Σημειώσεις για τον Marcuse και την ψυχανάλυση [PDF]


130 31 1MB

Greek Pages 62

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ TON MARCUSE ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ
......Page 5
Πρόλογος στο δοκίμιο του J. Laplanche
......Page 7
Freud: απαισιοδοξία και τακτική φρόνησης
......Page 11
Κοινωνική προφύλαξη από τις νευρώσεις
......Page 12
Marcuse: φροϋδο-μαρξισμός και φροϋδική ορθοδοξία
......Page 14
Η κακομεταχείριση του Reich
......Page 16
Η «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό»
......Page 19
Καταπίεση της σεξουαλικότητας
......Page 20
Η «ορμή του θανάτου» ανακομμένη
......Page 23
Η ορμή του θανάτου και ο νόμος του ασυνείδητου
......Page 25
Ο Έρως ως επενδυμένη libido
......Page 26
Αρχή της πραγματικότητας και αρχή της απόδοσης
......Page 31
Ασθενής αντανάκλαση της «αρχής της πραγματικότητας» στην ψυχαναλυτική εμπειρία
......Page 35
Επιλογές που είναι ακρωτηριασμός
......Page 38
Η φύση ενάντια στην κοινωνία είναι η ψυχική σύγκρουση;
......Page 40
Σκοτομισμός2 του ασυνείδητου
......Page 41
Απώθηση και καταπίεση
......Page 44
Εσωτερική αντίφαση της επιθυμίας
......Page 46
...Και ο Οιδίποδας;
......Page 48
Καταπίεση και επιπλέον καταπίεση
......Page 50
Εργασία και εξαΰλωση
......Page 53
Γενίκευση της σεξουαλικότητας
......Page 55
Ήδη ένας άλλος άνθρωπος
......Page 58
Papiere empfehlen

Σημειώσεις για τον Marcuse και την ψυχανάλυση [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

JEAN LAPLANCHE

Σ η μ ε ιώ σ ε ις γ ια τ ο ν M a rc u s e κ α ι την ψ υχανάλυση

ΕΞΑΝΤΑΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ TON MARCUSE ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ

Η ελληνική μετάφραση του άρθρου ακολουθεί το γαλλικό κείμενο Notes sur Marcuse et la psychanalyse, La Nef, No 36,1969, σσ. 111138, το οποίο έχει εκδοθεί επίσης στα γερμανικά με τον τίτλο Marcuse und die Psychoanalyse, Berlin, 1970. Βλ. τις αναφορές του Θ. Λίποβατς, Κριτική της «σεξουαλικής επανάστασης», στο Η ψυ­ χοπαθολογία τον πολιτικού, Αθήνα, Οδυσσέας, 1990, σσ. 163-181.

ISBN: 960-256-141-6 ©Εξάντας, 1993 ΕΞΑΝΤΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Ε. Διδότου 59 - 106 81 ΑΘΗΝΑ -Τηλ. 36.04.885 -Fax 36.13.065

JEAN

LAPLANCHE

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ TON MARCUSE ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΥΧΑΝΑΛΥΣΗ Μετάφραση Αγγελική Χριστοόουλίόη-Μαζαράκη

ΕΞΑΝΤΑΣ

Πρόλογος στο δοκίμιο του J. Laplanche

Το δοκίμιο αυτό τον J. Laplanche έχει σημασία προκειμένον να υπάρξει μια άλλη ανάγνωση του έργου τον Freud, που δεν το ανάγει σε μια κοινωνιολογική θεωρία. Ο Marcuse από τη μια ταύτισε μονομερώς τη σκέψη του Marx με το έργο της νε­ ότητάς τον, κατανοώντας όμως τα προβλήματα της μεταπο­ λεμικής κοινωνίας και τα όρια τον παραδοσιακού μαρξι­ σμού. Από την άλλη όμως, έβγαλε αμφισβητήσιμα συμπερά­ σματα, παρεξηγώντας την ψυχανάλυση ως ένα είδος υπαρξι­ στικής φιλοσοφίας της πράξης, γιατί αγνόησε την πρωταρχι­ κή σημασία της κλινικής εμπειρίας. Μυθοποίησε έτσι την έν­ νοια της ορμής και αντέστρεψε τη σημασία που είχε στον Freud. Η έννοια της σεξουαλικότητας, που περιλαμβάνει και τηνπολ ύμορφα διαστροφική παιδική σεξουαλικότητα, είναι άμεσα δεμένη με τις ασυνείδητες φαντασιώσεις του υποκει­ μένου και συγχρόνως με την αυτοκαταστροφική ορμή του θανάτου. Ο πολιτισμός συνίσταται, κατά τον Freud, στη δέ­ σμευση και στον περιορισμό της ορμής του θανάτου μέσω της απόκλισής του, πράγμα που ενέχει ως συνέπεια και την απόκλιση της σεξουαλικότητας από τους πρωταρχικούς στόχους της. Η λεγάμενη «αρχή της πραγματικότητας» έχει άμεση ση­ μασία για την επιβίωση του ανθρώπου μέσα στη φύση και μέ­

7

σα στον πολιτισμό, καθώς και για την αποτροπή της φαντασιακής φυγής από την πραγματικότητα. Ο Marcuse αντέ­ στρεφε τη σημασία των εννοιών αυτών: ο πολιτισμός έγινε γι ’ αυτόν εχθρός του Έρωτα, και την αρχή της πραγματικό­ τητας την ταύτισε καταχρηστικά με την αρχή της αποδοτικότητας του καπιταλιστικού και καλβινιστικού τρόπου σκέ­ ψης και ζωής. Πέραν αυτών ο Marcuse αγνόησε βασικές έννοιες της ψυ­ χανάλυσης, όπως το ασυνείδητο και η απώθηση, και ταύτισε εσφαλμένα απώθηση και καταπίεση, ή απώθηση και εξαΰλω­ ση (sublimation). Σ τις σημερινές πιέσεις του πολιτισμού αντέταξε μια ειδυλλιακή εικόνα της δήθεν «καλής φύσης» του ανθρώπου, που δεν γνωρίζει την έλλειψη, τα άγχη και τα όρια του πεπερασμένου. Αγνόησε έτσι τη βασική ανακάλυψη του Freud, ότι σε κάθε επιθυμία ενυπάρχει πάντα η αρνητικότητα, που έχει διφορούμενο χαρακτήρα όσον αφορά τις κοι­ νωνικές και τις ψυχικές της συνέπειες. Τέλος, ο Marcuse πρότεινε μια μη διαλεκτική έννοια της εργασίας· γΤ αυτόν υπάρχει είτε η εργασία ως απόλυτα αλλοτριωμένη δραστη­ ριότητα, είτε το παιχνίδι· τίποτα το τρίτο ανάμεσά τους. Το παρόν δοκίμιο είναι μια ουσιαστική προσφορά στην κατα­ νόηση αυτού του προβληματισμού, ιδιαίτερα έπειτα από το τέλος του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού». Θάνος Λίποβατς

8

Ανέκαθεν η ψυχαναλυτική έρευνα θεωρήθηκε ως ένα μήνυμα απελευθέρωσης, και μάλιστα εξέγερσης. Η αποκάλυψη του ασυνείδητου, η επικαιροποίηση της παγκόσμιας παρουσίας της σεξουαλικότητας και της παγκόσμιας καταπίεσής της, η αποκατάσταση μιας θεραπευτικής που αποβλέπει στην απα­ γκίστρωση της σεξουαλικής ορμής από τις συμπτωματικές εκδηλώσεις μετατόπισης, παραμόρφωσης και «αλλοτρίω­ σης», δεν ήταν δυνατόν να ερμηνευθούν παρά ως μια άμεση επίθεση ενάντια στη συμβατική και κοινωνική ηθική, της οποίας η «πολιτισμική σεξουαλική ηθική» παρέμεινε ο πιο στέρεος ιδεολογικός προμαχώνας. Από μια άλλη οπτική, ακόμη και αν η ψυχαναλυτική πρακτική έμενε στενά περιορι­ σμένη στο άτομο, η φροϋδική θεωρία θα διοχετευόταν άμεσα στο χώρο των δομών, των θεσμών και των κοινωνικών ιδεο­ λογιών. Η ανθρώπινη σεξουαλικότητα έχει εξ αρχής ερευνηθεί μέ­ σα από το θεμελιακό εκείνο κύτταρο της κοινωνικής τάξης που είναι η οικογένεια· οι παραστάσεις και οι φαντασιώσεις που έρχονται να τη συγκροτήσουν και να την προσδιορίσουν είναι, σε ορισμένα σημεία, αυτές οι ίδιες εξαρτημένες από τη 9

διαπροσωπική επαφή και βαθιά σημαδεμένες από έναν ορι­ σμένο τύπο πολιτισμού (culture). Τελικά, οι δυνάμεις που πρόκειται να περιορίσουν και ν ’ ακρωτηριάσουν τη σεξουα­ λικότητα του ατόμου βρίσκουν πολλαπλές προεκτάσεις, έν­ θεν κακείθεν της οικογενειακής σχέσης που τις διαμεσολα­ βεί: ένθεν, στην κατεύθυνση όλων των «φυλογενετικών» στοιχείων, ιστορικών ή γενεαλογικών, που συντρέχουν σ’ έναν τέτοιο δεδομένο οικογενειακό αστερισμό· εκείθεν, στο μέτρο όπου οι απαγορεύσεις, οι περιορισμοί, οι εκτροπές που προκύπτουν από την απαρχή της οικογενειακής σχέσης, πολύ γρήγορα καταχωρούνται στο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων, ενώ η πολιτισμική ηθική βρίσκει κατευθείαν το ση­ μείο καταχώρησής της στο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, το οποίο πρόκειται να αντικαταστήσει, να το γενικεύσει, αλλά ίσως, ως ένα βαθμό, και να το αποδραματοποιήσει. Έτσι ανοίχθηκαν δύο τρόποι προσέγγισης, της εξέγερσης και της επανάστασης, των οποίων το διάγραμμα ήδη προα­ ναγγέλλεται ή διαφαίνεται διάστικτα στο φροϋδικό έργο: η διεκδίκηση μιας«σεξουαλικής ελευθερίας», η οποία αποφαίνεται εναντίον των κοινωνικών ταμπού, και το σχέδιο ενός ριζικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, το οποίο καταλή­ γει κυρίως στην ανατροπή του θεμελιακού οικογενειακού κυττάρου και συνενώνει, μ’ αυτή τη διαμεσολάβηση, τη μαρ­ ξιστική ή λενινιστική άποψη ενός πολιτισμού κομμουνιστι­ κού, μη καταπιεστικού.

10

Freud: απαισιοδοξία και τακτική φρόνησης Η φρόνηση του Freud ή, όπως λένε, η «απαισιοδοξία» του ως προς αυτές τις προεκτάσεις της πρακτικής του και της σκέ­ ψης του είναι πολύ γνωστές. Τα κίνητρα αυτής της φρόνησης είναι πολλαπλά και πολυσύνθετα, και τα επιχειρήματα με τα οποία αυτή δικαιολογείται είναι πολυποίκιλα για να είναι δυνατόν ν ’ αναφερθούν εδώ λεπτομερούς. Ας σημειώσουμε μόνο ότι, αν υπάρχει ακριβώς μια βαθιά απαισιοδοξία στον Freud όσον αφορά τις δυνατότητες του ριζικού μετασχημα­ τισμού του ανθρώπου, είναι τουλάχιστον ξεκάθαρο ότι η επιφύλαξή του περιέχει ένα στοιχείο «πολιτικής» ή τακτικής από τα πιο σαφή: ο Freud έχει χωρίς αμφιβολία συνείδηση του ουσιαστικά επαναστατικού χαρακτήρα της επιστημονι­ κής του ανακάλυψης για να δεχτεί να την εμπλέξει αλόγιστα στην περιπέτεια μιας οποιοσδήποτε επανάστασης. Η σεξουαλική απελευθέρωση του ατόμου; Ο Freud γνώρι­ ζε πολύ καλά τους πρακτικούς περιορισμούς κατά τη θερα­ πεία, για να δεχτεί να γίνει αστόχαστα το φερέφωνο συντρι­ πτικών δηλώσεων διακινδυνεύοντας τα μέτρια, μερικές φο­ ρές, αλλά δραστικά αποτελέσματα της ψυχαναλυτικής θερα­ πευτικής. Σ’ αυτή την απελευθέρωση είναι γνωστό ότι αντιτίθεται η κοινωνική πραγματικότητα ανεξάρτητα από το υποκείμενο, αλλά ακόμη περισσότερο η ενδοβολή (introjection) αυτής της πραγματικότητας, η οποία θα συγκροτή­ σει το ίδιο το υποκείμενο. Αναμφισβήτητα υπάρχει, σε μεγά­ λο βαθμό, η εμπειρία εκείνου του παρορμητικού ή συμπτωματικού στοιχείου που η σεξουαλική επανάσταση πρεσβεύει αφ’ εαυτής, ώστε να συνεισφέρει απλά και καθαρά την ηθική 11

της εγγύηση στο ιδεώδες μιας σεξουαλικής ζωής «βιωμένης μέχρι τα άκρα». Ο συνειδητός συμβιβασμός στον οποίο κα­ ταλήγουν κάποιες θεραπείες, κατά τον Freud, (ραίνεται ότι οπωσδήποτε είναι η καλύτερη μείξη: «Δεν αστοχούμε αν δια­ τυπώνουμε τις κρίσεις μας (όσον αφορά την κοινωνική ηθι­ κή) μπροστά στους ασθενείς μας, διότι τους συνηθίζουμε να σκέπτονται χωρίς προκαταλήψεις για τα σεξουαλικά ζητή­ ματα όπως και για όλα τα άλλα ζητήματα. Και αν, αφού γί­ νουν ανεξάρτητοι, μετά το πέρας της θεραπείας, διαλέξουν κάποιον ενδιάμεσο δρόμο μεταξύ της ελεύθερης σεξουαλι­ κής ζωής και του απόλυτου ασκητισμού, η συνείδησή μας δεν έχει τίποτε για να μας μεμφθεί.»1

Κοινωνική προφύλαξη από τις νευρώσεις Αυτή η διαβεβαίωση, εκτός αποτυχίας, τουλάχιστον του πε­ ριορισμού και της σχετικότητας, όσον αφορά την απελευθέ­ ρωση που επιφέρει η ψυχαναλυτική θεραπευτική, δεν θα έπρεπε εντελώς φυσικά να οδηγεί στην αναγωγή του προβλή­ ματος στο κοινωνικό επίπεδο, είτε μέσω της επίκλησης σε μια αναμόρφωση των ανθρωπίνων σχέσεων, και κυρίως της παιδείας, η οποία θα κατέληγε σε μια αληθινά υγιεινή προ­ φύλαξη από τις νευρώσεις, είτε μέσω της συμφιλίωσης με 1. Introduction ά la psychanalyse, σσ. 464-465 [γερμ. μτφ., Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse, Gesammelte W erke, τ. XI. Frankfun / M.. S. Fischer Verlag, ( 19441*) 19736, κεφ. XXVII, σ. 4 5 1· ελλ. μτφ., Εισαγωγή στην ψυχανάλυση, Αθήνα, εκό. Γκοβόστη (αχρονολόγητο), κεφ. 27, σ. 377, και Απαντα, τ. 2, Αθήνα, Πανεκόοτική, 1963, κεφ. 27, σ. 440(Σ.τ.Μ.)].

