201 107 24MB
Greek Pages 529
ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: ROCK & POP, THE COMPLETE STORY Από τις Εκδόσεις FLAME TREE, Λ ο ν δ ί ν ο 2006 ΤΙΤΛΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Rock & Pop, Ό λ η η ι σ τ ο ρ ί α ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Α ν τ ρ έ α ς Σ ο κ ο δ ή μ ο ς ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΔΙΟΡΘΩΣΗ ΚΕΙΜΕΝΩΝ: Π έ τ ρ ο ς Γιαρμενίτης ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Ραλλού Ρουχωτά © T h e Foundry Creative Media Co. Ltd., 2006 © ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε., Α θ ή ν α 2007 TUV_AUSTRIA HELLAS
No 2010062001521
Π ρ ώ τ η έ κ δ ο σ η : Σ ε π τ έ μ β ρ ι ο ς 2007, 4.000 αντίτυπα
ISBN 978-960-453-276-6 Τυπώθηκε στην Κίνα Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος. Απαγορεύεται η αναπαραγωγή, χρήση ή μεταβίβαση με οποιονδήποτε τρόπο, ηλεκτρονικό, μηχανικό, φωτοτυπικό ή άλλο, οποιουδήποτε μέρους της παρούσας έκδοσης χωρίς την προηγούμενη έγκριση του εκδότη.
ΧΟΡΗΓΟΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ
80's - 90's - 2 d a y ' s
Rock&Pop Όλη η ιστορία
Περιεχόμενα Πρόλογος
10
Pop Εισαγωγή στην Pop Η Pop στη δεκαετία του 1950 Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας '50 Rhythm & Blues Rock'n'Roll Rockabilly Doo-Wop Skiffle
12 18 24 30 36 42 48 54 Ο ήχος του Νάσβιλ Η Pop στη δεκαετία του 1960 Μουσική lounge Το «μέτωπο του ήχου» Η εποχή της κλασικής soul Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας '60 Η αναβίωση της folk Η βρετανική εισβολή Η μουσική surf Ο ήχος του Mersey Mod Folk Pop Funk Soul
60 66 72 78 84 90 96 102 108 114 120 126 132
Η Country για το ευρύ κοινό Reggae pop H soul του Βορρά H Pop στη δεκαετία του 1970 Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας 70 Roots reggae Urban Soul Eurοpop Σατιρικά τραγούδια Disco Hip Hop
138 144 148 154 160 166 172 178 184 188 194
Funk Ambient Η μουσική Easy Listening Η krautrock και η ηλεκτρονική μουσική Η Pop στη δεκαετία του 1980 Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας '80 New wave Νεο-ρομαντισμός & φουτουρισμός Η μουσική 2-Tone Η μουσική gangsta Η βιομηχανοποιημένη pop του '80
200 206 214 220 228 234 240 246 252 258 264
Η Pop στη δεκαετία του 1990 Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας '90 Σύγχρονη R&B Acid jazz Η Latin pop της δεκαετίας του Ί 990 Big Beat Trip Hop
268 274 280 286 292 298 302
Η βρετανική pop Αγορίστικα συγκροτήματα Η Pop στη δεκαετία του 2000 Pop τραγουδιστές / δημιουργοί δεκαετίας '00 Η Latin pop της δεκαετίας του 2000 Η βρετανική garage μουσική Η νέα γενιά της jazz
308 314 320 326 332 338 342
Rock Εισαγωγή στη Rock Blues rock Η βρετανική blues Country rock Folk rock Hard rock Η ψυχεδελική rock Η rock του Νότου Η προοδευτική rock Τα συγκροτήματα αυτοσχεδιασμών Η glam rock & glitter Η μουσική fusion & η jazz rock Pub rock Proto-punk Η βρετανική punk Η αμερικανική punk Η arena rock H μελωδική rock oth rock oom metal Heavy metal Speed & thrash metal Death metal & grindcore Το Madchester Εvαλλακτική /ανεξάρτητη rock Το Shoegazing Η αμερικανική underground & garage rock Η προοδευτική metal
Black metal Grunge 348 356 362 366 372 378 384 390 394 400 404 410 416 420 424 430 436 440 444 448 452 456 460 464 470 476 480 488
Funk metal To κίνημα riot grrrl Nu metal Η νέα rock επανάσταση
492 496 500 504 508 514
Βιογραφικά σημειώματα Φωτογραφίες Βιβλιογραφία Ευρετήριο
520 522 523 524
Πώς να χρησιμοποιήσετε αυτό το Ο αναγνώστης μπορεί να χρησιμοποιήσει αυτό το βιβλίο με πολλούς τρόπους, καθένας από τους οποίους εξυπηρετεί ένα πλήθος από ενδιαφέροντα, γνώσεις και χρήσεις. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο κύριες κατηγορίες: rock και pop. Κάθε κατηγορία χωρίζεται στα κύρια στυλ μουσικής για να δοθεί η δυνατότητα στον αναγνώστη να εντοπίζει γρήγορα συγκεκριμένους τομείς ενδιαφέροντος. Στην περίπτωση του rock η λίστα αυτή περιλαμβάνει στυλ όπως Blues Rock, British Blues και Country Rock. Κάθε στυλ έχει μια αρχική σελίδα στην οποία γίνεται εισαγωγή του αναγνώστη στη συγκεκριμένη ενότητα. Οι υπόλοιπες σελίδες σε κάθε στυλ εξετάζουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο δημιουργήθηκε, τους κυριότερους καλλιτέχνες και την ανάπτυξή του. Μέσα σε κάθε στυλ υπάρχουν συνήθως τρεις καταχωρίσεις (συμπεριλαμβανομένης και της αρχικής σελίδας) Κάθε καταχώριση εισάγεται στην αρχή της σελίδας για να είναι εύκολη η πρόσβαση σε συγκεκριμένους τομείς ενδιαφέροντος. Δηλώσεις καλλιτεχνών, παραγωγών και σχολιαστών χρησιμοποιούνται σε όλη την έκταση του βιβλίου για να πάρει ο αναγνώστης μια γεύση της αίσθησης και του πάθους της μουσικής. Σε ολόκληρο το βιβλίο παρατίθενται κατάλογοι των κυριότερων καλλιτεχνών και των κυριότερων τραγου διών ή των άλμπουμ που έχουν σχέση με κάθε στυλ μουσικής για να δοθεί μια γεύση από τους καλλιτέχνες και τους δίσκους που καθόρισαν τη μουσική. • Συχνά παρουσιάζονται εξώφυλ λα από άλμπουμ στις περιπτώσεις που αυτά χαρακτηρίζουν το στυλ της μουσικής. • Αναλυτικές λεζάντες φωτογρα φιών δίνουν περισσότερες πλη ροφορίες για τους αναφερόμενους καλλιτέχνες.
Τίτλος
εισαγωγής
Αρχικό σχόλιο εισαγωγής
Στυλ μουσικής
Κυριότεροι καλλιτέχνες, τραγούδια ή άλμπουμ που
Πληροφορίες
καθορίζουν
σχετικά
το στυλ
με τη μουσική
Λεζάντες
φωτογραφιών
Πρόλογος Κάτι μου λέει πως έχω περάσει όλη τη ζωή μου απολαμβάνοντας τη μουσική: δημιουργώντας μουσική, γράφοντας μουσική, ενορχηστρώνοντας, συνεργαζόμενος με αμέτρητους σπου δαίους μουσικούς σε παραστάσεις και, φυσικά, ακούγοντας μουσική. Τι είπα τώρα! Ακούγο ντάς τη! Αν με κρεμάσει κανείς με τα πόδια πάνω και το κεφάλι κάτω είμαι σίγουρος ότι θα πέ σουν από τα αυτιά μου νότες! Η μουσική ανέκαθεν ήταν φίλη μου και μέσο ανακούφισης σε καλές και άσχημες στιγμές, γιατί διαθέτει μια μαγεία που θα μας χαρίζει πάντα αυτό που ποθεί η καρδιά μας. Είναι τόσο μεγάλη η ποικιλία των διαφορετικών ειδών μουσικής που δημιουρ γήθηκαν με την πάροδο του χρόνου, είτε είναι έργα του Bach, του Mahler, του Bacharach ή του McCartney, ώστε υπάρχει ένα είδος για τον καθένα. Η μουσική είναι η μόνη Τέχνη που αγ γίζει την ανθρώπινη ψυχή όπως τίποτε άλλο: είναι το πιο υπέροχο, το πιο αρχέγονο, η καρδιά της ύπαρξής μας. Είμαι σίγουρος ότι οι πρόγονοί μας ήταν σε θέση να δημιουργήσουν μουσι κή πριν να είναι σε θέση να μιλήσουν. Η μουσική εξελίχθηκε και μεταλλάχτηκε με αρκετά αργό ρυθμό στην πορεία του χρόνου, άλλαξε όμως οριστικά με την εφεύρεση του μαγνητοφώνου εμπορίου πριν από εκατό περίπου χρόνια. Αυ τή η συσκευή έκανε αμέσως άγνωστα είδη μουσικής προσιτά σε όλους στη Δύση και τότε γεννή θηκαν πολλοί νέοι αστέρες. Η jazz γνώρισε άνθηση, ευφυέστατοι αυτοσχεδιασμοί μπορούσαν να αποτυπωθούν σε δίσκο, ενώ μαζί με το ραδιόφωνο, η ηχογραφημένη μουσική έγινε απαραίτητο κομμάτι της ζωής μας. Όχι μόνο μαγευόμασταν και ψυχαγωγούμασταν, αλλά μπορούσαμε και να μάθουμε από αυτή, ενώ θυμάμαι ότι άκουγα και ξανάκουγα τα σπουδαία solo πιάνου της jazz και τα αντέγραφα με τον δικό μου τρόπο. Χωρίς το μαγνητόφωνο πολλά από τα μεγαλύτερα ταλέντα μας θα συνέχιζαν να ασχολούνται με τις καθημερινές τους δουλειές! Είχα την καλή τύχη να μπω στη μουσική βιομηχανία σε μια κρίσιμη χρονικά στιγμή. Άρχισα ως ειδι κός στη μουσική μπαρόκ στη δεκαετία του 1950 και στο πλαίσιο των εργασιακών μου καθηκόντων έπρεπε να συμβουλεύω το διευθυντή ορχήστρας πού έπρεπε να κάνει παύση έτσι ώστε να χωρίσει
τη μουσική στις επιμέρους ενότητες που απαιτούσε το σύστημα των δίσκων των 78 στροφών, το οποίo επέτρεπε την εγγραφή 4,15 λεπτών ανά πλευρά μόνο. Η χαρά μου ήταν απερίγραπτη όταν οι δίσκοι βινυλίου των 33 1 /3 στροφών μάς έδωσαν τη δυνατότητα εγγραφής μισής ώρας ανά πλευρά και αργότερα, όταν ήλθε η καθιέρωση των CD και της ψηφιακής ηχογράφησης που κατέρριψαν κά θε εμπόδιο στο δρόμο προς την τελειότητα. Με το που έγινα διευθυντής μιας μικρής δισκογραφικής εταιρείας, βρέθηκα να δουλεύω πλάι σε πολλούς εξαίρετους καλλιτέχνες από όλα τα είδη μουσικής, από τη folk και την jazz μέχρι την κλασική και την pop, και έμαθα πάρα πολλά από αυτούς καθώς εξε λισσόταν η καριέρα μου. Ήταν μια εξαιρετική βουτιά στο ποτάμι της καλής μουσικής και ήξερα πως ήμουν πραγματικά προνομιούχος άνθρωπος. Θα μπορούσε να πει κάποιος πως κακόμαθα κιόλας. Στις μέρες μας όμως, αυτός που είναι κακομαθημένος είναι ο καταναλωτής που έχει στη διάθεση του πολλές επιλογές. Η μουσική καταλαμβάνει χώρο σε κάθε τομέα της ζωής μας, μερικές φορές με αδιά κριτο τρόπο, και αυτό μπορεί να μην είναι ό,τι καλύτερο, είτε για εμάς τους ίδιους είτε για τη μουσική. Είναι ένα εξαιρετικά πολύτιμο περιουσιακό στοιχείο, που πολύ εύκολα μπορεί να το σπαταλήσεις. Οι περισσότεροι ακούμε πολλή μουσική, αλλά τείνουμε το αυτί μας σε ελάχιστη από αυτή που ακούμε. Ο Oscar Wilde μιλούσε υποτιμητικά για όποιον «ξέρει πόσο κοστίζει κάθε πράγμα, αλλά δεν ξέρει την αξία κανενός». Ομως δεν υπάρχει κανένας λόγος ανησυχίας. Αυτό το βιβλίο θα δώσει στους αναγνώστες του την πραγματική αξία της μουσικής διερευνώντας την απίστευτη ποικιλία των εξελισσόμενων στυλ και εξηγώντας τη σπουδαιότητα κάθε είδους. Θα διευρύνει τις γνώσεις τους και θα δείξει το δρόμο που οδ ηγεί σε μια βαθύτερη κατανόηση και απόλαυση της μουσικής. Σε μια εποχή όπου η εικόνα τείνει να δυναστεύσει το μυαλό μας, ελπίζω ότι αυτό το βιβλίο θα μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε πόσο ζωτι κή σημασία έχει και πόσο πολύτιμη είναι η αίσθηση της ακοής. Όλοι χρειάζεται να βλέπουμε λιγότερο και να ακούμε περισσότερο, και αυτό θα μας βοηθήσει να μπο ρούμε να διακρίνουμε καλύτερα. Και τότε θα διαπιστώσουμε ότι ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος. Sir George Martin
στην P o p Στην πορεία των αιώνων και σε ολόκληρη την υφήλιο είναι πολλές οι διαφορετικές μορφές μουσι κής που βρήκαν μαζική απήχηση για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Καμία όμως δεν κατάφερε να αντιπαρατάξει την ευρεία επιρροή της δημοφιλούς μουσικής που εμφανίστηκε στην Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και, κατά το δεύτερο μισό της ίδιας δεκαετίας, ασκούσε την επιρροή της στο μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, Κομίζοντας «σαματατζίδικα» τραγούδια και παθιάρικες μπαλάντες στον βασικό καταλύτη της rock'n'roll, η νέα αυτή pop που απευθυνόταν στους νέους, με στίχους που μερικές φορές φάνταζαν πεζοί και συχνά ενοχλητικοί στο άκουσμα, ήταν η πρώτη που έσμιξε τη σεξουαλική ενέργεια με τα καταπιεσμέ να για πολύ καιρό συναισθήματα της εφηβικής ανασφάλειας και επαναστατικότητας. Έχοντας πάψει πλέον να είναι μαθημένα να κάνουν ό,τι έλεγαν οι γονείς με το να ντύνονται και να συμπεριφέρονται σαν νεαρής ηλικίας ενήλικες, τα παι διά της μεταπολεμικής γενιάς απαιτούσαν να αναγνω ρίζονται γι' αυτό που ήσαν, και η μουσική pop αποτέλε σε το όχημα που τους έδωσε τη δυνατότητα να το κα Graham Nash τορθώσουν. Ξεχάστε εκείνα τα εκλεπτυσμένα τραγούδια που τραγουδιόνταν με απαλή φωνή, τους χορούς με το αυστη ρό τέμπο και τις αποστειρωμένες επιτυχίες όπως το «How Much Is That Doggie In The Window?» Η νέα μουσική είχε ως στόχο να βάλει στην άκρη τις αναστολές και να προσφέρει διασκέδαση χωρίς περιορισμούς, να δώσει τέλος στο ξεροστάλιασμα στις γωνιές των δρόμων για να περάσει η ώρα. Η μουσική αυτή είχε ως στόχο να τονίσει το χάσμα ανάμεσα στη Μαμά, τον Μπαμπά και το σεξουαλικά υπεραναπτυγμένο και ανυπότακτο παιδί τους. Ξαφνικά τα εφηβικά συναισθήματα εκφράστηκαν μέσα από το στίχο αλλά και τους ρυθμούς, ενώ η μουσική έγινε ολοένα και πιο προσιτή λόγω του γεγονότος ότι η δεξιοτεχνία στη φωνή και στη χρήση των μουσικών οργάνων δεν ήταν οι προϋποθέσεις για να την ερμηνεύσεις ο ίδιος. Η pop, αρχής γενομένης από τα μέσα της δεκαετίας του 1950, αποτέλεσε για πρώτη φορά μουσική που απευθυνόταν πραγματικά στις εφηβικές μάζες, καθώς θα την απολάμβαναν έφηβοι και θα την παρουσίαζαν έφηβοι. Μετά την εμφ άνιση του Elvis Presley και του Buddy Holly, οι πωλήσεις κιθάρων εκτινάχτηκαν στα ύψη και δεν άργησε να έρθει η στιγμή που χιλιάδες νεανικά συγκροτήματα ξεπήδησαν και από τις δύο πλευρές του Ατλαντι κού. Πράγματι, στη Βρετανία, η οποία αντιμετώπιζε έντονα οικονομικά προβλήματα και υπέφερε ακόμα από τα δεινά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η μουσική skiffle που βασιζόταν στο R&B αποτελούσε πρακτι κή λύση για τα παιδιά που συχνά δεν είχαν τα χρήματα να αγοράσουν μουσικά όργανα της προκοπής, Ο Elvis Presley, ίσως το απόλυτο pop είδωλο. Ο Presley έφερε την πόζα και τη σεξουαλικότητα στο προσκήνιο σε μια εποχή που κάθε άλλο παρά αποδεκτές ήταν.
ενώ επίσης προσέφερε τις βάσεις για τις κύριες δεξιότητες που θα αποκτούσαν μερικοί ώστε να τις εκμε ταλλευτούν σε σημαντικό βαθμό λίγα χρόνια αργότερα. Στο μεταξύ, προτού σημειωθεί η δεύτερη μεγάλη έκρηξη της pop, έπρεπε να διανυθεί η πρώτη φά ση της. Καθώς η δεκαετία του 1950 παρέδωσε τη σκυτάλη στη δεκαετία του 1960, οι λευκοί ενήλικες συνέχιζαν να πρωταγωνιστούν και ένας συνδυασμός κοινωνικών πιέσεων και αυτοκαταστροφικών περι στάσεων βοήθησαν να έρθει το τέλος του rock'n'roll που είχε τις ρίζες του στους μαύρους και το οποίο με ρικοί λευκοί αποκαλούσαν «μουσική της ζούγκλας». Ο Chuck Berry φυλακίστηκε για βιασμό, ο Jerry Lee Lewis εξοστρακίστηκε επειδή παντρεύτηκε τη 13χρονη ξαδέρφη του, ο Little Richard προσχώρησε στην Εκκλησία, ο Buddy Holly και ο Eddie Cochran σκοτώθηκαν σε τραγικά δυστυχήματα, και αφότου ο Elvis επανεμφανίστηκε χωρίς φαβορίτες ύστερα από τη διετή θητεία του στον Αμερικανικό Στρατό, ρίχτηκε με τα μούτρα σε μια αναβιωμένη σκηνή που έβλεπε το παλιό βαρύ πυροβολικό να αντικαθίσταται από περιποι ημένους και εγκεκριμένους από τους γονείς, πιο ήπιους εκπροσώπους: τους Fabian, Frankie Avalon, Connie Francis, Pat Boone, Bobby Vinton και Ricky Nelson. Προς το παρόν, η παλαιότερη γενιά είχε κερ δίσει τη μάχη, παρόλο που σε βάθος χρόνου θα υποχρεωνόταν να συνθηκολογήσει. Παρ' όλα αυτά η εποχή που συνέπεσε με τις ψυχροπολεμικές εντάσεις και τη θητεία του προέδρου Kennedy στον Λευκό Οίκο δεν χαρακτηριζόταν μόνο από γλυκανάλατες μπαλάντες και καυτά, σκανδαλιστι κά, κίτρινα μπικίνι με βούλες. Χαρακτηρίστηκε και από τα κλασικά τρίλεπτης διάρκειας τραγούδια pop που παρήγαν οι ευφυείς ομάδες νεαρών συνθετών / παραγωγών που στεγάζονταν στο Brill Building της Νέας Υόρκης και ηχογραφούσαν καλλιτέχνες που ξεκινούσαν από τους Drifters και κατέληγαν στις Shirelles. Χαρα κτηρίστηκε και από μια πρωτοφανή χορευτική τρέλα που ήταν γνωστή ως Twist. Χαρακτηρίστηκε από τις και νοτόμες επιτυχίες του «Μετώπου του Ήχου» που παρήγε ο άνθρωπος-θαύμα Phil Spector. Χαρακτηρίστηκε από την αδιάκοπη ροή χορευτικού υλικού που γραφόταν, παραγόταν και ηχογραφούνταν στις εγκαταστά σεις της Motown Hitsville στο Ντιτρόιτ. Τέλος, χαρακτηρίστηκε από τους καυτούς «surf» ήχους που προέρ χονταν από συγκροτήματα της Καλιφόρνια όπως οι Beach Boys. Σε αντιδιαστολή προς τις παγκόσμιες εντάσεις που σημειώνονταν στη διάρκεια της πυρηνικής εποχής, η μουσική pop φλέρταρε με τη νεανική αισιοδοξία. Παίζοντας το ρόλο μιας καλοδεχούμενης διαφυγής από τον προβληματικό κόσμο, αποτέλεσε, για την ώρα, περισσότερο μορφή απόδρασης και λιγότερο μέ σο έκφρασης. Παρ' όλα αυτά, και παρά το γεγονός ότι η Αμερική είχε τεθεί επικεφαλής σε ό,τι αφο ρούσε τη μουσική pop στο μεγαλύτερο κομμάτι του εικοστού αιώνα, το ισχύον καθεστώς επρόκειτο να αλλάξει. Μερικά παιδιά από τη Βρετανία, των οποίων η ζωή είχε αλλάξει αμετάκλητα από το To Brill Building στο Μπρόντγουεϊ της Νέας Υόρκης ήταν η καρδιά της αμερικανικής pop μουσικής για πολλά χρόνια.
rock'n'roll αλλά και το R&B, έβαλαν στη μουσική τη δική τους σφραγίδα μέσω του δικού τους ξεχωριστού στυλ και της δικής τους προσωπικότητας. Όταν τη μετέφεραν πάλι στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι κραδα σμοί που προκλήθηκαν συγκλόνισαν τη μουσική βιομηχανία και παρέσυραν όλους σχεδόν όσοι προϋπήρχαν. Στην εμπροσθοφυλακή της «βρετανικής εισβολής» στα μέσα της δεκαετίας του 1960 βρίσκονταν οι Beatles των οποίων ο ήχος, βασισμένος στην κιθάρα και τα τύμπανα, διαπέρασε ολόκληρη την pop σκηνή. Στο μεταξύ, ρόκερς με επιρροές από το R&B όπως οι Animals και οι Rolling Stones, αλλά και εκπρόσωποι της γενιάς mod όπως οι Who, έφεραν την αντίθεση με τη σκανδαλιστική στάση τους και την ελαφρώς λιγότερο καθαρή εικόνα. Για κάποιο διάστημα πολλοί Αμερικανοί καλλιτέχνες βρέθηκαν στην πρωτόγνωρη θέση να είναι αναγκασμένοι να μιμηθούν τους Βρετανούς ομολόγους τους για να εμφανιστούν στους Καταλόγους Επιτυχιών, αν και στο δεύτερο μισό της δεκαετίας καλλιτέχνες της Δυτικής Ακτής όπως oiTurtles και οι Mamas & the Papas βοήθησαν να αποκατασταθεί η ισορροπία. Μέχρι τότε η ξένοιαστη ιδιοσυγκρασία της pop χάραζε μια παράλληλη αλλά ξεκάθαρα διακριτή πορεία σε σχέση με τα εσωστρεφή και πειραματικά χαρακτηριστικά της rock μουσικής, όπως συνέβη και με τα χα ρακτηριστικά άλλων μουσικών κατηγοριών που άρχισαν να εμφανίζονται. Ενώ η εμφάνιση της reggae, της rap και της χορευτικής μουσικής θα γινόταν αιτία της διείσδυσης του ρυθμού στο μουσικό μέτωπο στη διάρκεια των επόμενων δεκαετιών, η μελωδία συνέχισε να είναι το επίκεντρο του υλικού της pop. To φαινόμενο αυτό εκτείνεται από τις νεανικές δημιουργίες των Osmonds και των Bay City Rollers στη δεκαετία του 1970, των Wham! και των New Kids On The Block στη δεκαετία του 1980 και των Hanson και Spice Girls στη δεκαετία του 1990, μέχρι τους «πιασάρικους» ήχους της ευρωπαϊκής pop των ABBA, το βιομηχανοποιημένο προϊόν της βρετανικής ομάδας στιχουργών / παραγωγών Stock, Aitken & Waterman, τις ηχογραφήσεις νεο-ρομαντικών όπως οι Duran Duran και το ακόμα πιο εκλεπτυσμένο προϊόν που προερχό ταν από αγορίστικες μπάντες όπως οι Take That και οι Backstreet Boys. Διάφορες υποκατηγορίες εντάχθηκαν στην κατηγορία της pop, όπως το new wave και η 2-Tone. Η μουσική pop, έχοντας αποσχιστεί από το rock και έχοντας παράλληλα ενσωματώσει τα πάντα, από funk μέχρι και latin, συνεχίζει να εξελίσσεται. Παρ' όλα αυτά το πιο οταθερό χαρακτηριστικό της είναι η τάση της για αμεσότητα. «Το να μπορείς να τα συμπεριλάβεις όλα μέσα σε τρία λεπτά», επεσήμανε κάποτε η τραγουδίστρια των Blondie, η Debbie Harry, «αυτή είναι η ουσία της pop τραγουδοποιίας».
1 2 3 4 5
«CandlelnTheWind»,EltonJohn «DoThey Know lt's Christmas», Band Aid «Bohemian Rhapsody», Queen «Mull Of Kintyre», Wings «Rivers of Babylon», Boney Μ
1 2 3 4 5
«Candle InThe Wind», Elton John «We Are The World», US A For Africa «I Will Always Love You», Whitney Houston «Macarena», Los Del Rio «Whoomp! (There It Is)», Tag Team
Ως Wham!, ο George Michael και ο Andrew Ridgeley ξεκίνησαν με μικρές επιτυχίες όπως το «Wham! Rap» και κατέληξαν σε πρωτοφανείς εμπορικές επιτυχίες με ύμνους της pop όπως το «Wake Me Up Before You Go Go».
στη δεκαετία του 1950 Στα μέσα της δεκαετίας του 1950 η αμερικανική και η βρετανική pop σκηνή γνώρισαν ολοκληρωτική αλλαγή της παλιάς τάξης. Μέχρι τα μισά της δεκαετίας τα ερτζιανά, τα καταστήματα δίσκων και τα τζουκμπόξ ήταν γεμάτα με αισθηματικές μπαλάντες, νεωτερικά τραγούδια και ορχηστρικές συνθέ σεις που σε μεγάλο βαθμό ικανοποιούσαν τις προτιμήσεις των ενήλικων λευκών. Αμερικανοί καλλιτέχνες όπως οι Frankie Laine, Frank Sinatra, Dean Martin, Perry Como, Guy Mitchell, McGuire Sisters, Eddie Fisher, Al Martino, Doris Day, Rosemary Clooney, Tony Bennett και Tennessee Ernie Ford κυριάρχησαν στους Καταλόγους Επιτυχιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, τη στιγμή που οι Βρετανοί παράλληλα απόλαυσαν μια σειρά από δικούς τους καλλιτέχνες μεταξύ των οποίων ο πιανίστας Winifred Atwell, αλλά και τραγουδιστές όπως οι Dickie Valentine, Ruby Murray, Alma Cogan, Anne Shelton, Jimmy Young και Vera Lynn. Ο μοναδικός γνήσιος καλλιτέχνης που συγκίνησε τις εφηβικές καρδιές αυτή την περίοδο ήταν ο Johnnie Ray, ένα από τα τελευταία λικνιζόμενα είδωλα του οποίου οι πρώτες επιτυχίες, το «Cry» και το «The Little White Cloud That Cried», σε συνδυασμό με ένα «λυγμικό» τραγουδιστικό στυλ που προκαλούσε ποταμούς δακρύων στις θαυμάστριες του, έγιναν αιτία να χαρακτηριστεί «Πρίγκιπας των Κραυγών» και, κατά έναν ίσως παράξενο τρόπο, «Άρχοντας των Λυγμών». Παρ' όλα αυτά, ούτε ο Ray ούτε κανένας άλλος από τους λευκούς σύγχρονους του καλλιτέχνες δεν ερμήνευε υλικό που να «μι λά» στο νεανικό σφρίγος ή την επαναστατικότητα. Με την επανεκτέλεση του «Two Hearts» των Otis Williams & The Charms και του «Ain't Frank Sinatra That A Shame» του Fats Domino το 1955, ο Pat Boone ξεκίνησε το άκρως κερδοφόρο εγχείρημα του που συνίστατο στο να παίρνει τραγούδια R&B που προέρχονταν από μαύρους καλλιτέχνες, να αφαιρεί τους πιο «αιχμηρούς» στίχους και να τους επενδύει με ένα στυλ που, σε συνδυα σμό με το πλούσιο χαμόγελο του και τα λευκά καστόρινα παπούτσια του, θεωρούνταν πιο αποδεκτό για τα «καθώς πρέπει» λευκά ακροατήρια. Η εξευγενισμένη νέα εκτέλεση των τραγουδιών του Boone που ερμήνευαν οι Domino, Little Richard, Ivory Joe Hunter, The Flamingos και The El Dorados τον βοήθησε να πουλήσει περισσότερους δίσκους, κατά τη δεκαετία του 1950, από κάθε άλλο καλλιτέχνη εκτός του Elvis Presley, αν και είναι υπό συζήτηση το κατά πόσο βοήθησε να ανοίξουν οι πύλες γι' αυτούς τους πρωτοπόρο υς μαύρους καλλιτέχνες ή αν απλώς βοήθησε στη συνεχή περιθωριοποίηση τους.
Ο Johnnie Ray ήταν ένας από τους πρώτους λευκούς καλλιτέχνες της pop που πραγματικά δονούσε το κοινό, κρατώντας το μικρόφωνο, κινούμενος πέρα-δώθε στη σκηνή και τονίζοντας τα τραγούδια του με κραυγές και δάκρυα.
Κίνηση, θόρυβος και
1 2 3 4 5
To 1954, ο Bill Haley έκανε λίγο πολύ το ίδιο όταν επανεκτέλεσε το «Shake, Rattle And Roll» του Big Joe Turner και αντικατέστησε πολλούς πικάντικους στίχους του συνθέτη Charles E. Calhoun. To «Get outta that bed, wash your face and hands» το άλλαξε σε «Get out from that kitchen and rattle those pots and pans», παρόλο που η διφορούμενη αλλά στην ουσία πιο πικάντικη φράση «I'm like a one-eyed cat peepin' in a seafood store» διατηρήθηκε, και παρά το γεγονός ότι ο Haley διαβεβαίωσε ένα δημοσιο γράφο ότι «Αποφεύγουμε κάθε υπονοούμενο». Την προηγούμενη χρονιά, αναμιγνύοντας την country και τη western με την R&B, ο Haley έβαλε τη rock'n'roll στους Καταλόγους Επιτυχιών με το «Crazy Man Crazy». Όμως η γεμάτη ζωντάνια ηχογράφηση ενός τραγουδιού που αρχικά οι βετεράνοι συν θέτες τηςΤίη Pan Alley το είχαν ουλλάβει ως ένα «νέο foxtrot» ήταν εκείνη που σημάδεψε την πρώτη σημαντική αλλαγή του σκηνικού στους 1 Elvis Presley Elvis Presley Καταλόγους Επιτυχιών της pop. To «Rock Around 2 Frank Sinatra Frank Sinatra The Clock», που ηχογραφήθηκε το 1954 από τους 3 Johnny Mathis FrankieVaughan 4 Isley Brothers Nat «King» Cole Bill Haley & τους Comets και στη συνέχεια επέν 5 Patsy Cline Pat Boone δυσε τους τίτλους της ταινίας Η ζούγκλα του μαυ ροπίνακα, η οποία είχε ως θέμα την εγκληματικό τητα των ανηλίκων, εκτόπισε το ιδιαίτερα πετυχημένο ορχηστρικό του Perez Prado, το «Cherry Pink And Apple Blossom White», από την πρώτη θέση του Billboard στις 9 Ιουλίου 1955. Αφού μοιράστηκε την πρώτη θέση μαζί με το «Learnin'The Blues» του Frank Sinatra για δύο εβδομάδες, στη συνέχεια έμεινε μό νο του στην πρώτη θέση. Η παλιά φρουρά έδινε τη σκυτάλη στη νέα εποχή.
Ο Bill Haley, τυφλός στο αριστερό του μάτι, είχε πλήρη συναίσθηση του παρουσιαστικού του. Για να μην προσέχει το κοινό το μάτι του, ο Haley καθιέρωσε ένα χαρακτηριστικό τσουλούφι που έγινε σήμα κατατεθέν του.
To soundtrack της
3
Οι ανήσυχοι έφηβοι που είχαν κάνει είδωλα τους τον Marlon Brando στην ταινία Ο ατίθασος (μια κινη ματογραφική ταινία με μοτοσικλετιστές που απαγορεύτηκε η προβολή της στη Βρετανία) και τον Ja mes Dean στην ταινία Επαναστάτης χωρίς αιτία, τώρα σχημάτιζαν ουρές έξω από τους κινηματογρά φους για να δουν τη Ζούγκλα του μαυροπίνακα λόγω του τραγουδιού που επένδυε τους τίτλους της. Ξαφνικά η νεολαία απέκτησε ένα τραγούδι τίτλων ταινίας και δεν άργησε να έρθει η στιγμή που και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες ακολούθησαν αυτή την τάση. Στην Αμερική, όπου το περιοδικό Billboard δημοσίε υε τρεις ξεχωριστούς Καταλόγους Επιτυχιών στο διάστημα από το 1955 μέχρι το 1958 -τα «Τραγούδια με τις περισσότερες πωλήσεις στα καταστήματα», τα «Τραγούδια που παίζουν πιο συχνά οι ντισκ-τζόκεί» -και τα «Τραγούδια που παίζουν πιο συχνά τα τζουκμπόξ»- πριν τους συνενώσει στον κατάλογο «Τα 100 πιο "καυ τά"», σημειώθηκε μια σχεδόν άμεση αλλαγή στα δημογραφικά στοιχεία των αγοραστών δίσκων. Εκτός από τις αδιαμφισβήτητες επιτυχίες rock'n'roll του Elvis Presley, που αντιπροσώπευε το πλήρες, φιλικό προς τους έφηβους, και απειλητικό για τουζ γονείς πρότυπο, τις υψηλότερες θέσεις στους Καταλό γους Επιτυχιών σύντομα άρχισε να καταλαμβάνει μια σειρά από ροκάδες και καλλιτέχνες της pop, που ξε κινούσε από τους Buddy Holly, Jerry Lee Lewis, Paul Anka και τους Everly Brothers και έφτανε μέχρι τους Platters και τους Frankie Lymon & the Teenagers. Και πραγματικά, αν το 1955 ήταν μια μεταβατική χρονιά, το 1957 ήταν η χρονιά κατά την οποία η ισορροπία άλλαξε μια για πάντα. Αυτό ίσχυε και στη Βρετανία όπου οι προαναφερθέντες Αμερικανοί καλλιτέχνες μοιράζονταν την επιτυχία με μια σειρά από καινοτό μους και μιμητές Βρετανούς. Σε αυτούς μεταξύ άλλων ήταν ο βασιλιάς του skiffle, ο Lonnie Donegan, o Cliff Richard και η δεξαμενή εφηβικών ειδώλων του Larry Parnes, μετά φανταστικά ονόματα όπωςΤοηιηηγ Steele, Billy Fury, Georgie Fame και Joe Brown. Από άποψη μουσικής και κουλτούρας η νεολαία ήταν πια στη μόδα. Όμως, καθώς η δεκαετία του 1 950 όδευε προς το τέλος της, το σκληροπυρηνικό rock'n'roll ουσιαστικά έσβηνε και ένα χαρακτηριστικό σημάδι που έδειχνε το βρα χύβιο μέλλον του δόθηκε με το «Venus», μια μπαλάντα που έφτασε στην κορυφή «Rock Around The Clock», Bill Haley & his Comets 1 «Hound Dog», Elvis Presley του Καταλόγου Επιτυχιών 2 «Cherry Pink And Apple Blossom White», Perez «Prez» Prado «I Believe»,Frank Sinatra από τον Frankie Avalon. 3 «Sincerely», The McGuire Sisters «Mary's Boy Child», Harry Belafonte
4
«Hound Dog», Elvis Presley
4
«SingingThe Blues», Guy Mitchall
5
«Heartbreak Hotel», Elvis Presley
5
«Mackthe Knife», Bobby Darin
1 2
Η Ζούγκλα του μαυροπίνακα ήταν μια αμφιλεγόμενη ταινία που απαγορεύτηκε σε μερικές περιοχές απο φόβο μήπως υποκινηθεί βία. Ωστόσο, οι έφηβοι πήγαιναν μαζικά να τη δουν, για το τραγούδι των τίτλων, «Rock Around The Clock».
Pop
δεκαετίας '50
Μέχρι την εποχή που εμφανίστηκε το rock'n'roll, οι τραγουδιστές και συνθέτες τραγουδιών της pop ήταν στην πλειονότητά τους χωρισμένοι σε δύο στρατόπεδα. Οι τραγουδιστές είχαν να αντι μετωπίσουν το δύσκολο καθήκον της ανακάλυψης νέου υλικού επιτυχιών, πλην περιπτώσεων όπως ο Frank Sinatra, που έχαιραν τόσο μεγάλης υπόληψης ώστε οι καλύτεροι δημιουργοί του χώρου περίμεναν στην ουρά για να τους γράψουν τραγούδια. Όμως αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει στα μέσα της δεκαετίας του 1950 καθώς η pop μουσική άρχισε να εξελίσσεται σε μια μορφή «αυτοεξυπηρετούμενης» τέχνης όπου, όπως συνέβη και με την country & western και την blues, η ερμηνεία ενός τραγουδιού συχνά είχε να κάνει λιγότερο με την τελειότητα και περισσότερο με το συναίσθημα. Ο τραγουδιστής /δημιουργός τραγουδιών rockabilly, Carl Perkins, εξασφάλισε τη θέση του στην ιστορία της pop χάρη στην πολύ μεγάλη επιτυχία του «Blue Suede Shoes», η οποία αναδείχτηκε σε ύμνο του rock'n'roll όταν το ξανατραγούδησε ο Elvis Presley το 1956. Την ίδια περίπου εποχή ο χώρος της R&B γέννησε τους επιγόνους του Little Richard (το πραγματικό του Little Richard όνομα ήταν Richard Penniman), ένα συγκλονιστικό τραγουδιστή και πιανίστα με ρίζες στη μουσική gospel, ο οποίος έγραψε μαζί με συνεργάτες πολλές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του όπως το «Tutti Frutti», το «Lucille», το «Long Tall Sally», το «She's Got It», το «Keep A Knockin'», το «Slippin' And Slidin'», και το «Jenny, Jenny». Επίσης γέννησε τον τραγουδιστή / κιθαρίστα Bo Diddley (το πραγματικό του όνομα ήταν Otha Ellas Bates), που εισήγαγε καινοτομίες στο ρυθμό latin επηρεάζοντας όχι μόνο συνθέσεις που αφορούσαν τον ίδιο, όπως το «Bo Diddley» και το «Diddley Daddy», αλλά και πολλά κλασικά τραγούδια άλλων καλλιτεχνών στην πορεία του χρόνου, όπως το «I Want Candy» των The Strangeloves, το «Not Fade Away» του Buddy Holly, το «Willie And The Hand Jive» του Johnny Otis, το «Shame, Shame, Shame» των Shirley And Company, το «Faith» του George Michael και το «Desire» των U2.
Στο αεροπορικό δυστύχημα της Αϊόβα το 1959 έχασαν τη ζωή τους ο Buddy Holly και οι τραγουδιστές J.P. Richardson και Ritchie Valens. To τραγικό γεγονός μνημονεύτηκε στο single του Don McLean του 1972 που είχε τον τίτλο «American Pie».
Γνήσια ποίηση για μια Παρ' όλα αυτά, ο μόνος ίσως τραγουδιστής / δημιουργός τραγουδιών με μεγάλη επιρροή την εποχή αυτή ήταν ο Chuck Berry, του οποίου οι μακρόσυρτοι ήχοι κιθάρας και οι τοπικού χαρακτήρα, πνευ ματώδεις, γεμάτοι σπιρτάδα και ποίηση στίχοι σημάδεψαν σε σημαντικό βαθμό το rock'n'roll. Ο Charles Edward Anderson Berry, που γεννήθηκε στο Σεντ Λούις του Μιζούρι, έφτιαξε ένα μίγμα από μουσική country, R&B και boogie-woogie όταν συνέθετε σημαντικές επιτυχίες του Καταλόγου Επιτυ χιών όπως το «Maybellene», το «Roll Over Beethoven», το «Rock And Roll Music», το «Sweet Little Sixteen», το «Carol» και το «Johnny Β. Goode». To αποτέλεσμα ήταν μια γνήσια ποίηση για μια νέα γενιά εφήβων που έκαναν βόλτες με αυτοκίνητα, γρατζουνουσαν κιθάρες, άκουγαν δίσκους, χόρευαν και φλέρταραν. Κι όπως είπε κάποτε ο John Lennon: «Αν προσπαθήσεις να δώσεις στο rock'n'roll άλλο όνομα, θα μπορ ούσες να το πεις Chuck Berry». Όπως επιβεβαιώνεται από τα τραγούδια του που έφταναν στον Κατάλογο Επιτυχιών, αλλά και από την επιρροή που άσκησε σε σημαντικούς αστέρες της δεκαετίας του 1960, από τους Beach Boys και τους Beatles μέχρι τον Bob Dylan και τους Rolling Stones, o Berry δεν δυσκολευόταν να βρει απήχηση στα λευ κά ακροατήρια. Στο μεταξύ ένας άλλος τραγουδιστής / δημιουργός τραγουδιών, ο οποίος έκανε μια πιο οργανωμένη προσπάθεια σε αυτή την κατεύθυνση, ήταν ο Sam Cooke, ο οποίος προερχόταν από το χώρο της μουσικής gospel ως τραγουδιστής των Soul Stirrers και πρόσφερε την υπέροχη φωνή του σε δημιουργίες της pop για το λευκό ευρύ κοινό, που είχαν μια γεύση από soul, R&B και ενίοτε αρκετό κιτς. Το 1957, ο Cooke κατάφερε να κατακτήσει μόνος του την πρωτιά στον αμερικανικό Κατάλογο Επιτυχιών με το «You Send Me», μια ρομαντική μπαλάντα που συμπληρώ θηκε από λευκές δεύτερες φωνές, ενώ απομακρύνθηκε ακόμα περισσότερο από τις Paul Anka ρίζες του με καθαρά εμπορικές επιτυχίες στη συνέχεια, όπως το «Everybody Likes To Chuck Berry Cha Cha Cha» και το «Only Sixteen», προτού ακολουθήσει αποκλειστικά δικό του δρό Sam Cooke Bobby Darin μο στις αρχές της επόμενης δεκαετίας. Buddy Holly
Τα πνευματώδη τραγούδια του Chuck Berry συνδύαζαν έξυπνους στίχους με γρήγορο ρυθμό και περίπλοκο παίξιμο κιθάρας. Πάνω στη σκηνή ο Chuck ήταν γνωστός για το περίφημο «βάδισμα της πάπιας».
Εμπνέοντας τους συνθέτες του Ενώ ο Sam Cooke ξεχώριζε ως σύμβολο της αφρο-αμερικάνικης επιτυχίας και ευημερίας, δεδομέ νου ότι έγραφε ο ίδιος τις περισσότερες επιτυχίες του ενώ παράλληλα διοικούσε τις δικές του εται ρείες μάνατζμεντ και εκδόσεων μαζί με μια ανεξάρτητη εταιρεία δίσκων, πολλοί λευκοί καλλι τέχνες της εποχής του ενέπνεαν τους συνθέτες τού αύριο βελτιώνοντας τις δεξιότητές τους ως τρα γουδιστές / δημιουργοί τραγουδιών. Ο Bobby Darin (το πραγματικό του όνομα ήταν Walden Robert Cassotto) πέτυχε την πρώτη είσοδο τραγουδιού του στον Κατάλογο Επιτυχιών το 1958 με το νεανικό τραγούδι που έγραψε με συνεργάτες και είχε τον τίτλο «Splish Splash», ενώ στηρίχτηκε σε αυτό όταν την επόμενη χρονιά έγραψε την εκπληκτική επιτυχία «Dream Lover». Ταυτόχρονα, ενώ το «Words Of Love» ήταν μια σόλο σύνθεση του Buddy Holly που αργότερα επανεκτέλεσαν οι Beatles, o Holly έγραψε πολλά από τα πιο αξιόλογα τραγούδια του μαζί με μέλη του συγκροτήματος των Crickets που τον συνόδευε, αλλά και με τον παραγωγό Norman Petty. Μεταξύ άλλων ήταν τα «That»ll Be The Day», «Peggy Sue», «lt»s So Easy», «Well... All Right», «Think It Over» και «True Love Ways». Λίγο μετά το θάνατό του σε αεροπορικό δυστύχημα, το Φεβρουάριο του 1959, ο Holly κατέκτησε τις πρώτες θέσεις του Καταλόγου Επιτυχιών της Βρετανίας με το single «It Doesn't Matter Anymore», που από ειρωνεία της τύχης ο τίτλος του σήμαινε: «Δεν έχει πλέον νόημα». Το συγκεκριμένο τραγούδι είχε γράψει ο Paul Anka, ένας ακόμα πολυτάλαντος νέος που είχε σημειώσει διεθνή επιτυχία ηχογραφώντας δικές του δημιουργίες. Ο Anka, που ήταν γεννημένος στο Οντάριο του Καναδά, ήταν μόλις 16 ετών όταν το «Diana», ο παιάνας του 1957 που έγραψε για μια κοπέλα κατά τέσσερα χρόνια μεγαλύτερη του, τον ανέδειξε σε διεθνή αστέρα και μέσα στην επόμενη διετία αυτό αξιοποιήθηκε με μια σειρά από πολύ δρα ματικές μπαλάντες για τον εφηβικό έρωτα (ή την έλλειψή του). Μεταξύ άλλων ήταν οι εξής: «You Are My Destiny», «Lonely Boy», «Put Your Head On My Shoulder». Επίσης έγραψε τους στίχους της μεγάλης επιτυχίαςτου Sinatra, «My Way». Ο Anka, σε αντίθεση με τους βετεράνους δημιουργούς της Tin Pan Alley, «Diana», Paul Anka ήταν σε θέση να έρχεται σε επαφή με εφήβους και να αποδίδει τα συναι «Dream Lover», Bobby Darin σθήματα τους καθώς ήταν κι ο ίδιος ένας από αυτούς. Αυτή η τάση θα εντεινό «Peggy Sue», Buddy Holly «Roll Over Beethoven», Chuck Berry ταν στις επόμενες δεκαετίες. «You Send Me», Sam Cooke
Η θαυμάσια φωνή τον Sam Cooke συνέβαλε στο να γίνει εύκολα η μετάβαση από τη μουσική gospel στην pop που απευθυνόταν στο ευρύ κοινό.
Rhythm & Η μουσική Rhythm & Blues (R&B) προήλθε από ρυθμούς blues κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1940, αλλά διέθετε στοιχεία και στίχους που είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εμφάνιση του rock'n'roll. Η R&B, χρησιμοποιώντας λιγότερα όργανα από ό,τι η blues, στηριζόταν στις παραδο σιακές συγχορδίες της blues που παίζονταν πάνω σε ένα σταθερό μουσικό υπόβαθρο. Η R&B έδινε περισσότερη έμφαση στον τραγουδιστή και στο τραγούδι παρά στους μουσικούς του συγκροτήματος. Παρόλο που δημιούργησε παρακλάδια προς τη rock'n'roll κατά τη δεκαετία του 1950 και προς τη soul κατά τη δεκαετία του 1960, διατήρησε πάντα τους οπαδούς της και οι καλλιτέχνες της R&B συνεχίζουν να προσελκύουν μεγάλα ακροατήρια σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Η πρώτη κυρία της R&B Καθώς η rock'n'roll συνέχισε να υφίσταται, η R&B εξελίχθηκε σε πιο ευδιάκριτα στυλ, μεταξύ των οποίων το doo-wop, το electric blues και το στυλ της Νέας Ορλεάνης. Καθένα από αυτά τα στυλ άσκησε την επιρροή του στις άλλες μορφές της R&B, αλλά και στην pop μουσική γενικότερα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 άρχισε να εμφανίζεται μία σειρά από σπουδαίους τραγουδιστές από τη μουσική σκηνή της R&B. Η Ruth Brown ήταν ίσως η πρώτη από αυτούς. Η Ruth, η οποία αρχικά εμπνεύστηκε από τραγουδίστριες της jazz όπως οι Sarah Vaughan, Billie Holiday και Dinah Washington, ανέπτυξε το δικό της εκφραστικό τρόπο και το 1948 προτάθηκε στους ιδιο κτήτες της Atlantic Records όπου έκανε τα πρώτα της βήματα. Μετά την άμεση υπογραφή συμβολαίου, ηχογράφησε μια σειρά Ray Charles από κλασικές επιτυχίες R&B που μεταξύ άλλων ήταν το «So Long» (1949), το «Teardrops From My Eyes» (1950), το «I'll Wait For You» (1951), το «(Mama) He Treats Your Daughter Mean» (1953) και το «Mambo Baby» (1954). Έγινε διάσημη ως «Miss Rhythm», εμφανίστηκε στο τηλεοπτικό πρόγραμμα Showtime At The Apollo μαζί με τους Miles Davis και Thelonious Monk και απ' ό,τι φάνηκε, άσκησε μεγάλη επιρροή στις μεταγενέστερες τραγουδίστριες της R&B.
Χάρη στην αστείρευτη σειρά επιτυχιών που σημείωσε η Ruth Brown στην Atlantic Records, η δισκογραφική αυτή εταιρεία, η οποία τότε διάνυε τα πρώτα της βήματα, έγινε γνωστή ως «Το σπίτι που έχτισε η Ruth».
Θρυλικοί
της R&B
Ο Ray Charles ήταν άλλη μια φυσιογνωμία με τεράστια επιρροή στο πλαίσιο του κινήματος της R&B στη δεκαετία του 1950 και ένας από τους προγόνους της soul. Ο Ray Charles, που γεννήθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1930 στο Όλμπανι της αμερικανικής πολιτείας Τζόρτζια και το πραγματικό του όνομα ήταν Ray Charles Robinson (και ο οποίος έμεινε τυφλός από τα εφτά του χρόνια), σπούδασε σύνθεση και έμαθε να παίζει αρκετά μουσικά όργανα στη Σχολή Τυφλών και Κωφών του Σεντ Ογκαστίν, στη Φλώριδα. Ο Charles πήρε στοιχεία μουσικής gospel και southern blues για να δημιουργήσει ένα μοναδικό στυλ ερμηνείας και δημιουργίας τραγουδιού το οποίο ώθησε την Atlantic Records να υπογράψει μαζί του συμβό λαιο συνεργασίας το 1953.0 ίδιος και η Atlantic Records σημείωσαν τεράστια επιτυχία. To «I Got A Woman» ήταν η υπ' αριθμόν 2 επιτυχία της R&B το 1955, ενώ ο Charles συνέχισε με μια σειρά άλλες πρωτιές στον Κατά λογο Επιτυχιών συνδυάζοντας την αδιαμφισβήτητα soul φωνητική ερμηνεία του με ρυθμούς της R&B. Επηρέασε αμέτρητους τραγουδιστές της R&B και αναδείχτηκε σε έναν από τους κορυφαίους αστέρες της soul στη δεκαετία του 1960. Αργότερα συνεργάστηκε με πολλούς δημοφιλείς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ήταν η Aretha Franklin και ο Michael Jackson. Ένα άλλο σημαντικό όνομα στα πρώτα στάδια της μουσικής R&B είναι ο Clyde McPhatter. O Clyde, που αρχικά ήταν τραγουδιστής της gospel μαζί με τους Mount Ray Charles Ruth Brown Lebanon Singers στη Νέα Υόρκη, έκανε στροφή προς την R&B όταν το 1950 εντάχθη Clyde McPhatter κε οτους Dominoes. Υπέγραψαν συμβόλαιο με τη δισκογραφική εταιρεία King του Johnny «Guitar» Watson Bo Diddley 5yd Nathan και ηχογράφησαν το «Sixty Minute Man» (1951), τη μεγαλύτερη επιτυχία R&B της χρονιάς και, σύμφωνα με ορισμένους, ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά πα ραδείγματα τραγουδιού rock'n'roll. Στις αρχές του 1953 αποχώρησε από τους Domi noes και τον ίδιο χρόνο έφτιαξε δικό του συγκρότημα, τους Drifters. Ηχογράφησαν το «Money Honey» (1954) και πολλές άλλες μεγάλες επιτυχίες R&B στην Atlantic Records στα μέσα της δεκαετίας του 1950, ενώ η εξαιρετικά ευέλικτη φωνή τενόρου που διέθετε ο McPhatter αποδείχτηκε ικανή να ερμηνεύσει τόσο τρυ φερές μπαλάντες όσο και θορυβώδη τραγούδια rock'n'roll. Αποχώρησε από το συγκρότημα για μια προσω πική καριέρα και έκανε πολλές ακόμα επιτυχίες προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Σημείωσε όμως μικρό τερη επιτυχία στην επόμενη δεκαετία και, παρόλο που δεν του άξιζε, πέρασε σταδιακά στην αφάνεια. Αλλοι αξιοσημείωτοι τραγουδιστές της R&B από τη δεκαετία του 1950 ήταν, μεταξύ άλλων, οι Jackie Wilson και James Brown, που και οι δύο έγιναν κορυφαίοι αστέρες της soul κατά τη δεκαετία του 1960.
Η συγκλονιστική φωνητική ερμηνεία του Clyde McPhatter συνδύαζε επιρροές από blues και gospel, ενώ η εντυπωσιακή και συναισθηματικά φορτισμένη φωνή τενόρου που διέθετε επηρέασε τη soul της δεκαετίας του '60 και του '70.
Κιθαρίστες-
της R&B
Άλλοι καλλιτέχνες της R&B, όπως ο Bo Diddley και ο Johnny «Guitar» Watson, συνδέθηκαν με το μουσικό τους όργανο αλλά και με τον τρόπο ερμηνείας του τραγουδιού. Ο Diddley ανέπτυξε ένα ανορθόδοξο, «μελοδραματικό» στυλ παιξίματος της κιθάρας για το οποίο χρησιμοποιούσε μια χα ρακτηριστική ορθογώνια κιθάρα. Η πιο διάσημη ίσως επιτυχία του ήταν ο δίσκοι με τα τραγούδια «Bo Diddley» / «I'm A Man» (1955), τα οποία ηχογράφησε στην εταιρεία Chess. Ο Watson μεγάλωσε ακούγοντας τους τραγουδιστές της blues, T-Bone Walker και Clarence «Gatemouth» Brown, και επινόησε έναν «τσιμπητό» και πολύ τρεμουλιαστό ήχο κιθάρας, που εφάρμοσε σε άλμπουμ όπως το Gangster Of Love (1958) και το Johnny Guitar Watson (1963). Όντας ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης, έγινε γνωστός επειδή έπαιζε κιθάρα κρεμασμένος με το κεφά λι κάτω και τα πόδια πάνω και επειδή χρησιμοποιούσε καλώδιο μήκους 46 μέτρων για να μπορεί να ανεβαίνει στην οροφή του αμφιθεάτρου με την κιθάρα του. «Αυτά που έκανε κι ο Jimi Hendrix. Εγώ τις ξεκίνησα αυτές τις «Bo Diddley», Bo Diddley αηδίες!» δήλωσε σε ένα μουσικό συντάκτη. «I Got A Woman», Ray Charles «Money Honey», Clyde McPhatter Παρόλο που η R&B «απλώθη «Sixty Minute Man», Clyde McPhatter κε» σε αρκετά διαφορετικά μουσι «Teardrops From My Eyes», Ruth Brown κά στυλ στο διάστημα από τη δεκα ετία του 1950 μέχρι τη δεκαετία του 1970, αμέτρητοι αστέρες της blues και της soul έχουν ερμ ηνεύσει επιτυχίες της R&B κατά τα 40 τελευταία χρόνια. Πρόσφατοι καλλιτέχνες που αναβίωσαν την R&B, όπως ο Big Boy Bloater & his Southside Stampers, συνεχίζουν να μας αποδεικνύουν ότι το είδος αυτό ζει και βασιλεύει.
(Δεξιά) Ο Johnny «Guitar» Watson, του οποίου το «καρφωτό» παίξιμο της κιθάρας συμπλήρωνε την περίτεχνη ερμηνεία του. (Πάνω) Ο Bo Diddley, που αναδείχθηκε σε κεντρική φυσιογνωμία κατά τη μετάβαση από την blues στη rock'n'roll.
Rock'n'Roll Αν και δεν επινόησε αυτός τον όρο «rock'n'roll» -που είναι ένας όρος της αφρο-αμερικάνικης κα θομιλουμένης για το σεξ-, ο Νεοϋορκέζος ντισκ-τζόκεϊ Alan Freed τον έκανε ευρέως γνωστό όταν συνέδεσε με αυτόν μια μορφή μουσικής που απευθυνόταν στους εφήβους και η οποία προήλθε από συνένωση της rockabilly, της R&B και σε μικρότερο βαθμό της gospel και της boogie-woogie. Στις πρώτες μορφές της, η rock'n'roll συχνά έμοιαζε πολύ με την R&B (που ήταν γνωστή και ως «φυλετι κή μουσική», μέχρι τη στιγμή που ο αρθρογράφος του Billboard, Jerry Wexler, της έδωσε ένα πιο κατάλληλο όνομα) με δεδομένο πως ακόμα δεν ήταν εύκολο να διακρίνεις σε ποια κατηγορία εντάσσονταν ορισμένοι δίσκοι ή να πεις με βεβαιότητα ποιος ήταν πραγματικά ο πρώτος δίσκος της rock'n'roll. Το κλασικό τραγούδι «Rocket 88», στα 1951, του Jackie Brenston, το οποίο ηχογράφησε ως μέλος του συγκροτήματος Ike Turner and the Kings of Rhythm, είναι μια από τις πιο δημοφιλείς επι λογές από αυτή την άποψη, αλλά υπάρχουν πάρα πολλοί άλλοι διεκδικητές που ξεκινούν Alan Freed από τις ηχογραφήσεις του 1948, όπως το «Good Rockin» Tonight» του Wynonie Harris, και το «We»re Gonna Rock, We're Gonna Roll» του Wild Bill Moore, και φτάνουν μέχρι το «Rock The Joint» του Jimmy Preston το 1949 και το «Rollin' And Tumblin' του Muddy Waters το 1950. Ο ισχυρισμός του Waters ότι «η blues απέκτησε έναν απόγο νο και τον ονόμασε rock'n'roll» ήταν ένα μέρος μόνο της αλήθειας· και άλλα μουσικά είδη έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εξελικτική διαδικασία.
(Δεξιά) Η με κομμένη την ανάσα ερμηνεία του Little Richard εισήγαγε ένα νέο στυλ μουσικής. Τον χαρακτηρίζουν αρχιτέκτονα της rock'n'roll. (Πάνω) Το άλμπουμ The fabulous Little Richard απεικονίζει τον συνήθως έξαλλο αστέρα σε πιο ήπια διάθεση.
Ένας υβριδικός To «Rocket 88» παρήγαγε ο θρυλικός Sam Phillips ένα χρόνο πριν ιδρύσει τη Sun Records, μια μι κρή ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία, μαζί με το μικροσκοπικό στούντιο ηχογραφήσεων, το Memphis Recording Service, που σύντομα έγινε συνώνυμο με τη γέννηση του rock'n'roll. 0 Phillips συνεργάστηκε με τοπικούς καλλιτέχνες της country, ενώ για κάποιο διάστημα αναζητούσε ένα λευκό καλλιτέχνη που θα μπορούσε να ξαναφέρει τη μαύρη μουσική κοντά στις λαϊκές μάζες μεταφέρο ντας την πραγματική αίσθηση και το πάθος της blues. Όπως τελικά αποδείχτηκε, ο καλλιτέχνης αυτός ήταν ο Elvis Presley, ο οποίος μέσω της μεθόδου της δοκιμής και απόρριψης, και υπό την καθοδήγηση του Phillips, αξιοποίησε το έμφυτο ταλέντο του, μελέτησε την country, την gospel και την blues και επινόησε έναν υβρι δικό ήχο που θα συγκλόνιζε τον κόσμο. Στη 13μηνη συνεργασία του με τη Sun, από τον Ιούλιο του 1954 μέχρι τον Αύγουστο του 1955, ο Elvis Presley ηχογράφησε πέντε single, καθένα από τα οποία πρόβαλλε ένα κλα σικό τραγούδι R&B στη μία πλευρά και ένα «δεύτερο» τραγούδι country στην άλλη. Αν και η δεύτερη κατηγο ρία βοήθησε να καθοριστούν τα όρια της rockabilly, η πρώτη έκρυβε το κλειδί που οδηγούσε στη rock'n'roll. Όταν οι λευκοί του Νότου άκουσαν τα πρώτα αυτά τραγούδια της R&B, και συγκεκριμένα τη γεμάτη πάθος και νοσταλγία ερμηνεία του Elvis στο τραγούδι «That's All Right (Mama)» του Arthur «Big Boy» Crudup, πολλοί υπέθεσαν ότι άκουγαν ένα νέγρο τραγουδιστή. Μέχρι να παρουσιαστεί το δεύτερο τραγούδι, μια πολύ υπο βλητική εκδοχή του «Good Rockin' Tonight», όχι μόνο είχαν μάθει ότι ήταν λευκός, αλλά πως ήταν πλέον ώρα να κλειδώσουν στο σπίτι τις κόρες τους. Όταν στα τέλη του 1955 το συμβόλαιο του Elvis πουλήθηκε στην κολοσσιαία εταιρεία RCA, ηχογρά φησε το καθοριστικό «Heartbreak Hotel», ένα μελαγχολικό και ανατριχιαστικό single που όχι μόνο διατήρησε την αίσθηση blues των προκατόχων του και το χαρακτηριστικό των σεξουαλικών υπαινιγμών, αλλά του χάρι σε και παγκόσμια αναγνώριση. To «Heartbreak Hotel», με τους ήχους πιάνου σε στυλ blues, τα διαπεραστικά solo κιθάρας και τους καταθλιπτικούς και μεμψίμοιρους στίχους, λειτούργ ησε ως προσκλητήριο για τους απογοητευμένους εφήβους. Έκτοτε ο Presley, του οποίου η Jerry Lee Lewis ωραία νεανική εμφάνιση και η «μαρλονμπραντική» σεξουαλικότητα ερχόταν σε ευθεία και Little Richard ευνοϊκή γι' αυτόν αντίθεση προς το στρουμπουλό παρουσιαστικό του Bill Haley με το χαρακ Elvis Presley τηριστικό τσιγκελωτό τσουλούφι, αξιοποίησε την υπεροχή του με μια σειρά από καυτές ηχο γραφήσεις τραγουδιών rock'n'roll. To «Blue Suede Shoes», το «Hound Dog» και το «Jailhouse Rock» είναι κά ποια από τα πολλά κλασικά τραγούδια που ερμήνευσε μέσα σε μια τετραετία. Παρόλο που χαρακτήριζαν ένα είδος, μερικά είχαν τη γεύση τυποποιημένης pop παρά μιας θερμής R&B.
To γεγονός ότι οι Αρχές τον θεωρούσαν απειλητικό και διεφθαρμένο, ενίσχυε απλώς την άποψη ότι ο Elvis ήταν ένα είδωλο. Όμως, παρά τις άσεμνες κινήσεις του, ο Presley ήταν κατά βάθος ένα γλυκό αγόρι που αγαπούσε την πατρίδα του.
Ενέργεια και Στο μεταξύ, μια άλλη ανακάλυψη του Sam Phillips ήταν ο Jerry Lee Lewis, ο «Killer» από το Φέριντεϊ της Λουιζιάνα, του οποίου οι αλαζονικές και επιθετικές παραστάσεις τον καθιέρωσαν σύντομα ως μία από τις πιο εμπνευσμένες φυσιογνωμίες της rock'n'roll στο διάστημα που αυτή περνούσε τις αλκυονίδες μέρες της. Παρ' όλα αυτά, ενώ ο Lewis ερμήνευε τους στίχους των τραγουδιών του με μανία και ένταση, και ενώ ο Presley άνοιγε τα μουσικά σύνορα εισάγοντας ήχους που άλλες φορές έμοιαζαν με κραυγές, άλλες φορές θύμιζαν μουσική gospel, μουρμουρητό, μουσική country και κάτι από blues, κανένας από τους δύο δεν μπόρεσε να μοιάσει στον Little Richard, την άλλη κλασική φωνή της rock'n'roll, σε ό,τι αφορά τη σκληρή, τσιριχτή και απίστευτα γρήγορη φωνητική ερμηνεία. Η εξαντλητικά ζωηρή τραγουδιστική ερμηνεία του Richard, που διανθιζόταν με τσιρίγματα και κομμένες ανάσες, ταίριαζε τέλεια με την εκρηκτική του εμφάνιση και δεν σόκαρε κανέναν, πόσο μάλλον τους νέους που αντιλαμβάνονταν πλήρως το νόημα που είχαν οι κραυγές, τα λογοπαίγνια και οι πρωτό γνωροι ήχοι. Η γλώσσα που χρησιμοποιούσε, είτε είχε περιπαικτικό χαρα κτήρα είτε όχι, ήταν μια γλώσσα με την οποία μπορούσαν αμέσως να ταυτι στούν, γιατί κατά κάποιο τρόπο έκλεινε μέσα της την ενέργεια και τη στάση που κυριαρχούσαν σε τραγούδια όπως το «Tutti Frutti», το «Long Tall Sally», «Good Golly Miss Molly», Little Richard «Great Balls Of Fire», Jerry Lee Lewis το «Rip It Up», το «She's Got It», το «Lucille» και το «Good Golly Miss Molly». «Heartbreak Hotel», Elvis Presley To σημαντικότερο όμως ήταν πως η γλώσσα αυτή ήταν εκείνη που δεν «Hound Dog», Elvis Presley «Rocket 88», Jackie Brenston μπορούσαν να καταλάβουν οι περισσότεροι γονείς· και αυτό την έκανε ακόμα πιο κατάλληλη.
Ο «Killer» καθώς παρουσιάζει μια εκρηκτική εκτέλεση του τραγουδιού των τίτλων της ταινίας High School Confidential, που διαπραγματευόταν ένα θέμα που προβλημάτιζε τον θεατή: τη χρήση ναρκωτικών στα αμερικανικά σχολεία.
Rockabilly Μπάσο που οι χορδές του παίζονται προς τα πάνω, ο οξύς ήχος παλλόμενης χορδής από πρώτη κιθάρα, και ο ήχος ακουστικής κιθάρας, δομή μουσικής blues με στοιχεία country- ισχυρός χτύπος και ρυθμός μέτριος έως γρήγορος, φωνητικό στυλ που θυμίζει άγρια κραυγή, συχνά με κάποιο τρέμουλο, μαζί με πολύ echo στις ηχογραφήσεις: αυτά είναι τα κυριότερα συστατικά της μουσικής rockabilly. Το στυλ rockabilly ήταν ένα εκλεκτικό υβρίδιο της R&B, της hillbilly και της country-boogie μουσικής που εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1950 και όφειλε πάλι πολλά στον Sam Phillips και τη δισκογραφική εταιρεία του, τη Sun Records. Ενώ η country-boogie είχε στηριχτεί σε ρυθμούς boo gie-woogie της jazz κατά την προηγούμενη δεκαετία, και έγινε δημοφιλής από καλλιτέχνες όπως οι Delmore Brothers, Webb Price, Red Foley και Moon Mullican, το ακουστικό μπάσο και η ηλεκτρική κιθάρα που κυριαρχούσαν στον hillbilly ήχο του Hank Williams άσκησαν επιρροή σε καλλιτέχνες όπως ο Bill Charlie Feathers Haley και λίγο αργότερα ο Carl Perkins. Όταν έφτασε ο Perkins στην εταιρεία Sun, ερμήνευε hillbilly honky-tonk μουσική στην οποία είχε προστεθεί ο ρυθμός της νέγρικης blues. Με την καθοδήγηση του Phillips πρόσθεσε στη συνέχεια μερικές πινελιές R&B χρησιμοποιώντας σκόρπιες φράσεις και συμπληρώνοντας τις με την κιθάρα, για να καταλήξει σε τραγούδια όπως το «Gone, Gone, Gone», που υπήρχε στην πίσω πλευρά του πρώτου single που έβγαλε στη Sun, και το καθοριστικό τραγούδι που έγραψε ο ίδιος, το «Blue Suede Shoes». Ο Perkins πούλησε δύο εκατομμύρια αντίτυπα από το «Blue Suede Shoes» πριν το ξανακυκλοφορήσει ο Elvis Presley. O Perkins, όντας αυθεντικό παιδί της υπαίθρου, έγραψε το τραγούδι καθισμένος πάνω σε ένα σακί πατάτες.
Ο Sam Phillips, ιδιοκτήτης της Sun Records και δημιουργός του στυλ rockabilly. Ακούγοντας τον Elvis Presley να κάνει «τρέλες» μέσα στο στούντιο μαζί με τον Scotty Moore και τον Bill Black, διέκρινε τις προοπτικές του νέου αυτού ήχου.
Ένας πιο εμπορικός Χάρη στη χαρακτηριστική «επέμβαση» του Phillips με τη χρήση του echo και την υπερβολική έντα ση του ήχου, τραγούδια όπως το «Gone, Gone, Gone» και το «Blue Suede Shoes» ήταν πέρα για πέρα τραγούδια της rockabilly (ή «ορεσίβιοι χτύποι» όπως τα αποκαλούσαν μερικές φορές). Ήταν ένα στυλ το οποίο ο παραγωγός εμπνεύστηκε σε μεγάλο βαθμό σε συνεργασία με τον Elvis Presley. Η πίσω πλευρά του πρώτου single του Elvis [το «That's All Right (Mama)», που κυκλοφόρησε τον Ιούλιο του 1954] ήταν μια πλήρως φρεσκαρισμένη διασκευή του «Blue Moon Of Kentucky», ενός βαλς της country του 1947 από τον Bill Monroe. Αναζητώντας έναν πιο εμπορικό ήχο που θα μπορούσε ίσως να έχει απήχηση στο ευρύ ακροατήριο, ο Phillips προσπάθησε να ενθαρρύνει τον νεαρό τραγουδιστή, αλλά και τον κιθαρίστα Scotty Moore και τον μπασίστα Bill Black, να βρουν έναν άνετο, εύθυμο ρυθμό. Αυτό άρχισε να παίρνει μορφή μετά από πολλές προσπάθειες μέχρι τη στιγμή που τελικά προέκυψε μια ρυθμική, ελεύθερη, γεμάτη αντήχηση εκδοχή, της οποίας η αίσθηση απείχε έτη φωτός από την αρχική εκδοχή του Monroe. Η διαδικασία συνεχίστηκε στις μετέπειτα ηχογραφήσεις του Presley, όπως το «I Don't Care If The Sun Don't Shine», το «Milkcow Blues Boogie» και κυρίως στη συγκλονιστική επανεκτέλεση του «Mystery Train» του Junior Parker, που δανείστηκε κάποιο «γύρισμα» της κιθάρας από το «Love My Baby» του Parker, για να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στην country και την R&B. Κι όμως, η ηχογράφηση της δικής του δημιουργίας, του «Blue Suede Shoes», που έκανε το 1956 ο Carl Perkins, ήταν εκείνη που εξασφάλισε την παγκόσμια αναγνώριση στη μουσική rockabilly, ενθαρρύνοντας μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες όπως η Capitol, η Columbia, η Decca, η Mercury και η RCA να ακολουθήσουν αυτή την τάση και να εκμεταλλευτούν αυτό το είδος. Από την πλευρά της η Sun έπαιξε ρόλο βασικού σημείου αναφοράς για τη μουσι Charlie Feathers κή rockabilly, και αρκετοί ακόμα καλλιτέχνες που υπέγραψαν συμβόλαιο με την εταιρεία Carl Perkins αυτή έκαναν μερικές αξιόλογες ηχογραφήσεις. Σημαντικότερος από αυτούς ήταν ο Elvis Presley Charlie Feathers, ο οποίος έγραψε μαζί με συνεργάτη το «I Forgot To Remember To Billy Lee Riley Forget», πριν μετακινηθεί προς άλλες δισκογραφικές εταιρείες και ηχογραφήσει κλασι κά τραγούδια όπως το «Tongue-Tied Jill» και το «Get With It». Σε μια εποχή που το rock'n'roll έκανε πάτα γο και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο Feathers θεωρούσε ότι καμία δισκογραφική εταιρεία δεν του έδωσε την υποστήριξη που του άξιζε. Με την άποψη αυτή συμφωνούσε κι ο Billy Lee Riley.
Ο Carl Perkins, ένας από τους σπουδαιότερους εκπροσώπους της μουσικής rockabilly.
Περιορισμένη επιτυχία στον Κατάλογο Οι πιο αξιοσημείωτες ηχογραφήσεις του Billy Lee Riley στη Sun Records ήταν μεταξύ άλλων το «Rock With Me Baby» και το «Red Hot», όμως καμία δεν είχε την επιτυχία που έλπιζε και προσδο κούσε. Παρόμοια τύχη είχαν οι προσπάθειες, μεταξύ άλλων, των Sonny Burgess, Ray Harris, Hayden Thompson και Warren Smith. Η μουσική rockabilly τράβηξε πάνω της τα φώτα της δημοσιότητας για λίγο καιρό και όχι ιδιαίτερα έντονα. Οι καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν με αυτή είχαν ένα πολύ συγκεκριμένο υπόβαθρο. Πράγματι, λό γω του ότι ελάχιστοι μόνο καλλιτέχνες ήταν μαύροι, ο Sam Phillips δεν ένιωθε καθόλου άνετα με την ονο μασία αυτού του είδους μουσικής. «Ανέκαθεν πίστευα ότι το καλύτερο όνομα ήταν το "rock'n'roll"», είπε μετά από τέσσερις δεκαετίες, «επειδή περιελάμβανε τους πάντες, λευκούς και μαύρους, ενώ το όνομα "rockabilly" είχε την τάση να αφορά κυρίως τους λευκούς. Επίσης προωθούσε την αίσθηση ότι οι λευκοί μπορεί να έκλεβαν κάτι από τους μαύρους και ήθελαν να το παρουσιάσουν ως λευκό. Γι' αυτό και ποτέ δεν μου άρεσε ο όρος "rockabilly"». Παρ' όλα αυτά, πολλοί είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η χρυσή εποχή της rockabilly, που έσβησε προς τα τέλη της δεκαετίας του 1950, ήταν μια λαμπρή περίοδος στην ιστορία της pop μουσικής. Ήταν μια πε ρίοδος κατά την οποία συχνά η βασική ενορχήστρωση και τα πρωτόγονα μηχανήματα ηχογράφησης συνδυάζονταν με την ανεξέλεγκτη ενέργεια για να παραχθεί μια σκληρή μουσική, γεμάτη ζωή, ειλικρίνεια, για πολλούς η πιο αγνή «Blue Suede Shoes», Carl Perkins μορφή του rock'n'roll. Ήταν επίσης ένα μουσικό είδος που εμπεριείχε το «Gone, Gone, Gone», Elvis Presley «Mystery Train», Elvis Presley πνεύμα της διασκέδασης στα πάρτι των μέσων της δεκαετίας του 1950. Και «Rock With Me Baby», Billy Lee Riley όπως κάποτε δήλωσε ο Carl Perkins: «Ταρακουνήσαμε ακόμα και το Διάβολο! «Tongue-Tied Jill», Charlie Feathers Κάναμε τα blues να αποκτήσουν κίνηση!» Στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 η rockabilly έζησε μια αναβίωση με συγκροτήματα όπως οι Stray Cats, που ερμήνευαν μουσική της δεκαετίας του 1950 με στοιχεία από την punk και τη rock. Υπήρξαν επίσης και γνήσια συγκροτήματα αναβίωσης της rockabilly που ακολούθησαν πιο πιστά το αρχικό στυλ.
Oι Stray Cats, ένα από τα συγκροτήματα που ηγήθηκαν της αναβίωσης της rockabilly στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
DooΑν και πολλοί δίσκοι της doo-wop είχαν γίνει με τη συνοδεία πλήρους ορχήστρας, τα συγκρο τήματα συνήθως ξεκινούσαν να τραγουδούν a cappella. Με λίγα λόγια, ήταν μια μουσική που απαι τούσε ομαδική προσπάθεια, αλλά όχι εμπειρία ή απαιτήσεις ενορχήστρωσης, ενώ παιζόταν στις γωνιές των δρόμων ως μέσο φυγής, ψυχαγωγίας/ προσωπικής ικανοποίησης και ως μέσο έκφρα σης των επαγγελματικών φιλοδοξιών. Αυτό το είδος μουσικής, που πήρε το όνομά του από τους άνευ ουσίας ήχους που ακούγονταν στο βάθος για να δίνουν απλώς το ρυθμό, είχε κάποια γεύση από R&B και ήταν μία από τις πιο δημοφιλείς πτυχές της μουσικής που προσκολλήθηκε στη rock'n'roll, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1950. Το συναίσθημα και ο ρομαντισμός της μπαλάντας, το ζωηρό και ενθουσιώδες τέμπο, μερικές φορές κάποια κωμικά «καμώματα», ήταν αυτά που βοηθούσαν στο αρμονικό δέσιμο όλων των στοιχείων, των οποίων οι ρίζες δεν βρίσκονταν μόνο στην gospel αλλά και σε μαύρες αμερικανικές φωνητικές ομάδες της δεκαετίας του 1940, όπως οι Mills Brothers και οι Ink Spots. Ομολογουμένως η πρώτη επιτυχία της doo-wop ήταν το «It's Too Soon To Know» των Orioles, το 1948. Στη συνέ χεια, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, εμφανίστηκε μια σει ρά από παρόμοια συγκροτήματα με ονόματα πουλιών, όπως οι Cardinals, οι Crows, οι Larks, οι Ravens, οι Robins, οι Wrens και οι Penguins. Η επιτυχία του 1954, του τελευταίου από αυ τά τα συγκροτήματα, το «Earth Angel (Will You Be Mine)», έγι Dion Di Mucci νε ο ύμνος των λευκών νεαρών που ταυτίζονταν άμεσα με τους στίχους οι οποίοι μιλούσαν για τα νεανικά ρομαντικά αι σθήματα. Στη συνέχεια, ένα είδος μουσικής που αρχικά προοριζόταν για ένα κατεξοχήν ενήλικο, αφροαμερικάνικο κοινό, άρχισε να κατακτά και την εφηβική αγορά ανεξαρτήτως χρώματος. Με τη σειρά του αυτό οδήγησε σε ολοκληρωμένα συγκροτήματα της doo-wop, όπως οι Impalas και οι Del-Vikings -των οποίων η επιτυχία του 1957 με τίτλο «Come Go With Me» ήταν το πρώτο τραγούδι που είδε ο έφηβος ακό μα Paul McCartney να ερμηνεύει ο John Lennon-, αλλά και αμιγώς λευκά συγκροτήματα όπως οι Dion & the Belmonts, οι Mystics και οι Skyliners.
Η doo-wop συνήθως υποδηλώνει γλυκιά αρμονία και τρυφερή μπαλάντα, αλλά αυτό δεν συνέβαινε πάντα. Η συλλογή αυτή περιέχει τραγούδια αυτού του είδους με πιο ενθουσιώδες τέμπο.
To
της Doo-Wop
Η doo-wop είχε κάνει τεράστια άλματα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και πολλοί έφηβοι που αγόραζαν τους δίσκους εμπνέονταν να σχηματίσουν το δικό τους a cappella συγκρότημα. Καθώς τα single των Dominoes και των Hank Ballard & the Midnighters έκαναν μια στροφή από τους Καταλόγους Επιτυχιών της R&B προς την ευρεία αγορά της pop, και καθώς ερμηνείες όπως αυτές των Jewels, των Cadillacs, των Chords, των Εl Dorados και των Five Satins γνώριζαν μικρής διάρκειας επιτυχία, πολλές δισκογραφικές εταιρείες ανέβηκαν στο τρένο της doo-wop και εκατοντάδες «νέα ταλέντα» οδη γήθηκαν εσπευσμένα στα στούντιο σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ. Πόλεις όπως το Λος Άντζελες και η Φιλαδέλ φεια παρήγαγαν ένα μεγάλο αριθμό τέτοιων δίσκων, όμως το κέντρο ήταν η Νέα Υόρκη όπου υπήρχαν φτωχοί αφρικανικής και ιταλικής καταγωγής Αμερικανοί, οι οποίοι είχαν τη μελωδία στο αίμα τους και εμπνέονταν τραγούδια που απευθύνονταν στους εφήβους αποτυπώνοντας την αθωότητα μιας εποχής που είχε παρέλθει προ πολλού. Χάρη στις μεθόδους που ακολουθούσαν εκείνη την εποχή οι δισκογραφικές εταιρείες, που στηρί ζονταν στην εκμετάλλευση και στον ανηλεή ανταγωνισμό, αρκετοί από τους σχετικά λίγους ερμηνευτές που κατάφεραν να δουν τις προσπάθειες τους να παίρνουν σάρκα και οστά συνέχισαν να αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα. Παρόλα αυτά, μερικοί κέρδισαν από τις προσπάθειες τους και άλλοι χάρηκαν την The Coasters The Clovers εκτενή παρουσία τους στους Καταλόγους Επιτυχιών. Μεταξύ άλλων ήταν οι Little Anthony & the Imperials Clovers, οι Moonglows, ο Little Anthony & the Imperials και ο Frankie Lymon & The Moonglows the Teenagers, ενώ στην κορυφή βρίσκονταν οι Platters και οι Coasters. The Platters
Ο Hank Ballard έφερε ένα μίγμα gospel επιρροών και προκλητικής R&B στους Midnighters, το φωνητικό συγκρότημα στο οποίο έγι νε μέλος το 1953. Η μεγάλη επιτυχία τους, το «Work With Me Annie», ενέπνευσε καλλιτέχνες από διάφορες μουσικές σφαίρες.
Η
στροφή
Ένα από τα συγκροτήματα της doo-wop με τον πιο σαφή προσανατολισμό στην pop μουσική ήταν οι Platters, οι οποίοι κατόρθωσαν να αγγίξουν την επιτυχία προσελκύοντας όχι μόνο ένα πολυφυ λετικό, αλλά και παγκόσμιο, πολλών γενεών ακροατήριο, χάρη σε τρομερά επιτυχημένες μπαλάν τες όπως το «Only You (And You Alone)», το 1955, και το «The Great Pretender», το οποίο κατέλαβε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών τον επόμενο χρόνο. Και οι δυο αυτές επιτυχίες ήταν δημιουργίες του μάνατζερ Buck Ram. Ενώ το «The Great Pretender» έκανε τους Platters το πρώτο συγκρότημα μαύρων καλλιτεχνών που κατέλαβε την πρώτη θέση στους Καταλόγους Επιτυχιών, το «Twilight Time» και το «Smoke Gets In Your Eyes» κατέλαβαν επίσης την πρώτη θέση και βοήθησαν το συγκρότημα να αμφισβητήσει το μονοπώλιο της θέσης αυτής από λευκούς καλλιτέχνες που έκαναν επανεκτελέσεις τραγουδιών R&B. Στο μεταξύ, οι άλλοι εκπρόσωποι της doo-wop με πολλούς θαυμαστές στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ήταν οι Coasters, των οποίων τα πολύ ρυθμικά και γεμάτα κωμικά στοιχεία τραγούδια έρχονταν σε ευθεία αντίθεση με τις απλές και συγκινητικές μπαλάντες των Platters. Χάρη στη συμβολή θρυλικών συνθετών-παραγωγών όπως οι Jerry Leiber και Mike Stoller, αλλά και χάρη στο μάνατζερ Lester Sill, οι Coasters έκα ναν μια σειρά από επιτυχίες που πούλησαν εκατομμύρια δίσκους, όπως το «Young Blood», το «Searchin'», το «Yakety Yak», το «Charlie Brown» και το «Poison Ivy»' στην περίπτωση των δύο πρώτων, στηρίχτηκαν στο φωνητικό ταλέντο και στους αυτοσχεδιασμούς του μπασίστα Bobby Nunn και του κορυφαίου τενόρου Carl Gardner. Ο τενόρος Leon Hughes και ο βαρύτονος Billy Guy συμπλήρωναν το κουαρτέτο. To «Young Blood» και το «Searchin'» κυκλοφόρησαν ως ένα διπλό single, αλλά μέχρι να ηχογραφηθούν το «Yakety Yak» και το «Charlie Brown» για τη νέα δισκογραφική εταιρεία Atco της Atlantic, το συγκρότημα έφυγε από το Λος Άντζε λες και εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη με καινούργια σύνθεση. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι Nunn και Hughes αντικαταστάθηκαν από τον μπασίστα Will «Dub» Jones και τον τενόρο Cornell Gunter, προστέθηκε επίσης ο Adolph Jacobs στην κιθάρα, ενώ συνεργάστηκαν και με μουσικούς όπως ο βιρτουόζος σαξοφωνί στας King Curtis.
«Earth Angel (Will You Be Mine)»The Penguins «Only You (And You Alone)» The Platters «Searchin'» The Coasters «The Great Pretender» The Platters «Young Blood» The Coasters
Χάρη στους Coasters και στην ευφυέστατη ομάδα τους στι χουργών / παραγωγών, η doo-wop συνολικά τόλμησε να εκφραστεί μέσα από τα δυνατά σόλο στο σαξόφωνο και τις έντονες φωνητικές προσθήκες. Όμως, αυτό ώθησε πολλούς ανθρώπους να μην πάρουν στα σοβαρά αυτό το είδος, οπότε πριν ολοκληρωθεί η δεκαετία έχα σε την αίγλη του.
Ο συνδυασμός του φωνητικού ταλέντου των Coasters, των χιουμοριστικών στίχων των Leiber & Stoller και των δυνατών σόλο του σαξοφωνίστα King Curtis οδήγησαν σε μια σειρά από επιτυχίες που αντανακλούσαν την εύθυμη πλευρά της doo-wop.
Skiffle Μια φτηνή ακουστική κιθάρα, μια σανίδα μπουγάδας, μερικές δακτυλήθρες, ένα καφεκούτι, ένα σκουπόξυλο και ένα κομμάτι σπάγκος, μαζί με λίγο μουσικό ταλέντο: αυτά ήταν όλα όσα χρειάζονταν για τη skiffle, ένα κράμα από αμερικανική jazz, blues και folk που άγγιξε τους Βρετανούς εφήβους που αντιμετώπιζαν έντονα οικονομικά προβλήματα στη διετία 1956-1957 και αμφισβήτησε προσωρινά την κυριαρχία του rock'n'roll. Η skiffle, ένα ρυθμικό και σαφώς εύθυμο είδος μουσικής, ήταν μια λευκή, βρετανική εκδοχή της νέγρικης μουσικής, η οποία αντλώντας στοιχεία από την blues, την jazz, τη rag και την παραδοσιακή country πρωτοεμφανίστηκε στην Αμερική προς τα τέλη του 19ου αιώνα και παιζόταν σε ολόκληρο το Νότο κατά τις δεκαετίες του 1920 και του 1930 από συγκροτήματα «της κανάτας, της σανίδας μπουγάδας ή συγκροτήματα skiffle», όπως λέγονταν χαρακτηριστικά. George Harrison Αυτά τα υποτυπώδη συγκροτήματα συνήθως χρησιμο ποιούσαν βιολί, μπάντζο, καζού και μερικές φορές κιθάρα, μαντολίνο και/ή φυσαρμόνικα σε συνδυασμό με κρουστά, ρυθμικά αντικείμενα του νοικοκυριού όπως κουτάλια, κονσερβοκούτια και η σανίδα της μπουγάδας (πάνω στην οποία γλιστρούσαν παλινδρομικά τα δάχτυλα στα οποία είχαν τοποθετηθεί δακτυλήθρες). Παρ' όλα αυτά, ενώ τον ήχο του μπάσου τον εξασφάλιζε ένα τουλάχιστον μέλος του συγκροτήματος που φυσούσε μέσα ή πάνω από ένα κανάτι, στη δεκαετία του 1950, όταν έγινε αναβίωση της skiffle στην Αγγλία, το κανάτι αντικαταστάθηκε από μια πρόχειρη απομίμηση ενός μπάσου που είχε τη μορφή σκουπόξυλου το οποίο ήταν στηριγμένο σε ένα τρύπιο καφεκούτι και ανάμεσά τους τεντωνόταν μια χορδή.
Η τηλεοπτική εκπομπή 6.5 Special, που ξεκίνησε το 1957 στο BBC, παρουσίαζε ζωντανή μουσική που περιελάμβανε παραδοσιακή folk και skiffle. Η εκπομπή σημείωσε κάμψη όταν ο παραγωγός jack Good πήγε να εργαστεί σε ανταγωνιστικό κανάλι.
Απλό
με αμερικάνικη προφορά
Ο βασιλιάς της βρετανικής skiffle -και ο μοναδικός από τους καλλιτέχνες που πέτυχαν διεθνή αναγνώριση- ήταν ο Lonnie Donegan, ο οποίος εισήγαγε τη μουσική σε ακροατήρια κοντσέρτων στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν ερμήνευε τη δική του εκδοχή της blues, της country και της folk στα κενά που μεσολαβούσαν ανάμεσα σε ερμηνείες των Ken Colyer's Jazzmen. Με τη συνοδεία μπάντζο ή ακουστικής κιθάρας, μπάσου και τύμπανων, η φωνητική ερμηνεία του Donegan με τη βαριά, αμερικάνικη προφορά, γρήγορα του χάρισε μεγαλύτερη δημοτικότητα απ' ό,τι η ιδιότητα του αστέρα. Όταν το 1954 το συγκρότημα του Colyer μετονομάστηκε σε Chris Barber's Jazz Band, o Donegan ερμήνευσε αυτό που αποδείχτηκε ως θεμελιώδες τραγούδι του πρώτου άλμπουμ του συγκροτήματος, New Orleans Joys. Με τον Barber στο μπάσο και τον Beryl Bryden στη σανίδα της μπουγά δας, η εκδοχή που παρουσίασε ο Lonnie Donegan στο κλασικό blues του Huddie «Leadbelly» Ledbetter, με τίτλο «Rock Island Line», κυκλοφόρησε ως single και πούλησε το αστρονομικό ποσό των τριών εκα τομμυρίων αντιτύπων, παραμένοντας 22 εβδομάδες στον βρετανικό Κατάλογο Επιτυχιών, όπου έφτασε μέχρι την όγδοη θέση, ενώ στον αντίστοιχο Κατάλογο των ΗΠΑ μπήκε στην πρώτη δεκάδα. Όμως, παρόλο που οι πωλήσεις δεν ήταν απλώς εντυπωσιακές, αυτό που έκανε μοναδικό το «Rock Island Line» στα χρονικά της βρετανικής pop εκείνη την εποχή ήταν το γεγονός ότι στην πλειονότητα τους αυτοί που αγό ραζαν το δίσκο ήταν έφηβοι. Ξαφνικά, σαν μια όαση μέσα στην έρημο του Lonnie Donegan Johnny Duncan συντηρητικού καθωσπρεπισμού, παρουσιάστηκε ένας ντόπιος ήχος που πα The Vipers Skiffle Group ρουσίαζε στοιχεία blues και τολμηρό στίχο, ο οποίος όχι μόνο τράβηξε την The Chas McDevitt Skiffle Group προσοχή των εφήβων, αλλά και τους ενέπνευσε να σχηματίσουν το δικό το με τη Nancy Whiskey υς συγκρότημα στην προσπάθεια τους να αντιγράψουν τη συνταγή του Lonnie Donegan. Μέχρι την εποχή που το single του Donegan, «Lost John», ανέβηκε στη δεύτερη θέση του βρετανικού Καταλόγου Επιτυχιών, στις αρχές του 1956, στη Βρετανία είχε σημειωθεί εκρηκτική άνθηση της μουσικής skiffle, με μισό περίπου εκατομμύριο εφήβους να έχουν σχηματίσει δικό τους συγκρότημα, ενώ το είδωλο τους εμφανιζόταν επί σκηνής ακόμα και στα εθνικής εμβέλειας τηλεοπτικά κανάλια των ΗΠΑ.
Ο Lonnie Donegan αναδείχθηκε σε έναν πιο ομογενοποιημένο βρετανό τραγουδιστή αντίστοιχο του Elvis Presley, από ό,τι ο Tommy Steele. To A Golden Age of Donegan έφτασε στην τρίτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών.
Ένας
με διάρκεια
Το πρώτο άλμπουμ του Donegan, το Showcase, πούλησε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα και ο ίδιος συνέχισε να μπαίνει στην πρώτη δεκάδα του Καταλόγου των βρετανικών single με τραγούδια όπως το «Bring A Little Water Sylvie», το «Don't You Rock Me Daddy-O», το «Cumberland Gap» και το «Putting On The Style». Στο μεταξύ στο προσκήνιο άρχισαν να εμφανίζονται και άλλοι καλλιτέχνες. Το συγκρότημα Vipers Skiffle Group, του οποίου ο ήχος ήταν πιο σκληρός από του Donegan ενώ ακολουθούσε πιο πιστά τη folk και την blues, μπήκε στην πρώτη δεκάδα με το «Don't You Rock Me Daddy-O» (που το έγραψε ο τραγου διστής / κιθαρίστας των Vipers, o Wally Whyton). Χάρη σε πολλά μετέπειτα τραγούδια τους οι Vipers έρχονταν μόλις δεύτεροι σε επιτυχία μετά τον Donegan. Η επιτυχία ορισμένων άλλων ήταν πιο μικρή. Ανάμεσα τους ήταν οι Chas McDevitt Skiffle Group, στους οποίους μετείχε η Nancy Whiskey, που σημείω σαν επιτυχία με το «Freight Train», και ο Αμερικανός Johnny Duncan, που έφτασε μέχρι τη δεύτερη θέση στη Βρετανία με το «Last Train To San Fernando». Ακόμα και ο Tommy Steele, o πρώτος πραγματικός αστέρας του rock'n'roll στη Βρετανία, άρχισε να ερμηνεύει μουσική skiffle. Φυσικά, ήταν το rock'n'roll εκείνο που στα τέλη του 1957 έβαλε τέρμα στην άνθηση της skiffle. Ωστόσο, παρόλο που η αναβίωση του είχε μικρή διάρκεια, η ανεκτίμητης αξίας συμβολή της skiffle στην pop μουσική ήταν ο διαρκής αντίκτυπος που είχε σε μια γενιά εφήβων που θα βρίσκονταν στην εμπρο σθοφυλακή της Βρετανικής -και μετέπειτα της διεθνούς- ροκ σκηνής στη δεκαετία του 1960: στους Who, στους Hollies, στους Kinks, στους Moody Blues, στους Searchers, στους Procol Harum... Αυτά και πολλά άλλα συγκροτήματα είχαν μέλη που πήραν στα σοβαρά την ακουστική κιθάρα, τη σανίδα της μπουγάδας ή τον ήχο από το καφεκούτι της μουσικής skiffle. Στην πραγματικότητα, το «Putting On The Style» του Lonnie Donegan βρισκόταν στην πρώτη θέση του βρετανικού Καταλόγου Επιτυχιών όταν ένα συγκρότημα, οι Quarry Men, ερμήνευσε το τραγούδι σε μια εκκλησιαστική γιορτή στο Λίβερπουλ, στις 6 Ιουλίου 1957. Η πρώτη φωνή «Don't You Rock Me Daddy-O» The Vipers Skiffle Band του συγκροτήματος τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν ένας «Freight Train» The Chas McDevitt Skiffle Group με τη 16χρονος που τον έλεγαν John Lennon. Ανάμεσα στους ακρ Nancy Whiskey οατές του ήταν και ο 15χρονος Paul McCartney. Ο σημαντικό «Last Train To San Fernando» Johnny Duncan «Lost John» Lonnie Donegan τερος ρόλος που έπαιξε η μουσική skiffle ήταν αυτός. «Hock Island Line» Lonnie Donegan
Οι Vipers δημιουργήθηκαν μέσα στη γεμάτη ζωντάνια μουσική σκηνή που συναντήθηκε στο 21's Coffee Bar στο Σόχο του Λονδίνου, μαζί με μεγάλο αριθμό άλλων ερμηνευτών, όπως ήταν οι Tommy Steele, joe Brown, Hank Marvin και Adam Faith.
Ο
του Νάσβιλ
Για τον «ήχο του Νάσβιλ» υπήρξαν και ευνοϊκά και δυσμενή σχόλια. Παρόλο που κατά καιρούς χαρακτηρίστηκε «μεταλλαγμένη country», «country που ακούγεται ευχάριστα» ή «country της πόλης», τελικά ήταν πιο πολύ μια τάση παρά μια καινοτομία. Ως εκ τούτου, ξεπήδησε τόσο από εμπο ρικούς λόγους όσο και από προσωπική καλλιτεχνική αναζήτηση. Σε κάθε δεκαετία γίνονται κατά καιρούς «μπολιάσματα» ανάμεσα στον κόσμο της country και το ευρύτερο ακροατήριο της pop. Από τη δεκαετία του 1930 μέχρι και τη δεκαετία του 1950 ο αστέρας Red Foley της Grand Ole Opry γοήτευσε επαρχιώτες και κατοίκους πόλεων με τη βελούδινη φωνή του και τη γλυκιά μουσική ευαισθησία του. Στη δεκαετία του 1950 και στις αρχέςτης δεκαετίας του 1960 η Patti Page, μια καλλιτέχνις που καταγόταν από την Οκλαχόμα και άρχισε να τραγουδάει western swing, σημείωσε μερικές πολύ καλές επιτυχίες pop με επανεκτέλεση τραγουδιών της country. Η ηχογράφηση του «Tennessee Waltz» του Pee Wee King, που έκανε το 1950, πούλησε περίπου πέντε εκατομμύρια αντίτυπα. Ακόμα και ο Bing Crosby με τη γλυκιά φωνή προχώρησε σε επανεκτέλεση του «Walkin' The Floor Over You» του Ernest Tubb.
Ένα αντίδοτο στη rock'n'roll Κατά έναν παράδοξο τρόπο η εμφάνιση της rock'n'roll ήταν εκείνη που πυροδότησε πραγματικά την εποχή του «μπολιάσματος» του Νάσβιλ στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η εμφάνιση των τραγουδιστών της rock'n'roll έγινε αφορμή για μια παναμερικανική «τρέλα» που άσκησε σοβαρό αντίκτυπο στις πωλήσεις δίσκων country μουσικής. Ο αρνητικός αντίκτυπος στην αγορά των δίσκων μουσικής country ήταν τέτοιος, ώστε ακόμα και σκληροπυρηνικοί καλλιτέχνες της country όπως ο George Jones αντέδρασαν με το να δοκιμάσουν την τύχη τους στη rockabilly και στη rock'n'roll. Αλλοι, όπως οι Sonny James, Marty Robbins και Don Gibson, πέρασαν σε αυτή τη μεταβατική αγορά στα τέλη της δεκαετίας του 1950 με μπαλάντες όπως οι «Young Love» και «A White Sport Coat (And A Pink Carnation)». Η επιτυχία αυτών των δίσκων οφειλόταν στους παραγωγούς του Νάσβιλ, όπως οι Chet Atkins και Owen Bradley. Αυτοί, μαζί με άλλους παραγωγούς της Music Row, προσπάθησαν για πολύ καιρό να καταλάβουν πώς θα φτιάξουν δίσκους country που θα μπορούσαν να εισέλθουν στη σαφώς πιο κερδο φόρο αγορά της pop. Η διάθεση τους αυξήθηκε ακόμα περισσότερο λόγω της επιτυχίας των καλλιτεχνών που είχαν ως έδρα το Νάσβιλ, όπως οι Everly Brothers, ο Roy Orbison και η Brenda Lee, που κατόρθωσαν να επιβιώσουν στις δεκαετίες του 1950 και του 1960 με επιτυχίες που έγραφαν στιχουργοί από το Νάσβιλ και τις οποίες ηχογραφούσαν και παρήγαν σε στούντιο της ίδιας πόλης.
Το Νάσβιλ, η λεγόμενη «Μουσική Πόλη», σε φωτογραφία του 1933. Όντας έδρα της Grand Ole Opry και κορυφαίων μουσικών παραγωγών της country, ήταν ο προορισμός όσων ονειρεύονταν να υπογράψουν ένα καλό συμβόλαιο.
Από το Νάσβιλ, στο... Αυτό που έκανε τον ήχο του Νάσβιλ να ξεχωρίζει, ήταν ο τρόπος με τον οποίο έντυνε επιθετικά την ευρείας κατανάλωσης country μουσική, ώστε να μεταδίδεται μέσω ραδιοφώνου. Παραγωγοί όπως ο Atkins και ο Bradley βρήκαν καλόγουστους τρόπους για να προβάλουν τον χαρακτηριστικό ήχο της country και να τον σερβίρουν στους ακροατές της πόλης. Εξομάλυναν -είτε εξάλειψαν τε λείως- την ένρινη ερμηνεία, ενώ αντικατέστησαν τους θορυβώδεις ήχους βιολιού και των κιθάρων με πλούσια φωνητικά και ζωηρές ενορχηστρώσεις για πιάνο, έγχορδα και πνευστά. Ο όρος «ήχος του Νάσβιλ» αναφέρεται και σε μια όλο και πιο οργανωμένη, σχεδόν τυποποιημένη μέ θοδο παραγωγής επιτυχιών που υιοθέτησαν παραγωγοί σαν τους Atkins και Bradley. Στις αρχές της δεκα ετίας του 1960 κυριάρχησε στο στούντιο Music Row μια σχετικά μικρή και σφιχτά δεμένη ομάδα μου σικών που συμμετείχαν σε εκατοντάδες ηχογραφήσεις, οι οποίες διεξάγονταν με την ακρίβεια και την αποτελεσματικότητα ενός εργοστασιακού ρολογιού. Πολλοί λάτρεις της παραδοσιακής country και της honky-tonk country μουσικής θεώρησαν αυτές τις επεμβάσεις στον ήχο του Νάσβιλ ως προσβολή ενάντια στην αυθεντικότητα της μουσικής. Κάτι που τους ενόχλησε ακόμα περισσότερο ήταν το γεγονός ότι μερικοί κορυφαίοι τραγουδιστές της honky tonk όπως ο Ray Price ευχαρίστως στράφηκαν προς μια ήπια, ανάλαφρη pop με επιτυχίες όπως το «Danny Boy» και το «For The Good Times», οι οποίες ήταν το άκρως αντίθετο της σκληρής country μουσικής. Μερικοί καλλιτέχνες που συνδέονταν πολύ στενά με τον ήχο του Νάσβιλ, όπως ο Eddy Arnold με τη γλυκιά φωνή, ο αστέρας της Grand Ole Opry George Morgan και η τραγουδοποιός Patsy Cline, που ήταν γεννημένη στη Βιρτζίνια, άνθησαν και βρήκαν τη φυσική φωνή τους σε ένα περιβάλλον που χαρακτηρι ζόταν από τον ήχο του Νάσβιλ. Το ίδιο συνέβη και με άλλους, όπως ο Marty Robbins, o Ferlin Husky και πρώην ερμηνευτές της honky tonk country, όπως ο Don Gibson και ο Faron Young. Ουσιαστικά όμως όλοι αυτοί οι τραγουδιστές είχαν αρχίσει την καριέρα τους σε ένα πολύ πιο παραδοσιακό πνεύμα. Στροφή όμως έκαναν από μια ελαφρώς διαφορετική πλευρά και καλλιτέχνες όπως ο Bobby Bare, o George Hamilton IV και ο Johnny Cash, που σημείωσαν κάποια επιτυχία στους Καταλόγους Επι τυχιών country, και ορισμένοι από αυτούς στους Καταλόγους Επιτυχιών pop, με το παρεμφερές είδος που ονομάζεται folk country. Ο Roger Miller κατάφερε να κάνει τη δι κή του υπέρβαση με το δικό του μοναδικό τρόπο, κερδίζοντας 11 Βραβεία Grammy με Eddy Arnold Patsy Cline τραγούδια επενδυμένα με καινούργιους ήχους όπως τα «King Of The Road» και «Dang George Morgan Me». Charlie Rich Tammy Wynette
Η Patsy Cline, της οποίας το τραγούδι «Crazy» έγινε δεκτό με ενθουσιασμό από ακροατές που σηκώθηκαν τρεις φορές και την επευφήμησαν, όταν το ερμήνευσε για πρώτη φορά στο Grand Ole Opry το 1961.
Ο Sherrill επηρεάζει το Ο παραγωγός που κληρονόμησε τη σφραγίδα του ήχου του Νάσβιλ στη δεκαετία του 1970 ήταν ο Billy Sherrill, ένας ταλαντούχος και κάπως αινιγματικός πρώην σαξοφωνίστας της R&B από την Αλαμπάμα. Ο Sherrill δοξάστηκε αλλά και περιφρονήθηκε επειδή προώθησε ακόμα περαιτέρω τον ήχο του Νάσβιλ προσαρμόζοντας τη μέθοδο του «μετώπου του ήχου», που καθιέρωσε πρώτος ο θρυλικός παραγωγός της ροκ, Phil Spector, σε επιτυχίες της pop από καλλιτέχνες όπως οι Righteous Brothers. Ο Sherrill επέβαλε το δικό του «μέτωπο του ήχου» σε επιτυχίες που παρήγαγε για αστέρες της επο χής, όπως η Tammy Wynette (η οποία παρά τις υπερβολικές «επεμβάσεις» σε επιτυχίες όπως το «Stand By Your Man», συνήθως απέφευγε την ετικέτα του ήχου του Νάσβιλ επειδή η φωνή της θύμιζε πάρα πολύ τραγουδίστρια country), ο David Houston («Almost Persuaded») και ο Charlie Rich. Ο Rich, ένας λευκός ταλαντούχος πρώην τραγουδιστής της R&B και της jazz, ο οποίος σημείωσε με γάλες επιτυχίες με καλοφτιαγμένα τραγούδια κατά τη δεκαετία του 1970, όπως το «Behind Closed Doors», έδωσε σάρκα και οστά σε μια κατάσταση που επαινέθηκε, κατηγορήθηκε και έγινε γνωστή ως «επηρεα σμός της country μουσικής από τον Sherrill». Είτε μας αρέσει είτε όχι, πολλοί από τους δίσκους που παρή γαγε ο Billy Sherrill για τους Rich και Wynette, όπως το «Stand By Your Man», πούλησαν μεγάλο αριθμό αν τιτύπων. Παραλλαγές του ήχου του Νάσβιλ υφίστανται μέχρι και σή μερα. Όμως γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η εξέλιξη στον ήχο του Νάσβιλ είχε πια βαλτώσει. Η τάση αυτή έφτασε το 1975 στο κατώτατο σημείο, όταν η Country Music Association θεώρησε πρέ «Behind Closed Doors» Charlie Rich πον να απονείμει το ανώτερο βραβείο της, το βραβείο του «Ψυχα «Crazy» Patsy Cline γωγού της Χρονιάς», στον αστέρα της pop John Denver, απογοη «Stand By Your Man»Tammy Wynette «The Most Beautiful Girl In The World» Charlie Rich τεύοντας αμέτρητους φίλους της μουσικής και καλλιτέχνες της «What's He Doing In My World» Eddy Arnold country. Παρόλο που ο ήχος του Νάοβιλ συνεχίζει να είναι μια πα ράμετρος στην ευρύτερη country μουσική μέχρι σήμερα, μια χού φτα πεισματάρηδων τολμηρών, γνωστοί ως «παράνομοι», ανέλαβαν να βγουν από το ηχητικό τέλμα του Νάσβιλ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στη δεκαετία του 1970 και να ξαναζωντανέψουν την αυθεντική country επαναφέροντάς τη στις παλιές ρίζεςτης.
Ο Chet Atkins, μαζί με τον Merle Travis και τον Doc Watson, θεωρείται ένας από την «αγία τριάδα» των κιθαριστών της country. Όμως ως παραγωγός, υπήρξε προάγγελος των παραγωγών τον Billy Sherrill με τη μέθοδο «μέτωπο τον ήχου».
Η
στη δεκαετία του 1960
Καθώς πλησίαζε η δεκαετία του 1960, η διαμάχη σχετικά με τη rock'n'roll εκτοπίστηκε από μια σειρά εύπεπτων τραγουδιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Ωστόσο, η συνεχιζόμενη δημοτικότητα καλλιτεχνών όπως οι Elvis Presley, Bobby Darin, Ricky Nelson, Sam Cooke, και στη Βρετανία οι Lonnie Donegan, Billy Fury και Cliff Richard, διασφάλιζε τη συνέχεια στη μουσική σκηνή. Ομοίως η επιτυχία τραγουδιστών όπως ο Roy Orbison συνεχίστηκε και στη δεκαετία του 1960, ενώ η τάση για ορχηστρικά pop τραγούδια αυξήθηκε χάρη σε συγκροτήματα όπως οι Shadows στη Βρε τανία και οι Ventures στην Αμερική, όπου οι Dick Dale & His Dei-Tones εισήγαγαν τη «surf guitar». Τα απομεινάρια της λευκής doo-wop μουσικής ακούγονταν σε ηχογραφήσεις των Four Seasons και Dion (και οι δύο με και χωρίς τους Belmonts). Τα τελευταία δείγματα rock'n'roll της μορφής του Gene Vincent παρουσιάστηκαν στη Βρετανία από τους Johnny Kidd &the Pirates. Παρ' όλα αυτά, ενώ η διαμάχη που συνδεό ταν με τη rock'n'roll αντικαταστάθηκε από μια σει ρά εγκεκριμένων από τους γονείς καθωσπρέπει τρα γουδιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, υπάρχει Ralph J. Gleason πολύ λίγη αλήθεια στη συχνά εκφραζόμενη άποψη ότι η αμερικανική pop σκηνή ήταν εξίσου άνοστη πριν την εμφάνιση των Beatles. Απεναντίας, από το 1960 μέχρι τα τέλη του 1963 υπάρχουν έξοχα δείγματα πλήθους τέλεια κατασκευασμένων τρίλεπτων pop τραγουδιών.
Η κολεγιακή μουσική σκηνή της δεκαετίας του 1960 έδωσε το αμίμητο συγκρότημα Bonzo Dog Doo Dah Band, του οποίου οι θρυλικές εμφανίσεις του εξασφάλισε σύντομο πέρασμα στην ταινία των Beatles, Magical Mystery Tour.
Τα κορυφαία
1 2 3 4 5
Ανάμεσα στους πιο επιτυχημένους εκπροσώπους από αυτή την άποψη ήταν ο Chubby Checker, του οποίου οι εκτελέσεις του «The Twist» και του «Let's Twist Again» έγιναν το έναυσμα για μια νέα διεθνή χορευτική τρέλα και τις ομάδες νεαρών συνθετών / παραγωγών, όπως οι Gerry Goffin & Carole King και Jeff Barry & Ellie Greenwich, οι οποίοι στεγάζονταν στο Brill Building της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έδιναν τη μία κλασική επιτυχία μετά την άλλη για καλλιτέχνες όπως οι Shirelles, οι Shangri-Las, οι Chiffons, οι Drifters, η Little Eva, η Connie Francis, οι Crystals και οι Ronettes. Αλλού ήταν ο Phil Spector, του οποίου οι γεμάτες ηχώ δημιουργίες του «Μετώπου του Ήχου» πρό σθεταν μια εντελώς νέα διάσταση στην παραγωγή δίσκων. Επίσης, άνθησε μια σειρά συνεργατών οι οποίοι ήταν δημιουργοί τραγουδιών, παραγωγοί και καλλιτέχνες και συνεργάζονταν με τη δισκογραφική εταιρεία Motown του Ντιτρόιτ, της οποίας οι δυναμικές κυκλοφορίες που στηρίζονταν στη soul και στην R&B είχαν μόλις αρχίσει να δημιουργούν αίσθηση. Και τα συγκροτήματα «surf» με επικεφαλής τους Beach Boys έθεταν νέα στάνταρντ για την pop κάνοντας τα απλά τραγούδια των τριών ή τεσσάρων συγχορδιών να αναδεικνύονται μέσα από περίπλοκες αρμονίες. Στην ουσία, παρόλο που η rock'n'roll είχε επαναστατήσει ενάντια στον απροκάλυπτο επαγγελματι σμό και τη στειρότητα της pop μουσικής που προηγήθηκε, η λογική εξέλιξη που έλαβε χώρα στις αρχές της δεκαετίας του 1960 περιελάμβανε τις προαναφερθείσες συνιστώσες, αξιοποιώντας την περίτεχνη και μεθοδική προσέγγιση της Tin Pan Alley σχετικά με τη δημιουργία τραγουδιών προκειμένου να προχωρή σει η pop στο επόμενο επίπεδο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, καθώς οι ακόλουθοι του Brian Wil son βοηθούσαν να δημιουργηθεί το δεδομένο 1 The Beatles Cliff Richard για καλλιτέχνες που έγραφαν και συνάμα παρή 2 Simon and Garfunkel The Beatles γαν τα δικά τους τραγούδια, δινόταν μια αυξανό 3 Bob Dylan Rolling Stones 4 The Doors Roy Orbison μενη έμφαση στην ποιότητα της ηχογράφησης 5 The Beach Boys The Everly Brothers και στο μουσικό περιεχόμενο. Η rock'n'roll είχε ταρακουνήσει τα νερά εκτοπίζοντας τους περισσότερους από την παλιά φουρνιά καλλιτεχνών που καταλάμβαναν τις πρώτες θέσεις στον Κατάλογο Επιτυχιών. Οι αρχές της δεκαετίας του 1960 σηματοδότησαν το τέλος για την εποχή των αθώων στίχων που κυριαρχούσαν στην ευρύτερη pop μου σική, ενώ οι μαύροι καλλιτέχνες άρχισαν να νιώθουν την υποχρέωση να «ντύνονται στα λευκά» για να διευ ρύνουν την απήχηση τους. Ο καθωσπρεπισμός πήγε προσωρινά... διακοπές, όταν η rock'n'roll βρισκόταν στις δόξες της. Τούτη τη φορά θα εξαφανιζόταν οριστικά. Ο Chubby Checker εκτέλεσε το «The Twist» των Hank Ballard & the Midnighters τόσο πιστά στο πρωτότυπο τραγούδι, ώστε ο Ballard, μόλις το άκουσε, νόμιζε ότι ήταν η δική του ηχογράφηση.
Οι
1 2 3 4 5
αλλάζουν
Ο κυνισμός αντικατέστησε την αισιοδοξία μετά τη δολοφονία του Κένεντι το 1963 και ο κόσμος άρχισε να αναζητά μια αλλαγή. Σε μουσικούς όρους αυτή η ανάγκη βρήκε διέξοδο στον μεγάλο αρ ιθμό των τοπικών «ρυθμικών συγκροτημάτων» που κατέκλυσαν τον Κατάλογο Επιτυχιών της Βρε τανίας στα 1963 και εισέβαλαν τον επόμενο χρόνο στην Αμερική σαρώνοντας, όπως ο άνεμος τη σκόνη, τους περισσότερους από τους έως τότε καθιερωμένους καλλιτέχνες. Συγκροτήματα σαν τους Beatles, τους Gerry & the Pacemakers, τους Searchers, τους Freddie & the Dreamers, τους Billy J. Kramer & the Dakotas, τους Herman's Hermits και τους Dave Clark Five εξέφραζαν νεανικό ενθουσιασμό και παλμό με τη γεμάτη ενέργεια μουσική που στηριζόταν στην κιθάρα και τα τύμπανα, αλλά και με την περιποιημένη εμφάνιση των μελών τους. Αυτά ωστόσο αντισταθμίστηκαν με το σχετικά ατημέλητο παρουσιαστικό, τη δύστροπη συμπεριφορά και τον σκληρό ήχο που ήταν χρωματι σμένος με στοιχεία της R&B μουσικής των Βρετανών συναδέλφων τους, όπως οι Rolling Stones και οι Animals. Σταδιακά έρχονται τα πρώιμα heavy metal στοιχεία των Kinks και προς το 1965 οι εκρήξεις των Who με την κιθάρα και τα τύμπανα. Η πόζα ξανάπαιρνε την εκδίκηση της και στο εξής θα παρέμενε ως το κυρίαρχο χαρακτηριστικό της ροκ μουσικής, καθώς απομακρυνόταν από την ευρύτερα διαδεδομένη pop που ερχόταν από Αμερι κανούς «ως απάντηση προς τους Beatles», με συγκροτήματα όπως οι Buckinghams, οι Beau Brummels, ακόμα και οι Monkees. Σε μια εποχή που τους νέους της Δύσης απασχολούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ και 1 «Hey Jude» The Beatles «She Loves You»The Beatles 2 TheTheme From «A Summer Place» Percy Faith «I Want To Hold Your Hand» The Beatles όχι τα ξένοιαστα πάρτι σε 3 «Tossin' And Turnin'» Bobby Lewis «Tears» Ken Dodd ηλιόλουστες παραλίες, η 4 «I Want To Hold Your Hand»The Beatles «Can't Buy Me Love» The Beatles pop μουσική ξαφνικά άρχι 5 «I'm A Believer» The Monkees «I Feel Fine»The Beatles σε να διαμορφώνει την κοινή γνώμη και να εμπνέει την κοινωνική αλλαγή αντί απλώς να την αντικατοπτρίζει. Μέσα σε αυτό το οξυμένο κλίμα, που ήταν εμποτισμένο με την ειρήνη και την αγάπη, δεν είχαν πλέον πέραση οι υστερικές κραυγές των νεαρών κοριτσιών στη διάρκεια των συναυλιών. Έτσι, σε μια εποχή που το περιεχόμενο των άλμπουμ γινόταν όλο και πιο περίπλοκο, μεσουρανούσε το τρίλεπτο single. Η pop μουσική θα συνέχιζε να εξελίσσεται, όμως από πολλές απόψεις οι αλκυονίδες μέρες είχαν παρέλθει.
