Εξερευνήσεις στα Χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης (Exploring Greek Manuscripts in the Gennadius Library) 9608696070, 9789607067081, 9789608696075, 9789608830318, 9780876614075 [PDF]

Greek manuscript production has a long and fascinating history, covering almost every area of intellectual, religious, l

129 42 10MB

Greek(Modern) Pages 224 [225] Year 2011

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
GL monograph front matter......Page 1
GRK GL Mono ch1-intro......Page 15
GRK GL Mono ch2......Page 23
GRK GL Mono ch3......Page 35
GRK GL Mono ch4......Page 49
GRK GL Mono ch5......Page 63
GRK GL Mono ch6......Page 73
GRK GL Mono ch7......Page 81
GRK GL Mono ch8......Page 95
Politi GL Mono ch9REV......Page 101
GRK GL Mono ch10......Page 109
Politi GL Mono p113......Page 113
GRK GL Mono bib......Page 129
GRK Index......Page 139
Plates p208......Page 153
Papiere empfehlen

Εξερευνήσεις στα Χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης (Exploring Greek Manuscripts in the Gennadius Library)
 9608696070, 9789607067081, 9789608696075, 9789608830318, 9780876614075 [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

Eleni Pappa is a researcher at the Academy of Athens.

O

G

GENNADEION MONOGRAPHS VI

Exploring Greek Manuscripts in the Gennadius Library

Front cover: Genn. MS 42, fol. 2v. Nikephoros Blemmydes, Epitome logica

Edited by Maria L. Politi & Eleni Pappa

Back cover: Genn. MS 5.3, fol. 31. The ekphonesis with a depiction of the Holy Trinity

Translated by John C. Davis & Elizabeth Key Fowden Greek Paleographical Society: 978-960-88303-1-8

ASCSA

reek Manuscripts constitute some of the most beautifully illustrated works of art in both Western and Eastern traditions. Exploring Greek Manuscripts in the Gennadius Library features 12 essays on the tremendously rich and exquisite Greek manuscript collection of the Gennadius Library. Each of the authors are leading manuscript scholars, and their chapters are illustrated by color plates highlighting some of the most interesting and beautiful examples held in the Library’s care. The Gennadius Library of the American School of Classical Studies at Athens and the Greek Paleographical Society have joined together to produce this volume on Greek manuscripts in both Greek and English. Their publication marks the relaunch of the Gennadeion Monographs series and allows the American School of Classical Studies to continue its commitment to bilingual publishing.

The Gennadius Library (known as “the Gennadeion”) contains a large collection of volumes on various aspects of post-classical Greek culture and history. The Library’s archives are the repository of many more important photographs, manuscripts, documents, and special collections. The Gennadeion Monographs series exists to publish studies related to the collections of the library.

Politi and Pappa

n May 10, 2004, the Greek Paleographical Society and the Gennadius Library held a colloquium and exhibition of manuscripts contained in the Library, taking speakers and audience on a Journey through the World of Manuscripts in the Gennadius Collection: From Caesarea to Vienna, from Vasileios Meliteniotes to a companion of Rigas Ferraios, from 1226 to 1796. The Greek Paleographical Society was concerned to take not only specialist scholars on this journey but also interested laymen, giving them the chance to appreciate and discover the intrinsic fascination of some of the manuscripts in the Gennadius Library’s collection assembled by George Gennadius and by his son, John. The initial collection gives a clear indication of the criteria on which it was built. Its special quality lies in the fact that while it does not consist of sumptuous items it nevertheless contains manuscripts that are significant and representative as regards their content and the age in which they were written. Each manuscript has its own intriguing story to tell, and at the same time is witness to the learning and vision of Gennadius.

Exploring Greek Manuscripts in the Gennadius Library

Maria L. Politi is President of the Greek Paleographical Society.

Εξερευνήσεις στα χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης

Μονογραφίες Γεν ναδείου VI

Εξερευνήσεις στα χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης

p Επιμέλεια: Μαρία Λ. Πολίτη και Ελένη Παππά

ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ Σε συνεργασία με την της Ελληνικής Εταιρείας παλαιογραφικός

PRINCETON, NEW JERSEY, USA 2011

Προς τους ευγενέστατους και εξοχώτατους κύριους Γεώργιον τον Γαλάβαρην και Μανούσον τον Μανούσακαν ῥήτορας ἀξιοτάτους

Κι ἂν εἶναι κι ἀποκότησα χάρισμα νὰ σοῦ δώσω ἄξιο, καθὼς ἐτύχαινε, καλὰ δὲν εἶναι τόσο, τσὴ Τύχης δώσ’ τὸ φταίσιμο, κι ὄχι τοῦ θελημάτου, γιατὶ ψηλὲς τσὶ πεθυμιὲς πᾶσα καιρὸν ἐκράτου. Γ. Χορτάτση, Ερωφίλη, Αφιέρωση, στ. 65-68

Πνευματική ιδιοκτησία 2011. Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα. Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος. ΙΣΒΝ 978-960-86960-7-5 Τυπώθηκε στην Ιταλία. Το βιβλίο αυτό εκδίδεται σε συνεργασία με την Ελληνική Εταιρεία παλαιογραφικός (978-960-8830 3-1-8). Η αγγλική έκδοση αυτού του βιβλίου είναι διαθέσιμη από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα (978-0-87661-407-5).

Πρόλογος Η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη έχει μία από τις σημαντικότερες συλλογές χειρογράφων στην Αθήνα. Τα χειρόγραφα είναι ποικίλης θεματολογίας (θεολογικά, λογοτεχνικά, φιλολογικά, ιστορικά, γεωγραφικά, αρχαιολογικά και μουσικά) και χρονολογούνται από το δωδέκατο έως και το­ δέκατο ένατο αιώνα. Η συλλογή απεικονίζει, όπως καμία άλλη συλλογή, τη σημασία της παράδοσης του χειρογράφου στη διατήρηση της συνεχούς ιστορίας της ελληνικής κληρονομιάς ανά τους αιώνες. Φυσικά αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού η αρχική συλλογή χειρογράφων δημιουργήθηκε από τον ιδρυτή της Βιβλιοθήκης, Ιωάννη Γεννάδιο (1844-1932). Ο Γεννάδιος γεννήθηκε στην Αθήνα και πέρασε ένα μεγάλο μέρος της ζωής του ως διπλωμάτης στο Λονδίνο, όπου και συγκρότησε μια μοναδική συλλογή σπάνιων βιβλίων, χειρογράφων, αρχείων και έργων τέχνης με στόχο την ανάδειξη της συνέχειας του ελληνικού πνεύματος από την αρχαιότητα μέχρι τις μέρες του. Η αρχική συλλογή του Γεννάδιου, την οποία δώρισε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών το 1922, περιείχε πάνω από τριακόσια χειρόγραφα, συμπεριλαμβανομένων συλλογών που σχηματίστηκαν από άλλους συλλέκτες, καθώς και χειρόγραφα σε γλώσσες εκτός της ελληνικής. Όταν η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη εδραιώθηκε στην Αθήνα ως κέντρο ιδιαίτερης πνευματικής φήμης μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σημαντικές ιδιωτικές συλλογές χειρογράφων έφτασαν στη Βιβλιοθήκη είτε ως δωρεές (π.χ. τα χειρόγραφα της Ελένης Σταθάτου, η συλλογή του Δαμιανού Κυριαζή και η συλλογή του Αναστάση Κανελλόπουλου) είτε ως αγορές (π.χ. συλλογές Βολίδη και Μαρτάκου). Μετέπειτα προσκτήσεις περιλαμβάνουν ένα σημαντικό αριθμό από καραμανλίδικα χειρόγραφα, ενώ πρόσφατες δωρεές εμπλουτίζουν περαιτέρω τις συλλογές της Βιβλιοθήκης.1 Το συνέδριο και η έκθεση που διοργανώθηκαν στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη από την Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία το καλοκαίρι του 2004 επί θητείας της Χάρης Καλλιγά, αποτελούν σταθμό για την ανάδειξη της μοναδικής συλλογής χειρογράφων της Γενναδείου μιας και έφεραν στην επιφάνεια 79 δείγματα χειρογράφων, πολλά από τα οποία ήταν άγνωστα ακόμη και στους ερευνητές. Ο κατάλογος που δημοσιεύθηκε από την Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία τότε2 έχει ήδη καταστήσει σαφές ότι ο πλούτος της Γενναδείου Βιβλιοθήκης έγκει­ται όχι μόνο στα εντυπωσιακά αντίγραφα σπάνιων εκδόσεων ή στις πολυτελείς βιβλιοδεσίες, αλλά και σε ευρήματα μικρότερου κύρους, αλλά εξίσου σημαντικής ιστορικής σημασίας, που συνέλεξε χάρις στην ιδιοφυΐα του ο Ιωάννης Γεννάδιος.

1. Όπως τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής τα οποία δώρισε στη Βιβλιοθήκη ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Βοστόνης Curtis Runnels.

2. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων: κατάλογος έκθεσης χειρογράφων Γενναδείου Βιβλιοθήκης, επιμ. Μαρία Πολίτη, Ελένη Παππά. Αθήνα: Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία, 2004.

vi

Πρόλογος

Ο τόμος αυτός, που βασίζεται στα πρακτικά του συνεδρίου του 2004, αναλύει τον πολύτιμο ρόλο που κάθε χειρόγραφο διαδραμάτισε στην εποχή του. Χάρις στις οργανωτικές ικανότητες της Μαρίας Πολίτη, μια ομάδα ειδικών ανέλαβε να μελετήσει τη­ μικρο-ιστορία μερικών από τα περισσότερο ενδιαφέροντα ελληνικά χειρογράφα της συλλογής της Γενναδείου. Δεν θα σταθώ πάρα μόνο λίγο στην αξιοθαύμαστη διερευνητική ­ δουλειά που απαιτείται ώστε να αποκτήσουν ζωή τα χειρόγραφα. Άλλωστε η αποκάλυψη κρυφών θησαυρών είναι μία από τις μεγαλύτερες ικανοποιήσεις που μπορεί να προσφέρει μια βιβλιοθήκη σε έναν ερευνητή· τα δοκίμια του τόμου φέρνουν στο προσκήνιο ακριβώς αυτή την πτυχή της έρευνας. Οι μελέτες που περιλαμβάνονται στον ­ τόμο­ αυτό αναλύουν το ρόλο που έπαιξαν τα χειρόγραφα στη διατήρηση της πνευματικής ιστορίας της Ελλάδας· αναγνωρίζουν γραφείς, προσδιορίζουν μεθόδους αντιγραφής και χειρόγραφες παραδόσεις κειμένων, αλλά επίσης διευκρινίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο Ιωάννης Γεννάδιος επέλεγε τα χειρόγραφα που αγόραζε. Τα δοκίμια άπτονται θεμάτων παλαιογραφίας, τέχνης, μουσικής και επιστήμης, αλλά ασχολούνται επίσης και με τις πρακτικές πτυχές της σχολικής εκπαίδευσης ή την ιστορική πραγματικότητα στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης. Η πολυμάθεια και η ευρύτητα αυτού του τόμου σίγουρα θα κινήσουν το ερευνητικό ενδιαφέρον για αυτή τη μοναδική συλλογή χειρογράφων. Άλλωστε, αυτή η πρώτη διερεύνηση της συλλογής χειρογράφων της Γενναδείου έχει ήδη λειτουργήσει ως έναυσμα για άλλες δραστηριότητες μέσα στη βιβλιοθήκη. Μια γενναιόδωρη διετούς διάρκειας χορηγία από το ίδρυμα Demos των Η.Π.Α. χρηματοδότησε την απογραφή όλων των ελληνικών χειρογράφων της βιβλιοθήκης (2008-2010). Υπό την εποπτεία της βιβλιοθηκαρίου της Γενναδείου Ειρήνης Σολομωνίδη και με την επιστημονική αρωγή της Μαρίας Πολίτη, η φιλόλογος και παλαιογράφος Βασιλική Λιάκου-Kropp καταλογογράφησε ηλεκτρονικά όλα τα ελληνικά χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης στο συλλογικό ηλεκτρονικό κατάλογο των βιβλιοθηκών της Αμερικανικής Σχολής, την Αμβροσία. Είναι ελπίδα όλων μας ότι και άλλες παρόμοιες πρωτοβουλίες θα διασφαλίσουν την καταλογογράφηση και των υπόλοιπων χειρογράφων της Βιβλιοθήκης. Η σημαντική αυτή μελέτη αποτελεί τον έκτο τόμο της Σειράς Μονογραφιών της Γενναδείου, στην οποία έχει δημοσιευθεί σπουδαίο πρωτογενές υλικό από τις συλλογές της Γενναδείου από το 1940. Τα θέματα της Σειράς αυτής κυμαίνονται από τις εντυπώσεις του νεαρού Ερρίκου Σλήμαν από το ταξίδι του τις Η.Π.Α. (τόμ. ΙΙ) και τα εντυπωσιακά σχέδια των βενετικών οχυρώσεων που είχε παραγγείλει ο Βενετός αξιωματούχος Francesco Grimani το δέκατο έβδομο αιώνα (τόμ. IV), έως ταξιδιωτικές αναφορές (τόμ. III) και στρατιωτικές εκθέσεις από το ημερολόγιο του Thomas Douglas Whitcombe του 1827 (τόμ. V). Ο τόμος αυτός αντιπροσωπεύει μια νέα αρχή της Σειράς Μονογραφιών της Γενναδείου μετά την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου του Kevin Andrews Castles of the Morea (τόμ. IV) του 2006. Δημοσιεύεται ταυτόχρονα στην αγγλική και την ελληνική γλώσσα και φιλοδοξεί να ενισχύσει δυναμικά τη δημοσίευση ανέκδοτου υλικού από τη Βιβλιοθήκη.

Προλογος

vii

Αποκαλύπτοντας τον πλούτο και τη σπουδαιότητα της συλλογής των χειρογράφων της Γενναδείου για τη μελέτη της ελληνικής φιλολογίας και ιστορίας, το παρόν βιβλίο δείχνει με σαφήνεια τον αποφασιστικό ρόλο που η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη και οι συλλογές της παίζουν για τη μελέτη του Ελληνισμού κατά τη διάρκεια της βυζαντινής, της μεταβυζαντινής και της νεότερης περιόδου. Είμαστε υπόχρεοι στη Μαρία Πολίτη, μια αληθινή υπέρμαχο της συλλογής των χειρογράφων της Γενναδείου, για την έμπνευση και διοργάνωση της έκθεσης και της ημερίδας, για τις εξαιρετικές της δεξιότητες στην επιμέλεια του τόμου, αλλά πάνω απ’ όλα για την απαράμιλλη αφοσίωσή της στο στόχο της που κατέστησαν δυνατό αυτόν τον τόμο. Είμαι ευγνώμων στην Ελένη Παππά για την ακούραστη συντακτική της επιμέλεια, στους John Davis και Elizabeth Fowden για την προσεκτική μετάφραση των ελληνικών κειμένων, καθώς και στη Μαρία Γιουρούκου για την επιμέλεια των ευρετηρίων. Θα ήθελα, επίσης, να ευχαριστήσω το προσωπικό του Τμήματος Εκδόσεων της ΑΣΚΣΑ, υπό την ηγεσία των Andrew Reinhard, Carol A. Stein και Charles Watkinson για την παραγωγή αυτού του βιβλίου καθώς και τη Mary Jane Gavenda για το σχεδιασμό του τόμου. Ο δρόμος είναι πια ανοικτός για τη σωστή αξιολόγηση και παρουσίαση των χειρογράφων της Γενναδείου. — Μαρία Γεωργοπούλου, Διευθύντρια Γενναδείου Βιβλιοθήκης

Περιεχόμενα Κατάλογος Εικόνων ix

•1•

Εισαγωγή: Ο Ιωάννης Γεννάδιος και η συλλογή χειρογράφων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Μαρία Λ. Πολίτη 1 •2•

Τα εικονογραφημένα βυζαντινά χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Αγγελική Μητσάνη 9 •3•

Χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης αποκείμενα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη Εμμανουήλ Στ. Γιαννόπουλος 21 •4•

Το κείμενο «της Κλίμακος» στο χειρόγραφο Κυριαζή 15 Νόννα Δημ. Παπαδημητρίου 35 •5•

Εικονογραφημένα χειρόγραφα της εποχής του έντυπου βιβλίου Όλγα Γκράτζιου 49 •6•

Χειρόγραφες πηγές της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Γεννάδειο Κρίτων Χρυσοχοΐδης 59

x

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

•7•

Έλληνες και Δυτικοί λόγιοι, αντιγραφείς και φιλόλογοι (15ος-19ος αι.) σε χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Ελένη Παππά 67 •8•

Τα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Χαρίτων Καρανάσιος 81 •9•

Και πάλι τα καραμανλίδικα ως μέσο έκφρασης των Μικρασιατών Ορθοδόξων. Δύο χειρόγραφα του 18ου αιώνα Πηνελόπη Στάθη 87 • 10 •

Το Υπόμνημα του 1796. Μια πρόσθετη ανάγνωση Σπύρος Ι. Ασδραχάς 95 • 11 •

΄Ιχνη του Ιωάννη Εμμανουήλ, σύντροφου του Ρήγα, σε «Μαθηματάριο» του 18ου αιώνα Γιάννης Κόκκωνας 99

ΣΥ ΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ

115 βιβλιογραφία

116 ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ

125 ΠΙΝΑΚΕΣ

Κατάλογος Εικόνων Εικον ες Προμετωπίδα: Βιβλιόσημο Ιωάννου και Ανθής Γενναδίου 1. Fragment of a letter written in German with the signature of Ioannis Emanuel [Emmanouil]

113

2. Could this be the face of Rigas, sketched by his anguished comrade Ioannis Emmanouil?

114

Πινακες 1. Γενν. 259, φ. 1: Aρχή του ευαγγελίου του Mατθαίου, ορθογώνιο επίτιτλο και αρχικό γράμμα B 2. Γενν. 259, φφ. 94v-95: Tέλος του ευαγγελίου του Mάρκου και αρχή του ευαγγελίου του Λουκά, αρχικό γράμμα E. Κάτω, η ιδιότυπη αρίθμηση του τετραδίου: βα΄ [= Δευτέρα] 3. Γενν. 259, φφ. 153v-154: Πασχάλια 4. Γενν. 1.5, φ. 1v: Σημείωμα του αγίου Eπιφανίου 5. Γενν. 1.5, φ. 2: Eπιστολή Eυσεβίου προς Kαρπιανόν 6. Γενν. 1.5, φ. 85v: Ευαγγελιστής Λουκάς 7. Γενν. 1.5, φ. 132v: Ευαγγελιστής Iωάννης 8. Γενν. 1.5, φ. 86: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, το σύμβολό του ο λέων, επίτιτλο 9. Γενν. 1.5, φ. 133: Aρχή ευαγγελίου Iωάννη, το σύμβολό του ο αετός, επίτιτλο 10. Γενν. 1.5, φ. 166: Eπίγραμμα, αρχή κολοφώνος 11. Γενν. 1.5, φ. 166v: Tέλος κολοφώνος, αρμενικό σημείωμα 12. Γενν. 1.6, φ. 15: Σημείωμα άγνωστου γραφέα 13. Γενν. 1.6, φφ. 79v-80: Επίγραμμα, κολοφών 14. Γενν. 1.6, φ. 35: Ευαγγελιστής Λουκάς 15. Γενν. 1.6, φ. 35v: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, επίτιτλο, αρχικό γράμμα E, δείγμα γραφής 16. Γενν. Μα 17, φ. 305: Ο κολοφών του Νικηφόρου 17. Γενν. Κυ 25, φ. 106: Ο κολοφών του Ιωάννου του Χίου 18. Γενν. 26, φ. 191: Ο κολοφών του Ιωάσαφ 19. Γενν. Κυ 30, 82v: Εξηγήσεις καλοφωνικών ειρμών από τον Χουρμούζιο 20. Γενν. 25, φ. 198: Αυτόγραφο Δημητρίου Λώτου του Χίου

xii

Κατάλογος των Φωτογραφιών

21. Γενν. Κυ 27, φ. 145: Εξηγήσεις Γεωργίου του Ρυσίου 22. Γενν. 231, φ. 3: Στίχοι Γεωργίου Σούτζου, μέλος Γρηγορίου 23. Γενν. Κυ 15, φ. 8: Η γραφή του Κυριακού 24. Γενν. Κυ 15, φ. 308 (λεπτομέρεια): Το βιβλιογραφικό σημείωμα 25. Γενν. Κυ 15, φ. 7v: Το ερυθρόγραφο σχεδίασμα της κλίμακος 26. Γενν. Κυ 15, φ. 10v: Κείμενο της Κλίμακος με παραπομπές σε σχόλια (λεπτομέρεια) 27. Γενν. Κυ 15, φ. 14v: Οι παραπομπές με τα σχόλια 28. Γενν. Κυ 15, φ. 14: Ο Κυριακός εξηγεί τον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια 29. Γενν. Κυ 15, φ. 23 (λεπτομέρεια): Ο Κυριακός επαναλαμβάνει τον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια 30. Γενν. 5.4, φ. 5v-6: Αρχή της Λειτουργίας του Χρυσοστόμου. Στο φ. 5v παράσταση του Ιωάννη Χρυσοστόμου και κενός χώρος για τον τίτλο που τελικά δεν αναγράφτηκε 31. Γενν. 5.4, φ. 23v-24: Αρχή της Λειτουργίας του Βασιλείου 32. Γενν. 5.4, φ. 53v-54: Αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων. Στο φ. 53v παράσταση του Γρηγορίου Διαλόγου 33. Γενν. 5.4, φ. 67v-68: Αρχή του Ακαθίστου Ύμνου. Ως προμετωπίδα ολοσέλιδη παράσταση του Ευαγγελισμού 34. Γενν. 5.4, φ. 80v: Ο Χριστός ως θυσιαζόμενος αμνός. Σπάνιο θέμα για ολοσέλιδη προμετωπίδα, εισάγει το τμήμα του χειρογράφου με τις ευχαριστιακές ευχές 35. Γενν. 5.4, φ. 15: Γύρω από το αρχικό Τ τυλίγεται ταινία με την επιγραφή: Μνήσθητι Κ(ύρι)ε Λεοντίου Ιερ(ομο)νάχου 36. Γενν. Κυ 16, φ. 42: Αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων 37. Γενν. Κυ 16, φ. 34v: Το αρχικό Τ ιστορείται με παράσταση του Ιωάννη Προδρόμου, στον οποίο αναφέρεται η ευχή που ακολουθεί 38. Γενν. 5.3, φ. 4v-5: Ιωάννης ο Χρυσόστομος και αρχή Λειτουργίας Χρυσοστόμου 39. Γενν. 5.3, φ. 29v-30: Μέγας Βασίλειος (η παράσταση έμεινε ημιτελής) και αρχή Λειτουργίας Βασιλείου 40. Γενν. 5.3, φ. 66v-67: Γρηγόριος Διάλογος. Οι επιγραφές δεν αναγράφτηκαν 41. Γενν. 5.3, φ. 31: Εικονογραφείται η εκφώνηση με παράσταση Αγίας Τριάδος και, στο αρχικό γράμμα Ε, του ίδιου του ιεράρχη που ιερουργεί 42. Γενν. Βο 2: Εικονογραφημένη Χρονογραφία. 17ος αιώνας. Στο φ. 45 η αρχή της βασιλείας Ιουστινιανού. Εικονίζονται ο Ιουστινιανός με τον Βελισσάριο 43. Σπάραγμα Ι: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 1 44. Σπάραγμα ΙΙ: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 10v 45. Σπάραγμα ΙΙΙ: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 2 46. ΕΒΕ 2752, φ. 64v: Ο δεύτερος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας 47. ΕΒΕ 2753, σ. 101: Ο τρίτος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας

Κατάλογος των Φωτογραφιών

xiii

48. ΕΒΕ 2753, σ. 102: Ο τρίτος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας 49. Γενν. 59, φ. 1: Μανουήλ Χρυσολωρά, Ερωτήματα. Γραφέας: Γεώργιος Τριβιζίας (15ος αι.) 50. Γενν. 55, φ. 96v-97: Λατινοελληνικό λεξικό, αυτόγραφο του Felix Contelorius (17ος αι.) 51. Γενν. 36, φ. 1: Ευσταθίου, Παρεκβολαί εις την Διονυσίου Περιήγησιν (τέλος 15ου–αρχ. 16ου αι.) 52. Γενν. 37, σ. 1–2: Edward Wells, Διασκευή του έργου του Διονυσίου Περιηγητή Της πάλαι και της νυν Οικουμένης Περιήγησις (18ος αι.) 53. Γενν. 35, φ. 1: Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια (16ος αι.) 54. Γενν. 56, φ. 2: Παράφραση στα Ηθικά Νικομάχεια, αυτόγραφο του John Osbaldeston (1684) 55. Γενν. 61, σ. 1: Αριστάρχου νεωτέρου του Γραμματικού, Κανόνων Θησαυρός. Γραφέας: Θεόδωρος Σύψωμος (19ος αι.) 56. Γενν. 57, φ. 1: Γλωσσάριο τραγωδιών του Ευριπίδη, αυτόγραφο (;) του Thomas Gaisford (19ος αι.) 57. Γενν. 62, σ. 1: Γεωργίου του Χοιροβοσκού, Επιμερισμοί στους Ψαλμούς, με ιδιόγραφες οδηγίες του Thomas Gaisford για το τυπογραφείο (19ος αι.) 58. Γενν. 62, σ. 10: Γεωργίου του Χοιροβοσκού, Επιμερισμοί στους Ψαλμούς, με ιδιόγραφες οδηγίες του Thomas Gaisford για το τυπογραφείο (19ος αι.) 59. Γενν. 47, σ. 1: Θεοφίλου Κορυδαλέα, Εις φιλοσοφίαν προδιοίκησις 60. Γενν. 44, φ. 4: Θεοφίλου Κορυδαλέα, Υπόμνημα Περί Ουρανού 61. Γενν. 43, φ. 1: Αδήλου, Λογική Αμφίσκιος αριστοτελική και νεωτερική 62. Γενν. 42, φφ. 2v–3: Νικηφόρου Βλεμμύδη, Επιτομή Λογικής 63. Γενν. 42, φ. 88v: Νικηφόρου Βλεμμύδη, Τέλος Λογικής Βλεμμύδου φιλοσόφου, και το βιβλιογραφικό σημείωμα 64. Γενν. 94.3, σ. 196: Χρονικό καραμανλίδικο· αρχή του καταλόγου αυτοκρατόρων 65. Γενν. 801. Το verso του παραφύλλου και το recto του πρώτου φύλλου, πλούσια σε πληροφορίες για τον γραφέα και τους κτήτορες του χειρογράφου 66. Γενν. 801, σ. 17. Χαρακτηριστική σελίδα του χειρογράφου, με κτητορικό σημείωμα του γραφέα και πρώτου κτήτορα Μπάρμπουλου Δήμου Νικολάου και σφραγίδα ενός από τους κατοπινούς κτήτορες, του μοναχού Παρθενίου 67. Γενν. 801, σ. 85. Άλλη σελίδα του Μαθηματαρίου, με καλά δείγματα της επιδεξιότητας του Μπάρμπουλου Νικολάου στην καλλιγραφία και τη διακόσμηση των πρωτογραμμάτων 68. Γενν. 801. Κτητορικό σημείωμα του Ιωάννη Εμμανουήλ, γραμμένο στις 2 Οκτωβρίου 1784, όταν ήταν δέκα ετών και φαίνεται ότι άρχισε να διδάσκεται τα αρχαία ελληνικά

xiv

Κατάλογος των Φωτογραφιών

69. Εδώ συγκέντρωσε κάποια στιχουργήματα του ο Ιωάννης Εμμανουήλ στις 8 Ιανουαρίου 1796. Δεξιά το επικολλημένο με ισπανικό κηρό δίφυλλο, που περιέχει ένα από τα δύο γνωστά τυπωμένα ποιήματά του 70. Γενν. 801, σ. 361, με τη μορφή του Ρήγα;



1•

Εισαγωγή: Ο Ιωάννης Γεννάδιος και η συλλογή χειρογράφων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Μ Α ΡΙ Α Λ . ΠΟΛ ΙΤ Η

Η Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία και η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη οργάνωσαν, στις 10 Μαΐου 2004 στους χώρους της Βιβλιοθήκης, Ημερίδα και Έκθεση χειρογράφων της Γενναδείου, και προσκάλεσαν τους ενδιαφερόμενους σε ένα Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων: από την Καισάρεια στη Βιέννη, από τον Βασίλειο Μελιτηνιώτη στον σύντροφο του Ρήγα, από το 1226 στο 1796.1 Ο υπότιτλος ήταν ενδεικτικός του εύρους των χρονολογικών και γεωγραφικών ορίων, της μοναδικότητας των ονομάτων, αλλά συγχρόνως και της χρήσης και της μοίρας των ίδιων των χειρογράφων και των δημιουργών τους, και αφορούσε–κατά σύμπτωση–δύο μόνο από τα χειρόγραφα που παρουσιάστηκαν, το πρώτο και το τελευταίο! Στην Καισάρεια γράφτηκε το πρώτο, από τον ώς τώρα άγνωστο Βασίλειο Μελιτηνιώτη, και–πριν καταλήξει στη Γεννάδειο– ανήκε σε έλληνα συλλέκτη στη Βιέννη, όπου μαρτυρείται η παρουσία και του άλλου χειρογράφου, ο κάτοχος του οποίου, ένας σύντροφος του θρυλικού Ρήγα, παρενέβαλε το 1796 ένα δίφυλλο με δικές του ποιητικές και άλλες συνθέσεις, ελάχιστο χρόνο πριν το μαρτυρικό του τέλος. Και για τα δύο αυτά χειρόγραφα η Βιέννη υπήρξε σημαντικός σταθμός, πριν από το τέλος του δικού τους ταξιδιού, για το ένα ως συλλεκτικό αντικείμενο, ως χρηστικό για το άλλο. Πρόθεση της Εταιρείας ήταν να προσφέρει αυτό το γοητευτικό ταξίδι και στους μη ειδικούς, να τους «ξεναγήσει», δηλαδή, ώστε να ανακαλύψουν μαζί μας τόσο την αξία όσο και τις περιπέτειες κάποιων χειρογράφων που ανήκουν στη συλλογή της Γενναδείου. Και είμαστε ευτυχείς που η επιτυχία της Ημερίδας ολοκληρώνεται τώρα με την έκδοση των ανακοινώσεων εκείνων, και μάλιστα από την Αμερικανική Αρχαιολογική Σχολή. Γιατί με την αρχαιολογική έρευνα συγγενεύει και η παλαιογραφική. Οι αρχαιολόγοι ανασκάπτουν και ανακαλύπτουν τα υλικά κατάλοιπα παλαιότερων εποχών (κτήρια, αγάλματα, χρηστικά αντικείμενα), ενώ οι παλαιογράφοι τα πνευματικά, τα γραπτά κατάλοιπα, σωζόμενα σε μορφή χειρόγραφου βιβλίου. Οι δικές μας ανασκαφές στα χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης έφεραν στο φως έναν ασύλητο θησαυρό! Και επειδή–κατά τα γραφόμενα σε πολύ γνωστό 1. Η ΄Εκθεση περιλάμβανε αντιπροσωπευτικά χειρόγραφα από τις ενότητες για τις οποίες είχε γίνει λόγος στην Ημερίδα, και αρκετά άλλα. Βλ. Πολίτη και Παππά 2004. Οι παραπομπές γίνονται εδώ, προς

αποφυγήν παρανοήσεων, μόνο στις σελίδες του Καταλόγου και σε εικόνες (π.χ., Πολίτη και Παππά, σ. 104-105, εικ. 28).

2

ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ

νομικό χειρόγραφο του 16ου αιώνα–Θησαυρὸς κεκρυμμένος καὶ πηγὴ ἐσφραγισμένη, τίς ἡ ὠφέλεια ἐν ἀμφοτέροις;2 η Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία αποφάσισε να αποσφραγίσει την πηγή και να φέρει στο φως τον θησαυρό αυτόν της Γενναδείου, να κάνει κοινό κτήμα, επιστημόνων και μη, ορισμένα αντιπροσωπευτικά τεκμήρια της πολιτισμικής μας διαδρομής. Με ευχάριστη έκπληξη διαπιστώσαμε πως η συλλογή των ελληνικών χειρογράφων της Γενναδείου εξυπηρετούσε κατεξοχήν αυτόν το στόχο, καθώς είχε συγκροτηθεί με το ίδιο σκεπτικό. Περιείχε δηλαδή χειρόγραφα όχι ιδιαίτερα πολύτιμα, αποκαλυπτικά όμως για το πολιτισμικό περιβάλλον, την εποχή και τις συνθήκες που τα δημιούργησαν, σε όλο το χρονικό διάστημα από τον 12ο αιώνα ώς τον 20ό σχεδόν. Συνεχίζοντας τον παραλληλισμό με την Αρχαιολογία, θα λέγαμε ότι η συλλογή δεν περιλαμβάνει το αντίστοιχο του κρατήρα του Ευφρονίου, αλλά πολλά αντίστοιχα της απλής πήλινης οινοχόης με το συγκινητικό και πολυσήμαντο χάραγμα ΦΕΙΔΙΟ ΕΙΜΙ.3 Παρόμοιους θησαυρούς, λοιπόν, κρύβει η Συλλογή των ελληνικών χειρογράφων της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, και φανερώνει έτσι τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία είχε καταρτιστεί, δηλαδή την επίμονη και διαρκή αναζήτηση περισσότερο για τα τεκμήρια της πνευματικής ιστορίας του ελληνισμού, κυρίως του νεώτερου, και όχι τόσο για πολύτιμα και εντυπωσιακά αντικείμενα. Αποτελείται από τα χειρόγραφα της συλλογής του Γεωργίου Γενναδίου και, κυρίως, του γιου του Ιωάννου.4 Άρχισε να συγκροτείται από τον Γεώργιο Γεννάδιο (†1854), που υπήρξε αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, μεγάλος πατριώτης, εθνικός ευεργέτης, συλλέκτης και λόγιος. Είναι χαρακτηριστικό ότι, μετά την Απελευθέρωση, έλαβε μέρος στην ίδρυση πολλών πνευματικών Ιδρυμάτων (Αρχαιολογικό Μουσείο, Αρσάκειο, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη–της οποίας διετέλεσε και ο πρώτος «επιστάτης», δηλ. Διευθυντής, το 1832!). Αργότερα ο γιος του Ιωάννης τιμούσε ιδιαίτερα τα αντικείμενα της πατρικής συλλογής, και έκανε ειδική μνεία, όπως στην περίπτωση του χειρογράφου Γενν. 1.6:5 Ἀρχαῖον πατρικὸν κτῆμα, σημειώνει στο παράφυλλο. Ο Ιωάννης Γεννάδιος (1844-1932), λόγιος, διπλωμάτης, θερμός πατριώτης αλλά και διάσημος βιβλιόφιλος και συλλέκτης, γνωστός σήμερα περισσότερο με την τελευταία αυτή ιδιότητα, ως ιδρυτής της φερώνυμης Βιβλιοθήκης. Γιατί το 1922 πρόσφερε ολόκληρη την πολύτιμη Βιβλιοθήκη του στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, υπό τους όρους: να μείνει για πάντα στην Ελλάδα, να φυλάσσεται σε ειδικό κτήριο

2. Γκίνης και Πανταζόπουλος 1985, σ. 31 (Η αρχή του Προοιμίου). Πρβ. και χειρόγραφο ΕΒΕ 2372, φ. 3v στο Πολίτης 1991, σ. 371. 3. Πρόκειται για τα θραύσματα της οινοχόης, που βρέθηκε στο εργαστήρι του Φειδία, στην Ολυμπία. Βλ. Φραγάκη 2007, σ. 364-379, ιδ. 373-374. 4. Για τον Γεώργιο και Ιωάννη Γεννάδιο, τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη και τη συλλογή των ελληνικών χειρογράφων βλ. Topping 1955, σ. 121-148, ιδ. 145-146

[RRO 421] · Walton 1964, σ. 305-326 · 1970, σ. 3-16, ιδ. 12-14 · 1972, σ. 5-17, ιδ. 8-11· Γεννάδειος Βιβλιοθήκη 2001 · Μαζαράκης-Αινιάν 2002. 5. Ως ελάχιστος φόρος τιμής εκ μέρους μας, στην ΄Εκθεση το χειρόγραφο πήρε επίσης τον αρ. 1, όπως είχε και στον ιδιόγραφο Κατάλογο του Ιωάννου Γενναδίου (βλ. σημ. 6). Βλ. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 13 και 21-23. Για το χειρόγραφο βλ. και εδώ, Αγγελική Μητσάνη, σ. 11-14.

Εισαγωγή

3

που θα ονομαστεί «Η Γεννάδειος», στη μνήμη του πατέρα του, να δημοσιευτούν λεπτομερείς περιγραφικοί Κατάλογοι κατά είδη,6 κ.ά. Και το 1926 είχε την ευτυχία να αξιωθεί να δει το όραμά του τετελεσμένο και να εγκαινιάσει ο ίδιος, μαζί με την αγαπημένη του σύζυγο Ανθή,7 τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη! Το δημιούργημά του το προίκισε με τις σπάνιες συλλογές του πατέρα του και τις δικές του (όλες τους τις συλλογές: βιβλίων, παλαιτύπων, χειρογράφων, χαρτών, πινάκων κ.ά.), που είχαν δημιουργηθεί με πολλούς κόπους και θυσίες, ακόμα και σε αντίξοες συνθήκες. Κάποτε μάλιστα, σε καιρό οικονομικής δυσπραγίας, αναγκάστηκε να πάρει τη σκληρή απόφαση να πουλήσει αρκετά από τα αντικείμενα της συλλογής, ευτυχώς όμως αργότερα κατάφερε σταδιακά να τα ανακτήσει. ΄Ετρεφε πάντοτε απέραντη λατρεία για την Ελλάδα και για οτιδήποτε αποτελεί μαρτυρία της αδιάκοπης ανάπτυξης της παιδείας και του πολιτισμού της. Και ήταν ο ίδιος βαθύς γνώστης της σημασίας και της δύναμης της παιδείας σε κάθε ιστορική στιγμή, όπως τόσο εύστοχα το έχει εκφράσει: «είναι αμφίβολο αν άλλο έθνος εξετίμησε την παιδεία σε τέτοιο βαθμό, όπως οι ΄Ελληνες, τόσο στις μέρες της δόξας και της ευημερίας τους όσο και στις πιο μαύρες στιγμές της τουρκικής κυριαρχίας».8 Παράλληλα, βέβαια, πίστευε ότι η ελληνική παιδεία εξακολουθεί να έχει την παγκόσμια εμβέλεια, που την διαιωνίζει το απόφθεγμα του Ισοκράτη, χαραγμένο συνοπτικά επάνω από την αρχαιοπρεπή είσοδο της Βιβλιοθήκης: Ἕλληνες καλοῡνται οἱ τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας μετέχοντες,9 για το οποίο πίστευε ότι «θα πρέπει να θεωρείται όχι απλή έκφραση πανηγυρική αλλά νηφάλια διαπίστωση».10 Ενδεικτικό της λατρείας του για την Ελλάδα είναι και το γεγονός ότι ως διπλωμάτης φορούσε την επίσημη στολή των αγωνιστών της Επανάστασης, κι έτσι θέλησε να διαιωνιστεί η φυσιογνωμία του στις απεικονίσεις του. ΄Εντονο ήταν το ενδιαφέρον του για τα χειρόγραφα, κυρίως για εκείνα που αποτελούσαν μαρτυρίες των νοοτροπιών και της πορείας της διανόησης και του νεώτερου ελληνικού πνεύματος κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Ενώ η ιδιαίτερη φιλοκαλία του είναι έκδηλη τόσο στην επιλογή σπάνιων σταχώσεων όσο και στη φροντίδα του να σταχωθούν χειρόγραφα σύμφωνα με το περιεχόμενό τους, όπως στην περίπτωση του Ευαγγελίου (Γενν. 1.6, βλ. εδώ παραπάνω), που δέθηκε, κατά παραγγελία του, από

6. Ο ίδιος ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέταξε το 1922 πλήρη Κατάλογο στα αγγλικά, δακτυλόγραφο, κατά κατηγορία των Συλλογών του (Gennadius 1922), αρχίζοντας από τα χειρόγραφα, για τα οποία δίνει σημαντικές και τεκμηριωμένες πληροφορίες, παρόλο που δηλώνει «μη ειδικός στην παλαιογραφία», και συνιστά «αυτό το τμήμα να αναθεωρηθεί ριζικά πριν τυπωθεί». Δυστυχώς η επιθυμία του για εκτύπωση δεν έχει ακόμα εκπληρωθεί! Ο δικός του Κατάλογος πάντως βρίσκεται στη διάθεση των ερευνητών, και υπήρξε πολύτιμος σύμβουλός μας.—Προ ετών είχαν συνεργαστεί για τη σύνταξη νέου Καταλόγου των χειρογράφων της Γενναδείου ο καθηγητής Αθανάσιος Κομίνης και ο ιστορικός Βασίλης Παναγιωτόπουλος,

η εργασία όμως δεν ολοκληρώθηκε. Τους συγγραφείς ευχαριστούμε θερμά, και από τη θέση αυτή, για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στην Παλαιογραφική Εταιρεία και για την άδεια να συμβουλευτούμε το ανέκδοτο υλικό. 7. Εξελληνισμός του Florence. Ήταν Αμερικανίδα, επίσης βιβλιόφιλος, που συμμερίστηκε και ενίσχυσε το όραμα του συζύγου της για τη Γεννάδειο, βλ. Walton 1964, σ. 320-326. 8. Μαζαράκης-Αινιάν 2002, σ. 5. 9. Ισοκράτης, Πανηγυρικός 4.50: « . . . καὶ μᾶλλον Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἤ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας». 10. Μαζαράκης-Αινιάν 2002, σ. 6.

4

ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ

διάσημο βιβλιοδέτη στο Παρίσι, με απλό κόκκινο βελούδο. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι ο Γεννάδιος επιζητούσε να πλουτίσει τη συλλογή του με χειρόγραφα και άλλα αντικείμενα που ανήκαν στη συλλογή του λόρδου Guilford,11 επίσης οραματιστή-συλλέκτη, και όντως είχε αποκτήσει αρκετά ο ίδιος, ενώ οι υπεύθυνοι της Βιβλιοθήκης επικεντρώνουν την αναζήτηση προς αυτή την κατεύθυνση μέχρι σήμερα, με μεγάλη επιτυχία.12 Η αρχική αυτή συλλογή φανερώνει και τα κριτήρια με τα οποία είχε καταρτιστεί. Η ιδιαιτερότητά της έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι, παρόλο που δεν αποτελείται από εντυπωσιακά χειρόγραφα, είναι πολύ σημαντική και αντιπροσωπευτική όσον αφορά το περιεχόμενό τους, την εποχή τους ή για άλλους λόγους. Το κάθε χειρόγραφο είναι βέβαια αξιόλογο, και συγχρόνως συγκινητικός μάρτυρας της γνώσης και του οραματισμού του Γενναδίου. Συμβάλλει έτσι η Συλλογή αυτή σε κάτι πολύ ουσιαστικό: ώστε να διαγραφεί, δηλαδή, κατά τον καλύτερο τρόπο η εξέλιξη και η πορεία του τρόπου χρήσης του χειρόγραφου βιβλίου, σε όλα της τα στάδια, από μ ο ν α δ ι κ ό αντικείμενο, γραμμένο από έναν ειδικά ασκημένο τεχνίτη, τον γραφέα ( βιβλιογράφο), με πολλή γνώση, τέχνη και κόπο (πόνο), με σκοπό τη διάδοση ενός κειμένου είτε προς άλλους αποδέκτες είτε για δική του χρήση, έως την προσωπική καταγραφή, με ασκημένο ή άτεχνο χέρι, ενός κειμένου για ατομική χρήση, ως επί το πλείστον, είτε για επισημοποίηση και εγκυρότητα ή ασφάλεια. Ενδεικτικά και πάλι, το πρώτο και το τελευταίο μας θέμα. Εντύπωση και απορία ίσως προκαλεί το γεγονός της αντιγραφής και χρήσης χειρογράφων σε τόσο μεταγενέστερη εποχή, ώς και το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Για την ελληνική πραγματικότητα αυτό ήταν σχεδόν αυτονόητο. Η κυκλοφορία του έντυπου βιβλίου υπήρξε πιο σπάνια και δύσκολη, ενώ το χειρόγραφο διατήρησε για όλο αυτό το διάστημα την εμπιστοσύνη του κλήρου και του κοινού γενικότερα. Οι λόγοι γι’ αυτήν τη μακροχρόνια και άνιση συνύπαρξη είναι πολλοί και ποικίλοι, αλλά δεν είναι δυνατόν να αναφερθούν εδώ.13 Πολύ αξιόλογο τμήμα της Συλλογής αποτελεί η μεγάλη ενότητα που περιλαμβάνει έργα αρχαίων κλασικών συγγραφέων, κυρίως γραμμένα κατά την Αναγέννηση στη Δύση, από έλληνες ή δυτικούς λογίους γραφείς, επίσης μεταγενέστερα αντίγραφα παρόμοιων χειρογράφων, με σημειώσεις και σχόλια, προοριζόμενα για το τυπογραφείο. Πρόκειται για σπάνια χειρόγραφα, που δεν απαντούν σε άλλες ελληνικές βιβλιοθήκες, πολύτιμα για τη μελέτη της διαδικασίας παραγωγής του χειρόγραφου και του έντυπου βιβλίου–και τις αλληλεπιδράσεις τους–, επίσης για τα ονόματα λογίων της εποχής και για άλλες πληροφορίες. Και απoδεικνύουν τη σχετική φροντίδα και την επιστημονική γνώση του Γενναδίου. Τα ελληνικά χειρόγραφα της Γενναδείου, άγνωστα ως τώρα στο ευρύ επιστημονικό κοινό, αριθμούν σήμερα περί τα τριακόσια, τα περισσότερα από τα οποία, όπως ήδη

11. Ναβάρη 1985-1986, σ. 132-144. 12. Στη συλλογή Guilford ανήκε ο αρ. 801, βλ. εδώ Γιάννης Κόκκωνας, σ. 99-114.

13. Βλ. Σκλαβενίτης 1982, σ. 283-293. Πρβ. και εδώ, ΄Ολγα Γκράτζιου, σ. 49-57.

Εισαγωγή

5

αναφέρθηκε, ανήκαν στη συλλογή του Ιωάννη Γενναδίου και του πατέρα του, Γεωργίου. Αργότερα στη συλλογή προστέθηκαν αρκετά ακόμα χειρόγραφα, ανάμεσα στα οποία και κάποια πλούσια διακοσμημένα, από τις σημαντικές δωρεές Ελένης Σταθάτου (1947 και 1952), Δαμιανού Κυριαζή (1953 και 1994), Αναστάση Κανελλόπουλου (1970) κ.ά., και από διάφορες αγορές όπως των συλλογών Βολίδη (1956), Μαρτάκου (1969) κ.ά. Ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη περιγραφή, επιθυμώ να θυμίσω ότι η όλη εκδήλωση, Ημερίδα και ΄Εκθεση, ήταν αφιερωμένη τιμητικά στη μνήμη δύο σπουδαίων επιστημόνων, του καθηγητή Γιώργου Γαλάβαρη και του καθηγητή και Ακαδημαϊκού Μανούσου Μανούσακα. Υπήρξαν και οι δύο ενεργά μέλη της Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας και είχαν επίσης στενό σύνδεσμο με τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Περιττό να αναπτύξω την προσωπικότητά τους και το έργο τους. Αυτονόητο ότι και ο τόμος αυτός των Πρακτικών είναι επίσης αφιερωμένος στη μνήμη τους. Δυστυχώς η Μοίρα θέλησε να μνημονεύσουμε εδώ άλλες δύο απροσδόκητες και οδυνηρές απουσίες: Η Αγγελική Μητσάνη και η Πηνελόπη Στάθη έφυγαν–τόσο πρόωρα!–για το δικό τους Μεγάλο Ταξίδι! Εξαιρετικές επιστήμονες, εγκάρδιες φίλες και πολύτιμες συνεργάτιδες αυτού του τόμου, είχαν πλήρη επίγνωση ότι δεν θα προλάβουν να δουν τυπωμένο το κείμενό τους αυτό, για το οποίο εργάστηκαν κυριολεκτικά ως την τελευταία τους πνοή! Η Αγγελική Μητσάνη († Μάιος 2006) είχε φροντίσει να αναθέσει την αναμενόμενη επιμέλεια στη συνάδελφό της Ιωάννα Μπίθα, ενώ το τελικό κείμενο της Πηνελόπης Στάθη († Μάρτιος 2008) είχε την καλοσύνη να επιμεληθεί η Ευαγγελία Μπαλτά. Τις ευχαριστούμε θερμά για τη συγκινητική τους φροντίδα. Η Ημερίδα πιστεύω ότι πέτυχε τον στόχο της, να αναδείξει και να γνωρίσει στο ευρύτερο κοινό διαφορετικές, και κατά προτίμηση άγνωστες ομάδες χειρογράφων της Γενναδείου, το περιεχόμενό τους, τους συντελεστές τους και–κυρίως–την εποχή και το περιβάλλον που τα δημιούργησε. Φυσικά υπάρχουν στη Βιβλιοθήκη και άλλες ενότητες χειρογράφων (π.χ. νομικά) που, αν και προσφέρονταν για πολλαπλές προσεγγίσεις, δεν παρουσιάστηκαν κατά την Ημερίδα, επειδή προσπαθήσαμε να εστιάσουμε το ενδιαφέρον σε λιγότερο γνωστές ομάδες χειρογράφων και να αναδείξουμε τις ιδιαιτερότητες της Συλλογής, ακολουθώντας περίπου χρονολογική σειρά. Οι ομιλητές ήταν όλοι ειδικοί στο θέμα τους, και οι ομιλίες αυστηρά επιστημονικές και πρωτότυπες. Στον τόμο αυτό των Πρακτικών ακολουθείται κάπως αυστηρότερα η χρονολογική σειρά, κατά την αρχαιότητα του παλαιότερου χειρογράφου κάθε ενότητας, αλλά δημιουργούνται και αρκετές παλινδρομήσεις, όπως είναι φυσικό. Οπωσδήποτε όμως η καθοριστική τομή συμβαίνει να είναι πολιτισμική. ΄Ετσι, οι πέντε πρώτες εργασίες ανήκουν στον κόσμο του Βυζαντίου και αυτόν διαιωνίζουν, έστω και αν τα χρονικά όρια των σχετικών χειρογράφων εκτείνονται ως τον 19ο αιώνα, ενώ οι επόμενες πέντε ανήκουν στην Αναγέννηση και τον απόηχό της, δηλαδή στον Διαφωτισμό και στον Νέο ελληνισμό. Και παράλληλα, με την τομή στο ίδιο σημείο περίπου (μεταξύ Βυζαντίου και Διαφωτισμού), εκπροσωπούνται οι αντίστοιχες διαφορετικές χρήσεις του χειρογράφου: από μοναδικό αντικείμενο αντι-γραφής ενός κειμένου, προς διάδοσή του, ως την προσωπική κατα-γραφή για ατομική χρήση ή επιστημονική επεξεργασία.

6

ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ

Η Αγγελική Μητσάνη μάς γνωρίζει τρία διακοσμημένα Ευαγγέλια, που γράφτηκαν σε διαφορετικές περιοχές της Ανατολικής Μεσογείου κατά τον 12ο, 13ο και 14ο αιώνα. Και τα τρία, για άλλους λόγους το καθένα, έχουν ξεχωριστό ενδιαφέρον. Ένα, μικροσκοπικό, έχει γραφτεί με ψιλογραφία από τον Βασίλειο Μελιτηνιώτη το 1226 στην Καισάρεια, και παρουσιάζει εξαιρετικό παλαιογραφικό και ιστορικό ενδιαφέρον, ενώ ένα άλλο μάς γνωρίζει τον γραφέα Μανουήλ Αγιάση. Σημειωτέον ότι και οι δύο δεν ήταν γνωστοί ως τώρα. Ο Εμμανουήλ Γιαννόπουλος θα μάς μυήσει στα χειρόγραφα της Ψαλτικής Τέχνης, που συντέλεσαν στη διάσωση της μουσικής παράδοσης του ελληνισμού. Το παλαιότερο, και πολύ σημαντικό από μουσικολογικής πλευράς, χρονολογείται στον 14ο αιώνα, ενώ τα άλλα γράφτηκαν τον 18ο και 19ο. Και εδώ ανακαλύπτουμε άγνωστους από αλλού γραφείς και άγνωστα μουσικά μέλη. Η Νόννα Παπαδημητρίου εξετάζει ένα άγνωστο χειρόγραφο που περιέχει την Κλίμακα του αγίου Ιωάννου Σιναΐτου, χαρακτηριστικό έργο της Βυζαντινής Φιλολογίας με μεγάλη και διαχρονική κυκλοφορία. Το κείμενο και τα σχόλια που παραδίδει το χειρόγραφο της Γενναδείου αποδεικνύονται πληρέστερα των εκδεδομένων, γεγονός με εξαιρετική σημασία από φιλολογική άποψη. Η ΄Ολγα Γκράτζιου διερευνά κάποιες κατηγορίες χειρογράφων που διατήρησαν τη χειρόγραφη αναπαραγωγή τους στους αιώνες της παράλληλης συνύπαρξης χειρογράφου και έντυπου βιβλίου, και εξηγεί ότι η προτίμηση αυτή προέκυπτε τόσο από ιδεολογικές επιλογές όσο και από πρακτικούς λόγους. Στις κατηγορίες αυτές ανήκουν τα κείμενα των Τριών Λειτουργιών (Χρυσοστόμου, Βασιλείου, Προηγιασμένων), που από το τέλος του 16ου αιώνα έχουν πολυτελή εμφάνιση και πλούσιο διάκοσμο. Παρουσιάζονται τρία χειρόγραφα του είδους, του 17ου και 18ου αιώνα, το καθένα με τις ιδιαιτερότητές του. Σε άλλο είδος, των εικονογραφημένων αναγνωσμάτων, κατατάσσεται ένα σπάραγμα χειρογράφου με ιστορικό περιεχόμενο, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ασήμαντο φυλλάδιο, αποδεικνύεται όμως ότι αποτελεί σπανιότατο δείγμα εικονογραφημένου χειρογράφου, που διασώζει πολύτιμες μαρτυρίες για τη βυζαντινή κοσμική τέχνη, ενώ παράλληλα απηχεί τις αντιλήψεις για την Ιστορία στο περιβάλλον των Ορθοδόξων της Κωνσταντινούπολης του 17ου αιώνα.14 Ο Κρίτων Χρυσοχοΐδης μάς αποκαλύπτει διαφορετικού είδους αρχειακές μαρτυρίες, σε σπαράγματα από δύο παλαιούς Κώδικες της μητροπόλεως Καστορίας, που περιέχουν πράξεις των ετών 1578-1580 και 1703-1725.15

14. Είναι η πιο κατάλληλη ευκαιρία να σημειώσω εδώ ότι το βιβλίο της ΄Ολγας Γκράτζιου (Γκράτζιου 1996), που αποκαλύπτει τις πολύτιμες μαρτυρίες, τις «κρυμμένες» σ’ αυτό το σπάνιο και άλλοτε πολυτελές χειρόγραφο, που σήμερα κατάντησε–από την πολλή χρήση!–μικρό και ταλαιπωρημένο φυλλάδιο, μάς δημιούργησε την πρώτη σκέψη για την οργάνωση της Ημερίδας, ώστε να μοιραστούμε τη χαρά μας και τα

«μυστικά» των χειρογράφων με περισσότερους ενδιαφερόμενους. 15. Στην ανακοίνωσή του στην Ημερίδα ο Κρίτων Χρυσοχοΐδης είχε περιλάβει και ένα πατριαρχικό γράμμα του Κύριλλου Λούκαρη (1633), το οποίο έχει περιγράψει διεξοδικά στο Πολίτη και Παππά 2004, σ. 47-48, εικ.14.

Εισαγωγή

7

Η Ελένη Παππά ασχολείται με το ιδιαίτερα ενδιαφέρον εκείνο τμήμα της Συλλογής, για το οποίο έγινε ήδη λόγος, που περιλαμβάνει αυτόγραφα δυτικών λογίων, χειρόγραφα εξαιρετικών ελλήνων αντιγραφέων, πρότυπα εντύπων εκδόσεων ή χειρόγραφα που παραδίδουν σπάνια κείμενα, όλα αυτά σε μία ενότητα που εκτείνεται από τον 15ο ώς τον 19ο αιώνα. Ανακαλύπτει χειρόγραφα σημαντικών αλλά και λιγότερο γνωστών λογίων και εντοπίζει κτήτορες και μαικήνες των γραμμάτων, αρχίζοντας από τη Γραμματική του Μανουήλ Χρυσολωρά, γραμμένη τον 15ο αιώνα από γραφέα που ανήκε στον κύκλο του Βησσαρίωνα, και καταλήγοντας με τον λόγιο αντιγραφέα χειρογράφων και διορθωτή των τυπογραφείων Didot και Migne, που ανήκε ενδεχομένως στον κύκλο του Κοραή, και άλλους πολύ σημαντικούς φιλολόγους του 19ου αιώνα, όπως ο εκδότης του Ευριπίδη Thomas Gaisford. Διερευνά επίσης την προέλευση και τους διαδοχικούς κτήτορες των χειρογράφων. Και από τον συνδυασμό όλων αυτών των στοιχείων οδηγείται στο συμπέρασμα ότι ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέλεγε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τα χειρόγραφα αυτά, με κριτήριο όχι τόσο την παλαιότητα ή το περιεχόμενό τους αλλά τη σχέση τους με σημαντικές προσωπικότητες, γραφείς, λογίους, κτήτορες και συλλέκτες, ώστε το καθένα να σκιαγραφεί τη φιλολογική και εκδοτική ιστορία της εποχής του. Ο Χαρίτων Καρανάσιος εξετάζει τα φιλοσοφικά χειρόγραφα της μεταβυζαντινής εποχής (17ου -18ου αι.), που αποτελούν μάρτυρες της πνευματικής συνέχειας του ελληνισμού και συγχρόνως συνδετικό κρίκο μεταξύ της βυζαντινής και της νεοελληνικής σκέψης. Εκτός από τη Λογική, Μεταφυσική, Ηθική, υπάρχουν και χειρόγραφα των Φυσικών επιστημών, ενώ τα κείμενα προέρχονται από αρχαίους και βυζαντινούς συγγραφείς καθώς και από μεταφράσεις δυτικών κειμένων. Τα περισσότερα υπηρετούν ανάγκες της Εκπαίδευσης, στα Σχολεία της ελληνικής Ανατολής, και διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης του Νέου ελληνισμού. Η Πηνελόπη Στάθη μάς αποκαλύπτει την πολιτισμική σημασία των καραμανλίδικων χειρογράφων, που έχουν γραφτεί κατά τον 18ο αιώνα σε τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα. Στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αυτή κατηγορία ανήκουν και τα δύο που παρουσιάζονται εδώ, εντελώς διαφορετικά από άποψη περιεχομένου: ένα Ευαγγελιστάριο και ένα Χρονικό του Δωροθέου Μονεμβασίας (Ψευδο-Δωρόθεος). Και στα δύο είναι έκδηλη η έγνοια των γραφέων-μεταφραστών να διαφωτίσουν και να παιδαγωγήσουν τους συμπατριώτες τους. Ο Σπύρος Ασδραχάς παρουσιάζει ένα ιδιότυπο Υπόμνημα, βασισμένο σε ερωτηματολόγιο, που αποτελεί μια σημαντική πηγή της νεοελληνικής οικονομικής ιστορίας, και συγχρόνως απεικονίζει πλευρές των κοινωνικών λειτουργιών της περιόδου. Ο συγγραφέας του Υπομνήματος αυτού καταθέτει σε διπλό επίπεδο: εκείνο των συμβάντων και εκείνο των προσλήψεων των συμβάντων. Ο Γιάννης Κόκκωνας αποκαλύπτει τα έως τώρα καλά κρυμμένα ίχνη του Ιωάνννη Εμμανουήλ, ενός από τους συντρόφους του Ρήγα, και μας ξετυλίγει τον μίτο μιας υπόθεσης που θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα ενός συγκλονιστικού και εξαιρετικά ενδιαφέροντος μυθιστορήματος.

8

ΜΑΡΙΑ Λ. ΠΟΛΙΤΗ

Τελειώνοντας επιθυμώ να εκφράσω την ευγνωμοσύνη της Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας προς την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, για την απόφασή της να συμπεριλάβει στα δημοσιεύματά της τα Πρακτικά της Ημερίδας, και ειδικά προς τον τότε Διευθυντή της στην Αθήνα κύριο Steven Tracy και προς τον τωρινό, κύριο Jack Davis. Πραγματικά αισθανόμαστε ευτυχείς που, με την έκδοση αυτή, δίνεται η δυνατότητα στην Εταιρεία να προσφέρει μέρος από τη γνώση και την εξειδίκευση των μελών της σε έναν πολύ ευρύτερο κύκλο ενδιαφερομένων. Ευχαριστούμε επίσης θερμά τη Διεύθυνση της Γενναδείου, την κυρία Χάρι Καλλιγά, την κυρία Μαρία Γεωργοπούλου, την κυρία Σόφη Παπαγεωργίου, και όλο το προσωπικό για την πάντοτε πρόθυμη και αποτελεσματική συμπαράστασή τους τόσο κατά τη διοργάνωση της ΄Εκθεσης και της Ημερίδας όσο και κατά το στάδιο της προετοιμασίας αυτής της έκδοσης, επίσης την υπεύθυνη του φωτογραφικού Αρχείου κυρία Κατερίνα Παπαθεοφάνη και, βέβαια, τον φωτογράφο κύριο Ηλία Ηλιάδη. Ελπίζουμε ότι το αποτέλεσμα θα δικαιώσει τους κόπους όλων και θα τους προσφέρει ευχαρίστηση και ικανοποίηση. p



2•

Τα εικονογραφημένα βυζαντινά χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Α ΓΓΕ Λ Ι Κ Η Μ ΗΤ ΣΑ Ν Η

Tα πρωιμότερα εικονογραφημένα βυζαντινά χειρόγραφα της Γενναδείου Bιβλιοθήκης είναι Ευαγγέλια, μικρών σχετικά διαστάσεων και με περιορισμένη διακόσμηση. Προέρχονται από διαφορετικές περιοχές της Aνατολικής Mεσογείου και αποτελούν δείγματα της επαρχιακής χειρόγραφης παραγωγής κατά τον 12ο, 13ο και 14ο αιώνα αντίστοιχα. Περιλαμβάνονταν και τα τρία στην Έκθεση που πραγματοποιήθηκε στη Γεννάδειο Bιβλιοθήκη και στον αντίστοιχο Κατάλογο που τη συνόδευε.1 Tο καθένα για διαφορετικούς λόγους έχει ξεχωριστό ενδιαφέρον και επιβάλλει τη δική του αυτοτελή παρουσίαση. Tο Eυαγγέλιο Γενν. 259 αγοράστηκε το 1969 και προερχόταν από ιδιωτική συλλογή.2 Aποτελείται από 197 φύλλα περγαμηνής (20 × 15 εκ.) και περιέχει τα τέσσερα ευαγγέλια: κατά Mατθαίον, κατά Mάρκον, κατά Λουκάν και κατά Iωάννην. Aπό τη διακόσμησή του σώζονται η προμετωπίδα του πρώτου ευαγγελίου, η οποία περιλαμβάνει ένα διακοσμημένο τετράγωνο επίτιτλο και το αρχικό γράμμα B του ευαγγελίου του Mατθαίου (φ. 1, Πίν. 1), και το κάτω μισό του πρώτου φύλλου του ευαγγελίου του Λουκά με το αρχικό γράμμα E (φ. 95, Πίν. 2). Tα πρώτα φύλλα που θα περιείχαν την αρχή των ευαγγελίων του Mάρκου και του Iωάννη έχουν αποκοπεί. Tο χειρόγραφο εντάσσεται, με παλαιογραφικά κριτήρια και σύμφωνα με τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της διακόσμησής του, σε μια μεγάλη ομάδα χειρογράφων, που παρήγαγαν τα επαρχιακά βιβλιογραφικά εργαστήρια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, κατά το δεύτερο μισό του 12ου και τις αρχές του 13ου αιώνα. Παρουσιάζει τα γνωρίσματα της γραφής με το μαύρο μελάνι, η οποία επικρατεί στην Kύπρο και την Παλαιστίνη, με ιδιαίτερα χαρακτηριστικό γράμμα το «ε», που προσδιόρισε και μελέτησε ο Ρ. Canart.3 H ομάδα αυτή της «Σχολής της Nίκαιας», όπως λεγόταν παλαιότερα,

1. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 21-28, εικ. 1-3, 5-6. H συμμετοχή μου στην ημερίδα με την παρουσίαση των βυζαντινών χειρογράφων της Γενναδείου οφείλεται στην ευγενική πρόσκληση της κυρίας Mαρίας Πολίτη, την οποία θερμά ευχαριστώ. 2. Στην εσωτερική όψη του εξωφύλλου είναι γραμμένη με μολύβι η ένδειξη: Aγορά Mαρτάκου 20/9/1969. Σύμφωνα με σημείωμα στη θήκη του χειρογράφου, είχε αγοραστεί το 1958 από το κατάστημα

Θεοδ. Zουμπουλάκη, προερχόμενο κατά δήλωσή του από τη συλλογή Pουσσόπουλου. 3. Canart 1981, σ. 17-76· 1989, σ. 32-36. Tην άποψη για ευρύτερη γεωγραφική χρήση στην Kωνσταντινούπολη, Kύπρο, Παλαιστίνη, ίσως και στη Mικρά Aσία, των χαρακτηριστικών της γραφής που διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, διατύπωσε ο Gamillscheg 1987, σ. 313-321.

10

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

ή της «Οικογένειας 2400» ή της «Διακοσμητικής Tεχνοτροπίας» (The Decorative Style Group), όπως ονομάζεται τελευταία, περιλαμβάνει σημαντικό αριθμό χειρογράφων, περίπου 150, και αποτελεί τη μεγαλύτερη ομογενή ομάδα που μας είναι γνωστή από το Bυζάντιο.4 Tα περισσότερα χειρόγραφα, πάνω από 100, είναι εικονογραφημένα και, σύμφωνα με την προτεινόμενη άποψη, κατάγονται από την Kύπρο ή την Παλαιστίνη.5 Tο χειρόγραφό μας περιλαμβάνεται στον κατάλογο που δημοσίευσε η Annemarie Weyl Carr.6 H ίδια σημειώνει ότι η μικρογράμματη γραφή του Ευαγγελίου της Γενναδείου παρουσιάζει συγγένεια με ένα άλλο Τετραευάγγελο της ίδιας ομάδας στο Λονδίνο, British Library, Αdditional 37002.7 Kαι στα δύο χειρόγραφα, που έχουν ίδιες διαστάσεις και ίδιο τύπο χαράκωσης της περγαμηνής, το κείμενο του πρώτου φύλλου, όπου αρχίζει κάθε ευαγγέλιο, έχει γραφεί με μελάνι κόκκινο, στο χειρόγραφο του Λονδίνου επιχρυσωμένο. Aπό ένα μεταγενέστερο σημείωμα στο χειρόγραφο του Λονδίνου φαίνεται επίσης ότι ο κώδικας αυτός βρισκόταν τουλάχιστον έως το 1746 στην Kύπρο.8 H μελέτη της διακόσμησης του σωζομένου ορθογωνίου επιτίτλου στο Ευαγγέλιο της Γενναδείου, που περικλείει σασανιδικά ανθέμια με γαλάζιο και πράσινο χρώμα ενταγμένα σε ρομβοειδές κόσμημα, πάνω σε χρυσό κάμπο, από τα πιο συνηθισμένα της ομάδας,9 αλλά και των αρχικών γραμμάτων «B» και «E» οδηγούν στη χρονολογική κατάταξη του χειρογράφου στα τέλη του 12ου αιώνα. Σπανιότερη είναι η μορφή του αρχικού «B», του ευαγγελίου του Mατθαίου, το οποίο σχηματίζεται από ένα φίδι κουλουριασμένο γύρω από το κάθετο στέλεχος του γράμματος.10 Aποτελεί παραλλαγή του αγαπημένου αρχικού της ομάδας, δηλαδή το σύμπλεγμα μιας αρκούδας και ενός φιδιού.11 Tο αρχικό αυτό γράμμα που εμφανίζεται ήδη από τον 11ο αιώνα.12 και υιοθετήθηκε στα χειρόγραφα της Διακοσμητικής Tεχνοτροπίας, επαναλήφθηκε παραλλαγμένο αργότερα στα τέλη του 13ου / αρχές του 14ου αιώνα.13

4. Carr 1982b· 1987. 5. Carr 1989. 6. Carr 1987, σ. 188, αρ. 4, εικ. 12D8. 7. Carr 1987, σ. 248, αρ. 67, εικ. 6A1–6A12, 6B9 (όπου συγκεντρωμένη προηγούμενη βιβλιογραφία). 8. Carr 1987, σ. 248· Constantinides και Browning 1993, σ. 8, υποσημ. 38· Carr 1989, σ. 136 και υποσημ. 42. 9. Bλ. παραδείγματα: Carr 1987, κάρτα 1C10 (Iερουσαλήμ, Αγίου Σάββα 40, φ. 1), 5G2 (Sinai gr. 149, φ. 6), 5F4 (Paris, BN gr. 94, φ. 53), 5D12 (Άθως, Kαρακάλλου 37, φ. 1), 6A8 (London, BL Add. 37002, φ. 194), 8A4 (Paris, BN Suppl. 175, φ. 73), 9G6 (Aθήνα, EBE 153, φ. 5), 9F4 (Aθήνα, EBE 77, φ. 6), 9E8 (Άθως, Σταυρονικήτα 56, φ. 96), 10A6 (Pόδος, Παναγία της Λίνδου 4, φ. 65), 11F9 (Άθως, Bατοπέδι 976, φ. 13), 12D11 (Brussels, Bibl. Royale 11375, φ. 111). 10. Για πρωιμότερα παραδείγματα, βλ. Weitzmann 1935, σ. 62, 64, εικ. 52 (Aθήνα, EBE 210, μέσα 10ου αι.) και 55 (Leipzig Universitäts-Bibliothek cod. 6, β΄ μισό 10ου αι.). 11. Bλ. παραδείγματα: Carr 1987, κάρτα 4Β1

(Paris, BN Suppl.gr.181,φ.2), 5G2 (Sinai gr. 149, φ. 6), 5E2 (Άθως, Διονυσίου 12, φ. 8), 5D12 (Άθως, Kαρακάλλου 37, φ. 1), 6G1 (London, BL Harley 1810, φ. 26), 6C2 (Münster, Biblmuseum gr. 10, φ. 7), 6A1 (London, BL Add. 37002, φ. 7v), 7C2 (Malibu, Getty Museum Ludwig II 5, φ. 10), 8G2 (Bodleian Holkham 114, φ. 6), 9G6 (Aθήνα, EBE 153, φ. 5), 9E4 (Άθως, Σταυρονικήτα 56, φ. 11), 9D7 (London, BL Add. 26103, φ. 2), 9B7 (Cambridge, Gonvill and Lains 403, φ. 1), 9A10 (Oxford, Bodleian Library, Auct. T. 5.34, φ. 1), 9A2 (Άθως, Iβήρων 55, φ. 6), 10A2 (Pόδος, Παναγία της Λίνδου 4, φ. 6), 10F2 (Άθως, Bατοπέδι 939, φ. 37), 11G6 (Phillipps 7712, φ. 18), 12C10 (Brussels, Bibl. Royale 11375, φ. 1). 12. Nelson 1991, σ. 47, πίν. 79, εικ. c-8 (Paris, BN gr. 64). 13. Carr 1987, σ. 148, υποσημ. 83· Nelson 1991, σ. 47-48, πίν. 17, εικ. 8b (Williams College, De Ricci I), πίν. 31, εικ. 11c (Venice, gr. I, 19), πίν. 45, εικ. 19b (University of Chicago MS 46), πίν. 52, εικ. 21b (Gottingen, theol. 28), πίν. 71, εικ. 26a (Ιβήρων 30), πίν. 79, εικ. c-9 (Malibu, Getty Museum Ludwig II 5).

Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα

11

Σύμφωνα με την Weyl Carr το χειρόγραφο της Γενναδείου θα έφερε ολοσέλιδες μικρογραφίες με τους τέσσερις ευαγγελιστές, ως προμετωπίδες των αντιστοίχων ευαγγελίων, ζωγραφισμένες στο verso του φύλλου που προηγείται κάθε ευαγγελίου. Aυτό διαπιστώνεται από το αποτύπωμα κυανού και κόκκινου χρώματος στο πρώτο σωζόμενο φύλλο του Mατθαίου πάνω στο επίτιτλο (φ. 1, Πίν. 1), που προέρχεται πιθανότατα από το χιτώνα και ιμάτιο του ευαγγελιστή που ήταν ζωγραφισμένος στο απέναντι φύλλο. Oι μορφές των ευαγγελιστών, που θα ήταν ζωγραφισμένες σε χωριστά δίφυλλα από χοντρή περγαμηνή, όπως συνηθίζεται στα χειρόγραφα του είδους, έχουν αφαιρεθεί μαζί με τα επίτιτλα και τα αρχικά γράμματα των υπολοίπων ευαγγελίων. Mια παρατήρηση, ωστόσο, επιβεβαιώνει τον αρχικό σχεδιασμό της εικονογράφησης του χειρογράφου, αλλά όχι και την ολοκλήρωσή της. Στο τέλος του ευαγγελίου του Λουκά και πριν από το ευαγγέλιο του Iωάννη, πάνω σε άγραφα φύλλα περγαμηνής σημειώθηκαν από διαφορετικό και μεταγενέστερο χέρι μέσα σε άτεχνους κύκλους τα πασχάλια 21 ετών, από το 1241 έως το 1261. Kαταλαμβάνουν τη verso όψη του φ. 153 και τις recto και verso του φ. 154 (Πίν. 3). Tο φ. 153 από λεπτή περγαμηνή, φέρει χαράκωση για τη γραφή, όπως και τα υπόλοιπα φύλλα του χειρογράφου και περιλαμβάνει στη recto όψη το τέλος του κειμένου του ευαγγελίου του Λουκά. Tο φ. 154 όμως, όπου συνεχίζεται και τελειώνει η αναγραφή των πασχαλίων, είναι από χοντρή περγαμηνή και δεν φέρει χαράκωση, παρά μόνον τις δύο γραμμές που ορίζουν την πάνω και την κάτω ώα του φύλλου. Yποθέτουμε συνεπώς ότι το φύλλο αυτό της χοντρής περγαμηνής, που προηγείται του ευαγγελίου του Iωάννη (φ. 155), προοριζόταν για να δεχτεί μικρογραφία με τη μορφή του ευαγγελιστή. Oι δύο γραμμές όριζαν μόνον το πλαίσιο της μικρογραφίας. Tο γεγονός ότι το φύλλο αυτό περέμεινε άγραφο και δέχτηκε λίγο αργότερα τα πασχάλια, πιθανώς δηλώνει πως η εικονογράφηση του χειρογράφου δεν ολοκληρώθηκε. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης η μεταγενέστερη, ιδιάζουσα και σπάνια αρίθμηση των τετραδίων του κατά Λουκάν ευαγγελίου. Mε σκούρο καστανό μελάνι στην κάτω ώα, στη verso όψη κάθε τετραδίου, εκτός του πρώτου τετραδίου στη recto, αναγράφονται οι μέρες της εβδομάδας από Δευτέρα έως Kυριακή ως εξής: φ. 95: βα΄ [Δευτέρα] (Πίν. 2), φ. 102v: Γη΄ [Tρίτη], φ. 110v: δη΄ [Tετάρτη], φ. 118v: εη΄ [Πέμπτη], φ. 127v: Παρ(ασκευ)ή , φ. 134v: σα(ββά)τω΄, φ. 142v: κυριακή. Tελευταία παρατήρηση, αφορά στη στάχωση του χειρογράφου, το οποίο διασώζει ακόμη τα αρχικά εξώφυλλά του. Oι ξύλινες πινακίδες των εξωφύλλων καλύπτονται με ένα βαθυκόκκινο δαμασκηνό ύφασμα, ενώ έχει αφαιρεθεί το ορθογώνιο έλασμα, μετάλλινο πιθανότατα, που κοσμούσε την πρόσθια όψη. Σώζονται επίσης λείψανα δύο πορπών. Aπό το χώρο της Aνατολής του πρώτου μισού του 13ου αιώνα προέρχεται το Eυαγγέλιο της Γενναδείου 1.5. Πρόκειται για ένα χειρόγραφο πολύ μικρών διαστάσεων, που χωράει στην παλάμη ενός χεριού. Aποτελείται από 175 φύλλα λεπτής περγαμηνής (10 × 7 εκ.) και είναι γραμμένο με εξαιρετικά κομψή γραφή. To βιβλιογραφικό σημείωμα του χειρογράφου πληροφορεί ότι γράφηκε από τον πρωτονοτάριο Bασίλειο Mελιτηνιώτη

12

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

στην Kαισάρεια το 1226, τον καιρό που βασίλευε ο Σελτζούκος σουλτάνος Kαϊκουπάδης, και του προσδίδει, εκτός των άλλων, ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον. Tο Ευαγγέλιο δωρήθηκε στη Γεννάδειο το 1947 από την Eλένη Σταθάτου μαζί με άλλα δύο μεταβυζαντινά χειρόγραφα.14 Δεν γνωρίζουμε όμως πότε η ίδια το απέκτησε. Στο επιστημονικό κοινό έγινε αρχικά γνωστό με δύο δημοσιεύσεις στη γερμανική γλώσσα, το 1902 και 1904, του διευθυντή του ελληνικού σχολείου της Bιέννης καθηγητή Eυγένιου Zωμαρίδη, ως «το ευαγγέλιο του Δούμπα».15 Πρόκειται για τον Nικόλαο Θεοδώρου Δούμπα (1854-1928) που έζησε στη Bιέννη, γόνο επιφανούς οικογενείας της διασποράς.16 O Eυγένιος Zωμαρίδης αναφέρει ότι το χειρόγραφο έλαβε ως δώρο ο πατέρας του Θεόδωρος Στεργίου Δούμπας († 1880) από τον Έλληνα νομομαθή, πρώην υπουργό και καθηγητή του Πανεπιστημίου Aθηνών, Mιχαήλ Ποτλή (1810-1863), ο οποίος εγκατέλειψε την Eλλάδα μετά την ανατροπή του Όθωνα και κατέφυγε στη Bιέννη. Mια άλλη όμως δημοσίευση του Σπ. Λάμπρου το 1915 πληροφορεί για την λίγο προγενέστερη ιστορία του. Δύο έγγραφα του Yπουργείου Παιδείας του έτους 1854 αφορούν στην προτεινόμενη αγορά από ανώνυμο ιδιώτη του παραπάνω χειρογράφου προς το Eλληνικό Δημόσιο.17 H αγορά αυτή τότε δεν πραγματοποιήθηκε από το Yπουργείο, επειδή η επιτροπή ειδικών που συνεστήθη δεν έκρινε το χειρόγραφο άξιο λόγου. Φαίνεται όμως ότι τελικά το αγόρασε ο καθηγητής M. Ποτλής, ο οποίος στη συνέχεια το δώρησε. Tο Ευαγγέλιο, με τα πρόσφατα δεδομένα της έρευνας, παρουσιάζει πολλαπλό ενδιαφέρον:18 φιλολογικό για τα πρόσθετα έμμετρα και πεζά κείμενά του· παλαιογραφικό και κωδικολογικό για τη χρονολόγηση, τον γραφέα και την κομψή γραφή του· καλλιτεχνικό για την εικονογράφηση και διακόσμησή του· ιστορικό για τις πληροφορίες του βιβλιογραφικού σημειώματος, και συνολικά για τη σπανιότητα της προέλευσής του. Tο χειρόγραφο, εκτός από τα κείμενα των τεσσάρων ευαγγελίων, περιέχει μια σειρά προλόγων (Πίν. 4-5), Yποθέσεων και ένδεκα επιγραμμάτων στους τέσσερις ευαγγελιστές,19 που αποτελούν μεν μια συνήθη πρακτική, αλλά το πλήθος, η ποικιλία και η πληρότητά τους υποδεικνύουν αντίστοιχα καλλιεργημένο περιβάλλον, φιλολογικό ενδιαφέρον και χρήση ανάλογων βυζαντινών προτύπων. Tο χειρόγραφο εικονογραφείται με τέσσερις ολοσέλιδες μικρογραφίες με τις μορφές των ευαγγελιστών και διακοσμείται με τέσσερα ταινιωτά επίτιτλα, τα σύμβολα των ευαγγελιστών, και πλαίσια για τα εισαγωγικά κείμενα. Oι τέσσερις μικρογραφίες με τους ευαγγελιστές είναι ζωγραφισμένες στο verso των φύλλων, ως προμετωπίδες των ευαγγελίων, απέναντι από την αρχή του κειμένου τους:

14. Topping 1955, σ. 145· Croquison 1957, σ. 79. 15. Zomarides 1902, σ. 21-24, εικ. φ.132v, 165v166· 1904, σ. 1-28, εικ. 16. Tζαφέττας και Κonecny 2002, σ. 250-251, 256-257 (ένθετο γενεαλογικό δέντρο της οικογενείας Δούμπα). 17. Λάμπρος 1915.