12

μια επαναστατική προοπτική που θα πρότεινε ολική ανα­ τροπή αυτών των σχέσεων; Η αποκήρυξη από έναν Reich των ψευδαισθήσεων κάθε απόπειρας «σεξουαλικής μεταρ­ ρύθμισης» συνδέεται, κατά μία έννοια, με τη φροϋδική θέση. Είναι γνωστή η παραπειστική απάντηση του Freud σε μια μη­ τέρα που τον ρώτησε πώς να αναθρέψει το παιδί της: «Μπο­ ρείτε να κάνετε ό,τι θέλετε, σε κάθε περίπτωση θα είναι λά­ θος.» Στην εποχή όπου η ψυχανάλυση έχει γίνει μια πολιτι­ σμική «εμπειρία», που διαποτίζει τα κοινωνικά ιδεώδη, κλο­ νίζει τους εκπαιδευτικούς θεσμούς, τροποποιεί τις συνειδη­ τές θέσεις των γονιών, με την έννοια ενός φιλελευθερισμού που φροντίζει ν ’ αφήσει το παιδί να «ζήσει» και να «ξεπεράσει» το Οιδιπόδειο του, δεν είναι δυνατόν παρά ν ’ ανησυχή­ σει κανείς από την αδυναμία των προσπαθειών της μεταρ­ ρύθμισης να υποσκάψει τη σεξουαλική ζωή, χωρίς να γίνει λόγος για το ασυνείδητο, με την έννοια ότι έχει κριθεί a priori ευκταίο κάτι τέτοιο, εφόσον οι ασυνείδητες δομές, δομές της επιθυμίας και δομές της απαγόρευσης, έχουν την τάση να επαναλαμβάνονται και να διαιωνίζονται. Όσον αφορά την καθαυτό επαναστατική προοπτική, προ­ φανώς την προοπτική κατ’ εξοχήν του μαρξισμού, είναι δυ­ νατόν να ειπωθεί ότι ο Freud την εξετάζει μ’ ένα ενδιαφέρον ευνοϊκό, που δεν στερείται όμως σκεπτικισμού. Απέναντι στην ιδέα πως η κομμουνιστική επανάσταση θα μπορούσε πραγματικά να μετατρέψει εξ ολοκλήρου την ανθρώπινη κα­ τάσταση, εκείνο που του φαίνεται ότι υπερέχει και είναι δυ­ νατόν να επισημανθεί τόσο μέσα στην ατομική ζωή όσο και στην εξέλιξη των κοινωνιών, είναι οι συντελεστές επανάλη­ ψης των ίδιων δομών δουλείας, ενοχής και καταπίεσης, οι 13

οποίοι είναι δυνατόν να επανεμφανίζονται προφανούς κάτω από τις πιο διαφορετικές κοινωνικές μεταμορφώσεις. Αυτή την απαισιοδοξία, που για έναν κακόβουλο παρατη­ ρητή θα περνούσε εύκολα για συντηρητισμός, είναι γνωστό ότι ο Freud τη θεμελιώνει, σε τελευταία ανάλυση, σ’ αυτό που αποκαλεί «συντηρητική φύση των ενστίκτων». Μήπως αυτό σημαίνει ότι, στην πλειονότητα των στερεότυπων ή αντιδρα­ στικών θεο)ρήσεων του κόσμου, το βιολογικό αξίωμα για μια «φύση» αμετάβλητη πρόκειται ν ’ αποθαρρύνει εξαρχής, και μάλιστα να γελοιοποιήσει, κάθε θεωρία που αποβλέπει, μέ­ σω των κοινωνικοπολιτικών ανατροπών, στο «ν’ αλλάξει τον άνθρωπο καθαυτό»; Αρα η ψυχαναλυτική σκέψη είναι τόσο πολύ ανοιχτή στη διάσταση της Ιστορίας, ιστορίας οντογενετικής, όσο και φυλογενετικής και, μ’ άλλα λόγια, κοσμολογικής, ώστε οι περισσότεροι από τους διανοητές που διαπνέονται από τη μαρξιστική αντίληψη για την Ιστο­ ρία να μην τολμούν ν ’ αναλάβουν για λογαριασμό του το ου­ σιώδες μέρος της φροϋδικής έρευνας, ασκώντας συγχρόνως κριτική στα «βιολογίζοντα» επιχειρήματα που αυτή υποτί­ θεται πως προβάλλει.

Marcuse: φροϋδο-μαρξισμός και φροϋδική ορθοδοξία Ο φρούδο-μαρξισμός, πέρα από ένα μοναδικό κίνημα, είναι μια απόπειρα που συνεχώς ανανεώνεται και σε πολλαπλά πρόσοίπα. Ως εκ τούτου, το ένα από τα πρώτα του βήματα μένει σχετικά σταθερό: το να προσπαθεί ν ’ απελευθερώσει τη 14

φροϋδική έρευνα από το κοινωνικό πλαίσιο από το οποίο έχει προέλθει, ν ’ ασκήσει κριτική στις βιολογικές διατυπο')σεις σαν μια άποψη ιστορικά καθορισμένη, που συνδέεται με τη κατάσταση του καπιταλισμού και το θεσμό της αστικής οικογένειας. Η τελευταία προσπάθεια, εκείνη του Herbert Marcuse, δεν παραλείπει να προβεί σ’ αυτή την κριτική και άρα διαχωριστική εξέταση. Πριν ερευνήσουμε πώς αυτός την εννοεί, ας ανασύρουμε ένα από τα πραγματικά πρωτότυ­ πα στοιχεία αυτής της σκέψης: την απαίτησή της για ορθοδο­ ξία, τη φροντίδα της ν ’ ακολουθήσει όσο το δυνατόν μακρύτερα το συγγραφέα, που κρίθηκε για τις μετατροπές και τους συνδυασμούς των αρχικών του απόψεων. Το να τοποθετηθεί κανείς ως ορθόδοξος φροϋδιστής, σημαίνει, εκτός των άλ­ λων, ότι απαρνείται τις «αναθεωρητικές» τροποποιήσεις της φροϋδικής σκέψης, και ειδικά εκείνες στο πολιτισμικό περιβάλλον όπου κινείται ο ίδιος ο Marcuse. Η κριτική του για την «κουλτουραλιστική» παρέκκλιση (Fromm, Homey, Sullivan), που χαρακτηρίστηκε ως «δεξιά παρέκκλιση», δεν στερείται ούτε μαχητικότητας, ούτε αλήθειας, ούτε σατιρι­ κού πνεύματος.1Φαίνεται ότι η κουλτουραλιστική σχολή με τον Fromm αρχίζει να επιτίθεται στη φροϋδική θεωρία, εφό­ σον αυτή δεν είναι παρά η ιδεολογική αντανάκλαση μιας «πατροκεντρικής και εκμεταλλευτικής» κοινωνίας της οποί­ ας αυτή αποδέχεται τα κανονιστικά σχήματα, κατά μίμηση μιας αληθινής «αρχής της πραγματικότητας», για να τελειώ­ σει επικεντρώνοντας τη θεωρία της και τη θεραπευτική της 1. Eras et civilisation, σσ. 208-236 [γερμ. μτφ., Triebstruktur und Gesell­ schaft, Schriften, 5, Frankfurt/M., Suhrkamp Verlag, 1979, σσ. 203-232· ελλ. μτφ. Έρως και πολιτισμός, Αθήνα, Κάλβος, 1970,σσ. 241-275 (Σ.τ.Μ.)].

15

πάνω στην ιδεολογία της «συνολικής προσωπικότητας» ή της «αυτόνομης προσωπικότητας», η οποία «τείνει προς μια κατάσταση που ονομάζουμε διανοητική υγεία ή διαπροσιυπική προσαρμοστική επιτυχία, άσχετα από τα εμπόδια πολι­ τιστικού εγκλιματισμού»1. Στην πορεία παραγκωνίστηκαν όχι μόνο η φροϋδική απαισιοδοξία και η ορμή του θανάτου, αλλά ο κεντρικός ρόλος της σεξουαλικότητας, προς όφελος μιας βασικά «ηθικής» αντίληψης της νεύρωσης.

Η κακομεταχείριση του Reich Στην «αριστερή πτέρυγα» είναι η προσπάθεια του Wilhelm Reich ο οποίος κατακρίνεται, αλλά αυτή τη φορά κατά τρόπο πολύ πιο βιαστικό και εν μέρει άδικο. Χωρίς αμφιβολία η παρέκκλιση του Reich προέρχεται από την παραγνώριση ενός ορισμένου αριθμού βασικών διαστάσεων της φροϋδι­ κής σκέψης, καταλήγει, με μια τρόπον τινά αναγκαστική κί­ νηση, στη θεωρία ενός βιολογικού υλισμού αχαλίνωτου και φανταστικού, ο οποίος γίνεται έμμονη ιδέα τα τελευταία χρόνια της ζωής του Reich2. Αναμφίβολα ο Reich απορρίπτει την υπόθεση της ορμής του θανάτου, και οπωσδήποτε ο Reich δεν είναι ο Marcuse, αλλά είναι επίσης βέβαιο ότι αυ­ τός μένει προσδεδεμένος σε μια εμπειρία και σε μια θεωρητι­ κή ανασκόπηση πάνω στην ψυχαναλυτική κλινική, ενώ η 1. Η. Sullivan, Conceptions o f modem Psychiatry, Washington, W. Alanson White Psychiatric Foundation, 1947, o. 48, αναφερόμενο στο Eros et civi­ lisation, σ. 218 [Schriften, τ.5, σ. 214 · ελλ. μτφ., σ. 253 (Σ.τ.Μ.)]. 2. Βλ. Eros et civilisation, σ. 207 [Schriften,τ. 5, σσ. 203 κ. εξ.· ελλ. μτφ., σ. 241 (Σ.τ.Μ.)].

16

απουσία μιας τέτοιας αναφοράς και ενός τέτοιου αναστοχασμού είναι πιθανόν η βασική έλλειψη στη σκέψη του Marcuse. Η σκέψη του Marcuse; Μια σημαντική πληροφόρηση και μια φιλοσοφική καλλιέργεια που δεν είναι επιφανειακή. Ένας τρόπος αναστοχασμού των θεωρητικών αξιωμάτων από ένα φιλόσοφο ο οποίος προσπαθεί να τα φέρει στο μέγι­ στο βαθμό συνοχής ή, ενδεχομένως, στο σημείο σύγκρουσής τους. Ένας ενθουσιασμός της σκέψης, μια τόλμη για τη δημι­ ουργία νέων συλλήψεων και την άρνηση των ψευδαισθήσεων και των ιδεολογικών μυστικοποιήσεων. Όλες αυτές οι δια­ νοητικές και ταυτόχρονα ηθικές ποιότητες, αυτή η τόλμη της σκέψης, καταλήγουν να περιγράφουν σχηματικά το έργο του Freud, χιορίς ουσιαστικά να το προσεγγίζουν σε βάθος. Δεν είναι εν τούτοις λάθος να κρίνει κανείς τους τρόπους προ­ σέγγισης, εκλεκτικούς, «ανακτητικούς» κ.λ.π., οι οποίοι αφθονούν γύρω από την ψυχαναλυτική σκέψη. Έτσι, εξ αρ­ χής, ο Marcuse υποστηρίζει ότι, «η φροϋδική θεωρία είναι στην ίδια της την ουσία κοινωνιολογική, και ότι δεν χρειάζε­ ται καινούργιος πολιτιστικός ή κοινωνιολογικός προσανα­ τολισμός για ν ’ αποκαλυφθεί αυτή η ουσία».1 Επίσης αυτός ισχυρίζεται ότι ωθεί ως τα άκρα τις «τελευταίες εκδοχές» της «θεωρίας των ενστίκτων», εκδοχές που, όπως ο ίδιος λέει, «έχουν γίνει ταμπού ακόμη και μέσα στην ίδια την ψυχανά­ λυση»2, ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν την ορμή του θανά­ του. Εν τούτοις το αποφασιστικό σημείο είναι το ακόλουθο: 1. Eros et civilisation, σ. 17 [Schriften, τ. 5, ο. 13· ελλ. μτφ., σ. 15 (Σ.τ.Μ.)]. 2. Eros et civilisation, σ. 18 [Schriften, τ. 5, σ. 14· ελλ. μτφ., σσ. 16 κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)].

17

o Marcuse έχει την πρόθεση να ερευνήσει τη φιλοσοφία της ψυχανάλυσης, όχι την ίδια την ψυχανάλυση.1 Και αυτό που άδικα αποκαλεί «μεταψυχολογία» δεν είναι στην πραγματι­ κότητα παρά το σύνολο των πιο αφηρημένων θεωρητικοτν συσχετισμών της φροϋδικής σκέψης, συσχετισμών που δεν γίνονται εύκολα αντιληπτοί και αντικείμενα κρίσης παρά μόνο στο «έδαφος» της κλινικής και υποκειμενικής παρατή­ ρησης πάνω στο οποίο έχουν αναπτυχθεί.2 1 Την ίόια πρόθεση έχουμε εκφράσει και εμείς στην εισαγωγή και στον επίλογο της διατριβής μας όσον αφορά τη μελέτη του πλατωνισμού μέσω της αναγωγής στην ψυχανάλυση (βλ. Α. Χριστοόουλίδη-Μαζαράκη, Το ερωτικό στοιχείο στην πλατω νική φιλοσοφία: Π λά τω ν και Freud, Αθήνα, 1983, ιόια ίτ., σσ. 3,265 κ. εξ.). Αλλωστε τη φιλοσοφική χροιά στο έργο του Freud μαρτυρεί και η αξιόλογη μελέτη του Ρ. Ricoeur, De Γ interpretation. Essais surFreud, Paris, £d. du Seuil, 1965, όπου έχει πραγματοποιηθεί μια φι­ λοσοφική μελέτη του Freud και μια φιλοσοφική ερμηνεία του φροϋδισμού. (Σ.τ.Μ.). 2 Βλ. Eros et civilisation^. \S[Schriften,T.5,oo. 13* ελλ. μτφ.,σ. 16J: «Πι­ στεύουμε ότι η πιο συγκεκριμένη κατανόηση της ιστορικής δομής του πολι­ τισμού περιέχεται ακριβώς μέσα στις έννοιες που οι ρεβιζιονιστές απορρί­ πτουν. Σχεδόν ολόκληρη η φροϋδική μεταψυχολογία, η όψιμη θεωρία των ορμών, η ανοικοδόμηση της προϊστορίας της ανθρωπότητας, ανήκουν σ ’ αυτές τις έννοιες. Ο ίδιος ο Freud τις χρησιμοποιεί ως απλές βοηθητικές υποθέσεις, που συντελούσαν στη διασαφήνιση ορισμένων σκοτεινών σημεί­ ων, στην εύρεση προσωρινών κρίκων μεταξύ θεωρητικά ασύνδετων συνειδέναι, πάντοτε ανοικτές σε διόρθωση, και που προορίζονταν ν ’ απορριφθούν, αν δεν διευκόλυναν πια την πρόοδο της ψυχαναλυτικής θεωρίας και εφαρμογής. Στη μεταφροϋδική εξέλιξη της ψυχανάλυσης, η μεταψυχολογία αυτή έχει εξαλειφθεί σχεδόν τελείως. Καθώς η ψυχανάλυση έγινε κοινωνικά και επιστημονικά σεβαστή, ελετ»θέρωσε τον εαυτό της από υποθέσεις που τη φέρνουν σε δύσκολη θέση. Και σε δύσκολη θέση την έφερναν πραγματικά με περισσότερους από έναν τρόπους: όχι μόνο υπερέβαιναν την περιοχή της κλινικής παρατήρησης και της θεραπευτικής χρησιμότητας, αλλά επίσης ερ­ μήνευαν τον άνθρωπο με όρους που έθιγαν τις κοινωνικές απαγορεύσεις πολύ περισσότερο από τον πρώιμο “παν-σεξουαλισμό” του Freud.» (Σ.τ.Μ.)

18

Η «δυσφορία μέσα στον πολιτισμό» Η επιφύλαξή μας θα γίνει ίσως πιο κατανοητή αν τη θέσουμε υπό το πρίσμα του φροϋδικού κειμένου, το οποίο αποτελεί για τον Marcuse τη βασική αναφορά, Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό. Αυτό το όψιμο έργο, χρονολογούμενο το 1930, όπου ο σκεπτικισμός του Freud φθάνει στο αποκορύφωμά του όσον αφορά τις ανθρώπινες προσδοκίες για ευτυχία, κα­ τά ένα μεγάλο μέρος δεν φαίνεται να κάνει άλλο από το να επαναλαμβάνει παράπονα κοινώς αποδεκτά1, εφόσον το άλ­ λο μέρος είναι αφιερωμένο σε μια μυθική και τιτανική σκια­ γραφία όπου ο πολιτισμός είναι το πεδίο αντιμετώπισης των δύο αντιτιθέμενων δυνάμεων, Έρωτα και Θανάτου. Πώς είναι δυνατόν να ερμηνεύσει κανείς σωστά, να κρίνει ή να επεκτείνει αυτό το έργο, χωρίς κατ’ αρχάς να εντοπίσει τη συνεισφορά του στην πολύπλοκη ιστορία της ψυχαναλυτι­ κής θεωρίας και της θεωρίας των ορμών, μια ιστορία που η ίδια αντανακλά, μένοντας εν μέρει ανεξάρτητη, την ιστορία της εξέλιξης στην κατανόηση της ψυχικής σύγκρουσης;

1. «Σε καμιά προηγούμενη εργασία μου δεν είχα τόσο πολύ την εντύπωση πως περιγράφω πράγματα που είναι γενικά γνωστά, πως επιστρατεύω χαρ­ τί και μελάνι, στη συνέχεια στοιχειοθετική εργασία και τυπογραφικό μελά­ νι, για να όιηγηθώ στην πραγματικότητα αυτονόητα πράγματα» ( Malaise dans la civilisation , R.F.P., 1934, σ. 741) [S. Freud, Das Unbehagen in der Kultur, G. W., i. 14, σ. 476· ελλ. μτφ., Ο πολιτισμός πηγή όνστι·χιας, Αθήνα, Επίκουρος, 1974,σ.46(Σ.τ.Μ.)].

