Ιόνιος Λόγος 1(2007) [1] [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

ΙΟΝΙΟΣΛΟΓΟΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - IONIO ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Τόμος χαριστήριος στον Δημήτρη Ζ. Σοφιανό

ΚΕΡΚΥΡΑ

2007

- ΤΟΜΟΣ

Α'

ΙΟΝΙΟΣ Λ Ο Γ Ο Σ

L

ΙΟΝΙΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ - ΙΟΝΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ

ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ

ΕΚΔΟΣΗ

Τόμος χαριστήριος στον Δημήτρη Ζ. Σοφιανό

ΚΕΡΚΥΡΑ 2007

ΤΟΜΟΣ

Α'

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ

Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη Νίκος Καραπιδάκης Τζελίνα Χαρλαύτη Θεοδόσης Πυλαρινός

Επιμέλεια έκδοσης Θεοδόσης Πυλαρινός Καλλιτεχνική επιμέλεια Γιώργος Δ. Ματθιόπουλος Εκτύπωση FOTOLIO + TYPICON

Α.Ε.

Βιβλιοδεσία Ροδόπουλος - Ηλιόπουλος Α.Ε. Εικόνα εξωφύλλου: De Stadt Korfu; eertyts Korcyra in't Verschiet, Dapper 1688. Χαλκογραφία της πόλης της Κέρκυρας, Scrapbooks Φ 50, ν.1, Γεννάδειος Βιβλιοθήκη, Αμερικανική Σχολή Κλασσικών Σπουδών Αθήνας.

ISSN: 1791-289X

© 2007: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ Ριζοσπαστών Βουλευτών 7, 49 100 Κέρκυρα

ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΙΟΝΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ Ιωάννη Θεοτόκη 72, 491 00 Κέρκυρα Τηλ.: 26610 87 330, 87 331

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο πρώτος τόμος της περιοδικής έκδοσης του Τμήματος Ιστορίας Ιόνιος Λόγος αντικατοπτρίζει τη νέα δυναμική και συλλογικότητα του Τμήματος Ιστορίας, το οποίο διαβαίνει τον 22ο χρόνο λειτουργίας του με ανανεωμένες και ενισχυ­ μένες τις δυνάμεις του. Το Τμήμα Ιστορίας στο χώρο του Ιονίου υπήρξε προϊόν έμπνευσης του μεγά­ λου Έλληνα ιστορικού Σπύρου Ασδραχά, που έλκει την καταγωγή του από το Ιόνιο, σε μια εποχή αναγέννησης και εκσυγχρονισμού των ιστορικών σπουδών στην Ελλάδα. Στα πρώτα είκοσι χρόνια λειτουργίας του, το Τμήμα Ιστορίας, με σεμνό και εσωστρεφή τρόπο, λειτούργησε, οργανώθηκε, στελεχώθηκε και εδραιώθηκε στον πανεπιστημιακό χώρο της Ελλάδας και του εξωτερικού. Οι καθηγητές και οι απόφοιτοι του Τμήματος οι οποίοι έχουν διακριθεί σε διάφο­ ρους τομείς των ανθρωπιστικών σπουδών συνέβαλαν ώστε να αποκτήσει το Τμήμα τη δική του θέση στον τομέα των ιστορικών σπουδών. Είναι άλλωστε μεγάλη η κληρονομιά του τόπου, της Κέρκυρας και του ευρύτερου χώρου του Ιονίου στον οποίο ανήκει. Το Ιόνιο, για αιώνες γέφυρα μεταξύ Ανατολής και Δύσης, είναι γνωστό για τη μεγάλη πνευματική του παράδοση και τη σπουδαία του συνεισφορά σε όλες τις όψεις του ελληνικού πολιτισμού, τη λογοτεχνία, την τέχνη, τη μουσική, την πολιτική, την οικονομία και την κοινωνία της Ελλάδος.

ε'

ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Ο Ιόνιος Λόγος, μαζί με τις άλλες πανεπιστημιακές εκδόσεις του Ιονίου Πανε­ πιστημίου και σε συνδυασμό με τον σημαντικό πλέον αριθμό διεθνών και ελλη­ νικών συνεδρίων που διοργανώνονται, είναι απότοκος μιας ευρύτερης πολιτικής εξωστρέφειας του Τμήματος και συλλογικού ανοίγματος στον επιστημονικό διάλογο. Μέσα από την περιοδική αυτή έκδοση το Τμήμα Ιστορίας φιλοδοξεί να θέσει τη δική του σφραγίδα στην επιστημονική κοινότητα των ιστορικών και ο Ιόνιος Λόγος να αποτελέσει χώρο έκφρασης και επικοινωνίας καθώς και μέσο προώθησης ιδεών και γνώσης στην Ιστορία. 0 πρώτος τόμος αντικατοπτρίζει τις επιστημονικές τάσεις και τη διεπιστημονικότητα των μελών του Τμήματος Ιστορίας. Συνδυάζει την έρευνα με τις θεωρητικές προσεγγίσεις, θεματικά και γεωγραφικά, σε όλες τις ιστορικές χρονικές περιόδους. Άλλωστε όσο και αν είναι γνωστό ότι η ιστορία έχει γίνει «σε ψίχουλα», παραμένει όμως μία και ενιαία. Ο πρώτος τόμος αφιερώνεται από τα μέλη του Τμήματος Ιστορίας στον ομότιμο καθηγητή Δημήτριο Σοφιανό για την προσφορά του στο Τμήμα και την ιστορική επιστήμη. Τζελίνα Χαρλαύτη Πρόεδρος του Τμήματος Ιστορίας, αναπληρώτρια καθηγήτρια

ς'

Κώστας Αγγελάκος ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Ε

ίναι ευρέως γνωστό ότι για το ζήτημα της βασικής κατάρτισης και του τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών έχουν γίνει πολ­ λές έρευνες και επιστημονικές συζητήσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο.1 Στην Ελλάδα μέχρι το 1997 ο διορισμός των εκπαιδευτικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστη­ μα πραγματοποιείτο μέσω της επετηρίδας (με βάση δηλαδή την ημερομηνία λήψης του πτυχίου) η οποία, για αρκετά χρόνια, λειτουργούσε ικανοποιητικά. Το βασικό πλεονέκτημα του συστήματος αυτού ήταν το γεγονός ότι προφύλασ­ σε τη στελέχωση της εκπαίδευσης από τις κομματικές παρεμβάσεις και εξασφά­ λιζε το αδιάβλητο στο σύστημα διορισμού των εκπαιδευτικών. Ωστόσο, όταν έφθασε η στιγμή που ανατράπηκε η ισορροπία μεταξύ εγγραφών στην επετηρίδα και διορισμών και παρουσιάστηκε το φαινόμενο της ραγδαίας αύξησης του χρο­ νικού διαστήματος που μεσολαβούσε ανάμεσα τους,2 υπήρξε έντονη κριτική του συγκεκριμένου τρόπου πρόσληψης των εκπαιδευτικών από πολλές πλευρές. Τα μειονεκτήματα της επετηρίδας ήταν πολλά:3 α) η επετηρίδα ήταν ελλη­ νική ιδιαιτερότητα και δεν υπήρχε στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες β) μοναδικό κριτήριο διορισμού ήταν η χρονολογία εγγραφής στην επετηρίδα, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα να μην επιλέγονται οι ικανότεροι εκπαιδευτικοί γ) σε πολ­ λές περιπτώσεις διορίζονταν στην εκπαίδευση άτομα μεγάλης ηλικίας, πολλά από τα οποία είχαν αποκοπεί επαγγελματικά από κάθε εκπαιδευτική δραστη­ ριότητα δ) με το σύστημα της επετηρίδας δε διορίζονταν οι νέοι πτυχιούχοι με αποτέλεσμα να μην ανανεώνεται το εκπαιδευτικό προσωπικό. 4

1. Βλ. Α. Kazamias - Μ. Kassotakis, Teachers Education in the European Community, University of Crete Press, Ηράκλειο 1987. 2. To 1997 ο χρόνος αυτός ήταν 10 χρόνια για τους νηπιαγωγούς και τους δασκάλους και από 8 έως 14 για τους καθηγητές. Βλ. Μιχάλης Κασσωτάκης - Μανώλης Κουτούζης, «Ανά­ λυση των Αποτελεσμάτων του Πρώτου Διαγωνισμού Πρόσληψης Εκπαιδευτικών», Το έργο «Ερευνα» 1997-2000. Συνοπτική παρουσίαση. Α. Έρευνες στο πλαίσιο του ΕΠΕΑΕΚ. Β. Από τις δραστηριότητες τον Κέντρου, Άλκηστις Βερέβη (επιμ.), Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Αθήνα 2002, σ. 519-520. 3. Βλ. «Έκθεση για την εκπαιδευτική πολιτική στην Ελλάδα», ΟΟΣΑ, 1995. 4. Μιχάλης Κασσωτάκης - Μανώλης Κουτούζης, ό.π., σ. 520. Η έρευνα αυτή πραγματο-

1

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Παρά τις αντιδράσεις των συνδικαλιστικών οργανώσεων των εκπαιδευτι­ κών, οι οποίες πρότειναν αύξηση των διορισμών με την κάλυψη όλων των κενών θέσεων στα σχολεία και τη δραστική μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα (σήμερα παραμένει η αναλογία 30 μαθητές ανά τμήμα), το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας έλαβε την πολιτική απόφαση για σταδιακή κατάργηση της επετηρίδας. Με το Ν. 2525/97 καθιερώθηκε μια πενταετής μεταβατική περίοδος (1998-2002), κατά τη διάρκεια της οποίας μειώθηκε σταδιακά το ποσοστό των διορισμών των εκπαιδευτικών μέσω της επετηρίδας και αυξήθη­ κε εκείνο μέσω ενός εθνικού διαγωνισμού υπό την εποπτεία του Ανώτατου Συμβουλίου Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) το οποίο έχει την ευθύνη των δια­ δικασιών πρόσληψης υπαλλήλων σ' όλον το Δημόσιο τομέα. Από το 2002 και μετά όλοι οι εκπαιδευτικοί θα διορίζονται με βάση αυτόν το διαγωνισμό, ο οποίος θα διεξάγεται κάθε δύο χρόνια και προϋπόθεση για τη συμμετοχή σ' αυτόν, σύμφωνα με το νόμο, αποτελεί η κατοχή εκ μέρους των υποψηφίων του Πιστοποιητικού Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας από αντίστοι­ χες Πανεπιστημιακές σχολές όπως σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, 5 νομοθετική ρύθμιση η οποία ως σήμερα δεν έχει εφαρμοστεί. Σήμερα, η εξέταση στο διαγωνισμό πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) περιλαμβάνει δύο θεματικές ενότητες (χρόνος εξέτασης τέσσερις ώρες σε κάθε θεματική ενότητα). Η πρώτη θεματική ενότητα αφορά την εξέταση στο γνω­ στικό αντικείμενο κάθε ειδικότητας υποψηφίων εκπαιδευτικών (Αρχαία, Νέα Ελληνική Γλώσσα και Ιστορία για τους Φιλολόγους, Μαθηματικά για τους Μαθηματικούς κ.λπ.). Η δεύτερη χωρίζεται σε δύο μέρη από τα οποία το πρώτο καλύπτει ζητήματα γενικών παιδαγωγικών γνώσεων και το δεύτερο ειδικής διδακτικής όπου ζητείται η οργάνωση «επί χάρτου» μιας διδασκαλίας σε συγ­ κεκριμένη διδακτική ενότητα. Ο τρόπος εξέτασης τόσο στο γνωστικό αντικεί­ μενο όσο και στις γενικότερες παιδαγωγικές γνώσεις γίνεται με τη μέθοδο των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής. Η ύλη στην οποία εξετάζονται οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί προτείνεται από το [Ελληνικό] Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και ανα­ κοινώνεται από το [Ελληνικό] Υπουργείο Παιδείας. Περιλαμβάνει κυρίως την ύλη των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων που διδάσκουν οι εκπαιδευτικοί και διδάσκονται οι μαθητές στην αντίστοιχη βαθμίδα εκπαίδευσης. Στην αξιολόγη-

ποιήθηκε με την ουσιαστική συνεργασία της Σοφίας Βασιλάκη και Κωνσταντίνος Βραδέλη, φοιτητριών του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου. 5. Βλ. Dr Briggitte Mohr (επιμ.), «Η τριτοβάθμια εκπαίδευση στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα - Οδηγός Σπουδών», Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων 1991, και τον ιστότοπο www. eurydice.org, 2005.

2

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΤΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΤΣ

ση των υποψηφίων, προστίθεται με συγκεκριμένες μονάδες ο βαθμός του πτυ­ χίου, οι μεταπτυχιακές σπουδές και η προϋπηρεσία, ενώ για κάθε ειδικότητα εκπαιδευτικών προκηρύσσεται καθορισμένος αριθμός θέσεων που ταυτίζεται με τον αριθμό των επιτυχόντων6 που έχουν τη μεγαλύτερη βαθμολογία. Οι απόψεις στην επιστημονική κοινότητα για την αξιοπιστία του διαγωνι­ σμού ως τρόπου επιλογής των καταλληλότερων εκπαιδευτικών επτά χρόνια μετά την καθιέρωση του διίστανται. Πολλοί είναι αυτοί που επέκριναν τη δια­ δικασία αυτή 7 και δικαιολογούν την αντίθεση τους λέγοντας ότι η επάρκεια των γνώσεων και των ικανοτήτων ενός εκπαιδευτικού δεν είναι δυνατόν να αξιολογηθούν με βάση δύο, τετράωρης διάρκειας, εξετάσεις στη συγκεκριμένη ύλη του σχολικού προγράμματος, ενώ άλλοι θεωρούν το σύστημα αυτό, παρά τις όποιες αδυναμίες του, προτιμότερο από την επετηρίδα, αφού σ' αυτό τουλάχιστον η επιλογή των εκπαιδευτικών γίνεται με βάση κάποιο αξιολογικό κριτήριο, και πιστεύουν ότι η εγκυρότητα και η αξιοπιστία του μπορούν να βελτιωθούν με τη συνεκτίμηση πρόσθετων, πέραν της επίδοσης των υποψηφί­ ων στις εξετάσεις, κριτηρίων.8 Το προφίλ της έρευνας Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σ' όλη την Ελλάδα σε σταθμισμένο δείγμα 319 νεοδιόριστων εκπαιδευτικών με την τεχνική του ανοιχτού ερωτηματολογίου και απευθύνθηκε σε εκπαιδευτικούς που πέτυχαν στο διαγωνισμό και διο­ ρίστηκαν κατά τα σχολικά έτη 2002-2003 και 2003-2004. Σκοπός της ήταν, μέσα από μία μεθοδική παρατήρηση και μελέτη των απαντήσεων των συμμε­ τεχόντων, να εξαχθούν συμπεράσματα για τα προβλήματα και τις τυχόν ατέ­ λειες του υπάρχοντος συστήματος επιλογής και διορισμού των εκπαιδευτικών στη χώρα μας και να προταθούν τρόποι βελτίωσης ή αντιμετώπισης τους. Από τους ερωτηθέντες εκπαιδευτικούς το 62,9% ήταν γυναίκες και το 37,1% άνδρες (βλ. Πίνακα 1). Το ποσοστό αυτό είναι κοντά στον εθνικό μέσο όρο της συμμετοχής των δύο φύλων στο σώμα των διορισμένων εκπαιδευτι­ κών και επιβεβαιώνει την αυξανόμενη επαγγελματική επιλογή του εκπαιδευ­ τικού χώρου από το γυναικείο πληθυσμό. 6. Επιτυχών θεωρείται όποιος υποψήφιος βαθμολογηθεί με 55/100 μονάδες μέσο όρο με την προϋπόθεση ότι σε κάθε θεματική ενότητα έχει μέσο όρο 50/100. 7. Μ. Ηλιου, «Αδιέξοδες καταστάσεις και αυταρχικές "λύσεις": παρατράγουδα της "επετη­ ρίδας" και της κατάργησης της», Σύγχρονη Εκπαίδευση 101 (1998), και Μ. Παπαδάκη, «Τα θέματα των εξετάσεων και ο μελλοντικός καθηγητής Μαθηματικών», Σύγχρονη Εκπαίδευση 99 (1998) κ.ά. 8. Μ. Κασσωτάκης - Μ. Κουτοΰζης, ό.π.

3

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Πίνακας 1

Τα ποσοστά των δύο φύλων Φύλο

Ποσοστό %

Γυναίκες

62,9%

Άνδρες

37,1%

Οι ηλικίες των εκπαιδευτικών της έρευνας κυμαίνονταν από 23 έως 50 ετών. Πιο συγκεκριμένα, το 4,7% είναι 23-25 ετών, το 28,6% 26-30 ετών, το 29,1% 31-35 ετών, το 24,9% 36-40 ετών, το 10,8% 41-50 ετών, ενώ το 1,9% δε δήλωσε ηλικία (Πίνακας 2). Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διακύμανση της ηλικίας των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Είναι πολύ μικρό το ποσοστό (4,7%) των εκπαιδευτικών που επιτυγχάνουν στο διαγωνισμό και διορίζονται αμέσως μετά τη λήψη του πτυχίου. Με δεδομένο μάλιστα ότι αυτό το ποσοστό καλύπτεται κυρίως από καθηγητές της Πληροφορικής, είναι εμφανές ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των διοριζόμενων στο δείγμα είναι ηλικίας 26-35 ετών (57,7%) και συμβαδίζει με τον αντίστοιχο πανελλαδικό μέσο όρο.

Πίνακας 3 Η ηλικία των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών Ηλικία

Ποσοστό %

23—25 ετών

4,7%

26-30 ετών

28,6%

31—35 ετών

29,1%

36—40 ετών

24,9%

41—50 ετών

10,8%

Δεν απάντησαν

1,9%

Όσον αφορά την οικογενειακή τους κατάσταση, το 53,5% ήταν άγαμοι, το 44,6% έγγαμοι και το 1,9% διαζευγμένοι (Πίνακας 3), δείγμα μίας ισορροπίας των ποσοστών όσον αφορά την οικογενειακή κατάσταση των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών.

4

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΑΗΨΗΣ ΤΟΥΣ

Πίνακας 3 Η οικογενειακή κατάσταση των νεοδιοριστων εκπαιδευτικών Οικογενειακή κατάσταση

Ποσοστό %

Άγαμοι

53,5%

Έγγαμοι

44,6%

Διαζευγμένοι

1,9%

Πίνακας 4 Οι ειδικότητες των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Ειδικότητα

Ποσοστό %

Καθηγητές Πληροφορικής

21,6%

Φιλόλογοι

16,0%

Φυσικοί / Χημικοί / Βιολόγοι

9,4%

Δάσκαλοι

9,0%

Καθηγητές φυσικής αγωγής

8,0%

Καθηγητές αγγλικών

6,1%

Μαθηματικοί

3,8%

Θεολόγοι

3,8%

Καθηγητές γαλλικών

2,4%

Καθηγητές οικιακής οικονομίας

2,3%

Καθηγητές καλλιτεχνικών

2,3%

Οικονομολόγοι

2,2%

Ηλεκτρονικοί

1,9%

Γεωπόνοι

1,4%

Άλλες ειδικότητες

8,4%

Δεν απάντησαν

1,4%

5

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Μεγάλη ποικιλία παρουσίασαν οι ειδικότητες των νεοδιόριστων εκπαι­ δευτικών, καθότι εκπροσωπήθηκαν όλες οι ειδικότητες που εργάζονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Το μεγαλύτερο ποσοστό, 21,6%, παρατηρή­ θηκε στους καθηγητές Πληροφορικής, γεγονός που εξηγείται από τις ανάγκες που δημιουργεί η διδασκαλία της πληροφορικής και των νέων τεχνολογιών στην εκπαίδευση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στη συνέχεια, η κατάταξη δια­ μορφώθηκε ως εξής: 16% φιλόλογοι, 9,4% φυσικοί - χημικοί - βιολόγοι, 9% δάσκαλοι, 8% καθηγητές φυσικής αγωγής, 6,1% καθηγητές αγγλικών, 3,8% μαθηματικοί, 3,8% θεολόγοι, 2,4% καθηγητές γαλλικών, 2,3% καθηγητές οικι­ ακής οικονομίας, 2,3% καθηγητές καλλιτεχνικών, 2,2% οικονομολόγοι, 1,9% ηλεκτρονικοί, 1,4% γεωπόνοι και 8,4% άλλες ειδικότητες (Πίνακας 4). Από τους 319 νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς που συμπλήρωσαν το ερωτημα­ τολόγιο το 25,35% είχε συνεχίσει τις σπουδές του πέραν του βασικού πτυχίου. Το 8,5% είχε προχωρήσει σε μεταπτυχιακές σπουδές, το 16,7% είχε αποκτήσει και δεύτερο πτυχίο ανώτατης σχολής (Πίνακας 5). Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι ένας στους τέσσερις νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς του δείγματος έχει πραγματοποιήσει πρόσθετες σπουδές πέραν του βασικού πτυχίου.

Πίνακας 5 Σπουδές πέραν του βασικού πτυχίου Σπουδές

Ποσοστό %

Μεταπτυχιακές σπουδές

8, 60%

Άλλο πτυχίο ανώτατης σχολής

16,75%

Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ Η ΚΑΙ Σ Χ Ο Λ Ι Α Σ Μ Ο Σ ΤΩΝ Α Π Ο Τ Ε Λ Ε Σ Μ Α Τ Ω Ν Τ Η Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Α Σ

Ο διαγωνισμός πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) Η βασική ερώτηση διερευνά τη γνώμη που έχουν οι νεοδιόριστοι εκπαιδευτι­ κοί για το διαγωνισμό πρόσληψης τους (Πίνακας 6).

6

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ Τ Ο Ϊ Σ

Πίνακας 6 Η γνώμη των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών για το διαγωνισμό πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) Άποψη εκπαιδευτικών

Ποσοστό %

Συμφωνώ με το θεσμό του διαγωνισμού, αλλά χρειάζεται βελτίωση. Είναι αρκετά καλή διαδικασία Είναι καλή ως ιδέα, αλλά στα θέματα της εξέτασης υπάρχουν ασάφειες

Θετική 37,6%

Είναι καλύτερο και δικαιότερο από άλλα συστήματα, όπως η επετηρίδα Είναι αντικειμενική και αξιοκρατική διαδικασία Είναι απαράδεκτη διαδικασία που υποβαθμίζει τους εκπαιδευτικούς, κυρίως αυτούς με προϋπηρεσία (μετατρέπει τους εκπαιδευτικούς σε μαθητές) Δεν είναι καθόλου αξιοκρατική η μέθοδος των ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής, κυρίως στην εξέταση των Γενικών Παιδαγωγικών γνώσεων Είναι αναξιοκρατική διαδικασία που ευνοεί όσους αποστηθίζουν, τους «παπαγάλους» Δεν είναι αντικειμενικός, διότι επηρεάζεται από παράγοντες, όπως η τύχη και η ψυχολογική πίεση της προετοιμασίας του υποψηφίου (κούραση, άγχος)

Αρνητική 43,6%

Είναι άδικη διαδικασία γιατί δεν μπορούν να αξιολογηθούν γνώσεις και ικανότητες μέσα σε τέσσερις ώρες γραπτής εξέτασης Δεν είναι αξιόπιστος διότι δεν αξιολογεί τη μεταδοτικότητα, τη διάθεση για προσφορά προς τα παιδιά και, γενικά, την προσωπικότητα του υποψηφίου ούτε τη δυνατότητα του να διδάξει και να λειτουργήσει ως παιδαγωγός σε σχολική αίθουσα Η επιτυχία δεν εξασφαλίζει το διορισμό Δεν απάντησαν

1,4% 17,4%

7

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Πίνακας 7 0 βαθμός δυσκολίας των εξετάσεων πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) Βαθμός δυσκολίας

Ποσοστό %

Εύκολες

5,4%

Μέτριες

44,2%

Δύσκολες

22,7%

Δεν απάντησαν

27,7%

Καταρχάς αξίζει να σχολιαστεί το γεγονός ότι ένα ποσοστό 17,4% των ερω­ τηθέντων, δεν εξέφρασε γνώμη για το διαγωνισμό πρόσληψης των εκπαιδευ­ τικών (ΑΣΕΠ), που είναι δυνατό να ερμηνευτεί είτε ως έλλειψη κατασταλαγ­ μένης άποψης είτε ως εμφανής διστακτικότητα για έκφραση μιας μη αρεστής άποψης. Οι απόψεις των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών του δείγματος σχετικά με το διαγωνισμό διακρίνονται σε θετικές και αρνητικές και σε επίπεδο ποσο­ στών αποκαλύπτουν το διχασμό των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών. Πιο συγκε­ κριμένα, παρατηρούμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό 43,6% συγκεντρώνουν οι απόψεις ότι ο διαγωνισμός πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) είναι ανα­ ξιόπιστος, ανεπαρκής και άδικος, ενώ αυξημένο ποσοστό (37,6%) εκφράζει γι' αυτόν θετική άποψη. Επιπλέον, παρατηρείται το γεγονός ότι εκείνοι που εκφράζουν αρνητική άποψη για το διαγωνισμό τη δικαιολογούν ισχυριζόμε­ νοι ότι ευνοεί τη στείρα αποστήθιση, ότι υποβαθμίζει τους εκπαιδευτικούς ως παιδαγωγούς και τους μετατρέπει σε παθητικούς εξεταζόμενους, ότι η μέθοδος ερωτήσεων πολλαπλής επιλογής ιδιαίτερα στην αξιολόγηση των παι­ δαγωγικών γνώσεων και της διδακτικής κατάρτισης είναι προβληματική ή ότι επηρεάζεται από εξωτερικούς παράγοντες όπως η τύχη και η ψυχολογική κατάσταση του υποψηφίου. Αντίθετα αυτοί που εκφράζονται γι' αυτόν θετι­ κά δεν τεκμηριώνουν αναλυτικά την άποψη τους αλλά με αξιωματικό τρόπο προβάλλουν τον αδιάβλητο χαρακτήρα του διαγωνισμού. Η δεύτερη βασική ερώτηση διερευνά α) τη γνώμη των νεοδιόριστων εκπαι­ δευτικών για το βαθμό δυσκολίας των εξετάσεων πρόσληψης των εκπαιδευτι­ κών (ΑΣΕΠ, Πίνακας 7) και β) την αιτιολόγηση της (Πίνακες 8, 9). Όπως διαπιστώνεται από τη μελέτη του Πίνακα 7, οι περισσότεροι από τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς (44,2%) θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης

8

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΥΣ

Πίνακας 8 Γιατί θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) μέτριας δυσκολίας Ο λόγος για τον οποίο θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) μέτριας δυσκολίας

Ποσοστό %

Με πολύ καλό διάβασμα και σχετικά καλή ενημέρωση για τα μαθήματα που διδάσκεις μπορείς να πετύχεις - δεν απαιτείται ιδιαίτερη κριτική ικανότητα

13,1%

Οι ερωτήσεις του Γνωστικού Αντικειμένου δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολες, αλλά οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής στα Παιδαγωγικά αφήνουν περιθώρια για περισσότερες από μία σωστές απαντήσεις

12,0%

Η δυσκολία των θεμάτων είναι κλιμακούμενη

7,2%

Οι ερωτήσεις είναι σχετικά εύκολες, αλλά είναι λίγος ο χρόνος εξέτασης

6,6%

Οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής μειώνουν το βαθμό δυσκολίας

5,0%

Είναι στο επίπεδο που πρέπει - χρειάζονται γενικές γνώσεις χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική εμβάθυνση

5,1%

Τα θέματα είναι εντός των πλαισίων των πανεπιστημιακών σπουδών Ο βαθμός δυσκολίας εξαρτάται από τη γνωστική και συναισθηματική επάρκεια του υποψηφίου καθώς και α π ό την επαγγελματική του εμπειρία Δεν απάντησαν

5,1% 4,5%

41,4%

των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) μέτριες ως προς τη δυσκολία τους. Στη συνέχεια, το 22,7% τις θεωρούν δύσκολες, ενώ ο διαγωνισμός θεωρείται εύκολος μόλις από το 5,4% των ερωτηθέντων.

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Πίνακας 9 Γιατί θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) δύσκολες Ο λόγος για τον οποίο θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) δύσκολες

Ποσοστό %

Η ύλη είναι τεράστια, οι ερωτήσεις πολλές, ο χρόνος λίγος, ο ανταγωνισμός μεγάλος και η εξέταση εξοντωτική

37,3%

Τα θέματα στα Παιδαγωγικά και τη Διδακτική είναι ασαφή (οι ερωτήσεις πολλαπλής επιλογής έχουν πάνω από μία σωστές απαντήσεις) και η αξιολόγηση δεν είναι ενδεικτική της παιδαγωγικής και διδακτικής κατάρτισης του υποψηφίου

33,3%

Χρειάζεται κανείς να είναι πολύ καλά καταρτισμένος σε εντελώς διαφορετικά αντικείμενα (π.χ. Αρχαία - Ιστορία ή Φυσική - Βιολογία) και για το διορισμό απαιτείται βαθμολογία πολύ μεγαλύτερη από τη βάση (60/100)

11,8%

Δεν απάντησαν

17,6%

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα 8, οι περισσότεροι από τους νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς του δείγματος που θεωρούν τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) μέτριες ως προς το βαθμό δυσκολία τους (13,1%) τονίζουν πως η επιτυχία στο διαγωνισμό μπορεί να εξασφαλιστεί με πολύ καλή μελέτη και επαρκή ενημέρωση πάνω στον τρόπο και τη διαδικασία εξέ­ τασης. Με μικρή διαφορά (12%) ακολουθούν εκείνοι που διαπιστώνουν ότι τα θέματα στο Γνωστικό Αντικείμενο δεν είναι ιδιαίτερα δύσκολα, αλλά οι ερω­ τήσεις πολλαπλής επιλογής στα Παιδαγωγικά είναι μερικές φορές ασαφείς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι υπάρχει ένα 5% των ερωτηθέντων, που θεωρεί ότι αυτές ακριβώς οι ερωτήσεις είναι που μειώνουν το βαθμό δυσκολίας του διαγωνισμού. Από κει και πέρα, προβλήθηκαν κι άλλες από­ ψεις για να δικαιολογηθεί η θέση ότι οι εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευ-

10

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΤΣ

Πίνακας 10 Ποιος τρόπος πρόσληψης / διορισμού των εκπαιδευτικών θεωρείται σωστότερος από τους νεοδιόριστους Τρόπος πρόσληψης / διορισμού

Ποσοστό %

Πιστοποιητικό Παιδαγωγικής Επάρκειας

20,9%

Βαθμός πτυχίου

17,0%

Συνέντευξη

16,6%

Επετηρίδα

18,9%

Συνδυασμός πολλών παραγόντων: Βαθμός πτυχίου, μεταπτυχιακά, συνέντευξη κ.τ.λ.

18,6%

Δεν απάντησαν

8,0%

τικών (ΑΣΕΠ) είναι μέτριας δυσκολίας, όπως ότι τα θέματα είναι μεν βατά, χρειάζονται γενικές γνώσεις χωρίς ιδιαίτερη επιστημονική εμβάθυνση (5,1%) ή ότι η δυσκολία των θεμάτων είναι κλιμακούμενη (7,2%) ή, ακόμη, ότι ο βαθμός δυσκολίας βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τη γνωστική και συναισθηματική επάρκεια καθώς και με την επαγγελματική εμπειρία του υποψηφίου (4,5%). Το μεγαλύτερο ποσοστό των ερωτηθέντων εκπαιδευτικών (37,3%) θεωρεί δύσκολες τις εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) λόγω της τερά­ στιας ύλης, του μεγάλου ανταγωνισμού και της εξαιρετικά κουραστικής διαδι­ κασίας που ακολουθείται κατά τη διεξαγωγή του. Εξίσου σημαντικό ποσοστό (33,3%) τονίζει την ασάφεια των θεμάτων στις Γενικές Παιδαγωγικές γνώσεις και την Ειδική Διδακτική Μεθοδολογία, διαπίστωση την οποία κάνει και η προηγούμενη ομάδα υποψηφίων (Πίνακας 9). Στη συνέχεια, αν εξαιρέσουμε το 17,6%, που άφησαν την ερώτηση αναπάντητη, το 11,8% των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών του δείγματος στηρίζουν την άποψη τους για τη δυσκολία του διαγωνισμού στο γεγονός ότι για την επιτυχία σ' αυτόν απαιτείται πολύ καλή κατάρτιση σε διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα και βαθμολογία πολύ υψηλό­ τερη από τη βάση. Διαδικασία πρόσληψης εκπαιδευτικών Η τρίτη ερώτηση μελετά την επιθυμητή εκ μέρους των νεοδιόριστων εκπαι­ δευτικών διαδικασία επιλογής-πρόσληψής τους (Πίνακας 10).

11

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία του Πίνακα 10, η πλειοψηφία των ερωτη­ θέντων (20,9%) θεωρεί απαραίτητη προϋπόθεση για το διορισμό ενός εκπαιδευ­ τικού την κατοχή πιστοποιητικού παιδαγωγικής επάρκειας μετά από φοίτηση σε αντίστοιχες πανεπιστημιακές σχολές, προσόν που καθορίζεται ως αναγκαίο από τη σχετική ελληνική νομοθεσία. Το 18,6% των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών που κλήθηκαν να απαντήσουν στη συγκεκριμένη ερώτηση δε θεωρούν κανέναν από τους προτεινόμενους στο ερωτηματολόγιο τρόπους διορισμού κατάλληλο και επιλέγουν έναν συνδυασμό κριτηρίων που θα περιλαμβάνει, το βαθμό πτυ­ χίου, τις μεταπτυχιακές σπουδές αλλά και τη συνέντευξη. Με μικρές διαφορές ακολουθούν ως τρόποι αξιολόγησης και πρόσληψης ο βαθμός του πτυχίου (17%) και η συνέντευξη (16,6%). Η επετηρίδα ως τρόπος διορισμού βρίσκεται με ποσοστό 18,9% στη δεύτερη θέση των προτιμήσεων των εκπαιδευτικών, αποτέλεσμα μιας μακροχρόνιας παράδοσης στον τρόπο επιλογής των Ελλήνων εκπαιδευτικών. Συμπεράσματα - προτάσεις Τα σημαντικότερα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι τα εξής: 1. Όσον αφορά την ηλικία των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών, οι περισσότεροι είναι μεταξύ 26 και 40 ετών. Εντυπωσιακό, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι υπήρ­ ξαν μεταξύ των διορισθέντων και εκπαιδευτικοί που διανύουν την τέταρτη δεκαετία της ζωής τους. Πολλοί από αυτούς προσπάθησαν δύο ή και τρεις φορές έως ότου επιτύχουν την πρόσληψη τους μέσω του διαγωνισμού πρό­ σληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ). Υπάρχει, δηλαδή, ένα σημαντικό ποσοστό νεοδιόριστων μεγαλύτερης ηλικίας 36-50 ετών (35,7%) στοιχείο το οποίο καταδεικνύει την ένταξη στο εκπαιδευτικό επάγγελμα ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας λόγω της αυξημένης ανεργίας αλλά και παράλληλα την περιορισμένη ηλικιακά ανανέωση του εκπαιδευτικού δυναμικού. 2. Οι παρεχόμενες παιδαγωγικές γνώσεις από τα ελληνικά τριτοβάθμια ιδρύματα, οι απόφοιτοι των οποίων διορίζονται στην εκπαίδευση, θεωρούνται από πολλούς νεοδιόριστους εκπαιδευτικούς ελλιπείς για τη διδακτική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους εξέλιξη. Η θέση αυτή εκφράζεται συχνά στα ερωτηματολόγια που διανεμήθηκαν, αφού οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην έρευνα επισημαίνουν τη δυσκολία που συνάντη­ σαν (κατά τη συμμετοχή τους στο διαγωνισμό πρόσληψης των εκπαιδευτι­ κών (ΑΣΕΠ) στις Γενικές Παιδαγωγικές γνώσεις και την Ειδική Διδακτική Μεθοδολογία. Βάσιμο είναι, επομένως, το συμπέρασμα ότι η σχετική προε­ τοιμασία στα αντίστοιχα ελληνικά πανεπιστημιακά τμήματα που καταρτίζουν εκπαιδευτικούς για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι ανεπαρκής.

12

ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΤΩΝ ΝΕΟΔΙΟΡΙΣΤΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΩΝ ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΕΟ ΤΡΟΠΟ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΤΟΥΣ

3. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι απόψεις των νεοδιόριστων εκπαιδευτικών για το διαγωνισμό πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) ως διαδικασία αξιολόγησης των προσόντων τους συνεχίζουν μέχρι και σήμερα να διίστανται με τα αρνητικά σχόλια να υπερέχουν των θετικών. Παρά το γεγονός ότι για τους περισσότερους από τους εξετασθέντες του δείγματος οι εξετάσεις πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) θεωρούνται μέτριας δυσκο­ λίας, ο σκεπτικισμός για το υφιστάμενο σύστημα αξιολόγησης-πρόσληψης των εκπαιδευτικών είναι εμφανής. Η στάση αυτή μπορεί να οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως στην εξοντωτική εξεταστική διαδικασία που ακολουθείται, στην απογοήτευση - δεδομένης και της ανεργίας που πλήττει πολλές ειδικότητες της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης - που προκαλεί η αποτυχία, και κυρίως στην πεποίθηση πολλών ότι ο διαγωνισμός πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) δεν είναι ο πιο σύγχρονος και αξιόπιστος τρόπος επιλογής των πιο κατάλληλων εκπαιδευτικών για ένα σύγχρονο σχολείο. Οι προτάσεις για τη στελέχωση της ελληνικής εκπαίδευσης 9 με όσο το δυ­ νατόν πιο υπεύθυνους και ικανούς εκπαιδευτικούς κινούνται προς τις εξής κατευθύνσεις: 1. Σχετικά με τον υπάρχοντα τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών, διαπιστώ­ νεται ότι έχει σοβαρά μειονεκτήματα. Η άμεση αναβάθμιση της βασικής κατάρτι­ σης των εκπαιδευτικών στις λεγόμενες καθηγητικές σχολές είναι το πρώτο βήμα. Αυτό απαιτεί ριζική αναθεώρηση των προγραμμάτων σπουδών και σύν­ δεση τους με την εκπαιδευτική πράξη σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. 10 Αναλυτικότερα χρειάζεται καλύτερη οργάνωση της διδασκαλίας των ψυχοπαιδα­ γωγικών μαθημάτων και περισσότερες ώρες πρακτικής άσκησης των φοιτητών στη διδακτική μεθοδολογία στα τμήματα που προετοιμάζουν εκπαιδευτικούς για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, διότι η δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι υπο­ ψήφιοι κατά την εξέταση των Παιδαγωγικών και της Διδακτικής αντανακλά τις ελλείψεις των βασικών σπουδών τους. 2. Μερικές επιμέρους αλλαγές που μπορεί να υλοποιήσει άμεσα το Ελλη­ νικό Υπουργείο Παιδείας είναι οι παρακάτω: α) να αυξηθεί ο συνολικός χρό-

9. Δ. Κλάδης, Η βασική εκπαίδευση και το σύστημα διορισμού των Ελλήνων εκπαιδευτικών. ψεις και προτάσεις για την ποιοτική αναβάθμισή τους, Αθήνα 1991. 10. Β. Κωτσίκης, Εκπαιδευτικά

Συστήματα-Οργάνωση

Σκέ­

και διοίκηση, Έλλην, Αθήνα 1998.

11. Κώστας Αγγελάκος, «Κριτική προσέγγιση της φιλοσοφίας του Διαγωνισμού πρόσληψης των εκπαιδευτικών (ΑΣΕΠ) - Η εξέταση των παιδαγωγικών γνώσεων και της διδακτικής κατάρτισης», στο Ο διαγωνισμός του ΑΣΕΠ για την πρόσληψη των εκπαιδευτικών, Ιόνιο Πανεπι­ στήμιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005. Βλ. επίσης και Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ό.π.

13

ΚΩΣΤΑΣ ΑΓΓΕΛΑΚΟΣ

νος της εξεταστικής διαδικασίας και να κατανεμηθεί σε διαφορετικές μέρες, έτσι ώστε αυτή να μην εξοντώνει σωματικά και πνευματικά τους εξεταζόμε­ νους β) να γίνει πιο επιστημονικό το πλαίσιο της εξεταστέας ύλης (βασισμένο σε έγκυρη επιστημονική βιβλιογραφία) και όχι να αναφέρεται στην ύλη των αντίστοιχων σχολικών εγχειριδίων και γ) να περιοριστούν οι ερωτήσεις πολ­ λαπλής επιλογής στην εξέταση των Παιδαγωγικών γνώσεων (Αγγελάκος 2005) και η αξιολόγηση των υποψήφιων εκπαιδευτικών να γίνεται με ερωτήσεις ανάπτυξης και να συνεχίζεται στο πλαίσιο της σχολικής πράξης (με μία μορφή εισαγωγικής επιμόρφωσης ενδοσχολικού προσανατολισμού), για τη σαφέστε­ ρη και πιο ολοκληρωμένη κατανόηση της προσωπικότητας των υποψηφίων εκπαιδευτικών. 3. Παράλληλα επιβάλλεται η άμεση εφαρμογή της νομοθεσίας για καθιέρω­ ση του Πιστοποιητικού Παιδαγωγικής και Διδακτικής Επάρκειας - που θα χορηγείται από αντίστοιχα τμήματα των Πανεπιστημίων - ως βασικού προ­ σόντος για τη δυνατότητα συμμετοχής σε οποιαδήποτε διαδικασία πρόσληψης των εκπαιδευτικών και η έναρξη ενός σοβαρού επιστημονικού διαλόγου για τη διαμόρφωση ενός νέου, σύγχρονου θεσμικού πλαισίου πρόσληψης των μελ­ λοντικών εκπαιδευτικών στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα.11

11. S. Psycharis - Α. Daflos, «Education in the framework of System Theory», The Journal of Science Education 2 (2005), τόμ. 6.

14

Ηλίας Αντωνόπουλος

ΠΑΝΤΑ ΑΤΕΛΗ, ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ. ΚΩΔΙΞ PARISINUS GRAECUS 36 (14ος-15ος αι.), ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΟΥΜΕΝΑ

Έτύχε τακτικά - ή πολύ αραιότερα-, στό πέρασμα των δεδεκαετιών (1974-2005/6), νά ξαναγυρίσω καί πάλι στό κτι­ ριακό συγκρότημα της Bibliothèque nationale de France1, επιχειρώντας ανα­ γνωριστικά δρομολόγια (σε εκθέσεις, δημοσιεύματα καί συλλογές), ασύνδετα η σέ ακολουθία συναπτική, γόνιμα ή εξ ορισμού ατελέσφορα - πάντοτε απολαυ­ στικά- αναζητώντας ζωγραφήματα καί χαρακτικά, μελέτες καί λογοτεχνήματα, καί άρχιτεκτονώντας μιά διευρυνόμενη θέα μέσα στό άτακτο πολντοπο της σκόρ­ πιας ζωής. Ανάμεσα στά αντικείμενα πού κράτησα, καί πάλι, ήταν ό όψιμα υστε­ ροβυζαντινός (14ος-15ος αι.), χαρτώος (φφ. 229) ελληνικός κώδιξ 36 (στό εξής: Ρ36). Κινούμενος καί αυτός στό αποδημητικό ρεύμα των μαρτυριών, ποικίλης πιστότητας, ενός μακρόσυρτου πολιτισμού - π ο ύ έσβηνε στίς «πλατείες» τής Ανατολής γιά νά «αναγεννηθεί» στά σπουδαστήρια τής Δύσης- καί προερχόμε­ νος άπό έναν απροσδιόριστο εισέτι τόπο τής ελληνόφωνης επικράτειας (ύπό δυ­ τική κυριαρχία;) βρέθηκε στή Βενετία, καί άπ' έκεϊ στό Παρίσι, έχοντας προη­ γουμένως περάσει άπό τή βασιλική βιβλιοθήκη τού Fontainebleau3. Εκείνο πού Στίς σημειώσεις χρησιμοποιήθηκαν οι συντομογραφίες που ακολουθούν. ΑΒΜΕ: Αρχείον των Βυζαντινών Μνημείων της Ελλάδος. ΑΔ: Άρχαιολογικόν Δελτίον. BCH: Bulletin de Correspondance Hellénique. CahBalk: Cahiers Balkaniques. ΔΧΑΕ: Δελτίον της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας. LChrl: Lexikon der christlichen Ikonographie. ODB : The Oxford Dictionary of Byzantium. PG: Patrologiae cursus completus. Series graeca. RAC: Reallexikon für Antike und Christentum. RBK: Reallexikon zur byzantinischen Kunst. 1. Ανάμεσα στίς όδοός de Richelieu, des Petits-Champs, Vivienne καί Colbert· σέ μιά γειτονιά που έσφυζε (στους περασμένους δύο αιώνες) από ζωή καί θεάματα, καί τήν κατάκλυζαν οί γεύσεις. Στή γειτονιά με τίς εμπορικές στοές όπου, γύρω άπό τή Βιβλιοθήκη, «κλωθογύρισε» παλαιότερα καί ό Walter Benjamin (πρβλ. Paris capitale du XIXe siècle. Le livre des passages, Παρίσι, γ' εκδ., 2002). 2. Μνήμη Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη καί Ίάννη Ξενάκη. 3. Γιά τήν παρουσία του Ρ36 στή βασιλική συλλογή πρβλ. Η. Omont, Catalogues des manuscrits grecs de Fontainebleau sous François 1er et Henri ΙΙ, Παρίσι 1889, σ. 139, αριθ. 413- πρβλ. σ. 226, αριθ. 168. Γιά τόν προηγούμενο κάτοχο του, στή Βενετία, βλ. Α. Cataldi Palau, Gian Francesco d'Asola e la tipografia aldina. La vita, le edizioni, la biblioteca dell 'Asolano, Γένουα 1998, σ. 494-5 (κυρίως, γιά τόν Ρ36) καί σποράδην. Πρβλ., γιά τόν ίδιο κώδικα, Παρίσι (BnF) 1958, Byzance et la France

15

ΗΛΙΑΣ

ΑΝΤΩΝ0Π0ΪΛ0Σ

κυρίως μ' ενδιέφερε νά διακρίνω ήταν ή ακολουθία τών μικρογραφιών πού κο­ σμούν τόν έν λόγω κώδικα4, σχετιζόμενες -βέβαια, άλλ όχι πάντοτε καί απευ­ θείας- μέ τή γραμματειακή υλη πού θησαυρίζεται στίς σελίδες του. Όπως τό υπενθυμίζει ό Jean Darrouzès, ό κατάλογος: Παρίσι 1958 είχε αποδώσει τό έν λόγω χειρόγραφο, μέ επιφυλάξεις, στή μεσημβρινή Ιταλία. Θεωρεί ό ίδιος ότι ό Ρ36 είναι πιθανό νά προέρχεται άπό τήν Πελοπόννησο καί δτι, αν δέν κατάγεται άπό τήν Κρήτη, πέρασε τουλάχιστον άπό εκεί. Παραθέ­ τει στή συνέχεια ένα δυσανάγνωστο σημείωμα άπό τό φ. 3 (σύγχρονο μέ ορι­ σμένες άλλες γραφές, άπό διάφορα χέρια, στόν ίδιο κώδικα), οπού μνημονεύε­ ται (ό αναγνώστης προχωρεί προς αυτή τήν υποθετική κατεύθυνση) ό Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, δεσπότης τού Μορέως: τον άγ(ίου) είμών αύθέντου καί πανηψιλοτάτου δεσπότου πωρφυρογενϊτου κυροϋ θεοδώρου. Έξαλλου, μέ βάση τό ύδατόσημο τού χαρτιού ό κώδιξ είναι χρονολογήσιμος στό τελευταίο τέταρτο τού 14ου αιώνα - σημειωτέον ότι έχει ως τώρα χρονολογηθεί ανάμεσα στό λήγοντα

médiévale. Manuscrits à peintures du Ile cm XVIe siècle, σ. 40-1, αριθ. 66. Απευθύνω θερμές ευχα­ ριστίες στους συναδέλφους Christian Förstel, γιά τήν εγκάρδια φιλοξενία του στό οικείο Τμήμα της BnF (Manuscrits occidentaux), καί Αγαμέμνονα Τσελίκα. γιά τίς κατά καιρούς, πολύτιμες, αναγνωστικές του υποδείξεις. 4.Ό Ξυγγόπουλος είχε ήδη αναγνωρίσει τόν ζωγράφο, απευθείας άπό τά δικά του γραφόμενα σε επιγραφές πού συνοδεύουν μικρογραφίες, καί είχε προηγουμένως τήν ευκαιρία νά επανε­ ξετάσει τόν Ρ36 στην έκθεση της Αθήνας (1964) όταν. αργότερα, έδήλωνε οτι επρόκειτο νά δη­ μοσιεύσει συνολική μελέτη γιά τό εικαστικό του υλικό. Βλ., αντιστοίχως, Ά. Ευγγόπουλος, «Ό μικρογράφος μοναχός Νικόδημος». Ελληνικά 16 (1958-59). σ. 65-9 (αναγνωρίζει ό ερευνητής δυτικά χαρακτηριστικά, αλλά καί στοιχεία της βυζαντινής εικονογραφικής παράδοσης, καί θε­ ωρεί δτι ό Ρ36 προέρχεται άπό περιοχή ύπό δυτική κατοχή: τήν Κρήτη ή τά Επτάνησα; Χρο­ νολογεί στά τέλη 14ου μέ αρχές 15ου αιώνα). Αθήνα (Ζάππειο Μέγαρο) 1964. Ή βυζαντινή τίχνη, τέχνη Εύρωπαϊκη, σ. 306, 511, αριθ. 372. Α. Xyngopoulos, «Fortitudo». Zograf 10 (1979), σημ. 2 (γιά τή χρονολόγηση πρβλ. σ. 92, αυτόθι). Γιά τίς μικρογραφίες πού συνοδεύουν τά κείμενα τού παρισινού κωδικός πρβλ., Η. Bordier, Description des peintures et autres ornements contenus dans les manuscrits grecs de la Bibliothèque nationale, Παρίσι 1883, a. 264-5. 5. J. Darrouzès, «Obits et colophons», Χαριστήριον εις Άναστάσιον Κ. Όρλάνδον. Α. Αθήνα 1965, σ. 300. Μεταγράφω απευθείας: του αγι(ου) ειμ(ών) aυθ(έν)του κ(αι) πανηψιλοτάτου [και πανυψιλοτ(ά)του] δεσπότου του πωρφυρογενιτου κυρού θεοδωρου. Εξάλλου, σέ κατάλογο έκθεσης τοϋ 1982 ό Ρ36 χρονολογείται στά τέλη τού 14ου αιώνα καί εκτιμάται δτι προέρχεται άπό τήν Κα­ λαβρία: Παρίσι (BnF) 1982. La médecine médiévale à travers les manuscrits de la Bibliothèque nationale, σ. 43, αριθ. 21. 6. Βλ. C.-M. Briquet, Les filigranes. Dictionnaire historique des marques du papier dès leur apparition vers 1282 jusqu'en 1600, Λιψία Η923,1, σ. 209, «Cercle que traverse ou surmonte un trait étoile»: αριθ. 3052 (άπαντα στό Bergamo, 1359) - 3053 (ύστατη παρουσία στό Παλέρμο, 1383-84)· πρβλ. D. καί J. Harlfinger, Wasserzeichen aus griechischen Handschriften, Βερολίνο, Ι-ΙΙ, 1974-1980,

16

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΥΜΕΝΑ

14ο καί τόν αρχόμενο 15ο αιώνα 6 . Επιπροσθέτως, ό Darrouzès μεταγράφει την επιγραφή, στην κυκλική σύνθεση του φ. 163β7, μέσω της όποιας φθέγγεται ό εκεί κρεμάμενος άπό τόν Τροχό τοΰ βίου μοναχός καί ζωγράφος της παράστα­ σης Νικόδημος, χρονολογώντας την στον 15ο αιώνα: επείρεν μ(αι) ό τροχός έξέφνης κ(ai) καλόγερον έπιησεν μ(αι) και ως vέον ηδικησεν μ(αι), καν θέλων καν μη θέλω- Νικόδημος καλούμ(αι), εγώ δε ο ταπινος τάχα εις ελπίδας ειμ(αι)8. Σκόρπια, αποσπασματικά, ιατρικά (Ιπποκράτης, Παύλος Αιγινήτης, κ.ά.), φυσιολογίας τού άνθρωπου (Είκ. 1), διαιτολογικά (Συμεών Σήθ, κ.ά.), βοτανολο­ γικά καί άλλα ελάσσονα κείμενα συμφύρονται μέ αποσπάσματα βιβλικών κει­ μένων (Παροιμίαι Σολομώντος, Σοφία Σιράχ Εκκλησιαστής, Σοφία Σολομώντος, Άσμα ασμάτων)9, συνιστώντας έναν γραμματειακό πλοχμό ό όποιος (σέ γενικές γραμμές) συνδυάζει δύο γνωστικές τάξεις: έκείνην της ίερής παράδοσης, μέ τήν εμπειρική / «επιστημονική» γνώση. Ό ίδιος χαρακτήρας άπαντα, εν μέ­ ρει, καί στά εικονογραφικά διάφορα πού ποικίλλουν τά κείμενα, μέ τήν παρου­ σία ενός αγίου (θεραπευτή, πάντως), τού μεγαλομάρτυρος καί ιαματικού Παν­ τελεήμονος (φ. 3β), καί δύο κοσμικών: τού Ιπποκράτους (φ. 29β), νά υψώνει έταστικά μέ τό αριστερό του χέρι ενα γυάλινο δοχείο, καί (φ. 187β) ενός ανώνυ­ μου, καθήμενου γιατρού (Είκ. 2), τόν όποιον επισκέπτεται ένας αστενης10. Μαρ«Cercle 5», έτος 1383/4 (πρβλ. Palau, ό.π. [σημ.3], σ. 494-5). Βλ. καί άλλα δείγματα: Briquet, αυτόθι, αριθ. 3112-8 (πρβλ. Παρίσι 1958, ό.π. [σημ. 3], αριθ. 66). 7. Γιά τη σύνθεση τοΰ φ. 163β πρβλ. Ή . Αντωνόπουλος, «Στροφάδες κέλευθοι. Εικονογραφικές όψεις του πρόσκαιρου στη μεταβυζαντινή τους σύνθεση», ΔΧΑΕ 22 (2001), σ. 63-7, είκ. 2· ό ίδιος, «Τροχών κυλίσματα: 'Ηλικίες του ανθρώπου», Μίλτος Γαρίδης (1926-1996): Αφιέρωμα, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Ιωάννινα 2003, Α', σ. 20, 23-5, 42-3, είκ. 1. 8. Darrouzès, ό.π. (σημ. 5), σ. 303-4. 9. Πρβλ. Η. Omont, Inventaire sommaire des manuscrits grecs de la Bibliothèque Nationale, Ι, Παρίσι 1886, σ. 6. 10. Clichés BnF A56/30 (Παντελεήμων), Α56/31 καί Α93/958 (Ιπποκράτης), καί Α56/34 (Είκ. 2) αντιστοίχως. Πρβλ. τόν ενθρονο γιατρό, στό περιβάλλον του ιατρείου του, με επισκέπτες καί συ­ νεργάτες - ό ιητρός, ό άσθεν(ων), ό σπεστιάλο(ς), κ.ά.-, νά εξετάζει τό γυάλινο δοχείο μέ τά ουρά, στην κάτω ζώνη της δίπτυχης, καθ' ύψος, σύνθεσης τοΰ φ. 10β, στον γραμμένο άπό τόν Κοσμά Κάμηλο, τό 1339, κώδικα BnF gr. 2243 (Δυναμερόν, του Νικολάου Μυρεψού). Βλ. Παρίσι (Musée du Louvre) 1992, Byzance. L'art byzantin dans les collections publiques françaises, σ. 454-5, αριθ. 350 (Β. Mondrain). New York (Metropolitan Mus. of Art) 2004, Byzantium: Faith and Power (12611557), σ. 526, αριθ. 316 (R.S. Nelson). Ό κώδιξ, ανάμεσα σέ πλήθος άλλων (πάνω άπό 80), δωρήθηκε άπό τόν Αντώνιο Έ π α ρ χ ο στον βασιλέα της Γαλλίας - μέ γενναία, γιά τό σύνολο, αντα­ πόδοση (1000 σκοϋδα). Καί έδώ σημειώνεται ό άξονας των σχέσεων ουρανού καί γης, μέ τό θεανθρωπικό πρότυπο καί τόν επίγειο μιμητή: στην άνω ζώνη της σύνθεσης γράφεται ή εικόνα τής Δεήσεως, μέ τόν ενθρονο Χριστό ανάμεσα στην Θεοτόκο καί τόν Ιωάννη τόν Πρόδρομο. Ή

17

J Λ4»,

Εικόνα 1. Κώδιξ BnF gr. 36, φ. 162: Έκλογαί της ιατρικής τέχνης· ή τετρακτύς των στοιχείων κόσμου καί άνθρωπου.

Εικόνα 2. Κώδιξ BnF gr. 36, φ. 187β: ό γιατρός καί ό ασθενής.

ΗΛΙΑΣ

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

τυρεϊται παράλληλα μέσω ιδιοχείρων σημειωμάτων, άλλα καί αναφορών σε άλλα πρόσωπα, ή κατοχή του χειρογράφου άπό γιατρό - ή οικείο γιατρών 11 . Προστίθενται ταυτοχρόνως, καί συνδυαστικώς, σκηνές μέ απευθείας η έμμεση φυσιολογική/ανθρωπολογική (καί, τελικώς, θεοστροφική !) σήμανση, δπως ό Τροχός του βίου/τοϋ Κόσμου (φ. 163β) ή ή καταγόμενη άπό τή μυθι­ στορία του Βαρλαάμ καί Ίωάσαφ αλληγορική σύνθεση (φ. 203β), πού εικονίζει τό δρομολόγιο του ανθρώπινου βίου 12 , την ήδύτητα τών καρπών τού Δένδρου Brigitte Mondrain έχει εντάξει τόν Parisinus gr. 2243 σε ομάδα Ιατρικών χειρογράφων, με ποικί­ λα περιεχόμενα, καί έχει επισημάνει τή σχέση της σύνθεσης του φ. 10β μέ άλλην, όμοια - κ α ί πρό­ τυπο της;-, μέ ελάσσονες διαφορές (κυρίως στην εκτέλεση), στό φ. 191β του κωδικός Palatinus Vat. gr. 199: «Nicolas Myrepse et une collection de manuscrits médicaux dans la première moitié du XlVe siècle. À propos d'une miniature célèbre du Parisinus gr. 2243», / Testi medici greci. Tradizione e ecdotica (Atti del III Convegno internazionale, Napoli, 15-8 ott. 1997), έπιμελ. A. Garzya - J. Jouanna, Νεάπολις 1999, σ. 403-18 (ειδ. σ. 405 κ.έξ., εικ. στίς σ. 414, 418). Γιά τόν ϊδιο κώδι­ κα καί τή μικρογραφία του φ. 10β, βλ. τώρα P. Géhin κ.α., Les manuscrits grecs datés des XlIIe et XTVe siècles conservés dans les bibliothèques publiques de France, II. Première moitié du XIVe siècle, Πα­ ρίσι - Turnhout 2005, a. (77-80) 78-9, αριθ. 34 (Β. Mondrain). Βλ. καί παρακάτω, καί σημ. 21 (ούροσκοπικά δοχεία). Γιά τόν έν μέρει πελοποννησιακής καταγωγής Κερκυραίο Αντώνιο Έ π α ρ χ ο (1491-1571), γόνο οικογένειας Ιατρών, εκπρόσωπο τής κερκυραϊκής κοινότητας στή βε­ νετική γερουσία (πρεσβείες 1536, 1552 καί 1570) καί εξέχοντα (τόν σημαντικότερο) παράγοντα τοϋ εμπορίου ελληνικών κωδίκων στή Βενετία (1537-1571) βλ. "Ε. Γιωτοπούλου-Σισιλιάνου, Αντώνιος ό "Επαρχος. "Evas Κερκυραίος ουμανιστής τον ΙΣΤ ' αιώνα, Αθήνα 1978. Β. Mondrain, «Le commerce des manuscrits grecs à Venise au XVIe siècle: copistes et marchands», I Greci a Venezia (Atti del Convegno intern, di studio, Venezia, 5-7 nov. 1998), έπιμελ. Μ. F. Tiepolo - E. Tonetti, Βενετία 2002, σ. 473-86 (ειδ. σ. 477 κ.έξ.). Γιά τήν οικογένεια τών Έπαρχων πρβλ., ή ίδια, «Les Éparque, une famille de médecins collectionneurs de manuscrits aux XVe-XVIe siècles», The Greek Script in the 15th and Î6th Centuries, έπιμελ. Ν. Οίκονομίδης, Αθήνα 2000. σ. 145-63. 11. Πρβλ. Darrouzès, ο.π. (σημ. 5), σ. 300, 304. Γιά τά Ιατρικά βυζαντινά χειρόγραφα έν γένει βλ. Θ. Διαμαντόπουλος (έπιμελ.), Ιατρικά βυζαντινά χειρόγραφα, Αθήνα 1995· ειδ. βλ. σ. 71-168, αυτόθι: «Εικονογραφήσεις βυζαντινών ιατρικών χειρογράφων» (Θ. Διαμαντόπουλος). 12. Στά φφ. 163β: cliché BnF Α56/33 καί 203β: BnF A56/35 (Είκ. 3) αντιστοίχως. Ό άνθρωπος πού τρέχει φεύγοντας τόν μονόκερω/θάνατο (όπως, δ.χ., στό ψαλτήριο Add. 19352 τής Βρεταν. Βιβλιοθήκης [1066], φ. 182β: βλ. S. Der Nersessian, L'illustration des psautiers grecs du Moyen Age, II. Londres, Add. 19352, Παρίσι 1970, σ. 57,69-70, εΙκ. 286,332) ανακαλεί στή μνήμη τοϋ αρχαι­ ολόγου αρχαιότερες επιτύμβιες επιγραφές: ... Τρόχος/ος ό βίος, αλλά καί τήν προθανάτια ειδο­ ποίηση σέ ώδή τοϋ Μεγάλου Κανόνος : ... ό χρόνος του βίου τρέχει. Πρβλ. D. Feissel, «Notes d'épigraphie chrétienne (X)», BCH 119 (1995) σ. 386-9, εΙκ. 3-4· Αντωνόπουλος 2001, ο.π. (σημ. 7), σ. 62-3. Υπενθυμίζεται άλλωστε ότι τροχάει καί ό θρυλούμενος Καιρός τοϋ Λυσίππου, σύμφω­ να μέ τό ποσειδίππειο επίγραμμα (3ος αι. π.Χ., Ελληνική Ανθολογία 16,275) καί τά μεταγενέστε­ ρα γλυπτά (πρβλ. Roma [Pal. delle esposizioni] 1995, Lisippo. L'arte e la fortuna, a. 190-5 [P. Moreno]), καί ότι τροχήλατοι είναι ό Καιρός καί ό Βίος σέ μέσο- καί μεταβυζαντινά έργα. Βλ. Ή . Αντωνόπουλος, «Τό τίμημα τής τέρψης: Βίος καί αναβιώσεις τοϋ Καιρού στή βυζαντινή τέ-

20

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΥΜΕΝΑ

της ζωής, άλλα καί τό θάνατο 13 , στό τέρμα της διαδρομής, τοϋ ενεργούμενου άπό τή βιοτική άπατη άτομου: τά τέσσερα στοιχεία πού συνιστούν (τόν κόσμο καί) τόν άνθρωπο, θηριοποιημένα, απεργάζονται τόν αφανισμό του (Είκ. 3)· ή, τέλος, ή απόπειρα κοσμογραφικής σύνθεσης (φ. 218) όπου, όμως, δηλώνεται ό ενιαύσιος κύκλος τής χυμικής τετραλογίας: ή μετατρεπόμενη σχέση χυμών καί ποιοτήτων, στην κατά καιρούς σύνθεση της (Είκ. 4) 14 . Πρίν άπό τήν εισαγωγή του (1542) στή βασιλική βιβλιοθήκη, μέσω τοϋ Guil­ laume Pellicier, επισκόπου Montpellier καί πρεσβευτή στή Βενετία (1539-1542)15, ό Ρ36 είχε αποτελέσει κτήμα τοϋ Gian Francesco d'Asola, γιου τοϋ Βενετού τυπο­ γράφου Andrea Torresani καί γυναικάδελφου τοϋ Άλδου Μανούτιου16. Μέ τό άνοιγμα τής γαλλικής του περιόδου ό κώδιξ εγγράφεται ήδη στον κα­ τάλογο τών ελληνικών χειρογράφων τής ανακτορικής βιβλιοθήκης τοϋ Fontaine­ bleau, επί βασιλείας Φραγκίσκου τοϋ Α'. Στά μέσα τοϋ 16ου αιώνα οι Κρητικοί καλλιγράφοι/επιμελητές τής βιβλιοθήκης σημειώνουν τά περιεχόμενα στην αρχή κάθε κωδικός τής βασιλικής συλλογής. Στην προμετωπίδα τοϋ φ. 1 (φ. Ιβ, πρίν άπό τό φ. 1) τά περιεχόμενα τοϋ Ρ36 σημειώνει ό Άγγελος Βεργίκιος17: χνη», ΔΧΑΕ 20 (1998-99), είκ. 3-4· ό ίδιος, «Καιρός καί Βίος: ή χριστιανική επιλογή ανάμεσα στην ευκαιρία καί τή σωτηρία», ΑΔ 48-49 (1994-95), Μελέτες, 1998, πίν. 57β, 59β, 60α, 62α (μο­ νή Ρεντίνας), 63α, 63β. 13. Πρβλ. παρακάτω καί σημ. 27, 44. Γιά τό παρεμφερές θέμα τής εικόνας του θανάτου καί τοϋ σκέλεθρου πρβλ. Χ. Μεράντζας, «Ή μεταβυζαντινή εικόνα του σκέλεθρου. Τό δίλημμα τής οργανικής ή πνευματικής επιλογής καί ή άποπροσωποποίηση του ανθρώπου απέναντι στό θά­ νατο», Δωδώνη: Ιστορία καί Αρχαιολογία, 32 (2003), σ. 353-98. Γιά τό θάνατο καί τόν τάφο βλ. R. Stichel, Studien zum Verhältnis von Text und Bild spät- und nachbyzantinischer Vergänglichkeitsdarstellungen, Βιέννη 1971, σποράδην. 14. Clichés BnF A74/53 ή Α56/36. Βλ. παρακάτω καί σημ. 19, 31-5, 51-2. 15. Omont 1889, ό.π. (σημ. 3), σ. vi. 16. Γιά τόν βίο, τίς εκδόσεις καί τή βιβλιοθήκη του βλ. Cataldi Palau, ό.π. (σημ. 3). Γιά τους ελλη­ νικούς κώδικες στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Γαλλίας πού προέρχονται από τή συλλογή του, βλ. σ. 390-1 (αριθ. 1-77)· ειδ. γιά τους ιατρικούς κώδικες βλ. σ. 393, αυτόθι (αριθ. 1-23). Ό κώδιξ έφερε πιθανώς τήν κτητορική σημείωση (τό ex libris) τοϋ Gian Francesco στό φ. 1, στην κομμέ­ νη τώρα ώα του κάτω μέρους (σ. 495, αυτόθι). Σημειωτέον δτι στό άνω αριστερό άκρο του φ. 3 (καί όχι τοϋ φ. 1: Cataldi Palau, σ. 403-5), κατά τι υψηλότερα άπό τήν παραπάνω, στή σημ. 5, μεταγραφόμενη επιγραφή, ό Ρ36 φέρει πάντοτε τόν ταξινομικό αριθμό (segnatura): xxxxvi +· ένώ στό φ. 16β (είχε παραμείνει λευκό) αναγράφεται συνοπτικώς (ϊσως ιδιοχείρως, λατινιστί) τό περιεχόμενο όσων έπονται, άπό τό φ. 17 κ.έξ. Ό ταξιν. αριθ. διαγράφει μερικώς τή δυσανά­ γνωστη καί μισοσβησμένη επιγραφή, μέσω τής όποιας δηλώνεται, ενδεχομένως, ένας προηγού­ μενος κάτοχος του χειρογράφου. 17. Συντάκτης, μέ τόν Ιάκωβο Διασσωρινό καί τόν Κωνσταντίνο Παλαιόκαππα, τοϋ καταλόγου τών χειρογράφων τής βασιλικής συλλογής. Ό γραφικός του χαρακτήρας στάθηκε πρότυπο γιά

21

Εικόνα 3. Κώδιξ BnF gr. 36, φ. 203β: τό Δένδρο τοϋ βίου (φυτου φεραυγούς χρωματουργίαν βλέπε !).

Εικόνα 4. Κώδιξ BnF gr. 36, φ. 218: ό κόσμος, ό χρόνος καί ό ενιαύσιος κύκλος της χυμικής τετραλογίας.

ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

εντωδεταϋτ(α) περιέχοντ(αι), + παροιμίαιCολομώντοςατελές, Ιπποκράτους προγνωστικά, έτι τού αύτού αφορισμ τού αύτού,περίΔιαίτης, περί φλεβοτομί(ας) μικρά τις έρμην(εί)α. παύλου αίγηνίτου τίνες έκλογαι έξ ίπποκράτ(ους) κ(αί) γαληνού, περί φλεβοτομί(ας).CοφίαΊησούυιούτο ράχ. ΕκκλησιαστήςCολομώντος.ή Coφίa τού αύτού. Δίαιτα μικρά ιατρική, πώς χρή δι Cολομώντος άσματα άσμάτ(ων), ατελή.Cύνταγμαπερί τροφών συντεθ(έν) τι παρά σημ τού μάίστορος, ατελές. Διονυσίου τίνος καλουμένου απλού, περί κατασκευής τού ά τινά έτερα κατ(α)λογάδην, οί(ον) ιατρικά, γραμματικά, πάντα ατελή κ(αί) άχρηστα. Στον κατάλογο του 1550, με αύξοντα αριθμό 413, ό κώδιξ καταχωρίζεται από τόν Βεργίκιο ώς: Βιβλίον Β' μήκους παλαών, ενδεδυμένον δέρματι κροκώδει, εισι δ' εν ούτω ταύτα- ακολουθούν, με ελαφρές διαφοροποιήσεις, οσα έχουμε προηγουμέ­ νως μεταγράψει. Καί τό λήμμα καταλήγει σέ μιά περαιτέρω όξυμμένη διατύπω­ ση: ... πάντα άτελή, κ(αί) άθλια καί άχρηστα18. Οί χαρακτηρισμοί πού σημαδεύουν τήν εκτίμηση του Κρητικού βιβλιογράφου, οφειλόμενοι στην αποσπασματικότη­ τα καί τήν εκδοτική ποιότητα των εγγραφόμενων στον κώδικα κειμένων, μαρτυ­ ρούν τήν απόσταση πού χωρίζει έναν βασιλικό καλλιγράφο καί βιβλιογράφο, καί τήν άπό θέσεως ισχύος κριτική του ματιά απέναντι σέ προγενέστερους άντιγραφεϊς/συντάκτες πρακτικών, πολυθεματικών εγχειριδίων. Τό γραφόμενο στό (εμβόλιμο, ανάμεσα στά φφ. 2 καί 4) φ. 3 τού Ρ36 κείμε­ νο τιτλοφορείται: εκθεσης περί τ(ών) δ στιχ(είων) τού άν(θρώπ)ου. Πρόκειται γιά μιά συμπεπτυγμένη παραλλαγή αρχαίου φυσιολογικού κειμένου 19 : τά τυπογραφικά στοιχεία τά αποκαλούμενα «grecs du roi» (ελληνικά τού βασιλέως). Γιά τόν Άγγελο Βεργίκιο καί τή γραφή του βλ. Αίκ. Κουμαριανού - Λ. Δρούλια - E. Layton, Τό ελληνι­ κό βιβλίο, 1476-1830, Αθήνα 1986, σ. 27, 222 σημ. 22-3, 266, 328 σημ. 42, πίν. 2-6 (σ. 18-21). Ε. Gamillscheg - D . Harlfinger, Répertoriant der griechischen Kopisten 800-1600,1/A, Βιέννη 1981, σ. 25-6, αριθ. 3- I/C, 1981, πίν. 3· 2/Α, 1989, σ. 25-7, αριθ. 3. Γιά τό ϊδιο πάντοτε πρόσωπο πρβλ. É. Legrand, Bibliographie hellénique (...), 1, Παρίσι 1885, σ. CLXXV κ.έξ. Omont 1889, ό.π. (σημ. 3), σποράδην. Cataldi Palau, ό.π. (σημ. 3), σποράδην.

18. Πρβλ. Omont 1889, ό.π. (σημ. 3), σ. 139.

19. Τίτλος με καστανέρυθρο, κείμενο μέ καστανό μελάνι· στό κάτω περιθώριο γράφονται προχείρως λεξικογραφικές σημειώσεις. Γιά τήν πληρέστερη μορφή τού κειμένου βλ. τήν έκδοση Ι. Ideler, Physki et medici graeci minores, Ι, Βερολίνο 1841, σ. 303-4: Ανωνύμου,Περίτης τού κόσμου κατασκευής · τού άνθρωπου. Πρβλ. R. Klibansky - E. Panofsky - F. Saxl, Saturne et la mélancolie. Études historiques et philosophiques: nature, religion, médecine et art, (Λονδίνο - Νέα κη 1964) Παρίσι 1989, σ. I l l κ.έξ. Επεκτείνοντας καί στην αντίστοιχη εποχή τή σχέση ανάμε­ σα σέ χυμό (αίμα), στοιχείο (αέρα) καί ηλικία (παιδική), επάνω άπό τό: αί- /μα εηκε το αέρη (έκτη αράδα τού κειμένου πού μεταγράφουμε παρακάτω), ό γραφέας σημειώνει: έστιν το έαρ. Προηγουμένως, στό φ. 1 (cliche BnF A80/849) εκκινεί τό πυκνογραμμένο κείμενο των Παροι-

24

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΤΜΕΝΑ

κόσμος ούτως συνήστατε εκ τεσσάρων στιχί(ων). έκθερμού.ψυχρού· ξηρού καί υγρούτουτέστιν έκ πυρός- ύδατος- γης. καί αέρρος- -τως καί ό άν(θρωπ)ος ό μικρός κό­ σμος· έκ των αυτών δ στιχί(ων) συνίστατ(αι) τουτέστιν, έκθερμού·ύγρού- ψυχρούκαι ξηρού- τουτέστιν έξ αίματος- φλέγματος, ξανθής χολής, καί μελένης- καί τω μεν αίμα εηκε το αέρη καί εστίνθερμονύγρον και γλυκυν καί πληθύνηται έπϊ τής παιδικής ηλικίας- έως ετών ιδ. Το δε φλέγμα έηκε τώ ύδατι και πληθήνηται τον χιμόν και εστίν ψυχρον ύγρον και άλμυρον καί πληθύνηται έπΙ τής γερωντικής ήλικει(ας) άπο ετών ο' έως τέλους αύτων. Η δε ξανθή χολή, έηκε τώ πυρί και εστίνθερμή-ξηρά. καί πικρά, εστίν δε ό πλεόνασμο(ς) αυτής έν τω θέρη- και πληνθηνηταιέπιτοις νεανίσκοις- από ετών ιδ. έως ετών κη- Και ή μέλαινα χολή, έηκε τή γή· και πλεονάζει έπϊ τής τελει(ας) ήλικείας- καί εστίν ψυχρά. ξηρά. καί όξηνη. Καί το μεν αίμα εστίν έν τή κάρδια κ(αί) εν το πνέμονη- όμιως καί το πν(εϋμ)α- έκ δεξι(ών) τής καρδίας εστίν το αίμα- εξευοννμων δε αυτής εστί το πν(εύμ)α. (Ακολουθούν πέντε αράδες [17-21] γιά την κυκλοφορία του αίματος καί τό κεί­ μενο του φ. 3 ολοκληρώνεται, στίς δύο τελευταίες αράδες [22-3], με τή δήλωση των τόπων, στό ανθρώπινο σώμα, όπου απαντούν οι υπόλοιποι χυμοί.) το δε φλ(έ)γμα (εστίν) έν τώ ένγκεφάλω καί εν τή κύστη. Ή ξανθη χολή, είς το ήπαρ καί εις τον στόμαχον. Ή μελαινη χολή εις την σπλήνα κ(αί) εις τ(ον) στόμαχον. Στό verso του ίδιου φύλλου εγγράφεται ή ολόσωμη εικόνα τού άγιου Παν­ τελεήμονος (27 Ιουλίου)· εικονίζεται κατενώπιον, νά κρατεί τό νυστέρι καί τή θήκη του στό δεξί καί τό αριστερό του χέρι, μέ τό βλέμμα στραμμένο αριστερά, πλαισιούμενος άπό τόξο στηριζόμενο επί κιόνων καί στεφομενο άπό άνθέμιο, απλωμένο σέ συμμετρικά άκρα 20 . μιών Cολομώντος (κεφαλαία, στην εσοχή μεγαλόσχημου έπίτιτλου, σέ σχήμα Π, μέ πλεκτό σταυρό στην κορυφή καί άνθέμια· πρβλ. φφ. 162 [Είκ. 1] καί 163β)· inc.: Παροιμίαι σολομώντος υίού δα(υί)δ· ας έβασίλευσεν έν ι(σρα)ήλ· Γνώναι σοφίαν... (κτλ.) Μετά τό φ. 2β τό κείμενο συνε­ χίζεται στά φφ. 4 κ.έξ. 20. Κυριαρχούν χρώματα ρόδινα, καστανά, φαιοπράσινα. Γιά τά γνωρίσματα του ιατρικού επαγγέλματος που χαρακτηρίζουν, συνήθως, τήν εικονογραφία του Παντελεήμονος (τό χει­ ρουργικό εργαλείο μέ τή θήκη του, κ.α.), βλ. Μ. G. Parani, Reconstructing the Reality of Images. Byzantine Material Culture and Religius Iconography (1 lth-15th Centuries), Leiden - Βοστώνη 2003, σ. 187, 205, 215-6, 243, 278· είκ. 196 (Καστοριά, "Αγιοι Ανάργυροι: π . 1180), 219 (Κουρμπίνοβο, Άγιος Γεώργιος: 1191). Βλ. καί σ. 204-5, είκ. 218, αυτόθι: χειρουργικά εργαλεία (;). Γιά τίς τοι­ χογραφίες στην Καστοριά καί τό Κουρμπίνοβο πρβλ., άντιστ.: Στ. Πελεκανίδης, Καστοριά, Ι. Βυ­ ζαντινοί τοιχογραφίαι (Πίνακες), Θεσσαλονίκη 1953, πίν. 26β (πρβλ. πίν. 130β: Ταξιάρχης Μη­ τροπόλεως, μ. 14ου αι.). L. Hadermann-Misguich, Kurbinovo. Les fresques de Saint-Georges et la peinture byzantine du Xlle siècle, Βρυξέλλες 1975, σ. 243-5, είκ. 126. Πρβλ., γιά τόν Παντελεήμονα, LChrl 8 (1976), στ. 112-5 (Κ. Welker). ODB 3 (1991), σ. 1572-3 (Α. Kazhdan - Ν. P. Sevsenko).

25

ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Μετά τόν Παντελεήμονα του φ. 3β, στό φ. 29β εμφανίζεται ολόσωμος, στραμ­ μένος δεξιά κατά τρία τέταρτα, ό εθνικός Ιπποκράτης (θά ακολουθήσει ό ανώνυμος του φ. 187β), νά τείνει χαλαρά τόν δείκτη του δεξιού προς τό υψω­ μένο αριστερό του χέρι, μέ τό όποιο φέρει γυάλινο ούροσκοπικό δοχείο: έμ­ βλημα ιατρικό, σέ σχήμα ποτηριού, μέ ώχροκίτρινο υγρό 21 . Υψώνει ταυτοχρό­ νως τή ματιά του προς τά άνω: προς τό γυάλινο δοχείο ή/καί προς τό κείμενο των Αφορισμών πού ακολουθούν (φ. 30 κ.έξ.). Ή χειρονομία, δπως καί τό βλέμ­ μα του, «άπηχοΰνται» στή συνοδευτική επιγραφή. Πρόκειται λοιπόν γιά την προμετωπίδα του ιπποκρατικού κειμένου. Ό Ιπποκράτης (capite velato) φέρει ενα κόκκινο μανδήλιο, δεμένο επάνω σέ βαθυπράσινο εσωτερικό κάλυμμα κε­ φαλής 22 , κόκκινα υποδήματα, ποδήρη χειριδωτό χιτώνα μέ κόκκινες/καστανές οριζόντιες ρίγες επάνω σέ λευκό, καί σκούρες, μολυβοπράσινες σκιές στά πε­ ριγράμματα, καθ' ϋψος, καί τίς πτυχώσεις. Επάνω άπό τή μορφή του αρχαίου Άσκληπιάδη επιγράφεται: + ούτος εστίν ό θαυμασιώτ(α)τ(ος) ύποκράτ(ης) ό διξας την οίατρικ(ήν) τεχνην (καί) μαθιτεύσας (καί) των θαυμασιώτ(α)τ(ον) γαλινών (καί) διδασκαλον τίς οί(α)τρικ(ή)ς τέχνης. Αντίκρυ στην εικόνα, κάτω άπό οριζόντια κοσμητική ταινία του φ. 30, σημειώ­ νεται ό τίτλος: Ιπποκράτους αφορισμοί, τμήμα πρώτον: Καί έρμηνία. εις το, ό βίος βρα21. Cataldi Palau, ό.π. (σημ. 3), πίν 71. Κυριαρχούν χρώματα ρόδινα/ερυθρά, γαλαζοπράσινα, καστανά. Θά μπορούσε στην εικόνα του ούροσκοπικού σκεύους νά χωρήσει, μέσω του «ποτη­ ριού», υπαινιγμός θανάτου; Πρβλ. σημ. 46, παρακάτω. Σέ σχέση μέ τό ούροσκοπικό δοχείο (λατιν. matula) πρβλ. Παρίσι 1982, ό.π. (σημ. 5), σ. 16. (Πρβλ. σ. 15, εγχρ. πίν. 3, αριθ. 79, αυτόθι: γαλλ. κώδιξ 9140, φ. 120β· πλάι σέ κλινήρη ασθενή ένας γιατρός εξετάζει ουρά σέ γυάλινο δο­ χείο.) Πρβλ. ενδεικτικώς τόν κώδικα BnF gr. 2294 (15ος αι.), μέ κείμενα ιατρικά, φαρμακολο­ γικά, βοτανολογικά, περί λίθων καί σκευασμάτων, κλπ.: Omont, ό.π. (σημ. 9), Π, 1888, σ. 231. Τά δύο τρίτα τού φ. 74, στή δεξιά ώα, ώς κάτω, καταλαμβάνει υποτυπωδώς σχεδιασμένη πα­ ράσταση ενός γιατρού (ίάτρο[ς] μέ χαρακτηριστικό ημισφαιρικό πίλο, ιστάμενου επάνω σέ υπερυψωμένο βάθρο καί στραμμένου πρός τό κείμενο (άριστ.), νά υψώνει ούροσκοπικό δοχείο προς εξέταση, μέ τό δεξί του χέρι. Προηγουμένως, στό άκρο της αριστερής ώας τού φ. 71β ό Γαληνός, μέ πλατύγυρο πίλο ανασηκωμένο στό πίσω μέρος, εικονίζεται νά εξετάζει ουρά σέ υψωμένο δοχείο μέ τό αριστερό του χέρι -δείχνοντας το μέ τό δεξιό. Έξαλλου, σέ περιορι­ σμένη κλίμακα, μέρος της δεξιάς ώας (ώς τήν τελευταία αράδα του κειμένου) τού φ. 70, μέ πλα­ τύγυρο καί πάλι πίλο καί τήν κεφαλή στραμμένη προς τά έξω (δεξ.), καταλαμβάνει ό μακρυμάλλης, μέ γένεια, ιπποκράτ(ης) (cliches BnF Α70/110, Α70/109 καί Α70/108 αντιστοίχως). Κω­ νικούς πίλους φέρουν οι κύριοι παράγοντες της παράστασης, στην κάτω ζώνη τού φ. 10β, στον κώδικα BnF gr. 2243 (σημ. 10, παραπάνω). 22. Πρβλ. τόν Ι π π ο κ ρ ά τ η τού παρισινού κωδικός gr. 2144 (1341-45), φ. 10β, διαλεγόμενο άναχρονιστικώς μέ τόν Μεγάλο δούκα Αλέξιο Άπόκαυκο (φ. 11): Ή . Αντωνόπουλος, «Γρυπών γρί­ φοι: Καιρός, Βίος καί τέχνη στην προσωπογραφία τού Αλεξίου Άποκαύκου (Paris, gr. 2144, φ. 11α)», ΔΧΑΕ 19 (1996-97), ειδ. σ. 68 κ.έξ., είκ. 3-4,8.

26

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΟΓΡΑΦΟΤΜΕΝΑ

χυς· ή δε τέχνη μακρά. Ακολουθούν τέσσερις αράδες μέ τό σχόλιο: Ώς προς την τέχνην μακράν ούσαν ό καιρός οξύς. ώς το σώμα ρέπον ταχέως και ή ϋλη· ή τέχνη μα­ κρά· κάθον αδύνατον πάντα διεξειέναι το σώματι προς ον φησί Ιπποκράτης. Αμέσως πιό κάτω σημειώνεται μέ ανοικτό κόκκινο μελάνι: αρχή Cην θ(ε)ώ των αφορι­ σμών. Καί παρακάτω, μέ μαύρο μελάνι, άρχεται το ιπποκρατικό κείμενο: Ό βίος βραχύς... (κτλ.). Στη μικρογραφία τού φ. 94β, σέ κυκλικό/σφαιρικό κάμπο εγγράφεται νέος, άγγελόμορφος πολεμιστής, μέ ζωσμένη τη μέση, καί μέ κρεμαστή άπό τόν δεξιό του βραχίονα την άμυγδαλόσχημη ασπίδα 23 . Τήν πλούσια βοστρυχωτή κόμμωση δένει ταινία, μέ τά άκρα, όρθογωνίως προς τά εξω πεπτυγμένα, νά καταλήγουν σέ δίγλωσση απόληξη. Τό άνεμιζόμενο ιμάτιο κομβώνεται μπροστά στό στέρνο. Φαίνεται ότι τό μαύρο περίγραμμα τού αριστερού του υποδήματος σχεδιάζεται μέ τόν σύγχρονο (τότε) τρόπο. Τό έν λόγω εικαστικό άτομο εικονίζεται νά δα­ μάζει μέ βία ένα λιοντάρι, έχοντας στηρίξει τόν αριστερό μηρό επάνω στη ράχη (μέ τήν κνήμη, ιππαστί), στό ορατό πλευρό τού θηρίου, καί ανοίγοντας άπό τά σαγόνια τό στόμα του, μέ τά δύο του χέρια. Ό Ξυγγόπουλος είχε απορρίψει τήν ταύτιση μέ τόν Σαμψών παραπέμπει ωστόσο σέ βιογραφικό επεισόδιο τού Δαυίδ {Α' Βασιλ. 17, 34 κ.έξ.)24, καί καταλήγει στή γυναικεία μορφή της Fortitudo, μέ αφετηρία τήν ομώνυμη παρουσία στό ψηφιδωτό τού τύμπανου, στον κεντρι­ κό τρούλλο τού Αγίου Μάρκου, προκειμένου νά ταυτίσει τό ανώνυμο αυτό άτο­ μο 25 . Ωστόσο, ή μορφή τού φ. 94β δέν είναι απαραιτήτως γυναικεία - ούτε είναι σίγουρο, σέ αυτή τήν περίπτωση, ότι ό ζωγράφος είχε υπόψη του λατινική πηγή. 23. Cliche BnF A56/32. Α. Xyngopoulos, ό.π. (σημ. 4), σ. 92-3. Στά φφ. 95-96, κάτω άπό έπίτιτλη ζώνη με πλεκτό κόσμημα καί άνθέμια, γράφεται κείμενο μέ τόν τίτλο: Αρχή της φλεβοτομίας (inc.: Έν πάση ήμερα τ(ε) καί νυκτη και ώρα... [BnF A80/850]). Προηγούνται τά λευκά φφ. 91-94α. Από τη μέση του φ. 96 κ.έξ. ακολουθεί τό κείμενο: Παύλου Έγινίτον Εκ των τον Ιππο­ κράτους και Γαλινού' Έκλογαν Περί φλεβοτομιας (ολα, έδώ, μέ κεφαλαία). Ακολουθούν ό πρόλο­ γος (φ. 99β) καί τό κείμενο της Σοφίας Ιησού υίού Σειράχ (φ. 100 κ.έξ., BnF A80/851). Ή εκά­ στοτε αναφορά σέ περιεχόμενα τού κωδικός είναι περιοριστικώς ενδεικτική. 24. Πρβλ., στό ψαλτήριο Parisinus graecus 139, φ. 2β, τόν Δαυίδ νά πατάσσει τόν λέοντα πού απει­ λούσε τό ποίμνιο του· στή δράση τόν συνοδεύει ή δαφνοστεφής Ισχύς. Βλ. Η. Buchthal, The Miniatures of the Paris Psalter. A Study in Middle Byzantine Painting, Λονδίνο 1938, σ. 17-8, είκ. 2. Γενικότερα γιά τη σκηνή: Ε. Antonopoulos, Contribution à l'étude des abstractions personnifiées dans l'art médiobyzantin, Πανεπιστήμιο Paris-Sorbonne / Paris IV (διδακτορ. διατρ.), 1984, σ. 102-5. 25. Xyngopoulos, ό.π. (σημ. 4), σ. 92-3. Γιά τήν παρουσία της Fortitudo, μέλους της τετρακτύος των αρετών, ανάμεσα στίς δεκαέξι γυναικείες μορφές (οί τέσσερις πολιτικές μέ τίς τέσσερις θε­ ολογικές αρετές, καί οί οκτώ μακαρισμοί) πού υποδύονται αρετές καί ευαγγελικούς μακαρισμούς στην κυκλική, ψηφιδογραφική σύνθεση του τύμπανου, στον κεντρικό τρούλλο του Αγίου Μάρκου, βλ. Ο. Dermis, The Mosaics of San Marco in Venice, I. The Eleventh and Twelfth Centuries,

27

ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τό νόημα της σύνθεσης δείχνει νά είναι αλληγορικό- αν συνυπολογίσουμε δεικτικές συνιστώσες άλλων συνθέσεων στον ίδιο κώδικα: όπως ενδεχομένως εκείνη (Εικ. 2) του λιονταριού νά σπαράζει ελάφι (υγεία καί ασθένεια, ζωή καί θάνα­ τος;)· ή εκείνη τού φ. 163β μέ τό απειλητικό λιοντάρι -«πρόσωπο» τού θανάτουνά καταβάλλει ασθενέστερο ζώο, κάτω άπό τόν Τροχό τού Κόσμου/τού βίου· ή, τέλος, τό λιοντάρι δεξιά άπό τό Δένδρο τού βίου, αντίκρυ στον μονόκερω (Είκ. 3). Τό περιμετρικό κορδόνι πού ορίζει τήν παράσταση αναπτύσσεται σέ σφύ­ ζοντα, συμμετρικά φυτικά κοσμήματα, εκατέρωθεν, άνω καί κάτω - κατάγονται τά άνθέμια άπό τρόπους της δυτικής τέχνης; Άπό τά έσω τοιχώματα τής σφαί­ ρας (τό εσωτερικό τής περιφέρειας τού δίσκου) υψώνονται βότανα καί άνθη, μέ μικροσκοπικούς θάμνους στον κάμπο 26 . Στή μικρογραφία τού φ. 163β (π. 208 Χ 145 χιλ.), ανάμεσα στό επίπεδο, δα­ σωμένο τοπίο τού κάτω μέρους τής σύνθεσης, όπου κινείται απειλητικό λιο­ ντάρι -τό όποιο θηριοποιεΐ τό θάνατο 2 7 -, καί τήν αναφαινόμενη χλωρίδα τού άνω μέρους αιωρείται ένας ευρύτερος κύκλος πού δένει στην κορυφή του σέ πλεκτό σταυρό. Τό κυκλικό αυτό «σταυροπήγιο» δείχνει νά είναι σταθερόένώ στό εσωτερικό του εγγράφεται ένας συγκεντρικά κινούμενος «τροχός», μέ συρόμενα τριγύρω επτά πρόσωπα καί συνοδευτικές επιγραφές πού τά εκφρά­ ζουν - στά σημεία τής περιφέρειας όπου εκάστοτε βρίσκονται. Ή επιχειρημα­ τολογία τής σύνθεσης χρειάζεται τό εστεμμένο καί σκηπτροφόρο πρόσωπο τής κορυφής τού εσωτερικού τροχού -χαρακτηριζόμενο ώς ο βασιλεύς, άλλα βωβόνά εικονίζεται καθήμενο καί νά εξαιρείται άπό τήν περιστροφή, παρόλο πού ή παρουσία του συνιστά αναπόσπαστη φάση της 28 . Στό διαμετρικά αντίθετο σημείο τού τροχού εμφανίζεται ό καί ζωγράφος τής παράστασης, φθεγγόμενος

Σικάγο -Λονδίνο 1984, 1, σ. 186 κ.έξ.· 2, έγχρ. είκ. 5, είκ. 277, 293. Μέσω έπιγραφόμενου είλητού ή έν λόγω παρουσία συνδέεται μέ τόν ψαλμό 57, 7: Mo/as leonutn confringet dominus (ο ϋίος συνέτριψεν τους οδόντας αυτών εν τω στόματι αυτών, /τας μύλας τών λεόντων συνέθλασεν κύριος). Σημειωτέον ότι στό φ. 226 του κωδικός Ρ36, στην παρακείμενη ευρύχωρη στήλη τής δεξιάς ώας καί ανάμεσα σέ διάφορα περί ψυχής μνημονεύονται: αρεταί τέσσαρες- φρόνησις· δικαιοσύνη· σοφροσύνη- άνδρία. Ή λατινική Fortitude (Xyngopoulos) αντιστοιχεί στην ελληνική Ανδρεία. 26. Άπό τό σύνολο, δίνεται ή εντύπωση κατόπτρου μέ περίτεχνο πλαίσιο. Χρώματα: καστανό τό λιοντάρι, κόκκινα ή γλώσσα καί τά νύχια του, κύκκινες οΙ κάλτσες του πολεμιστή καί τά λου­ ριά πού συγκρατούν άπό τό βραχίονα τήν ασπίδα του, καστανά τά μαλλιά του, πρασινωπός ό χιτώνας, ελαφρά καστανέρυθρο τό ιμάτιο. 27. Πρβλ. τόν ψαλμό 7, 3 καί τήν εικονογράφηση του: Αντωνόπουλος 2001, ό.π. (σημ. 7), σ. 66-7, είκ. 4. 28. Γιά τόν κορυφαίο σέ συνθέσεις τού Τροχού καί τή βασιλική αμφίεση πρβλ. Ή . Αντωνόπου­ λος, «Ή δεκάδα τών ηλικιών: αμφίδρομη γενεαλογική δοκιμή», ΑΧΑΕ 26 (2005), σ. 356-8.

28

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΥΜΕΝΑ

(μέσω της επιγραφής) μοναχός Νικόδημος. Στον κεντρικό δίσκο - σ τ η ν περιβάλ­ λουσα ζώνη του οποίου γράφεται επίγραμμα τ ο υ Γρηγορίου Ναζιανζηνοΰ, ό π ο υ ό ανθρώπινος βίος παρομοιάζεται με τροχό, άστάτως πεπηγμένον (PG 37, 787-8)είκονίζεται κατενώπιον ό Κόσμος, περιστοιχιζόμενος, εκατέρωθεν, ά π ό δύο π ρ ό ­ σωπα που του μαδούν μαλλιά καί γένεια 2 9 . Ή ά π α ξ βιούμενη (αενάως, ωστόσο, επαναλαμβανόμενη), κατά στάδια περιστροφή των ηλικιών, εισέτι ανεπιβεβαίω­ τη στό πρώιμο δείγμα του παρισινού κωδικός π ο ύ εξετάζουμε, συμπλέκεται, πάντως, με τό νόημα τής αστάθειας καί των αλλεπάλληλων κλυδωνισμών του βί­ ου, ό π ω ς τούτο δηλώνεται στό επίγραμμα τού Ναζιανζηνοΰ, αλλά καί πολύ αργότερα, στά ποιήματα Περί ξενιτείας καί Περί της πλάνης του κόσμου30. Πρίν ά π ό τόν Τροχό του φ. 163β (καί ανάμεσα στά λευκά φφ. 161 β καί 163), στά φφ. 162-162β γ ρ ά φ ε τ α ι κείμενο μέ τόν τίτλο: Έκλογαι σύντομοι σοφαί της ίατρικ(ή)ς τέχνης- πε(ρί) των Δ στοιχίων κόσμου (καί) άν(θρώπ)ου (Είκ. Ι ) 3 1 . Επανέρχονται εδώ ένια έκ τών γραφομένων στό φ. 3, τ ά σχετικά μέ τ ά συστα­ τικά στοιχεία κόσμου καί άνθρωπου, μέσω τών οποίων μαρτυρεϊται ή έμμεση σχέση αυτών τών αντιλήψεων μέ τή μικρογραφία του φ. 163β: Cυνέστηκ(εν) ό κοσμ(ος) εκ τεσσάρ(ων) στιχει(ων)- έκ θερμού, ξηρού- ψυχρού. καί ύγρού- οι(ον) εξ αίματος καί φλεγματ(ο)ς· ξανθ(ή)ς χολ(ή)ς (και) μελ(αίνη)ς- κ(αί) το μ(εν) αίμα θερμ(ον) (και) ύγρ(όν) (εστι) τη κράσει, το (δε) φλέγμα ψυχρ(ον) (καί) υγρ(όν)· ή ξανθ(ή) χολ(ή) θερμη (και) ξηρά· ή μελαιν(α) ψυχρά (καί) ξηρά' εχουσιν δε και τέσσαρες τόπ(ους) εφών κ(ειν)ταν το μεν αίμα, εν τ(οίς) δεξι(οϊς) μέρεσι κειτ(αι) επάνω τού ήπατος- ή ξανθ(ή) χολ(ή) (καί) αυτή εν τ(οίς) δεξι(οϊς) μέρεσι ύποκατ(ω) τού ήπατος- ... (κτλ.). Σημειώνονται περαιτέρω οί περιοχές θερμών: έν τ(οϊς) δεξι(οις) μερεσι, καί ψυχρότερων στοιχείων/χυμών: έν τ(οϊς) εύωνύμ(οις), καί οί τόποι διών έκπνέουσι. Παρακάτω τό κείμενο αναφέρεται στην κ α τ ά σ τ α σ η τών σφυγμών, ανάλογα μέ 29. Γιά την παράσταση καί τίς επιγραφές πού τή συνοδεύουν βλ. Αντωνόπουλος 2003, ό.π. (σημ. 7), σ. 17, 18-9, 20, 23-5, 33, 42, 43, είκ. 1. Γιά τόν εν γένει συμβολισμό τού Τροχού βλ. Μ. Cazenave (έπιμελ. γαλλ. έκδοσης), Encyclopédie des symboles, Παρίσι 1996, σ. 588-92, λ. «roue». Γιά τους συμβολισμούς καί την εικονογραφία τών τροχών πρβλ., ενδεικτικώς, G. Heinz-Mohr, Lessico di iconografia cristiana, (Düsseldorf - Κολωνία 1971) Μιλάνο 1984, σ. 302-3, λ. «Ruota». Χ. Barrai i Altet (έπιμελ.), Dictionnaire critique d'iconographie occidentale, Rennes 2003, a. 751-4, λ. «Roue» (Β. Gallini)· πρβλ. λ. «Globe», σ. 411-3, αυτόθι. Enciclopedia dell'arte medievale VI (1995) 321-5, λ. «Fortuna» (ό Τροχός τής Τύχης [F. Pomarici]). 30. Πρβλ. Αντωνόπουλος 2003, ό .π., σημ. 43. 31. Cliché BnF A80/852.

29

ΗΛΙΑΣ

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

τόν εκάστοτε πλεονασμό τού κάθε χυμού, καί ακολουθούν άλλα, γιά τίς φλέβες καί τίς αρτηρίες, κλπ. Μεσολαβεί στη συνέχεια ή εικόνα τού Τροχού καί έπεται τό επίσης -εμμέσως- συναφές προς τήν εικαστική σύνθεση κείμενο (φφ. 164β166β): Δυιοιησίου τού άπλου- ιατρού (καί) φιλοσόφου- περι τής κατασκευής τού άν(θρώπ)ου32. Καί τά έδώ γραφόμενα (καί πάλι οΙ συνιστώσες κόσμο καί άνθρωπο τετράδες στοιχείων καί χυμών, οι αναμεταξύ τους συνάφειες, ή τοπο­ λογία τους στό ανθρώπινο σώμα, οι κατά κράσεις χαρακτήρες, κτλ.) συνδέο­ νται με όσα έχουμε ήδη αναγνώσει στό φ. 3, καί περαιτέρω, μέ τή σχηματική καί ευσύνοπτη -αλλά καί σαφή στην τοπολογία της, καί εύληπτη- σύνθεση τού Ανωνύμου, περι της τού κόσμου κατασκευής και τού άνθρωπου33. Τό ενδιαφέρον έπί τού προκειμένου είναι οτι ή κινητικότητα τών (στοιχείων καί τών) χυμών, μέ τίς ποιότητες πού τους διακρίνουν, είχε ήδη εικονογραφη­ θεί σέ κατά τι αρχαιότερο (14ος αι.) κώδικα, πού άνηκε αρχικώς στον Βησσα­ ρίωνα 34 . Εξάλλου, μέ παρόμοια διάταξη εικονίζονται καί οι στροβιλιζόμενοι χυμοί σέ μεταβυζαντινά χειρόγραφα (17ος αι.). Τώρα, όμως, συνδυάζονται απευθείας μέ τό γνώριμο μας κείμενο τού Ανωνύμου (Είκ. 5)· χωρίς, πάντως, νά εξαντλούν τό δυναμικό του: ό κύκλος έχει πλέον κλείσει35!

32. Inc.: Περι της κατασκφης τον άν(θρ)οπίνου σοματ(ος)· πολλι τών αρχαίων ιατρών... (κτλ.). Μετά τό λευκό φ. 167 ακολουθεί στό 167β κείμενο περί ουρών inc.: εav εστίν το ουρον καθαρών... (κτλ.). 33. Παραπέμπουμε καί πάλι στην έκδοση Ideler, Ι, ό.π. (σημ. 19). 34. Στό φ. 160 τού μαρκιανού κωδ. gr. 516. Βλ. Ι. Furlan, Codici greci illustrati della Biblioteca Marciana, IV, Μιλάνο 1981, σ. 46, είκ. 51, πίν. 8. Πρβλ. Αντωνόπουλος 2003, ό.π. (σημ. 7), σ. 1720, είκ. 2. 35. Στους αγιορείτικους κώδικες Ιβήρων 218, σ. 217β-218, καί 1937. φ. 276. Βλ. Σ. Καδάς, «Τά σημειώματα τού χειρογράφου αριθ. 218 της Μονής Ιβήρων (Άγ. Όρος)». Κληρονομιά 17 (1985), σ. 320,321, είκ. στή σ. 333. Ά. Τσελίκας, «Ιατροσοφικά χειρόγραφα. Τεκμήρια επιβίωσης τής αρ­ χαίας ιατρικής γνώσης στους μεταβυζαντινούς χρόνους», Ή Καθημερινή. Επτά ήμερες, 12.10.1997, σ. 30 (κώδιξ 1937). Μέ τήν ευλογία τού καθηγουμένου τής Ι ε ρ ά ς μονής Ιβήρων γέροντα Βασι­ λείου Γοντικάκη, τή φωτογραφία καί τά συνοδευτικά στοιχεία έλαβα από τόν βιβλιοθηκάριο Ίβηρίτη μοναχό Θεολόγο. Προηγουμένως καί μέ αφορμή τή δημοσίευση του στην Καθημερινη, ό συνάδελφος Αγαμέμνων Τσελίκας στάθηκε οδηγός στή ζήτηση μου. Τους ευχαριστώ θερμά, όπως καί τήν Κα Αίκατ. Κατσαρού (Πατρ. "Ιδρυμα Πάτερ. Μελετών) γιά τή φωτοτυπία πού μού έστειλε τού κειμένου στον κώδικα 218· χωρίς νά λησμονώ καί τους συναδέλφους Σ. Καδά καί Γ. Χαριζάνη, οι όποιοι μού είχαν υποδείξει τήν παρουσία τής μικρογραφίας στον ίδιο κώδικα. Επισημαίνουμε παράλληλα δτι στό νάρθηκα τού Αγίου Βησσαρίωνος, στό Δομένικο Ελασσό­ νας, σέ ευρύτερη σύνθεση τού κοσμο/βιο-λογικού Τροχού (1600) περιλαμβάνονται ενεπίγραφοι δίσκοι, αναφερόμενοι στά τέσσερα στοιχεία (μέσω τών οποίων υπονοούνται καί οΙ χυμοί) καί τους συνδυασμούς ποιοτήτων π ο ύ τά χαρακτηρίζουν. Βλ. Αντωνόπουλος 2003, ό.π. (σημ. 7), σ. 25-7, είκ. 5.

30

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ

ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΥΜΕΝΑ

Μετά τόν Παντελεήμονα τού φ. 3β καί τόν Ιπποκράτη τού φ. 29β ένας για­ τρός της καθημερινότητας εικονίζεται στό φ. 187β (Είκ. 2) 36 . Καθήμενος αρι­ στερά σε συμπαγές / εδραίο κάθισμα μέ προοπτικά προβαλλόμενο υποπόδιο, τό αριστερό πόδι επάνω στή δεξιά του κνήμη (στό γόνατο), ό γιατρός δέχεται έναν ασθενή (άστενής)37. Ακούγοντας καί βλέποντας τον, βυθίζει τή γραφίδα (τήν penna, τό φτερό) σέ μελανοδοχείο, ένώ έχει ήδη γράψει σέ φύλλο χαρτιού, επάνω στό υπερυψωμένο αριστερό του γόνατο: Γυνή ην μη λαμβάν, χωρίς νά έχει ολο­ κληρώσει τήν πρόταση του. Δεξιά, ό επισκέπτης, ενα ηλικιωμένο πρόσωπο μέ γερμένο τό άνω μέρος τού σώματος, στηριζόμενο σέ μακριά, λεπτή ράβδο μέ κόκκινους κόμβους, εικονίζεται νά χειρονομεί απευθυνόμενος προς τόν γιατρό. Ή απόδοση του σέ μειωμένη κλίμακα ήταν απαραίτητη προκειμένου νά χωρέ­ σει παρακάτω ένας οιονεί σοφράς, μέ τήν επιφάνεια ωσάν προέκταση της πα­ ρακείμενης, χαμηλότερα, στέγης· επάνω σέ αυτή τήν τετράπλευρη επιφάνεια, μικρογραφικά εικονιζόμενο μέσα στό πραγματικό βιβλίο, έχει τοποθετηθεί ενα κλειστό βιβλίο. Πρόκειται, βέβαια, γιά ενα βιβλίο μέ ιατρικό περιεχόμενο· αν οχι γιά τόν ίδιο τόν (μετέπειτα) παρισινό κώδικα - στην αφετηρία του! Στό αντικρινό φ. 188 γράφεται κείμενο μέ τίτλο: Έκλογαί αρρίσται. Έκ διάφορων σοφωτάτων Ιατρών, έκαστη υπόθεσης,περιέχωνπλουσίως πάσαν aσθενειαν, αρχόμενο ως έξης: Γυνή ην μη λαμβαν έν γαστρι βούλα δε ειδέναι ή λήψεται... (κτλ.)38.

36. Βλ. Παρίσι 1982, ό.π. (σημ. 5), αριθ. 21, είκ. στή σ. 43. 37. Εντυπωσιάζει ή προχειρότητα της στάσης, πού ανταποκρίνεται, πάντως, στις υποχρεώσεις τής εικονιζόμενης στιγμής. Σέ χαλαρό χρόνο καί πιό άνετη σημειώνεται ή ανάλογη στάση τού Ιωάννου, διδασκάλου, τού Αργυροπούλου (ή τού Αριστοτέλους;), στό φ. 33β τού κωδικός Barocci 87 τής Βοδληιανής Βιβλιοθήκης· πρβλ. I. Spatharakis, The Portrait in Byzantine Illuminated Manuscripts, Leiden 1976, σ. 258-9, είκ. 182. Ειρήσθω έν παρόδω (καί γιά τήν αποτύπωση ενός δρομολογίου σπουδών - α λ λ ά καί επιβίωσης-, ανάμεσα στην Πόλη καί τή Βενετία, μέ αφετη­ ρίες Πελοπόννησο καί Κέρκυρα - πρβλ. καί εκείνο τού Αγγέλου Βεργίκιου, ανταποκρινόμενο σέ συγκεκριμένη -εκείνη τή στιγμή- ζήτηση, ά π ό τήν Κρήτη στή Γαλλία - μέσω Βενετίας), δτι ό Ιωάννης Αργυρόπουλος ήταν ό διδάσκαλος, στην πρό τής άλωσης Κωνσταντινούπολη, τού ια­ τρού Ανδρόνικου Έπαρχου (Κέρκυρα, αρχές δεκαετίας 1480), πατέρα τού επίσης ιατρού Γε­ ωργίου καί π ά π π ο υ τού ήδη γνώριμου Κερκυραίου Αντωνίου Έπαρχου (σημ. 10, παραπάνω): τού «gentilhomme corfiot», όπως τόν χαρακτηρίζει ό Pellicier. Πρβλ. Mondrain 2002, ό.π. (σημ. 10), σ. 477' ή ίδια, «Jean Argyropoulos professeur à Constantinople et ses auditeurs médecins, d'Andronic Eparque à Démétrios Angelos», Πολύπλευρος νους. Miscellanea für Peter Schreiner zu seinem 60. Geburstag, έπιμελ. C. Scholz - G. Makris, Μόναχο - Λιψία 2000, σ. 223-50. 38. Πρβλ. τά αντιστοίχως γραφόμενα στό σημειωματάριο τού γιατρού, των οποίων τήν ασυμ­ φωνία μέ τήν παρουσία τού γέροντα «ασθενούς» θά σημειώσει ό αναγνώστης. Πρόκειται άρα­ γε, απλώς, γιά μιαν εσφαλμένη ταύτιση; Έ δ ώ θά εξετάζαμε τό ένδυμα, τους ρόλους, τίς ηλικίες, τό κείμενο... Γιά τήν εικόνα τού γραφέα, τίς τακτικές καί τά εργαλεία τής γραφής, πρβλ. Parani,

31

π

Εικόνα 5α. Κώδιξ Μονής Ι β ή ρ ω ν 218. σ. 217β: Περί τών τεσσάρων στοιχείων κόσμου καί ανθρώπου.

Εικόνα 5β. Κώδιξ Μονής Ιβήρων 218, σ. 218: ό στροβιλισμός των χυμών ή τετρακτύς τών χυμών στην κατά Καιρούς σύνθεση της.

ΗΛΓΑΣ

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Τό ηλικιωμένο άτομο εμμέσως παραπέμπει στον εμφανιζόμενο, άπό τόν 9ο αιώνα, σέ ψαλτήρια μέ παρασελίδια (κυρίως) εικονογράφηση, γέροντα των εβδομήντα καί ογδόντα ετών του ψαλμού 89, 9-10 39 . Στό μεσαίο καί ευρύτερο επίπεδο, αριστερά, ενα εύθυτενές κυπαρίσσι τονί­ ζει πλαγίως τήν κεντρική παρουσία του γιατρού καί δένει σέ ενιαίο σύνολο τίς τρεις επιμέρους εικαστικές συνιστώσες τού φ. 187β. Άπό τά ελάσσονα ανα­ πτύγματα, μέ ζυγισμένους όγκους, τό κάτω συνδέεται μέ τήν κεντρική σκηνή. Εικονίζεται εδώ ενα κεραμοσκεπές κτιριακό συγκρότημα, ώς υπόμνηση οϊκου (;) όπου εκτυλίσσονται τά δρώμενα ή/καί ώς παραπομπή σέ ευρύτερο άστυγραφικό σύνολο. Διακρίνουμε τό δίβηλο της εισόδου στην πρόσοψη, τό ανοικτό παράθυρο (μέ αντίστροφη προς τήν απεικονιστική κλίση οπτική, γιά νά δηλω­ θεί τό πάχος τού τοίχου) τού κτιρίου στό εσωτερικό μιας αυλής, ένα πύργο μέ κωνική οροφή στό βάθος... Στον σκηνογραφικό περίγυρο τού άνω μέρους, σέ βραχώδες καί επικλινές, μακρινό τοπίο, ένα ακινητοποιημένο ελάφι, μέ παγω­ μένη τήν κίνηση προς τά εμπρός (ή οποία, ωστόσο, τονίζεται άπό τή λοξή γραμμή τού εδαφικού υποστρώματος) καί τό αίμα νά εκτινάσσεται άπό τή ρά­ χη του, σπαράσσεται άπό ένα λιοντάρι. Καί εδώ, δέν αποκλείεται τό νόημα νά είναι αλληγορικό 40 . Μετά άπό τά λευκά φφ. 199β-203 ακολουθεί, στό φ. 203β (208 x 145 χιλ.), ή σύνθεση τού Δένδρου τού βίου (ΕΊκ. 3) 41 . Τίθεται καί πάλι τό ερώτημα γιά τήν εξιχνίαση της σπονδύλωσης κειμένου καί εικόνας, καί τού τί επρόκειτο νά γρα­ φεί στά προηγούμενα φύλλα. "Η (αναρωτιέται ό αναγνώστης), τού πώς συσχε­ τίζεται ή έν λόγω σύνθεση μέ τά άλλα κείμενα τού κωδικός- καί ποια είναι, στό συγκεκριμένο αυτό συνταγματικό σύνολο, ή σκοπιμότητα παρουσίας της. Ή απουσία συναφούς καί συναπτύμενου στό γραπτό πεδίο κειμένου κολάζεται, αφενός, άπό τόν Τροχό τού φ. 163β: έχει ήδη επισημανθεί ό συσχετισμός των ό.π. (σημ. 20), σ. 205 κ.έξ. Ώ ς προς τήν κατά κρόταφον απεικόνιση τού γιατρού πρβλ., στον Τρο­ χό του φ. 163β, τό πρόσωπο αριστερά ά π ό τόν Κόσμο (τό όποιο ό Bordier, ό.π. [σημ. 4], σ. 264, είχε θεωρήσει ώς γυναίκα), καί τό πρώτο κατερχόμενο Άτομο, δεξιά άπό τόν βασιλέα· βλ. καί εκείνο της σύνθεσης στό φ. 203β (Είκ. 3). Χρώματα της παράστασης (Είκ. 2), φαιο-γαλαζοπράσινα - ό τίτλος σημειώνεται με καστανέρυθρη γραφή, κάτω ά π ό έπίτιτλο πλοχμό. 39. Βλ. Αντωνόπουλος 2005, ό.π. (σημ. 28), σ. 358-61, είκ. 4-5. 40. Πρβλ. Αντωνόπουλος 2001, ό.π. (σημ. 7), σ. 67 σημ. 21. 41. Κάτω άπό φτενή κοσμητική ταινία καί τόν τίτλο: Cκευασια οξους σκυλλιτικου..., στά φφ. 204-205α καταγράφονται σκευάσματα / αντίδοτα· φ. 204, inc.: ακρόβιον ποιει τον τούτο χρόμενον καί άνοσσον ό ουν τούτο χρόμενος, κεφαλήν ουκ αλγει ούτε όφθαλμούς· όξηκοείαν παρέχει' τα περι τον στόμαχον πάθη παντ(α) γινόμενα ιάτε ομοίως σπλήν φλέγμα καθερει και χολάς άνάλήcσκη- ... (κτλ.).

34

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ

ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΤΜΕΝΑ

δύο συνθέσεων μεταξύ τους καί ή συνδυαστική παρουσία τους στον ίδιο μνη­ μειακό χώρο (Είκ. 6) 42 · καί αφετέρου, καί κυρίως, άπό τίς επεξηγηματικές επιγραφές πού τριγυρίζουν τήν παράσταση, δηλώνοντας τά νοήματα τών συ­ στατικών μερών της καί συνδέοντας την απευθείας - ό π ω ς άλλωστε καί ή ευρύτερα γνώριμη εικαστική παρουσία της- μέ τήν παραβολή τού Βαρλαάμ, άπό τήν (απώτερα καταγόμενη, εμμέσως, άπό τό θρύλο τού Βούδα) μυθιστο­ ρία του Βαρλαάμ καί Ίωάσαφ (ΡG 96, 976-7) 43 . Στον Ρ36 τά εικαστικά στοιχεία είναι συμμετρικώς διατεταγμένα, εκατέ­ ρωθεν τού Δένδρου της ζωής, μέ τό αύταπατώμενο άτομο νά έχει ανέβει στον κορμό καί νά γεύεται τή γλυκύτητα τών καρπών του, έχοντας προσωρινώς

42. Γιά τή νοηματική σχέση μεταξύ τών δύο παραστάσεων καί τόν εγγύτερο ή απώτερο συν­ δυασμό τους στό ϊδιο μνημείο (Άρμπανάσι, Καστοριά) πρβλ. Αντωνόπουλος 1998, ό.π. (σημ. 12), σ. 261-2, πίν. 64-5· όίδιος, 2001, ό.π. (σημ. 7), σ. 64 σημ. 12, 68· όΐδιος, 2003, ό.π. (σημ. 7), σ. 20 σημ. 12· σ. 32-3, σημ. 45. Νύκτα καί Ήμερα (αντιστοιχούν στους δύο μνας, τόν λευκό καί τόν μέ­ λανα, της παράστασης του Δένδρου: Είκ. 3) προσωποποιούνται σέ νεότερες συνθέσεις· πρβλ. Αντωνόπουλος 2001, ό.π., είκ. 7-8 (πρβλ. είκ. 5, αυτόθι)· όίδιος, 2003, ό.π., είκ. 5-10. Γιά τήν τοι­ χογραφία (1727) στό ναό του Προδρόμου, στό Άπόζαρι της Καστοριάς (Είκ. 6), βλ. Ά. 'Ορλάν­ δος, «Τά βυζαντινά μνημεία της Καστοριάς», ΑΒΜΕ 4 (1938), 179, είκ. 122. Γιά τόν ζωγράφο πρβλ. Μ. Χατζηδάκης, "Ελληνας ζωγράφοι μετά τήν Άλωση ( 1450-1830), 1, Αθήνα 1987, σ. 107, 2357. Ευχαριστώ θερμά τόν συνάδελφο Γιάννη Σίσιου γιά τήν τεκμηριωμένη αποστολή τών φωτο­ γραφιών τού μνημείου. Είναι αξιομνημόνευτος ό σχολιασμός τού Didron στή γαλλική έκδοση του της Ερμηνείας (Manuel à 'iconographie chrétienne, grecqueeτlatine, μτφρ. Ρ. Durand, Παρίσι 1845, σ. 411 κ.έξ.), ό όποιος εκκινώντας άπό τή σύνθεση τού Τροχού (σ. 408-11, αυτόθι), όπως τήν πε­ ριγράφει ό Διονύσιος (πρβλ. Ά. Παπαδόπουλος-Κεραμεύς [έκδ.], Διονυσίου τού εκ Φουρνά, Ερμηνεία της ζωγραφικής τέχνης, Πετρούπολις 1909, σ. 213-5: «Πώς ίστορίζεται ό μάταιος βίος τού κόσμου τούτου»), αναφέρεται στην παραβολή τού Βαρλαάμ (σ. 419-20), τήν οποία γνωρί­ ζει άπό τή Legenda aurea τού Ιακώβου τού Βοραγινου (π. 1230-1298), όπου είχε μεταφερθεί - αγνοώντας, πάντως, τήν εικονογραφία της. Ό συσχετισμός επιχειρείται έπί τή βάσει της κοινής παρουσίας τού ημερονυκτίου - μέ διαφορετικό όμως τ ρ ό π ο - καί στά δύο θέματα: στή σύνθεση τού Τροχού εμφανίζεται τό ζεύγος Ημέρας καί Νύκτας· ένώ τή ρίζα τού Δένδρου της παραβολής κατατρώγουν δύο τρωκτικά, άσπρο καί μαϋρο (βλ. παρακάτω καί Είκ. 3). 43. Πρβλ. Αντωνόπουλος 1998, ό.π. (σημ. 12), σ. 254-5,261 -2. Βλ. St. John Damascene: Barlaam and Ioasaph2, έκδ./άγγλ. μτφρ. G. R. Woodward - H. Mattingly, είσαγ. D. M. Lang, Λονδίνο Cambridge Mass. 1967, σ. 186-90. Ή έν λόγω έκδοση, όπως καί εκείνη τής PG, αναπαράγουν τό ελληνικό κείμενο της αρχικής έκδοσης τού J. F. Boissonade, Anecdota Graeca, IV, Παρίσι 1832, σ. 1 -365. Σχετικά μέ τό κείμενο της μυθιστορίας καί τήν εικονογράφηση του βλ. S. Der Nersessian, L'illustration du roman de Barlaam et Joasaph, Παρίσι 1937 (ειδ. γιά τήν εικονογραφία της παρα­ βολής, σ. 36, 63-8, είκ. 24-26· Album, πίν. ΧΧΙΠ/87, LXVIII/267). Η. G. Beck, Ιστορία της βυζα­ ντινής δημώδους λογοτεχνίας, Αθήνα 1988 (1989), σ. 78-86. RAC 1(1950), στ. 1193-1200 (Η. Bacht). RBKΙ (1966), στ. 496-507 (Κ. Wessel). LChrl I (1968), στ. 244-5 (Κ. W. Forster). ODB 1 (1991), σ. 256-7 (Ε. Μ. Jeffreys κ.α.).

35

Εικόνα 6α. Καστοριά, ναός του Προδρόμου στό Άπόζαρι: ό Τροχός του βίου.

Εικόνα 6β. Καστοριά, ναός του Προδρόμου στό Άπόζαρι: τό Δένδρο τού βίου.

ΗΛΙΑΣ

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

αποφύγει τό θάνατο (τόν μονόκερω πού τό έδίωκε). Δύο τρωκτικά (νύκτα καί ήμερα) κατατρώγουν τόν κορμό (τή ρίζα), ενώ παρακάτω καιροφυλακτούν ισάριθμοι μέ τά συνιστώντα κόσμο καί άνθρωπο τέσσερα στοιχεία φτερωτοί δράκοντες. Στό σπήλαιο τού υπεδάφους εικονίζεται ό δράκοντας τού Άδη 44 . Χωρίς τήν έδώ συμμετρική διάταξη, καί μέ τό εικονιζόμενο άτομο σέ δύο φά­ σεις της περιπέτειας του, ή σύνθεση άπαντα σέ ψαλτήρια μέ παρασελίδια εικονογράφηση ήδη άπό τόν 11ο αιώνα, συσχετιζόμενη μέ τόν ψαλμό 143. Πέ­ ρα άπό τήν έγγραφη του σέ χειρόγραφα τού είκονογραφούμενου κειμένου, τό θέμα στή συνέχεια αυτονομήθηκε, καί αργότερα προχώρησε ως τή μνημειακή τέχνη· δέν εντάχθηκε ωστόσο στον κανόνα της Έρμηνειας^. Μεταγραφόμενες, οι επιγραφές πού συνοδεύουν τήν παράσταση έχουν ώς έξης. Αριστερά, στό μέσον: ό μ(έν) μονόκερος τ(ο) τού θανάτου εικον(ίζει) ποτη(ρι)ον. Παρακάτω, εκατέρωθεν τού κορμού: ai δε τέσαρ(ες) άσπίδες· τ(ήν) ε­ πί δ σφαλερον καί άστατίων στοιχίων σύστασης του άνθρωπίου σώματος ενιττετε. Άνω, δεξιά: ό δέ απηνής δράκων τ(ην) φοβεράν εικονίζει του αδου γαστέρα. Δεξιά, παρακάτω: ο δε τού μέλιτος σταλαγμός τ(ήν) γληκητ(η)τ(α) ενφαίνει τών τού κόσμου ηδαίων δι' ης έκεινο(ς) απατών τ(ούς) εαυτών φίλους ούκ εα της

44. Πρβλ. τόν λέοντα στό κάτω μέρος της μικρογραφίας τού Τροχού: παραπάνω καί σημ. 27. Αντωνόπουλος 2003, ό.π. (σημ. 7), είκ. 1. Σέ μεταγενέστερες αποδόσεις του ίδιου θέματος τόν λέοντα διαδέχεται ό δράκοντας τού Άδη: είκ. 5, 7-8, 10, αυτόθι. Βλ. καί Αντωνόπουλος 2001, ό.π. (σημ. 7), είκ. 2, 4, 7-8. Γιά τήν προσωποποίηση τού ζεύγους 'Ημέρας καί Νύκτας βλ. σημ. 42, παραπάνω. 45. Παρά τήν αναγνωστική εξάπλωση της μυθιστορίας, καί ειδικότερα, τό πλήθος τών γραμ­ ματειακών απηχήσεων καί τών ζωγραφικών μαρτυριών τής παραβολής. Τή σκηνή θησαυρίζει, πάντως, ό Φώτιος Κόντογλου, στό "Εκφρασις της όρθοδόξου εικονογραφίας, Α', Αθήνα 1960, σ. 366 («ό μάταιος χρόνος τού βίου»). Θέλησε ό ζωγράφος νά αναγνωρίσει τό -αλληγορικό, πάντωςδένδρο τής μικρογραφίας, παραπέμποντας σέ συγκεκριμένο στην τάξη του, γνώριμο του δέν­ δρο: τήν άμπελο, τή συκιά; Έδώ, θά υποθέσει ό αναγνώστης καί μία πιθανή συμβολική αντί­ ληψη τού δένδρου πού θά είχε, ενδεχομένως, υπόψη του ό ζωγράφος· ή θά τό αποκλείσει, ώς υπόθεση. Χρώματα ροδοκάστανα: ό κορμός καί τά κλαδιά, οΙ δύο δράκοντες καί ό βύθιος (όλων οΙ γλώσσες κόκκινες)· πράσινα τά φύλλα, κόκκινοι οΙ σφαιρικοί καρποί καί τά ράμφη τών πουλιών επάνω στό δένδρο· φαιογάλαζα: οι δύο δράκοντες καί τά πουλιά' μαύρο τό υπέ­ δαφος καί τό τρωκτικό, αριστερά· ελαφρά καστανέρυθρος ό μανδύας τού άπατώμενου ατό­ μου· ανοικτό καστανό, μέ τή γλώσσα κόκκινη, τό λιοντάρι (πρβλ. τό σύμπλεγμα τού φ. 187β). Γιά τήν παρουσία τού θέματος σέ χειρόγραφα τής μυθιστορίας άπό τόν 11ο αιώνα (σέ ενιαία σύνθεση), βλ. Der Nersessian 1937, ό.π. (σημ. 43). Γιά τό ίδιο θέμα στά ψαλτήρια, πρβλ. σημ. 12, παραπάνω. 46. Γνώριζε ό ζωγράφος τήν εικονογραφία τού ποτηριού; Πρβλ. Αντωνόπουλος 2003, ό.π. (σημ. 7), σ. 29,30,32-3, είκ. 6-7· ό ίδιος, 2005, ό.π. (σημ. 28), σ. 357,361, είκ. 2-3,6. Πρβλ. σημ. 21, παραπάνω.

38

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΑΦΟΤΜΕΝΑ

εαυτ(ών) προνοήσας θεορίας. Στό άνω μέρος, κατά πλάτος, γράφονται οί στίχοι μέσω των οποίων φθέγγεται ό ζωγράφος 47 : φυτον φεραυγουςχρωματουργίανβλέπων άπαςθεατηςζωγράφων τοντου νόει κλήν(όν) τε νικοδιμον εύκλεούς φυτλης ξενοφών εκείνου των επισήμων γένει. Στην κοσμογραφική καί -μέσω τής κυκλοτερούς, εξωτερικής περιμέτρου των επιγραφών- φυσιολογική σύνθεση του φ. 218 (Είκ. 4) 48 , οί ομόκεντροι, έκτεινόμενοι προς τά έξω δακτύλιοι τής τροχιάς των πλανητών {σελήνη, έρμης, αφροδιτης, ήλιος,άρεας,διας,κρόνος) περιβάλλουν τό δίσκο, στό εσωτερικό του οποίου χαρτο­ γραφούνται συνοπτικώς ό παράδεισος, η οικουμενοι, ή θάλασσα, καί ή ρημος. (Προκειμένου νά αναγνωρίσουμε τά σχηματικώς εικονιζόμενα καί γραφόμενα στό πεδίο τοό κεντρικού κύκλου, έχουμε προηγουμένως γυρίσει ανάποδα τόν πίνακα του φ. 218.) Περιλαμβάνονται περαιτέρω ή δωδεκάδα τών Ζωδίων, καί ό χορός τών κατά καιρούς καί κατευθύνσεις άνεμων, εικονιζόμενων σέ προτομή καί εγγεγραμμένων σέ οιονεί ισοσκελή τρίγωνα - μ έ καμπυλόγραμμη τήν εφα­ πτόμενη στον εξωτερικό δακτύλιο (εκείνον τού Κρόνου) κάτω πλευρά τους-, νά φυσούν, ό καθένας, σέ ορθωμένο προς τά έξω κέρας. Εκκινώντας άπό κάτω (στό τρίγωνο Ζυγού καί Σεπτεμβρίου) καί προχωρώντας προς αριστερά καί άνω, δε­ ξιά καί κάτω, τόν Ζέφυρο διαδέχονται οί ονομαζόμενοι αντιστοίχως (κατά μήκος τής εξωτερικής κυκλικής ζώνης) καί συνδυαζόμενοι μέ τά Ζώδια, τους μήνες καί τήν εκάστοτε κίνηση χυμών καί ποιοτήτων άνεμοι: ιαπικάς, θρασκίας, απαρκτι(κάς), βορεας, κεκίας, άνφηλιώτ(ης), ευράνοτος, νότος, λιβάνοτος, λίβας. Τό σύνολο «σταθεροποιείται» καί «κλειδώνει» μέ τους κίονες πού έξακτινώνονται προς τά τέσσερα σημεία τού ορίζοντα49. 47. Πρβλ. Ξυγγόπουλος, ο.π. (σημ. 4), σ. 66. 48. του φ. 218 προηγούνται, λευκά, τά φφ. 208β-215. Ακολουθούν, φ. 215β κ.έξ., διάφορα γραμ­ ματικά (τά μέρη τού λόγου κλπ.) καί, φ. 216β κ.έξ., λεξικογραφικά. Μεσολαβεί τό φ. 217β, όπου σημειώνονται χαρακτηριστικές φωνές άνθρωπου καί ζ ώ ω ν äδει άν(θρωπ)ος: συρίζει δράκον: τε­ ρετίζει τέτιξ: βρυχατ(αι) λέον: ... (κτλ.). Επεται ή κοσμογραφική σύνθεση του φ. 218 καί ακο­ λουθούν, λευκά, τά φφ. 218β-220α. 49. Καταγόμενος άπό αρχαιότερα πρότυπα ό κύκλος τών ζωδίων επανεμφανίζεται σέ χειρό­ γραφα καί άλλα έργα τής μεσοβυζαντινής καί τής δυτικής μεσαιωνικής τέχνης, καί αργότερα, σέ μνημειακές παραστάσεις κυκλικών συνθέσεων, ως ανάπτυγμα, αφενός, τού Τροχού τού βί­ ου: πρβλ. Αντωνόπουλος 2001, ο.π. (σημ. 7), σ. 61-76· ό Ίδιος, 2003, ο.π. (σημ. 7), σ. 17-54· καί αφετέρου, τών Αίνων: βλ. σχετικώς τίς μελέτες τού G. P. Schiemenz, CahBalk 27 (1997), σ. 38-

39

ΗΛΙΑΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

Ό δωδεκάμηνος δρόμος του χρόνου 50 , στον πάγιο χώρο, εκτυλίσσεται στον κύκλο τών εκάστοτε Καιρών, διατρέχοντας τά τέσσερα μετακιόνια διαστήματα - όπου καί οί ισάριθμες τριάδες τών Ζωδίων. Αντιστοίχως σημειώνεται καί ή κατά Καιρούς/έποχές (καί ηλικίες) εξέλιξη της σύνθεσης χυμών καί ποιοτήτων. Σέ αριστερόστροφη κατεύθυνση, εκκινώντας άπό κάτω, έχουμε τάμ(ε)τοποριν(ά) τρία, ψυχρά κ(αί) ξηρά κ(αί) μελαν(ής) χολής γεννητ(ικ)α Ζώδια (ζυγός σκορπιός τοξότης). Ακολουθούν, αριστερά, τά αίματος κ(αί) φλέγ γεννητ(ικ)α, υγρά κ(αι) ψυχρά (έγόκερος υδροχόος ιχθύ(ς)· στό άνω μέρος τά εματος γεννητ(ικ)ά κ(αί) υγρά, θερμά (κριός ταύρος δίδυμος), καί στό δεξιό τά ξανθής χολής γεννιτ(ικ)ά, θερινά τρία (καρκίνος λέων παρθενος). Οί κυκλοστρεφεϊς, έπιγραφόμενες αυτές επισημάνσεις μας συνδέουν, καί πάλι, μέ γνώριμες (καί άπό τόν Ρ36) φυσιολογικές αντιλήψεις, αρχαίας γραμματειακής καταγωγής (Είκ. 1, 5) καί νεότερης, ύστερο- καί μεταβυζαντινής εικαστικής παρουσίας (Είκ. 5) 52 .

81 · καί κυρίως, βλ. Χ. Μεράντζας, Ή εικονογράφηση τών Αίνων στη μεταβυζαντινή μνημειακή ζω­ γραφική τού ελλαδικού χώρου (16ος-18ος αι.). Ή συμβολική θεώρηση της έννοιας τού χρόνου στην Οικουμένη καί στό Σύμπαν, Ιωάννινα 2005. Γιά τίς εφαρμογές τού θέματος τών ζωδίων (μέ δυ­ τικά πρότυπα) βλ., ενδεικτικώς, καί τήν κυκλική / υμνογραφική σύνθεση τού « Έ π ί σοί χαίρει», σέ εικόνα (Γεώργιος Κλόντζας) τού Ελληνικού Ινστιτούτου, στη Βενετία: Ν. Χατζηδάκη, Άπό τόν Χάνδακα στη Βενετία. Ελληνικές εικόνες στην Ιταλία. 15ος-16ος αιώνας (κατάλογος έκθεσης στό Μουσείο Correr, Βενετία 1993), Αθήνα 1993, σ. 166-73, αριθ. 41. 50. Πρβλ. τό πρόσωπο τού γέροντα Χρόνου στον κεντρικό δίσκο τού περιστρεφόμενου, ροϊκοΰ χρόνου, σέ μικρογραφία τού έλλην. κωδικός 516 της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης, φ. 159β (14ος αι.): E. Mioni, «Le tavole aggiunte alla Geografia di Tolomeo nel cod. Marc. gr. 516», Studi bizantini e neogreci, Galatina 1983, σ. 66, πίν. III (είκ. 4). Σέ συγκεντρικούς δακτυλίους εγγράφονται οί δώ­ δεκα μήνες, καί σημειώνονται οΙ φάσεις τού ήλιου καί της σελήνης, καί οί εβδομάδες· μέ τίς Ε π ο χ έ ς (τους Καιρούς) νά ορίζουν καί νά κινούν τύν νοούμενο τροχό, μέ απλωμένα τά χέρια στην περιφέρεια του, έχοντας προβάλει, κατενώπιον, στά τέσσερα άκρα της κυκλικής σύνθε­ σης. Ό εμβληματικός Χρόνος φθέγγεται μέσω της επιγραφής, εντός κυκλικού πλαισίου, στό κάτω μέρος της παράστασης : ό χρόνος θρηνεί ους άδικων κατάγει και ταίς συμφοραίς ένας έκαστου στένει, άστατος ων, βέβαιον μη έχων όλως· ό χρόνος χαίρει ους άνυψών ανάγει, γέλει γελών άπασι τοις εύδρομούσιν ού γαρ έχει τι το στάσιμον τού βίου (Mioni, αυτόθι). Ό Χρόνος -άστατος ων, όπως καί ό «τροχός» τού βίου (παραπάνω, καί σημ. 2 9 ) - εμφανίζεται έδώ νά συγχαίρει καί νά συ­ μπάσχει μέ τόν άνθρωπο. Στον ίδιο κώδικα, σέ άλλη μικρογραφία, παραπέμπουμε προηγου­ μένως καί στη σημ. 34· καί παρακάτω, σημ. 52. 51. Αρχικώς, φλέγματος

γεννητ(ικ)α.

52. Βλ., παραπάνω, τό κείμενο τών Εκλογών του φ. 162 (Είκ. 1), καί τά προηγουμένως γραφόμενα στό φ. 3 όπου καί σημειώνεται ό κατά τήν εκάστοτε ηλικία (καί εποχή) πλεονασμός τού καθενός άπό τους τέσσερις χυμούς. Πρβλ. Ανώνυμο, ό.π. (σημ. 19), σ. 303 Ideler· βλ. καί σ. 304.28-32, αυτόθι: Μερίζονται δε οί χυμοί δια τού δ'. Έν τη α' ηλικία κυριεύει το αίμα έως ετών ιδ', έν τη β' ή ξανθή χολή έως ετών κη'. έν τη γ' ή μέλαινα έως ετών μβ', έν τή δ' το φλέγμα έως ετών π'

40

ΠΑΝΤΑ

ΑΤΕΛΗ

ΚΑΙ ΑΘΛΙΑ

ΚΑΙ

ΑΧΡΗΣΤΑ.

ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ

ΚΑΙ

ΖΩΓΡΛΦΟΥΜΕΝΑ

Είναι χαρακτηριστικά γιά τήν κειμενική σύνθεση του κωδικός όσα, ελάσσονα, γράφονται στή συνέχεια. Μετά τά σημειώματα των φφ. 220β κ.έξ. ακολουθούν εκτενή βοτανολογικά λήμματα στά φφ. 222β: βοτάνη ή λεγωμενη βριονίαν (inc.: Ή μεν πρώτη άμπελος, λευκή εστίν ην τίνες βριονίαν καλούσι...)· 222β-223: βοτάνην ή παιώνία- 223-223β: βοτάνην το χαμεδριον 223β: πε(ρί) μανδραγούρας της βοτάνης. Ακολουθούν, στά φφ. 224-224β, βοτανολογικό λεξικό (ubi voces Indorimi explicantur: Omont I, 1886)· 225-229α, ιατρικό ημερολόγιο (Calendarium mediami: Omont, αυτόθι), άπό τόν Φεβρουάριο ώς τό Δεκέμβριο. Στην παρακειμένως έκτυλισσόμενη στήλη σημειώσεων, καί στά γραφόμενα της κάτω ώας, απαντούν διάφορα λεξικολογικά, ερμηνευτικά, καί άλλα, όπως, δ.χ., στό φ. 225: αριστερά, την καινοδοξί(αν) νόει /δεξιά την ελεημοσύν(ην). Παρακάτω: Βαβυλών νόει την συγχνσιν θηγατερα αυτής, τήν αμαρτίαν. Πιό κάτω, στό φ. 226β, σημειώνονται οί κα­ θαρτικοί τρόποι πού χρησιμοποιεί ό θεός, ό των ψυχών κ(αι) σωματ(ων) ιατρός. Ακολουθούν, στά φφ. 229-229β, τά περί εκλείψεων ηλίου καί σελήνης. * * * Μέ τή σύνθεση του φ. 218 ολοκληρώνεται ό ειρμός των επτά πινάκων πού συ­ νοδεύουν τά κείμενα τού Ρ36. Άπό τίς προσωπογραφικές εμφανίσεις των φφ. 3β (Παντελεήμων) καί 29β (Ιπποκράτης), όπου συνδυάζονται ή χριστιανική μέ τήν κλασική (τήν ελληνική) παράδοση καί παρουσία, τίς βιβλικές (;) απηχήσεις του εικονιζόμενου στό φ. 94β -καί οπωσδήποτε αλληγορικού- αγώνα, καί περνώντας άπό τό «καθημερινό» στιγμιότυπο μέ τόν γιατρό καί τόν ασθενή τού φ. 187β, βαίνουμε, χωρίς γραμμική συνέπεια (οπισθοδρομώντας, καί πάλι προχωρώντας, στό εικαστικό πεδίο τού κωδικός), προς ευρύτερα περιεκτικές συνθέσεις, στά φφ. 163β καί 218, όπου μαρτυρούνται οί κυκλικά επαναλαμβα­ νόμενες κινήσεις κόσμου καί ανθρώπου. Έξαλλου, ή σύνθεση τού φ. 203β συν­ δυάζεται ξέχωρα μέ έκείνην τού φ. 163β σέ νοητό δίπτυχο, αναφερόμενο στό πρόσκαιρο καί ασταθές τού βίου: μέ τήν εικόνα της αύξομειωτικής περι­ στροφής γύρω άπό τό κεντρικό πρόσωπο τού απατηλού Κόσμου αφενός, καί αφετέρου μέ τό Δένδρο τού βίου, τό φυτρωμένο επάνω άπό τό σπήλαιο τού Άδη. Σημειωτέον ότι καί στίς δύο αυτές μεταφορικές/συμβολικές (καί κοινού δεικτικού στόχου) παραστάσεις εισάγεται, Ιδιοχείρως, τό αναφερόμενο στον Νικόδημο αυτοβιογραφικό στοιχείο: μέ τή φθεγγόμενη μορφή τού μονάχου ζωγράφου στον πυθμένα της βιοτικής περιστροφής, στή σύνθεση τού Τροχού (φ. 163β)· καί μέσω τού επιγράμματος πού στέφει τή σύνθεση τού Δένδρου (φ. καί έως γήρως. Πρβλ. τήν αρχαιότερη μικρογραφία τού κωδικός gr. 516 (14ος αι.) της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης· βλ. Αντωνόπουλος 2003, ο.π. (σημ. 7), σ. 17-20, είκ. 2.

41

ΗΛΙΑΣ

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ

203β). Επισημαίνουμε παράλληλα την πρωτοτυπία της εμφάνισης του Τροχού σε ελληνικό χειρόγραφο- συνδυαζόμενου, μάλιστα, με τό σταθερά παραδιδόμενο αρχαίο χριστιανικό επίγραμμα του Γρηγορίου, τό όποιο έπανεγγράφεται σέ πα­ ρόμοια καί πάλι, μεταγενέστερη σύνθεση (18ος/19ος αι.), σέ πίνακα του Βυζα­ ντινού Μουσείου Αθηνών53. Μνημονεύουμε τέλος την παρουσία, στον κώδικα πού εξετάζουμε, αρχαίων ύστερογενών κειμένων, σέ υποτιθέμενη σχέση μέ τά όποια είχε ήδη διατυπωθεί (14ος αι.), σέ κώδικα της Μαρκιανής (μετέπειτα) βι­ βλιοθήκης, ενα εικαστικό ανάλογο- γιά νά συνδεθεί αργότερα, καί απευθείας, μέ τό κείμενο μέ τό όποιο σχετίζεται, σέ αγιορείτικους κώδικες (17ος αι.) 54 . Ό ζω­ γράφος έχει συγκρατήσει καί αναπτύξει συνθέσεις οπού αναδεικνύονται δύο επώνυμα καί ενα ανώνυμο πρόσωπο μέ κοινό προορισμό (φφ. 3β, 29β, 187β), βι­ βλικές αναμετρήσεις, μυθογραφικές έξ ανατολών παραβολές καί, τέλος, κυκλικές συνθέσεις μέ απώτερη καταγωγή, πού οδηγεί άπό τά σκαμπανεβάσματα τής τύ­ χης στον αναπόδραστο κύκλο τού βίου, καί σέ συνδυασμούς κοσμογραφικών καί βιολογικών αντιλήψεων. Ή διαδρομή αυτή τού εικαστικού λόγου δείχνει νά είναι πιό συνεκτική άπό εκείνη τών κειμένων. Ή αρχικώς δύσβατη selva oscura τής ύλης τού Ρ36, μέ τά ξέφωτα τών κατά τόπους λευκών φύλλων, παρουσιάζει μιαν εν­ διαφέρουσα, έν προόδω, σύνθεση γραμματειακών αποσπασμάτων καί εικόνων: αμφότερα, όπως τό έχουμε ήδη επισημάνει, καταγόμενα άπό δύο συμπληρωμα­ τικές τάξεις δεδομένων. Ό Parisinus graecus 36 δίνει περισσότερο τήν εντύπωση τού χρηστικού σημειωματάριου παρά έκείνην τού εκδοτικού εγχειρήματος- όθεν καί οί πικρές διαπιστώσεις τού -πάντως, αναρμόδιου γιά (καί αδιάφορου προς;) τίς εικόνες- Αγγέλου Βεργίκιου... Έκ πρώτης όψεως! Διότι, ούτε αδιάφο­ ρος ήταν -όπως εμμέσως εμφανίζεται στό βιβλιογραφικό του σημείωμα 55 -, ούτε αναρμόδιος, αν λάβουμε υπόψη τή θέση καί τίς δεξιότητες του 5 6 ! Παρίσι - Κέρκυρα 2005/6 53. Βλ. παραπάνω καί σημ. 29. Αντωνόπουλος 2001. ο.π. (σημ. 7), σ. 73-4, είκ. 8. 54. Βλ. παραπάνω καί σημ. 19. 32-5. 55. Βλ. παραπάνω καί σημ. 17. 56. Πρβλ., έν προκειμένω, ένια χειρόγραφα τού Αγγέλου Βεργίκιου καί τό διάκοσμο τους, στον κατάλογο: Παρίσι 1958, ό.π. (σημ. 3), αριθ. 93, 95-8. Βλ. καί τήν εκτίμηση τού Bordier (1883), ό.π. (σημ. 4), σ. 264, γιά τήν εικονογραφική συνιστώσα του Ρ36: L'ornementation générale ...en est insignifiante. Mais il renferme de remarquables représentations de personnages. Γιά ένα σύντομο ιστορι­ κό τής συλλογής τών ελληνικών κωδίκων στην Εθνική Βιβλιοθήκη τής Γαλλίας βλ. Παρίσι 1958, ό.π., σ. XXV-XXXII (Ch. Astrae). Γιά τόν Κρήτηθεν άφικομενον Άγγελο Βεργίκιο, επιμελητήν τών Ελληνικών βιβλίων στην έγγιστα τού βασιλικού κοιτώνας βιβλιοθήκην του Fontainebleau, πρβλ. τή μαρτυρία τού Νικάνδρου Νουκίου, Αποδημιών Γ ' 95,1 : Nicandre de Corcyre, Voyages, εκδ. J.-A. de Foucault, Παρίσι 1962, σ. 184-5.

42

Βάιος Βαίόπουλος

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ TOT ΠΡΩΙΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΥ: ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 1

Η μεταφραστική δραστηριότητα στη Δόση αναφορικά με τα κείκειμένα τών αρχαίων Ελλήνων κλασικών δέχεται Ισχυρή ώθηση, όταν συνδέεται με τις πρώτες προσπάθειες έ'κδοσης τών κλασικών κειμένων. Στίς αρχές τού Ανθρωπισμού και της τυπογραφίας ή συγκέντρωση στην Ιταλία (ιδιαίτερα στή Βενετία, άλλα και λίγο νωρίτερα στή Φλωρεντία και το Μιλάνο) ελληνικών χειρογράφων, Ελλήνων αντιγραφέων, εκδοτών, τυπο­ γράφων άλλα καί πλούσιων κοινωνικών στρωμάτων, που θα μπορούσαν νά αντέξουν το οικονομικό βάρος της έ'κδοσης ελληνικών καί λατινικών κειμένων καί θα διέθεταν, επιπλέον, και ελεύθερο χρόνο για ανάγνωση,2 ή συνάντηση όλων των προύποθέσεων δηλαδή που θα καθιστούσαν τήν έκδοση τών κλα­ σικών κειμένων προσοδοφόρο καί επωφελή επιχείρηση, οδήγησε ήδη άπο το τέλος τού 15ου αιώνα σέ μιά έκρηξη ενδιαφέροντος περί τά κλασικά κείμενα. Οι δραστηριότητες μιας ευάριθμης ομάδας Ελλήνων literati, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ό Δημήτριος Χαλκο(κο)νδύλης, ό Κωνσταντίνος καί ό Ιανός Λάσκαρις, ό Μάρκος Μουσοΰρος, συνδέονται με τήν πρώτη απόπειρα έκδοσης ακέραιων ελληνικών κειμένων λίγο πριν ή λίγο μετά το έτος 1475. Στα 1473 (ή στά 1474) εκδίδεται σέ τέταρτο (quarto) ή Βατραχομυομαχία, χωρίς αναφορά στον τόπο έ'κδοσης, το πρώτο βιβλίο πού περιέχει ακέραιο ελληνικό κείμενο.3 Μιά πεζή λατινική μετάφραση παρεμβάλλεται μεταξύ των γραμμών τού ελληνικού κειμένου στή δεξιά σελίδα, ενώ μιά έμμετρη λατινική μετάφραση είναι τυπωμένη στην αριστερή σελίδα κάθε φύλλου, εγκαινιάζοντας

1. Ευχαριστώ τον καθηγητή Νίκο Καραπιδάκη για τή βοήθεια του. 2. Πβ. Donald Μ. Nicol, Byzantium and Venice, A study in diplomatic and cultural relations, Cambridge University Press, Καίμπριτζ - Νέα 'ΐόρκη - Νιου Ροσέλ - Μελβούρνη - Σίδνεϊ 1988, σ. 420. 3. Βλ. Dennis Ε. Rhodes, «Paving the way for Aldus Manutius: Greek books printed in Italy before 1495», στο David R. Jordan (έπιμ.), Ρωμαίος καί Φιλέλλην, Romanus et Graecorum Studiosus, A celebration of Aldus Manutius 500 years after his first dated publication, Τροχαλία, Αθήνα 1995, σ. 24.

43

ΒαίΟΣ

ΒαίΟΠΟΪΛΟΣ

έτσι τήν πρακτική της περίληψης στην ίδια έκδοση περισσότερων άπο μια λατι­ νικών εκδοχών για τήν απόδοση τών ελληνικών κειμένων.4 Ακολούθησε μια βασική ελληνική γραμματική, τα Ερωτήματα της ελληνικής γλώσσης του Μανουήλ Χρυσολωρά, τού πιο διακεκριμένου ϊσως Έλληνα λογίου της Ιταλίας, που στα 1397 είχε αρχίσει να διδάσκει ελληνικά στή Φλωρεντία. Στην ανώνυμη και άχρονολόγητη αυτή έκδοση (Vicenza 1476;), που αποδίδεται με επιφύλαξη στον Giovanni da Reno, το ελληνικό πρωτότυπο και ή λατινική μετάφραση τοποθετήθηκαν σε παράλληλες στήλες, καί άπο τήν άποψη της τυ­ πογραφίας πρόκειται γιά τήν πρώτη απόπειρα νά αναπαραχθεί ή συνηθισμένη ελληνική καλλιγραφία της εποχής.5 Τά Ερωτήματα του Χρυσολωρά, έργο πού γέννησε ή διδακτική ανάγκη, υπήρξαν το πρώτο ουσιαστικά διδακτικό βοήθημα γιά τήν εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας στή λατινική Δύση· γράφτηκαν έξ ολοκλήρου στά ελληνικά,6 παρέχοντας μιά εικόνα όχι μόνο αναφορικά με τήν αποτελεσματικότητα του συγγραφέα καί της διδασκαλίας του απέναντι στους μαθητές του στή Φλωρεντία, άλλα επίσης και γιά τά προβλήματα που οί studiosi σε άλλα μέρη ήταν αναγκασμένοι νά αντιμετωπίζουν μόνοι τους.7 Ή επεξεργασία που δέχθηκε το έργο στά λατινικά, ώστε νά μπορεί νά χρησιμοποιείται καί χωρίς τή μεσολάβηση Έλληνα δασκάλου, πραγματοποιήθηκε άπο τον Guarino da Verona, που εκπόνησε καί περιληπτική του μορφή,8 δίνοντας το έναυσμα γιά μιά πραγματική άνθηση τών ελληνικών σπουδών στή Δύση, και οδήγησε στην ανακάλυψη τών Ελλήνων συγγραφέων καί τή μετάφραση τους σε ευρεία πλέον κλίμακα. 9

4. Σήμερα βρίσκεται στή βιβλιοθήκη John Rylands στο Μάντσεστερ. Βλ. Victor Schulderer, Greek Printing Types 1465-1927. Fascimiles from an Exhibition of Books illustrating the Development of Greek Printing shown in the British Museum 1927, (εΙσαγ. Martin Davies. έπιμ. George D. Matthiopoulos), Typophilia, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 3. 5. Βλ. Schulderer, ό.π., σ. 3. 6. Βλ. Walter Berschin, Ελληνικά Γράμματα καί Λατινικός Μεσαίωνας, Άπο τον Ίερώνυμο ως τον Νικόλαο Κουσανό, μτφρ. Δ.Ζ. Νικήτας, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 63. 7. Πρβλ. N.G. Wilson, Άπο το Βυζάντιο στην Αναγέννηση, Ελληνικές Σπουδές κατά τήν Ιταλική Αναγέννηση, μτφρ. Φωτεινή Πρεβεδούρου-Γεωργίνη, «Νέα Σύνορα» Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη, Αθήνα 1994, σ. 276-277. 8. Ο Wilson, ό.π., σ. 29, συμφωνώντας με τον Proctor, χρονολογεί τήν έκδοση γύρω στο 1471. Πρβλ. Heinz-Gunther Nesselrath, Εισαγωγή στην Αρχαιογνωσία, τ. Α', Αρχαία Ελλάδα, μτφρ. Ιωάννης Αναστασίου - Ιωάννης Βάσσης - Σοφία Κοτζαμπάση - Θεόκριτος Κουρεμένος - Πουλχερία Κυριάκου, (έπιμ. Δανιήλ Ι α κ ώ β - Αντώνης Ρεγκάκος), Έ κ δ . Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 2001, σ. 122-123. 9. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 414-415.

44

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Σέ μεγάλη εκτίμηση επίσης βρίσκεται τήν ίδια εποχή ένα παρόμοιου χα­ ρακτήρα πόνημα, ή Γραμματική Εισαγωγή του Θεοδώρου Γαζή, που εκδόθηκε άπα τον Άλδο Μανούτιο στα 1495 (πρόκειται δηλαδή για μια άπο τίς πρώτες εκδόσεις της Ακαδημίας του Άλδου) μετά το θάνατο τού συγγραφέα της καί είχε επηρεάσει τήν Επίτομη των οκτώ του λόγου μερών του Κωνσταντίνου Λάσκαρι, που εκδόθηκε το 1476 στο Μιλάνο.10 Οί ευτυχείς συνέπειες των προτάσεων τού Χρυσολωρά και τής έκδοσης τών Ερωτημάτων δεν περιορίζονταν στο πεδίο τής διδασκαλίας και τής εκμάθησης τής ελληνικής, άλλα αφορούσαν και τήν εμφάνιση ενός ενδιαφέροντος περί τή λατινική μετάφραση ελληνικών κειμένων καί μάλιστα με νέα πνοή, καθώς οί νέες αποδόσεις λάμβαναν υπόψη τους τους νόμους και τήν αισθητική τής λατινικής γλώσσας, ενώ οί μεσαιωνικές αποδόσεις κρίνονταν άπο τήν άποψη αυτή αποτυχημένες, ακόμη και στις περιπτώσεις που ό μεταφραστής ήταν σέ θέση νά κατανοεί ικανοποιητικά το πρωτότυπο. 11 Ή επιμονή του Χρυσολωρά καί του ανθρωπιστή Bruni στην άποψη ότι επιβαλλόταν ή εγκατάλειψη τής παλιάς πρακτικής τής de verbo ad verbum απόδοσης 12 συνδυαζόταν με τή με­ ταφορά τής προσοχής τού μεταφραστή στο υφός, ώστε το μετάφρασμα νά αποκτά κάποια λογοτεχνική ποιότητα, 13 και συμφωνούσε με τήν πρόθεση νά μεταφέρεται με τρόπο συνολικό καί ολοκληρωμένο το νόημα προβληματικών ή ιδιωματικών χωρίων.14

10. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 63. 11. Πβ. Wilson, ό.π., σ. 277-278. 12. Για έναν προβληματισμό σχετικά με τή μετάφραση λατινικών κειμένων βλ. εντελώς εν­ δεικτικά M. le Doyen Cogny - Mme Denise Cogny, «Rhétorique et pédagogie, Étude de traductions latines comme approche du latin pour les étudiants d'initiation», Influence de la Grece et de Rome sur l'occident moderne, Actes du Colloque des 14, 15, 19 Décembre 1975, Paris E.N.S., Tours, (έπιμ. R. Chevalier), Les Belles Lettres, Παρίσι 1977, σ. 319-327. 13. Πβ. L.D. Reynolds - N.G. Wilson, Άντιγραφείς καί Φιλόλογοι, Το ιστορικό της παράδοσης των κλασικών καμένων, μτφρ. Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1989 2 , σ. 175. 14. Ή θεωρητική στάση του Χρυσολωρά απέναντι στο πρόβλημα της μετάφρασης απεικονίζεται στα λόγια του μαθητή του Cencio de Rustici: «θα ήθελα να πώ κάτι για το χαρακτήρα του μεταφραστή: ό Μανουήλ, άνθρωπος με θεϊκές αναμφίβολα ιδιότητες, συνήθιζε να λέει πώς ή κατά λέξη απόδοση στα λατινικά είναι άκρως ανεπαρκής. Ισχυρίστηκε πώς όχι μονάχα ήταν παράλογη, άλλα πώς κάποιες φορές παραποιούσε εντελώς το νόημα στα ελληνικά. Αντίθετα, υποστήριζε πώς έπρεπε κανείς να μεταφράζει κατά νόημα, υπό τήν προύπόθεση ότι αυτοί που έκαναν τή μετάφραση θα αναλάμβαναν οπωσδήποτε τήν υποχρέωση να μήν αλλάξουν έπ' ούδενί το ελληνικό ιδίωμα. Γιατί αν κάποιος άλλαζε το ελληνικό ιδίωμα για νά γίνει σαφέστερος ή πιο ανοιχτός στο κοινό του, θα επιτελούσε έργο σχολιαστή, οχι μεταφραστή». Βλ. Wilson, S.u., α. 31-32.

45

ΒαίΟΣ ΒΑΙΟΠΟΤΛΟΣ

Μέσα σε αυτό το κλίμα του ενδιαφέροντος περί τήν εκμάθηση της ελληνικής καί στο πλαίσιο της ανάπτυξης μιας περί τη μετάφραση προβληματικής, 0 Άλδος Μανούτιος κατέστη ό θεμελιωτής τής πρώτης στέρεας καί διαρκούς παράδοσης στην ελληνική τυπογραφία, 15 πετυχαίνοντας να αποκτήσει τήν αποκλειστικότητα στην έκδοση των κλασικών μετά τήν έκδοση τής Επιτομής του Λάσκαρι.16 Ό πρωτοπόρος εκδότης επιδίωξε νά καλύψει τήν ανάγκη για δσο το δυνατό πιο αξιόπιστα κείμενα σε σχήμα εύχρηστο και αισθητικά ευχάριστο, ώστε νά καταστούν διαθέσιμα, παρά νά εξασφαλίσει φιλολογική ευρυμάθεια στον αναγνώστη.17 Άπο τήν άφιξη του στή Βενετία το 1491 ώς το θάνατο του το 1516 ό ουμανισμός στον τόπο αυτόν κινήθηκε γύρω άπο το πρόσωπο του και τον κύκλο πού δημιούργησε.18 Ή ίδρυση γύρω στά 1501 τής Νεακαδημίας, ένας συλλόγου Ελλήνων καί Δυτικών19 studiosi, στο πλαίσιο του οποίου οί τε­ λευταίοι θά μπορούσαν, μιλώντας μάλιστα υποχρεωτικά τήν ελληνική, - όπως φαίνεται και άπο τή Lex Neucademiae, συνταγμένη άπο τον Σκιπίωνα Κρατερομάχο (Scipione Foiteguerri) -, νά ανταλλάσσουν ιδέες γιά δημοσιεύσεις καί, συζητώντας τήν αντιπαραβολή των χειρογράφων, νά γνωρίσουν το ελληνικό πνεύμα σε ενα ευρύτερο κοινό,20 υπήρξε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο του Άλδου, 15. Ό Άλδος ξεκίνησε τήν επαγγελματική του σταδιοδρομία ώς γραμματικός, ώς δάσκαλος και οχι ώς εκδότης, και τήν ιδιότητα του αυτή φαίνεται πώς δεν τή λησμόνησε ποτέ. Διέθετε, συνεπώς, προσωπική ευαισθησία και ενδιαφέρον να καταστήσει γνωστά τά έργα των κλασικών Ελλήνων καί Λατίνων συγγραφέων που θεωρούσε πώς βρίσκονταν ή όφειλαν νά βρίσκονται στο κέντρο τών ανθρωπιστικών ενδιαφερόντων. Ό ίδιος εκπόνησε αρκετές μεταφράσεις ελληνικών έργων, ενώ ήδη άπο το 1487 εργαζόταν στην εκπόνηση μιας λατινικής γραμματικής, τήν οποία επεξεργαζόταν ώς το τέλος τής ζωής του γιά πάνω άπο δύο δεκαετίες καί τήν οποία ανατύπωσε δύο φορές. Βλ. Kristian Jensen, «The Latin Grammar of Aldus Manutius and its Fortune», στο S. Zeidberg (έπιμ.) καί Kiorella Gioffradi Superbi (βοηθ. έπιμ.), Aldus Manutius and Renaissance Culture, Essays in Memory of Franklin D. Murphy, Acts of an International Conference, Venice and Florence, 14-17 fune 1994, Leo S. Olschki, Φλωρεντία, σ. 277. Καί οί τρεις γενιές του οϊκου του, έκτος άπο τή συνέχιση της συμβολής τους στή διάδοση καί τή φήμη της τυπογραφίας, καθώς καί στην υψηλή ποιότητα τής εκτυπωτικής τέχνης, πέρα, ακόμα, άπο τή δημοσίευση έργων άλλων λογίων, συνέβαλλαν καί με τήν έκδοση πρωτότυπων μελετών. 16. Σύμφωνα με νοταριακή πράξη του 1542 το αυθεντικό συμβόλαιο χρονολογείται στα 1495, λίγο μετά τήν 1η Μαρτίου. Βλ. Martin Lowry, The World of Aldus Manutius, Business and Scholarship in Renaissance Venice, Basil Blackwell, Οξφόρδη 1979, σ. 82. 17. Βλ. Oliver Logan, Culture and Society in Venice 1470-1790, B.T. Batsfold, Λονδίνο 1972, σ. 75.

The Renaissance and its Heritage,

18. Βλ. ενδεικτικά Margaret L. King, Venetian Humanism in an Age of Patrician Dominance, Princeton University Press, Πρίνστον 1986, σ. 238 καί 275. 19. Βλ. ενδεικτικά Nicol, ό.π., σ. 420, Wilson, ό.π., σ. 229 κ.έ., Reynolds - Wilson, ό.π., α. 185. 20. Πρβλ. Nicol, ό.π., σ. 421.

46

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

αντιπροσωπευτικό τού ενθουσιασμού περί τα ελληνικά που τον διακατείχε. Οι πιο διακεκριμένοι άπο τους μορφωμένους Βένετους τών άρχων του 16ου αιώνα αφιερώθηκαν στην προώθηση τών ελληνικών σπουδών και μαζί τους συστρατεύθηκε μια ομάδα διορθωτών, μεταφραστών και εκδοτών, ξεχωριστών λογίων στους οποίους περιλαμβάνονταν ό Alberto Pio, ό Desiderius Erasmus, ό Pietro Bembo, ó Egnazio, ό Marcantonio Sbellico, ó Marino Sanudo, ó Andrea Navagero κ.ά.,21 και βέβαια, ό Μάρκος Μουσούρος, υπεύθυνος για πολλές άπο τις πρώτες εκδόσεις ελληνικών κειμένων και φιλόλογος με ιδιαίτερο εκδοτικό χάρισμα. 22 Ή πρακτική της συνοδείας του ελληνικού κειμένου άπο λατινική μετάφραση εντάσσεται στην υπηρέτηση τού παραπάνω στόχου, της διάδοσης δηλαδή της ελληνικής σκέψης και της ελληνικής λογοτεχνίας σε ευρύτερα στρώματα· μαζί με τους indices, τα λεξιλόγια, τά λεξικά, τα υπομνήματα παραλλήλων, ή πε­ ρίληψη τής λατινικής απόδοσης στην έκδοση ενός κλασικού κειμένου ανήκει στις πρακτικές πού καθιστούσαν το βιβλίο ενα χρήσιμο εργαλείο μελέτης καί σκέψης. Τα παράλληλα αυτά «εργαλεία» πού συνόδευαν τα κλασικά κείμενα είναι στοιχεία πού προύπήρχαν τού Άλδου, άλλα πριν άπο αυτόν δεν είχαν δοκιμαστεί με τόσο μεγάλη συστηματικότητα στο τυπωμένο βιβλίο. 23 Πριν ό Άλδος ξεκινήσει τήν εκδοτική του δραστηριότητα τύ 1494-1495 (με τή δημοσίευση ως δειγμάτων ή δοκιμαστικών κομματιών τού Μουσαίου 24 ενδεχομένως - καί τής Γαλεομυομαχίας), λίγα μόνο ελληνικά κείμενα ήταν δια­ θέσιμα τυπωμένα: μερικά βιβλία Ελλήνων κλασικών, ό Όμηρος, ό Αίσωπος, ό Ισοκράτης, ό Θεόκριτος, ενώ τήν ίδια περίπου εποχή μέ τό ποίημα Τα καθ' Ήρώ καί Λέανδρον τού Μουσαίου τυπωνόταν ή Παλατινή Ανθολογία στή Φλωρεντία

21. Βλ. ενδεικτικά Logan, ό.π., σ. 71, Paul Oskar Kristeller (επιμ.) καί F. Edward Cranz (βοηθ. επιμ.), Catalogue translationum et commentariorum: mediaeval and renaissance Latin translations and commentaries, annotated lists and guides, τόμ. II, The Catholic University of America Press, Ουάσινγκτον 1971, σ. 68. 22. Τήν ίδια εποχή με τις Editiones Aldinae ιδιαίτερη σημασία στή Φλωρεντία αποκτούν οι Editiones Iuntinae, δημιούργημα τού Filippo Giunti, παρόλο που υστερούσαν σε ποιότητα έναντι τών άλδινών. Βλ. εντελώς ενδεικτικά Nesselrath, ό.π., σ. 123, καί για τις σχέσεις Editiones Aldinae καί Iuntinae βλ. Lilian Armstrong, «Benedetto Bordon, Aldus Manutius and Lucantonio Giunta», στο Aldus Manutius and Renaissance Culture, ό.π., σ. 161-183. 23. Βλ. Carlo Vecce, «Aldo e l'invenzione dell'indice», στο Aldus Manutius and Renaissance Culture, O.K., a. 109, πρβλ. Carol Everhart Quillen, Rereading the Renaissance, Petrarch, Augustine, and the Language of Humanism, The University of Michigan Press, χ.τ. 1998, σ. 69. 24. Βλ. Martin Sicherl, Griechische Erstansgaben des Aldus Manutius, Ferdinad Schoningh, Pader­ born -Μόναχο -Βιέννη - Ζ υ ρ ί χ η 1997, σ. 4 και 31.

47

ΒΑΙΟΣ ΒΑΙΟΠΟΥΛΟΣ

άπο τον Laurentius de Alopa τον Αύγουστο του 1494,25 ό Καλλίμαχος καί λίγο αργότερα τέσσερεις τραγωδίες του Ευριπίδη. 26 Στο τέλος τού εγχειρήματος του Άλδου, και πάντως στα μέσα πια τού 16ου αιώνα, σχεδόν όλοι οι δόκιμοι Έλληνες συγγραφείς ήταν στή διάθεση των studiosi, ενισχύοντας και παρέχοντας το έναυσμα για μελέτη σε έναν προοδευτικά αυξανόμενο αριθμό φίλων τών κλασικών κειμένων.27 Ή βιβλιοθήκη τού Βησσαρίωνος, πού τώρα είναι γνωστή με το όνομα Μαρκιανή Βιβλιοθήκη,28 παρά την καθυστέρηση πού παρουσίασε ή αξιοποίηση του άπο την Ενετική Δημοκρατία, περιείχε το πρωτογενές για τους έκδοτες υλικό τών ελληνικών χειρογράφων, πού θα μπορούσαν να χρησιμο­ ποιήσουν Έλληνες λόγιοι της διασποράς. 29 Ή μετάφραση τών αρχαιοελληνικών κειμένων καί συνολικά ή εκδοτική δρα­ στηριότητα τού Άλδου αποσκοπούσε στή δημιουργία τού συγκεκριμένου κύκλου λογίων, τών studiosi, όπως σημειώθηκε παραπάνω, τους οποίους ό έκδοτης είναι ό πρώτος πού αποκαλεί έτσι στους προλόγους τών εκδόσεων του (τοις σπουδαίοις).30 Οί χαιρετισμοί του προς αυτούς (ευ πράττειν) αναγνωρίζουν τήν ύπαρξη τους ως ενός εργαζόμενου δικτύου καί ή σημασία αύτης της στάσης δεν υποβαθμίζεται ιδιαίτερα ούτε άπο τήν πιθανότητα νά κρύβεται πίσω άπο τήν εγκαρδιότητα ή άπο τήν πρόθεση της διαμόρφωσης ομάδας μιά εμπορική υστεροβουλία τού Άλδου. 31 Οί λατινιστι συνταγμένες εισαγωγές τών πρώτων αυτών εκδόσεων, καθώς και ό ελληνικός πρόλογος τού Μουσαίου, διακρίνονται άπο εξομολογητική τάση, μεταφέροντας τον ειλικρινή προβληματισμό τού εκ­ δότη μπροστά στο εγχείρημα πού προτίθεται νά αναλάβει· απευθύνονται στον αναγνώστη μέ αμεσότητα 32 πού εκπλήσσει, περιλαμβάνουν τις διακηρύξεις

25. Βλ. Fine Books from the Aldine Press, Venice: 1495-1566, Christies, Λονδίνο 1995, σ. 75. 26. Βλ. Richard C. Christie, The Chronology of the Early Aldines, χ.τ. χ.χ.. σ. 194. Πρβλ. Rhodes, ό.π., σ. 19. 27. Πρβλ. Ralph Hexter, «Aldus, Greek, and the shape of the "Classical Corpus"» στο Aldus Manutius and Renaissance Culture, ό.π., σ. 143. 28. Βλ. ενδεικτικά Frederic C. Lane, Venice, A Maritime Republic, The John Hopkins University Press, Λονδίνο 1973, σ. 219. 29. Πρβλ. Lane, ό.π., σ. 311. Ή χρήση της όμως άπο τον Άλδο είναι αμφισβητήσιμη. Πρβλ. Ioanna Phoca, «Aldus Manutius, philhellène», στο David R. Jordan (έπιμ.). Ρωμαίος και Φιλέλλην, Romanus et Graecorum Studiosus, A celebration of Aldus Manutius 500 years after his first dated publication, Τροχαλία, Αθήνα 1995, σ. 7. 30. Βλ. τον πρόλογο της πρώτης άλδινης έκδοσης τού Μουσαίου. Πρβλ. Hexter, ό.π., σ. 158. 31. Πρβλ. Hexter, ό.π., σ. 159. 32. Πρβλ. Angela Dillon Bussi, «Le Aldine Miniate della Biblioteca Medicea Laurenziana», στο Aldus Manutius and Renaissance Culture, ό.π., σ. 211.

48

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

για τους σκοπούς της εκδοτικής προσπάθειας του Άλδου και καταλήγουν στην υπόσχεση πώς, αν αυτές οι εκδόσεις αγοραστούν, θα ακολουθήσουν πε­ ρισσότερες και καλύτερες. 33 Στην έκδοση, για παράδειγμα, του Thesaurus Cornucopiae του 1496 περιλαμβάνεται έπιστολή-πρόλογος του Μανουτίου στην οποία αναφορικά μέ το Θησαυρό επισημαίνεται πώς το βιβλίο περιέχει στην πράξη οτιδήποτε θα επιθυμούσε κανένας, για να λάβει τέλεια γνώση της ελληνικής λογοτεχνίας, και επιπρόσθετα ό Άλδος αναγγέλλει τα σχέδια του να προχωρήσει στις πρώτες εκδόσεις του έργου τού Αριστοτέλη.34 Ή πληθώρα τών εκδόσεων τών Ελλήνων κλασικών και ή καθιέρωση να περιλαμβάνεται σε αυτές ή λατινική απόδοση τών ελληνικών κειμένων προ­ σέφερε τα μέσα, για να φωτιστεί ή μελέτη της μίμησης τών Ελλήνων άπο τους Ρωμαίους, να μελετηθούν τα έργα τών τελευταίων σέ σχέση μέ τα ελληνικά πρότυπα τους. 35 Ή παραπάνω οπτική, μέ την οποία πλέον αντιμετωπίζονταν τα κλασικά γράμματα, οδήγησε στην αναγνώριση πώς τά λατινικά και τα ελληνικά συνιστούν ένα σώμα μέ διττή υπόσταση. Καί δέν είναι παράλογο νά υποστηριχτεί πώς ή εξέλιξη αυτή, πού μπορεί νά αναγνωριστεί ώς συνέπεια της εκδοτικής δραστηριότητας τού Άλδου, 36 ή αντίληψη δηλαδή ότι τά ελληνικά καί τά ρωμαίκά γράμματα αποτελούν αδιαχώριστο ζεύγος πού αξίζει καί είναι πρό»«ρορο και αναγκαίο νά εξετάζεται ώς τέτοιο, εμπεδώνεται οχι μόνο μέ την έκδοση τών ελληνικών ώς προτύπων των Λατίνων, άλλα, επιπλέον, καί μέ την καθιέρωση ώς απαραίτητης τής συνοδευτικής γιά τά ελληνικά κείμενα λατινικής μετάφρασης. 37 Ή συνοδεία τών κλασικών κειμένων άπο λατινικές μεταφράσεις αποτελεί μια πτυχή τής προσπάθειας άπο τον Άλδο καί τους πρωτοπόρους εκδότες του 15ου αίώνα νά δημιουργηθεί ένας νέος χώρος γιά τους κλασικούς, πού θά αποτελούσε πεδίο αλληλεπίδρασης τών δύο συνιστωσών τής κλασικής

33. Πρβλ. Martin Davies, Aldus Manutius, Printer and Publisher of Renaissance Venice, Arizona Center for Medieval and Renaissance Studies, Tempe, Αριζόνα 1999, σ. 18. 34. Βλ. μτφρ. Antje Lemke, είσαγ. Donald P. Bean, Aldus Manutius and his Thesaurus Cornucopia of 1496, Syracuse University Press, Νέα Τόρκη 1958, σ. 11-14. 35. Πρβλ. Hexter, ό.π., σ. 144. 36. Πρβλ. Hexter, ό.π., σ. 146. 37. Αξίζει να σημειωθεί ότι ή καθιέρωση τών λατινικών καί τών ελληνικών ώς τών δύο σκελών της κλασικής παιδείας δεν ήταν εξέλιξη αυτονόητη στην ίστορία τών γραμμάτων. Ρεύματα του 12ου αίώνα ϊσως θα είχαν οδηγήσει σέ μια τετραγλωσσική σύνθεση μέ λατινική, ελληνική, εβραίκή καί αραβική συνιστώσα ή τριγλωσσική (μέ την εξαίρεση τών εβραίκών), συνεπώς ήταν πράγματι ό ιταλικός 15ος αιώνας που στερέωσε τίς βάσεις της ελληνορωμαίκής παιδείας καί εγγυήθηκε την ακεραιότητα της δομής αυτής. Βλ. Hexter, ό.π., σ. 146, σημ. 13.

49

ΒαίΟΣ ΒΑΙΟΠΟΤΛΟΣ

παιδείας. Πέρα άπο το φωτισμό των έργων των Λατίνων μέσα άπο την άποκάλυψη-έκδοση των ελληνικών προτύπων τους, ή ενίσχυση της κατανόησης των ελληνικών κειμένων διαμέσου της λατινικής μετάφρασης ήταν ένας τρόπος για την ενίσχυση της ίδιας της ελληνομάθειας, δημιουργούσε στην πράξη ενα ολοένα διευρυνόμενο κοινό, στο όποιο θά μπορούσε να απευθύνεται ή έκδοση τών αρχαίων Ελλήνων κλασικών.38 Άπο τη στιγμή που πολλοί, ακόμη και μορφωμένοι άνθρωποι, αντιμετώπιζαν σοβαρές δυσχέρειες κατανόησης τών ελληνικών κειμένων, ήταν λογικό να αποκτήσουν και νά διατηρήσουν ιδιαίτερη βαρύτητα καί ρόλο οί λατινικές μεταφράσεις αναφορικά τόσο μέ την εκμάθηση της ελληνικής, δσο καί μέ τήν ανάγνωση καί τη μελέτη τών κλασικών. Ό Άλδος ήταν σε θέση νά διαβλέπει ότι, ανεξάρτητα άπο τήν αγάπη του γιά τά κλασικά

38. "Οπως τα δίγλωσσα χειρόγραφα στην περίοδο του Μεσαίωνα, έτσι καί κατά τον Ανθρω­ πισμό οί δίγλωσσες εκδόσεις υπήρξαν τα κυριότερα, καί ϊσως τα προσφορότερα, μέσα για τήν εκμάθηση τής ελληνικής στή Δύση. Άλλωστε, το θέμα τής μετάφρασης τών αρχαίων ελληνικών κειμένων ώς πνευματικής δραστηριότητας μέ τήν οποία επιδιώκεται ή κατανόηση και ή αξιο­ ποίηση τής κλασικής κληρονομιάς έχει άπο αρκετά παλιά διττή υπόσταση: σχετίζεται μέ τον πολιτισμό καί τήν παιδεία τών ανθρώπων γενικά, άλλα αποτελεί και θέμα τής παιδείας μέ τή στενότερη έννοια, ζήτημα τής εκπαίδευσης. Ή άντιβολή τών βιβλίων τής Αγίας Γραφής ήταν το σημαντικότερο βοηθητικό μέσο γιά τή μελέτη τής γλώσσας· ιδιαίτερα, μάλιστα, στή διάρκεια του Μεσαίωνα οί τρεις μεταφορές του Ψαλτηρίου αποτέλεσαν εκπαιδευτικά εγ­ χειρίδια άντιβαλλόμενα γραμμή προς γραμμή σέ τρεις στήλες (Psalterium triplex, Psalterium tripartitum). Βλ. ενδεικτικά Louis G. Kelly, «Medieval Psalm Translation and Laterality», στο Jeanette Beer (έπιμ.), Translation Theory and Practice in the Middle Ages, Studies in Medieval Culture, XXXVIII, Medieval Institute Publications, Kalamazoo, Μίσιγκαν 1997, σ. 161-172 αναφορικά μέ το βαθμό τής πιστότητας που διέκρινε τις λατινικές αποδόσεις τού Ψαλτηρίου άπο τον Ιερώνυμο. Τό δίγλωσσο Ψαλτήριο τής Βιβλιοθήκης τού Kues άρ. 9, δέν είχε κατά το Μεσαίωνα χρησιμοποιηθεί απλώς ώς εισαγωγή στα ελληνικά, άλλα κατασκευάστηκε εξαρχής γιά τον σκοπό αυτό, όπως δείχνει καί ή τριπλή παράθεση τού κειμένου (σαφής ένδειξη γιά «σχολική» χρήση). Μέ τον ίδιο ακριβώς τρόπο είχε αξιοποιηθεί καί ό Βιργίλιος στην ύστερη Αρχαιότητα ώς μέσο εκμάθησης τής λατινικής ά π ο τους ελληνόγλωσσους μαθητές. Βλ. Berschin, d.w., σ. 68, 90, 260, 299 καί σημ. 56 καί 57 τής σ. 313. Τά νέα γραμματικά βοηθήματα τής εποχής του ουμανισμού δέν στάθηκαν Ικανά νά εκτοπίσουν τή μεσαιωνική αυτή μέθοδο εκμάθησης τής ελληνικής, όπως φανερώνει μέ χαρακτηριστικό τρόπο ή περί­ πτωση τού Traversari, που συστήνει ανεπιφύλακτα το δίγλωσσο Ψαλτήριο γιά τό σκοπό αυτό [βλ. Berschin, ό.π., σ. 63-64 καί σημ. 64 τής σ. 75, καί Wilson, ό.π., σ. 70, P. Sabbadini, // metodo degli umanisti, Le Monnier, Φλωρεντία 1922, σ. 18-20], ένώ στον πρόλογο τού τρίτου τόμου τού Αριστοτέλη (τής έκδοσης τού 1497) σέ επιστολή τού Άλδου προς τον Alberto Pio περιλαμβάνεται ή ενδιαφέρουσα διαβεβαίωση πώς δέν υπάρχει ελληνικό βιβλίο ά π ό τό οποίο οί Δυτικοί θά μπορούσαν νά μάθουν ελληνικά καλύτερα, καί πώς έτσι ό Ermolao Barbaro, ό Giovanni Pico della Mirandola, ό Hieronymus Donatus, ό Angelo Poliziano έμαθαν ελληνικά. Ό Άλδος επαναλαμβάνει ότι ή μέθοδος πού χρησιμοποιήθηκε άπό τους ουμανιστές ήταν ή σύγκριση ελληνικού κειμένου καί λατινικής μετάφρασης, καί ότι οΙ μεταφράσεις τού Γαζή για τά περί ζώων βιβλία τού Αριστοτέλη ήταν τά έργα πού χρησιμοποιούσαν γιά το σκοπό αυτό. Βλ. Wilson, ό.π., σ. 30 καί 201, Reynolds -Wilson, ό.π., σ. 175.

50

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

κείμενα, θα έπρεπε πρώτα να καταστήσει δυνατή τήν ανάγνωση των ελληνικών κειμένων σέ ένα κάπως ευρύτερο κοινό, πριν αποπειραθεί να αναπαράγει και να εμπορευτεί τα κείμενα αυτά. Πριν να αναληφθεί ένα μεγαλεπήβολο εκδοτικό σχέδιο που θα αφορούσε το σύνολο της ελληνικής γραμματείας (πρώτο τολμηρό βήμα θά ήταν ή πεντάτομη έκδοση του Αριστοτέλη), ήταν αναγκαίο δηλαδή νά γεννηθεί και να εμπεδωθεί ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον περί τα κλασικά, καί ό σκοπός αυτός μπορούσε νά επιτευχθεί μέ τη μετάφραση καί έπειτα μέ τή διασπορά καί διάδοση αναγνωστικών, εγχειριδίων γραμματικής, καί λεξικών. Όπως σημειώνει ό Davies, ή πρώτη χρονολογημένη έκδοση τού Άλδου (το 1495)39 καί τής εταιρείας του είναι το εγχειρίδιο τού Κωνσταντίνου Λάσκαρι, ή εισαγωγή στην ελληνική γραμματική πού συνοδευόταν καί αυτή, όπως καί ό άχρονολόγητος Μουσαίος, άπο λατινική μετάφραση αντικριστά στο ελληνικό κείμενο,40 έργο τού Giovanni Crastono.41 Tò έργο αυτό, τό πρώτο βιβλίο που τυπώθηκε εξ ολοκλήρου στά ελληνικά το 1476 στο Μιλάνο καί έκτοτε γνώρισε πολλές ανατυπώσεις, εκδόθηκε άπό τον Μανουτιο μέ βελτιώσεις καί μέ τήν προσθήκη μιας δομημένης εισαγωγής γιά το ελληνικό αλφάβητο, καθώς καί μερικά άπλα καί οικεία κείμενα ανάγνωσης, όπως ή Κυριακή Προσευχή καί ή αρχή τού Κατά Ίωάννην Ευαγγελίου. Ή γραμματική αυτή προσφέρθηκε ώς υπόδειγμα σπουδαιότερων μελλοντικών εκδόσεων άλλα καί ανταποκρινόμενη στην ανάγκη εκμάθησης τής ελληνικής. Τρείς ήμερες πριν άπό τήν έκδοση της ό Άλδος είχε ζητήσει νά αποκτήσει άπό τή βενετική σύγκλητο τό προνόμιο καί τήν αποκλειστικότητα νά εκτυπώνει στή βενετική επικράτεια μόνο αυτός τά κείμενα τών Ελλήνων, 42 που σχεδίαζε νά εκδώσει. Σέ κάθε επανέκδοση τών εγχειριδίων αυτών λαμβανόταν μέριμνα νά κα­ θίστανται όλο καί περισσότερο φιλικά στο χρήστη τους. Τό κύριο χαρακτηρι­ στικό τών καινοτομιών τους ήταν ότι οικοδομούσαν μιά δημιουργική σχέση (ενίοτε, μάλιστα, σχέση αλληλεπίδρασης) ανάμεσα στο αρχαίο κείμενο καί τά βοηθήματα του, καί δέν περιορίζονταν στά λεξικά καί τις γραμματικές μέ τους προφανείς καί διάφανους παιδαγωγικούς τους στόχους, Γιά τή χρήση τών indices πού συνόδευαν τις εκδόσεις τών κειμένων, σέ μερικές περιπτώσεις

39. Βλ. Paolo Eleuteri, Storia della tradizione manoscritta di Museo, Giardini editori e stampatori. Πίζα 1981, σ. 34. Πολλοί, βέβαια, θεωρούν πώς ή άχρονολόγητη έκδοση του Μουσαίου καί ή Γαλεομυομαχία είναι ακόμα παλαιότερες (πώς πραγματοποιήθηκαν το 1494, όπως θα σημειωθεί παρακάτω). Βλ. Lowry, ο.π., σ. 82 καί 112. 40. Βλ. Davies, ο.π., σ. 14. 41. Βλ. Rhodes, β.π., σ. 20. 42. Βλ. Davies, ο.π., ο. 18, πρβλ. Phoca, ο.π., σ. 8.

51

ΒαίΟΣ

ΒαίΟΠΟΐΛΟΣ

προύπόθεση ήταν να αριθμήσει όϊδιος ό αναγνώστης τις σελίδες. 43 Ή εκτύπωση, μάλιστα, του λατινικού κειμένου γινόταν με τέτοιο τρόπο, όταν συνόδευε το ελληνικό, ώστε να επιτρέπει στον αναγνώστη με τον επιδέξιο χειρισμό των συλλογών να έχει στη διάθεση του εϊτε μιά μετάφραση αντικριστά στο κείμενο ή, αν έκρινε ότι ήταν επαρκής ή ελληνομάθεια του, μόνο το ελληνικό κείμενο. 44 Τέτοια είναι ή περίπτωση, για παράδειγμα, της πρώτης έκδοσης του ποιήματος τού Μουσαίου, για τήν οποία στον κατάλογο των άλδινών εκδόσεων πιθανολογείται το έτος 149445 (αναφορικά με τά 10 φύλλα του ελληνικού κειμένου), ενώ φέρει τή χρονολογική ένδειξη 1495 ή λατινική μετάφραση πού καταλαμβάνει 12 φύλλα 46 καί φαίνεται πώς προστέθηκε αργότερα. 47 Στην έκδοση τού Αισώπου τού 1505 ή πρακτική είναι ή ίδια με τήν πρώτη έκδοση τού ποιηματίου Τα καθ' Ήρώ καί Λέανδρον: ή λατινική μετάφραση τυπώθηκε σε φύλλα χωρίς αρίθμηση και παρεμβαλλόταν μεταξύ εκείνων τού ελληνικού κειμένου, ώστε νά λαμβάνεται χωριστά και νά αποτελεί ενα χωριστό τόμο.48 Στον κατάλογο των άλδινών εκδόσεων τού 1498, ό αρχάριος στή μελέτη τών ελληνικών διαβεβαιώνεται ότι ή γραμματική του Λάσκαρι συνοδεύεται άπό λατινική μετάφραση αντικριστά με το ελληνικό κείμενο, 49 καί μάλιστα πώς τά φύλλα της μπορούσαν νά παρεμβληθούν στα ελληνικά, άν χρειαζόταν. 50

43. Αντίθετα, ό ίδιος ό Άλδος διαφημίζει στον πρόλογο τού λεξιλογίου τού Pollux τήν πρακτική της αρίθμησης τών σελίδων που εγκαινιάζει στην έκδοση αυτή τού 1508. Βλ. Hexter, ό.π., 157, σημ. 44. 44. «[...] posse te pro arbitrio tuo Latinam Graeco insertare et ex duobus quinternionibus unum et ex uno duos facere, si prius tamen adverteris, ut Latine [...] pagina Graecae oponatur». 01 οδηγίες αυτές επανεμφανίζονται στις δυο εκτυπώσεις α π ό τον Άλδο της Γραμματικής του Λάσκαρι. Βλ. καί Hexter, ό.π., σ. 157, σημ. 45. 45. Πρβλ. Ant. Aug. Renouard, Annales de l'imprimerie des Aide, ou Histoire des trois Manouce, Jules Renouard - Librairie, Παρίσι M.DCCC.XXXIV (γ έκδοση), σ. 81, 256-258. 46. Πρβλ. Lowry, ό.π., σ. 112. 47. Στον Μουσαίο, όπως καί τον Αριστοτέλη, στον Θεόκριτο, τον Θεόδωρο Γαζή καί τή Γαλεομυομαχία, χρησιμοποιήθηκε ή πειραματική γραμματοσειρά, που έμεινε γνωστή ώς σειρά τού Αριστοτέλη, γιατί χρησιμοποιήθηκε στην πανηγυρική αυτή έκδοση. Βλ. Lowry, ό.π., σ. 131. Για ένα σύντομο σχόλιο αναφορικά μέ τά τυπογραφικά στοιχεία που εισήγαγε ό Άλδος βλ. ενδεικτικά Phoca, ό.π., σ. 11-13. 48. Βλ. Bibliotheca Aldina, A collection of one hundred publications of Aldus Pius Manutius and the Aldine Press, including some valuable aldine conterfeits, Fiametta soave, Ρώμη MCMXCI. σ. 25. 49. Ό πιο επαρκής αναγνώστης δέχεται τή συμβουλή ότι ό Thesaurus Cornucopiae θά τού ήταν ιδιαίτερα επωφελής, άν ήθελε νά κατανοήσει τις πιο δύσκολες λέξεις άπό το ομηρικό λεξι­ λόγιο. 50. Πρβλ. Wilson, ό.π., σ. 247.

Γ> 2

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΊΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Στον κατάλογο του 1513 ή εισαγωγή του εγχειριδίου αύτού προσδιορίζει τους Graecarum litterarum rudes ώς δυνητικούς αγοραστές καί επαναλαμβάνεται πώς υπάρχει ή ίδια δυνατότητα ή μετάφραση να συνάπτεται (όπως συνέβαινε καί στην έκδοση του Μουσαίου) ή οχι ανάλογα μέ τις προσωπικές ανάγκες κάθε αγοραστή. 51 Ή μέθοδος αυτή θυμίζει τή δημιουργική άνάγνωση-έπαφή μέ το κείμενο στην οποία προβαίνει καί ό αρχαίος αναγνώστης, καθιστάμενος πολλές φορές καί πρόχειρος «κριτικός» του κειμένου 52 που διαβάζει, προσθέτοντας ό ίδιος τή στίξη. Μεταξύ των ετών 1495 καί 1515 δημοσιεύονται άπο τον Άλδο Μανούτιο περίπου 130 εκδόσεις Ελλήνων κυρίως καί Λατίνων κλασικών, άπο τίς όποιες οί 27, μάλιστα, είναι editiones principes. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει ασφαλώς ή πεντάτομη τού Αριστοτέλη (1495-1498) καί του Αριστοφάνη (1498) αλλά ή πρώτη πιθανότατα είναι, όπως σημειώθηκε, αυτή τού Μουσαίου, 53 καθώς ό Άλδος, όπως φαίνεται, σφάλλοντας ώς προς τήν αρχαιότητα τού συγκεκριμένου ποιητή, τον κατέτασσε στους κλασικούς καί σημαντικούς συγγραφείς πού παρουσίαζαν ζωηρό ενδιαφέρον για το εκδοτικό του εγχείρημα συνολικά. Ακολούθησαν έργα τού Δημοσθένη, τού Πλάτωνα, τού Ξενοφώντα, τού Κοΐντου Σμυρναίου, ό Σοφοκλής, ό Ηρόδοτος, ό Θουκυδίδης, τα Ήθικά τού Πλουτάρχου, ό Πίνδαρος, ό Αισχύλος κ.ά. 54 Ή στροφή, λοιπόν, στα κλασικά γράμματα πού συντελέστηκε μέ τήν πρω­ τοβουλία των λογίων της Αναγέννησης, πέρα άπο τή μελέτη τών Λατίνων, πού δέν είχε, βέβαια, πάψει ποτέ, αφορούσε πλέον καί τή μελέτη τής ελληνικής γλώσσας καί τού συνόλου τής λογοτεχνίας της, διευρύνοντας μάλιστα τά δρια τού ενδιαφέροντος πέρα άπο τον Αριστοτέλη καί τά επιστημονικά κείμενα, πού κυριαρχούσαν στή μεσαιωνική περίοδο, εντάσσοντας στο πεδίο τής ενα­ σχόλησης τών literati καί πολλούς ύστερους ή μικρούς συγγραφείς καί κάνοντας αποδεκτή καί τή γνησιότητα καί πολλών απόκρυφων έργων. 55 Μέ τή σταδιακή μετάφραση στά λατινικά σχεδόν τού συνολικού corpus τών ελληνικών έργων

51. Βλ. Martin Lowry, «The Manutius publicity campaign», στο Aldus Manutius and Renaissance Culture, ό.π., a. 36. 52. Ομοίως ή άλδινή έκδοση του Κατουλλου του 1502 επέτρεπε στους studiosi να επιλέγουν οί ί'διοι τήν ανάγνωση του κειμένου που θεωρούσαν καλύτερη. Πρβλ. Hexter, ό.π., σ. 158. 53. Πρβλ. Reynolds - Wilson, ό.π., σ. 185. 54. Βλ. Kristeller καί Cranz, ό.π., τόμ. II, σ. 68. 55. Πρβλ. Paul Oskar Kristeller, The Classics and Renaissance Thought, Martin Classical Lectures, τ. XV, έκδοση του Oberlin College από το Harvard University Press, Καίμπριτζ, Μασαχουσέτη 1955, σ. 7.

53

ΒαίΟΣ ΒΑΙΟΠΟΥΛΟΣ

πραγματοποιήθηκε και ή εισαγωγή και καθιέρωση τους ως κύριας πηγής της δυ­ τικής σκέψης. Βέβαια, κάποια κείμενα είχαν μεταφραστεί άπο τα ελληνικά στα λατινικά ήδη στην Αρχαιότητα, ένώ στο Μεσαίωνα ή - σαφώς πλουσιότερη μεταφραστική παραγωγή αφορούσε, έκτος βέβαια άπο τα θεολογικά κείμενα, κυρίως το αριστοτελικό corpus καί «επιστημονικά» έργα, μαθηματικά, αστρονομία, ιατρική. Συνεπώς, πέρα άπο τη σύνθεση πολλών νέων εκδοχών γιά έργα ήδη στο Μεσαίωνα μεταφρασμένα, ή σημαντικότερη συμβολή τών λογίων της Αναγέννησης εντοπίζεται στο ότι μετέφρασαν έργα τής Αρχαιότητας γιά πρώτη φορά χωρίς περιορισμούς θεματικούς και μέ σαφώς ευρύτερο πεδίο λογοτεχνικών ενδια­ φερόντων. Στο πεδίο τόσο τών ελληνικών όσο και τών λατινικών γραμμάτων ό Μεσαίωνας ασφαλώς είχε προχωρήσει σε κάποιον βαθμό στην πρόσληψη τής κλασικής λογοτεχνίας, 56 άλλα ό ουμανισμός τής Αναγέννησης έπεξέτεινε τή γνώση σε όλο σχεδόν το φάσμα τών σωζόμενων έργων. 57 Ή άρση τών περιορισμών δέν άφορα μόνο τή θεματική των μεταφραζόμενων έργων, άλλα επεκτείνεται καί στην απαλλαγή άπύ τή δουλική προσκόλληση στο πρωτότυπο. Στην περίοδο τού Ανθρωπισμού εγκαταλείπεται ή πρακτική

56. Το σχετικό μέ τα ελληνικά κείμενα ενδιαφέρον τοο Μεσαίωνα είναι σχεδόν αποκλειστικά στραμμένο στή θεολογία, ιδιαίτερα στον Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη, τον Ιωάννη τον Δαμασκη­ νό, η στον Αριστοτέλη. Και όταν ακόμη στο πλαίσιο της μεταφραστικής εργασίας, όπως παρατηρείται στην Αγγλία του 13ου αιώνα, χρησιμοποιούνται μέσα ή βοηθήματα που κανείς τα συναντάει κατά κανόνα αργότερα κατά την ουμανιστική προσέγγιση τών ελληνικών (ελληνικά χειρόγραφα, λεξικά, γραμματικές και γλωσσομαθείς διερμηνείς), ή υλη που ενδιαφέρει τους Άγγλους παραμένει αποκλειστικά ή συνήθης μεσαιωνική, καθώς οί αρχαίοι Έλληνες τραγικοί, οί ποιητές και οί Ιστορικοί μένουν σε μεγάλο βαθμό εξω άπο το οπτικό πεδίο τής Δύσης. Ή εμφαντική προτίμηση στην Αρχαιότητα είναι διακριτικό στοιχείο τού Ανθρωπισμού, αφού σπάνιες είναι οί περιπτώσεις πού (κυρίως) ά π ο τον 9ο αιώνα και έπειτα επιχειρήθηκε να διευρυνθεί ή γνώση τής γλώσσας καί να μεταφραστεί μια μεγαλύτερη ποικιλία άπό αρχαία κείμενα· έκτος άπο τα θεολογικά, συνήθως στο επίκεντρο τού ενδιαφέροντος βρισκόταν στα­ θερά ό Αριστοτέλης, ό Γαληνός καί έν γένει ιατρικά κείμενα, και ίσως έργα που θα μπο­ ρούσαν νά αποφέρουν κάποιο όφελος στο ηθικό πεδίο. Βλ. Berschin, ο.π., σ. 394, Wilson, δ.χ., σ. 15, πρβλ. Marjorie Rowling, Ή καθημερινή ζωή στο Μεσαίωνα, μτφρ. Έ λ λ η Ί . Αγγέλου, Έ κ δ . Δημ. Ν. Παπαδήμα, Αθήνα 1992, σ. 28-30 καί 172-180, Glending Olson, Literature as Recreation in the Later Middle Ages, Cornell University Press, Ithaca - Λονδίνο 1982, σ. 19-38, ιδιαίτερα τις σ. 19-20, καί γιά ειδικότερα θέματα βλ. εντελώς ενδεικτικά Marie-Thérèse d'Alverny, «Translations and Translators», στο R.L. Benson - G. Constable (έπιμ.), Renaissance and Renewal in the Twelfth Century, Harvard University Press, Καίμπριτζ, Μασαχουσέτη 1982, σ. 421-462 (ιδιαίτερα γιά τήν κατάσταση στον 12ο αιώνα), Marie-Thérèse d'Alverny, «Les traductions à deux interprètes, d'arabe en langue vernaculaire et de langue vernaculaire en latin», στο Traduction et traducteurs au Moyen Age, Colloques internationaux du CNRS, IRHT 26-28 Μαίου 1986, Editions du CNRS, Παρίσι 1989, σ. 193-206 (για τις μεταφράσεις άπό τα αραβικά). 57. Πρβλ. Kristeller, ό.π., σ. 16-17.

54

ΑΛΔΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

της πιστής, τής κατά λέξη απόδοσης, τής κύριας μεταφραστικής τάσης κατά το Μεσαίωνα, που είχε εκκινήσει από τήν ευλάβεια με τήν οποία προσέγγιζαν οι μεταφραστές κείμενα δογματικού περιεχομένου, αφού άλλωστε «για τα ιερά κείμενα ακόμη και ή σειρά τών λέξεων», όπως υποστηρίζει ό Ιερώνυμος, «αποτελεί μυστήριο». 58 Άπο αυτή τήν άποψη ό περί τή μετάφραση προβλη­ ματισμός ήδη κατά τον πρώιμο Ανθρωπισμό οδηγεί τή μεταφραστική πράξη στην κατεύθυνση τής ελευθεριότητας πού διέκρινε τήν πλειονότητα τών προ­ χριστιανικών μεταφράσεων σε τέτοιον βαθμό, ώστε ϊσως ορθότερο θα ήταν να μιλήσει κάποτε κανείς για παράφραση, 59 όπως είναι οι περιπτώσεις του Κατούλλου ή τών Λατίνων δραματικών ποιητών. Ή συνεξέταση τών σχετικών με τή μετάφραση θέσεων τού Κικέρωνα, 60 του Οράτιου, 61 τού Ιερωνύμου 62 αναδεικνύει τή μετάφραση κατά τήν εποχή πρίν άπο το Μεσαίωνα ώς μια πράξη «πατριωτική», με τήν έννοια πώς ό μεταφραστής «αιχμαλωτίζει» τίς σκέψεις τού προς μετάφραση κειμένου και τις οδηγεί victoris iure υποταγμένες στη δική του γλώσσα. 63 Ή στάση αύτη, πού χαρακτηρίζει εν γένει τήν προ­ χριστιανική παραγωγή, θέτει σε προτεραιότητα τή μέριμνα για τή μητρική γλώσσα τού μεταφραστή και τήν αισθητική ποιότητα τού μεταφράσματος έναντι τής πίστης προς το πρωτότυπο. 64

58. Βλ. Hier., Epist. 57.5.2. 59. Ή περίπτωση του Κικέρωνα ώς μεταφραστή συνιστά εξαίρεση στη γενική πρακτική της παράφρασης, που διέπει εν γένει τίς αρχαίες μεταφράσεις. Βλ. G. Cuendet, «Ciceron et Saint Jerome traducteurs». REL 11 (1933) 381. 60. Βλ. Cic, De finibus 3.15: nee tarnen exprimi verbum e verbo necesse est, ut interprètes indiserti soient, και De optimo genere dicendi 14: non verba adnumerare lectori pittavi oportere, sed tamquam adpendere. 61. Βλ. Hör., Ars Poet. 133: nec verbo verbum curabis reddere fidus interpres. Για ένα σύντομο σχολιασμό της επιρροής τής παραπάνω θέσης στη μεσαιωνική μεταφραστική παραγωγή, βλ. εντελώς ενδεικτικά Douglas Kelly, «The Fidus interpres: Aid or Impediment to Medieval Translation and Translatio?», στο Jeanette Beer (έπιμ.), Translation Theory and Practice in the Middle Ages, Studies in Medieval Culture, XXXVIII, Medieval Institute Publications, Kalamazoo, Μίσιγκαν 1997, σ. 48, πρβλ. Susan Bassnett-McGuire, Translation Studies, άναθεωρ. εκδ., Routledge, Λονδίνο - Ν έ α Τόρκη 1991 (έπανέκδ. 1992), σ. 43-45. 62. Βλ. Hier., Epist. 57.4: de syllàbis calumniaris (μομφή προς εκείνους πού του προσάπτουν κατηγορίες για ελεύθερη απόδοση), 57.6: olii syllabas aucupentur, et litteras, tu quaere sententias (φέροντας ώς παράδειγμα το μεταφραστή του Βίου του Αγίου Αντωνίου Εύάγριο τής Αντιοχείας). 63. Βλ. Hier., Epist. 57.6: nec adsedit litterae dormitanti et putida rusticorum interpretatione se torsit, sed quasi captivos sensus in suam linguam victoris iure transposuit. 64. Βλ. Franz Blatt, «Remarques sur l'histoire des traductions latines», Classica et Medisevalia I (1938) 217-220.

55

ΒαίΟΣ

ΒαίΟΠΟΥΛΟΣ

Μέ τον Ανθρωπισμό καί τους λογίους της Αναγέννησης επανέρχεται στο προσκήνιο ή αρχαιότερη μεταφραστική τάση της προχριστιανικής ελευθεριότη­ τας μέ τρόπο πιο συστηματικό, ενισχυμένη μέ απόπειρες και για θεωρητική θεμελίωση, σέ συνδυασμό επίσης μέ τή συνολική δυσφήμηση και άπαξιωτική θεώρηση τών καρπών της μεταφραστικής παραγωγής τής μεσαιωνικής περιόδου (ακόμη καί αυτών τής ύστερης Αρχαιότητας). Ή προοδευτική αναγωγή της μετάφρασης σέ υπόθεση αισθητικής, καθώς προβάλλεται έντονη πλέον ή απαί­ τηση για λαμπρότητα και κομψότητα στο υφός, οδηγεί τον ουμανιστή μετα­ φραστή στή συνεπή αναζήτηση μιας υφολογικής αντιστοιχίας ανάμεσα στο ελληνικό πρωτότυπο και τή λατινική μετάφραση, στην προσπάθεια ρητορικής εξομοίωσης του μεταφράσματος μέ το επίπεδο του πρωτοτύπου. 65 Δείγμα της αυστηρότητας μέ τήν οποία το νέο πνεύμα αντιμετωπίζει τις μεσαιωνικές με­ ταφράσεις τών ελληνικών κειμένων είναι, για παράδειγμα, ό χαρακτηρισμός άπο τον Salutati τής μετάφρασης του Πλουτάρχου άπο τον Σίμωνα Άταμανο ώς semigreca translation εξαιτίας τής δουλικής εξάρτησης της άπο το πρωτότυπο ή ή περιφρόνηση του Πετράρχη και του Ιωάννη Αργυρόπουλου για τις με­ σαιωνικές μεταφράσεις του Αριστοτέλη. Ή τάση μεταφοράς τής ελληνικής γραμματείας σέ κομψά λατινικά έγινε τόσο ισχυρή, ώστε θεωρήθηκε αναγκαία καί ή αισθητική αναβάθμιση τού λόγου του Σταγειρίτη, όταν μεταφερόταν στή λατινική, και προεξοφλήθηκε μάλιστα ή σχετική μέ αυτό σύμφωνη γνώμη του αρχαίου φιλοσόφου.67 Ή χρήση άπο τους ανθρωπιστές (πρώτα άπο τον Bruni) του όρου traducere, άντι τών μέχρι τότε επικρατούντων transferre, transvertere, interpretari, είναι αντιπροσωπευτική τών νέων, κυρίαρχων πιά στή μεταφραστική πρακτική, ιδεών και τάσεων, τής εξαγγελλόμενης μεταφραστικής ελευθερίας, τού εξωραίσμού, τών επεμβάσεων, τών μεταβολών και τών απαλείψεων στις όποιες οι μεταφραστές του νέου πνεύματος προέβαιναν γιά αισθητικούς σκο­ πούς, τής μέριμνας γιά καλλωπισμό, καθώς το transferre είχε ταυτιστεί μέ τή

65. Οί λατινικές μεταφράσεις του Όμηρου, μέ αυτήν τήν οπτική, θα ήταν πετυχημένες, αν κατάφερναν να αναπαράγουν κάτι άπο τον ήχο τού βιργιλιανού έπους. Ο Bruni στο έργο του De interpretatione recta υποστηρίζει ότι τα υφολογικά στοιχεία τού πρωτοτύπου μπορούν να άποδοθούν αρκετά καλά, ώστε να επιτρέπουν στον αναγνώστη της μετάφρασης να σχηματίσει μια σωστή ιδέα γι' αυτά. Πιστεύει ότι τα καλά στοιχεία τού ύφους ενός συγγραφέα μπορούν νά επιβιώσουν κατά τή μεταφορά άπο τή μια γλώσσα στην άλλη, και φέρει ώς παράδειγμα τή δική του απόδοση τού πλατωνικού Φαίδρου, στην οποία επιχειρεί να καταδείξει τήν ομορφιά τού πλατωνικού λόγου, επισημαίνοντας τη χρήση τής μεταφοράς καί τής αντίθεσης, τήν ισόρροπη κατανομή τών ιδεών μέσα σέ μια πρόταση καί τήν αντίθεση τών μακροσκελών καί σύντομων προτάσεων. Βλ. Wilson, ό.π., σ. 50. 66. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 407 καί σημ. 116 στή σ. 432, επίσης Wilson, ό.π., σ. 25. 67. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 417-418 και σημ. 165-168 στή σ. 435, Wilson, ό.π., σ. 160-161.