Η φωτογραφία αυτή, από εφημερίδα των αρχών της δεκαετίας του 1960, δείχνει ένα δείγμα από τα μυριάδες συγκροτήματα που ξεπήδησαν από το Λίβερπουλ μετά την πρωτοφανή επιτυχία των Beatles.
lounge Ακολουθώντας την πομπώδη εποχή του swing και εμπνευσμένη από μια γεμάτη ζωντάνια ομάδα Αμερικανών καλλιτεχνών κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, η μουσική lounge ήταν το ιδιόρ ρυθμο μικρό αδερφάκι της easy listening μουσικής. Ήταν πιο παιχνιδιάρικο από τον πιο δημοφιλή συγγενή του και, όταν το δει κανείς από κάποια χρονική απόσταση, είχε μεγάλη απήχηση. Παρόλο που φαινομενικά ήταν ήπιοι και γλυκεροί, οι καλλιτέχνες της μουσικής lounge, όπως ο Les Baxter και ο Esquivel, δεν φοβούνταν να πειραματιστούν με το τέμπο και το στυλ και βοήθησαν τη μουσική lounge να εξελιχθεί σε νέες μορφές. Η pop της διαστημικής εποχής έκανε χρήση φουτουριστικών νέων οργάνων και δανείστηκε εξωτικές αναφορές από τη Λα τινική Αμερική, την Αφρική και ακόμα πιο πέρα, με πάθος και μεθοδικότητα. Αυτή η μουσική ήταν πιο πολύ ντιλετάντικη παρά αυθεντική, και πρόβαλλε εικόνες από μα κρινές χώρες ή μελλοντικούς κόσμους για ένα ακροα τήριο που διψούσε για πολυτελείς αποδράσεις. Les Baxter Η μουσική lounge αργότερα μετονομάστηκε σε μου σική cocktail, μουσική martini ή σε μουσική lounge-core από τους δημιουργούς τάσεων που την ανακάλυψαν εκ νέου στη δεκαετία του 1990. Κατά τη γνώμη τους, η μουσική αυτή έφερ νε στο νου τον εξεζητημένο τρόπο ζωής της δεκαετίας του 1960 σε στέκια γεμάτα με φωτιστικά-απομίμηση λάβας και κα ναπέδες επενδυμένους με δέρμα λεοπάρδαλης. Δεν είχε καμιά σημασία αν η εικόνα αυτή ήταν ακριβής ή όχι. Οι λάτρεις του ρετρό έσπευδαν σωρηδόν στα καταστήματα που πωλούσαν μεταχειρισμένους δίσκους για να βρουν συλλεκτικά LP όπως το Equinox (1967), του Βραζιλιάνου Sergio Mendes, και ολό κληρη τη δισκογραφία του «μεγάλου» Burt Bacharach.
(Δεξιά) Ο πρωτοπόρος του lounge, Les Baxter, δημιούργησε μουσική για περισσότερες από 250 ταινίες, ενώ συνέθεσε τραγούδια swing στις δεκαετίας του '40 και του '50. (Πάνω) Το θρυλικό άλμπουμ του Baxter, Music Out Of The Moon.
Μουσικό ταξίδι γύρω από τον Ένας από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της lounge μουσικής ήταν ο Les Baxter, πιανίστας από το Ντιτρόιτ που συνεργάστηκε με μερικά από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα της εποχής του swing, όμως ο κόσμος τον θυμάται περισσότερο ως τον πλέον σημαντικό πρωτοπόρο της μουσικής exotica που απέκτησε αξιοσημείωτη δημοτικότητα στην Αμερική κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950. Οι συνθέσεις του διατήρησαν τη ραχοκοκαλιά των εγχόρδων και των χάλκινων οργάνων της ορχή στρας που χαρακτήριζαν την πιο δημοφιλή μουσική της εποχής εκείνης. Όμως ο Baxter αφομοίωσε τα πάντα, από την εκπληκτικής γκάμας φωνή της θρυλικής Περουβιανής, της Yma Sumac, μέχρι και τις κιθάρες της Πολυνησίας και της Χαβάης, των οποίων τα μπαρ tiki και ο χορός χούλα-χουπ διαπέρασε την αμερικανική pop κουλτούρα στη μεταπολεμική περίοδο. Τα αφρικάνικα κρουστά ήταν μια άλλη επιρροή: το 1951, ο Baxter ηχογράφησε το LP του με τίτλο Ritual of the Savage, ένα μουσικό ντο κιμαντέρ γεμάτο με ήχους της ζούγκλας. Το άλμπουμ παραμένει ένα κλασικό έργο της μουσικής exotica. To σημαντικότερο τραγούδι του, το «Quiet Village» επανεκτέλεσε με μεγάλη επιτυχία ένας άλλος διάσημος καλλι τέχνης της lounge μουσικής, ο Martin Denny, το 1959, και ενέπνευσε το συνάδελφο του Denny στο συγκρότη μα, τον Arthur Lyman, ο οποίος σημείωσε μια επιτυχία το 1961 με το «Yellow Bird». Πρωτοπόρος στο χώρο της exotica ήταν ο Esquivel, ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης της lounge μουσικής που συνέθεσε ιδιοσυγκρασιακή μουσική στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στη δεκαετία του 1960. Σε μεγάλο βαθμό ο Μεξικανός μουσικός βασίστηκε στις Les Baxter big band και τους λατινοαμερικάνικους ρυθμούς, από cha-cha μέχρι mambo, ενώ χρησι Esquivel Burt Bacharach μοποίησε το θέρεμιν και ένα οπλοστάσιο παράξενων οργάνων μεταξύ των οποίων ήταν Sergio Mendes τα κινέζικα καμπανάκια, τα πρώτα ηλεκτρονικά αρμόνια και το οντιολίνο, ένας κενός σω λήνας που αναδίδει τσιριχτό, παλλόμενο ήχο. Το σουρεαλιστικό χιούμορ του έφτασε μέχρι του σημείου να ζητήσει από τους τραγουδιστές του να τραγουδούν επιφωνήματα που βρίσκουμε σε βιβλία κόμικ όπως «Μπαμ!» και «Μπόινγκ!» Η πλέον γνωστή ηχογράφηση του ήταν το Latin-Esque του 1962, το πρώτο άλμπουμ που ηχογραφή θηκε με πλήρη στερεοφωνικό διαχωρισμό. Χρησιμοποιήθηκαν δύο ορχήστρες σε ξεχωριστά στούντιο τις οποίες διηύθυνε χρησιμοποιώντας ακουστικά. Ορισμένοι κριτικοί απογοητεύτηκαν εξαιτίας της έντονης σύγκρουσης των στυλ και του ρυθμού και της αδιαφορίας του για την τονική αρμονία. Άλλοι έγιναν ένθερ μοι οπαδοί του, ανάμεσα στους οποίους ο Frank Sinatra και οι REM.
Η αλλόκοτη χρήση των οργάνων από τον Esquivel αποσκοπούσε στην αξιοποίηση των νέων στερεοφωνικών μηχανημάτων. Γρήγορα θεωρήθηκε απαρχαιωμένη, αλλά τη στήριξαν οι λάτρεις του εξεζητημένου ήχου.
Η αναβίωση ενός αριστοτέχνη Η δημοτικότητα του Esquivel και των συναδέλφων του παρουσίασε κάμψη μετά τη δεκαετία του 1970, αλλά στη δεκαετία του 1990 γνώρισε μια αναβίωση εμπνέοντος Βρετανούς καλλιτέχνες ηλεκτρονικής μουσικής, όπως τον Funki Porcini ή τον Mike Flowers, ο οποίος σημείωσε επιτυχία στον βρετανικό Κα τάλογο Επιτυχιών με την επανεκτέλεση, το 1996, του «Wonderwall» των Oasis σε στυλ lounge. Αυτή η παρουσίαση, σε συνδυασμό με τις εμφανίσεις σε ταινίες του Austin Powers, ήταν που βοήθη σε να αναγεννηθεί το ενδιαφέρον για έναν ακόμα αστέρα της δεκαετίας του 1960, τον Burt Bacharach, o οποίος θα ερχόταν να ξαναζωντανέψει τη μουσική lounge για μια νέα γενιά ακροατών. Πίσω στα 1948, ο Baxter είχε πειραματιστεί με το θέρεμιν, ένα από τα πρώτα στον κόσμο ηλεκτρονικά μουσικά όργανα, συνδυάζοντας τον αλλόκοτο, εξωπραγματικό ήχο του με χορωδία, τσέλο και γαλλικό κόρνο. Το αποτέλε σμα, ο δίσκος με τίτλο Music Out Of The Moon, ήταν ο πρόγονος της pop της διαστημικής εποχής, μια φουτο υριστική μορφή της lounge μουσικής που αξιοποιούσε τις δυνατότητες που είχε ο στερεοφωνικός ήχος και η ηλεκτρονική ενορχήστρωση, η οποία βρισκόταν στα πρώτα της βήματα. Φυσικά θα ήταν άδικο για τον Bacharach, έναν από τους σημαντικότερους μουσικούς του 20ού αιώνα, να περιγραφεί ως ένας καλλιτέχνης που ασχολήθηκε μόνο με τη μουσική lounge. Από την αρχή της δεκαετίας του 1950 και μετά έγραψε επιτυχίες για τους Carpenters, συνόδευσε σε περιοδείες της τη σταρ των καμπαρέ Marlene Dietrich, συνέθεσε μουσική για τους Butch Cassidy &The Sundance Kid, που τιμήθηκε με Oscar, και κυκλοφόρη Equinox Sergio Mendes σε μια σειρά από κλασικές συνεργασίες με την Dionne Warwick. Latin-Esque Esquivel Οι ανώτερου επιπέδου αλλά παρ' όλα αυτά ελαφριές μελωδίες του Ba Music Out Of The Moon Les Baxter Ritual Of The Savage Les Baxter charach έχουν κάτι κοινό με εκείνες των κορυφαίων δημιουργών easy listening μουσικής, όπως ο Henry Mancini. Όμως η διαρκής πολυμέρεια του, την οποία συνεισέφερε στην jazz, στην bossa nova, στη soul, στη βραζιλιάνικη μουσική και στη γνήσια pop, φαίνεται πιο ξεκάθαρα στις πολύ εκλεκτικές επιλογές του στη μουσική lounge. Σήμερα, τρα γούδια όπως το «Make It Easy On Yourself», του 1965, το οποίο έγραψε για τους Walker Brothers, αποπνέουν μια δροσερή εξεζητημένη τελειότητα που αναδεικνύει τον Bacharach, πέραν πολλών άλλων, ως τον κατε ξοχήν εκφραστή της μουσικής lounge.
0 Burt Bacharach, με γκεστ σταρ τις Mireille Mathieu, Juliet Prowse και Dusty Springfield, σε μια τηλεοπτική εκπομπή του 1970. Η Springfield θεωρείται μία από τις καλύτερες ερμηνεύτριες των τραγουδιών του Bacharach, μαζί με την Dionne Warwick.
Το «μέτωπο του Ποτέ άλλοτε δεν έφτιαξε κανείς δίσκους όπως ο Phil Spector. Υπήρχαν ήδη πλούσιες ενορχηστρώ σεις και δυνατοί ήχοι, αλλά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 τα όρια ήταν σαφώς καθορισμένα κατά τις ηχογραφήσεις με έναν αναγκαίο βαθμό διαχωρισμού να κατανέμεται σε έναν περιορισμένο αριθμό ρυθμικών οργάνων και κρουστών μέσα στα όρια των τότε μονοφωνικών μέσων. Ο Spector τα άλλαξε όλα αυτά. Χρησιμοποιώντας σημαντικές δόσεις ζωντανής και τεχνητά καθυστερούμενης αντήχησης σε μουσι κές φράσεις κρουστών, εγχόρδων, πνευστών, φωνητικών και ένα R&B ρυθμικό υπόβαθρο, που αποτε λούνταν από τύμπανα, μπάσα, αρμόνια και κιθάρες, ο Spector, μαζί με τον ενορχηστρωτή Jack Nitzsche και τον μηχανικό ήχου Larry Levine, συνέδεσε τις επιμέρους συνιστώσες σε ένα ενιαίο «μέτωπο ήχου» το οποίο, παρά το γεγονός ότι ακουγόταν μονολιθικό, εμπλούτιζε το υλικό και δημιουργούσε διαχρονικά έργα τέχνης διάρκειας τριών λεπτών. Μερικές από αυτές τις δημιουργίες, που ο Spector πε ριέγραψε ως «μικρά συμφωνικά έργα για παιδιά», τον έκαναν πιο διάσημο από τους ίδιους τους καλλιτέχνες. Για παράδειγ μα, παρόλο που η Darlene Love δεν ήταν μέλος των Crystals, κάλυψε το κενό της τραγουδίστριας τους, της La La Brooks, Δήλωση του Phil Spector στον Sonny στο single του συγκροτήματος «He's A Rebel», που το 1962 Bono αφού άκουσε την τελική κατέλαβε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών των ΗΠΑ. ηχογράφηση του «Da Doo Ron Ron». Ο τίτλος του συγκροτήματος ανήκε στον Spector, γΓ αυτό και μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε. Ωστόσο, οι παραγωγές του, αντί να μειώνουν το πάθος της ερμηνείας του τρα γουδιστή, το βελτίωναν σημαντικά. Γι' αυτό το λόγο χρησιμοποιούσε τους καλύτερους συνθέτες τραγου διών, αλλά και μια ευρεία γκάμα από τους καλύτερους μουσικούς του χώρου.
0 Phil Spector εισέβαλε στη μουσική σκηνή του Λος Άντζελες στα τέλη της δεκαετίας τον 1950 και ηχογράφησε τη δική του σύνθεση, «To Know Him Is To Love Him», που την εμπνεύστηκε από φράση γραμμένη στον τάφο του πατέρα του.
Το ναυαγισμένο Η συνεργασία με τα Goldstar Studio στο Λος Άντζελες, που ήταν γνωστά και ως «Το ναυαγισμένο πλήρωμα» του Phil Spector, σήμαινε συνεργασία με μια σειρά από αστέρες μεταξύ των οποίων ήταν ο ντράμερ Hal Blaine, η Carol Kaye στο μπάσο, οι κιθαρίστες Glen Campbell, Barney Kessel, Tommy Tedesco και Billy Strange, οι οργανίστες Larry Knetchel και Leon Russell, ο σαξοφωνίστας Jay Migliori και οι δεξιοτέχνες σε πολλά όργανα Sonny Bono και Nino Tempo. Ακόμα περισσότεροι ήταν αυτοί που είχαν κάποια συμμετοχή στις ηχογραφήσεις. Μεταξύ άλλων ήταν οι King Curtis, Herb Albert Harry Nilsson και Lenny Bruce, αλλά και ο Brian Wilson, ο Billy Preston, η Cher και ο Dr. John. Αφού δοκίμαζε τους μουσικούς στο ρόλο που θα είχε ο καθένας τους, και αφού είχαν γίνει αλλεπάλληλες πρόβες, ο Spector έκανε αμέτρητες ηχογραφήσεις μέχρι να προσεγγίσει ο ήχος αυτό που είχε εκείνος στο μυαλό του. Στη συνέχεια ολοκλήρωνε την εικόνα στο στάδιο της μίξης. «Ο Phil ήταν γνωστό ότι ποτέ δεν έδινε συγχαρητήρια στο συγκρότημα, επειδή δεν ήθελε να αλλά ζουν οι ισορροπίες», θυμάται ο Bones Howe, ο οποίος ήταν μηχανικός ήχου σε δύο ηχο γραφήσεις των Ike &Tina Turner και του Ronnie Spector. «Ήξερε πού ακριβώς ήθελε να βρίσκονται τα όργανα και αφιέρωνε πάρα πολύ χρόνο για να βρει την ισορροπία όπως ακριβώς την ήθελε εκείνος. Ας υποθέσουμε ότι έπρεπε ο ήχος κάποιου μαντολίνου να The Crystals Darlene Love συνδυαστεί με τον ήχο μιας κιθάρας... Ζητούσε από το συγκρότημα να παίξει το τρα The Righteous Brothers γούδι αλλεπάλληλες φορές, σαν να ήταν μαγνητόφωνο. Μόλις τελείωναν την εκτέλεση, The Ronettes άρχιζαν πάλι, και τότε εκείνος αναλάμβανε να εισηγηθεί αλλαγές στο παίξιμο του Ike &Tina Turner συγκροτήματος. Μερικές φορές η αλλαγή που ήθελε ο Phil ήταν πολύ δυσδιάκριτη, αλ λά ήξερε πότε έφτανε σε αυτό που ήθελε. Το συγκλονιστικό στην υπόθεση ήταν ότι όταν αυτό συνέβαινε, προέκυπτε ένας απίστευτος ήχος, και δεν είμαι σίγουρος αν αυτό οφειλόταν στο γε γονός ότι οι μουσικοί εξουθενώνονταν από τα αλλεπάλληλα παιξίματα με αποτέλεσμα να "λιώνουν" οι ήχοι και να γίνονται όλοι μαζί ένας».
Η πλούσια παραγωγή του Spector στο single των Ike & Tina Turner, «River Deep, Mountain High», φαίνεται ότι αποτυπώνει ανάγλυφα το τοπίο που περιγράφει ο τίτλος με τις εναλλαγές ρέοντος χαμηλού τόνου και τσιριχτών κορυφώσεων.
Πολυτάλαντος και Όποια κι αν ήταν η συνταγή, τελικά απέδωσε, καθώς αποδείχτηκε από την εκπληκτική σειρά ηχογρα φήσεων που έγιναν στο διάστημα 1962-1966, όπως μεταξύ άλλων ήταν τα «He's A Rebel» και «Then He Kissed Me» των Crystals, το «Be My Baby» και το «Walking In The Rain» των Ronettes, το «(Today I Met) The Boy I'm Gonna Marry» της Darlene Love, το «Zip-a-Dee Doo-Dah» των Bob B. Soxx & the Blue Jeans, το χριστουγεννιάτικο άλμπουμ του 1963 με πολλά αστέρια, που μεταξύ άλλων περιε λάμβανε το φανταστικό «Christmas (Baby Please Come Home)» της Darlene Love, το «You've Lost That Lovin' Feelin'» και το «Unchained Melody» των Righteous Brothers και το «River Deep, Moun tain High» των Ike & Tina Turner. Ο πολυτάλαντος και αυταρχικός Spector συνέβαλε σε όλες αυτές τις ηχογραφήσεις με πάρα πολλούς τρόπους. Δεν υπήρξε απλώς ο παραγωγός τους. Σε πολλές περιπτώσεις ήταν και ένας εκ των συνθετών των τραγουδιών. Επιπλέον, έπαιζε κιθάρα και ήταν ιδιοκτήτης της δισκογραφικής εταιρείας Philles, την οποία ίδρυσε στα τέλη του 1961 με τον Lester Sill. Δικαιολογημένα ο συγγραφέας Tom Wolfe έγραψε γι' αυτόν: «Ο πρώτος μεγιστάνας των εφηβικών χρόνων».
Ξαφνικά έχασε τον βηματισμό του Παρόλο που κλασικά τραγούδια από γυναικεία συγκροτήματα όπως το «Da Doo Ron Ron» και το «Be My Baby» ξεχωρίζουν ως φωτεινά παραδείγματα της τελειότητας της pop, πολλοί θεωρούν το «You've Lost That Lovin' Feelin'» και το «River Deep, Mountain High» ως την αποθέωση του «Μετώπου του Ήχου». Και σε αυτή την περίπτωση, παρά το γεγονός ότι το «River Deep, Mountain High» κατέλαβε την τρίτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών της Βρετανίας, στις ΗΠΑ δεν τα πήγε καθόλου καλά όταν κυκλοφόρησε το 1966. Αποκαρδιωμένος, ο Spector έκλεισε τη δισκογραφική εταιρεία του και αποσύρ «Be My Baby»The Ronettes θηκε από τη διαρκώς μεταβαλλόμενη μουσική σκηνή, μια «Da Doo Ron Ron»The Crystals σκηνή που ξαφνικά δεν ακολουθούσε τις μεθόδους εργασίας «River Deep, Mountain High» Ike & Tina Turner που προτιμούσε εκείνος και δεν συμφωνούσε με την εμμονή «(Today I Met) The Boy I'm Gonna Marry» Darlene Love «You've Lost That Lovin' Feeling» The Righteous Brothers του να παράγει μόνο single αντί για άλμπουμ. Ο Spector βγήκε πάλι στην επιφάνεια στα τέλη της δε καετίας του 1960, αλλά εργάστηκε μόνο σποραδικά στη διάρκεια της επόμενης δεκαετίας εφαρμόζοντας σε πολλούς δίσκους το «μέτωπο του ήχου». Ο εκκεντρικός, εγωιστής και ευμετάβλητος Spector χάρηκε τις αλκυονίδες μέρες μόνο για λίγο. Παρ' όλα αυτά, σε αυτή την περίοδο, έδειξε το βάθος ενός καλλιτεχνι κού οράματος που άλλαξε την πορεία της pop μουσικής. Ο Spector ήταν ερωτευμένος με τη Veronica «Ronnie» Bennett, την πρώτη φωνή των Ronettes, και κράτησε μερικά από τα καλύτερα τραγούδια του για το συγκρότημα τους, ανάμεσά τους το «Be My Baby» και το «Baby I Love You».
Η
της κλασικής soul
Η ιστορία της χρυσής εποχής της soul συνδέεται με την ιστορία δύο αμερικανικών δισκογραφικών εταιρειών: της Motown, του Berry Gordy, και της Stax, των Jim Stewart και Estelle Axton. Οι δυο αυτές εταιρείες ανακάλυψαν καλλιτέχνες, έγραψαν τραγούδια, έκαναν ηχογραφήσεις και ανέ πτυξαν μεθόδους μάρκετιν που θα άλλαζαν αμετάκλητα την pop μουσική, ενώ είχαν πολύ σημαν τικό αντίκτυπο στην αντίληψη περί φυλετικών διακρίσεων σε κάθε γωνιά της γης. Η έδρα της Motown στο Ντιτρόιτ και της Stax στο Μέμφις συμβόλιζαν την αφρο-αμερικάνικη μετα νάστευση από το νότο στο βορρά και τις διαφορές στο στυλ και τις φιλοδοξίες ανάμεσα σε εκείνους που έφυγαν και αυτούς που έμειναν. Ο Berry Gordy καταγόταν από μια αγροτική οικογένεια της Τζόρτζια που μετακόμισε στο Ντιτρόιτ. Άρχισε να γράφει τραγούδια στα μέσα της δεκαετίας του 1950, αφότου πρώτα υπήρξε πυγμάχος, στρατιώτης, υπάλληλος σε κατάστημα δίσκων jazz, οδηγός, και σημείωσε μεγάλη επι τυχία με τραγούδια που έγραψε για την πρώην σύντροφο του, την Jackie Wilson, όπως το κλασικό τρα γούδι R&B, «Reet Petite». Τον Gordy έπεισε να ιδρύσει τη δική του δισκογραφική εταιρεία, το 1959, ο προ στατευόμενος του τραγουδιστής / τραγουδοποιός Smokey Robin son, και σημείωσε μεγάλη επιτυχία το 1961 με το «Shop Around» που ερμήνευσε το φωνητικό συγκρότημα Miracles του Robinson. Οι αυστηρά ελεγχόμενες μέθοδοι του Gordy θεωρούνταν και επα ναστατικές και αμφιλεγόμενες στα μετέπειτα χρόνια. Οι καλλιτέ χνες ήταν μισθωτοί και υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουν το υλικό που τους επέβαλλε ο Gordy. Οι παραγωγοί και συνθέτες της δισκο Shelly Berger, μάνατζερ γραφικής εταιρείας -Robinson, Holland / Dozier / Holland, Ashford / Simpson, Whitfield / Strong- έπαιζαν πολύ σημαντικό ρόλο. Η ορχήστρα της δισκογραφικής εταιρείας, οι Funk Brothers (πιανίστας ο Joe Hunter, κιθαρίστας ο Dave Hamilton, ντράμερ ο Benny Benjamin και ο θρυλικός James Jameson με το μπάσο του), εισήγαγε τον πρω τοποριακό ήχο της Motown, αλλά δεν ανταμείφθηκε οικονομικά όσο θα έπρεπε (παράπονο που στη συνέχεια διατύπωσαν και πολλοί καλλιτέχνες της Motown) ούτε είχε την πρέπουσα αναγνώριση. Οι πε ριοδείες που διοργάνωνε η Motown διακρίνονταν από αυστηρούς κανόνες, ενώ οι νεαροί αστέρες έπαιρ ναν μαθήματα συμπεριφοράς από στελέχη της Motown.
Ενώ αρχικά ονομάζονταν απλώς Miracles, το 1967 το συγκρότημα έγινε γνωστό ως Smokey Robinson & the Miracles. Στη δεκαετία του 1960 κατόρθωσαν να βάλουν 25 τραγούδια τους στον Κατάλογο Top 40.
To
των επιτυχιών
Όποια κι αν ήταν τα σωστά και τα λάθη του συστήματος, η ανεξάντλητη σειρά επιτυχιών από τη Motown κυριάρχησε στη δεκαετία του 1960 σε Ευρώπη και Αμερική. Το αλάνθαστο μίγμα δυνατού ρυθμού της R&B, ανώτερου επιπέδου ενορχηστρώσεων και ποιητικών στίχων καθόριζαν τη γλώσσα της pop μουσικής. Η χωρίς προηγούμενο παρέλαση χαρισματικών, βιρτουόζων και προερχόμενων από το χώρο της gospel μουσικής φωνητικών συγκροτημάτων αλλά και solo καλλιτεχνών χαροποίησε τους λευκούς οπα δούς όσο και τους μαύρους και ανέβασε το επίπεδο της καλλιτεχνίας που μπορούσε να επιτύχει η pop μουσική. Οι Diana Ross & the Supremes, Marvin Gaye, FourTops,Temptations, και Stevie Wonder γνώριζαν τη μία επιτυχία μετά την άλλη και αναδεικνύονταν από ενζενί της pop σε καλλιτέχνες που έδιναν το στίγμα της εποχής κατά τη δεκαετή άνθηση της Motown. Παρόλο που υπέγραψαν συμβόλαιο με τη Motown το 1968, μετά την περίοδο άνθησης της, το πρώτο single των Jackson Five με τίτλο «I Want You Back» έγινε ο δίσκος της εταιρείας με τον πιο γρήγορο ρυθμό πωλήσεων από κάθε άλλο, ενώ τρία από τα πέντε επόμενα singles του συγκροτήματος έφτασαν στην πρώτη θέση του αμερικανικού Καταλόγου Επιτυχιών.
Το χωνευτήρι του Νότου Το 1960 ιδρύθηκε η δισκογραφική εταιρεία Stax, η οποία, αφού υπέγραψε συμφωνία διανομής με την πανί σχυρη Atlantic, διαπίστωσε ότι το στυλ της soul άρεσε στο ολοένα αυξανόμενο ακροατήριο της rock. To φαινόμενο Stax/Atlantic στηρίχτηκε σε ένα πλήρες φυλετικό μίγμα: βραχνοί και ατίθασοι μαύροι ερμηνευτές που είχαν γαλουχηθεί με τη μουσική gospel, όπως ο Otis Redding, οι Sam & Dave και η Carla Thomas της εται ρείας Stax, και από την εταιρεία Atlantic οι Aretha Franklin, Ben E. King, Solomon Burke και Wilson Pickett, συνεργάστηκαν με συγκροτήματα R&B όπως οι BookerT& the MG»s και οι Muscle Shoals. Αν ήταν πρόκληση η εικόνα που έδινε η Stax/Atlantic, για την απόρριψη των φυλετικών διακρίσεων από τους νεαρούς του Νό του, τότε η μουσική ήταν το σπίρτο που άναψε τη φωτιά: το μήνυμα της αγάπης, η πνευματική ελευθερία και η πολιτική διαμαρτυρία έδεναν με την πρωτόγνωρη funk μουσική, στην οποία κυριαρχούσε το κόρνο, που έδινε μια Smokey Robinson & the Miracles Aretha Franklin αίσθηση γήινης, αυθόρμητης, σχεδόν ζωντανής αυθεντικότητας και ερχόταν Diana Ross & the Supremes σε ευθεία αντίθεση με τις πολύ σοφιστικέ συμφωνίες που ακούγονταν στα Marvin Gaye στούντιο της Motown. Dionne Warwick
0 Berry Gordy, ο ιδιοκτήτης της Motown, με την Diana Ross. Μετά την αποχώρηση των παραγωγών Holland / Dozier / Holland το 1970, ο Gordy προώθησε τη solo καριέρα της τραγουδίστριας, η οποία ήταν και ερωμένη του.
Ο πλήρης
της soul
Ενώ κυριαρχούσαν οι εταιρείες Motown και Stax / Atlantic, η αγορά παρουσίασε αναπόφευκτα κά ποιο κορεσμό από καλλιτέχνες και δίσκους της soul που έβγαιναν σωρηδόν από δισκογραφικές εταιρείες εμπορικές ή ανεξάρτητες. Πολλά αξιόλογα single χάθηκαν μέσα στον κατακλυσμό, όμως μερικοί καλλιτέχνες που δεν συνεργάζονταν ούτε με τη Motown ούτε με τη Stax / Atlantic εμφ ανίστηκαν, προκάλεσαν ενθουσιασμό και άσκησαν σημαντική επιρροή. Ο James Brown συνέχισε να είναι γνωστός ως «Soul Brother Number One», παραμένοντας ο μεγαλύτε ρος ζωντανός ερμηνευτής της soul και εισάγοντας την καινοτομία στο ρυθμό που είναι γνωστή ως funk. Τον Bobby Womack, τον τραγουδιστή / τραγουδοποιό / κιθαρίστα από το Οχάιο, ανακάλυψε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 ο Sam Cooke. Ο Womack είδε τους Rolling Stones να διασκευάζουν το δικό του «It's All Over Now» και δημιούργησε πολλά δυνατά και με ύφος R&B τραγούδια που στηρίχτηκαν στην τραχιά και με στή φωνή του και στην κιθάρα του που έβγαζε ήχους σκληρής blues μουσικής. Σε πλήρη αντίθεση, η Dionne Warwick από το Νιου Τζέρσεϊ έχτισε την εικόνα της αιώνιας σοφιστικέ ντίβας της soul στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με τα τρυφερά και όμορφα τραγούδια των Burt Bacharach και Hal David, αλλά έγινε πιο διάσημη με τα συγκλονιστικά ρομαντικά δράματα του 1964, το «Anyone Who Had A Heart» και το «Walk On By». Καθώς η ελπιδοφόρα δεκαετία του 1960 έδωσε τη σκυτάλη στην απαισιόδοξη δεκαετία του 1970, η Motown και η Stax αγωνίστηκαν για να αποδεχθούν τις νέες τάσεις και την απώλεια της ταυτότητας τους. Και ενώ όλα έδειχναν την επι «Baby Love» Diana Ross & the Supremes «I Heard It ThroughThe Grapevine» Marvin Gaye κείμενη κυριαρχία της funk και της disco, σκοτώθηκε ο Otis «I Never Loved A Man (The Way I Loved You)» Aretha Franklin Redding σε αεροπορικό δυστύχημα το 1967, ενώ ήρθαν πάλι «Shop Around» Smokey Robinson & the Miracles στο προσκήνιο οι Marvin Gaye και Stevie Wonder ως τραγου«Walk On By» Dionne Warwick διστές/τραγουδοποιοί που διατύπωναν κοινωνικά σχόλια, ενώ εμφανίστηκε ένας ακόμα σπουδαίος ερμηνευτής της soul. Ο Αl Green από το Άρκανσο, που συνεργαζόταν με τη δισκογραφική εταιρεία του Willie Mitchell στο Μέμφις, έφε ρε μια νέα σεξουαλική χροιά στη ρομαντική soul με την εντυπωσιακά ψιλή φωνή του και μια σειρά από αι σθησιακές επιτυχίες που ερμήνευσε στο διάστημα 1971 -1974. Τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ένα ανατρι χιαστικό συμβάν, κατά το οποίο μια ερωμένη περιέλουσε με πυρωμένη άμμο τον τραγουδιστή πριν εκείνη αυτοκτονήσει, ανάγκασε τον Green να απεκδυθεί το ρόλο του συμβόλου του σεξ και την έκλυτη ζωή στην οποία είχε οδηγηθεί. Επέστρεψε στη μουσική gospel και έγινε πάστορας στην εκκλησία της περιοχής του, πράγμα που συμβόλιζε το κλείσιμο του κύκλου για τη Χρυσή Εποχή της soul.
Ο Otis Redding ηχογράφησε το «Sittin' On The Dock Of The Bay» τρεις μόλις μέρες πριν σκοτωθεί σε αεροπορικό δυστύχημα το 1967. Το 1968, το τραγούδι αυτό έμεινε στην πρώτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών επί τέσσερις εβδομάδες.
Pop
δεκαετίας '60
Ο όρος «τραγουδιστής / δημιουργός» χρησιμοποιείται συνήθως για το είδος του εσωστρεφούς και κοινωνικά ευαισθητοποιημένου καλλιτέχνη ο οποίος -ως επακόλουθο του κινήματος που πυρο δότησε η μουσική folk και στο οποίο έδωσε το έναυσμα ο Bob Dylan στις αρχές της δεκαετίας του 1960, πριν φτάσει στην κορύφωση κατά την επόμενη δεκαετία- ερμηνεύει με άμεσο και παράλ ληλα σκεπτόμενο τρόπο, δίνοντας έμφαση στο μήνυμα του τραγουδιού πιο πολύ από ό,τι στο στυλ ή την ποιότητα της παρουσίασης. Παρ' όλα αυτά η συγκεκριμένη περιγραφή δεν αποτυπώνει ολόκληρη την εικόνα. Ακολουθώντας τα βήματα των εμπνευσμένων ερμηνευτών της δεκαετίας του 1950, που ξεκινούσαν από τον Chuck Berry και έφταναν μέχρι τον Paul Anka, υπάρχουν στρατιές ολόκληρες από τραγουδιστές / δημιουργούς προ σανατολισμένους στην pop μουσική, των οποίων κύριος σκοπός ήταν να ψυχαγωγήσουν παρά να υπο στηρίξουν ιδέες ή να ασχοληθούν με την ανάλυση του εαυτού τους. Σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1950 οι τραγουδιστές /δημιουργοί που ξεκινούσαν από τον Paul Anka και έφταναν μέχρι τον Buddy Holly παρή γαγαν μουσική της οποίας κύριος στόχος ήταν να ψυχαγωγήσει. Ακόμα κι αν υπάρχει κάποιο κοινωνικό σχόλιο στα τραγούδια του Chuck Berry, πουθενά δεν βρίσκεις αυτοανάλυση και ριζοσπαστικές ιδέες. Ως εκ τούτου, στις αρχές της δεκαετίας του 1960 εμφανίστηκε ένα ακόμα κύμα τραγουδιστών / δημιουργών προσανατολισμένων στην pop μουσική. Κάνοντας αρχή τη δημιουργία του «Stupid Cupid», που έγραψε για την Connie Francis και αφού σημείωσε προσωπική επιτυχία με το «Oh Carol», o Neil Sedaka ξεκίνησε τη δεκαετία με μια σειρά από solo επιτυχίες, ενώ έγραψε τους στίχους πολλών τραγουδιών μαζί με τον Howard Greenfield, ανάμεσα στα οποία ήταν τα: «Stairway To Heaven», «Calendar Girl», «Little Devil», «King of Clowns», «Happy Birthday Sweet Sixteen» και «Breaking Up Is Hard To Do». Συγκριτικά με τις περισσότερο γλυκανάλατες δημιουργίες από νεαρούς συνθέτες που εργάζονταν στο Brill Building της Νέας Υόρκης, τα τραγούδια του Neil Sedaka είχαν αξιό λογες ελκυστικές μελωδίες που έντυναν στίχους που μιλούσαν για την David Dennum εφηβική αγάπη. Αυτοί οι προβληματισμοί ταίριαζαν γάντι στην αγορά της pop της εποχής εκείνης, όπως αποδεικνύεται από τα τραγούδια που έγραφαν μόνοι τους οι ερμηνευτές, όπως εκείνα του Sam Cooke, «Cupid», «Wonderful World», «Another Saturday Night», «Having A Party», «Good Times», «Twistin' The Night Away» και «Shake», αλλά και τα πιο μελοδραματικά τραγούδια του Roy Orbison, ενός ακόμα καλλιτέχνη της δεκαετίας του 1950. Η ένταση των πρώτων τραγουδιών τον Bob Dylan εισήγαγε τον πολιτικό και κοινωνικό σχολιασμό στους Καταλόγους Επιτυχιών της pop, βομβαρδίζοντας τη γλυκανάλατη μουσική της εποχής με τη δύναμη του στίχου.
Προσεκτικά γραμμένα Το 1960, όταν ο Elvis Presley και οι Everly Brothers (που είχαν σημειώσει επιτυχία με την επανεκτέλεση του «Claudette» που είχε γράψει ο Orbison για τη σύζυγο του) απέρριψαν τη σύνθεση των Orbison / Melson με τίτλο «Only The Lonely», ο τραγουδιστής / κιθαρίστας που είχε δουλέψει ως καλλι τέχνης της μουσικής rockabilly αποφάσισε να ηχογραφήσει ο ίδιος το τραγούδι αυτό. Το αποτέλεσμα ήταν ένα single που κατέκτησε την κορυφή του Καταλόγου Επιτυχιών στη Βρετανία, ενώ λίγο έλειψε να κάνει ανάλογη επιτυχία και στις ΗΠΑ. Στο εξής, ο «Μεγάλος Ο» ανέδειξε το ιδιαίτερο φωνητικό εύρος του με μια σειρά από μπαλάντες που μιλούσαν για το πεπρωμένο, ενώ παράλληλα συνέθε σε τραγούδια σε μέτριο τέμπο που ταίριαζαν στη δυνατή φωνή του και στο μυστηριώδες παρουσιαστικό του. Ξεχωρίζοντας για τα μακρόσυρτα έγχορδα και τα δυνατά κρεσέντο σε μια εποχή που στην πλειονότη τα τους τα pop τραγούδια ήταν αρκετά ελαφρά, τραγούδια όπως το «Running Scared», το «Crying», το «Blue Bayou», το «It's Over» και το «Oh, Pretty Woman» ήταν συνθέσεις που έφτιαξε ο Orbison με συνεργά τες, ενώ το «Leah», το «Workin' For The Man» και το «In Dreams» ήταν αποκλειστικά δικέςτου συνθέσεις. Το 1963, ο Roy Orbison περιόδευσε στη Βρετανία με τους Beatles, των οποίων η στιχουργική ομάδα John Lennon και Paul McCartney εγκατέλειψε τους αθώους στίχους που περιέγραφαν την αγάπη και τον πό νο του αγοριού που έχανε την κοπέλα του, σε τραγούδια όπως τα «Please Please Me», «From MeTo You», «She Loves You» και «I want To Hold Your Hand», και ασχολήθηκε με κοινωνικά και πολιτικά θέματα που θα χαρακτήριζαν τη ροκ μουσική στο δεύτερο μισό της δεκαετίας. Πράγματι, ο Lennon συνέθετε εσωστρεφή τραγούδια όπως το «There's A Place» από τις αρχές του 1962. Μέσα σε μια διετία, επηρεασμένος από τον Bob Dylan, έγραψε τα «I'm A Loser» και «You've Got To Hide Your Love Away».
Sam Cooke Barry, Maurice και Robin Gibb John Lennon και Paul McCartney Roy Orbison Neil Sedaka
Ο Roy Orbison, ο «Μεγάλος Ο», ήταν τραγουδιστής / δημιουργός με μεγάλη δύναμη επιρροής και πρωτοπόρος του rock'n'roll.
Αλληγορίες και ποιητικές Όντας ένας από τους σπουδαιότερους λυρικούς διανοούμενους όλων των εποχών, ο John Lennon ομολόγησε δημόσια την επιρροή που άσκησε ο Bob Dylan στους στίχους του. Η απίστευτα τα λαντούχα και παραγωγική ομάδα των Lennon και McCartney υιοθέτησε πολλά μουσικά στυλ και ενέπνευσε σύγχρονους καλλιτέχνες όπως ο Ray Davies των Kinks και οι Mick Jagger και Keith Richards των Rolling Stones να συνθέσουν τα δικά τους τραγούδια. Ο αντίκτυπος του Dylan ήταν η ενθάρρυνση μιας γενιάς καλλιτεχνών, των οποίων οι ρίζες βρίσκονταν στη μουσική folk, στην country, στην blues ή στη rock'n'roll, να γεμίσουν την pop μουσική με υλικό που ασχολούνταν με προσωπικά και κοινωνικά θέματα. Μόλις ο Dylan άνοιξε τις μουσικές πύλες για να δια μαρτυρηθεί για κοινωνικά θέματα μέσω της pop / rock σκηνής, τον ακολούθησαν κι άλλοι σύγχρονοι καλ λιτέχνες της folk, όπως η Joan Baez, η Judy Collins, η Joni Mitchell, o Pete Seeger, ο Phil Ochs και ο Donovan. Όλο και περισσότερο οι στίχοι των τραγουδιών γέμιζαν με αλληγορίες και ποιητικές εικόνες, ενώ το πρωτότυπο υλικό άρχισε να έχει προτεραιότητα έναντι των επανεκτελέσεων κλασικών τραγου διών δοκιμασμένων στο χρόνο. Σήμερα, τα τραγούδια του Paul Simon από το χώρο της folk και pop· αύριο, οι πιο μελαγχολικές, οι περισσότερο ροκ συνθέσεις του Jim Morrison. Ο Barry Gibb των Bee Gees ήταν 19 χρόνων και οι δίδυμοι αδερφοί του, ο Maurice και ο Robin Gibb, ήταν μόλις 17 όταν το 1967 έγραψαν και ηχογράφησαν διαχρονικά τραγούδια όπως το «New York Mining Disaster, 1941», το «To Love Somebody» και το «Massachusetts». Όχι πως ο Brian Wilson ήταν μεγαλύτερος από τον Barry Gibb όταν άρχισε να κάνει επιτυχίες με τους Beach Boys το 1961. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας, ο Wilson συνέθετε και ενορχήστρωνε περίπλοκα δομημένη μουσική, ενώ συνεργαζόταν με στιχουργούς των οποίων τα εσωστρεφή θέματα απείχαν έτη φωτός από εκείνα των τραγουδιών «surf» που γράφονταν μερικά μόλις χρόνια νωρίτερα. Οι τραγουδιστές / δημιουργοί ήταν μια γρήγορα αναπτυσσόμενη σοδιά μέσα στο ανθισμένο χωράφι της rock, πράγμα όμως που στα αμέσως επόμενα χρόνια θα ήταν πιο πολύ η εξαίρεση παρά ο κανόνας. Από την άλλη πλευρά, στην ευρείας αποδοχής pop, η τάση δε θα ήταν τόσο «Cupid» Sam Cooke πολύ συγκεκριμένη. Ήταν όντως ωραίο να ερμηνεύεις τα δικά «OnlyThe Lonely» Roy Orbison σου τραγούδια, αλλά προς το παρόν δεν ήταν αυτοσκοπός. «Stairway To Heaven» Neil Sedaka «To Love Somebody» Barry, Maurice και Robin Gibb «I Want To Hold Your Hand» John Lennon και Paul McCartney
Ο Art Garfunkel μαζί με τον Paul Simon έγραψαν μερικά από τα πιο διαχρονικά τραγούδια που βασίζονταν στη folk. Είχαν μικρή επιτυχία μέχρι τη στιγμή που ο παραγωγός Tom Wilson πρόσθεσε ηλεκτρικά όργανα στο τραγούδι «Sound of Silence».
Η
της folk
Ο όρος «αναβίωση της folk» ισχύει κατά κανόνα για τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν μια νέα φουρνιά ένθερμων οπαδών αποφάσισε συνειδητά να διερευ νήσει την ιστορία της και να αναθερμάνει τα κοινωνικά της ιδεώδη. Στην ιστορία της μουσικής έχουν υπάρξει και άλλες αναβιώσεις της folk μουσικής, αλλά συνήθως προέρχονταν από τις μεσαίες τάξεις στην αναζήτηση τους για μια πιο γνήσια ταυτότητα, με αποτέλεσμα να προκύψει μια τάση για πατρονάρισμα της αυθεντικής folk. Η αναβίωση της folk των δεκαετιών του 1950 και του 1960 όμως ήταν μια φυσιολογική εξέλιξη που προήλθε από τους ίδιους τους μουσικούς, πα ρά από την ακαδημαϊκή πλευρά που βρισκόταν στην καρδιά των προηγούμενων αναβιώσεων. Οι αμερικανικές ρίζες της άρχισαν με συγκροτήματα όπως οι Kingston Trio, οι Weavers και οι New Christy Minstrels, φέρνοντας σης λαϊκές μάζες τραγούδια της folk, της blues και της country. Οι ενορ χηστρώσεις τους μπορεί να ήταν κοινότοπες και συντηρητικές, όμως οι Weavers σημείωσαν τεράστια επιτυχία με το «So Long (It's Been Good To Know You)» του Woody Guthrie και το «Goodnight Irene» των Leadbelly. Επίσης επέτρεψαν σε μια απλή μουσική, η οποία παλιότερα απευθυνόταν αποκλειστικά στις τοπικές αγροτικές κοινότητες, να γίνει εμπορική. Ήταν αρκετό για να ενδιαφερθεί μια καινούργια γενιά κιθαριστών και τραγουδιστών που ερευνούσε αυτές τις ρίζες και εναντιωνόταν στον μακαρθισμό. Ο γκουρού τους ήταν ο γεννημένος στην Οκλαχόμα Woody Guthrie, του οποίου τα τραγούδια έθιγαν με πάθος θέμα τα πολύ προσωπικά και ανθρώπινα. Η κληρονομιά του Woody ήταν μια νέα γενιά πιστών που εμπνέονταν από τους απλούς ήχους του και τους καυστικούς στίχους και επεδίωκαν να υιοθετήσουν τον ατίθασο τρόπο ζωής του. Πολύ σημαντι κό είναι ότι ο Bob Dylan επισκέφθηκε τον Woody όταν ήταν άρρωστος στο κρεβάτι και έγραψε το πρώτο τραγούδι του ως ύμνο προς τον ήρωα του. Πιο κοντά στο πνεύμα του Guthrie πλησίασε ο φίλος του, ο Ramblin' Jack Elliot, ο οποίος μιμήθηκε τη φωνή και τη στάση του και ερμήνευσε πολλά τραγούδια του. Παρ' όλα αυτά, ο θρύλος του Guthrie διαιωνίστηκε καλύτερα από το γιο του, τον Arlo, ο οποίος συνέχισε επιτυχημένα όλα όσα έκανε ο πατέρας του και εξέδωσε τα αυτοβιογραφικά blues με τον τίτλο «Alice's Restaurant», όπου αποτυπωνόταν με εύστοχο τρόπο η αντίθεση του κοινού εκείνης της εποχής προς τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Η άρνηση τον Woody Guthrie να αποκομίσει κέρδος από τη μουσική του όσο ζούσε δεν στάθηκε εμπόδιο για να αναδειχθεί σε θρυλική μορφή μετά θάνατον.
Μια διαρκής Η κληρονομιά του Woody Guthrie απέδωσε καρπούς στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, όπου ένα νέο ρεύμα τραγουδιστών / δημιουργών με τραγούδια γεμάτα νόημα και ιδεαλιστικές αξίες ήρθαν να ζωντανέ ψουν μια νέα σκηνή. Με τον καυστικό του στίχο και το επαναστατικό του μήνυμα ο Bob Dylan έγινε ο πλέον προβεβλημένος και επιτυχημένος αστέρας της νέας γενιάς folk. Ανάμεσα σε άλλους ήταν και η Joan Baez, η οποία εκείνη την εποχή ήταν σύντροφος του. Η Baez ήταν μια πολύ αξιόλογη τραγουδίστρια, έντονα πολιτικοποιημένη και συχνά βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των διάφορων αντιπολεμικών διαδηλώσεων και συλλαλητηρίων. Ακολούθησε μια πραγματική έκρηξη από τραγουδιστές / δημιουργούς με ακουστικές κιθάρες, που μεταξύ άλλων ήταν οι Paul Simon, Joni Mitchell, James Taylor, Phil Ochs,Tom Paxton,Tim Hardin, Gordon Lightfoot, Dave Van Ronk, Judy Collins και Buffy Sainte-Marie. Παρά το διαφορετικό στυλ και υπόβαθρο καθενός εξ αυτών, όλοι είχαν κάποια σχέση με την αναβίωση της μουσικής folk. Η αυξανόμενη δημοτικότητα της σκηνής εστίασε εκ νέου την προσοχή σε λιγότερο γνωστούς καλ λιτέχνες παρέχοντας έμπνευση -και συχνά κάποιο υλικό- για τη βασική ατραξιόν. Έτσι καλλιτέχνες ανάλογοι των Doc Watson, Carter Family, Sonny Terry & Brownie McGhee, Muddy Waters και Mississippi John Hurt απέκτησαν δημοτικότητα, ενώ το ενδιαφέρον Bob Dylan μεγάλωσε με την εμφάνιση βρετανικών συγκροτημάτων όπως οι Rolling Stones και οι The Weavers Yardbirds, με τη ροκ να αξιοποιεί την παράδοση των blues. H Odetta, μια μαύρη τραγου Woody Guthrie Joan Baez δίστρια της folk-blues από την Αλαμπάμα, η οποία συνεργάστηκε πριν από καιρό με τους Harry Belafonte και Pete Seeger, κατάφερε μια σημαντική διεθνή παρουσία. Μια σειρά από κλαμπ, καφετέριες και «στέκια» δημιουργήθηκαν, ενώ διοργανώθηκαν διάσημα φεστιβάλ, όπως το Newport Folk Festival στο Ρόουντ Άιλαντ, για να δώσουν στη μουσική ένα ανώτερο προφίλ. Η αναβίωση πέτυχε ευρεία εμπορική επιτυχία για κάποιο διάστημα, ενώ πραγματοποιήθηκαν εμπορικότατες συναυ λίες σε κάθε γωνιά της γης από τους Peter, Paul & Mary.
Η Joan Baez υπήρξε μια καλλιτέχνις που άσκησε πολύ μεγάλη επιρροή στη folk. Η φωτογραφία δείχνει μια παράσταση σε ένα κλασικό στέκι στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. Κάποιος από τους ακροατές φτιάχνει το πορτρέτο της Baez.
Διαρκές ενδιαφέρον για τη folk Η αναβίωση της folk στη Βρετανία είχε παρόμοιες ρίζες και συνέβη την ίδια περίπου εποχή. Όμως παρουσιάστηκε με πολύ διαφορετική μορφή. Οι επιτυχίες των Kingston Trio και των Weavers κέντρι σαν τη φαντασία των νεαρών Βρετανών οπαδών και μουσικών, αλλά το ενδιαφέρον για τις ρίζες αυτής της μουσικής εκδηλώθηκε με έναν απροσδόκητο τρόπο. Ο Lonnie Donegan έπαιζε μπάντζο με το συγκρότημα jazz του Ken Colyer και άρχισε να παίζει πα λιά αμερικανικά folk blues. Ο Donegan έκανε την αρχή με το «Rock Island Line» το 1956 και τον επόμενο χρόνο κατέκτησε την πρώτη θέση με το «Cumberland Gap». Αυτό έδωσε το έναυσμα σε πολλούς να σχηματίσουν συγκροτήματα ανεξάρτητα αν είχαν ή δεν είχαν ταλέντο, όργανα ή χώρους για να παίξουν, και έτσι το 1958, το skiffle είχε εξαπλωθεί παντού. Αν και δεν είχε διάρκεια, η κληρονομιά του ήταν ένα μό νιμο ενδιαφέρον για τα τραγούδια της folk blues στην οποία είχε στηριχτεί. Πολλοί από αυτούς που είχαν ξεκινήσει ως μέλη συγκροτήματος skiffle άλλαξαν ρότα, σχεδίασαν εκ νέου τη μουσική πορεία τους και έγιναν μουσικοί folk. Αν και πολλοί, όπως το Ian Campbell Folk Group, στηρίχτηκαν σε τραγούδια του Dylan και όσων προέρχονταν από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, άρχισε να δημιουργείται ένα δίκτυο από κλαμπ με καινούργιες αξίες. 0 Ewan MacColl άνοιξε ένα από τα πρώτα ειδικά στέκια για folk μουσική -το Ballad & Blues Club- στο Λονδίνο και προκάλεσε συζητήσεις όταν δήλωσε ότι οι μουσικοί επιτρεπόταν να παίζουν αποκλειστικά μουσική της δικής τους κουλτούρας. Μπορεί να φάνηκε αλλόκοτο, αλλά ο στόχος του MacColl ήταν να αναγκάσει τους νεαρούς Βρετανούς μουσικούς να ερευνήσουν την παράδοση τους για να βρουν υλικό, παρά να αντιγράφουν τυφλά τα τραγούδια από τα άλμπουμ των Kingston Trio. Η απόφαση του αυτή δίχασε την κοινή γνώμη, αλλά απέδωσε αποτελέσματα αφού καλλιτέχνες όπως οι Watersons, Martin Carthy, Shirley Collins, Young Tradition, Anne Briggs και Louis Killen εξελίχθηκαν γρήγορα σε δημοφιλείς ερμηνευτές παίζοντας σε ένα γοργά αναπτυσσόμενο δίκτυο από στέκια της folk σε ολόκληρη τη χώρα. Η ορμή των πρώτων ημερών της αναβίωσης έφτασε μέχρι τη δεκαετία του 1970, όταν άλλες μουσικές δυνάμεις ήρθαν στο προσκήνιο και η folk μουσική χωρίστηκε σε διάφορες υποκατηγο ρίες. Τώρα δεν υπάρχουν τόσο πολλά κλαμπ folk, αλλά η μουσική συνεχίζει να παίζεται και κατά κανόνα εμπνέεται από τις ίδιες αξίες. Αυτός είναι ο φόρος τιμής που αποτίει στο έργο των πρωτοπόρων της αναβίωσης της folk.
Το μίγμα από μουσική folk, Jazz και blues του Lonnie Donegan συνεχίζει να επηρεάζει σήμερα τη folk μουσική στη Βρετανία..
Η βρετανική Την 1η Φεβρουαρίου 1964, το «I Want To Hold Your Hand» των Beatles κατέκτησε την πρώτη θέση στον Cashbox, τον Κατάλογο Επιτυχιών single στην Αμερική. Έξι μέρες μετά, οι Beatles έφτασαν στη Νέα Υόρκη για την πρώτη τους επίσκεψη επί αμερικανικού εδάφους και, στις 9 Φεβρουαρίου, ένα ακροατήριο 73 περίπου εκατομμυρίων ατόμων στήθηκε μπροστά στην τηλεόραση για να δει την εκπομπή The Ed Sullivan Show, που είχε προγραμματιστεί γι' αυτόν το σκοπό από τον προη γούμενο Νοέμβριο. Πιο ευτυχής συγκυρία από αυτή δεν θα μπορούσε να υπάρξει. Η Αμερική, συνηθισμένη να πρωτοπορεί σε θέματα pop κουλτούρας, αλλά όντας ακόμα επηρεα σμένη από την πρόσφατη δολοφονία του προέδρου Κένεντι, ήταν έτοιμη για μια αλλαγή και χρειαζόταν ένα συμβάν για την τόνωση του ηθικού της. Οι Beatles, με την ιδιαίτερα ελκυστική μουσική τους, τις χαρι σματικές τους προσωπικότητες και την αντισυμβατική «κόμμωση σφουγγαρόπανο», ήταν σε θέση να προ σφέρουν αυτό που χρειαζόταν η Αμερική. Η φήμη του συγκροτήματος στις ΗΠΑ ήταν ήδη μεγάλη πριν από τον ερχομό τους και αυτό σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν στην υποστήριξη που τους παρείχε ο Νεοϋορκέ ζος ντισκ-τζόκεϊ, ο Murray «The Κ», που είχε μεγάλη δύναμη επιρροής. Ακόμα πιο αξιοσημείωτο από τη «Θαυμάσια Τετράδα» που κατόρθωσε να σαρώσει την Αμερική ήταν ο τρόπος με τον οποίο -τώρα που οι πύλες των ΗΠΑ ήταν ανοιγμένες ορθά νοιχτα- ένας μεγάλος αριθμός καλλιτεχνών από την άλλη πλευ ρά του Ατλαντικού κατέκλυζε τον Κατάλογο Επιτυχιών στις ΗΠΑ. Ο σεισμός που προκλήθηκε, εξαπλώθηκε σε όλες τις πτυχές της αμερικανικής λαϊκής κουλτούρας. Μέσα σε λιγότερο από 200 Peter Asher χρόνια μετά τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, οι Βρετανοί είχαν κάνει μια νέα εισβολή. Τελικά, αφού συνήλθε η Βρετανία από τις καταστροφές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, βρισκόταν στην καρδιά μιας ιδιαίτερα πλούσιας και δημιουργικής περιόδου σε όλους τους τομείς της Τέχνης. Τώρα που το Λονδίνο ήταν έτοιμο να χορέψει στους ρυθμούς του swing, ήταν η πιο κατάλληλη χρονική στιγμή να εξαγάγει μουσικούς, ηθοποιούς, συγγραφείς και μόδα στους Αμερικανούς οι οποίοι, σε απίστευτο βαθμό, ήταν δεκτι κοί απέναντι σε όποιον είχε τη χαρακτηριστική προφορά του Λίβερπουλ.
Η άφιξη των Beatles στη Νέα Υόρκη, το 1964.
Η υποτιθέμενη Το 1963, ενώ οι βρετανικοί Κατάλογοι Επιτυχιών pop κατακλύζονταν από τον λεγόμενο ήχο του Mersey με συγκροτήματα όπως οι Beatles, οι Gerry & the Pacemakers, οι Searchers, οι Swinging Blue Jeans και οι Billy J. Kramer & the Dakotas, τρία μόνο βρετανικά single κατάφεραν να εισέλθουν στον αμερικανικό Κατάλογο με τα καλύτερα 40 τραγούδια. Το 1964, αυτός ο πολύ μικρός αριθμός ανήλθε στο εντυπωσιακό νούμερο των 65. Παλιότερα, δύο μόνο βρετανικά single -το ορχηστρικό του 1962, «Stranger On The Shore», του Acker Bilk και το «Telstar» των Tormados που είχε γράψει, ηχογραφήσει και μιξάρει ο θρυλικός Βρετανός παραγωγός Joe Meekείχαν φτάσει στην κορυφή του Καταλόγου του περιοδικού Billboard με τα 100 καλύτερα τραγούδια. Το 1964, εννέα από τα 23 τραγούδια που έφτασαν στην πρώτη θέση του Καταλόγου του Billboard (για 26 από τις 52 εβδομάδες) ήταν βρετανικής προέλευσης. Ομολογουμένως έξι από αυτούς τους δίσκους ανήκαν στους Beatles, οι οποίοι στις 4 Απριλίου είχαν καταλάβει με τραγούδια τους τις πέντε πρώτες θέσεις στον Κατάλογο με τα 100 καλύτερα τρα γούδια, αλλά και άλλες εφτά θέσεις λίγο παρακάτω στον ίδιο κατάλογο. Ωστόσο, υπήρχαν και πολλοί άλλοι που τους ακολουθούσαν με γρήγορο ρυθμό και όχι μόνον οι προαναφερθέντες συμπατριώτες τους από το Λίβερπουλ. Υπήρχαν επίσης οι Animals από το Νιουκάστλ, οι Hollies από το Μάντσε στερ και οι Dave Clark Five από το Τότεναμ, στο βόρειο Λονδίνο. Οι DC5 είχαν επισκεφθεί τις ΗΠΑ ένα μήνα πριν από τους Beatles και είχαν τερματίσει την επί έξι εβδομάδες κυρια ρχία του «I Want To Hold Your Hand» στην πρώτη θέση των βρετανικών Καταλόγων Επιτυ The Beatles The Dave Clark Five χιών με το τραγούδι τους «Glad All Over» (που ήταν σύνθεση του Clark και του κιμπορντίστα The Rolling Stones / τραγουδιστή Mike Smith), δίνοντας το έναυσμα για τον εξής τίτλο σε μια εφημερίδα: «Μήπως οι Πέντε συνέτριψαν την αίγλη των Beatles;» Για να βοηθήσει στην προώθηση της υποτιθέμενης άμιλλας με τους Beatles, ο Τύπος βάφτισε το συνδυασμό των έντονων φωνητικών του Smith με τον δυνατό και εκκωφαντικό ρυθμό του συγκροτήματος ως «Ήχο του Τότεναμ». Ωστόσο, παρό λο που έκαναν περισσότερες εμφανίσεις στην εκπομπή The Ed Sullivan Show από οποιονδήποτε άλλο, και παρόλο που έβαλαν 17 τραγούδια τους στον Κατάλογο του Billboard με τα 40 καλύτερα τραγούδια, όπως τα «Bits And Pieces», «Can't You See That She's Mine», «Because», «I Line It Like That», «Catch Us If You Can» και «Over and Over» (το μοναδικό τους No Ί στις ΗΠΑ), οι DC5 δεν αμφισβήτησαν σοβαρά την κυριαρχία των Beatles. Κανένας δεν το πέτυχε, παρόλο που οι Rolling Stones ήταν οι σοβαρότεροι διεκδικητές της θέσης των Beatles.
Από ειρωνεία της τύχης πολλοί νεαροί Αμερικανοί γνώρισαν την κληρονομιά της αμερικάνικης blues μέσω του βρετανικού συγκροτήματος των Rolling Stones.
Όφελος και για τις δυο Εντός του 1964, και ενώ οι προαναφερθέντες Βρετανοί καλλιτέχνες -εκτός από τους νεόφερτους, όπως οι Peter & Gordon, οι Herman's Hermits, οι Manfred Mann και οι Kinks- απολάμβαναν την επιτυ χία τους στις ΗΠΑ, οι Rolling Stones αγωνίζονταν σκληρά για να καθιερωθούν εκεί. Ωστόσο, το καλο καίρι του 1965 οι προσπάθειες τους απέδωσαν τελικά, όταν το «(I Can't Get No) Satisfaction» κατέλαβε την πρώτη θέση στον Κατάλογο του Billboard με τα 100 καλύτερα τραγούδια και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου ακολούθησε το «Get Off Of My Cloud». Η επιτυχία των Rolling Stones συνέπεσε με το δεύτερο μισό της βρετανικής εισβολής που εκτός από μικρού διαμετρήματος καλλιτέχνες, όπως οι Wayne Fontana & the Mindbenders, οι Freddie & the Dreamers (των οποίων το άστρο είχε ήδη δύσει στη γενέτειρα τους) και οι Chad & Jeremy (που ελάχιστοι τους είχαν ακουστά στη Βρετανία), περιέλαβε και τον τραγουδιστή της folk, τον Donovan («τη βρετανική απάντηση στον Bob Dylan») καθώς και πιο σκληρούς ήχους από τους Who, τους Yardbirds, τους Zombies και τους Moody Blues. To 1965, συνολικά 68 βρετανικά single έφτασαν στα 40 καλύτερα τραγούδια των ΗΠΑ, ενώ 11 από αυτά παρέμειναν συνολικά 26 εβδομάδες στην πρώτη θέση. Όμως, παρόλο που μια σει ρά από Αμερικανούς καλλιτέχνες ένιωσαν την υποχρέωση να υιοθετήσουν ονόματα που θύμιζαν Αγγλία, και παρόλο που έβαλαν αγγλική προφορά στο στόμα τους, το 1966 η υστερική και ευρύτατα διαδεδο μένη αγγλοφιλία πήρε τον κατήφορο, όπως αποδεικνύεται από την πληθώρα ντόπιων καλλιτεχνών που έφερναν την ισορροπία στους Καταλόγους Επιτυχιών της pop. Μετά από μια επίθεση που κράτησε δύο χρόνια, η «εισβολή» άρχισε να παίρνει τέλος. Όμως, εκτός από το ότι έριξε στην αφάνεια μια σειρά από παλιότερα επιτυχημένους Αμερικανούς καλλιτέχνες, βοήθησε να ωφεληθούν και οι δύο πλευ ρές. Οι Βρετανοί, αφού αγωνίστηκαν για να αποδεχθούν την ουσια στική λήξη της κυριαρχίας τους, ξανακέρδισαν την αυτοεκτίμησή τους, ενώ εξάλειψαν το ανυπέρβλητο εμπόδιο που παραδοσιακά εμπόδιζε τους pop καλλιτέχνες τους να επιτύχουν στην πιο ευημε ρούσα αγορά του κόσμου. Από την άλλη πλευρά, οι Αμερικανοί όχι μόνο ξέχασαν τη θλίψη που τους προκάλεσε η δολοφονία του Κένεντι, αλλά με το να υποχρεωθούν να απαν τήσουν, ζωντάνεψαν τη δική τους μουσική σκηνή. Στο εξής θα ακολουθούσαν πολλές μουσικές «συνεργασίες» και εξαιτίας αυτών θα ωφελούνταν όλος ο μουσικός κόσμος.
Η
surf
Χαρακτηρίζεται από μεταλλικούς ήχους κιθάρας με πολλές αντηχήσεις· τα κρουστά θυμίζουν τον ήχο του κύματος που σκάει στην παραλία, οι φωνητικές αρμονίες τονίζονται από μια δυνατή, ψιλή φωνή' η μουσική surf ταίριαζε τέλεια για την pop σκηνή των αρχών της δεκαετίας του 1960, «την οποία χα ρακτήριζε η τάση φυγής και η ανέμελη διασκέδαση, ενώ ήταν γραφτό της να ασκήσει σημαντική και διαρκή επιρροή στον ήχο της ροκ κιθάρας. Ενώ οι φιλικές προς τους Καταλόγους Επιτυχιών ορχηοτρικές ηχογραφήσεις από συγκροτήματα όπως οι Ventures στις ΗΠΑ και οι Shadows στη Βρετανία βοήθησαν να διατηρηθεί η δημοτικότητα της κιθάρας στο διάστημα ανάμεσα στο θάνατο του rock'n'roll και τη βρετανική εισβολή, η surf rock συχνά περιείχε τα πιο θο ρυβώδη και τα πιο εκφραστικά solo. Ηγέτης από αυτή την άποψη ήταν ο Dick Dale, που δικαιολογημένα βαφτίστηκε μόνος του «Βασι λιάς της Surf κιθάρας». Όντας ένας πραγματικός λάτρης της surf μουσικής, η προσπάθεια του να με ταδώσει τον ενθουσιασμό του είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί ένα πολύ ρυθμικό μουσικό οτυλ με έμφαση στις μεμονωμένες νότες, σε συνδυασμό με μια πρωτότυπη χρήση φορητών εφφέ αντήχησης που θα βοηθούσε να αναπαραχθεί ο θόρυβος των κυμάτων της θάλασσας. Το επιθετικό στυλ ερμηνείας του είχε ως αποτέλεσμα να καταστραφούν τόσο πολλά ηχεία, ώστε Ο Dermis Wilson απευθυνόμενος το 1961 η εταιρεία Fender αναγκάστηκε να βελτιώσει τα υφι στους αδερφούς Brian και Mike Love στάμενα μοντέλα ενισχυτών της. Ο Dale, που γεννήθηκε από Πολωνή μητέρα και Λιβανέζο πατέρα και το πραγματικό του όνομα ήταν Richard Mansour, έκανε τη μουσική του ακόμα πιο ξεχωριστή εισάγοντας σε αυτή μελωδίες της ανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής. Όλα τα τραγούδια του σημείωσαν επιτυχία, ενώ ο Dale κυκλοφόρησε το πρώτο στον κόσμο ορχηστρικό τραγούδι της surf, το «Let's Go Trippin'», ως single το Σεπτέμβριο του 1961. Το τραγούδι αυτό σημείωσε επιτυχία μόνο στη νότια Καλιφόρνια, αλλά σαφώς πυροδότησε μια μουσική φρενίτιδα που οδήγησε στη δημιουργία δεκάδων τοπικών συγκροτημάτων. Ανάμεσα στα πρώτα από αυτά ήταν οι Beach Boys, των οποίων το πρώτο single, το «Surfins'», ηχογραφήθηκε τον ίδιο μήνα που κυκλοφόρη σε το «Let's Go Trippin'», προτού κυκλοφορήσει από τη μικρή δισκογραφική εταιρεία Candix το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου.
Ο Dick Dale, πιστός λάτρης της surf και μουσικός που άσκησε επιρροή, θεωρήθηκε πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες.
Ένας προικισμένος Η επιρροή που άσκησε ο Dick Dale ήταν τεράστια. Το 1962, το Surfer's Choice ήταν το δικό του πρώτο άλμπουμ και συνάμα το πρώτο άλμπουμ surf μουσικής όλων των εποχών (που κυκλοφόρησε από την Del-Tone πριν αναλάβει η Capitol να το κυκλοφορήσει σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ). Το 1965, ενώ ηχογρα φούσε άλλα τρία άλμπουμ, ο Dale βοήθησε να κατασκευαστούν, να δοκιμαστούν στην πράξη και να γίνουν ευρύτερα γνωστά μια σειρά από μηχανήματα που κατασκεύασε η εταιρεία μουσικών οργάνων Fender- πιο συγκεκριμένα ενισχυτές, μονάδες παραγωγής αντήχησης και η ειδικά σχεδιασμένη κιθάρα Stratocaster για αριστερόχειρες με επένδυση από φύλλο χρυσού. Ο Dale, όντας επιτυχημένος μουσικός και προικισμένος καλλιτέχνης, έπαιζε κιθάρα με το αριστερό χέρι και με ανάποδο στυλ, γεγονός που έκανε σημαντική εντύπωση στον Jimi Hendrix, αλλά και στην επό μενη γενιά των καλλιτεχνών της heavy metal. Στο μεταξύ, ενώ μόλις μια χούφτα από ορχηστρικά κομμάτια της surf μουσικής (όπως οι μεγάλες επιτυχίες του 1963, «Wipe Out» των Surfaris και «Pipeline» των Chantays) είχαν ευρύτατη επιτυχία, οι Beach Boys εισήγαγαν μια νέα διάσταση στο είδος. Υπό την καθοδήγηση του δημιουργού τραγουδιών / παραγωγού / ενορχηστρωτή / μουσικού The Beach Boys The Chantays Brian Wilson το συγκρότημα «πάντρεψε» φωνητικές αρμονίες εμπνευσμένες από τους Dick Dale Four Freshmen, οι οποίες μετέφεραν τον ξένοιαστο τρόπο ζωής στις ηλιόλουστες παραλίες The Pyramids The Surfaris της Καλιφόρνια, με στίχους που περιέγραφαν την ανατριχίλα που σου προκαλεί το να πε ριποιείσαι με κερί την ιστιοσανίδα σου. Όταν το «Surfin'» οδήγησε στο να υπογράψουν συμβόλαιο συνεργασίας με την Capitol Records, το τραγούδι που έδινε τον τίτλο του πρώτου άλμπουμ του συγκροτήματος το 1962, το Surfin' Safari, μπήκε στον Κατάλογο με τα 20 καλύτερα τραγούδια των ΗΠΑ. Λίγο καιρό μετά, το 1963, ακολούθησε το Surfin' USA, που προέκυψε μετά από προ σαρμογή στίχων στη μουσική του «Sweet Little Sixteen» του Chuck Berry και έστειλε το συγκρότημα στο Top 10, χαρίζοντας τους αναγνώριση σε κάθε γωνιά των ΗΠΑ. Παράλληλα, δεδομένου ότι το σέρφιν συνέχισε να είναι μια μόδα ολοένα αυξανόμενη, οι σημειώσεις στο πρώτο άλμπουμ περιείχαν και μια παράγραφο που περιέγραφε το σχετικό χόμπι. Οι σημειώσεις στο Surfin' USA εξηγούσαν το νόημα κάποιων δυσνόη των στίχων.
To μόνο συγκρότημα surf μουσικής που πέτυχε ευρύτερη αποδοχή, οι Beach Boys (και ειδικότερα ο πολύ εφευρετικός Brian Wilson), το 1967 ηχογράφησαν το Pet Sounds που θεωρείται για πολλούς το πιο σημαντικό άλμπουμ όλων των εποχών.
Όταν κάποιοι βαρέθηκαν τη Αργότερα, μέσα στο 1963, ο εύστοχος τίτλος της μπαλάντας του τρίτου άλμπουμ των Beach Boys, το Surfer Girl, φανέρωνε το σκεπτικισμό εκ μέρους του συνθέτη / παραγωγού Brian Wilson, o οποίος είχε αρχίσει να βαριέται το συσχετισμό αυτού του είδους μουσικής με το ομώνυμο σπορ. Παρό λο που ένα άλλο τραγούδι του δίσκου, το «Surfers Rule», περιείχε την αποστροφή «Four Seasons, you better believe it!» προς το τέλος του δίσκου, μετά από αυτό το άλμπουμ -και αφού προηγουμένως ο Wilson πρόσφερε στους Jan & Dean την επιτυχία με το «Surf City»- το συγκρότημα εγκατέλειψε το θέμα από το οποίο είχε αντλήσει το όνομα του. Η κιθάρα της surf και οι υψηλές αρμονίες θα προσαρμόζονταν όλο και πιο πολύ προς τραγούδια που είχαν θέμα το αυτοκίνητο, ενώ αργότερα ο Wilson θα ξανασκεφτόταν τον τρόπο δουλειάς του ως συνέχεια των Beatles, θα δανειζόταν τεχνικές παραγωγής του Phil Spector και με τη βοήθεια χημικών ου σιών που επηρέαζαν το μυαλό και νέους στιχουργούς θα εστίαζε την προσοχή του σε πιο ποιητικά θέμα τα. Τραγούδια οιαθμός, όπως το «Good Vibrations» και το «Heroes and Villains», θα τον οδηγούσαν σε μια νέα εποχή, μιας όλο και πιο σοφιστικέ μουσικής της δυτικής ακτής, έστω κι αν η χρήση ναρκωτικών και τα συναισθηματικά προβλήματα θα ανάγκαζαν στη συνέχεια τον αρχηγό των Beach Boys να αποσυρθεί σχεδόν ολοκληρωτικά από το προσκήνιο. Η μουσική surf ήταν ένα ακόμα θύμα της βρετανικής εισβολής, όπως ήταν τελικά και ο κύκλος των κινηματογραφικών ταινιών με θέμα τα πάρτι στις παραλίες που συχνά πρόβαλλαν εμφανίσεις και / ή μουσικές ερμηνείες από κορυφαίους του είδους, όπως ο Brian Wilson στο Beach Party, o Dick Dale στο Muscle Beach Party, οι Surfaris στο The Lively Set, oi Astronauts στο Surf Party και στο Wild On The Beach και οι Beach Boys στο The Girls On The Beach. Η φρενίτιδα του σέρφιν θα συνεχιζόταν, αλλά η μουσική που έκα νε δημοφιλές αυτό το σπορ όδευε προς το τέλος της. Στις αρχές του 1964, το «Surfin' Bird» των Trashmen (που έρχονταν από τη Μινεάπολη η οποία περιβαλλόταν από στεριά) έμεινε εκτός του Καταλόγου Επιτυχιών εξαιτίας των Beatles, ενώ το «Penetration» των Pyramids αποδείχτη κε πως ήταν το τελευταίο σημαντικό ορχηοτρικό κομμάτι της surf μουσικής. Την επόμενη χρονιά, ακόμα κι ο Dick Dale σταμάτησε τη συνεργασία του με την Capitol. Όμως, παρόλο που αυτό το είδος μουσικής έζησε σχετικά λίγο, ο ήχος και η επιρροή της μουσικής surf συνέχισε να υπάρχει.
Ο ήχος του Κρουστά, μπάσο και δύο κιθάρες, μερικές φορές πιάνο ή σαξόφωνο: αυτό ήταν το κλασικό σχήμα για τα 500 περίπου συγκροτήματα που, παραμένοντας πιστά στο πνεύμα και το υλικό του κλασι κού rock'n'roll και σε τραγούδια R&B, έδιναν ζωντάνια στην pop σκηνή μέσα και γύρω από το Λί βερπουλ στο διάστημα 1958-1964. Ο ήχος του Mersey, που πήρε χο όνομα του από τον ποταμό που διασχίζει την πόλη, συχνά στηρι ζόταν σε κιθάρες που είχαν ως υπόβαθρο ένα σταθερό ρυθμό και μια δυναμική πρώτη φωνή. Ωστόσο, επειδή αυτά τα χαρακτηριστικά δεν υπήρχαν πάντα ή δεν ήταν απαραίτητα τα μόνα, δεν είναι σίγουρο αν ο ήχος του Mersey ήταν κάτι άλλο από μια εύκολη λύση που συγκέντρωνε πάνω της το ενδιαφέρον του Τύπου και αφορούσε συγκροτήματα που προέρχονταν από τη βορειοδυτική Αγγλία. Η ζωηρή και μελωδική μουσική, που παιζόταν επί σκηνής σε «στέκια του jive», όπως τα Aintree Institute, Grosvenor Ballroom, Hambleton Hall, Litherland Town Hall, Knotty Ash Village Hall, New Clubmoor Hall και στο πιο διάσημο Cavern Club, σε γύριζε αρκετά πίσω, στις μέρες των ροκάδων που ντύνονταν με δερμάτινα, τόσο από πλευράς των τραγουδιών που παίζονταν σε νέα εκτέλεση όσο και από πλευράς της τραχιάς και πάντα έτοιμης για δράση εμφάνισης των μελών των συγκροτημάτων, ειδικά σε μια εποχή όπου οι μουσικοί της pop πρόσεχαν πάρα πολύ την εμφάνιση τους. Το καλόγουστο ντύσιμο και η πιο ήπια στάση υιοθετήθηκαν μόλις το σκηνικό αυτό έγινε γνωστό και πέρα από την περιοχή του Mersey, γιατί όπως οι Βρετανοί καλ λιτέχνες ήταν ουσιαστικά ανύπαρ κτοι για τους αμερικανικούς Κατα λόγους Επιτυχιών της pop στις αρ χές της δεκαετίας του 1960, λίγο πο λύ θα μπορούσαμε να πούμε τα ίδια και για τη στάση που τηρούσαν οι βρετανικές εταιρείες δίσκων απένα ντι σε καλλιτέχνες που είχαν την έδρα Tom Spence, αρθρογράφος της Daily Worker, τους οπουδήποτε αλλού εκτός από 7 Σεπτεμβρίου 1963 το Λονδίνο. Όλες οι μεγάλες βρετα νικές δισκογραφικές εταιρείες και τα στούντιο βρίσκονταν στην πρωτεύουσα και αν οι καλλιτέχνες και / ή οι μάνατζερ τους δεν ήταν σε θέση να τους κλείσουν οντισιόν, ήταν εξίσου απίθανο ο κόσμος της A&R (Artiste & Repertoire) να εκδράμει βόρεια του Γουότφορντ σε αναζήτηση νέων ταλέντων.
Οι Swinging Blue Jeans τραγουδούν στο Ready Steady Go!. H δημοφιλής τηλεοπτική εκπομπή κράτησε από το 1963 μέχρι το 1966 και φιλοξένησε όλα τα είδη μουσικής.
Ώριμοι προς Όμως όλα αυτά άλλαξαν το 1963, όταν οι ακούραστες προσπάθειες του μάνατζερ Brian Epstein να εξασφαλίσει ένα συμβόλαιο ηχογραφήσεων για τους Beatles απέδωσαν καρπούς με τη μορφή των μεγάλων single επιτυχιών «Please Please Me» και «From Me To You». Η παραμονή του τελευταίου επί εφτά εβδομάδες στην πρώτη θέση συνοδεύτηκε από τις επιτυχίες «How Do You Do It?» και «I Like It» των Gerry & the Pacemakers, οι οποίοι επίσης προέρχονταν από το Λίβερπουλ και ήταν συνάδελφοι του Epstein. Το αποτέλεσμα ήταν να μην αργήσει η δισκογραφική εταιρεία να σπάσει την παράδοση και να σπεύσει να ελέγξει αν υπήρχαν άλλοι «στο βορρά» που να είναι ώριμοι προς εκμετάλλευση. Ξαφνικά συνέρευσαν στο Λίβερπουλ κυνηγοί ταλέντων, μάνατζερ και ατζέντηδες με αποτέλεσμα να βγουν κερδι σμένοι μερικοί αξιόλογοι ή μη καλλιτέχνες. Ωστόσο, το γεγονός απογοήτευσε και πολλούς οι οποίοι, πα ρά το ότι ήταν πολύ δημοφιλείς στην τοπική σκηνή, δεν κατάφεραν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια λόγω ατυχίας και έλλειψης ταλέντου. Οι Rory Storm & the Hurricanes, στο αρχικό σχήμα των οποίων ανήκε και ο Ringo Starr ως ντράμερ· οι Kingsize Taylor & the Dominoes, που ισχυρίζονταν ότι ήταν το πρώτο ρυθμικό συγκρότημα του Λίβερπουλ' οι Derry & the Seniors, που ήταν οι πρώτοι από την περιοχή του Mersey που The Beatles έπαιξαν για λίγο καιρό σε ένα στέκι rock'n'roll στο Αμβούργο· οι Faron's Gerry & the Pacemakers Billy J. Kramer with the Dakotas Flamingos: οι σκληροί ήχοι και οι ανάλογες εμφανίσεις αυτών και άλλων The Searchers αγαπημένων συγκροτημάτων μπορεί να ενθουσίαζαν τους οπαδούς τους, δεν είχαν όμως ανάλογη τύχη από δισκογραφική άποψη. Αντίθετα, ανάμεσα στους σημαντικότερους καλλιτέχνες της περιοχής που πέτυχαν από αυτή την άποψη, ένα συγκρότημα που εκπροσώπησε άριστα τον ήχο του Mersey, ήταν ίσως οι Searchers. Οι καλά ενορχηστρωμένες ηχογραφήσεις των «Sweets For My Sweet», «Sugar And Spice» και «Don't Throw Your Love Away» ανέδειξαν το συγκρότημα σε έναν από τους πρώτους αντιπάλους των Beatles στις υψηλότερες θέσεις του βρετανικού Καταλόγου Επιτυχιών, ενώ ο χαρακτηριστικός ήχος της κιθάρας έκα νε να ξεχωρίσουν το υπέροχο «Needles And Pins» (το τραγούδι με το οποίο το συγκρότημα κατέκτησε τις ΗΠΑ, ως σύνθεση συνεργατών του Phil Spector, των Jack Nitzsche και Sony Bono) και η επανεκτέλεση του τραγουδιού της Jackie DeShannon, «When You Walk In The Room».
To άλμπουμ Meet the Searchers κυκλοφόρησε μάλλον βιαστικά, για να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του No 1 single «Sweets For My Sweet». Ία υπόλοιπα έντεκα τραγούδια του άλμπουμ ηχογραφήθηκαν μέσα σε μια μέρα.
Έχοντας την
στο πλευρό τους
Την ίδιο εποχή, ορισμένοι μικρότεροι αστέρες που είχαν την τύχη στο πλευρό τους έκαναν κάποιο όνομα στην εγχώρια και στη διεθνή σκηνή. Ο Billy J. Kramer, ο οποίος στο παρελθόν είχε τη στήριξη των συμπατριωτών του από το Λίβερπουλ, των Coasters, συνεργάστηκε με τους Dakotas που είχαν την έδρα τους στο Μάντσεστερ μόλις υπέγραψαν συμβόλαιο συνεργασίας με τον μάνατζερ των Beatles, τον Brian Epstein. Παρόλο που η φωνή του είχε περιορισμένες δυνατότητες, τις οποίες ο παραγωγός George Martin έκρυβε με έντονη «επέμβαση», ο Kramer σημείωσε μια σειρά από επιτυχίες μέσα στο 1963, με τραγούδια που έγραψε η παραγωγική ομάδα των John Lennon και Paul McCartney, και συγκεκριμένα το «Do You Want To Know A Secret?» αλλά και τα «Bad To Me» και «I'll Keep You Satisfied» που δεν είχαν ηχογραφηθεί προηγουμένως. Το 1964 κυκλοφόρησε το «From A Window» και αργότερα το «Little Children» που είχαν γράψει οι Αμερικανοί Moet Shuman και John McFarland. To τελευταίο έγινε το τρίτο τραγούδι του Kramer που έφτασε στην πρώτη θέση στη Βρετανία και ήταν το πρώτο τραγούδι του που μπήκε στο αμερικάνικο Top 10, οπότε αποτέλεσε κι αυτός μέρος της «βρετανικής εισβολής». Μετά από την επανεκτέλεση, το 1965, της σύνθεσης «Trains And Boats And Planes» των Bacharach-David, οι επιτυχίες του στέρεψαν. Τα ίδια ισχύουν και για το εξίσου τυχερό, μικρού «ειδικού βάρους» και συνεπώς γρήγορα ξεπερα σμένο συγκρότημα Gerry & the Pacemakers, που χάρη στις ικανότητες του τραγουδιστή / κιθαρίστα Garry Marsden στον τομέα της σύνθεσης σημείωσε διεθνή επιτυχία μέχρι τα τέλη του 1965 με τραγούδια όπως τα «It's Gonna Be All Right», «I'm The One», «Don't Let The Sun Catch You Cryin'» και «Ferry Across The Mersey» (που ήταν και ο τίτλος της μοναδικής κινηματογραφικής ται νίας του συγκροτήματος). Στο μεταξύ, με τους Beatles να «Do You Want To Know A Secret» Billy J. Kramer with the Dakotas «From Me To You» The Beatles έχουν προ πολλού στραφεί προς πιο προοδευτικά μουσι «How Do You Do It» Gerry & the Pacemakers κά χωράφια, η έκρηξη του ήχου του Mersey εξανεμίστηκε «Please Please Me» The Beatles και -ακόμα χειρότερα για το Λίβερπουλ- η απίστευτα ζω «Sweets For My Sweet» The Searchers ντανή σκηνή του αποδεκατίστηκε. Όχι μόνο απομακρύν θηκαν οι περισσότεροι από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες επειδή δελεάστηκαν με την προοπτική -πραγματική ή φανταστική- μιας λαμπρής καριέρας κάπου αλλού, αλλά χάθηκαν και πολλοί ανερχόμε νοι μουσικοί που θα συνέθεταν την επόμενη γενιά. Τώρα πλέον η πόλη του Λίβερπουλ είχε αποκτήσει παγκόσμια φήμη, αλλά οι μέρες της δόξας της είχαν τελειώσει.
Ο εύθυμος και ανάλαφρος ήχος των Gerry & the Pacemakers αντιπροσώπευε την πιο εύθυμη πλευρά του ήχου του Mersey. Η ταινία Ferry Across the Mersey πρόβαλλε το συγκρότημα σαν να συμμετείχε σε κάποιο μουσικό διαγωνισμό.
Mod «Είσαι mod ή ροκάς;» ρώτησε κάποιος ρεπόρτερ τον Ringo Starr στο A Hard Day»s Night. «Όχι, όχι!» αποκρίθηκε εκείνος. «Είμαι ροκάς». Το ερώτημα ήταν πολύ σημαντικό. Στις 18 Μαίου 1964, τρεις μόλις εβδομάδες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της κινηματογραφικής ταινίας, η αγγλική παραλιακή κωμόπολη Μάργκεϊτ έγινε μάρτυρας συγκρούσεων μεταξύ μοδάτων οπαδών της mod και ροκάδων ντυμένων στα δερμάτινα. Όλη αυτή τη χρονιά αλλά και την επόμενη σημειώθηκαν κι άλλες συγκρούσεις σε θέρετρα όπως το Μπράιτον, το Χάστινγκς, το Σάουθεντ, το Κλάκτον και το Μπόρνμουθ με αποτέλεσμα να προκληθεί χάος, καταστροφές και να γίνουν πολλές συλλήψεις. Ελάχιστοι λογαριασμοί ξεκαθαρίστηκαν ανάμεσα στις συμμορίες των μοτοσικλετιστών, οι οποίοι συνέχιζαν να λατρεύουν τη rock'n'roll της δεκαετίας του 1950 και των ηδονιστών «μοντερνιστών» που λάτρευαν την αμερικάνικη soul, την R&B και τη ska της Τζαμάικα. Πράγματι, μέχρι τις αρχές του 1965, οι mods ανήκαν σε ένα κίνημα που επρόκειτο να δημιουργήσει τη δική του μουσική. Ακόμα κι όταν συνέβη αυτό, περιορίστηκαν σε δύο μόνο εγχώριους διάσημους εκπροσώπους και σε ελάχιστους λιγότερο σημα ντικούς. Συνδυάζοντας την R&B με τη ροκ κιθάρα και προσθέτοντας μια χαρακτηριστική βρετανική «πινε λιά», κατάφεραν, παρόλα αυτά, να δώσουν το στίγμα ενός βραχύβιου είδους που γεφύρωνε το χάσμα ανάμεσα στην έκρηξη του ρυθμού και της ψυχεδέλειας. Το 1963 άρχισε πραγματικά να εξαπλώνεται στη Βρετανία ο τρόπος ζωής των mods όπου κυριαρ χούσαν τα αγόρια από την εργατική τάξη. Έχοντας την έδρα του στο κέντρο και στα περίχωρα του Λον δίνου, το οποίο σταδιακά αναδείχτηκε σε κέντρο υψηλής μόδας και pop κουλτούρας, το κίνημα αυτό καθιέρωσε έναν πολύχρωμο ενδυματολογικό κώδικα για «νέους δανδήδες» με κουμπωμένα μέχρι κάτω πουκάμισα, στενά παντελόνια με μοχέρ υφάσματα Roger Daltrey και δύο αποχρώσεων κουστούμια, που ήταν η βασική προϋπόθεση για να κυκλοφορείς στην πόλη καβάλα σε φτηνά ιταλικά σκούτερ Vespa και Lambretta. Οι mods, συμμετέχοντας σε όλα τα πάρτι και επισκεπτόμενοι όλα τα κλαμπ που κάλυπταν τις μουσικές προτιμή σεις τους, συνόδευαν τη νυχτερινή ζωή τους με αμφεταμίνες, αντικαταθλιπτικά χάπια και φάρμακα με ονο μασίες όπως «Μαύρα βομβαρδιστικά», «Μοβ καρδιές» και «Γαλλικά μπλουζ». Από τη σκηνή αυτή ξεπήδησαν οι Who.
To κίνημα των mods οργανώθηκε προσεκτικά, ενω το στυλ που καθορίστηκε από τους mods ήταν τόσο αυστηρό όσο και τα ρούχα που φορούσαν.
Παραστάσεις με Οι Who ξεκίνησαν την καριέρα τους το 1963 ως Detours στη γειτονιά Σέπερντς Μίτους του δυτικού Λονδίνου. Το συγκρότημα μετονομάστηκε σε High Numbers από τον μάνατζερ / πολιτικό αρθρο γράφο Peter Meaden ο οποίος έντυσε το κουαρτέτο με βάση τον ενδυματολογικό κώδικα των mods και ξανάγραψε το «Got Line If You Want It» του Slim Harpo ως «I'm The Face». (Στη γλώσσα των mod ο όρος «face» σήμαινε τον ηγέτη της μόδας.) To single απέτυχε, αλλά το ακροατήριοστόχος του άρχισε να παρακολουθεί τις παραστάσεις του συγκροτήματος στις μπιραρίες όπου ερμήνευε τραγούδια soul, τραγούδια της εταιρείας Motown και μουσική R&B. Όταν είδαν το αυξανόμενο πλήθος των οπαδών του συγκροτήματος αυτού οι φιλόδοξοι σκηνοθέ τες κινηματογράφου Kit Lambert και Chris Stamp ανέλαβαν το μάνατζμεντ, μετονόμασαν το συγκρότημα σε Who και ενθάρρυναν τον τραγουδιστή Roger Daltrey, τον συνθέτη / κιθαρίστα Pete Townsend, τον μπασίστα John Entwistle και τον ντράμερ Keith Moon να διανθίσουν τις παραστάσεις τους με μια επιθε τικότητα που θα ταίριαζε με εκείνη των mod στις μάχες που έδιναν κατά των ροκάδων. Έτσι, ενώ ο Entwistle διατήρησε τη στωικότητά του επί σκηνής, ο Daltrey πήρε ύφος απειλητικού μπράβου, ο Townsend έκανε εναέρια άλματα με την κιθάρα του και ο Moon χτυπούσε τα ντραμς σαν τρελός. Σύντομα ο Townsend, μιμούμενος την αυτοκαταστροφική τέχνη του ζωγράφου Gustav Metzke, άρχισε να σπάει τις κιθάρες του στο πάτωμα και πάνω στους ενισχυτές παροτρύνοντας τον Moon να τον ακολουθή σει καταστρέφοντας σχεδόν ολοκληρωτικά τα ντραμς. Αυτό το στυλ ερμηνείας βοήθησε να γίνει το «I Can't Explain» η πρώτη επιτυχία των Who που μπήκε στο βρετανικό Top 10, αφού προηγουμένως έπαι ξαν το τραγούδι στην τηλεοπτική εκπομπή-σταθμό για την pop, Ready Steady Go!. Έχοντας ξεπεράσει τους Rolling Stones, το συγκρότημα είχε αρχίσει ήδη να φλερτάρει με τη δημο σιότητα τηρώντας μια φιλική προς τους mod, αντικοινωνική στάση. Αυτό αποθάρρυνε τις σημαντικότερες δισκογραφικές εταιρείες να υπογράψουν συμβόλαιο συνεργασίας μαζί τους, παρόλο που είχαν πολύ επιτυχημένη παρουσία στο Marquee Club του Λονδίνου. The Small Faces Όμως χάρη στη δύναμη του τραγουδιού «I Can't Explain» που έγραψε ο Townsend, το The Who συγκρότημα εξασφάλισε μια συμφωνία μέσω του παραγωγού των Kinks, του Shel Talmy, The Action με την αμερικανική δισκογραφική εταιρεία Decca (μεσολάβησε συμφωνία με την Brun The Creation The Smoke swick στη Βρετανία).
Οι Who αρχικά μπήκαν στην αγορά ως συγκρότημα του κινήματος των mod. To προφίλ τους ενισχύθηκε από την αναιδή στάση του Pete Townsend και από το γεγονός ότι ο Keith Moon έπαιρνε τακτικά χάπια.
Η
των νέων
Οι Who, φορώντας μπλουζάκια που είχαν πάνω τους ένα στόχο και σακάκια με την αγγλική σημαία, ήταν η τέλεια ενσάρκωση του κινήματος των mod, των δεσμών τους με ολόκληρο το «Λονδίνο που κινούνταν στο ρυθμό του swing» και τον κόσμο της μόδας της Carnaby Street. Επιπλέον, παρόλο που το «I Cant't Explain» δεν απέδιδε τα πιο εκρηκτικά χαρακτηριστικά του συγκροτήματος, αυτό διορθώθηκε από τα επόμενα singles του συγκροτήματος, το «Anyway, Anyhow, Anywhere» και το «My Generation». Το τελευταίο, μια μελέτη γύρω από την προκλητικότητα των ενηλίκων, που είχε τη βάση της στους ήχους κιθάρας που πυροδοτούνταν από τις αμφεταμίνες και στο τραύλισμα της φωνής του τραγουδιστή, δεν αποτέλεσε απλώς τον ύμνο των mod, αλλά ήταν και ένα τραγούδι-σταθμός που βοήθησε το συγκρό τημα να μετατρέψει την pop σε rock. Στα τέλη του 1965 το γεμάτο ενέργεια άλμπουμ με τίτλο My Genera tion τόνισε ακόμα περισσότερο τον τρόπο ζωής των mod, χάρη σε τραγούδια του Townsend όπως το «Out In The Street» και «The Kids Are Alright». Όμως δεν άργησε να έρθει η στιγμή που ο ίδιος και το συγκρότημα άρχισαν να κοιτάζουν προς άλλες μουσικές κατευθύνσεις. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου η εταιρεία Decca κυκλοφόρησε το «What'cha Gonna Do About It», το single με το οποίο έκαναν το ντεμπούτο τους οι Small Faces, ένα συγκρότημα σύγχρονο των Who από το ανατολικό Λονδίνο. Το στυλάτο και με καταβολές R&B συγκρότημα, που είχε ως μπροστάρη τον τρα γουδιστή / κιθαρίστα Steve Marriott, μπασίστα τον Ronnie Lane, κιμπορντίστα τον Jimmy Winston και ντράμερ τον Kenney Jones, ήταν το μόνο άλλο σημαντικό συγκρότημα από το χώρο της mod μουσικής. Λίγο καιρό αφότου το «What'cha Gonna Do About It» κατέλαβε την 14η θέση στον βρετανικό Κατάλογο Επιτυχιών, ο Winston αντικαταστάθηκε από τον Ian McLagan και μέσα στο 1966 το συγκρότημα ευτύχησε να βάλει στο Top 10 της Βρετανίας επιτυχίες όπως το «Sha-La-La-La-Lee», το «Hey Girl» και το «All Or Nothing». To τελευταίο, που ήταν μια γερή δόση λευκής αγγλικής soul, έφτασε μέχρι την πρώτη θέση. Όμως, παρόλο που το επόμενο single, το «My Mind's Eye», σημείωσε την Ίδια σχεδόν επιτυχία, σηματοδότησε ταυτόχρονα και την απο μάκρυνση του συγκροτήματος από αυτό το στυλ. Πριν τον ερχομό του 1967, στη δύση της εποχής «της ειρήνης, «All Or Nothing» The Small Faces «I Can't Explain» The Who της αγάπης και της δύναμης των λουλουδιών», η πορεία της mod έληξε. «My Generation» The Who Ούτε οι Who ούτε οι Small Faces είχαν εισβάλει στις ΗΠΑ, παρόλο που «What' Cha Gonna Do About It»The Small Faces αυτό στη συνέχεια θα άλλαζε. Η παροδική μόδα συνέχισε να είναι ένα αποκλειστικά βρετανικό φαινόμενο που θα το αναβίωνε μια νέα γενιά από μουσικούς και λάτρεις της μόδας στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οι Small Faces κυκλοφόρησαν μερικά από τα πιο εμπορικά και διαχρονικά τραγούδια του κινήματος των mod. Στη συνέχεια συνδύασαν τη μουσική mod με την ψυχεδέλεια που κατέληξε στη δημιουργία του No 1 άλμπουμ, Ogden's Nut Gone Flake.
Folk Τη folk pop μουσική συχνά την περιφρονούν οι ειδήμονες της μουσικής που πιστεύουν ότι κανονι κά δε θα έπρεπε να έχει τίποτα το κοινό με τους Καταλόγους Επιτυχιών και τον εμπορικό κύκλο. Παρ' όλα αυτά, η folk εισέβαλλε στην ευρύτερη μουσική σκηνή συχνότερα από όσο θα φανταζόταν κάποιος, ενώ από πολλές απόψεις η δημοτικότητα της οφειλόταν σε εκείνους που την οδήγησαν στην εποχή της pop. Σε ένα βαθμό η επιτυχία της folk μουσικής οφείλεται στην εναλλακτική πρόταση που προβάλλει. Στην πορεία του χρόνου η folk μουσική μπήκε και βγήκε από τη μόδα, αλλά η αγνότητα της και τα ιδεώδη της φαίνεται πως δε θα μπορούσαν ποτέ να υφίστανται σε ένα εμπορικό περιβάλλον. Όμως κάθε είδος χρειάζεται ένα πρόσωπο που θα πυροδοτήσει τη φαντασία αλλά και θα προσελκύσει νέα ακροατήρια και μουσικούς, και από αυτή την άποψη η folk μουσική δεν διαφέρει καθόλου. Η πρώτη άνθηση της folk μου σικής στηρίχτηκε στις επιτυχίες των Weavers, των Kingston Trio και του Harry Belafonte, ενώ το όραμα του Bob Dylan ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά τραγου διστών/ δημιουργών. Οι επόμενες γενιές ανέτρεξαν στην παραδο σιακή μουσική θεωρώντας την ως σημαντική πηγή, αλλά ο συνδυασμός της folk με άλλα μουσικά είδη προκάλεσε όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για ένα λιγότερο εξοικειωμένο ακροατήριο. Η εμφάνιση της Maire Brennan, Clannad folk rock σίγουρα αναζωογόνησε την αναβίωση της folk που σημείωνε κάμψη, με επικεφαλής συγκροτήματα όπως οι Byrds και οι Flying Burrito Brothers στην Αμερική και οι Fairport Convention και Steeleye Span στη Βρετανία. Οι Byrds σημείωσαν πολλές επιτυχίες -η πιο θεαματική απ» όλες ήταν μετά «MrTambourine Man» και «All I Really Want To Do» του Bob Dylan και την προσαρμογή του βιβλικού «Turn Turn Turn» του Pete Seeger- ενώ έκαναν σποραδικές επιτυχίες και στη Βρε τανία. Μία από τις πρώτες ανήκε στους πρωτοπόρους της ιρλανδικής folk, τους Dubliners, οι οποίοι πήγαν το αρκετά τολμηρό παραδοσιακό τραγούδι «Seven Drunken Nights» στο Top 10 το 1967, ενώ στη συνέχεια το επανέλαβαν με το «Black Velvet Band». Πέρασαν 20 χρόνια πριν να εμφανιστεί πάλι τραγούδι τους στον Κατά λογο Επιτυχιών, μετά από μια συνεργασία με ένα από τα συγκροτήματα που επηρέασαν, τους Pogues, σε μια «θορυβώδη» εκτέλεση του λαϊκού άσματος «Irish Rover». Οι Pogues πέτυχαν μία από τις πιο αξιοσημείωτες επιτυχίες όλων των εποχών που ήταν εμπνευσμένη από τη folk μουσική, με το κλασικό, γλυκόπικρο χριστου γεννιάτικο τραγούδι «Fairytale Of New York», που έφτασε στη δεύτερη θέση στη Βρετανία το 1987.
Συνδυάζοντας στοιχεία της «βρετανικής εισβολής» με την ψυχεδελική pop και folk, το αμερικανικό συγκρότημα των Byrds αναδείχτηκε σε ισχυρή μουσική δύναμη επηρεάζοντας καλλιτέχνες όπως οι Beatles και οι Rolling Stones.
Κέλτικοι Οι Ιρλανδοί είναι γνωστό από παλιά πως φέρνουν τη μουσική folk πιο κοντά στο κοινό. Το 1973, το συγκρότημα των Thin Lizzy ευτύχησε να δει την πρώτη είσοδο τραγουδιού του στο Top 10 με μια επανεκτέλεση σε στυλ rock ενός άλλου παλιού κλασικού τραγουδιού για pub, του «Whiskey In The Jar». To 1982, οι Clannad του Donegal σημείωσαν τεράστια επιτυχία με το «Harry's Game», το ατμοσφαιρικό και υποβλητικό τραγούδι, θέμα μιας δραματικής τηλεοπτικής σειράς. Οι Clannad σημείωσαν και πολλές άλλες επιτυχίες στο ίδιο στυλ, ενώ ενέπνευσαν ένα νέο είδος κελτικής μουσικής με ήρεμους ήχους, υψηλής ποιότητας παραγωγή και πολυεπίπεδο περιεχόμενο. Στην ουσία η Enya, ένα μέλος της ίδιας οικογένειας του Donegal ως συγκρότημα Clannad, σημείωσε τη μεγαλύτερη επιτυχία αυ τού του χώρου. Το τραγούδι της «Orinoco Flow», κατέλαβε την 1η θέση στη Βρετανία το 1988, ενώ τα άλμπουμ της πούλησαν εκατομμύρια αντίτυπα. Η πρώτη φωνή του συγκροτήματος των Clannad, η Maire Brennan, σημείωσε μια pop επιτυχία κάνοντας ντουέτο με τον Bono των U2. Στη δεκαετία του 1990, το οικογε νειακό συγκρότημα των Corrs πρόσθεσε στην pop ευαισθησία του μια γερή δόση από την παραδοσιακή ιρ λανδική τους καταγωγή, σημειώνοντας μια σειρά από μεγάλες επιτυχίες. Κατά ένα ακόμα πιο παράξενο τρόπο το σκοτσέζικο συγκρότημα των Capercaillie σημείωσε επιτυχία με το παραδοσιακό «Coisich A Ruin», που ήταν το πρώτο τραγούδι στην κελτική γλώσσα που μπήκε στον Κατάλογο Επιτυχιών. Οι Fairport Convention σημείωσαν νέα επιτυχία το 1969 με μια αλλόκοτη εκδοχή του «If You've Gotta Go, Go NOW» του Bob Dylan, το οποίο το συγκρότημα μετέφρασε στα γαλλικά και ερμήνευσε ως «Si Tu Dois Partir». Παρ' όλα αυτά δεν είχαν πολλή επιτυχία όπως τα... ξαδέρφια τους της folk rock, οι Steeleye Span, που μπήκαν πρώτοι στον Κατάλογο Επιτυχιών με τον λατινικό ύμνο «Gaudete» το 1973, ενώ σημείωσαν μια ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία δύο χρόνια αργότερα με μια εύθυμη εκδοχή του παραδοσιακού τραγουδιού «All Around My Hat». Όμως, ακόμα και οι Steeleye δεν μπορούσαν να «πιάσουν» τους Fiddler's Dram, που αργότερα μεταμορφώθηκαν σε Oysterband και έβαλαν μια επιτυχία στην πρώτη τριάδα με το πασίγνωστο «Day Trip To Bangor», το 1979. Ένα από τα ονόματα που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στο χώρο της βρετανικής folk μουσικής, ο Ewan MacColl, σημείωσε τεράστια και απρόσμενη επιτυχία όταν ένα από τα τρα γούδια που έγραψε ο ίδιος, το «The First Time Ever I Saw Your Face», διασκεύασε η Roberta Flack. To συγκεκριμένο τραγούδι, που γράφτηκε μέσα σε μερικές ώρες, το ερμήνευσαν πάρα πολλοί καλλιτέχνες· ο ΜacColl Ενθουσιάστηκε πολύ όταν άκουσε την εκδοχή του Elvis Presley.
Ένα συγκεκριμένο
folk pop
Ο Paul Simon έχει σημειώσει πολλές επιτυχίες στο χώρο της pop folk στη σταδιοδρομία του, όμως η πιο σημαντική συμβολή του ήταν το άλμπουμ Graceland. Παρόλο που ηχογραφήθηκε στη Νότιο Αφρική εγείροντας συζητήσεις σε μια εποχή πολιτιστικού μποϋκοτάζ, ουσιαστικά πυροδότησε το ενδιαφέρον για την αφρικανική μουσική σε ολόκληρο τον κόσμο. Στηριζόμενοι σε αυτή την κίνηση και έχοντας στρέψει το βλέμμα τους στη δόξα, οι Ladysmith Black Mambazo ευτύχησαν να σημειώσουν μια σειρά από επιτυχίες. Όχι πως αυτή ήταν η πρώτη φορά που μου σική αφρικανικής προέλευσης μπήκε στους Καταλόγους Επιτυχιών. Η μουσική «Xhosa» της Miriam Makeba της χάρισε διεθνή αναγνώριση από τη δεκαετία του 1950, ενώ οι διάφορες σατιρικές επιτυχίες του Harry Belafonte, μεταξύ των οποίων ήταν το «Banana Boat Song» και το «Island In The Sun», θα μπορούσαν να θεωρηθούν folk pop μουσική μιας ορισμένης μορφής. / Do Not Want What I Haven'f Got Sinead O'Connor Καθώς τα μουσικά σύνορα πέφτουν, η folk μουσική όλο Mr Tambourine Man The Byrds Shaka Zulu Ladysmith Black Mambazo και περισσότερο συνενώνεται με άλλες μουσικές μορφές. Η SiWatermark Enya nead O'Connor κέρδισε την αναγνώριση για το παραδοσιακό ιρ λανδικό άλμπουμ της, το Sean-Non Nua το 2002, και θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το συγκρότημα grunge μουσικής, οι Nirvana, από το Σιάτλ, άγγιξε ρίζες της folk μουσικής με την εμφάνισή τους, στην εκπομπή MTV Unplugged, όπου συμπεριέλαβε μια εξαιρετική ακουστική εκδοχή του «Black Girl» των Leadbelly. Αλλά και ο κόσμος της techno dance έχει χρησιμοποιή σει κατά καιρούς δείγματα folk μουσικής, γεγονός που αποδεικνύει ότι, ασχέτως του πόσο παλιά είναι, η folk μουσική μπορεί ακόμα να ασκεί επιρροή στη σύγχρονη μουσική.
Funk Από την αυγή της εποχής της jazz, η απήχηση της pop μουσικής συνδέεται όλο και περισσότερο με τις διαθέσεις της χορευτικής πίστας. Καθώς η rock και η soul της δεκαετίας του 1960 έγιναν ακόμα σκληρότερες και πιο προσανατολισμένες προς τη νεολαία και τον ηδονισμό, ήταν απλώς θέμα χρόνου να εμφανιστεί κάποιος που να έχει το τέλειο χορευτικό χάρισμα. Αυτός τελικά ήταν ο μεγαλύτερος καινοτόμος της soul, o James Brown, που υπήρξε πρωτοπόρος σε μια μουσική που ήταν τόσο έντονα προσανατολισμένη στον γνήσιο, αφρικανικής προέλευσης ρυθμό, ώστε η μελωδία θα αναγκαζόταν τελικά να περάσει σε δεύτερη μοίρα αφού τον πρώτο ρόλο πήρε ο ρυθμός. Ο όρος «funk» υπήρχε από τις αρχές του εικοστού αιώνα, σημαίνοντας τη μυρωδιά που παράγει το ανθρώπινο σώμα κατά τη διάρκεια του σεξ και μετά από αυτό. Γύρω στο 1930, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τη μουσική με βρόμικο, «πεσμένο» συναίσθημα, ενώ γύρω στο 1950 χρησιμοποιούνταν ως εναλλακτικός όρος για τη hard bop, τη φάση της jazz που χαρακτηριζόταν από ένα ρυθμό που έβλεπε ίσια μπροστά, που θύμιζε μουσική gospel και είχε επηρεαστεί από το swing. Κλασικό παράδειγμα ο Milt Jackson και ο Horace Silver. Όμως χρειάστηκε να έρθει το 1964, για να συνδυαστεί επίσημα η funk με τη soul μέσα στο single του James Brown που σημείωσε μικρή επιτυχία στις ΗΠΑ, το «Out Of Sight». To τραγούδι αυτό είχε γνώριμη δομή blues όπου κυριαρχούσε ο σκληρός αλλά swing ρυθμός, κάτι που αναπτύχθηκε περαιτέρω από τον Brown στο «Papa's Got A Brand New Bag», του 1965, και στο «I Got You (I Feel Good)», του 1966, οπότε ολόκληρο το συγκρότημα του JB εγκατέλειπε τη μελωδία για τον ρυθμό με μια δύναμη και έναν παλμό που θύμιζε αφρικάνικο έως και αφρο-αμερικάνικο τραγούδι. Όμως ο Brown, προκαλώντας σε κάποιο βαθμό έκπληξη, δεν χρησιμοποίησε τον όρο «funk» στον νέο του ήχο μέχρι που κυκλοφόρησε το «χλιαρό» single του 1967, το ορχηστρικό «Funky Soul No. 1». Καθώς εξελισσόταν η καριέρα του Brown, η funk άρχισε να κυριαρχεί στο ρεπερτόριό του. Ο Brown, εκτός του ότι έκανε δικά του κλασικά τραγούδια που καθόρισαν το Jim Irvin για τον Sly Stone είδος, όπως το «Say It Aloud - I'm Black And Proud», το «Sex Machine» (που ομολογουμένως ήταν το πρώτο δείγμα της disco) και το «Funky Drummer», έγραψε μαζί με άλλους, ενορχήστρωσε και παρήγαγε μεγάλο αριθμό κλασικών funk τραγουδιών για τη δική του «Funk Family». Σε μερικές περιπτώσεις, τραγούδια από όμοιούς του, όπως οι Fred Wesley & the JB's, οι Maceo & the Macks, οι Lyn Collins και Marva Whitney, οι ειδήμονες σε θέματα funk μουσικής τα αγαπούν περισσότερο από ό,τι τα τραγούδια του Brown.
Ο James Brown, ο μεγαλύτερος καινοτόμος της soul, που ήταν ο πρωτοπόρος της funk soul.
Από τη
στη
Φυσικά και άλλοι σπουδαίοι καλλιτέχνες εφάρμοσαν στη δουλειά τους το ίδιο είδος ρέοντος ρυθ μού. Ο ύμνος «In The Midnight Hour» του 1965, του τραγουδιστή της sou! που συνεργαζόταν με την Atlantic Records, του Wilson «The Wicked» Pickett, είναι ένα αρχέτυπο funk με σιγανό τέμπο και αγέρωχο βηματισμό. Η κατά γενική ομολογία μεγαλύτερη τραγουδίστρια soul όλων των εποχών, η Aretha Franklin από το Μέμφις, παρουσίασε έναν πιο λεπτό ήχο funk με στοιχεία gospel στις κλασικές επιτυχίες του 1967, «Respect» και «Chain Of Fools», και στο «Rock Steady» του 1971.
Ένας
καλλιτέχνης
Στο μεταξύ ο Τεξανός Sylvester Stewart -περισσότερο γνωστός ως Sly Stone- προσέγγιζε τη funky soul από μια διαφορετική οπτική γωνία. Ήταν ένας βετεράνος καλλιτέχνης, ήδη από την ηλικία των 24 ετών, παραγωγός και ντισκ-τζόκεϊ στη hippy rock σκηνή του Σαν Φραντσίσκο πριν το πολυ μελές συγκρότημα του -που είχε μέλη από πολλές φυλές και από τα δύο φύλα- οι Sly & the Family Stone, σημειώσει το 1968 την πρώτη επιτυχία του στις ΗΠΑ με το πληθωρικό «Dance To The Music». Ο Sly και οι συνεργάτες του ανάμιξαν funk, soul, jazz, pop και ψυχεδελική ροκ με μεγάλη άνεση σημειώνοντας μια σειρά από καθοριστικές για την εποχή επιτυχίες στις ΗΠΑ μέχρι που το 1971 κυκλοφό ρησε το ασυνήθιστο άλμπουμ There's A Riot Goin' On που σημάδεψε την κορύφωση και την καταβαράθρωση της καριέρας του. Το άλμπουμ αυτό, που ήταν ένα ζοφερό, ηχηρό αλλά και δυνατό σχόλιο της funk σχετικά με την απομυθοποίηση της εποχής, έφτασε στην πρώτη θέση, «I GotYou (I Feel Good)» James Brown αλλά φανέρωσε και τη διογκούμενη συναισθηματική παρακμή «In The Midnight Hour» Wilson Pickett του Stone λόγω της χρήσης ναρκωτικών. Οι μετέπειτα δί «Papa Was A Rollin' Stone» The Temptations/Whitfield/Strong «Respect» Aretha Franklin σκοι έγιναν πιο «χλιαροί» μέχρι που ο εθισμός του, η εισαγω «Walk On By» Isaac Hayes γή του σε ίδρυμα απεξάρτησης και η φυλακή έγιναν αιτία να χαθεί ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα της pop.
