146 34 5MB
Greek Pages 90 Year 2012
© Giulio Einaudi Editore, S.p.A., Turin 1957 © English translation William Collins Sons & Co. Ltd., 1959 All rights reserved. No part of this publication may be reproduced or transmitted in any form or by any means, electronic or mechanical, including photocopy, recording, or any information storage and retrieval system, without permission in writing from the publisher. Requests for permission to make copies of any part of the work should be mailed to: Permissions Department, Harcourt Brace & Company, 6277 Sea Harbor Drive, Orlando, Florida 32887-6777. Library of Congress Cataloging-in-Publication Data Calvino, Italo. The baron in the trees. Translation of Il barone rampante. “A Helen and Kurt Wolff book” I. Title. [PZ3.C13956Bar8] [PQ4809.A45] 853’.9’14 76-39704 ISBN 0-15-610680-9 (Harvest: pbk.) Printed in the United States of America OQRP
SWEENEY TODD
O ΦΟΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
SWEENEY TODD
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ Μία από τις επιστολές που έστειλε στην Αστυνομία του Λονδίνου ο περήφανος Τzακ ο Αντεροβγάλτης είχε ένα αυτοσχέδιο σκίτσο του. Σιόρα, γνωρίζουν πως ο διαστραφέντος δολοφόνος απλά είχε αντιγράψει το πορτρέτο του θρυλικού Σούνι Τοντ, όπως αφανιζόταν σ’ ένα δεκαεξασέλιδο ανάγνωσμα, που κυκλοφόρησε γύρω στα 1881 στο Λονδίνο. Ο Σουΐνι Τοντ, ο κουρέας που τάιζε µε το κρέας των πελατών του όλο το δικαστικό σύστηνα του Λονδίνου είναι πρόσωπο φανταστικό, αλλά όχι δηµιούργημα ενός ανθρώπου. Πρόκειται για «αστικό θρύλο», για διάδοση που πήρε µηθικές διαστάσεις στη φαντασία των «αθλίων» του Λονδίνου. Σε µια τεράστια πόλη, όπου τα σκοτεινά, υγρά και βρεφικά δρομάκια ήταν περισσότερα από τους µεγάλους φωτισμένους δρομους, τα ορφανά παιδιά περισσότερα από τα παιδιά µε γονείς, οι άστεγοι περισσότεροι από τους ανθρώπους που είχαν πού να µεύνουν και οι πόρνες περισσότερες από τις τιμιές κυρίες, ο Σούνι Τοντ λειτούργησε σαν σβόλο της εξαθλίωσης 7
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
του ανθρώπινου όντος. Καλά να δολοφονεί τους πελάτες του (στα ορφανοτροφεία και τα πτωχοκομεία δολοφονούνταν καθημερινά άμετρητοι άνθρωποι). Καλά να κλέβει τα θυματά του (κάθε Άγγλος επιχειρηματίας έκλεβε τους εργάτου). Αλλά να ψιλοκόβει τους νεκρούς και να τους δίνει στην εργένη του για να φτιάξει τις καλύτερες κρεατόπιτες του Λονδίνου, µε τις οποίες τρέφονταν όλοι οι εργαζόμενοι στα δικαστήρια και στα δικηγορικά γραφεία! Αυτό είναι καθαρή διαμαρτυρία. Διαμαρτυρία των ανθρώπων που µετέδιδαν -από στόφα σε στόφα- τον θρύλο. Αυτό που έκανε ο Σούνι Τοντ ήταν το ίδιο το σύστηνα. Και όντως έτσι ήταν. Γιατί ένας άλλος θρύλος -µε περισσότερες πιθανότητες να στηρίζεται σε πραγματικά γεγονότα αυτός- λέει πως στη διάρκεια του 150υ αιώνα, ένας άλλος δολοφόνος, ο Σάουνα Μπιλ, ζούσε σε µια παραθαλάσσια σπηλιά της Σκοτίας µε τη γυναίκα, τα παιδιά και τα άμετρητα εγγόνια τους, σκοτώνοντας και τρώγοντας τους περαστικούς. Όταν οι Αρχές βρήκαν πεταµένα µέλη των θανάτων (παστορίνα για την ακρίβεια) και κατάφεραν να συλλάβουν τους κανίβαλους, τους µετέφεραν στις τρυφερές φυλακές του Νιουγκέιτ και τους καταδίκασαν σε ... διαµελισµό! Τους έκοψαν κοµµάτια µπροστά στο συγκεντρωµένο πλήθος! Σε µια κοινωνία άκρως ανθρωποφάγα, ο θρυλικός κουρέας έγινε «διδακτικό» ή και «απολαυστικό» (µ’
εκείνον τον τρόπο που απολαµβάνει ο εξαθλιωµένος άνθρωπος τον θάνατο των άλλων) παραµύθι. Τα λαίκά περιοδικά του 190υ αιώνα συνέβαλαν στη «συστηµατοποίηση» του θρύλου, προσθέτοντας και τον απαραίτητο έρωτα. Και, αφού οι Άγγλοι είχαν πια πει¬σθεί πως ο Σουίνι Τοντ υπήρξε, πως τον έπιασαν, τον δίκασαν και τον κρέµασαν τον Ιανουάριο του 1802 (πράγµα που δεν αποδείχθηκε ποτέ), µετά το 1890, για κάµποσες δεκαετίες, ο κουρέας πέρασε στην σκιά του «γιατρού», του Τζακ του Αντεροβγάλτη, µε πραγµατικά θύµατα αυτήν τη φορά. Η µεγάλη οικονοµική και κοινωνική κρίση της δε¬καετίας του 1930, ίσως βοήθησε στην παραγωγή και την επιτυχία του κινηµατογραφικού έργου του George King, Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street, µε τον ηθοποιό Tod Slαughter στον οµώνυµο ρόλο. Το 1947, λίγο µετά τη λήξη του µεγάλου πολέµου, που έθρεψε µε σάρκα τη µάταια απωθηµένη θηριωδία του ανθρώπινου είδους, η ιστορία του Σουίνι Τοντ έγινε αλλεπάλληλες φορές θέατρο για την σκηνή και το ραδιόφωνο και σενάριο για φτηνές ταινίες. Όµως την αρτιότερη -από καλλιτεχνική άπoψη στην µορφή του, ο θρύλος του Τοντ την πήρε, όταν ο Άγγλος θεατρικός συγγραφέ¬ας Christopher Bond έγραψε το έργο Sweeney Todd (1973). Στη συγκεκριµένη εκδοχή,
8
9
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
το κίνητρο του κου¬ρέα δεν ήταν η απληστία. Ο ήρωας, που ονοµάζεται Benjαmin Bαrker, πέφτει θύµα δικαστικής απάτης, εξορίζεται στην Αυστραλία και όταν επιστρέφει -αφού εκτίσει την ποινή του- ανακαλύπτει πως ο δικαστής που ευθυνόταν για την καταστροφή της ζωής του, είχε βιάσει τη νεαρή γυναίκα του. Τότε ορκίζεται εκδίκηση. Η δεκαετία του ‘70 επέτρεψε να γίνει σαφές αυτό που ο λαός είχε υπονοήσει στον θρύλο: η περίφηµη Δικαιοσύνη είναι ένας µηχανισµός ανθρωποφαγίας! Το 1979, ο Stephen Sondheim και ο Hugh Wheeler δηµιούργησαν το µιούζικαλ Sweeney Todd: The Demon Barber of Fleet Street, που µέχρι το 1982 είχε περάσει στην τηλεόραση. Τέλος, ο Tίm Burton δηµιούργησε, το 2007, την ταινία Sweeney Todd: The Demon Barber ofFleet Street, µε πρωταγωνιστές τους Johnny Depp (Σουίνι Τοντ) και Helenα Bonhαm (Κυρία Λόβετ). Η ιστορία που βρίσκεται σε αυτό το βιβλίο, βρίσκεται στο δεκαεξασέλιδο ανάγνωσµα του 1881, από το οποίο είχε αντιγράψει ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης το υποτιθέµενο πορτρέτο του, και είναι µία από τις πρώτες γραπτές εκδοχές του θρύλου του Σουίνι Τοντ.