19

Καταπίεση της σεξουαλικότητας Χωρίς αμφιβολία υπάρχει στη σκέψη του Freud μια σταθερά η οποία επιβεβαιώνει ότι ο πολιτισμός σχετίζεται με την κα­ ταπίεση της ορμικής (pulsionnelle) ζωής. Όσον αφορά αυτή τη θέση, ο Freud όεν φαίνεται καθόλου να έχει μεταστραφεί, έτσι ώστε η φράση του «η ευτυχία όεν είναι πολιτιστικό αγα­ θό»1 θα μπορούσε ν ’ αποτελέσει το έμβλημα του συνόλου των έργων του που αφορούν τον πολιτισμό. Εν τούτοις οι εξηγήσεις που έχουν δοθεί σ’ αυτή τη «δήλωση» είναι πολύ­ μορφες. Αλλοτε η αρχή της καταπίεσης των ενστίκτων αναζητείται σε μια φανταστική και αυξανόμενη επέκταση των οικογενειακών σχέσεων, οι οποίες καταπιέζουν τη σεξουα­ λική ζωή του μικρού παιδιού, στο επίπεδο των πρωτογενών ανθρώπινων σχέσεων και της διαλεκτικής τους σχετικά με την κυριαρχία και την ανταρσία (Τοτέμ και Ταμπού)2, άλλο­ τε η εξήγηση αναζητείται σ’ ένα επίπεδο πιο «υλιστικό», στο επίπεδο της οικονομίας των αγαθών, και συνιστά την έννοια της ένδειας που, σε τελευταία ανάλυση, θα δικαιολογούσε την ανάγκη των περιορισμών που έχουν επιβληθεί στην εν­ στικτώδη (instinctuelle) ζωή. Ο ίδιος ο Freud αναφέρει: «Η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η ανθρώπινη κοινωνία, σε τελευταία ανάλυση, είναι φύσης οικονομικής. Μη διαθέτο­ ντας η κοινωνία αρκετά μέσα συντήρησης ώστε να επιτρέπει στα μέλη της να ζουν χωρίς να εργάζονται, είναι υποχρεωμέ­ 1. Ο . π., G. W., τ. 14. σ. 455· ελλ. μτφ., σ. 33. Βλ. επίσης Eros et civilisation, σ. 15 [Schriften, τ. 5, σ. 11· ελλ. μτφ.,σ. 1 3(Σ .τ.Μ .)]. 2. S. Freud, Totem und Tabu (1912), G. W., τ. 8 (Σ.τ.Μ.).

20

νη να περιορίσει τον αριθμό των μελών της και να στρέψει την ενεργητικότητα τους από τη σεξουαλική δραστηριότητα στην εργασία.»1 Στην προκειμένη περίπτωση εμφανίζεται ένας άλλος τρό­ πος ερμηνείας ή, έστω, διαμεσολάβησης: η οικονομική ερμη­ νεία, με την έννοια της πολιτικής οικονομίας, συμπληριόνεται ή επεκτείνεται σε μια ερμηνεία μέσω της «οικονομίας» των ορμών. Η λιμπιντινική ενέργεια πρέπει να περιοριστεί, να διοχετευθεί, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί με την έννοια της κοινωνικής χρησιμότητας και της παραγωγικότη­ τας, προς όφελος, ενδεχομένως, των ατόμων ή των κυρίαρ­ χων τάξεων. Αυτές οι ερμηνείες δεν είναι αντίθετες η μια προς την άλ­ λη, και ξανασυναντώνται, εν μέρει επαναδραστηριοποιημένες, στο δοκίμιο του 1930. Το σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι οι ερμηνείες αυτές, αν και διαμορφώθηκαν πριν από ό,τι αποκαλείται καμπή του 1920 (τελευταία θεωρία των ορμών που αντιπαραθέτει τον Έρωτα και την ορμή του θα­ νάτου), εμφανίζουν ουσιαστικά τη σεξουαλικότητα ως απωθημένη, ως αντικείμενο κοινωνικής και ατομικής καταπίε­ σης. Στο έργο Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, η κεντρική ερ­ μηνεία της διαδικασίας της καταπίεσης τοποθετείται διαφο­ ρετικά. Αυτή τη φορά δεν πρόκειται τόσο και σε πρώτο επί­ πεδο για μια πάλη μεταξύ των ορμικών απαιτήσεων και της πραγματικότητας της πάλης για τη ζωή και για την κυριαρ­ 1. S. Freud, Introduction ά la psychanalyse, o. 335 Ιγερμ. μτφ., Einführung in der Psychoanalyse, G. W., τ. 11, α. 322· ελλ. μτφ., Εισαγωγή στην ψυχανά­ λυση, Ά π αντα,τ. 2 ,Πανεκδοτική,σ. 317,και εκδ. Γκοβόστη,ο. 2 6 7 (Σ .τ.Μ .)].

21

χία, αλλα για μια «σύγκρουση στο ίόιο το επίπεδο της ορμικής δυναμικής», για μια σύγκρουση μεταξύ των ποιοτικά διαφορετικών ορμών: των ορμών της ζωής και των ορμιόν του θανάτου. Προφανώς αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνει χω­ ρίς σημαντικές τροποποιήσεις στην έννοια εκείνου που έχει «ανασταλεί». Ξαναδιαβάζοντας κανείς όλο το τελευταίο μέ­ ρος του Η δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, και επιχειρώντας να συγκεντρώσει τις θέσεις, αντιλαμβάνεται ότι, τελικά, «το κύριο αντικείμενο της κοινωνικής καταπίεσης» είναι στο εξής η ορμή τον θανάτου, η τάση αυτοκαταστροφής ή ετερο­ καταστροφής που σκοπό έχει να καταστρέφει κάθε ίχνος ζω­ ής, ν ’ ανατρέφει τα πάντα, είτε στο κοινωνικό επίπεδο, είτε στο επίπεδο της ύπαρξης του ατομικού οργανισμού. Η ίδια η σεξουαλικότητα δεν εμφανίζεται άμεσα ως εχθρική στον π ο­ λιτισμό. Στη συνέχεια, στο Πέραν της αρχής της ηδονής, με­ τασχηματίζεται ή μεταμορφώνεται σε Έρωτα, τάση για σύν­ θεση και δημιουργία βιολογικών ενοτήτων ολοένα και πιο συνεκτικών, αρχή της συνένωσης και της αγάπης, με την έν­ νοια της ένωσης των κυττάρων αναπαραγωγής καθώς και των ατόμων. Έτσι, σ' αυτή την περίοδο της φροϋδικής σκέ­ ψης, η σεξουαλικότητα δεν αναστέλλεται τόσο ως αντίθετη προς την κοινωνία, αλλά απλώς διοχετεύεται, συνδέεται και διευθετείται κατά τρόπο που να δημιουργούνται ακατάπαυστα ενότητες πιο συνεκτικές και πιο σημαντικές. Ασφαλώς αυτή η διαδικασία διοχέτευσης δεν συμβαίνει δίχως μια εν­ δεχόμενη απαγόρευση των καθαυτό σεξουαλικών σκοπών, που συνάπτονται με την ατομική ζωή. Μ’ αυτή την έννοια, η σεξουαλική δυστυχία του ατόμου, δηλαδή της μικρής ομάδας, του ζεύγους για παράδειγμα, πα­ 22

ράγεται ακριβώς στο όνομα του Έρωτα και κάτω από την επιρροή του. Όπως αναφέρει ο Freud: «Μέχρι εδώ μπορούμε να φανταστούμε πολύ καλά μια πολιτιστική κοινότητα που αποτελείται από τέτοια διπλά άτομα, τα οποία, σεξουαλικά κορεσμένα, συνδέονται μεταξύ τους με το δεσμό της κοινό­ τητας εργασίας και συμφερόντων. Σ’ αυτή την περίπτωση ο πολιτισμός δεν θα χρειαζόταν ν ’ αφαιρεί ενέργεια από τη σε­ ξουαλικότητα. Αλλά αυτή η επιθυμητή κατάσταση δεν υπάρ­ χει και δεν υπήρχε ποτέ· η πραγματικότητα μας δείχνει ότι ο πολιτισμός δεν αρκείται στις μέχρι τώρα παραχωρημένες συνδέσεις, ότι θέλει να συνδέσει τα μέλη της κοινότητας και σεξουαλικά, ότι γι’ αυτό το σκοπό χρησιμοποιεί όλα τα μέ­ σα, ευνοεί κάθε δρόμο για τη δημιουργία ισχυρών ταυτίσεων μεταξύ τους, ότι επιστρατεύει στη μεγαλύτερη έκταση ανα­ κομμένη σεξουαλική ενέργεια για να ενισχύσει τους κοινοτι­ κούς δεσμούς με φιλικές σχέσεις. Για την εκπλήρωση αυτών των προθέσεων γίνεται αναπόφευκτος ο περιορισμός της σε­ ξουαλικής ζωής. Μας λείπει όμως η γνώση εκείνης της ανα­ γκαιότητας που ωθεί τον πολιτισμό σ’ αυτό το δρόμο και αι­ τιολογεί την εχθρότητά του απέναντι στη σεξουαλικότητα. Πρέπει να υπάρχει κάποιος ενοχλητικός παράγοντας που δεν τον έχουμε ανακαλύψει μέχρι τώρα.»1

Η «ορμή του θανάτου» ανακομμένη Αυτός ο παράγοντας αταξίας εναντίον του οποίου πρέπει να 1. S. Freud, Malaise dans la civilisation, σσ. 733-734 [γερμ. μτφ., G.W., τ. 14, σσ. 467· ελλ. μτψ., σσ. 40 κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)].

23

επιστρατευτεί όλη η libido -πράγμα το οποίο όεν γίνεται χω­ ρίς κάποιον περιορισμό επιβεβλημένο από μέσα του, οκπε να οργανωθεί καλύτερα απέναντι στον εχθρό-, αυτός ο κατ’ εξοχήν αντικοινωνικός παράγοντας, είναι η ορμή του θανά­ του, ενώ ο Έρως ή η ορμή της ζωής βρίσκονται ουσιαστικά από την πλευρά της απώθησης. Υ πάρχει στην προκειμένη περίπτωση ένα ρήγμα στη φροϋδική σκέψη που συνδέεται μ’ αυτή τη θεωρητική καμπή και που κάνει ξαφνικά τη σεξουαλικότητα να κλίνει προς την πλευρά της αγάπης, αλλά όμως αφήνει περίεργα να διαιωνίζεται η αρχική κατάφαση, πέρα από την καμπή του 1920: στα τελευταία γραπτά.του Freud, κυρίως στην Επιτομή της ψυχανάλυσης (1935)', η σεξουαλικότητα εμφανίζεται εκ νέ­ ου ως το κατ’ εξοχήν απωθημένο, η ορμή που, για ουσιαστι­ κούς λόγους, φαίνεται ν ’ αρνείται τουλάχιστον ένα μέρος της ικανοποίησής της. Πρέπει κανείς να υποθέσει ότι δεν υπάρχει ίσως εδώ παρά ένα απλό φαινόμενο διάστασης μεταξύ του ατομικού βιώμα­ τος και της κοινωνικής ανάπτυξης: το ατομικό απωθημένο θα ήταν η σεξουαλικότητα, αλλά, στο επίπεδο των κοινωνι­ κών σκοπιμοτήτων, αυτή η ατομική απώθηση δεν θα είναι τί­ ποτε άλλο από την αρνητική σκοπιά που παίρνει για το άτο­ μο η εκτροπή της σεξουαλικότητας σ’ έναν Έρωτα όλο και περισσότερο συνενωτικό, και αυτό για ν ’ αποτύχει στις τε­ ρατώδεις ποσότητες ενέργειας που αποδεσμεύονται από την ορμή του θανάτου; Χωρίς αμφιβολία υπάρχει εδώ ένα μέρος της «ερμηνείας»1 1. S. Freud, Abriss der Psychoanalyse, G. W., τ. 17. (Σ.τ.Μ.)

24

που δίνει ο Freud, αλλά η ρίζα της δυσκολίας είναι εντελώς άλλη, πολύ πιο βαθιά, και στηρίζεται στην ίδια τη φύση της θεμελιακής ανακάλυψης του Freud: την ανακάλυψη του νό­ μου του ασυνείδητου, της πρωταρχικής διαδικασίας, και της σεξουαλικότητας ως υποταγμένης ουσιαστικά σ’ αυτή την πρωταρχική διαδικασία. Σ ’ όλη την πορεία της ιστορίας της φροϋδικής σκέψης, αυτή η ανακάλυψη προκαλεί στα πιο δια­ φορετικά προφανώς επίπεδα τις ίδιες απηχήσεις, έτσι ώστε η εννοιολογική και φιλοσοφική επανερμηνεία του φροϋδικού έργου να προσκρούει σε αντιφάσεις που δεν είναι παρά η επάνοδος στην ίόια τη θεωρία του μείζονος απωθημένου1, που είναι η σεξουαλικότητα.

Η ορμή του θανάτου και ο νόμος του ασυνείδητου Για να δώσουμε μια σύντομη εξήγηση, λέμε ότι αυτό που ο Freud έχει αποκαλέσει αρχή της ηδονής (ή της ευχαρίστησης), και για το οποίο έχουν δοθεί μερικές φορές πολύ βιολογικές ερμηνείες, δεν προέρχεται από το ότι ήρθαν στο φως οι νόμοι λειτουργίας του ασυνείδητου, έτσι όπως επικαιροποιούνται1 1. Για την επάνοδο του απωθημένου (Wiederkehr des Verdrängten), διε­ ξοδικό βλ. S. Freud, Studien über Hysterie / Frühe Schriften zur Neurosenlehre 1892-1899, G. W., τ. 1, σσ. 301, 387,401 -404,485■ Der Wahn und die Träume in W. Jensens «Gradiva» (1907), G. W„ τ. 7, σσ. 60,118- Beiträge zur Psychologie des Liebeslebens ( Werke aus den Jahren 1906- 1913), G. W„ τ. 8, σ. 82· Uber einen autobiographisch beschriebenen Fall von Paranoia (1911), G.W., τ. 8, σσ. 304-305· Die Verdrängung! Werke aus den Jahren 1913-1917),G.W., τ. 10, σ. 257· Der Mann Moses und die monetheistische Religion. Werke aus den Jahren 1932-1939, G .W ., τ. 16.σσ.201-204.(Σ.τ.Μ.)

25

μέσα στο όνειρο ή στο σύμπτιυμα, είτε οι νόμοι της «πρωταρ­ χικής διαδικασίας». Αυτή η πρωταρχική διαδικασία δεν εί­ ναι τίποτε άλλο από την τελείως ελεύθερη κυκλοφορία, μέσα σ’ έναν κύκλο παραστάσεων, μιας υποθετικής ενέργειας, η οποία ονομάζεται λιμπιντινική ενέργεια, διότι πραγματικά τίποτε δεν μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι αυτή είναι η ίδια η σεξουαλικότητα μέσα στο πεπρωμένο της, και προπάντων μέσα στο παιδικό πεπρωμένο της, η οποία κυκλοφορεί κατά μήκος των αλυσίδων των παραστάσεων χωρίς άλλο νόμο από εκείνον της μεγαλύτερης ροπής. Έτσι η πολύμορφη παι­ δική σεξουαλικότητα, αυτή που αναζητά την αυτοερωτική ηδονή έως τον πλήρη κατευνασμό της διέγερσης, δεν έχει άλ­ λο νόμο παρά τη μετατόπιση του μήκους της αλυσίδας των φαντασιώσεων, σε αναζήτηση του σημείου που θα επιτρέψει την απόλυτη αποφόρτιση της διέγερσης. Δηλαδή, ό,τι στο επίπεδο των πρώτων κειμένων εμφανίζεται ως το χαρακτη­ ριστικό της σεξουαλικότητας δεν είναι άλλο από αυτό που καθορίζει στη «δεύτερη θεωρία»1η ορμή του θανάτου: η τάση για πιο γρήγορη και ολοκληρωμένη εκφόρτιση.

