Μελέτες αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία - Projets Urbains en France [PDF]


128 50 118MB

Greek(Modern) Pages 221 Year 2002

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Μελέτες αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία - Projets Urbains en France [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

Το βιβλίο Projets urbains en France / French urban strategies / Μελέτες αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία κυκλοφόρησε το 2002 στη Γαλλία από τις εκδόσεις Moniteur. Στοιχεία σχετικά με την έκδοση και τους συντελεστές της παρέχονται σε ειδική σελίδα παρακάτω. Θεωρώντας το βιβλίο εξαιρετικά χρήσιμο για το μάθημα του Αστικού Σχεδιασμού, προχωρήσαμε μαζί με τους φοιτητές του έτους 2005-2006 στη μετάφρασή του στα ελληνικά. Οι μελέτες αστικού σχεδιασμού έχουν αποκτήσει ιδιαίτερη σημασία κατά την τελευταία δεκαετία, υποκαθιστώντας ουσιαστικά αυτό που κάποτε αποκαλούσαμε πολεοδομικές μελέτες. Αντιμετωπίζονται πλέον από τους μελετητές, τις αρμόδιες αρχές και τη νομοθεσία ως ένας οδηγός δράσης που αναδιαρθρώνει τις πόλεις προς όφελος των κατοίκων τους και παράλληλα λειτουργεί ως μοχλός οικονομικής και κοινωνικής βελτίωσης. Η μελέτη αστικού σχεδιασμού μεταφράζει σε χωρικά δεδομένα ευανάγνωστες και ορατές παρεμβάσεις στην πόλη που υποστηρίζουν τις αστικές χρήσεις και δραστηριότητες. Περιλαμβάνει τον εξωραϊσμό του δημοσίου χώρου, την ενδυνάμωση της κεντρικότητας για το εμπόριο και την αναψυχή, τη δημιουργία νέων περιοχών υψηλής ποιότητας ή την αναζωογόνηση υφισταμένων συνοικιών. Το βιβλίο παρουσιάζει μελέτες που εφαρμόστηκαν σε πολυάριθμες γαλλικές πόλεις, διάσπαρτες μέσα στη γαλλική επικράτεια. Ανάμεσα στους στόχους του είναι και η αναζήτηση ισορροπίας ανάμεσα στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και την εξυπηρέτηση σύγχρονων αναγκών. Παραθέτει διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς τη σύνθεση και την εφαρμογή τους, καθώς και τους μηχανισμούς, τους φορείς και τη νομοθεσία που παρεμβαίνουν στην παραγωγή του αστικού χώρου. Καθώς δεν διαθέτουμε σχετικό λεξιλόγιο, μεταφράσαμε το δίγλωσσο τίτλο του βιβλίου με τον όρο Μελέτες αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία. Η μετάφραση που ακολουθεί είναι μια αρχική προσπάθεια που ελπίζουμε ότι θα βελτιωθεί στο μέλλον. Η βασική μεταφραστική εργασία έγινε από τους φοιτητές, των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στη συνέχεια, και η επιμέλεια, μια πρώτη μορφή της οποίας για λόγους επείγοντος παρουσιάζεται εδώ, έγινε από εμάς. Η γενική σύνθεση κειμένων και εικόνων οφείλεται στον φοιτητή Γεώργιο Τζούμα.

Τα ονόματα των φοιτητών που συνεργάστηκαν: Αβραμίδης Αλκιβιάδης, Αναστασιάδης Αθανάσιος, Αναστασιάδης Γεώργιος, Γεωργούδη Ακριβή, Γιουψάνης Κων/νος, Γκαδρής Απόστολος, Γκιάτα Άννα, Γλύκα Δέσποινα, Δερδελάκου Ελισσάβετ, Θεοδοσιάδη Σώνια, Ινεπολόγλου Κατερίνα, Ιωάννου Ταρσή, Καλαφατζής Ιωάννης, Καλλιάγρα Αλεξάνδρα, Καλογερομήτρου Φωτεινή, Καμμένου Μαρία, Καμπούρη Ζαφείρα, Καραγιάννης Ευθύμιος, Καρακάνα Χρυσούλα, Καρασαββίδου Μαρία, Κατσουλέα Αναστασία, Κλάϊν Ιουλία, Κολιού Ανδρομάχη, Κομλίκη Αναστασία, Κορομπόκη Βικτωρία, Κούτσαρη Μαρία, Κουτσαυτάκη Ευθυμία, Κυρούδη Μαρία, Κωνσταντινίδου Δανάη, Μαγγανά Θεοδώρα, Μανωλάκη Αντιγόνη, Μπάρμπα Μαγδαληνή, Νάσσης Λεωνίδας, Νικητάκος Ιωάννης, Ντέτσικα Μαγδαληνή, Ντινοπούλου Άννα, Πανόπουλος Κων/νος, Πανταζής Ευάγγελος, Παπαγεωργίου Ασπασία-Ελένη, Παπαϊωάννου Στέλλα-Ειρήνη, Παπακώστα Χριστίνα, Παπασπανού Εριέττα, Παπαστεργίου Μυρτώ, Παρθενίου Γεωργία, Παυλίδου Ιωάννα, Πετρίδη Αικατερίνη, Πουρνάρα Χριστίνα, Ρουμπιέ Δήμητρα, Σαρλάνη Χρυσαυγή, Σφήκας Κωνσταντίνος, Τάγκα Ευγενία, Τζήκα Ελευθερία, Τζούμας Γεώργιος, Τζωρακολευθεράκη Καλλιόπη, Τριανταφυλλοπούλου Βασιλική, Τρικαλιώτη Ειρήνη, Τσοτουλίδου Σωτηρία, Τσούκα Ελένη-Μαρία, Φανού Παρασκευή, Χατζηκωνσταντίνου Ιωάννης, Χριστοδούλου Νικόλαος.

Θεσσαλονίκη, 15 Φεβρουαρίου 2006 Οι διδάσκουσες Αλέκα Γερόλυμπου, καθηγήτρια Αστικού Σχεδιασμού Κική Καυκούλα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Αστικού Σχεδιασμού

Περιεχόμενα Εισαγωγή σελ. 8-11 Σταθμοί στην ιστορία της πολεοδομίας στη Γαλλία σελ. 10-19 Οι προοπτικές της πολεοδομίας σελ. 20-22 Οι μελέτες αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία σελ. 23-31 Η μελέτη αστικού σχεδιασμοί και οι κανόνες του σήμερα σελ. 32-36 Ο ρόλος της γαλλικής αναθέτουσας αρχής σελ. 37-40 Η ανανέωση της πολιτικής γης σελ. 41-43 Τρεις θεμελιώδεις νόμοι για την ανανέωση των διαδικασιών περιφερειακής διαχείρισης σελ. 44-49. Η σιωπή των αμνών σελ. 50-54 Οι πόλεις και οι μελέτες τους σελ. 55-188 Αιξ αν Προβάνς – Κουρ Μιραμπώ σελ. 56-57 Αμιένη σελ. 58-63 Μπαγιόν σελ. 64-65 Μπορντώ σελ. 66-71 Δουνκέρκη σελ. 72-77 Γιουραλίλλ σελ. 78-83 Ρουμπαί σελ. 84-89 Λοριάν σελ. 90-93 Λυών σελ. 94-99 Σιτέ Ιντερνασιονάλ σελ. 100-103 Ντεσίν-λε Πραινέ σελ. 104-105 Βω-αν-Βελάν σελ. 106-111 Μονπελλιέ σελ. 112-115 Νάντη σελ. 116-121 Σαιν-Ναζαίρ σελ. 122-127 Παρίσι – η κατάκτηση του ανατολικού τομέα σελ. 128-129 Παρίσι - Μπερσύ σελ. 130-133 Παρίσι - Σιδηροδρομική γέφυρα και Φωμπούρ Σαιντ-Αντουάν σελ. 134-137 Παρίσι αριστερή όχθη σελ. 138-143 Παρίσι – οδός Νασιονάλ σελ. 144-145 Παρίσι – Σιτροέν σελ. 146-147 Παρίσι – Αμαντιέ σελ. 148-149 Παρίσι – Σιτέ Φουζέρ σελ. 150-151 Σερζύ-Ποντουάζ σελ. 152-157 Λα Κουρνέβ σελ. 158-159 Λα Ντεφάνς σελ. 160-165 Μαρν-λα-Βαλέ – Βαλ ντ’ Ερόπ σελ. 166-167 Πλαιν Σαιν-Ντενί σελ. 168-173 Σενάρ – λε Καρρέ σελ. 174-175 Ρέν σελ. 176-181 Μητροπολιτική περιοχή της Ρεν σελ. 182-183 Σαιν-Ντενί ντε λα Ρεουνιόν – Νότιο βουλεβάρτο σελ. 184-185 Στρασβούργο σελ. 186-187 Τεχνικά δεδομένα σελ. 190-193

ΕΙΣΑΓΩΓΗ της Ariella Masboungi Στις αρχές αυτού του αιώνα, οι μελέτες αστικού σχεδιασμού αναγνωρίστηκαν ως θέμα μεγάλης σημασίας στην Γαλλία αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κατάσταση των πόλεων αποκτά καινούρια σημασία ενόψει του θέματος της γενικότερης κρίσης των «αξιών», των απαρχαιωμένων αρχών αστικής ανάπτυξης και την προφανή απουσία κάθε βεβαιότητας. Πολλές από τις πόλεις μας θεωρείται ότι νοσούν, επιβάλουν διακρίσεις, και αποτελούν επικίνδυνα μέρη, μέρη που τροφοδοτούν το θόρυβο, την ατμοσφαιρική και οπτική ρύπανση. Το πρόβλημα των μετακινήσεων (ειδικότερα η εξάρτηση από το ιδιωτικό αυτοκίνητο) είναι ακόμα ένα μεγάλο θέμα. Οι πόλεις εξαπλώνονται ακατάστατα και ατελείωτα εις βάρος του τοπίου, δημιουργώντας ένα είδος « καρκινικής » αστικής ανάπτυξης γύρω από τα ιστορικά κέντρα . Και παρ όλα αυτά συνεχίζουμε ν΄ αποκαλούμε αυτά τα δυσάρεστα προάστια « Ευρωπαϊκές πόλεις » σαν ν΄ αναφερόμαστε στην παλαιότερη μορφή τους, σαν να μην συνέβη καμία αξιοσημείωτη αλλαγή . Απέναντι σ΄ αυτό το πλαίσιo, οι μελέτες αστικού σχεδιασμού αποτελούν ένα μήνυμα ελπίδας. Εκφράζουν την θέληση των εκλεγμένων αρχών να υποστηρίξουν τις παραδοσιακές αστικές αρχές, χωρίς υπερβολική και τυφλή αναφορά στο παρελθόν. Μάλλον το αντίθετο, οι μελέτες αστικού σχεδιασμού είναι κυριολεκτικά σε επαφή με τις δυναμικές της εποχής του , οι οποίες έχουν δημιουργηθεί βάσει των όρων της μελλοντικής ανάπτυξης και των προσδοκιών των αστικών κοινοτήτων. Αυτός ο φανερά ειδυλλιακός στόχος είναι εντελώς λογικός λαμβάνοντας υπ΄ όψη μερικά σύγχρονα σχέδια, σε φάση προγραμματισμού αλλά και εφαρμογής που φανερά υποδεικνύουν πρόοδο στην επίτευξη υψηλών αντικειμενικά στόχων . Το βιβλίο αστικός σχεδιασμός στη Γαλλία σκοπό έχει να παρέχει έναν απολογισμό αυτών των νέων πρωτοβουλιών, σε μια κρίσιμη στιγμή ανάμεσα στη δουλειά του παρελθόντος για την ήδη υπάρχουσα πόλη (η οποία δηλώνει καθαρά ότι ο αστικός σχεδιασμός είναι δυνατόν να εφαρμόζεται επιδέξια όταν υπάρχει ισχυρή πολιτική ενίσχυση και επίβλεψη) και στα πιο προσγειωμένα μελλοντικά έργα αστικής ανανέωσης , βελτίωσης των υποδομών και διαχείρισης ολόκληρων αστικών περιοχών .

Η μελέτη αστικού σχεδιασμού περιλαμβάνει όλα τα θέματα σε όλη την κλίμακα της πόλης Αυτό το βιβλίο παρουσιάζει μια συλλογή περίπου τριάντα μελετών. Ένα ευρύ φάσμα στόχων περιλαμβάνει την αποκατάσταση της σημασίας των δημόσιων χώρων του κέντρου αλλά και τον εξωραϊσμό των ανοιχτών χώρων και τη δημιουργία της έννοιας της συνέχειας (π.χ. μέσω της επίτευξης καινούριου δικτύου τραμ). Νέες πόλεις και η πρόσφατη ιστορία τους αποτελούν αντικείμενα πραγμάτευσης όπως και οι αξίες των ιστορικών κέντρων. Άλλες μελέτες δείχνουν πως θορυβώδεις δρόμοι με έντονη κυκλοφοριακή συμφόρηση μετατράπηκαν σε ευχάριστα αστικά βουλεβάρτα, αξιοποιώντας αυτό που ήδη υπάρχει εκεί αντί να το καταστρέψουν. Υπάρχουν ακόμη λεπτομέρειες από τη δημιουργία νέων γειτονιών σε έρημες βιομηχανικές περιοχές ή σε περιοχές με σιδηροδρομικές γραμμές που είναι πλέον σε αχρηστία. Ετσι κατασκευάζεται ‘πόλη πάνω στη πόλη’ μπολιάζοντας την υπάρχουσα κατάσταση με αστικούς χώρους ώστε να δημιουργηθεί μια νέα αστική δομή. Άλλα προγράμματα συμπεριλαμβάνουν την αστική ανανέωση των συνοικιών του Μοντέρνου Κινήματος, οι οποίες έχουν κριθεί προβληματικές από κοινωνικής και χωρικής άποψης . Κάθε μελέτη αποκτά μια θέση -κλειδί μέσα σε μια γενικότερη στρατηγική αστικής ανάπτυξης συνδυάζοντας κοινωνικοοικονομικούς και χωρικούς στόχους . Στο ευρύτερό του πλαίσιο κάθε πρόγραμμα υπερβαίνει τυχόν διοικητικά εμπόδια και ενθαρρύνει την συνεργασία ιδιωτικού και δημόσιου στην αστική ανάπτυξη . Τα προγράμματα που έχουν επιλεχθεί ποικίλουν στο μέγεθος, δηλώνοντας έτσι ότι δεν υπάρχει προεπιλεγμένο πλαίσιο. Πραγματικά, ακόμα και ένα ταπεινό εγχείρημα μπορεί να έχει μεγάλη επίδραση στο μέλλον της περιοχής. Αυτές οι περιπτώσεις που διαλέχθηκαν από εκατοντάδες υποψήφια προγράμματα, μαρτυρούν την ενέργεια και τη ζωντάνια που χαρακτηρίζει το σχεδιασμό και την εφαρμογή των στρατηγικών αστικής ανάπτυξης σε πόλεις διαφορετικού μεγέθους, από τη μητροπολιτική περιοχή του Παρισιού (10 εκατομμύρια κατοίκους ) στη μεσαίου μεγέθους Bayonne (42.000 κατοίκους ), ή την Aix de Provence (140.000 κατοίκους ). Η συλλογή αυτών των προγραμμάτων αποτελεί μια πολύτιμη πηγή από επινοητικές προσπάθειες, ταλέντο, κίνητρα, οικονομικούς πόρους και συνεργασίες. Η συλλογή αυτή φανερώνει πως ο σχεδιασμός και η διαχείριση των πόλεων πήρε ένα νέο δρόμο. Ενώ κάθε πρόγραμμα έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά, το καθένα απ αυτά χαρακτηρίζεται από ένα βαθύτερο στόχο: αυτόν της μετατροπής των αστικών χώρων σε ευχάριστα μέρη στα οποία κάποιος θα επιθυμήσει να κατοικήσει . Παρ΄ όλο που υπάρχει πληθώρα γαλλικών προτάσεων που βασίζονται σ΄ αυτή στρατηγική προσέγγιση, δεν είναι όλα τόσο πετυχημένα όσο αυτά που παρουσιάζονται εδώ. Ωστόσο αυτά που πετυχαίνουν, λειτουργούν ως οδηγοί, ως πλαίσια αναφοράς και έχουν πραγματική επιρροή στην εικόνα – και κατά συνέπεια στην οικονομία – της αντίστοιχης πόλης .

Χαρακτηριστικά προτάσεων αστικού σχεδιασμού Παρά την ποικιλία των στόχων του αστικού σχεδιασμού, ένα σύνολο σταθερών παραγόντων επιτυχίας μπορούν να οριστούν όπως περιγράφονται παρακάτω . • Οι περιοχές επέμβασης είναι συνήθως ερειπωμένες βιομηχανικές περιοχές , πρώην προβλήτες , σιδηρόδρομοι σε αχρηστία , παραμελημένες αγροτικές εκτάσεις και περιοχές που προέκυψαν από έργα οδοποιίας . • Τα σχέδια συνήθως περιλαμβάνουν τη στέγαση, τους δημόσιους χώρους και τις κοινωνικές διευκολύνσεις . Στην πλειοψηφία των επεμβάσεων, ένα έργο με μεγάλο κύρος σε μικρή απόσταση παίζει σημαντικό ρόλο, όπως για παράδειγμα η εθνική βιβλιοθήκη της Γαλλίας στο Παρίσι, ή το στάδιο της Γαλλίας στο Saint-Deniς βόρεια του Παρισιού. Αυτά είναι έργα ζωτικής σημασίας που προσδίδουν δύναμη και ενέργεια στο όλο εγχείρημα . Δεν είναι πάντα μεγαλεπήβολα έργα , αλλά συνήθως σχετίζονται με τον πολιτισμό, ο οποίος έχει γίνει η αιχμή πολλών σχεδίων αστικής ανάπτυξης . • Τα σχέδια αυτά μπορούν να συγκεντρωθούν και να είναι υλοποιήσιμα μόνο εάν τα εμπλεκόμενα άτομα έχουν τις απαραίτητες ικανότητες . Αυτό αφορά κυρίως τους εκλεγμένους συμβούλους (στο δήμο ή στη Νομαρχεία), οι οποίοι πρέπει να τους χαρακτηρίζει το θάρρος , να είναι επιχειρηματικοί και οραματιστές και τους σχεδιαστές, οι οποίοι θα πρέπει να είναι προικισμένοι και προετοιμασμένοι να εμμείνουν στο πρόγραμμα. Η ποιότητα της διαχείρισης του έργου είναι σημαντική για κάθε εγχείρημα και για το σύνολο των αναδόχων εταιριών αλλά και για να εκτελεστεί ομαλά . • Ο διάλογος έχει εξελιχθεί σε αναγκαία προϋπόθεση για να τελεσφορήσει το εκάστοτε εγχείρημα. Αυτό το γνωρίζουν καλά στη Γαλλία, μολονότι κάπως καθυστερημένα, ότι δηλαδή οι κάτοικοι παίζουν σημαντικό ρόλο .Έργα μπορεί να καθυστερήσουν αισθητά εξ αιτίας οργανώσεων των κατοίκων , οι οποίες καταφέρνουν συνήθως να αποκομίσουν σπουδαίες τροποποιήσεις και αναθεωρήσεις του σχεδίου . • Οι μελέτες αστικού σχεδιασμού συνήθως παίρνουν αρκετό χρόνο. Στη πλειοψηφία τους σπάνια διεκπεραιώνονται σε λιγότερο από 10 ή 20 χρόνια. Κάποιες από αυτές μπορεί να καλύψουν πολλές δεκαετίες όπως για παράδειγμα η κατασκευή της απόμακρης La Défense, που ξανάδωσε ζωή στο δυτικό Παρίσι, και το τρέχον πρόγραμμα για το Ile de Nantes . • Τα δίκτυα μεταφορών είναι ακόμη ένας σημαντικός παράγοντας των σχεδίων αστικής ανάπτυξης , ιδιαίτερα τα δίκτυα του τραμ, μιας και παρέχουν ένα σίγουρο τρόπο προσέγγισης απομακρυσμένων περιοχών . Είναι άλλωστε μια ιδέα που βασίζεται σε θεμελιωμένες αρχές και πολιτικούς στόχους . • Οι στρατηγικές αυτές γεννούν νέες αισθητικές αρχές, στις οποίες ο ρόλος της εφήμερης αρχιτεκτονικής και του αστικού σχεδιασμού πρέπει να επανεκτιμηθεί . • Η στάση απέναντι στην εθνική αρχιτεκτονική κληρονομιά έχει αλλάξει συνειδητά σε διάστημα μιας γενιάς. Πλέον υπάρχει μικρή πιθανότητα να προκύψει τέτοια διαμάχη αφού οι ιθύνοντες όλο και περισσότερο τη λαμβάνουν υπόψη . • Τα περισσότερα προγράμματα βασίζονται σε σχέδια θεμελιωμένα σε σχεδιαστικές προσεγγίσεις που εμπλουτίζουν την ποιότητα ζωής και παρέχουν ευχάριστο περιβάλλον . • Το φυσικό τοπίο είναι αναπόσπαστο μέρος των σχεδίων , επιβεβαιώνοντας τη διεθνή φήμη της Γαλλίας σ’ αυτό το θέμα . • Η διεθνής ανταλλαγή ιδεών απόκτα ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, μέσω της ανάθεσης εργασιών στη Γαλλία σε ξένους συνεργάτες όπως τους Rem Koolhaas , Manuel de Sola –Morales και Renzo Piano .

Μελέτες αστικού σχεδιασμού σε αρμονία με το μέλλον – ένα γαλλικό φαινόμενο ; Είναι άραγε οι μελέτες αστικού σχεδιασμού ένα αποκλειστικά γαλλικό φαινόμενο; Είναι αναμφίβολα πολύ νωρίς να ειπωθεί κάτι τέτοιο . Θα μπορούσαμε όμως να πούμε ότι αυτή η οργανωμένη προσέγγιση δεν είναι τίποτα άλλο από ένα ακόμη βήμα στη μεγάλη ιστορία του αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία, η οποία ήταν πάντα σε επαφή με τα διεθνή ρεύματα και τις ιδέες .Ο Thierry Paquot ασχολείται με αυτό στο πρώτο μέρος της παρούσας δουλειάς , σ ένα δοκίμιο που σκοπό έχει να ρίξει φως στο αστικό σχεδιασμό τοπίου στη Γαλλία. Η αντίληψη ότι οι στρατηγικές αστικής ανάπτυξης είναι ένα γαλλικό φαινόμενο δεν είναι εντελώς άσχετη με τη μεγάλη παράδοση της Γαλλίας σε πολιτικές αστικού σχεδιασμού, οι οποίες αναθεωρούνται συνεχώς. Όπως στην περίπτωση των τριών πρόσφατων νόμων Αλληλεγγύης και Αστικής Αναδόμησης , Voynet και Chevenement , που όπως εξηγεί ο Jean Frebault, χαράζουν ένα νέο πλαίσιο αστικού σχεδιασμού στην Γαλλία . Ένα άλλο παράδειγμα είναι η ιστορία της πολιτικής γης, που περιλαμβάνεται στο δοκίμιο του Vincent Renard. Στη Γαλλία ο αστικός σχεδιασμός και οι αρχές του απασχολούν κατ εξοχήν τις δημόσιες αρχές, ακόμη κι αν η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα είναι ο κανόνας. Αυτές οι συνεργασίες μεταξύ δημοσίου–δημοσίου και ιδιωτών-δημοσίου ορίζονται από συγκεκριμένες αρχές εργοληψίας (maitrise d’ouvrage), όπως επεξηγεί ο Guy Faure - μέθοδος αποκλειστικά γαλλική για τον τρόπο διαχείρισης των αστικών σχεδίων , χωρίς την οποία τα σχέδια θα έμεναν στα χαρτιά . Το βιβλίο περιέχει επίσης ένα κείμενο του Francis Ampe, ο οποίος διερευνά έναν αριθμό κειμένων που σχετίζονται με το μέλλον . Τίθενται εκεί ερωτήματα που αφορούν τους τύπους των προγραμμάτων, των σχεδίων , την αγορά, τον διάλογο, το μέλλον του δημόσιου χώρου , την εξάπλωση των τηλεπικοινωνιών , την 24 – ωρών πόλη , τη μετακίνηση των ωραρίων , την ασφάλεια, την προστασία, την πόλη , την διακυβέρνησή της , τη μορφή του αστικού ιστού και την αστική οικιστική επέκταση. Η μοναδική φύση των στρατηγικών αστικής ανάπτυξης στη Γαλλία συνδέεται άμεσα με το ιστορικό πλαίσιο των θεμελιακών δημιουργιών, τους νομικούς και θεσμικούς μηχανισμούς. Κάποιος που καταλαβαίνει αυτό το πλαίσιο είναι δυνατόν να αντιληφθεί καλύτερα τις θεμελιακές αρχές και τις μεθόδους του γαλλικού σχεδιασμού ,όπως επίσης την δημιουργία και την εφαρμογή κάθε σχεδίου. Παράλληλα η εργασία λειτουργεί σαν βάση για ερωτήσεις που θα αποτελέσουν κινητήρια δύναμη για τους πολιτικούς, τους διανοούμενους και τους ειδικούς του ερχόμενου αιώνα . Το μοντέλο των στρατηγικών αστικής ανάπτυξης έχει υποστεί αλματώδεις αλλαγές και εξακολουθεί να αλλάζει. Ο γαλλικός αστικός σχεδιασμός έχει συχνά προσελκύσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον τόσο όσο μέσω βαθυστόχαστων δημόσιων συζητήσεων πάνω σε θέματα σχεδιασμού όσο και μέσω πειραματικών εγχειρημάτων. Παρόλο που η Γαλλία φημίζεται για τα τόσο μεγάλα συγκροτήματα κτιρίων και τα τεράστια σχέδια όπως είναι οι καινούριες πόλεις , η Defense και οι συγκοινωνιακοί κόμβοι, είναι λιγότερο γνωστή για τις τρέχουσες προσπάθειες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από περισσότερο διαφοροποιημένα προγράμματα, σχεδιαστικές έννοιες και αστικές φόρμες. Αυτή η ποικιλία άρρηκτα είναι συνδεδεμένη με το πνεύμα κάθε σχεδίου- πιθανότατα εξ αιτίας της πρόσφατης διαδικασίας αποκέντρωσης που έφερε τις τοπικές αρχές στο προσκήνιο. Η ζωηρή δημόσια συζήτηση που τροφοδοτήθηκε από τα θέματα αστικής ανάπτυξης στη Γαλλία επιδρά στο συλλογισμό και στην δράση μας και θα επιτρέψει στις προκλήσεις που αφορούν τον αστικό σχεδιασμό να συνεισφέρουν στην εμφάνιση των ευρωπαϊκών πόλεων του αύριο.

ΟΡΟΣΗΜΑ ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑ του Thierry Paquot

Φιλόσοφος, λέκτορας πανεπιστημίου και αρχισυντάκτης του περιοδικού ‘Urbanisme’, ο Thierry Pacquot έχει γράψει διάφορα βιβλία, συμπεριλαμβανομένων των ‘Homo Urbanus’ (Le Félin, 1990) και ‘Villes et civilisation urbaine, XVIII-XX siècles’ (ανθολογία, με τον Marcel Roncayolo, 1992), ‘Vive la ville’ (Arléa - Corlet, 1994). Έχει επιμεληθεί επίσης διάφορες δημοσιεύσεις, όπως ‘Le Monde des villes’ (Complexe, 1996), ‘La Ville et l’ urbain, l’ etat des savoirs’ (La Découverte, 2000) και ‘Le Quotidien urbain’ (La Découverte, 2001).

Η ιστορία της γαλλικής πολεοδομίας άρχισε πολύ πριν υιοθετηθεί ο πραγματικός όρος το 1910[1]. Είναι μια πρακτική, η οποία θα μπορούσαμε να πούμε πως υπήρχε από τις πρώτες ανθρώπινες εγκαταστάσεις στη γη η οποία επρόκειτο να ονομαστεί Γαλλία. Για παράδειγμα, ο ρωμαϊκός αποικισμός άφησε πολυάριθμα ίχνη διαδικασιών, διακανονισμών και έργων που φέρουν ισχυρές ομοιότητες με αυτό που αργότερα ονομάστηκε σχεδιασμός πόλεων. Ομοίως, η Γαλλία είχε πολλούς μονάρχες οι οποίοι κατασκεύασαν έργα μεγάλης κλίμακας, ανέγειραν τείχη πόλεων και οχυρωματικά έργα, επέβαλαν κανόνες. Πρόκειται για ένα σύνολο ανόμοιων μέτρων – μια χειρονομία του ηγεμόνα - το οποίο όμως φανερώνει μια σημαντική αντίληψη του ‘σχεδιασμού πόλεων’. Εφαρμογές σχετιζόμενες με μελέτες κατασκευής, ιδιωτικές περιουσίες-ακίνητα, κληρονομικά δικαιώματα, πωλήσεις γης και την άσκηση του δικαιώματος επιλογής, στο όνομα του αυτοαποκαλούμενου ‘δημόσιου συμφέροντος’ χρονολογούνται ήδη στο μακρινό παρελθόν. Συνοψίζοντας, η γαλλική κοινωνία έχει νομοθετήσει πλήθος τοπικών συνηθειών και διαφορετικές πρακτικές που κατά τη διάρκεια του χρόνου, έχουν γίνει αναμφισβήτητα νόμιμες.

[1] Στη Γαλλία, ο όρος ‘urbanisme’ (πολεοδομία) απ’ ότι φαίνεται πρωτοχρησιμοποιήθηκε στον τίτλο ενός άρθρου του Pierre Clerget (καθηγητής στην Ecole supérieure de commerce στη Lyon). Το άρθρο τιτλοφορούνταν ‘L’Urbanisme. Etude historique, géographique et économique’ και δημοσιεύτηκε στο Bulletin de la Sociéte Neuchâteloise de géographie, τόμος XX, 1909-1910, σελ. 213 έως σελ. 231. Ο συγγραφέας δεν δίνει ορισμό του νεολογισμού, γεγονός που δείχνει ότι αποτελεί πρόταση του εκδότη. Ο συγγραφέας απλώς παρουσιάζει διάφορες ιστορικές μελέτες πόλεων. Ένα άρθρο που γράφτηκε από τον Jean-Pierre Frey έχει ενδιαφέρον, βλ. ‘Généalogie du mot urbanisme’, Urbanisme, no. 304, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1999.

H πολεοδομία ως "επιστήμη της πόλης" Ο ‘εξωραϊσμός της πόλης’ και έπειτα η ‘τέχνη της πόλης’ ήταν οι όροι που χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα για να υποδείξουν την εργασία που αναλήφθηκε από τις δημόσιες αρχές – είτε σε κρατικό είτε σε τοπικό επίπεδο – με σκοπό τη βελτίωση του αστικού χώρου. Συχνά, δανείστηκαν ιδέες για την κατασκευή ενός κτιρίου ή την χάραξη ενός δρόμου από άλλες πόλεις ή ξένους αρχιτέκτονες. Δεν επρόκειτο για αντιγραφή της μόδας, αλλά ήταν μάλλον μια λογική προσπάθεια να μάθουν από άλλους. Με το να μιμηθούν κάτι καλύτερο, το αντίγραφο και ο αντιγραφέας θα μπορούσαν να ωφεληθούν από την αναγνωρισμένη κομψότητα και ομορφιά του προτύπου. Αρκεί μόνο να σκεφτούμε όλες τις ‘Βερσαλλίες’, που χτίστηκαν σε όλο τον κόσμο, όλες τις εκτεταμένες φυτεμένες λεωφόρους και τα ανοίγματα μέσω των οποίων μπορεί κανείς να διακρίνει ένα μνημείο στο τέλος προοπτικών φυγής. Ας μην ξεχνάμε τις διάφορες εγκαταστάσεις στις κωμοπόλεις και τις πόλεις που προκάλεσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια αναμφισβήτητη αύρα νεωτερισμού, όπως τα πεζοδρόμια, οι λαμπτήρες δρόμων, οι πηγές, οι δημόσιοι κήποι, οι υπόστεγες αγορές, οι σταθμοί, τα συγκροτήματα καταστημάτων, οι ιππόδρομοι, οι ζωολογικοί κήποι και εκατοντάδες άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ο ανταγωνισμός γρήγορα έγινε άγριος και παρατηρήθηκαν υπερβολές. Παράλληλα με αυτές τις προσπάθειες να συνδυαστούν οι χρήσιμες λειτουργίες με ελκυστικά χαρακτηριστικά, υπήρξαν δύο δυνάμεις στις κοινωνίες που γνώριζαν την εκβιομηχάνιση: μια έγνοια για την υγιεινή και τις τεχνολογικές εξελίξεις. Η πρώτη εστίασε στη φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, έχοντας ως αποτέλεσμα την απαίτηση για καθαρό αέρα, παροχή νερού, εργατικές κατοικίες και αυλές. Η δεύτερη επικεντρώθηκε στους νέους τρόπους επικοινωνίας (σιδηρόδρομος, τηλέγραφος, αποξήρανση κεντρικών αγωγών, γραμμές τραμ, υπόγειος, ηλεκτρική ενέργεια, τηλέφωνο, αυτοκίνητα, κλπ....): οι υπερασπιστές αυτής της αλλαγής δεν είδαν τις πόλεις ως υποδοχέα προόδου, αλλά ως συνδετικό κρίκο για καινοτομία. Ο στόχος ήταν όλα να βρίσκονται σε κίνηση, ημέρα και νύχτα. Συνεπώς, οι κανονισμοί έγιναν ένας στόχος από μόνοι τους, με τα δίκτυα να είναι ο ιδανικός φορέας για τέτοιες φιλοδοξίες. Αυτός ο προβληματισμός συνέβαλε εξίσου και στην εμφάνιση ενός σώματος ειδικευμένων εμπειρογνωμόνων στη διαχείριση των μικρών και μεγάλων πόλεων, και στη δημιουργία μιας ‘πειθαρχίας’ - ειδικότητας προσανατολισμένης προς το σχέδιο, τις τεχνικές πτυχές και τις κοινωνικές ανησυχίες. Αυτή η ειδικότητα – η πολεοδομία – λειτούργησε σ’ένα πλαίσιο αύξησης των πληθυσμών των ευρωπαϊκών πόλεων και ενίσχυσης των εθνικών κρατών. Μέχρι τότε, ένας αριστοκράτης ή ένα εύπορο μέλος της ανώτερης τάξης θα ανέθετε σε έναν αρχιτέκτονα να χτίσει ένα σπίτι στην πόλη και να ασχοληθεί και με το σπίτι και με τον κήπο: καθώς ο βιομηχανικός καπιταλισμός άρχισε να δημιουργεί βαθιές μετατοπίσεις σε συμπεριφορές και κοινωνικές δομές, κατέστη σημαντικό για τα σύμβολα της λειτουργικότητας και λογικής να επενδυθούν με εξωτερικά σύμβολα πλούτου. Με τη σειρά τους, οι πόλεις και οι κατοικίες προσαρμόζονταν ολοένα και περισσότερο στο πνεύμα της μηχανής. Από τότε και στο εξής, η πρόοδος άρχισε να μετράται με βάση την ταχύτητα. Νερό, κεφάλαιο, η εργατική δύναμη, φήμες, φιλοδοξίες, αγαθά, πρώτες ύλες, ενέργεια, αργίες και ούτω καθεξής άρχισαν να κυλάνε μέσα στο σώμα των πόλεων και των κωμοπόλεων όπως το αίμα στον άνθρωπο. Το σώμα της μηχανής άρχισε να επιβάλλει τον ρυθμό της καρδιάς του σε ολόκληρη την πόλη. Δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι οι μυθιστοριογράφοι – οι οποίοι συνήθως είναι πολύ παρατηρητικοί - σχημάτισαν αυτήν την εικόνα για τη μηχανή. Μια μηχανή η οποία λειτουργεί μόνη, συνθλίβοντας όλους αυτούς που αρνούνται να προσαρμοστούν στους ρυθμούς της. Ο Ζολά το απεικόνισε με μαεστρία στο Au bonheur des dames – ένα πολυκατάστημα που καθιστά μια γνήσια οργασμική μηχανή.

Η ιδεολογία που θεμελίωσε την Πρόοδο γέννησε πολλές αλλαγές στους κανόνες της κοινωνίας, συμπεριλαμβανομένων αυτών που σχετίζονται με την πολεοδομία. Παρ’ όλα αυτά είναι δύσκολο να εγγράψει κανείς την τελευταία σε μία καθαρή χρονολογική γραμμή, καθώς γρήγορα υπήρξε έντονη κριτική. Η ιστορία της πολεοδομίας εμπεριέχει διαλείμματα και αντιθέσεις. Εξίσου, και ακόμα πιο σημαντικά, μπορεί να ονομαστεί γεω-ιστορία. Απ’ ότι φαίνεται ήταν ο Ildefonso Cerda (1815-1876) ο οποίος εφηύρε το νεολογισμό urbanizacion (1867), τον οποίο όρισε ως εξής: ‘Αυτός ο όρος καθορίζει το φάσμα τον ενεργειών που αναλαμβάνονται σε μια προσπάθεια να ομαδοποιήσουμε κτίρια και να εκλογικεύσουμε τη λειτουργία τους. Το σύνολο των αρχών, ιδεολογιών και κανόνων που οφείλουν να εφαρμοστούν για να κατασκευάσουμε και να ομαδοποιήσουμε αυτά τα κτίρια δεν πρέπει να θεσμοθετηθεί με στόχο την καταστολή, αποδυνάμωση ή φθορά των φυσικών, ηθικών και διανοητικών ιδιοτήτων του πολιτισμένου ανθρώπου. Αντιθέτως, θα πρέπει να ενθαρρύνουν την ανάπτυξή του και να συνεισφέρουν στην αύξηση της ατομικής ευεξίας και της συλλογικής ευτυχίας’. Ο Cerda πάσχισε να ελέγξει την επέκταση των πόλεων, να αστικοποιήσει την γύρω ύπαιθρο και να ‘αγροτοποιήσει’ την μητροπολιτική περιοχή. Αυτό τη διπλή προϋπόθεση υιοθέτησαν οι περισσότεροι πολεοδόμοι που ακολούθησαν τον Cerda. Βεβαίως, το θέμα δεν ήταν να συνεχίσουν από εκεί που σταμάτησε ο Cerda, επειδή η δουλειά του δεν είχε μεταφραστεί και συνεπώς παρέμενε στο περιθώριο των επιστημονικών κινημάτων που σχηματίζονταν εκείνη την εποχή σε άλλες χώρες, των οποίων το κυρίαρχο ενδιαφέρον εστιαζόταν στις πόλεις και στις κωμοπόλεις. Ο γεννημένος στην Γερμανία Joseph Stuebben κατασκεύασε την λέξη Staedtebau το 1880 και ο Αυστριακός Camillo Sitte χρησιμοποίησε τον ίδιο όρο το 1889. Μπορεί να μεταφραστεί ως ‘η τέχνη του να χτίζεις μια πόλη’, ή πιο απλά ως ‘πολεοδομία’. Στην Αγγλία, το 1909, ο Stanley Adshead διορίστηκε πρόεδρος του πρώτου τμήματος πανεπιστημίου ‘Πολεοδομίας’ στο Λίβερπουλ.

Ο Raymond Unwin εξέδωσε το Town Planning in Practice (‘Σχεδιασμός Πόλεως στην πράξη’) και οι πρώτες πόλεις-κήποι είδαν το φως της ημέρας. Την ίδια στιγμή, βγήκε η πρώτη έκδοση του περιοδικού Town-Planning Review. Ο αστικός σχεδιασμός άρχισε να προσελκύει το ενδιαφέρον επαγγελματιών και διοικητικών στελεχών στη Γαλλία (Tony Garnier, Gustave Kahn, Emile Magne, Eugene Henard, Leon Jaussely, Robert de Souza, κ.α.), στο Βέλγιο (Charles Buls) και στις Η.Π.Α., όπου γεννήθηκε η έννοια της ‘ζωνοποιήσης’ (στη Νέα Υόρκη το 1916) και όπου το City Planning (‘Σχεδιασμός Πόλεως’) εκδόθηκε το 1915. Αυτός ο διανοητικός και πολιτικός ενθουσιασμός για θέματα που σχετίζονταν με το αστικό φαινόμενο έγινε πιο έντονος μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, οπότε χάθηκαν τόσο πολλές ζωές, υποδομές και κτίρια. Η εργασία Comment reconstruire nos cités detruites? Notions d’ urbanisme appliquées aux villes, bourgs et villages (‘Πώς να ανοικοδομήσουμε τις κατεστραμμένες πόλεις μας; Έννοιες πολεοδομίας εφαρμοσμένες σε πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά’) από τους Donat-Alfred Agache, Marcel Auburtin και Edouard Redont μνημονεύεται συχνά ως το πρώτο γαλλικό βιβλίο που γράφτηκε ποτέ για την πολεοδομία. Το πρώτο επίπεδο στη διαδικασία φαίνεται πως ήταν η υγιεινή και η τεχνολογία. Το δεύτερο επίπεδο επικεντρώνεται στην κατοχύρωση κανονισμών και ενός (τοπικού) οικονομικού πλαισίου. Το τρίτο στηρίχτηκε στην ‘ψυχή της πόλης’ και στο ‘πνεύμα του ανθρώπινου είδους’. Δυστυχώς, πολύ συχνά πολεοδόμοι που πιέζονταν χρονικά, αρκούνταν – και αρκούνται ακόμα - στο πρώτο ή στο δεύτερο επίπεδο. Παρ’ όλα αυτά, όπως φαίνεται από τα κείμενα που γράφτηκαν τότε, ο επιστημονικός κλάδος της πολεοδομίας ξεπέρασε τα όρια του να υπάρχει απλά για να πειθαρχεί τη νομοθεσία ή ως μέσο χαρτογράφησης. Αντιθέτως, μετετράπη σε τεχνογνωσία και ιδεολογία που απαιτούσε μια συλλογική, διεπιστημονική προσέγγιση. Είναι αδιαμφισβήτητα εδραιωμένη στην εντυπωσιακή δουλειά που διεξήγαγε το Musée Social, το οποίο δημιουργήθηκε το 1894 από τον κόμη de Chambrun, και ιδιαιτέρως στις μελέτες που διεξήχθησαν από το Τμήμα Αστικής και Αγροτικής Υγιεινής του μουσείου, που άνοιξε το 1908. Επιπλέον, η ειδικότητα αναπτύχθηκε μέσα από ερευνητικά ταξίδια, δημόσιες συζητήσεις και διεθνή συνέδρια, που επέκτειναν τις επιρροές των Διεθνών Εκθέσεων με έναν πιο συγκεκριμένο τρόπο. Η πολεοδομία δεν είναι χαρακτηριστικά γαλλική. Προέρχεται από μια περίοδο δυτικής σκέψης πάνω σε πόλεις και κωμοπόλεις, καθώς επίσης και από μια συγκεκριμένη προσέγγιση προς την οργάνωση της γης που έφερε μαζί μηχανικούς, αρχιτέκτονες και σχεδιαστές τοπίου. Η ιστορία έδειξε ότι οι πιο ενεργοί πολεοδόμοι είναι φανατικοί ταξιδιώτες. Παραδόξως, η αποικιακή αυτοκρατορία έδωσε τη δυνατότητα σε νέα μέλη του επαγγέλματος να φτιάξουν σχήματα, ειδικά όταν η στρατιωτική διοίκηση μιας αποικιακής χώρας ήταν ανοικτή στην ιδέα της πολεοδομίας, όπως ο Lyautey στο Μαρόκο, που κάλεσε τους Jean Claude Nicolas Forestier και Henri Prost από τη Γαλλία. Με τον ίδιο τρόπο, ‘νέες’ χώρες όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, και οι Η.Π.Α. εμπιστεύτηκαν νέους πολεοδόμους με σημαντικά έργα, όπως η περίπτωση των Agache στο Rio, Danger στη Συρία, Hébrard στην Ελλάδα και Ινδοκίνα, Lopez στο Dakar και Greber στη Φιλαδέλφεια. Ως εκ τούτου, η πολεοδομία ‘γαλλικού τύπου’ ήταν στην πραγματικότητα επηρεασμένη από υπερπόντιους πειραματισμούς και αντιμετωπίσεις. Έγινε συνεπώς ‘εθνική’ μέσω ενός οπλοστασίου από νέους νόμους και κανονισμούς. Η πολεοδομία, αν ειδωθεί ως έκφραση σκέψης πάνω στην αστικοποίηση, πρώτα και πάνω απ’ όλα κατέστη μια παρέμβαση που οργανώνει τις μεταβολές του ευρύτερου χώρου μετά από την έξοδο των αγροτών από τις πόλεις. Το 1850, το 75% του πληθυσμού της Γαλλίας ζούσε στην εξοχή. Αυτό μειώθηκε δραστικά στο 54% την παραμονή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και έπεσε στο 47% το 1946. Είκοσι χρόνια αργότερα, περισσότερο από το 80% του πληθυσμού ζούσε σε πόλεις και κωμοπόλεις.

Πολεοδομία – υπόθεση του κράτους; Από τότε που γεννήθηκε ο όρος και από τις πρώτες απόπειρες να καθιερωθεί ένα συγκεκριμένο ‘σώμα’, έχουν γίνει συνεχείς προσπάθειες να επαναπροσδιορισθεί η ‘πολεοδομία[1]’. Κατά περιόδους, γίνονται ζωηρές συζητήσεις στο επάγγελμα. Για παράδειγμα, ποιο είναι το ‘σωστό’ μέγεθος για μια πόλη; (στη Γαλλία, στατιστικά μια πόλη έχει τουλάχιστον 2000 κατοίκους). Ποια είναι η ‘σωστή΄ διοικητική διαίρεση; (λ.χ. γειτονιά, πολίχνη, ευρύτερη περιοχή, μητροπολιτική περιοχή κ.λ.π.). Μπορεί ακόμη να γίνεται λόγος για μικρές πόλεις (towns) ως τέτοιες; Δε θα ήταν καλύτερο να γίνεται λόγος για ‘αστικές περιοχές’; Πώς μπορούν να ενθαρρυνθούν οι κάτοικοι να συμμετάσχουν σε μεγάλης κλίμακας διαρθρωτικά και αναδιαρθρωτικά σχέδια; Ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να συναντηθούν ιδιωτικοί και δημόσιοι παράγοντες; Θα πρέπει να προσχεδιάζονται οι εξελίξεις της αστικής κοινωνίας; Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Γαλλία: ο Sully (υπουργός του Ερρίκου Δ’ και ‘Επιθεωρητής των Δρόμων’ του βασιλείου) πέρασε ένα νόμο που όριζε ότι η κατασκευή οποιουδήποτε κτιρίου στα όρια δημόσιου δρόμου έπρεπε να εγκριθεί επίσημα. Η ίδια εμμονή με την ευθυγράμμιση εμφανίστηκε ξανά σε νόμους του 1807 και του 1884. Έπειτα επίκεντρο της προσοχής έγιναν η υγεία και η υγιεινή (νομοθετική πράξη του 1850 και διάταγμα του 1852), λόγω της επιδημίας χολέρας που σάρωσε το Παρίσι το 1832. Αργότερα η Δεύτερη Αυτοκρατορία σημάδεψε με τις αντιλήψεις της για την πολεοδομία τη Γαλλία, με έργα μεγάλης κλίμακας, που διεξήχθησαν κυρίως στο Παρίσι. (Το 1860, το Παρίσι προσάρτησε τα γύρω χωριά ή τμήματά τους, χωροθετημένα ανάμεσα στο τείχος το γνωστό ως ‘Barrière des fermiers généraux’ και το τείχος του Thiers. Ο αριθμός των συνοικιών του Παρισιού αυξήθηκε ακολούθως από 12 σε 20). Ένας νόμος του 1858 για την υγεία και την υγιεινή επιτρέπει τις απαλλοτριώσεις. Την ίδια εποχή επίσης, γίνονται προσπάθειες για την προστασία ιστορικών κτιρίων (νόμοι του 1841, του 1887, του 1911 και του 1913). Ωστόσο ήταν με το νόμο του Cornudet to 1919 – ο οποίος συμπληρώθηκε το 1924 – που νομοθετήθηκε συνολικά η πολεοδομία (το νομοσχέδιο είχε ήδη υποβληθεί στη Βουλή το 1912). Σύμφωνα μ’ αυτό το νόμο, όλες οι πόλεις με περισσότερους από 10.000 κατοίκους έπρεπε να συντάξουν ένα ‘σχέδιο ανάπτυξης, εξωραϊσμού και επέκτασης’ (Άρθρο 1ο). Είκοσι χρόνια αργότερα, από τις 2.300 πόλεις τις οποίες αφορούσε ο νόμος, μόνο 600 πρότειναν σχέδια, από τα οποία μόνο 273 εγκρίθηκαν. Το 1928 ψηφίστηκε ο νόμος του Loucheur, με την προοπτική να βοηθήσει οικογένειες χαμηλού εισοδήματος να αγοράσουν μια κατοικία. Τον ίδιο χρόνο εισήχθη ο νόμος του Sarraut με στόχο τη βελτίωση ελαττωματικών κατοικιών. Το 1938, τέθηκε εν ενεργεία νόμος για την εξασφάλιση κρατικής βοήθειας σε κοινότητες που κατεδάφιζαν ανθυγιεινά οικοδομικά τετράγωνα. Έπειτα, το 1943, υπό το φιλογερμανικό καθεστώς του Vichy, ένας σημαντικός πολεοδομικός νόμος, συνταγμένος από τον André Prothin, τέθηκε σε εφαρμογή με σκοπό την εναρμόνιση και τη συμπλήρωση της προηγηθείσας νομοθεσίας. Ταυτοχρόνως, προέβλεπε την ίδρυση της Δημόσιας Υπηρεσίας Πολεοδομίας, η οποία έδρασε ως προσωρινό όργανο μέχρι τη δημιουργία του Υπουργείου Ανοικοδόμησης και Πολεοδομίας το 1944 υπό τη διεύθυνση του Raoul Dautry.

[1] Με την προοπτική να διαφοροποιήσουμε την ‘πολεοδομία’ από την ‘αστικοποίηση’, αναφερόμαστε στον ορισμό του Jean Gottmann: ‘Η πολεοδομία συνίσταται στη διευθέτηση εντός μιας οριοθετημένης αστικής και (περιαστικής) περιοχής όλων των εγκαταστάσεων που απαιτούνται για την κατοικία και για τις δραστηριότητες των κατοίκων. Πρόκειται για μια σύνθετη τέχνη και, αυξητικά, επιστήμη, η οποία βασίζεται σε διαφορετικές και αλληλοσυσχετιζόμενες τεχνικές. Η αστικοποίηση είναι η οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική διαδικασία που φέρνει την ανθρωπότητα προς νέες μορφές πολιτισμού. Αυτές οι μορφές είναι όλο και περισσότερο αστικές (δηλαδή μη αγροτικές) και βρίσκονται σε σχηματισμούς μεγάλης πυκνότητας και εγκαταστάσεις που δεν εξαρτώνται από την καλλιέργεια της γης’. (‘Grandeur et misères de l’urbanisation moderne’, Urbanisme, no. 88, 1965).

Θα έπαιρνε πάρα πολύ χρόνο να καταγράψουμε τον ορμαθό από νόμους που τέθηκαν σε ισχύ την τριαντάχρονη μεταπολεμική περίοδο ανάπτυξης. Αρκεί να αναφέρουμε τους πιο δογματικούς: το ‘Νόμο για τη Γη’ του 1953, το νομο-πλαίσιο του 1957, σχετικό με τη δημιουργία εξελίξεων στον τομέα της κατοικίας, το διάταγμα του 1960 που αφορούσε το σχέδιο ανάπτυξης και οργάνωσης της περιοχής του Παρισιού (PADOG), την εισαγωγή εθνικών ρυθμίσεων σχεδιασμού (RNU) το 1961, το διάταγμα του 1963 που προέβλεπε τη ίδρυση του DATAR (περιφερειακό γραφείο ανάπτυξης), το ‘Νόμο για τη Γη’ του 1967, τους νόμους του Deferre που αφορούσαν την αποκέντρωση, το 1982 και το 1983. Το νόμο του Chevènement το 1999 που ενίσχυε και απλοποιούσε τη συνεργασία μεταξύ των τοπικών διοικητικών υπηρεσιών, το ‘Νόμο Βιώσιμης Ανάπτυξης’ (νόμος του Voynet) του 1999 και τέλος το ‘Νόμο Αλληλεγγύης και Αστικής Ανανέωσης’ του 2000. Ο τελευταίος νόμος προβλέπει πολυάριθμες τροποποιήσεις σε πολεοδομικά κείμενα, όπως στο SCOT (χωροταξικό σχέδιο), στο PLU (πολεοδομικό σχέδιο) και στο δημοτικό σχέδιο ζωνοποίησης. Επιπρόσθετα, καθορίζονται τα δικαιώματα των δημάρχων και απλοποιούνται οι φορολογικές διαδικασίες. Αφενός το μέλλον των πόλεων έχει συνδεθεί με αυτό της μητροπολιτικής περιοχής και αφετέρου έχουν προβλεφθεί σχέδια αστικής κινητικότητας και μια κάποια ανάμιξη ομάδων εισοδήματος (εισάγεται ο όρος η ‘κοινωνική’ κατοικία να αποτελεί το 20% του οικιστικού αποθέματος μιας πόλης). Εξετάζοντας τις επιπτώσεις αυτών των νόμων και λαμβάνοντας υπόψη τα κύρια αστικά εγχειρήματα του β’ μισού του 20ου αιώνα (εξελίξεις στον τομέα της κατοικίας, νέες πόλεις, πανεπιστημιακά συμπλέγματα, κέντρα τεχνολογίας, σχέδια αναδιάρθρωσης, έργα υποδομής, ανάπλαση της κοινωνικής κατοικίας κ.λ.π.), φαίνεται πως η πολεοδομία έχει σε μεγάλο βαθμό δημόσιο χαρακτήρα και αρμοδιότητα υψηλόβαθμων δημοσίων υπαλλήλων (πολιτικών μηχανικών και υπεύθυνων πολεοδόμων, αποφοίτων των μεγάλων σχολών Ponts και Chaussées, ENA) στο όνομα του δημόσιου συμφέροντος. Ωστόσο έχουν υπάρξει κάποιες σημαντικές – και πολύ διαφορετικές – προσπάθειες στον ιδιωτικό τομέα, όπως έχουν υπάρξει και ανάμεσα σε διάφορες ισχυρές ομάδες στον τομέα των δημόσιων έργων και στις κατασκευές από αναθέσεις ιδιωτών, ιδιαίτερα όσον αφορά τις μονοκατοικίες. Η αστική πραγματικότητα έχει πολλαπλά πρόσωπα, και παρά το ότι το κράτος έχει ασυζητητί επικρατήσει επί των κατασκευαστικών εταιριών την περίοδο από το 1943 ως το 1969, αυτό έχει αλλάξει αρκετά από τότε – παρότι οι γαλλικές δημόσιες υπηρεσίες είναι ακόμη παρούσες. TΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΟΔΟΜΟΥ H Γαλλική Ένωση Αρχιτεκτόνων - Πολεοδόμων ιδρύθηκε το 1911 και οι εσωτερικοί της κανονισμοί εγκρίθηκαν το 1914: από εκεί κι έπειτα έγινε γνωστή ως SFU. Το 1919, ο Marcel Poete και ο Henri Sellier δημιούργησαν την Ecole des hautes études urbaines, με το περιοδικό La Vie Urbaine να αποτελεί το Βήμα της σχολής. Το 1924, η σχολή προσαρτήθηκε στο Πανεπιστήμιο του Παρισιού και ονομάστηκε Institut d’urbanisme de Paris (οι P. Etevenon, E. Fuster, D. Pasquet, W. Oualid, G. Bechmann και G. Jèze ήταν μερικοί από τους ανθρώπους που δίδαξαν εκεί στη μεσοπολεμική περίοδο και το 1942, ο γνωστός Pierre Lavedan (1885-1982) ανακηρύχθηκε διευθυντής). Παρά το πανεπιστημιακό τους επίπεδο, οι πολεοδόμοι δεν είχαν επίσημο τίτλο, και πολλοί προσέθεταν τον τίτλο του ‘πολεοδόμου’ μετά από αυτόν του ‘αρχιτέκτονα’. Σχεδόν εκατό χρόνια αργότερα, τα πανεπιστημιακά μαθήματα που προσφέρονται στο αντικείμενο που έχει αποκληθεί ‘πολεοδομία’ επιδεικνύουν μεγάλη ποικιλία και ελέγχονται ελάχιστα από το Office Professionel de qualification des urbanistes (OPQU), το οποίο αποτελεί την υπεύθυνη οργάνωση για την έκδοση τίτλων σπουδών σε πολεοδόμους. Το επάγγελμα υποδιαιρείται σε πλήθος σωμάτων – δεν υπάρχει μόνο το SFU, μα επίσης το CFDU και η Féderation nationale des agences d’urbanisme (FNAU), που ενώνει μεταξύ άλλων και τα σημερινά 42 πολεοδομικά γραφεία στη Γαλλία.