10
I
Α
κουστε! Δώδεκα ακριβώς σηµαίνει το ρολόι του Αγίου Ντάνσταν. Δεν προλαβαίνει ν’ ακουστεί ο τελευταίος χτύπος κι απλώνεται παντού ένας σαµατάς άνευ προηγουµένου. Τι ποδοβολητά, τι γέλια και φωνές, τι τρεχάµατα και µανούβρες και σπρωξιές! Τα κτήρια ξερνούν ένα απί¬στευτο πλήθος νέων και γέρων στην περιοχή που στε¬γάζονται τα περισσότερα δικηγορικά γραφεία του Λον¬δίνου, µα και τα ίδια τα δικαστήρια. Τι συµβαίνει; Μην έπιασε φωτιά; Μην πέφτει ξύλο τρικούβερτο κάπου; Μην έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια και βάλε; Γιατί τρελάθηκαν ξαφνικά οι υπηρέτες της δικαιοσύνης; Ούτε φωτιά έπιασε ούτε ξύλο τρικούβερτο πέφτει ούτε έγινε κάτι απ’ αυτά που γίνονται κάθε εκατό χρόνια 11
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
και βάλε. Το πράγµα είναι πολύ απλό και απόλυτα φυσιολογικό. Μεσηµέριασε κι όλοι τρέχουν να απολαύσουν τις πίτες της κυρίας Λόβετ. Ε, ναι, λοιπόν, αυτό είναι! Μπελ Γιαρντ και Κάρυ γωνία βρίσκεται ο φούρνος µε τις καλύτερες κρεατόπιτες από µοσχαρίσιο και χοιρινό στο Λονδίνο. Αριστοκράτες και παρακατιανοί, πλούσιοι και φτωχοί, όλοι τις προτιµούν. Γιατί η φήµη τους έχει απλωθεί παντού και δεν υπάρχει άνθρωπος στην πόλη που να µην ξέρει πως στις δώδεκα το µεσηµέρι βγαίνει η πρώτη ζεστή φουρνιά. Ω, µα τι πίτες είναι αυτές! Αµίµητο, αξεπέραστο το άρωµά τους! Αφράτη η ζύµη τους και ζουµερή, εξαίσια η γέµισή τους! Ο πάγκος στο κατάστηµα της κυρίας Λόβετ έχει σχήµα πετάλου και οι νεαροί κλητήρες κάθονται εκεί, περιµένοντας να βγουν οι λιχουδιές. Κουβεντιάζουν και αστειεύονται µεταξύ τους. Όσο για το αφεντικό ... Φανταστείτε ένα θηλυκό αφράτο, χυµώδες, χρυσοχέρικο και πάνω απ’ όλα νό¬στιµο σαν τις πίτες του. Βέβαια! Η κυρία Λόβετ ήταν όλα αυτά κι ακόµα περισσότερα. Δεν υπήρχε νέος και ακµαίος δικηγοράκος που να µην σκεφτόταν, τρώγο¬ντας την πίτα του, πως εκείνη η γλυκιά γυναίκα, που στεκόταν πίσω από τον πάγκο, την είχε φτιάξει ειδικά γι’ αυτόν και µοίρα καλή την είχε βάλει στα χέρια του. 12
13
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Μεγαλειώδης ήταν η αντικειµενικότητα, µαγευτι¬κή η λεπτότητα της καλλιτέχνιδος των γεύσεων, όταν µοίραζε χαµόγελα στους θαυµαστές της. Κανείς δεν θα έλεγε πως ήταν εντελώς αδιάφορη για το άτοµό του, ενώ παράλληλα κανείς δεν θα µπορούσε να ορκιστεί πως την είχε κατακτήσει. Δεν υπήρχε τίποτα κακό σ’ αυτό, αν και συχνά έφερνε σε πολύ δύσκολη θέση τους πελάτες, οι οποίοι θεωρούσαν πως όσο περισσότερες πίτες έτρωγαν τόσο περισσότερα χαµόγελα θα εξασφάλιζαν. Το ταµείο της φουρνάρισσας γέµιζε, καθώς οι επίδοξοι εραστές κινδύνευαν να αδειάσουν το περιεχόµενο των ασφυκτικά γεµάτων στοµαχιών τους µέσα στο κατάστηµα. Φυσικά, υπήρχαν κι εκείνοι που έβλεπαν το όλο ζήτηµα από φιλοσοφική άποψη: πήγαιναν εκεί γιατί τους άρεσαν οι πίτες. Δεκάρα δεν έδιναν για τη δηµιουργό τους. Οι συγκεκριµένοι δήλωναν πως το χαµόγελό της ήταν ψυχρό και βεβιασµένο, ένα σχήµα στα χείλη της αλλά τίποτα στην καρδιά της, το γνωστό χαµόγελο του χορευτή, ένα από τα πιο άχαρα πράγµατα σ’ αυτόν τον κόσµο. Ορισµένοι µάλιστα δεν δίστασαν να προχωρήσουν ακόµα περισσότερο. Ενώ αναγνώριζαν το γεγονός πως οι πίτες ήταν τέλειες και τις τιµούσαν καθηµερινά, ορκίζονταν πως η προσωπικότητα της κυρίας
Λόβετ είχε µια σκοτεινή πλευρά, πως µπορούσαν να διακρίνουν κάτι εξαιρετικά απωθητικό κάτω από τα κολακευτικά χαµόγελά της και πως, σε τελευταία ανάλυση, δεν ήταν παρά µια «διαβολογυναίκα», που αν την προκαλούσες θα είχες ν’ αντιµετωπίσεις ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Στις δώδεκα και πέντε ακριβώς, ο πάγκος του κα¬ταστήµατος της κυρίας Λόβετ ήταν γεµάτος και το αχνιστό άρωµα των πιτών απλωνόταν σε όλη την πε¬ριοχή, κάνοντας τους άστεγους ν’ αναστενάζουν. «Ρε συ, Τοµπάια», είπε ένας νεαρός, µπουκωµένος µε κρεατόπιτα, «πού εξαφανίστηκες όταν έφυγες από το γραφείο του κυρίου Σω; Μαύρα µάτια κάναµε να σε δούµε!» «Κοίτα να δεις», είπε ο Τοµπάια. «Πήγα λίγο πα¬ρακάτω. Αντί να µαδάω µαζί µε τον δικηγόρο τα µαλ¬λιά της κεφαλής του κοσµάκη, άρχισα να κουρεύω τα µαλλιά των δικηγόρων. Μια µικρή µε χοιρινό, κυρία Λόβετ! Αχ, πουθενά δεν βρίσκονται πίτες σαν κι αυ¬τές! Ε, µάγκα µου Κλιφτ;» «Μια χαρά είναι. Το ξέρουµε, Τοµπάια. Λοιπόν, αποφάσισες να γίνεις κουρέας;» «Ναι. Δουλεύω στο κουρείο του Σουίνι Τοντ, στην οδό Φλιτ, πίσω απ’ τον Άγιο Ντάνσταν». «Διάολος µεταµορφωµένος είσαι αδερφέ µου! Κοί¬τα, απόψε θα πάω σε µια γιορτή. Πρέπει να
14
15
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
ντυθώ κα¬λά και να ξυριστώ. Θα κάνω σεφτέ στο αφεντικό σου». Ο Τομπαια έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί του νεαρού κλητήρα: «Άσε καλύτερα!» Ύστερα έφερε το δάχτυλο στα χείλη -πράγµα που σήµαινε πως η κουβέντα του έπρεπε να µείνει µυστι¬κή- χαιρέτησε κι έφυγε βιαστικός για τη δουλειά του. Βρισκόταν ήδη µπροστά στο κουρείο, όταν νόµισε πως άκουσε µια πνιχτή κραυγή. Στην αρχή δίστασε, έκανε ένα ενστικτώδες βήµα προς τα πίσω, αλλά ύστερα από καλύτερη σκέψη πέρασε το κατώφλι και µπήκε ορµη¬τικά στο κατάστηµα. Το πρώτο πράγµα που τράβηξε την προσοχή του ήταν ένα καπέλο, αφηµένο στο τραπεζάκι της αναµονής. Το δεύτερο, ένα µπαστούνι µε χρυσή λαβή, ακριβώς δί¬πλα στο καπέλο. Η πολυθρόνα του κουρέα ήταν άδεια και το πρό¬σωπο του Σουίνι Τοντ είχε µιαν απίστευτα χυδαία έκ¬φραση. «Λοιπόν, Τοµπάια», είπε τρίβοντας τα χέρια, όταν είδε τον νεαρό υπάλληλό του, «δεν µπόρεσες ν’ αντισταθείς. Τις έφαγες πάλι τις πιτούλες σου». . Πώς το ξέρει; σκέφτηκε ο Τοµπάια. «Ναι, κύριε,
πέ¬ρασα από τον φούρνο, αλλά δεν έµεινα πολύ». «Άκου να δεις! Η µόνη δικαιολογία που µπορώ να δεχθώ για τις διαβολεµένες καθυστερήσεις σου είναι οι πίτες της κυρίας Λόβετ. Δεν είναι καταπληκτικές;» «Ν αι, κύριε, είναι. Αλλά, ξέρετε, κάποιος κύριος ξέ¬χασε εδώ το καπέλο και το µπαστούνι του». «Δίκιο έχεις», είπε ο Σουίνι Τοντ και, αρπάζοντας το µπαστούνι, τον χτύπησε τόσο δυνατά που τον πέταξε στο πάτωµα. «Μάθηµα δεύτερο Τοµπάια: δεν σχολιάζουµε ποτέ πράγµατα που δεν µας αφορούν. Μπορείς να σκέ¬φτεσαι ό,τι θέλεις, αλλά θα λες πάντα ό,τι θέλω εγώ». «Δεν αντέχω άλλο!» φώναξε το αγόρι. «Αν µε ξαναχτυπήσεις έτσι, θα σου δείξω εγώ, Σουίνι Τοντ. Θα ... » «Τι θα; Ξεχνάς τη µάνα σου;» «Λες πως έχεις στο χέρι τη µάνα µου, αλλά δεν κα¬ταλαβαίνω γιατί και δεν σε πιστεύω. Θα σε παρατήσω κι ό,τι θέλει ας γίνει. Θα πάω να µπαρκάρω, θα πάω όπου να ‘ναι. Μόνο να µην είµαι σ’ αυτό το µπουντρούµι». «Έτσι, ε; Τότε, αγόρι µου, πρέπει να σου εξηγήσω µερικά πράγµατα. Θα σου πω γιατί έχω στο χέρι τη µά¬να σου και µετά κάνε ό,τι θέλεις. Πέρσι τον χειµώνα, που χιόνιζε δεκαοχτώ βδοµάδες συνέχεια, εσύ κι η µά¬να σου σκυλοπεινούσατε. Τότε ήτανε
16
17
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
που την είχε πά¬ρει ο κύριος Kινγκ να του καθαρίσει το σπίτι. Καλός άνθρωπος, χρυσή καρδιά, αλλά και αυστηρός. Δεν συγ¬χώρησε ούτε θα συγχωρήσει ποτέ καµιά βροµοδουλειά». «Θυµάµαι», είπε ο Τοµπάια. «Δεν είχαµε να φάµε και χρωστούσαµε µια γκινέα για νοίκια. Αλλά η µητέ¬ρα βρήκε και τη δανείστηκε και ξεχρεώσαµε». «‘Έτσι σου είπανε; Όντως τα νοίκια πληρώθηκαν, αλλά η γκινέα δεν ήταν δανεική. Αν θες να ξέρεις, η µάνα σου έκλεψε ένα ασηµένιο κηροπήγιο από το σπί¬τι του καλού ανθρώπου. Το ξέρω. Μπορώ να το απο¬δείξω. Σκέψου το, Τοµπάια, και συµµαζέψου, αγόρι µου!» Λυπηθείτε µας», είπε το αγόρι. «Θα την εκτελέσoυvε!» «Θα την εκτελέσουνε!» ούρλιαξε ο Σουίνι Τοντ. «Σί¬γουρα θα την εκτελέσουνε. Να είσαι βέβαιος. Θα την κρεµάσουνε. Στην κρεµάλα θα τελειώσει, ακούς; Σκέψου, λοιπόν, πως αν µε αναγκάσεις να το ξαναθυµηθώ, θα γίνεις φονιάς της µάνας σου. Γιατί, σου το λέω, δεν θα περιµένω να τη δικάσουν. Θα αντικαταστήσω εγώ ο ίδιος τον δήµιο και θα την καθαρίσω την ίδια στιγµή». «‘Όχι, όχι τέτοιο πράγµα!» «Δεν σ’ αρέσει, ε; Δεν σε βολεύει. Τότε βούλωσέ το και δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Μην µε αναγκά¬σεις να κάνω τέτοια πράξη. Δεν θέλω να γίνω φονιάς». «Δεν θα πω τίποτα. Δεν θα πω τίποτα».