Swamp Funk Η Νέα Ορλεάνη, η γενέτειρα της jazz και της R&B, είχε ένα ιδιαίτερο μερίδιο στον νέο αυτό ήχο. Ο Dr. John (το πραγματικό του όνομα ήταν Malcolm Rebennack) ήταν ένας έξοχος λευκός πιανίστας που ασχολιόταν ήδη με την bayou jazz και την blues όταν to 1968 δημιούργησε το Gris Gris, ένα μοναδικό μίγμα που έκρυ βε μυστικισμό, μεθυστική ψυχεδέλεια και εξαιρετική δεξιοτεχνία σε στυλ funk. Οι φίλοι του, οι Meters, με επικεφαλήςτον Art Neville, απάντησαν με το ομώνυμο ορχηστρικό τους άλμπουμ του 1969, το οποίο συμπύ κνωνε τη funk σε επίμονους, κοφτούς χτύπους και «γρατζουνίσματα» κιθάρας, ένα μοναδικό στυλ ζωντα νού ήχου που έφτασε στην κορύφωση του με το φωνητικό άλμπουμ του 1974 με τίτλο Rejuvenation.
Οι Sly & The Family Stone δημιουργήθηκαν το 1967 και -πράγμα ασυνήθιστο για την εποχή εκείνη- είχε ως μέλη του λευκούς και μαύρους, άνδρες και γυναίκες.
Η
για το ευρύ κοινό
Τα ονόματα από αυτή τη σειρά καλλιτεχνών-ορόσημο, των οποίων η μουσική «κάθισε» πάνω ή προσπέρασε συγκεκριμένα είδη -που μεταξύ άλλων ήταν οι Johnny Cash, Dolly Parton, Tammy Wynette, Loretta Lynn, George Jones, Conway Twitty, Charley Pride και Buck Owens- έχουν γίνει συνώνυμα της μουσικής country. Στις δεκαετίες του 1950, του 1960 και του 1970 η δημοτικότητα της country εισχώρησε βαθύτερα στην αμερικανική ψυχή και κέρδισε διεθνείς οπαδούς. Το 1953 υπήρχε στις ΗΠΑ ένας μόνο ραδιοφωνικός σταθμός που «έπαιζε» αποκλειστικά μουσική country. Γύρω στα τέλη της δεκαετίας του Ί 950 ο αριθμός τους ήταν ακόμα μικρός, αλλά μέχρι το 1969 η «έκρηξη της μουσικής country» ήταν τέτοια που ο αριθμός των σταθμών που μετέδιδαν μόνο μουσική country είχε αυξηθεί σε 66. Επίσης η μουσική αυτή φιλοξε νήθηκε σε δημοφιλείς μουσικές τηλεοπτικές εκπομπές όπως οι Hee Haw και The Johnny Cash Show.
Η κορυφαία μορφή της country Στην πρώτη γραμμή των καλλιτεχνών αυτήςτης εποχής ήταν ο Johnny Cash. Ο Cash αναδείχθηκε από το χώρο της rockabilly των δισκογραφικών εταιρειών Memphis/Sun Records στη δεκαετία του 1950 με τρα γούδια όπως το «I Walk The Line», αλλά μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 είχε ακολουθήσει μια εκ πληκτική σαραντάχρονη πορεία στην country, ηχογραφώντας κλασικά τραγούδια όπως το «Ring Of Fire» και το «Folsom Prison Blues». Με τη σταθερά βραχνή, καμπανιστή φωνή του και το απίστευτο εύρος του ως στι χουργός και ερμηνευτής τραγουδιών, ο Cash εμβάθυνε με αριστοτεχνικό τρόπο στα πάντα, από τις ιστορικές αμερικάνικες μπαλάντες μέ χρι τα τραγούδια της φυλακής και τις πολιτικά φορτισμένες μπαλάντες της folk.
Dolly Parton
Ο Johnny Cash, γνωστός και ως «Ο άνθρωπος με τα μαύρα». Ο Cash είχε μία ευρεία βάση οπαδών, ενώ βρήκε ανταπόκριση σε τροφίμους των φυλακών και σε ευρείας απήχησης φεστιβάλ της pop και της country.
Τα
της country φωτίζουν το δρόμο
Μια εξίσου ισχυρή φυσιογνωμία ήταν και ο Merle Haggard. Αρχικά ξεπήδησε από τη μουσική σκηνή του Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνια ως προστατευόμενος του Buck Owens, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 επέδειξε πρωτοφανή δημιουργική και στυλιστική πρόοδο. Με τους γεμάτους ζωή στίχους του, το πλούσιο και ρέον στυλ βαρύτονου που θύμιζε τον Lefty Frizzell, διέπρεψε ως κορυφαίος κιθαρίστας και ως ηγετική μορφή της country-jazz. Ο Haggard ανα δείχτηκε σε κυρίαρχη φυσιογνωμία σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Ως φορέας αναβίω σης άσκησε πολύ σημαντική επιρροή στην επόμενη γενιά καλλιτεχνών με επανεκτελέσεις έργων σπου δαίων μουσικών, όπως οι Jimmie Rodgers, Lefty Frizzell και ο βασιλιάς του swing της Δύσης, ο Bob Wills, αλλά και με πρωτότυπα τραγούδια όπως τα «The Fugitive», «Okie From Muskogee» και «I Think I'll Just Stay Here And Drink». Ο Willie Nelson άσκησε εξίσου σημαντικό ρόλο. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, ο τραγου διστής, στιχουργός και κιθαρίστας με το αστείρευτο ταλέντο και το πάθος για μουσικές πε ριπλανήσεις υπερέβη τον καταλυτικό του ρόλο στο κίνημα των «παρανόμων» των αρχών της δεκαετίας του 1970 για να σημειώσει αξιόλογη καριέρα που χαρακτηριζόταν από σκλη Johnny Cash ρό honky tonk και country rock μέχρι μπαλάντες pop και εμπνευσμένες αποδράσεις προς Loretta Lynn Tammy Wynette τη soft jazz και τους ήχους που θύμιζαν θέματα της δεκαετίας του Ί 930 και του 1940. Dolly Parton Κάπου ανάμεσα σε αυτά τα δύο άκρα κινούνταν ο Conway Twitty («Hello Darlin'», Conway Twitty «You've Never BeenThis Far Before», «I'd Love To Lay You Down»). Αν και το ένστικτο του ήταν σίγουρα πιο εμπορικό από εκείνο του Cash ή του Haggard, ο Twitty (που στο παρελθόν είχε συνερ γαστεί με τη Sun Records) κατακτούσε σταθερά τις κορυφαίες θέσεις του Καταλόγου Επιτυχιών από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1990 παίζοντας τα πάντα, από καθαρόαιμες honky tonk μπαλάντες μέχρι μελιστάλαχτες επανεκτελέσεις από μπαλάντες της pop και της rock στις οποίες είχε προσθέσει μια πινελιά country. Άλλοι αστέρες της country, όπως οι Ferlin Husky, Mac Davis, Ronnie Mislap, Glen Campbell, Kenny Rogers και Barbara Mandrell, αρκούνταν στο πιο χαμηλότονο στυλ που συν δεόταν με τον ήχο του Nashville της δεκαετίας του 1960, ο οποίος παρέμεινε ζωντανός και ακμαίος με τη μία ή την άλλη μορφή ακόμα και στις δεκαετίες του 1970 και του 1980.
Η Dolly Parton, που για πολλούς είναι η ιδανική εκπρόσωπος της country μουσικής, επί σκηνής με τον Kenny Rogers. Το ντουέτο σημείωσε εκπληκτική επιτυχία το 1983 με τη δημιουργία των Bee Gees, «Islands In The Stream».
Οι...
στο προσκήνιο
Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τη δεκαετία του 1980 στο χώρο της country κυριάρχησε το γυναικείο φύλο. Κεντρικό ρόλο στο «γυναικείο κίνημα» της country έπαιξε η κόρη ενός ανθρακωρύχου από το Κεντάκι, η Loretta Lynn. Με στυλ ερμηνείας και στιχουργική ευαισθησία που ήταν σαφώς ένρινη και μεστή, η Lynn, όπως ο Johnny Cash, κατόρθωσε τελικά να αναδειχθεί σε ηρωίδα της folk. Σχεδόν εμβληματική φιγούρα για εκατομμύρια «μη απελευθερωμένες» Αμερικανίδες ήταν η Tammy Wynette, πρώην κομμώτρια από το Μισισιπή, την οποία ο κόσμος θυμάται καλύτερα για επιτυχίες όπως το «Stand By Your Man» και «D-I-V-O-R-C-E». Παρόλο που αργότερα θα στρεφόταν προς έναν πιο pop ήχο, η Dolly Parton απέκτησε πολύ καλό όνομα στις αρχές και στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με λιτά αλλά μεστά πρωτοτυπίας τραγούδια που υμνούσαν την καταγωγή της από το Σμόουκι Μάουντεν του Τενεσί. Άλλες κ ο ρ υ φ α ί ε ς c o u n t r y επιτυχίες Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 χαρακτηρίστηκαν και από την άνοδο πρωτότυπων τραγουδιστών / δημιουργών όπως οι Don Gibson και Roger που εμπλούτισαν τη μουσική με εύγλωττα και συχνά ιδιοσυγκρασιακά στυλ σύνθεσης. Μερικοί, όπως ο Don Williams, επέφεραν μια λακωνική, εσωστρεφή folk επιρροή στο χώρο της country. Άλλοι, όπως οι Statler Brothers, στηρίχτηκαν φωνητικά στην gospel για να κάνουν ευρύτερα γνωστά τραγούδια όπως το «Countin' Flowers On The Wall». Άλλοι, όπως οι Vern Gosdin και Stonewall Jackson, σημείωσαν περιστασιακές επιτυχίες αναβιώνοντας τον ήχο της honky tonk. Συγκροτήματα «οικογενειακά», όπως οι Louvin Brothers και οι Wilburn Brothers, σημείωσαν επίσης περιστασιακή επιτυχία. Οι ήχοι τους ενέπνευσαν τους Everly Brothers οι οποίοι δημιούργησαν τα πρώτα κλασικά τραγούδια rock-pop του Nashville, όπως το «Wake Up, Little Susie» στη δεκαετία του 1960. Οι Kendalls, ένα ταλαντούχο φωνητικό ντουέτο πατέρα και κόρης, έκαναν μεγάλη επιτυχία γύρω στο 1980 με το τραγούδι «Heaven's Just A Sin Away». Καλλιτέχνες σαν κι αυτούς έθεσαν τις βάσεις για τα περισσότερα από τα τραγούδια country που δημιουργήθηκαν έκτοτε. Ενδεχομένως αυτή η γενιά μουσικών, περισσότερο από κάθε άλλη, άσκησε ανεξίτηλη επιρροή στους νεότερους καλλιτέχνες που την ακολούθησαν.
Η Tammy Wynette, της οποίας η αφοσίωση στην country την έκανε να σημειώσει επιτυχίες ως solo ερμηνεύτρια, σε ντουέτο με τον σύζυγό της, George Jones, και ως μέλος τρίο με την Dolly Parton και τη Loretta Lynn.
Reggae Η μουσική της Τζαμάικα ποτέ δεν απείχε πολύ από την ευρείας απήχησης βρετανική μουσική, ειδικά αφότου ο Millie Small σάρωσε τον Κατάλογο Επιτυχιών το 1964 με το ρυθμικό ska, «My Boy Lollipop». Όμως έπρεπε να έρθει το τέλος της δεκαετίας για να γίνει η reggae αναπόσπαστο κομμάτι της pop. Από το 1969 που ο Desmond Dekker σημείωσε τις απίστευτες επιτυχίες «It Mek» και «The Israelites», μέχρι τα τέλη του 1972 δεν πέρασε ούτε μια εβδομάδα που να μην υπάρχει στο Top 40 ένας τουλάχιστον δίσκος reggae. Με ρυθμικά και κεφάτα τραγούδια, ο Max Romeo («Wet Dream»), οι Bob & Marcia («Young, Gifted And Black»), ο Jimmy Cliff («Wonderful World, Beautiful People»), ο Nicky Thomas («Love Of The Common People»), οι Dave & Ansell Collins («Double Barrel») και οι Pioneers («Long Shot Kick The Bucket») έγιναν αναπόσπαστο κομμάτι της βρετανικής μουσικής.
Η κατάλληλη ατμόσφαιρα για την επιτυχία Ένας από τους λόγους για τους οποίους η reggae τα πήγε καλά στη Βρετανία στη δεκαετία του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ήταν η θλιβερή κατάσταση που επικρατούσε στους Καταλόγους Επιτυχιών single. Συγκροτήματα όπως οι Marmalade, οι Herman's Hermits και oiTremeloes συνέχιζαν να αγωνίζο νται, ήταν όμως σαφές ότι ανήκαν σε μια ξεπερασμένη εποχή, καθώς η προοδευτική rock δεν ήταν και τό σο χορευτική μουσική, ενώ η glam δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Η soul και τα τραγούδια της Motown είχαν κατακλύσει όλες τις θέσεις του Καταλόγου Επιτυχιών και κυρια ρχούσαν στις πίστες, και η reggae «έδενε» τέλεια μαζί τους. Αυτή τη μουσική ζητούσε η Βρετανία σε αυτή την περίοδο με αποτέλε σμα να πωλούνται περισσότεροι δίσκοι reggae στη Βρετανία παDave «Dave & Ansell Collins' Barker» ρά στην Τζαμάικα.
Η τζαμαϊκανή προφορά του Desmond Dekker ήταν πρόβλημα για τους fan του «The Israelites». Ο στίχος «ξυπνάς το πρωί και γίνεσαι δούλος για το ψωμί» συχνά γινόταν: «ξυπνάς το πρωί και τρως για πρωινό φασόλια ψητά».
Η reggae κάνει στροφή προς την Οι παραγωγοί δίσκων στο Κίνγκστον ανταποκρίθηκαν σε αυτή τη νέα αγορά με μεγάλο ενθουσιασμό και πολύ σύντομα καλλιτέχνες όπως οι Joe Gibbs, Bunny Lee, Derrick Harriot και Lee Perry προ σάρμοσαν κατάλληλα την παραγωγή τους για να την καλύψουν. Αποφάσισαν να προσαρμόσουν ανάλογα το τέμπο, τους στίχους και την προφορά τους. Η μεγάλη αλλαγή επήλθε λόγω της απροθυμίας του ραδιοφώνου του BBC να μεταδίδει τραγούδια reggae επειδή, όπως ισχυριζόταν, η μουσική «δεν ήταν σοφιστικέ». Οι παραγωγοί άρχισαν να ηχογραφούν φωνητικά και ρυθμικά τραγούδια στο Κίνγκστον και στη συνέχεια έστελναν τις κασέτες στη Βρετανία για να προστεθούν πλούσιες ενορχηστρώσεις εγχόρδων με σκοπό τραγούδια όπως το «Young Gifted And Black» ή το «Black Pearl» να είναι εξίσου φανταχτερά με τα υπόλοιπα τραγούδια της pop και ως εκ τούτου να γίνουν τεράστιες επιτυχίες. Φυσικά η reggae δεν εξαφανίστηκε από τους Καταλόγους Επιτυχιών pop στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά είχε λιγότερες παρουσίες καθώς οι προτιμήσεις άλλαζαν και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Στη Βρετανία, η glam rock πήρε τη σκυτάλη από τη soul και τη reggae ως χορευτική μουσική που προτιμούσε περισσότερο ο κόσμος, ενώ στην Τζαμάικα η εμφάνιση της roots reggae σήμαινε ότι λιγότεροι παραγωγοί ασχολούνταν με την αγορά pop του εξωτερικού. Όμως η reggae που ηχογραφού νταν στη Βρετανία ή αναμιγνυόταν έχοντας κατά νου αυτή την αγορά διατηρούνταν πάντοτε ζωντανή με καλλιτέχνες όπως οι Matumbi, Maxi Priest, Shaggy, Apache Indian, Musical Youth και οι διαχρονικοί UB40, που συνεχίζουν να προσφέρουν τη reggae σε ένα ευρύ κοινό. Η μουσική της Τζαμάικα άσκησε σημαντική επιρροή στην pop σκηνή και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Εκτός από τους 10cc και τους Police υπάρχουν τα βρε Nicky Thomas Desmond Dekker τανικά 2-Tone συγκροτήματα -οι Selector, οι Specials, οι Beat και οι Madness, που Bob & Marcia όλοι προσπάθησαν να αναβιώσουν τη ska συνδυάζοντας τη με την punk- ενώ στις Dave & Ansell Collins The Pioneers ΗΠΑ συγκροτήματα της ska όπως οι Bim Skala Bim, οι Dancehall Crashers και οι Toasters πήραν την 2-Tone ως πρότυπο και την πήγαν ένα βήμα παραπέρα. Οι λάτρεις της αμερικανικής pop μουσικής δεν αγνόησαν τελείως τη reggae. 0 Eric Clapton διασκεύασε το «I Shot The Sheriff» του Bob Marley και κατέκτησε την πρώτη θέση, ενώ και ο Johnny Nash έμεινε για τέσσερις εβδομάδες, το 1972, στην πρώτη θέση με τη δική του σύνθεση «I Can See Clearly Now», που αργότερα επανεκτέλεσε ο Jimmy Cliff.
Ο Jimmy Cliff πρωταγωνίστησε στην ταινία του 1973, The Harder They Come. Παίζει το ρόλο ενός επαρχιωτόπαιδου που το θέλγουν τα δυνατά φώτα και οι πειρασμοί της πόλης και τελικά εγκαταλείπει το σπίτι του.
Η
του Βορρά
Η βρετανική αυτή cult χορευτική σκηνή πήρε το όνομά της από τις ντισκοτέκ της μετά mod εποχής στη βορειοδυτική Αγγλία όπου αναπτύχθηκε, παρά από τη γεωγραφική θέση στην οποία βρίσκον ταν οι δημιουργοί της. Θρυλικές disco, όπως το Twisted Wheel στο Μάντσεστερ, το Mecca στο Μπλάκπουλ και το Wigan Casino στο Γιουίγκαν, ακόμα και σήμερα τις θυμούνται με νοσταλγία οι ειδήμονες της soul και της χορευτικής μουσικής. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει η soul του Βορρά είναι η μεγάλη ποσότητα ποιοτικής soul που παραγό ταν -και συχνά στις αρχές δεν λαμβάνονταν υπόψη- στη δεκαετία του 1960, τη Χρυσή Εποχή της soul, που βασίλευαν οι δημιουργίες της Motown και της Stax.
Από τα γονίδια του Levi Ο άμεσα αναγνωρίσιμος ήχος soul του Βορρά προέρχεται απευθείας από τη Motown και ειδικότερα από ένα δίσκο-κλειδί: την επιτυχία των Four Tops του 1965, «I Can't Help Myself (Sugar Pie, Honey Bunch)». Με τα μοναδικά «γυρίσματα» πιάνου και κιθάρας, τον συγκλονιστικό ρυθμό, τη δραματική ενορχήστρω ση και τους μαζοχιστικούς ερωτικούς στίχους που ξεστόμιζε σαν κήρυκας ο Levi Stubbs, το τραγούδι αυτό έκανε τους συνθέτες/παραγωγούς της Mo town, τους Eddie και Brian Holland και Lamont Dave Godin, ειδήμονας της soul και ο πρώτος Dozier, να πάρουν τον jazz και κλασικιστικό συν που χρησιμοποίησε τον όρο «soul του Βορρά» δυασμό και να τον μεταμορφώσουν σε μια πλήρως μιλώντας το 1971 στο περιοδικό Blues and Soul προσπελάσιμη χορευτική R&B με τους κατάλλη λους πιασάρικους στίχους. Αυτή, ως μία από τις κρισιμότερες στιγμές της Motown, άσκησε άμεση επιρροή στους καλλιτέχνες της soul που έκαναν τα πρώτα τους βήματα στις μικρές δισκογραφικές εταιρείες σε κάθε γωνιά της Αμερικής. Όμως, λόγω της εμπο ρικής κυριαρχίας της Motown, οι περισσότερες από αυτές τις «δεύτερες» ηχογραφήσεις δεν κατόρθωσαν να μεταδοθούν ραδιοφωνικά και περιέπεσαν στην αφάνεια.
Οι Four Tops σχηματίστηκαν το 1953 μετά από ένα πάρτι γενεθλίων κάποιου φίλου. Το 1997, όταν πέθανε ο Lawrence Payton, οι Four Tops διαλύθηκαν μετά από μια εκπληκτική συνεργασία 44 χρόνων.
Έλλειψη Στο μεταξύ, οι πιστοί Βρετανοί mod από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι οποίοι είχαν επιλέξει τις επιτυχίες της Motown και τη μελωδική soul ως χορευτική μουσική που τους εξέφραζε, απαιτούσαν κάτι περισσότερο από τους ντισκ-τζόκεϊ και όχι απλώς τις γνωστές μεγάλες επιτυχίες. Οι συγκεκρι μένοι ντισκ-τζόκεϊ άρχισαν να ρισκάρουν παίζοντας άσημα εισαγόμενα τραγούδια από τις ΗΠΑ, ενώ ο ανταγωνισμός για να βρεθούν οι πιο προχωρημένοι νέοι ρυθμοί φούντωσε, ειδικότερα στη βορειοδυτική Αγγλία, μέσα και γύρω από το Μάντσεστερ. Όμως γύρω στο 1968, η soul είχε αρχίσει να αλλάζει, να δέχεται επιρροές από την αναβίωση της funk, της blues και της roots reggae, αλλά και την ψυχεδελική rock με αντιπροσωπευτικές παραγωγές των Norman Whitfield και Barrett Strong για τους Temptations, όπως μεταξύ άλλων το «Cloud Nine» και το «Just My Imagination». Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 οι θαμώνες των disco, όπως το Twisted Wheel και το Mecca, που τώρα είχαν αρχίσει να αναπτύσσουν έναν μετα-mod ενδυματολογικό κώδικα που σήμαινε μακρύτερα μαλλιά, εφαρμοστά TheFourTops μπλουζάκια ή πουλόβερ και φαρδιά παντελόνια, ήθελαν τους ντισκ-τζόκεϊ να επιλέ Edwin Starr Jackie Wilson γουν ελαφρά, εύθυμα τραγούδια παρόλο που γίνονταν όλο και πιο σπάνια. ΝτισκThe Impressions τζόκεϊ σαν τον πρωτοπόρο της Hi-NRG, τον Ian Levine, άρχισαν να πηγαίνουν στις Ramsey Lewis Trio ΗΠΑ και συχνά εντόπιζαν ολόκληρες αποθήκες γεμάτες με single της soul από τα μέ σα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 που είχαν μείνει απούλητα. Όταν τα «έπαιζαν» στα κλαμπ της βό ρειας Αγγλίας, ανέβαζαν κατακόρυφα το κέφι του κοινού και δημιουργήθηκε έτσι μια αυτόνομη σκηνή που δε στηριζόταν σε καλλιτέχνες ή άλμπουμ αλλά σε συγκεκριμένα single. Αυτό σήμαινε επίσης ότι η soul του Βορρά έγινε αφορμή να αρχίσει ο κόσμος να ασχολείται με τη συλλογή σπάνιων δίσκων που θεωρούνταν «αποτυχημένα» single με αποτέλεσμα να προκύψουν πολλά κέρδη στην αγορά των συλλεκτών. Η κουλτούρα της soul του Βορρά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη Βρετανία, στη Σκοτία, στην Κεντρι κή Αγγλία και τελικά στο Λονδίνο, φτάνοντας στην κορύφωση της το 1975, όταν δύο νέα συγκροτήματα, οι Ovation και οι Chosen Few, που προέρχονταν και τα δύο από το Γουίγκαν, κατέκτησαν τον Κατάλογο Επιτυχιών single της Βρετανίας με τραγούδια που είχαν σχεδιαστεί να εκμεταλλευτούν την ως τότε under ground σκηνή. Αυτό προκάλεσε διάσταση απόψεων ανάμεσα στους αμετανόητους της δεκαετίας του 1960 και εκείνους -ειδικότερα τους ντισκ-τζόκεϊ και τους διευθυντές του Wigan Casino- που έβαλαν μέσα στο μίγμα τη μεταβατική pop με τραγούδια όπως το «A Lover's Concerto» των Toys και τα «Love On A Mountain Top» και «Everlasting Love» του Robert Knight.
Ο Geno Washington σημείωσε επιτυχία με τους Ram Jam Band στη δεκαετία του 1960. Το άλμπουμ του Geno's Back του 1976 τον έφερε πάλι στο προσκήνιο και συνέχισε να δημιουργεί μέχρι τη δεκαετία του 2000.
Ύμνοι και Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1970 το Casino, η Mecca και το Twisted Wheel είχαν κλείσει, και ντισκ-τζόκεϊ της βόρειας Αγγλίας όπως οι Levine και Pete Waterman άρχισαν να «μιξάρουν» ελαφριά soul με europop, δημιουργώντας την εύθυμη disco του Hi-NRG και ασκώντας σημαντική επιρροή σε όλες τις μετέπειτα μορφές της τυποποιημένης βρετανικής pop. Παρ' όλα αυτά η soul του Βορρά δε δέχτηκε (ούτε ακόμα και σήμερα) να πεθάνει, γι' αυτό και συνεχίζουν να εμφανίζονται νέες γενιές ντισκ-τζόκεϊ και οπαδών, συντηρώντας κλαμπ και «ξενυχτάδικα», περιοδικά φανατικών μουσικόφιλων, μια πληθώρα από συλλογές τραγουδιών σε CD και ψηφιακές ραδιο φωνικές εκπομπές. Αναπόφευκτα η μουσική που συνδέεται με τη soul του Βορρά συνέχισε να εμπερικλείει ένα όλο και ευρύτερο φάσμα από στυλ. Οι ένθερμοι οπαδοί συνεχίζουν να διαφωνούν σχετικά με το τι είναι και τι δεν είναι η πραγματική soul του Βορρά. Οι ύμνοι της ξεκινούν από τον αυθεντικό χτύπο της soul του «S.O.S. (Stop On Her Sight)» του Edwin Starr και της μεγάλης επιτυχίας «The Sweetest Feeling» του σπουδαίου Jackie Wilson και φτάνουν μέχρι τις απλές ορχηστρικές μπαλάντες κοινωνικής συνείδησης του Curtis Mayfield και του φωνητικού συγκροτήματος του από τη δεκαετία του 1960, των Impressions. Επίσης φτά νουν μέχρι τα κοριτσίστικα συγκροτήματα των Velvelettes και των Chiffons, ή την R&B των Sugar Pie De Santo και των Capitols και τα ορχηστρικά τραγούδια soul-jazz όπως το «The In Crowd» του Ramsey Lewis ή τους δίσκους της Evelyn King όπως το «Shame» και το «I Love Music» των O'Jays, οι οποίοι αντιπροσω πεύουν τη μετάβαση από τη soul του Βορρά προς την disco που σημάδεψε το διχασμό της σκηνής κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Εκτός από την προφανή επιρροή στην εύθυμη disco και την τυποποιημένη pop, η soul του Βορρά ενέπνευσε «Everlasting Love» Robert Knight άμεσα διάφορους Βρετανούς καλλιτέχνες της δεκαετίας «I Can't Help Myself (Sugar Pie, Honey Bunch)»The FourTops του 1980. Το ντουέτο της electropop, Soft Cell, εκτέλεσε «InThe Crowd» Ramsey LewisTrio «S.O.S. (Stop Her On Sight)» Edwin Starr κλασικά τραγούδια του Βορρά όπως το «Tainted Love» και «The Sweetest Feeling» Jackie Wilson το «What». Οι Dexy's Midnight Runners σημείωσαν No 1 επιτυχία στη Βρετανία με το «Geno», έναν ύμνο στον καλ λιτέχνη των κλαμπ, τον Geno Washington. Οι Joboxers σημείωσαν μια σύντομη επιτυχημένη πορεία με συνθέσεις εμπνευσμένες από τη soul του Βορρά, όπως το «Boxer Beat» και το «Just Got Lucky». Επίσης τα συγκροτήματα της 2-Tone μουσικής πήραν μερικά στοιχεία από το είδος αυτό, όπως φαίνεται καθαρά από το «Embarrassment» των Madness. Η Gloria Jones ηχογράφησε το «Tainted Love» στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Πήγε στη Βρετανία ενώ κυριαρχούσε η soul του Βορρά. Έγινε μέλος των Τ Rex το 1974 και ερωμένη του τραγουδιστή Marc Bolan.
στη δεκαετία του 1970 Η μουσική σκηνή στις αρχές της δεκαετίας του 1970 βρήκε σε διάσταση τη rock και την pop, με τη δεύτερη να στοχεύει συνήθως όχι μόνο το νεανικό ακροατήριο, αλλά όλο και περισσότερο ένα μεσό κοπο κοινό. Τρεις σημαντικές τάσεις της νέας pop καθόρισαν τόσο τη διαδικασία αυτή όσο και την αυξανόμενη προκατάληψη της pop για εναλλακτικές μορφές διαφυγής. Η glam rock ήταν ένα ιδιόμορφο αγγλικό φαινόμενο που σηματοδότησε την επιστροφή σκηνών εφη βικής υστερίας αλά Beatles μετά τη στροφή από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 προς τη σοβαρότητα μέσω της αναβίωσης της roots μουσικής και της rock opera. Οι δύο εφευρέτες της ήταν βετεράνοι «του Λονδίνου που κινούνταν στους ρυθμούς του swing», γύρω στα είκοσι, και είχαν σημειώσει μικρή επιτυχία, πρώτα ως είδωλα της ψυχεδελικής και mod μουσικής και στη συνέχεια ως τροβαδούροι της hippy-folk.
Τα παιδιά της glam Ο Marc Bolan έγινε μέσα σε μια νύχτα η μορφή της βρετανικής pop στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το ασυνήθιστο μίγμα των δυνατών ρυθμών του και το στυλ παιξίματος της κιθάρας που χαρακτήριζε την προgrunge εποχή, οι στίχοι όπου δε διευκρινιζόταν το φύλο, ο παλλόμενος ήχος, τα πολύ γυαλιστερά ρούχα και το έντονο μακιγιάζ, καθώς και η αμφιφυλόφιλη ομορφιά του, γνώρισαν στους Βρετανούς εφήβους τις απο λαύσεις της σεξουαλικής επιμιξίας και την ανέμελη διασκέδαση της rock'n'roll. Η αδυναμία του Bolan να παρουσιάσει έναν αποκλειστικά δικό του ήχο επιτάχυνε την παρακμή του και τελικά ο Ηλεκτρικός Πολεμι στής βρήκε τραγικό θάνατο σε ηλικία 30 ετών. Όταν ο Bolan σημείωνε σαρωτική επιτυχία στο διάστημα 1970-71, ο φίλος του, ο David Jones, τον πα ρακολουθούσε με ενδιαφέρον. Έχοντας ήδη αλλάξει το όνομα του σε David Bowie, ο μαθητευόμενος χορευτής και φιλότεχνος μεταμορφώθηκε σε μια ακόμα πιο διφο ρούμενη φυσιογνωμία απ' ό,τι ο Bolan. Συνεργάστηκε David Bowie με τον κιθαρίστα της hard rock, τον Mick Ronson, και κα τασκεύασε ένα προφίλ καλλιτέχνη της glam rock. To άλμπουμ του με τίτλο The Rise And Fall of Ziggy Stardust And The Spiders From Mars (1972), καθιέρωσε τον Bowie ως το φαινόμενο της pop εκείνης της εποχής. Ο Bowie έγινε μετρ της επανεφεύρεσης της pop, στρεφόμενος από τη μηδενιστική rock προς τη γαλανομάτα soul, προς την ηλεκτρονική εσωστρέφεια και την ευρείας απήχησης pop, ενώ ταυτόχρονα παρέμεινε μια φυσιογνωμία που άσκησε μεγάλη επιρροή και στην pop και στη rock. Η επιδρομή του David Bowie στη σκηνή της glam rock έγινε με τη μορφή του εξωγήινου alter ego του, του Ziggy Stardust. Ziggy από μια μπουτίκ ρούχων, και Stardust από τον θρυλικό Stardust cowboy.
Τα τέσσερα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970, η glam ήταν η κυρίαρχη γλώσσα της βρετανι κής pop. Αν και οι Roxy Music εκπροσωπούσαν την ευφυή πλευρά αυτής της διαχυτικότητας που τάραζε τα νερά αυτού του είδους, καλλιτέχνες σαν τον Gary Glitter, τους Sweet, τους Mud και τη Suzi Quatro πρόσφεραν μια γνήσια, μεταδοτική και γεμάτη υπονοούμενα χοντροκομμένη φάρσα. Το είδος αυτό άσκησε μικρότερο αντίκτυπο στις ΗΠΑ παρόλο που σατιρικοί rockers που τους άρε σε ο τρόμος, όπως ο Alice Cooper και οι Kiss, καθιέρωσαν μια ξεκάθαρα θεατρική εικόνα. Κι ενώ κυλούσε η δεκαετία του 1970, το σκοτσέζικο συγκρότημα Bay City Rollers εισήγαγε τους τρίλεπτους ύμνους της glam και την ενδυματολογική τρέλα προκαλώντας υστερία στα κοριτσόπουλα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στο μεταξύ οι Queen του Freddie Mercury συνδύασαν τη φανταχτερή αμφιφυλοφιλία της glam με τις μουσικές υπερβολές της προοδευτικής rock. Η επική επιτυχία τους του 1975 που έφτασε στην πρώτη θέση, το «Bohemian Rhapsody», ουσιαστικά σήμαινε ένα οριστικό τέλος στην τρέλα της glam.
Μουσική για παιδιά Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά, εμφανίστηκε μια μορφή της pop που απευθύνονταν στους πολύ νέους και/ή στους πολύ ευαίσθητους. Ξαφνικά η Βρετανία δέχτηκε μια τριπλή επίθεση από τις ΗΠΑ. Οι Osmonds, μια οι κογένεια Μορμόνων από το Οχάιο, έφεραν στο προσκήνιο ένα ξεκάθαρο είδος ρομαντικής μουσικής που είχε στο επίκεντρο της το χαμόγελο του νεότερου μέλους του συγκροτήματος, του Donny. Οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστέςτων Osmonds ήταν το τελευταίο σημαντικό προϊόν του εργοστασίου επιτυχιών της Motown. Με επι κεφαλής τον αισθησιακό πιτσιρικά Michael, οι Jackson 5 από την Ιντιάνα ήταν πιο ελκυστικοί και εύθυμοι. Και είχαν την τύχη να διαθέτουν ως πρώτη φωνή έναν καλλιτέχνη που επρόκειτο να αλλάξει το ρου της ιστορίας της pop. Τέλος, ο αστέρας της αμερικανικής τηλεοπτικής σειράς The Partridge Family, ο πολύ όμορφος David Cassidy, ράγιζε τις καρδιές των κοριτσιών με μια σειρά από αισθησιακά τραγουδισμένες μπαλάντες. Τα τρία αυτά συγκροτήματα απέδειξαν μια για πάντα ότι μπορείς να προωθήσεις στην αγορά μουσική pop χωρίς να χρειάζεται να παρουσιάσεις κάτι καινούρ Elton John 1 Elton John γιο. Όλοι οι μετέπειτα τραγουδιστές της βιομηχα Rod Stewart 2 Fleetwood Mac νοποιημένης pop είναι πασπαλισμένοι με τη χρυ Marc Bolan 3 Neil Diamond σόσκονη των πιο πάνω συγκροτημάτων. David Bowie 4 Bee Gees
1 2 3 4 5 Sweet
5 Barry Manilow
Η αγάπη του Marc Bolan για τη rock'n'roll μουσική λένε ότι ήταν αποτέλεσμα ενός λάθους του πατέρα του, που προσπαθώντας να του αγοράσει ένα δίσκο του Bill Hayes, κατά λάθος διάλεξε ένα single του Bill Haley.
Η γενιά της Όμως ελάχιστοι από τους προαναφερθέντες καλλιτέχνες απευθύνθηκαν στην πιο σημαντική νέα αγορά. Για όσους ήταν αρκετά μεγάλοι, έζησαν τις πολιτισμικές ανακατατάξεις της δεκαετίας του 1960 και ήθελαν έναν πιο ήπιο ήχο για να ηρεμήσουν, εμφανίστηκε το είδος μιας πιο ήρεμης και πιο αριστοκρατικής pop για ενήλικους. Ο Rod Stewart στράφηκε από τη δυνατή roots rock προς ένα φανταχτερό αλλά συγκρατημένο στυλ pop ερμηνεύοντας με τη soul φωνή του δραματικές μπαλάντες και τολμηρές disco-rock επιτυχίες με σεξουαλικό περιεχόμενο. Οι Carpenters -που και αυτοί ήταν ένα οικογενειακό συγκρότημα- ήταν ένα antirock συγκρότημα. Οι μπαλάντες τους, που θύμιζαν τον Bacharach, αλλά και η εύθυμη εκδοχή κλασικών τρα γουδιών country έδειχναν κυνισμό και κενότητα, όμως άλλαζες γνώμη αν άκουγες καλύτερα τη θλιμμένη φω νή της Karen. To 1982 πέθανε σε ηλικία 32 χρόνων από καρδιακή προσβολή που επήλθε από τη μάχη που έδι νε για μια ολόκληρη ζωή με τη νευρική ανορεξία. Στο μεταξύ, κάποιοι πρώην ροκάδες της δεκαετίας του 1960 δημιούργησαν ένα υβρίδιο pop-rock βα σισμένο σε υψηλής ποιότητας μουσική και πλούσιας παραγωγής φιλόδοξα άλμπουμ. To Rumours του 1977 σηματοδότησε το μετασχηματισμό του αμερικανο-βρετανικού συγκροτήματος των Fleetwood Mac από επαναστάτες της blues-rock σε εφευρέτες της «divorce pop», ένα στρωτό ήχο που γινόταν αποδεκτός από όλες τις ηλικίες. Οι Eagles από την Καλιφόρνια χρησιμοποίησαν την country rock για να περιγράψουν τον πό νο που νιώθει κάποιος καθώς γε ρνάει και καθώς βλέπει να σβήνει το όνειρο των χίπηδων. Όμως η απογοήτευση δεν ήταν το μόνο 1 «You Light Up My Life» Debby Boone 1 «Bohemian Rhapsody» Queen στοιχείο που υπήρχε. Οι Electric 2 «Mull of Kintyre» Wings 2 «Night Fever» The Bee Gees 3 «Rivers Of Babylon» Boney Μ 3 «Tonight'sThe Night Light Orchestra, από το Μπέρμιγ(Gonna Be Alright)» Rod Stewart 4 «You're The One That I Want» χαμ της Αγγλίας, πήραν τις πιο 4 «Shadow Dancing» Andy Gibb John Travolta and Olivia Newton John ψευτοκλασικές στιγμές των Bea 5 «Le Freak» Chic 5 «Mary's Boy Child, Oh My Lord» Boney Μ tles και χάραξαν μια ολόκληρη καριέρα με αυτές. Οι Meat Loaf συνεργάστηκαν το 1978 με τον παραγωγό/συνθέτη Jim Steinman για το άλμπουμ Bat Out Of Hell που σημείωσε πολύ μεγάλη επιτυχία με μουσική νεανικής rock. Η δεκαετία έληξε με τραγούδια των Bee Gees που θύμιζαν τη δεκαετία του 1960. Εφάρμοσαν τη μαεστρία τους στη μελωδική pop, στο τραγούδι-σταθμό Saturday Night Fever που τους ανέδειξε πάλι σε πρωτοπόρους της επερχόμενης μετά βασης στην dance-pop. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι Bee Gees ήταν παιδιά-θαύματα από το Μπρισμπέιν της Αυστραλίας. Η επιστροφή τους στην Αγγλία τους έβαλε στο δρόμο προς την επιτυχία.
Pop
δεκαετίας 70
Η δεκαετία του 1970 παραμένει η εποχή που συνδέεται πιο στενά με τον καλλιτεχνικό και εμπορικό θρίαμβο του τραγουδιστή/δημιουργού. Η ώριμη ενδοσκόπηση ήταν ο κανόνας της εποχής, παρό λο που η ανάγκη για τραγούδια που έκρυβαν νεανική νοσταλγία και τους προβληματισμούς των ενηλίκων οδήγησαν στην εμφάνιση δύο ξεχωριστών στρατοπέδων τραγουδιστών/ δημιουργών. Παρόλο που οι rock τραγουδιστές/δημιουργοί απέρριπταν τα single που έκαναν επιτυχίες και ήταν πε ρισσότερο εξομολογητικοί μέσω της τέχνης τους, οι pop τραγουδιστές/δημιουργοί ήταν πιο ρομαντικοί και φιλικοί προς το ραδιόφωνο, λιγότερο συγκεκριμένοι και προκλητικοί, και στράφηκαν προς αυτό που μερικοί κριτικοί χαρακτήρισαν «ευχάριστη ακρόαση». Παρόλο που η Carole King, η τραγουδίστρια που ηχογράφησε το πιο καθοριστικό για τη δεκαετία του 1970 άλμπουμ pop τραγουδιστή / δημιουργού, έγινε για λίγο μόνο χρόνο σούπερ-σταρ, η επιτυχία της καθορίζει σαφώς τα κυριότερα στοιχεία του είδους αυτού. Ένα π λ ο ύ σ ι ο υ φ α ν τ ό Η Νεοϋορκέζα Carole King, που το πραγματικό της όνομα ήταν Carole Klein, είχε δημιουργήσει μια από τις πιο επιτυχημένες στιχουργικές συνεργασίες όλων των εποχών στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Συνεργαζό μενη με το Brill Building, το θρυλικό εργοστάσιο επιτυχιών της Νέας Υόρκης, η King και ο μελλοντικός σύζυγος της, ο Gerry Goffin, συνέθεσαν μια σειρά από επιτυχίες της pop (μεταξύ άλλων το «Will You Love Me Tomorrow» για τους Shirelles, το «The Locomotion» για τους Little Eva και το «Pleasant Valley Sunday» γιατους Monkees) στη διάρκεια αυτής της δεκαετίας. Παρόλο που η King είχε μια άστατη καριέρα ως καλλιτέχνης στο διάστημα αυτό -η μοναδική σημαντική επιτυχία της ήταν το «It Might As Well Rain Until September» το 1962- ξαφνικά επανεμφανίστηκε στις αρχές του 1971 με το Tapestry, μια σαφή στροφή από τη χλιαρή νεανική pop. To εκπληκτικό μίγμα κλασικής μελωδίας της Χρυσής Εποχής της pop, φωνητικών και ενορχήστρωσης στο στυλ της λευκής Elton John soul, σε συνδυασμό με στίχους ειλικρινείς και ρομαντικούς, το ανέδειξαν ως το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις εκείνη την εποχή. Η μετέπειτα καριέρα της King δεν κατάφερε ποτέ να φτάσει στα ίδια επίπεδα, αλλά αυτή η πρώην αφανής καλλιτέχνις είχε βάλει τις βάσεις για όλους τους επόμενους τραγουδιστές / δημιουργούς της pop.
Το άλμπουμ Tapestry της Carol King απέδειξε ότι η King όχι μόνο μπορούσε να γράψει τραγούδια-επιτυχίες, αλλά και να τα ερμηνεύσει με συναισθηματικό στυλ που έδειξε το δρόμο για πολλούς άλλους.
Τρεις άντρες πιανίστες Ένα τρίο συγκινητικών καλλιτεχνών δημιούργησε αυτή τη νέα παράδοση της pop, ενώ οι ίδιοι εί χαν πολύ μεγάλη εμπορική επιτυχία στο ευρύτερο κοινό. Ο πιο απίθανος εξ αυτών ήταν κάποιος Reg Dwight, ένας παχουλός διοπτροφόρος Εγγλέζος που άλλαξε το όνομά του σε κάτι πιο ποιη τικό, Elton John, και έδειχνε αποφασισμένος να ταξιδέψει στις άγνωστες θάλασσες της βρετανικής pop μέχρι τη στιγμή που το δεύτερο άλμπουμ του, που έφερε ως τίτλο το όνομά του, σημείωσε απρόσμενη υπερατλαντική επιτυχία το 1970. Παρόλο που ο Elton John δεν έγραψε ποτέ δικούς του στίχους (συνεργάστηκε στενά για μια ολό κληρη ζωή με τον στιχουργό Bernie Taupin) και ενώ υιοθέτησε ευχαρίστως την κωμική πλευρά της εν δυματολογικής λάμψης της glam rock επί σκηνής, η επί τριάντα και πλέον χρόνια επιτυχία του στηρίχτη κε, και συνεχίζει να στηρίζεται, στις κλασικές αξίες του τραγουδιστή/δημιουργού. Οι συναισθηματικές πιανιστικές μελωδίες, τα λυπητερά και ενδοσκοπικά στιχουργικά θέματα και η παντοτινή νοσταλγία για το παρελθόν της pop τον ανέδειξαν ως τον πιο ανθεκτικό σούπερ-σταρ στο είδος αυτό. Το αντίστοιχο αμερικανικό φαινόμενο ήταν ένας άλλος παχουλός και μη ελκυστικός τροβαδούρος, ο Billy Joel από το Λονγκ Αιλαντ. Και σε αυτή την περίπτωση, από το πρώτο πολύ επιτυχημένο άλμπουμ του, το Piano Man το 1975, μέχρι και την τελική εμπορική κάμψη του στη δεκαετία του 1990, η ικανότητά του να συνδυάζει τη μοναχική ενδοσκόπηση με τη νοσταλγία, όπως στο «Uptown Girl» του 1983, ήταν το μυστικό που τον ανέδειξε σε έναν από τους πιο εμπορικούς pop καλλιτέχνες όλων των εποχών. Ο Joel ήταν μελαγχολικός, άριστος μουσικός, αλλά και ένας καθημερινός άνθρωπος, μια περιγραφή που δεν ται ριάζει στον τρίτο πιανίστα, τον Stevie Wonder. Τυφλός, πρώην παιδί-θαύμα της Motown, που το πραγματικό του όνομα είναι Steveland Judkins, απομακρύνθηκε από τη συνταγή που χρησιμοποιούσε η δισκογραφική του εταιρεία για την pop-soul με το άλμπουμ του 1972 με τίτλο Music Of My Mind, αρχί Carole King ζοντας μια σειρά από κλασικά άλμπουμ (μέχρι το Hotter Than July του 1980) που έσπασε τα Elton John στεγανά της R&B και της pop με το μίγμα της rock, της funk, της jazz, της soul, της ρομαντι Billy Joel κής ενδοσκόπησης και της πολιτικής διαμαρτυρίας. Η μαύρη μουσική άλλαξε οριστικά Stevie Wonder Paul Simon χάρη στο βάθος και το εύρος του καλλιτεχνικού οράματος του Stevie Wonder.
To εκφραστικό στυλ του Stevie Wonder πιθανόν να σχετίζεται με το γεγονός ότι ήταν τυφλός σχεδόν εκ γενετής.
στη δεκαετία του 1960 Δύο συγκεκριμένοι καλλιτέχνες δεν ήθελαν να αφήσουν ανεκμετάλλευτα τα ιδανικά των χίπηδων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσε τη μουσική τους, για μια σύντομη αλλά σημαντική περίοδο. Ο Paul Simon διέκοψε τη συνεργασία του με τον Art Garfunkel και χάραξε τη δική του πορεία της αθώας pop της δεκαετίας του 1960, της ώριμης μελωδικότητας, της μελαγχολικής νοσταλγίας και του ει ρωνικού, νεοϋορκέζικου κυνισμού. Η προωθημένη pop πρόταση του έβαζε στο μίγμα τα πάντα, από τη μουσική gospel μέχρι τον θορυβώδη ρυθμό, την jazz και τη reggae. To 1986 δημιούργησε ένα μοναδικό κράμα αφρικανικής pop με το άλμπουμ Graceland, που επαινέθηκε και επικρίθηκε όταν με την επιμονή του να το ηχογραφήσει και να το παρουσιάσει στη Νότιο Αφρική, έσπασε το πολιτιστικό μποϋκοτάζ που στρεφόταν ενάντια στο απαρτχάιντ. Ο Cat Stevens -ένας ασήμαντος αστέρας της pop της δεκαετίας του 1960 με βρετανική, ελληνική και σουηδική καταγωγή- προκάλεσε αμφιλεγόμενα σχόλια μετά από χρόνια. Ο Stevens, ο οποίος είχε σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1970 με ένα μίγμα folk και ακουστικής pop με φιλειρηνικούς στίχους, έγινε μουσουλμάνος το 1979, άλλαξε το όνομα του σε Yusuf Islam και αποσύρ θηκε από το χώρο της μουσικής. Τα αμφιλεγόμενα σχόλια διατυπώθηκαν στη δεκαετία του 1980, όταν φέρεται να δήλωσε πως συμφωνούσε με τη δίωξη του συγγραφέα Salman Rushdie. Κι ά λ λ ε ς εξελίξεις Την ίδια στιγμή, άλλοι τραγουδιστές/δημιουργοί κινήθηκαν σε όλο και πιο ρηχά νερά. Στην Αμερική ο βετε ράνος της Tin Pan Alley, ο Neil Diamond, o Barry Manilow, ο νοσταλγικός Don McLean με τις επιτυχίες «Vincent» και «American Pie», o Jim Croce, που υπηρέτησε δήθεν την country και πέθανε νέος, και ο παραγωγικότατος δημιουργός ερωτι κών τραγουδιών, David Gates (με το συγκρότημα των Bread), έφεραν «Piano Man» Billy Joel ένα ήπιο διάλειμμα μετά την κυριαρχία της rock κουλτούρας. Στη Βρε «Rocket Man» Elton John τανία, ακόμα και αυτοί που ακολουθούσαν τη μέση οδό χρειάζονταν «Will You Love Me Tomorrow» Carole King «You Are The Sunshine Of My Life» Stevie Wonder ένα νέο τέχνασμα. Έτσι προέκυψε το επίπεδο καπέλο του Gilbert O'Sullivan και το κουστούμι του κλόουν που φορούσε ο Leo Sayer στην αρχή της καριέρας τους. Παρ' όλα αυτά δεν ήταν δυνατό να μην ξεχωρίσεις τον ήχο: εύκολος, «πιασάρικος», ενδοσκοπικός και νοσταλγικός, με τις κιθάρες να έχουν περιοριστεί. Και οι δύο αυτοί καλλιτέχνες χάθη καν από το προσκήνιο όταν εξελίχθηκαν σε τραγουδιστές της σειράς που ασχολούνταν με τη ρυθμική pop. Όμως το κύμα των τραγουδιστών/δημιουργών στο οποίο ανήκαν δεν υποχώρησε ποτέ και είναι σχεδόν βέ βαιο ότι δε θα υποχωρήσει ποτέ. Οι Carpenters είχαν όμορφο και καθαρό ήχο, ένα συνδυασμό της σοπράνο φωνής της Karen, του πιάνου, όπως και των ήπιων τεχνικών ηχογράφησης που χρησιμοποιούσε ο Richard.
Roots Η roots reggae είναι πιθανότατα το πιο γνωστό είδος μουσικής της Τζαμάικα. Χάρη σε καλλιτέχνες όπως ο Bob Marley και οι Burning Spear σημείωσε παγκόσμια επιτυχία. Μέσω αυτών των καλλιτεχνών και της προσεκτικά διατυπωμένης πολιτικής διαφωνίας τους, των κοινωνικών σχολίων και των επαίνων προς το Jan Rastafari, έγινε αποδεκτή από ολόκληρο τον κόσμο ως μία από τις πιο δυναμικές μουσικές διαμαρτυρίες. Η roots reggae αναπτύχθηκε στις φτωχογειτονιές του Κίνγκστον στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καθώς οι κάτοικοι των γκέτο ήθελαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκεια τους προς την κυβέρνηση η οποία επί μία σχεδόν δεκαετία μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας δεν είχε υλοποιήσει τις υποσχέσεις της για μια καλύτερη ζωή. Αν μη τι άλλο, οι απλοί πολίτες ήταν σε χειρότερη κατάσταση. Πολλοί στρέφονταν προς το κίνημα Ρασταφάρι ακολουθώντας τις αρχές του ως μια μορφή επιβίωσης στους δύσκολους καιρούς που ζούσε η κατώτερη τάξη στην Τζαμάικα. Η rasta είναι ένα είδος θρησκευτικότητας που εμπνεύστηκε ο Marcus Garvey (18701940), ο οποίος πίστευε Jimmy Cliff ότι οι μαύροι της Καραϊ βικής ήταν οι χαμένες φυλές του Ισραήλ που θα έπρεπε να απαλλαγούν από την καταπίεση της Δύσης και να επιστρέ ψουν στη Γη της Επαγγελίας, στην Αφρική. Η rasta υποστή ριξε τον αυτοσεβασμό των μαύρων και άγγιξε βαθύτερα τα άτομα εκείνα που λιγότερο από έναν αιώνα πριν τα αποβί βασαν από δουλεμπορικά πλοία. Και μιας και μιλάμε για την Τζαμάικα, το λαϊκό αίσθημα σύντομα βρήκε διέξοδο προς το pop τραγούδι.
(Δεξιά) Ο Bob Marley γρήγορα έγινε ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης που γέννησε η Τζαμάικα. (Πάνω) Το ζωντανό άλμπουμ Bob Marley and the Wailers θεωρείται ένα από τα καλύτερα ζωντανά άλμπουμ όλων των εποχών.
Ανακαλύπτοντας μια Μέσα από τα συστήματα ήχου ακούστηκαν για πρώτη φορά οι φωνές διαμαρτυρίας, αφού κάποιος μπορούσε να πάρει το μικρόφωνο και να μιλήσει για ό,τι ήθελε, υπό την προϋπόθεση να ακολουθή σει το ρυθμό. Αυτή ήταν μια νέα γενιά ντισκ-τζόκεϊ, οι οποίοι ένιωθαν την ίδια καταπίεση όπως και οι ακροατές τους και εκφράζονταν με έναν τρόπο με τον οποίο ο κόσμος μπορούσε να ταυτιστεί. Εκείνη την εποχή οι Big Youth, Prince Jazzbo, l-Roy και Prince Far-I απέκτησαν χιλιάδες οπαδούς και συνέχισαν να σημειώνουν επιτυχίες με τραγούδια όπως το «Under Heavy Manners» (Prince Far-I), το «Natty Cultural Dread» (Big Youth) και το «Natty Passing Thru» (Prince Jazzbo). Δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να αντιληφθούν αυτό το νέο ρεύμα οι παραγωγοί, που θεώρησαν αυτή τη νέα τάση ως μια ευκαιρία και για τους ίδιους. Οι Gussie Clarke, Augustus Pablo, Keith Hudson, Niney, Jack Ruby, Lee Perry και Yabby U απέκτησαν όνομα παράγοντας τους πρώτους δίσκους της roots reggae. Μόλις φάνηκε ότι υπήρχε μια αγορά για μουσική διαμαρτυρίας, η αγορά διευρύνθηκε, και με το που μπήκε στο Κοινοβούλιο το Λαϊκό Εθνικό Κόμμα του Michael Manley (1972), που ήταν πιο ανεκτικό προς τους ρασταφάρι, άλλαξε το όλο ύφος της reggae. Λόγω της στροφής προς την πνευματικότητα της rasta οι ρυθμοί έγιναν πιο αργοί, το μπάσο τονίστηκε περισσότερο, εισχώρησαν στοι χεία από την ανατολική Αφρική και οι στίχοι έγιναν δεικτικοί καθώς διηγούνταν κοινωνικά προβλήματα και κήρυσσαν την επανάσταση. Burning Spear The Mighty Diamonds Bob Marley Big Youth Culture
Ο ντισκ-τζόκεϊ Prince Far-I ήταν γνωστός για τη βραχνή φωνή του και την κριτική του προς την κυβέρνηση της εποχής εκείνης. To «Under Heavy Manners» εναντιώθηκε στα μέτρα κατά της εγκληματικότητας.
Ο άνθρωπος-κλειδί Φωνητικά συγκροτήματα όπως οι Culture («Two Sevens Clash»), οι Mighty Diamonds («Right Time»), οι Abyssinians («Satta Massa Gana»), οι Max Romeo («War Inna Babylon») και οι Congos («Heart Of The Congos») φρόντισαν ώστε η roots να κάνει γνωστή τη μουσική της Τζαμάικα σε όλο τον κόσμο, αλλά κανένας άλλος δεν άσκησε μεγαλύτερο αντίκτυπο από εκείνον του Bob Marley. Πρώτα με τους Peter Tosh και Bunny Wailer ως μέλη του συγκροτήματος Wailers, κυκλοφορώντας άλμπουμ σαν το Catch A Fire και το Burnin', ο Marley έδειξε ότι διέθετε όλες τις ευαισθησίες και το χάρισμα για να οδηγήσει τη roots reggae οτο επίπεδο των αστέρων της rock. To 1974, οι συνεργάτες του στα φωνητι κά αποχώρησαν θέλοντας να κάνουν διεθνή solo καριέρα. To Legalize It του Tosh συνεχίζει να είναι ο ύμνος για τους χρήστες μαριχουάνας, ενώ το Blackheart Man του Wailer είναι ένα από τα καλύτερα άλμπουμ της roots reggae. Όμως το άστρο του Bob Marley έγινε ακόμα πιο φωτεινό με άλμπουμ σαν το Exodus, το Natty Dread και το Kaya και έτσι έγινε σύντομα ο σπουδαιότερος Τζαμαϊκανός καλλιτέχνης όλων των εποχών. Ήταν μια εύκολα αναγνωρίσιμη φυσιογνωμία. Μέσω του οράματος του, της απαράμιλλης μουσι κής δεξιοτεχνίας του και της αγάπης του για τη μαριχουάνα, η roots reggae κατέλαβε μια θέση στην ευρύτερη ροκ σκηνή, που η μουσική της Τζαμάικα δεν είχε καταλάβει πριν ή μετά από τον Marley.
Η roots reggae ζει και βασιλεύει Η κουλτούρα της roots φάνηκε να ξεθωριάζει προς τα τέλη της δεκαετίας του 1970, καθώς πολύς κόσμος στην Τζαμάικα πίστευε ότι τα βάσανα 10 χρόνων δεν οδήγησαν πουθενά και ότι ήταν καιρός να διασκεδά σουν και λίγο. Σε παγκόσμια κλίμακα, μόλις ο Bob Marley πέθανε το 1981, η βιομηχανία δίσκων για το ευρύτε ρο κοινό φάνηκε ότι έχανε το ενδιαφέρον της, μιας και δεν έβλεπε κανέναν άλλο ανάλογο ηγέτη. Ωστόσο, στη δεκαετία του 1990, καθώς το εκκρεμές της reggae κινήθηκε προς το άλλο άκρο, και άρχισε να υμνεί τη βία, το μισογυνισμό, την ανθρωποφοβία και τη γενική δυ σαρέσκεια, το κίνημα της roots reggae πέρασε μια μικρή αναβίωση μέσω βαθιά «Jamming Bob Marley «Natty Cultural Dread» Big Youth πνευματικών καλλιτεχνών όπως οι Luciano («Where There Is Life»), Bushman «No Woman No Cry» Bob Marley («Nyah Man Chant»), Tony Rebel (If Jah'), Cocoa Tea («One Way»), Morgan Heritage «Right Time» Burning Spear («Protect Is Jah») και οι ντισκ-τζόκεϊ Sizzla («Black Woman And Child»), Capleton «Two Sevens Clash» Culture («More Fire») και Anthony Β («Real Revolutionary»).
Ο θρυλικός παραγωγός της roots reggae, Lee Perry. To single του, «People Funny Boy», χρησιμοποίησε αργό ρυθμό και μπάσο και σηματοδότησε τη στροφή από την εύθυμη ska στην υποτονική roots.
Urban Παρόλο που η χρυσή εποχή της δεκαετίας του 1960 καθιέρωσε τη soul ως τη βάση της αφρο-αμερικάνικης pop, η δεκαετία του 1970 και του 1980 είδαν την υπεροχή της soul να απειλείται και τελικά να τερματίζεται κατά σειρά από τη funk, την disco, την electro, την dance-rock, τη hip hop και τη house. Βλέποντας τα πράγματα από μια χρονική απόσταση, η μουσική soul της δεκαετίας του 1980 εισήλθε σε μια φάση στασιμότητας και περίμενε ένα νέο ερέθισμα. Παρ' όλα αυτά η soul, όπως και η rock'n'roll, δεν πρόκειται ποτέ να πεθάνει και μερικές αυθεντικές φωνές της soul συνέχισαν να επιβιώνουν και να προσαρμόζονται προς τη νέα αγορά. Πριν ασχοληθούμε με αυτούς τους καλλιτέχνες της soul των πόλεων της δεκαετίας του 1980, είναι ανάγκη να εντοπίσουμε τους σημαντικούς ερμηνευτές που κράτησαν ζωντανή τη soul στη δεκαετία του 1970 όταν κυριαρχούσαν η funk και η disco.
Η γλυκιά soul Ο παραγωγός Thorn Bell και οι δημιουργοί τραγουδιών Kenny Gamble και Leon Huff ίδρυσαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960 τη δισκογραφική εταιρεία Philadelphia. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 το τρίο είχε δημιουργήσει τον «ήχο της Φιλαδέλφεια», ένα πολύ επιτυχημένο μίγμα gospel και φωνητικών με επιρροές από την doo-wop, μια έντονα ενορχηστρωμένη black pop που επηρέαζε σημαντικά την disco μέσω της μουσικής των O'Jays, των Harold Melvin & the Blue Notes, των Three Degrees και του συγκροτήματος MFSB που ανήκε στην πιο πάνω εταιρεία. Ο Bell έγραψε και παρήγαγε μουσική για τα τρία φωνητικά συγκροτήματα που όρισαν τον ήχο της γλυκιάς soul: τους Delfonics, τους Stylistics και τους Spinners, που είχαν μια σειρά από πολυαγα πημένες ρομαντικές επιτυχίες στις αρχές της δεκαετίας του 1970.Ο Bell δεν είχε καμία σχέση με τους Chi-Lites από το Σικάγο, που υιοθέ τησαν ένα πανομοιότυπο στυλ και το 1972 έφθασαν στην κορυφή με το εκπληκτικό «Have You Seen Her?» Otis Redding Μια περισσότερο προκλητική εκδοχή της sweet soul που προερχόταν από την gospel έδωσαν οι Gladys Knight & the Pips από την Ατλάντα, που ερμήνευσαν το 1967 την πρώτη εκδοχή του «I Heard It Through The Grapevine», ενώ το 1972 σημείωσαν τη μεγαλύτερη επιτυχία τους στη Motown με το «Help Me Make It Through The Night» του συνθέτη country μουσικής, Kris Kristofferson. To συγκρότημα αποχώρησε από τη Motown τον επόμενο χρόνο, όταν υπέγραψε συμβόλαιο με την Buddah και ηχογράφησε το «Midnight Train To Georgia», μια συγκινητική μπαλάντα.
Η Roberta Flack και ο Donny Hathaway σπούδασαν μαζί μουσική στο Howard University. Η ηχογράφηση του τραγουδιού «Killing Me Softly» έμεινε πέντε εβδομάδες στην κορυφή του Καταλόγου Επιτυχιών.
με σόλο καριέρα Ο πρώτος σούπερ-σταρ με solo καριέρα στη sweet soul εμφανίστηκε όταν ο Teddy Pendergrass, η πρώτη φωνή των Blue Notes του Harold Melvin, ξεκίνησε solo καριέρα το 1976. Η απήχηση του στο γυναικείο φύλο είχε ως αποτέλεσμα μια σειρά από επιτυχημένα άλμπουμ στις ΗΠΑ μέχρι το 1982, οπό τε εξαιτίας ενός αυτοκινητικού ατυχήματος έμεινε παράλυτος. Απτόητος, ο Pendergrass συνέχισε να ηχογραφεί σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980, ενώ το 1984 τραγούδησε το «Hold Me» με τη Whitney Houston η οποία δεν ήταν ακόμα πολύ γνωστή. Ένα ακόμα πιο τραγικό περιστατικό σημάδεψε τη μοίρα του ταλαντούχου ερμηνευτή από το Σικά γο, του Donny Hathaway. To εκπληκτικό ταλέντο του στις μπαλάντες της soul, την ελαφριά jazz και τους Latin ρυθμούς τον έκαναν αξιοθαύμαστο, χωρίς όμως σημαντική εμπορική απήχηση, με εξαίρεση τα επι τυχημένα ντουέτο με τη Roberta Flack. To 1979 αυτοκτόνησε λόγω της κατάθλιψης που του προκάλεσε η παραπαίουσα καριέρα του, που φαίνεται ότι αποτύπωνε το θάνατο της soul στην εποχή της disco. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Marvin Gaye παρήγαγε πολύ μεγάλες επιτυχίες, δίνοντας τον ορισμό της συνείδησης της soul, το 1971, με το άλμπουμ What's Going On και αναδεικνύοντας τον αισθη σιασμό της soul, το 1973 με το άλμπουμ Let's Get It On. Μετά από μια προσωρινή διακοπή της συνερ γασίας του με τη Motown συνεπεία ενός έντονου καβγά, ο Marvin Gaye επέστρεψε το 1982 με το ανεπα νάληπτο Midnight Love, που περιείχε το single «Sexual Healing», αποδεικνύοντας ότι η πηγαία soul και η νέα τεχνολογία μπορούν να συνυπάρχουν τέλεια, αρκεί να είσαι ένας από τους καλύτερους τραγουδιστές του πλανήτη. Η ένδοξη επιστροφή τερματίστηκε απότομα τον Απρίλιο του 1984, όταν ο πατέρας του τον σκότωσε αφού προηγουμένως τον βασάνισε.
MarvinGaye The Chi-Lites The Stylistics Luther Vandross Anita Baker
Ο βασιλιάς & η βασίλισσα της σοφιστικέ soul
Ενώ κυριαρχούσαν η disco και τα παρακλάδια της, έγινε φανερό ότι η soul ως εναλλακτική λύση στηριζόταν αφενός στην παντελή αδιαφορία για τις πίστες και αφετέρου στην παρα γωγή ενός νέου είδους, της sweet soul, που απευθυνόταν σε ενήλικο ακροατήριο. Ακολούθησε ο Νεοϋορ κέζος Luther Vandross, που ξεκίνησε την καριέρα του ως περιστασιακός τραγουδιστής και αργότερα καθιε ρώθηκε με μια φωνή γλυκερή και ευαίσθητη, φθάνοντας στην επιτυχία το 1986 με το άλμπουμ Give Me The Reason. Τον ίδιο χρόνο, η σειρήνα της jazzy soul, η Anita Baker, μάγεψετον κόσμο με τη λαχανιασμένη αισθη σιακή φωνή της στο άλμπουμ Rapture, που έδωσε μια νέα λάμψη στη soul που απευθυνόταν στους ενήλικες.
To What's Going On θίγει πολλά πολιτικά ζητήματα που απασχολούν τις ΗΠΑ εκείνη την εποχή, ενώ αποτυπώνει την απογοήτευση και τον προβληματισμό του Marvin Gaye και πολλών συμπατριωτών του.
ο
της Μινεάπολης
Αν επιστρέψουμε στην αρχή της δεκαετίας του 1980 θα εντοπίσουμε τον Prince Rogers Nelson, έναν καλλιτέχνη από τη Μινεάπολη που τραγουδάει, χορεύει, συνθέτει, ενορχηστρώνει και παίζει όλα τα όργανα. Το συγκρότημα που τον συνοδεύει, οι Time, έχει ως μέλη τον Jimmy Jam και τον Terry Lewis, που τελικά εγκατέλειψαν τον Prince, ο οποίος όδευε ολοταχώς προς μια σπουδαία καριέρα, και έγιναν στιχουργοί/παραγωγοί. Ενώ ο πρώην αρχηγός τους αναμίγνυε χωρίς κόπο τη soul με τη funk, τη rock, την jazz και την pop (και δημιουργούσε μαζί με τον Michael Jackson την απόλυτη στροφή από τη soul στην pop) οι Jam και Lewis ίδρυσαν τα στούντιο Flyte Tyme και μελέτησαν τρόπους για να συνδυάσουν την αγαπημένη τους soul και gospel με τις electro-funk δυνατότητες που πρόσφεραν τα συνθεσάιζερ νέας τεχνολογίας. Οι επιτυχίες της δεκαετίας του 1980 που είχαν στοιχεία funk και soul, τις οποίες έγραψαν για την Janet Jackson, τους S.O.S. Band, τον Alexander O'Neal, τους Change (που παλιότερα είχαν ως πρώτη φωνή τον Luther Vandross) και τη χορωδία gospel Sounds Of Blackness, γεφύρωσαν την εποχή της funk με το μέλλον της swing / R&B.
Ο ερχομός της βρετανικής soul Προς την ίδια κατεύθυνση κινούνταν, αλλά ξεκινώντας από το Λονδίνο, δύο νέοι μαύροι Βρετανοί καλλιτέχνες, οι οποίοι αναζητούσαν μεθόδους για να αναμίξουν την ηλεκτρονική μουσική με τη μελω δική soul. Οι Loose Ends του Carl Mcintosh συνδύασαν τη συνθετική soul του τύπου «Sexual Healing» με μια πιο σκληρή αίσθηση hip hop, σημειώνοντας κορυφαίες πωλήσεις με το υπέροχο «Hangin'On A String», μια υπερατλαντική επιτυχία του 1985. Αυτό αποδείχτηκε ο προάγγελος ενός ήχου που θα συνδέεται για πάντα με το «Have You Seen Her?» The Chi-Lites «ερωτικό» Λονδίνο των αρχών της δεκαετίας του 1990. Ο Jazzie Β (που το «Never Too Much» Luther Vandross πραγματικό του όνομα ήταν Beresford Romeo) και οι Soul II Soul πήραν τον «Sexual Healing» Marvin Gaye «Sweet Love» Anita Baker ήχο των Loose Ends και τον επέκτειναν, προσθέτοντας ρυθμούς hip hop, γλυκόπικρη αισιοδοξία και στοιχεία δανεισμένα από τη reggae. Οι επιτυχίες του 1989, «Keep On Movin'» και «BackTo Life», θύμισαν ουσιαστικά στις ΗΠΑ τι έχαναν που απέρριπταν τη soul και έδωσαν την έμπνευση για τη nu soul, τη retro ξαδέλφη της R&B.
Η Anita Baker, μετά τη βράβευση του άλμπουμ Rapture με το βραβείο Grammy, πραγματοποίησε παγκόσμια περιοδεία. Το 1988 κέρδισε άλλα δύο Grammy για το επόμενο άλμπουμ της, το Giving You The Best That I Got.
Europop Απλή. Πρόχειρη. Χωρίς ιδιαίτερη βαρύτητα. Καιροσκοπική. Απατηλή. Η europop έχει δεχτεί όλες αυτές τις προσβολές και ακόμα περισσότερες, αλλά παραμένει, μετά από 30 χρόνια, η πιο δημοφι λής για εκείνους που τους έλκει το κιτς. Παρ' όλα αυτά, η χορευτική pop των αρχών της δεκαετίας του 1970 στην ηπειρωτική Ευρώπη άσκησε τεράστια επιρροή στη βιομηχανοποιημένη pop, όπως και σε όλα τα είδη house μουσικής και της χορευτικής μουσικής που προέκυψε από την disco. Σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1950 και του 1960 στην Αμερική και στη Βρετανία κυριαρχούσαν παγκόσμιες τάσεις pop. Παρόλο που η Ευρώπη είχε ήδη γεννήσει μερικούς αυτόχθονες pop καλλιτέχνες -κυρίως τις σοφιστικέ δημιουργίες των Γάλλων Serge Gainsbourg και Francoise Hardy- η europop, ως μια γενικά αναγνωρισμένη pop γλώσσα δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 από δύο πολύ διαφορετικές καλλιτεχνικές ομάδες. Η μία έδινε προτεραιότητα στο τραγούδι, ενώ η άλλη καινοτόμησε με ένα νέο ήχο. Όλες οι μετέπειτα δημιουργίες της europop ανάμιξαν τις δύο αυτές τάσεις σε κάποιο βαθμό, αλλά ποτέ με ιδιαίτερη καλλιτεχνικότητα και ποτέ ασκώντας ιδιαίτερη επιρροή.
Μουσική soul από τη Σουηδία Οι ABBA σχηματίστηκαν το 1971, αφού προηγουμένως τα τέσσερα μέλη του συγκροτήματος είχαν γίνει αστέρες της folk-pop στη Σουηδία. Μόλις το 1974, οι δημιουργοί τραγουδιών Benny Andersson και Bjorn Ulvaeus με τις τραγουδίστριες Agnetha Faltskog και Anni-Frid Lyngstad σημείωσαν τη διεθνή επιτυχία που τόσο πολύ ποθούσαν κερδίζοντας τον «δευτεροκλασάτο» ετήσιο ευρωπαϊκό μουσικό διαγωνισμό Eurovision με το μάλλον παράξενο αλλά ακαταμάχητο «Waterloo». Τα δύο αυτά ανδρόγυνα (Bjorn και Agnetha, Benny και «Frida») συνέχισαν να κατακτούν τον κόσμο με μια σειρά άλμπουμ και single που πωλούσαν εκατομμύρια αντίτυπα προσφέροντας ένα όλο και πιο τέλειο, όλο και πιο ερωτικό μίγμα συγκινητικής μελωδίας, φανταχτερής παραγωγής και τραγουδιών pop επηρεασμένων από τους Beach Boys και τους Mamas & the Papas. Παρ' όλα αυτά, μερικές φορές, οι σουρεαλιστικές εικόνες που δημιουργούσε η αγγλική γλώσσα, καθώς ήταν ξένη για τους Σουηδούς, καθώς και το ιδιόμορφο στυλ στιχουργικής των Benny και Bjorn που ακολουθούσε σε ένα βαθμό τη «μέση οδό», δημιουργούσαν μια γλώσσα pop που υπερέβαινε τις επιρροές που δέχονταν από ΗΠΑ και Βρετανία. Το συγκρότημα διαλύθηκε το 1981, αλλά μέσα σε εφτά μόλις χρόνια οι ABBA αναδείχτηκαν στο μεγαλύτερο pop συγκρότημα μετά τους Beatles, ενώ ταυτόχρονα απέδειξαν ότι δεν χρειαζόταν να έχεις μια rock στάση -ή καλό ενδυματολογικό γούστογια να δημιουργήσεις τραγούδια pop που να είναι αυθεντικά και να ασκούν επιρροή.
Το επιτυχημένο μιούζικαλ των ABBA, Mamma Mia!, χρησιμοποιεί τα διαχρονικά τραγούδια τους ως βάση του και προσελκύει πολυπληθή ακροατήρια από ένα ευρύ φάσμα ηλικιών και κουλτούρας.
Σεξ και Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ένας βετεράνος Ιταλός παραγωγός και μια γεννημένη στη Βοστόνη σταρ των γερμανικών μιούζικαλ εφηύραν αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως χορευτική μουσική. Το 1975, ο Giorgio Moroder και η Donna Summer προκάλεσαν αίσθηση με το διαρκείας 17 λεπτών επικό τραγούδι «Love To Love You Baby», όπου η Donna Summer έφτανε σε βογκητά οργασμού συνοδευόμενη από μια χαμηλού τέμπο εκδοχή μιας ορχηστρικής δημιουργίας disco-soul. Το 1977 ακολούθησε το «I Feel Love», ένας χορευτικός δίσκος της σύγχρονης εποχής που άσκησε πολύ μεγάλη επίδραση, βασιζόμενος σε φουτουριστικούς ήχους, στην επανάληψη και σε μια σταδιακά επιταχυνόμενοη κορύφωση. Αυτό ανέδειξε τη Summer σε σούπερ-σταρ, στην πρώτη και μεγαλύτερη ντίβα της disco. Το ζευγάρι συνέχισε να κάνει τη μία επιτυχία μετά την άλλη με συνθέσεις που στη ρίζονταν οπουδήποτε, από τη hard rock («Hot Stuff») μέχρι την κοριτσίστικη pop που θύμιζε δημιουργίες του Phil Spector («Love's Unkind»). Όλες είχαν μια σεξουαλική αμεσότητα που κατά κάποιο τρόπο ακουγόταν εντελώς μοναδική και ευρωπαϊκή. Αν και ο Moroder επρό ABBA Donna Summer κειτο να χαρεί μια ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία ως παραγωγός και συνθέτης μουσικής για Giorgio Moroder κινηματογραφικές ταινίες (American Gigofo με τους Blondie, Flasbdante, Top Gun), η Donna Boney M MilliVanilli Summer στράφηκε προς ένα πιο ξεκάθαρα αμερικάνικο είδος dance-pop, και μετά προς την gospel ως αναγεννημένη Χριστιανή. Το άστρο της έχασε τη λάμψη του όταν διατύπωσε σχόλια που στερούνταν ευαισθησίας σχετικά με τα άτομα που πάσχουν από τον ιό του AIDS (αργότερα δήλωσε ότι παρμερμηνεύθηκαν οι δηλώσεις της), απογοητεύοντας τους πάρα πολλούς ομοφυλόφιλους οπαδούς της. Όμως τίποτα από αυτά δεν μπορεί να αλλάξει το γεγονός ότι η Summer και ο Moroder εφηύραν την eurodisco, μια επιρροή-κλειδί για τη house και την techno μουσική, και σημείο αναφοράς για κάθε επιτυχία της europop και γενικά χορευτική επιτυ χία που συνοδεύονταν από γυναικεία ερμηνεία τα 25 τελευταία χρόνια.
Μετά τη συνεισφορά τον στη μουσική της ταινίας Top Gun, το 1986, ο Giorgio Moroder απομακρύνθηκε από τη χορευτική μουσική και εστίασε στη rock, κάνοντας παραγωγή στο άλμπουμ Flaunt It των Sigue Sigue Sputnik.
Η μίμηση δεν Ο τρίτος σπουδαίος πρόγονος της europop ήταν ο Γερμανός στιχουργός/παραγωνός Frank Farian, ο οποίος σχημάτισε ένα φωνητικό κουαρτέτο και σημείωσε μια σειρά από ιδιόρρυθμες νεωτεριστι κές disco επιτυχίες στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οι Boney Μ, που είχαν ως μέλη τους περιστασιακούς τραγουδιστές από τη Δυτική Ινδία, Marcia Barrett, Bobby Farrell, Liz Mitchell και Maizie Williams, εμφανίζονταν σε κάθε ευρωπαϊκό pop show της εποχής εκεί νης συνδυάζοντας κωμικά στοιχεία και «πιασάρικους» στίχους που είχαν ως θέμα οτιδήποτε, από το ιστορικό δράμα και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια μέχρι παιδικά τραγουδάκια από την Τζαμάικα. Όμως όλα αυτά ξεθύμαναν, όπως ήταν αναμενόμενο, με τη λήξη της δεκαετίας του 1980, αλλά το ταλέντο του Farian γι' αυτό το είδος τυποποιημένης pop θα αναβίωνε και θα έδινε μια απρόσμενη εξέλιξη στα πράγματα. Οι Milli Vanilli είχαν ως μέλη τους δύο φιλόδοξα μοντέλα, τους Rob Pilatus και Fabrice Morvan, οι οποίοι το 1989, μέσα σε μια νύχτα, προκάλεσαν παγκόσμια αίσθηση στο χώρο της pop με μια σειρά βαρύγδουπων επιτυχιών παραγωγής του Farian. To πρόβλημα ήταν ότι τα τραγούδια τους, που τιμήθηκαν με το βραβείο Grammy, ήταν στην πραγματικότητα ηχογραφημένα από τους Johnny Davis και Brad Howell μαζί με τον rapper Charles Shaw. To όμορφο ντουέτο ήταν απλώς καλλιτέχνες μίμοι. Τελικά ο Farian αποκάλυψε την αλήθεια το 1990. Εμβρόντητη η επιτροπή απονομής των βραβείων Grammy τους αφαίρεσε το βραβείο και όλοι όσοι εμπλέκονταν στην υπόθεση των Milli Vanilli περιήλθαν σε αφάνεια στο χώρο της pop. Η κατάληξη ήταν τραγική όταν, μετά από τις αποτυχημένες απόπειρες να ξαναχτίσει μια νέα καριέρα στο χώρο της pop, ο Pilatus στράφηκε προς τα ναρκωτικά, επιχείρησε να αυτο κτονήσει, διέπραξε διάφορες εγκληματικές ενέργειες και τε λικά πέθανε το 1998 από χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ. «Brown Girl In The Ring» Boney Μ «Dancing Queen» ABBA «I Feel Love» Donna Summer και Giorgio Moroder «Love To Love You Baby» Donna Summer και Giorgio Moroder «Waterloo» ABBA
Το ευρωπαϊκό νόμισμα
Παρά την τραγική ιστορία των Milli Vanilli, η europop συνέχι σε να αντιπροσωπεύει την ελαφριά pop στα μάτια εκείνων που απεχθάνονταν τη «σοβαρή» rock και pop. Συνήθως στηριζόταν σε ρυθμούς disco (Black Box, Technotronic, 2 Unlimited, Sash!, Livin' Joy). Συχνά πρόσθετε «το κά τι άλλο» στις διάφορες μορφές μαύρης μουσικής soul, όπως η rap (Snap!, Bomfunk MCs) και η reggae (Ace Of Base). Ποτέ, ειδικότερα στην περίπτωση των Aqua, Whigfield και Roxette, δεν πήρε τον εαυτό της πολύ στα σοβαρά. Ο χαρούμενος και εύθυμος συνδυασμός επανάληψης και «πιασάρικου» στίχου της κλασικής europop επηρέασε ολόκληρο το φάσμα των αγορίστικων και των κοριτσίστικων συγκροτημάτων pop του ει κοστού πρώτου αιώνα.
To single που κυκλοφόρησαν οι Boney Μ το 1978, το «Rivers Of Babylon» / «Brown Girl In The Ring», ήταν αυτό με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όλων των εποχών στη Βρετανία.
Σατιρικά Καταργώντας τις διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στην pop και τη rock, την country και την dance, τα σατιρικά τραγούδια αφηγούνται χιουμοριστικές ιστορίες χρησιμοποιώντας τη σάτιρα, το καλα μπούρι, θέματα από την τηλεόραση, τον κινηματογράφο ή κάποια ευρύτερα διαδεδομένη τρέλα. Τα τραγούδια αυτά, παρόλο που συχνά δεν έχουν ξεκάθαρο μουσικό στίγμα, έχουν γνωρίσει με γάλη αλλά κατά κανόνα παροδική επιτυχία στη σύγχρονη εποχή. Η μουσική και η κωμωδία συμβάδιζαν από την εποχή των music hall και του βαριετέ, όπου πολλοί τραγουδιστές παρίσταναν τους κωμικούς εντάσσοντας χιουμοριστικές μιμήσεις και υπονοούμενα στην ερμηνεία τους. Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε με τη διακωμώδηση επιτυχιών των δεκαετιών του 1940 και του 1950 από τον Spike Jones («Der Fuehrer's Face», του 1942), με την ιδιαίτερη διακωμώδηση από τον Tom Lehrer μέσω της pop μουσικής επιτυχιών των δεκαετιών του 1950 και του 1960 («I Hold Your Hand In Mine», του 1953) και τις επιδρομές του Ray Stevens σε επιτυχίες της country των δεκαετιών του 1960 και του 1970 («Bridget The Midget», του 1971).
Ο Sherman κατακτά τις ΗΠΑ Ίσως ο πιο επιτυχημένος μουσικός χιουμορίστας της μεταπολεμικής περιόδου ήταν ο Allan Sherman, ένας Εβραίος κωμικός που ήταν το μόνιμο θέμα συζήτησης των ραδιοφωνικών σταθμών των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Είχε ειδικευτεί στην άμεση δια κωμώδηση τραγουδιών folk, δημοφιλών ύμνων και κλασικών έργων, και ήπιο διάσημη επιτυχία του ήταν το «Hello Muddah, Hello Fadduh». Τα τρία πρώτα LP που κυκλοφόρησε κατέκτη «Weird Al» Yankovic σαν την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών. Λένε ότι κάπο τε άκουσαν τον πρόεδρο Κένεντι να τραγουδάει το «Sarah Jackman», που ήταν η κατά Sherman εκδοχή του κλασικού γαλλικού τραγουδιού «Frere Jacques». Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 που έδυσε το άστρο του Sherman, είναι πολύ λίγοι οι τραγου διστές που σημείωσαν σταθερή επιτυχία στο χώρο των σατιρικών τραγουδιών, αλλά ήταν πολλά τα δημοφιλή σατιρικά τραγούδια. Μερικά από αυτά ήταν εύθυμες παρωδήσεις από καθιερωμένους Αμερι κανούς ερμηνευτές [το «My Ding-a-Ling» του Chuck Berry (1972) και το «A Boy Named Sue» του Johnny Cash (1979)], αλλά και από απίθανες διασημότητες [η επανεκτέλεση του «Lucy In The Sky With Diamonds» TOU William Shatner (1968)].
Ο Rolf Harris αναχωρεί το 1963 για μια περιοδεία στις Βερμούδες μαζί με τα σύνεργα της δουλειάς του: μια κυματιστή πινακίδα και ένα ψεύτικο τρίτο πόδι που χρησιμοποιούσε επί σκηνής.
της μιας επιτυχίας Στη Βρετανία υπάρχει έντονη δίψα για περιστασιακές... επιτυχίες. Το 1971, ο κωμικός Benny Hill σημείωσε επιτυχία με το «Ernie (The Fastest Milkman In The West)», όπως και ο ηθοποιός Clive Dunn που τον ίδιο χρόνο σημείωσε επιτυχία με τη μίμηση ενός επωνύμου από τη σειρά του με τίτλο Grandad. Οι Tweets μάλιστα έφτασαν στο σημείο να κάνουν τους Βρετανούς να μιμούνται για ένα μεγάλο διάστημα του 1981 αυτά που έλεγαν στο «Birdie Song». Οι παραπομπές στη μη μουσική λαϊκή κουλτούρα συχνά έδιναν έμπνευση και δημοσιότητα. Το «Kung-Fu Fighting» του Carl Douglas εκμεταλλεύτηκε ανελέητα τον ενθουσιασμό για τις πολεμικές τέχνες που παρατηρήθηκε στη δεκαετία του 1970. Οι Firm κατέλαβαν το 1987 την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών της Βρετανίας με το «Star Trekkin'», το οποίο ήταν βασισμένο στο επιστημονικής φαντασίας σόου. Τέλος, ο Eric Idle κατέκτησε την πρώτη θέση το 1991 με το «Always Look on the Bright Side of Life» από την ταινία Life Of Brian των Monty Python. Δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις δεν σταμάτησαν σε μία μόνο επιτυχία: ο Rolf Harris και ο «Weird ΑΙ» Yankovic. Ο δεύτερος ήταν ο βασιλιάς της παρωδίας και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 και του 1990. Αγαπημένος στόχος του ήταν ο Michael Jackson, του οποίου τις επιτυχίες «Beat It» και «Bad» ξαναδούλεψε αντλώντας ερεθίσματα από τον χώρο... του φαγητού και σκαρώνοντας τα «Eat It» και «I'm Fat». Η δημοτικότητα του Harris οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ασυμβίβαστη επιθυμία του για αξιαγάπητη κομψότητα. Ο Αυστραλός καλλιτέχνης, που ταυτόχρονα ήταν και τηλεοπτική περσόνα, έκανε το μουσικό ντεμπούτο του το 1963 και από τότε διατήρησε τη Allan Sherman δημοτικότητα του στη Βρετανία. Ο Harris κάνει μετρημένα καυστικά σχόλια έξω από τα Johnny Cash στερεότυπα και μεταξύ άλλων μερικά έργα του είναι το «Tie Me Kangaroo Down Sport» William Shatner Carl Douglas και οι επανεκτελέσεις τραγουδιών όπως το «Stairway To Heaven» των Led Zeppelin. «Weird Al» Yankovic
Η δισκογραφική καριέρα του Weird Αl απογειώθηκε όταν άρχισε να στέλνει τις παρωδίες του στον Dr. Demento, τον οικοδεσπότη μιας ραδιοφωνικής εκπομπής με cult κοινό, που ειδικευόταν σε σατιρικό υλικό.
Disco Η αφρικανική περούκα. Η ντισκομπάλα με τα καθρεφτάκια. Τα φώτα που αναβοσβήνουν. Μπορεί σήμερα να μας προκαλεί γέλιο η σημειολογία σχετικά με την disco εκείνης της εποχής, αλλά θα ήταν πολύ κοντόφθαλμη αντιμετώπιση αν περιορίζαμε εκείνη την επαναστατική κοινωνική δύνα μη και τη δημιουργική μουσική έκρηξη απλά σε μερικά αντικείμενα μόδας. Όπως συνέβη και με πολλά άλλα είδη μουσικής, οι μαύρες (και στην προκειμένη περίπτωση ομοφυλόφιλες) καταβολές της disco συνηθίζεται να περνούν σχεδόν απαρατήρητες. Και πραγματικά για πολλούς η disco συνοψίζεται στην ταινία Saturday Night Fever ή στα συγκροτήματα που ήρθαν καθυστερημέ να στη disco μουσική, όπως οι Bee Gees. Μπορεί να είναι αλήθεια ότι ο ακούραστος χορευτής της ταινίας, ο John Travolta, απογείωσε την disco, και μπορεί και οι ξεπερασμένοι ως τότε αδερφοί Gibb να έκαναν την disco ευρύτερα γνωστή στα τέλη της δεκαετίαςτου 1970, αλλά η πρώτη ντισκοτέκ δημιουργήθηκε το 1940. Ο όρος «ντισκοτέκ» σημαίνει «δισκοθήκη» και είναι συγγενής όρος της βιβλιοθήκης. Στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι Ναζί είχαν καταλάβει τη Γαλλία, είχαν απαγορεύσει στον κόσμο να χορεύει ή να ακούει μουσική που έμοιαζε με την αμερικανική. Η Γαλλική Αντί-σταση συνήθιζε να ακούει δίσκους jazz από μαύρους Αμερικανούς καλλιτέχνες μέσα σε σκοτεινά μπαρ που έμοιαζαν με κελάρια και τότε ο όρος «ντισκο τέκ» πήρε μεγαλύτερη δημοσιότητα. Όταν οι αγγλόφω νοι ασχολήθηκαν με την έννοια της ντισκοτέκ, το γε γονός ότι χρησιμοποιούνταν μόνο στη Γαλλία έγινε αιτία τα πρώτα αυτά στέκια να αποκτήσουν κάποια αίγλη. Albert Goldman, «Disco» Μόλις οι Νεοϋορκέζοι ντισκ-τζόκεϊ, όπως ο Francis Grasso, άρχισαν να μιξάρουν δίσκους σε στέκια ξενύχτη δων -φροντίζοντας να διατηρείται ο ρυθμός για να φαίνεται ότι η μουσική ρέει- οι γλεντζέδες μπορούσαν να διασκεδάζουν καλύτερα. Στις χορευτικές πίστες καταργούνταν τα όρια και οι προκαταλήψεις και η διασκέδα ση έπαιρνε τη θέση του κοινωνικού προβληματισμού. Αλλοι ντισκ-τζόκεϊ, όπως ο David Mancuso, στα πολυ τελή νεοϋορκέζικα σαλόνια όπου γίνονταν τα πάρτι του, έδινε έμφαση στο πνευματικό ταξίδι μέσω της μου σικής, ενώ ο Nicky Siano συνειδητοποίησε ότι το ρεύμα του Mancuso μπορούσε να λειτουργήσει και σε ένα πιο εμπορικού χαρακτήρα χώρο. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπήρχαν πάνω από 100 νάιτ-κλαμπ στην πόλη της Νέας Υόρκης. Ο ήχος της disco είχε αρχίσει πραγματικά να εξαπλώνεται.
Το άλμπουμ με τη μουσική της ταινίας του 1977, Saturday Night Fever, σημείωσε τις περισσότερες πωλήσεις όλων των εποχών από κάθε άλλο άλμπουμ, αφού πούλησε πάνω από 25 εκατομμύρια αντίτυπα.
Soul, σεξ και Κατά κανόνα η disco κτυπούσε κατευθείαν στην ψυχή, βοηθούμενη από μια ποιοτική παραγωγή τής μετά τον Phil Spector εποχής που εμπεριείχε ξεσηκωτικές ενορχηστρώσεις, έγχορδα ή πνευστά όργα να. Επιπλέον, οι παραγωγές του Giorgio Moroder καθιέρωσαν μια hi-NRG ευρωπαϊκή επιρροή σε κλα σικά τραγούδια όπως το «Love To Love You Baby» και το «I Feel Love» της Donna Summer. Ο ορισμός της disco παρέμενε αρκετά ευρύς. Ουσιαστικά αφορούσε οτιδήποτε θα μπορούσε να αποδώσει στην πίστα του χορού. Ακόμα και τα τραγούδια που δεν ήταν disco μετατρέπονταν σε ρυθμό disco, όπως το hip-hop των Sugar Hill Gang, το «Rapper's Delight» ή το «Heart Of Glass» των Blondie. Με ρικοί καλλιτέχνες έδιναν την εντύπωση ότι γίνονταν καλλιτέχνες της disco για μία μόνο εβδομάδα και όχι για να ξαναζωντανέψουν μια καριέρα που είχε πάρει την κατηφόρα. Παραδείγματα τέτοιων καιρο σκόπων είναι μεταξύ άλλων τα εξής: οι Kiss, η Cher, ο Bryan Adams, οι Queen, οι Bay City Rollers, o Burt Bacharach και η Diana Ross. Μερικές μουσικές καινοτομίες-κλειδιά έγιναν παράλληλα με την άνοδο της disco. Οι ντισκ-τζόκεϊ αναθέρμαναν τη ζήτηση για remix ή επανεκτελέσεις τραγουδιών, πολλές από τις οποίες αρχικά έκανε ο Tom Moulton. To 1974, οι δισκογραφικές εταιρείες κυκλοφορούσαν remix τραγουδιών που τους ζητού σαν πιεστικά οι ντισκ-τζόκεϊ και το 12% του βινυλίου ενός δίσκου αφαιρέθηκε για να αφεθεί περισσότερος χώρος ανάμεσα στα «αυλάκια». Τα αποτελέσματα περιελάμβαναν μεταξύ άλλων κλασικά χορευτικά και ερωτικά τρα γούδια όπως το «Love Is The Message», το «Never Can Say Goodbye», το «Ring My Bell», το «Disco Inferno» και το «Funky Town». Ανάμεσα στα μεγαλύτερα ονόματα καλλιτεχνών ήταν The Bee Gees αυτά της Gloria Gaynor, των MFSB, των Lipps Inc., των Sister Sledge, των Ottawan, των Gloria Gaynor Gamble & Huff, των O'Jays και των Temptations. Με τη δημιουργία δισκογραφικών εται Sister Sledge Chic ρειών όπως η Salsoul και η Prelude, οι οποίες δημιουργήθηκαν για να αμφισβητήσουν την Donna Summer κυριαρχία των μεγάλων, οι ντισκ-τζόκεϊ δε δυσκολεύονταν καθόλου να παρουσιάσουν τους κατάλληλους ήχους που θα εξασφάλιζαν τη νυχτερινή διασκέδαση.
Η Donna Summer συνδύασε τη χυμώδη φωνή της με το ταλέντο του Giorgio Moroder στη δημιουργία και στην παραγωγή τραγουδιών για να γίνει η αδιαμφισβήτητη βασίλισσα της disco.
Πώς
η φούσκα
Το 1977, ένα νεοϋορκέζικο στέκι διασημοτήτων, το Studio 54, απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Λόγω του χλιδάτου και πριβέ χαρακτήρα του, το Studio 54 ήταν ένα μέρος στο οποίο μπορούσες να δεις την Bianca Jagger να μπαίνει μέσα καβάλα σε ένα λευκό άλογο· το να βλέπεις τι έκαναν οι διάσημοι ήταν σχεδόν πιο σημαντικό από τη μουσική. Το συγκεκριμένο στέκι ήταν από εκείνα που λάτρευαν ο Nile Rodgers και ο Bernard Edwards των Chic, αλλά όταν κάποιο βράδυ δεν τους επέτρεψαν την είσοδο, επέστρεψαν στο στούντιο του, και πάνω στην οργή τους έγραψαν ένα από τα πιο διαχρονικά τραγούδια της disco. Ο αρχικός τίτλος του τραγου διού ήταν «Fuck Off», αλλά σύντομα τον άλλαξαν σε «Le Freak». To 1978, οι ΗΠΑ αριθμούσαν 20.000 νάιτ-κλαμπ. Τα τραγούδια της disco καταλάμβαναν το ένα τρίτο των θέσεων του Καταλόγου Επιτυχιών single και ανάλογο χρόνο από τις ραδιοφωνικές εκπομπές, με αποτέλεσμα ο τζίρος του κλάδου αυτού να μετριέται σε δισεκατομμύρια δολάρια. Οι «μεγάλοι», φυσι κά, προσπάθησαν να αποκομίσουν γρήγορα κέρδη, όμως τελικά η φούσκα έσκασε. Σύντομα η disco έπαψε να είναι της μόδας, έπαψε να συγκινεί, έγινε κιτς και τετριμμένη. Για να γυρίσει αυτό σε μπούμερανγκ, έβαλε το χέρι του σε ένα βαθμό ο Αμερι κανός ντισκ-τζόκεϊ της rock, o Steve Dahl, που κάλεσε τους εχθρούς της disco να καταστρέψουν δίσκους της κατά τη διάρκεια ενός αγώνα μπέιζ«I Will Survive» Gloria Gaynor «Le Freak» Chic μπολ των Detroit Tigers στο Κόμισκι Παρκ. Οι οπαδοί προκάλεσαν «Love To Love You Baby» Donna Summer επεισόδια με αποτέλεσμα να ακυρωθεί ο αγώνας, ενώ κραύγαζαν ρυθμι «Stayin' Alive» The Bee Gees «We Are Family» Sister Sledge κά: «Κάτω η disco!» Στο μεταξύ η punk rock είχε γίνει η νέα rock'n'roll, ενώ η disco για μερικούς ήταν απλώς μια αποτυχημένη εκδοχή της pop, και λίγο-λίγο μετατρεπόταν σε μια απονευρωμένη βερσιόν της black funk μουσικής. Η disco, αφού ανέβασε τα φερμουάρ στις μπότες της, επέστρεψε στις ομοφυλοφιλικές ρίζες της έχοντας ήδη βάλει τα θεμέλια για πολλά άλλα είδη χορευτικής μουσικής που θα ακολουθούσαν αργότερα.
Ο Nile Rodgers, γνωστός για το χαρακτηριστικό «κοφτό» παίξιμο της κιθάρας. Από την εποχή των Chic και μετά δημιούργησε τραγούδια για τον David Bowie, την Diana Ross και τον Eric Clapton.
Hip Καθώς η δεκαετία του 1970 έβαινε προς τη λήξη της και η disco μουσική έπαιρνε τη σκυτάλη, μια νέα γενιά αντέδρασε στην εμπορική ομοιογενοποίηση της μαύρης μουσικής δημιουργώντας ένα τελείως νέο ήχο. Ο ήχος αυτός προερχόταν από το δρόμο και συνοδευόταν από το δικό του ενδυματολογικό κώδικα, τη δική του γλώσσα, τα δικά του στυλ χορού και τη δική του κουλτούρα. Η hip hop ήταν ένας τρόπος ζωής. Ενώ η disco είχε ως σύμβολο της τα χλιδάτα νάιτκλαμπ του Μανχάταν, οι νέοι αυτοί ήχοι προέρχονταν από τις γωνιές των δρόμων και από τα πάρτι που γίνονταν σε σπίτια του Μπρονξ, εκεί που περίσσευε η έμπνευση. Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, οι νεαροί μαύροι στις ΗΠΑ στοιβάζονταν κυριολεκτικά στις ντισκοτέκ κα Afrika Bambaataa θώς οι ντισκ-τζόκεϊ έκαναν πιο προκλητικό το προϊόν που πρόσφεραν χρησιμοποιώντας δύο πικάπ τα οποία έπαιζαν τον ίδιο δίσκο, ενώ έκαναν μίξεις για να τονίσουν τα ενδιαφέροντα σημεία σε ένα κομμάτι. Ο ντισκ-τζόκεϊ που λέγεται ότι εφάρμοσε πρώτος αυτή την τακτική είναι ο Τζαμαϊκανός DJ Κοοl Herc, ο οποίος όταν λειτουργούσε το ηχητικό του σύστημα παρατήρησε ότι τα ορχηστρικά διαστήματα στις μίξεις μεγάλων σε διάρκεια κομματιών ήταν εκείνα που συγκινούσαν περισσότερο τα πλήθη. Έτσι άρχισε να κάνει μίξεις δύο τέτοιων τμημάτων ώστε να δημιουργήσει ένα ενιαίο κομμάτι. Από αυτά τα παρατεταμένα ορχηστρικά διαστήματα προέρχονται οι όροι «break beats», «break-dancers» και «b-boys» (σύντμηση του όρου «break boys»).
Ένας έφηβος rapper στο Χάρλεμ ακούει hip hop μουσική από φορητό κασετόφωνο.
Ένα βήμα Αυτά τα απρογραμμάτιστα remix σύντομα απέκτησαν δική τους οντότητα και δημιουργήθηκαν τε λείως διαφορετικά τραγούδια που δανείζονταν φωνητικά και μουσικές άλλων κομματιών ώστε να προκύψουν τελείως αλλαγμένοι ήχοι. Μια επιπλέον ρυθμική ώθηση δόθηκε με το «σκρατς», μέσω «επέμβασης» στη βελόνα του πικάπ με την προς τα μπρος ή πίσω κίνηση του δίσκου. Η πρόοδος της τεχνολογίας βοήθησε παράλληλα με αυτή την εφευρετικότητα ώστε samplers και drum machines άρχισαν να χρησιμοποιούνται μαζί με όλο και πιο εξελιγμένους μίκτες και πικάπ που επέτρεπαν την εισαγωγή ακόμα πιο πρωτότυπων εφφέ σε τραγούδια hip hop. Γύρω στις αρχές της δεκαετίας του 1980, παραγωγοί και ειδικοί στη μίξη όπως οι Arthur Baker, Grandmaster Flash και Afrika Bambaataa άρχισαν να ηχογραφούν αυτούς τους ήχους. Την ίδια εποχή, αστέρες που πρόσεχαν τα λόγια τους μετατράπηκαν σε ανθρώπους της πιάτσας, όπως οι Furious Five, οι Spoonie Gee, οι Cold Crush Brothers, οι Sequence και οι Soul Sonic Force. Η επό μενη απρόσμενη εξέλιξη, αφού ο καθένας μπορούσε να ακολουθήσει αυτό το ρεύμα, ήταν να ασχοληθούν οι ντισκ-τζόκεϊ και οι μουσικοί παραγωγοί με το rapping. Αν και αυ τές οι εξελίξεις δεν είναι πρωτάκουστες στη μαύρη αμερικανική μουσική -θυμηθείτε τη γρήγορη ερμηνεία των τραγουδιών jazz ή το jive-talking των ντισκ-τζόκεϊ του ραδιο Afrika Bambaataa φώνου- αυτή ήταν η πρώτη φορά που ερχόταν κάτι για να καθιερωθεί. Στην ουσία, με το Arthur Baker DJ Kool Here να δίνουν δημοσιότητα στον εαυτό τους, στα κλαμπ ή στο ηχητικό σύστημα, με το να σχο λιάζουν όσα συνέβαιναν γύρω τους και με την εν γένει συμπεριφορά τους, οι rappers κράτησαν συσπειρωμένη τη hip hop σκηνή στα πρώτα της βήματα καθώς την ανέ πτυσσαν και, το σημαντικότερο, καθώς διατηρούσαν τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της.
Όντας γνωστός ως «Νονός» και «Παππούς» της hip hop κουλτούρας, ο Afrika Bambaataa ήταν αρχικά αρχηγός συμμορίας που φρόντισε να εξαπλωθεί η hip hop κουλτούρα σε όλο τον κόσμο μέσω του Zulu Nation.
Δημιουργικά To break-dancing και τα graffiti ήταν τα φυσικά παρεπόμενα της hip hop, ενώ το καθένα απ' αυτά, όπως η μουσική, εκπροσωπούσε μια έκφραση του δρόμου που έκρυβε κάτι περισσότερο από την εφευρετικότητα και την πρακτική εξάσκηση. Με τον ίδιο τρόπο όπως η μουσική, έκαναν χρήση του περιβάλλοντος τους για να δημιουργήσουν κάτι μοναδικό, γεμάτο ζωντάνια και ασυνήθιστο, με ελάχιστα μέσα. Γι' αυτούς τους λόγους ο χορός βρισκόταν στην καρδιά της hip hop. Έδινε στον οποιοδήποτε την ευ καιρία να προβληθεί στη γειτονιά και να διακριθεί σε κάτι. Καθώς οι χορευτές έκαναν όλο και πιο τολμηρές κι νήσεις, οι διαγωνισμοί break-dancing σε κλαμπ και πάρτι ήταν κάτι αντίστοιχο των διαγωνισμών στις πίστες χορού την εποχή των big band. Αυτό το υγιές πνεύμα ανταγωνισμού θεώρησε ως πολύ πιο βιώσιμο και λιγό τερο επικίνδυνο απ' ό,τι οι τσακωμοί ο Afrika Bambaataa, πρώην αρχηγός μιας συμμορίας του δρόμου στη Νέα Υόρκη. Χρησιμοποιώντας την επιρροή του, την οποία απέκτησε από τη συμμετοχή του στην περιβόητη συμμορία των Black Spades, διοργάνωνε διαγωνισμούς χορού και δημιούργησε το Zulu Nation ως ένα είδος οργανισμού-ομπρέλα για τον αυξανόμενο πληθυσμό των οπαδών της hip hop στην πόλη. Αντιλαμβάνεται κανείς ότι η τέχνη του graffiti αναπτύχθηκε παράλληλα με τη rap και το break-dancing ως κομμάτι της hip hop μουσικής. Και αυτό είναι μια αυθόρμητη έκφραση του δρόμου, με το επιπλέον στοιχείο της παρανομίας, καθώς πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις από το «tagging» (παιδιά που έγραφαν τα αρχικά τους σε οποιαδήποτε ορατή επιφάνεια συναντούσαν) για να γίνει «bombing» (ζωγραφική περίπλο κων σκίτσων πάνω στα σταθμευμένα στο αμαξοστάσιο βαγόνια του μετρό). To graffiti έγινε μια πολιτική πράξη, από την άποψη ότι η εμφάνιση του και μόνο αντιπροσώπευε ένα είδος αναρχίας. Παρ' όλα αυτά εξελίχθηκε σε μια από τις πιο ζωηρές μορφές τέχνης λίγο πριν τη λήξη του εικοστού αιώνα. Φυσικά κατέληξε και σε καλές γκαλερί των πόλεων. Οι Fab Five Freddie, Futura και Phase II ήταν οι καλλιτέχνες του graffiti από το χώρο της hip hop που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή και έπαιξαν ζωτικής σημασίας ρόλο για να εξε λιχθεί ως κουλτούρα. Μόλις η hip hop εξαπλώθηκε, τα στελέχη του μάρκετιν ανέλαβαν να παίρνουν τις αποφάσεις. Γι' αυτό σε αρκετά μεταγενέστερη φάση η hip hop δε δίνει την αίσθηση της «αδελφότητας» όπως είχε συνηθίσει η παλιά σχολή. Αν «Funk You Up» The Sequence και η hip hop έχει αποκτήσει πολλή λογική, έχει χάσει το πρωτογενές, απρόβλε «KingTim llI» TheFatback Band πτο πνεύμα που αρχικά συνέβαλε στην ενότητα της. «Rapper's Delight» Sugarhill Gang «The Breaks» Kurtis Blow
To break-dancing εμφανίστηκε αρχικά στους δρόμους της Νέας Υόρκης στη δεκαετία του 1970. Οι αντίπαλες συμμορίες αγωνίζονταν για τη νίκη κάνοντας όλο και πιο πρωτότυπες (και επικίνδυνες) φιγούρες.
Funk Μέχρι τη δεκαετία του 1970 ο νέος ήχος της funk κυριάρχησε στην αφρο-αμερικάνικη μουσική. Καλλιτέχνες της jazz, όπως ο Miles Davis και ο Herbie Hancock, σημείωσαν τις μεγαλύτερες επιτυχίες τους εντάσσοντας τους ρυθμούς της σε αυτό που έγινε γνωστό ως fusion ή jazz funk μουσική, ενώ καλλιτέχνες της soul απόλαυσαν ένα δεύτερο κύμα δημοτικότητας καθώς η funk εξασφάλισε τη γέφυρα ανάμεσα στην εποχή της soul και την εποχή της disco. Αρχής γενομένης με το μελαγχολικό και «μαστουρωμένο» LP του 1971, There's A Riot Goin'On των Sly & the Family Stone, πολλά από τα θέματα της funk μετέδιδαν τη σκληρότητα και το θυμό του δρόμου, αφού αντικαθιστούσαν το ρομαντισμό και την ελπίδα της soul με τις αναφορές σχετικά με τις σκληρές συνθήκες που επικρατούν στα γκέτο. Αλλοι καλλιτέχνες της funk κινήθηκαν προς την αντίθετη κατεύθυνση χρη σιμοποιώντας μικρά κλισέ και σλόγκαν που λέγονταν τρα γουδιστά και συμπλήρωναν τους ήχους των μουσικών οργά νων. Ανεξάρτητα από την κατεύθυνση που ακολουθήθηκε, η funk μουσική της δεκαετίας του 1970 παραμένει μία από τις πιο ζωηρές περιόδους στην ιστορία της μαύρης μουσικής, ενώ οι βαθιοί, βρόμικοι ρυθμοί πρόσφεραν υλικό για την Ο σαξοφωνίστας Pee Wee Ellis έκρηξη της hip hop στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
μιλώντας για τον James Brown
Ο νονός της soul Ο James Brown, γνωστός και ως «Νονός της soul», συνέχισε να εξελίσσει τη funk σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1970 και του 1980. Παρόλο που τα προβλήματα με τα ναρκωτικά, τις γυναίκες και την αστυνομία τον οδήγη σαν σε μια αναπόφευκτη κάμψη της μουσικής του πορείας, κλασικές επιτυχίες όπως αυτή του 1975, το «Funky President», και του 1976, το «Get Up Offa That Thing», που εκμεταλλεύτηκε την disco, τον καθιέρωσαν για πάντα ως τον απόλυτο καλλιτέχνη της funk. Ενώ ο Brown συνέχισε να κατρακυλάει, δύο άλλοι μετρ της soul της δεκαετίας του 1960 δημιούργησαν μια πιο ήπια μορφή της funk, όπου ο τραγουδιστής / δημιουργός τραγουδιών ήταν κοινωνικά προβληματισμένος. Ο Stevie Wonder, το άλλοτε παιδί-θαύμα της Motown, έφτα σε στην κορυφή με το «Superstition», ένα πολύ δυνατό τραγούδι του 1973 με στοιχεία funk και rock. Επίσης τον ίδιο χρόνο κυκλοφόρησε ένα σπουδαίο και διαχρονικό LP, το Innervision, που αναμίγνυε την έντονη δια μαρτυρία της funk, τις ήπιες μπαλάντες και τον αυθορμητισμό της jazz, με τον Wonder να παίζει σχεδόν όλα τα όργανα μόνος του.
Τα μέλη των Funkadelic ήταν αρχικά μέλη του funk συγκροτήματος του George Clinton, των Parliament. Το άλμπουμ One Nation Under A Groove που κυκλοφόρησε το 1978 πούλησε ένα εκατομμύριο αντίτυπα.
της funky soul Στο μεταξύ, ο Curtis Mayfield από το Σικάγο αποχώρησε από το φωνητικό συγκρότημα της δε καετίας του 1960, τους Impressions, και ασχολήθηκε με μια μοναδική μουσική που βασιζόταν στην όμορφη ψιλή φωνή του και στις γεμάτες ζωντάνια λυρικές εκκλήσεις για κοινωνική δικαιοσύνη. Αυτό οδήγησε σε ένα αριστούργημα της funk, το 1972, τη μουσική της ταινίας Superfly, η οποία είχε ως θέμα την εκμετάλλευση των μαύρων. Όλη αυτή η πολιτική της funk που επηρεάστηκε από τον Sly Stone εκφράστηκε με ένα κλασικό single του 1972 από τους O'Jays του Οχάιο. Επρόκειτο για το «Backstabbers», που παρέπεμπε στο θρυλικό «I heard it through the grapevine» του Marvin Gaye.
Ο ερχομός της P-funk O George Clinton είχε ήδη περάσει από την doo-wop της δεκαετίας του 1950 και τη soul της δεκαετίας του 1960 με ελάχιστη επιτυχία πριν αποδώσει καρπούς το όραμα του για τη funk, το 1970. Το άλμπουμ με το οποίο έκανε το ντεμπούτο του στο συγκρότημα Funkadelic προχώρησε την ψυχεδελική funk του Sly Stone σε μια ακόμα πιο αλλόκοτη πορεία, αναμιγνύοντας τον σκληρό μαύρο ρυθμό με το ψυχεδελικό παίξιμο κι θάρας και στίχους επιστημονικής φαντασίας. Το 1973, ο Bootsy Collins (μπάσο), ο Maceo Parker (σαξόφωνο) και ο Fred Wesley (τρομπόνι) συνεργάστηκαν με τον Clinton στους Funkadelic και τους Parliament. Τα δύο συγκροτήματα ένωσαν μέχρι και 35 μέλη και έπαιξαν στα σπουδαιότερα freak-out ζωντανά σόου της εποχής τους. To Maggot Brain του 1971 (από τους Funkadelic), το Mothership Connection του 1976 (από τους Parliament) και το One Nation Under A Groove του 1978 (πάλι από τους Funkadelic) αντιπροσωπεύουν τις κορυφαίες στιγμές του Clinton James Brown Stevie Wonder και των συνεργατών του στον κατάλογο των οποίων συμπεριελήφθησαν τραγούδια με Curtis Mayfield δύναμη επιρροής από τους Rubber Band του Bootsy Collins και, στη δεκαετία του 1980, Earth, W i n d » Fire Kool & the Gang από τον Clinton σε solo καριέρα. Η επιρροή αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στον Prince, στον ανταγωνιστή του στην εταιρεία Motown, τον Rick James, στους «ειδικούς» στην electro-funk, τους Cameo και Gap Band, που σημείωσαν επιτυχία στην disco ακολουθώντας τις θορυβώδεις «διαδρομές» του Clinton σε «πιασάρικα» pop single, όπως το «Oops Upside Your Head», ένα τραγούδι που έκανε θραύση στη δεκαετία του 1980, αλλά και στην G-Funk της δεκαετίας του 1990, στις δυτικές ακτές, όπου κυριαρχούσε η hip hop.
Ο Curtis Mayfield ήταν κιθαρίστας, τραγουδιστής, παραγωγός και δημιουργός τραγουδιών. Το άλμπουμ με τη μουσική για την ταινία Superfly αποδείχτηκε η πιο μεγάλη solo επιτυχία του.