Αυθόρμητη πολεοδομία εναντίον ελεγχόμενης πολεοδομίας Κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης και της Πέμπτης Δημοκρατίας του Charles de Gaulle, το κυρίαρχο στοιχείο ήταν ο εκσυγχρονισμός, κληρονομιά της Αντίστασης. Υψηλόβαθμοι δημόσιοι υπάλληλοι (κυρίως απόφοιτοι της Ecole Nationale d’Administration) και μηχανικοί (εκπαιδευμένοι κυρίως στο Ponts και στο Chausées) αποτελούσαν ένα καθεστώς εμπειρογνωμόνων εμποτισμένο με την έννοια του δημόσιου συμφέροντος. Ο ‘μετριασμένος’ καπιταλισμός έγινε μόδα, με τα εργατικά σωματεία να ισορρπούν τον αχαλίνωτο λιμπεραλισμό και ο ‘ενδεικτικός’ σχεδιασμός να διασφαλίζει ένα βαθμό συνοχής στην οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας κατά τη διάρκεια της τριαντάχρονης μεταπολεμικής περιόδου άνθησης[1]. Αν και ο γαλλικός πληθυσμός ήταν αρκετά ενωμένος όσον αφορά τις προτιμήσεις κατοίκισης (σύμφωνα με έρευνες που διεξήχθησαν το 1946, το 1957 και το 1993, το 80% των Γάλλων προτιμούν να μένουν σε μονοκατοικίες), οι ιθύνοντες (συμπεριλαμβανομένου και του Paul Delouvrier, του ‘Haussmann’ του de Gaulle) προτίμησαν τη συλλογική κατοικία, προωθώντας τη δημιουργία μεγάλων οικιστικών μονάδων και τον απρόσωπο αστικό σχεδιασμό, με χαρακτηριστικές τις νέες πόλεις και τις πολύκεντρες μορφές. Ενδιάμεσα, η Γαλλία γέμισε με σπίτια μη αρχιτεκτονημένα, εμπορικά κέντρα και άλλες δομές που έμοιαζαν με αποθήκες και στερούνταν κάθε καλαίσθητου σχεδιασμού, καθώς και με έργα επαναστέγασης βιαστικά κτισμένα και με τυποποιημένες σχολικές και αθλητικές εγκαταστάσεις. Οι καλλιέργειες παραβιάστηκαν από ‘νέα χωριά’, με την αγροτική γη να κτίζεται και κατά συνέπεια να προσαρτάται στην αστικοποίηση (η ετήσια κατανάλωση γης υπολογίζεται να είναι πέντε φορές η επιφάνεια του Παρισιού, δηλ. 70.000 εκτάρια). Νέες κατασκευές –ή τα πολυεφαρμοσμένα νεοπαραδοσιακά στυλ- ξεκίνησαν να κατατρώγουν τις αγροτικές εγκαταστάσεις. Συνολικά, μια αυθόρμητη μορφή πολεοδομίας (με ενδιαφέροντα αποτελέσματα ενίοτε) συνέβη παράλληλα με τον ελεγχόμενο σχεδιασμό, ο οποίος δεν ήταν απαραίτητα συνώνυμος με το σεβασμό για τον τόπο. Η αναδιάρθρωση της εργασίας, τα νέα μεταφορικά μέσα (ο μέσος καθημερινός χρόνος μεταφοράς έχει παραμείνει ο ίδιος για τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά η καλυπτόμενη απόσταση έχει διπλασιαστεί), οι μεταβολές στις οικογενειακές σχέσεις και η γήρανση του πληθυσμού έχουν όλα δώσει μια διαφορετική ώθηση στην καθημερινή ζωή, με τις τηλεπικοινωνίες και τις νέες τεχνολογίες πληροφορίας να ‘αποχωροποιούν’ τον όγκο της ανθρώπινης δραστηριότητας. Κατά συνέπεια, έχει μεταβληθεί σημαντικά η σχέση μας με τον ευρύτερο χώρο, καθώς και με τη φιλοσοφία της πολεοδομίας. Η τελευταία δε στοχεύει πλέον στο να αρθρώνει σχέσεις εντός μιας καθαρά αναγνώσιμης γενικής διάταξης, αλλά περισσότερο στο να υποβοηθά περαιτέρω σχέσεις – οι οποίες είναι από τη φύση τους αιώνια μεταβαλλόμενες – μέσω της σύμπτυξης του τοπικού και του παγκόσμιου. Τα πάντα είναι υπόθεση του να ληφθεί υπόψη το παράδοξον της καθημερινής ζωής[2], του να συμπεριληφθούν και να συγχωνευθούν συστατικά στοιχεία με το παρελθόν και με ό,τι είναι αναστρέψιμο. Είναι ζήτημα του να στοχεύσουμε στη σωστή κατεύθυνση, του να μεταμοσχεύσουμε και να συνδυάσουμε.

Ο σχεδιασμός που απαιτείται για τη ‘μετά-την-πόλη’ περίοδο, δηλ. για τις διάχυτες αστικές μορφές, δεν είναι πια τόσο αυστηρά καθορισμένος όσο ο ελεγχόμενος σχεδιασμός. Πρέπει να επιτρέπει άγνωστα και τυχαία συμβάντα. Ο τύπος αστικού σχεδιασμού που μένει να εφευρεθεί θα πρέπει να είναι ‘κοινόχρηστο αγαθό’ – όχι με την έννοια κάποιου πράγματος που μοιραζόμαστε, μα που μας θέτει στην υπηρεσία των άλλων. Η ελεύθερη χρήση των δημόσιων χώρων και η ευρυχωρία των πάρκων και κήπων δεν πρέπει να παραγκωνιστεί στις πόλεις και στους αστικούς σχηματισμούς. Αυτά ανήκουν στον καθημερινό τρόπο ζωής μας, εγγυώνται την ποιότητα του τόπου και ενσαρκώνουν τους δεσμούς που πάντα ψάχνουμε να δέσουμε ή να λύσουμε[3]. Μόνο όταν η γη λεηλατείται από την αχαλίνωτη ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να επεμβαίνει μια διοικητική υπηρεσία, στο όνομα της διατήρησης της ασφάλειας, της οργανικής σχέσης και της κοινότητας, και με την προοπτική να αυξηθούν οι δημοκρατικές διαδικασίες σε διάφορα επίπεδα.

[1] Reconstruction-déconstruction, του Βruno Vayssière, εκδόσεις Picard, Παρίσι, 1988. [2] Le quotidien urbain. Essais sur les temps des villes (υπό την επιμέλεια του Thierry Paquot), La Découverte, Παρίσι, 2001 και το άρθρο με τίτλο ‘Temps et territoires’ στο Urbanisme, no. 320, 2001. [3] Jean-Pierre Charbonneau, Tranformation des villes, mode d’emploi (πρόλογος του Thierry Paquot), Les Editions del’Epure, Παρίσι,. 2000.

ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ του Francis Ampe

Μηχανικός της Κεντρικής Σχολής του Παρισιού, ο Francis Ampe, είναι σύμβουλος της αειφόρου πολεοδομικής ανάπτυξης στην D.A.T.A.R. (Διεύθυνση Χωροταξίας και Τοπικής Ανάπτυξης). Από το 1990 μέχρι το 1999, διηύθυνε το Γραφείο Ανάπτυξης και Πολεοδομίας της Lille Metropole, αφού είχε στηρίξει το πρόγραμμα «Ανάπτυξη Αλληλεγγύη». Επιπλέον, ως σύμβουλος συμμετείχε σε αρκετά προγράμματα αστικής ανάπτυξης της παγκόσμιας τράπεζας στην Αφρική (1983 - 1989). Διετέλεσε δήμαρχος της Chambery και επίσης τοπικός σύμβουλος της περιοχής Rhône Alpes (1977 - 1983).

Για να εκτιμήσουμε (αποτιμήσουμε) το μέλλον της αστικής ανάπτυξης, θα ήταν σωστό πρώτα να κοιτάξουμε πίσω μακριά στο παρελθόν, γιατί η κοινωνία που ζούμε επί του παρόντος υφίσταται τόσο ριζοσπαστική αλλαγή έτσι ώστε να είναι πολύ πιθανό οι εκτιμήσεις μας να είναι ανακριβείς. Και όταν επιλέγονται οι λάθος λύσεις σχεδιασμού, το τίμημα είναι πολύ μεγάλο, με δεδομένο ότι για να διορθώσεις τα λάθη απαιτείται όχι μόνο η κατεδάφιση και η ανακατασκευή, αλλά επίσης η αποζημίωση του χαμένου χρόνου και η αντιμετώπιση των κοινωνικών συνεπειών των λαθών του παρελθόντος. Όλα αυτά είναι πολλά για να τα αντιμετωπίσεις. Στην αρχή, ο άνθρωπος περιπλανιόταν από μέρος σε μέρος (νομάς), χωρίς πόλεις, μαζεύοντας ό,τι φαγητό μπορούσε. Μετά οι γυναίκες ανακάλυψαν τη γεωργία, και ο αγροτικός κόσμος σιγά-σιγά σχηματοποιήθηκε κατά το πέρασμα των δεκάδων χιλιάδων ετών. Άντρες και γυναίκες εν συνεχεία επινόησαν τις πόλεις, τις μήτρες του εμπορίου και της κοινωνικής συναλλαγής. Στην Ευρώπη, συγκεκριμένα, οι πόλεις απέκτησαν μία αύρα ευγένειας. Ήταν σχεδιασμένες σε ανθρώπινη κλίμακα, και λάμβαναν υπόψη την πορεία του ήλιου, τους ανέμους και το νερό (το υγρό στοιχείο). Στράφηκαν στις τέχνες, στην αρχιτεκτονική, στη διακόσμηση και στο δημόσιο χώρο σε μία προσπάθεια αστικού εξωραϊσμού. Το μοντέλο πρότυπο της Gent (ένα εργοστάσιο με την κατοικία του εργοδότη στο κέντρο και την εκκλησία και τα σπίτια για τους εργαζόμενους και τους υπαλλήλους να απλώνονται γύρω της) κοινοποιήθηκε ως βάση της «βιομηχανοποιημένης» αστικοποίησης για μία περίοδο πάνω από 300 χρόνια. Ο σχεδιασμός λειτουργούσε μέχρι εκείνη την κλίμακα που μπορεί να δει το μάτι και να φτάσει ο άνθρωπος σε γη. Στην Ιταλία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία και τη Γαλλία, ο κάθε πολίτης της εκάστοτε χώρας, προσέθετε το προσωπικό του στοιχείο στο χώρο, μετατρέποντας την κάθε πόλη σε περηφάνια και χαρά της Ευρώπης. Είναι αυτό που αποκαλούμε «Ευρωπαϊκές Πόλεις». Μετά ήρθαν τα αυτοκίνητα και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Είναι αναμφισβήτητο ότι τότε εισήχθη ο όρος «πολεοδομία». Υπήρξαν ξαφνικές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, οι οποίες δημιούργησαν την ανάγκη για οργανωτικά εργαλεία. Συνεπώς, η «πολεοδομία» έφτασε να θεωρείται ως η τέχνη του να σχεδιάζεις πόλεις και πολιτείες, και ο προγραμματισμός αντιμετωπίσθηκε ως τεχνολογία για την εφαρμογή τέχνης στην πράξη. Το θέμα του ρυθμού των αλλαγών είναι ζωτικό. Για πολλά χρόνια, οι πόλεις επεκτείνονταν πολύ αργά, με τα αστικά σχέδια να αντανακλούν την κυρίαρχη αστική κουλτούρα. Ακόμη και σε περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πόλεις ξεπετάγονταν, σχεδιάστηκαν ως αναπαραγωγή ενός κυρίαρχου μοντέλου το οποίο έχει ήδη αποδείξει την αξία του. Τώρα δεν μπορούμε να μιλάμε για τη δημιουργία πόλεων με τον τρόπο αυτό. Έτσι, το 1999 η Γαλλία άρχισε το εγχείρημα να αναμορφώσει την ανάπτυξη επί του εδάφους της χώρας. Οι τρεις νόμοι που ακολουθούν (δείτε το κείμενο του Jean Frebault στη σελίδα 44) πέρασαν ταυτόχρονα, με στόχο τη ριζική μετατροπή των σχέσεων μεταξύ κεντρικής και τοπικής κυβέρνησης

• Ο Νόμος Voynet , ψηφίστηκε στις 25 Ιουνίου του 1999, με σκοπό να παρέχει οδηγίες για τον σχεδιασμό και για τη βιώσιμη τοπική ανάπτυξη. • Ο νόμος Chevenement, ψηφίστηκε στις 25 Ιουνίου του 1999, σκοπεύοντας στην ενίσχυση και απλούστευση της συνεργασίας μεταξύ των τοπικών αρχών. • Ο νόμος περί «Αλληλεγγύης και Αστικής Ανανέωσης», ψηφίστηκε στις 13 Δεκεμβρίου του 2000. Οι τρείς νόμοι διαμορφώνουν μία νέα πραγματικότητα στο αστικό φαινόμενο: την «μητροπολιτική περιοχή». Τα κέντρα των πόλεων και των κωμοπόλεων σταδιακά είχαν γίνει υπερβολικά μικρά για να πραγματώνουν τις απαιτούμενες λειτουργίες, και αυτό γιατί τα κοντινά προάστια αυξάνονταν πληθωρικά. Τα όρια αυτών των προαστίων εκτινάσσονταν, εξαιτίας της αυξανόμενης χρήσης του αυτοκινήτου, των πλούσιων νοικοκυριών, και της αυξανόμενης αναλογίας των εργαζόμενων γυναικών. Κριτήριο για την επιλογή μίας κατοικίας έχει τώρα γίνει ο χρόνος και η απόσταση για την μετακίνηση με τη συγκοινωνία από το κέντρο στο σπίτι. Ένας μεταγενέστερος νέος τύπος χώρου έχει γίνει το επίκεντρο του σχεδιασμού. Συνδυάζει υψηλής πυκνότητας περιοχές, είτε αυτές είναι το υπερκέντρο της πόλης είτε μία περιοχή κατοικίας. Αυτός ο νέος τύπος χώρου περιλαμβάνει όχι μόνο κεντρικές περιφερειακές ακτινοκεντρικές σχέσεις, αλλά επίσης σχέσεις μεταξύ των περιφερειών μεταξύ τους. Επιπλέον, είναι ένας χώρος ο οποίος παραμένει σταθερός υπό την έννοια της πληθυσμιακής αύξησης. Στο παρελθόν, βρήκαμε λύσεις για τα εσωτερικά προβλήματα της πόλης μέσω της αστικής επέκτασης, με δημιουργία των νέων πόλεων. Σήμερα, είναι ανάγκη να εστιάσουμε στον χώρο στο εσωτερικό του υφιστάμενου εγκατεστημένου μορφώματος, που είναι η μητροπολιτική περιοχή, βρίσκοντας τις απαραίτητες λύσεις οι οποίες θα μας δώσουν την δυνατότητα να προσαρμοστούμε στις αλλαγές της οικονομίας μας. Σε αυτό το σημείο η επιτυχία του αστικού προγραμματισμού στις πόλεις του αύριο διακυβεύεται. Είναι το παραπάνω πλαίσιο που θα διαμορφώσει το μέλλον του αστικού σχεδιασμού στη Γαλλία. Τα παθήματα έχουν γίνει μαθήματα από την πληθώρα των μελετών, οι οποίες αναλήφθηκαν στη δεκαετία του 1960, σε μία εποχή κατά την οποία οι λύσεις αναζητούνταν για την έξοδο του αγροτικού πληθυσμού και τη μεταπολεμική πληθυσμιακή έκρηξη. Τα χαρακτηριστικά των μελλοντικών μέτρων προγραμματισμού θα επιμείνουν στα εξής: • Επιβεβαίωση της πραγματικής ευθύνης των συμβούλων των τοπικών αρχών (που αναμφισβήτητα σύντομα θα εκλεγούν μέσω της άμεσα καθολικής ψήφου) στο εσωτερικό των μητροπολιτικών περιοχών και των αστικών κοινοτήτων. • Επιδίωξη της σφαιρικής συνοχής μεταξύ των διαφόρων καθημερινών αστικών λειτουργιών μέσα σε μία αστική περιοχή που λειτουργεί ως σύνολο. • Ανάπτυξη πολλαπλής δημόσιας και ιδιωτικής συνεργασίας και συμμετοχικής δημοκρατίας. • Παροχή προτεραιότητας από την αστική επέκταση στην αστική αναγέννηση. • Υιοθέτηση υψηλής ποιότητας αστικού σχεδιασμού ως κριτήριο κατά την επιλογή λύσεων. Μέσα στις σαρωτικές πολεοδομικές αλλαγές που έχουν συμβεί κατά τα τελευταία 50 χρόνια, η Γαλλία έχει ταλαντευθεί κατά καιρούς προς πολεοδομικούς τύπους που φτώχαιναν την κοινωνική της δομή. Φτάνοντας πλέον σε κομβικό σημείο, έχει αποφασίσει να επικεντρωθεί στη χρησιμοποίηση των μελετών αστικού σχεδιασμού, ως εννοιολογικό και μεθοδολογικό εργαλείο, για να αντιμετωπίσει το επόμενο βήμα στη διαδικασία, όπου ο κύριος όγκος του πληθυσμού ζει σε πόλεις. Ως εκ τούτου, στην αρχή του 20ου αιώνα, η Γαλλία έχει τις προϋποθέσεις που θα της επιτρέψουν να διατηρήσει την Ευρωπαϊκή ταυτότητα των πόλεών της και να προωθήσει ένα τρόπο ζωής προσαρμοσμένο στο νέο αιώνα.

Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ Α-ΛΑ ΓΑΛΛΙΚΑ της Ariella Masboungi

Αναζητώντας τον ορισμό

Η Ariella Masboungi είναι διευθύντρια αρχιτέκτων-πολεοδόμος του γαλλικού δημοσίου και διευθύντρια του προγράμματος αστικού σχεδιασμού στη γενική υπηρεσία πολεοδομικού σχεδιασμού, κατοίκησης και κατασκευών (Υπουργείο Υποδομών). Η ίδια ηγείται των εργαστηρίων αστικού σχεδιασμού, των οποίων τα πορίσματα έχουν διαμορφώσει το θέμα πολλών έργων που έχουν εκδοθεί υπό την επίβλεψή της, συμπεριλαμβανομένων των: Saint Nazaire, Les Fauburgs, Laboratoires de la ville, Chantier Rome και Penser la Ville par le paysage. Η Ariella Masboungi είναι επίσης η συγγραφέας των βιβλίων: Plans et dessins: La representation des projets urbains (γραμμένο σε συνεργασία με τον Bert McClure, Urbanisme, 1997), Projet urbain, de l'intention a la realisation (Ministére de l’Equipement, 1993) και Fabriquer la ville - Outils et methods: les amenageurs proposent (La documentation francaise, 2001).

Μια πρόταση αστικού σχεδιασμού είναι μια πολύ καλά προσεγμένη και σχεδιασμένη πορεία δράσης για μια πόλη. Είναι μία αρχιτεκτονική και πολεοδομική έκφραση της μορφής της πόλης αυτής, που υποστηρίζει τις κοινωνικές, οικονομικές, αστικές και χωρικές της επιδιώξεις. Οι στρατηγικές της πολεοδομίας πάντα συνδέονται με ένα συγκεκριμένο πλαίσιο και μπορούν να πάρουν μια ποικιλία μορφών όπως: μεγάλης κλίμακας στρατηγικά σχέδια, προγράμματα δημόσιου ελεύθερου χώρου, αναγέννηση υποβαθμισμένων περιοχών και δημιουργία νέων συνοικιών και νέων κέντρων ενδιαφέροντος. Πέρα από αυτή την ποικιλομορφία υπάρχουν και κάποιες σταθερές. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός οργανώνει μια περιοχή για να βελτιώσει τον τρόπο που αυτή χρησιμοποιείται, ενισχύοντας την αξία, τη λειτουργία, τις πολιτισμικές και οικονομικές δυναμικές και το κοινωνικό περιβάλλον. Την ίδια στιγμή, πρέπει να υπάρχει για όλους ισότιμη πρόσβαση σε κατοικία, υπηρεσίες και εξοπλισμούς, ανοικτούς χώρους και δίκτυα μεταφορών. Κατά τον ίδιο τρόπο η στρατηγική της πολεοδομίας πρέπει να εστιάζεται στην παροχή καλής ποιότητας αρχιτεκτονικής και δημόσιων χώρων και στη βελτίωση του περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς. Η αειφόρος ανάπτυξη και μια προσεκτικά σχεδιασμένη χρήση του χώρου πρέπει να αποτελούν στόχο, ενώ παράλληλα θα διασφαλίζεται η σωστή λειτουργία των υποδομών και των δικτύων διανομών και μεταφορών. Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω μιας ισχυρής πολιτικής δέσμευσης, ώστε να καταπολεμηθεί η αδιαφορία και οι ‘φυσικές’, λειτουργικές και κοινωνικές ρήξεις. Μια πρόταση αστικού σχεδιασμού πρέπει να περιλαμβάνει ένα αρκετά ξεκάθαρο σύνολο στόχων, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα θέμα προς δημόσια συζήτηση. Αυτό δεν είναι πάντα εύκολο να επιτευχθεί, καθώς προωθεί ένα επιθυμητό μεν, αλλά αβέβαιο μέλλον, διότι παραμένει ανοιχτή σε διάφορες ερμηνείες, αντίθετα με ένα συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Η πρόταση αστικού σχεδιασμού πρέπει να φέρει ένα όνειρο, ένα όραμα που αποτελείται από απλές ιδέες, οι οποίες αφορούν όλους και μπορούν να εμπνεύσουν πρωτοβουλίες. Η πρόταση δεν πρέπει να παρουσιάζεται ως κάτι αυτόνομο, αλλά περισσότερο ως ένας τρόπος επέμβασης στον αστικό ιστό, και μ' αυτόν τον τρόπο να δίνει τη δυνατότητα μονιμότητας και κοινωνικής αναφοράς του δημοσίου χώρου. Η πρόταση πρέπει να δημιουργεί συμβιβασμούς ανάμεσα σε καταστάσεις μεγάλων αντιθέσεων, όπως τα σταθερά μέρη μίας πόλης σε σχέση με την ελαστικότητα που απαιτείται από τις συνεχώς εξελισσόμενες κοινωνικές και οικονομικές δομές. Όπως εμείς την αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή ως πρόταση δημοσίου συμφέροντος, δεν αποκλείεται να αποτελεί μία ιδιαίτερη Γαλλική ή Ευρωπαϊκή ιδιοτυπία. Ας αναλύσουμε το ζήτημα περαιτέρω…

Δημόσια παρέμβαση στον αστικό σχεδιασμό Η Γαλλία είναι αδιαμφισβήτητα μία χώρα στην οποία ο αστικός σχεδιασμός εντάσσεται στη δικαιοδοσία των εθνικών, περιφερειακών και τοπικών αρχών. Παρά τις αποκεντρωτικές ανακατατάξεις που νομοθετήθηκαν το 1981, οι οποίες οδήγησαν στον διαμοιρασμό σημαντικού ποσοστού των ευθυνών για τον αστικό σχεδιασμό και τη διαχείριση των πόλεων στις τοπικές αρχές και τα δημοτικά συμβούλια μητροπολιτικών περιοχών, η κεντρική εξουσία παραμένει ακόμη αρμόδια για θέματα εναρμόνισης, σχετιζόμενα με τη γη, την οικολογία και τους ανθρώπους. Τα θέματα έχουν ως εξής: Η διατήρηση του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος: Η πολιτεία έχει διαμορφώσει ένα "οπλοστάσιο" νομοθετικών δυνάμεων για να διασφαλίσει αυτά που θεωρεί απαραίτητο να παραμείνουν. Τα κέντρα των πόλεων και οι ιστορικές συνοικίες και συμπλέγματα προστατεύονται από το νόμο και επιβλέπονται από τους αρχιτέκτονες του "Batιments de France" (Υπηρεσία προστατευόμενων κτιρίων). Επίσης έχουν διαμορφωθεί νόμοι που προστατεύουν τις σημαντικότερες περιοχές της Γαλλίας, καθώς και συγκεκριμένα μέρη φυσικών περιοχών, όπως ορεινές περιοχές, ακτογραμμές ή μνημεία της φύσης. Αλληλεγγύη: Μέσα από το λεγόμενο "Πρόγραμμα Αστικής Πολιτικής", η πολιτεία έχει διατηρήσει για τον εαυτό της τη βασική ευθύνη για τη χρηματοδότηση κοινωνικής κατοικίας και τα σχέδια για αναπλάσεις γειτονιών. Αναβίωση της διαδικασίας σχεδιασμού. Ο στόχος είναι να περιοριστεί η αστική ανάπτυξη και να προωθηθεί μια στρατηγική για τη μελλοντική οργάνωση των χρήσεων γης. Αναδιοργάνωση των τοπικών αρχών: Η Γαλλία υποφέρει από το γεγονός ότι μέσα σε ένα εκατομμύριο τετραγωνικά χιλιόμετρα υπάρχουν 36.000 πόλεις και κωμοπόλεις. Τελευταία έχουν εγκριθεί πολλοί νόμοι που ενθαρρύνουν, κυρίως μέσω οικονομικών παροτρύνσεων και όχι μέσω επιβολών, τις τοπικές αρχές να συνενώνονται σε ομάδες ώστε να διοικούν αποτελεσματικότερα την περιοχή τους.

Δημόσιες υπηρεσίες και τοπικοί εκλεγμένοι άρχοντες Αν και ο αστικός σχεδιασμός είναι δημόσιος εκ φύσεως, αυτό δεν σημαίνει αυτόματα πως η Γαλλική κυβέρνηση διατηρεί εξ ολοκλήρου τη δημόσια δικαιοδοσία της, ή ότι δεν υπάρχουν δημοσιο-ιδιωτικές συνεργασίες. Κάθε άλλο. Παρεμβαίνοντας στα αρνητικά αποτελέσματα μιας εξ ολοκλήρου ελεύθερης αγοράς, η πολιτεία μπορεί να κατευθύνει αν και όχι πάντα επιτυχώς- ιδιώτες επενδυτές σε περιοχές που διαφορετικά θα απέφευγαν. Σε γενικές γραμμές, πάντως, το Γαλλικό κράτος επεμβαίνει λιγότερο απ' ό,τι παλιότερα σε τέτοια ζητήματα. Η πρόταση αστικού σχεδιασμού συνοψίζει επιλεγμένες δυναμικές οδηγίες για την αστική ανάπτυξη. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, η επιτυχία της να βασίζεται σε μια ισχυρή πολιτική υποστήριξη, σε ταλαντούχους σχεδιαστές και στη διαχείριση εξουσιών για τον έλεγχο μακροπρόθεσμων αποστολών. Επίσης υποστηρίζεται από επαγγελματίες διαχειριστές, οικονομικές πηγές, και τέλος από ένα μεγάλο αριθμό δημοσίων υπαλλήλων και τεχνικών. Η δημοσιο-ιδιωτική συνεργασία μπορεί να έχει αποτέλεσμα μόνο αν ο δημόσιος τομέας έχει κάνει εκ των προτέρων τη βασική προετοιμασία και έχει αποδείξει ότι το έργο έχει τις προϋποθέσεις για να πετύχει. Ο “βασικός παίχτης” είναι ο δήμαρχος, ή ο πρόεδρος του συμβουλίου της ευρύτερης αστικής περιοχής. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Γαλλικές πόλεις και κωμοπόλεις που έχουν δυναμικές προτάσεις αστικού σχεδιασμού έχουν φιλόδοξους και αφοσιωμένους δημόσιους υπάλληλους που είναι προετοιμασμένοι να επενδύσουν τους απαραίτητους πόρους.

Ο ρόλος της αρχής Ο όρος "maîtrise d' ouvrage" αναφέρεται σε ένα πλαίσιο γαλλικών ιδιαιτεροτήτων. Στρέφεται γύρω από τις "établissements publics d'αménagement" (υπηρεσίες δημόσιας ανάπτυξης για συγκεκριμένα έργα), που πρωτοϊδρύθηκαν από την πολιτεία ως μέρος του προγράμματος για την κατασκευή νέων πόλεων. Σήμερα, αυτές οι υπηρεσίες εμπλέκονται σε μεγάλης κλίμακας προγράμματα αστικής ανανέωσης όπως το "Euroméditérranée" στη Μασσαλία και το "Plaine de France" στο Βόρειο Παρίσι. Ένα άλλο φαινόμενο που παρατηρείται ιδιαίτερα στη Γαλλία είναι οι "Sociétes d' économie mixie"(σύμπραξη δημόσιων και ιδιωτικών οργανισμών αστικής ανάπτυξης), οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα στο δημόσιο τομέα να κατευθύνει σημαντικά σχέδια αστικής οικονομικής ανάπτυξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα σχέδια κατευθύνονται εξ ολοκλήρου από τις τοπικές αρχές. Ο στόχος όμως δεν αλλάζει. Ενοποιούνται οι αρμοδιότητες, γίνεται διαπραγμάτευση με τους κύριους παράγοντες οι οποίοι όλο και αυξάνονται αριθμητικά, παρεμβαίνοντας σε θέματα νομικά, τεχνικά, ιδιοκτησιακά, επιχειρησιακά και οικονομικά που χρειάζονται για την υλοποίηση του σχεδίου. Αυτές οι αρμοδιότητες πρέπει να ανανεώνονται σε σχέση με τις συνεχείς αλλαγές στους στόχους και τις μεθόδους.

Τι έχει να αντιμετωπίσει η πρόταση αστικού σχεδιασμού Η πρόταση αστικού σχεδιασμού έχει κυρίως επικεντρωθεί στο "δομημένο περιβάλλον", δηλαδή στο να εξωραΐζει και να ανασυνθέτει τους δημόσιους χώρους, να ενδυναμώνει απειλούμενες με υποβάθμιση περιοχές, να ενισχύει την αναγέννηση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και την ανανέωση παρηκμασμένων συνοικιών. Ωστόσο, οι οικονομικές δυνάμεις που παράγουν το αστικό συνοθύλευμα και τις μονολειτουργικές συγκεντρώσεις σε κόμβους, δημιουργούν ολοένα και περισσότερα προβλήματα, όπως οι άμορφες περιοχές της "Citta diffusa" (διάχυτης πόλης) του Bernardo Secchi. Οι πόλεις και οι κωμοπόλεις πάντα υφίστανται αλλαγές και ταλαντεύονται ανάμεσα στη μονιμότητα και την αντικατάσταση, αλλά δεν έχουν ποτέ άλλοτε υποστεί τόσο γρήγορες και δραστικές αλλαγές όπως σήμερα. Θα μπορέσουμε να χαρούμε τις πόλεις μας στο μέλλον αν αυτές εξελίσσονται με βάση την αγορά; Μπορούμε να αντισταθούμε σε κάτι τέτοιο; Τα όνειρα και οι ουτοπίες των αρχιτεκτόνων για μία εναρμονισμένη και ελεγχόμενη πόλη δεν υλοποιήθηκαν ποτέ, όπως καταδεικνύει και ο Bruno Fortier στο έργο του L'amour des villes. Παρομοίως, ο Bernard Huet έδειξε πως ο άξονας Tuileries-Louvre, το βασικότερο παράδειγμα για αστική σύνθεση δεν σχεδιάστηκε ποτέ εσκεμμένα με αυτή τη λογική. Το ζήτημα είναι να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στις φιλοδοξίες πίσω από το έργο και τις προσδοκίες της κατοικίας και της αγοράς. Για να συνοψίσουμε, υπάρχει χώρος για μια πρόταση αστικού σχεδιασμού που να συνδυάζει το παρελθόν με το μέλλον, ενώ παράλληλα δεν θα αγνοεί τις σύγχρονες τάσεις;

Μελλοντικά ζητήματα για τις προτάσεις αστικού σχεδιασμού Δεν αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι η παρέμβαση μέσα σε όλο το δομημένο περιβάλλον απαιτεί ιδέες, μεθόδους και δράση, αλλά οι πόλεις που επεκτείνονται "πέρα από τα τείχη" δημιουργούν ζητήματα που σχετίζονται με την αστική μορφή ζητώντας νέες, αυθεντικές προσεγγίσεις και ιδεατά μοντέλα. Η πόλη είναι το πεδίο μάχης της αγοράς, και η αστική ανάπτυξη στη Γαλλία συνεχίζει να εκτείνεται ανεξέλεγκτα για πολλαπλούς λόγους. Μερικοί από αυτούς είναι οι εξής: η Γαλλία έχει ένα περιβάλλον σχεδιασμού που δίνει μεγάλες ελευθερίες. Οι βλέψεις των επενδυτών προς το να δημιουργήσουν τέτοιου είδους "αστικά προϊόντα" όπως εμπορικά κέντρα, πολυσινεμά και περιοχές κατοικίας, η έλλειψη διασύνδεσης ανάμεσα στους δρόμους, τις υποδομές και την εμπορική εξέλιξη, οι κοινωνικές συμπεριφορές που εξελίσσονται προς τον ατομικισμό σε μια αναζήτηση για περισσότερο αυτόνομο τρόπο ζωής, η οικονομία της γης και οι χρηματοοικονομικοί μηχανισμοί που καθιστούν την περιφερειακή ανάπτυξη λιγότερο ακριβή, η απομυθοποίηση του να ζεί κανείς στις πόλεις καθώς όλες οι βασικές υπηρεσίες είναι προσβάσιμες και εκτός κέντρου, και η έλλειψη ανάπτυξης πολιτικής για τα κέντρα των πόλεων ώστε να ικανοποιούνται οι ανάγκες των κατοίκων τους (π.χ. υποδομές αγοράς και στάθμευσης και δημόσιες υπηρεσίες). Επιπλέον δεν υπάρχει τίποτα που να προσφέρει μία σύνδεση ανάμεσα στα διάφορα στοιχεία της αστικοποίησης των διάσπαρτα χτισμένων περιοχών, όπως δημόσιοι χώροι, υποδομές, δημόσια μεταφορά ή επεξεργασία του τοπίου. Η ανοικοδόμηση της πόλης πάνω στην πόλη είναι μια δράση που απαιτεί μεγάλη θέληση, ικανότητα και πολιτικό θάρρος. Απαιτεί έλεγχο των άναρχα χτισμένων οικισμών. Απαιτεί κατανόηση των στόχων όλων των συμμετεχόντων και ενοποίηση των προσεγγίσεών τους πάνω στην πρόταση σχεδιασμού. Επίσης απαιτεί μια ρεαλιστική ματιά, βασισμένη περισσότερο σε βραχυπρόθεσμες λύσεις παρά σε απόλυτες διαταγές. Παρομοίως η προσοχή πρέπει να εστιαστεί σε μέρη που έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να παράγουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια οι τροποποιήσεις πρέπει να γίνονται επιλεκτικά, και όχι να προσπαθούμε να τα αλλάξουμε όλα μονομιάς

ΧΤΙΖΟΝΤΑΣ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ Antoine Grumbach, αρχιτέκτων-πολεοδόμος. Μέγα βραβείο πολεοδομίας 1992. Απόσπασμα του άρθρου "Faire la ville sur la ville", από το περιοδικό Projet Urbaine 1998 Μια πρόταση αστικού σχεδιασμού απαιτεί την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης στάσης απέναντι στη ρύθμιση του δημόσιου χώρου. Το "χτίσιμο μιας πόλης μέσα στην πόλη" περιλαμβάνει την αναγνώριση του ότι οι πόλεις είναι η μεταφορά μιας συνεχούς ατέλειας -μια απτή μορφή της ουτοπίας- και όντας έτσι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εργαλείο. Ο σχεδιασμός μιας παρέμβασης σε μια πόλη περιλαμβάνει την παραγωγή μιας συμβολικής αναπαράστασής της, κάτι με το οποίο μπορεί να συνδεθεί ο καθένας. Το ερώτημα, παρόλα αυτά, είναι το ποια ακριβώς είναι η συμβολική μορφή της σύγχρονης πόλης, της μεγαλούπολης. Είμαι πεπεισμένος ότι πέρα από την ένταξή της σε μια τυπική παραδοσιακή λογική, κατευθύνεται μέσα στις πεποιθήσεις της ατέλειας, της διαδικασίας και του συνεχούς μετασχηματισμού. Για να έρθουμε αντιμέτωποι με κάτι τέτοιο, πρέπει να έρθουμε πρώτα σε επαφή με τις επιστημονικές σπουδές και τη δομική ανάλυση της γλώσσας. Μια πόλη είναι μια μεταφορά του χρόνου και αυτό είναι που τη διαφοροποιεί από την αρχιτεκτονική. Είναι υπεράνω των χώρων των οποίων η λειτουργία, κατά τον Gaston Bachelard, περιλαμβάνει τον συμπιεσμένο χρόνο. Ένα τέτοιο σκεπτικό απαιτεί ανάπτυξη εργαλείων και επίτευξη συμφωνιών, και γι αυτό θα επιβεβαιώσει πως ό,τι έχει ήδη επιτευχθεί δεν θα αμφισβητείται. Αν μη τι άλλο, η χρηματοδότηση ιδεολογικών μηχανισμών με ήπια χαρακτηριστικά δεν είναι εύκολη υπόθεση. Ένα άλλο θέμα που αφορά την ευθύνη των σχεδιαστών, καθώς αναφέρεται στον ρόλο τους ως παραγωγών των "κοινωνικών πλαισίων συλλογικής μνήμης", για να επικαλεστούμε τον κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs, είναι ότι ο χώρος, όπως και η γλώσσα, έχει τη δυνατότητα να δρα ως όχημα της ιστορίας, ακόμα και όταν δε φέρει κάποια φυσικά ίχνη της. Το χτίσιμο μιας πόλης, περιλαμβάνει επίσης το χειρισμό συμβολικών αντικειμένων. Το τελικό θέμα που πρέπει να ληφθεί υπ' όψιν, περιστρέφεται γύρω από το μύθο της καταγωγής. Κάθε προσέγγιση (είτε θεωρητική είτε πρακτική) στο παρελθόν μιας πόλης επικάθεται στη νοσταλγία της καταγωγής. Το να δουλέψει κανείς πάνω σε μια πόλη σημαίνει ότι εμπλέκεται σε ένα συγκεκριμένο σημείο της διαρκώς εναλλασσόμενης ιστορίας της εξέλιξης αυτής της πόλης. Αυτή είναι μια ευκαιρία για τη μελέτη των αστικών μετασχηματισμών καθώς κάθε πόλη θα έπρεπε να εφοδιάζεται με συνδέσμους μεταξύ της σημερινής δομής και του παρελθόντος της. Συνεπώς, το να χτίσει κανείς μια πόλη μέσα σε μια πόλη πρώτα απαιτεί την διεκπεραίωση μιας αστικής στρατηγικής , η οποία συνιστά την υιοθέτηση μιας συγκεκριμένης διαδικασίας, και την ανάλυση του αστικού μετασχηματισμού. Αυτό, μέσω μιας τέτοιας δομικής ανάλυσης, διασπάει και αναδεικνύει τις διαστρωματώσεις που κάνουν επιτυχή μια στρατηγική. Έπειτα, απομένει μονάχα η σύνθεση των διαφόρων ιδεών. Είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς πλήρως τη δομή των πόλεων. Γι αυτό ακριβώς πρέπει να χτίζουμε κάτι στέρεο, εμφανές και μόνιμο – δηλαδή δημόσιο χώρο.

του Antoine Grumbach

Ένα μοντέλο αναφοράς Αρκετά συνθετικά ερωτήματα παραμένουν. Πώς χειριζόμαστε τους χώρους οι οποίοι δεν ταιριάζουν με τα μοντέλα αναφοράς; Ποια στοιχεία της περιοχής πρέπει να ενταχθούν; Πώς χειριζόμαστε τους μηχανισμούς μεγάλης κλίμακας, όταν τα συνθετικά εργαλεία έχουν δοκιμαστεί μόνο σε μικρότερες κλίμακες; Η προσέγγιση που διαμορφώνει την πρόταση αστικού σχεδιασμού κατευθύνεται με βάση την ιστορία και τη γεωγραφία της περιοχής, και πρέπει να μπορεί ελεύθερα να επανεξετάσει τα υπάρχοντα στοιχεία. Αυτό μπορεί να φέρει αποτελέσματα που εκτείνονται από την επίδειξη της βιομηχανικής κληρονομιάς του Ruhr, μέχρι το παράδειγμα του σχεδιασμού του Dominique Perrault στην Caen, όπου η βιομηχανική χωματερή αποκαταστάθηκε δίνοντας στο τοπίο τη φυσιολογική του υπόσταση. Η έμφαση δίνεται στο δημόσιο χώρο και στο όριο του αστικού χώρου, όπως αποκαλύπτεται στο σχέδιο αναφοράς για την Ile de Nantes, το οποίο ενοποιεί τα ετερόκλιτα μέρη μιας περιοχής που σηματοδοτείται από λιμενικές δραστηριότητες, παλιές γειτονιές και πρόσφατη αστικοποίηση. Αντίστοιχο είναι το σχέδιο για μια νέα δομή του καναλιού του Roubaix, με χάραξη δρόμων και δικτύων πρασίνου, καθώς είναι δυνατόν στην επέκταση της πορείας των δρόμων να δημιουργούνται δημόσιοι χώροι στο Plain Sainte Denis. Αυτά τα έργα αναγκάζονται συχνά να συμπεριλάβουν αντιφατικούς χειρισμούς ώστε να αναδομήσουν το αστικό οικοδόμημα. Είναι μια υπόθεση στην οποία ανασυνθέτουμε τα σπασμένα κομμάτια μέσω των χωρικών τους διαστάσεων, του τοπίου, της γεωγραφίας, και προσθέτουμε επιπλέον μια καλλιτεχνική πινελιά. Πολλά σχέδια παίρνουν τη νέα τους μορφή μέσω μιας δικής τους ερμηνείας της παρούσας κατάστασης.

“Συμπαραγωγή” Πώς μπορούν όλα τα μέρη των συμμετεχόντων να έρθουν σε επαφή όταν αρχίζει η διαδικασία παραγωγής; Πώς μπορούν ιδιώτες, ιδρύματα, επιχειρήσεις και οργανισμοί να ενθαρρυνθούν ώστε να αναμιχθούν; Για να πάρει μορφή ένα σχέδιο πρέπει να αναμιχθούν όλοι οι συσχετιζόμενοι. Οι γάλλοι σχεδιαστές μόλις πρόσφατα απέκτησαν την τέχνη του διαλόγου. Η παρουσίαση ενός αστικού σχεδίου είναι δύσκολη, όχι μόνο επειδή υπόκειται συνεχώς σε αλλαγές, αλλά επίσης επειδή αναφέρεται σε μεγάλες χρονικές περιόδους, και στην αβεβαιότητα που αιωρείται πάνω από κάθε πρόταση. Εν τω μεταξύ, δεν είναι τόσο εύκολο για τους χρήστες να καταλάβουν το τελικό προϊόν, όταν η αντίληψή τους επηρεάζεται από το ρυθμό της αστικής κινητικότητας, και περιπλέκεται από το γεγονός ότι η αντίληψη του χώρου δεν είναι μόνο οπτική, αλλά περιλαμβάνει όλες τις αισθήσεις. Αν και το να φτάσουμε σε συμβιβασμό είναι κάτι δύσκολο, είναι πολύ ουσιαστικό, γιατί αλλιώς η πρόταση θα αποτύχει. Η νομική δράση τείνει να σταματάει τις επιχειρήσεις ξαφνικά, προκαλώντας κόστη που καθυστερούν τη διαδικασία. Πρέπει να υπάρχει ανοιχτός διάλογος και ξεκάθαρος προσδιορισμός του κόστους - τα αστικά σχέδια πάντα περιλαμβάνουν ακριβές επενδύσεις, οι οποίες παρόλα αυτά μπορεί να αντισταθμίζονται από οικονομικά και κοινωνικά οφέλη. Στην περίπτωση, πάλι, που αποφασιστεί να μη γίνει μια επένδυση, το κόστος μειώνεται και πάλι. Είναι σημαντικό το να γίνει η μετάβαση από την απλή εκπόνηση ενός σχεδίου στη συμπαραγωγή, ή τουλάχιστον στη δημιουργία μιας ανταλλαγής ανάμεσα στους συνεταίρους που αναμιγνύονται.

Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΠΑΝΩ ΣΕ ΡΟΕΣ ΚΑΙ ΘΕΜΕΛΙΑ του Christian Devillers

Αρχιτέκτων-πολεοδόμος, Μέγα βραβείο πολεοδομίας 1998 Απόσπασμα από το βιβλίο Le Projet urbain, Editions du pavillion de l'Arsenal, Paris, 1994 (2η έκδοση1996)

Ο αστικός σχεδιασμός δεν είναι προϊόν ενός επαγγέλματος, αλλά μιας ικανότητας. Δεν είναι μια τυπική διαδικασία, αλλά μια σειρά από βήματα που οδηγούν στην επίτευξη ενός στόχου. Είναι μια κατανόηση του τι υπάρχει, των ιχνών, των πολλαπλών επιπέδων, μια κατανόηση της κίνησης, των ροών μέσα στις οποίες ζούμε, των ιδεών που υποστηρίζουμε, με σκοπό να δημιουργήσουμε βάσεις για τις επόμενες γενιές. Ο αστικός σχεδιασμός αφορά περισσότερο σχέσεις παρά αντικείμενα. Είναι θέμα χρόνου, όσο και χώρου. Η συνείδηση αυτή του τι προϋπήρχε, δεν συνιστά την ανούσια αναπαραγωγή των προτύπων του παρελθόντος. Η αποδοχή της ιστορίας ως μιας πραγματικότητας ενός τόπου, δεν οδηγεί απαραίτητα στην υιοθέτηση μιας ιστορικιστικής τάσης απέναντι στον αστικό σχεδιασμό. Υπάρχουν ενδιάμεσες οδοί εκτός από την αμνησία και την απομίμηση.(…) Αυτοί οι αρχιτέκτονες που υποβιβάζουν τη μορφή της πόλης σε μια γραφική απομίμηση ή ένα γενικό πλαίσιο, δεν κατανοούν το παραπάνω σκεπτικό των ροών και ιδεών. Και αυτοί που αντιλαμβάνονται τις πόλεις ως θέμα αισθητικής, όπως η άποψη για το χάος, ή που τις θεωρούν ως γραφιστικές ασκήσεις, είναι αυτοί που αρνούνται από τους εαυτούς τους την ικανότητα να τις δουν ως σύνολα σχέσεων ή σύνολα αλληλεξαρτήσεων. (…) Η πρόταση αστικού σχεδιασμού διαφέρει από τις σχεδιαστικές και διαχειριστικές προσεγγίσεις, οι οποίες είναι αφηρημένες και προγραμματικές. Ο αστικός σχεδιασμόςαφορά τη διαχείριση της εξέλιξης - ή της επαναδημιουργίας - του χώρου στην απτή του μορφή. Είναι ένα ζήτημα ενδιαφέροντος προς τη φόρμα και τις διαστάσεις των χώρων σε οποιαδήποτε κλίμακα. Ο χώρος μέσα στον οποίο ζούμε έχει χαρακτηριστικές ιδιότητες, και ο αστικός σχεδιασμός πρέπει να στοχεύει στο να τις μεταφράζει σε κάτι απτό και συγκεκριμένο. (…) Δεν πρόκειται περί λύσεων, παρά περισσότερο για μια αναζήτηση βελτιωτικών κινήσεων. Γενικά, ο αστικός σχεδιασμός δεν είναι μια πολιτική διαταγή, ούτε μια θεραπεία, ούτε ακόμη και μια απάντηση σε ανάγκες. Ο Louis Kahn κάποτε είπε:"Χρειαζόταν ο κόσμος τον Johann-Sebastian Bach;". Ο Σουηδός ποιητής Lars Gustafsson απάντησε σε αυτό (χωρίς να το γνωρίζει πραγματικά) μέσω του τίτλου του ποιήματός του "Η σιωπή του κόσμου πριν τον Bach". Ο αστικός σχεδιασμός είναι ζήτημα ταλέντου. Αποτελεί μια άρνηση στο διαχωρισμό της τέχνης από την τεχνική. Αποτελεί επίσης μια άρνηση στο διαχωρισμό της αστικής εικόνας από την αστική διαχείριση. (…) Δεν πρόκειται, λοιπόν, για μια ουτοπική διαχείριση των πόλεων ως άψογων μοντέλων ή έργων τέχνης, καθώς αυτή είναι η συνταγή της αποτυχίας. Το δοκιμάσαμε, το ελέγξαμε, και ακόμη υποφέρουμε από αυτό. (…) Πρέπει να κάνουμε μια προσπάθεια να αποσυνθέσουμε τη διαδικασία, και μαζί με αυτή και τις σύγχρονες μεθόδους παραγωγής, ώστε να δημιουργήσουμε ένα χρήσιμο εργαλείο για το μέλλον. Ο αστικός σχεδιασμός δεν αποτελεί μια επιστροφή στους παλιούς τρόπους σχεδιασμού των πόλεων, αλλά περισσότερο μια πρόταση εκμοντερνισμού και εξοπλισμού της χωρικής παραγωγής. Αποτελεί μια πρόταση ανασύνθεσης των τομεακών γραμμών διαχωρισμού, οι οποίες συνήθως οδηγούν την κατασκευή της σύγχρονης πόλης μέσω του καταμερισμού και της εξειδίκευσης στις απαιτούμενες εργασίες. Για να πετάξει ένα αεροπλάνο, πρέπει να ληφθούν όλα υπ' όψιν. Οι μηχανές, οι τροχοί, η άνεση των επιβατών κλπ. Αν τα αεροπλάνα σχεδιάζονταν σε γενικές γραμμές όπως και οι πόλεις, δεν θα κατάφερναν ποτέ να απογειωθούν.

Συμπέρασμα Αν και οι προτάσεις αστικού σχεδιασμού φαίνεται να έχουν πετύχει αναγνώριση στη Γαλλία, τείνουν να περιορίζονται στο χτισμένο περιβάλλον των πόλεων. Μόλις πρόσφατα έχουν αρχίσει να περιλαμβάνουν τα προάστια. Η επόμενη πρόκληση είναι να εφαρμοστούν οι προτάσεις σε προαστιακές πόλεις, οι οποίες υπόκεινται σε προκαταλήψεις αλλά και αδιαφορία. Πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι πόλεις υπερβαίνουν τα όριά τους. Ποια μορφή θα έπρεπε να πάρει ο αστικός σχεδιασμός; Τι είδος προαστιακού σχεδιασμού απαιτείται για το χτίσιμο εμπορικών κέντρων, μονοκατοικιών, διασκορπισμένων χώρων εργασίας, εισόδων στην πόλη και της “Citta Diffusa”; Αυτή είναι η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο αστικός σχεδιασμός. Είναι μια πολιτική πρόκληση που δημιουργεί νέα δεδομένα για την οργάνωση των τοπικών αρχών. Είναι επίσης μια διανοητική πρόκληση που απαιτεί την ανανέωση των ιδεολογικών προσεγγίσεων (π.χ. με την αρχιτεκτονική τοπίου, τον φωτισμό κα άλλα…). Και εν τέλει είναι μια μεθοδολογική πρόκληση που απαιτεί νέες προσεγγίσεις, και τα εργαλεία που βοηθούν το πέρασμα από τη θεωρία στην πράξη. Αδιαμφισβήτητα ο αστικός σχεδιασμός έχει μεγάλο μέλλον.

Ο ΑΣΤΙΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΣΗΜΕΡΙΝΟΙ ΚΑΝΟΝΕΣ ΤΟΥ του Francois Grether

Αρχιτέκτονας - πολεοδόμος, ο Francois Grether εργάστηκε για είκοσι χρόνια στο Γραφείο Πολεοδομίας του Παρισιού (APUR).Ασκεί εδώ και δέκα χρόνια ελεύθερο επάγγελμα παρεμβαίνοντας στο σχεδι ασμό πολλών μεγάλων πόλεων της Γαλλίας, ιδιαίτερα στη Lyon - Confluence, Lille, l’ île Seguin στη Boulogne- Billancourt.

Για να ορίσουμε τις ηθελημένες μεταβολές της πόλης, μερικές ή ολοκληρωτικές, η έννοια του «αστικού σχεδιασμού» συγκροτείται πλέον στη Γαλλία από ποικίλες προσεγγίσεις, των οποίων το περιεχόμενο και οι μέθοδοι οφείλουν να εξελίσσονται, απαντώντας στα δεδομένα και στις ιδιαιτερότητες των διαφόρων τοπικών καταστάσεων. Εν τούτοις, ανάμεσα στις αρχικές πρωτοβουλίες και την πραγμάτωση των αστικών σχεδιασμών, ο ρόλος του χρόνου είναι βασικός για τη σύλληψη και την εξέλιξη κάθε σημαντικού σχεδίου αστικού μετασχηματισμού, ανάλογα των διαστάσεων ή των επιπτώσεων του στο πλαίσιο της ευρύτερης περιοχής του.

Οι χρόνοι της πόλης Οι σχέσεις ανάμεσα στην αστική ανάπτυξη και τη διάρκεια είναι πολύπλοκες διότι συνυπάρχουν ο άμεσος χρόνος, όπου συνδέονται όλα τα προγενέστερα επιτεύγματα, ο απεριόριστος χρόνος των μελλοντικών δυνατοτήτων, καθώς και ο χρόνος της προοδευτικής διαδικασίας της εξέλιξης, συν τους χρόνους των διαφόρων δημιουργών. Το φαινόμενο της συνεχούς αστικοποίησης φέρνει αντιμέτωπους ιστορία και μνήμη, ανεπάρκειες και αντιφάσεις, προσδοκίες και επιτεύγματα, σαν ουσιώδες πολιτισμικό γίγνεσθαι, υπό την στενή έννοια του όρου. Οι αστικοί χώροι όμως, καθώς και οι μορφολογικές ιδιαιτερότητες, παλαιές και νέες, δεν αλλάζουν ούτε με τρόπο πανομοιότυπο ούτε ταυτόχρονα. Οι χρονικές διαφορές που απορρέουν είναι μεταξύ των βασικών τομέων των νέων εξελίξεων. Σε ό,τι αφορά τη διάρκεια, οφείλουμε να διαπιστώσουμε ότι οι χαράξεις των οδικών αρτηριών και οι υποδομές διαρκούν περισσότερο από ότι προβλέπεται, ότι οι κατατμήσεις της γης αλλάζουν λιγότερο από ότι τα κτίρια, ενώ οι συνθήκες κατοίκησης, οι δραστηριότητες και κυρίως οι χρήσεις, το περιβάλλον και οι ηθικές αξίες μεταβάλλονται πολύ πιο γρήγορα. Αυτές οι έννοιες της σταθερότητας και της ποικιλίας, οφείλουν να λαμβάνονται αμφότερες υπόψη στην σύλληψη και στην εξέλιξη ανοιχτών και ζωντανών προτάσεων αστικού σχεδιασμού. Πώς να συμβιβαστεί η αναγκαία σαφήνεια των αρχικών επιλογών με την ευελιξία των προγραμματικών και χωρικών διατάξεων, οι οποίες πρέπει να ακολουθήσουν την εξέλιξη των κοινωνικών αιτημάτων, τις μεταβολές της αγοράς, τις εκλογικές αλλαγές; Ο ρόλος των θεσμικών μέτρων (κείμενο Jean Frebault, σελ.44) που έχουν υποβληθεί σε δημόσιο έλεγχο και ψηφίστηκαν, είναι να παρέχει μερικά σταθερά δεδομένα του αστικού σχεδιασμού.

1.Επέμβαση στο νησί Seguin στο Boulogne – Billancourt. Τρίτη αρχή: αναδόμηση ενός τοίχου. Η σημασία των κανόνων σχεδιασμού Σε κανέναν δεν αρέσουν οι κανονισμοί. Φαίνονται γενικά σαν αυθαίρετες καταπιέσεις που οφείλει ο καθένας να υποστεί, οι οποίες στερούνται προτερημάτων. Η ιστορία έχει δείξει δυναμικά το ρόλο και τα αποτελέσματα των κανόνων δόμησης ή αστικοποίησης, συσχετίζοντάς τους με την εξέλιξη της κοινωνίας και της μορφής της πόλης, καθώς και με την καλλιτεχνική έκφραση των μεγάλων αρχιτεκτονικών κινημάτων. Ενάντια στους κατεστημένους κανονισμούς, που είναι άκαμπτοι ή ξενόφερτοι, το θεσμικό πλαίσιο του αστικού σχεδιασμού πρέπει να προτείνεται και να υποστηρίζεται κάθε φορά ως ένα κομβικό σημείο της ίδιας της ιδέας σχεδιασμού. Ο σκοπός των διατάξεων είναι να ορίζουν ξεκάθαρα, με εμπιστοσύνη, τους βασικούς προσανατολισμούς των ανοιχτών σχεδίων, τα οποία στη συνέχεια θα εμπλουτιστούν και θα αναπτυχθούν. Εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια, ο όγκος των κανονισμών (POS, PAZ) δε σταματά να αυξάνεται. Με τη λανθασμένη ιδέα του να ελέγξουν από την αρχή την τελική κατάσταση των μεταβολών της πόλης και λόγω μιας υπερβολικής νομοθεσίας, ο μεγάλος αριθμός των κανόνων κρύβει τελικά τους σκοπούς που επιδιώκονται και καταστρέφει την αξία τους. Με την εφαρμογή του νέου νόμου SRU (Αλληλεγγύης και Αστικής Αναζωογόνησης), έγινε επιτακτική ανάγκη τα τοπικά σχέδια να εστιασθούν σε ορισμένους συγκεκριμένους στόχους του σχεδιασμού. Τα σημαντικότερα ζητήματα Κατά τη μελέτη της δημιουργίας των αστικών μεταβολών, οι βασικές επιλογές αφορούν σε δύο μεγάλους τομείς όπου συνυπάρχουν οι εδαφικές, και κοινωνικές διαστάσεις του αστικού σχεδιασμού. Εκεί ακριβώς οφείλουν να καθορίζονται και να κωδικοποιούνται οι πλέον ενδιαφέρουσες, πρωταρχικές διατάξεις του:

1.

