριότητα II ~t: (adj) επιθετι¬

κός II άγριος, βίαιος trudge ('trAdz) [-d]: (ν) βαδίζω βαριά ή δύσκολα II (η) δύσκολο βάδισμα tru-e (tru:): (adj) αληθινός II γνήσιος, πραγματικός II πιστός, ειλικρινής II ακριβής, σωστός II -blue: (π) νομοτα¬ γής, πιστός, αφοσιωμένος II ~ly: (adv) αληθινά II ειλικρινά, πιστά, γνή¬ σια trump (trAmp): (η) ατού II - up: (ν) επινοώ απατηλά II -ed up: (adj) ψεύ¬ τικος trumpet ( tr/vmpit): (π) τρομπέτα II [ed]: (ν) παίζω τρομπέτα II σαλπίζω II ~er: (η) τρομπετίστας truncate (trAqkeit) [-d]: (ν) κολοβώνω II ~d: (adj) κόλουρος, κολοβός truncheon ( trAntJan): (η) ράβδος αξιώματος II ρόπαλο, “κλομπ” trundle ( trAndl): (η) τροχίσκος, κα¬ ρούλι, ροδίτσα II κύλισμα II [-d]: (ν) κυλώ trunk (trAt]k): (η) κορμός II κιβώτιο, μπαούλο II “πορτ-μπαγκάζ” II προβο¬ σκίδα II αγωγός II -line: (η) κυρία γραμμή II ~s: (π) κοντό πανταλονάκι γυμναστικής ή μπάνιου truss (trAS): (η) δεσμός, δικτυωτό στή¬ ριγμα II κοιλεπίδεσμος II [-ed]: (ν) σφιχτοδένω trust (trASt): (π) πίστη, εμπιστοσύνη II καταπίστευμα (leg) II σύμπραξη εται¬ ρειών, “τραστ” II [-ed]: (ν) εμπιστεύο¬ μαι II πιστεύω, ελπίζω, στηρίζω τις ελπίδες II ~ee: (π) επίτροπος, θεματοφύλακας II -eeship: (η) επιτροπεία II -ful: (adj) ευκολόπιστος II με εμπιστο¬

σύνη II -ing: (adj) που εμπιστεύεται II - worthy: (adj) αξιόπιστος II worthiness: (η) αξιοπιστία II ~y: (adj) αξιόπιστος, έμπιστος truth (tru:th): (η) αλήθεια II πραγματι¬ κότητα II -ful: (adj) φιλαλήθης, ειλι¬ κρινής II αληθινός II -fully: (adv) αλη¬ θινά, ειλικρινά II -fulness: (π) φιλα¬ λήθεια try (trai) [-ied]: (ν) δοκιμάζω II κρίνω II δικάζω II προσπαθώ II -ing: (adj) δύ¬ σκολος, δυσχερής II σκληρός II - out: (ν) δοκιμάζω, κάνω δοκιμή II (η) δοκι¬ μή, πρόβα II - on: (ν) προβάρω tryst (trist): (η) ερωτικό ραντεβού tsar (za:r): (η) τσάρος T-shirt (' ti:Js:rt): (π) φανέλα με κοντά μανίκια II - square: (π) ταυ σχεδίασης tub (tAb): (η) μπανιέρα II λεκάνη II κά¬ δος II - by: (adj) κοντόχοντρος tuba ( tu.ba): (η) κορνέτα, “κοντρα¬ μπάσο” tubby: see tub tube (tju:b): (π) σωλήνας II αγωγός, σω¬ λήνωση II σωληνάριο II υπόγειο τούνελ II υπόγειος σιδηρόδρομος II τηλεόραση (id) II εσωτερικό ελαστικού, σαμπρέλα II -less tyre: (π) ελαστικό χωρίς σα¬ μπρέλα II ~r: (η) βολβός tuber-cle (' tju:b3rkal): (η) φύμα, φυμά¬ τιο II -cular: (adj) φυματιώδης II φυματικός II -culosis (tubsirkjs lousis): (η) φυματίωση tubing ( tju:bii]): (η) σωλήνωση tubular (' tuibjalsr): (adj) σωληνωτός II σωληνοειδής tuck (tAk) [-ed]: (ν) πτυχώνω, διπλώνω II μαζεύω II -in: τρώω (id) II (π) πτυ¬ χή, πιέτα II λιχουδιές (id) II - away: (ν) συμμαζεύω, χώνω II - in bed, into bed: κουκουλώνω στο κρεβάτι II ~er [-ed]: (ν) εξαντλώ, κατακουράζω II - shop: (η) ζαχαροπλαστείο Tuesday ( tju:zdei, tju:zdi:): (η) Τρίτη tuft (tAft): (η) θύσανος, φούντα II -ed: (adj) θυσανωτός, φουντωτός tug (tAg) [-ged]: (ν) τραβώ δυνατά ή με δυσκολία II ρυμουλκώ II (π) τράβηγμα II ρυμουλκό II - boat: (η) ρυμουλκό πλοίο II - of war: (η) διελκυστίνδα 402

turn tuition (tu:' ijsn): (η) διδασκαλία II δί¬ δακτρα II ~ fee: (η) δίδακτρα tulip (' tu:lip): (η) τουλίπα tulle (' tu:l): (η) τούλι tumble (' Umb9l) f-d]: (ν) κάνω τούμπες II κουτρουβαλώ, κατρακυλώ II σωριάζομαι, γκρεμίζομαι II πέφτω επάνω κατά τύχη II καταλαβαίνω ξαφ¬ νικά ή ανακαλύπτω ξαφνικά II (η) τούμπα II κοντρουβάλα, κατρακύλισμα II ~ -down: (adj) σαράβαλο, σαραβα¬ λιασμένος II ~γ: (η) αυτός που κάνει τούμπες II ακροβάτης II ποτήρι II μη¬ χανισμός κλειδαριάς II ~ weed: (η) ξε¬ ρόχορτο tummy (' tAmi:): (η) στομάχι tumor ('tuimsr, tju:msr): (π) όγκος tumult ( tuimslt): (π) θόρυβος, φασα¬ ρία II ταραχές II ~uous: (adj) θορυβώ¬ δης II ταραχώδης tumulus (' tu:mjal3s): (π) αρχαίος τύμ¬ βος tun (Un): (η) κρασοβάρελο tuna (-tu:n3): (π) τόνος (ψάρι) tundra (’Undr9): (π) άδενόρη αρκτική περιοχή, “τούντρα" tune (tju:n): (η) τόνος II σκοπός, μελω¬ δία II συμφωνία, συγχορδία II (-d]: (ν) κούρδιζα) II συντόνιζα), εναρμόνιζα) II ~ful: (adj) μελωδικός II μουσικός II -fully: (adv) μελωδικά II -fulness: (η) μελα)δικότητα II -less: (adj) χωρίς σκοπό, χα)ρίς μελωδία II ~r: (π) κουρ¬ διστής II κουρδιστήρι II change one’s (ν) αλλάζω “σκοπό", αλλάζα) γνώ¬ μη ή κατεύθυνση II to the - of: στο ποσό τα)ν II - in: (ν) κανόνιζα) το ραδιόφα)νο, βρίσκω το μήκος κύματος II - up: (ν) κανονίζω τον τόνο II ρυθμί¬ ζω II in σε αρμονία II out of σε παραφωνία tungsten (' Uqgstan): (π) βολφράμιο tunic ( tu:nik): (π) χιτώνιο II χιτώνας II μπλούζα tuning ( tjunirj): (η) ρύθμιση II συντο¬ νισμός II - fork: (η) διαπασών tunnel (' Un9l): (η) σήραγγα, τούνελ II f-ed]: (ν) ανοίγω σήραγγα II σκάβα) υπόγεια διάβαση tunny (' Uni:): see tuna

turban (t9:rb9n): (η) τουρμπάνι, σαρί¬ κι turbid (t9:rbid): (adj) θολός II πυκνός, θολός II ταραχώδης turbine ( 't9:rbin, t9:rbain): (η) στρόβι¬ λος, “τουρμπίνα" turbulen-ce ( ' ta:rbj9l9ns): (n) αναταραχή II —t: (adj) ταραχώδης turd ( tg:rd): (η) κοπριά, “βουνιά" II βρομιάρης, χαμένος tureen (tu :rin): (π) σουπιέρα turf (t9:rf): (π) χλόη II the ~: (π) ιππό¬ δρομος turgid (t9:rdzid): (adj) πρησμένος. φουσκωμένος II πομπώδης, με στόμφο turk (ta:rk): (π) κτηνώδης άνθρωπος II Τ~: (η) Τούρκος H Τ-ey: (π) Τουρκία II ~ey: (η) διάνος, κούρκος, γαλοπού¬ λα II T-ish: (adj) Τουρκικός II (π) Τουρκική γλώσσα II T-ish bath: (η) Τουρκικό λουτρό, “χαμάμ" II T-ish delight: (π) λουκούμι turmoil (t9:rmoil): (η) σύγχυση, ταρα¬ χή, αναστάτωση turn (t9:m) [-ed): (ν) περιστρέφω, στρέφιο, γυρίζω II αλλάζω, μεταβάλλομαι II περιστρέφομαι, γυρίζω II στρέφομαι II αλλοιώνομαι II (π) περιστροφή, στρο¬ φή II γύρισμα II μεταστροφή II σειρά II στροφή, μετάπτωση II διάθεση II about: (η) μεταβολή II μεταστροφή II around: (π) στροφή, γύρισμα II coat: (π) αποστάτης II - down: (ν) κα¬ τεβάζω, χαμηλώνω II απορρίπτω II ~er: (π) στροφέας II τορναδόρος II in: (ν) επιστρέφω, δίνω πίσω II πάω στο κρεβάτι II -ing: (η) επιστροφή, γύρισμα II τορνάρισμα II -ing point: (η) κρίσιμο σημείο II -key: (η) δεσμο¬ φύλακας II - off: (ν) σταματώ, κλεί¬ νω, σβήνω II γυρίζω, αλλάζω πορεία II αποκρούω, προκαλώ απέχθεια II - on: (ν) ανοίγω, βάζο) μπρος, ανάβω II έλ¬ κω, τραβά), ελκύο) II διεγείρο) σεξουα¬ λικά II - out: (ν) κλείνο), σβήνω II βγαίνω, πάω II απολήγο). καταλήγο) II (π) συγκέντρωση, αριθμός συγκεντρω¬ μένοι II - over: (ν) αναποδογυρίζω II σκέφτομαι, συλλογίζομαι II - pike: (η) δηιιόσιος δρόμος με διόδια II 403

turnip twiddle ( twidl) [-d]: (ν) στριφογυρίζω κάτι, παίζω με κάτι II ~ one's thumbs: (ν) στριφογυρίζω τους αντίχειρες άσκοπα II χαζεύω, χασομερώ twig (twig): (η) κλαδάκι II [-ged]: (ν) παρατηρώ II εννοώ, καταλαβαίνω, “μπαίνω” (id) II ~gy: (adj) λεπτούλης, λεπτοκαμωμένος twilight ( twailait): (η) λυκόφως twill (twil): (η) ύφασμα με καρό II ~ed: (adj) με καρό twin (twin): (π & adj) δίδυμος II ~ screw: (adj) με δύο έλικες twine (twain) [-d]: (ν) τυλίγω II τυλίγο¬ μαι II πάω στριφογυριστά II (η) σπά¬ γκος twinge (twindz) [-d]: (ν) πονώ έντονα και ξαφνικά II (η) έντονος ξαφνικός πόνος, “σουβλιά” twinkle ( twi^ksl) [-d]: (ν) λαμπυρίζω II λάμπω, αστράφτω II (η) λαμπύρισμα II λάμψη twirl (twsirl) [-ed]: (ν) περιδινώ, περι¬ στρέφω γρήγορα II τυλίγω II (η) περι¬ δίνηση, περιστροφή twirp: see twerp twist (twist) [-ed]: (ν) συστρέφω, στρί¬ βω II στραμπουλίζω II στρεβλώνω, στραβώνω II συστρέφομαι, στρίβω II διαστρέφω II χορεύω “τουίστ” II (π) συστροφή. στρίψιμο II στραμπούλιγμα II στρέβλωση II διαστρέβλωση, διαστρο¬ φή II χορός “τουίστ” II ~er: (η) κυ¬ κλώνας twit (twit) [-ted]: (ν) ειρωνεύομαι II γε¬ λοιοποιώ II (η) κοροϊδία II κορόιδο,

stile: (π) περιστροφική είσοδος II ~ table: (η) περιστροφική γέφυρα σιδη¬

ροδρόμου, πλάκα περιστροφής ατμαμαξών II ~ to: (ν) αρχίζω να εργάζο¬ μαι II στρέφομαι προς II ~ tail: (ν) το βάζω στα πόδια II ~ up: (ν) παρου¬ σιάζομαι, εμφανίζομαι II ξαναβρίσκω turnip (t9:mip): (π) γογγύλι II ρολόι τσέπης turpentine (' ta:rpantain): (π) νέφτι turpitude (' ta:rpatu:d): (η) χυδαιότητα turquoise (' ta:rkwoiz): (adj) γαλαζο¬ πράσινος II (π) “τουρκουάζ” turret (ta:rit): (η) πυργίσκος II ~ed: (adj) πυργωτός turtle ( to:rtl): (η) χελώνα II ~ neck: (η) πουλόβερ με κλειστό γιακά tush (ϊλΙ): (interj) τσ! τσ! tusk (tAsk): (η) χαυλιόδοντο tussle ( tAsal) [-dj: (ν) τσακώνομαι, μαλώνω II (π) καβγάς tussock (' tAsak): (π) θύσανος, τούφα tutor (' tju:tar): (η) προγυμναστής, δά¬ σκαλος ιδιαίτερος II πανεπιστημιακός διδάσκαλος II [-ed]: (ν) προγυμνάζω II -ship: (η) προγύμναση, ιδιαίτερο μά¬ θημα tuxedo (tAk si:dou): (η) σμόκιν TV (ti:vi:): (η) τηλεόραση II ~ dinner: (π) φαγητό έτοιμο για σερβίρισμα , κατεψυγμένο φαγητό twaddle (twodl) [-dj: (ν) φλυαρώ άσκοπα, λέω “μπούρδες” II (η) φλυα¬ ρία, μπούρόες twang (twaeqg) [-ed]: (ν) αντηχώ δυνα¬ τά, βγάζω οξύ ήχο II (η) οξύς ήχος II ένρινη ομιλία tweed (twi:d): (η) μάλλινο ύφασμα “τουΐντ” tweet (twi:t): (ν) τιτιβίζω II (η) τιτίβισμα tweezers (twhzarz): (η) τσιμπιδάκι twel-fth (twelfth): δωδέκατος II ~ve (twelv): (η) δώδεκα twen-tieth (' twenti:th): εικοστός II ~ty: (η) είκοσι twerp (tw9:rp): (π) τιποτένιος άνθρω¬ πος twibil (' twaibil): (π) διπλός πέλεκυς twice (twais): (adv) δύο φορές '

χαζός

twitch (twitj) [-ed]: (ν) συσπώμαι II τι¬ νάζω απότομα II (η) σύσπαση II από¬ τομο τίναγμα twitter ( twitar) [-ed]: (ν) τιτιβίζω, κελαϊόώ II (η) κελάηδημα two (tu:): (π) δύο II -bit: (adj) φτηνός, τιποτένιος II -bits: εικοσιπέντε σεντς II —by-four: δύο επί τέσσερα II μι¬ κρός, στενόχωρος II —dimensional: (adj) σε δύο διαστάσεις II -edged: (adj) δίκοπος II —faced: (adj) διπλο¬ πρόσωπος II -fer: (π) εισιτήριο με έκ¬ πτωση II —fisted: (adj) επιθετικός, ορ404

umbrage μητικός II ~ fold: (adj) διπλός, διπλά¬ σιος II (adv) διπλά II —master: (π) δικάταρτο καράβι II ~ phase: (adj) διφασικός II —piece: (adj) “ντεπιές” II, — ply: (adj) δίκλωνο II -some: (π) δυάδα II —seater: (π) διθέσιο II —time [-d]: (ν) απατώ, προδίδω II —way: (adj) δι¬ πλής κατεύθυνσης tycoon (tai' ku:n): (η) μεγιστάνας tyke (taik): (η) παιδάκι tympani: see timpani type (taip): (η) τύπος II τυπογραφικό στοιχείο II [-d]: (ν) δακτυλογραφώ II χαρακτηρίζω II - script: (η) δακτυλο¬ γραφημένο κείμενο II -setter: (π) στοιχειοθέτης II -setting: (π) στοιχειο¬ θεσία II -writer: (π) γραφομηχανή typhoid (' taifoid): (π) τυφοειδής typhoon (tai 'fum): (π) τυφώνας typhus (taifas): (π) τύφος typi-cal (tipikal): (adj) τυπικός II -cally: (adv) τυπικά, χαρακτηριστικά

II - fy (tipifai) [-ied]: (ν) είμαι τυπι¬ κό παράδειγμα, είμαι αντιπροσωπευτι¬ κός τύπος II -fication: (η) αντιπροσο')πευση typist (' taipist): (η) δακτυλογράφος typogra-pher (tai' pagrafar): (η) τυπο¬ γράφος II —phical: (adj) τυπογραφικός II -phy: (η) τυπογραφία tyran-nic (ti raenik), -nical: (adj) τυ¬ ραννικός II -nically: (adv) τυραννικά, δεσποτικά II -nize (tiranaiz) [-dj: (v) εξασκώ τυραννία, είμαι τύραννος II καταδυναστεύω II -nous: (adj) τυραν¬ νικός, δεσποτικός II ~ny: (η) τυραννία II ~t: (π) τύραννος tyre (taiar): (η) λάστιχο, ελαστικό, ρό¬ δα tyro (' tairou): (η) αρχάριος, πρωτόπει¬ ρος tzar: see tsar Tzigane (tsi:'ga:n): (π) Τσιγγάνος

u U, u (ju:): To 21ο γράμμα του αγγλι¬ κού αλφαβήτου ubiquitous (ju ' bikwatas): (adj) πανταχού παρών U-boat (ju: bout): (η) γερμανικό υπο¬ βρύχιο udder (' Adar): (η) μαστός ζώου UFO: (Unidentified flying objects) ανεξι¬ χνίαστα ιπτάμενα αντικείμενα, ιπτά¬ μενοι δίσκοι ugh (uk): (interj) ου! πιφ! ug-lify (' Aglifai) |-iedJ: (ν) ασχημίζω, χαλώ την εμφάνιση II —lification: (η) ασχήμισμα II -liness: (η) ασχήμια II ~ly (' Agli): (adj) άσχημος II κακός, απαίσιος ukulele (ju:ka leili:): (π) τετράχορδη κι¬ θάρα, "ουκουλέλε” ulcer ( Alsar): (η) έλκος II -ate f-d]: (ν) εξελκώνω, κάνο) έλκη II -ous:

405

(adj) ελκώδης ulna (' λΙπθ): (η) ωλένη ulterior (λΓ tiari:ar): (adj) κρύφιος, κρυφός II απώτερος ulti-ma (' Altsma): (η) λήγουσα II -mate: (adj) τελικός II ύστατος II στοι¬ χειώδης, βασικός II απώτατος II -mately: (adv) τελικά II στοιχειωδώς, βασικά II -matum (Alta meitam): (η) τελεσίγραφο II -mo: (adv) λήγοντος μηνός ultra (' Altra): (adj) άκρος II (pref) υπέρ II -ism: (η) εξτρεμισμός II —ist: (η) εξ¬ τρεμιστής II - modern: (adj) υπερμο¬ ντέρνος II -sonic: (adj) υπερηχητικός II -violet: (adj) υπεριώδης umbilical (aid ' bilikal): (adj) ομφάλιος II - cord: (η) ομφάλιος λώρος umbrage (' Ambridz): (η) προσβολή II δυσφορία

umbrella umbrella (Am' brela): (η) ομπρέλα umpir-age (' Ampiridz):(/7,) διαιτησία II ~e (' Ampaiar): (η) διαιτητής II κριτής II l-d]: διαιτητεύω umpteen (Amp'tim): (adj) αναρίθμητα,

πολλά, ένα σωρό

unabashed (Ana'baejt): (adj) ατάραχος unabated (Ana' beitid): (aft) αμείωτος unable (An' eibal): (adj) ανίκανος unabridged (Ana' bridzd): (adj) μη συ-

ντομευμένος, ολόκληρος, στο πλήρες κείμενο unaccented (λπ ' asksentid): (adj) άτονος unaccompanied (Ana' kAmpani:d): (adj) ασυνόόευτος II χωρίς ακομπανιαμέντο unaccomplished (Ana' komplijt): (adj) χωρίς προσόντα II μη συμπληρωμένος unaccount-able (Ana' kauntabal): (adj) ανεξήγητος II ανεξάρτητος II -ably: (adv) ανεξήγητα unaccustomed (Ana kAStamd): (adj)

ασυνήθιστος

unadulterated (Ana dAltareitid): (adj)

ανόθευτος

unaffected (Ana' fektid): (adj) ανεπηρέ¬ αστος II μη εξεζητημένος, φυσικός unaided (λπ eidid): (adj) αβοήθητος unanim ity (juna' nimati:): (η) ομοφω¬ νία II παμψηφία II -ous (ju' nasnamas): (adj) ομόφωνος, με παμψηφία II -ously: (adv) ομόφωνα II παμψηφεί unapproachable (Ana proutjabal): (adj) απλησίαστος II απρόσιτος unarmed (An'a:rmd): (adj) άοπλος unassailable (Ana' seilabal): (adj) αδιά¬ σειστος II απρόσβλητος unassisted (Ana' sistid): (adj) see

unaided unattached (Ana' taetft): (adj) χωριστός, μη κολλημένος II ανεξάρτητος II εργέ¬ νης unattended (Ana tendid): (adj) ασυνό-

δευτος

unauthorized (λπ o:tharaizd): (adj) μη εξουσιοδοτημένος II χωρίς ειδική άδεια unavoida-ble (Ana' voidabal): (adj) ανα¬ πόφευκτος II -bly: (adv) αναπόφευκτα unaware ('Ana wear): (adj) αγνοών. ανίδεος II ~s: (adv) απροσδόκηία

(λπ ' baelanst): (adj) μη ισορ¬ ροπημένος II ανισόρροπος unbeara-ble (λπ ' bearabal): (adj) ανυπό¬ φορος II —bly: (adv) ανυπόφορα unbeat-able (λπ bi:tabal): (adj) ανίκη¬ τος II αξεπέραστος II ~en: (adj) αήττη¬ τος II απάτητος unbecoming (Anbi' kAmir)): (adj) ανάρμοστος II αταίριαστος, που δεν πάει ή δεν ταιριάζει unbeknown (Anbi noun), ~st: (adj) εν αγνοία, χωρίς να ξέρει unbe-lief (Anbi li:f): (η) απιστία II -lievable: (adj) απίστευτος II -lievably: (adv) απίστευτα unbend (απ 'bend) [unbent, unbent]: (v) χαλαρώνω, κάνω “ριλάξ" II ξετε¬ ντώνω, λασκάρω II ισιώνω II γίνομαι ίσιος II ~ing: (adj) αλύγιστος, άκα¬ μπτος unbiased (An'baiast): (adj) αμερόλη¬ πτος II ~ly: (adv) αμερόληπτα II -ness: (η) αμεροληψία unbidden (An 'bidn): (adj) απρόσκλητος unblushing (λπ ' blA.[ir)): (adj) ξεδιά¬ ντροπος II ανερυθρίαστος unbound (An'baund): (adj) άδετος II ελεύθερος II ~ed: (adj) απεριόριστος II απέραντος unbreakable (λπ ' breikabal): (adj) άθραυστος unbridled (An ' braidld): (adj) αχαλίνω¬ τος unbroken (λπ broukan): (adj) ακέραιος, όχι σπασμένος II απαράβατος II αδιά¬ κοπος II αόιατάρακτος unbuckle (λπ bAkal) [-dj: (ν) ξεκου¬ μπώνω την αγκράφα unburden (λπ ba:rdn) [-ed]: (ν) ξαλαφρώνω unbutton (An'bAtn) (-ed]: (ν) ξεκου¬ μπώνω uncalled-for (λπ ' ko:ld'fo:r): (adj) αδι¬ καιολόγητος II περιττός uncanny (An kaeni:): (adj) ανεξήγητος, μυστηριώδης uncap (λπ 'keep) [-ped]: (ν) ξεβουλώνω unceasing (λπ ' si:sir)): (adj) ακατάπαυστος II ~ly: (adv) ακατάπαυστα, αστα¬ μάτητα

unbalanced

406

undercharge uncertain (An'sa:rtn): (adj) αβέβαιος II αναποφάσιστος II αμφίβολος II αστα¬ θής II ~ty: (η) αβεβαιότητα II αναποφασιστικότητα II αμφιβολία II αστά¬ θεια unchain (An'tjein) |-ed): (ν) απελευθε¬ ρώνω unchange-able (λπ tjeindzabal): (adj) αμετάβλητος, αδύνατο να μεταβληθεί II ~d: (adj) αμετάβλητος, που δεν έχει μεταβληθει uncharitable (λπ tjaeritabal): (adj) μη ελεήμονας, μη φιλάνθρωπος uncharted (λπ ' t/a:rtid): (adj) αχαρτογράφητος II άγνωστος, ανεξερεύνητος unci-form (' Ansafo:rm): (adj) αγκιστρο¬ ειδής II ~nate: (adj) αγκιστρωτός uncivil (An'sival): (adj) αγενής II άξε¬ στος II ~ized: (adj) απολίτιστος unclad (λπ kla:d): (adj) ξέντυτος, ξεντυμενος unclassified (λπ klaesifaid): (adj) αταξινόμητος uncle ( Ai]k3l): (π) θείος II ενεχυροδανειστής (id) II U~ Sam: (η) Αμερικανι¬ κή κυβέρνηση unclench (λπ ' klentj) |-ed): (ν) ξεσφίγ¬ γω uncloak (λπ klouk) |-ed): (ν) αποκαλύπτο) unclothe (λπ kloub) |-d|: (ν) ξεντύνω uncomfortable (An ' kAmitabal): (adj) ανήσυχος II ενοχλητικός, δυσάρεστος II -ness: (η) ανησυχία II ενόχληση uncommitted (λπka ' mitid): (adj) μη εκτεθειμένος, μη δεσμευμένος uncommon (An'kaman): (adj) ασυνήθι¬ στος uncomplimentary (Ankompla' mentri:): (adj) όχι κολακευτικός uncompromising (λπ kompramaiziT]): (adj) αδιάλλακτος II ανένδοτος unconcern (Ankan' sa:rn): (η) αδιαφο¬ ρία II -ed: (adj) αδιάφορος II -edly: (adv) αδιάφορα unconditional (Ankan dijanal): (adj) άνευ όρων unconform-able (Ankan ' to:rmabal): (adj) απροσάρμοστος II -ableness: (n) απροσαρμοστικότητα II -ity: (η) το