Μικρές και μεγάλες Τέσσερα ακόμα κλασικά funk συγκροτήματα αποτυπώνουν τη στροφή της μαύρης αμερικάνικης μουσικής της δεκαετίας του 1970 από τη rock και την επηρεασμένη από μποέμικες καινοτομίες jazz, προς την τελική ήττα και διάλυση της funk στα χέρια των εκπροσώπων της disco στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Οι War από το Λος Αντζελες ξεκίνησαν ως «δεύτερο» συγκρότημα του πρώην μέλους των Animals, του Eric Burdon, πριν χαράξουν τη δική τους πορεία με μια περίπλοκη funk που στηριζόταν έντονα στη jazz και είχε επιρροές από τη rock. Οι καλύτερες στιγμές τους ξεκινούν από τη δραματική διαμαρτυρία τού «The World Is A Ghetto» του 1972 και φθάνουν στο «Low Rider» του 1976. Όμως, γύρω στο 1978, οι προσπάθειες τους να εκμεταλλευτούν το κύμα της disco απέτυχαν και κινδύνευαν να οδηγηθούν στην αφάνεια. Καλύτε ρη τύχη είχαν οι σκληροτράχηλοι και διαχρονικοί Isley Brothers, που ενθάρρυναν τον αδερφό Ernie να ξε διπλώσει το ταλέντο του στην ηλεκτρική κιθάρα της μετά Hendrix εποχής. Το αποτέλεσμα ήταν το άλμπουμορόσημοτου 1973, το 3+3, και μια αρκετά μεγάλη σειρά από single και άλμπουμ με funk rock και μπαλάντες. Μπορεί ακόμα και οι Isley Brothers να σκόνταψαν στην disco, όμως ανένηψαν το 1983 με το soul τραγούδι «Between The Sheets», το οποίο βασίστηκε στο «Sexual Healing». Στη δύση της P-Funk, πολυμελή συγκροτήματα που προέρχονταν από κάθε γωνιά των ΗΠΑ συνδύα ζαν επιδρασπκότητα και πρωτοτυπία. Δύο από αυτά τα συγκροτήματα άλλαξαν σταδιακά στυλ και βρέθηκαν να είναι ανάμεοα στους μεγάλους κερδισμένους της disco. Οι Earth, Wind & Fire του Maurice White ανάμιξαν το κοσμικό όραμα του Clinton με τη δεξιοτεχνία του White στην ενορχήστρωση jazz συνθέσεων και τη σοφι στικέ δημιουργία τραγουδιών pop. Από το 1973 που κυκλοφόρησε το Head To The Sky μέχρι το 1981 που κυκλοφόρησε το Raise! αυτοί ήταν οι πιο επιτυχημένοι μαύροι Αμερικανοί καλλιτέχνες. Η πρόοδος της μηχα νικά υποστηριζόμενης χορευτικής μουσικής, κατά τη δεκαετία του 1980, έβαλε τέλος στη θριαμβευτική πορεία τους. Το λιγότερο φανταχτερό αλλά εξίσου ευέλικτο συγκρότημα από το Οχάιο, οι Kool &the Gang, σημείω σε επιτυχία με μια πιο μέτριας μορφής στροφή από τη funk προς την disco. Μετά από μια σειρά επιτυχιών που στηρίζονταν σε προχειρογραμμένα τρα γούδια, όπως το «Open Sesame» του 1976, προσέλαβαν τον τραγουδιστή με «Celebration» Kool & the Gang την απαλή φωνή, τον James «J.T.» Taylor, και από το 1979 και μετά άρχισαν να «Get Down On It» Kool & the Gang σημειώνουν επιτυχίες disco pop ξεκινώντας με το «Ladies Night». Όμως, γύρω «Get Up Offa That Thing» James Brown «Superfly» Curtis Mayfield στα μέσα της δεκαετίας του 1980 το συγκρότημα έχασε την αίγλη του. «Superstition» Stevie Wonder
Οι Kool & the Gang εξελίχθηκαν σε ένα διεθνώς επιτυχημένο συγκρότημα funk. Ο αινιγματικός τραγουδιστής τους, ο «J.T.» Taylor, συνεργάστηκε με το συγκρότημα μέχρι το 1988.
Ambient Η μουσική ambient υφίστατο από τα τέλη του δέκατου ενάτου αιώνα. Παρόλο που ο Brian Eno ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που χρησιμοποίησε τον όρο «ambient» για να περιγράψει τη μουσική του στο άλμπουμ του 1978, το Music For Airports, συνθέτες όπως οι Claude Debussy και Eric Satie, έχοντας κατά νου να γράψουν συνθέσεις με ακούσματα από το περιβάλλον, αδιαφόρησαν για τους μουσικούς τύπους και τις συμβατικότητες. Οι Γάλλοι Eric Satie και Claude Debussy συχνά αποκαλούνται «πατέρες της σύγχρονης μουσικής» και όχι αδικαιολόγητα. Ενώ ο Satie έγραψε μουσικά κομμάτια στα τέλη του 19ου αιώνα που βασίζονταν στην ιδέα της δημιουργίας ατμόσφαιρας, τα πιο σημαντικά έργα του τα δημιούργησε γύρω στο 1920. Αυτά ήταν μια σειρά συνθέσεων που ονόμασε «μουσική επίπλωση», τα οποία ο Satie ήθελε να αποτελούν μέρος του περιβάλλοντος και να περικλείουν ήχους και θορύβους από αυτό. Η «μουσική επίπλωση» έθεσε τις βάσεις γι' αυτό που ο Brian Eno πέτυχε με τη μουσική ambient με τά από μισό αιώνα. Ομοίως, οι πειραματισμοί του Debussy με τον τόνο, την υφή και την αρμονία στα ορχηστρικά του έργα στα τέλη του 19ου Mixmaster Morris αιώνα, και τη μουσική του για πιάνο στις αρχές του 20ού, θα έπαι ζαν σημαντικό ρόλο στον τρόπο με τον οποίο οι συνθέτες -και αργότερα οι ηλεκτρονικοί παραγωγοί- θα προσέγγιζαν τη σύνθεση ατμοσφαιρικής μουσικής ή της μουσικής ambient. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα ο πειραματικός συνθέτης John Cage αμφισβήτησε τις αποδεκτές ως τότε απόψεις για τα κρουστά, τον τόνο και την υφή με το «4'33"». Όπως δήλωνε και ο τίτλος του, το κομ μάτι διαρκούσε ακριβώς τέσσερα λεπτά και τριάντα τρία δευτερόλεπτα και αποτελούνταν μόνο από σιω πή. Το μήνυμα του Cage ήταν σαφές: κάθε μουσική έκφραση, ακόμα και η σιωπή, είναι αποδεκτή. Τον Cage ακολούθησαν συνθέτες όπως ο Karlheinz Stockhausen, του οποίου τα ηχητικά κολλάζ που στηρί ζονταν σε μαγνητοφωνημένα ηχητικά ντοκουμέντα έθεσαν τα θεμέλια του sampling όπως ισχύει σήμερα και ενέπνευσαν τους αναγνωρισμένους ιδρυτέςτου μινιμαλισμού, Terry Riley, Steve Reich και Phillip Glass.
Ο σύγχρονος του John Cage, ο Karlheinz Stockhausen, ήταν εκ των πρωτοπόρων της ηλεκτρονικής μουσικής και τα μαγνητοφωνημένα ντοκουμέντα του ήταν από τα πρώτα που κυκλοφόρησαν.
Οι πρώτοι Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960, αυτή η μέθοδος προσέγγισης που στηριζόταν στην ελεύθερη σκέψη, σε συνδυασμό με μια διευρυνόμενη αντίληψη γύρω από τα ναρκωτικά, οδήγησε σε μερικές από τις πιο περιπετειώδεις διαδρομές της rock, καθώς συγκροτήματα όπως οι Pink Floyd και οι Tangerine Dream φλέρταραν δειλά δειλά με τους πρώτους ηλεκτρονικούς ήχους της rock μουσικής. Έργα όπως το Piper At The Gates Of Dawn και το Set The Controls For The Heart Of The Sun των Pink Floyd, που κυκλοφόρησαν τη χρονιά που πάτησε για πρώτη φορά ο άνθρωπος στο φεγγάρι, αποτύπωσαν αυτό το νέο είδος, το space rock. Αυτό σηματοδότησε την αρχή της αυξανόμενης επιρροής που ασκούσε ο ήχος του συνθεσάιζερ πάνω στη σύγχρονη μουσική. Ήταν καθαρά θέμα χρόνου να βρεθεί ένας καλλιτέχνης που θα κάνει χρήση της τεχνολογίας με ευρέως αποδεκτό τρόπο. To Tubular Bells, το άλμπουμ του Mike Oldfield που κυκλοφόρησε το 1973, κατάφερε αυτό ακριβώς το πράγμα, σημείωσε τεράστια επιτυχία και πούλησε εκατομμύρια αντίτυπα σε όλο τον κόσμο. Η ευκολότερη πρόσβαση προς τα ηλεκτρονικά μηχανήματα κατά τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 έδωσε τη δυνατότητα στον Brian Eno να πετύχει τον στόχο του, ο οποίονν ήταν να δημιουργήσει μουσική που βοηθούσε οτη χαλάρωση και την εξεύρεση «χώρου για να σκεφτείς». Ο ερχομός αυτής της τεχνολογίας έδωσε επίσης τη δυνατότητα στο γερμανικό συγκρότημα Kraftwerk να πρωτοπορήσει με τον ήχο του που στηριζόταν στα συνθεσάιζερ, μια εξέλιξη που με τη σειρά της επηρέασε ένα ολόκληρο φάσμα παραγωγών και συγκροτημάτων της δεκαετίας του 1980 που χρησιμοποιούσαν συνθεσάιζερ, μεταξύ άλλων τους Trevor Horn, The Art Of Noise, The Human League και Ultravox.
Η acid house αλλάζει τους κανόνες Όμως, από τα μέσα και προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980, η ηλεκτρονική μουσική έκανε μια ριζικά νέα στροφή. Καθώς η acid house και η κουλτούρα του ναρκωτικού Ecstasy σημείωσαν έκρηξη στη Βρετανία και την Ευρώπη, φάνηκε καθαρά ότι υπήρχε Brian Eno ανάγκη για μια πιο αέρινη μουσική επένδυση πάνω στους πολύ έντονους ρυθμούς. The Orb Ακόμα και στα πρώτα κλαμπ που έπαιζαν acid house μουσική, οι ντισκ-τζόκεϊ όπως ο Alex Air Paterson, από το συγκρότημα ambient των Orb, ανέλαβαν να προσφέρουν ένα ηρεμιστι AphexTwin Moby κό μουσικό αντίδοτο σε μια δεύτερη αίθουσα. Έτσι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 έζη σαν την κυκλοφορία των κλασικών άλμπουμ ambient μουσικής, μεταξύ των οποίων ήταν το Adventures Beyond The Ultraworld των Orb και το ποιμενικό έργο του Mixmaster Morris ως Irresistible Force, όπως και το πρωτοποριακό Chill Out των KLF που περιστασιακά υπηρέτησαν την pop. Το πρωτοποριακό ambient άλμπουμ Tubular Bells του Mike Oldfield που κυκλοφόρησε το 1973 έχει πουλήσει περισσότερα από 16 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.
Η ambient μουσική Η ambient μουσική, αντί να προσφέρει απλώς έναν απαλό ήχο για τα κουρασμένα αυτιά των μουσικόφιλων, εξάπλωσε την επιρροή της προς τη house μουσική και δέχτηκε κι εκείνη παγκόσμιες επιρροές. Αυτά τα ethnic συστατικά ήταν φανερά στη φύρδην μίνδην μουσική υφή που καθόρισε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το κλίμα στα λονδρέζικα κλαμπ Whirly-gig και Megadog, αλλά και στη δουλειά των Banco De Gaia και Bedouin Ascent. Πράγματι, η σχέση της ambient με την ηλεκτρονική μουσική υφίσταται από τις αρχές μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990. Μπορεί να μετρηθεί από τον αριθμό των άλμπουμ-ορόσημα που κυκλοφόρησαν σε αυτή την περίοδο. Στον ηλεκτρονικό τομέα, ο AphexTwin κυκλοφόρησε το υπνωτικό Selected Ambient Works Volume 1, ενώ η δισκογραφική εταιρεία Warp που βρισκόταν στο Σέφιλντ άρχισε τη σειρά των συλλογών Artificial Intelligence, γνωρίζοντας στο ευρύτερο κοινό τις λεπτεπίλεπτες ηλεκτρονικές δημιουργίες των Plaid, Autechre, Speedy J, Black Dog και Β12. Τα άλμπουμ Yellow και Brown των Orbital τεκμηρίωσαν την επιρροή της ambient μουσικής στην techno της χορευτικής πίστας, ενώ οι Global Communi cations του Tom Middleton έκαναν το ντεμπούτο τους με το αλησμόνητο άλμπουμ με τίτλο 76:14. Στο μεταξύ, ο Γερμανός παραγωγός Peter Namlook, μαζί με τους Phat Lab «ComeTo Daddy» AphexTwin Nightmare του Wagon Christ και τους αφαιρετικούς τόνους των Biosphere από τη «Little Fluffy Clouds»The Orb «Sexy Boy» Air Νορβηγία αναδείχθηκαν σε φυσικούς διαδόχους του John Cage και του μινιμαλιστικού θρύλου, Steve Reich.
Η Ίμπιζα στρέφεται προς την chill out μουσική Παρόλο που το ανεβασμένο προφίλ και η δημοτικότητα της ambient μουσικής σήμαινε ότι οι μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες πλημμύρισαν την αγορά με μια σειρά από χλιαρές απομιμήσεις, δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να υποκύψει στις δυνάμεις της αγοράς. Όντας ζυμωμένα με την αυθεντική κουλτούρα της Ίμπιζα, τα διαλείμματα με μουσική chill out πριν και μετά τη μουσική κλαμπ, με οικοδεσπότες ντισκ-τζόκεϊ όπως οι Lenny Ibizarre και Jon Sa Trincha, κατάφεραν ώστε κομμάτια σαν το «Sueno Latino» των Sueno Latino, που ήταν μια επανεκτέλεση του «Ε2-Ε4» του Γερμανού παραγωγού Manuel Gottsching, να αναδειχθούν τόσο σε μουσική του White Island όσο και σε μια υψηλών προδιαγραφών house μουσική. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 τα παραλιακά μπαρ της Ίμπιζα, όπως το Cafe Del Mar, το Salinas, το Bora Bora και το Calla Llonga, φι λοξενούσαν Βρετανούς ντισκ-τζόκεϊ όπως οι Chris Coco και Phil Mison, που έπαιζαν chill out μουσικά σετ.
Η επιδραστική μουσική των Orbital γνώρισε ε π α ν ε κ τ ε λ έ σ ε ι ς από μετρ του είδους όπως ο Moby και τους εξασφάλισε μια θέση στη rave σκηνή του Woodstock 2.
της chill out Η μουσική ambient μετασχηματίστηκε σε μουσική chill out, αλλά παρόλο που το όνομα της άλλαξε, συνέχιζε να έχει ως σκοπό τη δημιουργία μιας διάθεσης που θα ταίριαζε στο περιβάλλον ακρόασης. Ο άλλος κοινός συνδετικός κρίκος ανάμεσα στην ambient και τη διάδοχο της που ήρθε από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990 είναι το γεγονός ότι συνεχίζει να εμπερικλείει ένα ευρύ φάσμα από στυλ. Από τη διαπεραστική ηλεκτρονική μουσική των Boards Of Canada μέχρι και τη μελαγχολική hip hop των Nightmares On Wax, τις πλούσιες συνθέσεις των Bent και Lemon Jelly, τις κινηματογραφικές παραγωγές των Zero 7 και την ατμοσφαιρική pop των Royksopp, η μουσική chill out αφομοιώνει ένα ευρύ φάσμα ποικί λων μουσικών πηγών. Η αυξημένη δημοτικότητα της ενισχύθηκε με την κυκλοφορία του άλμπουμ Moon Safari του γαλλικού ντουέτου των Air, το οποίο συνδύαζε την ονειρική pop της δεκαετίας του 1960 με ήπιους ηλεκτρονικούς ήχους, αλλά και με το άλμπουμ Play του πρώην παραγωγού της techno, Moby, που έπαιρνε θλιμμένες ερμηνείες παλιών τραγουδιών blues και τις μετέτρεπε σε κομμάτια ambient μουσικής. Μέχρι σήμερα, το Play έχει πουλήσει πάνω από 10 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως, ενώ οι πωλήσεις του αυξή θηκαν λόγω του ότι χρησιμοποιήθηκαν όλα τα τραγούδια του άλμπουμ σε πολλές τηλεοπτικές διαφημίσεις. Η chill out έχει ένα πολυπληθές κοινό και αυτό οφείλεται σε κοινωνιολογικούς λόγους: οι περισσότεροι από αυτούς που άρχισαν να πηγαίνουν στα κλαμπ στις αρχές της δεκαετίας του 1990, τώρα πλέον έχουν τριανταρίσει και είτε έχουν μειώσει τη συχνότητα με την οποία βγαίνουν έξω είτε είναι παντρεμένοι και έχουν παιδιά. Σε αυτό το πλαίσιο, η chill out είναι ο τέλειος ήχος για να μείνεις στο σπίτι σου. Βεβαίως, αυτό δε σημαίνει ότι η chill out δεν πραγματοποιεί κάθε χρόνο τα δικά της φεστιβάλ και εκδηλώσεις (για παράδειγμα, το The Big Chill) στη Βρετανία.
Adventures Beyond The Ultraworld The Orb Discreet Music Brian Eno Moon Safari Air Play Moby Tubular Bells Mike Oldfield
Η chill out όπως και η ambient μουσική έχουντραβήξει την προσο χή των εταιρειών που πλημμύρισαν την αγορά με αλλεπάλληλες συλλο γές. Τα άλμπουμ μουσικής chill out των Ministry Of Sound έχουν πουλήσει εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα. Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ηλεκτρονικές μορφές, η μουσική chill out δεν «ξενέρωσε» εξαιτίας της ευρείας αποδοχής. Πράγματι, τα τελευταία χρόνια είδαμε παραγωγούς όπως οι Blue States, Susumu Yokota και John Beltran να διερευνούν τα ηχοτοπία της folk, της organic και της lush techno. Φαίνεται ότι η chill out μουσική γνωρίζει «πως είναι καιρός να ηρεμήσει κι αυτή», όπως δήλωσε ο ειδήμονας της ambient μουσικής, ο Mixmaster Morris.
Το άλμπουμ U. F. Orb που κυκλοφόρησαν το 1992 οι Orb, και έφτασε στην πρώτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών στη Βρετανία, συντέλεσε στην αύξηση του ενδιαφέροντος του κόσμου προς την ambient μουσική.
Η μουσική Η easy listening μουσική, προτού γίνει δεκτή από τους οπαδούς της hip hop της δεκαετίας του 1990 με ένα ειρωνικό χαμόγελο, ήταν πάρα πολύ δημοφιλής, αλλά σπάνια της μόδας. Ενώ οι έφηβοι της δε καετίας του 1950 και του 1960 εκτονώνονταν με την επικίνδυνη rock'n'roll και την ανατρεπτική R&B, οι γονείς τους ένιωθαν υπέροχα με το γλυκό χάδι της μουσικής του Mantovani και του Percy Faith. Η μουσική easy listening ποτέ δεν πυροδότησε καμία επανάσταση. Στους μελιστάλαχτους ήχους της δεν διακρίνονταν έξαλλες διαμαρτυρίες. Είναι μια διακριτική, ηρεμιστική μουσική με ευχάριστες και εύπεπτες μελωδίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει καμία καλλιτεχνική αξία. Μέσα στα πλατιά σύνορα της μπορείς να βρεις ένα πλούσιο φάσμα από ήχους. Το είδος αυτό, παρόλο που συχνά χαρακτηρίζεται ρηχό και στερούμενο έμπνευσης, έχει αναδείξει το έργο μερικών ιδιαίτερα ταλαντούχων μουσικών μεταξύ των οποίων και οι αθάνατοι Henry Μancini και Burt Bacharach.
Μια γενέθλια πόλη στον επιχειρηματικό κόσμο Όμορφη μουσική, μουσική κεφάτη, μουσική για τόνωση, μουσική για φόντο, ελαφριά μουσική, σύγχρονη μουσική για ενήλικες, ελαφριά κλασική μουσική. Όλα αυτά τα είδη χωρούν κάτω από την ομπρέλα της μουσικής easy listening. Δεδομένου ότι την ενδιέφερε ο ανεπαίσθητος επηρεασμός της διάθεσης, είχε πολλά κοινά σημεία με τη μουσική των κινηματογραφικών ταινιών. Πολλοί αστέρες της easy listening μουσικής έπαιζαν και ρόλο συνθετών τραγουδιών. Όμως οι ρίζες του είδους αυτού βρίσκονται στο εμπό ριο και ένας από τους γεννήτορες της δεν ήταν μουσικός, αλλά Αμερικανός στρατιώτης. Ο υποστράτηγος George Owen Squier εισηγήθηκε πρώτος τη μετάδοση της μουσικής ως συνοδείας, την οποία ονόμασε «Muzak», στη δεκαετία του 1920. Αρχικά είχε σχεδιαστεί για να ηρεμεί τα νεύρα των εργατών που ανέβαι ναν σε μεγάλα ύψη στους πρώτους ουρανοξύστες και ήταν μια «ελαφρά» κλασική, jazz και pop που σύντομα έγινε γνωστή ως «μουσική για ασανσέρ». Η μουσική muzak αγαπήθηκε από τους διευθυντές εταιρειών, οι οποίοι πίστευαν ότι αύξανε την παρα γωγικότητα και τόνωνε το ηθικό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η μουσική muzak παιζόταν στα εμπορικά κέντρα και στις αίθουσες αναμονής των αεροδρομίων, χρησιμοποιόταν ως μουσική που ακούγεται όσο βρίσκεται κάποιος σε αναμονή στο τηλέφωνο ή μεταδιδόταν από τα μεγάφωνα των υποβρυχίων Polaris. Η ικανότητα της μουσικής muzak να επηρεάζει ή να «χρωματίζει» την ανθρώπινη διάθεση γοήτευσε μουσι κούς σαν τον Brian Eno, που την εξερεύνησε μέσα στο LP του Discrete Music (1975), που κατά γενική ομολογία θεωρείται ένα από τα πρώτα δείγματα μουσικής ambient. Οι αντίπαλοι της κατηγορούσαν τις εταιρείες ότι χρησιμοποιούσαν τη muzak ως ένα συναισθηματικό ηρεμιστικό ή ένα ύπουλο εργαλείο μάρκετιν.
Ο πρωτοπόρος της μουσικής easy listening, o Burt Bacharach, του οποίου η μουσική επαινέθηκε για τις ξεχωριστές μελωδίες της, το σοφιστικέ στυλ της και την ελαφριά κλασική αίσθηση.
Ο μαέστρος της ελαφριάς Στη δεκαετία του 1920, το BBC εισήγαγε ένα νέο είδος, την ελαφριά κλασική, για να προσελκύσει ακροατές που αργότερα μπορούσαν να στραφούν προς την «ανώτερου επιπέδου» μουσική. Ο πιο αξιοσημείωτος εκπρόσωπος της ελαφριάς κλασικής, και αυτός που το όνομα του έγινε συνώνυμο της μουσικής easy listening, ήταν ο Annunzio Paolo Mantovani. Ο βιολονίστας με την κλασική παιδεία είχε προκαλέσει αίσθηση σε ΗΠΑ και Βρετανία μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Mantovani επανεφηύρε την κλασική μουσική με ένα στυλ που παράγεται στο στούντιο και τους οποίου τα χαρακτηριστικά ήταν τα «εκκλησιαστικά έγχορδα», οι πυκνές αρμονίες και ήχοι γεμάτοι αντήχηση. Το έργο του ξεχώριζε αφενός στα πλούσια βαλς που ήταν βασισμένα σε γνώριμα τραγούδια όπως το «Greensleeves» και αφετέρου σε αυθεντικές συνθέσεις όπως το «Charmaine», μια ονειρική πανδαισία από μα γικά βιολιά και αυλούς, που το 1951 σημείωσε τεράστια επιτυχία στο αμερικανικό ραδιόφωνο. Ο Mantovani έφτασε στην πρώτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και έγινε ο πρώτος μουσικός που πούλησε ένα εκατομμύριο στερεοφωνικούς δίσκους στις ΗΠΑ.
Από την οθόνη στα ερτζιανά Πολλά από τα άλμπουμ του Mantovani χρησίμευσαν εκ νέου ως θέματα σε ρομαντικές κινηματογραφικές ταινίες της εποχής, όπως συνέβη και με τη μουσική του Jackie Gleason. Mantovani Όμως ο αδιαμφισβήτητος μετρ της κινηματογραφικής easy listening μουσικής ήταν ο Henry Henry Mancini Mancini. Παρόλο που ξεκίνησε με την jazz και με τον ήχο της big band της δεκαετίας του Percy Faith 1940, ο γεννημένος στο Κλίβελαντ Mancini στράφηκε σύντομα προς τη μουσική για τον κινη Liberace ματογράφο και την τηλεόραση. Είχε το χάρισμα να δημιουργεί τραγούδια που ξέφευγαν από τα όρια της ταινίας ή του σόου για το οποίο είχαν γραφτεί και γίνονταν αξέχαστα κλασικά έρ γα από μόνα τους. Ποίκιλλαν πολύ μεταξύ τους, αφού ξεκινούσαν από τους δολοφονικούς ρυθμούς του μου σικού θέματος The Peter Gunn Show (1959) και κατέληγαν σε ένα γλυκόπικρο ρεφρέν όπως στο πλέον διά σημο τραγούδι του, το «Moon River» του 1961. Το μουσικό θέμα του Breakfast At Tiffany's το εμπνεύστηκε από τη μαγική σταρ της ταινίας, την Audrey Hepburn, και περιείχε υπέροχους, ονειρικούς στίχους που έγραψε ο Johnny Mercer. Όμως η κομψή απλότητα των μελωδιών του Mancini είναι εκείνη που κάνει το συγκεκριμένο τραγούδι ένα από τα πιο τέλεια ερμηνευ μένα pop τραγούδια των τελευταίων 50 χρόνων και αποδεικνύει ότι η μουσική easy listening μπορεί να εμπε ριέχει καταπληκτικά στοιχεία. Οι συνάδελφοι του Mancini συμφώνησαν: από μόνο του το Breakfast At Tiffany's χάρισε στον Mancini δύο Oscar και πέντε Grammy.
Το «Moon River» του Henry Mancini εμπεριέχεται με διάφορες ενορχηστρώσεις σε όλη τη διάρκεια της ταινίας Breakfast At Tiffany's. Σε κάποια σκηνή του έργου ερμηνεύει το τραγούδι και η ίδια η Audrey Hepburn.
Ένας καλόπιστος Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 οι ειδικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί έπαιζαν ακατάπαυστα μέσω των ερτζιανών αυτό που στη συνέχεια έγινε γνωστό ως «όμορφη μουσική» σε κάθε γωνιά της Αμερι κής. Οι απαλοί ήχοι από έγχορδα των συνθετών-μαέστρων όπως ο Mantovani, o Mancini και ο Percy Faith κυριαρχούσαν στο πρόγραμμα. Όμως μόνο ένας ήταν ο χαρισματικότερος σόουμαν, και αυτός ήταν ο πιανίστας Wladziu Valentino Liberace. Ο Liberace, πολωνικής καταγωγής Αμερικανός από το Μιλγουόκι, δεν ήταν απλώς η πιο αστρα φτερή φυσιογνωμία της μουσικής easy listening, αλλά και μία από τις σημαντικότερες προσωπικότητες στο χώρο της pop μουσικής. Όντας παιδί-θαύμα, ήταν σολίστ πιάνου σε συμφωνικές ορχήστρες από τα εφηβικά του χρόνια, αλλά μέχρι τη δεκαετία του 1950 είχε γίνει ένας σταρ που παρουσίαζε ένα μίγμα ελα φριάς κλασικής, lounge jazz και μουσικής για σόου, ενώ ντυνόταν με πανάκριβες γούνες, φορούσε πούλιες και χρυσά λαμέ ενδύματα. Όπως πολλοί καλλιτέχνες της μουσικής easy listening, ποτέ δεν ήταν αρεστός στους κριτικούς, άσχετα αν τα ακροατήρια του τον λάτρευαν.
Στα χωράφια της φωνητικής Ελλείψει φωνητικών, πράγμα που την καθιστούσε «μουσική για φόντο», τον πρώτο λόγο είχαν τα ορχηστρικά κομμάτια. Όμως οι φωνητικές επιτυχίες των Sinatra, Martin κ.ά. είχαν πάντα πολλά κοινά σημεία με τις κλασι κές lounge και easy listening συνθέσεις και στη δεκαετία του 1970 οι σταθμοί που μετέδιδαν καλόγουστη μου σική άρχισαν να παίζουν περισσότερους δίσκους από καλλιτέχνες της pop με απαλή φωνή όπως η Barbra Streisand και οι Carpenters. Οι τελευταίοι, που ήταν αδέλφια από το Κονέκτικατ, δημιούργησαν ένα μελωδικό, εμπορικό ήχο που άρεσε στους λάτρεις της μουσικής easy listening και τους οπαδούς τους που τους ανέβαζαν στον Κατάλογο Επιτυχιών. Ο Richard Carpenter, όπως και ο Mancini και πριν από αυτόν ο Mantovani, ήταν λάτρης των πλούσιων, συναισθηματικών ενορχηστρώσεων. Όμως η προσοχή των ακροατών εστιαζόταν στην καθαρή και καμπανιστή φω νή της αδερφής του, της Karen, που ερμήνευσε εντυπωσιακά ένα τρα «I'll Never Fall In Love Again» Burt Bacharach γούδι του Burt Bacharach, το «(They Long To Be) Close To You», που «Moon River» Henry Mancini «(They Long To Be) Clost To You» The Carpenters σημείωσε παγκόσμια επιτυχία. Ο απαλός για το αυτί ήχος των Carpenters παραμένει ένας από τους πιο γνώριμους ήχους της μουσι κής easy listening. Το είδος αυτό επιβιώνει χάρη στο έργο καλλιτεχνών όπως ο Barry Manilow ή μοντερνιοτών όπως οι Stereolab, που αντλούν την έμπνευσή τους από τον Mancini. Φαίνεται ότι η όρεξή μας για απέριττες μελωδίες δεν πρόκειται να κορεσθεί ποτέ.
Αν και απίστευτα δημοφιλής, ο Liberace σφυροκοπούνταν από τους κριτικούς για το έντονα συναισθηματικό στυλ του.Ο ίδιος δήλωνε ότι με τον τρόπο αυτό κατάφερνε να αυξάνει το ύψος των τραπεζικών καταθέσεών του.
Η krautrock και η
μουσική
Η krautrock, που προήλθε από τη Δυτική Γερμανία γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960, μπόλια σε τα λευκά ηχητικά πειράματα των Velvet Underground και την ψυχεδελική rock των Pink Floyd με την αισθητική της free jazz και τους ρυθμούς που στηρίζονταν στη funk. Αποφεύγοντας την ανιαρή δεξιοτεχνία του progressive rock και την απονευρωμένη R&B pop γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960, η krautrock, της οποίας το μεγάλο όραμα ήταν η επανεύρεση της ροκ κιθάρας αλλά και η διερεύνηση των ανεκμετάλλευτων δυνατοτήτων του ηλεκτρονικού ήχου, αναπόφευ κτα επηρέασε τη χορευτική και την ηλεκτρονική μουσική, όπως και την πειραματική rock. Τα συγκροτήματα krautrock μουσικής που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή ήταν οι Neu, οι Can και οι Faust. Από τα μέσα της δεκαετίαςτου 1960 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970, οι Faust συνδύασαν μελω δικά τραγούδια όπως το «Jennifer» με πειραματικούς ήχους, ενώ οι Neu προτίμησαν ένα παλλόμενο ηλεκτρονικό ήχο όπως και κάποια «περάσματα» προς την ambient μουσική. Ο Michael Rother των Neu διερ εύνησε και έναν αμιγώς ηλεκτρονικό ήχο στο άλμπουμ Harmonica που έκανε σε συνεργασία με τον HansJoachim Roedelius και τον Dieter Moebius από τους Cluster. Όμως οι Can -οι οποίοι δημιουργήθηκαν στα μέ σα της δεκαετίας του 1960- ήταν το πιο σημαντικό συγκρότημα της krautrock. Οι Can, που είχαν ως μέλη τον μπασίστα Holger Czukay, τον κιθαρίστα Michael Karoli, τον κιμπορντίστα Irmin Schmidt, τον ντράμερ Jaki Leibezeit και στα φωνητικά τον Damo Suzuki, λόγω του ελεύθερου στυλ του συγκροτήματος συσκέπτονταν επί ώρες πριν μετουσιώσουν τις επινοήσεις τους στην τελική ενορχήστρωση. Σε έργα όπως το Tago Mago, το Ege Bamyasi και το Future Days, το συγκρότημα συνδυάζει ευρεία ατμοσφαιρικά πεδία με σπάνιους ζω ντανούς ρυθμούς funk. Η krautrock μουσική, καταλαμβάνοντας το Holger Czukay χώρο ανάμεσα στην κιθαριστική rock και στον καθα ρό, σύνθετο ήχο techno -ειδικότερα οι Can- αποτε λεί αξιοπρόσεκτο παράδοξο. Οι υπέρμαχοι της χρησιμοποιούσαν κιθάρες για σκοπούς έξω από τα συνηθισμένα -για να μιμηθούν σύνθετους ήχους- αλλά και για να τονίσουν τη συχνά ξεχασμένη αίσθηση του ρυθμού της rock με τις ακριβείς επαναλήψεις, μια αισθητική που συνηθίζεται περισσότερο στην ηλεκτρονική παρά στη ζωντανή μουσική. Το ευρύ φάσμα καλλιτεχνών και έργων που οι Can και τα άλλα σύγχρονα συγκροτήματα της krautrock επηρέασαν, προέρχεται από το χώρο της rock και της ηλεκτρο νικής μουσικής.
Οι Can, που ασχολήθηκαν πρώτοι με τους πειραματικούς ήχους της μετα-ψυχεδελικής εποχής, συντέλεσαν στην αύξηση των καλλιτεχνών της technopop στη δεκαετία του 1980 και του 1990.
της ηλεκτρονικής μουσικής Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η krautrock συνέχιζε να συγκινεί τους υπέρμαχους των πειραματι σμών στη rock μουσική. Ο ατίθασος ήχος της κιθάρας των Sonic Youth είχε σημείο αναφοράς τον γερμανικό ήχο. Η ξεφτισμένη acid rock του Julian Cope είχε κάποια σχέση με τον παρανοϊκό ήχο της krautrock. Τέλος, σε μια πιο ήπια κατάσταση, το «shoegaze» στυλ των Ride διαμορφώθηκε με βάση το μέτωπο ήχου της krautrock. Τα τραγούδια των Spacemen 3 στη δεκαετία του 1980 έκλειναν μέσα τους τη νοοτροπία της krautrock. Η δουλειά τους χαρακτηριζόταν από ηχητική ανατροφοδότηση, παλλόμενους υπνο-ρυθμούς και ηλεκτρονική υφή, που ήταν οι βασικές συνιστώσες του υπέροχου άλμπουμ του συγκροτήματος με τίτλο Playing With Fire. Μέχρι τη δεκαετία του 1990, οι επιρροές της krautrock ήταν πιο εμφανείς στο ηλεκτρονικό περι βάλλον. Η λιτή και δύσκολη δουλειά των Tortoise, των To Rococo Rot και των Mouse On Mars παρέδωσε τη σκυτάλη στον Andy Votel και τη lo-fi αισθητική της δισκογραφικής εταιρείας Twisted Nerve, ενώ συγκροτήματα indietronica μουσικής όπως οι Lali Puna, Dntel, Tarwater, Peaches, Kreidler και Schneider TM συνδύασαν στοιχεία κιθαριστικά με μελωδικά, μαζί με εκκεντρικά, ακόμα και ασύνδετα ηλεκτρονικά. Όμως η Γερμανία είναι το μέρος στο οποίο μπορεί κανείς να βρει τους πιο αντιπροσωπευτικούς κληρο νόμους της krautrock στη σημερινή εποχή. Ο Uwe Schmidt κατάφερε να ανασύρει την κληρονομιά της krautrock υπό διάφορες μορφές. Μαζί με τον Burnt Friedman ως Flanger, εξερευνά την ελευθερία στο ρυθμό που στηρίζεται στην jazz, και όπως οι Sieg Uber Die Sonne, o Schmidt δημιουργεί γνήσια ηλεκτρονική μουσι κή. Το σημαντικότερο όμως είναι αυτό: έχει κυκλοφορήσει μια σειρά από εκκεντρικές επανεκτελέσεις θεμά των των Kraftwerk με στοιχεία salsa υπό το όνομα Senor Coconut. Για διαφορετικούς λόγους, ο γυμνός ηλεκτρονικός ήχος της δισκογραφικής εταιρείας Scape και ο ιδιοκτήτης της, ο Stefan «Pole» Betke, είναι ένας προφανής κληρονόμος της krautrock. Οι συνθέσεις του Betke, έχοντας ομοιότητες με τον σύγχρονο, απογυμνωμένο γερμανικό ήχο techno, δεν διαθέτουν τη ρυθμική εστίαση της krautrock της δεκαετίας του 1960, αλλά, μαζί με ομοϊδεάτες παραγωγούς όπως οι Matmos, ο εμπνευσμένος από την jazz, Jan Jelinek -o Can Neu οποίος ηχογραφεί και για τη Scape- και το ρωσικό συγκρότημα Fizzarum, έχουν κληρονομή Faust σει τη «σφραγίδα» της krautrock. Drexciya Cybotron
Οι Spacemen 3, αφού κυκλοφόρησαν το πρώτο τους άλμπουμ, το Taking Drugs To Make Music To Take Drugs To, το 1986, έγιναν γνωστοί για τα τραγούδια τους που είχαν διάρκεια μεγαλύτερη των 20 λεπτών το καθένα.
Η εξέλιξη της
μουσικής
Παρά το ενδιαφέρον που έχει προξενήσει στις μέρες μας και την ευρεία αποδοχή που έχει επιτύχει, η ηλεκτρονική μουσική ανέκαθεν είχε ένα ισχυρό, αφοσιωμένο ακροατήριο. Αυτό οφείλεται στις πολλές διαφορετικές πτυχές της μουσικής και στη συνεχόμενη ανάγκη της για επανευρεση. Αν και η ηλεκτρονική μουσική δεν ήταν αποκλειστικά προϊόν του πρωτοποριακού συγκροτήματος Kraftwerk της δεκαετίας του 1970, το γερμανικό αυτό συγκρότημα ήταν ιδιαιτέρως επιδραστικό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι Kraftwerk είχαν επηρεάσει καλλιτέχνες της synth pop και νέους ρομαντι κούς καλλιτέχνες όπως οι Depeche Mode, οι Human League και οι Ultravox. Ο Αμερικανός παραγωγός Juan Atkins εμπνεύστηκε από τους αυστηρούς χτύπους των Kraftwerk και τη φουτουριστική αίσθηση της αποδόμησης για να ξεκινήσει το κίνημα της ηλεκτρονικής μουσικής στο Ντιτρόιτ. Ειδικότερα, οι δουλειές του με τους Cybotron και τους Model 500, όπως και με πρωτοποριακά συγκροτήματα όπως οι Underground Resistance και οι Drexciya, επηρεάστηκαν από τους Kraftwerk, ενώ παράλληλα ανέπτυξαν το δικό τους ξεχωριστό στυλ. Ο Atkins δεν ήταν απλώς ο πρώτος παραγωγός που επινόησε τον όρο «techno», αλλά ήταν και αυτός που κυκλοφόρησε τραγούδια σαν το «Clear» ως Cybotron, δίνοντας το έναυσμα για την ηλεκτρονική μουσική στο Ντιτρόιτ. Τα θέματα επιστημονικής φαντασίας της ηλεκτρονικής μουσικής έτυχαν περαιτέρω επεξερ γασίας από το συγκρότημα Underground Resistance στο χώρο της techno/electro μουσικής. Η διαμόρφωση της βαθιάς techno και της ηλεκτρονικής funk δεχόταν και συνεχίζει να δέχεται επιρροές από το διάστημα. Στο μεταξύ, το μυστηριώδες συγκρότημα Drexciya έφερε τα πάνω κάτω στο χώρο της ηλεκτρονικής μουσικής εξερευνώντας το μύθο της χαμένης Ατλαντίδος και την έννοια του «ενδότερου χώρου» με ήχους σαν κι αυτούς που ακούγονται στις συνθέσεις «Deep Sea Dweller» και «Aquatic Invasion». Όπως και ο ήχος της techno μουσικής, έτσι και οι καινοτομίες της ηλεκτρονικής μουσικής του Ντιτρόιτ χάραξαν την πορεία που θα ακολουθούσαν οι επόμενοι. Όμως θα ήταν υπεραπλούστευση αν λέγαμε ότι οι Kraftwerk και το Ντιτρόιτ είναι αποκλειστικά υπεύθυνοι για την τεράστια σύγχρονη ηλεκτρονική σκηνή. Συγκροτήματα funk μουσικής όπως οι Parliament, οι Trouble Funk και οι Cameo, όπως και η μουσική από «Autoban» Kraftwerk τις ταινίες του John Carpenter, έπαιξαν ζωτικής σημασίας ρόλο. Εξίσου σπουδαία είναι η «Hallogallo» Neu «Spoon» Can μουσική ebm (electronic body music) και οι ήχοι της ιταλικής disco.
Oι Kraftwerk αναδείχθηκαν σε μια δύναμη κυρίαρχη και με σημαντική επιρροή όσον αφορά την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής μουσικής.
OL ηγέτες της νέας Αν και ο ήχος του Ντιτρόιτ ήταν σεβαστός, ελάχιστοι παραγωγοί που βρίσκονταν μακριά από αυτή την αυτοκινητούπολη ασχολούνταν με αυτή την περίπλοκη και σύνθετη μουσική. Όλα έδειχναν ότι ο ηλεκτρονικός ήχος θα παρέμενε ένας πολύ εξειδικευμένος ήχος. Ωστόσο, το 1997, ο Ολλαν δός παραγωγός I-F κυκλοφόρησε το κλασικό «Space Invaders Are Smoking Grass», ένα δίσκο που είχε αντλήσει την έμπνευση του από την ιταλική disco αλλά και από τον ήχο του Ντιτρόιτ. Αυτός ο ήχος της χορευτικής πίστας κέρδισε την προτίμηση των ντισκ-τζόκεϊ που λάτρευαν την techno και οι οποίοι μπορούσαν να παίζουν τα τραγούδια τους χωρίς να ελαττώνουν το τέμπο. Το 1998, ο Γερμανός ντισκ-τζόκεϊ/παραγωγός DJ Hell, ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Interna tional Deejay Gigolos. Παρόλο που κυκλοφόρησε τη δουλειά των David Caretta και Terence Fixmer, που ήταν επηρεασμένη από την ebm, και επίσης κυκλοφόρησε κάποια από τα επόμενα έργα των Drexciya, ο Hell έψαχνε μια ακόμα πιο pop εκδοχή του Adult / I-F ήχου. Η δισκογραφική εταιρεία τού Hell προώθησε αυτό το νέο είδος που ο Larry Lee, ένας Νεοϋορκέζος διαφημιστής κλαμπ, ονόμασε electroclash, και έφε ρε τη λάμψη, το στυλ και την ευρύτερη αποδοχή οτην ηλεκτρονική μουσική. Παρά το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού, η ηλεκτρονική μουσική ποτέ δεν βρέθηκε σε καλύτερη φάση, κι αυτό φαίνεται από την ποικιλία των στυλ. Neu Neu Πέρα από τη διαρκή εξέλιξη της electroclash, πολλοί παραγωγοί απομακρύνθη Playing With Fire Spacemen 3 καν από αυτό το χλιδάτο στυλ. Έβαλαν τη μουσική αυτή στο περιθώριο και άρχι Tago Mago Can σαν πάλι να αναζητούν παλιότερες επιρροές. Στο μεταξύ, ο μπασαριστός ήχος του Ντιτρόιτ συνεχίζει να αποκτά με γαλύτερη δημοτικότητα. Όντας μια πολύ σκληρή και υψηλών προδιαγραφών εκδοχή του ήχου του Μαϊά μι που ήταν γεμάτος χυδαιολογίες, είναι έργο των DJ Assault και του Godfather από το Ντιτρόιτ, οι οποίοι συνεργάστηκαν με βρετανούς παραγωγούς όπως οι Debasser και Andrea Parker. Ομοίως, η δουλειά του τολμηρού παραγωγού Andrew Weatherhall και του συνεταίρου του στο στούντιο, του Keith Tenniswood, ως Two Lone Swordsmen, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τον ήχο electroclash που έχει εμμονές με το γκλάμουρ. Όλα δείχνουν πως ούτε ο θάνατος του James Stinson, του μέλους των Drexciya, στα τέλη του 2002, δεν μπορεί να ανακόψει την πορεία της ηλεκτρονικής μουσικής προς τα εμπρός.
Από τότε που ήταν ακόμα έφηβος, ο DJ Hell ασχολιόταν με τη μίξη διαφόρων ειδών μουσικής, από punk και new wave μέχρι hip hop και house, μέχρι που βρήκε το στοιχείο του στην trance και τη hardcore.
στη δεκαετία του 1980 Αν και πολλοί θα ισχυριστούν ότι η pop της δεκαετίας του 1980 χαρακτηριζόταν από μια κενή και ματαιόδοξη υπερβολή, από κακόγουστα κουρέματα και κυνική ωμότητα, η δεκαετία αυτή έφερε στο προσκήνιο πολλούς καλλιτέχνες της pop. Επιπλέον, δικαίως σημαδεύτηκε από το Live Aid, το 1985, μια παγκόσμια φιλανθρωπική εκδήλωση με πρωτοφανή απήχηση, η οποία άφησε τη σφραγίδα της σε αυτή την εποχή. Η pop της δεκαετίας του 1980 διαμορφώθηκε άμεσα από τρεις εξελίξεις οι οποίες άλλαξαν σημαντικά τη μουσική αγορά. Πρώτον, το τεράστιο τεχνολογικό άλμα που μας πήγε από το απλό συνθεσάιζερ σε μηχανήματα όπως το sampler, το sequencer, τα προγραμματιζόμενα ντραμς και τα πρακτι κώς και οικονομικώς προσιτά μέσα για αναπαραγωγή του ήχου μιας ολόκληρης ορχήστρας με το πάτημα ενός κου Δηλώσεις του Ozzy Osborne μπιού. Δεύτερον, η εμφάνιση του μουσικού καναλιού MTV για την εκδήλωση Live Aid και η επιτυχία του βίντεο-κλιπ σήμαινε αυτό ακριβώς που έλεγε το 1979 το συγκρότημα Buggies, του σούπερ παραγωγού της δεκαετίας του 1980, του Trevor Horn, όταν ερμήνευε το τραγούδι «Video Killed The Radio Star» (= To βίντεο σκότωσε τους ραδιοφωνικούς αστέρες). Τε λευταίο, αλλά όχι ασήμαντο, ήταν το γεγονός ότι σβήστηκαν για πάντα οι διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στη «μαύρη» και τη «λευκή» μουσική, κάτι στο οποίο συνέβαλε η εκπληκτική επιτυχία του άλμπουμ Thriller του Michael Jackson. Όλοι έσπευσαν να αναμίξουν τη soul, τη rock, την pop και την disco για να φτιάξουν ένα όλο και πιο ομογενοποιημένο σύνολο.
Ο νέος βασιλιάς της pop Το άλλοτε παιδί-θαύμα, ο Michael Jackson, αυτοαναγορεύτηκε βασιλιάς της pop στη δεκαετία του 1980 με τα άλμπουμ παραγωγής του Quincy Jones με τίτλο Off The Wall (1979) και Thriller (1982). Τα άλμπουμ αυτά καθό ρισαν τους νέους κανόνες της αγοράς: σοφιστικέ χορευτική pop σε συνδυασμό με μελωδία pop και πότε πότε φωνητικά που θύμιζαν rock· στίχοι που άλλοτε είχαν σχέση με προσωπικά θέματα και άλλοτε χρησιμο ποιούσαν τη γλώσσα της pop που μιλούσε για τον έρωτα, το σεξ και το χορό· πανάκριβες παραγωγές βιντεο κλίπ. Αλλά και η αδερφή του Jackson, η Janet, εγκατέλειψε την παλιά εικόνα της και το 1986 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Control παραγωγής των Jimmy Jam/Terry Lewis, που ήταν ένα τολμηρό φεμινιστικό άλμπουμ με soul-pop μουσική και το οποίο αμέσως την έβγαλε από τη σκιά του Michael. Ο Michael Jackson, που έγινε διάσημος στη δεκαετία τον 1980 με τη χαρακτηριστική φωνή του και την πρωτοτυπία των κινήσεών του, στέκεται πλάι στο κέρινο ομοίωμά του στο μουσείο της Μαντάμ Τισό στο Λονδίνο.
της pop
1 2 3 4 5
Το συγκρότημα funk μουσικής των Jam και Lewis από τη Μινεάπολη, οι Time, είχαν μαζί τους και έναν μικρόσωμο αλλά ικανό performer, τραγουδιστή, συνθέτη και πολυμουσικό που λεγόταν Prince Rogers Nelson. To λάγνο μίγμα funk, soul, pop και classic rock που λανσάρισε εκτινάχτηκε στα Οψη το 1984 με τη μουσική επένδυση της ταινίας στην οποία εμφανιζόταν και είχε τον τίτλο Purple Rain. H εικόνα του, ένα μίγμα από Hendrix, Little Richard και James Brown, μάγεψε τον κόσμο που πίστεψε ότι ήταν το πιο ταλαντούχο και πιο παραγωγικό παιδί-θαύμα της pop. Στο μεταξύ, στη Νέα Υόρκη, μια φιλόδοξη πρώην χορεύτρια κατάστρωνε τα σχέδια της που θα την οδηγούσαν στη δόξα. Τα λικνίσματα που θύμιζαν μουσική disco στην πρώτη επιτυχία της Madonna, το «Holiday», εξελίχθηκαν οε ένα είδος χορευτικής pop που συνδύαζε αφέλεια, καπατσοσύνη και απίστευτες χο ρευτικές φιγούρες στην επιτυχία του 1984, «Like A Virgin». Η δεσποινίδα Ciccone ξεκινούσε τότε μια καριέρα που κράτησε σχεδόν δύο δεκαετίες και χαρακτηρίστηκε από διαρκή πρωτότυπα ευρήματα, ενώ παράλληλα βρισκόταν συνέχεια ένα βήμα μπροστά από κάθε τάση της pop και μάλιστα χωρίς να ιδρώσει καθόλου. Η μετάβαση από τη soul στην pop συνεχίστηκε αδιάκοπα με πρωταγωνίστριες δύο αντιδιαμετρικά αντίθετες ντίβες. Η Tina Turner ήταν αστέρι της rock'n'soul από τη δεκαετία του 1960, αλλά είχε οδηγηθεί στην αφάνεια μέχρι τη στιγμή που το άλμπουμ της, το Private Dancer του Ί 984, την επανέφερε στο προσκή νιο, με συνθέσεις από τον Mark Knopfler των Dire Straits κ.ά. και παραγωγή των Βρετανών Heaven 17 και του πανταχού παρόντος Rupert Hine. Η electro μουσική και η γεμάτη λυγμό soul φωνή της σε συνδυασμό με τις αποκαλύψεις για την κακομεταχείριση που είχε υποστεί στα χέρια του πρώην συντρόφου της, του Ike Turner, τη μεταμόρφωσαν σε μια ηρωίδα που κατάφερε να επιβιώσει. Στο άλλο άκρο της ηλικιακής κλίμακας, η 22χρονη περιστασιακή τραγουδίστρια Whitney Houston κυκλοφόρησε το 1985 το ομώνυμο άλ μπουμ της το οποίο, με το φανταχτερό μίγμα ανέ 1 Prince Michael Jackson μελης χορευτικής pop και περίπλοκης μπαλάντας, 2 Phil Collins Prince 3 John Mellencamp Madonna αναδείχτηκε στο πιο επιτυχημένο ντεμπούτο άλ Tina Turner 4 Sade μπουμ όλων των εποχών. Παρά το ταλέντο και τη ν 5 The Police Gary Numan άφθονη ομορφιά της, η επόμενη 15ετία τής επε φύλασσε μείωση των πωλήσεων, αύξηση των πε ριστατικών δημόσιας ταπείνωσης εξαιτίας των φημών για σοβαρά προβλήματα με ναρκωτικά, ακατάσχετο εγωισμό και μυστηριώδεις εξελίξεις στον προβεβλημένο γάμο της με τον Bobby Brown. To επιτυχημένο soundtrack της ταινίας Purple Rain του Prince, το 1984, ανέδειξε επιτυχίες όπως το «When Doves Cry» και το «Let's Go Crazy», αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τη φήμη του.
Η νέα βρετανική
1 2 3 4 5
Η βρετανική pop της δεκαετίας του 1980 και η επιτυχία της στις ΗΠΑ προήλθαν από ένα κύμα καλλι τεχνών με ωραία εξωτερική εμφάνιση που συνδύαζαν τη λάμψη με τη synth-pop. Όμως το κεντρικό πρόσωπο της βρετανικής pop για τη δεκαετία του 1980 ήταν παραγωγός και όχι καλλιτέχνης. Ο Trevor Horn εγκατέλειψε το ρόλο του μέλους του συγκροτήματος των Yes, αλλά και του επιτυχημέ νου συγκροτήματος των Buggies, και ανέλαβε μάνατζερ μιας σειράς Βρετανών καλλιτεχνών με δύναμη επιρροής και επιτυχίες, που μεταξύ άλλων ήταν οι ABC, οι Spandau Ballet, οι Dollar, οι Frankie Goes To Holly wood, οι Art Of Noise και οι Pet Shop Boys. Παρά τις διαφορές που χώριζαν τα διάφορα συγκροτήματα, ο ήχος του ξεχώριζε εύκολα, αφού ο Horn αξιοποιούσε τις δυνατότητες του νέου sampler της εταιρείας Fairlight και δημιουργούσε ένα ευρύτατο μέτωπο ήχου: ντραμς, ήχοι εγχόρδων, ήχοι από πνευστά όργανα, δυ νατό μπάσο, πολυεπίπεδα φωνητικά και ηχητικά εφφέ που είτε ακούγονταν απαλά σαν βελούδο, είτε απει λούσαν να σπάσουν τα ηχεία. Αυτό δημιουργούσε μια εμφανή αντίθεση προς καλλιτέχνες όπως ο George Michael, ο οποίος αποχώρησε από τους Wham!, το συγκρότημα χορευτικής pop που είχε σχηματίσει με το φίλο του από το σχολείο, τον Andrew Ridgeley, και στράφηκε προς ένα όλο και πιο προσωπικό στυλ pop, ως τραγουδιστής και δημιουργός, για να καταλήξει στη δεκαετία του 1980 να αναδειχθεί σε σημαντικό αστέρα της βρετανικής pop. Όμως η electro-da nce μουσική συνέχισε να είναι το σημαντικότερο 1 «Flashdance... What A Feeling» Irene Cara «DoThey Know It's Christmas?» Band Aid ρεύμα της βρετανικής pop 2 «Bette Davis Eyes» Kim Carnes «Relax» Frankie Goes To Hollywood «I Just Called To Say I Love You» Stevie Wonder 3 «Physical» Olivia Newton John με διαφορετικού στυλ συ «TwoTribes» Frankie Goes To Hollywood 4 «Every Breath You Take» The Police γκροτήματα, όπως οι Eury5 «Endless Love» Diana Ross και Lionel Richie «Don't You Want Me» The Human League thmics, οι Yazoo και οι Era sure, και συγκροτήματα της punk που στράφηκαν προς την pop, όπως οι Cure και οι New Order, δημιουργώντας επιτυχίες μηχανικά υποστηριζόμενης pop, άλλοτε φωτεινής και άλλοτε σκοτεινής. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980, το ντουέτο synth-pop μουσικής από τη βόρεια Αγγλία, οι Pet Shop Boys, με τον ανέκφραστο, ανεπαίσθητα πολι τικό και εντυπωσιακά ευφυή τρόπο του είχε συνδυάσει όλες τις διαθέσεις και μεθόδους των πιο πάνω Βρε τανών καλλιτεχνών της pop σε ένα χορευτικό, απευθυνόμενο σε ενήλικες, διαχρονικό και δημοφιλές σύνολο.
Η δυναμική alto φωνή της Annie Lennox σε συνδυασμό με τις καινοτομικές μεθόδους παραγωγής του Dave Stewart ανέδειξαν τους Eurythmics σε ένα από τα καλύτερα pop συγκροτήματα της δεκαετίας του 1980.
Pop
δεκαετίας '80
Στη δεκαετία του 1980 στα ερτζιανά κυριαρχούσε ο κανόνας της μετάβασης από το ένα στυλ στο άλλο και όχι μόνο ανάμεσα στη μαύρη και τη λευκή μουσική, αλλά και ανάμεσα στη rock και την pop, τη μουσική για ενήλικες και εκείνη για νέους. Ακόμα και τραγουδιστές/δημιουργοί που παλιότερα ήσαν περισσότερο ιδιοσυγκρασικοί, τώρα αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν και να «νερώσουν» τις ρομαντικές μπαλάντες τους που στηρίζονταν στον ήχο του πιάνου γράφοντας τραγούδια που είχαν υψηλότερο τέμπο, στηρίζονταν σε πιο πλούσια ενορχήστρωση και μπορούσε κάποιος να τα χορέψει. Οι έντονα νοσταλγικές επιτυχίες soul-pop, όπως το «Uptown Girl» και το «Tell Her About It», που σημείω σε το 1983 ο Νεοϋορκέζος Billy Joel ήταν ίσως το τέλειο παράδειγμα αυτής της μεταβατικής περιόδου. Παρ' όλα αυτά όσοι κατάφεραν αυτή την ισορροπία με τον πιο επιτυχημένο τρόπο ήταν καλλιτέχνες με άκρως διαφορετικό στυλ και μέθοδο, γεγονός που μας υπενθυμίζει ότι, ακόμα και στις πιο συντηρητικές περιόδους της pop, οι καλλιτέχνες που έχουν το πιο ιδιαίτερο όραμα είναι εκείνοι που τείνουν να καθορίσουν το στίγμα της εποχής τους.
Οι Άγγλοι εκκεντρικοί Η Kate Bush από το Κεντ έγινε σούπερ-σταρ σε ηλικία 20 μόλις ετών με την υστερική pop προσαρμογή του «Wuthering Heights», το 1978, και συνέχισε να φωτίζει με τη λάμψη της ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 με μια σειρά από όλο και πιο γοητευτικές και προκλητικές ιδέες pop. Από την μια, ερμηνείες της που περιείχαν έντονη σεξουαλικό τητα καθώς και το ταλέντο της στη δημιουργία κλασικιστικών μελωδιών την ανέδειξαν σε είδωλο και δημιουργό επιτυχιών. Από την άλλη, οι θεατρικού τύπου τοποθετήσεις της σε θέματα τόσο καυτά όσο ο πυρηνικός πόλεμος («Breathing») και τα βάσανα που υπέμεναν οι ιθαγενείς («The Dreaming») -συν ο μοναχικός χαρακτήρας της και η συχνά αλλόκοτη αίσθηση που απέπνεετην κατέστησαν μια «περσόνα». Προς τα τέλη της Sting δεκαετίας του 1980 συνεργάστηκε με τον Peter Gabriel, το πρώην μέλος και αρχηγό του συγκροτήματος των Genesis και ηγέτη της pop διανόησης. Η δουλειά του Gabriel που εμπεριείχε τα πάντα, από synth-pop μέχρι και αφρικάνικους ρυθμούς, συχνά είχε έντονα πολιτικό χα ρακτήρα (όπως στο «Βίκο», το τραγούδι κατά του απαρτχάιντ), και συνδιαλέχθηκε τέλεια με τη χορευτική rock στην επιτυχία του 1986, «Sledgehammer». Η παραγωγή και η ηχογράφηση του άλμπουμ Hounds Of Love, που κυκλοφόρησε το 1985 η Kate Bush, έγινε στο στούντιο που είχε στο σπίτι της και ανέδειξε το single «Running Up That Hill».
Δεν
συγκρότημα
Ο άνθρωπος που αντικατέστησε τον Peter Gabriel στους Genesis ηγήθηκε ενός ρεύματος τραγου διστών/δημιουργών που εύκολα υπερέβησαν τις ρίζες τους μέσω ιδιαίτερα επιτυχημένων συγκρο τημάτων. Ο πρώην ηθοποιός σε παιδικές θεατρικές παραστάσεις και ντράμερ, ο Phil Collins, συνδύασε μου σικά την pop για ενήλικες, τον έντονα funky ήχο των πνευστών οργάνων του συγκροτήματος Earth, Wind and Fire, τη νοσταλγία της pop που φάνηκε μέσα από τη διασκευή του στην επιτυχία των Supremes, «You Can't Hurry Love», με αποτέλεσμα να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες της δεκαετίας. Η χαρακτηρι στική στόφα του Collins ως καλλιτέχνη της divorce pop τον ανέδειξε σε συνώνυμο της γλυκύτητας, σύμφωνα με τους κριτικούς. Ο Lionel Richie, πρώην μέλος του funk συγκροτήματος των Commodores που συνερ γάζονταν με τη δισκογραφική εταιρεία Motown, είχε και αυτός κατακριθεί, παρόλο που είχε ενθου σιώδεις οπαδούς της ενήλικης pop. Αυτός ο μπαλανταδόρος της pop και της ελαφριάς χορευτικής pop ευθύνεται για ένα είδος μεταβατικής pop-soul, που ήταν επηρεασμένη τόσο από την ευρύτερα αποδεκτή country όσο και από την R&B. Δύο άλλοι Βρετανοί οι οποίοι αποχώρησαν από συγκροτήματα της pop που χαρακτήριζαν την εποχή εκείνη, προτού συνεχίσουν σόλο καριέρα με ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία, ήταν ο Gordon «Sting» Summer και ο George Michael. Ο Michael, που το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Κυριάκος Παναγιώτου, είχε ήδη εγκαταλείψει την ελληνοκυπριακή παροικία του βόρειου Λονδίνου μαζί με το συγκρότημα των Wham!, στο οποίο συμμετείχε ο παιδικόςτου φίλος Andrew Ridgeley. Όμως το άλμπουμ, του 1987, με τίτλο Faith, επαναπροσδιόρισε το στίγμα του και τον ανέδειξε σε πιο ώριμο καλλιτέχνη, ενώ αργότερα το άλμπουμ, του 1990, με τίτλο Listen Without Prejudice Vol. 1, θύμισε περισσότερο την ενδοσκόπηση των Lennon και Elton John παρά τα όσα υποστήριζε ο τίτλος. Ο Sting πέτυχε μια εξίσου ομαλή μετάβαση από τους Police, που συνδύαζαν new wave και reggae, προς μια νέα καριέρα, το 1985, έναν πετυχημένο συνδυασμό της jazz με την pop. Η έντονη σύνδεση του ονόματος του με διά φορα πολιτικά και οικολογικά κινήματα έδειξε τι ανέμενε ο κόσμος από έναν ώριμο rocker μετά τον αντίκτυπο που άσκησε η παγκόσμια φιλανθρωπική εκδήλωση Live Aid το Kate Bush Sting 1985. George Michael Elton John Stevie Wonder
To άλμπουμ Faith του George Michael, που κυκλοφόρησε το 1987, σημείωσε τεράστια επιτυχία και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού και κατέκτησε την πρώτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών.
Η
της soul
Όπως δείχνει το παράδειγμα του Lionel Richie, η μεταβατική φάση της adult-pop της δεκαετίας του 1980 λειτούργησε διττά. Δύο πολύ εμφανίσιμοι μαύροι καλλιτέχνες που εργάζονταν στο Λον δίνο δημιούργησαν το νέο είδος τραγουδιστή/δημιουργού με κλασική μαύρη μουσική υφή. Ο Αμερικανός πρώην στρατιωτικός Terence Trent D'Arby έδωσε σάρκα και οστά στο μίγμα της soul της παλιάς σχολής και της σύγχρονης pop, ενώ για κάποιο διάστημα τραγούδησε funk. To πρώτο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1987 και είχε τον τίτλο Introducing The Hardline According To Terence Trent D'Arby, συνδύαζε τα φωνητικά των Sam Cooke και Otis Redding με πιασάρικα τραγούδια pop-funk και μπαλάντες, δείχνοντας πως επρόκειτο για μια ευφυέστατη προσωπικότητα της pop. Δυστυχώς, λόγω του ότι ο D'Arby πρόβαλε την εικόνα του sex-symbol σε συνδυασμό με κάποια αρνητικά σχόλια, έχασε την αρχική αίγλη του, ενώ η σκόπιμα «αλλόκοτη» επόμενη δουλειά του, το άλμπουμ Neither Fish Nor Flesh, ήταν ένα από τα πιο «αυ τοκαταστροφικά» άλμπουμ στην ιστορία της pop, καταδικάζοντάς τον στην απόλυτη αφάνεια. Στο μεταξύ, μια βρετανο-νιγηριανή με εμφάνιση φωτομοντέλου δεν έκανε το ίδιο λάθος. Η Sade δημιούργησε ένα ρέον μίγμα από ήπια jazz και αισθησιακό ρομαντισμό pop, ηχογραφώντας μια σειρά από άλμπουμ που όχι μό νο πουλούσαν, αλλά ασκούσαν και πολύ σημαντική επιρροή στη μαύρη μουσική, σε μεγάλο βαθμό λόγω του ότι ήταν η επιλογή για μεταμεσονύχτια πλανέματα για πολλούς άντρες καλλιτέχνες που κυριαρχούσαν στο χώρο της rap και της R&B στη δεκαετία του 1990!
Παλιό, νέο, δανεικό και μπλε Δύο από τους πιο αγαπημένους τραγουδιστές / δημιουργούς της δεκαετίας του 1970 προσαρμόστηκαν εύ κολα στις εμπορικές απαιτήσεις της επόμενης δεκαετίας. Ενώ ο Elton John επανεφηύρε τον εαυτό του ως καλλιτέχνης της pop που κατάφερε να επιζήσει με το single «I'm Still Standing», o σπουδαίος Stevie Wonder άφησε πίσω τους τολμηρούς πειραματισμούς του από την εποχή της δόξας του και απόλαυσε την πολύ με γάλη επιτυχία των singles «Ebony and Ivory» και του διαχρονικού «I Just Called To Say I Love You». Τέλος, μια ταλαντούχα Νεοϋορκέζα συνέχισε την παράδοση των τραγουδιστριών / δημιουργών που δημιούργησαν η Joni Mitchell και η Carole King. Οι ενδιαφέρουσες, έξυπνες και μελαγχολικές δημιουργίες της Suzanne «Faith» George Michael Vega συνέβαλαν στο να παραμείνει ανέπαφος ο κύκλος της ευφυούς «If You Love Somebody Set Them Free» Sting «I Just Called To Say I Love You» Stevie Wonder solo καριέρας στην pop σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 και παρα «I'm Still Standing» Elton John πέρα. «Running Up That Hill» Kate Bush
Η αιθέρια ερμηνεία της Suzanne Vega χωρίς τη συνοδεία μουσικής στο single «Tom's Diner» σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία το 1993 με την επανεκτέλεσή του από τους Βρετανούς DJs D.N.A.
Για πολλούς βετεράνους της εποχής της punk, η new wave δεν είναι είδος μουσικής. Τον όρο αυτό επινόησε ο μουσικός Τύπος για να συμπεριλάβει συγκροτήματα που επηρεάστηκαν από την punk, αλλά ακούγονταν λιγότερο επαναστατικά και είχαν περισσότερο pop χαρακτηριστικά. Τα συγκρο τήματα new wave στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην επιθυμία για μια επιστροφή στις ρίζες με σκοπό την αναβίωση των μικρής διάρκειας single της beat-pop των μέσων της δεκαετίας του 1960 που προκαλούν την ανατριχίλα όπως καθετί το κλασικό. Όλα αυτά αντικατοπτρίζονταν στον ενδυματολογικό κώδικα του new wave: εφαρμοστά και σκου ρόχρωμα κουστούμια των mod, στενές γραβάτες, κοντά μαλλιά, κατά καιρούς δερμάτινα και ρούχα DayGlo. Οι φανατικοί λάτρεις της punk μπορεί να χλεύασαν την κατάσταση, αλλά η κληρονομιά του new wave είναι μία από τις πλουσιότερες στην ιστορία της pop: μια ομοβροντία από αυστηρά δομημένους, έντεχνους αλλά άμεσους και πολύ ζωντανούς νεανικούς ύμνους, πριν τους παραμερίσει η τάση για μετάβαση από είδος σε είδος που χαρακτήρισε τη δεκαετία του 1980.
Η γενιά της κενότητας Όπως συνέβη με την punk, οι ρίζες του new wave των μέσων της δεκαετίας του 1970 μπορούν να βρεθούν στο CBGB, ένα μικρό μπαρ που αναδείχτηκε σε κομβικό σημείο και βρίσκεται στη Νέα Υόρκη. Παρόλο που ο Richard Hell, οι Television, οι Ramones και η Patti Smith δημιουργούσαν τις βάσεις της punk, οι τακτικοί θαμώνες του CBGB, όπως οι Blondie και οι Talking Heads, δημιουργούσαν έναν ήχο σχεδόν punk, αλλά με στυλ pop, ο οποίος επρόκειτο να κατακτήσει τον κόσμο. Η Debbie Harry (τραγουδίστρια των Blondie) αναδείχτηκε σε ένα από τα πιο λατρεμένα είδωλα της Η Debbie Harry για τους Blondie pop στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η τέλεια εμφάνιση της και η κρυστάλλινη φωνή της επανεφηύραν και συνάμα σατίρισαν την εικόνα της «ξανθιάς σεξοβόμβας». Η Madonna αναφέρει ότι η Debbie Harry ήταν η σημαντικότερη επιρροή της. Τέλος, οι Talking Heads πρόβαλ λαν το art-pop στυλ της δεκαετίας του 1960, έκαναν επιτυχία με το single «Once in a lifetime» και διαλύθηκαν το 1991.
Ο Elvis Costello ηχογραφούσε και ερμήνευε με τους Attractions στο διάστημα 1977-1985. Ο Johnny Cash και ο Roy Orbison είναι δύο από τους καλλιτέχνες που ερμήνευσαν δημιουργίες του.
Σφιγμένα Το βρετανικό new wave αναπτύχθηκε μέσω μιας ανεξάρτητης δισκογραφικής εταιρείας. Από το 1977 και μετά, η λονδρέζικη δισκογραφική εταιρεία Stiff Records συνδύασε έξυπνα τις ρίζες της, που βρίσκονταν στη λονδρέζικη «pub-rock» ζωντανή μουσική σκηνή, με την εκκεντρικότητα της punk, για να προτείνει μια σειρά από εναλλακτικά είδωλα της pop, όπως ήταν ο Nick Lowe, o Ian Dury, οι Madness και οι Pogues. Όμως η σημαντικότερη ανακάλυψή τους ήταν ο Declan MacManus. Ο MacManus ήταν Ιρλανδός που ζούσε στο Λίβερπουλ, καταγόταν από μουσική οικογένεια και είχε αλλάξει το όνομα του σε Elvis Costello. Ο Costello είχε συνδυάσει τη νεανική επιθετικότητα με τα ασυνήθιστα πνευματώδη και φιλοσοφημένα τραγούδια του. Θαυμάστηκε από Βρετανούς και Αμερικανούς, μιας και το παρουσιαστικό του, που θύμιζε τον Buddy Holly -εφαρμοστό κουστούμι υπαλλήλου, γυαλιά με φτηνό σκελετό, κοντά μαλλιά και στενή γραβάτα- τον ανέδειξε σε κυρίαρχη φυσιογνωμία του new wave, ενώ οι όλο και πιο σοφιστικέ στίχοι του για την αγάπη, το σεξ και την πολιτική τον ώθησαν στις πρώτες θέσεις του Καταλόγου Επιτυχιών με αποτέλεσμα να συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Paul McCartney και ο Burt Bacharach. Οι Jam, επίσης Βρετανοί, πρόσθεσαν νεανική ζωντάνια και πικρόχολους στίχους κατά του κατεστημένου στην κιθαριστική pop μουσική τους, με τον τραγουδιστή τους Paul Weller να σημειώνει μια σειρά από επιτυχίες που είχαν καυστικό στίχο και ήταν σαφώς επηρεασμέ νες από μουσικές των Who και των Beatles. Οι Stranglers πρόσθεσαν ένα μελαγχολικό είδος Blondie Talking Heads λονδρέζικου μισανθρωπισμού στη rock μουσική των Doors, όπου κυριαρχούσε το αρμόνιο, Elvis Costello και αναδείχτηκαν σε εναλλακτικά είδωλα της pop στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις The Jam The Police αρχές της δεκαετίας του 1980. Οι Buzzcocks από το Μάντσεστερ έκαναν μια γρήγορη στρο φή από την punk προς θαυμάσια pop ερωτικά τραγούδια με κιθαριστικό υπόβαθρο, ανοίγοντας το δρόμο για κάθε pop-punk συγκρότημα μέχρι τους Blink 182 και τους Ash. Οι ιρλανδικής κατα γωγής Boomtown Rats συνδύασαν την ατημέλητη punk με τον ήχο R&B των Rolling Stones, τη λάμψη του Bowie και τους rock ύμνους που θύμιζαν Springsteen, καταγγέλλοντας τις κοινωνικές αδικίες με τη δυνα μική μπαλάντα «I Don't Like Mondays», την οποία εμπνεύστηκαν από μια δολοφονία που έγινε σε κάποιο αμερικανικό σχολείο. Τέλος, οι Police πέτυχαν το πιο έξυπνο σμίξιμο με τον Sting, τον Andy Summers και τον Αμερικανό ντράμερ τους, τον Stewart Copeland, διοχετεύοντας τη μουσική τους δεινότητα που ήταν επιπέδου jazz, προς ένα κράμα rock, pop και reggae. Στα χέρια τους το new wave άρχισε να ενδιαφέρει την παγκόσμια αγορά.
Οι Stranglers, που δημιουργήθηκαν το 1975, έγιναν γνωστοί για τους μελαγχολικούς στίχους τους, τον θορυβώδη ήχο τους και την προτίμηση τους προς τα μαύρα ενδύματα.
Οι ΗΠΑ
το χτύπημα
Παρόλο που η Chrissie Hynde από το Άκρον του Οχάιο υπηρέτησε τη rock ως μουσικός στο Παρίσι και ως δημοσιογράφος στο Λονδίνο, η φιλία της με τους Sex Pistols τη βοήθησε να σχηματίσει ένα βρετανικό συγκρότημα που συνδύαζε τέλεια, αφενός την punk, και αφετέρου την αγάπη της για την κλασική ρομαντική pop της δεκαετίας του 1960. Οι Pretenders ήταν το απόλυτο υπερατλαντικό συγκρότημα new wave, που μάγευε με τη φωνή της Hynde, η οποία θύμιζε soul τραγουδίστρια, ενώ τα τραγούδια τους θύμιζαν rock του αμερικάνικου ραδιο φώνου και είχαν επηρεαστεί από τους Kinks (η Hynde παντρεύτηκε τον αρχηγό των Kinks, Ray Davies). Στο μεταξύ οι Cars και οι Knack συνδύασαν με επιτυχία την pop εικόνα του new wave με τις στενές γρα βάτες, και την αγάπη για το ρυθμό της δεκαετίας του 1960, με την παραγωγή φιλικών προς το ραδιόφωνο τραγουδιών, δημιουργώντας επιτυχίες («My Best Friend's Girl» και «My Sharona», αντίστοιχα) που εύστοχα αποτύπωσαν την εποχή εκείνη. Ένα συγκρότημα από το Άκρον, οι Devo, αποτέλεσαν ένα ακόμα παρακλάδι του new wave, στρεφόμενοι από τις υποτονικές διασκευές τύπου «Satisfaction» των Rolling Stones προς τις έξυπνα ανατρεπτικές επιτυχίες χορευτικής pop που σατίριζαν ευφυέστατα τις αξίες της δε καετίας του 1980 που έδειχναν ότι εκπροσωπούσαν. Με τους βετεράνους της σκηνής, όπως οι Blondie, η Patti Smith, ακόμα και οι New York Dolls, να συνεχίζουν να υπάρχουν στη νέα χιλιετία, έμεινε χώρος για τους Strokes από την πόλη της Νέας Υόρκης για να δηλώσουν την παρου «Denis» Blondie «Don't Stand So Close To Me» The Police σία τους με το άλμπουμ Room On Fire που πούλησε εκατομ «Going Underground»The Jam μύρια αντίτυπα. Ένα κατώτερο του αναμενόμενου επόμενο «Once In A Lifetime» Talking Heads άλμπουμ έπληξε το κύρος τους, αλλά το άλμπουμ του 2006 «(The Angels Wanna Wear My) Red Shoes» Elvis Costello με τίτλο First Impressions Of Earth πράγματι εντυπωσίασε. Άλλα συγκροτήματα που θα συνεχίσουν τη νεοϋορκέζικη παράδοση είναι, μεταξύ άλλων, οι Yeah Yeah Yeahs και οι Interpol, οι οποίοι μετά το πρώτο τους άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 2002, κυκλοφόρησαν το εντυπωσιακό Antics. Τέλος, το κλαμπ CBGB, το στέκι από το οποίο ξεκίνησαν όλα πριν από τρεις δεκαετίες, δυστυχώς έκλεισε τον Οκτώβριο του 2006.
Οι Pretenders κυκλοφόρησαν το ομώνυμο πρώτο τους άλμπουμ το 1980, το οποίο περιείχε επιθετικά τραγούδια όπως το «Brass In Pocket» και την επανεκτέλεση του «Stop Your Sobbing» των Kinks.
Νεο-ρομαντισμός και Γεννημένο από αντίδραση προς την πολιτική και από αντίθεση προς τους αστέρες της punk και της 2-Tone, το βρετανικό κύμα της synth-pop των αρχών της δεκαετίας του 1980 έφερε σχεδόν άμεση αλλαγή στη βρετανική pop σκηνή. Επιπλέον, η επιτυχία στις ΗΠΑ των κυριότερων πρωταγωνιστών σηματοδότησε τη μεγαλύτερη «βρετανική εισβολή» από τότε που οι Beatles και οι Rolling Stones μεταμόρφωσαν την αμερικανική pop στη δεκαετία του 1960. Αναμιγνύοντας έντονο στυλ, μοδάτο ντύσιμο, μηχανικούς και χορευτικούς ρυθμούς και μια επιστρο φή στους ναρκισσιστικούς στίχους διανθισμένους με λίγο θεατρινίστικη, υπαρξιστική μιζέρια, η βρετανική synth-pop ανάμιξε στην ουσία τις τρεις βασικές φάσεις της πορείας του David Bowie κατά τη δεκαετία του 1970: τη φάση της λάμψης του παγωνιού, τη φάση της λευκής funk και τη γεμάτη καλλιτεχνία φάση της ηλεκτρονικής αποξένωσης. Οι Roxy Music και οι Kraftwerk από τη Γερμανία ήταν οι άλλες σημαντικές επιρροές στο νεορομαντισμό και το φουτουρισμό.
Πειρατές και προσποιούμενοι Όταν ο Λονδρέζος Stuart Goddard είδε τους Sex Pistols, άλλαξε το όνομα του σε Adam Ant, και έπειτα από μερικές αποτυχημένες punk προσπάθειες πέτυχε ένα γεμάτο παλμό ιδίωμα που έφερε πάλι χρώμα στην ξεθωριασμένη βρετανική pop. To άλμπουμ Kings Of The Wild Frontier των Adam and the Ants σημα τοδότησε μια νέα δεκαετία το 1980, αναμιγνύοντας στολές πειρατών και ιθαγενών Αμερικανών, κιθάρες της glam rock και γνήσια pop διασκέδαση με αυθεντικό, σχεδόν σουρεαλιστικό ήχο. Το θεατρινίστικο παρουσιαστικό των Adam and the Ants, η ευχάριστα αφελής παντομίμα και τα θεατρικά βίντεο-κλιπ έδωσαν τη δυνατότητα να ανθήσουν τα στοιχεία της νέας ρομαντικής σκηνής, ανοίγοντας την πόρτα για κάποιους πρώην punk που ήθελαν να ντυθούν κατάλληλα και να γίνουν κορυφαίοι αστέρες της pop. Οι Japan ήταν ένα πενταμελές λονδρέζικο συγκρό Adam Ant τημα με αρχηγό τον David Sylvian, που συχνά τον αποκα λούσαν «τον ομορφότερο άντρα του κόσμου». Αρχικά ήταν ένα μάλλον ατυχές αντίγραφο των New York Dolls από το χώρο της glam-punk, οι οποίοι το 1979 βρήκαν την ταυτότητα τους με το άλμπουμ Quiet Life, που κινήθηκε στο χώρο της electro-disco μουσικής. Οι Japan δημιούργησαν ατμοσφαιρική και επηρεασμένη από την Ανατολή pop μέχρι το 1982, οπότε και διαλύθηκαν, σε μια χρονική στιγμή που ο ντροπαλός και πα νέξυπνος Sylvian βρισκόταν κοντά στο να γίνει σούπερ-σταρ, πράγμα που δεν προτίμησε. Μόλις κατέλαβε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών με το «Do You Really Want To Hurt Me?», το συγκρότημα Culture Club μετασχηματίστηκε σε μια ιδιαίτερα φιλική προς το ραδιόφωνο νέα ρομαντική pop δύναμη.
Ρομαντικά Το κυριότερο νεορομαντικό συγκρότημα εμφανίστηκε το 1980 από την πιο trendy πλευρά της μουσικής σκηνής των λονδρέζικων κλαμπ. Οι Spandau Ballet είχαν αναμίξει synth-disco, εύθυμα ανούσιους στίχους και τη φωνή του Tony Hadley, που θύμιζε φωνή καλλιτέχνη της όπερας. Προτού πάρουν την κατιούσα, πρόλαβαν να ερμηνεύσουν την εύπεπτη adult-pop του Gary Kemp, στις πολύ μεγάλες υπερατλαντικές επιτυχίες «True» και «Gold». Ο Gary, και ο μπασίστας αδερφός του Martin, συμμετείχαν στην ταινία The Krays. Αργότερα ο Martin, αφού γλίτωσε παρά τρίχα από το θάνατο εξαιτίας κάποιου όγκου στον εγκέφαλο, γνώρισε με γαλύτερη επιτυχία στη δεκαετία του 1990 ως ηθοποιός στη βρετανική σαπουνόπερα EastEnders. Ακόμα πιο επιτυχημένοι από τους Spandau ήταν οι Duran Duran, οι οποίοι εμφανίστηκαν στη μουσική σκηνή των κλαμπ του Μπέρμιγχαμ και έφερναν μια μουσική που θύμιζε την επιθετικότητα της rock, είχε στοιχεία συνθετικής χορευτικής pop και τους άνοιξε το δρόμο της επιτυχίας στις ΗΠΑ. Παραλλαγές αυτού του είδους εμφανίστηκαν σε κάθε γωνιά της Βρετανίας: Στο Λιντς εμφανί στηκαν οι Soft Cell, που ήταν ιδιαίτερα τολμηροί και είχαν επηρεαστεί από τη soul του βορρά. Στο Σέφιλντ οι ABC, ένα funky, ορχηστρικό και γεμάτο πρόζα συγκρότημα που είχε ως παραγωγό τον Trevor Horn. Επίσης εμφανίστηκαν οι μεγαλοπρεπείς Ultravox με αρχηγό τον Σκοτσέζο Midge Ure. Τέλος, το νεορο μαντικό σούπερ-γκρουπ Visage, που σχηματίστηκε από πρόσωπα της μόδας στο Λονδίνο και διαφημι στές κλαμπ, τον Steve Strange και Rusty Egan, ενώ στις ηχογραφήσεις τους στο στούντιο χρησιμοποιούσαν και τον Midge Ure. Αν και προερχόταν από την ίδια μουσική σκηνή των κλαμπ του Λονδίνου, όπως οι Spandau Ballet και οι Visage, ο «Boy» George O'Dowd ήταν μια διαφορετική νεορομαντική φυσιογνωμία. Η ασυνήθιστη καριέρα του περιλαμβάνει το σχηματισμό των Culture Club, τα αστραφτερά και αντίθετα προς το φύλο του ντυσίματα, μια μοναδική μορφή λευ Adam Ant Japan κής pop-soul που ενσωμάτωνε με ήπιο τρόπο τη reggae («Do You Really Want To Hurt Spandau Ballet Me?») και μια συντηρητική country (το πανταχού παρόν «Karma Chameleon»), τη δημό Duran Duran σια κατακραυγή του λόγω του εθισμού του στην ηρωίνη, την απόρριψη της ομοφυλοφι Culture Club λίας του στις ΗΠΑ (σίγουρα ήταν πάντα προφανής;) και μια θριαμβευτική solo επάνοδο με την ιδιότητα του ντισκ-τζόκεϊ, του αφηγητή και του συγγραφέα του θεατρικού μιούζικαλ Taboo.
Οι Duran Duran έγιναν διάσημοι για το ωραίο παρουσιαστικό τους, για τα γεμάτα ήχους συνθεσάιζερ τραγούδια τους καθώς και για τα καινοτομικά βίντεο-κλιπ που παρουσίαζαν στο MTV.
Συνθεσάιζερ και Ο Gary Webb, όπως και ο Adam Ant, ήταν ένας Λονδρέζος punk που εγκατέλειψε την επανάσταση για να αναβιώσει την glam μουσική. Χρησιμοποιώντας πλέον το όνομα Gary Numan, παρήγαγε ένα ηλεκτρονικό είδος pop-rock μουσικής που παρέπεμπε σε εικόνες ενός εφιαλτικού, εξωπραγ ματικού μέλλοντος, τόσο κοντινού συνάμα, στοιχεία που δεν είχαν όμως τίποτα το εκφοβιστικό δεδομένου ότι προέρχονταν από ένα βέρο πρωτευουσιάνο με παχουλό πρόσωπο και μακιγιαρισμένα μάτια. Ο Numan, που είχε επηρεαστεί έντονα από τον Bowie και την cult φυσιογνωμία του John Foxx (που ήταν αρχηγός των φουτουριστών Ultravox, προτού ο Midge Ure τους ξανακάνει συγκρότημα της εφηβι κής pop), σηματοδοτούσε τη λαϊκή οικειοποίηση του φουτουρισμού, που δεν είχε καμία σχέση με το ιτα λικό καλλιτεχνικό κίνημα αλλά είχε πολύ μεγάλη σχέση με θορύβους και εικόνες που ταίριαζαν σε ένα ζο φερό μέλλον στο οποίο κυριαρχούσαν οι μηχανές. Τα δυο πιο επιτυχημένα προϊόντα αυτής της σχολής ήταν το συγκρότημα των Human League από το Σέφιλντ και οι Depeche Mode από το Μπάζιλντον. Οι Human League ξεκίνησαν ως ένα υπέροχο, γεμά το καλλιτεχνικές αρετές μίγμα ηλεκτρονικών ήχων, έξυπνων εικόνων επιστημονικής φαντασίας και καλλι τεχνικά προσεγμένων προβολών με διαφάνειες, πριν το συγκρότημα χωριστεί στα δύο το 1980. Οι Martyn Ware και Ian Craig-Marsh οχημάτισαν τους British Electric Foundation, το 1980, οι οποίοι έπειτα από ένα χρόνο μετονομάστηκαν σε Heaven 17. Στο μεταξύ ο Philip Oakey προσέλαβε τους ειδικούς μου σικούς Jo Callis και Ian Burden καθώς και τις Joanne Catherall και Susanne Sulley για τις δεύτερες φωνές και τα χορευτικά σχηματίζοντας το νέο σχήμα των Human League. Όλοι μαζί δημιούργησαν το εξαιρετικό «Do You Really Want To Hurt Me» Culture Club άλμπουμ Dare, το καθοριστικής σημασίας άλμπουμ synth-pop της δεκα «Don't You Want Me» Human League ετίας που σημείωσε υπερατλαντική εμπορική επιτυχία μιας και περιείχε «Girls On Film» Duran Duran «Goody Two Shoes» Adam Ant το «Don't You Want Me», ένα τραγούδι που υμνούσε τους ABBA. «True» Spandau Ballet Οι Depeche Mode αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα με τα μέλη τους όταν ο Vince Clarke, ο συνθέτης των πρώτων αγαπημένων συνθέσεων τους, αποχώρησε το 1981. Ενώ ο Clarke σημείωσε μακροχρόνια επιτυχία στο χώρο της synthpop, ο νέος δημιουργός τραγουδιών Martin Gore και ο αρχηγός Dave Gahan μεταμόρφωσαν τους De peche Mode στο απόλυτο συγκρότημα για στάδια, πετυχαίνοντας τηντέλεια συνάντηση μεταξύ synth και rock μουσικής και κατακτώντας την παγκόσμια αναγνώριση.
Οι πειραματικοί ήχοι του Gary Numan με το συνθεσάιζερ τον βοήθησαν να αποκτήσει οπαδούς που παρέμειναν πιστοί στους καινοτομικούς ήχους του που ξεκίνησαν με τη χαρακτηριστική πρώτη επιτυχία του, το «Cars».
Η μουσική Δυο μόνο δισκογραφικές εταιρείες στην ιστορία της pop συνέδεσαν το όνομά τους με ένα ολόκληρο μουσικό είδος. Η πρώτη είναι η Motown από το Ντιτρόιτ. Η άλλη είναι η αγγλική 2-Tone, ένα όνομα-σφραγίδα στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 που ακόμα και σήμερα ξεχωρίζει ως το πιο σημαντικό από πολιτική άποψη φαινόμενο στη Βρετανία. Η 2-Tone δημιουργήθηκε το 1979 από τους Special A.K.A., ένα συγκρότημα πολυφυλετικό και εμπνευσμένο από τη ska και τη reggae μουσική με έδρα στο Κόβεντρι της κεντρικής Αγγλίας. Το επταμελές αυτό συγκρότημα με τα δυναμικά μέλη Jerry Dammers, Terry Hall, Neville Staples, Lynval Golding, John Bradbury, Roddy Radiation και Sir Horace Gentleman που ανήκαν στην εργατική τάξη, αναβίωσε τη βρετανο-τζαμαϊκανή δισκογραφική εταιρεία Trojan των παιδικών τους χρόνων μεταφέροντας την ενέργεια της punk και τους γεμάτους οργή και βρισιές στίχους. Τα τραγούδια τους που μιλούσαν για την αποξένωση των νέων, τον ρατσισμό και τη ζωή της εργατικής τάξης τα ερμήνευε κυρίως oTerry Hall με έναν κυνικό, χλευαστικό σαρκασμό.
Μαύροι και λευκοί ενώνονται Αφού υποστήριξε τα punk συγκροτήματα της Βρετανίας, το συγκρότημα αυτό δημιούργησε τη δική του ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία. Η 2-Tone, εμπνεόμενη από τη Motown και την Trojan, είχε ως στόχο να αποκτήσει μια ισχυρή ταυτότητα την οποία της εξασφάλιζε το σήμα της εταιρείας: ένα σκίτσο με ένα κα λοντυμένο και απροσδιόριστης φυλής «αλάνι» με κοντό και επίπεδο καπελάκι και mod κουστούμι (αλάνι είναι ο Jerry Dammers όρος που χρησιμοποιείται για τον νεαρό οπαδό της ska/reggae). Η επωνυμία 2-Tone ταίριαζε εξίσου καλά με τη στάση του συγκροτήματος απέναντι στην ρατσιστική πολιτική και ήταν μια κρίσιμης σημασίας και θαρραλέα στάση σε μια εποχή που το απροκάλυπτα ρατσιστικό πολιτικό Κόμμα του Εθνικού Μετώπου είχε κατορθώσει, με αρκετά επιτυχία, να βρει οπαδούς μέσα στην αστική νεολαία της Βρετανίας. Το πρώτο single των Special A.K.A., το «Gangsters», κυκλοφόρησε στη Βρετανία τον Ιούλιο του 1979 και αμέσως κατέλαβε την έκτη θέση. Αυτή η εκπληκτική επιτυχία οδήγησε σε συμφωνία με τη μεγάλη δισκογραφική εταιρεία Chrysalis, στην αλλαγή του ονόματος στο εμπορικότερο Specials και στη σχεδόν αυτόματη αναβίωση του κινήματος των skinhead/mod στη νεολαία της Βρετανίας που είχε κουραστεί από την punk και την disco. Ο Elvis Costello το 1979 ήταν παραγωγός στον ομώνυμο πρώτο δίσκο των Special, ο οποίος απογείωσε τη φήμη τους και τους έκανε γνωστούς ως πρόδρομους του κινήματος 2-Tone ska.
Ιστορίες καθημερινής Μέχρι τα τέλη του 1970 η 2-Tone είχε κυκλοφορήσει singles που πήραν θέση στον κατάλογο Top 10 και προέρχονταν από όλους τους σημαντικούς εκπροσώπους του κύματος 2-Tone. To τραγούδι «The Prince» του επταμελούς συγκροτήματος Madness από το βόρειο Λονδίνο, όπως και το «Gangsters», ήταν ένα φόρος τιμής στο θρύλο της τζαμαϊκανής ska μουσικής, τον Prince Buster, αλλά έδειχνε ότι η επίθεση της punk αντικαταστάθηκε από μια αλήτικη, εύθυμη, αλλά συνάμα νοσταλγική στάση πρωτευουσιάνων στα music-hall. Ο Graham «Suggs» McPherson και η παρέα του εγκατέλειψαν σύντομα την 2-Tone και συνεργά στηκαν με τη Stiff Records και κυκλοφόρησαν μια σειρά από επιτυχημένα single και πρωτοποριακά βίντεο-κλιπ που τους καθιέρωσαν σ' ένα από τα πιο αγαπημένα pop συγκροτήματα της Βρετανίας μέχρι το 1986 που διαλύθηκαν. Το συγκρότημα συνεχίζει ακόμα και σήμερα να επανασυνδέεται κατά καιρούς και να συμμετέχει οε προσεγμένες ζωντανές. Το συγκρότημα Selecter από το Κόβεντρι, με αρχηγό τη χαρισματική τραγουδίστρια Pauline Black, έκανε θόρυβο με το πρώτο τους single, το «On My Radio», και το πρώτο άλμπουμ τους, Too Much Pressure. Όμως παρόλο που χαρακτηρίζονταν από μια ακόμα πιο θορυβώδη παρουσία στο χώρο της ska-punk μουσικής από ό,τι οι φίλοι τους οι Special, σύντομα έχασαν τη δημοτικότητα τους. Τέλος, το εξαμελές συγκρότημα των Beat από το Μπέρμιγχαμ (το οποίο στις ΗΠΑ ήταν γνωστό ως English Beat) πρωτοεμφανίστηκε το 1979 με την επανεκτέλεση του χριστουγεννιάτικου «Tears Of A Clown» του Smokey Robinson και στη συνέχεια ίδρυσε τη δική του δισκογραφική εταιρεία, την Go-Feet, πάλι με τη βοήθεια της Chrysalis. Τα καυστικά τραγούδια διαμαρτυρίας από τον χώρο της punk-reggae, που ήταν επηρεασμένα από την τζαμαϊκανή dub και την κλασική pop της δεκαετίας του 1960, τους εξασφάλισαν υπερατλαντική επιτυχία πριν διαλυθούν το 1983. Οι Dave Wakeling και Ranking Roger σχημάτισαν τους General Public, ενώ οι Andy Cox και David Steele σημείωσαν ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία με τους Fine Young Cannibals. Στο μεταξύ, άλλα βρετανικά συγκροτήματα μη σχετιζόμενα με την 2-Tone συνέβαλαν στη διατήρηση του πνεύματος της εποχής που χαρακτηρίζονταν από τις επιρροές reggae και The Specials mod. Οι UB40 από το Μπέρμιγχαμ στράφηκαν απευθείας στην πολυφυλετική dub και roots Madness reggae, δημιουργώντας επιδραστική μουσική διαμαρτυρίας που τους καθιέρωσε ως το πιο The Beat UB40 επιτυχημένο, μη προερχόμενο από την Τζαμάικα, συγκρότημα reggae όλων των εποχών. The Selecter Φυσικά μέσα σε όλη αυτή τη διαμαρτυρία και το πάθος, έπρεπε να εμφανιστεί κάποιος με πιο ήπιους τόνους. Τότε εμφανίστηκαν οι Bad Manners και ο σωματώδης skinhead αρχηγός τους, ο Buster Blood vessel, με επιτυχίες που αποσκοπούσαν στην αναβίωση της ska, όπως το «Lip Up Fatty» και το «The Can-Can». Οι Bad Manners, εμπνευσμένοι από τους Specials και τους Madness, έγιναν γνωστοί για τις σκανδαλώδεις παραστάσεις και τις διασκεδαστικά αυθεντικές επανεκτελέσεις κλασικών τραγουδιών ska όπως το «Monster Mash».
Πάρα κολλά σε Ανεξάρτητα από το πόσο επιτυχημένα ήταν αυτά τα συγκροτήματα, οι Specials παραμένουν το συγκρότημα-ορόσημο της 2-Tone. Όμως ακόμα κι αν έχαιραν του θαυμασμού της αγοράς και των κριτικών για άλμπουμ όπως το Specials και το More Specials, και παρά το γεγονός ότι είχαν κατακ τήσει την πρωτιά στη Βρετανία με ένα single που ήταν η live εκδοχή του «Too Much Too Young» του οποίου οι στίχοι ήταν μια προειδοποίηση για την εγκυμοσύνη κατά την εφηβεία, το συγκρότημα τελούσε υπό διάλυση κάτω από την πίεση των μουσικών και των προσωπικών διαφορών, αλλά και λόγω των αλλεπάλληλων κρουσμάτων βίας που σημειώνονταν στη διάρκεια των ζωντανών παρα στάσεων τους από φασίστες skinhead που δεν ήταν σε θέση (ή δεν ήθελαν) να αποδεχθούν την αν τιρατσιστική στάση του συγκροτήματος. Αμέσως μετά το μεγαλύτερό τους επίτευγμα, το single «Ghost Town» -το οποίο το Ί 981 κατέλαβε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών single της Βρετανίας και ενώ στην καρδιά των βρετανικών πόλεων μαίνονταν οι αντικυβερνητικές διαδηλώσεις για τις οποίες οι στίχοι του μιλούσαν με τόσο εύγλωττο τρόποοι Hall, Golding και Staples παραιτήθηκαν για να σχηματίσουν το καταπληκτικό συγκρότημα της tribal pop μουσικής, τους Fun Boy Three, ενώ ο Radiation σχημάτισε το βραχύβιο συγκρότημα των Tearjackets. Επανερχόμενος στις ρίζες των Special A.K.A., ο ηγέτης του συγκροτήματος, Jerry Dammers, προσέ λαβε τους τραγουδιστές Stan Campbell και Rhoda Dakar (ο τελευταίος προερχόταν από ένα μέτρια επιτ υχημένο συγκρότημα 2-Tone μουσικής, τους Bodysnatchers) για να κάνει μια σειρά από σπουδαία, αλλά λιγότερο εμπορικά, single με πολιτικό περιεχόμενο, και η κορύφωση έφτασε με το ενάντια στο απαρτχά ιντ afro-pop τραγούδι, «Nelson Mandela». To άλμπουμ που προέκυψε, το In The Studio, απέτυχε άδικα, οπότε απογοητευμένος ο Dammers διέλυσε το 1984 το συγκρότημα μαζί με τη δισκογραφική εταιρεία και έγινε ντισκ-τζόκεϊ σε κλαμπ και πολύ μαχητικός ακτιβιστής κατά του απαρτχάιντ. Αν και μια ακόμη εκδοχή των Special A.K.A. δημιουργήθηκε στη δεκα ετία του 1990 χωρίς να συμμετέχουν οι Dammers, Hall και Bradbury, με κύριο σκοπό να εκμεταλλευτεί την νοσταλγική δημοτικότητα της 2-Tone στις ΗΠΑ, «Ghost Town» The Specials θα ήταν πιο δίκαιο να πούμε ότι η κληρονομιά της 2-Tone συντηρείται χάρη «On My Radio» The Selecter «Tears Of A Clown»The Beat σε συγκροτήματα του χώρου της αμερικάνικης ska-pop-punk μουσικής όπως «The Prince» Madness οι No Doubt, Save Ferris και Mighty Mighty Bosstones, αλλά και λάτρεις της «Too Much Too Young»The Specials περιπέτειας από την πολυφυλετική, βρετανική χορευτική pop, όπως ο Tricky, οι Massive Attack και οι Streets. Οι τελευταίοι αποτίουν φόρο τιμής συμπεριλαμβάνοντας στις ζωντανές παραστάσεις τους απόσπασμα από το «Ghost Town» των Special. Αν και στη Βρετανία ήταν δημοφιλής, στις ΗΠΑ ο άγριος ήχος των Madness σημείωσε μικρή επιτυχία, και αυτή οφείλονταν στο single τους, το «Our House», και στην καταιγιστική προβολή του στο MTV.
Η μουσική gangsta Ξεπηδώντας από το Λος Άντζελες με ιδιαίτερο ήχο, διαφορετική εικόνα και μια πολύ διαφορετική στάση, η gangsta rap ήταν το φιλοπόλεμο παιδί της hip hop που γεννήθηκε στους δρόμους. Ο νέος αυτός ήχος αναπτύχθηκε στις ντισκοτέκ των μαύρων και στα περιθωριακά πάρτι και γι" αυτό, όπως είχε συμβεί και με την αυθεντική hip hop, διακρινόταν από κλειστότητα και στρέφονταν πάλι προς τη street funk για να αντλήσει μουσικές εμπνεύσεις. Ήταν η πρώτη φορά που η rap είχε καταφέρει να αποκτήσει μια ταυτότητα διαφορετική από εκείνη που είχε στην ανατολική ακτή, αλλά τώρα, καθώς η hip hop πλησίαζε πιο κοντά στη heavy metal και την ευ ρείας απήχησης rock, ανεβάζοντας το τέμπο και τη μουσική της ταυτότητα, φάνηκε να απομακρύνεται από τους οπαδούς της που είχε στο εσωτερικό. Υπήρχαν ση μάδια που έδειχναν ότι θα γινόταν μια αλλαγή, όταν το μινιμαλιστικό άλμπουμ Paid In Full των Eric Β & Rakim αναδείχτηκε ως το κορυφαίο άλμπουμ rap μουσικής το 1987, ενώ το πολύ αξιόλογο άλμπουμ Strictly Business που κυκλοφόρησαν τον επόμενο χρόνο οι EPMD απέ δειξε πώς μπορούσε η hip hop να είναι ακόμα funky. Ως επακό λουθο αυτών των underground επιτυχιών δεν προκάλεσε πο λύ μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι στα τέλη της δεκαετίας του 1980 η rap της δυτικής ακτής στηρίχτηκε σχεδόν εκ ολοκλήρου σε δείγματα της P-Funk -οι Parliament / Funkadelic του George Clinton είχαν πάντα τεράστια απήχηση στην Καλιφόρνια- για ένα εύθυμο στυλ μουσικής που ακούς ενώ ταξιδεύεις με σπορ κάμπριο αυτοκίνητο κάτω από τον καυτό ήλιο της Καλιφόρνια, και το οποίο στηρίζεται σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τους Suge Knight στίχους.
Στο δρόμο Όταν το 1988 οι NWA (Niggaz With Attitude κυκλοφόρησαν το Straight Outta Compton σε έναν ανυποψίαστο κόσμο, το άλμπουμ αυτό αποτύπωνε την κατάσταση στην οποία βρισκόταν η χώρα τους, και από γεωγραφική άποψη και από πλευράς συνθηκών. Το κείμενο που συνόδευε το άλμπουμ μιλούσε για τον παραμελημένο κό σμο που ζούσε στη νότια πλευρά του Λος Άντζελες, που μια 20ετία μετά τις ταραχές του Γουότς είχε περιέλθει οε παρακμή και μαστίζονταν από τις βίαιες συγκρούσεις των συμμοριών του δρόμου. Τραγούδια όπως το «FuckTha Police», το «Straight Outta Compton» και το «Gangsta Gangsta», που έδωσε το όνομά του σε αυτό το είδος μουσικής, συνόψιζαν μια κατάσταση κατά τρόπο που κατέληξαν να αντιπροσωπεύουν τον νέο τόνο φω νής των μαύρων, το μίσος τους και τον καυστικό μηδενισμό τους. Οι NWA σχηματίστηκαν το 1986 από τον πρώην έμπορο ναρκωτικών, τον Eazy-E (Eric Wright). Στα μέλη του συγκαταλέγονταν πολύ σημαντικά πρόσωπα όπως ο Ice Cube (O'Shea ]ackson) και ο Dr. Ore (Andre Young).
Ευρείας κλίμακας Στην πόλη η οποία μετά από μερικά χρόνια θα γινόταν περιβόητη για τον ξυλοδαρμό του Rodney King, μια τέτοια στάση κατά των αρχών κρινόταν δικαιολογημένη. Ο ανησυχητικός παράγοντας ήταν ότι από πολλές απόψεις αυτή η νέα στάση έδειχνε ένα βαθιά ριζωμένο μίσος, που ποτέ άλλοτε δεν φαινόταν τόσο καθαρά όσο στην προφανή σχέση της gangsta με τις γυναίκες. Εκείνη την εποχή η άποψη ότι οι γυναίκες δεν ήταν τίποτα περισσότερο από «σκύλες» και «πόρνες», των οποίων ο κύριος ρόλος στη ζωή ήταν να συμμετέχουν σε γυρίσματα βίντεο φορώντας ελάχιστα ρούχα τραβούσε περισσότερο το ενδιαφέρον των ΜΜΕ παρά ο προβληματισμός για τη βία. Το γεγονός ότι και rappers γένους θηλυκού όπως οι Foxy Brown και Lil' Kim προσυπέγραψαν αυτή την κατάσταση -αντί να χρησιμοποιούν την επιτυχία τους για να πείσουν τον κόσμο για το αντίθετο- δεν βοηθούσε καθόλου.
Κρύος σαν τον πάγο Όμως παρά την αρχική ευρεία αποδοκιμασία -ή ενδεχομένως εξαιτίας αυτής- η μουσική gangsta rap ευδοκίμησε, δεδομένου ότι οι NWA έγιναν οι alma mater για τις δύο πιο σημαντικές φυσιογνωμίες αυτού του χώρου, τον στιχουργό / rapper Ice Cube και τον παραγωγό Dr. Dre. Από το Λος Άντζελες ήταν και ο Ice-T, ο οποίος μπορεί τελικά να περιήλθε σε δυσμένεια, αλλά κέρδισε τον σεβασμό ως ένας από τους σημαντικότερους στιχουργούς και καλλιτέχνες του είδους αποκλειστικά και μόνο χάρη στο άλμπουμ του με τίτλο OG. Μετά ήρθε η περιβόητη δισκογραφική εταιρεία Death Row Records, η οποία ιδρύθηκε το 1991 από τον Suge Knight, ένα άτομο με τρομακτικό, ογκώδες παρουσιαστικό, για τον οποίο υπήρχαν φήμες ότι είχε σχέσεις με τη Mafia. Γι' αυτόν η gangsta δεν ήταν απλώς ένα μουσικό στυλ, αλλά ένας γνήσιος τρόπος ζωής. Ανεξάρτητα από το πόσο αμφισβητήσιμες ήταν οι μέθοδοι Ice-T του Knight, η εταιρεία Death Row Records προσέλκυε την αφρόκρεμα των ταλέντων της NWA δυτικής ακτής και πριν τον κλείσουν το 1997 στη φυλακή, η εταιρεία του είχε κυκλοφορήσει Snoop Dogg Notorious BIG τρία από τα πιο αξιοσημείωτα άλμπουμ αυτού του είδους μουσικής: το Snoop Dogg's Doggy TupacShakur Dogg Style, το The Chronic του Dr. Dre και το All Eyez On Me του Tupac Shakur.
Ο Biggie Smalls, γνωστός και ως Notorious BIG, και ο Tupac Shakur ήταν δύο από τους σπουδαιότερους αστέρες της gangsta. Και οι δύο δολοφονήθηκαν μέσα σε έξι μήνες διαφορά ο ένας από τον άλλο.
Η ανατολή συναντάει τη Φυσικά η Νέα Υόρκη δεν επρόκειτο να μείνει έξω από το παιχνίδι για πολύ καιρό. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αμερικανική μεγαλούπολη διέθετε τη δική της ακμάζουσα σκηνή της gangsta rap, αλλά πολύ ευρύτερη αναγνώριση πέτυχε μόνο αφού προηγουμένως ο Notorious BIG κυκλοφόρησε το 1994 το άλμπουμ του με τίτλο Ready To Die, το οποίο τον ανέδειξε σε έναν από τους καλύτερους εκπροσώπους της gangsta rap. Λίγο καιρό αργότερα ακολούθησαν οι Junior MAFIA posse, MOP, Capone-N-Noriega, Mobb Deep και Jay-Z, όλοι αναλόγων δυνατοτήτων με αυτούς που προέρχονταν από το Λος Αντζελες, με αποτέλεσμα να μετακινηθεί το κέντρο βάρους της gangsta rap προς τα ανατολικά. Πολύ συχνά όμως, η αντιπαλότητα ανάμεσα στις δύο ακτές των ΗΠΑ, η οποία κατά καιρούς κλιμακώνονταν ξεκινώντας από τον απλό πόλε μο λέξεων, τράβηξε την προσοχή της μουσικής βιομηχανίας και των ΜΜΕ οπότε η ποιότητα κάποιων μουσικών έργων επισκιάστηκε. Όμως ενώ η gangsta rap μπορεί αρχικώς να ήταν μια έκφραση της οργής ή All Eyez On Me Tupac Shakur της απελπισίας των μαύρων, γρήγορα αντιμετωπίστηκε και ως ένα είδος ψυχαγω Doggy Dogg Style Snoop Dogg γίας στο χώρο των γκέτο από την πλευρά των λευκών κοινωνικών επαναστατών OG Ice-T Ready To Die Notorious BIG που έψαχναν την αίσθηση που χαρίζει η αύξηση της αδρεναλίνης. Το ακροατήριο Straight Outta Compton NWA άλλαξε και οι καλλιτέχνες άρχισαν να παίζουν αυτά που τους ζητούσαν. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, δύο από τους μεγαλύτερους αστέρες της gangsta -ο Notorious BIG και oTupac- είχαν δολοφονηθεί και το είδος αυτό είχε γίνει καρικατούρα του εαυτού του. Από ειρωνεία της τύχης τη δύναμη της αφήγησης και το λεξιλόγιο της gangsta αξιοποίησε με θεαμα τικό τρόπο ο Eminem για να φθάσουμε στο σημείο όπου ο μεγαλύτερος rapper του κόσμου είναι λευκός. Όμως και ο μεγαλύτερος παίκτης γκολφ είναι μαύρος, συνεπώς τα πάντα μπορούν να συμβούν. Τις μεγαλύτερες αναταράξεις στη νέα χιλιετία της rap προκάλεσαν οι προστατευόμενοι του Eminem, οι 50 Cent και Game. Και οι δύο, που ήταν μέλη του συγκροτήματος G Unit, έφτιαξαν προσωπικούς δίσκους με κορυφαίες πωλήσεις, ενώ ο 50 Cent κατάφερε να στραφεί προς τον κινηματογράφο με την αυτοβιογραφική ταινία του που γύρισε το 2005, το Get Rich Or Die Tryin'. Συνάδελφοι του rappers, οι Jay-Z και Ρ Diddy, είχαν με γαλύτερες φιλοδοξίες, αφού λανσάρισαν νέες μάρκες ενδυμάτων. Στο μεταξύ, το 2005 ο παραγωγός που έγι νε καλλιτέχνης, ο Kanye West, κυκλοφόρησε το κλασικό δεύτερο άλμπουμ του, το Late Registration, ρισκάρο ντας το κεφάλι του εξαιτίας των πολιτικών δηλώσεων που έκανε στον Τύπο σφυροκοπώντας την κυβέρνηση του George Bush και κριτικάροντας αυστηρά την ομοφοβία της hip-hop.
Ο Eminem ανέβασε την αξιοπιστία της λευκής rap μέσω της παγκόσμιας επιτυχίας του. Το τραγούδι του, «Lose Yourself», από την ημιαυτοβιογραφική ταινία 8 Mile, έγινε αφορμή να του απονείμουν το Βραβείο της Ακαδημίας.
Η βιομηχανοποιημένη
του '80
Ο όρος «βιομηχανοποιημένη pop» είναι από πολλές απόψεις περιττολογία. Παρά το ότι άλλαξε ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το ταλέντο στην pop όπως το παρουσίασαν οι Beatles, ένα μεγάλο μέρος της ευρύτερης pop έχει στηριχτεί στην παράδοση της «Tin Pan Alley», όπου ομάδες παραγωγών, συνθετών και μεγιστάνων της μουσικής βιομηχανίας βρίσκουν νέους, ελκυστικούς καλλιτέχνες (κυρίως τραγουδιστές) για να προωθήσουν πιθανές επιτυχίες τους. Ο όρος «βιομηχανοποιημένη pop» πρωτοεμφανίστηκε στη δεκαετία του 1980, λόγω του ότι οι κα ταναλωτές της pop μουσικής διέθεταν όλο και πιο πολλές γνώσεις γύρω από τον τρόπο με τον οποίο πα ράγεται και παρουσιάζεται η pop. Από τα τέλη της δεκαετίας του Ί 980 και μετά, οι «Σφίγγες» της pop έγι ναν πιο ομιλητικές σχετικά με την έλλειψη δημιουργικού και μουσικού υλικού από την πλευρά των καλλι τεχνών τους. Ειδικότερα, δύο από τους προμηθευτές βιομηχανοποιημένης pop της δεκαετίας του 1980 έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στην πραγματοποίηση αυτής της αλλαγής.
Το σημείο συνάντησης των S/A/W Ο Mike Stock, ο Matt Aitken και ο Pete Waterman (S/A/W) ξεπήδησαν από τη soul, την pop και την disco πα ράδοση της βορειοδυτικής Αγγλίας. Αυτό το μίγμα το μετέτρεψαν στην ευρείας απήχησης pop με την πρώτη σημαντική επιτυχία τους στη Βρετανία το 1984, το «You Spin Me Round (Like A Record)» που ανήκε στους Dead or Alive. Οι S/A/W, χρησιμοποιώντας τη μέθοδο «βιομηχανοποιημένης παραγωγής επιτυχιών» οδήγ ησαν την παραγωγή ένα βήμα παραπέρα δημιουργώντας τραγούδια με τη βοήθεια υπολογιστών, παίρνον τας έναν τίτλο από μια λίστα που είχαν, προσθέτοντας μπάσο, έναν τρόπο παιξίματος στα ντραμς, ένα στυλ μελωδίας και ούτω καθεξής και στη συνέχεια πλήρωναν κάποιον περιστασιακό τραγουδιστή για να φτιάξει το demo του τραγουδιού πριν ο «σταρ» προσθέσει τη δική του φωνή. Συνέχισαν έτσι, και προς τα τέλη της δε καετίας του 1980 κυριάρχησαν στους Καταλόγους Επιτυχιών, γράφοντας μια σειρά από μικρές επιτυχίες για τους Rick Astley, Bananarama, Mel & Kim, Sonia, Donna Summer, την Kylie Minogue και τον Jason Donovan. Εξίσου σημαντική με την απίστευτα «πιασάρικη» μουσική και την καθαρή εικόνα των αστέρων ήταν η νταηλίδικη και διασκεδαστική μέθοδος αντιμετώπισης των μουσικοκριτικών. Η στάση που συνοψίζονταν στη φράση «δώστε στον κόσμο αυτό που θέλει» αποκάλυπτε μια μεγάλης έκτασης αυτοπροβολή σε βάρος των καλλιτεχνών με τους οποίους συνεργάζονταν και οι οποίοι -με εξαίρεση την Kylie Minogue- επιχειρούσαν συνήθως να χτίσουν την καριέρα τους χωρίς τους τρεις αυτούς, αλλά αποτύγχαναν. Αυτή η τριάδα «βιομηχά νων» είχε πάρει τον πρώτο λόγο αντί για τον καλλιτέχνη και η διαδικασία αυτή έγινε πιο προφανής και οδη γήθηκε στην λογική κατάληξη με τις τηλεοπτικές εκπομπές Pop Stars και Pop Idol που ξεκίνησαν στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα. Από την εποχή που διέκοψε τη συνεργασία της με τους S/A/W η Kylie Minogue έγινε μία από τις κορυφαίες σταρ της pop παγκοσμίως, ενώ ο Jason Donovan ακολούθησε μια πιο επιτυχημένη καριέρα ως ηθοποιός.
αστέρων Όταν ο συγγραφέας / παραγωγός Maurice Starr που καταγόταν από τη Βοστόνη σχημάτισε το εφη βικό συγκρότημα New Edition, δεν μπορούσε να προβλέψει πόσο μεγάλη απήχηση θα είχε το κο υαρτέτο αυτό στη μελλοντική R&B μετά την «εκδίωξή» του το 1983. Όμως ο Starr ξεπέρασε το σοκ της απώλειας των προστατευόμενων του και σχημάτισε ένα νέο πεντα μελές συγκρότημα του οποίου τα μεγαλύτερα σε ηλικία μέλη ήταν 16 ετών. Οι New Kids On The Block ήταν στην ουσία η λευκή... έκδοση των New Edition, που αναδείχθηκαν σε παγκόσμια είδωλα το 1988 με το άλμπουμ τους Hangin' Tough, που πολύ έξυπνα αναμίγνυε τον αγνό κοριτσίστικο έρωτα με την εικόνα του κα κού αγοριού που παρέπεμπε στη hip hop. Παρόλο που έγραφαν τα περισσότερα από τα τραγούδια τους μό νοι τους, γίνονταν περισσότερο αντικείμενο χαβαλέ, πολύ απ' ό,τι οι καλλιτέχνες που «στήριζαν» οι S/A/W. Παρόλα αυτά το πείραμα αυτό έθεσε τις βάσεις γι' αυτό που σήμερα περιγράφουμε με τον όρο «αγορίστικο συγκρότημα».