«Έτσι µπράβο! Τώρα πάρε το καπέλο και το µπα¬στούνι και βάλε τα στο ντουλάπι. Εγώ θα λείψω για λί¬γο. Αν έρθει κανείς, πες του πως λείπω και πως θα γυ¬ρίσω σε µια ώρα. Και τον νου σου στο µαγαζί».
18
19
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Την ιδια ωρα που διαδραµατιζόταν η παραπάνω σκηνή, ένας ψηλός, γεροδεµένος και αριστοκρατικός άνδρας έκανε την εµφάνισή του στην οδό Φλιτ, ακο¬λουθούµενος από ένα τεράστιο λυκόσκυλο. Ξαφνικά, σταµάτησε µπροστά στο κουρείο, είπε κάτι στον σκύ¬λο του, που κάθισε ήσυχα ήσυχα δίπλα στην πόρτα, και µπήκε µέσα. Ο υποπλοίαρχος Θόρνχιλ -έτσι έλε¬γαν τον περαστικό- ήταν γενναίος άνθρωπος. Αλλά όσο γεwαίος κι αν ήταν δεν µπόρεσε να µην νιώσει κάτι δυσοίωνο να σέρνεται βαθιά µέσα στα σπλάχνα του, όταν αντίκρισε το πρόσωπο του κουρέα, που ετοιµαζόταν να χτυπήσει για δεύτερη φορά το τροµαγµένο αγόρι. Ο Σουίνι Τοντ αντιλήφθηκε την παρουσία του υποψήφιου πελάτη και η αιµοβόρα έκφραση του προσώπου του
µαλάκωσε στην στιγµή, για να µεταβληθεί σ’ ένα προσποιητό χαµόγελο. «Θέλετε ξύρισµα, κύριε. Αµέσως. Χίλια συγνώµη για την ακαταστασία! Προσπαθούσα να µάθω σ’ αυτό το άτακτο αγόρι πως δεν θα προκόψει αν δεν γίνει ερ¬γατικός σαν κι εµένα, κι αν δεν διαβάζει καθηµερινά τη Βίβλο. Περάστε, κύριε, καθίστε!» Ο Θόρνχιλ κάθισε στην καρέκλα του κουρέα και ο Τοντ άρχισε ν’ ακονίζει το ξυράφι του, καρφώνοντας το φιδίσιο βλέµµα του στη µορφή του πελάτη του. «Μα, δεν µου λέτε, κύριε», είπε ο µπαρµπέρης µ’ ένα ψόφιο χαµόγελο, «πάντα έτσι µελαψός είστε ή ... » «Όχι», τον διέκοψε ο Θόρνχιλ. «Ήµουν στην Ινδία. Μόλις έφτασα. Με την ευκαιρία, γνωρίζετε µήπως κά¬ποιον Όκλι, κατασκευαστή γυαλιών µυωπίας; Μου εί¬παν πως µένει κάπου εδώ γύρω. Πρέπει να παραδώσω ένα µικρό πακέτο σε κάποιον της οικογενείας του». Τα µάτια του Σουίνι έλαµψαν. «Είστε πολύ τυχερός, κύριε! Γνωρίζω πού µένει ο Όκλι. Έχει ένα µικρό κατάστηµα µε δύο βιτρίνες στην οδό Φό¬ρε», είπε και ύστερα, γυρίζοντας προς το αγόρι: «Συγνώµη, καλέ µου Τοµπάια, το ξέχασα εντε-
20
21
II
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
λώς. Πάρε, αγόρι µου, δύο πένες και πήγαινε στο κατάστ笵α της κυρίας Λόβετ να φας δύο από εκείνες τις πίτες που σου αρέσουν. Με την ησυχία σου. Έχεις µισή ώρα καιρό». Το αγόρι έγινε καπνός. Ο Θόρνχιλ θύµισε στον Τοντ πως είχε πάει εκεί για να ξυριστεί. «Μα βέβαια, κύριε. Σε λίγο θα σας έχω τελειώσει εντελώς! Όµως τα γένια σας έχουν µακρύνει πολύ. Μια στιγµή να φέρω ένα άλλο ξυράφι». Ο µπαρµπέρης µπήκε στο µικρό ιδιαίτερο, όπου φύλαγε τα εργαλεία της δουλειάς του. Ένα ελαφρό τρίξιµο ακούστηκε και ... ... η καρέκλα ήταν άδεια. Ο Θόρνχιλ είχε εξαφανιστεί. Ακολούθησαν σπασµωδικά γαυγίσµατα και ξυσί¬µατα στην πόρτα. Ο Τοντ παραµέρισε τα κουρτινάκια, έχωσε την αηδιαστική µούρη του στο άνοιγµα και εί¬δε το σκυλί να δείχνει τα δόντια και τα νύχια του. Άρπαξε ένα ρόπαλο και άνοιξε για να δώσει ένα καλό µάθηµα στο ανήσυχο ζώο. Δεν πρόλαβε. Ο πιστός φί¬λος τού Θόρνχιλ εισέβαλε στο κουρείο. Αφού οσµίστηκε κάθε γωνιά, την προσοχή του τράβηξε το καπέλο του αφεντικού του, αφηµένο στο 22
23
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
τραπεζά¬κι της αναµονής. Ο χυδαίος µπαρµπέρης δεν µπόρεσε ν’ αντιδράσει ούτε κι αυτήν τη φορά. Απλά είδε το ζώο ν’ αρπάζει στο στόµα του το αποµεινάρι του κυρίου του και να σαλτάρει στον δρόµο.
III
Ο
ι πρωτες ακτινες του πρωινού έλουζαν τα κατάρτια, τα σχοινιά και τα πανιά ενός στολίσκου αραγµένου στον Τάµεση. Στο καλκάνι ενός µεγάλου εµπορικού, που έκανε δροµολόγια στον Ινδικό Ωκεανό, βρίσκονταν δύο άνδρες. Ο ένας ήταν ο καπετάνιος και ο άλλος επιβάτης, ο συνταγµατάρχης Τζέφρι, που θα αναχωρούσε το ίδιο πρωί. Είχαν πιάσει από νωρίς την κουβέντα και ο καπετάνιος, σκιάζοντας µε το χέρι τα µάτια του για να επιθεωρήσει την επιφάνεια του ποταµού, απάντησε στην παρατήρηση που είχε κάνει µόλις πριν λίγο ο συνοµιλητής του: «Έχω έτοιµη τη βάρκα» θα την στείλω στην προβλήτα µόλις φανεί ο υποπλοίαρχος Θόρνχιλ. Τον αποκαλώ υποπλοίαρχο, παρόλο που δεν έχω το δικαίωµα. Υπηρέτησε όµως στο Βασιλικό Ναυτικό, 24
25
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
άσχετα αν τον έδιωξαν επειδή επιτέθηκε σε ανώτερό του». «Το Σώµα έχασε έναν εξαίρετο αξιωµατικό», είπε ο άλλος. «Όντως. Απορώ όµως γιατί δεν γύρισε ακόµα. Έφυγε εχθές το βράδυ και είπε πως θα πήγαινε να αναζητήσει κάποιον στο Τεµπλ. Ύστερα θα ρύθµιζε µερικές υποθέσεις του στο κέντρο της πόλης και θα επέστρεφε». «Όπου να ‘ναι καταφθάνει», είπε ο άλλος. «Πώς το ξέρετε;» «Βλέπω τον σκύλο του. Κοιτάξτε εκεί, έρχεται κολυµπώντας στο πλοίο». «Απίστευτο! Τον βλέπω, αλλά ο Θόρνχιλ δεν είναι πουθενά. Ούτε βάρκα φαίνεται στο νερό. Δεν ξέρω τι να υποθέσω. Κάτι µου λέει πως θα έχουµε άσχηµα µα¬ντάτα. Το σκυλί δείχνει ανήσυχο». Ύστερα φώναξε στο πλήρωµα: «Δώστε κάποιος ένα χέρι στο σκυλί του κυρίου Θόρνχιλ». Κοίταξε µε έκπληξη το ζώο που αγωνιζόταν να φτάσει στο πλοίο και γύρισε πάλι στον συνοµιλητή του: «Δεν το πιστεύω! Έχει στο στόµα του ένα καπέλο». Το σκυλί διπλάρωσε την πρύµνη και µόλις οι ναύτες το τράβηξαν απάνω σωριάστηκε σε αθλία κατάσταση στο κατάστρωµα, χωρίς ν’ αφήσει το καπέλο. 26
27
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Οι άνδρες κοιτάχτηκαν ανήσυχοι και σκέφτηκαν όλοι µαζί το ίδιο πράγµα που είχε σκεφτεί πριν από µερικά λεπτά ο καπετάνιος τους: κάτι κακό είχε συµβεί στον υποπλοίαρχο. «Τι έγινε;» είπε ο καπετάνιος. «Δεν θέλω ούτε να το σκέφτοµαι. Αυτό είναι το καπέλο του Θόρνχιλ κι αυ¬τός είναι ο Έκτωρ. Τι σηµαίνουν όλα αυτά; Δώστε φαί και νερό στο ζωντανό. Δεν βλέπετε πως ξεψυχάει;» Το σκυλί άφησε το καπέλο, κατασπάραξε λαίµαρ¬γα το φαί που του έβαλαν µπροστά του, ξαναπήρε στα δόντια του ό,τι είχε αποµείνει από το αφεντικό του, πή¬γε σε µια γωνιά κι άρχισε να γρυλίζει σπαρακτικά. Ξαφνικά, άφησε κάτω το καπέλο, πλησίασε τον κα¬πετάνιο και άρχισε να τον τραβάει από το πανωφόρι. «Καταλάβατε τώρα;» είπε εκείνος στον ταξιδιώτη. «Μα την πίστη µου, κάτι κακό έπαθε ο Θόρνχιλ. Κάπου θέλει να µε πάει το σκυλί». «‘Ετσι νοµίζω κι εγώ. Η συµπεριφορά του σκυλιούµόνο προειδοποίηση µπορεί να είναι. Αν σκοπεύετε να το ακολουθήσετε θα έρθω µαζί σας. Το ζώο είναι πολύ ανήσυχο. Ίσως έχουµε να κάνουµε µε κάτι πολύ επικίνδυνο». Ο καπετάνιος είπε να ρίξουν µια βάρκα µε τέσσερις ψυχωµένους ναύτες, για να πάνε µέχρι την προβλήτα του Τεµπλ. Όταν το σκυλί διαπίστωσε