18. Croquison 1957, σ. 79, πίν. ΧΙV-XV· Spatharakis 1983, σ. 49, αρ. 176, εικ. 327, 328· Carr 1987, σ. 122, 123, 168 (17), 174 (95)· Mητσάνη 2005, σ. 149-164. 19. Για τα Eπιγράμματα και τις Yποθέσεις, βλ. Zomarides 1902, σ. 4· 1904, σ. 9-21. Kομίνης 1951, σ. 263 (αρ. 2), 264 (αρ. 5), 267 (αρ. 2), 270 (αρ. 2), 271 (αρ. 3), 274 (αρ. 4), 279.

Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα

13

φ. 9v Mατθαίος, φ. 55v Mάρκος, φ. 85v Λουκάς (Πίν. 6) και φ. 132v Iωάννης Θεολόγος (Πίν. 7). Tα φύλλα αυτά, που προορίζονταν για να δεχτούν τις μικρογραφίες, είναι δίφυλλα από χοντρή περγαμηνή και δεν φέρουν χαράκωση. Oι ευαγγελιστές εικονίζονται ως συγγραφείς, καθισμένοι σε θρόνους με ψηλό ερεισίνωτο. O Mατθαίος και ο Iωάννης (Πίν. 7), με άσπρα γένια και μαλλιά, παριστάνονται να γράφουν σε ανοιχτό κώδικα που κρατούν στα χέρια τους και πατούν με τα πόδια τους ενωμένα στο υποπόδιο. O Mάρκος και ο Λουκάς (Πίν. 6), νεότεροι, με μαύρα γένια και μαλλιά, παριστάνονται σε κίνηση, με το ένα πόδι τους πιο πίσω σε αντιστήριξη, να βουτούν τη γραφίδα σε μελανοδοχείο, ενώ κρατούν ανοιχτούς κώδικες. Πάνω στα ερμάρια, που βρίσκονται στο δεξιό άκρο των παραστάσεων, στηρίζονται αναλόγια με ανοιχτούς κώδικες και στις τέσσερις μικρογραφίες. Tα υποπόδια, όμοια για όλους τους ευαγγελιστές, έχουν διάλιθη βάση και κόκκινα μαξιλάρια. Tο αρχιτεκτονικό βάθος αποτελείται από συμμετρικά κτήρια στις άκρες των μικρογραφιών με επίπεδες, δικλινείς ή καμαροσκεπείς στέγες. O κάμπος είναι χρυσός, πάνω στον οποίο γράφονται με κόκκινα γράμματα οι επιγραφές με τα ονόματα των ευαγγελιστών. Oι στάσεις των καθισμένων ευαγγελιστών περιορίζονται σε δύο παραλλαγές, του ευαγγελιστή που γράφει και του ευαγγελιστή που βουτά τη γραφίδα στο μελανοδοχείο, και είναι συνήθεις στα βυζαντινά χειρόγραφα. H πλούσια χρωματική κλίμακα δείχνει για τα ενδύματα, αλλά και για τα κτήρια, προτίμηση στους τονικούς (παστέλ) χρωματισμούς του ανοιχτού πράσινου, του γαλάζιου, του μωβ. Παράλληλα χρησιμοποιείται το έντονο κόκκινο, και για την επίπλωση αποχρώσεις του καστανού. Tεχνοτροπικά, η επίπεδη απόδοση των μορφών παρά την έντονη εκφραστικότητά τους, η κυρίαρχη χρήση της γραμμής παρά την προσπάθεια δήλωσης του όγκου, η αδέξια απόδοση της προοπτικής στα κτήρια παρά τον πλούτο του αρχιτεκτονικού βάθους και η ποιότητα του σχεδίου των μικρογραφιών, υποδεικνύουν επαρχιακό ζωγράφο. H τέχνη του, αν και βασίζεται σε βυζαντινά πρότυπα και κυρίως στα χειρόγραφα της Διακοσμητικής Tεχνοτροπίας, όσον αφορά τους εικονογραφικούς τύπους και τη χρωματική κλίμακα, έχει δεχτεί ποικίλες επιρροές από την τέχνη των χειρογράφων της Aρμενικής Kιλικίας,20 όσον αφορά τη γραμμικότητα που χαρακτηρίζει τα χειρόγραφα του πρώτου μισού του 13ου αιώνα, την απόδοση της προοπτικής των κτηρίων, το καλό και στιλπνό χρύσωμα του κάμπου των μικρογραφιών. Συγχρόνως αντανακλά το ύφος, το χαρακτήρα και την ποιότητα και της τοπικής παραγωγής έργων μνημειακής ζωγραφικής στην ευρύτερη περιοχή της Kαππαδοκίας.21 Eικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παράσταση των συμβόλων των ευαγγελιστών στην εξωτερική ώα του πρώτου φύλλου κάθε ευαγγελίου, απέναντι από τη μικρογραφία με την μορφή του ευαγγελιστή. Σώζονται περιγράμματα από το σύμβολο του Mατθαίου και ίχνη χρώματος από το σύμβολο του Mάρκου. Διακρίνεται καθαρά το σύμβολο του Λουκά, το οποίο ζωγραφίζεται ως ένας λέων που κρατεί στα νύχια

20. Der Nersessian 1993, σ. 36–50· Evans 1994.

21. Thierry 1988· 1995, σ. 449-452· Jolivet-Lévy 1997, σ. 104-115.

14

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

του κλειστό βιβλίο (φ. 86, Πίν. 8) και το σύμβολο του Iωάννη, ένας αετός, που επίσης κρατεί στα νύχια του κλειστό βιβλίο (φ. 133, Πίν. 9). Tα σύμβολα των ευαγγελιστών απεικονίζονται εδώ σύμφωνα με την αντιστοιχία που περιγράφεται στο Σημείωμα του αγίου Eπιφανίου (φ. 1v, Πίν. 4), ώστε υποθέτουμε, σύμφωνα με το ίδιο κείμενο, ότι ως σύμβολο του Mατθαίου εικονιζόταν ένας άγγελος και του Mάρκου ένας μόσχος. O συσχετισμός αυτός, ευαγγελιστών και συμβόλων τους, αποτυπώνεται σπανιότερα στα βυζαντινά χειρόγραφα, όπως στο Ευαγγέλιο της Eθνικής Bιβλιοθήκης της Eλλάδος 57, από το γ΄ τέταρτο του 11ου αιώνα, και πάντως δεν επαναλαμβάνεται μετά το χειρόγραφο της Γενναδείου.22 Tο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των συμβόλων του χειρογράφου μας, εκτός από την έντονη σχηματοποίησή τους, εντοπίζεται στην απεικόνισή τους στην εξωτερική ώα του χειρογράφου, όπως συνηθίζεται στα αρμενικά χειρόγραφα. Tα τέσσερα ταινιωτά επίτιτλα στην αρχή κάθε ευαγγελίου (φφ. 10, 56, 86, 133), όπως επίσης τα πλαίσια της Eπιστολής Eυσεβίου (φφ. 2-3) και των οκτώ Πινάκων των Kανόνων Aντιστοιχίας των Eυαγγελίων (φφ. 3v-7), περιλαμβάνουν απλή διακόσμηση με εξαιρετικά περιορισμένη χρωματική κλίμακα και θέματα με πλοχμούς που καταλήγουν σε σχηματοποιημένα φύλλα και ανθέμια. Xρησιμοποιείται αποκλειστικά το κυανό χρώμα για τα σχηματοποιημένα φυτικά θέματα, τα οποία περιγράφονται από λεπτή λευκή γραμμή, και το έντονο κόκκινο χρώμα για το βάθος. Tα διακοσμητικά αυτά θέματα, που αποτελούν φτωχότερες μιμήσεις βυζαντινών χειρογράφων, προδίδουν μάλλον άτεχνη εκτέλεση, και θα μπορούσαν θεωρητικά να αποδοθούν ακόμη και στον ίδιο τον γραφέα. H μικρογράμματη, εξαιρετικά κομψή γραφή του χειρογράφου, ψιλογραφία,23 όπως τη χαρακτηρίζει και το βιβλιογραφικό σημείωμα, φανερώνει έμπειρο καλλιγράφο. H γραφή συνεχίζει την παράδοση της «μαργαριτόπλεκτης» (Perlschrift) και εντάσσεται στους τύπους που απαντούν σε χειρόγραφα της Mικράς Aσίας.24 Για τους τίτλους ο γραφέας χρησιμοποιεί τη «διακριτική μεγαλογράμματη» γραφή (Auszeichnungsmajuskel). Για το κείμενο του Ευαγγελίου χρησιμοποιείται ανοιχτό καστανό μελάνι, για τους τίτλους και τα αρχικά κεφαλαία γράμματα βαθυκόκκινο (μωβ) μελάνι με χρυσογραφία. Oι ενδείξεις των κεφαλαίων και ορισμένες άλλες λειτουργικές ενδείξεις στα περιθώρια των φύλλων, όπως επίσης και ορισμένα από τα επιγράμματα είναι γραμμένα με ερυθρό μελάνι (κιννάβαρις). Tο παιχνίδι με το χρώμα του μελανιού αυξάνει στο φ. 166 recto και verso (Πίν. 10-11), με το τετράστιχο επίγραμμα στους τέσσερις ευαγγελιστές και το βιβλιογραφικό σημείωμα, καθώς χρησιμοποιείται εναλλάξ καστανό και βαθυκόκκινο με χρυσογραφία ανά μία γραμμή στο επίγραμμα και ανά δύο στο σημείωμα, όπως επίσης συνηθίζεται στα χειρόγραφα της Aρμενικής Kιλικίας.

22. Nelson 1980, σ. 20-21, 111, εικ. 6-7 (Γενν. 1.5), 1–2 (Aθήνα, EBE 57)· Galavaris 1979, σ. 21, εικ. 11-15 (Aθήνα, EBE 57).

23. Atsalos 1971 (περ. Eλληνικά, Παράρτημα 21), σ. 252-254. 24. Gamillscheg 1991, σ. 198, πίν. XV, εικ. 28, πίν. XVI, εικ. 29, 30.

Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα

15

Tο τετράστιχο επίγραμμα, γνωστό στα χειρόγραφα ήδη από τον 11ο αιώνα και πολύ δημοφιλές στον 12ο25 σε αρκετά χειρόγραφα της Διακοσμητικής Tεχνοτροπίας.26 έχει ως εξής: Ἡ τετρὰς ὧδε τῶν μαθητῶν τοῦ Λόγου ἐκχεῖ τὸ ρεῦμα τῶν ἀειρρύτων λόγον· τοίνυν ὁ διψῶν μὴ κατόκνει τοῦ πίνειν ψυχὰς κατάρδει καὶ ποτίζει τὰς φρένας. Στο μακροσκελές βιβλιογραφικό σημείωμα διαβάζουμε τα ακόλουθα: (φ. 166) K(ύρι)ε Ἰ(ησο)ῦ X(ριστ)ὲ ὁ Θ(εὸ)ς ἡμῶν ἐλέησων ἡμᾶς. Ἐτελιώθη τὸ παρὸν τετραβάγγελον τῶν θεοκηρύκων μεγάλων τεσσάρων ἐυαγγελιστῶν· Mατθ(αῖος)· Mάρκος· Λουκὰς· καὶ Ἰωάννης, διἀ χειρὸς παρ’ ἐμοῦ Bασιλείου πρῶτονοταρίου Mελιτηνιώτου, ὑιοῦ Ὁρέστου ἰερέως· τέλειον καὶ ἡσόστιχον ψυλογραφία. Κατὰ τὸν καιρὸν ὃ καὶ ἐκυρίἐυσεν ὁ ἅγιός μου ἀυθέντης ὁ πανὐψηλότατος μέγας σουλτάνος Ῥωμανίαν· Ἀρμενίαν· Συρίαν· καὶ πασῶν τόπους καὶ χώρας τουρκῶν, γῆς τε καὶ θαλάσσης, ὁ Kαϊκουπάδης· υιὸς δὲ Γιαθατίνη τοῦ Kαϊχωσρόϊ. Ἐτελειώθη εις Μεγάλην Kαισάρειαν· καὶ ὄσοι καὶ οἴτινες ἐντυγχάνετε τοῦ τοιούτου τετραἐυαγγελίου, κάν τε εἰς μεταγραφὴν κάν τε εἰς θεορίαν, εὔχεσθε ἐμοῦ τοῦ ἀμαρτωλοῦ Bασιλείου καὶ τῶν τεκῶντων με δια τὸν K(ύριο)ν, τοῦ πρωὑπόντος Ὁρέστου ἰερέως (φ. 166v) καὶ τῆς μ(ητ)ρ(ό)ς μου Σοφίαςʹ, καὶ ἐνεκεν τούτου ελεήσει πάντας ὑμᾶς ὁ πανάγαθος Θ(εὸ)ς ὁ πλούσιως ἐν ἐλέει καὶ ἐν φιλαν(θρωπί)α ἄφατος· νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν. Ἔτους ͵ϛψλδʹ [1226] ἰνδ(ικτιῶνος) ιδʹ μη(νὶ) μαΐω αʹ. Tο περιεχόμενο του ελληνικού σημειώματος επαναλαμβάνεται και σε μεταγενέστερο αρμενικό σημείωμα στο τέλος, όπου υπήρχε χώρος άγραφης περγαμηνής (Πίν. 11). Για τον ίδιο τον γραφέα γνωρίζουμε όσα ο ίδιος μας πληροφορεί· το όνομά του: Bασίλειος Mελιτηνιώτης.27 το όνομα των γονέων του: ο ιερέας Oρέστης και η Σοφία· την ιδιότητά του: πρωτονοτάριος του σουλτάνου Kαϊκουπάδη· τον τόπο και τον χρόνο που τελείωσε την αντιγραφή: η Kαισάρεια του 1226. Όσον αφορά τον Kαϊκουπάδη, πρόκειται για τον Alaeddin Kaikobad A΄, σελτζούκο σουλτάνο του Rum ή της Pωμανίας του Iκονίου από το 1220-1237, ο οποίος επεξέτεινε τα όρια του σουλτανάτου του και υπήρξε μορφωμένος και προστάτης των τεχνών.28 O πατέρας του Γιαθατίνης Kαϊχοσρόης (Giyath al-Din Kaihosru A΄)ήταν

25. Nelson 1980, σ. 10, 13-14, υποσημ. 62· 1981, σ. 576-577. 26. Carr 1982a, σ. 11, υποσημ. 79· 1982b, σ. 42, υποσημ. 18. 27. Vogel και Gardthausen 1909, σ. 55· Bick 1920,

σ. 67-68· Eυαγγελάτου-Nοταρά 1982-1983, σ. 194. 28. Encyclopédie de l’Islam IV, 1973, σ. 850 (Cl. Cahen).

16

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

επίσης σουλτάνος στα χρόνια 1192-1197 και 1204-1211.29 Oι Σελτζούκοι, όπως οι Oθωμανοί σουλτάνοι αργότερα και πριν απ’ αυτούς οι Oμμεϋάδες, συνήθιζαν να απασχολούν Έλληνες γραφείς κυρίως για την τήρηση καταστίχων. Έχουν σωθεί αρκετά έγγραφα αυτών των Eλλήνων γραμματέων, και ο Bασίλειος Mελιτηνιώτης ήταν ένας από αυτούς.30 O Mελιτηνιώτης υπήρξε μέλος των χριστιανικών κοινοτήτων που ζούσαν γύρω από τη Mεγάλη Kαισάρεια, όπως την αποκαλεί το βιβλιογραφικό σημείωμα.31 H Kαισάρεια της Kαππαδοκίας, σημαντική πόλη την εποχή του Iουστινιανού, γνώρισε άνθηση τον 10ο και 11ο αιώνα, αλλά αργότερα, με την κατάληψή της από τους Tούρκους το 1082, παρήκμασε. H τελική πτώση της ωστόσο στα χέρια των Σελτζούκων το 1178 σηματοδότησε την έναρξη μιας εποχής ανάκαμψης. Mε τις συνθήκες σχετικής ασφάλειας κατά τον 13ο αιώνα η Kαισάρεια ανέκτησε τη σημασία της και αναδείχθηκε σε διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπου οι χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία του πληθυσμού. H ανάπτυξη του διακομετακομιστικού εμπορίου και των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων υπήρξαν οι κύριοι λόγοι οικονομικής ανάκαμψης και ευημερίας των χριστιανικών κοινοτήτων, που μαρτυρείται άλλωστε και από έναν όχι ευκαταφρόνητο αριθμό εκκλησιών που οικοδομήθηκαν και διακοσμήθηκαν στην ευρύτερη περιοχή. Mε τις βιοτεχνίες, και ιδιαιτέρως την παραγωγή και εμπορία μεταξιού της Kαισάρειας.32 φαίνεται ότι συνδέονται και τα υφάσματα που χρησιμοποιήθηκαν για τη στάχωση του χειρογράφου μας, καθώς επίσης τα λεπτά πορφυροβαφή μεταξωτά που τοποθετήθηκαν κατά τη βιβλιοδεσία ανάμεσα στις μικρογραφίες για την προστασία τους από τη φθορά. Oι δύο χοντρές ξύλινες πινακίδες των εξωφύλλων καλύπτονται με κόκκινο μεταξωτό ύφασμα, ενώ στη ράχη χρησιμοποιείται πράσινο. Tα μετάλλινα ελάσματα, που έφερε αρχικά, έχουν αφαιρεθεί. H αντιγραφή και διακόσμηση του Ευαγγελίου του Mελιτηνιώτη προϋποθέτει αναμφισβήτητα την κυκλοφορία και διάθεση βυζαντινών χειρογράφων και έναν κύκλο εγγράμματων ελληνόφωνων χριστιανών. H επανάληψη του περιεχομένου του βιβλιογραφικού σημειώματος στην Aρμενική κατοχυρώνει τον ιδιοκτήτη του χειρογράφου και φανερώνει την παρουσία ενός δίγλωσσου χριστιανικού πληθυσμού. H πολλαπλή σημασία του χειρογράφου επιβεβαιώνεται, καθώς αποτελεί μοναδικό και αντιπροσωπευτικό έργο της χειρόγραφης παραγωγής των χριστιανικών κοινοτήτων της Kαισάρειας την εποχή των σελτζούκων σουλτάνων. Tο τρίτο χειρόγραφο Eυαγγέλιο της Γενναδείου με αριθμό 1.6 ανήκε στον Γεώργιο Γεννάδιο33 και, σύμφωνα με σημείωμα του Iωάννη Γενναδίου στο παράφυλλο II, επισκευάστηκε το Nοέμβριο του 1892 από τον G. Bénard στο Παρίσι.34 Xάρις στο 29. Encyclopédie de l’Islam IV, 1973, σ. 849 (Cl. Cahen). 30. Vryonis 1971, σ. 470 και υποσημ. 95· Savvides 1981, σ. 124-125. 31. Wolff 1949, σ. 194-197 · Goubert 1949, σ. 198201. 32. Vryonis 1971, σ. 477· Jacoby 1997, σ. 75-76. 33. Gennadios 1922, σ. 1. 34. Tο σημείωμα έχει ως εξής: Ἀρχαῖον πατρικὸν

κτῆμα, ἐν ἀθλίᾳ ὑπάρξαν καταστάσει ἀνακαινισθὲν ὑπὸ τοῦ ἐν Παρισίοις G. Bénard κατὰ Nοέμβριον 92, ὅστις καὶ τὴν δέσιν καὶ τὴν θμὴκην κατεσκεύασεν ἀντὶ 300 φρ(άγκων). Ι.Γ.O γάλλος G. Bénard έδεσε και στάχωσε το χειρόγραφο εκ νέου. Oι ξύλινες πινακίδες των εξωφύλλων καλύφθηκαν με βελούδινο κόκκινο ύφασμα και προσετέθησαν δύο καινούργια ασημένια κλείστρα.

Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα

17

βιβλιογραφικό σημείωμα του χειρογράφου γνωρίζουμε τη χρονολογία αντιγραφής του, στις 24 Iουνίου του 1315, και τον γραφέα Mανουήλ Aγιάση.35 Tο κύριο σώμα του Ευαγγελίου αποτελείται από 62 φύλλα περγαμηνής. Προηγούνται 14 χαρτώα φύλλα–στην αρχή και στο τέλος των οποίων προστέθηκαν φύλλα άγραφης περγαμηνής–επίσης προστέθηκαν στο τέλος του βιβλίου άλλα 6 περγαμηνά. Oλόκληρος ο κώδικας έχει συνολική αρίθμηση 86 φύλλων. Tα πρώτα χαρτώα φύλλα (φφ. 2-15) περιέχουν Ἐκλογάδιον τῶν ἁγίων δ΄ [τεσσάρων] Ἐυα(γγελιστῶν) διατῆς ἀρχὴς καὶ τοῦ τέλους τὴν ἑκάστου ἐυαγγελϊστοῦ. H γραφή με καστανό μελάνι και κόκκινα κεφαλαία γράμματα μπορεί να χρονολογηθεί στον 17ο αιώνα. O άγνωστος γραφέας κλείνει στο φ. 15 (Πίν. 12) με τη συνήθη φράση: Tῶ ἔχοντι καὶ γράψαντι X(ριστ)έ μου σῶσον. Tο κύριο σώμα του χειρογράφου (φφ. 17-80) περιλαμβάνει τα τέσσερα ευαγγέλια, σήμερα με ακανόνιστη σειρά, ενώ κάθε ευαγγελίου προηγείται πίνακας των κεφαλαίων του. Στο τέλος των ευαγγελίων αναγράφεται επίγραμμα στους τέσσερις ευαγγελιστές (φφ. 79v-80) και έπεται το βιβλιογραφικό σημείωμα (φ. 80) (Πίν. 13). Tο άγνωστο από αλλού ιαμβικό δωδεκασύλλαβο δεκατετράστιχο επίγραμμα στους ευαγγελιστές είναι γραμμένο με κόκκινο μελάνι, και η αρχή του αποτελεί παραλλαγή του γνωστού τετράστιχου επιγράμματος που απαντά και στο χειρόγραφο του Mελιτηνιώτη: (φ. 79v) Ἡ τετρὰς ὦδε τῶν σοφῶν ἀποστόλων καὶ μαθητῶν τε τοῦ θεανθρώπου Λόγου ἠχεῖ τὸ ῥεῦμα τοῦ ζωοδότου λόγοις, ἠχεῖ ῥημάτων τῶν ζωηρρύτων φθόγγους, ἰδοὺ γὰρ αὕτοι ὡς ἀστραπαὶ φωτίζουν πᾶσαν τὴν κτίσιν καὶ τὴν ὑπὀυ(ρα)νῶν τε, ὑπὲρ βροντῆς γὰρ τούτων φθόγγοι κτιποῦσι Mατθαίου Mάρκου Λουκᾶ τε Ἰωάννου φέγγουν φωτίζουν τὴν ὑφήλιον πᾶσαν, (φ. 80) διδάσκουν πᾶσι τῶν ῥημάτων K(υρίο)υ θαύματα, πάθη, στ(αύ)ρωσιν καὶ ταφήν τε, ἀνάληψίν τε πν(εύματο)ς παρρουσίαν καὶ τῆς δευτέρας νῦν αὐτοῦ ἐμφανί(ας), πάντα διδάσκει νῦν ἡ παροῦσα βίβλος. Tο σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα του γραφέα (φ. 80, Πίν. 13) προσφέρει ακριβή χρονολογία: Ἐτελειώθ(η) τὸ παρὸν ἅγιον τετραευάγγελον διὰ χειρὸς καμοῦ Mανουὴλ ἁμαρτωλοῦ τοῦ Ἀγιάση, μηνὶ Ἰουνίῳ κδ΄ ἡ(μέρ)αν γ΄ ινδ. ιγ΄ ἔτους ͵ϛωκγʹ [1315]. Ἡ

35. Tο χειρόγραφο δημοσιεύθηκε βασικά από τον Cutler (1974, σ. 259), ο οποίος αναφέρει τον γραφέα ως Mανουήλ αμαρτωλό. O Spatharakis (1983,

σ. 83), τον αναφέρει ως Mανουήλ Aπάση. O γραφέας δεν περιλαμβάνεται στον κατάλογο των Vogel και Gardthausen (1909).

18

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

ἐλπὶς μου ὁ π(ατ)ὴρ καταφυγή μου ὁ ὑιὸς σκέπη μου τὸ πν(εῦμ)α τὸ ἅγιον. Δόξα τω Θ(ε)ῶ τῶ δόντι τέ(λ)ος, ἀμήν. Δόξασοι ὁ Θ(εό)ς, ἀμήν. Tο χειρόγραφο εικονογραφείται με τις μορφές των τεσσάρων ευαγγελιστών και διακοσμείται με ταινιωτά επίτιτλα και αρχικά γράμματα. Όπως η σειρά των ευαγγελίων, έτσι και των ευαγγελιστών παρουσιάζεται ασυνήθης: Mατθαίος φ. 17, Λουκάς φ. 35 (Πίν. 14), Mάρκος φ. 41v και Iωάννης φ. 49v, αντί της κανονικής: Mατθαίος, Mάρκος, Λουκάς, Iωάννης. H παραβίαση της κανονικής ακολουθίας των ευαγγελιστών οφείλεται στην παρατοποθέτηση ορισμένων τετραδίων, έτσι ώστε να έχει διαταραχτεί και η σειρά των ευαγγελίων. Aρχικά όμως το χειρόγραφο περιείχε τη συνήθη σειρά, όπως μπορεί να διαπιστωθεί από την αναγραφή, στο πάνω μέρος του φύλλου με τη μορφή του Iωάννη, του τέλους του κειμένου από το ευαγγέλιο του Λουκά. Kυρίως όμως επιβεβαιώνεται από την ίδια την αρίθμηση των σωζομένων τετραδίων του Ευαγγελίου, που σημειώνεται στο κέντρο του κάτω περιθωρίου του πρώτου αλλά και του τελευταίου φύλλου με το καστανό μελάνι του γραφέα.36 H παρατοποθέτηση αυτή μπορεί να σχετισθεί με την τελευταία επισκευή του χειρογράφου το 1892 από τον G. Bénard, ενώ η έλλειψη κάποιων τετραδίων δηλώνει την αντίστοιχη διακοπή της συνέχειας του κειμένου και την απώλεια ορισμένων τμημάτων. Oι μορφές των τεσσάρων ευαγγελιστών καταλαμβάνουν άνισες επιφάνειες, και συνήθως είναι στριμωγμένοι στο κατώτερο τμήμα του φύλλου, στο οποίο προηγείται ο Πίνακας Kεφαλαίων του Ευαγγελίου. Zωγραφίζονται πάνω στη γυμνή περγαμηνή χωρίς πλαίσιο, αρχιτεκτονικό ή άλλο βάθος. Παριστάνονται να γράφουν σε ανοιχτούς κώδικες. Kάθονται σε ορθογώνια θρανία, ενιαία με τα ερμάρια, πάνω στα οποία, στις μικρογραφίες των Λουκά (Πίν. 14) και Mάρκου, στηρίζονται οι βάσεις αναλογίων με ανοιχτούς κώδικες. H ποιότητα του σχεδίου, η απόδοση της πτυχολογίας και το ζωγραφικό πλάσιμο των προσώπων, η γραμμικότητα των χεριών, οι μικρές εικονογραφικές παρανοήσεις, που αφορούν κυρίως στην επίπλωση αλλά και στην απόδοση της προοπτικής,37 υποδεικνύουν μια χρονολόγηση μεταγενέστερη από εκείνη της αντιγραφής του βιβλίου. Tούτο δικαιολογεί και την ανισότητα των μικρογραφιών, που εξαρτάται από τον διαθέσιμο χώρο άγραφης περγαμηνής. O Anthony Cutler κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι μορφές των ευαγγελιστών έχουν προστεθεί στο χειρόγραφο πιθανώς στα μέσα του 15ου αιώνα.38 ενώ ο Iωάννης Σπαθαράκης τις θεωρεί μεταβυζαντινές.39 Aν όμως οι μικρογραφίες θεωρούνται μεταγενέστερες, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα τρία ταινιωτά επίτιτλα καθώς επίσης και με τα αντίστοιχα διανθισμένα αρχικά

36. Λείπουν τα δύο πρώτα τετράδια α΄ και β΄, τα οποία έχουν αντικατασταθεί, επίσης τα δ΄, ϛ΄, ζ΄, θ΄, ι΄, ια΄, ιβ΄, ενώ η σειρά που παρουσιάζουν σήμερα στο δεμένο χειρόγραφο τα σωζόμενα τετράδια είναι η εξής: γ΄, η΄, ε΄, ιγ΄, ιδ΄, ιε΄, ιϛ΄, ιζ΄. 37. Bλ. παράλληλα στα Πελεκανίδης κ.ά. 1973\1991, τ. A΄, εικ. 312, 313, 454 (Kουτλουμουσίου 69, φ. 135v, 207v, 15ος αι.), εικ. 346, 347, 460

(Kουτλουμουσίου 283, φ. 124v, 119v, μέσα 14ου αι.)· τ. Γ΄, εικ. 174, 175, 263–264 (Παντοκράτορος 47, φ. 25v, 114v, έτους 1301)· τ. Δ΄, εικ. 242, 302 (Bατοπεδίου 917, φ. 62v, 14ος αι.). 38. Cutler 1975, σ. 257-263, εικ. 1-8. 39. Spatharakis 1983, σ. 83, αρ. 342, εικ. 607 (ευαγγελιστής Mάρκος).

Εικονογραφημενα Βυζαντινα Χειρογραφα

19

γράμματα των ευαγγελίων του Λουκά (φ. 35v) (Πίν. 15), του Mάρκου (φ. 42) και του Iωάννη (φ. 50), για τα οποία χρησιμοποιείται αποκλειστικά ερυθροκάστανο μελάνι, και μπορεί να αποδοθούν στον ίδιο το γραφέα Mανουήλ τον Aγιάση. H παρατήρηση δεν ισχύει βέβαια για το επίτιτλο και το αρχικό B του ευαγγελίου του Mατθαίου (φ. 18), που έχουν σχεδιαστεί με κόκκινο μελάνι αλλά και διαφορετική γραφή. Tην ίδια ίσως εποχή που προσετέθησαν οι μικρογραφίες, αντικαταστάθηκαν και τα πρώτα φύλλα του ευαγγελίου του Mατθαίου με άλλα (φφ.18-24), τα οποία παρουσιάζουν διαφορετική γραφή και διακόσμηση του ταινιωτού επιτίτλου και του αρχικού γράμματος. Όσον αφορά στον Mανουήλ Aγιάση, επισημαίνεται ότι δεν περιλαμβάνεται στους γνωστούς καταλόγους βιβλιογράφων και δεν είναι, προς το παρόν, γνωστός από άλλα χειρόγραφά του. H γραφή του είναι εξαιρετικά επιμελημένη, λειτουργική, ισομεγέθης, όρθια με στρογγυλά γράμματα. Διακρίνονται τα γράμματα: Θ με μία μικρή κάθετη γραμμή στο μέσον της οριζόντιας γραμμής, έτσι ώστε να σχηματίζεται σταυρός, και κυρίως το γράμμα ξ, το οποίο συχνά σχεδιάζεται με ένα ημικύκλιο ανοιχτό προς τα αριστερά και δύο παράλληλες γραμμές στη μέση (Πίν. 15). Tο Θ αναγνωρίζεται επίσης στη γραφή του Θεόδωρου Aγιοπετρίτη, που δραστηριοποιείται στη Θεσσαλονίκη στο τέλος του 13ου / αρχές του 14ου αιώνα,40 ενώ η χαρακτηριστική γραφή του ξ αναγνωρίζεται σε γραφείς του 13ου και 14ου αιώνα, που δραστηριοποιούνται σε διαφορετικές περιοχές της αυτοκρατορίας: την Ήπειρο, την Πελοπόννησο και τη Mικρά Aσία (Έφεσο).41 H μόνη ένδειξη για τον τόπο που βρισκόταν λίγο μετά την αντιγραφή του το χειρόγραφο προσφέρεται από το μεταγενέστερο σημείωμα, το οποίο αναφέρεται σε επιδημία πανώλης και ένα σεισμό (φ. 80v): Ἔτει ἐκ τῆς ἐνσάρκου εικονομίας ͵ατμβʹ [1342] τὸ μέγα θανατικὸν καὶ ͵ατγʹ [1303] αὐγούστου ηʹ [8] ὁ μέγας σϊσμός. Tο σημείωμα αυτό επαναλαμβάνεται στο ίδιο φύλλο με παρανοήσεις και με την ανορθόγραφη υπογραφή: Eγό Ειοάνις Tσούτας (;). O μέγας σεισμός της 8ης Aυγούστου 1303 είναι γνωστός από άλλες ιστορικές πηγές και έγινε αισθητός σε όλη την Aνατολική Mεσόγειο και κυρίως στα νησιά Kύπρο, Pόδο και Kρήτη, όπου μάλιστα προκάλεσε μεγάλες καταστροφές.42 Aντίθετα δεν είναι γνωστό από τις πηγές το μέγα θανατικό, επιδημία πανώλης δηλαδή, του έτους 1342. Kατά τον 14ο αιώνα σημειώνεται πράγματι επανειλημμένα η εμφάνιση της πανώλης με μεγάλη εξάπλωση και πολλά θύματα, αλλά μόνον από το 1347-1349 και εξής αναφέρονται στις πηγές οι εκδηλώσεις της που, ξεκινώντας από την κεντρική Aσία και τον Πόντο, διαδίδονται μέσω Kωνσταντινούπολης σε όλη τη Mεσόγειο.43

40. Για παράδειγμα, βλ. Nelson 1991, σ. 130, πίν. 4 (Vat. gr. 644). 41. Tσελίκας 1987-1988, σ. 494-495, εικ. 6 (Aθήνα, EBE 163, τέλος 13ου/αρχές 14ου, γ΄ γραφέας), εικ. 7 (Iωάννινα, Aρχιμανδρείου 10, έτος 1305, γραφεύς Kωνσταντίνος ιερεύς)· Reinsch 1991· Kομίνης 1968, σ. 32-33, πίν. 28 (Πάτμου 891, έτος 1310, γραφεύς

Mιχαήλ Aουτέμης από την Έφεσο, γράφει στην Kρήτη). 42. Eυαγγελάτου-Nοταρά 1993 [περ. Παρουσία, παράρτημα 24], σ. 41-48, 147· Grumel 1958, σ. 481· Luttrell 1999, σ. 145-146. 43. Bartsocas 1966· Biraben 1975-1976, σποραδικά· Dols 1977, σ. 35-67· Congourdeau 1998, σ. 152-153.

20

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΜΗΤΣΑΝΗ

Oρισμένα ωστόσο κωδικολογικά στοιχεία του χειρογράφου, όπως η μείξη περγαμηνής και χαρτιού, θα συνέβαλλαν στην άποψη για την τοποθέτησή του στην Kρήτη,44 όπου κατέφυγαν, ως πρόσφυγες στις αρχές του 14ου αιώνα, γραφείς από την Έφεσο της M. Aσίας, όπως ο Mιχαήλ Λουλούδης,45 ο Mιχαήλ και Kωνσταντίνος Aουτέμης.46 H υπόθεση αυτή δεν έρχεται σε αντίθεση με τη μαρτυρία του σημειώματος, αφού γνωρίζουμε ότι ο σεισμός της 8ης Aυγούστου 1303 έπληξε και την Kρήτη, όπου προκάλεσε μάλιστα καταστροφές στα τείχη του Xάνδακα,47 ενώ μικρότερες μορφές επιδημιών ταλαιπωρούσαν το νησί ήδη από τις αρχές της ίδιας δεκαετίας,48 ώστε το 1350 οι Bενετικές αρχές αναγκάστηκαν να προσφέρουν φορολογικές απαλλαγές στους νέους εποίκους της πόλης του Pεθύμνου, επειδή ο πληθυσμός της είχε αποδεκατιστεί λίγο πιο πριν από το μέγα θανατικό.49 Στο τελευταίο τμήμα του χειρογράφου τα προστιθέμενα έξι περγαμηνά φύλλα (φφ. 81-86) δεν φέρουν χαράκωση για τη γραφή, είναι κομμένα κατά τη στάχωση, προσαρμοσμένα στο μέγεθος των προηγουμένων φύλλων, και περιέχουν ένα λειτουργικό κείμενο, με μαύρο μελάνι και πυκνή γραφή, πιθανώς του τέλους του 14ου αιώνα. H σημειωμένη με αραβικούς αριθμούς πράξη αφαίρεσης στην πάνω ώα του φ. 81 (7013-6823 = 190) ίσως προδίδει το έτος προσθήκης αυτού του τελευταίου τμήματος, 190 χρόνια μετά τη συγγραφή του χειρογράφου, δηλαδή το έτος 1505,50 που πιθανώς συμπίπτει και με την εικονογράφησή του με τις μορφές των ευαγγελιστών. Η Γεννάδειος Bιβλιοθήκη, λοιπόν, έχει την τύχη να περιλαμβάνει στη μικρή αλλά ενδιαφέρουσα βυζαντινή συλλογή της τρία αντιπροσωπευτικά δείγματα των τάσεων της επαρχιακής παραγωγής εικονογραφημένων χειρογράφων από τον ευρύτερο χώρο της Aνατολικής Mεσογείου: Tο Eυαγγέλιο 259 του τέλους του 12ου αιώνα, που αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη ομογενή ομάδα επαρχιακών βυζαντινών χειρογράφων όσον αφορά τη γραφή και τη διακόσμηση, με προέλευση την Kύπρο. Tο Eυαγγέλιο 1.5 που γράφηκε από τον πρωτονοτάριο του Σελτζούκου σουλτάνου Bασίλειο Mελιτηνιώτη στην Kαισάρεια της Kαππαδοκίας το έτος 1226 και αποτελεί μοναδικό και σπάνιο δείγμα της χειρόγραφης παραγωγής της ανατολικής Mικράς Aσίας. Kαι τέλος το Eυαγγέλιο 1.6 που αντέγραψε ο Mανουήλ Aγιάσης το 1315, πιθανότατα στην Kρήτη, ή σε κάποιον άλλο χώρο της Aνατολικής Mεσογείου. p

44. Irigoin 1968, σ. 92-95. 45. Λάμπρος 1904, σ. 209-212· Lemerle 1957, σ. 20-21, υποσημ. 4· Turyn 1973-1974, σ. 3-15· Mαρκόπουλος 1981, σ. 232-242. 46. Kομίνης 1968, σ. 32-33, πίν. 28 (Πάτμος 891, έτος 1310). 47. Πλατάκη 1950, σ. 475 (καταστροφή των τειχών του Xάνδακα). 48. Δετοράκης 1970-1971, σ. 118-136, ιδ. σ. 120 (ερήμωση λόγω πανώλης του Pεθύμνου)· Kωστής

1985, σ. 304-320, και ιδ. 308. 49. Θεοτόκης 1936, σ. 296-297, έγγρ. XXVΙ· Thiriet 1966, σ. 214-216. 50. Δεδομένου ότι το έτος 6823 από κτίσεως κόσμου είναι το της γραφής του Ευαγγελίου σύμφωνα με τον κολοφώνα, ίσως σημαίνει ότι το έτος 7013 από κτίσεως κόσμου, ήτοι 1505 από Xριστού γεννήσεως, είναι αυτό της προσθήκης του τελευταίου αυτού λειτουργικού κειμένου στο χειρόγραφο.



3•

Χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης αποκείμενα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη Ε ΜΜ Α ΝΟΥ Η Λ ΣΤ. ΓΙ Α ΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Η λατρευτική μουσική της Ορθόδοξης εκκλησίας βλάστησε πάνω στις ρίζες της αρχαίας ελληνικής μουσικής και καλλιεργήθηκε συστηματικά από υμνογράφους, μελογράφους, ψάλτες, λόγιους και φιλόμουσους άνδρες αλλά και γυναίκες. Στόχος ήταν πάντα η δοξολογία του Τριαδικού Θεού και των αγίων του, η παράκληση και η ικεσία, αλλά και η διδαχή στον υπόλοιπο λαό των γεγονότων τα οποία σημαδεύουν την παρουσία του Θεού ανάμεσα στους ανθρώπους, των δογμάτων της πίστης και των μελλούμενων εσχατολογικών γεγονότων, κατά τη διδαχή του Χριστού. Η καθαρά θεολογική αυτή διάσταση της ψαλτικής1 συνδυάστηκε άρρηκτα με την καλλιτεχνική της οντότητα και αξία, όπως ακριβώς η ποίηση πλέχτηκε ακατάλυτα με το μέλος που την προβάλλει και την ταξιδεύει σε χείλη, καρδιές, ναούς μεγαλοπρεπείς αλλά και ταπεινούς, και σε κάθε τόπο όπου λατρεύεται το όνομα του Θεού. Η Ψαλτική Τέχνη αργά αλλά σταθερά δημιούργησε στη ροή των αιώνων δικό της σύστημα γραφής των μελών, το οποίο προήλθε από το ελληνικό αλφάβητο και άρχισε να διακρίνεται καθαρά στο τέλος της πρώτης μετά Χριστόν χιλιετίας. Τα σημάδια που το αποτελούσαν εξελίχτηκαν σταδιακά σε πλήρες και τέλειο σύστημα σήμανσης των τρόπων-ήχων στους οποίους ψάλλονται οι ύμνοι, των αναβάσεων ή καταβάσεων της φωνής, των διαστημάτων που χρησιμοποιούνται στις μουσικές κλίμακες, των συνηθισμένων μουσικών γραμμών που χρησιμοποιούνται επανειλημμένα στη μελοποίηση των ποιημάτων, και των χρόνων που δαπανώνται κατά την ψαλμώδηση των μελωδικών αυτών γραμμών, οι οποίες στην ορολογία της Ψαλτικής ονομάζονται θέσεις.

1. Χρησιμοποιώ τον όρο «Ψαλτική» ή και «Ψαλτική Τέχνη» για να δηλώσω την εκκλησιαστική μουσική της ορθόδοξης εκκλησίας, όπως αυτή γεννήθηκε και αναπτύχθηκε σε τέλειο σύστημα μουσικής γραφής και ψαλμώδησης στα χρόνια της ελληνικής αυτοκρατορίας (την οποία εσφαλμένα ονομάζουμε «Βυζαντινή»), κυρίως από τον 10ο αιώνα και εξής, και στα μετα-αυτοκρατορικά χρόνια έως και σήμερα. Όσο κι αν σήμερα έχει επικρατήσει το επίθετο «βυζαντινός, βυζαντινή, βυζαντινό» για να χαρακτηρίσει την υπερχιλιόχρονη αυτοκρατορία των ετών 324-1453 και όλες τις πλευρές της πολιτιστικής δημιουργίας των ανθρώπων που τη συγκροτούσαν («βυζαντινή υμνογραφία», «βυ-

ζαντινή μουσική», «βυζαντινή κωδικογραφία», «βυζαντινή ζωγραφική», «βυζαντινή ναοδομία», κ.λπ.), είναι γνωστό ότι οι κάτοικοί της αγνοούσαν αυτή την ονομασία και δεν τη χρησιμοποίησαν, ασφαλώς, ποτέ. Είναι ακόμη αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η ελληνική γλώσσα, η παιδεία και ο πολιτισμός διαπερνούσαν απ᾿ άκρη σ᾿ άκρη το κράτος αυτό, του οποίου οι αυτοκράτορες υπέγραφαν ως βασιλείς «ρωμαίων και ελλήνων». Από την άλλη μεριά, ο όρος «Ψαλτική Τέχνη» ή «Ψαλτική Επιστήμη» χρησιμοποιείται συστηματικά από κορυφαίους μύστες της μουσικής της ορθόδοξης λατρείας, ήδη πριν από το τέλος της αυτοκρατορίας ως κρατικής οντότητος, το έτος 1453.

22

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Το σύστημα αυτό της γραφής και ανάγνωσης-ψαλμώδησης των μελών που άλλοτε ονομάστηκε παρασημαντική, άλλοτε μουσική σημειογραφία ή μέθοδος των σημαδίων της ψαλτικής, επιβίωσε μέχρι τις μέρες μας μέσα από διαδοχικές φάσεις εξέλιξης, εξακολουθώντας να διασώζει και να μεταφέρει πανάρχαιες μελωδίες και περίτεχνα καλλιτεχνήματα μεγάλων μορφών του πνεύματος, στη σημερινή λατρεία των Ορθοδόξων. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι από τα χίλια τόσα χρόνια που γράφονται και διαδίδονται και ψάλλονται τέτοιες κορυφαίες μουσικοποιητικές δημιουργίες, σε λιγότερο από τα 200 υπάρχει χρήση έντυπων μουσικών βιβλίων, ενώ τα υπόλοιπα (περίπου από τον 10ο αιώνα έως τα 1819-1820)2 καλύπτονται αποκλειστικά από την αντιγραφή των μελωδιών σε χειρόγραφα. Τα χειρόγραφα αυτά βιβλία είναι το υλικό με το οποίο διαδόθηκε και διασώθηκε το κύριο μέρος της μουσικής παράδοσης του ελληνισμού, εφόσον στο χώρο της ψαλτικής η τυπογραφία καθυστέρησε τέσσερις περίπου αιώνες να απλώσει την ευεργετική της δράση, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα κείμενα των γλωσσών του κόσμου. Αλλά και μετά το εργώδες, για τα τότε τεχνικά δεδομένα, κατόρθωμα της έντυπης παραγωγής βιβλίων Ψαλτικής, έως και σήμερα όπου η εργασία αυτή μπορεί πια να γίνει εύκολα και τέλεια από τον κάθε χρήστη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, η σωζόμενη χειρόγραφη παράδοση των προηγούμενων αιώνων είναι πολύτιμη για πολλούς λόγους. Πρώτος και σημαντικός λόγος είναι ότι, δυστυχώς, παρόλα τα πολλά χρόνια που πέρασαν από την «ανακάλυψη» της μουσικής τυπογραφίας και με όλα τα τεχνικά μέσα που διαθέτουμε πια, δεν έγινε ακόμη κατορθωτό να εκδοθούν όλα τα μουσικά κείμενα που απόκεινται στα χειρόγραφα, και μάλιστα πολλά από αυτά που παραμένουν ανέκδοτα είναι πολύ μεγάλης αξίας. Ακολούθως θα μπορούσαν να μνημονευτούν πολλοί και σπουδαιότατοι λόγοι για να ανατρέχουμε συνεχώς στις πρωτογενείς πηγές της ψαλτικής: η μελέτη και επιστημονική κατοχύρωση της εξέλιξής της, της ίδιας της φύσης της και των εσωτερικών της στοιχείων, όπως είναι οι ήχοι και η λειτουργία τους, τα διάφορα ηχοχρώματα που χρησιμοποιούνται και η σχέση τους με άλλες μουσικές παραδόσεις, η σύνδεση της ονοματολογίας των συνθέσεων με την μορφολογική τους δομή και η διαχρονικά σταθερή βάση μελοποιήσεων των επιμέρους ακολουθιών. Ακόμη, η μελέτη των λειτουργικών τύπων στους οποίους εντάσσεται η Ψαλτική, η μελωδική έκφραση του προϋπάρχοντος ή εξαιτίας της δημιουργούμενου ποιητικού λόγου που προβάλλεται με αυτήν, και ασφαλώς ο εντοπισμός και η καταγραφή της δράσης και του έργου των ανθρώπων οι οποίοι διαμέσου των αιώνων αναδείχτηκαν σπουδαίοι δημιουργοί και φορείς της. Τα μουσικά αυτά χειρόγραφα–όσα δεν χάθηκαν για πάντα εξαιτίας των ιστορικών συγκυριών–σήμερα υπολογίζονται να προσεγγίζουν τον αριθμό των 7500 και είναι διασκορπισμένα σε πλήθος βιβλιοθηκών, της Ελλάδος κυρίως, δευτερευόντως των χωρών της ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και τέλος πολλών άλλων χωρών σε όλες

2. Το πρώτο έντυπο μουσικό κείμενο τυπώθηκε στα 1819, ενώ το πρώτο ολοκληρωμένο μουσικό βιβλίο τον

επόμενο χρόνο (βλ. Γιαννόπουλος 2004b, σ. 130-131).

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

23

τις ηπείρους.3 Τελειώνοντας αυτή την–αναγκαία νομίζω–εισαγωγή, σημειώνω ότι, αν εξαιρέσουμε την επιστημονική συμβολή των ξένων ερευνητών η οποία εστιάστηκε κυρίως σε κώδικες των αυτοκρατορικών χρόνων, η συστηματική μουσικολογική μελέτη μεγάλου μέρους των μουσικών χειρογράφων ξεκίνησε τις τελευταίες δεκαετίες με τους περίφημους αναλυτικούς περιγραφικούς καταλόγους των χειρογράφων των βιβλιοθηκών του Αγίου Όρους4 και τις παράλληλες έρευνες στις συλλογές της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, των μονών των Μετεώρων κλπ. του καθηγητή Γρηγορίου Θ. Στάθη, ενώ πολύ αξιόλογες παλαιογραφικές εργασίες έχουν δημοσιευτεί και από τον φιλόλογο Μανόλη Χατζηγιακουμή. Τα τελευταία χρόνια μια νέα γενιά μουσικολόγων στην Ελλάδα αξιοποιεί συστηματικά τη χειρόγραφη παράδοση στις έρευνες για την Ψαλτική Τέχνη.5

Τα μουσικά χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης Μέσα στα πλαίσια ευρύτερων ερευνών μου στον τομέα αυτό,6 αλλά και με την αφορμή της ημερίδας για τα χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, μελετήθηκαν και τα χειρόγραφα Ψαλτικής Τέχνης της Βιβλιοθήκης αυτής με την ευγενή υποστήριξη της διευθύνσεώς της και την ολοπρόθυμη βοήθεια του προσωπικού της. Πρόκειται για είκοσι συνολικά κώδικες εκ των οποίων οι δεκαοκτώ είναι ταξινομημένοι σε τρεις συλλογές, ενώ οι δύο είναι προς το παρόν αταξινόμητοι και άρα στερούνται αριθμού. Στη συνέχεια θα γίνει μια προσπάθεια να παρουσιαστεί αυτό το υλικό κατά τις εξής ενότητες: 1) Κώδικες ανά συλλογή, 2) Χρονολόγηση, γραφείς και περιεχόμενο των χειρογράφων, 3) Ιδιαίτερο μουσικολογικό ενδιαφέρον κάποιων κωδίκων.

Κώδικες ανά συλλογή Στη συλλογή Ιωάννου Γενναδίου της Βιβλιοθήκης (στο εξής: Γενν.) περιλαμβάνονται εννέα χειρόγραφα ψαλτικής: ένα περγαμηνό, το οποίο είναι και το παλαιότερο μουσικό χειρόγραφο της Βιβλιοθήκης, και οκτώ χάρτινα. Πρόκειται για τους κώδικες Γενν. 4, Γενν. 23, Γενν. 24, Γενν. 25, Γενν. 25.2, Γενν. 26, Γενν. 27, Γενν. 27.1 και Γενν. 231. Η κατάσταση των τόμων αυτών, σε γενικές γραμμές, είναι από σχετικά καλή έως

3. Μια πρώτη προσπάθεια αναλυτικής καταγραφής των καταλόγων που περιέχουν μουσικά χειρόγραφα στις κατά χώρα, πόλη και Βιβλιοθήκη συλλογές, έγινε στο βιβλίο μου (Γιαννόπουλος 2004b, σ. 313355). Η έρευνα αποκάλυψε και επιπρόσθετο υλικό το οποίο αναμένεται να δημοσιευτεί προσεχώς. 4. Στάθης 1975-1993. Θα εκδοθεί σύντομα ο Δ΄ τόμος. 5. Με την καθοδήγηση του καθηγητή Γρηγορίου Θ. Στάθη στη σειρά Μελέται του Ιδρύματος Βυζαντινής Μουσικολογίας έχουν εκπονηθεί και εκδοθεί τα τελευταία χρόνια πολλές και σημαντικές διδακτορικές διατριβές, όλες πάνω σε καίρια θέματα της Ψαλτικής. Πρόκειται, έως τώρα, για τα ακόλουθα βιβλία: Αποστολόπουλου 2002 (ΙΒΜ Μελέται 4)· Χαλδαιάκης 2003 (ΙΒΜ Μελέται 5)· Μπαλαγεώργου 2001 (ΙΒΜ Με-

λέται 6)· Καραγκούνης 2003 (ΙΒΜ Μελέται 7)· Τερζόπουλος 2004 (ΙΒΜ Μελέται 9)· Κρητικού 2004 (ΙΒΜ Μελέται 10)· Γιαννόπουλος 2004a (ΙΒΜ Μελέται 11). 6. Σημειώνονται εδώ κάποια παραδείγματα τέτοιων ερευνών, ενώ παραλείπονται πολλά άλλα τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη: Γιαννόπουλος 1994· 2004c· 2008b. Περιγράφονται αναλυτικά τα 89 χειρόγραφα Ψαλτικής που εντοπίστηκαν με αλλεπάλληλες έρευνες σε πολλές βιβλιοθήκες της Μεγάλης Βρετανίας. Μια παρουσίαση των σπουδαίων στοιχείων που φέρνει στη μουσικολογική έρευνα αυτό το υλικό έγινε σε σχετική παλαιότερη εισήγησή μου (Γιαννόπουλος 2005)· 2005b· 2008a· υπό δημοσίευση. Ήδη ετοιμάζεται και μια δημοσίευση για την περίφημη συλλογή χειρογράφων του Σίμωνα Καρά.

24

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

άριστη, υπάρχουν όμως και μία-δύο εξαιρέσεις χειρογράφων τα οποία είναι αρκετά ταλαιπωρημένα από τη χρήση ή, στην περίπτωση του περγαμηνού, και από την πολυκαιρία. Από τους γραφείς των εννέα αυτών χειρογράφων γνωρίζουμε τους πέντε, εκ των οποίων οι τέσσερεις χρονολογούν το έργο τους. Πρέπει να σημειωθεί ότι το ένα από τα χειρόγραφα αυτά, για το οποίο θα γίνει ειδικότερα λόγος και στη συνέχεια, παρότι μουσικό, δεν περιλαμβάνει μελοποιήσεις εκκλησιαστικών ύμνων, αλλά τραγουδιών με ποικίλο περιεχόμενο. Εκτός των εννέα αυτών ελληνικών χειρογράφων, στην κύρια συλλογή της Γενναδείου υπάρχει και ένα ρωσικό μουσικό χειρόγραφο του 19ου αιώνα (Γενν. 28) με καλή διακόσμηση, στο οποίο περιέχεται η Ακολουθία του αρχαγγέλου Μιχαήλ. Το χειρόγραφο αυτό δεν είναι γραμμένο με τη σημειογραφία της Ψαλτικής αλλά με τα ρωσικά Znamenies, και για το λόγο αυτό δεν ασχολήθηκα με τη μελέτη του. Η δεύτερη συλλογή, στην οποία υπάρχουν πολλά και σημαντικά μουσικά χειρόγραφα, είναι η συλλογή Δαμιανού Κυριαζή (στο εξής: Κυ). Πρόκειται για οκτώ κώδικες (Κυ 25, Κυ 26, Κυ 27, Κυ 28, Κυ 29, Κυ 30, Κυ 31, Κυ 32), τρεις από τους οποίους είναι ενυπόγραφοι και χρονολογημένοι, ενώ για άλλους δύο μπορούν να γίνουν βάσιμες υποθέσεις για τους γραφείς τους. Η τρίτη συλλογή στην οποία ανήκει ένα μόνο μουσικό χειρόγραφο είναι η συλλογή Μαρτάκου (στο εξής: Μα). Το χειρόγραφο αυτό είναι ο αριθμός Μα 17, είναι πλήρες, σε καλή κατάσταση, ενυπόγραφο και χρονολογημένο. Τέλος, όπως ήδη αναφέρθηκε, στην κατοχή της Γενναδείου Βιβλιοθήκης βρίσκονται και άλλα δύο χειρόγραφα ψαλτικής, τμήμα ενός ευρύτερου αριθμού αταξινόμητων κωδίκων. Για τις ανάγκες της αναφοράς μας σ᾿ αυτά, τα ονομάζω πρόχειρα αταξινόμητο μουσικό 1 και αταξινόμητο μουσικό 2. Το πρώτο είναι υπογεγραμμένο και χρονολογημένο, ενώ το δεύτερο όχι. Στο σύνολό τους τα χειρόγραφα που αναφέρθηκαν δεν είχαν μελετηθεί συστηματικά στο παρελθόν, ούτε υπάρχει αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος γι᾿ αυτά.7 Ακόμη, η μουσικολογική αξία κάποιων από τα χειρόγραφα, κάτι που πρωτίστως με ενδιαφέρει, δεν έχει σημειωθεί και αξιοποιηθεί, επίσης δεν έχει γίνει προσπάθεια να ταυτιστούν κάποιοι γραφείς οι οποίοι δεν υπογράφουν τους κώδικές τους. Ωστόσο, αρκετά από τα μουσικά χειρόγραφα έχουν εξεταστεί πριν από τρεις περίπου δεκαετίες από τον φιλόλογο-παλαιογράφο Μανόλη Χατζηγιακουμή και έχουν γίνει αναφορές στην ύπαρξή τους και σε μερικούς από τους γραφείς τους, σε ευρύτερο έργο του.8

7. Στο Πολίτη και Παππά 2004, σ. 92-101 και πίνακες 24-27, παρουσίασα με συντομία πέντε από τα μουσικά χειρόγραφα των συλλογών της Γενναδείου τα οποία συμπεριελήφθησαν στην έκθεση που οργανώθηκε από την Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία και τη Βιβλιοθήκη. Με την ευκαιρία αυτής της αναφοράς ας σημειωθεί ότι πρέπει να γίνουν δύο διορθώσεις τυπογραφικών λαθών στο βιβλίο αυτό: στη σ. 4 το «Ευάγγελος Γιαννόπουλος» να γραφεί «Εμμανουήλ

Γιαννόπουλος» και στη σ. 100, σειρά 6, η χρονολογία θανής του Γρηγορίου πρωτοψάλτου να διορθωθεί από «1921» σε «1821». 8. Χατζηγιακουμής 1980 (βλ. κυρίως: σ. 85-υποσ. 96, 154 και 201-στ. 1, καθώς και φωτογραφικό δείγμα 61 για το χφ Γενν. 23, σ. 203-στ. 2 για το χφ Γενν. 24, σ. 102-υποσ. 351 για το χφ Γενν. 231, σ. 209-στ. 2 για το χφ Κυ 25, σ. 89-υποσ. 141, 103-υποσ. 370 και 218-στ. 2 για το χφ Κυ 30, σ. 89-υποσ. 141 και 92-υποσ. 191

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

25

Χρονολόγηση, γραφείς και περιεχόμενο των χειρογράφων Τα μουσικά χειρόγραφα των συλλογών της Γενναδείου είναι γραμμένα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, με τη σοβαρή εξαίρεση του περγαμηνού κώδικα Γενν. 4, ο οποίος χρονολογείται περίπου στα τέλη του 14ου αιώνα. Πιο συγκεκριμένα, όπως θα φανεί αμέσως παρακάτω, υπάρχουν δέκα κώδικες σαφώς χρονολογημένοι με βάση τα βιβλιογραφικά τους σημειώματα, τρεις στους οποίους αναφέρονται μάλλον αόριστα κάποιες χρονολογίες, ενώ οι υπόλοιποι μπορούν να χρονολογηθούν μέσα σε σχετικά στενά πλαίσια με βάση το περιεχόμενό τους και τους μελοποιούς οι οποίοι αναφέρονται σ᾿ αυτούς. Στα υπό εξέταση χειρόγραφα εννέα γραφείς υπογράφουν το δημιούργημά τους, είτε στο τέλος της εργασίας τους, είτε με έμμεση δήλωση της ταυτότητάς τους στα ενδιάμεσα φύλλα με χρήση του α΄ προσώπου. Ακόμη ένας-δύο δηλώνονται με κάποια ασάφεια, ενώ υπάρχουν υποψίες για την ταυτότητα κάποιων άλλων. Από πλευράς περιεχομένου, πρέπει αρχικά να παρατηρηθεί ότι στα μουσικά χειρόγραφα των συλλογών της Γενναδείου ανθολογήθηκαν από τους γραφείς τους τα σημαντικότερα μουσικά βιβλία,9 τα οποία ήταν διαδεδομένα κατά τον 18ο αιώνα και κάλυπταν τις λειτουργικές και διδακτικές ανάγκες των διακόνων της ψαλτικής. Πιο αναλυτικά τώρα για τα θέματα χρονολόγησης, γραφέων και περιεχομένου: το παλαιότερο χρονολογημένο χειρόγραφο είναι το Γενν. 23, το οποίο γράφτηκε με καλλιτεχνική διάθεση και αξιομνημόνευτη καλαισθησία το έτος 1713 από τον ιεροδιάκονο Σίλβεστρο. Ο γραφέας φρόντισε να χρησιμοποιήσει πολύχρωμα μελάνια για τα επίτιτλα, τα πρωτογράμματα και τα σχέδια των μουσικών κανονίων και μεθόδων, ενώ ενέταξε το περιεχόμενο μέσα σε ερυθρό πλαίσιο. Ο κολοφών του είναι γραμμένος στο φ. 163v με μαύρη μελάνη και φανερώνει τον συντάκτη του ως σχετικά ανορθόγραφο: Ἐγράφθη αὖτὴ ἡ μελήῤῥητος ψαλτηκῆ ὑπεμοῦ Σιλβέστρου ἰεροδιακόνου τετέλεσται ἀιτος [= ἔτος] ἀπο τῆς ἐνσάρκου οικονομίας τοῦ κυρίου ἠμων Ιῦ Χῦ ͵αψιγʹ [1713] καὶ οἰ ἁναγινώσκοντες ἐυχαισται. Ο γραφικός χαρακτήρας του κολοφώνα αυτού διαφέρει αρκετά από αυτόν του υπόλοιπου κώδικα, και προσωπικά διατηρώ κάποιες αμφιβολίες για το εάν πράγματι ο Σίλβεστρος έχει γράψει το κύριο σώμα του βιβλίου. Άλλωστε, γενικότερα στη χειρόγραφη παράδοση της Ψαλτικής δεν γνωρίζουμε άλλον γραφέα μουσικού κώδικα με το όνομα αυτό, με την εξαίρεση του Σίλβεστρου Κυκκώτη, ο οποίος όμως ζει στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου. Στο χειρόγραφο πάντως καταγράφεται αναλυτικά

για το χφ Κυ 32, καθώς και γενικότερες αναφορές σε άλλα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης στις σελίδες 201, 203, 213, 218). Βλ. και Χατζηγιακουμής 1999 [πρόκειται για το Τμήμα ΙΙΙ του Α΄ Μέρους του προηγούμενου βιβλίου, το οποίο επανεκδόθηκε αυτοτελώς 19 χρόνια μετά την πρώτη δημοσίευσή του, δυστυχώς με

ελάχιστες μόνο βιβλιογραφικές προσθήκες και πανομοιότυπα]. 9. Για τις διάφορες ονομασίες των μουσικών χειρογράφων οι οποίες χρησιμοποιούνται και στο παρόν άρθρο βλ. Γιαννόπουλος 2004b, σ. 65-90.

26

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

η Προθεωρία της Ψαλτικής Τέχνης,10 η μελοποίηση των αναστάσιμων στιχηρών ιδιομέλων από τον πρωτοψάλτη Παναγιώτη Χρυσάφη11 κατά τον 17ο αιώνα, και λίγα μέλη της Ακολουθίας του Όρθρου και της Θείας Λειτουργίας. Το χειρόγραφο Μα 17 (Πίν. 16) είναι γραμμένο από τον ιερομόναχο Νικηφόρο στα 1735. Ο Νικηφόρος το έγραψε μετά πολλού κόπου και δαπάνης και πλείστης επιμελείας και υπομονής στην Βατοπαιδινή Σκήτη του Αγίου Δημητρίου στο Άγιον Όρος.12 Ήταν πράγματι έμπειρος μουσικός γραφέας, και αυτό προκύπτει όχι μόνο από τη μελέτη του παρόντος χειρογράφου, που είναι μια Ανθολογία της Παπαδικής και Ειρμολόγιο του επισκόπου Νέων Πατρών Γερμανού, αλλά και από τη διαπίστωση, μετά από σχετική έρευνα, ότι ο ίδιος είναι ο γραφέας και των επίσης καλογραμμένων κωδίκων Δοχειαρίου 410, Σταυρονικήτα 164 και Canonici Gr. 25 της Βιβλιοθήκης Bodleian της Οξφόρδης.13 Σημειώνω ότι το τελευταίο χειρόγραφο είχε γραφτεί από τον Νικηφόρο λίγα χρόνια πριν, στα 1729, στη μονή Βερνικόβου πλησίον της Ναυπάκτου. Ένα πρόχειρο σημείωμα στο φ. 143 του κώδικα Γενν. 24 μαρτυρεί ότι το χειρόγραφο αυτό, Αναστασιματάριο του Χρυσάφη μαζί με Ανθολογία μελών, γράφτηκε τον Απρίλιο του 1734 από τον Νικόλαο Ραιδεστηνό,14 ο οποίος δηλώνεται και ως κάτοχος του χειρογράφου εικοσιτέσσερα χρόνια μετά (το έτος 1758) με νέο σημείωμα στο φ. 301v. Και στην περίπτωση αυτή ο γραφικός χαρακτήρας των σημειωμάτων δεν ταιριάζει πολύ με εκείνον του υπόλοιπου χειρογράφου. Στο β΄ μισό του 18ου αιώνα και συγκεκριμένα στα 1777 γράφτηκε το χειρόγραφο της συλλογής Κυ 25 από τον άγνωστο από αλλού μουσικό κωδικογράφο Ιωάννη τον Χίο, όπως σημειώνει ο ίδιος στο φ. 106 (Πίν. 17): Πέρας ὥδε ἤλιφεν τὸ παρὸν ἀσματομελήρυτον ἀναστασιματάριον διαχειρὸς καμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Ἰωάννου Χίου κατὰ τὸ ͵αψοζʹ [1777] αὐγοῦστῳ ιδʹ ἡμέρα δευτέρα· ὅθεν οἱ ἀναγινόσκοντες αὐτῷ μέμνησθε καμοῦ ἐν ταῖς ἰεραῖς πρὸς κύριον ἐντεύξεσιν.

10. Η Προθεωρία της Ψαλτικής είναι ένα θεωρητικό κείμενο στο οποίο παρουσιάζονται αναλυτικά τα βασικά στοιχεία της ψαλτικής, με έμφαση στο σύστημα γραφής και ψαλμώδησης των μελών. Το κείμενο αυτό με μικρές ή μεγαλύτερες παραλλαγές υπάρχει σε πολλά χειρόγραφα ψαλτικής πριν την καταγραφή των μελωδιών οι οποίες ψάλλονται στις εκκλησιαστικές ακολουθίες. 11. Ο πρωτοψάλτης του οικουμενικού πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη Παναγιώτης Χρυσάφης («ο νέος» όπως αναφέρεται πολλές φορές στα χειρόγραφα, για να μην συγχέεται με τον μουσικώτατο λαμπαδάριο του «εὐαγοῦς βασιλικοῦ κλήρου» Μανουήλ Δούκα Χρυσάφη ο οποίος έζησε στα μέσα του 15ου αιώνα) ήταν μία από τις σπουδαιότερες μορφές της ψαλτικής κατά τον 17ο αιώνα, με πολύπλευρο και εξαιρετικά σημαντικό έργο. Bλ. Γιαννόπουλος 1998. 12. Ο κολοφών είναι γραμμένος, με πολλά λάθη, στο φ. 305 του κώδικα: Εἵλειφε τέλος ἡ παρούσα ἁσματομελιρρυτόφθογγος βίβλος διαχειρὸς καμοῦ

τοῦ εὐτελοῦς καὶ ἁμαθεὶς ὑπερ πάντων Νικηφόρου ἱερομονάχου και οἱ ἀναγινώσκοντες εὔχεσθαί με διὰ τὸν Κ(ύριο)ν, εἰδὲ και σύλληψις ἔτυχε συγκρίνατέ μοι ὠς δ ἄλλοι κἄν λαθέντες, ἔτι [ = ἔτει] ἀπὸ Χ(ριστο)ῦ 1735 μαρτίου ιδʹ. Ἐγράφθη δὲ ἐν τῷ ἅγιονυμο όρει τοῦ ἐν τω Ἅθωνος εἰς τὴν σκήτην τοῦ ἁγίου Δημητρίου πλησίον εἰς το Βατοπαίδι. Ἐγράφθη δὲ μετα πολοῦ κόπου καὶ δαπάνης και μετὰ πολής πλίστης ἑπιμελείας και υπομονῆς.:- (εικ. 7). 13. Για τα τρία αυτά χειρόγραφα βλ. Στάθης 19751993, τ. Α΄, σ. 596-598 και τ. Γ΄, σ. 549-555, καθώς και Wilson και Stefanović 1963, σ. 13-15. Ειδικότερα για το τελευταίο βλ. Εμμ. Γιαννόπουλου, Τα χειρόγραφα Ψαλτικής Τέχνης των Βιβλιοθηκών του Ηνωμένου Βασιλείου · Αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος (υπό έκδοση). 14. Χφ Γενν. 24, φ. 143: Ετελειοθει η παρούσα εις τους ͵αψλδʹ [1734] παρ᾿ εμοῦ Νικολάου Ραιδεστηνοῦ, απριλίου . . . (;).

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

27

Πρόκειται για ένα Αναστασιματάριο του πρωτοψάλτη Παναγιώτη Χρυσάφη με κάποια ενδιαφέρουσα προσπάθεια διακόσμησης των φύλλων του με πολύχρωμα επίτιτλα. Ο γραφικός χαρακτήρας του Ιωάννη μοιάζει αρκετά με εκείνον του θαυμαστού μουσικού, κωδικογράφου και πρωτοψάλτη Σμύρνης Δημητρίου Λώτου, ο οποίος επίσης καταγόταν από τη νήσο Χίο, και το γεγονός μας βάζει σε σκέψεις για τυχόν σχέση δασκάλου-μαθητή των δύο ανδρών. Τα υπόλοιπα χρονολογημένα χειρόγραφα ανήκουν στον 19ο αιώνα, από το έτος 1801 έως το 1853. Στην πρώτη χρονολογία γράφτηκε ο κώδικας Γενν. 26 (που είναι ένα ακόμη Αναστασιματάριο του Παναγιώτη Χρυσάφη) από τον ιεροδιάκονο Ιωάσαφ εξ Αγράφων. Ο Ιωάσαφ, ο οποίος είναι γνωστός και από άλλα ιδιόγραφά του,15 υπογράφει τον κώδικα στο φ. 191 (Πίν. 18): Ὤδε πέρας εἰληφεν ἡ βίβλος αὕτη ἐκ χειρὸς ἐμοῦ τοῦ ἐλαχίστου Ἰωάσαφ Ἱεροδιακόνου τοῦ ἐξ Αγράφων ἐν ἐτει ͵αωαʹ [1801] ἰουνίου ηʹ Στα 1817 είναι γραμμένο το χειρόγραφο Γενν. 27.1, που είναι ένα Ειρμολόγιο σε μελοποίηση του Πέτρου λαμπαδαρίου του Πελοποννησίου, με προσθήκες από τον μαθητή του Πέτρο πρωτοψάλτη τον Βυζάντιο. Ο γραφέας δεν δηλώνει το όνομά του, παρά μόνο σημειώνει στο φ. 114 τη χρονολογία και τον τόπο γραφής:16 είναι η Σμύρνη, η οποία αποτελούσε από πολλές δεκαετίες ένα από τα ισχυρά, περιφερειακά της Κωνσταντινουπόλεως, κέντρα καλλιέργειας της ψαλτικής. Ο κώδικας Κυ 31 είναι μια Ανθολογία Όρθρου και Θείας Λειτουργίας, η οποία γράφτηκε από δύο μουσικούς, στη Νέα Μέθοδο της σημειογραφίας της ψαλτικής, δηλαδή στον τρόπο γραφής της μουσικής που αποτελεί ομαλή εξέλιξη των παλαιότερων και ο οποίος εγκρίθηκε στα 1814 και επιβλήθηκε και χρησιμοποιείται έως σήμερα. Ο κώδικας αυτός γενικότερα δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από πλευράς περιεχομένου και είναι σε σχετικά κακή κατάσταση. Ο δεύτερος όμως γραφέας του επιλέγει μια συνήθεια των παλαιότερων χρόνων για να δηλώσει πότε έγραψε το τμήμα του κώδικα στο οποίο αναγνωρίζουμε τον γραφικό του χαρακτήρα, ή έστω κάποια επιμέρους μέλη σ᾿ αυτό. Συγκεκριμένα στο φ. 129v γράφει πλάγια στην αριστερή ώα ένα κρυπτογραφικό σημείωμα,17 μετά το οποίο προσθέτει τη χρονολογία και τον τόπο της εργασίας του κανονικά γραμμένα. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί ο γραφέας του σημειώματος απαιτεί την αντιστοίχιση και αντικατάσταση των εικοσιτεσσάρων γραμμάτων του ελληνικού αλφαβήτου με αυτά που αναλογούν στην αντίστροφη φορά του, ώστε να σχηματιστεί σωστά και να διαβαστεί το κρυμμένο κείμενο:

15. Όπως το Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος (ΕΒΕ) 2441. 16. Τέλος τῷ δὲ συντελεστῇ τῶν ὅλων Θεῷ δόξα.