407

απροσάρμοστο, μη προσαρμοστικότη¬ τα unconquerable (λπ ' koqkarabal): (adj) αήττητος II απόρθητος, απάτητος uncon-scionable (λπ ' kanjanabal): (adj) ασυνείδητος II -scionableness: (π) ασυνειδησία II -scious (λπ ' konjas): (adj) αναίσθητος II χωρίς να έχει συ¬ νείδηση του ... II ασυνείδητος II -sciously: (adv) ασυνείδητα II -sciousness: (η) αναισθησία unconstitutional (Ankonsti tujanal): (adj) αντισυνταγματικός uncontrollable (Ankan' troulabal): (adj) ακατάσχετος, ασυγκράτητος unconventional (Ankan ' venjanal): (adj) μη συμβατικός uncork (An ko:rk) |-ed|: (ν) ξεβουλώνω uncounted (An' kauntid): (adj) αμέτρη¬ τος uncouth (An ' ku:th): (adj) άξεστος II άχαρος, “μπουνταλάόικος" uncover (An'kAvar) |-ed|: (ν) αποκαλύπτιυ II ξεσκεπάζω II -ed: (adj) ακάλυ¬ πτος II εκτεθειμένος II ασκεπής unctuous (' AT3kt/u:as): (adj) γλοιώδης II ανειλικρινής undaunted (λπ do:ntid): (adj) απτόητος II ατρόμητος undecided (Andi saidid): (adj) αναποφά¬ σιστος II ανοιχτός, εκκρεμής undemonstrative (Andi' monstrativ): (adj) μη εκδηλωτικός, συγκρατημένος undenia-ble (Andi naiabal): (adj) αναμ¬ φισβήτητος II αναντίρρητος II -bly: (adv) αναμφισβήτητα II αναντίρρητα under (' Andar): (prep) υπό, κάτω από, από κάτω από II (adv) κάτω, κάτω από under-age (Andar eidz): (adj) ανήλικος underbid (Andar bid) [-bid, -bid]: (v) μειοδοτώ II -der: (η) μειοδότης underbrush ( AndarbrAj): (η) χαμηλή βλάστηση undercarriage ('Andar ' k$ridz): (n) αμάξωμα II σύστημα προσγείωσης undercharge (Andar' tja:rdz) f-d]: (v) χρεώνω λιγότερα από το κανονικό, δίνα) σε χαμηλότερη τιμή II φορτίζω λιγότερο του κανονικού

underclothes underclothes (' Andarklou0z): (η) εσώ¬

ρουχα

(η) πρώ¬ τη επένδυση, βασική επένδυση undercover (Andar' kAvar): (adj) μυστι¬ κός II ~ agent: (η) μυστικός πράκτο¬ ρας undercurrent (' Andarka:jant): (η) κα¬ τώτερο ρεύμα ή ρεύμα υπό επιφάνεια II νύξη, υπαινιγμός, κρυφή τάση undercut (' AndarkAt) [-cut]: (ν) κόβω αποκάτω II πουλώ φθηνότερα II δου¬ λεύω για λιγότερο μεροκάματο II υπο¬ νομεύω II (η) φιλέτο underdeveloped (Andardi' velapt): (adj) υποανάπτυκτος II όχι καλά εμφανισμέ¬ νο φιλμ underdo (Andar 'du:) [-did, -done]: (ν) μισοψήνω II ~ne: (adj) μισοψημένος underdog (' Andardag): (η) ο αδύνατος, ο “υπό”, ο “αποκάτω”

undercoat (' Andarkout), ~ing:

underdone: see underdo underestimate (Andar estameit) [-d]:

(ν) υποτιμώ

underexpose (Andariks pouz) [-d]: (v)

εκθέτω λιγότερο από το κανονικό

under-feed (Andar fi:d) [-fed]: (ν] υπο¬ σιτίζω II -fed: (adj) υποσιτισμένος underfoot (' Andar' fut): (adv) κάτω

από τα πόδια II (adj) καταπιεσμένος

undergament (' Andarga:rmant):

(π)

εσώρουχο undergo (Andar gou) [-went, -gone]: (ν) υφίσταμαι undergraduate (Andar graedzu:it): (n) φοιτητής σχολής τετραετούς φοίτησης underground (' Andargraund): (adj) υπόγειος II μυστικός II παράνομος II αντιστασιακός II (π) μυστική οργάνω¬ ση αντίστασης II υπόγειος σιδηρόδρο¬ μος undergrown (' Andargroun): (adj) μισοαναπτυγμένος undergrowth (' Andargrouth): (η) χαμη¬ λή βλάστηση underhand (' Andarhaend), ~ed: (adj) ύπουλος II ~ed: (adj) με ελλειπές προ¬ σωπικό underlie (' Andarlai) [underlay, underlain): (ν) υπόκειμαι II αποτελώ

βάση underline (' Andarlain) [-d]: (ν) υπο¬ γραμμίζω underling (' Andarlii]): (η) υφιστάμενος, “λακές”, “τσιράκι” undermine (Andar main) [-d]: (ν) υπο¬ νομεύω underneath (Andar' ni:th): (adv) από κάτω II (η) το αποκάτω μέρος undernourish (Andar' na:rij) [-ed]: (ν) υποσιτίζω underpaid ( 'Andar peid): (adj) κακοπληρωμένος, που πληρώνεται λιγότερα από το κανονικό underpants (' Andarpasnts): (η) βρακί II κιλότα underpass (' Andarpaes): (η) διάβαση κάτω από δρόμο ή σιδηρόδρομο underprivileged (Andar privalidzd): (adj) με λιγότερες ευκαιρίες ή προνό¬ μια II στερημένος underrate (Andar reit) [-d]: (ν) υποτι¬ μώ underscore (' Andarsko:r) [-d]: (v) see underline undersea (' Andarsi:): (adj) υποβρύχιος undersecretary (Andar' sekrateri:): (n) υφυπουργός undershirt (' Andarja:rt): (η) φανέλα underside (' Andarsaid): (η) το κάτω μέρος undersign (' Andarsain) [-ed]: (ν) υπο¬ γράφω II -ed: (adj) ο υπογεγραμμένος undersize (Andar' saiz), -d: (adj) κάτω από το κανονικό μέγεθος underskirt (' Andarska:rt): (π) κομπινε¬ ζόν undersoil (' Andarsoil): (η) υπέδαφος understaffed (Andar' staeft): (adj) με στενότητα προσωπικού understand (Andar' stasnd) [understood, understood]: (ν) καταλαβαίνω II έχω κατανόηση II μαθαίνω, ακούω II -able: (adj) αντιληπτός, κατανοητός II ευνόη¬ τος II -ing: (adj) με κατανόηση II (π) κατανόηση II αντίληψη II συμφωνία understate (Andar' steit) [-d]: (ν) εκ¬ φράζομαι συγκρατημένα II υποτιμώ II -ment: (η) μη συμπληρωμένη δήλωση II συγκρατημένη έκφραση

408

unexpected λύνω ή ξεκουμπώνω II ~ing: (π) σβή¬ σιμο, ακύραιση II λύσιμο, ξεκούμπωμα II αφανισμός, χαλασμός undoubted ( λπ ' dautid): (adj) αναμφίβο¬ λος II αναμφισβήτητος II ~ly: (adv) αναμφισβήτητα undress (An dres) |-ed): (v) ξεντύνω II ξεντύνομαι II (π) πρόχειρο ντύσιμο undue (λπ dju:): (adj) υπερβολικός II άδικος II αδικαιολόγητος II μη λήξας undu-lant (' Andjalant): (adj) κυματοει¬ δής II -late )-d): (v) κυμαίνομαι II κυ¬ ματίζω II -lation: (η) κυματισμός II διακύμανση II -lating: (adj) κυμαινό¬ μενος unduly (απ du:li): (adv) άδικα, αδικαιο¬ λόγητα II υπερβολικά undying (λπ dait]): (adj) αιώνιος, αθά¬ νατος unearth (απ a:rth) |-ed): (v) ξετρυπά)νω, ξεχώνω II ανακαλύπτω II ~ly: (adj) υπερφυσικός II απίθανος, αφύσι¬ κος II παράλογος uneas-y (λπ i:zi:): (adj) ανήσυχος II -ily: (adv) ανήσυχα II -iness: (η) ανη¬ συχία uneducated (απ edzu keitid): (adj) αμόρφωτος unemploy-ed (Anim ploid): (adj) άνερ¬ γος, άεργος II αργός II -ment: (η) ανεργία unequal (λπ i:kwal): (adj) άνισος II ~ly: (adv) άνισα II ~ed: (adj) απαράμιλλος unerring (An'a:rii]): (adj) αλάνθαστος unessential (Ana senjal): (adj) επουσιώ¬ δης unethical (An ' ethikal): (adj) αντιδεο¬ ντολογικός, αήθης uneven (An'i:van): (adj) ανώμαλος II ακανόνιστος II άνισος uneventful (Ani' ventfal): (adj) ήσυχος, χωρίς έκτακτα συμβάντα unexcelled (Ana kseld): (adj) ανυπέρ¬ βλητος unexception-able (Anik sepjanabal): (adj) άμεμπτος, ανεπίληπτος II ~al: (adj) ανεξαίρετος II συνηθισμένος, κοι¬ νός unexpected (Anik spektid): (adj) απροσδόκητος II ~ly: (adv) απροσδό-

understood: see understand understudy (' AndarstAdi:): (η) αντικα¬

ταστάτης

u,ndertak-e (Andar teik) (undertook, undertaken): (v) αναλαμβάνω II ~er: (η) εργολάβος κηδειιόν II ~ing: (π)

ανάληψη έργου ή υποχρέωσης II δέ¬ σμευση II επιχείρηση under-the-counter (' Andarta kauntar): (adj) πουλώμενο παράνομα ή μαύρη αγορά undertow (Andartou): (η) παλινδρο¬ μούν κύμα, ‘ 'αντιμάμαλο” II ρεύμα υπό την επιφάνεια, κρυφό ρεύμα undervalue (Andar vaelju:) (-d]: (v) υποτιμώ underwater ( AndanvO:tar): (adj) υπο¬ βρύχιος underwear ( Andarwear): (η) εσώρουχα underweight (' Andarweit): (adj) λιποβαρής II (π) βάρος λιγότερο από το κανονικό underwent: see undergo underwood ( ' Andarwud): see underbrush underworld ( Andarwa:rld): (η) ο κάτω κόσμος II υπόκοσμος underwrite ( ' Andarrait) [underwrote, underwritten): (v) υπογράφω II οπισθογράφω II υποστηρίζω οικονομικά II ασφαλίζω II ~r: (η) ασφαλιστής undeserved (Andi' za:rvd): (adj) άδικος II αδικαιολόγητος II ~ly: (adv) άδικα II αδικαιολόγητα undesirable (Andi zairabal): (adj) ανε¬ πιθύμητος undies (' Andi:z): (η) εσώρουχα undigested (Andai dzestid): (adj) αχώ¬ νευτος undiluted (Andi lju:tid): (adj) αδιάλυτος undiminished (Anda ' miniJad): (adj) αμείωτος undisciplined (απ disaplind): (adj) απεί¬ θαρχος undiscovered (Andis' kAvard): (adj) μη ανακαλυφθείς undisputed (Andis pju:tid): (adj) αδια¬ φιλονίκητος undo (And u:) (undid. undone|: (v) σβή¬ νω, ακυρώνω, "ξεκάνω”, χαλάω II 409

unexpressive κητα unexpressive (Anik' spresiv): (adj) ανέκ¬ φραστος unfading (λπ feidir]): (adj) που δεν ξε¬ θωριάζει ή εξασθενίζει ποτέ II αμάρα¬ ντος unfailing (λπ ' feilii]): (adj) αλάνθαστος II ανεξάντλητος, που δεν σταματά πο¬ τέ II πιστός unfair (απ'fear): (adj) μεροληπτικός II άδικος, άνισος II ~ly: (adv) μεροληπτι¬ κά II άδικα II -ness: (η) μεροληψία, αδικία unfaithful (απ ' feithfal): (adj) άπιστος unfamiliar (Anfa' miliar): (adj) άγνω¬ στος unfasten (An'faesan) (-edj: (ν) λύνω II αποσυνδέω II ξεκουμπώνω II αποσυν¬ δέομαι unfathomable (απ ' fae0amabl): (adj) ανεξιχνίαστος unfavorable (λπ feivarabl): (adj) δυσμε¬ νής II μειονεκτικός II δυσοίωνος unfed (απ 'fed): (adj) νηστικός, ατάι¬ στος unfeeling (λπ ' fi:lii]): (adj) αναίσθητος II ~ly: (adv) αναίσθητα, άκαρδα unfeigned (An'feind): (adj) ανυπόκρι¬ τος unfelt (απ'felt): (adj) μη αισθητός unfilled (An'fild): (adj) απλήρωτος II ανεκτέλεστος unfinished (απ ' finijt): (adj) ατελείωτος, ημιτελής unfit (απ'fit): (adj) ακατάλληλος II ανί¬ κανος II f-ted]: (v) απορρίπτω ως ακα¬ τάλληλο unfix (An'fiks) [-ed]: (v) αποσπώ, ξε¬ κολλώ II ταράζω unflagging (λπ ' flaegit]): (adj) ακλόνη¬ τος, αδιάσειστος unflappable (λπ flaepabal): (adj) ατάρα¬ χος, που δεν “του καίγεται καρφί” unfledged (απ ' fledzd): (adj) άπειρος, πρωτόπειρος II άπτερος unflinching (λπ flintjii]): (adj) ατάρα¬ χος II άφοβος, σταθερός II ~ly: (adv) ατάραχα, άφοβα unfold (λπ fould) [-ed]: (ν) ξετυλίγω II αναπτύσσω II ξετυλίγομαι II αναπτύσ¬

410

σομαι unforeseen (' Anfo:r' si:n): (adj) απρό¬ βλεπτος unforgettable (Anfar' getabal): (adj) αλησμόνητος, αξέχαστος unforgivable (Anfar' givabal): (adj) ασυγχώρητος unformed (An' fo:rmd): (adj) ασχημάτι¬ στος unfortunate (An' fo:rt|anit): (adj) άτυ¬ χος, ατυχής II δυστυχής II ~ly: (adv) δυστυχώς unfounded (λπ faundid): (adj) αβάσιμος II μη ιδρυθείς unfrequented (λπ fri ' kwentid): (adj) ερημικός, μοναχικός, ασύχναστος unfriendly (λπ ' frendli:): (adj) εχθρικός, μη φιλικός unfrock (λπ frak) [-ed]: (ν) αφαιρώ επαγγελματική άδεια II καθαιρώ κλη¬ ρικό unfruitful (λπ ' fru:tfal): (adj) άκαρπος unfurl (An 'fa.rl) [-ed]: (ν) ξεδιπλώνω II ξεδιπλώνομαι, απλώνομαι unfurnished (λπ ' fa:rnijt): (adj) χωρίς έπιπλα ungainly (λπ ' geinli:): (adj) άχαρος II αδέξιος unglued (απ glu:d): (adj) ξεκολλημένος II come ~: (ν) τα χάνω ungodly (An 'godli:): (adj) ασεβής, άθεος II αμαρτωλός II απίθανος (id) II (π) ο “κακός” ungracious (λπ ' greijas): (adj) αγενής II αντιπαθητικός II -ness: (π) αγένεια ungrateful (λπ ' greitfal): (adj) αχάρι¬ στος II -ness: (η) αχαριστία unguarded (λπ ' ga:rdid): (adj) αφύλαχτος, απροστάτευτος II απερίσκεπτος ungulate (' Angjalit): (adj) οπληφόρο, με οπλές unhap-py (απ ' haepi:): (adj) δυστυχισμέ¬ νος II όχι ευχαριστημένος II -pily: (adv) δυστυχώς II δυστυχισμένα II -piness: (η) δυστυχία unharmed (απ ha.rmd): (adj) απείρα¬ χτος, σώος, χωρίς να πάθει κακό ή βλάβη unhealthy (λπ helthi:): (adj) ανθυγιει¬ νός II αρρωστημένος II νοσηρός

unlawful unheard (mi ha:rd): (adj) μη ακουστός II —of: (adj) ανήκουστος II πρωτάκου¬ στος unhesitating (λπ hezsteitiq): (adj) αδί¬ στακτος II ~ly: (adv) αδίστακτα unhindered (λπ hindsrd): (adj) ανεμπό¬ διστος unhinge (mi ' hindz) [-d]: (v) βγάζω από τους μεντεσέδες II βάζω σε αμηχανία, ταραχή, συγχύζω, κάνω να τα χάσει unholy (An'houli:): (adj) ανίερος II φο¬ βερός (id) unhook (απ hu:k) [-ed]: (v) ξαγκιστρώ¬ νω II ξεκρεμώ unhoped-for (λπ ' houpt fo:r): (adj) ανέλπιστος unhurt (An'h3:rt): (adj) σώος, χωρίς να χτυπηθεί unicolor (' jumikAisr): (adj) μονόχρω¬ μος unicorn (' ju:nako:m): (η) μονόκερος unidentified (Anai dentifaid): (adj) μη αναγνωρισθείς II ~ flying object: see

ακούσιος uninterest-ed (λπ intrsstid): (adj) αδιά¬ φορος II -ing: (adj) μη ενδιαφέρων uninterrupted (λπ ' intorAiptid): (adj)

αδιάκοπος

uninvited (Anin ' vaitid): (adj) απρό¬ σκλητος union ('ju.njsn): (η) ένωση II σωματείο, συνδικάτο II labor εργατικό σωμα¬ τείο II - Jack: (π) σημαία της Μ. Βρε¬ τανίας II trade εργατικό σωματείο unique (ju: ni:k): (adj) μοναδικός II ~ly: (adv) μοναδικά II -ness: (n) μοναδικότητα unisex (' ju.niseks): (adj) χωρίς ιδιαίτε¬

ρα διακριτικά γνωρίσματα του φύλου

unison ( juinazan): (π) ομοηχία II in -:

σε ομοφωνία, όλοι μαζί

unit ( ju:nit): (η) μονάδα II -ary: (adj)

μοναδικός

unite (ju:' nait) |-dj: (v) ενώνω II ενώ¬ νομαι II -d: (adj) ενωμένος II U~d Kingdom: Ενωμένο Βασίλειο II U~d Nations: (η) Ενωμένα Έθνη II U~d States: (η) Ενωμένες Πολιτείες unity ( ju:n3ti:): (η) ενότητα II σύ¬ μπνοια, αρμονία universal (ju:ni' V3:rs3l): (adj) παγκό¬ σμιος II γενικός, καθολικός II ~ly:

UFO

unification (ju:nifi' keijsn): (η) ενοποίη¬ ση uniform (' ju:nifo:rm): (adj) ομοιόμορ¬ φος II (η) στολή II ~ity, -ness: (n) ομοιομορφία unify ('ju:nifai) [-ied]: (v) ενοποιώ unilateral (ju:ni laetarol): (adj) μονό¬ πλευρος unimaginable (Ani' maedzinsbl): (adj) αφάνταστος unimpeachable (Anim pi:tjabal): (adj) άμεμπτος unimportant (Anim' po:rtont): (adj) ασή¬ μαντος, όχι σπουδαίος uninformed (Anin' fo:rmd): (adj) απλη¬ ροφόρητος uninhabited (Anin ’ hsbitid): (adj) ακα¬ τοίκητος uninhibited (Anin hibitid): (adj) έκλυτος II ανεμπόδιστος, ελεύθερος uninitiated (Ani:nijieitid): (adj) αμύητος uninjured (λπ ' indzsrd): (adj) αβλαβής, άθικτος unintelligible (Anin telidzibal): (adj) ακατάληπτος unintentional (Anin ' tenjanal): (adj)

(adv) παγκοσμίως II γενικά, καθολικά

universe (' ju:niv3:rs): (η) σύμπαν university (ju:ni V3:rs3ti:): (η) πανεπι¬

στήμιο

dzASt): (adj) άδικος II ~ly: (adv) άδικα II -ness: (η) αδικία II -ifiable (λπ ' dzAStsfaisbsl): (adj) αδι¬ καιολόγητος unkempt (απ 'kempt): (adj) απεριποίη¬ τος, ακατάστατος II αχτένιστος unkind (An'kaind): (adj) κακός, χωρίς κατανόηση II ~ly: (adv) χωρίς κατα¬ νόηση, κακά, άσχημα unknown (απ 'noun): (adj) άγνωστος unlade (λπ leid) (-d]: (v) ξεφορτώνω II ~n: (adj) ξεφορτωμένος, χωρίς φορτίο unlash (An'liej) j-ed): (v) λύνω unlatch (An laelj) [-ed|: (v) ανοίγω το σύρτη, ξεσυρτώνω unlawful (λπ lodsl): (adj) παράνομος, άνομος unjust

411

(An

unleaded unleaded (An'ledid): (adj) χωρίς μόλυ¬ βδο, αμόλυβδος unleash (λπΊϊ:/) [-ed]: (v) λύνω, ελευ¬ θερώνω unleavened (λπ ' levand): (adj) άζυμος unless (λπ ' les): (conj) εκτός αν unlicensed (λπ laisanst): (adj) χωρίς άδεια II έκλυτος unlike (An'laik): (adj) ανόμοιος II -lihood: (η) απιθανότητα II ~ly: (adj) απίθανος unlimited (An'limitid): (adj) απεριόρι¬ στος II ~ly: (adv) απεριόριστα unlink (An'liqk) [-ed]: (v) αποσυνδέω unlisted (An' listid): (adj) μη γραμμένος σε κατάλογο unload (An'loud) [-ed]: (v) ξεφορτώνω II ξαλαφρώνω unlock (An'lok) [-ed]: (v) ξεκλειδώνω unlooked-for (An lukt' fo:r): (adj) απρόβλεπτος, απροσδόκητος unlucky (λπ ' lAki:): (adj) άτυχος unman (An 'maen) [-ned]: (v) αποθαρρύ¬ νω II ~ly: (adj) άνανδρος, ταπεινός II θηλυπρεπής II ~ned: (adj) μη επανδρω¬ μένος unmarked (λπ ' ma:rkt): (adj) ασημάδευ¬ τος II απαρατήρητος unmask (λπ maesk) [-ed]: (v) βγάζω μάσκα, αποκαλύπτω unmentionable (λπ ' menjanabal): (adj) που δε λέγεται, όχι για να ειπωθεί II ~s: (η) εσώρουχα unmerciful (απ ' ma:rsifal): (adj) ανηλεής II ~ly: (adv) ανηλεώς unmistak-able (Anmis' teikabal): (adj) φανερός, πρόδηλος II -ably: (adv) φα¬ νερά unmitigated (λπ ' mitigeitid): (adj) αμε¬ τρίαστος II απόλυτος II ~ly: (adv) αμε¬ τρίαστα II απόλυτα unnatural (λπ ' nastjaral): (adj) αφύσικος II -ness: (η) αφυσικότητα unnecessary (An nesaseri:): (adj) περιτ¬ τός II άσκοπος unnerve (απ ' na.rv) [-d]: (v) συγχύζω, εκνευρίζω unobtainable (Anab' teinabal): (adj) που δεν μπορεί να αποκτηθεί unobtrusive (Anab' tru:siv): (adj) δια¬

κριτικός II ~ly: (adv) διακριτικά unoccupied (λπ ' okjapaid): (adj) ελεύθε¬ ρος, μη κατειλημμένος II άνεργος unofficial (Ana'fijal): (adj) ανεπίσημος II ~ly: (adv) ανεπισήμως unorganized (λπ ' o:rganaizd): (adj) ανοργάνωτος unoriginal (Ana' ridzinal): (adj) κοινός, συνηθισμένος unorthodox (λπ ' o:rthadoks): (adj) ανορθόδοξος unpack (An 'psek) [-ed]: (v) ξεαμπαλάρω, ανοίγω βαλίτσες ή αποσκευές unparalleled (λπ ' pseralald): (adj) απα¬ ράμιλλος, μοναδικός unpardonable (λπ ' pa:rdonabal): (adj) ασυγχώρητος unparliamentary (Anpa:rla' mentari:): (adj) μη κοινοβουλευτικός unpeople (An pi:pal) [-d]: (v) μετακινώ πληθυσμό II ~d: (adj) ακατοίκητος unpin (απ'pin) [-ned]: (v) ξεκαρφιτσώνω unpleasant (λπ plezant): (adj) δυσάρε¬ στος II -ness: (η) δυσάρεστη κατάστα¬ ση ή ενέργεια unplug (An 'plAg) [-ged]: (v) ξεβουλώνω II αποσυνδέω, βγάζω από την πρίζα unpopular (λπ popjalar): (adj) μη δη¬ μοφιλής II αντιδημοτικός II -ity: (η) αντιδημοτικότητα unpractical (λπ ' praektikal): (adj) μη πρακτικός unprecedented (λπ presidentid): (adj) άνευ προηγουμένου unpredictable (Anpri ' diktabal): (adj) απρόβλεπτος II αβέβαιος unprejudiced (λπ predzudist): (adj) αμερόληπτος, χωρίς προκατάληψη unpremeditated (Anpri mediteitid): (adj) απρομελέτητος II ~ly: (adv) απρομελέτητα unprepared (Anpri' peard): (adj) απροε¬ τοίμαστος unprepossessing (Anpri:pa' zesiq): (adj) με κοινή εμφάνιση, όχι χτυπητός unpretentious (Anpri tenjas): (adj) σε¬ μνός, χωρίς επίδειξη ή επιδεικτικότητα, ανεπιτήδευτος unprincipled (λπ prinsipald): (adj) χω-

412

unsettle ρίς αρχές unprintable (απ printabal): (adj) ακα¬ τάλληλος για δημοσίευση, “σόκιν”, χυδαίος unproductive (Anpra dAktiv): (adj) μη παραγωγικός unprofessional (Anpra' fejanal): (adj) ερασιτεχνικός II ανεπιστημονικός II αντικείμενος στη δεοντολογία unprofitable (απ profitabal): (adj) ανεπικερδής II ασύμφορος unpronounceable (Anpra naunsabal): (adj) δυσκολοπρόφερτος unprovoked (Anpra' voukt): (adj) απρό¬ κλητος unpublished (απ pAbli/t): (adj) αδημο¬ σίευτος, ανέκδοτος unqualified (απ ' kwolafaid): (adj) από¬ λυτος II χωρίς τα απαραίτητα προσό¬ ντα II αναρμόδιος, ακατάλληλος unquenchable (απ ' kwentjabal): (adj) άσβηστος unquestion-abie (απ ' kwestjanabal): (adj) αναμφισβήτητος II ~ed: (adj) ανε¬ ξέταστος II αναντίρρητος, αναμφίβο¬ λος unquote (απ kwout) [-d]: (ν) κλείνω τα εισαγωγικά unravel (An'raeval) [-ed]: (ν) ξηλώνω II ξεδιαλύνω II αποκρυπτογραφώ unreadable (απ ri:dabal): (adj) αδιάβα¬ στος II ακατανόητος unreal (απ ri:al): (adj) μη πραγματικός, φανταστικός unreasonable (απ ri:zanabal): (adj) πα¬ ράλογος II -ness: (η) παραλογισμός unrecorded (Anri ' koirdid): (adj) άγρα¬ φος unreel (απ ri:l) [-ed]: (ν) ξετυλίγω unrefined (λππ faind): (adj) άξεστος II αδιύλιστος, ακάθαρτος unrelenting (λππ lentil]): (adj) αδυσώ¬ πητος, ανηλεής unreliable (λππ laiabal): (adj) αναξιό¬ πιστος, μη έμπιστος unremitting (λππ ' mitiq): (adj) ακατάπαυστος unrepeatable (λππ piitabal): (adj) ανε¬ πανάληπτος unreserve (Anri' za:rv): (π) ειλικρίνεια

II ~d: (adj) όχι κρατημένος, ελεύθερος II απόλυτος II ειλικρινής unrest (απ 'rest): (η) ανησυχία unrestrained (λππ ' streind): (adj) αχα¬ λίνωτος II φυσικός unrip (απ ' rip) [-ped]: (ν) σκίζω unripe (An'raip): (adj) ανώριμος II -ness: (η) ανωριμότητα unrivaled (απ ' raivald): (adj) απαράμιλ¬ λος unroll (An roul) [-ed]: (ν) ξετυλίγω II εκτυλίσσομαι unruffled (An'rAfald): (adj) γαλήνιος, ήρεμος, ατάραχος unruly (An'rudi:): (adj) ανυπότακτος II άτακτος unsaddle (An'saedl) [-d]: (ν) ξεσελλώνω II ρίχνω από το άλογο unsafe (απ'seif): (adj) επισφαλής II μη ασφαλής, επικίνδυνος unsaid (απ ' sed): (adj) ανείπωτος II παρασιωπηθείς, αποσιωπηθείς unsatisfactory (Ansaetis ' faektari:): (adj) μη ικανοποιητικός II όχι αρκετός, ανε¬ παρκής unsavory (απ ' seivari:): (adj) άνοστος II δυσάρεστος II ύποπτος unscathed (An 'skei0d): (adj) αβλαβής,