Ο Έρως ως επενδυμένη libido Ό,τι στην τελευταία θεωρία των ορμών βρίσκεται αντιμέτω­ πο με μια σεξουαλικότητα που έχει επαναφερθεί στην πιο θανατηφόρα της μορφή, αυτός ο Έρως που μετονομάστηκε 1. Βλ. D. Lagache, Psychoanalyse(1955), γερμ. μτφ. Β. Baccaro, München, Humboldt Taschenbuchverlag, 1971, σσ. 30κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)

26

ορμή της ζωής, δεν μπορεί να νοηθεί από την πλευρά του πα­ ρά σε σχέση με την πρόοδο της φροϋδικής σκέψης πάνω στις νευρώσεις και τις ψυχώσεις: ο Έρως ως ενοποιητική τάση δεν είναι άλλο από τη libido επενδυμένη στο αντικείμενο, είτε αυτό το αντικείμενο είναι «ο άλλος» ή ακόμη, κατά τον πρω­ ταρχικό τρόπο, το «καθαυτό εγώ» του υποκειμένου. Έτσι ο Έρως είναι ο άμεσος απόγονος της ναρκισσικής libido1και της εξαντικειμενισμένης libido, η στερέωση μιας αμφίρροπης ή οργασμικής ενέργειας πάνω σ’ ένα αντικείμενο όπου αυτή βρίσκει τη στάση της, ενώ υποβαστάζει το ίδιο το αντικείμε­ νο στην ενότητά του και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, το διατηρεί στη ζωή (ώστε αυτό να υπάρχει μεταφορικά ή πραγματικά). Έτσι, το ξαφνικό ρήγμα στο έργο του Freud, υπογραμμι­ σμένο μεταξύ άλλων από τον Marcuse, αποδεικνύεται, με τον αναστοχασμό, ότι είναι μια επαναδιανομή: η «αρχαία» σεξουαλικότητα κερματισμένη, πολύμορφη, τείνοντας στην ικανοποίηση από τους πιο σύντομους δρόμους, αρνητική σε κάθε ψυχική οργάνωση, είναι αυτή που επανεμφανίζεται στη θεωρία της ορμής του θανάτου, ενώ με την επίφαση του έρω­ τα θα υιοθετήσει μια libido ήδη οργανωμένη, ή τουλάχιστον οργανωτική, που συνέχεται από το ίδιο το γεγονός ότι έχει βρει την πρώτη της επένδυση στην ενότητα του εγώ, επένδυ­ ση ναρκισσική αυτής της πρώτης μορφής που έχει επιβληθεί 1. Η libido η συμπυκνωμένη πάνω στο εγω ονομάζεται ναρκισσική: βλ. S. Freud, Jenseits des Lustprinzips, G. W., τ. 13, κεψ. 6, σσ. 56 κ. εξ., και ειδικότε­ ρα Z u r Einrührung des Narzißmus, G.W ., τ. 10, σσ. 130 κ. εξ· Die Libido­ theorie und der Narzißmus, G. W., τ. 11, σσ. 427 κ. εξ.· επίσης Α. Χριστοδουλίδη-Μαζαράκη, Το ερωτικό στοιχείο στην πλατωνική φιλοσοφία : Πλάτω ν και Freud, σσ. 63 κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)

27

ως έξωθεν, στις αναρχικές δραστηριότητες των «επιμέρους ορμών». Ο Έρως, τέλος, είναι σημαδεμένος από τη σφραγί­ δα του ναρκισσισμού και, μ’ αυτή την έννοια, όλες οι πραγ­ ματώσεις του μπορούν πια να θεωρούνται εξαϋλωμένες. Ο Marcuse γνώριζε επίσης, από διαίσθηση, ότι πρέπει να υπάρ­ χει κάποιος βαθύς λόγος για τον οποίο ο «σεξουαλικός μονι­ σμός» της πρώιμης περιόδου της φροϋδικής σκέψης τείνει να γίνει, μετά το 1920, ο «μονισμός της ορμής του θανάτου»1. Αντί όμως ν' ακολουθήσει αυτή τη διαίσθηση, μένει μάλλον αιχμάλωτος των φροϋδικών κειμένων της περιόδου του 1930.0 τίτλος και η ίδια η σύλληψη του έργου του το αποδεικνύουν, δίνοντας αξία στο φροϋδικό Έρωτα, σαν να ήταν αυτός που έχει καταπιεστεί από τον πολιτισμό, και αυτός που πρέπει ν ’ απελευθερωθεί από έναν καταπιεστικό πολιτι­ σμό, χωρίς να παραλειφθεί πως, αντίθετα, αυτός ο Έρως βρίσκεται από την πλευρά των πολιτιστικών δυνάμεων, πράγμα που υπονοεί ότι είναι, σε τελευταία ανάλυση, μια δύ­ ναμη «αντισεξουαλική», αν τουλάχιστον κανείς εννοεί με τη σεξουαλικότητα ό,τι έχει αποκαλυφθεί από τον Freud στη με­ λέτη των νευρώσεων και της παιδικής σεξουαλικότητας. Ο Marcuse φτάνει ακόμη στο σημείο ν ’ αντιστρέφει τους όρους (αυτό είναι αναμφίβολα δικαίωμά του, αφού άλλωστε ο θεός Έρως δεν είναι πια ο υπηρέτης του Freud παρά εκείνος του Πλάτωνα), αλλά αυτή η αντιστροφή περιπλέκει τα πράγματα όταν πρόκειται για έναν αναστοχασμό πάνω στο φροϋδικό έργο: στο Ο μονοδιάστατος άνθρωπος και ήδη στο Έριοςκαι 1. Eros et civilisation . σσ. 36-37· [Schritten, τ. 5, σ. 32· ΐλλ. μτφ., σ. 37 (Σ.τ.Μ.)|.

28

πολιτισμός, ο όρος «σεξουαλικότητα» τον βοηθάει να περι­ γράφει μια μορφή δραστηριότητας και περιορισμένης ηδο­ νής, περιορισμένης στην «οργανωμένη γενετήσια σεξουαλι­ κότητα» και καταπιεσμένης, ενώ η «αυτοεξαΰλωση της σε­ ξουαλικότητας» σε Έρωτα θα σήμαινε μια ποιοτική και πο­ σοτική διεύρυνση της libido, μια επαναστροφή1(regression) της έως την κατάσταση όπου «ο οργανισμός στο σύνολό του γίνεται το υπόβαθρο της σεξουαλικότητας»2. Δεν θα αμφι­ σβητήσουμε στον Marcuse ούτε αυτό το ιδεώδες, ούτε ακόμη μια κάποια ορολογία που ανήκει αποκλειστικά σ’ αυτόν. Θα θέλαμε όμως να παρατηρήσουμε ότι αυτός, επιθυμώντας ν ’ ακολουθήσει τον Freud στις τελευταίες του διατυπώσεις, χω­ ρίς να τις επανεξετάσει με μια «ερμηνευτική θεώρηση»3, εξωκείλει σ’ ένα κατασκεύασμα που μερικές φορές εξαπατά τον ίόιο τον Freud. Ωστόσο είναι αναγκαίο, πέρα από τα διαδοχι­ κά συστήματα όπου οργανώνεται η φροϋδική θεωρία, ν ’ ανακαλύψουμε ένα είδος δομής σχετικά αναλλοίωτης- όχι μια δομή άκαμπτη, αλλά ένα είδος βασικής θέσης όσον αφο­ ρά την απόλυτη ετερογένεια της ανθρώπινης σεξουαλικότη­ τας. Αν όμως οι διαδοχικές δομές παραπέμπουν κατ’ αυτό τον 1. Επαναστροφή σημαίνει επιστροφή της libido σ’ ένα στάδιο προγενέ­ στερο, και ως εκ τούτου λίγο ως πολύ παιδικό, στάδιο στο οποίο είχε παραμείνει προσκολλημένο το υποκείμενο (βλ. αναλυτικό πίνακα ορολογίας, μτφ. υπό A. Hesnard, εκδ. Payor στην ελλ. έκδ., Σ. Φρόυντ, Απαντα, τ. 6, μτφ. Π. Βοβολίνη, Αθήνα, Πανεκδοτική, 1966,σ. ΙΙ.(Σ.τ.Μ,) 2. Eros et civilisation, σσ. 179 κ. εξ. [Schriften. τ. 5, σ. 170· ελλ. μτφ., σ. 206 (Σ.τ.Μ.)]. 3. Πρβλ. J. Laplanche, Interpreter (avec) Freud, Revue L ' Arc, No 34 (Freud), 1968 [βλ. τις επεξηγήσεις του Θ. Λίποβατς,ό.π.,σ. 167. (Σ.τ.Μ.)).

29

τρόπο σ’ ένα πρώτο αίτημα, ας μη λησμονούμε επίσης ότι αυ­ τό το αίτημα είναι ταυτόχρονα και μια ανακάλυψη. Ανακά­ λυψη του ασυνείδητου, των νόμων του και των πεπρωμένων του. Είναι δυνατόν να εξετάζουμε και να χρησιμοποιούμε τη «φροϋδική φιλοσοφία» χωρίς ν ’ αναφερόμαστε σ’ αυτή την αρχική εμπειρία; Με το να ονομάζουμε αυτή τη «φροϋδική φιλοσοφία» μεταψυχολογία1, έστω και αν η αληθινή φροϋδι­ κή μεταψυχολογία είναι αδιαχώριστη από το πρόβλημα της απώθησης στο ασυνείδητο και το σχηματισμό των συμπτω­ μάτων, είναι αλήθεια ότι προσεγγίζουμε τον πυρήνα του φροϋδισμού, ότι δεν τον περιγράφουμε μόνο, ούτε τον χρη­ σιμοποιούμε επιφανειακά;2 Ξεκινώντας α π ’ αυτή τη βασική παράλειψη, ο Marcuse ίσως ν ’ αναπτύσσει τη θεωρία του και την κριτική του για τον Freud προσκολλημένος σε ορισμένες φροϋδικές διατυ­ πώσεις, που δεν είναι πάντοτε οι πιο επιτυχημένες, ούτε οι πιο πρωτότυπες, χωρίς να ελέγχει αν καμιά φορά, στον πυ­ ρήνα του έργου, ακόμη και αυτές οι έννοιες δεν βρίσκουν το κριτικό τους έρεισμα. Έτσι, αυτός φτάνει ως την τελευταία «θεωρία του ψυχικού μηχανισμού», εκείνη που διακρίνει

1. Λέγεται ότι ο Freud ονομάζει μεταψυχολογία τα πιο θεωρητικά πρότυ­ πα (modeles), κατάλληλα ν ’ αποδώσουν τη λειτουργία εκείνου που αποκαλεί ψυχικό μηχανισμό. Το επίπεδο της θεωρίας των ορμών είναι ακόμη διαφορετικο, πιο απομακρυσμένο από την εμπειρία, και ο Freud δεν διστάζει να το διαπραγματευτεί «μυθολογικά». 2. II τρομοκρατική εκείνη παρατήρηση που απαιτεί ότι, για να μιλάει κά­ νεις για ψυχανάλυση, θα πρέπει να είναι ο ίδιος ψυχαναλυτής ή ψυχαναλυόμενος, δεν είναι βέβαια δική μας υπόθεση. Αυτό που μας λυπεί είναι ότι ο Marcuse με τη δική του διείσδυση δεν αναφέρεται ποτέ στα κλινικά θεμέλια του φροϋδικού έργου.

30

τον ψυχισμό στο «αυτό», το «εγώ» και το«υπερεγώ», θειυρία η οποία δεν αποκτά την πραγματική της σημασία παρά σε σχέση με την εμβάθυνση της έννοιας της ταύτισης και κυρίως της ναρκισσικής ταύτισης (σε ό,τι αφορά το «εγά)»), και με την ανανεωμένη διαβεβαίωση της θεμελιακής ετερονομίας του ανθρώπινου είναι, όσον αφορά το «αυτό». Αλλά στον ίδιο τον Freud αυτή η διάκριση έχει την τάση διαρκώς να επα­ ναλαμβάνεται, ν ’ αναδιπλώνεται σε τετριμμένες φιλοσοφι­ κές αντιθέσεις: «Το εγώ εκπροσωπεί ό,τι αποκαλούμε λογική και φρόνηση, ενώ το αυτό έχει ως περιεχόμενο τα πάθη. Όλα αυτά είναι σύμφωνα με τις ισχύουσες και τόσο γνωστές δια­ κρίσεις, δεν πρέπει όμως να θεωρούνται παρά μόνο κατά έναν τρόπο εντελώς γενικό και να λαμβάνονται υπόψη μόνο από την άποψή μιας καθαρά δυναμικής ακρίβειας.»1

Αρχή της πραγματικότητας και αρχή της απόδοσης Προφανώς, πώς να κατηγορήσουμε τον Marcuse ότι συλ­ λαμβάνει το φροϋδικό εγώ, έτσι όπως αυτό προσφέρεται κα­ μιά φορά στις διατυπώσεις του ίδιου του Freud, και μας επι­ τρέπει να δείξουμε στη συνέχεια ότι ο «λόγος» αυτού του εγώ δεν είναι πάντοτε τόσο λογικός, ότι η «αρχή της πραγματικό­ τητάς» του άδικα οικειοποιείται κάποια μορφή πραγματικό­ τητας; Αλλωστε, οι δύο δρόμοι που προτείνουμε εδώ θα 1. Le M oi et le fa [S. Freud, Das Ich und das Es, G.W., τ. 13, σ. 253· ελλ. μτφ., Το Εγώ και το Εκείνο, Απαντα, τ. 7, σα. 80-81 (Σ.τ.Μ.)].

31

μπορούσαν ίσως να συμπέσουν: μια εσωτερική κριτική του Freud και της άποψής του για το εγώ, στο όνομα της ίδιας της εμπειρίας του εγώ που αυτός προαναγγέλλει και αποσαφη­ νίζει, και μια κριτική του Marcuse για το εγώ και την αρχή της πραγματικότητας, ακόμη και αν αυτή δεν γεννά αρκετή εμπιστοσύνη για την πρωτοτυπία και το δυναμισμό της φρο­ ϋδικής σκέψης. Αυτή η τελευταία κριτική καταλήγει, κατά τον Marcuse, στην ιδέα ότι η φροϋδική σημασία της «αρχής της πραγματι­ κότητας» δεν είναι παρά μια αφαίρεση, που αποκαλύπτει την αληθινή της ουσία με μια αρχή που τελικά επιβάλλεται από την κοινωνική πραγματικότητα: την «αρχή της απόδο­ σης». Μια τέτοια έννοια, ασφαλώς, εναρθρώνεται με τις μαρξιστικές και επαναστατικές απόψεις του Marcuse: η «α­ πόδοση» είναι ό,τι απαιτείται από την εργασία στην καπιτα­ λιστική κοινωνία. Η απόδοση είναι επίσης εκείνη που απαι­ τείται από τη σεξουαλικότητα, εφόσον αυτή οφείλει με όλα τα μέσα να καταργηθεί, να εξαϋλωθεί, να περιοριστεί ή να υποταχτεί στους σκοπούς της παραγωγής. Ο Freud, αναφέ­ ρει ο Marcuse, τοποθετεί στις κοινωνικές αρχές της εργασίας και της αρχής της πραγματικότητας, που είναι στενά συνδεδεμένες μ' αυτή, την έννοια της ένδειας. Μ ’ άλλα λόγια, κατά τον Marcuse, «η αντίληψη αυτή [...] κάνει το λάθος ν ’ αποδί­ δει στο στυγνό γεγονός της ένδειας αυτό που στην πραγματι­ κότητα δεν είναι παρά επακόλουθο ενός ορισμένου τρόπου οργάνωσης αυτής της ένδειας... FI κατανομή της ένδειας καθο')ς και η προσπάθεια υπερνίκησής της (ο τρόπος εργασίας) έχουν επιβληθεί στα άτομα - πρώτα μόνο με τη βία και αργό­ τερα με μια πιο έλλογη χρήση της δύναμης. Όσο όμως χρήσι32

μη και αν στάθηκε η λογικότητα αυτή για την πρόοδο του συ­ νόλου, έμεινε λογικότητα της κυριαρχίας.»1 Στο σημείο αυτό αντιλαμβάνεται κανείς ότι η επιθυμία για σχετικοποίηση και απομυστικοποίηση της αρχής της πραγ­ ματικότητας δεν καταλήγει απλά να δημιουργήσει μια υπερ­ δομή μόνο του καπιταλιστικού κόσμου. Η έννοια της κυ­ ριαρχίας υπερβαίνει ιστορικά, κατά τον Marcuse, τον τύπο παραγωγής της βιομηχανικής εποχής. Στο Έρως και πολιτι­ σμός και στο Ο μονοδιάστατος άνθρωπος αναπτύσσεται η αντίληψη του «δυτικού λόγου» ως λόγου χειραγωγικού, κυ­ ριαρχικού ως προς τους ανθρώπους και τεχνοκρατικού ως προς τη φύση. Μ’ αυτή την έννοια, η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία δεν κάνει άλλο από το να εξωθεί στα άκρα την αρχή της απόδοσης, η οποία τυτάρχει από την αυγή του δυτικού λόγου. Όποιο και αν είναι το όφελος μιας τέτοιας αφηρημένης θε­ ωρίας, η οποία συμβαίνει να στηρίζεται κυρίως σ’ ένα κριτι­ κό και επιστημολογικό ρεύμα της σύγχρονης φιλοσοφίας, όταν αυτή αναλύει τις βάσεις και καθορίζει τα όρια μιας τε­ χνολογικής και τεχνοκρατικής σκέψης, είναι δυνατόν να διερωτάται κανείς σοβαρά αν η διάρθριυση της «αρχής της από­ δοσης», με τη φροϋδική αντίληψη περί ψυχικής σύγκρουσης, μπορεί να πραγματοποιηθεί με τόσο μικρό ποσοστό διαμεσόλαβησης, όπως φαίνεται να δέχεται ο Marcuse. Η παρατήρηση σύμφωνα με την οποία η αρχή της πραγμα­ τικότητας δεν προσφέρει, με τη φροϋδική διατύπωση, παρά 1. Eros er civilisation, σ. 43 [Schriften, τ. 5, σσ. 38 κ. εξ.· ελλ. μτφ., σσ. 44 κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)]

33

τη γενική μορφή προσαρμογής σε κάθε πραγματικότητα, ώστε αυτή να είναι φυσική, βιολογική ή ιστορικοκοινωνική, αυτή η παρατήρηση μπορεί βέβαια να έχει αναπτυχθεί μέσα στο πλαίσιο μιας κριτικής των «ιδεολογιών», ικανής να δεί­ ξει πως η υποτιθέμενη μορφοκρατία των γενικών αρχών δεν είναι παρά το προσωπείο ή η αφηρημένη παράσταση ιστορι­ κά καθορισμένων αιτημάτων. Αλλωστε, οι απόψεις μας για την πραγματικότητα, την εργασία, την οικονομία, την ενέρ­ γεια, την αποκλίνουσα συμπεριφορά, την αναβολή της ικα­ νοποίησης, είναι πιθανώς απόψεις που έχουν παγιωθεί από την ιστορία, που έχουν εισχωρήσει από την αρχή στην εξέλι­ ξη του δυτικού πολιτισμού. Αρα, αν είναι έτσι, πώς να μη δυσπιστούμε όταν ο Marcuse φαίνεται ότι επιθυμεί ν ’ αναφέρεται σε μια αρχή της πραγματικότητας πιο «αληθινή», όταν επικαλείται μιαν άλλη λογικότατα («Αλλο κυριαρχία και άλ­ λο έλλογη ενάσκηση της εξουσίας»1); Αν θέλουμε να διακρίνουμε την ένδεια, η οποία είναι ένα φαινόμενο καθαρά βιολογικό, από την οργάνωση της ένδει­ ας, φαινόμενο κοινωνικό, δεν πρέπει να δώσουμε υπόσταση (hypostasier) σε μια κατάσταση της φύσης καθαρά αφηρημέ­ νη, ένα «επίπεδο βιολογικό-φυλογενετικό: εκείνο της ανά­ πτυξης του ζώου άνθρωπος στον αγώνα του με τη φύση», για να το διακρίνουμε από ένα «επίπεδο κοινωνιολογικό, εκείνο της ανάπτυξης των πολιτισμένων ατόμων και ομάδων στον αγώνα μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους»;2 Αυτό δεν είναι προτιμότερο για τη φιλοσοφία της ιστορίας, από την 1. Eros et civilisation, σ.43 [Schriften, τ. 5, σ. 39· ελλ. μτφ., σ. 45 (Σ.τ.Μ.)]. 2. Eros et civilisation, ο. 122 [Schriften, τ. 5, σ. 118- ελλ. μτφ., σ. 139 (Σ.τ.Μ.)].