Τραγούδια από αθώους Οι S/A/W και ο Starr καθόρισαν το μέλλον της βιομηχανοποιημένης pop στα τέλη της δεκαετίαςτου 1980, αλλά η δεκαετία αυτή είχε ήδη φέρει στο φως πολλά είδωλα της pop που αναδεικνύονταν με την παραδο σιακή εφηβική συνταγή, με μικρής διάρκειας λάμψη. Οι νεαρές Αμερικανίδες Tiffany και Debbie Gibson αναδείχθηκαν σε αγαπημένα αστέρια των ΗΠΑ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 ερμηνεύοντας αθώα νε ανικά τραγούδια. Οι αδερφές Gibson, όμως, έγιναν συνώνυμο του γυναικείου συμβι βασμού, με αποτέλεσμα να καταστούν πηγή έμπνευσης για σατιρικά punk τρα γούδια (το ωραίο τραγούδι των Mojo Nixon και Skid Roper με τίτλο «Debbie Gibson Is Pregnant With My Two-Headed Love Child») και στο σκετς του αείμνηστου και New Kids OnThe Block Kylie Minogue αμφιλεγόμενου κωμικού, Bill Hicks, με τίτλο «Ο jimi Hendrix συναντάει τη Debbie». Jason Donovan Στο μεταξύ στη Βρετανία εμφανίστηκαν οι Bros, με «σημαίες» τους τα εντυπωσια Tiffany κά ξανθά αδέρφια από το Λονδίνο, τους Luke και Matt Goss. Οι Bros έφτασαν στο ζενίθ Bros της καριέρας τους στην περίοδο 1988-89 με οχτώ συνεχόμενα τραγούδια στο Top 10 της Βρετανίας και στη συνέχεια έπεσαν στην αφάνεια. Οι Five Star, όπως και οι New Edition, στηρίχτηκαν στη μέθοδο των Jackson 5 για μια σύντομη, αλλά πολύ αποδοτική καριέρα. Έφτασαν στο ζενίθ τους με το άλμπουμ τους, Silk And Steel, που κυκλοφόρησε το 1986, αλλά η κατάρρευση τους άρχισε, όταν άρχισαν τα προβλήματά τους με τα ναρκωτικά και άλλα δημόσια παραπτώματα. Οι Stock/Aitken/Waterman οδήγησαν το «Never Gonna Give You Up» του Rick Astley και το «This Time I Know It»s For Real» της Donna Summer στην πρώτη θέση του Καταλόγου Top 40.
στη δεκαετία του 1990 Αν ρωτήσετε ένα νεαρό καταναλωτή μουσικής ποια είδη καλλιτεχνών αντιπροσωπεύουν την μου σική pop, αναμφίβολα θα παραθέσει μια λίστα από τυποποιημένα συγκροτήματα που απευθύνον ται στους εφήβους. Η pop έχει καταλήξει να αντιπροσωπεύει ένα περιορισμένο είδος, που απέχει όλο και περισσότερο από την αρχική, επαναστατική απήχηση που είχε ο συνδυασμός rock και pop του Elvis Presley και των Beatles. Από τη δεκαετία του 1950 και μετά η pop ήταν ένας γενικός όρος για όλα σχεδόν τα είδη δημοφιλούς μουσικής ως επακόλουθο της rock'n'roll. Όμως σε κάθε γενιά εμφανίστηκαν περισσότερα μουσικά υπο είδη, ενώ η αυξανόμενη επιτυχία της μουσικής βιομηχανίας στο θέμα του εντοπισμού αυτών των υπο ειδών και του στενού ή του ευρύτερου μάρκετιν προς τους οπαδούς τους, έφερε μια σταδιακή αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο το κοινό βλέπει την pop. Παρόλα αυτά η δεκαετία του Ί 990 συνέχισε να καμαρώνει για με ρικούς καλλιτέχνες της οι οποίοι ξεπέρασαν τους περιορισμούς που έθε ταν τα διάφορα είδη μουσικής. Επίσης η δεκαετία γνώρισε διάφορους πλήρως τυποποιημένους καλλιτέχνες που αποδείχθηκαν ανθεκτικοί στην αγορά της pop. Οι Spice Girls στη Βρετανία, η Kylie Minogue στην Robbie Williams Αυστραλία και η Britney Spears στις ΗΠΑ σημείωσαν ένα είδος εμπορικής αποδοχής που κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει όταν εμφανίστηκαν. Παρομοίως οι Take That ανέδει ξαν έναν από τους σημαντικότερους αστέρες pop της δεκαετίας του 1990, τον Robbie Williams, έναν πρώην χορευτή που συνδύασε με επιτυχία τον ήχο και τα μέσα προώθησης της βιομηχανοποιημένης pop με ένα πιο προσωπικό όραμα. Ο Williams ήταν μόλις 21 ετών όταν σκηνοθέτησε μία από τις πιο ανοιχτά πραγματοποιηθείσες δια λύσεις συγκροτημάτων στα χρονικά της pop. Μέσα σε δυο χρόνια αναδείχτηκε στον μεγαλύτερο αστέρα της pop στη Βρετανία με ένα κράμα βρετανικής pop και ώριμων μπαλάντων με το άλμπουμ του, Life Thru A Lens. Έκτοτε όρισε εξ αρχήςτους κανόνεςτης μετάβασης από την pop στη χορευτική pop και στη rock, κάνοντας με ευκολία άλματα από το ψευτο-rap, σε τραγούδια που ακολουθούσαν πρότυπα που έθετε ο Frank Sinatra όπως αυτά που περιέχονταν στο άλμπουμ του, το Swing When You're Winning. Ο Robbie Williams, μέχρι τη στιγμή που γράφεται αυτό το βιβλίο παραμένει ο μοναδικός γνήσιος Βρετανός καλλιτέχνης που δεν πτοείται από τα όρια μεταξύ διαφόρων μουσικών ειδών, ενώ ξεπερνάει τους μουσικούς περιορισμούς με το παρουσιαστικό του, που θυμίζει κινηματογραφικό αστέρα, και με την παιδιάστικη αναίδεια του.
Ο Robbie Williams εξακολουθεί να κυριαρχεί στο μουσικό στερέωμα με το ελκυστικό μίγμα pop και rock και το ωραίο παρουσιαστικό του.
Oι πριγκίπισσες των
1 2 3 4 5
Πολλά από τα φαινόμενα κορυφαίων πωλήσεων στο χώρο της pop μουσικής συνεχίζουν να οφεί λονται σε άριστους τραγουδιστές οι οποίοι συνδυάζουν την pop που την ενδιαφέρει ο Κατάλογος Επιτυχιών με το ώριμο τραγούδι που ακολουθεί τη μέση οδό. Δύο τραγουδίστριες που εμφα νίστηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1990 απείλησαν τη θέση της Whitney Houston ως βασίλισ σας της pop που απευθύνονταν σε ενήλικες και των οποίων τα τραγούδια μεταδίδονταν μέσω ρα διοφωνικών σταθμών. Η Mariah Carey, που την ανακάλυψε ο μεγιστάνας της soul, ο Tommy Mottola (παντρεύτηκαν το 1993 και χώρισαν το 1997) προκάλεσε αμέσως αίσθηση με τη φωνή της που είχε εύρος πέντε οκτάβων και με την οποία ερμήνευσε τα τραγούδια του πρώτου της ομώνυμο άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1990 και τα περισ σότερα από τα οποία είχε γράψει μόνη της. Αυτή η απόλυτη ντίβα της μετάβασης από τη μαύρη στη λευκή μουσική έγινε στη συνέχεια η πρώτη καλλιτέχνιδα που κατακτούσε την πρώτη θέση στους Καταλόγους Επιτ υχιών στις ΗΠΑ κάθε χρόνο σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 και κατέρριψε το ρεκόρ που είχαν οι Beatles όσον αφορά τον αριθμό των εβδομάδων που παρέμειναν στον κατάλογο Hot 100. Αφού υπέγραψε με την εταιρεία Virgin στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και αφού άντεξε απογοητευτικές πωλήσεις και μια έντονα κα κή κριτική για την ταινία Glitter, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα της ότι θα αυτοκτονούσε και για κάποιο διά στημα έμεινε σε κέντρο ψυχολογικής στήριξης. Η Virgin την «απομάκρυνε» το 2002, αλλά αυτό δεν είχε μόνο αρνητικές συνέπειες. Η εταιρεία τής κατέβαλε αποζημίωση ύψους 28 εκατομμυρίων δολαρίων. Η Carey εμφ ανίστηκε αργότερα στους Καταλόγους Επιτυχιών συνεργαζόμενη με την εταιρεία Universal. Η Καναδέζα αντίπαλος της, η Celine Dion, παντρεύτηκε τον μέντορα της, τον μάνατζερ Rene Angelil. To ζεύγος όμως έπεσε θύμα μιας ανάλογης Oasis 1 Madonna τραγωδίας, όταν οι γιατροί διέγνωσαν ότι ο Angelil Madonna 2 Mariah Carey έπασχε από καρκίνο, γεγονός που έκανε την Dion Simply Red 3 Whitney Houston να αποσυρθεί προσωρινά. Φυσικά η σπουδαία Alanis Morrissette 4 Celine Dion The Spice Girls 5 Britney Spears τραγουδίστρια είχε τη δυνατότητα να αντέξει αυτή την απουσία λόγω των προηγούμενων σημαντι κών επιτυχιών της. Συγκεκριμένα τα τραγούδια της για την ταινία Beauty And The Beast και την ταινία Τίτανικός.
Mε το επικό της στυλ και την δυνατή φωνή της η Celine Dion καθιερώθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες σταρ παγκοσμίως, ενώ μέχρι σήμερα έχει τιμηθεί πέντε φορές με το βραβείο Grammy.
Αστέρια παλιά και Παρόλο που τα περισσότερα αστέρια της pop συνέχισαν να ανεβαίνουν και να πέφτουν γρήγορα, μερικά είδωλα της δεκαετίας του 1980 διατήρησαν την αίγλη τους και στη νέα δεκαετία. Η Madonna παραμένει η μεγαλύτερη σταρ της pop και προηγείται ένα βήμα από τις τάσεις της χορ ευτικής pop, ενώ αλλάζει περσόνα με κάθε νέο τραγούδι της που κυκλοφορεί. Ο Mick Hucknall από το Μάντσεστερ οδήγησε σε μεγάλη επιτυχία τους γαλανομάτηδες της pop-soul, τους Simply Red. Και οι σταρ της electro-pop, οι Pet Shop Boys, διατήρησαν τους πιστούς οπαδούς τους καθώς μίλησαν πιο ανοιχτά για τις γλυκόπικρες εμπειρίες τους από τη ζωή των ομοφυλοφίλων. Όμως ξεχώρισαν και νέες, μη βιομηχανοποιημένες φωνές της pop. To ιρλανδικό οικογενειακό συγκρ ότημα των Corrs συνδύασε τον ευρείας απήχησης χορό με την ιρλανδέζικη folk μουσική. Το σκοτσέζικο συγκρότημα των Texas «χτύπησε» με μια φανταχτερή rock που μεταδίδονταν από ραδιοφωνικούς σταθμούς, ενώ οι Μ People που τα μέλη τους προέρχονταν από το Μάντσεστερ και το Λονδίνο στράφηκαν από τις pophouse επιτυχίες προς επικούς ύμνους που απευθύνονταν σε ενήλικους ακροατές. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το συγκρότημα No Doubt από την Καλιφόρνια εμφανίστηκε από την τοπική και επηρεασμένη από την 2-Tone μουσική σκηνή με ένα έξυπνο μίγμα από ska, pop και punk. Φυσικά σε όλα αυτά τα συγκροτήματα ρόλο ηγέτη είχαν γυναίκες μέ αξιόλογες φωνές και σεξαπίλ, και καλλιτέχνιδες όπως η Sharleen Spiteri (των Texas) και η Gwen Stefani (των No Doubt) εισήλθαν στον κόσμο της νεανι κής pop μουσικής με την ιδιαίτερα ελ κυστική εμφάνισή τους.
Υιοθετώντας το προφίλ της αθλήτριας, της κουκλίτσας, της κομψής, της γυναίκας που σε τρομάζει και της γεμάτης ζωντάνια κοπέλας, οι Spice Girls έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο με το τραγούδι τους «Girl Power».
Pop
δεκαετίας '90
Μετά από μια δεκαετία κατά την οποία η τέχνη του τραγουδιστή δημιουργού πέρασε σε δεύτερη μοίρα λόγω των απαιτήσεων της ηλεκτρονικής υπερπαραγωγής, της μετάβασης προς την disco και τον αδιάκοπο πανικό στο χώρο της μόδας, η δεκαετία του 1990 έζησε την αναβίωση του solo καλλιτέχνη με το γνήσια προσωπικό στυλ. Αυτό ωφέλησε ιδιαίτερα τις καλλιτέχνιδες οι οποίες, ενώ έπρεπε πάλι να συμμορφωθούν προς τις επιταγές του γυναικείου σεξαπίλ, είχαν τουλάχιστον τη δυνατότητα να διευρύνουν το πεδίο αυτής της επιταγής, και από άποψη εμφάνισης και από άποψη στάσης. Βέβαια στο προσκήνιο εμφανίστηκαν και μερικοί νέοι άντρες, αλλά οι καλλιτέχνιδες, και συγκεκριμένα πέντε από αυτές, σημείωσαν σημαντική επιτυχία στη δεκαετία του 1990 χωρίς να χρειαστεί να κάνουν τους συμβιβασμούς που συνήθως απαιτούνται όταν στοχεύεις ένα συγκεκριμένο τύπο ακροατηρίου. Η Sinead O'Connor από το Δουβλίνο συνεχίζει να διαγράφει μια από τις πιο πολυσυζητημένες καριέρες στον χώρο της pop. Ενώ εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με εντελώς ξυρισμένο κεφάλι που έκανε πιο σκληρά τα αγγελικά χαρακτηριστικά του προσώπου της, η δυνατή και με κελτικές επιρροές φωνή της πέτυχε τη γενική αναγνώριση το 1990 με την συναισθηματική ερμηνεία του τραγουδιού του Prince, «Nothing Compares 2 U». To άλμπουμ που ακολούθησε, το / Do Not Want What I Haven't Got, σημείωσε παγκόσμια επιτυχία, αλλά η δύναμη των απόψεων της μπορεί να έκλεψε ένα μέρος της μουσικής λάμψηςτης. Η O'Connor άσκησε κριτική για την στάση των βρετανών στην Ιρλανδία, επέκρινε τη θέση της Καθολικής Εκ κλησίας στο θέμα των αμβλώσεων, ενώ το 1992 αρνήθηκε να εμφανιστεί σε ένα αμερικάνικο σόου που θα ξεκινούσε με την ανάκρουση του εθνικού ύμνου των ΗΠΑ. Παρά_το γεγονός ότι μειώθηκε η εμπορική της επιτυχία, η O'Connor άσκησε μεγάλη επιρροή σε solo καλλιτέχνιδες σε όλη τη δεκαετία του 1990 και παραπέρα. Η εξίσου αμφισβητούσα, αλλά πολύ λιγότερο αμφιλεγόμενη Tori Amos από τη Βόρειο Καρολίνα έγινε σταρ μέσα σε μια νύχτα με το πρώτο της άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1992 και είχε του τίτλο Little Earthquakes. Παρόλο που η ρουστίκ λάμψη της, η θεατρική φωνή της και η σοφιστικέ AlanisMorissette μουσική της, όπου το πιάνο είχε τον πρώτο λόγο, αρχικά είχε ως αποτέλεσμα να την συγκρίνουν με την Kate Bush, το νεαρό της ηλικίας της Amos, οι στίχοι της και η τρελούτσικη φυσιογνωμία της την έκαναν τελείως μοναδική, ενώ το γνήσιο pop ύφος των τραγουδιών της είχε ως αποτέλεσμα να σημειώσει μια απίθανη επιτυχία το 1996 με την επανεκτέλεση του «Professional Widow» του Armand Van Helden από τον χώρο της hard-house μουσικής. Η αμφιλεγόμενη Ιρλανδέζα τραγουδίστρια Sinead O'Connor συνεργάστηκε με πάρα πολλούς καλλιτέχνες όπως οι Chieftains, οι Afro-Celt Sound System και οι The The.
Oι παράξενες και οι Μια θέση όμως στη χορευτική μουσική βρήκε και η τρελούτσικη Ισλανδή, η Bjork Gudmundsdottor που αποχώρησε από τους Sugarcubes, ένα συγκρότημα από τον χώρο της indie-goth μουσικής, και κυκλοφόρησε το 1993 το εκπληκτικό πρώτο της άλμπουμ με τίτλο Debut. Σε αντίθεση με τους καλλιτέχνες της προηγούμενης δεκαετίας που έκαναν τη μετάβαση από το ένα είδος στο άλλο, η Bjork διέθετε μια γνήσια αγάπη και καλή γνώση της πιο σύγχρονης χορευτικής μουσικής στην μετα-techno εποχή. Οι συνδυασμοί υπόκωφων ήχων με στοιχεία ambient, ρομαντικών κομματιών με αφηρημένο ηλεκτρονικό ήχο και ασιατικών μελωδιών και μοτίβων με βαθείς και ταξιδιάρικους ήχους μπά σου εντυπωσιάζουν όλο και πιο πολύ λόγω των παιδιάστικων χαρακτηριστικών του προσώπου της, της εκρηκτικής οπτικής αίσθησης και της πολύ υψηλής φωνής της. Την πιο γενναία ενδεχομένως στάση τήρησε η Kathlyn Dawn Lang, μια Καναδέζα ερμαφρόδιτη που ξεκίνησε την καριέρα της ως εφεδρική τραγουδίστρια σε καμπαρέ εκμεταλλευόμενη τον ενθουσιασμό των Αμερικανίδων λεσβιών για την country μουσική. Όμως η kd lang (προτιμούσε πάντα να γράφει το όνομα της με πεζά γράμματα) διέθετε ταλέντο πάνω και πέρα από την ειρωνική country και μια πραγματικά εντυπωσια κή φωνή. Το 1992, το εντυπωσιακό άλμπουμ της με τίτλο Ingenue τη μεταμόρφωσε σε μοναδική σταρ με τα ερωτικά τραγούδια της, που ήταν ένα μίγμα country, soul και pop, και μιας εικόνας που προβλημάτιζε για το φύλο της. Παράλληλα με την Melissa Etheridge, που ερμήνευε τραγούδια adult-rock, η lang έσπασε τη σιωπή που περιέβαλλε τις λεσβίες στο χώρο της pop, δημιουργώντας ένα πιστό και μεγάλο (κυρίως γυναικείο) ακροατήριο στη μάλλον συντηρητική Αμερική. Δανειζόμενη κάτι από όλες τις πιο πάνω καλλιτέχνιδες, μια άλλη Καναδέζα, η Alanis Morissette, έγινε η «φωνή της Σύγχρονης Γυναίκας» κυκλοφορώντας το 1995 το πολύ πετυχημένο άλμπουμ της, το Jagged Little Pill. Ακολουθώντας τον θεραπευτικό λόγο της Amos και τον θυμό της O'Connor που εκφραζόταν με ουρλιαχτά κατά των φαλλοκρατών ανδρών, η μουσική της Alanis Morissette Morissette άσκησε τόσο έντονη επιρροή ώστε σήμερα είναι σπάνιο να ακούσεις μια καλ Tori Amos kd lang λιτέχνιδα που να μην κάνει τη φωνή της σκόπιμα τσιριχτή και να μην ειρωνεύεται τους Bjork άντρες μέσα από τους στίχους της. Η νεο-χίπικη συμπεριφορά της, με το απεριποίητο Sinead O»Connor μαλλί σαν να σηκώθηκε μόλις από τον ύπνο, καθώς και τα ελκυστικά soft-rock τραγούδια της την ανέδειξαν στο απόλυτο είδωλο του pop φεμινισμού, ενώ καλλιτέχνιδες όπως η Sheryl Crow, η Fiona Apple και η Jewel ωφελήθηκαν άμεσα από την ρηξικέλευθη πορεία που ακολούθησε.
Η κυκλοφορία του άλμπουμ Ingenue από την kd lang το 1992 σηματοδότησε την είσοδό της στην εναλλακτική adult pop και απέφερε την επιτυχία της, «Constant Craving».
Αντρες που κατάφεραν να Ενώ νέες γυναικείες φωνές έδιναν τον ορισμό της τέχνης του τραγουδιστή / δημιουργού της pop της δεκαετίας του 1990, τον μεγαλύτερο αντίκτυπο από την πλευρά των ανδρών έκαναν οι βετερά νοι. Καλλιτέχνες ανάλογοι του Sting και του Elton John συνέχισαν να σημειώνουν επιτυχίες όπως ακριβώς έκαναν πάντα. Συγκεκριμένα ο Elton John (που το πραγματικό του όνομα ήταν Reg Dwight) σημείωσε τη μεγαλύτερη στον κόσμο επιτυχία του με το γεμάτο παράπονο τραγούδι «Candle In The Wind 97» που ήταν φόρος τιμής στην πριγκίπισσα Νταϊάνα και το οποίο έγινε αφο ρμή να του απονείμουν τον τίτλο του Ιππότη. Αλλά και ο George Michael συνέχισε να τα πηγαίνει καλά παρά την καταδίκη του για ασέλγια σε δημό σιες τουαλέτες του Μπέβερλι Χιλς το 1998. Έχοντας απομακρυνθεί από την πανηγυρική γνήσια pop του άλμπουμ Faith προς ενσυνείδητα ώριμη ενδοσκόπηση που ήταν επηρεασμένη από τους Elton John και John Lennon, μετά άλμπουμ Listen Without Prejudice Vol. 1 και Older, ο Michael επέστρεψε δυναμικά εγκαταλείπον τας τις βαθύτατα συγκινητικές μπαλάντες πιάνου και στράφηκε προς την ελαφριά χορευτική pop και σε επανεκτελέσεις κλασικών τραγουδιών. Τέτοιοι προσωπικοί προβληματισμοί δεν υπήρχαν για το πρώην μέλος των Jam, τον Paul Weller, o οποίος έγινε προάγγελος της βρετανικής pop όταν το άλμπουμ Wildwood τερμάτισε τη δύσκολη solo κα ριέρα του το 1993. Παρόλο που η μουσική του είναι στην ουσία μια τραχιά εκτέλεση παραδοσιακών τρα γουδιών βρετανικής rock στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, η αγάπη που εξακολουθεί να εισπράττει ο Weller για τις επιτυχίες του με τους Jam και τους Style Council συνεχίζει να τον εντάσσει στο μεταβατικό στάδιο ανάμεσα στη σοβαρή rock και την pop που αποσκοπεί στην κατά κτηση μιας θέσης στους Καταλόγους Επιτυχιών. Ο πιο εντυπωσιακός νέος τραγουδιστής / δημιουργός ήταν ο νιγηριανής / βραζιλιάνικης καταγωγής Λονδρέζος Sealhenry Samuel, ο οποίος, ως Seal, στήριξε με το τραγούδι του 'Killer'τον χορευτή Adamski το 1990 (αργότερα το ερμήνευσε ο George Michael) και στη συνέχεια στηρίχτηκε κι ο ίδιος για να χτίσει την solo καριέρα του.Το πετυχημέ νο μίγμα της συντηρητικής pop και της soul που συνήθως παιζόταν από ραδιοφωνικούς σταθμούς, μετά χαρακτηριστικά τραγούδια του 1990, «Crazy» και του 1994, «Kiss From A Rose», μαζί με το μοναδικό παρουσιαστικό του (ύψος γύρω στο 1,82 και σημάδια από εφηβική ακμή) τον βοήθησαν να αναδειχθεί σε παγκόσμιο αστέρα σε ολόκ ληρη σχεδόν τη δεκαετία. Πριν σημειώσει επιτυχία ως Elton John, ο Reg Dwight έπαιζε στους Bluesology. To συγκρότημα ξεκίνησε παρέχοντας στήριξη σε περιοδεύοντες Αμερικανούς τραγουδιστές, ενώ το 1966 μετονομάστηκαν σε Long John Baldry.
Σύγχρονη Παρόλο που η σύγχρονη R&B προτιμάει να ταυτίζεται με τα αλήτικα και ρηγμένα στο δρόμο ξαδέρ φια της στην hip hop, οι ρίζες των κυριότερων εκφραστών της βρίσκονται σαφώς στη βιομηχανο ποιημένη pop. Σε μια επιστροφή προς την εποχή της Motown, η R&B έχει αναδειχθεί σε παγκόσμιο φαινόμενο συνδυάζοντας μια εργοστασιακή συνταγή με επικεφαλής τον παραγωγό μαζί με μια υψηλού επιπέδου μουσική καινοτομία και περιπέτεια. Αυτή η ισορροπία pop ευφυΐας και μουσικής αξιοπιστίας έχει δημιουργήσει πολλούς από τους πιο ουσιαστικούς καλλιτέχνες, επιχειρηματίες και ηχογραφήσεις του εικοστού πρώτου αιώνα, τη στιγμή που υπάρχει συμμόρφωση με τα περισσότερα στερεότυπα της pop, ειδικότερα όσον αφορά τα θέματα φύλου και τη λατρεία του χρήματος.
Τα αγόρια έγιναν άντρες Όταν το συγκρότημα New Edition από τη Βοστόνη έδιωξε το 1984 τον μέντορα του, τον Maurice Starr, η επό μενη στροφή τους προς ένα πιο σκληρό, πιο funky μίγμα χορευτικής pop και μπαλάντας έθεσε σε κίνηση το τρένο της σύγχρονης R&B. Το 1986 ο Bobby Brown αποχώρησε από το συγκρότημα και μέχρι το 1989 είχε γίνει ο πρώτος σούπερ σταρ του νέου ήχου με το άλμπουμ Don't Be Cruel, ενώ το υπόλοιπο συγκρότημα διαλύθηκε. Αν και ο Gill και ο Ralph Tresvant έκαναν επιτυχημένη προσωπική καριέρα, οι Michael Bivins, Ο Romeo των So Solid Crew Ricky Bell και Ronnie Devoe σχημάτισαν τους Bell Biv μιλώντας σχετικά με την Ms Dynamite Devoe. Ο Bivins ανακάλυψε και το φωνητικό συγκρότ ημα Boyz II Men, και τότε πήρε σάρκα και οστά η εποχή R&B με αντρικά φωνητικά συγκροτήματα που είχαν τεράστια επιτυχία, με τους πιο πάνω, τους Jodeci, R. Kelly και τους Public Administration να χαράσσουν μια έξυπνη γραμμή ανάμεσα στην κοριτσίστικη γοητεία, την hip hop στάση και την πιο σοφιστικέ μουσική αντίληψη. Ο σημαντικότερος παραγωγός / συνθέτης σε αυτό το ρεύμα ήταν ο Teddy Riley, ο οποίος μετέτρε ψε τον τίτλο «New Jack Swing» σε ένα ελκυστικό τραγούδι για το hip hop συγκρότημα των Wreckx-NEffect. Τα σοφιστικέ μίγματα του από συνθετική soul, pop, rap και P-Funk έκαναν τον ρυθμό του swing όρο της καθομιλουμένης, μετατρέποντας την αμερικανική επιτυχία σε παγκόσμια αναγνώριση. Με ελάχι στες εξαιρέσεις τα φωνητικά του swing ήταν ελαφριά, ένρινα και όφειλαν πολλά στον Stevie Wonder, στοχεύοντας ίσια σε μια αγορά μαύρων νέων που θεωρούσε την hip hop κάπως hardcore. Ο Bobby Brown πρωτοπόρησε στο swing στη δεκαετία τον 1980. Οι επιτυχίες του συνεχίστηκαν στη δεκαετία τον 1990, αλλά τα προβλήματά του με τη Whitney Houston υπερκέρασαν τη μουσική του.
ΟL κυρίες της Όμως για να ευδοκιμήσει παγκοσμίως η μαύρη pop χρειάζεται και η ανάλογη γυναικεία συμβολή. Οι παραγωγοί Denzil Foster και Thomas McElroy οι οποίοι ασχολούνταν αποκλειστικά με άντρες, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 αποφάσισαν να φτιάξουν ένα γυναικείο συγκρότημα που θα μπο ρούσε να χειριστεί την αυξανόμενη απήχηση του swing με μια πιο προσγειωμένη αντιμετώπιση της εποχής που εμπνέονταν από τη μουσική hip hop. To συγκρότημα En Vogue διέθετε στυλ, φινέ τσα και τραγουδούσε με μια ωριμότητα που προερχόταν από τη μουσική gospel, ενώ κυκλοφόρη σαν το 1990 το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο Born To Sing. Οι ειδικοί έπαιξαν με τον όρο «New Jill Swing» καθώς άρχισαν να εμφανίζονται λιγότερο αξιόλογα από άποψη φωνής, αλλά εξίσου ψυχαγωγικά και εύθυμα κοριτσίστικα συγκροτήματα όπως οι SWV και TLC. Όλα αυτά άλλαξαν όταν μια νεαρή από τα γκέτο της Νέας Υόρκης, η Mary J. Blige, συνεργάστηκε με τον παραγωγό Sean «Puffy» Combs. Ο Combs χαρακτήρισε «hip hop soul» το πρώτο άλμπουμ της Blige, το What's The 411? ενώ η ιδιαίτερη φωνή της καθώς και το εκπληκτικό στυλ καλλιτέχνιδας προερχόμενης από γκέτο πούλησαν εκατομμύρια δίσκους και έκαναν να μην είναι πλέον δόκιμος ο όρος swing. Όμως η ταλαιπωρημένη diva μπήκε στο δρόμο του αλκοόλ και των προβλημάτων των ναρκωτικών, έζησε μια τρ αυματική προσωπική ζωή, και διέκοψε μια καριέρα σταρ που υποσχόταν πολλά. Το 2001 κυκλοφόρησε το πέμπτο άλμπουμ της με τίτλο No More Drama. Ο τίτλος και η ποιότητα των τραγουδιών δείχνουν την προσωπική και τη μουσική βελτίωση που πέτυχε η Blige New Edition στη δεκαετή παραμονή της στον χώρο. Bobby Brown En Vogue Φυσικά ο Combs άλλαξε το όνομα του σε Puff Daddy και P. Diddy, έγινε μέντορας Mary J. Blige καλλιτεχνών σαν τους Biggie Smalls και Faith Evans, και ζωντανό παράδειγμα ενός υπερ Destiny's Child βολικά πλούσιου και συνεχώς επαιρόμενου σούπερσταρ των γκέτο, που τον θαύμαζαν και τον μισούσαν εξίσου.
Η Mary J. Blige εκτινάχτηκε στο ζενίθ με το πρώτο της άλμπουμ το 1992.
Οι νέοι Τις υπερβολές και τις σπατάλες χρήματος στο χώρο της εμπορικής R&B ήρθε να ισορροπήσει μια ομάδα καλλιτεχνών που πρόβαλλε ένα λιγότερο στυλάτο αλλά πιο μποέμικο είδος μαύρης μουσι κής. Μέσα σε αυτό το πνεύμα ηχογράφησαν σημαντικούς δίσκους καλλιτέχνες όπως οι Maxwell, Ben Harper, Macy Gray, Angie Stone, India Arie και το πρώην μέλος των Fugee, η Lauryn Hill. Όμως και οι δυο βασικής σημασίας καλλιτέχνες του χώρου που συχνά χαρακτηρίζεται nu soul είναι μο ναδικά ταλέντα και κατάγονται από τις νότιες αμερικανικές πολιτείες. Ο D'Angelo από το Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια εξασφάλισε άμεση αναγνώριση με το πρώτο του άλμπουμ, το Brown Sugar, που κυκλοφόρησε το 1995, και το οποίο συνδύαζε ρυθμούς και στάση hip hop, μελωδίες και υφή κλασικής soul, τεχνική jazz και φωνητικά που θυμίζουν ΑΙ Green και Marvin Gave. Με όλα αυτά και με την ανάλογη κορμοστασιά και εμφάνιση ο κόσμος όλος είναι δικός του. Η γυναικεία παρουσία εμφανίστηκε το 1997 από την Ατλάντα της Τζόρτζια. Το πρώτο άλμπουμ της Erykah Badu, το Baduizm, είχε ερωτικό και διανοουμενίστικο περιεχόμενο, ένα ευρύ ηχητικό πεδίο από ρυθμούς funk σε χαμηλό τέμπο, πνεύμα τραγουδιών jazz, και μια βραχνή φωνή που θύμιζε Billie Holiday που ερμήνευε στίχους βουτηγμένους στον έρωτα, τη θρησκεία και την πολιτική. Για μια ακόμα φορά η εικόνα ήταν ισχυρή, τόσο επικριτική όσο και ωραία. Ο νέος αιώνας βρίσκει το τριμελές συγκρότημα Destiny's Child καλά εδραιωμένο στη θέση του ηγέτη της R&B που αποκτά όλο και μεγαλύτερη δημοτικότητα, με τη Beyonce Knowles και τους συναδέλφους της να αναμιγνύουν το σεξ, το χρήμα, το φεμινισμό, τη φωνητική δεξιοτεχνία και το ύφος της pop σε ένα ενιαίο και ακαταμάχητο σύνολο. Επίσης εμφανίστηκαν αξιοσημείωτοι Βρετανοί αστέρες της R&B με τους Craig David και τη Ms Dynamite να φέρνουν επιρροές από τη βρετανική garage και την τζαμαϊκανή reggae αντίστοιχα. Η ομάδα των Missy Elliott καιΤim «Timbaland» Mosley συνεχίζει να αναμιγνύει την R&B και τη rap με τόσο πετυ χημένο τρόπο ώστε δυσκολεύεσαι να πεις πού ξεκινάει η hip hop και πού τελειώνει η R&B. Όμως, παρά τον αντίκτυπο που είχαν όλοι οι παραπάνω καλλιτέχνες, η R&B παραμένει υπόθεση των παραγωγών, ενώ ο ήχος τους διαμορφώνεται και κυριαρχεί ται από καλλιτέχνες όπως οι Teddy Riley, LA & Babyface, Rodney Jerkins, P. Diddy, Jermaine Dupri, Timbaland και Neptunes, που όλοι έχουν πιστό Born To Sing En Vogue Don't Be Cruel Bobby Brown ακροατήριο. The Writing's On The Wall Destiny's Child What's The 411 MaryJ.BIige
Ο Sean Combs ίδρυσε δική του εταιρεία δίσκων, που εύστοχα ονόμασε Bad Boy. To όνομά του συζητήθηκε έντονα λόγω της αντιπαλότητάς του με τη δισκογραφική εταιρεία Death Row.
Acid Η acid jazz είναι ένα γεμάτο ζωντάνια και κέφι μουσικό στυλ που συνδυάζει στοιχεία από την jazz, τη funk, και τη hip hop, με έμφαση στο χορό jazz. Ο όρος acid jazz χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τόσο ως όνομα μιας δισκογραφικής εταιρείας όσο και ως τίτλος μιας σειράς από συλλογές σπάνιων κομματιών βρετανικής jazz funk. Αρχικά το ενδιαφέρον δημιουργήθηκε από μια ακμάζουσα μουσική σκηνή λονδρέζικων κλαμπ όπου οι ντισκ-τζόκεϊ της hip hop έπαιζαν σπάνιους δίσκους jazz funk της δεκαετίας του 1970. Αυτό ενθάρρυνε Βρετανούς και Αμερικανούς μουσικούς της underground όπως οι Brand New Heavies, Jamiroquai, Stereo MC's, Galliano και Groove Collective, που άρχισαν να κάνουν δημοφιλές αυτό το στυλ γύρω στη δεκαετία του 1990. Ένας από τους πρώτους ντισκ-τζόκεϊ που το όνομά του ταυτίστηκε με την acid jazz ήταν ο Gilles Peterson που είχε την έδρα του στο Λονδίνο κι ο οποίος άρχισε να εκπέμπει μουσική jazz funk από το καμαράκι που είχε στον κήπο Βρετανικό περιοδικό Q του σπιτιού του, αλλά και στο πλαίσιο της δουλειάς του ως ντισκ-τζόκεϊ σε κλαμπ του Λονδίνου στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Ο Peterson συνεργάστηκε με τον Eddie Piller, ο οποίος είχε προηγου μένως κυκλοφορήσει το πρώτο άλμπουμ ενός νέου, σύγχρονου δε ξιοτέχνη στο αρμόνιο Hammond, του James Taylor, και ίδρυσε την εταιρεία Acid Jazz Records. Οι πρώτοι δίσκοι που κυκλοφόρησε η συγκεκριμένη εταιρεία ήταν μια σειρά από συλλογές με τίτλο Totally Wired, που παρουσίαζε εναλλάξ άγνωστα κομμάτια της jazz funk από τη δεκαετία του 1970 με κομμάτια από το νέο κίνημα της acid jazz. Αργότερα ο Peterson ίδρυσε δική του δισκογραφική εταιρεία acid jazz, την Talkin' Loud Records.
Acid
με ευρεία απήχηση
Η acid jazz απέκτησε ευρεία απήχηση το 1990, όταν οι Brand New Heavies κυκλοφόρησαν μέσω της δισκογραφικής εταιρείας Acid Jazz το πρώτο τους άλμπουμ που είχε ως τίτλο το όνομα τους. Το συγκρότημα αυτό, που σχηματίστηκε το 1985 από τον ντράμερ Jan Kincaid, τον κιθαρίστα Simon Bartholomew και τον μπασίστα / κιμπορντίστα Andrew Levy αρχικώς ήταν ένα ορχηστρικό συγκρότημα που είχε ως επιρροές του τους James Brown και το συγκρότημα Meters. Το συγκρότημα άρχισε να ηχογραφεί δικά του τραγούδια, προσέλαβε ένα ακόμα μέλος ως τρα γουδιστή και έναν μουσικό πνευστών, ενώ απέκτησε δημοσιότητα μέσω του κυκλώματος των κλαμπ. Το πρώτο τους άλμπουμ σημείωσε επιτυχία και ακολούθησαν μια σειρά απο επιτυχίες single το 1991 στη Βρετανία και στις ΗΠΑ. Το άλμπουμ Brother Sister του 1994 έγινε πλατινένιο στη Βρετανία και έκτοτε η επιτυχία του συγκροτήματος συνεχίστηκε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού με τα άλμπουμ Original Flava (1994) και Delicious (1997). Μετά την εμφάνιση των Heavies, του Galliano και μερικών μικρότερων συγκροτημάτων της βρετα νικής acid jazz, κυκλοφόρησαν πολλές συλλογές από διάφορες δισκογραφικές εταιρείες, με αποτέλεσμα πολλοί καταναλωτές να μην ξέρουν για ποιο ακριβώς στυλ επρόκειτο ή ποιος το ερμήνευε. Η σύγχυση εντάθηκε περισσότερο όταν εμφανίστηκαν ακόμα περισσότερες ανεξάρτητες κοινότητες στην Αμερική στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μέχρι τότε ο όρος μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε, από την εμπορική soul funk των Jamiroquai μέχρι και το «Starsky And Hutch Theme» των James Taylor Quartet, ή από τον ethnic εκλεκτισμό των Ιαπώνων παραγωγών United Future Organisation μέχρι τη hip hop ποίηση των Groovy Collective από τη Νέα Υόρκη. The Brand New Heavies Οι Jamiroquai, που είναι δημιούργημα του Βρετανού Jay Kay, ίσως είναι το συ Jamiroquai Galliano γκρότημα που έκανε περισσότερο δημοφιλή την acid jazz. Το συγκρότημα αυτό ση Groove Collective μείωσε επιτυχίες σε παγκόσμια κλίμακα με ένα μίγμα ρυθμών μουσικής house και μου James Taylor Quartet σικής soul/funk της εποχής του 1970. Δεδομένου ότι ο Jay Kay δεν διέθετε αρχικά ένα συγκρότημα για να υποστηρίξει τα τραγούδια του, συγκρότησε μια ομάδα μουσικών και έφτιαξε μερικά de mo, που εντυπωσίασαν τόσο πολύ τη δισκογραφική εταιρεία Acid Jazz ώστε στα τέλη του 1992 κυκλοφόρησε το πρώτο του single, το «When You Gonna Learn?». To επιτυχημένο αυτό τραγούδι είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή συμβολαίου με τη Sony, που κυκλοφόρησε το Emergency On Planet Earth (1992) και το Return Of The Space Cowboy (1994), που σημείωσαν επιτυχία στη Βρετανία. Η επιτυχία αυτή εξαπλώθηκε και στις ΗΠΑ με την τρίτη προσπάθεια των Jamiroquai, το Traveling Without Moving (1996), που περιείχε την παγκόσμια επιτυχία «Virtual Insanity». Ο jay Kay και οι jamiroquai είναι σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνοι για την ευρεία απήχηση της acid jazz. Η θεματολογία των τραγουδιών τους είναι μεταξύ άλλων η κυβέρνηση, η κυβερνητική ανικανότητα και τα διαστημικά ταξίδια.
H Nu Μια σειρά από πιο «σοβαρούς» καλλιτέχνες της jazz, μεταξύ των οποίων ο Βρετανός Courtney Pine, ο Αμερικανός βετεράνος Pharaoh Sanders (και οι δύο σαξοφωνίστες) και ο Αμερικανός Pat Metheny (κιθαρίστας) συνδέονταν με μορφές της acid jazz στη δεκαετία του 1990. Οι Pine και Sanders συνέβαλαν σε μια σειρά από βρετανικές συλλογές με τίτλο Rebirth Of The Cool (που πήρε το όνομα της από το κλασικό άλμπουμ Birth Of The Cool του Miles Davis), ενώ οι Pat Metheny Group χρησιμοποίησαν τραγούδια hop-style με μεγάλη επιτυχία στο άλμπουμ τους, το We Live Here που κυκλοφόρησε το 1995. Από τη δεκαετία του 1990 η acid jazz μετακινήθηκε περισσότερο προς τα αριστερά και εξελίχθηκε σε nu jazz (nu-fusion ή future jazz) κίνημα μέσω των χορευτικών κλαμπ με επικεφαλής τη μουσική house. Την τε λευταία μόδα, που ξεπήδησε από την underground, εκμεταλλεύτηκαν εμπορικά οι St. Germain, αλλά και ο Herbie Hancock Future2Future, 2002). Δονήσεις σοβαρής jazz συνδυάζονται με ήχους κρουστών και ακουστικά-ηλεκτρικά αρμόνια, ενώ προγραμματισμένοι ρυθμοί συνδυάζονται με hip hop /drum'n'bass επαναλήψεις house μουσικής, ρυθμούς αφρο-βραζιλιάνικους και ζωντανή jazz. Κορυφαίο ρόλο στο χώρο της nu jazz παίζουν δισκογραφικές εταιρείες όπως η γερμανική Compost (Jazzanova, Beanfield, Les Gammas, Kyoto Jazz Massive και Minus 8) και η βρετανική «West London collective» που συνεργάζεται με τον παραγωγό / ντισκτζόκεϊ IG Culture και καλλιτέχνες όπως οι Kaidi Tatham, Modaji και Seiji. Στη nu jazz μουσική οι τραγουδιστές ξεχωρίζουν για το προφίλ και τη μίξη: Vikter Duplaix, Robert Owens, Peven Everett και Ursula Rucker στις ΗΠΑ, Victor Davies, Joseph Malik, Kate Phillips (Bembe Segue) και Marcus Begg στη Βρετανία και την Ευρώπη. Οι παραγωγοί που συνεργάζονται με τους μουσικούς κάνουν mix, remix και sampling μέχρι να πετύχουν το άριστο εφφέ, ενώ η νέα τεχνολογία προσφέρει ακόμα περισσότερες δυνατότητες για την jazz. Πράγματι, όπως προέβλε ψε ο Sun Ra από το 1972, «Space Is The Place» (= Οι δυνατότητες «Dream On Dreamer»The Brand New Heavies είναι απεριόριστες), ειδικότερα για τη γενιά των ΜΡ3. «Midnight At The Oasis» The Brand New Heavies «Starsky And HutchTheme» James Taylor Quartet «Virtual Insanity» Jamiroquai «When You Gonna Learn» Jamiroquai
Οι James Taylor Quartet έχουν διατηρήσει την acid jazz ζωντανή μέσα από συνεχείς παραγωγές και ηχογραφήσεις. Έχουν συνθέσει μεταξύ άλλων το τραγούδι της ταινίας Austin Powers: International Man Of Mystery.
Η Latin
της δεκαετίας του 1990
Η Latin pop υπάρχει από τότε που υπάρχει η μουσική Latin. Από τη δεκαετία του 1920 το Μεξικό, η Αργεντινή και η Ισπανία ήταν πραγματικές πηγές pop μουσικής την οποία εξήγαγαν προς όλες τις ισπανόφωνες χώρες. Ένα διεθνές ακροατήριο δημιουργήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες εξαιτίας της σταθερής εισροής Λατίνων μεταναστών στα τέλη του εικοστού αιώνα. Πριν από αυτό η μουσική Latin έκανε τους κύκλους της από δεκαετία σε δεκαετία μέσω των μπολερό -των παραδοσιακών ρομαντικών τραγουδιών- από συνθέτες όπως οι Μεξικανοί Agustin Lara («Noche de Ronda», «Granada») και Consuelo Velasquez («Besame Mucho»). Τα τραγούδια τους μεταφράστηκαν στην αγγλική και έγιναν δημοφιλή χάρη σε καλλιτέχνες όπως ο Nat King Cole και ο Ray Charles. Η μουσική Latin κατάφερε επίσης να ξεπεράσει τα γλωσσικά εμπόδια χάρη στη γλώσσα του χορού Latin και κυρίως τον κουβανέζικο χορό mambo. Ο πιο γνωστός εκπρόσωπος της ήταν ο Perez Prado, αρχηγός πολυμελούς συγκροτήματος και συνθέτης του οποίου οι «πιασάρικες» συνθέσεις και οι απλές ενορχηστρώσεις εκτίναξαν τη μουσική στη διεθνή φήμη που σημείωσε στη δεκαετία του 1950.
Οι πρωτοπόροι Όμως, η εμφάνιση των ευρύτερα δημοφιλών καλλιτεχνών της Latin συνέχισε να είναι μικρή στις μη ισπανόφωνες χώρες. Ανά μεσα στις ελάχιστες εξαιρέσεις είναι ο Ισπανός τραγουδιστής μπαλάντας, ο Julio Iglesias, που με τη βελούδινη φωνή του έγινε διάσημος τραγουδιστής σε περισσότερες από δέκα Δηλώσεις του Ricky Martin γλώσσες, το ίδιο και οι Miami Sound Machine, που ιδρύθηκαν για το αν σκέφτεται να ηχογραφήσει στη δεκαετία του 1980 από την πολύ μεγάλη προσωπικότητα της μουσικής, Emilio Estefan, που τότε απλώς έπαιζε bongo. ένα LP στα αγγλικά Με τη σύζυγο του Estefan, οι Gloria, ως πρώτη φωνή, Miami Sound Machine παρουσίασαν ένα δυναμικό μίγμα Latin κρουστών και βαριών ήχων από πνευστά, σε συνδυασμό με ρυθμούς disco και αγγλικούς στίχους. Ο συνδυασμός, που το κουβανικής καταγωγής ζεύγος Estefan συχνά περιέγραφε ως ρύζι με φασόλια (βασικά προϊόντα της Κούβας) και χάμπουργκερ, μετέτρεπε τραγούδια σαν το «Conga» σε διεθνείς επιτυχίες και άνοιγε το δρόμο γι' αυτό που πολλοί τώρα ονομάζουν «έκρηξη της μουσικής Latin» στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Ο γιος του Julio, Enrique Iglesias, κυκλοφόρησε το 2001 το άλμπουμ Escape. Η μπαλάντα «Hero» θεωρήθηκε ανεπίσημος φόρος τιμής σε αυτούς που χάθηκαν στην επίθεση κατά των Δίδυμων Πύργων.
Ο Ricky Στην αιχμή του δόρατος της έκρηξης της Latin μουσικής βρισκόταν ο Ricky Martin, ένας μουσικός από το Πουέρτο Ρίκο που όταν κινούσε τη μέση του θύμιζε Elvis Presley, και του οποίου τα δυτικά χαρακτηριστικά και το ωραίο παρουσιαστικό τού χάρισαν διεθνή απήχηση. Ο Ricky Martin ξεκίνησε την καριέρα του στο χώρο της show biz με τους Menudo, ένα νεανικό συ γκρότημα της δεκαετίας του 1980 που ερμήνευε τραγούδια με νεανικό περιεχόμενο στα ισπανικά. Στην προσωπική του καριέρα απέκτησε τεράστια δημοτικότητα σε ολόκληρη τη Λατινική Αμερική τραγου δώντας Latin μπαλάντες, αλλά σταδιακά ανέπτυξε ένα παράλληλο, εύθυμο στυλ που χαρακτηριζόταν από τη χρήση ρυθμών από χορούς της Καραϊβικής, κρουστά και πνευστά. Ο ήχος αυτός χαρακτήριζε την επιτυχία 'La Copa De La Vida' ή το 'The Cup Of Life' του 1998, ένα τρ αγούδι που αρχικά προοριζόταν να γίνει ο ύμνος για το Παγκόσμιο Κύπελλο Ποδοσφαίρου και το οποίο ο Ricky Martin ηχογράφησε σε πολλές γλώσσες. Η παγκόσμια επιτυχία του δημιούργησε τις βάσεις της επιτ υχίας και για το πρώτο άλμπουμ του, το 1999, στην αγγλική γλώσσα που έφερε το όνομα του, το οποίο πε ριείχε το «Livin' La Vida Loca», ένα τραγούδι που είχε επιτυχία τόσο με ισπανικό όσο και με αγγλικό στίχο. Το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν ένα από αυτά που χαρακτηρίζουν τους Latin ρυθμούς του Ricky Martin, ενώ η εισαγωγή του με ηλεκτρική κιθάρα -που θυμίζει surf rock στην Καλιφόρνια της δεκαετίας του 1960- προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη διεθνή Ricky Martin αίσθηση. Επίσης, όχι μόνο εκτίναξε τον Martin στο διεθνές μουσικό στερέωμα, αλλά άνοι Marc Anthony Luis Miguel ξε την πόρτα και σε άλλους καλλιτέχνες της Latin μουσικής για να κάνουν τη στροφή από Enrique Iglesias την ισπανική στην αγγλική γλώσσα. Jennifer Lopez
Η εξωστρεφής και φανταχτερή σκηνική παρουσία και τα μουσικά βίντεο του Ricky Martin συμπλήρωναν τα τραγούδια του και τον βοήθησαν να εκτιναχθεί στο μουσικό στερέωμα.
Η
της Latin μουσικής
Στα τέλη της δεκαετίας του 1990 εμφανίστηκε ο Enrique Iglesias ο οποίος σημείωσε διεθνή επιτυ χία και ήταν γιος του Julio Iglesias. O Enrique, σαν τον πατέρα του, ξεκίνησε την καριέρα του με ρομαντικές μπαλάντες στα ισπανικά. Δοκίμασε τις δυνάμεις του το 1999 με το άλμπουμ Enrique, σε αγγλικούς στίχους, ένα άλμπουμ που είχε ρομαντικά στοιχεία αλλά και πιο χορευτική pop. Μια πιο Latin πορεία ακολούθησε ο Marc Anthony, ένας τραγουδιστής τραγουδιών salsa που είχε γεννηθεί στη Νέα Υόρκη από Πορτορικανούς γονείς. Ο Anthony αρχικά αρνιόταν να τραγουδήσει salsa στα αγγλικά, κάτι που χαρακτήριζε «ιεροσυλία». Όμως το 1999 κυκλοφόρησε το πρώτο τραγούδι του στα αγγλικά, το single Ί Need To Know', του οποίου η ρυθμική βάση ήταν Latin και το οποίο συνοδεύονταν από ήχους αφρο-κουβανέζικων κρουστών και οξείς ήχους πνευστών στο νεοϋορκέζικο στυλ salsa. Ένα άλλο παιδί της Νέας Υόρκης, η ηθοποιός Jennifer Lopez, ξεκίνησε την καριέρα της ως τραγουδί στρια όταν ερμήνευσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Selena, μια ταινία που βασιζόταν στη ζωή του Μεξικανο-Αμερικανού τραγουδιστή που το 1995 δολοφόνησε με τραγικό τρόπο ένας πρώην υπάλληλος του. Το μουσικό ντεμπούτο της Lopez είχε πιο πολλή σχέση με τους αστικούς και hip-hop ρυθμούς παρά με τη μουσική Latin, αλλά χάρη στο ισπανικό όνομα της εντάχθηκε κι αυτή στην κατηγορία της «έκρηξης της μουσικής Latin». Εξίσου σημαντικό είναι κι αυτό: η ικανότητα της ως ηθοποιού τη βοήθησε να δείξει στο κοινό τις μουσικές της ικανότητες. Ονομάζεται 'Tejano' και είναι ένα υβρίδιο παραδοσιακής μεξικανικής cumbia, rancheras και polka με στοιχεία αμερικάνικης pop, blues και country. Πολλοί άλλοι καλλιτέχνες Latin pop μουσικής απέκτησαν μεγάλη δημοσιότητα στη δεκαετία του 1990, και μεταξύ άλλων ήταν ο Γερμανός τραγουδιστής Lou Bega, που αναβίωσε το κλασικό «Mambo No. 5» του Perez Prado με τους πικάντικους αγγλικούς στίχους και το ονόμασε «Mambo No. 5 (A Little Bit Of...)». Μέσα στην ευρύτερη ισπανόφωνη αγορά ο Μεξικανός τραγουδιστής με τη γλυκιά φωνή, Luis Miguel, ήταν σαφέστατα ο βασιλιάς της δεκαετίας με τις αλλεπάλληλες ηχογραφήσεις τραγουδιών μπολερό που είχαν γίνει επιτυχίες στη δεκαετία του 1940, τις οποίες έκανε πιο σύγχρονες με ορχήστρα εγχόρδων και ντραμς, και επανεισήγαγε σε μια νέα γενιά ακροατών. Ταυτόχρονα το rock «Hero» Enrique Iglesias «I Need To Know» Marc Anthony κίνημα στην Αργεντινή και στο Μεξικό έφεραν στην επιφάνεια σημαντικούς «If You Had My Love» Jennifer Lopez καλλιτέχνες όπως οι Mana, που είναι το συγκρότημα Latin rock που έχει «Livin» La Vida Loca» Ricky Martin σημειώσει τις μεγαλύτερες πωλήσεις μέχρι σήμερα.
Από το 1999 που εμφανίστηκε στη μουσική σκηνή η Jennifer Lopez έγινε η αγαπημένη των ΜΜΕ. Οι υψηλού επιπέδου σχέσεις της και η συχνή προώθηση προϊόντων έχουν επισκιάσει τη σπουδαιότητα της μουσικής της.
Big Η ηλεκτρονική μουσική της δεκαετίας του 1990 που έγινε γνωστή ως big beat αναγνωρίζεται από τη ρυθμικότητα της και την προωθητική δύναμη της. Οι Chemical Brothers έγιναν οι αρχιτέκτονες αυτού του συνδυασμού hip hop και techno, αλλά αργότερα θα μιμούνταν τον ήχο τους ο Norman Cook, γνωστός και ως Fatboy Slim. Αρχικά στο κλαμπ Naked Under Leather στο Μάντσεστερ και στη συνέχεια στο Heavenly Social στο Λονδίνο, οι Tom Rowlands και Ed Simons (οι Chemical Brothers) ασκούσαν το επάγγελμα του ντισκ-τζόκεϊ. Υπήρχε ήδη μια πλούσια ιστορία χορευτικής μουσικής που μπορούσες να αντιγράψεις μέχρι τις αρχές της δεκαετίαςτου 1990, από την παλιάς σχολής hip hop μέχρι την breakbeat house, μέσω της indie dance ή της soul του βορρά, αλλά ο Tom κι ο Ed ήθελαν να αφήσουν το δικό τους στίγμα. Ο δίσκος τους με τίτλο «Chemical Beats» θεωρείται ότι είναι ο πρώτος δίσκος μουσικής big-beat της δεκαετίας του 1990, τη στιγμή που ο όρος «χημική γενιά», ήταν ήδη πολυχρησιμοποιημένος για τους θαμώνες των κλαμπ που έκαναν χρήση χα πιών ecstasy και άκουγαν μετά-acid house μουσική. Οι Chemical Brothers στηρίχτηκαν σε παλιούς hardcore ήχους, ηχητικές παύσεις και, κυρίως, κιθάρες για τα τραγούδια τους. To «Setting Sun» που ηχο γράφησαν το 1996 με τον κιθαρίστα των Oasis, Noel Gallagher, κα τέκτησε την πρώτη θέση στον βρετανικό Κατάλογο Επιτυχιών, και το άλμπουμ στο οποίο ανήκε, το Dig Your Own Hole, πούλησε ένα εκα Norman Cook, γνωστός τομμύριο αντίτυπα και βοήθησε να στραφούν οι λάτρεις της alt-rock και ως Fatboy Slim μουσικής στην ηλεκτρονική. Ο Norman Cook, πρώην μπασίστας των Housemartins ασχο λιόταν με τη χορευτική μουσική από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αρχικά ως αρχηγός του συγκροτή ματος Beats International και στη συνέχεια κυκλοφορώντας δίσκους house μουσικής με ονόματα όπως Mighty Dub Katz και Pizzaman. Λέγεται ότι ο Norman Cook (Fatboy Slim) πήγε με τον Damian Harris, τον φίλο του από το Μπράιτον στο λονδρέζικο κλαμπ Heavenly Social για να δώσει στον «Στρατηγό από την Κεντρική Αγγλία» (τον Harris) μια ιδέα για την καινούργια δισκογραφική του εταιρεία, την Skint. Σύντομα άνοιξαν ένα νάιτ-κλαμπ, το Big Beat Boutique, στην παραλιακή γενέτειρα τους, ενώ ο Norman έμενε πλέον μόνιμα εκεί.
Το άλμπουμ You've Come A Long Way, Baby (1998), θεωρείται από πολλούς ως το απόλυτο άλμπουμ της big beat μουσικής. Αυτό ήταν το δεύτερο άλμπουμ του Norman Cook που κυκλοφόρησε με το όνομα Fatboy Slim.
για πάρτι Αν και μερικές μουσικές καινοτομίες έγιναν αναπόφευκτα κλισέ, οι ντισκ-τζόκεϊ της big beat μου σικής ξεχώριζαν από το πλήθος με το ενδιαφέρον τους για τις τεχνολογικές εξελίξεις. Κρεσέντο, εκρή ξεις, σειρήνες, τεράστια hip hop sampling... Ο νέος ήχος δεν στηριζόταν σε κάποιο τέχνασμα που έδινε γρήγορες λύσεις. Αυτό για μερικούς ήταν βλασφημία, μια υποβάθμιση της εκλεπτυσμένης ηλεκτρονικής μουσικής που μετέτρεπε τη χορευτική μουσική σε rock για pub, είναι όμως ανεκτίμητη η σπουδαιότητα της στην προσέλευση των αμφισβητιών της rock προς τη χορευτική μουσική. Η big beat μουσική επανεισήγαγε μια αίσθηση διασκέδασης στη χορευτική σκηνή που είχε γίνει αρκετά υποτονική και περισπούδαστη. Καλή ήταν η νεφελώδης ευρωπαϊκή ηλεκτρονική μουσική, αλλά δεν είχε εκείνο το μεθυστικό πνεύμα της «χαλάρωσης και της διάθεσης για διασκέδαση» της αυθεντικής acid house μουσικής. Το πνεύμα της big beat που συνοψίζονταν στη φράση «Παράτα την τέχνη και κοίτα να διασκεδάσεις» σύντομα θα οδηγούσε σε μια σειρά από άλλους καλλι τέχνες, ντισκτζόκεϊ και δισκογραφικές εταιρείες που θα έμπαιναν όλοι κά τω από αυτή την ομπρέλα, παρόλο που σχεδόν όλοι θα εκδήλωναν την πε Norman Cook (a.k.a. Fatboy Slim) ριφρόνηση τους προς αυτή την ορολογία. The Chemical Brothers Bentley Rhythm Ace Εκτός από τη Skint, η Wall Of Sound με τους Wiseguys, τους PropellerPropellerheads heads, τους Les Rhytmes Digitales και τους Monkey Mafia ήταν οι άλλοι κυρ Les Rhythmes Digitales ιότεροι εκπρόσωποι της big beat μουσικής. Καλλιτέχνες όπως οι Eboman, Lo-Fi Allstars, Bentley Rhythm Ace, Dub Pistols, FC Kahuna, Crystal Method, Lunatic Calm και Deejay Punk-Roc συνδέθηκαν με τον ήχο αυτό αλλά, όταν η κατάσταση γύρισε αναπό φευκτα σε μπούμερανγκ, οι περισσότεροι στράφηκαν με επιτυχία σε άλλα είδη όπως η house, η break beat ή η electro.
Ο Jacques Lu Cont είναι το άτομο πίσω από τους Les Rhytmes Digitales. Παρά τα γαλλικά ονόματα, είναι Βρετανός. Ενδιαφέρων χαρακτήρας που είναι γνωστός για τις άριστες ζωντανές παραστάσεις του.
Trip Η μουσική jungle και η μουσική garage της Βρετανίας συχνά αναφέρονται ως οι μόνες πραγματι κές βρετανικές συνεισφορές στην ηλεκτρονική μουσική, όμως οι αργοί ρυθμοί της trip hop μπή καν στους πολυ-πολιτισμικούς ήχους της βρετανικής μουσικής. Επηρεασμένοι από καλλιτέχνες της δεκαετίας του 1980, όπως οι On-U-Sound, Adrian Sherwood και African Headcharge, αλλά και από τον ήχο του ηχητικού τους συστήματος, καλλιτέχνες με έδρα το Μπρίστολ, όπως οι Smith & Mighty και οι Massive Attack, αλλά και λονδρέζικα συγκροτήματα όπως οι Pressure Drop και οι Renegade Soundwave, πειραματίζονταν με το συνδυασμό επιρροών dub με hip hop και break beats από τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Οι Renegade Soundwave κυκλοφόρησαν επίσης τραγούδια που παίζονταν στα κλαμπ και ήταν επηρε ασμένα από την dub, όπως το «Biting My Nails», ενώ οι Massive Αttack πρότειναν σε έναν πρωτοπόρο της dub μουσικής, τον Mad Professor, να κάνει μια dub εκδοχή στο άλμπουμ τους με τίτλο Protection, που θα είχε τον τίτλο No Protection. To πνεύμα της dub υιοθετήθηκε και από τον παραγωγό του δεύτερου κύματος από το Μπρίστολ, τον Tricky, του οποίου το άλμπουμ Maninquaye έφτασε σε παρανοϊκά άκρα, ένα μίγμα πυκνών, υποβλητικών beats και σκοτεινού rap. Όμως οι Portishead ήταν εκείνοι που έφεραν στο κέντρο της προσοχής του ευρύτερου κοινού το συνδυασμό των έντο James Lavelle, Mo'Wax νων μπάσων και των αργόσυρτων ρυθμών, αλλά και μια αίσθηση της dub για θρηνωδία. Αποτυπωμένοι στο πρώτο άλμπουμ, Dummy, του συγκεκριμένου ντουέτου, οι με λαγχολικοί ήχοι των Portishead διασφάλισαν ότι το άλμπουμ θα γινόταν το αγαπημένο των μελαγχολικών fan τους χωρίς να παραγνωρίζει τα ίχνη που άφησαν οι προκάτοχοι τους.
Ο Tricky άρχισε να συνεργάζεται με την έφηβη Martina Topley-Bird στις αρχές της δεκαετίας τον 1990, ενώ ήταν μέλος των Massive Attack. H Topley-Bird ξεκίνησε προσωπική καριέρα το 1999.
της Mo'Wax Στις ΗΠΑ ο παραγωγός DJ Shadow άρχισε να κυκλοφορεί τις δικές του ανατριχιαστικές συνθέσεις. Σε αντίθεση με τις προγενέστερες δουλειές, η κυκλοφορία του «In/flux» το 1994 χρησιμοποίησε βίαια φωνητικά, τις μισογυνικές ρίμες της rap, σπάζοντας κάθε δεσμό με την παραδοσιακή hip hop και επιδιώκοντας τη δημιουργία ιδιαίτερων, εξωπραγματικών instrumental κομματιών. Ο Λονδρέζος ντισκ-τζόκεϊ James Lavelle, ο οποίος είχε ήδη κυκλοφορήσει τραγούδια hip hop με τη δι σκογραφική εταιρεία του, την Mo'Wax, υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με τον Shadow. Επίσης η δισκο γραφική εταιρεία του Lavelle κυκλοφόρησε τη συλλογή Headz, η οποία έγινε συλλογή-σταθμός. Ξεκινώντας πρώτη τη μανία των συλλογών, καθώς ήθελε να εκμεταλλευτεί τον ήχο της trip hop, η Mo'Wax ήταν επίσης η πρώτη που αποτύπωσε την διεύρυνση της μουσικής από ένα στενό σύνολο επιρροών σε ένα ευρύ φάσμα γεύσεων, με τη συνεισφορά σχημάτων όπως οι Autechre με το απειλητικό «Lowride» και Tranquility Bass, που δημιούργησαν το «We Came In Peace». Με το πρώτο άλμπουμ του Shadow, το Entroducing, όλα έδειχναν ότι η trip hop θα ακολουθούσε ένα πολυσυλλεκτικό μοντέλο. Η πολύπλευρη προσέγγιση που ακολουθούσε η trip hop φάνηκε από την ιδιοσυγκρασιακή μέθοδο που χρησιμοποιούσαν άλλοι παραγωγοί. Το συγκρότημα Thievery Corporation από την περιοχή της Ουά σινγκτον, χρησιμοποίησε γεύσεις από dub και bossa στο άλμπουμ του με τίτλο Sounds From The Thievery Hi-Fi, που κυκλοφόρησε το 1995, οι Fila Brazilia αξιοποίησαν επιρροές funk και jazz, οι Si Begg διερεύ νησαν έναν απρόβλεπτο ηλεκτρονικό ήχο, ενώ το ορχηστρικό, φωνητικό στυλ των Lamb, που αποτυ πωνόταν σε τραγούδια σαν το «Gorecki», έδειχνε ότι η trip hop αναπτυσσόταν στηριγμένη στην καθαρό τητα και στην εκλεκτικότητα. Επόμενο ήταν αυτός ο τρόπος λειτουργίας να επηρεάσει τους πιο επιφανείς ντισκτζόκεϊ της trip hop, με πρωτοπόρους τους Coldcut που κυκλοφόρησαν το CD με τον εύστοχο τίτλο 70 Minutes Of Madness. Οι Madness απέδειξαν ότι η προσήλωση προς ένα συγκεκριμένο τέμπο δεν ήταν πλέον απαραίτητη και ότι με τη φαντασία και ήταν δυνατό να επιδιώξεις την υλοποίηση ενός εκλεκτικού μουσικού στυλ. Το πνεύμα αυτό διατήρησαν ντισκ-τζόκεϊ όπως οι Jon Carter, Fatboy Slim, Midfield General και Chemical Brothers οι οποίοι, γνωρίζοντας τις απαιτήσεις της χορευτικής πίστας, εμ πότισαν τα συγκροτήματα τους και τις παραγωγές τους με πιο γρήγορα και πιο φιλικά προς τα κλαμπ breaks και beats.
Ο κόσμος της χορευτικής μουσικής δεν θα ήταν ίδιος χωρίς τη συμβολή του Dj Shadow και του δίσκου του «lulflux», ο οποίος θεωρείται καθοριστικής σημασίας δίσκος της ηλεκτρονικής μουσικής.
Οι ρυθμοί γίνονται Με πρωτοπόρους τους Chemical Brothers και με την αρχική σύλληψη της ιδέας να έχει γίνει με το sampling στο «Song To The Siren» των Cocteau Twins, μια νέα γενιά εκλεκτικών ντισκ-τζόκεϊ αντικατέστησε τους πολύ αργόσυρτους ρυθμούς που χαρακτήριζαν την trip hop και η μουσική ξαναβαφτίστηκε big beat. Καλλιτέχνες όπως οι Dirty Beatniks, Wiseguys, Propellerheads, Death In Vegas, Freestylers, Cut La Roc και Dub Pistols, καθώς και δισκογραφικές εταιρείες σαν τη Skint και τη Wall Of Sound κινήθηκαν προς αυτή την κατεύθυνση. Η καθόλου περίπλοκη μουσική big beat και η φιλοσοφία της διασκέδασης σε πάρτι μετέτρεψαν τον Fatboy Slim και τους Chemical Brothers στους μεγαλύτερους αστέρες της χορευτικής pop μουσικής, απομακρύνοντας παράλληλα την trip hop από την έντονη λάμψη των ΜΜΕ, αφήνοντας περιθώρια σε μερικούς από τους πιο καινοτομικούς καλλιτέχνες να ευδοκιμήσουν. Όπως δήλωσε ο James Lavelle μόλις κυκλοφόρησε το άλμπουμ Psycence Fiction, το 1998, με τον DJ Shadow: «Η big beat ήταν μάννα εξ ουρανού. Τελικά η trip hop μπορεί να φύγει, αλλά εμείς θα τρέξουμε να την προλάβουμε!» Παρά τη στάση του Lavelle, με τους αργούς ρυθμούς της trip hop ασχολήθηκαν οι Leftfield, που αφιέρωσαν ένα σημαντικό τμήμα του πρώτου άλμπουμ τους, του Leftism, σε ρυθμούς dub και σε δυνατούς, διαπεραστικούς ήχους dub μπάσου που πρώτοι διερεύνησαν οι Massive Attack και οι Smith & Mighty. Το αυστριακό συγκρότημα Kruder & Dorfmeister επανέφερε την trip hop στο επίκεντρο της προσοχής του κοινού με το άλμπουμ K&D Sessions, που έγινε ένα από τα πιο δημοφιλή άλμπουμ της χορευτικής μουσικής. Η trip hop, μένοντας πιστή στην κυκλικότητα που «Glory Box» Portishead χαρακτηρίζει την ηλεκτρονική μουσική, μετασχηματίστηκε σε «In/flux» DJ Shadow ένα νέο στυλ μουσικής big beat κάνοντας μια ένδοξη «Kling To Me And I'll Klong To You» The Chemical Brothers «Unfinished Sympathy» Massive Attack επιστροφή με αυτές τις κυκλοφορίες-ορόσημο. Η κληρονομιά της trip hop συνεχίζει να ακούγεται μέσα στους καπνισμένους ήχους καλλιτεχνών της μουσικής chill out, όπως οι Nightmares On Wax, και σε πλούσιες και με χαμηλό τέμπο συνθέσεις των Zero 7. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η trip hop άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα της στην ηλεκτρονική μουσική.
Το άλμπουμ που κυκλοφόρησαν το 1995 οι Leftfield με τίτλο Leftism, περιλαμβάνει φωνητικά του Toni Halliday, πρώην τραγουδιστή των Curve και του John Lydon, πρώην μέλους των Sex Pistols.
Η βρετανική pop Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι οπαδοί της βρετανικής pop και των εναλλακτικών μουσι κών ρευμάτων ζητούσαν απεγνωσμένα μια pop μουσική από την πατρίδα τους που Θα συνδύαζε τους χαρισματικούς στίχους της παλιάς rock και ένα σαφώς βρετανικό ήχο για να αντισταθμίσουν τα βιομ ηχανοποιημένα εφηβικά συγκροτήματα, τις καινοτομίες της euro-dance μουσικής και τις εισαγωγές από τις ΗΠΑ. Αυτό που επιθυμούσαν ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με τη μορφή της Britpop: ένα κύμα από συγκροτήματα με κιθάρες και σύντομης διάρκειας έξυπνα ρορ.τραγούδια. Το 1990 πρωτοεμφανίστηκε η έντονα επηρεασμένη από τη δεκαετία του 1960 εκδοχή της Britpop, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος La's από το Λίβερπουλ, που είχε ως τίτλο το όνο μα τους (το Ια είναι μια ιδιωματική τοπική λέξη που σημαίνει «αγόρια»). Με αρχηγό τον τραγουδιστή / δημιουργό Lee Mavers, το συγκρότημα των La's προσέφερε μια φαινομενικά απλή pop που στηριζόταν στις κιθάρες ακολουθώντας το στυλ των Beatles, των Who και των Hollies, με ποιητική ερμηνεία και χορωδιακά φωνητικά, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιτυχία τους, «There She Goes» Δυστυχώς, ο εκκεντρικός Mavers, αφού διατύπωσε έντονα παράπονα στον Τύπο για την πα ραγωγή του άλμπουμ που κυκλοφόρησαν, διέλυσε το συγκρότημα και εξαφανίστηκε στη γενέτειρα του, το Λίβερπουλ. Ενώ ο μπασίστας του συγκροτήματος, ο John Power, σημείωσε κάποια επιτυχία. στα μέσα της δεκαετίας του 1990 με το παρεμφερές, αλλά πολύ λιγότερο συναρπαστικό συγκρότημα των Cast, o Mavers έμεινε άπρακτος ενώ με μανία τελειοποιεί τον απόλυτο ήχο της pop που Noel Gallagher μόνο ο ίδιος μπορεί να ακούσει. (Το συγκρότημα επανασυνδέθηκε για να πραγματοποιήσει το 2005 μια περιοδεία). Στο μεταξύ ένας Λονδρέζος φανατικός θαυμαστής του Bowie, o Brett Anderson, έφτιαξε το 1989 το συγκρότημα Suede. Μέχρι το 1982 το τετραμελές αυτό συγκρότημα είχε κυκλοφορήσει το άλμπουμ Suede που σχολιάστηκε ευμενώς από τους κριτικούς, χάρη στο μοναδικό μίγμα των στίχων του Anderson που θύμι ζαν Bowie και μιλούσαν για το παράνομο σεξ και τη βρόμικη λάμψη, σε συνδυασμό με τις αριστοτεχνικές κιθαριστικές «πινελιές» του κιθαρίστα Bernard Butler, αφήνοντας έντονα ικανοποιημένο τον βρετανικό Τύπο και το κοινό να διψάει απεγνωσμένα για νέους ήρωες της κιθάρας. Παρόλο που ο Butler αποχώρησε το 1994 για μια προσωπική καριέρα, οι Suede συνέχισαν παίζοντας γνήσια glam rock μέχρι που διαλύθηκαν. Ο Anderson και ο Butler συνεργάστηκαν πάλι στα πλαίσια του νέου συγκροτήματος Tears και κυκλοφόρησαν το 2005 ένα άλμπουμ με τίτλο Here Come The Tears.
Οι πρωτοπόροι της Britpop, οι Blur. To συγκρότημα Gorillaz που έφτιαξε ο πρώην τραγουδιστής των Blur, ο Damon Alburn, κυκλοφόρησε το 2001 ένα επιτυχημένο single.
Οι
της Britpop
Με τους Suede να ανοίγουν την αγορά για ντόπια κιθαριστική pop, τα τρία συγκροτήματα που δίνουν τον ορισμό της εποχής της Britpop έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση. Το υπέροχο τετραμε λές συγκρότημα των Blur από το Λονδίνο συνδύασε την αναβίωση της mod με στοιχεία της δεκα ετίας του 1960 και του 1970, αποτύπωσε το αντιαμερικανικό αίσθημα με το άλμπουμ του 1993, το Modern Life Is Rubbish, και αναδείχτηκε σε εθνικό φαινόμενο με το άλμπουμ Parklife του 1994, που ήταν ένα ακαταμάχητο μίγμα ύφους που θύμιζε τους Kinks, μουσικής new wave επηρεασμένης από τους XTC και τους Wire και ρυθμούς cockney, με μια μικρή δόση glam μουσικής και synthdisco. Ακολούθησε ένα συγκρότημα από το Μάντσεστερ, με επικεφαλής δύο χαρισματικά αδέρφια γεμά τα αυτοπεποίθηση. Το συγκρότημα Oasis των Noel και Liam Gallagher έκανε ξεδιάντροπες αντιγραφές μελωδιών του Marc Bolan, των Sex Pistols και κυρίως των Beatles. Όμως η φωνή του Liam, που θυμίζει κά τι ανάμεσα σε John Lennon και Johnny Rotten, και το γρατζούνισμα της κιθάρας από τον Noel που θυμίζει 'μέτωπο ήχου', έκανε τα δύο πρώτα τους άλμπουμ, το Definitely Maybe και το (What's The Story) Morning Glory, τεράστιες επιτυχίες στη Βρετανία, δεδομένου ότι ήταν φορτωμένα με τραγούδια hard-rock και δυνατές μπαλάντες που έγιναν αμέσως κλασικές. Το ενδιαφέρον για την Britpop κορυφώθηκε τον Αύγουστο του 1995, όταν οι Blur επιδίωξαν να κοντραριστούν με τους κατ' εξοχήν ανταγωνιστές τους, τους Oasis, φροντίζοντας να κυκλοφορήσουν το πολυαναμενόμενο νέο τους single, το 'Country House; την ημέρα που κυκλοφόρησαν και οι Oasis το 'Roll With It' και έτσι ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου για το ποιο συγκρότημα θα καταλάβει την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών εκείνης της εβδομάδας. Οι Blur κέρδισαν αυτή τη μάχη, αλλά έχασαν τον πόλε μο, αφού το Morning Glory επισκίασε το πολύ αρνητικά σχολιασμένο επόμενο άλμπουμ των Blur, το The Great Escape, οπότε οι αδερφοί Gallagher έγιναν δυο από τους πιο διάσημους ανθρώπους του πλανήτη. Αφότου οι Blur επανέκαμψαν και παρουσίασαν μια εκλεκτική πρόταση της artpunk, εξασφάλισαν μακροχρόνια επιτυχία και σεβασμό, ενώ οι Oasis συνέχισαν απλώς Blur Oasis να κάνουν λιγότερο συναρπαστικές εκδοχές των ίδιων δίσκων, άσχετα αν είχαν ικανο Pulp ποιητικές πωλήσεις. Παρόλο που οι Blur συνέχισαν και μετά την αποχώρηση του κιθα The La»s Suede ρίστα τους, του Graham Coxon, το 2002, ο Damon Albarn σχημάτισε ένα άλλο συγκρότ ημα, τους Gorillaz, που σημείωσαν κορυφαίες επιτυχίες.
Τον Μάιο του 2005 οι Oasis ξαναβγήκαν στην επιφάνεια για να ηχογραφήσουν το έκτο τους άλμπουμ, το Don't Believe The Truth, το οποίο κατέκτησε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών της Βρετανίας.
με έξι χορδές Οι τρίτοι άρχοντες της Britpop ήταν οι Pulp, ένα συγκρότημα από το Σέφιλντ με αρχηγό τον αστείο και πνευματώδη Jarvis Cocker, πρώην σπουδαστή δραματικής σχολής. Παρόλο που οι Pulp υπήρχαν από το 1978, έπρεπε να έρθει το 1995 και το επιτυχημένο single «Common People», το τρα γούδι που όρισε το στίγμα της εποχής για την πάλη των τάξεων, για να γίνει ο Cocker o Morrissey της δεκαετίας του 1990. Τον προσωπικό του πόλεμο με την Britpop o Cocker τον κήρυξε στη διάρκεια της απονομής των Βρετανικών Βραβείων του 1996, όταν εισέβαλε στη σκηνή και άρχισε να χορεύει πριν τον πιάσει και τον απομακρύνει το προσωπικό ασφαλείας, ενώ στη σκηνή βρισκόταν ως καλεσμένος ο Michael Jackson. 0 Cocker συνελήφθη και οι άνθρωποι του Jackson τον κατηγόρησαν ότι επιτέθηκε στα παιδιά που βρίσκον ταν στη σκηνή, αλλά απέσυραν την κατηγορία όταν απειλήθηκαν με μηνύσεις. Η έκρηξη θυμού που εκ δηλώθηκε μέσω των λαϊκών εφημερίδων μετέτρεψε τον Cocker σε σύμβολο της θαρραλέας και επανα στατικής Αγγλίας που απορρίπτει τις υπερβολές των Αμερικανών διασημοτήτων. Η αγορά της Britpop παρέμεινε ανοιχτή μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ένα πλήθος από πα ραδοσιακά βρετανικά συγκροτήματα με κιθάρες άφησαν το στίγμα τους: οι λάτρεις του ρετρό της δεκαετίας του 1960, όπως οι Ocean Colour Scene, οι Kula Shaker και οι funky βετεράνοι του Madchester, οι Charlatans- τα καυστικά τραγούδια της μετά punk εποχής από το τριμελές συγκρότημα Supergrass από την Οξφόρδη και τους Elastica από το Λονδίνο, των οποίων η αρχηγός, η Justine Friscmann, άρχισε την καριέρα της με τους Suede και είχε μια περιβόητη σχέση (και χωρισμό) με τον αρχηγό των Blur, τον Damon Albarn- η πολύ ελκυστική και ευρείας «Common People» Pulp αποδοχής pop του συγκροτήματος Catatonia από την Ουαλία και των Lightning «Girls & Boys» Blur Seeds από το Λίβερπουλ- οι Verve από το Γουίγκαν με την ατμοσφαιρική και με «So Young» Suede «There She Goes» The La's λαγχολική rock, με αρχηγό το κάτισχνο είδωλο Richard Ashcroft. H Britpop έχασε «Wonderwall» Oasis την αίγλη της στα τέλη του αιώνα, αλλά παραμένει η περίοδος που για τελευταία φορά μια σαφώς αγγλική ποικιλία pop / rock είχε γνήσια απήχηση σε ένα ευρύ φάσμα μουσικόφιλων.
Ως πρώτη φωνή και στιχουργός του συγκροτήματος των Pulp, o Jarvis Cocker έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς και αξιοθαύμαστους μουσικούς της Britpop / εναλλακτικής μουσικής σκηνής.
Αγορίστικα Τα συγκροτήματα με φρέσκα, νεανικά πρόσωπα αγοριών που τραγουδούν πιασάρικα θέματα είναι ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της εμπορικής pop μουσικής μετά τους Beatles. Κατά τις δυο τελευταίες δεκαετίες, βιομηχανοποιημένα νεανικά συγκροτήματα όπως οι New Kids On The Block και οι Take That έχουν βρεθεί στο προσκήνιο. Παρόλο που η μουσική τους κληρονομιά δεν συγκρίνεται με εκείνη των Beatles, η αφοσίωση που ενέπνευσαν ήταν το ίδιο θερμή. Το μάρκετινγκ είναι το παν για ένα σύγχρονο νεανικό συγκρότημα. Τα μέλη του επιλέγονται με βά ση τα χαρακτηριστικά που μεγιστοποιούν την απήχηση τους σε μια βάση οπαδών που σε μεγάλο βαθμό αποτελούν κορίτσια της εφηβικής ηλικίας. Το να είσαι νέος, πεντακάθαρος και ακίνδυνα ελκυστικός είναι το ίδιο σημαντικό με το να μπορείς να τραγουδήσεις και να χορεύεις σωστά. Ελάχιστων σύγχρονων νεα νικών συγκροτημάτων τα μέλη παίζουν κάποιο όργανο, ενώ τα περισσότερα από αυτά παράγουν ελαφριά pop που κινείται ανάμεσα στα εύθυμα τραγούδια και τις μελιστάλαχτες μπαλάντες. Λόγω του ότι η μουσική τους έχει κατά κάποιο τρόπο ημερομηνία λήξης, αλλά και λό γω του ότι τα νεαρά ακροατήρια τους αλλάζουν γρήγο ρα προτιμήσεις, τα νεανικά συγκροτήματα σπάνια επι βιώνουν για περισσότερο από πέντε χρόνια, παρόλο Δηλώσεις του Howard Donald που καλλιτέχνες όπως ο Robbie Williams των Take That των Take That σχετικά με τους οπαδούς και ο Justin Timberlake των *NSYNC's έχουν κάνει μια πολύ επιτυχημένη προσωπική καριέρα. Παρόλο που τα νεανικά συγκροτήματα πήραν τη γνώριμη μορφή τους στα τέλη του 1985, η ιστο ρία τους φτάνει μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 και είναι συνυφασμένη με τις καταβολές του με γαλύτερου, αναμφίβολα, pop συγκροτήματος όλων των εποχών. Οι Beatles έγραφαν από την πρώτη στιγ μή μόνοι τους τα τραγούδια τους και η μακροβιότητα τους, η καλλιτεχνική τους κατάρτιση και ο βαθμός ελέγχου επί της καριέρας τους παραμένουν πρωτοφανείς και έτσι δεν υπάρχει αντίστοιχη κατάσταση σε κανένα άλλο σύγχρονο νεανικό συγκρότημα. Και φυσικά, χάρη στην ξεκάθαρη απήχηση της νιότης τους και της πλούσιας κόμης τους, αλλά και χάρη σε νεανικότατες μελωδίες όπως το "Ι want To Hold Your Hand" του 1963, επισκίασαν τους λιγότερο σημαντικούς διαδόχους τους.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 οι Take That έγιναν παγκόσμιο φαινόμενο με την ωραία τους εμφάνιση και τις «πιασάρικες» pop επιτυχίες. Ερμήνευαν διασκευές αλλά και εντελώς νέα τραγούδια όπως το «Pray», το «Baby» και το «Back For Good».
Τα φανταστικά
συγκροτήματα
Η ιδέα των νεανικών συγκροτημάτων εξελίχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν ο Joseph Jackson συνειδητοποίησε την εμπορικότητα του εξής εγχειρήματος: να βγάλει στη σκηνή τους γιους του, Jermaine, Jackie, Marlon, Tito και Michael. Ένα από τα ελάχιστα νεανικά συγκροτήματα μετά τους Beatles, του οποίου η μουσική σε ελκύει όποτε ασχοληθείς μαζί της, οι Jackson 5, συνδύαζε την pop, τη soul και την disco με καταπληκτικό τρόπο. Ο πρώιμος ήχος τους αποτυπώνεται στο single-σταθμό της καριέρα τους, το «I Want You Back» (1970), που είναι ένας κλασικός συνδυασμός ρυθμών funky και μελιστάλαχτων αρμονιών που χτίστηκαν πάνω στη γλυκιά και εκφραστική φωνή του 12χρονου Michael. Ο αυστηρός πατέρας των Jackson, μαζί με το θρυλικό αφεντικό της δισκογραφικής εταιρείας Mo town, τον Berry Gordy, έλεγχαν αυστηρά τις δραστηριότητες τους. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 δεν τους επέτρεψαν να παρουσιάσουν δικό τους υλικό. Έκτοτε κάθε νεανικό συγκρότημα είχε την καθο δήγηση ατόμων με ανάλογη αυστηρότητα, που γνώριζαν πολύ καλά τις θανάσιμες ιδιοτροπίες της μουσι κής βιομηχανίας. Η δεκαετία του 1970 είδε την εμφάνιση πολλών συγκροτημάτων-καρμπόν, μεταξύ των οποίων ήταν οι Osmonds, ένα ακόμα πενταμελές συγκρότημα του οποίου τα μέλη ήταν αδέρφια και του οποίου η προσοχή ήταν εστιασμένη στον ταλαντούχο μικρότερο αδερφό τους, τον Donny με το αγγελικό προσω πάκι. Καλλιτέχνες που έκαναν προσωπική καριέρα (μεταξύ των οποίων ήταν ο αυτονομημένος Michael Jackson) κυριάρχησαν στο επίκεντρο της pop για ένα μεγάλο τμήμα της δεκαετίας του 1980, αλλά τα νεα νικά συγκροτήματα θα επανέρχονταν προς τα τέλη της δεκαετίας. Λόγω του ότι χρη σιμοποιούνταν πιο συχνά υπόβαθρο φτιαγμένο από συνθεσάιζερ, τα συγκροτήματα άρχισαν σταδιακά να εγκαταλείπουν τη ζωντανή ενορχήστρωση για να στραφούν The Beatles προς χορογραφίες και να δώσουν ζωντάνια στη μουσική τους ελαττώνοντας τα The Jackson 5 στοιχεία των πιο μοντέρνων ειδών μουσικής. New Kids On The Block Take That Backstreet Boys
Η έκρηξη των boyband στα τέλη της δεκαετίας του 1990 είχε ως αποτέλεσμα να εμφανιστούν λεγεώνες ολόκληρες από νεαρές θαυμάστριες που επευφημούσαν και λιποθυμούσαν βλέποντας τα είδωλά τους.
Η
των βιομηχανοποιημένων συγκροτημάτων
Το σημαντικότερο από αυτή τη νέα γενιά νεανικών συγκροτημάτων ήταν οι New Kids On The Block, ένα συγκρότημα με πέντε μέλη από τη Βοστόνη τα οποία συγκέντρωσε ο μάνατζερ / δη μιουργός τραγουδιών, ο Maurice Starr, που είχε σημειώσει σημαντική επιτυχία και νωρίτερα, μέσα στη δεκαετία του 1980, με τους New Edition. Με τους αδερφούς Jon και Jordan Knight, τον Donnie Wahlberg, τον Danny Wood και τον Joey Mclntyre, o Starr συνδύασε στοιχεία hip hop με αρμονίες της R&B. Η πιο γνωστή επιτυχία τους, το «Hangin' Tough», ήταν ένα μετριότητα και ψεύτικο τραγούδι δρόμου που τραγουδούσαν όλα μαζί τα μέλη, το οποίο όμως σημείωσε το 1988 παγκόσμια επιτυχία. Η επιτυχία αυτή χάρισε μια τριετή κυριαρχία του συγκροτήματος στον Κατάλογο Επιτυχιών, που όμως διαλύθηκε το 1994. Η επιτυχία των New Kids On The Block άνοιξε το δρόμο στους Take That, που είχε ως μέλη τους Gary Barlow, Robbie Williams, Mark Owen, Jason Orange και Howard Donald. To πενταμελές αυτό συγκρότημα κα τέκτησε τους Καταλόγους Επιτυχιών της Ευρώπης στο πρώτο μισό της δεκαετίαςτου 1990, πουλώντας περισ σότερους δίσκους από κάθε άλλο βρετανικό συγκρότημα από την εποχή των Beatles. Πολύ μεγάλες επιτυχίες single, όπως το «Could It Be Magic» του 1993, χρησιμοποιούσαν ξεσηκωτικούς ρυθμούς της club μουσικής που σάρωνε εκείνη την εποχή τη Βρετανία, ενώ η καλή φυσική κατάσταση των μελών, σε συνδυασμό με την έντονη τάση για επανεκτέλεση κλασικών disco επιτυχιών όπως το «It Only Takes A Minute» των Tavares, τους έκανε αρκετούς στους ομοφυλόφιλους και στα κορίτσια της εφηβικής ηλικίας. Οι Take That διαλύθηκαν το 1996, αλλά στο μεταξύ είχαν εμπνεύσει πολλά βρετανικά και ιρλανδέζικα νεανικά συγκροτήματα. Μεταξύ άλλων ήταν οι Westlife, οι οποίοι σημείωσαν βρετανικό ρεκόρ, με 10 συνεχό μενες επιτυχίες single που κατέλαβαν την πρώτη θέση. Την ίδια περίπου εποχή εμφανίστηκαν οι Backstreet Boys, ένα ακόμα πενταμελές συγκρότημα, με ένα ομώνυμο άλμπουμ που έγινε το δεύτερο καλύτερο από πλευράς πωλήσεων της δεκαετίας, αφού πούλησε 28 εκατομμύρια αντίτυπα. Το στυλ τους ξεκινούσε από εκεί που είχαν σταματήσει οι New Kids On the Block, αλλά δανείστηκε πολύ περισσότερα στοιχεία από τη μαύρη μουσική από ό,τι οι προκάτοχοι τους. Τραγούδια με τεράστια επιτυχία, όπως το «Everybody (Backstreet's Back)» του 1999, πρόβαλαν τον με λωδικό συνδυασμό hip hop, R&B, soul και pop, ενώ συγκροτήματα«Everybody (Backstreet's Back)» Backstreet Boys κλώνοι των Backstreet Boys, όπως οι *NSYNC's εμφανίστηκαν προς τα «Hangin' Tough» New Kids On The Block τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίαςτου 2000. Λό «I WantTo Hold Your Hand»The Beatles «I Want You Back» The Jackson 5 γω της δημοτικότητας καλλιτεχνών με επιρροές από την R&B, η όρεξη «Pray» Take That του κοινού για νεανικά συγκροτήματα δεν φαίνεται να έχει κορεσθεί.
Οι Backstreet Boys σημείωσαν πρωτοφανή επιτυχία στα μέσα της δεκαετίας του 1990 και το πρώτο τους άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 1996, κατέλαβε μια θέση ανάμεσα στις δέκα πρώτες του Καταλόγου Επιτυχιών.
στη δεκαετία του 2000 Παρόλο που τα νεανικά συγκροτήματα, αγοριών και κοριτσιών, καθόριζαν την αγγλο-αμερικανική pop σε ένα μεγάλο διάστημα της δεκαετίας του 1990, το τέλος της δεκαετίας έζησε την επιστροφή του μεμονωμένου καλλιτέχνη. Αν και συγκροτήματα όπως οι *NSYNC, οι Blue και οι Sugarbabes συνέχισαν την καριέρα τους, εμφανίστηκαν καλλιτέχνες όπως η Britney Spears, η Christina Aguilera και η Pink, οι οποίες γέμιζαν στάδια. Η εκπληκτική δημοτικότητα της R&B συνέχισε να βάζει τη σφραγίδα της στους Καταλόγους Επιτυχιών με πολλούς pop καλλιτέχνες που έκαναν εκτεταμένη χρήση κομψών αρμονιών, βελούδινων μελωδιών, ρυθμών που θύμιζαν μουσική street και τολμηρής χορογραφίας. Στο διάστημα αυτό υπήρξαν και τεράστιες επιτυχίες για μια σειρά από καλλιτέχνες που έγιναν γνωστοί ως μέλη συγκροτημάτων. Ο Robbie Williams από τους Take That, ο Justin Timberlake από τους *NSYNC, η Beyonce Knowles από τους Destiny's Child, η Geri Halliwell από τις Spice Girls και ο Ronan Keating από τους Boyzone ήταν τώρα αστέρες με δική τους οντότητα. Όμως η πιο σημαντική ίσως εξέλιξη στην pop των αρχών του εικοστού πρώτου αιώνα ήταν ο διαρκώς αυξα νόμενος ρόλος της τηλεόρασης στο να δημιουργεί και να καταστρέφει αστέρες.
Η μικρή οθόνη έρχεται στο προσκήνιο Έχοντας παίξει σημαντικό ρόλο στον μουσικό χώρο από την εποχή που έκανε τη σκανδαλώδη εμφάνιση του ο Elvis Presley στην εκπομπή The Ed Sullivan Show το 1956, η τηλεόραση διεύρυνε την επιρροή της στη δεκαετία του 1980 με την εισαγωγή του καναλιού MTV και τη μετέπειτα άνοδο του βίντεο-κλιπ. Το 2001 όμως η συνεργασία εισήλθε σε μια νέα εποχή με την ένα ρξη της εκπομπής Popstars. Εκμεταλλευόμενη την προτίμηση του βρετανικού κοινού στις διασημότητες και τα ριάλιτι σόου, η συγκεκριμένη εκπομπή βρήκε χιλιάδες νεαρούς που είχαν όνειρα για κάτι καλύτερο, από τους οποίους, μέσω μιας ανελέητης σειράς από οντισιόν κατέλη ξαν τελικά να μείνουν μόνο πέντε. Οι Myleene Klass, Kym Marsh, Simon Fuller Suzanne Shaw, Danny Foster και Noel Sullivan υιοθέτησαν το όνομα Hear'Say και εκατομμύρια τηλεθεατές παρακολουθούσαν την πορεία τους προς τη δόξα και πώς ηχογράφησαν το πρώτο τους single, το «Pure And Simple» Συνδυάζοντας τις αρμονίες των Westlife με το υς πιο εύθυμους ρυθμούς των S Club 7, το συγκρότημα αυτό κατάφερε το 2001 να φτάσει στην πρώτη θέ ση στη Βρετανία. Με ένα σεξαπίλ που δεν συνάδει με την υπερβολικά καθαρή εικόνα της η Britney Spears σημείωσε πρωτοφανή επιτυχία και ως μουσικός και ως σημαντικός παράγοντας των ΜΜΕ.
To
Ί
2 3 4 5
της καριέρας ενός ειδώλου της pop
Οι κριτικοί κατηγόρησαν την εκπομπή Popstars ότι στραγγαλίζει την δημιουργικότητα με τρα γούδια χωρίς ουσία, ότι χρησιμοποιεί μεθόδους μάρκετιν και ότι εκμεταλλεύεται τη δύναμη της τηλεόρασης για να γεμίσει τις τσέπες των δημιουργών της. Το συγκρότημα Hear'Say αποδείχτηκε ότι ήταν μια πρόσκαιρη αναλαμπή. Η Kym Marsh αποχώρησε το 2002 από το συγκρότημα και οι υπόλοιποι διαλύθηκαν μετά από λίγο καιρό, ενώ από αγαπημένα παιδιά των ΜΜΕ μεταμορφώθη καν σε μισητά πρόσωπα μέσα σε διάστημα 12 μηνών. Όμως το σκηνικό αυτό συνέχισε να έχει τεράστια δημοτικότητα. Το 2002 την εκπομπή Popstars δια δέχθηκε η εκπομπή Pop Idol, μια σειρά που έστρεψε την προσοχή της από τα συγκροτήματα προςτους καλλι τέχνες που έκαναν προσωπική καριέρα και άφηνε τους τηλεθεατές να ψηφίζουν και να αποφασίζουν για το νικητή. Δεκατέσσερα εκατομμύρια άτομα είδαν τη ζυγαριά της ψηφοφορίας να γέρνει προς τον Will Young, του οποίου η δημο τικότητα φαίνεται ότι θα διαρκέσει πολύ πε 1 *NSYNC ShaniaTwain ρισσότερο από των Hear'Say. Όντας προικι 2 Eminem Robbie Williams 3 Jay Ζ Dido σμένος με μια γεμάτη φωνή που θύμιζε τρα 4 Usher David Gray γουδιστή soul, έδωσε ζωή στο «Evergreen», 5 Nelly Eminem τη χλιαρή μπαλάντα των Westlife με την οποία έκανε το ντεμπούτο του το 2002 (πετυχαίνοντας να ανεβεί στην πρώτη θέση). Ο Young άντεξε στις προσπάθειες να τον παρουσιάσουν ως έναν ανώδυνο κλώνο της pop, και έγινε ένας από τους πρώτους αστέρες της pop που θα δήλωνε εξ αρχής ανοιχτά ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Εκπομπές σαν το Pop Idol προβλήθηκαν σε όλο τον κόσμο. Η εκπομπή American Idol, όπως λεγόταν στις ΗΠΑ, έφερε στο προσκήνιο μια σταρ με μεγάλη φωνή, την Kelly Clarkson, της οποίας το single με το οποίο έκανε το ντεμπούτο της, το Ά Moment Like This' (2002), πούλησε τον ιλιγγιώδη αριθμό των 236.000 αν τιτύπων κατά την πρώτη εβδομάδα κυκλοφορίας του. Απομένει όμως να φανεί αν η Clarkson, o Young και ο Gareth Gates (ο άλλος που αναδείχτηκε από το Pop Idol), που όλοι οφείλουν τη φήμη τους στην τηλεοπτική προβολή, θα επαναλάβουν την παγκόσμια επιτυχία των τριών προηγούμενων τηλεοπτικών αστέρων.
Η ηρωτοφανής επιτυχία του Pop Idol στη Βρετανία οδήγησε zovGareth Gates (αριστερά) να υπογράψει συμβόλαιο συνεργασίας με το νικητή της εκπομπής, τον Will Young (δεξιά).
Οι τρεις
1 2 3 4 5
Η Britney Spears, η Christina Aguilera και ο Justin Timberlake ξεκίνησαν την καριέρα τους στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ως... ποντικοσωματοφύλακες, στην παιδική εκπομπή του Disney, The Mickey Mouse Show. Μία δεκαετία αργότερα, και οι τρεις είχαν αποχωριστεί τα πολύ μεγάλα αυτιά τους για να ξεκινήσουν μια πολύ υψηλού επιπέδου μουσική καριέρα. Η πρώτη της οποίας το άστρο εκτινάχτηκε στα ύψη ήταν η Spears, έκανε το ντεμπούτο της το 1999 με το «Baby One More Time», ένα τραγούδι R&B που σημείωσε τεράστιες πωλήσεις και περιείχε αισθησιακά φωνητικά. Η επιτυχία της Spears στηρίχτηκε στο συνδυασμό της αθωότητας που έβγαινε από τα μεγάλα της μά τια και του αμαρτωλού αισθησιασμού που εξέπεμπε. Παρόλο που ο μηχανισμός δημοσιότητας που χρησιμο ποιούσε έδινε έμφαση στην ακέραια ανατροφή της και στην αγνότητα της, αυτό ερχόταν σε αντίθεση με τα σαδομαζοχιστικά υπονοούμενα στίχων, όπως «hit me baby one more time» και το αμφιλεγόμενο βίντεο που συνόδευε το τραγούδι, στο οποίο η Spears εμφανιζόταν ντυμένη μαθήτρια. Το κοινό «εξαφάνισε» το δίσκο της και η Spears έγινε η πιο πετυχημένη Αμερικανίδα έφηβη όλων των εποχών. Την επιτυχία της μιμήθηκαν και μια σειρά από Αμερικανίδες που έκαναν προσωπική καριέρα, μεταξύ των οποίων ήταν η Aguilera, η οποία απέκτησε άσχημο όνομα εξαιτίας του προκλητικού ντυσίματος της, των τολμηρών βίντεο και των ερωτικού περιεχομένου φωνητικών της. Αυτή η στρατηγική αμέσου μάρκετιν άρχισε να αποδίδει τέλεια με την σημαν τική επιτυχία του LP της που κυκλοφόρησε το 2002, με τίτλο Stripped LP, και το single «Dirrty» (που κυκλοφό ρησε το 2003). Παρόλο που ο Timberlake ήταν ένας μέτριος αστέ ρας από τα τέλη της δεκαετίας 1 «We Belong Together» Mariah Carey «Anything Is Possible» Will Young του 1990, αρχικά ήταν πιο «Unchained Melody» Gareth Gates 2 «In Da Club» 50 Cent «It Wasn't Me» Shaggy featuring Rickrok 3 «Ignition» R.Kelly γνωστός ως «φίλος» της «Pure And Simple» Hear'Say 4 «Yeah» Usher Spears. Εκείνος έκανε το προ «Do They Know It's Christmas?» Band Aid 20 5 «This Love» Maroon 5 σωπικό ντεμπούτο του το 2002 με το «Like I Love You» και σταδιακά το προφίλ του ως αστέρα επισκίασε το δικό της. Το μίγμα των αστικών ήχων και της pop που είναι επηρεασμένη από τη soul και το οποίο έφτιαξε ο Timberlake δεν ήταν τίποτε πρωτότυπο. Αυτός όμως είχε τη σύνεση να συνεργαστεί με αξιόλογους παραγωγούς και να στοχεύει ψηλά με τις γλυκιές εξάρσεις της φωνής του και τα δυνατά βογκητά, όπως και με τις ντελικάτες χορ ευτικές κινήσεις του Michael Jackson. Στις αρχές του 2003, στην πίσω πλευρά του άλμπουμ του με τίτλο Justi fied που σημείωσε τεράστιες πωλήσεις, έδειχνε ότι ετοιμαζόταν να πάρει το στέμμα του Βασιλιά της Pop, αλλά χρειάστηκε να περάσουν τρία χρόνια για να κυκλοφορήσει η επόμενη δουλειά του. Η Christina Aguilera (στη φωτογραφία), η Pink, η Mya και η Lil' Kim τιμήθηκαν με βραβείο Grammy για το τραγούδι τους «Lay Marmalade» από την ταινία Moulin Rouge.
Pop
δεκαετίας '00
Μολονότι όλο και μεγαλύτερο τμήμα του ευρύτερου χώρου καταλαμβάνουν καλλιτέχνες από την έντονα βιομηχανοποιημένη και στυλιζαρισμένη rock, pop και R&B, η εμφάνιση λιγότερο προβεβλημένων καλλιτεχνών -που συχνά είναι αυτοχρηματοδοτούμενοι και σχετικά ανεξάρτητοι- αποτελεί μια ήπιας μορφής απόκλιση από τα πρότυπα της pop. Η επιτυχία μουσικών όπως η Bjork και η Sinead O'Connor στη δεκαετία του 1990 συνεχίζει να καλλιεργεί ένα ανεξάρτητο πνεύμα στους τραγουδιστές / δημιουργούς του εικοστού πρώτου αιώνα. Ενώ καλλιτέχνες όπως η Alanis Morissette, ο σερ Elton John, o Paul Weller και η Tori Amos διατηρούν την επαφή με το κοινό και μετά το 2000, το μέλλον αυτού του είδους μουσικής αρχίζουν να το καθορίζουν οι νέοι, χαμηλών τόνων τραγουδιστές / δημιουργοί που ανατρέχουν στην παράδοση. Αν και είναι πολύ διαφορετικό το μουσικό στυλ τους, έξι βασικοί καλλιτέχνες έχουν ξεκινήσει από την αφάνεια της περιοχής τους, αγωνίστηκαν σκληρά και για πολύ χρόνο κάτω από δύσκολες συνθήκες πριν αρχίσει η επιτυχία τους. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του David Gray, ενός καλλιτέχνη πολυοργανίστα, που γεννήθηκε στο Μάντσεστερ, μεγάλωσε στην Ουαλία, αλλά γνώρισε αρχικά την επιτυχία στην Ιρλανδία. Το πρώτο του άλμπουμ, με τον τίτλο A Century Ends, κυκλοφόρησε το 1993, αλλά χρειάστηκε να περάσουν άλλα έξι χρόνια στήριξης από το ιρλανδικό κοινό -και το απόλυτα αυτοχρηματοδοτημένο άλμπουμ του 1998, το David Gray White Ladder- για να καθιερωθεί με ένα στυλ που θύμιζε μια pop εκδοχή του Van Morrison και να κατορθώσει να κυκλοφορήσει το δίσκο στις ΗΠΑ το 2000 μέσω της δισκογραφικής εταιρείας ΑΤΟ του Dave Matthews. Η επόμενη δουλειά του που κυκλοφόρησε το 2002, το άλμπουμ A New Day At Midnight, τον καθιέρωσε ως έναν σπουδαίο αστέρα της adult pop.
Η συναισθηματική μοναχή του David Gray μιλάει για την απιστία, τον πόνο και τον έρωτα και τονίζεται από τη μοναδικά σπουδαία φωνή του.
Τοπικοί ήχοι από ντόπια Η Macy Gray βρισκόταν αρκετά χρόνια στη μουσική σκηνή των jazz bar του Λος Άντζελες προτού καθιερώσει ένα άκρως προσωπικό στυλ βραχνής και βαριάς φωνής, εκκεντρικής ερμηνείας, αυτοβιο γραφικών στίχων και επιρροές από soul, rap, R&B, Fm rock και pop, που περικλείονται στο εκπληκτικά επιτυχημένο άλμπουμ On How Life Is που κυκλοφόρησε το 1999. Η Jewel Kilcher από την Αλάσκα εργαζόταν ως σερβιτόρα και τραγουδούσε παίζοντας κιθάρα στο Σαν Ντιέγκο σε διάφορα στέκια πριν σημειώσει ξαφνική επιτυχία με το folk-pop άλμπουμ της, το Pieces Of You, που κυκλοφόρησε το 1995. Το παρουσιαστικό της ξανθιάς καλλονής και τα ευφυή τραγούδια της τη βοήθησαν να αποκτήσει φήμη που την ακολούθησε για αρκετά χρόνια. Στη Βρετανία η Beth Orton, από την περιοχή του Νόριτς, θήτευσε κάποιο διάστημα ως μοναχή Βουδι στών πριν την ανακαλύψει το 1991 ο παραγωγός χορού, William Orbit. Γύρω στα μέσα της δεκαετίας του 1990 η Orton συνεργαζόταν με συγκροτήματα όπως οι Chemical Brothers και οι Red Snapper, ενώ το ελαφ ρώς funky πρώτο άλμπουμ της, το Trailer Park, που κυκλοφόρησε το 1996, την ανέδειξε στη Βρετανία σε βασίλισσα της chill-out μουσικής. Παρόλο που ήταν ψηλή, ασουλούπωτη και ντροπαλή, η απήχηση της φαίνεται ότι οφειλόταν στο χαμηλό προφίλ της και στο γεγονός ότι τα τραγούδια της ήταν επηρεασμένα από την αμερικανική καταγωγή της. Κάτι ανάλογο θα μπορούσαμε να πούμε και για τον Damon Gough από το Μάντσεστερ, γνωστό και ως Badly Drawn Boy, ο οποίος έμεινε αφανής στη γενέτειρα του μέχρι που ίδρυσε τη δισκογραφική εταιρεία Twisted Nerve μαζί με τον παραγωγό Andy Votel. Αρχισε να ηχογραφεί και γρήγορα τράβηξε την προσοχή του κοινού. Το πρώτο του άλμπουμ, που κυκλοφόρησε το 2000 και είχε τον τίτλο The Hour Of Bewilderment, τιμήθηκε με το βραβείο Mercury Music, ενώ τα θρυλικά ζωντανά σόου του βοήθησαν στη γρήγορη ανέλιξη του στη Βρετανία. Το 2002, η μουσική που έγραψε για την ταινία About A Boy του Hugh Grant απέκτησε ευρ εία δημοσιότητα και σε αυτό βοήθησαν τα single «Silent Sigh» και «Something To Talk About». Όμως η πιο εντυπωσιακή εξέλιξη είναι αυτή της Sarah McLachan από τη Νέα Σκοτία. Οχτώ χρόνια, τρία άλμπουμ κελτικής folk-pop μουσικής και πολλά ταξίδια που διευρύνουν το νου χρειάστηκαν μέχρι να κυκλοφορήσει το πρώτο της άλμπουμ, το Touch. Το 1997 το άλμπουμ της με τίτλο Surfacing σημείωσε μεγάλη επιτυχία στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη, τη στιγμή που η Lilith Fair David Gray αποτέλεσε το βήμα για τις γυναίκες που επιχειρούν να μπουν με τραγούδια τους στους Κα Macy Gray ταλόγους Επιτυχιών χωρίς να χρειαστεί βγάλουν τα ρούχα τους. Badly Drawn Boy Alicia Keys James Blunt
Με μια μοναδική, βραχνή φωνή και στυλ της δεκαετίας του 1970, η Macy Gray έγινε διάσημη για τον προσωπικό funky ήχο της και τις επί σκηνής εμφανίσεις της.
Πριν καλά καλά βγουν οι Ο αντίκτυπος των ώριμων καλλιτεχνών της δεκαετίας του 2000 βρήκε απάντηση αλλά και αμφι σβήτηση από ένα κύμα νεαρών τραγουδιστριών / δημιουργών. Με τραγουδίστριες όπως η Britney Spears, που όρισαν ένα νέο status επιτυχίας και αξιοπιστίας για τους καλλιτέχνες της εφηβικής ηλικίας, το μόνο πράγμα που ήταν καλύτερο για μια δισκογραφική εταιρεία ήταν να βρει εξίσου νεαρά και ελκυστικά από άποψη εμφάνισης ταλέντα που θα μπορούσαν επίσης να γράφουν μόνα τους τραγούδια. Ακολούθησε μια σειρά από παιδιά-θαύματα από τις ΗΠΑ που ήξεραν να τραγουδούν και να συνθέ τουν τραγούδια. Η Alicia Keys από το Χάρλεμ, της οποίας το ασυνήθιστα πλήρες και γεμάτο στοιχεία soul και R&B πρώτο της άλμπουμ, το Songs In A Minor, τιμήθηκε με πέντε βραβεία Grammy. Η καριέρα της Κα ναδέζας Nelly Furtado ξεκίνησε με το rap ντουέτο των Nelstar, προτού έρθει η επιτυχία της στην εκδήλω ση Lilith Fair το 1999 που την οδήγησε στο μοναδικό μίγμα pop, Latin, folk, reggae και hip-hop που παρ ουσίασε στο άλμπουμ της Whoa, Nelly! το οποίο κυκλοφόρησε το 2000. Η Vanessa Carlton από την Πενσυλβάνια με παραδοσιακές συνθέσεις για πιάνο γνώρισε παγκόσμια επιτυχία με το «A Thousand Miles» και έβγαλε το πρώτο της άλμπουμ, το Be Not Nobody, το 2002. Η απρόσμενη επιτυχία για τραγουδιστή / δημιουργό της συγκεκριμένης δεκαετίας ήρθε το 2005 με την ανάδειξη του πρώην στρατιωτικού, του James Blunt, σε αστέρι που κατέλαβε αξιόλογη θέση στον Κα τάλογο Επιτυχιών της Βρετανίας, και του οποίου το μελαγχολικό άλμπουμ Back To Bedlam πέτυχε τις με γαλύτερες πωλήσεις εκείνου του χρόνου. Η Katie Melua έγραψε μόνη της δύο από τα δώδεκα τραγούδια του πρώτου της άλμπουμ, αλλά μελλοντικά θα μπορούσε να ενταχθεί και αυτή στο... κλαμπ, ενώ η Σκο τσέζα KT Tunstall θυμήθηκε την Patti Smith με το αιχμηρό πρώτο της άλμπουμ, το Eye To The Telescope, που κυκλοφόρησε το 2005. Ο John Legend ήταν ένας καλλιτέχνης που ξεχώρισε από την αμερικανική σο «Fallin'» Alicia Keys δειά καλλιτεχνών. «I Try» MacyGray «Something To Talk About» Badly Brawn Boy «This Year's Love» David Gray «You're Beautiful» James Blunt
Ο Damon Gough ή Badly Drawn Boy, που τιμήθηκε με το πολύ σημαντικό βραβείο Mercury στη Βρετανία για το Καλύτερο Άλμπουμ του 2000, σημείωσε ξεχωριστή επιτυχία και εκτός Βρετανίας.
Η Latin
της δεκαετίας του 2000
Στηριγμένη στην πρωτοφανή διεθνή προβολή της κατά τη δεκαετία του 1990, η Latin pop εισήλθε στον εικοστό πρώτο αιώνα παίρνοντας για πρώτη φορά βραβεία Grammy, κάτι που έγινε στις ΗΠΑ τον Σεπτέμβριο του 2000. Καθώς θεωρούνται διεθνούς κύρους βραβεία, και ξεχωρίζουν σαφώς -παρόλο που έχουν σχέση με αυτά- από τα βραβεία Grammy, ένας από τους στόχους των βραβείων Latin Grammy ήταν να «προωθήσουν τη ζωντάνια των πολλών τοπικών μορφών της Latin μουσικής». Αυτό που προέκυψε ήταν μουσική που συνδύαζε στοιχεία folk από συγκεκριμένες περιοχές με πιο παγκόσμια στοιχεία και περισσότερο σοφιστικέ ενορχηστρώσεις και ερμηνείες. Η ώθηση της παραδοσιακής μουσικής στο προσκήνιο συνεχίζει να είναι μια βασική τάση στη Latin pop αυτής της δεκαετίας, με τον Ισπανό Alejandro Sanz -του οποίου η pop βασίζεται σε αρμονίες flamenco και αυτοσχεδιασμούς- να είναι ένας από τους ηγέτες αυτού του χώρου. Με τα οξυδερκή τραγούδια του ο Sanz αναδείχτηκε σε αστέρα στην Ισπανία κατά τη δεκαετία του 1990, προτού διακριθεί στην αγορά της Latin μουσικής με τους Corazon Partio, ένα μίγμα flamenco και pop που περιελάμβανε σόλο κιθάρας flamenco από αριστοτέχνες του είδους και φωνητικά που θύμιζαν μουσική gospel. Χάρη στα δύο βραβευμένα άλμπουμ του, το Εl Alma Αl Aire και το MTV Unplugged, και σε συνεργασίες με καλλιτέχνες από ένα ευρύ φάσμα, Shakira ξεκινώντας από το ιρλανδέζικο συγκρότημα pop-folk των Corrs και φτάνοντας μέχρι τον κιθαρίστα των flamenco, τον Vicente Amigo, o Sanz διεύρυνε την απήχηση του -κυρίως στις ΗΠΑ και την Ευρώπη- στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Όμως, παρόλο που ένα όλο και πιο ανοιχτόμυαλο ακροατήριο έχει αγκαλιάσει την παραδοσιακή Latin pop, η στροφή από τα ισπανικά στα αγγλικά σε συνδυασμό με έναν πιο διεθνή ήχο είναι εμφανέστατη. Πράγματι, στις μέρες μας οι καλλιτέχνες ταλαντεύονται ανακατεύουν διάφορες γλώσσες πολύ εύκολα.
Η Κολομβιανή Shakira αναδείχτηκε στη σπουδαιότερη καλλιτέχνιδα Latin μουσικής μετά την Jennifer Lopez, με τις επιτυχίες «Whenever, Wherever» και «Underneath Your Clothes».