56

ΑΛΛΙΝΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΙ ΛΑΤΙΝΙΚΕΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

μεσαιωνική μεταφραστική δουλικότητα, 68 τήν τυφλή υποταγή στο γράμμα, σήμαινε αντίθεση με το πνεύμα τής κλασικής λατινικής γλώσσας. 69 Οι πρώτες λοιπόν εκδόσεις που γέννησε ή επανάσταση τής τυπογραφίας, ιδιαίτερα μάλιστα αυτές του Άλδου, λειτούργησαν ώς σημεία συνάντησης για τους ανθρωπιστές όλων των εθνών και αποτέλεσαν ταυτόχρονα το πεδίο έκφρασης ένας έντονου και ώριμου πια προβληματισμού τόσο γιά τήν αξία τής κλασικής παιδείας, τίς πτυχές της καί τις συνιστώσες της, οσο και για τους τρόπους πρόσληψης της άπο ενα διαρκώς διευρυνόμενο κοινό. Ζητήματα όπως ή λατινική semulatio καί imitano απέναντι στα ελληνικά πρότυπα, ό βαθμός τής επιρροής που δέχθηκαν οί Ρωμαίοι άπο τους Έλληνες, άλλα καί ό τρόπος που ή ελληνική κληρονομιά θά μεταφερόταν Minis verbis απέκτησαν νέο περιεχόμενο, και ή σχετική προβληματική προσέλαβε μιά νέα δυναμική που οί απολήξεις της παραμένουν καί σήμερα ακόμη ορατές στις συζητήσεις περί του νοήματος καί τού ύφους που διακρίνουν τή μεταφραστική διαδικασία.

68. Βλ εντελώς ενδεικτικά Charles Homer Haskins, Studies in the History of Mediaeval Science, Harvard University Pres, Humphrey Milford - Oxford University Press, Καίμπριτζ - Λονδίνο 19272, σ. 149-151 για έναν αυστηρό χαρακτηρισμό της μεσαιωνικής μεταφραστικής πιστότητας. 69. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 418 και σημ. 171 στη σ. 436. Ό παραπάνω διαχωρισμός δεν ση­ μαίνει, βέβαια, ότι άπο τις μεσαιωνικές μεταφραστικές απόπειρες απουσίαζε πάντοτε ή εντελώς κάθε μέριμνα για αισθητική ποιότητα, γιατί δεν είναι μοναδική ή περίπτωση τού Άγγλου λογίου του 13ου αιώνα Grosseteste, πού, μεταφράζοντας Διονύσιο Αρεοπαγίτη, δέν έκρυβε το στόχο του να μεταφέρει όχι μόνο τή mens scriptoris άλλα καί τή venustas sermonis, επιδεικνύοντας ευαισθησία στην ωραία έκφραση. Βλ. Berschin, ό.π., σ. 388 καί σημ. 45 στή σ. 427. Και ό Άγιος Ιερώνυμος, άλλωστε, ενθάρρυνε τήν ελευθεριότητα στην απόδοση σχετικά με τά φιλολογικού ενδιαφέροντος κείμενα, επιμένοντας στην πιστή απόδοση τών δογματικών κειμένων. Εντελώς ενδεικτικά, για τις μεταφραστικές θέσεις τού τελευταίου, πού αποδοκιμάζουν τήν άκριτη de verbo ad verbum απόδοση, βλ. Valery Larbaud, Sous l'invocation de saint Jérôme, Éditions Gallimard, χ.τ. 1946 (άναθεωρ. εκδ. 1973), σ. 9-56, ιδιαίτερα τις σ. 48-50, πρβλ. Bassnett-McGuire, ό.π., σ. 45-46.

57

Ηλίας Γιαρένης

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΑΡ. 20 ΤΗΣ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ. ΕΝΑ ΧΡΟΝΟΛΟΓΗΜΕΝΟ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ*

Κ

ατά την διάρκεια μιας επίσκεψης του στα Ιωάννινα στίς αρχές της δεκαετίας του 1970, ό αείμνηστος λαμπρός παλαιογράφος Αίνος Πολίτης εξέτασε το χειρόγραφο άρ. 20 της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης Ιωαν­ νίνων. Ή σύντομη περιγραφή του χειρογράφου δημοσιεύθηκε το 1973, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης - καί πολυτιμότατης - παλαιογραφικής συμβολής.1 Κατά την πορεία ενός ερευνητικού προγράμματος του Πανεπιστημίου Ιωαν­ νίνων γιά τά Χρονολογημένα Μεσαιωνικά Ηπειρωτικά Χειρόγραφα, με επιστημο­ νικό υπεύθυνο τον Καθηγητή Κ.Ν. Κωνσταντινίδη, είχαμε τή δυνατότητα να εξετάσουμε συστηματικά τον κώδικα το 2003. Ή επιτόπια έρευνα τού κώδικα επαναλήφθηκε - και ολοκληρώθηκε - στο τέλος τού 2005. Με ευφρόσυνα σεβάσματα προσφέρουμε αυτό το μικρό άρθρο στον πρώτο τόμο τής Επετηρίδας τού Τμήματος Ιστορίας τού Ιονίου Πανεπιστημίου, προς τιμήν τού Καθηγητή Δημητρίου Ζ. Σοφιανού, αφοσιωμένου διδασκάλου καί ακάματου ερευνητή, πού έχει αφιερώσει πολύ κόπο στην μελέτη χειρογράφων καί έγγραφων τού ελλαδικού χώρου, μέ εντυπωσιακούς - σε μέγεθος και ποιότητα - εύχυμους καρπούς. Το παρόν άρθρο αποτελεί σμικρόν άντίδωρον, καί συνοδεύεται άπο τήν έκθυμη ευχή: Πολυχρόνιος. Στην συνέχεια επιχειρούμε μία νέα παλαιογραφική καί κωδικολογική2 περιγραφή τού χειρογράφου.

* Θερμές ευχαριστίες οφείλονται στον Καθηγητή Βυζαντινής Ιστορίας Κ.Ν. Κωνσταντινίδη, δεινό μελετητή των μεσαιωνικών ηπειρωτικών χειρογράφων, καί οδηγό στην σχετική έρευνα. Ευχαριστίες εκφράζονται επίσης στην κυρία Αικατερίνη Τζάννου, Διευθύντρια τής Ζωσιμαίας Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Ιωαννίνων, για τήν πρόθυμη ανταπόκριση της στο αίτημα επιτόπιας μελέτης τού χειρογράφου, και λήψης φωτογραφιών για τις ανάγκες του παρόντος άρθρου. 1. Λ. Πολίτης, «Παλαιογραφικά από τήν Ή π ε ι ρ ο » , Έπετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης 12 (1973) 368. 2. Για τήν περιγραφή μας αξιοποιήσαμε το υποδειγματικό σύστημα περιγραφής τού έργου: C.N. Constantinides και R. Browning, Dated Greek Manuscripts from Cyprus to the Year 1570, Λευκωσία 1993, σ. V-VI.

59

ΗΛΙΑΣ

ΓΙΑΡΕΝΗΣ

Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης Ιωαννίνων, άρ. 20. 1. Εύαγγελιστάριο (τρία τμήματα

Εύαγγελισταρίων)

2. Χαρτί δυτικό, ποικίλλης όφής καί απόχρωσης κατά τμήματα, κατάστικτο άπο άγιοκέρι. 3. Φύλλα 109, 295 x 212. Γραφόμενη επιφάνεια 238 χ 160. Ύδατόσημο σχήματος άγκυρας στο τρίτο Εύαγγελιστάριο (Είκ. 5). Κείμενο σε δύο κάθετες στήλες. 4. Περιεχόμενα α. (φφ. 1r -43v) Εύαγγελιστάριο (Ακέφαλο και κολοβό) Inc. (Ακέφαλο) και ειπεν αύτοίς. εν έρΙγων επίησα και πάντ(ες) θαυμάζεται. δια τού/τω μωσής. Des. (43 ν): καί άλε πωλαι αί συν άνά/βάσε αύτώ εις ίερω/σώλειμα. β. (φφ. 44r-101v) Εύαγγελιστάριο (Ακέφαλο) Inc. (Ακέφαλο) [...]μων καί οι μετ' αύτού· και εύΐρώντες αυτών λέγουσιν Des. (φ. 101ν) χωρίσαι Ι τά γραφώμενα βή/βλήα. αμήν. γ. (φφ. 102r-109v) Εύαγγελιστάριο (Ακέφαλο και κολοβό) Inc. (Ακέφαλο) κτήσασθε χρυσσον /μηδέ άργυρον· μηδέ χαλκούν είς/τάς ζώνας ύμ(ών) Des. (109ν) (Κολοβό) Τη δ' τ(ή)ς γ άδ(ε) τού ματθ(αίου) / Ειπεν ό κ(ύριο)ς την πα[...] 5. Γραφείς και γραφές Ό κώδικας έχει αντιγραφεί άπο πέντε γραφείς (Α-Ε). Ό γραφέας Α, δηλαδή ό ιερέας Γεώργιος Άνδριτζώπουλος, μπορεί νά θεωρηθεί ό βασικός γραφέας τού χειρογράφου, τού οποίου διαθέτουμε και το βιβλιογραφικό σημείωμα. Στο χειρόγραφο εντοπίζονται άλλοι τέσσερις ανώνυμοι γραφείς (Β, Γ, Δ, Ε). Οι ανώνυμοι γραφείς Β, Γ καί Δ πιθανότατα εργάστηκαν σε συνεννόηση με τον Άνδριτζώπουλο γιά τήν γραφή τού κώδικα, καί ανέλαβαν μικρά τμήματα αυτού. Ό γραφέας Ε εργάστηκε αυτόνομα - άγνωστο πότε ακριβώς - καί έγραψε το αντίστοιχο τμήμα Εύαγγελισταρίου, το όποιο έκ των υστέρων συσταχώθηκε στον κώδικα. Ό γραφέας Α (Άνδριτζώπουλος) έγραψε τά φφ. lr-lv (εως τον 14ο στίχο τής αριστερής στήλης), 3r-20v (έως τον 7ο στίχο της αριστερής στήλης), 22r (δεξιά στήλη)-43ν (τέλος), και το Εύαγγελιστάριο πού φέρει στο τέλος το βιβλιογραφικό σημείωμα (71r-101v). Ή γραφή του είναι όρθια, ευμεγέθης, δεξιοκλινής, με λίγες συνδέσεις (Είκ. 1, 3, και HE στο έγχρωμο παράρτημα).

60

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Α Ρ . 2 0

ΤΗΣ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

Ό ανώνυμος γραφέας Β έγραψε τα φφ. 1ν (άπα τον 14ο στίχο της αριστερής στήλης)-2ν (τέλος). Ή γραφή του είναι επιμελημένη, μικρού μεγέθους, με δια­ κοσμητικές τάσεις. Ό ανώνυμος γραφέας Γ έγραψε τα φφ. 20 ν (άπο τον 7ο στίχο της αριστερής στήλης)-22Γ (τέλος αριστερής στήλης). Ή γραφή του είναι όρθια, επιμελημένη, οξυκόρυφη και τετραγωνισμένη. Ό ανώνυμος γραφέας Δ έγραψε τα φφ. 44r-70v. Ή γραφή του είναι όρθια, επιμελημένη, ελαφρώς δεξιοκλινής, με διακοσμητικές τάσεις και με λίγες συν­ δέσεις (Είκ. 2). Ό ανώνυμος γραφέας Ε έγραψε τά φφ. 102r-109v. Ή γραφή του είναι ευμε­ γέθης, τετραγωνισμένη, δεξιοκλινής, με διακοσμητικές τάσεις (Είκ. 9Ε). 6. Βιβλιογραφικό σημείωμα Στο τέλος του Εύαγγελισταρίου (φφ. 44r-101v) που αποτελεί το δεύτερο - και κύριο - τμήμα τού χειρογράφου, στο φ. 101ν υπάρχει ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλιογραφικό σημείωμα, που μας πληροφορεί γιά την χρονολόγηση της γραφής του Εύαγγελισταρίου και τον γραφέα του (Είκ. 11Ε). Το σημείωμα έχει ως έξης: t Έπι έτ(ους) ,ς^νθ' ίνδ. ιε'. Έτεληώθ(η) ή παρούσα δέλτος δια χειρός εμοΰ του αμαρτολού Γεωργίου τάχα και ιερέ (ως) τού Ανδριτζωπούλ(ου) εν μιν(ί) φευ(ρουαρίω) ι' κα δ ιγ' ώρ(α) ç τ(ή)ς ημέρ(ας). Άπο το παραπάνω βιβλιογραφικό σημείωμα, μας παρέχεται ή χρονολόγηση του δεύτερου (και κυρίου) μέρους τού κώδικα. Μας παραδίδεται ό Φεβρουάριος του έτους άπο κτίσεως κόσμου 6959, ήτοι τού έτους 1451 άπο Χρίστου. Ωστόσο, ή ίνδικτιών που μας παρέχεται στο σημείωμα (ιε') δεν συμφωνεί μέ το έτος αυτό. Πιθανότατα πρόκειται γιά εσφαλμένη απόδοση τής ίνδικτιώνος. Ό γραφέας τού μεγαλύτερου μέρους αύτού τού τμήματος τού χειρογράφου είναι ό ιερέας Γεώργιος Άνδριτζώπουλος 3. Το πρόσωπο αυτό μας είναι γνωστό αποκλειστικά άπο την συγκεκριμένη αναφορά τού χειρογράφου. Έτσι, δεν γνωρίζουμε τίποτε άλλο για την δραστηριότητα του, ώς ιερέα η ώς γραφέα. Ό Γ. Άνδριτζώπουλος έχει πάντως συμπεριληφθεί, ακριβώς λόγω τής ιδιότητας του ως γραφέα αύτού του χειρογράφου, στο Prosopographisches Lexikon der Palaiologenzeit, έπιμ. Ε. Trapp, Ι/1, Βιέννη 1976, σ. 88 [άρ. 939].

61

Εικόνα 1. Το φ. 71r του κώδικα, άρχη του Εύαγγελισταρίου με γραφέα τον Γεώργιο Άνδριτζώπουλο (Α).

εικόνα 2. Tò φ. 53r τού κώδικα, άπο το χέρι τού ανωνύμου γραφέα Δ.

Εικόνα 3. Tò φ. 20r του κώδικα, με γραφέα τον Γεώργιο Άνδριτζώπουλο (Α).

i

Εικόνα 4. Εμπρόσθια οψη της στάχωσης του κώδικα.

ΗΛΙΑΣ Π Α Ρ Ε Ν Η Σ

Tό βιβλιογραφικό σημείωμα μας ενημερώνει με ακρίβεια για τον χρόνο ολοκλήρωσης τού έργου του. Το χειρόγραφο ολοκληρώθηκε, σύμφωνα με την αναφορά αύτη, κατά την 6η ώρα της 10ης Φεβρουαρίου τού 1451. Δυστυχώς δέν υπάρχει στο σημείωμα αναφορά τού τόπου στον όποιο γράφτηκε το Εύαγγελιστάριο. Το στοιχείο αυτό θά ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον για την ευρύτερη ένταξη αύτού τού τμήματος (άλλα και τού κώδικα συνολικά) στην σχετική παραγωγή της εποχής. Πρόβλημα υπομνηματισμού παρουσιάζει έξαλλου και ή συντομογραφία κα δ , πού υπάρχει στο σημείωμα, ώς αναφορά στο πλαίσιο τού χρονικού προσ­ διορισμού της καλλιγράφησής του. Ο Λ. Πολίτης σε σχετική σημείωση του έπεσήμαινε το πρόβλημα αυτής τής ασυνήθιστης συντομογραφίας, καί είκαζε ότι θά μπορούσε ίσως νά νοηθεί ώς συντομογραφία τού «καλένδαι». Ωστόσο, ό ίδιος ορθότατα σημείωνε ότι ή 13η ήμερα των καλένδων δέν συμπίπτει με τήν 10η Φεβρουαρίου.4 Ό π ω ς όμως προαναφέραμε, και ή ινδικτιών πού μας δίνεται στο βιβλιο­ γραφικό σημείωμα δέν συμπίπτει μέ το σημειούμενο έτος γραφής τού χειρο­ γράφου. Άν λοιπόν ή συγκεκριμένη συντομογραφία μπορεί πράγματι νά μετα­ γραφεί ώς «καλένδαι», είναι πιθανόν νά βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμη λάθος τού γραφέα. Πάντως, το ζήτημα τής ερμηνείας τής συντομογραφίας παραμένει ανοικτό. 7. Ή διακόσμηση τού χειρογράφου Α. Αρχικά γράμματα καί επίτιτλα: Σέ ολα τα τμήματα τού κώδικα εμφανίζεται μία τάση γιά διακόσμηση.5 Στο σύνολο τού κώδικα υπάρχουν σποράδην αρκετά ποικιλμένα έρυθρόγραφα πρωτογράμματα. Τα πρωτογράμματα αυτά είναι άπλα, συχνά αδέξια, μέ μαύρο «γέμισμα» καί σχεδόν πάντοτε σχηματισμένα στο περιθώριο τού φύλλου. Συχνότερα άπαντώμενα πρωτογράμματα, λόγω τής φύσεως τού κειμένου, είναι: Ε, Τ. Πρωτογράμματα πιο σύνθετα (Ε ώς ευλογούσα χειρ) απαντώνται στά φφ. 53r (Είκ. 2) και 56r. Σποράδην υπάρχουν καί απλοί έρυθρόγραφοι τίτλοι. Τά έπίτιτλα (μέ μαύρο καί κόκκινο μελάνι) απαντώνται σπανιότερα στον κώδικα: π.χ. φφ. 71Γ (Είκ. 1), 79ν, 93ν, 96ν. 4. Βλ. Λ. Πολίτης, «Παλαιογραφικά», ο.π., 368, σημ. 1. 5. Γενικότερα, στα Εύαγγελιστάρια εμφανίζεται πληθώρα αρχικών γραμμάτων. Βλ. ενδεικτικά Λ. Πολίτης, Οδηγός Καταλόγου Χειρογράφων, [Γενικον Συμβούλων Βιβλιοθηκών τής Ελλάδος, 17] Αθήνα 1961, σ. 45-46. Βλ. καί τήν ειδική μελέτη της Axinia Dzurova, Ή διακόσμησις τού υπ' αριθμόν 17 ελληνικού Εύαγγελισταρίου της εν Ίωαννίνοις Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης. Περι των διπλών και τριπλών αρχικών γραμμάτων στα βυζαντινά χειρόγραφα, έκδ. Ζωσιμαίας Κεντρικής Ιστορικής Βιβλιοθήκης, Ιωάννινα 2005.

66

Εικόνα 5. Ύδατόσημο των φύλλων 102 (επάνω) καί 103 (κάτω).

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗΣ

Β. Ή μικρογραφία: Στο φ. 12ν τού χφ. βρίσκεται ολοσέλιδη μικρογραφία με πορ­ τραίτο του Εύαγγελιστού Ματθαίου (ΕΊκ. 10Ε). Ό ευαγγελιστής απεικονίζεται σε μία παραλλαγή του γνωστού τύπου τού σκεπτόμενου. 6 Ή μικρογραφία τοποθετείται στον κώδικα απέναντι άπο το κείμενο (13r): Τη β του αγίου πν(εύματος) κατ(ά) Ι ματθέ(ον). Ακολουθούν άλλα 5 χωρία άπο το Κατά Ματ­ θαίον Εύαγγέλιον. Στην παράσταση χρησιμοποιείται το σκούρο μπλε χρώμα για τήν απόδοση του βάθους, αντί τού συνήθως χρησιμοποιουμένου για τον σκοπό αυτό χρυσού χρώματος. Πιθανότατα καθοριστικό ρόλο γιά αυτή τήν επιλογή έπαιξε και ή μάλλον περιορισμένη οικονομική δυνατότητα τού χρηματοδότη της διακό­ σμησης του συγκεκριμένου κώδικα. Ή περιορισμένη αυτή δυνατότητα επη­ ρέασε γενικότερα τις επιλογές τού μικρογράφου. Ό ευαγγελιστής Ματθαίος εμφανίζεται καθισμένος σε μία καρέκλα με έρεισίνωτο, σε καφέ χρώμα καί με απόδοση γεωμετρικής διακόσμησης. Ό ευαγγελιστής εικονίζεται με ήρεμη οψη, στραμμένος προς τα δεξιά, ώς προς τον θεατή. Επιγραφή: Ο ΑΓ(ΙΟΣ) ΜΑΤΘΑΙ(Ο)Σ. Μπροστά άπο τον σκεπτόμενο ευαγγελιστή, έχει αποδοθεί με αδρές γραμμές και εντελώς υποτυπώδη τρόπο, ενα αναλόγιο, στο όποιο έχει γραφεί: ΒΙΒΛΟΣ ΓΕ (ΕΣΤΙΝ). Κάτω άπο το αναλόγιο, αποδίδονται υποτυπωδώς τά όργανα γραφής τού εύαγγελιστήγραφέα: μαχαιρίδιο καί μελανοδοχεϊο. Ή σύνθεση τού πορτραίτου μπορεί νά χαρακτηρισθεί ώς εξαιρετικά απλή. Χα­ ρακτηριστική είναι ή απουσία πού παρατηρείται στο πλαίσιο της μικρογραφίας κάποιων συμπληρωματικών στοιχείων, πού απαντώνται σέ πολλές αντίστοιχες μικρογραφίες.7 Έτσι, δέν αποδίδεται κάποιο έπιπλο στο όποιο νά περιέχονται τά εργαλεία της γραφής τού ευαγγελιστή, ούτε κάποιο οικοδόμημα στο βάθος. Έτσι, ή συγκεκριμένη μικρογραφία περιλαμβάνει μόνο τα απολύτως απαραίτητα στοιχεία, ένώ και αυτά αποδίδονται συχνά με τρόπο υποτυπώδη. Ό χιτώνας και το ιμάτιο, τά όποια φέρει στο πορτραίτο ό Ματθαίος, δέν έχει καταβληθεί κάποια προσπάθεια ώστε νά διακριθούν μέ σαφή τρόπο μεταξύ τους. Και τά δύο αότά στοιχεία της ένδυσης τού ευαγγελιστή έχουν αποδοθεί σέ ένα μάλλον ενιαίο σχήμα, σέ χρώμα βαθύ πράσινο (λαδί). Ό Ματθαίος φέρει ενα κυκλικό φωτοστέφανο, πού έχει αποδοθεί μέ κίτρινο χρώμα. 6. Σχετικά με τον εικονογραφικό τύπο, βλ. A.M. Friend, «The Portraits of the Evangelists in Greek and Latin Manuscripts», Art Studies 12 (1927) κυρίως σ. 95-129. 7. Βλ. ενδεικτικά, P. Buberl, Die Miniaturenhandschriften der Nazionalbibìiothek in Athen, Βιέννη 1917, σ. 13-14 και A.M. Friend, ό.π., σ. 98-109. Πρβ. Α. Ξυγγόπουλος, Το Εύαγγέλιον του Μελε­ νικού εις την Έθνικήν Βιβλιοθήκην Άθηνών, [Δημοσιεύματα Εταιρείας Μακεδόνικων Σπουδών, 47] Θεσσαλονίκη 1975, σ. 17-23.

68

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ Α Ρ . 2 0

Τ Η Σ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

Στο άνω δεξιό τμήμα της μικρογραφίας εικονίζεται το σύμβολο του ευαγγε­ λιστή Ματθαίου. Πρόκειται για τον ανθρωπο-αγγελο, πού άλλωστε αποτελεί το σύμβολο του συγκεκριμένου ευαγγελιστή σύμφωνα καί με τις τρεις βασι­ κές σειρές αντιστοιχίας των συμβόλων μέ τους ευαγγελιστές, πού είχαν δια­ μορφωθεί στους κόλπους τής χριστιανικής Εκκλησίας, τόσο στην Ανατολή, όσο και στη Δύση (την σειρά τού Ειρηναίου καί των συνεχιστών του, 8 τήν σειρά τού Έπιφανίου 9 καί αυτήν τού Ψευδο-Άθανασίου). 10 Όσον άφορα στην αντιστοιχία τού ευαγγελιστή Ματθαίου μέ το σύμβολο τού αγγέλου, ενδιαφέρον παρουσιάζει μια τάση ομοιομορφίας πού παρατηρείται κατά τους Παλαιολόγειους χρόνους, περίοδο σύνθεσης καί τού εξεταζόμενου κώδικα. Στο πλαίσιο ενός σχετικού πίνακα πού κατάρτισε ό R.S. Nelson για τήν περίοδο αυτή, σε κάθε έναν άπο τους 19 εικονογραφημένους χειρόγραφους κώδικες πού εξετάστηκαν ενδεικτικά, ό Ματθαίος παρουσιάζεται να αντιστοι­ χείται μέ το σύμβολο τού αγγέλου. 11 Ό άγγελος-σύμβολο τού Ματθαίου εικονίζεται στο χειρόγραφο ενταγμένος στην σύνθεση τού πορτραίτου τού ευαγγελιστή. Παρουσιάζεται όμως να άντικρύζει τον Ματθαίο, εμφανιζόμενος άνω δεξιά σέ σχέση μέ αυτόν, καί φέρνοντας του τήν γραφίδα μέ το αριστερό χέρι, ένω μέ τό δεξί τον ευλογεί. Ενδιαφέρον παρουσιάζει καί ό τύπος τού φωτοστέφανου τό όποιο φέρει ό άγγελος. Το φωτοστέφανο έχει σχήμα πεντάλφας. πού αποτελεί ένα ιδιότυπο γιά τά δεδομένα τής βυζαντινής τέχνης στοιχείο. Γιά την χρωματική απόδοση τού φωτοστέφανου έχει χρησιμοποιηθεί έντονο κόκκινο χρώμα, στοιχείο επίσης ασύνηθες. Το πλαίσιο τού φωτοστέφανου έχει αποδοθεί μέ λευκό χρώμα. Ή κατάσταση τής μικρογραφίας είναι καλή. Μικρές φθορές εντοπίζονται στά σημεία απόδοσης τών χεριών τού Ευαγγελιστή, καί τού δεξιού χεριού τού αγγέλου. Στο κάτω πλαίσιο (στο κέντρο) καί στο άνω πλαίσιο (δεξιά) της μικρογραφίας, εντοπίζονται σταξίματα άπό κερί. γ. Ή μικρογραφία καί ό κώδικας: Τό πορτραίτο τού Ματθαίου έχει φιλοτεχνηθεί σέ ανεξάρτητο φύλλο (φ. 12, διαστάσεων 277 Χ 190) τό όποιο έχει τοποθετηθεί μεταξύ δύο τετραδίων τού χειρογράφου (μεταξύ τών φφ. 11 καί 13). Ή χρο-

8. Βλ. σχετικά, G. Galavaris, The Illustrations of the Prefaces in Byzantine Gospels, Βιέννη 1979. σ· 36-37. Επίσης, R.S. Nelson. The Iconography of Preface and Miniature in the Byzantine Gospel Book, Νέα Υόρκη 1980, σ. 25-27. 9. Βλ. σχετικά, Galavaris, ό.π., σ. 39-40 καί Nelson, ό.π.. σ. 18-19. 10.Βλ. G. Galavaris, ό.π., σ. 42-43. 11• Βλ. R.S. Nelson, ό.π., σ. 112: Πίν. C, «Evangelist Symbols in the Palaeologan Period».

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗΣ

νολόγηση της μικρογραφίας παρουσιάζεται έτσι εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι αδύνατη. Σημαντικό ζήτημα πού έχει άμεση σύνδεση με την απόπειρα χρονικής τοποθέτησης τής μικρογραφίας είναι εάν αύτη προέρχεται άπο άλλο - παλαιότερο, σύγχρονο ή μεταγενέστερο χειρόγραφο - σε σχέση με το Εύαγγελιστάριο του 1451. Δυστυχώς, ό κώδικας δεν προσφέρει κάποια ένδειξη πού νά μάς διαφωτίζει σχετικά. Παραμένει ώς πιθανό ενδεχόμενο ή ένθεση τής μικρογραφίας νά συν­ δέεται μέ την διαδικασία συνένωσης σε ενιαίο σώμα τών διαφορετικών τμη­ μάτων τού χειρογράφου, πού το συναποτελούν σήμερα. Ή μικρογραφία παρουσιάζει αρκετά λαίκότροπα στοιχεία, τα όποϊα μπορούν νά εντοπισθούν κυρίως στην υποτυπώδη δομή, στην απόδοση τών μορφών και στην επιλογή τών χρωμάτων, στην οποία καταλήγει ό μικρογράφος. Είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν χρησιμοποιήθηκε ώς πρότυπο γιά την δη­ μιουργία αυτής τής μικρογραφίας κάποιο παλαιότερο πορτραίτο τού Ματ­ θαίου, το όποιο νά διέθετε μνημειακή εμφάνιση και κλασικό χαρακτήρα. Ακόμη όμως καί έάν κάτι τέτοιο συνέβη, ή αδεξιότητα πού εντοπίζεται σε αρκετά ση­ μεία τής μικρογραφίας και οι περιορισμένοι ορίζοντες τού μικρογράφου, πού ίσως αντλούσε άπο ενα τέτοιο πρότυπο, αφαίρεσαν τά στοιχεία πού προσδιόρι­ ζαν τεχνοτροπικά το πρότυπο του καί κατέστησαν μάλλον απαγορευτική την ταύτιση του. Ωστόσο, μπορούν κατά τήν άποψη μας νά ανιχνευθούν κάποια παράλληλα, όσον άφορα κυρίως στην δόμηση τής σύνθεσης. Έ ν α άπο τά βασικά κριτήρια γιά τήν ανίχνευση αυτών τών παραλλήλων θά πρέπει νά αποτελέσει και ό τρόπος πού ακολουθήθηκε γιά τήν ένταξη στο πορτραίτο τού συμβόλου του ευαγγελιστή Ματθαίου, δηλαδή τού αγγέλου. Σε αυτό το επίπεδο, το πορτραίτο παρουσιάζει αναλογίες ώς προς τήν σύνθεση μέ συγκεκριμένες μικρογραφίες άλλων χειρογράφων, πολλά άπο τα όποια έχουν ήδη μελετηθεί. Έτσι, αναλογίες μπορούν νά ανιχνευθούν μέ το πορτραίτο τού Ματθαίου πού υπάρχει στο φ. 17 ν. τού χφ. 548 τής Μονής Ιβήρων, πού χρονολογείται στά 1433. 12 Επίσης, παρόμοια δομή παρατηρείται καί στο αντίστοιχο πορτραίτο ευαγγελιστή, πού υπάρχει στο χφ. 61 τής Μονής Κουτλουμουσίου στο Άγιο Όρος. 1 3 έ ν α ακόμη χειρόγραφο, στά πορτραίτα

12. Για το συγκεκριμένο πορτραίτο του ευαγγελιστή Ματθαίου, βλ. I. Spatharakis, The Lefthanded Evangelist. A Contribution to Palaeologan Iconography, Λονδίνο 1988, σ. 70-71, eu. 25. Nelson, ο.π., a. 112. Βλ. καί Γ. Γαλάβαρης, Ιερά Μονή Ιβήρων. Εικονογραφημένα χειρόγραφα, Άγιον Όρος 2000, σ. 87, 90 και Είκ. 60, μέ μικρογραφία τού ευαγγελιστή Ιωάννη. 13. G. Galavaris, ό.π., είκ. 27.

70

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΑΡ. 2 0

ΤΗΣ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

ευαγγελιστών, τού οποίου παρατηρούνται αναλογίες με το πορτραίτο που εξετά­ ζουμε, είναι το χφ. Α 6 0 της Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Ό ρ ο υ ς . 1 4 Μεγαλύτερες όμως φαίνονται οι αναλογίες που παρουσιάζει το πορτραίτο που) εξετάζουμε, με α υ τ ά τού τετραευαγγελίου London, Add. 11.838, π ο υ χρονολογείται στα 1326, 1 5 άλλα και τ ο υ Tbilisi, MSS Institute of the Academy of Sciences, A 484. Στην περίπτωση αύτη, ό ίδιος ό Χριστός εμφανίζεται στο άνω δεξιό τμήμα τού πορτραίτου νά ευλογεί το συγγραφικό έργο τού ε υ α γ γ ε ­ λιστή. 16 8. Στάχωση 1 7 Δερματόδετη στάχωση με τραχύ σκούρο καφέ χρώμα. Οί πινακίδες είναι ξύλινες, πάχους 12 χιλιοστών, με αύλακα («καναλάκι») στην ακμή τους. Οί πινακίδες έχουν ακριβώς το ίδιο μήκος καί πλάτος με τα φύλλα τού κώδικα, τυπικό στοιχείο τής στάχωσης βυζαντινού τ ύ π ο υ . Στην ακμή τής εμπρόσθιας πινακίδας διακρίνονται τ α σταθερά μέρη τών κλείστρων, ενώ τ ά κινούμενα μέρη έχουν εκπέσει. Σημαντική ιδιαιτερότητα τής στάχωσης αποτελεί το γεγονός ότι το δέρμα δεν επικολλήθηκε στίς πινακίδες με τήν συνήθη στο Βυζάντιο πρακτική (χρήση ζωικής ή φυτικής κόλλας). Το δέρμα είχε υγρανθεί καί τεντωθεί γύρω ά π ο τίς πινακίδες. Στο εσωτερικό, οί γωνίες του ράφτηκαν καί τά υπόλοιπα γυρίσματα στερεώθηκαν με σπάγκους πού συνδέονται μεταξύ τους χιαστί. Ή Ιδιαίτερη αυτή τεχνική αποδεικνύεται ανθεκτικότατη, καθώς ακόμη και σήμερα το δέρμα δεν έχει υποστεί μετακίνηση ή φθορά. Πιθανότατα έξ αρχής ή στάχωση δεν συνδυάστηκε με έσώφυλλα. Στην εμπρόσθια οψη (Είκ. 4) διακρίνονται οί οπές καί το παραλληλόγραμμο αποτύπωμα τής πλάκας - πιθανότατα μεταλλικής - πού κοσμούσε άλλοτε τον κώδικα. Το μεταλλικό στοιχείο στερεωνόταν με δύο καρφιά στην άνω

14. G. Galavaris, ο.π., είκ. 30. 15. Βλ. I. Spatharakis, Corpus of Dated Illuminated Greek Mnauscripts: to the Year 1453, Λέυντεν 1981, τόμ. I, a. 60 καί τόμ. II, είκ. 431. 16. Βλ. R.S. Nelson, ο.π., είκ. 66. 17. Για τήν στάχωση του κώδικα, πρβλ. τήν αναλυτική πραγμάτευση στο Ν. Τσιρώνη καί Μπ. Λέγγας, Ή Τεχνη της Βιβλιοδεσίας. Οί θησαυροι της πόλης τών Ιωαννίνων, Αθήνα 2003, σ. 17-18. Πρβλ. συνοπτικότερα. Μορφίς τον αρχαίου καί βυζαντινού βιβλίου. Βυζαντινή και μίταβυζαντινή βιβλιοδεσία, Έκθεση τής Ελληνικής Έταιρειας Βιβλιοδεσίας (Αρχαιολογικό Μουσειο Δράμας, 15 Σεπ.-17 '0κτ. 2003), [Αθήνα] 2003, χωρίς σελιδαρίθμηση (σ. 13). Για τα τεχνικά στοιχεία της βυζαντινής στάχωσης, βλ. γενικότερα Κ. Χουλης, «Ή Βυζαντινή βιβλιοδεσία. Ιστορία, τέχνη και τεχνική», Βιβλιοαμφιάστης 1 (1999) 13-51.

71

ΗΛΙΑΣ ΓΙΑΡΕΝΗΣ

του πλευρά, και με ενα καρφί στην κάτω. Σήμερα διακρίνονται τα ϊχνη των αντίστοιχων σημείων προσήλωσης. Στην άνω δεξιά γωνία σώζεται γομφοειδής διάκοσμος, που αποτελείται άπο 4 κεφαλόκαρφα (οχι ακριβώς του ιδίου με­ γέθους). Όπως έχει εύστοχα προταθεί, ή απουσία ανάλογου διακόσμου - η ίχνών αυτού - στις υπόλοιπες γωνίες φανερώνει πιθανότατα οτι τά καρφιά τοποθετήθηκαν γιά πρακτικούς, και οχι διακοσμητικούς λόγους. 18 Τήν οπίσθια οψη της στάχωσης κοσμούν 4 γόμφοι κυκλικού σχήματος με ανάγλυφο διά­ στικτο σχέδιο καί εξογκωμένο στέλεχος στο κέντρο. Φθορά εντοπίζεται στον τοποθετημένο κάτω αριστερά γόμφο. Στο εσωτερικό τής εμπρόσθιας πινακίδας της στάχωσης, στο άνω μέρος έχει μεταγενέστερα σημειωθεί με μπλε μελάνι ό αριθμός 20 (αριθμός του χειρογράφου στην ταξινόμηση τής Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης). Επίσης, στο εσω­ τερικό της οπίσθιας πινακίδας τής στάχωσης, στο κάτω μέρος, έχει σημειωθεί δίς με μαύρο μελάνι ό αριθμός 12 (αριθμός του χειρογράφου σύμφωνα με πα­ λαιότερη ταξινόμηση). Ή κατάσταση τής στάχωσης είναι καλή. Ή στάχωση τού κώδικα μαρτυρεί έλλειψη μέσων, ένδεια, άλλα ταυτόχρονα καί συσσωρευμένη γνώση, καθώς καί δυνατότητα επινόησης εναλλακτικών λύσεων γιά τήν υπέρβαση αυτής τής ένδειας. 9. Σύνθεση - Τεύχη 1 x 8 = 4 (αποκοπή 4 φύλλων), 1 Χ 8 = 11, 1 Χ 1 = 12, 10 Χ 8 = 92, 1 x 10 = 101 (αποκοπή 1 φύλλου), 1 x 8 = 109. Στο (δυτικό) χαρτί τών φύλλων 102-109 εντοπίζεται ύδατόσημο, στο οποίο εικονίζεται άγκυρα. Ό συγκεκριμένος τύπος όμως δεν περιλαμβάνεται στο έργο τού Briquet.19 Άπο τον κώδικα έχει αποκοπεί στην αρχή του ενα ολόκληρο τετράδιο (8 φύλλα). Άπο το πρώτο υφιστάμενο τετράδιο έχουν αποκοπεί τέσσερα φύλλα, με απώλεια κειμένου. Άπο τά συνολικά 12 έκπεσόντα πρώτα φύλλα τού κώ­ δικα διακρίνονται μικρά μόνο τμήματα. Έχει εκπέσει 1 φύλλο μετά το φ. 9 (διακρίνεται μικρό μόνο τμήμα του), μέ απώλεια κειμένου. Μετά το προαναφερθέν έκπεσον φύλλο, έχουν άποκοπεί 2 φύλλα. Σέ όλο του το σώμα, το χειρόγραφο είναι κατάστικτο άπο σταξίματα άγιοκεριού, στοιχείο πού φανερώνει ευρεία λειτουργική χρήση τού κώδικα. Το 18. Βλ. Ν. Τσιρώνη - Μπ. Λέγγας, ό.π., σ. 18. 19. CM. Briquet, Les filigranes. Dictionnaire historique des marques du papier, Ι, Γενεύη 1907, σ. 36-44.

TI

ΤΟ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΟ ΑΡ. 2 0

ΤΗΣ ΖΩΣΙΜΑΙΑΣ

ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ

φαινόμενο εντοπίζεται σε μεγαλύτερη ακόμη ένταση ιδιαίτερα στά φφ. 9 6 101, οπού τα έωθινά. Εντοπίζεται εκτεταμένο σκίσιμο στην γραφόμενη επιφάνεια του φ. 37. Τα φφ. 102, 103 και 108, 109 έχουν αποκοπεί άπό τήν στάχωση. Στα φφ. 105 καί 107 έχει αποκοπεί ή κάτω ώα (χωρίς απώλεια κειμένου). Στά φφ. 108 καί 109 εντοπίζεται σκίσιμο (χαρακιά) στην κάτω ώα (εντονότερο στο φ. 108). Φθορές μελανιού: Έξίτηλο το κόκκινο μελάνι των τίτλων κατά σημεία (π.χ. 93ν, 94r). Λευκά έχουν παραμείνει το φ. 12Γ, το κάτω τμήμα τής αριστερής στήλης καί το άνω τμήμα τής δεξιάς στήλης στο φ. 34r, το κάτω τμήμα τής αριστερής στήλης στά φφ. 35r καί 36r, το κάτω τμήμα τής δεξιάς στήλης στο φ. 38r, καθώς καί ή αριστερή στήλη τού φ. 38ν. 10. Ιστορία του χειρογράφου Το μεγαλύτερο μέρος του χειρογράφου (φφ. 1-101) διαμορφώθηκε άπο τον Γεώργιο Άνδριτζώπουλο (Α) καί άλλους τρεις γραφείς (Β, Γ και Δ). Ό γραφέας Ε εργάστηκε αυτόνομα - άγνωστο πότε ακριβώς - και έγραψε το αντίστοιχο τμήμα Εύαγγελισταρίου, το όποιο συσταχώθηκε στον κώδικα. Το 1973 δημοσιεύεται ή πρώτη περιγραφή τού χειρογράφου άπο τον Λίνο Πολίτη. Κατά το διάστημα Όκτωβρίου-Δεκεμβρίου 2002 ό κώδικας παρουσιάστηκε σε έκθεση τής Ελληνικής Εταιρείας Βιβλιοδεσίας στο Μεσολόγγι (Πολιτιστικό Κέντρο «Διέξοδος»). Κατά το διάστημα Φεβρουαρίου-Μαρτίου 2003 συμπεριλήφθηκε σε έκθεση τής Ελληνικής Εταιρείας Βιβλιοδεσίας στά Ιωάννινα μέ τίτλο «Ή Τέχνη τής Βι­ βλιοδεσίας. Θησαυροί τής πόλης τών Ιωαννίνων» (Πνευματικό Κέντρο «Δήμου Ίωαννιτών). [Βλ. και έντυπο κατάλογο τής έκθεσης: Ν. Τσιρώνη - Μπ. Λέγγας, Ή Τέχνη της Βιβλιοδεσίας. Οί θησαυροι τής πόλης τών Ιωαννίνων, Ελληνική Εταιρεία Βιβλιοδεσίας καί Ζωσιμαία Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ιωαννίνων, Αθήνα, 2003]. Κατά το διάστημα Σεπτεμβρίου-Όκτωβρίου 2003 εντάχθηκε στην έκθεση « Οψεις του βιβλίου στην αρχαιότητα και το Βυζάντιο: Βυζαντινή και μεταβυ­ ζαντινή βιβλιοδεσία» τής Ελληνικής Εταιρείας Βιβλιοδεσίας στην Δράμα, στο πλαίσιο του ΣΤ' Διεθνούς Συμποσίου Ελληνικής Παλαιογραφίας (Αρχαιολογικό Μουσείο Δράμας).

73

Αθανάσιος Αγγ. Ευσταθίου

0 ΚΩΔΙΚΑΣ 1066 Τ Η Σ EBE (ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ Ι Ε Ρ Α ΜΟΝΗ ΔΟΥΣΙΚΟΥ) ΚΑΙ ΤΑ Γ Ρ Α Μ Μ Α Τ Ι Κ Α Ε Ρ Ω Τ Η Μ Α Τ Α ΚΑΤΑ ΤΗΝ Υ Σ Τ Ε Ρ Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ Π Ε Ρ Ι Ο Δ Ο 1

Σ

το άρθρο αυτό, π ο υ αφιερώνεται στον καθηγητή Δημήτριο Σο­ φιανό με α γ ά π η και σεβασμό, αναπτύσσεται το ζήτημα των Γραμματικών Ερωτημάτων, π ο υ έως σήμερα δεν έτυχαν συστηματικής μελέ­ της· συγκεκριμένα, τα Γραμματικά Ερωτήματα αποτελούν ιδιαίτερη μέθοδο ανάπτυξης γραμματικών πραγματειών, π ο υ συναντώνται σε ένα ευρύ χρονικό φάσμα, από την ύστερη αρχαιότητα μέχρι το ύστερο Βυζάντιο ακόμη και μέχρι τον 19ο αιώνα· όμως, για την παρούσα μελέτη και για λόγους οικονο­ μίας το κύριο ενδιαφέρον συγκεντρώνουν οι γραμματικές αυτές πραγματείες του ύστερου Βυζαντίου. Μετά τη σύντομη αναφορά στην ιστορία της Ιεράς Μονής Δουσίκου καθώς και στην α π ό σ π α σ η πολλών χειρογράφων της και τη μεταφορά τους στην Εθνική Βιβλιοθήκη, παρουσιάζεται ο κώδικας 1066 της Εθνικής Βιβλιοθήκης (έως το 1882 στη συλλογή της Ιεράς Μονής Δουσίκου) ως δείγμα γραμματικής π ρ α γ μ α τ ε ί α ς συντεθειμένης με τη μορφή Γραμματικών Ερωτημάτων. Περιγράφεται λοιπόν γ ι α πρώτη φορά με λεπτομέρεια ο κώδι­ κας αυτός, ο οποίος δεν περιέχει στα 128 φύλλα του μόνο τη Γραμματική τον Διονυσίου του θρακός, ό π ω ς είχε αναφερθεί στον παλαιότερο κατάλογο των χειρογράφων της Εθνικής Βιβλιοθήκης του Ιωάννη Σακκελίωνα, αλλά π έ ρ α από το κείμενο του Διονυσίου ενσωματώνει πολλά ενδιαφέροντα γ ρ α μ μ α τ ι κ ά σχόλια που αναμένουν την ταύτιση και έκδοση τους. Τη μελέτη αυτή ολοκλη­ ρώνει παράρτημα με πίνακα αναλυτικών περιεχομένων (φύλλο προς φύλλο) του κώδικα 1066 της EBE, σε διπλωματική μεταγραφή (ΕΊκ. 7Ε και 8Ε στο έγχρωμο παράρτημα).

1. Το άρθρο αυτό οφείλει πολλά στη βοήθεια που με ιδιαίτερη διάθεση μου παρείχαν οι κκ. Αγαμέμνων Τσελίκας του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος, που το Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου έχει τη χαρά και την τιμή να τον συγκαταλέγει στους διδάσκοντες του στο γνωστικό αντικείμενο της Παλαιογραφίας, και Σωκράτης Πουλής, πτυχιούχος του Τμήματος μας και νυν απόφοιτος του μεταπτυχιακού κύκλου «Κριτική και έκδοση των ιστορικών πηγών», ευδιάθετος και φέρελπις επιστήμων. Ειλικρινείς ευχαριστίες και ευχές και στους δυο.

75

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Η στενή σχέση που ο καθηγητής Δημήτριος Σοφιανός έχει αναπτύξει με την Ιερά Μονή Δουσίκου, αφού προσφάτως δημοσίευσε σε συνεργασία με τον καθηγητή Φώτιο Δημητρακόπουλο ως προϊόν μακρόχρονης και επίπονης εργασίας τον κατάλογο των χειρογράφων της Μονής, κάνει, θέλω να πιστεύω, αυτή τη μελέτη πιο οικεία και είθε πιο ευάρεστη στον τιμώμενο. * * * Η συνήθης διαίρεση των σύγχρονων γραμματικών εγχειριδίων σε τρία μέρη, φθογγολογικό, τυπολογικό και ετυμολογικό, με ή χωρίς την ενσωμάτωση του συ­ ντακτικού, με τις περαιτέρω υποδιαιρέσεις τους και την παράθεση κανόνων που καλύπτουν τα ζητήματα αυτά, αποτελεί μια μορφή κατάταξης του γραμματικού υλικού που δεν συναντάται στην ύστερη αρχαιότητα,2 όταν η Γραμματική Τέχνη θεμελιώνεται, αλλά ούτε και στο Βυζάντιο, όταν το είδος αυτό αναπτύσσεται· κατά την περίοδο του Βυζαντίου, η Γραμματική τέχνη αποτελεί ένα είδος περι­ γραφικής παρουσίασης του γραμματικού υλικού εστιάζοντας κυρίως στη φωνο­ λογία και τη μορφολογία, και κατά συνέπεια κανόνες που αφορούν σε επιμέρους ζητήματα γραμματικής θεωρίας ή ακόμη γραμματικές πραγματείες περιορισμέ­ νων θεματικών συγγράφονται και διαδίδονται ευρύτατα. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει η συστηματοποίηση των κλίσεων των ουσιαστικών που, ενώ η εργασία του Θεοδοσίου του Αλεξανδρινού, η οποία επηρέασε για μία μεγάλη περίοδο τη συγγραφή γραμματικών εγχειριδίων, εμφάνιζε 56 κλίσεις (35 αρσε­ νικών, 12 θηλυκών και 9 ουδετέρων), αργότερα - ίσως μετά τον 12ο-13ο αιώνα οι κλίσεις αρχίζουν και συστηματοποιούνται σε 10 ή και σε 3. 3 Παράλληλα εξε­ λίξεις παρουσιάζονται και όσον αφορά στη μέθοδο έκθεσης του γραμματειακού υλικού· έτσι, μικρές έμμετρες πραγματείες γραμματικού περιεχομένου καθώς και γραμματικά εγχειρίδια που συντάσσονται σε διαλογική μορφή με τη μέθοδο της ερωταπόκρισης διαμορφώνουν ένα είδος εναλλακτικής γραμματικής ύλης, που μέσω του έμμετρου λόγου ή των ερωταποκρίσεων διευκολύνουν τη διαδικασία εκμάθησης του άλλως τυποποιημένου γραμματικού υλικού, και φαίνεται να προ­ ορίζονται για σχολική ή εν γένει εκπαιδευτική χρήση.4

2. Για τα Γραμματικά Ερωτήματα κατά την ύστερη αρχαιότητα βλ. προσεχή δημοσίευση μου με τίτλο Αθαν. Αγγ. Ευσταθίου, Τα Γραμματικά Ερωτήματα κατά την ύστερη αρχαιότητα. 3. Είναι ενδιαφέρον ότι στη Γραμματική της Ελληνικής γλώσσης του Roger Bacon (13ος αι.) μπορεί να ανιχνεύσει κανείς, π α ρ ά τα προβλήματα της χειρόγραφης παράδοσης, την προσπά­ θεια του συγγραφέα να συστηματοποιήσει το κλιτικό σύστημα των ουσιαστικών σε 3 κλίσεις· πρβλ. Α. Pertusi, «Erotemata. Per la storia e le fonti delle prime grammatiche greche a stampa», Italia medioevale e umanistica 5 (1962) 321-351 και συγκεκριμένα 341-342. 4. Πέρα από τα κατ' ερωταπόκριση γραμματικά κείμενα, συναντάμε στο Βυζάντιο και παρό-

76

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

Κατά καιρούς έχουν εκφραστεί από τους μελετητές απόψεις για την όψιμη χρονική τοποθέτηση των γραμματικών ερωτημάτων κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο-5 όμως, η ανακάλυψη, στις αρχές του 20ού αιώνα, παπυρικών κειμέ­ νων με περιεχόμενο γραμματικές πραγματείες ή άλλα σχολικά βοηθήματα γραμματικής, που χρησιμοποιούν ως μέθοδο παρουσίασης της ύλης τους τις ερωτοαποκρίσεις, ανάγουν χρονικά στην ύστερη αρχαιότητα τη συγγραφή γραμματικών εγχειριδίων με ερωτοαποκριτική μορφή. Παρ' όλα αυτά, πριν από την ολοκλήρωση της έρευνας των παπύρων που διασώζουν αποσπάσματα γραμματικών πραγματειών ή σχολικές γραμματικές ασκήσεις δεν είναι δυνα­ τόν να έχουμε πλήρη εικόνα της εμφάνισης των γραμματικών ερωτημάτων κατά την περίοδο αυτή και τη χρήση τους στην εκπαίδευση. Η βυζαντινή είναι η κατεξοχήν περίοδος κατά την οποία τα σωζόμενα χει­ ρόγραφα δείχνουν ότι αναπτύσσονται οι ερωτοαποκρίσεις σε γραμματικά αλλά και σε άλλα κείμενα, θεολογικού κυρίως περιεχομένου. 6 Έτσι, το αρχαιότερο μοιας φύσης κείμενα γραμματικού περιεχομένου, έμμετρα ή ακόμη και κατασκευασμένες επί τούτω ιστορίες- με όλα αυτά τα κείμενα, που βέβαια αποτελούν επινοήσεις εκπαιδευτικού χαρακτήρα και εντάσσονται άμεσα ή έμμεσα στη σχεδογραφία, γινόταν προσπάθεια να διδα­ χθεί και να απομνημονευθεί η Γραμματική όσο το δυνατόν πιο εύκολα. Αναφέρονται ως τέτοια κείμενα τα ακόλουθα από τον Η. Hunger. Die hochsprachliche profane Literature der Byzantiner, τ. 2, Μόναχο 1978· ελληνική μετάφραση Η. Hunger. Βυζαντινή Λογοτεχνία. Η Λόγια κοσμική γραμμα­ τέα των Βυζαντινών, τ. 2, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1992 (παραπομπή στον Β' τόμο της ελληνικής μετά­ φρασης του έργου από εδώ κ.ε. ως Hunger 2. αρ. σελ.): α) οι δυο ωδές του Νικήτα του Ηρακλεώτη που περιλαμβάνουν ορθογραφικούς κανόνες που αφορούν στον ιωτακισμό, παρουσια­ σμένες με τη μορφή εκκλησιαστικού ύμνου (κανόνα)- πρβλ Hunger 2, σ. 390, β) τα διάφορα έμμετρα μνημονικά παραγγέλματα περί ορθογραφίας (βλ., κατά την αναφορά Hunger 2, σ. 399, υποσημ. 27, την έκδοση από Α. Ludwich, Anekdota zur griechischen Orthographie, Vorlesung­ sverzeichnis der Univ. Königsberg 1905-1912, τόμ. 1, σ. 6 καθώς και G. Schirό, «La schedografia a Bisanzio nei sec. XI-XII e la Scuola dei SS. XL Martiri», BollGrott 3 (1949) 11-29, και συγκεκριμένα 23 κ.ε., 28, γ) την ορθογραφική μελέτη του Μάξιμου Πλανούδη περί ιωτακισμού δοσμένη με τη μορφή μικρής κατασκευασμένης ιστορίας που εμπεριέχει πολυάριθμες ομόηχες και ταυτόηχες λέξεις- πρβλ. Hunger 2, σ. 391, που παραπέμπει στον Μ. Treu, «Antistoichien», BZ 5 (1896) 337 κ.ε.· δ) ερωτοαποκρίσεις εντοπίζονται και σε ποιήματα της Παλα­ τινής Ανθολογίας, για παράδειγμα βλ. ποίημα του ελάσσονος ποιητή Κομητά, που υπήρξε και μελετητής του Ομήρου (περί το 900 μ.Χ.), (βλ. Παλατινή Ανθολογία, 9.586)· και ε) οι πολιτικοί στίχοι εξάλλου θεωρήθηκαν ως αποτελεσματικό μέσο διδασκαλίας της γραμματικής κατά το Βυζάντιο ειδικώς στη σχεδογραφία, κάτι που συναντάται επίσης και στη Δύση σε παρόμοια κείμενα- πρβλ. R.H. Robins, The Byzantine Grammarians, Their Place in History, Mouton De Gruyter, Βερολίνο - Νέα Υόρκη, 1993, σ. 12-15· βλ. επίσης σχετικά V. Law, «The Mnemonic Structure of Ancient Grammatical Doctrine», σ. 37-52 στον συλλογικό τόμο Ρ. Swiggers - Α. Wouters (εκδ.), Ancient Grammar: Content and Context, Λουβαίν - Παρίσι, 1996. 5 · Βλ., για παράδειγμα, Κ. Krumbacher, Geschichte der byzantinischen Literatur, σ. 581 (ελληνική μετάφρ.: σ. 347)· Α. Pertusi, ό.π., συγκεκριμένα σ. 330. • Πρβλ. Ed. Norden, «Die Komposition und Literaturgattung der horazischen Epistula ad

77

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΓΣΤΑθΙΟΤ

βυζαντινό δείγμα γραμματικής αυτού του είδους συναντάται στον κώδικα Cryptensis Ζ a II γραμμένο το 1124 μ.Χ., αλλά υπάρχουν και άλλοι κώδικες του 12ου και 13ου αιώνα που συνεχίζουν την έκθεση γραμματικοσυντακτικών θεμάτων με τη μέθοδο ερωτήσεων και απαντήσεων. 7 Σύμφωνα με τη μελέτη του Pertusi τα μεσαιωνικά χειρόγραφα που συντάσσονται με την κατ' ερωταπόκριση μέθοδο είναι τα ακόλουθα: 8 1) Cryptensis Ζ α II, φφ. 1-222, γραμμένος το 1124. 2) Vallic. Gr. F 84, a. 1158, φφ. 142-153ν (απόσπασμα) 3) Cryptensis Ζ a iv, 12ος αι. φφ. 1-77 (ακέφαλος) 4) Cryptensis Ζ a I, 13ος αι. φφ. 1-113 (ακέφαλος) 5) Guelferb. Gud. Gr. 112, 13ος αι. 9 6) Ven. Marc gr. x 41, 14ος αι. 7) Ven. Marc gr. x 6, 14ος-15ος αι. και Ven. Marc gr. x 29, 15ος αι. 8) Τα Scholia Marciana που περιέχονται στον Ven. Marc. 489, 14ου αι.10 Επιπροσθέτως, σε μία δεύτερη ομάδα κειμένων μπορεί να καταταχθούν γνωστά έργα που ανήκουν στον κλάδο της βυζαντινής φιλολογίας, τα οποία έχουν επίσης παρουσιασθεί με τη μέθοδο της ερωταπόκρισης. Έτσι, ως κεί­ μενα γραμματικού περιεχομένου που διατάσσονται κατά τη μέθοδο της ερωταπόκρισης είναι δυνατόν να αναφερθούν και τα εξής: i) To Συντακτικό του Γρηγορίου του Κορίνθιου (12ος αι.) 11

Pisones», Hermes 40 (1905) 481-528, ειδικώς σ. 517, υποσημ. 2, όπου συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής: «Die Geschichte dieser Form [...] die auch in der Christlichen Litteratur sehr beliebt war, bedarf noch einer Untersuchung», δηλαδή «η ιστορία αυτού του είδους που υπήρξε πολύ αγαπητό στη χριστιανική λογοτεχνία απαιτεί περαιτέρω έρευνα». 7. Βλ. Α. Pertusi, ό.π. και συγκεκριμένα σ. 331. 8. Πρβλ. Α Pertusi, ό.π. 9. Πρβλ. Κ. Krumbacher, ό.π., σ. 581 (ελλην. έκδ. σ. 347) και Hilgard, ό.π., ο. xx-xxxvii. 10. Πρβλ. Hilgard, GG Ι 3 XXVIII κ.ε.- για τα Scholia Marciana, βλ. Hilgard, GG I 3 XXXII, 516· XLVI, 39-XLVIII, 30. 11. Πρόκειται για τον Γρηγόριο Μητροπολίτη Κορίνθου (Πάρδο), γνωστό επίσης και ως Γεώργιο, με το όνομα που είχε ως λαίκός, ο οποίος έδρασε κατά το πρώτο ήμισυ του 12ου αιώνα. Πρβλ ακόμη Hunger, 2.381 και σημ. 25, 26, 27, όπου παρατίθεται χωρίο του κειμένου (στ. 517): «Πώς οδν τούτον [δηλ. τον βαρβαρισμον] έκφύγης παρεδόθησαν σοι οι κανόνες έν τοις έρωτήμασι και έν τη κλίσει αυτών». Βλ επίσης, την έκδοση του Συντακτικού του Γεωργίου Κορίνθιου από τον D. Donnet, Le traité «Peri syntaxeos logou» de Grégoire de Corinthe, Βρυξέλλες 1967.

78

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

ii) Μια πραγματεία σε στίχους αποδιδόμενη στον Θεόδωρο Πρόδρομο (13ος-14ος αι.) iii) To έργο του Μανουήλ Μοσχοπούλου Ερωτήματα (περίπου 1265-1316) iv) To έργο του Νείλου Διασωρινού Ερωτήματα (δεύτερο ήμισυ του 14ου αι.) ν) Το έργο του Μανουήλ Καλέκα Ερωτήματα ( ; -1410) vi) Η Γραμματική του Γεωργίου Σχολάριου ( ; -1468) vii) Τα Ερωτήματα του Κωνσταντίνου Λασκάρεως (έκδοση στο Μιλάνο το 1476)12 viii) Ta Ερωτήματα του Μανουήλ Χρυσολωρά Όλα τα παραπάνω κείμενα (1-8 και i—viii) που είτε αποδίδονται σε κά­ ποιους βυζαντινούς λογίους είτε είναι αταύτιστα αποτελούν σταθμούς στη συστηματοποίηση της γραμματικής ύλης και προσφέρουν το καθένα μικρό­ τερες ή μεγαλύτερες καινοτομίες ως προς τη διαμόρφωση των κλίσεων, ιδι­ αιτέρως των ουσιαστικών. Παράλληλα, διακρίνουμε σχέσεις με βάση αυτήν την κατάταξη και στα επώνυμα κείμενα μεταξύ τους αλλά και μεταξύ των επώνυμων κειμένων με τα αταύτιστα χειρόγραφα που περιέχουν γραμματικές πραγματείες κατά την ερωταποκριτική μέθοδο. 13 Ωστόσο, ιδιαίτερης μνείας χρήζει ένα αδιαμφισβήτητα σημαντικό έργο που βασίζεται στην κατ' ερωταπόκριση μέθοδο, τα Ερωτήματα του Μανουήλ Χρυ­ σολωρά, που φαίνεται ότι το συγγράφει ο ίδιος κατά το αρχικό διάστημα της παραμονής του στη Φλωρεντία (2 Φεβρουαρίου 1397-1400).14 Η πρώτη επαφή των Ιταλών λογίων με την αρχαιοελληνική γραμματεία μέσω κάποιων όχι ιδιαίτερα επιτυχημένων λατινικών μεταφράσεων ελληνικών έργων δημι­ ούργησε την ανάγκη μιας πιο γνήσιας και ουσιαστικής γνώσης των κειμένων των αρχαίων Ελλήνων και κατά συνέπεια μιας συστηματικότερης διδασκαλίας της γλώσσας τους εκ μέρους των Ελλήνων λογίων της διασποράς. Η διδασκα­ λία της αρχαίας ελληνικής κατά τον 14ο αιώνα απευθυνόταν σε ένα κοινό 12. Βλ. Α. Pertusi, ο'.π., σ. 326, υποσημ. 3, όπου παρατίθενται βιβλιογραφικές αναφορές για την έκδοση του εν λόγω βιβλίου. Ως προς τις σχέσεις των διαφόρων ερωτοαποκριτικών πραγματειών μεταξύ τους, επω­ νύμων ή αταύτιστων, βλ. Α. Pertusi, ο'.π., σ. 328 κ.ε. 4. Για την παραμονή του Χρυσολωρά στη Φλωρεντία και τη διδασκαλία του εκεί βλ. N.G. Wilson, From Byzantium to Italy (παραπομπή στην ελλην. έκδοση: Από το Βυζάντιο στην Αναγίννηση, σ. 28, Λιβάνης, Αθήνα 1994)· βλ. επίσης Ian Thomson, «Chrysoloras and the early italian renaissance», GRBS 7 (1966) 63-82, ειδικώς 64.

79

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ.

ΕΥΣΤΑΘΙΟΪ

στη δύση το οποίο είχε μεγάλο ενδιαφέρον αλλά και παντελή έλλειψη γνώ­ σης του συγκεκριμένου αντικειμένου. 15 Έτσι, το σύστημα διδασκαλίας που εφάρμοσε ο Χρυσολωράς καθιστούσε απαραίτητη τη συγγραφή ενός πλήρους εγχειριδίου γραμματικής που να είναι ταυτοχρόνως και εύχρηστο διδακτικό εργαλείο. Κατά συνέπεια, ως ιδανική επιλογή μοιάζει για τον Χρυσολωρά η συγγραφή της Γραμματικής του με ερωταποκριτική μορφή, μίας μεθόδου που είχε εφαρμοστεί και κατά το παρελθόν, όπως τα βυζαντινά χειρόγραφα και οι βυζαντινές πραγματείες αυτού του είδους αποδεικνύουν. Επιπλέον, η διδακτική εμπειρία του Χρυσολωρά τον παρέπεμπε επίσης σε εγχειρίδια διδασκαλίας της λατινικής, όπου πρώτον η Γραμματική του Alessandro di Villedieu (περίπου 1170-μέσα του 13ου αι.), γνωστή ως Doctrinale,,16 δέσποζε ως εγχειρίδιο διδασκαλίας της λατινικής στη Δύση, ενώ η μεσαιωνική σύνο­ ψη της Γραμματικής του Donatus, 17 η επονομαζόμενη Ianua, και ιδιαιτέρως διαδεδομένη υπήρξε για τη διδασκαλία της λατινικής στο Βυζάντιο και την ερωτοαποκριτική μέθοδο κατάταξης του γραμματικού υλικού χρησιμοποιού­ σε. Φαίνεται όμως ότι από τα δύο αυτά κείμενα η Ianua συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να αποτελεί το πρότυπο για τη συγγραφή των Ερωτημάτων του Χρυσολωρά, αφού προφανώς χρησιμοποιείται στο Βυζάντιο από το 1305 μ.Χ. και εξής, όταν μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Μάξιμο Πλανούδη.18 Εξάλλου, στη Δύση την εποχή αυτή συναντούμε παράλληλες προσπάθειες διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής με τη βοήθεια εγχειριδίων γραμματικής, τα οποία πιθανόν αρύονται το υλικό τους από τους αρχαίους γραμματικούς· συγκεκριμένα, η Γραμματική της αρχαίας ελληνικής του Roger Bacon (1214-1294 μ.Χ.) στην Αγγλία είναι πιθανό να χρησιμοποιεί ως πρότυ­ πα της τον Πρισκιανό και τον Θεοδόσιο ή κάποιο βυζαντινό εγχειρίδιο, που ακολουθεί μια παράδοση γραμματικών που εκπορεύεται από τον ίδιο τον Διονύσιο τον Θράκα. 19

15. Πρβλ. G. Cammelli, Μανουήλ Χρυσολωράς, Βιβλιοπωλείον της Εστίας - Κότινος, Αθήνα σ. 83. 16. Για το έργο Docrinale του Alessandro di Villedieu βλ. το δυσεύρετο έργο του D. Reichling, Das Doctrinale des Alexander de Vtlladei, Βερολίνο 1893, το οποίο δεν κατόρθωσα μέχρι στιγμής να δω. 17. Η αρχική έκδοση της Γραμματικής του Donatus (Ars Minor) χρονολογείται κατά τον ίο αιώνα μ.Χ. 18. Πρβλ. Α. Pertusi, ό.π., σ. 348, υποσημ. 3, όπου παραπέμπει σχετικά με τη μετάφραση την επονομαζόμενη ως Ianua- εντέλει, Ianua και Doctrinale είναι πιθανό να προέρχονται από έναν κοινό πρόγονο, που μάλλον δεν είναι άλλος από τη Γραμματική Ars minor του Donatus. 19. Για τη Γραμματική του Roger Bacon βλ. την έκδοση από Rev. Edmond Nolan και S.A. Hirsch, The Greek Grammar of Roger Bacon, and a fragment of his Hebrew Grammar, Cambridge

80

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

Το βιβλίο του Χρυσολωρά υπακούει σε μία διάταξη συστηματική και δεν προδίδει έκδηλα τον διδακτικό του χαρακτήρα- θα ήταν π ι ο εύστοχο να πούμε ότι κατά την ερωτοαποκριτική κατάταξη του υλικού επιλέχθηκαν τέτοιες ερωτήσεις που θα βοηθούσαν τον αναγνώστη να προσεγγίσει ένα βιβλίο ανα­ φοράς, χωρίς να απλουστεύεται κατά τα άλλα η διδασκαλία. Επιπροσθέτως, η άσκηση των φοιτητών δεν γινόταν με τη βοήθεια μακροσκελών κειμένων π ο υ περιείχαν τα σχετικά φαινόμενα, αλλά με παράθεση σύντομων προτάσεων ή φράσεων. 20 Όσον αφορά στην κατάταξη του υλικού είναι άκρως ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ο Χρυσολωράς ό π ω ς και ο Χαλκοκονδύλης και ο Κωνσταντίνος Λάσκαρις και άλλοι γραμματικοί της εποχής υιοθετούν για τ α ουσιαστικά 10 κλίσεις και όχι 56, κατά τον Θεοδόσιο, ούτε 3, κατά τον Roger Bacon. Μα η σημαντικότερη από τις καινοτομίες του Χρυσολωρά είναι ότι η συστηματοποίηση των ουσιαστικών σε 10 κλίσεις δεν βασιζόταν στην κατάληξη της ονομαστικής όπως συνέβαινε στα προηγούμενα γ ρ α μ μ α τ ι κ ά εγχειρίδια αλλά στην κατάλη­ ξη -της γενικής. Σχετικά με τις κλίσεις των ρημάτων ο Χρυσολωράς φαίνεται ότι υπακούει απόλυτα στο μοντέλο του Διονυσίου του Θρακός, αφού διατηρεί τις 6 συζυγίες των βαρυτόνων, τις 3 των συνηρημενων και τις 4 συζυγίες των εις -μι ρημάτων. 21 Το βιβλίο αυτό του Χρυσολωρά έγινε αποδεκτό, αντιγράφηκε πολλές φορές, 22 μεταφράστηκε στα λατινικά και πιθανότατα τυπώθηκε το 1471 στη Βενετία από τον Adam von Ambergau σε μια όμως συντετμημένη έκδοση που βασίστηκε στην ελληνολατινική αναθεωρημένη έκδοση του Guarino, η οποία δίδει έμφαση κυρίως στο λατινικό κείμενο· 2 3 η π ρ ω τ ό τ υ π η ελληνική έκδοση του έργου αυτού επιχειρείται επιτυχώς το 1496 στη Φλωρεντία. 2 4 Un. Press, Καίμπριτζ 1902 καθώς και βιβλιοκρισία από L.D. Barnett, «Roger Bacon's Greek and Hebrew Grammars», The Jewish Quarterly Review 15 (1903) 334-336 και ειδικώς 335 για τα αρχαία και βυζαντινά πρότυπα του έργου του Roger Bacon· πρβλ. επίσης J.L. Heiberg, «Die griechische Grammatik Roger Bacons», BZ 9 (1900) 479-491. 20. Πρβλ. N.G. Wilson, ό.π., σ. 29. 21. Πρβλ. A. Pertusi, ό.π., σ. 345. 22. Αναφέρεται ότι ο Uberto Decembrio αντέγραψε το βιβλίο του Χρυσολωρά και για το γιο του Pier Candido επιθυμώντας να το χρησιμοποιήσει για την εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας· φαίνεται επίσης πως και ο Guarino καθώς και ο Φίλελφος διδάχθηκαν από αυτό το βιβλίο τα βασικά περί της γραμματικής της αρχαίας ελληνικής· η ίδια γραμματική χρησι­ μοποιήθηκε από τον Έρασμο και τον Reuchlin κατά τη διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής· τέλος για περισσότερα βλ. G. Cammelli, ο.π., σ. 83, και υποσημ. 13, 14 και 17. 23. Βλ. φωτογραφία στο άρθρο του Pertusi μετά τη σ. 324. 24. Πρβλ. Hunger, 2, σ. 386· αντίθετα αναφέρεται από τον Ian Thomson (ό.π., σ. 74) ότι η πρώτη εκτύπωση έγινε το 1484 στη Βενετία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα χφφ αρ. 59 (15ου

81

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΤΣΤΑΘΙΟΤ

Διακρίνουμε λοιπόν μία ευρεία διάδοση των γραμματικών πραγματειών που συγγράφονται με την κατ' ερωταπόκριση μέθοδο ιδιαιτέρως κατά τον 14ο και κυρίως τον 15ο και 16ο αιώνα. Είναι δυνατόν να υποθέσει κανείς ότι αυτή την εποχή η υιοθέτηση της εν λόγω μεθόδου κατάταξης του γραμματι­ κού υλικού από γνωστούς Έλληνες λογίους, όπως ο Μανουήλ Χρυσολωράς, δημιούργησε μια τάση στους φιλολογικούς κύκλους, τουλάχιστον για λόγους πιο αποτελεσματικής διδασκαλίας, να συγγράφονται γραμματικά εγχειρίδια με ερωταποκριτική μορφή, έστω και παράλληλα με τη συγγραφή άλλων γραμ­ ματικών εγχειριδίων που συγγράφονταν με την κλασική μέθοδο. Η Ιερά Μονή Δουσίκου και η Βιβλιοθήκη της Η Ιερά Μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών η οποία σήμερα κοινώς ονομά­ ζεται Δουσίκου ή του Αγίου Βησσαρίωνος ανέπτυξε σημαντική δραστηριότητα κατά την ύστερη βυζαντινή εποχή και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Η ύπαρξη της κατά τα τέλη του 14ου αιώνα τεκμαίρεται από το πατριαρχικό σιγγίλιο του οικουμενικού Πατριάρχη Αντωνίου Δ' (Μάρτιος 1393), το οποίο κατοχυρώνει την κτηματική περιουσία και τα δίκαια της μονής.25 Η μονή βρί­ σκεται στο όρος Κόζιακας, στα Ν.Δ. της περιφερείας των Τρικάλων, επάνω από το γνωστό χωριό της Πύλης των Τρικάλων. Κατά τα τέλη του 14ου αιώνα η μονή του Δουσίκου ενσωματώνει ως μετόχι της τη μεγαλόπρεπη Μονή της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών ή της Ακαταμάχητου, την ευρέως γνωστή ως Πόρτα Παναγιά, λαμπρό μοναστήρι ιδρυθέν το 1283 από το σεβαστοκράτορα Ιωάννη Α' Άγγελο Κομνηνό Δούκα, ο οποίος ήταν νόθος γιος του δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Β' Δούκα που είχε περιέλθει σε παρακμή. 26 Έτσι, μαζί με την πνευματική σύνδεση των δύο μονών έχουμε κατά πάσα πιθανότητα και τη

αι.), αρ. 60 (16ου αι.) της συλλογής Γενναδίου, που φυλάσσονται σήμερα στη Γεννάδιο Βι­ βλιοθήκη της Αθήνας και περιέχουν τα Γραμματικά Ερωτήματα του Χρυσολωρά· για μια περιγραφή των χφφ αυτών βλ. Ελληνικής Παλαιογραφικής Εταιρείας, Ταξίδι στον κόσμο των χορογράφων. Κατάλογος Έκθεσης Χειρογράφων Γενναδίου Βιβλιοθήκης, Αθήνα 2004, σ. 59-60, καθώς και την εικόνα αρ. 21 α π ό το φ. 1 του χφ. 59. 25. Για το πατριαρχικό αυτό σιγίλιο, που το πρωτότυπο του σώζεται σε περγαμηνή στο εν λόγω μοναστήρι, βλ. περαιτέρω Φ.Α. Δημητρακόπουλου, «Το σιγγίλιο του Πατριάρχου Αντω­ νίου Δ' (1393) για τη Μονή του Σωτήρος των Μεγάλων Πυλών: Συμβολή στη διπλωματική και στα τοπωνυμικά της Δυτ. Θεσσαλίας», Δίπτυχα 2 (1980-1981) 106-108, στ. 6-7, 38-39, 48-49. 26. Πρβλ. Δ. Σοφιανού - Φ. Δημητρακόπουλου, Τα χειρόγραφα της μονής Δουσίκου-Αγ. Βησσαρίω­ νος, σ. ιθ'-κ' και για σχετική με τη μονή της Θεοτόκου των Μεγάλων Πυλών (Πόρτας Παναγιάς) βιβλιογραφία βλ. σ. κ', υποσημ. 2.