34

οποία και ο ίδιος ο Marcuse εμπνέεται, από το να βεβαιο')νουμε ότι η έννοια της απόλυτης ένδειας δεν είναι παρά μια αφηρημένη έννοια, και ότι η ιστορία της ένδειας στον άν­ θρωπο συμπίπτει απόλυτα με την οργάνωση της ένδειας;

Ασθενής αντανάκλαση της «αρχής της πραγματι­ κότητας» στην ψυχαναλυτική εμπειρία Το αν η αρχή της πραγματικότητας είναι ή όχι, στο βάθος της, αρχή της απόδοσης, αυτό δεν ρυθμίζει ταυτόχρονα και το πρόβλημα της «καταπιεστικής» λειτουργίας της, της λει­ τουργίας της μέσα στην ψυχική σύγκρουση. Δεν μπορούμε παρά να υπενθυμίσουμε εν συντομία ότι, όπως ένας ορισμέ­ νος αριθμός κομματιών του εννοιολογικού φροϋδικού μη­ χανισμού, η αρχή της πραγματικότητας συχνότερα ανακα­ λείται από τον Freud όταν πρόκειται για γενική θεωρητικοποίηση, παρά πραγματικά τίθεται εν δράσει όταν πρόκειται να δοθεί ένα συγκεκριμένο πρότυπο της σύγκρουσης. Επί­ σης, σ’ ένα κείμενο αφιερωμένο στις δύο «αρχές της ψυχικής λειτουργίας», εκπλήσσεται κανείς όταν βλέπει ότι, σε τελευ­ ταία ανάλυση, η υποτιθέμενη αρχή της πραγματικότητας μπαίνει ξαφνικά σε λειτουργία όταν πρόκειται για τις «ορ­ μές της αυτοσυντήρησης», ενώ στο επίπεδο της σεξουαλικό­ τητας διακινδυνεύει μάλλον να μην υπερισχύσει ποτέ.1 Αν 1. Πρβλ. J. Laplanche, La defense et Γ interdit dans la theorie et la pratique psychanalytiques, La Net, No 31,1967, και Laplanche et Pontalis, Vocabulaire de la psychanalyse, άρθρο «Principe de realite».

35

εξετάσουμε αυτό το πρόβλημα από την άποψη του εγώ, φαί­ νεται κλινικά, με σαφήνεια, ότι το επιχείρημα της πραγματι­ κότητας δεν είναι γενικά εκείνο που εμφανίζεται περισσότε­ ρο στις αιτιάσεις της απώθησης, παρά ως δευτερεύουσα εκλογίκευση. Αυτό σημαίνει ότι η ρίζα του εγώ είναι, ενα­ ντίον ή πέραν αυτού που ισχυρίζεται κάποιες φορές ο Freud, κάτι διαφορετικό από μια «επιφανειακή διαφοροποίηση» του αντό, «κατά την επαφή με την πραγματικότητα». Υπάρ­ χει, ύπιος αρκετοί ψυχαναλυτές συγγραφείς έχουν παρατη­ ρήσει, μια αρχέγονη «εχθρότητα» του εγώ προς τις ορμές, εχθρότητα η οποία δεν μπορεί ν ’ αναχθεί στην εξάρτηση του εγώ σχετικά με την πραγματικότητα. Τη ρίζα αυτής της ακαμψίας, η οποία είναι σχετική με μια αυθύπαρκτη ευαι­ σθησία, τη βρίσκουμε στο γεγονός ότι το εγώ συγκροτείται σαν ένα είδος ψυχικής ορθοπεδικής κάλυψης, σε αναλογία προς το βασικό βιολογικό γεγονός το οποίο πρωτοστατεί στον «εξανθρωπισμό» του «ανθρώπινου» ζώου: τη βιολογι­ κή του πρωιμότητα. Στο επίπεδο του μικρού ανθρώπινου ζώου, εκεί όπου συντελούνται οι πρώτες «καταπιέσεις», η ανάγκη της ζωής (Lebensnot) δεν είναι συνώνυμη της ένδει­ ας, παρά το γεγονός ότι αυτή προέχει· αυτή εκφράζεται κυ­ ρίους ως Hilflosigkeit, δηλαδή ανικανότητα να βοηθηθεί αφ’ εαυτής, ανάγκη να κοινωνικοποιηθεί για να ικανοποιήσει τις βασικές ανάγκες της, με μια στροφή πιο αρχέγονη από εκείνη της εργασίας: την επίκληση στον άλλο. «Αυτός ο δρόμος της ανακούφισης (η κραυγή της θλίψης, η ανησυχία του νεογέννητου) αποκτά έτσι μια κεφαλαιώδη δευτερογενή λειτουργία, την επικοινωνία (Verständigung), και η κατάσταση της θλίψης του ανθρώπου στο ξεκίνημά του 36

είναι η πρωταρχική πηγή όλων των ηθικών κινήτριον.»1 Έτσι, ανάμεσα στις αρχικές εμπειρίες όπου μόλις έχει δια­ μορφωθεί η επιθυμία και ήόη πραγματοποιείται η πρώτη απώθηση, και από την άλλη μεριά η καταπίεση της ορμικής ζωής στο όνομα της «αρχής της απόδοσης», καταπίεση της οποίας η κοινωνιολογική κυρίως σημασία δεν είναι δυνατόν να εμφανίζεται παρά περίπου κατά την περίοδο της σχολι­ κής ηλικίας, θα πρέπει να παρατίθεται μια ολόκληρη σειρά από ενδιάμεσους κρίκους, για τους οποίους ομολογούμε εκούσια ότι η αρχή της πραγματικότητας του Freud δεν προ­ σφέρει παρά μια πολύ γενική ονομασία και ένα πολύ αφηρημένο περιεχόμενο.2 Απέναντι σ’ αυτή τη λογική του εγω, μια λογική για την οποία ο Marcuse δικαιολογημένα υποθέτει ότι ίσως στο βά­ 1. S. Freud, Projet de Psychologie scientifique, o. 402. 2. O Freud αναφέρεται περισσότερο από μία φορά στην εργασία του Ferenczi, Stades de developpement du sens de la realite» [Entwicklungsstufen des Wirklichkeitssinnes, Internationale Zeitschrift für Psychoanalyse, 1, 1913, σσ. 124-138 (Σ.τ.Μ.)]. Είναι φανερό ότι η πρωκτική σεξουαλικότητα αποτε­ λεί τον πιο σπουδαίο συνδετικό κρίκο για τη μετάβαση στην «αποδοση». Ο Marcuse, ο οποίος είναι ο απολογητής μιας επανασεξουαλικοποιησης του σώματος σε προγενετικό επίπεδο, θα μπορούσε ν ’ αναρωτηθεί πιο συγκε­ κριμένα για τη σημασία της πρωκτικής σεξουαλικότητας και, ενδεχομένως, για το ρολο της στη γένεση μιας ηθικης της κυριαρχίας και της απόδοσης. Στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν δύσκολο (για να μην πούμε οπωσδήπο­ τε αδύνατον) να γίνει διάκριση μεταξύ του ενστικτώδους στοιχείου που έχει ανασταλεί και του κοινωνικού στοιχείου που έχει καταπιεστεί: ολόκληρος ο πρωκτικός ερωτισμός είναι κάτω από την επιρροή της απόδοσης, της ανταλλαγής των εμπορευμάτων, και αντιλαμβάνεται κανείς πιυς ένας Reich θα κοίταξε με ικανοποίηση την υπόθεση εκείνη σύμφωνα με την οποία «σε ορισμένες μητριαρχικές κοινωνίες δεν παρατηρείται καμιά πρωκτική φάση στην εξέλιξη της libido» (W. Reich, La Revolution sexuelle, Paris, Pion, σ. 58· ελλ. μτφ.. Σεξουαλική επανάσταση, Αθήνα, Ολκός, 1974?. σ. 32).

37

θος της είναι παραλογισμός, ο άλλος πόλος της σύγκρουσης, σύμφωνα με τη φροϋδική θεωρία των ετών 1920-1930, είναι το αυτό. Ο Marcuse, εδώ ακόμη, δείχνεται υπερ-ορθόδοξος, με μια όμως ορθοδοξία που στην ουσία ακρωτηριάζει στο σύνολό της την ψυχαναλυτική έρευνα. Η εξέταση της σκέψης του που αφορά την ψυχανάλυση θα μπορούσε να επικεντρω­ θεί γύρω από τρία ζεύγη όρων: το αυτό και το ασυνείδητο, το ένστικτο και την ορμή, την καταπίεση και την απώθηση. Γί­ νεται αμέσως αντιληπτό ότι οι τρεις τελευταίοι όροι καθε­ μιάς από αυτές τις αντιθέσεις απέχουν αυστηρά από τον κό­ σμο του Marcuse. Αναμφισβήτητα δεν θέλουμε εδώ να φιλο­ νικήσουμε με τον Marcuse για τη μετάφραση: γνωρίζουμε ότι. περνώντας από το ενδιάμεσο της αγγλικής γλώσσας, κά­ ποιες φροϋδικές έννοιες υφίστανται καμιά φορά μια αλλοί­ ωση. Ο Marcuse όμως γνωρίζει επαρκώς τη γαλλική γλώσσα και είναι αρκετά ενήμερος για τις εννοιολογικές διακρίσεις που παρουσιάζονται στον Freud, ώστε να μην είναι δυνατόν ν ’ αποδώσουμε όλη την τροπή που αυτός δίνει στη φροϋδική σκέψη σε σημασιολογικά ολισθήματα που κληροδοτούνται κατά το πέρασμα από τη μια γλώσσα στην άλλη. Ή μήπως τό­ τε θα πρέπει να σκεφτούμε ότι αυτή είναι η αγγλοσαξονική απόδοση της ψυχαναλυτικής σκέψης που παραμένει γι’ αυ­ τόν η κεντρική αναφορά;

Επιλογές που είναι ακρωτηριασμός Απέχει πολύ από τις προθέσεις μας να υποστηρίξουμε ότι οι όροι αυτό, ένστικτο, καταπίεση (Unterdrückung) απουσιά­

38

ζουν από την αυθεντική ψυχαναλυτική σκέψη! Υποστηρί­ ζουμε όμως ότι αυτές οι έννοιες δεν αξιοποιούνται στον Freud παρά μέσω της έντασης την οποία δεν παύουν να δια­ τηρούν με τους αντίστοιχους συμπαίκτες τους, κατά τρόπο ώστε σ’ αυτή την ίδια την πίεση είναι ίσως δυνατό ν ’ ανακα­ λυφθεί ό,τι πιο μυστικό και πιο πρωτότυπο προσφέρει το Φροϋδικό μήνυμα. Αντίθετα, όταν, κατά τύχη, ο Freud περιο­ ρίζεται στην έννοια του αυτό, της καταπίεσης, ή όταν σ’ εκεί­ νον η ορμή (Trieb) τείνει προς την έννοια του ενστίκτου, ευ­ χαρίστως καταλήγει κανείς σε διατυπώσεις που, για να είναι σύμφωνες με μια αιώνια φιλοσοφία, δεν παύουν να εξαλεί­ φουν όλη την πρωτοτυπία της ανακάλυψής του. Έτσι, αυτές είναι οι διατυπώσεις τις οποίες χρησιμοποιεί περισσότερο ο Marcuse. Αυτό μπορεί κανείς να το καταλάβει αν συγκρίνει προσεκτικά δύο εκφορές (δικής μας επινόησης), καθεμιά από τις οποίες χρησιμοποιεί ένα μέρος μόνο του εννοιολογικού μηχανισμού του Freud: 1. Το αυτό είναι ο χώρος εναποθήκευσης των ενστικτω­ δών οργανικών δυνάμεων οι δυνάμεις αυτές μπορούν να συμπιεστούν από το εγώ κατά τη λειτουργία των περισσότε­ ρο ή λιγότερο νόμιμων απαιτήσεων της κοινωνίας μας. 2. Το ασυνείδητο είναι ο χώρος του απωθημένου, αποτελείται από παραστάσεις και φαντασιώσεις στις οποίες συνάπτεται η ορμή, και οι οποίες συνιστούν για μας, στην ψυ­ χανάλυση, το μόνο τρόπο να γνωρίσουμε τη μυστηριώδη «ε­ νέργεια» των ορμών, όσο και αν αυτή, σε τελευταία ανάλυση, θα είναι οργανικής φύσης.

39

Η φύση ενάντια στην κοινωνία είναι η ψυχική σύγκρουση; Έτσι, το περιεχόμενο της ψυχαναλυτικής θεωρίας αναθεω­ ρημένο από τον Marcuse (και από πολλούς άλλους Αγγλοσάξονες διανοητές, από τους οποίους εξάλλου αυτός θέλει, Οια της βίας, ν ’ αποστασιοποιηθεί) τοποθετείται ολοκληρω­ τικά στο επίπεδο μιας σύγκρουσης μεταξύ της φύσης και της κοινωνίας που την καταπιέζει. Χιορίς αμφιβολία η κριτική μας εδώ δεν έχει σκόπιμα μεγάλη σημασία· αναμφισβήτητα ο Marcuse θα διαμαρτυρόταν αναθυμούμενος πως αυτός υπο­ γραμμίζει οτι το ένστικτο για το οποίο μιλάει είναι ιστορικό, όμως, στην πραγματικότητα, η εξέλιξη των ενστίκτων την οποία αυτός δέχεται είναι μια εξέλιξη στη βιολογική, φυλογενετική βαθμίδα, έτσι ώστε, κατά τη διάρκεια μιας μακράς περιόδου, της ιστορικής περιόδου που μας αφορά, είναι δυ­ νατόν να θεωρηθεί αυτό το ένστικτο ως αληθινή φύση. Αυτός δεν προχωρεί ποτέ πιο μακριά, προκειμένου να ορίσει τα έν­ στικτα, παρά αναφέρεται στην τελευταία φροϋδική διατύ­ πωση, εκείνη των ενστίκτων της ζωής και των ενστίκτων του θανάτου, μια διατύπωση που περιέχει το αμετάβλητο αυτών των δύο δυνάμεων συμπεριφοράς, όχι μόνο βιολογικής αλλά και κοσμικής. Αυτή η αναφορά, περισσότερο ή λιγότερο ανοικτή, αβίαστα κατορθώνει παρά τις επαναστατικές και εκούσια ουτοπικές προτροπές σ’ έναν άλλο τύπο ενστικτώ­ δους ζεοής, περισσότερο από μια περιγραφή εκείνου που θα μπορούσε να είναι ένας Έρως «απελευθερωμένος», να μην μπορεί να ξεφύγει από μια μικρή γεύση βουκολισμού. Έτσι,