Η Christina Aguilera και η Ο προάγγελος για τη δεκαετία αυτή ήταν η Christina Aguilera, μια νεαρή Αμερικανίδα καλλιτέχνιδα με ισπανικό όνομα, λόγω της καταγωγής της από τον Ισημερινό. Μετά την τεράστια επιτυχία της με το ντεμπούτο της στα αγγλικά κατά τα τέλη της δεκαετίας του 1990, η Aguilera ηχογράφησε το 2000 το άλμπουμ Mi Reflejo στα ισπανικά, το οποίο περιείχε διασκευές αγγλικών τραγουδιών της, αυθεντικά τραγούδια και, θέλοντας να ικανοποιήσει τα παραδοσιακά λατινόφωνα ακροατήρια, μια επανεκτέλεση του κλασικού μπολερό τραγουδιού, «Contigo En La Distancia». Με εξαίρεση αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι, ο ήχος της Aguilera δεν είχε έντονα Latin χαρακτηριστικά. Αντίθετα, με τραγούδια όπως το «Ven Conmigo», εισήγαγε τη Latin pop διανθισμένη με φωνητικά R&B και ρυθμούς hip-hop. Η περίπτωση της Aguilera βρήκε απήχηση σε νεότερης ηλικίας ισπανόφωνους οπαδούς και γι' αυτό, στα αμέσως επόμενα χρόνια, η Latin pop φρόντισε να περιέχει πάντα φωνητικά χρωματισμένα με R&B παρόλο που συνέχισαν να έχουν απήχηση οι πιο παραδοσιακές ερμηνείες. Η επιτυχία της Aguilera και στις δύο γλώσσες έδειξε ακόμα ότι τα ισπανόφωνα ακροατήρια αποδέχονταν αυτό το είδος Shakira γλωσσικής ποικιλίας. Ο Enrique Iglesias Christina Aguilera διεύρυνε την αγγλόφωνη καριέρα του με Alejandro Sanz Las Ketchup ένα πρωτότυπο ήχο (άλμπουμ Escape) με τον οποίο επανήλθε το 2002. Ο Marc An thony ηχογράφησε το 2001 τραγούδια του στα ισπανικά, αλλά κυκλοφόρησε ένα ολόκληρο άλμπουμ μόνο με salsa μουσική, το Libre, του οποίου οι πολύ σημαντικές πωλήσεις δείχνουν ότι αγοράστηκε και από ακροατές της pop.
(Δεξιά) Λόγω της διάδοσης της Latin μουσικής, τα λατινοαμερικάνικα κρουστά έγιναν της μόδας. (Πάνω) Το πρώτο άλμπουμ της Christina Aguilera στα ισπανικά, Mi Reflejo, έγινε No 1.
Η
από τη Latin
Η πιο επιτυχημένη «στροφή» στην τρέχουσα δεκαετία είναι εκείνη της Κολομβιανής σταρ της pop, της Shakira, της οποίας το πρώτο άλμπουμ στα αγγλικά. Laundry Service, αναδείχτηκε σε ένα από τα άλμπουμ με τις καλύτερες πωλήσεις παγκοσμίως για το 2001 και το 2002. Όπως συνέβη και με άλλους σταρ που έκαναν επιτυχία πριν από αυτή, η Shakira προερχόταν από το χώρο της Latin έχοντας γερές βάσεις. Ομολογουμένως ήταν ήδη η πιο επιτυχημένη τραγουδίστρια Latin της γενιάς της. Σε μια κίνηση που έγινε κανόνας για τους καλλιτέχνες, το πρώτο single της Shakira, το 'Wherever, Whenever', ηχογραφήθηκε και στα αγγλικά και στα ισπανικά. Στο τραγούδι χρησιμοποιήθηκε φλογέρα από τις Ανδεις, που ήταν ίσως η μόνη παραχώρηση που έγινε χάρη της ισπανικής καταγωγής της τραγουδίστριας, ενώ κατά τα άλλα ήταν ένα ρυθμικό pop τραγούδι με κάποιες αιχμές, επηρεασμένο περισσότερο από Βρετανούς και Αμερικανούς ρόκερς παρά από τραγουδιστές φολκλορικών τραγουδιών Latin. [Στις συναυλίες της η Shakira ερμήνευε το «Dude (Looks Like A Lady)» των Aerosmith και το «Back In Black» των AC/DC]. Αυτό δεν ήταν καθόλου πρωτότυπο. Παρόλο που οι καλλιτέχνες διατηρούν τα προσωπικά «εξωτικά» χαρακτηριστικά τους, η μουσική αποκτά σε μεγάλο βαθμό παγκόσμιο χαρακτήρα σε μια προσπάθεια να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι. Αντίθετα, το καθήκον της προβολής των στοιχείων που συνδέονται με τη Latin pop -οι αφρο-κουβανέζικοι χτύποι, οι Latin ρυθμοί, κρουστά και ενορχήστρωση που ξεκινούν από τον ήχο τριών κιθάρων για να καταλήξουν στον ήχο των χάλκινων μουσικών οργάνων της salsa- το έχουν επωμιστεί σε μεγάλο βαθμό καλλιτέχνες που ηχογραφούν στα ισπανικά. Όμως οι πολλαπλές τάσεις δείχνουν ότι η Latin pop είναι πιο ανοιχτή σε αλλαγές απ' ό,τι παλιότερα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Μεξικανό παραδοσιακό τραγουδιστή με τη μελιστάλαχτη φωνή που εκπροσωπείται ακόμα από τον Luis Miguel, αλλά και συναδέλφους του από την country, τους Alejandro Fernandez και Cristian Castro, έως και τις Las Ketchup. Τον Ιούνιο του 2002, το τρίο των Ισπανίδων αυτών κυκλοφόρησε το «Asereje», ένα σατιρικό τραγούδι που θύμιζε τον πρόδρομο του από τη δεκαετία του «Asereje (The Ketchup Song)» Las Ketchup 1990, το «Macarena». To «Asereje (The Ketchup Song)», που ήταν ένα «Contigo En La Distancia» Christina Aguilera «Ven Conmigo» Christina Aguilera ανούσιο τραγούδι που προέκυψε από την επιτυχία της δεκαετίας του «Wherever, Whenever» Shakira 1980, «Rapper's Delight», κατέκτησε την πρώτη θέση σε 21 χώρες, γεγονός που έδειξε ότι η Latin pop που ερμηνεύεται στα ισπανικά μπορεί να έχει παγκόσμια απήχηση.
Το «The Ketchup Song», που ερμήνευσαν οι Ισπανίδες αδερφές Las Ketchup, κατέκτησε ολόκληρο τον πλανήτη το 2002 και τους χάρισε παγκόσμια επιτυχία.
Η βρετανική
μουσική
Η βρετανική garage μουσική ξεκίνησε στο Λονδίνο στη δεκαετία του 1990 όταν εφευρετικοί ντισκτζόκεϊ όπως ο Norris «da Bass» Windross και ο Karl «Tuff Enuff» Brown, διοργάνωναν πάρτι μετά τη λήξη του κανονικού ωραρίου λειτουργίας των παμπ της πρωτεύουσας για θαμώνες που δεν ήθελαν να τελειώσουν το ξενύχτι τους που μπορεί να είχε αρχίσει σε κάποιο από τα σούπερ-κλαμπ του Λονδίνου, όπως το Ministry of Sound. «Συνηθίζαμε να δίνουμε λίγη περισσότερη ένταση, λίγη περισσότερη ενέργεια, γιατί αυτοί που έρχονταν από το Ministry of Sound ήταν ξαναμμένοι και δεν θέλαμε να κρυώσουν», θυμάται ο Matt «Jam» Lamont, ένας άλλος Λονδρέζος ντισκ-τζόκεϊ. Οι δίσκοι που έπαιζαν αυτοί οι ντισκ-τζόκεϊ ήταν Αμε ρικανών καλλιτεχνών όπως οι Todd Edwards, MK και Victor Simonelli. Όμως η πολυ-πολιτισμική και δη μιουργική μουσική κληρονομιά του Λονδίνου θα έκανε, αναπόφευκτα, τους ντισκ-τζόκεϊ και παραγω γούς όπως ο Grant Nelson και ο RIP να βάλουν τη δική τους «πινελιά» σε αυτό τον ήχο. Όμως κάποιος άλλος Αμερικανός, ο Armand Van Helden, ήταν αυτός που πέταξε στα σκουπίδια τους κανόνες, έβαλε δυνατά μπάσα και jungle ήχους στα garage remix των Sneaker Pimps και Tori Amos κάνοντας το κοινό να συνηθίσει το drum'n'bass των προγραμμα τιζόμενων ντραμς. Δίσκοι σαν το «CloserThan Close» της MJ Cole, ντισκτζόκεϊ / παραγωγός Rosie Gaines, το «RIP Groove» των Double 99 και το βρετανικής μουσικής garage «Gunman» από τους 187 Lockdown, άρχισαν να ακού γονται από παράνομους, πειρατικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς προτού περάσουν στους βρετανικούς Καταλόγους Επιτυχιών pop. Τα ΜΜΕ «βάφτισαν» τον ήχο αυτό 'speed garage', αλλά η φούσκα έσκασε μετά τον αρχικό ενθουσιασμό του 1997, καθώς η σκηνή που θα υποστήριζε αυτή την υπερβολή δεν είχε αναπτυχθεί επαρκώς.
Η Niomi McClean-Daley, πρώην μέλος των So Solid Crew, έγινε η πρώτη μαύρη solo καλλιτέχνιδα που κέρδισε το βραβείο Mercury Music Prize (2002).
Οι So Solid γίνονται
των εφημερίδων
Μια άλλη Αμερικανίδα, η Kelly G, με ένα remix του «Never Gonna Let You Go» της Tina Moore, καθόρισε τους κανόνες της βρετανικής μουσικής garage. To 1999, τραγούδια όπως το «Sweet Like Chocolate» των Shanks & Bigfoot και το «Rewind» των Craig και Artful Dodger εκτινάχτηκαν στην κορυφή του Καταλόγου Επιτυχιών της Βρετανίας. Ο εθνικός ραδιοφωνικός σταθμός της Βρε τανίας, Radio 1, σύντομα απέκτησε εκπομπή με βρετανική μουσική garage, με παραγωγούς τους Dreem Teem. Παρόλο που θα δημιουργούνταν διάφορα μουσικά στυλ -από τα βελούδινα και έντονα επηρεα σμένα από τη soul τραγούδια του MJ Cole μέχρι και τα πολύ δυνατά garage τραγούδια των Dee Kline ή DJ Zinc, και από τα τραγούδια με δυνατά μπάσα των Wookie ή DJ Narrows μέχρι και τις συνθέσεις gangstarap των So Solid Crew- το στυλ των So Solid Crew ήταν εκείνο που τους έκανε πρωτοσέλιδο στις εφημε ρίδες. Ανάμεσα στα τραγούδια της βρετανικής garage μουσικής υπάρχουν και πολλές μετριότητες με ντισκ-τζόκεϊ όπως ο ΕΖ, που επανεισήγαγαν τον ήχο 4/4, και καλλιτέχνες όπως η Ms Dynamite, η οποία κέρδισε το βραβείο Mercury Prize μιλώ ντας κατά της βίας, η μουσική αυτή φαί νεται ότι θα ευημερήσει για πολύ ακόμα. Armand Van Helden Shanks & Bigfoot Craig David Artful Dodger Ms Dynamite
(Πάνω) Ο Craig David, μόλις 19 ετών το 2000, όταν κατέκτησε την πρώτη θέση στον Κατάλογο Επιτυχιών της Βρετανίας. (Δεξιά) Οι So Solid Crew, με τις επιτυχίες «Oh No» και «21 Seconds».
Η νέα
της jazz
Είναι ελάχιστοι εκείνοι που θα μπορούσαν να έχουν προβλέψει την αύξηση της δημοτικότητας των σύγχρονων καλλιτεχνών της jazz. Απέχοντας πολύ από την εικόνα των παραδοσιακών τραγουδιστών με τη βελούδινη φωνή που τραγουδούσαν στα γεμάτα καπνό μπαρ, τα νέα αυτά και φρέσκα πρόσωπα έχουν γράψει μια σειρά από κορυφαίες επιτυχίες. Όταν η Norah Jones σάρωσε τα βραβεία Grammy το 2003, αυτό έγινε αιτία για να αρχίσει η αναζήτηση για τον εντοπισμό άλλων παρόμοιων καλλιτεχνών με σκοπό να κερδηθεί ένα κομμάτι από την αγορά της «νέας jazz». Η έκπληξη που σημείωσε η Jones με τις πωλήσεις των 18 εκατομμυρίων αντιτύπων από το πρώτο της άλμπουμ, το Come Away With Me, θύμισε καταστάσεις ανάλογες με την επιτυχία της Carole King με το άλμπουμ Tapestry, τρεις δεκαετίες νωρίτερα. Ελάχιστοι γνώριζαν ότι η Jones ήταν κόρη του Ravi Shankar, αλ λά η μελαχρινή ομορφιά της που δέσποζε στο εξώφυλλο του δίσκου της δεν στάθηκε καθόλου εμπόδιο τις πωλήσεις. Το επόμενο άλμπουμ της, Feels Like Home, που κυκλοφόρησε το 2004, περιείχε διασκευές τραγου διών των Tom Waits, Townes Van Zandt και Duke Ellington. Στη συνέχεια πέρασε και στη rock συμμετέχοντας στο άλμπουμ In Your Honour των Foo Fighters, ενώ ο Keith Richards τη «βάφτισε» «μετενσάρκωση της Billie Holiday». Η Katie Melua, που γεννήθηκε στην πρώην Σοβιετική Δημοκρατία της Γεωργίας, αλλά μεγάλωσε στο Μπέλφαστ και στο Λονδίνο, είχε παρόμοια εξωτική καταγωγή: το πρώτο της άλμπουμ, το Call Off The Search, κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2003 και εκθρόνισε την Jones από την κορυφή του βρετανικού Καταλόγου Επιτυχιών. Ο δικός της Svengali ήταν ο βετεράνος Mike Batt, που μεταξύ άλλων ήταν παραγωγός, δημιουργός τραγουδιών, πιανίστας και οργανίστας. Η Melua συνεισέφερε δύο δικά της τραγούδια, ενώ τα υπόλοιπα ήταν προσεγμένες επανεκτελέσεις τραγουδιών του John Mayall, του Frank Sinatra, της Nina Simone, και του Randy Newman. To Katie Melua τραγούδι «Faraway Voice» της Melua ήταν φόρος τιμής προς την Eva Cassidy, η οποία πέθανε το 1996 από καρκίνο. Το πρώτο single της Melua, το «The Closest Thing To Crazy» προωθήθηκε από τον ντισκ-τζόκεϊ Terry Wogan από την πρωινή εκπομπή του BBC. Άλλα αξιοσημείωτα γυναικεία ονόματα είναι οι Rene'e Olstead, Jane Monheit, Diana Krall και Madeline Peroux.
Εμπνευσμένη από την Eva Cassidy και την Ella Fitzgerald, η Katie Melua εμφανίστηκε ξαφνικά στη βρετανική μουσική σκηνή με ένα μοναδικό μίγμα ήχων blues, folk και chill-out.
Μία ντίβα της
γεννιέται
Η εμφάνιση της δεκαεξάχρονης κοπέλας-θαύμα, της Joss Stone, το 2004, χαροποίησε πολλούς, υπό τον όρο ότι οι ακροατές δεν θα απορούσαν ιδιαίτερα για το πώς ήταν δυνατό η φωνή μιας παλιάς ντίβας της soul να βγαίνει από το λαρύγγι μιας μαθήτριας από το Ντέβον. Η ευκαιρία δόθηκε στη Stone σε ηλικία 12 ετών όταν, ως Joscelyn Stoker (το πραγματικό της όνομα), εμφανίστηκε στην τηλεοπτική εκπομπή του BBC, Star For A Night. Ένα βίντεο της εκπομπής έφτασε στα χέρια ενός υψηλόβαθμου στελέχους αμερικανικής δισκογραφικής εταιρείας ο οποίος τη θεώρησε τη νέα Betty Wright, μια παλιά ντίβα της soul από το Μαϊάμι, και τότε άρχισαν όλα. Τα άλμπουμ The Soul Sessions (2004) και Mind Body And Soul (2005) πούλησαν από πέντε εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ η μακροχρόνια σχέση της με τον Beau Dozier, γιο του μηχανικού ήχου / παραγωγού της Motown, του Lamont, της έδωσε περαιτέρω ώθηση. Ήταν η πιο μικρής ηλικίας καλλιτέχνης που φιλοξενήθηκε στην εκπομπή Live 8, όπου τραγούδησε επί σκηνής ξιπόλητη όπως το συνηθίζει. Παρά το συμβόλαιο αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων που της πρότειναν για να προωθήσει την εταιρεία ρούχων Gap, η Stone αρνείται να εκμεταλλευτεί την εμφάνιση της και να εμφανιστεί σε κάποια εξώφυλλα. Επίσης αποφεύγει τη μεγάλη προβολή, όμως θα χρειαστεί να κάνει υποχωρήσεις για να συνεχίσει να έχει εκατομμύρια οπαδούς. Δεδομένου ότι ξεκίνησε γράφοντας τραγούδια με τους Connor Reeves και Jonathan Shorten, ίσως χρειαστεί να ελαττώσει τις ματιές προς το σκονισμένο «βιβλίο» της κλασικής soul. Όμως, αν η εξαιρετική διασκευή στο «Fell In Love With A Girl (Boy)» των White Stripes σημαίνει κάτι, αυτό είναι πως έχει την ικανότητα να πάρει ένα σκουπίδι και να το κάνει να δείχνει αριστούργημα. Norah Jones Katie Melua Joss Stone Jamie Cullum
Το πρώτο άλμπουμ της Joss Stone, The Soul Sessions, καθιέρωσε την έφηβη καλλιτέχνιδα ως την πιο προικισμένη τραγουδίστρια της γενιάς της.
Ο πρωταθλητής του Η jazz πλευρά του Harry Connick Jr δεν συγκίνησε ποτέ ιδιαίτερα το βρετανικό κοινό. Όμως ένας ντόπιος πρωταθλητής του cool εμφανίστηκε το 2003 με τη μορφή του Jamie Cullum. Έχοντας χρημα τοδοτήσει το ένα από τα δύο πρώτα του άλμπουμ με τη δική του πιστωτική κάρτα, ο πρόσφατα αποφοιτήσας από το πανεπιστήμιο Jamie Cullum ήταν λογικό να ενθουσιαστεί ιδιαίτερα όταν η Universal Records του πρότεινε συμβόλαιο συνεργασίας το οποίο, με τις επιλογές που του έδινε, άξιζε πάνω από 1 εκατομμύριο αγγλικές στερλίνες. Ο Cullum κράτησε την ψυχραιμία του, απολαμβάνοντας το γεύμα του στα κεντρικά γραφεία μιας με γάλης αλυσίδας σουπερμάρκετ και εμφανιζόμενους στους τοπικούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Το αποτέλε σμα ήταν να πουληθούν δυόμισι εκατομμύρια αντίτυπα από το άλμπουμ Twentysomething, ένα άλμπουμ που μιλούσε για όλους και για όλα, άντρες και γυναίκες. Υπό την εποπτεία του παραγωγού των George Benson και ΒΒ King, του Stewart Levine, συνδύαζε με πετυχημένο τρόπο το χθες με το σήμερα συνδέοντας στοιχεία από τους Sinatra, Gene Kelly, Julie Andrews και Dinah Washington με σύγχρονο υλικό από τους Radiohead, Jimi Hendrix και Jeff Buckley, όλα δοσμένα με στυλ από τον «David Beckham της jazz». Έχοντας υπακούσει πιστά τις υποδείξεις της δισκογραφικής εταιρείας ο Cullum «σκόνταψε» όταν ηχογράφησε μια αξιοθρήνητη διασκευή του κλασικού pop τραγουδιού της δεκαετίας του 1960, του «Everlasting Love» που θα ακουγόταν στη δεύτερη ταινία της Bridget Jones. «Δεν θέλω ποτέ ξανά να ασχοληθώ με κάτι τέτοιο», είπε και στράφηκε προς τους Dan «the Automator» Nakamura, Guy Chambers και Ed Harcourt για να δώσει έναν hip τόνο στην εν γένει παρουσία του. Το αποτέλεσμα ήταν η δεύτερη προσπάθεια σε σημαντική δισκογραφική εταιρεία, το άλμπουμ Catching Tales (2005). Ο Cullum, που παλιότε ρα ήταν punk, πιστεύει ότι «στην jazz έχεις περισσότερη ελευθερία απ' ό,τι στην punk, επειδή μπορείς να παίζεις και δυνατά και σιγά». Παρ' όλα αυτά η νέα γενιά της jazz είχε ως στόχο της να σαγηνεύσει παρά να σοκάρει.
Call Off The Search Katie Melua Come Away With Me Norah Jones Mind Body And Soul Joss Stone Twentysomething Jamie Cullum
Ο Jamie Cullum, επηρεασμένος από θρύλους της rock όπως ο Kurt Cobain και ο Thorn Yorke, ανέπτυξε έναν ήχο που είναι συνδυασμός jazz, rock και pop.
στη R o c k Στα μέσα της δεκαετίας του 1960 η αμερικανική στρατιωτική δράση στο Βιετνάμ κλιμακωνόταν ανεξέλεγκτα. Οι φοιτητές σε ολόκληρο τον κόσμο ανέπτυσσαν έντονη πολιτική δράση. Τα πολιτι κά δικαιώματα και ο φεμινισμός ήταν δυο καυτά θέματα, ενώ το διογκούμενο νεανικό κίνημα στρεφόταν κατά των επιπτώσεων των ψυχοτρόπων ναρκωτικών ουσιών. Γι' αυτό και ορισμένες τάσεις της pop μουσικής υιοθέτησαν τον πειραματισμό και την κοινωνική συνείδηση και το τελικό αποτέλεσμα ήταν το πρόσφατα δημιουργημένο είδος της rock μουσικής. Μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας πολλοί από αυτούς που αγόραζαν δίσκους θεωρούσαν την pop ως μια ήρεμη και παρωχημένη μέθοδο διαφυγής για τους μεγαλύτερους και τα άτομα εφηβικής ηλι κίας. Συγκριτικά η rock έστρεψε μερικούς από αυτούς που την άκουγαν προς τον ψυχεδελικό και βουτηγ μένο στα ναρκωτικά χώρο, ενώ παράλληλα παρείχε μια γερή δόση ρεαλισμού, παίζοντας το ρόλο μιας εν δοσκοπικής διεξόδου για όλο και περισσότερους συνθέτες-ερμηνευτές, ενώ εξέφραζε τις ανησυχίες εκεί νων που δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να κοιτάξουν τον κόσμο μέσα από βαμμένα ροζ γυαλιά, ακόμα και μέσα από τα γεροντίστικα γυαλιά του John Lennon, αλλά μέσα από εκείνα των οποίων οι φακοί ήταν εστιασμένοι σε υψηλά και μερικές φορές αμφιλεγόμενα θέματα. Πραγματικά, ο John Lennon και οι υπόλοιποι Beatles τέθηκαν επικεφαλής σε μια μικρή ομάδα από καλλιτέχνες που έκαναν μια επιτυχημένη στροφή από την pop προς τη rock. Αυτοί μεταξύ άλλων ήταν οι Rolling Stones, οι Yardbirds και οι Who, οι οποίοι είχαν ήδη ξεκινήσει με μια πιο επιθετική rock ευαισθησία. Αν σε αυτούς προσθέσουμε πρώην καλλιτέχνες της folk, όπως ο Bob Dylan και οι Byrds, αλλά και νεοεμφανιζόμενους καλ λιτέχνες της δυτικής ακτής όπως οι Doors, οι Jefferson Airplane και οι Grateful Dead, είναι ξεκάθαρο ότι, απηχώντας τη μουσική επα νάσταση που είχε ξεσπάσει και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού πριν μία δεκαετία, η rock ήταν η νέα φωνή της νεολαίας. Bono
Ο μεγαλύτερος ντράμερ όλων των εποχών, ο Keith Moon των Who, που το ταλέντο του πυροδοτούσαν ακόμα περισσότερο η τακτική λήψη χαπιών και αλκοόλ.
1 2 3 4 5
Καθώς η αισιοδοξία από το Καλοκαίρι της Αγάπης παρέδωσε τη σκυτάλη στον κυνισμό που χαρακτήριζε τα τέλη της δεκαετίας τους 1960, που πυροδοτούσαν οι κοινωνικές αναταραχές, οι αιματηρές αντιπολεμι κές διαδηλώσεις και η αντικουλτούρα των χίπηδων, η ψυχεδελική και με ανατολίτικες επιρροές μουσική αντικαταστάθηκε από τους φωνητικούς θεατρινισμούς της Janis Joplin και του Joe Cocker, αλλά και από τη hard rock συγκροτημάτων όπως οι Cream και οι Jimi Hendrix Experience που βασιζόταν στη μουσική των blues. Σπάζοντας την pop παράδοση της παραγωγής «πιασάρικων», φιλικών προς τους ραδιοφωνι κούς σταθμούς και τα τζουκμπόξ τραγουδιών διαρκείας τριών λεπτών, τα συγκροτήματα αυτά συνήθι σαν τον εαυτό τους και τους οπαδούς τους στα πολύ μεγαλύτερης διάρκειας τραγούδια που συχνά ξεχώ ριζαν από τα παρατεταμένα ορχηστρικά solo. Με αυτό τον τρόπο άνοιξαν το δρόμο για τους παραγωγούς heavy metal, progressive, jam και arena rock των επόμενων δεκαετιών. Ακόμη κι αν αυτή η μουσική διαφημιζόταν σε μεγάλο βαθμό ως μουσική για το πνεύμα παρά για το σώμα, δεν άργησαν πολύ οι δισκογραφικές εταιρείες να προσπαθήσουν να φτάσουν τη δημοτικότητα των σούπερ-γκρουπ όπως οι Pink Floyd και οι Led Zeppelin. Αυτό επιχειρήθηκε με κάτι που πολλοί εκπρόσωποι του Τύπου και του κοινού ονόμασαν «ξενέρωτη» εκδοχή, από εμπορικά συγκροτήματα όπως οι Boston, οι Kansas και οι Foreigner. Σε έναν κόσμο όπου οι Alice Cooper και David Bowie πρόβαλλαν ένα δραματικό θεατρινισμό, η καινο τομική ψυχεδέλεια μεταμορφώθηκε σε glam rock, το κοινό ασκούσε πιέσεις για πιο δυνατούς ήχους πάνω στη σκηνή και μέσα στο στούντιο, ενώ οι συναυλίες γίνονταν όλο και πιο πομπώδεις. Θα έλεγε κανείς ότι η υπερβολή είχε εξισωθεί με την επιτυχία και ήταν επίσης φανερό ότι 20 μόλις χρόνια αφότου καλλι τέχνες όπως ο Elvis Presley, ο Little Richard και ο Elvis Presley 1 Led Zeppelin Jerry Lee Lewis είχαν εμπνεύσει εφήβους, εξοργι 2 Eagles David Bowie σμένους γονείς και μια επαναστατημένη δυτική 3 Billy Joel Rod Stewart κουλτούρα, η σύγχρονη μουσική είχε κατ' ουσία 4 Pink Floyd Status Quo 5 AC/DC Paul McCartney/Wings χάσει την επαφή με τον αρχικό λόγο ύπαρξης της. Έχοντας πλέον πάψει όλα αυτά να είναι συναρπαστικά, επαναστατικά ή ακόμα και αμφιλεγόμενα, προβλήθηκε δεξιοτεχνία στο παίξιμο κάποιου μουσικού οργάνου, που καμιά σχέση δεν είχε με τη rock'n'roll των πρώτων χρόνων και τον ερασιτεχνισμό της. Ακολούθησε η punk rock, και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα το όλο σκηνικό δέχτηκε το ταρακούνημα που τόσο πολύ χρειαζόταν.
Η απίστευτη φωνή της Janis Joplin θύμιζε τη φωνή της τραγουδίστριας των blues, της Bessie Smith. Η Joplin ήταν πολύ ένθερμη οπαδός της Bessie Smith.
Στο διάστημα 1976-1978, οι Βρετανοί punk αύξησαν την επιθετικότητα και την αντιδραστική στάση των προγόνων τους της rock της δεκαετίας του 1950 και σχεδόν κυριολεκτικά έφτυσαν κατά πρόσωπο την εξουσία, τις αξίες της μεσαίας τάξης και, έτσι για γούστο, ο ένας τον άλλο. Στηριζόμενοι συχνά σε περιορι σμένων δυνατοτήτων ταλέντα, συγκροτήματα όπως οι Sex Pistols και οι Clash διοχέτευαν το θυμό και την ενέργεια τους μέσα από καυστικά τραγούδια που για μία ακόμα φορά βοήθησαν να εκφραστεί η απελπι σία και η απογοήτευση της δυσαρεστημένης νεολαίας. Η punk ήταν απλώς δομημένη rock και ανανέωνε το ενδιαφέρον σε αυτούς που είχαν κουραστεί από το διογκωμένο, φτιασιδωμένο και, κατά την άποψη τους, άνευρο υλικό. Παρ' όλα αυτά, σχεδόν μόλις το κίνημα της punk έγινε διεθνές φαινόμενο, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση καθώς το προσεταιρίστηκαν άτομα που ήξεραν την άνετη ζωή, αλλά δεν είχαν ιδέα για τη ζωή του δρόμου, και το αλλοτρίωσαν καλλι τέχνες, οι οποίοι προτίμησαν το εμπορικό όφελος και θυσίασαν την επανάσταση υπογράφοντας συμβό λαια με μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες. Ενθυμούμενες τον τρόπο με τον οποίο εναγκαλίστηκε τη rock'n'roll η καθωσπρέπει pop μουσική στις αρχές της δεκαετίας του 1960, οι δισκογραφικές εταιρείες επιχείρησαν να διευρύνουν την απήχηση της punk συνδέοντας πάρα πολλά mainstream συγκροτήματα με αυτό το είδος μουσικής. Το αποτέλεσμα ήταν ένα νερωμένο υβρίδιο που τα ΜΜΕ έσπευσαν να βαφτίσουν «new wave». Υπήρχαν ακόμα ίχνη δύ στροπης στάσης, και στην περίπτωση καλλιτεχνών όπως ο Elvis Costello υπήρχαν σαφείς μουσικές δεξιό τητες, αλλά το πνεύμα της punk είχε φύγει ανεπιστρεπτί. Για τα αμέσως επόμενα χρόνια θα παρέμενε στην αφάνεια, ενώ οι εκπρόσωποι της hard rock και οι εξωτικά ντυμένοι «νεορομαντικοί» βρήκαν απήχη ση στη διαφαινόμενη γενιά του καναλιού MTV.
1 2 3 4 5
«Bohemian Rhapsody» Queen «Mull Of Kintyre» Wings «She Loves You» The Beatles «I Want To Hold Your Hand»The Beatles «Everything I Do (I Do It For You)» Bryan Adams
1 2 3 4 5
«Hey Jude»The Beatles «Hound Dog» Elvis Presley «Another One Bites The Dust» Queen «Everything I Do (I Do It For You)» Bryan Adams «Love Me Tender» Elvis Presley
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 η rock είχε αποπροσανατολιστεί. Οι εκπρόσωποι της punk προσγείωσαν πάλι τη μουσική, ενώ αποκαταστάθηκε όλη η επιθετικότητα και η αρρενωπότητά της.
Από τη στιγμή που ήταν εύκολος ο διαχωρισμός της σε κατηγορίες, η rock μουσική συνέχισε να κατακερ ματίζεται σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 και του 1990, με τη heavy metal να διασπάται σε υποείδη που ξεκινούσαν από την trash, τη speed και την progressive και έφταναν ως την black, την death και την doom. Ταυτόχρονα η ετικέτα της εναλλακτικής / ανεξάρτητης rock εξυπηρετούσε ώστε να ενταχθούν πολλά στυλ, μεταξύ των οποίων ήταν εκείνο του οποίου η αισθητική -αν όχι η μη μελωδική δομή- ήταν πλησιέστερη σε εκείνη της κλασικής rock»n»roll, και που στη συνέχεια άσκησε τον πιο ευρύ αντίκτυπο στη σημερινή rock σκηνή. Συνδυάζοντας τις παράφωνες κιθάρες της heavy metal των αρχών της δεκαετίας του 1970 με την επι θετική στάση, τους αποξενωμένους στίχους και την αμεσότητα της μουσικής της punk, η grunge κυριάρχη σε χάρη σε συγκροτήματα όπως οι Soundgarden, οι Mudhoney και οι Green River, και στη συνέχεια έφτασε στο απόγειο της με την πιο μελωδική εκδοχή των Nirvana και των Pearl Jam στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990. Όμως η ιστορία έχει την πολύ γνωστή συνήθεια να επαναλαμβάνεται, και στην περίπτωση της πιο επιτυχημένης rock μουσικής αυτό συνήθως σχετίζεται με το χρήμα. Για παράδειγμα, χάρη στο εύστοχο μάρκετιν και τη συνεργασία των ΜΜΕ, το όνομα των Nirvana έγινε συνώνυμο της grunge μουσικής, και όταν το συγκρότημα ακολούθησε το δρόμο πολλών άλλων μπαίνοντας στην «πεπατημένη οδό», η grunge αντάλλαξε τις punk ευαισθησίες της για χάρη της ευρείας δημοτικότητας. Στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα η rock μουσική συνεχίζει να υποδιαιρείται και να επανευρίσκει τον εαυτό της, απορροφώντας συνεχώς νέες επιρροές από άλλες μουσικές σφαίρες. Όμως σε ένα βαθμό εξαιτίας αυτής της διαδικασίας μετάλλαξης, της λείπει η φρεσκάδα και η ζωντάνια, και σε συνδυα σμό με την πολιτισμική επιρροή που ασκούν η rap και η hip hop, έπαψε πλέον να διαμορφώνει τη γενικό τερη κατάσταση. Το κατά πόσο μπορεί πάλι να αναδειχθεί σε κυρίαρχη δύναμη είναι ένα ερώτημα που απομένει να απαντηθεί.
1 Sgt Pepper's Lonely Hearts Club Band The Beatles
2 3 4 5
(What's The Story) Morning Glory Oasis Brothers In Arms Dire Straits Greatest Hits (Volume One) Queen Jagged Little Pill Alanis Morisette
1 Eagles: Their Greatest Hits Eagles 2 The Wall Pink Floyd 3 Untitled (IV) Led Zeppelin 4 Back in Black AC/DC 5 The Beatles (The White Album) The Beatles
Ο Kurt Cobain, αρχηγός των πρωτοπόρων της grunge μουσικής, των Nirvana.
Blues Η blues rock γεννήθηκε από το βρετανικό κίνημα blues που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στη συνέχεια αναπτύχθηκε στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960. Οι Βρετανοί χρησιμο ποίησαν πολύ μεγαλύτερη ένταση απ' ό,τι οι Αμερικανοί συνάδελφοι τους, με αποτέλεσμα να προ κύψει ένας πιο σκληρός και επιβλητικός ήχος. Ο Jimi Hendrix, οι Led Zeppelin και άλλοι καλλιτέ χνες οδηγήθηκαν σε ένα στυλ rock με σύντομα ρεφρέν. Ανάμεσα στα πρώτα συγκροτήματα της blues rock μουσικής ήταν οι Cream, οι Paul Butterfield Blues Band και οι Canned Heat. Οι Cream δημιουργήθηκαν όταν ο Ginger Baker, ντράμερ στο συγκρότη μα Graham Bond Organisation, αποφάσισε να δημιουργήσει δικό του συγκρότημα μαζί με τον κιθαρίστα Eric Clapton και τον μπασίστα Jack Bruce. «Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά με τους Graham», είπε ο Baker στον μουσικό ρεπόρτερ Chris Welch. «Γι' αυτό αποφάσισα να κάνω κάτι δικό μου. Δεν ήξερα ότι ο Eric είχε τόσο πολλούς οπαδούς. Εμένα απλώς μου άρεσε ο τρόπος που έπαιζε και έτσι πήγα σε μια παράσταση των Bluesbreakers στην Οξφόρδη. Στο διάλειμμα ο Eric με ρώτησε αν ήθελα να παίξω μαζί τους ένα τρα γούδι και τότε ξεκίνησαν όλα! Του είπα ότι σκόπευα να φτιάξω ένα συγκρότημα και τον ρώτησα αν ενδια φερόταν να συμμετέχει. Είπε ότι ήθελε και μάλιστα μου πρότεινε ως μπασίστα τον Jack». Δεδομένου ότι την εποχή που σχηματίστηκε το συγκρότημα ήταν πολύ γνωστά και τα τρία μέλη του στο κύκλωμα της βρετανικής blues και το καθένα είχε φήμη δεξιοτέχνη στο όργανο που έπαιζε, ουσιαστικά οι Cream ήταν το πρώτο supergroup. Ο ήχος τους ήταν πιο δυνατός και τα ρεφρέν πιο σύντομα απ' ό,τι των παλιότερων συγκροτημάτων που ήταν επηρεασμένα Jimmy Page από την blues μουσική, ενώ το στυλ τους περιελάμβα νε παρατεταμένα solo, ένα χαρακτηριστικό που είχαν συνήθως οι μετέπειτα καλλιτέχνες της blues rock. Παρόλο που η καριέρα τους κράτησε τρία μόνο χρόνια, τα τρία πρώτα άλμπουμ των Cream, το Fresh Cream (1996), το Disraeli Gears (1967) και το Wheels Of Fire (1967) θεωρούνται από πολλούς ως κλασικά δείγματα blues rock και ως ορόσημα στη γέννηση της rock μουσικής. Αμερικανικά συγκροτήματα με δύναμη επιρροής ανέπτυξαν στυλ blues rock μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Τα πιο αξιοσημείωτα ήταν οι Paul Butterfield Blues Band, με τους Mike Bloomfield και Elvin Bishop στις κιθάρες, και οι Canned Heat, ένα συγκρότημα blues rock με μέλη λευκούς που σχημάτισε ο τραγουδιστής Bob «The Bear» Hite και ο Alan «Blind Owl» Wilson που έπαιζε φυσαρμόνικα. Οι ευφυέστατοι Cream συνδύασαν την blues με τη rock.
Ένας
με εκτυφλωτική Λάμψη
Μια άλλη σημαντική φυσιογνωμία στη μετάβαση από την blues στη rock μουσική ήταν οι θρυλικός Jimi Hendrix. Ο Johnny Allen Hendrix (αυτό ήταν το πραγματικό του όνομα) γεννήθηκε στις 27 Νοεμβρίου 1942 στο Σιάτλ των ΗΠΑ και αργότερα άλλαξε το όνομα του σε James (Jimi) Marshall Hendrix. 0 Hendrix, επηρεασμένος από τότε που ήταν ακόμα μαθητής από θρυλικούς εκπροσώπους της blues, όπως ο Robert Johnson και ο Β.Β. King, έμαθε μόνος του κιθάρα προτού συνεργαστεί με μουσικούς σαν τον Little Richard στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Η ευκαιρία της ζωής του τού δόθηκε όταν ο Chas Chandler, ο μπασίστας των Animals, τον άκουσε να παίζει στο Γκρίνουιτς Βίλατζ, στη Νέα Υόρκη. Ο Chandler τον έπεισε να μετακομίσει στο Λονδίνο, όπου σχημάτισε τους Jimi Hendrix Experience με τον Jimi στην κιθάρα, τον Noel Redding στο μπάσο και τον Mitch Mitchell στα ντραμς. Ο Hendrix ήταν ένας σόουμαν με εκτυφλωτική λάμψη που έπαιζε κιθάρα κρατώντας την πίσω από το κεφάλι του, αλλά και με τα δόντια, ενώ τα ασυνήθιστα solo του και η δεξιοτεχνία του στο ελεγχόμενο feedback ήταν εκείνα που έθεσαν νέα πρότυπα στο παίξιμο ηλεκτρικής κιθάρας για μουσική blues. Εκτός του ότι έκανε δημοφιλή την τεχνική του feedback, ήταν και ο πρωτοπόρος στο wah-wah. Διεύρυνε τη rock παλέτα με τη χρήση ασυνήθιστων μουσικών διαστημάτων (π.χ. τα ελαττωμένα πέμπτα στην εισαγω γή του «Purple Haze») και των συγχορδιών (τις επονομαζόμενες «συγχορδίες του Hendrix», που χρησιμο ποίησε και στο «Purple Haze»). Τα καλύτερα άλμπουμ του, Are You Experienced? (1967), Axis: Bold As Love (1968) και Electric Ladyland (1968) δείχνουν ότι κάτι πολύ ενδιαφέρον συνέβαινε στη blues προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Παρόλο που Cream βρήκε τραγικό θάνατο το 1970, ο Jimi θα ασκούσε επιρροή σε αμέτρητους The Paul Butterfield Blues Band Canned Heat καλλιτέχνες της blues και της rock για πολλά ακόμα χρόνια. Jimi Hendrix Led Zeppelin
Ο Jimi Hendrix εφηύρε ένα νέο ηχητικό λεξιλόγιο για την ηλεκτρική κιθάρα, φέρνοντας μια οριστική επανάσταση στη χρήση της.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 η blues rock άρχισε να διαφοροποιείται προς τη heavy metal στη Βρετανία και προς την blues rock του Νότου στις ΗΠΑ. Οι Led Zeppelin ήταν ίσως το πρώτο συ γκρότημα που θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει heavy metal, αλλά οι ρίζες του συγκροτήμα τος στην blues μουσική φαίνονται σε όλες τις ηχογραφήσεις τους, που μεταξύ άλλων είναι τα πολύ δημοφιλή άλμπουμ Led Zeppelin II (1969) και Led Zeppelin IV (1971). Ο κιθαρίστας του συγκροτήματος, Jimmy Page, μεγάλωσε ακούγοντας ηχογραφήσεις blues και rock'n'roll, αλλά η καθοριστική στιγμή ήταν όταν άκουσε τον Eric Clapton να παίζει κιθάρα μάρκας Gibson Les Paul από έναν ξεχαρβαλωμένο ενισχυτή μάρκας Marshall σε μια παράσταση του συγκροτήμα τος των Bluesbreakers. «Εγώ είχα κιθάρα μάρκας Les Paul πριν από τον Eric, αλλά δεν διέθετα ενισχυτή Marshall», θυμάται ο Page. «Δεδομένου ότι ο Eric τα είχε όλα αυτά, ήταν απόλαυση να τον ακούς. Αυτός καταλάβαινε πραγματικά την blues μουσική». Στο μεταξύ, στις ΗΠΑ το συγκρότημα Allman Brothers Band συνδύασε την ηλεκτρική blues με στοιχεία από country και folk και δημιούργησε αυτό που σήμερα είναι γνωστό ως «rockTOu Νότου». Άλμπουμ όπως το The Allman Brothers Band (1969), το Idlewild South (1970) και το Live At The Fillmore East (1971) άνοιξαν το δρό
μο για μια ολόκληρη οικογένεια από συγκροτήματα της rock του Νό του μεταξύ των οποίων ήταν οι Lynyrd Skynyrd και οι Black Oak Arkansas. Οι ΖΖΤορ, ένα τριμελές συγκρότημα από το Τέξας, προέκυ «On The Road Again» Canned Heat ψαν από την blues rock σκηνή. Με αρχηγό τον γενειοφόρο Billy «Stairway To Heaven» Led Zeppelin «Sunshine Of Your Love» Cream Gibbons (κιθάρα, τραγούδι) και τον Dusty Hill (μπάσο, τραγούδι), το «The Burning Of The Midnight Lamp» Jimi Hendrix συγκρότημα αυτό ανέπτυξε το δικό του στυλ μουσικής, το οποίο γνώρισε τεράστια δημοτικότητα στη δεκαετία του 1970 και του 1980. Στο μεταξύ, στη Βρετανία το συγκρότημα των Free ενέπνευσε γενιές Βρετανών καλλιτεχνών της blues rock με σημαντικές επιτυχίες όπως το «All Right Now» (1970) και το «Wishing Well» (1973). Έκτοτε εμφανίστηκαν πολλοί άλλοι αξιόλογοι καλλιτέχνες της blues rock και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, όπως οι Bernard Allison, Bonnie Raitt,WalterTrout, Dave Hole και Ronnie Earl.
Ο αστέρας των Led Zeppelin, Jimmy Page, αρχικά αρνήθηκε να γίνει μέλος του πρώτου συγκροτήματός του, των Yardbirds, θεωρώντας ότι θα κέρδιζε περισσότερα χρήματα ως περιστασιακός μουσικός.
Η βρετανική Η βρετανική blues γεννήθηκε όταν Βρετανοί μουσικοί επιχείρησαν να μιμηθούν καλλιτέχνες της blues από το Μισισιπή και το Σικάγο κατά τη δεκαετία του 1960. Με επικεφαλής τον Eric Clapton και τους Rolling Stones, οι μουσικοί αυτοί αντέγραψαν το στυλ των Big Bill Broonzy, Muddy Waters, Howlin» Wolf και Β.Β. King και, βοηθούμενοι από πανίσχυρους ενισχυτές, δημιούργησαν δικό τους ήχο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο πρώτος Αμερικανός μουσικός της blues που εμφανίστηκε στην Αγγλία ήταν ο Big Bill Broonzy. Παρόλο που ήταν ένας δημοφιλής καλλιτέχνης της blues του Σικάγο, οι παραστάσεις του στη Βρετανία περιελάμβαναν ακουστική folk blues και τραγούδια διαμαρτυρίας. Η επίσκεψη του Muddy Waters στην Αγγλία το 1958 ήταν εκείνη που πυροδότησε πραγματικά την άνοιξη του κινήματος της βρετανικής blues. Ο Muddy έπαιξε με μια ηλεκτρική, συμπαγή κιθάρα μάρκας Fender με συνοδεία ένα συγκρότημα αγγλικής blues του Chris Barber με κιθαρίστα τον Alexis Korner και τον Cyril Davies που έπαιζε άρπα. Έπαιξαν τόσο δυνατά, ώστε η ένταση σόκαρε τους λάτρεις της καθαρόαιμης folk, αλλά ενθουσίασε ιδιαίτερα το νεότερο ακροατήριο.
Έμπνευση για μια νέα γενιά Μετά την περιοδεία του Muddy Waters, o Korner και ο Davies ανέπτυξαν τις μουσικές φιλοδοξίες τους με ακόμα περισσότερο πάθος και σχημάτισαν τους Blues Incorporated, το πρώτο συγκρότημα βρετανικής blues. Μέχρι το 1962, το συγκρότημα Eric Clapton είχε εξασφαλίσει μια τακτική συνεργασία με το Marquee Club του Λονδίνου και συμβόλαιο με την εταιρεία Decca. Οι Blues Incorporated ενέπνευσαν μια νεότερη γενιά μουσικών, οι οποίοι στη συνέχεια σχημάτισαν τρία από τα συγκροτήματα βρετανικής blues που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή: τους Bluesbreakers του John Mayall, στους οποίους συμμετείχε ο Eric Clapton, τους Rolling Stones και τους Fleetwood Mac, των οποίων την αρχική σύνθεση τους μετείχε ο Peter Green. O Clapton ήταν ένα φαινόμενο στις τάξεις των Bluesbreakers. Όταν ηχογραφούσε, δυνάμωνε στο φουλ τον ενισχυτή του και έφτιαχνε έναν πιο μοντέρνο ηλεκτρικό ήχο που επηρέασε καλλιτέχνες σαν τον Jimi Hendrix και τον Jimmy Page, ο οποίος στη συνέχεια δημιούργησε τους Led Zeppelin.
Ο Alexis Korner ήταν το πρόσωπο-κλειδί πίσω από τη βρετανική blues της δεκαετίας του 1960.
Σεξ, ναρκωτικά και Οι Rolling Stones θεωρήθηκαν το απόλυτο συγκρότημα της βρετανικής blues. Έφτιαξαν μια σειρά από επιτυχίες στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μεταξύ των οποίων ήταν το «Little Red Rooster» του Willie Dixon (1964) που έφτασε στην πρώτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών. Επίσης έκαναν επανεκτελέσεις τραγουδιών του Muddy Waters και του Howlin' Wolf, φθάνοντας στο σημείο να επι μείνουν να συμμετάσχει ως καλεσμένος τους ο Howlin' Wolf στην ειδική εκδήλωση που θα έκαναν στις ΗΠΑ. Ο θρυλικός τρόπος ζωής τους που συνοψιζόταν στη φράση «σεξ, ναρκωτικά και rock'n'roll» ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την «καθαρή» εικόνα των Beatles στη δεκαετία του 1960. Μέχρι το 1996 η βρετανική blues είχε απογειωθεί πλήρως. Τη χρονιά εκείνη κυκλοφόρησε το θρυλικό άλμπουμ John Mayall's Bluesbreakers With Eric Clapton. Η συμμετοχή του Clapton σε αυτό το άλμπουμ, που μόλις είχε έρθει από τους Yardbirds, βοήθησετη βρετανική blues να προσεγγίσει ένα ευρύτερο ακροατήριο. Σχηματίστηκαν συγκροτήματα όπως οι Fleetwood Mac, οι Yardbirds (με τον Jeff Beck) και οι Ten Years After (με τον Alvin Lee), ενώ οι Animals John Mayall's Bluesbreakers άρχισαν να δημιουργούν το δικό τους, αμίμητο είδος της blues pop. The Rolling Stones Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας, το κίνημα της βρετανικής blues έφτασε και στις Blues Incorporated Eric Clapton ΗΠΑ, όπου απορροφήθηκε πάλι από ακροατήρια πολυπληθέστερα εκείνων που είχαν γνωρίσει οι καλλιτέχνες της blues από το Σικάγο και το Μισισιπή. Η επιτυχία των βρετανικών συγκροτημάτων ενθάρρυνε επίσης και τα πρώτα συγκροτήματα αμερικανικής blues rock, όπως τους Allman Brothers και τους ΖΖΤορ, οι οποίοι είχαν ήδη αναπτύξει το ιδιαίτερο στυλ τους. Παρόλο που η βρετανική blues θεωρείται σήμερα από πολλούς ως ένα από τα πρώτα βήματα στροφής της blues μουσικής σε rock και heavy metal, ήταν ένα τελείως διαφορετικό, ξεχωριστό στυλ. Ακόμα και σήμερα, μουσικοί όπως ο John Mayall, ο Eric Clapton και ο Aynsley Lister ανεμίζουν τη σημαία της βρετανικής blues.
Το θρυλικό άλμπουμ John Mayall's Bluesbreakers With Eric Clapton ήταν ίσως η ηχογράφηση που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στα χρονικά της βρετανικής rock κιθάρας.
Country Από άποψη επιρροών και καταβολών η country και η rock'n'roll έχουν τόσο κοντινούς προγόνους που στην ουσία είναι μουσικά... πρώτα ξαδέρφια. Είναι κλαδιά από το ίδιο δέντρο, απ' όπου μοιρά ζονται την ίδια βασική ενορχήστρωση με κιθάρα, μπάσο και ντραμς. Δύο από τους σπουδαιότερους καλλιτέχνες της country, ο Johnny Cash και ο Jerry Lee Lewis, ξεκί νησαν την καριέρα τους στα μέσα της δεκαετίας του 1950 στο πλαίσιο της έκρηξης της rock'n'roll / rockabilly που σημειώθηκε στα Sun Studios του Sam Phillips στο Μέμφις. Ακόμα και ο Elvis Presley θεω ρήθηκε τραγουδιστής της country και εμφανιζόταν τακτικά στο Louisiana Hayride, ένα εντυπωσιακό ζω ντανό ραδιοφωνικό μουσικό πρόγραμμα που εκπέμπονταν από το Σρίβερπορτ. Ένας από τους προάγγελους του σύγχρονου κινήματος της country rock ήταν ο Bob Dylan, ο οποίος επισκέφθηκε το Νάσβιλ στα μέσα και στα τέλη της δεκαετίας του 1960 για να ηχογραφήσει τρία άλμπουμ: το Blonde On Blonde, το John Wesley Harding, και το Nashville Skyline. Γι' αυτές τις δουλειές ο Dylan χρησιμοποίη
σε μια ομάδα περιστασιακών μουσικών της Music Row για να επενδύσει τους πυκνούς και σουρεαλιστικούς στίχους του με αυστηρές country ενορχηστρώσεις που στηρίζονταν σε ακουστική και ηλεκτρική κιθάρα. Οι εξερευνήσεις που έκανε ο Dylan στην country rock έδωσαν ώθηση σε ένα γεμάτο ζωντάνια κίνημα country rock το οποίο μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960 είχε εξαπλωθεί στη νότια Καλιφόρνια, με επικεφαλής πρωτοποριακά συγκροτήματα όπως οι Byrds, οι Flying Burrito Brothers και οι Poco.
Η έκρηξη της country rock στην Καλιφόρνια Τα συγκροτήματα της νότιας Καλιφόρνια προέκυψαν από μια γενιά νεαρών μουσικών που είχαν μεγαλώσει με Jim Messina rock'n'roll, αλλά ήταν εξίσου επηρεασμένοι και μαγεμέ νοι από τους σκληρούς country ήχους των καλλιτεχνών της honky tonk μουσικής, όπως ο Hank Williams, o Merle Haggard και ο Buck Owens, και των κλασικών καλλι τεχνών της bluegrass και της western swing, όπως ο Bill Monroe και ο Bob Wills. Με ποικίλους τρόπους αυτά τα συγκροτήματα της Καλιφόρνια, όπως σχεδόν κανένας πριν από αυτά, έσμιξαν το πνεύμα της δεκαετίας του 1960, δηλαδή την επαναστατικότητα που στηριζόταν στην αντικουλτούρα και τη νεανική οργή της rock'n'roll, με πιο προσγειωμένες στάσεις, ενορχηστρώσεις και ρεπερτόρια μουσικής country.
Στο άλμπουμ Nashville Skyline, του 1969, φωνή του Dylan είναι πιο απαλή και χωρίς τη συνηθισμένη βραχνάδα της, ενώ τα τραγούδια είναι μικρότερα, έχουν γλυκύτητα και πιο απλό στίχο.
Η country
της Καλιφόρνια
Κεντρικό πρόσωπο στην country rock μουσική σκηνή της Καλιφόρνια ήταν ο Gram Parsons, πρώην φοιτητής του Harvard University, γεννημένος στη Φλώριδα και λάτρης της rock'n'roll στα εφηβικά του χρόνια. Μέχρι τα τέλη του 1967, όταν ο Parsons εντάχθηκε στους Byrds, επεδίωκε με αποφασιστικότη τα να υλοποιήσει το μουσικό όραμα του: την αναζήτηση ενός απόλυτα ομοιογενούς μίγματος ακου στικής country honky tonk, χρωματισμένης με rock και blues, ώστε να προκύψει ένας ακαθόριστος ήχος που ο ίδιος είχε ονομάσει «κοσμική αμερικανική μουσική». Ο Parsons διέκρινε ένα πνεύμα συμπάθειας για την country μουσική σε έναν τραγουδιστή γεννημένο στην Καλιφόρνια, τον Chris Hillman, ο οποίος εκείνη την εποχή ήταν ο μπασίστας των Byrds. To συγκρότημα ασχολήθηκε αποκλειστικά με την country. Οι Byrds πήγαν στο Νάσβιλ, συνεργάστηκαν με περιστασιακούς καλλιτέχνες της εταιρείας Music Row σε διάφορα τραγούδια και αυτή η προσπάθεια τους αποτυπώθηκε στο άλμπουμ Sweetheart Of The Rodeo που κυκλοφόρησε το 1968 και ήταν ένα άλμπουμ-ορόσημο για την country rock. Ο κριτικός της μουσικής country και ιστορικός Geoffrey Himes σχολίασε το άλμπουμ με τη φρά ση: «Είναι ίσως το άλμπουμ εναλλακτικής country που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή από κάθε άλλο μέχρι σήμερα». Λίγο μετά ο Parsons και ο Hillman αποχώρησαν και σχημάτισαν τους Flying Burrito Brothers, ένα ακόμα συγκρότημα-ακρογωνιαίο λίθο της country rock. Το άλμπουμ Gilded Palace Of Sin του 1969, όπως και το Sweetheart Of The Rodeo, έσμιγαν με αριστοτεχνικό τρόπο τις ρίζες της country με το μπρίο της rock'n'roll. Αργότερα ο Parsons αποχώρησε για να κάνει προσωπική καριέρα και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ηχογράφησε δύο πολύ σημαντικά solo άλμπουμ, το GP και το Grievous Angel, όπου συμμετείχε η Emmylou Harris, που τότε ήταν προστατευόμενη του σε θέματα μουσικής. Από την πλευρά του ο Chris Hillman θα επανεμφα Bob Dylan νιζόταν στη μουσική σκηνή της country στα τέλη της δεκαετίας του 1980 με Gram Parsons τους Desert Rose Band. Παρόλο που οι δίσκοι των Desert Rose Band περιεί Chris Hillman The Byrds χαν έναν αρμονικό ήχο επηρεασμένο από την παραδοσιακή και την blueThe Flying Burrito Brothers grass μουσική, μπορείς να διακρίνεις την αγάπη για την ένδοξη εποχή της country rock της νότιας Καλιφόρνια κατά τη δεκαετία του 1970. Οι Poco, ένα άλλο συγκρότημα της country rock της Καλιφόρνια που άσκησαν κι αυτοί επιρροή, είχαν κατά καιρούς ως μέλη τους μετέπειτα Eagles, αλλά και πρώην μέλη των Buffalo Springfield. To συγκρότημα δημιούργησε το δικό του χαρακτηριστικό μίγμα country rock στο οποίο ήχοι που θύμιζαν ηλεκτρική κιθάρα του Eric Clapton και του Jimi Hendrix ακούγονταν από την ηλεκτρική μεταλλική κιθάρα του Rusty Young.
Ο Gram Parsons ήταν ομολογουμένως η φυσιογνωμία που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή στη μουσική σκηνή της country rock, εμπνέοντας τους πάντες, από τους Rolling Stones μέχρι τους Eagles.
Η γεφύρωση του Την πιο αισθητή και τη διαρκέστερη επιρροή στη σύγχρονη country άσκησαν με τον βελούδινο, απαλό rock / country-pop ήχο τους οι Eagles, στη σύνθεση των οποίων ανήκαν τα πρώην μέλη των Poco, Randy Meisner και Timothy Schmit. Στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 όλα έδειχναν ότι υπήρχαν έξι τουλάχιστον διαφορετικά αντρικά συγκροτήματα που είχαν επηρεαστεί από τον ήχο του Nashville και τα οποία μιμούνταν με αριστοτεχνικό τρόπο τους ήχους της απαλής country rock που χρησιμοποιούσαν στα πρώτα τους βήματα οι Eagles. Το 1972, οι Nitty Gritty Dirt Band, ένα συγκρότημα country rock με έδρα την Καλιφόρνια, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη γεφύρωση του χάσματος κουλτούρας που χώριζε τα ακροατήρια της country και της rock, όταν πήγαν στο Nashville και ηχογράφησαν το άλμπουμ-ορόσημο, Will The Circle Be Unbroken. Αυτό το φιλόδοξο τριπλό άλμπουμ παρουσίαζε τους Nitty Gritty Dirt Band να παίζουν μαζί με αριοτοτέχνες της country και της bluegrass μουσικής, όπως οι Roy Acuff, Mother Maybelle Carter και Earl Scruggs. Η δεκαετία του 1970 έζησε την άνοδο μιας χούφτας καλλιτε χνών της country rock με έδρα το Nashville, όπως ο πρώην περιστασια κός καλλιτέχνης της Music Row, ο Charlie Daniels. Ο Hank Williams Jr., στηριζόμενος σε άλμπουμ-ορόσημο της country boogie, όπως το Blond On Blond Bob Dylan Gilded Palace Of Sin The Flying Burrito Brothers Hank Williams Jr. And Friends και το Family Tradition, απέκτησε ένα τε Nashville Skyline Bob Dylan ράστιο ακροατήριο από κάθε γωνιά των ΗΠΑ, θορυβώδεις νεαρούς Sweetheart Of The Rodeo The Byrds λάτρεις της rock οι οποίοι ήδη είχαν αρχίσει να ακούνε τη μουσική των νέων συγκροτημάτων της rock του Νότου, όπως οι Allman Brothers και οι Lynyrd Skynyrd. Ο Williams, γιος του θρύλου της honky tonk, του Hank Williams Sr., ήταν στην ουσία πιο εναρμονισμένος από άποψη στυλ με τα νέα συγκροτήματα της rock του Νότου της δεκαετίας του 1970 απ' ό,τι με τους σύγχρονους συναδέλφους του της country. Αν και οι δίσκοι του περιείχαν πάντα στοιχεία μουσικής country, οι ζωντανές συναυλίες του τις περισσότερες φορές ήταν γνήσια, εκκωφαντική hard rock μουσική. Στη δεκαετία του 1980, Τεξανοί τραγουδιστές-δημιουργοί όπως ο Joe Ely και ο Steve Earle απέκτησαν cult οπαδούς με μάτσο στυλ συνδυάζοντας την ένταση της rock'n'roll με τους χαρακτηριστικούς ήχους της honky tonk από το Τέξας. Επίσης, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, μια χούφτα από συγκροτήματα του Nashville όπως οι Jason & the Scorchers -που κάποτε τους χαρακτήρισαν ως «ασυμβίβαστους λάτρεις της rock'n'roll με καρδιά hillbilly»- πρωτοστάτησαν σε μια φρενίτιδα punk country rock που επισκίασε το κίνημα της εναλλακτικής cou ntry της δεκαετίας του 1990. Το συγκρότημα Nitty Gritty Dirt Band ξεκίνησε στη δεκαετία του 1960, επηρεασμένο από τη folk και τη rock'n'roll. Στην πορεία ανακάλυψαν τη μουσική bluegrass, που άρχισε να εμφανίζεται στο ρεπερτόριό τους.
Folk Για πολλούς, κατά τη δεκαετία του 1960 η folk μουσική ταυτιζόταν με την ακουστική μουσική ή ακόμα και την ασυνόδευτη μουσική, ενώ οι ηλεκτρικές κιθάρες ήταν το μεγάλο ταμπού. Η αίσθηση της αποκλειστικότητας εκ μέρους εκείνων που την αναβίωσαν, τους έκανε πολύ προστατευτικούς απέναντι στη μουσική, αποφασισμένους να διατηρήσουν την αγνότητά της ενόψει της επίθεσης από τις δυνάμεις του κακού, την pop. Γι' αυτό το λόγο ο Pete Seeger λένε ότι επιχείρησε να τραβήξει την πρίζα από τον Bob Dylan στη διάρκεια της περιβόητης παράστασης στο Newport Folk Festival του 1965 μαζί με μέλη του ηλεκτρικού συγκροτήματος Paul Butterfield Blues Band. Στην Αγγλία, η κατακραυγή ήρθε όταν ο Dylan επανέλαβε το ίδιο σκηνικό. Στην ουσία, όμως, οι πρώτοι θόρυβοι από το νέο σμίξιμο της folk με τη rock δεν προέρχο νταν από τη σκληροπυρηνική αδελφότητα της folk, αλλά από συγκροτήματα rock που αναζητούσαν μια καινούργια ιδεολογία. Υπήρχε ένας σημαντικός αριθμός σπουδαίων καλλιτεχνών της blues που ερμηνεύ ονταν από νεαρούς λευκούς όπως ήταν μεταξύ άλλων ο Elvis, οι Rolling Stones και οι Yardbirds. Καθώς η rock διαφοροποιήθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ήταν φυσικό οι νέοι μουσικοί να επιδιώξουν να εξελίξουν αυτό που θεωρούσαν ως άκαμπτο μοντέλο στη μουσική folk. Η κίνηση του Dylan προς τη rock άνοιξε τις πόρτες. Στη συνέχεια, όταν οι Byrds άρχισαν να σημειώνουν επιτυχίες με τραγούδια του Dylan και εμφανίστηκαν συ γκροτήματα όπως οι Jefferson Airplane με μια έντονη γεύ ση από folk blues μουσική, ήταν φανερό ότι οι καιροί είχαν όντως αρχίσει να αλλάζουν. Στην Αγγλία οι Fairport Con vention ακολούθησαν το μοντέλο των Jefferson Airplane, πράγμα που τους βοήθησε να καταλάβουν ότι υπήρχε Ashley Hutchings ένας μεγάλος θησαυρός ντόπιας μουσικής στην... αυλή τους. Ο μπασίστας Ashley Hutchings ήταν αυτός που οδήγησε πραγματικά τους Fairport Convention προς την παραδοσιακή μουσική, με το άλμπουμ-ορόσημο Liege & Lief. To άλμπουμ χαρακτηρίστηκε ως το πρώτο άλμπουμ της βρετανικής folk rock, προσελκύοντας νέο ακροατήριο και προς το συγκρότημα και προς την παραδοσιακή μουσική με την οποία πειραματίζονταν, παρόλο που οδήγησε σε διαφωνίες μέσα στους κόλ πους του συγκροτήματος. Τα δύο προφανή ηγετικά μέλη του συγκροτήματος, η Sandy Denny και ο Richard Thompson, προτιμούσαν να δημιουργούν δικά τους κομμάτια αντί να ακολουθούντο δρόμο της παραδοσια κής μουσικής. Τελικά αυτή η διαφωνία οδήγησε στην αποχώρηση των Denny και Thompson, αλλά και του Ashley Hutchings. Οι Fairport Convention ερμήνευαν mo «γρήγορες» διασκευές παραδοσιακών τραγουδιών folk της Βρετανίας, κάτι που επικροτούσαν οι κριτικοί.
Ένα μίγμα από παλιό και Ο Ashley Hutchings, πρώην μέλος των Fairport Convention, αναδείχτηκε στη συνέχεια σε καθορι στικής σημασίας φυσιογνωμία της βρετανικής folk rock, δημιουργώντας τους Steeleye Span μαζί με δυο νεαρούς λάτρεις της folk σκηνής, τη Maddy Prior και τον Tim Hart. Όταν εντάχθηκε στο συ γκρότημα και ο Martin Carthy, ο πιο σημαντικός νεαρός τραγουδιστής και υπέρμαχος της αναβίω σης, πολλοί πολέμιοι του «συνδυασμού» της folk με τη rock μουσική αναγκάστηκαν να αναθεωρή σουν τη στάση τους. Οι Steeleye, που πήραν το όνομα τους από έναν ήρωα του παραδοσιακού τραγουδιού «Horkstow Grange», κυκλοφόρησαν ένα δεύτερο άλμπουμ, το Please To See The King, ένα τολμηρό, πρωτοποριακό μίγμα παλιού και καινούργιου που απέδιδε εύστοχα το πνεύμα των παραδοσιακών τραγουδιών με μια σύγχρονη μορφή. Το άλμπουμ αυτό κέρδισε το κοινό και παρά τις αλλαγέςτων μελών του συγκροτήματος που γίνονταν στο μεταξύ (ούτε ο Hutchings ούτε ο Carthy έμειναν για πολύ), οι Steeleye Span ήταν ένα συγκρότημα που σημείωνε επιτυχίες για πολύ καιρό. Όχι μόνο κατάφεραν να πετύχουν το ακατόρθωτο, δηλαδή να κάνουν και πάλι της μόδας τη μουσική folk, αλλά έκαναν θραύση με τις περιοδείες τους σε όλο τον κόσμο και μάλιστα εί χαν και μερικά πολύ πετυχημένα single, όπως το τραγουδισμένο στα ισπανικά «Gaudete», και μια εύθυμη επανεκτέλεση του παραδοσιακού «All Around My Hat». H Maddy Prior, όπως και ο Martin Carthy, τιμήθηκαν αργότερα με το βραβείο ΜBE. Ενώ οι Steeleye Span σημείωναν επιτυχία στην pop, o Ashley Hutchings πειραματιζόταν ακόμα βα θύτερα με το παραδοσιακό τραγούδι και το χορό μέσω πολλών επανεκτελέσεων τραγουδιών των Albion Band. Τα πιο θεαματικά αποτελέσματα πέτυχε με την τότε σύζυγο του, την Shirley Collins, που τραγούδη σε στο κλασικό άλμπουμ No Roses, στο οποίο συμμετείχαν οι περισσότεροι από τους κο ρυφαίους εκείνη την εποχή μουσικούς της βρετανικής folk. Ο Hutchings συνέλαβε και την ιδέα για το Morris On και (μαζί με τον John Kirkpatrick) το The Compleat Dancing The Byrds Master, δύο άλμπουμ των αρχών της δεκαετίας του 1970 που ενθάρρυναν την αναγέν Fairport Convention νηση των χορευτικών ρυθμών. Σε κάποια χρονική στιγμή, οι Albion Band περιόδευαν Steeleye Span συνοδευόμενοι από ένα χορευτικό σχήμα. Albion Country Band
Ενα από τα πιο επιτυχημένα και μακροβιότερα συγκροτήματα της βρετανικής folk rock της δεκαετίας του 1970 ήταν οι Steeleye Span, που στήριξαν την επιτυχία τους στην εντυπωσιακή φωνή της τραγουδίστριας Maddy Prior.
Μια διαρκής Η γρήγορη επιτυχία της folk rock είχε προφανή αντίκτυπο στη μουσική folk. Αφενός έδωσε το έναυ σμα για να εμφανιστούν πολλοί μιμητές των Steeleye Span, των Fairport Convention και των Albion Country Band. Όμως, ελάχιστοι από αυτούς συνεισέφεραν κάτι νέο στην υπόθεση, με εξαίρεση τους Bob and Carole Pegg's MR Fox (που έπαιξαν σύγχρονα τραγούδια γραμμένα με παραδοσιακό τρόπο), τους Five Hand Reel (με τον Dick Gaughan στην πρώτη φωνή και στην ηλεκτρική κιθάρα) και τους Home Service, παρακλάδι των Albion Country Band, με επικεφαλής δύο από τους πιο γραφικούς χα ρακτήρες και καλύτερους δημιουργούς τραγουδιών, τους John Tarns και Bill Caddick. Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η μουσική βιομηχανία και τα ΜΜΕ είχαν χάσει κάθε ενδιαφέρον, ενώ οι οικονομικές δυσκολίες εμπόδισαν πολλά συγκροτήματα folk rock να βγουν στο προσκήνιο. Ένα συ γκρότημα που ακολούθησε την τάση ήταν οι Oyster Band (αργότερα έγιναν Oysterband), που αναδύθη καν από το κύκλωμα του χορού folk για να αποκτήσουν επιτυχία ως καλλιτέχνες της folk rock που γνώρι ζαν καλά την παραδοσιακή μουσική, αλλά τη χρησιμοποιούσαν ως εφαλτήριο για το άκρως φορτισμένο και συχνά πολιτικού περιεχομένου υλικό τους. Όμως, πέρα από αυτό, η folk rock είχε μια διαρκή επίδραση σε μια νέα γενιά εξοικειωμένη με τη μουσική. Το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα είναι ότι η επιρροή της έχει εξαπλωθεί πάρα πολύ και συνεχίζει ακόμα. Το 1970, το rock συγκρότημα Traffic έπαιξε μια περίτεχνη εκδοχή του παραδοσιακού τραγουδιού «John Barleycorn», ενώ άλλοι καλλιτέχνες-είδωλα -όπως ο Robert Plant και ο Jimmy Page των Led Zeppe lin, ο Mike Oldfield και οι JethroTull- έχουν στηριχτεί σε στοιχεία της παράδοσης. Πιο πρόσφατα, η Kathryn Tickell, από την περιοχή της Νορθάμπρια, η οποία έπαιζε γκάιντα, συνερ γάστηκε με τον Sting στην ηχογράφηση κάποιων δίσκων του, ενώ κανένας δεν ξαφνιάζεται πια όταν ακούει μπάσο, ντραμς και ηλεκτρική κιθάρα σε ένα δίσκο με folk μουσική. Ή, και αυτό είναι το σημαντικότερο, κανένας δεν ξαφνιάζεται αν σε ένα δίσκο rock μουσικής έχουν παρεισφρήσει ήχοι από παραδοσιακό τραγούδι ή μου Liege & Lief Fairport Convention σική folk. No Roses Albion Country Sand Please To See The KIng Steeleye Span
Hard Η hard rock είναι μια διασταύρωση rock»n»roll και blues, αλλά παίζεται πιο δυνατά, και συγκεκριμένα τα πάντα στη στάθμη «11» ή «ακόμα δυνατότερα», όπως θα έλεγε ο κιθαρίστας Nigel Tufnell του συ γκροτήματος Spinal Tap. Η ηλεκτρική κιθάρα είναι το κυρίαρχο όργανο στη hard rock και τα περισσό τερα τραγούδια στηρίζονται σε κιθαριστικές φράσεις. Κλασικό παράδειγμα κιθαριστικής φράσης στη hard rock μουσική είναι η εισαγωγή του «Smoke On The Water» των Deep Purple από το άλμπουμ Machine Head (1972). Είναι εντυπωσιακά απλό αλλά θεαματικά αποτελεσματικό και αξιομνημόνευτο. Η κιθαριστική φράση είναι μια μικρή σειρά από νότες, συχνά σε χαμη λό τόνο, που επαναλαμβάνονται πολλές φορές στην αρχή ενός τραγουδιού και στη συνέχεια επαναλαμβάνο νται πολλές φορές κατά τη διάρκεια του τραγουδιού. Τα πρώτα συγκροτήματα hard rock, όπως οι Jimi Hendrix Experience, οι Cream και οι Led Zeppelin, εμ φανίστηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Δύσκολα θα θεωρηθεί ότι υπερβάλλει κάποιος αν μιλήσει για τη συνεισφορά του Jimi Hendrix στη rock μουσική γενικό τερα και στη hard rock ειδικότερα, αφού αυτός έφερε την επανάσταση στην ηλεκτρική κιθάρα, εφευρίσκο ντας ένα τελείως καινούργιο ηχητικό λεξιλόγιο που με ταξύ άλλων περιελάμβανε τον έλεγχο της παραμόρ Billy Corgan, Smashing Pumpkins φωσης και του feedback ως μουσικού εφφέ, όπως μπο ρεί κάποιος να ακούσει στο «Foxy Lady» από το άλ μπουμ/Ire You Experienced? (1967). Οι Cream, με τον Eric Clapton ως κιθαρίστα μετά την αποχώρηση του από τους Bluesbreakers του John Mayall, ανέδειξαντο jamming επί σκηνής ως μια βιώσιμη πρόταση για τους μου σικούς της rock, όπως μπορεί κάποιος να ακούσει στο τραγούδι «Crossroads» του Robert Johnson από το άλ μπουμ Wheels Of Fire (1968), ενώ πολλά hard rock συγκροτήματα δίνουν μεγάλη έμφαση στην καλή γνώση του μουσικού οργάνου. Οι Led Zeppelin έδειξαν ότι η hard rock είναι ένα ευρύτερο πεδίο από εκείνο οι επικριτές της πιστεύ ουν. Το πρώτο τους άλμπουμ, το Led Zeppelin (1969), στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην blues. To Led Zeppelin II (1969), άσκησε έντονη επιρροή στη heavy metal. To Led Zeppelin III (1970) δείχνει μια folk, ακουστική πλευ ρά, ενώ το Led Zeppelin IV (1971) περιλαμβάνει το πασίγνωστο «Stairway To Heaven», ένα από τα πιο φιλόδοξα και δημοφιλή τραγούδια του συγκροτήματος.
Το όνομα Led Zeppelin επινόησε ή ο Keith Moon ή ο John Entwistle, ο οποίος σχολιάζοντας είπε ότι ο νέος, ακατέργαστος ήχος του συγκροτήματος θα πέφτει σαν «Ζέπελιν φτιαγμένο από μολύβι».
Η σικ μουσική Πολλοί ακροατές μπορεί να θεωρούν τη hard rock και τη heavy metal δύο όψεις του ίδιου νομίσμα τος. Όμως, ενώ έχουν κάποια κοινά σημεία, έχουν και σημαντικές διαφορές. Η hard rock έχει κατά κανόνα ως βάση της την blues και μερικές φορές παίζεται με μια διάθεση swing ενώ η heavy metal, που επηρεάστηκε από το «Whole Lotta Love» των Led Zeppelin και τους Black Sabbath, στηρίζεται πολύ λιγότερο στην blues και είναι πιο σκληρή. Το βρετανικό συγκρότημα Queen οδήγησε τη hard rock σε μια ανώτερη διάσταση με το «Bohemian Rhapsody» που θύμιζε όπερα και προερχόταν από το άλμπουμ A Night At The Opera (1975), το οποίο περιλαμ βάνει ένα εκτεταμένο χορωδιακό απόσπασμα που το συγκρότημα δικαιολογημένα δεν μπορούσε να αναπα ράγει σε ζωντανή εκτέλεση, ενώ ακολουθεί ένα απόσπασμα με καταιγιστικούς ήχους κιθάρας. Η αντίστιξη ανάμεσα στα ήπια ιντερλούδια και τα πολύ δυνατά («όσο το δυνατό δυνατότερα») τμήματα με κιθάρα είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο στα συγκροτήματα της hard rock. Το ενδιαφέρον για τη hard rock μειώθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 καθώς το είδος παρουσία σε στασιμότητα και την προσοχή του κοινού τράβηξαν η punk rock και η new wave, αλλά το ενδιαφέρον επανήλθε με το αμερικανικό συγκρότημα Van Halen και το πρώτο άλμπουμ του με τίτλο Van Halen I (1978). Ο κιθαρίστας Eddie Van Halen, o οποίος έπαιξε με ενθουσιασμό, πάθος, ζωντάνια και αυτοπεποί θηση αστέρα της showbiz, στοιχεία που λεί πουν από πολλά συγκροτήματα της hard rock, χρεώνεται με την επανεύρεση του λεξιλογίου Deep Purple Jimi Hendrix Experience της ηλεκτρικής κιθάρας. Ο Eddie Van Halen ξε Cream κίνησε ως ντράμερ, με κιθαρίστα τον αδερφό Led Zeppelin Queen του, τον Alex, αλλά τελικά άλλαξαν μουσικά όργανα. Το συγκρότημα τους, με τον David Lee Roth ως τραγουδιστή και τον Michael Anthony στο μπάσο, τράβηξε την προσοχή του Gene Simmons του συγκροτήματος των Kiss.
(Δεξιά) Ο Eddie Van Halen, μέλος των Van Halen. (Πάνω) Το εντυπωσιακό τέταρτο άλμπουμ των Queen, A Night At The Opera (1975), τρεις φορές πλατινένιο στις ΗΠΑ.
Σεξ, ναρκωτικά και Όπως η μουσική του είναι συχνά στομφώδης και υπερβολική, έτσι και πολλοί μουσικοί της hard rock έχουν έναν τρόπο ζωής που χαρακτηρίζεται από την υπερβολή... Μέχρι του σημείου που τους σκοτώνει. Κατά ένα περίεργο τρόπο οι AC/DC επανήλθαν πιο δυνατοί από κάθε άλλη φορά μετά το θάνατο του τραγουδιστή τους, του Bon Scott, με το άλμπουμ Back In Black (1980). Οι Aerosmith φάνηκε ότι ήταν γραφτό τους να χαθούν για ένα διάστημα μετά τα πλήγματα που δέ χτηκαν από τα ναρκωτικά και έβγαλαν την καριέρα τους από την τροχιά της -ο τραγουδιστής Steve Tyler έζησε παρόλο που είχαν πει ότι ήταν καταδικασμένος- αλλά μια συνεργασία με το συγκρότημα της rap, τους Run-DMC στο «Walk This Way», το 1986, τους έκανε γνωστούς σε μια νέα γενιά, ενώ ακολούθησε το πολύ επιτυχημένο άλμπουμ με τίτλο Pump (1989). Και μιας και μιλάμε για «τρελούς», «κακούς» και «επικίνδυνους» τύπους, το άλμπουμ των Guns 'n' Roses με τίτλο Appetite For Destruction (1987) στηρίχτηκε στη rock μουσική της δεκαετίας του 1970, αλλά παίχτηκε με μια punk στάση, γεγονός που τους ανέδειξε σε μια συναρπαστική πρόταση για τους νεότε ρους ακροατές που δεν πρόλαβαν τη hard rock όταν πρωτοεμφανίστηκε. Σε ένα βαθμό λόγω του ότι οι καλλιτέχνες μουσικοί της hard rock παίρνουν στα σοβαρά τη μουσική και την τέχνη τους, πολλά συγκροτήματα και μουσικοί έκαναν μακροχρόνια καριέρα. Λίγο πριν την αλλαγή του αιώνα, οι Deep Purple, o Eric Clapton από τους Cream, ο Jimmy Page και ο Robert Plant από τους Led Zeppelin, οι «Bohemian Rhapsody» Queen «Crossroads» Cream Aerosmith και οι AC/DC συνέχιζαν να απολαμβάνουν μια παραγωγική καριέ «Foxy Lady» Jimi Hendrix Experience ρα. Η «παλιά φρουρά» της hard rock πλαισιώθηκε από νεότερα συγκροτήμα «Smoke On The Water» Deep Purple τα όπως οι Metallica και οι Pearl Jam, που έκαναν τη στροφή από την thrash «Stairway To Heaven» Led Zeppelin metal και την grunge αντίστοιχα.
Ο Steve Tyler των Aerosmith, σε μια κλασική φωτογραφία του. Η μουσική των Aerosmith για ταινίες τους βοηθησε να παραμείνουν επιτυχημένοι μετά την επάνοδό τους στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Η ψυχεδελική Πολλά μουσικά κινήματα συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με ένα συγκεκριμένο ναρκωτικό ή ναρκω τικά που λαμβάνεται για λόγους έμπνευσης. Η ψυχεδελική rock προχώρησε ένα βήμα παρακάτω και στην ουσία γεννήθηκε από το LSD ή αλλιώς «acid», αλλά και άλλα παραισθησιογόνα μεταξύ των οποίων το peyote, το mescaline, ακόμα και η μαριχουάνα. Ένα μεγάλο κομμάτι της ψυχεδελικής rock επιχειρεί να αποτυπώσει μουσικά την αίσθηση της διεύ ρυνσης του μυαλού και των αισθήσεων που χαρίζει η χρήση του LSD. Η αντικουλτούρα της δεκαετίας του 1960 έδωσε μεγάλη έμφαση στη διεύρυνση του μυαλού μέσω ψυχοτρόπων φαρμάκων. Γι' αυτό και οι μουσικοί χρησιμοποιούσαν τη διαρκώς βελτιούμενη τεχνολογία των στούντιο και συγκεκριμένα τα εφφέ όπως το fuzzbox στις κιθάρες και εξωτικά όργανα όπως το sitar, και εγκατέλειπαν την παραδοσιακή δομή των τραγουδιών που περιελάμβανε την εισαγωγή, το κουπλέ, το ρεφρέν κ.λπ. Αναζήτησαν νέους δρό μους έμπνευσης και άλλες μορφές έκφρασης, οδηγούμενοι για παράδειγμα προς τη jazz ή την ινδική μου σική. Ο George Harrison των Beatles έδειξε ενδιαφέρον για το sitar που χρησιμοποιήθηκε για τη σκηνή σε ινδικό ρεστοράν στην ταινία των Beatles, Help! που στάθη κε η αφορμή να ενδιαφερθεί το συγκρότημα για την ανα τολίτικη κουλτούρα. Οι Yardbirds έκαναν μια περιστασιακή διερεύνηση αυτού του χώρου με το single του 1965, «Heart Full Of Soul». Σε μια προσπάθεια να επεκτείνουν τον ήχο τους και να ανα μίξουν την Ανατολή με τη Δύση σε ένα διαπολιτισμικό χω Richard Goldstein νευτήρι, το συγκρότημα βρήκε ένα μουσικό που ήξερε sitar για να τους βοηθήσει στο τραγούδι τους. Δυστυχώς ο μουσι κός αυτός ήταν συνηθισμένος να παίζει περίπλοκους ανατολίτικους ρυθμούς και δεν μπόρεσε να συνηθίσει τον απλό ρυθμό της rock. Γι' αυτό και ο κιθαρίστας Jeff Beck μιμήθηκε τον ήχο του sitar χρησιμοποιώντας ένα fuzzbox. Το περιστατικό αυτό δείχνει ξεκάθαρα το πρόβλημα με την ψυχεδελική rock. Μπορεί στα χαρτιά η ανάμιξη ετερόκλητων μουσικών στοιχείων να φαίνεται ενδιαφέρουσα, στην πράξη όμως μπορεί να μην αποδώσει. Γι' αυτό, όταν αποδώσει, η ψυχεδελική rock μπορεί να εμφανίσει τη rock μουσική στην πλέον φιλόδοξη εκδοχή της, μια εκδοχή που σου κόβει την ανάσα, αλλά αν δεν αποδώσει, μπορεί να δείξει ανι κανότητα, υπερβολική φιλοδοξία και αφέλεια.
Οι καλλιτεχνικές δημιουργίες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ψυχεδελική rock, αφού τα εξώφυλλα των δίσκων και οι αφίσες για τη διαφήμιση συναυλιών αποκτούσαν όλο και περισσότερο χρώμα και γίνονταν πιο περίπλοκες.
βασισμένοι στα ναρκωτικά Ένας από τους πρώτους ψυχεδελικούς δίσκους, το «Eight Miles High» των Byrds που κυκλοφόρη σε το 1966, έδωσε την ευκαιρία στον κιθαρίστα του συγκροτήματος, Roger McGuinn, να επιχειρή σει να μιμηθεί τον σαξοφωνίστα της jazz, John Coltrane, και να δείξει παράλληλα ότι οι αυτοσχε διασμοί του είχαν επηρεαστεί από ήχους της ινδικής μουσικής. Το συγκρότημα θεωρήθηκε ότι εμπνεύστηκε τους στίχους υπό την επήρεια ναρκωτικών -μια κατηγορία που συχνά συνοδεύει τα ψυχεδελικά συγκροτήματα- άσχετα αν οι Byrds το αρνήθηκαν. Ο John Lennon επιχείρησε να αναπαραγάγει τη διάθεση του χρήστη του LSD στο «Tomorrow Never Knows» των Beatles από το άλμπουμ Revolver (1966), με αλλεπάλληλες ηχογραφημένες λούπες, επεξερ γασία στη φωνή, παιγμένα αντίστροφα solo κιθάρας και στίχους εμπνευσμένους από τον γκουρού του LSD, Timothy Leary, και το The Tibetan Book of the Dead. Ο George Harrison συνεισέφερε παίζοντας sitar. Στο single που κυκλοφόρησαν οι Rolling Stones το 1966, το «Paint It Black», χρησιμοποίησαν sitar για εφφέ, ενώ η ενασχόληση τους με την ψυχεδέλεια κορυφώθηκε με το άλμπουμ τους, Their Satanic Majesties Request (1967).
To Καλοκαίρι της Αγάπης To 1967, που ονομάστηκε και «Καλοκαίρι της Αγάπης», ήταν μια σημαντική χρονιά για την ψυχεδελική rock στις ΗΠΑ και τη Βρετανία. Στις ΗΠΑ, οι Doors κυκλοφόρησαν το πρώτο άλμπουμ τους που είχε ως τίτλο το όνομα του συγκροτήματος. Οι εξαιρετικοί ποιητικοί στίχοι του τραγουδιστή Jim Morrison, το ταξιδιάρικο παίξιμο του αρμονίου από τον κιμπορντίστα TheYardbirds Ray Manzarek και οι αυτοσχεδιασμοί του γνώστη του φλαμέγκο κιθαρίστα Robbie Kreiger The Byrds The Beatles αποδείχτηκαν ένα συναρπαστικό μίγμα. Οι επίσης Αμερικανοί, Jefferson Airplane, με το The Rolling Stones άλμπουμ Surrealistic Pillow ερμήνευσαν το «White Rabbit» με στίχους που θύμιζαν την Αλί The Doors κη στη χώρα των θαυμάτων και μια εισαγωγή επηρεασμένη από το φλαμέγκο. Οι Love, με αρχηγό τον Arthur Lee, ηχογράφησαν το 1967 ένα κλασικό άλμπουμ, το Forever Changes, που περιείχε το κλασικό «Alone Again Or». To άλμπουμ δεν είχε εμπορική επιτυχία, αλλά έχει υμνηθεί από τους κριτικούς.
Το άλμπουμ Forever Changes των Love είναι ένα ψυχεδελικό αριστούργημα με εμπνευσμένες ενορχηστρώσεις και απολαυστικές, σκοτεινές αποχρώσεις.
Ο ψυχεδελικός Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, το πρώτο άλμπουμ των Pink Floyd, The Piper At The Gates Of Dawn, ανέδειξε τη βρετανική αντίληψη περί εκκεντρικότητας στο «Bike», περί διαστημικών θεμά των στο «Astronomy Domine», αλλά και μια γεύση avant-garde πειραματισμών στο «Interstellar Overdrive». Οι Move αποτύπωσαν την ψυχεδέλεια της underground μουσικής σκηνής του Λονδίνου με το «I Can Hear the Grass Grow», μεταφέροντας την εμπειρία του χρήστη μαριχουάνας. Οι Beatles υιοθέτησαν το ψυχεδελικό πνεύμα της εποχής με το άλμπουμ Sgt Pepper's Lonely Hearts Club Sand, όπως φαίνεται στο «Lucy In The Sky With Diamonds». Ο John Lennon αρνήθηκε ότι το τραγούδι μιλού σε για το LSD, αλλά οι ονειρεμένοι και σουρεαλιστικοί στίχοι δείχνουν ξεκάθαρα την εμπειρία από χρήση LSD, είτε έγινε σκόπιμα είτε όχι. Για το «A Day In The Life», στο ίδιο άλμπουμ, ζητήθηκε από μια πλήρη συμφωνική ορχήστρα να ξεκινήσει από την χαμηλότερη νότα κάθε μουσικού και μετά να παίξει μέχρι την υψηλότερη με όχι συγχρονισμένο τρόπο, στην προσπάθεια τους να προσομοιώσουν την αίσθηση της χρήσης ναρκωτικών. Ένα από τα μακροβιότερα ψυχεδελικά συγκροτήματα ήταν οι Grateful Dead. Ο αυτοσχεδιασμός ήταν το κυ ριότερο χαρακτηριστικό των Grateful Dead, όπως φαίνεται στο άλμπουμ Live /Dead (1969) που περιέχει το «Dark Star», ένα τραγούδι που κάθε φορά παιζόταν με διαφορετικό τρόπο. Σε γενικές γραμμές, η ψυχεδελική rock ήταν ένα σχετικά βραχύβιο φαινόμενο, αφού τα συγκρο τήματα είτε διαλύονταν είτε στρέφονταν προς έναν άλλο μουσικό χώρο, όπως συνέβη με τους Byrds, οι οποίοι στράφηκαν προς την country rock, και τους Pink Floyd που κατάφεραν να κάνουν εμπορικά πετυχη μένη την progressive rock. Η ψυχεδελική rock ήταν κυρίως ένα φαινόμενο της δεκαετίαςτου 1960, παρόλο που στη Βρετανία ο Ja son Pearce ηγήθηκε μιας γενναίας προσωπικής σταυροφορίας για την αναβίωση της στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στη δεκαετία του 1990, πρώτα με τους βραχύβιους Spaceman 3, των οποίων το χαοτικό, συγκλονιστικό μίγμα νεοψυχεδέλειας ακούγεται στο άλμπουμ Playing With Fire (1989), και στη συνέχεια ως αρχηγός των Spiritualized με το σαφώς πιο πετυχημένο και σχολιασμένο ευνοϊκά από τους κριτικούς άλμπουμ Ladies And Gentlemen We Are Floating In Space (1997). Όμως, η πιο αξιοσημείωτη αναβίωση της ψυχεδελικής rock συνέβη με την αύξηση της δημοτικότητας της trance μουσικής στη δεκαετία του 1990, «Eight Miles High»The Byrds «Heart Full Of Soul»The Yardbirds ενός στυλ χορευτικής μουσικής της οποίας η ψυχεδελική rock θεωρείται «Light My Fire» The Doors προάγγελος. «Lucy InThe Sky With Diamonds» The Beatles «Paint It Black»The Rolling Stones
Οι επιδρομές του George Harrison στην ινδική μουσική έδωσαν ένα άλλο εξωτικό άρωμα στην ψυχεδελική μουσική. Στη φωτογραφία, πλάι στον Ravi Shankar, ο οποίος του δίδαξε τις βασικές γνώσεις του sitar.
Η
του Νότου
Έχοντας ως σημείο αναφοράς τα συγκροτήματα της θορυβώδους blues rock στα τέλη της δεκαε τίας του 1960, όπως οι Cream και οι Grateful Dead, η rock του Νότου πήρε σάρκα και οστά το 1969 όταν κυκλοφόρησε το πρώτο άλμπουμ των Allman Brothers Band, που έφερε το όνομα τους και το οποίο παρουσίαζε ένα μίγμα από rock'n'roll, blues, country και jazz. Οι αδερφοί Allman, που ήταν γεννημένοι στην Τζόρτζια, δεν δέχτηκαν ποτέ την ετικέτα της rock του Νότου για το συγκρότημα τους. Στην πολυετή παρουσία του στο χώρο της μουσικής το συγκρότημα άλλαξε αρκετές φορές σύνθεση. Η πρώτη από αυτές έγινε μετά το θάνατο σε τροχαίο του κιθαρίστα Duane Allman, τον Οκτώβριο του 1971, και το θάνατο του μπασίστα Berry Oakley ένα χρόνο περίπου αρ γότερα. Πριν από το μοιραίο δυστύχημα του Duane, με τα άλμπουμ Idlewild South και Live at the Fillmore East, ο ίδιος και ο εταίρος κιθαρίστας, ο Dickey Betts, έκαναν αλλεπάλληλα solo με τον κιμπορντίστα / τραγουδιστή Gregg Allman με ένα ισορροπημένο τρόπο που εμπλούτιζε τις blues rock παραστάσεις τους με σοφιστικέ jazz περάσματα και κλασικές τεχνικές. Μετά το θάνατο του Duane, και ενώ βρίσκονταν στα μισά της ηχογράφησης του άλμπουμ Eat A Peach, o Betts ανέλαβε όλα τα καθήκοντα κιθαρίστα και, ενώ έδειξε ότι τα κατάφερνε ως τραγουδιστής και δημιουργός τραγουδιών, οδήγησε το συγκρότημα προς μια πιο country πορεία, γεγονός που φάνηκε στο άλμπουμ του 1973 με τίτλο Brothers And Sisters. Στο εξής, ένας συνδυασμός από εσωτερικές διαφωνίες και προβλήματα που σχετίζονταν με την κα τανάλωση αλκοόλ και τη χρήση ναρκωτικών, συνέβαλε στη μείωση των επιτυχιών που είχε το συγκρότη μα μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Παρ' όλα αυτά, το συγκρότημα είχε αλλάξει το μουσικό χάρτη των ΗΠΑ και στην προσπάθεια του αυτή άνοιξε το δρόμο σε πολλά άλλα συγκροτήματα της rock του Νότου προς την επιτυχία. Όμως, από ειρωνεία της τύχης, το συγκρότημα που έφερε τον ήχο της rock του Νότου πιο κοντά στο ευρύ κοι νό ήταν οι Credence Clearwater Revival από την Καλιφόρ νια. Η δική τους rock με τις επιρροές από τη μουσική του Gregg Allman βάλτου αποτυπώνεται σε επιτυχίες όπως το «Proud Mary», και το πανταχού παρόν «Bad Moon Rising», ένα κλασικό τραγούδι που εντάσσει στο ρεπερτόριο του κάθε ερασιτεχνικό συγκρότημα.
Ένα από τα συγκροτήματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον ήχο της rock τον Νότου ήταν οι Allman Brothers.
Η επιτυχία των Το καθοριστικής σημασίας συγκρότημα για τη rock του Νότου, οι Lynyrd Skynyrd, που τα μέλη του είχαν γεννηθεί στο Τζάκσονβιλ της Φλώριδα, υπερηφανεύονταν για τον δυνατό ήχο blues rock του συγκροτήματος τους, για το στιχουργικό ταλέντο του τραγουδιστή τους Ronnie Van Zant και για τους τρεις κιθαρίστες τους, Allen Collins, Gary Rossington και Ed King, οι οποίοι ξεχώριζαν στην πρώτη επιτυχία του συγκροτήματος, το «Freebird», που ήταν και ένας φόρος τιμής προς τον αεί μνηστο και πολυθρηνημένο Duane Allman. To 1974, μετά από την εμφάνιση τους κατά την περιοδεία των Who, στην Quadrophenia, οι Skynyrd έφτιαξαν το πολλές φορές πλατινένιο και πιο ώριμο άλμπουμ τους, το Second Helping, που περιείχε το πε τυχημένο single «Sweet Home Alabama» και βοήθησε να πληθύνουν οι καλές γνώμες για την αξία του συ γκροτήματος όχι μόνο μέσα στο στούντιο αλλά και σε συναυλίες. Ο Van Zant ήταν ένας παραγωγικότατος συνθέτης και στιχουργός, αλλά τον Οκτώβριο του 1977 δέχτηκε το πλήγμα της μοίρας. Τρεις μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ Street Survivors, σκο τώθηκε σε αεροπορικό δυστύχημα ενώ κατευθύνονταν προς τη Λουιζιάνα. Το δυστύχημα στέρησε επί σης την Cassie Gaines, που έκανε δεύτερα φωνητικά, και τον αδερφό της, Steve, που είχε έρθει στους Skynyrd ως κιθαρίστας μετά την αποχώρηση του Ed King. Οι Lynyrd Skynyrd, όπως και οι Allman Brothers Band, διαλύθηκαν και στη συνέχεια έσμιξαν ξανά με μια ανανεωμένη σύνθεση. Παρά το γεγονός ότι εμφανίστη καν συγκροτήματα όπως οι Georgia Satellites, οι Black Crowes, οι Widespread Panic The Allman Brothers Band και οι Dave Matthews Band στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, οι αλκυονίδες μέρες Creedence Clearwater Revival της rock του Νότου είχαν τελειώσει και ποτέ ξανά δεν κατάφερε να σταθεί στα πόδια Lynyrd Skynyrd της μετά τον αποδεκατισμό των δύο κορυφαίων εκπροσώπων της.
Το συγκρότημα της rock του Νότου, επαναστατική εικόνα του Νότου.
οι
Lynyrd Skynyrd, συνδύασαν την πανίσχυρη δύναμη της blues rock με μια
Η προοδευτική «Για να πας άφοβα εκεί που δεν πήγε κανένα άλλο συγκρότημα...» Η φράση αυτή θα μπορούσε να θεωρηθεί το μότο των συγκροτημάτων της προοδευτικής rock, που θα οδηγήσουν τη rock μουσι κή σε χώρους που δεν βρέθηκε ποτέ από άποψη αρμονίας και δομής. Τα συγκροτήματα της προο δευτικής rock έχουν την τάση να προτιμούν τα μεγάλης διάρκειας τραγούδια με μακροσκελή ορχηστρικά τμήματα, με την κιθάρα και τα κίμπορντς να είναι τα κυριότερα μουσικά όργανα, ενώ δί νουν έμφαση στη δεξιοτεχνία και στην άριστη γνώση των μουσικών οργάνων. Πολλά τραγούδια της προοδευτικής rock έχουν διαφορετικές ενότητες ή μέρη, όπως ένα κλασικό συμφωνικό έργο. Για παράδειγμα, το «Starship Trooper» των Yes από το The Yes Album (1971) έχει τρεις διαφορετικές ενότητες: το Life Seeker, το Disillusion και το Wurm. Κατά βάση, η προοδευτική rock είναι μια μουσική του μυαλού παρά του σώματος. Εμπνευσμένα από την ψυχεδελική σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του 1960, συγκροτήματα όπως οι Nice, οι Moody Blues και οι Procol Harum άρχισαν να γράφουν ένα είδος μουσικής που ήταν επηρεασμέ νο από κλασικούς και συμφωνικούς ήχους και μουσι κές δομές, δημιουργώντας μια μορφή συμφωνικής rock που έβαλε τα θεμέλια της προοδευτικής rock. Αυτό μπορεί κάποιος να το γευθεί στο πρώτο single και το πιο γνωστό τραγούδι των Procol Harum, το «Α Whiter Shade Of Pale» (1967), στο οποίο η μουσική Frank Zappa ανάπτυξη ήταν επηρεασμένη από τον J. S. Bach. Στα τέλη της δεκαετίας του 1960 έκαναν τα πρώτα τους βήματα δύο από τα μακροβιότερα συγκροτήματα της προοδευτικής rock, οι King Crimson και οι Yes, που οδήγησαν σε νέα επίπεδα τη δεξιοτεχνία στο παίξιμο των μουσικών οργάνων και τη μουσι κή σύνθεση. Το εντυπωσιακό πρώτο άλμπουμ των King Crimson, το In The Court Of The Crimson King (1969), που περιέχει το τραγούδι-σήμα κατατεθέν του συγκροτήματος, το «21st Century Schizoid Man», όχι μόνο διαθέτει την ορχηστρική δεξιοτεχνία που συνδέεται με την προοδευτική rock, αλλά... ροκάρει πιο δυνατά από τα άλλα συγκροτήματα του είδους. Μετά το σαφέστατα ψυχεδελικό ξεκίνημα τους, οι Yes διαμόρφωσαν τη μοναδική τους ταυτότητα με το άλμπουμ Close To The Edge (1972) όπου δόθηκε και στα πέντε μέλη rou συγκροτήματος η ευκαιρία να γυμνάσουν τους μουσικούς μυώνές τους.
Οι King Crimson, στους οποίους οι συνεχείς αλλαγές μελών είχαν ως αποτέλεσμα, από την αρχική σύνθεση του συγκροτήματος να μείνει μόνο ο Robert Fripp (δεύτερος από αριστερά).
Θεατρικοί και Μερικοί καλλιτέχνες της προοδευτικής rock έδιναν πραγματικές θεατρικές παραστάσεις στις επί σκηνής εμφανίσεις τους. Ο τότε τραγουδιστής των Genesis, Peter Gabriel, φορούσε αλλόκοτα κουστούμια προσπαθώντας να δώσει την οπτική διάσταση της μουσικής. Οι Genesis έκαναν στρο φή προς τη μουσική για το ευρύτερο κοινό με τη rock / pop μορφή του συγκροτήματος τους στη δε καετία του 1980, αλλά στις αρχές της δεκαετίας του 1970 υπήρξαν ένα συγκρότημα προοδευτικής rock, όπως μπορεί να καταλάβει κάποιος ακούγοντας το άλμπουμ Foxtrot (1972). Τρεις ήδη καθιερωμένοι μουσικοί, οι Emerson, Lake και Palmer, σχημάτισαν το πρώτο «σούπεργκρουπ» της προοδευτικής rock (σχηματίστηκε από μέλη που είχαν ήδη χτίσει το όνομα τους σε άλλα συγκροτήματα) και η επανεκτέλεση του Pictures at an Exhibition του Mussorgsky (1972) πέτυχε να οδηγή σει το συνδυασμό της κλασικής με τη rock μουσική στο απώτατο όριο της. Οι Pink Floyd ξεκίνησαν την καριέρα τους ως ψυχεδελικό συγκρότημα, αλλά μετά την αποχώρηση του συνθέτη τους, του Syd Barrett, στράφηκαν προς την πιο προοδευτική rock, παρόλο που ο αντικαταστάτης του Barrett, o David Gilmour, έφε Procol Harum ρε μαζί του μια ευδιάκριτη επιρροή από την blues. Οι Pink Floyd κατάφεραν να κά The Moody Blues νουν την προοδευτική rock προσιτή με το κορυφαίο σε πωλήσεις άλμπουμ τους, το Yes King Crimson Dark Side of The Moon (1973), να έχει χαλιναγωγήσει τις υπερβολές αυτού του είδους Pink Floyd μουσικής. Σύμφωνα με τους επικριτές τους, τα συγκροτήματα προοδευτικής rock φυλλορροούσαν, όπως φαί νεται χαρακτηριστικά από το περιβόητο τριπλό άλμπουμ των Yes, το Tales Of Topographic Oceans (1974), ή, με πιο απλά λόγια, τα συγκροτήματα αυτά ήταν «ανιαροί φανφαρόνοι». Επίσης οι επικριτές θεωρούσαν ότι τα συγκροτήματα αυτά είχαν μια ελιτίστικη αντίληψη, δεδομένου ότι για να παίξει κάποιος προοδευτική rock έπρεπε να είναι άριστος μουσικός. Ομως για κάθε δράση υπάρχει και αντίδραση. Παράλληλα με την προοδευτική rock, η rock των παμπ οδήγησε πάλι τη μουσική στις ρίζες της, προσφέροντας μια πιο προ σγειωμένη εναλλακτική λύση. Στη συνέχεια, η punk rock έφτυσε κατάμουτρα την προοδευτική rock και αποπειράθηκε να την καταστρέψει ολοσχερώς.
Οι Pink Floyd έγραψαν εμπορική προοδευτική rock. To μεγαλοπρεπές άλμπουμ τους, The Wall (1979), τους χάρι σε επιτυχία, μια πολύ αποδοτική περιοδεία και μια κινηματογραφική ταινία.
ποτέ η punk
Σαν να μην
Ενώ η punk απασχολούσε τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και έσπρωξε στο περιθώριο τα συ γκροτήματα προοδευτικής rock στα μέσα της δεκαετίας του 1970, φαίνεται ότι τα συγκροτήματα της προοδευτικής rock δεν πτοήθηκαν και πολλά από αυτά επέζησαν για να διαγράψουν μακρο βιότερη πορεία από ό,τι τα συγκροτήματα punk. Παρά τις αλλεπάλληλες αλλαγές μελών τους, και οι King Crimson και οι Yes συνέχισαν να ηχογραφούν και να κάνουν περιοδείες, ενώ το άλμπουμ THRAK (1995) των King Crimson δείχνει ότι συνεχίζουν να είναι μια δημιουργική δύναμη που έχει κάτι να πει. Όντας μια μουσική κατηγορία από μόνος του, ο Frank Zappa ξεκίνησε τη μουσική σταδιοδρομία του στα μέσα της δεκαετίας του 1960 με το άλμπουμ Freak Out (1966) και συνέχισε να γράφει και να ηχο γραφεί μέχρι το θάνατο του, το 1993. Όπως συμβαίνει με την προοδευτική rock, η μουσική του Zappa πή ρε στοιχεία από πολλά στυλ μουσικής, απαιτώντας τα υψηλότερα μουσικά στάνταρντ από τη διαρκώς με ταβαλλόμενη σύνθεση του συγκροτήματος του, αλλά σε αντίθεση με τα συγκροτήματα της προοδευτι κής rock οι δικοί του στίχοι ήταν συχνά χιουμοριστικοί ή άκρως σαρκαστικοί. Στη δεκαετία του 1980, το βρετανικό συγκρότημα Marillion τόλμησε να υψώσει τη σημαία της προοδευτικής rock και, αψηφώντας το γεγονός ότι κολυμπούσε αντίθετα προς το ρεύμα, κυκλοφόρησε το άλμπουμ Mis «A Whiter Shade Of Pale» Procol Harum placed Childhood (1985) και σημείωσε δύο επιτυχίες με αντίστοιχα single. «Nights In White Satin»The Moody Blues «Starship Trooper» Yes Στη δεκαετία του 1990, το αμερικανικό συγκρότημα Dream Theatre γνώρι «21 st Century Schizoid Man» King Crimson σε την προοδευτική rock στη νεότερη γενιά, παρουσιάζοντας την με άψογο επαγγελματισμό και πολύ καταρτισμένους μουσικούς.
Ο ήχος-σήμα κατατεθέν του Rick Wakeman, MiniMoog.
του
συγκροτήματος
των Yes, ήταν «προϊόν» ενός Mellotron και ενός
Τα
που έκαναν αυτοσχεδιασμούς
Όταν οι Grateful Dead άρχισαν προς τα τέλη της δεκαετίας του 1960 να προσελκύουν ένα μεγάλο ακροατήριο μετά τη συναυλία στο Σαν Φραντσίσκο, χάρη στους αυτοσχεδιασμούς που εμφάνιζαν ότιτο συγκεκριμένο συγκρότημα συνδύαζε folk, rock, country και blues μουσική, αυτό έδειξε ότι η rock'n'roll στρεφόταν προς μια παράδοση αυτοσχεδιασμών που παρατηρούνταν από καιρό σε άλ λες μορφές της μουσικής της Δύσης. Αυτό ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό της κλασικής μουσικής της εποχής μπαρόκ στην Ευρώπη, όπου συνθέτες όπως ο Mozart ήταν διάσημοι για τους αυτοσχεδιασμούς τους. Όμως, μέχρι τις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα, τότε που το κίνημα του Ρομαντισμού βρισκόταν στις δόξες του, οριστικοποιήθη κε η περίπλοκη μουσική γλώσσα των συνθετών αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια στους μουσικούς για να κάνουν αυτοσχεδιασμούς. Στις αρχές του εικοστού αιώνα αυτό συ νέχιζε να είναι ο κανόνας στην Ευρώπη, ενώ στις ΗΠΑ έπνεε ένας άνεμος μεγαλύτερης συνεργα σίας ανάμεσα στους πρωτοπόρους μουσικούς της jazz, οι οποίοι ουσιαστικά δημιουργούσαν μουσική τη στιγμή που έπαιζαν. Αυτή τη μέθο δο, που μεταδόθηκε από γενιά σε γενιά από Trey Anastasio, Phish σπουδαίους καλλιτέχνες όπως οι Louis Arm strong, Duke Ellington, Charlie Parker, Ornette Coleman, Miles Davis και John Cotrane, υιοθέτησαν στη συνέχεια μεταξύ άλλων οι Grateful Dead, o Frank Zappa & the Mothers of Invention και οι Allman Brothers Band. Αυτοί επίσης μιμήθηκαν τη συνήθεια των μουσικών της jazz, που έσμιγαν διαφορετικά μουσικά στυλ επί σκηνής και σε άλμπουμ όπως στην περί πτωση του Anthem Of The Sun των Grateful Dead και των Idlewild και Eat A Peach των Allman Brothers Band.
Τη μέθοδο των αυτοσχεδιασμών εισήγαγαν στη rock σκηνή καλλιτέχνες όπως ο Frank Zappa.
Μουσικός Στη δεκαετία του 1990 εμφανίστηκε μια νέα γενιά από συγκροτήματα που έκαναν αυτοσχεδιασμούς. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τους Grateful Dead και τους Allman Brothers Band, και ενώ συνδύαζαν οτιδήποτε, από rock, soul, και jazz μέχρι bluegrass και worldbeat, συγκροτήματα σαν τους Spin Doctors, Blues Traveler, Widespread Panic και Phish άρχισαν να δημιουργούν το δικό τους είδος. Αποκτώντας οπαδούς μέσα από συνεχείς περιοδείες, το κοινό χαρακτηριστικό που είχαν με τους προκατόχους τους ήταν συνήθως μια καλή σχέση με το ακροατήριο -έφταναν σε σημείο να ενθαρρύ νουν τους ακροατές να ηχογραφούν τις συναυλίες τους- αλλά και μια εύλογη ικανότητα να μεταφέρουν στο δίσκο την απήχηση που είχαν παίζοντας «ζωντανά». Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι κάποια από αυτά τα συγκροτήματα δεν χάρηκαν θριαμβευτικές παρουσίες στον Κατάλογο Επιτυχιών. Οι Spin Doctors από τη Νέα Υόρκη είδαν τις πωλήσεις του άλμπουμ τους Pocket Full of Kryptonite, που κυκλοφόρησε το 1991, να εκτινάσσονται στα ύψη επει δή οι ραδιοφωνικοί σταθμοί και το κανάλι MTV μετέτρεψαν το «Little Miss Cant»t Be Wrong» σε επιτυχία του Καταλόγου Επιτυχιών single, ενώ λίγο πολύ το ίδιο συνέβη The Allman Brothers Band Blues Traveler και με ένα άλλο συγκρότημα από τη Νέα Υόρκη, τους Blues Traveler. To When Four, το The Grateful Dead εύστοχα ονομασμένο τέταρτο άλμπουμ των Blues Traveler, κυκλοφόρησε το Σεπτέμ Phish The Spin Doctors βριο του 1994 και σημείωσε πωλήσεις που το έκαναν πέντε φορές πλατινένιο μετά την εκπληκτική επιτυχία που είχε το «Run Around», που αναδείχτηκε σε μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του 1995. Αντίθετα, το συγκρότημα που προηγούνταν των υπολοίπων σε θέματα αυτοσχεδιασμού και λίγο έλειψε να πάρει τα πρωτεία από τους Grateful Dead, είναι ένα συγκρότημα από το Βερμόντ που ποτέ δεν κατάφερε να εξαργυρώσει το κοινό των συναυλιών του σε πωλήσεις δίσκων μέσω των άλμπουμ που ηχο γραφούσε σε στούντιο, όπως το Junta και το A Picture of Nectar. Συνδυάζοντας folk, bluegrass, country, jazz και rock'n'roll, το συγκρότημα των Phish έχει θέσει νέα πρότυπα για την αυθεντικότητα των αυτοσχε διασμών στη rock, ενώ έγινε θεσμός στο κύκλωμα των αμερικανικών κολεγίων. Εκεί ακριβώς εντοπίζεται η απήχηση της μουσικής σκηνής αυτών των συγκροτημάτων, που πιο πολλή σχέση έχει με τη «ζωντανή» συναυλία παρά με τις ηχογραφήσεις σε στούντιο.
Οι Blues Traveler, το συγκρότημα blues-rock που σχημάτισε το 1981 ο τραγουδιστής John Popper συμμετείχε στην αναβίωση των αυτοσχεδιασμών, του στυλ που είχαν υιοθετήσει οι μουσικοί στις δεκαετίες του 1960 και 1970.
Η glam rock Η glam rock & glitter, ένα κίνημα κυρίως βρετανικό, ήταν πάρα πολύ δημοφιλές στις αρχές της δεκαε τίας του 1970. Μάλιστα ήταν τόσο δημοφιλές που ένας καλλιτέχνης, ο Marc Bolan, απέκτησε δική του τηλεοπτική εκπομπή. Η glam rock, όντας εμπνευσμένη από τη rock'n'roll και την ελαφρά pop, ήταν δια σκεδαστική, ελκυστική και μελωδική, παιζόταν με παραμορφωμένες κιθάρες από μουσικούς που ντύ νονταν με εξωφρενικά, ανδρόγυνα ρούχα. Ενώ η Βρετανία έχει μακρά παράδοση στην παντομίμα, οι ΗΠΑ ήταν διστακτικές απέναντι στην glam rock, και αυτό εξηγεί σε ένα βαθμό γιατί αυτό το είδος δεν «απογειώθηκε» ποτέ τόσο πολύ στις ΗΠΑ. Αναλο γίες μπορούν να εντοπιστούν ανάμεσα στους Βρετανούς καλλιτέχνες της glam rock και στα μέλη του αμερι κανικού συγκροτήματος hard rock μουσικής, τους Kiss, ειδικότερα όσον αφορά την αμφίεση και το μακιγιάζ. Οι Kiss ξεκίνησαν την καριέρα τους με φανταχτερά ενδύματα και θεατρινίστικο μακιγιάζ προσώπου στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Για τους καλλιτέχνες της glam rock, η προσπάθεια και η εφευρετικότητα που επι στράτευαν για την εμφάνιση ήταν σχεδόν ίδια με εκείνη που αφιέρωναν για τη μουσική, επηρεάζοντας εμφανισιακά καλλιτέχνες όπως οι Elton John και Paul McCartney & Wings. Ξεκινώντας ως συγκρότημα της folk rock, οι Τ Rex έκαναν την αρχή αυτού του «κινήματος» με το Electric Warrior (1971) και το The Slider (1972). Δύο άλμπουμ με δια σκεδαστική rock'n'roll και πιασάρικο ήχο και στίχο. Παρό λο που η glam rock και η glitter σχεδόν ταυτίζονται, τα συ γκροτήματα «glitter» είναι κατά κανόνα πιο χλιδάτα, σχε δόν trash, και έχουν εμπνευστεί από τους Τ Rex. Τέτοιοι καλλιτέχνες είναι οι Slade, Sweet, Suzi Quatro και Gary Glitter. Simon Frith To άλμπουμ Slayed? (1972) καθιέρωσε τους Slade ως συγκρότημα της glam rock. Όπως και να έχουν τα πράγματα, οι Slade συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να ακούγονται χάρη σε ντισκ-τζόκεϊ που δεν διαθέτουν φαντασία και επιμένουν να παίζουν το «Merry Christmas Everybody» κάθε Χριστούγεννα, και αυτό χάρη στον τραγουδιστή Noddy Holder που διαθέτει μία από τις κλασικές φωνές στη βρετανική rock.