Οδικά πλέγματα, υποδομές και δημόσιοι χώροι

Από τον τοπικό περίπατο μέχρι και τις γρήγορες συνδέσεις μεταξύ περιοχών, περισσότερο παρά ποτέ, η κινητικότητα, η οργάνωση των μετακινήσεων πάσης φύσεως και η αξιοποίηση των χώρων συλλογικής ζωής, είναι στο επίκεντρο των αλλαγών της σύγχρονης πόλης. Για πολλούς λόγους κάθε αστικός σχεδιασμός οφείλει να χειρίζεται κατά κύριο λόγο τις υποδομές, τα τεχνικά δίκτυα και τους δημόσιους χώρους, που θα δημιουργήσει και θα αξιοποιήσει. Εξάλλου αυτές οι διευθετήσεις απαιτούν και το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων επενδύσεων, για την απόκτηση εδαφών και τα δημόσια έργα που πρόκειται να πραγματοποιηθούν. Χωρίς να προδικάζονται οι συνθήκες εκμετάλλευσης και οι λεπτομερείς χειρισμοί, οι βασικές χαράξεις πρέπει να ορίζονται με ακρίβεια, με τρόπο σαφή, διαρκή και πειστικό, μέσα στο θεσμικό πλαίσιο.

Επέμβαση στο νησί Seguin στο Boulogne – Billancourt. Δεύτερη αρχή: περίπατος στις όχθες του ποταμού.

Τοπία και αστικές μορφές Η ελκτικότητα, το γίγνεσθαι και η ίδια η ταυτότητα κάθε πόλης, εγγράφονται μέσα σε σφαιρικά, ήδη υπάρχοντα ή μελλοντικά τοπία, είτε αυτά είναι το γεωγραφικό υπόβαθρο, οι ελεύθεροι χώροι, η βλάστηση ή οι μορφές των κτισμένων όγκων. Αυτό το πολύπλοκο σύνολο δεν μπορεί προφανώς να είναι θέμα κανονισμών και μόνο. Αλλά οι αρχές μεταβολής που αλλάζουν τον τρόπο κατάτμησης της γης, τα στοιχεία που συνθέτουν το σύστημα ελεύθερων χώρων, τις σχέσεις των ιδιωτικών εγκαταστάσεων με τους δημόσιους χώρους και το περίγραμμα των υψών των κτιρίων, οφείλουν να καθορίζονται ανάλογα με τις τοποθεσίες. Οι υποδείξεις που ορίζονται για αυτά τα ευαίσθητα θέματα έχουν ως σκοπό να εγγράψουν τους προσανατολισμούς της πρότασης αστικού σχεδιασμού μέσα στο χώρο, στις μεγάλες του διαστάσεις και στην εικόνα του, όπως γίνεται αντιληπτή.

Το βάρος της πρόσφατης αστικής παράδοσης Από τις αρχές του 20ου αιώνα στις Η.Π.Α., έπειτα κυρίως από τη συνοπτική εφαρμογή των επιλογών του Μοντέρνου Κινήματος, όπως συνδέθηκαν με τις αυταπάτες του αστικού σχεδιασμού, τα θεσμικά εργαλεία της πολεοδομίας προάγουν το φονξιοναλισμό και τον διαχωρισμό των χρήσεων. Στις μέρες μας παρουσιάζεται η ανάγκη να περιοριστούν αυτές οι μέθοδοι της ψευτοεπιστήμης, χωρίς να αμφισβητείται το αντικειμενικό ζήτημα που αφορά τις χρήσεις και τις πυκνότητες.

Κατανομή των λειτουργιών και πυκνότητα δόμησης Η προσπάθεια να ελεγχθεί η αστική ανάπτυξη, οδήγησε στη δημιουργία ζωνών, που περικλείουν βασικές κατηγορίες αστικών λειτουργιών, των οποίων τα αποτελέσματα επιδεινώθηκαν με τις οικονομικές και αυθόρμητα κοινωνικές τάσεις, με τη γενίκευση καθορισμένων προϊόντων δόμησης. Πόρισμα αυτής της μορφής σχεδιασμού είναι ο έλεγχος της επιτρεπόμενης δόμησης, που θεσμοθετήθηκε τη δεκαετία του 1960 υπό τη μορφή του Συντελεστή Δόμησης (C.O.S.), και αποτέλεσε ένα θεσμικό όργανο, που κυριαρχεί στα περισσότερα θεσμικά πολεοδομικά κείμενα. Παρόλα αυτά, είναι αυτός ο προγραμματισμός που αλλάζει πιο γρήγορα, ακόμη και κατά τη διάρκεια της εξέλιξης των εργασιών. Μια τέτοια λειτουργική και συστηματική προσέγγιση, έχει συχνά φέρει περισσότερα μειονεκτήματα παρά πλεονεκτήματα για την πόλη. Οι πρόσφατες προτάσεις αστικού σχεδιασμού που περιέχουν διάφορες μορφές κανονισμού, χωρίς Συντελεστή Δόμησης, δείχνουν καθαρά ότι αυτές οι θεσμικές διατάξεις μπορούν να ελαχιστοποιηθούν ή να παραλειφθούν.

Αρνητικά αποτελέσματα των ορίων Ενώ σύμφωνα με την άποψη του Ildefonso Cerda περί γενικευμένης αστικοποίησης, η πόλη απέβαλε τα περιμετρικά τείχη της, οι εσωτερικές οριοθετήσεις ενδυναμώθηκαν. Και ίσως στο μέλλον αναπτυχθούν κλειστές συνοικίες όπως φαίνεται ήδη από τις σύγχρονες ζώνες δραστηριοτήτων. Σίγουρα οι θεσμικές αρμοδιότητες και η εφαρμογή των ποικίλων διαδικασιών απαιτούν τις οριοθετήσεις, αλλά όλες αυτές οι περίμετροι, καθώς και η υπερβολική πλαισίωση των σχεδίων που διαχωρίζονται από το αστικό, αγροτικό, φυσικό περιεχόμενό τους, παίρνουν μια αξία η οποία υπερβαίνει κατά πολύ το ρόλο τους. Κατοικούμε σε οικόπεδα ή μέσα σε μια ζώνη, των οποίων η μορφή σχεδιάζεται πολύ συχνά απλά με το σκοπό των λειτουργικών της ορίων. Ο αστικός σχεδιασμός παίζει σημαντικό ρόλο σε αρκετά χωρικά επίπεδα και ο ρόλος του φτάνει πέρα από τις προβλεπόμενες χωροθετήσεις. Η αρχική σύλληψη οφείλει να προηγείται των διαδικασιών επιλογής των μέτρων, που συχνά αποφασίζονται πρόωρα. Ένας αστικός σχεδιασμός ατενίζοντας το μέλλον, μπορεί να εκφραστεί εξίσου σε ένα σχέδιο χρήσεων γης, όπως και σε μια ζώνη αστικής ανάπτυξης (ZAC), σε μία υποδιαίρεση, σε ένα preservation plan (POS) ή σε ένα enhancement plan. Οι διαδικασίες και οι κανονισμοί είναι απλά εργαλεία που εξυπηρετούν την εφαρμογή προτάσεων που έχουν συζητηθεί και έχουν γίνει δεκτές από όλους.

Πολλαπλοί χειρισμοί στον αστικό σχεδιασμό Λιγότεροι και σαφέστεροι κανονισμοί μπορεί να δημιουργήσουν αβεβαιότητας για τις συνθήκες ανάπτυξης του αστικού σχεδιασμού. Παρόλα αυτά, όταν ο χειρισμός της αναποφασιστικότητας γίνει προσεκτικά και θεληματικά με σκοπό τη διαμόρφωση μιας ανοιχτής άποψης, δίνει σίγουρα τόπο στις συνεισφορές και στους διαρκείς εμπλουτισμούς του σχεδίου. Μία πρόταση αστικού σχεδιασμού μπορεί να διαβαστεί σε πολλά διαφορετικά επίπεδα και να λειτουργήσει ως σπινθήρας πλήθους απόψεων. Είναι χαραγμένος στο χρόνο. Άρα, δεν μπορεί να δουλευτεί ολοκληρωτικά πριν τα αρχικά σχεδιαστικά στάδια εγκριθούν, ούτε μπορεί να παραμείνει αμετάβλητος κατά τη διάρκεια των εργασιών, οι οποίες μπορούν να παραμείνουν στάσιμες για μεγάλη περίοδο. Αντιθέτως, πρέπει να βρεθούν προσεγγίσεις που θα εμπλουτίζονται με συνεχή τρόπο πέρα από την αρχική ιδέα, με ένα σημαντικό αριθμό καταγραφών που θα αλληλεξαρτώνται αλλά πάντα σε σχέση με προκαθορισμένο περιεχόμενο. Σε καθένα από αυτά τα υποθέματα πρέπει να υπάρξουν συνεργασίες, με τη βοήθεια αρμοδίων εταιριών, δημοσίων υπηρεσιών που ενδιαφέρονται και ειδικών επιστημόνων. Αυτό το τεράστιο πεδίο συνεχούς συνεργασίας μπορεί να αφορά για παράδειγμα, θέματα περιβάλλοντος, προγραμματισμούς, μορφές συλλογικής ζωής κ.τ.λ. Αυτό ενδιαφέρει κυρίως τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι πρέπει να διατηρήσουν πρωτοβουλίες δημιουργίας, ακολουθώντας συγχρόνως την παραγγελία. Σχετικά με αυτό είναι ίσως χρήσιμο να διακριθούν οι αρχιτεκτονικές κατασκευές των κατοικιών από τα μοναδιαία εξαιρετικά έργα,- θα μπορούσαν ακόμη να χαρακτηριστούν «μνημειακά» λόγω της σημασίας τους και όχι λόγω των διαστάσεων τους. Διότι αυτά τα έργα επηρεάζουν όλη την πόλη, όπως για παράδειγμα το κέντρο Pompidou.

O ρόλος του βασικού φορέα εφαρμογής του σχεδιασμού του Guy Faure

Ως γενικός επιθεωρητής των δημοσίων έργων, ο Guy Faure, έχει επικεντρωθεί στον αστικό σχεδιασμό, κυρίως ως γενικός διευθυντής για το σχέδιο πόλεων. Πρόσφατα ήταν πρόεδρος του Euromediteranée, ενός δημόσιου ιδρύματος, υπεύθυνου για την ανακατασκευή κεντρικών περιοχών μέσα στο λιμάνι της Μασσαλίας. Επίσης είναι ενεργό μέλος της λέσχης Ville Aménagement, μιας οργάνωσης, η οποία αποτελεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ του κράτους και των βασικών γαλλικών αναπτυξιακών επιχειρήσεων.

Ο “maître d’ouvrage”, βασικός φορέας εφαρμογής μιας επέμβασης είναι ο πελάτης- ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο έχει αποφασίσει να αναλάβει την επιχείρηση του σχεδιασμού και συντάσσει το πρόγραμμα, παρέχει τη γη, οργανώνει τη χρηματοδότηση, θέτει το χρονοδιάγραμμα, επιλέγει τους ειδικούς που θα αναλάβουν τις εργασίες (αρχιεργολήπτης, ανα΄δοχος-μελετητής και εργολήπτες) και υπογράφει συμβόλαια και συμφωνίες με τους τελευταίους. Ο “maître d’ouvrage” είναι εξουσιοδοτημένος να ασχολείται με τα πιο τεχνικά μέρη της επέμβασης, αλλά όχι τις οικονομικές και προγραμματικές υπευθυνότητες. Η αυξανόμενη πολυπλοκότητα του κάθε εγχειρήματος έχει ως αποτέλεσμα ο “maître d’ouvrage” να ζητά συμβουλές και βοήθεια από πολλές και διαφορετικές ομάδες ανθρώπων. Η αντίληψη για τον δημόσιο φορέα “maître d’ouvrage” είναι αποκλειστικά γαλλική. Είναι ένας οργανισμός λήψης αποφάσεων, υπεύθυνος για την προώθηση μιας συμβουλευτικής διαδικασίας μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων στον πολεοδομικό σχεδιασμό (τοπικές αρχές, πολεοδόμοι, το κράτος, κατασκευαστικές εταιρίες, στεγαστικές υπηρεσίες, κάτοικοι). Είναι επίσης υπεύθυνος για τον συντονισμό όλων όσων εμπλέκονται στη διαδικασία. Δημόσιες πολεοδομικές υπηρεσίες και δημόσιοιιδιωτικοί οικονομικοί και αναπτυξιακοί οργανισμοί μπορούν να επωμισθούν το ρόλο του “maître d’ouvrage” καθώς επίσης και ομάδες αστικού (στρατηγικού) σχεδιασμού ή συγκεκριμένες εταιρείες. Οι περισσότερες από τις αστικές αλλαγές, οι οποίες συνέβησαν στην Γαλλία περίπου, κατά το δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, έχουν δημιουργήσει με το πέρασμα του χρόνου έναν συγκεκριμένο μηχανισμό με δημόσιο χαρακτήρα και άμεσα συσχετισμένο με την κυβέρνηση (κεντρική και τοπική). Οι γαλλικές δημόσιες αρχές είναι υπεύθυνες για όλα πολεοδομικά σχέδια και πλάνα σχεδιασμού, ενώ με τη μεσολάβηση της στο πλαίσιο εργασίας υποστηρίζεται από καθαρά αναπτυξιακούς μηχανισμούς ελέγχου της ανάπτυξης. Οργανισμοί ειδικευμένοι, καλούνται να εκτελέσουν το πολεοδομικό σχέδιο. Οι οργανισμοί αυτοί είναι, είτε δημόσιες κατασκευαστικές υπηρεσίες που ειδικεύονται συγκεκριμένα στο σχέδιο (établissements publics d’amenagement-EPA), είτε οικονομικές αναπτυξιακές δομές μικτού χαρακτήρα δηλαδή, δημόσιες και ιδιωτικές (sociétés d’économie mixte-SEM). Η σύμπραξη αυτή δημόσιων και ιδιωτικών συμφερόντων, δημιουργεί ένα από τα βασικά συστατικά, αυτού που είναι γνωστό ως maitrîse d’ouvrage (αρχή σύναψης συμβολαίων / συμβάσεων και ιδιοκτησιών). Το σύστημα εισήχθη στη δεκαετία του ’50, για να αντιμετωπίσει το μεγάλο κύμα αστικοποίησης, και έχει γίνει πιο ισχυρό από ποτέ συμβαδίζοντας με την τα σημεία των καιρών.

Το σύστημα σχεδιασμού Η εμπλοκή του δημοσίου στην ανακατασκευή κατεστραμμένων περιοχών στόχευε αρχικά στη ριζική αλλαγή των περιοχών, τόσο στο κέντρο της πόλης (ή κωμόπολης) όπως και στα προάστια, εφοδιάζοντάς τα με τις αναγκαίες εγκαταστάσεις και με την προοπτική να στεγάσουν νέους κατοίκους και/ η δραστηριότητες. Αντίθετα με τη διαδικασία της υποδιαίρεσης των ιδιοκτησιών (ιδιωτική οικοπεδοποίηση) , η οποία είναι σε χρήση κυρίως στον ιδιωτικό τομέα (κυρίως στις προαστιακές κατασκευές), η διαδικασία του αστικού σχεδιασμού εξαρτάται από το πόσο χρήσιμο είναι το σχέδιο για το κοινό, και μόνο αυτό μπορεί να δικαιολογήσει την άσκηση του δικαιώματος της απαλλοτρίωσης και της υποχρεωτικής αγοράς. Από την στιγμή που η απαραίτητη γη έχει αποκτηθεί, γίνονται οι υποδομές, χτίζονται οι απαραίτητες εγκαταστάσεις και «βγαίνει» στην αγορά. Αυτό το σύστημα γεννά τέσσερις διαδικασίες. Αρχικά, με την απόκτηση της γης, η παρέμβαση εγγράφεται σε μια απόλυτα καθορισμένη περίμετρο. Δεύτερον, ζητείται η γνώμη του κοινού για το σχέδιο μέσω δημοσκοπήσεων. Τρίτον, η συνεργασία αρχιτεκτονικής και τεχνογνωσίας είναι εγγυημένη. Τέλος, προσφέρεται μια απάντηση στην γνωστή ερώτηση, του πως να χρηματοδοτήσουμε τα αναπτυξιακά-κατασκευαστικά σχέδια. Ουσιαστικά, η πολεοδομική ανάπτυξη κοστίζει, και η χρηματοδότηση των κοινόχρηστων εγκαταστάσεων για τους νέους κατοίκους ή τις νέες δραστηριότητες, αποπληρώνονται με την διαφορά στην αξία γης πριν και μετά την εφαρμογή του σχεδίου. Έτσι είναι οι χρήστες, και όχι οι φορολογούμενοι αυτοί που χρηματοδοτούν το νέο σχέδιο. Το θεσμικό και διοικητικό πλαίσιο εργασίας, το οποίο διαχειρίζεται αυτές τις διαδικασίες είναι γνωστό ως zone d’aménagement concerté ή ZAC (ζώνη συντονισμένης αστικής ανάπτυξης. Βλ. και Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου). Το πλαίσιο αυτό εισήχθη το 1967. Δημόσιοι φορείς εφαρμογής Δύο βασικές οικογένειες δημόσιων πολεοδομικών μηχανισμών (EPA και SEM) προέκυψαν από το παραπάνω σύστημα σχεδιασμού. Κάθε οικογένεια έχει την δικιά της ιστορία, κοινωνική επιφάνεια, διαδικασίες μεσολάβησης και μεθόδους εργασίας. Η SEM ιδρύθηκε στη δεκαετία του ’50 από την τοπική κυβέρνηση (παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις είχαν ιδρυθεί σε επίπεδο κεντρικής κυβέρνησης, όπως η SANEM, η οποία είναι η SEM, που επέβλεψε το σχέδιο Cornillon Nord- μια συνοικία γύρω από το Στάδιο της Γαλλίας – βορείως του Παρισιού). H SEM υπόκειται στο ιδιωτικό δίκαιο, με κύριο μέτοχο την κυβέρνηση (Βλ. και Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου). Ενεργεί μέσα στο πλαίσιο συμβατικών διμερών συμφωνιών με την τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίες μεταβιβάζουν το κατασκευαστικό έργο σε αυτήν (δηλαδή στην SEM). Η τοπική διοίκηση εγγυάται ότι το οικονομικό ρίσκο που σχετίζεται με την πραγματική κατασκευή καλύπτεται [...]. Στο παρελθόν, η παραπάνω οργάνωση αποτελούσε τη βάση για τον σχεδιασμό περιοχών κατά προτεραιότητα (ZUP, βλ. και Γλωσσάρι στο τέλος του βιβλίου) καθώς και των μεγάλων συγκροτημάτων κατοικίας σε κατεστραμμένες περιοχές. Παρόλα αυτά, από τότε που ξεκίνησε η αποκέντρωση στη Γαλλία, μερικές αλλαγές έχουν επέλθει. Ορισμένες φορές η SEM έχει αναλάβει την ανακατασκευή ενός συγκεκριμένου τμήματος μιας υποβαθμισμένης περιοχής (π.χ. Euralille για τη Lille και SEMARA για το πρόγραμμα Paris-rive Gauche). Κάποιες άλλες φορές, οι στενές πολιτικές συνδέσεις με τις τοπικές αρχές τις μετατρέπουν σε σχεδιαστικό όργανο των τελευταίων (όπως συνέβη στην περίπτωση του Μονπελιέ). Εξ ίσου η SEM μπορεί να χρησιμοποιηθεί για μια μεγαλύτερη αστική περιοχή , ή ακόμα για ολόκληρη την έκταση της πόλης .

Η EΡA είχε συγκροτηθεί για να βοηθήσει το κράτος να επιβάλλει τις απόψεις του σχετικά με την ανάπτυξη της γης στις τοπικές αρχές. Τέτοια ήταν η περίπτωση της EPAD, η οποία είχε στηθεί για να ελέγχει την κατασκευή του εμπορικού κέντρου της La Défense, καθώς επίσης και της EPAVN η οποία δημιουργήθηκε ειδικά για το χτίσιμο νέων « πόλεων». Αυτοί οι οργανισμοί δημοσίου αστικού σχεδιασμού υπόκεινται στην επίβλεψη του κράτους το οποίο επιβαρύνεται με το τελικό οικονομικό ρίσκο. Ο συνεπαγόμενος στόχος είναι να επιτύχουν την συμφωνία μεταξύ των τοπικών αρχών που εμπλέκονται, οι οποίες έχουν σημαντική συμμετοχή στη διαδικασία των αποφάσεων. Αυτό το κάνουν κυρίως μέσω του διοικητικού συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από κυβερνητικούς διευθυντές και εκλεγμένους εκπροσώπους . Ο κύριος ρόλος τους είναι να ενεργήσουν ως η αρχή που συνάπτει τα συμβόλαια του αναπτυξιακού σχεδίου, αλλά είναι επίσης φορείς εφαρμογής, με την έννοια ότι μπορούν να διεκπεραιώσουν σχεδιαστικούς χειρισμούς με τον δικό τους τρόπο. Αυτή η διπλή λειτουργία, αντιπροσωπεύει ένα από τα πιο έμφυτα και πρωτότυπα χαρακτηριστικά της maîtrise d’ouvrage. Ένα άλλο πρωτότυπο χαρακτηριστικό είναι ότι ενώ οι EPA αποτελούν δημόσια ιδρύματα, λειτουργούν παρόλα αυτά με τον ίδιο τρόπο όπως μια ιδιωτική επιχείρηση (αλλά χωρίς μετοχικό κεφάλαιο), με όλες τις οικονομικές ευκολίες ενσωματωμένες στους τραπεζικούς λογαριασμούς τους. Έχουν ένα περιθώριο κέρδους, παρέχοντας με αυτό τον τρόπο τα εχέγγυα για την πληρωμή των γενικών εξόδων της εταιρείας και ενθαρρύνοντας να γίνουν νέες επενδύσεις. Παρόλο που η SEM και η EPA έχουν βασικές δομικές διαφορές, μοιράζονται παρόλα αυτά ορισμένους βασικούς αντικειμενικούς στόχους, με κυριότερο όλων το ότι δρούν με στόχο το δημόσιο συμφέρον. Η οργάνωση παρέχει στους ιδιωτικούς παράγοντες και επενδυτές διάφορες εγγυήσεις. Για παράδειγμα, η πολεοδόμηση μπορεί να διεξαχθεί μακροπρόθεσμα […], ενώ επιτρέπεται η συνεργασία και η παρακολούθηση των σχεδιαστών και των βασικών εργολάβων, η οποία είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι η κατασκευή σωστά ελεγχόμενη. Επιπροσθέτως, αξιομνημόνευτο είναι το γεγονός ότι όλοι οι χειρισμοί επιβλέπονται από ένα σώμα κοινού (κρατικού επιπέδου για την EPA και τοπικού επιπέδου για την SEM). Τέλος, το εργασιακό προφίλ των ιδρυμάτων αυτών σημαίνει ότι ειδικευμένο προσωπικό με τα απαραίτητα προσόντα θα μπορεί να προσληφθεί. Τα δημόσια αναπτυξιακά ιδρύματα αποτελούν έναν αναγνωρισμένο επαγγελματικό κύκλο και δημιουργούν νέα επαγγέλματα, τα οποία περιλαμβάνουν πολλαπλές τεχνικές, οι οποίες απαιτούνται για τις λειτουργικές διαδικασίες.

Αλλαγές σε εξέλιξη Η αστική, οικονομική και κοινωνική αναζωογόνηση, περισσότερο ή λιγότερο εγκαταλελειμμένων βιομηχανικών ή αστικών περιοχών έχει συμβάλει στο γεγονός, οι τοπικές αρχές να δεσμεύουν περισσότερα κεφάλαια για αναπτυξιακές δαπάνες. Αυτό έχει γεννήσει έναν αριθμό επιχειρησιακών αλλαγών, όπως σχέδια ανάπτυξης με στρατηγικό χαρακτήρα, δηλαδή με ανάμειξη καθοδήγησης και ελαστικότητας. Επίσης εκτός από τον λειτουργικό τους ρόλο, οι σχεδιαστές έχουν γίνει πλέον υπεύθυνοι και τοποθετούν και πακέτα προσφορών (ensemblier). Ο κύριος άξονας όλων αυτών, είναι να βρουν τον καλύτερο τρόπο αύξησης της αποδοτικότητας του δημόσιου κεφαλαίου όταν προσφέρονται τμήματα γης έτοιμα προς πολεοδόμηση. Διάφορες πρωτοβουλίες μπαίνουν σε εφαρμογή. Ορισμένες πόλεις έχουν αναδιοργανώσει τις δημοτικές υπηρεσίες, έτσι ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν τη διαδικασία του σχεδιασμού. Τέτοια είναι η περίπτωση του δήμου της Λυών για το σχέδιο «Confluent», καθώς επίσης και με τους δήμους των Nantes, του Saint Nazaire και του Roubaix, όπου σχέδια αστικής «αναγέζωογόνησης» δουλεύονται στο εσωτερικό τους. Όλα τα σχέδια αστικού σχεδιασμού πλέον βασίζονται σε νέας μορφής καθοδηγούμενες συνεργασίες, οι οποίες συνδυάζουν διαφορετικά επίπεδα τοπικών αρχών(ομάδες δημοσίων/ κοινών συμφερόντων). Εν τω μεταξύ, ειδικοί τύποι σχεδιαστικών σωμάτων έχουν καθοριστεί για να αντιμετωπίσουν σχέδια μεγάλης κλίμακας. Για παράδειγμα, νέες δημόσιες-ιδιωτικές εταιρείες έχουν δημιουργηθεί, όπως και ένας αριθμός δημόσιων αναπτυξιακών εταιρειών. Αυτές συμπεριλαμβάνουν την Euromediterranée, η οποία είναι υπεύθυνη για ένα μεγάλο πρόγραμμα ανάπτυξης μιας προβληματικής περιοχής στη Μασσαλία, της Mantois στην κοιλάδα του Seine, που περιλαμβάνει την αναμόρφωση αρκετών οικιστικών συνόλων και μια δημόσιας υπηρεσίας στη Nanterre, που είναι επιφορτισμένη με την επίβλεψη της ανάπτυξής του τμήματος μεταξύ της Seine και της μεγάλης αψίδας της La Défense. Ένα άλλο ίδρυμα αυτού του τύπου θα δημιουργηθεί σύντομα για την «Plaine de France» μιας τεράστιας έκτασης γης στα βόρεια του Παρισιού. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις μοιράζονται έναν και μόνο αντικειμενικό σκοπό: την διαχείριση του αστικού σχεδιασμού με έναν τρόπο ο οποίος θα εγγυάται ότι τα αναπτυξιακά σχέδια θα πορευθούν ενεργητικά, στην αύξηση της αποδοτικότητας και της επάρκειας. Αυτό απαιτεί, αναμφίβολα, αλλαγή κουλτούρας

ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ του Vincent Renard

Vincent Renard Οικονομολόγος και διευθυντής της έρευνας στο CNRS (Γαλλικό Εθνικό Κέντρο Επιστημονικής Έρευνας), εξειδικεύεται σε θέματα που σχετίζονται με την ιδιοκτησία και την οικονομία της γης. Έχει εργαστεί στην Ανατολική Ασία (Ιαπωνία και Κορέα) και σε μερικές χώρες με μεταβατικές οικονομίες, όπως η Ρωσία.

O εφοδιασμός της αγοράς των ακινήτων με γη προς πολεοδόμηση αποτελεί ένα μόνιμο πρόβλημα που φέρνει στην επιφάνεια οικονομικά, νομικά και θεσμικά θέματα. Οι αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Γαλλία κατά τη διάρκεια της μεταπολεμικής περιόδου, όταν η χώρα, πιεζόμενη από την αγροτική έξοδο μεταλλάχθηκε από έντονα αγροτική σε κυρίως αστική, οδήγησαν το κράτος στην υιοθέτηση μιας σειράς από εργαλεία, στην προσπάθειά του να αναχαιτίσει την αστική εξάπλωση και να διορθώσει τις επιπτώσεις της κερδοσκοπίας στον χώρο της αγοράς γης. Η διαδικασία αποκέντρωσης που έλαβε χώρα την δεκαετία του 1980, σε συνδυασμό με τις πρόσφατες εξελίξεις, οδήγησε στον εκσυγχρονισμό των εργαλείων αυτών, με τις συνεργασίες του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα να έχουν αποκτήσει κεντρικό ρόλο, ιδιαιτέρως για να ενθαρρύνουν την αστική αναγέννηση και την ανακύκλωση εγκαταλελειμμένων εκτάσεων στα κέντρα των πόλεων αλλά και στα προάστια. Η αμέσως μεταπολεμική περίοδος σημαδεύτηκε από την ισχυρή επέμβαση του δημοσίου τομέα, όχι μόνο με την μορφή χρηματοδοτήσεων, αλλά και σε σχέση με την εγκαθίδρυση μιας απολυταρχικής πολιτικής όσον αφορά τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Η τελευταία αφορούσε σε περιοριστικά μέτρα προς τους κατόχους γης, οι οποίοι είτε υποχρεώνονταν να ομαδοποιήσουν τις εκτάσεις τους, είτε οδηγιόντουσαν σε υποχρεωτική πώλησή τους. (νόμος του 1953). Οι μηχανισμοί της γαλλικής πολιτικής γης – πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα – αναπτύχθηκαν εντονότερα κατά την δεκαετία του ’60, με την εισαγωγή νομικών και οικονομικών επεμβατικών διαδικασιών, αλλά και ενός ρυθμιστικού πλαισίου, για τον έλεγχο της αστικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, φορολογικά και οικονομικά κίνητρα έπαιξαν έναν μάλλον δευτερεύοντα ρόλο.

Απο τις αυστηρούς στους ευέλικτους οικοδομικούς κανονισμούς Το πλαίσιο των ρυθμίσεων για την αστική ανάπτυξη που θεσπίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’60, εστιαζόταν σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον, τα συνολικά σχέδια, στα οποία προσδιορίζονταν οι βασικές γραμμές ανάπτυξης. Και δεύτερον, νομικά δεσμευτικά σχέδια χρήσεων γης, που έδιναν με μεγαλύτερη ακρίβεια και ποσοτικά λεπτομέρειες για την μελλοντική χρήση της γης. Αυτές οι ρυθμίσεις επιβάλλονταν στους κατόχους της γης και σε αυτούς που ήθελαν να χτίσουν. Μετά από μια περίοδο κατά την οποία η παραπάνω πολιτική εφαρμόστηκε με πολύ αυστηρό τρόπο, το πλαίσιο του σχεδιασμού ερμηνεύθηκε πιο ευέλικτα.

Αυτό έγινε με τη βοήθεια των αποκεντρωτικών νόμων (με τους οποίους η τοπική αυτοδιοίκηση απέκτησε πολύ περισσότερες ευθύνες) και πιο πρόσφατα με τον νόμο τις 13ης Δεκεμβρίου 2000, γνωστό και ως «Νόμο αλληλεγγύης και αστικής ανανέωσης». Ο στόχος του νόμου ήταν διπλός: αφενός να αυξήσει την ευελιξία – κυρίως μέσω μιας νέας μορφής σχεδιασμού χρήσεων, χωρίς όμως προδιαγραφές πυκνότητας- και αφετέρου να ορίσει μια σαφή σχεδιαστική στρατηγική και όχι να θέσει απλά μια σειρά από περιοριστικά μέτρα. Αυτά αποτελούν ένα κομμάτι του «Προγράμματος σχεδιασμού και βιώσιμης ανάπτυξης», που στο εξής θα αποτελεί σημαντικό κομμάτι του αστικού σχεδιασμού. Παρόλα αυτά παραμένει ένα πρόβλημα που σχετίζεται με τις επιπτώσεις των ρυθμίσεων αυτών στην αξία της γης, το οποίο δεν έχει αντιμετωπιστεί ακόμη επιτυχώς από τις υπάρχουσες νομοθεσίες περί αποζημιώσεων και από το φορολογικό σύστημα. Είναι η Αχίλλειος Πτέρνα και απεικονίζει μια από τις επαναλαμβανόμενες δυσκολίες στην επιβολή πολεοδομικών σχεδίων – όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στη Γερμανία, την Ισπανία και άλλες χώρες της Ευρώπης. Δημόσιοι οργανισμοί, ιδιωτικοί φορείς και η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της έντονης αστικής ανάπτυξης, οι πολιτικές γης είχαν το διπλό στόχο να αναχαιτίσουν την αστική ανάπτυξη και να αποτρέψουν την κερδοσκοπία στην αγορά γης, αντιμετωπίζοντας τη συνεχή πίεση που πήγαζε από τις αυξανόμενες τιμές της γης. Η κατάσταση οδήγησε στην θέσπιση ενός πλαισίου που περιείχε νομικά μέτρα (πιο συγκεκριμένα, υποχρεωτικές αγορές και το δικαίωμα προτίμησης του δημοσίου), θεσμικά μέτρα (ίδρυση τραπεζών δημόσιας γης, ειδικά στην περιοχή του Παρισιού, στη Νορμανδία και στη Λορένη) και οικονομικά μέτρα, που επέτρεπαν σε δημόσιους παράγοντες να επεμβαίνουν ενεργά στην αγορά γης. Όταν το πρόβλημα του στεγαστικού ελλείμματος έφτασε στο τέλος, οι αγορές ακινήτων έγιναν αυξανόμενα κυκλικές και τις δημόσιες αρχές απασχόλησε περισσότερο η αστική αναζωογόνηση (όπως στην Αγγλία και στη Γερμανία), παρά η ακατάπαυστη διόγκωση των προαστίων. Παρόλα αυτά μια τέτοιου είδους φιλοδοξία φέρνει στην επιφάνεια νέα προβλήματα καθώς, ούτε οι κάτοχοι ιδιωτικής περιουσίας (άτομα και εταιρίες), ούτε οι κάτοχοι δημόσιας γης, ούτε και οι μεγάλες δημόσιες υπηρεσίες επιλέγουν αυθόρμητα να ανακυκλώσουν την αστική γη. Παράλληλα με το να είναι οικονομικά και νομικά περίπλοκα, τέτοιου είδους προγράμματα διαρκούν μεγάλα χρονικά διαστήματα, συνήθως δέκα με δεκαπέντε χρόνια και κάποιες φορές και περισσότερο. Συνεπάγονται τη δημιουργία συνεργασιών (πολύ συχνά οργανισμοί οικονομικής ανάπτυξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα) των οποίων τα συμφωνητικά είναι συνήθως αρκετά περίπλοκα και περιλαμβάνουν «σφιχτά» οικονομικά άρθρα, ώστε οι εταιρίες να μπορούν να αντεπεξέλθουν σε έναν ή και περισσότερους οικονομικούς κύκλους. Ένα απτό παράδειγμα είναι το μεγάλο έργο «Paris Rive Gauche». Τέτοιου είδους εγχειρήματα απαιτούν μάλλον συμφωνίες με συμβόλαια, παρά ένα απολύτως προσδιορισμένο θεσμικό πλαίσιο. Αυτό είναι μια αρκετά πρόσφατη εξέλιξη στην Γαλλία και είναι πιθανό να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις. Μία ενδιαφέρουσα καινοτομία είναι ο πρόσφατος «Νόμος για την αλληλεγγύη και την αστική ανανέωση», σύμφωνα με τον οποίο επιτρέπεται να συνταχθεί ένα συμβόλαιο ανάμεσα στην δημόσια υπηρεσία και στον ιδιοκτήτη γης που θέλει να κτίσει. Σε ανταπόδοση για την μελλοντική χρηματοδότηση από τον ιδιοκτήτη των δημόσιων υποδομών (συνεισφορά για καινούριους δρόμους και δίκτυα) η δημόσια αρχή αναλαμβάνει να εγγυηθεί τα δικαιώματα κτισίματος για πέντε χρόνια και την κατασκευή των υποδομών που έχουν συμφωνηθεί. Αυτή η βαθμιαία αλλαγή (συμβόλαιο για πέντε χρόνια) της πολιτικής γης και αστικής ανάπτυξης ανοίγει το δρόμο για πιο αποτελεσματικό σχεδιασμό, λαμβάνοντας υπόψη την ανάγκη για ευέλικτες και προσαρμόσιμες τεχνικές στις ευμετάβλητες αγορές γης και ακινήτων. Ταυτόχρονα, αυτές οι τεχνικές προκάλεσαν την ανάγκη για σύσταση ομάδων με έμπειρους πολεοδόμους, νομικούς και οικονομολόγους δίπλα στις τοπικές αρχές και ειδικά στις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της Γαλλίας, πράγμα που μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει συστηματικά.

Τρεις θεμελιώδεις νόμοι για την ανανέωση των περιφερειακών διαδικασιών διαχείρισης του Jean Frébault

Πρόεδρος του συμβουλίου Διαχείρισης Αστικής Ανάπτυξης, ο Jean Frebault, είναι βασικός συνεργάτης σε ζητήματα αστικότητας και περιβάλλοντος του γενικού συμβουλίου του Ponts-etChaussees. Έχει επίσης διευθύνει δημοτικά γραφεία πολεοδομίας (Toulouse, Lyon), το Αρχιτεκτονικό και Πολεοδομικό Τμήμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Χωροταξίας και το συμβούλιο της νέας πόλης Isle d’ Abeau

Το νέο νομοθετικό πλαίσιο που πρόσφατα εισήχθη στη Γαλλία, και το οποίο αναφέρεται στην ανάπτυξη και διαχείριση της γής, αποτελεί σημαντική τομή με το παρελθόν. Τα έτη 1999-2000, ψηφίστηκαν τρεις νόμοι: Ο νόμος Chevenement, ο οποίος ενθαρρύνει την συνεργασία των τοπικών αρχών, ο νόμος Voynet, ο οποίος προωθεί την αειφόρο ανάπτυξη, και ο "Νόμος για την αλληλεγγύη και την αστική ανανέωση", ο οποίος αμφισβητεί την οικονομία γης και το σύστημα αστικού σχεδιασμού που υποστηρίχθηκε από την πολιτεία μέχρι και την αποκέντρωση της δεκαετίας του '60, τα οποία σήμερα θεωρούνται γενικώς τεχνοκρατικά και αυθαιρέτως επιβεβλημένα. Οι νόμοι αυτοί καθορίζουν νέες διοικητικές διαιρέσεις του εθνικού χώρου, καταργώντας την παλιά νομοθεσία που ισχύει από την γαλλική Επανάσταση, η οποία καθορίζει 36.000 δήμους και 95 νομούς. Στόχος είναι η ανασύνθεση του θεσμικού τοπίου (το περισσότερο κατακερματισμένο στην Ευρώπη), και η προσαρμογή του στους σύγχρονους τρόπους ζωής.

Ένας συνεκτικός νομοθετικός μηχανισμός. Οι τρεις νόμοι και τα εργαλεία που προσφέρουν συγκροτούν ένα συνεκτικό μηχανισμό. Παρόλο που σχεδιάστηκαν ανεξάρτητα, με συγκεκριμένους και θεμιτούς στόχους, τους χαρακτηρίζει μια κοινή λογική, αυτή της προώθησης του διαλόγου μεταξύ των τοπικών αρχών. - Ο νόμος Chevenement απλοποιεί και γενικεύει τις διαδημοτικές δομές, προσφέροντας τρεις τύπους συνόλων: Πολεοδομικά συγκροτήματα (με πάνω από 500.000 κατοίκους), μητροπολιτικούς δήμους (σε διάχυτη μορφή, με πάνω από 50,000 κατοίκους) και κοινότητες. Υπάρχουν ισχυρά οικονομικά κίνητρα για τις δημοτικές αρχές, ώστε να συμμετάσχουν στο σχεδιασμό (χρηματοδότηση ανάλογα με τον πληθυσμό, που κυμαίνεται από 38 - 72 € ανά άτομο). Η τοπική φορολόγηση των επιχειρήσεων γίνεται εντός των ίδιων χωρικών ορίων, ώστε να αποφεύγεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των γειτονικών αρχών. - Ο νόμος Voynet υποστηρίζει την ιδέα μιας στρατηγικής που εκτείνεται στην κλίμακα όχι μόνο μητροπολιτικών περιοχών, αλλά και στην εθνική κλίμακα. Απαιτεί την σύναψη συμβολαίων με την πολιτεία που εξασφαλίζει την χρηματοδότηση. Σε εθνικό επίπεδο, ο σχεδιασμός επικεντρώνεται σε πρωτεύουσες λειτουργίες, οι οποίες ανταποκρίνονται σε συγκεκριμένες ανάγκες. Υπάρχει λ.χ. ένα σφαιρικό πλαίσιο για τις μεταφορές (τόσο τις συγκοινωνίες, όσο και τις μεταφορές προϊόντων), το οποίο αντικαθιστά τα προϋπάρχοντα πλαίσια για τα οδικά δίκτυα, τους σιδηροδρόμους, τις υδάτινες οδούς κ.λ.π. Στο μέλλον θα θεσπιστούν πλαίσια για την περιφερειακή ανάπτυξη.

Ο νόμος «για την αλληλεγγύη και την αστική ανανέωση" εστιάζεται στην αναμόρφωση των διατάξεων που αφορούν το σχεδιασμό, έχοντας σαν πρόθεση την μετατροπή τους από κανονιστικές σε στρατηγικές. Τα επονομαζόμενα SCOT (Schema de Coherence Territoriale- Σχέδιο χωρικής συνοχής) συνδυάζουν στο πλαίσιο μιας ευρύτατης χωρικής έκτασης τις ανάγκες, τα δεδομένα, τους θεσμούς και τους εμπλεκόμενους φορείς, καθώς και το Δημόσιο. Δεν είναι υποχρεωτικά, αλλά χρησιμοποιούν ισχυρά κίνητρα για την υιοθέτησή τους: Οικισμοί χωροθετημένοι σε απόσταση μικρότερη από 15 χλμ από έναν μεγαλύτερο (άνω των 15.000 κατοίκων) δεν μπορούν να επεκταθούν εάν δεν ενταχθούν σε ένα SCOT.

Η κινητοποίηση μίας ανανεωτικής διαδικασίας Απο την 1η Ιανουαρίου 2002, ήδη το 75% του γαλλικού πληθυσμού ζεί υπό την ισχύ της νέας δημοτικής οργάνωσης. Μια νέα τάξη εισήχθη σε κοινότητες και πόλεις, που προηγουμένως λειτουργούσαν ανεξάρτητα. Προγραμματίζονται περιφερειακά προγράμματα, και στρατηγικές για ολόκληρες μητροπολιτικές περιοχές έχουν ξεκινήσει. Την ίδια στιγμή, έχουν ξεκινήσει συζητήσεις όσον αφορά τους στόχους των πλαισιακών σχεδίων. 400 περίπου πλαισιακά σχέδια μελετώνται, ορισμένα από τα οποία αφορούν μητροπολιτικές περιοχές που ποτέ προηγουμένως δεν υπήρξαν αντικείμενο αστικού σχεδιασμού. Αναδομώντας τις περιφέρειες Οι αλλαγές στον αστικό τρόπο ζωής και η αυξανόμενη κινητικότητα ορίζουν περιφέρειες που ομαδοποιούν οικιστικές δομές διαφορετικού χαρακτήρα, ξεκινώντας από τη γειτονιά και την κοινότητα, μέχρι τις μητροπόλεις. Ως αποτέλεσμα αυτών των αλλαγών, η νέα νομοθεσία είναι επικεντρωμένη στην εισαγωγή μίας νέας θεώρησης για τις μητροπολιτικές περιοχές και περιφέρειες, η οποία αποτελεί την βάση της δημόσιας αναπτυξιακής πολιτικής. Οι μητροπολιτικές περιοχές επεκτείνουν την επιρροή τους σε «αστικές περιοχές» (AIRES URBAINES, πρόκειται για νεολογισμό) οι οποίες περιλαμβάνουν και τα απομακρυσμένα προάστια, χώρους καθημερινότητας που έχουν ξεχυθεί πέρα από τα όρια των πόλεων. Οι «περιφέρειες» είναι μια ασαφής έννοια. Βασίζονται σε γεωγραφικά κριτήρια και έχουν αγροτικό χαρακτήρα, αλλά η σαφήνεια των ορίων τους διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Η αρχή μίας μεταβατικής περιόδου. Η διαδικασία αποκέντρωσης της περιόδου 1982 - 1983 απέτυχε να ενθαρρύνει την συνεργασία μεταξύ των τοπικών αρχών, ενώ αντίθετα βασίστηκε σε παλαιότερες, προεπαναστατικές δομές. Έδωσε σημαντική αυτονομία και ρυθμιστική εξουσία στους δήμους και τους νομούς, θεσμοί οι οποίοι ήταν παρωχημένοι, με το θεσμικό πλαίσιο της διαχειρίσεις γής να μην ανταποκρίνεται στο σύγχρονο τρόπο ζωής, παρόλο που παραμένει το θεμέλιο της γαλλικής Δημοκρατίας. Το ισχύον καθεστώς συνδυάζεται με μια νέα - ωστόσο όχι ακόμη σταθερή - τάξη, η οποία θα πυροδοτήσει νέες αλλαγές, σε διάστημα μίας ή δύο γενεών. Παρόλ'αυτά, οι θεσμικές λειτουργίες που προέρχονται απο την γαλλική Επανάσταση, έχουν ακόμη τους υποστηρικτές τους!...

Αναδιάρθρωση των δημοτικών αρχών της Γαλλίας το 2002. Με κόκκινη γραμμή, οι ΑΣΤΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ με περισσότερους από 50.000 κατοίκους σε διάχυτη μορφή οίκησης Με ανοιχτό πράσινο οι μητροπολιτικοί δήμοι Με σκούρο πράσινο οι δήμοι των πολεοδομικών συγκροτημάτων άνω των 500.000 κατοίκων

Κατευθύνσεις για αστικές πρωτοβουλίες της "σωστής" κλίμακας. Οι τρεις νόμοι είναι επαναστατικοί, και περιστρέφονται γύρω από κάποιες βασικές έννοιες: Στρατηγική, ενότητα, κοινωνική συνοχή και αειφόρος ανάπτυξη. - Οι στρατηγικές μελέτες αστικού σχεδιασμού προηγούνται των διαδικασιών. Και οι τρείς νόμοι αναφέρονται στη χρήση των στρατηγικών - ένα μίγμα οικονομικών και κοινωνικών στρατηγικών, τις στρατηγικές χρήσης γης και τις στρατηγικές αειφόρου ανάπτυξης. Η εκπόνηση μελετών αστικού σχεδιασμού αποτελεί επίσης κεντρικό σημείο στη νομοθεσία, με τη νέα δομή τοπικών αρχών να διαθέτει πολιτικά αποθέματα για την υλοποίηση αστικών πρωτοβουλιών κατάλληλων για την αστική κλίμακα. Συνεπώς, οι μητροπολιτικές περιοχές δρουν ως συμβαλλόμενες αρχές σε κάθε αστική περιοχή, συμπεριλαμβανομένων και των προαστίων, τα οποία από μόνα τους δε διαθέτουν αρκετούς πόρους για να υποστηρίξουν αναπτυξιακά σχήματα. Με άλλα λόγια, τα αναπτυξιακά σχήματα μπορούν να πραγματοποιηθούν εκεί που υπάρχει ανάγκη, και όχι εκεί που υπάρχουν οι πόροι. Με τη συνεργασία, οι τοπικές αρχές μπορούν να σχεδιάσουν συνολικές προοπτικές, και να παραμερίσουν τον ανταγωνισμό μεταξύ τους. - Η μάχη για συνοχή απαιτεί μία ενοποιητική προσέγγιση: Ο σχεδιασμός πρέπει να πάψει να ορίζεται σε διακριτές κατηγορίες (κινητικότητα, κοινωνική συνοχή, περιβαλλοντική προστασία, κατοικία, αστικός σχεδιασμός, εμπορική ανάπτυξη, εθνική κληρονομιά και βιομηχανικός κίνδυνος). Αυτές οι κατηγορίες είναι αλληλοεξαρτώμενες, όπως φαίνεται στην φιλοσοφία που διατρέχει τα πλαισιακά σχέδια, την δημιουργία, δηλαδή, μίας σφαιρικής αστικής στρατηγικής για ένα ενιαίο εδαφικό τμήμα. Για παράδειγμα, για να περιοριστεί η αστική εξάπλωση που οφείλεται στην αυξανόμενη ατομική κινητικότητα και την εξάρτηση από το αυτοκίνητο, είναι απαραίτητη η βελτίωση των δημόσιων συγκοινωνιών. Παρομοίως, εναλλακτικές μορφές κατοίκησης προτείνονται στο νομοσχέδιο για την αστική ανανέωση. Η αστική πολιτική δεν πρέπει να περιορίζεται στην ανάπτυξη υποβαθμισμένων περιοχών, αλλά πρέπει επίσης να επικεντρωθεί στην βελτίωση των συγκοινωνιών και της κατοικίας, να ενθαρρύνει την διασπορά των διαφορετικών εισοδηματικών τάξεων και να ανασυνθέσει το οδικό δίκτυο ώστε να δημιουργεί συνδέσεις και όχι χάσματα μεταξύ περιοχών. - Η κοινωνική συνοχή είναι ο πρωτεύων στόχος των τριών νόμων, και συγκρούεται με την αμφισβήτηση του μοντέλου της ευρωπαϊκής πόλης, στο οποίο υπάρχει ανάμειξη και συνύπαρξη στον ίδιο χώρο και όχι «κοινοτισμός», (δηλαδή διάφορες ομάδες που ζουν η κάθε μια σε χωριστές γειτονιές). Οι συνθήκες απομόνωσης εντάθηκαν από τις συγκοινωνιακές δομές, που καθιστούν εύκολη τη μετάβαση στο κέντρο της πόλης από την απομακρυσμένη και προφυλαγμένη περιοχή κατοίκησης. Ο στόχος είναι η αναδιανομή των κοινωνικών ομάδων στις μητροπολιτικές περιοχές, χρησιμοποιώντας με παραδειγματικό τρόπο εργαλεία όπως το οδικό σύστημα, για την καταπολέμηση απομονωμένων και εσωστρεφών περιοχών. - Στους πολίτες παρέχεται μεγαλύτερος ρόλος. Πέρα από τις πολυάριθμες δημόσιες συζητήσεις, έχουν προβλεφθεί, μέσω του νόμου Voynet, συμβούλια ανάπτυξης, με σκοπό με στόχο την μετατροπή της πολιτικής κοινότητας σε συνεργάτη των πολιτικών αρχών. Ομοίως, ο Νόμος για την Αλληλεγγύη και την Αστική Ανανέωση έχει προετοιμάσει το έδαφος για τη συστηματική συμβολή των κατοίκων στις αστικές στρατηγικές, ενώ ένας πιο πρόσφατος νόμος δρα υποστηρικτικά, απαιτώντας περισσότερες διαβουλεύσεις με τους κατοίκους για κάθε αστικό σχέδιο. Ένα από τα μελλοντικά ζητήματα είναι η εκλογή των μητροπολιτικών συμβουλίων με καθολική ψήφο.

- Η αειφόρος ανάπτυξη προβλέπει μια συστημική και κάθετη προσέγγιση σε αστικά ζητήματα, όπως οι μεταφορές και η χρήση της αστικής και αγροτικής γης στις απομακρυσμένες προαστιακές περιοχές. Μέχρι τότε, τέτοιες υποθέσεις αντιμετωπίζονταν τμηματικά, όπως και τα ζητήματα της ρύπανσης, της προστασίας της εθνικής κληρονομιάς και του φυσικού περιβάλλοντος. Τα εργαλεία σχεδιασμού και διαχείρισης των αστικών περιοχών αλλάζουν. Για τη βελτίωση του συντονισμού πρέπει να τεθούν ξεκάθαρα στρατηγικοί στόχοι στις τομεακές διατάξεις, σε κοινή σύνταξη με τα πλαισιακά σχέδια αστικού σχεδιασμού (σχέδια χρήσης γής -PLU), αστικά σχέδια κινητικότητας (PDU), τοπικά προγράμματα κατοικίας (PLH), απαριθμημένες περιοχές, τμηματικά σχήματα διαχείρησης υδάτων (SDAGE) και ζώνες προστασίας περιβάλλοντος (ZPPAUP). Για παράδειγμα, η χορήγηση υπερβολικής αυτονομίας στα σχέδια αστικής κινητικότητας καθιστά δύσκολη τη συνεκτική διαχείριση των αστικών μετακινήσεων. Για την κερδοφόρο λειτουργία ενός συστήματος αστικών συγκοινωνιών, οι περιοχές πρέπει να είναι επαρκώς κατοικημένες. Εάν δε, οι απομακρυσμένες περιοχές μιας πόλης δεν εξυπηρετούνται από τις δημόσιες συγκοινωνίες, το πρόβλημα του κοινωνικού αποκλεισμού μπορεί να επιδεινωθεί. Στρατηγικά ζητήματα όπως αυτό αντιμετωπίζονται στο πλαισιακό σχέδιο αστικού σχεδιασμού, ενώ τα σχέδια κινητικότητας καθίστανται περισσότερο επιχειρησιακά. Περιπλοκές, δυσκολίες και νέες προκλήσεις Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το μέλλον των αστικών στρατηγικών είναι πολιτικής, πολιτιστικής και διοικητικής φύσης. Δεδομένης της συνθετότητας της κατάστασης, πολλοί παράγοντες έχουν θέσει ως αίτημα την απλοποίηση της διαδικασίας και την θέσπιση ευανάγνωστων ορόσημων. Ωστόσο, είναι αναπόφευκτο ότι η διαδικασία θα είναι περίπλοκη, ειδικά όταν το νέο σύστημα βασίζεται στην εξέλιξη των τρόπων ζωής, και χαρακτηρίζεται από ταχύτατες αλλαγές στα γεωγραφικά πλαίσια αναφοράς. Για τις σύνθετες καταστάσεις που παράγονται από την σύγχρονη κοινωνία, δεν υπάρχουν απλές λύσεις. Οι απαραίτητες πλάγιες προσεγγίσεις θα μπορούσαν να επιβραδυνθούν εάν οι αρχές, αποφασίσουν να πάρουν την "εύκολη" διαδρομή και να συνεχίσουν να στηρίζονται στις τμηματικές και συχνά κατακερματισμένες πρακτικές. Μια από τις πιο έντονες δημόσιες συζητήσεις αφορά αυτή τη στιγμή τον διαχωρισμό της γης. Κάθε ένας από τους τρεις νόμους προβλέπει την χωροθέτηση συγκεκριμένων ορίων, τα οποία πρέπει να είναι λογικά και συνεπή, δεδομένης της αυξημένης δυνατότητας ελιγμών που διαθέτουν οι τοπικές αρχές. Ανάλογα με τις μητροπολιτικές περιοχές και τις σχεδιαστικές παραδόσεις τους, τα πλαισιακά σχέδια αστικού σχεδιασμού διακινδυνεύουν να είναι είτε πολύ εκτεταμένα, είτε πολύ περιορισμένα.

Η πολιτική γης και η αστική κλίμακα δεν μπορούν να εξεταστούν σε ενιαία βάση, γιατί τα ζητήματα του τρόπου ζωής έχουν επιπτώσεις όχι μόνο στις μητροπολιτικές και προαστιακές περιοχές, αλλά και σε κάθε γειτονιά. Ως εκ τούτου, τα όρια που έχουν εισχωρήσει το ένα μέσα στο άλλο σε όλα τα επίπεδα, δίνουν καλές βάσεις στην κεντρική ιδέα της συνδιαλλαγής μεταξύ των γειτόνων. Οι τοπικές αρχές πρέπει να συνδιαλέγονται μεταξύ τους, και να προσπαθούν για ένα συνεπές πλαίσιο. Με αυτό τον τρόπο, ο κίνδυνος εμφάνισης απομονωμένων αστικών συγκροτημάτων θα παραμείνει χαμηλός. Ο νομάρχης (ο κρατικός τοπικός αντιπρόσωπος) έχει έναν σημαντικό ρόλο εν προκειμένω, τόσο εποπτικό όσο και παιδαγωγικό. Συγχρόνως, στο κράτος επαφίεται μια νέα λειτουργία, η διαχείριση και ρύθμιση των συνεκτικών συνδέσεων. Το κράτος πρέπει τώρα πια να είναι ο ιδρυτής, ο εγγυητής, ο γνώστης της στρατηγικής και ο συνεργάτης. Ο αυταρχικός προγραμματισμός έχει αντικατασταθεί από τη, στηριζόμενη στις συνεργασίες διακυβέρνηση, προκειμένου να χαραχτεί μια σχετική πορεία, διαχειριζόμενη με αναλυτικό τρόπο. Μέσα σε αυτήν την νέα μορφή λειτουργίας, το κράτος είναι συμπαραγωγός, και όχι απαραίτητα ο ηγέτης. Είναι ένας συνεργάτης, που συντάσσει τις συμβάσεις με τις μητροπολιτικές περιοχές. Αυτή η μορφή λειτουργίας είναι νέα στη Γαλλία και ασκείται σπάνια σε άλλες χώρες. Υποδηλώνει την αμφισβήτηση της παραδοσιακής πολιτικής χρήσεων γης και άλλες συναφείς πρακτικές, οι οποίες είναι υπερβολικά καθετοποιημένες. Συμπερασματικά, το νέο πλαίσιο έχει θέσει τις προκλήσεις της ερχόμενης δεκαετίας για τους τοπικούς παράγοντες, οι οποίοι έχουν ήδη ανασυνταχθεί, καθώς επίσης και για το κράτος και για όλους τους αρμόδιους για τον αστικό σχεδιασμό, τους υπεύθυνους για την ανάπτυξη προγραμματισμού, και τους ειδικούς αγροτικής ανάπτυξης. Αντιπροσωπεύει έτσι, μια ευκαιρία για πλήρη ανανέωση ολόκληρης της διαδικασίας προγραμματισμού και διαχείρισης.

Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΑΜΝΩΝ του Frederic Edelmann

Από το 1976, ο Frederic Edelmann είναι αρθρογράφος και κριτικός στην καθημερινή εφημερίδα Le Monde, για θέματα αρχιτεκτονικής, πολεοδομίας και εθνικής κληρονομιάς. Του απονεμήθηκε το “Grand Prix national de la critique architecturale” το 1990 και το βραβείο για αρχιτεκτονική ανάλυση από την Αρχιτεκτονική Ακαδημία. Είναι επίσης συγγραφέας του Chicago Architecture (1983).