πως είχαν πάρει τη σωστή κατεύθυνση, ξάπλωσε ικανοποιηµένο στα σανίδια της βάρκας και έκλεισε τα µάτια, προφανώς προ¬σπαθώντας να αναλάβει τις δυνάµεις που είχε σκορπί¬σει στην αγωνιά)δη θαλάσσια πορεία του. Όταν έφτασαν στην προβλήτα, το σκυλί, που µέχρι εκείνη την ώρα φαινόταν βυθισµένο στον ύπνο, τινά¬χτηκε απότοµα, πήρε στο στόµα το καπέλο, σαλτάρι¬σε στην στεριά και άρχισε να κατευθύνεται γρήγορα προς το Τεµπλ. Ο καπετάνιος και ο συνταγµατάρχης το ακολούθησαν τρέχοντας. Το ζώο πέρασε την παλιά αψίδα, ακολουθώντας µε αξιοθαύµαστη ακρίβεια τη µοιραία πορεία του αφεντικού του, όρµισε στην οδό Φλιτ και πήγε να σταθεί µπροστά στο κουρείο του Σουίνι Τοντ, γρυλίζοντας. Το γεγονός έκανε µεγάλη εντύπωση στους δύο άνδρες, που το ακολουθούσαν και άρχισαν να κουβεντιάζουν για τις επόµενες κινήσεις τους. Ξαφνικά, η πόρτα του καταστήµατος άνοιξε και πρόβαλε ο Τοντ µε µια σιδερόβεργα στο χέρι. Επιχείρησε να χτυπήσει το σκυλί, µα εκείνο τον απέφυγε επιδέξια και του ρίχτηκε. Ωστόσο ο κουρέας είχε προλάβει να κλειστεί µέσα. «Αυτό πρέπει να το ερευνήσουµε», είπε ο καπετάνιος. «Φαίνεται πως ο κουρέας και το σκυλί δεν συµπαθιούνται ιδιαί¬τερα». Προσπάθησαν να µπουν στο κουρείο, µα η πόρτα
28
29
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
ήταν κλειδωµένη από µέσα και, µετά από κάµποσα ηχηρά χτυπήµατα, ο Τοντ ακούστηκε να φωνάζει: «Όσο είναι αυτό το σκυλί απέξω, δεν πρόκειται ν’ ανοίξω. Πάρτε το, είναι παλαβό ή µε µισεί. Δεν ξέρω τι του συµβαίνει και ούτε µε νοιάζει. Το µόνο που θέλω είναι να µην το ξαναδώ». «Το σκυλί το αναλαµβάνω εγώ», είπε ο καπετάνιος. «Δεν πρόκειται να σε πειράξει. Άνοιξε την πόρτα αµέ¬σως, γιατί θα την ανοίξουµε εµείς!» «Σε πιστεύω», είπε ο Σουίνι Τοντ. «Κοίταξε όµως µην µου κάνεις καµιά λαδιά, γιατί θα προστατέψω µό¬νος µου τον εαυτό µου. Θα το σκοτώσω. Αν το θέλεις ζωντανό, να το κρατήσεις γερά». Ο καπετάνιος καθησύχασε, όσο µπορούσε, τον Έκτορα, έβγαλε ένα µεγάλο µεταξωτό µαντίλι, το έδεσε στον λαιµό του ζώου και έπιασε γερά την ελεύθερη άκρη του. Την ίδια στιγµή, ο Τοντ -που φαίνεται πως είδε την κίνηση του ναυτικού- άνοιξε την πόρτα και άφησε τους επισκέπτες του να περάσουν. «Λοιπόν, κύριοι, ξύρισµα ή κούρεµα; Είµαι στη διάθεσή σας. Με ποιον θ’ αρχίσω;» Το σκυλί δεν έπαιρνε από πάνω του το βλέµµα του και γρύλιζε συνεχώς. «Αυτό το σκυλί, άνθρωπέ µου», είπε ο καπετάνιος, «είναι πολύ ήσυχο και έξυπνο. Δεν µπορώ να ξέρω γιατί συµπεριφέρεται έτσι, αλλά η αλήθεια
είναι πως ανήκει σε κάποιον φίλο µας που εξαφανίστηκε». «Αλήθεια;» είπε ο Τοντ. «Τοµπάια! Τοµπάια!» «Ορίστε, κύριε». «Τρέχα στου κυρίου Φίλιπς, στην οδό Κάτητον, και πάρε µου έξι πένες σύκα. Κι όταν γυρίσεις, προσπάθησε να θυµηθείς τι σου έµαθα χθες». «Ναι», είπε το αγόρι ανατριχιάζοντας -γιατί φοβόταν τον κουρέα µετά από την αυστηρή πειθαρχία που του επέβαλε την προηγουµένη- και έσπευσε να εξαφανιστεί. «Λοιπόν, κύριοι», είπε ο Τοντ, «σε τι θα µπορούσα να σας εξυπηρετήσω;» «Θέλουµε να ξέρουµε αν πέρασε αποδώ κάποιος που να έµοιαζε µε αξιωµατικό του Ναυτικού». «Βέβαια, ένας καλοστεκούµενος, µαυρισµένος από τον ήλιο άνδρας µε γαλανά µάτια και µάλλον ξανθά µαλλιά». «Ναι, ναι! Αυτός είναι!» «Ε, τότε να είστε σίγουροι πως πέρασε αποδώ και τον ξύρισα, τον κανόνισα στο άψε σβήσε». «Τι εννοείς τον ‘κανόνισες’;» «Τον ξεσκόνισα, τον νοικοκύρεψα λιγάκι. Είπε πως θα πήγαινε στο κέντρο και µε ρώτησε πού µένει ο κύ¬ριος Όκλι, ένας κατασκευαστής γυαλιών µυωπίας. Του έδωσα τη διεύθυνση και έφυγε». «Το σκυλί αυτό ήταν µαζί του;»
30
31
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
«Είχε έναν σκύλο, αλλά δεν µπορώ να ξέρω αν ήταν αυτός». «Αυτά µόνο έχεις να µας πεις;» «Αυτά και να είστε σίγουροι πως µεγαλύτερες αλήθειες δεν έχετε ακούσει ποτέ», είπε ο Σουίνι Τοντ, ακονίζοντας αργά το ξυράφι του πάνω στο σκληρό µπράτσο του. Έδειχνε στριµωγµένος, γι’ αυτό ο καπετάνιος αντάλλαξε µιαν επίµονη µατιά µε τον συνταγµατάρχη Τζέφρι. Σε όλη τη διάρκεια του σύντοµου αυτού διαλόγου, ο σκύλος παρατηρούσε τις εκφράσεις τους και τους διέ¬κοπτε κάθε τόσο, κλαψουρίζοντας πολύ παράξενα. «Λοιπόν, αυτά ξέρω», είπε ο κουρέας. «Πάρτε τώρα αυτό το θηρίο και φύγετε, αλλιώς θα το σκοτώσω. Δεν µου αρέσουν τα σκυλιά, σας προειδοποίησα. Κρατήστε το µακριά µου». «Είπες πως έδωσες στον ναυτικό που ήρθε τη δι¬εύθυνση κάποιου Όκλι, που κατασκευάζει γυαλιά µυω¬πίας. Συµβαίνει να ξέρουµε πως θα τον συναντούσε για κάποια υπόθεσή τους. Θα πάµε τώρα εκεί και θα δια¬πιστώσουµε αν έφτασε ποτέ». «Είναι στην οδό Φόρε, θα το βρείτε εύκολα». Το σκυλί, όταν κατάλαβε πως οι συνοδοί του σκόπευαν να φύγουν, αγρίεψε και µόνο µετά από µια µικρή πάλη κατάφεραν να το βγάλουν από το κουρείο, αλλά τελικά τους ξέφυγε και ξάπλωσε µπρο-
στά στην πόρτα, ουρλιάζοντας σπαρακτικά. Δεν είχαν άλλη λύση παρά να το αφήσουν εκεί και να το πάρουν µαζί τους στην επιστροφή. Ξεκίνησαν την ώρα ακριβώς που άρχισαν να µαζεύονται οι περίεργοι, ερεθισµένοι από τις φωνές του ζώου. Όταν έφτασαν στο κατάστηµα του κατασκευαστή γυαλιών µυωπίας, σταµάτησαν. Ξαφνικά, σκέφτηκαν πως ο κύριος Θόρνχιλ είχε αυστηρά προσωπικές δοσοληψίες µε τον κύριο Όκλι και πως δεν θα ήταν καθόλου διακριτικό να χώσουν τη µύτη τους, την στιγµή µάλιστα που η δεσποινίς Όκλι -η οποία ήταν τελικά το αντικείµενο εκείνης της συνάντησης- δεν θα έπρεπε να ανησυχήσει. «Ας µην βιαζόµαστε τόσο», είπε ο συνταγµατάρχης. «Μα τι θέλετε να κάνω; Είναι ανάγκη να σαλπάρω απόψε. Πρέπει να περάσω πρώτα από το Λίβερπουλ». «Δεν χρειάζεται να ενοχλήσετε τον κύριο Όκλι. Αφήστε εµένα να ερευνήσω το ζήτηµα διακριτικά». «Η ανησυχία µου για την τύχη του κυρίου Θόρνχιλ δεν µου το επιτρέπει, αλλά τελικά θα ενδώσω». Έτσι, αποφάσισαν να επιστρέψουν. Ο Έκτωρ δεν είχε κάνει βήµα από την πόρτα του κουρείου. Καθόταν εκεί, µε το καπέλο του κυρίου του αφηµένο δίπλα, και έδειχνε δυο σειρές απειλητικά δό¬ντια σε όποιον εκδήλωνε την παραµικρή
32
33
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
πρόθεση να το αγγίξει. Όσο για τον κουρέα, είχε σκυλιάσει από το κακό του. Δεν τολµούσε ν’ ανοίξει την πόρτα, γιατί ήξερε πως το σκυλί θα εισέβαλε αµέσως στο κατάστηµα. Άφηνε τους πελάτες να του φύγουν, αλλά τουλάχιστον ήταν ασφαλής. Η κατάσταση αυτή ανατράπηκε, αρχικά όταν επέστρεψε ο Τοµπάια µε τα σύκα. Ο Έκτωρ του επέτρεψε να µπει, χωρίς να επιχειρήσει να εισβάλει στο κουρείο. Κάτι ήταν κι αυτό, αλλά αργά ή γρήγορα ο κουρέας θα υποχρεωνόταν να βγει από το κατάστηµα του και τότε ... Εν πάση περιπτώσει, η µόνη µέθοδος για να διαπι¬στώσει τις συνέπειες ήταν να δοκιµάσει. Γι’ αυτό, σε λίγο πήρε την απόφαση. Θα έβγαινε την ώρα που περ¬νούσε πολύς κόσµος απέξω, ώστε αν το σκυλί τού χ鬵ούσε να είχε µάρτυρες. Φυσικά, σκόπευε να χρησ鬵οποιήσει βία. Του πήρε κάµποση ώρα για να βρει το απαραίτητο κουράγιο να πραγµατοποιήσει την αναγκαστική έξο¬δο. Στο τέλος, πήγε προς την πόρτα, µουρµουρίζοντας κατάρες πίσω από τα σφιγµένα δόντια του. Στο χέρι του κρατούσε ένα µεγάλο µαχαίρι, που του φάνηκε κα¬ταλληλότερο από τη σιδερόβεργα που χρησιµοποίησε προηγουµένως. «Δεν κάνει πως µου χιµάει!» µονολόγησε. «Πρα㬵ατικά, θέλω να µου χιµήξει!»