Σμύρνῃ τῷ ͵αωιζʹ [1817] ἀπριλλίῳ α΄. 17. Γενικότερα για την κρυπτογραφία ως συνήθεια των κωδικογράφων βλ. Mioni 1979, σ. 111-113.

28

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ οεθ ρυκοζπ’ ηζκε ζκε̃ φπφω ηοώξκε ικ’ξυκη ιθκ’εηση κυρ Θεοκτί στου του̃ διδα σκάλου πόλεως Προύσης ὔχθωβω γώθπμ: 1818 ὁκτωβρίου καʹ: Προύσα: ἔγραψα χάριν:

Λίγο παρακάτω, σημειώνει και το όνομά του: ὁ παπᾶ Νικόλαος. Ο Αθανάσιος Καλογερόπουλος, ο οποίος δηλώνει μαθητής του Γρηγορίου πρωτοψάλτου και του Γεωργίου Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος, των σπουδαιότερων δηλαδή εκκλησιαστικών μουσικών εκείνης της εποχής και από τους σπουδαιότερους γενικότερα στην ιστορία της Ψαλτικής Τέχνης, έγραψε το έτος 1820 στην Κωνσταντινούπολη τον κώδικα Κυ 30 (φ. 87: Πέρας ὦδε εἴληφε ἡ παροῦσα ἁσματομελύῤῥητος ἐκλογὴ τῶν καλοφωνικῶν εἰρμῶν παρ᾿ ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Ἀθανασίου Καλογεροπούλου Πελοποννησίου. Ἐν ἔτει σωτηρίῳ 1820 μαΐου 23, ἐν Κωνσταντινου πόλει). Όπως ακριβώς δηλώνει και ο Καλογερόπουλος, το χειρόγραφο περιέχει μια εκλογή από τις εμμελέστερες συνθέσεις καλοφωνικών ειρμών και τιτλοφορείται «Εκλογή των καλοφωνικών ειρμών» (Πίν. 19). Πρόκειται για αργές και τεχνικές συνθέσεις παλαιοτέρων, κυρίως, μελοποιών, οι οποίες μεταγράφηκαν στη σημειογραφία της Νέας Μεθόδου από τον Γρηγόριο πρωτοψάλτη. Στον κώδικα όμως αυτό θα αναφερθώ και στη συνέχεια για να σχολιάσω ένα ενδιαφέρον τμήμα του. Άλλοι χρονολογημένοι κώδικες της Γενναδείου Βιβλιοθήκης: ο Κυ 26, ο οποίος γράφτηκε στα 1827 από τον Ματθαίο εξ Αθηνών και περιέχει το πασίγνωστο Αναστασιματάριο του λαμπαδαρίου Πέτρου του Πελοποννησίου με προσθήκες κεκραγαρίων και στιχολογιών από τον μαθητή του Πέτρο πρωτοψάλτη τον Βυζάντιο,18 το αταξινόμητο μουσικό 1 που είναι ένα Αναστασιματάριο του πρωτοψάλτου Πέτρου του Βυζαντίου και γράφτηκε από τον γνωστό γραφέα Ιωάννη Αναγνώστη επίσης στα 1827.19 Ο Γενν. 27 που αποτελεί αντιγραφή εντύπου Ταμείου Ανθολογίας στα 1853 από τον Σπυρίδωνα Σαλίβερο από τη Θήρα.20 Από τα μη χρονολογημένα χειρόγραφα των συλλογών της Γενναδείου Βιβλιοθήκης διακρίνονται για τη σπουδαιότητά τους τέσσερις τόμοι. Πρόκειται πρωτίστως για το περγαμηνό χειρόγραφο Γενν. 4 του τέλους του 14ου αιώνα, που είναι ένα δίστηλο Πεντηκοστάριο και Ανθολόγιο ακολουθιών των μηνών από τον Μάρτιο έως τον Αύγουστο, στο οποίο οι ύμνοι των ακολουθιών καταγράφονται κατά βάσιν χωρίς μουσική σημειογραφία όπως στα κοινά λειτουργικά βιβλία, πολλά όμως ιδιόμελα εμφανίζονται

18. Η 18 Η δήλωση του γραφέα υπάρχει στο φ. 1 του κώδικα, μετά τον τίτλο: Νέον Ἀναστασιματάριον μεταφρασθὲν κατὰ τὴν νεοφανῆ μέθοδον τῆς μουσικῆς ὑπὸ τῶν ἐν Κωνσταντινουπόλει μουσικολογιωτάτων διδασκάλων καὶ ἐφευρετῶν τοῦ νέου μουσικοῦ συστήματος κυρίου Γρηγορίου λαμπαδαρίου τῆς τοῦ Χριστοῦ μεγάλης ἐκκλησίας, Γεωργίου Χουρμουζίου, Χαρτοφύλακος τῆς μεγάλης εκκλησίας, καὶ Χρυσάνθου ἀρχιμανδρίτου, διὰ χειρὸς Ματθαίου τοῦ ἐξ Ἀθηνῶν ἐν μπόρῳ τῷ 1827 κατὰ μήνα Αὔγουστον. 19. Στη σ. 163 του κώδικα υπάρχει ο κολοφών:

Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα ἀμήν. Εν ἔτει ὑπὸ Χριστοῦ ͵αωκζʹ [1827] ἀπριλίου θʹ ἐγράφη τὸ παρὸν διὰ χειρὸς ἐμοῦ τοῦ ἀμαθοῦς Ἀναγνώστου Ἰωάννου και οἱ ἔχοντες εὔχεσθαι ὑπὲρ ἐμοῦ. Σχετικά με τον Ιωάννη Αναγνώστη βλ. τα χφφ ΕΒΕ 915, Ιωάννινα-Αρχαιολογικού Μουσείου 28, Αίγιο-Ι.Μ. Ταξιαρχών 7, 8 και 9, κ.ά. 20. Στη σελίδα 450 ο κολοφών: Το παρόν Μουσικοβιβλίον εγράφει υπό χειρός παρά τοῦ εν Ρυνια (;) Θήρας Μουσικολογιωτάτου κ. Σπυρίδωνος Α. Κ. Σαλίβερου. Τέλος καὶ τῷ Θεῷ δόξα.

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

29

μελοποιημένα για τη διευκόλυνση των ψαλτών. Η μουσική σημειογραφία είναι η μέση πλήρης βυζαντινή, ενώ η γραφή είναι σχετικά εξίτηλη και τα φύλλα λίγο μαυρισμένα. Η συνήθεια της παρεμβολής μουσικών κειμένων σε μη μουσικά υμνογραφικά Ανθολόγια, και μάλιστα της καταγραφής του μέλους των ιδιομέλων, τα οποία δεν είναι δυνατόν να ψάλλονται από μνήμης, ήταν αρκετά διαδεδομένη στην ύστερη βυζαντινή εποχή, αφού παρόμοιοι κώδικες σώζονται αρκετοί και σε άλλες βιβλιοθήκες.21 Το συγκεκριμένο χειρόγραφο της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, μαζί με εκείνα, είναι μια αξιόλογη πηγή μελέτης των μελοποιήσεων των ύμνων εκείνη την εποχή, πρέπει όμως να παρατηρήσουμε ότι παρουσιάζονται και χάσματα στη συνέχεια της ύλης του, καθώς κάποια φύλλα έχουν εκπέσει. Από τα υπόλοιπα χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, αξίζει να σταθούμε ιδιαίτερα στον κώδικα Γενν. 25, στα διάφορα τμήματα του οποίου διακρίνονται πέντε γραφείς που γράφουν σε διαφορετικές εποχές. Το πρώτο τμήμα περιέχει πλήρες το Ειρμολόγιο του λαμπαδαρίου Πέτρου του Πελοποννησίου, ενώ από το φ. 133 κ.ε. ξεκινά το δεύτερο συσταχωμένο χειρόγραφο στο οποίο ανθολογούνται μέλη που ψάλλονται στις τρεις βασικές ακολουθίες της νυχθημέρου λατρείας: στον Εσπερινό, στον Όρθρο και στη Θεία Λειτουργία. Αυτό το δεύτερο τμήμα του βιβλίου είναι γραμμένο στα τέλη του 18ου αιώνα από τον ήδη μνημονευθέντα πρωτοψάλτη Σμύρνης και αλληλογράφο του Αδαμάντιου Κοραή, Δημήτριο Λώτο. Το πράγμα μαρτυρείται από τον χαρακτηριστικό του γραφικό χαρακτήρα, αλλά και τις σχετικές επιγραφές των φύλλων 198: ἕτερα [χερουβικά] συνοπτικά, σύνθεσις ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς Δημητρίου Λώτου Χίου [ἦχος] α΄ Οἱ τὰ χερουβίμ . . . (Πίν. 20) και 212v: ἕτερα κοινωνικὰ κατ᾿ ἦχον, σύνθεσις ἐμοῦ τοῦ εὐτελοῦς Δημητρίου Λότου Χίου [ἦχος] α΄ Αἰνεῖτε . . . Στη συνέχεια του χειρογράφου άλλος γραφέας–ο τέταρτος κατά σειρά–καταγράφει και μερικά σχετικά σπάνια μελοποιήματα των γνωστών μουσικών και κωδικογράφων Ευαγγελινού Σκοπελίτη και Εμμανουήλ Γούτα, πρωτοψάλτου Θεσσαλονίκης στις αρχές του 18ου αιώνα. Ο γραφικός του χαρακτήρας αλλά και η φιλοτέχνηση των πρωτογραμμάτων θυμίζουν πολύ τη γραφίδα του Ευαγγελινού Σκοπελίτη. Τα φύλλα αυτά, τα οποία είναι παλαιότερα των δύο προηγούμενων τμημάτων του κώδικα και χρονολογούνται στο α΄ μισό του 18ου αιώνα, είναι αρκετά λερωμένα. Το χειρόγραφο Γενν. 25.2 είναι μια ακόμη Ανθολογία Όρθρου και Θείας Λειτουργίας των αρχών του 19ου αιώνα και παρουσιάζει αρκετές ομοιότητες με τον γραφικό χαρακτήρα του Λώτου, είναι όμως παρακινδυνευμένο να αποδοθεί σ᾿ αυτόν. Διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση. Κάποια ακόμη χειρόγραφα που θα αναφέρω στο τέλος αυτής της ενότητας είναι τα τρία Καλοφωνικά Ειρμολόγια της συλλογής Κυριαζή (Κυ 28, Κυ 29, και Κυ 32) και το αταξινόμητο μουσικό 2, που είναι ένα προχειρογραμμένο Αναστασιματάριο (αντίγραφο του εντύπου που εκδόθηκε από τον Πέτρο τον Εφέσιο στα 1820) μαζί με Ανθολογία.

21. Σύντομη αναφορά σ᾿ αυτού του τύπου τα χειρόγραφα γίνεται στο βιβλίο του Εμμ. Στ. Γιαννόπουλου (2004b, σ. 72).

30

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ

Όλα αυτά τα χειρόγραφα, και ιδίως τα τρία πρώτα, είναι γραμμένα λίγο μετά την επιβολή της Νέας Μεθόδου της Ψαλτικής στα 1814, από μαθητές της Πατριαρχικής Σχολής, που ιδρύθηκε για τη διδασκαλία αυτής της μεθόδου. Αυτό φαίνεται από τις αναφορές τους στους δασκάλους της Σχολής και από τον τρόπο γραφής των κωδίκων (όπου, ειδικά για το χειρόγραφο Κυ 32, τρεις και τέσσερις γραφείς-μαθητές δοκιμάζουν και εξασκούν την αντιγραφική τους ικανότητα στο ίδιο χειρόγραφο).

Μουσικολογική αξία των χειρογράφων Στην τελευταία αυτή ενότητα θα σημειωθούν λίγες αλλά αξιομνημόνευτες μουσικολογικές ιδιαιτερότητες που απαντούν στα υπό εξέτασιν χειρόγραφα. Ήδη έγινε σύντομη αναφορά σε κάποια σπάνια απαντώμενα, ή και άγνωστα έως σήμερα μελοποιήματα του Ευαγγελινού Σκοπελίτου και του πρωτοψάλτη Θεσσαλονίκης Εμμανουήλ Γούτα, τα οποία περιέχονται στο τρίτο τμήμα του κώδικα Γενν. 25. Πρόκειται για δύο-τρία μέλη, καλοφωνικούς ειρμούς και κρατήματα, και το πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη αξία πέρα από τον εντοπισμό αυτών των «καινούργιων» μελωδημάτων. Στον κώδικα Κυ 27 όμως έχουμε μια παρόμοια περίπτωση αρκετά πιο σημαντική: τα πρώτα και τα τελευταία φύλλα του χειρογράφου είναι γραμμένα από τον ίδιο μουσικό περίπου στα 1845-1850, φυσικά στη Νέα Μέθοδο της σημειογραφίας της ψαλτικής. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται άλλοι δύο γραφείς, εκ των οποίων ο ένας είναι σίγουρα αρκετά προγενέστερος αφού χρησιμοποιεί παλαιότερη σημειογραφία. Ο γραφέας των πρώτων και τελευταίων φύλλων πρέπει να είναι ο γνωστός μουσικός του 19ου αιώνα παπά-Γιώργης ο Ρύσιος, ο οποίος ανάμεσα σε πολλά άλλα γνωστά μέλη ανθολογεί και μελοποιήματα δικά του, του διδασκάλου του Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου του Βυζαντίου22 και δικές του πάλι διασκευές ή διορθώσεις μελοποιήσεων παλαιότερων μουσικών. Οι καθαρά δικές του μελοποιήσεις είναι ο 71ος ψαλμός Ὁ Θεὸς τῷ κρίμα σου τῷ βασιλεῖ δὸς τον Οκτώβριον του 1840 «διὰ τὴν Ἑλλάδα . . . ἐν εἴδει πολυελέου . . . δι᾿ αἰτήσεως καὶ προτροπῆς τοῦ φίλου Ἠλία Τανταλίδου» σε ήχο πλ. δ΄, και ένας καλοφωνικός ειρμός Κύκλῳ τῆς τραπέζης σου . . . σε ήχο βαρύ, τον Μάρτιο του επόμενου έτους, κατά μίμηση όμοιας σύνθεσης του Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου. Το τελευταίο μέλος του χειρογράφου περιλαμβάνει μία ακόμη σύνθεση του Κωνσταντίνου εξηγημένη στη Νέα Μέθοδο από τον Ρύσιο23 (Πίν. 21), ενώ σε άλλα σημεία καταγράφονται και μέλη ανωνύμων αλλά και πολυέλεοι του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακα και του Γεωργίου Κρητός, όλα αυτά καλλωπισμένα, συντετμημένα ή και διορθωμένα από τον ίδιο μουσικό στα έτη 1837-1841.24 Πρέπει να σημειώσω ότι τα 22. Για τον Κωνσταντίνο και το έργο του βλ. π. Τερζόπουλος 2004, το οποίο μνημονεύτηκε και στην υποσ. 5. Στις σελίδες 193-194 και 196 του βιβλίου αυτού γίνεται αναφορά και στον κώδικα Κυ 27 της Γενναδείου Βιβλιοθήκης. 23. Στο φ. 145: Καὶ οὖτος [ὁ καλοφωνικὸς εἱρμὸς] παρὰ Κωνσταντίνου πρωτοψάλτου, ἐξηγήθη δὲ παρὰ τοῦ φοιτητοῦ αὐτοῦ Γ(εωργίου) π(απᾶ) τοῦ Ρυσίου, πλ. α΄ Πρόβατον εἰμὶ τῆς λογικῆς. . . .

24. Στην κατηγορία αυτών των μελών ανήκουν η σύνθεση του φ. 1 (Τὸ παρὸν ἀνωνύμου, ἐπιδιορθώθει καὶ ἐκαλλωπίσθη παρὰ Γεωργίου τοῦ Ρυσίου ἐν ἔτει ͵αωμʹ [1840]: Ὀκτώβρ. [ἦχος] βαρὺς Μακάριος ἀνήρ . . . ), εκείνη του φ. 13 (1837: ἐν Ρυσίῳ. Λόγον ἀγαθὸν [ἦχος] λέγετος, Χουρμουζίου διδασκάλου ἐπιδιορθωθεὶς παρὰ Γεωργίου Ρυσίου) και, τέλος, η του φ. 25 (Λόγον ἀγαθὸν [ἦχος] βαρὺς τοῦ [Γεωργίου] Κρητὸς σὲ σύντμηση Γεωργίου Ρυσίου, 1840 Ὀκτώβριος).

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

31

ενδιαφέροντα αυτά μέλη δεν έχουν έως τώρα εντοπιστεί σε άλλα χειρόγραφα, άλλα και ότι δεν γνωρίζουμε κανέναν άλλο κώδικα γραμμένο από τον Γεώργιο Ρύσιο. Το χειρόγραφο Γενν. 231 είναι ίσως το πιο γνωστό στους κύκλους των μουσικών από όλα τα προαναφερθέντα, όχι τόσο γιατί υπάρχουν πολλές δημοσιευμένες πληροφορίες γι’ αυτό, αλλά διότι λόγω του περιεχομένου του αναφέρεται συχνά σε συζητήσεις μουσικολόγων. Πρόκειται για μια σχετικά προχειρογραμμένη συλλογή λίγων ασμάτων σε μελοποίηση του σπουδαίου πρωτοψάλτη της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Γρηγορίου, ο οποίος απεβίωσε το έτος 1821. Η ανάγνωση κάποιων φύλλων του είναι αρκετά προβληματική, γιατί ο γραφικός χαρακτήρας του γραφέα δεν είναι καλός, αλλά και διότι η μαύρη μελάνη «πότισε» στο χαρτί και δημιούργησε πολλές κηλίδες. Οι στίχοι των ασμάτων έχουν περιεχόμενο πατριωτικό, ερωτικό ή αφορούν σε πρόσωπα, όπως στον μαρτυρικό πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄, και ανήκουν άλλοι στον «εὐγενέστατο ἄρχοντα ποστέλνικο» Γεώργιο Σούτζο (Πίν. 22), άλλοι στον Νικόλαο Λογάδη, και άλλοι σε άγνωστους ποιητές. Όπως συμβαίνει σε ανάλογες περιπτώσεις, η πρώτη στροφή κάθε άσματος είναι μελοποιημένη με το σύστημα γραφής της εκκλησιαστικής μουσικής και ακολουθεί το κείμενο των υπολοίπων, αφού ψάλλονται με την προγεγραμμένη μελωδία. Σε λίγες περιπτώσεις δημιουργείται ακροστιχίδα (π.χ. «ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ») από τα αρχικά γράμματα των στροφών. Όλες οι μελοποιήσεις ακολουθούν μουσικούς «δρόμους» της ανατολικής μουσικής, αναφέρονται όμως κάθε φορά και οι εκκλησιαστικοί ήχοι στους οποίους αυτοί αντιστοιχούν. Τα τραγούδια και οι μελωδίες που περιέχονται δεν απαντούν συχνά σε ανάλογα χειρόγραφα, ακόμη και σε έναν από τους αντιπροσωπευτικότερους τέτοιους κώδικες, τον Βατοπαιδίου 1428. Γενικότερα, ο κώδικας αυτός έχει μια ιδιαίτερη θέση στο σύνολο της χειρόγραφης παράδοσης, αφού ανήκει σε μια ομάδα 50, ίσως 60, χειρογράφων των οποίων το περιεχόμενο φανερώνει την ευρεία γνώση και παράλληλη δραστηριότητα πολλών σπουδαίων εκκλησιαστικών μουσικών και σε έναν άλλον τομέα της τέχνης αυτής: ποίηση και μελοποίηση στίχων στη λεγόμενη θύραθεν ή εξωτερική μουσική,25 όπως ακριβώς δηλώνει η επιγραφή των φύλλων 51v-52 αυτού του χειρογράφου της Γενναδείου: Τὸ ἀκολούθως συνετέθη παρὰ τοῦ εὐγενεστάτου ἄρχοντος ποστελινίκου κυρίου κὺρ Γεωργίου Σούτζου κείμενον καὶ μέλος, ἐτονίσθη δὲ παρὰ Γρηγορίου λαμπαδαρίου κατὰ τὴν παράδοσιν τοῦ ἰδίου, μακάμ

25. Κρίνεται σκόπιμο εδώ να γίνει μια πρώτη απόπειρα καταγραφής των κωδίκων οι οποίοι διασώζουν παρόμοιες συλλογές, έως και λίγα μόνο μέλη εξωτερικής μουσικής: Αρχιεπισκοπής Κύπρου 33· Ι.Μ. Βατοπαιδίου 1414, 1428, 1429 και ίσως 1430· Βουλής 27 και 28· Βιβλ. Γριτσάνη 3 και 8 (έτος 1698)· Ι.Μ. Δοχειαρίου 322 και 1463· Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνσταντινουπόλεως 44· Ι.Μ. Ιβήρων 964, 1080, 1189 και 1203· Καρά 32 και 38· ΙΕΕ 47· ΚΜΣ (γραφέας Θωμαΐδης, έτος 1970) και «χειρόγραφο Ραιδεστηνού»· Ι.Μ. Λογγοβάρδας Πάρου 47· Μεγά-

λης του Γένους Σχολής 53· Ι.Μ. Μεγίστης Λαύρας Ε 4 και Κ 171· ΜΙΕΤ-ΙΠΑ 37· Ι.Μ. Ξηροποτάμου 262· Ι.Μ. Παντελεήμονος 994· Ρουμανικής Ακαδημίας 795 (339), 740 (653), 784 (794), 803, 925, 927 και 2238· Ι.Μ. Αγ. Αικατερίνης Σινά 1440· Χειρόγραφο ΕΛΙΑ· Ι.Μ. Χιλανδαρίου 165· Βιβλ. Ψάχου (κατά καταγραφή Ακακίου Μεγασπηλαιώτου)· ΕΒΕ 2601}΄Ανδρος, μονή Αγίας 113. Τέλος, από αξιόπιστες πληροφορίες γνωρίζω ότι στη Ρουμανία υπάρχουν και άλλα παρόμοια χειρόγραφα τα οποία σχετίζονται κυρίως με τη δράση του Νικηφόρου Καντουνιάρη του Χίου.

32

ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΣΤ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ μπεστενιγκιάρ, ουσούλ χαφίφ, λέγεται δὲ κιάρ κατὰ τοὺς ἐξωτερικοὺς [μουσικούς], [καθ᾿ ἡμᾶς δέ] ἦχος βαρύς, ἄρχεται δὲ ἐκ τοῦ ζω.

Η τελευταία ενδιαφέρουσα από μουσικολογικής πλευράς περίπτωση, με την οποία και θα κλείσω το παρόν κείμενο, απαντά στα φύλλα 82v-87 του κώδικα Κυ 30 του Αθανασίου Καλογερόπουλου, ένα χειρόγραφο το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, περιέχει μια εκλογή από τους εμμελέστερους καλοφωνικούς ειρμούς και είναι γραμμένο στα 1820. Πρέπει να υπενθυμίσω ότι, λίγο πριν από αυτή τη χρονιά οι σπουδαιότερες μελοποιήσεις καλοφωνικών ειρμών είχαν ήδη συγκεντρωθεί από τα παλαιά χειρόγραφα σε έναν τόμο και μεταγραφεί-εξηγηθεί στη Νέα Μέθοδο της Ψαλτικής από τον λαμπαδάριο και μετέπειτα πρωτοψάλτη Γρηγόριο, και ότι αυτή η εξήγηση του Γρηγορίου εκδόθηκε αυτούσια στα 1835 και καθιερώθηκε μεταξύ των εκκλησιαστικών μουσικών μέχρι και σήμερα. Στα τελευταία όμως αυτά φύλλα του χειρογράφου του, ο Καλογερόπουλος καταγράφει τρεις καλοφωνικούς ειρμούς κατ’ εξήγηση του άλλου κορυφαίου γνώστη των μυστικών της μουσικής σημειογραφίας, του Γεωργίου Χουρμουζίου Χαρτοφύλακα26 (Πίν. 19). Το γεγονός έχει τη σημασία του, η οποία δεν είναι μικρή. Σε μια πρόχειρη αναζήτηση, μόνο οι δύο από αυτές τις τρεις εξηγήσεις του Χουρμουζίου έγινε δυνατόν να εντοπιστούν σ’ ένα και μοναδικό χειρόγραφο27 εκτός αυτού της Γενναδείου. Η μία μάλιστα εξήγηση αφορά σε μια σπουδαία μελοποίηση των αρχών του 18ου αιώνα από τον πρωτοψάλτη Παναγιώτη Χαλάτζογλους από την Τραπεζούντα, τον ειρμό Ἔφριξε γῆ . . . , ένα μέλος-σταθμό για την εποχή του έως και σήμερα, το οποίο παλαιότερα ψάλλονταν κατά παράδοσιν εμπρός στον Εσταυρωμένο τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης. Η πολυσχιδής δραστηριότητα του Χουρμουζίου Χαρτοφύλακα μας κληροδότησε τεράστιο και εξαιρετικά σημαντικό για τη διάσωση και την καλλιέργεια της ψαλτικής έργο, από το οποίο ακόμη και σήμερα έρχονται στο φως άγνωστες πτυχές.28 Η ενασχόλησή του με τους καλοφωνικούς ειρμούς, παράλληλα με την παρόμοια αλλά πολύ γνωστή του Γρηγορίου, δεν είναι καθόλου αξιοποιημένη, γιατί ακριβώς δεν καταγράφηκε ευρέως στα χειρόγραφα και δεν εκδόθηκε. Από αυτή την άποψη οι τρεις εξηγήσεις του κώδικα Κυ 30 μας βοηθούν να προσεγγίσουμε τις παλαιές αυτές μελωδίες, ψάλλοντάς τις με τον τρόπο που ένας άλλος μουσικός τις μετέφερε στη σημειογραφία την οποία μπορούμε με άνεση να διαβάσουμε. Και μας δίνουν ακόμη τη δυνατότητα να συγκρίνουμε τις μεταγραφές-εξηγήσεις των δύο αυτών μαϊστόρων της Ψαλτικής Τέχνης, για να διαπιστώσουμε κατά πόσο αυτές

26. Πρόκειται για τους ειρμούς Τὴν σὴν εἰρήνην (σε ήχο α΄ και μελοποίηση του Πέτρου Μπερεκέτη), Ἔφριξε γῆ (ήχος πλ. α΄ πεντάφωνος εναρμόνιος, σε μέλος Παναγιώτη Χαλάτζογλους) και Τὸν ἄναρχον βασιλέα τῆς δόξης (ήχος πλ. δ΄, μέλος Πέτρου Μπερεκέτη). 27. Στον κώδικα της Ι.Μ. Ταξιαρχών Αιγίου 9 υπάρχουν οι ειρμοί Ἔφριξε γῆ και Τὴν σὴν εἰρήνην σε

εξήγηση του Χουρμουζίου. Για το χειρόγραφο βλ. Χατζηγιακουμής 1975, σ. 250-252, αλλά η μαρτυρία της ύπαρξης των μελών σ᾿ αυτό πρέπει να αναζητηθεί στις σελίδες 436 και 468 του ίδιου βιβλίου, όπου ευρετήριο των αρχών (incipit) των ύμνων και παραπομπές στο πρώτο μέρος του τόμου. 28. Βλ. για παράδειγμα το βιβλίο Γιαννόπουλος 2007.

Χειρογραφα Ψαλτικης Τεχνης

33

είτε διαφέρουν σημαντικά είτε σε γενικές γραμμές ταυτίζονται, με επιμέρους όμως, όπως είναι φυσικό, αισθητικής φύσεως διαφοροποιήσεις. Αν τυχόν συμβαίνει το πρώτο, θα μπορούσαμε ενδεχομένως να ισχυριστούμε ότι η εκκλησιαστική μουσική που μας παρέδωσαν οι μουσικοί του 19ου αιώνα αποτελείται περισσότερο από δικές τους υποκειμενικές μεταγραφές-εξηγήσεις από τα παλαιότερα χειρόγραφα και λιγότερο απηχεί την καθεαυτό ασματική πράξη των προγόνων μας. Αν, αντιθέτως, η σύγκριση των εξηγήσεων του ίδιου παλαιού μέλους από διαφορετικούς μουσικούς καταδεικνύει την ουσιαστική ταυτότητά τους, ενισχύουμε την ήδη άρτια τεκμηριωμένη θέση μας ότι η συνέχεια της μελοποιητικής παράδοσης του ελληνισμού είναι αδιάσπαστη και, όταν προστρέχουμε σ᾿ αυτήν, χαιρόμαστε τα ίδια κατά βάσιν ακούσματα που αντήχησαν στους θόλους των εκκλησιών αρκετούς αιώνες πριν. Η σύγκριση των εξηγήσεων του Γρηγορίου και του Χουρμουζίου στο μέλος του καλοφωνικού ειρμού Ἔφριξε γῆ . . . του Χαλάτζογλους μαρτυρεί αβίαστα για το δεύτερο. Η μελωδική κίνηση παραμένει η ίδια, οι ενδιάμεσες καταλήξεις του μέλους γίνονται στα ίδια σημεία και στους ίδιους φθόγγους της μουσικής κλίμακας, όμοιες μουσικές γραμμές εκτυλίσσονται στις ίδιες φράσεις του ποιητικού κειμένου, και μόνο δευτερεύουσες αναλύσεις σημαδιών ή μουσικών θέσεων διαφοροποιούνται, γνώρισμα της διαφορετικής προσέγγισης του Χουρμουζίου σ᾿ αυτήν ή την άλλη εκφραστική δύναμη κάποιων σημαδιών της παλαιάς σημειογραφίας. Και από αυτή την άποψη η ύπαρξη αυτών των μελών στον κώδικα Κυ 30 μας βοηθά να πιστοποιήσουμε μία από τις βασικές διαχρονικές θέσεις της ελληνικής μουσικολογικής επιστήμης.

Επίλογος Αυτά είναι σε γενικές γραμμές τα είκοσι μουσικά χειρόγραφα που φυλάσσονται σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Πρόκειται για μια μικρή συλλογή, που έχει όμως την αναμφισβήτητη χρησιμότητά της και αξίζει την προσοχή μας ως ένα κομμάτι του ελληνικού πολιτισμού, η μελέτη και η προβολή του οποίου πρέπει να είναι μέλημά μας. Αυτό άλλωστε ήταν και ο πρώτος στόχος του ιδρυτού της Βιβλιοθήκης αυτής Ιωάννου Γενναδίου, καθώς και των συνεχιστών του έργου του. p



4•

Το Κείμενο «της Κλίμακος» στο χειρόγραφο Κυριαζή 15 ΝΟΝΝΑ Δ Η Μ . Π Α Π Α Δ Η Μ ΗΤ ΡΙΟΥ

Αντικείμενο της παρούσης εργασίας αποτελεί ένα από τα χειρόγραφα της συλλογής Δαμιανού Κυριαζή.1 Δωρήθηκε το 1953 στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη,2 φέρει τον αρ. 15 (Γενν. Κυ 15) και παραμένει ακαταλογογράφητο.3 Περιλαμβάνει αποσπάσματα πατερικών έργων και ολόκληρο το κείμενο της Kλίμακος τῆς θείας ἀνόδου του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου με σχόλια. Αυτό το έργο, ένα από τα πλέον σημαντικά της Βυζαντινής Γραμματείας, με τη μορφή που έχει στο εξεταζόμενο χειρόγραφο, έχει ιδιαίτερη αξία για τη χειρόγραφη παράδοσή του. Ο συγγραφεύς της Κλίμακος, Σιναΐτης μοναχός (6ος-7ος αι.), σοφός κατά κόσμον4 και ερημίτης επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, παραμένει αυθεντία της βυζαντινής πνευματικότητος.5 Η Κλῖμαξ είναι έργο πνευματικής εμπειρίας. Αποτελείται από τριάντα λόγους, «βαθμίδες», που αναφέρονται στην πνευματική άνοδο και εξύψωση του ανθρώπου δια της υπερβάσεως των παθών και δια της αποκτήσεως των αρετών. Του κειμένου προηγείται ο βίος του συγγραφέως, γραμμένος από τον Δανιήλ Ραϊθηνό, και δύο Επιστολές. Η πρώτη του ηγουμένου της Ραϊθού Ιωάννου προς τον Ιωάννη Σιναΐτη και η δεύτερη απάντηση του Σιναΐτου Αγίου στον Ιωάννη της Ραϊθού. Το έργο κατακλείεται με τον λόγο προς τον Ποιμένα (= τον ηγούμενο). Το κείμενο της Κλίμακος ταξίδεψε με μεγάλη ταχύτητα στην Ανατολή και στη Δύση και γνώρισε μια πρωτόγνωρη και διαχρονική κυκλοφορία. Το μαρτυρούν οι πάμπολλες μεταφράσεις της σε ξένες γλώσσες και κυρίως οι εκατοντάδες των σωζομένων ελληνικών και ξενογλώσσων χειρογράφων της.6 Η editio princeps του κειμένου της 1. Λίγα βιογραφικά για τον Δαμ. Κυριαζή κατέγραψε η Ιωάννα Φωκά. Βλ. Φωκά 2001. 2. Η δωρεά περιείχε χειρόγραφα, έγγραφα και έντυπα βιβλία και έγινε σε τρεις φάσεις (1953, 1994 και 2000). Η πρώτη, μαζί με τα έγγραφα και τα έντυπα βιβλία, περιλάμβανε και 41 χειρόγραφα. Για τη δωρεά αυτή βλ. Φινόπουλος και Μωραΐτης 2001. Χειρόγραφα της συλλογής Κυριαζή δωρήθηκαν και στη Βιβλιοθήκη του Μουσείου Μπενάκη. 3. Στον Κατάλογο της Εκθέσεως της Γενναδείου δώσαμε μια πολύ σύντομη καταγραφή του υπό εξέτασιν χειρογράφου. Βλ. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 44-45, εικ. 13.

4. Όπως απέδειξαν ειδικές έρευνες, ο συγγραφεύς της Κλίμακος είχε γνώσεις κλασικής Φιλολογίας, Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας, Ιατρικής κ.ά. Βλ. Νεώτερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό «Ηλίου» Ζ΄, 1949, σ. 702-706, s.v. Ιωάννης ο Κλίμακος (Κ. Δ. Γεωργούλης), Πουλής 1976, Φαραντάκης 1994, και Παπαδημητρίου 2001. 5. Βιογραφικά στοιχεία για τον Ιωάννη της Κλίμακος βλ. στον Beck 1977, σ. 353-355. 6. Παπαδημητρίου 2003, σ. 643-677. Γνωρίζουμε την ύπαρξη 742 τουλάχιστον ελληνικών χειρογράφων. O αριθμός αυξάνεται συνεχώς, διότι η έρευνα είναι σε εξέλιξη. Γνωρίζουμε επίσης την ύπαρξη 218 ξενο-

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

36

Kλίμακος έγινε το 1633 από τον Mατθαίο Rader (Editio Raderiana)7 στο Παρίσι, όπου και ανατυπώθηκε το 1860 από τον J. P. Migne στη γνωστή Patrologia Graeca (PG).8 Σε αυτή την έκδοση παραπέμπουν ακόμη και σήμερα όσοι ασχολούνται με το έργο αυτό. Περιγράφουμε το χειρόγραφο Γενν. Κυ 15 κατά τα πρότυπα που έθεσε ο Λίνος Πολίτης9 και στη συνέχεια αναφερόμαστε στο κείμενο της Kλίμακος και στην ιδιαιτερότητά του, με παρατηρήσεις και συγκρίσεις με το εκδεδομένο στην PG. Χαρτί 21 × 15 φφ. 418 στ. 22-23 1618 Κ λ ῖ μ α ξ και άλλα ασκητικά κείμενα Τα περιεχόμενα του χειρογράφου όπως αναγράφονται στο φ. 6v: Tάδε περιέχει ἡ παροῦσα βίβλος ἐν τῇ ἀρxῇ: φφ. 1-6: α΄

Τοῦ ὁσίου π(ατ)ρ(ὸ)ς ἡμῶν Γρηγορίου τοῦ Σιναΐτου, παραινετικὴ νουθεσία τοῖς ἡσυχάζουσιν.

φφ. 7-308: β΄

Tὰ τοῦ Kλίμακος ἅπαντα μετὰ σχολίων, σὺν τῷ αὐτοῦ βίῳ, καὶ ταῖς ἀμοιβαίαις ἐπιστολαῖς δύο, καὶ ὁ πρὸς ποιμένα λόγος.

φφ. 309-326: γ΄

Τοῦ ὁσίου π(ατ)ρ(ὸ)ς ἡμῶν Κασσιανοῦ τοῦ Ρωμαίου, περὶ ὀκτὼ λογισμῶν.

φφ. 326-338: δ΄

Τοῦ αὐτοῦ περὶ διακρίσεως, λόγος ὠφέλιμος πάνυ.

φφ. 338v-350: ε΄

Εὐαγρίου μοναχοῦ κεφάλαια περὶ διακρίσεως λογισμῶν κβ΄.

φφ. 350-350v: ϛ΄

Τοῦ αὐτοῦ, ἐκ τῶν νηπτικῶν κεφαλαίων.

φφ. 351-395v: ζ΄

Τοῦ ὁσίου Νείλου, λόγος ἀσκητικὸς πάνυ ἀναγκαῖος.

φ. 395v: η΄

Τοῦ αὐτοῦ κεφάλαιον ρνβ΄ καὶ ρνγ΄.

φφ. 395v-399v: θ΄

Τοῦ ἀββᾶ Μακαρίου τοῦ ἀσκητοῦ κεφάλαια.

φφ. 399v-408v: ι΄

Τοῦ αὐτοῦ ἕτερα κεφάλαια, περὶ τοῦ πν(ευματ)ικοῦ νόμου.

φφ. 408v-410: ια΄

Τοῦ ἀββᾶ Μάρκου κεφάλαιον.

φφ. 410-413: ιβ΄

Πέτρου Δαμασκηνοῦ, παραίνεσις ἀσκητική.

φφ. 413v-414: ιγ΄

Προτρεπτικὴ παραίνεσις τοῖς ἀρχαρίοις.

φφ. 414v-418v: ιδ΄

Ἐκλογὴ ἐκ τοῦ Πατερικοῦ νουθετική. Τέλος.

Α. 538 χ1 κv αr, (α΄, β΄, β΄, γ΄ . . . λη΄3 . . . νβ΄), φφ. 419-421 λευκά. Γ ρ α φ ή εμπείρου βιβλιογράφου, ορθία, ολοστρόγγυλη, καλλιγραφική και πολύ επιμελημένη (Πίν. 1).10 Μελάνι μαύρο. Ερυθρογραφίες στους τίτλους, στα αρχικά, στα λιτά γραμμικά

γλώσσων χειρογράφων: σλαβικών, συριακών, αραβικών, γεωργιανών, βουλγαρικών, ρουμανικών, σερβικών, ρωσικών κ.λπ. για τα οποία βλ. Bogdanović 1968, σ. 205-208. 7. Ioannis Scholastici abbatis montis Sina [ . . . ], Opera Omnia, interprete Matthaeo Radero, Lutetiae

Parisiorum . . . sumptibus Sebastiani Cramoisy, [Παρίσι], 1633. 8. PG 88, 579-1248. 9. Πολίτης 1961. 10. Πολίτης 1977, σ. 372, σημ. 5.

To Keimeno Thς Κλιμακος

37

επίτιτλα, όπως και στα ονόματα των σχολιαστών. Χ α ρ τ ί στιλπνό με υδατόσημα, που εντοπίζονται λόγω της νεωτέρας σταχώσεως μόνον στα πρώτα και τελευταία φύλλα κατά μικρό τμήμα τους: α) arbalète [βαλλιστρίς], όπως περίπου Briquet 770 [1600], β) άγκυρα μονής χαράξεως εντός κύκλου, όπως περίπου Briquet 555 [1567].11 Κ α τ ά σ τ α σ η πολύ καλή. Καλοσυντηρημένο και πολυτελές χειρόγραφο με υπάρχοντα ίχνη υγρασίας. Σ τ ά χ ω σ η νεώτερη (πινακίδες), από δέρμα ανοικτό καστανό, χωρίς διακόσμηση· στην εσωτερική πλευρά υπάρχουν επί του δέρματος απλά σχέδια. Η ράχη φέρει 5 διαζώματα (εξογκώματα) και την επιγραφή: ΙΩΑΝΝΟΥ ΕΧΟΛΑΣΤΙΚΟΥ (sic) ΑΓΙΑ ΚΛΙΜΑΞ. Στο κάτω μέρος της ράχης υπάρχει με πολύ-πολύ μικρά, σχεδόν αδιόρατα στοιχεία και το επώνυμο Gruel. Πρόκειται για τον Γάλλο βιβλιοδέτη Léon Gruel (1841-1923). Το όνομά του μαζί με εκείνο του [Robert] Engelmann, τυπογράφου και πεθερού του, διαβάζεται και στον λεπτότατο υφασμάτινο σελιδοδείκτη (πλάτους 3 χιλ.): Gruel et Engelmann Relieurs à Paris. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το χειρόγραφο σταχώθηκε στο Παρίσι κατά τα έτη της δραστηριότητος των ανωτέρω γνωστών βιβλιοδετών, δηλ. μεταξύ 1862-1905.12 Β. φ. 308: Διὰ χειρὸς γέγρα(πτ)αι Kυριακοῦ (μον)αχ(οῦ) τοῦ ἐκ τῆς Mικρᾶς Ῥωσίας, ἐν τῇ κέλλῃ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου, τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ ἁγίου Διονυσίου, ἐν ἔτει ͵αχιηʹ [1618] νοεμβρίου κη΄ (Πίν. 24). φ. 286: Νοεμβρίου κη΄͵αχιηʹ [1618]. φ. 8: K(ύρι)ε Ἰ(ησο)ῦ X(ριστ)έ, βοήθ(ει) μοι (Πίν. 23). Π ρ ο έ λ ε υ σ η: Δωρεά Δαμιανού Κυριαζή 1953. Β ι β λ. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων. Κατάλογος ΄Εκθεσης χειρογράφων Γενναδείου Βιβλιοθήκης (επιμ. Μαρία Πολίτη–Ελένη Παππά), Αθήνα 2004 [Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία], σ. 44-45, εικ. 13. Παρατηρήσεις επί του κειμένου της Kλίμακος του Γενν. Κυ 15 και σύγκριση με το εκδεδομένο κείμενο στην PG: 1. Ως προς το προτασσόμενο κείμενο του αγίου Γρηγορίου του Σιναΐτου παρατηρούμε τα εξής: Το κείμενο αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως εισαγωγή για τη μελέτη της Κλίμακος, που επέλεξε ο Κυριακός ή που υπήρχε ίσως σε παλαιότερο χειρόγραφο. Είναι γνωστό ότι ο άγιος Γρηγόριος, που έζησε τον 14ο αιώνα, είχε μελετήσει πολύ την Κλίμακα13 και συχνότατα στο έργο του παραπέμπει σε φράσεις της. Στο Περὶ ἡσυχίας καὶ περὶ τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς (§ 11: Περὶ ἀναγνώσεως) προτείνει ως πρώτη μελέτη την Kλίμακα.14

11. Briquet 1923, 1984. 12. Για τον βιβλιοδέτη Gruel βλ. Ναβάρη 2001a, σ. 22. 13. Για τις επιδράσεις της Kλίμακος στον άγιο Γρηγόριο τον Σιναΐτη βλ. τη διατριβή της Αγγελικής

Δεληκάρη (2004), σ. 71, 89, 103, 201 κ.ά. 14. Σημειώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης: Ἀνάγνωθι δὲ ἀεὶ τὰ περὶ ἡσυχίας καὶ προσευχῆς· οἷον τὴν Κλίμακα . . . (PG 150, 1324 D).

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

38

Τα παρατιθέμενα αποσπάσματα εκ των έργων του Γρηγορίου Σιναΐτου στα φφ. 1-6 του Γενν. Κυ 15 δεν προέρχονται όλα από το έργο παραινετικὴ νουθεσία τοῖς ἡσυχάζουσιν, όπως αναφέρεται από τον γραφέα. Προέρχονται από διάφορα έργα. Στο κείμενο της PG 150, 1239-1346, έχουν τους εξής τίτλους: Κεφάλαια δι’ ἀκροστιχίδος, Περὶ τοῦ πῶς δεῖ καθέζεσθαι τόν ἡσυχάζοντα εἰς τήν εὐχήν, Τοῦ αὐτοῦ ἕτερα κεφάλαια, Ἀνωνύμου κ.ά.15 2. Ως προς το κύριο μέρος του χειρογράφου (φφ. 7-308), που περιλαμβάνει το κείμενο της Kλίμακος, τα περιεχόμενά του είναι τα εξής: φ. 7: Πίναξ τῶν βαθμῶν τῆς ἱερᾶς Kλίμακος. Aκολουθούν περιληπτικά οι τίτλοι των τριάντα Λόγων, αρχής γενομένης από τον τριακοστό. Στο τέλος: Ἐκεῖνος ὁποῦ πιάση τήν πρώτην, καὶ ἀπακουμβίση τόν πόδα του εἰς τήν ὕστερην βαθμίδα, μακάριος. Στο φ. 7v εικονίζεται ερυθρόγραφο σχεδίασμα κλίμακος με τριάντα βαθμίδες (Πίν. 25). Στα αριθμημένα με ελληνικούς αριθμούς σκαλοπάτια της αναγράφονται περιληπτικώς οι τίτλοι των λόγων, «βαθμίδων», της Κλίμακος. Πολλοί τίτλοι είναι πρωτότυποι, δηλ. διαφορετικοί από αυτούς του κειμένου της PG, π. χ.:

PG Λόγος ι΄ Περὶ καταλαλιᾶς. Λόγος ια΄ Περὶ σιωπῆς. Λόγος ιβ΄ Περὶ ψεύδους.

Γενν. Κυ 15 Tὸ μὴ κρίνειν ἀξιεπαίνους. Σιωπῆς ψυχοφυλακή. Ψεύδους λεπτοτάτου ἴασις.

Τα επί μέρους περιεχόμενα της Κλίμακος όπως γράφονται στο χειρόγραφο: φ. 8 [μικρό προοίμιο]:

Tοῖς ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς ἐν οὐρανοῖς ἀπογραφῆναι τὰ ἑαυτῶν ὀνόματα θέλουσιν, . . . τέλος δὲ, ὁ τῆς ἀγάπης, Θ(εό)ς.

φ. 8-8v:

Προθεωρία τῆς ἁγίας Κλίμακος. Ὁ τὴν ἰσάριθμον ἡμῖν τῆς τοῦ Χ(ριστο)ῦ κατὰ σάρκα ἡλικίας . . . οὕτως τῶν ἐν αὐτῇ λόγων ἀρξώμεθα.

φφ. 8v-9:

Κατάλογος στον οποίο καταγράφονται τα περιεχόμενα: Βίος ἐν ἐπιτομῇ τοῦ συγγραψαμένου ἁγίου π(ατ)ρ(ὸ)ς Ιωάννου· Ἐπιστολὴ τοῦ μακαρίου Ἰω(άννου)καὶ καθηγουμένου τῆς Ῥαϊθοῦ· περὶ τῆς συγγραφῆς αὐτὸν αἰτουμένου ταύτης.

Ακολουθούν οι τίτλοι των τριάντα Λόγων της Κλίμακος. φφ. 9-12:

Bίος ἐν ἐπιτομῇ τοῦ μακαρίου Ἰω(άννου) . . . συγγραφεὶς παρὰ Δανιὴλ ταπεινοῦ μοναχοῦ τῆς Ῥαϊθοῦ.

φφ. 12-13:

Ἐπιστολὴ τοῦ ἀββᾶ Ἰω(άννου), ἡγουμένου τῆς Ῥαϊθοῦ.

15. PG 150, 1239-1346.

To Keimeno Thς Κλιμακος

39

φφ. 13-14:

Ἐπιστολὴ ἀμοιβαία· Ἰωάννης Ἰωάννῃ χαίρειν· [απαντητική του αγίου Iωάννου προς τον ηγούμενο της Pαϊθού].

φφ. 14-17:

Ἀρχή τῶν σχολίων τῶν εἰς τὸν βίον τοῦ ἁγίου Ἰω(άννου) τῆς Kλίμακος· καὶ τῶν εἰς τὰς δύο προγραφείσας ἐπιστολάς. Kαὶ ὅρα ὁ ἀναγινώσκων τὰ ψηφία, καὶ εὑρήσεις εὐμαρῆ τὴν διασάφησιν.

φφ. 17-29v:

Λόγος ἀσκητικὸς τοῦ ἀββᾶ Ἰω(άννου), τοῦ καθηγουμένου τῶν ἐν τῷ Σινᾷ ὄρει μοναχῶν, ὃν ἀπέστειλε τῷ ἀββᾷ Ἰω(άνν)ῃ . . . Περὶ τῆς τοῦ ματαίου βίου βιαίας ἀποταγῆς . . . λόγος α΄. [Στον αριθμό των φύλλων που καταγράφουμε περιλαμβάνονται και εκείνα με τα σχόλια κάθε Λόγου.]

φφ. 29v-34:

Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν τῆς ἐπὶ τῷ κόσμῳ λύπης [λόγος β΄].

φφ. 34v-37v:

Τοῦ αὐτοῦ, περὶ ξενιτείας καὶ περὶ ὀνείρων· λόγος γ΄.

φφ. 37v-41v:

Περὶ ἐνυπνίων εἰσαγωγικοῖς ἐπακολουθούντων συνημμένος δὲ ἐστὶν ὁ λόγος οὗτος τῷ Περὶ ξενιτείας· διὸ καὶ μέρος ἐκείνου λογίζεται.

φφ. 41v-83v:

Περὶ τῆς μακαρίας καὶ ᾀειμνήστου ὑπακοῆς· λόγος δ΄.

φφ. 83v-96v:

Περὶ μετανοίας μεμεριμνημένης καὶ ἐναργοῦς· λόγος ε΄.

φφ. 97-100v:

Περὶ μνήμης θανάτου· λόγος ϛ΄.

φφ. 100v-112v:

Περὶ τοῦ χαροποιοῦ πένθους· λόγος ζ΄.

φφ. 112v-119:

Περὶ ἀοργησίας καὶ πρᾳότητος· λόγος ὄγδοος.

φφ. 119-121v:

Περὶ μνησικακίας· λόγος ἔννατος.

φφ. 121v-124:

Περὶ καταλαλιᾶς· λόγος δέκατος.

φφ. 124-125v:

Περὶ πολυλογίας· λόγος ἑνδέκατος.

φφ. 125v-127v:

Περὶ ψεύδους· λόγος ιβ΄.

φφ. 127v-130:

Περὶ ἀκηδίας· λόγος ιγ΄.

φφ. 130-138v:

Περὶ τῆς παμφήμου καὶ δεσποίνης πονηρᾶς γαστρός· λόγος ιδ΄.

φφ. 138v-159:

Περὶ τῆς ἀφθάρτου ἐν φθαρτοῖς, ἐκ καμάτων καὶ ἱδρώτων ἁγνείας καὶ σωφροσύνης, λόγος πεντεκαίδέκατος [ιε΄].

φφ. 159-162:

Περὶ φιλαργυρίας· ἐν ᾧ καὶ περὶ ἀκτημοσύνης· λόγος ιϛ΄.16

φφ. 162-164v:

Περὶ ἀναισθησίας, ἤγουν νεκρώσεως ψυχῆς· καὶ θανάτου νοὸς, πρὸ θανάτου σώματος· λόγος ιζ΄.

16. O ιϛ΄ λόγος στα περιεχόμενα της Kλίμακος, φ. 7, καταγράφεται ως δύο χωριστοί λόγοι, δηλ: ιϛ΄, περὶ

τῆς νίκης τῆς εἰδωλολάτρου φιλαργυρίας, ιζ΄ περὶ τῆς οὐρανοδρόμου ἀκτημοσύνης.

40

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

φφ. 164v-165v:

Περὶ ὕπνου καὶ προσευχῆς, καὶ τῆς ἐν συνοδίᾳ ψαλμωδίας· λόγος ιη΄.

φφ. 166-169v:

Περὶ ἀγρυπνίας σωματικῆς· πῶς δεῖ ταύτην μετιέναι· λόγος ἐννεακαιδέκατος [ιθ΄].

φφ. 169v-170:

Περὶ δειλίας· λόγος εἰκοστός.

φφ. 170-180:

Περὶ τῆς πολυμόρφου κενοδοξίας· λόγος κα΄.

φφ. 180-186v:

Περὶ ὑπερηφανίας· λόγος εἰκοστὸς δεύτερος.

φφ. 186v-189:

Περὶ τῶν ἀνεκφράστων λογισμῶν τῆς βλασφημίας· λόγος κγ΄.17

φφ. 189-192v:

Περὶ πρᾳότητος καὶ ἁπλότητος καὶ ἀκακίας σεσοφισμένων, οὐ φυσικῶν· καὶ περὶ πονηρίας· λόγος κδ΄.

φφ. 192v-205v:

Περὶ τῆς τῶν παθῶν ἀπωλείας, τῆς ὑψίστου ταπεινοφροσύνης ἀοράτῳ αἰσθήσει· λόγος κε΄.

φφ. 205v-217:

Περὶ διακρίσεως λογισμῶν καὶ παθῶν καὶ ἀρετῶν· λόγος εἰκοστὸς ἕκτος.

φφ. 217v-248:

Περὶ διακρίσεως εὐδιακρίτου [μέρος β΄].

φφ. 248-254v:

Ἀνακεφαλαίωσις ἐν ἐπιτομῇ τῶν προειρημένων πάντων.

φφ. 254v-272:

Περὶ τῆς ἱερᾶς σώματος καὶ ψυχῆς ἡσυχίας· λόγος κζ΄.

φφ. 272-280:

Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ μ(ητ)ρ(ὸ)ς τῶν ἀρετῶν, τῆς μακαρίας προσευχῆς· καὶ περὶ τῆς ἐν αὐτῇ νοερᾶς καὶ αἰσθητῆς παραστάσεως· λόγος κη΄.

φφ. 280-283:

Περὶ τοῦ ἐπιγείου οὐ(ρα)νοῦ· τῆς θ(ε)ομιμήτου ἀπαθείας καὶ τελειότητος· καὶ ἀναστάσεως ψυχῆς, πρὸ τῆς κοινῆς ἀναστάσεως· λόγος κθ΄.

φφ. 283v-286:

Περὶ τοῦ συνδέσμου τῆς ἐναρέτου τριάδος ἐν ἀρεταῖς· λόγος τριακοστός.

φφ. 286v-288v:

Προτροπή τε καὶ ἄνοδος τῶν βαθμίδων κλίμακος ἐνθέου θεανόδου.

φφ. 289-308:

Ὁμιλία ἰδικὴ [sic] τοῦ ἁγίου Ἰω(άννου) τοῦ κατὰ τὴν Kλίμακα, πρὸς ποιμένα τινὰ καὶ καθηγούμενον ἐκπεφωνημένη· οἷον εἶναι δεῖ διεξιοῦσα, τὸν καθέκαστον προεστῶτα, διδάσκουσά τε καὶ ὑποτιθεῖσα.

3. Ως προς τα κείμενα που ακολουθούν στα φφ. 309-418v, παρατηρούμε τα εξής: Περιλαμβάνουν, όπως είδαμε, κείμενα ασκητικών συγγραφέων. Τα ονόματα των συγγραφέων αυτών, όπως λ. χ. του Κασιανού του Ρωμαίου (περ. 365-περ. 435), 17. O λόγος αυτός δεν υπάρχει στα περιεχόμενα του φύλλου 7.

To Keimeno Thς Κλιμακος

41

του Ευαγρίου Ποντικού (4ος αι.), του Νείλου Σιναΐτου (4ος-5ος αι.), του αββά Μακαρίου (4ος αι.), του Μάρκου ασκητού (4ος-5ος αι.), αναφέρονται στο κείμενο του αγίου Ιωάννου ως πηγές του.18 Εξαίρεση αποτελεί ο Πέτρος Δαμασκηνός (8ος ή 12ος αι.), που είναι μεταγενέστερος του Ιωάννου Σιναΐτου. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι τα κείμενα που περιέχει το Γενν. Κυ 15 συνδέονται μεταξύ τους από πλευράς περιεχομένου ως ασκητικά, και τοποθετούνται χρονολογικά από τα πιο κοντινά στον Κυριακό προς τα πιο παλιά: Γρηγόριος Σιναΐτης (14ος αι.), Κλῖμαξ (6ος-7ος αι.) και, τέλος, τα αρχαιότερα ασκητικά κείμενα (4ος-5ος αι.). 4. Ως προς τον γραφέα του Γενν. Κυ 15 σημειώνουμε τα εξής: Ο Κυριακός είναι γνωστός καλλιγράφος Διονυσιάτης, καταγόμενος ἐκ Mικρᾶς Ῥωσίας, σημερινής Oυκρανίας, ο οποίος το 1618 έμενε στο αγιορείτικο κελλί του αγίου Iακώβου.19 Πληροφορίες για το έργο του Kυριακού έδωσαν οι Λίνος και Μαρία Πολίτη (παραπέμπουν σε 34 χειρόγραφά του, από τα οποία 22 χρονολογημένα).20 Σημειώματά του δημοσίευσαν οι Λ. Πολίτης και Σωτ. Καδάς.21 Nέο στοιχείο για τα χειρόγραφά του αποτελεί ο εντοπισμός και άλλου δικού του στη Γεννάδειο (Mαρτάκου 3), που περιέχει το Λειμωνάριο του Mόσχου.22 Eίναι φανερό ότι ο Kυριακός είναι ένας παραγωγικός βιβλιογράφος. Eργάσθηκε, όπως προκύπτει από τις χρονολογίες των γνωστών χειρογράφων του, κατά το α΄ ήμισυ του 17ου αι. (οπωσδήποτε μεταξύ 1613 και 1641). Mε την αντιγραφική του παραγωγή φαίνεται ότι εξυπηρετούσε κυρίως τη μονή του. Εκεί, στη μονή Διονυσίου, βρίσκονται 22 από τα 35 γνωστά χειρόγραφά του.23 Ο Κυριακός αντέγραψε λειτουργικά βιβλία, Λόγους Πατέρων της Eκκλησίας και Aσκητικά κείμενα, καθώς και ένα που θα το χαρακτηρίζαμε σήμερα της δημώδους Γραμματείας, τον Φυσιολόγο, μια ζωολογία με αλληγορίες.24 5. Στην αντιγραφή του Γενν. Κυ 15 παρατηρούνται οι εξής ιδιομορφίες: Η πρώτη αφορά στον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια. Oι κόκκινοι ελληνικοί αριθμοί, τα στοιχεία δηλ. της αλφαβήτου, που βρίσκονται στο διάστιχο (Πίν. 26) είναι οι παραπομπές του Κυριακού στα σχετικά σχόλια, που ακολουθούν το κείμενο κάθε Λόγου (Πίν. 27). Για τη σχέση του κειμένου και των σχολίων σημειώνει ο ίδιος στο φ. 14 τα εξής:

18. Με τις πηγές της Κλίμακος ασχολήθηκε ο John Chryssavgis (1988). 19. Tο κελλί του αγίου Iακώβου βρίσκεται στο δρόμο που ακολουθεί κάποιος οδεύοντας από την μονή Διονυσίου προς τον χείμαρρο Aεροπόταμο, μετά το κελλί των Aγίων Aποστόλων. Bλ. Σμυρνάκης 1988, σ. 505. Στό εν λόγω κελλί έζησε ο Kυριακός τρία χρόνια (Δεκέμβριος του 1615–Nοέμβριος του 1618) και εκεί απερίσπαστος επιδόθηκε στην αντιγραφή χειρογράφων. Bλ. χφ Διονυσίου 644: . . . ἔγραψεν ἰδοὺ Kυριακὸς ἐν πόνῳ . . . ͵αχιζ΄ [1617] σεπτεμβρίου ιθ΄, ἀκμὴν προσεδρεύων τῷ κελλίῳ τοῦ ἁγίου Ἰακώβου.

Bλ. Πολίτης και Mανούσακας 1973, σ. 262, και Kαδάς 1996, σ. 217. 20. Πολίτης και Πολίτη 1994, σ. 514-516. 21. Πολίτης 1977, σ. 372, σημ. 5, σ. 378, εικ. 6, και Kαδάς 1996, πίν. 8:α, 10:β, 15:β, 18:β, 23:δ και ε. 22. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 45-46. 23. Στη μονή Διονυσίου επικρατούσε άλλη γραφή κατά την εποχή αυτή. Bλ. Πολίτης 1977, σ. 372, σημ. 5, εικ. 14. O Kυριακός αποτελεί εξαίρεση, γράφει με τόν δικό του τρόπο. 24. Πρόκειται για το χφ Διονυσίου 243.

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

42

Ὅρα ὁ ἀναγινώσκων τὰ ψηφία καὶ εὑρήσεις εὐμαρῆ τήν διασάφησιν (Πίν. 28). Συμπληρώνει στο φ. 23 τα εξής: Eἰ θέλεις ὁ ἀναγινώσκων εὐχερῶς εὑρίσκειν τοῦ κειμένου τὰς ἑρμηνείας, μὴ τὰ τοιάδε ἢ τὰ τοιάδε σημεῖα ζήτει, ἀλλὰ κ(α)τ(ὰ) στοιχεῖον· ἀπὸ τῆς μονάδος, ἄχρι τῆς ἑκατοντάδος [α΄-ρ΄] ἀναβιβαζόμενα, ὡς καὶ ἐν τῇ ἀρχῇ τοῦ βιβλίου ἐγράψαμεν (Πίν. 29). Άξιος παρατηρήσεως είναι και ο τρόπος με τον οποίο διορθώνει ο Kυριακός σε αρκετά σημεία τα σφάλματά του. Κάποτε διαγράφει την εσφαλμένη λέξη με κόκκινο ή μαύρο χρώμα25 και κάποτε προσθέτει την ορθή λέξη ή συλλαβή στο διάστιχο, πάνω από την εσφαλμένη. Με κόκκινο, αν η εσφαλμένη λέξη είναι γραμμένη με μαύρο μελάνι, ή με μαύρο μελάνι τη σωστή, αν η εσφαλμένη λέξη είναι γραμμένη με κόκκινο.26 Στην ώα καταγράφει ο γραφέας ό,τι παρέλειψε στο κείμενο, δηλ. μία ή περισσότερες λέξεις, με σημάδια παραπεμπτικά. Όταν πρόκειται για ολόκληρη πρόταση, την καταγράφει ή στο κάτω μέρος της σελίδος27 ή κάθετα προς το κείμενο στην ώα.28 Έτσι, όπως σημειώθηκε και πιο πάνω, το Γενν. Kυ. 15 συμπληρώνει τις γνώσεις μας για τα χαρακτηριστικά του τρόπου αντιγραφής του ἐκ Μικρᾶς Ῥωσίας Διονυσιάτου αντιγραφέα Kυριακού. 6. Για την προσφορά του χειρογράφου ως προς το κείμενο της Kλίμακος σημειώνουμε τα εξής: Aπό δειγματοληπτικό φιλολογικό έλεγχο που πραγματοποιήσαμε, προέκυψε ότι ο Kυριακός παραδίδει το κείμενο της Kλίμακος σε πληρέστερη μορφή από αυτή που περιλαμβάνεται στην PG, με λιγότερα γραμματικά και ορθογραφικά σφάλματα. Όπως αποδεικνύεται στο κείμενο της PG παραλείπονται λέξεις (ουσιαστικά και επίθετα) ή και φράσεις, οι οποίες υπάρχουν στο κείμενο του Kυριακού και αποδίδουν σαφέστερα το νόημα του κειμένου. Παραθέτουμε στη συνέχεια ένα ενδεικτικό παράδειγμα: PG

Γενν. Κυ 15

628 C: Τοῖς ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς ἐν οὐρανοῖς ἀπογραφῆναι τὰ ἑαυτῶν ὀνόματα τρέχουσιν

φ. 8: Τοῖς ἐν τῇ βίβλῳ τῆς ζωῆς ἐν οὐ(ρα)νοῖς ἀπογραφῆναι τὰ ἑαυτῶν ὀνόματα θέλουσιν

628 D: ἐν αὐτῇ γὰρ διεξιόντες, εὑρήσομεν χειραγωγοῦσαν ἀπλανῶς τοὺς ἑπομένους, καὶ παντὸς [πάντως] ἀπὸ γηΐνων ἐπὶ τὰ ἅγια ἐστηριγμένην προβάλλουσαν

φ. 8: Ταύτην γὰρ διεξιόντες εὑρήσομεν χειραγωγοῦσαν ἁπλανῶς τοὺς ἑπομένους· καὶ παντὸς λίθου προσκόμματος, ἀτρώτους φυλάττουσαν. κλίμακά τε ἡμῖν ἀπὸ τῶν γηΐνων, ἐπὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων ἐστηριγμένην, προβάλλουσαν

25. Βλ. φφ. 12, 22. 26. φ. 41v: ὑποταγή· επάνω, με μαύρο μελάνι, η

σωστή λέξη: ὑπακοή. φ. 45: γυμνάσματα· επάνω, με κόκκινο η λέξη διδάγματα. φ. 84v: καταδικάζοντας·

To Keimeno Thς Κλιμακος

43

Σε άλλο σημείο παρατηρούμε ότι στο κείμενο του Kυριακού υπάρχουν τίτλοι παραγράφων, κάτι που δεν παρατηρείται στην έκδοση της PG. Π. χ. στον δ΄ περὶ Ὑπακοῆς Λόγο, όπου υπάρχουν παραδείγματα ενάρετων ανδρών, βρίσκουμε με ερυθρά γράμματα τα ονόματά τους ή τις ιδιότητές τους στο επάνω μέρος της σελίδος: περὶ τοῦ ἐκ ληστρικῆς τάξεως προσελθόντος (φ. 43v), περὶ τοῦ μαγείρου (φ. 45v), περὶ τοῦ ὁσίου Ἰσιδώρου τοῦ θυρωροῦ (φ. 46v), περὶ τοῦ Λαυρεντίου τοῦ μάκαρος (φ. 48) κ.ά. Δια των τίτλων διευκολύνεται η ανάγνωση του Λόγου αυτού, ο οποίος είναι κατά πολύ εκτενέστερος των άλλων και δεν έχει στο κείμενο της PG εσωτερική διαίρεση. Στο Γενν. Κυ 15 υπάρχουν επιτυχείς ερμηνείες λέξεων του αγίου Iωάννου. Στην PG 653 B, σημειώνεται ο τίτλος του β΄ Λόγου: Περὶ ἀπροσπαθείας, αποκλειστικότητα στο κείμενο της Kλίμακος. Aδυνατεί να κατανοήσει κάποιος και το νόημα της ἀπροσπαθείας και τη σχέση της ἀλυπίας με την ἀποταγή, δηλ. τη σχέση της β΄ βαθμίδος της Κλίμακος με την α΄. Στο χειρόγραφο ο Kυριακός παραδίδει: Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν τῆς ἐπὶ τῷ κόσμῳ λύπης (φ. 29v). Έτσι ερμηνεύεται η λέξη ἀπροσπάθεια και αποδεικνύεται ότι ο β΄ Λόγος έρχεται ως συνέχεια του α΄. Aυτός δηλ. που απαρνείται διά της αποταγής τον κόσμο, δεν πρέπει πλέον να λυπάται για πράγματα αυτού του κόσμου. 7. Ως προς τα σχόλια κάθε λόγου σημειώνουμε τα εξής: Στα πατερικά αποσπάσματα, με τα οποία οι βυζαντινοί πλούτισαν το κείμενο της Kλίμακος, παρατηρούνται διαφορές. Θα μπορούσαμε να σημειώσουμε ενδεικτικά τις εξής: α΄. Τα σχόλια στο χειρόγραφο είναι αριθμητικά περισσότερα. Π. χ. στον α΄ Λόγο υπάρχουν 30 αριθμημένα σχόλια (λ΄) στην PG, ενώ 38 στο Γενν. Κυ 15.29 Στον β΄ Περὶ ἀπροσπαθείας Λόγο υπάρχουν 19 σχόλια στην PG30 και 22 στο Γενν. Κυ 15. β΄. Στο Γενν. Κυ 15 τα σχόλια είναι πληρέστερα εκείνων της PG.31 γ΄. Τα σχόλια στο χειρόγραφο είναι εν πολλοίς επώνυμα. Στον α΄ Περὶ ἀποταγῆς Λόγο στην PG συναντούμε μόνο ένα επώνυμο σχόλιο. Στο Γενν. Κυ 15 καταγράφονται τα ονόματα των εξής πατέρων: Γρηγορίου Νύσσης (2 σχόλια), Φωτίου πατριάρχου (2 σχόλια), Βαρλαάμ, Ησαΐου, Θαλασσίου, Ισιδώρου του Πηλουσιώτου, Διαδόχου Φωτικής και Μ. Βασιλείου. Έτσι γίνεται γνωστή η πατρότης κάποιων σχολίων. Στον α΄ Λόγο το επιγραφόμενο απλώς ἄλλο, έχει στο χειρόγραφο τίτλο: τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸ αὐτό, δηλ. ανήκει στον Γρηγόριο επάνω στη συλλαβή ζον σημειώνει τη συλλαβή σαν, δηλ. καταδικάσαντας. φ. 411: πάντων τῶν σωματικῶν πράξεων· επάνω στα γράμματα ντων σημειώνει το ορθό σων, δηλ. πασῶν. 27. φφ. 9, 16, 17, 17v. 28. φφ. 30, 31v, 106, 147. 29. Βλ. PG 88 (644 C-653 B) και Γενν. Κυ 15, φφ.

23–29v (αρ. κβ΄-νθ΄). Βλ. επίσης Γενν. Κυ 15, φφ. 32– 34v (ξ΄-π΄). 30. PG 88 (657 D-664 A). 31. Το κγ΄ σχόλιο του α΄ Περὶ ἀποταγῆς Λόγου, το του ιερού Φωτίου, (στην έκδοση φέρεται ως γ΄) είναι εκτενέστερο. Βλ. φ. 23v.

44

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Nύσσης, αφού και το προηγούμενο είναι δικό του.32 Στον περί δειλίας Λόγο στην PG τα σχόλια είναι ανώνυμα εκτός από δύο που έχουν το όνομα του Ισαάκ. Στο Γενν. Κυ 15, φφ 169v-170 υπάρχουν 3 ακόμη επώνυμα σχόλια (Χρυσοστόμου, Διδύμου και Ισαάκ).33 δ΄. Σχόλια εσφαλμένως αποδιδόμενα στην PG σε κάποιον άγνωστο συγγραφέα, αποδίδονται ορθώς στο Γενν. Κυ 15.34 Υπάρχουν, τέλος, και νέα ονόματα σχολιαστών.35

Είναι προφανές ότι όπως στο κείμενο των Λόγων έτσι και στα σχόλια το χειρόγραφο Γενν. Κυ 15 παρουσιάζεται πληρέστερο και υπερτερεί.36 Aπό τα ανωτέρω ενδεικτικά παραδείγματα αποδεικνύεται ότι ο Kυριακός, όταν αντέγραφε το κείμενο της Kλίμακος στο Γενν. Κυ 15, είχε εμπρός του ένα χειρόγραφο με καλύτερο κείμενο από εκείνο ή εκείνα βάσει των οποίων έγινε η έκδοση του Rader. Στη μονή Διονυσίου υπάρχουν αρκετές Kλίμακες, που θα μπορούσαν να είχαν χρησιμεύσει στον Κυριακό ως πρότυπα. Ανάγονται στον 13ο (αρ. 66), 14ο (αρ. 176), 15ο (αρ. 193, 217), και 16ο αι. (αρ. 144).37 Από την καταγραφή του περιεχομένου τους, στον ατελή Κατάλογο αγιορειτικών χειρογράφων του Λάμπρου, δεν μπορεί να διαπιστωθεί κάποια συγγένεια μεταξύ αυτών και του Γενν. Κυ 15. Απαιτείται ειδική έρευνα επί των μικροταινιών ή επί των ιδίων των χειρογράφων. Oι ανωτέρω επισημάνσεις οδηγούν στη διαπίστωση ότι το εξεταζόμενο χειρόγραφο, παρά τα παρατηρούμενα και εδώ σφάλματα (αναγραμματισμούς, απροσεξίες, αλλαγές ρημάτων κ.ά),38 φέρει στο φως μία μορφή κειμένου και σχολίων της Kλίμακος πληρέστερη της PG, στην οποία παραπέμπουν διεθνώς μέχρι και σήμερα, όπως προαναφέραμε, οι ερευνηταί.39

32. PG 88, 644 D. 33. Βλ. στο Παράρτημα, όπου αντιπαραβάλλονται τα σχόλια του κα΄ Λόγου της PG και του αυτού Λόγου στο Γενν. Κυ 15. 34. Στην PG 88, 660 B, στον β΄ Λόγο, το υπ᾿ αρ. δ΄ φέρεται ως του αγνώστου κατά τα άλλα συγγραφέως Δαβίδ Iερεμία. Κατά το Γενν. Κυ 15, φ. 32, το σχόλιο προέρχεται από τον M. Bασίλειο και μάλιστα αποτελεί συνέχεια του προηγουμένου σχολίου. Βλ. και PG 32, 1180 C-D. 35. Aναφέρουμε παραδείγματα: Τα σχόλια του Bαρλαάμ στον α΄ Περὶ ἀποταγῆς (Γενν. Κυ 15, φ. 23v), δεν απαντούν καθόλου στην PG. Στον β΄ Λόγο (φ. 32v) αποσπάσματα που ανήκουν στον Mέγα Aντώνιο, στον Θαλάσσιο, στον Διάδοχο Φωτικής (Γενν. Κυ 15, φ. 32v) δεν απαντώνται καθόλου στην PG. Tο ίδιο συμβαίνει και με σχόλιο του κ΄ Λόγου (φ. 170), που ανήκει στον Δίδυμο τον Tυφλό και προέρχεται, όπως σημειώνεται, από το Yπόμνημά του στον Hσαΐα. Βλ. στο τέλος της παρούσης συγκριτικό πίνακα των σχολίων του Περὶ δειλίας Λόγου στην PG και στο Γενν. Κυ 15. 36. Χρησιμοποιούμε ως παράδειγμα το σχόλιο ζ΄ του κα΄ Λόγου στην PG και το κε΄ σχόλιο στο Γενν. Κυ 15:

PG 88, 948 D Mετριότης φρονήματος, καὶ ἁπλότης καρδίας πεφωτισμένη διακρίσεως χάριτι, τὰς διαφορὰς τῶν πνευμάτων διαγινώσκειν ποιεῖ. Γενν. Κυ 15, φ. 170 Mετριότης φρονήματος καὶ ἁπλότης καρδίας καὶ διάνοια πεφωτισμένη· διακρίσεως χάριτι, τὰς διαφορὰς τῶν πνευμάτων διαγινώσκειν ποιεῖ. 37. Παπαδημητρίου 2003, σ. 667, 676. 38. Το ρήμα πλάζω (πλανώμαι) διορθώθηκε ως πελάζω (πλησιάζω), πράγμα που είναι καταφανές ότι είναι εσφαλμένο: ἐὰν γυμνάζῃς τὸν νοῦν μὴ μακρύνειν καὶ ἐν τῇ τῆς τραπέζης παραθήκῃ πλησίον σου γενήσεται εἰ δὲ ἀκωλύτως πλάζεται [ο νούς], οὐδέποτέ σοι παραμένειν πέφυκε (PG, 1133 A). Στο Γενν. Κυ 15 σημειώνεται: εἰ δὲ ἀκωλύτως πελάζεται οὐδέποτέ σοι παραμένειν δυνήσεται (φ. 274). 39. Ερευνώντας και άλλες, μη επιστημονικές, εκδόσεις του κειμένου της Kλίμακος, παρατηρήσαμε ότι η έκδοση που έγινε στην Kωνσταντινούπολη το έτος 1883 επί τη βάσει κάποιου αγνώστου χειρογράφου της Mονής Διονυσίου, παρέχει και εκείνη κείμενο βελτιωμένο σε σύγκριση με το κείμενο της PG. Βλ. Κλῖμαξ

To Keimeno Thς Κλιμακος

45

Κλείνοντας πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι θέσαμε στόχο της παρούσης να παρουσιάσουμε το κείμενο της Κλίμακος στο Γενν. Κυ 15. Δεν επέτρεψε ο χώρος και ο χρόνος να ασχοληθούμε με άλλα ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με το εξεταζόμενο χειρόγραφο, όπως λ. χ. πότε απομακρύνθηκε από τη μονή Διονυσίου, αν σχετίζεται με τα χειρόγραφα που απέσπασε ο Μηνάς Μηνωΐδης από το Άγιο ΄Ορος και τα οποία μετέφερε στο Παρίσι μεταξύ 1840-1855,40 πώς βρέθηκε το χειρόγραφο στα χέρια του βιβλιοδέτου Gruel, που είναι γνωστός και ως ο κύριος προμηθευτής χειρογράφων εκείνη την εποχή, εάν το αγόρασε ο Δαμιανός Κυριαζής απευθείας από τον Gruel κ. ά. Στα ερωτήματα αυτά δεν ήταν δυνατόν να απαντήσουμε στο παρόν δημοσίευμα. Αισιοδοξούμε ότι θα επανέλθουμε. Εν παραρτήματι παραθέτουμε συγκριτικό Πίνακα των σχολίων του κα΄ Λόγου, όπως απαντούν στην PG και στο Γενν. Κυ 15. p

Ἰωάννου τοῦ Σιναΐτου, κείμενον ἐπὶ τῇ βάσει χειρογράφων τῆς ἐν Ἀθῳ Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίου Διονυσίου τὸ πρῶτον ἐκδοθὲν ὑπὸ Σωφρονίου Ἐρημίτου, δαπάνῃ τῶν ἐκ Ραιδεστοῦ ἀδελφῶν Σ. Κεχαγιόγλου, β΄ ἔκδ., Αθήνα 1979. Η έκδοση αυτή δεν έγινε με επιστημονικές προδιαγραφές και απαιτήσεις, δεν γνωρίζουμε

σε ποιά χειρόγραφα βασίζεται, δεν περιλαμβάνει τα σχόλια (μόνο κάποιες υποσημειώσεις), και δεν είναι διεθνώς γνωστή. 40. Για τα χειρόγραφα του Μηνωΐδη βλ. την ανέκδοτη διατριβή του Ζήση Μελισσάκη (2002).