σώος

unscientific (Ansaian tifik): (adj) αντιε¬ πιστημονικός unscramble (απ skraembal) [-d]: (ν) ξε¬ μπερδεύω II ξεδιαλύνω II αποκωδικοποιώ unscrew (AiTskru:) [-ed]: (ν) ξεβιδώνω unscrupulous (απ skru:pjalas): (adj) ασυνείδητος II ~ly: (adv) ασυνείδητα II -ness: (η) ασυνειδησία unseal (An 'si:l) [-ed]: (ν) ξεσφραγίζω unsearchable (απ sairtjabal): (adj) ανε¬ ξερεύνητος unseasonable (απ ' si:zanabal): (adj) πα¬ ράκαιρος II άκαιρος, άτοπος unseat (απ ' si:t) [-ed]: (ν) καθαιρώ II γκρεμίζω από θέση ή κάθισμα, ρίχνω unseemly (απ ' si:mli:): (adj) απρεπής unseen (απ si:n): (adj) αόρατος unselfish (απ ' selfij): (adj) αφιλοκερδής II -ness: (η) αφιλοκέρδεια unsettle (An'setl) [-d|: (ν) διαταράσσω 413

unshaken II ~d: (adj) ταραγμένος II αβέβαιος II ατακτοποίητος, εκκρεμής II ακατοίκη¬ τος unshaken (λπ Jeikn): (adj) ακλόνητος unshaven (An'jeivn): (adj) αξύριστος unsheathe (Απ '{ί:ό) [ d]: (v) βγάζω από τη θήκη unsightly (απ ' saitli:): (adj) άσχημος, απεχθής unskill-ed (απ ' skild): (adj) ανειδίκευτος II ~ful: (adj) άπειρος, άτεχνος unsnarl (An'sna:rl) [-ed]: (v) ξεμπερ¬ δεύω unsociable (απ ' soujabal): (adj) ακοινώ¬ νητος unsold (Ansould): (adj) απούλητος unsophisticated (Anso'fistikeitid): (adj) αφελής, απλός II απονήρευτος, απλοϊ¬ κός unsound (An'saund): (adj) επισφαλής II ασθενής II εσφαλμένος unsparing (απ ' speariQ): (adj) αφειδής II αμείλικτος unspeakable (απ ' spi:k9b9l): (adj) ανείπωτος, ακατανόμαστος unspecialized (απ ' spe/olaizd): (adj) ανειδίκευτος unspotted (απ ' spotid): (adj) ακηλίδωτος unstable (απ ' steibal): (adj) ασταθής II άστατος unsteady (ah ' stedi:): see unstable II μη σταθεροποιημένος II [-ied]: (v) απο¬ σταθεροποιώ unstick (An'stik) [unstuck, unstuck]: (v) ξεκολλώ unstressed (An'strest): (adj) άτονος, χωρίς τόνο II άφωνος unstring (απ strii]) [unstrung, unstrung]: (v) εκνευρίζω unstrung (An'strAi]) (adj) εκνευρισμένος II see unstring unstuck: see unstick unsubstantial (Ansab' staenjal): (adj) μη στερεός II ασήμαντος, επουσιώδης unsuccessful (Ansok' sesfal): (adj) ανε¬ πιτυχής II ~ly: (adv) ανεπιτυχώς unsuitable (An' su:t9bal): (adj) ακατάλ¬ ληλος unsuspecting (Ans9s' pektirj): (adj) ανύ¬ ποπτος

unswerving (απ ' sw9:rvit]): (adj) σταθε¬ ρός, ακλόνητος untangle (απ ' taei]g9l) [-d]: (v) ξεμπερ¬ δεύω II ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω untapped (An'taept): (adj) ανεκμετάλ¬ λευτος untenable (απ ' ten9b9l): (adj) αστήρι¬ κτος II ακατοίκητος unthankful (απ ' thaerjkful): (adj) αχάρι¬ στος II -ness: (η) αχαριστία unthinkable (An' thii3k9b9l): (adj) αδια¬ νόητος untidy (An'taidi:): (adj) ακατάστατος, ανοικοκύρευτος untie (An 'tai) [-d]: (v) λύνω II λύνομαι until (απ 'til): (prep & conj) μέχρις, ως. έως ότου untimely (απ ' taimli:): (adj) άκαιρος II πρόωρος II (adv) άκαιρα II πρόωρα untiring (απ ' tairii]): (adj) ακούραστος untold (An'tould): (adj) ανείπωτος, μη ειπωμένος II απερίγραπτος untouchable (απ ' tAtj9b9l): (adj) ανεπί¬ τευκτος II υπεράνω μομφής ή υποψίας untoward (An'to:rd): (adj) δυσμενής II ανάποδος, δύσκολος II δυσάρεστος untried (απ ' traid): (adj) αδοκίμαστος untrue (An'tru:): (adj) αναληθής II μη πιστός unused (An'ju:zd): (adj) αχρησιμοποίητος II ~ to (An'ju:st): (adj) ασυνήθι¬ στος unusual (απ ' ju:zu9l): (adj) ασυνήθης II ~ly: (adv) ασυνήθιστα II εξαιρετικά unutterable (απ ' At9r9b9l): (adj) απρό¬ φερτος. δυσκολοπρόφερτος unveil (απ ' veil) [-ed]: (v) αποκαλύπτω unverified (An ' verifaid): (adj) ανεπιβε¬ βαίωτος unversed (An'v9:rsd): (adj) όχι εν γνώσει, μη γνωρίζων unwarrant-able (απ wo:r9nt9b9l): (adj) ασυγχώρητος II -ed: (adj) αδικαιολό¬ γητος unwary (απ ' weori:): (adj) απρόσεκτος unwashed (απ ' wait): (adj) άπλυτος unwavering (απ ' weiv9rir)): (adj) ακλό¬ νητος, ασάλευτος unwearied (An' wi9ri:d): (adj) ακούρα¬ στος II ~ly: (adv) ακούραστα 414

upside-down unwed (απ'wed): (adj) άγαμος unwelcome (λπ welk/vm): (adj) ανεπι¬ θύμητος II μη ευπρόσδεκτος unwell (An'wel): (adj) αδιάθετος, άρ¬ ρωστος unwholesome (λπ houlssm): (adj) ανθυ¬ γιεινός II νοσηρός II ~ly: (adv) ανθυγι¬ εινά II νοσηρά unwieldy (λπ ' wi:ldi:): (adj) δυσκίνητος II άγαρμπος unwill-ed (απ 'wild): (adj) άθελος II -ing: (adj) ακούσιος II απρόθυμος II διατακτικός unwind (An'waind) [unwound, unwound]: (v) ξεκουρδίζω II ξετυλίγω II ξετυλίγομαι II χαλαρώνω, λασκάρω unwise (λπ waiz): (adj) ασύνετος unwitting (An'witiq): (adj) αγνοών II ακούσιος, άθελος II ~ly: (adv) ακού¬ σια, άθελα unwonted (λπ ' wo:ntid): (adj) ασυνήθι¬ στος unworthy (λπ ' wa:r0i:): (adj) ανάξιος unwrap (An'raep) [-ped]: (v) ξετυλίγω, ανοίγω πακέτο unwritten (An'ritn): (adj) άγραφος II ~ law: (η) άγραφος νόμος unyielding (λπ ' jiddii]): (adj) ανυποχώ¬ ρητος II ανένδοτος unyoke (An'jouk) [-d]: (v) ξεζεύω up (Ap): (adj & adv) επάνω, άνω II (prep) προς τα επάνω II [-ped]: (ν) αυ¬ ξάνω II σηκώνομαι II ~ against: αντι¬ μετωπίζοντας II ~ to: έτοιμος για II εξαρτώμενος από II on the ~ and πολύ εντάξει II be ~ to: επιδιώκω, έχω σκοπό II be ~ to it: μπορώ να το κάνω, έχω τη δυνατότητα ή ικανότητα να το κάνω II —and-coming: υποσχό¬ μενος πολλά II —and-down: με ανεβοκατεβάσματα II the ~s and downs: με¬ ταπτώσεις, διακυμάνσεις upbraid (Ap breid) [-ed]: (ν) επιπλήττω upbringing (Ap bringiq): (η) ανατροφή upcoming (Ap'kAmit]): (adj) επερχόμενος update (Ap deit) [-d]: (ν) ενημερώνω upend (Ap end) [-ed]: (ν) αναποδογυρί¬ ζω II στήνω όρθιο upgrade ('Apgreid) [-d]: (ν) ανεβάζω 415

την ποιότητα II (η) ανήφορος

upheaval (ap hi:val): (η) αναστάτωση,

αναταραχή

upheld: see uphold uphill (' Aphil): (adj) ανηφορικός II πα-

ρατεταμένος και κουραστικός

uphold (Ap hould) [upheld, upheld]: (v)

κρατώ ψηλά II υποστηρίζω

upholster (Ap houlstar) [-ed]: (ν) βάζω ταπετσαρία σε καθίσματα II ~er: (π) ταπετσέρης II ~y: (π) ταπετσαρία upkeep (' Apki:p): (π) συντήρηση II έξο¬

δα συντήρησης

upland (' Apland): (η) ορεινή περιοχή II

εσωτερικό

uplift (Ap lift) [-ed]: (ν) σηκώνω II ανε¬

βάζω το επίπεδο

upon (span): (prep) επί, σε. επάνω upper (' Apar): (adj) ανώτερος II ψηλό¬ τερος, πιο πάνω II -case: (adj) κεφα¬ λαία II —class: (adj) ανώτερης τάξης, της υψηλής κοινωνίας II - classman: (η) φοιτητής ή μαθητής ανωτέρας τάξεως II - crust: (π) ανώτερη κοινωνία II - hand: (η) πλεονεκτική θέση II -most: (adj) ο ψηλότερος ή ανώτερος,

ο πιο επάνω

uppity (' Apati:): (adj) ψηλομύτης, ψω¬

ροπερήφανος

upright (' Aprait): (adj) κατακόρυφος II όρθιος, στητός II ευθύς, τίμιος II (η)

ορθοστάτης

uprising ( Apraiziq): (π) εξέγερση II

ανήφορος upriver (' Aprivsr): (adj) προς το επά¬ νω μέρος του ποταμού uproar (Apro:r): (π) αναταραχή, φασα¬ ρία, αναστάτωση II -ious: (adj) θορυ¬ βώδης uproot (Ap ru:t) [-ed]: (ν) ξεριζώνω upset (Ap'set) [upset, upset]: (ν) ανα¬ ποδογυρίζω II αναταράζω, διαταράζω II αναστατώνω, ταράζω II ανατρέπομαι II (' Apsst): (η) ανατροπή II αναστάτω¬ ση, ταραχή II (Ap'set): (adj) αναστατω¬ μένος, ταραγμένος II αναποδογυρισμέ¬ νος II -ting: (adj) ανησυχητικός upshot ( Apjot): (π) έκβαση upside-down (' Apsaid' daun): (adj) ανά¬ ποδα, το πάνω-κάτω II άνω-κάτω II

upspring (adv) άνω-κάτω upspring ( Apspriq): (η) αναπήόηση upstage (' Apsteidz): (adj) στο πίσω της σκηνής II ψηλομύτης II [-d]: (ν) “κλέ¬ βω” την παράσταση II φέρομαι υπερο¬ πτικά upstairs (' Ap' stearz): (adv) επάνω, στο επάνω πάτωμα II (adj) του επάνω πα¬ τώματος II kick (ν) προβιβάζω σε θέση χωρίς ευθύνη upstanding (Ap' staendiij): (adj) τίμιος, έντιμος, ευυπόληπτος II όρθιος upstart (' Apstairt) [-ed]: (ν) τινάζομαι, ξαφνιάζομαι II (η) νεόπλουτος II αυτός που έχει μεγάλη ιδέα για τον ευατό του upstream (Apstri:m): (adv) προς τις πηγές του ποταμού upsweep (Apswi:p): (π) μαλλιά χτενι¬ σμένα και μαζεμένα επάνω upswing ('Apswii]): (η) άνοδος II τάση ανοδική uptake (' Apteik): (η) εξαεριστήρας II αντίληψη II quick on the καταλα¬ βαίνω αμέσως, το “πιάνω” αμέσως II slow on the δεν το “πιάνω” γρή¬ γορα uptight (' Aptait): (adj) νευρικός II σε στενές σχέσεις II τυπικός up-to-date ( Apia deit): (adj) σύγχρο¬ νος, μοντέρνος upturn ( Apta:rn) [-ed]: (ν) ανατρέπω II στρέφω προς τα επάνω II (η) στροφή προς τα επάνω II ανοδική πορεία upward ( Apward), ~s: (adv) προς τα επάνω II ~ of: περισσότερο από upwind (' Apwind): (adv) αντίθετα προς τον άνεμο uranium (ju ' reini:am): (η) ουράνιο urban ('a:rban): (adj) αστικός II ~e (a:r'bein): (adj) ευγενής, με τρόπους II ~ite: (π) κάτοικος πόλεως II ~ity: (η) καλοί τρόποι, ευγένεια urchin (' a:rtjin): (π) χαμίνι II sea (π) αχινός urge (a:rdz) [-d]: (ν) προτρέπω, παρα¬ κινώ II ώθηση, σφοδρή επιθυμία II ~ncy (' a:rdzansi:): (η) επείγουσα ανά¬ γκη, το επείγον II ~nt (a:rdzant): (adj) επείγων II ~ntly: (adv) επειγό¬

ντως urin-ai (ju:ranal): (η) λεκάνη αποχω¬ ρητηρίου II δοχείο νυκτός II αποχωρη¬ τήριο II -ate ( ju:rineit) [-d]: (ν) ουρώ II ~e (' ju:rin): (η) ούρα urn (a:m): (η) αγγείο, δοχείο II τσα¬ γιέρα, “σαμοβάρι” us (as): (pron) εμάς, μας usage (' ju:sidz): (η) χρήση usance ('ju:zans): (η) προθεσμία πλη¬ ρωμής εξωτερικού συναλλάγματος use (ju.z) [-d]: (ν) χρησιμοποιώ II συνη¬ θίζω να κάνω II μεταχειρίζομαι II εκ¬ μεταλλεύομαι II (ju:s): (η) χρήση II χρησιμοποίηση II χρησιμότητα II ~d (ju:zd): (adj) μεταχειρισμένος II -ful (ju:sfal): (adj) χρήσιμος II -fully: (adv) χρήσιμα II -fulness: (η) χρησι¬ μότητα II -less (ju.slis): (adj) άχρη¬ στος II μάταιος II -lessly: (adv) άχρη¬ στα, άσκοπα II -lessness: (η) αχρη¬ στία II -r: (η) χρησιμοποιών II ναρκο¬ μανής II -d to: συνηθισμένος σε II have no - for: αντιπαθώ II make of: χρησιμοποιώ II - up: εξαντλώ, χρησιμοποιώ ως το τέλος, καταναλί¬ σκω usher ('Ajar): (π) κλητήρας δικαστηρί¬ ου II ταξιθέτης II παράνυμφος II [-ed]: (ν) συνοδεύω, δείχνω τη θέση II -ette: (η) ταξιθέτρια usual (' ju:zual): (adj) συνηθισμένος II ~ly: (adv) συνήθως usu-rer ( ju:zarar): (η) τοκογλύφος II -rious: (adj) τοκογλυφικός II ~ry: (n) τοκογλυφία usurp (ju'sa:rp) [-ed]: (ν) σφετερίζομαι II -ation: (η) σφετερισμός II ~er: (n) σφετεριστής usury: see usurer utensil (ju: tensil): (η) εργαλείο II σκεύ¬ ος uter-ine (ju:tarin): (adj) μητρικός II -us: (η) μήτρα util-itarian (ju:tUa teari:an): (adj) πρα¬ κτικός II ωφέλιμος, κοινωφελής II (η) ωφελιμιστής II -itarianism: (η) ωφελι¬ μισμός II -ity (ju:' tilati:): (η) χρησιμό¬ τητα II κοινωφελής υπηρεσία ή επιχεί¬ ρηση II ωφέλιμο είδος II -ize 416

valentine ( ju:t3laiz) [-d|: (v) χρησιμοποιώ για ορισμένο σκοπό II ~izable: (adj) χρη¬ σιμοποιήσιμος, εκμεταλλεύσιμος II -ization: (η) χρησιμοποίηση, εκμετάλ¬ λευση utmost ('Atmoust): (adj) άκρος, τελευ¬ ταίος II ανωτάτου βαθμού utopia (ju:' toupi:a): (π) ουτοπία II ~n: (adj) ουτοπικός utter (-At3r) |-ed): (v) προφέρω II εκ¬

φράζω II (adj) πλήρης, τέλειος, ολο¬ σχερής II -able: (adj) προφερτός, εκφραστέος II -ance: (η) προφορά, λό¬ γος II έκφραση II ~!y: (adv) ολοσχερώς, τελείως ll-turn ( ju:t3:rn): (η) στροφή σχήματος U II στροφή προς αντίθετη κατεύθυνση uvula (' ju:vj3ls): (η) σταφυλή uxoricide (Ak ' so:risaid): (η) συζυγοκτονία II συζυγοκτόνος

V

V, ν (νί:): Το 22ο γράμμα του Αγγλι¬ κού Αλφαβήτου vaca-ncy (' veiksnsi:): (η) κενό II κενή θέση II "δωμάτιο για νοίκιασμα" II ~t: (adj) κενός, άδειος II ανέκφραστος, "κενός", "άδειος" II άδειος, ελεύθε¬ ρος II ~te ( veikeit) (-d): (ν) αδειάζω, εγκαταλείπω II ακυρώνω II -tion (vei' keijsn): (η) διακοπές I! αργία II άδεια II -tion [-ed]: (ν) περνώ τις δια¬ κοπές II -tioner: (η) παραθεριστής II —tionist: (η) αδειούχος vacci-nate ( vsksaneit) [-d]: (ν) μπο¬ λιάζω II -nation: (π) εμβολιασμός II σημάδι εμβολίου, "μπόλι” II -nator: (η) μπολιαστής II ~ne (vae'ksim): (π) εμβόλιο, "βατσίνα" vacillat-e (' vaessleit) [-d): (ν) κυμαίνο¬ μαι II ταλαντεύομαι II αμφιταλαντεύο¬ μαι, αμφιρρέπω II -ing: (adj) ταλα¬ ντευόμενος II κυμαινόμενος II αμφιταλαντευόμενος, αμφιρρέπων, αναποφά¬ σιστος II -ion: (η) κύμανση, διακύμαν¬ ση II ταλάντευση II αμφιταλάντευση, αναποφασιστικότητα II -ory: (adj) κυ¬ μαινόμενος II ταλαντευτικός vacu-ity (vae kju:3ti:): (π) κενό, κενότη¬ τα II -ous (' vaekjuiss): (adj) κενός, άδειος II άσκοπος II ανέκφραστος, "άδειος" II χαζός II -urn (' vxkju:am): (π) κενό II -urn [-ed]: (ν) σκουπίζω με ηλεκτρική σκούπα II -urn bottle: (η) 417

"θερμό", μπουκάλα "θερμό" II -urn cleaner: (π) ηλεκτρική σκούπα vagabond (' vaegsbond): (η) αλήτης II (adj) αλήτικος, νομαδικός vagary (veigari:): (η) ιδιοτροπία, φα¬ ντασιοπληξία vagi-na (vs dzains): (η) κολεός, κόλπος II -nal (' vaedzansl): (adj) κολπικός, του κολεού vagran-cy (' veigransi:): (η) αλητεία II περίσπαση της σκέψης, αφηρημάδα II ~t: (π) αλήτης II (adj) αλήτικος II πλά¬ νης vague (' veig): (adj) ασαφής II ακαθόρι¬ στος II αμυδρός II ~!y: (adv) ασαφώς II ακαθόριστα, αμυδρά II -ness: (η) ασά¬ φεια II αοριστία vain (vein): (adj) μάταιος II άδειος, άκαρπος, χωρίς σημασία II ματαιόδο¬ ξος II in ~: μάταια II ασεβώς, υβριστικώς II ~ly: (adv) μάταια II άσκοπα II -ness: (η) ματαιότητα II - glorious: (adj) ματαιόδοξος II - gloriously: (adv) με ματαιοδοξία, ματαιόδοξα II gloriousness, - glory: (η) ματαιοδοξία vale (veil): (η) κοιλάδα II ρεματιά valedic-tion (vaels' dikjsn): (π) αποχαι¬ ρετισμός II αποχαιρετιστήριος λόγος II -tory: (adj) αποχαιρετιστήριος valence (' veilsns): (π) σθένος valentine (' vaelantain): (π) κάρτα (ημέ-

valet ρα Αγ. Βαλεντίνου) valet (vae' lei, ' vaelit): (π) υπηρέτης II [ed]: (ν) υπηρετώ II ~ service: (η) παρκάρισμα αυτοκινήτου πελατών από υπάλληλο του καταστήματος valiant (' vaelisnt): (adj) ιπποτικός, ευγενής II γενναίος II ~ly: (adv) γενναία II -ness: (π) ιπποτισμός II γενναιότητα valid (' vaelid): (adj) βάσιμδς II αποτελε¬ σματικός II έγκυρος II εν ισχύει, σε ισχύ II -ate [-dj: (ν) κάνω έγκυρο II θέτω σε ισχύ II δίνω κύρος, επαλη¬ θεύω II -ity: (π) βασιμότητα, το βάσι¬ μο II εγκυρότητα II ~ly: (adv) έγκυρα II βάσιμα II -ness: (η) εγκυρότητα, ισχύς valise (vs'li:z): (η) βαλίτσα vallation (vae' leijsn): (η) πρόχωμα, “ταμπούρι” valley (' vaeli:): (η) κοιλάδα II λεκάνη valor (vaelsr): (η) ανδρεία, γενναιότη¬ τα II -ous: (adj) ανδρείος, γενναίος II -ously: (adv) γενναία valu-able (' vaelju:sbsl): (adj) πολύτιμος II -ables: (η) πολύτιμα αντικείμενα, κοσμήματα II -ableness: (η) αξία II -ation (vaelju:' eijsn): (η) εκτίμηση II αξία II -ator: (η) εκτιμητής II ~e ('vaelju:): (π) αξία II τιμή II ~e [-d]: (ν) εκτιμώ II -ed: (adj) πολύτιμος, εκτιμώμενος πολύ II -eless: (adj) χωρίς αξία valve ('vaelv): (η) βαλβίδα, δικλίδα II λυχνία II [-d]: (ν) ελέγχω ή εφοδιάζω με βαλβίδες vamoose (vae mu:s) [-d]: (ν) φεύγω βια¬ στικά, “στρίβω” (id) vamp (vaemp): (π) φίδι II μπάλωμα II “γόησσα” II [-ed]: (ν) βάζω ψίδια II αυτοσχεδιάζω II μπαλώνω II γοητεύω, “ρίχνω” vampire (' vaempaisr): (η) βρυκόλακας van (vaen): (η) φορτηγό II φορτηγό βα¬ γόνι II εμπροσθοφυλακή vandal (' vaendl): (η) βάνδαλος II -ism: (η) βανδαλισμός II -ize (' vaendslaiz) [d]: (ν) καταστρέφω, κάνω βανδαλι¬ σμούς Vandyke (vaen' daik): (π) μούσι II ανοι¬ χτός μεγάλος γιακάς vane (vein): (η) πτερύγιο II ανειιοδεί-

κτης vanguard (' vaenga:rd): (η) εμπροσθοφυ¬ λακή II εμπροσθοφύλακας vanilla (vs'nils): (π) βανίλια vanish ( vaenij) [-ed]: (ν) εξαφανίζομαι II -ing point: (η) σημείο φυγής vanity ( vaensti:): (η) ματαιοδοξία II ματαιότητα II τραπέζι τουαλέτας II case: (η) θήκη καλλυντικών II που¬ δριέρα vanquish (' vaeqkwij) [-ed]: (ν) κατα¬ τροπώνω II υπερνικώ II ~er: (η) νικη¬ τής, τροπαιούχος II -ment: (η) κατατρόπωση vantage (' vaentidz): (η) πλεονέκτημα II - point: (π) πλεονεκτική θέση II στρα¬ τηγικό σημείο vapid ('vaepid): (adj) χλιαρός II ανού¬ σιος II -ity, -ness: (η) χλιαρότητα, ανοστιά II ~ly: (adv) χλιαρά, άνοστα vapor, vapour (' veipsr): (η) ατμός II [ed]: (ν) βγάζω ατμό II καυχησιολογώ II -ing: (adj) πομπώδης ή καυχησιάρικη ομιλία II -ization (veipsrai' zeijsn): (η) εξάτμιση, ατμοποίηση II -ize [-d]: (ν) εξατμίζω II εξατμίζομαι II -izer: (η) ψεκαστήρας II -ous, ~y: (adj) ατμώδης varia ( vesri:s): (π) συλλογή λογοτεχνι¬ κών έργων, ανθολογία II —bility: (η) μεταβλητότης II -ble (' vesri:sbsl): (adj) μεταβλητός II (π) μεταβλητή πο¬ σότητα II -nee (' vesri:sns): (η) μτταβολή II διαφορά, διάσταση II at -nee: σε διάσταση II ~nt: (adj) μεταβλητός II διάφορος II (η) διάφορη μορφή, διά¬ φορο είδος II ~te ('vesri:it): (η) μετα¬ βλητή II -tion: (η) μεταβολή II παραλ¬ λαγή II απόκλιση II διαφορά varicose (' vaerskous): (adj) κιρσώδης vari-ed (' vesri:d): (adj) ποικίλος II διά¬ φορος II -egate [-d]: (ν) ποικίλλω II -ety (vs'raisti:): (η) ποικιλία II διά¬ φορη μορφή II διαφορά II -ety show: (η) θέατρο ποικιλιών, “βαριετέ” II form: (adj) ποικιλόμορφος II -ous (' vesri:ss): (adj) ποικίλος II διάφορα, κάμποσα II -ously: (adv) με διάφο¬ ρους τρόπους II - sized: (adj) ποικί¬ λου μεγέθους 418

vent varnish ( va:mij) [-ed]: (ν) στιλβώνω, βερνικώνω II ψευτολουστράρω II (η) βερνίκι II “λούστρο”, “ψευτοευγένεια” varsity (' va:rsati:): (π) μεικτή αθλητική ομάδα σχολείου vary (veari:) [-ied]: (ν) ποικίλλω II με¬ ταβάλλομαι, ποικίλλω II παρεκκλίνω, εκτρέπομαι II ~ing: (adj) μεταβαλλόμε¬ νος, κυμαινόμενος II ποικίλος II μετα¬ βλητός vascular (' vaeskjalar): (adj) αγγειακός vase ('vaz, veiz): (π) δοχείο, βάζο vassal (' vaesl): (adj) υποτελής II -age: (η) υποτέλεια vast (vaest): (adj) τεράστιος, πελώριος II αχανής II ~ly: (adv) τεράστια, αχανώς II -ness: (η) αχανές, αχανής έκταση, απεραντοσύνη vat (vaet): (η) βαρέλι II δεξαμενή vaudeville (va:davil): (η) βαριετέ II κωμωδία vault (va:lt) [-ed]: (ν) υπερπηδώ, πηδώ από πάνω II κατασκευάζω θόλο II (η) πήδημα, άλμα II θόλος II υπόγεια απο¬ θήκη II θησαυροφυλάκιο II pole (π) άλμα επί κοντώ veal (vi:l): (η) μοσχαρίσιο κρέας II (π) μοσχάρι, θρεφτάρι vector (vektar): (η) διάνυσμα II φορέ¬ ας ασθένειας veep (vi:p): (π) αντιπρόεδρος (id) veer (viar) [-ed]: (ν) αλλάζω κατεύθυν¬ ση II αλλάζω γνώμη ή σκοπό ή πεποί¬ θηση II στρέφομαι, αλλάζω II αφήνω άγκυρα ή κάβο, “αμολάω” vegeta-ble (' vedztabal): (η) λαχανικά II φυτό II (adj) φυτικός II -I: (adj) φυτι¬ κός II -rian (vedza' teari:an): (η & adj) χορτοφάγος II -rianism: (η) χορ¬ τοφαγία II ~te ( vedziteit) [-d]: (ν) φύομαι II φυτοζωώ II -tion: (η) βλά¬ στηση vehemen-ce (vi:amans), ~cy: (η) βιαι¬ ότητα II ορμητικότητα II ~t: (adj) βίαι¬ ος II ορμητικός, σφοδρός II -tly: (adv) βίαια, σφοδρά vehic-le ('vi:ikal):(/?,) όχημα II φορέας II -ular: (adj) για οχήματα veil (veil): (η) πέπλος II βέλο II (-ed):

(ν) καλύπτω, κρύβω vein (vein): (η) φλέβα II -ed: (adj) με φανερές φλέβες, γεμάτος φλέβες II -let: (η) φλεβίτσα vellum (velam): (η) περγαμηνή velocity (va'lasati:): (η) ταχύτητα velvet ('velvit): (η) βελούδο II ~y: (adj) βελούδινος, βελουδένιος venal (' vi:nal): (adj) ευκολοδωροδοκούμενος, “πουλημένος”, αργυρώνητος vend (vend) [-ed]: (ν) πουλώ II ~ee: (π) αγοραστής II ~er, -or: (π) πωλητής II -ing machine: (η) αυτόματη μηχανή πωλήσεων vendetta (ven 'deta): (π) εκδίκηση, “βε¬ ντέτα” vend-ing machine, -or: see vend veneer (va'niar): (η) επίστρωμα, επικολλητό, “καπλαμάς” II “λούστρο” II [-ed]: (ν) επιστρώνω II φτιάνω καπλα¬ μά II λουστράρω II -ing: (η) καπλαμάς venera-ble (' venarabal): (adj) σεβά¬ σμιος II σεβασμιότατος II αξιοσέβαστος II -bility, -bleness: (η) σεβασμός II -bly: (adv) με σεβασμό, σεβάσμια II ~te [-dj: (ν) σέβομαι II -tion: (π) σεβα¬ σμός venereal (va' niari:al): (adj) αφροδίσιος venesection (' venasekjan): (η) φλεβοτο¬ μία Venetian blind (va ni:jan): (η) σκιάδα, “στόρι” παραθύρου, γρίλια vengeance ( vendzans): (π) εκδίκηση II with a ~: και με το παραπάνω venial (' vi:ni:al): (adj) ελαφρός, όχι σο¬ βαρός, συγχωρητέος venison (' venasan): (η) κρέας ελαφιού venom ( venam): (η) δηλητήριο ερπε¬ τού ή εντόμου II κακεντρέχεια, “δηλη¬ τήριο”, “φαρμάκι” II -ous: (adj) δη¬ λητηριώδης, φαρμακερός II -ously: (adv) φαρμακερά II -ousness: (η) φαρ¬ μάκι vent (vent): (η) έξοδος, οπή διαφυγής II άνοιγμα εξαερισμού II διέξοδος II [ed]: (ν) δίνω διέξοδο, ξεθυμαίνω II κάνω εξαερισμό II give - to: δίνω διέ¬ ξοδο, ξεσπώ, ξεθυμαίνω II -age: (η) οπή εξ αερισμού II -ilate (' ventileit) [-d]: (ν) αερίζω, κάνω εξαερισμό II