82

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

συνένωση των βιβλιοθηκών τους· είναι λογικό χειρόγραφα της μονής της Πόρτας Παναγιάς να είχαν μεταφερθεί και διατηρηθεί στο μοναστήρι του Δουσίκου. Πρόβλημα ωστόσο υπάρχει για τη διατήρηση των χειρογράφων της μονής Δουσίκου κατά τον 15ο αιώνα, αφού μαρτυρείται από την τρίτη διαθήκη του αγίου Βησσαρίωνος Β' ότι και το ίδιο το μοναστήρι του Δουσίκου είχε παρακ­ μάσει κατά τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους και ιδιαιτέρως τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν η μονή «συνερήμωτο αύτοϊς και μονα(χών) καί κτημάτ(ων)» και ότι ανοικοδομήθηκε εκ θεμελίων στην ίδια θέση και ανακαινίσθηκε από τον ίδιο το Μητροπολίτη Λαρίσης (1527-1540) άγιο Βησ­ σαρίωνα Β' 2 7 κατά την περίοδο δηλαδή του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς (1520-1566), οπότε και αναφέρεται μια γενικευμένη επανίδρυση μονών στον ελλαδικό χώρο.28 Νεότερες έρευνες βέβαια ανατρέπουν κάπως τα δεδομένα, αφού ο καθηγητής Ιωάννης Αλεξανδρόπουλος αποδεικνύει στηριζόμενος στα οθωμανικά τουρκικά έγγραφα της μονής Δουσίκου ότι η μονή λειτουργούσε ίσως και το 1480 έως τα έτη 1527-1534/5. 29 Εικάζουμε λοιπόν, παρά τη ζοφερή περιγραφή που προέρχεται από την τρίτη διαθήκη του αγ. Βησσαρίωνα Β', ότι βεβαίως το μοναστήρι είχε περιέλ­ θει σε μαρασμό κατά τον 15ο αιώνα, αλλά όχι σε τελεία ερήμωση· είναι πιθα­ νό εντέλει η μονή να λειτουργούσε με υποτυπώδη τρόπο με έναν-δύο μοναχούς, όπως εξάλλου συνέβαινε και στο Αγιο Όρος, κατά τη μετά τον Δεύτερο Παγ­ κόσμιο πόλεμο περίοδο έως και τη δεκαετία του 1970, οπότε παρατηρείται βαθμιαία άνθηση του μοναχισμού ή επίσης όπως συμβαίνει ακόμη και σήμερα σε κάποια ελλαδικά μοναστήρια που συντηρούνται από ολιγομελείς συνοδείες μοναχών.30 Τον Αύγουστο του 1882 κατόπιν εντολής του υπουργού των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως Κ. Λομβαρδού οι καθηγητές του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικηφ. Καλογεράς και Σπ. Φιντικλής ανέλαβαν και διεκπεραίωσαν αποστολή μεταφοράς των χειρογράφων που φυλάσσονταν σε μοναστήρια κυρίως της Θεσσαλίας, ιδιαιτέρως των Μετεώρων και του Δουσίκου, στην 27. Δ. Σοφιανός, « 0 άγιος Βησσαρίων μητροπολίτης Λαρίσης (1527-1540) και κτίτορας της Μονής Δουσίκου. Ανέκδοτα αγιολογικά και άλλα κείμενα», Μεσαιωνικά και Νέα Ελληνικά 4 (1992) 177-282, ειδ. 217-231 τα σχετικά με την τρίτη διαθήκη του αγίου. 28. Βλ. Ι. Αλεξανδρόπουλου, «Τα οθωμανικά τουρκικά έγγραφα της ιεράς μονής Δουσίκου: η μονή ως τα μέσα του 16ου αιώνα. Πρόδρομη ανακοίνωση», Τρικαλινά 14 (1994) 101-20 και ειδικότερα 102. 29. Πρβλ. Ι. Αλεξανδρόπουλου, ο'.π., σ. 106-107. 30. Η ίδια άποψη εκφράζεται και από τους Δ. Σοφιανό και Φ. Δημητρακόπουλο, ό.π., σ. κβ'-

83

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΤΣΤΑΘΙΟΤ

Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Η αποστολή ειδικώς στα Μετέωρα συνάντησε την αντίσταση των μοναχών και του απλού λαού, αλλά παρά ταύτα μεταφέρθη­ καν στην Αθήνα περί τα 700 χειρόγραφα και αρκετά παλαιότυπα βιβλία. Από τη μονή Αγ. Βησσαρίωνος Δουσίκου υπολογίζεται ότι αποσπάσθηκαν περίπου 532 χειρόγραφα και 65 παλαιότυπα βιβλία τα οποία δέκα χρόνια αργότερα, το 1892, συμπεριλήφθηκαν στον κατάλογο των χειρογράφων της EBE που συντά­ χθηκε από τον Ιωάν. Σακκελίωνα. 31 Το σύνολο των χειρογράφων της μονής Δουσίκου περιγράφονται με λεπτο­ μέρεια και ακρίβεια στον προσφάτως δημοσιευθέντα περιγραφικό κατάλογο που εκπονήθηκε από τους καθηγητές Δημήτριο Σοφιανό και Φώτιο Δημητρα­ κόπουλο. 32 Γενική περιγραφή του κώδικα 1066 της EBE Ένας από τους χειρόγραφους κώδικες της μονής Δουσίκου που βρίσκεται σήμερα στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος είναι ο κώδικας με αριθμό 1066 (EBE), ο οποίος κατά το περιγραφικό σημείωμα του Ιωάν. Σακκελίωνα χρο­ νολογείται κατά τον 15ο αιώνα γραμμένος σε βαμβίκινο χαρτί, συναποτελείται από 128 φύλλα και επιγράφεται: «Διονυσίου του Θρακός Γραμματική, ής προηγείται έν έπιτόμω ό βίος αύτου». 3 3 Ευλόγως οι Δημ. Σοφιανός και Φωτ. Δημητρακόπουλος στηριζόμενοι στην περιγραφή του Σακκελίωνα δίδουν ως περιεχόμενο του χειρογράφου τη Γραμματική του Διονυσίου του θρακός.34 Από την πρώτη κιόλας ματιά, όταν κανείς δει τον κώδικα και παράλληλα τον συγκρίνει με μια από τις κριτικές εκδόσεις του πολύ συνοπτικού κειμέ­ νου της Γραμματικής του Διονυσίου του Θρακος, θα αντιληφθεί αμέσως ότι ο αρκετά εκτενής αυτός κώδικας δεν είναι δυνατόν να περιλαμβάνει μόνο το κείμενο αυτό. Ας σημειωθεί ότι η Γραμματική Τέχνη στην έκδοση του Bekker καταλαμβάνει περίπου δεκαπέντε σελίδες. Το δεύτερο στοιχείο που φαίνεται να διαφεύγει της προσοχής του Ιωάννη Σακκελίωνα είναι η ερωταποκριτι-

31. Πρβλ. Δ. Σοφιανού, «Το χρονικό της Κρατικής επιχείρησης τού 1882 (Αυγ.) και της αρπά­ γης και μεταφοράς τους στην Αθήνα 104 χειρογράφων της μονής του Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως)», Μίτίωρα (2004) 5-17. 32. Βλ. Δ. Σοφιανού - Φ. Δημητρακόπουλου, Τα χειρογράφα, της μονής Δουσίκου- Αγ. Βησσαρίωνος, Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2004. 33. Ιωάν. Σακκελίων, Κατάλογος των χορογράφων της Έθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, Έν Αθήναις 1892, σ. 190, όπου αναφέρεται κατά λέξη: «Τεύχος έκ χάρτου βαμβακίνου μήκ. 0,27, πλάτ. 0,20 κατά την ΙΕ' εκατονταετηρίδα γεγραμμένον, έκ φύλλων δε συγκείμενον 128. Έπιγέγραπται: 'Διονυσίου τού Θρακος Γραμματική, ής προηγείται έν έπιτόμω ό βίος αύτού'». 34. Βλ. Δ. Σοφιανού - Φ. Δημητρακόπουλου, ο'.π., σ. 238.

Μ

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6 ΤΗΣ EBE

κη κατάταξη του υλικού που ουσιαστικά είναι - κατά τη γνώμη μου - και το ιδιάζον χαρακτηριστικό του εν λόγω κώδικα. Συγκεκριμένα, δεν έχουμε μπροστά μας ένα χειρόγραφο της Γραμματικής του Διονυσίου του θρακός, αλλά κυρίως έναν κώδικα-συμπίλημα γραμματικού περιεχομένου που αφετηρία του είναι ο πατήρ της Γραμματικής Τέχνης κατά τους Βυζαντινούς και το κύριο σύγγραμμα του, που είναι η Γραμματική του Τέχνη· για τον λόγο αυτό, ο κώδικας αρχίζει με τον βίο του Διονυσίου του Θρακός. Έτσι, πάνω στο σταθερό θεωρητικά υπόβαθρο της Γραμματικής του Διονυσίου χτίζεται μία γραμ­ ματική πραγματεία με την καταγραφή ποικίλων σχολίων που δίδονται με την ερωταποκριτική μέθοδο. Αναφορικά με το περιεχόμενο του κώδικα πρέπει να προσθέσουμε ότι η γραμματική ύλη που εκτίθεται ακολουθεί την κλασσική κατηγοριοποίηση της βυζαντινής περιόδου και κυρίως αυτήν του Θεοδοσίου όσον αφορά στους κανόνες των ονομάτων (αρσενικών, θηλυκών και ουδετέρων), αφού κάνει απο­ δεκτή τη διαίρεση των ουσιαστικών σε 56 κλίσεις (35 αρσενικών, 12 θηλυκών και 9 ουδετέρων)- η διαίρεση βασίζεται στην κατάληξη της ονομαστικής του ουσιαστικού, ενώ η τυπολογία του πρώτου κανόνα των ονομάτων επαναλαμ­ βάνεται σταθερά σε όλους τους κανόνες (βλ. παρακάτω παράρτημα περιεχ. του κώδικα φφ. 18v-68r). Για τα ρήματα υιοθετείται η κατάταξη του Διονυσίου του Θρακός· έτσι, παρουσιάζονται οι συνολικά 13 συζυγίες, 6 των βαρυτόνων, 3 των περισπωμένων και 4 των εις -μι ρημάτων (βλ. φ. 100ν). Επιπλέον, στα ρήματα η σειρά των χρόνων είναι σταθερή (Ενεστώτας, Παρατατικός, Παρακείμενος, Μέσος Παρακείμενος, Υπερσυντέλικος, Μέσος Τπερσυντέλικος, Αόριστος πρώτος, Αόριστος δεύτερος. Μέλλοντας πρώτος, Μέλλοντας δεύ­ τερος κ.λπ.), επαναλαμβάνεται ως παράδειγμα ρήματος το τύπτω, το οποίο απαντάται και σε πολλές προγενέστερες γραμματικές πραγματείες, προτι­ μάται η κάθετη κλίση των ρημάτων (π.χ. η οριστική σε όλους τους χρόνους διαδοχικά). 0 κανονιστικός και εκπαιδευτικός χαρακτήρας αυτής της γραμ­ ματικής πραγματείας εμφαίνεται επίσης από τη χρήση ρηματικών τύπων που δεν είναι σε χρήση, αλλά είναι χρήσιμοι για να διδαχθεί ο αναγνώστης τη διαμόρφωση του πλήρους κλιτικού συστήματος των ρημάτων. 0 κώδικας 1066 EBE κατά το εισαγωγικό μέρος του, όπου αρχικώς ανα­ φέρονται κάποια γενικά στοιχεία για τον βίο και την προσωπικότητα του Διονυσίου του Θρακός και στη συνέχεια μία σύνοψη της γραμματικής του, φαίνεται να αρύεται το υλικό του από τον κώδικα Guelferbytanus Gudianus 112 του 13ου αιώνα (αριθ. 5 της δικής μας κατάταξης). Έτσι, υπάρχουν οι παρακάτω αντιστοιχίες περιεχομένου μεταξύ Guelferbytanus Gudianus 112 και ΕΒΕ 1066, όπως ήδη έχουν προσφάτως επισημανθεί και από τον Jean

85

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΤΣΤΑΘΙΟΤ

Schneider μετά τον αρχικό γενικό συσχετισμό των δυο κειμένων π ο υ ήδη είχε επιχειρηθεί α π ό τον Alfredus Hilgard. Συγκεκριμένα, έχουμε 3 (φ. Ir, 1-15), 4 (φ. Ir, 16-28 in.), 6 (φ. Ir, 28 med.-v, 4), 21 editionis h a u d simile (φφ. 17r, 13 ex.l8r, 22 med.), 18 (φ. 18r, 22 ex.-v, 24). 3 5 Σε μία δειγματοληπτική π ρ ο σ π ά θ ε ι α να προσδιορισθούν οι πηγές του χφ. 1066 EBE, είναι δυνατόν κ ά π ο ι ο ς ν α εντοπίσει σαφώς τ α κείμενα αναφοράς του εν λόγω χειρογράφου. Έτσι, γ ι α π α ρ ά δ ε ι γ μ α στο φ. 6ν στο λήμμα-ερώτηση περί λέξεως π α ρ α τ η ρ ο ύ μ ε τα εξής: (6ν) περί λέξεως Τί έστι λέξις · μέρος ελάχιστον του κατά σύνταξιν λόγου και τί έστι λόγος- πεζής λέξεως σύνθεσϊς- διάνοιαν αυτοτελή δηλούσα- Δια τί πρώτον περί στοιχείου ό τεχνικός εγραψεν, είτα περί συλλαβής: και μετά ταύτα και περί λέξεως- ότι κατά τον άναλυτικον της διδασκαλίας τρόπον, την της γραμματικής έξέθετο τέχνην ό δε αναλυτικός, τα τή φύσι, πρώτα προεκτίθησϊκαι ουτως άνίησι προς τα τή φύσει υστέρα: και πόσοι τρόποι διδασκαλικοίτέσσαρες· οριστικός- διαιρετικός- αποδεικτικός, και αναλυτικός [...] -μέρος ελάχιστον του κατά σύνταξιν λόγου: πρβλ. Scholia Marciana -πεζής λέξεως σύνθεσϊς- διάνοιαν αύτοτελη δηλούσα: Dionysius Thrax- Scholia ν ω ς α Μ - Scholia Marciana -Δια τί πρώτον περί στοιχείου ό τεχνικός έγραψεν, είτα περί συλλαβής: Scholia Marciana 352, 29: Δια τί περί στοιχείου πρώτον ό τεχνικός εγραψεν, είτα περί συλλαβής (με αντιστροφή) -ότι κατά τον άναλυτικον της διδασκαλίας τρόπον, την τής γραμματικής έξέθετο τέχνην- ό δε αναλυτικός, τα τή φύσι, πρώτα προεκτίθησϊ- και οδτως άνίησι προς τα τή φύσει ύστερα: καί πόσοι τρόποι διδασκαλικοί- τέσσαρες- οριστικόςδιαιρετικός- αποδεικτικός, καί αναλυτικός [...]: Scholia Marciana 352, 31- ο κώδι­ κας 1066 EBE εξομαλύνει τη σειρά των λέξεων αποφεύγοντας το υπερβατό. 36

35. Πρβλ. Jean Sςhneider, «Une cοllection grammaticale de la haute époque byzantine», στο συλλογικό έργο Mario de Nonno - Paolo de Paolis - Louis Holtz (εκδ.), Manuscripts and tra­ dition of grammatical texts from antiquity to the renaissance. Proceedings of the Conference held at Erice, 16-23 October 1997, as the 11th course of international for the study of written records, Editioni dell' Università degli Studi di Cassino, 2000, σ. 111, υποσημ. 129. Πρβλ. επίσης, Alfredus Hilgard, Scholia in Dionysii Thracis Artem Grammaticam (= GG I 3), Λειψία 1901, σ. IX 22-23, Χ, 6-7, XLVI, 32-38. 36. Βλ. Grammatici Graeci I 3 (A. Hilgard, Λειψία 1901): 1) για τα Scholia Vaticana, σ. XIX κ.ε., 2) για τα Scholia Marciana, σ. XXVIII κ.ε., 3) Jean Lallot, La grammaire de Denys le Thrace, CNRS, Παρίσι 1998.

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

Κωδικολογική περιγραφή τον χφ. 1066 EBE Ο κώδικας αποτελείται απύ 128 αριθμημένα φύλλα των οποίων προηγούνται άλλα 2 φύλλα α και β. Στο 128Γ τελειώνει το κείμενο, ενώ στο 128ν υπάρχουν σημειώματα περί γραμματικής και σχέδια τριών παλαμών. Μετά το φύλλο 128 διακρίνονται ίχνη δύο αποκομμένων φύλλων. Οι διαστάσεις του χαρτιού είναι: ύψος 27,5-27,8 εκ., πλάτος 19,5 εκ., ενώ οι διαστάσεις του κειμένου είναι: ύψος 21 εκ., πλάτος 14 εκ. Το κείμενο διατάσσεται σε 38 αράδες ανά σελίδα· όμως, από το φύλλο 95Γ έως το τέλος, το κείμενο γράφεται σε δύο στήλες πάλι με 38 αράδες η καθεμιά, και το πλάτος της κάθε στήλης είναι περίπου 6,2-6,5 εκ. Τετράδια: σύνολο φύλλων 130 = α, β + 128 10 > α, β-8 = πεντάδιο 8 > 9-16 = τετράδιο φ. 9 αριθ. τεύχ. β' 8 > 17-24 = τετράδιο 3 7 10 > 25-34 = πεντάδιο 8 > 35-42 = τετράδιο φ. 35 αριθ. τεύχ. ε 8 > 43-50 = τετράδιο φ. 43 αριθ. τεύχ. ς' 8 > 51-58 = τετράδιο φ. 51 αριθ. τεύχ. ζ' 8 > 59-66 = τετράδιο φ. 59 αριθ. τεύχ. 75-82 = τετράδιο φ. 77 αριθ. τεύχ. ι' 8 > 83-90 = τετράδιο φ. 83 αριθ. τεύχ. ια' 8 > 91-98 = τετράδιο φ. 91 αριθ. τεύχ. ιβ' 8 > 99-106 = τετράδιο φ. 99 αριθ. τεύχ. ιγ' 8 > 107-114 = τετράδιο φ. 107 αριθ. τεύχ. ιδ' 8 > 115-122 = τετράδιο φ. 115 αριθ. τεύχ. ιε' 6 > 123-126/127-128 = εξάφυλλο φ. 123 αριθ. τεύχ. ις' Μετά το φύλλο 128 διακρίνονται ίχνη 2 αποκομμένων φύλλων. Γραφή Η γραφή του κώδικα χωρίς ιδιαίτερα καλλιγραφικά στοιχεία είναι μία τρέ­ χουσα συνηθισμένη γραφή του δευτέρου ημίσεως του 15ου αιώνα και ίσως των αρχών του 16ου αιώνα. 38 37. Εντός γωνιωδών αγκυλών < > σημειώνονται τα τετράδια τα οποία δεν έχουν καταγεγραμ­ μένο αριθμό στον κώδικα. 38

· Παρά τον μη συγκεκριμένο χαρακτήρα της, η γραφή του χφ. EBE 1066 γενικώς παρου-

87

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΓΓ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

Στάχωση: Ξύλο με επένδυση δέρματος· στην επιφάνεια του δέρματος υπάρ­ χουν έντυπα κοσμήματα, ρόμβοι που εμπεριέχουν ανθέμια. Επίσης, στη στά­ χωση διακρίνονται ίχνη ελασμάτων που προφανώς χρησιμοποιούνταν για να κλείνουν και να ασφαλίζουν τον κώδικα. Ειδικότερα στοιχεία περιγραφής του περιεχομένου του χειρογράφου Διακοσμητική μπορντούρα με κόκκινη μελάνη· τίθεται στην αρχή ο υπότιτλος: +άρχή συν θεω άγίω των θηλυκών κανόνων Στο 51 ν τελειώνει τους αρσενικούς κανόνες: τέλος των αρσενικών κανόνων: Στο 71 ν: υπάρχει ένα κενό αριστερά πάνω στη σελίδα χωρίς απώλεια κειμένου. Σποραδικά σχόλια στο περιθώριο marginalia, συνήθως από την ίδια μελάνηχέρι. Για τους αριθμούς των φύλλων χρησιμοποιήθηκε μπλε μελάνη μάλλον από μεταγενέστερο χέρι που αρίθμησε το χφ. Με κόκκινη μελάνη σημειώνονται κεφαλαία γράμματα αρχικά ερωτημάτωνπαραγράφων. 0 αναγνώστης συναντά πολλά παρένθετα σχόλια, πριν φθάσει στα αυθε­ ντικά κεφάλαια της Γραμματικής. Χρονολόγηση του κώδικα 1066 της EBE 0 κώδικας είναι, όπως έχει ήδη επισημανθεί από τον Ιωάννη Σακελλίωνα, χαρτώος, το χαρτί όμως δεν είναι ανατολικού τύπου βαμβίκινο, κατά την ορολογία που χρησιμοποιεί ο Σακελλίων, αλλά φαίνεται να είναι δυτικής προελεύσεως, πράγμα που επιβεβαιώνει και η ύπαρξη υδάτινων σημείων. Πιο συγκεκριμέ­ να, μετά την εξέταση του κώδικα εντοπίστηκε στα φύλλα του υδατόσημο παρόμοιο με αυτό του αριθμού 692 της εκδόσεως του Briquet, το οποίο σιάζει κάποιες αδρές ομοιότητες με τον τύπο της μοναστηριακής ιταλοελληνικής (scriptura minuscule «monasteriorum») του 14ου αιώνα, επιμέρους στοιχεία της οποίας αναβιώνει. Μπορούμε ίσως να εικάσουμε ότι το 1066 EBE ενδεχομένως εντάσσεται στη χειρόγραφη παράδοση των κωδίκων της Κάτω Ιταλίας. Έ ν α δείγμα ενός χειρογράφου που είναι γραμμένο σε αυτήν τη γραφή είναι ο κώδικας Vaticanus Grascus 1973, που γράφηκε στην Καλαβρία το έτος 1373. Σχετικά με αυτή τη γραφή βλ. R. Devreesse, Les manuscripts grecs de l'Italie méridionale (Studi e testi 183), Βατικανό 1955, σ. 41· για δείγμα αυτής της γραφής στην έκδοση της Henrica Follieri, Codices graeci Bibliothecae Vaticanse selecti, Apud Bibliothecam Vaticanam, Βατικανό 1969, κώδικας αριθ. 58 με το σχετικό υπόμνημα.

88

Ο ΚΩΔΙΚΑΣ 1 θ 6 6

ΤΗΣ EBE

χρονολογείται κατά την περίοδο 1483-1509. Είναι επίσης χρήσιμο να λάβουμε υπόψη το συσχετισμό που επιχειρείται για κάποια χειρόγραφα της EBE καθώς και άλλα από την Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού που περιέχουν κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και όλα εντάσσονται σε έναν συγκεκριμένο κύκλο κωδικογράφων. Έτσι, σύμφωνα με την άποψη του Αγαμέμνονα Τσελίκα αποδίδονται σε συγκεκριμένους Λακεδαιμόνιους κωδικογράφους της διασπο­ ράς, που έζησαν κατά τον 15ο αιώνα, τα χειρόγραφα EBE 1068 (Νικόλαος Μελαγχροινός), EBE 1056 και μέρος του 1097 (Δημήτριος Τριβώλης), EBE 1057 (Γεώργιος Μόσχος).39 Είναι πιθανόν το χειρόγραφο της μελέτης μας, δεδομένης και της χρονολόγησης του κατά τα τέλη του 15ου αιώνα, να εντάσσεται στον κύκλο των χειρογράφων των Λακεδαιμόνιων κωδικογράφων. Συμπεράσματα Τα Γραμματικά Ερωτήματα είναι μια παιδαγωγική μέθοδος κατάταξης της γραμματικής ύλης που δεν εντοπίζεται μόνο στο Βυζάντιο αλλά και κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας· οι πάπυροι που χρονολογούνται κατά τον 3ο και 4ο αιώνα μ.Χ. και διασώζουν γραμματικά κείμενα σε τέτοια μορ­ φή μαρτυρούν την πρώιμη εμφάνιση ανάπτυξη του είδους. Δεδομένης της συγγραφής εγχειριδίων γραμματικής με τον κλασσικό τρόπο κατάταξης του υλικού φαίνεται ότι τα γραμματικά ερωτήματα συγγράφονται παράλληλα για να απευθυνθούν στο σχολικό περιβάλλον και να καλύψουν τις ανάγκες της εκπαίδευσης· ίσως πρόκειται για μια εκδοχή εκλαίκευτικής γραμματικής που συναντάται ακόμη και στο πρόσφατο σε εμάς παρελθόν στα χειρόγραφα των Μετεώρων (Αγ. Στεφάνου, κώδικας αριθ. 146 του 1828). Εξάλλου, δεν μπορεί να αγνοήσει κανείς την ευρέως διαδεδομένη χρήση των γραμματικών ερωτημά­ των σε γραμματικού περιεχομένου πραγματείες της Δύσης, η οποία παρατη­ ρείται ήδη από την ύστερη αρχαιότητα (4ος αιώνας Donatus, Ars Minor) έως και την αναγέννηση, όταν εγχειρίδια γραμματικής γράφονται σε δίγλωσση ελλληνολατινική μορφή και χρησιμοποιούν την ερωταποκριτική μέθοδο (πρβλ. Ερωτήματα του Μανουήλ Χρυσολωρά). 0 κώδικας 1066 της EBE, μεταξύ αρκετών άλλων κωδίκων, περιέχει ένα δείγμα γραμματικής πραγματείας με γραμματικά ερωτήματα. Ανήκει στο τέλος του 15ου αιώνα και εντάσσεται, ως φαίνεται, στην αναβίωση των γραμ­ ματικών ερωτημάτων κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο που συνεχίζεται με επιτυχία και κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο, μετά τη συγγραφή σημαντικών |· ΠΡβλ. Αγαμ. Τσελίκα, θέματα Ελληνικής Παλαιογραφίας. Λακεδαιμόνιοι Βιβλιογράφοι του 15ουαι.(Συμβολή στηνέρευvaτου έργου τους), Αθήνα 2004, σ. 173-182.

89

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α Γ Γ . ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

μελετών γραμματικής που υιοθετούν αυτή τη μέθοδο, όπως τα Ερωτήματα του Χρυσολωρα. Ήδη από τα εισαγωγικά στοιχεία που αφορούν στον βίο και την προσωπικότητα του Διονυσίου του Θρακός και τη σύνοψη της Γραμματικής του αντιλαμβανόμαστε ότι το εν λόγω χειρόγραφο σχετίζεται στενά και αντλεί από τον κώδικα Guelferbytanus Gudianus 112 του 13ου αιώνα. Επίσης, σε άλλα ση­ μεία εντοπίζουμε σχέση στενή του 1066 EBE με τα Scholia Vaticana καθώς και τα Scholia Marciana. Κατά συνέπεια, η εν λόγω γραμματική πραγματεία φαίνεται ότι, παρά τη χρονολόγηση της κατά τα τέλη του 15ου αιώνα, δεν επηρεάζεται ως προς το περιεχόμενο από την κατάταξη των ουσιαστικών σε 10 κλίσεις, που εισάγει μαζί με άλλους συγχρόνους του ο Μανουήλ Χρυσολωράς, αλλά διατηρεί την κλασσική διαίρεση των 56 κλίσεων που ανάγεται στον Θεοδόσιο τον Αλεξαν­ δρινό και άρα αναφέρεται στην πριν από τον Χρυσολωρα γραμματική παράδο­ ση. Είναι ενδεχόμενο ότι συντάσσεται κατά τα τέλη του 15ου αιώνα σε μορφή ερωταποκρίσεων εξαιτίας της αναβίωσης αυτής της μεθόδου που επιτυγχάνεται με την έκδοση των Ερωτημάτων του Χρυσολωρα, αλλά οι καινοτομίες του Χρυσολωρα στην κωδικοποίηση και την παρουσίαση του υλικού δεν γίνονται αμέσως αποδεκτές. Αν με περαιτέρω έρευνα μπορούμε να θεμελιώσουμε την άποψη ότι τα Γραμματικά Ερωτήματα όντως αποτελούν ευρέως διαδομένη μέθοδο διδασκα­ λίας της γραμματικής κατά την περίοδο της ύστερης αρχαιότητας, εφόσον τα δείγματα ερωταποκριτικών γραμματικών πραγματειών, που ήρθαν στο φως με τους ήδη δημοσιευθέντες παπύρους αλλά και με τους παπύρους που η δημοσίευση τους θα ακολουθήσει τα επόμενα χρόνια, δεν αποτελούν με­ μονωμένες περιπτώσεις αλλά παραδείγματα μιας γενικευμένης διδακτικής μεθόδου, τότε μπορούμε να οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι η εξάρτηση από βασικά έργα της ύστερης αρχαιότητας που χαρακτηρίζει όλη την περίοδο της βυζαντινής αυτοκρατορίας ισχύει σαφώς και στην περίπτωση των σχολικών εγχειριδίων γραμματικής και εν γένει των γραμματικών πραγματειών που ήταν γραμμένες σε ερωτοαποκριτική μορφή. 40

40. Πρβλ. Hunger, 2, σ. 386.

1)0

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΚΩΔΙΚΑ 41 (Ir) Ίησού μου βοήθη42 μοι (in margine superiore) Γένος διονυσίου τού θρακός • τού την τέχνην σϋγγραψαμένου την γραμματικ(ήν). Διονύσιος ό θράξ · ό τ(ήν) τέχν(ην) συγγραψάμ(εν)οςτ(ήν) γραμματικ(ήν) · το μ(έν) γένοςην βυζά­ ντιου έκαλείτο δε θραξ τω μείζονι τής χώρ(ας) κοομούμ(εν)ος όνόμ(α)τ(ϊ)· έγένετο δε άγαν σπουδαίος και πολυμαθήο ώστε πάντ(ας) ύπερβαλέσθαι τους κατ' αυτόν · σφόδρα δε κατορθώσας τ(ήν) γραμματ(ικήν) τέχνην · ούκ ηθέλησε μόνοςτ(ήν) ταύτης έχειν άπόλαυσιν · ούτε μέχρι τής οΙκεί(ας) ψυχής έστησε τήν ώφέλειαν · άλλα φ ί λ ο ςών, και άφθονος εις ύπερβολ(ήν), έσπούδασ(εν) ευεργέτης των σπουδαζομένων γενέσθαι θεμέλϊον γαρ τοίς νέοις είσαγωγϊκ(ήν) συγγραψάμ(εν)ος τέχν(ην) · πασαν δε αυτήν ποιησάμενος δυσκολί(ας) έκτος · ϊνα μή τή δυςκολία φευκτέα τυγχάνη ποθεινή δε μάλλον τοις έντϋγχάνουσιν ύπάρχη · πεποίηκ(εν) αυτήν πολλή χρησάμενος ακολουθία, και τάξει · και πρώτον μεν ορίζεται τί έστι γραμματική · έπειτα διέξέρχετ(αι) περί τής αναγνώσεως · περί τ(ών) συλλαβ(ών) · αίτινες και αύται έκ τών στοιχεί(ων) συνίσταντ(αι) · είτα και περί αυτών διεξελθών · και πόσα τέ έστι και πόσαχ(ώς) διαιρείται, μετέρχετ(αι) διδασκαλικ(ώς) και επί τα οκτώ μέρη τού λόγου · δι ών ή πάσα κ(α)τ(α)λαμβάνεται τέχνη · και μ(ε)τ(ά) πολής σαφηνεί(ας) έκαστου ορον 43 εκθεμένος · καί όπ(ως) δει ταυτ(α) μαθ(είν) συνέταξεν · και γάρ πρέπον τοις είσαγωγικοϊς, και σιωπαν καί κ(α)τ(α)λιμπάν(ειν) τά δύσκολα και την αυτών δύναμϊν υπερβαίνοντα καί ούτω κατ' ολίγον οί της τέχνης άπτόμενοι. τά όδηγούντα προοίμια τ(ών) κανόνων μανθάνουσι · δεί τοίνυν πρώτον έρεϊν, περί του π(ώς) ςϋνέ-

41. Τα σύμβολα που χρησιμοποιήθηκαν για τη μεταγραφή είναι τα παρακάτω: { } γράμματα ή λέξεις που έχει διαγράψει ο γραφέας. < ) γράμματα, καταλήξεις ή συντομογραφίες που αναλύονται. [ ] γράμματα ή λέξεις που έχουν φθαρεί ή είναι αμφίβολης ανάγνωσης. < > γράμματα ή λέξεις που συμπληρώνονται για την αποκατάσταση του κειμένου. [[ ]] γράμματα ή λέξεις που πρέπει να οβελιστουν. II γράμματα που έχουν γραφεί στο διάστιχο. - lege: βοήθει. 43 · lege: όρου. 42

91

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α Γ Γ . ΕΥΣΤΑθΙΟΤ

στι 44 ό άλφάβητοςτ(ών) παρά τοις ελλησϊ στοιχείων, ην ετυμολογία του άλφα · έβραί(ων) πρώτω στοιχείον έρμηνεύετ(αι) μάθησϊς · εντελλομένη τω είσαγομένω ται και λέγουσα, μάθε · άφ' ου το αλφε · και αυτοί μϊμησάμενοι το αλφεν κεκλήκασιν · ούνέφωνήθη ή φράσιο τήο έρμηνεί(ας) της έβράίδος τη ελληνική διαλέκτω άλλα καί ως πρώτου οντ(ως) στοιχείου του άλφα · και εκ θ(εο)ϋ δοθέντοςτώ γένει τ(ών) άν(θρώπ)ων · τού ανοίξαι το στόμα εις σύνεσιν τών γραμμ(ά)τ(ων) · μανθανόντ(ων), διά μεγάλου, ανοίγματος του στόματος εκφωνείται ούτ(ως) τά γράμματα είχον οί έλληνες · άλλα δια φοι­ νίκων γραμμ(ά)τ(ων), έλεγων. τά αυτών γράμματ(α) · καί γάρ αυτά τα φοινί­ κια τοις όνόμασιν, ώς καί τά εβραίκά κ(α)τ(ά) μίμησιν τών εβραίων (εβραίων) εύρέθ(ησαν) · παλαμήδης δε ύστερον έλθών · καί άρξάμ(εν)οςαπό τού α β, δέκα εξ μόνα τοις έλλησιν εύρε στοιχεία · α · β - γ · δ · ε · ι · κ · λ · μ · ν · ο · π · ρ · σ · τ · υ · προσέθηκε δε αύτοίσ κάδμοςό μϊλήσιος, γράμματα γ • θ · φ · χ · καί τώ γω' τώ χρόνω τοις δέκα εννέα έχρώντο · όθεν οί αρχαίοι τ(ήν) ψαλίδα σπαλίδα ελεγον διά το μή έχ(ειν) το ψ · άλλα πολλά ρήματα ούτω έξεφώνουν καί έγραφον · μετά ταϋτα δε, σιμωνίδης ό χ ϊ ο ςεύρων προ­ σέθηκε δύο · η καί ω μέγα · έ π ί χ α ρ μ ο ςδε ό σϋρακούσιοςτρία- ζ · ξ · ψ καί ουτ(ως) έπληρώθη(σαν) τά κδ στοιχεία · δεί δε ειπ(εϊν) καί τά ονόματα τ(ών) είκοσιτεσσάρ(ων) στοιχείων α · φωνήεν δίχρονον προτακτικον του ί καί τού ϋ· β · σύμφωνον ά[[μ]]φωνον μέσον τού π και φ · γ · σύμφωνον ά[[μ]]φωνον μέσον τού κ και χ δ σύμφωνον ά[[μ]]φωνον, μέσον τού θ και τ • ε φωνήεν βραχύ · προτακτικον τού ί καί Ο ζ σύμφωνον ήμίφωνον διπλούν η · φωνή(εν) μακρόν · προτακτικον τού ί καί ϋ- θ · σύμφωνον · αφωνον · δασύ · αντιστοιχούν τώ τ · ί φωνή(εν) δίχρονον · ύποτακτικον: κ· σύμφωνον • άφων(ον) · ψιλόν· λ σύμφωνον, ήμίφωνον. άμετάβολον, καί ύγρόν μ · σύμφωνον άμετάβολον καί ύγρόν· ν · σύμφωνον, άμετάβολον ήμίφωνον καί ύγρόν ξ σύμφωνον. ήμίφωνον διπλούν- ο, φωνή(εν) βραχύ · προτακτικον τού ί καί ϋ: π σύμφωνον αφωνον ψιλόν: ρ σύμφωνον, ήμίφωνον · άμετάβολον (1ν) σ σύμφωνον ήμίφωνον · άσημον: τ · σύμφωνον · αφωνον • ψιλόν- υ δίχρον(ον) άμετάβ(ο)λ(ον) · προτακτικον του ΐ · ύποτακτικον τού ο- φ σύμφων(ον), (άμετάβολον) αφωνον 46 δασύ · αντιστοιχούν τού π: χ σύμφων(ον) αφωνον δ(α)σ(ύ) · αντιστοιχούν τού κ- ψ σύμφων(ον) ήμίφωνον διπλούν- ω φωνήεν μακρόν · καί προτακτικον τού ΐ καί 0:44. lege: συνέστη. 45. lege: όντος. 46. Η λέξη συμπληρώνεται στο κείμενο α π ό την παραπομπή στο επάνω περιθώριο του φύλλου.

92

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΏΔΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

(1ν)

+ άρχ(ή) συν θ(ε)ώ των έρωτημ(ά)τ(ων): τής γραμματικής ειμί τέχνης πυξίον · ευληπτον εύσύνοπτον έστενωμένον · σαφέο καθαρον ευκρινές γεγραμμένον · προς πεύσϊν ιθύνουσαν είς άποκρίσεις · ό γαρ τρόπος φέριστος είο το συνέχειν άπαν λόγου μάθημα τους λογεμπόρους (1ν) (αρχ.) Πόσαι προσωδίαι. δέκα · τί καί τί · οξεία • βαρεία ' · πε(ρϊ)σπωμένη " ... τί έστι συνέπεια... τί έστϊ προσωδία... τί έστϊ τόνος... τί έστιν άπόστροφος... (τελ.) ...διό και κάτωθ(εν) των λέξεων τίθεντ(αι): (2ν) περί τέχνης: (αρχ.) Τί έστϊ τέχνη, σύστημα έκ καταλήψεων έγγεγυμνασμένων, προς τι τέλος ευχρηστον των εν τω βίω... (τελ.) ...το δε είδικόν, ό γενικοςλ ό γ ο ς· το δε τελικόν, ό τεχνικοςλ ό γ ο ςκαι άσόλοικοςκαι άβάρβαρος:(3Γ) περί γραμματ(ική)ς:- (αρχ.) Τί έστι γραμματική · εμπειρία τ(ών) πάρα ποιηταίς τε και συγγραφεύσϊν ώς έπι το πολύ λεγομένων: άλλως • τέχνη διδάσκουσα ήμας τα νοούμενα, όρθώς κατά λέξιν γράφειν: άλλ(ως) · τέχνη θεωρητική, και πρακτική το ευ λέγ(ειν) καί γράφ(ειν) διδάσκουσα ήμαο... (τελ.) ...Τί έστϊν εμπειρία · ή άλογοςτριβή · ήτοι άναίτιο(ς) γνώσις: (3r) πε(ρί) άναγνώσεως (in margine sinistra) (αρχ.) Τί έστϊν άνάγνωσις · ποιημ(ά)τ(ων) ή συγγραμμ(ά)τ(ων) άδιάπτωτοςπροφορά: πώς άναγνωστέον · καθ' ύπόκρισιν · κατά προσωδίαν • ήγουν κατά τόνον, κατά δϊαστολήν · έκ μεν γάρ τής ύποκρίσε(ως) τήν άρετήν έκ δε της προσωδί(ας) τήν τέχνην · έκ δε τής διαστολής, τον περιεχόμενον νουν όρώμ(εν)... (τελ.) ...και τούς σόλοικους ην λάβωσϊ περνώσϊ τούς φρύγας είο μίλητον άλφιτεύσοντεσ: (3ν) ετι, περί άναγνώσεωο:- (αρχ.) Τί έστϊν άνάγνωσϊς · ποιημ(ά)τ(ων) ή συγγραμμ(ά)τ(ων) αδιάπτωτος προφορά· άλλ(ως) · ή τών πρώτων μαθημ(ά)τ(ων) τής ψυχήσ άναγνώρισϊς... (τελ.) ...Τί έστιν άπήχησισ · ό ήχοςκαί ή προφορά · και ή έκφώνησις(3ν) περί στϊγμής (αρχ.) Τί έστϊ στιγμή · διανοί(ας) άπηρτϊσμένης, σημεϊον... (τελ.) ...Πόθ(εν) στιγμή · παρά το στίζω στίξω στιγμή, στήσι γάρ τήν φωνήν: 4r) πε(ρί) ραψωδί(ας):- (αρχ.) Τί έστι ραψωδία · μ έ ρ ο ςπ ο ι ή μ α τ ο ς· έμπεριειληφοςτινά ύπόθεσιν... (τελ.)... διά το τήν έρμογήν αύτ(ών), τω χρόνω διασπασθήναι: w ) περί στοιχείου:- (αρχ.) Τί έστι στοιχεϊον · ή πρώτη καί άμφής του άν(θρώπ)ου φωνή... (τελ.) ...έκ δε τής άφής, το ψυχρον καί το θερμόν:-

93

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Α Γ Γ . ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

(6r)

περί σϋλλαβής (αρχ.) Τί έστι συλλαβή · σύλληψη συμφών(ων) μετά φωνήεντοςή φωνηέντ(ων), οίον... (τελ.) ...νέστορα δ' ούκ έλαθεν ίσχή πίνοντά περ εμπης (6ν) περί λέξεως: (αρχ.) Τί έστι λέξις · μ έ ρ ο ςελάχιστον του κατά σύνταξιν λόγου... (τελ.) ...τα δε περιεχόμενα, ου κλίνονται: (6ν) περί όνόμ(α)τος (αρχ.) Τί έστιν όνομα · μέροςλόγου πτωτικόν · σώμα ή πράγμα σημαίνον... (τελ.) ...τής διαθέσεως ούκ έμνημόνευσεν · ότι ού παντί ονόματι διαθέσεις λέγεται · πάνυ δε όλίγοις: (11Γ) περί ρήματος- (αρχ.) Τί έστϊν ρήμα · λέξις ά π τ ω τ ο ς · επιδεκτική χρόνων τέ και προσώπ(ων)... (τελ.) ...διαλαβείν πε(ρί) τίνος τ(ών) έπικειμ(ένων): (13Γ) περί μετοχήσ:- (αρχ.) Τί έστι μετοχή · λέξις μετέχουσα της τ(ών) ρημ(ά)τ(ων) καί τής των όνομ(ά)τ(ων) ίδιότητος.. (τελ.) ...οίον, τύπτων, τύψας(13Γ) περί άρθρου:- (αρχ.) Τί έστιν άρθρον · μ έ ρ ο ςλόγου πτωτικόν · προτασσόμενον τής κλίσεως των όνομ(ά)τ(ων) και ύποτασσόμ(εν)ον... (τελ.) ...και μήτε τά προτακτικά όνόμασι συναρτώμενα, μήτε τά υποτακτικά ρήμασι: (13ν) περί άντωνυμί(ας): (αρχ.) Τί έστιν αντωνυμία · λέξις αντί όνόματος παραλαμβανομένη · προσώπων ώρϊσμέν(ων)... (τελ.) ...του όνομα μόνως ευρισκομένου: (14Γ) περί προθέ(σεως): (αρχ.) Τί έστι πρόθεσϊς · λέξις προτιθέμενη πάντ(ων) των του λόγου μερ(ών) · εν τε συνθέσ(ει) και συντάξει... (τελ.) ...ή πρόθεσϊσ, προτέθειται του έπιρρήματος · ότι ή πρόθεσϊσ εν διαστά­ σει ούσα, όνομα ζητεί ω συνταγήσετ(αι) · τό δε επίρρημα, ή κ(α)τ(α) ρήματοςλέγεται, ή επιλέγεται ρήματϊ: (15ν) περί έπιρρήματος (αρχ.) Τί έστιν επίρρημα • Μέρος λόγου άκλϊτον · κ(α)τ(ά) ρήματοςλεγόμενον ή έπιλεγόμενον ρήματι... (τελ.) ...ήγουν εν αθηναίς · εις άθήνας · έξ άθηνών · ουτ(ως) καί πάντα τά όμοια: (16Γ) περί συνδέσμου: (αρχ.) Τί έστι σύνδεσμος • λέξις συνδέουσα διάνοιαν, μετ(α)τάξεως · καί το τής έρμηνεί(ας) κεχηνός δηλούσα... ποσαχ(ώς) όσύνδεσμος· όκταχώς.. ποίοι είσιν οι σύμπλεκτικοί σύνδεσμοι... μεν · δε · τε · και... ποίοι είσίν οί διαζευκτικοί... ή · ήτοι... (κολοβό) (;) φύλλο/α έκπεσόντα. Περιλαμβανόταν ασφαλώς το ύπόλοιπον της άνωθεν παραγράφου «περί συνδέσμου», δηλαδή ή ανάλυση των συναπτικών, παρασυναπτικών, αιτιολογικών, άπορρηματικών, συλλογιστικών καί παραπληρωματικών συνδέσμων, πού προαναφέρονται, όπως επίσης και ή αρχή της παραγράφου «περί μέτρου», το τέλος τής οποίας

94

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΏΔΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

φαίνεται στο επόμενο αριθμημένο φύλλο τού κώδικα (17Γ) ...Ταύτα έν όλίγω, περί μέτρου · και όσον ακρω δακτύλω της τούτου γνώσ(εως) τον έντυχόντα γεύσασθαι:(17Γ)

(18Γ)

(Ι8ν)

(18ν)

(19r)

περί τρόπ(ων) ποιητικών: (αρχ.) Πόσοι τρόποι ποιητικοί · είκοσϊεπτά: τί και τί · αλληγορία, κατάχρησις... (τελ.) ...οίον, ό δείνα καλώς εντεύ­ θεν απήλθε · καλ(ώς) βιούσ · πρώτον γ ά ρ έστϊ το βιούν, και ούτως το άποθανείν: περί όρθογραφίας (αρχ.) Πόσα σημαίνει το τήσ όρθογραφί(ας) όνομα • δυο · τ(ήν) όρθώς γεγραμμένην λέξιν, και τον επί τ ά υ τ η λεγόμενον κανόνα... (τελ.) ...ουτ(ως) αυτό βούλεται γράφεσθαι ή παράδοσισ:περί ουντάξεως • (αρχ.) κανών α: π α ν σύμφωνον · μεταξύ δυο φωνη­ έντων έν μια λέξει τώ δευτέρω ακολουθεί... (τελ.) ...καν(ών) η':- Τα άφωνα προ τ(ών) άμεταβόλων, έν συνθέσει είσί · τα δε άμετάβολα προ τ(ών) άφών(ων), έν παραθέσει:αρχή συν θ(ε)ώ τών αρσενικών κανόνων:- (αρχ.) Τί έστι κανών · λ ό γ ο ς έντεχνος δηλωτικός · άπευθύνων όμοιότητι π ρ ο ς το καθόλου, το διεστραμμέν(ον) των λέξεων... τί έστιν εισαγωγή... (τελ.) ...τί έστιν επιτομή · σ ύ ν τ ο μ ο ς τών κεφαλαί(ων) παράδοσ(ϊ)σ: καν(ών) αος: (in margine destra) (αρχ.) Ό αίας ποίου μέρ(ους) λόγου εστίν · ό ν ό μ ( α ) τ ο ς• καί τί έστιν όνομα... ποίου γένους... ποίου εϊδους.. ποίου εϊδους τών παραγώγων... ποίου σχήματος... ποίου αριθμού... ποίου προσώπου... ό αί(ας) ποί(ας) πτώσεως... Πόθεν αίας... Τί έστιν άρθρον... και πόσα άρθρα... σεσημείωται το μέγας, λαας.. τού αίαντος ό τόνος... ή δοτική τών ενικών: τώ αίαντι... ή αιτιατική • τον αίαντα... ή κλητική · ώ αιαν... + ή ευθεία τών δυϊκών... ή γενική και δοτική... + ή αιτιατική τ(ών) δυϊκών... + ή κλητική τ(ών) δυϊκών... + ή εύθεϊα τ(ών) πληθυντικ(ών)... + ή γενική τ(ών) πλη(θυντικών)... προσθέσει του ϊ ποιεί τ(ήν) δοτϊκ(ήν) τών πλη(θυντικών)... ή αιτιατική τών πλη(θυντικών)... ή κλιτική... παράδειγμα: πόθεν θόας... πόθεν ύας... παράδειγμα: πόθεν κάλχας... παράδειγμα: πόθεν γίγασ... παράδειγμα: πόθεν μ ά μ α ς . . παράδειγμα: πόθεν θεί(ας)... πόθεν ποίασ... πόθεν ίμάσ... π α ρ ά δ ε ι γ μ α : Πόθεν πολυδάμασ... πόθ(εν) άλέφασ... (τελ.) ...έλέφας: είς το λε οξεία

• διάτί · επάνω βραχεί(ας) πε(ρϊ)σπωμένη όυ τίθετ(αι): (25ν) κανών δεύτερος:- (αρχ.) Ό κοχλίασ · ποίου είδους τών π α ρ α γ ώ γ ω ν · ρηματικού · πόθεν κοχλίας · π α ρ ά το κόχλω το γυρίζω... 4 7 π α ρ ά δ ε ι γ όλα τα ονόματα ακολουθείται η ίδια σειρά κλίσης (ενικός, δυϊκός, πληθυντικός) όπως αι παραπάνω στον πρώτο κανόνα: «άίας».

95

ΑΘΑΝΑΣΙος ΑΓΓ.

(27ν)

(28r)

(30r)

(32ν)

(33r)

(33ν)

(36r)

(36ν)

(38r)

ΕΓΣΤΑβΙΟν

μα:- Πόθεν αίνείας... (τελ.) ...όξείαν · Διάτί · μακρά προ μακρ(άς) ού περισπάται:καν(ών) γ:- (αρχ.) Ό λ ά χ η ς · ποίου εϊδ(ους) των παραγώγων . ρηματικού: ποίου σχήματος · απλού... παράδειγμα:- Πόθεν λέβης... παράδειγμα: (in margine destra) Πόθεν κέβης... (τελ.) ...τοϊςκέβησϊ · τ(ούς) κ έ β η τ α ς· ώ κέβητεσ:καν(ών) δος':- (αρχ.) Ό χ ρ ύ σ η ς · ποίου εϊδ(ους) τών παραγώγων · παρωνύμου: πόθεν χ ρ ύ σ η ς · παρά το χρυσός... παράδειγμα: Πόθεν πέρσης... παράδειγμα: (in margine superiore) πόθεν γέτης.. παρά­ δειγμα: Πόθεν θύτης... παράδειγμα: Πόθεν δεσπότης... παράδειγμα:Πόθεν άκοίτης... παράδειγμα: πόθεν ϊτης... (τελ.) ...το δε μειρείτης, ό κοχλί(ας), [...] καν(ών) ε (in margine destra): (αρχ.) Ό Δημοσθένης· ποίου είδους τών παραγώγων · παρωνύμου: ποίου σχήματος · συνθέτου... Το άττικόν · και Δημοσθένην μετά του ν... παράδειγμα: Πόθεν άντισθένης... (τελ.) ...πα(ρά) δε τοϊς δωριεύσϊν, ε ί ς την ευ δίφθογγον · ως το έμέο, έμεύ: Κανών έκτος · (αρχ.) ό ή ρ α κ λ ή ς · τούτο το όνομα καί τα όμοια αύτώ, εύθεί(ας) έχει δυο · μίαν εντελή την ήρακλέης. και μίαν συνηρημένην, τήν ήρακλής... (τελ.) ...τοίςήρακλήσι · τούς ήρακλήας· ώ ήρακλήες:Κανών εβδομος· (αρχ.) ό π ά ρ ι ς · ποίου είδους τών παραγώγων · πα­ ρωνύμου καί ρηματικού: πόθ(εν) π ά ρ ι ς · παρά του παριέναι τον μόρον • τουτέστιν, έκφυγείν τον θάνατον... παράδειγμα: πόθεν άδωνις... (τελ.) ...ούκ έστι γάρ τάσις, προ τριών συλλα(βών) · οίον · φίλημα · φιλή­ ματα: · ά δ ω ν ι ς· άδώνιδος:Κανών ο γ δ ο ς· (αρχ.) ό ο φ ϊ ς · ποίου εϊδους τών ύποπεπτωκότ(ων) τω ονόματι · προσηγορικού. Τί έστϊ προσηγορϊκόν... παράδειγμα:- Πόθεν μάντις... Πόθεν ορνις... Πόθεν νήϊς... (τελ.) ...εν τή συνθέσει άναδέχετ(αι) • οίον, άλευρόμαντϊς, άλευρομάντιδος:Κανών έννατος · (αρχ.) ό χ ά ρ ί ε ι ς · ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων • παρωνύμου: πόθ(εν) χαρίεις, παρά το χ ά ρ ι ς χάριτος. χαριτόεις... παράδειγμα: Πόθεν τιμήεις... (τελ.) ...τα είς ε ί ς υπέρ μί(αν) συλλαβ(ήν), δια του ντ κλίνονται:Κανών δέκατος:- (αρχ.) Ό πηλεύς · ποίου εϊδους τών παραγώγων • ρηματικού: πόθεν π η λ ε ύ ς · παρά το πάλλω... παράδειγμα:- Τί έστι βασιλεύς... παράδειγμα: πόθεν άχιλλεύς... (τελ.) ...το γάρ ήχϊ ο σημαί(νει) το όπου, δασύνετ(αι) · ότι κατ' έπέκτασϊν εστί το χί:Κανών ένδέκατος · (αρχ.) ό ήδύς · ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων

96

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΙΙΔΙΚΑΙ 1066

(38ν)

(39r)

(40r)

(41r)

(42r)

(42ν)

(43ν)

(44r)

«·)

ΤΗΣ ΕΒΕ

. ρηματικού... παράδειγμα (in margine sinistra) Πόθεν ώκύς... (τελ.) ...πόθεν γ λ υ κ ύ ς · πα(ρά) το γ λ ε ϋ κ ο ς· ö σημαί(νει) τον άποστάζοντα οίνον έκ τ ή ς ληνού:κανών ιβ:- (αρχ Ο β ό τ ρ υ ς· ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων · ρημα­ τικού): πόθεν βότρυς... παράδειγμα: πόθεν νέκυς... παράδειγμα: πόθεν στάχυα... παράδειγμα: Πόθεν πήχυς... (τελ.) ...καί ταύτα ά τ τ ι κ ώ ς κλιθέντα, δια τού ε ψιλ(ού) και του ω μεγάλου γράφοντ(αι): κανών τρισκαιδέκατος: (αρχ.) Ό β ο ύ ς · ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων . ρηματικού.... παράδειγμα:- πόθεν πούς... (τελ.) ...το πο μικρόν · διάτί • ότι κ(α)τ(ά) τ(ήν) παραλήγουσ(αν):καν(ών) · ιδ: (in margine destra) (αρχ.) Ό π λ ό ο ς· ποίου εϊδουςτών πα­ ραγώγων · ρηματικού... παράδειγμα: (in margine destra) Πόθεν νόος... (τελ.) ...ό καν(ών) · τα ε ί ς ο υ ς συνηρημένα, τών έντελ(ών) φυλάσσει τ(ήν) κλίσϊν:Κανών ιε: (αρχ.) Ο Ίδρώς, ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων · παρωνύμου, και ρηματικού · πόθεν ίδρώς... παράδειγμα:- Ό άγνώς... (τελ.) ...οι δε λοιποί κανόνες. όμοιοι τού ίδρώτος:Κανών ιστ: (αρχ.) Ό γέλως. ποίου ε ϊ δ ο υ ςτ(ών) παραγώγων · παρω­ νύμου, και ρηματικού... παράδειγμα: (in margine destra) Πόθεν ήρως... (τελ.) ...πά(σα) δοτική πλη(θυντική) · προ του ιώτα, το σ θέλει έχ(ειν) ή δυνάμει ή ένεργεία:Καν(ών) ιζ: (αρχ.) Ό μενέλαος· ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων · παρω­ νύμου · ποίου σχήματος· συνθέτου: ποί(ας) διαφοραςτών ονομάτων... Πόθεν νικόλαος... (τελ) ...Ή δοτική τώ νικόλεω · εϊπομεν ώς πα(σα) γενική · κατά τα λοιπά, ό μ ο ί ω ςτώ μενελάω:Κανών όκτακαιδέκατος:- (αρχ.) Ό άλς, ποίου εϊδ(ους) τών παραγώ­ γων · παρωνύμου καί ρηματικού: πόθ(εν) άλς... παράδειγμα:- πόθεν τίρυνς... (τελ.) ...όσα μεν έχει το α. δια τού τ ο ς κλίνετ(αι) · όσα δέ μή εχειν το α, δια τού θος:Κανών έννακαιδέκατος· (αρχ.) ό άλκαμάν. ποίου ε ί δ ο υ ςτών παρα­ γώγων • παρωνύμου: πόθεν άλκμάν · παρά το ακμή ή ό ξ ύ τ η ςκαί ή δύναμϊς, άκμάν · και πλεονασμώ τού λ... παράδειγμα:- Πόθεν παιάν... παράδειγμα: Πόθεν τιτάν... (τελ.) ...πά(σα) ορθή καί αΙτιατ(ική) μή ούσα άποσυναιρέσεωςόξύνετ(αι):Κανών είκοστός· (αρχ.) ό σωλήν, ποίου εϊδουςτών παραγώγων · πα­ ρωνύμου · πόθ(εν) σωλήν · παρά το σώον ολον είναι... παράδειγμα:Πόθεν ποιμήν... παράδειγμα:- Πόθεν λιμήν... (τελ) ...όσα μεν έχει το μ έπ' εύθεί(ας), δια τού ε κλίνετ(αι) · όσα δέ μή έχει το μ, το η φυλάσσει:-

(17

Α Θ Α Ν Α Σ Ι ο ς ΑΓΓ.