Ο Τοµπάια τον άκουσε και τόλµησε να του πει, ευ¬χόµενος ενδόµυχα να τον κατασπαράξει το σκυλί: «Αχ, καλό µου αφεντικό, είναι σίγουρο πως δεν θέ¬λετε να σας χιµήξει!» «Και πού ξέρεις εσύ τι θέλω και τι δεν θέλω;» ήρθε η τροµερή απάντηση. «Για κάτσε καλά, Τοµπάια, µην ξεσπάσω πάνω σ’ εσένα και στη µάνα σου! Ακούς;» Το παιδί λούφαξε στη γωνιά του. Κάθε αναφορά του Σουίνι στη µητέρα του το τροµοκρατούσε. Ο κουρέας άνοιξε την πόρτα προσεκτικά. Άγνωστο γιατί, ο Έκτωρ όχι µόνο δεν του επιτέθηκε, αλλά τον κοίταξε κατάµατα µε σπαραξικάρδιο τρόπο. Ύστερα, κλαψούρισε, σαν να έλεγε: «Δώσ’ µου το αφεντικό µου και σου συγχωρώ όλα όσα έκανες. Δώσ’ µου πί¬σω το αγαπηµένο µου αφεντικό κι εγώ δεν πρόκειται να σου ξαναχιµήξω». Η έκφραση του δύστυχου σκυλιού έλεγε πράγµα¬τα που καµιά λέξη δεν θα µπορούσε να εκφράσει. Αυτό ήταν το µόνο που δεν περίµενε ο Σουίνι Το¬ντ. Ζητούσε µια πρόφαση για να ξεσπάσει την οργή του, αλλά τώρα, βλέποντας τα πρόσωπα των περαστικών, καταλάβαινε πως δεν θα ήταν δα το πιο µετρηµένο πρά㬵α στον κόσµο να χτυπήσει το ζώο.
34
35
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
«Πού είναι το αφεντικό του σκυλιού;» ρώτησε κά¬ποιος. «‘Έλα ντε;» είπε ο Τοντ. «Δεν θα µου έκανε εντύ¬πωση να τον κουτούπωσαν πουθενά!» «Εσύ τον κουτούπωσες, παλιοµπαρµπέρη!» φώνα¬ξε ένα αγόρι. «Έτσι λέει το σκυλί». Όλοι ξέσπασαν σε γέλια, αλλά ο κουρέας βρισκό¬ταν το δίχως άλλο σε πολύ δύσκολη θέση. «Έτσι λέει;» είπε απότοµα. «Τότε δεν ξέρει τι λέει». Δεν ήθελε σε καµία περίπτωση να τσακωθεί µε τον κόσµο. Γι’ αυτό ξαναµπήκε στο κουρείο, κάθισε σε µια γωνιά µε τα µάτια καρφωµένα στην κλειστή πόρ¬τα, και το πρόσωπό του πήρε µιαν απαίσια έκφραση, που θα έλεγε κανείς πως αν
36
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
IV Σ’ ενα συγυρισμενο σαλονάκι, στο πίσω µέρος του καταστήµατος του κυρίου Όκλι, καθόταν ο ιδιο¬κτήτης και η όµορφη κόρη του, η Τζοάνα. Η συζήτη¬σή τους περιστρεφόταν γύρω από ένα θέµα εξαιρετι¬κά οδυνηρό. «Καλέ µου πατέρα», είπε το κορίτσι, «παρηγορή¬στε µε, σας παρακαλώ. Ξέρω πως µπορώ να σας ανοί¬ξω την καρδιά µου, χωρίς να µε κατηγορήσετε. Ένα πλοίο από την Ινδία έφτασε χθες στον Τάµεση, ένα εµπορι¬κό πλοίο που το συνόδευαν όλες οι ελπίδες και οι φό¬βοι µου. Η σηµερινή µέρα ήταν πραγµατική κόλαση για µένα. Ούτε όταν αποχωρίστηκα τον αγαπηµένο µου, τον Μαρκ Ίντζεστρι, πριν από δύο χρόνια, δεν εί¬χα τόση αγωνία. Τι θα γίνω αν αντικρίσω το φως της µέρας να χάνεται και τη νύχτα να σέρνει τα σκοτεινά της βήµατα στους 37
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
δρόµους του Λονδίνου, χωρίς να έχω το παραµικρό νέο από αυτόν». Ο πατέρας της προσπάθησε να την παρηγορήσει, όµως εκείνη εξακολούθησε να χύνει τα πιο πικρά δά¬κρυα, καθώς η τρυφερή καρδιά της περνούσε το αβυσ¬σαλέο µαρτύριο της εγκατάλειψης. Την ίδια στιγµή, µπήκε στο δωµάτιο η µητέρα της. «Πραγµατικά, Τζοάνα», ψιθύρισε η κυρία Όκλι σχεδόν συνοµωτικά, «φαίνεσαι άρρωστη και εξαιρετι¬κά χλοµή. Πρέπει οπωσδήποτε να µιλήσω στον κύριο Λουπέν για την κατάστασή σου». «Ο κύριος Λουπέν, αγαπητή µου», διέκοψε ο κα¬τασκευαστής γυαλιών µυωπίας, «µπορεί να είναι άψο¬γος στην εκτέλεση των καθηκόντων του ως εφηµέ¬ριος, ωστόσο δεν µπορώ να καταλάβω πώς µπορεί να βοηθήσει την Τζοάνα να ξεπεράσει τη χλοµάδα της». «Ένας άνθρωπος του Θεού, κύριε Όκλι, µπορεί να βοηθήσει τους πάντες στα πάντα». «Ένα τέτοιο άτοµο θα πρέπει να είναι η πιο βαρε¬τή ανθρώπινη ύπαρξη πάνω στον κόσµο και, φυσικά, δεν απορώ που ένα σωρό άνθρωποι τον πέταξαν κλο¬τσηδόν από το σπίτι τους, όπως ψιθυρίζεται». «Ακόµα κι αν τα πράγµατα έχουν έτσι, κύριε Όκλι, σε διαβεβαιώνω πως είναι τιµή του. Ο κύριος Λουπέν θέλει να υποφέρει για την πίστη του. Είµαι 38
39
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
βέβαιη πως η ανακήρυξή του σε µάρτυρα θα του έδινε βαθιά ικα¬νοποίηση µε όλα αυτά τα δεινά που υποφέρει». «Αγαπητή µου, σε διαβεβαιώνω κι εγώ µε τη σει¬ρά µου πως η ικανοποίηση που θα δοκίµαζε ο κύριος Λουπέν µε την ανακήρυξή του σε µάρτυρα δεν πλη¬σιάζει ούτε στο ελάχιστο την αγαλλίαση που θα ένιω¬θα εγώ σ’ αυτήν την περίπτωση». «Καταλαβαίνω τον υπαινιγµό σου, κύριε Όκλι. Η αγιό¬τητα αυτού του ανθρώπου σε εξωθεί να τον δολοφο¬νήσεις µε τα ίδια σου τα χέρια. Εµπρός, λοιπόν, ξέσπασε το µένος σου πάνω από το τραπέζι όπου πήρες το πρω¬ινό σου, γιατί δεν θα τολµήσεις να του πεις κουβέντα καταπρόσωπο το απόγευµα που θα έρθει για τσάι». «Για τσάι, κυρία Όκλι! Δεν σε προειδοποίησα επα¬νειληµµένως πως δεν θέλω αυτόν τον άνθρωπο στο σπί¬τι µου;» «Κι εγώ δεν σε προειδοποίησα, κύριε Όκλι, τις δι¬πλάσιες φορές µάλιστα, πως θα τον καλέσω κάποια απ’ αυτές τις µέρες στο σπίτι µας για τσάι; Από την στιγ¬µή που του απηύθυνα πρόσκληση, η αποψινή µας συ¬νάντηση θεωρείται αµετάκλητη». «Ωστόσο, κυρία Όκλι ... » Στο σηµείο αυτό, η Τζοάνα, άφησε τους γονείς της να διευθετήσουν µόνοι τους τις διαφορές τους, απο¬σύρθηκε στο δωµάτιό της, κάθισε δίπλα στο
παράθυ¬ρο και άρχισε ν’ ατενίζει αδιάφορα τον δρόµο. Ξαφνικά, διέκρινε έναν ξένο να στέκεται στο αντι¬κρινό πεζοδρόµιο και να ρίχνει έντονες, διερευνητικές µατιές προς το µέρος της. Μόλις τα βλέµµατά τους συναντήθηκαν, ο άντρας πέρασε απέναντι και πέταξε κάτι στο µπαλκόνι του πρώτου ορόφου. Ύστερα, χαιρέτησε -φέρνοντας το χέ¬ρι στο κασκέτο του- και εξαφανίστηκε αστραπιαία. Η πρώτη σκέψη που πέρασε από το µυαλό της Τζο¬άνας ήταν πως ο άγνωστος επρόκειτο για αγγελιαφό¬ρο του άντρα για τον οποίο η νεαρή γυναίκα έτρεφε, τα τελευταία δύο χρόνια, τα πιο βαθιά και έντονα συ¬ναισθήµατα. Δεν ήταν άξια απορίας, συνεπώς, η ορµή µε την οποία ξεχύθηκε στην σκάλα, για να κατέβει στο µπαλκόνι και να διαπιστώσει µε τα ίδια της τα µάτια την αλήθεια των εικασιών της, ψελλίζοντας, ταυτόχρονα, το όνοµα του Μαρκ Ίντζεστρι. Μόλις έφτασε στο µπαλκόνι, βρήκε ένα κοµµάτι χαρ¬τί τυλιγµένο γύρω από µια πέτρα, ώστε το σηµείωµα ν’ αποκτήσει το απαιτούµενο βάρος για να φτάσει σί¬γουρα στον προορισµό του. Με τρεµάµενα από την αγω¬νία χέρια, το κορίτσι ξεδίπλωσε το χαρτί και διάβασε: «Αν θέλετε να µάθετε νέα του Μαρκ Ιντζεστρι,