40

ό,τι ο Marcuse εξαφανίζει από το πεδίο της συνείδησης (scotomiser) στην ψυχαναλυτική σκέψη συνίσταται στο εξής: είναι πολύ απλά η θεμελίωση της θειορίας της σεξουαλικότη­ τας, έτσι όπιυς αυτή καθορίζεται στο βασικό έργο του Freud Τρεις μελέτες για τη θεωρία της σεξουαλικότητας1. χωρίς να παύει ν ’ ανασκευάζεται. Πρόκειται για την εντελιός νέα ιδέα ότι στον άνθρωπο η σεξουαλική ορμή εμφανίζεται με ποιοτι­ κή έκπτωση, με την παρέκκλιση του ενστίκτου ή της «λει­ τουργίας»· ότι, από μια ίδια κίνηση, η ορμή βρίσκεται παγιδευμένη σ’ ένα πλέγμα φαντασιώσεων, οι οποίες κατάγονται από την οικογενειακή αλυσίδα φαντασιώσεων και οργανώ­ νονται γύρω από το ίδιο το σώμα και από τις «ερωτογόνες» ζώνες του, φαντασιώσεις που προσφέρουν τη φυσιογνωμία τους στην ενστικτώδη ζωή ενός τέτοιου ατόμου μια για πά-

Σκοτομισμός2του ασυνείδητου Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι η ιδέα τον ασυνείδητον 1. Drei Abhandlungen zur Sexualtheorie, O. W., τ. 5, (1904-1905). 2. Όσον αφορά τον όρο σχοτομιυμός (scoiomisation), βλ. Θ. Λίποβατς, Η απάρνηση του πολιτικού, Αθήνα, Οδυσσέας, 1988, σ. 93, όπου αναφέρεται ότι ο Freud είχε εναντιιυθεί στον Lavorgue, ο οποίος τη δεκαετία του '20 είχε υποστηρίξει τη θεμελιώδη αδυνατότητα διάκρισης μεταξύ μυθολογίας και επιστήμης. Στο άρθρο του για το Φετιχισμό, στο οποίο μιλάει για την Απάρ­ νηση ως ιδιαίτερη μορφή της άρνησης στη διαστροφή, ο Freud γράφ ει σχετι­ κά με την έννοια του «σκοτομισμου» που χρησιμοποιεί ο Lavorgue: «Σκοτομισμός μου φαίνεται να είναι μια ιδιαίτερα ακατάλληλη έννοια, γιατί δημι­ ουργεί την εντύπωση ότι η τραυματική (Θ. Λ.) αντίληψη των πραγμάτων

41

απουσιάζει τελείως από την επεξεργασία του Marcuse: ούτε μια λέξη για την πρώτη ανακάλυψη του Freud που αφορά την αποκρυπτογράφηση των συμπτωμάτων, τιυν ατελών πράξε­ ων, και κυρίως του ονείρου. Ούτε μια λέξη για τους νόμους της πρωταρχικής διαδικασίας, ούτε για το παράδοξο που παρουσιάζει η δική του λογική σε σχέση με τη δική μας, την εγωπαθή. Και εν τούτοις υπήρχε στην προκειμένη περίπτω­ ση ένας συγκεκριμένος δρόμος, ο δρόμος της εξερεύνησης ενός ορισμένου ασυνείδητου Λόγου, ο οποίος θα είχε ίσως επιτρέψει στον Marcuse να επικεντρώσει διαφορετικά την κριτική των παραλογισμών από τη δική μας «λογική». Αυτό όμως θα επέβαλλε επίσης την εκ νέου ανακάλυψη ότι αυτή η «λογική» του ασυνείδητου δεν είναι καθόλου βιολογική, ακόμη και αν προβάλλει κάτω από την ονομασία της αρχής της ηδονής. Ο νόμος των ασυνείδητων παραστάσεων, είναι αυτός που ο Freud ονομάζει «πρωταρχική διαδικασία» και που περιγράφει ως πιο κοντά στην πραγματικότητα, σύμφω­ να μ’ ένα μοντέλο φυσιοκρατικό. Η αρχή της ηδονής, εκτός τον οικείου πεδίου της ψυχανάλυσης, δεν είναι παρά μια βιολογική προέκταση (και μέσα σε μια βιολογία όχι επιστη­ μονική αλλά καθαυτό φαντασματική) του μοντέλου της πρωταρχικής διαδικασίας. Αν αδιαφορήσει κανείς για όλα αυτά, ίσως προσεγγίσει έχει δήθεν τελείως εξαφανιστεί, έτσι ώστε το αποτέλεσμα είναι παρόμοιο με την περίπτωση κατά την οποία μια εντύπωση που το φως προκαλεί στο πρό­ σωπο πέφτει πάνω στην τυφλή κηλίδα του χιτώνα του ματιού. Αλλά η δική μας περίπτωση (του φετιχισμού - Θ. Λ.) δείχνει, αντίθετα, ότι η αντίληψη παρέμείνε, και ότι έλαβε χώρα μια πολύ ενεργητική πράξη για να διατηρηθεί η Απάρνησήιτ\ς» [ S. Freud, D e r Fetischismus, SA, III σ. 384]. (Σ.τ.Μ.).

42

την ψυχαναλυτική σκέψη πιο εύκολα, από τα αρχαιότερα πρότυπα, τα«αιώνια», και δεν είναι περίεργο ότι ένα ολό­ κληρο κεφάλαιο του Έρως και πολιτισμός μάς επαναφέρει σε γνωστά φιλοσοφικά θέματα, όπως για παράόειγμα η κα­ ντιανή και μετακαντιανή αντίθεση μεταξύ λόγου και αισθη­ τικότητας1. Αν το αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά το απόθε­ μα της ενστικπόδους ζωής, αν το εγώ, από την πλευρά του, δεν είναι παρά ο αντιπρόσωπος ενός λόγου που δεν έχει στη­ ριχτεί πάνω στην αισθητικότητα και, μ’ αυτή την έννοια, εί­ ναι ήδη παράλογο, τότε πρέπει, μετά τον Kant της Κριτικής της κρίσηςκαι τον Schiller των Επιστολών πάνω στην αισθη­ τική αγωγή τον ανθρώπου2, ν ’ αναζητηθεί μια διαμεσολάβηση από τη μεριά μιας τρίτης ιδιότητας: της φαντασίας. Εν τούτοις, παρά τη διαβεβαίωση σύμφωνα με την οποία «η αναγνώριση της φαντασίας ως δραστηριότητας της σκέψης με τους δικούς της νόμους και τις δικές της αξίες αλήθειας δεν ήταν καινούργια στην ψυχολογία και τη φιλοσοφία...»3, μας υποχρεώνει ν ’ ανακαλέσουμε στη μνήμη μας ότι η φροϋ­ δική έννοια της φαντασίας, οι ασυνείδητες φαντασιώσεις με τους νόμους τους, τους επαναληπτικούς τους κύκλους, τη δική τους διαλεκτική, δεν έχουν τίποτε κοινό μ’ αυτή την ευ­ κίνητη και ελεύθερη ιδιότητα, την «απελευθερωτική», όπως είναι η σιλλερική φαντασία. Πριν γίνει το ασυνείδητο απε­ 1. Βλ. Eros et civilisation, κεφ. 9, σσ. 153 κ. εξ. [Schriften, σ. 150· ελλ. μτφ., σσ. 176 κ. εξ. (Σ.τ.Μ.)]. 2. Αυτές γράφτηκαν επηρεασμένες σε μεγάλο βαθμό από την Κ ρ ιτικ ή της κρίσης. Βλ. Eros et civilisation, σ.159· Schriften, σ. 156· ελλ. μτφ., σ. 187. (Σ.τ.Μ.) 3. Eros et civilisation^. 129 [Schriften, σ. 125· ελλ. μτφ., σ. 147 (Σ.τ.Μ.)].

43

λευθερωτής, οφείλει, αν είναι δυνατόν, ν ’ απ ελεύθερ οιί, πράγμα που προϋποθέτει άλλωστε ότι είναι δυνατόν να ξεπεραστούν κάποτε οι δικές του εσωτερικές δυσκολίες. Η «φαντασία στην εξουσία» δυστυχώς αποδεικνύεται συχνά ότι είναι η αναγκαστική και επαναληπτική παραφυάδα τυ>ν ασυνείδητον φαντασιώσείυν.

Απώθηση και καταπίεση Ετσι, όταν ο Freud, στους ηθικολόγους που του αποδίδουν την κατηγορία ότι θέλησε ν ’ απελευθερώσει το ασυνείδητο και τη ζιοή από κάθε χαλινό, ανταπαντά ότι η ψυχανάλυση μάλλον θέλει να μας ελευθερώσει από το ζυγό του ασυνείδη­ του1, αναμφισβήτητα, αυτός είναι αναγκασμένος να υποστη­ ρίξει τον εαυτό του μ' αυτή την απατηλή απάντηση και την αντιδραστική συμπεριφορά, με την τακτική ενός μεγάλου νεωτεριστή ο οποίος οφείλει «να προβάλλει μεταμφιεσμένος». Είναι όμως επίσης βέβαιο, ότι ο Freud ερμηνεύει μ’ αυτές τις λέξεις μια βαθιά αλήθεια από την εμπειρία του: το ασυνείδη­ το, ελευθερωμένο, αν υποτεθεί ότι αυτό είναι δυνατόν, από εξωτερικά δεσμά και από την καθαρά κοινωνική ανάγκη, δεν θα γινόταν γ ι’ αυτό λιγότερο καταναγκαστικό και αλλοτριωτικό. Fi φράση «είμαστε δέσμιοι σε δυνάμεις άγνωστες οι οποίες ξεφεύγουν από τον κυριαρχικό μας έλεγχο»2, την 1. Βλ. Psychoanalyse und Libidotheorie, G. W„ τ. 13, σσ. 227-228. Προφα­ νώς πρόκειται για ενα άρθρο δημοσιευμένο σε μια εγκυκλοπαίδεια προορι­ σμένη για το ευρύ κοινο. 2 Das Ich und das Es, G. W., τ. 13, o. 251 · ελλ. μτφ., τ. 7, σ. 79.0 Freud χρη­ σιμοποιεί εδω την έκφραση του G. Groddeck (βλ. Das Buch vom Es, Internationale Psychoanalytischer Verlag, 1923). (Σ.τ.Μ.)

44

οποία ο Freud αναφέρει στην εισαγωγή του για το «αυτό» προκειμένου να ορίσει το αρχαίο ασυνείδητο, τονίζει μια ρι­ ζική αποκέντριοση, ένα «αλλοτρκομένο είναι» μάλλον παρά μια «αλλοτρίωση», ίσως θεμελιώδες ή θεμελιωτή. Η τόσο αι­ νιγματική και πολυσχολιασμένη διατύπωση «όπου το αυτό ήταν εγώ οφείλω να υπάρχω» δεν σημαίνει βεβαίως, όπιυς θα το ήθελαν κάποιοι ψυχαναλυτές σε κακή διασκευή, ότι «το εγω οφείλει να εκτοπίσει το αυτό», αλλά ούτε προϋποθέτει μια εισβολή του αντό η οποία δεν θα ήταν παρά μια «απαλλοτρίιοση». Ο Freud βλέπει εδώ «ένα πολιτιστικό έργο ικανό να συγκριθεί με την αποξήρανση της Zuidersee»1, όπιος χα­ ρακτηριστικά αναφέρει, ένα έργο δηλαδή ατελείωτο και αβέ­ βαιο στην ίδια του την ουσία. Απώθηση. Καταπίεση. Πιος η cf ιλοσοφία του Marcuse, εξαφανίζοντας μια βασική διάσταση της ψυχανάλυσης -και αναμφισβήτητα την πιο αυ­ θεντική-, είναι δυνατόν να εκλέξει ελεύθερα τον δεύτερο από αυτούς τους όρους; Όχι πως η έννοια της καταπίεσης απουσιάζει από τη θεωρία μας και από την πρακτική μας. Αλλ' αυτό σημαίνει, κατά τον Freud, είτε τα αποτελέσματα του πλέον εξωγενούς περιορισμού -που προέρχεται από την κοινωνία ή από τον κρίνοντα Αόγο, και στην περίπτωση αυ­ τή πρόκειται για μια συνειδητή διαδικασία- είτε σημαίνει μια έκβαση ασαφή και εσώψυχη, η οποία συνοδεύει την απώ­ θηση της παράστασης και συνιστά ένα είδος στραγγαλισμού του «αισθήματος» (affect), δηλαδή της libido, σε ό,τι πιο απροσδιόριστο αυτή εκπροσιυπεί, πιο κοντινό στην ποσότη­ τα ενέργειας. Χωρίς αμφιβολία, δεν είναι τυχαίο ότι στη Αν1. Neue Folge der Vorlesungen zur Einführung in der Psychoanalyse, G. U τ. 15,0.86.

45

αφορία μέσα στον πολιτισμό, ο Freud χρησιμοποιεί μόνο την έννοια της καταπίεσης (Unterdrückung). Εδώ, με μια μετα­ φυσική θεώρηση που προϋποθέτει αναμφισβήτητα την ύπαρ­ ξη και τη γνώση της ψυχικής σύγκρουσης, αλλά η οποία όεν μνημονεύει παρά επεισοδιακά την αλληλουχία, το παιγνίδι εξελίσσεται πράγματι στα δύο άκρα: από τη μια μεριά η κοι­ νωνία, ο πολιτισμός και οι απαιτήσεις του, από την άλλη αυ­ τές οι δήθεν βιολογικές αλλά στην πραγματικότητα αφηρημένες δυνάμεις, οπωσδήποτε ακατάληπτες, ως έχουν, για την ψυχαναλυτική εμπειρία: η «ορμή της ζωής» και η «ορμή του θανάτου».

Εσωτερική αντίφαση της επιθυμίας Η απο)θηση, έννοια κλινική, βρίσκεται από την πλευρά της σε μια σχέση εντελώς έμμεση με την καταπίεση της ανάγκης. Ο όρος ανάγκη είναι αυτός πόυ επαναλαμβάνεται διαρκώς στα κείμενα του Marcuse, όπως και του Marx1. Ο Freud σ’ αυτό το σημείο είναι κατηγορηματικός: η μη ικανοποίηση της ανάγκης, δηλαδή η καταπίεσή της, είναι ανίκανη αυτή μόνη να εξηγήσει την απώθηση. Πράγματι, πέρα από την κα­ ταπίεση, στο όνομα της πραγματικότητας -για να είναι αυτή 1. Γνωρίζουμε, επίσης, ότι στον Marx η ανάγκη όεν είναι βιολογική παρά μονο στο πρώτο της στάδιο- βαθμηδόν με την κοινωνική διαφοροποίηση, και σύμφωνα με τις μεταβολές της ταξικής πάλης, κοινωνικοποιείται ολο­ κληρωτικά. Αλλά, παρά τα φαινόμενα, αυτός ο ιστορικά καθορισμένος χα­ ρακτήρας της ανάγκης δεν επιτρέπει να τον συγχέουμε με ό,τι αποτελεί το αντικείμενο της σεξουαλικής απώθησης.

46

καθαρά υλική ή για να είναι ουσιαστικά η κοινωνική πραγ­ ματικότητα- πρέπει να μεσολαβήσει ένας πιο δομικός παρά­ γοντας που να εξηγήσει γιατί αυτή η καταπίεση θα μετατρα­ πεί ενδεχομένως, μέσα στον ψυχικό μηχανισμό, σε απώθηση. Υπάρχει εδώ μια ολόκληρη σειρά παραγόντων, καθένας από τους οποίους προϋποθέτει τον προηγούμενο, με την κοινω­ νική καταπίεση να παραπέμπει στη δομική αντίθεση μεταξύ εγώ και ορμής, και αυτή, τελικά, σ’ ένα είδος εσωτερικής αντίφασης αυτής της ίδιας της επιθυμίας, εφόσον συνδέεται, από την ίδια της τη σύσταση, με το απαγορευμένο. Ο Freud, περισσότερο από μια φορά, έχει δείξει αυτό το δρόμο1και μάλιστα, στη Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, αναφέρεται αυτή η βασική έλλειψη συμβιβασμού: «Μερικές φορές μάς φαίνεται πως δεν είναι μόνο η πίεση του πολιτισμού, αλλά κάτι στην ουσία της ίδιας της σεξουαλικής λειτουργίας μάς αρνείται την πλήρη ικανοποίηση και μας ωθεί σε άλλους δρόμους. Ίσως να μην είναι έτσι, είναι δύσκολο ν ’ αποφανθούμε.»2Μερικές φορές ο Marcuse, όσον αφορά τον αναστοχασμό του πάνω στη φροϋδική «φιλοσοφία», και κυρίως πά­ νω στην ορμή του θανάτου, φαίνεται να προαισθάνεται την ύπαρξη αυτού του τελευταίου παράγοντα. Ποτέ όμως δεν τον αναλύει ούτε εξάγει απ’ αυτόν τα συμπεράσματα. 1. Πρβλ. σχετικά το άρθρο μου La defense et 1’ interdit dans la theorie et la pratique psychanalytiques, La Nef, No 31,1967. 2. Malaise dans la civilisation, R.F.P., 1934, σσ. 731-732 [Das Unbehagen in der Kultur, G. W., τ. 14, σ. 465·. ελλ. μτφ., σ. 39 (Σ. τ. Μ.)]. Εόώ πρόκειται για μια μεταφυσική υπόθεση. Ο Freud πάντοτε επιχειρούσε να στηρίξει αυτό το γεγονός στα ιδιαίτερα βιολογικά χαρακτηριστικά του ανθρώπινου οντος, τα ίδια αυτά χαρακτηριστικά που άλλωστε τον εκφράζουν ως ανθρώπινο ον.