Πιθανότατα μπορεί κανείς να αμφισβητεί την λειτουργία της «πολεοδομικής κριτικής» την αποτίμηση μίας πόλης ή κωμόπολης, αν την συγκρίνει με την αρχιτεκτονική κριτική που είναι η αποτίμηση ανθρωπίνων δημιουργιών. Όσον αφορά τη δεύτερη, παρά τον κακό της ορισμό και την συζητήσιμη αποδοχή της από τους αρχιτέκτονες των εν λόγω κτηρίων, η αρχιτεκτονική κριτική μπορεί μολαταύτα να χρησιμεύσει σαν ένα κοινό σημείο αναφοράς μεταξύ του κοινού και του κόσμου των κατασκευαστών. Ωστόσο, μία τέτοια σύνδεση υπονοεί την υποθετική ύπαρξη κοινής γλώσσας. Αυτό θέτει ένα πολιτιστικό πρόβλημα, στο οποίο προστίθεται και το θέμα της σχετικής ελευθερίας (για πολιτικούς λόγους και λόγους αγοράς) που παρέχεται σε αντιπροσώπους των μέσων. Το σκεπτικό της κριτικής που αναμεταδίδεται είναι συνεπώς ριζωμένο στην ρουσφετολογία, τις δογματικές βλέψεις ή τα οικονομικά κίνητρα. Πολλοί κριτικοί είναι επισφαλώς τοποθετημένοι μεταξύ της ετυμολογίας και της ιστορίας, δεδομένου του ότι ζωγραφίζουν μία γενική περιγραφική εικόνα αντί να μεταδώσουν μία συγκεκριμένη άποψη. Αυτή η ικανότητα του νου να εξοστρακίζει την τραχύτητα της πραγματικότητας έχει ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να αρνούνται κάθε ευθύνη, απορρίπτοντας κάθε μορφή επιρροής, και έτσι διαγράφουν το κυρίαρχο στοιχείο που θα έπρεπε να αποτελεί τη βάση του επαγγέλματος του αρχιτέκτονα, δηλαδή την συζήτηση, την αμφισβήτηση, την νέα προσπάθεια και την αλλαγή. Τα παραπάνω έχουν οδηγήσει στην κριτική σε ένα υποτιθέμενα ανώτερο επίπεδο, στο οποίο οι σκέψεις και οι συλλογισμός τοποθετούνται υπεράνω της αντίληψης του κοινού. Κάθε κριτική στην προσπάθεια να χτιστούν πόλεις και κωμοπόλεις που υπερβαίνει τις καθιερωμένες ιδέες και απόψεις διοικητικής ή περιβαλλοντικής φύσεως συναντά εμπόδια. Συμπερασματικά, η προσφυγή στη δικαιοσύνη έχει γίνει ο μόνος δημοκρατικός τρόπος για να ακουστεί κανείς. Στην Γαλλία, η λήψη αποφάσεων ήταν αυστηρά κεντρική για πολλά χρόνια – έως τις τελευταίες δεκαετίες τουλάχιστον. Το ίδιο ισχύει και για άλλες χώρες όπου η πολιτεία και πολιτικά δόγματα κυβερνούσαν την πολεοδομική σκέψη. Από την δεκαετία του ’70, και ειδικότερα μετά την αποκεντρωτική διαδικασία του 1981, μία πληθώρα προσεγγίσεων άρχισε να παίρνει μορφή σταδιακά. Αυτές οι προσεγγίσεις ήταν είτε ακαδημαϊκής φύσεως (Choay και Panerai), ή ήταν πολιτικές τοποθετήσεις, όπως και με τους Castro και Cantal-Duparc. Η ακαδημαϊκή προσέγγιση άρχισε να γίνεται κατανοητή μετά από πολύ καιρό – όπως γίνεται συνήθως. Στο μεταξύ, οι πολιτικοί λόγοι υποστηρίχθηκαν από την εξουσία, με ή χωρίς την συγκατάθεση των ρητόρων, εγκαινιάζοντας έτσι εκλογικές και ιδεολογικές διαφορές αντί να υποθάλπουν τον διάλογο και τις μεθόδους εργασίας και τους τρόπους που αντιμετωπίζουν το πραγματικό περιεχόμενο. Έχει υπάρξει όμως και μία τρίτη προσέγγιση, υιοθετημένη κυρίως από αρχιτέκτονες (Devillers, Huet και Grumbach) και όχι πολεοδόμους. Αυτή η προσέγγιση, που συχνά βάδιζε χέρι χέρι με λέξεις και κείμενο, ήταν ενδιαφέρουσα γιατί πρόσφερε μία κριτική και συγκεκριμένη πρακτική, σε αντίθεση με τον επίσημο τρόπο σκέψης που εξακολουθούσε να σκέπτεται πώς θα ομορφήνει τα μακρόστενα κτίρια και τους πύργους του Μοντέρνου Κινήματος, αντί να ερευνά νέες ιδέες.

Η ποικιλία των απόψεων δεν συνεπάγεται υποχρεωτικά συγκρούσεις. Την ίδια στιγμή, δεν υπονοεί και μοίρασμα. Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί αντιπαρέθεσαν τα προάστια στην υποτιθέμενη κεντρικότητα των αστικών πυρήνων των πόλεων και κωμοπόλεων. Επαγγελματικά σεμινάρια δημιουργήθηκαν και περιοδικά διανοουμένων άρχισαν να εκδίδονται. Όλα αυτά συνέχισαν να κρύβουν και να αποκλείουν τους κατοίκους, ή αλλιώς να τους περιλαμβάνουν αλλά με καλυμμένο τρόπο. Αυτή η εστετιστική συμπεριφορά που υιοθετήθηκε από τους αρχιτέκτονες αντικατοπτρίζει, ως κάποιο βαθμό, την επιθυμία να διαιωνιστούν τα διδάγματα του Le Corbusier – δηλαδή οι αρχιτέκτονες ζητούν απ’ τους κατοίκους να μάθουν να ζουν στο εν λόγο κτήριο. Ήταν ένα θέμα που τέθηκε ειρωνικά από τον Rem Koolhaas στα κείμενά του περί «οικειοθελών φυλακισμένων» της αρχιτεκτονικής. Το ερώτημα είναι εάν παρόμοια στάση υιοθετήθηκε και από αυτούς που ήταν υπεύθυνοι για την οργάνωση του αστικού χώρου. Ως ποιο βαθμό είναι υπεύθυνος ο δογματικός και πατερναλιστικός χειρισμός των ανθρώπων για τις συμπεριφορές και τις απορρίψεις που παρατηρούνται σήμερα... [...] Μεταξύ της δεκαετίας του ’70 και των αρχών του ’90 τα ψηλά κτίρια και οι πολυκατοικίες συνέχισαν να ξεπετιούνται σε κάποιες πόλεις (μία ανακαινισμένη έκδοση των παλαιότερων), όταν σε άλλες πόλεις άρχισαν να τα ανατινάζουν. Το αποτέλεσμα ήταν συνεχώς αυξανόμενη ασυνεννοησία και διαφωνία μεταξύ των πολεοδομικών προτάσεων και των αρχιτεκτονικών μορφών. Δεν υπήρχε σίγουρα έλλειψη μοντέλων αναφοράς, ειδικά στις χώρες της βόρειας Ευρώπης. Αυτές αποτέλεσαν ένα είδος ιδανικού κόσμου, που δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε λιγότερο εύπορες ή πιο κατοικημένες χώρες. Ένας κόσμος κυβερνώμενος από τις υπηρεσίες που αποφασίζουν για τις υποδομές (δηλαδή, δίκτυα οδικά και άλλα), όπου οι πολίτες είχαν μόνο ένα δικαίωμα – αυτό της σιωπής. Η Ολλανδία και το Δυτικό Βερολίνο πριν το 1989 εντάχθηκαν κάτω από το ίδιο Βόρειο λάβαρο, με την τύχη του Βερολίνου να έχει από καιρό – αν και όχι εξ ολοκλήρου – συζητηθεί μέσα σε μία δημόσια αρένα που ονομάζεται “Stadt Forum”. Σε αυτόν τον επιδέξια οργανωμένο χώρο δημόσιων συζητήσεων, οι άνθρωποι μπορούσαν να παραθέσουν τις απόψεις τους, και αντιθέσεις και διαφωνίες να ακουστούν. Το Stadt Forum χρησίμευσε σαν μία ανεξάντλητη πηγή γνώσης, λιγότερο σε σχέση με την ουσία των ίδιων των πολεοδομικών μοντέλων όσο για τις σκέψεις και τις ιδέες που μπορούσαν να καλλιεργηθούν. Ομολογουμένως, ήταν μία άσκηση που περιορίστηκε στο εσωτερικό ενός «κλειστού κυκλώματος», μία άσκηση που θα σταματούσε τη στιγμή που ένας μεγαλοεπενδυτής θα έδειχνε ενδιαφέρον. Η αποτελεσματικότητα του Stadt Forum εξασθένησε όταν η Γερμανική πρωτεύουσα ξαναβρήκε την προηγούμενη κατάστασή της, (μετά την ένωση των δύο Γεμανιών).

Αυτό είναι παράδοξο, καθώς η έγνοια για το κοινό καλό είναι δεκτή από όλους και έχει γίνει ο γενικός κανόνας. Ένα φάσμα επαγγελμάτων και λειτουργιών έχουν προσπαθήσει να επεξεργαστούν συνολικές λύσεις βασισμένες σε ασαφείς σκέψεις, ενώ έχουν εφεύρει ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο. Κάποιοι από αυτούς τους όρους – ίσως και οι περισσότεροι –έχουν επιτύχει το στόχο τους, και έχουν γοητεύσει τον κόσμο παρά την ασάφεια των ιδεών. Άλλοι όροι χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν κατά προσέγγιση διάφορες ιδέες ανάλογα με το άτομο που χρησιμοποιεί την έκφραση (δημοτικοί σύμβουλοι, πολιτικοί, κοινωνικοί λειτουργοί, ανθρωπιστικές οργανώσεις, αρχιτέκτονες, πολεοδόμοι, τραπεζίτες, διευθυντές ιδιωτικο-δημοσίων οργανισμών και ούτω καθ’εξής). «Αστική αναζωογόνηση» και «βιώσιμη ανάπτυξη» - όροι φορτωμένοι βαριά με θετική σημασία – είναι δύο εξαιρετικά πετυχημένες λέξεις εντυπωσιασμού. Και αυτό ακριβώς είναι το πρώτο εμπόδιο για να αναπτυχθεί ένας αντίλογος που θα διατυπώσει στόχους, πόσο μάλλον κριτική σκέψη. Τέτοια γλωσσοπλαστική τρέλα έχει ως αποτέλεσμα ολόκληροι πληθυσμοί να παραμένουν σε πειθήνια σιωπή, σαν πρόβατα ή αμνούς που θυσιάζονται για τον σκοπό ενός αξιοθρήνητου ζωντανού πειράματος.

Οι ικανότητες και η γνώση που είχε αποκτηθεί στο παρελθόν δεν μπορούσε εύκολα να αφομοιωθεί στην νέα κλίμακα της πόλης, και οι «ειδικοί» έκαναν έτσι μία θριαμβευτική επιστροφή. Αλλά πως μπορούν να οριστούν οι «ειδικοί»; Πρώτα απ’όλα, μοιράζονται μία κοινή γλώσσα – μία μίξη άφθονου άμπρα κατάμπρα και μαγευτικών κινήσεων, ή αλλιώς επιδεικνύουν την σιωπή των σοφών, σαν μάγοι που αποκρύπτουν τα μυστικά τους. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχουν ικανότητες, αλλά αποκλείει κάθε σχέση με μη-ειδικούς. Η γλώσσα είναι το κυρίαρχο μέσο για ανταλλαγή, που μπορεί εν συνεχεία να προαγάγει την τεχνογνωσία. Στον αστικό σχεδιασμό, ωστόσο, η γλώσσα που χρησιμοποιείται φαίνεται να παραμένει περιορισμένη σε αυτήν μίας ελιτιστικής κοινότητας για αρκετό καιρό. Αυτό είναι το γνώρισμα κάθε ομάδας που επιδιώκει να διατηρήσει ισχύ και προνόμια. Παρόλα αυτά υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις. Για παράδειγμα ο όρος «μελέτη αστικού σχεδιασμού» ή «αστική στρατηγική» είχε ως αποτέλεσμα ένας αριθμός εργαλείων να διαδίδεται ευρύτατα. Ωστόσο, η έκφραση περιέχει τον όρο «μελέτη» ή «στρατηγική», που μπορεί να εκληφθεί ως όραμα χωρίς πιθανότητες εφαρμογής. Όμως όταν σχετίζεται με πολεοδομικά ζητήματα, η πολυσημία του όρου «στρατηγική» αποκτά άλλο νόημα, δηλαδή αυτού που διαρκεί στο χρόνο, και έτσι γίνεται αποδεκτή. Αποδεκτή, επειδή έχει τεθεί από ανθρώπους που ξέρουν γιατί μιλούν, έχει υιοθετηθεί από αυτούς που αποφασίζουν (δημοτικοί άρχοντες), και επειδή έχει γίνει κοινό κτήμα – ή τουλάχιστον ως ένα βαθμό – από τον πληθυσμό. Μία τέτοια έκφραση υπονοεί μεσοπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα οράματα – χωρίς τα οποία η αστική εμπειρία δεν μπορεί να καρποφορήσει. Για τους κατοίκους των πόλεων και των κωμοπόλεων – που είναι οι απόλυτοι παρατηρητές και κριτές – οι μελέτες αστικού σχεδιασμού, όσο περίπλοκες και αν είναι, προσφέρουν ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Στο σύνολο, προσφέρουν ένα μέσο αποδέσμευσης από την κενότητα των λέξεων, αντιθέτως αγκυρώνονται σε κάτι το πραγματικό. Προσφέρουν ένα απτό και κατανοητό πεδίο δράσης, δημιουργώντας μια διάθεση που είναι συνήθως μη επιθετική, σε αντίθεση με την πολεοδομική επίθεση ενάντια στην αγροτική γη. Επιπρόσθετα, οι μελέτες αστικού σχεδιασμού εστιάζουν σε συγκεκριμένους στόχους και σχέδια δράσης, και καθοδηγούνται ώστε να συγκρατούν τις δαπάνες. Έτσι δημιουργείται μία ελάχιστη βάση συνεννόησης. Χωρίς αυτό, η καλή πίστη των κύριων εμπλεκομένων μπορεί να αμφισβητηθεί (όπως πολύ συχνά συμβαίνει), καθιστώντας τις «συμβουλευτικές διαδικασίες» και την «κοινοτική συμμετοχή» απατηλές και υποκριτικές. Για μιαν ακόμη φορά οι κομψές αυτές εκφράσεις, θα καλύπτουν αυτό που στην πραγματικότητα επιβάλλουν, την σιωπή των αμνών.

AIX–EN–PROVENCE, COURS MIRABEAU Αιξ αν Προβάνς, οδός Κουρ Μιραμπώ Aνακαλύπτοντας εκ νέου το πνεύμα του τόπου.

Η Κουρ Μιραμπώ διαμορφώνει ένα εξαιρετικό μπαρόκ σκηνικό όντας στενότερη στο νότο, έτσι ώστε να αντισταθμίζει την εντύπωση προοπτικής που δημιουργείται από την κλίση του εδάφους. Η οδός περιπάτου δημιουργήθηκε το 1646, με την περιοχή Mazarin προς δυσμάς, της οποίας οι δρόμοι σε ορθογωνικό κάνναβο συναντούν τις στριφογυριστές διόδους της μεσαιωνικής πόλης. Με τα χρόνια, η λεωφόρος έγινε το σύμβολο, ο ζωντανός πυρήνας της Αιξ.

Η Κουρ Μιραμπώ –μια δεντροφυτεμένη λεωφόρος διεθνούς φήμης- βρισκόταν σε άσχημη κατάσταση, πριν το συμβούλιο της πόλης παρέμβει στην υπόθεση αυτή. Υπέφερε από οδυνηρή κυκλοφοριακή συμφόρηση και κακή φυσική κατάσταση (ήταν ένα συνονθύλευμα από στοιχεία αστικής επίπλωσης, ερειπωμένες όψεις και μαραμένα πλατάνια). Η αναβάθμιση της λεωφόρου βασίζεται τόσο σε επιλύσεις που εναρμονίζονται με την πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής όσο και στο διάλογο που εξασφαλίζει την πρόσβαση όλων των κοινωνικών τάξεων στη λεωφόρο. Το σχέδιο είναι τολμηρά μοντέρνο και αντανακλά ένα παράδοξο του οποίου υπεραμύνεται ο Antoine Grumbach, συγκεκριμένα ότι αντί να προσθέσεις διάφορα στοιχεία σ’ ένα τόπο ήδη γνωστό, είναι καλύτερα να τον καθαρίσεις και να τον βάλεις σε τάξη, ώστε η αλλαγή να είναι ανεπαίσθητη. Μια προσέγγιση καθοδηγούμενη από διάλογο Αφού συμβουλεύτηκε την τοπική κοινότητα και έκανε μια γραπτή αξιολόγηση το 1994, η πόλη της Aix δημιούργησε ένα μηχανισμό από τρεις επιτροπές: μια οργανωτική επιτροπή (εκλεγμένοι αξιωματούχοι – υπάλληλοι, κεντρικοί και τοπικοί παράγοντες)· μια επιτροπή σχεδιασμού (υπεύθυνη για τη μελέτη του προγράμματος βήμα - βήμα και για τη διεξαγωγή των μελετών βιωσιμότητας)· και μια συμβουλευτική επιτροπή (εκπρόσωποι του κοινού του επιχειρηματικού κόσμου και των φορέων διάσωσης της πολιτιστικής κληρονομιάς). Αυτοί οι οργανισμοί δούλεψαν στενά πρώτα με τους αρχιτέκτονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν συμβουλευτικά από το 1996 μέχρι το 1998, και κατόπιν με την επιλεγμένη ομάδα (Grumbach, Reymond και Beterem ). Η όλη πορεία έχει σηματοδοτηθεί με εκθέσεις, δημόσιες συζητήσεις, με άνοιγμα ενός πληροφοριακού κέντρου και με συντονισμένες προσπάθειες για την οργάνωση των διαφορετικών φάσεων της κατασκευής – κατά τη διάρκεια της οποίας η ζωή συνεχίζεται κατά μήκος της Cours Mirabeau.

Ξανακερδίζοντας ένα «αστικό σαλόνι» Για να αποδοθούν ξανά οι ιδιότητες του “αστικού σαλονιού” στη λεωφόρο, ο σχεδιασμός αποκατέστησε τις συνθήκες για ειρηνική συνύπαρξη όλων των χρηστών. Στους πεζούς παραχωρήθηκε προτεραιότητα με διαπλάτυνση των πεζοδρομίων, οι δρόμοι ανασχεδιάστηκαν με έξι μέτρα πλάτος, και το όριο ταχύτητας μειώθηκε σε 30 Km ανά ώρα. Το να αποκαταστήσει κανείς το πνεύμα του τόπου σημαίνει να καλλιεργήσει τη συνεκτικότητα και τη μοναδικότητά του. Αυτό έχει επιτευχθεί με διάφορους τρόπους : στρώνοντας το έδαφος με γρανίτη, σε αρμονία με την πρόσοψη της λεωφόρου, και μεταφυτεύοντας 50 από τα 171 κυριότερα πλατάνια και προστατεύοντάς τα από τις ασθένειες. Επιπροσθέτως, οι προσόψεις έγιναν αντικείμενο επεξεργασίας κι ένα καταστατικό για τους κανόνες γραφιστικής σηματοδότησης έχει ενταχθεί σε επαφή με τους καταστηματάρχες για τις ταμπέλες , τους υπαίθριους χώρους των καταστημάτων και την αστική επίπλωση, με στόχο να “γίνει η κληρονομιά ένα ατού της οικονομίας της Aix”. Το σύστημα φωτισμού είναι ένα άλλος παράγοντας – κλειδί στην αναζήτηση ενός πνεύματος ενότητας, καθώς ο φωτισμός τονίζει τη γραμμικότητα της λεωφόρου και μεταβάλλεται ανάλογα με την εποχή και το είδος των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα. Οι κολόνες φωτισμού στο δρόμο, σχεδιασμένες από τον Bruno Fortier, είναι μοντέρνες και διακριτικές, και το φως μειωμένο σε ένταση. Η αναζωογονητική παρουσία του νερού παίζει ένα σημαντικό ρόλο, επίσης, στο να δημιουργεί τις συνθήκες για ένα άνετο «αστικό σαλόνι». Οι διάσημες κρήνες της λεωφόρου έχουν αποκατασταθεί.

H Κουρ Μιραμπώ πριν και μετά τη μεταμόρφωσή της. Η αρμονία του φυσικού στοιχείου και η μειωμένη κυκλοφοριακή συμφόρηση εξυπηρετεί όλους τους χρήστες. Το βορειότερο άκρο έχει γίνει δρόμος για περίπατο, ενώ η πρόσβαση προς το νότο διαμορφώνεται από ένα είδος πύλης, με τα αγάλματα να πλαισιώνουν μια βαθμιδωτή αλλέα, σ’ ένα ελαφρώς κεκλιμένο επίπεδο.

AMIENS Αμιένη Συνθέτοντας εκ νέου ένα συνεκτικό αστικό πλαίσιο

Η Αμιένη είναι μια περιφερειακή πρωτεύουσα, αλλά βρίσκεται πολύ κοντά στο Παρίσι και τη Λίλλη, έτσι έχει αγωνιστεί έντονα για να διαμορφώσει μια ταυτότητα για τον εαυτό της. Έχει μια πλούσια κληρονομιά - ένα μεγαλοπρεπή καθεδρικό, ένα κωδωνοστάσιο του 15ου αιώνα, ένα οχυρό σχεδιασμένο από τον Vauban, ένα πύργο του Auguste Perret, και το ποτάμι Somme που διασχίζει την πόλη, με έντεκα διαδρομές που ποτίζουν τη γραφική περιφέρεια του Saint – Leu. Ωστόσο, το 60 τοις εκατό της πόλης βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου και ξανακτίστηκε βιαστικά, έτσι ώστε το κέντρο να είναι αποκομμένο λίγο πολύ από τις απομακρυσμένες περιφέρειες. Απλώνεται εκεί εκτοπισμένο και διάτρητο από πυροβολισμούς με τις πληγές του να κλείνουν άσχημα. Το 1989, ο προσφάτως εκλεγείς δήμαρχος Gilles de Robien έβαλε μπροστά ένα σημαντικό εγχείρημα για το χτίσιμο μιας κατεστραμμένης περιοχής, ακολουθώντας μια δημόσια έρευνα. Η ιδέα ήταν να αξιοποιηθεί η ευκαιρία για ένα έργο μεγάλης κλίμακας για νέα πανεπιστημιακά κτίρια, να αλλαχθεί η δομή του κέντρου γύρω από τον καθεδρικό (του οποίου η περιβάλλουσα περιοχή είχε βομβαρδιστεί άσχημα) και να ξαναϋφανθεί μια συνεκτική αστική δομή. Το πρόγραμμα πήρε μορφή βαθμιαία: συνέθεσε εκ νέου το κέντρο ως σύνολο, μετασχημάτισε τις «τρύπες» σε δημόσιους χώρους, συνέδεσε τις γειτονιές, και τέλος επινόησε ένα σχέδιο ανάπτυξης για όλη την έκταση.

,α Η περιοχή του καθεδρικού : το σχέδιο όπως το φαντάστηκε ο Bernard Huet με την έμφασή του σε δημόσιες περιοχές, έχει πετύχει το γέμισμα των κενών σημείων αναβαθμίζοντας το πάρκο και αναμορφώνοντας τις όχθες του καναλιού Ντον. Μια δεύτερη πλατεία, ένα είδος προθαλάμου στο προαύλιο του καθεδρικού, αναδιοργανώνει τα διάφορα στοιχεία που υπάρχουν γύρω από το κτίριο. ,β Οι πανεπιστημιακές δραστηριότητες, το θέατρο, ο κινηματογράφος και οι κατοικίες οικισμού έχουν πρόσβαση από το Δρόμο Vanmarcke, τώρα μειωμένο κατά δύο λωρίδες.

Ο Henri Gaudin έχει σχεδιάσει μια σύνθεση από τούβλο και γυαλί για την επέκταση του Ιδρύματος των Επιστημών, δημιουργώντας κτίρια τα οποία κάνουν αναφορές και στο οχυρό και στην αποβάθρα. Έπαιξε με την επίδραση των καναλιών, συλλαμβάνοντας την ύπαρξη αυτής της «υπέροχης παραθαλάσσιας κατοικημένης περιοχής, η οποία μας προσκαλεί να σκεφτούμε για την αρχιτεκτονική, όσο αφορά στο κενό και στην κίνηση». Ο Γκωντέν αναζήτησε την απλότητα στο σχεδιασμό, εμπνευσμένος από τις απέριττες κατοικίες της γειτονιάς του Saint–Leu.

Χρόνος και ταλέντο Ήταν σαφές ότι μια τόσο τραυματισμένη πόλη όσο η Αμιένη απαιτούσε χρόνο και ταλέντο. Ευθύς ο δήμαρχος είπε ότι η επέμβαση θα ήταν μακροχρόνια, διάρκειας 20 έως 30 ετών, πράγμα που απαίτησε σαφείς και συναινετικές καθοδηγητικές γραμμές. Επέλεξε τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, “ακόμη κι αν αυτό αρχικά σήμαινε αρνητικές κριτικές στις δημοσκοπήσεις”, και ζήτησε συμβουλές από ένα ευρύ φάσμα γνωστών σχεδιαστών. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι Alsop, το Architecture studio και Fuksas, οι οποίοι ένωσαν τις δυνάμεις τους σε μια ανταπόκριση σφαιρική ως προς τους κύριους άξονες ανάπτυξης· επίσης οι Catalonians Roig και Battle που παρήγαγαν το ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο σχέδιο για τη θέση Gambetta, και την περιοχή για τους πεζούς, η οποία όμως πλέον έχει ενσωματωθεί επιτυχώς στην καθημερινή ζωή της πόλης· ο Henri Gaudin, ( κύριος κατασκευαστής του συγκροτήματος για το Ίδρυμα των Επιστημών) κλήθηκε επίσης, καθώς και ταλαντούχοι τοπικοί επαγγελματίες, οι οποίοι έγιναν μάρτυρες της επιτυχίας του στοιχήματος του De Robien, που προσδοκούσε το1992 να κάνει “ένα κβαντικό άλμα στην τοπική αρχιτεκτονική”. Όλοι αυτοί οι αρχιτέκτονες και σχεδιαστές συνεργάζονται αρμονικά με τη δημοτική υπηρεσία Προγραμματισμού και Αρχιτεκτονικής της οποίας ηγείται ο Jean – Luc Godard, ο οποίος έχει προετοιμάσει τις αναθέσεις σχεδίων (περισσότερα από είκοσι προωθήθηκαν στα προηγούμενα δέκα έτη κι ακόμη περισσότερα για το τοπικό Πρόγραμμα Δράσης του 1998 – 2001). Η υπηρεσία έχει συντάξει επίσης το σχέδιο ανάπτυξης για τη μητροπολιτική περιοχή. “Η Αμιένη έχει έναν πλούτο τεμνόμενων απόψεων και από μέσα και απ’ έξω”, λέει ο Gilles de Robien. Η περιοχή του καθεδρικού ναού: συναρμολόγηση της ιστορίας και της πόλης Η Αμιένη απέρριψε το σχέδιο ανάπτυξης που προτάθηκε για την περιοχή του καθεδρικού ναού, το οποίο ξεκίνησε από τον Robert Krier (1983-87), κρίνοντάς το πολύ ιστορικίστικο. Αντί αυτού, στράφηκαν στον Bernard Huet (ανάθεση σχεδίου το 1989), επιφορτίζοντάς τον με το καθήκον να λύσει το μπλεγμένο δίκτυο γύρω από τη θαυμάσια περιοχή του γοτθικού καθεδρικού, με την τοπιογραφία, την ιστορία και τα σχέδια που είχαν γίνει για αυτήν. Αντιμέτωπος με την ανόμοια και μη ρυμοτομημένη περίμετρο της ζώνης, ο Huet επιδίωξε να δημιουργήσει μια αίσθηση συνοχής ”που είναι ο μόνος τρόπος για να ενσωματώσει τις ετερογένειες”. Έκανε ένα σχέδιο καταγράφοντας λεπτομερώς κάθε αστική περιοχή και μετασχημάτισε την Rue Vanmarcke σε ένα ζωντανό δρόμο αφιερωμένο στις τέχνες, συνδεδεμένο με αστικές εξυπηρετήσεις. Η λύση του να “ράψει” αναμεταξύ τους τα “σκισμένα” κομμάτια της πόλης, ήταν να “σχεδιάσει το μέλλον από το παρελθόν”· αυτό περιλαμβάνει το πρόσφατο παρελθόν, διότι ο Υέτ ανέδειξε την πλατεία του καθεδρικού (μεταπολεμικό σχέδιο αναδιαμόρφωσης από Dyfaun) και σχεδίασε μια δεύτερη πλατεία ως προθάλαμο προορισμένο να συνδέσει όλα τα διαφορετικά στοιχεία. Έχει επίσης εισάγει κτίρια διαμερισμάτων κατά μήκος του καναλιού, ενώ από τη βόρεια πλευρά της πλατείας του καθεδρικού, αρχίζει να παίρνει μορφή ένα πρόγραμμα για το Ίδρυμα του Γοτθικού κόσμου, υποστηριζόμενο από το δήμο (σύμβαση του 2001).

Εφευρίσκοντας καθοδηγητικά σχέδια. Η χρήση γης ξαναδουλεύτηκε προσεκτικά στο τοπικό σχέδιο. Ο Patrick Germe και το αρχιτεκτονικό γραφείο Jam έκαναν για τις διάφορες γειτονιές σχέδια που περιείχαν το οδικό σύστημα, τη μορφή του εδάφους και τα οικόπεδα ώστε να προετοιμάσουν το δρόμο για την αστική ανάπτυξη στα προάστια.

Το πάρκο Saint Pierre, σχεδιασμένο από τη Jacqueline Osty, αγκυρωμένο στην ποίηση της περιοχής του ποταμού και στο λαβύρινθο των καναλιών. Μεγάλα μονοπάτια το διαπερνούν από το βορρά προς το νότο και από την ανατολή προς τη δύση, και οι προοπτικές που ανοίγει το συνδέουν με τις περιβάλλουσες περιοχές.

Πάρκο Saint-Pierre: θέτοντας την πόλη στη σκηνή Στην αρχιτέκτονα τοπίων Jacqueline Osty ανατέθηκε ο σχεδιασμός ενός πάρκου στην καρδιά της Αμιένης, “το οποίο θα αγκυρωνόταν στον ποιητικό εναγκαλισμό του ποταμού και στο λαβύρινθο των διαδρομών”, με στόχο ”την προβολή της πόλης”. Η Osty έχει δημιουργήσει έναν καταρράκτη ύδατος που συνδέεται με αγροτικές ελώδεις περιοχές, όπου ενώνεται ο ποταμός και οι μακριές λωρίδες των χωραφιών. Καμπυλωτά μονοπάτια διασχίζουν το πάρκο από την ανατολή προς τη δύση και από βορρά προς νότο, και διαφορετικές λύσεις έχουν επινοηθεί για τα διάφορα σημεία όπου το πάρκο έρχεται σε επαφή με την πόλη. Το πάρκο ως εκ τούτου χρησιμεύει ως βασικό συνδετήριο στοιχείο μέσα στο συνολικό σχέδιο αναδιαμόρφωσης. Ενισχύοντας την ταυτότητα των βορείων συνοικιών Η Osty έχει εργαστεί επίσης στις περιοχές της πόλης, σε συνδυασμό με τον αρμόδιο πολεοδόμο Francois Grether. Αυτός ο πρώτος σχεδιασμός συνεπαγόταν τη σύνδεση των οικισμών με το κέντρο (1998). Συνεπώς ένα καινούριο οδικό σύστημα ενσωματώθηκε εξασφαλίζοντας τη συνέχεια των βουλεβάρτων και δίνοντας στις λεωφόρους και στους δρόμους μια πιο αστική αίσθηση. Στο σχεδιασμό του τοπίου (δεύτερο στάδιο), ο ιδιαίτερος χαρακτήρας των κοινωνικών κατοικιών και των γειτονικών καλλιεργήσιμων εδαφών, καθορίζεται μέσω μιας διάταξης που συνδέει με μονοπάτια τα πάρκα, τους κήπους των κατοικιών και τις μελλοντικές αθλητικές εγκαταστάσεις. Συνδέοντας την αρχιτεκτονική τοπίου με την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, οι ποιότητες της περιοχής έχουν βελτιωθεί. Επιπροσθέτως, μια διεύρυνση των εξυπηρετήσεων και των εμπορικών επιχειρήσεων έχει προβλεφθεί στην περιοχή με τις «μπάρες» (επιμήκη πολυώροφα κτίρια κατοικίας), δημιουργώντας περιβάλλον μικτών χρήσεων ( συνεταιρικά ξενοδοχεία, γυμναστήριο, σχολείο, εμπορικά και τομέα υπηρεσιών, κέντρο ελεύθερου χρόνου της κοινότητας). Αυτή ήταν μια ευκαιρία για να αναθεωρηθεί η σχέση μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων χώρων, και τώρα ένα αστικό μέτωπο διαμορφώνεται βαθμιαία κατά μήκος της λεωφόρου de la Paix. Το παράδειγμα της Αμιένης δείχνει ανάγλυφα πώς η αρχιτεκτονική ταυτότητα των περιοχών μπορεί να ανασυνταχθεί δραστικά, όταν οι τοπικές αρχές δράττονται της ευκαιρίας για να αλλάξουν ριζικά τον αστικό χώρο και δεσμεύουν τους εαυτούς τους σε μεγάλης κλίμακας προγράμματα κατεδάφισης και αναδημιουργίας. «Μπάρες» και «πύργοι» έχουν κατεδαφιστεί (2300 διαμερίσματα), και αντικατασταθεί από ένα μίγμα χαμηλών σε ύψος πολυκατοικιών που σχηματίζουν οικοδομικά τετράγωνα, καθώς και μονοκατοικιών στη σειρά, σύμφωνα με την παράδοση της Αμιένης. Επιπλέον, η τοπική αρχή έχει αγοράσει 16 εκτάρια γης από το στρατό (την περιοχή του φρουρίου), κι έχει αποφασίσει να μετακινήσει εκεί ένα τμήμα της πανεπιστημιούπολης, με μια φιλόδοξη προσπάθεια αναδιαμόρφωσης, στρεφόμενη στην αρχιτεκτονική τοπίου και σε μια ανάδειξη αρχαιολογικών και ιστορικών χαρακτηριστικών της περιοχής. Σχέδιο για το βορειότερο τμήμα (F. Grether, J.Osty) : ένα νέο οδικό δίκτυο συνδέει αυτές τις περιοχές κοινωνικής κατοικίας με το κέντρο της πόλης · ένα πράσινο δίκτυο (πάρκα, μονοπάτια, λαχανόκηποι, «καθαρή περιοχή για σπορ») διαμορφώνει το τοπίο υποστηρίζοντας την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη · κτίρια διαμερισμάτων χαμηλού προφίλ και μονοκατοικίες αντικαθιστούν τα επιμήκη πολυώροφα κτίρια («barres» στα γαλλικά και «slabs» στα αγγλικά) και τους «πύργους».

Συζήτηση για την περιοχή του σταθμού Το προαύλιο του σταθμού “το οποίο είναι προαύλιο μόνο κατ’ όνομα”, όπως ανέφερε κατά λέξη ο δήμαρχος, είναι φτωχά σχεδιασμένο, δυσλειτουργικό και ακατανόητο. Ο σκοπός είναι η ανάπλασή του, ο αναπροσανατολισμός του προς το κέντρο της πόλης και ο μετασχηματισμός του σε κέντρο δημόσιας συγκοινωνίας πολλών μεταφορικών μέσων, με ισχυρή ταυτότητα. Πλήθη ατόμων έχουν αναμιχθεί στο πρόγραμμα, που αφορά διάφορα φλέγοντα ζητήματα, όπως οικολογικά (λόγω του κινδύνου πλημμύρας) και άλλα, πράγμα που εξηγεί τις μεγάλες συζητήσεις. Δεν πρέπει επίσης να ξεχαστεί η συμβολική φύση του εγχειρήματος, δεδομένου ότι άπτεται της αμφιθυμίας των κατοίκων της Αμιένης απέναντι στον πόλεμο και τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της πόλης τους. Μια πρόσκληση υποβολής ιδεών προωθήθηκε το 1990, η οποία προσέλκυσε πολυάριθμους γνωστούς σχεδιαστές, ειδικότερα τους Claude Vasconi, Jean – Marie Duthillel, Francois – Xavier Legenne, Bruno Fortie…Υποβολές σχεδίων και αναθέσεις ακολούθησαν. Ο Paul Chemetov, επιφορτισμένος να συλλάβει το πρόγραμμα ανάπτυξης της περιοχής, είναι υπεύθυνος της εργασίας για την αστική ζώνη Station – la Vallée. Ο Claude Vasconi θα αναμορφώσει την πλατεία του σταθμού και ο Thierry θα ολοκληρώσει τον εμβληματικό πύργο του Auguste Perret με ένα φωτισμένο ρολόι, το οποίο θα έχει μορφή κλεψύδρας από γυαλί και θα διαπερνά τους τέσσερις τελευταίους ορόφους του κτιρίου.

Επεκτείνοντας την επέμβαση Το δημοτικό Σχέδιο Δράσης για την περίοδο 1998 μέχρι το 2001 έχει επιταχύνει τα γεγονότα. Παράλληλα, η απαίτηση της πόλης για υψηλή ποιότητα σχεδιασμού έχει τώρα έχει τώρα αγκαλιάσει ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή της Αμιένης, χάρη στην εμβέλεια της εργασίας που γίνεται στο κέντρο και στα προάστια. Η αλλαγή στην κλίμακα δεν έχει ωστόσο μεταβάλλει τη σχεδιαστική προσέγγιση (ένα μακροχρόνιο σχέδιο και μια αταλάντευτη προσήλωση στους στόχους), χάρη στον αποτελεσματικό συντονισμό και τις καλές σχέσεις μεταξύ της Αμιένης και των 20 δήμων. Κάθε ανθρώπινη ομάδα συμμετέχει σ’ ένα κοινό στόχο, συγκεκριμένα για την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης, μέσω μιας σταθερής πολιτικής. Αυτές οι επιλογές είναι ακόμη πιο συμβατές, λόγω του ότι ανταποκρίνονται σε μια κοινή προσέγγιση, που υπονοεί μια πλούσια αλλά και μια εύθραυστη σχέση μεταξύ της πόλης και της κληρονομιάς του φυσικού περιβάλλοντος. Η βιώσιμη ανάπτυξη μπορεί να προάγει την εξέλιξη της μητρόπολης μόνο, μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ των διαφόρων εδαφικών περιοχών . Το ενδιαφέρον για το δυτικό τμήμα της Αμιένης με το στάδιο του Licorne (Chaix Morel), το μελλοντικό Zenith (διαγωνισμός που θα οργανωθεί το 2002) και το εμπορικό κέντρο Borealia, εικονογραφεί την καινούρια αυτή κλίμακα, επιβεβαιώνοντας την ανανέωση της αστικής δομής και της ταυτότητας της πρωτεύουσας του Picardy.

Σχέδιο του Claude Vasconi για το προαύλιο του σταθμού, που ονομάστηκε «Τόπος Auguste Perret».

Ξενοδοχεία για επιχειρηματίες (αρχιτέκτονες J. και D. Richards), κατασκευασμένα στην περιοχή των κατοικιών, δημιουργούν μια νέα ανάμειξη εξυπηρετήσεων και κοινωνικών δραστηριοτήτων, (μαζί με γυμναστήριο, σχολείο μέσης εκπαίδευσης, κεντρικό σημείο εξυπηρετήσεων και κοινωνικών δραστηριοτήτων…) και αποτελούν την αστική πρόσοψη της λεωφόρου de la Paix.

BAYONNE Μπαγιόν Kατεδαφίζοντας για την προστασία της κληρονομιάς Η Μπαγιόν ήταν τοποθεσία με στρατιωτική σημασία ήδη από την ρωμαϊκή περίοδο, λόγω της θέσης της στη συμβολή δύο ποταμών (του Adour και του Nive) όχι μακριά από τον Ατλαντικό Ωκεανό και τα Πυρηναία Όρη. Η πυκνότητα της πόλης αυξήθηκε σημαντικά στα τέλη του 17ου αιώνα , καθώς η Μπαγιόν ήταν περιορισμένη μέσα στα τείχη της. Ο μεσαιωνικός πολεοδομικός ιστός διατηρήθηκε με κτίρια που έφταναν μέχρι και τους πέντε ορόφους και τα κέντρα των οικοδομικών τετραγώνων άρχισαν να κτίζονται σε τέτοιο βαθμό, που η πόλη ήταν αδύνατο να κατοικηθεί. Υπολογίζεται ότι το κτισμένο τμήμα κάθε οικοδομικού τετραγώνου κάλυπτε το 98% της έκτασής του, με μόνο ένα ανά τρία παράθυρα να έχει πρόσβαση στον καθαρό αέρα. Τα κτίρια είχαν τέσσερις με δέκα φορές μεγαλύτερο βάθος απ΄ ό,τι πλάτος και οι επεκτάσεις γίνονταν τυχαία, τόσο που τα δωμάτια συχνά αποκόβονταν μεταξύ τους από κοινόχρηστους χώρους. Οι κάτοικοι άρχισαν να εγκαταλείπουν το παλιό κέντρο στην αρχή της δεκαετίας του 1960, με παραπάνω από τους μισούς να έχουν εγκαταλείψει την περιοχή στα επόμενα 25 χρόνια. Η περιοχή έγινε ένα καταφύγιο για τους μη προνομιούχους. Η προαναγγελία ενός επικείμενου θανάτου έγινε όταν εμπορικά κέντρα άρχισαν να κτίζονται στα προάστια της Μπαγιόν. Καθιστώντας την πόλη κατοικήσιμη

: Η περιοχή la Plachotte (αρχιτέκτων Antoine Bruguerolle): η διάταξη των στεγών πριν την ανακατασκευή αποδεικνύει την υπερβολική πυκνότητα (98%) των κτισμένων επιφανειών. Με κίτρινο φαίνεται η έκταση των κατεδαφίσεων.

Το 1989 ανατέθηκε στον αρχιτέκτονα Αλέξανδρο Μελισσινό (Alexander Melissinos) να παρέμβει στο προστατευόμενο τμήμα της πόλης. Ο Μελισσινός αποκαλύπτει την ιστορία, τις ατυχίες της περιοχής, αλλά και τις αρετές της: προστατευμένη από την ίδια την παρακμή της, η παλιά πόλη διατήρησε άθικτη την κληρονομιά και τη συνέχειά της «αποτελώντας ένα αστικό σύνολο πρώτης τάξης». Ο σκοπός είναι να δημιουργηθεί ξανά μια κατοικήσιμη περιοχή, με ιστορική συνέχεια με το παρελθόν της. Αυτό σημαίνει τονισμό των αρχικών χαρακτηριστικών των κτιρίων , ανακαίνιση και κατεδάφιση στοιχείων που εμποδίζουν τον φωτισμό και τον ηλιασμό και εισαγωγή ενός σύγχρονου αέρα που θα ενθαρρύνει νέους τρόπους ζωής. . Με αυτή την οπτική, η ιστορική κληρονομιά έχει ένα ρόλο να παίξει στην δυναμική της αστικής ανάπτυξης.

Συνενώνοντας μοναχικούς παίκτες Το έργο αυτό δεν είναι σε καμία περίπτωση εύκολο. Το ένα τρίτο των εν λόγω κτιρίων , από τα οποία τα 45.000 τ.μ. είναι κατοικίες, θα κατεδαφιστεί και οι δημόσιοι χώροι θα καθαριστούν. Οι τοπικές αρχές έχουν αποδεσμεύσει κονδύλια και κινητοποιεί αυτούς που θα συμμετέχουν στο πρόγραμμα . Για παράδειγμα, δημιουργήθηκαν ειδικά προγράμματα εκμάθησης, σε συνεργασία με αντιπροσώπους του τεχνικού και του επιχειρησιακού κόσμου, και το συμβούλιο υποστηρίζει έναν σύνδεσμο που προωθεί υψηλής ποιότητας κατοικίες στο κέντρο της πόλης. Αυτές οι πρωτοβουλίες απορρέουν από την επιθυμία να γίνει η Μπαγιόν αρκετά ελκυστική, ώστε οι κάτοικοι να θέλουν να ζήσουν – και να παραμείνουν – σ’ αυτή.

: Οι προσόψεις προς την πλατεία de la Plachotte πριν και μετά. Το εκπληκτικό κλιμακοστάσιο, ανακαινισμένο και επανατοποθετημένο. Η νέα ατσάλινη όψη βλέπει προς την αυλή. Οι πρωτοβουλίες σεβάστηκαν τις αρχικές ποιότητες του κτιρίου , φέρνοντας αέρα και φως στην καρδιά της κάτοψης, θέτοντας τις βάσεις για τις ανέσεις που απαιτούν οι μοντέρνες συνθήκες ζωής.

BORDEAUX Μπορντώ Ξαναδίνοντας ζωή στο μητροπολιτικό κέντρο

Η δημιουργία ενός συστήματος τραμ, η αναζωογόνηση κεντρικών περιοχών και η αύξηση της αξίας που απέκτησαν οι περιοχές στις όχθες του ποταμού είναι τα σημεία-κλειδιά της στρατηγικής της εκ νέου ανάπτυξης της μητροπολιτικής περιοχής, ο σκοπός της οποίας είναι να ελέγχεται η αστική επέκταση που εξαντλεί και φτωχαίνει το Μπορντώ και το κέντρο της μητρόπολης. Για τον Alain Juppé, δήμαρχο του Μπορντώ και πρόεδρο του Συμβουλίου του Μείζονος Μπορντώ (Communauté Urbaine de Bordeaux / CUB), το ποτάμι Garonne είναι η προωθητική δύναμη της περιοχής, καθώς ενδυναμώνει την καρδιά της, το κέντρο της πόλης. Έτσι, από το 1996 το γραφείο σχεδιασμού εργάζεται για να αποκαταστήσει τη συνάφεια στα έργα που γίνονται στην αριστερή και τη δεξιά όχθη, γύρω από τη διαδρομή του τραμ και τους δημόσιους χώρους. Στην δεξιά πλευρά υπάρχει το πρόγραμμα Bastide (που ξεκίνησε από τον Dominique Perrault το 1993) και περιλαμβάνει ένα πάρκο, κτίρια κατοικίας και γραφείων, δίνοντας στην πόλη μια νέα κεντρική εστία. Στην αριστερή πλευρά η επανάκτηση της όχθης του ποταμού ξεκίνησε το 1996, αφότου το Συμβούλιο του Μείζονος Μπορντώ ανέλαβε την περιβαλλοντική διαχείριση της γης που ανήκε στο λιμάνι.

Γενικό σχέδιο της μείζονος περιοχής του Μπορντώ. Το τραμ διαρθρώνει την εξέλιξη περιοχών γύρω από υφιστάμενους ή μελλοντικούς πόλους ανάπτυξης. Συνδέ μεταξύ τους διαφορετικά προγράμματα του πολεοδομικο συγκροτήματος, συμφιλιώνοντας το Μπορντώ με τα προάστιά του.

Το τραμ θεωρούμενο ως ένα μέσο αστικής ανάπτυξης παρέχει τη δυνατότητα για τη δημιουργία δημόσιων χώρων ποιότητας: η λεωφόρος Thiers στο Μπορντώ, πριν και μετά το τραμ (το τελευταίο στη σελ. 67, επάνω).

Η λεωφόρος Roul στην Talence πριν και μετά την κυκλοφορία του τραμ. Οι βελτιώσεις και η αστική επίπλωση εξασφαλίζουν ένα συνεκτικό αποτέλεσμα, στη διαδρομή μέσα από όλη την αστική περιοχή (αρχιτέκτονες Brochet-Lajus-Puyeo, E. de Portzamparc, Signes).

…και ένα εργαλείο αστικής ανάπτυξης Αυτός ο συντονισμός των μέτρων, ο οποίος σηματοδοτεί τη συλλογική διαχείριση του χώρου, οδήγησε στον εξωραϊσμό και την αναβάθμιση πολλών οδών επικοινωνίας. Το τραμ είναι ένα κατάλληλο παράδειγμα. Η κομψότητα είναι το κυρίαρχο στοιχείο , τόσο για το ίδιο το τραμ όσο και για τους σταθμούς και την αστική διακόσμηση. Ο σχεδιασμός είναι μοντέρνος αλλά στηρίζεται σε παραδοσιακά υλικά , ώστε να ταιριάζει με το περιβάλλον και την κληρονομιά του τόπου. Συνολικά υπάρχουν τρεις γραμμές τραμ. Ταξιδεύουν σε ειδικές λωρίδες και ενώνουν τα κύρια σημεία της πόλης, έτσι ώστε να δημιουργείται μια ραχοκοκαλιά αστικού σχεδιασμού στην κλίμακα της μητροπολιτικής περιοχής. Επικεντρώνονται σε έναν συμπαγή αστικό πυρήνα και τον συνδέουν με τις απομακρυσμένες γειτονιές του Chartron και του Saint-Michel. Επίσης, αξιοποιούν τα έργα ανάκτησης του ποταμού και τη σύνδεση των δύο πλευρών του. Διαμορφώνοντας το τοπίο στις όχθες του ποταμού: δουλεύοντας με το φως και την ύλη Η όχθη –ένα τοπίο ξεχωριστής ομορφιάς– μεταμορφώθηκε σε ένα χώρο περιπάτου που είναι ολοένα και πιο δημοφιλής τώρα που έχει καθαριστεί και κηποτεχνηθεί. Ο Michel Cotajoud (νικητής του πολεοδομικού διαγωνισμού διαμόρφωσης του Μείζονος Μπορντώ) πρότεινε «να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον με κλιματολογικές συνθήκες απαραίτητες για τη δημιουργία μιας γαλήνιας και ευχάριστης περιοχής. Δουλεύοντας με το φως σημαίνει να το καλωσορίζουμε, παίζοντας με τις υφές και τις διαμορφώσεις στις όχθες». Αυτή η προσέγγιση δεν κάνει πια διάκριση ανάμεσα σε δύο πολύ διαφορετικές όχθες -τη δεξιά επιμελώς σχεδιασμένη και την αριστερή σε φυσική κατάσταση-, ώστε να τις μεταμορφώσει σε χώρους αλληλεπίδρασης της πόλης και της φύσης, του ποταμού και του αστικού μετώπου. Το σχέδιο παίζει με «αλληλουχίες» καταστάσεων, καθεμία από τις οποίες προσαρμόζεται σε διαφορετικό αστικό περιβάλλον, με τη δική του κληρονομιά και λειτουργίες. -Στο κέντρο, το αστικό μέτωπο έχει εξωραϊστεί με τη δημιουργία μιας περιοχής με γρασίδι και μιας πισίνας με ειδικό μηχανισμό υπερχείλισης, ακριβώς μπροστά από το Χρηματιστήριο. Αυτό το υδάτινο θέμα τονίζεται με συντριβάνια και υδάτινους κήπους, σε ανάμνηση της ιστορίας της πόλης ως λιμανιού. -Από τη μία και την άλλη πλευρά αυτού του μαγευτικού κεντρικού πυρήνα σειρές δένδρων φαίνονται να γλιστρούν η μία μέσα στην άλλη, όντας «feuillées» (μια γαλλική έκφραση του 16ου αιώνα που σημαίνει φυτεύσεις ποικίλων δένδρων σε λίγο ή πολύ σπασμένες γραμμές) και συνδέοντας με οπτικά ομοιογενές φυσικό υλικό τις διαφορετικές λειτουργίες των οχθών. -Ένα πλούσιο σε βλάστηση πάρκο δημιουργήθηκε στην νοτιοδυτική πλευρά της τοποθεσίας. - Στο ανατολικό άκρο, κοντά στο λιμάνι, τα τεμάχια γης που δόθηκαν για να κατασκευαστούν υπόστεγα για πλοιάρια, και τα οποία έχουν διατηρηθεί, περιορίζουν τις επιλογές διαμόρφωσης και φύτευσης. Όμως, το σχέδιο περιλαμβάνει προτάσεις για φύτευση και σ’ αυτές τις περιοχές.

πάνω : Η Αποβάθρα του Τελωνείου (quai de la Douane), μπροστά στο Χρηματιστήριο, μια χαμηλά τοποθετημένη πλατεία οριοθετημένη με δύο σημαντικούς κήπους , αντιπροσωπεύει την αρχιτεκτονική του Gabriel . Η πρόσοψη του ιστορικού κτιρίου φαίνεται καθαρά πιο πάνω από τους θάμνους. κάτω : Η αποβάθρα quai des Chartons έχει επιλεγεί για εμπορικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες . Τα φαρδιά της πεζοδρόμια παρέχουν αρκετό χώρο για πλακοστρωμένες επιφάνειες. Γενναιόδωρη βλάστηση καλύπτει το πλατώ και πέντε πλατείες διασφαλίζουν την ενότητά του, επιτρέποντας στους πεζούς να διασχίζουν τον δρόμο.

Το τραμ : ένα νέο δίκτυο για την οργάνωση της περιφέρειας…. H αναγέννηση του Μπορντώ υποστηρίζεται από το τραμ και ένα σχέδιο μετακινήσεων, το οποίο επιδιώκει να σταματήσει την αστική επέκταση και να μειώσει την ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση των ανθρώπων από τα ιδιωτικά αυτοκίνητα. Με 650.000 κατοίκους σε 250 τετραγωνικά χιλιόμετρα, το Μπορντώ είναι μια γαλλική πόλη από τις λιγότερο πυκνοκατοικημένες· με πρωτεία ως προς τη χρήση του ιδιωτικού αυτοκινήτου, δεν διαθέτει σημαντικούς πόλους οργάνωσης της δομής της. Η κύρια προτεραιότητα σήμερα είναι να σταματήσει η διασπορά και να ωφεληθεί η πόλη από τις ήδη υπάρχουσες δραστηριότητες, κάτι που υπονοεί τη δημιουργία ενός δυναμικού κέντρου για το σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος και την ανακούφιση των πόλων της περιφέρειας. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το τραμ δρα ταυτόχρονα ως ένα νέο δίκτυο για την οργάνωση της περιφέρειας και ως μέσο ανάπτυξης. Σύμφωνα με τον Francis Cuiller (τον επί κεφαλής της υπηρεσίας πολεοδομίας της πόλης), το τραμ «θα αποτελέσει το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο Μπορντώ και τα προάστια, δημιουργώντας δημόσιους χώρους υψηλής ποιότητας». Οι κύριοι σκοποί, δηλαδή, είναι τρεις: πρώτον, η μεγαλύτερη συχνότητα των δρομολογίων και η ταχύτητα των μετακινήσεων (21 χλμ/ώρα αντί για τα 8χλμ/ώρα που ισχύουν τώρα για τα λεωφορεία ), με συνέπεια τον υποδιπλασιασμό του χρόνου μετακίνησης· δεύτερον, η παροχή απευθείας συγκοινωνιακής εξυπηρέτησης (δίκτυο σε μικρότερη από 500 μέτρα απόσταση από τα σπίτια) για το 37% του πληθυσμού, το 50% της εργατικής δύναμης και το 65% των μαθητών και των φοιτητών· και τρίτον, η ευκολότερη πρόσβαση στο κέντρο της πόλης για όλα τα άτομα, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Τα τραμ θα ενοποιήσουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, συνδέοντας τρένα, οχήματα και λεωφορεία στο δικό τους αναδιαρθρωμένο δίκτυο. Σε συντονισμό με τα προηγούμενα προβλέπονται για τη λειτουργία των ιδιωτικών αυτοκινήτων και των δικύκλων δεκατέσσερις φυλασσόμενοι χώροι στάθμευσης προβλέπονται για τις τρεις γραμμές

Η εξέλιξη του κεντρικού τμήματος του θαλάσσιου μετώπου (γύρω από το Χρηματιστήριο). Ο αρχιτέκτονας τοπίου Michel Corajoud παίζει με το φως και τη σκιά , με τις αντανακλάσεις του νερού και την πυκνότητα των χώρων δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που συνέχεια αλλάζει

Συντονίζοντας τις χρήσεις και υποστηρίζοντας τις ανταλλαγές Όπως συνέβη με το παιχνίδι της διαφορετικότητας στις όχθες, έτσι δουλεύτηκε και η πυκνότητά τους, έτσι ώστε «τα οφέλη της αναβάθμισης να μοιράζονται ακριβοδίκαια σε όλους τους χρήστες». Τα πεζοδρόμια και οι ποδηλατόδρομοι είναι παράλληλοι στους δρόμους και τις γραμμές του τραμ. Τα τρία δίκτυα κυκλοφορίας –λεωφόρος, τραμ και διαδρομές πεζών– είναι παράλληλα στον Garonne και οριοθετούν με τη διάταξή τους τέσσερις διαφορετικές περιοχές, που είναι οι εξής: - Ένας ελεύθερος χώρος ως προαύλιο, που βρίσκεται στη βάση του αστικού μετώπου και εξυπηρετεί την κατοικημένη περιοχή, τα καταστήματα και τις θέσεις στάθμευσης εκεί γύρω. Περιέχει επίσης την κίνηση του τραμ. Ένας δευτερεύων δρόμος συνδέει όλες τις οδούς με κατεύθυνση προς τις αποβάθρες. Τα πεζοδρόμια έχουν γίνει όσο το δυνατόν πιο φαρδιά και οι δημόσιοι χώροι «απλοί, ευρύχωροι και οικονομικοί». - Ένα βουλεβάρτο, με δύο ρεύματα αυτοκινήτων εκατέρωθεν και κεντρική δενδροφυτεμένη «νησίδα» 3,4 μ. πλάτους, πολύ αστικού χαρακτήρα. Υπάρχει ακόμη μια λωρίδα για όσους κάνουν ποδήλατο ή ρόλλερ σκέιτ. - Μια επίπεδη έκταση, το πλατώ, φυτεμένο με πρασινάδα και καλυμμένο με μια λεπτή στρώση απαλόχρωμης πίσσας, που φαίνεται σαν φυσικό υλικό. Μπορεί να φιλοξενήσει μεγάλο αριθμό δραστηριοτήτων (αθλητικές δραστηριότητες, καταστήματα, εστιατόρια κτλ), υπό τον όρο ότι οι κατασκευές θα είναι ελαφρές. Είναι ελαφρώς επικλινές και αποτελεί το όριο με την όχθη. - Η όχθη, σχεδιασμένη ως χώρος για περιπατητές και ποδηλάτες (μικρής ταχύτητας). Ένας παχύς τοίχος από λιθοδομή χωρίζει το πλατώ από την όχθη, όπου υπάρχουν φωτισμένοι στύλοι, με πληροφορίες για την παλίρροια.