ΕΤΣΤΑθΙΟΤ

(44ν) Κανών είκοστοςπ ρ ώ τ ο ς (αρχ.) Ό Έλλην, ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παρα­ γώγων · παρωνύμου · πόθ(εν) ελλην · παρά το ελη ö σημαί(νει) την θερμασίαν · ή παρά το έλείν λαόν · ήγουν λαβείν στρατόν... παρά­ δειγμα:- Πόθεν τέρην... παράδειγμα: πόθεν γέρην... (τελ.) ...το δέ γέρας, παρά το έρώ το έπίθυμώ:(45r) Κανών κβ:- (αρχ.) Ό Δελφίν, ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων · παρω­ νύμου: πόθεν... παράδειγμα:- Ό άκτίν... παράδειγμα:- Ό ρίν... παρά­ δειγμα:- Πόθεν τελχίν... (τελ.) ...πα(σα) λ έ ξ ι ςάπο τ ή ς τε συλλα(βής) αρχομένη · ώ ς εϊρηται ε ί ς τον τέρενα: μακρόν · διάτί · το λ και το χ έκτείνουσιν αυτό · τα λοιπά, ώ ς ό δελφίν:(45ν) Καν(ών) κγ: (αρχ.) Ό φόρκυν · ποίου ε ϊ δ ο υ ς τών παραγώγων · ρηματικού: πόθεν φόρκυν · παρά το φέρ(ειν)... παράδειγμα:- Πόθεν μόσυν... παράδειγμα: Πόθεν πόλτυν... (τελ.) ...πόθεν πόλτυν · παρά το πέλω το αναστρέφομαι · σημαί(νει) δέ το ξυλόκαστρον (46r) κανών κδ: (αρχ.) Ό θέων · ποίου μ έ ρ ο υ ςλόγου εστίν • όνόματος· ποίου γ έ ν ο υ ςάρσεν(ικού): ποίου ε ϊ δ ο υ ς· παραγώγου... πα(ράδειγμα) • πόθεν λέων... παράδειγμα:- Πόθεν σώφρων... (τελ.) ...πώςκλί(νε)τ(αι) • τού σώφρονος· ό κα(νών) · τα δέ κοινά τω γένει, δια του ο μικρού κλίνοντ(αι) · γ ε ί τ ο ν ο ς· σώφρονος:(47r) κανών κε: (αρχ.) Ό κοιτών, ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων... παράδειγ­ μα:- Πόθεν σαρπηδών... (τελ.) παράδειγμα:- Πόθεν παρθένων · παρά το παραθέειν την παιδικήν ήλικίαν · ή παρά το {θέειν ( πύρ τών παθών θανατούν:(47r) κανών κστ: (αρχ.) Ό ξενοφών · ποίου ε ϊ δ ο υ ςτών παραγώγων... παρά­ δειγμα:- πόθ(εν) ποσειδών... Πόθεν άγλαοφών... παράδειγμα: Πόθεν ταών... (τελ.) ...επειδή τα λοιπά ονόματα, ε ί ς ν λήγουσι μόνον · ταύτα δέ, ε ι ςν καί ε ι ς σ:(48Γ) κανών κζ:- (αρχ.) Ό θώραξ · ποίου είδους τ(ών) παραγώγων · ρηματικού... παράδειγμα:- Πόθεν άρπαξ... παράδειγμα:- Πόθεν άναξ... (τελ.) ...ό κα(νών) · σεσημείωται το ευ γύναι · καί το ζεύ άμα · ότι αποβολή έποιήσαντο τού ξ:(48ν) κανών κη:- (αρχ.) Ό μυρμηξ · ποίου ε ϊ δ ο υ ς τών παραγώγων · ρηματικού... παράδειγμα: Πόθεν βουπλήξ... παράδειγμα:- Πόθεν σκώληξ... (τελ.) ...τά μέσον δύο άμεταβόλων · ή μέσον δύο συμφών(ων) τών αυτών · ή μέσον ψιλού καί άμεταβόλου, δια τού μεγάλου ω γρά(φον)τ(αι):(49Γ) κανών κθ: (in margine destra) (αρχ.) Ό πέρδιξ, ποίου εϊδουςτών παρα­ γώγων... παράδειγμα:- Πόθεν τέτιξ... (τελ.) ...διότι τά ε ί ς ξ λήγοντα •

98

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΙΙΔΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 THE ΕΒΕ

έχοντα ρήμα άντιπαρακείμενον ε ί ς ζων λήγον, δια τού γ κλίνετ(αι) · ώ ς έγράφη ε ι ς τον άρπαγα:(49ν) κανών τρϊακοστός:- (αρχ.) Πόθεν δοίδυξ • παρά το δαδύσσω το ταράσ­ σω... παράδειγμα:- Πόθεν βέβρυξ... παράδειγμα:- Πόθεν κήρυξ... (τελ.) ώ ς καί Ό μ η ρ ο ς · άκραντα γαρύουσϊ δ ϊ ό ς π ρ ο ς όρνιθα θείον:- + πώς κλίνεται • του κήρυκος:(50Γ) Κανών λα:- (αρχ.) Πόθεν βώξ · παρά το βοάζω βοάξω. υόαξ · και κράσει του α ο ε ί ςω μέγ(α), βώξ · έστι δε ε ί δ ο ςίχθύος... Πόθεν πτώξ... (τελ.) ...πά(σα) ορθή καί αιτιατική μή ούσα άπα συναιρέσεωςόξύνεται:(50r) Κανών λβ: (αρχ.) Πόθεν λουτήρ · παρά το λοόω λούσω λέλουκα λέλουμαι, λουτήρ... παράδειγμα:- Πόθεν αίθήρ... (τελ.) ...τα πνεύματα τής άρχούσης εύθείας, φυλάττεσθαι θέλουσι καί έν ταίς λοιπαίς πτώσεσϊ:(50ν) Κανών λγ: (αρχ.) Πόθεν πίηρ · παρά το πίω ρήμα · ή παρά το πΐον ö σημαί(νει) τον λίπαρόν... παράδειγμα:- Πόθεν ϊβηρ... (τελ.) ...όσα δε βραχεία παραλήγετ(αι), το η φυλάσσει και έπί γενϊκής:(50ν) Κανών λδ: (αρχ.) Πόθεν νεστωρ · παρά το τα νέα ιστορείν · ή. παρά το στερεον νουν εχ(ειν)... παράδειγμα: Πόθεν κέλλωρ... (τελ.) ...όσα δε έχει το λ, διά τού ω μεγάλου κλίνετίαι) · κέλλωρος, πέλωρος:(51Γ) Καν(ών) λε: (in margine sinistra) (αρχ.) Πόθεν κύκλωψ · παρά το κύκλοςκαι το ώψ ώ π ό ς · ö σημαί(νει) τόν όφθαλμόν... παράδειγμα: Πόθεν μώλωψ... (τελ.) ...τα ε ί ς ωψ άπαντα υπέρ μί(αν) συλλα(βήν) όντα, διά τού ο μικρού γράφοντίαι) · πλην (51ν) τού κύκλωψ · μώλωψ • μύωψ · κώνωψ · άιγίλωψ · καί νυκτάλωψ:(51ν) τέλοςτών αρσενικών κανόνων:- + αρχή cόv θ(ε)ώ άγίω. τών θηλυκών κανόνων:(51ν) (αρχ.) Το βήμα · ποίου μέρους λόγου έστιν · ονόματος: ποίου γένους... παράδειγμα:- Πόθεν δώμα... πα(ράδειγμα) (in margine

100

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΟΔΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

(62r)

(63ν)

(64Γ)

(64ν)

(65r)

(66r)

(67r) (67ν)

(68r)

(68ν)

sinistra) Πόθεν στόμα... (τελ.) ...τα έχοντα το ε έγκείμενον εν τοίς ρήμασϊν, έχουσι το ο άντιπαρακείμενον έν τοίς όν(όμ)ασ(ιν):κανών β:- (αρχ.) Το μελί · ποίου ε ϊ δ ο υ ςτων παραγώγων... παράδειγ­ μα:- Πόθεν σίνηπϊ... πα(ράδειγμα) (in margine sinistra) Πόθεν πέπερι... (τελ.) τα λοιπά όμοίωςτω σίνηπι:- [[παράδειγμα:-]]

(97ν) μέσου παρακειμένου και ύπερσυντελίκου · τετυπ(ώς) · κανό(νισον):(αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω · ό παρακείμενος... Το θηλυκόν... Το ούδέτερον... (τελ.) ...Ή κλητική · ώ τετυπός:(97ν) αορίστου αου · τ ύ ψ α ς · κανόνισον:- (αρχ. 98r) Τύπτω · ό μέλλων τύψω • ό ά ό ρ ι σ τ ο ςέτυψα... (τελ.) ...παρατηρητέον · ότι παν ούδέτερον • άρσενικω παρεσχηματισμένον, του αρσενικού έχει τήν κλισιν · όποί(ας) αν ποτέ ειη καταλήξεως:(98Γ) αορίστου δευτέρου · ό τυπών • κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω · ό άόριστοςέτυψα... (τελ.) ...ό κα(νών) · πάσα γενική μετοχήσ • περιττοσυλλαβοόσα τ ή ςι δ ί α ςεύοείας, δια του ντ κλίνεται:(98r) μέλλοντοςα' · ό τύψων · κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω • καί ή μετοχή, ό τύψων · ό κα(νών)... (τελ.) ...ό κα(νών) · πά(σα) γενική μετοχής:(98ν) μέλλοντοςδευτ(έ)ρ(ου) · ό τυπών · κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ.) ...ό κα(νών) · πα(σα) γενική μετοχής· περιττοσυλλαβούσα τ η ς ί δ ί α ςεύθεί(ας), δια του ντ κλίνεται:(98ν) μετοχαί παθητικαί · χρόνου ένεστώτοςκαί παρατατικού · ό τυπτόμεvoc · κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · καί το παθητικόν τύπτομαι · καί ή μετοχή ό τυπτόμενος · ό κα(νών)... Το θηλυκόν... Το ούδέτερον... (τελ.) ...ειπομεν ώς πάν ούδέτερον, ε ί ς α λήγει κατευθείαν των πλ(ηθυντικών):(98ν) παρακειμ(έν)ου καί ύπ(ε)ρσυντελίκου · τετυμμ(έν)ος· κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ) ...τετυμμένοι · τετυμμέναι · τετυμμένα:(99Γ) αορίστου πρώτου • ό τ υ φ θ ε ί ς · κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ.) ...τυφθέντες· τυφθείσαι · τυφθέντα:(99ν) αορίστου δευτέρου · ό τ υ π ε ί ς · κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ.) ...πα(σα) γενική μετοχή δια τού ντ κλί(νεται):(99ν) μέσου αορίστου πρώτου · ό τ υ ψ ά μ ε ν ο ς· κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ.) ...τα ε ί ς ον ουδέτερα, ε ι ς ου έχει τήν γενικήν:(100Γ) μέσου αορίστου δευτέρου, ό τ υ π ό μ ε ν ο ς· κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ.) ...τυπόμενοι · τυπόμεναι · τυπόμενα:(l00r) μέλλοντος α' · τυφθησόμ(εν)ον 52 · κανόνισον:- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλ52. lege: τυφθησόμενος.

112

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΙΙΛΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

λον τύψω... (τελ.) ...τυφθησόμεναι · τυφθησόμεναι · τυφθησόμενα:(l00r) μέλλοντοςδευτ(έ)ρ(ου) · τυπησόμενος· κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλ(ων) τύψω... (τελ.) ...τυπησόμενοι · τϋπησόμεναι · τυπησόμενα:(100r) μέσου μέλλοντοςα' · τυψόμενος • κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλ(ων) τύψω... (τελ.) ...ή τήν ίσην παραλήγουσαν έχει τω ένεστώτι, ή έλάττονα. ουδέποτε δε μείζονα:(100ν) μέσου μέλλοντοςu' · τ υ π ο ύ μ ε ν ο ς· κανό(νισον):- (αρχ.) Τύπτω · ό μέλλ(ων) τύψω... (τελ.) ...τυπούμενοι · τυπούμεναι · τυπούμενα:(100ν)μετ' ολίγου μέλλοντος του και αττικού · τετυψόμενος· κανόνισον:(αρχ.) Τύπτω · ό μέλλων τύψω... (τελ) ...τετυψόμενοι · τετυψόμεναι · τετυψόμενα:(100ν) Περί συζυγί(ας) · τί έστι συζυγία · συζυγία εστίν, ακόλουθος βημάτων κλίσις... πόσαι συζυγίαι είσί · δ ε κ α τ ρ ε ί ς· βαρυτόνων μεν ρημάτ(ων), ς'... Περισπωμένων δέ ρημάτίων) συζυγίαι, είσί τρείς... Τών δε ε ί ς μι ληγόντ(ων) ρημάτων, συζυγίαι είσί τέσσαρες... (τελ.) ...ή δέ τετάρτ(η). άπο της έκτηςτών βαρυτόν(ων) · ώ ς από τού πηγνύω · γέγονε. πήγνυμι:(100ν)Ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · σ υ ζ υ γ ί α ςπ ρ ώ τ η ςτών βαρυτόνων:(αρχ.) Λείβω · ποίας σ υ ζ υ γ ί α ς · π ρ ώ τ η ςτών βαρυτόν(ων) · πόθεν δήλον · έκ του μέλλοντος· ή γαρ πρώτη τ(ών) βαρυτόνων, δια (lOlr) του ψ έχει τον μέλλοντα... ή γαρ πρώτη τ(ών) βαρυτόν(ων). δια τού β • ή π · ή φ · ή πτ έκφέρετ(αι)... Ό μέλλων λείψω... Ό παρακείμενος λέλειφα... Ό μέσος παρακείμενος λέλοιβα... Ό δεύτ(ε)ρ(ος) αόριστος • έλιβον... Στρέφω... Ό μέλλ(ων στρέψω... Ό π α θ η τ ι κ ο ς παρακείμενος, έστραμμαι:ό αόριστος, έστράφην... Γλύφω... Αμείβω... Νήφω... Κλέπτω... (τελ) ...τα δια του έπω βήματα, δια του ε ψιλού γρ(άφονται) • οίον. χαλέπω · κλέπτω · σκέπτω • και τα ομοια:(ΙΟΙν) Ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · συζυγί(ας) δ ε υ τ έ ρ α ςτών βαρυτό­ νων:- (αρχ.) Πλέκω... π ο ί α ςσ υ ζ υ γ ί α ς· δευτ(έ)ρ(ας) τ(ών) βαρυτόνων ·: πόθ(εν) δηλον · ή δέ δευτ(έ)ρ(α) δια τού γ· ή κ · ή χ ή κτ... Ό μέλλ(ων). πλέξω... Ό παρακείμ(εν)ος... Ό μ έ σ ο ς παρακείμενος... Ό αόριστος... Ό δεύτ(ε)ρ(ος) αόριστος... Ό παθητικοςπαρακείμενος... Ό παθητικός αόριστος... Το λέγω. πόσα ση(μαίνει) · εξ... Τίκτω... Τήκω... Το δείκω... Πόθεν το αγήοχα... Το αγω πό(σ)α ση(μαίνει)... Πόθεν γί(νεται), το ένήνοχα... (τελ.) ...ό άττικος. ένήνεχα · και τροπή τού ε, (1n εις ο και εκβολή τουγ ένήνοχα:ν) Ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · συζυγια(ας) τρίτηςτών βαρυτόνων:- (αρχ.) Ελεύθω · ποί(ας) συζυγίας... Ό παρατατικοςήλευθον... ό παρακείμενοσ

113

Α Θ Α Ν Α Σ Ι ο ς ΑΓΓ. ΕΥΣΤΑΘΙΟΤ

• ήλευκα... και το άττικόν, έλήλυκα... Ό μ έ σ ο ςπαρακείμενος... Ό ύπερουντέλικος... Ό δεύτερος αόριστος... καί το ύποτακτικον... Ό μέλλ(ων)... Ό παθητικος παρακείμ(εν)ος..Και το ίωνικόν, ήλεύθαται... Πλήθω... Σπένδω... (τελ) ...ουτοςγαρ δια του ι έχει την τρίτην συλλαβήν:(104r) Ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · συζυγίαςτετάρτηςτών βαρυτόνων:- (αρχ.) Όρύσσω · π ο ί α ςσυζυγί(ας)... Ό παρατατικος... Ό παρακείμενος... Και ό άττικος... Ό μ έ σ ο ςπαρακείμενος... Ό κ ο ι ν ο ςύπερσυντέλικος... Ό μέσος... ό αόριστος... Ό δεύτερος... Ό μέλλων... ό παθητικός παρακείμενος... Ό ύπερσυντέλικος... παρακείμενοςκαι ύπερσυντέλικος... Πόθεν ποιείς το φράζω... Αθροίζω... Ό μ έ σ ο ς παρακείμενος... (τελ.) ...καί δια το καθαριεύειν τον μέσον παρακείμενον, ίωνικόν ού ποιει:(106r) Ρημα όριστικον ένεργητικόν · σ υ ζ υ γ ί α ςπ έ μ π τ η ς τών βαρυτόνων:(αρχ.) Σπείρω · π ο ί α ς συζυγί(ας)... Ό μ έ σ ο ςπαρακείμενος... Ό δευτ ε ρ ο ς αόριστος... Ό μέλλων πρώτος... Ό π α θ η τ ι κ ο ς παρακείμενος... (τελ.) ...το γαρ ρ μετά τών δασέων, δασύ έστι • καί μετά τ(ών) ψιλών, ψιλόν έστί:(107r) Ρημα όριστικόν · ένεργητικόν · σ υ ζ υ γ ί α ςε κ τ η ςτ(ών) βαρυτόν(ων):(αρχ.) Ακούω · ποί(ας) συζυγί(ας)... Ό παρατατικός... Ό κοινος παρακείμενος... Ό μέλλων... ό π α θ η τ ι κ ο ςπαρακείμενος... Πλέω... Ό μέλλ(ων)... ό παρακείμενος... Κλαίω... (τελ.) ...είώθασι γαρ οι κλαίοντες, άνακαλείσθαι τους τεθνεώτας:(107ν) Ρημα άπλούν · παράγωγον · συζυγί(ας) πρώτης τών περισπωμένων:Πόσαι συζυγίαι τών περισπωμένων όημ(ά)τ(ων) · τ ρ ε ι ς · γίνωνται δε κατά σύναίρεσιν άπο της έκτης συζυγίας τών βαρυτόνων... Ποιέω · ποίας συζυγίας · εκτης τών βαρυτόνων... Ποιώ · ποίας συζυγίας · πρώτης τών περισπωμένων... Ό παρατατικός... Ό παρακείμενος... Ό μέλλων... Ό πρώτος αόριστος... Ό δεύτερος αόριστος... ό παθητικόςένεστώς... Ό παθητικοςπαρακείμενος... Και το ίωνικόν... Ό ύπερσυντέλικος... Ή μετοχή... Φιλώ... (τελ.) ...τα δε μηδέν έκ τούτ(ων) έχοντα παραληγόμενον μόνον δε το η ή το ε, δια τού ε έχει τον μέλλοντα:(109ν) ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · άπλούν · παράγωγον · συζυγίας δευτ έ ρ α ςτών περισπωμένων:- (αρχ.) Βοάω · π ο ί α ςσυζυγίας... ό παρατατικός... ό μ έ σ ο ςπαρακείμενος... Το άπαρέμφατον... Γελώ... (τελ.) ...Δια μακρού τού α εκφέρεται · οίον, άνιώ · άνιάσω · κοπιάσω:(11 Ir) Ρήμα όριστικόν · ένεργητικόν · άπλούν · παράγον · συζυγίας τρίτηςτών περισπωμένων:- (αρχ.) Χρυσόω, χρυσώ · π ο ί α ςσυζυγί(ας)... Ό παρατατικός... (τελ.) ...εί δε υπέρ τ ρ ε ι ς συλλαβάς, ό μ ο ί ω ς πάλιν συστέλλουσιν · οίον, ήρωδιανός· Ίουστινιανος• πλην τού ώκεανός:-

114

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο Κ Ω Δ Ι Κ α ς 1 θ 6 6 Τ η ς EBE

(112r) αρχή του τίθημι:- Ρήμα όριστικόν ένεργητικόν · άπλούν · παράγωγον • συζυγίαςπ ρ ώ τ η ςτ(ών) εις μί ρημάτων... Τίθημι... πόσαι συζυγίαι τών ε ί ςμι... τέσσαρες... Το δυικον... Το πληθυντικον... (τελ.) ...επειδή ούκ έχει καθαρον το ε ώσπερ το ίεασιν · άλλ' έχει προ του ε, σύμφωνον το θ:(113ν) περί του παρατατικού · έτίθην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · και ό παρατατικος, έτίθην... (τελ.) ...τούτου ό παρατατικος, ην · το βον , ήσ • το τρίτον, ή:(114ν) περί του παρακειμένου:- (αρχ.) Τέθεικα · ει θέματα τών παρακειμένων οι μέλλοντες · μέλλων δε του τίθημι, θήσω; δικαίως ό παρακείμενος τέθεικα... (τελ.) ...ει δε δια του ς ό μέλλ(ων), ό παρακείμενοςδια του κάππα · και γί(νεται) τέτυφα και τέθηκα:(115Γ) περί του μέσου παρακειμένου:- (αρχ.) Μέσος παρακείμενος εν τοίς ε ί ς μι ούκ έστι, δ ί αιτίαν τοιαύτην... (τελ.) ...επειδή έκ τού μέσου παρακειμένου κανονίζεται ό μέσος ύπερσυντέλικος:(115r) περί ύπερσυντελίκου · έτεθείκειν · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλ­ λων θήσω · ό παρακείμενοςτέθεικα · ό ύπερσυντέλικος. έτεθείκειν · ό κανών · πάς... (τελ.) ...είςαν ποιεί το τρίτον:(115ν) περί του αορίστου πρώτου · έθηκα · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω • ό αόριστος έθηκα · ό κα(νών)... (τελ.) ...έθήκαμεν · έθήκατε · έθηκαν:(115ν) περί του αορίστου δευτέρου έθην · κανό(νισον):- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλ­ λων θήσω · ό αόριστος έθηκα · ό δεύτερος αόριστος έθην ό κα(νών)... (τελ.) ...ότι μι είς θί ποιούσι το προστακτικόν · έχον όξυτόνους τάς μετοχάς • άλλα θές · δός · ές:(116Γ) περί του πρώτου μέλλοντος· θήσω · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω · ό κα(νών)... (τελ.) ...ή πρώτη μεν και δευτέρα συζυγία τω η παραλήγεται:(116ν) περί του μέλλοντοςδευτέρου:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλον θήσω · ό δεύτερος αόριστοο, έθην · καί ό μέλλων δεύτεροο, ού ποιεί: Δεύτερος μέλλων, ούκ έστιν έν τ ο ί ς ε ι ς μι... (τελ.) ...ούκ έστι δ ε ύ τ ε ρ ο ς μέλλων ένεργητικος όριστικός:(116ν) οριστικά παθητικά · χρόνου έ ν ε σ τ ώ τ ο ςκαί παρατατικού:- (αρχ.) Τίθημι · καί το παθητικον, τίθεμαι · ό κα(νών)... Το δυικόν... Το πληθυντικον... (τελ.) ...καί την παραλήγουσαν φυλάττον του πρώτου προσώπου, το τρίτον πρόσωπον τών πλη(θυντικών) ποιεί:(U7r) περί του παρατατικού, έτιθέμην: κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · καί το παθητικον, τίθεμαι · καί ό παρατατικος, έτιθέμην · ό κα(νών)... (τελ.) ...έτιθέμεθα · έτίθεσθε · έτίθεντο:-

II Γ.

Α Θ Α Ν Α Σ Ι ο ς ΑΓΓ. ΕΤΣΤΑΘΙΟΓ

(117r) περί του παρακειμένου · τέθειμαι · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω · ό παρακείμενοςτέθεικα · ό παθητικος, τέθειμαι • ό κα(νών)... (τελ.) ...τεθείμεθα · τέθεισθε · τέθειντ(αι):(117r) περί του ύπ(ε)ρσ(υντελίκου) συντ(ά)ξ(εως) · έτεθείμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω · ό παρακείμενος, τέθεικα · ό παθητικος, τέθειμαι · ό ύπερσϋντέλικοςέτεθείμην · ό κα(νών)... (τελ.) ...έτεθείμεθα · έτέθεισθε · έτέθειντο:(117Γ) περί του πρώτου αορίστου • έτέθην · κανόνισον:- Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω · ό παρακείμ(εν)οςτέθεικα · ό παθητικοςτέθειμαι · ό αόριστος, έτέθην · ό μ ο ί ω ςτοίς... (τελ.) ...έτέθημεν · έτέθητε • έτέθησαν:(117ν) περί του δευτέρου αορίστου:- (αρχ.) Δ ε ύ τ ε ρ ο ς αόριστος έν τοις παθητικοίςτ(ών) ε ί ς μι, ούκ έστι... (τελ.) ...ώςγαρ έστάθην υπό σου, ο υ τ ω ςέστην ύπο σου:(117ν) περί του μέσου αορίστου πρώτου • έθηκάμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω · ό αόριστος. έθηκα · ό μέσος, έθηκάμην · ό κα(νών)... (τελ.) ...έθηκάμεθα · έθήκασθε · έθήκαντο:(117ν) περί του μέσου αορίστου δευτέρου · έθέμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω · ό δεύτεροςαόριστος, έθην · ό μέσος, έθέμην • ό κα(νών)... Το συνηρημένον · και έθου... (τελ.) ...όμοίωςτω έδοτο, έδου:(117ν) περί του πρώτου μέλλοντος· τεθήσομαι · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω · ό παρακείμ(εν)ος(118r) τέθεικα · ό παθητικος, τέθει­ μαι · ό αόριστος έτέθην... (τελ.) ...θησόμεθα · θήσεσθ(ε) · θήσονται:(118Γ) περί του μετολίγου μέλλοντοςτεθείσομαι · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι • ό μέλλων, θήσω · ό παρακείμενος, τέθεικα · ό παθητικός. τέθειμαι • το δεύτ(ε)ρ(ον), τέθεισαι · και ό μετολίγου μέλλων, τεθείσομαι · ό κα(νών)... (τελ.) ...τεθεισόμεθα · τεθείσεσθε · τεθείσονται:(118r) περί απαρεμφάτων ένεργητικ(ών) · χρόνου ένεστώτοςκαι παρατατικού • τιθέναι · κανόνισον:- (αρχ.) Είπομεν ώς πά(σα) μετοχή είς ς όξύτονος δια του ντ κλινομένη, ε ί ς μαι ποιεί το άπαρέμφατον · ην ουν, τιθείς, τιθέναι... (τελ.) ...τήν παραλήγουσαν θέλουσι φυλάττειν τού ιδίου οριστικού πρώτ(ου) πρόσωπα των πλ(ηθυντικών):(118r) περί του παρακειμένου · και ύπερσυντελίκου · τεθεικέναι · κανόνι­ σον:- (αρχ.) Ειπομεν · ώς π ά ς παρακείμενος, κ(α)τ(α) το το τρίτον αύτού πρόσωπον τήν ναι προσλαμβάνων · το άπαρέμφατον ποιεί... (τελ.) ...ούτε ή του παρακειμένου ούτε ή τού ύπερσυντελίκου παραλή­ γουσα, πεφύλακται:(118ν) περί τού αορίστου πρώτου: (αρχ.) Ό πρώτος αόριστος, ου ποιεί:

116

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο Κ«ΔΙΚΛΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

διάτί... (τελ.) ...όμοίως τοίς ε ί ς ω ποιούσι · στήσαι · φήσαι · το άπαρέμφατον:(118ν) περί του αορίστου δευτέρου · θείναι · κανόνισον:- (αρχ.) Άναλόγως τή ε ί ς σ όξυτόνω μετοχή, ε ί ς μαι εστί το άπαρέμφατον... (τελ.) ...και έγένετο το θείναι · δούναι • είναι:(118ν) περί τ(ού) μ(έλλον)τ(ος) πρώτου · θήσειν · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω το δεύτ(ε)ρ(ον), θήσεις... (τελ.) ...καί το άπαρέμφατον, λέξειν:(118ν) απαρέμφατα παθητικά · χρόνου ένεστώτος · τίθεσθαι · (αρχ.) Είπομεν · ώ ς πάν παθητικόν ή μέσον • έχον έν τω τρίτω προσώπω το τ κλιτικόν... (τελ.) ...πάν άπαρέμφατον δ(ί)φ(θογγον) έχει κ(α)τ(ά) την τελευταίαν:(118ν) περί του παρακειμένου · καί ύπερσυντελίκου · ην ουν, τέθειμαι· τέθεισαι · τέθειται (119r) καί το άπρέμφατον. τεθεισθαι · κανόνισον:(αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων) θήσω... (τελ.) ...τροπή τής έσχάτηςε ί ς θαι, το άπαρέμφατον ποιεί:(119r) περί του αορίστου α':- Έτέθην, το ρήμα · τεθείς, ή μετοχή · τεθήναι το άπαρέμφατον: τεθήναι · κανόνισον · (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων) θήσω... (τελ.) ...την. μαι προσλαβών. το άπαρέμφατον ποιει:(119r) περί του μέσου αορίστου πρώτου:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων θήσω... (τελ.) ...ό κα(νών) · ώ ς το τύψασθαι • έστι δε άχρηστον:(119r) περί του μέσου [[μέλλοντοσ]] αορίστου δευτέρου · θέσθαι · κανόνισον:(αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων θήσω... (τελ.) ...καί συστολή τής άρχούσης. θέσθαι:(119r) περί του μέ(λλον)τ(ος) πρώτου • τεθήσεσθαι · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι • ό μέλλων θήσω... (τελ.) ...ό κα(νών) · πάν παθητικόν ή μέσον:(119Γ) περί του μέσου μέλλοντοςπρώτ(ου) · θήσεσθαι · κανό(νισον):- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων) θήσω... (τελ.) ...ό κα(νών) · πάν παθητικόν ή μέσον:(119Γ) περί του μετολίγου μέλλοντος· τεθείσεσθαι · κανό(νισον):- Τίθημι · ό μέλλ(ων) θήσω... (τελ.) ... πάν παθητικόν ή μέσον · έχον έν τώ τρίτω προσώπω:(119r) προστακτικά ενεργητικά · χρόνου ένεστώτος · καί παρατατικού · τίθετι · κανόνισον:- Τίθημι · καί ό παρατατικός, έτίθην · ή μετοχή, ό τιθείς, τού τιθέντος · καί το προστακτικόν, τίθετι · ό κα(νών)... Το πρώτον πρόσωπον ού ποιεί... ό δυίκόν... πληθυντικά... (τελ.) ...πά(σα) λ έ ξ ι ςπροπαροξυνομένη · επί τ έ λ ο υ ςδίχρονον, συνεσταλμένον αυτό έχει:-

117

ΑΘΑΝΑΣΙος ΑΓΓ. ΕΤΣΤΑΘΙΟΤ

(119ν) περί του παρακειμένου καί ύπερσυντελίκου · τέθεικε · κανόνισον: (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω · ό παρακείμενοςτέθεικα... (τελ.) ...ό κα(νών) · και προσθέσει τ η ς σαν, τρίτον ποιει:(119ν) περί του πρώτου αορίστου καί μέλλοντος· ού ποιεί:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...στήσατε · στησάτωσαν · καί προσθέσει τής σαν, το τρίτον ποιει:(119ν) περί του δευτέρου αορίστου καί μέλλοντος· θές, θέστω:- Έδει μεν τ ή ς μ ε τ ο χ ή ςο υ σ η ς θ έ ς θέντος, θέτι είναι το προστακτικόν · άλλ' ειπομεν, ώ ς ήμάρτηται αυτό τέ καί το δοσ; καί το ές: θ έ ς · κανόνισον • (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω... (τελ.) ...θέτε · θέτωσαν:(120r) προστακτικά παθητικά, χρόνου ένεστώτος- Τίθεσο · τιθέσθω · άπο του δευτέρου προσώπου του παθητικού παρατατικού γίνεται... (τελ.) ...τίθεσθε · τιθέσθωσαν:(120r) περί τού παρακειμένου καί ύπερσυντελίκου · τέθεισο, τεθείσθω:(αρχ.) Καί ουτος, άπο τού δευτέρου προσώπου τού παθητικού ύπερσυντελίκου γίνεται... (τελ.) ...τέθεισθε, τεθείσθωσαν:(120Γ) περί τού πρώτου αορίστου · τέθητι · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...τέθητε, τεθήτωσ(αν):(120r) περί τού μέσου αορίστου δευτέρου · θού:- (αρχ. 120ν) Είπομεν · ώς άπο τού έθέμην... (τελ.) ...θέσθε, θέσθωσαν:(120ν) Εύκτικά ενεργητικά · χρόνου ένεστώτος καί παρατατικού · τιθείην:- (αρχ.) Ειπομεν · ώς ή ε ί ςς όξύτονοςμετοχή · δια τού ντ κλινομένη · τρέπουσα το τ έ λ ο ςτ ή ς γενικής ε ί ς ην · καί προ αυτού το ι δεχόμενη, εύκτικον ποιεί... δυικά... πληθυντικά... (τελ.) ...τιθείημεν · τιθείητε · τιθείησαν:(120ν) περί τού παρακειμένου καί ύπερσυντελίκου · τεθείκοιμι · κανόνισον:(αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...τεθείκοιμεν · τεθείκοιτε · τεθείκοιεν:(120ν) Κανόνισον αόριστον πρώτον εις τα εύκτικά ενεργητικά · (αρχ.) ού ποιεί: διατί... (τελ.) ...κλίνομεν άντ' αυτού, το, στήσαιμι:(120ν) περί τού δευτέρου αορίστου · θείην · κανόνισον:- Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...θείημεν · θείητε • θείησαν:(120ν)περί τού πρώτου μέλλοντος · θήσοιμι · κανόνισον:- (αρχ. 121r) Τίθημι • ό μέλλ(ων), θήσω... (τελ.) ...θήσοιμεν · θήσοιτε, θήσοιεν:(121Γ) εύκτικά (ενεργητικά) παθητικά · χρόνουένεστώτοςκαί καί παρατατικού • τιθείμην · κανό(νισον):- (αρχ.) Τίθημι · καί το παθητικον, τίθεμαι · καί το εύκτικον παθητικον ή μέσον... Δυικά... (τελ.) ...πληθυντικά τιθείμεθα · τίθεισθε, τίθειντο:(121Γ) περί τού πρώτ(ου) αορίστου · τεθείην · κανό(νισον):- (αρχ.) Το ρήμα,

118

ΠΑΡΆΡΤΗΜΑ: Ο ΚΏΔΙΚΑΣ Ι Ο 6 6 ΤΗΣ ΕΒΕ

έτέθην · ή μετοχή, τ ε θ ε ί ςτεθέντος... (τελ.) ...τεθείημεν · τεθείητε, τεθείησαν:(121Γ) περί του μέσου αορίστου δευτέρου · θείμην · θειο, θειτο:- (αρχ.) Το ρήμα, έθέμην · καί προσθέσει του ι και συστολή τής άρχούσης... (τελ.) ...θείμεθα • θείσθε, θειντο:(121r) περί του μέλλοντοςπρώτου · τεθησοίμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλ(ων), θήσω... (τελ.) ...τεθησοίμεθα · τεθήσοισθε, τεθήσοιντο:(121r) περί του μέσου μέλλοντοςπρώτου (121ν) θησοίμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...θήθοιθε, θήσοιντο:(121ν) περί του μετολίγου μέλλοντος· τεθεισοίμην · κανόνισον:- (αρχ.) Τίθημι • ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...τεθεισοίμεθα • τεθείσοισθε, τεθείσοιντο:(121ν) Υποτακτικά ενεργητικά · χρόνου ένεστώτοςκαί παρατατικού · έάν τιθώ · τιθής, τιθή:- (αρχ.) Είπομεν · ώς, ό παρατατικος • παρακείμενος • αόριστος · την τελευταίαν τρέποντες... Δυικά... (τελ.) ...Πληθυντικά · έαν τιθώμεν · έάν τιθήτε · εάν τιθώσι:(121ν) περί του παρακειμένου · καί ύπερσυντελίκου · έάν τεθείκω · κανό­ νισον:- (αρχ.) Τίθημι · ό μέλλων, θήσω... (τελ.) ...έάν τεθείκημεν · έάν τεθείκητε, έάν τεθήκασι:(121ν) περί του πρώτου αορίστου καί μέλλοντος:- (αρχ.) Έδει μεν, έάν θήκω • άλλ' άρρητοςέμεινεν... (τελ.) ...έάν στήσωμεν · στήσητε · στήσωσι:(122r) περί του δευτέρου αορίστου · έάν θώ · έάν θής, έάν θή:- (αρχ.) Ό μ ο ί ω ςκαί έπί του δευτέρου αορίστου · όλα τά δεύτερα καί τρία πρόσωπα... (τελ.) ...έάν θώμεν · έάν θήτε, έάν θώσιν:(122r) Υποτακτικά [[ποτακτικά]] παθητικά · χρόνου έ ν ε σ τ ώ τ ο ς καί παρατατικού · έάν τιθώμαι · τιθή, τιθήται:- (αρχ.) Είπομεν ώ ς παν παθητικόν · ή μέσον έχον έπί τ έ λ ο υ ςτο μ κιτικον · φυλάττον την έσχάτην μαι... Δυικά... πληθυντικά... (τελ.) ...έάν τιθώμεθα · έάν τιθήσθε, έάν τιθώνται:(122r) περί του παρακειμένου καί ύπερ>0. Για τη δυσχέρεια διασαφήνισης των χαρακτηριστικών που ορίζουν την πόλη, βλ. Νίκος Σβορώνος, «Κοινωνικές δομές και πολιτιστική ανάπτυξη των πόλεων στον ελληνικό χώρο κατά την Τουρκοκρατία» στο Αμητός ας μνήμην Φώτη Αποστολόπουλου. Αθήνα 1984,σ.3 3 0 31. Ιάκωβος Ρ. Ραγκαβής. Γα Ελληνικά, τ. 3, Αθήνα 1854,σ.3 9 2 και 395.

159

ΕΤΔΟΚΙΑ ΟΛΥΜΠΙΤΟΤ

προγενέστερη εντύπωση του Λουδοβίκου Ρος, που έγραφε το 1841 ότι στην παραλία υπήρχαν 50-60 σπίτια. 0 ίδιος, όταν έφτασε στο νησί, κατευθύνθη­ κε προς την πόλη που απείχε περί τα τρία τέταρτα της ώρας από το λιμάνι. Εκεί παρευρέθηκε σε συνέλευση των κατοίκων που γινόταν στην εκκλησία της Παναγίας. 32 Η συγκέντρωση πληθυσμού στην παράλια περιοχή ήταν οπωσδήποτε μια διαδικασία που χρειάστηκε αρκετές δεκαετίες για να ολοκληρωθεί. Το 1864, ο πληθυσμός της Καλύμνου υπολογιζόταν από τον CT. Newton, σε 10.000 κατοίκους, που ζούσαν στην πόλη κάτω από την πλαγιά του βουνού. «Αυτή η πόλη», έγραφε χαρακτηριστικά, «ιδρύθηκε στο λαιμό της ξηράς, στη μέση του δρόμου ανάμεσα στα Λινάρια και το λιμάνι της Πόθιας. Σε αυτή τη νεώ­ τερη θέση μια δεύτερη πόλη αναπτύχθηκε, που πιθανόν θα γίνει μια μέρα πρωτεύουσα». 33 Αυτή η πιθανότητα ισχυροποιείται στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ο Κά­ ρολος Φλέγελ σημείωνε ότι «πάσα ενέργεια και πάσα ζωή τείνει προς την κάτω πόλιν, την παρά τον λιμένα Ποθαίαν, όπου προ εξηκονταετίας μόλις ευρίσκετο καλύβη τις ή αποθήκη ανά μέσον βούρλων και ροδοδάφνης».34 Επιχειρώντας μια σύντομη αναδρομή στην οικιστική ιστορία της Καλύμνου, διαπιστώνουμε ότι η μετακίνηση την οποία επιχειρούμε να περιγράψουμε εδώ δεν ήταν η μοναδική. Ο βυζαντινός οικισμός της Καλύμνου, το «Πέρα Κάστρο», βρισκόταν σε φυσική οχυρή θέση, στην κορυφή ενός βραχώδους απότομου λόφου στο κέντρο της μεγαλύτερης πεδιάδας του νησιού, και σε ίση περίπου απόσταση από τις ακτές της Πόθιας και των Λιναρίων, όπως σημείωνε και ο Newton.35 H μετακίνηση του πληθυσμού στις υπώρειες του ίδιου λόφου και η δημιουργία ενός νέου οικιστικού πυρήνα, αυτού της Χώρας, δεν μπορεί να χρο­ νολογηθεί με ακρίβεια, πιθανόν όμως να συμπίπτει με τη σχετική σταθερότητα που έφερε στο Αιγαίο η ολοκλήρωση της οθωμανικής κατάκτησης. Ωστόσο, η Χώρα παρέμεινε ο μοναδικός οικισμός μέχρι τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οπότε διαμορφώθηκε ένα δεύτερο οικιστικό κέντρο στη

32. Πρ. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς (επιμ.) , Loudvig Ross, «Νησιωτικά ταξίδια. Κάλυμνος - Τέλενδος», Καλυμνιακά Σύμμεικτα (Αθήνα 1993) 72. 33. CT. Newton, Μ.Α. - Travels and Discoveries in the Levant, Λονδίνο 1865. Μετάφραση του κειμένου έχει εκδοθεί στον 6ο τόμο των Καλυμνιακών Χρονικών (1986) 201-206. 34. Κάρολος Φλέγελ Η νήσος..., ό.π.,σ.1 1 . 35. CT. Newton, Μ.Α. - Travels..., ό.π.. Βλ. ακόμη Ζαχαρίας Ν. Τσιρπανλής, Η Ρόδος και οι Νότίες Σποράδες..., ό.π.,σ.1 8 0 .

160

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ Χ1ΙΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

νοτιοανατολική παραλία του νησιού.36 Η Πόθαια - Πόθια όπως ονομάζεται σήμερα - έλαβε το όνομα της σε ανάμνηση του αρχαίου Δήμου Ποθαίων.37 Είναι κτισμένη στην επίπεδη κατάληξη της πεδινής περιοχής που προαναφέρ­ θηκε, σε όλο το μήκος της ακτής και στις δύο απότομες αντικριστές πλαγιές που την περιβάλλουν. Στους λόφους αυτούς αναπτύχθηκαν πυκνοδομημένες συνοικίες - τα «Μαράσια» όπως λέγονται - με μικρές ιδιοκτησίες κτισμέ­ νες αμφιθεατρικά.38 Σε αυτούς τους «σφουγγαρομαχαλάδες» κατοικούσαν κυρίως όσοι εργάζονταν σε σπογγαλιευτικά σκάφη ως δύτες ή βοηθητικό προσωπικό. Η μαρτυρία του Ιπποκράτη Ταυλάριου, 39 ίσως να μην είναι αντικειμενική, αποδίδει όμως την εικόνα που έδινε ο οικισμός της Χώρας κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα σε εξέχοντα μέλη της καλυμνιακής κοινωνίας: «Η πόλις, είπομεν, κείται εν μέσω κοιλάδος και κάτωθεν του βράχου του φρουρίου, έχουσα οικίας σχεδόν 2.500 και επάνωθεν κατά τον ήδη υπολογισμόν. Είναι δε αθλία και ρυπαρά, έχουσα στενούς οδούς, ως είναι πάσαι αι τουρκικαί πόλεις, οικοδομάς ολιγίστας έχει αξίας λόγου». 40 0 δε Κάρολος Φλέγελ αντι­ διαστέλλει την εικόνα των δύο οικισμών «νέαι οικίαι εν τη Χώρα νυν κτίζονται ολίγισται, αι δε μάλλον δυσπρόσιτοι εις τας υπώρειας του Κάστρου και εις

36. Η Μαρία Μαγκλή και η Θεμελίνα Καπελλά χρονολογούν την ίδρυση της Πόθιας γύρω στο 1850 και θεωρούν τους «προύχοντες μεγαλέμπορους» ως τους πρώτους οικιστές της. Αναφέρουν ότι, στις αρχές του αιώνα, όταν η Πόθια θεωρούνταν πια η πρωτεύουσα του νησιού, μεταφέρθηκε και η Μητρόπολη στο Χριστό. Μαρία Μαγκλή και Θεμελίνα Καπελλά. Λαογραφικά Καλύμνου, εκδ. Λυκείου των Ελληνίδων, χ.χ..σ.1 7 - 1 9 . Βλ. ακόμη Αθηνά Ταρσούλη. Δωδεκάνησα. τ. 1. Αθήνα 1948.σ.2 0 0 . Η Α. Ταρσούλη υποστηρίζει ότι η ανάπτυξη της πα­ ραλιακής Πόθιας θα πρέπει να τοποθετηθεί τουλάχιστον μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Αντίθετα, ο Κάρολος Φλέγελ αναφέρει ότι ο παραλιακός οικισμός άρχισε να κατοικείται από το 1836. Κάρολος Φλέγελ Η Α.θ. Παναγιότης.... ό.π..σ.1 1 . 37. Για το δήμο Ποθαίων και της επιγραφές της αρχαιότητας που τον αναφέρουν βλ. Γ. Κουκουλης, Η Κάλυμνα των Επιγραφών. Αθήνα 1980. 38. Η Μαρία Μπογδάνου-Ηλιοπούλου και η Αγγελική Φετοκάκη-Σαραντίδη υποστηρίζουν ότι κατά τον σταδιακό σχηματισμό της Πόθιας. οι περιοχές αυτές είναι παλιότερες χρονολογικά από την περιοχή πίσω από το λιμάνι με τις μεγαλύτερες ιδιοκτησίες, όπου κατοικούσαν και τα ανωτέρα οικονομικά στρώματα του πληθυσμού. Βλ. σχετικά Μαρία Μπογδάνου-Ηλιοπούλου. Αγγελική Φετοκάκη-Σαραντίδη. Κάλυμνος, εκδ. Μέλισσα, σειρά: Ελληνική Παραδοσιακή Αρχι­ τεκτονική, Αθήνα 1984.σ.1 0 - 1 1 . 39. Βιογραφικά στοιχεία βλ. στο Γιάννης Κλ. Ζερβός, Ιστορικά Σημαώματα. Αθήνα 1961,σ.1 8 3 . Ιπποκράτης Ταυλάριος υπήρξε πληρεξούσιος των Καλυμνίων στην Κωνσταντινούπολη για την επίλυση του «σπογγαλιευτικού ζητήματος», του αιτήματος, δηλαδή, των Δωδεκανησίων ρος την οθωμανική διοίκηση για την κατάργηση των σκάφανδρων. 4

°· Ιπποκράτης Ταυλάριος, «Περί της νήσου Καλύμνου». Πανδώρα 12 (1861-1862) 518-522.

161

ΕΥΔΟΚΙΑ ΟΛίΜΠΙΤΟΤ

τα στόμια των δύο χαραδρών, της Λαγκάδας και της όπισθεν Λαγκάδας καταρρέουσι, διότι πάσα ενέργεια και ζωή τείνει εις την παρά τον λιμένα Ποθαίαν όπου ένεκα τούτου τα γήπεδα εκτιμώνται κατά τιμάς υπέρογκους, υπενθυμιζούσας εκείνας του Άστεως του Λονδίνου» ή αλλού «αι οικίαι της Ποθαίας είναι επιδεικτικώτεραι των της Χώρας, τινές εξ αυτών έχουσι στέγας εξ ερυθρών κεραμίδων αντί των εξ αργιλλώδους δωμίτιδος γης, άλλαι δε είναι κεκανονισμέναι διά μαρμάρινων εξωστών μετά σιδηρών κιγκλίδων». 41 Ίσως δεν ήταν μόνο τα μάτια του Ρώσου λόγιου που ταύτιζαν την παλιά Χώρα με την οθωμανική κυριαρχία του νησιού, η οποία, άλλωστε, εξακολου­ θούσε να υφίσταται. «Εν τω λιμένι όμως υπάρχουσιν οικοδομαί επί το ευρωπαίκώτερον, και φιλοτιμούνται ήδη να καθωραΐσωσιν αυτόν. Η νήσος έχει κατοίκους υπέρ 15.000 οικούντας ως επί το πολύ εν τη πόλει, καλούμενη Χώρα και τω λιμένι», σημείωνε και ο Ιπποκράτης Ταυλάριος. 42 Η αντιπαράθεση, επομένως, ανάμεσα στον παλιό και το νέο χώρο κατοί­ κησης που φαινόταν να κλίνει υπέρ του πρώτου λίγες δεκαετίες πριν, τεί­ νει να ανατραπεί καθώς ο 19ος αι. βαδίζει στη δύση του. Η Χώρα θυμίζει «τουρκική» πόλη, ενώ το λιμάνι διαμορφώνεται σε «ευρωπαίκή». Το λιμάνι συνδέεται με την οικονομική ζωή του νησιού, γίνεται ο χώρος που φιλοξενεί τις παραγωγικές δραστηριότητες που πλαισιώνουν τη σπογγαλιεία. Ναυπηγεία, βιοτεχνίες, αποθήκες φύλαξης και επεξεργασίας σπόγγων, μηχανουργεία, αλλά και καφενεία, ταβέρνες και διάφορα εμπορικά καταστήματα εξυπηρετούν τη θεαματική αύξηση της δραστηριότητας, που σημειώνεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1870, όταν με το σκάφανδρο κυριαρχεί η σπογγαλιεία του μεγάλου βάθους, των πολυπρόσωπων πληρωμάτων, των πολύμηνων ταξιδιών και των μακρινών αποστάσεων. Πάντως ορισμένες φορές η ίδια η Δημογεροντία φαίνεται να αντιμετωπίζει με συμβιβαστική διάθεση τα πράγματα: «η πόλις της νήσου μας σύγκειται από δύο συνοικίας, Πόθαιαν και Χώραν». 43 Είναι άραγε τυχαία η καθιέρωση της ονομασίας «Πόθαια» αντί της αρχικής «λιμήν» και η ανάκληση του αρχαιοελληνικού παρελθόντος στην ονομασία της παράλιας πόλης; Όπως επίσης έχει ενδιαφέρον, πιστεύω, η λαίκή ετυμολόγηση

41. Κάρολος Φλέγελ, Η νήσος.... ό.π..σ.2 2 , 24. 42. Ιπποκράτης Ταυλάριος, «Περί της νήσου...», ό.π. και Πρ. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς (επιμ.) , Ιπποκράτη Δ. Ταυλάριου, «Περί της νήσου Καλύμνου», Καλυμνιακά Σείμμεικτα, Αθήνα 1993,σ.7 7 . 43. Πρόκειται για επιστολή προς τον Καίμακάμη Καλύμνου σχετικά με την εμφάνιση κρου­ σμάτων ευλογιάς στο νησί. Αρχείο Καλύμνου (στο εξής ΑΚ) , Αλληλογραφία 1896-1898, φ. 45, 3.1.1897.

162

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΧίιΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

της ονομασίας της, αφού το «Πόθια» παραπέμπει στο «Ποθητή» και το αίσθημα του νόστου που διακατέχει όσους ασκούν το επικίνδυνο επάγγελμα του δύτη. Η μελέτη της οργάνωσης και της εξέλιξης του οικισμένου χώρου πολύ συχνά οδηγεί σε ερωτήματα που αφορούν την αφετηρία ενός οικισμού, τους λόγους επιλογής μιας συγκεκριμένης θέσης, την τυχαία ή σχεδιασμένη οργά­ νωση και επέκταση της δόμησης και των λειτουργιών του αστικού χώρου. Η διαμόρφωση των ηπειρωτικών αλλά και των νησιωτικών οικισμών έχει συχνά απασχολήσει την ιστορική έρευνα, κυρίως ως προς την επιλογή ορεινών και δυσπρόσιτων περιοχών ως τόπων κατοίκησης κατά την περίοδο της οθωμανι­ κής κυριαρχίας. Η εγκατάσταση ή η απόσυρση στο βουνό προβάλλει, για κάθε αντιπαρατιθέμενη άποψη, άλλα επιχειρήματα ως κυρίαρχα. Αν τα διαθέσιμα τεκμήρια δεν είναι ικανά να μας οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα για την αφετηρία των ορεινών οικιστικών θέσεων, η μελέτη, ωστόσο, νεότερων οικισμών του ελληνικού χώρου - αυτών που κυρίως έχουν προκύψει από μετακίνηση πληθυσμών - είναι ένα φαινόμενο που απαιτεί ειδική, ίσως, εξέταση κάθε περί­ πτωσης, επιτρέπει όμως τη διατύπωση γενικότερων παρατηρήσεων. Εξάλλου, η περίπτωση που μελετάμε εδώ δεν είναι μοναδική. Από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα θα συμβούν σημαντικές ανακατατάξεις στον οικιστικό ιστό του νησιωτικού χώρου, καθώς αξιοποιούνται συστηματικότερα και σταδι­ ακά κατοικούνται οι παραθαλάσσιες περιοχές. Το άλλοτε ακατοίκητο επίνειο της ορεινής Χώρας μετατρέπεται σε δυναμικό οικισμό, γίνεται το επίκεντρο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Σε μερικές περιπτώσεις οι πληθυσμοί εγκατα­ λείπουν το βουνό και εγκαθίστανται στη θάλασσα. Οι κάτοικοι συγκεντρωμένοι επί αιώνες σε έναν ασφυκτικά στενό χώρο, συνήθως έναν μοναδικό οικισμό στα μικρά νησιά,44 επεκτείνονται σταδιακά έξω από τα όρια του οχυρού πυρήνα όταν οι παλιοί κίνδυνοι εκλείπουν, ενώ νέες ασχολίες και επικοινωνίες θα βελ­ τιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης τους. Οι παραδοσιακοί πυρήνες, όπως αυτός της Χώρας στην Κάλυμνο, με τον φρουριακό χαρακτήρα και τη χαρακτηριστική στενότητα χώρου, δεν χωρούν τον πληθυσμό, κυρίως όμως δεν εξυπηρετούν τις νέες δραστηριότητες που στρέφονται προς τη θάλασσα και εξαρτώνται άμεσα από τις θαλάσσιες επικοινωνίες.

• Εκ των πραγμάτων οι νησιωτικές Χώρες συγκέντρωναν χαρακτηριστικά και λειτουργίες αστικών κέντρων. Σε μερικές περιπτώσεις η δημιουργία ενός δευτέρου συγκροτημένου οικι­ στικού πυρήνα οδήγησε τον πρώτο σε μαρασμό. Βλ. σχετικά Δημήτρης Δημητρόπουλος. «Αστικές λειτουργίες στις νησιωτικές κοινωνίες των Κυκλάδων (17ος - αρχές 19ου αιώνα) », Πρακτικά Επιστημονικού Συμποσίου Ελληνικός Αστικός Χώρος. Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 2004,σ.1 0 1 - 1 1 8 .

163

ΕΓΔΟΚΙΑ ΟΛίΜΠΙΤΟΓ

Για ανάλογους λόγους, στη Σύμη και τη Χάλκη, τα δύο άλλα σημαντικά σπογγαλιευτικά νησιά των Δωδεκανήσων, οι οικισμοί «μετακινούνται» από τις αρχές του 19ου αιώνα στην παραλία. Κατά την ίδια χρονική περίοδο, σε όλο το ανατολικό Αιγαίο που τελεί ακόμα υπό οθωμανική κυριαρχία, η ενί­ σχυση διαφόρων παραθαλάσσιων οικιστικών θέσεων συνδέεται άμεσα με τις τοπικές μεταποιητικές δραστηριότητες που διοχετεύουν την παραγωγή τους σε μικρασιατικές, αιγυπτιακές και ευρωπαίκές αγορές.

Οι άνθρωποι και οι δραστηριότητες τους Α. Ο πληθυσμός της Καλύμνου Οι διάσπαρτες πληροφορίες για τον αριθμό των κατοίκων του νησιού κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα δεν συμπίπτουν, ενώ είναι δύσκολο να ελεγχθεί η αξιοπιστία τους. Σύμφωνα με το υπόμνημα του Ιωάννου Καποδίστρια, η Κάλυμνος είχε πριν από το 1821 6.000 κατοίκους, οι οποίοι το 1828 μειώθηκαν σε 4.800,45 πράγμα που δεν απέχει πολύ από τους 5.000 κατοίκους που ανα­ φέρει ο Σωτήριος Αγαπητίδης. 46 Στην απογραφή όμως που πραγματοποιήθηκε από τις κοινοτικές αρχές με προτροπή του Ιωάννη Καποδίστρια το 1828-1830, ο αριθμός των κατοίκων είναι μικρότερος διότι αναφέρονται 3.853 κάτοικοι (1.853 άνδρες και 2000 γυναίκες) , μοιρασμένοι σε 850 σπίτια.47 Το 1850 ο πληθυσμός του νησιού ανερχόταν σε 7.600 κατοίκους κατά τον ς. Αγαπητίδη48 ή 9.500 ψυχές, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση του Άγγλου προξένου στη Ρόδο Niven Kerr, που συντάχθηκε τον Ιούνιο του 1851.49 Κατά το 1888 αναφέρονται 9.000 κάτοικοι, ενώ το 1900 ο αριθμός τους αυξήθηκε

45. Βλ. σχετικά Δημήτρης Δημητρόπουλος. Μαρτυράς για τον πληθυσμό των νησιών του Αιγαίου, 15ος - αρχές 19ου αιώνα. Τετράδια Εργασίας ΚΝΕ/ΕΙΕ. Αθήνα 2004,σ.3 0 3 , όπου αναφέρονται και οι σχετικές πηγές. 46. Σωτήριος Αγαπητίδης, «Ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου». Δωδεκανησιακή Επιθεώρησις τχ. 2-4 (1948) 88. Του ιδίου, «Ο πληθυσμός της Δωδεκανήσου». Νισυριακά 3 (1969) 7. Του ιδίου, «Πληθυσμιακές εξελίξεις στα Δωδεκάνησα», Δωδεκανησιακά Χρονικά 11 (1986) 12. 47. Κώστας Δαφνής (επιμ.) , Αρχείον Ιωάννου Καποδίστρια, τ. Η', Εταιρεία Κερκυραίκών Σπουδών, Κέρκυρα 1987,σ.3 0 5 . 48. Σωτήριος Αγαπητίδης, ό.π. 49. Πρόκειται για συνοπτική περιγραφή της Καλύμνου, της διοικητικής οργάνωσης του νησιού και των δραστηριοτήτων των κατοίκων του. Η έκθεση απευθύνεται στον Στράτφορντ Κάνιγκ. πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη. Κυριάκος Χατζηδάκης, «Κάλυμνος, 1851», Καλυμνιακά Χρονικά 12 (1997) 38-44.

164

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ Χ11ΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

σε 19.400. 50 Στο «Ημερολόγιο της Νομαρχίας Αρχιπελάγους» του έτους 1 8 8 6 1887 ο πληθυσμός και οι εγκαταστάσεις του νησιού σημειώνονται συνολικά: Η χώρα Καλύμνου έχει 1950 οικίας, πληθυσμόν 10.400 ατόμων, 45 καταστήματα, 13 καφενεία, 1 ξενοδοχείου 1 διοικητήριον, 2 φαρμακεία, 15 εκκλησίας, 2 βυρσοδεψεία, 1 λωβοκομείον έχον 10 δωμάτια, 116 σπογγαλιευτικά πλοιάρια δυτών, 19 όμοια πλοιάρια εκ του είδους του κοινώς καλουμένου ζηπκήν, 4 αρρεναγωγεία και 2 παρ­ θεναγωγεία μετά μαθητών 400 και μαθητριών 120. 51 Στα τέλη πια του 19ου αιώνα η Πόθια συγκέντρωνε, κατά τον Κάρολο Φλέγελ, τους 9.500 από τους 16.000 κατοίκους ολόκληρου του νησιού. 5 2 Το 1912, όταν τα Δωδεκάνησα κατελήφθησαν α π ό τους Ιταλούς, η Κά­ λυμνος είχε 18.000 κατοίκους ή 23.200 ή κ α τ ' άλλη πηγή 25.000 κατοίκους με 7 δημοτικά σχολεία, 1 ελληνικό σχολείο και 4 ιδιωτικά σχολεία στην Πό­ θια. 53 Καθώς βρισκόμαστε σε εποχές γ ι α τις οποίες τα επίσημα α π ο γ ρ α φ ι κ ά στοιχεία είναι ελάχιστα, στηριζόμαστε σε εκτιμήσεις του πληθυσμού π ο υ προέρχονται από κοινοτικές αναφορές, μαρτυρίες λογίων, προξένων και ταξι­ διωτικά κείμενα. Παρά τις αντιφάσεις και τα προβλήματα αξιοπιστίας π ο υ ενέχουν αυτού του τύπου οι πηγές, αποτυπώνουν εντούτοις μία εντυπωσιακή δημογραφική αύξηση, η οποία θα μπορούσε να αποδοθεί σε μετακινήσεις εργατικού δυναμικού, α π ό τη γ ύ ρ ω νησιωτική περιοχή και τα μικρασιατικά παράλια, απασχολούμενου στα σπογγαλιευτικά σκάφη με σκάφανδρο που απαιτούσαν μεγάλο αριθμό πληρωμάτων. Ερωτήματα π ο υ αφορούν τον ακρι­ βή αριθμό των ετεροχθόνων, τους τόπους προέλευσης τους. τον χρόνο και τον τρόπο παραμονής τους στο νησί της Καλύμνου, δεν είναι δυνατόν να απαντη­ θούν από τις διαθέσιμες πηγές.

50. Ε. Kolodny, La population des îles de la Grèce. Essai de géographie insulaire en Méditerranée orientale, τ. 1, Aix en Provence 1974.σ.3 1 2 . H πληροφορία προέρχεται μάλλον από τα δημο­ σιεύματα του Σωτηρίου Αγαπητίδη. 51. Ημερολόγιον της Νομαρχίας Αρχιπελάγους, Έτος Εγείρας 1304,σ.1 1 5 . Θεωρείται ότι η συ­ γκεκριμένη απογραφή υπολείπεται της πραγματικότητας, διότι οι Δωδεκανήσιοι αντέδρασαν στην αναγκαστική επιβολή της από τον διοικητή της Ρόδου Κεμάλ Βέη. και ότι ο πληθυσμός θα πρέπει να κυμαίνεται σε σχετικά υψηλότερα μεγέθη. Βλ. σχετικά Μιλτ. Ιακ. Λογοθέτης, «Πληροφορίες για την οικονομία και κοινωνία της Δωδεκανήσου στα τέλη του 19ου αιώνα από TO ημερολόγια της Νομαρχίας Αρχιπελάγους». Δωδεκανησιακά Χρονικά 11 (1986) 111-112. 52. Ενώ την ίδια εποχή στη Χώρα κατοικούν 5.500. Κάρολος Φλέγελ, Η Α.θ. Παναγιότης..., °·π.,σ.1 0 . 3· Κυριάκος Χατζηδάκης. «Η Κάλυμνος στα τέλη της Τουρκοκρατίας», Καλυμνιακά Χρονικά (1989) 59-90. Βλ. ακόμη. Διονύσιος Ν. Ρείσης, περιγραφή της νήσου Καλύμνου, 1913,σ.1 0 .

165

ΕΤΔΟΚΙΑ ΟΛΤΜΠΙΤΟΤ

Ανάλογη εξάλλου πληθυσμιακή αύξηση αναφέρεται για τη Σύμη και τη Χάλκη κατά την ακμή της σπογγαλιείας ή στο Καστελόριζο, όπου αναπτύ­ χθηκε σημαντική ναυτιλιακή δραστηριότητα. 5 4 Β. Η σπογγαλιεία με σκάφανδρο « Η νήσος Κάλυμνος άγονος, βραχώδης, αιχμηρά και κατάξηρος ούσα, ουδέν π α ρ ά γ ε ι π ρ ο ς διατροφήν των δυστυχών κατοίκων, οίτινες κ α τ ' ανάγκην επεδόθησαν ανέκαθεν εις την κινδυνωδεστάτην αλιείαν των σπόγγων προς διατροφήν των ενδεών οικογενειών τ ω ν » . 5 5 Παρόλο που είναι προφανείς οι λόγοι για τους οποίους η γλαφυρή αυτή περιγραφή αποτελεί π ά γ ι α εισαγωγή των επιστολών π ο υ απευθύνουν οι Δημογέροντες της Καλύμνου προς την οθωμανική διοίκηση, εντούτοις δεν απέχει πολύ α π ό την πραγματικότητα. Στο βραχώδες και άγονο νησί της Καλύμνου, η ενασχόληση με τη σπογγαλιεία και το σπογγεμπόριο αποτελούν τον μοναδικό - εξαιρετικά όμως προσοδοφόρο - παραγωγικό πόρο του πληθυσμού, τουλάχιστον α π ό τη δεκαετία του 1870 και μετά. Στη σπογγαλιεία, μέχρι τ α μέσα π ε ρ ί π ο υ του 19ου αιώνα, τα τεχνικά μέσα π ο υ χρησιμοποιούνταν ήταν ελάχιστα και, κυρίως, στοιχειώδη. Η εισαγωγή του καταδυτικού σκάφανδρου, κατά τη δεκαετία του 1860, θα ανατρέψει τις π α ρ α δ ο σ ι α κ έ ς δομές της δραστηριότητας και θα επηρεάσει σημαντικά τη φυσιογνωμία των σπογγαλιευτικών νησιών της Δωδεκανήσου. Η «γυμνή κατάδυση» και η αλιεία α π ό το σκάφος με καμάκι δεν μπορούν πλέον να ανταγωνιστούν τις π α ρ α γ ω γ ι κ έ ς δυνατότητες της νέας μεθόδου, ούτε να ικα­ νοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση σπόγγων α π ό τις βιομηχανίες της Δύσης. Η βελτίωση όμως της απόδοσης συνοδευόταν και α π ό υψηλές επενδύσεις, διότι τ α π λ η ρ ώ μ α τ α των σκαφών που έφταναν πλέον τ α 3 0 - 5 0 άτομα και ο εξοπλισμός τους απαιτούσαν σημαντικά γ ι α την εποχή κεφάλαια κίνησης. Η «εκμηχάνιση» της μοναδικής π α ρ α γ ω γ ι κ ή ς δραστηριότητας της Καλύμνου θα προκαλέσει ποικίλες εσωτερικές διεργασίες και ανακατατάξεις στον παρα­ γωγικό ιστό. Οι αλλαγές στη σύνθεση του πληθυσμού, η διαμόρφωση μίας τοπικής ελίτ και ενός εργατικού δυναμικού με έντονες εσωτερικές ιεραρχήσεις

54. Από τα μέσα του 18ου αιώνα αρχίζει να αναπτύσσεται σταθερά ο πληθυσμός του νησιού. Αναφέρεται ότι από 1.500 κατοίκους που είχε την εποχή εκείνη, έφτασε στους 8.000 έν«ν αιώνα αργότερα και στους 20.000 στις αρχές του 20ου. Βλ. τα σχετικά δημοσιεύματα του Σωτηρίου Αγαπητίδη που προαναφέρθηκαν. 55. Πρόκειται για απόσπασμα αναφοράς προς τον Ναζήφ Πασά, Γενικό Διοικητή του Οθω­ μανικού Αρχιπελάγους, που έδρευε στη Χίο, με ημερομηνία 20.2.1884. ΑΚ, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885.σ.1 7 - 2 0 .

166

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ Χ11ΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται στην καλύμνικη κοινωνία της εποχής. Παράλληλα, οι νέες συνθήκες στην οργάνωση της σπογγοπαραγωγής και της διενέργειας του διεθνούς σπογγεμπορίου άλλαξαν τη δομή των εξαγωγών και οδήγησαν στη δημιουργία εύρωστων επιχειρήσεων Καλυμνίων με έδρα τα σημαντικότερα ευρωπαίκά εμπορικά κέντρα. Η λειτουργία εμπορικών κατα­ στημάτων στο εξωτερικό, τους έφερε αφενός σε επαφή με την κουλτούρα της ελληνικής διασποράς, αφετέρου προύπέθετε την αποτελεσματική οργάνωση της δραστηριότητας στον γενέθλιο τόπο. Τα λιμενικά έργα, η βελτίωση των θαλάσσιων συγκοινωνιών, οι αστικές υποδομές ήταν απαραίτητες συνιστώσες για την εύρυθμη λειτουργία μιας σπογγαλιευτικής επιχείρησης. Δανειστές, επενδυτές, καπετάνιοι και σπογγέμποροι είναι κυρίως όσοι συγκροτούν μια δυναμική κοινωνική ομάδα που διευρύνει τα όρια των δραστηριοτήτων της, βελτιώνει τους υλικούς όρους της ζωής της, ενώ παράλληλα υιοθετεί «νεωτερικές» συμπεριφορές, νοοτροπίες και καταναλωτικά ήθη. Διαμορφώνεται, έτσι, στα τέλη του 19ου αιώνα ένας νέος κοινωνικός συσχε­ τισμός, που, όπως και αλλού, αναδύεται μέσα από την αξιοποίηση μιας ευνοικής οικονομικής συγκυρίας, η οποία, ωστόσο, δεν διαμορφώνει τις προύποθέσεις εκείνες που θα της εξασφάλιζαν σταθερότητα και διάρκεια. Επιπλέον στη σπογγαλιεία, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα είναι εντονότερες, διότι οι επενδύσεις γίνονται σε έναν παραγωγικό τομέα με αρκετά υψηλό επιχειρηματικό ρίσκο. Η «εκκίνηση» σπογγαλιευτικών συγκροτημάτων ήταν μια ιδιόμορφη επένδυση στην ανθρώπινη δεξιότητα αλλά και στην τύχη. με όλους τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται. Όλοι οι εμπλεκόμενοι στη σπογγαλιεία ήταν. εκ των πραγμάτων, ευάλωτοι και έκθετοι σε μια σειρά από αστάθμητους παράγοντες και συγκυρίες, όπως η εξάντληση των σπογγοφόρων πυθμένων διαφόρων περιοχών, οι συχνές πραγματικές ή τεχνητές κρίσεις της αγοράς, ο ανταγωνισμός, και τα ατυχήματα. Η έλλειψη πηγών δεν επιτρέπει να σχηματίσουμε σαφή εικόνα για τη σύνθεση του πληθυσμού και τον αριθμό όσων δραστηριοποιούνταν άμεσα ή έμμεσα σε αυτό τον επαγγελματικό χώρο. Σε μία απόφαση της Δημογεροντίας Καλύμνου αναφέρονται οι κατηγορίες πολιτών που οφείλουν να πληρώνουν δημοτικούς φόρους ώστε να συντηρούνται τα σχολεία, τα ιατρεία και τα φαρμακεία του νησιού. Επρόκειτο για «εμπόρους μεταπράτας, πλοιάρχους σπογγαλιευτικών πλοίων, πλοιάρχους σπογγαλιευτικών υποβρυχίων μηχανών, σπογγαλιείς, μηχανικούς, καφφεπώλας. υποδηματοποιούς, ξυλουργούς, γεωργους, κηπουρούς, αχθοφόρους και παρεπιδημούντας ξένους». 56 6

· ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 5, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885.σ.1 5 .