ΝΟΝΝΑ ΔΗΜ. ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ

46

PG 88, 948 B–D

——————————

——————————

Σχόλιον Ἰσαὰκ α΄ Δειλὸς ἄνθρωπος σηµαίνει, ὅτι δύο νόσους νοσεῖ, ὀλιγοπιστίαν καὶ φιλοσωµατίαν •

——————————

Σχόλιον β΄ Ὅταν τις ἐκπέσῃ τοῦ µέτρου τῆς φρονήσεως, καὶ δειλὸς ὁµοῦ καὶ θρασὺς γίνεται, τῆς ψυχῆς ἀσθενοῦς γινοµένης. Καθάπερ γὰρ τὸ σῶµα, ὅταν τὴν σύµµετρον ἀπολέσῃ κρᾶσιν, γενόµενον δύσκρατον, πᾶσιν ἁλίσκεται τοῖς πάθεσιν· οὕτω καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὰν τὸ µεγαλοφυὲς ἀπολέσῃ καὶ τὸ ταπεινοφρονεῖν, ἕξιν δεξαµένη τινὰ ἀσθενῆ, καὶ δειλὴ καὶ θρασεῖα καὶ ἀνόητος γίνεται, καὶ ἑαυτὴν ἀγνοεῖ λοιπόν· ὁ δὲ ἑαυτόν ἀγνοῶν, πῶς τὰ ὑπὲρ αὐτὸν εἴσεται • Σχόλιον γ’ Πένθος ἀπαράκλητον ἐν καρδίᾳ δεξάµενος, οὗτος δειλίας ἀνώτερος γίνεται • Σχόλιον Ἰσαὰκ δ’ Ἡ εὐτολµία τῆς καρδίας, καὶ ἡ καταφρόνησις τῶν κινδύνων, ἀπὸ ἑνός τῶν δύο γίνεται, ἢ ἐκ σκληροκαρδίας· ἢ ἐκ τῆς πολλῆς πρὸς Θεὸν πίστεως· Καὶ τῇ µὲν σκληροκαρδίᾳ ἀκολουθεῖ ὑπερηφανία τῇ δὲ πίστει, ταπεινοφροσύνη καρδίας • Σχόλιον ε΄ Ὡς τοὺς νηπίους ἐκδειµατοῦσι τὰ µορµολύκια, ἃ παρὰ τοῖς τελείοις γέλωτός εἰσιν ἄξια, οὕτω καὶ τοὺς ὑπερηφάνους αἱ σκιαί· ἢ νηπιῶδες ὅτι τοῖς νηπίοις ἔτι ἐν Χριστῷ, οὐ τοῖς τελείοις πολεµεῖν ἤδη πέφυκε •

Γενν. Κυ 15 (φφ. 169ν-170) Ἀρχὴ τῶν τοῦ εἰκοστοῦ λόγου σχολίων, τοῦ περὶ τῆς ἀνάνδρου δειλίας • κ΄ Ὁ παρεῖναι πιστεύων τὸν Θεὸν, καὶ ταπεινοφρονεῖ, καὶ τῷ θείῳ φόβῳ τὴν ὑποβολιµαίαν ἀποθεῖται δειλίαν • Ἰσαὰκ µοναχοῦ: Δειλὸς ἄνθρωπος σηµαίνει, ὅτι δύο νόσους νοσεῖ, ὀλιγοπιστίαν καὶ φιλοσωµατίαν • κα΄ Ὁ σκιᾷ ἐπερειδόµενος, σκελισθήσεται καὶ ὁ ἐφ᾿ ἑαυτῷ πεποιθὼς συντριβήσεται· ὅτι πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται •

Τοῦ Χρυσοστόµου: Ὅταν ἐκπέσῃ τοῦ µέτρου τῆς φρονήσεως, καὶ δειλὸς ὁµοῦ καὶ θρασὺς γίνεται, τῆς ψυχῆς ἀσθενοῦς γινοµένης. Καθάπερ γὰρ τὸ σῶµα, ὅταν τὴν σύµµετρον ἀπολέσῃ κρᾶσιν, γενόµενον δύσκρατον πᾶσιν ἁλίσκεται τοῖς πάθεσιν· οὕτω καὶ ἡ ψυχή, ἐπειδὰν τὸ µεγαλοφυὲς ἀπολέσῃ καὶ τὸ ταπεινοφρονεῖν, ἕξιν δεξαµένη τινὰ ἀσθενῆ, καὶ δειλὴ καὶ θρασεῖα καὶ ἀνόητος γίνεται, καὶ ἑαυτὴν ἀγνοεῖ λοιπόν· ὁ δὲ ἑαυτὸν ἀγνοῶν, πῶς τὰ ὑπέρ αὐτόν εἴσεται •

——————————

κβ’ Ἰσαὰκ µοναχοῦ Ἡ εὐτολµία τῆς καρδίας καὶ ἡ καταφρόνησις τῶν κινδύνων, ἀπὸ ἑνὸς τῶν δύο τούτων γίνεται· ἢ ἐκ τῆς δύο γίνεται, ἢ ἐκ τῆς σκληροκαδίας, ἢ ἐκ τῆς πολλῆς πρὸς Θεὸν πίστεως. Καὶ τῇ µὲν σκληροκαρδίᾳ ἀκολουθεῖ ὑπερηφανία, τῇ δὲ πίστει ταπεινοφροσύνη καρδίας • κγ΄ Ὡς τοὺς νηπίους ἐκδειµατοῦσι τὰ µορµολύκια, ἃ παρὰ τοῖς τελείοις γέλωτος εἰσὶν ἀξία· οὕτως καὶ τοὺς ὑπερηφάνους, αἱ σκιαί· ἢ νηπιῶδες ὅτι τοῖς ἔτι νηπίοις κατὰ Χριστὸν οὐ τοῖς τελείοις πολεµεῖν ἤδη πέφυκεν •

To Keimeno Thς Κλιμακος PG 88, 948 B–D

Σχόλιον Ϛ΄ Οὐ δυνατὸν, τὸν ἀληθινῶς φοβούµενον τὸν Θεὸν τὴν δειλίαν ἔχειν εἰρηµένου, τοῦ πλὴν αὐτοῦ µὴ φοβεῖσθαι ἄλλον •

Σχόλιον ζ΄ Μετριότης φρονήµατος καὶ ἁπλότης καρδίας πεφωτισµένη διακρίσεως χάριτι, τὰς διαφορὰς τῶν πνευµάτων διαγινώσκειν ποιεῖ •

——————————

47 Γενν. Κυ 15 (φφ. 169ν-170)

κδ΄ Διδύµου ἐκ τοῦ εἰς τὸν Ἡσαΐαν Οὐ δυνατὸν τὸν ἀληθινῶς φοβούµενον τὸν Θεόν, τὴν δειλίαν ἔχειν· εἰρηµένου, τοῦ πλὴν αὐτοῦ, µὴ φοβοῦ ἄλλον •

κε΄ Μετριότης φρονήµατος καὶ ἁπλότης καρδίας καὶ διάνοια πεφωτισµένη· διακρίσεως χάριτι, τὰς διαφορὰς τῶν πνευµάτων διαγινώσκειν ποιεῖ • Ἰσαὰκ κατὰ ἐρώτησιν Πόθεν αἰσθάνεταί τις ὅτι ἔφθασε τὴν ταπείνωσιν; ἀπόκρισις: Ἐξ ὧν ἀηδίζεται ἀρεσθῆναι τῷ κόσµῳ, ἐν τῇ ἀναστροφῇ αὐτοῦ ἢ τῷ λόγῳ· καὶ µισητὴ ἐν ὀφθαλµοῖς αὐτοῦ ἐστὶν ἡ δόξα τοῦ κόσµου τούτου • Τέλος τῶν τοῦ εἰκοστοῦ λόγου σχολίων •



5•

Εικονογραφημένα χειρόγραφα της έποχής του έντυπου βιβλίου ΟΛ ΓΑ ΓΚ ΡΑΤΖΙΟΥ

Όπως είναι γνωστό, το ελληνικό χειρόγραφο βιβλίο συνυπάρχει για πολλούς αιώνες με το έντυπο, για λόγους που δεν είναι της στιγμής να αναπτυχθούν. Η συνύπαρξη αυτή έχει ενδιαφέρουσες πολιτισμικές επιπτώσεις. Οι τρόποι αλληλεπίδρασης των δύο ειδών συγκροτούν ένα μεγάλο κεφάλαιο της ιστορίας του βιβλίου.1 Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει να ερευνηθούν οι χώροι διάδοσης και το κοινό των δύο ειδών βιβλίου. Το έντυπο βιβλίο διατέθηκε εξαρχής στην αγορά μέσω του εμπορίου, ενώ το χειρόγραφο εξακολούθησε να παράγεται κατά παραγγελία, καμιά φορά και για ίδια χρήση, αν και έγινε επίσης και αντικείμενο εμπορίου. Ασφαλώς σε κάποιες βιβλιοθήκες χειρόγραφα και έντυπα συνυπήρχαν για καιρό, όμως σε ορισμένα περιβάλλοντα η προτίμηση στο ένα από τα δύο είδη ήταν φανερή και προέκυπτε τόσο από ιδεολογικές επιλογές όσο και από πρακτικούς λόγους. Στους αιώνες της παράλληλης ιστορίας χειρογράφου και εντύπου μερικές κατηγορίες βιβλίων είλκυσαν το ενδιαφέρον των εκδοτών. Τα έργα που άρχισαν να παράγονται με τη νέα τεχνολογία σταδιακά έπαψαν να αντιγράφονται σε χειρόγραφα. Άλλα βιβλία αντίθετα διατήρησαν μιαν επίμονη χειρόγραφη αναπαραγωγή, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.2 Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν μια σειρά λειτουργικά βιβλία. Ανάμεσά τους τα κείμενα των Τριών Λειτουργιών: του Χρυσοστόμου, του Βασιλείου και των Προηγιασμένων, σε σώμα μαζί με Ευχές ή και Τάξεις χειροτονιών, κατέχουν εξέχουσα θέση. Αν και βιβλία εκκλησιαστικής χρήσης, δηλαδή με σίγουρο αγοραστικό κοινό, βρήκαν γρήγορα το δρόμο για το τυπογραφείο, τα κείμενα των ίδιων των ευχών που απαγγέλλονται κατά τη Θεία Λειτουργία έμειναν προσηλωμένα στην αντιγραφή με το χέρι. Πρόκειται για ένα είδος συντηρητικό, και θυμίζω ότι ακριβώς αυτά τα βιβλία προσχώρησαν τελευταία από τον κύλινδρο στον κώδικα: λειτουργικά ειλητά και μάλιστα πολυτελώς διακοσμημένα φιλοτεχνούνται πολλούς αιώνες μετά την επικράτηση του κώδικα.3 Προς το τέλος του 16ου αιώνα εμφανίζονται όλο και συχνότερα χειρόγραφα Λειτουργιών με πολυτελή εμφάνιση, ωραία αρχαΐζουσα γραφή και πλούσιο διάκοσμο. Εξυπηρετούν τις ανάγκες μιας εκκλησιαστικής και κοσμικής ελίτ γύρω από το 1. Irigoin1992. 2. Γκράτζιου 2002, σ. 597-613.

3. Μουρίκη και Ševčenko 1988, σ. 290-292 και εικ. 25.

50

ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ

Πατριαρχείο, τις αυλές των Παραδουνάβειων Ηγεμονιών και τα μεγάλα μοναστήρια, για τα οποία τα πολυτελή λειτουργικά χειρόγραφα ήταν ευπρόσδεκτα δώρα. Συχνά γραφείς τέτοιων χειρογράφων ήταν οι ίδιοι μέλη του ανώτερου κλήρου. Γνωστότεροι και παραγωγικότεροι οι σύγχρονοι Ματθαίος, τιτουλάριος μητροπολίτης Μυρέων, που έδρασε ανάμεσα στα 1594 και 1620,4 και Λουκάς ο Κύπριος, μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας,5 αλλά και ο λίγο νεότερός τους Ιάκωβος Γάνου και Χώρας που ήταν επίσης και μουσικός.6 Η πλούσια αντιγραφική παραγωγή τους μαζί με το κύρος της κοινωνικής τους θέσης συνετέλεσε στο να δημιουργηθεί μια παράδοση διακόσμησης λειτουργικών χειρογράφων, που συνεχίστηκε αδιάκοπα ώς το 18ο αιώνα και έφερε νεοφανές ύφος στα διακοσμημένα χειρόγραφα, με πηγές όχι μόνο βυζαντινά αλλά και τα σλαβικά χειρόγραφα και έντυπα, και μάλιστα τα ρωσικά βιβλία. Στη Γεννάδειο φυλάσσονται τρία χειρόγραφα που αντιπροσωπεύουν ύστερες αλλά γι’ αυτό όχι λιγότερο σημαντικές φάσεις στην ιστορία του είδους αυτού. Το μικροσκοπικό χειρόγραφο 5.4, διαστάσεων 13,5 x 7,5 εκ., που προέρχεται από δωρεά της Ελένης Σταθάτου, περιέχει τα κείμενα των Τριών Λειτουργιών, τον Ακάθιστο Ύμνο και Eυχές, και έχει γραφτεί από το Χιώτη ιερέα Ιωάννη Σακουλή, ο οποίος σημειώνει δύο φορές το όνομά του: Στο τέλος των Λειτουργιών (φ. 63v): Τέλος τῷ δὲ Θ(ε)ῷ δόξα. Χεὶρ Ιω(άν)νου ἱερέως Χίου, και στο τέλος του βιβλίου (φ.105v): Ἡ μὲν χεὶρ ἡ γράψασα μέλλει φθαρῆναι, γραφὴ δὲ μένει εἰς χρόνους πληρεστάτους. Χεὶρ Ἰωάννου ἱερέως Σακουλῆ τοῦ Χίου, οἱ δὲ ἀναγινώσκοντες ἔῤῥωσθε, κἀμοῦ δὲ μέμνησθε. Ο Ιωάννης ήξερε καλά τη δουλειά του. Είναι γνωστά από το χέρι του άλλα πέντε χειρόγραφα με νομικό κυρίως περιεχόμενο, που χρονολογούνται ανάμεσα στο 1666 και το 1670.7 Υπογράφει με τις στερεότυπες εκφράσεις που είναι συνηθισμένες στους επαγγελματίες γραφείς. Έγραψε επιπλέον με μεγάλη επιμέλεια ένα κομψό βιβλίο σε σχήμα τσέπης, που μπορεί να μεταφερθεί εύκολα, και με μια σύνθεση αρκετά ασυνήθιστη: με συνδυασμό Λειτουργιών και Ακαθίστου Ύμνου. Μπορούμε εύλογα να υποθέσουμε ότι αυτό προέκυψε από την επιθυμία του παραγγελιοδότη, για την ταυτότητα του οποίου όμως δεν έχουμε καμιά ένδειξη. Η παραγγελία προέβλεπε και εικονογράφηση. Αυτή αποτελείται από πέντε παραστάσεις, για κάθε μία από τις οποίες διατίθεται μία σελίδα.8 Εικονίζονται καταρχάς οι Τρεις Ιεράρχες στους οποίους αποδίδονται τα κείμενα των Λειτουργιών, ο καθένας στη σελίδα πριν από την αρχή της αντίστοιχης Λειτουργίας. Αν και έχει αφεθεί ολόκληρη η σελίδα για τις εικόνες τους, η παράστασή τους καταλαμβάνει μόνο το πάνω μισό, ενώ το κάτω μισό, πλαισιωμένο κι αυτό, μένει άγραφο. Προοριζόταν για τον τίτλο της Λειτουργίας, που όμως δεν αναγράφηκε (Πίν. 30-32). Και οι τρεις Ιεράρχες παρίστανται μετωπικοί και έχουν συμμετρικά ανασηκωμένα τα χέρια τους, ευλογώντας με το ένα και κρατώντας το βιβλίο, τη Λειτουργία

4. Γκράτζιου 1982. 5. Γκράτζιου 1989· Zoumbouli 1995. 6. Γκράτζιου 1982, σ. 98· Χατζηγιακουμής 1999, σ. 38.

7. Πολίτης και Πολίτη 1994, σ. 476. 8. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 50-51, εικ. 16.

Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ

51

τους, με το άλλο. Είναι, φυσικά, ντυμένοι με αρχιερατικό ένδυμα. Αυτή η στάση τους δεν είναι τελείως αυτονόητη. Συνήθως εικονίζονται να κάνουν τους ίδιους χειρισμούς, αλλά με τα χέρια μπροστά στο σώμα. Η εικονογραφική εκδοχή των χεριών των ιεραρχών στο χειρόγραφο του Ιωάννη Σακουλή, καθώς και το κόσμημα που τους περιβάλλει, έχει ως πρότυπο κάποια λειτουργικά χειρόγραφα του Ματθαίου Μυρέων, όπως τις Λειτουργίες που βρίσκονται σήμερα στη Μονή Παντελεήμονος στο Άγιο Όρος, που γράφτηκαν στο Λβοβ της Πολωνίας το 1600.9 Και οι τρεις Ιεράρχες είναι ζωγραφισμένοι με μεγάλη επιμέλεια, με προσοχή στις μικροσκοπικές λεπτομέρειες. Έχουν εξαιρετικά εκφραστικά πρόσωπα και ζωντανό βλέμμα. Πριν από τον Ακάθιστο υπάρχει ολοσέλιδη παράσταση Ευαγγελισμού, ζωγραφισμένη και αυτή με πάθος για τη λεπτομέρεια (Πίν. 33). Το πλούσιο αρχιτεκτονικό βάθος, αν και φανταστικό, συμπεριλαμβάνει πυργόμορφη κατασκευή που μοιάζει με μιναρέ, ενώ το δάπεδο με το δίχρωμο τριγωνικό και όχι τετράγωνο ή έστω ρομβοειδές πλακάκι μαρτυρεί πρότυπα δυτικά ή έντυπα και συγχρόνως αδυναμία κατανόησης και απόδοσης της προοπτικής τους. Ωστόσο η μικρογραφία αυτή είναι έργο ζωγράφου και όχι του βιβλιογράφου. Η παραγγελία της παράστασης της προμετωπίδας σε ζωγράφο είναι μια πρακτική που τη συναντούμε συχνά στα εικονογραφημένα χειρόγραφα της εποχής. Η πέμπτη προμετωπίδα εικονίζει ένα λειτουργικό θέμα, τον μελιζόμενο Χριστό μέσα στο Ποτήριο της Ευχαριστίας περιβαλλόμενο από πλούσιο κόσμημα (Πίν. 34). Ασυνήθιστο θέμα για ολοσέλιδη παράσταση, απαντά συχνά σε λειτουργικά χειρόγραφα σε άλλα συμφραζόμενα, όπως θα δούμε στα αμέσως επόμενα παραδείγματα. Και τα πρωτογράμματα του χειρογράφου συγγενεύουν με εκείνα του Ματθαίου Μυρέων, τα οποία βεβαίως είχαν μεγάλη επιτυχία και αντιγράφτηκαν ή παραλλάχτηκαν σε πολύ μεγάλη έκταση και από πολλούς γραφείς σε όλη τη διάρκεια του 17ου αιώνα, και αργότερα ακόμη. Ο έμπειρος γραφέας θα μπορούσε σίγουρα να σχεδιάσει και να χρωματίσει τα καλογραμμένα αρχικά και τα επίτιτλα, ενώ για τις ολοσέλιδες εικονογραφήσεις θα πρέπει να ζήτησε τη βοήθεια ζωγράφου. Η συνεργασία των δύο προσώπων δείχνει πόσο φιλόδοξο ήταν εξαρχής το σχέδιο για το μικρό αυτό βιβλιαράκι. Ο παραγγελιοδότης, ίσως ο Λεόντιος που μνημονεύεται στην ταινία που τυλίγει το αρχικό Τ (Πίν. 35), ήθελε πράγματι ένα ξεχωριστό εικονογραφημένο βιβλίο.10 Ο κώδικας της συλλογής Κυριαζή με αρ. 16 [Κυ 16] είναι ένα χειρόγραφο βιβλίο 65 χάρτινων φύλλων. Σώζει την αρχική του στάχωση από χαρτόνι και δέρμα.11 Οι φθορές στις άκρες των φύλλων αλλά και της στάχωσης δείχνουν ότι είχε χρησιμοποιηθεί αρκετά. Χρησιμοποιήθηκε όμως όχι σε κατ’ ιδίαν ανάγνωση αλλά κατά τις ακολουθίες από τον ή τους λειτουργούς κατόχους του, όπως συνάγεται από το περιεχόμενό του. Γιατί είναι ένα βιβλίο προορισμένο για λειτουργική χρήση. Ο γραφέας του, στο φ. 52v, μας πληροφορεί: Ἐτελειώθι η θεία λειτουργία παρεμοῦ Μακαρίου ἱερομονάχου ἐκ τῆς

9. Με πρότυπο εκεί απεικονίσεις σε ρωσικά χειρόγραφα και εικόνες. Γκράτζιου 1982, εικ. 60-67. 10. Για τη σχέση γραφέα που υπογράφει τα χειρό-

γραφά του και ανώνυμου μικρογράφου βλ. Γκράτζιου 2000, σ. 465-483. 11. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 53-54, εικ.18.

52

ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ

μωνῆς τῆς θείας καὶ ἱερὰς καὶ βασιλικῆς Πάτμου. 1690 μηνὶ μαΐου 6. Γράφοντας στο μοναστήρι της Πάτμου ο γραφέας Μακάριος θα είχε πιθανότατα πρόσβαση σε ένα μέρος τουλάχιστον της περίφημης βιβλιοθήκης της. Ήταν οπωσδήποτε πρόθεσή του να έχουν οι Λειτουργίες του την πολυτελή εμφάνιση που ταιριάζει σε ένα βιβλίο με λειτουργική χρήση. Η επιμελημένη γραφή του δείχνει ότι πράγματι έβαλε τα δυνατά του: τηρεί κανόνες καλλιγραφίας παλιότερων λειτουργικών χειρογράφων, έχει όμως υιοθετήσει μερικά χαρακτηριστικά ευκρίνειας των γραμμάτων που προέρχονται από τα τυπωμένα στοιχεία. Η διακόσμηση του χειρογράφου αποτελείται από επίτιτλες ταινίες και μεγάλα πρωτογράμματα (Πίν. 36). Τα επίτιτλα συγγενεύουν με εκείνα χειρογράφων που γράφτηκαν παλιότερα στη Βλαχία. Τα πιο πολλά φυτικά μοτίβα που χρησιμοποιούνται τα βρίσκουμε πρώτη φορά στα χειρόγραφα του Ματθαίου Μυρέων. Δεν φαίνεται όμως ο Μακάριος να έχει χρησιμοποιήσει χειρόγραφα εκείνης της εποχής ως πρότυπα, αλλά νεότερα που έχουν οικειοποιηθεί και εμπλουτίσει το θεματολόγιο εκείνο. Οι νεότερες επεξεργασίες έχουν προσδώσει στα διακοσμητικά αυτά θέματα, των οποίων μακρινή πηγή είναι όχι βυζαντινά πρότυπα αλλά δυτικά τυπογραφικά κοσμήματα ή και ρωσικές εκδοχές τους, ένα νέο ύφος: χαρούμενα χρώματα και κυρίως χρωματισμούς που αναδεικνύουν τα φυτικά χαρακτηριστικά τους· τα σχηματοποιημένα φυτικά διακοσμητικά μοτίβα ξαναμοιάζουν με φυτά. Το χειρόγραφο του Μακαρίου αποτελεί ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα αυτής της τάσης. Τα πρωτογράμματα όμως δεν αποτελούνται μόνο από φυτικές γιρλάντες. Ζωντανεύουν–ιστορούνται όπως έλεγαν παλιότερα–με την προσθήκη συνοπτικών παραστάσεων, συχνά μεμονωμένων ανθρώπινων μορφών, που ενσωματώνονται μέσα στον κορμό του γράμματος, όπως το αρχικό Τ με το οποίο αρχίζει η φράση: Τοῦ αγίου Ιωάννου, του προφήτου, προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ (Πίν. 37). Η ανθρώπινη μορφή δεν είναι άλλη από απεικόνιση του Ιωάννη, και κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε άλλες περιπτώσεις. Εικονογραφημένα πρωτογράμματα ήταν αρκετά συνηθισμένα τη βυζαντινή εποχή.12 Ξαναεμφανίζονται σε λειτουργικά, κυρίως, χειρόγραφα, μόλις κατά το β΄ τέταρτο του 17ου αιώνα. Τα λαμπρά χειρόγραφα των εργαστηρίων της Βλαχίας, του Λουκά Ουγγροβλαχίας, του Ματθαίου Μυρέων και των άμεσων συνεργατών τους στα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα δεν εικονογραφούσαν το λειτουργικό κείμενο. Υπογραμμίζω το γεγονός αυτό, γιατί μας δείχνει ότι η παραγωγή πολυτελών χειρογράφων για λειτουργική χρήση δεν είναι μια απόλυτα συντηρητική διαδικασία μίμησης παλιότερων προτύπων, αλλά ότι προσαρμόζεται σε τρέχουσες ανάγκες. Στην προκειμένη περίπτωση τα εικονογραφημένα με αυτό τον τρόπο λειτουργικά χειρόγραφα συμμετέχουν στο σχολιασμό, την ερμηνεία, των λειτουργικών κειμένων και υπογραμμίζουν την ορθότητα των δογμάτων της Ορθόδοξης εκκλησίας για την Αγία Τριάδα, για το χαρακτήρα της Θείας Ευχαριστίας και για τη Μετουσίωση. Τα θέματα αυτά βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των θρησκευτικών αντιπαραθέσεων της εποχής και σήκωναν θυελλώδεις συζητήσεις, όχι μόνο ανάμεσα στους εκπροσώπους διαφορετικών

12. Μουρίκη και Ševčenko 1988, εικ. 26-31.

Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ

53

δογμάτων, αλλά και μέσα στους κόλπους της ελληνικής Ορθοδοξίας, από την εποχή του Μελετίου Συρίγου και του Θεοφίλου Κορυδαλλέως.13 Μια θεολογική άποψη για την ορθόδοξη Θεία Λειτουργία, μαζί με την επιθυμία επίδειξης και πολυτέλειας, διαδηλώνει το τρίτο λειτουργικό χειρόγραφο που θα εξετάσουμε εδώ, ο κώδικας με αρ. 5.3, που προέρχεται επίσης από δωρεά της Ελένης Σταθάτου.14 Στο χειρόγραφο αυτό εμφανίζονται σε εντονότερη μορφή χαρακτηριστικά που συναντήσαμε στα άλλα δύο. Τα περιεχόμενα του είναι οι Τρεις Λειτουργίες και Τάξεις Χειροτονιών, που δείχνουν ότι προοριζόταν για χρήση από επίσκοπο. Γράφτηκε από τον Καλλίνικο ιερομόναχο που στο φ. 104 σημειώνει: Τέλος καὶ τῶ Θ(ε)ῶ δόξα. Τῶ γράψαντι καὶ ἔχωντι Χ(ριστ)έ μου σῶσον. Αρχινίθη καὶ ἐτεληώθη τῶ παρῶν βηβλήον ὑπὸχειρὸς ἐμοῦ τοῦ ταπεινοῦ Καλλινίκου ἰερομονάχου, καὶ οἱ αναγηνόσκοντες εὔχεσθαι ὐπὲρ ἐμοῦ, καὶ μὴν ἐρευνήσειται τὰ πολλά μου σφάλματα, ὅτι ἀμαθῆς ὑπάρχω. Και πιο κάτω, τώρα μισοσβησμένο: {ᾩσπερ ξένοι χαίρονται ἡδὺν πατρίδα, καὶ ἠ θαλατεύονται ἠδὺν λημένα, οὕτω καὶ ἠ βηβλήον γράφονται, ἰδοὺ βηβλήου} τέλος. Τα ορθογραφικά σφάλματα, που υπαινίσσεται ο Καλλίνικος, είναι πράγματι πολλά στο σημείωμα αυτό. Παρά τα συνήθη στερεότυπα ταπεινοφροσύνης ωστόσο το όνομά του το αναγράφει και άλλες δύο φορές: στις ευχές των διπτύχων (φ. 22v και 53v) εύχεται υπέρ Καλλινίκου ιερομονάχου και των γονέων. Το χειρόγραφο διαθέτει προμετωπίδες με πορτραίτα των Τριών Ιεραρχών, που εικονίζονται μετωπικοί, ολόσωμοι και στην ίδια στάση όπως στο χειρόγραφο του Ιωάννη Σακουλή. Περιβάλλονται από αρχιτεκτονικό πλαίσιο διανθισμένο με περισσότερο ή λιγότερο σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα. Σε αντίθεση με τους Ιεράρχες του χειρογράφου του Σακουλή, εδώ τα γυμνά μέρη και το φόντο μένουν αχρωμάτιστα (Πίν. 38-40). Παλιά, σεβάσμια μοτίβα, μεταφέρονται στο χειρόγραφο του Καλλινίκου με έναν αφελή όσο και ευσυνείδητο τρόπο, κυρίως με μια νέα αισθητική, και μετατρέπονται σε ζωγραφιές λαϊκής τέχνης. Την ίδια ευχάριστη πολυχρωμία, το εξαιρετικά φορτωμένο κόσμημα, την εκφορά παλιών σχηματοποιημένων μοτίβων με τρόπο φυσικότερο βρίσκουμε σε εικονογραφικές συνθέσεις μέσα στο κείμενο και στα πρωτογράμματα. Τόσο οι συνθέσεις αυτές όσο και πολλά από τα πρωτογράμματα όμως φέρουν εικονογράφηση που σχετίζεται άμεσα με το κείμενο που εισάγουν και που αναδεικνύει τη θεολογική σημασία του. Όπως και στο προηγούμενο χειρόγραφο, της συλλογής Κυριαζή, έχουμε εδώ μια Λειτουργία με ιστορημένα αρχικά, στα οποία υπογραμμίζεται ο μυστικός χαρακτήρας της Θείας Ευχαριστίας, η παρουσία της Αγίας Τριάδας κατά την τέλεσή της και η εξύψωση του ιερουργούντος ιεράρχη σε συνομιλητή του Θεού (Πίν. 41). Η εικονογράφηση προβάλλει με τρόπο οφθαλμοφανή τη μυσταγωγία της Θείας Λειτουργίας, όπως είχε επισημάνει ο Croquison που πρωτοπαρουσίασε το χειρόγραφο πριν από 50 χρόνια.15 Το βιβλίο είναι ιερό όχι μόνο γιατί είναι γραμμένες σ’ αυτό οι πανάρχαιες λειτουργικές ευχές, αλλά γιατί επιπλέον ο μυστικός χαρακτήρας τόσο των ευχών όσο και της ιερουργικής πράξης αποκαλύπτεται με τις ολοζώντανες 13. Podskalsky 1988, σ. 181-329. 14. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 48-49, εικ.15. .

15. Croquison 1954, σ. 123-170.

54

ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ

εικόνες ενταγμένες στα πρωτογράμματα, που έτσι απεικονίζουν το νόημα των ευχών που εισάγουν. Γίνεται λοιπόν εύκολα κατανοητό γιατί ένα τέτοιο βιβλίο, που όχι μόνο χρησιμεύει στην εκκλησιαστική πράξη, αλλά την εξηγεί, εκφράζοντας τη θέση της αυστηρής Ορθόδοξης παράδοσης κατά των νεωτερισμών που έρχονται από τη Δύση, την εποχή των αντιπαραθέσεων για το χαρακτήρα της Ευχαριστίας και την ακριβή στιγμή της Μετουσίωσης, γράφεται και κοσμείται με τον παραδοσιακό τρόπο, στο χέρι, και μάλιστα με εικόνες που αποκαλύπτουν τα νοήματα του κειμένου, και δεν παραγγέλνεται στα τυπογραφεία της Βενετίας. Αν επρόκειτο για το μοναδικό παράδειγμα, η παρατήρηση αυτή δεν θα ήταν και τόσο πειστική, αλλά στο τέλος του 17ου και στις αρχές του 18ου αιώνα16 γράφτηκαν και διακοσμήθηκαν με τον ίδιο τρόπο αρκετά λειτουργικά χειρόγραφα, που προέρχονται από ποικίλα αντιγραφικά κέντρα. Ακριβώς την εποχή αυτή οξύνθηκαν οι αντιπαραθέσεις για τη Μετουσίωση και το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Το χειρόγραφο του Καλλινίκου νομίζω ότι μας επιτρέπει να παρατηρήσουμε πως το εξαιρετικά έμπειρο χέρι του ανορθόγραφου γραφέα αντιγράφει χωρίς ορθογραφικά λάθη το λειτουργικό του κείμενο, πως μιμείται την αρχαΐζουσα γραφή των παλαιότερων λειτουργικών χειρογράφων, εισάγοντας συγχρόνως το χωρισμό των γραμμάτων που έκαναν πιο εύκολο το διάβασμα και άρχισαν να καθιερώνονται από τα έντυπα στοιχεία. Νομίζω ότι ο ίδιος είχε την ικανότητα να εκτελέσει μόνος του όλη αυτή την πλούσια διακόσμηση, μαζί και τις προμετωπίδες. Το ύφος των αρχικών και των προμετωπίδων μοιάζει καταπληκτικά. Από την άλλη μεριά η στενή σχέση ανάμεσα στο κείμενο και την εικόνα, το ότι κανένα αρχικό δεν παραλείπεται, υποδηλώνει ότι δούλεψε ένα και όχι δύο πρόσωπα. Τα τρία αυτά παραδείγματα φανερώνουν τη ζωντάνια που είχε ακόμη στις αρχές του 18ου αιώνα η παραγωγή εικονογραφημένων λειτουργικών χειρογράφων. Δείχνουν επίσης ότι η καλλιτεχνική τους πρόθεση συμβάδιζε ή εξυπηρετούσε την πολιτική και τη θεολογική άποψη των κατόχων τους. Όμως δεν παράγονται μόνο λειτουργικά χειρόγραφα, αν και κυρίως αυτά επεδίωκαν την πολυτέλεια. Εικονογραφημένα αναγνώσματα είναι ένα άλλο είδος με μικρή αλλά σημαντική ιστορία την εποχή του εντύπου, τον 16ο και τις αρχές του 17ου αιώνα. Σ’ αυτή την κατηγορία θα κατέτασσα ένα χειρόγραφο με ιστορικό περιεχόμενο, που εκ πρώτης όψεως μοιάζει ασήμαντο φυλλάδιο. Έτσι το είχαν αντιμετωπίσει προφανώς για πολλούς αιώνες κάτοχοι, για τους οποίους φαίνεται ότι εν τω μεταξύ χρήσιμα βιβλία ήταν πια τα έντυπα: γι’ αυτό και κουρελιάστηκε, διαμελίστηκε, με αποτέλεσμα να χαθεί το μεγαλύτερο μέρος του. Εβδομήντα από τα φύλλα του έφτασαν στις αρχές του 20ου αιώνα στα χέρια ενός λόγιου συλλέκτη, του Θεμιστοκλή Βολίδη, κι έτσι σώθηκαν.

16. Την εποχή αυτή χρονολογείται η δραστηριότητα του Καλλινίκου και από δύο άλλα λειτουργικά επίσης χειρόγραφά του με παρόμοια διακόσμηση, ένα στο Βουκουρέστι, παραγγελία του βοεβόδα Κ. Μπραν-

κοβεάνου, και ένα στη Βρετανική Βιβλιοθήκη χρονολογημένο το 1709: Add. 28820. Πολίτης και Πολίτη 1994, σ. 504.

Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ

55

Το σπάραγμα αυτό, σήμερα στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη με τον αρ. Βο 2, αποτελεί ένα σπανιότατο δείγμα εικονογραφημένου χειρόγραφου βιβλίου, που νομίζω πως είναι σημαντικό για πολλούς λόγους: Πρώτα απ’ όλα αυτό καθαυτό, μετά ως μαρτυρία της εποχής του και επιπλέον επειδή διασώζει χαμένες από αλλού μαρτυρίες για τη βυζαντινή κοσμική τέχνη. Παλιότερα προσπάθησα να αναδείξω αυτές τις πλευρές της σημασίας του σπαράγματος.17 Θα σας παρουσιάσω όσο πιο σύντομα μπορώ τους λόγους για τους οποίους θεωρώ το χειρόγραφο αυτό πολύτιμο. Τα 70 σωζόμενα φύλλα αποτελούν μέρος από ένα σύνολο 400 περίπου φύλλων που θα περιείχαν 100 περίπου εικόνες, από τις οποίες σώζονται 21. Ήταν ασφαλώς σταχωμένο με δερμάτινη τουρκική στάχωση, όπως δείχνει η αρίθμηση των τετραδίων με αραβικούς αριθμούς στην τουρκική τους εκφορά, ίσως με το χέρι του σταχωτή. Το περιεχόμενο του χειρογράφου είναι ένα Χρονικό σε δημώδη γλώσσα, μια εκδοχή της Χρονογραφίας του Ψευδο-Δωροθέου, που θα άρχιζε κατά πάσα πιθανότητα από κτίσεως κόσμου και θα έφτανε ως τις μέρες της καταγραφής. Πρόκειται για το πιο διαδεδομένο ιστορικό ανάγνωσμα της Τουρκοκρατίας, που αντιγραφόταν, παραλλασσόταν και διαβαζόταν συνεχώς. Το μέρος της αφήγησης που διατηρήθηκε, αφορά ένα τμήμα της βυζαντινής ιστορίας. Είναι γραμμένο επιμελημένα με μαύρο μελάνι, πάνω στο οποίο έχει πασπαλιστεί χρυσόσκονη, όπως δείχνουν ελάχιστα ίχνη.18 Η εικονογράφησή του αποτελείται από σχέδια καμωμένα με μαύρο μελάνι μέσα σε γραμμικά πλαίσια, που έχουν το πλάτος της γραμμένης επιφάνειας και παρεμβάλλονται μέσα στο κείμενο. Την εποχή του ήταν ένας τόμος εντυπωσιακός! Η αφήγηση αρθρώνεται με βάση την εκάστοτε βασιλεία, όπως γίνεται σ’ αυτού του είδους τα ιστορικά κείμενα. Στη θέση ακριβώς που περιγράφεται η ανάληψη της εξουσίας από έναν καινούργιο βασιλιά υπάρχει μία εικόνα, που απεικονίζει, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον ένθρονο αυτοκράτορα με κάποιον συνομιλητή του (Πίν. 42). Σε λίγες περιπτώσεις εκτός από τη μικρογραφία της αρχής εμφανίζονται και άλλες παραστάσεις μέσα στην αφήγηση για τον ίδιο αυτοκράτορα, τοποθετημένες πάντα μέσα στη στήλη του κειμένου και ακριβώς εκεί που γίνεται λόγος για το εικονιζόμενο επεισόδιο. Με αυτόν τον τρόπο εικονογράφησης, σε τόσο στενό δέσιμο με το κείμενο, ζωντανεύει ασυνήθιστα η αφήγηση. Η γραμμένη σελίδα μιλάει και με τις εικόνες. Αυτές πάλι φαίνονται απλοϊκά, αφελή σχέδια εκ πρώτης όψεως, όπως αφελής ακούγεται σήμερα και ο δημώδης λόγος του κειμένου. Αλλά όπως και ο λόγος είναι μια γραπτή, καλλιεργημένη πρόζα, έτσι και οι εικόνες είναι καλοζυγισμένες και δεν αφήνουν τίποτε στην τύχη. Οι παραστάσεις έχουν μεγάλη ομοιομορφία. Η επανάληψη παρόμοιων σκηνών στην αίθουσα του θρόνου δεν είναι ως φαίνεται εικονογραφική φτώχεια, αλλά ηθελημένη επιλογή. Προβάλλεται κατ’ αυτόν τον τρόπο η άσκηση εξουσίας από τους χριστιανούς αυτοκράτορες κατά το ένδοξο παρελθόν της Κωνσταντινούπολης.

17. Γκράτζιου 1996.

18. Όπως στο φ. 14: Γκράτζιου 1996, σ. 23 και εικ. 1.

ΟΛΓΑ ΓΚΡΑΤΖΙΟΥ

56

Ξενίζει στις παραστάσεις αυτές το συνεχώς επαναλαμβανόμενο ιδιόρρυθμο αρχιτεκτονικό βάθος. Μοιάζει να δείχνει την πόλη πίσω από έναν τοίχο με κάποια ανοίγματα: στέγες και μια-δυο φορές και δέντρα. Κι αυτό το φόντο δεν φαίνεται να είναι τυχαίο· αποτελεί τοπογραφική αναφορά στην Κωνσταντινούπολη. Απλοποιεί και σχηματοποιεί στο έπακρο απόψεις της Πόλης που συναντάμε σε έντυπες, δυτικοευρωπαϊκές φυσικά, απεικονίσεις της. Μπροστά σ’ αυτό το φόντο εκτυλίσσεται μια αυστηρή, ως προς το τελετουργικό μέρος, βυζαντινή αυτοκρατορική εικονογραφία, η οποία στην εκφορά έχει λάβει στοιχεία της επικαιρότητας: οι φρουροί που συνόδευαν πάντοτε τον βυζαντινό αυτοκράτορα απεικονίζονται ως Ιτς Ογλάν που ακολουθούσαν τον Σουλτάνο στις επίσημες εμφανίσεις του. Εκτός από τις ενδυματολογικές λεπτομέρειες και κάποιες χειρονομίες που ακολουθούν βυζαντινά πρότυπα, το ύφος των σχεδίων είναι καινοφανές. Διαφέρουν θεαματικά από βυζαντινές εικονογραφήσεις χειρογράφων. Είναι εικόνες που έγιναν με ένα νέο εικαστικό ιδίωμα. Ένας πυρήνας βυζαντινής αυτοκρατορικής εικονογραφίας διατηρείται και αναπαρίσταται μέσα από τον παραμορφωτικό καθρέφτη των χρόνων που είχαν διαρρεύσει, των ξεχασμένων χειρισμών και των συμφυρμών με στοιχεία της καθημερινότητας. Παρόλα αυτά διασώζονται απεικονίσεις στάσεων και κινήσεων του αυτοκρατορικού τυπικού της βυζαντινής αυλής που άλλες πηγές δεν έχουν διασώσει, είναι όμως γνωστές από αναφορές βυζαντινών γραπτών πηγών. Στη Χρονογραφία Βο 2 της Γενναδείου παραδίδονται επίσης εικονογραφήσεις δημοφιλών ιστορικών επεισοδίων που είχαν μεγάλη εικονογραφική ιστορία τη βυζαντινή εποχή. Τέτοιες βυζαντινής καταγωγής εικονογραφήσεις είναι ένας κύκλος με πρωταγωνίστρια την Πουλχερία, αδελφή του Θεοδοσίου Β΄, ή η ιστορία με το μήλο που έγινε αφορμή να γίνει η Ευδοκία ύποπτη μοιχείας και να απομακρυνθεί από την Κωνσταντινούπολη. Το επεισόδιο εικονογραφείται με δύο σκηνές και στο βουλγαρικό χειρόγραφο του Μανασσή (σήμερα στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού).19 Οι σκηνές με το κυνήγι και το προφητικό όνειρο του Μαρκιανού ανήκουν στην ίδια κατηγορία. Τα παραδείγματα αυτά δείχνουν ότι την εποχή που έγινε το χειρόγραφο, στις αρχές του 17ου αιώνα, σώζονταν ακόμη στην Κωνσταντινούπολη εικονογραφήσεις αυτών των ιστοριών. Η σύγκρισή τους με τις αντίστοιχες σκηνές στον Μανασσή του Βατικανού δείχνουν ότι θα υπήρχαν περισσότερες εικονογραφικές παραδόσεις. Θυμίζω ότι ιστορικά εικονογραφημένα χειρόγραφα σε ελληνική γλώσσα δεν έχουν διασωθεί άλλα εκτός από τον Σκυλίτζη της Μαδρίτης20 και τη Χρονογραφία της Γενναδείου. Η απουσία του χρώματος είναι ηθελημένη. Το χειρόγραφο γράφτηκε σε μια εποχή που το έντυπο βιβλίο είχε διαδοθεί και σε ένα περιβάλλον που φαίνεται ότι το εκτιμούσε. Προσχώρησε έτσι στη διχρωμία του εντύπου. Ότι πρόκειται για επιλογή φαίνεται από το ότι οι σκιές δηλώνονται με μικρές παράλληλες γραμμές. Από τη σχέση της Χρονογραφίας με άλλα χειρόγραφα, κυρίως με ένα που έγραψε ο Γεώργιος Κόντης, ρήτωρ Αίνου, με έναν συνεργάτη, και παρουσιάζει αναλογίες στη γραφή και στη

19. Dujčev 1963, αρ. 34.

20. Scylitsae 2000· Tsamakda 2002, με προηγούμενη βιβλιογραφία.

Εικονογραφημενα Χειρογραφα εΠοΧηΣ εΝΤΥΠοΥ

57

διακόσμηση,21 προκύπτει ότι γράφτηκε στην Κωνσταντινούπολη, στο περιβάλλον του Πατριαρχείου. Αλλά και το πνεύμα που εκφράζεται με την εικονογράφηση της Χρονογραφίας, η νοσταλγία για τη χαμένη αυτοκρατορία, όπως και το γλωσσικό ιδίωμα του κειμένου, ταιριάζει με το πολιτισμικό περιβάλλον των αξιωματούχων, των ησσόνων λογίων, κληρικών και μη, που ζούσαν στις αρχές του 17ου αιώνα γύρω από το Πατριαρχείο. Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτε για τον παραγγελιοδότη του βιβλίου, αλλά είναι δυνατόν να εντοπιστεί το περιβάλλον του, για το οποίο υπάρχουν αρκετές μαρτυρίες, και να αναγνωριστεί το πνευματικό κλίμα στο οποίο ανήκε ο πρώτος κάτοχος. Παρά τη νοσταλγία τους για τους παλιούς αυτοκράτορες και τις αναφορές τους σε βυζαντινές πηγές, που ωστόσο δεν τις αντέγραψαν, αλλά τις προσάρμοσαν σε ένα δικό τους σχήμα, οι δημιουργοί του βιβλίου εγκατέλειψαν πολλά από την αισθητική και το ύφος των βυζαντινών εικονογραφημένων βιβλίων. Έφτιαξαν ένα βιβλίο της δικής τους εποχής. Μόνο φαινομενικά είχαν στραμμένα τα μάτια προς τα πίσω. Με αβεβαιότητα και δισταγμούς δρασκελίζουν το Μεσαίωνα. Βεβαίως άλλα ανάλογα βιβλία, που δεν είχαν εκκλησιαστική χρήση, χάθηκαν. Τα λειτουργικά, ως ιερά βιβλία, έχουν περισσότερες πιθανότητες να επιζήσουν. Όμως δεν είναι μόνο οι τυχαίες απώλειες που καθιστούν την εικονογραφημένη Χρονογραφία της Γενναδείου ένα από τα τελευταία εικονογραφημένα χειρόγραφα με κοσμικό περιεχόμενο. Ο κυριότερος λόγος είναι ότι το κοινό της στράφηκε πια, τον 17ο αιώνα, στο έντυπο. Η εικονογραφημένη Χρονογραφία μάς οδηγεί στην εκπνοή της βυζαντινής παράδοσης στο χειρόγραφο βιβλίο, στην ολοκληρωτική μεταμόρφωσή του. Τα λειτουργικά χειρόγραφα που είδαμε εδώ εγκαταλείπουν επίσης τη βυζαντινή παράδοση με το ύφος τους. Οι δημιουργοί τους προσπάθησαν επίμονα να διατηρήσουν μια παμπάλαια παράδοση, υποστηρίζοντας με την εικονογράφηση το δογματικά ορθό περιεχόμενο των λειτουργικών χειρισμών, και δημιούργησαν για το σκοπό αυτό μια νεωτερική εικονογραφία. Με τελείως διαφορετικό τρόπο δείχνει επίσης η εικονογραφημένη Χρονογραφία της Γενναδείου το τέλος της βυζαντινής παράδοσης. Εκτός από την εικονογράφηση της βυζαντινής ιστορίας εικονογραφεί και τις αντιλήψεις των Ρωμιών του 17ου αιώνα στην Κωνσταντινούπολη για την ιστορία και μας αποκαλύπτει μια κοινότητα με μεσαιωνικές ακόμη ιδέες. Κι ας ήταν η γλώσσα της νεοελληνική. p

21. Oxford, Bodleian Library, Roe 5. Hutter 1982, αρ. 196· Μανούσακας 1986c, σ. 40 κ.εξ.· Πολίτης και Πολίτη 1994, σ. 395.

•6 •

Χειρόγραφες πηγές της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Γεννάδειο Κ ΡΙΤΩΝ Χ ΡΥ ΣΟΧΟΪΔ ΗΣ

Ανάμεσα στις συλλογές χειρογράφων και αρχείων που φυλάσσονται στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη συγκαταλλέγεται και η σημαντική συλλογή χειρογράφων και αρχειακού υλικού του Θεμιστοκλή Βολίδη. Ο Βολίδης διετέλεσε επί μια εικοσαετία περίπου (19041923) επιμελητής του Τμήματος Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ). Το 1923 διορίσθηκε καθηγητής στο Α΄ Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης.1 Μη αποδεχθείς τη δυσμενή γι᾿ αυτόν μετάθεση, παραιτήθηκε και έκτοτε ιδιώτευε ώς το θάνατό του στα 1955. Το 1956 περιήλθαν στη Γεννάδειο, κατόπιν αγοράς από τους κληρονόμους του, δεκαεπτά χειρόγραφα και επτά φάκελλοι με χειρόγραφα και τα έγγραφα τα οποία, προφανώς με την ιδιότητα του επιμελητή χειρογράφων της ΕΒΕ, συνέλεγε κατα τις περιοδείες του στις μονές, μητροπόλεις, κοινότητες κλπ. της ελληνικής επικράτειας. Τα χειρόγραφα αριθμηθηκαν (χφφ 1-17) και καταλογογραφήθηκαν, το ίδιο έτος, από τους αείμνηστους Λ. Βρανούση και Ευριδίκη Δημητρακοπούλου. Το αρχειακό υλικό της συλλογής Βολίδη αριθμήθηκε (φάκελλοι 18-24) από την Ευριδίκη Δημητρακοπούλου και περιγράφηκε κεφαλαιωδώς από τον Λ. Βρανούση.2 Η παρούσα ανακοίνωση εστιάζεται στην παρουσίαση μέρους του αρχειακού υλικού της συλλογής Βολίδη, το οποίο σχετίζεται με την τοπική εκκλησιαστική ιστορία της Οθωμανικής περιόδου και ειδικότερα με εκείνη της Καστοριάς.

Κώδικες της Καστοριάς στη Συλλογή Βολίδη Στον φάκελλο Βολίδης 19, που φέρει τον τίτλο «Κώδιξ μητροπόλεως Καστορίας», περιέχονται τρεις υποφάκελλοι, που περιέχουν ισάριθμα σπαράγματα από Kώδικες της μητροπόλεως Καστορίας:

Ι. Σπάραγμα Κώδικος της μητροπόλεως Καστορίας Χαρτί 31 × 21,5 δίφυλλο Περιέχει οκτώ εγγραφές των ετών 1578/1579 -1580.3 1. Αρχείο Εθνικής Βιβλιοθήκης (ΕΒΕ), έγγρ. αρ. 202/Συνεδρ. 4 της 15.12.1923 του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Ο κατάλογος των χειρογράφων περιέχεται σε φάκελλο μαζί με άλλους ανέκδοτους καταλόγους

χειρογράφων της Γενναδείου. Οι συνοπτικές περιγραφές του περιεχομένου των αρχειακών φακέλλων περιέχονται στους ίδιους τους φακέλλους. 3. Συνοπτική περιγραφή του σπαράγματος βλ. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 120, εικ. 45.

60

ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ 1. φ. 1: Αντίγραφο (ίσον) της παραιτήσεως του αρχιεπισκόπου Αχριδών Ιωακείμ, έτος 7086 [1578/79], ινδικτιών 6. Το έγγραφο υπογράφουν: ο πρώην Αχριδών Ιωακείμ, ο Καστορίας Σωφρόνιος και πρωτόθρονος, ο Στρουμνίτζης Θεόδουλος, ο Σελασφόρου και Κοριτζάς Δανιήλ, ο Πελαγονίας Ιωάσαφ, ο Δεύρης Μαρτύριος, ο Μολισκού Ιγνάτιος (Πίν. 43).

Στο κάτω μέρος του φύλλου, μετά την κατάστρωση του εγγράφου στον κώδικα, τέθηκαν οι υπογραφές οφφικιαλίων της μητροπόλεως Καστορίας: Σταμάτιος ιερεύς και σακελλάριος, Δημήτριος ιερεύς και σκευοφύλαξ, Ευστράτιος ιερομόναχος και πρωτοσύγκελλος, Γεώργιος ιερεύς και σακελλίου, Ιωακείμ ιερομόναχος και εφημέριος. Οι ανωτέρω κληρικοί δεν είναι αξιωματούχοι της αρχιεπισκοπής Αχριδών οι οποίοι συνυπογράφουν στο πρωτότυπο έγγραφο παραιτήσεως του αρχιεπισκόπου, αλλά οφφικιάλιοι της μητροπόλεως Καστορίας, που έθεσαν τις υπογραφές τους μετά την αντιγραφή του εγγράφου στον Κώδικα. Τούτο συμπεραίνεται από το ότι οι ίδιοι υπογράφουν πρωτοτύπως, σποραδικά, σε πράξεις που καταστρώθηκαν στα υπόλοιπα φύλλα του σπαράγματος. Ακολουθούν επτά πράξεις του εκκλησιαστικού δικαστηρίου της μητροπόλεως Καστορίας των ετών 1578-1580, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Καστορίας Σωφρονίου:

2. φ. 1v: Διάλυση γάμου λόγω ανηθικότητας της συζύγου, Νοέμβριος 7087 [1578], ινδ. 7.



3. φ. 1v: Άδεια γάμου, Νοέμβριος 7087 [1578].



4. φ. 2: Διάλυση γάμου λόγω ασθενείας της γυναικός, 7087 [1578/1579], ινδ. 7.



5. φ. 2: Άδεια γάμου, Ιανουάριος 7088 [1580].



6. φ. 2: Δωρεά μανουαλίου στη μητρόπολη, χωρίς χρονολογία.



7. φ. 2: Συμφωνία για καταβολή εξόδων μνημοσύνου αποθανόντος, Ιούλιος 7088 [1580].



8. φ. 2v: Διάλυση αρραβώνος, Ιούλιος 7088 [1580].

Το σημαντικότερο έγγραφο του σπαράγματος είναι η πράξη παραιτήσεως του αρχιεπισκόπου Αχριδών Ιωακείμ, του 1578/1579. Συμβάλλει ουσιαστικά στη συμπλήρωση του καταλόγου των αρχιεπισκόπων της αρχιεπισκοπής Αχριδών, ο οποίος παρουσιάζει μεγάλα χάσματα, ιδιαίτερα ώς τον 16ο αιώνα. Είναι η πρώτη φορά που καθίσταται γνωστή μία από τις δύο ημερομηνίες της αρχιερατείας του, εκείνη της παραίτησης από το θρόνο του Αχριδών. Ως τώρα ο Ιωακείμ ήταν γνωστός ως πρώην Αχριδών το 1593.4

4. Gelzer 1902 (1980), σ. 26· Snegarov 1932, σ. 192-193· Péchayre 1936, σ. 290-291, 322.

Χειρογραφες Πηγες της Εκκλησιαστικης Ιστοριας

61

ΙΙ. Σπάραγμα Κώδικος της μητροπόλεως Καστορίας Χαρτί

34,5 × 24,5

φφ. 12

Πρόκειται για ενιαίο δωδεκάφυλλο, αποσπασμένο από Κώδικα. Αρίθμηση φύλλων (φφ. 8-19) από μεταγενέστερο χέρι. Υδατόσημο: τριπλή ημισέληνος· αντίσημο: τριφύλλι με εκατέρωθεν δύο γράμματα. Λευκά φύλλα 16v και 19v (στις τέσσερεις άκρες του φ. 19v υπολείμματα ισπανικού κηρού, με τον οποίο ήταν επικολλημένο, πιθανόν πρωτότυπο, μη σωζόμενο λυτό έγγραφο). Το σπάραγμα είχε επισημανθεί το 1900 από τον Φιλάρετο Βαφείδη, γεγονός που σημαίνει ότι ήδη στην αυγή του 20ού αιώνα είχε αποσπασθεί από Κώδικα της μητροπόλεως Καστορίας.5 Περιέχει είκοσι δύο πράξεις μεταξύ των ετών 1703 και 1728, επικυρωμένες από τον μητροπολίτη Καστορίας.6

1. φ. 8: 1703 Αύγουστος, Αντίγραφο απαντητικής επιστολής του αρχιεπισκόπου Αχριδών Ιγνατίου προς τον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γαβριήλ Δ΄, σχετική με την αρπαγή περιοχών μητροπόλεων της δικαιοδοσίας του από όμορους μητροπολίτες του κλίματος του πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως.



2. φ. 8v: 1704 Φεβρουαρίου 23, Θεώρηση λογαριασμών εμπορικής συμφωνίας μεταξύ δύο ιδιωτών.



3. φ. 9: 1706 Φεβρουάριος, Μαρτυρικό γράμμα διακανονισμού κληρονομιάς.



4. φ. 9v: 1706 Νοέμβριος, Διανομή κληρονομιάς.



5. φ. 10: 1706 Ιουνίου 25, Αντίγραφο γράμματος από Αχρίδα, ορίζον επίτροπο παραλαβής κληρονομιάς.



6. φ. 10v: 1707 Ιανουαρίου 9, Πώληση σπιτιού, που είχε αφιερωθεί παλαιότερα στον Πανάγιο Τάφο, στην εβραϊκή συνοικία της Καστοριάς (Πίν. 44).



7. φ. 11: 1710 Μαρτίου 1, Γράμμα κατοίκων του μαχαλά Αγίου Λουκά για άδεια οικοδομήσεως σπιτιού.



8. φ. 11v: 1711 Ιανουαρίου 10, Διανομή κληρονομιάς.



9. φ. 12: 1711 Φεβρουαρίου 7, Διανομή κληρονομιάς.



10. 12v: 1714 Ιουνίου 11, Επιστολή Καστοριανών γουναράδων της Κωνσταντινούπολης προς τον μητροπολίτη Καστορίας με την οποία γνωστοποιείται ότι το Κρημνιώτικο μετόχι ανήκει στη μητρόπολη Καστορίας.



11. φ. 13: 1715 Δεκεμβρίου 21, Εξόφληση χρέους.



12. φ. 13v: 1711 Αυγούστου 30, Συμφωνητικό Καστοριανών για την οικονομική υποστήριξη τού υπό ίδρυση σχολείου στον Άγιο Νικόλαο τον Πετρίτη της ενορίας Δραγωτά, κάτω από τη μητρόπολη.

5. Βαφείδης 1900, σ. 140-141, όπου επιλεκτική συνοπτική αναγραφή του περιεχομένου τεσσάρων εγγράφων.

6. Συνοπτική περιγραφή του σπαράγματος βλ. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 121.

ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

62

13. φ. 14: 1719 Μαΐου 8, Δωρεά σπιτιού από γονείς σε κόρη.



14. φ. 14v: 1719 Μαΐου 8, Πώληση σπιτιού.



15. φ. 15: 1719 Μαΐου 23, Πώληση σπιτιού.



16. φ. 15v: 1721 Οκτωβρίου 27, Κληρονομικός διακανονισμός.



17. φ. 16: 1725 Απριλίου 29, Παραχώρηση σπιτιού.



18. φ. 17: 1708 Μαΐου 30, Παραχώρηση ναού στη μονή Παναγίας.



19. φ. 17v: 1726, Μαΐου 19, Πώληση σπιτιού.



20. φ. 18: 1727 Φεβρουαρίου 25, Δωρεά πολύτιμων αντικειμένων και κτήματος από μητέρα προς γιο.



21. φ. 18v: 1728 Ιουλίου 4, Δωρεά σπιτιού.



22. φ. 19: 1728 Μαρτίου 1, Αφιέρωση σπιτιού ως μετοχίου στη μονή Λαύρας του Αγίου Όρους.

ΙΙΙ. Σπάραγμα Κώδικος της μητροπόλεως Καστορίας Χαρτί

34,5/33 × 24,5

φφ. 7

Πρόκειται για πέντε φύλλα, σχισμένα μεν αλλά συνεχόμενα και χωρίς μεταξύ τους χάσματα, και ένα δίφυλλο. Αρίθμηση φύλλων (φφ. 1-7) από μεταγενέστερο χέρι. Τα φφ. 1-5, όπου εκτείνεται το κείμενο των εγγράφων, έχουν διαστάσεις 34,5 x 24,5 εκ., υδατόσημο τριπλή ημισέληνο και αντίσημο τριφύλλι με εκατέρωθεν δύο γράμματα. Τα φφ. 6-7, που παρέμειναν άγραφα (περιέχουν μόνο σποραδικές μεταγενέστερες σημειώσεις, άσχετες με το περιεχόμενο του σπαράγματος), αποτελούν ξεχωριστό δίφυλλο. Έχει διαστάσεις 33 x 24,5 εκ., διαφορετικής ποιότητας λεπτότερο χαρτί και διαφορετικό υδατόσημο (τριπλή ημισέληνο μικρότερων διαστάσεων από τα προηγούμενα πέντε φύλλα), και δίνει την εντύπωση ότι αποτελούσε δίφυλλο παραφύλλων του Κώδικα από τον οποίο αποσπάσθηκε. Στα φφ. 1-5 έχουν καταστρωθεί 30 προικοσύμφωνα των ετών 1764-1768 (Πίν. 45). Στο φ. 5v, μετά το τελευταίο χρονολογημένο προικοσύμφωνο (21 Μαρτίου 1768), ακολουθεί μια κολοβή εγγραφή, η οποία θα συνεχιζόταν και στο επόμενο φύλλο, όπου θα υπήρχε και η χρονολογία της.

Συζήτηση Κωδικολογική εξέταση των σπαραγμάτων ΙΙ και ΙΙΙ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, με εξαίρεση το δίφυλλο (φφ. 6-7) του σπαράγματος ΙΙΙ, και τα δύο έχουν ακριβώς ιδίων διαστάσεων φύλλα, ίδιας ποιότητας χαρτί και τα ίδια υδατόσημα και αντίσημα. Είναι πασιφανές ότι, παρά τη χρονική απόσταση 36 ετών που χωρίζουν τις εγγραφές τους, αποτελούσαν τμήματα του ίδιου Κώδικα της μητροπόλεως Καστορίας και το δίφυλλο (φφ. 6-7) του σπαράγματος ΙΙΙ αποτελούσε ένα από τα δύο ζεύγη των παραφύλλων του.

Χειρογραφες Πηγες της Εκκλησιαστικης Ιστοριας

63

Επομένως τα τρία σπαράγματα του φακέλλου Βολίδης 19 προέρχονται από δύο και όχι από τρεις Κώδικες της μητροπόλεως Καστορίας. Το σπάραγμα Ι αποσπάσθηκε από κάποιον κώδικα χρονολογούμενο τουλάχιστον στο β΄ ήμισυ του 16ου αιώνα και τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ από κώδικα με χρονικά πλαίσια πιθανόν από τον 17ο και οπωσδήποτε τον 18ο αιώνα. Όσον αφορά στο περιεχόμενο, τα σπαράγματα περιέχουν πράξεις που χαρακτηρίζονται ως άδειες γάμων, διαλύσεις αρραβώνων ή γάμων, αγοραπωλησίες ή αφιερώσεις ακινήτων, εμπορικές συμφωνίες και οικονομικοί διακανονισμοί μεταξύ ιδιωτών, διανομές κληρονομιών, προικοσύμφωνα καθώς και έγγραφα που αφορούν στην εκκλησιαστική διοίκηση. Δηλαδή, οι καταχωρούμενες εγγραφές αποτελούν τυπικό δείγμα της αρχειακής ύλης που καταστρώνεται στους Κώδικες των μητροπόλεων στην Οθωμανική περίοδο. Είναι γνωστό ότι, εκτός από τα ανωτέρω, στις σελίδες τους καταστρώνονται ακόμη διαθήκες, πράξεις διαιτησίας, εξωφλήσεις χρεών, συμφωνίες ρουφετίων (συντεχνιών), κλπ. Ειδικότερα στους κώδικες μητροπόλεων, οι οποίες διέθεταν επαρχιακή σύνοδο, καταγράφονται τα υπομνήματα εκλογής, οι παραιτήσεις και οι ομολογίες πίστεως των υποκειμένων επισκόπων. Οι καταχωρούμενες πράξεις αντανακλούν τις εξουσίες και τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στους επισκόπους από τις οθωμανικές αρχές με τα βεράτια, σε θέματα εκκλησιαστικής διοικήσεως αλλά και αστικού δικαίου. Αφετέρου υποδεικνύουν με σαφήνεια την αντίληψη εκ μέρους των χριστιανικών πληθυσμών για το ρόλο των τοπικών εκκλησιαστικών αρχών στην κατοχύρωση και «διηνεκή ασφάλειαν» πράξεων και συναλλαγών που πολλές φορές δεν έχουν καμμία σχέση με τις θρησκευτικής φύσεως δικαιοδοσίες του επισκόπου.7

Κώδικες της Καστοριάς στην Εθνική Βιβλιοθήκη Η σύνδεση των σπαραγμάτων της Γενναδείου με τον Θ. Βολίδη έστρεψε την έρευνα μας στη συλλογή χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Το 1913, μετά την αποκαλυφθείσα εξαγωγή στο εξωτερικό «πολυτίμων χειρογράφων», ο Βολίδης εστάλη από την ελληνική κυβέρνηση στην Καστοριά, με σκοπό την καταλογογράφηση των χειρογράφων και των έντυπων βιβλίων της μητροπόλεως και της εκεί Αστικής Σχολής της κοινότητος Καστορίας. Με σύμφωνη γνώμη των αντιπροσώπων της κονότητος Καστορίας, χειρόγραφα και έντυπα δωρήθηκαν και μεταφέρθηκαν από τον ίδιο στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Στο σχετικό πρωτόκολλο δωρεάς που υπογράφηκε, επισυνάφθηκε και κατάλογος των δωρηθέντων βιβλίων.8 Ανάμεσα στα χειρόγραφα που εντάχθηκαν στη συλλογή χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, περιλαμβάνονται και πέντε Κώδικες της μητροπόλεως Καστορίας. Πρόκειται για τα χειρόγραφα ΕΒΕ 2751, 2752, 2753,

7. Για τους Κώδικες των μητροπόλεων βλ. Χρυσοχοΐδης 1992, σ. 98-99. Ενδεικτική αναλυτική περιγραφή Κωδίκων μητροπόλεων, όπου αποτυπώνεται το εύρος και η θεματική ποικιλία του περιεχομένου βλ.

στο Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου 1991. 8. Αρχείο ΕΒΕ, έγγρ. υπ᾿ αρ. Π. 85/Δ. 94, 2. 5. 1939: έγγραφο του Δ. Κόκκινου, διευθυντού της ΕΒΕ.

64

ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ

2753α, 2754 και 2755. Οι πέντε Κώδικες περιέχουν πράξεις που καλύπτουν τη χρονική περίοδο από το 1529/30 ώς το 1858.9 Εύλογο λοιπόν είναι να αναρωτηθούμε αν τα σπαράγματα της Γενναδείου σχετίζονται με τους κώδικες της Εθνικής Βιβλιοθήκης, ή ακόμη καλύτερα αν αποτελούν αποσπασθέντα τμήματά τους. Η έρευνα μας εστιάσθηκε στους τρεις παλαιότερους χρονολογικά Κώδικες που καλύπτουν τον 16ο ώς τον 18ο αιώνα. Ο αρχαιότερος από αυτούς είναι το χειρόγραφο ΕΒΕ 2751, αριθμεί 79 φύλλα και περιέχει πράξεις μεταξύ των ετών 1529/1530 και 1566.10 Διακρίνεται σε δύο μερη σαφώς διαφορετικών διαστάσεων, γεγονός που σημαίνει ότι παλαιότερα συγκροτούσαν δύο διαφορετικούς κώδικες (το β΄μέρος είναι παλαιότερο του πρώτου): α΄μέρος· Χαρτί 28 × 21 φφ. 1-16 Περιέχει πράξεις των ετών 1547-1566 (περίπου). β΄μέρος· Χαρτί 22,2 × 16 φφ. 17-79 Περιέχει πράξεις των ετών 1529/30-1550 (περίπου). Το σπάραγμα Ι της Γενναδείου, που χρονολογείται στον 16ο αιώνα, δεν φαίνεται να έχει αποκοπεί από τον ανωτέρω Κώδικα. Τα χρονολογικά όρια της περιεχόμενης αρχειακής ύλης (ώς περίπου το 1566) αλλά ιδίως οι διαστάσεις και των δύο τμημάτων του Κώδικα είναι κατά πολύ μικρότερες από εκείνες του σπαράγματος. Ο δεύτερος χρονολογικά Κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας είναι ο ΕΒΕ 2752, είναι χαρτώος (διαστάσεις 31 × 16) και αριθμεί σήμερα 65 φύλλα. Μετά το φ. 65, ακολουθούν 18 φύλλα (α΄-ιη΄), που δημιουργήθηκαν από τους σύγχρονους συντηρητές για να επικολληθούν μικρά σπαράγματα (τρίμματα) του Κώδικα. Ο Κώδικας είναι ιδιαίτερα φθαρμένος κατά μήκος της δεξιάς ώας. Σώζεται τμήμα της ξύλινης πινακίδας της σταχώσεως μήκους 31 εκ. Στα φφ. 6 - 57v περιέχει πρωτότυπες πράξεις των ετών 1624-1662. Από το φ. 59v και εξής καταστρώνονται πρωτότυπες πράξεις των ετών 1565-1577, υπογραφόμενες πολλές φορές από τους μητροπολίτες Καστορίας Ιωάσαφ, Βησσαρίωνα και Μεθόδιο11 (Πίν. 46). Οι καθ᾿ ύψος διαστάσεις στα σωζόμενα ακέραια φύλλα του Κώδικα είναι ακριβώς οι ίδιες με εκείνες του σπαράγματος Ι της Γενναδείου. Επιπλέον, οι χρονολογίες του τελευταίου (1578-1580) συνηγορούν στη διατύπωση της βάσιμης υπόθεσης ότι έχει αποσπασθεί από τον ανωτέρω Κώδικα. Πιθανόν μάλιστα να καταλάμβανε τα τελευταία φύλλα. Τρίτος χρονολογικά Κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας είναι ο ΕΒΕ 2753. Είναι

9. Τρεις από τους ανωτέρω Κώδικες είχαν επισημανθεί πριν τη μεταφορά τους από τον Gelzer (1903), σ. 82-97. Για τα χειρόγραφα αυτά δέν υπάρχει ακόμη έντυπος περιγραφικός κατάλογος. Αναλυτικές περιγραφές των χειρογράφων, που απόκεινται σε χειρόγραφη μορφή στο Τμήμα Χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης, εξεπόνησε ο Λ. Πολίτης με την ιδιότητα

του επιμελητού χειρογράφων της ΕΒΕ. 10. Δώδεκα πράξεις χρονολογούμενες μεταξύ των ετών 1530/1531 και 1566 εξέδωσε ο Γκολομπίας (1989), σ. 107-114. 11. Σύμφωνα με τον χειρόγραφο κατάλογο του Λ. Πολίτη, το τμήμα αυτό του Κώδικα περιέχει πράξεις των ετών 1566-1573 (περίπου).

Χειρογραφες Πηγες της Εκκλησιαστικης Ιστοριας

65

χαρτώος (διαστάσεις 34,5 x 24,5) και αριθμεί σήμερα 74 φύλλα (αριθμημένα από μεταγενέστερο χέρι κατά σελίδες, 1-148). Περιέχει πράξεις μεταξύ των ετών 1665-1769. Περιγράφηκε αδρομερώς από τον Φ. Βαφείδη, ο οποίος πρώτος επεσήμανε την απουσία πολλών φύλλων.12 από τον Λ. Πολίτη, και αναλυτικά–με παράθεση σύντομων επιτομών του περιεχομένου των πράξεων–από τον Ε. Πελαγίδη.13 Σύμφωνα με την καταγραφή του τελευταίου ο Κώδικας περιέχει 148 εγγραφές. Κωδικολογική σύγκριση του Kώδικα με τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ της Γενναδείου έδειξε ότι οι διαστάσεις των φύλλων του Κώδικα (34,5 x 24,5), η ποιότητα του χαρτιού, τα υδατόσημα (τριπλή ημισέλινος) και τα αντίσημα (τριφύλλι με εκατέρωθεν δύο γράμματα) είναι ακριβώς τα ίδια με εκείνα των δύο σπαραγμάτων. Εξαίρεση αποτελεί το δίφυλλο-παράφυλλο στην αρχή του Κώδικα, που έχει μικρότερες διαστάσεις (33 × 24,5), διαφορετικής ποιότητας λεπτότερο χαρτί και διαφορετικό υδατόσημο (τριπλή ημισέληνο μικρότερων διαστάσεων), ενώ λείπει το παράφυλλο στο τέλος του Κώδικα. Αυτό όμως έχει τις ίδιες διαστάσεις, την ίδια ποιότητα χαρτιού και το ίδιο υδατόσημο με το δίφυλλο του σπαράγματος ΙΙΙ της Γενναδείου. Με δεδομένη και την απόλυτη συμφωνία των χρονολογικών ενδείξεων, οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ της Γενναδείου αποτελούν οργανικό τμήμα του Κώδικα ΕΒΕ 2753. Εύλογο λοιπόν είναι να αναζητήσουμε από ποιο μέρος του Κώδικα αποσπάσθηκαν τα δύο σπαράγματα. Περαιτέρω κωδικολογική εξέταση έδειξε ότι πολλά από τα τεύχη που συγκροτούν τον Κώδικα είναι επτάδια (= 14 φύλλα). Στο τεύχος του Κώδικα που περιέχει πράξεις χρονολογούμενες από το 1703 (έτος που αρχίζουν οι πράξεις του σπαράγματος ΙΙ της Γενναδείου), και συγκεκριμένα ανάμεσα στις σελίδες 101 (verso φύλλου) και 102 (recto φύλλου, όπου πράξη του 1725) σώζεται μόνον ένα δίφυλλο (σελ. 100-101 και σελ. 102-103), γεγονός που σημαίνει ότι ενδιάμεσα αποσπάσθηκαν 12 φύλλα, τα οποία πρέπει να ταυτισθούν με το σπάραγμα ΙΙ της Γενναδείου (Πίν. 47 και 48). Είναι ορατή άλλωστε η διάρρηξη των ραμμάτων της βιβλιοδεσίας.

Συμπέρασμα 1. Το δίφυλλο σπάραγμα Ι της Γενναδείου, σχεδόν με βεβαιότητα, επισυνάπτεται στο χειρόγραφο ΕΒΕ 2752. 2. Τα σπαράγματα ΙΙ και ΙΙΙ με βεβαιότητα συμπληρώνουν ένα σημαντικό τμήμα του Κώδικα ΕΒΕ 2753 της μητροπόλεως Καστορίας του 17ου-18ου αιώνα: ένα δωδεκάφυλλο μεταξύ των σελίδων 101 και 102.14 πέντε φύλλα ασφαλώς προς το τέλος του χειρογράφου καθώς και τα δύο παράφυλλα της οπίσθιας σταχώσεως. 3. Η απόσπαση των φύλλων τουλάχιστον από το χειρόγραφο ΕΒΕ 2753 έγινε πριν το 1900, σε χρόνο προγενέστερο της μεταφοράς του υλικού από την Καστοριά στην Αθήνα από τον Θ. Βολίδη, εφόσον τόσο ο Κώδικας όσο και το σπάραγμα ΙΙ, ως 12. Βαφείδης 1900, σ. 108-110, 123-125. 13. Πελαγίδης 1990, με πολλές λανθασμένες αναγνώσεις και ελλιπή βιβλιογραφική τεκμηρίωση.