419

ventriloquist παρέχω εξαερισμό II κάνω γνωστό, γνωστοποιώ II -ilation: (η) εξαερισμός II -ilator: (η) εξαεριστήρας ventriloquist (ven' trilakwist): (π) εγγα¬ στρίμυθος venture (ventjar) [-d]: (ν) αποτολμώ II ριψοκινδυνεύω II (η) τόλμημα II εγχεί¬ ρημα II at a τυχαία II κουτουρού II -some: (adj) τολμηρός, ^παράτολμος II -someness: (η) τόλμη venue (venju:): (π) τόπος του εγκλή¬ ματος II τόπος δίκης II change of μεταφορά της δίκης veraci-ous (va' reijas): (adj) φιλαλήθης II ακριβής II ~ty: (π) φιλαλήθεια II αλή¬ θεια, πραγματικότητα, το αληθές veranda (va' raenda), ~h: (η) βεράντα verb (va:rb): (π) ρήμα II (adj) ρηματικός II ~al: (adj) λεκτικός II προφορικός II κατά γράμμα II ρηματικός II -ally: (adv) προφορικά II -atim (va:r'beitim): (adj & adv) λέξη προς λέξη, κατά λέξη II -iage (' va:rbi:idz): (π) πολυλογία II -ose (var'bous): (adj) μακροσκελής II -oseness, -osity: (η) πολυλογία verdant ( va:rdant): (adj) κατάφυτος, καταπράσινος verdict (' va:rdikt): (η) ετυμηγορία verge (' va:rdz): (η) άκρη II όριο II χεί¬ λος II [-d]: (v) πλησιάζω ή εγγίζω το όριο II ορίζω, είμαι σύνορο ή όριο II to, - toward: (ν) κλίνω, γέρνω II into, - on: τείνω II ~r: (π) καντηλανά¬ φτης, νεωκόρος veri-fication (verifi' keijan): (η) επαλή¬ θευση II επιβεβαίωση II -ficative: (adj) επιβεβαιωτικός II ~fy (verifai) [-ied]: (ν) επαληθεύω II επιβεβαιώνω II -similar: (adj) αληθοφανής II -similitude (verisi' milatu:d): (η) αλη¬ θοφάνεια II -table (' veritabl): (adj) πραγματικός, “βεριτάμπλ” vermi-celli (va:rma' tjeli:): (η) φιδές II -cular: (adj) σκωληκοειδής II -form: (adj) σκωληκοειδής II -form appendix: (η) σκωληκοειδής απόφυση II ~n (' va:rmin): (η) βλαβερά ζώα ή έντομα II παλιάνθρωπος II -nous: (adj) σκουληκιασμένος

vermouth, vermuth (var mu:th): (n) βερμούτ vernacular (var' naekjalar): (η) επίσημη γλώσσα χώρας ή τόπου II δημοτική, καθομιλουμένη II διάλεκτος vernal ( va:rnal): (adj) εαρινός II -equinox: (π) εαρινή ισημερία veronica (va'ronika): (η) άγιο μανδήλιο versatil-e (' va:rsatal): (adj) εύστροφος II πολύπλευρος II ευμετάβλητος II -ity, -eness: (η) ευστροφία II το ευμετάβλη¬ το II το πολύπλευρο verse (va:rs): (η) στίχος II ποίηση II εί¬ δος ποίησης II [-d]: (ν) στιχουργώ II ~d in: (adj) γνώστης, που ξέρει version ( va:rzan, ' va:rjan): (π) έκδο¬ ση, άποψη II ερμηνεία, απόδοση versus (' va:rsas): (prep) εναντίον, κατά II σε αντίθεση προς vertebra (' va:rtabra): (η) σπόνδυλος II -I: (adj) σπονδυλικός II -1 column: (π) σπονδυλική στήλη II ~te (' va:rtabreit): (adj) σπονδυλωτός vertex ( va:rteks): (η) κορυφή vertical (' va:rtikal): (adj) κατακόρυφος II κάθετος II κορυφαίος II -ity: (η) το κατακόρυφο II ~ly: (adv) κατακόρυφα II κάθετα vertig-inous (var' tidzinas): (adj) στροβιλιζόμενος II ιλιγγιών, ζαλισμένος από ίλιγγο II -ο (' varrtigou): (η) ίλιγ¬ γος verve ( va:rv): (η) ενθουσιασμός, “μπρίο” II “οίστρος”, κέφι very ( veri:): (adv) πολύ II ίδιος, αυτός ο ίδιος II ακριβής II απλός, και μόνο vesper ( vespar): (η) έσπερος II ~s: (π) εσπερινός vessel (' vesal): (η) αγγείο II δοχείο II σκάφος vest (vest): (η) γιλέκο II φανέλα II [-ed]: (ν) ενδύω II περιβάλλω II -ed: (adj) απόλυτος II -ments: (η) άμφια vestibule (' vestibjurl): (η) είσοδος βα¬ γονιού II προθάλαμος, χωλ vestige (' vestidz): (η) ίχνος, υπόλειμμα vestry ( vestri:): (π) σκευοφυλάκιο II επιτροπή εκκλησίας II -man: (η) επί¬ τροπος ενορίας 420

vile vet (vet): see veterinarian II [-ted]: (v) εξασκώ κτηνιατρική II εξετάζω veteran (' vetsren): (n & adj) παλαίμα¬ χος, “βετεράνος” II παλαιός πολεμι¬ στής veterinar-ian (vetsri' ne9ri:an): (η) κτη¬ νίατρος II ~y: (adj) κτηνιατρικός II ~y medicine: (η) κτηνιατρική veto ('vi-.tou): (η) αρνησικυρία, “βέτο” II δικαίωμα “βέτο” II απόρριψη II [ed]: (ν) απορρίπτω, απαγορεύω II εξα¬ σκώ το δικαίωμα του “βέτο” vex (veks) [-ed]: (ν) ενοχλώ II βάζω σε αμηχανία II ταράζω II -ation: (π) ενό¬ χληση II ταραχή II σύγχυση, αμηχανία II -atious: (adj) ενοχλητικός II ~ed: (adj) ενοχλημένος, πειραγμένος II τα¬ ραγμένος II -edly: (adv) ενοχλητικά, πειραχτικά via (' vais): (prep) μέσω, δια μέσου via-ble (' vaiobol): (adj) βιώσιμος II πραγματοποιήσιμος II —bility: (π) το πραγματοποιήσιμο II βιωσιμότητα viaduct (' vai9dAkt): (η) οδογέφυρα vial ( vai9l): (π) φιαλίδιο vibes (' vaibz): (π) συγκίνηση vibra-nt ( vaibr9nt): (adj) πάλλων, δονούμενος II ~ncy: (π) παλμικότητα II ~te ('vaibreit) [-d]: (ν) πάλλω, δονώ II πάλλομαι, δονούμαι II αμφιταλαντεύο¬ μαι II -tile: (adj) δονητικός II -tion (vai' breijon): (η) κραδασμός, δόνηση, παλμός II -tions: (η) συγκίνηση II -tor: (η) δονητής II -tory: (adj) δονη¬ τικός vicar (vik9r): (π) εφημέριος II -age: (η) πρεσβυτέριο II θέση εφημερίου II general: (π) βοηθός επισκόπου vice (vais): (η) ελάττωμα II διαστροφή, “βίτσιο” II see vise II (adj & prep) αντί II (prep) αντί, υπό II - admiral: (π) αντιναύαρχος II - consul: (η) υπο¬ πρόξενος II - regent: (π) αρμοστής, τοποτηρητής II - president: (π) αντι¬ πρόεδρος II - roy: (π) αντιβασιλέας II - squad: (η) τμήμα ηθών II - versa: και τανάπαλιν, και αντίστροφα vicin-al ('vis9n9l): (adj) γειτνιάζων, γειτονικός II τοπικός II -ity (vi' sin9ti:): (π) γειτονιά II εγγύτητα

421

vicious (' vi/9s): (adj) διεστραμμένος II κακός, απαίσιος, φαύλος II βίαιος II ~ly: (adv) με κακία II - circle: (η) φαύλος κύκλος II -ness: (π) κακία, φαυλότητα II βιαιότητα vicissitudes (vi' sisitu:ds): (π) μεταπτώ¬ σεις, γυρίσματα II μεταβολές victim ( viktim): (η) θύμα II -ize (viktimaiz) [-d]: (ν) κάνω θύμα, εξα¬ πατώ II θυσιάζω II καταδυναστεύω, βασανίζω II ~iz ation: (η) καταδυνά¬ στευση, βασάνισμα II εξαπάτηση, εύρε¬ ση “θύματος” victor ('vict9r): (η) νικητής II ~ia (vik' to:ri:9): (π) ανοιχτό αμάξι, “βικτόρια” II V~ian: (adj) Βικτοριανός II -ious (vik' to:ri:9s): (adj) νικηφόρος II -iously: (adv) νικηφόρα II θριαμβευτι¬ κά II ~y ( vikt9ri:): (η) νίκη victual ('vitl) [-ed]: (ν) τροφοδοτώ II ~s: (η) τρόφιμα II ~er: (η) τροφοδότης vide ( vaidi:): δες, βλέπε II - licet (vai' delosit): (adv) δηλαδή (abbr. viz) II —o (' vidi:ou): (adj) τηλεοπτικός II (η) τηλεοπτική εικόνα vie (vai) [-d]: (ν) αμιλλώμαι II στοιχη¬ ματίζω view (vju:): (η) εξέταση II άποήιη II θέα II όψη II βλέψη, πρόθεση II προοπτική II [-ed]: (ν) κοιτάζω II βλέπω, είμαι θε¬ ατής II εξετάζω, θεωρώ II in - of: λα¬ βαίνοντας υπόψη II on ~: σε έκθεση II ~er: (η) θεατής II μηχανή προβολής διαφανειών II - finder: (η) στόχαστρο II - point, point of ~: (η) άποψη II ~y: (adj) οραματιστής II with a - to: με πρόθεση ή ελπίδα vigil (' vidzil): (π) αγρυπνία II -ance (' vidzil9ns): (π) επαγρύπνηση II -ant: (adj) άγρυπνος, σε επαγρύπνηση II -ante (vidzi' laenti:): (η) αυτός που παίρνει το νόμο στα χέρια του vigor (' vigor), vigour: (π) σφρίγος, ζω¬ τικότητα II σθένος II εγκυρότητα II -ous: (adj) σφριγηλός, ζωντανός, ζωη¬ ρός II σθεναρός II -ously: (adv) σθενα¬ ρά II με σφρίγος, με ζωηρότητα viking ( vaikiq): (η) Βίκινγκ vile ( vail): (adj) δυστυχισμένος, θλιβε¬ ρός II αχρείος, βρομερός, απαίσιος II -

villa virtual (' va:rtlu:al): (adj) ουσιαστικός il αυτοδύναμος II ~ly: (adv) κατ’ ουσία II - image: (η) φανταστικό είδωλο virtue ( va:rtju:): (π) αρετή II αγνότητα II αποτελεσματικότητα II by - of, in of: δυνάμει του, λόγω του II make a - of necessity: κάνω την ανάγκη φι¬

weather: (π) βρομόκαιρος villa (' Vila): (η) έπαυλη, βίλα village ('vilidz): (η) χωριό II ~r: (n)

χωρικός

(η) ο “κακός” της ιστορίας ή του έργου II παλιάνθρωπος II -ess: (η) κακιά, βρομιάρα II -ous: (adj) κακός, εγκληματικός II -ousness, ~y: (π) παλιανθρωπιά, κάκία vim (vim): (π) σθένος, σφρίγος vindi-cate (' vmdikeit) [-d]: (ν) δικαιώ¬ νω II δικαιολογώ, υποστηρίζω II -cation: (η) δικαίωση II υπεράσπιση, υποστήριξη II -catory: (adj) δικαιωτικός II εκδικητικός II -ctive (vin' diktiv): (adj) εκδικητικός vine (vain): (η) αναρριχητικό φυτό II κλήμα, κληματαριά II -gar ('vinigar): (η) ξίδι II -yard (vinjard): (η) αμπέλι vintage ( vintidz): (η) παραγωγή κρασι¬ ού ορισμένης περιοχής και περιόδου II έτος εμφιάλωσης κρασιού II τρύγος II (adj) εξαιρετικός, ποιότητας vinyl (' vainal): (η) βινύλ viola (vi:' oula): (η) βιόλα viol-able (' vaialabal): (adj) παραβιάσιμος II αθετήσιμος II -ate (vaialeit) [d]: (ν) παραβιάζω II αθετώ, παραβαί¬ νω, καταπατώ ΙΪ βιάζω II -ator: (π) παραβιαστής II βιαστής II -ation: (η) παραβίαση II αθέτηση, καταπάτηση II -ence (vaialans): (η) βία II βιαιότητα II σφοδρότητα, ένταση II -ent: (adj) βίαιος II σφοδρός, έντονος II -ently: (adv) βίαια II σφοδρά, έντονα violet ( vaialit): (η) μενεξές, βιολέτα II (adj) βιολετής, μοβ violin ( vaialin): (η) βιολί II —ist: (η) βιολιστής viper ( vaipar): (η) οχιά II -ous: (adj) φαρμακερός, φαρμακόγλωσσος virago (vi' ra:gou): (η) μέγαιρα virgin (' va:rdzin): (η) παρθένος II (adj) παρθενικός, παρθένος II ~al: (adj) παρθενικός II —ity: (η) παρθενιά virgule (va:rgjul): (η) κάθετη διαχωριστική γραμμή (/) (see slash) viril-e (' viral): (adj) ανδροπρεπής II αν¬ δρικός II -ity: (η) ανδρισμός II ανδροπρέπεια ■>

villain (vilan):

λοτιμία

virtuoso (va:rtiu' ouzou): (η) “βιρτουό(η) φαρμακερότητα II παθογόνα κατάσταση II κακεντρέχεια II -lent: (adj) παθογόνος II δηλητηριώδης II φαρμακερός, κακε¬ ντρεχής II —s ('vairas): (π) παθογόνος ιός visa ('vi:za): (η) θεώρηση διαβατηρίου, “βίζα” II [-ed]: (ν) θεωρώ διαβατήριο, δίνω “βίζα” visage (' vizidz): (π) φυσιογνωμία II όψη viscera ( visara): (η) εντόσθια viscount ( vaikaunt): (η) υποκόμης II -ess: (π) υποκόμισσα viscous ( viskas): (adj) κολλώδης, πη¬ χτός vise (vais): (η) συνδήκτορας, “μέγκενη”, σφιγγτήρας II [-d]: (ν) σφίγγω visi-bility (viza' bilati:): (η) ορατότητα II -ble ( vizabal): (adj) ορατός II διαφα¬ νής II -bly: (adv) ορατά II φανερά vision ( vizan): (η) όραση II όραμα II διορατικότητα II οπτασία, χάρμα ομορφιάς II [-ed]: (ν) οραματίζομαι II ~al: (adj) οραματικός II -ary: (η) οραματιστής II προφήτης II (adj) διορατι¬ κός visit ( vizit) [-ed]: (ν) επισκέπτομαι II (η) επίσκεψη II -ation: (η) επίσκεψη II επιθεώρηση II θεομηνία II -ing card: (π) επισκεπτήριο, “καρτ βιζίτ” II -ing fireman: (π) σπουδαίος επισκέπτης, εξέχων επισκέπτης II -ing professor: (η) επισκέπτης καθηγητής, καθηγητής επί προσκλήσει II -or: (η) επισκέπτης visor (' vaizar): (η) προσωπείο II αλεξήλιο τζάμι αυτοκινήτου II πιλήκιο προ¬ στατευτικό vista ( vista): (η) θέα II άποψη

viru-lence (' viaralans):

422

voracious visual (vizu:al): (adj) οπτικός II ορα¬ τός II ~ aid: (η) οπτικό μέσο διδασκα¬ λίας II ~ field: (η) οπτικό πεδίο II ~ize (' vizu:alaiz) [-d]: (ν) οραματίζο¬ μαι II ~izer: (η) οραματιστής II ~ly:

voice (vois): (η) φωνή II [-d]: (ν) αρ¬ θρώνω, εκφράζω δια λόγου II ~d: (adj) μεγαλόφωνος II -less: (adj) άφω¬ νος, άλαλος II —over: (η) φωνή αφηγητού ταινίας II with one ~: ομόφω¬

vital (' vaital): (adj) ζωτικός II ζωηρός,

void (void):, (adj) κενός II άκυρος II

(adv) οπτικά, ορατά

γεμάτος ζωή II θανάσιμος, θανατηφό¬ ρος II ~ly: (adv) ζωτικά II ~ity, -ness: (η) ζωτικότητα II -ize [-d]: (ν) δίνω ζωή, ζωογονώ II -ization: (η) ζωογόνηση II ~s: (η) ζωτικά όργανα II statistics: ληξιαρχείο vitamin (vaitaman): (η) βιταμίνη vitiat-e (' vi/i:eit) [-d]: (ν) διαφθείρω II ακυρώνω II -ion: (η) διαφθορά, φθορά II ακύρωση II -or: (η) διαφθορέας vivac-ious (vi'veijas): (adj) ζωντανός, ζωηρός II -iously: (adv) ζωηρά, με κέ¬ φι II -iousness, -ity: (η) ζωντάνια, ζωηράδα, κέφι vivid ( vivid): (adj) λαμπρός, ζωηρός II ζωντανός, ζωηρός II ~ly: (adv) ζωηρά II λαμπρά vivisect ('vivisekt) [-ed]: (ν) εκτελώ ζωοτομία II -ion: (π) ζωοτομία II -ional: (adj) ζωοτομικός II -ionist: (π) ζωοτόμος vixen (' viksan): (π) θηλυκιά αλεπού II στρίγκλα vocabulary (vou' kaebjalari:): (η) λεξιλό¬ γιο vocal (' voukal): (adj) φωνητικός II —ly: (adv) φωνητικά, ηχητικά II - cord: (π) φωνητική χορδή II —ist: (η) τρα¬ γουδιστής II -ize [-d]: (ν) αρθρώνω II τραγουδώ vocation (vou' keijan): (η) τέχνη, επάγ¬ γελμα II κλίση, ώθηση για θρησκευτικό επάγγελμα II ~al: (adj) επαγγελματικός II ~al school: (η) επαγγελματική σχολή vocative ( vokativ): (η) κλητική vocifer-ate (vou'sifareit) [-d]: ^κραυ¬ γάζω, φωνασκώ II -ation: (η) φωνα¬ σκία II -ous (vou' sifaras): (adj) κραυ¬ γαλέος, φωνακλάδικος II -ously: (adv) κραυγαλέα vodka (' vodka): (π) βότκα vogue ( voug): (π) μόδα II δημοτικότη¬ τα, διάδοση 423

να, όλοι μαζί

(η)

κενό II [-ed]: (ν) ακυρώνω II κενώνω II -able: (adj) ακυρωτέο II -ance: (η) εκ¬ κένωση II κενότητα volatile ( volatail): (adj) πτητικός, ευκολοεξάτμιστος II ευμετάβλητος, άστα¬ τος II εκρηκτικός volcan-ic (vorkaenik): (adj) ηφαιστειώ¬ δης II ηφαιστειακός II -ο (vol' keinou): (η) ηφαίστειο voliton (va'lijan): (η) βούληση, θέληση II ~al: (adj) θεληματικός volley ( voli:): (η) ομοβροντία II χτύπη¬ μα της μπάλας πριν χτυπήσει στο έδαφος, “βολέ” II [-ed]: (ν) ρίχνω ομοβροντία II χτυπώ “βολέ” II - ball: (η) πετόσφαιρα, “βόλεϊ” II μπάλα του βόλεϊ volplane ( volplein) [-d]: (ν) κάνω “βολ-πλανέ” II (π) “βολ-πλανέ” volt (' voult): (π) βολτ II -age: (η) τάση σε βολτ, “βολτάζ” volte ( voult): (η) κυκλική κίνηση II — face (volt' fa:s): (π) μεταβολή, πλήρης μεταστροφή voluble (' voljabal): (adj) ευφραδής II εύστροφος II -ness: (η) ευφράδεια volume (' volju:m): (η) όγκος II τόμος II ~s: μεγάλη ποσότητα II speak ~s: που λέει πολλά, με μεγάλη σημασία II -trie: (adj) ογκομετρικός volun-tary (' volanteri:): (adj) εθελοντι¬ κός II εκούσιος II -tarily: (adv) εθε¬ λουσίως II εθελοντικά II -teer (' volan' tiar): (η) εθελοντής II -teer [ed]: (ν) προσφέρομαι εθελοντικά II κα¬ τατάσσομαι εθελοντής voluptuous (va lAptju:as): (adj) φιλήδο¬ νος II ηδυπαθής II -ness: (π) ηδυπάθεια volute (va'lu:t): (η) σπείρα vomit ( vomit) [-ed]: (ν) κάνω εμετό II (π) εμετός II -ive: (adj) εμετικός voraci-ous (vo:' reijas): (adj) αδηφάγος

vortex (η) θαλασσινό ταξίδι II [-d]: (ν) ταξιδεύω II ~r: (η) ταξιδιώ¬ της voyeur (vwa:'ja:r): (π) οφθαλμοπόρνος, “μπανιστηρτζής” vulgar ('vAlgsr): (adj) χυδαίος II (η) χυδαίος όχλος II -ism, -ity: (η) χοντροκοπιά II χυδαιότητα vulnera-ble (' VAlnarabal): (adj) τρωτός II ευπρόσβλητος II -bleness, -bility: (η) τρωτότητα II ευπάθεια, το ευπρό¬ σβλητο vulture ('vAltJar): (π) γύπας, “όρνιο” II άρπαγας vulva ('v/dva): (π) αιδοίο vying (' vail]): (adj) αμιλλώμενος

II -ousness, ~ty: (η) αδηφαγία vortex ('vo:rteks): (η) δίνη vote (vout) [-d]: (ν) ψηφίζω II (η) ψή¬

voyage ( voidz):

φος II ψηφοφορία II αριθμός ψήφων II αποτέλεσμα εκλογών II ~ down: (ν) καταψηφίζω II ~ in: (ν) εκλέγω II ~r: (η) ψηφοφόρος vouch (vautj) [-ed]: (ν) επαληθεύω II εγ¬ γυώμαι II ~er: (η) εγγυητής II απόδει¬ ξη, δικαιολογητικό II ~ safe [-d]: (ν) καταδέχομαι II δέχομαι να δώσω ή να εκχωρήσω vow (vau) [-ed]: (ν) ορκίζομαι II υπό¬ σχομαι II διακηρύσσω II (η) υπόσχεση II όρκος II διακήρυξη II take ~s: γίνο¬ μαι κληρικός vowel (' vaual): (η) φωνήεν

w W, w (' dAbalju): To 23ο γράμμα του

Αγγλικού Αλφαβήτου wacky (waeki:): (adj) στριμμένος, “λό¬ ξας” wad (wad): (η) μάτσο II στουπί II πάρα πολλά, “μάτσο” II [-ded]: (ν) συμπιέ¬ ζω, κάνω μάτσο II στουπώνω II -ding: (η) βάτα waddle ('wodl) [-d]: (ν) περπατώ αδέ¬ ξια, “πάω σαν πάπια” II (η) αδέξιο, βαρύ περπάτημα waddy (' wadi:): (π) γελαδάρης wade (weid) [-d]: (ν) περπατώ μέσα σε νερό, περνώ τα ρηχά II περνώ δύσκο¬ λα μέσα από κάτι, προχωρώ με κόπο II (π) περπάτημα μέσα στο νερό II in, - into: (ν) πέφτω με τα μούτρα II ~rs: (η) ψηλές, λαστιχένιες μπότες wafer ('weifar): (η) όστια II λεπτό μπι¬ σκότο waffle ('wofsl): (η) τηγανίτα II [-d]: (ν) μιλώ ή γράφω παραπλανητικά waft (wasft, wa:ft) [-ed]: (ν) παρασύρω ελαφρά II παρασύρομαι ελαφρά στον αέρα ή στο νερό II (π) πολύ ελαφρό 424

φύσημα

wag (waeg) [-ged]: (ν) κουνώ πέρα δώθε

II περπατώ κουνιστά II (η) κούνημα II πονηρούλης, κατεργάρης wage (weidz): (η) ημερομίσθιο II ωριαία αμοιβή II [-d]: (ν) διεξάγω II ~s: (η) μι¬ σθός II -earner: (η) ημερομίσθιος, μι¬ σθωτός II - worker: (η) μεροκαματιάρης wager ( weidzar) [-ed]: (ν) στοιχηματί¬

ζω II (η) στοίχημα

waggle ('waegal) [-d]: (ν) κουνώ σπα¬

σμωδικά II περπατώ σπασμωδικά II (η) σπασμωδική κίνηση wagon (' wasgan): (π) φορτηγό II βαγόνι II άμαξα II περιπολικό αστυνομίας II φορητό τραπεζάκι σερβιρίσματος II ~er: (π) αμαξάς II -lit (vagon'li:): (η) κλινάμαξα, βαγκόνλι II off the ~: αρ¬ χίζω πάλι να πίνω II on the ~: κόβω το ποτό wagtail ( waegteil): (π) σουσουράδα waif (weif): (π) ορφανό παιδί, έρημο, εγκαταλειμμένο II αδέσποτο ζώο wail (weil) [-ed]: (ν) θρηνώ II (π) θρή-

wanton νος II -ingly: (adv) θρηνητικά, κλα¬ ψιάρικα wain (wein): (η) τετράτροχο κάρο, “αραμπάς” II -scot: (η) φάτνωμα, ξύ¬ λινη επένδυση II [-ed]: (ν) επενδύω με ξύλο II ~ wright: (η) αμαξοποιός waist (weist): (η) οσφύς, μέση II μπούστος II ~ band: (π) ζώνη II - coat: (η) γιλέκο II -line: (π) οσφύς, περιφέρεια στη μέση wait (weit) [-ed]: (ν) περιμένω, αναμέ¬ νω II εργάζομαι ως σερβιτόρος II (π) αναμονή II ~er: (η) σερβιτόρος II -ing: (η) αναμονή II -ing list: (η) σειρά, σειρά αναμονής II -ing room: (η) αί¬ θουσα αναμονής II -ress: (π) σερβιτό¬ ρα II - on, - upon: (ν) περιποιούμαι II επισκέπτομαι II εξυπηρετώ II - table: (ν) κάνω το σερβιτόρο, σερβίρω waive (weiv) [ -d]: (ν) παραιτούμαι από δικαίωμα II σταματώ επιβολή II ~γ: (π) παραίτηση από δικαίωμα ή απαίτηση wake (weik) [woke, waked or woken]: (ν) ξυπνώ II αγρυπνώ II (π) ξαγρύπνια για νεκρό II κύμα έλικας πλοίου, κύ¬ ματα περαστικού σκάφους II in the of: από πίσω, κατά πόδας II -ful: (adj) ξυπνητός II άγρυπνος II -fulness: (π) αγρύπνια II ~n [-ed]: (ν) ξυπνώ Wales (weilz): (π) Ουαλία walk (wo:k) [-ed]: (ν) βαδίζω, περπατώ II πάω με τα πόδια, πάω πεζός II (π) περίπατος II βάδισμα II τόπος περιπά¬ του II διάβαση πεζών II - away, over: (π) εύκολη νίκη II εύκολο πράγ¬ μα II ~er: (η) περιπατητής II -ietalkie: (η) φορητός ασύρματος, “γουόκι-τόκι” II —in: (adj) με κατευθείαν είσοδο από το δρόμο II —in closet: (η) εντοιχισμένη ντουλάπα στην οποία μπορεί να μπει κανείς μέσα II -ing: (η) βάδισμα, περπάτημα, πεζοπορία II -ing papers: (η) διώξιμο, “πασαπόρ¬ τι” II -ing stick: (π) μπαστούνι II — on: (η) βουβός ρόλος II - out: (ν) απεργώ II φεύγω σε ένδειξη διαμαρτυ¬ ρίας ή διαφωνίας II (η) απεργία II over: (ν) συμπεριφέρομαι βάναυσα II see - away II - up: (π) διαμέρισμα ή 425