Συνδέοντας οικεία το μέτωπο του ποταμού με τις αστικές γειτονιές Ένας άλλος στόχος των επεμβάσεων είναι η νέα πνοή ζωής στις γύρω περιοχές και η αναζωογόνηση της οικονομίας τους, για παράδειγμα με τον εξωραϊσμό του περίγυρου των καταστημάτων. Πρόκειται για την εγκατάσταση νέων εξυπηρετήσεων, την σηματοδότηση της ύπαρξης του ωδείου ή των μουσείων στις αποβάθρες και την πρόσκληση της φύσης να διαπεράσει τον αστικό ιστό. Για τη διασφάλιση του ότι οι ελεύθεροι χώροι δεν θα μείνουν κρύοι και άδειοι, οι περιοχές αυτές έχουν φυτευτεί με γρασίδι ή έχουν μετατραπεί σε πλατείες και προαύλια για ποικίλες δραστηριότητες. Σχετικά με δραστηριότητες που σχετίζονται με το ποτάμι, μπορεί κανείς να το «ανέβει» με βαποράκι, ή να περάσει στην απέναντι όχθη με μικρά λεωφορεία που μεταφέρουν κατοίκους στη La Bastide, όπου βρίσκονται οι νέες εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας (ένας κινηματογράφος που δημιουργήθηκε μέσα σε έναν πρώην σιδηροδρομικό σταθμό και εστιατόρια).

κάτω : Γκαράζ και εργαστήρια στην la Bastide: μεγάλα κύματα από χαλκό καλύπτουν τους χώρους, τέντες σκιάζουν τους διαδρ΄μους και δενδροστοιχίες οριοθετούν ελεύθερους χώρους, αναβαθμίζοντας την περιοχή la Bastide, ισχυρό πόλο ανάπτυξης της δεξιάς όχθης του ποταμού (αρχιτέκτων J. Ferrier). πάνω : Το quai Sainte Croix τη νύχτα μέση : Η ένταση του φωτός, σύμφωνα με τη μελέτη του Laurent Fachard, ποικίλλει, ανάλογα με την ώρα της νύχτας.

DUNKERQUE Δουνκέρκη Ένας άξονας ενοποίησης της ευρύτερης περιοχής Το ζήτημα που ετίθετο ήταν πώς μια καταστροφή θα μετατρεπόταν σε μια ευκαιρία ανάπτυξης. Το 1987, το κλείσιμο των ναυπηγείων Normed στη Δουνκέρκη, οδήγησε σε 3.500 απολύσεις και «έσβησε» ένα τεράστιο δίκτυο υπεργολάβων που ήταν η βασική κινητήρια δύναμη της της μητροπολιτικής περιοχής. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, 180 εκτάρια αποβαθρών και αχρησιμοποίητης γης, αναζωογονήθηκαν, ενδυναμώνοντας την πόλη και τα περίχωρα. Το «αναιμικό» κέντρο της Δουνκέρκης, χτισμένο κατά τη μεταπολεμική περίοδο ανοικοδόμησης, είχε τρομερή ανάγκη επέμβασης. Αλλά ο Michel Delebarre- δήμαρχος από το 1989 και πρόεδρος του Συμβουλίου της Μείζονος Δουνκέρκης (Communauté Urbaine de Dunkerque, CUD0 από το 1995- αρνήθηκε τη δημιουργία «μιας πιο κεντρικής περιοχής, η οποία θα μπορούσε να επιτείνει την κρίση» στην περιοχή του λιμανιού. Ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αστικής αλλαγής είχε έτσι δημιουργηθεί, πρώτα και κύρια από τον Richard Rοgers, ο οποίος επελέγη το 1991 μεταξύ έξι ευρωπαϊκών ομάδων. Κεφάλαια από τον ιδιωτικό τομέα συνοδεύτηκαν από ουσιαστική δημόσια επένδυση, και σε 15 χρόνια διατέθηκαν συνολικά 305 εκατομμύρια ευρώ. Ο δυαδικός πόλος που προέκυψε άλλαξε ριζικά την ανιαρή εικόνα της Δουνκέρκης και το επόμενο βήμα είναι η ενίσχυση των δεσμών της με τις διάφορες μητροπολιτικές περιφέρειες.

Ένας μακροπρόθεσμος εξελικτικός προγραμματικός οδηγός Το ρυθμιστικό σχέδιο που έγινε από τον Richard Rogers και τον συνέταιρό του Mike Davies, είναι ένας οδηγός που μπορεί να προσαρμοστεί σε αλλαγές στο πρόγραμμα, το οποίο έχει δρομολογηθεί για 30 χρόνια. Το πλαίσιο διαμορφώνουν οι εξής στρατηγικοί άξονες: - Αναδιάρθρωση της ροής κυκλοφορίας, η οποία συνεπάγεται τον προσδιορισμό των κυρίων αξόνων και των συνδέσμων –κάτι απαραίτητο για μια τόσο αχανή, τεμαχισμένη και κλειστή περιοχή-. Τα πιο ελκυστικά σημεία του σχεδίου είναι τρεις νέες γέφυρες που θα ισχυροποιήσουν τους δεσμούς ανάμεσα στο κέντρο και άλλα σημεία του πολεοδομικού συγκροτήματος. - Ανακαίνιση των αποβαθρών. - Αναζωογόνηση των δημόσιων χώρων : - Εντοπισμός τεσσάρων ξεχωριστών τομέων που έχουν ανάγκη σύνδεσης μεταξύ τους: είναι οι περιοχές Normed, Citadelle (το ιστορικό κέντρο), ο σταθμός και το παραθαλάσσιο θέρετρο του Malo-les-Bains. Ο στόχος είναι να εντοπισθούν με πραγματισμό διαθέσιμες εκτάσεις και εκεί να εφαρμοστεί «βελονοθεραπεία», με την ελπίδα ότι τα θετικά αποτελέσματα θα διαχυθούν.

Το πρόγραμμα Neptune στη γη που έμεινε αχρησιμοποίητη μετά την αναχώρηση των ναυπηγείων. Η αεροφωτογραφία δείχνει το λιμάνι και το ιστορικό κέντρο.

O Richard Rogers και ο Mike Davies, επιμελήθηκαν ένα ρυθμιστικό σχέδιο του οποίου στρατηγικός στόχος ήταν να ανακτηθεί προοδευτικά το λιμάνι προς το όφελος του κέντρου (εδώ οι τρεις φάσεις: 1996,1998,1999). Ένα μεγάλο μέρος των βιομηχανικών κτιρίων έχει καταστραφεί, δημόσιοι χώροι εξασφαλίζουν αστική συνέχεια, νέες εξυπηρετήσεις εγκαθίστανται σιγάσιγά: εκπαίδευση, χώροι ξεκούρασης και άλλα.

Neptune: συμφιλιώνοντας την πόλη με τη θάλασσα Ο τόπος που φιλοξενεί το πρόγραμμα Neptune έχει διαφυλάξει την ταυτότητα του λιμανιού. Εκτός από τα 180 εκτάρια του χώρου, υπάρχουν άλλα 50 τα οποία έχουν διατεθεί στις αποβάθρες, «τα μαργαριτάρια της Δουνκέρκης», για να παραθέσουμε και τα λεγόμενα του Mike Davies. Το κεντρικό στοιχείο του σχεδίου είναι το πανεπιστήμιο που έχει κτιστεί στο χώρο όπου βρισκόταν το παλιό φρούριο, πλήρες, με μια βιβλιοθήκη, εστιατόριο και άλλες ευκολίες, σχεδιασμένες για τους 6.000 φοιτητές. Υπάρχει επίσης ένα ιστιοπλοϊκό λιμάνι, ένα ναυτικό μουσείο και κατοικίες, δημόσιες και ιδιωτικές, τα οποία συνεισφέρουν στην πολεοδομική και εμπορική επιτυχία της Neptune. Η συνθετική «ναυαρχίδα» του σχεδίου είναι το Ναυτικό κέντρο, που εμπεριέχει ένα πολυσινεμά, ένα εμπορικό κέντρο καθώς και χώρους για δραστηριότητες αθλητικές και ανάπαυσης. Όμως, ακόμα και μετά από 15 χρόνια προσπαθειών πολλά πρέπει να γίνουν ακόμα. Για παράδειγμα, το πανεπιστήμιο πρέπει να επεκταθεί, και πρέπει να βρεθεί χρήση για τη γη, που μέχρι πρόσφατα φιλοξενούσε εργαστήρια ναυπηγείων. Ο τελευταίος χώρος, ο οποίος είναι περιζήτητος για ανοικοδόμηση, λειτουργεί ως σύνδεσμος ανάμεσα στο κέντρο της πόλης και το παραθαλάσσιο θέρετρο του Malo. Λιγότερο φαντασμαγορικές ή ελκυστικές συνθέσεις, ζωντανοί χώροι και διαδρομές για τη συγκοινωνία, επιβάλλεται επίσης να δουλευτούν.

Μια πεζοδρομημένη διαδρομή η οποία ενώνει το ιστορικό κέντρο με το νέο ναυτικό κέντρο (αρχιτέκτονες Atelier de l’ile). Διασχίζει την ανακαινισμένη και στεγασμένη αγορά, η οποία φιλοξενεί και επιχείρησεις της περιοχής (αρχιτέκτονες Reichen and Robert)

Το παραθαλάσσιο κέντρο, ένα σύμπλεγμα εκπαίδευσης και ψυχαγωγίας (αρχιτέκτονες Reichen and Robert). Παράλληλα προς το όριο της αποβάθρας, τα γλυπτά του Richard Nonas, στήλες από αδρή πέτρα, επαναλαμβάνονται κατά μήκος της πεζοδρομημένης διαδρομής προς την πλατεία Jean Bart, τον ιστορική πυρήνα της πόλης.

Η γέφυρα του Πανεπιστημίου (αρχιτέκτων Ο.Βrasse), μία από τις τρεις νέες γέφυρες οι οποίες συνδέουν το χώρο του λιμανιού με τη μητροπολιτική περιοχή.

Ο «καθεδρικός», το μοναδικό αρχιτεκτονικό υπόλειμμα των ναυπηγείων, συντηρημένο για να στεγάσει τις εγκαταστάσεις κατασκευής γιωτ.

Δημόσιοι χώροι και αρχιτεκτονικό στυλ. Κάνοντας ένα έργο «εμβολιασμού» Ήταν κρίσιμο για τη Neptune να «αγκυρωθεί στο κέντρο». Αυτό επετεύχθη ενδυναμώνοντας σημαντικά τους δημόσιους χώρους, δηλαδή δημιουργώντας ένα άξονα εδραζόμενο στη δομή της περιοχής ανάμεσα στο μόλο και το παλιό κέντρο. Το γραφείο αρχιτεκτόνων τοπίου Atelier de l’Ile (το οποίο κέρδισε το διαγωνισμό το 1991), πραγματοποίησε όλες τις εργασίες που έπρεπε να γίνουν στους δημόσιους χώρους –και στο κέντρο και κατά μήκος των αποβαθρών- και πεζοδρόμησε πολλές περιοχές. Ένα ξεχωριστό στυλ αναδείχθηκε, συνδέοντας το τοπίο του λιμανιού όχι μόνο με τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική αλλά και με τη διττή εικόνα της πόλης, αυτήν του βιομηχανικού κέντρου και του γραφικού τόπου διακοπών. Συγκεκριμένα, οι γέφυρες μαρτυρούν το νέο αυτό στυλ, αποκαλύπτοντας ένα συνδυασμό αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και μοντερνισμού.

Στο χώρο του ιστορικού κέντρου: το πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Τεχνολογίας και το εστιατόριο του πανεπιστημίου (αρχιτέκτονες Architecture Studio, Γραφείο Pixel) δύο κεντρικά κομμάτια της νέας πανεπιστημιακής περιοχής.

Στην προκυμαία της παλιάς πόλης η πρώτη αποθήκη καπνού στεγάζει ένα μουσείο του λιμανιού, όπου τα πλοία έχουν εξέχοντα ρόλο. Το δημοτικό συμβούλιο υπογραμμίζει τη σημασία της ανάπτυξης των πολιτιστικών ενδιαφερόντων στην επιδίωξη της οικονομικής ανόδου.

Το ίδιο ισχύει και στο πανεπιστημικό τμήμα, σχεδιασμένο από το Architecture studio, το οποίο βρίσκεται ανάμεσα σε δύο πρώην αποθήκες καπνού, οι οποίες είναι τώρα πολιτιστικού χώροι. Παρ’όλα αυτά, τα αρχιτεκτονικά σχέδια έχουν μερικές φορές αποτύχει στο ζήτημα της ποιότητας, θέμα που έχει προκαλέσει κριτική. Ως ανταπόκριση στην κριτική αυτή το γραφείο πολεοδομικών μελετών υπό τον αρχιτέκτονα Antoine Grumbach, έχει επεξεργαστεί προδιαγραφές για έργα αρχιτεκτονικής και αστικής κλίμακας.

Εργαστήρια για μια κοινή κουλτούρα Ένα αυθεντικό στοιχείο του σχεδίου είναι η δυναμική μέθοδος εργασίας, που στόχευε στο να καλλιεργήσει μια διαρκή δέσμευση των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, είτε ήταν τεχνικές υπηρεσίες και αρχιτέκτονες, είτε ήταν φορείς ανάπτυξης. Ένα αρχικό εργαστήριο ξεκίνησε τη λειτουργία του, ασχολούμενο με το θέμα των δημόσιων χώρων, με στόχο να βρεθούν πιο αποτελεσματικές προδιαγραφές από απλούς ρυθμιστικούς κανονισμούς. Ο ίδιος διάλογος προσέγγισης χρησιμοποιήθηκε και σε άλλα εργαστήρια. Η υπηρεσία πολεοδομίας AGUR, η οποία ιδρύθηκε το 1972, συνοψίζει το όλο πρόγραμμα, μέσω της δουλειάς της, στους δημόσιους χώρους, την διοργάνωση των διαγωνισμών και την «ενορχήστρωση» των εργαστηρίων. Η AGUR έβαλε στην αιχμή του δόρατος την αναπτυξιακή πολιτική για τις υποβαθμισμένες γειτονιές στη δεκαετία του ’80, και συνέχισε για να ηγηθεί του σχεδίου ανάπτυξης για τη Μείζονα Δουνκέρκη στη δεκαετία του ’90. Οι ομάδες της AGUR τροφοδοτούνται από ένα τοπικό αστικό αναπτυξιακό εργαστήριο, όπου οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα μελετώνται, όπως και θέματα σχετικά με το περιβάλλον, την κατοικία κοκ. Σε μια αχανή εδαφική κλίμακα Αποτελώντας ένα κέντρο για την ευρύτερη περιοχή, η Neptune είναι μέρος ενός πειραματικού προγράμματος για το σύνολο της περιοχής που συντάχθηκε το 1990. Η έκταση του προγράμματος επέβαλλε το συνδυασμό των προσπαθειών και των οικονομικών χορηγιών, καθιστώντας δυνατή στην πράξη μια λεπτομερή προσέγγιση στα αστικά, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά και περιβαλλοντολογικά ζητήματα. Ένα αξιοσημείωτο αποτέλεσμα αυτών των ομαδοποιημένων προσπαθειών είναι η δημιουργία του πανεπιστημίου του Cote d’Opale, την πρόταση του οποίου έκανε η τοπική αυτοδιοίκηση, έπειτα και από τη λήψη κρατικής βοήθειας. Το πανεπιστήμιο εξυπηρετεί ένα σημαντικό αριθμό άλλων πόλεων κατά μήκος της ακτής, όπως των Calais, Boulogne και Omer, καλύπτοντας έτσι 700.000 κατοίκους. Ένα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα είναι το «πλέγμα» των μουσείων, το οποίο «υφάνθηκε» επάνω στο πλέγμα της πολιτιστικής κληρονομιάς και της καινοτομίας. Επιπρόσθετα, τα κτίρια του λιμανιού και η υποδομή που αποτελούν την κληρονομιά της Δουνκέρκης, ανακαινίσθηκαν, κάνοντας τη Neptune το πιο αξιοθαύμαστο στοιχείο του προγράμματος ανάπτυξης της πόλης. Πολιτιστική, τουριστική καθώς και ψυχαγωγική υποδομή δημιουργήθηκε, ελκύοντας ανθρώπους από μεγάλες αποστάσεις, ακόμα και έξω από τα σύνορα, από το Βέλγιο. Μια νέα κοινωνική και πολιτιστική ανάσα Εξαρχής, υπήρχε μια έντονη εστίαση στις κοινωνικές και πολιτιστικές πλευρές του σχεδίου. Η δεύτερη φάση του σχεδίου τόνιζε την αναγκαιότητα εύρεσης λύσεων για τις στερημένες περιοχές της πόλης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από έντονα αστικά και κοινωνικά προβλήματα. Ενδοδημοτικά σχέδια δημιουργήθηκαν, αναπτύσσοντας «κέντρα υποστήριξης» σε μια προσπάθεια «αλληλεγγύης και διαλόγου». Ένα σημαντικό σχέδιο υπό αυτήν την έννοια είναι η νέα γραμμή λεωφορείων που προγραμματίστηκε και η οποία θα εξυπηρετήσει ως ένας δομικός άξονας. Ταυτόχρονα το συμβούλιο προώθησε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτιστικής υποδομής, το οποίο ο Michel Delebarre θεωρεί το εντυπωσιακό στοιχείο που θα δελεάζει τους κατοίκους της πόλης. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει την ανακαίνιση του μουσείου μοντέρνας τέχνης, την επέκταση των μουσείων καλών τεχνών με την προσθήκη μιας βιβλιοθήκης, καθώς και την επέκταση της σχολής καλών τεχνών. Ακόμα ένα στοιχείο-κλειδί είναι η δημιουργία ενός μουσείου στο λιμάνι που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή ενός αστικού θεματικού πάρκου. Η επέκταση του εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου Kursaal, στο Malo-les-Bains είναι ένα ακόμα ελκυστικό κομμάτι του πολιτιστικού προγράμματος της πόλης, διότι συνεπάγεται το άνοιγμα του κέντρου προς τη θάλασσα.

Ένας ομοσπονδιακός μηχανισμός Τα συμβούλια της Δουνκέρκης και της Μείζονος Δουνκέρκης συγκέντρωσαν ένα σύνολο «εργαλείων» με σκοπό να επιβλέπουν την πολιτική πλευρά της επέμβασης και να φέρουν σε επαφή τους απαιτούμενους συνεταίρους. Έτσι ένας διαδημοτικός σύνδεσμος δημιουργήθηκε με στόχο τη συνεργασία με τις λιμενικές αρχές, οι οποίες κατείχαν το μεγαλύτερο τμήμα των ζωνών νερού εντός των ορίων του λιμανιού και γύρω από αυτό, και οι οποίες δεν μπορούσαν να πουλήσουν αυτές τις εκτάσεις νόμιμα μέχρι το 1994. Ακόμα και τότε, οι αποβάθρες έπρεπε να παραμείνουν σε δημόσια «χέρια», πράγμα το οποίο εξασφάλιζε ότι τίποτα δεν μπορούσε να οικοδομηθεί στην προκυμαία. Παρ’όλα αυτά οι λιμενικές αρχές συμφώνησαν να δοθούν άδειες οικοδόμησης, μόλις το 40% της επέμβασης διατεθεί προς πώληση, και πριν η μεταβίβαση της ιδιοκτησίας έρθει εις πέρας, με σκοπό να ελαφρυνθείτο φορτίο της μεταβίβασης αυτής. Η ημιδημόσια εταιρία S3D, της οποίας η ίδρυση το 1990 εδραίωσε την αναπτυξιακή ζώνη του Bassins (51 εκτάρια) το 1994 και την αναπτυξιακή ζώνη του Grand Large (37 εκτάρια) το 1996, ανέπτυξε και έχτισε δίκτυα μεταφοράς και αναζήτησε ιδιωτικούς επενδυτές. Υπάρχει μια ομάδα διαχείρισης που συντονίζει τα προγράμματα, η οποία αποτελείται από το συμβούλιο της Μείζονος Δουνκέρκης, την υπηρεσία πολεοδομίας και τις τοπικές τεχνικές υπηρεσίες.

EURALILLE Γιουραλίλλ Ριζοσπαστικές αλλαγές και συνέχειες «Προσπαθούμε να σηκώσουμε τα κεφάλια μας και να βρούμε ένα σύμβολο που θα μπορούσε να είναι τομή με το παρελθόν, και οδηγός για το μέλλον». Αυτά είναι τα λόγια του Pierre Mauroy, πρώην πρωθυπουργού, γερουσιαστή, προέδρου του δημοτικού συμβουλίου της ευρύτερης περιοχής της Λίλλης, και δημάρχου της πόλης από το 1973 ως το 2001. Στα 1988, ο Mauroy ανέθεσε στο Δανό αρχιτέκτονα Rem Koolhaas το σχεδιασμό του Γιουραλίλλ, ένα σχέδιο του οποίου οι αρχές σχεδιασμού είχαν ως στόχο να δώσουν γροθιά, ερχόμενες συνειδητά σε αντίθεση με τον παραδοσιακό ιστό της πόλης. Ο Mauroy είδε τον αστικό σχεδιασμό ως ένα μέσο για να τραβήξει την πόλη και τα προάστια από τη δυσπραγία στην οποία είχαν βυθιστεί. Αντικειμενικός στόχος ήταν να δημιουργηθεί μια «κινητήρια δύναμη υπηρεσιών», που θα μπορούσε να βασιζόταν στο νέο σιδηροδρομικό σταθμό υπερταχέων τρένων TGV, για το οποίο οι τοπικές αρχές είχαν παλέψει πολύ και σκληρά, δίνοντας τόσο άγρια μάχη όσο και για το τούνελ που μεταμόρφωσε την πόλη. Χάρη στις ηγετικές ικανότητες του Pierre Mauroy και την ισχυρή πολιτική του θέληση, η Λίλλη ξεπέρασε τόσο την επίθεση της κριτικής όσο και την κρίση των ακινήτων που πέρασε η Γαλλία στη δεκαετία του ’90. Ένας ακόμα ζωτικός παράγοντας που εξασφάλισε την επιβίωση της Λίλλης ήταν ο Jean-Paul Baϊetto, ο χαρισματικός ηγέτης της υπηρεσίας σχεδιασμού της Λίλλης που επέβλεψε τις εργασίες από το 1988 μέχρι τον ξαφνικό του θάνατο το 1998. Σ’ αυτό το σημείο, το σχέδιο πέρασε σε μία άλλη φάση, υπό την επίβλεψη του Jean-Louis Subileau, του οποίου η αποστολή ήταν να εξασφαλίσει την εμπρόθεσμη παράδοση όλων των εργασιών, να βελτιώσει τη σχέση της Λίλλης με την πόλη και να προσδώσει μια αίσθηση ζεστασιάς.

Πανοραμική άποψη: πρώην στρατιωτική βάση μέρος της οποίας δόθηκε για τη δημιουργία υποδομών, μία «σπασμένη ζώνη» ανάμεσα στην παλιά Λίλλη και τα προάστια. Αυτή η ζώνη 70 εκταρίων έχει μετατραπεί σε ένα εμπορικό κέντρο περιφερειακής ακτινοβολίας, με τη λογική ότι θα μετατρέψει την μητρόπολη σε μια «Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα». Ένα πολεοδομικό σχέδιο ως απάντηση της οικονομικής κρίσης.

Η σύλληψη του αρχιτέκτονα Rem Koolhaas οξύνει τις υποδομές, ομαδοποιώντας τις κάτω από μία πλατφόρμα υψηλών κτιρίων. Τα στοιχεία αυτού του «νέου τύπου αστικού πυρήνα» - σταθμοί, εμπορικό κέντρο, πάρκο, συνεδριακό και εκθεσιακό κέντρο – συνδέονται μεταξύ τους με έναν κεντρικό δρόμο.

Το ρυθμιστικό σχέδιο και τα προγράμματα που υλοποιήθηκαν: το κέντρο Euralille, η περιοχή Saint Maurice, οι τομείς Romarin και Claude Rivière, το Lille Grand Palais και ο τομέας Γιουραλίλλ.

Ένας πυκνωτής ενέργειας ανάμεσα στο ιστορικό κέντρο και τη μητρόπολη «Η Λίλλη αποτελεί ένα νέο τύπου αστικού πυρήνα, είναι ένας πυκνωτής ενέργειας», λέει ο Jean-Louis Subileau. Η περιοχή των 70 εκταρίων που κρίθηκε κατάλληλη για το εγχείρημα ήταν πρώην στρατιωτική βάση που απελευθερώθηκε όταν γκρεμίστηκαν τα τείχη της πόλης για να κατασκευαστούν υποδομές. Πρόκειται για ένα είδος ρωγμής που διασχίζει περίπου 2 χιλιόμετρα ανάμεσα στο παλιό κέντρο της Λίλλης και τα περίχωρα και ήταν ακριβώς αυτή η ρωγμή που έθεσε το μεγάλο στόχο της στέγασης μίας περιοχής επιχειρήσεων.

Η Λίλλη τη νύχτα. Ύμνος στη μοντερνικότητα και το μεγαλείο των υποδομών.

Το σχέδιο εκπονήθηκε από τον Rem Koolhaas – θεωρητικό των μοντέρνων τάσεων και του αστικού χάους– και βασιζόταν στη μελέτη των υποδομών (TGV, δηλ. υπερταχύς σιδηρόδρομος, το οδικό δίκτυο …). O Koolhaas ομαδοποίησε την υποδομή σε μία «βάση», πάνω στην οποία τοποθέτησε τους «πύργους». Υπάρχει ένας κεντρικός άξονας που συνδέει τα κεντρικά κομμάτια του παζλ, όπως σταθμοί, το εμπορικό κέντρο, το πάρκο και το Lille Grand Palais (το συνεδριακό και εκθεσιακό κέντρο). Οι αρχιτεκτονικές συνιστώσες έχουν τοποθετηθεί με ακρίβεια στο μέρος. η αίσθηση κίνησης που δημιουργείται από την κατασκευή των σημαντικών υποδομών έχει υπολογιστεί προσεκτικά. και οι δημόσιοι χώροι έχουν συμμαζευτεί σε κοιλότητες. Ο Pierre Mauroy επέλεξε μερικά από τα μεγάλα ονόματα στην αρχιτεκτονική, όπως ο Christian de Portzamparc, ο Jean Nouvel, ο Claude Vasconi για να δώσουν στην πόλη μία «ώθηση». Ανέθεσε το συνεδριακό κέντρο στον Rem Koolhaas, ο οποίος σχεδίασε ένα κτίριο το οποίο «είναι γυμνό και χρηστικό, αλλά δελεαστικό». Ο Koolhaas παρέμεινε ο επικεφαλής αρχιτέκτονας κατά τη διεξαγωγή του έργου, προσαρμόζοντάς το σε διαρκείς αλλαγές, με σκληρές διαπραγματεύσεις με επενδυτές, που γινόταν ολοένα και πιο δύσκολες από το 1994 και εξής. Επίσης και όταν το Dondaines Park κηρύχθηκε διατηρητέο, ενώ είχε προβλεφθεί να στεγάσει τέσσερα οικοδομήματα

Το εμπορικό κέντρο σχεδιασμένο από τον Jean Nouvel και δύο υψηλά οικοδομήματα χτισμένα πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές TGV (αρχιτέκτονες Ch. de Portzampark και C. Vasconi): η αστική δομή έχει δημιουργηθεί από τα αρχιτεκτονικά έργα και όχι από τους δημόσιους χώρους, που παρουσιάζονται ως κοιλώματα.

Μια νέα εικόνα για τη μητρόπολη Οι ιδέες του Koolhaas που εφαρμόστηκαν στη Λίλλη συχνά υπήρξαν αντικείμενο μεγάλων διαφωνιών. Το εγχείρημα σχεδόν απέτυχε, αλλά σώθηκε όταν ξαναμελετήθηκε το επενδυτικό πλαίσιο στα 1999, και ακολούθησε έγκαιρη οικονομική ανάκαμψη. Ακόμα και οι πιο ισχυροί αντίπαλοι της Λίλλης παραδέχτηκαν τον δυναμισμό που μεταμόρφωσε την εικόνα της μητροπολιτικής περιοχής. Και, όπως φάνηκε, η έντονη συζήτηση απέβη ωφέλιμη, καθώς δημιουργήθηκαν θέσεις εργασίας (6.500 το 2001). Δεκατέσσερα εκατομμύρια άνθρωποι επισκέπτονται το εμπορικό κέντρο κάθε χρόνο, ενώ ένα εκατομμύριο το Lille Grand Palais. Ο οικονομικός και χρηματοδοτικός αντίκτυπος της δημιουργίας της Λίλλης είναι επίσης αναμφισβήτητος. Ένα από τα αυθεντικά χαρακτηριστικά του σχεδίου είναι ότι για να αντισταθμίσει την οικονομική ύφεση, τοποθέτησε την κεντρική του περιοχή, δηλ. το εμπορικό κέντρο και το πολιτιστικό σύμπλεγμα, ακριβώς στην καρδιά της πόλης. Το εμπορικό κέντρο έχει παίξει ένα ζωτικό ρόλο στην προώθηση της τοπικής οικονομίας, αφού βρίσκεται ακριβώς δίπλα στους σταθμούς της πόλης. Προσελκύει ένα πλήθος νέων ανθρώπων από τις γειτονικές κωμοπόλεις και δείχνει ανάγλυφα πόσο «οι προαστιακές αξίες έχουν μεταφερθεί στο κέντρο της μητρόπολης» σύμφωνα με μία μελέτη, στην οποία επίσης αναφέρεται ότι «η Λίλλη είναι χτυπητό παράδειγμα των αστικών αλλαγών». Αν και ειπώθηκε αυτό, στην πραγματικότητα η Λίλλη δεν έχει αγκυρωθεί καλά ανάμεσα στο παλιό κέντρο και στα περίχωρα.

Η δεύτερη φάση της Λίλλης Έχοντας ξεκινήσει με τόσο θεαματικές χειρονομίες που επιβεβαιώνουν την ταυτότητά της, η Λίλλη πέρασε σε μια δεύτερη αναπτυξιακή φάση το 1999. Αυτή βασίστηκε στην ανάλυση των δυσλειτουργιών της, ώστε να ανταποκριθεί στις πιέσεις της αγοράς –που δεν θέλει πια κτίρια «πύργους»– και των ντόπιων κατοίκων, που θέλουν βιώσιμες περιοχές και πράσινους χώρους. Το πρόγραμμα επεμβάσεων προβλέπει να ενδυναμωθεί ο πυρήνας της πόλης, να ξεκινήσουν νέα οικοδομικά προγράμματα και να συμπληρωθεί το δίκτυο των δημόσιων χώρων, με το να δημιουργηθούν συνδέσεις ανάμεσα στα περίχωρα και την παλιά πόλη. Ο Jean-Louis Subileau συνεχίζει τον προσανατολισμό του προκατόχου του ως προς την αρχή «τομές και συνέχειες», αναζητώντας να διαμορφώσει την πόλη «μέσα και γύρω» από τη Λίλλη. Είναι αποφασισμένος να διατηρήσει τις υψηλές αρχιτεκτονικές προδιαγραφές, αφήνοντας επίσης στους σχεδιαστές ένα αρκετά ελεύθερο πεδίο δράσης.

Φωτογραφία πάνω Οι πύργοι της Λίλλης και το ιστορικό κέντρο: η προσπάθεια να αγκυρωθούν τα προάστια στην παλιά πόλη δεν απέβη επιτυχημένη. Παίρνοντας ένα μάθημα από αυτό, η δεύτερη φάση του σχεδίου του Γιουραλίλλ εντοπίζεται στη δημιουργία δεσμών ανάμεσα στις γειτονιές που περιβάλλουν την περιοχή επιχειρήσεων. Φωτογραφία κάτω Το Romarin, που ανήκει στο δήμο του La Madelaine (Fr. Grether, πολεοδόμος) και χτίστηκε γύρω από μια δενδροφυτευμένη λεωφόρο, συνδέει το Γιουραλίλλ με το Grand Boulevard, την κύρια υπεραστική οδό, η οποία οδηγεί από τη Λίλλη στο Roubaix, το Tourcoing και το Βέλγιο.

Η φάση για το 2000-2010: διάλογος με την πόλη Οι προγραμματισμένες επιχειρήσεις για το 2000-2010 είναι τολμηρές και στρέφονται προς το χτίσιμο μιας ισχυρής ταυτότητας. Κάθε σχέδιο επιδρά διαφορετικά στην πόλη, ανάλογα με το υφιστάμενο πλαίσιο, το οποίο επηρεάζει το αν οι σύγχρονες δομές θα συνδυαστούν ομαλά με τις ήδη υπάρχουσες χωρίς φόβο εκπλήξεων. Πολυάριθμοι δημόσιοι χώροι έχουν αναπτυχθεί γύρω από το Euralille Centre (πυρήνας του σχεδίου, που περιλαμβάνει γραφεία και ξενοδοχεία), δημιουργώντας τον εξαιρετικά αναγκαίο όγκο κυκλοφορίας πεζών. Τα παραδείγματα περιλαμβάνουν το Place des Buisses (μια πλατεία που έχει αναπλαστεί από τον Jean Nouvel και τη Florence Bougnoux). μια γέφυρα για πεζούς από τον François Delaugiers, μια νέα λεωφόρο που συνδέει την περιοχή επιχειρήσεων με το Place du Romarin. και το ξεκίνημα του Grand Boulevard (του μεγάλου δρόμου που συνδέει τη Λίλλη με το Roubaix, το Tourcoing και το Βέλγιο). Στο βορρά, ένα σχέδιο για μια γειτονιά με το όνομα “Romarin” έχει προταθεί από τον σχεδιαστή François Grether. Η πρόταση απαιτεί το πέρασμα μιας δενδροφυτεμένης λεωφόρου μέσα από τον δήμο La Madelaine, η οποία κατά τον τρόπο αυτό θα «φέρνει κοντά» απομακρυσμένα κτίρια και πιο παραδοσιακούς δημόσιους χώρους. Γραφεία και σπίτια ενώνουν τη γειτονιά με τον προϋφιστάμενο αστικό ιστό. Προς τα δυτικά, μια νέα γειτονιά με το όνομα Saint Maurice σχεδιάστηκε από μία ομάδα με επικεφαλής τον Xaveer de Geyter, με κύριο χαρακτηριστικό ένα παιχνίδι με τη διαφορά επιπέδων στη γη. Η ομάδα επινόησε ένα ποικίλο δίκτυο εξωτερικών χώρων, που περιλαμβάνει δημόσιους κήπους, δρόμους, αδιέξοδα και χώρους στα δώματα των κτιρίων. Τα κτίρια, τα οποία ανατέθηκαν σε περίπου δέκα κατασκευαστικές εταιρείες και αρχιτέκτονες, περιλαμβάνουν δύο διαφορετικές κλίμακες. Μερικά φτάνουν στο ύψος τους τρεις με τέσσερις ορόφους, συγχωνευόμενα με τα γειτονικά προάστια και άλλα φτάνουν τα έξι ή οχτώ πατώματα, σε ανάμνηση των οικοδομών της Λίλλης. Η Λίλλη 2 εκτείνεται από την περιοχή επιχειρήσεων προς το νότο, καλύπτοντας 22 εκτάρια. Στο σχέδιο που προτάθηκε από την ομάδα Dusapin-Leclercq, ένας σκουπιδότοπος μεταμορφώθηκε σε «κατοικημένο δάσος» όπου τα χαμηλά κτίρια είναι βυθισμένα στο πράσινο και προστατευμένα από το θόρυβο με μία σειρά δημόσιων εξυπηρετήσεων. Μία γειτονιά που ονομάζεται Chaude Rivière συνδέει τη Λίλλη 1 με τη Λίλλη 2. Η ιδέα ήταν να αναπτυχθεί γύρω από ένα σύμπλεγμα χώρων ψυχαγωγίας κοντά στο Dondaines Park (6 εκταρίων). Η ανάπτυξη επίσης συνεπάγεται την κατασκευή μιας λεωφόρου και το χτίσιμο αυτού που ονομάζεται «χώρος υποδοχής Rotterdam», το οποίο θα ανοίξει νέα σημεία πρόσβασης στους σταθμούς και το εμπορικό κέντρο. πάνω Το οικοδομικό τετράγωνο γραφείων Souham (αρχιτέκτονες Chaix και Morel – 2004), που βρίσκεται κοντά στο σταθμό Lille Flanders (τον πρώην μητροπολιτικό σιδηροδρομικό σταθμό) και το εμπορικό κέντρο της Λίλλης. Το σχέδιο στοχεύει να εξασφαλίσει τη μετάβαση από μια υφιστάμενη αστική οντότητα σε σύγχρονες αστικές μορφές σεβόμενο το υφιστάμενο πλαίσιο αλλά και αποτολμώντας ένα άλμα σε νέα πεδία. κάτω Το Saint Maurice, με τους δημόσιους χώρους σχεδιασμένους στο χάρτη: μια περιοχή με μεγάλη έμφαση στο πράσινο και στους κήπους (πολεοδόμοι αρχιτέκτονες X. de Geyter και LalouxLebecq. αρχιτέκτων τοπίου F. Fendrich). Αυτή η νέα γειτονιά κατοικιών (405 μονάδες – 2002-2003), χρησιμεύει ως μεταβατική ζώνη ανάμεσα στα υψηλά κτίρια της Λίλλης και τις οικογενειακές κατοικίες του προαστίου Saint Maurice. Έχει διατηρήσει τα δέντρα, παίζοντας με τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους και φυτεύοντας πράσινους χώρους και κήπους στις ταράτσες.

Η Λίλλη 2 και το “κατοικημένο δάσος” , το οποίο εμπνεύστηκε η ομάδα του Duscapin-Leclerq (σε συνεργασία με τους TER αρχιτέκτονες τοπίου) σε μια μη προνομιούχα γεωγραφική θέση, λόγω της γειτνίασης με σκουπιδότοπους και υπεραστικό δρόμο: χαμηλές κατοικίες φωλιάζουν στο πράσινο, προστατευμένο από τον θόρυβο χάρη σε κτίρια γραφείων και διάφορες εξυπηρετήσεις. Η επέκταση της Λίλλης προς το νότο πρόσφερε στο Lille Grand Palais επιπλέον εκθεσιακό χώρο και έδωσε τη δυνατότητα στην Περιφέρεια να χτίσει μία καινούρια έδρα.

Μια Ευρωπαϊκή μητρόπολη και το οπλοστάσιό της Ο νέος διεθνής σκοπός της Λίλλης είναι ο καρπός επτάχρονων εργασιών της υπηρεσίας πολεοδομίας η οποία ανέλαβε να αναθεωρήσει το αρχικό ρυθμιστικό σχέδιο. Το αναθεωρημένο σχέδιο, που συμπληρώθηκε το 2001, επικεντρώθηκε σε διάφορους στόχους. Πρώτον, να αναβαθμίσει το φυσικό τοπίο και να ανεβάσει την ποιότητα του αστικού σχεδιασμού. Δεύτερον, να δημιουργήσει δεσμούς ανάμεσα στην πόλη και τα προάστια. Τρίτον, να αναπτύξει τις αρχές μιας «ανανεωμένης πόλης», δηλαδή να δημιουργήσει έναν πυρήνα ο οποίος θα τραβήξει την προσοχή στο προσόν–κλειδί της πόλης, το ότι δηλαδή είναι μια μητροπολιτική περιοχή που διαπερνά τα εθνικά σύνορα (δύο εκατομμύρια κάτοικοι, ένα τρίτο των οποίων είναι Βέλγοι) και συνδέεται με όλη την βόρεια Ευρώπη μέσω τρένων πολύ μεγάλης ταχύτητας. Συνεργασίες έχουν δημιουργηθεί για να εξασφαλίσουν ότι το εγχείρημα θα πετύχει. Για παράδειγμα, το 1990 το συμβούλιο της Μείζονος Λίλλης (που ιδρύθηκε το 1968) και το δημοτικό συμβούλιο της πόλης της Λίλλης δημιούργησαν μια ημιδημόσια εταιρεία με το όνομα SAEM Euralille για να ενισχύσει τους δεσμούς ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Το 1992, το κράτος, η περιφέρεια και η Μείζων Λίλλη υπέγραψαν το πρώτο τους συλλογικό συμβόλαιο, το οποίο βοήθησε στην επιτάχυνση της αστικής ανάπτυξης της περιοχής (από την οποία ωφελήθηκε επίσης και το κανάλι Roubaix).

ROUBAIX

Ρουμπαί

Η αναγέννηση μιας πόλης σε κρίση

Για πολλά χρόνια το Ρουμπαί ήταν το σύμβολο της οικονομικής ύφεσης, με ένα δείκτη ανεργίας στο 27% και το χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην ευρύτερη περιοχή της Λίλλης. Τα καταστήματα στο κέντρο έκλειναν και η πόλη φημιζόταν για την επικινδυνότητά της. Από τότε της έχει δοθεί μία νέα εικόνα και μέλλον, χάρη σε μία σειρά από προγράμματα-έργα τα οποία προκάλεσε ο René Vandierendonck, δήμαρχος του Ρουμπαί από το 1994 και πρώην υπεύθυνος του τοπικού τμήματος πολεοδομικού σχεδιασμού. Όπως εξηγεί ο ίδιος, ο στόχος ήταν να προσελκύσει ιδιώτες επενδυτές βελτιώνοντας τη σχεδιαστική ποιότητα της πόλης, βασιζόμενος στην ιδέα «την κάνω καλύτερη και ομορφότερη από τους άλλους». Μελέτες ξεκίνησαν και συνεργασίες δημιουργήθηκαν με ταλαντούχους σχεδιαστές. Το πρώτο βήμα ήταν να αναμορφώσει τους δημόσιους χώρους, με την προοπτική να κερδίσει με το μέρος του τους καταστηματάρχες και τις κατασκευαστικές εταιρίες κατοικιών. Το επόμενο βήμα ήταν να προωθήσει μια πολιτιστική πολιτική που θα έκανε τους κατοίκους του Ρουμπαί περήφανους για την πόλη τους ξανά. Η όλη διαδικασία περιστράφηκε γύρω από την υπεράσπιση της αντίληψης για μία «ανανεωμένη πόλη», μέσω ενεργητικών και εφευρετικών πρωτοβουλιών που θα οδηγούσαν στην προετοιμασία του εδάφους για ανάπτυξη, συνυφασμένη με τη δομή της πόλης. Ο Ρενέ Βαντιερεντόνκ, ο οποίος είναι παράλληλα και αντιπρόεδρος του συμβουλίου της ευρύτερης περιοχής της Λίλλης και του περιφερειακού συμβουλίου, δηλώνει ότι το να σταματήσεις την άναρχη αστική εξάπλωση συνεπάγεται «ανάκτηση των εσωτερικών τμημάτων της πόλης, πράγμα το οποίο απαιτεί μία αρμονική στρατηγική ανάπλασης στο σύνολο της αστικής περιοχής». Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την εμπορική ανάπτυξη στα προάστια.

Η μεταμόρφωση του καναλιού του Ρουμπαί. Αυτό το πίσω μέρος της πόλης που σχεδιάστηκε για να εξυπηρετεί τα εργοστάσια μεταμορφώθηκε σε ένα αστικό κανάλι: οι όχθες του ποταμιού φυτεύτηκαν και μετατράπηκαν σε δρόμους περιπάτου και έγιναν επεμβάσεις στις γειτονικές εγκαταλελειμμένες περιοχές, σε μια μεγάλου βεληνεκούς μεταμόρφωση της περιοχής.

Το κανάλι και η διάσωση της πόλης Η ανάπλαση του Ρουμπαί ξεκίνησε με τη διάσωση ενός καναλιού 17 χιλιομέτρων, το οποίο χρησιμοποιούνταν για την εξυπηρέτηση των εργοστασίων και το οποίο διέσχιζε 6 μικρές πόλεις. Όταν η υπηρεσία μητροπολιτικού σχεδιασμού της Λίλλης ξεκίνησε ένα διαγωνισμό σχεδιασμού το 1993 (ο οποίος θεωρήθηκε μία τρελή ιδέα για την εποχή), το κανάλι βρισκόταν υπό την απειλή του να μετατραπεί σε δρόμο διπλής κατεύθυνσης. Ωστόσο χάρη στο σχέδιο του Κριστιάν Ντεβιγιέ που κέρδισε το διαγωνισμό, το κανάλι –στην πραγματικότητα το φόντο της πόλης- έγινε αστική υδάτινη οδός. Οι όχθες του φυτεύτηκαν και μετατράπηκαν σε χώρους περιπάτου. Οι περιβάλλοντες άχρηστοι χώροι προσφέρουν δυνατότητες για μία ριζοσπαστική αναμόρφωση. Υπάρχει ακόμη και συζήτηση για την επαναδημιουργία αποβαθρών και αναχωμάτων έτσι ώστε οι βάρκες και οι μαούνες να χρησιμοποιούν ξανά το κανάλι. Στη συνέχεια ο Κριστιάν Ντεβιγιέ εργάστηκε για ένα καθοδηγητικό σχέδιο (το πρώτο στη Γαλλία) για τις διάφορες συνοικίες του Ρουμπαί και του Τουρκουά. Στόχος του ήταν να «αναδιοργανώσει τις γειτονιές και να εξαλείψει τον κοινωνικό αποκλεισμό με την ανάπλαση των αστικών χώρων». Ήταν ένα «στρατηγικό έγγραφο, όχι χαραγμένο στην πέτρα, αλλά ανοικτό στον συνεχή διάλογο». Έγινε ο οδηγός για την ανάπλαση του Ρουμπαί, οποιασδήποτε κλίμακας πρωτοβουλίες και αν πάρθηκαν. Μία από τις προτάσεις για παράδειγμα ήταν να ελιχθεί μία ζώνη πρασίνου ανάμεσα στις γειτονιές. Προτάθηκε ακόμη η ύπαρξη ενός δικτύου λεωφόρων αντί της δημιουργίας μεγάλης κλίμακας αυτοκινητοδρόμων. Η τελευταία ιδέα έγινε αποδεκτή αλλά έχει υλοποιηθεί τμηματικά, αποδεικνύοντας την απουσία ενός συλλογικού οργάνου λήψης αποφάσεων και δράσης.

Το κέντρο: αναμορφώνοντας την κεντρική πλατεία Επιπρόσθετα στο καθοδηγητικό σχέδιο–το οποίο καλύπτει όλες τις υποβαθμισμένες περιοχές- πάρθηκαν πρωτοβουλίες για την επαναζωογόνηση του κέντρου, το οποίο, όντας ετοιμόρροπο, έθετε σε κίνδυνο το μέλλον ολόκληρης της πόλης. Ο αρχιτέκτονας-πολεοδόμος Bernard Huet αναδείχθηκε νικητής σε ένα διαγωνισμό σχεδιασμού για την κεντρική πλατεία, η οποία ήταν αφημένη στο έντονο κυκλοφοριακό πρόβλημα και τελείως άδεια από κατοίκους. Το σχέδιο του Ουέτ «απλό και οικονομικό, προίκισε και πάλι το κέντρο με μία ισχυρή ταυτότητα». Έψαξε να ανασυντάξει την ιστορία του τόπου σε μια απόπειρα να υπογραμμίσει τα γνωρίσματά του («ένα αστικό σχέδιο υπάρχει πάντα στο έδαφος⋅ το μόνο που χρειάζεται είναι να το διαβάσουμε, όπως ένα μέσον»). Αναδιάρθρωσε όλο το κυκλοφοριακό σύστημα, δημιούργησε μία πεζοδρομημένη περιοχή, ξαναδούλεψε το δρόμο περιπάτου και δεντροφύτεψε τις λεωφόρους. Επίσης αναμόρφωσε τους χώρους στάθμευσης και πρότεινε ποικίλες λύσεις για την ένταξη του υπόγειου σιδηροδρόμου στο τοπίο της πόλης. Το έργο αυτό έκανε ξανά τους κατοίκους να αισθάνονται περήφανοι ξανά για την πόλη τους και τους παρακίνησε να βάψουν ξανά τις προσόψεις των κτιρίων τους. Ακόμη αποτέλεσε ένα συντακτικό για τους δημόσιους χώρους του Ρουμπαί, το οποίο έχει επαναληφθεί σε άλλα σχέδια που έγιναν σε ολόκληρη την πόλη.

Η γέφυρα Sartel.

Το σχέδιο του Κριστιάν Ντεβιγιέ για το κανάλι. Tο «καθοδηγητικό σχέδιό» του, ένα σύνολο στρατηγικών ντοκουμέντων για το μέλλον της περιοχής του Roubaix και της Tourcoing, προτείνει την ανάληψη διαφορετικών δράσεων, μεγαλύτερης ή μικρότερης κλίμακας: ένα δίκτυο πάρκων, για παράδειγμα, ή την ανάπτυξη αστικών λεωφόρων στη θέση των αυτοκινητοδρόμων.

Η «πόλη μέσα στην πόλη» και η στρατηγική αξιοποίησης της: η ανάπτυξη του καναλιού η μεταμόρφωση της κεντρικής πλατείας Grand Place το εμπορικό κέντρο McArthur Glen η οικονομική αξιοποίηση του κέντρου της πόλης η αναζωογόνηση της περιοχής Epeule το εργοστάσιο Roussel το Μουσείο Τέχνης και Υφαντουργίας το αρχείο επαγγελματικής απασχόλησης Το κτίριο που λέγεται «Η κοινωνική κατάσταση»

Μια στρατηγική για την τόνωση του εμπορίου Η κωμόπολη του Ρουμπαί επωφελήθηκε από τη νέα γραμμή του υπόγειου σιδηροδρόμου η οποία ήταν προγραμματισμένη να αρχίσει τη λειτουργία της το 1999, εγκαινιάζοντας μία πολιτική με στόχο την τόνωση του τοπικού εμπορίου. Νέα εμπορική δραστηριότητα χρειαζόταν επειγόντως, δεδομένου ότι το εμπορικό κέντρο «Ρουμπαί 2000» ήταν σε κρίσιμη κατάσταση, με καταστήματα συνολικού εμβαδού 30000τ.μ. να έχουν κλείσει. Με μια συνολική στρατηγική συντάχθηκαν οικονομικές και γεωγραφικές μελέτες, προσελκύστηκαν καταστήματα για το κέντρο και ενισχύθηκαν οι δημόσιοι χώροι. Ο Βαντιερεντόνκ αναφέρει: «Το να τονίσεις τους δημόσιους χώρους μπορεί να αντιστρέψει τις αντιδράσεις των ιδιωτών επενδυτών, μπορεί να εστιάσει το ενδιαφέρον τους σε ένα γεωγραφικό τομέα που θα είχαν διαφορετικά αγνοήσει». Η προσέγγιση απέδωσε για την πλειονότητα των επεμβάσεων που ξεκίνησαν στο κέντρο της πόλης. Η εταιρία McArthur Glen είπε ότι ενδιαφερόταν να ανοίξει ένα από τα καταστήματα ευκαιριών στην περιοχή αλλά δεν το έπραξε γιατί η συνολική πολιτική της επέβαλλε να περιοριστεί στα προάστια. Έτσι η τοπική αρχή πρότεινε μία άλλη ιδέα, συγκεκριμένα να αναδημιουργήσει τη Rue de Lannoy -τον πρώτο εμπορικό δρόμο του Ρουμπαί- κτίζοντας καταστήματα και στις δύο πλευρές ενός πεζοδρομημένου εμπορικού δρόμου. Η τοπική αρχή συμφώνησε να οικοδομήσει και να διαχειριστεί τη λεωφόρο, συμπεριλαμβανόμενης της δημιουργίας κατάλληλης πρόσβασης και στάθμευσης. Αποφασίστηκε ότι η κωμόπολη έπρεπε να κρατήσει εκεί τους ιδιοκτήτες της περιοχής αλλά με την προϋπόθεση ότι αυτοί θα πρότειναν μία μακροχρόνια μίσθωση στην McArthur, η οποία πρόθυμα είχε επενδύσει περισσότερα από όσα αρχικά σχεδίαζε. Αυτό αποδείχθηκε τρομερά επιτυχημένο, με τους αγοραστές να έρχονται από ολόκληρη τη μητροπολιτική περιοχή και το Βέλγιο. Η ίδια προσέγγιση υιοθετήθηκε και κοντά στην κεντρική πλατεία. Ένα μεγάλο κατάστημα κτίστηκε σε ένα οικόπεδο αγορασμένο από την τοπική αρχή, δεδομένης της έλλειψης τέτοιων καταστημάτων στην ευρύτερη περιοχή της Λίλλης. Επίσης κτίστηκε μία εμπορική στοά (διάφανου σχεδιασμού), για να αναζωογονήσει τον κύριο δρόμο και να τονώσει το συνοικιακό λιανικό εμπόριο το οποίο ενισχύθηκε περαιτέρω με τη δημιουργία μιας ελεύθερης ζώνης. Ένας οργανισμός καταστηματαρχών βοηθάει το εγχείρημα να κυλάει ομαλά. Η επενδυτική πολιτική έχει αποφέρει καρπούς. Τα 48.8 εκατομμύρια ευρώ που επενδύθηκαν από τις τοπικές αρχές στο κέντρο για δημόσιους χώρους και δημιουργία χώρων στάθμευσης έχουν ξεπεραστεί κατά πολύ από τις ιδιωτικές επενδύσεις(24.4 εκατομμύρια ευρώ από την McArthur Glen, 38.2 εκατομμύρια επενδυμένα στο εμπορικό κέντρο Casino Gerec, 8 εκατομμύρια ευρώ για τον πολυκινηματογράφο Pathe κλπ.). Η στρατηγική της αποκατάστασης του εμπορικού παλμού απλώθηκε και σε άλλα σημεία της πόλης, με πολλά συμβόλαια για επενδύσεις σε εξέλιξη, όπως αυτό στη γειτονιά Epeule.

Ένα σχέδιο ανάπτυξης βασιζόμενο σε κοινωνικές ευαισθησίες Ένας από τους κύριους στόχους της ανανέωσης του Ρουμπαί ήταν η προσέλκυση επενδυτών και η επιστροφή της μεσαίας τάξης. Ωστόσο βασικός σκοπός ήταν αδιαφιλονίκητα το να γίνει η πόλη καλύτερος τόπος διαβίωσης για τους κατοίκους. Κάθε επένδυση γινόταν με σκοπό την τόνωση της τοπικής απασχόλησης, απέναντι στη μεγάλη ανεργία, απότοκο της ανεπαρκούς εξειδίκευσης. Η συμμετοχή των κατοίκων στα κοινά είναι μια ακλόνητη παράδοση στο Ρουμπαί, η οποία χρονολογείται από τη δεκαετία του 1970 όπως και οι αγώνες των κατοίκων γύρω από την Alma Gare η οποία υφίσταται αναδιάρθρωση. Αυτή η συμμετοχή οργανώνεται μέσα από τοπικές επιτροπές οι οποίες έχουν τη βοήθεια κατοίκων επιφορτισμένων με το καθήκον αυτό, οι οποίοι πληρώνονται από το κράτος και την περιφέρεια για να διευκολύνουν τη συζήτηση πάνω στα νέα σχέδια. Το συμβούλιο του Ρουμπαί προσπάθησε να τονώσει την ανάπτυξη των συνοικιών της πόλης και να παρακινήσει ιδιωτικές επενδύσεις, για να μπει ένας φραγμός στην επιδείνωση των κατοικιών. Γι ’αυτό έχει χρησιμοποιήσει όλα τα διαθέσιμα μέσα: αναπτυξιακά σχέδια επιδοτούμενα από το κράτος, προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας (69 εκατομμύρια ευρώ για επενδύσεις σε υποβαθμισμένες περιοχές μεταξύ του 1997και του 2000) και εντοπισμό αστικών περιοχών για επεμβάσεις κατά προτεραιότητα. Ως αποτέλεσμα, το Roubaix έχει αναζωογονήσει τις γειτονιές του και ένα από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν η ανακαίνιση σχολικών κτιρίων που ήταν σε πολύ κακή κατάσταση.