40
41
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
ελάτε στο Τεµπλ µιαν ώρα πριν το ηλιοβασίλεµα. Μην φοβηθείτε να µΙλήσετε στον άντρα µε το λευκό τριαντάφυλλο». «Είναι ζωντανός! Είναι ζωντανος!» κραύγασε. «Εί¬ναι ζωντανός και η χαρά ανθίζει πάλι στην καρδιά µου. Ω Θεέ µου, είναι αυγή και λιακάδα. Πού χάθηκαν τα ζοφερά µεσάνυχτα της απελπισίας µου; Ο Μαρκ Ίντζε¬στρι είναι ζωντανός κι εγώ θα γίνω πάλι ευτυχισµένη». Προσπάθησε να καταπιαστεί µε κάθε λογής µι¬κροδουλειές τις επόµενες ώρες της αγωνίας της, άλλοτε πετυχαίνοντας να ξεχάσει το ανυπόφορο χρονικό διά¬στηµα που απέµενε ώσπου να δύσει ο ήλιος, και άλ¬λοτε νιώθοντας δέκα φορές βαρύτερο το φορτίο κάθε λεπτού. Υποσχέθηκε στον εαυτό της πως θα βρισκόταν στο Τεµπλ δύο ώρες πριν από το ηλιοβασίλεµα και κράτη¬σε τον λόγο της. Με µιαν έκφραση ευτυχίας ζωγραφι¬σµένη στο πρόσωπό της -µιαν έκφραση που µάταια έψα¬χνε να βρει διέξοδο στην όψη της εδώ και εβδοµάδες¬ η δεσποινίς Όκλι κατέβηκε αθόρυβα τα σκαλοπάτια του πατρικού της, ακολούθησε την σκάλα υπηρεσίας και βρέθηκε στον δρόµο δίχως να τραβήξει την προσοχή των γονιών της. Ενώ περνούσε µπροστά από το κατάστηµα του Σου¬ίνι Τοντ στην οδό Φλιτ, ένα έντονο αίσθηµα περιέργειας την κατέλαβε και την ανάγκασε να
σταµατήσει και να ρίξει µια πιο προσεκτική µατιά στο µελαγχολικό σκυ¬λί, που καθόταν µπροστά στην πόρτα του κουρείου και κοιτούσε λυπηµένα το καπέλο του αφεντικού του. Αναµφισβήτητα, το τετράποδο πλάσµα έδειχνε δυστυχισµένο. Η Τζοάνα έµεινε να το παρατηρεί, όταν ξαφνικά η πόρτα του κουρείου άνοιξε πολύ προσεκτι¬κά κι ένα χέρι πέταξε στο πεζοδρόµιο µια λαχταριστή µερίδα κρέας. «Τι καλοί άνθρωποι», µονολόγησε η δεσποινίςΌκλι. Αλλά, µόλις είδε το σκυλί ν’ αποστρέφει µε απέχθεια τη µουσούδα του από το πλούσιο γεύµα που του προ¬σφέρθηκε τόσο γενναιόδωρα, η νεαρή κοπέλα αντιλή¬φθηκε πως το κρέας ήταν πασπαλισµένο µε κόκκους λευκής σκόνης. Η σκέψη πως το φιλέτο ήταν δηλητη¬ριασµένο, έλαµψε αστραπιαία στο µυαλό της. Και µόλις αντίκρισε την φρικτή όψη του Σουίνι Το¬ντ να την κοιτάζει από το άνοιγµα της πόρτας, η υπο¬ψία της µετατράπηκε σε βεβαιότητα. Γιατί το αποτρό¬παιο πρόσωπο του διαβολικού κουρέα συνιστούσε την πιο αµιγή έκφραση του ίδιου του Κακού σ’ ολόκληρο το Λονδίνο. Ένα ρίγος φρίκης συγκλόνισε το κορµί της και προ¬σπέρασε βιαστικά το κουρείο του Σουίνι Τοντ. Δεν υποπτεύθηκε ούτε κατά διάνοια πως εκείνος ο σκύλος είχε οποια-
42
43
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
δήποτε σχέση µε τις εξελίξεις που θα διᬵόρφωναν το πεπρωµένο της. Έφτασε µιαν ώρα νωρίτερα στο σηµείο συνάντη¬σης, στο Τεµπλ, και άρχισε να κατηγορεί τον εαυτό της για τη βιασύνη που έδειξε να βρεθεί έγκαιρα στον συ¬γκεκριµένο χώρο. Ταυτόχρονα, όµως, αναγνώριζε πως δεν µπορούσε να βρίσκεται σε οποιοδήποτε άλλο µέ¬ρος του κόσµου εκείνη την στιγµή. Κάθισε σ’ ένα πα¬γκάκι και βάλθηκε να συλλογίζεται τα περασµένα.ήκε σε δαίµονα και όχι σε άνθρωπο.
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
V Καποτε, το ρολοι σήµαινε την ώρα της συνάντη¬σης. Η Τζοάνα σηκώθηκε και άρχισε να περιεργάζεται µε αγωνία όποιον περαστικό έκρινε πως θα µπορούσε να είναι φίλος του Μαρκ Ίντζεστρι. Έστρεψε το βλέµµα της προς την είσοδο του πάρ¬κου -γιατί νόµισε πως άκουσε κάποιον να πλησιάζει ¬και αντίκρισε έναν καθωσπρέπει κύριο µε παλτό, ο οποίος φαινόταν να αναζητάει κάποιον ή κάτι. Μόλις το βλέµµα του έπεσε πάνω της, έβγαλε ένα λουλούδι από το εσωτερικό του παλτού του και την αµέ¬σως επόµενη στιγµή βρέθηκε κοντά της. «Έχω την τιµή να µιλώ στην δεσποινίδα Τζοάνα Όκλι;» είπε. «Μάλιστα, κύριε. Κι εσείς; Είστε ο αγγελιαφόρος του Μαρκ Ίντζεστρι;»
44
45
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
«Δηλώνω µε υπερηφάνεια πως πράγµατι σας φέρ¬νω ειδήσεις από τον Μαρκ Ίντζεστρι. Ωστόσο, βρίσκοµαι στη δυσάρεστη θέση να σας πληροφορήσω πως δεν εί¬µαι ο αγγελιαφόρος που εξουσιοδοτήθηκε γι’ αυτό το έργο από τον ίδιον». «Η έκφρασή σας δείχνει αυστηρή και λυπηµένη. Φαί¬νεται πως ήρθατε να µου ανακοινώσετε κάποιο δυσά¬ρεστο συµβάν. Πείτε µου πως κάνω λάθος. Μιλήστε, για τον Θεό, αµέσως! Η καρδιά µου πάει να σπάσει!» «Ηρεµήστε, κυρία µου, σας παρακαλώ». «Αυτό µου είναι αδύνατον. Εκτός κι αν µου πείτε πως είναι ζωντανός. Πείτε µου πως ο Μαρκ Ίντζεστρι είναι ζωντανός και θα δείξω τη δέουσα υποµονή. Πεί¬τε µου πως ζει και δεν πρόκειται να σας ξαναδιακόψω. Μιλήστε καµιά φορά! Επιτέλους! Πιστέψτε µε, είναι απάνθρωπο να µε κρατάτε άλλο σε αγωνία». «Ίσως είναι η πιο δύσκολη αποστολή που έχω ανα¬λάβει ποτέ», αποκρίθηκε ο ξένος, ενώ οδηγούσε την Τζοάνα πίσω στο παγκάκι. «Αναλογιστείτε µόνο, κυ¬ρία µου, πως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι απολύτως έρ¬µαιο των συµπτώσεων και της τύχης». «Μην πείτε τίποτα άλλο, κύριε’ τίποτα άλλο!» κραύ¬γασε η Tζoάvα, ενώ σταύρωνε τα χέρια της µε απόγνωση. «Τα κατάλαβα όλα. Είµαι ολοµόνα46
47
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
χη πια και δυστυχι¬σµένη». Άφησε το κεφάλι της να βυθιστεί µέσα στις παλά¬µες της και ξέσπασε σε λυγµούς που συγκλόνισαν όλο το κορµί της. «Μαρκ, Μαρκ!» κραύγασε το κορίτσι, «έφυγες για πάντα µακριά µου! Ποτέ δεν το περίµενα αυτό! Ποτέ! Ω, Ουρανοί, γιατί να ζήσω ν’ ακούσω αυτά τα τροµε¬ρά µαντάτα; Όλα γκρεµίστηκαν. Χάθηκαν, χάθηκαν τα πάντα! Κύριε των Δυνάµεων! Τι ερηµιά αυτός ο κόσµος!» «Θα σας παρακαλέσω, κυρία µου, να συγκρατήσε¬τε την οδύνη σας και να ακούσετε µε µεγάλη προσο¬χή ό,τι έχω να σας πω. Υπάρχουν πολλά που πρέπει να µάθετε και βάσει αυτών θα πρέπει να σκεφτείτε τις επό¬µενες κινήσεις σας. Όντως, απ’ όσα έχω πληροφορη¬θεί, δεν µπορώ να σας διαβεβαιώσω πως ο Μαρκ Ίντζε¬στρι είναι ζωντανός. Ωστόσο αδυνατώ εξίσου να πι¬στοποιήσω τον θάνατό του». «Πώς είπατε; Επαναλάβετε, σας εκλιπαρώ! Υπάρ¬χει ελπίδα, λοιπόν; Θεέ µου, υπάρχει ελπίδα!» «Πραγµατικά, υπάρχει µια ελπίδα. Ωστόσο, θα ήταν προτιµότερο να θεωρήσετε τον θάνατο του άντρα που περιµένατε εδώ και δύο χρόνια µε τόση αγωνία ως το πιθανότερο ενδεχόµενο, και, αφού ακούσετε όλα αυ¬τά που έχω να σας διηγηθώ, να