γραφείο χωρίς ασανσέρ II - way: (η) διάδρομος πεζών II - off with: (ν) κερδίζω εύκολα και αναπάντεχα wall (wo:l): (η) τοίχος II τείχος II [-ed]: (ν) περιτειχίζω II χωρίζω ή κλείνω με τοίχο II - flower: (η) μενεξές II κοπέ¬ λα που δεν χορεύει σε πάρτι από ντροπή II - paper: (π) χαρτί ταπετσα¬ ρίας II - plug: (π) πρίζα II — to-wall: (adj) που σκεπάζει όλο το πάτωμα wallet (' wolit): (π) πορτοφόλι wallop (wolop) [-ed]: (ν) κοπανώ, δί¬ νω απότομο, δυνατό χτύπημα II τσακί¬ ζω στο ξύλο II περπατώ δύσκολα και βαριά II (η) δυνατό χτύπημα II -ing: (adj) τεράστιος wallow ('wolou) [-ed]: (ν) κυλιέμαι II κολυμπώ μέσα, πλέω μέσα σε II σκα¬ μπανεβάζω II (π) κύλισμα II λάκος με νερό ή λάσπη wall-paper, - plug, - to-wall: see wall walnut (' wodnAt): (η) καρύδι II - tree: (η) καρυδιά walrus (' wodros): (η) θαλάσσιος ίππος, μεγάλη φώκια II - mustache: (π) μου¬ στάκι μεγάλο, κρεμαστό, “μουστάκες” waltz (wo:lts) [-ed]: (ν) χορεύω βαλς II (π) βαλς wan (won): (adj) χλωμός II κουρασμέ¬ νος, “τραβηγμένος” wand (wond): (π) ραβδί II σκήπτρο, ρά¬ βδος αξιώματος wander (' wondor) [-ed]: (ν) περιπλα¬ νιέμαι II τριγυρίζω, περιφέρομαι II ξε¬ φεύγω, παραστρατώ II (π) περιπλάνη¬ ση II ~er: (π) πλάνητας II -ing: (adj) περιπλανώμενος II -lust: (π) μανία ταξιδιού, “ξεσήκωμα” wane (wein) [-d]: (ν) φθίνω II ελαττώ¬ νομαι II (η) φθορά, ελάττωση II on the ~: σε πτώση wangle ('waeqgol) [-d]: (ν) καταφέρνω με πονηριά II ~r: (η) καταφερτζής want (wont) [-ed]: (ν) θέλω II έχω έλ¬ λειψη, στερούμαι II επιζητώ II (π) έλ¬ λειψη II ανάγκη II -ad: (π) αγγελία “ζητείται” II -ing: (adj) ελλειπής, ελαττωματικός wanton ( wonton): (adj) ασελγής, ακό¬ λαστος II ακράτητος II άφθονος

war warrant ( wa:rant): (η) ένταλμα II διο¬

war (wo:r): (η) πόλεμος II [-red]: (v) πολεμώ, διεξάγω πόλεμο II ~ fare:

ρισμός II [-ed]: (ν) εγγυώμαι II δικαιο¬ λογώ II - officer: (π) υπαξιωματικός II -or: (π) εγγυητής II ~y: (η) εξουσιο¬ δότηση II εγγύηση II δικαιολογία warren (' wo:ran): (η) κονικλοτροφείο II πυκνοκατοικημένο μέρος war-rior, - ship: see war wart (wo:rt): (η) κρεατοελιά II ~y: (adj) γεμάτος κρεατοελιές wary ( weari:): (adj) προσεκτικός II συ¬ νετός II επιφυλακτικός was (woz): see be wash (woj) [-ed]: (ν) πλένω II πλένομαι II μουσκεύω II ρέω, κυλώ II (η) πλύσι¬ μο II πλύση, μπουγάδα II ρούχα για πλύσιμο II άσπρισμα, ασβέστωμα II κύ¬ λισμα, ροή II ρηχό νερό II - off, out, - away: (ν) ξεπλένω II παρασύρω II - out: (ν) ξεθωριάζω ή ξεβάφω στο πλύσιμο II - down: (ν) συνοδεύω με ποτό II - one’s hands of: (ν) αρνούμαι ευθύνη, “νίπτω τας χείρας” II -able: (adj) που πλένεται χωρίς βλάβη II - basin, - bowl: (η) νιπτήρας II cloth: (π) πετσετάκι πλυσίματος, “σφουγγάρι” II -ed-out: (adj) κατα¬ κουρασμένος II ξεθωριασμένος II -edup: (adj) αποτυχημένος, για πέταμα II μπουχτισμένος II ~er: (η) πλυντήριο II πλύστρα II ροδέλα II -erwoman, -woman: (η) πλύστρα II -ing: (η) πλύ¬ σιμο, πλύση II - out: (η) καθίζηση II αποτυχία II - room: (η) τουαλέτα, αποχωρητήριο II - stand: (η) νιπτήρας II - tub: (η) σκάφη μπουγάδας II ~y: (adj) νερουλιάρικος wasn’t: was not: see be wasp (wasp): (η) σφήκα II W~: λευκός αμερικανός και διαμαρτυρόμενος (White Anglo Saxon. Protestant) II -ish: (adj) ευερέθιστος, “ζοχάδας” II - waist: (η) φόρεμα με πολύ στενή μέση wastage (' weistidz): (η) απώλεια II σπατάλη waste (weist) [-d]: (ν) σπαταλώ II αδυ¬ νατίζω, εξασθενίζω II (η) σπατάλη II ερημότοπος, ερημιά II άχρηστο υλικό II (adj) άχρηστος II έρημος II - away:

(η) πολεμικές επιχειρήσεις, πόλεμος II ~ head: (η) κεφαλή βλήματος II -like: (adj) φιλοπόλεμος, πολεμοχαρής II ~ lord: (η) πολέμαρχος II - monger: (η) πολεμοκάπηλος II - path: (n) εχθρική τάση ή διάθεση II ~ plane: (η) πολεμικό αεροπλάνο'II -rior: (η) πολεμιστής II -ship: (η) πολεμικό πλοίο warble (' wo:rbal) [-d]: (ν) τιτιβίζω, κελαϊδώ II (η) τιτίβισμα II τραγούδι ward (wo:rd): (η) διοικητική περιφέρεια II τμήμα ή θάλαμος νοσοκομείου II τμήμα φυλακής II κηδεμονευόμενος II κηδεμονία II ~en: (η) διευθυντής φυ¬ λακών II φρουρός II ~er: (η) αρχιφύλακας II δεσμοφύλακας II - room: (π) λέσχη αξιωματικών πλοίου II - ship: (π) κηδεμονία II - off: (ν) αποκρούω wardrobe (' wo:rdroub): (η) ντουλάπα ρούχων II ρούχα, “γκαρνταρόμπα” ward-room, - ship: see ward ware (wear): (η) είδη II ~s: (η) εμπορεύ¬ ματα II -house: (η) αποθήκη war-fare, - head, - like, - lord: see war warily (' wearili): (adv) προσεκτικά II με επιφύλαξη warm (wo:rm): (adj) θερμός, ζεστός II ένθερμος, ενθουσιώδης II [-ed]: (ν) θερμαίνω, ζεσταίνω II ζεσταίνομαι II to: ενθουσιάζομαι II - up: ζωηρεύω, ζεσταίνομαι II ζεσταίνω II —ish: (adj) ζεστούτσικος II ~ly: (adv) θερμά, με θερμότητα II —blooded: (adj) θερμόαι¬ μος II -ed-over: (adj) ξαναζεσταμένος II —hearted: (adj) καλός, καλόκαρδος, θερμός II ~th: (η) ζέστη II ζεστασιά warmonger: see war warn (wo:m) [-ed]: (ν) προειδοποιώ II -ing: (η) προειδοποίηση, ειδοποίηση II -ingly: (adv) προειδοποιητικά, υπό προειδοποίηση II - away, - off: (v) ειδοποιώ να απομακρυνθεί warp (wo:rp) [-ed]: (ν) στρεβλώνω II στρεβλώνομαι II στρέφω, γυρίζω II (η) στρέβλωση, στρέβλωμα war-path, - plane: see war 426

way (ν) εξασθενίζω, φθίνω II ~ basket, ~ paper basket: (η) κάλαθος αχρήστων II ~d: (adj) χαμένος II εξασθενημένος, αδυνατισμένος II ~ful: (adj) σπάταλος II -fully: (adv) σπάταλα II -fulness: (η) ασωτία II -land: (η) έρημη περιο¬ χή, χέρσος τόπος II ~r: (η) άσωτος, σπάταλος

watch (wotj) [-ed]: (ν) παρατηρώ II πα¬

ρακολουθώ II προσέχω II φυλάγω, φρουρώ II (π) προσοχή II παρακολού¬ θηση, επιτήρηση II φρουρά II βάρδια II ρολόι II κοπάδι από αηδόνια II - cap: (η) μάλλινο καπέλο στρατιώτη II -dog: (η) σκύλος φύλακας II φύλακας, επόπτης, επιστάτης II -ful: (adj) προ¬ σεκτικός II -fully: (adv) προσεκτικά II -fullness'Ynj προσοχή II -maker: (π) ωρολογοποιός II -man: (π) φύλακας II -night: (η) παραμονή Πρωτοχρονιάς II -tower: (η) πύργος φρουράς II word: (η) παρασύνθημα II σύνθημα, πολεμική κραυγή II - for: (ν) καραδο¬ κώ water (' wo:tsr): (π) νερό II υγρό II ποι¬ ότητα II [-ed]: (ν) βρέχω II καταβρέχω II ποτίζω II νερώνω II -bird: (η) νερο¬ πούλι, υδρόβιο πουλί II -borne: (adj) μεταφερόμενος από νερό ή θάλασσα II - clock: (π) κλεψύδρα II - closet: (η) αποχωρητήριο, τουαλέτα II - color: (π) νερομπογιά, “ακουαρέλα” II — cool [-ed]: (ν) ψύχω με νερό II course, - way: (π) δίαυλος, κανάλι πλωτό II - course: κοίτη ποταμού II -cress: (η) κάρδαμο II -fall: (η) κα¬ ταρράκτης II -fowl: (η) υδρόβιο πουλί II -gate: (η) υδατοφράκτης II -gauge: (π) υδροδείκτης, υδρόμετρο II -glass: (η) νεροπότηρο II κλεψύδρα II -hen: (π) νερόκοτα II -hole: (η) νερόλακκος, λάκκος με νερό II -ing: (η) πότισμα II -ing place: (η) θέρετρο II -ing pot, -ing can: (η) ποτιστήρι II —ish: (adj) νερουλιάρικος II - jacket: (η) υδροθάλαμος II -less: (adj) άνυδρος II level: (π) στάθμη ύδατος II see -line II - lily: (η) νούφαρο II -line: (η) ίσαλη γραμμή II -log [-ged]: (ν) πλημμυρίζω, γεμίζω νερό II -main: (π) κεντρικός

αγωγός νερού II -melon: (η) καρπούζι II -mill: (η) υδρόμυλος II - moccasin: (π) νεροφίδα II - pipe: (π) υδροσωλή¬ νας II ναργιλές II - polo: (π) υδατο¬ σφαίριση II -proof: (adj) αδιάβροχος II - rat: (η) αλήτης του λιμανιού II -scape: (η) υδατογραφία, θαλασσο¬ γραφία II -shed: (η) διαχωριστική γραμμή υδάτων II περιοχή ποταμού II -side: (η) ακτή, όχθη II παρόχθια πε¬ ριοχή II - ski, - skiing: (η) θαλάσσιο σκι II - snake: (η) νεροφίδα II -spout: (η) σίφωνας II κρουνός II -tight: (adj) υδατοστεγής II -way: (π) πλωτός πο¬ ταμός ή κανάλι II -works: (η) υδραυ¬ λική εγκατάσταση II σιντριβάνι II γερα¬ νός ύδρευσης II ~y: (adj) νερουλιασμέ¬ νος, νερουλός, νερουλιάρικος II αδύ¬ ναμος, “νερουλιασμένος” watt (wot): (η) βατ wattle ( wotl): (η) πλέγμα από βέργες ή καλάμια II κάλλαιο του κόκκορα, κρόσι, το κάτω λειρί II [-d]: (ν) κάνω πλέγμα με βέργες wave (weiv) [-d]: (ν) κυματίζω II κουνώ το χέρι για σινιάλο II γνέφω ή χαιρε¬ τώ με το χέρι II κατσαρώνω II (π) κύ¬ μα II κυματιστός, κατσάρωμα II κούνη¬ μα του χεριού σε σινιάλο ή χαιρετι¬ σμό II -band: (η) ζώνη κύματος II -length: (η) μήκος κύματος II -let: (η) κυματάκι waver (' weivor) [-ed]: (ν) ταλαντεύο¬ μαι II αμφιταλαντεύομαι II χάνω την ισορροπία μου, κλονίζομαι II τρεμουλιάζω, τρέμω II (η) ταλάντευση II αμ¬ φιταλάντευση II τρεμούλιασμα wavy (' weivi:): (adj) κυματοειδής II κυ¬ ματώδης, με κύματα II κυματιστός, σγουρός II ασταθής wax (waeks): (η) κηρός, κερί II [-ed]: (ν) κηρώνω II αυξάνομαι II μεγαλώνω, γίνομαι II ~en: (adj) κερένιος II χλομός σαν κερί II - paper: (η) κηρόχαρτο II -work: (η) αγάλματα από κερί II ~y: (adj) κερένιος, κέρινος II χλομός way (wei): (π) δρόμος II τρόπος II συνή¬ θεια, τρόπος II κατεύθυνση, μεριά II κατάσταση II by the ~: παρεπιπτόντως, εδώ που τα λέμε II by - of: μέ427

we σω II ως μέσον, για να II give υπο¬ χωρώ, ενδίδω II in the εμπόδιο, εμποδίζοντας, εμποδίζω II pave the ~ for: προετοιμάζω II under καθ’ οδόν II -bill: (η) κατάλογος αποστο¬ λής II - farer: (η) οδοιπόρος II -lay [~ laid, -laid]: (ν) ενεδρεύω II αντιμε¬ τωπίζω ξαφνικά II -side: (π) άκρη του δρόμου II - station: (ft) δευτερεύων σταθμός II - ward: (adj) ξεροκέφαλος, πεισματάρης II άστατος II - worn: (adj) κουρασμένος από το ταξίδι we (wi:): (pron) εμείς weak (wi:k): (adj) ασθενικός, αδύνατος II ελαφρός, όχι δυνατός II ~en [-ed]: (ν) εξασθενίζω II εξασθενώ, αδυνατίζω II —kneed: (adj) αναποφάσιστος II δει¬ λός II -ling: (η) αδύνατο πλάσμα II αδύνατος χαρακτήρας II ~ly: (adv) ασθενικά, αδύνατα II - minded: (adj) ασθενικού χαρακτήρα II χαζούτσικος II -ness: (η) αδυναμία II - sister: (η) αδύνατου χαρακτήρα weal (wi:l): (η) μωλωπισμός, σημάδι wealth (welth): (π) πλούτος II αφθονία, πλούτος II —ily: (adv) πλούσια II ~y: (adj) πλούσιος wean (wi:n) [-ed]: (ν) απογαλακτίζω, κόβω από θήλασμα II -ling: (η) βρέ¬ φος ή ζώο που μόλις έπαψε να θηλά¬ ζει weapon (wepsn): (π) όπλο II -eer: (π) κατασκευαστής πυρηνικών όπλων II ~ry: (π) όπλα wear (wear) [wore, worn]: (ν) φορώ II φέρω, έχω II φθείρω από χρήση, λιώ¬ νω II εξαντλώ II αντέχω σε φθορά II (π) χρήση II φθορά από χρήση II ρούχα II αντοχή σε χρήση II -able: (adj) κα¬ τάλληλο για να φορεθεί II - and tear: φθορά ή απώλεια από χρήση II away: (ν) φθείρω II φθείρομαι II down: (ν) φθείρω II - off: (ν) εξαλεί¬ φομαι, σβήνω σιγά-σιγά II - out: (ν) καταστρέφω από χρήση II καταστρέφομαι από χρήση II καταναλώνω II ~er: (π) αυτός που φορεί wea-riful ( wiorifal): (adj) κουραστικός II -riless: (adj) ακούραστος II -risome: (adj) κουραστικός, κοπιώδης II —rily: 428

(adv) κουρασμένα II ~ry ('wisri:): (adj) κουρασμένος II κουραστικός II [ied]: (ν) κουράζω II κουράζομαι weasand ( wi:z3nd): (η) λάρυγγας weasel (whzol): (η) νυφίτσα II ύπου¬ λος άνθρωπος II [-ed]: (ν) - out: αθε¬ τώ υπόσχεση ή αποφεύγω πράξη με ύπουλο τρόπο II - word: (π) λέξη με διφορούμενη σημασία weather (' we6ar): (η) καιρός II καιρι¬ κές συνθήκες II [-ed]: (ν) εκθέτω σε καιρικές συνθήκες II καταστρέφομαι από καιρικές συνθήκες II περνώ ασφα¬ λώς, καταφέρνω και αντεπεξέρχομαι II - balloon: (π) μετεωρολογικό αερό¬ στατο II —beaten: (adj) με σημάδια των καιρικών συνθηκών, ανεμοδαρμέ¬ νος, ηλιοψημένος II —bound: (adj) αποκλεισμένος από κακοκαιρία II -cast: (π) πρόβλεψη καιρού II - cock: (π) ανεμοδείκτης II - eye: αυτός που καταλαβαίνει τον καιρό II - glass: (π) βαρόμετρο II -man: (η) ο προβλέπων τον καιρό II - station: (η) μετεω¬ ρολογικός σταθμός II - worn: (adj) ανεμοδαρμένος weave (wi:v) [-d or wove, woven]: (v) υφαίνω II πλέκω II κάνω πλοκή, σχη¬ ματίζω την πλοκή II προχωρώ ζιγκ-ζαγκ II (η) πλέξη, υφή II ~γ: (η) υφαντής web (web): (π) ιστός, δίχτυ II υφαντό II μεμβράνη II -bed: (adj) μεμβρανώδης II με μεμβράνη II με δάχτυλα ενωμένα με νηκτικές μεμβράνες II -bing: (η) νεύ¬ ρωση, ενίσχυση II —footed: (adj) με πόδια που έχουν δάκτυλα με μεμβρά¬ νες νηκτικές wed (wed) [-ded]: (ν) παντρεύω II πα¬ ντρεύομαι II -ding: (η) γάμος II -ding ring: (π) βέρα II -lock: (η) γάμος we'd (wi:d): we had, we should, we would: see have, should & would wedding, - ring: see wed wedge (wedz): (η) σφήνα II τριγωνικό κομμάτι II [-d]: (ν) σφηνώνω II στρι¬ μώχνω II στριμώχνομαι wedlock: see wed Wednesday ('wenzdei, 'wendzi:): (n) Τετάρτη wee (wi:): (adj) μικρούτσικος II -

wench hours: (η) οι μικρές ώρες, πολύ νω¬

welcome (' welkam) [-d]: (ν) καλωσορί¬

ρίς το πρωί

ζω II υποδέχομαι με ευχαρίστηση II (η) καλωσόρισμα II ευνοϊκή υποδοχή II (adj) ευπρόσδεκτος II (interj) καλωσο¬ ρίσατε II παρακαλώ, τίποτε weld (weld) [-ed]: (ν) κολλώ, συγκολλώ II (η) συγκόλληση II -ing: (η) συγκόλ¬ ληση welfare (' welfear): (η) ευημερία II κοι¬ νωνική πρόνοια II on ~: άπορος που συντηρείται από την κοινωνική πρό¬ νοια II - work: (η) κοινωνική πρόνοια well ^ε1):(/ψπηγάδι, φρέαρ II πηγή II [ed]: (ν) πηγάζω II (adv) καλώς, καλά II (adj) σε καλή υγεία, καλά II (interj) λοιπόν, έτσι λοιπόν II as ~: επίσης, ομοίως II as - as: επιπροσθέτως, επι¬ πλέον II —being: (η) ευημερία II — bred: (adj) καλοαναθρεμμένος II — built: (adj) καλοφτιαγμένος II — disposed: (adj) ευμενώς διατεθιμένος II —done: (adj) καλοψημένος II τέλειος, καλός II —fed: (adj) καλοθρεμμένος II —fixed: (adj) εύπορος II —groomed: (adj) περιποιημένος II - head: (η) πη¬ γή ποταμού II —heeled: (adj) με λε¬ φτά, “λεφτάς” II — intentioned, — meaning: (adj) καλοπροαίρετος II — known: (adj) γνωστός, περίφημος II — mannered: (adj) ευγενής, με τρόπους II —meant: (adj) από καλή πρόθεση II —nigh: (adv) σχεδόν II —off: (adj) εύ¬ πορος II τυχερός II - read: (adj) δια¬ βασμένος, πολυμαθής II - spring: (η) πηγή II —thought of: ευυπόληπτος II —timed: (adj) επίκαιρος, στην ώρα του II —to-do: (adj) εύπορος II — wisher: (η) καλοθελητής welsh (well) [-ed]: (ν) παραβαίνω υπο¬ χρέωση II δεν πληρώνω χρέος II W-: (adj) Ουαλικός II (η) Ουαλός II (η) ουαλικά II W~man: (η) Ουαλός II Wrabbit: (η) πείνιρλί welt (welt) [-ed]: (ν) ξυλοκοπώ άγρια II (η) σημάδι από χτύπημα welter (' weltsr) [-ed]: (ν) κυλιέμαι II κολυμπώ, βυθίζομαι II (η) ανακάτωμα, ταραχή II - weight: (η) πυγμάχος ελα¬ φρών βαρών wench (went/): (η) κοπελιά, “τσούπρα”

weed (wi:d): (η) αγριόχορτο, ζιζάνιο II

καπνός πίπας ή για τσιγάρο II μαρι¬ χουάνα II τσιγάρο II [-ed]: (ν) καθαρί¬ ζω αγριόχορτα, ξεχορταριάζω II ξεκα¬ θαρίζω τα άχρηστα, ξεχωρίζω τα χρή¬ σιμα από τα άχρηστα II ~s: (η) πένθι¬ μα ρούχα II ~er: (η) ζιζανιοκτόνο II ~y: (adj) χορταριασμένος, γεμάτος αγριόχορτα II ξερακιανός week (wi:k): (η) εβδομάδα II -day: (η) καθημερινή II -end: (η) Σαββατοκύρια¬ κο II -end [-ed]: (ν) περνώ το Σαββα¬ τοκύριακο II -ender: (η) μικρή τσάντα εκδρομής II ~ly: (adv) κάθε βδομάδα II (adj) εβδομαδιαίος II (η) εβδομαδιαία έκδοση weeny (' wi:ni:): (adj) μικρούτσικος, μικροσκοπικός weep (wi:p) [wept, wept]: (ν) κλαίω II -ing: (η) κλάψιμο II -ing willow: (η) κλαίουσα, ιτιά weigh (wei) [-ed]: (ν) ζυγίζω II σταθμί¬ ζω II σηκώνω την άγκυρα II βαραίνω, έχω βάρος II - down: (ν) πιέζω, βα¬ ραίνω II - on, - upon: (ν) καταπιέζω, δίνω βάρος, γίνομαι βάρος II - beam: (η) φάλαγγα, ζυγού II ~t (weit): (η) βάρος II βαρύτητα II μέτρο βάρους, σταθμό, ζύγι II βαρίδι, βάρος II carry ~t: (ν) έχω βαρύτητα, έχω επίδραση II throw one’s -t around: (ν) κάνω το σπουδαίο ή τον παλικαρά II ~t [-ed]: (ν) προσθέτω βάρος, βάζω βάρος II φορτώνω II -tless: (adj) αβαρής II -tlessly: (adv) ελαφρά, ανάλαφρα, χωρίς βαρύτητα II -tlessness: (η) έλ¬ λειψη βαρύτητας II -t-lifter: (η) αθλη¬ τής άρσης βαρών II -t-lifting: (η) άρ¬ ση βαρών II ~ty: (adj) βαρύς II κατα¬ πιεστικός II σπουδαίος, με βαρύτητα II αποτελεσματικός, πειστικός II -tiness: (η) βαρύτητα weir (wiar): (η) ρυθμιστικό φράγμα, υπερχειλιστήρας weird (wisrd): (adj) υπερφυσικός II αλ¬ λόκοτος II ~ly: (adv) αλλόκοτα, παρά¬ ξενα II ~ie: (η) αλλόκοτος άνθρωπος, τρελάκιας 429

went II υπηρέτρια II έκφυλη, πρόστυχη went: see go wept: see weep were: see be we're (wiar): we are: see be weren't (wa:mt): were not: see be werewolf (' w9:rwulf): (η) λυκάνθρωπος west (west): (η) δύση II δυτικός κόσμος,

δυτικό ημισφαίριο II (ddj) δυτικός II (adv) δυτικά, προς τα δυτικά, προς δυσμάς II go ~: (ν) πεθαίνω II πάω προς τις δυτικές περιοχές II ~ bound: (adj) με κατεύθυνση προς δυσμάς II ~er [-ed]: (ν) πέφτω προς τη δύση, γέρνω προς τη δύση, αρχίζω να δύω II (η) δυτικός άνεμος II ~erly: (adj) δυτι¬ κός II (η) δυτικός άνεμος II ~ern: (adj) δυτικός II (η) ταινία “ουέστερν”, ταινία καουμποΰστικη II -erner: (η) κάτοικος των δυτικών πολιτειών II -ernize [-d]: (ν) δυτικοποιώ, εισάγω τρόπους και έθιμα της δύσης II -ernmost: (adj) ο δυτικότατος II ~ern omelet: (η) ομελέτα με χοιρομέρι, πι¬ περιές και κρεμμύδια II W~ Indies: (η) Δυτικές Ινδίες (οι Μπαχάμας και οι Αντίλλες) II W~ Point: (η) Αμερι¬ κανική Σχολή Ευελπίδων II -ward, -wards: (adv) προς τα δυτικά wet (wet): (adj) υγρός II νωπός, βρεγμέ¬ νος II βροχερός II που επιτρέπει την κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών II all ~: λάθος II - behind the ears: άπειρος, αρχάριος II - one's whistle: (ν) πίνω II - back: (η) Μεξικανός που μπήκε παράνομα στις ΗΙΙΑ II blanket: (η) γρουσούζης, που χαλάει το κέφι II - dream: (η) ονείρωξη II nurse: (η) τροφός, παραμάνα II pack: (η) κομπρέσα we've (wi:v): we have: see have whack (hwsek) [-ed]: (ν) δίνω σφαλιάρα II κοπανάω, χτυπώ δυνατά II (η) σφα¬ λιάρα II χτύπημα II have a take a ~: (ν) κάνω απόπειρα, δοκιμάζω κάτι II out of ~: χαλασμένο, όχι σε λει¬ τουργία II -ing: (adj) υπέροχος whale (hweil): (η) φάλαινα II f-d]: (ν) φαλαινοθηρώ II μαστιγώνω II - bone: (η) μπανέλα II ~r: (η) φαλαινοθηρικό

wharf (hwo:rf): (η) αποβάθρα II [-ed]:

(ν) προσορμίζω II κατασκευάζω απο¬ βάθρα II -age: (η) τέλη αποβάθρας II rat: (η) αλήτης του λιμανιού what (hwot, hwAt, hwst): (pron) τι? II ό,τι II όσος II ποιος? II -ever: (pron) οποιοσδήποτε II ο,τιδήποτε II - not: (η) κάτι τι II - soever: (pron) ο,τιδήποτε wheat (hwi:t): (η) σιτάρι II ~en: (adj) σιταρένιος wheedle (hwi:dl) [-d]: (ν) καλοπιάνω, κολακεύω II καταφέρνω με δόλο ή κο¬ λακεία II -γ: (η) κόλακας, καταφερ¬ τζής wheel (hwi:l): (η) τροχός, ρόδα II [-ed]: (ν) κινώ ή μεταφέρω με τροχούς II γυ¬ ρίζω, περιστρέφω II περιστρέφομαι II at the ~, behind the ~: “κουμάντο”, “στο τιμόνι” II ~s within ~s: περι¬ πλοκές, ανακατωμένες υποθέσεις ή καταστάσεις II - barrow: (η) χειράμα¬ ξα II - chair: (η) αναπηρική πολυθρό¬ να II -ed: (adj) με τροχούς II ~er: (η) τροχοφόρο II -man, -sman: (η) τιμο¬ νιέρης wheeze (hwi:z) [-d]: (ν) ασθμαίνω, κο¬ ντανασαίνω II ξεφυσώ II αναπνέω σφυριχτά II (η) φύσημα II σφυριχτή αναπνοή whelk (hwelk): (η) κοχύλι II σπυρί II ~y: (adj) σπυριάρης whelp (hwelp): (η) κουτάβι II λυκόπου¬ λο when (hwen): (adv) πότε II όταν II ~ce (hwens): (adv) από όπου II από που II -ever: (adv) οποτεδήποτε where (hwear): (adv) που II όπου, που II - abouts: (η) τόπος, μέρος II (adv) πάνω-κάτω που, σε ποιό περίπου μέ¬ ρος II -as: (conj) ενώ II - in: (adv) όπου II - to: (adv) που, μπροστά που II -ever: (adv) οπουδήποτε whet (hwet) [-ted]: (ν) τροχίζω II οξύνω II ανοίγω όρεξη II (η) ορεκτικό whether (' hwe0sr): (conj) εάν, είτε whew (hwu:): (inter) ουφ! which (hwitj): (pron) ποιό II ποιος από II οποίος II -ever: (pron) οποιοδήποτε II (adj) όποιο, απ’ όπου

430

whole whiff (hwif): (η) ελαφρό φύσημα II ελα-

φρή παροδική μυρουδιά II ελαφρή ρουφηξιά while (hwail): (η) χρονικό διάστημα II (conj) ενώ II ~ away: (ν) περνώ' την ώρα whim (hwim): (η) ιδιοτροπία, “καπρί¬ τσιο” whimper ( hwimpor) [-ed]: (ν) κλαψου¬ ρίζω II παραπονιέμαι II (η) κλαψούρισμα II ~er: (η) κλαψιάρης whimsical (' hwimzikal): (adj) ιδιότρο¬ πος II αυθαίρετος whine (hwain) [-d]: (ν) κλαψουρίζω II τσιρίζω, σκούζω II παραπονιέμαι κλα¬ ψουρίζοντας II (η) κλαψούρισμα II τσιρίδα II κλαψιάρικο παράπονο whinny ( hwini:) [-ied]: (ν) χλιμιντρίζω II (η) χλιμίντρισμα whip (hwip) [-ped]: (ν) μαστιγώνω II επιπλήττω άγρια II χτυπώ II νικώ, κα¬ τανικώ II κινούμαι απότομα II (η) μαστίγιο II βουλευτής που φροντίζει για την πειθαρχία του κόμματος και πα¬ ρουσίες στην βουλή II ~ hand: (η) θέ¬ ση ελέγχου ή επιβολής II ~ lash: (η) μαστίγιο II -ping: (η) μαστίγωση II δάρσιμο II ήττα II - stock: (η) λαβή μαστιγίου II - off, - out: (ν) βγάζω απότομα whir (hwa:r) [-red]: (ν) βουίζω II στρι¬ φογυρίζω βουΐζοντας II (η) βούισμα whirl (hw3:rl) [-ed]: (ν) στροβιλίζομαι II στριφογυρίζω II (η) στροβίλισμα II στριφογύρισμα II ζάλη II σύντομο τα¬ ξίδι II - about: (η) “αλογάκια”, “κούνιες” II - pool: (η) δίνη, ρουφή¬ χτρα II - wind: (η) ανεμοστρόβιλος II ~y bird: (η) ελικόπτερο whirr: see whir whisk (hwisk) [-ed]: (ν) μετακινώ γρή¬ γορα II κινούμαι γρήγορα II χτυπώ αυ¬ γά ή κρέμα II (η) γρήγορη κίνηση II χτυπητήρι II - broom: (η) βούρτσα ρούχων whisker (' hwiskor): (η) τρίχα από γέ¬ νια II ~s: (η) γένια, αξυρισία II γένια II μουστάκια II φαβορίτες II by a ~: πα¬ ρά τρίχα whiskey (' hwiski:), whisky: (η) ουίσκι 431

II - sour: (η) ουίσκι με χυμό λεμονιού whisper ( hwispor) [-ed]: (ν) ψιθυρίζω

II θροΐζω II (η) ψίθυρος (hwist): (η) χαρτοπαίγνιο “ουΐστ” whistle (hwisal) [-d]: (ν) σφυρίζω II (η) σφυρίχτρα II σφύριγμα II - in the dark: (ν) προσπαθώ να πάρω κουρά¬ γιο whit (hwit): (η) κομματάκι, τόσο δα white (' hwait): (adj) λευκός, άσπρος II τίμιος, σωστός, “ντόμπρος” II (η) λευκό II λεύκωμα, ασπράδι II -ant: (η) τερμίτης II ~ bait: (η) θαλασσινά, θαλασσινός μεζές, νόστιμο θαλασσινό II - blood cell: (η) λευκό αιμοσφαίριο II - book: (η) λευκή βίβλος II ~ cap: (η) αφρισμένο κύμα II --collar worker: (η) υπάλληλος γραφείου II ~ corpuscle: (π) see - blood cell II ~d sepulcher: (η) υποκριτής, φαρισαίος II - elephant: (η) δώρο ή αντικείμενο αμφιβόλου αξίας II εγχείρημα αμφιβό¬ λου έκβασης ή πιθανής αποτυχίας II feather: (η) δειλία II - horse: see cap II - lie: (η) διπλωματικό ή αθώο ψέμα II ~en [-ed]: (ν) ασπρίζω II λευ¬ καίνω II -ness: (π) ασπρίλα II χλομά¬ δα II - plague: (η) φυματίωση II wash [-ed]: (ν) ασπρίζω, ασβεστώνω II (η) ασβέστωμα, άσπρισμα, ασβεστόχρωμα II ήττα με μηδέν πόντους II —y: (η) ασπρούλης II ξανθούλης Whitsunday (' hwitsandi:): (η) Κυριακή της Πεντηκοστής whittle ( hwitl) [-d]: (ν) πελεκώ με μα¬ χαίρι, σκαλίζω II - away, - down, off: (ν) ελαττώνω, περιορίζω, κατεβά¬ ζω whiz (hwiz) [-zed]: (ν) σφυρίζω II περ¬ νώ σφυρίζοντας, περνώ με σφύριγμα II περνώ γρήγορα II (η) σφυριχτός ήχος II σύντομο ταξίδι II “τεχνίτης”, “σπουδαίος”, “αριστοτέχνης” who (hu:): (pron) ποιός II οποίος, που II -dunit: (η) μυθιστόρημα μυστηρίου II -ever: (pron) οποιοσδήποτε whole (' houl): (adj) ολόκληρος II ακέ¬ ραιος, αβλαβής II (η) το σύνολο II ακέ¬ ραιο II as a ~: στο σύνολο II on the whist

wholly γενικά, στο σύνολο II ~ hearted: (adj) ολόψυχος, μ’ όλη την καρδιά II ~ heartedly: (adv) μ’ όλη την καρδιά, ολόψυχα II ~ hog: πέρα ως πέρα II ~ milk: (η) ολόπαχο γάλα II -ness: (η) ακεραιότητα II -sale: (η) χονδρική πώ¬ ληση II (adj) χονδρικής πώλησης II απόλυτος, ολοσχερής II -saler: (η) που πουλά χονδρικά II „~some: (adj) υγιεινός II υγιής II -someness: (η) υγεία wholly (' houli:): (adv) εξ ολοκλήρου, εντελώς, πλήρως whom (hu:m): (pron) ποιόν II οποίον II -ever: (pron) οποιονδήποτε whoop (hwu:p) [-ed]: (v) φωνάζω δυνα¬ τά ή θριαμβευτικά, βγάζω φωνή θριάμβου II φωνάζω τσιριχτά II (η) φωνή χαράς ή θριάμβου II τσίριγμα II -ing cough: (η) κοκίτης whop-per ( hwopor): (η) τεράστιο πράγμα II σπουδαίο πράγμα II ψεματά¬ ρα II -ping: (adj) τεράστιος, σπουδαί¬ ος whore (' ho:r): (η) πόρνη II [-d]: (ν) πορνεύομαι II πάω με πόρνες II house: (η) οίκος ανοχής, πορνείο whose (hu:z): (pron) τίνος II του οποί¬ ου why (hwai): (adj) γιατί? II πού, γιατί II (inter) Ω!, έλα τώρα, μα wick (wik): (η) φιτίλι wicked (wikid): (adj) κακοήθης II απαίσιος, κακός II πονηρός II ~Iy: (adv) με κακοήθεια, με κακία II απαί¬ σια II -ness: (η) κακοήθεια, κακία wicker (' wiksr): (η) πλέγμα από βέργες ή καλάμια wicket (' wikit): (η) πορτίτσα, παρα¬ πόρτι II παραθυράκι, θυρίδα II υδατοφράκτης II εστία του κρίκετ ή του κρόκετ wide (waid): (adj) πλατύς, φαρδύς II ευ¬ ρύς II ολάνοιχτος, ορθάνοιχτος II έξω από, μακρυά II (adv) πλατιά, διάπλατα II ορθάνοιχτα II μακριά, έξω από II — angle: (adj) ευρυγώνιος II --awake: (adj) εντελώς ξυπνητός II —eyed: (adj) με ορθάνοιχτα ή γουρλωμένα μάτια II ~ly: (adv) πλατιά, φαρδιά II

κατά πολύ, πολύ II ~n [-ed]: (ν) διευ¬ ρύνω II πλαταίνω, φαρδαίνω II ευρύ¬ νομαι II -ness: (η) πλάτος, ευρύτητα II —open: (adj) ορθάνοιχτος, ολάνοιχτος II εντελώς ακάλυπτος II χωρίς νόμους II - spread: (adj) εκτεταμένος II ~ of the mark: έξω από το στόχο, μακριά από το στόχο widow ( widou): (η) χήρα II -ed: (adj) χήρος, χηρεύων, χηρεύσας II ~er: (η) χήρος II -hood: (η) χηρεία II ~'s mite: (η) ο οβολός της χήρας II ~'s peak: (η) σηκωμένο τσουλούφι, μαλλί φου¬ σκωτό μπροστά width (width): (η) πλάτος, φάρδος II wise: (adv) κατά πλάτος wield (wi:ld) [-ed]: (ν) κραδαίνω, κρατώ όπλο II χειρίζομαι II εξασκώ επίδραση ή επιβολή ή δύναμη II ~y: (adj) ευκολοχείριστος wiener ( wi:n9r): (η) λουκάνικο wife (waif): (η) η σύζυγος wig (wig): (η) περούκα II -ged: (adj) με περούκα wiggle (wigsl) [-d]: (ν) προχωρώ ή κι¬ νώ ή κινούμαι σαν φίδι, με μικρές κι¬ νήσεις II (η) κίνηση με απότομα τινάγματα ή στροφές II get a ~: βιάζομαι wild (waild): (adj) άγριος II ανυπότα¬ κτος, αχαλίνωτος II ακατανόητος II σε άγρια κατάσταση II (η) άγρια περιοχή, ερημιά II - cat: (η) αγριόγατος II ~ cat strike: (η) παράνομη απεργία II ~ catter: (η) ύποπτος επιχειρηματίας II -erness (wildsmis): (η) άγρια περιο¬ χή, ερημιά II χέρσα γη II —eyed: (adj) με μάτια ολάνοιχτα από τρόμο ή τρέ¬ λα II - flower: (η) αγριολούλουδο II —goose chase: (η) άσκοπη ή μάταιη αναζήτηση II - life: (η) άγρια ζώα και φυτά II ~ly: (adv) άγρια II τρελά, σαν τρελός II έξαλλα II -ness: (η) αγριότη¬ τα II έξαλλη κατάσταση wile (wail): (η) κόλπο, πονηρό τέχνα¬ σμα II l-d]: (ν) καταφέρνω με πονηριά wilful: see willful will (wil): (η) βούληση, θέληση II εκλο¬ γή, θεληματική απόφαση II διαθήκη II [-ed]: (ν) επιτάσσω, προστάζω II απο¬ φασίζω II αφήνω σε διαθήκη, κληροδο432

wink τώ II θέλω II [would]: (ν) θα ... II ~ful: (adj) ισχυρογνώμονας, πεισματάρης II με θέληση, με δυνατή θέληση II εσκεμμένος, προμελετημένος II -fully: (adv) με θέληση, με πείσμα II -ies: (η) ανησυχία, φόβος II -ing: (adj) εκούσιος II πρόθυμος II -ingly: (adv) εκούσια II πρόθυμα II -ingness: (η) προθυμία II — o-the-wisp: (η) χίμαιρα II ~ power: (η) δύναμη θελήσεως II αυ¬ τοέλεγχος, αυτοκυριαρχία II -y-nilly: (adv), είτε το θέλεις είτε όχι willow ( wilou): (η) ιτιά II ~y: (adj) λυ¬ γερός, βεργολυγερός will-power, -y-nilly: see will wilt (wilt) [-ed]: (ν) μαραίνομαι II μα¬ ραίνω II (π) μάραμα, μαρασμός wily (' waili:): (adj) πονηρός, πανούρ¬ γος wimble (' wimbal): (η) τρυπάνι wimple ( wimpal): (η) “τσεμπέρι” win (win) [won, won]: (ν) νικώ II κερδί¬ ζω II καταφέρνω, πετυχαίνω II κατα¬ κτώ, κερδίζω την αγάπη ή την εύνοια II -ner: (η) νικητής II κερδισμένος II -ning: (adj) νικηφόρος II θελκτικός, που κατακτά II (η) νίκη II -nings: (η) κέρδη II -ning post: (π) τέρμα αγώνα δρόμου II -some: (adj) γοητευτικός, θελκτικός wince (wins) [-d]: (ν) μορφάζω II τινά¬ ζομαι, συσπώμαι II (π) μορφασμός II σύσπαση, τίναγμα winch (wintj): (η) γερανός, βαρούλκο, “βίντσι” wind 1 (wind): (η) άνεμος, αέρας II αέ¬ ρια, φούσκωμα II αναπνοή II break ~: (ν) κλάνω II get - of: “το παίρνω μυ¬ ρουδιά” II in the ~: έτοιμο να συμβεί II sail close to the ~: φυτοζωώ II φθά¬ νω στα όρια II -ed: (adj) λαχανιασμέ¬ νος II - bag: (η) “μπούρδας” II break: (η) φράχτης κατά του ανέμου II - breaker: (η) αντιανέμιο II - fall: (η) τυχερό, “κελεπούρι” II instrument: (η) πνευστό όργανο II -mill: (η) ανεμόμυλος II - pipe: (π) τραχεία, λάρυγγας II -shield: (η) αλεξίνεμο αυτοκινήτου, “παρμπρίζ” II -shield wiper: (η) καθαριστήρας του 433

παρμπρίζ II - sock: (η) ανεμοδείκτης II - storm: (η) ανεμοθύελλα II swept: (adj) ανεμοδαρμένος II ~y: (adj) γεμάτος ανέμους II εκτεθειμένος στον άνεμο II πολυλογάς, “φαφλα¬ τάς” wind 2 (waind) [wound, wound]: (ν) τυ¬ λίγω II κουρδίζω II κινώ ελικοειδώς II κινούμαι ελικοειδώς II στρέφω, συ¬ στρέφω II διαστρέφω II - down: (ν) μικραίνω ή ελαττώνομαι σιγά-σιγά, σβήνω II -ing: (adj) ελικοειδής, σπειροειδής II - up: (ν) τελειώνω II κατα¬ λήγω II κουρδίζω wind-bag, - break, - breaker, -ed, -fall: see wind 1 winding: see wind 2 wind instrument: see wind 1 windlass ( windlas): (η) γερανός, βα¬

ρούλκο

windmill: see wind 1 window (' windou):

άνοιγμα,

παράθυρο II βιτρίνα II II - pane: (η) [ ped]: (ν) χα¬ sill: (π) περβά¬

(η)

θυρίδα II dressing: (η) στόλισμα υαλοπίνακας II —shop ζεύω στις βιτρίνες II ζι παραθύρου

wind-pipe, - shield, - sock, - storm, - swept: see wind 1 wind up: see wind 2 windy: see wind 1 wine (wain): (η) οίνος, κρασί II [-d]: (ν) κερνώ κρασί II - bibber: (π) μπε¬ κρής II - cellar: (π) αποθήκη κρασιού, “κάβα” II - glass: (π) κρασοπότηρο II - grower: (η) οινοποιός II - press: (π) πατητήρι, λινός II ~ry: (π) οινο¬ ποιείο II - skin: (η) ασκί κρασιού wing (wiq): (π) φτερούγα II πτέρυγα II

πτερύγιο II πτέρυξ αεροπορίας II [-ed]: (ν) μεταφέρω γρήγορα II πληγώνω ελαφρά, πληγώνω επιπόλαια II take ~: (ν) πετώ II under one's ~: υπό την προστασία II - chair: (η) πολυθρόνα με μπράτσα II -ding: (η) ζωηρό πάρτυ II -ed: (adj) φτερωτός II - footed: (adj) φτεροπόδαρος II -less: (adj) χω¬ ρίς φτερούγες II -nut: (η) περικόχλιο με πτερύγια, “πεταλούδα” wink (wirjk) [-ed]: (ν) κλείνω το μάτι

winner για σινιάλο II ανοιγοκλείνω τα μάτια II λαμπυρίζω II (η) κλείσιμο ματιού, “ματιά” II λαμπύρισμα win-ner, ~ning, -ning post, -nings: see win winnow ( winou) [-ed]: (v) λιχνίζω II σκορπίζω II εξετάζω προσεκτικά, δια¬ χωρίζω II (η) λιχνιστικό μηχάνημα, λι¬ χνιστήρι II λίχνισμα wino (wainou): (η) αλκοολικός, μεθύ¬ στακας winsome: see win winter (wintar): (η) χειμώνας II (adj) χειμερινός, χειμωνιάτικος II [-ed]: (v) διαχειμάζω II ~ize [-d]: (v) ετοιμάζω για το χειμώνα II ~ solstice: (π) χειμε¬ ρινή ισημερία II ~y: (adj) χειμωνιάτι¬ κος, πολύ κρύος II κρύος, άχαρος wintry: see wintery (under winter) wipe (waip) [-d]: (ν) σφουγγίζω II στε¬ γνώνω, σκουπίζω II (η) σφούγγισμα II χτύπημα II ~γ: (η) καθαριστήρας II out: (ν) εξαλείφω, εξολοθρεύω II σκο¬ τώνω, δολοφονώ wire (waiar): (η) σύρμα II καλώδιο II τηλεγράφημα II [-d]: (ν) ενώνω με σύρμα ή καλώδιο II τοποθετώ σύρμα¬ τα ή καλώδια II στέλνω τηλεγράφημα II lay ~s for: κάνω προετοιμασίες II pull ~s: χρησιμοποιώ μέσα II ~ cloth: (η) σύρμα καθαρίσματος πιάτων II — haired: (adj) με άγρια μαλλιά, με μαλλιά σαν σύρματα II -less: (η) ασύρματος II ραδιόφωνο II (adj) χωρίς καλώδια II ~ puller: (η) άνθρωπος με μέσα wiry ('waiari:): (adj) άκαμπτος, άγριος II νευρώδης wisdom ( wizdam): (η) σοφία II φρόνη¬ ση, κοινός νους II - tooth: (η) φρονι¬ μίτης wise (waiz): (adj) σοφός II συνετός, φρόνιμος II πολύ μορφωμένος, γνώ¬ στης II έξυπνος, πανούργος II get (ν) “παίρνω μυρωδιά”, “παίρνω χα¬ μπάρι” II - up: (ν) “ξυπνάω”, γίνο¬ μαι πιο έξυπνος II -acre: (η) εξυπνά¬ κιας II - crack: (η) “εξυπνάδα” II “καλαμπούρι” II [-ed]: (ν) λέω εξυ¬ πνάδες ή καλαμπούρια II - guy: (η)

“εξυπνάκιας” II ~ly: (adv) σοφά, συ¬ νετά, έξυπνα wish (wij): (η) επιθυμία II ευχή II [-ed]: (ν) επιθυμώ II εύχομαι II -bone: (π) το υοειδές οστούν, το “γιάντες” II -ful: (adj) που επιθυμεί II -fully: (adv) νοσταλγικά, με επιθυμία II -full thinking: (η) ευσεβείς πόθοι II I - I knew: μακάρι να ήξερα wisp (wisp): (π) μικρή δέσμη, μικρό μα¬ τσάκι II απειροελάχιστη ποσότητα II τουλίπα II ίχνος, υποψία wistful (' wistfal): (adj) μελαγχολικά νοσταλγικός II ~ly: (adv) με μελαγχολική νοσταλγία wit (wit): (η) ευφυΐα II πνεύμα II ~s: (η) μυαλό, εξυπνάδα II at one’s -s’end: χαμένος, που δεν ξέρει πια τι να κάνει II -less: (adj) βλάκας II -lessly: (adv) βλακωδώς II to ~: δηλα¬ δή II -ticism: (η) ευφυολόγημα II ~ty: (adj) πνευματώδης witch (witj): (η) μάγισσα II -craft: (η) μαγεία II -ery: (π) γοητεία, μαγεία II -hunt: (η) πολιτικός διωγμός with (with, wi6): (prep) με, μαζί, μετά II ~al: (adv) επιπλέον II παρά τα withdraw (with'dra:) [withdrew, withdrawn]: (ν,) αποσύρω II ανακαλώ II αποσύρομαι, αποτραβιέμαι II υποχωρώ II ~al: (η) απόσυρση, αποχώρηση II ανάκληση II -n: (adj) αποτραβηγμένος, μαζεμένος στον εαυτό του withdrew: see withdraw wither (' wi6ar) [-ed]: (ν) μαραίνω II μαραίνομαι II ~s: (η) ώμος ζώου withhold (with hould) [withheld, withheld]: (ν) αναχαιτίζω II αναστέλλω II κατακρατώ II συγκρατώ within (with in, wi0'in): (adv) εντός, μέσα without (with' aut, wi6 aut): (adv) έξω, απ’ έξω II (prep) άνευ, χωρίς withstand (with staend) [withstood, withstood]: (ν) ανθίσταμαι, αντιστέκο¬ μαι, II αντέχω, “βαστάω” witless, ~ly: see wit witness ( witnis): (η) μάρτυρας II μαρ¬ τυρία II μαρτυρική κατάθεση, κατάθε¬ ση μάρτυρα II [-ed]: (ν) είμαι μάρτυ-

434

work ρας γεγονότος II καταθέτω σαν μάρτυ¬ ρας II υπογράφω σαν μάρτυρας II επι¬ κυρώνω II ~ box, ~ stand: (η) εδώλιο μάρτυρα wit-ticism, wit-ty: see wit wives: pi. of wife (see) wiz (wiz): (η) σπουδαίος τεχνίτης, “μά¬ γος” II ~ard: (η) μάγος II επιδέξιος, “μάγος” II -ardry: (η) μαγική επιδεξιότητα II μαγεία wizen (wizan) [-ed]: (ν) ξηραίνω, μα¬ ραίνω II ~ed: (adj) ξερακιανός wobble ('wobal) [-d]: (ν) παραπαίω II τρέμω, τρεμουλιάζω, αμφιταλαντεύο¬ μαι II (η) παραπάτημα, τρεμούλιασμα woe (wou): (η) βαθιά λύπη, δυστυχία II (inter) αλίμονο! II ~ begone: (adj) θλι¬ βερός, πένθιμος II ~ful: (adj) δυστυχι¬ σμένος, θλιμμένος woke: see wake wolf (wulf): (η) λύκος II [-ed]: (v) κατα¬ βροχθίζω II cry δίνω ψεύτικο συνα¬ γερμό II ~ cub: (η) προσκοπάκι, λυκό¬ πουλο II ~ pack: (η) μοίρα υποβρυ¬ χίων wolves: pi. of wolf (see) woman ('wu:man): (η) γυναίκα II -hood: (η) θηλυκότητα II γυναικεία φύση II -ish: (adj) γυναικείος II θηλυ¬ πρεπής II -ishness: (η) θηλυπρέπεια II -ize (wumanaiz) [-d]: (ν) κυνηγώ γυ¬ ναίκες II -izer: (η) γυναικάς II -kind: (η) το γυναικείο φύλο II ~ly: (adj) γυ¬ ναικοπρεπής womb (wu:m): (η) μήτρα women ('wimin): pi. of woman (see) II - folk, - folks: (η) γυναίκες, οι γυ¬ ναίκες του σπιτιού won (wAn): see win wonder (wAndar) [-ed]: (v) απορώ II διερωτώμαι, αναρωτιέμαι II (η) θαύμα II θαυμασμός II απορία II -ful: (adj) θαυμάσιος II -fully: (adv) θαυμάσια, έξοχα II -land: (η) θαυμάσιος τόπος II χώρα θαυμάτων II -ment: (η) δέος II κατάπληξη II -work: (η) θαύμα won't (wount): will not: see will wont (wo:nt): (adj) συνηθισμένος II (n) συνήθεια II -ed: (adj) συνήθης woo (wu:) [-ed]: (v) ερωτοτροπώ, 435

“φλερτάρω” II επιδιώκω με ζέση, επι¬ διώκω έντονα II προκαλώ wood (wud): (η) ξύλο II δάσος II (adj) ξύλινος II για ξύλα II δασόβιος, του δάσους II -bin: (η) κιβώτιο καυσόξυ¬ λων II -carving: (η) ξυλογλυπτική II γλυπτό από ξύλο II -coal: (η) ξυλο¬ κάρβουνο II λιγνίτης II -cock: (η) μπε¬ κάτσα II -cutter: (η) ξυλοκόπος II -ed: (adj) δασωμένος II ~en: (adj) ξύ¬ λινος II απαθής II άγαρμπος II -lark: (η) κορυδαλλός II -pecker: (η) δρυο¬ κολάπτης II -wind: (η) πνευστά όργα¬ να II -work: (η) ξυλουργική II -worm: (η) σαράκι II ~y: (adj) ξυλώδης II δα¬ σωμένος woof (wuf): (η) γάβγισμα, “γαβ” wool (wul): (η) μαλλί, έριο II μάλλινο ύφασμα II (adj) μάλλινος II —clip: (η) ετήσια παραγωγή ερίου II ~en, -len: (adj) μάλλινος II -fat: (η) λανολίνη II - gathering: (η) ονειροπόληση II ~ly: (adj) μαλλιαρός II σαν μαλλί II συγκε¬ χυμένος II (η) μάλλινο εσώρουχο II ~ly bear: τριχωτή κάμπια II -skin: (η) προβιά wop (wop): (η) “μακαρονάς” (Ιταλός, περιφρον.) word (wa:rd) [-ed]: (ν) εκφράζω, διατυ¬ πώνω II (η) λέξη II λόγος II νέο, είδηση II at a ~: σε άμεση ανταπόκριση ή απάντηση II by - of mouth: προφορι¬ κά II - for ~: επί λέξει, λέξη προς λέ¬ ξη II -age: (η) πολυλογία II -book: (η) λεξικό II -ing: (η) φρασεολογία II διατύπωση II -less: (adj) άφωνος II -lessly: (adv) άφωνα, βουβά II -play: (η) ανταλλαγή ευφυολογημάτων II λο¬ γοπαίγνιο II -square: (η) ακροστιχίδα II -iness: (η) πολυλογία II ~y: (η) μα¬ κροσκελής, με πάρα πολλές λέξεις wore (wo:r): see wear work (wa:rk) [-ed]: (ν) εργάζομαι, δου¬ λεύω II εργάζομαι, λειτουργώ II κατα¬ φέρνω σιγά-σιγά II κατεργάζομαι II (η) εργασία, δουλειά II έργο II ~s: (η) εγκατάσταση II εργοστάσιο II συγκρό¬ τημα II shoot the ~s: (ν) κάνω ύστατη προσπάθεια II the ~s: τα πάντα II in: (ν) εισάγω II εισάγομαι, μπαίνω II

world ~ on, ~ upon: (v) καταφέρνω, επηρεά¬ ζω II ~ over: (v) επαναλαμβάνω II ξυλοκοπώ II ~ up: (v) εξάπτω, εξερεθίζω II ανεβαίνω, προοδεύω II -able: (adj) επεξεργάσιμος II ευκολοχείριστος II πρακτικός, εφαρμόσιμος II εκμεταλλεύσιμος II ~ aday: (adj) καθημερινός, της καθημερινής, της εργάσιμης μέρας II κοινός II ~ bench: (η) ίιάγκος τεχνί¬ τη II -day: (η) εργάσιμη, καθημερινή II ώρες εργασίας II ~er: (η) εργάτης II υπάλληλος II - horse: (η) ακούραστος εργάτης II - house: (η) σωφρονιστικό ίδρυμα II -ing: (adj) εργαζόμενος II της εργασίας II αρκετός, πρακτικός II συσπασμένος, με συσπάσεις, μορφά¬ ζουν II -ing class: (η) εργατική τά|η II -ingman: (η) εργάτης II -less: (adj) άνεργος II -man: (η) εργάτης II -manship: (η) τέχνη II επεξεργασία, “δούλεμα” II - out: (ν) ξεφεύγω, ξε¬ λασκάρω, ξεκαρφώνομαι II εξαντλώ II λύνω, βρίσκω λύση II κάνω σωματικές ασκήσεις II -shop: (η) εργαστήρι II week: (η) εβδομαδιαίες ώρες εργασίας world (wa:rld): (η) κόσμος II σύμπαν II (adj) παγκόσμιος II διεθνής II on top of the πανευτυχής II θριαμβευτής II out of this εξαιρετικός, απίθανος II ~ly: (adj) εγκόσμιος II του κόσμου, κο¬ σμοπολίτικος II —shaking: (adj) συ¬ γκλονιστικός II W~ war: (η) παγκό¬ σμιος πόλεμος II —weary: (adj) “μπλαζέ” II -wide: (adj) παγκόσμιος worm (W3:rm):(/7j σκουλήκι II σπείρα II [-ed]: (ν) προχωρώ έρποντας II — eaten: (adj) σκωληκόβρυτος II - out of: (ν) καταφέρνω με πονηριά II ~y: (adj) σκουληκιασμένος worn (wo:m): see wear II (adj) φθαρμέ¬ νος II φορεμένος, μεταχειρισμένος II — out: (adj) τριμμένος, φαγωμένος, φθαρμένος wor-ried (' WArid): (adj) ανήσυχος II -rier: (η) άνθρωπος που συνεχώς ανησυχεί II -riment: (η) στενοχώρια, μπελάς II -risome: (adj) ανησυχητικός II γεμάτος ανησυχίες II ~ry ( wati) [ied]: (ν) ανησυχώ II ενοχλώ, παρενο¬ χλώ, πειράζω II στενοχωριέμαι · II (η)