Η κεντρική πλατεία Grand Place, σχέδιο του Bernard Huet

Ο διευθυντής και υπεύθυνος προώθησης των καταστημάτων ευκαιριών McArthur Glen, ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της πόλης: αντί της εγκατάστασης των καταστημάτων στα προάστια, αναδημιούργησε έναν ιστορικό δρόμο, σήμερα ένα εμπορικό πεζόδρομο, την ευθύνη του οποίου έχει η τοπική αρχή. Αυτό το εγχείρημα, η πρώτη υλοποίηση της πολιτικής για αναγέννηση του εμπορίου, που άγγιξε το κέντρο του Ρουμπαί, επέτυχε χάρη στην παρουσία του υπόγειου σιδηροδρόμου και τη γειτνίαση με το Βέλγιο.

Μεταμόρφωση της κεντρικής πλατείας Grand Place από τον Bernard Huet. Έχει σχεδιάσει μία νέα διάταξη, αναδιοργανώνοντας τις διαφορετικές κινήσεις (ανεμπόδιστη κίνηση των πεζών, φυτεμένοι δρόμοι περιπάτου, περιορισμός της κίνησης του αυτοκινήτου). Οι κάτοικοι είναι και πάλι περήφανοι για τη πόλη τους και νιώθουν ασφάλεια χάρη στην ανάπλαση.

Η πλατεία Grand Place πριν την επέμβαση.

Πολιτισμός, κληρονομιά και επανάκτηση της υπερηφάνειας Ένα άλλο βασικό όχημα του δυναμισμού του Ρουμπαί και της ανάκτησης της αστικής υπερηφάνειας από τους πολίτες του είναι το ότι η ανάπλασή του βασίζεται στην ενίσχυση των κτιρίων που είναι κληροδοτήματα της πόλης. Για παράδειγμα, το Μουσείο Τέχνης και Υφαντουργίας βρίσκεται σε ένα όμορφο κτίριο κολυμβητηρίου Art Deco το οποίο έχει μετατραπεί από τον αρχιτέκτονα Jean-Paul Philipon. Το μουσείο είναι ένα «μέσον με κύρος» στη σύναψη δεσμών με το βιομηχανικό παρελθόν της πόλης, ενώ παράλληλα συμβάλλει στη νέα της εικόνα. Άλλες ενδιαφέρουσες μετατροπές κτιρίων περιλαμβάνουν δύο πρώην βιομηχανικά κτίρια. Το ένα είναι το κτίριο των αρχείων επαγγελματικής απασχόλησης (το οποίο έχει μετατρέψει ο αρχιτέκτονας Alain Sarfati), και το άλλο είναι ένα κέντρο χορού (αποκατεστημένο από τον Jean-Charles Huet), το οποίο έχει δώσει νέα ζωή στην περιοχή της Epeule. Συμπληρωματικά αρκετά κτίρια πανεπιστημίων έχουν μεταμορφώσει μία σειρά από πρώην βιομηχανικές περιοχές και ένα εξαιρετικό κτίριο γνωστό ως «Η κοινωνική κατάσταση» (La Condition Publique) προγραμματίζεται να αποδοθεί στις τέχνες του θεάματος.

Τεχνικά Στοιχεία ΡΟΥΜΠΑΙ Πόλη του Ρουμπαί: 1.300 εκτάρια, 100.000 κάτοικοι Κανάλι του Ρουμπαί Αναθέτουσα αρχή και έργα: Μείζων Λίλλη, υπηρεσίες πολεοδομικού σχεδιασμού του Ρουμπαί και του Τουρκουά. Μελετητής: Κριστιάν Ντεβιγιέ (διεθνής διαγωνισμός το 1993) Ανάπλαση της κεντρικής πλατείας Αναθέτουσα αρχή και έργα: Ευρύτερη περιοχή της Λίλλης Μελετητής: Bernard Huet (διαγωνισμός ιδεών το 1994) Εμπορικά κέντρα Κατασκευαστική εταιρεία:

Το πάρκο Brondeloire στην περιοχή Epeule: Ένα από τα συνθετικά του νέου δικτύού πάρκων σε μια από τις προβληματικές γειτονιές.

Το εργοστάσιο Roussel, μετατράπηκε σε ακαδημία χορού, επίκεντρο της αναζωογόνησης της Epeule.(αρχιτέκτονας J.C. Huet).

Το Art Deco κτίριο που προηγουμένως φιλοξενούσε ένα κολυμβητήριο έχει γίνει το Μουσείο Τέχνης και Υφαντουργίας (αρχιτέκτονας J.P. Philippon). Σύμβολο κύρους, το μουσείο έχει δημιουργήσει δεσμούς με τη βιομηχανία και συμβάλλει στη νέα εικόνα του Roubaix.

LORIENT Λοριάν Ανανεώνοντας χωρίς απόρριψη Τα τελευταία 15 χρόνια η Λοριάν έχει ξεκινήσει μία στρατηγική ανανέωσης της πόλης μέσα στην πόλη και έχει αποδυθεί σε ένα φιλόδοξο πρόγραμμα αστικής και οικονομικής αναζωογόνησης. Η πόλη είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά στο ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο και είχε ανοικοδομηθεί σύμφωνα με την ύπαρξη διαθέσιμης γης, διαρρηγνύοντας τη σχέση της με τη θάλασσα αλλά και τη συνοχή της. Σήμερα οι συνοικίες εργατικών κατοικιών της Λοριάν ανακαινίζονται και άδεια οικόπεδα οικοδομούνται, όπως το Lorientis, ένα νέο κέντρο γύρω από το σταθμό. Νέες σχέσεις δημιουργούνται ανάμεσα στην πόλη και το λιμάνι (όπως στις αποβάθρες ή στο εμπορικό μώλο) και η πρώην βάση των υποβρυχίων αλλάζει λειτουργία. Βελτιωμένη από τη λογική και τη συνοχή της αντίληψης του αστικού σχεδιασμού και της πρακτικής της εμπειρίας, η πόλη Lorient υιοθέτησε ένα συνολικό αστικό σχέδιο ανάπτυξης από το 1996. Quai de rohan: επανεντάσσοντας ένα μεγάλο οικιστικό συγκρότημα μέσα στην πόλη. Αυτό το συμβολικό πρόγραμμα ανανέωσης απέδειξε ότι οι δραστικές αλλαγές μπορούν να σφυρηλατηθούν χωρίς τη εύκολη λύση της κατεδάφισης της προϋπάρχουσας κατάστασης. Τρία παράλληλα επιμήκη κτίρια («μπάρες») κτίστηκαν στη δεκαετία του 1960 με έντεκα ορόφους το κάθε ένα⋅ η μία «μπάρα» έχει μήκος 160 μέτρα και οι άλλες δύο 80 μέτρα. Κακής ποιότητας προκατασκευασμένα πανώ από μπετόν, έλλειψη ηχομόνωσης και ετοιμόρροπα εξωτερικά τμήματα οδηγούσαν το Quai de Rohan να εξελίσσεται σε μία ζώνη κοινωνικού αποκλεισμού, παρά την πρόσδεση των κατοίκων στην περιοχή τους, τόσο έντονη ώστε να αποτρέπει την κατεδάφισή της. Ο δήμαρχος, Jean-Yves Le Drian, ζήτησε τις υπηρεσίες του Ronald Castro (αρχιτέκτονα ιδρυτικού στελέχους του Banlieues 89), ο οποίος μετά από επτά χρόνια υπομονετικής επεξεργασίας της μορφής κατόρθωσε να μεταμορφώσει τη γειτονιά. Επεξεργασία της μορφής εδώ σήμαινε το εξής: κλάδεμα και κόψιμο της μεγάλης “μπάρας” για να επιμηκυνθεί ο δρόμος και να ανοιχτεί η πρόσβαση στη θάλασσα⋅ τρύπημα των κτιρίων για να αλλάξει η θέα από μέσα⋅ κλιμάκωση του ύψους των κτιρίων⋅ δημιουργία στοιχείων που προεξέχουν στην όψη, όπως παράθυρα, μπαλκόνια, διαδρομές και γείσα⋅ επανασχεδιασμός των διαμερισμάτων σε συμμόρφωση με τους κανόνες και διαφοροποίησή τους, με αύξηση των τύπων από 4 σε 52⋅ κατασκευή νέων κτιρίων σε αντικατάσταση των κατεδαφισμένων διαμερισμάτων (κτίρια με νέες δραστηριότητες, όπως διαμερίσματα για νέους ανθρώπους και για άτομα με ειδικές ανάγκες, και ένα σύστημα από ανοικτά οικοδομικά τετράγωνα)⋅ ανανέωση των δημόσιων χώρων⋅ και ένταξη ξανά της περιοχής στην πόλη. Ο Ronald Castro και η Sophie Denisof έχουν αναδείξει τα χαρακτηριστικά της περιοχής τα οποία αγνοούνταν προηγουμένως, κυρίως από τη θάλασσα και το κέντρο της πόλης τα οποία ήταν μάλιστα σε δύο βήματα απόσταση μεταξύ τους. Οι κάτοικοι του συγκροτήματος είναι περήφανοι ξανά που ζούνε εκεί και την ίδια στιγμή η πόλη επανασυνδέθηκε με το παρελθόν της.

Quai de Rohan, τρία επιμήκη υψηλά κτίρια (“μπάρες”) κτισμένα το 1960 (αριστερή σελίδα πάνω) και ανακατασκευασμένα από τον Ronald Castro: τα μεγαλύτερο κτίριο χαμήλωσαν για να επιμηκυνθεί ένας δρόμος, οι όροφοι μειώθηκαν κλιμακωτά, διάδρομοι διανοίχτηκαν και δημιουργήθηκαν μπαλκόνια, περάσματα και τοξωτά παράθυρα, επανασχεδιάστηκαν τα διαμερίσματα, αναπτύχθηκαν δραστηριότητες και δημόσιοι χώροι… Η ανακαίνιση ενισχύει τα χαρακτηριστικά της γειτονιάς κοντά στη θάλασσα αλλά και στο κέντρο, επιτρέποντας στους κατοίκους να νιώθουν υπερηφάνεια για τους χώρους που τους περιβάλλουν.

Συνδυάζοντας ενέργειες Η δύναμη του αστικού και αρχιτεκτονικού σχεδιασμού δημιούργησαν ένα δυναμισμό ο οποίος εξελίχθηκε σε ένα φιλόδοξο κοινωνικό πρόγραμμα και σπινθηροβολούσε νέες συνδυασμένες ενέργειες. Οι κάτοικοι πέρασαν μέσα από πολλά κοινωνικά προγράμματα και, με τη συνεχή υποστήριξη των αρχών, δημιουργήθηκαν ξενοδοχεία για την προσωρινή τους στέγαση. Συμπληρωματικά στα κοινωνικά, εκπαιδευτικά και οικονομικά προγράμματα (δηλ. οικονομικής βοήθειας) υπήρχαν ατομικές συζητήσεις με τους κατοίκους για την ανακαίνιση των κατοικιών τους. Η τοπική αρχή προσέφερε σταθερή υποστήριξη και έθεσε τη διπλή πρόκληση του να κερδίσει ξανά την παράκτια ταυτότητα της πόλης και να εστιάσει ταυτόχρονα στην κοινωνική στέγαση. Χρειάστηκε μεγάλη αντοχή και διοικητική φαντασία για να χρηματοδοτηθούν τέτοιας μεγάλης κλίμακας επεμβάσεις, αλλά η επιχείρηση αποδείχθηκε επιτυχής, στρώνοντας το δρόμο και για άλλα προγράμματα ανακαίνισης κατοικιών.

Η βάση των υποβρυχίων: για ένα νέο οικονομικό δυναμισμό Απ’ όλα τα άδεια οικόπεδα που οικοδομήθηκαν ή οικοδομούνται στη Λοριάν, η βάση των υποβρυχίων είναι το πιο σημαντικό κομμάτι. Καταλαμβάνει έκταση 22 εκταρίων η οποία βλέπει πίσω στην ιχθυόσκαλα, 6 εκτάρια από τα οποία καταλαμβάνονται από οικοδομικά τετράγωνα από μπετόν για τις ανάγκες της βάσης, συνολικού όγκου 650.000 κυβικών μέτρων ύψους μέχρι 20 μέτρων. Οι γερμανοί έκτισαν τη βάση κατά τη διάρκεια του πολέμου (προκαλώντας τις αεροπορικές επιθέσεις από τις Συμμαχικές Δυνάμεις που βομβάρδισαν την πόλη), η οποία κατόπιν χρησιμοποιήθηκε από το Γαλλικό Ναυτικό μέχρι και το 1995. Μετά από μεγάλη αντιπαράθεση και πολλές μελέτες, η τοπική αρχή αποφάσισε να κρατήσει τη βάση παρά να την κατεδαφίσει «παρά τη συνθετότητα του τεχνικού έργου που απαιτούντο για να αναμορφωθεί μια τόσο γιγαντιαία και τεχνικά υψηλής στάθμης κατασκευή» σημειώνει ο Jean-Luc Le Pogam, διευθυντής του αναπτυξιακού σχεδίου της Lorient. Οι περιορισμοί που υπήρχαν περιόρισαν όχι μόνο τις δυνατότητες μετατροπής αλλά και τον αριθμό των εμπλεκομένων φορέων.

Πριν και μετά: η μεταμόρφωση του συγκροτήματος και η εικόνα του μέσα στην πόλη.

Ο πρωταρχικός στόχος μετατροπής της βάσης ήταν να τροφοδοτήσει την οικονομική ανάπτυξη της Lorient, αποκαθιστώντας τις συνδέσεις με τη θάλασσα και να αντικαταστήσει τις 1800 θέσεις εργασίας οι οποίες χάθηκαν με το κλείσιμο της βάσης. Εντοπίσθηκαν πέντε πιθανές λύσεις ανάπτυξης: βάρκες και γιωτ, ενίσχυση της αλιείας, ναυτιλιακές δραστηριότητες, υποβρύχια αρχαιολογία, ασφάλεια της θάλασσας. Οι πρώτες δύο θα ήταν ευκολότερο να κυλήσουν πάντως: δημιουργία μαρίνας, αγώνες ανοικτής θαλάσσης, ναυπηγεία για κάποιους, για άλλους ενυδρείο ως ερευνητικό και εκπαιδευτικό κέντρο. Να μην ξεχαστεί επίσης ακόμη η Ακαδημία Taberly η οποία κτίζεται στο ίδιο μέρος και έχει προβλεπόμενο ετήσιο αριθμό επισκεπτών περί τους 70.000. Άλλα προγράμματα και έργα μελετώνται για να προσελκύσουν κόσμο στην υποβρύχια βάση, η οποία έχει 20.000 επισκέπτες το χρόνο από το 1999. Ο στόχος των παραπάνω στρατηγικών και συνεργασιών είναι να γίνει η βάση ένας οδηγός της οικονομικής ανάπτυξης της Λοριάν. Ένας διεθνής διαγωνισμός ιδεών το 1999 έβαλε τις βάσεις για την αναδιάρθρωση της περιοχής. Ένα καθοδηγητικό σχέδιο οριστικοποίησε τον προσανατολισμό των έργων, έτσι ώστε να μπορέσουν να ξεκινήσουν συνέχεια.

Η βάση των υποβρυχί ων θα μετατραπεί αντί να κατεδαφισ τεί. Ένα κέντρο επαγγελμα τικών και ψυχαγωγικ ών δραστηριο τήτων είναι υπό κατασκευή στην αχρησιμο ποίητη ιδιοκτησία 22 εκταρίων της πρώην στρατιωτικ ής βάσης, το οποίο θα γίνει ο κύριος παράγοντ ας για την οικονομική αναγέννησ η της Λοριάν.

ΛΟΡΙΑΝ Πόλη της Λοριάν: 59.000 κάτοικοι Αποβάθρα Rohan Αναθέτουσες αρχές: Γραφείο κοινωνικής κατοικίας HLM της Λοριάν, Δημοτικό Συμβούλιο της Λοριάν Αρχιτέκτονες: Ronald Castro και Sophie Denissof, Jean-Luc Pellerin,Christophe Gautier Αρχιτέκτονας τοπίου: Ronan Desormeaux Κατασκευαστική εταιρεία: Tetra-Serge Brunet Πρόγραμμα: 480 διαμερίσματα (50 νέα), 2 στούντιο, επαγγελματικές εγκαταστάσεις (1.100τ.μ.), κοινωνικές υπηρεσίες Κόστος: 22 εκατομμύρια ευρώ (ανάπλαση και κατασκευή) + 3 εκατομμύρια ευρώ(για προγράμματα κοινωνικής πολιτικής)

LYON Λυών Κοινόχρηστοι χώροι για μια πόλη όμορφη και αλληλέγγυα. Τα σχέδια διαλέχτηκαν για την ικανότητά τους να πετυχαίνουν να αναβλύζουν οι αρετές του κάθε χορού και να συνδέουν το μοντερνισμός με την ιστορία. Έτσι λοιπόν βλέπουμε την πλατεία των Celestins, η οποία μεταμορφώθηκε με την ευκαιρία της δημιουργίας ενός υπόγειου χώρου στάθμευσης. Ένα υπόβαθρο από ξύλο και ένα σιντριβάνι δίνουν αξία στην πρόσοψη του θεάτρου, ενώ μια γενναιόδωρη φύτευση δημιουργεί ένα κάδρο, το οποίο ευνοεί την ηρεμία .

Θύμα των λογικών της λειτουργικότητας που αφιέρωναν σημαντικό ζωτικό κομμάτι στα αυτοκίνητα, η Λυών ήταν αποκομμένη από τους ποταμούς της, με ένα κέντρο μποτιλιαρισμένο και με συνοικίες στις οποίες επικρατούσαν πολύ κακές συνθήκες διαβίωσης. Γοητευμένος από το παράδειγμα της Βαρκελώνης ο Henry Chabert, αντιδήμαρχος που ήταν υπεύθυνος για την πολεοδομία από το 1989 ως το 2000 και αντιπρόεδρος του συμβουλίου για την ευρύτερη περιοχή της Λυών, επιχειρεί μια πολιτική αναμόρφωσης των δημόσιων χώρων, η οποία προορίζεται να κάνει την πόλη όμορφη και ευχάριστη στο να την ζεις. 300 εκτάσεις θα τακτοποιηθούν σε 10 χρόνια. «Η πολιτική αυτή δεν είναι μια πολιτική δημόσιων χώρων όσο ένας πολεοδομικός μετασχηματισμός ολόκληρης της πόλης» σύμφωνα με τον Jean-Pierre Charbonneau, πολεοδόμο ο οποίος συντονίζει την πολιτική για τους κοινόχρηστους χώρους και του οποίου τη φιλοδοξία ακολούθησε η νέα ηγεσία του δήμου.

Επέμβαση παντού όπου η πόλη αλλάζει. Η πόλη και η πολεοδομική κοινότητα διάλεξαν να επέμβουν «παντού όπου η πόλη αλλάζει» εκμεταλλευόμενοι όλες τις ευκαιρίες όπως είναι οι λειτουργία υποδομών, η δημιουργία νέων συνοικιών, η δημιουργία νέων πάρκων και πλατειών, έτσι ώστε οι επενδύσεις να είναι «φορείς μιας πολεοδομικής ποιότητας» και να εγκαθιστούν ένα διάλογο με τους κατοίκους. Συνδεδεμένη με το ενδιαφέρον της Μείζονος Λυών για τις ευαίσθητες συνοικίες, αυτή η πολιτική συνεπήρε τον κόσμο: μια προσπάθεια γενικευμένη, ένα κάλεσμα στον καθένα από αυτούς που αποδέχονται αυτή την θέληση για ενότητα σε κλίμακα περιοχής, πόλης, συνοικίας και ταυτόχρονα η ίδια προσοχή η οποία εφαρμόζεται και στο κέντρο της περιοχής και στα προάστια. Καθώς προχωρούν αυτά τα σχέδια, τα οποία διαλέχτηκαν για την ικανότητά τους να αναδεικνύουν τις καθαρές αξίες του χώρου, σιγά-σιγά καθορίζεται ένα καθαρό στυλ, που χρησιμοποιεί μια παλέτα από απλά υλικά, χωρίς δαπανηρές κατασκευές, με χρώματα παραδοσιακά (γκρι, μπεζ, κόκκινο)· μια αστική επίπλωση η οποία φτιάχτηκε από τον Jean-Michel Wilmotte· και ένα είδος γραφής που συνδέει την ιστορία και το μοντερνισμό μέσα στο κέντρο, υποβάλλοντας καινούριες ιδέες στα μεγάλα αστικά συγκροτήματα της περιφέρειας. Το να υπερασπιστείς το μοντερνισμό δεν είναι καθόλου εύκολο απέναντι στους πολλούς που ανθίστανται. Αυτό το πρόγραμμα αστικού σχεδιασμού συνεπάγεται μια μεγάλη προσπάθεια διαπαιδαγώγησης και διαμεσολάβησης απέναντι στο κοινό, το οποίο πάντως δείχνει το ενδιαφέρον του. 5000 επισκέπτες ήρθαν στην έκθεση, η οποία διοργανώθηκε τη στιγμή που έγινε ο διαγωνισμός για την πλατεία των Terreaux. Από αυτά τα 5000 άτομα, τα 1000 είπαν και την άποψή τους, ενώ 10000 ήταν οι επισκέπτες την ημέρα η οποία ονομάστηκε «ανοιχτές πόρτες της Διεθνούς Πόλης» (Portes ouvertes de la Cité Internationale). Η πολιτική των κοινόχρηστων χώρων πλειοψηφούσε ως προς την υποστήριξη των κατοίκων σύμφωνα με δημοψήφισμα που έγινε το 1994. Για να αναπτυχθεί αυτή την πολιτική παντού, όποια κι αν ήταν η θέση ή η φύση των έργων, όποια κι αν ήταν η αναθέτουσα αρχή, απαιτήθηκε μια καθαρή και σφαιρική/ σταθερή πολιτική δέσμευση. Χρειάστηκε επίσης σημαντική επένδυση όχι απλώς σε χρήμα αλλά και σε ανθρώπους. Μια ισχυρή αναθέτουσα αρχή με σίγουρο επαγγελματισμό. «Η πολιτική θέληση είναι η μόνη που βοηθάει ένα project να κρατηθεί μέσα στο χρόνο. Είναι ακριβώς η θέληση του αναβάτη που δεν επιτρέπει ένα άλογο κούρσας να μετατραπεί σε καμήλα στο τέλος του αγώνα» βεβαιώνει ο Henry Chabert. Η διαχείριση του έργου, ξεκάθαρα πολιτική, εκφράζεται με τον συντονισμό ανάμεσα στους εκλεγμένους εκπροσώπους και στις τεχνικές υπηρεσίες. Κεντρικό σημείο αυτής της διαχείρισης είναι ο τομέας «δημόσιοι χώροι», τον οποίο διευθύνει ο Jean- Louis Azema, στην υπηρεσία πολεοδομίας. Η υπηρεσία πολεοδομίας και ανάπτυξης της Μείζονος Λυών λειτουργεί όπως ένα γραφείο μελετών ετοιμάζοντας τα βασικά σχέδια. Σε κάθε περιοχή ένας υπεύθυνος του προγράμματος αστικού σχεδιασμού παρακολουθεί το έργο σε επαφή με τους εργολάβους οι οποίοι είναι ιδιώτες και ανεξάρτητοι. Η πολιτική η οποία ξεκίνησε το 1989 ήταν ταυτόχρονα και βολονταριστική και πραγματιστική. Η οργάνωση στήθηκε βήμα- βήμα ενώ μία σφαιρική σκέψη άρχισε να δημιουργείται σχετικά με τα διακυβευόμενα μιας πολεοδομικής πολιτικής. Η πράξη τροφοδότησε τη στρατηγική, απέκτησε μορφή με τα ντοκουμέντα της πολεοδομίας και διευρύνθηκε με ειδικά επεξεργασμένα σχέδια –για το φωτισμό, για τους ποταμούς, για την χερσόνησο. Η πρακτική των μελετών που προηγήθηκαν άρχισε να γενικεύεται: αναλύσεις κοινωνιολογικές, αναζητήσεις ιστορικές, ζητήματα τα οποία τέθηκαν σε συγγραφείς… Καινούριες ερευνητικές ομάδες δημιουργήθηκαν, όπου δεν υπήρχαν, εστιάζοντας σε θέματα όπως ήταν η κατοικία, το εμπόριο, η κοινωνική ζωή.

Η χερσόνησος της Λυών ανάμεσα στους ποταμούς Rhone και τον Soane. Η πολιτική των δημόσιων χώρων, η οποία ακολουθήθηκε συστηματικά στην πόλη, εκμεταλλεύτηκε όλες τις ευκαιρίες, ιδιαίτερα για τη δημιουργία υποδομών έτσι ώστε οι επενδύσεις να είναι φορείς πολεοδομικής ποιότητας. Ο μετασχηματισμός της οδού de la République, όπως και η ανάπλαση των διπλανών δρόμων και της πλατείας των Celestins δημιούργησαν μια καινούργια ταυτότητα στη Λυών (A. Sarfati, αρχιτέκτων). Ένα απλό στυλ κυριαρχεί με υλικά και χρώματα παραδοσιακά, όπως για παράδειγμα φαίνεται στα στοιχεία αστικής επίπλωσης του Jean- Michel Wilmotte.

Το πάρκο της Gerland: δυναμισμός και οικονομία. Στην άκρη του ποταμού Rhone, στο πλαίσιο μιας επιχείρησης που προετοιμάζει έναν καινούριο κεντρικό πόλο, ο Michel Corajoud μεταμορφώνει μια πρώην βιομηχανική έκταση 80 εκταρίων με μια απλή σύνθεση: ένα μεγάλο λιβάδι ανοιχτό στα παιχνίδια στην άκρη του ποταμού, o οποίoς παρόλα αυτά δεν είναι προσβάσιμος. Το πάρκο ζωντανεύει από ένα είδος βοτανικού κήπου (ένα μεγάλο σύνολο από 300 διαφορετικά είδη φυτών) που απλώνεται κατά μήκος της οδού περιπάτου «για να μας θυμίζει το αγροτικό μας παρελθόν». Η συντήρηση του κήπου (η οποία γίνεται εξολοκλήρου μηχανικά) ακολουθεί τον ρυθμό των εποχών και αναδεικνύει την δύναμη της βλάστησης. Ο κηπουρός εμπνεύστηκε εξ αρχής από το πρόγραμμα αυτό και ήταν σίγουρος για την επιλογή των φυτών και σε διαρκή διάλογο με το κοινό. Το μικρό κόστος του έργου επέτρεψε να επενδύσουν στο φωτισμό ο οποίος τονίζει την χρωματική διαφορετικότητα του πάρκου φτιάχνοντας ένα σιντριβάνι από ομίχλη ( J- M. Llorca).

Η πλατεία των Terreaux, ένα σύγχρονο πολεοδομικό έργο τέχνης. Ανάμεσα στην πόλη των αστών και στην πόλη των εργατών ένα πλέγμα από σιντριβάνια περικυκλώνει το κέντρο της πλατείας ( αρχιτέκτονας: Ch. Drevet,καλλιτέχνης: D. Buren,μηχανικός φωτισμού: L. Fachard)

Η εσπλανάδα Vivier-Merle: άνετη και ζωηρή. Με την ευκαιρία του περάσματος του τραμ, ένα βουλεβάρτο διευρύνθηκε σε λεωφόρο, ώστε να λύνει τα προβλήματα της διαμάχης για τη χρήση αυτού του τόπου ανάμεσα στο τραμ, το λεωφορείο, το σταθμό Part-Dieu του TGV (train grande vitesse τραίνο μεγάλης ταχύτητας) και του εμπορικού κέντρου· επίσης χώρο διεκδικούσε και ένα μεγάλο οδικό τούνελ περιστοιχιζόμενο από ένα δίκτυο υπόγειων δρόμων. Η τεχνική πολυσυνθετότητα δεν απαγόρευσε σε αυτό το χώρο, ο οποίος θεωρούνταν επικίνδυνος, να αφιερωθεί στους πεζούς. Η παρέμβαση του Alexandre Chemetoff αναδεικνύει το σύνολο των δρόμων και η περιοχή αλλάζει εικόνα: γρανίτης για το έδαφος, δέντρα πολύ ψηλά (150 μαύρα πεύκα), έξι μεγάλες κολώνες φωτισμού και νέα στέγαστρα λεωφορείων.

Η πρώην βιομηχανική έκταση της Gerland γίνεται ένα μεγάλο πάρκο στην όχθη του Rhone: ένα μεγάλο λιβάδι δίπλα στον ποταμό (7 ha σε μία ενιαία έκταση), κατά μήκος του οποίου απλώνεται μια οδός περιπάτου και ένας κήπος, στον οποίο καλλιεργούνται πάνω από 300 διαφορετικά είδη φυτών .Αθλητικός εξοπλισμός κάνει το πάρκο μια περιοχή πολύ ζωντανή (M. Corajoud, αρχιτέκτονας τοπίου).

Η πλατεία των Celestins: γλύκα και ηρεμία Με την ευκαιρία της δημιουργίας ενός χώρου στάθμευσης ο Michel Devigne τοποθετεί στην επιφάνεια μια ξύλινη βάση και μια πράσινη έκταση. Ο αρχιτέκτονας τοπίου προσφέρει ευχαρίστηση και άνεση με ένα τετράγωνο από ξύλο του οποίου τα σανίδια θυμίζουν τη σκηνή του διπλανού θεάτρου και μια μεγάλη πράσινη κατασκευή (με μανόλιες κ.ά.). Δύο λιμνούλες επιτείνουν την ιδέα της χαλάρωσης. Στο κέντρο της πλατείας ένα καλειδοσκόπιο αποκαλύπτει τον υπόγειο χώρο στάθμευσης (έξι επίπεδα κυκλικά τα οποία έχουν διακοσμηθεί από τον Daniel Buren). Οι χώροι στάθμευσης που δημιουργήθηκαν στη Λυών παίζουν το χαρτί της αισθητικής με μεγάλη επιτυχία, και για αυτό μερικά από αυτά έχουν δεχθεί παρελάσεις από κόσμο όχι βέβαια χωρίς κριτική γιατί ταυτόχρονα ενθαρρύνουν την χρήση του αυτοκινήτου στην καρδιά της πόλης. Ταυτισμένο με την αναμόρφωση της οδού De la Republique και την αλλαγή των διπλανών δρόμων αυτή η «ευάερη όαση, σε έναν αξιοσημείωτο αρχιτεκτονικό ιστό» αναγγέλλει την καινούρια ταυτότητα της χερσονήσου που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης.

Η πλατεία των Terreaux: παιχνιδιάρικα επίσημη. Η πλατεία των Terreaux είναι ένα συμβολικό και πολυλειτουργικό σταυροδρόμι για τη Λυών. Ενώνει τον κόσμο των εργατών, ο οποίος κατεβαίνει από την περιοχή Croix-Rousse, τον κόσμο των αστών, την εκάστοτε ηγεσία του δημαρχείου και την θρησκευτική ηγεσία του παλατιού Saint-Pierre (το οποίο είναι σήμερα μουσείο). Η ανάπλαση της πλατείας την απελευθέρωσε από μια βαριά κυκλοφορία αυτοκινήτων και επέτρεψε να δημιουργηθεί ένα σύγχρονο πολεοδομικό έργο. Ο αρχιτέκτονας Christian Drevet, εμπνευσμένος από τον καλλιτέχνη Daniel Buren, «είχε ένα τρόπο να κάνει πολλά σχεδόν με το τίποτα»: μετακινεί το σιντριβάνι Bartholdi έτσι ώστε να απελευθερώσει χώρο και υφαίνει την πλατεία με ένα σύστημα από σιντριβάνια – με τα οποία αφιερώνεται η πλατεία στην έννοια του ποταμού και στη πηγή της δροσιάς, όντας την ίδια στιγμή έντονα παιχνιδιάρικη και μνημειώδης. Στύλοι και κύβοι πλαισιώνουν αυτό το νέο τόπο συνεύρεσης ανθρώπων και τον προστατεύουν από την κυκλοφορία των λεωφορείων η οποία παραμένει έντονη.

Η εσπλανάδα VivierMerle: με την ευκαιρία του περάσματος του τραμ, το βουλεβάρτο μεγάλωσε, οι λωρίδες των οχημάτων οριοθετήθηκαν και οι πεζοί ξαναβρήκαν την άνεσή τους. Ένας χώρος ο οποίος είχε θυσιαστεί στην κυκλοφορία έγινε μια λεωφόρος συμβίωσης (A. Chemetoff, αρχιτέκτων τοπίου).

Η ανάβαση της Grande Côte : ενότητα και γεωγραφία Ανάμεσα στην Croix-Rousse κα την πλατεία των Terreaux, υπάρχει η συνοικία των Pentes, η οποία τώρα έχει γίνει μια κολώνα πράσινου. Ο αρχιτέκτων τοπίου Alain Marguerit δίνει μία ενότητα σε αυτόν τον ιστορικό άξονα με μια ανοδική «οδό», η οποία έχει φτιαχτεί με βήμα γαϊδάρου (βήματα πολύ βαθιά, σκαλοπάτια με μεγάλο μήκος, 1.80m) τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν και από άτομα με αναπηρία ή με καρότσια. Αυτή η ανάβαση είναι γεμάτη με λιθόστρωτα τα οποία υπάρχουν σε όλη τη διαδρομή και τελικά καταφέρνουν και κάνουν τον χώρο να μοιάζει πιο πλατύς. Η εξαιρετική γεωγραφική θέση του τόπου και η πανοραμική θέα που μπορείς να έχεις από πάρα πολλά μέρη έχουν αναδεικνύονται τη διάρκεια της βόλτας και ιδιαίτερα μέσα στον μεγάλο κήπο τονίζοντας την ταυτότητά του. Σε αυτή η συνοικία που κάποτε υπήρχαν πυκνά χαμόσπιτα, αντιστρέφεται η παράδοση της μεγάλης φτώχιας.

: Η οδός ανάβασης της Grande Côte ξανασχεδιάζει τον ιστορικό άξονα ανάμεσα στην Croix- Rousse και στο κέντρο της Λυών, δηλώνει την ταυτότητα της περιοχής της Pentes, και αντιστρέφει τη διαδικασία της βαθμιαίας εξαθλίωσης από την οποία υπέφερε. Το πάρκο αναδεικνύει την ομορφιά της πανοραμικής θέας.

Μερικές αρχές για να επέμβει κανείς στο δημόσιο χώρο. Μετά από τόση εμπειρία που πρόσθεσε στην Λυών συνεργαζόμενος με τις υπηρεσίες της κοινότητας, ο πολεοδόμος Jean- Pierre Charbonneau ανακεφαλαιώνει τους βασικούς άξονες μιας πολιτικής, η οποία αποσκοπεί στο να δημιουργεί ζωντανούς δημόσιους χώρους (από το βιβλίο: Μετασχηματισμός των πόλεων, οδηγίες χρήσης, 2000 - Transformation des villes mode d’emploi, Éditions de l’Épure, 2000): - Να δημιουργείς όχι προκαθορισμένους χώρους, αλλά ικανούς να μετασχηματίζονται κατά τη θέληση των χρηστών, δηλαδή σχέδια απλά και ανοιχτά. - Να απελευθερώνεις τους χώρους, να καθαρίζεις το έδαφος. Η απαίτηση αδειών εγκατάστασης αποσοβεί την αναρχική επέκταση των αυθαίρετων μικροκατασκευών (όπως κιόσκια κτλ). - Να προσεγγίζεις την πολυπλοκότητα με λεπτομερή μελέτη της κάθε περιοχής και καλή προηγούμενη γνώση του προγράμματος. - Να παίρνεις υπόψη σου τη διαφορετικότητα των χρήσεων και των χρηστών, δηλαδή να δίνεις τα μέσα για να φέρεις σε ισορροπία τις διαμάχες οι οποίες είναι αναπόφευκτες στο δημόσιο διάλογο- η συνεννόηση είναι μια βασική προϋπόθεση για να καταλήξεις στο σωστό και για την αποτελεσματικότητα κάθε πολεοδομικής πράξης: κανείς δεν έχει τη νομιμότητα να λειτουργεί μόνος του μέσα στην πόλη. - Να επιλέγεις το μοντερνισμό καλώντας καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες τοπίου και σχεδιαστές, οι οποίοι φέρνουν στο πρόγραμμα την επαγγελματική τους επάρκεια, έμπνευση και σύγχρονη γραφή.»

LYON, CITÉ INTERNATIONALE Διεθνής Πόλη στη Λυών Πλούσια φύση και μια ελεγχόμενη πολεοδομία Στη βορειοανατολική είσοδο της Λυών, μέσα στο πάρκο του Tête d’or, η Cité Internationale ακολουθεί το σχήμα του ποταμού Rhône. Η πόλη και η αστική κοινότητα δημιούργησαν εκεί έναν πολιτιστικό πόλο, ο οποίος έχει ως αποστολή να επιβεβαιώσει την διεθνή ακτινοβολία της μητρόπολης

Στην προσπάθεια να επιβεβαιώσουν τη διεθνή της ακτινοβολία ως μητρόπολης, η πόλη και ο δήμος της Λυών δημιουργούν έναν καινούριο πόλο με μεγάλο κύρος. Σε αυτή την ευνοημένη περιοχή στη βορειοανατολική είσοδο του κέντρου, ανάμεσα στον ποταμό Rhône και στο πάρκο του Tête d’or, το έργο του Renzo Piano και του Michel Corajoud οδηγείται έχοντας διαρκώς υπόψη του τον ποταμό, και επιλέγοντας να δημιουργήσει μια πολεοδομία πάρα πολύ μελετημένη και σε συμφωνία με την ελεύθερη φύση του Rhône. Χώρος ο οποίος απελευθερώθηκε το 1984 από τη διεθνή έκθεση που τον είχε καταλάβει από το 1918, η περιοχή αυτή υποδέχεται ένα καινούριο χώρο συνεδρίων αλλά επίσης και δημόσιους χώρους, ένα πρόγραμμα πολιτιστικό (μουσείο σύγχρονης τέχνης, πολυχώροι), καθώς επίσης κατοικίες και γραφεία, ξενοδοχεία και εστιατόρια, τα οποία κάνουν τον χώρο μια καλή επένδυση για τους κατοίκους της Μείζονος Λυών. Με την ικανότητά της να παντρεύει τα διαφορετικά στοιχεία, η Cité Internationale αγαπιέται για το μοντέρνο ύφος της, το οποίο όμως συζεί με τη φύση και τον πολιτισμό, την αστικότητα και τις δραστηριότητες. Υπερασπίζεται «έναν πολεοδομικό σχεδιασμό απλό και συνεκτικό, ο οποίος επιτυγχάνεται με ένα μοντάζ λειτουργικό και θεσμικό μεγάλης πολυπλοκότητας, διηγείται ο Eric Bazard, υπεύθυνος της SEM (Εταιρείας Μικτής Οικονομίας) για την αποκατάσταση της Cité Internationale. Είναι σπάνιο, αλλά αυτή η περιοχή μελετήθηκε και αποκαταστάθηκε στο σύνολό της από μια και μόνο ομάδα, αποτελούμενη από φημισμένους μελετητές, οι οποίοι συστήθηκαν με επιμονή από τις δημοτικές αρχές στους ιδιώτες συνεργάτες τους. Το έργο του ποταμού, το ντεκόρ των μεγάλων δέντρων Το τοπίο αγκαλιάζει τον ποταμό Rhone, στου οποίου τα βίαια ξεσπάσματα ήταν εκτεθειμένο μέχρι τον 19ο αιώνα όταν κατασκευάστηκε ένα φράγμα. Η λίμνη του πάρκου Tête d’or δημιουργήθηκε από τους αρχιτέκτονες τοπίου Buhler στη μνήμη αυτού του γεγονότος. Ακολουθώντας την καμπύλη του ποταμού, η περιοχή παντρεύεται με τον ποταμό Rhone. Ο Michel Corajoud ξαναπιάνει τα διαδοχικά μονοπάτια τα οποία δημιουργήθηκαν από τη παρουσία του ποταμού, ο οποίος βρίσκει τελικά μια ασυνήθιστη ελευθερία στο κέντρο της πόλης. Οι όχθες του ποταμού σταθεροποιήθηκαν με τη βοήθεια καινούριων μεθόδων της βιολογικής μηχανικής, οι οποίες ευνοούν την καλλιέργεια φυτών που κάποτε ευδοκιμούσαν στην περιοχή. Ο M.Corajoud έχει αναδείξει την ιστορία του τόπου ξαναδημιουργώντας το πέτρινο φράγμα που είχε χαθεί. Συνεργάστηκε επίσης με τον Renzo Piano για να σχεδιάσουν τη λεωφόρο κατά μήκος του Rhone. Τα φυτά ξαναπιάνουν την ιδέα μιας φύσης άφθονης και πολύ λίγο εξημερωμένης με τη δημιουργία πυκνών ζωνών, οι οποίες κατανέμονται και αγκαλιάζουν τα κτίρια. Μερικά ανοίγματα προσφέρουν τη θέα κάποιων πλευρών του συνεδριακού κέντρου και του πολιτιστικού κέντρου. Η εναλλαγή ανάμεσα σε κήπους και πυκνή βλάστηση δημιουργεί εντυπώσεις βάθους τις οποίες ο Michel Corajoud συγκρίνει με τα διάφορα πλάνα ενός ντεκόρ.

Αυτό το σύνολο κατασκευάστηκε με αφετηρία τα διάφορα επίπεδα που δημιουργεί ο ποταμός στην πορεία του: οι όχθες που σταθεροποιήθηκαν με πρωτότυπες μεθόδους βιολογικής μηχανικής, τα πρανή και η προκυμαία· το βουλεβάρτο στο οποίο η κυκλοφορία των οχημάτων επιβραδύνθηκε· τα κτίρια τα οποία είναι τοποθετημένα από τη μια και την άλλη μεριά του δρόμου, και η οδός περιπάτου η οποία αντικατέστησε τον δρόμο που περιόριζε το πάρκο του Tête d’or. Το πρόγραμμα συνδέει σε ένα σύνολο συνεδριακό κέντρο, γραφεία και κατοικίες, μουσείο, ξενοδοχεία, εστιατόρια, δημόσιους χώρους.

Μια συνοικία «ουμανιστική» με ενιαία αρχιτεκτονική Ο Renzo Piano είπε ότι προσπάθησε να φτιάξει ένα έργο, «ένα μοντέλο ανθρωπιστικό», το οποίο επεξεργάζεται εδώ και πολύ καιρό: η έμφαση δίνεται στους κοινόχρηστους χώρους, την ενότητα της μορφής και το σεβασμό της παράδοσης. Το να αποκαταστήσεις τα κτίρια της έκθεσης δεν ήταν πάντα οικονομικά βιώσιμο αντίθετα με αυτό που πρότεινε ο Piano (η πρόταση του οποίου πήρε το βραβείο του διαγωνισμού του 1985), αλλά ήταν δυνατό να διατηρήσεις με τον τρόπο αυτό μια γραμμή παράλληλη με τον ποταμό. Η διάταξη των κτιρίων ακολουθεί το καμπύλο σχήμα του οικοπέδου: μια μεγάλη λεωφόρος μαζεύει όλη την κίνηση των οχημάτων, στην οποία όμως η κυκλοφορία επιβραδύνεται. Τα τρόλεϊ και ένας δρόμος για περίπατο αντικατέστησαν τον δρόμο που περιέκλειε και μόλυνε το πάρκο του Tête d’or. Μια αλέα ελικοειδής διασχίζει το καινούριο πάρκο. Επίσης μια εσωτερική οδός διασχίζει το σύνολο της συνοικίας. Τοποθετημένα κατά ζευγάρια από τη μια και από την άλλη πλευρά αυτού του δρόμου, τα κτίρια δημιουργούν θέες προς τη φύση που τα περιτριγυρίζει και απελευθερώνουν την άμεση επικοινωνία ανάμεσα στον Rhône και στο αρχαίο πάρκο. Το διπλό τους δέρμα εξασφαλίζει μια φίνα ρύθμιση του χρώματος και της θερμότητας, επιτρέποντας ταυτόχρονα μια μεγάλη αρχιτεκτονική ποικιλία: ανάμεσα στην εσωτερική επιφάνεια και στην εξωτερική επικάλυψη με γυάλινα στοιχεία, μερικά από τα οποία ανοίγουν γυρίζοντας γύρω από τον άξονά τους, επιφάνειες λιγότερο ή περισσότερο πλατιές προσδίδουν στις προσόψεις καθαρή ταυτότητα. Ενδιαφέρον για την ενότητα του συνόλου, αυτό το λεξιλόγιο επιβλήθηκε σε κάθε κτιριακή μονάδα, ανεξάρτητα από τη λειτουργία και τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία, κάτι που δεν ήταν πάντα εύκολο.

Τα κτίρια απολαμβάνουν τη θέα προς τον περιβάλλοντα χώρο.

Ενώνοντας τις δυνάμεις: μια Εταιρία Μικτής Οικονομίας στο τιμόνι Για να πραγματοποιηθεί το σύνολο αυτό χρειάστηκε η υπομονή 4 δημάρχων της Lion οι οποίοι διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο από το 1984 όπως και διάφορων εκλεγμένων υπεύθυνων αυτού του προγράμματος και ιδιαίτερα του Henry Chabert, προέδρου της SEM από το 1991 ως 2001. Ήταν πολύ σημαντική η συμβολή της SEM, η οποία ανέλαβε το 1990 μια λειτουργία συντονισμού και καθοδήγησης σε άμεση σχέση με τις εκάστοτε πολιτικές. Με 4 υπαλλήλους μόνο, έφερε σε πέρας τη αποστολή της που ήταν να διαχειρίζεται το πολεοδομικό κομμάτι, όπου περιλαμβάνονται και οι μελέτες, ο συντονισμός και η παροχή των υπηρεσιών που ήταν απαραίτητες για να γίνει ένα συνολικό έργο 460 εκατομμυρίων ευρώ. Το τμήμα της γης όπου πραγματοποιήθηκε το πρόγραμμα ανήκε στην πόλη, η οποία το έδωσε με εκμίσθωση σε έναν ιδιώτη εργολάβο (το γκρουπ Vivendi), μέσα στο πλαίσιο των ειδικών κανονισμών ανάπτυξης της περιοχής, με την ευθύνη των αρχών της πόλης της Λυών. Η φιλοδοξία του σχεδίου είναι να συνδυάσει λογικές διαφορετικών μετεχόντων, στους οποίους ανήκουν τεχνικές εταιρείες, εκλεγμένες ηγεσίες της πόλης Villeurbanne και της Caluire, το συνδικάτο των δημόσιων μεταφορών, το κράτος, η γενική Εταιρία του Rhône… Αυτό το βάρος το εναπόθεσαν στη SEM και της ανέθεσαν να παίζει τον διαιτητή στις πολιτικές διαμάχες. Η ποικιλία των απαιτήσεων στις οποίες κλήθηκε να ανταποκριθεί καθώς και η πολυπλοκότητα των πληροφοριών που μπορούσαν να εισρέουν στο σύστημα, περιέπλεξε ακόμα περισσότερο τη διαδικασία. Το SEM προσφέροντας ένα γραφείο προγραμματισμού ικανό να επεμβαίνει γρήγορα και αποτελεσματικά, κατάφερε ένα πραγματικά πολύ καλής ποιότητας πολεοδομικό έργο, να αντεπεξέλθει στους περιορισμούς και να κρατήσει τη συνέχεια και τις ισορροπίες μέσα στη διάρκεια του έργου και παρά τις όποτε ενδιάμεσες αλλαγές. Από το 2000 και μετά, η SEM επέκτεινε τις ικανότητές της στο να περιλάβει και να επιβλέψει τις τελευταίες περιοχές της υπό ανάπτυξη ζώνης, μέσα ένα πρόγραμμα που σήμερα είναι κατά το μεγαλύτερο μέρος υπό δημόσιο έλεγχο.

Ο εσωτερικός δρόμος και η «αγγλική αυλή» (cour anglaise) που φωτίζουν τους χώρους της έκθεσης και του συνεδριακού κέντρου

Η Cité Internationale φωτισμένη κατά τη διάρκεια της γιορτής του φωτός η οποία γίνεται στη Λυών κάθε 7 Δεκεμβρίου.

Το διπλό δέρμα των κτιρίων ρυθμίζει το φως και τη θερμοκρασία, επιτρέποντας ταυτόχρονα μια μεγάλη αρχιτεκτονική ποικιλία: ανάμεσα στην εσωτερική και την εξωτερική επιφάνεια των κτιρίων, χώροι άλλοτε μικρότεροι και άλλοτε μεγαλύτεροι, προσδίδουν στις όψεις καθαρή ταυτότητα.

DECINES–LE PRAINET Ντεσίν-λε Πραινέ Οργανώνοντας οικειοποιήσιμους χώρους Στα ανατολικά της μείζονος περιοχής της Λυών βρίσκεται ένα μικρό «κλειστό» προάστιο κοινωνικής κατοικίας που περιλαμβάνει 864 διαμερίσματα. Το 1990 η κοινότητα προώθησε ένα πρόγραμμα ανάπτυξης, επενδύοντας στη δημιουργία ενός ανισόπεδου κόμβου κοντά στο Ντεσίν (τμήμα ενός καινούργιου περιφερειακού για τη Λυών). Το έργο της επανένταξης των κενών και άμορφων χώρων της περιοχής ανατέθηκε στο αρχιτέκτονα τοπίου Guerric Péré (ILEX) ο οποίος δημιούργησε ένα «δίκτυο ζωντανών χώρων».

Λε Πραινέ, μία μικρή συνοικία στο Ντεσίν στα ανατολικά προάστια της Λυών, εκμεταλλεύεται της εργασίες υποδομής για να εισάγει μια αστική πολιτική που θα μεταμορφώσει τις κενές και άμορφες εκτάσεις της.

Ένας ζωντανός ιστός Ο σκοπός του προγράμματος ήταν να οργανώσει οικειοποιήσιμους χώρους, οι οποίοι θα εξέπεμπαν στους κατοίκους της αίσθηση του ότι ανήκουν στο χώρο. Η γενική διάταξη, που σχεδιάστηκε με λεπτότητα, γίνεται αισθητή ως μία απόλυτα «ζωντανή κατασκευή» - ένα κολλάζ φύσης και ανθρώπου – που βασίζεται σε κάποιους στρατηγικούς στόχους. Δημιουργία ενός πλέγματος δημόσιων χώρων (με την μεταμόρφωση μιας εσπλανάδας σε πλατεία, τη δημιουργία ενός δενδροφυτεμένου πεζόδρομου και τον περιορισμό των χώρων στάθμευσης) και εισαγωγή ιδιωτικών κήπων στα ισόγεια των πολυκατοικιών. Διεύρυνση των κοινοτικών υπηρεσιών στη γειτονιά (π.χ: το λύκειο θα «ζωντανέψει» μια ομάδα παιδιών της κατάλληλης ηλικίας). Σχεδίαση μιας αστικής όψης υψηλού επιπέδου στη βόρεια είσοδο του Πραινέ μετακινώντας το μικρό εμπορικό κέντρο και ανασχεδιάζοντας τη λεωφόρο. Το σχέδιο επίσης περιλαμβάνει την ανακαίνιση των διαμερισμάτων και την ανέγερση τοπικών κέντρων απασχόλησης (π.χ.: ένα κοινοτικό κέντρο στη θέση των εγκαταλελειμμένων καταστημάτων). Ο προϋπολογισμός ήταν πολύ περιορισμένος, αλλά η ILEX μπόρεσε να τον εκμεταλλευτεί στο έπακρο, χάρη στη πλήρη αυτονομία που δόθηκε στην τεχνική ομάδα. Δημιούργησαν ένα νέο οδικό δίκτυο, ανέλαβαν υδρευτικά έργα και ανέπτυξαν πολλά σημεία της περιοχής. Έχει ενδιαφέρον το ότι ο Péré ξεκίνησε την επέμβαση φυτεύοντας δέντρα, ώστε να προκαλέσει έναν διάλογο με τους κατοίκους. Κατά τη διάρκεια: προβλέποντας το τι θα συμβεί, ακούγοντας τους κατοίκους Αναζητώντας τη διαχρονικότητα, ο Guerric Péré αποφεύγει «τα πράγματα που είναι πολύπλοκα άνευ λόγου». Συνεργάστηκε στενά με την αναθέτουσα αρχή, δίνοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες που εξασφαλίζουν τη συνέχεια του έργου, όπως για παράδειγμα λεπτομερείς κανονισμούς για τους κηπουρούς. Συναντήθηκε ακόμα και με την ομάδα συντήρησης. Η συντήρηση λήφθηκε υπ’ όψιν από την αρχή, καθώς αυτό ζητήθηκε από τούς κατοίκους, και την ανέλαβε ένα σώμα που λέγεται Πράσινο Πραινέ (Prainet Vert) που περιέλαβε τρεις προηγούμενες υπηρεσίες, το γραφείο HLM, τη δημοτική πολεοδομική υπηρεσία και αυτήν της Μείζονος Λυών. Αυτός ο οργανισμός προσφέρει επίσης θέσεις κοινωνικής ένταξης και απασχολεί δύο νέους της συνοικίας. Μία αίσθηση οικειοποίησης έχει αναπτυχθεί μέσα από τους συλλόγους των κατοίκων, τις συναντήσεις, τις αφίσες, τις εφημερίδες, και τις βάρδιες για παροχή πληροφοριών, τόσο στις εισόδους των κτιρίων όσο και στα γύρω δρομάκια. Αυτό έχει ανυψώσει το ηθικό και τη διάθεση των κατοίκων και θα βοηθήσει τη γειτονιά να διατηρηθεί. Οι κάτοικοι είναι ικανοποιημένοι από την καινούργια, «πράσινη» εικόνα του Πραινέ (έρευνα του 1999) και οι παρατηρήσεις τους λήφθηκαν υπ’ όψιν σε εργασίες που έγιναν μετέπειτα στην περιοχή.

Το λεπτομερές σχέδιο γενικής διάταξης από τους αρχιτέκτονες τοπίου της ILEX: η καινούργια πλατεία, δενδροφυτεμένοι πεζόδρομοι και παιδικές χαρές συγκροτούν το σύνολο του Πραινέ, μετατρέποντας το σε μία ζωντανή πράσινη γειτονιά. Το κεντρικό κτίριο στεγάζει αθλητικές επιπλώσεις.

Φράχτες και ελεύθεροι χώροι οργανώνουν τις εκτάσεις γύρω από τα κτίρια σε μικρούς κήπους που συνδέουν με τους γύρω δρόμους και τους χώρους στάθμευσης

Η δενδροφύτευση ήταν ένας τρόπος να ανανεωθεί ο διάλογος με τους κατοίκους οι οποίοι ήταν ικανοποιημένοι με την καινούργια «πράσινη» ταυτότητα της γειτονιάς. Τα σχόλιά τους λήφθηκαν υπ’ όψιν για τις μετέπειτα εργασίες.

Τεχνικά στοιχεία Πόλη της Ντεσίν: 24000 κάτοικοι Συνοικία Λε Πραινέ: 3200 κάτοικοι Αρμόδιες αρχές: Δημοτικό συμβούλιο της Ντεσίν, SERL (για τη Μείζονα Λυών), SA Villeurbannaise d’ HLM, OPAC du, Rhône Saône Location Μελετητικό γραφείο για τους δημόσιους χώρους: ILEX (Guerric Péré, Martine Rascle, Olivier Poëtte) Μελετητές: Frédéric Chanvillard (αρχιτεκτονική τοπίου), Brea (εξυγίανση). Αποκαταστάσεις: Bruno Dumetier, Dominique Putz Προγραμματισμός: Μελέτες 1992-1993, κατασκευή 1995-1998 Κόστος: Εξωτερικοί χώροι: € 2,56 εκατομμύρια μη συμπεριλαμβανομένων των φόρων (αξία 1995) για 62.000 m2· ανακαίνιση των συνοικιακών εξυπηρετήσεων (1996): € 760,000 (800 m2)· καταστήματα (1998): € 1 εκατομμύριο (6 καταστήματα)· κοινοτικό κέντρο (2001): € 610,000 (600 m2).

VAULX–EN–VELIN Βω αν Βελάν Ανασχεδιάζοντας μία πόλη εξ ολοκλήρου Το Βω αν Βελάν έχει αντέξει, αν και είχε να παλέψει με ένα σωρό προβλήματα κοινωνικού και οικονομικού περιεχομένου όπως τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και τις χαμηλότερες τιμές εσόδων στη περιοχή Ρον Αλπ (RhoneAlpes). Ο Maurice Charrier, δήμαρχος του Βω αν Βελάν από το 1985 και αντιπρόεδρος του συμβουλίου της Μείζονος Λυών, προώθησε με επιμονή τη δυναμική της πόλης. Στόχος του ήταν να δημιουργήσει ένα «ενεργό και διαφοροποιημένο» κέντρο που να «συνδέει συνοικίες» έτσι ώστε το Βω-αν-Βελιν να αποτελεί στοιχείο ισορροπίας. Η αστική στρατηγική για το Βω αν Βελάν βασίζεται σε μια προσπάθεια να μάθουν από προηγούμενες κινήσεις, ιδίως από μια τάση διαχωρισμού χρήσεων και ομάδων εισοδημάτων. Αντιπροσωπεύει μια προσπάθεια χειρισμού μιας δύσκολης, κοινωνικά, κατάστασης. Αλλά η ανοικοδόμηση δημιούργησε μια συγκροτημένη και ευανάγνωστη κεντρική συνοικία. Η φιλοδοξία του σχεδίου παρ’ όλα αυτά κινείται πολύ βαθύτερα, διότι το να σώσεις μία πόλη από την υποβάθμιση, απαιτεί αποκατάσταση των συνδέσεων, ορατούς δημόσιους χώρους, καλής ποιότητας κατοικίες και ελκυστική τοπική αρχιτεκτονική. Η περιοχή και η ιστορία της – η βάση του έργου Το 1989, ο πολεοδόμος Alain Marguerit κέρδισε έναν διαγωνισμό για τη ανάπτυξη του κέντρου της πόλης. Ο σκοπός του έργου αυτού αργότερα επεκτάθηκε και ο Marguerit συνεργάστηκε με τον Bernard Paris, με τον οποίο είχε ήδη δουλέψει αρκετές φορές. Η πρώτη τους κίνηση ήταν να δημιουργήσουν μία σύνδεση με την ιστορία της περιοχής, η οποία παλιά ήταν αγροτική έκταση, που έφερε τα ίχνη των μετατοπίσεων του Ροδανού ανά τους αιώνες. Μία ζώνη αστικής ανάπτυξης είχε δημιουργηθεί εκεί, μεταξύ των ετών 1968-1978, και παρ’ όλο που ήταν καλοσχεδιασμένη χαρακτηριζόταν από δύο σοβαρά λάθη: έλλειψη μέσων μαζικής μεταφοράς και τη χωροθέτηση ενός χοντροκομμένου εμπορικού κέντρου, του Grand Vire, το οποίο έκοψε στη μέση τον άξονα που είχε σκοπό να τροφοδοτήσει και να συνδέσει όλες τις εξυπηρετήσεις. Όταν κάποια από τα μεγάλα καταστήματα αποχώρησαν – οδηγώντας το εμπορικό κέντρο σε χρεοκοπία – η δημοτική αρχή αποφάσισε να δώσει έμφαση στο ζήτημα και να προχωρήσει σε ανάπλαση του Grand Vire.