κρίνετε η ίδια αν πρέ¬πει να αναπτερωθούν οι ελπίδες σας, παρά να σας δ笵ιουργηθούν προσδοκίες, οι οποίες µπορεί να διαψευ¬στούν, τελικά, µε τον πιο οδυνηρό τρόπο». Κάθισαν στο παγκάκι, κι ενώ η Τζοάνα είχε καρ¬φώσει το βλέµµα της στο πρόσωπο του συνοδού της -ένα πρόσωπο που εξέπεµπε τα πιο γενναιόδωρα και ευγενικά συναισθήµατα- εκείνος άρχισε να της διηγείται περιστατικά, τα οποία δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη µνή¬µη της νεαρής κοπέλας. «Πρέπει να µάθετε», είπε, «ποια ήταν η φλόγα που έκανε τη φαντασία του Μαρκ Ίντζεστρι να πάρει φω¬τιά. Ήρθε ένας άντρας στο Λονδίνο µε µιαν έγκυρη και καλά εµπεριστατωµένη αναφορά, που έλεγε πως σ’ ένα µικρό νησί του lνδικού Ωκεανού βρέθηκε µια τερά¬στια ποσότητα κόκκων χρυσού. Μας διηγήθηκε την ιστορία του µε τόσες λεπτοµέρειες, ώστε πειστήκαµε σχετικά εύκολα. Το ζήτηµα κρίθηκε απόρρητο και πα¬ρέµεινε µυστικό. Κάποιοι πολύ επιφανείς και οικονוּικά ισχυροί άνδρες ενδιαφέρθηκαν ζωηρά για την υπόθεση. Ανάµεσά τους υπήρχε κι ένας κύριος που έτρε¬φε ιδιαίτερη εκτίµηση στον Μαρκ Ίντζεστρι. Έτσι, ο Μαρκ βρέθηκε να συνοδεύει τον φίλο του στη σύσκεψη που έγινε, αν και ο ίδιος είχε συναίσθηση της ανεπάρκειάς του -αποκλειστικά και µόνο λόγω των πενιχρών του εισοδηµάτων- να λάβει µέρος σ’ ένα
48
49
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
τέτοιο εγχείρ笵α. Δεν γνώριζε, όµως, τις γενναιόδωρες προθέσεις του εν λόγω κυρίου, ώσπου του τις αποκάλυψε ο ίδιος. Εκεί¬νος θα χρηµατοδοτούσε την τυχοδιωκτική επιχείρηση -ζητώντας για τον εαυτό του ένα µερίδιο µόνο από τα πιθανά κέρδη- και ο Μαρκ Ίντζεστρι θα συµµετείχε προσωπικά στην αποστολή µε τα ανάλογα οικονοµι¬κά οφέλη. Όπως καταλαβαίνετε, σ’ έναν πάµπτωχο νέο άντρα µε το πάθος και τον ενθουσιασµό του Ίντζεστρι, µια τέτοια προσφορά φάνταζε πολύ δελεαστική. Και την αποδέχτηκε χωρίς δεύτερη κουβέντα. »Όλα αυτά θα έπρεπε να τα ακούσετε από τα χεί¬λη ενός άλλου άντρα και όχι από τα δικά µου. Ο κύ¬ριος Θόρνχιλ είχε αναλάβει την αποστολή να επικοι¬νωνήσει µαζί σας. Φαίνεται, όµως, πως κάποιο πε¬ρίεργο περιστατικό τον εµπόδισε να σας συναντήσει και να θέσει υπόψη σας λεπτοµερώς το όλο ζήτηµα. »Ξεκίνησαν, λοιπόν, το ταξίδι τους µε ένα κακότυχο πλοίο ... Μα, ας µην γίνοµαι µάντης κακών οιωνών, ας συνεχίσω τη διήγησή µου απ’ το σηµείο που την είχα αφήσει. Το πλοίο ονοµαζόταν Αστέρας. Δικαιολογηµένα οι επιβάτες του το έβλεπαν σαν το άστρο που θα τους οδηγούσε στη Γη της Επαγγελίας. Δεν θα µπορούσαν να το δουν αλλιώς, ακόµα κι αν γνώριζαν εκ των προ¬τέρων πως η
µοίρα τους θα ήταν πικρή και επώδυνη. Απ’ όσο ξέρω, ο Ίντζεστρι έδειχνε ο πιο αισιόδοξος πά¬νω στο καράβι. Ήδη φανταζόταν τον εαυτό του να επι¬στρέφει στην πατρίδα νικητής, φορτωµένος µε την πλούσια συγκοµιδή του απ’ το χρυσό νησί. Ήδη σχε¬δίαζε πώς θα διαχειριστεί τα υπέρογκα κέρδη του, και µάλιστα απολάµβανε την κατασπατάλησή τους στην σφαίρα της φαντασίας περισσότερο απ’ όσο θα την χαι¬ρόταν στην πραγµατικότητα. Δεν έχω καµία αµφιβο¬λία πώς τις ίδιες σκέψεις έκαναν και οι συνταξιδιώτες του. Στους τελευταίους συγκαταλεγόταν κι ένας πρώ¬ην υποπλοίαρχος του Βασιλικού Ναυτικού µε το όνוּα Θόρνχιλ. Ανάµεσα στους δύο άνδρες αναπτύχθηκε ένας ισχυρότατος φιλικός δεσµός. Άρχισαν να µοιρά¬ζονται τους φόβους και τις ελπίδες τους σε ατελείωτες συζητήσεις. Αν υπάρχει κάτι που µπορεί να ξεγελάσει πρακτικά την κουραστική ανία ενός τόσο µεγάλου και µονότονου ταξιδιού, όπως αυτό που πραγµατοποιού¬σαν οι επιβάτες του Αστέρα, σίγουρα είναι η ελεύθερη επικοινωνία µεταξύ δύο αδελφών ψυχών που βασίζε¬ται στην αµοιβαία εµπιστοσύνη. Έχετε υπόψη σας, δε¬σποινίς Όκλι, πως στην προσπάθειά µου να σας εξη¬γήσω µε σαφήνεια την κατάσταση, ενώνω αποσπά¬σµατα διαφόρων αφηγήσεων, των οποίων υπήρξα µάρ¬τυρας. Όπως ανέφερα και πριν, δεν είδα ποτέ στη ζωή µου τον Μαρκ Ίντζεστρι, ενώ
50
51
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
το πλοίο µε το οποίο πή¬γαινε στον τόπο της επικίνδυνης αποστολής του -και λέω επικίνδυνη γιατί έτσι αποδείχθηκε πως ήταν- το είδα µόνο µία φορά και για µόλις πέντε λεπτά. Ο Θόρ¬νχιλ µού ανέφερε τα γεγονότα που σας διηγούµαι, στη διάρκεια του επίπονου και πληκτικού πολυήµερου τα¬ξιδιού µας από την Ινδία. Από καλά διασταυρωµένες πληροφορίες, φαίνεται πως ο Αστέρας έφτασε χωρίς ιδιαίτερα προβλήµατα στον Ινδικό Ωκεανό και εκεί έτυ¬χε να συναντηθεί µε ένα άλλο πλοίο, που επέστρεφε στην Αγγλία, το Ποσειδών. Ακούστε πώς έγινε αυτή η συ¬νάντηση. Ήταν βράδυ και ο ήλιος είχε βυθιστεί στη θάλασσα. Τα σηµάδια στον ορίζοντα προµηνούσαν θύελλα. Βρισκόµουν στο κατάστρωµα του Ποσειδώ¬να. Δεν περιµέναµε κάτι δραµατικά σοβαρό, ωστόσο λάβαµε τα απαραίτητα µέτρα για ν’ αντιµετωπίσουµε την επιδείνωση του καιρού και, όπως αποδείχθηκε, πρά¬ξαµε σωστά. Ούτε οι πιο παλιοί ναυτικοί δεν µπορού¬σαν να θυµηθούν σφοδρότερη θαλασσοταραχή από εκεί¬νη που µας βρήκε. Ήταν αδύνατον να τα βγάλουµε πέ¬ρα µε τον θυελλώδη άνεµο που µας παρέσυρε νότια. Ωστόσο, καταβάλλοντας υπεράνθρωπες προσπάθειες, καταφέραµε να γλιτώσουµε µε ασήµαντες ζηµιές. Βρε¬θήκαµε, όµως, διακόσια µίλια εκτός πορείας. Μόλις είχε αρχίσει να κοπάζει η θύελλα