ανησυχία, σκοτούρα II -rying: (adj) ενοχλητικός II -rywart: (η) υποχον¬ δριακά ανήσυχος worse (W3:rs): (adj) χειρότερος II (adv) χειρότερα II ~n [-ed]: (ν) χειροτερεύω II επιδεινώνομαι worship (wa:rjip): (η) λατρεία II W-: εντιμότατος (τίτλος) II [-ed or -ped]: (ν) λατρεύω II -er: (η) λάτρης II πι¬ στός II -ful: (adj) γεμάτος λατρεία worst (W3:rst): (adj) χείριστος, ο χειρό¬ τερος II (adv) χείριστα, χειρότερα από όλους II get the - of it: χάνω II μειο¬ νεκτώ II if the - conies to the στη χειρότερη περίπτωση II [-ed]: (ν) νικώ worsted (' wustid): (η) ύφασμα από πυκνοϋφασμένο, στριμμένο μαλλί, “ουόρστεντ” worth (ws:rth): (η) αξία II (adj) άξιος, που αξίζει II -less: (adj) ανάξιος, χω¬ ρίς αξία II -lessness: (η) αναξιότητα, ευτέλεια II -while: (adj) που αξίζει τον κόπο, άξιος λόγου II ~y (' wa:r0i:>: (adj) άξιος II αντάξιος would (wud): see will II θα, θαλα- II -like: (ν) θέλω II θα ήθελα II —be: (adj) που θα ήθελε να είναι, υποτιθέ¬ μενος, φανταστικός II -n't: would not wound ( wu:nd): τραύμα II πλήγωμα αισθημάτων II [-ed]: (ν) τραυματίζω, πληγώνω wound (waund): see wind 2 wove (wouv): see weave II - n: see

weave wow (wau): (inter) ω! πώ! πώ! wrack (rack) [-ed]: (ν) καταστρέφω II (η) καταστροφή II ναυάγιο, ερείπιο wraith (reith): (η) οπτασία wrangle (raeqgsl) [-d]: (ν) καβγαδίζω, τσακώνομαι II βόσκω ζώα, φυλάω κο¬ πάδι II (η) τσακωμός, καβγάς II ~r: (η) καβγατζής II αγελάρης, κάου-μπόϋ wrap (raep) [-ped]: (ν) τυλίγω II κάνω πακέτο, τυλίγω πακέτο II τυλίγομαι, κουκουλώνομαι II (η) ρόμπα, σάρπα, σάλι II κουβέρτα II τύλιγμα II around: (η) φόρεμα τυλιχτό II -per: (η) υλικό περιτυλίγματος II κάλυμμα II ρόμπα II -ping: (η) υλικό περιτυλίγ¬ ματος II -ping paper: (η) χαρτί περι-

436

Xmas τυλίγματος II ~ up: (v) περιτυλίγω II σκεπάζομαι, τυλίγομαι II τελειώνω όλες τις λεπτομέρειες δουλειάς II δίνω περίληψη wrath (raeth): (η) οργή II ~ful: (adj) οργισμένος wreak (ri:k) [-ed]: (ν) επιβάλλω wreath (ri:th): (η) στεφάνι II ~e ( τί:δ) [-d]: (v) στεφανώνω II κάνω στεφάνι II περιτυλίγω wreck (rek) [-ed]: (v) καταστρέφω II ναυαγώ II προκαλώ ναυάγιο II (η) ερείπιο II ναυάγιο II καταστροφή II -age: (η) ναυάγιο II σύντριμμα II ~er: (η) αυτοκίνητο συνεργείο, αυτοκίνητογερανός II αμαξοστοιχία βοήθειας wren (ren): (η) τρυποφράχτης wrench (rent/) [-ed]: (ν) συστρέφω από¬ τομα II στραμπουλώ II διαστρεβλώνω II (η) απότομο στρίψιμο ή τράβηγμα II απότομο ξεκόλλημα II κοχλιοστρόφιο, “κλειδί” II - away, - off: (ν) ελευθε¬ ρώνω τραβώντας wrest (rest) [-ed]: (ν) αρπάζω βίαια II διαστρεβλώνω wrestl-e (resl) [-d]: (ν) παλεύω II (η) πάλη II -ing: (π) πάλη wretch (ret/): (η) δυστυχισμένο πλάσμα II -ed: (adj) δύστυχος, δυστυχισμένος II άθλιος, θλιβερός II -edly: (adv) άθλια, αξιοθρήνητα wriggle (rigal) [-d]: (ν) στριφογυρίζω II προχωρώ ελικοειδώς σα φίδι II (η) στριφογυριστή κίνηση ή πορεία II into: (ν) καταφέρνω να πετύχω με πλάγια μέσα

wring (riq) [wrung, rung]: (ν) συστρέφω

II στύβω

wrinkle (riqkai) [-d]: (ν) ρυτιδώνομαι,

ζαρώνω II (π) ρυτίδα II πτυχή II και¬ νούρια ή έξυπνη επινόηση, νέο κόλπο wrist (rist): (π) καρπός χεριού II -let: (η) μπρασελέ II -lock: (η) χειρολαβή II -watch: (π) ρολόι χεριού writ (rit): (η) ένταλμα δικαστικό II - of summons: (η) δικαστική κλήση write (rait) [wrote, written]: (ν) γράφω II - down: (ν) καταγράφω II κρατώ σημειώσεις II - in: (ν) ζητώ ταχυδρο¬ μικούς II - off: (ν) ξεγράφω II υποτιμώ II ~r: (η) συγγραφέας || ο συντάκτης, ο συντάξας II -r's cramp: (η) γραφικός σπασμός II - up: (ν) συντάσσω writhe (rai0) [-d]: (ν) σπαρταρώ II προ¬ χωρώ στριφογυριστά II (π) σπασμός writing ( raitiq): (η) γραπτό II (adj) γραφικός, του γραψίματος written ( ritn): see write wrong (ro:q): (η) άδικο II (adj) άδικος II λανθασμένος, ανακριβής II [-ed]: (ν) αδικώ II - doer: (η) άδικος, κακός II ~ful: (adj) άδικος II παράνομος Η -fully: (adv) άδικα II παράνομα II ~ly: (adv) άδικα II εσφαλμένα wrote (rout): see write wrought (ro:t): (adj) κατεργασμένος II up: (adj) εξερεθισμένος wrung (ΓΛ13): see wring wry (rai): (adj) στραβός, στρεβλωμένος II ειρωνικός και χιουμοριστικός II ~iy: (adv) στραβά II ειρωνικά wurst (wurst): (π) λουκάνικο

X

βία

X, χ (eks): Το 24ο γράμμα του Αγγλι¬

κού Αλφαβήτου χ (eks) [x'd or xed]: (ν) σημαδεύω με X II (adj) ταινία ακατάλληλη για ανηλί¬ κους xenophobia (zens' foubi:3): (η) ξενοφο¬

xerox ( ziroks): (π) φωτοαντίγραφο II

[-ed]: (ν) κάνω φωτοτυπία

xiphoid (' zifoid): (adj) ξιφοειδής Xmas ( krismas, eksmas): (π) Χρι¬

στούγεννα

437

X-rated II ~y: (η) ξυλογραφική τέχνη xylophone (' zailafoun): (η) ξυλόφωνο xyster (zistar): (π) ξέστρο

X-rated (' eksreitid): (adj) χαρακτηρι¬ σμένο ως ακατάλληλο II -ray: (η) ακτίνα X, ακτινοσκόπηση xylograph (' zailagraef): (η) ξυλογραφία

Υ

λαχταρώ II νοσταλγώ II (η) πόθος, λα¬ χτάρα II -ing: (η) νοσταλγία yeast (ji:st): (η) μαγιά II ~y: (adj) ανή¬ συχος, ταραχώδης yegg (jeg): (η) διαρρήκτης yell (jel) [-ed]: (ν) φωνάζω δυνατά, βγάζω δυνατή φωνή II (η) δυνατή φω¬ νή yellow (' jelou): (adj) κίτρινος II άναν¬ δρος, δειλός II (η) κιτρινάδι, κρόκος II [-ed]: (ν) κιτρινίζω II - bellied: (adj) άνανδρος II - fever: (η) κίτρινος πυ¬ ρετός II -ish: (adj) κιτρινωπός II jacket: (η) σφήκα II - journalism: (η) κίτρινος τύπος II - spot: (π) κίτρι¬ νη κηλίδα του ματιού II - streak: (η) τάση προς ανανδρία yelp (jelp) [-ed]: (ν) γαβγίζω II τσιρίζω II (η) γάβγισμα II τσιρίδα yen (jen): (η) πόθος, λαχτάρα yeoman ( jouman): (η) υπαξιωματικός ναυτικού yep (jep): (adv) ναι yes (jes): (adv) ναι II (π) ναι, κατάφα¬ ση, αποδοχή II -man: (η) δουλοπρεπής άνθρωπος, που λέει πάντα “ναι” yesterday (' jestardei, ' jestardi:): (π & adv) χθες yet (jet): (adv) ακόμη II παρόλα αυτά, εντούτοις, και όμως yew (ju:): (π) σμίλακας yid (jid): (η) εβραίος II -dish: (π) εβραϊκή γλώσσα yield (ji:ld) [-ed]: (ν) αποδίδω II παρα¬ χωρώ II ενδίδω, υποκύπτω II (η) από¬ δοση, παραγωγή II -ing: (adj) υποχω¬ ρητικός, ενδοτικός yip ’(jip) [-ped]: (ν) γαβγίζω τσιριχτά II

Υ, y (wai): (η) Το 25ο γράμμα του Αγγλικού Αλφαβήτου yacht (jat): (π) θαλαμηγός, “γιοτ” II [ed]: (ν) ταξιδεύω με θαλαμηγό II -ing: (η) αθλητισμός ή ταξίδι ή απασχόληση με κότερα ή θαλαμηγούς II -sman: (η) ιδιοκτήτης θαλαμηγού yah (ja:): (adv) ναι yahoo ( ja:hu): (η) “μπουμπούνας” yak (jaek) [-ked]: (ν) φλυαρώ ακατάσχε¬ τα II (π) ακατάσχετη φλυαρία yammer ('jasmar) [-ed]: (ν) γκρινιάζω, κλαψουρίζω II πολυλογώ II (π) γκρίνια yank (jaeqk) [-ed]: (ν) τραβώ απότομα II Υ~, Υ-ee: (η) Γιάγκης yap (jaep) [-ped]: (ν) γαβγίζω II φλυαρώ II (η) γάβγισμα II φλυαρία yard (ja:rd): (π) γιάρδα (0,9144 μ) II κατάρτι II αυλή, προαύλιο II χειμαδιό II -age: (η) ύφασμα με τη γιάρδα II μήκος σε γιάρδες II -stick: (η) μεζού¬ ρα, μέτρο II μέτρο σύγκρισης yarn (ja:m): (π) νήμα II μαλλί πλεξίμα¬ τος II ιστορία II [-ed]: (ν) λέω παραμύ¬ θια yawl (jo:l): (η) δικάταρτο καράβι II βάρ¬ κα καραβιού yawn (ja:n) [-ed]: (ν) χασμουριέμαι II ανοίγω διάπλατα, στέκω ολάνοιχτος, χάσκω II (η) χασμουρητό II -ing: (adj) ολάνοιχτος, χάσκων yea (jei): (adv) ναι II (η) καταφατική ψήφος, ψήφος υπέρ II ~h: (adv) ναι year (jiar): (η) έτος, χρονιά II -book: (η) ετήσιο λεύκωμα II -ling: (η) χρο¬ νιάρικο II -long: (adj) για όλο το χρό¬ νο II ~ly: (adj) ετήσιος yearn (ja:m) [-ed]: (ν) επιθυμώ' πολύ.

438

zip (η) τσιριχτό γάβγισμα II -pee: (inter) ζήτω! ώπα! Y.M.C.A.: ΧΑΝ (Young Men's Christian Association) yodel ('joudl) [-ed]: (ν) βγάζω λαρυγγι¬ σμούς II (η) λαρυγγισμός yoga (' jouga): (η) γιόγκα yogurt (jougart): (η) γιαούρτι yoke (jouk): (η) ζυγός II ζεύγμα, ζευ¬ κτήρας II νωμίτης II [-d]: (ν) ζεύω yokel (joukal): (η) χωριάτης II μπου¬ νταλάς yolk (jouk): (η) κρόκος αυγού yonder (jondar): (adj) εκείνος εκεί II (adj) εκεί πέρα yore (jo:r): (η) τα περασμένα, το πα¬ ρελθόν you (ju:): (pron) εσύ, εσείς II εσένα, εσάς you'd (ju:d): you had: see have II you would: see would you'll (ju:l): you will: see will II you shall: see shall young (jAq): (adj) νέος, νεαρός II (η) νέοι, νεαροί II with έγκυος II -ish:

(adj) νεαρούτσικος II -ling: (η) μικρός, νεαρός II μικρό ζώο ή φυτό II -ster: (η) νέος, νεαρός II δευτεροετής της Ναυτικής Σχολής your (jo:r, jar): (pron) δικός σου, σου, σας you're (juar): you are: see be yours (jua:rz): (pron) δικός σου II -elf (jar self): (pron) εσύ ο ίδιος II μόνος σου II -elves: (pron) σεις οι ίδιοι II μόνοι σας youth (ju:th): (η) νεότητα II νέος, νεα¬ ρός II νεολαία, οι νέοι II —ful: (adj) νεανικός II -fully: (adv) νεανικά II -fulness: (η) νεανικότητα you've (ju:v): you have: see have yowl (joul) [-ed]: (ν) ουρλιάζω II (n) ούρλιασμα Yugoslav (' ju:gouslaev): (η) Γιουγκο¬ σλάβος II -ian: (adj) Γιουγκοσλαβικός II ~ia: (η) Γιουγκοσλαβία Yule (ju:l): (η) Χριστούγεννα II -tide: (η) περίοδος εορτών Χριστουγέννων yummy ('jAmi:): (adj) νόστιμος

z Z, z (zi:, zed): To 26ο γράμμα του

ρά στο στόχο II συγκλίνω II - hour: (η) ώρα “μηδέν”, ώρα εκτέλεσης σχε¬ δίου ή επίθεσης zest (zest): (η) ζέση, ενθουσιασμός II φλούδα πορτοκαλιού ή λεμονιού zigzag ('zigzaeg): (η) ελικοειδής πο¬ ρεία, ζιγκ-ζαγκ II [-ged]: (ν) προχωρώ με ζιγκ-ζαγκ II διαγράφω ζιγκ-ζαγκ zilch (ziltj): (η) τίποτα, μηδέν, “νούλα” zillion (' ziljan): (η) τεράστια ποσότητα zinc (ziqk): (η) ψευδάργυρος, τσίγκος II [-ed or - ked]: (ν) επιψευδαργυρώνω II -ography: (η) τσιγκογραφία II oxide: (η) τσιγκαλοιφή Zionism (' zaianizam): (η) Σιωνισμός zip (zip): (η) σφυριχτός ήχος II [-ped]:

Αγγλικού Αλφαβήτου zany ( zeini:): (η) κωμικός άνθρωπος II (adj) κωμικός, γελοίος zap (zaep) [-ped]: (ν) βομβαρδίζω, κα¬ τακεραυνώνω, σαρώνω με πυρά zeal (zi:l): (η) ζήλος II ~ot: (η) φανατι¬ κός οπαδός II -otry: (η) φανατισμός II -ous: (adj) ένθερμος, γεμάτος ζήλο II -ously: (adv) με ζήλο zebra ('zi:bra): (η) όναγρος, “ζέβρα” zenith (' zi:nith): (η) ζενίθ II κολοφώνας zephyr ('zefar): (η) ζέφυρος zero ( zi:rou): (η) μηδέν II [-ed]: (ν) ρυθμίζω στο μηδέν II - in: (ν) σημα¬ δεύω το στόχο II συγκεντρώνω τα πυ¬ 439

zither

zucchini

(v) κινούμαι γρήγορα II περνώ σφυρι¬ χτά II κλείνω με φερμουάρ II Ζ~ Code: (η) αριθμός ταχυδρομικού το¬ μέα II -per: (η) φερμουάρ zither ( zithor), ~n: (η) σαντούρι zodiac (' zoudi:aek): (η) ζωδιακός κύ¬ κλος II ~al: (adj) ζωδιακός zombie ( zombi:): (π) ζωντανός νεκρός II χαμένος, ζαλισμένος, Λαυτόματο” zone (zoun): (η) ζώνη II [-dl: (ν) χωρί¬ ζω σε ζώνες zoo (zu:): (η) ζωολογικός κήπος II -logical (zouo'lodzikol): (adj) ζωολο¬ γικός II -logical garden: see zoo II

440

(η) ζωολόγος II -logy (zou ' olodzi:): (η) ζωολογία zoom (zu:m) [-ed]: (ν) βομβώ, βουίζω II ανεβαίνω ξαφνικά και κατακόρυφα, ανυψώνομαι ξαφνικά II (η) βόμβος II φακός μηχανής με μεταβλητή εστίαση II - in: (ν) πλησιάζω το αντικείμενο που παρατηρώ II - out: (ν) απομα¬ κρύνομαι II - lens: (π) φακός με μετα¬ βλητή εστίαση zoophile (zouafail): (π) ζωόφιλος zucchini (zu ki:ni): (η) κολοκυθάκι φρέσκο -logist:

Greek English

'

A αβοήθητος, -η, -ο: unassisted, unaided, helpless άβολος, -η, -ο: (μη άνετος) uncomfortable II (μη βολικός) inconvenient αβουλία η: lack of will power, irresolu¬ tion, irresoluteness, indecision, hesitancy αβούλιαχτος, -η, -ο: (που δεν έχει βου¬ λιάξει) unsunk, not sunk II (που δεν βουλιάζει) unsinkable άβουλος, -η, -ο: irresolute, undecided. hesitant, without volition, weak-willed αβούλωτος, -η, -o: uncorked αβρά (επίρ): politely, courteously, affably άβραστος, -η, -o: unboiled, uncooked II (μισοβρασμένος) undercooked II (ωμός) raw άβρεχτος, -η, -ο: not wet, dry αβρός, -η, -ο: polite, courteous, affable αβρότητα, η: politeness, courteousness tact, tactfulness II με tactfully, cour¬ teously, politely αβροφροσύνη, η: courtesy, politeness αβύθιστος, -η, -ο: βλ. αβούλιαχτος αβυσσαλέος, -α, -ο: abysmal, abyssal II (απύθμενος) fathomless άβυσσος, η: abyss II (χάσμα) chasm, gulf αγαθά, τα: wealth, riches αγαθοεργία, η: charity αγαθοεργός, -η, -ο: charitable αγαθός, -η, -ο: kind, good, kind-hearted II (απλοϊκός): naive, simple αγαθοσύνη, η: naivete, naivety αγαθότητα, η: goodness, kindness II βλ. αγαθοσύνη αγάλι (και αγάλια): slowly αγαλλιάζω: rejoice, exult, jubilate, be de¬ lighted αγαλλίαση, η: exultation, elation rejoic¬ ing, delight αγάλλομαι: take pride, be proud II (ευχαριστιέμαι) be pleased άγαλμα, το: statue αγαλματάκι, το: statuette αγαλματένιος, -α, -ο: statuesque αγαλμάτιο, το: βλ. αγαλματάχι

A, a: The first letter of the greek alphabet II ά: 1, a: 1000 II στερητικό μόριο: un, in-, -less, etc. II (επιφ) Oh! ah! αβαθής, -ές: shallow (και μτφ) αβαθμολόγητος, -η, -ο: (γραπτό) un¬ marked II (όργανο) ungraded, not graded, ungraduated αβάντα, η: (πλεονέκτημα) advantage II (κέρδος) profit II (υποστήριξη) support αβανταδόρος, ο: (χαρτοπ. λέσχης) hustler II (απάτης) decoy II (που προσελκύει πελάτες) shill, capper αβάπτιστος, -η, -ο: unbaptized αβαρία, η: (ναυτ) average II (ζημιά) damage II (υποχώρηση) sacrifice αβασίλευτος, -η, -ο: (χωρίς βασιλιά) without a king II (που δεν βασίλεψε) not set αβάσιμος, -η, -ο: groundless, unfounded, unsubstantiated αβάσταχτος, -η, -ο: unbearable, intolera¬ ble, insufferable αβάσταχτος: βλ. αβάσταχτος άβατος, -η, -ο: impassable, inaccessible II (απάτητος) untrodden άβαφος, -η, -ο: undyed, uncolored αβάφτιστος: βλ. αβάπτιστος αββαείο, το: abbey, abbacy αββάς, ο: abbot άβγαλτος, -η, -ο: inexperienced, unso¬ phisticated αβέβαια (επίρ) doubtfully αβέβαιος, -η, -ο: uncertain, doubtful αβεβαιότητα, η: uncertainty αβεβαίωτος, -η, -ο: unconfirmed αβίαστος, -η, -ο: (που δεν βιάζεται) un¬ hurried II (που δεν έχει παραβιαστεί) intact, unbroken II (φυσικός) natural αβίωτος, -η, -ο: βλ. αβάσταχτος II (δυστυχισμένος) wretched, miserable αβλαβής, -ές: (που δεν έχει βλάβη) un¬ harmed, unhurt II (που δεν βλάπτει) harmless αβλεψία, η: inadvertence, inadvertency, carelessness 443

αγαλματώδης αγαλματώδης, -ες: βλ. αγαλματένιος αγαμία, η: bachelorship, bachelorhood II (κληρικού) celibacy άγαμος, -η, -ο: unmarried, single II (εργένης) bachelor II (γεροντοκόρη) spinster II (κληρικός) celibate αγανάκτηση, η: indignation II (θυμός) anger, wrath αγανακτισμένος, -η, -ο: inHignant II (θυ¬ μωμένος) angry αγανακτώ: be indignant II (θυμώνω) get angry, be mad αγάπη, η: love II (στοργή) affection II μου: my love, my darling αγαπημένα (επίρ): amicably, peaceably αγαπημένος, -η, -o: beloved, dear II (ευ¬ νοούμενος) favorite αγαπητικιά, η: girl friend, lover, paramour II (ερωμένη) mistress αγαπητικός, -ή, -ό: boy friend, lover, paramour αγαπητός, -ή, -ό: dear αγαπίζω: reconcile, be reconciled, make up αγαπώ: love II (είμαι ερωτευμένος) be in love II (συμπαθώ) like, be fond of άγαρμπος, -η, -o: graceless, ungainly, awkward, uncouth, clumsy αγγαρεία, η: (στρ) fatigue, fatigue duty II (βαριά δουλειά) drudgery, tedious work II στολή ~ς: fatigues αγγαρεύω: (στρ) assign on fatigue duty II (αναθέτω δουλειά) charge with αγγείο, to: vessel, pot II (βάζο) vase αγγειοπλάστης, o: potter αγγειοπλαστική, η: pottery αγγελία, η: (ανακοίνωση) announcement, published notice, published statement II (εφημ) advertisement, ad αγγελιοφόρος, o: messenger II (στρ) or¬ derly αγγελικός, -ή, -ό: angelic, angelical αγγέλλω: announce, proclaim, declare άγγελμα, το: message, notice, announce¬ ment αγγελόμορφος, -η, -o: angel-face άγγελος, o: angel II (αγγελιοφόρος) bearer,messenger αγγελούδι, to: little angel άγγιγμα, to: touch ■>

444

αγγίζω: touch άγγιχτος, -η, -ο: (που δεν τον άγγιξαν) untouched II (που δεν μπορούν να τον αγγίξουν) untouchable II (απείραχτος) intact Αγγλία, η: England αγγλικά, τα: English Αγγλίδα, η: Englishwoman Αγγλικός, -ή, -ό: English II ~ή γλώσσα: English, English language Αγγλος, ο: Englishman αγγόνι, το: βλ. εγγόνι αγγουράκι, το: gherkin, small cucumber αγγούρι, το: cucumber αγγουριά, η: cucumber, cucumber vine αγελάδα, η: cow αγελαδάρης, ο: waddy, cowboy, cowhand, cowpoke, cowpuncher αγέλαστος, -η, -ο: (σκυθρωπός) sullen, morose II (που δεν γελιέται) undeceived αγέλη, η: herd II (προβάτων κλπ) flock II (λύκων κλπ) pack II (λιονταριών) pride II (θαλασσινών) school αγέμιστος, -η, -ο: unfilled, unstuffed αγένεια, η: impoliteness, rudeness, dis¬ courtesy αγένειος, ο: beardless αγενής, -ες: impolite, rude, discourteous αγενώς: rudely, discourteously αγέραστος, -η, -ο: ageless, eternal αγέρωχος, -η, -ο: arrogant, haughty, selfimportant αγεφύρωτος, -η, -ο: unbridged άγημα, το: party, landing party, detach¬ ment αγιάζι, to: hoarfrost II (ψύχρα) chill αγιάζω: (μτβ) sanctify, hallow II (αμτβ) become holy, become a saint II (ανακη¬ ρύσσω άγιο) canonize αγίασμα, to: Holy Water αγιασμός, ο: βλ. αγίασμα II blessing of Holly Water αγιαστούρα, η: aspergillum, aspergill, aspersorium αγιάτρευτα (επίρ) incurably αγιάτρευτος, -η, -ο: (που δεν γιατρεύ¬ τηκε) uncured II (που δεν γιατρεύεται) incurable αγίνωτος, -η, -ο: (άγουρος) unripe II (ά¬ ψητος) uncooked

αγριάνθρωπος αγιογδύτης, ο: usurer, thief, robber αγιογραφία, η: icon αγιοκέρι, το: taper, candle αγιόκλημα, το: honey-suckle άγιος, -α, -ο: holy, sacred II (ova) saint αγιότητα, η: holiness, saintliness, sanctity αγκαζάρω: engage, reserve, book αγκαζέ: (κρατημένο) reserved, booked II