Η κατάσταση πριν από το έργο: το Βω αν Βελάν χτισμένο κοντά στο Ροδανό (Rhone, βλ. το χάρτη της σελ. 104) σε χωράφια, των οποίων τα όρια παραμένουν εμφανή, χωρίζεται στα δύο από το κανάλι Jonage. Η Αστική Ζώνη Ανάπτυξης (ZUP) δημιούργησε ένα ρήγμα ολοένα και πιο εμφανές, μιας και το εμπορικό κέντρο (Grand Vire) διέκοπτε την πρόσβαση στον δρόμο. Ένα αστικό έργο που αποσκοπούσε στην επούλωση αυτού του ρήγματος έγινε δυνατό να πραγματοποιηθεί μόνο όταν το εμπορικό κέντρο χρεωκόπησε.

Σχέδια και μακέττες μαρτυρούν την αξία της ανάλυσης και της συζήτησης που θα δώσει μια ταυτότητα στο κέντρο της πόλης: ανάπτυξη και ιεράρχηση των δημόσιων χώρων παράλληλα με την ενθάρρυνση της ποικιλίας, αξιοποίηση των εξυπηρετήσεων για τη «δημιουργία της πόλης», νέα χάραξη της οδού περιπάτου που είχε διακοπεί από το Grand Vire, αναδημιουργία των αξόνων που είχαν ακυρωθεί από το σχέδιο ζώνης αστικής ανάπτυξης, και επιμονή στη δημιουργία ενός πράσινου δικτύου για την ένωση του νέου κέντρου με τις άλλες συνοικίες.

Δυναμικές αλλά εύκαμπτες δομές και παιδαγωγική Ο Marguerit και ο Paris ήταν πεπεισμένοι να μην επαναλάβουν τα λάθη του παρελθόντος. Έτσι, σχεδίασαν μία πρόταση με αρκετά ισχυρές αλλά παρ’ όλα αυτά απλές κατασκευές έτσι ώστε αυτές να μπορούν να ενσωματωθούν ,με ελαστικότητα στις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος. Οι αντικειμενικές επιδιώξεις τους ήταν να δημιουργήσουν ένα δίκτυο δρόμων βασισμένο στο προϋπάρχον σύστημα, να ενσωματώσουν καθορισμένους και ιεραρχημένους δημόσιους χώρους, να αναβαθμίσουν τις αστικές εξυπηρετήσεις και να δημιουργήσουν πολυλειτουργικά οικοδομικά τετράγωνα. Όπως λένε και οι ίδιοι, «μια ισχυρά οριοθετημένη ραχοκοκαλιά δίνει ευκαιρίες οι οποίες αξιοποιούνται –ιδιαίτερα όταν αυτές είναι επαγγελματικής φύσεως- χωρίς να παραμορφώνουν την κατάσταση στα βασικά της στοιχεία». Η ομάδα συνεργάστηκε στενά με την τοπική κοινωνία (κάτι προαπαιτούμενο για έναν διαχρονικό σχεδιασμό) μέσα από πολλές συγκεντρώσεις, ανακοινώσεις και την εγκαινίαση ενός κέντρου πληροφοριών, και διατήρησε στενή επαφή με τα εκλεγμένα επίσημα μέλη, των οποίων ο ρόλος ήταν να διασφαλίσουν την απόλυτη συνοχή.

Αεροφωτογραφία και μακέτα του νέου κέντρου. Το πρόγραμμα αστικού σχεδιασμού αναζητεί μια απάντηση σε μια δύσκολη κοινωνική κατάσταση με την ενθάρρυνση λειτουργικής και πληθυσμιακής ποικιλίας

«Σχεδιασμός σημαίνει διαπαιδαγώγηση» διαβεβαιώνουν ο Marguerit και ο Bernard. Η ομάδα επεξεργάστηκε το σχέδιο σε φάσεις, σε μία προσπάθεια για ένα συνεκτικό αλλά ευέλικτο σχέδιο: πρώτον μέσω μακεττών, που παρείχαν την ευκαιρία για μια ουδέτερη παρατήρηση των κτισμένων εκτάσεων της περιοχής και υπεδείκνυαν πιθανές διαφοροποιήσεις μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της πόλης· έπειτα με μακέττες και σκίτσα που γίνονταν ολοένα και περισσότερο λεπτομερή όσο προχωρούσε η διαδικασία σχεδίασης και έδιναν την ευκαιρία για μεγαλύτερη επεξεργασία, ενώ δεν έχαναν τη συνολική τους οπτική. Κάποια σχέδια ενδιάμεσων φάσεων πέρασαν επίσης από την παραπάνω διαδικασία καθιστώντας σαφείς τους περιορισμούς, τις οικονομικές πηγές και τη σειρά με την οποία ορισμένα βήματα έπρεπε να πραγματοποιηθούν. Ένα απτό παράδειγμα είναι η κατεδάφιση του Γκραν Βίρ (Grande Vire), μια σύνθετη διαδικασία, λόγω του ότι κάποια καταστήματα παρέμειναν ανοικτά κατά τη διάρκεια της κατεδάφισης.

Η πλατεία του δημαρχείου και το «πράσινο δίκτυο» που πραγματοποιείται κατα μήκος του βόρειου-νότιου άξονα, πλαισιωμένο από νέες κατασκευές,

Ιεραρχώντας, ανασυγκροτώντας και ανασχεδιάζοντας Το απαραίτητο για να πραγματοποιηθεί η «συνοικία του δημαρχείου» ήταν η αναζήτηση της συνέχειας και της συνολικής ταυτότητας. Με τη σύνδεση δύο διάσπαρτων τμημάτων του Βω αν Βελάν, η περιοχή έγινε αυτόματα μια δύναμη προώθησης της αναζωογόνησης της πόλης. Ο ανασχεδιασμός της περιοχής περιελάμβανε αναδημιουργία των βόρειων και νότιων δρόμων που εμπόδιζαν τη ζώνη αστικής ανάπτυξης με την προσεκτική ανακατασκευή της λεωφόρου περιπάτου Λένιν, που είχε καταστραφεί από το Grand Vire, την ενσωμάτωση μερικών πανεπιστημιακών εκτάσεων και τη σύνδεση του κέντρου και της παλιάς πόλης με όλα τα άλλα τμήματα του Βω αν Βελάν. Για να γίνει αυτό, ο Marguerit και ο Paris την επέλεξαν να επιθέσουν ένα διπλό κάνναβο, που περιείχε ένα δίκτυο δρόμων και μία πράσινη ζώνη. Ενσωμάτωσαν δημόσιους χώρους (πλατείες, παραλιακούς δρόμους, πάρκα, δρόμους κτλ.) στον σχεδιασμό των οικοδομικών τετραγώνων τους τα οποία «είναι απλά, πολυλειτουργικά και περιέχουν κτίρια μεσαίου ύψους (3 έως 6 ορόφων), για να συνδέσουν τις υψηλές πολυκατοικίες ενός συγκροτήματος κοινωνικής κατοικίας με τις οικογενειακές κατοικίες της παλιάς πόλης». Αυτά τα τετράγωνα περιέχουν αναφορές σε παραδοσιακές μορφές, καθώς, όπως λένε και οι αρχιτέκτονες «δεν έχει κανένα νόημα το να ψάχνεις να βρεις ένα καινούργιο μοντέλο για μια περοχή που έχει επιβιώσει πολλαπλών και μερικές φορές καταστροφικών αναδιαμορφώσεων τα τελευταία 30 χρόνια».

Ο Alain Marguerit και ο Bernard Paris έχουν αναδιαμορφώσει δρόμους και ελεύθερους χώρους. (δεξιά σελίδα). Οι παρεμβάσεις τους συνοδεύουν τον διάλογο με τις αναθέτουσες αρχές και τους αρχιτέκτονες που εργάζονται για τις διάφορες συνοικίες (κάτω: οι περιοχές Thibaude και Ecouen)

Ρεαλισμός και επιμονή Η όλη εργασία βασίζεται σ’ αυτόν το ρεαλισμό. Ένα εμφανές παράδειγμα είναι αυτό του δημερχείου που τώρα είναι συνδεδεμένο πιο στενά με τα περίχωρα παρ’ ότι το κτίριο δεν μπορούσε να ανοιχτεί στη πλατεία. Άλλο παράδειγμα είναι το πόσο στενά συνεργάστηκαν ο Marguerit και ο και ο Paris με τους διευθύνοντες της ENTPE (Ecole nationale des travaux publics de l’Etat, Σχολή μηχανικών δημοσίων έργων) και ο τρόπος με τον οποίο κατάφεραν να εγκαταστήσουν μαγαζιά στο ισόγειο ενός νέου σχολείου. Οι σχεδιαστικές αρχές και οι κανονισμοί για κάθε οικοδομικό τετραγώνο έχουν κατά παρόμοιο τρόπο θεμελιωθεί σε ρεαλιστικές αξίες. Καθώς δεν υπήρχε κανένα σχέδιο ανάπτυξης, οι πολεοδόμοι αποφάσισαν να τοποθετήσουν τα ελάχιστα κτίρια, για τα οποία υπήρχαν βεβαιότητες ως προς την πραγματοποίησή τους, στις γωνίες των οικοδομικών τετραγώνων που είχαν σχεδιάσει. Η στρατηγική τους απέδωσε καθώς τα άδεια οικοδομικά τετράγωνα άρχισαν αμέσως να γεμίζουν όπως δείχνει το πρώτο ολοκληρωμένο οικοδομικό τετράγωνο, που περιλαμβάνει κατοικίες για διάφορα εισοδήματα, με καταστήματα και χώρους ψυχαγωγίας στα ισόγεια. Κάθε έργο θα προκαλέσει αντιφατικές κριτικές από μια αρχιτεκτονική σκοπιά. Επιπρόσθετα, όλο το πλαίσιο εργασίας μπορεί να αμφισβητηθεί λόγω οικονομικών και άλλων περιορισμών ενώ η φθορά του χρόνου θα αρχίσει να φαίνεται. Ο τοπογράφος και ο αρχιτέκτονας είναι οι μόνοι παράγοντες που έχουν διατηρηθεί από την αρχική ομάδα, μαζί με τον δήμαρχο. Η διατήρηση της συνεκτικότητας ενός έργου μέσα στο χρόνο απαιτεί από αυτούς αστείρευτη ενεργητικότητα, ακόμα και αν ο δημόσιος ρόλος τον οποίον ασκούν τους εξασφαλίζει απριόρι έναν ηγετικό ρόλο. Στόχος η συνολική συνεκτικότητα Παράλληλα με την ανάπλαση της περιφέρειας του κέντρου οι Marguerit και Paris επενέβησαν στο δίκτυο των δρόμων και ανασχεδίασαν δημόσιους χώρους σε άλλες συνοικίες. Αυτό συνοδεύτηκε από διάλογο με την αναθέτουσα αρχή και με αρχιτέκτονες υπεύθυνους για έργα σε άλλες γειτονιές: το Thibaude, Mas du Taureau, το Ecouen, στο κέντρο της πόλης, την πανεπιστημιούπολη κ.α.). Η δουλειά που πραγματοποιήθηκε στην κλίμακα της πόλης έδωσε ζωή στο «Grand Projet Urbain», το οποίο διευρύνθηκε το 2000 σε «Grand Projet de Ville». Το τελευταίο απέφερε επιπρόσθετα δημόσια κονδύλια, τόσο για τις δαπάνες καθ’ εαυτές όσο και για τη διαχείριση. Αυτό επέτρεψε σοβαρές εργασίες υποδομής, όπως μια νέα γραμμή συγκοινωνίας που συνδέει το Βω αν Βελάν με την καρδιά της μητροπολιτικής περιοχής και την αναδιαμόρφωση του αυτοκινητοδρόμου σε αστικό βουλεβάρτο.

Η διοικητική περιοχή της Μείζονος Λυών και οι προβληματικές γειτονιές Η αστική περιοχή της Μείζονος Λυών αποτελείται από 55 δήμους, 23 από τους οποίους έχουν ονομαστεί «προβληματικές περιοχές». Η τοπική αρχή παρ’όλα αυτά αποφάσισε να εισάγει ένα μεγάλης κλιμακας σχέδιο ανάπτυξης, δομημένο γύρω από τέσσερις βασικούς στόχους: Αναδιάρθρωση δημόσιων εκτάσεων έτσι ώστε να αποκτήσουν τα προάστια την ίδια σχεδιαστική ποιότητα με το κέντρο της πόλης. Πνοή ζωής στα συνοικιακά καταστήματα και το περιβάλλον τους. Βελτίωση της οικονομικής ανάπτυξης στα τοπικά κέντρα και δημιουργία ανάλογων εξυπηρετήσεων. Αύξηση των θέσεων εργασίας και προγράμματα κοινωνικής ενσωμάτωσης. Στήθηκε ένα σώμα με σύνθετη δομή, το οποίο περιέλαβε τα άτομα σε δημόσιες θέσεις –εκλεγμένους αξιωματούχους, υπαλλήλους των δημοτικών και των κρατικών υπηρεσιών– έτσι ώστε το έργο σε κάθε γειτονιάς να μη χάνει τη συνολική οπτική. Καθώς τα έργα πραγματοποιούνται με διαδικασίες οι οποίες αλλάζουν κατά την πορεία σε εθνικό επίπεδο(οι οποίες έχουν ονόματα όπως Κοινωνική Ανάπτυξη των Συνοικιών, Μεγάλο Πρόγραμμα Αστικού Σχεδιασμού, Πρόγραμμα Αστικού Σχεδιασμού Πόλης κτλ.), η αστική κοινότητα αποτελεί το συνδετικό κρίκο για την εξασφάλιση της συνέχειας, όταν μάλιστα οι συνθήκες ελεύθερης οικονομίας βαραίνουν υπερβολικά στο έργο.

Τεχνικά στοιχεία Βω-αν-Βελαν Βω-αν-Βελαν: 39,000 κάτοικοι (μισοί από τους οποίους ζουν σε κοινωνικές κατοικίες ZUP) Αρμόδιες Αρχές: Δήμος της Λυών Κέντρο της πόλης Αστική ζώνη ανάπτυξης (ZAC) ιδρύεται το 1995 (23 εκτάρια) Υπεύθυνος ανάπτυξης: SERL (Société d’équipement de la région lyonnaise) Κύριοι αρμόδιοι: Atelier des paysages –Alain Marguerit (αρχιτέκτονας τοπίου)-Atelier de la Gère – Bernard Paris (αρχιτέκτων) Πρόγραμμα πρώτης φάσης: δημόσιοι χώροι, 4 οικοδομικά τετράγωνα δόθηκαν στην αγορά το 2001 (400 διαμερίσματα, καταστήματα, γραφεία, υπηρεσίες) Κόστος: €31,1 εκατομμύρια

MONTPELLIER Μομπελιέ Διαδηλώνοντας το δυναμισμό

Η γραμμή του τραμ (η πρώτη γραμμή εγκαινιάστηκε το 2000) είναι μια απόδειξη της στρατηγικής της πόλης: να αποκαταστήσει μια ισορροπία με την επέκταση προς τα ανατολικά και νοτιοανατολικά, ελέγχοντας παράλληλα την αύξηση ως προς τη βιωσιμότητά της.

Το Mονπελιέ είναι μια μικρή επαρχιακή πρωτεύουσα που σήμερα έχει γίνει η έβδομη μεγαλύτερη πόλη στη Γαλλία. Είναι πρωτοπόρος στον οικονομικό ανταγωνισμό μεταξύ πόλεων μέσω του «αστικού μάρκετιγκ». Πρόκειται για μία ευρωπαϊκή φιλοδοξία, όπου αρχιτέκτονες με διεθνή αναγνώριση δημιουργούν έργα μεγάλης κλίμακας. Πρόκειτα για μια στρατηγική με αξιοπρόσεκτη συνέχεια, η οποία υιοθετήθηκε από τον Georges Freche, δήμαρχο από το 1977 καθώς και από τον βοηθό του στον τομέα της πολεοδομίας Raymond Dugrand. Για να προσελκύσει νέες επιχειρήσεις το συμβούλιο βασίστηκε σε τρία προτερήματα της πόλης: πρωτίστως ένα πανεπιστήμιο δυναμικό (με 60.000 σπουδαστές) το οποίο έχει μία αναγνωρισμένη μονάδα έρευνας· δεύτερον μια ενεργή πολιτιστική πολιτική (που αντιπροσωπεύει το 15% περίπου του προϋπολογισμού) και τρίτον μια αστική στρατηγική που χαρακτηρίζεται θεαματικά από το σχέδιο Antigone που διεξήχθη τη δεκαετία του 1980. Ο αρχιτέκτονας της Antigone, Ricardo Bofill, είχε προσχωρήσει στην ιδέα μιας πόλης ακτινωτής, προεκτείνοντας τον αρχαίο της άξονα και δημιουργώντας κατάλληλες προϋποθέσεις για την ύπαρξη ενός μελλοντικού τραμ. Η γραμμή του τραμ εγκαινιάστηκε το 2000 χάρη στη συστηματική ανάπτυξη του άξονα όπου εγκαταστάθηκαν δραστηριότητες και κατοικίες. Η εγκατάσταση του τραμ μαρτυρά επίσης μια καινούρια μέριμνα για να ελέγξουμε την ανάπτυξη και να εξασφαλίσουμε μια καλύτερη ποιότητα στην αστική ζωή.

Antigone: το σχέδιο αστικού σχεδιασμού του Ricardo Bofill επιβάλλει τη χρήση αξόνων. «Νεοκλασικό μνημείο», η συνοικία αυτή φιλοξενεί μια ποικιλία λειτουργιών (κατοικίες, γραφεία, καταστήματα, υπηρεσίες). Επιτυχώς, όπως μαρτυρεί η ενεργή νυχτερινή ζωή στην όχθη του Lez.

Αντιγόνη : μία συνοικία, ένα μνημείο και ένα είδωλο Η πρώτιστη φροντίδα στο σχέδιο της Αντιγόνης, η οποία είναι τοποθετημένη σε παλαιότερα στρατιωτικά εδάφη ήταν να διευρυνθεί το κέντρο με ένα έργο κλίμακας ανάλογης με αυτήν της μητρόπολης. Η πολεοδομία της Αντιγόνης βασίζεται στη σύνθεση δημοσίων πλατειών, δημιουργώντας διάφορες γειτονιές σχεδιασμένες από διαφορετικούς αρχιτέκτονες με τον Ricardo Bofill να διευθετεί το συνολικό έργο. Ο Καταλανός αρχιτέκτων περιγράφει κάθε τετράγωνο ως ένα “μανιφέστο” (αντίθετα με την πολεοδομία των προαστίων και των καινούριων πόλεων) και ως ένα “μνημείο” («αρχιτεκτονημένο» μπετόν, σύνθεση νεοκλασική). Η Αντιγόνη συνδυάζει κατοικίες, γραφεία, εμπόριο, εξοπλισμό για άλλες χρήσεις. Αυτό το τμήμα δραστηριοτήτων προαναγγέλλει τη δημιουργία κοινωνικών κατοικιών μέσα στο κέντρο (950 στα 4.000 διαμερίσματα είναι δημοτική ιδιοκτησία). Η επιτυχία του σχεδίου: είναι μια μορφή άμεση που αντιπροσωπεύει την πόλη, μια εικόνα που έχει κάνει το γύρο του κόσμου. Η πρόκληση που τίθεται είναι: να ξεπεράσει την εντύπωση μιας πόλης διακοσμητικής και να γίνει ένα μέρος για να ζήσει κανείς. Αυτό το “υπερκέντρο” δεν βρίσκεται πραγματικά πάνω στο παλαιότερο κέντρο της πόλης και το εμπορικό κέντρο Polygone παραμένει ανεπαρκώς διαφανές, δηλαδή δεν είναι αρκετά ανοιχτό παρόλο που είναι διάτρητο με διάφορα περάσματα.

: Ο Garouste και ο Bonetti ήταν εκείνοι που επιλέχθηκαν για το σχεδιασμό των βαγονιών. «Γιατί μοντέρνοι σχεδιαστές; Για να σου προσφέρουν μια ασυνήθιστη καθημερινότητα» εξηγεί ο δήμαρχος.

Η ανάπτυξη προς τη θάλασσα Η Αντιγόνη ήταν ο πρώτος λίθος για μια ανάπτυξη με κατεύθυνση τη θάλασσα. Εδώ και αρκετές δεκαετίες η πόλη προσανατολιζόταν προς όλες τις άλλες κατευθύνσεις εκτός από τη Μεσόγειο. Τώρα εξισορροπείται και πάλι προς τα ανατολικά και νοτιοανατολικά με τα έξι τετράγωνα του Port Marianne (5.000-8.000 κατοίκους το καθένα) όπου αναμειγνύονται κατοικίες, πανεπιστημιακός εξοπλισμός, πόλος δραστηριοτήτων και εμπορίου. Αναγνωρισμένοι αρχιτέκτονες ανέλαβαν το συντονισμό καθενός από αυτά τα εγχειρήματα ( Adrien Fainsibler, Rob Krier, Christian de Portzamparc, Claude Vasconi) γνωστοί για τις διαφορετικές προσεγγίσεις τους. Από κάθε αρχιτέκτονα ζητήθηκε να σχεδιάσει διάφορους δημόσιους χώρους και σημαντικά κτίρια και ήταν υπεύθυνος για να σχεδιάσει τις ειδικεύσεις. Ταυτόχρονα ζητήθηκε από τις Michel Desvigne και Christine Dalkony να ενοποιήσουν αυτήν την παράθεση κομματιών και τετραγώνων. Η πραγματοποίηση ενός κέντρου δραστηριοτήτων και εμπορίου, του Odysseum, προκάλεσε συγκρούσεις. Ο σκοπός ήταν να δημιουργηθεί ένα στρατηγικό σημείο κατά μήκος του γεωγραφικού διαδρόμου όπου βρισκόταν αυτοκινητόδρομος, οι γραμμές του TGV (τραίνων μεγάλης ταχύτητας) και οι παραλιακές στάσεις. Μια άλλη φροντίδα ήταν να περιοριστεί η εμπορική στασιμότητα γύρω από το κέντρο χάρη σε ένα αυστηρό πρόγραμμα ανάπτυξης αλλά με ρίσκο να δημιουργηθεί ανταγωνισμός με το κέντρο

Η γραμμή του τραμ και η σύγχρονη τέχνη Αντίθετα προς το σχήμα μιας πόλης ακτινοκεντρικής, ο άξονας ανάπτυξης οδηγεί σε μέσα μαζικής μεταφοράς που αποφεύγουν τις αποπνικτικές συγκεντρώσεις σύμφωνα με το μοντέλο του Raymond Dugrand. Η γραμμή του τραμ υπάγεται στο πλαίσιο μιας διαρκούς αναπτυξιακής πολιτικής που ωφελεί επίσης το λεωφορείο και το ποδήλατο. Αυτή η πραγματοποίηση του τραμ δημιούργησε καινούριους χώρους πρασίνου και μια πίστα για ποδηλάτες. Η πρώτη γραμμή που εγκαινιάστηκε το 2000 εξυπηρετεί την περιοχή της Antigone και παρέχει δυνατή σύνδεση με τον άξονα Paillade-Port Marianne. Η δεύτερη και η τρίτη γραμμή θα διασχίζουν άλλες επτά κοινότητες. Ο σχεδιασμός του τοπίου και η γραμμή του Montpellier είναι περισσότερο απλός και αναδεικνύεται περισσότερο μέσα σε μια αρχιτεκτονική “πόλεων ανταλλαγής”, που είναι φανερή στην εμφύτευση έργων τέχνης και στο σχεδιασμό των οχημάτων από δύο καλλιτέχνες του μπαρόκ, τους Garouste και Bonetti. Όπως ο George Freche δηλώνει, ο λόγος που χρησιμοποιήθηκαν σύγχρονοι καλλιτέχνες ήταν για να δώσουν στους ανθρώπους του Montpellier “μια καθημερινότητα έξω από τα συνηθισμένα

Όραμα μακροχρόνιο και πολιτική γης Παρόλο που μερικές φορές έχουν κατηγορηθεί για μεγαλομανία, οι υπεύθυνοι του Μονπελιέ εμμένουν στο μακροπρόθεσμο πρόγραμμά τους ενθαρρυμένοι από την υποστήριξη των ψηφοφόρων τους και συνεργαζόμενοι με ένα ισχυρό διαχειριστή, τη SERM, εταιρεία μικρής οικονομίας, την οποία δημιούργησε ο δήμος του Μονπελιέ. Η συνεχής δράση τους βασίζεται σε δυο δυνατά στοιχεία: οικονομική ανάπτυξη και αξιόλογη πολιτική γής. Λίγο βοηθημένο από το κράτος, το συμβούλιο χρηματοδότησε τις δράσεις του χάρη σε ένα μηχανισμό φορολόγησης της τεχνόπολης του Μονπελιέ, που είναι δέκα πάρκα δραστηριοτήτων δημιουργημένα μέσα σε 20 χρόνια όχι μακριά από το κέντρο και τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο στην καρδιά της κατοικημένης περιοχής, με σκοπό να αποφύγουν τον κίνδυνο της προαστιοποίησης. Από τις πρώτες εντολές του George Freche ήταν να αγοραστούν οικόπεδα που θα του επέτρεπαν να χρηματοδοτήσει τις κοινωνικές δαπάνες της επέμβασης και έπειτα να την επεκτείνει. Για παράδειγμα αγόρασε γη μη οικοδομήσιμη πριν να μεταμορφώσει το Port Marianne. Η άφιξη του TGV προετοιμάστηκε με τον ίδιο τρόπο: 80 εκτάρια αποθεματοποιημένης γης γύρω από τον καινούριο σταθμό εξυπηρετούνται συγκοινωνιακώς από τη γραμμή του τραμ.

Επάνω: Διαφορετικά αρχιτεκτονικά στυλ: η Βιβλιοθηκη (Chemetor-Huidobro), το εμπορικό κέντρο Odysseum, το σχέδιο του Christian de Portzamparc για τους κήπους Lironde, νέας περιοχής του Port Marianne.

Αριστερά: ανθρώπινος αστερισμός, του Chen Zhen, ένα από τα έργα τέχνης που βρίσκονται κατά μήκος της γραμμής του τραμ.

Τεχνικά στοιχεία ΜΟΝΠΕΛΙΕ Πόλη του Μονπελιέ: 228.000 κάτοικοι. Μείζον Μονπελιέ: 430.000 κάτοικοι. Antigοne Ανάπτυξη από SERM (εταιρεία εξυπηρετήσεων της περιοχής του Μονπελιέ) Επικεφαλής αρχιτέκτων: Ricardo Bofill. Πρόγραμμα: 4.400 διαμερίσματα, 85.000τ.μ γραφεία, 22.000τ.μ καταστήματα, 30.000τ.μ ξενοδοχεία και υπηρεσίες, 50.000τ.μ δημόσιες υπηρεσίες. Port Marianne Consuls de Mer (επί κεφαλής αρχιτέκτων Rob Crier), Richter (επι κεφαλής αρχιτέκτων Andrien Fainsilber), Blaise Pascal (αρχιτέκτων Claude Vasconi), Jacques Coeur (αρχιτέκτων Antoine Garcia-Diaz, Francois Fontes, Denis Bedeau), Jardins de la Lironde (αρχιτέκτων Christian de Protzamparc). 12.000-15.000 διαμερίσματα σχεδιάστηκαν. Γραμμή του τραμ. Αναθέτουσα αρχή: Περιοχή του Μονπελιέ. Εκπρόσωπος αναθέτουσας αρχής: ΤΑΜ (μεταφορές της μητροπολιτικής περιοχής του Μονπελιέ.) Κύριοι κατασκευαστές: Antoine Garcia-Diaz (αρχιτέκτων), μαζί με τους Crouzet, Jaumes, Imagine, Dulie, Tetrac: «Outside» (τοπίο). Γραφείο συμβούλων: SEMALY-BCOEM-BETEREM. Σχέδιο:Garouste και Bonetti. Φιλοξενούμενοι καλλιτέχνες: Chen Zhen, Alain McCollum, Sarcis, Ludger Gerdes,Σχολή Καλών Τεχνών. Σχέδιο: -1η γραμμή (15χμ.: 348.8 εκατομμύρια ευρώ αξία το 2000): λειτουργία το 2000 -2η γραμμή(19χμ.):σχεδιάζεται να ανοίξει το 2005 -3η γραμμή:σχεδιάζεται να λειτουργήσει το 2010

NANTES

Νάντη

Η αργή κατάκτηση μιας μεγάλης φιλοδοξίας Η αργή κατάκτηση μιας μεγάλης φιλοδοξίας Λιμάνι στην εκβολή των ποταμών Loire και Erde, η Νάντη αναπτύχθηκε κατά τη διάρκεια αιώνων με τα νησιά της να ενσωματώνονται, τα ποτάμια της να ξεχειλίζουν τις προκυμαίες της να επιχωματώνονται. Η πόλη διαχωρίστηκε από το ποτάμι σε ένα «διαχωρισμό σώματος» όπως παρατηρεί ο Julien Gracque, συγγραφέας γεννημένος στη Νάντη. Είναι αυτή η παράδοξη σχέση με το γήινο περιβάλλον που κάνει τη Νάντη αυτό που είναι σήμερα με τη μορφή των κτιρίων Η μητροπολιτική περιοχή της Νάντης. Το ζήτημα της και τις στροφές στους δρόμους να χαράσσουν τα κυκλοφορίας ήταν η πρωταρχική μέριμνα του προγράμματος ανάπλασης, το οποίο περιλάμβανε την εκ υπολείμματα του τώρα αόρατου ποταμού. νέου εγκατάσταση των γραμμών του τραμ, την υλοποίηση Χωρίς προγραμματισμό ή ρυθμιστικό ενός περιφερειακού βουλεβάρτου και την κατασκευή των σχέδιο, αλλά με πραγματισμό ο Jean-Marc Ayrault, γεφυρών. Το κέντρο, που κάποτε ασφυκτιούσε από τα που είναι δήμαρχος από το 1989 και πρόεδρος τουαυτοκίνητα, μπορεί πλέον να ανασάνει. συμβουλίου της Μείζονος Νάντης (21 κοινότητες), προχώρησε κατά στάδια σε μια διαδικασία βαθιάς αναδιάρθρωσης «συγκρατώντας τους ανυπόμονους». O Laurent Thery, διευθυντής των υπηρεσιών για τη μητροπολιτική περιοχή, ορίζει αυτή τη στρατηγική ως μία «απαλή προσέγγιση» που φροντίζει για την ύπαρξη μιας περιβαλλοντολογικής ισορροπίας και ενθαρρύνει τη συζήτηση. Η ανανέωση αρχίζει από τα κυκλοφοριακά ζητήματα, όπως την ανάπτυξη της γραμμής του τραμ και την πραγματοποίηση της περιφερειακής λεωφόρου, τα οποία προσφέρουν στο μέχρι πριν Η μεταμόρ πνιγμένο από τα αυτοκίνητα κέντρο μια αναπνοή φωση της καθαρού αέρα. Ενδυναμώνοντας το ιστορικό της οδού Cinquant κέντρο η Νάντη δείχνει τη φιλοδοξία της να είναι μια μεγάλη πόλη. Το επόμενο βήμα ήταν να ενωθεί e-Otages η πόλη με το ποτάμι, μια προτεραιότητα στο σχέδιο θεμέλιος λίθος της του 2005 για τη μητροπολιτική περιοχή της Νάντης. ανάπλασ Το πρόγραμμα επιχειρεί να ενισχύσει την περιοχή ης του κέντρου του λιμανιού μέσα στο πλαίσιο μιας διευθέτησης της εκβολής των ποταμών, που μελετάται μαζί με (αρχιτέκτ ονες B. το Saint-Nazaire. Επίσης το βασικό πρόγραμμα Fortier, περιλαμβάνει την επανάκτηση εκ νέου των J.-T. ποταμών (110 km ενωμένα) με το νησί της Νάντης Bloch, I. ως κύριο πρόγραμμα Rota).

Το άλλοτε νησί Feydeau είχε μεταβληθεί σε κόμβο αυτοκινήτων. Το σχέδιο των B. Fortier και J.-T. Bloch δημιούργησε ένα «πράσινο νησί», όπου το γκαζόν αντικαθιστά το νερό που έχει χαθεί. Το Φεϋντώ ξαναβρίσκει τις αποβάθρες του, στρωμένες με πέτρα και την ομορφιά των όψεων των ιστορικών κτιρίων του 18ου αιώνα.

Η δημιουργία της γραμμής του τραμ ως αιχμής του δόρατος στην αστική μεταβολή Η Νάντη ήταν η τελευταία πόλη στη Γαλλία που χωρίστηκε από το παλιό της τραμ και η πρώτη που το υποδέχτηκε από το 1977. Το σχέδιο καθυστέρησε καθώς ο δήμαρχος της Νάντης εκείνης της περιόδου δεν το ενέκρινε αλλά η επανεκκίνηση ήρθε από την ομάδα του Jean-Marc Ayrault, που ξεκίνησε ένα σχέδιο αστικής κυκλοφορίας το 1991. Ο στόχος ήταν να αναπτύξει «ανεμπόδιστη κινητικότητα» με τη συνύπαρξη διαφορετικών μέσων μεταφοράς: αυτοκινήτων, λεωφορείων, τραμ, ποδηλάτων και αλλά και λωρίδων για πεζούς. Απαραίτητη συνθήκη: η αποπεράτωση της περιφερειακής οδού χάρη σε δυο καινούριες γέφυρες (ανοιχτές από το 1995). Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του από το κέντρο προς την περιφέρεια το τραμ συνοδεύεται από επεμβάσεις στον δημόσιο χώρο που το καθιστούν τον κύριο παράγοντα της πολιτικής σφαιρικής ανάπτυξης της πόλης. Απελευθερώνονται ολόκληρες γειτονιές και προκαλείται η ανασύνταξη μεγάλων κοινοτήτων, όπως τα Dervallieres και Bellevue. Το τραμ έχει συνεισφέρει επίσης στην αναμόρφωση του προαστίου Madeleine Champs-de-Mars, ενθαρρυμένο από την άφιξη του TGV. Το έργο της ανανέωσης του παραδοσιακού ιστού και η ενθάρρυνση της αρχιτεκτονικής δημιουργίας συμπληρώνουν την αναζήτηση νέων οικονομικών πόρων Η νέα κεντρικότητα: ο δρόμος Cinquante Otages και το νησί Feydeau Το 1990 το συμβούλιο της πόλης ξεκίνησε ένα σχέδιο για έναν “καινούριο πυρήνα”, βλέποντας τη θετική επιρροή του αστικού σχεδίου κυκλοφορίας που ελευθέρωσε το κέντρο από το έντονο μποτιλιάρισμα στις κρίσιμες ώρες, μειώνοντας τον αριθμό των οχημάτων στο ήμισυ. Οι τοπικοί κανονισμοί για τη χρήση γης αναθεωρήθηκαν φροντίζοντας για την προστασία της περιοχής και ένας διαγωνισμός διεξήχθη για τον ανασχεδιασμό των κεντρικών αστικών χώρων. Το πρώτο βήμα ήταν να επανασχεδιαστεί η οδός Cinquante Otages. Το επόμενο ήταν να εκσυγχρονιστεί η περιοχή γύρω από το νησί Feydeau και μακροπρόθεσμα να φτάσει στον ποταμό Loire. Το σχέδιο των Italo Rota, Bruno Fortier και Thierry Blotch, νικητών του διαγωνισμού του 1991 φαντάζεται ένα «νησί πράσινο». Με το καμπύλωμά της, η οδός Cinquante Otages θυμίζει τον Erdre πριν ξεχειλίσει. Η οσός αποδίδεται στους πεζούς με την δημιουργία πρασίνου, μεγάλων πεζοδρόμων και δύο νέων πλατειών, συμφιλιώνει το μεσαιωνικό κέντρο με τις πλατείες του 18ου αιώνα και συνδέει το Feydeau με το ενεργό κέντρο της πόλης.

Οι εγκαταστάσεις του τραμ εισχωρούν στο ιστορικό κέντρο, χάρη στην ιδιαίτερη φροντίδα για το σχεδιασμό του δρόμου εξ ολοκλήρου από τους εμπνευστές του. Οι τεχνικές λύσεις είναι άκρως μελετημένες (π.χ. χρήση οπτικών ανιχνευτών για το φωτισμό), όπως και η πολύ καλή επίστρωση από γρανίτη που ανεβάζει το γενικό κόστος, κάτι που σύμφωνα με τον Bruno Fortier «δικαιολογείται από την πολιτική εξωραϊσμού μίας από τις τρεις ή τέσσερις νεοκλασικές πόλεις της Γαλλίας». Κρίνει ωστόσο το σύνολο υπερσχεδιασμένο και τη συντήρησή του ακριβή και γι’ αυτό 5 χρόνια αργότερα στο σχεδιασμό του νησιού Feydeau η αστική επίπλωση είναι πιο απλή πιο στέρεη και λιγότερο ακριβή. Το παλιό νησί του Feydeau είναι ένα κόσμημα του 18ου αιώνα που συνήθως ήταν γεμάτο αυτοκίνητα στο κέντρο θυμίζοντας εθνικό αυτοκινητόδρομο. Τώρα η περιοχή είναι ένα γκαζόν σχήματος οβάλ, που θυμίζει το εξαφανισμένο νερό που δεν μπορεί να επανεμφανιστεί αφού το TGV περνάει κάτω από την πλάκα και καλύπτει την παλιά διακλάδωση του Loire. Σ’ αυτό το σύγχρονο πάρκο υπάρχουν λίγα δέντρα και ένα τμήμα για skateboard. Το νησί ξαναβρήκε τις αποβάθρες που τώρα είναι καλυμμένες με πλακόπετρες αναδεικνύοντας τις ωραίες όψεις των κτιρίων. Η κυκλοφορία έχει αν μέρει υποχρεωθεί σε παράκαμψη, αλλά ο δρόμος παραμένει δύο κατευθύνσεων.

Οι όχθες του Loire: για την ανάκτηση του ποταμού Το ρυθμιστικό σχέδιο που μελετήθηκε από τους Dominique Perrault και Francois Gretter από το 1992 έκανε το νησί της Νάντης (Beaulieu και Sainte-Anne ενωμένα) το μεγάλο πρόγραμμα του μέλλοντος. Ως πρώτο βήμα με σκοπό να ανακτήσει τις όχθες του ποταμού, το δικαστικό συγκρότημα του Jean Nouvel επιτρέπει στην πόλη να έχει μια ισχυρή θέση στην όχθη του παραπόταμου Madeline, απέναντι από την καινούρια είσοδο του σταθμού. Έπειτα τα παλιά εργοστάσια Lu μετατράπηκαν σε ένα μοναδικό μέρος όπου θεάματα και εκθέσεις αρχίζουν να μαρτυρούν την πολιτιστική δραστηριότητα της περιοχής. Ο «Άτλας του Ποταμού Loire», το οποίο υποστηρίζουν και οι 13 κοινότητες που βρίσκονται γύρω από τον ποταμό, μελετά αυτήν την αχανή περιοχή, προκαλώντας τη συμμετοχή συμβουλευτικών επιτροπών από γειτονιές και οργανώσεις κατοίκων. Η διάρκεια προβλέπεται μεγάλη, 30 χρόνια, και όχι εύκολη αφού είναι γνωστό πόσους διαφορετικούς πρωταγωνιστές και στόχους θα έχει το έργο Το νησί της Νάντης : ένα σχέδιο οδηγός για ένα ιδρυτικό πρόγραμμα Το νησί της Νάντης είναι στην καρδιά της ανάπτυξης της πόλης. Είναι μια κύρια τοποθεσία που καλύπτει 380 εκτάρια κοντά στο κέντρο με ανάμεικτες χρήσεις, λιμενικές και βιομηχανικές δραστηριότητες, αστικές δραστηριότητες (π.χ. κέντρο αθλητισμού, ξενοδοχεία, περιφερειακό κέντρο της Κυβέρνησης) και ενεργό πληθυσμό στα προάστια. Η αστική αυτή περιοχή είναι «δυσανάγνωστη», με προβληματική ταυτότητα, υποβαθμισμένη στις παλιές γειτονιές και ανολοκλήρωτη στην ανατολή. Το συμβούλιο της πόλης αποφάσισε να μεταβάλει την περιοχή σε νέο κέντρο της Νάντης και να αναθέσει ένα διαγωνισμό το 1998-1999. Οι νικητές Alexandre Chemetoff και Jean-Louis Berthomieu, παρουσιάζουν ένα καθοδηγητικό σχέδιο βασισμένο στην έννοια μιας πόλης «της συμμετοχής»: χώροι από κοινού (διαχωρισμός ιδιωτικού-δημόσιου, ανασύνθεση των οικοδομικών τετραγώνων), συμμετοχή στη ανάμνηση (διατήρηση και επαναχρησιμοποίηση κτιρίων προβληματικών, δημιουργία ενός πάρκου αναμνηστικού, συσχέτιση των διάφορων στυλ και εποχών), συμμετοχή σε πρωτοβουλίες και ευθύνες (κανόνες που επιτρέπουν τη δημοκρατία στο αποτέλεσμα του σχεδιασμού). Μελετήθηκαν τα διαφορετικά επίπεδα του εδάφους, όπως οι όχθες, το δίκτυο των δρόμων και η γραμμή του τραμ. Το σχέδιο οραματίζεται την εγκατάσταση των εξυπηρετήσεων μέσα στο φόντο αυτού που υπήρχε προηγουμένως, διαμορφώνοντας το τοπίο σύμφωνα με τα θέματα «ποτάμι» και «θάλασσα». Για την κατάκτηση ενός τόσο φιλόδοξου στόχου η πόλη διαπραγματεύτηκε με τους υπεύθυνους των έργων ένα συμβόλαιο χωρίς προηγούμενο: 12,2 εκατομμύρια ευρώ μέσα σε 9 χρόνια με εργασίες αυστηρά καθορισμένες. Αυτό περιλαμβάνει το χειρισμό των σχεδιαστικών και αρχιτεκτονικών θεμάτων ως ενός συνόλου, υλοποίηση πρότυπων επεμβάσεων καθώς και διαμόρφωση των μισών δημόσιων χώρων. Ο δήμαρχος έχει εγγυήσεις για την ομαλή διεξαγωγή του προγράμματος μακροπρόθεσμα και οι σχεδιαστές έχουν τα μέσα να πραγματοποιήσουν το σχέδιο και ταυτόχρονα να κατευθύνουν τη συνολική διαδικασία, τροποποιώντας την καθ’ οδόν αναλογία μα τους διάφορους πρωταγωνιστές και τις ευκαιρίες.

Το καθοδηγητικό σχέδιο του Alexandre Chemettoff Jean-Louis Berthomieu για το νησί της Νάντης προσφέρει μια συνεκτικότητα σ’ αυτό το σύνθετο τοπίο, συνδέοντας το παλιό με το νέο και αναζητώντας σχέσεις συνοχής των στοιχείων. Βασίζεται σε ένα δίκτυο ελεύθερων χώρων, οι οποίοι ανοίγουν το κέντρο του νησιού προς το ποτάμι. Ένας δενδροφυτεμένος δρόμος περιπάτου συνδέει μεταξύ τους τις υφιστάμενες εξυπηρετήσεις και τις μελλοντικές (Μουσείο της ανθρώπινης εξέλιξης και της τεχνολογίας, Δικαστικό Μέγαρο, Αρχιτεκτονική Σχολή, Ναυτικό Μουσείο, πάρκο της Μνήμης). Το νησί βρίσκεται στην καρδιά της ιστορικής πόλης και είναι ανοιχτό προς τον Λίγηρα (Loire): οι αποβάθρες έχουν αναπλαστεί, έχει δημιουργηθεί ένα παρόχθιο πάρκο, καθώς και γέφυρες. Η διπλή ταυτότητα της πόλης – ποτάμια και θαλάσσια- υπογραμμίζεται από ένα πάρκο στα ανατολικά και μια μαρίνα στα δυτικά.

SAINT-NAZAIRE Σαιν Ναζαίρ Ο αστικός σχεδιασμός- οδηγός ανάπτυξης Στα τέλη του 1970, η ναυπηγική κρίση κατέστρεψε το Σαν Ναζαίρ, αφήνοντας ως επακόλουθο όχι μόνο μια μαραμένη πόλη, με ένα ποσοστό ανεργίας 20%, με το βάρος μιας αρνητικής εικόνας, αλλά και τσακισμένη από τη Ναντ και το γειτονικό τουριστικό κέντρο Λα Μπολ (La Baule). Η απάντηση των ειδικών, που προσέλαβε ο Joel Batteaux (δήμαρχος του Σαν Ναζαίρ) ήταν η επινόηση ενός «περιφερειακού σχεδιασμού»· μελέτησαν δηλαδή ένα πλάνο πλήρους επανάκαμψης, που τροφοδότησε τα αστικά, οικονομικά, κοινωνικά και . Το σφαιρικό πλάνο ανάπτυξης για καλύτερη ποιότητα πολιτιστικά δεδομένα, ως μέρος ενός ζωής σε κάθε γειτονιά, για ένα αναζωογονημένο κέντρο πολεοδομικού οράματος, που αγκαλιάζει όχι μόνο την πόλη αλλά και και μια οικονομία με πολλαπλότητα δραστηριοτήτων. τις γύρω περιοχές, θεωρώντας τις ως (σύν)ολο. Ο απολογισμός των ζημιών το 1979 έδωσε έναυσμα για τον προσδιορισμό διαφόρων στόχων, όπως την επίτευξη καλύτερης ποιότητας ζωής και τη βελτίωση των σχέσεων ανάμεσα στις αστικές γειτονιές και το κέντρο, για το οποίο υπήρχε επιτακτική ανάγκη να αναζωογονηθεί. Η ουσία του ενδιαφέροντος είναι η αποκατάσταση της σύνδεσης του Σαν Ναζαίρ με τη θάλασσα, έτσι ώστε να αποκτήσει πάλι έναν «λόγο ύπαρξης». Το 1988 ξεκίνησε μια επιχείρηση με το όνομα «Κέντρο της Δημοκρατίας», με στόχο να δώσει στην πόλη μια καρδιά και να αποτρέψει την έξοδο στα προάστια. Η πρωτοβουλία αυτή περιστράφηκε γύρω από ένα εμπορικό κέντρο που σχεδίασε ο Claude Vasconi, (το επωνομαζόμενο «Το πλοίο της γραμμής»), το οποίο κατασκευάστηκε σε μια μεγάλη έκταση, κάποτε υπεραστικό δρόμο που έκοβε στη μέση την πόλη. Συγκεντρώνοντας εμπορικά καταστήματα και άλλες εξυπηρετήσεις στο ίδιο μέρος, το συμβούλιο της πόλης κατάφερε να επιβάλει τους όρους του στους επενδυτές. Αυτό ήταν ένα φιλόδοξο στοίχημα, αν λάβει κανείς υπόψιν του το γεγονός ότι αυτή η περιοχή ήταν ιδιαιτέρως άχαρη˙ ωστόσο απέδωσε καρπούς μέσα σε ακριβώς τρία χρόνια. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού γύρω από το κέντρο του Vasconi ήρθαν να προσθεθούν και οι επεμβάσεις στους κεντρικούς δημόσιους χώρους και στις γειτονιές, καθοδηγημένες από το Atelier Ruelle. Η επιτυχία της πρώτης φάσης δημιούργησε τις προυποθέσεις για το επόμενο βήμα, που ήταν η δημιουργία του Βιλ Πορ (Ville Port), μιας περιοχής δηλαδή, η οποία θα απείχε 500 μ. από το κέντρο και 200μ. από το λιμάνι και θα περιελάμβανε 15 εκτάρια πρώην βιομηχανικής γης, όπου το 1941 είχε χτιστεί μία γερμανική υποβρύχια βάση.

πάνω. Φωταψία του λιμανιού και της βάσης, από τον Yann Kersale, το 1991: η δημιουργικότητα του καλλιτέχνη στην υπηρεσία μιας νέας εικόνας για το Σαν Ναζαίρ.

κάτω. Η βασική γραμμή σκέψης πίσω από τις δραστηριότητες της πόλης: η ανακάλυψη ενός λόγου ύπαρξης της πόλης, δηλ. η επαφή της με τη θάλασσα.

Βιλ Πορ, μια νέα γειτονιά, νέοι πυρήνες στην πόλη Η ανάκτηση του Βιλ Πορ άρχισε με τη μεταμόρφωση της υποβρύχιας βάσης, που αποτελούνταν από 400.000 κυβικά μέτρα μπετόν σε δεκατέσσερις κυψέλες ύψους 16 μέτρων, με συνολική επιφάνεια τεσσάρων εκταρίων. Οι τοπικές αρχές αποφάσισαν να διαχειριστούν τη βάση ως ιστορικό μνημείο και να μην προβούν σε κατεδάφιση, καθώς μια τέτοια ενέργεια, απ’ τη μια θα είχε τρομερά υψηλό κόστος, και από την άλλη δε θα συνέβαλε καθόλου στην ανάπτυξη. Ωστόσο ήταν επιτακτική ανάγκη να διασφαλίσουν ότι στο εξής η βάση δε θ’ αποτελούσε εμπόδιο στην επικοινωνία της πόλης με το λιμάνι. Το 1996, έχοντας ήδη συμβουλευθεί έξι ομάδες αρχιτεκτόνων, οι αρμόδιοι επέλεξαν τη μελέτη του αρχιτέκτονα Manuel de Solà από τη Βαρκελώνη. Το σχέδιο του Solà, που ήταν σύμφωνο με τον προυπολογισμό του δήμου, απαίτησε την λεπτομερή εξέταση ορισμένων σημείων. Ο ίδιος κατάφερε να δαμάσει το «τέρας» τοποθετώντας μια ράμπα, με στόχο να καταστήσει προσβάσιμη την οροφή˙ τη ράμπα αυτή μετέτρεψε σε δρομάκι περιπάτου με εκπληκτική θέα στο λιμάνι και τις εκβολές του ποταμού. Κι έτσι απλά έκανε στην ίδια τη βάση ένα καλό «καθάρισμα». Τέσσερις κυψέλες άνοιξαν ξανά στη θάλασσα, δημιουργώντας έναν διάφανο άξονα. Για να διασφαλιστεί η σχέση μεταξύ θάλασσας και κέντρου, κατασκευάστηκαν τρείς πλατείες, η κάθεμία από τις οποίες διακρίνεται από τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βρίσκεται σε διαφορετικό επίπεδο. Σε μικρή απόσταση από τη υποβρύχια βάση υπάρχει ένας χώρος στάθμευσης αυτοκινήτων 700 θέσεων, που έχει σχεδιαστεί ως μια πλατεία (ή εσπλανάδα) κατάφυτη, η οποία συνδέει τις διάφορες εξυπηρετήσεις. Δίπλα ακολουθεί η «Πλατεία του Τσίρκου», ένας χώρος ανοιχτός, που φιλοξενεί σύγχρονες δραστηριότητες και μια παιδική χαρά, αλλά και η παλαιότερη και πιο παραδοσιακή Πλατεία Μαρσό (Marceau), περιορισμένη ανάμεσα στα οικοδομικά τετράγωνα.

Μια ράμπα επιτρέπει στους επισκέπτες να φτάσουν στην οροφή της υποβρύχιας βάσης, η οποία μ` αυτό τον τρόπο εντάσσεται στην πόλη και μετατρέπεται σ` ένα χώρο πρόσφορο για περίπατο.

Το Βιλ Πορ, η νέα συνοικία, σχεδιάστηκε από τον Βαρκελωνέζο αρχιτέκτονα Manuel de Sola γύρω από την υποβρύχια βάση που μετατράπηκε σε πόλο ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων. Η σύνδεση της θάλασσας με την πόλη επιτεύχθηκε με την αλληλουχία τριών δημόσιων πλατειών, η καθεμία από τις οποίες δημιουργεί μία ξεχωριστή ατμόσφαιρα, αξιοποιώντας τη διαφορετική υψομετρική της θέση. Αυτό το σχέδιο προσέλκυσε πολλές ψυχαγωγικές εγκαταστάσεις που συνήθως χωροθετούνται στα περίχωρα (εμπορικό κέντρο, πολυκινηματογράφος). κάτω. Δύο σχέδια του Manuel de Solà.

Η πόλη ανανεώνει τους ιστορικούς και γεωγραφικούς δεσμούς της Το Σαν Ναζαίρ είναι μια καινούρια πόλη, ωστόσο έχει ήδη ένα οδυνηρό παρελθόν. Χτίστηκε με αυτοκρατορική εντολή γύρω στα 1850 ως το επίνειο της Ναντ και ξεκίνησε τη λειτουργία του στις αρχές του 20ου αιώνα με υπερατλαντικά ταξίδια. Στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο οι Γερμανοί αντικατέστησαν την προκυμαία με μια υποβρύχια βάση, την οποία οι Σύμμαχοι επιχείρησαν να αφανίσουν˙ απέτυχαν όμως, καταστρέφοντας με μια επίθεση - αστραπή την πόλη αντί για τη βάση. Κατά την ανοικοδόμηση της δεκαετίας του 1950, τα σχέδια του Maresquier οργάνωσαν την πόλη γύρω από έναν νέο άξονα και την έστρεψαν με την πλάτη προς τη θάλασσα. Λόγω του ναυπηγείου η φήμη της εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη, μέχρι την παρακμή της ναυπηγικής βιομηχανίας στα τέλη του 1970. Ο ιστορικός και γεωγραφικός ιστός του Βιλ Πορ υφαίνεται και πάλι. Η υποβρύχια βάση -σύμβολο καταστροφής- μπορεί να είναι ένα αστικό τέρας πλήρως δυσανάλογο με τα περίχωρα, έχει όμως γίνει η καρδιά της οικονομικής αναζωογόνσης, οργανώνοντας τη σχέση μεταξύ πόλης και λιμανιού. Το τοπογραφικό σχέδιο του Manuel de Sola βοηθά απ` αυτή την άποψη, καθώς παίζει με τις διαφορές στα επίπεδα του εδάφους. Έτσι, αυτός ο τόπος ο οποίος, σαν σε ιστορικό δράμα, μεταμορφώθηκε σε περιφέρεια αποκλειόμενη από την αστική ανάπτυξη, τα σημάδια μιας νέας κεντρικότητας αποκτούν μορφή.