47

Οηείλουμε να επισημάνουμε εδώ ότι δεν σκοπεύουμε ν ’ αντιπαραΟέσουμε οριστικά μια οπτική της απιόθησης σε μια οπτική της καταπίεσης. Διαβεβαιώνουμε μόνο ότι η άποψη της απώθησης είναι, στην ψυχαναλυτική σκέψη, πιο συγκεκριμένη, πιο πρωτότυπη, ενιυ η έννοια της καταπίεσης δεν εί­ ναι εντέλει μια ανακάλυψη μέσα στην ιστορία του πολιτι­ σμού μας. Επομένως ο Marcuse θα έπρεπε να προσπαθήσει να τις διαρθρώσει τη μία πάνω στην άλλη, ώστε να δείξει πώς κάθε μία ριζώνει μέσα στην άλλη, και θα φαινόταν ίσως τότε ότι επιτελείται ένα περίεργο χίασμα: έστω και αν, κλα­ σικά, και στον Marcuse επίσης, ο κοινωνικός παράγοντας αναστέλλει την ενστικτώδη ζωή του ατόμου, στην απώθηση, αυτό που έχει απωθηθεί είναι εκείνο που έχει διαποτιστεί βα­ θύτερα από τις κοινωνικές δομές και, όπως φαίνεται, κυ­ ρίως από τη δομή των απαγορεύσεων και των οικογενεια­ κών μύθων.

...Και ο Οιδίποδας; Αυτό σημαίνει ότι το πρόβλημα των σχέσεων μεταξύ των θε­ μελιακών δομών της συγγένειας και εκείνων της κοινωνικής κυριαρχίας παραμένει στην πραγματικότητα ανεξερεύνητο, και δεν χρειάζεται σ’ αυτό το σημείο τίποτε περισσότερο από έναν παραλληλισμό κάπως πολύ συνοπτικό ανάμεσα στην πατρική ή πατριαρχική αυταρχικότητα και στην κυριαρχία και την εκμετάλλευση στην κοινωνία μας. Είναι αλήθεια ότι το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα δεν χαίρει εκ μέρους του Marcuse παρά μιας εντελώς προσωρινής προσοχής, και ότι αυτός αρ48

κείται ευκαιριακά στις πιο επιφανειακές διατυπώσεις: «Μέ­ σα στα πλαίσια της υπόθεσής μας [εκείνης ενός “μη καταπιε­ στικού” πολιτισμού], τέτοιοι υπολογισμοί είναι ασήμαντοι* το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα, αν και είναι πρωτογενής πηγή και πρότυπο των νευρωτικών συγκρούσεων, σίγουρα δεν είναι η κεντρική αιτία της δυστυχίας μέσα στον πολιτισμό, ούτε το κεντρικό εμπόδιο της εξάλειψής της. Το Οιδιπόδειο σύ­ μπλεγμα “περνάει” ακόμη και κάτω από το σήμα μιας κατα­ πιεστικής αρχής της πραγματικότητας. Ο Freud προτείνει δύο γενικές ερμηνείες του “πως εξαφανίζεται το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα”: “Σβήνει με την έλλειψη επιτυχίας του” ή “πρέ­ πει να λήξει γιατί έφτασε η ώρα της διάλυσής του, όπως ακριβώς τα παιδικά δόντια πέφτουν όταν τα μόνιμα αρχί­ ζουν να πιέζουν προς τα έξω”. Η εξαφάνιση του συμπλέγμα­ τος φαίνεται σαν “φυσικό” γεγονός και στις δύο περιπτώ­ σεις.»1 Αναρωτιέται κανείς γιατί ο Marcuse, αφού τον έχει σχολιάσει εκτεταμένα σε άλλο κεφάλαιο, σχετικά με το φόνο του προϊστορικού πατέρα, αρνείται να δει ότι, για τον ίδιο τον Freud, δεν πρόκειται για μια απλή υποθετική ανασύστα­ ση της ιστορίας της ανθρωπότητας, αλλά για ενεργό δομή του ασυνείδητου, για ένα σχήμα που εν ολίγοις αποτελεί μέ­ ρος της προς το παρόν αξεπέραστης μοίρας των «πρωταρχι­ κών φαντασιώσεών» μας.2 Στο σημείο αυτό προτείνουμε μια «άγρια» ερμηνεία: ο Marcuse, για να μην πάρει θέση στο σύνθετο πρόβλημα των 1. Eros et civilisation, οο. 178-179 [Schriften, τ. 5, σσ. 175-176- ελλ. μτφ., σ. 206(Σ.τ.Μ.)]. 2. Πρβλ. J. Laplanche et Pontalis, Fantasme originaire, fantasmes des origines, origine du fantasme, Les Temps modernes. No 215, Απρίλιος 1964.

49

σχέσεων μεταξύ κοινωνικής καταπίεσης και απώθησης, εφό­ σον η λήψη μιας τέτοιας θέσης θα τον υποχρέωνε ίσως ν ’ αναρωτηθεί για τη θεμελιώδη οιδιπόδεια απαγόρευση και ίσως να προσκρούσει στο «βράχο» και στον τρόμο του ευ­ νουχισμού, μεταθέτει το πρόβλημα σ’ ένα επίπεδο πιο απλό, δηλαδή στη σχέση μεταξύ καταπίεσης και επιπλέον καταπίε­ σης (sur-repression).

Καταπίεση και επιπλέον καταπίεση Η «επιπλέον καταπίεση» είναι μια νέα έννοια επινοημένη από τον Marcuse, όπως εκείνη της αρχής της απόδοσης, για να δηλώσει τον επιπρόσθετο και συγχρόνως απατηλό, ιδεο­ λογικό, ιστορικά ενδεχόμενο χαρακτήρα της καταπίεσης της σεξουαλικότητας, έτσι όπως αυτή εκδηλώνεται στον πολιτι­ σμό μας: «Ενώ κάθε μορφή της αρχής της πραγματικότητας απαιτεί ήδη έναν καταπιεστικό έλεγχο των ορμών σε αρκετά μεγάλο βαθμό και έκταση, οι ειδικοί ιστορικοί θεσμοί της αρ­ χής της πραγματικότητας (η αρχή της απόδοσης) και τα ειδι­ κά συμφέροντα της κυριαρχίας εισάγουν επιπρόσθετους ελέγχους πέρα και πάνω από εκείνους που είναι απαραίτη­ τοι για τις πολιτισμένες ανθριυπινες σχέσεις. Τους επιπρό­ σθετους αυτούς ελέγχους που προέρχονται από τους ειδι­ κούς θεσμούς της κυριαρχίας τούς ονομάζουμε επιπλέον κα­ ταπίεση.»1 Εδώ, προφανώς, βρισκόμαστε στα εδάφη μιας 1. Eros er civilisation, σ. 44 [Schriften, τ. 5, σσ. 39 κ. εξ.· ελλ. μτφ., ο. 46 Σ.τ.Μ.)].

50

αγαθής έννοιας, η οποία είναι δυνατόν να ικανοποιήσει τον καθένα, ακόμη και τον πιο αποφασισμένο «επαναστάτη». Ιδού καθησυχασμένοι ο πατέρας, ο παιδαγωγός, ακόμη και ο μελλοντικός μέντορας μιας κομμουνιστικής κοινωνίας, αφού τους αναγνωρίζεται ότι το να εμποδίσουν ένα παιδί να διασχίσει το δρόμο για να μην τραυματιστεί προκύπτει όχι από την επιπλέον καταπίεση, αλλά από την αναπόφευκτη καταπίεση... Εν τούτοις, ως τίμημα αυτής της καθησυχαστικής ανοστιάς, ό,τι έχει απωθηθεί είναι όλη η ασυνείδητη άν­ θηση που αφορά τα μικρότερα κατορθώματά μας και, ακόμη περισσότερο, τις παραμικρότερες απαγορεύσεις μας. Τι ση­ μαίνει άραγε για τον μικρό που έχει αγοραφοβία το να δια­ σχίσει το δρόμο; Τι σημαίνει το αμάξι με τη συμβολική του, τι σημαίνει να μην υπακούς στην απαγόρευση, και τι σημαίνει ακόμη να θέτεις την απαγόρευση (ίσως με την ασυνείδητη ελ­ πίδα ότι θα την παραβούν...); Πολλές φορές αυτή ακόμη η διάκριση μεταξύ καταπίεσης και επιπλέον καταπίεσης έχει ξαναδιατυπωθεί σε απόπειρες καθορισμού πολύ πιο ικανοποιητικές όσον αφορά τη λογική και τη διαλεκτική τους: η καταπίεση είναι «φυλογενετικά αναγκαία» ή «βιολογικά» δικαιολογημένη, ενώ η επιπλέον καταπίεση είναι πρόσθετη, επιβεβλημένη από ειδικές κοινω­ νικές συνθήκες ή από ιστορικές συνθήκες.· Υπάρχει, εδώ, μια νοησιαρχική προσέγγιση τελικά εξίσου ασυμβίβαστη με τον ιστορικό υλισμό (αν δεν είναι στην πιο χυδαία του μορ­ φή) όσο και με κάποια προοπτική ψυχαναλυτική, την οποία1 1. Eros et civilisation, σ. 84 [Schritten, τ. 5, σσ. 79 κ. εξ· ελλ. μτ^., σ. 94 (Σ.τ.Μ.)].

51

o Marcuse φαίνεται ότι έχει υιοθετήσει, χωρίς ακόμη να την έχει τοποθετήσει, σ’ ένα ολόκληρο κεφάλαιο της μελέτης του.1Διότι εκείνο που παρουσιάζεται στη συνέχεια από τον Freud (και μάλιστα από τον πιο «αντιπροσωπευτικό» Freud) ως φυλογένεση του επιπλέον καταπιεστικού πολιτισμού, εί­ ναι ολόκληρη η ιστορία της ανθρωπότητας, φόνος του αρχέγονου πατέρα, ορόή των αδελφών κ.λ.π. Αν πράγματι ο πο­ λιτισμός μας είναι κατευθείαν απόγονος αυτής της ιστορίας, αν η επιπλέον καταπίεσή του προέρχεται από τη γενιά ενός πολιτισμού που εξαρχής κυβερνιέται από την κυριαρχία και την εκμετάλλευση, όεν μένουν παρά δύο δρόμοι πιθανοί ιόστε να επιχειρηθεί ο ορισμός μιας ακόμη μικρής περιοχής της «έλλογης» καταπίεσης, δηλαδή εκείνης που δεν συνδέε­ ται με «συγκεκριμένες κοινωνικές συνθήκες»: ή λοιπόν πρέ­ πει ν ’ ανατρέξουμε σ’ ένα βιολογικό «καθαρό», σ’ ένα ένστι­ κτο από το οποίο θα πρέπει να ορίσουμε in abstracto τις ορ­ θολογικές συνθήκες ικανοποίησης (αλλά τότε, αν η σεξουα­ λικότητα είναι πέρα για πέρα ανθρώπινη και διυποκειμενική, τι σημαίνει στο επίπεδο της ικανοποίησής της αυτή η «ροβινσονιάδα»;) ή, τέλος, πρέπει ν ’ αποποιηθούμε θαρραλέα αυτό το «βιολογικό» υπόστρωμα, να δεχτούμε ότι όλη ανεξαιρέτιος η ανθρώπινη ιστορία, για να παραφράσουμε τον Marx, είναι ταυτόχρονα η ιστορία της ανθρώπινης σεξουα­ λικότητας και της καταπίεσής της· αλλά τότε η διάκριση με­ ταξύ καταπίεσης και επιπλέον καταπίεσης χάνει κάθε θεω­ ρητική σημασία, δεν είναι πια παρά μια πρακτική άποψη συνδεδεμένη μ’ ένα σχέδιο ανατροπής -η καταπίεση γίνεταιI. I. Το κεφαλαίο που αφορά την προϊστορία της ανθρωπότητας.

52

το ελάχιστο φαντασαίχημο των περιορισμών- προκειμένου να επιβάλει ό,τι θεωρείται πρόοδος μιας δεδομένης κοινω­ νίας. Τότε, ακόμη και αν κανείς παραδεχτεί ότι η αντίθεση κα­ ταπίεση - επιπλέον καταπίεση δεν έχει καμιά αξία παρά με την προοπτική της «κινητοποίησης-προπαγάνδας» ή, για να μιλήσουμε πιο ευγενικά, της «πράξης», μένει ότι η αντίθεση αυτή είναι μια κακή πρακτική αντίληψη, αφού περιέχει την απλοϊκή πρόθεση να θέλει να ξεριζώσει ένα «αναϊτερο» στρώμα νπερ-επφεβλημένο, για ν ’ αφήσει τελικά ν' ανθί­ σουν τα άνθη μιας σεξουαλικότητας που δεν θα ήταν υπο­ ταγμένη παρά σε μια καταπίεση ορθολογικά δικαιολογημέ­ νη.

Εργασία και εξαΰλωση Όλες οι αναλύσεις του Marcuse απέχουν πολύ από το να έχουν αυτή την κάπως απροσδόκητη απλοϊκότητα, το κάθε τι δεν περιστρέφεται γύρω από την τόσο προβληματική έν­ νοια της επιπλέον καταπίεσης. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, εκείνο κυρίως των εννοούν της εργασίας και της εξαΰλωσης, προτείνεται η πολύ ενδιαφέρουσα σύνδεση μεταξύ της ψυχανα­ λυτικής σκέψης, της μαρξιστικής έμπνευσης κοινωνικής φι­ λοσοφίας και του «ουτοπικού» ή επαναστατικού οράματος. Εξάλλου δεν μπορεί κανείς ν ’ αρνηθεί ότι οι αναλύσεις του Marcuse πάνω στην εργασία και στην εξαΰλωση κερδίζουν έδαφος λόγω κυρίως της ανεπάρκειας της ψυχαναλυτικής επεξεργασίας σ’ αυτούς τους τομείς. Αυτό, εν τούτοις, το 53

διατυπώνουμε όχι χωρίς επιφυλάξεις, διότι, εκτός από μια σημείωση του Freud πολύ περιληπτική, στη Δυσφορία μέσα στον πολιτισμό, εκτός από την, προφανώς, πολύ αφηρημένη διατύπωση κατά την οποία η «'ψυχική» ενέργεια που υπο­ στηρίζει την εργασία είναι δανεισμένη ή υπεξαιρείται από τον Έρωτα, η θεωρία και η ψυχαναλυτική εμπειρία προσφέ­ ρουν αρκετά τεκμήρια για ν ’ αναπτυχθεί μια ψυχολογία της εργασίας -ή μάλλον των διαφορετικών ειδών εργασίας- και για να δείξουν την ποικιλία των ορμικών πηγών από τις οποίες μπορεί κανείς να δανειστεί την ενέργεια. Αυτό ίσως για να δηλωθεί ότι, και εδώ ακόμη, ο Marcuse αποφεύγει τη διαμεσολάβηση. Στην παρούσα περίπτωση υπάρχει ο Ives Hendrick και η εύκολη κριτική του για την «ορμή της εργα­ σίας», που χρησιμεύει ως εφαλτήριο για να πηδήσει κανείς λίγο γρήγορα στο καθαρά κοινωνικό επίπεδο της αλλοτριω­ μένης εργασίας. Δεν έχουμε την πρόθεση να σχολιάσουμε αυ­ τή την άποψη ή μάλλον να δείξουμε τους επαμφοτερισμούς της στον ίδιο τον Marcuse. Χωρίς αμφιβολία, εδώ ακόμη, υπάρχει η πρακτική προοπτική που υποβαστάζει τη θεωρη­ τική κριτική, και αυτό δικαιολογείται σε μια σκέψη μαρξι­ στικής έμπνευσης. Ωστόσο μένει κανείς ανικανοποίητος μπροστά στον αναποφάσιστο χαρακτήρα του ίδιου του αφορισμού που διατυπώνεται εναντίον της εργασίας. Άλλοτε αυτή παρουσιάζεται ως αλλοτριωμένη ουσιαστικά και ορι­ στικά, περίπτωση κατά την οποία τίποτε δεν ενδιαφέρει πε­ ρισσότερο από το να περιοριστεί αυτή, ελλείψει δυνατότη­ τας να καταργηθεί τελείως, και άλλοτε, σε μια προοπτική πο­ λύ διαφορετική, πρόκειται η εργασία να επενδυθεί πάλι με libido, προκειμένου ν ’ ανακτηθεί από την «αλλοτράοσή» της. 54

Στον ορίζοντα αυτής της συζήτησης προβάλλουν προβλή­ ματα κεφαλαιώδη, όπως εκείνα του αντικειμένου (ο τεμαχι­ σμός του, η καταστροφή του, η αποκατάστασή του, η ναρκισσική σημασία του) και της ηδονής (περιθωριακή ηδονή, ηδο­ νή του παιχνιδιού, ηδονή της απόκλισης, μαζοχιστική ηδονή κλπ.) που θα έπρεπε να αρθούν. Αυτό θα έπρεπε να γίνει επ’ ευκαιρία της έννοιας της εξαΰλωσης και με τη συνοδεία των νεοσύστατων απόψεων που επιχειρεί ο Marcuse, μερικές φο­ ρές όχι χωρίς επιτυχία, ώστε να μας κάνει να παραδεχτούμε την καταπιεστική εξαΰλωση, που δεν είναι άλλη από την εξαΰλωση που εν γένει περιγράφεται αναλυτικά, μέσω της οποίας ο Marcuse καταγγέλλει το γεγονός ότι αυτή δεν μπο­ ρεί να συνοδεύεται από περιορισμούς και απωθήσεις -άπο­ ψη πιο πρωτότυπη από την καταπιεστική απο-εξαϋλωση μέ­ σω της οποίας ο Marcuse επιχειρεί να χαρακτηρίσει τη «μέ­ σω κατανάλωσης» ολοκλήρωση της σεξουαλικότητας στο σύγχρονο κόσμο (δημοσιότητα, κοινωνικές σχέσεις, ψυχα­ γωγία κλπ.). Αυτή η απο-εξαΰλωση χαρακτηρίζεται ως κατα­ πιεστική αφ’ ενός επειδή μετέχει σ’ ένα παγκόσμιο σύστημα κοινωνικής καταπίεσης, στο οποίο αυτή δεν είναι παρά το άλλοθι, ο αντίποδας και, στην ουσία, η γενίκευση, και αφ’ ετέρου επειδή αυτή θα εγγραφόταν στη γραμμή της «γενετησιακής πρώθιεράρχησης», η οποία βαδίζει παράλληλα με την οριστική εκμηδένιση μιας γενικής ερωτικοποίησης του συνό­ λου του σώματος και των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.