14. Μεταξύ των επιτομών υπ’ αρ. αριθμ. 120 και 121 της καταγραφής Πελαγίδη (1990, σ. 38).

66

ΚΡΙΤΩΝ ΧΡΥΣΟΧΟΪΔΗΣ ανήκον σε κάποιον άλλον απωλεσθέντα Κώδικα της μητροπόλεως Καστορίας, περιγράφηκαν, όπως προμνημονεύθηκε, από τον Φ. Βαφείδη.15 Ως σπαράγματα ανευρέθηκαν, και φαίνεται ότι κρατήθηκαν από τον Βολίδη για να εμπλουτίσουν τη, συνήθη στους λογίους της εποχής, προσωπική του συλλογή.

4. Το κυρίως σώμα του χειρογράφου ΕΒΕ 2753 πρέπει να αριθμούσε τουλάχιστον 91 φύλλα (74+17 = 91) και να περιείχε 52 επιπλέον εγγραφές, ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των εγγραφών τουλάχιστον σε 200.16 Αποκαθίσταται έτσι σε μεγάλο βαθμό στην αρχική του μορφή ένα σημαντικό αρχειακό τεκμήριο για την τοπική ιστορία της Καστοριάς. p

15. Βλ. σημ. 5. 16. Ο Κώδικας πρέπει να είχε περισσότερα φύλλα και εγγραφές: η κωδικολογική εξέταση έδειξε ότι έχει σχισθεί ένα φύλλο ανάμεσα στις σελίδες 21-22, ένα

φύλλο ανάμεσα στις σελίδες 73-74, τέσσερα φύλλα ανάμεσα στις σελίδες 109-110 και απροσδιόριστος αριθμός φύλλων στο τέλος του Κώδικα.

•7 •

Έλληνες και Δυτικοί λόγιοι, αντιγραφείς και φιλόλογοι (15ος-19ος αι.) σε χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

Μεταξύ των ελληνικών χειρογράφων της Συλλογής της Γενναδείου Βιβλιοθήκης συγκαταλέγονται χειρόγραφα λογίων, φιλολόγων και απλών αντιγραφέων, Ελλήνων και Δυτικών, τα οποία ανήκουν σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα και παραδίδουν διάφορα είδη κειμένων: Γραμματικές, Λεξικά, ιστοριογραφικά και φιλοσοφικά κείμενα, ερμηνευτικά Υπομνήματα, άλλα χειρόγραφα που αποτέλεσαν υπόδειγμα εντύπων εκδόσεων, καθώς και ορισμένα αυτόγραφα λογίων. Η συνεργασία Ελλήνων και Δυτικών όσον αφορά τη διάδοση της ελληνικής Γραμματείας εκτείνεται χρονικά, στην παρουσίαση που ακολουθεί, από τις αρχές της τον 14ο αι., με τους βυζαντινούς λογίους και τους ιταλούς ουμανιστές, έως τον 19ο αι. με τους ευρωπαίους φιλολόγους και τους λογίους ή απλούς αντιγραφείς κειμένων. Βάσει έντεκα αντιπροσωπευτικών χειρογράφων της Συλλογής θα επιχειρήσουμε στη συνέχεια τη συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας της Παιδείας, καθώς και τη μελέτη της σημασίας των χειρογράφων και των κειμένων κατά εποχές ή κύκλους. Τα στοιχεία αντλούνται από τις πληροφορίες που παρέχουν με άμεσο ή έμμεσο τρόπο τα χειρόγραφα και συνδυάζονται με το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο κάθε εποχής. Η άνθηση των ελληνικών σπουδών στην Ευρώπη σχετίζεται με την Ιταλική Αναγέννηση και τη μετανάστευση των βυζαντινών λογίων στη Δύση. Πολιτισμικές σχέσεις μεταξύ Βυζαντίου και Δύσης προϋπήρχαν, αλλά σε διαφορετικό πλαίσιο. Ουμανιστές, όπως ο Francesco Petrarca (1304-1374) και ο Giovanni Boccaccio (1313-1375), εκδήλωσαν νωρίς το ενδιαφέρον τους για τα κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας, δηλαδή ήδη πριν από την άφιξη των βυζαντινών λογίων, κυρίως στην Ιταλία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1453, ακολούθησε το μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα των ελλήνων λογίων, ενώ και πριν από την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αρκετοί λόγιοι (π.χ. Γεώργιος Τραπεζούντιος, Θεόδωρος Γαζής, Δημήτριος Χαλκο(κο)νδύλης, και ο καρδινάλιος Βησσαρίων) είχαν μεταβεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπου δίδαξαν αρχαία Ελληνικά, φιλοσοφία, μετέφρασαν ελληνικά έργα στα λατινικά και εργάστηκαν ως επαγγελματίες αντιγραφείς χειρογράφων. Άμεση σχέση με αυτές τις δραστηριότητες έχει και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ουμανιστών για ελληνικά χειρόγραφα. Η αντιγραφή χειρογράφων συνεχίστηκε και μετά την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση από μετανάστες αντιγραφείς, οι οποίοι αντέγραψαν ελληνικά κείμενα για προσωπική

68

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

τους χρήση, είτε εκτελώντας παραγγελίες άλλων λογίων, ηγεμόνων και μαικηνών, είτε για βιοποριστικούς λόγους. Η συγκέντρωση ελληνικών χειρογράφων σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι πολλά ελληνικά χειρόγραφα μεταφέρθηκαν στη Δύση από έλληνες λογίους ήδη πριν από την Άλωση. Στη συνέχεια, μετά την πτώση της βυζαντινής αυτοκρατορίας αρκετοί ιταλοί ουμανιστές πραγματοποιούσαν ταξίδια στην Ανατολή για αναζήτηση και αγορά χειρογράφων για λογίους, ηγεμόνες και μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών. Η ίδρυση βιβλιοθηκών και η συλλογή χειρογράφων σε ιδιωτικές συλλογές απέκτησε ιδιαίτερη σημασία από τον 15ο αι. και εφεξής. Η κατοχή χειρογράφων κλασικής λογοτεχνίας αποτελούσε τμήμα της «εικόνας» ενός ουμανιστή. Τα χειρόγραφα φυλάσσονταν αρχικά σε βιβλιοθήκες ηγεμόνων και συλλεκτών και στη συνέχεια σε δημοτικές, κρατικές ή εθνικές βιβλιοθήκες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η βιβλιοθήκη του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, η οποία υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές βιβλιοθήκες αλλά και η μεγαλύτερη συλλογή ελληνικών χειρογράφων στην Ευρώπη. Πολλοί έλληνες αντιγραφείς εργάστηκαν για λογαριασμό του ή ανήκαν στον κύκλο του. Ο Βησσαρίων κληροδότησε τη συλλογή του (482 ελληνικά και 264 λατινικά χειρόγραφα) το 1468 στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της Βενετίας. Ο 14ος αιώνας σηματοδοτεί τις αρχές της ελληνικής λογιοσύνης στην Ιταλία, όπου έλληνες και ξένοι ουμανιστές δίδαξαν Ελληνικά. Η διδασκαλία των Ελληνικών εξελίχθηκε βαθμιαία σε πάγιο θεσμό, ο οποίος τον 16ο αι. εξαπλώθηκε και εκτός Ιταλίας. Στις σημαντικότερες βιβλιοθήκες της Ευρώπης φυλάσσονταν πολλά ελληνικά χειρόγραφα, ενώ ένα μεγάλο μέρος ελληνικών κειμένων διαδόθηκε ευρέως σε έντυπη μορφή. Με την εισαγωγή της τυπογραφίας (μέσα 15ου αι.) τα αρχαία κείμενα άρχισαν να γίνονται προσιτά σε ευρύτερους κύκλους. Έτσι, αρχικά στην Ιταλία, κυρίως με το πολύ γνωστό τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου στη Βενετία (1494), δημιουργήθηκε μια νέα αγορά, στην οποία απευθύνονταν όσοι ασχολούνταν με τη μελέτη της κλασικής Γραμματείας. Η διδασκαλία των αρχαίων Ελληνικών άρχιζε προφανώς με τη βασική σπουδή της γραμματικής και του λεξιλογίου. Άμεσα προέκυψε η ανάγκη για τη συγγραφή εγχειριδίων και τη σύνταξη Λεξικών. Παράλληλα αυξήθηκε το ενδιαφέρον εκ μέρους των δυτικών λογίων για την απόκτηση χειρογράφων με έργα της αρχαίας ελληνικής Γραμματείας, αλλά και για κείμενα που θα πλούτιζαν τις γλωσσολογικές και φιλολογικές τους γνώσεις, με σκοπό την καλύτερη κατανόηση των κειμένων. Ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων αλλά και εντύπων εκδόσεων περιέχει εγχειρίδια Γραμματικής, όπως των Μανουήλ Χρυσολωρά, Μανουήλ Μοσχόπουλου, Θεοδώρου Γαζή και Κωνσταντίνου Λάσκαρη, αλλά και μεταφράσεων της Γραμματικής του Θεοδώρου Γαζή, καθώς και εγχειριδίων Γραμματικής συνταγμένων από ξένους λογίους. Στη διδασκαλία των Ελληνικών συνέτειναν και τα δίγλωσσα κείμενα, ενώ οι απόψεις του Μανουήλ Χρυσολωρά για τη μεταφραστική μέθοδο έδωσαν νέα ώθηση στις μεταφράσεις κειμένων. Εκτός από την ευρεία κυκλοφορία έντυπων Λεξικών, ήδη από τον 15ο αι. (π.χ. Ετυμολογικόν Μέγα, Σούδα και το Λεξικόν κατά Στοιχείον του Johannes Crastonus, που αποτελεί το πρώτο λεξικό που τυπώθηκε στη Βενετία το 1494), αρκετοί λόγιοι συνέταξαν λεξικά

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

69

και κανόνες ελληνικής γραμματικής για προσωπική τους χρήση. Η άφιξη του Μανουήλ Χρυσολωρά (περ. 1350-1415) στην Ιταλία σηματοδοτεί την έξοδο των βυζαντινών λογίων προς την Ιταλία μισό αιώνα πριν από την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Ξεκίνησε μαθήματα το 1397 στη Φλωρεντία, ως πρώτος καθηγητής των Ελληνικών, και αργότερα δίδαξε σε άλλες πόλεις· το έτος αυτό αποτελεί ορόσημο για τη συστηματική διδασκαλία των Ελληνικών στην Ιταλία. Το εγχειρίδιο της αρχαίας ελληνικής γραμματικής που έγραψε γι’ αυτόν το σκοπό με τίτλο Ερωτήματα, συνταγμένο με τη μορφή ερωταποκρίσεων, ήταν βασισμένο στην Τέχνη Γραμματική του Διονυσίου Θρακός. Πρόκειται για ένα ευρέως διαδεδομένο κείμενο τόσο σε χειρόγραφα όσο και σε εκδόσεις, που έθετε τις βάσεις για τη γραφή και την προφορά, και αποτελεί την πρώτη ελληνική γραμματική που τυπώθηκε (Βενετία 1471), η οποία γνώρισε πλήθος ανατυπώσεων, επανεκδόσεων και επιτομών. Στη συλλογή του Ιωάννη Γενναδίου ανήκαν δύο χειρόγραφα των Ερωτημάτων του Μανουήλ Χρυσολωρά. Το πρώτο του 15ου αιώνα, Γενν. 59 (Ταξίδι, σ. 59-60, εικ. 21), είναι γραμμένο από τον Γεώργιο Τριβιζία, ο οποίος δραστηριοποιήθηκε στη Βενετία και ανήκε στον κύκλο του καρδινάλιου Βησσαρίωνα. Στα περιθώρια υπάρχουν σημειώσεις στα ελληνικά και στα λατινικά. Κατά πάσα πιθανότητα κτήτορας του χειρογράφου υπήρξε ο Sigismondo Malatesta (1417-1468), δεσπότης του Μυστρά και ηγεμόνας του Rimini.1 Το χειρόγραφο προέρχεται μάλλον από τη Βενετία, και η πολυτελής στάχωση είναι ενδεχομένως κατασκευασμένη από εργαστήριο της ίδιας πόλης. Στο φ. 1 υπάρχει κτητορικό σημείωμα (Πίν. 49): Εmpto p(er) me Sigism(ondem) Malatesta, και στο φ. 40 θυρεός μαζί με άλλο κτητορικό σημείωμα: Grammatica Graeca ad usum mei Sigismundi Malatestae anno Domini (χωρίς χρονολογία).2 Τα μέλη της οικογένειας Malatesta υπήρξαν μαικήνες των γραμμάτων και των τεχνών. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το 1475 ο Malatesta μετέφερε τα οστά του Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα στο Ρίμινι, όπου ο τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα. Στα νεώτερα χρόνια επικολλήθηκε στο χειρόγραφο εικόνα του Malatesta, φωτογραφία έργου του Cosimo Tura. Το δεύτερο χειρόγραφο που περιέχει τη Γραμματική του Χρυσολωρά, Γενν. 60 (Ταξίδι, σ. 60), είναι του 16ου αι., γραμμένο πιθανόν από δυτικό γραφέα με επιμελημένη γραφή. Το λατινοελληνικό Λεξικό Γενν. 55 (Ταξίδι, σ. 69-70, εικ. 35), το οποίο συνοδεύεται από κανόνες ελληνικής γραμματικής (στα λατινικά) και από διάφορα άλλα φιλολογικά κείμενα, είναι αυτόγραφο του Felix Contelorius (Cesi 1588-1652), ο οποίος υπήρξε μαθητής στο Collegio Romano3 (Πίν. 50). Το χειρόγραφο χρονολογείται το αργότερο στα 1605. Πρόκειται για τον βιβλιοφύλακα (1626), διευθυντή του Αρχείου (1630) και έφορο της Βατικανής Βιβλιοθήκης. Έχει γράψει το όνομά του στα φφ. 1 και 3 με μικροσκοπική, καλλιγραφική γραφή. Στο εμπρόσθιο τμήμα της βενετικής

1. Για τον Malatesta βλ. ενδεικτικυά: Yriarte 1882· Hutton 1906. 2. Η γνησιότητα των δύο κτητορικών σημειωμάτων (φ. 1 και 40) αμφισβητήθηκε από τον T. de Marinis

(γράμμα 17ης Νοεμβρίου 1958 μέσα στο χειρόγραφο) και τον P. O. Kristeller (28 Μαΐου 1962, πληροφορία μέσα στο χειρόγραφο). 3. Βλ. Ghisalberti 1983, σ. 336-341.

70

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

στάχωσης υπάρχει επιγραφή, στην οποία αναφέρεται ότι ήταν γιος του Ioannes Maria, ποινικού δικαστή. Στο πίσω τμήμα της στάχωσης υπάρχει η επιγραφή IN SEMINARIO ROM(ANO) 1605, που αποτελεί τώρα την παλαιότερη αναφορά της παρουσίας του Contelorius στο Collegio Romano της Ρώμης.4 Στη Βατικανή Βιβλιοθήκη σώζονται αυτόγραφά του, αλλά τα ίχνη της βιβλιοθήκης του έχουν χαθεί. Η τελευταία αναφορά για τη βιβλιοθήκη του μαρτυρείται το 1769 από τον G.C. Amaduzzi, ο οποίος την είδε στο Cesi, γενέτειρα του Contelorius. Τα δύο κείμενα που περιέχονται στα χειρόγραφα Γενν. 36 και 37 βασίζονται στο έργο του Διονυσίου Περιηγητή Οικουμένης Περιήγησις, το οποίο αποτέλεσε το βασικό εγχειρίδιο Γεωγραφίας για πολλούς αιώνες, και παράλληλα σχολιάστηκε, παραφράστηκε, διασκευάστηκε και μεταφράστηκε πολλές φορές. Πρόκειται για διδακτικά εγχειρίδια, το ένα του 15ου/16ου αι. με το υπόμνημα του βυζαντινού λογίου Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, και το άλλο του 18ου αι. με τη διασκευή του γεωγράφου και μαθηματικού Edward Wells. Τέτοιου είδους διασκευές του κειμένου του Διονυσίου σώζονται ήδη από τους Ρωμαϊκούς χρόνους. Τα έργα γεωγραφικής Γραμματείας στη Βυζαντινή περίοδο περιορίζονταν κυρίως σε λίγα θεωρητικής φύσεως κείμενα, διασκευές, σχόλια και επιτομές αρχαίων έργων. Μια άλλη κατηγορία περιλάμβανε κείμενα σχετιζόμενα με την εκκλησιαστική και πολιτική διοίκηση και τις ανάγκες του εμπορίου και της ναυσιπλοΐας, όπως καταλόγους, πορτολάνους κ.ά. Στον υπομνηματισμό αρχαίων κειμένων, που αποτελεί μία από τις σημαντικότερες προσφορές των βυζαντινών λογίων, ανήκουν παραφράσεις, μεταφράσεις και σχόλια, συνταγμένα κατά διαφόρους τρόπους, όπως για παράδειγμα ο σχολιασμός του έργου του Διονυσίου Περιηγητή. Το υπόμνημα του Ευσταθίου Θεσσαλονίκης με τον τίτλο Παρεκβολαί εις την Διονυσίου Περιήγησιν στο έργο του Διονυσίου Περιηγητή Οικουμένης Περιήγησις εξυπηρετούσε διδακτικούς σκοπούς. Σύμφωνα με την εισαγωγική αφιέρωση ο Ιωάννης Δούκας, εξάδελφος του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄, είχε αναθέσει στον Ευστάθιο να συντάξει ένα «απάνθισμα» από το κείμενο του Διονυσίου. Με τον όρο Παρεκβολαί (στον τίτλο του έργου) προσδιορίζεται στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα συνεχές κείμενο, το οποίο απαρτίζεται από αυτούσια χωρία ή παραφράσεις χωρίων του έργου του Διονυσίου, και από σχόλια με γεωγραφικά, ιστορικά, μυθολογικά και γραμματικά στοιχεία. Τα σχόλια του Ευσταθίου είναι πολύ σημαντικά, επειδή χρησιμοποίησε στο κείμενό του πηγές εν μέρει διαφορετικές, άγνωστες σε μας. Η γραφή του χειρογράφου Γενν. 36 (Ταξίδι, σ. 67, εικ. 32) θυμίζει τα τυπογραφικά στοιχεία στα έντυπα του Άλδου Μανούτιου, και συγκεκριμένα τη δεύτερη ομάδα χαρακτήρων, η οποία εισήχθη τον Αύγουστο του 1496.5 Κατά συνέπεια το χειρόγραφο μπορεί να χρονολογηθεί στο τέλος του 15ου αι. ή το αργότερο στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. Στο χειρόγραφο υπάρχουν πρόσθετα λήμματα στα περιθώρια, από το χέρι του

4. Η έως τώρα γνωστή αναφορά ήταν το έτος 1611. Βλ. Ghisalberti 1983, σ. 336.

5. Πρβλ. Barker 1985, σ. 58· 1998.

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

71

γραφέα, καθώς και λίγες διορθώσεις από άλλον, δυτικό γραφέα, ενώ τα τοπωνύμια αναγράφονται στα περιθώρια και στα λατινικά. Το χειρόγραφο προέρχεται πιθανόν από την Ιταλία (Πίν. 51). Η ιστορία του χειρογράφου είναι, όπως διαπίστωσα, ενδιαφέρουσα. Ανήκε στη συλλογή του τυπογράφου και φιλολόγου Ambroise Firmin Didot (1790-1876),6 σύμφωνα με το βιβλιόσημό του στο παράφυλλο αρχής, και περιήλθε στη συλλογή του Γενναδίου από την πώληση βιβλίων του Didot το 1881. Ο Didot τύπωσε τις Παρεκβολές το 1861 (Carl Müller, Geographi Graeci minores, II, σ. 201-407), έκδοση που χρησιμοποιούμε ώς σήμερα.7 Για τελευταία φορά αναφέρεται το χειρόγραφο στην ανωτέρω έκδοση Müller, στη λίστα των χειρογράφων του Ευσταθίου (ΙΙ, σ. xxxv: codex Firmini Didot, Eustathium continens). Μετά την πώληση της συλλογής Didot η τύχη του χειρογράφου, που σήμερα βρίσκεται στη Γεννάδειο, δεν ήταν γνωστή. Ο A. Diller στη μελέτη του The Textual Tradition of Strabo’s Geography8 αναφέρει, παραπέμποντας στον κατάλογο Didot,9 ότι ο Ambroise Firmin Didot είχε στην κατοχή του ένα χειρόγραφο του Ευσταθίου με τις Παρεκβολές, 200 φύλλων σε σχήμα 4ο, από το οποίο η αρχή έλειπε και το κείμενο τελείωνε με τη λέξη φράζων (Müller, ΙΙ, σ. 400, στ. 13)˙ επιπλέον συμπληρώνει ότι δεν έμαθε ποτέ τι απέγινε αυτό το χειρόγραφο. Η περιγραφή του από τον Diller ταιριάζει απόλυτα με τα χαρακτηριστικά του χειρογράφου που μόλις εξετάσαμε. Διασκευή του 18ου αι. του έργου του Διονυσίου Περιηγητή περιέχει και το χειρόγραφο Γενν. 37 (Ταξίδι, σ. 68-69, εικ. 33-34) με τίτλο Της πάλαι και της νυν Οικουμένης Περιήγησις, γραμμένο από δυτικό λόγιο με καλλιγραφική γραφή. Πρόκειται για διασκευή με περικοπές, διορθώσεις και πολλές προσθήκες, που αποσκοπεί στην «ενημέρωση» του κειμένου του Διονυσίου με τα δεδομένα της εποχής, από τον μαθηματικό, γεωγράφο και θεολόγο Edward Wells (1667-1727). Το κείμενο εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Οξφόρδη το 170410 και γνώρισε πολλές εκδόσεις ώς το 1761. Εξαιτίας του απατηλού του τίτλου το κείμενο αυτό συγκαταλέχθηκε μεταξύ των εκδόσεων του Διονυσίου. Ενώ η Οικουμένης Περιήγησις αποτελείται από 1.187 δακτυλικούς εξαμέτρους, η διασκευή αποτελείται από 1.362. Το ελληνικό κείμενο βρίσκεται στην αριστερή σελίδα και η λατινική μετάφραση, επίσης έμμετρη, στη δεξιά σελίδα. Κάτω από το ελληνικό κείμενο υπάρχουν σχόλια στα λατινικά και κάτω από την έμμετρη λατινική μετάφραση παρατίθεται πεζή γαλλική μετάφραση11 (Πίν. 52). Το χειρόγραφο αυτό ετοιμάστηκε πιθανόν για σχολική χρήση. Η χρονολόγησή του, κατά την L. Navari, πρέπει να τοποθετηθεί μετά το 1738, σύμφωνα με μία σημείωση στο κείμενο, η οποία δεν εμφανίζεται πριν από την πέμπτη έκδοση, του 1738.12 Τα συγγράμματα του Αριστοτέλη αποτέλεσαν για αιώνες και για πολλά θέματα την αδιαμφισβήτητη γνώση. Τα έργα του σώζονται από τον 9ο έως τον 16ο αιώνα σε

6. Το χειρόγραφο αναφέρεται στο κατάλογο του Didot 1881, σ. 65, σημ. 44. 7. Το κείμενο τυπώθηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι το 1547 από τον R. Stephanus. 8. Diller 1975, σ. 205.

9. Βλ. υπο σ. 6. 10. Wells 1704. 11. Κομίνης 1964· Tsavari 1990, σ. 435. 12. Βλ. Ναβάρη 2001, σ. 70, αρ. 42.

72

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

περισσότερα από 1.000 χειρόγραφα, γνώρισαν εκατοντάδες εκδόσεις στο πρωτότυπο (η editio princeps του αριστοτελικού corpus σε πέντε τόμους έγινε από τον Άλδο Μανούτιο στα έτη 1495-1498) και σώζονται σε πολλές μεταφράσεις.13 Τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, καθώς και άλλα έργα του, γνώρισαν ευρεία διάδοση τον 16ο αι. μέσω πολλών χειρογράφων, μεταφράστηκαν και αργότερα τυπώθηκαν στα ελληνικά, γεγονός που αποδεικνύει το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ξένων λογίων για την ανάγνωση των έργων του Αριστοτέλη στο πρωτότυπο. Τα Ηθικά Νικομάχεια έγιναν τόσο δημοφιλή όσο το Όργανο, το οποίο εξακολουθούσε να αποτελεί τη βάση του εκπαιδευτικού συστήματος. Στην Ιταλία κατά την Αναγέννηση δεν αντιγράφηκαν πολλά χειρόγραφα με το ΄Οργανο, αλλά από το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι παραμελήθηκε η Λογική. Απλώς οι ανάγκες των ουμανιστών για το συγκεκριμένο έργο καλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό μέσω της εισαγωγής χειρογράφων από την Ανατολή. Ιδιαίτερα τον 16ο αι. το έργο Ηθικά Νικομάχεια αποτέλεσε βασικό στοιχείο της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, και υπήρξε το δημοφιλέστερο αριστοτελικό κείμενο με πλήθος αυτοτελών εκδόσεων σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Τον 17ο αι. έκαναν την εμφάνισή τους και φιλοσοφικά εγχειρίδια που σχετίζονται με την αριστοτελική Ηθική. Απεικόνιση των τάσεων αυτών αποτελεί το έργο του Ραφαήλ Η Σχολή των Αθηνών, στο οποίο ο Αριστοτέλης κρατά στο χέρι του την Ηθική και όχι το Όργανο.14 Δύο χειρόγραφα της Συλλογής της Γενναδείου, τα οποία αναφέρονται στα Ηθικά Νικομάχεια, προέρχονται από τον 16ο και 17ο αιώνα. Από δυτικό λόγιο του 16ου αι. είναι γραμμένο το χειρόγραφο Γενν. 35 (Ταξίδι, σ. 67-68). Περιέχει τα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη, ενώ στα περιθώρια σημειώνονται πρόσθετα λήμματα και διορθώσεις από το ίδιο χέρι (Πίν. 53). Το χειρόγραφο ανήκε αρχικά στη βιβλιοθήκη των W. και T. Bateman. Πρόκειται κατά πάσα πιθανότητα για τον William Bateman και τον γιο του Thomas, αρχαιολόγο (1821-1861). Το χειρόγραφο ανήκε στη βιβλιοθήκη τους πριν από την 25.5.1893, οπότε δημοπρατήθηκε ολόκληρη η βιβλιοθήκη Bateman στον οίκο Sotheby’s. Στο εσωτερικό της στάχωσης υπάρχει το βιβλιόσημο των Bateman.15 Αυτόγραφο του J. Osbaldeston με χρονολογία 1684 είναι το χειρόγραφο Γενν. 56 (Ταξίδι, σ. 70-71, εικ. 36). Περιέχει αποσπάσματα από την Παράφραση στα Ηθικά Νικομάχεια, αποδιδόμενη εδώ στον Ανδρόνικο Ρόδιο,16 καθώς και άλλα μικρά έργα στα λατινικά. Οι τίτλοι των κεφαλαίων είναι γραμμένοι λατινικά, στην αριστερή ώα κάθε φύλλου (Πίν. 54). Στο φ. 1 υπάρχει αφιέρωση του J. Osbaldeston: Illustrissimo nobilissimoque viro Gulielmo Comiti Craven, στο τέλος της αφιέρωσης: datum ex aede Christi Oxonii Jul. 2o 1684 και το όνομα J. Osbaldeston. Πρόκειται πιθανόν για τον John Osbaldeston, εφημέριο του Asgarby, ο οποίος έζησε ώς το 1691.17 Η ιδιότητα του

13. Βλ. ενδεικτικά, Harlfinger [1971] 1980. 14. Βλ. σχετικά, Kristeller 1965· Schmitt 1980. 15. Πρβλ. Moraux κ.ά. 1976, σ. 7. 16. Το κείμενο έχει αποδοθεί και σε άλλους συγγραφείς: στον αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνό, τον Ολυμπιόδωρο, τον Ανδρόνικο Κάλλιστο και τον Ηλιόδωρο Προύσης (το όνομα αυτό οφείλεται

κατά πάσα πιθανότητα στον γνωστό πλαστογράφο Κωνσταντίνο Παλαιοκάππα). Heliodorus 1889. Βλ. ενδεικτικά Nicol, 1968· Barnes 1999. Σχετικά με τις πλαστογραφήσεις κειμένων από τον Παλαιοκάππα, βλ. ενδεικτικά Diller 1936· Leroy 1962. 17. Αναφορά στο Le Neve 1999, σ. 33.

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

73

J. Osbaldeston (Bachelor of Arts) δικαιολογεί κάποια γνώση ελληνικών και αριστοτελικής φιλοσοφίας, ενώ τα χρονολογικά δεδομένα (1684, φ. 1) επιτρέπουν ενδεχομένως την ταύτισή του με τον γραφέα του χειρογράφου. Το χειρόγραφο ανήκε νωρίτερα στη συλλογή του John Lee (1783-1866), ο οποίος είχε την ιδιότητα του μέλους της κοινότητας των Doctors Commons (σημείωση στο εσωτερικό της στάχωσης: J. Lee. Doctors Commons. 1828). Τον 16ο αιώνα εμφανίζεται η τάση για την αναζήτηση και την ανακάλυψη κειμένων, αλλά και για την εμπορευματοποίηση των χειρογράφων. Το ενδιαφέρον για την εξεύρεση νέων χειρογράφων και κειμένων επαληθεύεται αυτήν την εποχή και από τις πλαστογραφήσεις κειμένων, τα οποία, ενώ είναι έργα αγνώστων ή ασήμαντων συγγραφέων ή απλώς συμπιλήματα, φέρουν ένα διάσημο όνομα με σκοπό την πώλησή τους σε υψηλότερη τιμή. Γνωστοί για τις πλαστογραφήσεις κειμένων αυτή την εποχή είναι π.χ. ο Ανδρέας Δαρμάριος, ο Κωνσταντίνος Παλαιοκάππας, ο Ιάκωβος Διασσωρινός, ο Μητροπολίτης Μακάριος Μονεμβασίας και ο Γεώργιος Ερμώνυμος από τη Σπάρτη.18 Το έργο ενός υποτιθέμενου Αριστάρχου νεωτέρου του Γραμματικού με τίτλο Κανόνων Θησαυρός,19 που παραδίδεται στο χειρόγραφο Γενν. 61 (Ταξίδι, σ. 72-73, εικ. 39) του 19ου αι., αποτελεί μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Πρόκειται για ένα συμπίλημα του 16ου αι., που έχει συντεθεί από γνωστές παλαιότερες πηγές. Το χειρόγραφο είναι αντίγραφο του κώδικα Parisinus gr. 2544 του 16ου αι., ο οποίος παραδίδει μεταξύ άλλων αυτό το κείμενο στα φφ. 1-103. Ο αριθμός του παρισινού χειρογράφου δηλώνεται πάντα στο άνω μέρος των φύλλων του χειρογράφου της Γενναδείου, στα περιθώρια του οποίου σημειώνεται και το αντίστοιχο φύλλο του παρισινού κώδικα (Πίν. 55). Ενδιαφέρουσα περίπτωση είναι ο γραφέας του χειρογράφου. Σύμφωνα με σημείωση, από άλλο χέρι, στο φ. 2, πρόκειται για τον Θεόδωρο Σύψωμο (Aristarchi Junioris Thesaurus Canonum ex codice biblioth. imperial. Paris. no 2544 a Theodoro Sypsomo descriptis), ο οποίος καταγόταν από οικογένεια της Κωνσταντινούπολης και ζούσε μόνιμα στο Παρίσι. Το Παρίσι αποτέλεσε τη μητρόπολη των γραμμάτων, ιδιαίτερα την εποχή του Ναπολέοντα, κατά την οποία έδρασαν πολλοί έλληνες λόγιοι, μεταξύ των οποίων ο Αδαμάντιος Κοραής, συνεργαζόμενοι με γάλλους ελληνιστές της εποχής. Σε αυτόν τον πνευματικό κύκλο έδρασε ενδεχομένως ο γραφέας του χειρογράφου μας. Ο Σύψωμος αντέγραφε χειρόγραφα στο Παρίσι, και στη συνέχεια εργάστηκε ως διορθωτής στα τυπογραφεία του Didot και του Migne. ΄Ισως πέθανε περίπου το 1870.20 Ωστόσο το επώνυμο Σύψωμος είναι σπάνιο. Στον κατάλογο των δωρητών της Ακαδημίας Αθηνών αναφέρεται ο Θεόδωρος Σύψωμος, υιός του Θεοδώρου, ο οποίος γεννήθηκε στην Ελλάδα το 1885, έζησε στις Ινδίες και πέθανε στο Durban της Νότιας Αφρικής το 1976. Θέσπισε το ετήσιο βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών για τον καλύτερο

18. Βλ. ενδεικτικά: Krumbacher 1897, σ. 363-364, 559, 578-579· Kresten 1976. 19. Βλ. Kayser 1858. 20. Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαιδεία τ. 22, λ·

Σύψωμος (Δ. Π. Πασχάλη). Σε κάποιον Χ. Σύψωμο αναφέρεται ο Ευαγγελίδης (1936, σ. 537). Σε έναν Σύψωμο (χωρίς βαπτιστικό όνομα) αναφέρεται ο η. Παρανίκας (1867, σ. 194).

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

74

λυρικό ποιητή, στη μνήμη του αδελφού του Λάμπρου Πορφύρα, φιλολογικό ψευδώνυμο του Δημήτριου Σύψωμου.21 H σχέση του δωρητή της Ακαδημίας Αθηνών καθώς και του πατέρα του με τον γραφέα που έδρασε στο Παρίσι δεν μάς είναι γνωστή. Τον 16ο αι. αρκετοί λόγιοι συνέβαλαν με την αντιγραφική τους δραστηριότητα στη διάσωση των βυζαντινών ιστορικών κειμένων. Τον ίδιο αιώνα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά έντυπα κείμενα βυζαντινών ιστορικών και χρονογράφων. Ο φιλόλογος Hieronymus Wolf (1516-1580), ο οποίος καθιέρωσε τον όρο «βυζαντινός», και έχει χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της γερμανικής βυζαντινολογίας,22 εξέδωσε τα έργα των Νικήτα Χωνιάτη, Ιωάννη Ζωναρά (1557) και Νικηφόρου Γρηγορά (1562). Το όνομα του Hieronymus Wolf αναφέρεται στις ώες του χειρογράφου Γενν. 40 (Ταξίδι, σ. 63-64), που χρονολογείται μετά το 1562 και περιέχει συλλογή ιστορικών κειμένων των Γεωργίου Παχυμέρη, Νικηφόρου Γρηγορά και Ιωάννη Σκυλίτζη. Ο γραφέας συγκρίνει το κείμενο του χειρογράφου με εκείνο της έκδοσης H. Wolf και σε κάποιες περιπτώσεις σημειώνει στις ώες τα αντίστοιχα χωρία της έκδοσης της Ιστορίας του Νικηφόρου Γρηγορά. Ο γραφέας, πιθανόν δυτικός λόγιος, όπως προκύπτει από τη γραφή καθώς και τα ορθογραφικά και αντιγραφικά λάθη, δεν είναι ο αναφερόμενος στο βιβλιογραφικό σημείωμα (σ. 1005) Αυστριακός Christophorus Auer, ο οποίος αυτοαποκαλείται Γερμανός: Τῆ ἐσχάτῃ τοῦ Φεβρουαρίου μηνὸς ἐς τέλος ἐξήνεγκα τὴν δὲ [τήνδε] τῶν ἱστοριῶν συγγραφὴν // Χριστόφορος ὁ Ἀουέρος τῇ πατρίδι γερμανὸς ἀναλώματι καὶ ἐράνῳ ἅπασι τοῖς φιλο- // γραμμάτοις Γεωργίου Ἀρμηνιακοῦ τοῦ αὐτοῦ δεσπότου διὰ παντὸς καὶ κατὰ τιμητέου // τῶν ῥουθένων καὶ βάβρων ἐπισκόπου ἐν τῇ ῥώμῃ πρὸς Παῦλον τὸν τρίτον τὴν ἁγίαν ἐκ // κλησίαν κυβερνῶντα ἐνδόξως πρεσβεύσαντος ἔτει χιλιοστῷ πεντακοστῷ τεσσαρακοστῷ τρίτῳ. Ο βιβλιογράφος αντέγραψε απλώς το σημείωμα από το χειρόγραφο Parisinus gr. 1721 (σ. 726), το οποίο έχει όντως γραφεί από τον Christophorus Auer.23 Το έτος 1543, το οποίο αναφέρεται στο αντιγραμμένο βιβλιογραφικό σημείωμα, αποτελεί έναν πρώτο terminus post quem για τη χρονολόγηση του χειρογράφου της Γενναδείου, το οποίο αποδεικνύεται στο σύνολό του απόγραφο παρισινών κωδίκων: το έργο του Παχυμέρη προέρχεται από τον Parisinus gr. 1723, του Σκυλίτζη από τον Parisinus gr. 1721 (από όπου και το βιβλιογραφικό σημείωμα) και του Γρηγορά από τον Parisinus gr. 1723 ή από τον Parisinus gr. 1724. Το έτος 1562 αποτελεί έναν δεύτερο terminus post quem, όπως προκύπτει από τις σημειώσεις του γραφέα, ο οποίος συγκρίνει το κείμενο του Νικηφόρου Γρηγορά (π.χ. σελ. χειρογράφου 129) με την έκδοση H. Wolf (1562), στην οποία και παραπέμπει.24 Το χειρόγραφο ανήκε στη συλλογή J. Lee (σημείωση στο

21. Βλ. Ντελόπουλος 2005, σ. 375. 22. Beck 1984.

23. Βλ. Gamillscheg και Harlfinger 1989, σ. 187, αρ. 525. 24. Βλ. Laurent 1931.

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

75

εσωτερικό της στάχωσης: J. Lee Doctors Commons 1828). Παρατηρούμε ότι η συνύπαρξη χειρογράφων και εντύπων είχε ως συνέπεια τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις. Συνήθως για μια έντυπη έκδοση χρησιμοποιείτο ένα μόνο χειρόγραφο ως υπόδειγμα, ενώ ο σχεδιασμός των τυπογραφικών στοιχείων βασίστηκε στον γραφικό χαρακτήρα γνωστών γραφέων. Οι έντυπες εκδόσεις πάλι αποτέλεσαν σε κάποιες περιπτώσεις με τη σειρά τους πρότυπα για νέα χειρόγραφα αντίγραφα ή για αντιβολή κειμένων. Ένας μεγάλος αριθμός χειρογράφων είχε υποστεί αλλοιώσεις κατά την αντιγραφή των κειμένων, τόσο από σφάλματα των αντιγραφέων ή από εσκεμμένες επεμβάσεις τους, όσο και από υλικές φθορές. Έτσι προέκυψε η ανάγκη για την ανασύσταση ενός κειμένου, απαλλαγμένου από τα λάθη της χειρόγραφης παράδοσης. Ήδη από τη βυζαντινή περίοδο η φιλολογική δραστηριότητα περιλάμβανε όχι μόνο αντιγραφές, συλλογές, εκλογές και ερμηνείες κειμένων, αλλά και αναζήτηση κειμένων, αντιβολή και αξιολόγηση χειρογράφων, διορθώσεις και συμπληρώσεις γραφών από άλλους μάρτυρες της χειρόγραφης παράδοσης στο διάστιχο ή στα περιθώρια του χειρογράφου, δραστηριότητες δηλαδή στο πλαίσιο μιας έκδοσης. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα οι λόγιοι της πρώιμης Παλαιολόγειας περιόδου (13ος-14ος αι.), όπως ο Μάξιμος Πλανούδης, ο Μανουήλ Μοσχόπουλος, ο Θωμάς Μάγιστρος και ο Δημήτριος Τρικλίνιος, οι οποίοι εργάστηκαν φιλολογικά και υπήρξαν οι πρόδρομοι της κριτικής αποκατάστασης των κειμένων. Στη συνέχεια οι ουμανιστές, όπως για παράδειγμα ο καρδινάλιος Βησσαρίων, ο Lorenzo Valla και ο ΄Ερασμος, προέβησαν βάσει χειρογράφων σε αποδείξεις νοθείας κειμένων και σε αποκαταστάσεις χωρίων, πολλές από τις οποίες η μεταγενέστερη κριτική των κειμένων επιβεβαίωσε ως σωστές. Με την ανακάλυψη της τυπογραφίας πήραν νέα ώθηση οι προσπάθειες για την αποκατάσταση των κειμένων. Τα κείμενα έγιναν βαθμιαία πιο προσιτά στους λογίους και ετέθησαν σταδιακά οι βάσεις για μια κοινά αποδεκτή εκδοτική μέθοδο. Εάν κάποιο χειρόγραφο δεν παρέδιδε ικανοποιητικό κείμενο, οι εκδότες-φιλόλογοι, με τους οποίους συνεργάζονταν οι τυπογράφοι, καλούνταν να το αποκαταστήσουν είτε επιλέγοντας γραφές από άλλα χειρόγραφα είτε προτείνοντας δικές τους. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση εκδότη είναι ο Μάρκος Μουσούρος (1470-1517), ο οποίος εργάστηκε στο τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου (1449-1515). Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τυπογραφεία της Αναγέννησης αποτέλεσαν ένα από τα κέντρα φιλολογικής δραστηριότητας, στα οποία οι φιλόλογοι-εκδότες επιδόθηκαν στην αποκατάσταση των έργων της κλασικής Γραμματείας. Ο Άλδος Μανούτιος, μαζί με τον υπεύθυνο των εκδόσεων του τυπογραφείου του Ιωάννη Γρηγορόπουλο και τον ιταλό ελληνιστή Scipio Carteromachus, ίδρυσε γύρω στα 1500 την Νεακαδημία, πρόδρομο των σημερινών Ακαδημιών, με σκοπό την ενίσχυση του κινήματος του Ουμανισμού και την έκδοση ελληνικών κειμένων. Κατά τους νεότερους χρόνους, οι προσπάθειες των φιλολόγων προσανατολίστηκαν στην αποκατάσταση των κειμένων με πιο μεθοδικό τρόπο (π.χ. τον 16ο αι. ο Robertus Stephanus και ο Julius Caesar Scaliger). Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια του 17ου και 18ου αι., η πλούσια συγκομιδή γραφών από καινούρια χειρόγραφα και η ανάγκη ελέγχου των ποικίλων γραφών επέβαλαν την ανάγκη εξεύρεσης μιας κοινά αποδεκτής

76

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

μεθόδου κριτικής θεώρησης των πηγών. Η κριτική των κειμένων, η οποία αποσκοπεί στην ανακάλυψη των σφαλμάτων στα κείμενα και στην εξάλειψή τους, βρισκόταν κάθε φορά σε συνάρτηση με τα κριτήρια και τις γνώσεις της εποχής των εκδοτών, καθώς και με τις δυνατότητες πρόσβασης που αυτοί διέθεταν σε χειρόγραφα. Πολλοί φιλόλογοι, τον 18 αι. οι Richard Bentley και Richard Simon, και στα τέλη του 18ου/ αρχές του 19ου αι. ο Friedrich August Wolf, έστρεψαν τα ενδιαφέροντά τους προς μια επιστημονική κατεύθυνση για την αποκατάσταση των κειμένων, απαλλαγμένων από τα λάθη της χειρόγραφης παράδοσης, σε μια μορφή όσο γίνεται πιο κοντά στην αρχική. Κατά το πρώτο ήμισυ του 19ου αι. το όνομα του Karl Lachmann συνδέεται με τη στεμματική θεωρία, η οποία αργότερα βελτιώθηκε, και παρά τις αδυναμίες και τους περιορισμούς της επέφερε επανάσταση στην έκδοση των κλασικών κειμένων: η διευκρίνιση των σχέσεων των χειρογράφων, ο αποκλεισμός των φθορών τους και ο εντοπισμός των ορθών γραφών του κειμένου αποσκοπούν στην αποκατάσταση του κειμένου όσο γίνεται πιο κοντά στην μορφή του αρχετύπου. Κριτικές εκδόσεις κειμένων της κλασικής Γραμματείας άρχισαν να συγκεντρώνονται σε ειδικές εκδοτικές σειρές. Ο Guillaume Budé (1467-1540) ίδρυσε την πιο σημαντική γαλλική συλλογή ελληνικών και λατινικών κριτικών εκδόσεων (Collection Budé), ενώ ο B.G. Teubner θεμελίωσε τη σειρά εκδόσεων ελληνικών και λατινικών κειμένων, που άρχισαν να τυπώνονται το 1824, δημιουργώντας τις βάσεις για την πρόοδο της νεότερης φιλολογικής επιστήμης. Η δραστηριότητα του φιλολόγου Thomas Gaisford (1779-1855), εκδότη ελληνικών κειμένων και καθηγητή των ελληνικών στην Οξφόρδη από το 1812 ώς το 1855, ξεκίνησε με τη δημοσίευση σχολικών εκδόσεων και άλλων κειμένων που προβλέπονταν στο πρόγραμμα σπουδών του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης τον 19ο αι. Εξέδωσε μεταξύ άλλων το γνωστό λεξικό Etymologicum Magnum (Οξφόρδη 1848), ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τις τραγωδίες του Ευριπίδη και εξέδωσε πολλές από αυτές (Άλκηστις, Ηλέκτρα, Ανδρομάχη, Εκάβη, Ορέστης, Φοίνισσες, Ικέτιδες και τις δύο Ιφιγένειες). Το Γλωσσάριο των τραγωδιών του Ευριπίδη, που περιέχεται στο χειρόγραφο Γενν. 57 (Ταξίδι, σ. 71-72) των αρχών του 19ου αι., σχετίζεται άμεσα με τις δραστηριότητες του Gaisford, ο οποίος ως καθηγητής και ως εκδότης ασχολήθηκε συστηματικά με τις τραγωδίες του Ευριπίδη· πιθανολογείται ότι πρόκειται για αυτόγραφό του (σύμφωνα με απόκομμα καταλόγου δημοπρασίας, επικολλημένο στο παράφυλλο). Το χειρόγραφο προέρχεται από την πώληση βιβλίων του Gaisford, το 1880. Πρόκειται για ένα Γλωσσάριο γραμμένο στα ελληνικά και λατινικά, το οποίο έχει συνταχθεί όχι αλφαβητικά, αλλά κατά τραγωδία και κατά στίχους (Πίν. 56). Στο φ. 1 του χειρογράφου απαριθμούνται δώδεκα έργα του Ευριπίδη, στα οποία έγιναν οι ερμηνείες των λέξεων. Το Γλωσσάριο είναι γραμμένο μόνο στο recto των φύλλων, ενώ το verso έχει αφεθεί λευκό για συμπληρώσεις, όπως συμπεραίνουμε από πολλές περιπτώσεις (π.χ. φφ. 2v, 11v). Για την ερμηνεία των λέξεων έχει χρησιμοποιηθεί το γνωστό χρηστικό ελληνολατινικό λεξικό του Johann Scapula, όπως προκύπτει και από τη σημείωση στο φ. 1: Explicationes vocum et locorum difficiliorum Euripidis, potissimum e Joan. Scapulae lexico petitae. Το λεξικό Graecolatinum του Γερμανού Johann Scapula, που εκδόθηκε για πρώτη φορά

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

77

το 1574 στη Βασιλεία, και ακολούθησαν πολλές επανεκδόσεις του, αποτελεί επιτομή του Thesaurus Graecae Linguae (Παρίσι 1572) του Henricus Stephanus, στον οποίο ο Scapula εργάστηκε ως διορθωτής. Το λεξικό του Scapula έχει συνταχθεί κατά ομάδες λέξεων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και οι σύνθετες λέξεις. Ο Gaisford είναι γνωστός και για την έκδοση με το κείμενο των Επιμερισμών στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού, που ετοιμάστηκε προφανώς επίσης για διδακτικούς σκοπούς. Ο επιμερισμός στο βυζαντινό σχολείο αποτελούσε μέρος των εισαγωγικών μαθημάτων για τη χρήση της γλώσσας και επρόκειτο για ένα διδακτικό μέσο που προσέφερε παντός είδους πληροφορίες για τις λέξεις ενός κειμένου. Ορισμένοι επιμερισμοί ακολουθούσαν λέξη προς λέξη τη σειρά του κειμένου. Έτσι παρουσιάζονται οι Επιμερισμοί στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού στο χειρόγραφο Γενν. 62 (Ταξίδι, σ. 74) Το χειρόγραφο βρισκόταν στην κατοχή του Gaisford, και προέρχεται από την πώληση βιβλίων του Gaisford τον Μάιο 1880. Γράφτηκε κατά τη γνώμη μου από γάλλο ελληνιστή και φέρει αρίθμηση κατά σελίδες. Πρόκειται για απόγραφο του χειρογράφου Parisinus gr. 2756 (β΄ ήμισυ του 15ου αι., γραφέας του τμήματος αυτού ο Μιχαήλ Λυγίζος)25 η σχετική αναγραφή του Parisinus επαναλαμβάνεται στην άνω ώα κάθε σελίδας του χειρογράφου μας. Μια προσεκτικότερη εξέταση μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το χειρόγραφο διορθώθηκε και συμπληρώθηκε από τον ίδιο τον Gaisford, με σκοπό να σταλεί στο τυπογραφείο, αποτέλεσε δηλαδή το χειρόγραφο εργασίας του Gaisford για την έκδοση του κειμένου του Χοιροβοσκού (Οξφόρδη 1842), η οποία είναι η μοναδική ώς σήμερα. Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται και από τα διάσπαρτα σε όλο το χειρόγραφο σημάδια μελανιού από το χέρι του τυπογράφου, ενώ στις ώες υπάρχουν πολλές διορθώσεις, οδηγίες και παραπομπές, οι οποίες ελήφθησαν υπ’ όψιν στην έκδοση (Πίν. 57, 58). Αναφέρω ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα: 1. Προσθήκες λέξεων στις ώες του χειρογράφου, οι οποίες έχουν ενσωματωθεί στο κείμενο της έκδοσης: χφ σ. 1: κνήθειν (έκδ. σ. 1, 18). 2. Οβελισμοί λέξεων, οι οποίες όντως έχουν παραλειφθεί στην έκδοση: χφ σ. 1: θέλουσι ἐν τοῖς (έκδ. σ. 1, 11: θέλουσι τοῖς). 3. Η διπλή υπογράμμιση γραμμάτων ή λέξεων στο χειρόγραφο δηλώνει ότι πρέπει να μετατραπούν σε κεφαλαία στην έκδοση: χφ σ. 1: ψαλμός (έκδ. σ. 1, 1). 4. Η απλή υπογράμμιση δηλώνει ότι οι λέξεις πρέπει να γραφτούν πλάγια στην έκδοση (ως παραθέματα από άλλα έργα): χφ σ. 3: ἄξαντ’ ἐν πρώτῳ ρυμῷ (έκδ. σ. 2, 26). 5. Οι πλάγιες γραμμές εντός του κειμένου δηλώνουν την αλλαγή παραγράφου στην έκδοση: χφ σ. 1: / Τὸ -μος (έκδ. σ. 1, 23).

25. Βλ. Gamillscheg και Harlfinger 1988, σ. 146, αρ. 386.

78

ΕΛΕΝΗ ΠΑΠΠΑ

6. Οι σημειώσεις στα λατινικά στις ώες εμφανίζονται ως υπόμνημα στην έκδοση: χφ σ. 3: Ante h. v. exciderunt nonnulla (έκδ. σ. 3). 7. Οι παραπομπές στα έργα των αρχαίων συγγραφέων στα περιθώρια του χειρογράφου υπάρχουν ενσωματωμένες στην έκδοση: χφ σ. 3: Il. ζ΄. 40 (έκδ. σ. 2, 25). 8. Στις ώες του χειρογράφου επισημαίνονται εντός παρενθέσεως με την ένδειξη (marg) οι γραφές, που βρίσκονταν επίσης στην ώα του ανθιβόλου του. Οι γραφές έχουν ενσωματωθεί στην έκδοση με την ίδια ένδειξη: χφ σ. 10: ἄμεσον marg. (έκδ. σ. 7, 22). 9. Ο αντιγραφέας επισημαίνει τα χάσματα του προτύπου του ως: talis est haec linea, και ως: lacuna, τα οποία δηλώνονται με αποσιωπητικά στην έκδοση: χφ σ. 17 (έκδ. σ. 12, 2 και 3). Η ανωτέρω παρουσίαση του δείγματος των χειρογράφων της Βιβλιοθήκης μάς οδηγεί σε κάποια πρώτα συμπεράσματα ως προς την αξιολόγηση των χειρογράφων. Ο Ιωάννης Γεννάδιος συνέλεξε τα χειρόγραφα της συλλογής του με κριτήριο όχι μόνο την παλαιότητα του κάθε χειρογράφου, ή τη σπουδαιότητα των παραδεδομένων κειμένων, αλλά και λόγω της μοναδικότητάς τους ως προς τη σύνδεσή τους με σημαντικές προσωπικότητες, γραφείς, λογίους, κτήτορες και συλλέκτες. Υπάρχουν δύο χειρόγραφα με τη Γραμματική του Μανουήλ Χρυσολωρά: το ένα γράφτηκε από τον Γεώργιο Τριβιζία, ο οποίος ανήκε στον κύκλο του καρδινάλιου Βησσαρίωνα, και το άλλο είναι γραμμένο από δυτικό λόγιο. Αυτόγραφα δυτικών λογίων είναι: το λατινοελληνικό λεξικό του βιβλιοφύλακα και εφόρου της Βατικανής Βιβλιοθήκης Felix Contelorius (terminus ante quem 1605), το χειρόγραφο με μια παράφραση στα Ηθικά Νικομάχεια του Αριστοτέλη του John Osbaldeston (1684) και το γλωσσάριο των τραγωδιών του Ευριπίδη του φιλόλογου Thomas Gaisford (19ος αι.). Ένα δεύτερο χειρόγραφο του Gaisford αποτελεί μια σπάνια περίπτωση επεξεργασμένης μορφής κειμένου για το τυπογραφείο με τους Επιμερισμούς στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού. Δύο άλλα χειρόγραφα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους γραφείς τους: το ένα γράφτηκε τον 19ο αι. από τον σχεδόν άγνωστο Θεόδωρο Σύψωμο και αποτελεί αντίγραφο ενός ψευδεπίγραφου έργου του 16ου αι., ενώ το άλλο, σύμφωνα με το βιβλιογραφικό σημείωμα, φέρεται να έχει γραφτεί από τον Christophorus Auer, στην πραγματικότητα όμως ο άγνωστος γραφέας αντέγραψε το βιβλιογραφικό σημείωμα από το πρότυπό του. Το ενδιαφέρον του Γενναδίου στράφηκε επίσης σε σημαντικούς κτήτορες, όπως ο S. Malatesta και ο A. Didot, καθώς και σε συλλέκτες χειρογράφων, όπως οι W. και T. Bateman, και ο J. Lee. Επίσης έδειξε ενδιαφέρον για τα ερμηνευτικά υπομνήματα σε αρχαία έργα γεωγραφίας που χρησιμοποιήθηκαν για διδακτικούς σκοπούς και για σχολική χρήση, όπως τα δύο σχετικά χειρόγραφα στο έργο του Διονυσίου Περιηγητή Οικουμένης Περιήγησις: το ένα περιέχει το υπόμνημα του Ευσταθίου και βρισκόταν στην κατοχή του A. Didot, και έπειτα του Ιωάννη Γενναδίου (τη στιγμή που μαρτυρείται ως λανθάνον μετά την πώληση των χειρογράφων του Didot, βλ. σημ. 8), ενώ το άλλο περιέχει τη διασκευή του γεωγράφου Edward Wells. Για διδακτικούς σκοπούς

Ελληνες και Δυτικοι Λογιοι, Αντιγραφεις και Φιλολογοι

79

είχαν χρησιμοποιηθεί επίσης και δύο άλλα χειρόγραφα του φιλόλογου και εκδότη Thomas Gaisford που προαναφέρθηκαν: το γλωσσάριο τραγωδιών του Ευριπίδη και οι Επιμερισμοί στους Ψαλμούς του Γεωργίου Χοιροβοσκού. Συμπερασματικά, ο Ιωάννης Γεννάδιος επέλεγε τα χειρόγραφα με τη συνείδηση ότι το κάθε χειρόγραφο ως μοναδικό μνημείο αποτελεί φορέα ιστορίας, που αφηγείται το ταξίδι του μέσα στο χρόνο και απεικονίζει το πολιτισμικό περιβάλλον κάθε εποχής. p



8•

Τα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης ΧΑ ΡΙΤΩΝ Κ Α ΡΑ ΝΑ ΣΙΟΣ

Tα φιλοσοφικά χειρόγραφα της μεταβυζαντινής περιόδου1 αποτελούν μάρτυρες της πνευματικής συνέχειας του ελληνισμού και ταυτοχρόνως συνδετικό κρίκο μεταξύ της βυζαντινής και νεοελληνικής σκέψης, δίχως να παραγνωρίζεται η δυτική επίδραση. Tα φιλοσοφικά χειρόγραφα, πέραν της Λογικής, της Mεταφυσικής και της Hθικής, επεκτείνονται και στις φυσικές επιστήμες, οι οποίες αντιμετωπίζονται ακόμη θεωρητικά, καθώς ώς τα μέσα του 18ου αιώνα στην ελληνική Aνατολή τα θεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα δεν είχαν εκτοπισθεί πλήρως από την πειραματική επιστήμη. Mεταξύ των χειρογράφων υπάρχουν τόσο απόγραφα από κείμενα αρχαίων ελλήνων και βυζαντινών συγγραφέων όσο και σχόλια στα ανωτέρω κείμενα, καθώς και μεταφράσεις δυτικών κειμένων κατά το τέλος του 18ου αιώνα. Oι αιτίες συγγραφής είναι οι ανάγκες της εκπαίδευσης στα σχολεία της ελληνικής Aνατολής, τα οποία εμφανίζονται από τις αρχές του 17ου αιώνα, επίσης τα ενδιαφέροντα των ελλήνων λογίων και, τέλος, η επίδραση της βυζαντινής παράδοσης και οι επαφές με τη Δύση. Oι αιτίες συγγραφής καθορίζουν και την προέλευση των χειρογράφων, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα αντιγράφηκαν στον ελληνικό χώρο από έλληνες βιβλιογράφους. Eίναι γνωστό ότι μετά την εμφάνιση της τυπογραφίας τα ελληνικά χειρόγραφα αντιγράφονταν σπανιότερα στη Δύση,2 ενώ αντιθέτως στην Aνατολή το χειρόγραφο κυριάρχησε του εντύπου ώς και το τέλος του 18ου αιώνα.3 H Γεννάδειος Bιβλιοθήκη διαθέτει μερικά αντιπροσωπευτικά χειρόγραφα τεκμήρια των φιλοσοφικών ενδιαφερόντων της μεταβυζαντινής εποχής.4 Στην παρούσα εργασία θα γίνει αναφορά σε εννέα χειρόγραφα της Γενναδείου, τα περισσότερα εκ των οποίων προέρχονται από τον ελληνικό χώρο–δύο μόνον από αυτά είναι αντιγραμμένα από δυτικούς γραφείς του 16ου και 17ου αιώνα. Ως προς το περιεχόμενο, τα φιλοσοφικά χειρόγραφα της Γενναδείου αποτελούν κάποιες αντιπροσωπευτικές ψηφίδες για τα φιλοσοφικά και επιστημονικά ενδιαφέροντα του Nέου Ελληνισμού, όπως τα γνωρίζουμε από το σύνολο των χειρογράφων και εντύπων της μεταβυζαντινής περιόδου: 1. O όρος «μεταβυζαντινός» χρησιμοποιείται εδώ συμβατικά, και δηλώνει την περίοδο της οθωμανικής κατάκτησης στον ελληνικό χώρο. 2. Όσον αφορά στον Aριστοτέλη, ήδη υπήρχαν από το τέλος του 15ου αι. έντυπες εκδόσεις, ενώ το 1531 εκδόθηκαν τα Άπαντα του Aριστοτέλη από τον

Έρασμο στη Bασιλεία. 3. Bλ. Σκλαβενίτης 1982. 4. Η περιγραφή των χειρογράφων έγινε από την κ. Ελένη Παππά στο Πολίτη και Παππά 2004 (τις αντίστοιχες παραπομπές βλ. παρακάτω).

82

ΧΑΡΙΤΩΝ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΣ

H κυριαρχία των σχολίων στον Aριστοτέλη είναι εμφανέστατη, ενώ κατά το τέλος του 18ου αιώνα εμφανίζεται παράλληλα και η νεωτερική σκέψη και οι θετικές και φυσικές επιστήμες. Tο χρονικά πρώτο από τα ανωτέρω χειρόγραφα είναι το Γενν. 35 (Tαξίδι, σ. 67-68), το οποίο περιέχει τα Hθικά Nικομάχεια του Aριστοτέλη, γραμμένο κατά τον 16ο αι. από δυτικό γραφέα. Είναι από τα τελευταία δείγματα μιας εξέλιξης που ξεκίνησε κατά την Yστεροβυζαντινή εποχή. Eίναι γνωστό ότι κατά τη Φραγκοκρατία απωλέσθησαν πολλά ελληνικά χειρόγραφα. Προεξάρχοντος του Nικηφόρου Bλεμμύδη, οι βυζαντινοί λόγιοι επέτυχαν να ανεύρουν τα χαμένα κείμενα, και, όσον αφορά στον Aριστοτέλη, να ανασυγκροτήσουν το corpus aristotelicum. Έτσι, κατά τον 13ο, τον 14ο-και τις αρχές του 15ου αιώνα, τα κείμενα του Aριστοτέλη αντιγράφηκαν και σχολιάστηκαν από σειρά λογίων, οι οποίοι όμως δεν προχώρησαν σε πρωτότυπο σχολιασμό, αλλά περιορίστηκαν σε επιτομές κυρίως για εκπαιδευτικούς σκοπούς. Aπό το τέλος του 14ου ως τις-αρχές του 15ου αι., ελληνικά χειρόγραφα φθάνουν στην Iταλία είτε μέσω βυζαντινών λογίων είτε μέσω δυτικών που επισκέπτονταν την Kωνσταντινούπολη. Aπό φιλοσοφική άποψη, κατά τον 15ο αιώνα υπάρχει διαμάχη μεταξύ πλατωνιστών και αριστοτελιστών,5 ενώ κατά τον 16ο αιώνα κυριαρχεί ο νεοαριστοτελισμός, που ασκεί κριτική στον σχολαστικισμό, με σημαντικότερους εκπροσώπους τούς Pomponazzi και Cremonini. O Aριστοτέλης ισχύει ακόμη ως αυθεντία, με υποστηρικτή τη Pωμαιοκαθολική Eκκλησία και «αντίπαλο», πέραν του Πλάτωνα, την πειραματική επιστήμη, η οποία επιχειρεί τα πρώτα δειλά βήματα, απελευθερώνεται βαθμηδόν από τα θεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα, και εκτοπίζει τον Aριστοτέλη και τη θεωρητική προσέγγιση των φαινομένων της φύσης.6 Το χειρόγραφο Γενν. 35, λοιπόν, αποτελεί ένα από τα τελευταία δείγματα χειρόγραφης επιβίωσης του Aριστοτέλη στον δυτικό 16ο αιώνα. Aπό την άλλη πλευρά υποδηλώνει το ενδιαφέρον των Δυτικών κατά την Aναγέννηση για κλασικά κείμενα. Ένα δεύτερο δείγμα φιλοσοφικού χειρογράφου δυτικής προέλευσης είναι το χειρόγραφο Γενν. 56 (Πίν. 54· βλ. και Tαξίδι, σ. 70-71, εικ. 36), αντιγραμμένο από τον J. Osbaldeston με στρογγυλόσχημη καλλιγραφική γραφή το 1684, που περιέχει αποσπάσματα από την Παράφραση του πρώτου εκδότη του Aριστοτέλη Aνδρονίκου Pοδίου στα Hθικά Nικομάχεια. Tα επόμενα τρία χειρόγραφα αποτελούν μια μικρή ενότητα. Πρόκειται για τα χειρόγραφα Γενν. 47, 44 και 253, που περιέχουν σχόλια του 17ου και 18ου αι. σε αριστοτελικά έργα Περί φύσεως. Ο αρ. 47 (Πίν. 59· βλ. και Tαξίδι, σ. 78-79) του 17ου αι. περιέχει το Υπόμνημα του Θεοφίλου Kορυδαλέα στη Φυσική του Aριστοτέλη (έκδ. Bενετία 1779). Το χειρόγραφο, αντιγραμμένο από δύο γραφείς, περιέχει λίγα σχόλια και διορθώσεις στο περιθώριο, και προέρχεται από τις συλλογές Barrois και Ashburnham.

5. Bλ. Ψημμένος 1988-1989, τ. 1, σ. 53-60.

6. Για τις απόψεις περί φυσικής κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο βλ. Πέτσιος 2002.

Μεταβυζαντινα Φιλοσοφικα Χειρογραφα

83

O αρ. 44 (Πίν. 60· βλ. και Tαξίδι, σ. 79-80) του 18ου αι. περιέχει ανέκδοτα σχόλια του Kορυδαλέα στο Περί ουρανού του Αριστοτέλη. Στα μεγάλα περιθώρια ο γραφέας κατέγραψε πολλές σημειώσεις. Tο χειρόγραφο άλλαξε πολλούς κτήτορες. Ανήκε πιθανόν στη συλλογή του λόρδου Guilford. Στη συνέχεια αγοράστηκε από τον Thomas Thorp, τον J. Lee, τον Quaritch, και το έτος 1889 από τον I. Γεννάδιο. Το χειρόγραφο Γενν. 253 (Tαξίδι, σ. 108-109) του 18ου αι., ακέφαλο και κολοβό, περιέχει το έργο Περί Μετεώρων του Iωαννίκιου Mαρκουρά, σχόλια δηλαδή στα Mετεωρολογικά του Aριστοτέλη (έκδ. Bενετία 1642). O κώδικας περιέχει επίσης ένα Kαλεντάρι μεταφρασμένο από τα ουγγρικά–γνωστό και από άλλα χειρόγραφα–, που καλύπτει τα έτη 1722-1954, και περιέχει προγνωστικά σχετικά με φυσικά φαινόμενα. Tέλος, στο χειρόγραφο περιέχεται και Διάλογος μεταξύ Πάπα και Απόστολου Πέτρου, σε στίχους.7 O Θεόφιλος Kορυδαλέας8 αποτελεί τομή στην ελληνική φιλοσοφική σκέψη, και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι σχεδόν σε κάθε ελληνική συλλογή χειρογράφων υπάρχουν χειρόγραφα κορυδαλικά. Είναι περίπου αυτονόητο, λοιπόν, να τα συναντούμε και στη Γεννάδειο. Mετά τη διαμάχη πλατωνιστών-αριστοτελιστών του 15ουκαι16ου αιώνα ο Kορυδαλέας σφραγίζει την κυριαρχία του Aριστοτέλη, με τη μορφή όμως του νεοαριστοτελισμού. Παρόλο που ο Kορυδαλέας σχολίασε τα αριστοτελικά επιστημονικά συγγράμματα, δεν έκανε το βήμα προς την πειραματική επιστήμη. H ενασχόληση όμως με επιστημονικά ζητήματα και η ορθολογιστική προσέγγισή τους εκ μέρους του Kορυδαλέα εμπεριείχαν τα σπέρματα ενασχόλησης με την πειραματική επιστήμη. Πέραν της διατήρησης του ενδιαφέροντος για τη φιλοσοφία και την επιστήμη, η σπουδαιότητα των κορυδαλικών κειμένων και χειρογράφων έγκειται στο γεγονός ότι αποτέλεσαν το σημαντικότερο εργαλείο της φιλοσοφικής εκπαίδευσης στα ελληνικά σχολεία του 17ου και 18ου αιώνα, καθώς αντιστοιχούσαν σε ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα φιλοσοφικών σπουδών. Tο αρνητικό στοιχείο όμως ήταν ότι μετά τον θάνατο του Kορυδαλέα διδάσκονταν τυποποιημένα και σχολαστικιστικά, εμποδίζοντας έτσι την εισαγωγή των φυσικών και θετικών επιστημών στην εκπαίδευση ακόμη και κατά την περίοδο του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Kάποια κορυδαλικά υπομνήματα εκδόθηκαν ήδη κατά τον 17ο και 18ο αιώνα, ενώ αρκετά παραμένουν ανέκδοτα, γεγονός που οφείλεται και στην πληθώρα των απογράφων. Παράλληλα με τον νεοαριστοτελισμό του Kορυδαλέα αναπτύχθηκε κατά τον 17ο ώς τις αρχές του 18ου αιώνα και η σχολαστική ερμηνεία του Aριστοτέλη. Παρόλο που η παλαιογραφική, φιλολογική και ιστορικοφιλοσοφική έρευνα βρίσκεται ακόμη στην αρχή, γνωρίζουμε ότι οι σχολιαστές του 17ου αι. είχαν υπ’ όψιν τους τις εξελίξεις της επιστήμης στη Δύση, καθώς οι περισσότεροι σπούδασαν στην Iταλία—ο Γεώργιος Σουγδουρής για παράδειγμα γνωρίζει τον Kοπέρνικο και τον Tycho Brahe—χρησιμοποίησαν

7. Tο κείμενο σώζεται και στο χειρόγραφο αρ. 26 του 18ου αι. της Mονής Aγίας στην Άνδρο·―βλ. Λάμπρος 1898, σ. 163.

8. Bλ. γι’ αυτόν Tsourkas 21967.

ΧΑΡΙΤΩΝ ΚΑΡΑΝΑΣΙΟΣ

84

όμως θεολογικά και φιλοσοφικά επιχειρήματα για την αναίρεση επιστημονικών θεωριών, οι οποίες δεν είχαν ακόμη αποδειχθεί με πειστικότητα βάσει παρατήρησης και πειράματος, όπως για παράδειγμα το ηλιοκεντρικό σύστημα. H πειραματική επιστήμη εισήχθη στον ελληνικό χώρο μέσω μεταφράσεων δυτικών έργων από εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού, ενώ το πρώτο πρωτότυπο έργο νεοελληνικής επιστημονικής γραμματείας θεωρείται η παράφραση του Nικολάου Zερζούλη των σχολίων του Peter van Musschenbroek στα Elementa Physicae του Nεύτωνα (1760).9 Xαρακτηριστικό του γεγονότος ότι η επιστήμη, ακόμη και κατά τον 17ο αι., δεν ήταν πάντα πλήρως απελευθερωμένη από τη φιλοσοφία και τη θεολογία είναι η συνύπαρξη στο ίδιο χειρόγραφο θεωρητικών επιστημονικών κειμένων–κυρίως σχολίων σε φυσικά έργα του Aριστοτέλη–και διαφόρων αξιοπερίεργων κειμένων, όπως Καλεντάρια (βλ. Γενν. 253), αστρονομικοί πίνακες, Βροντολόγια, Σεισμολόγια, Σεληνοδρόμια, Προγνωστικά. Tέτοιου είδους δείγμα αποτελεί και το πιθανώς δυτικής προέλευσης χειρόγραφο Γενν. 45 (Tαξίδι, σ. 106-107) του 17ου αι., το οποίο μαζί με σημειώσεις Λογικής και Φυσικής και μια σύνοψη Ποιητικής περιέχει ακόμη και αστρολογικά έργα. Σημειωτέον, τέλος, ότι ο αριθμός των χειρογράφων της Tουρκοκρατίας που περιέχουν κείμενα παρόμοια με τα ανωτέρω καθώς και με γεωγραφικά έργα, με κείμενα περί κατασκευής αστρολάβου κλπ., είναι μεγάλος, γεγονός που οφείλεται, πέραν της έμφυτης ανθρώπινης περιέργειας, και στις ανακαλύψεις των Nέων Xωρών. Tο μεταβατικό στάδιο από τον Aριστοτέλη στην καθαυτό επιστήμη και τις φιλοσοφικές ιδέες δείχνει το χειρόγραφο Γενν. 43 (Πίν. 61· βλ. και Tαξίδι, σ. 80, εικ. 40) του 18ου αι., το οποίο περιέχει το έργο Αδήλου: Λογική αμφίσκιος αριστοτελική και νεωτερική. Kάποιοι λόγιοι του 18ου αι., προεξαρχόντων των Bικεντίου Δαμοδού και Eυγενίου Bούλγαρη, χρησιμοποιούσαν τα φιλοσοφικά κείμενα «εκλεκτικώς» ή «κατ’ εκλογήν», δίδασκαν δηλαδή και τον Aριστοτέλη και τους νεώτερους φιλοσόφους– κυρίως τον Wolff και τον Descartes–επιλεκτικά κατά την κρίση τους. O αρ. 43 αποτελεί τεκμήριο και για ένα δεύτερο γεγονός: τη μεγάλη σημασία της Λογικής κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. H Λογική αποτέλεσε βασικό μάθημα στα σχολεία της Tουρκοκρατίας, όπως και στο Bυζάντιο παλαιότερα. Ως εγχειρίδια Λογικής χρησιμοποιήθηκαν όχι τόσο τα πρωτότυπα έργα του Aριστοτέλη αλλά επιτομές, όπως η Eισαγωγή του Πορφυρίου, τα σχόλια του Aμμωνίου, η Λογική του Σουγδουρή (έκδ. Bιέννη 1792) και του Kορυδαλέα (έκδ. Bενετία 1729) και διάφορα άλλα κείμενα Λογικής γνωστών σχολιαστών ή και ανώνυμα, πρωτότυπα ή και συμπιλήματα και επιτομές. Για το μάθημα της Λογικής ένα από τα best seller της εποχής–όπως και κατά την Yστεροβυζαντινή περίοδο–ήταν η Eπιτομή Λογικής του Nικηφόρου Bλεμμύδη, η οποία εκδόθηκε το 1784 από τον Δωρόθεο Bουλισμά στη Λειψία και σώζεται σε πληθώρα απογράφων, γεγονός που αποδεικνύει τη διάδοση και σημασία του κειμένου αυτή την εποχή, καθώς επίσης και τη συνέχεια της φιλοσοφικής παράδοσης από το Bυζάντιο

9. Kαρανάσιος 1994· Mπενάκης 1996.

Μεταβυζαντινα Φιλοσοφικα Χειρογραφα

85

στον Nέο Eλληνισμό.10 Tην Eπιτομή Λογικής του Bλεμμύδη περιέχει το χειρόγραφο Γενν. 42 (Πίν. 62-63· βλ. και Tαξίδι, σ. 75-76, εικ. 37-38), αντιγραμμένο από κάποιον μαθητή στην Aθωνιάδα στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας της σχολής, επί διδασκαλίας Nεοφύτου Kαυσοκαλυβίτου (1749-1752), ο οποίος, όπως αποδεικνύει ο ανωτέρω κώδικας, επέμενε στη βυζαντινή παράδοση της αριστοτελικής Λογικής. O Bούλγαρης διαδέχθηκε τον Nεόφυτο και δίδαξε εκεί νεωτερική φιλοσοφία και μαθηματικές επιστήμες (1753-1759), ενώ αμέσως μετά ο Nικόλαος ZερζούληςΠειραματική Φυσική (1760-1761). Tο επιστημονικό αυτό διάλειμμα όμως δεν είχε συνέχεια.11 Mε τον Bλεμμύδη και τη διδασκαλία του Aριστοτέλη κλείνει και μια εποχή στην πορεία της ελληνικής σκέψης κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο. H βυζαντινή παράδοση βρίσκεται τόσο στις απαρχές της πορείας αυτής όσο και στο τέλος. H επίδραση της αρχαιοελληνικής και της βυζαντινής φιλοσοφικής σκέψης υποχωρεί βαθμηδόν από τον 16ο αι. κ.ε., μπροστά στις κατακτήσεις της επιστήμης και την εισαγωγή των επιστημών από τους εκπροσώπους του νεοελληνικού Διαφωτισμού και στον ελληνικό χώρο. Δείγμα του νέου επιστημονικού πνεύματος αποτελούν τα Στοιχεία Aριθμητικής του Bενιαμίν Λεσβίου που περιέχει το χειρόγραφο Γενν. 48 (Tαξίδι, σ. 82-83) του 19ου αι., αντιγραμμένο από την έκδοση της Bιέννης του 1818. H αντίδραση του Oικουμενικού Πατριαρχείου απέναντι στην εισαγωγή των επιστημών ήταν κατά καιρούς έντονη, ώστε από τη διαμάχη μεταξύ παράδοσης και ανανέωσης να μην προκύψει κάποια αρμονική σύζευξη, ενώ οι συνέπειες από την ανωτέρω διαμάχη στη νεοελληνική σκέψη και κοινωνία είναι ορατές ακόμη και σήμερα.12 Tα μεταβυζαντινά φιλοσοφικά χειρόγραφα, αντιπροσωπευτικό δείγμα των οποίων αποτελούν και τα προαναφερθέντα χειρόγραφα της Γενναδείου, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέλιξη της φιλοσοφικής και επιστημονικής σκέψης του Nέου Ελληνισμού, και αντικατοπτρίζουν τις προτιμήσεις, τις διαμάχες, τους προβληματισμούς και τα ενδιαφέροντα λογίων, δασκάλων και μαθητών. Zητούμενο της έρευνας, που πρέπει να διανύσει πολύ δρόμο ακόμη, είναι η κωδικολογική-παλαιογραφική μελέτη των χειρογράφων και η έκδοση και ερμηνεία των φιλοσοφικών κειμένων, ώστε να αποκτήσουμε όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα για τη νεοελληνική σκέψη. p

10. Nέα κριτική και σχολιασμένη έκδοση, βασισμένη σε ολόκληρη τη χειρόγραφη παράδοση, είναι υπό έκδοση από τον κ. Παντ. Kαρέλλο (Βερολίνο).