167

ΕΤΔΟΚΙΑ ΟΛίΜΠΙΤΟΤ

Τα κατάστιχα όμως των σπογγαλιευτικών αδειών και σκαφών μας δίνουν τουλάχιστον μία εικόνα του αριθμού των εργαζομένων στα σπογγαλιευτικά σκάφη. Σε έκθεση του Robert Campbell. Άγγλου προξένου στη Ρόδο, αναφέρε­ ται ότι τ α σπογγαλιευτικά σκάφη της Καλύμνου ήταν 120 και οι σπογγαλιείς 840 π ρ ο του 1854, ενώ το 1858 τα σκάφη αυξήθηκαν σε 254 και οι σπογγαλιείς σε 2000. 5 7 Το 1865, όταν ακόμη επικρατούσε η σπογγαλιεία με γυμνή κατάδυ­ ση, τα σπογγαλιευτικά σκάφη ήταν 352, ενώ το 1884, χρονιά κατά την οποία συντάχθηκε ο «Ναυτικός Σπογγαλιευτικός Κανονισμός», ο αριθμός των εργα­ ζομένων στα σπογγαλιευτικά σκάφη ανήλθε σε 6.201 άτομα, εκ των οποίων τα περισσότερα συγκεντρώνονταν στα σκάφη που εργάζονταν με σκάφανδρα. 58 Αν, πάντως, η εισαγωγή του σκάφανδρου σηματοδοτεί το πέρασμα από την προβιομηχανική εποχή στην «εκβιομηχάνιση» της σπογγαλιείας, τότε αντίστοιχα η περίπτωση του οικισμού της Πόθιας εκφράζει την εγκατάλειψη της παραδοσιακής εσωστρέφειας και συνοχής που χαρακτήριζαν, επί αιώνες, αρκετούς α π ό τους νησιωτικούς πληθυσμούς του Αιγαίου. Μήπως, εντέλει, η κίνηση εκείνης της ο μ ά δ α ς πολιτών που διεκδικούσε το χωρισμό του ενιαίου δήμου σε δήμο Πόθαιας και δήμο Χώρας, ήταν πρωτο­ βουλία όσων συνέδεαν τις δραστηριότητες και την κοινωνική τους παρουσία με μια νέα πόλη και το λιμάνι της;

Η διαμόρφωση

της νέας πόλης

Η «κατάκτηση» του χώρου και η απόδοση σε αυτόν μιας «σύγχρονης» φυσιο­ γνωμίας, προύποθέτει σχεδιασμό, οργάνωση και κατανομή των διαφόρων θεσμών και λειτουργιών, αλλά και τη δημιουργία των συμβόλων εκείνων που θα υπογραμμίσουν την κυρίαρχη παρουσία της νέας δραστηριότητας και όσων την υποστηρίζουν. 5 9 Οι εμπορικές πόλεις-λιμάνια του 19ου αιώνα είναι αυτές

57. Η έκθεση, με ημερομηνία 24 Φεβρουαρίου 1859. απευθύνεται στον Στράτφορντ Κάνιγκ, πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη. Κυριάκος Χατζηδάκης. «Η σπογγαλιεία στις Νότιες Σποράδες στα μέσα του 19ου αιώνα». Καλυμνιακά Χρονικά 13 (1999) 229-240. 58. ΑΚ, κατάστιχο 2971881-7.8.1884. Βλ. αναλυτικότερα στοιχεία σε Ευδοκία Ολυμπίτου, «Η εισαγωγή του καταδυτικού σκάφανδρου στη σπογγαλιεία της Καλύμνου», Τα Ιστορικά 38 (2003) 163-186. 59. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σχεδιασμένων επεμβάσεων στον δομημένο χώρο αποτελεί η περίπτωση του Ναυπλίου, ως πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους. Βλ. σχετικά Ελένη Καλαφάτη, «Η πολεοδομία της Επανάστασης: Ναύπλιο 1822-1830», Τα Ιστορικά 2 (1984)

168

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΧβΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

που κυριαρχούν στην οικονομική ζωή του νέου ελληνικού κράτους, καθώς το κέντρο βάρους μετατίθεται από την ύπαιθρο και τις χερσαίες μεταφορές στη θάλασσα και τις θαλάσσιες επικοινωνίες. Αν και πολλές από τις δραστηριό­ τητες στηρίζονται σε αγροτικά προιόντα, οι πόλεις εγκαταλείπουν την αγρο­ τική ενδοχώρα και στρέφονται προς τα λιμάνια τους. Η Ερμούπολη, ο Πειραιάς, η Πάτρα, ο Βόλος, αλλά και η Σμύρνη αναπτύσσονται κατά μήκος της παράλιας ζώνης, όπου βρίσκεται η καρδιά της οικονομικής και της κοινωνικής ζωής. Είναι, νομίζω, χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι απεικονίσεις των πόλεων της εποχής αναπαριστούν τα λιμάνια τους. 60 Αλλά και οι μικρού μεγέθους παρά­ λιες πόλεις του νησιωτικού χώρου διαμορφώνονται ως μικρογραφίες των μεγά­ λων λιμανιών: υιοθετούν στοιχεία νεοκλασικά στις οικοδομές τους διαμορφώ­ νουν τις προκυμαίες τους ενώ συγκεντρώνουν τις διοικητικές, κοινωνικές και πολιτιστικές τους δραστηριότητες στην παράλια ζώνη. Ανάμεσα τους κυριαρχεί, συνήθως, ένας αξιοσημείωτου μεγέθους ναός, εκ­ φραστής, σε υλικό και συμβολικό επίπεδο, της θρησκευτικότητας αλλά και της σημασίας της πόλης και της ευμάρειας των κατοίκων της.61 Στην Κάλυμνο, η μετοίκηση αρκετών κατοίκων από τη Χώρα και η συγκέντρωση πληθυσμού στην παραλιακή περιοχή απαιτούσε την ανέγερση ενός μεγαλύτερου ναού, δεδομένου ότι τα υπάρχοντα ξωκλήσια δεν επαρκούσαν για να καλύψουν τις θρησκευτικές ανάγκες των επηλύδων. Ανάλογα, στη Σύμη. το άλλο σημαντικό σπογγαλιευτικό νησί. η ανοικοδόμηση του μικρού ναού του Αγίου Ιωάννη, από το 1836 ως το 1838. έγινε μετά τη συγκέντρωση του πληθυσμού στο Γιαλό.62 Η ανέγερση και η διακόσμηση ενός νέου μεγάλου ναού φαίνεται ότι ήταν μέρος ενός ευρύτερου σχεδιασμού. Μέχρι τα τέλη του 19ου αι μια σειρά από αρχιτεκτονικές πρωτοβουλίες, έργα κοινής ωφελείας και πολεοδομικές παρεμ­ βάσεις θα προσδώσουν στην Πόθια τη φυσιογνωμία ενός μικρού μεγέθους αστικού κέντρου. Κτίζονται στην περιοχή δημόσια και ιδιωτικά κτίρια για εκ­ παιδευτική και κοινωνική χρήση, κοινωφελή ιδρύματα, δικαστήριο, διοικητήριο, φυλακή, τελωνείο, ορίζεται ως χώρος αγοράς η περιοχή γύρω από την προκυ­ μαία και γίνονται διάφορα δημόσια έργα. κυρίως λιμενικά.63 Παράλληλα, οικο60. Είναι χαρακτηριστικά όσα γράφει ο Ν. Μπακουνάκης για διάφορες απεικονίσεις της πόλης της Πάτρας πριν και μετά το 1830. Βλ. Νίκος Μπακουνάκης. Πάτρα. 1828-1860. Μια ελληνική πρωτεύουσα στον 19ο αιώνα. Αθήνα 1988,σ.2 7 - 2 9 . 61. Βλ. ενδεικτικά Κώστας Τριαντάφυλλου. «0 νέος μεγάλος ναός στην Πάτρα του Πολιούχου της Αγίου Ανδρέα», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά (1962) 306-309. 62. Σωτήριος Αλ. Καρανικόλας, Γα σίβάσματα της λατρείαςτων Συμαίων. τ. Α', Πειραιάς 1962, Φαίνεται όμως ότι τα παραπήγματα διαφόρων επαγγελματιών και εμπόρων θα απο-

169

ΕΤΔΟΚΙΑ ΟΛΓΜΠΙΤΟΓ

δομούνται συνεχώς κατοικίες, των οποίων οι οριοθετήσεις απασχολούν συχνά τους Δημογέροντες της εποχής. Ή δ η α π ό τα μέσα της δεκαετίας του 1860, σημαντικό μέρος από τα δημοτι­ κά έσοδα απορροφάται στο σχεδιασμό και την οργάνωση του νέου αστικού χώρου. Η Δημογεροντία κατανέμει κ α τ α ρ χ ά ς τις διάφορες δημοτικές και διοικητικές υπηρεσίες στους δ ύ ο οικισμούς, ενώ παράλληλα θεσμοθετεί και χρηματοδοτεί την ίδρυση διαφόρων κοινωνικών υπηρεσιών στο λιμάνι. Για π α ρ ά δ ε ι γ μ α , το 1864 διορίζονται έξι στρατιώτες γ ι α την αστυνόμευση του νησιού, α π ό τρεις σε κάθε οικισμό. 64 Ανάλογα ιδρύονται δύο σχολεία, 65 δύο δη­ μοτικά φαρμακεία (τουλάχιστον α π ό το 1884) , 6 6 ενώ οι τρεις από τους τέσσερις δημοτικούς γιατρούς - οι οποίοι, σύμφωνα με το Καταστικό της Δημογεροντίας του 1894, εκλέγονται ετησίως με καθολική ψηφοφορία - 6 7 έχουν από το 1896 την έδρα τους στην Πόθια. 6 8 Στη νέα πόλη εκδηλώνεται σχετικά νωρίς η επέμβαση των τοπικών αρχών στο αστικό τοπίο. Στα κατάστιχα της δημογεροντίας παρακολουθούμε μια σειρά α π ό θεσμικές παρεμβάσεις π ο υ αφορούν την οργάνωση και διαχείριση του χώρου και την επιβολή σε αυτόν οικοδομικών και πολεοδομικών κανονι­ σμών. Έ ν α θέμα το οποίο απασχολεί τη Δημογεροντία τουλάχιστον α π ό το 1879 είναι οι συνεχείς προσχώσεις π ο υ επιχειρούνται από ιδιώτες στην παραλία με σκοπό την οικοδόμηση κατοικιών. Παρόλο που το 1884 ανανεώνεται η απόφαση π ο υ χαρακτηρίζει αυτή τη νέα λωρίδα γης ως δημόσια έκταση, 6 9 το θέμα θα απασχολήσει ξανά το Δ ς λίγους μήνες αργότερα, προκειμένου να διευθετηθεί οριστικά το ζήτημα. Έτσι. ορίζεται ως π α ρ ά λ ι α περιοχή η ζώνη α π ό τη «νοτιο­ ανατολική γωνία της προκυμαίας του ναού της Μεταμορφώσεως του Χριστού,

τελέσουν σύντομα απειλή για τη δημόσια υγεία διότι, από τα τέλη του 19ου αιώνα η δη­ μογεροντία επιχειρεί συνεχώς να επιβάλλει τον καθαρισμό της περιοχής, ενώ το 1902 κατα­ λήγει στην απόφαση της απομάκρυνσης τους. ΑΚ, Αλληλογραφία 1902. απόφαση αρ. 69, με ημερομηνία 18.4.1902. 64. ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 1, Πρακτικά της Δημογεροντίας Καλύμνου 1863-1884. φ. 2. 65. Για τα σχολεία της Πόθιας και της Χώρας βλ. Κυριάκος Χατζηδάκης, «Η Κάλυμνος...», ό.π.,σ.8 0 - 8 1 . 66. ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 5, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885,σ.1 0 . 67. Βλ. σχετικά Κανονισμός της Δημογεροντίας της νήσου Καλύμνου 1894, Αναγνωστήριον Καλύμνου «Αι Μούσαι», Κάλυμνος 2000,σ.5 3 . 68 ΑΚ. Πρακτικά Δ . σ . 1 0 , Ψηφίσματα λαίκών συνελεύσεων 8.1.1893-4.1.1907, φ. ε. 69 Απόφαση της 29ης Μαρτίου 1884. ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 5. Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885.σ.1 0 3 .

170

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΧΩΡΑ ίΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

παρά τους δημοσίους αποπάτους κατ' ευθείαν γραμμήν μέχρι της προς την θάλασσαν γωνίας του τοίχου της οικίας του Μιχαήλ Καμπουράκη».™ Στην ίδια απόφαση προσδιορίζονται και τα τμήματα είκοσι συγκεκριμένων ιδιοκτη­ σιών που καταπατούν τον δημόσιο χώρο και αποφασίζεται η απαλλοτρίωση τους. Φαίνεται ότι όχι μόνο επιχειρείται ένας πολεοδομικός σχεδιασμός που περιλαμβάνει τη διαμόρφωση μιας ελεύθερης παράλιας ζώνης - μιας προκυ­ μαίας - αλλά προωθείται και η αντιμετώπιση της γης ως αγαθού εμπορεύ­ σιμου, με τον περιορισμό της αυθαίρετης δόμησης και της καταπάτησης. Η εύρυθμη όμως οργάνωση του χώρου, η κατανομή και η οριοθέτηση της οικιστι­ κής ζώνης από την περιοχή των εμπορικών και παραγωγικών δραστηριοτήτων θα συναντήσει στα επόμενα χρόνια τη σθεναρή αντίδραση των κατοίκων. Όπως διαπιστώνουμε από το αρχείο οι ίδιες αποφάσεις επαναλαμβάνονται συχνά, ενώ οι Δημογέροντες απευθύνουν εκκλήσεις στον Καίμακάμη να τους προστατεύσει από τις εξυβρίσεις και τις απειλές των θιγομένων πολιτών. Ένα τεκμήριο του 1885 αποδίδει χαρακτηριστικά αυτή τη στρατηγική, ενώ παράλληλα δίνει μια εικόνα της επέκτασης της νέας πόλης. Αναφερόμαστε στην απογραφή των κατοίκων και των περιουσιών που επέβαλε η οθωμανική διοίκηση στα νησιά του νοτιοανατολικού Αιγαίου. Με αφορμή τη συνεχή αντι­ παράθεση για το θέμα αυτό ανάμεσα στις τουρκικές αρχές και την τοπική Δημογεροντία προέκυψαν ποικίλες αντιδικίες για ζητήματα διοικητικών αρ­ μοδιοτήτων. Σημείο συνεχούς τριβής υπήρξε η αποξήρανση της ελώδους πε­ ριοχής, της «Λίμνης», που βρισκόταν στο ΝΔ τμήμα της Πόθιας. Εκεί είχε αρχίσει η οικοδόμηση οικιών, γεγονός που οδήγησε τον τοπικό Καίμακάμη να διατάξει την κατεδάφιση τους, με το επιχείρημα ότι τα αποξηραμένα έλη και οι προσχώσεις στην παραλία αποτελούν κρατική και όχι ιδιωτική γη. 71 Είναι η εποχή κατά την οποία οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις και οι θεσμικές αλλαγές που καθιέρωσε το οθωμανικό κράτος με το Τανζιμάτ, προώθησαν την επιβολή οικοδομικών και πολεοδομικών ρυθμίσεων όχι μόνο στα μεγάλα αστικά κέντρα αλλά και στους μικρότερους οικισμούς του κατακτημένου χώρου. 72 Παρόλο που η ελληνική διοίκηση δυσανασχετούσε με τις επεμβάσεις της τουρκικής

7

0 ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 5, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885,σ.2 0 0 -

202 7

1 Βλ. σχετικά Γιώργης Ν. Κουκουλης. «Η Κάλυμνος στους αγώνες κατά της απογραφής του πληθυσμού (1885-1888) , Καλυμνιακά Χρονιά 7 (1988) 39-62. 2 Σχετικά με τις θεσμικές αλλαγές που εισάγονται σε θέματα διοίκησης και οργάνωσης του Χώρου, βλ. Αλέκα Καραδήμου-Γερόλυμπου. ΜεταξυΑνατολής και Δύσης. Βορειοελλαδικες πόλεις στηνπερίοδοτων οθωμανικών μεταρρυθμίσεων. Αθήνα 1997,σ.2 9 - 7 9 .

171

είΔΟΚΙΑ

ΟΛΓΜΠΙΤΟΓ

εξουσίας, η οπτική ήταν παρόμοια: η εύρυθμη οργάνωση του πολεοδομικού ιστού και ο περιορισμός των αυθαιρεσιών εκ μέρους των οικιστών. Για μια ακόμη φ ο ρ ά ο Κάρολος Φλέγελ, αυτόπτης μάρτυρας των εξελίξεων, περιγράφει την π α ρ ά λ ι α περιοχή αλλά και την κοινωνική διαφοροποίηση των συνοικιών της πόλης: Από πολλού η πεδιάς καίπερ έχουσα πλάτος σχεδόν ενός χιλιομέτρου, δεν αρκεί ταις οικίαις, αίτινες ανερριχήθησαν ένεκα τούτου μέχρι σημαντικού ύψους ανά τα στρώματα της κισήρεως και δη ανά τας βραχώδεις κλιτύας της μέσης και νοτίου οροσειράς [...] Μόνον το νότιον ήμισυ της πόλεως έχει ευρείαν προκυμαίαν, το δε βόρειον στενοχωρείται υπό οικιών και αποθηκών εκτός αμμώδους τινός πλατείας όπου ευρίσκεται το ναυπηγείον των λέμβων και σκαφών. Ενιαχού της προκυμαίας, ην ήρχισαν να στρώνωσι διά τετραγωνικών λίθων, ιδίως παρά την εκκλησίαν του Χριστού, καθημερινώς γίνεται αγορά. Ανά το πλατύ δε αυτής μέρος εκτείνεται πυκνή σειρά δημοσίων κτιρίων, εμπορικών καταστημάτων και καφενείων.73 Φαίνεται όμως ότι τ α προβλήματα στην παράλια περιοχή ήταν πολλά. Η ελώδης έκταση, ο χείμαρρος π ο υ συχνά πλημμύριζε τον χειμώνα, οι δυνατοί άνεμοι π ο υ δυσχέραιναν την πρόσβαση στην ακτή και προκαλούσαν ζημιές στα ξύλινα σκάφη α π α ι τ ο ύ σ α ν σημαντικά βελτιωτικά έργα. Οι πηγές δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές γ ι α τ α λιμενικά έργα και την κίνηση του λιμανιού της Καλύμνου σε αυτή την περίοδο που εξετάζουμε. 7 4 Σε τεκμήρια της εποχής αναφέρεται συχνά ότι δεν ήταν όλη η παράλια περιοχή κατάλληλη γ ι α τον ελλιμενισμό των σκαφών, καθώς ένα τμήμα της ήταν αβα­ θές, ενώ μεγάλο μέρος της προκυμαίας ήταν έκθετο στους ισχυρούς ανέμους. Με την αύξηση όμως της σπογγαλιευτικής δραστηριότητας α π ό τη δεκαετία του 1860, αυξάνει και ο αριθμός των σκαφών που παρέμενε στο νησί κατά τους χειμερινούς μήνες. Για π α ρ ά δ ε ι γ μ α , το 1865 θα πρέπει να ελλιμενίζονταν

73. Κάρολος Φλέγελ Η νήσος..., ό.π.,σ.2 4 - 2 5 . 74. Για τα λιμενικά έργα που πραγματοποιούνται κυρίως από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα στα μεγάλα λιμάνια της ανατολικής Μεσογείου, βλ. ενδεικτικά Μαρία Συναρέλλη, Δρόμοι και λιμάνια στην Ελλάδα. 1830-1880, Αθήνα 1989. Βλ. ακόμη Βίλμα Χαστάογλου, «Από τις "Σκάλες" του Λεβάντε στις σύγχρονες εμπορικές προκυμαίες», στα Πρακτικά του Β' αίίϋνούς Συνίδρίου: Η πόλη στους νεότερους χρόνους, Αθήνα 2000,σ.5 1 - 6 8 . Για τους λό­ γους που επιβάλλουν την κατασκευή λιμανιού στη Νίσυρο και τα λιμενικά έργα που πραγ­ ματοποιούνται στο Μανδράκι την ίδια περίπου περίοδο με την Κάλυμνο, βλ. Μιλτιάδης Λογοθέτης, Οι πρωτεργάτες του λιμανιού της Νισύρου στα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας (1885-1912), Αθήνα 1981.

172

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΧΩΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ίΚΑΛΑ

στην Πόθια 352 σπογγαλιευτικά σκάφη 7 5 και άγνωστος αριθμός ντεπόζιτων 7 6 και αλιευτικών. Η οικονομική δυσπραγία της κοινότητας αλλά και η διοικητική της εξάρ­ τηση από την οθωμανική διοίκηση επέβαλε τη σταδιακή πραγματοποίηση σχε­ τικών έργων. Έμμεσες αναφορές σε εργασίες για τη βελτίωση του λιμανιού εντοπίζουμε σε έγγραφα του 1863, στο παλαιότερο σωζόμενο κατάστιχο της Δημογεροντίας. 77 Το 1884, σε επιστολή π ο υ απευθύνουν οι Δημογέροντες Κα­ λύμνου προς τον Καίμακάμη, ζητούν α π ό αυτόν την προμήθεια πετρών γ ι α την εκτέλεση μικρών λιμενικών έργων και αναφέρουν χαρακτηριστικά: Η ζωή του τόπου μας εξαρτάται από τον λιμένα ίνα προφυλλάττωνται τα πλοία των πτωχών σπογγαλιέων. οίτινες καταφεύγουσιν εις τα βάθη της θαλάσσης των παραλίων της Αφρικής προς πορισμόν των προς το ζην αναγκαιούντων, εαυτών τε και των πτωχών οικογενειών των. Αλλ' επειδή επί του παρόντος η οικονομική δυσχερής θέσις του Δημοτικού ημών Ταμείου δεν μας επιτρέπει να επιληφθώμεν του καθαρισμού του λιμένος της νήσου μας, καθ' όσον απαιτού­ νται ποσά ασυγκρίτω τω λόγω υπέρτερα των υλικών δυνάμεων μας, ενεκρίναμεν να κάμωμεν μικράν τινά επισκευήν του προ πολλών χρόνων υφισταμένου μολώματος του όρμου, όστις ευρίσκεται εις την αρκτικήν πλευράν της πόλεως παρά το Λεπροκομείον. Το μόλωμα τούτο άλλοτε πεπαλαιωμένον ον, υπέστη σπουδαίαν βλάβην εκ τε της πολυκαιρίας. εκ τε της ορμής των κυμάτων του νοτίου ανέμου. Ολιγοδάπανος δε επισκευή θα καταστήση μέρος αυτού επιτήδειον και να σύρωνται επί της παραλίας εν τη ξηρά και να προφυλλάττωνται εν τη θαλασσή τα μικρά πλοία [...].78 75. 0 ετήσιος αριθμός των σκαφών που επιδίδονταν στη σπογγαλιεία δεν είναι σταθερός. Σχετικά στοιχεία προκύπτουν από τον αριθμό των σπογγαλιευτικών αδειών που εκδίδονταν κάθε χρόνο, στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε, αλλά και από συγκεντρωτικό πίνακα που πε­ ριέχεται σε αναφορά της τοπικής δημογεροντίας προς την οθωμανική διοίκηση. Βλ. σχετικά Ευδοκία Ολυμπίτου. «Η εισαγωγή του καταδυτικού σκάφανδρου...», ό.π.,σ.1 7 4 - 1 7 5 . 76. Πρόκειται για τα βοηθητικά σκάφη που συνόδευαν τα σπογγαλιευτικά συγκροτήματα στα πολύμηνα ταξίδια τους. Ήταν μεγαλύτερα σκαριά και χρησίμευαν για τη φύλαξη των προμηθειών, τη διαβίωση των πληρωμάτων, το στέγνωμα, τη στοιχειώδη κατεργασία και τη συσκευασία του αλιεύματος. 0 αριθμός τους είναι δύσχολο να προσδιοριστεί διότι ήταν δυνατόν ένα ντεπόζιτο να συνοδεύει ένα σπογγαλιευτικό όταν εργαζόταν μεμονωμένα ή δύο και τρία ακόμη σπογγαλιευτικά σκάφη που το χρησιμοποιούσαν από κοινού. ' Για παράδειγμα, σε έγγραφο που αναφέρεται στην καταβολή τελωνειακού φόρου εκ μέρους των πλοιάρχων και των εμπόρων, με ημερομηνία 18.2.1864 ΑΚ, Πρακτικά και Αλλη­ λογραφία της Δημογεροντίας 1863-1884. 78 · ΑΚ, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1863-1884, έγγρ. 636, με ημερομηνι « 15.6.1884.

17.'!

ΕΤΔΟΚΙΑ ΟΛΤΜΠΙΤΟΤ

Σε επόμενη επιστολή της ιδίας ημέρας ζητούν την απομάκρυνση από το νησί των «ενταύθα παρεπιδημούντων Πατμίων αχθοφόρων, ημιονηλατών και των πετροκομιστών Καρπαθίων» γιατί αρνούνται να μεταφέρουν πέτρες και να εργασθούν στο συγκεκριμένο έργο, παρόλο που θα πληρωθούν α π ό την κοινότητα. 79 Κατά τη δεκαετία του 1890 οι κάτοικοι καταβάλλουν τακτική εισφορά στη Δημογεροντία για την αποπεράτωση των εργασιών στο «λιμάνι της Σκάλας», όπως το αποκαλούσαν. 8 0 Πράγματι, το 1902 αποφασίζεται η κατασκευή α π ο β ά θ ρ α ς για τη φόρτωση και εκφόρτωση των εμπορευμάτων 8 1 αλλά και η περαιτέρω εκβάθυνση τ ο υ λιμανιού, ώστε να διευκολυνθεί η πρόσβαση ατμοκίνητων πλοίων. 8 2 Την ίδια εποχή όλη η ή περιοχή διέθετε φωτισμό, ενώ εκτελούνταν ακόμη έ ρ γ α γ ι α τη βελτίωση του λιμανιού, την επιχωμάτωση διαφόρων σημείων και τη χ ά ρ α ξ η δρόμων. 8 3 Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι στα τέλη του 19ου α ι ώ ν α εκφράζεται η επιθυμία της Δημογεροντίας για τη μεταφορά του ν α υ π η γ ε ί ο υ α π ό την κεντρική π α ρ α λ ί α στη βορειοανατολική άκρη της, διότι ο μεγάλος αριθμός πλοιαρίων και σπογγαλιευτικών σκαφών π ο υ τραβιούνταν έξω γ ι α συντήρηση κατά τους χειμερινούς μήνες ενοχλούσε άλλες δραστηριότητες στην πόλη. 8 4 Αναμφισβήτητα, οι αυξημένες εξαγωγές σπόγγων εκείνης της εποχής ενι­ σχύουν την ανάπτυξη της ακτοπλοίας και συμβάλλουν στη διεύρυνση των εμπορικών σχέσεων και τ ω ν εισαγωγών διαφόρων αγαθών. Ή δ η τον Ιανουάριο του 1884 η Δημογεροντία Καλύμνου, σε επιστολή της προς τον Εμ. Μαγκλή, τοπικό π ρ ά κ τ ο ρ α της ακτοπλοικής εταιρείας «Asia Minor», τον παρακαλεί να μην εκδίδει εισιτήρια χωρίς την άδεια της, διότι έτσι δεν καταβάλλεται ο σχετικός δημοτικός φ ό ρ ο ς . 8 5 Στις αρχές του 20ού αιώνα η Κάλυμνος συνδέ­ εται με τακτικά δρομολόγια με τον Πειραιά, τα νησιά του Αιγαίου αλλά και

79. Στο ίδιο, έγγρ. 637. με ημερομηνία 15.6.1884. 80. Βλ. ενδεικτικά έναν κατάλογο οφειλετών της σχετικής εισφοράς σε επιστολή, με ημερομη­ νία 12 Ιουνίου 1896, στο ΑΚ, Αλληλογραφία 1895-1896. επιστολή 135. 81. ΑΚ, Αλληλογραφία 1902. επιστολή αρ. 128 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 18.6.1902. 82. Για τον σκοπό αυτό οι Δημογέροντες φέρνουν κάποιο ειδικό μηχάνημα από τη Σύμη· Η πληροφορία προέρχεται από επιστολή των Δημογερόντων με την οποία διαμαρτύρονται προς τον τοπική διοικητή για την επιβολή τελωνειακού φόρου σε αυτό το μηχάνημα σαν να ήταν καινούριο. ΑΚ, Αλληλογραφία 1902, επιστολή αρ. 156 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 16.8.1902. 83. ΑΚ, Πρακτικά Δ.ς. αρ. 39, φ. 20 84. ΑΚ, Αλληλογραφία 1896-1898, φ. 102-103, 8.8.1897. 85. ΑΚ, Πρακτικά Δ ς 5, Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885, α. 13.

174

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ X1ÌPA ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

την Κύπρο, τη Βηρυτό, τη Σμύρνη. 86 Η συγκέντρωση πληθυσμού, ποικίλων δρα­ στηριοτήτων αλλά και η ανθυγιεινή ελώδης περιοχή φαίνεται ότι προκαλού­ σαν δυσεπίλυτα προβλήματα. Παρόλο που οι διαθέσιμες πληροφορίες για την υγειονομική οργάνωση στη νέα πόλη είναι ελάχιστες, εντούτοις διασώζονται διάσπαρτοι κανονισμοί και αποφάσεις που δείχνουν ότι το θέμα απασχολούσε έντονα τις τοπικές αρχές. Για παράδειγμα, είναι συνεχείς οι συστάσεις και οι οδηγίες των δημοτικών γιατρών προς όλους τους πολίτες και η λήψη προλη­ πτικών μέτρων για την αποφυγή επιδημιών. Γνωρίζουμε επίσης ότι επιβάλλο­ νταν πρόστιμα σε όσους κρεοπώλες έσφαζαν ζώα στο δρόμο ή δεν καθάριζαν το χώρο γύρω από τα καταστήματα τους που βρίσκονταν στην προκυμαία κοντά στην εκκλησία του Χριστού. 87 Την ίδια αντιμετώπιση είχαν και όσοι κάτοικοι άφηναν τους χοίρους να περιφέρονται ελεύθερα στους δρόμους. 88 Η μετακίνηση του Λεπροκομείου από τη βορειοανατολική άκρη της πόλης σε ακατοίκητη περιοχή ήταν μία ακόμη απόφαση της Δημογεροντίας, προκειμέ­ νου να διασφαλισθεί η υγεία των κατοίκων. 89 Η απομάκρυνση πιθανών εστιών μόλυνσης ήταν ένα από τα μέτρα που εφαρμόστηκαν στην παράλια περιοχή όπου συγκεντρώνονταν κυρίως εμπο­ ρικές και διοικητικές δραστηριότητες. Πράγματι, εκεί εγκαταστάθηκαν η μία μετά την άλλη οι διοικητικές αρχές του νησιού - αρχικά η τουρκική Καίμακαμία, στη συνέχεια η Μητρόπολη και η Δημογεροντία. Τον Οκτώβριο του 1888 η Δημογεροντία Καλύμνου υπέβαλε αίτηση προς την Ιερά σύνοδο του Οικουμενικοί) Πατριαρχείου ζητώντας την ανύψωση της Επισκοπής Λέρνης σε Μητρόπολη, με το επιχείρημα ότι «η πατρίς ημών Κάλυμνος επ' εσχάτων εκτήσατο σημαντική αύξησιν και σπουδαιότητα».90 Το 1889 ο πρώτος

86. 0 Γιάννης Γεράκης. Σφουγγαράδικα ιστορία από την Κάλυμνο του 1900. Αθήνα 1999, μπία», που μετέφεραν ανήλικους, κυρίως Καλύμνιους. στη Σμύρνη και από εκεί στη Ρωσία, προκειμένου να εργασθούν σε διάφορες βιοτεχνίες. Βλ. ακόμη σχετικές ανακοινώσεις όπως δημοσιεύονται σε εφημερίδες της εποχής, π.χ. Σκριπ. 23.8.1908.σ.2 . Σκριπ. 9.11.1908.σ.6 , Σκριπ, 15.10.1909. α 2 κ.ά. 87, Οι καταγγελίες είναι συνεχείς για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Ενδεικτικά μόνο ανα­ φέρουμε ΑΚ. Αλληλογραφία 1895-1986. επιστολή αρ. 129. 26.6.1895. ή ακόμη ΑΚ, Αλλη­ λογραφία 1902. επιστολές αρ. 30 και 31 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 21.2.1902 ή την επιστολή αρ. 145. 10.7.1902. 88 · ΑΚ, Αλληλογραφία 1902, επιστολή αρ. 44 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 89

· ΑΚ, Αλληλογραφία 1896-1898, φ. 57, 12.2.1897. · Με ανάλογο τρόπο είναι διατυπωμένη και η σχετική απόφαση του Διονυσίου έ . Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως: «Η πατρίς αυτών αποτελούμενη εκ των νήσων Λέρου, Καλύμνου και

175

σ.

ΕΓΔΟΚΙΑ ΟΛΤΜΠΙΤΟΤ

Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου Χρύσανθος Βυζάντιος (1888-1894) μετέφερε την έδρα της Μητρόπολης από τη Χώρα, στη νέα πρωτεύουσα του νησιού την Πόθια, και μάλιστα στο ναό του Σωτήρος Χριστού.91 Παράλληλα καθιέρωσε τον θεσμό δύο αρχιερατικών επιτρόπων για ένα χρόνο, προφανώς για να είναι περισ­ σότερο ομαλή και αποδεκτή η αλλαγή αυτή. 92 Όταν ο πρώην Μητροπολίτης Λέρου και Καλύμνου, Άνθιμος, εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης έγινε επίσημη δοξο­ λογία στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, ενώ την ίδια μέρα (25.1.1895) εγκαινιάστηκε ένα ακόμη δημοτικό σχολείο αρρένων στην Πόθια.93 Στα τέλη του αιώνα η έδρα της Δημογεροντίας έχει πλέον μεταφερθεί στο λιμάνι,94 ενώ το 1902 τέθηκε ο θεμέλιος λίθος για την ανέγερση νέου κτιρίου της Δημογεροντίας κοντά στην εκκλησία του Χριστού. 95 Στο ίδιο σημείο απο­ φασίστηκε να κτιστεί πύργος για να τοποθετηθεί το ρολόι της πόλης. Για το σκοπό αυτό επελέγη η ημέρα του εορτασμού της 2 δετούς παραμονής του σουλ­ τάνου Αβδούλ Χαμίτ Χαν Β' στο θρόνο, ενώ στην επίσημη τελετή παρευρέθηκαν ο Καίμακάμης Καλύμνου Μαχίρ Βέης και άλλοι εκπρόσωποι της οθωμανικής διοίκησης της περιοχής. Φαίνεται όμως ότι οικονομικοί λόγοι δυσχέραιναν την ανέγερση του κτιρίου, η οποία πραγματοποιήθηκε με τη συνδρομή του σπογγέμπορου Νικόλαου Βουβάλη.96

Αστυπάλαιας, δ ί ην ε π ' εσχάτων εκτήσαντο ένεκα της εμπορικής αυτών θέσεως σημαντικήν αύξησιν και σπουδαιότητα». Βλ. ολόκληρο το κείμενο της απόφασης στον Πατριαρχικό Συνοδικό Τόμο του 1888. από όπου το δημοσιεύει ο Πρ. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς. Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Καλύμνου. Κάλυμνος 1983,σ.2 2 - 2 4 . 91. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς. Επισκοπική Ιστορία.... ό.π.,σ.5 1 . Πρ. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς, Χώρα. η πρωτεύουσα της νήσου Καλύμνου. Αθήνα 2000.σ.4 6 . Την ίδια πληροφορία παραδίδει και η Χριστίνα Κομπιτσάκη. «Ο ναός της Κοίμησης της Θεοτόκου Χώρας Καλύμνου», Καλυμνιακά Χρονικά 9 (1990) 196-203. Για την ανύψωση της Επισκοπής Λέρνης σε Μητρόπολη Λέρου και Καλύμνου το 1888. βλ. Μανουήλ Γεδεών, «Η Μητρόπολις Λέρου και Καλύμνου», Εκκλησιαστική Αλήθεια 8 (1888-1889) 106. Ιωάννης Π. Χαλκίτης. «Συμβολή στην ιστορία της Εκκλησίας της Καλύμνου». Καλυμνιακά Χρονικά 7 (1988) 106-111. 92. Πρ. Γεώργιος Δρ. Χαραμαντάς. Επισκοπική Ιστορία.... ό.π.,σ.5 1 . 93. Στο ίδιο,σ.8 0 . 94. Γιάννης Πατέλλης, «Η δημόσια υγεία στην Κάλυμνο την εποχή της Δημογεροντίας», Καλυμνιακά Χρονικά 13 (1999) 159. 95. ΑΚ, Αλληλογραφία 1902. επιστολή αρ. 48 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 16.3.1902. Δυστυχώς δεν σώζεται στο αρχείο το σχέδιο του κτίσματος, αντίγραφο του οποίου αναφέρεται ότι εστάλη προς έγκριση στην τοπική Καίμακαμία (έγγρ. 71, 22.4.1902) . 96. ΑΚ, Αλληλογραφία 1902, επιστολή αρ. 93 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερο­ μηνία 13.5.1902. Ήταν συνήθης πρακτική στην Κάλυμνο - όπως εξάλλου και αλλού - η υπο­ στήριξη κοινωφελών έργων από τοπικούς ή εθνικούς ευεργέτες. Έναν διαφορετικό τρόπο χρηματοδότησης δημοσίων έργων παρουσιάζει η Αγγελική Φενερλή. «Ο καλλωπισμός της πόλης·

176

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ Χ11ΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

Το ίδιο έτος αποφασίστηκε η ανέγερση κτιρίου για τη στέγαση του Διοικη­ τηρίου και πάλι στην παράλια ζώνη.97 Αυτή τη φορά η Δημογεροντία κατόρθω­ σε να αντιμετωπίσει τη δαπάνη και έτσι μέσα σε έναν μήνα ολοκληρώθηκε η κατασκευή του και απέμεναν μόνο οι ξυλουργικές εργασίες, οι οποίες πραγ­ ματοποιήθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. 98 Ως διοικητικό και οικονομικό κέντρο, η Πόθια φιλοξενούσε την πολιτική και κοινωνική ζωή του νησιού, ενώ στο προαύλιο του ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος -γίνονταν εκλογές για την ανάδειξη των τοπικών αρχών και λαίκές συνε­ λεύσεις.99 Τον Ιανουάριο του 1884, όπως φαίνεται από τις διαθέσιμες πηγές, στην εκλογή των δημογερόντων του νησιού συμμετείχαν εκλογείς από την Πόθια και τη Χώρα, χωρίς όμως να σημειώνεται πόσοι αντιστοιχούσαν σε κάθε οικισμό.100 Από τις πηγές αναδεικνύεται επίσης ότι το λιμάνι της Πόθιας υπήρξε ο τόπος διαφόρων συγκεντρώσεων, συνελεύσεων, αναταραχών και αντιπαραθέσεων του πληθυσμού με τις τοπικές αρχές, οθωμανικές και ελληνικές.101 Όταν, για παράδειγμα, με το τέλος της Κρητικής Επανάστασης, η οθωμανική διοίκηση επιχειρούσε να περιορίσει τα προνόμια της Τετρανήσου102 ή όταν το «σπογ­ γαλιευτικό ζήτημα» αναστάτωνε τον πληθυσμό της Καλύμνου. Έτσι, στις 29 Μαίου του 1895. οι Δημογέροντες έστειλαν επιστολή στον Καίμακάμη Χιλμή Μπέη με την οποία ζητούσαν να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για τη διαφύλαξη της τάξης, αφού - καθώς ανέφεραν - ήταν γνωστοί οι δράστες των επεισοδίων: Ένας πρωτότυπος συμμετοχικός τρόπος χρηματοδότησης δημοσίων κτιρίων στην Ερμούπολη (19ος αι.) ». στα Πρακτικά του Β' Διεθνούς Συνεδρίου: Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Αθήνα 2000. σ. 1 7 3 - 1 8 2 , ο οποίος όμως δεν φαίνεται να εφαρμόστηκε στην περίπτωση της Καλύμνου. 97. ΑΚ. Αλληλογραφία 1902. επιστολή αρ. 126 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομη­ νία 17.6.1902. 98. Στο ίδιο, επιστολή αρ. 148 προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 29.7.1902. 99. Για τον τρόπο σύγκλισης και πραγματοποίησης των «γενικών συνεδριάσεων του λαού», τουλάχιστον αυτών που διοργανώνονταν από τη Δημογεροντία. βλ. Κανονισμός της Δημογεροντίας. ό.π.,σ.5 5 . Ανάλογο τιμητικό προνόμιο διατηρούσε και ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη στο Γιαλό της Σύμης. Βλ. σχετικά Σωτήριος Αλ. Καρανικόλας. Τα σφάσματα m λατρ(ίας των Συμαίων. τ. Α'. Πειραιάς 1962.σ.2 2 . !00. ΑΚ, Πρακτικά ας 5. Πρακτικά και Αλληλογραφία της Δημογεροντίας 1884-1885. σ. 1-2. 101. Βλ. για παράδειγμα τις αποφάσεις των λαίκών συνελεύσεων που περιέχονται στο ΑΚ, Πρακτικά Δ . σ . 1 0 , Ψηφίσματα λαίκών συνελεύσεων 8.1.1893-4.1.1907. 10

2. Η Τετράνησος απετελείτο από την Κάλυμνο, τη Λέρο. την Πάτμο και την Ικαρία. Για το βηματισμό της και το καθεστώς που την διείπε βλ. ενδεικτικά Ε. Πρωτοψάλτης. «Η τύχη των Νοτίων Σποράδων κατα την Επανάστασιν και μετ' αυτήν». Καρπαθιακαί Μελεται. τ. 2 1981)306-307. Παναγιώτης Σαβοριανάκης. Νησιωτικές κοινωνύς στο Αιγαίο. Η περίπτωση των Ελλήνων της Ρόδου και της Κω (18ος-19ος αι.). Αθήνα χ.χ..σ.1 1 5 - 1 2 5 .

177

ΕΓΔΟΚΙΑ ΟΛΓΜΠΙΤΟΤ

Χθες Κυριακήν ευάριθμοι τινές ενταύθα, ους και η ενταύθα Διοικητική αστυνομία και η Σεβ. Καίμακαμία καλώς γιγνώσκει, μεταβάντες εις Χώρας και κρούσαντες τους κώδωνας του εκεί Μητροπολιτικού ναού της Παναγίας, εσύναξαν τινός των εκεί κατοίκων, και αφού εξηπάτησαν αυτούς και τους εξηρεθησαν εις το έπακρον με διάφορα ψεύδη και συκοφαντίας, ότι δήθεν η Δημογεροντια δεν θέλει την κατάργησιν των σπογγαλιευτικών μηχανών και αρνείται να ενεργή™ τα δέοντα υπέρ της επιτυχίας του ζητήματος τούτου και πολλά άλλα ψεύδη και συκοφαντίας, ενώ τουναντίον η Δημογεροντια είναι εις θέσιν να απόδειξη εις πάσαν περίστασιν δια του επισημότερου τρόπου ότι ενεργεί μεθ' όλης της απαιτουμένης ζέσεως και δραστηριότητος παν ό,τι χρειάζεται υπέρ της επιτυχίας του πόθου τούτου των κατοίκων, εκίνησαν ομού μετά γυναικών και παίδων εις Πόθαιαν. Αφού δε καθ' όλην την από Χώρας εις Πόθαιαν οδόν, έστησαν πολλούς σωρούς λίθων εις σημείον αναθέματος δήθεν καθ' ημών ως φοβερών εχθρών του τόπου και εκτόξευον αδιακόπτως τας χυδαιοτάτας ύβρεις καθ' ημών και απειλάς. εισήλθον και εις την Πόθαιαν με λίθους εις τας χείρας. Αφού δε. χωρίς να έχωσιν καμμίαν γνώσιν ούτε η Δημογεροντια ούτε η Σεβ. Καίμακαμία, συνήλθον εις τον ναόν του Χριστού και κρούσαντες τον κώδωνα της εκκλησίας εσύναξαν και άλλους τινάς ολίγους και των διοργανωτών επαναλαβόντων τας καθ' ημών συκοφαντίας εξηκολούθησαν τας καθ' ημών ύβρεις και απειλάς. μετέβησαν εις το Διοικητήριον. Επειδή δε αθρόους δεν τους εδέχετο η υμ. Ενδοξότης. εμάθομεν ότι έστειλον πρεσβείαν. και εκείθεν πάλιν αποχωρήσαντες περιήλθον την πόλιν, εξακολουθούντες να συκοφαντώσιν, υβρίζωσι και απειλώσιν ημάς [...]·'°3 Παράλληλα, οι δημοπρατήσεις «του τοπικού δικαιώματος των σπόγγων» και του «δικαιώματος της Σκάλας» των δημοτικών φόρων με τους οποίους η Δημο­ γεροντια αντιμετώπιζε τ α κοινοτικά χρέη, τη συντήρηση των σχολείων και την περίθαλψη των κατοίκων, διεξάγονταν σε παραλιακό καφενείο. 1 0 4 Η ίδρυση «Αναγνωστηρίου», νομίζω ότι αποτελεί ενδιαφέρουσα ένδειξη των πολιτιστικών επιλογών στη νέα πόλη. Το ζ ή Ρ η μ ααπασχολεί τη Δημογεροντια Καλύμνου α π ό το 1877. 105 Όταν το 1904, ιδρύεται το Αναγνωστήριο Καλύμνου

103. ΑΚ, Αλληλογραφία 1895-1896, επιστολή 117. με ημερομηνία 29.5.1895. Το έγγραφο δη­ μοσιεύεται ολόκληρο από τον Κυριάκο Χατζηδάκη, «Η Κάλυμνος στο τέλος της Τουρκοκρα­ τίας», Καλυμνιακά Χρονικά 8 (1989) 86-87. 104. ΑΚ, Πρακτικά Δ.ς. αρ. 39, Πρακτικά και αλληλογραφία Οικονομικής Επιτροπής Καλύ­ μνου 4.2.1902-23.6.1904, φ. 4 105. Βλ. σχετικά Θεμελίνα Καπελλά, «Η ιστορία του Αναγνωστηρίου», Καλυμνιακά Χρονικά 1 (1980) 26-28. Κυριάκος Χατζηδάκης, «Η Κάλυμνος...», ό.π.,σ.8 2 .

178

ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΕΙΝΗ ΧΏΡΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ ΣΚΑΛΑ

«Αι Μούσαι», στεγάζεται σε κτίσμα της παραλίας, στη θέση Λίμνη, που νοι­ κιάζεται γ ί αυτόν το σκοπό.Ι" 0 Θα παρουσίαζε ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την αξία της ακίνητης περιουσίας στην Πόθια και να την συγκρίνουμε με την αντίστοιχη στη Χώρα, αν διαθέταμε σχετικά τεκμήρια. Ό π ω ς σημείωνε και ο Κ. Φλέγελ, Προ 60 ετών έτι ηδύνατό τις να αγοράση το έδαφος ολοκλήρου της Ποθαίας αντί ευτελέστατης τιμής, ενώ σήμερον τιμάται εκατομμυρίων τινών χωρίς των κτιρίων. Πλησίον της θαλάσσης παρά τον λιμένα τα γήπεδα φυσικώ τω λόγω είναι ακριβώτερα και μάλλον περιζήτητα, ούτω εκείνο, εφ ου ο κ. Νομικός Χριστοδουλάκης έκτισε την καλλιμάρμαρον οικίαν αυτού, τιμάται 1.000 λιρών οθωμανικών ή 24.000 φράγκων χρυσών. 107 Ξαναγυρνώντας στα αρχικά μας ερωτήματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι τα τεκμήρια μας επιτρέπουν να υποστηρίξουμε ότι η συνεργασία του Ιωάννη Χαλεπά με τη Δημογεροντια Καλύμνου δεν ήταν τυχαία. Όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1870. ο Τήνιος γλύπτης κατασκεύαζε το τέμπλο στο ναό της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, η Πόθια ίσως δεν είχε γίνει ακόμη ο σημαντικό­ τερος οικισμός του νησιού. Από τις διαθέσιμες πηγές. όμως. γίνεται αντιληπτό ότι στις αμέσως επόμενες δεκαετίες οδηγούνταν με ταχείς ρυθμούς προς αυτή την κατεύθυνση. Η συνεργασία, επομένως, με μία από τις σημαντικότερες επιχειρήσεις μαρμαρογλυπτικής της εποχής και η πρόσκληση ενός καταξιω­ μένου μαρμαρογλύπτη θα πρέπει να ήταν συνειδητή επιλογή. Εξάλλου και η οργάνωση του νέου οικισμού έγινε με σχετικό σχεδιασμό και πρόβλεψη των μελλοντικών αναγκών. Η εκκλησία του Σωτήρος ήταν ένα α π ό τα έργα. ή μάλλον το προοίμιο των έργων εκείνων που θα ανεδείκνυαν αυτή τη νέα συνείδηση περί αστικού χώρου.

106. Πρόκειται για το σπίτι του γιατρού Σπ. Καραβοκυρού. Βλ. τη σχετική επιστολή διαμαρ­ τυρίας της Δημογεροντίας προς τον Καίμακάμη Καλύμνου, με ημερομηνία 9.12.1904, όπως δημοσιεύεται στον 6ο τόμο των Καλυμνιακών Χρονικών (1986) 14-18. Στη Σύμη υπήρχε το «Αναγνωστήριον Η Αίγλη», από το 1872. ένα μορφωτικό σωματείο με ποικίλες δραστήριο­ ­­­­­. Γεώργιος Θ. Βεργωτής. «Περί την ιστορίαν του Αναγνωστηρίου Σύμης Ή Αίγλη"», Συμαϊκά 1 (1972) 123-138. 07 Κ

· άρολος Φλέγελ. Η νήσος.... ό.π..σ.2 4 . Το οικόπεδο, στο οποίο αναφέρεται, τυχαίνει να βρίσκεται πίσω ακριβώς από την εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. R

17!»

Θεοδόσης Πυλαρινός

MULTUM IN PARVO: ΑΠΟ ΤΟ «ΠΙΣΤΟΜΑ!» ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ TOT ΚΩΝΣΤ. ΘΕΟΤΟΚΗ ΣΤΗΝ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΥΠΟΛΗΨΗ ΤΟΥ «ΑΣΠΡΟΠΟΤΑΜΟΥ» ΤΟΥ Ι.Μ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ

Δ

εν γνωρίζω αν και πόσο λειτούργησε η συγκυρία, πόσο η πρό­ τερη γνώση των θεματικών, πόσο η άντληση των θεμάτων από κοινές κοινωνικές πηγές και πόσο όλα ή ορισμένα από αυτά στο διήγημα του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου « 0 Ασπροπόταμος», που περιλαμβάνεται στον τόμο των διηγημάτων του με τίτλο Ανθρώπινη δίψα και δίνει την εντύπωση ότι αποτελεί επιτυχή και προσφυή «συγκόλληση» δύο γνωστών, αυτοτελών έργων του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Θα πραγματευθώ. ωστόσο, το θέμα μου. λογαριάζοντας ως ελάχιστα πιθανή τη συγκυρία, εφόσον ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος υπήρξε βαθύτατος γνώστης των λογοτεχνικών πραγμάτων μας και εμβριθής ιστορικός της λογοτεχνίας μας· επι­ πλέον, είναι γνωστό ότι είχε εντρυφήσει στο έργο του Κ. Θεοτόκη.2 Οι στενές, μάλιστα, σχέσεις του με το κερκυραίκό λογοτεχνικό περιβάλλον και η γνωριμία του με εκπρόσωπους της κερκυραίκής παράδοσης, όπως η Ειρήνη Α. Δεντρινού, 1. Βλ. Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Ανθρώπινη δίφα. Διηγήματα, Θεοδόσης Πυλαρινός (φιλ. επιμ.) , εκδ. Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Αθήνα 2003. α 87-105, «Ο Ασπροπόταμος». 2. Βλ. Επιστολές Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και Εμμ. και Αικ. Κριαρά. Εμμ. Κριαράς (επιμ.) . έκδ. Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Αθήνα 2004.σ.2 5 . όπου αναφέρεται κριτικά στην από 28.3.1947 επιστολή του προς τον Εμμ. Κριαρά σε κείμενα του Κ. Θεοτόκη. Ωστόσο, στα Πρόσωπα και τα κ(ίμ(να δεν αναφέρεται στον Κ. Θεοτόκη, ενώ μερικές σελίδες μόνο (κι αυτές ιστορικοανεκδοτολογικού χαρακτήρα) του αφιερώνει στο βιβλίο του Τα γράμματα και η τέχνη. Μελετήματα και προσωπογραφία. Αστήρ. Αλ. και Ε. Παπαδημητρίου. Αθήναι 1967.σ.7 0 - 8 0 . «Καρουσάδες. Μνήμη Κωνσταντίνου Θεοτόκη». Αναφορές όμως στα εξεταζόμενα εδώ έργα του δεν υπάρχουν. Το ίδιο κείμενο συμπεριλήφθηκε και στο βιβλίο του Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασίας. Κ. Δαφνής (προλεγ.λ Κερκυραίκά Χρονικά. Κέρκυρα 1975.σ.7 8 - 8 5 . ρόκειται για τόμο στον οποίο συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν παλαιές (και εκδεδομένες ηδη) εργασίες του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου από το φίλο του εκδότη των Κερκυραϊκών Νέων Κ. Δαφνή. Εκείνο όμως που έχει σημασία είναι τα Προλεγόμενα του Κ. Δαφνή, με τίτλο «Ι.Μ. αναγιωτόπουλος. Η πορεία μιας ζωής κι ενός έργου», αν και δεν έχει να προσθέσει τίποτα στη δική μας έρευνα.

181

ΘΕΟΔΟΣΗΣ

ΠΊΓΛΑΡΙΝΟΣ

ο Νίκος Λευθεριώτης3 - άτομα του στενού θεοτοκικού κύκλου -, καθώς και ο Κώστας Δαφνής - ο πλέον ίσως ενημερωμένος, στα ρητά και τα άρρητα, μελε­ τητής της Κερκυραίκής Σχολής - ενισχύουν την άποψη της ενδελεχούς γνώσης των θεοτοκικών, εν προκειμένω, πραγμάτων σε συνδυασμό με τα ήθη της κερ­ κυραίκής ζωής,4 την οποία γνώρισε και εξ αυτοψίας ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, όντας, εκτός των άλλων, και τακτικός επισκέπτης της Κέρκυρας.5 Γιατί παρα­ θέριζε συστηματικά και για μεγάλα διαστήματα στον Τψο της Κέρκυρας, λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο και σχεδόν μέχρι το θάνατο του. 6 Δεν αποκλείεται, βέβαια, ίσα ίσα είναι πολύ πιθανή, και η κοινή πηγή - δεν εννοούμε λογοτεχνική - , που μάλλον πρέπει να την αναζητήσουμε στην κοι­ νωνική κατάσταση της εποχής τους, την οποία διακρίνουν κοινά χαρακτηρι­ στικά, κοινές βάσεις για τις σχέσεις των φύλων, όμοια κοινωνικά προβλήματα και, για την περίπτωση μας, παρεμφερής παρουσίαση των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η γυναίκα περί τα τέλη του 19ου και για μεγάλο διάσΡηματου 20ού αιώνα.7

3. Εύγλωττη απόδειξη αποτελεί το βιβλίο του Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασία;. Κέρκυρα 1975, αποτελούμενο από. κατά διάφορους καιρούς, γραμμένα κείμενα του σχετικά με την πνευματική ιστορία του νησιού και τους εκπρόσωπους της επιχώριας Σχολής. 4. Μνεία της Κέρκυρας κάνει όχι μόνο σε δημοσιογραφικά κείμενα του, από τα οποία και προέκυψε το βιβλίο που του εξέδωσε ο Κ. Δαφνής, ο εκδότης των Κερκυραϊκών Χρονικών. στη σειρά των εκτός περιοδικού κερκυραίκού ή επτανησιακού ενδιαφέροντος έργων, και εννοούμε το βιβλίο Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασίας. Κέρκυρα 1975. αλλά και σε λο­ γοτεχνικά έργα του, όπως στην Αλληλογραφία. Θεοδόσης Πυλαρινός (φιλ. επιμ.) , εκδ. Σχο­ λής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2003. και στα διηγήματα «Pyrgi - Village» (στον τόμο διηγημάτων Ασφυξία. Οι Εκδόσεις των Φίλων. Αθήνα 1978.σ.8 0 - 9 9 ) και «Ο Ζακχαίος» (στον τόμο διηγημάτων Ανθρώπινη δίψα. Θεοδόσης Πυλαρινός [φιλ. επιμ.]. εκδ. Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2003.σ.1 0 7 - 1 3 3 ) . 5. Η πρώτη έκδοση της Ανθρώπινης δίψας έγινε το 1959 (βλ. ό.π..σ.2 2 3 ) . 0 συγγραφέας α π ό το θέρος του 1950 και εξής. κάθε καλοκαίρι, παραθέριζε στον Ύψο της Κέρκυρας και είχε αναπτύξει σχέσεις με τους Κερκυραίους λόγιους και λογοτέχνες. Για τις σχέσεις του με το νησί και τους λογίους του βλ. Θεοδόσης Πυλαρινός, «Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος και η Κέρκυρα», Πόρφυρας97 (2000) 503-518. και το βιβλίο Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασίας. Κ. Δαφνής (προλεγ.Χ Κερκυραϊκά Χρονικά, Κέρκυρα 1975. 6. Βλ. Κερκυραϊκά Χρονικά, τόμ. Α' (2003) , ιδίως τα κείμενα του Θεοδόση Πυλαρινού, «Η εκδοτική, η δημοσιογραφική και η προσωπική συνεισφορά του Κώστα Δαφνή στην ανάδειξη της επτανησιακής λογοτεχνικής παράδοσης»,σ.4 5 - 1 0 2 , και της Κωνσταντίνας Χρυσικοπούλου, « 0 εκδότης Κώστας Δαφνής: Από την επικαιρότητα των Κερκυραϊκών Νέων και τον πειραματισμό των Φιλολογικών Νέων στην ωριμότητα των Κερκυραϊκών Χρονικών»,σ.1 0 3 - 1 2 6 . 7. Υπενθυμίζουμε ότι η Ανθρώπινη δίψα κυκλοφόρησε το 1959 (βλ. ό.π.,σ.2 2 3 - 2 2 8 . το εκδοτικό ιστορικό του εν λόγω βιβλίου) .

ίΚ>

MULTUM IN PARVO

Πιο συγκεκριμένα, το τελευταίο μέρος του «Ασπροπόταμου» του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου,8 το τμήμα της τίσης και της τραγικής συνάμα λύσης, με τη φρικαλέα καταστροφή της ηρωίδας και την εξόντωση του καρπού του άνο­ μου έρωτα της, ανακαλεί αναπόφευκτα στη μνήμη μας ολόκληρο το, κλασικό πλέον, διήγημα-μινιατούρα του Κ. Θεοτόκη «Πίστομα!» 9 και το βδελυρό τέ­ λος του μικρού βλαστού της ανώνυμης ηρωίδας του.· 0 Η κοινή θεματική, τα ίδια ήθη, η θέση της γυναίκας και το άγραφο οικογε­ νειακό δίκαιο στην όχι απόμακρη από τα Ιόνια περιοχή της Δυτικής Ελλάδας, δεν αποκλείουν τη σύμπτωση και αξιοποίηση από τους δύο πεζογράφους μας ενός συνήθους γεγονότος αυτοδικίας, ενός εγκλήματος για λόγους τιμής. Ο Κ. Θεοτόκης, βέβαια, στο διήγημα του περιορίζεται με εξαιρετική πυκνότητα στο έγκλημα και την τιμωρία, αναφερόμενος στις συνθήκες των χωρικών της Κέρκυρας στα τέλη του 19ου αιώνα, προβάλλοντας τη σύγκρουση φυσικού και κοινωνικού νόμου, την αμείλικτη ακόμη θέση της κοινωνίας έναντι της παρανομούσας γυναίκας και ακόμη, προετοιμάζει, χάρη ακριβώς στη δυνατότητα που δίνεται στη γυναίκα να διαπράξει την παράβαση, την επόμενη φάση της πεζογραφίας του, όπου με την Τιμή και το χρήμα, η κάθαρση δεν θα προέλθει έξωθεν, αλλά θα έχει τη μορφή της αυτοκάθαρσης-απελευθέρωσης. Η Ρήνη δηλαδή στη νουβέλα αυτή του Κ. Θεοτόκη δεν θα υποταγεί, αλλά θα αναλάβει την ευθύνη και την κοινωνία να αντιμετωπίσει και το παιδί να αναθρέψει. Τα σημεία που συντελούν στη θέση αυτή είναι, από την αρνητική πλευρά, η ανυπαρξία ικανού ανδρός για να εκδικηθεί προασπίζοντας την τιμή της οικο­ γένειας του σκόπιμα ανίσχυρου Τρίνκουλου, και. θετικά, η προβολή ενός νέου

8. Βλ ό.π.. τελευταία αράδα τηςσ.1 0 2 έωςσ.1 0 5 . Ολόκληρο το «Πίστομα!» έχει την ίδια περίπου έκταση, γεγονός που ενδιαφέρει για την απόδειξη ότι το τμήμα αυτό αποτελεί δημιουργική μίμηση του θεοτοκικοό προτύπου. Το εκτενές, πάλι. πρώτο μέρος του «Ασπρο­ πόταμου» αντιστοιχεί με ολόκληρη τη νουβέλα του Κ. Θεοτόκη, που αριθμεί 90 περίπου σελίδες. Έτσι, ποσοτικά κατ' αρχάς υπάρχει εμφανής σχέση. 9· Βλ. Κωνσταντίνου Μ. Θεοτόκη. Κορφιάτικες ιστορίες. Ειρήνη Α. Δεντρινού (προλεγ.) . εκδ. Εταιρείας προς Ενίσχυσιν των Επτανησιακών Μελετών, αρ. 2. Κέρκυρα 1935.σ.1 5 8 - 1 6 0 . 10. Σημειώνουμε ότι και στο έργο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου και στην Τιμή και το χρήμα του Κ. Θεοτόκη υπάρχει σκόπιμος συσκοτισμός στο τέλος τους. που επιτείνει την τραγικότητα τους. Ετσι, στο πρώτο αφήνεται να νοηθεί ότι μητέρα και παιδί πέφτουν στο ποτάμι, χωρίς να λέγεται ρητά. αλλά να υπονοείται σαφώς, ότι χτυπήθηκαν από τον τιμωρό αδελφό με το τσεκούρι που εμφατικά αναφέρεται από το συγγραφέα ως το όργανο του διπλού φονικού. Παράλληλα, όμως υπάρχει και η φράση ( σ . 1 0 4 ) του αδελφού: «Ατιμη [...] Να πας να πέσεις να πνιγείς στο ποτάμι [...]». 0 Ι.Μ. παρουσιάζει με έντεχνο τρόπο το αποτρόπαιο έγκλημα. Κ· Θεοτόκης, ασαφώς κι αυτός, ενώ με το «πίστομα!» μας δηλώνει τον επικείμενο θάνατο του παιδιού δεν κάνει λόγο. αφήνει ανοιχτό, το θέμα για την τύχη της γυναίκας.

[83

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΙΛΑΡΙΝΟΣ

όπλου π ο υ συνέτεινε στη χειραφέτηση της γυναίκας, και αυτό είναι η εργασία, είναι το χρήμα υ π ό ανεστραμμένη, δηλαδή απελευθερωτική, χρήση· δεν είναι, με άλλα λόγια, το εργαλείο π ο υ οδηγεί στην προικοθηρία, την εκμετάλλευση, την υποτέλεια, αλλά στο αντίθετο τους, στην αξιοπρέπεια και την ελευθερία της γυναίκας. Όσο όμως κι αν συμπίπτουν οι κοινωνικοί όροι, είναι πρόδηλο ότι ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος χρησιμοποιεί έντεχνα ως αφανές διακείμενο τα έργα του Κερκυραίου συγγραφέα. Θα καταδείξουμε τα κοινά σημεία, τις διαφοροποιήσεις, αλλά και τις παρα­ τηρούμενες διαφορές ανάμεσα στο ζεύγος των κειμένων του Κ. Θεοτόκη και του « Α σ π ρ ο π ό τ α μ ο υ » , που αποτέλεσε ενιαίο εκτενές διήγημα, πιστεύοντας ότι ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος π έ ρ α α π ό τη θεματική σύμπτωση, γνωρίζοντας το έργο του Κ. Θεοτόκη, αξιοποίησε με εξαιρετικό τρόπο, συνάπτοντας σε ένα αδιαίρετο όλο στον δικό του « Α σ π ρ ο π ό τ α μ ο » (ακολουθώντας τις κοινωνικές συνθήκες της δικής του περιοχής) τη θεματική της νουβέλας του Κ. Θεοτόκη Η τιμή και το χρήμα και το περιεχόμενο του διηγήματος «Πίστομα!» από τις λεγόμενες Κορφιάτικες ιστοριες του Κερκυραίου πεζογράφου. 1 2 1) Υπάρχει σχεδόν απόλυτη αντιστοιχία στην έκταση των κειμένων. Η εκτενής νουβέλα Η τιμή και το χρήμα αντιστοιχεί στο επίσης εκτενές και ομόθεμο με αυτήν π ρ ώ τ ο τμήμα του « Α σ π ρ ο π ό τ α μ ο υ » . Σ ' α υ τ ά τα κείμενα (το πλήρες του Κ. Θεοτόκη και το μεγάλο μέρος του « Α σ π ρ ο π ό τ α μ ο υ » του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου) καταγράφεται ο ιστορικός και μυθιστορηματικός χωροχρόνος, οι κοινωνικές συνθήκες και περιγράφονται οι χαρακτήρες. Το λιλιπούτειο θεοτοκικό διήγημα «Πίστομα!» συμπίπτει με το ολιγοσέλιδο ακροτελεύτιο μέρος του διηγήματος του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, στο οποίο ολοκληρώνεται η τραγωδία, γεγονός στο οποίο επικουρεί η πυκνή και ελαφρώς υπαινικτική διήγηση. Το τραγικό δηλαδή τέλος των δύο νηπίων δίνεται με λίγα αλλά δρα­ ματικά λόγια. 2) Οι χρονικές περίοδοι π ο υ εκτυλίσσονται οι υποθέσεις των τριών κειμέ­ νων εν πολλοίς συμπίπτουν. Αμφότερα τα εκτενή εκτυλίσσονται στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να τοποθετηθούν λίγα 11. Βλ. Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Η τιμή και το χρήμα (με εξη εικονογραφιες χαραγμενες από τον Μάρκο Ζαβιτζιάνο) , Τυπογραφείο Κείμενα. Αθήνα 1984. 0 Πρόλογος του συγγραφέα, στην α έκδοση, φέρει χρονολογία 15.9.1914. 0 Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. καίτοι αισθητά νεότερος του Κ. Θεοτόκη, παιδί το 1914, ωστόσο δεν απέχει πολύ χρονικά, εφόσον τοποθετεί τον «Ασπροπόταμο» του στην ίδια περίπου εποχή. 12. Βλ. Κωνσταντίνου Μ. Θεοτόκη, Κορφιάτικες ιστορίες. Ειρήνη Α. Δεντρινου (προλεγ.) έκδ. Εταιρείας προς Ενίσχυσιν των Επτανησιακών Μελετών, αρ. 2, Κέρκυρα 1935,σ.1 5 8 - 1 6 0 .

W,

MULTUM IN PARVO

χρόνια ενωρίτερα ή αργότερα, λόγω των αργών κοινωνικών αλλαγών της επο­ χής. Το «Πίστομα!» μάλλον πρέπει να τοποθετηθεί λίγο πιο πίσω. Γεγονός πάντως είναι ότι αποτυπώνουν αυθιστορικά εποχές που οι συγγραφείς ζού­ σαν στις ιδιαίτερες πατρίδες τους και ενέχουν στοιχεία εντοπιότητας, για τον Κ. Θεοτόκη13 επισημασμένης και καταγεγραμμένης στα χαρακτηριστικά γνω­ ρίσματα της τέχνης του, για δε τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο αρκετά ευδιάκριτης αλλά ασαφούς, απροσδιόριστης και ακατάγραφης. 14 3) Είναι κοινή η θεματική του άνομου και κοινωνικά τιμωρητέου έρωτα, που συνοδεύεται και από την επιδείνωση της παρανομίας λόγω της εμπλοκής της εξώγαμης κύησης, η οποία στην περίπτωση του Κ. Θεοτόκη διχοτομείται, περνάει σε δύο διαφορετικά κείμενα του και δίνει διαφορετικό τέλος στο καθένα εξ αυτών (στην Τιμή και το χρήμα θα οδηγήσει στη γέννηση νόθου παιδιού σε εξωαφηγηματικό χρόνο, ενώ στο «Πίστομα!» 15 ο άνομος καρπός είναι ήδη συντελεσμένος και αποτελεί ανεπίστροφο γεγονός και κρίσιμο μέ­ ρος της πλοκής και της λύσης) . Στην περίπτωση του «Ασπροπόταμου» ο συγγραφέας συρράπτει τρόπον τινά τη νουβέλα και το «Πίστομα!» του Κ. Θεοτόκη και δίνει ένα τέλος ενδοαφηγηματικό που αναπόφευκτα ταυτίζεται με το «Πίστομα!» και το τραγικό γεγονός του φόνου του αθώου βρέφους.16

13. Βλ. Γιάννης Δάλλας. Κωνσταντίνος Θεοτόκης. Κριτική σπουδή μιας πεζογραφικής πορείας, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2001,σ.8 9 - 1 1 9 . Η αναζήτηση της εντοπιότητας - και το είδος της - στο έργο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου δεν έχει ερευνηθεί από όσα γνωρίζουμε ούτε από την Αννίτα Παναρέτου στο έργο της Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Συνολική θεώρηση του έργου του. (Επικαιρότητα, Αθήνα 1990) , ούτε σε κάποια ειδική μελέτη ή διδακτορική διατριβή. Κι όμως και έντονη είναι και ιδιότυπα δοσμένη, τουλάχιστον στη γνωστή τριλογία του. όπου και ο ίδιος δίνει μαρτυρίες για το συνεχές του έργου του, κατονομάζοντας τη Χαμοζωή. την Αστροφεγγιά και τους Αιχμαλώτους «τριλογία». Αλλά και η εξέλιξη της εντοπιότητας αυτής και η μετατροπήμεταλλαγή της σε εγκλιματισμό στα δεδομένα του νέου χώρου εγκατοίκησής του έχουν το ενδιαφέρον τους, εφόσον παρακολουθείται η σημασία του περιγεγραμμένου χώρου ή του γεωγραφικά σηματοδοτούμενου τόπου για το είδος της μυθιστορίας. 14. Βλ. την «τριλογία» του Χαμοζωή. Αστροφεγγιά. Αιχμάλωτοι, που κάθε μυθιστόρημα εκτυ­ λίσσεται σε διαφορετικό χώρο και εποχή, αλλά όλα υποκρύπτουν τόπους, χρονικά διαστήματα και σκηνές που σχετίζονται στενά με τη ζωή του συγγραφέα τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους τόμους των διηγημάτων του Ανθρώπινη δίψα και Το δαχτυλίδι με τα παραμύθια, όπου δια­ χέεται μυθοποιημένο αυτοβιογραφικό υλικό. Βλ. τα σύντομα αλλά περιεκτικά εισαγωγικά σημειώματα μας στους προαναφερθέντες τόμους, ατις εκδ. Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, Αθήνα 2002-2003. Για το θεολογικό και κοινωνικό πλαίσιο του έργου αυτού βλ. Ειρήνη Α. Δεντρινού, Η Κερκυραίκή Σχολή. «Ο Κ. Θεοτόκης - διηγηματογράφος». Κέρκυρα 21971,σ.1 0 1 - 5 , Προλεγόμενα Κ. Δαφνή (^Κερκυραϊκά Χρονικά) , τόμ. 3ος. Ακ υρώνει δηλαδή το τέλος που δίνει η επαναστατημένη Ρήνη του Κ. Θεοτόκη, προσφυώς,

185

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΤΛΑΡΙΙΝΟΣ

4) Ο γάμος ως αποκατάσταση της γυναίκας και συνακόλουθα ως εξάρτηση της από τον άνδρα, άρα ως θεσμικό καθεστώς, αποτελεί κοινό θέμα των δυο συγγραφέων και αίτιο της κοινωνικής παθογένειας. Η διαφορά έγκειται στο ότι ο Κ. Θεοτόκης παρουσιάζει δύο διαφορετικές εκδοχές (του γάμου στο χώρο της υπαίθρου και στα μικροαστικά-εργατικά στρώματα του προαστίου, με έκδηλες τις διαφορές και κοινό χώρο τη δυτικότροπη Κέρκυρα) , ενώ ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος το γάμο στην ηπειρωτική Ελλάδα με τα άκαμπτα και αυστηρά ήθη. Σε κάθε περίπτωση όμως η εμμονή στο καίριο σπονδυλωτό ζήΡηματης κοινωνίας, γάμος - προίκα - σεξουαλικές σχέσεις, με θύμα της εξάρτησης αυτής τη γυναίκα, αποτελεί σοβαρή καταγραφή που προοιωνίζεται κοινωνικές αλλαγές. 5) Η προίκα αποτελεί κοινό παρονομαστή, εφόσον οι δύο ηρωίδες (οι συνονόματες Ρήνες) προέρχονται από ασθενείς οικονομικά τάξεις, ασθενέ­ στερες σε κάθε περίπτωση των ανδρών ηρώων. Άρα το χρήμα λειτουργεί ως κινητήριος μοχλός, η δε αξία του νομιμοποιείται με το ηθικό περίβλημα του γάμου και της ευλογίας του από την οικογένεια και την Εκκλησία. 6) Το ερωτικό στοιχείο και η γενετήσια ορμή επεμβαίνουν φυσιολογικά και (απο) ρυθμίζουν τις κοινωνικές δομές και την κοινωνιογενή ισορροπία των φύλων. Παρατηρητέα η σπερματική εμφάνιση μιας πρωτογενούς-ενστικτώδους μορφής και, εξελικτικά, μιας εμφανούς χειραφέτησης στο «Πίστομα!» και στην Τιμή και το χρήμα, αντίστοιχα, του Κ. Θεοτόκη. Στον «Ασπροπόταμο» η γυναίκα κινείται ενστικτωδώς και φυσικά, άρα μόνο προς την παρανομία, και υφίσταται παθητικά τις συνέπειες, τις οποίες επιτείνει η (υπαρκτή σε όλες τις περιπτώσεις) μητρότητα. Αντίθετα, στον Κ. Θεοτόκη και προς την παρανομία αλλά και στην απενοχοποίηση του προγαμιαίου έρωτα και της «ένοχης» γυναίκας. 7) Η μητρότητα αποτελεί βασικό κέντρο των έργων και κλειδί για την τραγική φόρτιση (τόσο των δύο κειμένων του Κ. Θεοτόκη, όσο και του «Ασπροπόταμου») . Η διαφοροποίηση έγκειται στην ποιοτική αντιμετώπιση της, αποτέλεσμα της προαναφερθείσας χειραφέτησης με την εμπλοκή της εργασίας και της συνακόλουθης οικονομικής και προσωπικής ανεξαρτησίας. 8) Η ποινή είναι ανελέητη. Στο «Πίστομα!», όπου καταγράφονται ήθη της αγροτικής Κέρκυρας και είναι χρονικά πρότερη η παρουσιαζόμενη κοινωνική δομή, ο θάνατος επέρχεται ως αναπότρεπτη τιμωρία από τον θιγέντα άνδρα, μια και η ποιμενική και υπανάπτυκτη περιοχή του Αιτωλικού είχε τραχιά ήθη και δεν μπορούσε να δεχτεί τη χειραφέτηση της γυναίκας, αντίθετα φαίνεται πολύ λογική για τα ήθη του χώροι) της Δυτικής Ελλάδας η θανατική ποινή και το ξέπλυμα της οικογενειακής ντροπής.