(πιασμένο) taken, occupied II (μπράτσο) arm in arm αγκάθι, το: thorn, prickle II (φυτό) thistle αγκαθωτός, -ή, -ό: thorny, prickly II (σύρμα) barbed αγκαλιά, η: bosom II (αγκάλιασμα) em¬ brace II (φορτίο) armful αγκαλιάζω: embrace, hug II (περιβάλλω) encircle II (μτφ) encompass αγκάλιασμα, το: embrace, hug αγκίδα, η: splinter, II (αγκάθι) spine, thorn αγκινάρα, η: artichoke αγκίστρι, το: hook II (ψαρέματος) fish hook άγκιστρο, το: βλ. αγκίστρι αγκιστρώνω: hook II (καθηλώνω) pin, nail II (μτφ) entice, decoy, catch αγκίστρωση, η: hooking II (καθήλωση) pinning, immobilization αγκιστρωτός, -ή, -ό: hooked αγκομαχητό, το: panting, gasp, gasping II (γόγγυσμα) moan, groan αγκομαχώ: pant, gasp, puff, gasp for breath II (γογγύζω) moan, groan αγκράφα, η: clasp II (πόρπη ζώνης) buckle αγκύλη, η: (κλείδωση) elbow II knee II (σημείο) bracket αγκυλώνω: prickle, prick αγκύλωση, η: ankylosis, anchylosis αγκυλωτός, -ή, -ό: crooked, hooked II ~ σταυρός: swastica, swastika άγκυρα, η: anchor II ρίχνω cast anchor, drop anchor, let go the anchor II σηκώνω weigh anchor αγκυροβόλημα, το: bringing a ship to an¬ chor, anchoring, casting anchor, mooring αγκυροβόληση, η: βλ. αγκυροβόλημα αγκυροβολιά, η: βλ. αγκυροβόλημα αγκυροβόλιο, το: anchorage, moorage, mooring 445

αγκυροβολώ: cast anchor, drop anchor.

bring to anchor, moor

αγκωνάρι, το: corner-stone (και μτφ) αγκώνας, ο: elbow αγνάντεμα, το: watching, gazing αγναντεύω: watch, gaze αγνεία, η: purity, chastity II (παρθενι-

κότητα), virginity άγνοια, η: ignorance II (στρ) AWOL αγνός, -ή, -ό: pure, chaste αγνότητα, η: βλ. αγνεία αγνοώ: ignore, be ignorant, be unaware αγνωμοσύνη, η: ingratitude, ungrateful¬ ness αγνώμων, -ον: ingrate, ungrateful, un¬ thankful αγνώριστος, -η, -o: unrecognizable άγνωστος, -η, -ο: unknown, stranger άγονος, -η, -ο: infertile, barren, unpro¬ ductive, sterile II (μη επικερδής) unprof¬ itable αγορά, η: market, market place II (ψώ¬ νιο) buy, purchase αγοράζω: buy, purchase αγοραίος, -a, -o: for hire, for rent αγοράκι, το: little boy, youngster, laddie αγοραπωλησία, η: buying and selling, purchase αγοραστής, o: buyer, purchaser αγόρευση, η: rhetoric, oration II (λόγος) speech αγορεύω: orate II (βγάζω λόγο) deliver a speech, make a speech αγόρι, το: boy, youngster, lad αγορανομία, η: market inspection (po¬ lice) αγουρίδα, η: unripe grape II (ξυνό στα¬ φύλι) sour grape άγουρος, -η, -o: unripe, green II (μτφ) unripe, green, immature αγράμματος, -η, -o: illiterate, uneducated, ignorant αγραμματοσύνη, η: illiteracy, ignorance άγραφος, -η, -o: unwritten II (λευκός) blank άγρια: (επίρ) wildly, savagely, fiercely, ferociously αγριάδα, η: fierceness, ferocity, savagery, savageness II (φυτό) grass αγριάνθρωπος, o: savage

αγριεύω αγριεύω: get angry, be infuriated II (μτβ) infuriate αγρίμι, το: wild beast, wild animal II (μτφ) unsociable II (ατίθασσος) wild, unruly αγριόγατος, o: wild cat αγριογούροννο, το: wild boar αγριοκάτσικο, το: wild goat II (μτφ) wild, unruly αγριοκοιτάζω: glare, look angrily, look daggers άγριος, -a, -o: savage II (όχι ήμερος) wild II (μτφ) furious, ferocious, fierce αγριότητα, η: βλ. αγριάδα αγριότοπος, ο: wild, wilderness, barren land αγριόχοιρος, ο: βλ. αγριογούρουνο αγριωπά (επίρ): grimly, fiercely αγριωπός, -ή, -ό: grim, fierce αγροικία, η: cottage, farm house, ranch house αγροίκος, -α, -o: coarse, rough II (αγε¬ νής) rude αγρόκτημα, το: farm, ranch αγρονομία, η: agronomy αγρός, ο: field αγρότης, ο: (θηλ. αγρότισσα, η): coun¬ tryman, peasant II (κτηματίας) farmer, rancher αγρότισσα, η: βλ. αγρότης αγροτικός, -ή, -ό: agrarian, rustic, rural αγροφυλακή, η: agrarian police αγροφύλακας, ο: agrarian guard άγρυπνα: (επίρ) wakefully II (μτφ) wigilantly, watchfully αγρυπνία, η: wakefulness II (θρησκ) vigil II (άγρυπνη προσοχή) vigilance, wake¬ fulness άγρυπνος, -η, -ο: wakeful, sleepless II (προσεκτικός) vigilant, watchful αγρυπνώ: lie awake, keep awake II (είμαι προσεκτικός) watch, be watchful αγυάλιστος, -η, -o: unpolished αγύμναστος, -η, -ο: untrained αγύρευτος, -η, -ο: unclaimed, unsaught II (μη επιθυμητός) undesirable αγύριστος, -η, -ο: (μη επιστραφείς) unretumed II (που δεν έχει γυριστεί) un¬ turned, unreversed II (απλήρωτος) un¬ paid II (πεισματάρης) ~ο κεφάλι: stub¬

born, obstinate, headstrong αγυρτεία, η: charlatanism, charlatanry, quackery, humbuggery αγύρτης, o: charlatan, quack, impostor, humbug, humbugger αγύρτικος, -η, -o: charlatanic, charlatanical, deceitful αγχιστεία, η: affinity, relationship by marriage αγχόνη, η: gallows, gallowstree, gibbet άγω: lead, conduct II guide αγωγή, η: (ανατροφή) breeding II (δια¬ γωγή) conduct II (μόρφωση) education II (καθοδήγηση) guidance II (νομ) lawsuit, action αγώγι, το: (μεταφορά) carriage, porterage II (φορτίο) load II (μεταφορικά) porter¬ age, fare αγωγιάτης, ο: (θηλ. αγωγιάτισσα): driv¬ er, mule skinner, muleteer, carter, guide αγώγιμος, -η, -ο: (νομ) actionable II (ηλεκτρ) conductible αγωγός, ο: (μεταφορέας) conductor II (σωλήνας) pipe, pipeline, conduit, duct αγώνας, o: fight, struggle, strife II (συ¬ ναγωνισμός) contest II (αθλ) contest, game, match II αγώνες (αθλ) games, sports, athletic, events αγωνία, η: (ανησυχία) anxiety II (οδύνη) anguish, agony II (αγωνιώδης αναμονή) suspense αγωνίζομαι: struggle, strive, fight II (συ¬ ναγωνίζομαι) compete αγώνισμα, το: contest, game, sport αγωνιστής, ο: (θηλ. αγωνίστρια): contes¬ tant, fighter, II (παλ. πολεμιστής), vet¬ eran, war veteran αγωνιστικά: (επίρ) agonistically II (συναγ.) competitively αγωνιστικός, -ή, -ό: agonistic, combative αγωνιώ: (ανησυχώ) be anxious II (νιώθω οδύνη) feel anguish be in agony, anguish II (περιμένω με αγωνία) be in suspense αγωνιώδης, -ες: (ανήσυχος) anxious II (σε οδυνηρή αγωνία) anguished, agonizing, in agony αδαής, -ές: (αγνοών) ignorant, unac¬ quainted, unfamiliar, II (άπειρος) inex¬ perienced αδάμαστος, -η, -ο: (μη καταβαλλόμενος) 446

αόιαντροπιά indomitable, unconquerable, invincible II (μη δαμασμένος) untamed, unbroken, not broken II (μη καταβληθείς) uncon¬ quered, II (θάρρος) unbroken αδάπανος, -η, -o: inexpensive, free αδασμολόγητος, -η, -ο: free of duty, duty free άδεια, η: (συγκατάθεση) permission, consent II (απουσία, διακοπές) leave of absence, leave, vacation II (γραπτή) per¬ mit, licence II (στρ) furlough II ~ οδηγού: driver’s licence II ποιητική poetic li¬ cence αδειάζω: empty, vacate, evacuate II (ό¬ πλο) discharge II (έχω καιρό) be free, have time αδειανός, -ή, -ό: βλ. άδειος άδειος, -α, -ο: empty II (όχι πιασμένος) unoccupied, free II (θέση, δωμάτιο κλπ) vacant αδειούχος, -α, -ο: on leave, on vacation II (στρ) on furlough αδέκαρος, -η, -o: penniless, broke, desti¬ tute αδέκαστος, -η, -ο: (μη δωροδοκούμενος) incorruptible, unbribed, incorrupt II (αμερόληπτος) unbiased, impartial, eq¬ uitable αδελφάτο, το: βλ. αδελφότητα αδελφή, η: sister αδέλφια, τα: brothers, sisters II (και των δύο φύλων) siblings, brother and sister αδελφικός, -ή, -ό: brotherly, fraternal αδελφοκτονία, η: fratricide αδελφοκτόνος, ο: fratricide αδελφοποίηση, η: fraternization αδελφός, ο: brother αδελφότητα, η: (αρσ) brotherhood II (θηλ) sisterhood II (οργ) fraternity, asso¬ ciation αδελφώνω: fraternize αδένας, ο: gland άδεντρος, -η, -ο: treeless αδέξιος, -α, -ο: clumsy, awkward αδέσμευτος, -η, -ο: unbound II (μτφ) un¬ bound. under no obligation αδέσποτος, -η, -ο: masterless, stray, without a master or owner άδετος, -η, -o: untied, loose, unbound, free II (βιβλίο) unbound

447

αδήλωτος, -η, -o: undeclared, unregmcied αδημιούργητος, -η, -ο: (άφτιαστος) un¬ created II (μη φτασμένος, μη πετυχημέ νος) unsuccessful, not having reached the desired success II not yet successful, starting on a career αδημονία, η: anxiety, impatience αδημονώ: be anxious, be impatient, fret αδημοσίευτος, -η, -ο: (που δεν έχει δη¬ μοσιευτεί) unpublished II (δεν μπορεί να δημοσιευτεί) unpuplishable, unprint¬ able Αδης, ο: Hades II hell αδηφαγία, η: greediness, voracity, vora ciousness, gluttony αδηφάγος, -o: greedy, voracious, glut tonous αδιάβαστος, -η, -ο: (μη διαβαστείς) un¬ read II (που δεν διαβάζεται) unreadable, illegible II (μαθητής) unprepared αδιάβατος, -η, -ο: impassable, impenetra¬ ble αδιάβροχο, το: raincoat, mackintosh, slicker αδιάβροχος, -η, -ο: waterproof αδιαθεσία, η: indisposition αδιάθετος, -η, -ο: (ασθενής) indisposed, unwell II (μη διατεθείς) indisposed II χωρίς διαθήκη) intestate αδιαθετώ: be indisposed αδιαίρετος, -η, -ο: indivisible II undivided αδιάκοπος, -η, -ο: uninterrupted, inces¬ sant, ceaseless αδιακρισία, η: indiscretion, indiscreetness II (άτοπη περιέργεια) inquisitiveness αδιάκριτα: (επίρ) (χωρίς διάκριση) indistinctively, undiscriminatingly, indis¬ criminately αδιάκριτος, -η, -ο: indiscreet II (άτοπα περίεργος) inquisitive II (χωρίς διάκρι¬ ση) indistinctive, indiscriminate, undis¬ criminating αδιάλλακτος, -η, -ο: irreconcilable, un compromising αδιάλυτος, -η, -ο: indissoluble, insoluble, undisolved αδιαμαρτύρητος, -η, -ο: uncomplaining, unprotesting II unprotested αδιανόητος, -η, -ο: unthinkable αδιαντροπιά, η: shamelessness II (θρασύ-

αδιάντροπος τητα) impudence αδιάντροπος, -η, -ο: shameless II (θρα¬ σύς) impudent αδιαπέραστος, -η, -ο: impenetrable, im¬ pervious, impermeable αδιάπτωτος, -η, -ο: undiminished, un¬ abated αδιάρρηκτος, -η, -ο: unbreakable II (στα¬ θερός) firm αδιάσειστος, -η, -ο: unshakable, unshaken αδιάσπαστος, -η, -ο: inseparable, unbro¬ ken, unbreakable αδιατάραχτος, -η, -ο: undisturbed αδιαφάνεια, η: opacity, opaqueness αδιαφανής, -ές: opaque αδιάφθορος, -η, -ο: incorruptible αδιαφιλονίκητος, -η, -ο: indisputable, un¬ questioned, incontestable αδιαφορία, η: indifference, unconcern, apathy, lack of interest αδιάφορος, -η, -o: indifferent, uncon¬ cerned, apathetic αδιαφορώ: be indifferent, take no interest, ignore αδιαχώριστος, -η, -o: inseparable αδιάψευστος, -η, -ο: undeniable, uncon¬ tradicted αδίδακτος, -η, -ο: untaught αδιεκδίκητος, -η, -ο: unclaimed αδιέξοδο, το: impasse, dead end αδιέξοδος, -η, -ο: blind, dead end άδικα: (επίρ) wrongly, wrongfully II (μά¬ ταια) vainly αδικαιολόγητος, -η, -ο: unwarranted, un¬ justifiable, unjustified αδίκαστος, -η, -ο: untried II (εκκρεμής) pending αδίκημα, το: offence αδικία, η: injustice, wrong, iniquity άδικο, το: wrong, injustice II έχω I am wrong άδικος, -η, -ο: unjust, unfair, inequitable, iniquitous αδικώ: do wrong, wrong, do injustice, be unfair αδιόρατος, -η, -o: imperceptible αδιοργάνωτος, -η, -ο: unorganized αδιόρθωτος, -η, -ο: incorrigible II (ανεπα¬ νόρθωτος) irreparable αδιόριστος, -η, -ο: unappointed, unem¬

ployed αδίστακτος, -η, -ο: unhesitating αδοκίμαστος, -η, -ο: untried, untested II (γευστικά) untasted άδολος, -η, -ο: artless, guileles, innocent άδοξος, -η, -ο: inglorious αδούλευτος, -η, -ο: unwrought, raw II (γη) uncultivated αδούλωτος, -η, -ο: unconquered, in¬ domitable II free αδράνεια, η: inertness, inertia II (μτφ) in¬ activity αδρανής, -ές: inert II inactive αδρανώ: be inert II be inactive αδράχτι, το: spindle αδρός, -η, -ο: (άφθονος) generous, abun¬ dant II (χαρακτηριστικό) rugged αδυναμία, η: weakness, feebleness II im¬ potence II (λεπτότητα) thinness, slimness, slenderness αδυνατίζω: weaken II (χάνω βάρος) grow thin, lose weight αδυνάτισμα, το: weakening II (απώλεια βάρους) loss of weight αδύνατος, -η, -o: weak, feeble II (όχι δυνατός) impossible II (λεπτός) thin, slim, slender, II (ονσ το αδύνατον:) im¬ possibility αδυνατώ: be unable, cannot, be incapable αδυσώπητος, -η, -o: implacable, inex¬ orable, relentless, unrelenting άδυτο, το: sanctuary II sanctum II άδυτα των αδύτων: sanctum sanctorum αειθαλής, -ές: evergreen II (μτφ) ageless αεικίνητος, -η, -ο: perpetually moving II (μτφ) restless, never still αείμνηστος, -η, -o: unforgettable, ever memorable αεράγημα, το: air-borne party (troops) αεραγωγός, o: air-shaft, ventilating shaft, air duct αεράκι το: breeze, light breeze αεράμυνα, η: air defence αεραντλία, η: air-pump αέρας, o: air II (άνεμος) wind άεργος, -η, -ο: unemployed, idle αερίζομαι: be aired, be ventilated II (με βεντάλια) fan myself αερίζω: air, ventilate II fan αέριο, το: gas

448

αθόρυβος αεριούχος, -α, -ο: gaseous II (ποτό) car¬ bonated. effervescent αερισμός, ο: airing, ventilating II fanning αεριστήρας, ο: ventilator II (ανεμιστή¬ ρας) fan αεριοθούμενος, -η, -ο: jet-propelled αεροβατώ: dayream. dream, build castles in the air αεροδρόμιο, το: aerodrome, airfield II (αερολιμένας) airport αεροδυναμική, η: aerodynamics αεροθάλαμος, o: air-chamber αερόλιθος, o: aerolite, aerolith αερολιμένας, o: airport αερολογία, η: idle talk., gas. rot. rubbish αερολόγος, -a, -o: a gasbag αερομαχία, η: air battle, air fight αερομεταφορά, η: air transportation αερομεταφερόμενος, -η, -o: air borne, air-transported αεροναύτης, o: aeronaut αεροπειρατεία, η: highjack αεροπειρατής, ο: highjacker αεροπλάνο το: airplane, aeroplane, air¬ craft αεροπλανοφόρο, το: air-craft carrier, flattop αερόπλοιο, το: airship, dirigible αεροπορία, η: aviation II (στρ) air force αεροπορικός, -η, -ο: air. aerial αεροπορικώς (επίρ): by air αεροπόρος, ο: aviator, airman II (πιλότος) pilot αεροσκάφος, το: aircraft αεροστατική, η: aerostatics αερόστατο, το: aerostat, balloon αεροστεγής, -ές: air-tight, air-proof αερόφρενο, το: air brake αεροφωτογραφία, η: aerial photograph αέτειος, -α, -ο: aquiline αετιδέας, -ο: eaglet αετόπουλο το: βλ. αετιδέας αετός, ο: eagle II (χαρταετός) kite αέτωμα, το: gable, cornice αζημίωτος, -η, -ο: uninjured, undamaged αζήτητος, -η, -ο: unclaimed, unsought αζιμούθιο, το: azimuth άζυμος, -η, -ο: unleavened αζύμωτος, -η, -ο: not kneaded II (χωρίς ζύμωση) unfermented

449

άζωτο, το: nitrogen αηδής: βλ. αηδιαστικός αηδία, η: aversion, repugnance, disgust, distaste αηδιάζω: disgust, repel, be repulsive, be repugnant II (αμτβ) be disgusted, be sick, loathe αηδιαστικός, -ή, -ό: loathsome, disguisting, nauseating, repulsive, revolting αηδόνι, το: nightingale αήρ, ο: βλ. αέρας αήττητος, -η, -ο: invincible, undefeated, unbeatable αθανασία, η: immortality αθάνατος, -η, -ο: immortal, deathless άθαφτος, -η, -ο: unburied αθέατος, -η, -ο: unseen, invisible αθεΐα, η: atheism άθελα (επίρ): unintentionally, unwittingly, unwillingly, involuntarily αθέλητος, -η, -ο: unintentional, unwitting, involuntary, unwilling άθελος, -η, -ο: βλ. αθέλητος αθέμιτος, -η, -ο: illegal, illicit, unlawful άθεος, -η, -ο: atheist, atheistic, irreligious αθεόφοβος, -η, -ο: impious, irreligious II (μτφ) rascal, rogue, scoundrel αθεράπευτος, -η, -ο: incurable II (αδιόρ¬ θωτος) incorrigible αθέρας, ο: (φυτού) awn, barb, spike II (κόψη) edge αθέτηση, η: violation, breach, transgres¬ sion αθετώ: violate, break, transgress αθήρ, ο: βλ. αθέρας άθικτος, -η, -ο: intact, untouched II (αβλαβής) unharmed, undamaged άθλημα, το: βλ. αγώνισμα αθλητής, ο: (θηλ. αθλήτρια, η): athlete αθλητικός, -η, -ο: athletic II (γερός, δυνατός) strong, robust, sturdy αθλητισμός, ο: athletics, sport άθλιος, -α, -ο: miserable, wretched αθλιότητα, η: wretchedness, misery άθλος, ο: feat, exploit, heroic deed, act of courage II (του Ηρακλή) labor αθόρυβα: (επίρ) noisellesly II (σιωπηλά) silently, quietly αθόρυβος, -η, -o: noiseless II (σιωπηλός) silent, quiet

άθραυστος άθραυστος, -η, -ο: unbreakable II (που δεν έχει σπάσει) unbroken άθρησκος, -η, -ο: irreligious αθροίζω: add up, sum up άθροιση, η: addition άθροισμα, to: sum, total αθρόος, -α, -o: numerous, plentiful II (μαζί) all together, in a body άθυρμα, to: toy, plaything αθυροστομία, η: indiscretion, indiscreet¬ ness αθυρόστομος, -η, -o: indiscreet, loosetongued II (βρομόλογος) foulmouthed αθώος, -a, -o: innocent II (νομ) not guilty II (μτφ) guileless, artless αθωότητα, η: innocence II (μτφ) guileless¬ ness αθωώνω: absolve, acquit, exonerate αθώωση, η: acquittal, exoneration αίγαγρος, o: chamois, wild goat αιγιαλός, ο: βλ. γιαλός αιγίδα, η: aegis, sponsorship, auspices αίγλη, η: splendor, glory II (μεγαλείο) grandeur αιγόκερως, o: capricorn αιγόκλημα, το: βλ. αγιόκλημα αιδέσιμος, ο; (τίτλος) reverend αιδεσιμότατος, ο: (τίτλος) most reverend αιδοίο, το: pudenda II (γνν) pudendum, pussy αιθάλη, η: soot αιθέρας, ο: ether II (αέρας) air αιθέριος, -α, -ο: ethereal II (μτφ) ethereal, delicate, exquisite αιθήρ, ο: βλ. αιθέρας αίθουσα, η: hall, room II (σχολ) class¬ room αίθριος, -α, -ο: clear, bright, cloudless αιλουροειδής, -ες: feline, cat-like αίλουρος, ο: catamount, wild cat αίμα, το: blood, gore αιματηρός, -ή, -ό: bloody αιματίτης, ο: hematite αιματοχυσία, η: bloodshed αιμοβόρος, -α, -ο: bloodthirsty, san¬ guinary αιμοδοσία, η: blood donation αιμοδότης, ο: blood donor αιμομείκτης, ο: incestuous αιμομειξία, η: incest ·,

αιμόπτυση, η: hemoptysis, spitting up of blood αιμορραγία, η: hemorrhage, bleeding αιμορραγώ: bleed αιμορροΐδες, οι: hemorrhoids, piles αιμοσταγής, -ές: blood-stained αιμοστατικός, -ή, -ό: hemostatic αιμοσφαίριο, το: blood corpuscle II ερυθρό erythrocyte, red blood cor¬ puscle II λευκό leukocyte, white blood corpuscle αιμοφόρο αγγείο, το: blood vessel αιμόφυρτος, -η, -o: bloody, bleeding αιμοχαρής, ες: βλ. αιμοβόρος αίνιγμα, το: enigma, riddle αινιγματικός, -ή, -ό: enigmatic, enigmat¬ ical άιντε (επίφ): come on! come now! αίρεση, η: heresy, sect II (εκλογή) ap¬ proval, condition αιρετικός, -ή, -ό: heretic, heretical αιρετός, -ή, -ό: eligible, elected αισθάνομαι: feel αίσθημα, το: sentiment, feeling II (ρομάντσο), romance, love affair αισθηματίας, o: sentimentalist αισθηματικός, -ή, -ό: sentimental αισθηματικότητα, η: sentimentality αίσθηση, η: sense, feeling, sensation αισθητήριο όργανο, το: sense organ αισθητική, η: esthetics αισθητικός, *ή, -ό: esthetic, esthetical II (ονσ) esthete αισθητός, -ή, -ό: perceptible, discernible by the senses, noticeable αισιόδοξα (επιρ): optimistically αισιοδοξία, η: optimism αισιόδοξος, -η, -ο: optimistic II (ονσ) op¬ timist αισιοδοξώ: be optimistic αίσχος, το: shame, dishonor, disgrace αισχοκέρδεια, η: illicit profit, illicit gain, profiteering αισχροκερδής, o: profiteer αισχρολογία, η: obscenity, filth, filthy talk αισχρολόγος, o: foul-mouthed αισχρός, -ή, -ό: filthy, obscene II shameful, vile, infamous αισχρότητα, η: obscenity, filth II shame-

450

ακατανόητος fulness, indecency αίτημα, το: request, demand αίτηση, η: request, demand II (γραπτή) application II (νομ) petition αιτία, η: cause II (λόγος) reason II (δι¬ καιολογία, λόγος) ground II (κίνητρο) motive αιτιατική, η: accusative αιτιολογία, η: etiology II (εξήγηση) ex¬ planation αίτιο, το: βλ. αιτία αίτιος, -α, -ο: cause, author II (υπεύθυ¬ νος) responsible αϊτός, ο: βλ. αετός αιτούμαι: request, beg, apply for αϊτοφωλιά, η: eyry, eagle's nest αιτώ: demand, request αιφνιδιάξομαι, be surprised, be taken by surprise, be caught unawares αιφνιδιάξω: surprise, take by surprise, catch unawares αιφνιδιασμός, o: surprise II (στρ) surprise attack αιχμαλωσία, η: captivity II (σύλληψη) capture, seizure αιχμαλωτίζω: capture, take prisoner, seize αιχμάλωτος, -η, -o: prisoner, captive II (πολέμου) prisoner of war αιχμή, η: point II (ψηλότερο σημείο κα¬ μπύλης) peak II (βέλους) head αιώνας, ο: century II (μτφ) age αιώνιος, -α, -ο: eternal, perpetual II (α¬ τέλειωτος) everlasting, endless αιωνιότητα, η: eternity αιώρηση, η: swinging, rocking αιωρούμαι: swing, dangle ακαδημαϊκός, -ή, -ό: academic(al) II (υυσ) academician ακαδημία, η: academy ακαθαρσία, η: dirt, filth ακάθαρτος, -η, -ο: dirty, filthy, unclean ακάθεκτος, -η, -ο: uncontrollable, unbri¬ dled, unrestrained II (ορμητικός) fierce, furious ακάθιστος (ύμνος), ο: the Acathist ακαθόριστος, -η, -ο: vague, indefinable, undefined άκαιρος, -η, -ο: untimely, inopportune, unseasonable

451

ακακία, η: (δέντρο) acacia άκακος, -η, -ο: harmless II (αθώος) inno¬ cent, guileless ακαλαισθησία, η: tastelessness, lack of taste, poor taste, bad taste ακαλαίσθητος, -η, -o: tasteless ακάλεστος, -η, -ο: uninvited ακαλλιέργητος, -η, -ο: (γη) uncultivated, fallow II (ανθρ) uncultivated, uncultured, unrefined ακάλυπτος, -η, -ο: uncovered II (απρο¬ στάτευτος) open, unprotected, uncov¬ ered ακαμάτης, -ικο: lazy, loafer, idler άκαμπτος, -η, -o: unbending, inflexible, rigid, stiff ακαμψία, η: inflexibility, rigidity, stiffness II νεκρική rigor mortis άκανθο, η: βλ. αγκάθι ακανθώδης, -ες: (μτφ) thorny, vexatious, controversial ακανόνιστος, -η, -ο: irregular, uneven II (χρον. διαστ.) erratic, uneven II (μη συμμετρικός) asymmetrical) άκαπνος, -η, -ο: smokeless II (μτφ) un¬ seasoned άκαρδος, -η, -ο: heartless, cruel ακαριαία (εττίρ): instantaneously, imme¬ diately ακαριαίος, -α, -ο: instantaneous II (άμεσος) immediate άκαρπος, -η, -ο: fruitless, barren II (μτφ) fruitless, vain ακατάβλητος, -η, -ο: indomitable, uncon¬ querable ακαταγώνιστος, -η, -ο: βλ. ακατάβλητος ακαταδεξία, η: haughtiness, disdain ακατάδεχτος, -η, -ο: haughty, disdainful ακαταλαβίστικος, -η, -ο: βλ. ακατάλη¬ πτος II ~α: jargon ακατάληπτος, -η, -ο: incomprehensible ακατάλληλος, -η, -ο: unfit, unsuitable II (μτφ) inappropriate, improper ακαταλόγιστος, -η, -ο: (ανεύθυνος) irre¬ sponsible ακατάλυτος, -η, -ο: indestructible, lasting ακαταμάχητος, -η, -ο: (ανίκητος) invin¬ cible, indomitable II (μτφ) irresistible II (επιχείρημα) irrefutable ακατανόητος, -η, -ο: ακατάληπτος II

ακατάπαυστος II (χωρίς κληρονόμους) heirless, without heirs II (άτεκνος) childless άκλιτος, -η, -ο: indeclinable ακλόνητος, -η, -ο: unshaken, unmoved, stea