11. Aγγέλου 1988, σ. 120-128. 12. Πρβλ. Karanasios 1993, σ. 219-235.



9•

Και πάλι τα καραμανλίδικα ως μέσο έκφρασης των Μικρασιατών Ορθοδόξων. Δύο χειρόγραφα του 18ου αιώνα Π Η Ν Ε ΛΟΠ Η ΣΤΑΘΗ

Η γραπτή γλώσσα που αποτυπώνεται με τα ελληνικά γράμματα του αλφαβήτου, αλλά που το περιεχόμενό της ειναι τουρκικό, συνηθίστηκε να ονομάζεται «καραμανλίδικα». Είναι, δηλαδή, τουρκική γλώσσα γραμμένη με ελληνικούς χαρακτήρες. Μια τουρκική γλώσσα, ωστόσο, με πολλές ιδιαιτερότητες, που η ορθότητά της εξαρτιόταν κάθε φορά από το επίπεδο γνώσεων του συγγραφέα. Το γλωσσικό αυτό σύστημα (αποφεύγω να πω ιδίωμα) αναπτύχθηκε στην Κεντρική Μικρά Ασία, στην περιοχή της παλαιάς Καραμανίας, γι’ αυτό και πήρε το όνομα «καραμανλίδικα». Καραμανλήδες όμως αποκαλούμε όλους τους τουρκόφωνους Ορθόδοξους Χριστιανούς, που κατοικούσαν σε περιοχές από την Κιλικία ως την Κωνσταντινούπολη και τον Πόντο, και όχι μόνο τους κατοίκους της Καραμανίας. Είναι χαρακτηριστικό το τετράστιχο που αναφέρεται στην εθνική τους συνείδηση και στη χρήση αυτού του τρόπου γραφής από τους ίδιους τους Μικρασιάτες: Gerçi Rum isek Rumca bilmez Türkçe söyleriz. Ne Türkçe yazar okuruz ne de Rumca söyleriz. Öyle bir mahlutu hatt ı tarikatımız vardır, Hurufumuz Yunanca Türkçe meram eyleriz. Κι αν είμαστε στην πραγματικότητα Ρωμιοί, ρωμαίικα δεν ξέρουμε, τούρκικα μιλάμε. Ούτε τούρκικα διαβάζουμε και γράφουμε ούτε ρωμαίικα μιλάμε. Έχουμε ένα τόσο εντελώς μπερδεμένο δόγμα, Ελληνικά είναι τα γράμματά μας και τούρκικα εκφραζόμαστε. Salaville – Dallegio, 3(1974), σ. 270

Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με την καταγωγή αυτών των τουρκόφωνων Ορθοδόξων, αλλά με την τουρκόφωνη ορθόδοξη έκφραση και τη βιβλιοπαραγωγή, που ονομάζεται συνήθως «καραμανλίδικη». Μπορούμε ωστόσο να αναφερθούμε στις επικρατέστερες απόψεις σχετικά με την καταγωγή τους. Η πρώτη υποστηρίζει ότι οι πληθυσμοί αυτοί είναι ελληνικής καταγωγής, αναγκάστηκαν να μιλήσουν τουρκικά και απομονώθηκαν από τους ελληνόφωνους πληθυσμούς των μικρασιατικών παραλίων και των νησιών. Η δεύτερη πάλι υποστηρίζει ότι είναι απόγονοι Τούρκων που μετανάστευσαν, εγκαταστάθηκαν στην επικράτεια

88

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ

του Βυζαντίου πριν από την Άλωση, ίσως πάλι και να υπηρετούσαν ως μισθοφόροι στον βυζαντινό στρατό, και ενστερνίστηκαν μεν τη θρησκεία των νέων κυρίων τους όχι όμως και τη γλώσσα τους.1 Για την απαρχή του γλωσσικού αυτού συστήματος η παράδοση λέει ότι το 1453, τρεις μήνες μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, ο Οικουμενικός πατριάρχης Γεννάδιος ο Σχολάριος είχε μεταφέρει την έδρα του Πατριαρχείου από το ναό των Αγίων Αποστόλων στο ναό της Παμμακαρίστου. Εκεί δέχτηκε απροειδοποίητα την επίσκεψη του σουλτάνου Μεχμέτ του Πορθητή, ο οποίος του ζήτησε πληροφορίες σχετικά με την πίστη των Χριστιανών, δηλαδή μια «Ἔκθεση της Χριστιανικής Πίστεως». Ο σοφός πατριάρχης διατύπωσε τις γενικές αρχές της πίστης διά μέσου του διερμηνέα, καδή της Βέρροιας, Αχμέτ. Το κείμενο, γραμμένο με την αραβική γραφή, προσφέρθηκε στον σουλτάνο, αλλά ο Γεννάδιος αποφάσισε μαζί με τη δική του έκθεση να περισώσει και το τουρκικό κείμενο του Αχμέτ. Έβαλε, λοιπόν, τον καδή της Βέρροιας να του το υπαγορεύσει και το έγραψε με ελληνικούς χαρακτήρες, επειδή μάλλον αγνοούσε την τουρκική γλώσσα. Αυτό το κείμενο, που δημοσιεύει το 1584 ο Μαρτίνος Κρούσιος, θεωρείται το πρώτο καραμανλίδικο κείμενο και φέρει τον τίτλο Τοῦ σοφωτάτου καὶ λογιωτάτου κυροῦ Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου καὶ πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Νέας Ρώμης, ὁμιλία ῥηθεῖσα περὶ τῆς ὀρθῆς καὶ ἀμωμήτου πίστεως τῶν χριστιανῶν. Ἐρωτηθεὶς γὰρ παρὰ τοῦ ἀμηρᾶ σουλτάνου τοῦ Μαχμέτη, τί πιστεύετε ὑμεῖς οἱ χριστιανοί; ἀπεκρίνατο δὲ οὗτος, καὶ εἶπε πρὸς αὐτόν .2 Πολλά χρόνια αργότερα το 1718, ο λόγιος μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Νεόφυτος Μαυρομάτης, επιθυμώντας, όπως λέει στον πρόλογό του, να υπηρετήσει το γένος, συνέθεσε σε δύο διαλέκτους, τουρκική και ελληνική, το «Ἀπάνθισμα τῆς Χριστιανικῆς Πίστεως», έργο στο οποίο περιέχεται ό,τι χρειάζεται να γνωρίζει ένας χριστιανός, δηλαδή την πίστη, την ελπίδα, την αγάπη, τις καλές πράξεις που πρέπει να κάνει και τις κακές που πρέπει ν᾽ αποφεύγει.3 Ο τίτλος του βιβλίου αυτού ειναι στα τουρκικά: Κιουλζάρι ἰμάν ι μεσιχὶ κι Ναύπακτος βὲ ναρτανοῦν πανιερώτατος βὲ λογιώτατος μητροπολὶτ πουτοῦν Αιτωλιανοῦν ὑπέρτιμος, βὲ ἐξαρχοσὶ κύριος κὺρ Νεοφυτοστὰν τεελὶφ ὀλουντί· και στα ελληνικά: Ἀπάνθισμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Συντεθὲν παρὰ τοῦ πανιερωτάτου καὶ λογιωτάτου μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ ἄρτης, ὑπερτίμου καὶ ἐξάρχου πάσης αἰτωλίας κυρίου κὺρ Νεοφύτου. Με αυτό το βιβλίο του 1718 άρχισε η βιβλιοπαραγωγή των τουρκοφώνων χριστιανών της Μικράς Ασίας, που συνεχίστηκε μέχρι το 1929,4 όταν πια η τουρκική γλώσσα άρχισε να γράφεται με λατινικούς χαρακτήρες και όχι με αραβικούς, χάρη στις μεταρρυθμίσεις του Κεμάλ. Να σημειώσουμε εδώ ότι μεταξύ των ετών 1584 και 1718 δεν έχουμε έντυπα βιβλία στα καραμανλίδικα, αλλά πλήθος από χειρόγραφα και έγγραφα.

1. Συζητήσεις για την καταγωγή αυτών των πληθυσμών έχουν γίνει πολλές και έχουν ξεσηκώσει έντονα πάθη, βλ. και σχετικό άρθρο του Clogg (1999, σ. 115142).―Από την παλαιότερη βιβλιογραφία σημαντικές είναι οι μελέτες των Sümer 1960, σ. 577· Τσαλίκογλου 1970· Κιτρομηλίδης 1975, σ. 318-337.

2. Crusius 1584, σ. 109-120. 3. Λαδάς 1947, σ. 33-44. 4. Salaville και Dallegio 1958-1974, . ― Τη μετά το 1900 καραμανλίδικη βιβλιοπαραγωγή κατέγραψε η Ευαγγελία Μπαλτά στους καταλόγους: Μπαλτά 1987, 1997.

Και Παλι τα Kαραμανλιδικα

89

Η γλώσσα των βιβλίων δεν παρουσιάζει διαλεκτικές ιδιαιτερότητες· είναι πολύ κοντά στη λογοτεχνική τουρκική, ανάμικτη με λαϊκά στοιχεία και με κάποιες φωνητικές διαφορές. Αυτόν το χαρακτηρισμό τον προτείνει ο Janos Eckmann σε μια προσπάθειά του να κατατάξει σε ενότητες, με βάση τους διάφορους γλωσσικούς τύπους, τα καραμανλίδικα κείμενα. Ακριβώς τη γλώσσα αυτή, που επικράτησε να ονομάζεται «ανατολική θρησκευτική», μελέτησε στα βασικά της φαινόμενα ο J.Eckmann, αποδελτιώνοντας 21 τουρκόφωνα βιβλία εκδεδομένα μεταξύ των ετών 1756-1818.5 Τα ίδια κείμενα επεξεργάστηκε η Mefküre Mollova και ταξινόμησε τις λέξεις τους σε οκτώ ομάδες, ως προς τα αποτελέσματα των μελετών και των διαλεκτολογικών πηγών της τουρκικής γλώσσας.6 Το ελληνικό αλφάβητο, παρόλο που είναι ευκολότερο σε σχέση με το αραβικό και την αναπαραγωγή των ήχων της τουρκικής γλώσσας, δεν παύει να παρουσιάζει δυσκολίες στην καταγραφή των ιδιαιτέρων αυτών γραμμάτων, όπως: b (μπ), ç (τζ παχύ), d (ντ), g (γκ), ö (e γαλλικό), ş (σ παχύ), ü (u γαλλικό). Κατά καιρούς έγιναν διάφορες απόπειρες να κωδικοποιηθούν οι συγκεκριμένοι φθόγγοι, και να βρεθεί η αντιστοιχία τους με ορισμένα σημάδια. Η πρώτη σοβαρή προσπάθεια έγινε το 1826 με την έκδοση της Καινής Διαθήκης από τη Βιβλική Εταιρεία, στην Κωνσταντινούπολη στο τυπογραφείο De Kastro. Στην έκδοση αυτή υπάρχει ένας πίνακας ελληνικών γραμμάτων με διακριτικά σημεία, ώστε να ειναι δυνατή η σωστή προφορά των τουρκικών λέξεων. Αλλά και πριν από το 1826 έχουμε κάποιες σποραδικές προσπάθειες, που δεν ήταν όμως τόσο σημαντικές ώστε να αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου. Ετσι, αν εξαιρέσουμε το χειρόγραφο του 1665 «Σύντομοι κανόνες της των Τούρκων διαλέκτου» και τη «Γραμματικὴ Τουρκική», ως πρώτη σοβαρή απόπειρα συστηματοποίησης των καραμανλίδικων σημαδιών, καταγράφουμε τη «Διδασκαλία» του διακόνου Μελετίου Φενερλή «Μπάζι χαρφλεροῦν χοτζαλιγύ» [= Διδασκαλία κάποιων γραμμάτων], που περιέχεται στην έκδοση του Ψαλτηρίου του Δαβίδ, του 1764. Άλλη μια προσπάθεια συστηματοποίησης επίσης, είναι η Γραμματικὴ Γραικικο-Τουρκικὴ7 του Δημ. Αλεξανδρίδη, που τυπώνεται το 1812 στη Βιέννη.8 Στο βιβλίο αυτό ορισμένα γράμματα συνοδεύονται από τελείες και άλλα διακριτικά σημεία, για την καλύτερη απόδοση των τουρκικών ήχων. Τον κατάλογο των καραμανλίδικων εκδόσεων από το 1718 μέχρι το 1900 έκαναν οι E. Dalleggio και S. Salaville καταγράφοντας 333 τίτλους σε τρεις τόμους. Στη συνέχεια η Ευαγγελία Μπαλτά κατέγραψε 163 εκδόσεις, που είχαν διαφύγει της προσοχής των πρώτων βιβλιογράφων (προσθήκες), και συνέχισε την καταλογογράφηση των καραμανλίδικων βιβλίων από το 1900 μέχρι το 1929 χαρίζοντάς μας άλλους 138 τίτλους.9 Έχουμε δηλαδή 634 βιβλία μέσα σε 211 χρόνια, αριθμός που είναι πραγματικά εκπληκτικός. 5. Eckmann 1950, σ. 167. 6. Molova 1979-1980, σ. 201-257. 7. Heffering 1941, σ. 10.

8. Για τον γιατρό Δ. Αλεξανδρίδη και για την έκδοση της Γραμματικής βλ. Αργυροπούλου και Ταμπάκη 1983, σ. ιθ΄· Tambaki 1984, σ. 316-337. 9. Βλ. σημ. 4.

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ

90

Ενώ όμως έχει γίνει η λεπτομερής καταλογογράφηση των εντύπων καραμανλίδικων βιβλίων, τα χειρόγραφα είναι ακόμη σε αναζήτηση των θαρραλέων ερευνητών, οι οποίοι θα αναλάβουν τον καταρτισμό ενός καταλόγου. Στο γνωστό δημοσίευμα της Κυριακής Μαμώνη «Χειρόγραφοι κώδικες της Βιβλιοθήκης της Νέας Σμύρνης»,10 περιγράφονται τρία καραμανλίδικα χειρόγραφα, αλλά δεν πρόκειται για ακραιφνή κατάλογo καραμανλίδικων χειρογράφων. Παρουσιάζονται εδώ δύο χειρόγραφα της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, που είναι γραμμένα με το σύστημα που αναφέραμε παραπάνω, η γλώσσα δηλαδή είναι τουρκική και οι χαρακτήρες ελληνικοί. Το πρώτο χειρόγραφο, Κυριαζή αρ. 33, είναι ένα Ευαγγελιστάριο με διαστάσεις 28 × 20 εκ.,11 καλλιγραφημένο και ιστορημένο, όπως θα λέγαμε στη γλώσσα την παλαιογραφική. Τα πρωτογράμματα είναι κόκκινα και τα επίτιτλα στολίδια χρυσοποίκιλτα. Στην αρχή κάθε ευαγγελίου υπάρχουν επικολημμένες μικρογραφίες των τεσσάρων ευαγγελιστών, με τεχνοτροπία αρκετά ρεαλιστική και με δεσπόζοντα τα σκούρα χρώματα. Συγκεκριμένα: στην αρχή ο ευαγγελιστής Ιωάννης με τον αετό, στη σελ. 30 ο ευαγγελιστής Ματθαίος με τον άγγελο, στη σελ. 78 ο ευαγγελιστής Λουκάς με τον μόσχο και στη σελ. 172 ο ευαγγελιστής Μάρκος με το λιοντάρι. Η σελιδαρίθμηση βρίσκεται στο κάτω μέρος της σελίδας, στη μέση· σύνολο γραμμένων σελιδων 252. Παρατηρούμε ωστόσο κάποια σύγχυση στον τρόπο αρίθμησης, έτσι μετά τον αριθμό 199 επανέρχεται ο αριθμός 100, μέχρι το 122, διορθώνεται στην επομένη σελίδα σε 223, όπου και σταματάει η αναγραφή των αριθμών. Το μέτρημα συνεχίζεται και αναγράφονται μόνο οι σελίδες 233-234, 245-246, 257-258, 269-260 (αντί για 270), στη συνέχεια βρίσκονται εννέα φύλλα, 18 σελίδες δηλαδή, λευκά. Το χειρόγραφο δεν έχει καμία χρονολογία, θα προσπαθήσω όμως να κάνω κάποιες εικασίες. Ενώ η γραφή παραπέμπει στον 18ο αιώνα, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτα σίγουροι, αφού πρόκειται για λειτουργικό βιβλίο, και είναι γνωστό ότι οι γραφείς σε τέτοιες περιπτώσεις γράφουν με κάποια επιτήδευση και μιμούνται γραφές παλαιοτέρων. Στα πρώτα φύλλα συναντάμε δύο υδατόσημα, τα οποία είναι αρκετά γνωστά από χειρόγραφα του τέλους του 18ου και της αρχής του 19ου αιώνα. Πρόκειται για μισοφέγγαρο μέσα σε τριγωνικό πλαίσιο και για αετό πλαισιωμένο με κλαδιά, ίσως δάφνης. Έτσι καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το χειρόγραφό μας ανήκει στα όρια του 18ου με τον 19ο αιώνα. Ένα άλλο στοιχείο αρκετά σημαντικό, που συνηγορεί στη χρονολόγηση αυτή, προκύπτει από το περιεχόμενό του και την ιστορική εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους. Το Ευαγγελιστάριο, όπως είναι γνωστό, περιέχει τις ευαγγελικές περικοπές που διαβάζονται στη διάρκεια του εκκλησιαστικού έτους, αρχίζοντας με το ευαγγέλιο του Ιωάννη την Κυριακή του Πάσχα. Τον συγκεκριμένο όρο τον συναντάμε το έτος 1587, όταν ο Χίος λόγιος Εμμανουήλ Γλυζώνιος συνέταξε «Εὐαγγελιστάριον, περιέχον τὴν τῶν Εὐαγγελιστῶν διαδοχήν, πόθεν ἄρχονται καὶ ποῦ καταλήγουσιν. Ἔτι κανόνια λε΄,

10. Μαμώνη 1959, σ. 243-266.

11. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 104.

Και Παλι τα Kαραμανλιδικα

91

ἐν οἷς εὑρίσκεται ἀείποτε τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ ὅλου ἐνιαυτοῦ, ὁμοίως καὶ τὸ ἑωθινόν, καὶ ποῖος ἦχος ψάλλεται ἐν ἑκάστῃ Κυριακῇ καὶ ἕτερα ἀναγκαία περὶ τοῦ εὑρεῖν τὴν ἡμέραν τοῦ ἁγίου Πάσχα καὶ Πασχάλιον διηνεκές», και το εξέδωσε το 1588 στη Βενετία από το τυπογραφείο του Francesco di Gulliani. Η συγκεκριμένη έκδοση περιέχει και ερμηνεία εις το ευαγγέλιο της Χαναναίας καθώς και τα ευαγγέλια μετά τα Φώτα. Το 1781 σε έκδοση του Ευαγγελίου βρίσκουμε συνημμένο και το Ευαγγελιστάριο του Γλυζωνίου. Είναι πολύ πιθανό το χειρόγραφό μας να είχε ως πρότυπο το Ευαγγελιστάριο αυτό, από όπου και να έγινε η μετάφραση, καθώς είναι παραδεδομένο οι καραμανλίδικες μεταφράσεις να γίνονται ως επί το πλείστον από εκδεδομένα πρότυπα. Εντύπωση προκαλεί ωστόσο το γεγονός ότι στα εκδεδομένα καραμανλίδικα βιβλία δεν υπάρχει αυτός ο τύπος του λειτουργικού βιβλίου, αλλά από πολύ νωρίς τα ακραιφνή Ευαγγέλια, Τετραβάγγελα, τα Ευαγγέλια των δια τεσσάρων, όπως συχνά χαρακτηρίζονται, και τα βιβλία της Καινής Διαθήκης, στα οποία περιλαμβάνονται τα Ευαγγέλια των τεσσάρων ευαγγελιστών και η Αποκάλυψη του Ιωάννου. Στο χειρόγραφο Ευαγγελιστάριό μας οι τίτλοι είναι γραμμένοι στα ελληνικά, και μόνο στο Μηνολόγιο ο τίτλος είναι τουρκικὸός (σ. 254): Ἀζηζλερῆν τουρλοῦ κιουνλερηντὲ [Στις διάφορες μέρες των Αγίων]. Ακολουθούν οι περικοπές: Εἰς ἀσωμάτους, εἰς προφήτας, ἕτερον εἰς ἀπόστολον, εἰς μάρτυρα, εἰς ἰεράρχην, εἰς ἰεράρχας, εἰς ἰερομάρτυρας, εἰς ὁσίους, εἰς ὁσιομάρτυρας, εἰς γυναῖκας μάρτυρας, εἰς ὁσίας γυναῖκας, εἰς ἐγκαίνια ναοῦ, εἰς σχῆμα μοναχοῦ, εἰς σχῆμα μοναχῆς, εἰς ἀσθενοῦντας, εἰς ἀσθενοῦσαν, εἰς κοιμηθέντας (πέντε), εἰς σεισμόν, εἰς ἐμπρησμόν, εἰς ἀνομβρίαν καὶ ἐπινίκια Βασιλέως, εἰς ἐπιδρομὴν ἐθνῶν, εἰς ἐπέλευσιν τῶν Σαρακηνῶν, εἰς πᾶσαν αἴτησιν, εἰς ἐξομολογουμένους, ἐπὶ ἐξομολογουμένων γυναικῶν. Τελειώνοντας την παρουσίαση του χειρογράφου Κυριαζή 33 θα αναφερθώ στην ευαγγελική περικοπή Ματθαίου 15.22 σχετικά με την πίστη της Χαναναίας γυναικός (σ. 123-124). Η περικοπή αυτή, η οποία φέρει τον τίτλο «Κυριακή της Χαναναίας» και διαβάζεται πριν από την Κυριακή του Τελώνου και Φαρισαίου, προφανώς θεωρείται σημαντική αφού γίνεται ειδική μνεία. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι δεν έχουμε έντυπη μορφή του καραμανλίδικου Ευαγγελισταρίου, ενώ πολλές είναι οι εκδόσεις Καινής Διαθήκης «Άχτη Τζετίτ»,12 πράγμα το οποίο μαρτυρεί, ενδεχομένως, οτι υπήρχε ανάγκη για πλήρη ευαγγελικά κείμενα, ώστε να χρησιμοποιηθούν ως υλικό παιδευτικό, και όχι για λειτουργικά βιβλία. Το δεύτερο χειρόγραφο είναι ο αριθμός 94.3 της Γενναδείου Βιβλιοθήκης,13 Έχει διαστάσεις 30 × 21εκ. και χρονολογείται από το τέλος του 18ου ως την αρχή του 19ου αιώνα, όπως προκύπτει από εσωτερικές μαρτυρίες.14 Είναι πανόδετο με 818 γραμμένες

12. Πρβλ. το συγκεκριμένο λήμμα στο Salaville και Dallegio 1958-1974. 13. Πολίτη και Παππά 2004, σ. 104-105, εικ. 28.

14. Sakel 2002· 2005. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα που μας το επεσήμανε και το έστειλε, αν και τότε αδημοσίευτο. ― Για το ίδιο χειρόγραφο βλ. Gavriel 2006.

92

ΠΗΝΕΛΟΠΗ ΣΤΑΘΗ

σελίδες, η γραφή είναι καλή, η συνήθης αυτού του αιώνα. Το κείμενο χωρίζεται σε παραγράφους των οποίων οι τίτλοι είναι ερυθρόγραφοι. Με κόκκινο μελάνι είναι επίσης γραμμένα τα κύρια ονόματα, τα τοπωνύμια, οι χρονολογίες, τα χρηματικά ποσά, καθώς και φράσεις καθιερωμένες ως γνωμικά, όπως Κύριε ἐλέησον, Θεοτόκε βοήθει μοι, και άλλα. Η γλώσσα είναι η τουρκική της εποχής, με τις ιδιαιτερότητες του καραμανλίδικου ιδιώματος, και τα γράμματα ελληνικά (Πίν. 64). Από την ανάγνωση του τίτλου και του περιεχομένου προκύπτει ότι πρόκειται για το γνωστό χρονικό του Δωροθέου Μονεμβασίας (Ψευδοδωρόθεος).15 Ο τουρκικός τίτλος ωστόσο είναι μακρύτερος αλλά αποδίδει ακριβώς το ελληνικό κείμενο: Τεμσηλὴ κιταπὴνγ ἠπτητασιντάν, τουνγιὰ γιαπηλτηγηντὰν πασλὰρ τάκϊ Κωνσταντίνου Παλαῖο λόγου πατησαχηντὰν γιάνε οὐρουμλαρὴνγ σὸνγ πατησαχληγηνάτακ ταχὶ βάρτηρ, βεὲ τουρκλερὴνγ πατησαχλὴκ σουρτουγοῦ ποῦ ἀνέτεκ, βὲ κίνε Βενετηκληλερὴνγ νὲ ζεμὰν γιαπηλτὴ, βὲ νὲ κατὰρ καλελὲρ ἀλτηλάρ, βὲ νὲ κατὰρ δούκαλαρ γιάνε χοκοὺμ σαχηπλερὴ χοκοὺμ ἐττηλὲρ ὀντά. Ταχὴ βάρτηρ, νὲ κατὰρ πατρϊάρχηλερκϊ πατρικλὴκ ἐττηλέρ, ἁγιος θρόνοζα, ἁζὶζ άλλαχὴνγ πογιοὺκ ἐκκλήσασιντα, τεβσηρτὴκ πουνλαρὴ τζούμλε τενλὶ κιταπλαρτάν, νίτζεκϊ λαζὴμ ὀλανλαρὴ βὲ τατλὴ μουχαπετλὴ ὀλμάγιλαν γιαζηλμήστηρ . . . Το προσθετο στοιχείο σε αυτόν τον τίτλο είναι το όνομα του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και των Βενετών δουκών. Ας σημειωθεί όμως ότι, ενώ αναγγέλλεται ο κατάλογος των Βενετών δουκών,16 δεν υπάρχει στο καραμανλίδικο κείμενο. Ο μεταφραστής, πιστός στην παράδοση των γραφέων-μεταφραστών των καραμανλίδικων βιβλίων, νιώθει την ανάγκη να εξηγήσει γιατί καταπιάνεται με αυτό το έργο, και διευκρινίζει: ἀτζηκτὰν ἀτζὴκ βὲ τεκρὰρ πογιοὺκ ζαχμετλέριλεν τεκαγιοὺτ ὀλούπ, γιάνι, ῥοὺμ λησανηντὰν βὲ τοὺρκ λισανηνὰ τερτζουπὲ ὀλουνμούστουρ. ὄλκϊ ῥόμτζαγι πήλμεγιεν χριστϊὰν καρτασλαρημὴζ ταχὶ ἀγναγὶπ κεγϊφηετηνὴ κάπζ’ ἐγιλεμελὶ οὐσούλουλαν πογιλὲ βὲ πεὰν ὀλουνούρ [=με μεγάλο κόπο συντάχθηκε, δηλαδή μεταφράστηκε από την ελληνική γλώσσα στην τουρκική γλώσσα, ώστε και αυτοί οι χριστιανοί αδελφοί μας που δεν γνωρίζουν τα ελληνικά μ’ αυτό τον τρόπο να καταλάβουν].17 Το όνομα του γραφέα-μεταφραστού δεν παραδίδεται σε κανένα σημείο του κειμένου, αν και υπάρχει ένα όνομα που άδικα διεκδικεί κάποια πατρότητα, και βρίσκεται σε σημείωμα, με άλλο χέρι και βιολετί μελάνι, στο φύλλο 820: Αὐτὸ τὸ πράγμα ἑγὼ Ἰωάννης ἔκαμα, 1838 μαρτίου 8. Προφανώς πρόκειται για κάποιον μεταγενέστερο

15. Ο τίτλος της συγκεκριμένης έκδοσης είναι Βιβλίον Ἱστορικὸν Περιέχον ἐν Συνόψει Διαφόρους καὶ Ἐξόχους Ἱστορίας Ἀρχόμενον ἀπὸ κτίσεως Κόσμου μέχρι τῆς Ἁλώσεως Κωνσταντινουπόλεως, κι ἐπέκεινα. Συλλεχθὲν μὲν ἐκ διαφόρων ἀκριβῶν Ἱστοριῶν, καὶ εἰς τὴν κοινὴν γλῶτταν μεταγλωττισθὲν παρὰ τοῦ Ἱερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας, Κυρίου Δωροθέου. Μετὰ Προσθήκης τῆς ἱστορίας τῶν Ὀθωμανῶν Βασιλέων μετὰ τὴν Ἅλωσιν ἕως εἰς τοὺς ͵αψξγʹ, βασιλεύοντος τοῦ Σουλτὰν Μουσταφά, καὶ τῆς Ἱστορίας τῶν Πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, καὶ ἄλλων

περιέργων. Νῦν μετατυπωθέν, αυξηθέν, καὶ μετὰ πλείστης ἐπιμελείας διορθωθέν, Βενετία 1763. 16. Η μετάφραση από τα τουρκικά: «Το παρόν βιβλίο αρχίζει από κτίσεως κόσμου μέχρι τον βασιλιά Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, δηλαδή μέχρι το βασίλειο των Ρωμιών, υπάρχει επίσης η διάρκεια βασιλείας των Τούρκων μέχρι τώρα, και επίσης [η βασιλεία] των Βενετών, πότε άρχισε και πόσα κάστρα κατέλαβαν, και πόσοι δούκες διοίκησαν εκεί». 17. Στάθη 2004, σ. 337.

Και Παλι τα Kαραμανλιδικα

93

κτήτορα, που θέλησε να αφήσει το σημάδι της συμμετοχής του στην ιστορία αυτού του χειρογράφου. Στη σελίδα 702 σημειώνεται η διαδοχή των σουλτάνων και σταματάει στον Μουσταφά Γ΄, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το έτος 1757: Βὲ Ὀσμαντὰν σογρὰ πατησαχλαντὴ Μησταφὰ ἠκὶ ἐβλάτηντὰν κι κουλτουράν, ἐβελολὰν Ἀχμετὴν σηρασηντάν, βὲ πουνοὺγ καρτασὴ ὀγλοῦ σουλτὰν Ὀσμανὴγ ἰολουμουντὲν σογρά, ὀτουρτοῦ ταχτὰ ὀκτόμβρινην 30 τὰ 1757 σενεσηντέ, βὲ πατησαχλὴκ ἐττὴ 1763 ταρηκί, τὰ ποὺ κουνέτεκ [= και μετά τον Οσμάν έγινε βασιλιάς ο Μουσταφά από τους δύο γιούς από τη σειρά του προηγουμένου Αχμέτ, και μετά το θάνατο του ξαδέλφου του Οσμάν κάθησε στο θρόνο στις 30 Οκτωβρίου το έτος 1757 και βασίλεψε ώς το 1763, μέχρι αυτή τη μέρα]. Αυτό ακριβώς το σημείο μαρτυρεί τη μεταγενέστερη μετάφραση από την έκδοση του 1763.18 Ο γραφέας-μεταφραστής, όπως είναι σύνηθες, δεν μεταφράζει τα ευαγγελικά χωρία, ούτε αυτά που προέρχονται από πατερικά κείμενα και ψαλμούς, αλλά τα παραθέτει όπως τα βρίσκει στην ελληνική γλώσσα. Ας σημειωθεί όμως ότι, ενώ αντιγράφει τα χωρία, η ορθογραφία τους είναι πλημμελής και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τα γνωρίζει από μνήμης τόσο καλά, ώστε τα γράφει χωρίς να κοιτάζει το κείμενο από όπου αντιγράφει, όπως για παράδειγμα: ο εκμιόντον τὰ πάντα παραγαγὸν τωλόγο κτιζόμενα, αιθειωποιανήνγ [Αιθιοπιανήν], κατοικόνα θεού, ετις θέλει οποίσομου ελθείν, κ.ά. Από τη σύντομη αυτή περιγραφή των δύο καραμανλίδικων χειρογράφων τίθεται και πάλι το θέμα της ανάγκης ενός προγραμματισμού για τη συγκέντρωση των καραμανλίδικων χειρογράφων. Η συγκεντρωτική μελέτη των χειρογράφων αυτών της Γενναδείου Βιβλιοθήκης θα φέρει στο φως και άλλα ονόματα γραφέων-μεταφραστών, που ο πνευματικός τους κόπος και η έγνοια να διαφωτίσουν και να παιδαγωγήσουν τους συμπατριώτες τους ήταν ο πρωταρχικός τους σκοπός. p

18. Στη σελίδα 460 του Ιστορικού Βιβλίου διαβάζουμε: «Μετὰ τὸν Ὀσμάνην ἐβασίλευσεν Μουσταφάς, ἀπὸ δύο υἰοὺς ὁποὺ σώζονται ἀπὸ τὴν σειρὰν τοῦ ποτὲ Ἀχμέτ, καὶ ἐξάδελφος τοῦ ἀποθανόντος Σουλτὰν τοῦ

Ὀσμάνου, ἐκάθισεν εἰς τὸν θρόνον εἰς τὰς λ΄ Οκτωβρίου ͵αψνζʹ καὶ βασιλεύει ἕως τὴν σήμερον ὁποὺ εἴναι ͵αψξγʹ».

• 10 •

Το Υπόμνημα του 1796. Μια πρόσθετη ανάγνωση ΣΠΥ Ρ ΟΣ Ι. Α ΣΔ ΡΑΧΑ Σ

Πώς, πότε και πού ό Γεννάδειος απόκτησε το χειρόγραφο 93.3 της Γενναδείου Βιβλιοθήκης, είναι κάτι που δεν το γνωρίζουμε ή, τουλάχιστο, εγώ δεν το γνωρίζω. Μια σύντομη παρουσίασή του έδωσε στον 3ο τόμο των Πελοποννησιακών το 1958 ο Δημήτριος Πετρόπουλος.1 Κάπου εκεί γύρω το είδε ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος κι από κοντά ο υποφαινόμενος: ό,τι ήξερε ο ένας το έλεγε στον άλλο, για να σκεφτούμε από κοινού. Το 1964 ο Κ. Θ. Δημαράς προγραμμάτισε την παρουσίαση μιας σειράς κειμένων σε συνέχειες και με τεκμηριωτική εικονογράφηση στο περιοδικό Εποχές, κείμενα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως μαρτυρίες κάποιων «σταθμών» προς μια «ελληνική κοινωνία», διαμορφωνόμενη κατά τον προχωρημένο 18ο και τον αρχόμενο 19ο αιώνα. Το σχέδιο περατώθηκε, κυρίως, από τους συνεργάτες του στο Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών: ο υποφαινόμενος ανάλαβε να αναδείξει το χειρόγραφο για το οποίο μιλούμε τώρα. Τον επόμενο χρόνο (1965) συμπεριελήφθη, με πρόσθετες φροντίδες, μαζί με τα άλλα κείμενα που είχαν εμφανιστεί στις Εποχές, σε έναν συλλογικό τόμο με τον τίτλο Σταθμοί προς την Νέα Ελληνική Κοινωνία.2 Το 1982 ο Φίλιππος Ηλιού συγκατέλεξε στη σειρά «Νεοελληνικά Μελετήματα», που συνδιεύθυνε με τον Άλκη Αγγέλου, και ένα δικό μου σύμμικτο τόμο, στον οποίο ξαναπαρουσίασα την πρώτη μου εργασία για το χειρόγραφο αυτό με περισσότερες τη φορά αυτή φροντίδες.3 Του κειμένου του χειρογράφου της Γενναδείου Βιβλιοθήκης δεν έκαμα αυτό που λέμε φιλολογική έκδοση, αλλά αναπαρήγαγα τα «κεφάλαιά» του σε μια νοηματική συνάφεια που δεν έθιγε την αφηγηματική αυτοτέλεια καθενός απ’ αυτά. Φιλολογική έκδοση του κειμένου αυτού μας έδωσε ο Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος στον 3ο τόμο της Επετηρίδας Στερεοελλαδικών Μελετών (1971-1972),4 ενώ λίγο πριν (1971) ο Αθανάσιος Θ. Φωτόπουλος εξέδιδε στα Πελοποννησιακά ένα απόσπασμα σχετικό με το Μ. Σπήλαιο.5 Αυτά ως προς το χρονικό.

1. Πετρόπουλος 1958. 2. Αντιστοίχως: Ασδραχάς 1964· 1965. 3. Ασδραχάς 11982, 21988, σ. 155-198, 363-370. Περιγραφή του χειρογράφου, αυτ., σ. 363-365 και, συνοπτικότερα, Πολίτη και Παππά 2004, σ. 119. Ως προς

τη χρονολόγηση νομίζω ότι θα πρέπει να αποδεχθούμε το έτος 1796 όχι ως post quem αλλά ως χρόνο σύνταξης του χειρογράφου. 4. Χριστόπουλος 1971-1972. 5. Φωτόπουλος 1971.

96

ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Οφείλω να διευκρινίσω ότι δεν έχω τίποτε, ή σχεδόν τίποτε, νέο να προσθέσω στα ήδη γνωστά: ας θυμίσω ότι πρόκειται για ένα ανολοκλήρωτο κείμενο, συνταγμένο με βεβαιότητα το 1796 (φ. 8: καὶ σήμερων . . . ὁπου εἶναι 1796 ιουλίου 9), γραμμένο από κάποιον που είχε προσωπική γνώση των τόπων της Βοιωτίας και της βόρειας Πελοποννήσου, και το οποίο στηρίζεται σε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο. Σ’ αυτό ο συντάκτης του κειμένου προσπαθεί, όσο μπορεί, να δώσει απαντήσεις κι ακόμη να αποθησαυρίσει λίγες πληροφορίες, ως προς τις οποίες το ερωτηματολόγιο δεν έδινε εναύσματα. Κείμενο και ερωτηματολόγιο είναι διακριτά: άλλος ή άλλοι ερωτούν και άλλος, με τη συνέργεια προφανώς τρίτων, αρθρώνει τις απαντήσεις του. Τόσο ο συντάκτης του ερωτηματολογίου, όσο και ο συγγραφέας των απαντήσεων μάς είναι άγνωστοι, όχι όμως και το κλίμα από το οποίο προέρχονται. Τα ερωτήματα είναι εκείνα που ένας σύγχρονος ιστορικός θα έθετε στις πληροφοριακές του πηγές, για να περιγράψει και μάλιστα να ερμηνεύσει την οικονομία και, σε σημαντικό βαθμό, την κοινωνία των ελληνικών περιοχών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τον φθίνοντα 18ο αιώνα: πρόκειται για ένα εργαλείο ιστορικής ανάλυσης. το ίδιο ισχύει και ως προς τις απαντήσεις, που, εκφεύγοντας από τη μερικότητα και συστηματικότητα των ερωτήσεων, προσπαθούν να αναχθούν σε ένα συνθετικότερο, μολονότι αποσπασματικό, συνεχή λόγο. Είναι αυτονόητο ότι πρόκειται για μια σημαντική πηγή της νεοελληνικής, κατά κύριο λόγο οικονομικής, ιστορίας και ως τέτοια έχει προσληφθεί από την ιστοριογραφία μας. Το ερωτηματολόγιο προφανώς προέρχεται από κάποια προξενική υπηρεσία που, ανταποκρινόμενη σε υπόδειξη της προϊσταμένης της αρχής, προσπαθεί να συλλέξει το μέγιστο των πληροφοριών που αφορούν το δημοσιονομικό σύστημα, την οικονομία και τους φορολογικούς θεσμούς, ακόμη τους όρους με τους οποίους πραγματοποιούνταν η όλη παραγωγή των περιοχών στις οποίες επρόκειτο να διεξαχθεί η έρευνα και συνάμα τις οικονομικές λειτουργίες του κλήρου, για να μείνω μόνο σε ορισμένα από τα πιο έξεργα ερωτήματα. Στο σύνολό τους, όπως έχω σημειώσει, αποτελούν ερμηνευτικά κλειδιά για την κατανόηση των ελληνικών οικονομιών και κοινωνιών του 18ου αιώνα, που συνεχίζουν να διατηρούν όλη την αναλυτική τους αξία. Θα μπορούσε να φανταστεί κανείς κάποια από τα πρόσωπα που συνδύαζαν τα προξενικά τους χρέη με προσωπικές συγγραφικές ικανότητες και ερευνητικές ετοιμότητες: από τον μακρό πιθανό κατάλογο, και λόγω μάλιστα της γεωγραφικής συνάφειας, θα μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει δύο ονόματα, του Félix Beaujour και του André Grasset de Saint Sauveur ας είναι. Τον συντάκτη ή τους συντάκτες των ερωτημάτων διακρίνει μια συγκροτημένη γνώση του οθωμανικού δημοσιονομικού συστήματος, αλλά και της τυπολογίας της οικονομίας, κατ’ εξοχήν αγροτικής, που γίνεται αντικείμενο διερεύνησης: τούτο επιτρέπει στον συγγραφέα του υπομνήματος να οργανώσει τις απαντήσεις του, άλλοτε σε συνεχή και άλλοτε σε αποσπασματικό λόγο και, κυρίως, να καταγράψει καταστάσεις, ιδίως οικονομικές, που συνήθως ξέφευγαν από τους υιοθετημένους όρους καταγραφής και απομνημόνευσης. Υπάρχουν όμως και σιωπές στα ερωτήματα, στα οποία εδράζονται οι απαντήσεις του, σιωπές των κοινών τόπων άλλου είδους σχετικών συγχρονικών

Το Υπομνημα του 1796

97

καταγραφών: ο μεγάλος απών είναι η παιδεία, όπως εκλαμβανόταν στη σχολική της εκδοχή. Τις σιωπές του ερωτηματολογίου σπανίως τις υπερακόντισε ο ανώνυμός μας και μάλιστα προς μια κατεύθυνση ιδιάζουσας αλλά σταθερής ιστορικότητας, όπως αυτή η τελευταία κρυσταλλώνεται στις ενθυμήσεις. Οι απαντήσεις με δυο λόγια είναι εξαρτημένες από τον τύπο και το εύρος των ερωτήσεων. Αυτή η εξάρτηση καθόρισε ίσως την απουσία κάθε ιστορικής αναδρομής σχετικής με τους τόπους στους οποίους επικεντρώνεται η αφήγηση και, συνεπώς, την απεξάρτηση από άλλα πρότυπα, δηλαδή τις Γεωγραφίες. Τούτο δεν σημαίνει ότι απουσιάζει ο χρόνος και οι ειδοποιές του στιγμές: είναι πρωτίστως χρόνος οικονομικός. Θέλω να πω ότι ο χρόνος κατηγοριοποιείται βάσει της κίνησης των οικονομικών μεγεθών: κίνηση της φορολογίας, κίνηση των τιμών. Αυτή η κίνηση οριοθετεί ένα πριν και ένα μετά. Υπάρχει επίσης ένας χρόνος θα λέγαμε συμβαντολογικός που επέχει θέση ορόσημου: εκφράζεται με χρονολογίες, όχι απαραίτητα επακριβείς. Θα ξαναμιλήσουμε γι’ αυτό. Τη στιγμή της παρατήρησης έχουν συμβεί μεταβολές που συνοψίζονται στην αύξηση των χρηματικών προσόδων και μαζί μ’ αυτές των τιμών: αυτές οι μεταβολές είναι εκείνες που στοιχειοθετούν τον οικονομικό χρόνο και συνάμα καθορίζουν την πρόσληψη τού παρόντος, πρόσληψη αρνητική, σχεδόν απαξιωτική. Όπως συμβαίνει με τους χαμένους παραδείσους, έτσι κι εδώ το χθες ήταν καλύτερο από το σήμερα, τόσο ως οικονομική όσο και ως ηθική κατάσταση. Πρόκειται για μια διάχυτη αντίληψη για την κοινωνική λειτουργία του παρελθόντος που διατρέχει κι αυτό εδώ το κείμενο. Αναφερόμουν σε χρονολογίες που εκφέρονται με σχετική βεβαιότητα, αλλιώς για χρονοθεσίες των συμβάντων: δεν ανήκουν υποχρεωτικά στον ανώνυμο μάρτυρά μας, είναι δυνατό να αποτελούν γενικότερες πεποιθήσεις. Ας αναφερθώ σε ένα, ενδεικτικό νομίζω, παράδειγμα. Για την ίδρυση δερβενίων σε μια σειρά χωριών της Μεγαρίδας, των γνωστών Δερβενοχωρίων, είχε καταγραφεί το πρώτο μισό του 19ου αιώνα μια παράδοση, σύμφωνα με την οποία τα δερβένια αυτά συγκροτήθηκαν τον 15ο αιώνα με την τουρκική κατάληψη της Πελοποννήσου.6 Ο ανώνυμος μεταθέτει το χρόνο στον λήγοντα 17ο αιώνα, όταν οι Βενετοί γίνονται κύριοί της: κατ’ αυτόν τα Δερβενοχώρια οφείλονται στις συνοριακές πραγματικότητες της εποχής εκείνης. Πρόσφατα η Ευαγγελία Μπαλτά μάς έκαμε γνωστά οθωμανικά τεκμήρια του 16ου αιώνα που βεβαιώνουν την ορθότητα της παράδοσης.7 Εξυπακούεται ότι δεν αναλίσκομαι στην έκθεση αυτών των πληροφοριών για να συζητήσω την αξιοπιστία ή την αναξιοπιστία των χρονολογήσεων του ανώνυμου, αλλά για να επισημάνω ένα μηχανισμό χρονολόγησης, ταυτόσημο, ίσως, στην περίπτωση με εκείνον του αιτιολογικού μύθου, για μια χρονοθέτηση της μνήμης υπαγορευόμενη από τη λειτουργικότητα των καταστάσεων που ζητούν να σταθεροποιηθούν μέσα στο χρόνο. 6. Την καταγράφει ο Φωτάκος (1[1899], σ. 137 η. ἑ., 1960, σ. 105-106), και την αξιοποιεί ο Βακαλόπουλος (1941). Πβ. Ασδραχάς 1988, σ. 367, σημ. 12, και κυρίως εδώ, σημ. 7.

2

7. Μπαλτά 2002, σ. 113-118. Η συγγραφέας εξηγεί ότι η χρονολόγηση του ανώνυμου συγγραφέα του υπομνήματος θα οφείλεται στο γεγονός ότι το φορολογικό καθεστώς αυτών των χωριών ανανεώθηκε με τη βενετική κατάκτηση της Πελοποννήσου.

98

ΣΠΥΡΟΣ Ι. ΑΣΔΡΑΧΑΣ

Το κείμενο που μας απασχόλησε έχει ως κύριο πεδίο παρατήρησης τους συντελεστές της παραγωγής που είναι οι άμεσοι παραγωγοί των αξιών, φυσικών και χρηματικών, δηλαδή ο κόσμος της κυριαρχούμενης κοινωνίας, οι «ραϊάδες», όπως τον ονομάζει· ο κόσμος αυτός ελκύει τη συμπάθεια του συγγραφέα, χωρίς τούτο να συνεπάγεται την αποδοχή του εσωτερικού του εξουσιαστικού συστήματος. Αυτό το σύστημα, μάλιστα όπως εκφράζεται από τον ανώτερο κλήρο, προκαλεί την κριτική του απαξίωση, αλλά με όρους περισσότερο οικονομικούς παρά ηθικούς: οι τελευταίοι είναι απόρροια των πρώτων, αλλά συγχρόνως και αιτίες τους.8 Συνταγμένο τον φθίνοντα 18o αιώνα, το κείμενο ενέχει αρκετούς από τους χαρακτήρες του, μάλιστα εκείνους που αφορούν την αμφισβήτηση της αυθεντίας. Ωστόσο, η αντίληψη που το διαπερνά είναι πασεϊστική: ο 18ος αιώνας δεν είναι εκείνος της κατάφασης, που τη μοιράζονταν αρκετοί σύγχρονοί του και περισσότεροι μεταγενέστεροι. Για πολλούς ήταν ένας κακός αιώνας, ίσως ο αιώνα της Αποκάλυψης. Το ίδιο ισχύει, με αντιφατικό τρόπο, και στην κατά βάση ορθολογική ανάλυση του συγγραφέα του υπομνήματος, μάρτυρα που καταθέτει σε διπλό επίπεδο, εκείνο των συμβάντων και εκείνο των προσλήψεων των συμβάντων αυτών. p

8. Παραθέτω το σχετικό χωρίο (φ. 11 = Ασδραχάς 1988, σ. 194), το περιεχόμενο του οποίου αποτελεί έναν από τους κοινούς αντικληρικούς τόπους της εποχής: Ἐκείνοι ὁπου εἲς τούτον τὸν αιώνα ἁνεβένουν εἰς τὸν βαθμὸν τὴς ἁρχιεράτικὴς ἁξίας, εἶναι δούλοι καὶ ὑπηρέται ἤ του πατριάρχου ή τῶν πρωκρήτων ἁρχηερέων: διάκονοι, πρωτόσύγκελοι, ἑφημέριοι τού πατριαρχείου, οἰ ὁπήοι δουλεύουν τοῦς προεστοῦς τους με πολλὴν ὑπομονὴν καὶ με τὴν ἑλπίδα να γείνουν ἤ διάδοχοι τού ἱδίου τους πρωεστοὺ ἤ ἁλλης ἑπαρχήας δεσπόται. Καὶ ὅταν ἁποθάνη καμίας ἑπαρχήας ὁ αρχηερεύς, ευθεὶς ἁρχινοῦν με βίαν τας μεσιτίας, ἅλλοι εἰς τον πατρηάρχην, ἁλλοι εἰς πρωκρείτους αρχηερείς, ἅλλοι εἰς ἁρχωντες καὶ ἁρχώντισαις, πολάκης καὶ εἰς

πρώσοπα τῶν μεγιστάνων καὶ ἁπο τους πολλοῦς ἐπιτυχαινει ἕνας καὶ λαμβάνει την ἀξίαν αὑτήν. Πλήν ὅσον καὶ ἁν ἐπιτύχη, τοὺ ἁκολουθοῦν ἔξωδα πολλά, καὶ πέντε, καὶ δέκα, καὶ δέκαπέντε χιλιάδες γρόσια. Αὑτα τά ἑξωδα γείνωνται ἁλλα κανίσκια εἰς τοῦς μεσίτας, ἁλλα εἰς τὴν Πόρταν, ἅλλα εἰς τοῦς πρωκρείτους ἁρχηερείς, ὅλλα με χρεωστηκὰς ὁμολογίας. Καὶ ἁνείσως καὶ ἡ ἑπαρχήα ἕχει καὶ χρέη παλαιὰ ἁπο τοῦς πρῶἁπερασμένους ἅρχηερείς, ὅλλα τὰ ὑπόσχεται αὑτός, με το πλέον ὁλιγότερον διάφωρον 15 εις τα ἐκατὸν—καὶ ὁπου δὲν εἶναι καμία ἑπαρχήα ὁπου νὰ μεὶν ἕχει χρέως καὶ 10 καὶ 20 χιλιάδες γρόσια. Λοιπὸν αὐτὸς ὁ νέος ἁρχηερεύς, χορὴς να ἕχει ἑδικά του 50 γρόσια, πήπτη εἰς ἕναν βυθὸν ἁπο χρέη.



11 •

Ίχνη του Ιωάννη Εμμανουήλ, συντρόφου του Ρήγα, σε «Μαθηματάριο» του 18ου αιώνα ΓΙ Α ΝΝ ΗΣ ΚΟΚ Κ ΩΝΑ Σ

Αθησαύριστα έμειναν ως τις μέρες μας τα ενδιαφέροντα ίχνη που άφησε σε ένα ωραίο χειρόγραφο των αρχών του 18ου αιώνα (Γενν. 801)1 ο Ιωάννης Εμμανουήλ από την Καστοριά, ένας από τους νεαρούς συντρόφους του Ρήγα που μοιράστηκαν μαζί του το θάνατο και τη δόξα του εθνομάρτυρα. Αφού πρώτα αναφερθώ σε όσα με βεβαιότητα γνωρίζουμε για τον άνθρωπο και περιγράψω στη συνέχεια το χειρόγραφο–ενδιαφέρον ούτως ή άλλως για την ιστορία της διδασκαλίας των ελληνικών γραμμάτων στα Βαλκάνια του 18ου αιώνα–μνημονεύοντας και τους ανθρώπους από των οποίων τα χέρια πέρασε, θα παρουσιάσω στο τέλος αυτά που ονόμασα «ίχνη» του νεαρού Εμμανουήλ, ίχνη που περίμεναν την πρώτη έκθεση χειρογράφων της Γενναδείου για να μας αποκαλυφθούν. Για τον Καστοριανό σύντροφο του Ρήγα δεν γνωρίζουμε πάρα πολλά. Έχουμε κάτι λίγες ειδήσεις σημειωμένες το 1797 από τον σύγχρονό του Ζαβίρα, έπειτα όσα γράφουν τα Πρακτικά των ανακρίσεων της ομάδας του Ρήγα στην Αυστριακή Αστυνομία2 και, τέλος, ό,τι συνάγεται από δύο δημοσιευμένα κείμενά του, ένα στιχούργημα δημοσιευμένο στην Εφημερίδα των Μαρκιδών Πούλιου την Πρωτοχρονιά του 1797, κι ένα βιβλίο που πρόφτασε να εκδώσει, την ίδια χρονιά.3 από τις πηγές αυτές μαθαίνουμε τα εξής: Ο Ιωάννης Εμμανουήλ γεννήθηκε το 1774 στην Καστοριά (η μητέρα του ήταν από τη Σιάτιστα) και είχε έναν αδελφό δύο χρόνια μικρότερο, τον Παναγιώτη, που κι αυτός εκτελέσθηκε μαζί με τον Ρήγα. Γράμματα ελληνικά, αρχαία εννοείται, ο Ιωάννης έμαθε κοντά στον θείο του διδάσκαλο Γεώργιο Λεοντίου, ο οποίος δίδασκε στην Πέστη της Ουγγαρίας, ενώ Λατινικά, Γερμανικά και ό,τι εννοούσαν τότε με τον όρο «Φιλοσοφικά», άκουσε επίσης στην Πέστη, άγνωστο σε ποιο ή ποια εκπαιδευτήρια· για τα μαθήματα αυτά, γράφει ο Ζαβίρας,4 ότι ο Ιωάννης «ἠκροάσατο τοὺς ἐν Πέστᾳ τῆς Οὐγγαρίας σοφούς». Στα δεκαοκτώ του χρόνια, το 1792, πιθανότατα στην Πέστη, μετέφρασε από τα γερμανικά ένα Ἐγκόλπιον τῶν παίδων, που φαίνεται ότι έμεινε ανέκδοτο και χάθηκε, αν και στην Ελληνική Βιβλιογραφία που καλύπτει τα χρόνια εκείνα αναφέρεται ως αβιβλιογράφητο αλλά τυπωμένο το 1792.5 Από την Πέστη πήγε στη Βιέννη, άγνωστο

1. Αναλυτική περιγραφή του βλ. στο Πολίτη και Παππά 2004, σ. 116-118. 2. Legrand [1891] 1996, σ. 91-97.

3. Λαδάς και Χατζηδήμος 1973, σ. 96, αρ. 73. 4. Ζαβίρας [1872] 1972, σ. 370. 5. Παπαδόπουλος 1984, σ. 159, αρ. 2133*.

100

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

πότε ακριβώς, «χάριν κρείττονος παιδείας», κατά την διατύπωση πάλι του Ζαβίρα, και εκεί, φοιτητής της Ιατρικής πλέον, γνώρισε τον Ρήγα το φθινόπωρο του 1796, ενώ την Πρωτοχρονιά του 1797 φαίνεται πως γνώριζε και ήταν ήδη ενθουσιασμένος με τα επαναστατικά σχέδιά του: η Ἐφημερὶς των Μαρκιδών Πούλιου στο πρώτο τεύχος του 1797, όπως σημειώσαμε παραπάνω, φιλοξένησε το πρώτο γνωστό μας τυπωμένο του κείμενο, ένα αισιόδοξο αλληγορικό πατριωτικό στιχούργημα με τον τίτλο Ὠδάριον συγχαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι καὶ φιλοπάτρισιν ὑπὸ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ · στο τέλος του στιχουργήματος, που αποτελείται από 78 δεκατρισύλλαβους ιαμβικούς στίχους, σαν αυτούς του Θούριου δηλαδή, η θεά Αθηνά, της οποίας τα χέρια είναι δεμένα με σίδηρα σφικτά, περιμένει να ομονοήσουν οι Έλληνες για να έρθει η μέρα της Ελευθερίας: Ἡ ἔρις μόν’ ἂς λείψῃ, καὶ ἔχω ποθητὴν Μετέπειτα ἐλπίδα νὰ ἐλευθερωθῶ Παράσημά μου ὅλα λαμπρῶς νὰ ἐνδυθῶ. Τὸ φίλτατόν μου ἔθνος δὲν μὲ ἀλησμονᾶ Παντοῦ μὲ ἐνθυμεῖται, πατρὶς δὲν τὸ πλανᾶ Nὰ τὸ κρατήσῃ ξένη, ἀλλ’ ἔχει τὰς καλὰς Ἀθήνας ν’ ἀναστήσῃ, ἀφ’ οὗ μεταβολὰς Ἀμεταβλήτους πάθῃ Ἑκάτη ἡ δεινὴ Kαὶ λάψ’ ἡ φίλη πάλιν Πατρίς μας ἡ κλεινή.6 Το ίδιο έτος 1797, μόλις εικοσιτριών ετών, εξέδωσε στη Βιέννη, στο τυπογραφείο του Anton Pichler, το πρώτο και τελευταίο του βιβλίο, ένα πολύ καλό εγχειρίδιο Αριθμητικής,7 το πρώτο μιας σχεδιαζόμενης σειράς μαθηματικών εγχειριδίων, όπως μαθαίνουμε διαβάζοντας τον πρόλογό του: Ἐπειδὴ ἡ Ἀριθμητικὴ θεωρεῖται ὡς πρῶτον μέρος τῆς Μαθηματικῆς, τὴν ὁποίαν οὐκ ὀλίγοι τῶν ὁμογενῶν ἐπιθυμοῦσι νὰ διδαχθῶσι μὲ ἀληθεῖς ἀρχάς, ἔχων σκοπόν, ἂν αἱ περιστάσεις τὸ συγχωρήσωσι, νὰ συγγράψω ὀλίγον κατ’ ὀλίγον ὅλα τὰ μέρη τῆς Μαθηματικῆς, ἔκρινα εὔλογον νὰ συγγράψω κατὰ πρῶτον τὴν Ἀριθμητικὴν ὡς ἀρχὴν τῆς Μαθηματικῆς, καὶ ἔπειτα καὶ τὰ λοιπὰ αὐτῆς μέρη.8 Ως γνωστόν «αἱ περιστάσεις» δεν το επέτρεψαν, αφού μετά τη σύλληψη του Ρήγα στην Τεργέστη τον Δεκέμβριο του 1797 και τη μεταφορά του στη Βιέννη τον Φεβρουάριο του 1798, ακολούθησαν οι συλλήψεις όλων, όσοι είχαν με κάποιον τρόπο συνεργαστεί μαζί του, και υπήρχαν ενδείξεις ότι είχαν συμμεριστεί τα σχέδιά του. Ο Ιωάννης Εμμανουήλ ήταν από τους τελευταίους που συνέλαβε η Αυστριακή Αστυνομία· στην ανάκριση ομολόγησε ότι γνώριζε τον Ρήγα, ότι ήταν «ὁμόφρων αὐτοῦ», ότι είχε παραλάβει από τον ίδιο ένα χειρόγραφο του Θούριου, ότι το είχε μαζί

6. Το Ωδάριον καταλαμβάνει τις δύο τελευταίες σελίδες (15\-16) του πρωτοχρονιάτικου τεύχους της Εφημερίδος του 1797· βλ. Βρανούσης 1995, τ. 6, σ. [15]-[16]. ― Σήμερα είναι διαθέσιμο στο Διαδίκτυο ψηφιακό πανομοιότυπο της φωτοτυπικής επανέκδοσης· για το Ωδάριον βλ. URL: http://anno.onb.ac.at/

cgi-content/anno?apm=0&aid=eph&datum=17970101 &seite=13&zoom=2 (Ημερομηνία τελευταίας επίσκεψης 14.11.2006). ― Το κείμενο είχε αναδημοσιεύσει με έναν στοιχειώδη σχολιασμό ο Βέης (1942). 7. Βρανούσης 1995, τ. 5, σ. 541-542. 8. Ἐμμανουὴλ 1797, σ. [4].

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

101

του στο πολύμηνο ταξίδι που έκανε από τον Μάιο ως τον Νοέμβριο του 1797, πηγαίνοντας μέσω Βουδαπέστης στη Σιάτιστα για να παραλάβει την περιουσία της πεθαμένης μητέρας του, ότι από φόβο δεν το διέδωσε ούτε στην Πέστη ούτε στη Μακεδονία αλλά, «ὁσάκις ἦτο μόνος ἔψαλλεν αὐτὸ μετ’ ἐνθουσιασμοῦ». Επίσης ότι ο Ρήγας του έδωσε κρυφά σ’ ένα καφενείο της Βιέννης τρία αντίτυπα της επαναστατικής προκήρυξης, η οποία «εὐηρέστησεν αὐτόν, ἐπειδὴ ὀφείλει νὰ ὁμολογήσῃ εἰλικρινῶς, ὅτι τὴν ἀπελευθέρωσιν τῆς Ἑλλάδος ἐπιθυμεῖ ἐκ βάθους τῆς καρδίας του, καθ’ ὅτι ἡ πατρίς του διὰ τόσων αἰώνων στενάζει ὑπὸ τὸν βαρβαρώτατον καὶ τυραννικώτατον ζυγὸν τῶν Τούρκων, τοῦ καθολικοῦ τῶν Ἑλλήνων ἀσπόνδου ἐχθροῦ». Το τέλος είναι γνωστό: στα τέλη Ιουνίου 1798 ο εικοσιτετράχρονος Ιωάννης Εμμανουήλ και ο αδελφός του Παναγιώτης, είκοσι δύο ετών αυτός, εκτελέσθηκαν στο Βελιγράδι μαζί με τον Ρήγα και άλλους πέντε συντρόφους του. Ας περάσουμε τώρα στο χειρόγραφο. Πρόκειται για Μαθηματάριο των αρχών του 18ου αιώνα· έχει τις συνηθισμένες για την κατηγορία αυτή διαστάσεις (16 × 22), σώζεται με την αρχική δερμάτινη στάχωσή του, αποτελείται από 310 φύλλα και φέρει σελιδαρίθμηση με αρκετά λάθη, που καταλήγει στο verso του τελευταίου φύλλου στον αριθμό 645. Περιέχει είκοσι επτά κείμενα της χριστιανικής και της θύραθεν γραμματείας, τα περισσότερα από τα οποία συνήθιζαν να επιλέγουν ως διδακτέα ύλη οι διδάσκαλοι της εποχής εκείνης: Ασματικούς κανόνες, νουθετικούς στίχους, κάτοπτρα ηγεμόνων, εκκλησιαστικούς ρήτορες, Ιλιάδα, Εκάβη.9 Όλων αυτών προτάσσεται μια σειρά αινιγμάτων συνθεμένων στην αρχαία ελληνική από τον διδάσκαλο, καθώς και μια μικρή συλλογή σχολιασμένων παιγνιωδών φράσεων της κοινής νεοελληνικής, που αποτελούν, νομίζω, καλό και σπάνιο υλικό για όσους μελετούν την διδακτική της εποχής εκείνης. Η επιγραφή που βρίσκουμε στο recto του πρώτου φύλλου είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για τη χρονολόγηση και την προέλευσή του: Πίναξ τῆσδε τῆς βίβλου, τῆς μετὰ πόνου καὶ μόχθου ἀναγνωσθείσης παρὰ τοῦ Μπάρμπουλου, υἱοῦ Δήμου, διδάσκοντος τοῦ σοφωτάτου διδασκάλου κυρίου Γεωργίου τοῦ Τραπεζουντίου υἱοῦ Θεοδώρου, ἐπὶ ἔτει ἀπὸ Χριστοῦ 1713 (Πίν. 65). Γράφτηκε λοιπόν το 1713 από τον Μπάρμπουλο Δήμου Νικολάου, έναν ελληνομαθή νεαρό Ρουμάνο (όπως δείχνει το όνομα Μπάρμπουλος), μαθητή της Αυθεντικής Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, που διδάχθηκε αρχαία ελληνικά από τον γνωστό, σπουδαίο διδάσκαλο Γεώργιο Θεοδώρου Τραπεζούντιο.10 Ο Μπάρμπουλος θα πρέπει να ήταν επιμελέστατος μαθητής και αρκετά επιδέξιος γραφέας, με καλλιτεχνικές κιόλας ικανότητες, αν κρίνουμε τόσο από το καθαρό, περιποιημένο γράψιμο των κειμένων, της διαστίχου ερμηνείας και των σχολίων, όσο και από τα βυζαντινότροπα καλλιγραφικά κεφαλαία των τίτλων, από ορισμένα πρωτογράμματα διακοσμημένα με πολύ μεράκι (Πίν. 66 και 67) και από τις περίπλοκες μονοκονδυλιές που βρίσκουμε στο τέλος μερικών κειμένων. Ως τώρα δεν

9. Ο πίνακας περιεχομένων δημοσιεύεται παρακάτω, στο Παράρτημα.

10. Για τον Γεώργιο Τραπεζούντιο και τη θητεία του στην Αυθεντική Ακαδημία βλ. Camariano-Cioran 1974, σ. 381-387.

102

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

κατόρθωσα να εντοπίσω κάποια άλλη πληροφορία για το τί έκανε μετά τη φοίτησή του στην Αυθεντική Ακαδημία. Χάρη στην εκτεταμένη έρευνα που πραγματοποίησε η Αγγελική Σκαρβέλη-Νικολοπούλου, παρουσιάζοντας και περιγράφοντας χίλια περίπου Μαθηματάρια που σώζονται σε δεκάδες βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό,11 μπορούμε σχετικά εύκολα να διαπιστώσουμε ότι το Μαθηματάριο του Μπάρμπουλου, άγνωστο ως σήμερα στους μελετητές, αποτελεί μια πρώτης τάξεως μαρτυρία, τόσο για τις επιλογές και την μέθοδο ενός από τους σπουδαιότερους διδασκάλους της Ακαδημίας του Βουκουρεστίου, όσο και για την άμεση απήχηση που είχε ένα έντυπο βιβλίο, το οποίο αποτέλεσε βασικό βοήθημα για τους διδασκάλους από το 1710 που εκδόθηκε ως τις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης· εννοώ την Ἐγκυκλοπαιδεία Φιλολογικὴ του Ιωάννη Πατούσα, τη γνωστή, εκδοτικά καλότυχη τετράτομη ανθολογία κειμένων για σχολική χρήση.12 Το Μαθηματάριο που παρουσιάζουμε, γραμμένο τρία μόλις χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της Ἐγκυκλοπαιδείας αυτής, το 1713 δηλαδή, είναι από τα πρώτα, αν όχι το πρώτο χρονολογημένο χειρόγραφο αυτού του είδους, που μας δείχνει πόσο γρήγορα και σε ποια έκταση υιοθετήθηκαν οι προτάσεις του Πατούσα από τον Γεώργιο Τραπεζούντιο στο Βουκουρέστι. Τα μισά κείμενα, δεκατρία στα είκοσι εφτά, θα μπορούσαν να έχουν αντιγραφεί από την Ἐγκυκλοπαιδεία Φιλολογική, και αξίζει να σημειώσουμε ότι δύο τουλάχιστον από τα κείμενα αυτά, οι Ἠθοποιΐες του Νικηφόρου Βασιλάκη και του Σεβήρου, αντιγραμμένα από τον πρώτο τόμο της Ἐγκυκλοπαιδείας, δεν βρίσκονται σε άλλο από τα γνωστά Μαθηματάρια. Πόσο έμεινε στα χέρια του Μπάρμπουλου το χειρόγραφο, δεν το γνωρίζουμε. Τα κτητορικά σημειώματα δείχνουν μόνο ότι πέρασε στη συνέχεια από τα χέρια δύο κληρικών, του ιεροδιακόνου Διονυσίου, που το χάρισε στη μονή της Κόζια στη Βλαχία–αυτό συνάγεται από μια σημείωση στα ρουμανικά13 στο κάτω περιθώριο του πρώτου φύλλου (Πίν. 65)—και κάποιου Παρθενίου, που έβαλε σε δύο σημεία του χειρογράφου και τη σφραγίδα του (Πίν. 66). Άγνωστο επίσης πότε, πού και πώς, το χειρόγραφο βρέθηκε στα χέρια ενός Εμμανουήλ Αρβανίτου, όπως μας δείχνει ένα κτητορικό σημείωμα που βρίσκεται, ανάμεσα σε πολλά δοκίμια κονδυλίου και μελάνης, στο recto του πρώτου παραφύλλου: Αὕτη ἡ βίβλος ὑπάρχει τοῦ Ἐμμανουὴλ Ἀρβανίτου. Επόμενος κτήτορας ο δεκάχρονος Καστοριανός Ιωάννης Εμμανουήλ, που είχε στα χέρια του το Μαθηματάριο τον Οκτώβριο του 1784: Ἐκ τῶν τοῦ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ ξὺν τοῖς ἄλλοις καὶ τόδε, ͵αψπδ΄. ὀκτομβρίου: β΄: διαβάζουμε γραμμένο από το αδέξιο ακόμα και διστακτικό χέρι του μικρού μαθητή, ακριβώς κάτω από το προηγούμενο κτητορικό σημείωμα. Αξίζει να προσέξουμε τη σύμπτωση στα ονόματα: Εμμανουήλ Αρβανίτης, Ιωάννης Εμμανουήλ. Δεν αποκλείεται να έχουμε για πρώτη φορά μπροστά μας το οικογενειακό επώνυμο του νεαρού Καστοριανού, ίσως δηλαδή ο Εμμανουήλ Αρβανίτης να ήταν ο

11. Σκαρβέλη-Νικολοπούλου 1993. 12. Legrand 1918, σ. 82-88. ― Βλ. και Σκλαβενίτης 1978-1979.

13. Την ανάγνωση και μετάφρασή της οφείλω στον συνάδελφο Φλορίν Μαρινέσκου, τον οποίο ευχαριστώ και από τη θέση αυτή.

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

103

πατέρας του κι αυτός από παιδί να υπέγραφε «Ιωάννης Εμμανουήλ» αντί «Ιωάννης Εμμανουήλ Αρβανίτου»· είναι κάτι που αξίζει να ερευνηθεί, αφού όσα έχουν υποστηριχθεί για τον πατέρα του Ιωάννη Εμμανουήλ δεν είναι, κατά την άποψή μου, πειστικά, και αυτός είναι ο λόγος που δεν τα ανέφερα παραπάνω, όταν συνόψισα τα λίγα βιογραφικά που με ασφάλεια γνωρίζουμε· ας μου επιτραπεί στο σημείο αυτό μια παρέκβαση για να παρουσιάσω με συντομία όσα σχετικά έχουν γραφεί. Στις 28 Ιανουαρίου του 1975 οι αναγνώστες της εφημερίδας Το Βήμα διάβασαν ένα δίστηλο με τίτλο «Βρέθηκε ἡ διαθήκη συντρόφου τοῦ Ρήγα» και υπότιτλο «Τοῦ σπουδαστῆ Ἐμμανουήλ Ἰωάννου ποὺ θανατώθηκε τὸ 1798». Τι είχε συμβεί; Ο Πολυχρόνης Ενεπεκίδης είχε βρει στο Verwaltungsarchiv της Βιέννης μια διαθήκη, με την οποία κάποιος Εμμανουήλ Ιωάννου τον Απρίλιο του 1798 κληροδοτούσε μερικές χιλιάδες αργυρά φλωρίνια σε μετρητά και εισπρακτέα δάνεια, τα περισσότερα στις θυγατέρες των αδελφών του Δημητρίου, Παύλου και Κωνσταντίνου, που κατοικούσαν στην Καστοριά, και λιγότερα σε ιερείς και προεστώτες της ιδιαίτερης πατρίδας του και στη Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους. Ενώ ήταν προφανές ότι επρόκειτο για τυπική περίπτωση άτεκνου γέροντα εμπόρου, ο Ενεπεκίδης, επειδή η διαθήκη συντάχτηκε μερικούς μήνες πριν την εκτέλεση του Ρήγα και των συντρόφων του, δήλωσε με βεβαιότητα ότι βρήκε τη διαθήκη ενός από τους νεαρούς συντρόφους του Ρήγα και ότι αυτός λεγόταν Εμμανουήλ Ιωάννου και όχι Ιωάννης Εμμανουήλ όπως ήταν γνωστός· το μόνο που δυσκολευόταν να εξηγήσει ήταν το γεγονός ότι ένας από τους εκτελεστές της διαθήκης ήταν ο Χαρίσιος Οικονόμου, αδελφός του Δημητρίου Οικονόμου που κατέδωσε τον Ρήγα στις αυστριακές αρχές. Τρεις ημέρες μετά τη δημοσίευση του «αποκαλυπτικού ευρήματος» ο Γεώργιος Λάιος έβαλε τα πράγματα στη θέση τους με επιστολή που δημοσιεύθηκε επίσης στο Βήμα, στις 31 Ιανουαρίου 1975. Ο Λάιος, που εγνώριζε τη γραμμένη στις 13 Απριλίου 1798 διαθήκη, αλλά και τον Κώδικα του Ναού του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης, είχε ταυτίσει, ορθά νομίζω, τον συντάκτη της με τον εβδομηνταπεντάχρονο Καστοριανό έμπορο Μανουήλ Ιωάννου: Στον Κώδικα, στις 19 Απριλίου 1798, ο εφημέριος είχε σημειώσει: «Ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ ὁ μακαρίτης Μανουὴλ Ἰωάννου ἐκ πόλεως Καστορίας, ἦν ἐτών 75 τὴν ἡλικίαν καὶ ἐτάφη παρ’ ἐμοῦ Σεραφεὶμ Ἱερομονάχου Λαυριώτου Σεῤῥαίου καὶ ἐφημερίου τῆς Καπέλλης τῶν Τουρκομεριτῶν Ῥωμαίων». Έγραψε λοιπόν ο Λάιος ότι, «ὁ ἑβδομηκονταπεντούτης ἐκεῖνος ὁμογενὴς δὲν εἶχε καμμία σχέσι ἐπὶ τοῦ προκειμένου μὲ τὸν εἰκοσιτετραετὴ σύντροφο τοῦ Ῥήγα Ἰωάννη Ἐμμανουήλ». Με το θέμα ασχολήθηκε αργότερα ο Λέανδρος Βρανούσης, όταν έγραφε τα πλούσια και πολύ διαφωτιστικά Προλεγόμενα στην Ἐφημερίδα του έτους 1797. Στάθηκε ανάμεσα στον Ενεπεκίδη και τον Λάιο και έγραψε χωρίς επιφύλαξη ότι, ο από παλαιά εγκατεστημένος στη Βιέννη έμπορος Μανουήλ Ιωάννου, σημαίνον στέλεχος της ελληνικής αδελφότητας από τη δεκαετία του 1770, ήταν πατέρας του Ιωάννη Εμμανουήλ, ότι ίσως τον έστειλε στον τάφο μια ώρα αρχήτερα η λύπη για τη σύλληψη των δύο γιων του, ότι για να αφήνει όλη του την περιουσία στις ανιψιές του ήταν βέβαιος ότι οι γιοι του θα εκτελεστούν, και ότι η δωρεά στη μονή Μεγίστης Λαύρας έγινε για να

104

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

μνημονεύονται αυτός, οι γονείς του και οι δύο γιοι του.14 Για να συμφωνήσει κανείς με την άποψη του Βρανούση θα πρέπει να δεχθεί ότι ο Μανουήλ Ιωάννου έκανε τα δύο παιδιά του σε ηλικία πενήντα ενός και πενήντα τριών ετών, ζώντας αυτός στη Βιέννη και η αρκετά νεότερη γυναίκα του στην Καστοριά, όπου γεννήθηκαν τα παιδιά του, ότι, ενώ αυτός ήταν στη Βιέννη, ο γιος του Ιωάννης μάθαινε γράμματα στη Βουδαπέστη, ότι, ενώ ήταν ο ίδιος έμπορος και από τα επιφανή στελέχη της ελληνικής κοινότητας, και διέθετε περιουσία χιλιάδων φλωρινίων το 1798, ο εικοσιδυάχρονος γιος του Παναγιώτης δούλευε για τον Χιώτη έμπορο Ευστράτιο Αργέντη κρατώντας τα κατάστιχα του, ότι το 1798 η αρκετά νεότερη γυναίκα του Εμμανουήλ Ιωάννου είχε ήδη πεθάνει και, τέλος, ότι, ετοιμοθάνατος ο ίδιος, ήταν βέβαιος πως οι δύο γιοι του θα εκτελεστούν και γι’ αυτό μοίρασε την περιουσία στις ανιψιές του και στο μοναστήρι, από το οποίο, σημειωτέον, προερχόταν ο εφημέριος του Αγίου Γεωργίου της Βιέννης. Νομίζω ότι περιττεύει να εξηγήσω γιατί όλα αυτά δεν μου φαίνονται πολύ πιθανά. Όπως και να είναι, το χειρόγραφο που μας απασχολεί βρισκόταν στα χέρια του Ιωάννη Εμμανουήλ από το 1784 ως το 1798. Πώς και πόσο το χρησιμοποίησε μπορούμε μόνο να το εικάσουμε, μιας και τα μοναδικά ίχνη που άφησε στα μαθητικά του χρόνια είναι ακόμη ένα κτητορικό σημείωμα στο verso του ίδιου παραφύλλου (Πίν. 65 και 68), γραμμένο την ίδια ημέρα με το προηγούμενο, με διορθωμένο το μήνα από ὀκτόμβριο σε ὀκτώβριο, και μία μικρή άσκηση αντιγραφής, που βρίσκουμε σε ένα από τα πρώτα φύλλα. Αυτά είναι τα πρώτα ίχνη. Πολύ αργότερα, αρχές Ιανουαρίου του 1796, φοιτητής πλέον στη Βιέννη, άνοιξε το χειρόγραφο σε μία από τις πέντε-έξι διάσπαρτες περιοχές άγραφων φύλλων, για να καθαρογράψει κάποια ποιητικά συνθέματά του. Στη σελίδα 585 (Πίν. 69), κάτω από την επιγραφή: Ποιημάτιά τινα Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ. Τῷ 1796, Ἰανουαρίου 8 Βιέννῃ, βρίσκουμε το πρώτο στιχούργημα, αποτελούμενο από είκοσι τέσσερις ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους αφιερωμένους στα Χριστούγεννα, που δείχνουν την έντονη διάθεση για έκφραση, όχι όμως και χάρισμα ποιητικό. Ανάμεσα στις σελίδες 585 και 586, ο νεαρός Εμμανουήλ κόλλησε με βουλοκέρι ένα έντυπο δίφυλλο, προφανώς τυπωμένο από τους Μαρκίδες Πούλιου, με τυπωμένες μόνο την πρώτη και την τρίτη σελίδα. Η πρώτη είναι σελίδα τίτλου, στην τρίτη βρίσκεται το κείμενο. Ας δούμε πρώτα τον τίτλο: Τῷ κλεινῷ γένει τῶν Ἑλλήνων, ἰδίως δὲ τοῖς ἐν τῆδε τῇ Βασιλευούσῃ τῶν πόλεων τιμιωτάτοις Ἕλλησι, καὶ ἐμοῖς εὐεργέταις, στίχοι συγχαριστικοὶ εἰς τὸ νέον ἔτος, προσφωνηθέντες ὑπὸ Γασπάρου Φερδινάνδου Πέτερς, διδασκάλου τῆς Φιλοσοφίας, Μαθηματικῆς, καὶ τῶν Νομικῶν. 1796. Ο Gaspar Peters, που παρέδιδε μαθήματα γαλλικών σε νεαρούς Έλληνες στη Βιέννη, είναι γνωστός για τους δεσμούς με την ομάδα του Ρήγα, και είναι ένας από εκείνους που απελάθηκαν από την Αυστριακή Αστυνομία για τη συμμετοχή τους στην επαναστατική κίνηση, μαζί με τους Μαρκίδες Πούλιου, το 1798. Το κείμενο, το «προσφωνηθὲν ὑπὸ Γασπάρου Φερδινάνδου Πέτερς», αρχίζει με μιαν αναφορά στον αναγεννώμενο Φοίνικα, που

14. Βρανούσης 1995, σ. 537-539.