Χάρη στην πολύ καλή φωνή του Noddy Holder και στην εξίσου ελκυστική περιβολή του κιθαρίστα Dave Hill, οι Slade αναδείχτηκαν σε ένα από τα πιο επιτυχημένα βρετανικά συγκροτήματα της δεκαετίας του 1970.
Τα παλιά
της γιαγιάς
Οι Sweet υιοθέτησαν το ντύσιμο της glam rock, αλλά, με εξαίρεση ίσως τον τραγουδιστή, κατέλη ξαν να μοιάζουν με οικοδόμους ντυμένους με παλιά ρούχα της γιαγιάς τους. Το θέμα δεν ήταν ελ κυστικό και αυτό πρέπει να το πούμε. Ευτυχώς ο ήχος τους ήταν καλύτερος από την εμφάνιση τους και άσκησαν σημαντική επιρροή στο συγκρότημα Def Leppard που ανήκε στο νέο κύμα βρετανι κών συγκροτημάτων heavy metal. Παρά τα παιχνίδια με την αμφισεξουαλικότητα, στην glam rock υπερτερούσαν οι άντρες, με μία αξιοσημείωτη εξαίρεση: τη Suzi Quatro. Η Quatro, που τραγουδούσε και έπαιζε μπάσο, θεωρείται από με ρικούς θαυμαστές της ως προάγγελος της μουσικής riot grrrl, παρόλο που η δουλειά της δεν ασχολείται με θέματα σεξουαλικής ταυτότητας και φεμινισμού που πρώτο έθιξε το κίνημα riot grrrl. To άλμπουμ που κυκλοφόρησε το 1973, η μικροκαμωμένη και ντυμένη με δερμάτινα Suzi Quatro, και το οποίο είχε ως τίτ λο το όνομα της, περιέχει το επιτυχημένο single «Can The Can». To άλμπουμ Glitter που κυκλοφόρησε το 1972 ο Gary Glitter, που το πραγματικό του όνομα ήταν Paul Gadd, παγίωσε τη θέση του ως ενός από τους ηγέτες του είδους, παρόλο που από μουσική άποψη άξιζε περισσότερο από ό,τι οι άλλοι καλλιτέχνες της glitter rock, κάτι που αποτυπώνεται άριστα στο άλ μπουμ Rock'n'Roll: Gary Glitter's Greatest Hits (1998). Ο Glitter υποστηριζόταν από -ποιους άλλους;- το συ γκρότημα Glitter Band, που είχε επιτυχημένη καριέρα. Μετά από σοβαρά οικονομικά προβλήματα στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, ο Gary Glitter άρχισε πάλι τις καλλιτεχνικές εμφανίσεις του, αλλά η καριέρα του ως μουσικός σταμάτησε απότομα μετά την καταδίκη του για παιδεραστία στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο Roy Wood, που έπαιζε πολλά μουσικά όργανα και ήταν ένας από τους πιο εκ Τ Rex Slade κεντρικούς και παραγωγικούς βρετανούς καλλιτέχνες στην glam / glitter rock σκηνή στις Sweet αρχές της δεκαετίας του 1970, ήταν αρχηγός του συγκροτήματος Wizzard, ενώ έκανε και Gary Glitter solo καριέρα. Ο Wood, πρώην ιδρυτής των Move και των Electric Light Orchestra, εμπνε David Bowie όταν από πολλά μουσικά είδη όπως η rock'n'roll της δεκαετίας του 1950, η κλασική μου σική και η ψυχεδέλεια. Οι Wizzard ,το 1973, σημείωσαν επιτυχία με το «I Wish It Could Be Christmas Every Day», η οποία δεν είχε την ίδια διάρκεια με το χριστουγεννιάτικο τραγούδι των Slade, άσχετα αν δεν δια φέρουν πολύ.
Τη Suzi Quatro ανακάλυψε στο Ντιτρόιτ παραγωγός δίσκων Mickie Most. Η ελκυστική και ντυμένη με δερμάτι να ρούχα Suzi εξασφάλισε αργότερα κάποιο ρόλο στην τηλεοπτική εκπομπή Happy Days.
τέχνης Παράλληλα με τα συγκροτήματα της glitter rock υπήρχαν ο David Bowie και οι Roxy Music που εί δαν από μια πιο καλλιτεχνική σκοπιά την glam rock. Ο Bowie πήρε στοιχεία από τη θεατρική πλευ ρά της glam rock και δημιούργησε μια νέα περσόνα, τον Ziggy Stardust, στο άλμπουμ The Rise And Fall Of Ziggy Stardust (1972), μαζί με το συγκρότημα των Spiders From Mars που τον υποστήριζε. Επίσης αναβίωσε την καριέρα του συγκροτήματος hard rock των Mott the Hoople παρέχοντας τους «βοήθεια» στο άλμπουμ τους, All The Young Dudes (1972), του οποίου ανέλαβε την παραγωγή και έγραψε το πολύ γνωστό ομώνυμο τραγούδι. Έχοντας ανακατευτεί σε πολλά rock κινήματα, στο μεταίχμιο πλέον της νέας χιλιετίας ο χαμαιλέοντας της rock, David Bowie, συνέχισε να είναι μια δύναμη δημιουργίας. Οι Roxy Music συνδύασαν επιτυχώς τις καλλιτεχνικές τους καταβολές με ένα σκηνικό glam rock και απέδειξαν ότι οι avant-garde και άκρως πειραματικές ιδέες μπορούν να αποδώσουν σε ένα τρίλεπτης διάρκειας τραγούδια pop, όπως στο For Your Pleasure (1973). Αυτό το άλμπουμ ήταν το τελευταίο που θα έκαναν με τον Brian Eno, ο οποίος εκπροσωπούσε την πειραματική πλευρά του συγκροτήματος, και γι' αυτό τα επόμενα άλμπουμ είχαν ένα πιο συμβατικό ύφος. Ο τραγουδιστής των Roxy Music, o Bryan Ferry, κυκλοφόρησε δυο solo άλμπουμ ενώ ήταν ακόμα μέλος του συγκροτήματος, και στη συνέχεια, μετά τη διάλυση των Roxy Music το 1983, στράφηκε προς ένα πιο φιλοσοφημένο και πιο adult-pop ήχο. (Έκτοτε οι Roxy Music επανασυνδέθηκαν). Αν και αρχικά δεν θεωρούνταν συγκρότημα της glam rock, το πρώτο άλμπουμ των Queen, που κυκλοφόρησε το 1973 με τίτλο το όνομα τους, δείχνει ότι είχαν μπει για τα καλά στη σχολή της glam rock. Οι πομπώδεις Queen έδειξαν ότι είναι πιο πολύπλευροι και πολυ διάστατοι από κάθε άλλο συγκρότημα της glam rock. Αν και η glam rock είναι φαινόμενο της δεκαετίας του 1970 παρ' όλα αυτά επηρέα «Ballroom Blitz» Sweet σε πολλά βρετανικά συγκροτήματα της δεκαετίας του 1990, όπως οι «Can The Can» Suzi Quatro «Cum On FeelThe Noize» Slade Gay Dad, Suede, και Kenickie. Ο Lawrence Hayward, πρώην μέλος των «I'm The Leader Of The Gang (I Am)» Gary Glitter Felt, ίδρυσε το 1990 τους Denim θέλοντας έτσι να αποτίσει φόρο τι «Jeepster»TRex μής προς την glam rock, ενώ το πρώτο τους άλμπουμ, Back In Denim (1992), περιείχε ένα τραγούδι με τίτλο «The Osmonds» για να θυμίσει την οικογένεια των Αμερικανών τραγουδιστών της pop που φλέρταρε με την glam rock. Επίσης περιείχε και τραγούδια από δύο πρώην μέλη των Glitter Band.
Για πολλούς οι Queen ήταν ή επιτομή της glam rock. Η μίνι όπερα «Bohemian Rhapsody» είναι ένα μοναδικό κομμάτι που ξεπέρασε κάθε προοδσκία.
Η μουσική fusion & η jazz Ο όρος «fusion» ισχύει για κάθε είδος μουσικής που αναμιγνύει δύο ή περισσότερα διαφορετικά στυλ, παρόλο που συνήθως χρησιμοποιείται για να περιγράψει το κίνημα της ηλεκτρονικής jazz rock που εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960. Μερικοί μουσικοί διεύρυναν τα όρια της jazz και της rock, ενώ άλλοι εστίασαν την προσοχή τους στην παραγωγή σοφιστικέ, αλλά φτηνής συνοδευτικής μουσικής. Παρόλο που οι δίσκοι fusion ποτέ δεν πούλησαν πάρα πολύ, το στυλ αυτό συνέχισε να είναι δημο φιλές μέσα στη μουσική κοινότητα κατά τα τελευταία 30 χρόνια. Ο όρος «μουσικός των μουσικών» χρησι μοποιείται συχνά για να περιγράψει τους κορυφαίους. Είναι ευρύτατα αποδεκτό ότι το άλμπουμ Bitches Brew (1969) του Miles Davis ήταν ο επιδραστικότε ρος δίσκος jazz rock. Συνδύαζε κλασική jazz με ήχους από rock κιθάρα και ντραμς, και έκανε γνωστή την jazz στο ευρύτερο rock ακροατήριο. Αν και δεν ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης της jazz που χρησιμοποίησε ηλεκτρι κή κιθάρα, πιάνο και μπάσο, ο Davis ήταν ο ικανότερος να προσαρμόσει το ύφος των Jimi Hendrix, Sly Stone, James Brown και Stevie Wonder στη δουλειά του. Στο άλμπουμ συνεργάστηκε μια εκπληκτική ομάδα μουσικών στην οποία μεταξύ άλλων μετείχαν οι Joe Zawinul και Chick Corea (κίμπορντς), Wayne Shorter (σαξόφωνο), John McLaughlin (ηλεκτρική κιθάρα) και Lenny White (ντραμς). Οι μουσικοί αυτοί σχημάτισαν στη συνέχεια τρία από τα πιο διά σημα και επιδραστικότερα συγκροτήματα fusion στις αρχές της δεκαετίας του 1970: τους Weather Report (οι Zawinul και Dave Holland (μπασίστας Shorter), τους Return To Forever (οι Corea και White) και τους Mahavishnu Orchestra (o McLaughlin). στο άλμπουμ Bitches Brew)
To πρωτοποριακό άλμπουμ Bitches Brew σηματοδότησε μια αμετάκλητη αλλαγή στην ανάπτυξη της jazz. Η τρομπέτα του Miles Davis και το σαξόφωνο τον Wayne Shorter παρέσυρε όλους όσοι το άκουγαν.
Oι Weather Report και οι Oι Weather Report ήταν ένα από τα πιο πετυχημένα συγκροτήματα fusion, με άλμπουμ που μπή καν στο Top 50 και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Οι πρώτες τους ηχογραφήσεις ήταν ένα μω σαϊκό, αλλά το άλμπουμ Black Market (1976) περιείχε δυνατές συνθέσεις και έκανε γνωστό τον θρυλικό Jaco Pastorius στο άταστο μπάσο. Ο συνδυασμός αυθεντικών ήχων και μελωδιών από το εκπληκτικό σαξόφωνο του Shorter, εντυπω σιακών περασμάτων από το συνθεσάιζερ του Zawinul (που έπαιζε σε μουσικά όργανα μάρκας Arp και Oberheim) και των ήχων του μπάσου του Pastorius που σε άφηναν άφωνο (που ξεκινούσαν με μελωδικές φράσεις και έφταναν μέχρι ασυνήθιστες αρμονίες και πολύ γρήγορα τελειώματα) αποδείχτηκε ότι ήταν ακόμα πιο πετυχημένος στο επόμενο άλμπουμ τους, το Heavy Weather (1977). Άλλες ηχογραφήσεις, όπως το Mr. Gone (1978), το Night Passage (1980) και το Weather Report (1982), επιβεβαίωσαν τη θέση του συ γκροτήματος ως κορυφαίου στο χώρο της jazz παρόλο που ο Pastorius αποχώρησε το 1982 και το συ γκρότημα διαλύθηκε τελικά το 1986. Δυστυχώς ο Pastorius πέθανε το 1987, ύστερα από ξυλοδαρμό έξω από ένα νάιτ-κλαμπ στο Φορτ Λόντερντεϊλ της Φλώριδα. Οι Mahavishnu Orchestra ήταν πιο πολύ προσανατολισμένοι προς τη rock απ' ό,τι οι Weather Report. Οι Mahavishnu, που δημιουργήθηκαν από τον John McLaughlin στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και επη ρεάστηκαν από το μυστικισμό της Ανατολής, είχαν στην αρχική σύνθεση τους τον McLaughlin στην ηλε κτρική κιθάρα, τον Jan Hammer στα κίμπορντς, τον Jerry Goodman στο βιολί, τον Rick Laird στο μπάσο και τον Billy Cobham στα ντραμς. Η εκρηκτική δημιουργικότητα τους επανοριοθέτησε τα σύνορα στην jazz, από άποψη δεξιοτεχνίας και από άποψη περιπλοκότητας, ενώ τα άλμπουμ τους The Inner Mounting Flame (1971) και Birds Of Fire Weather Report Mahavishnu Orchestra (1972) θεωρούνται από πολλούς κλασικά έργα της μουσικής fusion. Οι Hammer, Return To Forever Goodman και Cobham αποχώρησαν μετά από ένα χρόνο για να ασχοληθούν με την Tony Williams' Lifetime προσωπική καριέρα τους, ενώ ο McLaughlin άλλαξε αρκετές φορές τη σύνθεση του Al Di Meola συγκροτήματος μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες. Επίσης δημιούργησε τους Shakti, ένα συγκρότημα «ανατολίτικης» ακουστικής μουσικής fusion, μέλη των οποίων ήταν διάσημοι Ινδοί κλασι κοί μουσικοί όπως οι L. Shankar (βιολί) και Zakir Hussain (τάμπλα) στα μέσα της δεκαετίαςτου 1970, αλλά και ένα διάσημο τρίο ακουστικής κιθάρας με τον αριστοτέχνη του φλαμέγκο, τον Paco de Lucia, και τον άσο της μουσικής fusion, τον Αl Di Meola. Η ζωντανή ηχογράφηση του τρίο αυτού, το Friday Night In San Francisco (1980) σου κόβει την ανάσα με την απίστευτη δεξιοτεχνία των τριών μουσικών.
Ο jaco Pastorius, ο οποίος επαναπροσδιόρισε το ρόλο τον ηλεκτρικού μπάσου στη μουσική jazz, έπαιξε μεταξύ άλλων με τον Pat Metheny και τους Weather Report.
Αλλα
που άσκησαν επιρροή
Το άλλο σημαντικό συγκρότημα μουσικής fusion της δεκαετίας του 1970, το οποίο προέκυψε κα τευθείαν από το κλίμα που δημιουργήθηκε με το άλμπουμ Bitches Brew, ήταν το συγκρότημα του Chick Corea, οι Return To Forever. Στην πρώτη μορφή του ήταν ένα συγκρότημα με Latin στυλ, με ηγέτη τον Chick Corea στα κίμπορντς, αλλά μέχρι το 1975 το συγκρότημα είχε εξελιχθεί σε ένα αμι γώς fusion συγκρότημα με τον ΑΙ Di Meola ως κιθαρίστα, τον Stanley Clarke στο μπάσο και τον Lenny White στα ντραμς. Το άλμπουμ τους Romantic Warrior (1976) ήταν ένα άλμπουμ-ορόσημο της jazz-rock το οποίο περιείχε έξι περίπλοκα και περίτεχνα φτιαγμένα ορχηστρικά θέματα που θα γίνονταν βάση έμπνευσης των μουσικών της rock και της jazz στις επόμενες γενιές. Επίσης βοήθησε τη solo καριέρα του ΑΙ Di Meola, ο οποίος ηχογρά φησε τα άλμπουμ Land Of The Midnight Sun (1976), Elegant Gypsy (1976), Casino (1977) και Splendido Hotel (1979), ωθώντας τους αναγνώστες του περιοδικού Guitar Player να τον αναδεικνύουν ως Καλύτερο Μουσικό της Jazz επί πέντε συνεχόμενα χρόνια. Υπήρξαν και αρκετά ακόμα καθοριστικής σημασίας έργα μουσικής fusion στη δεκαετία του 1970: το Believe It (1975) από τον Tony Williams που ανέδειξε το μοναδικό στυλ του κιθαρίστα Allan Holdsworth, το Roxy & Elsewhere (1974) ίου Frank Zappa, ένα κράμα jazz και rock γεμάτο δεικτικό χιούμορ, και το ομώνυμο άλμπουμ των Metheny Group (1978) που δημιούργησαν ένα νέο στυλ πιο γήινης jazz που τελικά προσέλκυσε πολυπληθή ακροατήρια, πήρε θετικές κριτικές και κέρδισε βραβεία Gram Believe It Tony Williams Heavy Weather Weather Report my. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το άλμπουμ Unorthodox Romantic Warrior Return To Forever Behavior (1970) των Brand Χ και το Third (1970) των Soft Ma Roxy & Elsewhere Frank Zappa chine απέδειξαν ότι και τα βρετανικά συγκροτήματα μπορού The Inner Mounting Flame Mahavishnu Orchestra σαν να δημιουργήσουν παγκόσμιας κλάσης μουσική fusion, ενώ οι Γάλλοι και οι Βέλγοι έδειξαν τις δυνατότητες τους στη μουσική fusion με το άλμπουμ Enigmatic Ocean (1977) του βιολονίστα Jean-Luc Ponty και το άλμπουμ Placebo (1973) του Marc Moulin. Αντίθετα, η δεκαετία του 1980 δεν παρουσίασε κάτι το ιδιαίτερο στη μουσική fusion, παρόλο που ο Corea, o Holdsworth και ο Αμερικανός κιθαρίστας John Scofield έκαναν μερικές σημαντικές ηχογραφήσεις σε αυτό το διάστημα. Πιο πρόσφατα, οι Tribal Tech διατήρησαν αναμμένη τη φλόγα της μουσικής fusion. Οι πρό σφατες ηχογραφήσεις τους, τα άλμπουμ Thick και Rocket Science, δείχνουν ότι η jazz rock ζει και βασιλεύει.
Ο Chick Corea, ένας απίστευτα ταλαντούχος και πολύπλευρος μουσικός της fusion jazz, ερμήνευσε Latin και jazz από το κλασικό ρεπερτόριο.
Pub Η pub rock, που ήταν βρετανικό φαινόμενο, προέκυψε ως αντίδραση προς τη μαλθακότητα των καλλιτεχνών της προοδευτικής rock και των ματαιόδοξων καλλωπισμών των καλλιτεχνών της glam rock. Τα συγκροτήματα της pub rock στηρίχτηκαν σε πολλά βασικά στυλ μουσικής, όπως η blues, η folk και η country, με την επιρροή της folk να φτάνει μέχρι την εποχή των βρετανικών folkrock συγκροτημάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όπως οι Fairport Convention. Το ξεκίνημα της pub rock το χρεώνεται σε μεγάλο βαθμό ένα ελάχιστα γνωστό αμερικανικό συ γκρότημα, οι Eggs Over Easy, που έδιναν παραστάσεις στη λονδρέζικη παμπ Tally-Ho, με ένα μίγμα από δι κά τους τραγούδια και διασκευές που ενέπνευσαν άλλα συγκροτήματα και -κάτι εξίσου σημαντικό- εν θάρρυναν άλλες παμπ να υπογράψουν συμβόλαια συνεργασίας με «ζωντανά» συγκροτήματα με αποτέ λεσμα να εξαπλωθεί το φαινόμενο.
Καιρός για ξεκίνημα Οι Brinsley Schwarz, με το μίγμα folk, προοδευτικής rock και μουσικής hippie, στο πρώτο τους άλμπουμ που είχε ως τίτλο το όνομα τους και κυκλοφόρησε το 1970, ακούγονται πολύ χειρότερα στην ηχογράφη ση απ' ό,τι φαίνεται στις παρτιτούρες. Επίσης, εξαιτίας μιας καταστροφικής εμφάνισης τους στις ΗΠΑ, ου σιαστικά έκλεισαν την πόρτα για την εκεί αγορά. Επιστρέφοντας στη Βρετανία το συγκρότημα βελτίωσε τον ήχο του και έφτασε να ηχογραφήσει το άλμπουμ Nervous On The Road (1972), ένα αριστούργημα της pub rock που βοήθησε να ανοίξει ο δρόμος για άλλα συγκροτήματα pub rock όπως οι Bees Make Honey, οι Ace, οι Chilli Willi και οι Red Hot Peppers and Ducks Deluxe. Προς τα τέλη της εποχής της pub rock μουσικής, ο γε μάτος ζωντάνια και επιθετικός ήχος R&B των Dr. Feelgood τους ανέδειξε σε ένα συναρπαστικό live συγκρότημα που κα τάφερε να αποτυπώσει αυτή τη ζωντάνια στο πρώτο άλ μπουμ του, Down By The Jetty (1975). Εξίσου ζωηροί ήταν οι Lee Brilleaux, Dr. Feelgood Eddie & the Hot Rods οι οποίοι έχουν στο ενεργητικό τους ένα πετυχημένο single, το «Do Anything You Wanna Do» (1977).
Η αρχική σύνθεση των Dr. Feelgood περιελάμβανε τον εκρηκτικό τραγουδιστή Lee Brilleaux (άκρη δεξιά) και τον Wilko Johnson (άκρη αριστερά), τον κιθαρίστα με τον αρρενωπό ήχο που θύμιζε Mick Green.
Τελευταίες παραγγελίες στην παμπ Ο μουσικός Τύπος και πολλοί ακροατές έστρεψαν την προσοχή τους προς τήν punk στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, ενώ τα συγκροτήματα της pub rock δεν ήταν σε θέση να την ανταγω νιστούν. Τα περισσότερα έσβησαν βυθισμένα στην αφάνεια ή διαλύθηκαν, με αξιοσημείωτη εξαί ρεση τους Dr. Feelgood. Κάποια μέλη του συγκροτήματος αποχώρησαν και αντικαταστάθηκαν ώστε τελικά o μόνος που απέμεινε από την αρχική σύνθεση του ήταν ο τραγουδιστής Lee Brilleaux. Ο Brilleaux πέθανε το 1994 από καρκίνο, αλλά το συγκρότημα συνέχισε την πορεία του. Η pub rock άσκησε σημαντική επιρροή στην punk rock. Ο αρχηγός των Clash, ο αείμνηστος Joe Strummer, ξεκίνησε τη μουσική καριέρα του με το συγκρότημα της pub rock, τους 101 'ers. Ο Nick Lowe, πρώην μέλος του συγκροτήματος Brinsley Schwarz, έγινε παραγωγός συνεργαζόμενος με τη δισκογραφική εταιρεία Stiff, μια από τις πιο σημα ντικές δισκογραφικές εταιρείες της punk, και συνεργάστηκε με τους Damned, τους Pretenders και τον Elvis Costello, προτού διαγράψει μια Eggs Over Easy Brinsley Schwarz επιτυχημένη solo καριέρα. Bees Make Honey Οι τραγουδιστές / δημιουργοί Elvis Costello και ο αείμνηστος Ian Ace Chilli Willie & the Red Hot Chilli Peppers Dury ξεχώρισαν στην εποχή που η pub rock ακόμη διέφερε από την punk rock. Οι ρίζες τους στην pub rock φαίνονται καθαρά στο πρώτο άλμπουμ του κάθε καλλιτέχνη αντίστοιχα, το My Aim Is True (1977) του Costellο και το New Boots And Panties!! (1977) του
Dury. To πρώτο άλμπουμ του τραγουδιστή / δημιουργού Graham Parker, με τίτλο Howlin' Wind πήρε ευνοϊ κές κριτικές, αλλά σε αντίθεση με τους Costello και Dury ο Parker έμεινε στο περιθώριο.
To πρώτο άλμπουμ του Ian Dury, το New Boots And Panties!! πρόβαλε τους καυστικούς και έξυπνους στίχους του καθώς και τον funky ήχο της pub rock.
Η ταυτότητα των συγκροτημάτων της proto-punk, όπως και κάθε άλλου είδους «proto», ορίζεται κατά κανόνα εκ των υστέρων και συνήθως το κοινό χαρακτηριστικό τους είναι υπονομευτική και αντίθετη προς το κατεστημένο στάση. Αν και η punk rock ήταν κυρίως βρετανικό φαινόμενο, υπήρχαν εξίσου αξιόλογα αμερικανικά punk συγκροτήματα και οι μουσικές ρίζες της μουσικής αυτής βρίσκονται πιο πολύ σε αυτά παρά στα βρετανικά συγκροτήματα. Η ζωντάνια των συγκροτημάτων της pub rock, όπως οι Dr. Feelgood και οι Eddie & the Hot Rods, εμπεριέχονται στη δουλειά των punk συγκροτημάτων, αλλά τους έλειπαν ο θυμός, ο μηδενισμός και οι πολιτικές αναφορές. Παρόλο που το πρώτο άλμπουμ των Velvet Underground, The Velvet Underground & Nico (1967), δεν πούλησε τεράστιο αριθμό αντιτύπων μόλις κυκλοφόρησε, ο αντίκτυπος που προκάλεσε στις εναλλα κτικές μορφές της rock μουσικής ήταν σημαντικός, χάρη στο γεγονός ότι αδιαφόρησε για τη δομή των συμβατικών τραγουδιών και στους στίχους του που διαπραγματεύονταν ανοιχτά το θέμα του σεξ και των ναρκωτικών. Οι ρίζες της punk rock, της goth rock και της glam rock μπορούν να αναζητηθούν σε αυτό το άλμπουμ.
Κατά του κατεστημένου Το συγκρότημα MC5 απέκτησε πιστό ακροατήριο χάρη στη δύνα John Cale, Velvet Underground μη των συναρπαστικών και απρόβλεπτων ζωντανών παραστά σεων του, φθάνοντας στο σημείο να ηχογραφήσουν ένα «ζωντα νό» σόου ως πρώτο τους άλμπουμ, το Kick Out The Jams (1969). Επειδή ο δίσκος ξεκινούσε με τον τραγουδι στή Rob Tyner να φωνάζει δυνατά τη φράση «Kick out the jams, motherfuckers», μερικά δισκοπωλεία αρνή θηκαν να πουλήσουν το συγκεκριμένο άλμπουμ. (Τριάντα περίπου χρόνια αργότερα, το δεύτερο σκέλος της πιο πάνω φράσης, έγινε φράση-κλισέ σε όλους τους δίσκους rap μουσικής.) Η Elektra Records αναγκάστηκε να κυκλοφορήσει μια άλλη εκδοχή αντικαθιστώντας τη λέξη «motherfuckers» με τις λέξεις «brothers and sisters». Οι MC5, με τη ριζοσπαστική κατά του κατεστημένου στάση τους, έγιναν το σήμα κατατεθέν του White Panther κόμματος του οποίου το μανιφέστο προέτρεπε σε «μια επίθεση στην κουλτούρα με κάθε απα ραίτητο μέσο, ακόμα και με τα ναρκωτικά και το σεξ στους δρόμους».
Μια χαρακτηριστική καλλιτεχνική δημιουργία στολίζει το εξώφυλλο του άλμπουμ The Velvet Underground and Nico του 1967, δίνοντας έμφαση στις ρίζες της pop art και τις σχέσεις με τον Andy Warhol.
Αντικαθεστωτικό μανιφέστο δεν πρόκειται να βρείτε στους Iggy and the Stooges, αλλά σίγουρα αυτοί ανακατεύτηκαν με το σεξ και τα ναρκωτικά. Ένα συγκρότημα που το ένα του δάχτυλο ήταν μόνιμα ακουμπισμένο στο κουμπί της αυτοκαταστροφής, με τον τραγουδιστή του, τον Iggy Pop, να «τρυπιέται» επί σκηνής ή να αλείφεται με φιστικοβούτυρο ή ωμό κρέας και στη συνέχεια να γί νεται ένα με το ακροατήριο. Το άλμπουμ Raw Power (1973) αποκαλύπτει ένα άγριο, αλλόκοτο, και ηλεκτρισμένο συγκρότημα, με ακατέργαστη και αυθόρμητη μουσική και στίχους, χάρη στη συνή θεια του να αυτοσχεδιάζει μέσα στο στούντιο. Και μιας και μιλάμε για αυτοκαταστροφή, το δεύτερο άλμπουμ των New York Dolls, το Too Much Too Soon (1974) έγινε μια αυτοεπαληθευόμενη προφητεία, καθώς το συγκρότημα διαλύθηκε λίγο καιρό αρ γότερα, παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του μάνατζερ Makolm McLaren να προωθήσει το συγκρότημα προς ένα ευρύτερο ακροατήριο. Ο McLaren θα αξιοποιούσε την εμπειρία του αργότερα ως περιβόητος σύμβουλος των Sex Pistols. Έχοντας καθιερωθεί ως ποιήτρια, η Patti Smith κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, το Horses (1975), που κέρδισε ευνοϊκά σχόλια και αποκάλυψε τις ευαισθησίες της ποιήτριας με τη γεμάτη φαντασία χρήση της γλώσσας σε χαλαρά δομημένα τραγούδια. Η Patti Smith περιέγραψε τη μουσική της με τη φράση «rock με τρεις συγχορδίες συνδυασμένη με τη δύναμη του λόγου». Το πρώτο της single, το «Piss Factory» (1974) περιγράφει την ανία που προκαλεί η εργασία σε ένα εργοστάσιο, κάτι που μπορούσαν οι οπαδοί της punk να νιώσουν. Συγκροτήματα της proto-punk μουσικής υπήρχαν και στη Βρετανία. Το 1966, οι Troggs κυκλοφό ρησαν στη Βρετανία ένα επιτυχημένο single, το «Wild Thing», που ήταν βασισμένο σε τρεις συγχορδίες και στην caveman rock (= rock των σπηλαίων), ένα είδος που δημι ούργησαν οι ίδιοι. Οι Kinks είχαν την ικανότητα να δημιουργούν τραγούδια με αρχέ The Velvet Underground γονα, επιθετικά «riff» κιθάρας όπως το «You Really Got Me» και το «All Day And all Of The MC5 The Night». To δεύτερο αργότερα διασκευάστηκε από το punk συγκρότημα των Iggy & the Stooges Stranglers. New York Dolls Patti Smith
Οι θρυλικές εμφανίσεις του Iggy Pop έγιναν αιτία ώστε η εκπομπή So It Goes, να σταματήσει οριστικά εξαιτίας των ιδιαίτερα άσεμνων λέξεων που ακούστηκαν στη διάρκειά της.
Η βρετανική Η punk έκανε την εκρηκτική εμφάνιση της στην τελματωμένη βρετανική μουσική σκηνή στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με μικρά, γρήγορα τραγούδια που ερμηνεύονταν με πάρα πολύ πάθος που συχνά πυροδοτούνταν από οργισμένους στίχους. Η punk, όντας ένα μουσικό και κοινωνικό φαινό μενο, ήταν μια αντίδραση προς τη μαλθακότητα των συγκροτημάτων της glam rock και την ελιτί στικη διάθεση που χαρακτήριζε τους άριστα καταρτισμένους μουσικούς που έπαιζαν στα συγκρο τήματα της προοδευτικής rock. Επίσης ήταν και μια αντίδραση προς το είδος των συγκροτημάτων βιομηχανοποιημένης rock, όπως οι Boston, οι Kansas και οι Foreigner, και προς την υποτιθέμενη τελειότητα της μηχανικής μουσικής disco. Από κοινωνική άποψη η punk έβρισκε απήχηση στους μη προνομιούχους νεαρούς Βρετανούς οι οποίοι στην κα λύτερη περίπτωση ένιωθαν πλήξη και στη χειρότερη ένιωθαν αποξενωμένοι από αυτά που η βρετανική κοι νωνία είχε να τους προσφέρει: ανεργία ή κακές συνθήκες εργασίας. Εξετάζοντας εκ των υστέρων από τη σκοπιά μιας πιο δεκτικής και (ελαφρώς μόνο!) πιο ανεκτικής κοι νωνίας, είναι δύσκολο να πιστέψουμε το πολύ ισχυρό σοκ που προκάλεσε η punk στα ήθη της χώρας. Επειδή ομολογουμένως ήταν το τελευταίο μουσικό κίνημα που άσκησε τόσο τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο, οι βρετανικές τηλεοπτικές εκπομπές συζητούσαν σοβαρά τα «κακά» της punk rock. Προσκε κλημένος σε μια ζωντανή τηλεοπτική εκπομπή που προβαλλόταν πρωινή ώρα, ο κιθαρίστας των Sex Pi stols, ο Steve Jones, θυμήθηκε αυτό το σημείο καμπής: «Ήταν φανταστικό. Ένιωθες υπέροχα όταν την επόμενη μέρα έβλεπες τον εαυτό σου στην εφημερίδα. Σκεφτό Νεανικό περιοδικό Sideburns σουν "Αυτό είναι τέλειο. Υπέροχο!" Από εκείνη την ημέ ρα και μετά τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Πριν σκεφτόσουν τη μουσική. Την επόμενη μέρα σκεφτό σουν τα ΜΜΕ».
Ο Johnny Rotten βρήκε δουλειά ως τραγουδιστής των Sex Pistols όταν τον πέτυχαν να έχει τα μαλλιά του βαμμένα πράσινα και στο μπλουζάκι του τη φράση «Μισώ τους Pink Floyd».
Κανένα Στο ζενίθ της φήμης -ή της παρακμής- τους οι Sex Pistols με τον Johnny Rotten (γνωστό και ως John Lydon) ως τραγουδιστή τους, κατέκτησαν την πρώτη θέση με το single «God Save the Queen», το 1977, τη χρονιά που η βασίλισσα της Αγγλίας γιόρταζε το αργυρό ιωβηλαίο της, και του οποίου η μετάδοση απαγορεύτηκε από το BBC δήθεν για τους προσβλητικούς στίχους του. Στην ει σαγωγή του «God Save The Queen» φαίνεται η σφραγίδα της κλασικής rock»n»roll, άσχετα αν έχει πιο θορυβώδες, πιο γρήγορο και πιο επιθετικό ύφος. Οι ενάντια στο κατεστημένο στίχοι του και το μήνυμα «δεν υπάρχει μέλλον» συνοψίζουν τέλεια το προφίλ των Sex Pistols: ζοφεροί και μηδενι στικοί. Σε ανάλογο ύφος επανήλθαν λίγο καιρό αργότερα με το πρώτο άλμπουμ τους, το Never Mind The Bollocks, Here's The Sex Pistols (1977). Οι Clash, με αρχηγό τον αείμνηστο Joe Strummer, ήταν εξίσου συναρπαστικοί, αλλά πρόσφεραν μια πιο θετική εικόνα, ειδικότερα με τα αντιρατσιστικά μηνύματα τους. Οι Clash μπόρεσαν να ξεδιπλώ σουν τον ήχο τους ήδη από το εντυπωσιακό και ξέφρενο πρώτο άλμπουμ τους, που κυκλοφόρησε το 1977 και είχε ως τίτλο το όνομα τους, ενώ η κορύφωση ήρθε με το άλμπουμ London Calling (1979), το οποίο αποκαλύπτει επιρροές πολύπλευρες, όπως η rockabilly, η reggae, η ska, και η hard rock. Πολλά άλλα συγκροτήματα συνεισέφεραν σημαντικές παραλλαγές στο στερεότυπο ρυθμό της ξέφρε νης punk με τις τρεις συγχορδίες. Οι Jam έβγαζαν μια σαφώς κομψότερη εικόνα από τους punk και στο άλ μπουμ In The City (1977) φανερώνουν επιρροές από τη mod της δεκαετίας του 1960. Μετά τη διάλυση των Jam, ο τραγουδιστής τους, ο Paul Weller, έκανε μια επιτυχημένη προσωπική καριέρα παρόλο που οι προσωπικές δουλειές του δεν θυμίζουν τις punk και mod ρίζες του με τους Jam, ενώ συνεχίζει να μη θέλει να παίξει τραγούδια εκείνης της εποχής. Οι Stranglers, που είναι σημα The Sex Pistols ντικά μεγαλύτεροι από άποψη ηλικίας απ' ό,τι άλλα συγκροτήματα punk, πρόσφεραν μια ψυ The Clash χεδελική πινελιά, όπως μπορεί κάποιος να ακούσει στο solo με το αρμόνιο στο τραγούδι «No The Jam More Heroes» (1977) που έδωσε τον τίτλο στο άλμπουμ που το περιείχε. Αλλες αξιοσημείω The Stranglers The Damned τες πρώτες προσπάθειες punk ήταν μεταξύ άλλων το άλμπουμ Damned, Damned, Damned (1977) των Damned, και το Spiral Scratch EP (1977) των Buzzcocks. Οι Damned είχαν μια σα φώς λιγότερο πολιτική κατεύθυνση απ' ό,τι, για παράδειγμα, οι Clash, και έδιναν την εντύπωση μεθυσμένων σκανταλιάρικων νεαρών που έβγαιναν έξω με σκοπό να διασκεδάσουν, παρόλο που το «New Rose» και το «Neat Neat Neat» από το πρώτο τους άλμπουμ είναι κλασικά τραγούδια της punk: σύντομα, γεμάτα ζωντάνια και ευκολομνημόνευτα. Οι Buzzcocks, εμπνευσμένοι από τους Sex Pistols, ανέμιξαν την punk με την pop χρη σιμοποιώντας κατά καιρούς χιουμοριστικούς στίχους. Οι Damned ήταν το πρώτο βρετανικό συγκρότημα punk που το 1976 πέτυχε να κυκλοφορήσει σε ολόκληρη τη Βρετανία το single του, «New Rose». Επίσης ήταν το πρώτο βρετανικό punk συγκρότημα που έπαιξε στις ΗΠΑ.
Νέο Ο Elvis Costello ξεκίνησε την καριέρα του από το χώρο της pub rock και στη συνέχεια άλλαξε με επιτυχία κατεύθυνση για να ενταχθεί στη γενιά της punk, παρόλο που στιχουργικά και μουσικά ήταν αισθητά πιο ψαγμένος, όπως φάνηκε από το άλμπουμ My Aim Is True (1977). Στη συνέχεια τα ΜΜΕ του κόλλησαν την ετικέτα «new wave», ένα χαλαρά προσδιορισμένο είδος για καλλιτέχνες με λιγότερο αιχμηρό ύφος από ό,τι οι καλλιτέχνες της punk.
Φτιάξτο μόνος σου Το χαρακτηριστικό που χάρισε διαχρονικότητα στην punk ήταν η φιλοσοφία που αποτυπωνόταν στη φράση «φτιάξτο μόνος σου» και η οποία ενθάρρυνε νεαρούς από όλα τα κοινωνικά στρώματα να σχηματίσουν συ γκροτήματα. Από αυτή την άποψη η punk επανέλαβε τη μόδα με τη μουσική skiffle που είχε απλωθεί στη Βρε τανία είκοσι χρόνια νωρίτερα, προσφέροντας στους φιλόδοξους μουσικούς ένα δρόμο που οδηγούσε προς τη δόξα ανεξάρτητα από τη μουσική τους ικανότητα και την ποιότητα του εξοπλισμού τους. Η punk επίσης ενθάρρυνε ορισμένους να δημιουργήσουν δικές τους ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες, που θεωρού νταν ανεξάρτητες επειδή οι μουσι κοί της punk rock δεν ήταν αναγκα σμένοι να στηρίζονται στα αφεντι «God Save The Queen» The Sex Pistols κά και τους λογιστές που υπήρχαν «Going Underground»TheJam στις παραδοσιακές δισκογραφικές «Golden Brown» The Stranglers «London Calling» The Clash εταιρείες. «New Rose»The Damned Οι Sex Pistols ουσιαστικά κα τέστρεψαν την αξιοπιστία τους όταν με αλλαγμένη τη σύνθεση τους επανασυνδέθηκαν για περιο δεία στα τέλης της δεκαετίας του 1990, ένα βλάσφημο εγχείρημα που έσπευσαν να ομολογήσουν ότι είχε οικονομικά κίνητρα, προ βάλλοντας ως δικαιολογία ότι τον πρώτο τον καιρό δεν κέρδιζαν καθόλου χρήματα. Η ψυχή του συγκροτήματος των Clash, o Joe Strummer, πέθανε το 2002 προτού προλάβουν οι Clash να επανενωθούν για μια εμφάνιση στο Rock'n'Roll Hall Of Fame, στο οποίο τους δέχτηκαν ένα χρόνο αργότερα.
(Δεξιά) Για πολλούς οι Clash ήταν το απόλυτο punk rock συγκρότημα. (Πάνω) Το άλμπουμ London Calling (1979) των Clash σημάδεψε την πορεία του συγκροτήματος.
Η αμερικανική Όπως συνέβη με τα περισσότερα αντίστοιχα βρετανικά συγκροτήματα, τα πρώτα αμερικανικά συ γκροτήματα punk ασχολούνταν με τη μουσική επί χρόνια πριν αρχίσει ο κόσμος να τους προσέχει στα τέλη του 1975. Το μεγαλύτερο πρόβλημα τους, όπως και των Βρετανών συναδέλφων τους, ήταν ότι κανένας δεν είχε ιδέα πώς να το ονομάσει. Αντλώντας το άγριο και γεμάτο ζωντάνια στυλ τους από rock συγκροτήματα που είχαν την έδρα τους στο Ντιτρόιτ στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπως οι MC5 και οι Stooges, και έχοντας αμφισεξουαλικό προφίλ και μακριά μαλλιά που έκαναν τους Rolling Stones να μοιάζουν με μέλη παιδικής χορωδίας, το αστραφτερό πενταμελές συγκρότημα New York Dolls ήταν το πρώτο πραγμα τικό αμερικανικό punk rock συγκρότημα. Οι διεφθαρμένοι, επικίνδυνοι, θορυβώδεις και πρόστυχοι New York Dolls δημιουργήθηκαν το 1971, αλλά δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός για να εφαρμόσουν κατά γράμμα το κλισέ «ζήσε γρήγορα και πέθανε νέος». Ο ντράμερ Billy Murcia, πέθανε από κα τανάλωση αλκοόλ και ναρκωτικών στη διάρ κεια μιας περιοδείας στη Βρετανία στα τέλη του 1972, οπότε τον διαδέχθηκε ο Jerry Nolan. To 1973 και το 1974 δύο άλμπουμ για τη δισκογραφική εταιρεία Mercury Records -το New York Dolls και το Tοο Much Too Soon παρα γωγής του Todd Rundgren- σχεδόν δεν άγγι ξαν τους Καταλόγους Επιτυχιών των ΗΠΑ πα Jello Biafra, Dead Kennedys ρόλο που πήραν ευνοϊκές κριτικές, με αποτέλεσματο συγκρότημα να παύσει πρόσκαιρα και νά συναντηθεί λίγο καιρό αργότερα με τον μελλοντικό μάνα τζερ των Sex Pistols, τον Malcolm McLaren. Ο McLaren επιχείρησε να αναβιώσει την καριέρα τους ντύνοντας τους New York Dolls με κόκκινα δερμάτινα και απαιτώντας να ποζάρουν μπροοτά στη σημαία της Σοβιετικής Ένωσης. Στη συνέχεια, όταν τους κατηγόρησαν για Κομμουνιστές, ένα-ένα τα μέλη του άρχισαν να αποχω ρούν. Μέχρι το 1977, και ενώ ο McLaren μεσουρανούσε ως μάνατζερ των Sex Pistols, οι New York Dolls έσβη σαν. Ο Jerry Nolan και ο κιθαρίστας Johnny Thunders συνεργάστηκαν με τον Richard Hell και σχημάτισαν τους Heartbreakers, ενώ ο πρώην μπασίστας των Television, o Hell -που είχε απορρίψει την προσφορά του McLaren να γίνει αρχηγός των Sex Pistols- αποχώρησε λίγο μετά για να σχηματίσει τους Voidoids.To 1991, και αφού οτο μεταξύ υπήρξε χρήστης ναρκωτικών για πολλά χρόνια, ο Thunders πέθανε. Λίγο καιρό αργότερα πέθανε και ο Nolan από καρδιακή προσβολή. Οι New York Dolls ήταν ο κρίκος που έλειπε από την αλυσίδα που ένωνε την glam rock και την punk μουσική. Το συγκρότημα αυτό συνδύαζε την αμφισεξουαλικότητα, τις βωμολοχίες και τη hard rock μουσική.
Ένα υπόγειο ρεύμα από Στις αρχές του 1976, ένα καινούργιο περιοδικό, το Punk, ασχολήθηκε ειδικά με αυτό το κίνημα. Στα μέλη και στους κύκλους των συγκροτημάτων της μετά Dolls εποχής υπήρχε ένα μάλλον δυσα νάλογο ποσοστό από μποέμ καλλιτέχνες και συγκεκριμένα ζωγράφους, κινηματογραφιστές, συγ γραφείς, ποιητές και διακοσμητές εσωτερικών χώρων. Όλοι αυτοί δεν κουβαλούσαν την ετικέτα των «σοβαρών» μουσικών. Οι Television, οι Suicide και η Patti Smith ήταν μερικά από τα συγκροτήματα που έπαιζαν σε στέκια της Νέας Υόρκης όπως το Max's Kansas City και το Country, Bluegrass & Blues Club (ή CBGB για συντομία). Οι ήχοι αυτών των συγκροτημάτων, αλλά και άλλων όπως οι Ramones, οι Talking Heads και οι Blondie, διέφεραν ριζικά, άσχετα αν τους ένωνε ένα συναρπαστικό υπόγειο ρεύμα. Κι όπως επί λέξει είπε η Patti Smith: «Αναρωτιόμουν τι μπορούσα να κάνω ως συγγραφέας ή ως ποιήτρια για να εμπνεύσω κάποιους να ξαναδούν τη rock'n'roll ως μια επαναστατική πρόταση για τον κόσμο».
Ένα νέο κύμα punk Το πρώτο από τα νέα συγκροτήματα new wave ήταν οι Ramones, ένα συγκρότημα που στηριζόταν πιο πολύ στο εξυπνακίστικο μαύρο χιούμορ, παρά στην αναρ χία. Με δεδομένο τον σχεδόν θρυλικό μουσικό μινιμαλισμό τους, είναι απορίας άξιο που οι Ramones παρήγαγαν μουσική για είκοσι περί που χρόνια μετά το πρώτο άλμπουμ τους, το Ramones, που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 1976.
Richard Hell Black Flag The Dead Kennedys Ramones Talking Heads
(Δεξιά) Οι Ramones είχαν απλές συγχορδίες, απλούς στίχους και καθόλου solo. (Πάνω) Το άλμπουμ Ramones (1976) τους καθιέρωσε ως συγκρότημα των τριών συγχορδιών.
Μια νέα Στο χορό μπήκαν οι Dead Boys οπό το Κλίβελαντ, ενώ από τη δυτική ακτή ακολούθησαν οι Black Flag, οι Χ, οι Germs και οι Dead Kennedys που τέθηκαν επικεφαλής ενός πιο επιθετικού και σαφώς πολιτικοποιημένου χτυπήματος στο υπογάστριο της χώρας. Από τα τέσσερα αυτά συγκροτήματα, οι Black Flag ήταν εκείνοι που έδειχναν περισσότερο διατε θειμένοι να συνδυάσουν το χιούμορ με την οργή και το σαρκασμό, ένα προσόν που ο αρχηγός, ο Henry Rollins, διατήρησε όταν το συγκρότημα διαλύθηκε το 1986. Στο μεταξύ οι Dead Kennedys είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους. Το πρώτο single τους, το «California uber Alles», στρεφόταν κατά του τότε κυ βερνήτη του Σαν Φραντσίσκο, του Jerry Brown. To 1979 ο αρχηγός, Jello Biafra, πήρε μέρος στις δημοτι κές εκλογές και κατέλαβε την τέταρτη θέση. Παρόλο που στις ΗΠΑ απαγορεύτηκε το single του συγκρο τήματος με τίτλο «Too Drunk To Fuck», στη Βρετανία μπήκε στον Κατάλογο Επιτυχιών. Όμως τα χειρότερα ήρθαν αργότερα, όταν μια αφίσα για το άλμπουμ του 1985, το Frankenchrist, οδήγησε σε μηνύσεις για βλασφημία. Οι Dead Kennedys διαλύθηκαν από μια διετή δικαστική μάχη και ο Biafra αποχώρησε, αλλά αντέδρασε έντονα όταν το συγκρότημα επανασυνδέθηκε χωρίς αυτόν, επανακυκλοφόρησαν οι δίσκοι τους καθώς και το live άλμπουμ Mutiny On The Bay. Μπορεί οι Dead Kennedys να κατηγορούνται για την υπονόμευση των γνήσιων αρχών της punk rock, αλλά σίγουρα δεν είναι οι μόνοι υπεύθυνοι. Η μετακίνηση των Offspring για 10 εκατομμύρια δολά ρια στη θυγατρική της Sony, την Columbia από την Epitaph -μια αξιόπιστη ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία ιδιοκτησίας του Brett Gurewitz- έγινε μπούμερανγκ παρόλο που οι Καλιφορνέζοι επιστράτευ σαν τους underground «κύκλους» και τη δημοσιότητα αφού επέτρεψαν το «κατέβασμα» σε μορφή ΜΡ3 του τραγουδιού τους «Pretty Fly (For A White Guy)», το οποίο σημείωσε 22 εκατομμύρια κατεβάσματα μέ σα σε δέκα μόλις εβδομάδες. Γι' αυτό και όσοι επέζησαν, όπως οι Sick Of It All, των νεότερων συγκροτημάτων όπως οι Sum 41, οι Blink 182 και οι Finch, και φυσικά οι Green Day, οι οποίοι παρόλο που σήμερα είναι περισσότερο pop, ξεκί νησαν ως punk συγκρότημα. Κι όπως παρατηρεί ο τραγουδιστής των «Psycho Killer»Talking Heads «Six Pack» Black Flag Sick Of It All, o Lou Koller, η punk είναι τώρα δωρεάν «διαθέσιμη στα «Suzie Is A Head banger» Ramones εμπορικά κέντρα». «Too DrunkTo Fuck» The Dead Kennedys
Οπαδοί της punk στο κλαμπ CBGB της Νέας Υόρκης, το 1978.
Η arena Η άνοδος της arena rock άρχισε στη Βόρεια Αμερική στα μέσα της δεκαετίας του 1970 με την έκρη ξη της δημοτικότητας συγκροτημάτων όπως οι Journey, οι Foreigner, οι Boston και οι Styx. Έχο ντας τη στήριξη ραδιοφωνικών σταθμών FM, αυτά και άλλα παρόμοια συγκροτήματα έγιναν τόσο κερδοφόρα για τις δισκογραφικές εταιρείες με τις οποίες συνεργάζονταν ώστε θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν χρυσωρυχείο. Η συνταγή ήταν εντυπωσιακά απλή: άψογο, εμπορικό υλικό με πινελιές από hard rock και μια αστρα φτερή παραγωγή. Αλλά και οι μπαλάντες οι φιλικές προς το ραδιόφωνο ενθάρρυναν ένα ευρύτερο ακροα τήριο, άσχετα αν αυτές χρησιμοποιούνταν με μέτρο.
Ένα ταξίδι με στυλ Ο ήχος της arena rock θύμιζε τους μπεζέδες, το γνωστό γλυκό. Η εξωτερική της επιφάνεια ήταν σκληρή, αλλά το περιεχόμενο ήταν μαλακό και γλυκό. Στην ουσία τα πρώτα συγκροτήματα αυτού του είδους προέρχονταν από άλλα είδη μουσικής. Οι Journey, που σχηματίστηκαν το 1973 από τον Neal Schon, πρώην κιθαρίστα των Santana, και έχοντας εντάξει στο δυναμικό τους ένα χρόνο μετά τον κιμπορντίστα Gregg Rolie, ηχογράφησαν τρία jazz-rock άλμπουμ με χαμηλές πωλήσεις, προτού καταφέρουν με τους απλούς ήχους του άλμπουμ Infinity να πωλήσουν ένα εκατομμύριο αντίτυπα το 1978. Δύο χρόνια πριν, το 1976, ένας Βρετανός κιθαρίστας / δημιουρ γός που ζούσε στη Νέα Υόρκη, ο Mick Jones, είχε σχεδόν γυρίσει την πλάτη στη μουσική βιομηχανία μετά τη διάλυση των Leslie West Band, αλλά παίρνοντας ως κίνητρο την επιτυχία των single «Cold As Ice» και «Feels Like The First Time», σημείωσε απροσδόκητη επιτυχία με το Tommy Shaw, Styx πρώτο άλμπουμ των Foreigner που έφερε ως τίτλο το όνομα τους και το οποίο πούλησε πέντε εκατομμύρια αντίτυπα.
Τα τραγούδια του άλμπουμ Escape (1978) των journey έκαναν ευρύτερα γνωστή την εκπληκτική φωνή του Steve Perry και οδήγησαν τα τραγούδια τους στους Καταλόγους Επιτυχιών για άλμπουμ και single.
To MTV και η μαζική Η ιστορία των Boston, που θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φράση «από τα κατώγια στα ανώγια» φαινόταν ακόμα πιο απίθανη. Όντας στην ουσία ένα όχημα για τον κιθαρίστα / δημιουργό τραγου διών / παραγωγό, τον Tom Scholz, το άλμπουμ Boston που κυκλοφόρησαν το 1976 -μια επιτυχημέ νη επιλογή διαφόρων ανεπίσημων demo- τους οδήγησε στην κορυφή του αμερικανικού Καταλό γου Επιτυχιών και αναδείχτηκε ως η κορυφαία από άποψη πωλήσεων προσπάθεια συγκροτήμα τος της pop μουσικής όλων των εποχών, μέχρι το 1986 που τους εκθρόνισε η Whitney Houston. Μέχρι το 1995, οι Boston είχαν πουλήσει πάνω από 15 εκατομμύρια αντίτυπα μόνο στις ΗΠΑ, πα ρόλο που η τελειομανία του μονόχνωτου Scholz έγινε αιτία να ηχογραφήσουν μόλις τέσσερα άλ μπουμ μέσα στα επόμενα είκοσι πέντε χρόνια. Στη δεκαετία του 1980 εμφανίστηκαν στο προσκήνιο οι Aerosmith, οι Heart και οι Whitesnake -συ γκροτήματα με διαφορετικές καταβολές- για να διεκδικήσουν μερίδιο από την αγορά της arena rock. Στηρι ζόμενοι στη λιτή κληρονομιά τους που είχε ως βάση την blues, οι Aerosmith είχαν ήδη γευτεί σημαντική επι τυχία στη δεκαετία του 1970 και είχαν εξελίξει τον ήχο τους στη νέα δεκαετία με τη βοήθεια των δημιουργών τραγουδιών Desmond Child και Holly Knight και του παραγωγού Bruce Fairbairn. Αλλά και οι Heart είχαν ήδη δείξει την αξία τους με μελαγχολικά τραγούδια που στηρίζονταν στη folk. Όμως το ομώνυμο άλμπουμ τους, τους έκανε πολύ δημοφιλείς το 1985. Ομοίως, οι Whitesnake, οι οποίοι στο παρελθόν ήταν οπαδοί της blues-rock, έχοντας ως αρχηγό το πρώην μέλος των Deep Purple και τραγουδιστή, τον David Coverdale, έχτισαν με έξυπνο τρόπο την αναγέννηση τους για να αξιοποιή σουν την έκρηξη του MTV το 1987. Αλλά και οι Rush άρχισαν να φλερτάρουν με τη μαζική απήχηση. Οι ρίζες τους στην προοδευτική rock αναδείχθηκαν με άλμπουμ όπως το Power Windows (1985) και το Hold Your Fire (1987), όμως το τριμε λές καναδέζικο συγκρότημα θα αποσυρόταν σταδιακά όλο και περισσότερο. Στην επόμενη δεκαετία η επανάσταση της grunge θα αντικαθιστούσε την arena rock πολύ ξεπερασμένη. Ωστόσο, πολλά από τα πολύ επιτυχημένα συγκροτήματα της συνεχί ζουν την καριέρα τους και δίνουν ζωντανές συναυλίες. Συγκροτήματα όπως οι Journey, οι Aerosmith Styx και οι REO Speedwagon συνεχίζουν να πραγματοποιούν μεγάλες περιοδείες. Styx Journey Foreigner Boston
Η αρχική σύνθεση των Foreigner ήταν ένα μίγμα Λονδρέζων και Νεοϋορκέζων. Αυτός ήταν κι ο λόγος που επέλεξαν αυτό το όνομα, που συνέβαλε σε κάποιο βαθμό στη μαζική απήχηση τους.
Η μελωδική Στη δεκαετία του 1970, μελωδική hard rock δέσποζε στους Καταλόγους Επιτυχιών των ΗΠΑ σαν ένας αφράτος και ροδαλός γίγαντας. Ο ερχομός του κιθαρίστα με το παιδικό πρόσωπο, του Tommy Shaw, αρχηγού των Styx από το Σικάγο, βοήθησε το συγκρότημα να γίνει το πρώτο αμερικανικό συγκρότημα που έκανε τέσσερα τριπλά πλατινένια άλμπουμ στη σειρά. Όταν οι Journey χρησιμο ποίησαν ως τραγουδιστή τον Steve Perry, πήραν εκείνοι τον τίτλο ενός εκ των μεγαλυτέρων συ γκροτημάτων στον κόσμο. Σήμερα οι Foreigner έχουν πουλήσει τον απίστευτο αριθμό των 60 εκατομμυρίων άλμπουμ -τα 35 εκατομμύρια μόνο στις ΗΠΑ- χάρη σε τραγούδια-πρότυπα όπως οι επιτυχίες της δεκαετίας του 1980, «Waiting For A Girl Like You», «I Want To Know What Love Is», και «Hot Blooded». Στη δεκαετία του 1980, το βρετανικό συγκρότημα Def Leppard χρησιμοποίησε υπερσύγχρονη τεχνολογία, έξυπνο μάρκετιν και παγκόσμιες περιοδείες για να κατακτήσει την αγορά της pop με τα άλμπουμ Pyromania και Hysteria, ένα μοντέλο που αργότερα χρησιμοποίησαν συστηματικότατα οι Bon Jovi. Kip Winger, Winger Τα δύο τελευταία συγκροτήματα ήταν ανάμεσα στα ελάχιστα που γλίτωσαν από την επανάσταση της grunge, παρόλο που οι Def Leppard εξέπληξαν πολλούς τολμώ ντας να φλερτάρουν με αυτό το στυλ το άλμπουμ Slang που κυκλοφόρησαν το 1996. Έχοντας προετοιμα στεί για μια νέα γενιά τηλεθεατών του καναλιού MTV, ο πρώην αρχηγός των Deep Purple, o David Coverdale, και το πρώην blues συγκρότημα του, οι Whitesnake, τράβηξαν πάλι την προσοχή του αμερικα νικού κοινού προς τα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Οι παγκόσμιες περιοδείες του συγκροτήματος των Bon Jovi, οι αστρονομικές πωλήσεις δίσκων και ο όμορφος αρχηγός τους, τους ανέδειξαν γρήγορα σε ένα από τα κορυφαία συγκροτήματα της rock παγκοσμίως.
επανέρχεται Μετά την εποχή της grunge, η μοναδική πραγματική μεταμόρφωση που σημειώθηκε στη μελωδι κή rock, είναι η μείωση των οπαδών της. Όλα τα συγκροτήματα πλην μιας ισχνής μειοψηφίας εγκα τέλειψαν έκτοτε τα προσχήματα ότι δήθεν υποστήριζαν δημιουργικά τη μουσική τους. Όσο σε κα νένα άλλο είδος, με εξαίρεση ίσως την προοδευτική rock, οι λάτρεις της rock που αγοράζουν άλ μπουμ, απαιτούν την εκ νέου επεξεργασία των ίδιων παλιών ιδεών. Καλλιτέχνες όπως οι Vaughan, Von Groove, Ten, Harem Scarem, Mecca και Westworld αντιπροσω πεύουν μια ομάδα άκρως ψυχαγωγικών αλλά μάλλον εσωστρεφών μουσικών. Ακόμα και τα νέα άλμπουμ από κορυφαίας κλάσης συγκροτήματα συχνά προκαλούν ελάχιστο ενθουσιασμό, ενώ το 2002 έληξαν οι μακροχρόνιες συμφωνίες των Journey και Van Halen με τη Sony και τη Warner. Ωστόσο, καλά χρήματα μπορούν να βγουν και με τις καλοκαιρινές συναυλίες. Αυτός ίσως είναι ο μόνος λόγος που υπάρχουν ακό μα και σήμερα πολλοί βασικοί εκπρόσωποι της μελωδικής rock. Παρόλο που το άλμπουμ του 1998, το Arrival, πούλησε μόλις 200.000 αντίτυπα, το πρώτο τους άλμπουμ με τραγουδιστή τον Steve Augeri, πρώ ην μέλος των Tall Stories, που αντικατέστησε τον Steve Perry, οι Journey φαίνονται αποφασισμένοι να συ νεχίσουν. Η απίστευτη προβολή μέσω της τηλεοπτικής εκπομπής South Park, Austin Powers: Goldmember και της ταινίας Big Daddy του Adam Sandler έδωσε στους Styx -σε μια εποχή που δεν είχαν στις τάξεις τους τον κιμπορντίστα Dennis De Young, τον τραγουδιστή των «Come Sail Away», «The Best Of Times» και «The Grand Illusion»- μια τεράστια ώθηση που κορυφώθηκε όταν ο Brian Wilson των Beach Boys, αλλά και οι Tenacious D και Billy Bob Thornton εμφανίστηκαν ως γκεστ σταρ στο δέκατο τέταρτο άλμπουμ του συ γκροτήματος, το Cyclorama (2003). Ο κιθαρίστας Mick Jones και ο τραγουδιστής Lou Gramm (ο οποίος κατάφερε να ξεπεράσει το πρό βλημα με τον όγκο που είχε στον εγκέφαλο και είχε απειλήσει τη ζωή του) γιόρτασαν το 2002 την 25η επέτειο των Foreigner με 50 συναυλίες στις ΗΠΑ και ξεκίνησαν την πρώτη μετά το 1994 συνεργασία τους με το άλμπουμ Mr Moonlight. Οι Boston επανήλθαν το 2002 Bon Jovi με ένα νέο άλμπουμ, το Corporate America. Δυστυχώς, είναι πια απίθανο οι Van Halen να συ Journey νεργαστούν ξανά με τους πρώην τραγουδιστές David Lee Roth ή Sammy Hagar, παρόλο Styx Foreigner που ο Hagar και ο μπασίστας Michael Anthony συμμετέχουν στους Planet US, ένα συγκρό DefLeppard τημα στο οποίο μετέχουν επίσης οι Neal Schon και Deen Castranovo των Journey.
Οι Styx είχαν μεγάλη δημοτικότητα στις μέρες της δόξας τους, προκαλώντας συνωστισμό στις εμφανίσεις τους και ηχογραφώντας τρία άλμπουμ που έγιναν πλατινένια.
Goth Η goth rock, που χλευάστηκε έντονα από δημοσιογράφους ασχολούμενους με τη μουσική (αλλά και τη μόδα), είναι μια αργή, ενδοσκοπική, μελαγχολική μουσική με στοιχεία από hard rock και ψυχεδέλεια, ενώ συχνά περιέχει διαστήματα στα οποία ακούγονται μόνο ήχοι από κίμπορντς και λιτό παίξιμο κιθάρας. Ο ενδυματολογικός κώδικας ήταν αυστηρός: μαύρα ρούχα, μακριά μαύρα μαλλιά και πρόσωπο μακιγιαρισμένο στο λευκό του νεκρού. Συχνά οι κριτικοί θεωρούσαν τη μουσική αυτή εξεζητημένη και κούφια, ενώ θεωρούσαν ότι η μόδα της goth ταιριάζει σε καρτούν και ότι έφερνε στο νου την Οικογένεια Άνταμς. Όμως, αυτό δεν σταμάτησε αρκετούς οργισμένους εφήβους να βρουν κάτι σ' αυτήν με το οποίο να ταυτιστούν. Τις ρίζες της goth rock μπορεί κανείς να τις βρει στη δουλειά των Joy Division που αποτελεί τον κρίκο που ενώνει την punk με την goth rock. Οι Joy Division, που σχηματίστηκαν ως αυθεντικό punk συγκρότημα ύστερα από την παρακολούθηση μιας συναυλίας των Peter Murphy, Bauhaus Sex Pistols από τον κιθαρίστα Bernard Sumner και τον μπασίστα Peter Hook -χωρίς όμως να διαθέτουν καμία απολύτως μουσική εμπειρία- αντικατέστησαν τη ζωντάνια της punk με τη μελαγχολία, την ατμοσφαιρικότητα και την ενδο ·CLOSER· σκόπηση, όπως ακούει κανείς στα άλμπουμ Unknown Pleasures (1979) και Closer (1980). Λίγο πριν την έναρξη της πρώτης αμε ρικανικής περιοδείας τους, το 1980, ο προβληματικός τραγου διστής Ian Curtis αυτοκτόνησε με απαγχονισμό. Τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος σχημάτισαν τους New Order, οδηγώ ντας τη μουσική τους σε πιο χορευτικό προσανατολισμό.
(Δεξιά) Η μελαγχολική μουσική των Jay Division επηρέασε τα συγκροτήματα goth rock στα πρώτα τους βήματα. (Πάνω) Το άλμπουμ Closer (1980) των Joy Division.
Τρόμος και Τη σημαία της goth rock πήραν στα χέρια τους οι Bauhaus, των οποίων το επικό single «Bela Lugosi's Dead» σηματοδότησε την έναρξη της περιόδου της ολοκληρωτικής goth. To πρώτο άλμπουμ τους, το In The Flat Field (1980), απλώς παρείχε τη βάση για την goth μουσική: απαισιόδοξοι στίχοι σε συνδυασμό με μελαγχολική και ατμοσφαιρική μουσική. Οι Cure, ξεκινώντας ως ένα συγκρότημα της μετά punk εποχής, μέχρι να ηχογραφήσουν το τέταρτο άλ μπουμ, το Pornography (1 982), μετέτρεψαν τον πεσιμισμό σε τέχνη κερδίζοντας σαφέστατα «πόντους» ως συ γκρότημα της goth και βάζοντας στο βρετανικό Top 10 ένα άλμπουμ τους παρά τη μάλλον αδιάκοπη μονοτο νία του. Οι Cure, από τα πιο επιφανή συγκροτήματα goth μουσικής, συνέχισαν κάνοντας επιτυχημένη εμπο ρικά καριέρα, με τον Robert Smith να έχει καταφέρει να συνδυάσει τις ρίζες τους στην goth με έναν ευρύτερο προσιτό και πιο pop ήχο, χωρίς όμως να απαλλαγούν από τα μαύρα ρούχα και τα μακριά μαύρα μαλλιά. Καθώς η goth καθιερώθηκε ως μια εμπορική «πρόταση», οι Bauhaus έκαναν το 1982 ένα επιτυχη μένο single με μια επανεκτέλεση του «Ziggy Stardust» του David Bowie, ενώ το πιο επιτυχημένο άλμπουμ τους μέχρι σήμερα, το The Sky's Gone Out (1982), έφτασε στην τέταρτη θέση του Καταλόγου Επιτυχιών.
Με άρωμα Zeppelin Το άλμπουμ Floodland (1987) των Sisters Of Mercy ωφελήθηκε από την καλογυαλισμένη παραγωγή του Jim Steinman, παραγωγού των Meat Loaf, που βοήθησε να δοθεί στη μουσική τουςτο εύρος και το βάθος που χρειαζόταν για να πετύχει τον μέγιστο αντίκτυπο. Το 1988, οι Mission (ένα συγκρότημα που δημιουρ γήθηκε από πρώην μέλη των Sisters Of Mercy) κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Little Children. Η δουλειά τους αυτή βοηθήθηκε από την παραγωγή και τη συμμετοχή του John Paul Jones, πρώην μπασίστα των Led Zeppelin, ο οποίος, όπως ήταν αναμενόμενο, έδωσε στο άλμπουμ μια γεύση από ήχο Led Zeppelin. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η goth είχε σε μεγάλο βαθμό διαγράψει την πορεία της, παρόλο που η μουσική επιρροή της μπορεί να γίνει αντιληπτή στην doom metal και στην industrial metal μουσική, ενώ αισθητικά η επιρροή της μπορεί να φανεί σε καλλιτέχνες όπως η Marilyn Manson.
Ο ηθοποιός Bela Lugosi, που αποτέλεσε θέμα του καθοριστικής σημασίας single «Bela Lugosi's Dead» των Bauhaus, στη δεκαετία του 1930 ερμήνευε ρόλους Δράκουλα.
Doom Έχοντας επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό από τους ιδρυτές της heavy metal, τους Black Sabbath, τα συγκροτήματα της doom metal μουσικής στήριξαν τον ήχο τους στα πιο αργά και πιο «υποτονικά» στοιχεία του ήχου των Black Sabbath, όπως μπορεί κανείς να ακούσει στο τραγούδι «Planet Cara van» από το άλμπουμ Paranoid (1970) και στο «Sweet Leaf» από το άλμπουμ Master Of Reality (1971), παρά στα πιο γρήγορα και πιο σκληρά στοιχεία της μουσικής τους. Όπως υποδηλώνει και το όνομα αυτού του είδους μουσικής, η doom metal είναι λυπητερή, μελαγ χολική μουσική, και όπως και στη heavy metal το κυριότερο όργανο είναι η κιθάρα με τον παραμορφωμέ νο ήχο, ενώ σε αντίθεση με τη speed metal, η doom metal δεν είναι ιδιαίτερα επιθετική. Από φωνητική άποψη τα συγκροτήματα χρησιμοποιούν από σαφή, «καθαρά» και παραδοσιακά φωνητικά μέχρι το πιο ακραίο «γρύλισμα». Το κίνημα αυτό άρχισε να διαμορφώνεται στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με συγκροτήματα όπως οι St Vitus, oiTrouble και οι Candlemass από τη Σουηδία. Η doom metal έρχεται ως έντονη αντίθεση -και ως ένα βαθμό ως αντίδραση- προς τα συγκροτήματα speed metal των αρχών της δεκαετίας του 1980, όπως οι Metallica και οι Slayer, που έπαιζαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν. Πολλά από τα συγκροτή ματα της doom metal θεωρούν προσόν το να παίζουν αργά.
«Το πιο heavy συγκρότημα στον κόσμο» Το άλμπουμ Epicus Doomicus Metallicus (1986) των Candlemass, που κάποτε τους χαρακτήρισαν ως «το πιο heavy συγκρότημα στον κόσμο», είναι ένα κλασικό δείγμα που θεωρείται ότι έδωσε το στίγμα αυτού του εί δους, ενώ πολλοί πιστεύουν ότι το όνομα του προέρχεται από το τρα γούδι «Hand Of Doom» των Black Sabbath, από το άλμπουμ Paranoid. Επίσης το άλμπουμ In Memorium (1992) των Cathedral είναι αντιπρο σωπευτικό για τα πρότυπα και το στυλ των μουσικών του είδους. Ο τραγουδιστής Lee Dorrian στο παρελθόν ήταν μέλος των Hammy, Peaceville Records Napalm Death, ενός ιδιαίτερα επιδραστικού συγκροτήματος, των οποίων το στυλ χαρακτηριζόταν από την ταχύτητα και τη βιαιότητα. Στους Cathedral όμως επιβράδυνε το ρυθμό της μουσικής χρησιμοποιώντας ξεκούρδιστες κιθάρες που έδιναν επιπλέον βαρύτητα ενώ διατήρησε το μοναδικό του στυλ «ερμηνείας».
Οι Cathedral που είχαν εμπνευστεί από τους Black Sabbath, δημιούργησαν νέο ήχο, την «doom-groove» μουσική.
ο
της doom
Στη δεκαετία του 1990, τρία βρετανικά συγκροτήματα που συνεργάζονταν με τη δισκογραφική εταιρεία Peaceville, οι My Dying Bride, οι Paradise Lost και οι Anathema, συνδύασαν τις επιρροές τους από την doom metal με στοιχεία της goth rock. Το άλμπουμ Gothic των Paradise Lost (1991) επιβεβαιώνει την προέλευση της μουσικής τους από την goth, ενώ οι My Dying Bride, όπως προκύπτει από το όνομα του συγκροτήματος, δημιουργούν μια διά θεση θανατερού ρομαντισμού όπως μπορεί να διακρίνει κανείς ακούγοντας το άλμπουμ Turn Loose The Swans (1993).
Η stoner metal, η drone doom και η sludge metal Όπως η heavy metal ενέπνευσε την doom metal, έτσι κι η doom metal με τη σειρά της ενέπνευσε τη stoner metal που είχε αναφορές στη δεκαετία του 1970 και επίσης συμπίπτει με το στυλ της δεκαετίας του 1990. Όπως υποδηλώνει το όνομα της, η stoner rock έχει μια επιπλέον προκατάληψη με τη χρήση των ναρκωτι κών για λόγους ψυχαγωγίας. Στο πλαίσιο ενός απεριόριστου φάσματος δυνατοτήτων, ένα άλλο παρακλάδι της doom metal είναι η επονομαζόμενη «drone doom» που εκπροσωπούν οι Earth. Οι Earth, διατηρώντας τον βαρύ, αργό ρυθμό και τη με St Vitus λαγχολική διάθεση της doom, χρησιμο Trouble ποιούν την τεχνική των επαναλαμβανόμενων Candlemass Cathedral βόμβων που παράγονται με τη χρήση των ηλεκτρικών οργάνων. Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, βγήκε δειλά-δειλά ένας άλλος κλάδος της doom metal από τη Νέα Ορλεάνη, τα επονομαζό μενα «sludge metal» συγκροτήματα όπως οι Crowbar και οι Eyehategod, που και αυτοί εμπνεύστηκαν από συγκροτήματα grunge μουσικής από την περιοχή του Σιάτλ, όπως οι Soundgarden.
(Δεξιά) Οι Paradise Lost συνέχισαν να αναπτύσσονται στην πορεία στράφηκαν από τη metal rock προς την ηλεκτρονική και την pop μουσική. (Πάνω) To Icon (1993), το τέταρτο άλμπουμ των Paradise Lost.
Heavy Ο όρος «heavy metal» προέρχεται από την αμφιλεγόμενη νουβέλα Naked Lunch του γνωστού Αμε ρικανού συγγραφέα, του William Burroughs, ο οποίος μιλούσε για «κεραυνούς από βαρύ μέταλ λο». Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε στο single «Born To Be Wild» (1968) των Steppenwolf και βοήθησε στην ονομασία ενός νεοεμφανιζόμενου υποείδους της hard rock. Οι ρίζες της heavy metal βρίσκονται στα τραγούδια των hard rock συγκροτημάτων στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970, όπως οι Jimi Hendrix Experience, οι Led Zeppe lin και οι Cream και στον δυνατό ήχο κιθάρας του Dave Davies των Kinks και του Pete Townsend των Who, στα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η διαφορά ανάμεσα στη hard rock και τη heavy metal είναι μάλλον λεπτή και για πολλούς που ακούνε μουσική οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα. Ωστόσο, η heavy metal είναι κατά κανόνα πιο βίαια, πιο θορυβώδης και δεν έχει την επιρροή blues που ακούγεται στη hard rock, ενώ συχνά οι στί χοι έχουν θέματα σατανισμού, μαύρης μαγείας ή φαντασίας. Είναι ένα ανδροκρατούμενο στυλ μουσικής δημοφιλές σε οργισμένους εφήβους. Επίσης υπάρχει ένας αυστηρός ενδυματολογικός κώδικας: ρούχα από υφάσματα denim, δερμάτινα, ενώ το πιο σημαντικό απ' όλα στοιχείο ίσως είναι τα μακριά μαλλιά. Πε ριττό να πούμε ότι οι κριτικοί μουσικής μισούν τη heavy metal. Τα καθοριστικά άλμπουμ είναι το Led Zeppelin II (1969) των Led Zeppelin, και ειδικότερα το πομπώδες «Whole Lotta Love», και το Paranoid (1971) των Black Sab Robert Plant, Led Zeppelin bath. Ενώ οι Led Zeppelin κινήθηκαν προς νέους μουσι κούς χώρους, οι Black Sabbath συνέχισαν να ακολουθούν την ίδια πορεία. Ο κιθαρίστας Tony lommi εισήγαγε μερικά από τα πιο αξιομνημόνευτα γυρίσματα κιθά ρας που χαρακτηρίζουν το στυλ αυτό, όπως αυτά που ακούγονται στο «Paranoid» και στο «Iron Man», ενώ ο τραγουδιστής Ozzy Osbourne έβαλε το ένρινο τσίριγμά του που έγινε σήμα κατατεθέν του. Άλλοι σημαντικοί εκπρόσωποι του είδους είναι μεταξύ άλλων οι Judas Priest, με τα φωνητικά του τρα γουδιστή Rob Halford να θυμίζουν όπερα, όπως ακούγεται στο άλμπουμ British Steel (1980) και οι Motorhead [το άλμπουμ Ace Of Spades (1980) είναι ένα άριστο δείγμα της συμβολής τους] που ισχυρίστηκαν ότι ήταν τό σο... το βάρος τους που αν έμπαιναν στον κήπο σου, θα πέθαινε το γκαζόν που θα πατούσαν!
Ο Ozzy Osbourne των Black Sabbath ήταν γνωστός για πολλά χρόνια ως «ο τύπος που αποκεφάλισε με τα δόντια του μια νυχτερίδα επί σκηνής».
Το νέο κύμα της
heavy metal
Αντί για το πεθαμένο από το βάρος γκαζόν, μια νεότερη γενιά Βρετανών μουσικών εμπνεύστηκε από τα συγκροτήματα hard rock και heavy metal της δεκαετίας του 1970 και έτσι δημιουργήθηκε το νέο κύμα της βρετανικής heavy metal. To νέο αυτό κύμα περιελάμβανε τους Iron Maiden, Def Leppard, Saxon, Samson, Venom, Diamond Head και πολλά άλλα συγκροτήματα. Από αυτά, τα πιο επιτυχημένα ήταν οι Iron Maiden και Def Leppard. Ο καλπάζων ρυθμός που ήταν το σήμα κατατεθέν των Iron Maiden και οι στίχοι που είχαν ως θέμα τη φαντασία ή το Διάβολο έχει αλλά ξει ελάχιστα με την πάροδο του χρόνου. Το άλμπουμ The Number Of The Beast (1982) σημείωσε σημαντική εμπορική επιτυχία έχοντας υποοτεί κάποιο συμβιβασμό στον ήχο. Οι Def Leppard αγωνίζονταν συστημα τικά να αναπτύξουν τον ήχο τους και παρήγαγαν το κορυφαίο σε πωλήσεις άλμπουμ, Hysteria (1987), ένα άλμπουμ της pop metal με αριστοτεχνική παραγωγή και πολύ προσεγμένη σύνθεση. Το νέο κύμα της βρετανικής heavy metal άσκησε σημαντικό αντίκτυπο στον ντράμερ Lars Ulrich, o οποίος αργότερα σχημάτισε τους Metallica, το πιο επιτυχημένο από τα τέσσερα μεγαλύτερα συγκροτή ματα που χαρακτηρίστηκαν εκπρόσωποι της thrash metal μουσικής. Τα άλλα τρία ήταν οι Slayer, οι Megadeth και οι Anthrax. Καθώς αναπτυσσόταν ο ήχος των Metallica, λείαναν τον επιθετικό και αιχμηρό χαρακτήρα τους και έγιναν ένα συγκρότημα heavy metal μουσικής, ενώ το άλμπουμ Metallica (1991) ανα δείχτηκε σε κορυφαίο από άποψη πωλήσεων άλμπουμ μουσικής metal όλων των εποχών.
Ευτυχισμένες οικογένειες Led Zeppelin Black Sabbath Judas Priest Iron Maiden Def Leppard
Στο μεταξύ ο Ozzy Osbourne αποχώρησε και επανεντάχθηκε στο δυναμικό των Black Sab bath, ενώ παράλληλα κυκλοφόρησε το άλμπουμ Blizzard Of Ozz (1980), στο οποίο αποκα λύπτεται το τρομερό ταλέντο που είχε στην κιθάρα ο αείμνηστος Randy Rhoads. Κατά ένα περίεργο τρόπο, αντί να τον θεωρούν νονό της heavy metal, o Osbourne είναι σήμερα πιο γνωστός ως ο άτυχος αρχηγός της διαταραγμένης, αλλά αγαπητής, οικογένειας του χάρη στο τηλεοπτικό ριάλιτι σόου του MTV με τίτλο The Osbournes.
Ο Eddie, ο ήρωας και μασκότ του εξωφύλλου του άλμπουμ των Iron Maiden, βοήθησε τα μέλη του συγκροτήματος να μην τους αναγνωρίζουν οι περαστικοί στο δρόμο, ακόμα και την εποχή που η δημοτικότητά τους ήταν στο ζενίθ.
Speed & thrash Η speed & thrash metal απέκτησε φήμη στις ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1980, ενώ οι οπαδοί της σε ολόκληρη την υφήλιο σχημάτιζαν τα δικά τους συγκροτήματα. Οφείλοντας πολλά όχι μόνο στη φιλοσοφία «φτιάξτο μόνος σου» του νέου κύματος της βρετανικής heavy metal, αλλά και στο underground πνεύμα της hardcore punk, οι προάγγελοι του στυλ αυτού ήταν πάρα πολύ νέοι, αλ λά είχαν αφιερώσει πολύ χρόνο στη μουσική τους πρόοδο. Η κουλτούρα της speed metal, που τη χαρακτήριζε η απερίσκεπτη υπερβολή, παρουσιάστηκε συνο πτικά και με τον πιο εύστοχο τρόπο με το τραγούδι «Whiplash» των Metallica, που ήταν μια σημαντική από δειξη για τις τεχνικές ικανότητες του συγκροτήματος και παρουσιάζονται στο πρώτο τους άλμπουμ, Kill 'Em All που κυκλοφόρησε το 1983. Αν κάποια τραγούδια τους, όπως το «Jump In The Fire», έδειχναν ότι οι Metallica είχαν επηρεαστεί από το βρετανικό συγκρότημα Diamond Head, η επανεκτέλεση του «Am I Evil?» του τετραμελούς συγκροτήματος από το Στόουρμπριτζ ήταν η απόδειξη. Οι Metallica, περισσότερο από όλους τους ανταγωνι στές τους, εκδήλωναν την επιθυμία να εξελιχθούν, και παρό λο που αρχικά είχαν ορκιστεί να μην γίνουν εμπορικοί παίζο ντας το παιχνίδι της μουσικής βιομηχανίας, το συγκρότημα από το San Francisco υπέγραψε συμβόλαιο συνεργασίας με μεγάλη δισκογραφική εταιρεία λίγο πριν από το τέταρτο άλ μπουμ τους, το ...And Justice For All που κυκλοφόρησε το James Hetfield, Metallica 1988. Αργά ή γρήγορα και τα υπόλοιπα συγκροτήματα του κινήματος των «τεσσάρων μεγάλων» -οι Anthrax, οι Megadeth, και οι Slayer- ακολούθησαν την τακτική τους. Για άλλα πρωτοποριακά συγκροτήματα της εποχής, όπως οι Exodus και οι Testament, η αποδοχή από το ευρύτερο κοινό ήρθε πολύ καθυστερημένα, ενώ μερικές φο ρές προκαλούσε παρεμβάσεις από κάποια διοικητικά συμβούλια στις εταιρείες τους. Ανεξάρτητα από τις δισκογραφικές εταιρείες που τα κυκλοφορούσαν, μερικά από τα καλύτερα άλ μπουμ speed / thrash μουσικής γίνονταν απλώς ένα cult σύμβολο. Μεταξύ άλλων ήταν το Bonded By Blood των Exodus (1985), το The Legacy (1987) των Testament, το Darkness Descends των Dark Angel (1986), το Terrible Certainty των Kreator (1988), και το Act III (1990) των Death Angel. To ελβετικό συγκρότημα Celtic Frost πρόσθεσε τη δική του γοητευτική ιδιοσυγκρασία όταν δημιούργησε το 1987 το Into The Pandemonium.
Οι Metallica συνδύασαν τους σκληρούς ήχους και τα δυνατά ρεφρέν με την πιο εμπορική «απόχρωση» που έφερε ο παραγωγός Bob Rock από το χώρο της μουσικής με ευρύτερη απήχηση.
Η extreme Για πολλούς, οι Slayer ηχογράφησαν το απόλυτο άλμπουμ της thrash metal, το αμφιλεγόμενο άλ μπουμ παραγωγής του 1988 από τον Rick Rubin με τίτλο Reign In Blood. Με διάρκεια μικρότερη της μισής ώρας, η σκληρότητα του «Necrophobic», του «Raining Blood» και του «Angel Of Death» -το τελευταίο το έγραψε ο κιθαρίστας Jeff Hanneman για τον εγκληματία πολέμου Joseph Mengeleπροώθησε τη speed metal στην death metal και σε νέα πεδία ακρότητας. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990, το περίφημο άλμπουμ Metallica (που είναι γνωστό και ως The Black Album) των Metallica ήταν ασύγκριτα εμπορικότερο όλων των υπόλοιπων, δεδομένου ότι έφτασαν στην κορυφή του Καταλόγου Επιτυχιών των ΗΠΑ και πούλησαν εφτά εκατομμύρια αντίτυπα. Οι μπαλάντες «The Unforgiven» και «Nothing Else Matters» με το συντριπτικό «Enter Sandman» έκανε τους Metallica πιο προσιτούς από ό,τι νόμιζαν ότι ήταν δυνατό, ενώ παράλληλα ανέβασαν ψηλότερα τον πήχη για τα συγκροτή ματα της hard rock γενικότερα. Τρία χρόνια αργότερα, το άλμπουμ Far Beyond Driven των Pantera μπήκε στον Κατάλογο Billboard στην πρώτη θέση και μετά από μερικά χρόνια οι Megadeth -που σχηματίστηκαν από τον Dave Mustaine, τον εξαναγκασμένο σε αποχώρηση κιθαρίστα των Metallica- κυκλοφόρησαν μια σειρά από πολλαπλά πλατινένια άλμπουμ πριν διαλυθούν το 2002. Με τους Metallica και τους Megadeth να βρίσκονται από χρόνια στο μουσικό αυτό χώρο, οι Anthrax και ειδικότερα οι Slayer ωφελήθηκαν με το να παραμείνουν πιστοί στις ρίζες της μουσικής speed metal. Πιο πρόσφατα, το Metallica τετραμελές σουηδικό συγκρότημα των Slayer Haunted πρόσθεσε μια σκληρή, σύγχρονη Anthrax πινελιά, ενώ οι Iced Earth από τη Φλώριδα Megadeath έδειξαν τι μπορεί να πετύχει λίγη επιπλέον εφευρετικότητα.
(Δεξιά) Οι Manowar κέρδισαν μια θέση στο Βιβλίο Γκίνες ως το πιο θορυβώδες rock'n'roll συγκρότημα στον κόσμο. (Πάνω) Το άλμπουμ Fighting The World (1987) των Manowar.
Death metal & Και η death metal και η grindcore είχαν τις ρίζες τους στην παρακμάζουσα thrash metal των μέσων της δεκαετίας του 1980. Καθώς ολοκληρώθηκε η δεκαετία, μουσικοί και από τις δύο πλευρές του Ατλαντι κού αναζητούσαν νέους και πιο τρομακτικούς τρόπους για να σοκάρουν. Τα στυλ αυτά κατέληξαν να προσεγγίσουν το ένα το άλλο, αλλά ξεκίνησαν τη ζωή τους ως δυο πολύ διαφορετικές οντότητες. Από μουσική άποψη η death metal και η grindcore έχουν πολλά κοινά σημεία με την thrash metal και την black metal, αλλά με ένα επιπλέον καυστικό σατιρικό στοιχείο στους στίχους τους που επιτείνει ένταση. Συγκροτήματα της death metal όπως οι Morbid Angel και οι Death οδήγησαν τους στίχους τους που μιλούσαν για τη βία, τον πόνο και τα βάσανα σε ένα πιο σύνθετο πλαίσιο απ' ό,τι τα πρώτα συγκροτήματα μουσικής grindcore που ήταν περισσότε Jeff Walker, Carcass ρο επηρεασμένα από την punk rock. To πρώτο άλμπουμ των Napalm Death και των Carcass (το θρυλικό Scum του 1987 και το Reek Of Putrefaction του 1988) είχαν πολ λά κοινά σημεία. Όμως τα δύο αυτά συγκροτήματα είχαν και τον ίδιο κιθαρίστα, τον Bill Steer. Και τα δύο έπαιζαν γρήγορη και σοκαριστική μουσική με στίχους γεμάτους καυστικά κοινωνικά σχόλια. Όμως σύ ντομα συνειδητοποίησαν τις περιορισμένες εμπορικές προοπτικές που είχε αυτό που έκαναν και άρχισαν να κλίνουν προς μια πιο «καθωσπρέπει» εικόνα. Οι Carcass τελικά βρέθηκαν σε ένα παρθένο χώρο με το άλμπουμ Swansong (1996) που ήταν πιο κοντά στο ευρύ κοινό, αλλά λίγο καιρό αργότερα διαλύθηκαν. Οι Napalm Death, υπερασπιζόμενοι με πά θος την underground θέση τους, παρήγαγαν ακόμα πιο άγριο και αιχμηρό ήχο στα δύο τελευταία άλ μπουμ τους, το Enemy Of The Music Business και το Order Of The Leech.
Ο ήχος των Napalm Death ήταν τόσο ακραίος, ώστε στην αρχή μερικοί κριτικοί νόμιζαν ότι επρόκειτο για κάποιο αστείο.
Ένας ανατριχιαστικός Όπως οι Napalm Death και οι Carcass άναψαν το φιτίλι στη Βρετανία, το ίδιο συνέβη και με το συ γκρότημα των Death, του Chuck Schuldiner, με το πρώτο τους άλμπουμ, το Scream Bloody Gore (1987). Οι Morbid Angel, που και αυτοί κατάγονταν από τη Φλώριδα, δεν υστερούσαν σχεδόν κα θόλου από τον κιθαρίστα / τραγουδιστή Schuldiner, και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η μουσική σκηνή της death metal στη Βόρεια Αμερική αριθμούσε χιλιάδες συγκροτήματα. Όλα εί χαν ένα ανατριχιαστικό όνομα και ένα δύσκολο στο να αποκωδικοποιηθεί λογότυπο. Μεταξύ των πρώτων που έκαναν εντύπωση ήταν οι Slayer, οι Cannibal Corpse, οι Obituary, οι Deicide, οι Immolation, οι Autopsy, οι Malevolent Creation, οι Gwar και οι Suffocation. Στη Βραζιλία υπήρ χαν οι Sepultura, ενώ η Σκανδιναβία συνεισέφερε τους Dismember, τους Entombed, τους At The Gates, τους Carnage και τους Hypocrisy. Όσο γρήγορα πήρε μεγάλες διαστάσεις η death metal άλλο τόσο γρήγορα χάθηκε το κριτήριο ποιο τικού ελέγχου. Μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες άρχισαν να υπογράφουν συμβόλαια συνεργασίας με συγκροτήματα της δεύτερης φουρνιάς, όπως οι Cancer, και πολύ σύντομα οι δίσκοι κρίνονταν με βάση το ποια εταιρεία τους ηχογράφησε και ποιος ήταν ο παραγωγός.
Η μελωδική death metal Μετά από μια περίοδο στασιμότητας, τα συγκροτήματα In Flames, Dark Tranquility, Soilwork και Sentenced αναβίωσαν την death metal. Ο συνδυασμός μελωδικών στοιχείων με την παραδοσιακή ένταση οδήγησε σε μια μελωδική death metal που είναι γνωστή ως ήχος του Γκέτεμποργκ. Στο μεταξύ, ο πρώην κιθαρί στας των Carnage / Carcass, ο Mike Amott, και οι Arch Enemy από τη Σκανδιναβία, τόλ μησαν να επιλέξουν μια άγνωστη Γερμανίδα, την Angela Gossow, ως τραγουδίστρια του συγκροτήματος τους και πήραν μόνον επαίνους για το καλύτερο μέχρι σήμερα άλ Morbid Angel μπουμ τους, το Wages Of Sin (2001). Οι Nile από τη Νότια Καρολίνα έδωσαν στην death Death Napalm Death metal μια κινηματογραφική, συμφωνική διάσταση με το άκρως συνιστώμενο άλμπουμ Carcass τους, In Their Darkened Shrines (2002).
«Sepultura» στα πορτογαλικά σημαίνει «τάφος». Καθώς μετέφραζε το «Dance On Your Grave» των Motorhead στη μητρική του γλώσσα ο Max Cavalera σκέφτηκε ότι αυτό θα ήταν ωραίο όνομα για το συγκρότημα του.
To Madchester Κατά καιρούς κάποια πόλη ή κωμόπολη είναι τόσο στενά δεμένη με ένα στυλ μουσικής που τελικά το στυλ αυτό παίρνει το όνομα του από την πόλη αυτή. Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το Λί βερπουλ έγινε αιτία να δημιουργηθεί ο ήχος του Μέρσεϊ ή Merseybeat. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η αγγλική πόλη Μάντσεστερ έγινε αιτία για το μουσικό στυλ Madchester. To Madchester εκτός από τρόπος διασκέδασης στα κλαμπ και νεανική υποκουλτούρα όσον αφορά το στυλ της μουσικής ήταν γνωστό και ως «baggy» λόγω των φαρδιών (baggy) ρούχων που φορούσαν οι πιτσιρικάδες. Το σημαντικότερο συγκρότημα μουσικής Madchester ήταν οι Happy Mondays με τη βου τηγμένη στα ναρκωτικά και αντίληψη του για τη σχεδόν ψυχεδελική χορευτική μουσική. Το άλμπουμ Bummed (1988) των Happy Mondays, που ήταν στηριγμένο σε ρυθμούς funky, χτύπους hip hop και ψαγ μένους στίχους, δείχνει πως είχε αρχίσει να διαμορ φώνεται το μοναδικό στυλ του συγκροτήματος. Το Μάντσεστερ είχε ήδη γεννήσει το πιο σημα Ian Brown, τραγουδιστής των Stone Roses ντικό, κατά κοινή ομολογία, βρετανικό κιθαριστικό συγκρότημα της δεκαετίας του 1980, τους Smiths, και στη συνέχεια γέννησε ένα ακόμα σημαντικό συγκρότημα: τους Stone Roses. Και τα δύο είχαν επηρεαστεί έντονα από την pop της δεκαετίας του 1960 που στηριζόταν στις κιθάρες. Παρόλο που το πρώτο άλ μπουμ που ηχογράφησαν το 1989 οι Stone Roses, και είχε ως τίτλο το όνομα τους, έχει ελάχιστες χορευτι κές επιρροές, ένα χορευτικό remix του «Fool's Gold» βοήθησε να καθιερωθούν οι Stone Roses ως το κυ ριότερο συγκρότημα της Madchester μαζί με τους Happy Mondays. Οι Happy Mondays επανήλθαν με το δεύτερο άλμπουμ τους, το Pills, Thrills And Bellyaches (1990). To άλμπουμ αυτό, που ήταν ένα μεθυστικό μίγμα από ταξιδιάρικους ρυθμούς και σουρεαλιστικούς στί χους που ερμηνεύονταν με ένα αλήτικο και επιθετικό ύφος από τον τραγουδιστή Shaun Ryder, αποτελεί τον Κολοφώνα της μουσικής Madchester. Επίσης αποκάλυψε τις ξεδιάντροπες «κλοπές» εκ μέρους των Happy Mondays: το «Step On» είναι στην ουσία το «He»s Gonna Step On You Again» του John Kongos, ενώ τη μελωδία στο «Kinky Afro» την έχουν «δανειστεί» από το «Lady Marmalade» των La Belle.
Οι Happy Mondays αποτύπωσαν ίσως με τον καλύτερο τρόπο το πνεύμα τον Madchester, συνδυάζοντας την ανέκφραστη και μακρόσυρτη φωνή του τραγουδιστή Shaun Ryder με έναν οιονεί χορευτικό ήχο «urban folk».
του Madchester Οι Stone Roses και οι Happy Mondays σαφώς και δεν ήταν τα μόνα συγκροτήματα σε αυτή τη μου σική σκηνή. Οι εκλεκτικοί James και το άλμπουμ τους Gold Mother (1990) απέφεραν το πετυχημέ νο single «Sit Down», ένα σύντομης διάρκειας τραγούδι που υμνούσε τη γενιά του Madchester, πα ρόλο που ο ήχος τους ήταν τόσο πολύπλευρος ώστε δεν μπορούσες να τους θεωρήσεις ένα συ γκρότημα που ανήκε αποκλειστικά στη σκηνή αυτή, λόγω των σαφών επιρροών τους από τη folk και κάποιες επιρροές από τη stadium rock μουσική. Το αρμόνιο μάρκας Hammond έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο στον ήχο και των Inspiral Carpets και των Charlatans. Η δουλειά του Clint Boon στο αρμόνιο έχει μια πολύ σημαντική συμβολή στο άλμπουμ Life (1990) των Inspiral Carpets. Πιο πολύ όμως έγιναν γνωστοί στο μουσικό στερέωμα από το γεγονός ότι ο μετέπειτα τραγουδιστής των Oasis, o Noel Gallagher, ξεκίνησε τη μουσική καριέρα του ως οπαδός του συγκροτήματος και έμαθε κοντά τους τα μυστικά της μουσικής βιομηχανίας. Το άλμπουμ Some Friendly (1991) των Charlatans δείχνει ότι είναι περισσότερο παραδοσιακό rock συγκρότημα απ' ό,τι οι Stones Roses και οι Happy Mondays, χάρη στο ύφος που θυμίζει Rolling Stones και στον χαρακτηριστικό ήχο του αρμονίου, που θυμίζει έντονα τους Deep Purple στο single «Hush», του 1968. Στις παρυφές αυτής της μουσικής σκηνής οι Farms επίσης ακολούθησαν έναν ήχο εμπνευσμένο από τον ήχο του Madchester. To άλμπουμ τους, Spartacus (1991), που θεωρείται μάλλον αφελές και λίγο ερασιτεχνικό, περιείχε δύο πετυχημένα single, το «Groovy Train» και το «All Together Now», από τα οποία το δεύτερο είναι στηριγμένο στη μελωδία του «Canon» του κλασικού συνθέτη Johann Pachelbel. The Happy Mondays The Stone Roses James The Charlatans Inspiral Carpets
Το κλαμπ Hacienda άρχισε να λειτουργεί το 1982 και έγινε σύντομα γνωστό ως το στέκι της μουσικής σκηνής του Madchester.
Ναρκωτικά και Όπως η ψυχεδελική rock ήταν έντονα επηρεασμένη και συνδεδεμένη με το LSD, έτσι και η μουσική σκηνή του Madchester ήταν ανάλογα συνδεδεμένη με το ναρκωτικό Ecstasy. Τα χάπια αυτά ξυ πνούν ένα αίσθημα μακάριας «αγάπης» και μια διάθεση για πλησίασμα του διπλανού σου. Πράγματι, οι επισκέψεις στα κλαμπ έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή τη μουσική σκηνή και το Madchester συχνά χρησιμοποίησε τους χορευτικούς ρυθμούς acid-house μουσικής που άκουγαν οι μου σικοί όταν επισκέπτονταν τα διάφορα κλαμπ. Όπως συμβαίνει με πολλές ονομασίες, οι ακριβείς ρίζες του όρου «Madchester» θα βρεθούν κάνοντας εικασίες, παρόλο που πιστεύεται ότι το άλμπουμ Rave On Manchester EP (1989) των Happy Mondays έδωσε σε αυτή τη μουσική σκηνή το όνομα της. Ωστόσο, συν δέεται και με μια έκφραση που συνηθίζεται στο Μάντσεστερ και σημαίνει «είμαι έτοιμος, σχεδόν τρελός γι' αυτό». Οι Stone Roses ενεπλάκησαν σε μια μακροχρόνια δικαστική περιπέ τεια με τη δισκογραφική εταιρεία με την οποία συνεργάζονταν παλιότερα. «One Love» The Stone Roses «Sit Down» James Στη συνέχεια η αδράνεια τους είχε ως αποτέλεσμα να περάσουν πέντε χρό «Step On» The Happy Mondays νια μέχρι να κυκλοφορήσει το δεύτερο άλμπουμ τους που είχε τον πιο «με «The Only One I Know»The Charlatans τρημένο» τίτλο The Second Coming (1994). Το συγκρότημα έχασε τον «αέ «This Is How It Feels» Inspiral Carpets ρα» του και αυτό σήμανε το τέλος του. Ο τραγουδιστής του, ο Ian Brown, ακολούθησε μια προσωπική καριέρα, ενώ ο κιθαρίστας John Squire έγινε αρχηγός στο συγκρότημα πα ραδοσιακής rock, τους Seahorses, που είχαν άδοξο τέλος. Οι Happy Mondays διαλύθηκαν και αυτό σε με γάλο βαθμό οφειλόταν στην εξάρτηση του Ryder από τα ναρκωτικά, παρόλο που κατάφερε να τα ξεπερά σει σε σημείο που να σχηματίσει τους Black Grape οι οποίοι συνέχισαν από εκεί που σταμάτησαν οι Happy Mondays.
Οι Stone Roses σημείωσαν ευρύτατη επιτυχία με την pop μουσική που στηριζόταν στην κιθάρα και ήταν επηρεασμένη απο την ψυχεδελική μουσική.
Η εναλλακτική/ανεξάρτητη Ο όρος «εναλλακτική» rock, ενώ σημαίνει μια γενική κατηγορία στην οποία εντάσσονται πολλά συ γκροτήματα που διαφέρουν από άποψη στυλ μουσικής και δραστηριοποιήθηκαν στη δεκαετία του 1980 και του 1990, κατά κανόνα είναι αμερικανικός όρος που αναφέρεται σε κάθε αριστερίζον συ γκρότημα με όχι ευρεία απήχηση. Την ίδια στιγμή, ο όρος «ανεξάρτητη» rock αναφέρεται κυρίως στα βρετανικά συγκροτήματα που ηχογραφούν σε συνεργασία με μικρότερες, ανεξάρτητες δισκογραφι κές εταιρείες, πράγμα που σημαίνει πως είναι συγκροτήματα με όχι ευρεία απήχηση. Η εναλλακτική rock περικλείει πολλά υπο-στυλ. Η κατάσταση περιπλέκεται περισσότερο αφού πολλά συγκροτήματα μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησαν την καριέρα τους ως «εναλλακτικά» μόνο και μό νο επειδή ήταν ελάχιστα γνωστά και συνεπώς δεν είχαν ευρεία απήχηση. Μόλις όμως γίνουν πιο επιτυχη μένα και αποκτήσουν ευρεία απήχηση, παύουν πλέον να είναι «εναλλακτικά» ακόμη κι αν δεν έχουν αλλά ξει στο παραμικρό τη μουσική τους. Συγκροτήματα με ευρεία απήχηση όπως οι Radiohead, οι U2 και οι INXS σε κάποια στιγμή της καριέρας τους χαρακτηρίστηκαν «εναλλακτικά». Μπερδευτήκατε; Επόμενο ήταν! Δεν πρέπει να βλέ πετε αυτή την κατηγορία των «εναλλακτικών» συγκροτημάτων τόσο Krist Novoselic, Nirvana αυστηρά καθορισμένη! Στις ΗΠΑ τα δύο πρώτα εναλλακτικά συγκροτήματα που εξα κολούθησαν να είναι σημαντικά ήταν οι REM και οι Husker Du. Και τα δύο εμφανίστηκαν στα μέσα της δε καετίας του 1980. Οι REM ξεκίνησαν ως κιθαριστικό pop συγκρότημα, που ενέπνευσε πολλά από τα επό μενα συγκροτήματα, και συνέχισαν μέχρι που έγιναν ένα από τα μεγαλύτερα και πιο πετυχημένα συγκρο τήματα στον πλανήτη. Η speed pop των Husker Du άσκησε ανάλογη επιρροή παρόλο που ως συγκρότη μα ποτέ δεν απέκτησαν ευρεία απήχηση.
Ο Tom Yorke των Radiohead. Έχοντας κερδίσει τους κριτικούς με άλμπουμ όπως το The Bends (1995) και το ΟΚ Computer (1997), οι Radiohead συνεχίζουν να εξελίσσονται με κάθε νέο δίσκο τους.
Μια πολύ ευρεία μουσική Στη δεκαετία του 1990, το εναλλακτικό συγκρότημα με την πιο μεγάλη επιρροή ήταν οι Nirvana, που ξεπήδησαν από την επονομαζόμενη grunge σκηνή που είχε την έδρα της στο Σιάτλ, με το άλ μπουμ Nevermind (1991), ρίχνοντας τα τείχη ανάμεσα στη hard rock και την εναλλακτική rock. Λόγω του ότι οι Nirvana ήταν επηρεασμένοι από τη μουσική μεθοδολογία των Pixies (δηλαδή εναλλαγές ήρεμων περασμάτων με αντίστοιχα δυνατά περάσματα όπως στην περίπτωση του «Smells Like Teen Spirit»), o κόσμος τους προτίμησε από τους Guns 'n' Roses, αφού παρέπεμπαν στη μελωδική hard rock χωρίς όμως τις μάτσο και μισογυνικές ανοησίες που παραδοσιακά συνοδεύουν πολλά συγκρο τήματα της hard rock. Η εναλλακτική μουσική σκηνή είναι τόσο πλατειά που περικλείει πειραματικά συγκροτήματα όπως οι Butthole Surfers από το Τέξας και οι Sonic Youth που εμφανίστηκαν από τη σκηνή New York Noise. Στο άλλο άκρο του φάσματος περικλείει συγκροτήματα με επιρροές από την παραδοσιακή rock, όπως οι Jane's Addiction και οι Smashing Pumpkins, με αρχηγό τον ήρωα της εναλλακτικής κιθάρας, Billy Corgan, ο οποίος φλερτάρει με μια θέση ανάμεσα στους καλύτερους με τη δουλειά του στο άλμπουμ Siamese Dream (1993). Οι Nine Inch Nails εξέλιξαν τη συντηρητική heavy metal στο νέο είδος της industrial metal, ενώ αναλόγως οι Danzig οδήγησαν τη metal μουσική σε νέα μουσικά χωράφια με το άλμπουμ Danzig II: How The Gods Kill(1992).
Το φεστιβάλ Lollapalooza O Perry Farrell, ο τραγουδιστής των Jane's Addiction, εμπνεύστηκε στη δεκαετία του 1990 το μετακινού μενο φεστιβάλ Lollapalooza, ένα περιοδεύον μουσικό τσίρκο που φιλοξενούσε πολλά από τα εναλλακτικά συγκροτήματα. Κυρίως όμως ήταν μια γιορτή της εναλλακτικής γε νιάς της δεκαετίας του 1990 με τα τατουάζ και τα «τρυπήματα» στο σώμα. Το τοπίο θόλω σε το 1996 όταν στο φεστιβάλ συμμετείχαν και οι Metallica, γεγονός που έδειξε για μία REM Husker Du ακόμα φορά πόσο πλατειά ήταν η «εναλλακτική» κατηγορία. Σίγουρα οι Metallica ξεκίνη Nirvana σαν ως ένα ευρύτερα εναλλακτικό συγκρότημα, μολονότι ανήκαν στο είδος της speed The Smiths metal, όμως πολλοί καθαρόαιμοι εναλλακτικοί θεωρούσαν τους Metallica ως δεινόσαυ ρους της heavy metal που δεν άλλαξαν ποτέ πραγματικά.
Το άλμπουμ Siamese Dream (1993) των Smashing Pumpkins ήταν ένα άλμπουμ rock μουσικής με μια ξεχωριστή υφή.
Ανεξάρτητα συγκροτήματα στη Η ανεξάρτητη rock σκηνή στη Βρετανία έχει πολλά κοινά σημεία με την εναλλακτική σκηνή των ΗΠΑ. Εμπνευσμένες από τη φιλοσοφία της punk rock που συνοψιζόταν στη φράση «φτιάξτο μόνος σου», εμφανίστηκαν πολλές ανεξάρτητες μικρές δισκογραφικές εταιρείες που πρόσφεραν μια αναζωογο νητική εναλλακτική πρόταση απέναντι σ' εκείνη των μεγάλων και δυσκίνητων δισκογραφικών εται ρειών που θεωρούνταν ανιαρές και διοικούνταν από κουστουμαρισμένους κυρίους. Από ειρωνεία της τύχης πολλές από αυτές τις ανεξάρτητες εταιρείες απορροφήθηκαν από πολυεθνικές. Παρόλο που στις ΗΠΑ η ανεξάρτητη ή indie rock στηρίζεται πιο πολύ στην pop παρά στην εναλλα κτική μουσική σκηνή, εμπερικλείει επίσης πολλά άλλα στυλ όπως τους shoegazers, με τους My Bloody Valentine να είναι οι ηγέτες αυτού του κινήματος, τη σκηνή του Madchester, που εκπροσωπείται από τους Happy Mondays, τη βρετανική pop, που εκπροσωπούν οι Blur και οι Oasis, και την goth rock, που εκπρο σωπείται από τους Sisters Of Mercy. Το συγκρότημα της indie rock με τη μεγαλύτερη διάρκεια και παραγωγικότητα είναι πιθανότατα οι Fall με αρχηγό τον Mark E. Smith. Παρά το γεγονός ότι άλλαζαν συνεχώς σύνθεση, ο μοναδικός ήχος των Fall -χάρη στα μφωνητικά του Smith που θυμίζουν απαγγελία με τη συνοδεία αιχμηρών και μερικές φο ρές κακόγουστων ήχων κιθάρας και κίμπορντς, (όπως στο Grotesque (After The Gramme) (1980)- έχει αλ λάξει ελάχιστα με την πάροδο του χρόνου. Το άλμπουμ των Smiths που κυκλοφόρησε το 1984 με τίτλο το όνομα τους καθόρισε την κιθαριστική βρετανική rock κατά τη δεκαετία του 1980. Όπως συ νέβη με τους REM στις ΗΠΑ, έτσι και οι Smiths επηρεάστηκαν από την κιθαριστι Dragnets The Fall κή pop της δεκαετίας του 1960 και από συγκροτήματα όπως οι Byrds, αλλά με τη Land Speed Record Husker Du Murmur REM μοναδική αγγλική ματιά με την οποία έβλεπε ο τραγουδιστής Morrissey τη ζωή. Nevermind Nirvana The Smiths The Smiths
Ο Morrissey ήταν ο εκφραστής μιας απογοητευμένης γενιάς μέσα από τον ζοφερό του ήχο και τους στίχους που σε προβλημάτιζαν.
To Shoegazing Αρχικά ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει τις στατικές επί σκηνής εμφανίσεις των συγκροτημάτων. Νόμιζες πως τα μέλη του συγκροτήματος στέκονταν σαν στήλη άλατος και κοίτα ζαν τα παπούτσια τους. Τα συγκροτήματα shoegazing έπαιζαν rock με αργό ή μέτριο ρυθμό, κατά κανόνα με κιθάρες με έντονα παραμορφωμένο ήχο ή αντηχήσεις που συνοδεύονταν από ονειρε μένα, μελωδικά και αιθέρια φωνητικά. Τα συγκροτήματα shoegazing, επηρεασμένα από τη χρήση παραμορφωμένων κιθάρων από τους Jesus & Mary Chain και τον απόκοσμο ήχο των Cocteau Twins, ήταν ένα κατ' εξοχή βρετανικό κίνημα, με πιο αντιπροσωπευτικό εκπρόσωπο τους το συγκρότημα My Bloody Valentine. Οι My Bloody Valentine ακολούθησαν μια μακρά και περιπετειώδη πορεία από το πρώτο τους άλ μπουμ, This Is Your Bloody Valentine, που κυκλοφόρησε το 1985, μέχρι το αριστουργηματικό άλμπουμ Loveless, το 1991. Ξεκίνησαν ως συγκρότημα της goth μουσικής αλλά η αλλαγή στον ήχο τους προέκυψε με την προσθήκη του τραγουδιστή Bilinda Butcher και την ανάπτυξη του ήχου από την κιθάρα του Kevin Shields, του αρχηγού του συγκροτήματος. Αφού κλείστηκαν για δύο χρόνια στο στούντιο ηχογραφήσεων για να βελτιώσουν περαιτέρω τον ήχο τους, και αφού ξόδεψαν 310.000 δολάρια και οδήγησαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας τη δισκο γραφική εταιρεία με την οποία συνεργάζονταν, την Creation, η ιδιαίτερη σημασία που έδινε το συγκρό τημα στη λεπτομέρεια του ήχου επιβεβαιώνεται από Andy Bell, Ride την αναφορά των ονομάτων δεκαοχτώ συντελεστών (μεταξύ των οποίων και τα ονόματα δύο μελών του συγκροτήματος) στο εξώφυλλο του δίσκου. Το άλ μπουμ Loveless, βασισμένο στους υποβλητικούς ήχους κιθάρας του Shields και στο αισθησιακό παιχνίδι σμα ανάμεσα στα φωνητικά των Shields και Butcher, δίνει το στίγμα του ήχου των shoegazing συγκροτη μάτων.
Οι My Bloody Valentine εισήγαγαν πρώτοι τον αιθέριο ήχο που τελικά έδωσε το στίγμα της shoegazing μουσικής σκηνής.
Ένα κίνημα που αποκτά οπαδούς Τόση ήταν η επιρροή που άσκησαν οι My Bloody Valentine στο στυλ του shoegazing, ώστε μερικά συγκροτήματα που εμπνεύστηκαν από το άλμπουμ Loveless κατηγορήθηκαν ότι μιμήθηκαν τυφλά το στυλ αυτό. Οι Curve ειδικότερα υπέφεραν από τέτοιες αρνητικές κριτικές, παρόλο που το άλ μπουμ Doppelganger (1992) τους βοήθησε να καταλάβουν τη δική τους θέση στο μουσικό τοπίο του shoegazing. Οι Verve εμφανίστηκαν από το συννεφιασμένο Γουίγκαν με μια ψυχεδελική πινε λιά στον ήχο του shoegazing, όπως φαίνεται στο άλμπουμ A Storm In Heaven (1993).
Απομόνωση Λόγω του ότι ήταν ένα μάλλον εσωστρεφές και κλειστό κίνημα, μερικά από τα shoegazing συγκροτήματα όπως οι Ride, οι Chapterhouse, οι Curve, οι Slowdive και οι Lush πάσχισαν για να εξελίξουν τον ήχο τους. Κάποια άλλα κατάφεραν να εξελιχθούν και να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο ακροατήριο. Η επιρροή του shoegazing μπορεί να γίνει αντιληπτή στο άλμπουμ Leisure (1991) των Blur, αλλά η κυκλοφορία του Parklife (1994) καθιερώθηκαν ως πρόδρομοι της βρετανικής pop. Οι Verve πλησίασαν το ευρύτερο κοινό με το single «Bitter Sweet Symphony» που σημείωσε πολύ με γάλη επιτυχία και προερχόταν από το άλμπουμ Urban Hymns (1997). Ομοίως το άλμπουμ Everything's Alright Forever (1992) των Boo Radleys αποκαλύπτει πόσα οφείλει στον ήχο του shoegazing, όμως με την κυκλοφο ρία του άλμπουμ Wake Up! (1995) είχαν γίνει σαφέστατα ένα συγκρότημα της pop. Οι περιβόητες στατικές ζωντανές εμφανίσεις των συγκροτημάτων shoegazing δεν ενθουσίαζαν, ενώ ελάχιστα μπόρεσαν να στραφούν προς νέες διευθύνσεις. Ακόμα My Bloody Valentine και ο Kevin Shields δυσκολεύτηκε να δώσει συνέχεια στο άλμπουμ Loveless και οι My Curve Bloody Valentine δεν είχαν καταφέρει να ηχογραφήσουν ένα αντάξιο επόμενο άλμπουμ The Verve όταν ο Shields εντάχθηκε στους Primal Scream ως κιθαρίστας σε ημιμόνιμη βάση στα Ride Chapterhouse τέλη της δεκαετίας του 1990. Η επιρροή του shoegazing μπορεί να φανεί στην trip hop.
Η Toni Halliday, της οποίας η έντονα ερωτική φωνή συνέβαλε στον ονειρεμένο και πολυεπίπεδο Η Halliday «δάνεισε» τη φωνή της στο άλμπουμ Leftism που ηχογράφησαν οι Leftfield το 1995.
ήχο των Curve.