-που, παρεµπιπτό¬ντως, κράτησε τρεις νύχτες και δύο µέρες- όταν δια¬κρίναµε στον ορίζοντα µια κόκκινη ανταύγεια. Δεδוּένου ότι η δύση αργούσε πολύ ακόµα και ο ουρανός δεν ήταν αρκετά φορτωµένος ώστε να δικαιολογεί τα γνωστά ηλεκτρικά φαινόµενα που παίζουν παιχνίδια µε τη φαντασία των ναυτικών, αλλάξαµε κατεύθυνση και πλεύσαµε προς το παράξενο θέαµα, µαντεύοντας τι συνέβαινε. Και, όπως αποδείχθηκε, οι εικασίες µας ήταν πέρα για πέρα αληθινές. «‘’Ενα πλοίο τυλιγµένο στις φλόγες!» αναφώνησε η Τζοάνα. «Ακριβώς, δεσποινίς». «Αλίµονο, Θεέ µου!» µουρµούρισε εκείνη. Στο πρόσωπό της απλώθηκε µια νεκρική χλοµάδα, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει την απελπισία της και να προσθέσει: «Πώς είστε βέβαιος, όµως, ό,τι ήταν ο Αστέρας; Αποκλείεται κάποιο άλλο κακότυχο πλοίο να ερχόταν εκείνη την ώρα πρόσωπο µε πρόσωπο µε την φρικτή του µοίρα;» «Θα σας εξηγήσω αµέσως. Ο καπετάνιος του ατµό¬πλοιου παρακολουθούσε µε τα κιάλια του το φοβερό θέαµα. Κάποια στιγµή, στράφηκε προς το µέρος µου και είπε: ‘Βλέπω µια σανίδα. Κάτι βρίσκεται πάνω της γαντζωµένο. Δεν ξέρω αν είναι άνθρωπος, όµως -απ’ όσο µπορώ να διακρίνω- µου φαίνεται πως έχει κεφάλι σκύλου’. Πήρα τα κιάλια
52
53
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
και πράγµατι αντίκρισα το ίδιο αντικείµενο. Μα, καθώς πλησιάσαµε, διαπιστώσαµε πως επρόκειτο για µια µεγάλη σανίδα ναυαγίου, από την οποία είχαν γαντζωθεί -µε όλες τις απελπισµένες δυνάµεις τους- ένας σκύλο ς κι ένας άνδρας. Σε δέκα λεπτά είχαµε ανεβάσει τον υποπλοίαρχο Θόρνχιλ και τον σκύλο του στο κατάστρωµα του πλοίου µας. Ο πρώ¬ην αξιωµατικός µάς ξεκαθάρισε πως το πλοίο που εί¬χαµε δει νωρίτερα να καίγεται ήταν ο Αστέρας, που τε¬λικά δεν έφτασε ποτέ στον προορισµό του. Εξέφρασε τον φόβο του πως είχαµε µπροστά µας τους µοναδικούς επιζώντες του τροµερού ναυαγίου. Οι κινήσεις του πληρώµατος ήταν τόσο απελπιστικά βεβιασµένες, ώστε ακόµα και η µοναδική βάρκα που πρόλαβαν να ρίξουν στη θάλασσα άρχισε να µπάζει νερά, µε αποτέλεσµα να βυθιστεί γρήγορα και να τους πάρει µαζί της στον υγρό τάφο. Στη συνέχεια, µας αποκάλυψε τον σκοπό του ταξιδιού που εκτελούσε ο Αστέρας, και τα γεγονό¬τα που οδήγησαν στην πραγµατοποίηση αυτής της απο¬στολής, τα οποία ήδη σας ανέφερα. Στη διάρκεια της νυχτερινής µου βάρδιας στο κατάστρωµα, ο υποπλοί¬αρχος Θόρνχιλ µε πλησίασε και µου είπε: ‘Μόλις φτά¬σω στο Λονδίνο, έχω να φέρω σε πέρας µια πολύ δυ¬σάρεστη αποστολή. Ανάµεσα στους επιβάτες του Αστέ¬ρα υπήρχε ένας νέος άνδρας που λεγόταν Μαρκ Ίντζε¬στρι. Την ώρα που
το πλοίο µας βυθιζόταν, ένιωσε φαίνεται το τραγικό τέλος που του επιφύλασσε η µοί¬ρα και µε παρακάλεσε -σε περίπτωση που εγώ σωζό¬µουν κι εκείνος πνιγόταν στα ζοφερά νερά του ωκεα¬νούνα αναζητήσω µια νεαρή κοπέλα, την Τζοάνα Όκλι, κόρη ενός κατασκευαστή γυαλιών µυωπίας που διατηρεί κατάστηµα στο Λονδίνο. Μου έδωσε ένα µαρ¬γαριταρένιο περιδέραιο, το οποίο θα έπρεπε να παρα¬δώσω στη δεσποινίδα Όκλι εκ µέρους του. Δεν έχω την παραµικρή ιδέα πού το βρήκε, όµως το κόσµηµα είναι πραγµατικά πολύτιµο’. Έβγαλε τότε από την τσέπη του µιαν αρµαθιά µαργαριτάρια όλων των µεγεθών -ανεκτίµητης αξίας, όντωςκαι µου την έδειξε. Μόλις φτάσαµε στον Τάµεση -τρεις µέρες ύστερα απ’ αυτό το περιστατικό- ο κύριος Θόρνχιλ κατέβηκε από το πλοίο µαζί µε τον σκύλο του, έχοντας πάντα πάνω του το µαργαριταρένιο περιδέραιο, για να έρθει στο σπίτι σας». «Χριστέ µου, δεν ήρθε ποτέ». «Όλες οι έρευνες που διενεργήσαµε δείχνουν πως εξαφανίστηκε κάπου στην οδό Φλιτ. Τα ίχνη του χά¬νονται στο Τεµπλ, στο κουρείο κάποιου Σουίνι Τοντ. Για τις επόµενες κινήσεις του δεν έχουµε καµία πλη¬ροφορία». «Κύριε των Δυνάµεων!» «Αυτό που κάνει ακόµα πιο ασυνήθιστη την υπό¬θεση είναι πως το σκυλί τού κυρίου Θόρνχιλ
54
55
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
έχει ‘στρατοπεδεύσει’ κυριολεκτικά µπροστά στην πόρτα του κουρείου και αρνείται πεισµατικά να το κουνήσει αποκεί». «Σας ευχαριστώ, καλέ µου κύριε. Θα πάω στο σπί¬τι µου και θα προσευχηθώ να βρει η καρδιά µου δύ¬ναµη ν’ αντέξει µια τέτοια συµφορά». Η Τζοάνα ευχαρίστησε τον συνταγµατάρχη για την προσφορά του να τη συνοδεύσει µέχρι το σπίτι της, κι ενώ περνούσαν έξω από το κατάστηµα του διαβολικού κουρέα, διαπίστωσαν έκπληκτοι πως τόσο το σκυλί όσο και το καπέλο του υποπλοίαρχου Θόρνχιλ είχαν εξαφανιστεί.
56
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
VI Ειναι νυχτα. Ένας άνδρας, ένας από τους διασ笵ότερους εµπόρους πολύτιµων λίθων στο Λονδίνο, ένας άνθρωπος ολιγαρκή ς αν και πλούσιος, ανεβάζει τα ρολά του καταστήµατός του. Ο εν λόγω άνδρας είναι γέρος. Τα αραιά µαλλιά του είναι γκρίζα και τα χέρια του τρέµουν καθώς κλειδώ¬νει τα λουκέτα. Ύστερα, δοκιµάζει επανειληµµένα τα ρολά για να βεβαιωθεί πως το µαγαζί του είναι καλά ασφαλισµένο. Τo κατάστηµα βρίσκεται στο Μούρφηλντ, ένα µέ¬ρος πολυσύχναστο, γεµάτο µε εµπόρους χρυσού και πο¬λύτιµων λίθων. Ετοιµαζόταν να περάσει την πόρτα του σπιτιού του, ακριβώς δίπλα στο κατάστηµα, όταν µια ψηλή, άχαρη αντρική φιγούρα τον πλησίασε. Φορούσε ένα µικρό τρί¬κωχο καπέλο, στερεωµένο πολύ προσεκτικά στην κο¬ρυφή του αποκρουστικού κεφαλιού 57
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
Ο ΦOΝΙΚΟΣ ΚΟΥΡΕΑΣ
του, ενώ το παλτό του ήταν τόσο µακρύ, ώστε µε το ύφασµα που περίσ¬σευε θα µπορούσε κάποιος να φτιάξει ένα δεύτερο παλτό κανονικών διαστάσεων. Οι αναγνώστες µας δεν θα δυσκολευτούν ν’ ανα¬γνωρίσουν στο πρόσωπο του µυστηριώδους άνδρα τον σατανικό κουρέα της οδού Φλιτ, Σουίνι Τοντ. Ο γέρος έστρεψε το βλέµµα του προς την φρικτή όψη που τον πλησίασε µέσα στο σκοτάδι. «Εµπορεύεσαι πολύτιµους λίθους;» ρώτησε η εφιαλ¬τική σκιά. «Ναι,» απάντησε ο έµπορος, «µα είναι περασµένη η ώρα. Θέλετε ν’ αγοράσετε;» «Όχι. Να πουλήσω θέλω». «Α! Δεν συνηθίζω ν’ αγοράζω. Εκτός κι αν πρόκειται για ρουµπίνια που δεν βρίσκεις στην αγορά». «Μόνο µαργαριτάρια έχω να σου πουλήσω», είπε ο Σουίνι Τοντ. «Διαµάντια, τοπάζια, σµαράγδια και ρουµπίνια τα κρατάω για µένα». «Ναι, καλά!» «Δεν έχω όρεξη για παιχνίδια ούτε χρόνο για χάσ鬵ο. Ρίξε µια µατιά στα µαργαριτάρια». «Δεν µπορώ απόψε».