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

105

δεν συμβολίζει βέβαια μόνο το Νέο Έτος, και τελειώνει με ευχές για την ελπιζόμενη εθνική Παλιγγενεσία: Χαῖρε τώρα τῶν Ἑλλήνων, Χαῖρε γένος τὸ κλεινόν, Καὶ ὡς Φοῖνιξ ἀνθησάτω ἀπὸ πᾶν πτῶμα [= πτώση] δεινόν. Χαῖρε τώρα τῶν Ἑλλήνων, χαῖρε Γένος τὸ κλεινόν, Κλώνους ἄπλωσον καὶ ἴσκιον, κάμε ‘σ τὴν ὑπ’ οὐρανόν. Τώρ’ ἀνθίζει πάλιν, βλέπω, δόξ’ ἡ πάλαι Ἀχαιῶν, Τὸ Φθινόπωρον παρῆλθεν, ἦλθεν ἔαρ παλαιόν. Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν. Το έντυπο αυτό, άλλο αντίτυπο του οποίου δεν έχει επισημανθεί, δεν είναι άγνωστο: πανομοιότυπα των σελίδων 1 και 3 σε σμίκρυνση και ένα μέρος του κειμένου έχουν δημοσιευθεί από τον αείμνηστο Λέανδρο Βρανούση στα Προλεγόμενα για την Ἐφημερίδα των Μαρκιδών Πούλιου του έτους 1797,15 όπου το δίφυλλο αναφέρεται ως μονόφυλλο. Ο Βρανούσης, σχολιάζοντας το κείμενο, υποθέτει–και δεν πέφτει πολύ έξω, όπως θα ιδούμε στη συνέχεια–ότι: «κάποιος νεαρὸς ὁμογενὴς τῆς Βιέννης, ποὺ τὸν εἶχε οἰκοδιδάσκαλο», θα βοήθησε τον Peters να συνθέσει το «συγχαριστικόν» του στιχούργημα. Θεωρώ βέβαιο ότι ο Βρανούσης γνώριζε το έντυπο αυτό όχι από αυτοψία αλλά από φωτοτυπίες, ή φωτογραφίες, των σελίδων 1 και 3, που του έδωσε κάποιος από τους ανθρώπους της Γενναδείου, όταν το Μαθηματάριο εισήχθη στη Βιβλιοθήκη το 1970· αν το είχε δει ανάμεσα στις σελίδες του Μαθηματαρίου, θα είχε οπωσδήποτε προσέξει τα προηγούμενα και τα επόμενα χειρόγραφα συνθέματα του Ιωάννη Εμμανουήλ, δεν θα περιέγραφε ως μονόφυλλο ένα δίφυλλο, και δύσκολα θα έκανε λάθος στον αριθμό της σελίδας (αντί 585 γράφει 586). Η διατύπωσή του άλλωστε στη σχετική παραπομπή δεν μαρτυρεί αυτοψία: «Ἄγνωστο καὶ ἀβιβλιογράφητο ἀκόμα, βρέθηκε πρόσφατα στὴ Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, συσταχωμένο σὲ κώδικα: JG 64PH–451/3 G, μετὰ τὴ σελ. 586». Το αλφαριθμητικό που δίνει, εκτός του ότι έχει λανθασμένα μεταγραφεί (αντί JG διάβαζε 74), δεν είναι ταξινομικός αριθμός της Γενναδείου, αλλά οι κωδικοί της δημοπρασίας στην οποία αγοράσθηκε το χειρόγραφο το 1970 (Πίν. 65). Αμέσως μετά το έντυπο δίφυλλο, στη σελίδα 586–κατά την αρίθμηση του χειρογράφου–βρίσκουμε το δεύτερο κείμενο, ένα δωδεκάστιχο, επίσης πρωτοχρονιάτικο στιχούργημα με ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους, πάλι για το νέο έτος 1796, υποθέτω, μιας και ο γραμμένος σε τέσσερις αράδες τίτλος είναι με επιμέλεια σβησμένος, πιθανότατα από τον ίδιο τον Ιωάννη Εμμανουήλ, ώστε να μη διαβάζεται. Κι εδώ παρόν το όραμα της εθνικής Παλιγγενεσίας, όπως δείχνει η ευχή να μιμηθούν οι νέοι Έλληνες τους Αρχαίους, να ευφρανθεί η κάποτε ακμαία και τώρα δυστυχής Ελλάδα, να χαθεί η οθωμανική αυτοκρατορία:

15. Βρανούσης 1995, σ. 499-504.

106

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ Μάλιστ’ οἱ ἀπόγονοί σου Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοὶ καὶ νὰ λάμψουν καὶ ἐτοῦτοι ὡς ἐκεῖνοι οἱ παλαιοὶ καὶ νὰ εὐφρανθῇ ἡ στείρα, ἡ πολύτεκνος ποτέ, κι ἡ Ἑκάτη νὰ ἐκλείψει! Γένοιτο! ναὶ, Δυνατέ.

Ακολουθεί ένα αποκαλυπτικό σημείωμα, που αναφέρεται στο έντυπο για το οποίο πριν από λίγο μιλήσαμε: Ἕτερον ποιηθὲν ὑπό τοῦ αὐτοῦ, συγχαριστικόν, χάριν τοῦ ῥηθέντος Γασπάρου Φερδινάνδρου τοῦ καὶ διδάσκοντος αὐτὸν τὴν γαλλικὴν διάλεκτον, καὶ τύποις ἐκδοθέν. Κάτι ακόμα προσθέτουμε λοιπόν στα ολίγα βιογραφικά του Ιωάννη Εμμανουήλ, για τα τελευταία χρόνια της σύντομης ζωής του: Ήταν μαθητής του Peters, και δεν βοήθησε τον δάσκαλό του να συνθέσει το τυπωμένο αλληγορικό στιχούργημα της Πρωτοχρονιάς του 1796, όπως εύλογα υπέθεσε ο Βρανούσης, αλλά το έγραψε ο ίδιος και του το προσέφερε, για να το «προσφωνήσει» αυτός με τη σειρά του στους Έλληνες φιλοπάτριδες και ιδιαίτερα στους Έλληνες της Βιέννης. Ακολουθεί το τέταρτο στη σειρά κείμενο, ένα παλαιότερο επιτάφιο επίγραμμα για έναν φίλο του από τα χρόνια που μαθήτευε στην Πέστη, τον φοιτητή της Νομικής Κωνσταντίνο Λασκαράκη Αγγελάκη, που χάθηκε πρόωρα το 1793. Τα πρώτα ψηφία των ημιστιχίων σχηματίζουν το όνομα Κωνσταντίνος, και στον προτελευταίο στίχο, με τα πρώτα γράμματα τεσσάρων λέξεων σχηματίζεται το έτος του θανάτου (ΑΨϤΓ [1793 ]). Στις επόμενες τρεις σελίδες ο Ιωάννης Εμμανουήλ αντέγραψε, μετά την δημοσίευσή του, το πέμπτο κείμενο, το γνωστό μας από την Ἐφημερίδα της Πρωτοχρονιάς του 1797 στιχούργημα, προσθέτοντας μια διευκρίνιση στον τίτλο, και σημειώνοντας ότι το κείμενο είχε τυπωθεί: Ὠδάριον συγχαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος, τουτέστιν εἰς τὸ͵ΑΨϤΖ΄ προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι τε, καὶ φιλοπάτρισιν, ὑπὸ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ. (ἐτυπώθη δὲ καὶ προσετέθη ταῖς ἐφημερίσι). Μοναδική προσθήκη το Ἀμήν, στο τέλος του κειμένου. Συνοψίζω: Στις σελίδες 585 έως 589, σύμφωνα πάντα με τη λανθασμένη αρίθμηση του χειρογράφου, ο Ιωάννης Εμμανουήλ συγκέντρωσε από τον Ιανουάριο του 1796 ως τον Ιανουάριο του 1797 πέντε στιχουργήματά του, από τα οποία δύο μας ήσαν γνωστά– αλλά μόνο το ένα ως έργο του–και τρία ανέκδοτα και άγνωστά μας. Το χειρόγραφό μας φύλαξε ανάμεσα στα φύλλα του κι ένα δείγμα γραφής του Ιωάννη Εμμανουήλ στα γερμανικά: ένα μικρό κομμάτι από σχισμένο γράμμα που μάλλον δεν στάλθηκε ποτέ (εικ. 1). Προφανώς είναι το τέλος κάποιας επιστολής που έγραψε άγνωστο πότε, προς ποιον και με ποιο θέμα. Διακρίνουμε καθαρά την υπογραφή του και πριν από αυτή μάλλον μια τυπική γερμανική αποφώνηση, που θα τη μεταφράζαμε «μεθ’ ὑπολήψεως ὑμέτερος». Όσο για τις άλλες λέξεις, με λίγη φαντασία θα μπορούσαμε να πούμε ότι στέλνει χαιρετίσματα σε κάποιον που το επίθετό του τελειώνει σε -rögler και ότι εύχεται να έχει σύντομα κάποια επαφή με τον αποδέκτη της επιστολής. Άφησα για το τέλος ένα μικρό σχέδιο, ίσως το τελευταίο ίχνος που άφησε στο χειρόγραφο ο Ιωάννης Εμμανουήλ. Σπεύδω εξαρχής να δηλώσω ότι κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει με βεβαιότητα, ποιος, γιατί και τί έχοντας στο νου του σχεδίασε στη

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

107

σελίδα 361 του χειρογράφου τη μορφή ενός ώριμου μυστακοφόρου άνδρα με πυκνά σγουρά μαλλιά (εικ. 2, Πίν. 70). Έδειξα φωτογραφία της σελίδας αυτής σε πολλούς ανθρώπους, χωρίς να τους δώσω καμία πληροφορία για το χειρόγραφο, ρωτώντας τους μόνο αν αναγνωρίζουν το πρόσωπο που παριστάνει το σχέδιο. Χωρίς πολλή δυσκολία και δίχως δισταγμό μικροί και μεγάλοι, πολύ ή λιγότερο γραμματισμένοι, μου είπαν ότι βεβαίως αναγνωρίζουν τον Ρήγα Φεραίο και ότι απορούν γιατί τους ρωτώ, αφού είναι φανερό. Ας απαριθμήσουμε πρώτα όσα θα έπρεπε να λάβει υπόψη αυτός που θα επιχειρούσε να εξηγήσει πώς βρέθηκε στο συγκεκριμένο χειρόγραφο αυτό το μικρό και όχι σπουδαίο, από καλλιτεχνική άποψη, σχέδιο. 1. Το χειρόγραφο βρισκόταν στα χέρια του Ιωάννη Εμμανουήλ από το 1784 ώς το 1797, δηλαδή το έτος κατά το οποίο συνελήφθη ο Ρήγας. 2. ο Ιωάννης Εμμανουήλ ήταν από τους τελευταίους οπαδούς του Ρήγα που συνελήφθησαν.

Εικ. 1. Σπάραγμα γερμανικά γραμμένης επιστολής με την υπογραφή του Ιωάννη Εμμανουήλ. Βρέθηκε ανάμεσα στα φύλλα του χειρογράφου

3. μετά την εκτέλεση του Ρήγα και των συντρόφων του, το χειρόγραφο περιήλθε στην κατοχή του γνωστού Ηπειρώτη εμπόρου Σταύρου Ιωάννου, που βρισκόταν τότε στη Βιέννη, όπως δείχνει ένα μισοσχισμένο αλλά αναγνώσιμο κτητορικό σημείωμα στο verso του πρώτου παραφύλλου: Κτῆμα Σταύρου Ἰωάννου (εικ. 1). Αν ερμηνεύω σωστά τα σημάδια που έχει το χειρόγραφο, από τον Σταύρο Ιωάννου πέρασε στον λόρδο Guilford, από τη συλλογή του Guilford στη συλλογή Phillipps, και το 1970 το αγόρασε η Γεννάδειος Βιβλιοθήκη από τον οίκο Sotheby’s. Να σχεδίασε τη μορφή αυτή ο Σταύρος Ιωάννου ή οι επόμενοι κτήτορες , δεν μοιάζει πιθανό. 4. το χειρόγραφο έχει πολλά άγραφα φύλλα, η σελίδα που ακολουθεί την 361 είναι λευκή, στο κάτω μέρος της σελίδας που βρίσκεται το σχέδιο υπάρχει επίσης αρκετός χώρος, και παρ’ όλα αυτά το χέρι που σχεδίασε τη μορφή αυτή προτίμησε την αγκαλιά που σχηματίζεται από τον τελευταίο στίχο και από τη φράση που δηλώνει το τέλος του κειμένου. 5. αυτός που σχεδίασε το κεφάλι το έχει απιθώσει, ας μου επιτραπεί η διατύπωση, ακριβώς πάνω στη λέξη Θεοτόκου (εικ. 8). Τέλος τοῦ παρακλητικοῦ τῆς ὑπεραγίας Θ(εοτό)κου κανωνος, είναι η φράση που κλείνει το κείμενο. 6. ο τίτλος του κειμένου, στο τέλος του οποίου σχεδιάστηκε αυτή η μορφή, είναι ο εξής: Κανὼν παρακλητικὸς εἰς τὴν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον, ψαλλόμενος ἐν πάσῃ

108

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

θλίψει τῆς ψυχῆς καὶ περιστάσει. Ποίημα Θεοστηρίκτου μοναχοῦ. Ο πειρασμός μιας υπόθεσης, που θα εξηγούσε την ύπαρξη του συγκεκριμένου σχεδίου στο συγκεκριμένο σημείο του συγκεκριμένου χειρογράφου, είναι μεγάλος: ποιος δεν θα σκεφτόταν, με διαθέσιμες τις πληροφορίες που εκτέθηκαν παραπάνω, ότι το παλιό Μαθηματάριο, που περιείχε συν τοις άλλοις ασματικούς κανόνες, είχε γίνει προσευχητάριο στα χέρια του φοιτητή που Εικ. 2. Είναι άραγε η μορφή του Ρήγα, αγωνιούσε για την τύχη των φυλακισμένων σχεδιασμένη από τον σύντροφό του Ιωάννη Εμμανουήλ στο τέλος μιας προσευχής, σε συντρόφων του και περίμενε τη σειρά του ώρες αγωνίας να συλληφθεί; Αν είναι έτσι, αγωνιώντας και προσευχόμενος, λίγο πριν τον πιάσουν, «ἐν θλίψει ψυχῆς καὶ περιστάσει», διαβάζοντας τον παρακλητικό κανόνα, ίσως σχεδίασε αδέξια τη μορφή του Ρήγα, εκεί στο τέλος του κειμένου, κάτω από τη φράση τὸ ζοφερὸν τῆς ἀγνοίας διώκουσα και πάνω στη λέξη Θεοτόκου. p

109

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Περιεχόμενα του Μαθηματαρίου (φφ. 1-2) Έχουν αναλυθεί οι βραχυγραφίες και έχουν κεφαλαιογραφηθεί τα ονόματα και οι πρώτες λέξεις των τίτλων. Οι αριθμοί παραπέμπουν στη σελιδαρίθμηση του χφ. Στον πίνακα περιεχομένων δεν περιλαμβάνονται: ένα απόσπασμα από τον Πρὸς Νικοκλέα λόγο του Ισοκράτους (σσ. 412-413), και η αρχή ενός Ἐγκωμίου εἰς τὸν τίμιον Πρόδρομον καὶ κατὰ ὑπερηφανείας (σ. 602), τα οποία προφανώς προστέθηκαν αργότερα. Αἰνίγματα πολλῶν πάνυ ὡραῖα

εἰς φύλλα

1

Χρυσολωρᾶ Γνῶμαι μονόστιχοι

17

Γαβρίου Τετράστιχα

63

Λέοντος τοῦ Σοφοῦ Ὠδάριον εἰς τὴν δευτέραν τοῦ Χριστοῦ παρουσίαν

85

Ἰγνατίου Ἰαμβικὰ παραινετικὰ

92

Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου Ἠθικὸν ἀλφάβητον ἰαμβικὸν

95

Φωκυλίδου Νουθετικὸν ποίημα

97

Κανὼν ἰαμβικὸς Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ εἰς τὴν Χριστοῦ γέννησιν

113

Ἕτερος κανὼν ἰαμβικὸς εἰς τὰ ἅγια Θεοφάνεια ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ

123

Ἕτερος κανὼν ἰαμβικὸς εἰς τὴν ἁγίαν πεντηκοστήν, ποίημα Ἰωάννου τοῦ Ἀρκλᾶ

133

Λουκιανοῦ Νεκρικοὶ διάλογοι

147

Ἰσοκράτους Πρὸς Δημόνικον παραίνεσις

209

Τοῦ αὐτοῦ Λόγος βος πρὸς Νικοκλέα περὶ βασιλείας

339

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Πρόκλου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Λόγος αος εἰς τὰ ἅγια Θεοφάνεια

259

Τοῦ αὐτοῦ Λόγος βος εἰς τὸ πάθος τοῦ Χριστοῦ τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Παρασκευῇ

267

Τοῦ αὐτοῦ Λόγος γος εἰς τὸ ἅγιον Πάσχα

272

Νικηφόρου τοῦ Βασιλάκη τοῦ ῥήτορος Ἠθοποιΐα αη

279

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

110 Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα βα

εἰς φύλλα

283

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα γη

287

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα δη

291

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα εη

294

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα Ϛη

297

Σεβήρου σοφιστοῦ τοῦ Ἀλεξανδρέως Ἠθοποιΐα α΄

303

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα β΄

304

Τοῦ αὐτοῦ Ἠθοποιΐα γ΄

305

Λιβανίου σοφιστοῦ Ἔκφρασις πανηγύρεως

306

Τοῦ αὐτοῦ Χρεία

309

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου Περὶ προσευχῆς λόγος αος

322

Τοῦ αὐτοῦ Λόγος βος πρὸς Εὐτρόπιον, εὐνοῦχον, πατρίκιον καὶ ὕπατον

338

Θεοστηρίκτου μοναχοῦ Κανὼν εἰς τὴν ὑπεραγίαν Θεοτόκον

354

Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ Κανὼν εἰς τὴν κοίμησιν τῆς Θεοτόκου

370

Ἀγαπητοῦ διακόνου Ἔκθεσις κεφαλαίων παραινετικῶν πρὸς βασιλέα Ἰουστινιανὸν

380

Τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Γρηγορίου Ναζιανζηνοῦ ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Θεολόγου Στίχοι ἡρωοελεγεῖοι περὶ τῶν τοῦ βίου ὁδῶν

406

Τοῦ αὐτοῦ εἰς τὸν Μέγαν Βασίλειον ἠθικὴ διὰ στίχων ἡρωοελεγείων

408

Ἰλιάδος αη Ὁμήρου ῥαψωδίας

428

Ἰλιάδος βη Ὁμήρου ῥαψωδίας

470

Εὑρυπίδου Ἑκάβη τὰ τοῦ δράματος πρόσωπα

540

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ

Στιχουργήματα του Ιωάννη Εμμανουήλ (σ. 585-589) Ποιημάτιά τινα Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ· τῷ 1796 Ἰανουαρίου 8 Βιέννῃ Εἰς τὴν Χριστοῦ Γέννησιν· οὗ ἡ ἀκροστιχὶς κατὰ ἀλφάβητον Ἀρχινῶν νὰ ἱστορήσω, πῶς σαρκώθη ὁ Θεὸς Βλέπω ἀσθενεῖς κ’ ἡ γλῶσσα, κ’ αἱ δυνάμεις τοῦ νοός Γυρίζ’ ὅμως ἱκετεύων· ὦ παιδὶ σημερινόν Διηγήσου πῶς γεννήθης σπήλαιον ’στὸ ταπεινόν. Εὐσπλαγχνίσθην τέλος λέγει πλάσμα μου τ’ εὐγενικόν Ζωῆς βλέπων νὰ προκρίνῃ θάνατον τὸν φθαρτικόν. Ἡσαΐου ὅθεν τώρα πληρωθεῖσα ἡ φωνὴ Θεοῦ γένναν ἐκ παρθένου βλέπει κόσμ’ ἡ καλλονή. Ἰδού, λέγει, ἡ παρθένος ἕξει τώρα ἐν γαστρί, Καὶ υἱὸν θέλει γεννήσει τὸν συνάναρχον πατρί. Λάμπει, ὁδηγόν, καὶ τ’ ἄστρον ἀπὸ τὴν Ἀνατολὴν Μάγους λίβανον φοροῦντας χρυσὸν καὶ σμύρναν πολλήν. Νὰ ’στὴν γέννησιν μ’ ἕν’ ἄστρον δούλευσεν κι ὁ οὐρανὸς Ξένῳ τρόπῳ ὅτ’ ἐκεῖνο ἄγγελος ἦν φαεινός. Οἱ ποιμένες μὲν τὸ θαῦμα οἱ δ’ ἄνθρωποι αὐτὴν Παρθενίας τὴν μητέρα πρόσφεραν τὴν ποθητήν. Ῥίζας ἐκ Δαβὶδ κλωνάρι τ’ ἄνθος τῶν Ἐμμανουὴλ Σήμερον ἐν τῷ σπηλαίῳ τέξασαι εἰς τὴν Ῥαχήλ. Τὰ παιδιά της ὅμως κλαίει ἡ Ῥαχὴλ ὀδυνηρῶς Ὑπὸ τοῦ Ἡρώδου ὅτι ἐφονεύθησαν σκληρῶς. Φόνος δ’ οὐδὲ ξίφος φθάσεν ἐν Αἰγύπτῳ παντελῶς Χριστὸς ὅ,που ἦν φευγάτος καὶ κρυμμένος ἐντελῶς. Ψάλλατ’ ὅθεν μετ’ ἀγγέλων· Δόξ’ ἐν ὑψίστοις θεῷ Ὦ ὁμήγυρις τιμία πάντα κι ἐν θεῷ ναῷ.

111

112

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

Ἕ[τερον] [ . . . ] [Τέσσερις γραμμὲς κειμένου (πιθανότατα δίστιχος τίτλος και δίστιχος υπότιτλος), διαγραμμένες επιμελώς]. Εὖγε γέρον εὖγε Κρόνε οὐρανοῦ τοῦ ὑψηλοῦ, Ὅτι τὴν συνήθειάν σου ἔκαμες ὡς πρὸ πολλοῦ. Καὶ τὸν παλαιὸν υἱόν σου ἔφαγες, πλὴν μὲ κοινὸν Τρόπον, ὅτι μ’ αὐτὸν φάγες καὶ τὸν Ἄρην τὸν δεινόν. Εὖγε γέρον εὖγε Κρόνε εὖγε Οὐρανοῦ υἱὲ Πολεμάρχον καὶ ἀνδρεῖον νίκησας ὦ γηραιέ. Ἄξιον λοιπὸν οἱ πάντες νὰ σὲ στέψουν μὲ χλωρὰ Ἄνθη, καὶ νὰ μιμηθῶσι καθορθώματα λαμπρά. Μάλιστ’ οἱ ἀπόγονοί σου Ἕλληνες καὶ Ἀχαιοὶ Καὶ νὰ λάμψουν καὶ ἐτοῦτοι ὡς ἐκεῖν’ οἱ παλαιοὶ Καὶ νὰ εὐφρανθῇ ἡ στεῖρα ἡ πολύτεκνος ποτὲ Κ’ ἡ Ἑκάτη νὰ ἐκλείψῃ! Γένοιτο! ναί, Δυνατέ.

Ἕτερον ποιηθὲν ὑπὸ τοῦ αὐτοῦ· συγχαριστικόν· χάριν τοῦ ῥηθέντος Γασπάρου Φερδινάνδου τοῦ καὶ διδάσκοντος αὐτὸν τὴν γαλλικὴν διάλεκτον, καὶ τύποις ἐκδοθέν. [Μεταγράφω στη συνέχεια τη σελίδα τίτλου του εντύπου διφύλλου και το συγχαριστικόν στιχούργημα που βρίσκεται στη σ. 3] Τῼ῀ ΚΛΕΙΝῼ ΓΕ΄ΝΕΙ ΤΩ῀Ν ἙΛΛΗ΄ΝΩΝ, Ἰδίως δὲ τοῖς ἐν τῇδε τῇ Βασιλευούσῃ τῶν Πόλεων τιμιωτάτοις ἝΛΛΗΣΙ, καὶ ἐμοῖς εὐεργέταις ΣΤΙ΄ΧΟΙ ΣΥΓΧΑΡΙΣΤΙΚΟΙ` Ε’ΙΣ ΤΟ` ΝΕ΄ΟΝ ἜΤΟΣ Προσφωνηθέντες ὑπὸ Γασπάρου Φερδινάνδου Πέτερς διδασκάλου τῆς Φιλοσοφίας, Μαθηματικῆς, καὶ τῶν Νομικῶν. 1796

Ιχνη του Ιωαννη Εμμανουηλ Μὲ κινάμωμον ὁ Φοῖνιξ, χαίρει μὲν καταφλεχθεὶς, Ὅτι γῆρας ἀποῤῥίψας, ζήσει ἀνακαινισθείς. Χαίρει δὲ κι’ ὁ ῥοδοφόρος, τῆς Ἠοῦς ὁ Τιθωνός, Ὡς ὡραῖος πάντα νέος, ἀπὸ γέρων ταπεινός. Χαίρει δὲ λουσθεὶς κι’ ὁ Φοῖβος, ἀπὸ τὸν Ὠκεανόν, Καὶ μὲ ῥόδα ’σ τοὺς δακτύλους, ῥίπτ’ εἰς γῆν φῶς τὸ καινόν. Χαίρουν δὲ τὸν Μάϊον μῆνα, καὶ τὰ ἄνθη τὰ χλορά, Ὅτ’ ἀνθίζουν, καὶ ἀρχίζουν, ὅλα νᾆναι νεαρά. Καὶ λοιπὸν καθὼς εἰς τόσον, ἔμψυχ’ ἄψυχα, πολλήν, Ἡδονὴν ἀπολαμβάνουν, ’σ τὴν καινὴν μεταβολήν, Οὕτω τώρα καὶ οἱ ἄνδρες, μὲ γυναῖκας καὶ παιδιά, Φθάσαντες τὸ νέον Ἔτος. Πανταχοῦ καινὴ θωριά! Τὸ συγχαίρειν ὅθεν πρέπει, πᾶσι ’σ ταῦτα τὰ καλά, Τοῖς ἐμοῖς δ’ Ἕλλησι μᾶλλον, εὐεργέταις τὰ πολλά. Χαίρετε λοιπὸν ὦ Γένος, τῶν ἐνδόξων Ἀχαιῶν. Καὶ, τὰ σὰ ’κ τῶν σῶν προσφέρων, πρόσδεξαι, ἱστοριῶν. Χαῖρε τώρα τῶν Ἑλλήνων, χαῖρε γένος τὸ κλεινόν, Ἔφθασε τὸ νέον ἔτος, ζῴῃς ὕπερ Τιθωνόν. Χαίρετε οἱ ἐν Βιέννῃ, εὐεργέται Ἀχαιοί, Εὐτυχεῖτε ὑπὲρ Κροῖσον, νέοι τε καὶ παλαιοί. Χαῖρε τώρα τῶν Ἑλλήνων, χαῖρε Γένος τὸ κλεινόν, Καὶ ὡς Φοῖνιξ ἀνθησάτω, ἀπὸ πᾶν πτῶμα δεινόν. Χαῖρε τώρα τῶν Ἑλλήνων, χαῖρε Γένος τὸ κλεινόν, Κλώνους ἅπλωσον καὶ ἴσκιον, κάμε ’σ τὴν ὑπ’ οὐρανόν. Τώρ’ ἀνθίζει πάλιν, Βλέπω, δόξ’ ἡ πάλαι Ἀχαιῶν, Τὸ φθινόπωρον παρῆλθεν, ἦλθεν ἔαρ παλαιόν. Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμήν.

Ἐπίγραμμα ἐπιτάφιον· Τῷ φίλῳ μου Κωνσταντίνῳ Λασκαράκῃ Ἀγγελάκῃ εἰδήμονι τῶν νομικῶν· οὗ καὶ ἡ ἀκροστιχίς· Κωνσταντῖνος· ἐν δὲ τῷ προτελευταίῳ στίχῳ καὶ τὸ ἔτος ἐτέθη ιΑΨϤΓ΄ [1793] Κόσμου τὸ ἄστατον σαφῶς Ω῏ σταθερὲ Ἑλλήνων Νόμους σπουδάζων κοσμικοὺς Σὺ πληροῖς θανὼν τώρα Τ’ ᾼ῏σμα Χριστῷ τώρ’ ἂς Ψαλθῇ, Α’γγέλων, Λασκαράκη,

Νοῶν ἀφίνεις ἀληθῶς, Τὸ Κώνστανς γὰρ Λατίνων. Ι῏σα κι’ αὐτοὺς τοὺς θεϊκοὺς Νέος ἐν Πέστῃ χώρᾳ· Ὅπως ΥϤἱός, φίλος Γνωσθῇ Σὺ ’πὲ καὶ τ’ Ἀγγελάκη.

113

114

ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΚΚΩΝΑΣ

Ὠδάριον συγχαριστικὸν εἰς τὸ νέον ἔτος, τουτέστιν εἰς τὸ ͵ΑΨϞΖ΄ [1797] προσφωνηθὲν τοῖς ὁμογενέσι τε, καὶ φιλοπάτρισιν, ὑπὸ Ἰωάννου Ἐμμανουὴλ τοῦ Καστοριανοῦ. (ἐτυπώθη δὲ καὶ προσετέθη ταῖς ἐφημερίσι.) [Ο Ιωάννης Εμμανουήλ έγραψε στις σ. 587-589 το κείμενο που είχε δημοσιευθεί στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 1797 της Ἐφημερίδος των Μαρκιδών Πούλιου (βλ. σημ. 6), με μόνη προσθήκη στο τέλος του κειμένου τη λέξη Ἀμήν.]

Συντομογραφίες

ΑΠΘ ΑΧ ByzZeit DOP DOS ΔΠΘ ΔXAE ΕΒΕ ΕEBΣ ΕΕΣΜ ΕEΦΣΠA ΕKEE ΕΛΙΑ ΕΛΠΕ ΙΒΜ ΙΕΕ ΙΠΑ JÖBG ΚΜΣ Κρητ ΜΙΕΤ ΝE ΝΧΚ OCP PG RRO RSBN

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Ανδριακά Χρονικά Byzantinische Zeitschrift Dumbarton Oaks Papers Dumbarton Oaks Studies Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης Δελτίον της Xριστιανικής Aρχαιολογικής Eταιρείας Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Eπετηρίς Eταιρείας Bυζαντινών Σπουδών Eπετηρίς Eταιρείας Στερεοελλαδικών Μελετών Eπιστημονική Eπετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών Eπετηρίς Kέντρου Eπιστημονικών Eρευνών (Κύπρου) Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία Ίδρυμα Βυζαντινής Μουσικολογίας Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο Jahrbuch der Österreichischen Byzantinistik Gesselschaft Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών Xρον Kρητικά Xρονικά Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης Nέος Eλληνομνήμων Νέα Χριστιανική Κρήτη Orientalia Christiana Periodica J. P. Migne, Patrologia Graeca, Παρίσι 1857–1866 Répertoire des bibliothèques et des catalogues de manuscrits grecs de Marcel Richard. Troisième édition entièrement refondue par Jean-Marie Olivier(Corpus Christianorum), Turnhout 1995 Rivista di Studi Bizantini e Neoellenici

Βιβλιογραφία

Aγγέλου, A. 1988. Tων Φώτων, Aθήνα. Αποστολόπουλος, Θ. 2002. Ο Απόστολος Κώνστας ο Χίος και η συμβολή του στη θεωρία της μουσικής τέχνης (ΙΒΜ Μελέται 4), Αθήνα. Αργυροπούλου, Ρ., και A. Ταμπάκη. 1983. Τα ελληνικά προεπαναστατικά περιοδικά, Ευρετήρια Γ΄, Αθήνα. Ασδραχάς, Σ. 1964. «Πραγματικότητες από τον ελληνικό 18ο αιώνα· Áγνωστα και ανέκδοτα κείμενα,» Εποχές 3.13, σ. 79-100. ———. 1965. «Πραγματικότητες από τον ελληνικό 18ο αιώνα,» στο Σταθμοί προς την νέα ελληνική κοινωνία , επιλεγόμενα Κ. Θ. Δημαρά, Αθήνα, σ. 1-47. ———. 1988. Ελληνική κοινωνία και οικονομία , ιη΄–ιθ΄αι., 2η εκδ., Αθήνα. Βακαλόπουλος, Α. 1941. Νεοελληνική παράδοσις δια τα επί τουρκοκρατίας προνόμια των Δερβενοχωρίων Κορίνθου, Θεσσαλονίκη. Βαφείδης, Φ. 1900. «Κώδιξ της ιεράς μητροπόλεως Καστορίας και τινα έκκλησιαστικα βιβλία αποκείμενα εν τισι των εκκλησιών αυτής,» Εκκλησιαστική Αλήθεια 20, σ. 108-110, 123-125, 140-143. Βέης, Ν. 1942. «Iωάννου Eμμανουήλ του Καστοριανού στίχοι εις την πρώτην του έτους 1797,» Πειραϊκά Γράμματα 2.3, σ. 130-133. Βρανούσης, Λ., επιμ. 1995. Ἐφημερίς, ἡ ἀρχαιότερη ἑλληνικὴ ἐφημερίδα ποὺ ἔχει διασωθῆ, Βιέννη 1791-1797, 6 τ., Αθήνα. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη. 2001. Αφιέρωμα στον Ιωάννη Γεννάδιο (The New Griffon n.s. 4), Αθήνα. Γιαννόπουλος, Ε. Σ. 1994. «Περιγραφικός κατάλογος χειρογράφων κωδίκων βυζαντινής εκκλησιαστικής μουσικής της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Βερροίας,» Γρηγόριος Παλαμάς 755, σ. 563-606. ———. 1998. «Παναγιώτου Χρυσάφου πρωτοψάλτου ένατος αυτόγραφος κώδιξ,» Μακεδονικά 31, σ. 407-412. ———. 2004a. Η άνθηση της ψαλτικής τέχνης στην Κρήτη (1566-1669) (ΙΒΜ Μελέται 11), Αθήνα. ———. 2004b. Η ψαλτική τέχνη· Λόγος και μέλος στη λατρεία της ορθόδοξης εκκλησίας, Θεσσαλονίκη. ———. 2004c. «Κώδικες εκκλησιαστικής μουσικής σε βιβλιοθήκες της Κρήτης,» ΝΧΚ 23.2, σ. 289-325. ———. 2005a. Ταμείον χειρογράφων ψαλτικής τέχνης (Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Επιστημονικαί Πραγματείαι, Σειρά Φιλολογική και Θεολογική 20), Θεσσαλονίκη. ———. 2005b. Τα χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης της νήσου Άνδρου· Αναλυτικός περιγραφικός κατάλογος (ΑΧ 36), Άνδρος. ———. 2007. Εισαγωγή εις το θεωρητικόν και πρακτικόν της εκκλησιαστικής μουσικής κατά την νέαν της μουσικής μέθοδον, συντεθείσα μεν παρά Χρυσάνθου του εκ Μαδύτων, επιδιορθωθείσα εις πολλά ελλείποντα δε, και μεταφρασθείσα εις το απλούστερον,

βιβλιογραφία

117

παρά Χουρμουζίου Χαρτοφύλακος της του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ενός των εφευρετών της ρηθείσης νέας μεθόδου, 2η έκδ., Θεσσαλονίκη. ———. 2008a. «Μεταβυζαντινά χειρόγραφα ψαλτικής τέχνης εκτός του ελλαδικού χώρου· Βιβλιοθήκες της Μεγάλης Βρετανίας,» στις Actes du VIe colloque international de paleographie grecque, Drama, 21-27 Septembre 2003, vol. 2, Αθήνα, σ. 573-594. ———. 2008b. Τα χειρόγραφα βυζαντινής μουσικής. Αγγλία· Περιγραφικός κατάλογος των χειρογράφων ψαλτικής τέχνης των αποκειμένων στις βιβλιοθήκες του Ηνωμένου Βασιλείου, Αθήνα. ———. υπό δημοσίευση. «Manuscripts of Psaltic Art Preserved in the Benaki Museum,» εισήγηση στην Ε΄ Συνάντηση βυζαντινολόγων Ελλάδος και Κύπρου, Κέρκυρα, Ιόνιο Πανεπιστήμιο, 3-5 Οκτωβρίου 2003, Θεσσαλονίκη. Γκίνης, Δ., και N. Πανταζόπουλος. 1985. Νομοκάνων Μανουήλ Μαλαξού (Νόμος· Επιστημονική Επετηρίδα του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών και Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ 1, 1982), Θεσσαλονίκη. Γκολομπίας, Γ. 1989. «Προκαθεζομένης της εμής ταπεινότητος . . . (Από έναν ανέκδοτο μητροπολιτικό κώδικα το 16ου αιώνα),» Το παραμιλητό 4, σ. 107-114. Γκράτζιου, Ο. 1982. Die dekorierten Handschriften des Schreibers Matthaios von Myra (15941624): Untersuchungen zur griechischen Buchmalerei um 1600 (Μνήμων Παράρτημα 1), Αθήνα. ———. 1989. «Η διακόσμηση στα χειρόγραφα του Λουκά Ουγγροβλαχίας, του Κυπρίου,» στα Πρακτικά του πρώτου διεθνούς συμποσίου μεσαιωνικής κυπριακής παλαιογραφίας, 3–5 Σεπτεμβρίου 1984 (ΕΚΕΕ 17), Λευκωσία, σ. 57-67. ———. 1996. Αναμνήσεις από τη χαμένη βασιλεία· Σελίδες εικονογραφημένης χρονογραφίας του 17ου αιώνα, Αθήνα. ———. 2000. «Eπαγγελματίες γραφείς και περιστασιακοί μικρογράφοι κατά το 16ο αιώνα,» στην Η ελληνική γραφή κατά τους 15ο και 16ο αιώνες (Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών, Διεθνή Συμπόσια 7), Αθήνα, σ. 465-483. ———. 2002. «Εικονογραφημένα αναγνώσματα την εποχή της μετάβασης από τη χειρόγραφη στην έντυπη λογοτεχνία,» στο Τ’ αδόνιν κείνον που γλυκά θλιβάται· Εκδοτικά και ερμηνευτικά ζητήματα της δημώδους ελληνικής λογοτεχνίας στο πέρασμα από τον Μεσαίωνα στην Αναγέννηση (1400-1600), επιμ. Π. Αγαπητός και Μ. Πιερρής, Ηράκλειο, σ. 597-613. Δεληκάρη, Α. 2004. Άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης· Η δράση και η συμβολή του στη διάδοση του Ησυχασμού στα Βαλκάνια (Ελληνισμός και κόσμος των Σλάβων 6), Θεσσαλονίκη. Δετοράκης, Θ. E. 1970-1971. «H πανώλης εν Kρήτη· Συμβολή εις την ιστορίαν των επιδημιών της νήσου,» EEΦΣΠA 2.21, σ. 118-136. Εμμανουήλ, Ι. 1797. Στοιχείων τῆς ἀριθμητικῆς δοκίμιον, Βιέννη. Ευαγγελάτου-Nοταρά, Φ. 1982-1983. «Έλληνες γραφείς του 13ου αιώνα· Προσθήκες και διορθώσεις στο ευρετήριο των Vogel–Gardthausen,» Δίπτυχα 3, σ. 184-240. ———. 1993. Σεισμοί στο Bυζάντιο από τον 13ο μέχρι και τον 15ο αιώνα· Iστορική εξέταση (Παρουσία Παράρτημα 24), Aθήνα. Ευαγγελίδης, Τ. 1936. Η παιδεία επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα. Ζαβίρας, Γ. [1872] 1972. Νέα Ἑλλάς ἢ ἑλληνικὸν θέατρον, ἐκδοθὲν ὑπὸ Γεωργίου Π. Κρέμου, φωτ. ανατύπ., Αθήνα. Θεοτόκης, Σ. 1936. Θεσπίσματα της Bενετικής γερουσίας, 1281–1385· Iστορικά κρητικά έγγραφα εκδιδόμενα εκ του αρχείου της Bενετίας B΄.1 (Mνημεία της ελληνικής ιστορίας), Aθήνα. Kαδάς, Σ. 1996. Tα σημειώματα των χειρογράφων της μονής Διονυσίου Aγίου Όρους, Άγιον Όρος. Καραγκούνης, Κ. 2003. Η παράδοση και εξήγηση του μέλους των χερουβικών της βυζαντινής και μεταβυζαντινής μελοποιίας (ΙΒΜ Μελέται 7), Αθήνα. Καρανάσιος, Χ. 1993. «Die Begegnung der Neugriechen mit Aristoteles im Rahmen der ideologischen Auseinandersetzungen im griechischen Raum zu Beginn des 17. Jh.,»

118

βιβλιογραφία

στις Symbolae Berolinenses für Dieter Harlfinger, επιμ. F. Berger, C. Brockmann, G. de Gregorio, M. I. Ghisu, S. Kotzabassi, και B. Noack, Άμστερνταμ, σ. 219-235. ———. 1994. «O κώδικας VI-9 (188) της Kεντρικής Πανεπιστημιακής Bιβλιοθήκης ‘Mιχάι Eμινέσκου’ του Iασίου (Aνεύρεση λανθάνοντος έργου του Nικολάου Zερζούλη),» Eλληνικά 44, σ. 182-187. Κιτρομηλίδης, Π. 1975. «Ο εξισλαμισμός της Μικράς Ασίας και οι ιστορικές καταβολές των ελληνοτουρκικών σχέσεων,» Μικρασιατικά Χρονικά 16, σ. 318-337. Κομίνης, Α. 1951. «Συναγωγή επιγραμμάτων εις τους τέσσαρας Eυαγγελιστάς,» EEBΣ 21, σ. 254-279. ———. 1964. «Λανθάνουσα ‘Γεωγραφία’ των αρχών του ΙΗ΄ αι.,» Ο Ερανιστής 2, σ. 135-137. ———. 1968. Πίνακες χρονολογημένων πατμιακών κωδίκων, Aθήνα. Κρητικού, Φ. 2004. Ο ακάθιστος ύμνος στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία (ΙΒΜ Μελέται 10), Αθήνα. Κωστής, K. Π. 1985. Στον καιρό της πανώλης· Eικόνες από τις κοινωνίες της ελληνικής χερσονήσου, 14ος-19ος αι., Hράκλειο. Λαδάς, Γ. Γ. 1947-1951. «Ο μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης Νεόφυτος Μαυρομάτης και η συμβολή αυτού εις την διάσωσιν της θρησκείας και του εθνισμού των Ελλήνων της Μικράς Ασίας,» Συλλέκτης 1, σ. 33-44. Λαδάς, Γ. Γ., και Α. Δ. Χατζηδήμος. 1973. Ελληνική βιβλιογραφία των ετών 1796–1799, Αθήνα. Λάμπρος, Σ. Π. 1898. «Kατάλογος των εν τη κατά την Άνδρον μονή της Aγίας κωδίκων,» Eπετηρίς Παρνασσού 2, σ. 136-244. ———. 1904. «Mιχαήλ Λουλούδης ο Eφέσιος και η υπό των Tούρκων άλωσις της Eφέσου,» NE 1, σ. 209-212. ———. 1915. «Eυαγγέλιον του 1226 εκ Kαισαρείας· Σύμμικτα,» NE 12, σ. 244-247. Μαζαράκης-Αινιάν, Ι. Κ. 2002. «Ένα διάγραμμα της ιστορίας της παιδείας στην Ελλάδα από τον Ιωάννη Γεννάδιο, με ανατύπωση του αγγλικού κειμένου της ομιλίας του Γενναδίου (1925)» (Έκτη ετήσια διάλεξη Ημέρας Μνήμης Ιωάννου Γενναδίου, 23 Φεβρουαρίου 2002, Αθήνα). Μαμώνη, Κ. 1959. «Χειρόγραφοι κώδικες της βιβλιοθήκης της Εστίας Νέας Σμύρνης,» Μικρασιατικά Χρονικά 8, σ. 243-266. Μανούσακας, Μ. Ι. 1986. «Νέα στοιχεία για την πρώτη μετάφραση της Καινής Διαθήκης στη δημοτική γλώσσα από το Μάξιμο Καλλιουπολίτη,» Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 2, σ. 7-70. Μαρκόπουλος, A. 1981. «Συμπληρωματικά για τον Mιχαήλ Λουλούδη,» στα Πεπραγμένα Δ΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, Hράκλειο, 29/8-3/9/1976 B΄, Aθήνα, σ. 232-242. Μελισσάκης, Ζ. 2002. «Η διασπορά χειρογράφων του Αγίου Όρους σε βιβλιοθήκες του εξωτερικού· Η περίπτωση του Κωνσταντίνου-Μηνά Μηνωΐδη» (ανέκδοτη διδακτορική διατριβή ΔΠΘ). Μητσάνη, A. 2005. «Tο εικονογραφημένο ευαγγέλιο του Bασιλείου Mελιτηνιώτη (Kαισάρεια, 1226),» ΔXAE 26, σ. 149-164. Μουρίκη, Ντ., και Ν. Ševčenko. 1988. «Εικονογραφημένα χειρόγραφα,» στους Οι θησαυροί της Μονής Πάτμου, επιμ. Α. Δ. Κομίνης, Αθήνα, σ. 277-296. Μπαλαγεώργος, Δ. 2001. Η ψαλτική παράδοση των ακολουθιών του βυζαντινού κοσμικού τυπικού (ΙΒΜ Μελέται 6), Αθήνα. Μπαλτά, Ε. 1987. Karamanlidika XΧe siècle· Bibliographie analytique, Αθήνα. ———. 1997.Karamanlidika· Nouvelles additions et complements 1, Αθήνα. ———. 2002. «Η Μεγαρίδα στα οθωμανικά αρχεία και η αμπελοοινική της ιστορία,» στο Οίνον ιστορώ. Μεγαρίς· Η αμπελοοινική της ιστορία, Αθήνα, σ. 103-144. Μπεκιάρογλου-Εξαδακτύλου, Α. 1991. Κώδικες μητρόπολης Αδριανουπόλεως (1889–1911), Αθήνα. Mπενάκης, Λ. 1996. «H διδασκαλία της Φυσικής του Nεύτωνος κατά Musschenbroek από τον Nικόλαο Zερζούλη στην ‘Aθωνιάδα Aκαδημία’· Aνέκδοτο χειρόγραφο του

βιβλιογραφία

119

1760,» στην H Nευτώνεια Φυσική και η διάδοσή της στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο. Πρακτικά διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου, Aθήνα, 17–18.12.1993, επιμ. Γ. N. Bλαχάκης, Aθήνα, σ. 157-189. Μπενάκης, Λ., και Ι. Φωκά, επιμ. 2001. Δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα προς την Γεννάδειο Βιβλιοθήκη· Συλλογές Δαμιανού Κυριαζή, Αθήνα. Ναβάρη, Λ. 1985-1986. «Guilford Associations in the Gennadius Library,» The Griffon n.s. 1-2, σ. 132-144. ———. 2001a. «Μία Γεννάδειος σε μικρογραφία· Η δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα,» στο Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 21-24. ———. 2001b. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, 75 χρόνια· ΄Εκθεση 75 πολύτιμων βιβλίων και χειρογράφων από τις συλλογές του Ιωάννη Γενναδίου, Αθήνα. Ντελόπουλος, Κ. 2005. Νεοελληνικά φιλολογικά ψευδώνυμα (1800–2004), Αθήνα. Παπαδημητρίου, Ν. 2001. «Η Ιατρογνωσία του αγίου Ιωάννου της ‘Κλίμακος’,» Δέλτος 21, σ. 17-24. ———. 2003. «Περί των χειρογράφων της Κλίμακος,» στο Κωνσταντίνος Δωρ. Μουρατίδης, πρόμαχος ορθοδοξίας· Τιμητικό αφιέρωμα, Αθήνα, σ. 643-677. Παπαδόπουλος, Θ. 1984. Ελληνική βιβλιογραφία, 1466 ci.-1800 1: Αλφαβητική και χρονολογική ανακατάταξις, Αθήνα. Παρανίκας, Μ. 1867. Σχεδίασμα περί της εν τω ελληνικώ έθνει καταστάσεως των γραμμάτων από αλώσεως Κωνσταντινουπόλεως (1453 μ.Χ.) μέχρι των αρχών της ενεστώσης (ΙΘ΄) εκατονταετηρίδος, Κωνσταντινούπολη. Πελαγίδης, Ε. 1990. Ο κώδικας της μητροπόλεως Καστορίας, 1665–1769 (Εθνικής Βιβλιοθήκης Ελλάδος 2753) (Μακεδονική Βιβλιοθήκη 73), Θεσσαλονίκη. Πελεκανίδης, Σ. M., Π. K. Xρήστου, X. Mαυροπούλου-Tσιούμη, Σ. K. Kαδάς, και A. Kατσαρού. 1973-1991. Θησαυροί του Aγίου Όρους· Eικονογραφημένα χειρόγραφα, 4 τ., Aθήνα. Πετρόπουλος, Δ. Α. 1958. «Χειρόγραφο του 18ου αι.,» Πελοποννησιακά 3, σ. 411-413. Πέτσιος, K. Θ. 2002. H περί φύσεως συζήτηση στη νεοελληνική σκέψη, Iωάννινα. Πλατάκη, E. 1950. «Oι σεισμοί της Kρήτης από των αρχαιοτάτων μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων,» KρητXρον 4, σ. 463-526. Πολίτη, Μ., και Ε. Παππά, επιμ. 2004. Ταξίδι στον κόσμο των χειρογράφων · Κατάλογος έκθεσης χειρογράφων Γενναδείου Βιβλιοθήκης, Αθήνα. Πολίτης, Λ. 1961. Οδηγός καταλόγου χειρογράφων (Γενικόν συμβούλιον βιβλιοθηκών της Ελλάδος 17), Αθήνα. ———. 1977. «Persistances byzantines dans l’écriture liturgique du XVIIe siècle,» στη La paléοgraphie grecque et byzantine, επιμ. J. Bompaire και J. Irigoin, Παρίσι, σ. 371-381. ———. 1991. Κατάλογος χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, αρ. 1857-2500 (Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών 54), Αθήνα. Πολίτης, Λ., και Μ. Mανούσακας. 1973. Συμπληρωματικοί κατάλογοι χειρογράφων Aγίου ΄Oρους (Ελληνικά Παράρτημα 25), Θεσσαλονίκη. Πολίτης, Λ., και Μ. Πολίτη. 1994. «Βιβλιογράφοι 17ου-18ου αιώνα· Συνοπτική καταγραφή,» Δελτίο ΙΠΑ 6 (1988-1992), σ. 313-646. Πουλής, Γ. 1976. «Η αναφορά του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου στον Φαίδωνα του Πλάτωνος,» Γρηγόριος Παλαμάς 59, σ. 166-176. Σκαρβέλη-Νικολοπούλου, Α. 1993. Τα μαθηματάρια των ελληνικών σχολείων της Τουρκοκρατίας, Αθήνα. Σκλαβενίτης, Τ. Ε. 1978-1979. «Σχόλιο στη ‘δεύτερη’ έκδοση της Εγκυκλοπαιδείας του Πατούσα (1710),» Μνήμων 7, σ. 144-150. ———. 1982. «Η δυσπιστία στο έντυπο βιβλίο και η παράλληλη χρήση του χειρόγραφου,» στο Το Βιβλίο στις προβιομηχανικές κοινωνίες. Πρακτικά του A΄ διεθνούς συμποσίου του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, Αθήνα, σ. 283-293. Σμυρνάκης, Γ. 1988. Tο Άγιον Όρος, 2η εκδ., Aθήνα.

120

βιβλιογραφία

Στάθη, Π. 2004. «Τα τουρκογραικικά βιβλία και ο Σεραφείμ Ατταλειάτης,» στο Το έντυπο ελληνικό βιβλίο, 15ος-19ος αιώνας, Πρακτικά διεθνούς συμποσίου, Δελφοί, 16–20 Μαΐου 2001, Αθήνα, σ. 329-339. Στάθης, Γ. Θ. 1975-1993. Τα χειρόγραφα της βυζαντινής μουσικής· Άγιον Όρος, 3 τ., Αθήνα. Τερζόπουλος, Κ. 2004. Ο πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας Κωνσταντίνος Βυζάντιος († 30 Ιουνίου 1862) (ΙΒΜ Μελέται 9), Αθήνα. Τζαφέττας, I. M., και Ε. Κonecny. 2002. Nικόλαος Δούμπας · Nikolaus Dumba (1830–1900), Θεσσαλονίκη. Τσαλίκογλου, Ε. 1970. «Πότε και πως ετουρκοφώνησεν η Καππαδοκία,» Μικρασιατικά Χρονικά 14, σ. 9-30. Τσελίκας, A. 1987-1988. «Παρατηρήσεις σε πελοποννησιακά χειρόγραφα του 11ου, 12ου, και 13ου αιώνος,» στα Πρακτικά Γ΄ διεθνούς συνεδρίου πελοποννησιακών σπουδών, Kαλαμάτα, 8–15 Σεπτεμβρίου 1985, Aθήνα, σ. 486-498. Φαραντάκης, Π. 1994. «Καταβολές και διαστάσεις των εννοιών ‘σοφία’ και ‘φιλοσοφία’ στον Ιωάννη της Κλίμακος,» Παρνασσός 36, σ. 132-156. Φινόπουλος, Ε., και Κ. Μωραΐτης. 2001. «Η δωρεά Μαρίας Κυριαζή-Σπέντσα, μέρος της συλλογής Δαμιανού Κυριαζή,» στο Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 15-17. Φραγάκη, Ε. 2007. «Φειδίας· ΄Ονομα συνώνυμο της κλασικής τέχνης,» στη Παγκόσμια πολιτιστική εγκυκλοπαίδεια. Biographies· Οι μεγάλοι όλων των εποχών 1. Αρχαιότητα, 7ος–4ος αιώνας π.Χ., Αθήνα, σ. 364-379. Φωκά, Ι. 2001. «Μία εξέχουσα δωρεά,» στο Μπενάκης και Φωκά 2001, σ. 7-9. Φωτάκος. [1899] 1960. Απομνημονεύματα περί της ελληνικής επαναστάσεως, ανατύπ. Αθήνα. Φωτόπουλος, Α. Φ. 1971. «Σημειώσεις περί Μεγάλου Σπηλαίου,» Πελοποννησιακά 8, σ. 486-488. Χαλδαιάκης, Α. 2003. Ο πολυέλεος στην βυζαντινή και μεταβυζαντινή μελοποιία (ΙΒΜ Μελέται 5), Αθήνα. Χατζηγιακουμής, Μ. Κ. 1975. Μουσικά χειρόγραφα Τουρκοκρατίας (1453–1832), Αθήνα. ———. 1980. Χειρόγραφα εκκλησιαστικής μουσικής, 1453–1820, Αθήνα. ———. 1999. Η εκκλησιαστική μουσική του ελληνισμού μετά την άλωση (1453–1820) · Σχεδίασμα ιστορίας, Αθήνα. Χριστόπουλος, Π. Φ. 1971-1972. «Η περί τον κορινθιακόν περιοχή κατά τα τέλη του ΙΗ΄ αιώνος,» ΕΕΣΜ 3, σ. 439-471. Χρυσοχοΐδης, Κ. 1992. «Σχεδίασμα των εν Ελλάδι εκκλησιαστικών αρχείων,» στο Συμπόσιο αρχειονομίας. Αρχεία και αρχειακοί· Ένας ιστός, Κέρκυρα, 11-13 Οκτωβρίου 1991, Αθήνα, σ. 88-103. Ψημμένος, N. 1988-1989. H ελληνική φιλοσοφία από το 1453 ώς το 1821, 2 τ., Aθήνα.

βιβλιογραφία

121

Atsalos, Β. 1971. La terminologie du livre-manuscrit à l’époque byzantine 1: Termes désignant le livre-manuscrit et l’écriture (Eλληνικά Παράρτημα 21), Θεσσαλονίκη. Barker, N. 1985. Aldus Manutius and the Development of Greek Script and Type in the Fifteenth Century, Sandy Hook, Conn. ———. 1998.«Η σχέση ελληνικών χειρογράφων και τυπογραφικών χαρακτήρων στην Ιταλία του 15ου αι.,» στα Τα ελληνικά γράμματα· Από την σκληρή πέτρα στον σκληρό δίσκο, επιμ. και εισαγ. Μ. Σ. Μακράκης, Αθήνα. Barnes, J. 1999. «An Introduction to Aspasius,» στο Aspasius: The Εarliest Εxtant Commentary on Aristotle’s Ethics, επιμ. A. Alberti και R. W. Sharples (Peripatoi 17), Βερολίνο, σ. 1–50. Bartsocas, C. 1966. «Two Fourteenth-Century Greek Descriptions of the Black Death (Nikephoros Gregoras and Emperor John Cantacuzenos),» Journal of the History of Medicine 21, σ. 394–401. Beck, H.-G. 1977. Kirche und theologische Literatur im byzantinischen Reich, 2η εκδ., Μόναχο. ———. 1984. Der Vater der deutschen Byzantinistik: Das Leben des Hieronymus Wolf von ihm Selbst erzählt, Μόναχο. Bick, J. 1920. Die Schreiber der Wiener griechischen Handschriften, Βιέννη. Biraben, N.-J. 1975–1976. Les hommes et la peste en France et dans les pays européens et méditerranéens, 2 τ., Παρίσι. Bogdanović, D. 1968. Jean Climaque dans la littérature byzantine et la littérature serbe ancienne (Institut d’Études Byzantines, Monographies 11), Βελιγράδι. Briquet, C. M. [1923] 1984. Les Filigranes, 4 τ., ανατύπ. Hildesheim. Camariano-Cioran, A. 1974. Les Académies princières de Bucarest et de Iassy et leurs professeurs, Θεσσαλονίκη. Canart, P. 1981. «Les écritures livresques chypriotes du milieu du XIe siècle au milieu du XIIIe et le style palestino-chypriote ‘epsilon’,» Scrittura e Civiltà 5, σ. 17–76. ———. 1989. «Les écritures livresques chypriotes du XIe au XVIe siècle,», στα Πρακτικά του πρώτου διεθνούς συμποσίου μεσαιωνικής κυπριακής παλαιογραφίας, Λευκωσία, 3–5 Σεπτεμβρίου 1984 (EKΕE 17), Λευκωσία, σ. 27–53. Carr, A. W. 1982a. «Gospel Frontispieces from the Comnenian Period,» Gesta 21.1, σ. 3–20. ———. 1982b. «A Group of Provincial Manuscripts from the Twelfth Century,» DOP 36, σ. 39–81. ———. 1987. Byzantine Illumination 1150–1250: The Study of a Provincial Tradition, Σικάγο. ———. 1989. «Cyprus and the ‘Decorative Style’,» στα Πρακτικά πρώτου διεθνούς συμποσίου μεσαιωνικής κυπριακής παλαιογραφίας, 3–5 Σεπτεμβρίου 1984 (EKEE 17), Λευκωσία, σ. 123–167. Chryssavgis, J. 1988. «The Sources of St. John Climacus (c. 580–649),» Ostkirchliche Studien 37, σ. 3–11. Clogg, R. 1999. «A Millet within a Millet: The Karamanlides,» στο Ottoman Greeks in the Age of Nationalism: Politics, Εconomy, and Society in the Nineteenth Century, επιμ. D. Gondicas και C. Issawi, Princeton, σ. 115–142. Congourdeau, M.-H. 1998. «Pour une étude de la peste noire à Byzance,» στην Eυψυχία: Mélanges offerts à Hélène Arhweiler 1, Παρίσι, σ. 49–163. Constantinides, C. N., και R. Browning. 1993. Dated Greek Manuscripts from Cyprus to the Year 1570 (DOS 30), Washington, D.C. Croquison, J. 1954. «Un pontifical grec à peintures du XVIIe siècle,» JÖBG 3, σ. 123–170. ———. 1957. «Manuscrits», στο Collection Hélène Stathatos: Les objets byzantins et postbyzantins, Limoges, σ. 79–81. Crusius, Μ. 1584. Turcograeciae, Βασιλεία. Cutler, A. 1975. «A Palaeologan Evangelistary in the Gennadius Library,» JÖBG 24, σ. 257–263. Der Nersessian, S. 1993. Miniature Painting in the Armenian Kingdom of Cilicia from the Twelfth to the Fourteenth Century (DOS 31), Washington, D.C.

122

βιβλιογραφία

Didot, A. 1881. Catalogue illustré des livres précieux, manuscrits, et imprimés faisant partie de la bibliothèque de A. Ambroise Firmin-Didot 3, Παρίσι. Diller, A. 1936. «Two Greek Forgeries of the Sixteenth Century,» American Journal of Philology 57, σ. 126–129. ———. 1975. The Textual Tradition of Strabo’s Geography, Άμστερνταμ. Dols, M. W. 1977. The Black Death in the Middle East, Princeton. Dujčev, I. 1963. Les miniatures de la chronique de Manasses, Σόφια. Eckmann, J. 1950. «Anadolu Karamanlý ağızlarına ait araştırmalar,» Ankara Üniversitesi Dil ve Tarih-Coğrafya Fakültesi Dergisi 8.1–2, σ. 165–200. Evans, H. C. 1994. «Cilician Manuscript Illumination: The Twelfth, Thirteenth, and Fourteenth Centuries,» στο Treasures in Heaven: Armenian Illuminated Manuscripts, επιμ. T. F. Mathews και R. S. Wieck, Nέα Yόρκη, σ. 66–83. Galavaris, G. 1979. The Illustrations of the Prefaces in Byzantine Gospels, Bιέννη. Gamillscheg, E. 1987. «Fragen zur Lokalisierung der Handschriften der Gruppe 2400,» JÖBG 37, σ. 313–321. ———. 1991. «Handschriften aus Kleinasien (9.–12. Jahrhundert): Versuch einer palaeographischen Charakterisierung,» στις Scritture, libri, e testi nelle aree provinciali di Bisanzio. Atti del seminario di Erice, 18–25 settembre 1988 1, επιμ. G. Cavallo, G. de Gregorio, και M. Maniaci, Spoleto, σ. 181–201. Gamillscheg, Ε., και D. Harlfinger, επιμ. 1989. Repertorium der griechischen Kopisten (800– 1600) 2: Handschriften aus den Bibliotheken Frankreichs, Βιέννη. Gavriel, E. 2006. «The Perception of the ‘Other’: Evidence from an 18th-Century Karamanlidika Manuscript,» στο Intercultural Aspects in and around Turkic Literatures, επιμ. M. Kappler, Wiesbaden, σ. 49–59. Gelzer, H. [1902] 1980. Der Patriarchat von Achrida: Geschichte und Urkunde, φωτ. ανατύπ., Λειψία. ———. 1903. «Der wiederaufgefundene Kodex des hl. Klemens und andere auf den Patiarchat von Achrida bezügliche Urkundensammlungen: Drei Kodikes des hl. Kirche von Kastoria,» Berichte über die Verhandlungen der Kgl. Sächsichen Gesellschaft der Wissenschaften zu Leipzig, Phil.- hist. Klasse 55.2, σ. 82–97. Gennadius, J. 1922. Catalogue of Manuscripts in the Gennadius Library (δακτυλόγραφος κατάλογος), London. Ghisalberti, A. M., επιμ. 1983. Dizionario biografico degli Italiani XXVII, Ρώμη. Goubert, P., S.J. 1949. «Note sur l’histoire de la Cappadoce au début du XIIIe siècle,» OCP 15, σ. 198–201. Grumel, V. 1958. La chronologie (Traité d’études byzantines 1), Παρίσι. Harlfinger, D. [1971] 1980. «Einige Gründzüge der Aristoteles-Überlieferung,» στο Griechische Kodikologie und Textüberlieferung, επιμ. D. Harlfinger, ανατύπ. Darmstadt, σ. 447–483. Heffering, W. 1941. Die turkischen Transkriptiontexte des Bartholomeus Georgievits aus den Jahren 1544–1548: Abhandlungen für die Kunde des Morgenlandes, Λειψία. Heliodorus. In Ethica Nicomachea Paraphrasis (Commentaria in Aristotelem Graeca 19.2), εκδ. G. Heylbut, Βερολίνο 1889. Hutter, I. 1982. Corpus der byzantinischen Miniaturhandschriften, Oxford, Bodleian Library III, Στουτγάρδη. Hutton, E. 1906. Sigismondo Pandolfo Malatesta: Lord of Rimini, Λονδίνο. Irigoin, J. 1968. «Quelques particularités des manuscrits copiés en Crète avant le milieu du XVe siècle,» στα Πεπραγμένα του B΄ διεθνούς κρητολογικού συνεδρίου, Χανιά, 12–17 Απριλίου 1966, Γ΄, Aθήνα, σ. 92–95. ———. 1992. Les débuts de la typographie grecque (Société des Études Néo-Helléniques: Conférence Émile Legrand, Paris-Athens), Παρίσι. Jacoby, D. 1997. «Silk Crosses in the Mediterranean,» στη La vie del Mediterraneo: Idee, uomini, oggetti (secoli XI-XVI), Genova, 19–20 aprile 1994, επιμ. G. Airaldi, Γένοβα, σ. 55–79.

βιβλιογραφία

123

Jolivet-Lévy, C. 1997. La Cappadoce: Mémoire de Byzance, Παρίσι. Kayser, W. C. 1858. «De Aristarchi aetate minoris canonibus. Cod. Paris. 2544,» Philologus 13, σ. 59–67. Kresten, O. 1976. «Phantomgestalten in der byzantinischen Literarurgeschichte,» JÖBG 25, σ. 207–222. Kristeller, P. O. 1965. «Renaissance Aristotelianism,» Greek, Roman, and Byzantine Studies 6, σ. 157–174. Krumbacher, K. 1897. Geschichte der byzantinischen Litteratur, Μόναχο. Laurent, V. 1931. « L ̒ ’histoire byzantine’ de Georges Pachymère: Un nouveau témoin: L ̒ ’Athén. Gennad. 40’,» Byzantion 6, σ. 355–364. Legrand, É. [1891] 1996. Ἀνέκδοτα ἔγγραφα περὶ Ρήγα Βελεστινλῆ καὶ τῶν σὺν αὐτῷ μαρτυρησάντων ἐκ τῶν ἐν Βιέννῃ ἀρχείων ἐξαχθέντα καὶ δημοσιευθέντα ὑπὸ Αἰμιλίου Λεγρὰνδ μετὰ μεταφράσεως ἑλληνικῆς ὑπὸ Σ. Π. Λάμπρου, φωτ. ανατύπ. Αθήνα. ———. 1918. Bibliographie hellénique, ou description raisonnée des ouvrages publiés par des grecs au dix-huitième siècle 1, Παρίσι. Lemerle, P. 1957. L’emirat d’Aydin: Byzance et l’Occident. Recherches sur ‘la geste d’Umur Pacha’, Παρίσι. Le Neve, J., επιμ. 1999. Fasti Ecclesiae Anglicanae 9:1541–1857, Lincoln Diocese. Leroy, F. J. 1962. «Proclus, ‘de traditione divinae missae’: un faux de C. Palaeocappa,» OCP 28, σ. 288–299. Luttrell, A. 1999. «Earthquakes in the Dodecanese: 1303–1513,» στο Natural Disasters in the Ottoman Empire. A Symposium Held in Rethymnon, 10–12 January 1997, επιμ. E. Zachariadou, Pέθυμνο, σ. 145–151. Mioni, E. 1979. Εισαγωγή στην Ελληνική Παλαιογραφία, μτφ. Ν. Παναγιωτάκης, Αθήνα. Molova, M. 1979–1980. «Sur le terme «Karaman» et les recherches sur les Karamans de J. Eckmann,» Güney-Doğu Avrupa Araştırmaları Dergisi 8–9, σ. 201–257. Moraux, P., D. Harlfinger, D. Reinsch, και J. Wiesner, επιμ. 1976. Aristoteles Graecus: Die griechischen Manuscripte des Aristoteles (Peripatoi 8), Βερολίνο. Nelson, R. S. 1980. The Iconography of Preface and Miniature in the Byzantine Gospel Book, Nέα Yόρκη. ———. 1981. «Michael the Monk and his Gospel Book,» στις Actes du XVe congrès international d’études byzantines, Athènes, septembre 1976 2.B: Art et Archéologie, Communications, Aθήνα, σ. 575–582. ———. 1991. Theodore Hagiopetrites: A Late Byzantine Scribe and Illuminator, Βιέννη. Nicol, D. M. 1968. «A Paraphrase of the Nicomachean Ethics Attributed to the Emperor John VI Cantacuzene,» Byzantinoslavica 29, σ. 1–16. Péchayre, A. P. 1936. «L’archevêché d’Ochrida de 1394 à 1767: A propos d’un ouvrage récent,» Echos d’Orient 35, σ. 183–204, 280–323. Podskalsky, G. 1988. Griechische Theologie in der Zeit der Türkenherrschaft (1453–1821): Die Orthodoxie im Spannungsfeld der nachreformatorischen Konfessionen des Westens, Μόναχο. Reinsch, D. R. 1991. «Bemerkungen zu epirotischen Handschriften,» στις Scritture, libri, e testi nelle aree provinciali di Bisanzio. Atti del seminario di Erice, 18–25 settembre 1988 1, επιμ. G. Cavallo, G. de Gregorio, και M. Maniaci, Spoleto, σ. 79–97. Sakel, D. 2002. «Türkçe bir Bizans Vakayinamesi ve Dünyası,» Tarih ve Toplum (Aralık 2002), σ. 374–376 (περίληψις). ———. 2005. «Α Turkish Translation of a Byzantine Chronicle,» στο XIV Türk Tarih Kongresi, Ankara, 9–13 Eylül 2002, 2.2, ΄Αγκυρα, σ. 1507–1516. Salaville, S., και E. Dallegio. 1958–1974. Karamanlidika, 3 τ., Αθήνα. Savvides, Α. G. 1981. Byzantium in the Near East: Its Relations with the Seljuk Sultanate of Rum in Asia Minor, the Armenians of the Cilicia, and the Mongols, A.D. ca. 1192–1237 (Bυζαντινά Kείμενα και Mελέται 17), Θεσσαλονίκη.

124

βιβλιογραφία

Schmitt, C. B. 1984. The Aristotelian Tradition and Renaissance Universities, Λονδίνο. Scylitzae, J. 2000. Synopsis Historiarum: Codex Matritensis Graecus Vitr. 26.2 (facsimile), Αθήνα. Snegarov, I. 1932. Istorija na okridskata arkiepiskopija-patriarchija (1394–1767), Σόφια. Spatharakis, Ι. 1983. Corpus of Dated Illuminated Manuscripts to the Year 1453 (Byzantina Neederlandica 8), Leiden. Sümer, F. 1960. «Anadolu’ya yalnız göçebe Türkler mi geldi?» Belleten 24, sayý 96, σ. 567–594. Tambaki, A. 1984. «Un aspect des lumières néohelleniques: L’approche scientifique de l’Orient, le cas de Dimitrios Alexandridis,» Ελληνικά 35, σ. 316–337. Thierry, N. 1988. «La peinture de Cappadoce au XIIIe siècle: Archaisme et contemporanéité,» στη Studenica et l’art byzantin autour de l’année 1200, Bελιγράδι, σ. 359–376. ———. 1995. «De la datation des églises de Cappadoce,» ByzZeit 88, σ. 419–455. Thiriet, F. 1966. Delibération des assemblées vénitiennes concernant la Romanie 1, Παρίσι. Topping, P. 1955. «La Bibliothèque Gennadeion, son histoire et ses collections,» L’Hellénisme Contemporain, 2e sér., 9, σ. 121–148. Tsamakda, V. 2002. The Illustrated Chronicle of Ioannes Skylitzes in Madrid, Leiden. Tsavari, I. 1990. Histoire de la description de la terre de Denys le Périégète, Ιωάννινα. Tsourkas, C. 1967. Les débuts de l’énseignement philosophique et de la libre pensée dans les Balkans: La vie et l’oeuvre de Théophile Corydalée (1570–1646), 2η εκδ., Θεσσαλονίκη. Turyn, A. 1973–1974. «Michael Loulloudes (or Luludes), a Scribe of the Palaeologan Era,» RSBN 10–11, σ. 3–15. Vogel, Μ., και V. Gardthausen. 1909. Die griechischen Schreiber des Mittelalters und der Renaissance, Λειψία. Vryonis, S. 1971. The Decline of Medieval Hellenism in Asia Minor and the Process of Islamization from the Eleventh through the Fifteenth Century, Berkeley. Walton, F. R. 1964. «Portrait of a Bibliophile 12: Joannes Gennadius, 1844–1932,» The Book Collector 13.3, σ. 305–326. ———. 1970. «The Griffon,» The Griffon 6, σ. 3–16. ———. 1972. «The Griffon,» The Griffon 7, σ. 5–17. Weitzmann, Κ. 1935. Die byzantinische Buchmalerei des 9. und 10. Jahrhunderts, Bερολίνο. Wells, E., επιμ. 1704. Της πάλαι και της νυν οικουμένης περιήγησις sive Dionysii Geographia emendata et locupletata, additione scil. Geographiae hodiernae graeco carmine pariter donatae, cum 16 tabulis geographicis, Οξφόρδη. Wilson, N. G., και D. Stefanović. 1963. Manuscripts of Byzantine Chant in Oxford, Οξφόρδη. Wolff, R. L. 1949. «The Laskarids’ Asiatic Frontiers Once More,» OCP 15, σ. 194–197. Yriarte, C. 1882. Un condottière au XVe siècle: Sigismond Malatesta, Παρίσι. Zomarides, E. 1902. «Eine neue griechische Handschrift aus Caesarea vom J. 1226 mit armenischer Beischrift,» Studien zur Palaeographie und Papyruskunde 2, σ. 21–24. ———. 1904. Die Dumba’sche Evangelien-Handschrift vom Jahre 1226, mit zwei Lichtdrucktafeln, Λειψία. Zoumbouli, M.-D. 1995. Luc de Buzau et les centres de copie de manuscrits grecs en Moldovalachie (XVIe–XVIIe siècles), Αθήνα.