Η αμερικανική underground & garage Η garage rock, που οφείλει το όνομα της στους χώρους πρόβας που είχαν στη διάθεση τους οι πρώτοι καλλιτέχνες, έκανε τα πρώτα της βήματα στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στις ΗΠΑ. Οι κι θάρες με τον δυνατό και θαμπό ήχο δεν ήταν σε θέση να καλύψουν τις εμφανείς επιρροές από μέ ντορες της βρετανικής pop όπως οι Beatles, οι Rolling Stones και οι Who. Μετέπειτα συγκροτήμα τα της acid rock, όπως οι Electric Prunes, ενσωμάτωσαν στον ήχο τους επιρροές από την προοδευ τική και την ψυχεδελική rock. Ως επί το πλείστον όμως το πρώτο κύμα των συγκροτημάτων garage rock ήταν γραφτό να έχει μια βραχύβια cult απήχηση, ενώ μετά το περίμενε η αφάνεια. Η garage rock έγινε πιο σκληρή και πιο θορυ βώδης και εξελίχθηκε σε κάτι περισσότερο πολιτικοποιημένο στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ανάμε σα στα πρώτα σημάδια που έδειχναν ότι κάτι συνέβαινε ήταν το άλμπουμ Nuggets, Vol 1: The Hits που έφτιαξε ο μελλοντικός κιθαρίστας της Patti Smith, o Lenny Kaye. To συγκεκριμένο διπλό άλμπουμ ήταν μια θρυλική συλλογή που είχε σχηματιστεί παίρνοντας επιλεκτικά τραγούδια των Chocolate Watch Band, των Electric Prunes, των Blue Cheer, των Seeds και των Nazz του Todd Rundgren, ενώ ο Lenny Kaye έφτασε στο σημείο να τα χαρακτηρίσει «punk rock» για πρώτη φορά στο σημειωματάριο του.
Η πρόζα και η punk rock Μέχρι το 1975, ο Kaye είχε αρχίσει να συνοδεύει μουσικά τις απαγγελίες ποιημάτων της Patti Smith. To άλμπουμ-σταθμός της Patti Smith με τίτλο Horses (1 975) είχε «παντρέψει» με επιτυχία την περιπετειώδη πρόζα της με ένα ήχο proto-garage rock με αποτέλεσμα να το αναδείξει σε ένα από τα άλμπουμ με τη μεγαλύτερη επιρροή στην ανάπτυξη της punk rock. Ένα single που είχαν στα σκαριά οι Misfits με θέμα τη δολοφονία του John F. Kennedy τους έκανε τόσο γνωστούς που οι δισκογραφικές εταιρείες φοβούνταν να το κυκλοφορή σουν. Τελικά κάποια άλμπουμ όπως το Walk Among Us (1982) εξασφάλισαν θέση στους punk του Νιου Τζέρσεϊ στο βιβλίο με την ιστορία της underground rock. Στο μεταξύ στις ΗΠΑ ευημερούσε η εναλλακτική rock. To συγκρότημα Black Flag από τις δυτικές ακτές των ΗΠΑ είχε παίξει το ρόλο του, παρόλο που μέχριτο 1986 ο κιθαρίστας Greg Ginn είχε διαλύσει το συγκρό τημα και η δισκογραφική εταιρεία του, η SST, είχε αρχίσει να γνωρίζει στον κόσμο τους Meat Puppets, τους Sonic Youth, τους Husker Du, τους Soundgarden, τους Screaming Trees, τους Minutemen και τους Firehose με αποτέλεσμα να αναδειχθεί σε μια από τις πιο σημαντικές δισκογραφικές εταιρείες της εποχής. Η SST ξεχώρισε από τις υπόλοιπες ηχογραφώντας το άλμπουμ I August Ι, του συγκροτήματος Bad Brains από την περιοχή της Ουάσινγκτον και τη sludge rock μουσική των St Vitus που ήταν επηρεασμένοι από τους Black Sabbath. Η βασίλισσα της underground μουσικής, η Patti Smith, η οποία περιέγραψε τον μοναδικό ήχο της με τη φράση: «rock με τρεις συγχορδίες που έχει τη δύναμη του λόγου».
Ιδιόμορφος Οι Butthole Surfers και οι Big Black έδωσαν το στίγμα του ιδιόμορφου εκλεκτικισμού της αμερικα νικής underground μουσικής που μετάλλαξε τη hard και την punk rock με παρεμβολές στοιχείων ψυχεδέλειας, art rock, folk, ακόμα και country μουσικής. Και τα δύο αυτά συγκροτήματα σχηματί στηκαν το 1982 και είχαν αμφότερα ηγέτη κάποιον προικισμένο και ασυμβίβαστα θαρραλέο καλ λιτέχνη όπως ο Gibby Haynes και ο Steve Albini, δημιουργώντας μουσική που ήταν δυνατή, κυνι κή, τρελή και συχνά διασκεδαστική με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Ο απρόβλεπτος Haynes, ειδικότερα, στήριξε την καριέρα του στην πολύ κακή συμπεριφορά του, παρόλο που συνέχισαν να τον συγχωρούν όσο παρήγαγε δίσκους τόσο εντυπωσιακούς όσο το άλμπουμ Locust Abortion Technician (1987). Οι Big Black, που διαλύθηκαν στο ζενίθ της καριέρας τους, έζησαν μόλις πέντε χρόνια. Ο Albini έγινε παραγωγός (ή, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που προτιμάει ο ίδιος, «μη χανικός ηχογραφήσεων») που διακρίθηκε μέσω της δουλειάς του με τους Nirvana, τους Pixies, ακόμα και τους δικούς του ήρωες, τους Cheap Trick. Σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές τους τους REM, συγκροτήματα που είχαν την έδρα τους στη Μινεάπολη, όπως οι Husker Du και οι Replacements, δεν κατάφεραν ποτέ να αποκτήσουν ιδιαίτερα ευρεία απήχηση. Ωστόσο, οι δεξιότητες του κιθαρίστα Bob Mould και του ντράμερ Grant Hart στη δημιουργία τραγουδιών παραμένουν ανάμεσα στις πιο σημαντικές στο χώρο της αμερικανικής underground μουσι κής. Όπως οι Sonic Youth, έτσι και οι Husker Du στράφηκαν προς μια σημαντική δισκογραφική εταιρεία καθώς οδεύαμε προς τη λήξη της δεκαετίας του 1980, αλλά το συγκρότημα τους διαλύθηκε τον Ιανουά ριο του 1988 όταν πλέον δεν κατέληγε πουθενά η παλιά αντιπαλότητα ανάμεσα στον Mould και τον Hart. Στο μεταξύ οι Replacements, που είχαν σχηματιστεί το 1979, έπαιζαν μερικά από τα πλέον θορυβώδη και χαοτικά τραγούδια της επόμε Patti Smith Group νης δεκαετίας, ενώ μερικές φορές δεν ήταν σε θέση να ολοκληρώσουν την παρά Dinosaur Jr. Husker Du σταση τους επειδή ήταν μεθυσμένοι ή κάτι χειρότερο. Η απροθυμία τους για την Sonic Youth παραγωγή εμπορικών βίντεο-κλιπ επιτάχυνε το τέλος των Replacements, παρόλο Jon Spencer Blues Explosion που ο τραγουδιστής / δημιουργός Paul Westerberg διέγραψε μια προσωπική cult καριέρα και ο πρώην μπασίστας Tommy Stinson έκανε περιοδεία με τους Guns «n» Roses.
Οι Sonic Youth ξεπήδησαν από τη «no-wave» σκηνή της Νέας Υόρκης με έναν πολύ δυνατό ήχο, αναμιγνύοντας εμπνευσμένες μελωδίες και δυνατές κιθαριστικές ενορχηστρώσεις.
Οι
συνεχίζονται
Οι Sonic Youth τουλάχιστον είχαν φροντίσει ώστε το συμβόλαιο τους να τους εξασφαλίζει συνολι κό δημιουργικό έλεγχο όταν υπέγραψαν με την εταιρεία Geffen Records, θυγατρική της DGC, γεγο νός που τους έδινε την πραγματική ελπίδα ότι ο ανεξάρτητος καλλιτέχνης θα μπορούσε να συνερ γαστεί στενά με το τμήμα διανομής και μάρκετιν της εταιρείας. Ωστόσο, έκτοτε, οι δυο κατευθυ ντήριες δυνάμεις, ο κιθαρίστας Thurston Moore και η μπασίστρια Kim Gordon, απέκτησαν ανεξάρ τητη αξιοπιστία μέσω της δικής τους δισκογραφικής εταιρείας, της SYR Records. Οι Pussy Galore, όπως και πολλά άλλα συγκροτήματα της garage rock, μαστίζονταν από προβλή ματα εξαιτίας της χρήσης ουσιών. Το τετραμελές συγκρότημα από την περιοχή της Ουάσινγκτον που δεν διέθετε μπασϊστα, και το οποίο πήρε το όνομα του από μια ηρωίδα σε ταινία του James Bond, δημιούργη σε ένα μηδενιστικό μέτωπο ήχου που τον εμπνεύστηκε από τους New York Dolls και τους Velvet Underground. Όταν το συγκρότημα τους διαλύθηκε το 1990, ο αρχηγός τους, ο Joe Spencer, υιοθέτησε το αινιγματικό όνομα Blues Explosion (γνωστό και ως JSBX) για το νέο του συγκρότημα, ενώ ο κιθαρίστας Neil Haggerty σχημάτισε το εξίσου προκλητικό συγκρότημα των Royal Trux με την τραγουδίστρια Jennifer Herrema. Κάποτε είπαν ότι οι Royal Trux ακούγονται «σαν δύο απελπισμένοι ναρκομανείς κλει σμένοι σε ένα φτηνό στούντιο όπου δημιουργούν απαίσιους ήχους που μοιάζουν με στριγκλιές από ξεκούρδιστες κιθάρες, ασυντόνιστα ντραμς και άτονα βογκητά αντί για φωνητικά». Συνεπώς δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός που οι JSBX τα κατάφεραν καλύτερα από τα άλλα δύο συγκροτήματα. Το γεμάτο ενέργεια μίγμα από punk, funk, rockabilly και soul των Jon Spencer Blues Explosion δεν περνούσε απαρατήρητο, ενώ η υποστήριξη από τον Steve Albini επικύρωσε ακόμα περισσότερο τα προ σόντα αυτού του συγκροτήματος. Σήμερα που έχουν στο ενεργητικό τους οχτώ άλμπουμ και το τε λευταίο, το Plastic Fang (2002), συγκέντρωσε ευνοϊκές κριτικές, η μελλοντική επιτυχία του συγκροτή ματος αυτού είναι εξασφαλισμένη. Ο Albini συνεργάστηκε και με το συγκρότημα art rock από την Καλιφόρ νια, τους Neurosis, ένα ακόμα συγκρότημα που βοήθησε να πέσουν οι διαχωρι «Last Caress» Patti Smith Group στικές γραμμές της underground rock μέσα από τους πολύ φορτισμένους από «Freak Scene» Dinosaur Jr. industrial metal ήχους και τις ενορχηστρώσεις που είναι επηρεασμένες από την «Teenage Riot» Sonic Youth προοδευτική rock. Η επιτυχία των Tool και των A Perfect Circle βοήθησε σίγου ρα να καταρριφθούν τα εμπόδια από αυτή την άποψη, παρόλο που απ' όσο δεί χνουν τα πράγματα δεν υπάρχει πλέον ούτε ιερό ούτε όσιο.
Ο Jon Spencer, ο χαρισματικός αρχηγός των Jon Spencer Blues Explosion (ή JSBX). To συγκρότημα τους παίζει ένα τρελό μίγμα από μουσικά στυλ συνδυάζοντας την punk rock με ήχους blues.
Μια
της garage rock
Τα τελευταία χρόνια η garage rock γνώρισε μια αναβίωση, μέσα ένα νέο κύμα καλλιτεχνών που συχνά ήταν παντελώς άγνωστοι και προέρχονταν από κάθε γωνιά του πλανήτη. Ανάμεσα τους ήταν οι Hives από τη Σουηδία, το πενταμελές συγκρότημα των Strokes από τη Νέα Υόρκη και το ντουέτο White Stripes που είχε την έδρα του στο Ντιτρόιτ. Όλα αυτά τα συγκροτήματα μετάγγισαν την αίσθηση του επείγοντος και της μόδας σε ένα είδος μουσικής που κινδύνευε να θεωρηθεί ξοφλημένο. Το έγκυρο μουσικό περιοδικό Rolling Stone δεν δίστασε καθόλου να βάλει στο εξώφυλλο του τον Jack και την Meg White, τα μέλη των White Stripes, προβάλλοντας το μινιμαλιστικό αυτό ντουέτο ως «την επόμενη μεγάλη έκπληξη». Ανάμεσα στα συγκροτήματα που ακολουθούν κατά πόδας αυτή την ελίτ είναι οι Vines, ένα αυστρα λέζικο συγκρότημα του οποίου το πρώτο άλμπουμ, το Highly Evolved, τον Αύγουστο του 2002 κατέλαβε την 11 η θέση στον κατάλογο Billboard 200, αλλά και οι Von Bondies από το Ντιτρόιτ, οι Datsuns και οι D4 από τη Νέα Ζηλανδία, οι BellRays από τη Βρετανία και οι Flaming Sideburns από τη Φιλανδία.
Bug Dinosaur Jr. Confusion Is Sex Sonic Youth New Day Rising Husker Du Now I Got Worry Jon Spencer Blues Explosion Walk Among Us Patti Smith Group
(Δεξιά) Οι Vines εμφανίστηκαν ξαφνικά στη μουσική σκηνή με το πρώτο τους άλμπουμ Highly Evolved (2002). Το άλμπουμ White Blood CeDs (2001) των White Stripes.
Η προοδευτική Το τριμελές καναδέζικο συγκρότημα των Rush δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το πόσο σημαντικό ήταν όταν τον Σεπτέμβριο του 1975 κυκλοφόρησε το άλμπουμ Caress Of Steel. Εφτά μόλις μήνες μετά το δεύτερο άλμπουμ του συγκροτήματος, το Fly By Night, ακολούθησε ένα δημιουργικό κύμα που για πολλούς οπαδούς θα κορυφωνόταν με την επόμενη ηχογράφηση τους, το άλμπουμ-σταθμό, το 2 7 72, που ηχογραφήθηκε το 1976. Παρόλο που είναι φανερό ότι έχουν εμπνευστεί από τους Led Zeppelin και τους Cream, το άλμπουμ Caress Of Steel γνώρισε στον κόσμο τα «The Necromancer» και «The Fountain Of Lamneth» -διαρκείας δωδεκάμισι και είκοσι λεπτών αντίστοιχα- δύο επικά τραγούδια που είχαν εμποτιστεί με ένα περιπετειώ δες νέο πνεύμα και έφεραν τη σφραγίδα των επιστημονικής φαντασίας στίχων που είχε γράψει ο ντράμερ Neal Peart. Τότε όπως και σήμερα οι κριτικοί χαρακτήρισαν τις προσπάθειες του τριμελούς συγκροτήματος ως εξεζητημένες και υπερεκτιμημένες, αλλά οι οπαδοί δεν έδωσαν καμία σημασία. Οι Rush, στην πορεία της τριαντάχρονης καριέρας τους που ακόμα δεν έχει κλείσει κυκλοφόρη Mike Portnoy, Dream Theater σαν και περισσότερο κατασταλαγμένα άλμπουμ σε σχέση με το Caress Of Steel, παρόλο που το συγκεκριμένο άλμπουμ έπαιξε αναμφίβολα ρό λο εφαλτηρίου για τις προσπάθειες τους, αλλά και χρησίμευσε ως εφαλτήριο ενός υποείδους που σήμερα είναι γνωστό ως προοδευτική metal μουσική.
Διάδοχοι για το θρόνο των Rush Στη δεκαετία του 1980, και ενώ οι Rush ήταν απασχολημένοι με τη διερεύνηση των συνθεσάιζερ, εμφανί στηκαν συγκροτήματα όπως οι Watchtower και οι Fate»s Warning, όμως τα περισσότερα δεν πετύχαιναν εξαιτίας των χωρίς λόγο τσιριχτών φωνών των τραγουδιστών τους και των εξεζητημένων ενορχηστρώσεων. Ωστόσο, οι Queensryche και οι King's Χ εμφανίστηκαν τελικά ως οι άξιοι διάδοχοι για το θρόνο των Rush, ενώ σε πολύ μικρή απόσταση καιροφυλακτούσαν οι Savatage.
Οι Rush είναι το μεγαλύτερο rock συγκρότημα του Καναδά και έχουν διατηρήσει ένα πολυπληθές ακροατήριο σε όλη τη μακρόχρονη σταδιοδρομία τους, παρά τις συχνές επιθέσεις από τους κριτικούς.
πρόοδος To 1988, οι Queensryche κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Operation: Mindcrime. Προσφέροντας δύνα μη στο στυλ των Iron Maiden και εκπληκτικές μελωδίες, το πενταμελές αυτό συγκρότημα από το Σιάτλ χαρακτηρίστηκε ως το συγκρότημα hard rock μουσικής που απευθύνεται στα σκεπτόμενα άτομα. Το συγκεκριμένο άλμπουμ είχε επιτυχία ανάλογη του άλμπουμ 2/12 των Rush χάρη στις πλούσιες ενορχηστρώσεις του Michael Kamen. Παρόλα αυτά το αριστούργημα των Queensryche σωστά θεωρείται μια πολύ σημαντική στιγμή από μόνο του. To Operation: Mindcrime παρέμεινε στους αμερικανικούς Κατα λόγους Επιτυχιών επί ένα χρόνο, πούλησε πάνω από ένα εκατομμύριο αντίτυπα, αν και ακόμα και αυτά τα νούμερα χάθηκαν με το άλμπουμ Empire (1990), που περιείχε την αλησμόνητη επιτυχία «Silent Lucidity». Η αποχώρηση του κιθαρίστα Chris DeGarmo επιτάχυνε τη διαδικασία διάλυσης των Queensryche. Η κατάσταση έφτασε στο ναδίρ της με το ανιαρό άλμπουμ Q2Κ του 1999, χρονιά κατά την οποία το συ γκρότημα απέκτησε ένα σοβαρό αντίπαλο. Αν και το αρχικό τους όνομα ήταν Majesty, η αρχική εκδοχή των Dream Theatre είχε δείξει τις δυνατότητες της με το πρώτο τους άλμπουμ, το When Dream And Day Unite (1989). Η αντικατάσταση του αρχηγού Charlie Dominici με τον γεροδεμένο Καναδό James LaBrie βοήθησε το πενταμελές συγκρότημα να εξασφαλίσει μεγάλη προβολή μέσω του MTV χάρη στο υπέροχο δεύτερο άλμπουμ τους, το Images And Words (1992), ύστερα από το οποίο δεν κοίταξαν ποτέ πίσω τους. Η επιμονή του συγκροτήματος να χρησιμοποιεί μακροσκελή solo από ντραμς, κίμπορντς, κιθάρα και μπάσο εξόργισε τους κριτικούς, αλλά έκανε πιο πιστούς Rush τους οπαδούς του συγκροτήματος. Από άποψη δημιουργική οι Dream Theatre έφτασαν Queensryche στο ζενίθ τους το 1999 με το άλμπουμ Metropolis Pr2: Scenes From A Memory, ένα φιλόδο Dream Theatre Opeth ξο άλμπουμ που το συγκρότημα είχε στήσει πάνω στην ιδέα του Dark Side Of The Moon και King's X του The Wall των Pink Floyd, του The Lamb Lies Down On Broadway των Genesis, ακόμα και του OK Computer των Radiohead. Σήμερα τα περισσότερα καλά συγκροτήματα προοδευτικής metal μουσικής προέρχονται από τη Σκανδιναβία, συγκροτήματα-σταθμοί όπως οι Opeth, οι Meshuggah, και οι Therion που αποδεικνύουν ότι λίγη σοβαρή σκέψη είναι το μόνο που χρειάζεται για να γεννηθούν καινούργιες ιδέες πατώντας στο παρελθόν.
Τα μακροσκελή solo από ντραμς, με το στυλ του John Bonham των Led Zeppelin, έχουν βρει απήχηση στην προοδευτική metal μουσική.
Black Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η thrash metal έπαψε να υπάρχει. Οι Metallica και οι Slayer βρίσκονταν στο δρόμο της αποδοχής τους από το ευρύτερο κοινό και όλα έδειχναν ότι η heavy metal κινδύνευε να χάσει όχι μόνο τον εξτρεμισμό πάνω στον οποίο θεμελιώθηκε, αλλά και το πλεονέκτημα να σοκάρει. Όμως αυτές οι υποθέσεις αποδείχτηκαν τελείως αβάσιμες. Στις ΗΠΑ η death metal είχε ήδη ανεβάσει τον πήχη, αλλά μια ακόμα πιο βίαιη γενιά μουσικών της metal υπέβοσκε στη Νορβηγία. Έχοντας εμπνευστεί από τα σατανικά κείμενα του Aleister Crowley και τον πρωτοποριακό ήχο... του κακού από το βρετανικό τριμελές συγκρότημα των Venom, των οποίων το άλ μπουμ Black Metal (1982) έδωσε το όνομα σε αυτό το νέο στυλ μουσικής, συγκροτήματα σαν τους May hem, τους Burzum και τους Emperor έγιναν σύντομα περιβόητα σε παγκόσμια κλίμακα.
Σατανικά εγκλήματα Ο ζοφερός και παγερός εξτρεμισμός της black metal προκάλεσε γρήγορα αρνητική δημοσιότητα μέσω μιας σειράς από παρανοϊκές, εγκληματικές ενέργειες. Τα χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών της κρύβο νταν με «μακιγιάζ σώματος», ένα νεκρικό λευκό μακιγιάζ προσώπου, ενώ η ταυτότητα τους κρυβόταν ακόμα περισσότερο από ανατριχιαστικά ψευδώνυμα όπως Count Grishnackh, Euronymous και Dead. Αυ τή η ανωνυμία τους έδινε τη δυνατότητα να ενερ γούν σύμφωνα με διάφορες «φιλοσοφίες», μεταξύ των οποίων ήταν ο σατανισμός, ο παγανισμός και ο εθνικισμός. Παρόλο που η αντιπαλότητα ανάμεσα στους πρώτους εκπροσώπους ήταν λυσσαλέα, τελικά δη Count Grishnackh των Burzum αφού είχε μιουργήθηκε ένας «εσωτερικός κύκλος» από δέκα δολοφονήσει τον Euronymous των Mayhem άτομα. Όλοι μαζί έδωσαν όρκο να απαλλάξουν τη Νορβηγία από το Χριστιανισμό, να πυρπολήσουν νύ χτα τις ξύλινες χριστιανικές εκκλησίες και στη συνέχεια να καυχηθούν για τη σατανική επιρροή τους. Τελι κά, πολλοί από την ομάδα πέθαναν -μερικοί δολοφονημένοι από κάποιο άλλο μέλος της συνωμοτικής ομάδας- ενώ άλλοι κατέληξαν στη φυλακή για φόνο, εμπρησμό ή βεβήλωση τάφου.
Η τάση των Venom να χρησιμοποιούν ακραία εφφέ με τη φωτιά επί σκηνής μείωσε τις εναλλακτικές επιλογές όσον αφορά το χώρο πραγματοποίησης των συναυλιών τους.
Δολοφονίες και Το ανατριχιαστικό της υπόθεσης είναι ότι κανένας από τους συλληφθέντες δεν εξέφρασε μεταμέ λεια για τις πράξεις του. Και πραγματικά, ο αρχηγός του συγκροτήματος των Mayhem, o Euronymous -που το 1993 δολοφονήθηκε με μαχαίρι από τον πρώην φίλο του, Count Grishnackh, του συ γκροτήματος Burzum- δήλωσε κάποτε: «Δεν θέλω να βλέπω τον κόσμο να με σέβεται. Θέλω να με μισούν και να με φοβούνται». Ο Grishnackh (το πραγματικό του όνομα ήταν Verg Vikernes) ενδέχε ται να αφεθεί ελεύθερος τον Οκτώβριο του 2006, παρόλο που αύξησε τον αριθμό των «κατορθω μάτων» των Burzum μετά τη φυλάκιση του. Από όλα τα συγκροτήματα της black metal, οι Emperor έγιναν το πιο δημοφιλές και αυτό που άσκη σε τη μεγαλύτερη επιρροή. Αφού σταμάτησαν τα μέλη του να βάφουν τα σώματα τους και αφού βελτίω σαν τον ήχο τους με το άλμπουμ Anthems To The Welkin At Dusk (1997), το τετραμελές αυτό συγκρότημα έδειξε ότι ετοιμαζόταν να κάνει μεγάλα πράγματα. Λίγο αργότερα ανακοίνωσαν ότι θα σταματούσαν τις περιοδείες και τελικά διαλύθηκαν το 2001. Η black metal διαιρέθηκε σταδιακά σε πολλά παρακλάδια. Νεοεμφανισθέντα συγκροτήματα όπως οι Dimmu Borgir επέλεξαν να προσθέσουν κίμπορντς και να εμπλουτίσουν τις ενορχηστρώσεις τους. Όμως, ενώ πολλοί από τους αρχικούς στόχους της μουσικής αυτής σκηνής ευτυχώς ξεχάστηκαν, η δημο τικότητα της συνεχίζει να ανεβαίνει. Στα τέλη του 2002 το ντουέτο Satyricon από τη Νορβηγία και η Capitol Records κυ κλοφόρησαν την πρώτη δουλειά συγκροτήματος black metal μέσω μεγάλης δισκογραφι κής εταιρείας, το άλμπουμ Volcano, ενώ στη Βρετανία η εταιρεία Sony μπήκε στην αγορά Emperor υπογράφοντας συμβόλαιο με τους Cradle Of Filth. Με το άλμπουμ Damnation And A Day Burzum αυτό το... βαμπιρικό rock συγκρότημα από το Σάφολκ, που διαθέτει ένα εντελώς προσω Venom πικό στυλ, αισιοδοξεί ότι θα επιτύχει πωλήσεις της τάξης των πεντακοσίων χιλιάδων αντι Mayhem τύπων.
Grunge Με στίχους που γράφτηκαν μερικά μόλις λεπτά πριν από την ηχογράφηση και με την πιο φτηνή πα ραγωγή που μπορεί να υπάρξει, το πρώτο άλμπουμ των Nirvana, το Bleach, του 1989, δεν ακουγόταν ως η δουλειά ενός συγκροτήματος ικανού να ανακατέψει τα καλοχτενισμένα μαλλιά του MTV με rock... σπρέι μαλλιών. Το ίδιο και οι αρχικές πωλήσεις του που έφτασαν γύρω στις 15.000 αντίτυπα. Όμως αυτό ακριβώς έβαλε στόχο του να επιτύχει το τριμελές συγκρότημα από το Αμπερντίν της αμε ρικανικής Πολιτείας Ουάσινγκτον. Με μοναδικά όπλα την απλότητα των τραγουδιών του κιθαρίστα / δημιουργού τραγουδιών, Kurt Cobain, και με μια φρέσκια και ανατρεπτική άποψη για το πώς θα έπρεπε να φτιάχνονται τα τραγούδια, οι Nirvana συνέχισαν για να φέρουν την επανάσταση στη rock μουσική όπως την γνωρίζαμε στη δεκαετία του 1990 και μετά. Τόσος ήταν ο αντίκτυπος του ιδιαίτερα ελκυστικού και πρωτοποριακού single «Smells Like Teen Spirit» των Nirvana, ώστε ελάχιστη σημασία είχε αν το ρεφρέν του τραγουδιού το είχαν «δανειστεί» από το «More Than A Feeling» των Boston, ενός συγκροτήματος που ανήκε στο χώρο της μελωδικής rock μου σικής. Βλέποντας τα πράγματα από κάποια χρονική απόσταση, οι Nirvana έκαναν ελάχιστα από όσα οι Pixies είχαν ήδη επιχειρήσει στη διάρκεια της cult καριέρας τους που απέφερε τέσσερα άλμπουμ, παρόλο που το άλμπουμ που κυκλοφόρησαν οι Nirvana το 1991, το Nevermind, έγινε δεκτό με όλα τα φώτα της δημοσιότητας στραμμένα πάω του. Πράγματι, το φαινόμενο της grunge μουσικής τελικά φάνηκε ότι έπα σχε από πολλά από τα νοσήματα που φαινόταν ότι θα θεράπευε.
Οι αστέρες από το Σιάτλ Κάποιοι μιμητές τρίτης διαλογής βγήκαν σύντομα στο προσκήνιο, παρόλο που κανένας δεν αμφισβήτησε τα προσόντα των υπόλοιπων πρωτοπό ρων συγκροτημάτων από το Σιάτλ, όπως οι Soundgarden, οι Pearl Jam, οι Alice In Chains και οι Mudhoney. To ίδιο όμως δεν θα μπορούσαμε να πού Butch Vig, παραγωγός με για τους Stone Temple Pilots, οι οποίοι παρόλο που σημείωσαν σπου του άλμπουμ Nevermind δαία πορεία, αφού το πρώτο τους άλμπουμ, το Core (1992), πούλησε τρία εκατομμύρια ανι ί tuna, χαρακτηρίστηκαν αντιγραφείς. Επομένως είναι παράξενο που μαζί με τους Pearl Jam, οι Stone Temple Pilots ήταν ανάμεσα στα ελάχιστα συγκροτήματα grunge μουσικής που άντεξαν πραγματικά στο χρόνο. Όμως η τύχη φρόντισε να εμφανιστεί στο προσκήνιο ένα από τα μακροβιότερα και πιο ταλαντού χα συγκροιήμαια ιου Σιάτλ, οι Screaming Trees (ο τραγουδιστής τους Mark Lanegan σήμερα είναι μέλος των Queens Of The Stone Age). Ο Dave Grohl, o Krist Novoselic, και ο Kurt Cobain (από αριστερά προς τα δεξιά) των Nirvana, του συγκροτήματος που όχι μόνο δημιούργησε, αλλά και καθόρισε το κίνημα της grunge μουσικής.
Ένα νέο, εντελώς απογυμνωμένο Η πίεση που ασκούσε η ιδιότητα του σταρ ήταν κάτι πέρα από τις δυνάμεις του Cobain που ένιωθε σαν άστεγο παιδί και γινόταν όλο και περισσότερο αυτοκαταστροφικός. Ο τραγουδιστής επιχεί ρησε πολλές φορές να αυτοκτονήσει και πολλές φορές έκανε υπερβολική χρήση ηρωίνης. Το 1993, μετά από μια ακόμα υπερβολική δόση, δεν κατάφερε να ολοκληρώσει ένα πρόγραμμα απο τοξίνωσης και οδηγήθηκε στο χαμό. Πολλές θεωρίες συνωμοσίας λένε το αντίθετο, αλλά το σίγουρο είναι ότι ο Kurt Cobain αυτοπυροβολήθηκε στις 5 Απριλίου 1994, αφήνοντας πίσω τη σύζυγο του, Courtney Love, μέλος των Hole, και την κόρη του, Frances Bean. 0 γάμος της Love και η μετέπειτα τραγωδία επισκίασαν τα μουσικά επιτεύγματα της με τους Hole, των οποίων το άλμπουμ-σταθμός Live Through This (1993) εισέπραξε πολύ καλές κριτικές. Η δημοτικότητα των Pearl Jam μειώθηκε ελάχιστα. Στο μεταξύ τα ναρκωτικά έβαλαν τέρμα και στη ζωή του τραγουδιστή Layne Staley και στην καριέρα του συγκροτήματόςτου,των Alice In Chains. 0 Staley πέ θανε από υπερβολική δόση ηρωίνης οχτώ χρόνια αφότου αυτοκτόνησε ο Kurt Cobain. Ο αρχηγός των Soundgarden, Chris Cornell, είναι σήμερα μέλος των Audioslave, στους οποίους συμμετέχουν και τρία μέλη των Rage Against The Machine. To άλμπουμ τους που φέρει ως τίτλο το όνομα τους προκάλεσε πολύ ενθουσιώδεις κριτικές. Οι μέρες δόξας αυτού που παραδοσιακά αναγνωρίζουμε ως εποχή της grunge rock Nirvana έχουν περάσει προ πολλού, αλλά ο ντράμερ των Nirvana, o Dave Grohl, συνεχίζει την Pearl Jam επιτυχή καριέρα του με τους Foo Fighters, ενώ συγκροτήματα όπως οι Creed, οι Live, οι Soundgarden Silverchair, οι Bush, οι Everclear και οι 3 Doors Down δανείστηκαν ελεύθερα την πολύ Alice in Chains Hole απλή συνταγή της grunge rock, δρέποντας καρπούς με τη μορφή δίσκων που γίνονται πολλές φορές πλατινένιοι.
Οι Pearl Jam, τους οποίους ο Kurt Cobain χαρακτήρισε «εμπορικούς», έμειναν πιστοί στα ιδανικά τους δίνοντας παραστάσεις σε λιγότερο εμπορικούς χώρους και εκφράζοντας τη γνώμη τους όσο αμφιλεγόμενη κι αν είναι.
Funk Αστέρες της funk της δεκαετίας του 1970, όπως οι Ohio Players, οι Sly & The Family Stone και οι Funkadelic, δεν συνειδητοποίησαν για μία δεκαετία ότι τα αυτιά των καλλιτεχνών της hard rock ήταν στημένα και τους άκουγαν. Την ίδια δεκαετία, ο συνδυασμός από τους Aerosmith των λευκών electric blues και της εκρηκτικής arena hard rock θεωρήθηκε μοναδικός, ενώ στο ίδιο περίπου μή κος κύματος κινούνταν και οι Grand Funk Railroad. Θα περνούσαν πάνω από δέκα χρόνια μέχρι τη στιγμή που μια επανεκτέλεση του «Walk This Way» των Aerosmith, μαζί με τους Run-DMC, θα οδηγούσε το μίγμα των στυλ στη λογική του κατάληξη. Όταν μά λιστα η συνεργασία γνώρισε επιτυχία σε κάθε γωνιά του πλανήτη, τότε άνοιξε το φράγμα και ξεχύθηκε ένα ποτάμι συγκροτημάτων που είχαν την ίδια νοο τροπία. Το 1986, το γεμάτο rock στοιχεία άλμπουμ των Beastie Boys, License To III, ήταν το πρώτο hip hop άλμπουμ που έφτασε στην πρώτη θέση του αμερικανικού Καταλόγου Επιτυχιών. Ο αρχηγός των Aerosmith, Steven Tyler, περιέγραψε τους Red Hot Chilli Peppers με τη φράση «και γαμώ τα συγκροτήματα». Η μεγάλη Dan Reed στιγμή για τους Red Hot Chilli Peppers έφτασε με το άλμπουμ του 1991, το Blood Sugar Sex Magik, παραγωγής του Rick Rubin. Από τη στιγμή εκείνη, τραγούδια με ευρεία βάση όπως το «Under The Bridge», το «Give It Away» και το «Breaking The Girl» τους αντάμειψαν με μια δημοτικότητα που μόνο η εξάρτηση από τα ναρκωτικά φαινόταν ικανή να την καταστρέψει.
Οι χειμαρρώδεις Red Hot Chilli Peppers.
Ανατριχίλες και Οι Faith No More συνδύασαν την εσωτερική ένταση που υπέβοσκε με μια συλλογή ήχων από την punk, τη heavy metal και το βουδισμό του Θιβέτ. Το 1989 όλα αυτά απέφεραν ένα άλμπουμ, το The Real Thing, αλλά η δόξα που χάρισαν επιτυχίες όπως το «Epic» και το «Midlife Crisis» επηρέασε το πενταμελές συγκρότημα από το Σαν Φρανσίσκο με τόσο πολλούς τρόπους, ώστε τελικά δεν άντε ξαν για πολύ. Το 1988 το πρώτο άλμπουμ των Dan Reed Network, που είχε ως τίτλο το όνομα του συγκροτήμα τος και είχε συνδυάσει στοιχεία από Prince και από Van Halen, είχε προκαλέσει ίσες ποσότητες ανατριχί λας αλλά και προβληματισμού. Ωστόσο, οι ανθρωπιστικές τάσεις του αρχηγού των Dan Reed Network σήμαιναν ότι δεν ήταν φτιαγμένος για τη μουσική βιομηχανία και έτσι το συγκρότημα διαλύθηκε το 1993. Οι Living Colour, το νεοϋορκέζικο συγκρότημα που δημιουργήθηκε έπειτα από έγκριση του Mick Jagger έλαμψε στην αρχή, αλλά κατακερματίστηκε ύστερα από τέσσερα άλμπουμ. Πάντως αργότερα το συ γκρότημα επανασυνδέθηκε.
Η ska συναντάει τη funk metal Ο Sugar Ray και το έντονα επηρεασμένο από τη μουσική ska άλμπουμ Wo Doubt οδήγησαν τον ήχο της funk metal στη νέα χιλιετία, παρόλο που όταν κυκλοφόρησαν το Californication (1999) και το By The Way (2002), οι Red Hot Chilli Peppers είχαν προ πολλού στραφεί προς πιο ήπιους και φιλικούς προς τα στάδια rock ήχους. Νεοεμφανιζόμενα συγκροτήματα όπως οι Bloodhound Gang πήραν στις τάξεις τους τον Anthony Kiedis και οδήγησαν το ακίνδυνο υπονοούμενο του ονόμα τος του συγκροτήματός τους στα όρια της χυδαιότητας. «Εσύ κι εγώ, μωρό μου, δεν εί μαστε τίποτε άλλο από θηλαστικά. Γι' αυτό ας κάνουμε ό,τι κάνουν και στο Discovery Channel», τραγουδάει το συγκρότημα από τη Φιλαδέλφεια στο άλμπουμ Hooray For Boobies (2002), γυρίζοντας τόσο τη funk-rock όσο και τον ανδρικό πληθυσμό πολλές γενιές πίσω με μια κίνηση μόνο. Ευτυχώς το παλιό συγκρότημα των Fishbone παραμέ νει αποφασισμένο να διατηρήσει τις παραδοσιακές αξίες, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνεργαστεί με μια ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρεία.
Οι faith No More αγωνίστηκαν με τις αντικρουόμενες απόψεις τους για την ευρείας απήχησης rock, στην οποία προσχώρησαν από άστοχο χειρισμό.
Το κίνημα riot Η riot grrrl, που από στιχουργική άποψη στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν μια ισχυρή, αλλά βραχύβια δύναμη, είχε ένα τολμηρό φεμινιστικό πρόγραμμα, ενώ από μουσική άποψη ήταν έντο να επηρεασμένη από την punk rock. Οι πνευματικές ρίζες της riot grrrl μπορούν να εντοπιστούν στο αμιγώς γυναικείο βρετανικό συγκρότημα της punk, τις Slits, από τη δεκαετία του 1970. Έχοντας τις ρίζες του στις ΗΠΑ και ως στόχο «να εξαλείψει τα εμπόδια που αποξενώνουν τα κορί τσια από τα αγόρια» το κίνημα riot grrrl είχε ως πρωτοπόρους το συγκροτημάτων Bikini Girls στις ΗΠΑ και τα πνευματικά ξαδέλφια τους, τους Huggy Bear, στη Βρετανία. Το κίνημα αυτό επεδίωκε να παρακάμψει τις παραδοσιακές ανδροκρατούμενες δομές της μουσικής βιομηχανίας ηχογραφώντας κατά κανόνα τα τραγούδια του σε μικρές ανεξάρτητες δισκογραφικές εταιρείες και χρησιμοποιώντας περιοδικά που απευθύνονταν σε οπαδούς για να τους προσεγγίσουν, ενώ αρνούνταν να παίξουν το παιχνίδι των ΜΜΕ δί νοντας συνεντεύξεις στον παραδοσιακό μουσικό Τύπο ευρείας απήχησης. Τηρώντας πιστά το πολιτικό τους πρόγραμμα οι Bikini Kills ηχογράφησαν στη δισκογραφική εται ρεία Kill Rock Stars, nou είχε την έδρα της στην Ουάσινγκτον. Το άλμπουμ The CD Version Of The First Two Records (1 992) ενώνει τα δύο πρώτα άλμπουμ του συγκροτήματος, ένα έργο που αποπνέει θυμό, επιθετι κότητα και διάθεση για αντιπαράθεση, αλλά δείχνει και ευφυΐα. Οι Bikini Kill συνεργάστηκαν με τους Huggy Bear για το άλμπουμ Yeah! Yeah! Yeah! (1992) και κάθε συγκρότημα ηχογράφησε από μία πλευρά του συγκεκριμένου δίσκου. Το άλμπουμ Pussy Whipped (1994) των Bikini Kill είναι πε Από το Riot Grrrl Manifesto, ρισσότερο πειραματικό, πολύπλευρο και προσιτό, αλλά η προτί της Kathleen Hanna μηση του συγκροτήματος στις ενθουσιώδεις παραστάσεις παρά στις άψογες παραγωγές δεν βοήθησε να διευρυνθεί η απήχησή τους στο κοινό. Η πρώην τραγουδίστρια των Runaways, Joan Jett, η οποία έκανε προσωπική καριέρα, βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση παρά γοντας το single «New Radio» των Bikini Kills που περιέχεται στο άλμπουμ The Singles (1998).
To βρετανικό συγκρότημα Huggy Bears που έχει την έδρα του στο Μπράιτον είχε ως μέλη του δύο άντρες και τρεις γυναίκες και σημείωσε μεγάλες επιτυχίες όπως το «Her jazz».
φιλικές προς το γυναικείο φύλο Στα ζωντανά σόου οι θεατές άφηναν τις γυναίκες να κάθονται στις μπροστινές θέσεις. Σε μια παρά σταση που έδωσαν το 1993 στην Αγγλία οι Huggy Bears, κάποιος άντρας διαφώνησε με την άποψη «οι γυναίκες μπροστά» με αποτέλεσμα να προκληθεί συμπλοκή και να δημιουργηθεί τελικά χάος. Οι Bikini Kill καλούσαν γυναίκες από το ακροατήριο τους να πάρουν το μικρόφωνο και να μιλήσουν για θέματα σεξουαλικής παρενόχλησης και κακής συμπεριφοράς απέναντι τους.
Αρνητική δημοσιότητα Τα βρετανικά και τα αμερικανικά ΜΜΕ ήταν πρόθυμα να «βγάλουν στον αέρα» ιστορίες για το κίνημα riot grrrl, αλλά επειδή τα συγκροτήματα δεν ήθελαν να συνεργαστούν μαζί τους, τελικά η δημοσιότητα που έδιναν τα ΜΜΕ κατέληγε έξω από το πεδίο επιρροής των συγκροτημάτων. Οι Huggy Bear προκάλεσαν αμφιλεγόμενα σχόλια όταν διέκοψαν το νεανικό πρόγραμμα The Word επειδή διαφωνούσαν με ένα σχό λιο που χρησιμοποιούσε τον όρο «κοκότες». Στις ΗΠΑ η τραγουδίστρια των Bikini Kill, η Kathleen Hanna, έγινε δέκτης παρόμοιας δημοσιότητας που δεν αφορούσε τη μουσική της, όταν τη γρονθο κόπησε στο πρόσωπο η Courtney Love του συγκροτήματος των Hole. Τέτοιο ήταν το μέ γεθος της γυναικείας αλληλεγγύης! Bikini Kill Από ειρωνεία της τύχης, και παρόλο που είχαν ένα αξιόλογο φεμινιστικό πρόγραμ Huggy Bear μα, ειδικότερα σε ό,τι είχε σχέση με τις διακρίσεις με βάση το φύλο στη μουσική βιομηχα Sleater-Kinney νία, η άρνηση τους να δώσουν συνεντεύξεις στον μουσικό Τύπο περιόριζε τον αντίκτυπο Babes InToyland Tribe 8 του κινήματος τους, και από μουσική άποψη ούτε οι Bikini Kill ούτε οι Huggy Bear ήταν σε θέση να προχωρήσουν μπροστά ή να προσελκύσουν ευρύτερο ακροατήριο. Σε ένα βαθμό το πνεύμα και την επιρροή του κινήματος riot grrrl μπορεί κανείς να τα διακρίνει στο βρετανικό συγκρότημα Bis και στα αμερικανικά συγκροτήματα L7, Babes In Toyland και Hole. To κίνημα ξεθώριασε σε μεγάλο βαθμό όταν η Kathleen Hanna γράφτηκε το 1998 σε πανεπιστήμιο, παρόλο που οι Sleater-Kinney σχηματίστηκαν από τα απομεινάρια των δύο συγκροτημάτων riot grrrl της πρώτης γενιάς και συνέχισαν να κρατούν ψηλά τη σημαία του κινήματος με το άλμπουμ Call The Doctor (1996).
Οι Bikini Kill πρόσφεραν στις γυναίκες της δεκαετίας του 1990 ένα είδος επιθετικής μουσικής και υποσχέσεις για γυναικείες ελευθερίες, όπως έκαναν και οι Slits στις γυναίκες punk στη δεκαετία του 1970.
Nu Όπως υποδηλώνει με τόσο ωμό τρόπο το όνομα αυτού του είδους, το τάιμινγκ και η εικόνα είχαν κρίσιμη σημασία νια τη nu metal. Μιλώντας με αμιγώς μουσικούς όρους, ελάχιστα ήταν τα στοι χεία που ένωναν τους κορυφαίους εκπροσώπους αυτής της μουσικής σκηνής, εκτός από το ριζικό «ξεκούρδισμα» των μουσικών οργάνων και μια επιθυμία νια αποστασιοποίηση από τα αγαπημένα τους συγκροτήματα της παλιάς σχολής του hard rock, τους Iron Maiden και τους Metallica. Από το pop-rock συγκρότημα των Limp Bizkit nou είχε μια γεύση από rap μέχρι τους θεατρικούς υπο κινούμενους από το μίσος Slipknot, οι εκπρόσωποι της nu metal ήταν πραγματικά ένα ανομοιογενές μίγμα. Οι Marilyn Manson και οι Nine Inch Nails, για παράδειγμα, ήταν καθιερωμένα συγκροτήματα προτού αρχί σουν οι κριτικοί να τους βάζουν στον ίδιο σωρό με μια σειρά από τυχάρπαστους του χώρου της μουσικής. Αν και οι Faith No More θα ενοχλούνται πάντα από αυτό τον υπαινιγμό, το προκλητικό και χαοτικά εκκεντρικό μίγμα funk metal μουσικής του πενταμελούς γκρουπ από το Σαν Φρανσίσκο βοήθησε να προσδιοριστούν οι ρίζες της nu metal στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Αργότερα στην ίδια δεκαετία, η μουσική grunge των Nirvana βοήθησε να καταρριφθούν τα στιχουργικά, φιλοσοφικά και οπτικά εμπόδια, και να ανοίξει ο δρόμος για μια πιο μελαγχολική, πιο μηδενιστική και πιο απογυμνωμένη μέθοδο. Ανάμεσα στους πρώτους που αποσαφήνισαν τον ήχο της nu metal ήταν οι Korn, ένα πενταμελές συγκρότημα από το Μπέικερσφιλντ της Καλιφόρνια. Αντιδρώντας προς την ασφυ ξία μιας μικρής αμερικανικής κωμόπολης, οι Korn είχαν ως αρ χηγό τους τον τραγουδιστή και πρώην εργολάβο κηδειών, Jonathan Davis. To εντυπωσιακά μίζερο πρώτο άλμπουμ του συγκροτήματος που έφερε ως τίτλο το όνομα τους κυκλοφό ρησε το 1994 με παραγωγό τον Ross Robinson, που το όνομα του σύντομα έγινε συνώνυμο της έγκρισης από τον κόσμο της Marilyn Manson nu metal. Οι βίαιοι στίχοι του Davis μιλούσαν για θέματα ως τό τε ταμπού, όπως ο παιδικός εκβιασμός και η σεξουαλική εκμετάλλευση. Το άλμπουμ Korn ήταν ένα βραδύκαυστο φιτίλι, παρόλο που τελικά πούλησε δύο εκατομμύρια αντίτυπα, ενώ δύο χρόνια αργότερα το συγκρότημα επιβεβαίωσε ότι είχε αστέρες στις τάξεις του χάρη στο ποιοτικό άλμπουμ Life Is Peachy. Έχοντας στο ενεργητικό τους άλλα τρία άλμπουμ ηχογραφημένα σε στούντιο και εφτά χρόνια καριέρας, οι Korn έδειξαν δείγματα συνέπειας και μακροβιότητας που άλλα συγκροτήματα της nu metal μόνο να ονειρευτούν μπορούν. Ωστόσο, οι κυριότεροι αντίπαλοί τους είναι οι Slipknot και οι Limp Bizkit. Οι Korn έφεραν την αναγέννηση της metal στη δεκαετία του 1990, με τον ακατέργαστο και επηρεασμένο από τη hip hop ήχο τους και με τραγούδια για τους απανταχού παρεξηγημένους εφήβους.
Άλλες Έχοντας τις ρίζες του στο Ντε Μόινς της αμερικανικής Πολιτείας Αιόβα, το εννεαμελές συγκρότη μα των Slipknot χρησιμοποίησε τις πιέσεις που τα μέλη του έζησαν ως έφηβοι ως ένα άκρως απο τελεσματικό θέμα για τραγούδια όπως το «Wait And Bleed», «Spit It Out» και «People=Shit». Συνδυάζοντας κοφτούς και γρατζουνιστούς ήχους μαζί με βάρβαρους ήχους από κρουστά, συν sampler και κίμπορντς, οι Slipknot έγιναν ήρωες μέσα σε μια νύχτα όταν υπέγραψαν με την εταιρεία Roadrunner Records το 1999 και ηχογράφησαν το δεύτερο πλατινένιο άλμπουμ τους, το Slipknot (το πρώτο άλμπουμ τους, Mate. Feed. Kill. Repeat. [1997] το χρηματοδότησαν οι ίδιοι). Η άρνηση του συγκρο τήματος να φωτογραφηθούν τα μέλη του χωρίς τις ανατριχιαστικές μάσκες τους αν και πόλωσε τις από ψεις με βάση τη μουσική τους ιδιότητα και εγκυρότητα, για τους περισσότερους απλώς αύξησε την πε ριέργεια γύρω από το γκρουπ. Η απόδειξη της συνεχώς αυξανόμενης δημοτικότητας των Slipknot δόθηκε το 2001 όταν το τρίτο άλ μπουμ τους, με τίτλο Iowa, κατέλαβε την τρίτη θέση στον κατάλογο του Billboard. Ωστόσο, λόγω του ότι το συγκρότημα ήταν απασχολημένο με ένα πλήθος παράπλευρων έργων όπως το Murderdolls, το Stone Sour και το DJ Starscream -και λόγω του ότι δήλωσαν ότι «Μόλις ετοιμάσουμε ένα ακόμα άλμπουμ, θα σταματήσουμε να ξεκουραστούμε»- πρέπει να δημιουργηθούν ερωτηματικά για τη μακροβιότητα τους. Το πολύ γνωστό πρόσωπο του χώρου της nu metal, o Fred Durst των Limp Bizkit, είναι εξίσου διά σημος για το κόκκινο καπελάκι του μπέιζμπολ που φοράει και για το ανόητο γέλιο του όσο και για μια σει ρά από παιδιάστικες κόντρες και εφήμερες σχέσεις. Ο πανταχού παρών Durst πολύ έξυπνα χάραξε την πορεία του προς την αξιοζήλευτη θέση επιρροής που έχει σήμερα. Ο Durst διόρισε το μάγο του πικάπ, τον DJ Lethal, να παίξει στο πρώτο άλμπουμ των Limp Bizkit, το Three Dollar Bill, Y'AII$ (1997) και ανακάλυ ψε τους Staind, ένα συγκρότημα που αργότερα θα απασχολούσε τον αμερικανικό Κατάλογο Επιτυχιών. Αυτός αναγνώρισε και τη σπουδαιότητα της συνεργασίας μέσω Διαδικτύου, συμφωνώ ντας να συμμετάσχει το συγκρότημα του με μια περιοδεία που χρηματοδοτούσε το «μαύρο πρόβατο» της μουσικής βιομηχανίας, το Napster, προκαλώντας ανάμικτες αντιδράσεις. Limp Bizkit Το τρίτο άλμπουμ τους, το Chocolate Starfish And The Hotdog Flavored Water Slipknot (2000), που έφτασε στην κορυφή του αμερικανικού Καταλόγου Επιτυχιών, απέδειξε τα Korn πολλά προσόντα των Limp Bizkit. Ο κιθαρίστας Wes Borland αποχώρησε το 2001 και System Of Α Down Marilyn Manson επανήλθε το 2004, αλλά η ζωτικής σημασίας φόρα που είχες πάρει το συγκρότημα χά θηκε και παράλληλα χάθηκε πολύτιμος χρόνος.
Από τα εννέα μέλη των Slipknot, τρεις είναι ντράμερ, δύο κιθαρίστες, ένας μπασίστας, ένας DJ, ένας χειρίζεται το sampler και ένας είναι ο τραγουδιστής. Σαφής διαφοροποίηση από το παραδοσιακό rock συγκρότημα.
Απρόβλεπτα Αν υπάρχει ένα στοιχείο που ενώνει τη nu metal, αυτό είναι η αδυναμία πρόβλεψης των επόμενων κινήσεων της. Από τα αστεία των Marilyn Manson που θυμίζουν χαμαιλέοντα, σοκάρουν και αντλούν την έμπνευση τους από τη rock μουσική, μέχρι τον ανατριχιαστικό αντικομφορμισμό του τετραμελούς αρμενο-αμερικανικού συγκροτήματος System Of A Down και τους εμπορικά επηρεα σμένους Linkin Park, τα συγκροτήματα δείχνουν για μια ακόμα φορά πρόθυμα να ρισκάρουν. Η δύναμη της ηλεκτρικής κιθάρας -που μερικές φορές έχει τις κλασικές εφτά χορδές- συνεχίζει να παίζει κεντρικό ρόλο στην απήχηση που έχουν συγκροτήματα όπως οι Papa Roach, οι Amen και οι Taproot, αλλά η προσέγγιση της ηλεκτρονικής, της hip hop, της gothic και της χορευτικής μουσικής αυξά νεται σταθερά. Μόλις πριν από μία δε καετία ήταν δύσκολο να απο δεχθείς την άποψη ότι ένα συ γκρότημα hard rock θα ήταν Iowa Slipknot Korn Korn τόσο γενναίο ώστε να απορρο life Is Peachy Korn φήσει την επιρροή των Cure, Three Dollar Bill, Y'AII$ Limp Bizkit όπως έκαναν οι Deftones από το Σακραμέντο, ή την επιρροή των Duran Duran και των Depeche Mode, όπως έκαναν οι Linkin Park. Ωστόσο, η αύξηση του αριθμού των υπο ψηφιοτήτων για βραβείο Grammy και οι συνεχώς αυξα νόμενες πωλήσεις δείχνουν ότι, προς το παρόν τουλάχι στον, το κοινό που ακούει μουσική δεν μπορεί να ικανο ποιηθεί αρκετά από αυτό το εκτεταμένο «πάντρεμα» μουσικών ήχων.
(Δεξιά) Ο κιθαρίστας των Limp Bizkit, Wes Borland. (Πάνω) Ο πολλά υποσχόμενος ήχος των Limp Bizkit στο πρώτο τους άλμπουμ βοήθησε να ξεχωρίσουν από τα άλλα παρόμοια συγκροτήματα.
Η νέα rock To 2006, μόλις η rock μουσική συμπλήρωσε μισό αιώνα από τότε που κυκλοφόρησε το «Heart break Hotel» του Elvis Presley, την περίμεναν ένα σωρό προκλήσεις. Ψηφιακές συσκευές όπως το iPod άρχισαν να αλλάζουν τον τρόπο κατανάλωσης της μουσικής. Τώρα τα αρχεία ΜΡ3 που μπο ρούσες να «κατεβάσεις» από τον υπολογιστή ήταν τραγούδια από τον Κατάλογο Επιτυχιών με με γάλα χρηματικά κέρδη και όχι κάποια τραγούδια που χαρίζονταν δωρεάν, ενώ ταυτόχρονα κάποια πετυχημένα single έγιναν ήχοι κλήσης κινητών τηλεφώνων και αντίστροφα. Βέβαια δεν πέταξαν όλοι στο καλάθι των αχρήστων τις συμβατικές μεθόδους, και οι Darkness, το κορυφαίο συγκρότημα στη Βρετανία για το 2004, ήταν υπέρ των παραδοσιακών μεθόδων: από τα μακριά μαλλιά μέχρι την αστραφτερή παραγωγή που κάποτε προτιμούσαν οι Queen, για να μην αναφέρουμε με ρικά βίντεο που ήταν εμπνευσμένα από τους Spinal Tap. To πρώτο τους άλμπουμ, το Permission To Land (2003), έφτασε στην κορυφή του Καταλόγου Επιτυχιών παγκοσμίως, αλλά η σχέση τους με τον παραγωγό των Queen, τον Roy Thomas Baker, και η απομάκρυνση του μυστακοφόρου μπασίστα Frankie Poullain έδειχναν ότι είχαν πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό τους. Η επιτυχία που σημείωσε στα τέλη του 2005 το άλ μπουμ One Way Ticket To Hell And Back έδειξε ότι το αστείο δεν είχε ακόμα τελειώσει. Σε πιο βατά επίπεδα οι Libertines ήταν ένα συγκρότημα που έδειχνε ότι σκόπευε να στηριχτεί στους Clash. Πράγματι, ο Mick Jones, μέλος του συγκροτήματος κλήθηκε να αναλάβει παραγωγός τους, ενώ στο πρόσωπο των Pete Doherty και Carl Barat είχαν ένα αρχηγικό δίδυμο απέναντι στο αντίπαλο δί δυμο των Strummer-Jones. Δυστυχώς όλα πήραν την κατιούσα μετά το πολλά υποσχόμενο πρώτο τους άλμπουμ Up The Bracket (2002), και παρόλο που το επόμενο επώνυμο άλμπουμ μπήκε στον Κατάλογο Επιτυχιών ύστερα από δύο χρόνια, ο Doherty τώ ρα ήταν ανεπιθύμητο πρόσωπο. Τα τραγούδια έδειχναν μια διά Dan Hawkins, The Darkness λυση ανάλογη με την προβληματική διάλυση των Clash. Οι περιπέτειες του Doherty με σκληρά ναρκωτικά και η σχέση του με το σούπερ μοντέλο Kate Moss που άλλοτε διακοπτόταν και άλλοτε συνεχιζόταν απασχόλη σαν τις λαϊκές εφημερίδες όλο το 2005, κάνοντας πολύ κόσμο να αδιαφορεί για τη μουσική του -στο πλαίσιο του συγκροτήματος Babyshambles-, ενώ ο Barat φάνηκε να βγαίνει από τη σκιά των Libertines με το δικό του συγκρότημα, τους Dirty Pretty Things.
Με έναν ήχο που συχνά θύμιζε jam, Kinks και Clash, οι Libertines εισέπραξαν ευνοϊκές κριτικές για την κατ' ου σία αγγλική αξιοποίηση της punk rock. Καθιστός, στην άκρη αριστερά, είναι ο Pete Doherty.
Μια νέα
στη Βρετανία
Οι Razorlight έχουν τις ίδιες λονδρέζικες ρίζες όπως οι Libertines, αλλά ο frontman τους Johnny Borrell μάλλον άντλησε έμπνευση από τον Mick Jagger (ή ενδεχομένως τον Jarvis Cocker) παρά από την punk. Οι ανταγωνιστές τους για μια θέση στους Καταλόγους Επιτυχιών, οι Kaiser Chiefs, ξεκίνησαν το 2005 ως ένα πολλά υποσχόμενο ανεξάρτητο συγκρότημα, αλλά μέχρι τον Οκτώβριο έκαναν ένα διπλά πλατινένιο άλμπουμ (το Employment) και έδωσαν τρία πολύ επιτυχημένα live στο Brixton Academy ύστε ρα από εμφάνιση τους στο Glastonbury και ως support στους U2. Δύο από τα τραγούδια τους, το «Ι Predict A Riot» και το «Oh My God» ψηφίστηκαν για το Top 5 του 2005 από τους αναγνώστες του περιοδι κού Q. Οι Gorillaz, το rock συγκρότημα των καρτούν, ξεκίνησε την καριέρα του ως παράλληλο συγκρότη μα του Damon Albarn των Blur προτού διαλύσει το συγκρότημα με το οποίο ξεκίνησε. Οι Franz Ferdinand από τη Σκοτία κατέκτησαν το μουσικό βραβείο Mercury στην πορεία τους για να γίνουν οι κατεξοχήν διάδοχοι συγκροτημάτων όπως οι Pulp και οι Smiths. Ο Matt Bellamy των Muse δήλωσε ότι «συνδυάζουν τη χορευτική με τη rock μουσική με έναν πραγματικά ωραίο τρόπο χωρίς να χρησιμοποιούν sampler ή sequencer». Οι Arctic Monkeys, που συνεργάζονταν με την ίδια δισκογραφική εταιρεία όπως οι Franz Ferdinand, βοήθησαν την αγορά των Babyshambles όταν το δεύτερο single «I Bet You Look Good On The Dancefloor» οδήγησε τους... κιθαρίστες από το Σέφιλντ στην πρώτη θέση του βρετανικού Καταλόγου Επιτυχιών στα τέλη του 2005, ενώ οι Hard-Fi από το Χίθροου έκαναν το πρώτο τους άλμπουμ, το Stars Of CCTV, με το... αστρονομικό ποσό των 300 στερλινών Αγγλίας. Οι Coldplay εμφανίστηκαν για να καλύψουν το κενό που άφησε η διακοπτόμενη δράση των Radiohead. Έχοντας ως αρχηγό τον Chris Martin, του οποίου ο γάμος με τη «βασίλισσα της μεγάλης οθό νης» Gwyneth Paltrow πρόσθεσε λάμψη στην γκριζόμαυρη εικόνα τους, το συγκρότημα που είχε ως μέλη τέσσερις Λονδρέζους πρώην φοιτητές χαρακτηριζόταν ειρωνικά ως μια λάιτ εκδοχή των U2, αλλά παρ' όλα αυτά κατάφερε μέσα σε μια πενταετία να κυκλο The Libertines φορήσει τρία άλμπουμ με κορυφαίες πωλήσεις, χάρη σε μερικά αδιαμφισβήτητα «πιαThe Kaiser Chiefs σάρικα» single. Franz Ferdinand Green Day Η ανάμιξη του συγκροτήματος με την πολιτική τους οδήγησε στην πρώτη γραμ The Killers μή των διαδηλώσεων κατά τη διάσκεψη των G8 το 2005. Στο μεταξύ οι Keane, με τη σει ρά τους, εκμεταλλεύτηκαν την απραξία των Coldplay και κυκλοφόρησαν το άλμπουμ Hopes And Fears (2004), ένα άλμπουμ τόσο ειλικρινές που πραγματικά συγκινούσε.
Επηρεασμένο από την post-punk, την garage rock και τη new wave της δεκαετίας του 1980, το θεαματικό πρώτο άλμπουμ των Franz Ferdinand κατέλαβε την τρίτη θέση στον βρετανικό Κατάλογο των Καλύτερων Άλμπουμ.
Η rock στις Στην αμερικανική μουσική σκηνή της δεκαετίας του 2000 κυριάρχησαν οι Foo Fighters και οι Green Day, με το δεύτερο συγκρότημα να έχει απομακρυνθεί από τις ρίζες του, που βρίσκονταν στην punk, για να γίνει μια μηχανή παραγωγής πολλών χρημάτων. Η διάλυση συγκροτημάτων όπως οι Blink 182 έγιναν αιτία το συγκρότημα του Billie Joe Armstrong να αναδειχθεί σε αδιαμφι σβήτητο ηγέτη στο χώρο του, ενώ το άλμπουμ τους, το American Idiot (2004), που πούλησε τέσσε ρα εκατομμύρια αντίτυπα, έδειξε ότι αυτό το συγκρότημα γνώριζε καλά τι χρειάζεται για να νική σεις τον πόλεμο των ερτζιανών και ταυτόχρονα να στείλεις ένα ηχηρό μήνυμα κατά του Μπους. Οι Foo Fighters του Dave Grohl ωφελήθηκαν αρχικά από τη σχέση του με TOUC Nirvana, αλλά η απόφαση του Grohl να αφήσει τα ντραμς και να παίξει το ρόλο του τραγουδιστή και κιθαρίστα διασφάλι ζε την ελάχιστη ομοιότητα της μουσικής των δύο αυτών συγκροτημάτων. Χρησιμοποιώντας το μέσο του βίντεο για να χλευάσει τη γενιά του MTV μέσα από καυστικά και πνευματώδη βίντεο-κλιπ τη σκηνοθεσία των οποίων είχαν αναλάβει οι καλύτεροι εκπρόσωποι αυτού του χώρου, διασφάλισε ότι τα πέντε άλ μπουμ των Foo Fighters που εκδόθηκαν από το 1995 μέχρι το 2005 θα αποκόμιζαν όλο και πιο μεγάλη επιτυχία. Επίσης έγιναν αγαπητά από τη γενιά των φεστιβάλ. Οι Killers εμφανίστηκαν στο Λας Βέγκας με το άλμπουμ-σταθμό Hot Fuss, το άλμπουμ που το 2005 σημείωσε τις πέμπτες καλύτερες πωλήσεις στη Βρετανία. Στη συνέχεια, με τον Alan Moulder (των Nine Inch Nails) και τον Flood (των U2) στο τιμόνι του συγκροτήματος, το συγκρότημα του Brandon Flowers τα πήγε ακόμα καλύτερα. Στο μεταξύ οι White Stripes των Jack και Meg White συνέχισαν να παγιώνουν τη θέση τους ως το πιο θορυβώδες και το πιο ισχυρό από άποψη επιρροής ντουέτο American Idiot Green Day του χώρου της rock. Μια άλλη απόπειρα για κατάκτηση της δόξας επί αμερικανικού Employment Kaiser Chiefs Franz Ferdinand'Franz Ferdinand εδάφους έγινε από τους Anthony and the Johnsons, το νεοϋορκέζικο συγκρότημα Hot Fuss The Killers με αρχηγό τον Anthony Hegarty που το 2005 πήρε το βραβείο Mercury Music Prize. Up The Bracket The Libertines Οι γκεστ σταρ του πρώτου τους άλμπουμ, ο Lou Reed, o Rufus Wainwright και ο Boy George, δίνουν το στίγμα της πολύ μεγάλης απήχησης αυτού του συγκροτή ματος.
Χάρη σε επιτυχίες όπως το «This Is A Call» και το «Everlong», και έχοντας στο ενεργητικό τους πέντε άλμπουμ οι Foo Fighters του Dave Grohl έχουν αποκτήσει ένα ισχυρό ακροατήριο σε παγκόσμιο επίπεδο.
Βιογραφικά σημειώματα Πρόλογος: Sir George Martin Ο Sir George Martin έχει κάνει την παραγωγή 700 τουλάχιστον ηχογρα φήσεων μέσα στην 50χρονη καριέρα του στη διάρκεια της οποίας ασχολήθηκε με ένα ευρύ φάσμα μουσικών ειδών: την jazz, τη rock, την κλασική μουσική, καθώς και τη μουσική επένδυση κινηματογραφικών ταινιών. Σε αυτά συγκαταλέγεται ο πρωτοφανής αριθμός των 30 πρώ των επιτυχιών των Beatles. Ο Martin είναι ομολογουμένως ο πιο παρα γωγικός και με τη μεγαλύτερη δύναμη επιρροής παραγωγός δίσκων όλων των εποχών. Συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως ο Stan Getz και η Judy Garland, και καθιερώθηκε ως παραγωγός για jazz, κλασική και ελαφρά μουσική, ενώ ανέλαβε την παραγωγή μιας σειράς από επιτυ χημένους δίσκους κωμωδιών με τον Peter Ustinov και τους Goons. To 1960, ως διευθυντής της Parlophone, γεύτηκε την πρώτη επιτυχία από τους Temperance Seven. Στη δεκαετία του 1960 έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση με την εμφάνιση των Beatles. Το 1963 ο Martin έμεινε για 37 εβδομάδες, χρόνο-ρεκόρ, στην πρώτη θέση ως παραγωγός των Beat les και άλλων καλλιτεχνών. Ο Martin ήταν ο παραγωγός όλων σχεδόν των single και των άλμπουμ των Beatles. Στη δεκαετία του 1970 και του 1980, ανέλαβε την παραγωγή άλμπουμ των Μahavishnu Orchestra, των America, του Jeff Beck, του Neil Sedaka, του Jimmy Webb, των Cheap Trick και του Kenny Rogers. To 1996 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Sir και τον ίδιο χρόνο τον τίμησαν με το Lifetime Achievement Award στην εκδήλωση για τα βραβεία Grammy. Ένα χρόνο μετά, ο Martin ανέλαβε την παραγωγή της 30ής πρώτης επιτυχίας του στο Ηνωμένο Βασίλειο, συγκεκριμένα του «Candle In The Wind 1997» του Elton John- πρόκειται για ένα single του οποίου οι εισπράξεις θα πήγαιναν για φιλανθρωπικό σκοπό, ηχογραφήθηκε μετά το θάνατο της πριγκίπισσας Νταϊάνας και έγινε το single με τις υψηλότερες πωλήσεις όλων των εποχών. Όπως είπε επί λέξει ο Martin:«...πιθανότατα είναι το τελευταίο μου single. Δεν είναι κακό για να ολοκληρώσω με αυτό την καριέρα μου». Αρχισυντάκτης: Michael Heatley Ο Michael Heatley ήταν ο εκδότης του The History Of Rock, ενός δεκάτομου έργου με θέμα την pop μουσική (1981 -84). Έκτοτε έχει γράψει πάνω από 50 βιβλία για τη μουσική, τον αθλητισμό και την τηλεόρα ση, ενώ πρόσφερε τις υπηρεσίες του στα περιοδικά Music Week, Gold Mine (US), Record Collector, Radio Times και πολλά άλλα. Ίδρυσε τον εκδοτικό οίκο Northdown Publishing, που εκδίδει πολλά ποιοτικά βιβλία μουσικής.
Σύμβουλοι έκδοσης Ο Ian Anderson είναι ιδρυτής και εκδότης του καθιερωμένου περιο δικού της folk μουσικής fROOTS και ραδιοφωνικός παραγωγός. Περι στασιακά ασχολείται με την παραγωγή δίσκων και παίζει μουσική, ενώ έχει αποσυρθεί από τη διοργάνωση φεστιβάλ και περιοδειών. Ο Paul Du Noyer έγραφε για το ΝΜΕ, διετέλεσε εκδότης του περιοδι κού Q, λανσάρισε το περιοδικό Mojo και σήμερα είναι συνεκδότης του Word. Έχει στο ενεργητικό του εκατοντάδες συνεντεύξεις, όπως με τη Madonna, το Bruce Springsteen και το David Bowie. Συνεργάστηκε επίσης με τον Paul McCartney κι έχει γράψει το βιβλίο We All Shine On, που αφορά τα τραγούδια του John Lennon, και το Liverpool: Wondrous Place, που πραγματεύεται την ιστορία της μουσικής σκηνής της γενέτει ρας του. Ο Geoff Brown αρθρογραφεί για την pop μουσική στο περιοδικό Mojo. Επί σειρά ετών συνεργάτης των Melody Maker και Black Music, σήμερα είναι σύμβουλος παραγωγής του Mojo. To πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι το Otis Redding: Try A Little Tenderness. Ο Richard Buskin διετέλεσε σύμβουλος έκδοσης και διευθυντής του τμήματος έκδοσης του Performance, αλλά και ειδικός ερευνητής σε θέματα μουσικής για την τηλεόραση του BBC (βλ. επίσης την επόμενη σελίδα). Ο Paul Kingsbury είναι ανεξάρτητος αρθρογράφος και πρώην διευθυ ντής ειδικών προγραμμάτων στο Country Music Hall Of Fame και στο Μουσείο του Νάσβιλ, της Πολιτείας Τενεσί (ΗΠΑ), ενώ διετέλεσε συντά κτης Τύπου του Hall Of Fame και του Journal of Country Music. Στα βι βλία του συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων τα: The Grand Ole Opry History of Country Music και Country: The Music and the Musicians. Η Chrissie Murray είναι ανεξάρτητη δημοσιογράφος και πρώην σύμ βουλος επί θεμάτων jazz στο Capital Radio του Λονδίνου. Υπήρξε μία έκ των ιδρυτών του πρωτοποριακού περιοδικού The Wire και διετέ λεσε σύμβουλος επανέκδοσης του περιοδικού Jazzwise. Σήμερα είναι συνεκδότρια του Jazz At Ronnie Scott's και εξωτερική συνεργάτιδα του JazzUK. Ο Michael Paoletta είναι εκδότης περιοδικών χορευτικής/ηλεκτρονικής μουσικής και μουσικοκριτικός για το περιοδικό Billboard. Κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά έντυπα, όπως τα Vibe, Spin, Advocate, Paper, Detour και Time Out. Ο Philip Van Vleck είναι σήμερα κριτικός της pop μουσικής στην εφη μερίδα Durham Herald-Sun. Επίσης ασχολείται με ειδήσεις από την παγκόσμια μουσική, την jazz και την παγκόσμια jazz για το περιοδικό Billboard, και είναι τακτικός συνεργάτης των περιοδικών New Music Monthly και Dirty Linen, καθώς και της www.BMGmusic.com.
Συντάκτες Ο Bob Allen είναι δημοσιογράφος της μουσικής country, ιστορικός και κριτικός. Διατέλεσε τακτικός συνεργάτης του Country Music Ma gazine που εδρεύει στο Νάσβιλ, ενώ κείμενα του έχουν δημοσιευτεί στο Esquire, στο Rolling Stone, οτην Washington Post, στην Atlanta Journal και στην Baltimore Sun. Είναι συγγραφέας του The Life And Times Of A Honky Tonk Legend (η βιογραφία του τραγουδιστή George Jones) και έχει συμμετάσχει σε πολλά βιβλία με θέμα τη σύγχρονη country μουσική. Ο Lloyd Bradley περιηγήθηκε τις ΗΠΑ ως μέλος των Parliament Funkadelic. Τα τελευταία 20 χρόνια αρθρογραφεί μεταξύ άλλων για το μουσικό περιοδικό Mojo, το Q, την Guardian, το ΝΜΕ και το Ble nder. Έχει γράψει το Bass Culture: When Reggae Was King και το Reg gae: The Story Of Jamaican Music, και διετέλεσε συνεργάτης παραγω γής της ομώνυμης σειράς του BBC 2. Ο Richard Brophy αρθρογραφούσε για το δουβλινέζικο περιοδικό Club Dub προτού γίνει μουσικός ανταποκριτής του ιρλανδικού μου σικού περιοδικού Hot Press. Έχει γράψει κείμενα για βρετανικά περιο δικά χορού όπως το Jockey Slut και το περιοδικό DJ αλλά και άρθρα σε εφημερίδες όπως η Irish Times και η Evening Herald. Επίσης είναι δημιουργός της πρωτοποριακής ιστοσελίδας με θέμα τη χορευτική μουσική, www.etronik.com. Ο Richard Buskin είναι συγγραφέας βιβλίων μπεστ σέλερ που εκδί δουν οι New York Times και ανεξάρτητος αρθρογράφος που ειδικεύε ται στην pop μουσική, στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και σε θέματα πολιτισμού. Έχοντας συνεργαστεί με πολλά μουσικά και κινηματογραφικά περιοδικά σε ολόκληρο τον κόσμο, έχει εκδώσει περισσότερα από δώδεκα βιβλία με θέμα την κουλτούρα της pop. Πρόσφατο βιβλίο του είναι το Inside Tracks: A First-Hand History of Popular Music from the World's Greatest Record Producers and Engi neers. Η Leila Cobo είναι διευθύντρια του γραφείου Λατινικής Αμερικής/Καραϊβικής του περιοδικού Billboard και θεωρείται μία από τις αυθε ντίες της μουσικής Latin στις ΗΠΑ. Δίνει συχνά συνεντεύξεις και συμ βουλές σε φορείς όπως το CNN, το VH1, το BBC, το Reuters, η Los Ange les Times, η Washington Post και η USA Today. Ο Cliff Douse έχει γράψει εκατοντάδες άρθρα και στήλες για πολλά από τα σημαντικότερα περιοδικά της Βρετανίας που ασχολούνται με τη μουσική και τους υπολογιστές, μεταξύ των οποίων τα: Guitarist, Computer Music, Future Music, Rhythm και Mac Format. Επίσης έχει γράψει μόνος του και σε συνεργασία πολλά βιβλία για τη μουσική. Σήμερα είναι εκδότης του περιοδικού Guitarist Icons και εργάζεται πάνω σε αρκετά νέα βιβλία και προγράμματα για μουσικό λογισμικό.
Ο Colin Irwin ήταν αναπληρωτής εκδότης του Melody Maker και εκδότης του περιοδικού Number One προτού ασχοληθεί με τη συγ γραφή ως ελεύθερος επαγγελματίας. Έχει παρουσιάσει πολλές σει ρές του BBC για τη μουσική folk, τόσο στο ραδιόφωνο όσο και στην τηλεόραση. Επίσης είναι τακτικός συνεργάτης των περιοδικών Mojo και fROOTS, έχει γράψει κείμενα για τους Times, την Guardian και την Independent, και είναι συγγραφέας της βιογραφίας των ABBA με τίτλο The Name Of The Game. Ο Dave Ling συνεργάζεται ως μουσικός δημοσιογράφος με τα πε ριοδικά Sounds, Kerrangl, Metal Hammer, RAW και Frontiers καθώς και με πολλές ιστοσελίδες. Το Νοέμβριο του 1998 έγινε συνιδρυτής του Classic Rock, του μουσικού περιοδικού με τη μεγαλύτερη ανάπτυξη στη Βρετανία. Επίσης γράφει το «Subterranea», ένα μηνιαίο ένθετο εξτρίμ μουσικής για το περιοδικό Metal Hammer. Ο Carl Loben ως ειδικός της χορευτικής μουσικής έχει συνεργαστεί με το εβδομαδιαίο μουσικό περιοδικό Melody Maker αλλά και με πιο εξειδικευμένα έντυπα γύρω από το χορό. Σήμερα είναι αρχισυντά κτης του καθιερωμένου περιοδικού DJ. Ο Bill Milkowski είναι μουσικός αρθρογράφος με έδρα τη Νέα Υόρ κη. Κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά, μεταξύ των οποίων τα: Down Beat, Jazz Times, Jazziz, Guitar Player, Guitar World, Bass Player και Modern Drummer. Επίσης έχει γράψει τα JACO: The Ex traordinary and Tragic Life ofJaco Pastorius και Swing It! An Annotated History of Jive. Ο Garry Mulholland έχει συνεισφέρει άρθρα και συνεντεύξεις γύρω από την pop, τη rock, τη χορευτική μουσική και τη μαύρη μουσική στα περιοδικά ΝΜΕ και Select, στην Guardian, την Sunday Times, την Inde pendent και το Time Out. Το πρώτο του βιβλίο, This is Uncooi: The 500 Greatest Singles Since Punk and Disco, κυκλοφόρησε το 2002. Ο Douglas J. Noble έχει γράψει βιβλία για τον Jimi Hendrix και τον Pe ter Green αλλά και ένα βιβλίο εκμάθησης κιθάρας - το The Right Way To Play Guitar. Είναι μουσικός διευθυντής του περιοδικού UniVibes και εξεταστής της Rock School/Trinity College of Music. Κείμενα του έχουν δημοσιευτεί σε πολλά μουσικά περιοδικά, καθώς και συνεντεύξεις του από πολλούς από τους κορυφαίους στον κόσμο κιθαρίστες. Ο Ed Potton αρθρογραφεί τακτικά γύρω από τη μουσική, τον κινη ματογράφο και τη λογοτεχνία στην εφημερίδα Times. Επίσης έχει γράψει κείμενα για το Elle, την εφημερίδα Independent on Sunday, τη Muzik και για το BBC, ενώ έχει γράψει σε συνεργασία το βιβλίο Into The Woods: the Definitive Story of the Blair Witch Project. Διετέλεσε σύμβουλος παραγωγής στο τηλεοπτικό κανάλι Channel 4 και έχει δημοσιογραφική εκπομπή στο ραδιόφωνο του BBC.
Φωτογραφίες Arbiter Group plc:
Debbie Doss: 155· Erica Echenberg: 505·
Θερμές ευχαριστίες στο S.I.N, και
335- Millennium Products:491
David Warner Ellis: 405- Brigitte Engl: 463,
στους κάτωθι φωτογράφους:
509- JM Enternational: 285,329· Tabatha
David Corio: 5,167,171,197,203· Joe Dil-
Foundry Arts:
Fireman: 517· Patrick Ford: 275,311,479-
worth: 221 ■ Steve Double: 303· Greg Free
36,49,57, 72, 81,117,147,161,166,175,
Gems: 59, 97, 373· Suzi Gibbons: 247,477-
man: 281 · Martin Goodacre: 211 Jane
189, 201, 209, 231, 235, 245, 263, 277, 299,
Steve Gillett: 129' Harry Goodwin: 47· Tim
Houghton: 223· Anna Meuer: 205, 225-
307, 334, 340, 365, 367, 377, 380, 387,411,
Hall: 265· Olivia Hemingway: 289- Ron
Alessio Pizzicannella: 213- Leo Regan: 259·
419,421, 428, 432,437,444, 450,458,473,
Howard: 145' Richie Howell: 101 · Clive
486,512
Hunte: 467· Mick Hutson: 7, 271,345,439, 449,451,453,485,495,503,511-Salifu
Kobal Collection Ltd:
ldriss:341- Benedict Johnson: 331- Max
Film Four/Lafayette Films: 261
Scheler/K&K Studios: 71 · Robert Knight: 361 ■ Martin Langer: 207· BBC Photo Library:
London Features International:
363, 375,447- Michel Linssen: 315,325,355,
34,111,131, 257· D. De Roos: 249'
469,497- Haley Madden: 471,487· Gered
C. Gunther: 127· T. Sheehan: 286
Mankowitz: 17, 233,455' Sue Moore: 465· Keith Morris: 153,157, 241,417- Leon Mor
Mary Evans Picture Library: 61
ris: 151· Stuart Mostyn: 293,323· Jan Olofsson: 139- Martin Philbey: 519- Andrew Pul-
Θερμές ευχαριστίες στο Referns και
ten 143- Christina Radish: 333· RB: 109,119,
στους κάτωθι φωτογράφους:
163-DavidRedfern:67,93,99,115,121,
Richie Aaron: 409· Glenn A Baker Archives:
135,403,407- Redferns: 159,183,337-
89,103,149, 169,179,187, 215, 239, 351,
Lome Resnick: 401 ■ Rick Richards: 55- Steve
369, 371,385,431 · Michael Ochs Archives: 4 (all), 13, 21, 27, 29, 31, 33, 37, 39,41, 43,45, 51, 53,63,65,69, 73, 75,79,83,85,87,91, 95, 113,123, 133,137, 173, 181,279,349, 357, 359, 391,393, 395,397- R. Baras: 499Paul Bergen: 6,227,273, 283,317, 321,347· Keith Bernstein: 413- Chuck Boyd: 379,389· George Chin: 461· Fin Costello: 191,243, 251, 383, 399,443, 459,489,493· Nigel Crane: 343, 513· Grant Davis: 237,295,297" Ian Dickson: 427,433- Kieran Doherty: 309-
Roy Tee: 177- Andy Willsher: 305
Richards: 445· Simon Ritter: 319· Ebet Roberts: 193, 253, 381, 429,435, 441,457, 481,483,501,507· John Rodgers: 125' Kerstin Rodgers: 475- S&G: 229- S&G Press Agency: 105' Donna Santisi:423· Nicky J. Sims: 269,291,301 ■ Colin Streater: 287· Jon Super: 327,339· Virginia Turbett: 255- Lex Van Rossen:515-Toby Wates:415- Des Willie:313 Bob Willoughby:19 Val Wilmer: 107- Jon Wilton: 15' Charlyn Zlotnik: 141
Sylvia Pitcher Photo Library: B.Smith: 35 Topham Picturepoint: 23, 25, 77,165,185, 199, 217, 219, 353, 425· PA: 267· Richard Lucas/The Image Works: 195
Βιβλιογραφία POP Brend, Mark, American Troubadors:Groundbreaking Singer-Songwriters of the 60s, Backbeat Books, San Francisco, 2001 Buskin, Richard, Inside Tracks: A First-Hand History of Popular Musk from the World's Greatest Record Producers and Engineers, Avon, 1999 Carr, Roy, and Farren, Mick, Elvis: The Complete Illustrated Record, Eel Pie, London, 1982 Cooper, Kim, Bubblegum Music is the Naked Truth, Feral House, 2001 Escott, Colin, with Hawkins, Martin, Good Rockin' TonightSun Records and the Birth of Rock 'n'Roll, St. Martin's Press, NewYork, 1992 Fong-Torres, Ben, The Hits Just Keep On Coming: The History of Top 40 Radio, Backbeat Books, San Francisco, 2001 Fox, Ted, In the Groove, St. Martins Press, NewYork, 1986 Kozinn, Allan, The Beatles, Phaidon, London, 1995 Larkin, Colin, Encyclopedia of Popular Music, Virgin Publishing, London, 2002 Larkin, Colin, The Guinness Who's Who of Sixties Music, Guinness Publishing, London, 1992 Lewisohn, Mark, The Complete Beatles Chronicle, Harmony Books, NewYork, 1992 Logan, Nick, and Woffinden, Bob (eds.), The Illustrated New Musical Express Encyclopedia of Rock, Hamlyn, London, 1976 Marcic, Dorothy, Respect: Women and Popular Music, Texere, NewYork, 2002 Marcus, Grei), Mystery Train: images of America in Rock'n'Roll Music, Ε Ρ Dutton, 1975 Morath, Max, and Feinstein, Michael, The Npr Curious Listener's Guide to Popular Standards, Perigee, NewYork, 2002 Mulholland, Garry, This Is Uncool: The 500 Greatest Singles Since Punk and Disco, Cassell, London, 2002 Olsen, Eric et al. The Encyclopedia of Record Producers, Billboard, NewYork, 1999 Pascall, Jeremy, TheGolden Years of Rock & Roll, Phoebus Publishing, NewYork, 1974
Ramsey, Guthrie P., Race Music: Black Cultures from Bebop to Hip-Hop, University of California Press, Berkeley, 2003 Smith, Joe, Off the Record: An Oral History of Popular Music, Warner Books, 1988 Swern, Phil, and Greenfield, Shaun, 30 Years of Number Ones, BBC Books, London, 1990 Thompson, David, Pop, Collectors Guide Publishing, 2000
Ellinham,Mark, The Rough Guide to Rock, Rough Guides, London, 1996 Gassen, Timothy, The Knights Of Fuzz, Borderline Productions, Columbia, 1996 George-Warren, Holly, et al, The Rolling Stone Ency clopedia of Rock & Roll, Fireside, NewYork, 2001 Graff, Gary, and Durchholz, Daniel, MusicHound Rock: The Essential Album Guide, Gale, 1998
Unterberger, Richie, The Rough Guide to Music USA, Rough Guides, London, 1999 Whitburn, Joel, Billboard Top WOO Singles 1955-2000, Hal Leonard Publishing, Milwaukee, 2001 White, Charles, The Life and Times of Little Richard, Harmony Books, 1984 Wolfe, Tom, The Kandy-Kolored Tangerine-Flake Streamline Baby, Simon & Schuster,
NewYork, 1965
Harrison, Hank, Kurt Cobain, Beyond Nirvana: The Legacy of Kurt Cobain, The Archives Press, 1994 Ingham, Chris, The Book Of Metal, Carlton Books, London, 2002 Jeffries, Neil (ed.), The "Kerrangl" Direktory of Heavy Metal: The Indispensibie Guide to Rock Warriors andHeadbangin'Heroes,V\Yg\n
Books,
London,
1993 Juno, Andrea, Angry Women In Rock, Juno Books, 2003
ROCK
Larkin, Colin, The Virgin Encyclopedia of Heavy Rock,
Asbjornsen, Dag Erik, Scented Gardens of the Mind: A Comprehensive Guide to the Golden Era of Pro gressive Rock: 1968-1980, Borderline Productions, NewYork, 2001 Azerrad, Michael, Our Band Could Be Your Life: Scenes from the American India Underground 1981-1991, Little Brown & Company, NewYork, 2001 Billboard Guide to American Rock and Roll, Billboard Books, NewYork, 1997 Blush, Steven, American Hardcore: A Tribal History, Feral House, 2001 Bogdanov, Vladimir (ed.), eta\, All Music Guide to Rock, Backbeat, London, 2002 Christe, Ian, The Sound of the Beast: The Complete Headbanging History of Heavy Metal, William Morrow, New York, 2003 Cohn,
Nik,
Awopbopaloobopalopbamboom:
The Golden Age of Rock, Grove Press, NewYork, 2003 Cole, Richard, andTrubo, Richard, Stairway to Heaven: Led Zeppelin Uncensored, HarperEntertainment, NewYork, 2000
Virgin Books, London, 1999 Larkin, Colin, The Virgin Illustrated Encyclopedia of Rock, Virgin Books, London, 1999 Mclver, Joel, Nu-Metal: The Next Generation Of Rock And Punk, Omnibus Press, London, 2002 McNeil, Legs and McGain, Gillian (eds.). Please Kill Me: The Uncensored Oral History of Punk, Penguin USA, New York, 1997 Moynihan, Michael and Soderlind, Didrik, Lords Of Chaos: The Bloody Rise Of The Satanic Underground, Feral House, 2003 Porter, Dick, Rapcore: The Nu-Metal Rap Fusion, Plexus Publishing, New Jersey, 2002 Reynolds, Simon, The Sex Revolts: Gender, Rebellion and Rock'n'roll, Harvard University Press, Harvard, 1995 Spicer, Al, The Rough Guide to Rock (100 Essential CDs), Rough Guides, London, 1999 Strong, Martin C, The Great Metal Discography, Mojo Books, London, 2002 Strong, Martin C, The Great Rock Discography, Canongate Publications, Edinburgh, 2002
Ευρετήριο ABBA 16,178,180,250
Bananarama 264
Bolan, Marc 154,310,404
Candlemass 448,450
ABC 232, 248
Band Aid 16,232,324
BonJovi 440,442
Canned Heat 356,358,360
Abyssinians,The 170
Barber, Chris 56,362
BoneyM 16,180,182
Carcass 460,462
AC/DC 336,350,354,382
Bare, Bobby 62
Bono, Sonny 80,116,128
Carey, Marian 14,270,272,324,344
Ace 416,418
Bauhaus 446
B o o k e r T & t h e M G s 86
Carpenters, The 76,158,218
Adam and the Ants 246,248,250
Baxter, Les 72,74, 76
Boomtown Rats 242
Cars, The 244
Adams, Bryan 190,352
BayCityftollers.The 16,156,190
Boone, Pat 14,18
Carter Family,The 98
Aerosmith 336,382,438,500
Beach Boys, The 14,26,68,94,108,
Boston 350,424,436,438,442,496
Carter, Jon 304
Bowie, David 14,154,156,242,246,
Carter, Mother Maybelle 370
Aguilera, Christina 320, 324,334,336 Air 208,210,212
110, 112, 178,442 Beastie Boys, The 500,502
250, 308, 350,406,408, 446
Albarn, Damon 312,516
Beat, The 146,254,256
Boy George 248,518
Albini, Steve 482,484
Beatles, The 16,26,28,68,70,92,104,
Boys II Men 272, 280
Carthy, Martin 100,374 Cash, Johnny 62,138,140,142,184, 186,366
Albion Country Band,The 374,376
106, 112, 116, 118, 158, 242, 246,
Boyzone 320
Cassidy, David 156
Alice In Chains 496,498
264, 268, 270, 308, 310, 314, 316,
Bradbury, John 252,256
Cassidy, Eva 342
Allman Brothers 360, 364, 370,390,
318, 348, 352, 354, 364, 384, 386,
Brand New Heavies 286,288,290
Catatonia 312
388,480
Bread, The 164
Cathedral 448,450
περιοδεία στις ΗΠΑ 66,102,116
Brennan, Maire 128
Chantays, The 110,112
Beck, Jeff 364,384
Brenston, Jack 36,38
Charlatans, The 312,466
Bee Gees, The 94,156, 158,188,190,
British Electric Foundation 250
Charles, Ray 32,34,292
392, 400, 402 Alpert, Herb 80 Amos, Tori 274,276,278,326,338 Andrews, Julie 346
Broonzy, Big Bill 362
Checker, Chubby 68
Anka.Paul 22,26,28,90
Bees Make Honey 416,418
Brown, Bobby 230,280,282,284
Chemical Brothers,The 298,300,304,
Anthony, Marc 294,296,334
Belafonte, Harry 22, 98,126,130
Brown, Clarence "Gatemouth" 34
Anthony, Michael 380,442
Bennett, Tony 18
Brown, James 32,88,132,200, 202,
Anthrax 454,456,458
Berry, Chuck 14,26,28,90,110,184
Animals, The 16,70,104,204,358
192
204,230,288,410
306,328 Cher 80,272 Chi-Lites,The 172, 174,176
AphexTwin 208,210
Big Youth 168,170
Brown, Joe 22
Chic 190,192
Aqua 182,272
Bikini Kill 504,506
brown, karl "tuff enuff" 338
Chiffons, The 68,152
Arctic Monkeys 516
Bjork 276, 278, 326
Brown, Ruth 30,32,34
Child, Desmond 438
Armstrong, Louis 400
Black Flag 432,434,480
Bruce, Lenny 80
Chilli Willi 416,418
Arnold, Eddie 62,64
Black Sabbath 378,380,448,450,
Buggies 228,232
Art of Noise, The 208,232
452,454,480
Burden, Ian 250
βλ. επίσης Red Hot Chilli Peppers Clapton, Eric 146, 356, 360, 362, 364,
Astley, Rick 264
Bilge, Mary J 282,284
Burdon, Eric 204
Atkins, Chet 60, 62
Blink 182 242,434,518
Burning Spear 166,168,170
Clash.The 352,418,426,428,514
Atwell, Winifred 18
Bloater, Big Boy & his Southside
Burzum 492,494
Cliff, Jimmy 144,146
Bush, Kate 234,236,238,274
Cline, Patsy 62,64
Blondie 16,190,240,244,432
Butthole Surfers, The 472,482
Clinton, George 202,204,258
Bloodvessel, Buster 254
Buzzcocks.The 242,426
Clooney, Rosemary 18
Bloomfield, Mike 356
Byrds.The 126,348,366,368,370,
Autechre 210,304 Avalon, Frankie 14,22
Bacharach, Burl 72, 74, 76,88,118, 158,190,214,218,242 Backstreet Boys, The 16,316,318 Badly Drawn Boy 128, no
Stompers 34
Blues Incorporated 364
372,374,386,388,474
Bluesbreakers, The 356,360,362,364, 378
368, 378, 382
Coasters, The 50,52,118 Cobain, Kurt 496,498 Cochran, Eddie 14
Cadillacs,The 50
Cocker, Jarvis 312,516 CocteauTwins 306,476
Baez.Joan 94,98
Blunt, James 328,330
Cage, John 206,210
Baker,Anita 1/4, I/O
Blur 310,312,474,478,516
Campbell, Glen 80,140
Cogan, Alma 18
Bambaataa, Africa 196, 198
Bodysnatchers.The 256
Can 220,222,224,226
Coldcut 304
Coldplay 516
Def Leppard 406,440,442,454
Epstein, Brian 116,118
Genesis 234,236,396,490
Cole, Nat King 292
Delfonics.The 172
Esquivel 72, 74, 76
Gentleman, Sir Horace 252
Collins, Dave & Ansell 144
Denver, John 64
Estefan, Emilio& Gloria 292
Gerry & the Pacemakers 70,104,116,
Collins, Judy 94,98
DepecheMode 224,250,512
Eurhythmies 232
Collins, Phil 230, 236
Destiny's Child 282,284, 320
Euronymous 492,494
Gibb, Barry 94,188
Collins, Shirley 100,374
DiMeola.AI 412,414
Everly Brothers, The 22,60,68,92
Gibb, Maurice 94,188
C o l t r a n e j o h n 386,400
Diamond, Neil 156,164
Colyer, Ken, & his Jazz Band 56,100
Diamond Head 454,456
Fabian 14
Gibson, Don 60,62,142
Combes, Sean "Puffy" 282
Diddley, Bo 24, 32,34
Fairbairn, Bruce 438
Gleason, Jackie 216
Dietrich, Marlene 76
Fairport Convention 126,128,372,
βλ. επίσης Ρ Diddy, Puff Daddy Como, Perry 18 Cooke, Sam 26,28,66,88,90,
DinosaurJr 482,484,486
118
Gibb, Robin 94,188
374,376,416
Glitter, Gary 156,404,408 Gordy, Berry 84,316
Dion & the Belmonts 48,66,270
Faith,Percy 214,218
Gorillaz 516 Grateful Dead, The 348,388,390,400,
Dire Straits 230, 354
Faith No More 502,508
Cooper, Alice 156,350
Dirty Pretty Things 514
FatboySlim 298,304,306
Corea,Chick 410,414
DJ Kool Here 194,196
Faust 220,222
Corrs.The 128,272,332
DJ Shadow 304,306
Feathers, Charlie 44,46
Gray, Macy 284,328, 330
Costello, Elvis 242,244,352,
Dodd.Ken 70
Ferry, Bryan 408
Green, Al 88,284
94,238
402 Gray, David 322, 326, 328, 330
Domino, Fats 18
50 Cent 262
Green Day 434,516,518
Coverdale, David 438,440
Dominoes, The 32,50
Fisher, Eddie 18
Grishnackh, Count 492,494
Cream,The 350,356,358, 360, 378,
Donegan, Lonnie 22,56,58,66,100
Flack, Roberta 128,174
Grohl.Dave 498,518
Donovan, Jason 94,264,266
Fleetwood Mac 156,158,362,364
Groove Collective 286,288
Doors, The 68, 242, 348, 386, 388
Flying Burrito Brothers 126,366,368,
Guns 'n' Roses 382,472
418,428
380, 382,390,452,488 Creedence Clearwater Revival 390, 392
Dozier, Lamont 84,148,344
370
Crosby, Bing 60
DrFeelgood 416,418,420
Foley, Red 42,60 Foo Fighters,The 342,498,518
Guthrie, Arlo 96,100 Guthrie, Woody 96,98
Crudup, Arthur "Big Boy" 38
DrJohn 80,136
Crystals, The 68,78,80,82
Dream Theater 398,490
Ford,Tennessee Ernie 18
Haggard, Merle 140,366
Cullum, Jamie 344,346
Drexciya 222,224
Foreigner 350,424,436,438,
Haley, Bill, S h i s Comets 20,22,
Culture 168,170
Drifters, The 14,32,68
Culture Club 248,250
Dub Pistols,The 300,306
Four Freshmen,The 110
Hall, Terry 252,256
Cure,The 232,446,512
Dubliners.The 126
Four Seasons,The 66
Halliwell, Geri 320
Curtis, King 52,80
Duncan, Johnny 56,58
FourTops.The 86,148,150,152
Hamilton, George, IV 62
Cybotron 222,224
DuranDuran 16,248,250,512
Francis, Connie 14,68,90
Hancock, Herbie 200,290
Dury, Ian 242,418
Frankie Goes to Hollywood 232
Happy Mondays 464,466,468,474
Dylan, Bob 26,68,90,92,94,96,98,
Franklin, Aretha 32,86,134
Hardy, Francoise 178
Dale, Dick 66,108,110,112,
440, 442
38,42
Daltrey, Roger 120,122
100,126,128,348,366,368, 370,
Franz Ferdinand 516,518
Harris, Emmylou 368
Dammers, Jerry 252,256
372
Freddie & the Dreamers 70,106
Harris, Rolf 186
Funkadelic 202,500
Harrison, George 384,386
Damned,The 418,426,428 Darin, Bobby 22,26,28,66
Eagles 158,350,354,368,370
Furious Five, The 196
Harum Scarum 442
Dave Clark Five 70,104,106
Earth, Wind & Fire 202,204,236
Furtado, Nelly 330
Hayes, Isaac 134
David, Craig 284,340
Eddie & the Hot Rods 416,420
Fury, Billy 22,66
Hear'Say 320, 322, 324
David, Hal 88,118
Eggs over Easy 416,418
Davies, Ray 94,244
El Dorados, The 18,50
Gabriel, Peter 234, 396
Hell, Richard 240,430
Davis, Miles 30, 200, 290, 400,410
Electric Light Orchestra, The 158,406
Gainsbourg, Serge 178
Hendrix, Jimi, & Jimi Hendrix Experi
Day, Doris 18
Ellington, Duke 342,400
Gallagher, Liam 310
Emerson, Lake and Palmer 396
Gallagher, Noel 298,310,466
360,362,368,378,380,382,410,
Eminem 262,322
Gates, Gareth 322,324
452
Deejay Punk-Roc 300
Emperor 492,494
Gaye, Marvin 86,88,174,176,
Deep Purple 378,380,382,438,
En Vogue 282,284
Dead Kennedys, The 432,434 Death 460,462
440,466
Eno, Brian 206,208,214,408
Heartbreakers,The 430
202,284 Gaynor, Gloria 190,192
ence 34,266,346, 350,356,358,
Herman's Hermits 70,106,144 Hill, Benny 186 Hole 498,506
Holiday, Billie 30,284,342
Journey 436,438,442
Lilrth Fair 328,330
Meatloaf 158,446
Hollies, The 58,104,308
Joy Division 444
LimpSizkit 508,510,512
Meek, Joe 104
Holly, Buddy 12,14,22,24,26,28, 90,
Judas Priest 452
Little Eva 68,160
Megadeath 454,456,458
Little Richard 14,18,24,38,40,230,
Melua, Katie 330,342,344,346
242 Horn, Trevor 208,228,232,248
Kaiser Chiefs 516,518
350,358
Houston, David 64
Kansas 350,424
Live 498
Houston, Whitney 14,16,174,230,
k d l a n g 276,278
Lopez, Jennifer 294,296
Kelly, Gene 346
Love, Courtney 498,506
270,272,438
Melvin, Harold, & the Blue Notes 172, 174 Mendes, Sergio 72,74 Mercury, Freddie 156
Howlin'Wolf 362,364
Kessel, Barney 80
Love, Darlene 78,80,82
HuggyBear 504,506
Keys, Alicia 328,330
Lowe, Nick 242,418
Human League 208,224,232,250
Kidd, Johnny, & the Pirates 66
Lymon, Frankie,&theTeenagers 22,
Hunter, Ivory Joe 18,84
Killers, The 516,518
Hurt, Mississippi John 98
King.BB 346,358,362
Lynn, Loretta 138,142
Husker Dii 470,472,474, 480,482,
King, Carole 68,160,238,342
Lynn, Vera 18
King Crimson 394,396,398
Lynyrd Skynyrd 360,370,392
Mighty Diamonds,The 168,170
MilliVanilli 180,182
486
50
Husky, Ferlin 62,140
King's X 488,490
Hutchings, Ashley 372,374
Kingston Trio, The 96,100,126
MacColl, Ewan 100,128
Ki η ks, The 58, 70, 94, 106, 122, 244,
Madness 146,152,242,254,256,304
Ice-T 260
310,422,452
Metallica 382,448,454,456,458,472, 480,492,508 Meters, The 136,288 Michael, George 24,232,236,238, 278
Miguel, Luis 294,296,336
Madonna 14,230,240,270,272
Idle, Eric 186
Kiss 156,190,380,404
MahavishnuOrchestra 410,412,414
Iggy Pop 422
Knack, The 244
Mamas&thePapas.The 16,178
Iglesias, Enrique 294, 296
Knechtel, Larry 80
Mancini, Henry 76,214,216,218
Ministry of Sound 212 Minogue, Kylie 264,266,268 Minutemen,The 480 Mitchell, Guy 18,22
Iglesias, Julio 292,296
Knight, Gladys, & the Pips 172
Manfred Mann 106
Mitchell, Joni 94,98,238
Impressions, The 150,152,202
Knowles, Beyonce 284,320
Manilow, Barry 156,164,218
Mixmaster Morris 208,212
Ink Spots,The 48
Kool& the Gang 202,204
Manson,Marilyn 446,508,510,512
Moby 208,212
Inspiral Carpets 466
Korn 508,510,512
Mantovani, Annunzio Paulo 214,216,
Monk,Thelonious 30
Iron Maiden 454,490,508
Korner, Alexis 362
Isley Brothers, The 134,204
Kraftwerk 208,222,224,246
Marley.Bob 146,166,168,170
Monroe, Bill 44,366
Kramer, Billy J, & the Dakotas 70,104,
Maroon 5 324
Moody Blues,The 58,106,394,396,
Jackson, Janet 176,228 Jackson, Michael 14,32,156,186,
116,118 Kristofferson, Kris 172
228,230,312,316,324 Jackson Five, The 86,156,266,316, 318
218
Marsden,Gerry 118 see also Gerry & the Pacemakers Marsh, Kym 320,322
L7 506
Martin, Dean 18,218
Laine, Frankie 18
Martin, George 118
Monkees.The 70,156,160
398 Moon, Keith 122 Morbid Angel 460,462 Morisette, Alanis 326,354
Jacobs, Adolph 52
La's, The 308,310
Martin, Ricky 294,296
Moroder, Giorgio 180,190
Jagger.Mick 94,502,516
Las Ketchup 334,336
Martino.AI 18
Morrison, Jim 94,386 Morrissette, Alanis 270,276,278
Jam,The 242,244,278,426,428
Lavelle, James 304,306
Massive Attack 256,302,304,306
Japan 246,248
Leadbetter, Huddie "Leadbelly" 56
Mayall.John 342,362,364,378
Morrissey 312,474
Jay-Z 262,322
LedZeppelin 186,350,354,356,358,
Mayfield, Curtis 152,202,204
Moss, Kate 514 Mothers of Invention,The 400
Jefferson Airplane 348,372,386
360, 362, 376, 378, 380, 382,446,
Mayhem 492,494
Jesus & Mary Chain 476
452,454,488
MC5 420, 422, 430
Motorhead 452
McCartney, Paul 48,58,92,94,118,
M o t t t h e H o o p l e 408
Joel, Billy 162,234,350
Lehrer,Tom 184
John, Elton 14,16,156,162,236,238,
Lennon, John 26,48,58,92,94,118,
272, 278, 326, 404 Jon Spencer Blues Explosion 482,486 Jones, George 60,138
236,278,310,348,386,388 Lewis, Jerry Lee 14,22,38,40, 350,366
242,350,404 McDevitt, Chas 56,58 McGuire Sisters, The 18,22 McLaren, Malcolm 422,430
Move, The 388,406 Ms Dynamite 284,340 Mud 156
Jones, Mick 436, 442, 514
Lewis, Terry 176,228,230
McLaughlin, John 410,412
Mudhoney 354,496
Jones, Norah 342,344,346
Liberace, Wladziu Valentino 218
McPhatter, Clyde 32,34
Murray, Ruby 18
Joplin, Janis 350
Libertines,The 514,516,518
Meaden, Peter 122
My Bloody Valentine 474,476,478
Napalm Death 448,460,462
358,372
Reich, Steve 206,210
Scruggs, Earl 370
N a s h j o h n n y 146
Pearl Jam 354,382,496,498
REM 74,470,472,474,482
Searchers, The 58, 70,104,116,118
Nelson, Prince Rogers 176,230
Pendergrass, Teddy 134,174
Renegade Soundwave 302, 304
Sedaka, Neil 90,
Neu 220,222,224,226
Penguins,The 48,52
Return To Forever 410,412,414
Seeger, Pete 94,96,98,126,372
New Edition 266,280,282,318
Perkins, Carl 24,42,44,46
Rhoads, Randy 454
Selecter.The 146,254
New Kids on the Block 16,266,314,
Perry, Lee 146,168
Rhythmes Digitales, Les 300
Sequence, The 196,198
Perry, Steve 440,442
Richard, Cliff 14,22,66,68
Sex Pistols, The 244,246,310,352,
New Order 232,444
Pet Shop Boys 232,272
Richards, Keith 94,342
New York Dolls, The 244,246,422,
Peter, Paul& Mary 98
Shadows, The 66,108
316,318
422, 424,426,428, 430,444
Peter & Gordon 106
Richie, Lionel 232,236,238 Ride 222,478
Newman, Randy 342
Phillips, Kate 290
Ridgeley, Andrew 232,236
Shakira 334, 336
Newton John, Olivia 232
Phillips, Sam 38,40,42,44,46
Righteous Brothers,The 64,80,82
Shangri-Las,The 68
Nice, The 394
Phish 402
Riley, Billy Lee 44,46
Shankar, Ravi 342
Nightmares on Wax 212,306
Pickett, Wilson "The Wicked" 86,134
Riley,Teddy 280,284
Shatner, William 184,186
Nine-Inch Nails 472,508,518
Pine, Courtney 290
Robbins, Marty 60,62
Sherman.Allan 184,186
Nirvana 130,354,472,474,482,496,
Pink Floyd 208,220,350,354,388,
Robinson, Ross 508
Shields, Kevin 476,478
Robinson, Smokey, & the Miracles 84,
Shirelles.The 14,68,160
430,484
498,508,518
396,490
Shaggy 146,324
Shirley And Company 24
Nitzsche, Jack 78,116
Pixies,The 472,482,496
No Doubt 256,272
Plant, Robert 376, 382
Rodgers, Jimmie 140
Shorter,Wayne 410,412
86,254
Notorious BIG 260, 262
Platters, The 22,50,52
Rodgers.Nile 192
Sieg Uber Die Sonne 222
Numan,Gary 230,250
Pogues.The 126,242
Roedelius, Hans-Joachim 220
Sill, Lester 52,82
Nunn, Bobby 52
Police, The 230,232,236,242,244
Rolling Stones,The 16,26,68, 70,88,
Simon, Paul 94,98,130,164
NWA 258, 260
Ponty, Jean-Luc 414
94,98, 104, 106, 122, 242, 244,
Simon &Garfunkel 68,164
•NYSYNC 314, 318, 320, 322, 324
Portishead 302,304, 306
246, 348, 362, 364, 372, 386, 388,
Simone, Nina 342
Oasis 76, 270, 298, 310, 312, 354,466,
Presley, Elvis 12,14,18, 22,24,38,40,
Prado, Perez "Prez" 20,22,292, 296
474 Ochs, Phil 94,98
466,480 Rollins, Henry 434
42,44, 46, 66, 92, 128, 268, 294,
Romeo, Max 144,170
320,350,366,372,514
Ronettes.The 68,80,82
Simply Red 270,272 Sinatra, Frank 18,20,22,24,28, 74, 218,268,342,346 Sister Sledge 190,192
O'Connor, Sinead 130,274,276,326
Pretenders, The 244,418
Rory Storm & the Hurricanes 116
Sisters Of Mercy 446,474
O'Jays, The 152,172,190,202
Primal Scream 478
Ross, Diana, & the Supremes 14,86,
Slade 404,406,408
Oldfield, Mike 208, 376
Prince 202,274,502
Orb, The 208,210
Procul Harum 58, 394, 396,398
Roth, David Lee 380,442
Slim, Fatboy 300
Orbison, Roy 60,66,90,92,94
Propellerheads 300,306
Rotten.Johnny 310,426
Slipknot 508,510,512
Puff Daddy 282
Roxy Music 246,408
Sly&theFamilyStone 136,200,202,
Pulp 310,312,516
Rubin, Rick 458,500
68 68 Orioles,The 48 Osbourne, Ozzy 452,454
156,190,232,236,282
Slayer 448,454,456, 458,462,492
410,500
Ruby, Jack 168
Small Faces,The 124 Smith, Patti 240,244,330,422,432,
Osmond, Donny 156,316
Quatro, Suzi 156,404,406,408
Run-DMC 382,500
Osmonds, The 16,156,316,408
Queen 16,156,190,352,354,380,
Rundgren,Todd 480
480,482,484,486
Rush 438,488,490
Smiths,Mighty 302,306
Queensryche 488,490
Ryder, Shaun 464,468
Smiths,The 464,472,516
Radiation, Ronny 252,256
S/A/W 264,266
Soft Cell 152,248
P Diddy 262,282,284
Radiohead 346,470,490,516
Sade 230,238
SonicYouth 222,472,480,482,
Page, Jimmy 360,362,376,382
Ramones.The 240,432,434
Sainte-Marie, Buffy 98
Page, Patti 60
Ramsey LewisTrio, The 150,152
Santana 436
Parker, Charlie 400
Ray, Johnnie 18
Sanz, Alejandro 332,334
Parnes, Larry 22
Red Hot Chilli Peppers, The 416,418,
Sayer, Leo 164
Sounds of Blackness choir 176
Parton, Dolly 138,142
500,502 Redding, Otis 86,88,238
Schwartz, Brinsley 416,418
Soxx, Bobby B, & the Blue Jeans 82
Screaming Trees, The 480,496
Spaceman 3 222,226,388
Otis, Johnny 24 Owens, Buck 138,140,366
382,408,514
Oysterband 128,376
Paul Butterfield Blues Band 356,
So Solid Crew 340
484, 486 Soundgarden 354,450,480, 496,498
Swinging BlueJeans,The 104
Usher 322,324
S y s t e m O f A D o w n 510,512
Williams, Hank, Jr 370 Williams, Hank, Sr 42,366,370
Valentine, Dickie 18
Williams, Otis, and The Charms 18
Τ Rex 404,406, 408
Van Halen Band 380,442,502
Williams, Robbie 268,314,318,
Take That 16,314,316,318,320
VanHelden.Armand 274,338,340
Talking Heads 240,244,432,434
Van Morrison 326
Williams, Tony 412,414
Tangerine Dream 208
Van Ronk, Dave 98
Wills, Bob 140,366
Taupin, Bernie 162
Van ZandtTownes 342
Taylor, James "JT" 98,204,286,288
Van Zant, Ronnie 392
Tea, Cocoa 170
Vandross, Luther 174,176
Tearjerkers,The 256
Vaughan 442
Television 240,432
Vaughan, Sarah 30
Tempo, Nino 80
Velvet Underground 420,422,484
Temptations, The 84,86,134,
Venom 454,492, 494
150,190
Ventures, The 66,108
Tenacious D 442
Verve, The 312,478
10cc 146
Vincent, Gene 66
Thin Lizzy 128
Vipers, The 56,58
320,322
Wilson, Alan "Blind Owl" 356 Wilson, Brian 68,80,94,110, 112,442 Wilson, Jackie 32,84,150,152 Windross, Norris "da Bass" 338 Wings 16,350,352,404 Wizzard 406 Womack, Bobby 88 Wonder, Stevie 86,88,156,162,200, 202,204,232,236,238,410 Wood, Danny 318
Three Degrees,The 172 3 Doors Down 498
Wallers, The 170
Wood, Roy 406
Tickell.Kathryn 376
Walker, Τ Bone 34
Wookie 340
Tiffany 266
Ware, Martyn 250
Wrecks-N-Effect 280
Timbaland and the Neptunes 284
Warhol, Andy 240
Wrens, The 48
Timberlake, Justin 314,320,324
Warwick, Dionne 76,86,88
Wright, Betty 344
Time, The 176,230
Washington, Dinah 30,346
Wynette, Tammy 64,138,142
TLC 282
Waterman, Pete 152,264
Tornados, The 104
Waters, M u d d y 36,98,362,364
Townshend, Pete 122,124,452
Watson, Johnny "Guitar" 32,34
Traffic 376
Wayne Fontana & the Mindbenders
Tremeloes,The 144
106
Troggs.The 422
Weather Report 410,412,414
Trouble 448,450
Weavers, The 96,98,100,126
Trout, Walter 360
Weller.Paul 242,278,326,426
T u l l j e t h r o 376
Wesley, Fred 132,202
Tupac Shakur 260,262
Westlife 318,320,322
Turner, Ike, and the Kings of Rhythm
Westworld 442
36, 230
Wet Wet Wet 272
XYC 310 Yabby U 168 Yankovic, "Weird Al" 186 Yardbirds.The 98,106,348, 364,372, 384, 386, 388 Yazoo 232 Yeah YeahYeahs,The 244 Yes 232, 394, 396, 398 Yokota, Susumu 212
Wham! 16,232,236
Young, Faron 62
Whiskey, Nancy 56,58
Young, Jimmy 18
Turner,Tina 82,230
White, Jack & Meg 486,518
Young, Rusty 368
Twisted Nerve 328
White, Lenny 410,414
Young,Will 322,324
Twitty, Conway 138,140,142
White Stripes, The 344,486,518
YoungTradition 100
Tyler, Steve 382,500
Whitesnake 438,440
Turner, Ike 8. Tina 80,82 βλ. επίσης άνω και κάτω
U2 24,128,470,516,518 UB40 146,254 Ultravox 208, 224, 248, 250
Whitfield, Norman 84,134,150
Zappa, Frank 398,400,414
Whitney, Marva 132
Zawinul.Joe 410,412
Who, The 16, 58, 70, 106, 1 20, 122,
Zero 7 212,306
1 24, 242, 308, 348, 392, 452,480
Zombies, The 106
Ure, Midge 248,250
Widespread Panic 392,402
Zulu Nation,The 198
USA for Africa 16
Williams, Don 142
ZZ Top 360,364