186

MULTUM IN PARVO

σύζυγο ή αδελφό. Πρόκειται για αποκατάσταση της οικογενειακής τιμής και της διασαλευθείσας κοινωνικής τάξης. Στην Τιμή και το χρήμα, όπου η γυναί­ κα αρχίζει να ανεξαρτητοποιείται οικονομικά και το όλο σκηνικό ρέπει προς το μεσοαστικό (η υπόθεση εκτυλίσσεται στην πόλη της Κέρκυρας, σε λαίκή συνοικία της)17 η σιόρα Επιστήμη αποκτά αυτονομία με το χρήμα που κερ­ δίζει, η δε κόρη της σε πρώτα στάδια χειραφέτησης, όπως είπαμε, και υπο­ λογίζοντας στην προσωπική εργασία της, αντιστέκεται και αποτελεί πρότυπο αλλαγών και ανατροπής του κρατούντος άγραφου δικαίου. 18 Αναμενόμενα σκληρή είναι η τιμωρία στον «Ασπροπόταμο», που συμπίπτει κοινωνικά και ταξικά με αυτήν στο «Πίστομα!». Ωστόσο, εύκολα συμπεραίνει κανείς ότι η σεξουαλική ζωή χάρη στην προσωπική εργασία της γυναίκας αποδεσμεύεται και η γυναίκα σταδιακά απελευθερώνεται από την υποταγή στον άνδρα, που της επιβάλλει η πατριαρχική κοινωνία. 9) Τεχνική ομοιότητα, αλλά σημαντική και δηλωτική ίσως εκ μέρους του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου ότι εμπνεύστηκε, δημιουργικά πάντοτε, από το μοντέλο τού κοινωνικής σημασίας έργου τού Κ. Θεοτόκη, αποτελεί η κοινή ονομασία των γυναικών-κεντρικών και τραγικών ηρωίδων του. Ρήνα είναι η ηρωίδα στον «Ασπροπόταμο» και Ρήνη του Κ. Θεοτόκη στην Τιμή και το χρήμα.^ Έτσι, ο πρώτος συγγραφέας έχει την άνεση να επιλέγει ό.τι του είναι λειτουργικό για την οικονομία του δικού του έργου, παραπέμποντας παράλληλα στην πηγή του.

17. Το κερκυραίκό προάστιο, εν προκειμένω το Μαντούκι. το οποίο αποτελεί πύλη διόδου των αστικών συνηθειών στα λαίκά στρώματα του νησιού. Στον κερκυραίκό χώρο παρακολουθεί κανείς και την ετυμολογική περιπέτεια της λέξης (προ του άστεως) και την κοινωνική, εφόσον η κατοίκηση των υπό ανέλιξη στρωμάτων προ της πόλεως λειτούργησε διττά, και ως οιονεί κλοιός που περιέσφιγγε σταδιακά το άστυ. και ως προκεχωρημένο φυλάκιο που αντλεί δυνάμεις από τον κυρίως αστικό χώρο. 18. Αποτελεί επαναστατική ενέργεια το γεγονός ότι θα κρατήσει το παιδί που κυοφορεί, καίτοι αστεφανωτη, κι αυτό με δική της επιλογή. Επίσης, παρατηρητέα είναι η μνεία της εργασίας ως απελευθερωτικού παράγοντα και απεξάρτησης από τις υπάρχουσες κοινωνικές δομές. Βλ τη στερεότυπη φράση: «Δουλευτάδες και ot δυο, ποιόνε έχουμε ανάγκη;» υπό διάφορες φραστικές παραλλαγές και εκφωνούμενο α π ό στόμα γυναίκας. Ασφαλώς δεν πρόκειται για τη μη αμειβόμενη σκληρή εργασία της -γυναίκας στο χωριό, αλλά για τις νέες εργασιακές συνθήκες της βιομηχανικής πόλης και της εισόδου της γυναίκας στην παραγωγή. Στοιχεία υι« τα προαναφερθέντα βλ. στην ανακοίνωση μας «Ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και ταξικές μεταβολές στο έργο Η τιμή και το χρήμα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη», που θα ημοσιευθεί προσεχώς στον τόμο των Πρακτικών του 7ου Συνεδρίου Ελλήνων Ιστορικών της Οικονομικής Σκέψης (που διεξήχθη στις 27-28.5.2005 στην Αθήνα, με διοργανωτή το Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Οικονομικών Επιστημών) , Δεν κατονομάζεται η ηρωίδα του διηγήματος «Πίστομα!».

187

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΤΛΑΡΙΝΟΣ

Αυτή η διακειμενική υποσήμανση πρέπει να έχει κάποια σχέση και με το ιστο­ ρικό των έργων αλλά και με το βαπτιστικό όνομα «Ειρήνη». Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, δεινός περί τα φιλολογικά και την ιστορία της λογοτεχνίας μας, πρέπει να γνωρίζει ότι και στην Τιμή και το χρήμα το όνομα Ρήνη δεν είναι τυ­ χαίο. Πρόκειται για τιμητική ονοματοθεσία της ηρωίδας, ορμώμενη από το θαυ­ μασμό του συγγραφέα προς τη φίλη του ποιήτρια Ειρήνη Α. Δεντρινού, στην οποία και είναι αφιερωμένο το βιβλίο και η εισαγωγή του, γυναίκα που είχε προωθημένες θέσεις για το γυναικείο ζ ή Ρ η μ ακαι για τη θέση της γυναίκας στη μεταβαλλόμενη αστική νεοελληνική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα. 20 Πιθανότατα, λοιπόν, στον « Α σ π ρ ο π ό τ α μ ο » αναπαράγει τη λογοτεχνική ιστορία του ονόματος, δίνοντας και στη δική του ηρωίδα, ομοιοπαθή κατά κάποιο τρόπο της Ρήνης του Κ. Θεοτόκη, το ίδιο όνομα, ως δηλωτικό λογοτεχνικού προτύπου και πρόδρομου φεμινιστικού συμβόλου. 2 1

*** Πέρα όμως α π ό τις βασικές ομοιότητες και τις διαφοροποιήσεις υπάρχουν χαρακτηριστικές ομοιότητες και σε επιμέρους σημεία, π ο υ έρχονται να προσεπιβεβαιώσουν την υπόθεση μας ότι ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος προέβη σε μια π ρ ω τ ό τ υ π η δημιουργία, αξιοποιώντας συρραπτικά ένα διπλό μοντέλο αφηγη­ μάτων του Κ. Θεοτόκη: 1) Η σκηνή με το μελλοθάνατο παιδί στην αγκαλιά της Ρήνας δίπλα στον Ασπρο­ π ό τ α μ ο ανακαλεί ως εικόνα στη μνήμη την ίδια σκηνή α π ό το «Πίστομα!». 2) Οι δολοφόνοι στα έργα α υ τ ά εμφανίζονται α π ρ ό ο π τ α και βράδυ. 3) Η τραγικότητα των γυναικών στηρίζεται στον αγώνα τους να υπερασπί20. Βλ. τη λογοτεχνική ιστορία και τη φιλολογία που καλλιεργήθηκε λόγω του βαπτιστικού ονόματος της Ειρ. Δεντρινού και την αξιοποίηση του αφηρημένου ουσιαστικού «ειρήνη» από σύγχρονους της συγγραφείς που έγραψαν ποιήματα, κυρίως, γ ί αυτήν. 21. Σημειώνουμε ότι ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος είχε προσωπική φιλία με την Ειρ. Δεντρινού και συζητούσαν τα περί την Κερκυραίκή Σχολή και προφανώς τα σχετικά με τον Κ. Θεοτόχη στις φιλολογικές συναντήσεις τους. Εξάλλου, και λαλίστατη ήταν η Κερκυραία λογοτέχνις και αυτάρεσκα εδιηγείτο τα περί ιδιαίτερου θαυμασμού του Κ. Θεοτόκη στο πρόσωπο της. Βλ. Ειρήνης Α. Δεντρινού. Η Κερκυραίκή Σχολή. ό.π..σ.1 0 6 - 1 3 . «Ο Κ. Θεοτόκης - ποιητής», όπου φαίνεται από μαρτυρίες της ποιήτριας η στενή προσωπική τους σχέση. Ακόμη, για τ0 όνομα Ειρήνη τα δίδυμα ποιήματα «Ρηνούλα». του Αλ. Πάλλη και του Δ. Ταγκόπουλου στο: Θεοδόσης Πυλαρινός, Το λεύκωμα της Ειρήνης Α. Δεντρινού. Εκδόσεις Ειρμός, Αθήνα 1989, ο. 119 και 121. Επίσης, Θεοδόσης Πυλαρινός, Ειρήνη Α. Δεντρινού (1879-1974) . Από τη μεγάλη ακμήέωςτην αναπόφευκτη πτώση της ΚερκυραϊκήςΣχολής, ανέκδ. διδακτ. διατριβή, Αθήνα 1997, και Κέρκυρα, το νησί της λυρικής φαντασίας, ό.π.

188

MULTUM IN PARVO

σουν την αθωότητα των παιδιών τους και διαπερνάται από ενοχές, οδηγώντας σε κοινά ανθρωπολογικά πρότυπα, σύμφωνα με τα οποία το παιδί ως προερ­ χόμενο από την κοιλιά της μάνας ενοχοποιείται για το αμάρΡηματης. Έτσι, το όργανο της κυοφορίας, η σχετιζόμενη με αυτό γενετήσια λειτουργία και η ανθρώπινη φύση υποτάσσονται στις κοινωνικές επιταγές. 22 Η αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας εξαρτάται από τον άνδρα εκδικητή-τιμωρό. 4) Η άγαμη έγκυος γυναίκα οδηγείται στην καταστροφή, υφιστάμενη εν είδει αδυσώπητης μοίρας την κάθαρση. 5) Άνδρας, όμαιμος ή εξ αγχιστείας, συγγενής της θιγείσας, καλείται να ξεπλύνει την ντροπή με αίμα και να αποκαταστήσει τη διασαλευθείσα κοινω­ νική λειτουργία. Ο ρόλος αυτός επιφυλάσσεται ιεραρχικά, πρώτα στο σύζυγο και ελλείψει αυτού στον αδελφό. Προφανώς, επειδή ο άνδρας είναι αυτός που κοινωνικά υφίσταται την ντροπή και την ατιμία. 23 Παρατηρητέον, όμως, ότι η ντροπή είναι ζήΡημαευρέως οικογενειακό, εξ ου και η εμπλοκή του αδελφού. 6) Το παιδί που φονεύεται και θυσιάζεται, ουσιαστικά, για την αποκα­ τάσταση της τιμής είναι αγόρι στον «Ασπροποταμο» και μάλλον αγόρι στο «Πίστομα!», γεγονός όχι τυχαίο. Επίσης, λειτουργεί ως εξιλαστήριο θύμα και πρώτο και απαραίτητο βήμα της κάθαρσης. 7) 0 ένοχος εραστής πρέπει κι αυτός να τιμωρηθεί. Ωστόσο, στην περίπτω­ ση του παρεκτραπέντος ανδρός παρατηρείται κάποια χαλαρότητα, εφόσον η ποινή του περιέρχεται σε δεύτερη μοίρα και πρωτεύει η εξαφάνιση του άνομου καρπού που θα διαιωνίζει την τέλεση του ανοσιουργήματος κατά της κοινωνίας. Στο «Πίστομα!», λοιπόν, η μοιχαλίδα δεν τιμωρείται, σε αντίθεση με τον «Ασπροποταμο», που ακολουθεί την τραγική μοίρα του παιδιού της. Αντίθετα, η Ρήνη στην Τιμή και το χρήμα, έργο σαφούς μαρτυρίας των αστικών αλλα­ γών και της αναβάθμισης της θέσης της γυναίκας, όχι μόνο δεν τιμωρείται αλλά αναλαμβάνει στα χέρια της την τύχη τη δική της και του παιδιού που θα γεννηθεί. Έτσι, η τιμή λειτουργεί στη μια περίπτωση σε συνδυασμό με το ρυθμιστικό ρόλο του χρήματος που συντελεί στην εξασφάλιση της, ενώ στον «Ασπροποταμο», σε σχέση με την υπόληψη μόνο.24 22· Εξαιρετικού ενδιαφέροντος εν προκειμένω είναι το βιβλίο του Ζωρζ Ντεβερέ, Γυναίκα και βύθος, Εκδόσεις Σχολής Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου. Αθήνα 2005. 23. Βλ. «Ασπροπόταμος». ό.π..σ.1 0 1 . το διάλογο μάνας και Ρήνας: «Και τ' αδέρφια σου δεν τ « στοχάζεσαι;» (τα αδέρφια είναι άνδρες) . 0 Κ. Θεοτόκης θεωρεί συντελεστή της διατήρησης J-Ίς γυναικείας τιμής και τον άνδρα, εφόσον τον μειώνει όταν δεν τηρεί τις υποσχέσεις του. °Λ. Η τιμή και το χρήμαπ 4, 42 gg χ α • β λ «Ασπροπόταμος», ό.π..σ.1 0 1 . τη συζήτηση περί τιμής ανάμεσα στη μάνα και την

IS!)

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΙΛΑΡΙΝΟΣ

8) Η τιμή αποτελεί την κοινωνική ε π ι τ α γ ή π ο υ ως συλλογική νοοτροπία και ηθική αναδύεται α π ό όλα τ α κείμενα π ο υ προαναφέραμε. Ωστόσο, παρα­ τηρούμε π ώ ς διαφοροποιείται σ τ α δ ι α κ ά και π ώ ς η ταύτιση της με την ηθική μ ε τ α π ί π τ ε ι σε ταύτιση της με την υπόληψη και την αξιοπρέπεια. 9) Ο ρόλος της μάνας των τραγικών πρωταγωνιστριών (όπου αυτή υπάρ­ χει) είναι ρυθμιστικός: 2 5 Η σιόρα Επιστήμη του Κ. Θεοτόκη με την ανάμιξη της σε εργασίες με χρηματιστικό ενδιαφέρον και κυρίως με τη διαχείριση του χρήματος, γεγονός που οφείλεται στην απουσία, φυσική ή κοινωνική, του προ­ στάτη π α τ έ ρ α (ο Τρίνκουλος είναι μέθυσος) , αποτελεί πρότυπο και σκαπανέα της χειραφέτησης που θα εμφανισθεί αμέσως στην πρώτη επόμενη γενιά. Άρα πρόκειται για συμπεριφορά προκριματική την οποία θα αναδείξει η κόρη της. Αντίθετα, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος ακολουθεί τις συντηρητικές θέσεις της δυτι­ κής ηπειρωτικής Ελλάδας, όπου η μάνα αναπαράγει την κρατούσα νοοτροπία, π α ρ ά κάποιες υποφαινόμενες διαθέσεις για σύμπραξη, σύμπραξη όμως από μητρική στοργή και λανθάνουσα γυναικεία συμπάθεια προς την κόρη. 10) Η γειτνίαση του χώρου π ο υ τελούνται τα γεγονότα του « Ασπροπόταμου» με τ α Επτάνησα και δευτερευόντως η μνεία της Κεφαλονιάς δηλώνουν έμμε­ σα τη συνάφεια των γ ε ω γ ρ α φ ι κ ώ ν διαμερισμάτων και τη διακίνηση των ιδεών στους πλησιόχωρους τόπους. Έτσι, όσα αχνά στοιχεία των κοινωνικών αλλαγών ανιχνεύονται στο έργο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου αποτελούν και συζευκτικό υλικό των συνθέσεων π ο υ θα συντελεσθούν πανελληνίως. Ακόμη, αφήνουν να διαφανεί η πρόδρομη χειραφέτηση στην αστική Επτάνησο, και μάλιστα στην Κέρκυρα. Οι γυναικείοι, εξάλλου, ρόλοι σχεδόν μονοπωλούν το ενδιαφέρον των συγγραφέων, π ρ ά γ μ α π ο υ δείχνει ότι έχουν κατανοήσει και προβάλλουν το α ί Ρ η μ ατων α λ λ α γ ώ ν αυτών. κόρη. όπου στο βάθος της διαφαίνεται πολύ αχνά η επικείμενη κοινωνική αλλαγή στη θέση της γυναίκας και ο «Ασπροπόταμος» οδηγεί στη σύγκριση και την έμπνευση από την Τιμή και το χρήμα: «-Έκαμες παιδιά και ξέρεις τον πόνο τους. -Τα έκαμα με τιμή και υπόληψη. Με πήγαν νύφη στην εκκλησιά να με παραδώσουν στον άντρα, που μου είχε ορίσει η μοίρα. Δεν τάκαμα τα παιδιά μεθυσμένη και πλανεμένη από κούφια λόγια, στην ακροποταμιά. -Μοίρα δική σου η τιμή κ' η υπόληψη. Μοίρα δική μου η ντροπή. Μάνα. και την ντροπή θα την υπομείνω και τον κατατρεγμό θα τον βαστάξω. [...]». Σημειωτέα α) η ισχύς του γάμου, β) η εμπλοκή της Εκκλησίας για την καθοσίωσή του. γ) η μοιρολατρική θέση της γυναίκας, στην οποία αποκλείεται το δικαίωμα της όποιας επιλογής, δ) η ανάμιξη των γονικών, ε) η αδιαφορία για τη σεξουαλική ζωή της γυναίκας. Έτσι, η τιμή και η υπόληψη επεξηγούνται από το σχήμα που τις καθορίζει, το οποίο σχηματικά είναι: γονείς-θρησκεία-άνδρας-μοίρα = τιμή και υπόληψη. Η διαφαινόμενη αλλαγή στη νοοτροπία, παρότι στον «Ασπροπόταμο» η εργασία και η ανάμειξη της γυναίκας στην παραγωγή δεν υπάρχει, φαίνεται στην τελευταία φράση της Ρήνασ. 25. Δεν εμφανίζεται τέτοιο πρόσωπο στο «Πίστομα!».

190

MULTUM IN HAKVO

Από όσα λέχθηκαν γίνεται φανερό ότι ο «Ασπροπόταμος» αποτελεί έναν ιδιότυπο απόγονο, ένα αφήγημα δεύτερης γενιάς, απότοκο της συζυγίας δύο πρότερων αφηγημάτων του Κ. Θεοτόκη. Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος αξιοποίησε, μεταφέροντας στα ήθη και τη νοοτροπία του δικού του χώρου, το υλικό δύο κειμένων, αντιπροσωπευτικών των τάσεων μιας άλλης ελληνικής περιοχής και προερχόμενων από την πένα ενός σπουδαίου συγγραφέα. Με τη δημιουργική σύναψη αυτή έδωσε ένα άλλο αισθητικό αποτέλεσμα, ενδεικτικό των απαιτή­ σεων του δικού του χώρου. Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, μας ενδιαφέρει και σαν ειδολογικό αποτέλε­ σμα ο «Ασπροπόταμος», διότι είναι μια πρωτότυπη και μοναδική, από όσα γνωρίζουμε, περίπτωση τόσο αρμονικής σύνδεσης δύο αυτόνομων έργων σε ένα νέο δημιούργημα, έργων που πολύ ευδιάκριτα δηλώνουν τη θεοτοκική προέλευση τους και άλλο τόσο ευδιάκριτα αφέθηκε από τον μεταγενέστερο δημιουργό να την διατηρήσουν και στη νέα επεξεργασία και μορφή τους. Μας θυμίζει η προσπάθεια αυτή τις μουσικές μεταγραφές των έργων μεγάλων μου­ σουργών από μεταγενέστερους θαυμαστές τους· επίσης σπουδαίους συνθέτες. Και, για να το πούμε και διαφορετικά, ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος με το διήγη­ μα του αυτό τιμά την πρότερη πεζογραφική παραγωγή μας. αξιοποιώντας την ως θεματικό διακείμενο και δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη φιλοδοξία του να προσγραφεί στους συνεχιστές της ευδόκιμης διαδρομής της. 26

26. Για παπαδιαμαντικές επιδράσεις στο διηγηματικό έργο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου κάνει σύντομο λόγο η Αννίτα Π. Παναρέτου στο βιβλίο της Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος. Συνολική ϋίώρηση του έργου του. Επικαιρότητα. Αθήνα 1990.σ.1 4 7 . Ωστόσο, θεωρούμε επισφαλή την άποψη της ότι «Τα διηγήματα του Παναγιωτόπουλου δεν έχουν τίποτα το αξιοσημείωτο να επιδείξουν, ως προς τη δομή πάντα, γιατί από πλευράς περιεχομένου και εκφραστικών μέσων παρουσιάζουν ευρηματικότητα»(ό.π.,σ.1 4 6 - 1 4 7 ) . Από την παρούσα μελέτη και μόνο παίρνει μια ιδέα κανείς γι« τις δομικές πρωτοτυπίες του συγγραφέα. Από την Αλληλογραφία του, έργο που δεν θα το περίμενε κανείς στην έσχατη φάση της σταδιοδρομίας του, διακρίνει τις αναζητήσεις τουστο μυθιστόρημα. Νομίζω ότι η προσεκτική ανάγνωση του έργου του, διηγηματογραφικού και μυθιστορηματικού, θα φέρει στην επιφάνεια αξιόλογα στοιχεία για τον τρόπο γραφής του, τις αναζητήσεις του. τις σχέσεις του με την παράδοση και την υπέρβαση των παραδοσιακών ειδών.

I'll

Ηλίας Κ. Σβέρκος

ΑΡΠΑΛΟΣΚΥΤΑ?* [ούνο]μα μέν τόμόν καί εμο πατρός ήδε άγορεύ[ει] [στή]λη και πάτραν Peek, GV, 1786

Σ

τα επιτάφια μνημεία από τη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας, που δημοσίευσε το 1984 ή Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη,1 ανήκει καί μία επιτύμβια στήλη από λευκό χονδρόκοκκο μάρμαρο, ή ανάγνωση της επιγραφής τής οποίας επανειλημμένα προσείλκυσε το ενδιαφέρον τών ερευ­ νητών.2 Πρόκειται για τη μοναδική επιτύμβια στήλη που σώζεται ακέραιη, με ελάχιστες αποκρούσεις στις ακμές τής κύριας όψης.3 Με βάση τη διακόσμηση της εντάσσεται στίς «στήλες με γραπτή ταινία», χαρακτηριστικό τών οποίων είναι ή γραπτή (σε χρώμα κόκκινο-κεραμιδί στή συγκεκριμένη στήλη) ταινία που τυλίγει τον κορμό τους, σχηματίζοντας κόμπο στην κύρια όψη του μνημείου. Οί διαστάσεις τής στήλης είναι οι έξης: ύψος 0.87 μ., πλάτος 0.37 μ. (κάτω) καί 0,33 μ. (άνω) , πάχος 0.06 μ. (Είκ. ΙΕ καί 2Ε στο έγχρωμο παράρτημα) . 4 * Ευχαριστώ θερμά την καθηγήτρια Χρυσούλα Σαατσόγλου-Παλιαδέλη για την παραχώρηση της φωτογραφίας καί την ενθάρρυνση να ασχοληθώ μέ την επιγραφή, καθώς καί τον καθηγητή Άγγελο Χανιώτη καί την αναπληρώτρια καθηγήτρια Ευγενία Βικέλα για τις χρήσιμες υπο­ δείξεις. Στην παρούσα εργασία ακολουθούνται οί συντομογραφίες που χρησιμοποιούνται στο Suppkmentum Epigraphicum Graecum (SEG). 1. Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Τα επιτάφια μνημεία άπο τη Μεγάλη Τούμπα τής Βεργίνας. ΕΕΦΣΑΠΘ Παράρτημα αρ. 50. θεσσαλονίκη 1984 (στο έξης: Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεία) . Βλ καί SEC XXXV 771-808. Bull.epigr. 1987. 653. 2. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεία. 192-194. Βλ π.χ. καί Μ.Β. Hatzopoulos, «ΒΙΛΑΡΡΑ ΤΕΛΛΟΥ?». ΖΡΕ 68 (1987) 237. όπου δηλώνεται καί ή πρόθεση του γνωστού γλωσσολόγου 0. Masson να ασχοληθεί μέ τή στήλη. Για το προσωπογραφικό ενδιαφέρον τών στηλών άπο τη Βεργίνα βλ. Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεια.σ.2 6 5 - 2 8 9 καί τις μελέτες της Ιδίας. «Ονόματα άπο τή Βεργίνα», στό: Μελετες για την ελληνική γλώσσα. Πρακτικά της 8ης ετήσιας Συνάντησηςτουτομέα Γλωσσολογίας της Φιλοσοφικής ΣχολήςτουΑριστοτελειου Πανεπιστημίου θεσσαλονίκης. 27-29 Απριλίου 1987. Θεσσαλονίκη 1987. 161-165. «ΒΙΛΑΡΡΑΤΕΛΛΟΥ». ΖΡΕ , (1988) 111-112 και «In the Shadow of History: The Emergence of Archaeology». ABSA 94 (1999) 365-366 (= SEC XLIX 657) . 3

· Η περιγραφή τού μνημείου βασίζεται στα στοιχεία τής Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεία. ο. 192-194. 271 άρ. 11 (για το ονομα Άρπαλος) 278-279 άρ. 45 (για το όνομα ΚΥΤΑΣ) , 281 α Ρ· 57 (για το ο\ομα Παγκάστα) καί πίν. 50. 4 - Για ανάλογες στήλες βλ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη.Μνημεία.σ.191-203. Φωτογραφία τής

193

Η Λ Ι α ς Κ. ΣΒΕΡΚΟΣ

Παρά την εξαιρετική διατήρηση τού μνημείου και τον ιδιαίτερα επιμελημένο χαρακτήρα της γραφής, βάσει της όποιας ή εγχάρακτη στο πάνω μέρος τού κορμού τής στήλης δίστιχη επιγραφή χρονολογείται στο δεύτερο μισό τού 4ου αιώνα π.Χ.,5 ιδιαίτερα προβληματική υπήρξε εξαρχής ή άνάγνωση-έρμηνεία τού πρώτου στίχου, και ειδικότερα τού πρώτου τμήματος, όπου το όνομα τού νεκρού. 'Ύψος γραμμάτων 0,01-0,014 (τα στρογγυλά γράμματα 0,08 μ.) : Α Ρ Π Α Λ Ο Σ Κ Υ Τ α ς αδελφή με ανέ­ βηκε Παγκάστα v a c a t Αποκρούσεις παρουσιάζει μόνο το τελευταίο έψιλον, από το οποίο λείπει τμήμα των δεξιών απολήξεων των οριζόντιων κεραιών.

Ή ορθή από συντακτική και νοηματική άποψη ανάγνωση τής επιγραφής (ειδι­ κότερα τής αρχής τού πρώτου στίχου) προβλημάτισε τήν εκδότρια της στήλης, ή οποία, με δεδομένη τήν παρουσία τού ονόματος Άρπαλος, θεώρησε ώς πιθανές τρεις σχετικά με τον ονοματικό τύπο ΚΥΤΑΣ λύσεις: α) το άγνωστο μέχρι τούδε αρσενικό όνομα ΚΥΤΑΣ κατέχει τή θέση παρωνυμίου, β) κατέχει τή θέση μητρωνυμικού ενός επίσης άγνωστου θηλυκού ονόματος Κότα ή Κύτη,6 γ) ή λέξη συναποτελεί με το προηγούμενο Άρπαλος ενα όνομα. 'Ωστόσο, δεν απέκλεισε και τήν πιθανότητα άπλογραφίας (Άρπαλος κυτας) . Στο πλαίσιο αυτό τα σχετικά με τήν ταυτότητα τού/τής νεκρού/ής στοιχεία παρέμειναν άγνωστα.' Σε νεότερη μελέτη της ή ίδια ερευνήτρια επανήλθε στό πρόβλημα τής ανά­ γνωσης τού ονόματος.8 Σύμφωνα με τήν άποψη πού διατυπώνεται εκεί η συντακτική ορθότητα τού κειμένου επιτρέπει δύο λύσεις: κατά τήν πρώτη το

στήλης βλ. και στο Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μακεδονία. Ιστορία καί τέχνη στην αρχαία Μακεδονία. Θεσσαλονίκη 2003. 106, πίν. 98. 5. Τα σκέλη του μυ είναι λοξά- το όμικρον είναι ελαφρώς μικρότερο από τα υπόλοιπα γράμματα· το δεξιό σκέλος του πι είναι πολύ κοντό· οι εξωτερικές κεραίες του σίγμα δέν είναι παράλληλες, άλλα κλείνουν προς τα έξω· πρβλ. το σχήμα τών γραμμάτων της επιγραφής με αυτό του καταλόγου ιερέων του Ασκληπιού από τα Καλίνδοια· βλ. σχετικά Μ.Β. Hatzopoulos, Macedonian Institutions under the Kings II. Epigraphic Appendix. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 11. Αθήνα 1 σ. 8 4 - 8 5 άρ. 62, πίν. LVII (335/4-306/5 π.Χ.) . 6. Ώς μητρωνυμικο θεωρείται το όνομαΚΥΤΑΣάπο τήν Α. Tataki. «From the Prosopography of Ancient Macedonia: the Metronymics». Αρχαία Μακεδονία5 (1989) [1993] 1458 καί 1463, άρ. 10. Για τα μητρωνύμια βλ. καί D. Ogden. Greek Bastardy in the Classical and Hellenis Periods, Οξφόρδη 1996, καί τις σχετικές παρατηρήσεις στο SEG XLV1 2287. 7. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη,Μνημεία,σ.2 7 8 - 2 7 9 άρ. 45. 8. Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, «Με αφορμή δύο ονόματα άπο τή Βεργίνα», Hόρος 10­

Ι 94

ΑΡΠΑΛΟΣΚΓΤΑ?

όνομα του νεκρού (Άρπαλος) εκφέρεται σε γενική, αντί ονομαστικής, και ό ονοματικός τύπος Σκύτας ερμηνεύεται ως γενική μητρωνυμικού (Άρπάλο Σκύτας) · επισημαίνεται ωστόσο οτι ή ανάγνωση αυτή προσκρούει αφενός μεν στην ανυπαρξία άρθρου μεταξύ των δύο ονομάτων,9 αφετέρου δέ στο γεγονός οτι ή χρονολόγηση τής επιγραφής αποκλείει τήν πιθανότητα απόδοσης τής γενικής μέ τήν κατάληξη ο αντί ου. Σύμφωνα με τή δεύτερη - πιθανότερη - εκδοχή ό προβληματικός ονοματικός τύπος ΚΥΤΑΣ αποκαθίσταται με τήν ανάγνωση του μοναδικού γυναικείου ονόματος Αρπαλοσκύτας (γενική) . Πρόκειται δη­ λαδή για ένα μοναδικό γυναικείο άνθρωπωνύμιο - * Άρπαλοσκύτα - που δηλώνει τή γυναίκα με τή θελκτική κεφαλή.10 Σ' αυτό το πλαίσιο και μέ δεδο­ μένα τήν απουσία πατρώνυμου και κυρίως το σημασιολογικό περιεχόμενο του ονόματος, αναγνωρίζεται το παρωνύμιο κάποιας εταίρας πού έδρασε στή Μακεδονία στο β' μισό τού 4ου αιώνα.11 Ή ανάγνωση πού προτείνεται φαίνεται ιδιαίτερα ελκυστική.12 καθώς πράγματι ανταποκρίνεται στην ορθή άπό συντακτική καί νοηματική άποψη αποκατάσταση του κειμένου. 'Ωστόσο το μνημείο φαίνεται νά «κρύβει μέ επιμονή τα κρυφά του νοήματα».13 Μέ αφορμή τή δημοσίευση τής Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ό Ηλίας Καπετανόπουλος, σέ επιστολή του στους εκδότες τού Supplementum Epi-

12 (1992-1998) 369-380 [SEG XLVIII 873]. Βλ. καί το κείμενο τής μελέτης σέ αγγλική μετάφραση, τής ιδίας. «Females at Vergina-Aegae. The epigraphic Evidence», Εγνατία 5 (1995-2000) [2001] 92-99 [SEG L 653]. 9. Βλ. π.χ. SEG XLVI 1102- Τρυφέρας τάς Ι Κλαιοστράτου Ι και Αρίστωνος Ι τον Τρυφέρα[ς] (Κως, 2ος/1ος αι. π.Χ.;) . Πρβλ καί SEG XLVI 1121: Έρωτίου Μαρκίας. ζή-1 Διονυσίου τού Ίσιγενου (Κως, αύτοκρ. εποχή) . 10. Σχετικά μέ ονόματα γυναικών δηλωτικά φυσικών χαρακτηριστικών βλ. 0. Masson. «Noms grecs de femmes formés sur des participes (Type Θάλλουσα) », Tyche 2 (1987) 107-112 (= OGS 11. 587-592) και A. Tataki. «Observations of Greek Feminine Names attested in Macedonia», Tyche 8 (1993) 189-196 (= SEG XLIII 358 καί Buìl.épigr. 1994. 312]. 11. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. ό.π. (σημ. 8) . 373-376. Γιά ονόματα που προσιδιάζουν σέ εταίρες βλ και L. Robert. «Discours d'ouverture». Actes du Vile congrès international d'épigraphie grecque et latine, Constantza, 9-15 sept. 1977. Βουκουρέστι - Παρίσι 1979, 36/37, (= SEG XXIX 1757) , 0. Masson, «Nouvelles notes d'antrhoponymie grecque. XV. Les quatre hétaïres d'Euphronions», ZPß 119 (1997) 57-59 καί Έμ. Βουτυράς. «Εικάζειν». θρακική Έπετηρίδα 7 (1987-1990) 35-48 (= SEG XLV 729 (480/470 π.Χ.. Άκανθος) . 12. Τήν ανάγνωση αύτη φαίνεται να υποθέτει ό διακεκριμένος γλωσσολόγος Ο. Masson (σέ άρθρο, το όποιο δυστυχώς, λόγω τού πρόωρου θανάτου του. δέ δημοσιεύθηκε- βλ. σχετικά Bull.épigr. 1999, 336) . Μέ επιφύλαξη δέχονται την ανάγνωση οί P. M. Fraser καί Ε. Matthews, A Lexicon of Greek Personal Names IV Macedonia. Thrace, Northern Regions of the Black Sea, Οξφόρδη 2005 (= LGPN IV) , λ. Αρπαλοσκύτα? 13· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. ό.π. (σημ. 8) , 377.

195

Η Λ Ι α ς Κ. ΣΒΕΡΚΟΣ

graphicum Graecum προτείνει την ανάγνωση Άρπαλος κύτας, ερμηνεύοντας τη λέξη κύτας ώς τύπο του γνωστού από τη Μακεδονία αξιώματος σκοίδος Για μια πιθανή λύση του προβλήματος πρέπει να ληφθούν ύπόψιν τα έξης στοιχεία: α) ή εξαιρετική διατήρηση τού μνημείου και τής ίδιας τής επιγραφής ή οποία δύσκολα επιτρέπει επεμβάσεις στο κείμενο·15 β) το γεγονός ότι το όνομα Άρπαλοσκύτα δεν άπαντα στή φιλολογική καί επιγραφική παράδοση (αμάρτυρη είναι επίσης ή παρουσία προσηγορικών καί κύριων ονομάτων μέ πρώτο συνθετικό το ομηρικό επίθετο αρπαλέος16) · γ) σε αντίθεση μέ το προη­ γούμενο, ή ιδιαίτερα συχνή παρουσία τού ονόματος Άρπαλος: το όνομα, το όποιο ανήκει στην κατηγορία τών Ιστορικών μακεδόνικων ονομάτων,17 από ντα μέ ιδιαίτερη συχνότητα τόσο στή Μακεδονία,18 όσο καί στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο κατά τήν κλασσική καί ελληνιστική εποχή,19 όπως καί τα προ­ ερχόμενα άπο το ίδιο θέμα Άρπαλέα. 20 Άρπαλεύς, 21 Άρπάλη, 22 Άρπάλης,23 Άρπαλινος.2,4 Άρπαλίς,'25 Άρπαλις,' 26 Άρπαλίων 27 δ) ή παρουσία τού ονόματος Σκύτας: το όνομα άπαντα, έξ όσων γνωρίζω, σέ επιγραφές τής κλασσικής καί ελληνιστικής εποχής άπο τή Θάσο (ώς πατρώνυμο κάποιου Λύκωνος μέ το εθνικό Αιτωλός) ,28 τους Δελφούς (επίσης ώς πατρώνυμο κάποιου πολίτη κα-

14. Βλ. σχετικά κατ. σημ. 54-55. 15. Βλ. σχετικά καί Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. ο.π. (σημ. 8) . 372 (ιδιαίτερα σημ. 15) . 16. LSJ9 s.v. 17. Γιά το θησαυροφυλακα του Μ. Αλεξάνδρου Άρπαλο βλ. κατ. σημ. 55. 18. Γιά την παρουσία του ονόματος στην ίδια τή Βεργίνα βλ. SEG XXXV 781: Άρπαλος Πευκολάου.Γιά παραδείγματα άπο τήν υπόλοιπη Μακεδονία βλ. LGPN IV s.v. (18) και Μ.Β. Hatzopoulos. «"L'histoire par les noms" in Macedonia», στό Greek Personal Names. Their Value as Evidence. S. Hornblower - E. Matthews (έκδ.) , Οξφόρδη 2000.σ.1 0 5 . 107. 19. LGPN I, s.v. (Εϋβοια, Θάσος. Σάμος 4) , LGPN II, s.v. (Αθήνα: 4) . LGPN IV s.v. (Θράκη: Ι) . 20. LGPN I, s.v. (Κυρηναϊκή: 2) . LGPN II. s.v. (Αθήνα: 1) . 21. LGPN IV. s.v. (Θράκη: 1) . 22. LGPN I. s.v. (Πάρος: 3) , LGPN IV. s.v. (Θράκη: 1) . 23. LGPN IV S.D. (Μακεδονία/Θράκη: 2) . 24. LGPN I, s.v. (Σύρος, Τήνος: 2) . 25. LGPN III.A, s.t>. (Κέρκυρα: 1) , LGPN IV, s.v. (Θράκη: 1) . 26. LGPN I, s.v. (Δήλος: 4) . 27. LGPN III.2, s.v. (Βοιωτία: 3) . Βλ. καί τα ονόματα Αρπάλιν (μέ το πατρώνυμο Μακεδών) καί Αρπάλιον σέ επιγραφές τής Κυρηναίκής τών αυτοκρατορικών χρόνων LGPN I, s.v. 28. J. Pouilloux. Recherches sur l'histoire et les cultes de Thasos. I. De la fondation de la cité 196 avant J.-C.. Études Thasienes III.2. Παρίσι 1954, 136 αρ. 17 (πίν. ΧΙΙΙ.5) · Λύκων Ι Σκύτα Αί[τω]λός (4ος αί. π.Χ.) - βλ. καί LGPN III.1, s.v.

196

ΑΡΠΑΛΟΣΚίΓΑ?

ταγόμενου άπο την Άμφισσα) , το Θέρμον (με το εθνικό Ναυπάκτιος) ,™ την Καμάρινα και τη Γέλα· 32 Σύμφωνα μάλιστα με τον έκδοτη των διαλεκτικών έπιγραφών της Σικελίας L. Dubois33 το όνομα είναι έπιχώριο και έτυμολογειται άπο τη γνωστή άπο τον Ησύχιο λέξη σκύτα (λ. σκύτα- τον τράχηλον, Σικελοί>34 ε) ήχρήσηγενικής δευτερόκλιτων ονομάτων με κατάληξη ο άντι ου απαντάται τόσο στή Μακεδονία35 όσο και στον υπόλοιπο ελληνικό κόσμο στο γ' τέταρτο του 4ου αιώνα π.Χ. 36 Ενδεικτικά να αναφερθεί μια επιτύμβια στήλη πιθανόν άπο τήν Αίανή (σήμερα στο Μουσείο τής Γενεύης) με τήν επιγραφή: Σωτηρις Ι Άριστίων Ι Αριστόβουλο (350-325 π.Χ.) , 3 7 καθώς και μια επιτύμβια στήλη άπο τους Φιλίππους, στην οποία διατηρείται ή κατάληξη ο στή γενική του πατρώνυμου, ένώ στην περίπτωση τού ονόματος του συζύγου χρησιμοποιείται γενική με τήν κατάληξη ου: Κλεομοιρίς Ι Έρμίππο Ι γυνή Ι Ήγησιδίκου (πρώιμη ελληνιστική εποχή) . 3 8

29. CDI II 120 B+C 21: / / Σκύτα ΑμφισΙσ(ύς] (324-315 π.Χ.) , μέ τη σημείωση τού έκδοτη «Σκύθας et Σκότας coexistent en Locride occidentale». Βλ και LGPN III.2. s.v. 30. IG IX2 1 1, 25, 10/11: Σκύτας Ι Ναυπάκτιος (245-236 π.Χ.) . Βλ. και LGPN III.2, s.v. 31. IGDS 118 και SEG XXXVIII 936 app.cr. (κατάδεσμοσ. 5 ο ς αι. π Χ ). Ή συμπλήρωση κύτα τού έκδοτη. 32. IGDS 148· Σκυτά ίμί- μίύίγις (5ος αι. π.Χ.) . Πρβλ καΙ IGDS 143b- [Λοιπός ho Σκν[τα]. 33. L. Dubois. Inscriptions grecques dialectales de Sicile (Coll. Éc. Fr. de Rome, vol. 119) . Παρίσι/ Ρώμη 1989 (= IGDS) 165. άρ. 143b app.cr. 34. Για προσωπικά ονόματα πού προέρχονται άπο μέλη του ανθρωπίνου σώματος βλ. και Η. Solin, «Varia Onomastica XIII. Drei griechische Namen in römischer Überlieferung», ZPE 118 (1997) 231-233 (= Ann.épigr. 1997. 60) . 35. Βλ. ενδεικτικά Μ.Β. Hatzopoulos, Actes de vente de la Chalcidique Centrale. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 6. Αθήνα 1988. 42. Cl. Brixhe - A. Panayotou. «L'atticisation de la Macédoine: l'une des sources de la koiné», Verbum 11 (1988) 248. A. Panayotou. La langue des inscriptions grecques de Macédoine (IVe s. a.C.-VIIe s. p.C.) Phonétique, phonologie et morphologie. Νανσυ 1990.σ.1 4 0 - 1 4 2 , τής ιδίας, «Des dialectes à la koiné: L'exemple de la Chalcidique», ΠΟΙΚΙΛΑ. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 10, Αθήνα 1990, 208. Χρήσιμες στο σημείο αυτό ήταν οί υποδείξεις τής καθηγήτριας Άννας Παναγιώτου. τήν οποία ευχαριστώ θερμά. 36. Για παραδείγματα άπο τήν Αττική μετά το 403 π.Χ. και κυρίως μετά τά μέσα του 4ου αιώνα π.Χ. βλ. L. Threatte. The Grammar of Attic Inscriptions I. Phonology. Βερολίνο - Νέα Υόρκη 1980.σ.2 4 3 - 2 5 9 και Μ. Πωλσγιώργη. «Ή στήλη τού Εύβούλου (Μουσείο Βραυρώνας BE 87+Museo Nazionale Romano 125589+Μουσείο Βραυρώνας BE 2676) ». στό Αφιέρωμα "ή μνήμητουΓλύπτη Στέλιου Τριάντη. Αθήνα 2002.σ.1 9 9 . 37 · J· Chamay - J.-L. Maier, Art Grec. Sculptures en pierre du Musée de Genève. Mainz 1990,σ.7 9 «Ρ· 88 και πίν. 85 (= SEG XL 519) . 38. Χ. Κουκούλη και Χρυσανθάκη. ΑΔ 34 (1979) [1987] Χρον. Β2. 331. πίν. 144δ (= SEG ΛΛΧνΠΙ 660 και SEG XLIII 450· δεν αποκλείεται πάντως μία πρωιμότερη χρονολόγηση τής επιγραφής στό γ' τέταρτο τού 4ου αιώνα π.Χ.) · Βλ. επίσης Cl. Brixhe - Α. Panayoutou. «Une

197

Η Λ Ι α ς Κ. ΣΒΕΡΚΟΣ

Σύμφωνα με τα παραπάνω, ώς αρκετά πιθανή, φαίνεται ή ανάγνωση Άρπάλο Σκύτας, όπου ό ονοματικός τύπος Σκύτας κατέχει τή θέση ονομαστικής και άφορα στον φορέα του μνημείου, ένώ ή γενική Αρπάλο αποτελεί το πα­ τρώνυμο του νεκρού. Το σύσΡημααυτό ονοματοθεσίας στο όποιο προηγείται το πατρώνυμο έκφεύγει βέβαια άπο το συνηθισμένο τύπο (όνομα + πατρώνυμο) . Δεν είναι ωστόσο άγνωστο τόσο στις γραμματειακές πηγές, 39 όσο και στις επιγραφές, κυρίως τις έμμετρες. 40 Μια ναόσχημη επιτύμβια στήλη άπο την Πέλλα, ή οποία χρονολογείται στο β' μισό του 4ου αιώνα π.Χ. φέρει τήν έξης έμμετρη επιγραφή: Ένθάδε έγώ κειμαι πατρίς δε μοί εσσΙΙτε Φαλάννα.· Ίφεκράτους Λυσικράτης.^ Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και σε τρεις επιτύμβιες επιγρα­ φές τών ελληνιστικών χρόνων άπο τήν Κέρκυρα.42 Στο πλαίσιο αυτό, άν δηλαδή ή αναγνωστική δυνατότητα πού προτείνεται είναι ορθή. ή φωνή του λαλοόντος σήματος4'1 δεν αποκλείεται νά είναι αύτη του νεκρού Σκύτα 44 και το κείμενο της επιγραφής αποκαθίσταται ώς έξης: Άρπάλο Σκύτας· αδελφή με άνέθηκε Παγκάστα inscription très courtisée: SEG 24. 548 (Pella) ». ZPE 91 (1992) 129-135 (πίν. Ill) (= SEG XLI 575: Καλλίας Δημήτριο Ι Δημήτριος Καλλίου. Ι Όαδίστη Δημητρίου, 350-250 π.Χ.) . SEG XXX 547: [Μν]ησαγόρης Ήγησίππο (Άμφίπολις, α' μισό 4ου αι. π.Χ.) και Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, Μνημεια, 131 πίν. 31/32 (= SEG XXXV, 780: Πάτων Λαάνδρο ) και Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ό.π. (σημ. 8) . 372 σημ. 19 (όπου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο φθοράς του τελικού Γ) και Μ.Β. Hatzopoulos. Actes de vente d'Amphipolis. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 14. Αθήνα 1991. 14-19. 33. Πρβλ. και Threatte. ό.π. (σημ. 36) . 256 κέ. (για παραδείγματα άπο τήν Αθήνα) . 39. Βλ. ενδεικτικά FGrH 115 F 27 (θεόπομπος = Πολύβιος. VIII.9.1) και Κλήμης, IV. 54.5. 40. Βλ π.χ. Peek, GV 215, 326, 334, 340, 348 (: Σωσάρχου θυγάτηρ Πασιμνάστα) . 362, 387 (:παις Ασκληπιάδου ούνομα Προσδόκιμος) . 451 (: μνήμα Πολυνίκο Ηρακλείδης έπεστησεν τόδε μήτηρ Εότυχις άεναον κόσμον άποφθιμένου) , 561. 611 (: [είμι] Λύκου Ίέρων) 744. 747. 776. 832. 900. 918. 1026, 1126. 1252, 1298, 1552, 1822 και Merkelbach - Stauber. SCO I. 05/01/31. 05/01/37, 05/03/05. SG0 III, 16/32/05, SEG XXVIII. 541 και XLII 596 (\ Αριστομένοιο Φιλώτας. Καλίνδοια) . 41. Μ. Λιλιμπάκη-Άκαμάτη. «Νέες επιγραφές της Πέλλας». Μακίδονικά 26 (1987-1988) [1988] 55-57 αρ. 3 [= SEG XXXVIII 649]. Βλ και Μ.Β. Hatzopoulos, Bull.épigr. 1990. 464 (όπου προτείνεται μια υψηλότερη χρονολόγηση) . 42. IG 1X2 1.4. 894. στ. 1/2: [Α]ντάλλου Ι Τατταρινος (3ος αι. π.Χ.) . 984: Φιλαίνου Διονύσιος (ελληνιστική εποχή) . 1005: Λυσιστράτου Πειθίας (1ος αί. π.Χ.) . 43. Βλ. σχετικά Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ό.π. (σημ. 8) , 371 και J. Svenbro, Phrasikleia. Antrhopologie de la lecture en grèce ancien, Παρίσι 1988,σ.3 3 - 5 2 (ιδιαίτερα 37 σημ. 16 με τή σχετική βιβλιογραφία) . 44. Πρβλ. και το επίγραμμα Peek, GV70 (= G. Pfohl, Greek Poems on Stones vol. 1. Epitaphs from the Seventh to the Fifth Century B.C., Λέυντεν 1976. αρ. 164) : Προκλείδας τόδε σάμα κεκλ/εσεται ενγυς όδοιο, Ι /hos περί τάς αύτδ γάς I θανε μανάμενος. Σχετικά και Svenbro, ο\π., 44-45.

Ιί) 8

ΑΡΠΑΛΟΣΚΓΓΑ?

Ή σημασία της επιγραφής έγκειται επιπρόσθετα και στο προσωπογραφικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει. Μέ αφορμή την παρουσία του ονόματος Παγκάστα/ 45 στη στήλη άπο τη Βεργίνα καί γνωρίζοντας τήν απουσία παραλλήλου στην έπιγραφική παράδοση τόσο της Μακεδονίας, οσο και του υπόλοιπου ελληνικού κόσμου, ή Χρ· Σαατσόγλου-Παλιαδέλη αναγνώρισε εξαρχής στο πρόσωπο της αδελφής τού/τής νεκρού/ής που ανήγειρε (άνεθηκε) τή στήλη,46 τη γνωστή εταίρα του περιβάλλοντος τού Μ. Αλεξάνδρου, Παγκάστη.47 Ή πρόταση φαί­ νεται ιδιαίτερα ελκυστική, αν λάβει κανείς υπόψη τή χρονολόγηση τής επι­ γραφής (περ. 350-325 π.Χ.) · είναι μολαταύτα αμφίβολη. 48 Οί πληροφορίες που διαθέτουμε για την Παγκάστη, δηλαδή οι αναφορές στους αρχαίους συγγραφείς, είναι ελάχιστες και αφορούν ενα συγκεκριμένο περιστατικό - τήν παραχώρηση της δηλαδή άπο το Μακεδόνα βασιλιά στο ζωγράφο Απελλή - το όποιο δε μπορεί να χρονολογηθεί μέ ακρίβεια καί ώς προς τις λεπτομέρειες του μπορεί να αμφισβητηθεί.49 Αλλά κι αν ακόμα γίνει δεκτή ή σύνδεση τής εταίρας μέ τον Απελλή, ή τύχη της κοντά στο νέο της κύριο παραμένει σκοτεινή.50 Εξάλλου, στις επιγραφές άπο τή Βεργίνα, μέ εξαίρεση αυτές που έχουν δημόσιο χαρακτήρα/'1 δέν μαρτυρείται κάποιο γνωστό άπο

45. Για τή χρήση του à στή θέση του η στίς επιγραφές από τή Μακεδονία βλ. Ά. Παναγιώτου. «Γλωσσικές παρατηρήσεις σέ μακεδόνικες επιγραφές». Αρχαία Μακεδονία 4 (1983) [1986] 420-422 και Brixhe-Panayotou. ό.π.. (σημ. 35) . 249-250. 46. Σχετικά μέ τή χρήση τού ρήματος άνατιθημι σέ επιτύμβιες επιγραφές βλ. Ά. Ριζάκης - 1 . Τουράτσογλου, «Mors macedonica. Ό θάνατος στα επιτάφια μνημεία τής Άνω Μακεδονίας». ΑΕ (2000) 255 καί I. Mendikarova. «The Accusative of the Name of the Deceased in Latin and Greek Epitaphs», ZPE 143 (2003) 127-129. 47. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεία. a. 259 xa\ (σημ. 716) . 281 καί της ίδιας ό.π. (σημ. 8) . 375-376. Για τήν Παγκάστη βλ. Η. Berve. Das Alexanderreich auf prosopographischer Grundlage. Μόναχο 1926.σ.2 9 7 αρ. 600 καί J. Schmidt. RE XVIII 3 (1949) 611 s.v. Βλ. καί τον κατάλογο TOO Κ. Scheider. RE VIII.2 (1913) 1362-1371 (όπου αναφέρεται καί ή Παγκάστη) . Για το όνομα βλ. W. Pape - G. Benseier. Wörterbuch der griechischen Eigennamen. Brunwick 19113, s.v. 48. Βλ. το σχόλιο του Η. Pieket errό SEG XXXV 790. 49. Βλ. κατ. σημ. 50. Ό Η. Berve. ο".π. (σημ. 47) . 297. θεωρεί ώς ορθή τήν εκδοχή ή Παγκάστη να βρισκόταν στο περιβάλλον του Μακεδόνα βασιλιά στο διάσΡημα336-334 π.Χ.. ό όποιος και επέτρεψε στον Απελλή νά απεικονίσει τή μορφή της. 50. Για τις σχετικές μέ τον Απελλή πηγές βλ Berve, ό.π. (σημ. 47) . 53-55. αρ. 99. καί Α. Keinach, Torfes grecs et latins relatifs à l'histoire de la peinture ancienne, ανατ. Σικάγο 1981. passim. 51. Βλ. π.χ. την επιγραφή τής Ευρυδίκης, κόρης του Σίρρα καί μητέρας του Φιλίππου Β' και το ανάθημα τής βασίλισσας Λαοδίκης. συζύγου του Περσέως· σχετικά Chr. SaatsoglouPaliadeli. «Queenly Appearances at Vergina-Aegae. Old and new Epigraphic and Literacy Evidence», AA (2000) 386-403 (= SEG XL. 649-650. 652. μέ αναφορές στην προηγούμενη βιβλιογραφία) Πρβλ. και SEG XLVI 829 (αφιέρωση στον Ηρακλή Πατρώο) .

199

Η Λ Ι α ς Κ. ΣΒΕΡΚΟΣ

τις γραμματειακές πηγές πρόσωπο, γεγονός που πιθανότατα οφείλεται και στή σύμπτωση της παράδοσης52 στην οποία οφείλεται οπωσδήποτε και ή μοναδική αναφορά του ονόματος Παγκάστη. Άν μάλιστα ή ανάγνωση που προτείνεται παραπάνω είναι ορθή, προκύπτει μια εντελώς διαφορετική εικόνα σχετική μέ το οικογενειακό περιβάλλον του προσώπου που ανήγειρε το μνημείο.53 Εξίσου ελκυστική, αν και λιγότερο πιθανή, φαίνεται ή αναγνώριση στον ονο­ ματικό τύπο ΚΥΤΑΣ τύπου τού μακεδόνικου αξιώματος σκοιδος (πιθανότατα οικονομικός αξιωματούχος) ,54 και ή σύνδεση τού Αρπάλου με το γνωστό θησαυροφύλακα του Μ. Αλεξάνδρου:55 τα τελευταία γεγονότα τής ζωής τού Αρπάλου ελάχιστα συνδέονται μέ τή Μακεδονία καί, όπως προκύπτει από τις πηγές, δολοφονήθηκε στην Κρήτη.56 Έξαλλου, το όνομα Αρπαλος άπαντα μέ ιδιαίτερη συχνότητα στή Μακεδονία, γεγονός πού καθίστα οποιαδήποτε ταύτιση επισφαλή,57 ένώ δύσκολα δικαιολογείται καί ή απουσία τού πατρώνυμου (Μαχάτας) . 58 Ανεξάρτητα άπο την αποδοχή τής μιας ή τής άλλης άποψης, όπως ορθά επιση­ μαίνει ή Χρ. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη,59 ή αναφορά τού ονόματος Παγκάστα/η στην επιγραφή άπο τή Βεργίνα αποκαθιστά πιθανότατα τή συγκεχυμένη χειρόγραφη πα­ ράδοση, σχετικά μέ το όνομα τής γνωστής εταίρας Παγκάστης. Το όνομα, στή μορφή πού μας παραδίδει ή στήλη, άπαντα στον Αιλιανό (Ποικ. Ιστορία, ΧΙΙ.34) .60 Τον 52. Βλ. σχετικά Σαατσόγλου-Παλιαδέλη. Μνημεία. ο. 289. 53. Βλ. σχετικά Scheider. ό.π. (σημ. 47) , 1372. Για την ανέγερση στηλών στή μνήμη αδελφών βλ. ενδεικτικά /. Beroia, 299. 316 καί SEG XLIX 676 ( Ά μ φ ί π ο λ ι σ . 1 6 5 / 1 6 6 μ.Χ.) . 54. Το αξίωμα άπαντα σε μια επιγραφή α π ό τήν Τυμφαία (Άγιος Γ ε ώ ρ γ ι ο σ . π.Χ.) · βλ. ΕΑΜ 74 καί SEG XLVHI 702-703 (όπου ή σχετική βιβλιογραφία) .

3ος/2ος α

55. Ε. Kapetanopoulos, SEG XLV1II 873 (per. ep.) . Για τον Άρπαλο βλ Berve, ό.π. (σημ. 47) , α 75-80 αρ. 143 καί Α. Tataki. Macedonians Abroad. A Contribution to the Prosopography of Ancient Macedonia. ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ 26. Αθήνα 1988,σ.1 9 4 αρ. 3 (μέ τή σχετική βιβλιογραφία) . 56. Berve, ό.π. (σημ. 47) , 79 (μέ τις σχετικές για τή δολοφονία του στην Κρήτη πηγές) . 57. Βλ. σχετικά αν. σημ. 18. 58. Αρριναός, Ανάβασις, ΙΙΙ.6.4. Πρβλ καί τήν περίπτωση του αδελφού του Αρπάλου, Ταύρωνα, ό όποιος σέ προξενικό ψήφισμα άπο τήν Ερέτρια αναφέρεται ως Ταύρων Μαχάτα, Μακεδών βλ. σχετικά Α. Tataki, ό.π. (σημ. 55) . 197 αρ. 20 και D. Knoepfler. Décrets éretriens de proxénie et de citoyenneté. Λωζάννη 2001. αρ. VI. Στην περίπτωση μάλιστα που ισχύει ή ταύτιση του Αρπάλου μέ το γνωστό γιο τού Μαχάτα. και αυτή της Παγκάστας μέ τή γνωσττ] εταίρα, θα πρέπει να δεχτούμε τήν κ α τ α γ ω γ η τής Παγκάστας άπο τή Μακεδονία, γεγονός που προσκρούει στή μαρτυρία τού Αιλιανού (βλ. κατ. σημ. 60) περί τής καταγωγής της άπο τή Θεσσαλία καί ειδικότερα άπο τή Λάρισα (το γένος Λαρισαία ήν) . 59. Σαατσόγλου-Παλιαδέλη, ό.π. (σημ. 8) , 375. 60. Απελλής δέ (sc. ήΡα) τής Αλεξάνδρου παλλακης. ήπερ όνομα ήν Παγκάστη. το δέ γένος Λαρισαία ήν. ταύτη καί πρώτη, φασίν. ό Αλέξανδρος ώμιληοεν. Βλ. τις εκδόσεις τών Μ.Ρ. Dilts (Teubner, 1974) , N.G. Wilson (Loeb, 1997) χωρίς app.cr.

200

ΑΡΠΑΛΟΣΚΤΤΑ?

τυπο Πακάτη παραδίδει ό Λουκιανός (Είκόνες, 7) 61 ενω οί τύποι Pancafpen Pampaspen. Pampaspem απαντούν στη χειρόγραφη παράδοση τού Πλίνιου του Πρεσβύτερου (Ν.Η. XXXV, 86) .6'2 Στην έκδοση τού Πλίνιου ό I. Sillig _ βασιζόμενος στην έκδοση τού Αιλιανού άπο τον J. Perizonius 63 - πρότεινε τήν ανάγνωση Pancasten.64 Ή πρόταση ωστόσο τού Sillig δεν φαίνεται να έγινε γενικά δεκτή, με αποτέλεσμα είτε να παραλείπεται στις κριτικές εκδόσεις, 65 ειτε σε σχετικές μέ τον Πλίνιο μελέτες το όνομα να παραδίδεται στη μιά ή τήν άλλη μορφή του, 66 ή καί στίς δύο. 67 Ή στήλη της Βεργίνας είναι όλιγόλογη καί αινιγματική. Ωστόσο, παρά τα οποιαδήποτε προβλήματα ερμηνείας πού παρουσιάζει ή επιγραφή, φαίνεται τουλάχιστον να προσφέρει μια λύση στο γρίφο γύρω άπο τον πραγματικό τύπο τού ονόματος τής Θεσσαλής εταίρας πού έζησε στη μακεδόνικη αυλή στην εποχή τού Μ. Αλέξανδροι) . 6 8

61. Tόδεάλλο σώμα ό Απελλής δειξάτωκατά τήν Πακάτην μάλιστα, μη άγαν λευκον άλλα εναιμον απλώς. Βλ. καί app.cr. στις εκδόσεις τών A.M. Harmon (Loeb. 1961) . M.D. Macleod (Οξφόρδη 1974) . Χρήσιμες στο σημείο αυτό ήταν οί σχετικές μέ τη χειρόγραφη παράδοση του Λουκιανού υποδείξεις τού καθηγητή Δ. Χρηστίδη. τον οποίο ευχαριστώ θερμά. 62. «quamquam Alexander honorem ei (sc. Apelli) clarissimo perhibuit exemple. Namque cum dilectam sibi e pallacis suis praecipue. nomine Pancaspen. nudam pingi ob admirationem formae ab Apelle iussisset eumque. dum paret. captum amore sensisset. dono dedit ei, magnus animo, maior imperio sui nee minor hoc facto quam victoria alia [...) ». 63. J. Perizonius. Claudii Aeliani Sophislae varia historia. Lugduni Batavorum 1701. 64.1. Sillig, C. Plini Secundi Naturalis Historiae. Libri XXXVIÌ (vol. V) . Hambourg-Gotha 1851. Βλ. και app.cr. στις εκδόσεις τών Η. Rackham (Loeb. 1952) καί C. Mayhoff (Teubner. 1967) . 65. Βλ. π.χ. τήν έκδοση τού J.-M. Croisille (Bude. 1985) . 66. 0. Jahn, «Variarum lectionum fasciculus alter». Philologus 28 (1869) 9. αρ. 82: Pancasten. 0. Schneider. In f. Pini Secundi Naturalis Historiae Libros Indices. II. M-Z. ανατ. Hildesheim 1967. 134 s.v. Pancasten. P. Rosumek - D. Najock. Concordane in C. Plinii Secundi Naturalem Historiam. I. Eigenammen A-Antipathes. Hildesheim - Ζυρίχη - Νέα Τόρκη 1996.σ.3 6 6 . s.v. Ptmcaspe. J. Vons. L'image de la femme dans l'oeuvre de Pline l'Ancien. Collection Latomus 256, Βρυξέλλες 2000.σ.4 5 0 : Pancasp,1. 6J· Βλ. π.χ. τα σχόλια στην έκδοση τού R. König (Tusculum. 1978) . Βλ. καί Κ. Jex-Blake - Ε. «Hers, The Elder Pliny's Chapters on the History of Art. ανατ. Σικάγο 1982.σ.1 2 4 καί σημ.: «Pancaspen: όνομα ήν Παγκάσπη (sic!) , το δέ γένος Λαρισσαία (sic!) . AU. Ποικ. Ιστορία, xii, « · Lucian, (Εικόνα. 7) calls her Πακάτη». 68. Για παραδείγματα άπο τή Μακεδονία, όπου ή φιλολογική παράδοση διορθώνεται μέ βάση τις επιγραφές, βλ. καί Δ. Παντερμαλής. «Δίον 1997. Ό επιστάτης, οί πελειγάνες καί οί λοιποί πολίτες», ΑΕΜΘ11(1997) [)1999] 233-235 (= SEC XLVIII 785-786) και Μ.Β. Hatzopoulos. ΙEpigraphie et Philologie: résentes découvertes épigraphiques et gloses macédoniennes d'Hésychius». CRAI (1998) 1189-1218 (= SEC XLVIII 702) . Πρβλ. καί SEC XLVIII 703.

201

Κώστας Σμπόνιας

ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΛΕΤΗ ΤΩΝ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ ΤΟΠΙΩΝ TOT ΙΟΝΙΟΥ: ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ

Τ

ο 1972 δημοσιεύτηκε το βιβλίο The Emergence of Civilization, ενα σημαντικό έργο του Colin Renfrew που αποτέλεσε σταθμό στή μελέτη τής αίγαιακής προιστορίας. Στόχος του ήταν ή ερμηνεία τής εμφάνισης ανεπτυγμένου πολιτισμού στο προιστορικό Αιγαίο τής Εποχής τού Χαλκού, μέσα άπο τήν πρόταση μιας σειράς ερμηνευτικών μοντέλων πού έδιναν έμφαση στη διαδικασία τού πολιτισμού καί τις εσωτερικές εξελίξεις μιας κοινωνίας. Άπο τότε πολλές θεωρίες τού Renfrew έχουν αμφισβητηθεί ή τροποποιηθεί,1 ωστόσο το βιβλίο αυτό έφερε τήν αίγαιακή αρχαιολογία για πρώτη φορά στο κέντρο τού θεωρητικού προβληματισμού. Στή μελέτη τού Renfrew ό χώρος του Ιονίου αναφέρεται αποσπασματικά και μόνο στο βαθμό πού συμπλέκεται μέ τις πολιτισμικές εξελίξεις στον αίγαιακο χώρο.'·2 Η αρχαιολογία τών Ιονίων Νήσων παρέμεινε αντίθετα εγκλωβισμένη στις αναζητήσεις τής ηρωικής εποχής της αρχαιολογίας τού 19ου αιώνα. Ή μή επίτευξη τών αρχικών στόχων πού αφορούσαν στον εντοπισμό και την ταύτιση τών ομηρικών θέσεων καθήλωσε σε μεγάλο βαθμό τήν αρχαιολογική οπτική σέ ένα άντιεπιστημονικο επίπεδο, σε αντίθεση μέ τήν αίγαιακή αρχαιολογία πού σταδιακά βρήκε το βηματισμό της στις δεκαετίες πού ακολούθησαν τή δημοσίευση τής μελέτης τού Renfrew. Ό χώρος τού Ιονίου παρέμεινε περιφερειακός στην ανάπτυξη τής προιστορικής αρχαιολογίας μέχρι σήμερα. Στόχος τού άρθρου αυτού είναι να συζητήσει μέσα άπο μιά Ιστοριογραφική οπτική τήν αρχαιολογική εξερεύνηση τών Ιόνιων Νήσων κατά τον 19ο καΙ 20ο αιώνα καί να καταγράψει τις κύριες προσεγγίσεις καΙ τήν ερμηνευτική τους που κατηυθυναν τήν αρχαιολογική έρευνα. Εντάσσοντας τήν αρχαιολογία τού Ιονίου στο ευρύτερο πλαίσιο μελέτης τής προιστορίας τού ελλαδικού χώρου

J.C.Barrett - P. Halstead (έπιμ.) . The Emergence of Civilisation Revisited. Oxbow Books. Οξφόρδη 2004. Π.χ. οί αναφορές στή Λευκάδα της Πρώιμης Εποχής τ ο ς Χαλκού, στο C. Renfrew, The emergence of Civilisation. The Cyclada and the Aegean in the Third Millennium B.C.. Methuen. Λονδίνο1972,σ.3 7 8 - 3 8 1 , 43