δείκτης

Ευρετηριο Χρονολογημενων Χειρογραφων Γενναδειου Βιβλιοθηκης 12ος αι. (τέλη), Γενν. 259, σ. 9 1226, Γενν. 1.5, σ. 12 1315, Γενν. 1.6, σ. 17 14ος αι. (τέλη), Γενν. 4, σ. 28 15ος αι., Γενν. 59, σ. 69 15ος-16ος αι., Γενν. 36, σ. 70 1562 μετά, Γενν. 40, σ. 74 1578/1579-1580, Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, Σπάραγμα Ι, σ. 59 16ος αι., Γενν. 35, σ. 72 16ος αι., Γενν. 60, σ. 69 1605 προ, Γενν. 55, σ. 69 1618, Γενν. Κυ 15, σ. 36 1684, Γενν. 56, σ. 72 1690, Γενν. Κυ 16, σ. 52 17ος αι. (αρχές), Γενν. Βο 2, σ. 54 17ος αι., Γενν. 1.6, σ. 17 17ος αι., Γενν. 45, σ. 84 17ος αι., Γενν. 47, σ. 82 17ος αι., Γενν. Μα 3, σ. 41 17ος αι. (τέλη), Γενν. 5.4, σ. 50 17ος-18ος αι., Γενν. 5.3, σ. 54 1703-1728, Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, Σπάραγμα ΙΙ, σ. 61 1713, Γενν. 23, σ. 25 1713, Γενν. 801, σ. 99 1734, Γενν. 24, σ. 26 1735, Γενν. Μα 17, σ. 26 1738 μετά, Γενν. 37, σ. 71 1762 προ, Γενν. 42, σ. 85 1764-1768, Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, Σπάραγμα ΙΙΙ, σ. 62

1777, Γενν. Κυ 25, σ. 26 1796, Γενν. 801, σ. 104 1796, Γενν. 93.3, σ. 95 18ος αι., Γενν. 43, σ. 84 18ος αι., Γενν. 44, σ. 83 18ος αι., Γενν. 253, σ. 83 18ος αι. (τέλη), Γενν. 25, σ. 29 18ος-19ος αι., Γενν. 94.3, σ. 91 18ος-19ος αι., Γενν. Κυ 33, σ. 90 1800 περ., Γενν. 25, σ. 29 1801, Γενν. 26, σ. 27 1814 μετά, Γενν. αταξινόμητο μουσικό 2, σ. 30 1814 μετά, Γενν. Κυ 28, σ. 30 1814 μετά, Γενν. Κυ 29, σ. 30 1814 μετά, Γενν. Κυ 32, σ. 30 1817, Γενν. 27.1, σ. 27 1818 μετά, Γενν. 48, σ. 85 1818, Γενν. Κυ 31, σ. 28 1820, Γενν. Κυ 30, σ. 28 1827, Γενν. Κυ 26, σ. 28 1827, Γενν. αταξινόμητο μουσικό 1, σ. 28 1830-1840, Γενν. 231, σ. 31 1837-1841, Γενν. Κυ 27, σ. 30 1842 προ, Γενν. 62, σ. 77 1845-1850, Γενν. Κυ 27, σ. 30 1853, Γενν. 27, σ. 28 19ος αι., Γενν. 28, σ. 24 19ος αι., Γενν. 61, σ. 73 19ος αι. (αρχές), Γενν. 57, σ. 76 19ος αι. (αρχές), Γενν. 25.2, σ. 29

126

ΔΕίΚΤΗΣ

Γενικο Ευρετηριο* Αγαπητός, διάκονος, 110 Αγγέλου, Άλκης, 95 Άγιον Όρος, 23 (κατάλογος χειρογράφων), 26, 37, 41, 45, 51, 62, 103. Βλ. και Αθωνιάς Σχολή αγροτική οικονομία, 96 Αδήλου (Λογική), 84 Αθανάσιος Καλογερόπουλος, γραφέας, 28, 32 Αθηνά, θεά, 100 Αθήνα-Αθήναι, 65, 72, 100 Αθωνιάς Σχολή, 85 Άθως. Βλ. Άγιον Όρος αινίγματα, 101, 109 Ακαδημία Αθηνών, 73-74 Ακάθιστος Ύμνος, 50-51 Ακολουθία, Μιχαήλ, Αρχαγγέλου, 24· Όρθρου και Θείας Λειτουργίας, 26. Βλ. και ανθολόγιο ακροστιχίς, 31, 111, 113 Άλδος Μανούτιος, 70, 72· τυπογραφείο Βενετίας, 68, 75 Αλεξανδρίδης, Δημ., 89 αλληγορία, αλληγορικό στιχούργημα, 100. Βλ. και Φυσιολόγος Άλωση, 67-68, 88 Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, 2, 8 Αμμώνιος, 84 Αναγέννηση, 4-5, 67, 72, 82· τυπογραφεία, 75 αναγνώσματα, εικονογραφημένα, 6, 54-57 Αναστασιματάριο, 26-29 Ανατολή, 11, 35, 67-68, 72, 81· ελληνική, 7, 81 Ανατολική Μεσόγειος. Βλ. Μεσόγειος Ανδρέας Δαρμάριος, γραφέας, 73 Ανδρόνικος Κάλλιστος, 7216 Ανδρόνικος Ρόδιος, 72, 82 Ανθολογία, 28-29· Θείας Λειτουργίας, 27, 29· μελών, 26· Όρθρου, 27, 29· Παπαδικής, 26. Βλ. και Ταμείον Ανθολογίας Ανθολόγια, μη μουσικά υμνογραφικά, 29· σχολικά, 102 Ανθολόγιο ακολουθιών μηνών Μαρτίου-Αυγούστου, (μουσ.), 28-29

αντιγραφέας. Βλ. βιβλιογράφος· γραφέας· καλλιγράφος· κωδικογράφος αντιγραφικά κέντρα, 54. Βλ. και βιβλιογραφικά εργαστήρια αντικληρικοί τόποι, 988. Βλ. και κλήρος Αντώνιος, Μέγας, 4435 «απάνθισμα», 70 Αποκάλυψη Ιωάννου, 91. Βλ. και Ιωάννης, ευαγγελιστής απόστολοι, 17. Βλ. και Ευαγγελιστές· Ιωάννης· Λουκάς· Μάρκος· Ματθαίος Αποστόλων, Αγίων, ναός, 88 Αρβανίτης, Εμμανουήλ, 102 Αρβανίτου, Ιωάννης Εμμανουήλ. Βλ. Ιωάννης Εμμανουήλ Αργέντης, Ευστράτιος, 104 Αριθμητική, 85, 100 Αρίσταρχος νεώτερος ο Γραμματικός, 73 Αριστοτέλης, 71-72, 78, 81 2, 82-85· corpus aristotelicum, 72, 82· editio princeps, 72· αριστοτελιστές, 82-83. Βλ. και νεοαριστοτελισμός· Ραφαήλ Αρμενία, 15· Αρμενική Κιλικία, 13-14 αρμενικό - αρμενικά, βιβλιογραφικό σημείωμα, 15-16· χειρόγραφα, 13-14 Αρσάκειο Αθηνών, 2 Άρτης, μητροπολίτης. Βλ. Ναυπάκτου και Άρτης Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, 2 αρχέτυπο, 76 Ασδραχάς, Σπύρος, 7 Ασία, κεντρική, 19. Βλ. και Μικρά Ασία ασκητικά κείμενα, 36, 41· ασκητικών συγγραφέων, κείμενα, 40-41. Βλ. και πατερικά άσματα, 24, 31 αστρολάβος, 84 αστρολογικά έργα, 84 αστρονομικοί πίνακες, 84 Αυστριακή Αστυνομία, 99-100, 104· αυστριακές αρχές, 103 αυτόγραφο, 7, 67, 69-70, 72, 76, 78 αυτοκράτορας, 55, 57· χριστιανός, 55· βυζαντινός, 56

*Σημείωση: Στο λήμμα «χειρόγραφα, αναφερόμενα» καταγράφονται χειρόγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στο κύριο σώμα των άρθρων. Δεν ευρετηριάζονται στοιχεία στις υποσημειώσεις, εκτός

ελαχίστων εξαιρέσεων. Οι γραφείς καταγράφονται με το βαπτιστικό ή μοναχικό όνομα. Τυχόν παροράματα διορθώνονται στο ευρετήριο.

ΔΕΙΚΤΗΣ αυτοκρατορία, 19, 57· Βυζαντινή, 9, 211, 67-68· ελληνική, 211· Οθωμανική, 96, 105 Αφρική, Νότια, (Durban), 73 Αχαιοί, 105-106, 112-113 Αχμέτ, καδής Βέρροιας, 88 Αχμέτ, σουλτάνος, 93 Αχρίδα, 61· Αχριδών αρχιεπισκοπή, 60-61 Βαλκάνια, 22, 99 Βαρλαάμ, 43, 4435 Βασιλάκης, Νικηφόρος, 102, 109 Βασιλεία, 77, 812 Βασίλειος Μελητινιώτης, πρωτονοτάριος, γραφέας, 1, 6, 11, 15-17, 20· Ορέστης, ιερέας, 15· Σοφία, 15 Βασίλειος, Μέγας, 43, 4434, 110· Λειτουργία, 6, 49. Βλ. και Ιεράρχες, Τρεις· Λειτουργίες, Τρεις Βατικανή Βιβλιοθήκη, 69-70, 78. Βλ. και Βιβλιοθήκη Βατοπαιδινή Σκήτη Αγίου Δημητρίου, Άγιον Όρος, 26 Βαφείδης, Φιλάρετος, 61, 65-66 Βελιγράδι, 101 Βενετία, 54, 68-69, 82-84, 91, 9215 Βενετοί, 92, 9216, 97 - Βενετικές, αρχές (Κρήτη), 20· κατάκτηση, 977 βεράτια, 63 Βερνικόβου μονή, (Ναύπακτος), 26 Βήμα, Το, εφημερίδα, 103 Βησσαρίων Καστορίας, μητροπολίτης, 64 Βησσαρίων, καρδινάλιος, 7, 67-69, 75, 78 Βιβλική Εταιρεία, 89 βιβλίο-βιβλία, καραμανλίδικα, 88-92· μουσικά, 22, 25· ρωσικά, 50· τουρκόφωνα, 89. Βλ. και έντυπο· λειτουργικά· χειρόγραφα· χειρόγραφο βιβλιογραφικά εργαστήρια, επαρχιακά, 9. Βλ. και αντιγραφικά κέντρα βιβλιογραφικό σημείωμα, 11-12, 14-17, 25, 27-28, 37, 41, 50, 51-53, 74, 78. Βλ. και κολοφών βιβλιογράφος, 4, 19, 36, 41, 51, 74, 81, 89. Βλ. και γραφέας· καλλιγράφος· κωδικογράφος βιβλιοδεσία, 16, 65. Βλ. και στάχωση βιβλιοδέτης, 4, 37, 45 Βιβλιοθήκη-βιβλιοθήκες, 22, 29, 49, 68, 70, 72, 102· Αγίου Όρους, 23· Βατικανού, 56· Bodleian, Οξφόρδη, 26· British Library, Λονδίνο, 10· Γεννάδειος, passim· Μουσείου Μπενάκη, 352· Νέας Σμύρνης, 90· Πάτμου, 52. Βλ. και Αμβροσία· Βατικανή· Εθνική· Μαρκιανή

127

βιβλιόσημο, 71-72. Βλ. και σφραγίδα Βιέννη, 1, 12, 84-85, 89, 99-101, 103-107, 111, 113 βιοτεχνία, 16 Βλαχία, 52, 102. Βλ. και Ουγγροβλαχίας Βλεμμύδης, Νικηφόρος, 82, 84-85 Βοιωτία, 96 Βολίδης, Θεμιστοκλής, v, 5, 54, 59, 63, 65-66. Βλ. και χειρόγραφο, Αρχείο Γενν. και Γενν. Βο Βουδαπέστη, 101, 104. Βλ. και Πέστη Βουκουρέστι, 5416, 102· Αυθεντική Ακαδημία Βουκουρεστίου, 101-102 Βούλγαρης, Ευγένιος, 84-85 βουλγαρικό χειρόγραφο, 56 Βουλισμάς, Δωρόθεος, 84 Βρανούσης, Λέανδρος, 59, 103-106 Βροντολόγια, 84 βυζαντινός-βυζαντινή, εικονογραφία, 9-20, 49-57· κοσμική τέχνη, 6, 55· λόγιοι, 6, 67-79. Βλ. και αυτοκρατορία, Γραμματεία, φιλοσοφία, Ψαλτική βυζαντινολογία, γερμανική, 74 βυζαντινότροπα καλλιγραφικά κεφαλαία, 101. Βλ. και γραφή Βυζάντιο, 5-6, 10, 67, 84, 88 Βυζάντιος, Κωνσταντίνος, πρωτοψάλτης, (μουσ.). Βλ. Κωνσταντίνος Βυζάντιος Βυζάντιος, Πέτρος, πρωτοψάλτης. Βλ. Πέτρος Βυζάντιος Γαβριήλ Δ΄, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 61 Γάβριος, 109 Γαζής, Θεόδωρος, 67-68 Γαλάβαρης, Γιώργος, 5 Γάνου και Χώρας, επίσκοπος, 50 Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, passim· (εγκαίνια 1926), 3. Βλ. και χειρόγραφο, Αρχείο Γενν. και Γενν. Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Έκθεση Χειρογράφων, 1, 11, 25, 5, 8-9, 99 Γεννάδιος ο Σχολάριος, οικουμενικός πατριάρχης, 88 Γεννάδιος, Γεώργιος, 2-3, 5, 16 Γεννάδιος, Ιωάννης, 1, 2, 4-5, 7, 16, 23, 33, 69, 71, 78-79, 83, 95· Ανθή, 3· Florence, 37 Γενναδίου, συλλογή, 2-5, 7, 23, 69, 71, 78-79, 83, 95 Γερμανός, επίσκοπος Νέων Πατρών, (μουσ.), γραφέας, 26 Γεωγραφία, 70, 78, 84, 97 Γεώργιος Ερμώνυμος (εκ Σπάρτης), γραφέας, 73

128

ΔΕίΚΤΗΣ

Γεώργιος ιερεύς και σακελλίου, 60 Γεώργιος Κόντης, ρήτωρ Αίνου, γραφέας, 56 Γεώργιος Κρης, (μουσ.), 30 Γεώργιος Τραπεζούντιος. Βλ. Τραπεζούντιος, Γεώργιος Γεώργιος Τριβιζίας, γραφέας, 69, 78 Γεώργιος Χουρμούζιος, Χαρτοφύλαξ. Βλ. Χουρμούζιος, Γεώργιος, (μουσ.) Γεώργιος, Άγιος, Βιέννης (ναός), 104· Κώδικας, 103 Γεωργοπούλου, Μαρία, 8 Γιαννόπουλος, Εμμανουήλ, 6 Γιώργης ο Ρύσιος, παπά-, (μουσ.), γραφέας , 30-31 Γκράτζιου, Όλγα, 6 Γλυζώνιος, Εμμανουήλ, 90-91 γλωσσάριο τραγωδιών Ευριπίδη, 76, 78-79. Βλ. και Ευριπίδης Γούτας, Εμμανουήλ, (μουσ.). Βλ. Εμμανουήλ Γούτας Γραμματεία, αρχαία ελληνική, 68· Βυζαντινή, 35· γεωγραφική, 70· δημώδης, 41· ελληνική, 67· θύραθεν, 101· κλασική, 68, 75-76· νεοελληνική επιστημονική, 84· χριστιανική, 101 Γραμματική, 7, 67-69, 89 γραφέας-γραφείς, 4, 6-7, 12, 14-20, 24-31, 38, 41-42, 50-52, 54, 67-79, 81-83, 90, 92-93, 101. Βλ. και βιβλιογράφος· καλλιγράφος· κωδικογράφος γραφή, 9, 11-12, 14, 17, 19-21, 27, 29-30, 36, 49-50, 52, 54, 56, 69-71, 74-75, 82, 87-88, 90, 92, 106· «διακριτική μεγαλογράμματη» (Auszeichnungsmajuskel), 14· Θεόδωρου Αγιοπετρίτη (Θεσσαλονίκη, τέλος 13ου/αρχές 14ου αι.), 19· λειτουργική, 19· «μαργαριτόπλεκτη» (Perlschrift), 14· μικρογράμματη, 10· μικρογράμματη, ψιλογραφία, 6, 14-15· μουσικής, σύστημα, 211, 22, 27, 31. Βλ. και καλλιγραφία· κρυπτογραφία· μονοκονδυλιές Γρηγοράς, Νικηφόρος, 74 Γρηγόριος Ε΄, πατριάρχης, 31 Γρηγόριος Θεολόγος, 109-110. Βλ. και Ιεράρχες, Τρεις Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Βλ. Γρηγόριος Θεολόγος Γρηγόριος Νύσσης, 43-44 Γρηγόριος Σιναΐτης, 36-38, 41 Γρηγόριος, λαμπαδάριος, πρωτοψάλτης της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, (μουσ.), γραφέας, 28, 31-33

Γρηγορόπουλος, Ιωάννης, 75 Δαβίδ (Ψαλτήριο), 89 Δαμοδός, Βικέντιος, 84 Δανιήλ Ραϊθηνός, μοναχός Ραϊθού, 35, 38 Δανιήλ Σελασφόρου και Κοριτζάς, μητροπολίτης, 60 Δερβενοχώρια, 97 Δεύρης, μητροπολίτης, 60 Δημαράς, Κ. Θ., 95 Δημητρακοπούλου, Ευρυδίκη, 59 Δημήτριος ιερεύς και σκευοφύλαξ, 60 Δημήτριος Λώτος, πρωτοψάλτης Σμύρνης, (μουσ.), γραφέας, 27, 29 Δημητρίου, Αγίου, Βατοπαιδινή Σκήτη, Άγιον Όρος, 26 δημοσιονομικό σύστημα, 96· οθωμανικό, 96 δημώδης γλώσσα, 55, 57 Διάδοχος Φωτικής, 43, 4435 διακοσμημένα χειρόγραφα, 5-6, 9, 18, 49-50, 90, 101. Βλ. και εικονογραφημένα διακόσμηση χειρογράφου-διάκοσμος, 6, 9-10, 12, 14, 16, 18-20, 24, 27, 50, 52, 54, 56. Βλ. και εικονογράφηση· εικονογραφία «Διακοσμητική Τεχνοτροπία» (The Decorative Style Group), 9-10, 13, 15 διασπορά, 12 Διαφωτισμός, 5· νεοελληνικός, 83-85 διδακτική, 25, 70, 77-78, 101· εγχειρίδια, 70, 77. Βλ. και εκπαίδευση Δίδυμος ο Τυφλός, 44, 4435, 47 δικαστήριο, εκκλησιαστικό, μητροπόλεως Καστορίας (1578-1580), 60 διοίκηση, εκκλησιαστική, 70· πολιτική, 70 Διονύσιος ο Θραξ, 69 Διονύσιος Περιηγητής, 70-71, 78 Διονύσιος, ιεροδιάκονος, 102 Διονυσίου, Μονή, (Άγιον Όρος), 37, 41-42, 44, 4439, 45 δίφυλλο, έντυπο, 1, 104-105, 112 «Δούμπα, ευαγγέλιο τού», 12 Δούμπας, Θεόδωρος Στεργίου, 12 Δούμπας, Νικόλαος Θεοδώρου, 12 Δραγωτά, ενορία, 61 «δρόμοι», μουσικοί, 31. Βλ. και ήχος Δύση, 4, 35, 54, 67-79, 81, 83· δυτικός, 4, 7, 51-52, 56, 67-79, 81-82, 84 Δωρόθεος Μονεμβασίας (Ψευδο-Δωρόθεος), 7, 55, 92-93· Χρονογραφία, 55-57 εβραϊκή συνοικία Καστορίας, 61. Βλ. και Καστοριά

ΔΕΙΚΤΗΣ εγχειρίδιο-εγχειρίδια, 68-70, 72, 84, 100 Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, 2, 23, 59, 63-66. Βλ. και χειρόγραφα, αναφερόμενα, ΕΒΕ εικονογραφημένα, 6· βυζαντινά χειρόγραφα, 9-20· χειρόγραφα εποχής έντυπου βιβλίου, 49-57. Βλ. και διακοσμημένα· διακόσμηση εικονογράφηση, 11-12, 20, 50-51, 53, 55-57, 95. Βλ. και διακόσμηση εικονογραφία, 56-57· εικονογραφικός, 13, 18, 51, 53, 55-56. Βλ. και διακόσμηση· εικονογράφηση ειλητά, 49 Ειρμολόγιο, 26-27, 29· ειρμοί, 28, 30, 32-33 Εκάτη, 100, 106 έκδοση - εκδόσεις, 7, 36, 43-44, 67-79, 812, 85, 89, 91, 93, 95, 102· σχολικές, 76 εκδότες-φιλόλογοι, 7, 71, 74-76, 79, 82 εκκλησιαστική, διοίκηση, 70· ιστορίας, πηγές, 59-66· μουσική, 21-33 εκπαίδευση, 7, 72, 81-83· εκπαιδευτήρια, 99. Βλ. και διδασκαλία· παιδεία· σχολεία· Σχολή Ελλάδα, 2-3, 12, 22-23, 30, 73, 101-102, 105 Έλληνες, 3-4, 7, 16, 67-68, 73, 81, 100-101, 104-106, 112-113. Βλ. και Ορθόδοξοι Κων/ πολης· Ρωμιοί Ελληνική Επανάσταση, 2-3, 102 Ελληνική Παλαιογραφική Εταιρεία, 1-2, 36, 5, 8 ελληνική, κοινωνία 18ου αι., 96· οικονομία 18ου αι., 96 Ελληνισμός, 2, 6-7, 22, 33, 81. Βλ. και Νέος Ελληνισμός Εμμανουήλ Γούτας, πρωτοψάλτης Θεσσαλονίκης, (μουσ.), γραφέας, 29-30 Εμμανουήλ, Ιωάννης. Βλ. Ιωάννης Εμμανουήλ Εμμανουήλ, Παναγιώτης, 99, 101 εμπόριο - εμπορικός, 16, 49, 61, 63, 70· εμπορευματοποίηση χειρογράφων, 73 Ενεπεκίδης, Πολυχρόνης, 103 ενθυμήσεις, 97 έντυπο-έντυπα, 4, 6, 63, 81, 88, 99, 100, 102, 104-106, 112· εποχή έντυπου βιβλίου, 49-57· καραμανλίδικα, 88, 90-91· Λεξικά, 68· μουσικό βιβλίο, 22, 28-29· ρωσικά, 50· σλαβικά, 50. Βλ. και εκδόσεις έντυπα, διακοσμητικά πρότυπα, 51· στοιχεία, 52, 54. Βλ. και τυπογραφικά επαρχιακά, βιβλιογραφικά εργαστήρια, 9· βυζαντινά χειρόγραφα, 20 επαρχιακή χειρόγραφη παραγωγή, 9 επαρχιακός ζωγράφος, 13 Επετηρίς Στερεοελλαδικών Μελετών, 95 επίγραμμα-επιγράμματα, 12, 14-15, 17, 106, 113

129

επιγραφή, 13, 29, 31, 37, 70, 101, 104. Βλ. και σημείωμα· σημείωση επιμερισμοί, 77-79 επιστήμη – επιστημονικός, 7, 211, 33, 76, 81-85 επιτομές, 69-70, 77, 82, 84 Εποχές, 95 Έρασμος, 75, 812 ερυθρογραφία, 13, 17, 36, 38, 41, 43, 90, 92. Βλ. και κιννάβαρις· μελάνη-μελάνι ερωτηματολόγιο, 7, 96 Εσπερινός, 29 Ευαγγελινός Σκοπελίτης, (μουσ.), γραφέας, 29, 30 Ευαγγέλιο, 3, 6-7, 9-20· καραμανλίδικο, 90-91, 93· Χαναναίας, 91 Ευαγγελισμός, 51 Ευαγγελιστάριο, 7, 90-91. Βλ. και Ευαγγέλιο Ευαγγελιστές, 11-15, 17-18, 20, 90-91. Βλ. και Ιωάννης· Λουκάς· Μάρκος· Ματθαίος Ευάγριος Ποντικός, 41 Ευάγριος, μοναχός, 36 Ευδοκία, 56 Ευριπίδης, 7, 76· γλωσσάριο τραγωδιών, 76, 78-79· Εκάβη, 101, 110 Ευρώπη, 67-68, 72 Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, 70-71, 78 Ευστράτιος ιερομόναχος και πρωτοσύγκελλος, 60 Ευφρόνιος, 2 Ευχαριστία, Θεία, 52-54. Βλ. και Λειτουργία, Θεία Εφέσιος, Πέτρος, (μουσ.). Βλ. Πέτρος Εφέσιος Έφεσος Μικράς Ασίας, 19-20 Εφημερίς 1797, 99-100, 103, 105-106, 114 εωθινόν, 91 Ζαβίρας, 99-100 Ζερζούλης, Νικόλαος, 84-85 Ζουμπουλάκης, Θεοδ., (κατάστημα), 92 Ζωμαρίδης, Ευγένιος, 12 Ζωναράς, Ιωάννης, 74 Ηθική, 7, 72, 81 Ηλιάδης, Ηλίας, 8 Ηλιόδωρος Προύσης, 7216 ηλιοκεντρικό σύστημα, 84 Ηλιού, Φίλιππος, 95 Ήπειρος, 19 Ησαΐας, 43, 4435, 47 ήχος (μουσ.), 21-22, 29-32, 91· πλάγιος, 30 Θαλάσσιος, 43, 4435 Θεία Λειτουργία. Βλ. Λειτουργία, Θεία

130

ΔΕίΚΤΗΣ

Θεοδόσιος Β΄, 56 Θεόδουλος Στρουμνίτζης, μητροπολίτης, 60 Θεόδωρος Αγιοπετρίτης. Βλ. γραφή Θεόδωρος Σύψωμος, γραφέας, 73, 78. Βλ. και Σύψωμος Θεοστήρικτος, μοναχός, 108, 110 Θεοτόκος, λέξη, 107-108 θέσεις, 21 Θεσσαλονίκη, 19, 29-30· Α΄ Γυμνάσιο, 59 θετικές επιστήμες, 82-83 θύραθεν μουσική, 31 Θωμάς Μάγιστρος, 75 Ιάκωβος Γάνου και Χώρας, επίσκοπος, γραφέας, 50 Ιάκωβος Διασσωρινός, γραφέας, 73 Ιακώβου, Αγίου, κέλλη-κελλί, (Μονή Αγίου Διονυσίου, Άγιον Όρος), 37, 41 Ιγνάτιος αρχιεπίσκοπος Αχριδών, 61 Ιγνάτιος Μολίσκου, μητροπολίτης, 60 Ιγνάτιος, 109 ιδιόμελα, 28-29· αναστάσιμα στιχηρά, 26 Ιεράρχες, Τρεις, (πορτραίτα) 50-51, 53 Ιερεμίας, Δαβίδ, 4434 Ικόνιο, 15 Ινδίες, 73 Ιουστινιανός, αυτοκράτωρ, 16, 110 Ισαάκ, μοναχός, 44, 46-47 Ισίδωρος ο θυρωρός, όσιος, 43 Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης, 43 Ισοκράτης, 3, 109 ιστορία, 2, 6, 7, 12, 19, 28, 67, 70, 74, 90, 96, 99· βιβλίου, 49-57· εκκλησιαστική, 59-66 ιστοριογραφία, 67, 96 Ιταλία, 67-69, 71-72, 82-83 Ιτς Ογλάν, 56 Ιωακείμ ιερομόναχος και εφημέριος, 60 Ιωακείμ, αρχιεπίσκοπος Αχριδών, 60 Ιωάννης Αναγνώστης, γραφέας, 28 Ιωάννης Δούκας, 70 Ιωάννης Εμμανουήλ, γραφέας, 7, 99-114 Ιωάννης ο Αρκλάς, 109 Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 109-110 Ιωάννης ο Θεολόγος. Βλ. Ιωάννης, Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Χίος, γραφέας, 26-27 Ιωάννης ο Χρυσόστομος, 44, 46, 110· Λειτουργία, 6, 49. Βλ. και Ιεράρχες, Τρεις· Λειτουργίες, Τρεις Ιωάννης Πρόδρομος, 52 Ιωάννης Σακουλής, ιερέας, γραφέας, 50-51, 53 Ιωάννης Σιναΐτης. Βλ. Ιωάννης της Κλίμακος

Ιωάννης Σχολαστικός. Βλ. Ιωάννης της Κλίμακος Ιωάννης της Κλίμακος, άγιος, 6, 35, 37, 39-41, 43 Ιωάννης, αββάς, ηγούμενος Ραϊθού, 35, 38 Ιωάννης, Ευαγγελιστής, Αποκάλυψη, 91· επίγραμμα, 12, 15, 17· ευαγγέλιο, 9, 11-12, 17, 19, 90· μικρογραφία, 12-13, 18, 90· σύμβολο, 12, 14, 90. Βλ. και Ευαγγελιστές Ιωάννης, σημείωση (1838), 92 Ιωάννου, Δημήτριος, 103 Ιωάννου, Εμμανουήλ, 103 Ιωάννου, Ιωάννης, 104 Ιωάννου, Κωνσταντίνος, 103 Ιωάννου, Μανουήλ, 103, 104 Ιωάννου, Παναγιώτης, 104 Ιωάννου, Παύλος, 103 Ιωάννου, Σταύρος, 107 Ιωάσαφ εξ Αγράφων, ιεροδιάκονος, γραφέας, 27 Ιωάσαφ Καστορίας, μητροπολίτης, 64 Ιωάσαφ Πελαγονίας, μητροπολίτης, 60 Καϊκουπάδης (Ala al-din Kay-Qubadh), σουλτάνος, 12, 15 Καινή Διαθήκη (καραμανλίδικα), 89, 91 Καισάρεια, Καππαδοκίας, 1, 6, 12, 15-16, 20· Μεγάλη, 15-16 Καϊχοσρόης, Γιαθατίνης (Giyath al-Din Kaihosru A΄), σουλτάνος, 15-16 Καλεντάρι (1722-1945), 83· Καλεντάρια, 84 Καλλιγά, Χάρις, 8 καλλιγραφία, 52, 90, καλλιγραφική γραφή, 36, 69, 71, 82, 101. Βλ. και γραφή καλλιγράφος, 14, 41. Βλ. και βιβλιογράφος· γραφέας· κωδικογράφος Καλλίνικος ιερομόναχος, γραφέας, 53-54 καλοφωνικοί ειρμοί. Βλ. Ειρμολόγιο Κανελλόπουλος, Αναστάσης, συλλογή, 5 κανόνια, 90· μουσικά, 25 Καντακουζηνός, Ιωάννης ΣΤ΄, αυτοκράτωρ, 7216 Καππαδοκίας, περιοχή, 13 Καραμανία, 87 Καραμανλήδες, 87 καραμανλίδικα, 7, 87-93 Καρανάσιος, Χαρίτων, 7 Κασσιανός ο Ρωμαίος, 36, 40 Καστοριά, 6, 59-66, 99, 103, 104· Καστορίας, Αστική Σχολή, 63· εβραϊκή συνοικία, 61· μητρόπολη, 59-66 Καστοριανοί γουναράδες Κωνσταντινούπολης, 61 κατάλογος-κατάλογοι χειρογράφων, 25, 36, 10, 23-24, 44, 592, 63, 649, 6411, 719, 90 κάτοπτρα ηγεμόνων, 101 Καυσοκαλυβίτης, Νεόφυτος, 85

ΔΕΙΚΤΗΣ κεκραγάρια, 28 Κεμάλ, 88 Κέντρο Νεοελληνικών Ερευνών, 95 Κεχαγιόγλου, αδελφοί Σ., (εκ Ραιδεστού), 4439 κιαρ, (μουσ.), 31. Βλ. και Γρηγόριος, λαμπαδάριος Κιλικία, 87· Αρμενική, 13-14 κιννάβαρις, 14. Βλ. και ερυθρογραφία· μελάνη-μελάνι κλήρος, 4, 50, 57, 96, 98 κλίμακες, μουσικές, 21 Κλίμαξ της θείας ανόδου , 6, 35-47· editio princeps (Editio Raderiana, Παρίσι, 1633), 35-36, 44 Κόζιας, Μονή, (Βλαχία), 102 Κόκκωνας, Γιάννης, 7 κολοφών, 2050, 25-27, 2819, 2820. Βλ. και βιβλιογραφικό σημείωμα Κομίνης, Αθανάσιος, 36 Κοπέρνικος, 83 Κοραής, Αδαμάντιος, 7, 29, 73 Κοριτζάς, μητροπολίτης. Βλ. Σελασφόρου και Κοριτζάς Κορυδαλεύς, Θεόφιλος, 53, 82-84 κοσμικός, 6, 49, 55, 57 κρατήματα, (μουσ.), 30 Κρημνιώτικο μετόχι, 61 Κρης, Γεώργιος, (μουσ.). Βλ. Γεώργιος Κρης Κρήτη, 19-20 κριτική αποκατάσταση κειμένων, 75· κριτικές εκδόσεις κειμένων, 76 Κρούσιος, Μαρτίνος, 88 κρυπτογραφία, 2717· κρυπτογραφικό σημείωμα, 27 κτητορικό σημείωμα, 69, 102, 104, 107 Κυκκώτης, Σίλβεστρος, (μουσ.). Βλ. Σίλβεστρος Κυκκώτης Κύπρος, 9-10, 19-20 Κυριαζής, Δαμιανός, 5, 24, 29, 35, 37, 45, 51, 53, 90-91. Βλ. και χειρόγραφο, Γενν. Κυ Κυριακός Διονυσιάτης, μοναχός εκ Μικράς Ρωσίας, γραφέας, 37, 41-44 Κώδικας-Κώδικες, μητροπόλεων Οθωμανικής περιόδου, 63· μητροπόλεως Καστορίας, 6, 59-66· Ναού Αγίου Γεωργίου Βιέννης, 103 κωδικογράφος, 26-27, 29. Βλ. και βιβλιογράφος· γραφέας· καλλιγράφος Κωνσταντίνος Αουτέμης, γραφέας, 20 Κωνσταντίνος Βυζάντιος, πρωτοψάλτης, (μουσ.), γραφέας, 30 Κωνσταντίνος Παλαιοκάππας, γραφέας, 7216, 73 Κωνσταντινούπολη, 6, 93, 19, 27-28, 4439, 55-57, 61, 67, 69, 73, 82, 87-89, 109-110· έντυπες

131 απεικονίσεις, 56· Νέα Ρώμη, 88. Βλ. και Άλωση

Λάιος, Γεώργιος, 103 Λάμπρος, Σπυρίδων, 44 Λασκαράκης Αγγελάκης, Κωνσταντίνος, 106, 113 Λάσκαρης, Κωνσταντίνος, 68 Λαυρέντιος ο μάκαρ, 43 Λβοβ Πολωνίας, 51 Λειμωνάριο, 41 Λειτουργία, Θεία, 26, 29, 51-53· Ανθολογία, 27, 29· ορθόδοξη, 53. Βλ. και Ευχαριστία, Θεία Λειτουργίες, Τρεις, 6, 49-50, 53· Βασιλείου, 6, 49· Προηγιασμένων, 6, 49· Χρυσοστόμου, 6, 49 λειτουργικά, βιβλία, χειρόγραφα, 20, 28, 41, 49-54, 57, 90-91· γραφή, 19· ειλητά, 49 Λειψία, 84 Λεξικά, 67-69, 76, 78 Λεόντιος, 51 Λεοντίου, Γεώργιος, 99 Λέσβιος, Βενιαμίν, 85 Λέων ο Σοφός, 109 λήμματα, 70, 72 Λιβάνιος, σοφιστής, 110 Λογάδης, Νικόλαος, 31 Λογική, 7, 72, 81, 84 Λουκά, Αγίου, μαχαλάς, 61 Λούκαρης, Κύριλλος, (πατριαρχικό γράμμα, 1633), 615 Λουκάς ο Κύπριος, μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας, γραφέας, 50, 52 Λουκάς, Ευαγγελιστής, επίγραμμα, 12, 15, 17· ευαγγέλιο, 9, 11-12, 17-19· μικρογραφία, 12-13, 18, 90· σύμβολο, 12-14, 90. Βλ. και Ευαγγελιστές Λουκιανός, 109 Λώτος, Δημήτριος, (μουσ.). Βλ. Δημήτριος Λώτος Μαδρίτη, 56 Μαθηματάριο, 99, 101-102, 105, 108-110 μαθηματικές επιστήμες, 85· εγχειρίδια, 100 μαΐστορες, (μουσ.), 32 Μακάριος ιερομόναχος (Πάτμος), γραφέας , 51-52 Μακάριος Μονεμβασίας, μητροπολίτης, γραφέας, 73 Μακάριος, αββάς, 36, 41 Μακεδονία, 101 Μανασσής, 56 Μανουήλ Α΄, αυτοκράτωρ, 70 Μανουήλ Αγιάσης, γραφέας, 6, 17, 19-20

132

ΔΕίΚΤΗΣ

Μανούσακας, Μανούσος, 5 Μαρκιανή Βιβλιοθήκη Βενετίας, 68. Βλ. και Βιβλιοθήκη Μαρκιανός, 56 Μαρκίδες Πούλιου, 99-100, 105, 114· τυπογραφείο, 104 Μάρκος, αββάς, 36 Μάρκος, ασκητής, 41 Μάρκος, Ευαγγελιστής, επίγραμμα, 12, 15, 17· ευαγγέλιο, 9, 11-12, 17, 19· μικρογραφία, 12-13, 18, 90· σύμβολο, 12-14, 90. Βλ. και Ευαγγελιστές Μαρκουράς, Ιωαννίκιος, 83 Μαρτάκου, συλλογή, 5, 92, 24. Βλ. και χειρόγραφο, Γενν. Μα Μαρτύριος Δεύρης, μητροπολίτης, 60 Ματθαίος εξ Αθηνών, γραφέας, 28 Ματθαίος, Ευαγγελιστής, επίγραμμα, 12, 15, 17· ευαγγέλιο, 9-12, 17, 19, 91 (περικοπή 15.22)· μικρογραφία, 12-13, 18, 90· σύμβολο, 12-14, 90. Βλ. και Ευαγγελιστές Ματθαίος, τιτουλάριος μητροπολίτης Μυρέων, γραφέας, 50-52 Μέγα Σπήλαιο, 95 Μεγαρίδα, 97 Μεγίστης Λαύρας, Μονή, (Άγιον Όρος), 62, 103 Μεθόδιος Καστορίας, μητροπολίτης, 64 μέθοδοι, μουσικές, 25 μέθοδος των σημαδίων της ψαλτικής, 22. Βλ. και Νέα Μέθοδος· σημειογραφία μελάνη-μελάνι, 77, 102· βαθυκόκκινο (μωβ), 14· βιολετί, 92· ερυθρό (κιννάβαρις), 14· ερυθροκάστανο, 19· καστανό, 14, 17-18· καστανό, ανοιχτό, 14· καστανό, σκούρο, 11· κόκκινο, 10, 17, 19, 42, 92· μαύρο, 9, 20, 25, 31, 36, 42, 55· πολύχρωμα, 25. Βλ. και ερυθρογραφία μέλη, μουσικά, 30· Ανθολογία, 26 Μεσαίωνας, 57 Μεσόγειος, 19· Ανατολική, 6, 9, 19-20, 22 μεταβυζαντινή, εποχή, 7· χειρόγραφα, 12, 81-85 μεταφράσεις, 7, 35, 68, 70-72, 81, 83-84, 91-93 Μεταφυσική, 7, 81 Μετεώρων μονές, 23 Μετουσίωση, 52, 54 μετόχι (Λαύρα Αγίου Όρους), 62· Κρημνιώτικο, 61 Μεχμέτ ο Πορθητής, σουλτάνος, 88 Μηνολόγιο, 91 Μηνωΐδης, Μηνάς, 45 Μητσάνη, Αγγελική, 5-6 Μικρά Ασία, 93, 14, 88· ανατολική, 20· Έφεσος, 19-20· Κεντρική, 87

Μικρασιάτες, 87 Μιχαήλ Αουτέμης, γραφέας, 20 Μιχαήλ αρχαγγέλου, Ακολουθία, 24 Μιχαήλ Λουλούδης, γραφέας, 20 Μιχαήλ Λυγίζος, γραφέας, 77 Μολίσκου, μητροπολίτης, 60 Μονεμβασία, 7, 92· μητροπολίτης, 73 μονοκονδυλιές, 101 Μοσχόπουλος, Μανουήλ, 68, 75 Μόσχος, Ιωάννης, 41 μουσική, αρχαία ελληνική, 21· εκκλησιαστική, 21-33· εξωτερική, 31· χειρόγραφα, 21-33. Βλ. και βιβλίο· έντυπο· ήχος· Νέα Μέθοδος· σημειογραφία μουσικολογική επιστήμη, ελληνική, 33 Μουσούρος, Μάρκος, 75 Μουσταφά Γ΄, 93 Μπαλτά, Ευαγγελία, 5 Μπάρμπουλος Δήμου Νικολάου, γραφέας , 101-102 Μπερεκέτης, Πέτρος, (μουσ.), 3226 Μπίθα, Ιωάννα, 5 Μπρανκοβεάνου, Κ., βοεβόδας, 5416 Μυρέων, μητροπολίτης, 50-52 Μυστρά, δεσπότης, 69 Ναπολέων (εποχή), 73 Ναύπακτος, 26· Ναυπάκτου και Άρτης, μητροπολίτης, 88 ναυσιπλοΐα, 70 Νέα Μέθοδος σημειογραφίας Ψαλτικής (1814), 27-28, 30, 32 Νεακαδημία, 75 Νέες Χώρες, 84 Νείλος Σιναΐτης, 41 Νείλος, όσιος, 36 νεοαριστοτελισμός, 82-83. Βλ. και Αριστοτέλης «Νεοελληνικά Μελετήματα», 95 νεοελληνικός, Διαφωτισμός, 83-85· επιστημονική γραμματεία, 84· οικονομική ιστορία, 7, 96· σκέψη, 7, 81, 85 Νέος Ελληνισμός, 5, 7, 81, 85. Βλ. και Ελληνισμός Νεόφυτος Μαυρομάτης, μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτης, 88 Νεύτων, 84 Νίκαια, 9 Νικηφόρος Καντουνιάρης ο Χίος, γραφέας, 3125 Νικηφόρος, ιερομόναχος, γραφέας, 26 Νικόλαος Πετρίτης, Άγιος, ενορία Δραγωτά, 61 Νικόλαος Ραιδεστηνός, γραφέας, 26

ΔΕΙΚΤΗΣ Νικόλαος, παπά-, γραφέας, 28 νομικά χειρόγραφα, 5, 50 νουθετικοί στίχοι, 101 Οθωμανοί, αρχές, 63· δημοσιονομικό σύστημα, 96· κατάκτηση, 81 1 · περίοδος, 59, 63· σουλτάνοι, 16, 9215. Βλ. και αυτοκρατορία Όθων, 12 «Οικογένεια 2400». Βλ. «Διακοσμητική Τεχνοτροπία» οικονομία, 96· αγροτική, 96· ελληνική 18ου αι., 96 οικονομικές λειτουργίες κλήρου, 96 οικονομική ιστορία, νεοελληνική, 96 Οικονόμου, Δημήτριος, 103 Οικονόμου, Χαρίσιος, 103 Οικουμενικό Πατριαρχείο. Βλ. Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως Ολυμπιόδωρος, 7216 Όμηρος (Ιλιάδα), 101, 110 Ομμεϋάδες, 16 Οξφόρδη, 71-72, 77· Βιβλιοθήκη Bodleian, 26· Πανεπιστήμιο, 76 Ορθοδοξίας, δόγματα, 52· εκκλησιαστική μουσική, 21-33· παράδοση, 54 Ορθόδοξοι, Κωνσταντινούπολης (17ος αι.), 6. Βλ. και Ρωμιοί· τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Όρθρος, 29· Ακολουθία, 26· Ανθολογία, 27, 29 Όρος, Άγιον. Βλ. Άγιον Όρος Οσμάν, σουλτάνος, 93 Ουγγαρία, 99· ουγγρική γλώσσα, 83. Βλ. και Βουδαπέστη· Πέστη Ουγγροβλαχίας, μητροπολίτης, 50, 52. Βλ. και Βλαχία Ουκρανία. Βλ. Ρωσία, Μικρά Ουμανισμός, 75· ουμανιστές, 67-68, 72, 75 παιδεία, 3, 67, 97, 100· παιδευτικό υλικό, 91· Υπουργείο (1854), 12. Βλ. και εκπαίδευση Παλαιολόγος, Κωνσταντίνος, 92, 9216· Παλαιολόγεια περίοδος, 75 Παλαιστίνη, 9-10 Παλιγγενεσία, εθνική, 105 Παμμακαρίστου, ναός, 88 Παναγίας, μονή, 62 Πανάγιος Τάφος, 61 Παναγιώτης Χρυσάφης. Βλ. Χρυσάφης, Παναγιώτης, (μουσ.) Παναγιωτόπουλος, Βασίλειος, 36, 95 Πανεπιστήμιο Αθηνών, 2, 12 Παντελεήμονος, Μονή, (Άγιον Όρος), 51 πανώλη (μέγα θανατικό), 19-20 Πάπα, Διάλογος Αποστόλου Πέτρου και, 83

133

Παπαγεωργίου, Σόφη, 8 Παπαδημητρίου, Νόννα, 6 Παπαδικής, Ανθολογία, 26 Παπαθεοφάνη, Κατερίνα, 8 Παππά, Ελένη, 7 Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, 50 παρασημαντική, 22 παραφράσεις, 70, 72, 78, 82, 84 Παρθένιος, μοναχός, 102 Παρίσι, 4, 16, 36-37, 45, 717, 73-74, 77 πασχάλια, 11 (ετών 1241-1261), 91 πατερικά, κείμενα, 35, 43, 93· Πατερικόν, 36. Βλ. και ασκητικά Πατέρες Εκκλησίας, 41, 43 Πάτμου μοναστήρι, 52 Πατούσας, Ιωάννης, 102 Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, Οικουμενικό, 50, 57, 61, 85, 88 Πατριαρχική Σχολή, 30 Παχυμέρης, Γεώργιος, 74 πειραματική, επιστήμη, 81-84· Φυσική, 85 Πελαγονίας, μητροπολίτης, 60 Πελοποννησιακά, 95 Πελοποννήσιος, Πέτρος, (μουσ.). Βλ. Πέτρος Πελοποννήσιος, λαμπαδάριος Πελοπόννησος, 19, 97· βόρεια, 96 Πεντηκοστάριο, 28 περγαμηνή, 9-11, 13, 15, 17-18, 20, 23-25, 28 Πέστη, 99, 101, 106. Βλ. και Βουδαπέστη Πέτερς, Γασπάρου Φερδινάνδου. Βλ. Peters, Gaspar Πέτρος Βυζάντιος, πρωτοψάλτης, (μουσ.), γραφέας, 27-28 Πέτρος Δαμασκηνός, 36, 41 Πέτρος Εφέσιος, (μουσ.), γραφέας, 29 Πέτρος Μπερεκέτης. Βλ. Μπερεκέτης, Πέτρος, (μουσ.) Πέτρος Πελοποννήσιος, λαμπαδάριος, (μουσ.), 27-29 Πέτρου, Αποστόλου, και Πάπα, Διάλογος, 83 Πλανούδης, Μάξιμος, 75 πλαστογραφήσεις, 73 Πλάτων, 82· πλατωνιστές, 82-83 Πλήθων, Γεώργιος Γεμιστός, 69 ποίημα-ποιητική σύνθεση, 1, 21, 104, 109, 111· μελοποιήματα, 22, 29-30, 33. Βλ. και στίχοι· στιχούργημα· Ωδάριον ποίηση, 21, 31 Ποιητικής, σύνοψη, 84 Πολίτη, Μαρία Λ., 91 Πολίτης, Λίνος, 65 πολιτική διοίκηση, 70 πολυέλεοι, (μουσ.), 30

134

ΔΕίΚΤΗΣ

Πολωνία, 51 Πόντος, 19, 87 πορτολάνοι, 70 Πορφύρας, Λάμπρος, ψευδώνυμο, 74. Βλ. και Σύψωμος, Δημήτριος Πορφύριος, 84 Ποτλής, Μιχαήλ, 12 Πουλχερία, αδελφή Θεοδοσίου Β΄, 56 Προγνωστικά, 84 Προηγιασμένων, Λειτουργία, 6, 49. Βλ. και Λειτουργίες, Τρεις Προθεωρία Ψαλτικής Τέχνης, 26 προικοσύμφωνα (1764-1768), 62 Πρόκλος, αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως, 109 προξενική υπηρεσία, 96 Προύσα, 28 «ραϊάδες», 98 Ραϊθού, μονή, 35, 38-39 Ραφαήλ («Η Σχολή των Αθηνών»), 72. Βλ. και Αριστοτέλης Ρέθυμνο, 20. Βλ. και Κρήτη Ρήγας Φεραίος, 1, 7, 99-101, 103, 107, 108· Θούριος, 100· σύντροφοι, 1, 7, 99, 104, 107· σχέδιο 107 ρήτωρ - ρήτορες, 56, 101, 109-110 Ρόδος, 19 ρουμανική, γλώσσα, (σημείωση), 102 Ρουσσόπουλου, συλλογή, 92 Ρύσιος, παπα-Γιώργης, (μουσ.). Βλ. Γιώργης ο Ρύσιος ρωμαίικα, 87. Βλ. και Ρωμιοί ρωμαϊκοί χρόνοι, 70 Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, 82 Ρωμανία, 15. Βλ. και Rum Ρώμη, 70. Βλ. και Collegio· Seminario Ρωμιοί, 87, 9216· Κωνσταντινούπολη 17ου αι., 57 Ρωσία Μικρά, (Ουκρανία), 37, 41-42 ρωσικό - ρωσικά, βιβλία, 50· διακοσμητικά θέματα, 52· μουσικό χειρόγραφο, 24· Znamenies, 24 Σεβήρος Αλεξανδρεύς, σοφιστής, 102, 110 Σεισμολόγια, 84 Σελασφόρου και Κοριτζάς, μητροπολίτης, 60 Σεληνοδρόμια, 84 Σελτζούκοι, 16· σουλτάνοι, 12, 15-16, 20 Σεραφείμ, ιερομόναχος, 103 σημειογραφία, (μουσ.), 21-33 σημείωμα, 92, 10, 14, 16, 19-20, 26, 41, 50, 53, 92, 106. Βλ. και αρμενικό· βιβλιογραφικό· επιγραφή· κολοφών· κρυπτογραφία· κτητορικό

σημείωση-σημειώσεις, 2, 4, 11, 18, 27-28, 41-43, 69, 71-74, 76, 78, 83-84, 93, 99, 103. Βλ. και επιγραφή· ρουμανική Σιάτιστα, 99, 101 Σίλβεστρος Κυκκώτης, (μουσ.), γραφέας, 25 Σίλβεστρος, ιεροδιάκονος, γραφέας, 25 Σινά - Σιναΐτης, 6, 35-47 Σκοπελίτης, Ευαγγελινός, (μουσ.). Βλ. Ευαγγελινός Σκοπελίτης Σκυλίτζης, Ιωάννης, 56, 74 σλαβικά, έντυπα, 50· χειρόγραφα, 50 Σμύρνη, 27, 29· Νέα, 90 Σουγδουρής, Γεώργιος, 83-84 σουλτάνοι, 93 (διαδοχή)· Σουλτάνος, 56. Βλ. και Σελτζούκοι Σούτζος, Γεώργιος, ποστέλνικος, (μουσ.), 31 Σπυρίδων Σαλίβερος (Θήρα), γραφέας, 28 Σταθάτου, Ελένη, 5, 12, 50, 53 Στάθη, Πηνελόπη, 5, 7 Στάθης, Γρηγόριος Θ., 23 Σταμάτιος ιερεύς και σακελλάριος, 60 στάχωση, 3, 11, 16, 1634, 20, 29, 37, 51, 55, 64-65, 69-70, 72-75, 101, 105. Βλ. και βιβλιοδεσία στεμματική θεωρία, 76 στιχηρά, 26 στίχοι, 14-15, 17, 31, 76, 83, 87, 100-101, 104107, 109-110 στιχολογίες, 28 στιχούργημα-στιχουργήματα, 99-100, 104-106, 111-114· αλληγορικό, 100 στοιχεία, τυπωμένα, (γραφή), 52 Στρουμνίτζης, μητροπολίτης, 60 συμπιλήματα, 73, 84 Συρία, 15 Συρίγος, Μελέτιος, 53 σύστημα, ηλιοκεντρικό, 84 Σύψωμος, Δημήτριος, 74. Βλ. και Πορφύρας Σύψωμος, Θεόδωρος, υιός Θεοδώρου, 73-74 σφραγίδα, 102. Βλ. και βιβλιόσημο σχολαστική ερμηνεία του Αριστοτέλη, 83 σχολαστικισμός, 82 σχολεία, 7, 12, 61, 77, 81, 83-84· σχολική, χρήση, 71, 76, 78, 102. Βλ. και Αρσάκειο· εκπαίδευση Σχολή. Βλ. Αθωνιάς· Καστορίας, Αστική· Πατριαρχική· Ραφαήλ «Σχολή της Νίκαιας». Βλ. «Διακοσμητική Τεχνοτροπία» σχόλια, 4, 35, 41-44, 70, 81-84, 101. Βλ. και υπόμνημα Σωφρόνιος Ερημίτης, 4439 Σωφρόνιος Καστορίας, μητροπολίτης, 60

ΔΕΙΚΤΗΣ Ταμείον Ανθολογίας, 28 Τανταλίδης, Ηλίας, 30 Τάξεις Χειροτονιών, 49, 53 Τεργέστη, 100 Τετραβάγγελα, Τετραευάγγελο. Βλ. Ευαγγέλιο τετράδια, 11 (αρίθμηση ιδιάζουσα και σπάνια), 18, 55. Βλ. και τεύχη τεύχη, 65. Βλ. και τετράδια τέχνη, λαϊκή, 53 Τούρκοι, 16, 87, 9216, 101 Τουρκοκρατία, 3, 55, 84 τουρκόφωνοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, 87-88 τραγούδια. Βλ. άσματα Τραπεζούντιος, Γεώργιος Θεοδώρου, 67, 101-102 Τρεις Λειτουργίες. Βλ. Λειτουργίες, Τρεις Τριάδα, Αγία, 52-53 Τρικλίνιος, Δημήτριος, 75 τρόποι, (μουσ.). Βλ. ήχος Τσούτας, Ιωάννης, (σημείωση), 19 τυπογραφείο, 4, 7, 49, 54, 68, 73, 75, 77-78, 89, 91, 100 τυπογραφία, 22, 68, 75, 81· μουσική, 22 τυπογραφικά, κοσμήματα, 52· στοιχεία, 70 (έτους 1496), 75. Βλ. και έντυπα τυπογράφος-τυπογράφοι, 37, 71, 75, 77 υδατόσημο, 37, 61-62, 65, 90 Υπόμνημα 1796, 7, 95-98 υπόμνημα, 67, 70, 78, 83. Βλ. και σχόλια Υπουργείο Παιδείας (1854), 12 Φειδίας, 2 Φενερλή, Μελέτιος, διάκονος, 89 Φεραίος, Ρήγας. Βλ. Ρήγας Φεραίος φιλόλογοι, Έλληνες και Δυτικοί (15ος-19ος αι.), 7, 67-79 φιλοσοφία – φιλοσοφικός, 67, 72-73, 99, 104· μεταβυζαντινά χειρόγραφα, 7, 81-85 Φλωρεντία, 69 φορολογία, 97· φορολογικοί θεσμοί, 96 Φραγκοκρατία, 82 Φυσικές επιστήμες, 7, 81-83 Φυσική, 82, 84· Πειραματική, 85 Φυσιολόγος, 41 Φωκυλίδης, 109 Φώτιος, πατριάρχης, 43 Χαλάτζογλους, Παναγιώτης, (μουσ.), 32-33 Χαλκο(κο)νδύλης, Δημήτριος, 67 Χαναναίας, ευαγγέλιο, 91 Χάνδακας, 20. Βλ. και Κρήτη Χατζηγιακουμής, Μανόλης, 23 χειρόγραφα, αναφερόμενα, Βατοπαιδίου 1428,

135

31 Δοχειαρίου 410, 26 Ευαγγέλιο ΕΒΕ 57, 14 Κώδικας ΕΒΕ 2751, 63-64 Κώδικας ΕΒΕ 2752, 63-65 (εικ. 46) Κώδικας ΕΒΕ 2753, 63-66 (εικ. 47, 48) Κώδικας ΕΒΕ 2753α, 64 Κώδικας ΕΒΕ 2754, 64 Κώδικας ΕΒΕ 2755, 64 Σταυρονικήτα 164, 26 British Library, Additional 37002 (περγαμηνή), 10 Canonici Gr. 25 (Bodleian Library, Οξφόρδη), 26 Parisinus gr. 1721, 74 Parisinus gr. 1723, 74 Parisinus gr. 1724, 74 Parisinus gr. 2544, 73 Parisinus gr. 2756, 77 Βλ. και αρμενικά· βουλγαρικό· εικονογραφημένα· καραμανλίδικα· κατάλογος χειρογράφων· λειτουργικά· μουσικά· ρωσικά· σλαβικά· Ψαλτικής Τέχνης χειρόγραφο, Αρχείο Γενν., φάκελλος Βολίδη 19, 59-66 (Σπάραγμα Ι, 59-60, 63-66, εικ. 43· Σπάραγμα ΙΙ, 61-63, 65-66, εικ. 44· Σπάραγμα ΙΙΙ, 62-63, 65-66, εικ. 45) Γενν. 1.5 (περγαμηνή), 11-16 , 20 (εικ. 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11) Γενν. 1.6 (περγαμηνή), 2-3, 16-20 (εικ. 12, 13, 14, 15) Γενν. 4 (περγαμηνή), 23, 25, 28-29 Γενν. 5.3, 53-54 (εικ. 38, 39, 40, 41) Γενν. 5.4, 50-51 (εικ. 30, 31, 32, 33, 34, 35) Γενν. 23, 23, 25-26 Γενν. 24, 23, 26 Γενν. 25, 23, 29-30 (εικ. 20) Γενν. 25.2, 23, 29 Γενν. 26, 23, 27 (εικ. 18) Γενν. 27, 23, 28 Γενν. 27.1, 23, 27 Γενν. 28, 24 Γενν. 35, 72, 82 (εικ. 53) Γενν. 36, 70-71 (εικ. 51) Γενν. 37, 70-71 (εικ. 52) Γενν. 40, 74-75 Γενν. 42, 85 (εικ. 62, 63) Γενν. 43, 84 (εικ. 61) Γενν. 44, 82-83 (εικ. 60) Γενν. 45, 84 Γενν. 47, 82 (εικ. 59) Γενν. 48, 85 Γενν. 55, 69-70 (εικ. 50)

136

ΔΕίΚΤΗΣ

Γενν. 56, 72-73, 82 (εικ. 54) Γενν. 57, 76 (εικ. 56) Γενν. 59, 69 (εικ. 49) Γενν. 60, 69 Γενν. 61, 73-74 (εικ. 55) Γενν. 62, 77-78 (εικ. 57, 58) Γενν. 93.3, 95-98 Γενν. 94.3, 91-93 (εικ. 64) Γενν. 231, 23, 31-32 (εικ. 22) Γενν. 253, 82-84 Γενν. 259, (περγαμηνή), 9-11, 20 (εικ. 1, 2, 3) Γενν. 801, 99-114 (εικ. 65, 66, 67, 68, 69, 70) Γενν. αταξινόμητο μουσικό 1, 24, 28 Γενν. αταξινόμητο μουσικό 2, 24, 29-30 Γενν. Βο 2, 54-57 (εικ. 42) Γενν. Κυ 15, 35-47 (εικ. 23, 24, 25, 26, 27, 28, 29) Γενν. Κυ 16, 51-53 (εικ. 36, 37) Γενν. Κυ 25, 24, 26-27 (εικ. 17) Γενν. Κυ 26, 24, 28 Γενν. Κυ 27, 24, 30-31 (εικ. 21) Γενν. Κυ 28, 24, 29-30 Γενν. Κυ 29, 24, 29-30 Γενν. Κυ 30, 24, 28, 32-33 (εικ. 19) Γενν. Κυ 31, 24, 27-28 Γενν. Κυ 32, 24, 29-30 Γενν. Κυ 33, 90-91

Γενν. Μα 3, 41 Γενν. Μα 17, 24, 26 (εικ. 16) Χίος, 26-27, 50 Χοιροβοσκός, Γεώργιος, 77-79 Χουρμούζιος, Γεώργιος, Χαρτοφύλαξ, (μουσ.), γραφέας, 28, 30, 32-33 Χριστός μελιζόμενος, 51 Χρονογραφία. Βλ. Δωρόθεος Μονεμβασίας Χρυσάφης, Παναγιώτης, πρωτοψάλτης, (μουσ.), γραφέας, 26-27 χρυσογραφία, 10, 13-14, 55, 90 Χρυσολωράς, Μανουήλ, 7, 68-69, 78, 109 Χρυσόστομος. Βλ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος Χρυσοχοΐδης, Κρίτων, 6 Χωνιάτης, Νικήτας, 74 Χώρας, επίσκοπος. Βλ. Γάνου και Χώρας, επίσκοπος ψαλμοί, 30 (71ος ψαλμός), 77-79, 89, 93 Ψαλτική Επιστήμη, 211 Ψαλτική Τέχνη, 6, 21-33, 211· Προθεωρία, 26· χειρόγραφα, 21-33. Βλ. και βιβλίο· έντυπο Ψευδο-Δωρόθεος. Βλ. Δωρόθεος Μονεμβασίας ψιλογραφία. Βλ. γραφή

Ωδάριον, 100, 1006, 106, 114

ΔΕΙΚΤΗΣ Amaduzzi, G. C., 70 Ashburnham, συλλογή. Βλ. Barrois και Ashburnham Auer, Christophorus, γραφέας, 74, 78 Barrois και Ashburnham, συλλογές, 82 Bateman, Thomas και William, βιβλιοθήκη, 72, 78 Beaujour, Félix, 96 Bénard, G. (Παρίσι, 1892), 4, 16, 18 Bentley, Richard, 76 Boccaccio, Giovanni, 67 Brahe, Tycho, 83 Budé, Guillaume, (Collection Budé), 76 Carteromachus, Scipio, 75 Cesi, 69-70 Collegio Romano, 69-70 Contelorius, Felix, γραφέας, 69-70, 78 Contelorius, Ioannes Maria, 70 Crastonus, Johannes, 68 Craven, Gulielmo Comiti, 72 Cremonini, 82 Davis, Jack, 8 De Kastro, τυπογραφείο (Κωνσταντινούπολη, 1826), 89 Descartes, 84 Didot, Ambroise Firmin, 71, 73, 78· τυπογραφείο, 7, 73 Doctors Commons (1828), 73, 75 Engelmann, [Robert], 37 Gaisford, Thomas, γραφέας, 7, 76-79 Grasset de Saint Sauveur, André, 96 Gruel, Léon, 37, 45 Guilford, λόρδος, συλλογή, 4, 83, 107 Gulliani, Francesco di, τυπογραφείο, 91 Kay-Khusraw, Giyath al-din. Βλ. Καϊχοσρόης, Γιαθατίνης Kay-Qubadh, Ala al-din (Alaeddin Kaykubad A΄). Βλ. Καϊκουπάδης Lachmann, Karl, 76 Lee, John, συλλογή, 73-75, 78, 83 Malatesta, Sigismondo, 69, 78 Migne, J. P., 36· PG, 36· τυπογραφείο, 7, 73 Müller, Carl, 71 Musschenbroek, Peter van, 84

137

Osbaldeston, J., γραφέας, 72-73, 78, 82 Osbaldeston, John, εφημέριος Asgarby, 72-73 Peters, Gaspar, 104-106, 112 Petrarca, Francesco, 67 Phillipps, συλλογή, 107 Pichler, Anton, τυπογραφείο, 100 Pomponazzi, 82 Quaritch, 83 Rader, Ματθαίος, (Editio Raderiana), 36, 44. Βλ. και Κλίμαξ Rimini, 69 Rum, 15, 87 Scaliger, Julius Caesar, 75 Scapula, Johann, 76-77 Seminario Romano, 70 Simon, Richard, 76 Sotheby’s, οίκος, 72, 107 Stephanus, Henricus, 77 Stephanus, Robertus, 717, 75 Teubner, B. G., 76 Thorp, Thomas, 83 Tracy, Steven, 8 Tura, Cosimo, 69 Valla, Lorenzo, 75 Verwaltungsarchiv (Βιέννη), 103 Wells, Edward, 70-71, 78 Wolf, Friedrich August, 76 Wolf, Hieronymus, 74 Wolff, 84 Znamenies, ρωσικά, 24

Πινακας ppp

Πινακας 1 • (Μητσάνη)

Γενν. 259, φ. 1: Aρχή του ευαγγελίου του Mατθαίου, ορθογώνιο επίτιτλο και αρχικό γράμμα B

Γενν. 259, φφ. 94v-¡95: Tέλος του ευαγγελίου του Mάρκου και αρχή του ευαγγελίου του Λουκά, αρχικό γράμμα E. Κάτω, η ιδιότυπη αρίθμηση του τετραδίου: βα΄ [= Δευτέρα]

Πινακας 2 • (Μητσάνη)

Γενν. 259, φφ. 153v-154: Πασχάλια

Πινακας 3 • (Μητσάνη)

Πινακας 4 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 1v: Σημείωμα του αγίου Eπιφανίου

Πινακας 5 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 2: Eπιστολή Eυσεβίου προς Kαρπιανόν

Πινακας 6 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 85v: Ευαγγελιστής Λουκάς

Πινακας 7 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 132v: Ευαγγελιστής Iωάννης

Πινακας 8 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 86: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, το σύμβολό του ο λέων, επίτιτλο

Πινακας 9 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 133: Aρχή ευαγγελίου Iωάννη, το σύμβολό του ο αετός, επίτιτλο

Πινακας 10 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 166: Eπίγραμμα, αρχή κολοφώνος

Πινακας 11 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.5, φ. 166v: Tέλος κολοφώνος, αρμενικό σημείωμα

Πινακας 12 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.6, φ. 15: Σημείωμα άγνωστου γραφέα

Γενν. 1.6, φφ. 79v-80: Επίγραμμα, κολοφών

Πινακας 13 • (Μητσάνη)

Πινακας 14 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.6, φ. 35: Ευαγγελιστής Λουκάς

Πινακας 15 • (Μητσάνη)

Γενν. 1.6, φ. 35v: Aρχή ευαγγελίου Λουκά, επίτιτλο, αρχικό γράμμα E, δείγμα γραφής

Πινακας 16 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. Μα 17, φ. 305: Ο κολοφών του Νικηφόρου

Πινακας 17 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. Κυ 25, φ. 106: Ο κολοφών του Ιωάννου του Χίου

Πινακας 18 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. 26, φ. 191: Ο κολοφών του Ιωάσαφ

Πινακας 19 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. Κυ 30, 82v: Εξηγήσεις καλοφωνικών ειρμών από τον Χουρμούζιο

Πινακας 20 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. 25, φ. 198: Αυτόγραφο Δημητρίου Λώτου του Χίου

Πινακας 21 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. Κυ 27, φ. 145: Εξηγήσεις Γεωργίου του Ρυσίου

Πινακας 22 • (Γιαννόπουλος)

Γενν. 231, φ. 3: Στίχοι Γεωργίου Σούτζου, μέλος Γρηγορίου

Πινακας 23 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 8: Η γραφή του Κυριακού

Πινακας 24 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 308 (λεπτομέρεια): Το βιβλιογραφικό σημείωμα

Πινακας 25 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 7v: Το ερυθρόγραφο σχεδίασμα της κλίμακος

Πινακας 26 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 10v: Κείμενο της Κλίμακος με παραπομπές σε σχόλια (λεπτομέρεια)

Πινακας 27 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 14v: Οι παραπομπές με τα σχόλια

Πινακας 28 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 14: Ο Κυριακός εξηγεί τον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια

Πινακας 29 • (Παπαδημητρίου)

Γενν. Κυ 15, φ. 23 (λεπτομέρεια): Ο Κυριακός επαναλαμβάνει τον τρόπο παραπομπής του στα σχόλια

Γενν. 5.4, φ. 5v-6: Αρχή της Λειτουργίας του Χρυσοστόμου. Στο φ. 5v παράσταση του Ιωάννη Χρυσοστόμου και κενός χώρος για τον τίτλο που τελικά δεν αναγράφτηκε

Πινακας 30 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.4, φ. 23v-24: Αρχή της Λειτουργίας του Βασιλείου

Πινακας 31 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.4, φ. 53v-54: Αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων. Στο φ. 53v παράσταση του Γρηγορίου Διαλόγου

Πινακας 32 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.4, φ. 67v-68: Αρχή του Ακαθίστου Ύμνου. Ως προμετωπίδα ολοσέλιδη παράσταση του Ευαγγελισμού

Πινακας 33 • (Γκράτζιου)

Πινακας 34 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.4, φ. 80v: Ο Χριστός ως θυσιαζόμενος αμνός. Σπάνιο θέμα για ολοσέλιδη προμετωπίδα, εισάγει το τμήμα του χειρογράφου με τις ευχαριστιακές ευχές

Πινακας 35 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.4, φ. 15: Γύρω από το αρχικό Τ τυλίγεται ταινία με την επιγραφή: Μνήσθητι Κ(ύρι)ε Λεοντίου Ιερ(ομο)νάχου

Γενν. Κυ 16, φ. 42: Αρχή της Λειτουργίας των Προηγιασμένων

Πινακας 36 • (Γκράτζιου)

Πινακας 37 • (Γκράτζιου)

Γενν. Κυ 16, φ. 34v: Το αρχικό Τ ιστορείται με παράσταση του Ιωάννη Προδρόμου, στον οποίο αναφέρεται η ευχή που ακολουθεί

Γενν. 5.3, φ. 4v-5: Ιωάννης ο Χρυσόστομος και αρχή Λειτουργίας Χρυσοστόμου

Πινακας 38 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.3, φ. 29v-30: Μέγας Βασίλειος (η παράσταση έμεινε ημιτελής) και αρχή Λειτουργίας Βασιλείου

Πινακας 39 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.3, φ. 66v-67: Γρηγόριος Διάλογος. Οι επιγραφές δεν αναγράφτηκαν

Πινακας 40 • (Γκράτζιου)

Πινακας 41 • (Γκράτζιου)

Γενν. 5.3, φ. 31: Εικονογραφείται η εκφώνηση με παράσταση Αγίας Τριάδος και, στο αρχικό γράμμα Ε, του ίδιου του ιεράρχη που ιερουργεί

Πινακας 42 • (Γκράτζιου)

Γενν. Βο 2: Εικονογραφημένη Χρονογραφία. 17ος αιώνας. Στο φ. 45 η αρχή της βασιλείας Ιουστινιανού. Εικονίζονται ο Ιουστινιανός με τον Βελισσάριο

Πινακας 43 • (Χρυσοχοΐδης)

Σπάραγμα Ι: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 1

Πινακας 44 • (Χρυσοχοΐδης)

Σπάραγμα ΙΙ: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 10v

Πινακας 45 • (Χρυσοχοΐδης)

Σπάραγμα ΙΙΙ: Αρχείο Γενν., φάκ. Βολίδη 19, φ. 2

Πινακας 46 • (Χρυσοχοΐδης)

ΕΒΕ 2752, φ. 64v: Ο δεύτερος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας

Πινακας 47 • (Χρυσοχοΐδης)

ΕΒΕ 2753, σ. 101: Ο τρίτος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας

Πινακας 48 • (Χρυσοχοΐδης)

ΕΒΕ 2753, σ. 102: Ο τρίτος Κώδικας μητροπόλεως Καστορίας

Πινακας 49 • (Παππά)

Γενν. 59, φ. 1: Μανουήλ Χρυσολωρά, Ερωτήματα. Γραφέας: Γεώργιος Τριβιζίας (15ος αι.)

Γενν. 55, φ. 96v-97: Λατινοελληνικό λεξικό, αυτόγραφο του Felix Contelorius (17ος αι.)

Πινακας 50 • (Παππά)

Πινακας 51 • (Παππά)

Γενν. 36, φ. 1: Ευσταθίου, Παρεκβολαί εις την Διονυσίου Περιήγησιν (τέλος 15ου–αρχ. 16ου αι.)

Γενν. 37, σ. 1–2: Edward Wells, Διασκευή του έργου του Διονυσίου Περιηγητή Της πάλαι και της νυν Οικουμένης Περιήγησις (18ος αι.)

Πινακας 52 • (Παππά)

Πινακας 53 • (Παππά)

Γενν. 35, φ. 1: Αριστοτέλη, Ηθικά Νικομάχεια (16ος αι.)

Πινακας 54 • (Παππά, Καρανάσιος)

Γενν. 56, φ. 2: Παράφραση στα Ηθικά Νικομάχεια, αυτόγραφο του John Osbaldeston (1684)

Πινακας 55 • (Παππά)

Γενν. 61, σ. 1: Αριστάρχου νεωτέρου του Γραμματικού, Κανόνων Θησαυρός. Γραφέας: Θεόδωρος Σύψωμος (19ος αι.)

Πινακας 56 • (Παππά)

Γενν. 57, φ. 1: Γλωσσάριο τραγωδιών του Ευριπίδη, αυτόγραφο (;) του Thomas Gaisford (19ος αι.)

Πινακας 57 • (Παππά)

Γενν. 62, σ. 1: Γεωργίου του Χοιροβοσκού, Επιμερισμοί στους Ψαλμούς, με ιδιόγραφες οδηγίες του Thomas Gaisford για το τυπογραφείο (19ος αι.)

Πινακας 58 • (Παππά)

Γενν. 62, σ. 10: Γεωργίου του Χοιροβοσκού, Επιμερισμοί στους Ψαλμούς, με ιδιόγραφες οδηγίες του Thomas Gaisford για το τυπογραφείο (19ος αι.)

Πινακας 59 • (Καρανάσιος)

Γενν. 47, σ. 1: Θεοφίλου Κορυδαλέα, Εις φιλοσοφίαν προδιοίκησις

Πινακας 60 • (Καρανάσιος)

Γενν. 44, φ. 4: Θεοφίλου Κορυδαλέα, Υπόμνημα Περί Ουρανού

Πινακας 61 • (Καρανάσιος)

Γενν. 43, φ. 1: Αδήλου, Λογική Αμφίσκιος αριστοτελική και νεωτερική

Γενν. 42, φφ. 2v–3: Νικηφόρου Βλεμμύδη, Επιτομή Λογικής

Πινακας 62 • (Καρανάσιος)

Πινακας 63 • (Καρανάσιος)

Γενν. 42, φ. 88v: Νικηφόρου Βλεμμύδη, Τέλος Λογικής Βλεμμύδου φιλοσόφου, και το βιβλιογραφικό σημείωμα

Πινακας 64 • (Στάθη)

Γενν. 94.3, σ. 196: Χρονικό καραμανλίδικο· αρχή του καταλόγου αυτοκρατόρων

Πινακας 65 • (Κόκκωνας)

Γενν. 801. Το verso του παραφύλλου και το recto του πρώτου φύλλου, πλούσια σε πληροφορίες για τον γραφέα και τους κτήτορες του χειρογράφου

Πινακας 66 • (Κόκκωνας)

Γενν. 801, p. 17. Χαρακτηριστική σελίδα του χειρογράφου, με κτητορικό σημείωμα του γραφέα και πρώτου κτήτορα Μπάρμπουλου Δήμου Νικολάου και σφραγίδα ενός από τους κατοπινούς κτήτορες, του μοναχού Παρθενίου

Πινακας 67 • (Κόκκωνας)

Γενν. 801, p. 85. Άλλη σελίδα του Μαθηματαρίου, με καλά δείγματα της επιδεξιότητας του Μπάρμπουλου Νικολάου στην καλλιγραφία και τη διακόσμηση των πρωτογραμμάτων

Πινακας 68 • (Κόκκωνας)

Γενν. 801. Κτητορικό σημείωμα του Ιωάννη Εμμανουήλ, γραμμένο στις 2 Οκτωβρίου 1784, όταν ήταν δέκα ετών και φαίνεται ότι άρχισε να διδάσκεται τα αρχαία ελληνικά

Εδώ συγκέντρωσε κάποια στιχουργήματα του ο Ιωάννης Εμμανουήλ στις 8 Ιανουαρίου 1796. Δεξιά το επικολλημένο με ισπανικό κηρό δίφυλλο, που περιέχει ένα από τα δύο γνωστά τυπωμένα ποιήματά του

Πινακας 69 • (Κόκκωνας)

Πινακας 70 • (Κόκκωνας)

Γενν. 801, σ. 361. Είναι άραγε η μορφή του Ρήγα, σχεδιασμένη από τον σύντροφό του Ιωάννη Εμμανουήλ στο τέλος μιας προσευχής, σε ώρες αγωνίας