Γενίκευση της σεξουαλικότητας Ενώ η καταπίεση συνδέεται κατά έναν τρόπο σχετικά σαφή 55

με τον «ερωτισμό», που πάει να πει την «υποταγή στο Οιδι­ πόδειο», ό,τι προτείνεται ως αντικειμενικός σκοπός μιας σε­ ξουαλικής επανάστασης χαρακτηρίζεται, αντίστροφα, από α ντο-εξαΰλωση χ\ ακόμη από μη καταπιεστική εξαΰλαχτη. Εί­ ναι πιθανό εδώ ότι ο Marcuse είχε θελήσει, ασυνείδητα, να καλύψει μ ’ έναν όρο κάπως εξευγενισμένο, δηλαδή «υψηλό», μια προοπτική που είναι στην πραγματικότητα η προοπτική μιας απο-εξαΰλωσηςτης σεξουαλικότητας ή, αν θέλετε, μιας γενικής ερωτικοποίησης. Επειδή όλες οι επιφυλάξεις στηρί­ ζονται πάνω στις ιστορικές δυνατότητες και κυρίιυς στους τρόπους κινητοποίησης αυτού του ερωτισμού, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, τουλάχιστον ο)ς όραμα, αυτή η έννοια στηρί­ ζεται άμεσα σ’ αυτό που ο Freud θέλησε να περιγράφει, όταν αντιπαρέθεσε στον ερωτισμό τη γενικευμένη έννοια της σε­ ξουαλικότητας. Αυτή είναι δυνατόν να εμφανίζεται στην άσκηση κάθε «λειτουργίας», εφόσον εισάγεται κάποιο παι­ χνίδι, κάποια παρέκκλιση, εφόσον η φαντασίωση που υπει­ σέρχεται πρόκειται να την αποσπάσει από τον καθαρό προο­ ρισμό της: αυτόν της προσαρμογής... Η αυτο-εξαΰλωση, η μη καταπιεστική εξαΰλωση, η επι­ στροφή στην «πολύμορφη σεξουαλικότητα», αυτή η υπόσχε­ ση μας προτείνεται υπό το γενικό τίτλο ενός αναμετασχηματισμού της σεξουαλικότητας (ο Marcuse θέλει να πει: του ερωτισμού) σ’ έναν γενικευμένο «Έρωτα». Δεν θ’ ασκήσου­ με κριτική πάνω στις ομοιότητες και στις διαφορές ανάμεσα σ’ αυτό τον Έρωτα και στον Έρωτα του Freud ή του Πλάτω­ να. Ορισμένοι όροι ασκούν μια γοητεία ακαταμάχητη και φαίνεται σαν να είναι προορισμένοι ν ’ αποκρυσταλλώσουν την αμφιρρέπουσα νοσταλγία μας. Υπάρχει στον «Έρωτα» 56

μια πλευρά «ύμνου στη χαρά», συμφιλίωσης και σύνθεσης, και αντιλαμβανόμαστε ότι ο όρος προκαλεί, σε καθέναν από μας, τον επαναστάτη στην αναζήτηση μιας «καλής κοινο)νίας», σαν τον έκπτωτο, ένοχο και αλλοτριωμένο Αδάμ, που νοσταλγούσε την αναμνηστική εικόνα ενός κήπου των Ηδο­ νών. Ο Marcuse διαλέγει θαρραλέα, μέσα στον ενθουσιασμό της πρόσκλησης σε αγώνα και της « Μεγάλης Αρνησης», αυτό το αποφασιστικά ουτοπικό όραμα. Η εξέγερση που αυτός κηρύσσει, η επανάσταση σε βοήθεια της οποίας καλεί με τρό­ πο ρεαλιστικό «την ορθολογική αναδιοργάνωση ενός τερά­ στιου βιομηχανικού μηχανισμού, έναν υψηλότατα ειδικευ­ μένο κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, τη χρήση απί­ στευτα καταστροφικών ενεργειών και τη συνεργασία τερά­ στιων μαζών»1, αυτή η επανάσταση τοποθετείται τελικά υπό το σήμα της μνήμης, της αιώνιας επιστροφής, της εσωτερίκευσης ή «ανάκλησης της ανάμνησης» (η Erinnerung του Hegel) και επίσης, με τρόπο πιο απτό, υπό το σχήμα εκείνης της «μητρικής λιμπιντινικής ηθικής» που οι εθνολόγοι π ι­ στεύουν ότι μπορούν να εντοπίσουν σε ορισμένες κοινωνίες αποκαλούμενες μητριαρχικές: «Για τους Arapesh, ο κόσμος είναι ένας κήπος που πρέπει να καλλιεργηθεί, όχι για τον ίδιο, όχι με αλαζονεία και καυχησιά. [...] Από ολόκληρη αυτή τη στάση προέρχονται πολλά από τα άλλα χαρακτηριστικά των Arapesh* η απουσία σύγκρουσης μεταξύ ηλικκυμένων και νέων, η έλλειψη προοπτικής ζηλοτυπίας και φθόνου, η έμφαση στη συνεργασία.»2 1. Eros et civilisation, σ. 188 [Schriften, τ. 5, ο. 185· ΐλλ. μτφ., σ. 218 (Σ. τ. Μ.)]. 2. Margaret Mead, Sex and temperament in three primitive societies, New

57

Ήδη ένας άλλος άνθρωπος Αντίθετα προς αυτό το όραμα ενός Χρυσού Αιώνα, για το οποίο είναι πολύ εύκολο για τον Marcuse να δείξει ότι απο­ τελεί μια διάσταση, αλλά μία μόνο, των φαντασιώσεων της επιθυμίας, αντιλαμβανόμαστε ότι ο Freud είχε θελήσει να επιβεβαιώσει και πάλι, απέναντι στον Έρωτα, ο οποίος υπήρξε για ένα διάστημα ο μεγάλος συμφιλιωτής, ό,τι υπάρ­ χει στη μη φυσιολογική επιθυμία, την καταστροφική και εχθρική κάθε συνοχής: την ορμή του θανάτου. Μήπως η ιδέα μιας κατηγορηματικής «σεξουαλικής επα­ νάστασης» ερμηνεύεται καλύτερα με ορισμένες αισιόδοξες απόψεις ενός Reich, ο οποίος φτάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι η αντικοινωνική όψη των διαστροφών δεν είναι παρά το καθαρό αποτέλεσμα της κατανόησης της «κα­ νονικής» σεξουαλικότητας, ή με το περίφημο παρένθεμα της Φιλοσοφίας στο μπουντουάρ1: «Γάλλοι, ακόμη μια προσπά­ θεια αν θέλετε να είστε ρεπουμπλικάνοι!»; Πιθανόν ούτε με τη μια ούτε με το άλλο, ή με τα δύο συγχρόνως. Αυτό αποδεικνύει ακόμη μια φορά ότι η φαντασία μας δεν είναι δυνατόν να υπερβεί τον εαυτό της, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να πη­ δήσει πάνω από τη σκιά του. Έτσι αλληλοσυμπληρώνονται, στον επιστημονικό μύθο της Barbarella, ο υγιεινός κόσμος York, New American Library, 1952, σ. 100, αναφ. στο Eros et civilisation, σ. 188 [Schriften,τ. 5. σ. 185· ελλ. μτφ.,σ. 217(Σ.τ.Μ.)]. 1. D.A.F. Marquis de Sade, La philosophic dans le boudoir, Paris, 1976. Σύμφωνα με τον Θ. Λίποβατς, Η απάρνηση τον πολίτικου, Αθήνα, Οδυσσέας, 1988, σ. 126, σημ. 53: «Η ελληνική γλώσσα δεν έχει λέξη για να μεταφρά­ σει ακριβώς τον όρο republicain.» (Σ.τ.Μ.)

58

της γενικευμένης αγάπης, όπου η λέξη «love» εξευτελίζεται σε σημείο ν ’ αντικαταστήσει το how do you do, και ο κρεμα­ στός πάνω από τον ποταμό Αδη Κήπος των Μαρτυρίων. Με πόση αργοπορία, μετά τον Ιερώνυμο Μπος, εξελίσσονται οι φαντασ ιώσεις! Ο Marcuse, πρέπει να του το αναγνωρίσουμε, μας προσφέ­ ρει τους οραματισμούς του μάλλον ως προπαγανδιστικά φυλλάδια παρά ως προγράμματα. Περισσότερο απ’ ό,τι με την ανεπίδεκτη άρνησης φροϋδι­ κή απαισιοδοξία, περισσότερο απ ’ ό,τι μ’ έναν κοινωνικό συντηρητισμό που θα δικαιολογούσαν κάποια από τα προ­ νόμιά του, ο ψυχαναλυτής συνδέεται με τη μη αναιρέσιμη ανακάλυψη των εμμονών και των επαναλήψεων στις εκδη­ λώσεις του ασυνείδητου. Σ’ αυτή την εμμονή υποστηρίζει ο Marcuse ότι δίνει αξία όταν περιγράφει, μ’ έναν οίστρο πε­ ρισσότερο δημοσιογραφικό παρά επιστημονικό, την υποτι­ θέμενη τροποποίηση της σύγχρονης νεύρωσης. Κάθε ψυχα­ ναλυτής, Βορειοαμερικανός ή όχι, θα μαρτυρούσε, για πα­ ράδειγμα, ότι ο «αυτοματισμός του υπερεγώ, ο χωρισμός του από τη ρίζα του και από την τραυματική εμπειρία του πατέρα, και η αντικατάστασή του από παραστάσεις πιο εξω­ γενείς» δεν είναι παρά εύθραυστες υπερδομές. Θ’ αναρωτιό­ ταν αμήχανα στο όνομα τίνος μιλάει ο Marcuse, και αν υπάρ­ χει ακόμη μια κρυφή ειρωνεία σ’ αυτό το κείμενο όπου υπο­ στηρίζει ότι περιγράφει τη σύγχρονη συνείδηση, οριστικά αλλοτριωμένη σε «ευτυχή συνείδηση»: «Οι ψυχικές συ­ γκρούσεις του δυστυχισμένου ατόμου φαίνεται ότι μπορούν σήμερα να θεραπευτούν ευκολότερα από τις συγκρούσεις που έκαναν τον Freud να μιλήσει για “δυσφορία μέσα στον 59

πολιτισμό”. Για να τις ορίσουμε, φαίνεται πιο σωστό να μι­ λήσουμε για τη “νευρωτική προσωπικότητα του καιρού μας” και όχι πια για την αιώνια πάλη ανάμεσα στον Έρωτα και στον Θάνατο.»1 Από μια άποψη μαρξιστική ή «στρατευμένη», η κριτική της ψυχαναλυτικής πρακτικής, και κυρίως του κανόνα της «ουδετερότητάς» της, διατηρεί για τον εαυτό της τη «μερίδα του λέοντος». Αυτή η ουδετερότητα δεν συντελεί στην ουσία παρά στο να δώσει την εγγύησή της σε ό,τι είναι μια μορφή ιστορική και καταπιεστική της μόνης αληθινής πραγματικό­ τητας, της κοινωνικής πραγματικότητας: «Ο Fromm έχει αφιερώσει ένα θαυμαστό άρθρο στις “κοινωνικές συνθήκες της ψυχαναλυτικής θεραπευτικής”, στο οποίο δείχνει ότι η ψυχαναλυτική κατάσταση (μεταξύ ψυχαναλυτή και ασθε­ νούς) είναι μια συγκεκριμένη ειδική έκφραση της φιλελεύθε­ ρης ανοχής και, ως τέτοια, εξαρτάται από την ύπαρξη μιας παρόμοιας ανοχής μέσα στην κοινωνία. Αλλά πίσω από την ανεκτική στάση του “ουδέτερου” ψυχαναλυτή κρύβεται “ο σεβασμός για τα κοινωνικά ταμπού της αστικής τάξης”.»2 Εν τούτοις δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή η «θαυμαστή» καταγγελία είναι δανεισμένη στον Erich Fromm από τον Marcuse. Εξάλλου η παρέκκλισή της περιγράφεται, επίσης θαυμάσια, στο τέλος του Έρως και πολιτισμός. Αν 1. L ' H o m m e unidim ensionnel, σσ. 100-101 [γερμ. μτφ., D e r ein d i­ mensionale Mensch, Schriften, τ. 7, Frankfurt/M., Suhrkamp Verlag, 1989, o. 97· ελλ. μτφ., Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Αθήνα, εκό. Παπαζήση, 1971, σ. 97 (Σ.τ.Μ.)]. 2. Eros et civilisation, σ. 211 [Schriften, τ. 5, σσ. 207-208· ελλ. μτφ., σ. 246 (Σ.τ.Μ.)).

60

κανείς θέλει τελικά να επικεντρώσει τη νευρωτική σύγκρου­ ση πάνω σ’ ένα θέμα πραγματικότητας, σ' ένα πρόβλημα προσαρμογής, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι διαφορε­ τικό: είτε το θέλουμε είτε όχι, ο ψυχαναλυτής είναι, αν όχι ο συνήγορος, τουλάχιστον ο μάρτυρας του πολιτισμού στον οποίο ανήκει. Από τη μεριά μας, θελήσαμε απλώς να υπενθυμίσουμε ότι ο αγώνας του νευρωτικού δεν είναι εκεί, τα απόρρητό του εί­ ναι άλλης φύσης. Όπως ένας ψυχαναλυτής πρόσφατα ακόμη τόνισε, η «ουδετερότητά» μας πρέπει πάντοτε να νοείται ιος ευμενής όχι η ευμένεια του Καλού Σαμαρείτη ή του επανορθωτή του άδικου, αλλά μια «ευμένεια» σχετικά με το ασυνεί­ δητο, εν αναμονή κάθε στοιχείου που μπορεί να το αποσπάσει από την παγιωμένη στο σύμπτωμα έκφρασή του. Οι κοι­ νωνικοί και ηθικοί κήνσορες του Freud δεν έχουν ποτέ πλα­ νηθεί στις ύβρεις τους, ούτε και οι ασθενείς πλανιόνται, οι οποίοι διστάζουν, μερικές φορές όχι χωρίς λόγο, ν ’ αφεθούν στην ιδέα «μιας Αφροδίτης προσκολλημένης εξ ολοκλήρου στο θήραμά της». Πέρα από αυτή τους τη δράση, η οποία περιορίζεται σε ατομικά και παραπλανητικά αποτελέσματα σε σχέση με την απειρότητα ενός πολιτισμού σε πλήρη «δυσφορία», οι ψυχα­ ναλυτές δεν αγνοούν ότι οι δομές του ασυνείδητου και της φαντασίωσης είναι κατάλληλες για να εξελίσσονται μαζί με τις δομές της συναλλαγής και της οικογένειας. Αλλά, ακόμη και αν αυτοί είναι από ιδιοσυγκρασία λιγότερο σκεπτικιστές απ’ ό,τι ο Freud, ακόμη κι αν είναι περισσότερο εντυπωσια­ σμένοι ή παρασυρμένοι από τη γιγαντιαία μεταβολή ή (για να μιλήσουμε όπως ο Rank ή ο Ferenczi) από το γιγαντιαίο 61

τραύμα των σύγχρονων καιρών, όεν είναι λιγότερο αβέβαιοι όσον αφορά τις δυνατότητες να επηρεάσουν αυτή την εξέλι­ ξη, όσον αφορά το ρυθμό της, ακόμη και τον «απελευθερωτι­ κό» χαρακτήρα της.