Στο εσωτερικό, η βάση μετατράπηκε σε πόλο ψυχαγωγικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων γύρω από την Escal’Atlantique, μια έκθεση - θέαμα, με αντικείμενο τα υπερατλαντικά ταξίδια και σημαντικό στοιχείο της στρατηγικής για τον τουρισμό. Η στρατηγική αυτή, την οποία επεξεργάστηκε το δημοτικό συμβούλιο της πόλης από τις αρχές του 1980, μεταξύ των άλλων περιλαμβάνει ένα ετήσιο φεστιβάλ με την ονομασία «Les Escales», ένα οικολογικό μουσείο και επισκέψεις με ξεναγό στα ναυπηγεία και την Aerospatiale. Σχετικά με τη θάλασσα είναι και τα θέματα που διατρέχουν και τις άλλες κυψέλες, οι οποίες στεγάζουν εμπορικά καταστήματα, εστιατόρια, παιχνιδότοπους και νυχτερινά μαγαζιά. Το έργο αστικού σχεδιασμού του Βιλ Πορ όχι μόνο ξαναέδωσε στο Σαν Ναζαίρ στόχους και πολιτιστική ταυτότητα, αλλά προσέλκυσε νέες δραστηριότητες, ενθάρρυνε την οικονομική ανάπτυξη, μετέβαλε την πόλη σε τουριστικό θέρετρο και απέδειξε ότι εξακολουθεί να παίζει βασικό ρόλο στην περιφέρεια. Επενδυτές που μένουν συνήθως «τρυπωμένοι» στα περίχωρα ξελογιάστηκαν και έρχονται τώρα στο Σαν Ναζαίρ για τον πολυκινηματογράφο και το σουπερμάρκετ, καθώς η ευκολία πρόσβασης και στάθμευσης είναι ίδια με αυτή στα προάστια ενώ το πλαίσιο πολύ πιο αστικό και υψηλότερης ποιότητας. Η επανάκαμψη της πόλης λοιπόν, δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα παιχνίδι στην ελεύθερη αγορά. Ένα από τα δυνατά σημεία του σχεδίου του Manuel de Solà ήταν ότι διέβλεψε την ικανότητα ενός αστικού χώρου να εξυπηρετήσει μια τέτοια ποικιλία επάνω σ’ ένα δραστήριο λιμάνι, όπου τα ναυπηγεία ξαναλειτουργούν. Ο συνδυασμός που προέκυψε δημιούργησε μια μοναδική αστική μορφή. Ένα στυλ χαρακτηριστικό του Σαν Ναζαίρ Το Βιλ Πορ είναι η εμφανής απόδειξη της αξίας του στοιχήματος που έβαλε η πόλη να μετατρέψει τα ελαττώματα της σε πλεονεκτήματα. Αυτή η ιδέα, σε συνδυασμό με μια στρατηγική έμφασης στην αυθεντικότητα του Σαν Ναζαίρ, δίνει ζωή στο σύνολο του αστικού σχεδιασμού, από τις αρχές ακόμα. «Η εικόνα μιας πόλης πρέπει να είναι περιποιημένη, καθώς είναι αυτή που πρωταγωνιστεί στην εκπροσώπηση και τις συναλλαγές», υποστηρίζει ο Joel Batteaux. Σήμανση, χρώματα, σχήματα, πρασινάδες είναι όλα αυτά που παίρνουν μέρος στο παιχνίδι και αντικατοπτρίζουν το «ναυτικό» αρχιτεκτονικό στυλ στο σύνολό του, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’30 και της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης· μεταφέρονται στην επίπλωση των δρόμων, στο σχεδιασμό του δημόσιου χώρου αλλά και την ίδια την αρχιτεκτονική. Η φωταγώγηση του λιμανιού και της υποβρύχιας βάσης από τον Yann Kersale μαρτυρά την πολιτική των τοπικών αρχών να συνεργάζονται με καλλιτέχνες που τονίζουν την ποιητική δύναμη μιας τοποθεσίας, χωρίς να διαστρέφουν την πραγματικότητά της. Προσεγγίζουν έτσι καθολικά τη νέα εικόνα του Σαν Ναζαίρ, που τη μοιράζονται και οι επενδυτές. Το στυλ του Σαν Ναζαίρ χαρακτηρίζεται από προσεκτικά σχεδιασμένους δημόσιους χώρους, από υπομονετική αξιοποίηση πρώην βιομηχανικών περιοχών και από σταδιακή επανάκτηση του δημόσιου χώρου στα συγκροτήματα κοινωνικής κατοικίας. Εν ολίγοις οι τοπικές αρχές έδωσαν προτεραιότητα στην αστική μορφή προς όφελος όλων των κατοίκων έτσι ώστε να μην υπάρχουν εγκαταλελειμένες γειτονιές.

Πρωτοποριακές μέθοδοι επανάκαμψης Το συμβούλιο του Σαν Ναζαίρ αποφάσισε να μην επικεντρωθεί απριόρι σε ζητήματα προυπολογισμού, που θα αποθάρρυναν τη δημιουργικότητα, αλλά προτίμησε να εμπιστευτεί την πίστη που κρυβόταν πίσω από το φιλόδοξο, μα και συνεκτικό σχέδιο ανάπτυξης, που τόσο ένθερμα υποστήριζαν οι σύμβουλοι. Νέοι μηχανισμοί έπρεπε να δημιουργηθούν. Κατ` αρχήν επιλέχθηκε μία μικρή ομάδα ανδρών και γυναικών, με βάση όχι μόνο τις ικανότητες αλλά και τον ενθουσιασμό τους για το σχέδιο. Στη συνέχεια η ομάδα αυτή συνδέθηκε με ειδικά διαμορφωμένες μονάδες, που λειτουργούσαν σε δια-λειτουργική βάση. Η μονάδα ανάπτυξης της περιφέρειας του Σαν Ναζαίρ, που χρηματοδοτείται κατά 60% από το συμβούλιο (προϋπολογισμός 1 εκατομμύριο ευρώ), αρνείται κάθε λογική τομεακή, προκειμένου να εγγυηθεί τη σφαιρικότητα του προγράμματος (με παραμέτρους πολεοδομικές, οικονομικές και κοινωνικής πολιτικής). Ρόλος του είναι να συναντάται με τους συμβούλους, να προετοιμάζει τα θέματα για τα οποία αποφασίζει το συμβούλιο, να συνεννοείται με τους μελετητές και να παρακολουθεί τα δημοτικά διαμερίσματα και τις υπηρεσίες ανάθεσης των έργων. Μία ακόμα ειδική μονάδα είναι η SIREN (Societe d` Initiatives de la Region Nazarienne), η οποία είναι υπεύθυνη για την ανάπτυξη μιας τουριστικής πρότασης σε συνεργασία με το Γραφείο Διαφήμισης και το λιμάνι. Η συνεργασία του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα αποτελεί το κλειδί της στρατηγικής του Σαν Ναζαίρ και τελεί υπό την επίβλεψη ενός καθοδηγητικού σώματος, το οποίο συγκεντρώνει τους διάφορους συνεργάτες για να εντοπίζουνε τις δυσκολίες και να εξασφαλίζουν διαφανή διαχείρηση. Οι μέθοδοι χρηματοδότησης του σχεδίου εδράζονται στη λογική. Οι τοπικές αρχές επιβλέπουν άμεσα κάθε εγχείρημα και τα προγράμματα ενημερώνονται κάθε χρόνο στη σειρά με αλλαγές στην προτεραιότητα. Οι πηγές χρηματοδότησης ποικίλουν από ευρωπαικές επιδοτήσεις και περιφερειακές χορηγίες ως και κεφάλαια προερχόμενα από τοπικά σώματα και ιδιώτες. Ένας προυπολογισμός ύψους 26.83 χιλιάδων € καθορίστηκε για το Βιλ Πορ, με τις 11.13 χιλιάδες να δίνονται από τον δήμο, τις 8.38 από το ευρωπαικό περιφερειακό απόθεμα ανάπτυξης, 3.20 από το γαλλικό κράτος και 2.06 χιλιάδες από τις τοπικές αρχές. Η επένδυση έχει φτάσει στις 65.55 χιλιάδες περίπου ως σήμερα και περιλαμβάνει κατοικίες, οίκους ευγηρίας, ξενοδοχεία, κέντρα ψυχαγωγίας, εμπορικά καταστήματα, γραφεία, κ.τ.λ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν δημιουργήθηκε "ζώνη αστικής ανάπτυξης» (ZAC). Αντί γι` αυτό το συμβούλιο της πόλης επέλεξε από το 1980 μια πιο ελαστική προσέγγιση, χρησιμοποιώντας κάθε είδους κατάληλο μηχανισμό αστικής ανάπτυξης (περίπου 10 για το Βιλ Πορ) και αποκτώντας γη μέσω ιδιωτικών συμφωνιών.

κάτω αριστερά. Το «Πλοίο της γραμμής», κτίριο εμπορίου του Claude Vasconi, έδωσε σχήμα στον άμορφο χώρο που είχε προκύψει από τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση. Σχεδιασμός των δημόσιων χώρων: Atelier Ruelle . πάνω δεξιά. Οι παρεμβάσεις στις προβληματικές γειτονιές ωφελούνται από τη χρήση του ίδιου λεξιλογίου (φυτείες λουλουδιών, επίπλωση δρόμων) όπως και στο κέντρο. Υλοποιημένες από τις τεχνικές υπηρεσίες του δήμου με την αρωγή του, Atelier Ruelle μαρτυρούν μία κοινή τοπική κουλτούρα. κάτω δεξιά. Δημιουργήθηκε ένα «στυλ» χαρακτηριστικό για το Σαν Ναζαίρ, εμπνευσμένο από τη ναυτική αρχιτεκτονική, τη δεκαετία του 1930 και τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση (λιθογραφία του Αlberto Bali).

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ Σαιν Ναζαίρ Πόλη του Σαν Ναζαίρ: 67.000 κάτοικοι Μητροπολιτική περιοχή: 104.500 κάτοικοι Σύσταση σχεδίου:1982-1983 Κέντρο της Δημοκρατίας Αναθέτουσα αρχή: SONADEV (Εταιρεία Μικτής Οικονομίας Δημοτική) και Διεύθυνση δημοσίων έργων (για τους δημόσιους χώρους) Μελετητές: Claude Vasconi (αρχιτέκτων), Atelier Ruelle (αρχιτέκτονες τοπίου), τεχνική υπηρεσία του Δήμου Κατασκευαστική εταιρεία: G31, πρόγραμμα SOCAFIM Ouest 7.560 τ.μ. (καταστήματα, γραφεία, αίθουσα bowling, πολυλειτουργική αίθουσα) Χρονοδιάγραμμα Μελέτες 1985-1987, Παράδοση το 1988 Κόστος: € 4.476 εκατομμύρια, μη συμπεριλαμβανομένων των φόρων (1988). Οι δημόσιοι χώροι χρηματοδοτούνται κατά 49% απο το Δημοτικό Συμβούλιο και 41% από επενδυτές.

Βόρεια είσοδος Αναθέτουσα αρχή:SONADEV Μελετητές: Claude Vasconi (μελετητής για τον αστικό σχεδιασμό) και Atelier Ruelle (σχεδιαστής τοπίου) Χρονοδιάγραμμα Κατασκευαστική:1992-1993 Κόστος: €5.11 εκατομμύρια (από τα οποία το 39% προέρχεται από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, με τα αρχικά FEDER). ) Βιλ Πορ Αναθέτουσα αρχή: Πόλη του Σαιν Ναζαίρ Μελετητές: Manuel de Sola (αρχιτέκτων) και Atelier Ruelle (αρχιτέκτων τοπίου) για την υποβρύχια βάση και τους δημόσιους χώρους. Πολεοδομικές υπηρεσίες της πόλης για την αναβάθμιση των δημόσιων χώρων, Francois Confino (αρχιτέκτων) για το Escal'Atlantique. Καλλιτέχνες: Yann Kersale (nuit des Docks), Federica Matta Πρόγραμμα: Αξιοποίηση της υποβρύχιας βάσης και των δημόσιων χώρων (πλατειών, βουλεβάρτων, χώρων στάθμευσης), Escal'Atlantic (εκθεσιακοί χώροι), κατοικίες (500), ξενοδοχεία, χώροι γραφείων 2.000τ.μ, κινηματογράφοι 2.000 ατόμων, καταστήματα (4.200τ.μ συμπριλαμβανομένων 3.000τ.μ για μια υπεραγορά) Χρονοδιάγραμμα: Διαδικασίες απόκτησης γης: 1984. Nuit des Docks:1990, μελέτες καθορισμού του αντικειμένου και διαγωνισμός:1996, εργασίες κατασκευής:1997-2000 (βάση). Κόστος: €8.5 εκατομμύριο (βάση), €2.77 εκατομμύρια (δημόσιοι χώροι), €8 εκατομμύρια (Escal'Atlantic)

Paris – CONQUÊTE DE L’EST Παρίσι – ανακτώντας τις ανατολικές συνοικίες Το 1973 ανατέθηκε στο Γραφείο Πολεοδομίας του Παρισιού (Atelier Parisien d'Urbanisme, APUR) από το Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης του Παρισιού να μελετήσει ένα σχέδιο αναδιαμόρφωσης για το ανατολικό Παρίσι προκειμένου να αναζωογονήσει τις υποβαθμισμένες περιοχές κατοικιών, να δώσει ώθηση σε εμπορικές δραστηριότητες σε ύφεση και να προσελκύσει νέα νοικοκυριά σε συνοικίες με γηρασμένο πληθυσμό. Στη συνέχεια, συντάχθηκαν σημαντικά προγράμματα ανανέωσης για έναν αριθμό προαστιακών περιοχών — ιδιαίτερα σε εγκαταλελειμμένη γη σιδηροδρόμων. Το APUR ανέλαβε το 1973 να συντάξει ένα σχέδιο για το σύνολο της περιοχής.

Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν τη δεκαετία του '80 για τα προγράμματα της Παγκόσμιας έκθεσης ( προμελέτες του Rem Koolhass - OMA, 1983), και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες (APUR μελέτη 1985) αποκάλυψαν τις δυνατότητες μιας περιοχής ως επί το πλείστο κατειλημμένης και από τις δύο πλευρές του Σηκουάνα, από σιδηροδρομικές γραμμές, αποθήκες εμπορευμάτων και ερημωμένες βιομηχανικές περιοχές

Δεξιά Όχθη Διάφορα πολεοδομικά σχέδια και προγράμματα είδαν το φως της ημέρας, όπως η ανάπλαση του οικοδομικού τετραγώνου Chalon κοντά στο σταθμό των τραίνων μεγάλης ταχύτητας Gare de Lyon το 1984, η συνοικία Reuilly (1986), το Bercy (1985 και 1988), το πρόγραμμα «Φυτεμένος Περίπατος» (Promenade Plantée, 1990) και ο τομέας SahelMontempoivre (1982-1984), τα οποία οδήγησαν στη δημιουργία νέων κατοικιών, νέων εμπορικών δραστηριοτήτων και νέων δημόσιων εξυπηρετήσεων. Χτισμένη μεταξύ 1990 και 2000, μετά από δέκα χρόνια μελετών η «Γέφυρα των Τεχνών» (Viaduc des Arts) διασχίζει στο σύνολό του το 12ο διαμέρισμα του Παρισιού. Κύριο τμήμα των έργων είναι ένα μεγάλο πάρκο που καλύπτει 12,.5 εκτάρια (1987-1997) στο Bercy. Αυτός ο τομέας περιλαμβάνει επίσης τη συνοικία του Faubourg Saint -Antoine, για την οποία συντάχθηκε ένα συγκεκριμένο σχέδιο χρήσης εδάφους, βασισμένο σε λεπτομερή μελέτη των ιδιαιτεροτήτων της περιοχής (1993-1998).

Αριστερή όχθη Μελέτες που πραγματοποιήθηκαν στην αρχή της δεκαετίας του 1980 για την Διεθνή Έκθεση και για τα προγράμματα των Ολυμπιακών Αγώνων, αποκάλυψαν ότι η περιοχή είχε προοπτικές, προτρέποντας την Εθνική Εταιρία Σιδηροδρόμων Γαλλίας (S.N.C.F) να παραδώσει 13 εκτάρια εδάφους που φιλοξενούσαν στο παρελθόν τον σταθμό Tolbiac. Το 1987 το APUR διατύπωσε μια συνεπή στρατηγική ανάπτυξης. Μεταξύ 1988 και 1989, η στρατηγική σημασία της περιοχής έγινε σαφής όταν αποφασίστηκε να χτιστεί εκεί μια νέα εθνική βιβλιοθήκη, ενώ ένα χρόνο αργότερα, ακολούθησε η απόφαση να χτιστεί μια νέα γραμμή μετρό (Meteor) και να διπλασιαστεί η κυκλοφορία του σταθμού Austerlitz. Το 1990 το δημοτικό συμβούλιο της πόλης του Παρισιού δεσμεύτηκε επίσημα στο πρόγραμμα Αριστερή Όχθη του Σηκουάνα (Seine Rive Gauche που αργότερα μετονομάστηκε σε Paris Rive Gauche). Το γενικό πρόγραμμα είναι φιλόδοξο και αποκαθιστά την ισορροπία ανάμεσα στο ανατολικό και το δυτικό τμήμα της πρωτεύουσας, μέσω ενός τμήματος γης που καλύπτει περισσότερα από 250 εκτάρια στις όχθες του Σηκουάνα. Στην ισορροπία αυτή βοηθά και η Meteor - μια νέα σιδηροδρομική σύνδεση που ενώνει το 13ο διαμέρισμα με το σταθμό Saint Lazare, περνώντας μέσω Bercy και Les Halles. Τα εξωτερικά μέρη της πόλης έχουν κατά συνέπεια τώρα συνδεθεί με το κέντρο της, προκαλώντας έντονη συζήτηση σχετικά με τις αστικές μετατοπίσεις, τη σχέση μεταξύ μιας πόλης και του παρελθόντος της, και τη δυνατότητά της να υποστηρίξει νέους αστικούς τρόπους ζωής.

Σύντομη παρουσίαση του προγράμματος για το Ανατολικό Παρίσι: τα ποικίλα προγράμματα του Δήμου έχουν ως στόχο να αναδημιουργήσουν μια ισορροπία μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού τμήματος της πρωτεύουσας. Οι περιοχές που παρουσιάζονται σε αυτή την εργασία υπογραμμίζονται με κόκκινο: το Bercy, η «Γέφυρα των Τεχνών», το Faubourg Saint Antoine, το Paris Rive Gauche, η οδός Nationale, το Amandiers, η τοποθεσία Fougeres.

Meteor, ο νέος αυτόματος υπόγειος σιδηρόδρομος που συνδέει το ανατολικό Παρίσι με το κέντρο.

PARIS – BERCY Παρίσι, Μπερσύ Η νεωτερικότητα στα βήματα της ιστορίας Για πάνω από τρεις αιώνες οι αποθήκες εμπορευμάτων του Bercy ήταν κλεισμένες στον κόσμο τους, τον κόσμο του κρασιού, χωρίς καμία επαφή με το χρόνο και την πραγματικότητα. Η σύγχρονη εποχή τις «ξύπνησε» όμως, κατά τη δεκαετία του 70, όταν οι αποθήκες κρασιού άρχισαν σταδιακά να κλείνουν. Το δημοτικό συμβούλιο του Παρισιού αποφάσισε να επενδύσει στην ιδιαιτερότητα της περιοχής και μέσω ενός μεγάλου έργου να επαναφέρει την ισορροπία μεταξύ της ανατολικής περιοχής του Παρισιού και της υπόλοιπης πόλης. Μετά από μελέτες αρκετών ετών, το APUR έθεσε τρεις στρατηγικούς στόχους: να διατηρήσει τα ίχνη της ιστορίας, να επιδιώξει την ανάπτυξη της πόλης, και να δημιουργήσει μια ανάμειξη χρήσεων γης με κατοικίες, εμπορικές δραστηριότητες και ελεύθερους χώρους. Μία ζώνη αστικής ανάπτυξης (ZAC) θεσπίστηκε το 1987, η οποία προέβλεπε τρεις πόλους ανάπτυξης: ένα πάρκο κατά μήκος του Σηκουάνα, μια περιοχή κατοικίας βόρεια του πάρκου και μια περιοχή εμπορίου και αναψυχής στην ανατολή. Το πάρκο: μια ζωντανή μνήμη «"Πώς μπορούμε να προσθέσουμε ένα νέο στρώμα χωρίς να καταστρέψουμε το παρελθόν της περιοχής;» Αυτό ήταν το ερώτημα που τέθηκε από την ομάδα των αρχιτεκτόνων στην οποία περιλαμβάνονταν οι Ferrand, Feugas, Le Roy και ο Bernard Huet, συνεργάτης του αρχιτέκτονα τοπίου Ian Le Caisne νικητή του διεθνούς διαγωνισμού του 1987. Ο αρχικός στόχος του Le Caisne ήταν να διατηρήσει τα κύρια χαρακτηριστικά της περιοχής, κρατώντας τα εκατονταετή δέντρα, μαζί με μερικά από τα καλύτερα κτίρια και μερικές πλακόστρωτες παρόδους. Στόχος του ήταν να παίξει στα ίχνη του παρελθόντος, υπενθυμίζοντας τον αστικό ιστό της περιοχής, αλλά και να τη συνδέσει με τη σύγχρονη πόλη, χαράζοντας νέους δρόμους. Έτσι, δημιουργήθηκε ένας εμφανής άξονας συμμετρίας, που κατέληγε στο πυραμιδοειδούς μορφής αθλητικό κέντρο Palais Omnisport, χτισμένο το 1974. Το αποτέλεσμα είναι ένα σχέδιο επάνω σε κάνναβο, που επικαλείται αρχαιολογικές ανασκαφές και ενθαρρύνει τους πεζούς να ερευνήσουν το παρελθόν της περιοχής. Ένα παραποτάμιο ανάχωμα φυτεμένο με πυκνή πρασινάδα, όπως στους κήπους Tuilieries, προστατεύει το πάρκο από το θόρυβο της οδού ταχείας κυκλοφορίας - η οποία το χωρίζει από τον ποταμό - και χρησιμεύει ως θέση αποθήκευσης για τα υλικά που χρησιμοποιούνται για τη συντήρηση του κήπου. Από το ανάχωμα "ξεφυτρώνει" μια πεζογέφυρα που συνδέεται με την αριστερή όχθη. Πιο κάτω, το πάρκο διαρθρώνεται θεματικά σε τρεις τομείς: μία μεγάλη περιοχή πρασίνου στη βάση του αθλητικού κέντρου, εννέα κομμάτια πρασίνου - σε σχήμα τετραγώνου - που αποτελούν τον Κήπο της Μνήμης (Jardin de la Memoire), όπου εξιστορείται η ιστορία της περιοχής και ένα ρομαντικού ύφους κήπο τοποθετημένο γύρω από ένα είδος τεχνητής λίμνης με ένα νησί.

. Το πάρκο, σχεδιασμένο από την ομάδα του Bernard Huet (με τους Ferand, Feugas, Le Roy και τον αρχιτέκτονα τοπίου Ian Le Caisne) : ένα παραποτάμιο ανάχωμα, προστατευμένο από τη ρύπανση που προκαλείται από την οριοθέτηση δίπλα στον ποταμό οδών ταχείας κυκλοφορίας, ένας χώρος με φυτεμένη χλόη στη βάση του αθλητικού χώρου, τα εννέα τετράγωνα τμήματα γης του Κήπου της Μνήμης (Jardin de la Memoire) και ο ρομαντικός κήπος που οργανώνεται γύρω από ένα κανάλι και μια τεχνητή λίμνη με ένα νησί. Το πάρκο υπενθυμίζει το οδικό δίκτυο που υπήρχε στην ίδια περιοχή (με ροζ το δίκτυο που έμεινε από τους κήπους του 18ου αιώνα, με κόκκινο αυτό που δημιουργήθηκε από την αστική ανάπτυξη του 19ου και 20ουαιώνα), επάνω στο οποίο τοποθετεί τους κύριους δρόμους, συνδέοντας την περιοχή με τη σύγχρονη πόλη.

Μακέτα υπό κλίμακα του νέου Bercy και οι περιοχές που γειτονεύουν με τη Care de Lyon. H αστική ζώνη ανάπτυξης του Bercy οργανώνεται γύρω από τρία κέντρα: ένα πάρκο κατά μήκος στο Σηκουάνα, μια περιοχή κατοικίας στα βόρεια του πάρκου και ένα κέντρο επιχειρησιακών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων στην ανατολή.

Μια υποδειγματική συνοικία Λαμβάνοντας υπόψη την υπέροχη γεωγραφική θέση - ένα πάρκο με μέτωπο 700 μέτρων, το Σηκουάνα και τη θέα προς τη βιβλιοθήκη της Γαλλίας - ο υπεύθυνος φορέας (SEMAEST) επικέντρωσε την πρότασή του στη δημιουργία μιας υποδειγματικής συνοικίας. Ο Jean-Pierre Buffi, υπεύθυνος συντονισμού στο πρόγραμμα, ορθώς επέβαλε και ενιαίους κατασκευαστικούς κανόνες στους αρχιτέκτονες και στις συμβαλλόμενες αρχές. Αυτή η αυστηρή πειθαρχία εφαρμόστηκε επιτυχώς και η φινέτσα είναι το χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής των νέων κτηρίων. Στο σχέδιο της περιοχής, η διαδρομή του περίπατου είναι πλεγμένη μέσα στην καρδιά του αστικού ιστού παρουσιάζοντας ισχυρές ομοιότητες με το σχέδιο του πεδίου του Άρεως (Champsde-Mars). Το βάθος, όχι η πρόσοψη, είναι ο βασικός στόχος με προοπτική να διαμορφωθεί το αστικό σώμα έτσι ώστε να δημιουργηθεί μέσα σ’ αυτό μία γειτονιά. Τα κτίρια αποτέλεσαν επιμήκεις κατασκευές και επεκτάθηκαν στο πάρκο, ανοίγοντας τη γειτονιά προς αυτό, που με τη σειρά του φαίνεται να επεκτείνεται προς τα έξω για να συναντήσει τα κτίρια. Η ρευστότητα είναι ο πρωταρχικός παράγοντας, ανεξάρτητα από το βαθμό πυκνότητας, τον οποίο ο συντονιστής θα προτιμούσε υψηλότερο. Αρχές σχεδιασμού: κάθε αρχιτέκτονας έπρεπε να είναι υπεύθυνος για τις οικοδομές και στις δύο πλευρές μιας διαδρομής, για να χειριστεί το ζήτημα της θέας· δεύτερο "καμία ρήξη ανάμεσα στο κτισμένο και τον ελεύθερο χώρο» (που ελέγχεται σε όλες τις κλίμακες) και, τέλος, «καμμία ιεράρχηση ανάμεσα σε όψεις «ευγενείς» και τις πίσω Έτσι, δεν παραμελήθηκαν και οι πίσω όψεις των κτιρίων. Ο JeanPierre Buffi σαφώς απέδειξε πώς οι αστικός χώρος αποκτά μορφή με την αρχιτεκτονική, όταν οι σολίστες είναι ενορχηστρωμένοι

. Τα κτίρια διαμερισμάτων εκμεταλλεύονται πλήρως την παρουσία του πάρκου

. Ο Jean-Pierre Buffi, ο αρχιτέκτονας που συντόνισε την ανάπτυξη της περιοχής, διαμόρφωσε τις παρακάτω υποθέσεις εργασίας: να απλωθεί η θετική επιρροή του πάρκου σε όλο τον αστικό ιστό, τα δε κτίρια ανάλογα με την τοποθέτησή τους να εξυπηρετούν ως διαχωριστικοί τοίχοι ή περάσματα. Για το σωστό χειρισμό του χώρου, κάθε αρχιτέκτονας ήταν υπεύθυνος και για τις δύο πλευρές ενός δεδομένου περάσματος.

Η επιτυχία μιας καινοτόμου εμπορικής ιδέας Η τελευταία φάση της ανάπτυξης ήταν η εμπορική και ψυχαγωγική συνοικία, η οποία προοριζόταν αρχικά ως επιχειρηματικό κέντρο αφιερωμένο στη βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων (1993). Παρ' όλ' αυτά, στην πραγματικότητα τίποτα δεν πουλούσε, έτσι οι εταίροι – η δημόσια αρχή σχεδιασμού και ιδιώτες επενδυτές - αποφάσισαν να πάνε ένα βήμα παρακάτω και να ανοίξουν την περιοχή σε πολιτιστικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Ένα συγκρότημα κινηματογράφων χτίστηκε στη συνέχεια (1998), και έχει αποδειχθεί ένας ιδιαίτερα επιτυχής πόλος έλξης. Επιπλέον, το "Bercy Village" – ένας νέου ύφους εμπορικός δρόμος - έχει καταλάβει το χώρο των πρώην αποθηκών κρασιού Saint-Emilion (αποκαταστάθηκε από τους Valode και Pistre), οι όποίες είναι τώρα διατηρητέα κτίρια. Η SEMAEST εξέτασε τα καταστήματα για την ποιοτική τους εικόνα. Η ίδια πολιτική ποιότητας είχε εφαρμοστεί στα κτίρια και στους αστικούς χώρους (δημόσιους και ιδιωτικούς), με στόχο την προώθηση μιας ισχυρής ταυτότητας και την εκμετάλλευση των ιστορικών πλεονεκτημάτων της περιοχής. Μια άλλη κατευθυντήρια δύναμη πίσω από το πρόγραμμα είναι το "Club Med World", που ιδρύθηκε μέσα στις επαναχρησιμοποιημένες αποθήκες το 2000, και βασίστηκε σε μια γνήσια ιδέα: την αποκάλυψη ξένων πολιτισμών, την απόλαυση ζωντανών θεαμάτων και μαγειρικών επιδείξεων. Θέλει να προσελκύσει ανθρώπους που έχουν περισσότερο ελεύθερο χρόνο από μια ειδική «πελατεία» (νέους, εύπορους, χωρίς παιδιά). Διατηρητέες αποθήκες στεγάζουν επίσης ένα Μουσείο Ξένων Τεχνών και ένα Σαλόνι Μουσικής (1996) – δηλ. χώρους κοινωνικής συναναστροφής και διασκέδασης.

. Το «Χωριό του Μπερσύ» (Bercy Village) ένας αυθεντικός εμπορικός δρόμος με στοά στην πρόσοψη, καταλαμβάνει τις πρώην αποθήκες κρασιών Saint Emilion, που αποκαταστάθηκαν από τους Valode και Pistre (επίσης αρχιτέκτονες του πολυσινεμά στο ίδιο συγκρότημα).

Ταυτότητα του έργου Ζώνη ανάπτυξης (ZAC) του Bercy 51 εκτάρια Αναθέτουσα αρχή: SEMAEST (αρχή σχεδιασμού), Τμήμα πάρκων και κήπων της πόλης, Zeus (επιχειρησιακό κέντρο), ALTAREAGEREC (πωλήσεις και μάρκετινγκ), AGF, FFF, MEUNIER, OPAC, PROMOREAL, RIVP, SAGI, SGIM, SMCI, SORIF, UNIMO (συγκρότημα κατοικιών) Μελετητές: APUR (ομάδα σχεδίασμού), Jean-Pierre Buffi (προϊστάμενος αρχιτέκτων για τα μέτωπα των πάρκων) with F. Millet and F. Bret, Michel Macary (συντονιστής αρχιτέκτων για το επιχειρησιακό κέντρο), Ferrand/ Feugas/ Le Roy/ Huet (αρχιτέκτονες για το πάρκο), Arene/ Edeikins, Audren/ Schlumberger, Barrier, Barthelemy, Buffy/ Brule/ Chmblas, Ceria/ Coupel, Ciriani, Commissaire, Dhotel, Faloci, Gehry/ Atelier de l' ile, Hammoutene, Kohn, La Fonta, Lion, Macary, Montes, Parnet/ Possompes, de Portzamparc, Tectone Valero/ Gadan, Valode/ Pistre, Viguier, Wilmotte (αρχιτέκτονες) Πρόγραμμα: 1500 διαμερίσματα (76% κατοικίες με επιδοτούμενο ενοίκιο) σε 12 οικοδομές συνολικά, εγκαταστάσεις ελεύθερου χρόνου (113000m2), γραφεία (111600m2), UGC πολυσινεμά (18 κινηματογράφοι), 3 ξενοδοχεία, 3000 θέσεις στάθμευσης, πάρκο (13 εκτάρια), άλλες εγκαταστάσεις (2 νηπιαγωγεία, κέντρο φύλαξης, αίθουσα συγκέντρωσης των κατοίκων, ταχυδρομείο και αστυνομικό τμήμα)

PARIS – VIADUC ET FAUBOURG SAINT- ANTOINE Παρίσι. Γέφυρα και συνοικία Σαιντ Αντουάν. Αποκατάσταση της κληρονομιάς για να ενθαρρυνθεί η οικονομία Οι παλαιές περιοχές έχουν ενισχυθεί με σχέδια αναδιαμόρφωσης και πρωτοβουλίες, σε μια προσπάθεια να ενισχυθούν οι ιστορικοί δεσμοί, να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των νέων αστικών λειτουργιών και να προετοιμαστεί το έδαφος για μία οικονομική αναγέννηση, ιδιαίτερα στη βιοτεχνία. Υπάρχει ένας φυτεμένος περίπατος, ο οποίος προσφέρει μία νέα θέαση της πόλης και σε κάθε εποχή του χρόνου πλημμυρίζει από επισκέπτες. Από κάτω υπάρχουν τα εργαστήρια και καταστήματα της «Γέφυρας των Τεχνών» (Viaduc des Arts), ζωντανή απόδειξη της δέσμευσης του δημοτικού συμβουλίου του Παρισιού να προωθήσει τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες, παράλληλα με τη διατήρηση της περιοχής Faubourg Saint-Antoine. Ο φυτεμένος περίπατος: μια αλλαγή σκηνικού… Η απόφαση να μετατραπεί η εγκαταλελειμμένη περιοχή του σιδηροδρόμου σε ένα περίπατο παρείχε την τέλεια ευκαιρία για έναν πλήρη αστικό μετασχηματισμό. Δημιουργήθηκε μια ζώνη πρασίνου πάνω σε μια σιδηροδρομική γραμμή του 19ου αιώνα (που έπαψε να λειτουργεί το 1969), η οποία συνδέει την Πλατεία της Βαστίλλης με το δάσος της Βενσέν (Vincennes).

Η πρώην σιδηροδρομική γραμμή που μετατράπηκε σε περίπατο κυριαρχώντας στους δρόμους από κάτω και αποκαλύπτοντας κρυμμένες εσωτερικές αυλές, προσφέρει ένα νέο όραμα για την πόλη.

Ο φυτεμένος αυτός περίπατος παίζει με τις υψομετρικές διαφορές του εδάφους και αναδεικνύει τα υπολείμματα του παλιού σιδηροδρόμου, δημιουργώντας μια γραφική εικόνα σε μια πρώην αστική «ουλή». Παράλληλα, δημιουργεί ανοίγματα για τη θέαση της συνοικίας Faubourg Saint-Antoine και των εσωτερικών αυλών της και προσφέρει μακρινές θέες, καθώς στη διαδρομή περνάει από πεζογέφυρες και πλατφόρμες. Έπειτα υπάρχουν οι σκοτεινές και σιωπηλές σήραγγες μέσα από τις οποίες οι επισκέπτες συνεχίζουν τη βόλτα τους. Η συνολική οργάνωση κυριολεκτικά παρέχει μια διαρκή αλλαγή του τοπίου.

Οι συντηρημένες αψίδες της «Γέφυρας των Τεχνών» (Viaduct des Arts) φιλοξενούν εργαστήρια και καταστήματα εξειδικευμένα στην καλλιτεχνική παραγωγή (αποκατάσταση από τον αρχιτέκτονα P. Berger).

Η διαδρομή των 4. 5 χλμ., από τη Βαστίλλη στο δάσος της Βενσέν, διασχίζει γειτονιές πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Εδώ το παράδειγμα της περιοχής Reuilly και του τομέα Montempoivre. Η κατασκευή του περιπάτου ήταν η ευκαιρία για να εξωραϊστούν και ενισχυθούν οι περιοχές που διασχίζει, έτσι ώστε να προσελκύσουν νέες επιχειρήσεις (αρχιτέκτονας Ph. Mathieux και αρχιτέκτων τοπίου J. Vergely).

Χρειάστηκε δέκα έτη σχεδιαστικών μελετών και άλλα τόσα κατασκευής για να χτιστεί ο περίπατος, που καλύπτει 4.5 χλμ. μήκους. Ο Philippe Mathieux και ο Jacques Vergely (αρχιτέκτονας και αρχιτέκτονας τοπίου αντίστοιχα) επιδίωξαν να σεβαστούν την ταυτότητα κάθε περιοχής, που διέσχιζε ο περίπατος, τονίζοντας παράλληλα την αίσθηση της συνέχειας. Η ενότητα πραγματοποιήθηκε με δύο τρόπους. Πρώτον, από τον αστικό εξοπλισμό και τις επιφάνειες των οδών (ανοιχτόχρωμες για τους πεζούς, σκούρες για τους ποδηλάτες) και δεύτερον με τη φύτευση τεσσάρων ειδών δέντρων και θάμνων σε όλο το μήκος της διαδρομής (σειρές από φλαμουριές και ανθισμένες κερασιές, φράχτες από αγιόκλημα και καρπίνους, μια ποικιλία σημύδας). Ποικιλία έχει δημιουργηθεί σε κάθε επί μέρους τμήμα: υπάρχουν λουλούδια και περιορισμένοι κήποι κατά μήκος της γέφυρας, ζαρντινιέρες κατά μήκος άλλων αποκατεστημένων γεφυρών, δεντροστοιχίες εκατέρωθεν ενός μονοπατιού που διασχίζει τη νέα συνοικία Reuilly και φυτά στις όχθες των τάφρων τα οποία αφήνονται να αναπτυχθούν ελεύθερα.

Μορφολογική ανάλυση διαφορετικών τύπων χρήσεων γης: $ χωρίς εσωτερική αυλή, $ με εσωτερική αυλή αλλά χωρίς πέρασμα οχημάτων, $ με εσωτερική αυλή και πέρασμα οχημάτων,$ με μεγάλη εσωτερική αυλή που φτάνει στο κέντρο του οικοδομικού τετραγώνου, $ με εσωτερική αυλή διαμπερή, $ οικόπεδα χτισμένα μετά από το 1940

Μια στρατηγική αποκατάστασης Ο περίπατος, σαν ένας μίτος της Αριάδνης, συνδέει τις γειτονιές που διασχίζει. Έχει παρακινήσει μια σειρά από προσπάθειες που ενισχύουν τη ζωτικότητα και την ανάπτυξη της περιοχής, όπως αναδιοργάνωση του οδικού δικτύου, αναμόρφωση οικοδομικών τετραγώνων, και προώθηση οικιστικών μελετών και προγραμμάτων για καταστήματα, γραφεία και εγκαταστάσεις ψυχαγωγίας. Ο Patrick Berger, ο οποίος επιφορτίστηκε με την αποκατάσταση της σιδηροδρομικής γέφυρας, αποφάσισε να προβάλλει τις αψίδες της κατασκευής παίζοντας με τη διαφάνεια και την έλλειψη βαρύτητας. Αίθουσες τέχνης και καταστήματα με είδη τέχνης, τοποθετήθηκαν κάτω από τις αψίδες. Η λεωφόρος Daumesnil κέρδισε ένα αστικό μέτωπο και μια άνθηση στην οικονομική της ζωή, ειδικά από έναν αριθμό καταστημάτων πληροφορικής που οργάνωσαν τις επιχειρήσεις τους στο τμήμα της επέκτασης της γέφυρας. Το Faubourg Saint-Antoine έχει κερδίσει επίσης από τη νέα δυναμική, ανασυντάσσοντας παραδοσιακές δραστηριότητες στον τομέα τεχνών και της χειροτεχνίας.

Ευαίσθητος χειρισμός στο Faubourg Saint-Antoine Αυτό το πρώην προάστιο άνθισε γύρω από το αβαείο Saint-Antoine des Champs στο 12ο αιώνα. Η ανάπτυξή του ήταν βασισμένη στην επιχείρηση ξυλείας, το εμπόριο επίπλων και σε διάφορες άλλες χειρωνακτικές δραστηριότητες, που καθόρισαν τη μορφολογία του, μια σύνθετη δομή, πολύ πυκνή, οργανωμένη σε αυλές και περάσματα πολύμορφα διαμορφωμένα. Εν τούτοις, η οικονομική παρακμή και η άφιξη νέων πληθυσμών απείλησαν να σβήσουν το παρελθόν του. Κατόπιν αυτού, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να εισαγάγει μερικούς κανόνες προγραμματισμού προκειμένου να προστατεύσει τη διαφορετικότητα στη σύνθεση αυτής της δομής και παράλληλα να διατηρήσει τον πλούτο των κοινωνικό-οικονομικών λειτουργιών και πληθυσμών. Ένα δίδυμο στρατηγικής προτάθηκε, αυτό της προστασίας και της εξέλιξης. Καθημερινά ζητήματα μιας βιώσιμης πόλης τέθηκαν υπό συζήτηση, όπως η κυκλοφορία και ο χώρος στάθμευσης. Εν τω μεταξύ, το apur πραγματοποίησε μελέτες στο θεσμικό πλαίσιο (που ανατέθηκαν στον Bruno Fortier και τον Francois Loyer το 1993) και συνέστησε μια ομάδα εργασίας για να αναγνωρίσει τις ιστορικές περιοχές (το διάστημα 1994-95). Αυτό οδήγησε στην ιδέα ενός "αστικού μνημείου", του οποίου η αξία βρίσκεται στην ποικιλία των αστικών χώρων και τους λόγους δημιουργίας τους. Η ομάδα εργασίας, αρμόδια για τον επανασχεδιασμό της νέας δημόσιας γης, πέτυχε ένα στενό διάλογο με οργανώσεις και με ντόπιους κατοίκους, των οποίων ο περιστασιακός φόβος για το νεωτερισμό, έβαλε σε κίνδυνο μερικές φορές το μέλλον των γειτονιών. Οι νέοι κτιριολογικοί κανονισμοί εισήχθησαν το 1998, ευνοώντας μια ευαίσθητη προσέγγιση σε θέματα γειτνίασης, ύψους γείσων στέγης, μεσοτοιχίες και εσωτερικούς κήπους κατάλληλων διαστάσεων, έτσι ώστε να συντηρηθεί η ψυχή της γειτονιάς και η διαφορετικότητά της. Μια περιεκτική ανάλυση πραγματοποιήθηκε σε 1.200 τμήματα γης και 4.000 κτίρια, σύμφωνα με την οποία 45 αυλές και 330 κτίρια απαγορεύτηκε να κατεδαφιστούν. Οι ανωτέρω εργασίες έδωσαν υπόσταση στη στρατηγική που υπερασπίστηκε το APUR και η πόλη του Παρισιού, δηλ. το να συντηρηθούν οι παριζιάνικες γειτονιές που έχουν μια ισχυρή ταυτότητα και να εναποτεθεί σε αυτές η δυνατότητα να εξελιχθούν. Από τα πρώτα κιόλας χρόνια της δεκαετίας του 1990 κι άλλοι εξειδικευμένοι κανονισμοί έχουν εισαχθεί, όπως για το Butte aux Cailles (13ο διαμέρισμα), τον τομέας του Montorqueil-Saint Denis (2ο διαμέρισμα), το Faubourg Mouffetard (5ο διαμέρισμα), καθώς και για ακόμη μικρότερες περιοχές.

Το Faubourg Saint Antoine, μια από τις σπάνιες γειτονιές στο Παρίσι που έχει διατηρήσει μια παραδοσιακή δραστηριότητα μέσα στα όριά της. Οι εσωτερικές αυλές και τα περάσματα έχουν συντηρήσει μια πλούσια αρχιτεκτονική κληρονομιά.

Πριν και μετά: αποκατάσταση ενός περάσματος

Ταυτότητα του έργου Συντονισμός: Πόλη του Παρισιού, Τμήμα πολεοδομίας και κατασκευών. Αναθέτουσα αρχή: Τμήμα πάρκων και κήπων της πόλης, SEMAEST (Γέφυρα των Τεχνών και συγκρότημαHennel), SORIF (νέα οδογέφυρα) Μελετητές: Philippe Mathieux and Jacques Vergely, Patrick Berger (αψίδες γέφυρας), Andreas Christoforoux (κήπος Hector Malot), Vladimir Mitrofanoff (νέα γέφυρα), Pierre Colboc και Atelier des paysages (κήπος Reuilly), Roland Schweitzer (κύριος αρχιτέκτων για τη ζώνη ανάπτυξης Reuilly), Alain Gilot and Liliane Grunigtribel (κήπος Charles-Peguy) Πρόγραμμα: Γέφυρα των Τεχνών: 64 τόξα (αξιοποιούνται τα 55), κατοικία: 461 διαμερίσματα (60% επιδοτούμενη κατοικία), καταστήματα και χώροι εργασίας: 32600m2 Κόστος: €13,72 εκατομμύρια

Paris Rive Gauche Παρίσι, Ριβ Γκώς (Αριστερή Όχθη) Μια πόλη του μέλλοντος Περίπου 130 εκτάρια γης, όσο ένα γεωγραφικό διαμέρισμα της πόλης των Παρισίων, μια έκταση κλειστή στον εαυτό της, παρέμενε μπλοκαρισμένη ανάμεσα στο σιδηροδρομικό σταθμό και το ποτάμι, σχεδόν ένα προάστιο, αλλά μόλις 2 χιλιόμετρα από τον καθεδρικό της Notre-Dame. Ήταν προγενέστερα μια δευτερεύουσα περιοχή που τροφοδοτούσε το ποτάμι, αλλά παρέμενε αγνοημένη εδώ και πολλά χρόνια. Τώρα έχει εντελώς ξαναχτιστεί, σχηματίζοντας ένα τρίγωνο, που ακουμπάει στο Σηκουάνα για πάνω από 3 χιλιόμετρα, με οικόπεδα σε μεγάλη έκταση κατειλημμένα από δημόσιες υπηρεσίες, όπως από την Εθνική Εταιρεία Σιδηροδρόμων, το Δήμο, το νοσοκομείο και το λιμάνι. Υπάρχει ένα πυκνό οδικό δίκτυο, σπάνια κτίρια από διάφορα στυλ και κάποιες καλές κατασκευές από τεχνικής πλευράς

: Η προκυμαία θα αναπτυχθεί σε δυο επίπεδα: στο ψηλότερο θα εξυπηρετήσει την κυκλοφορία των οχημάτων, και στο χαμηλότερο ένα χώρο περιπάτου

Η γεωγραφία επιβάλλει στο σχέδιο τους βασικούς προσανατολισμούς Γεωμετρία: Η τριγωνική έκταση γης ορίζεται από δυο ραχοκοκαλιές: τον ποταμό Σηκουάνα και την Avenue de France, η οποία περνά πάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές και οργανώνει το οδικό σύστημα. Ανάμεσα σε αυτούς τους δύο άξονες, η κλίση του εδάφους δημιουργεί έναν επιμήκη εξώστη ο οποίος έχει θέα προς το Σηκουάνα, ενώ παράλληλα μια βαθιά κοιλότητα οργανώνεται στο χώρο γύρω από τη Rue du Chevaleret. Αστικός σχεδιασμός: Οι σιδηροδρομικές γραμμές έχουν καλυφθεί, με σκοπό να δημιουργήσουν μια συνέχεια ανάμεσα στο ποτάμι και τις προϋπάρχουσες συνοικίες της 13ης περιφέρειας. Στόχος ήταν επίσης να δημιουργηθούν σύνδεσμοι με τη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, όπως επίσης να ενωθεί αυτή η τεράστια περιοχή με την πρωτεύουσα μια για πάντα, σε συνάφεια με την κλίμακα της ευρύτερης περιοχής του Παρισιού. Γι΄ αυτό το λόγο, η Avenue de France (2.500 μέτρα μήκος και 40 μέτρα πλάτος) εναρμονίζεται με την παριζιάνικη παράδοση των πλατιών δρόμων, διατρέχοντας την πόλη από το σταθμό Austerlitz μέχρι τα προάστια. Οι πεζοδρομημένες όχθες του ποταμού είναι τόπος για να αράζουν τα πλοιάρια, για να περάσει κανείς τον ελεύθερο χρόνο του, για συναυλίες κτλ. Σε ό,τι αφορά τις αποβάθρες, αυτές είναι χωρισμένες σε δυο επίπεδα: ένα ψηλότερο για τα αυτοκίνητα και ένα χαμηλότερο για περίπατο. Οι απαιτήσεις του αστικού σχεδιασμού: Το μέγεθος και η αρχική θέση της τοποθεσίας έδωσαν αφορμή για ένα μείζονα στόχο, δηλαδή τη δημιουργία μιας πολιτιστικής και ακαδημαϊκής περιοχής, που συνδέεται με το πανεπιστήμιο Jussieu, το νοσοκομείο La PitiéSalpêtrière και το μουσείο Φυσικής Ιστορίας. Τα ζητούμενα του σχεδιασμού ήταν επιπλέον η δημιουργία μιας περιοχής επιχειρήσεων (800.000 με 900.000 τετραγωνικά μέτρα χώροι γραφείων), για να δρα αντίρροπα προς τη La Défense, και μια περιοχή κατοικίας αποτελούμενη από 5.000 νέα διαμερίσματα (αγορά και κοινωνική κατοικία), συν η πλήρης επισκευή του σταθμού Austerlitz, ώστε να μπορεί να γίνει ένας πόλος TGV.

Η τοποθεσία: ένα τρίγωνο που συνορεύει με το Σηκουάνα σε μια λωρίδα πάνω από 3 χιλιόμετρα. Το νέο τμήμα που συνδέει τα προάστια με το κέντρο του Παρισιού ξεκίνησε σε περιφερειακή κλίμακα και οργανώθηκε γύρω από γειτονιές με πολύ διαφορετική ταυτότητα: ένα επιχειρηματικό κέντρο γύρω από το ανακατασκευασμένο Gare d’ Austerlitz, την περιοχή Tolbiac, γύρω από τη Bibliothèque de France, την περιφέρεια Massèna με κέντρο το πανεπιστήμιο της, τις περιοχές γύρω από τη Rue du Chevaleret, που σχηματίζουν ένα σύνδεσμο με το ιστορικό 13ο παρισινό διαμέρισμα. Η Avenue de France η ραχοκοκαλιά των νέων περιοχών, αποκαλύπτει μια προοπτική ανάμεσα στη Gare d’ Austerlitz και τα προάστια (αρχιτέκτονας P. Andreu). Ο στόχος είναι να προσελκύσει τα πιο εντυπωσιακά κτίρια γραφείων.

130 εκτάρια περικυκλωμένα από το σιδηρόδρομο και το νερό, αποδοσμένα στην ουσία σε δημόσιες υπηρεσίες (SNCF, δηλ. τους σιδηροδρόμους, το δήμο, το νοσοκομείο, το λιμάνι). Η χρησιμοποιούμενη γη του σιδηροδρομικού δικτύου έχει αποκαταστήσει μια συνέχεια ανάμεσα στο ποτάμι και το 13ο διαμέρισμα και ευνοεί τη σύνδεση με τη δεξιά όχθη του ποταμού.

Γειτονιές με διαφορετική ατμόσφαιρα Οι γειτονιές άρχισαν να σχεδιάζονται γύρω από τρία κτίρια ιδιαίτερης χρήσης: αρχικά, τη Bibliothèque de France, ένα μνημείο σχεδιασμένο από τον Dominique Perrault που θυμίζει άλλους μεγάλους παριζιάνικους ανοιχτούς χώρους, όπως την πλατεία de la Concorde και το Champs-de-Mars· δευτερευόντως, το Grands Moulins (ένα τεράστιο μύλο) ο οποίος έχει ανακαινιστεί και στεγάζει πανεπιστημιακές υπηρεσίες, όλες συνδεόμενες με πολιτιστικές δραστηριότητες δια μέσου ενός κήπου· τέλος, τον ανακαινισμένο σταθμό του Austerlitz. Διαδοχικά διαμορφώθηκαν τέσσερις γειτονιές. Μια αναπτύχθηκε γύρω από τη Βιβλιοθήκη, κτισμένη ανάμεσα στο 1991 και το 1995 και αποτελεί το πρώτο κομμάτι του παζλ. Αυτή είναι η περιοχή Tolbiac, η οποία προέκυψε από τις προδιαγραφές που όρισε ο αρχιτέκτων Roland Schweitzer και οι οποίες περιλαμβάνουν κήπους που οργανώνουν άκρως μοντέρνα συγκροτήματα με διαμερίσματα, αποτελώντας ένα προσεκτικό παιχνίδι πάνω στις θέες, το χρώμα, τους τύπους των μπαλκονιών, τα δώματα και ούτω καθεξής. Η αρχική απαίτηση περιλάμβανε ένα παρεκκλήσι και ένα κέντρο αναψυχής διατεταγμένα γύρω από ένα κινηματογράφο. Μια άλλη γειτονιά, από τις πρόσφατα δημιουργημένες, είναι το τμήμα Masséna, προϊόν του Christian de Portzamparc του οποίου η συμμετοχή κέρδισε το διαγωνισμό το 199596. Εδώ, ο Portzamparc έδωσε υλική υπόσταση στη θεωρία του για την τρίτη ηλικία της πόλης. Χρησιμοποίησε νεωτερισμούς και την παράδοση για να συνθέσει ένα περίπλοκο προαστιακό δίκτυο βασισμένο στο θέμα του ανοιχτού συγκροτήματος: υπάρχουν στενοί δρόμοι, εσώκλειστοι ιδιωτικοί κήποι, ποικίλα ύψη γείσων σχετιζόμενα με τον προσανατολισμό, το φωτισμό και την απαίτηση ευάερων χώρων. Αρχιτέκτονες και κατασκευαστές κλήθηκαν να ακολουθήσουν μια ευέλικτη προσέγγιση όσον αφορά στη διάταξη των κτιρίων και τη συμβατότητα με τις γειτονικές δραστηριότητες. Αυτό το πειραματικό αστικό κομμάτι έχει καταστεί ακόμη πιο ελκυστικό μέσα από μια αριστοτεχνική ανάμειξη των χρήσεων (π.χ. τα καταστήματα εξετάστηκαν προσεκτικά από τη SEMAPA, προσδιορίστηκαν σύμφωνα με τις υπηρεσίες που παρέχουν στους κατοίκους), συνδυασμένων με τη ζωντάνια που απορρέει από τις πανεπιστημιακές εγκαταστάσεις στην καρδιά της περιοχής. Γύρω από τη Rue du Chevaleret, οι επιφάνειες είτε επάνω στην προεντεταμένη πλάκα είτε στο επίπεδο του εδάφους, υπόκεινται σε σύνθετους τεχνικούς περιορισμούς. Οι ίδιες δυσκολίες υπάρχουν για τα τέσσερα υπόγεια επίπεδα που βρίσκονται σε συνέχεια με το σταθμό Météor, και για την υψομετρική διαφορά 8-9 μέτρων στην άκρη της περιοχής. Ο Bruno Fortier, μαζί με τους J.C. Hardy και J.T. Bloch, έφτιαξαν την πιο περίπλοκη σύνδεση ανάμεσα στο παλιό και το καινούργιο, εκμεταλλευόμενοι το μητροπολιτικό χαρακτήρα της Rue du Chevaleret. Χρησιμοποίησαν τη διαφορά του ύψους στα επίπεδα του εδάφους για να υπάρχει εναλλαγή μεταξύ διευρυμένων και περιορισμένων χώρων και για να πολλαπλασιάσουν τις κλίμακες αντίληψης δια μέσου πράσινων περιοχών και οπτικών φυγών στις διαδρομές. Το τμήμα Austerlitz, τo οποίo βρίσκεται στην κορυφή του τριγώνου, σχεδιάστηκε από τον Christian Devillers και καταλαμβάνει μια εξαιρετική θέση. Η διαφορά στο επίπεδο της γης ανάμεσα στις αποβάθρες και την Avenue de France σήμαινε ότι θα μπορούσαν να διευθετηθούν ανοίγματα μεταξύ των κτιρίων γραφείων κατά μήκος του Σηκουάνα, έτσι ώστε να αποφέρουν ένα «ρυθμό». Υπάρχει επίσης και ο αναπλασμένος σταθμός και το κτίριο των Αποθηκών που μετατράπηκε σε κέντρο αναψυχής.

Η Βιβλιοθήκη François Mitterand, σχεδιασμένη από τον Dominique Perrault.

Μια συνεκτική στρατηγική Αρνούμενη το χάος των σύγχρονων πόλεων η Αριστερή Όχθη προτείνει μια ριζική μετατροπή, που εκμεταλλεύεται τις υποβόσκουσες ποιότητες της τοποθεσίας και μετατρέπει τα εμπόδια σε πλεονεκτήματα. Αντί να έχουμε ξεχωριστές, μικρές επεμβάσεις, υιοθετήθηκε μια συνολική στρατηγική για να δημιουργήσει ένα σχέδιο δυνατό που αφορούσε όλη την πρωτεύουσα και ακόμη παρά πέρα. Είναι μια αστική επέκταση που είναι σε επαφή ταυτόχρονα με το κέντρο και τις περιαστιακές περιοχές της πόλης, και ασχολείται με έναν αριθμό θεμάτων που είναι κοινά σε πολλές μεγαλουπόλεις: την πόλη και το ποτάμι της, τη σχέση με το λιμάνι και το σιδηροδρομικό δίκτυο, και τη δημιουργία επιχειρηματικών κέντρων του τριτογενούς τομέα. Η φιλοδοξία των υποδειγματικών επεμβάσεων απεικονίζεται στον τρόπο με τον οποίο διεξάγονται οι μελέτες, και στον τρόπο με τον οποίο αφέθηκε χώρος για μελλοντικές εξελίξεις. Το πλαίσιο εργασίας είναι ξεκάθαρα και λεπτομερειακά φτιαγμένο σε ανταπόκριση με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της περιοχής: οι σημαντικοί τεχνικοί περιορισμοί επιβάλλουν έναν αυστηρό συντονισμό και ένα στρατηγικά προγραμματισμένο σχέδιο. Εν συντομία, οι επιλύσεις που επιλέχθηκαν για τη διαμόρφωση του χώρου, το οδικό σύστημα, την αρχιτεκτονική τοπίου και τις υποδομές έχουν ως αποτέλεσμα ο αστικός σχεδιασμός να μπορεί να επεκταθεί, ενώ επιπλέον αφήνουν στους σχεδιαστές και τους χρήστες άφθονο χώρο για τις δικές τους παρεμβάσεις.

Η συνοικία του Austerlitz, σχέδιο του Christian Devillers (1995). Ένας δρόμος παρακάμπτει το σταθμό, αντί να τον διασχίζει. Η τεράστια μεταλλική αίθουσα (η πρώτη που κατασκευάστηκε στο Παρίσι) έχει αποκατασταθεί και εκκενωθεί (επειδή ο κύριος χώρος έχει αποδεσμευτεί από το νέο σταθμό TGV), και έχει μετατραπεί σε ένα σκεπαστό δημόσιο χώρο. Μια πλατεία και τα καταστήματα συνδέουν το σταθμό με το νοσοκομείο Salpêtrière. Η Avenue de France αλλάζει κατεύθυνση από την ευθεία πορεία της για να διευρυνθεί προς τη γέφυρα Σαρλ ντε Γκωλ, δημιουργώντας ένα δρόμο για περίπατο μπροστά από το σταθμό. Αυτός ο δρόμος είναι τοποθετημένος κατ΄ ευθείαν επάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές, κάτι το οποίο έκανε δυνατό οι ίδιες κολόνες να χρησιμεύουν ως στηρίξεις για τα κτίρια τόσο καλά όσο για τις πλατφόρμες και να αποφευχθεί η κατασκευή μιας δαπανηρής πλάκας. Οι απαιτήσεις του αρχιτεκτονικού και αστικού σχεδιασμού, καθορισμένες από τον Christian Devillers το 1998, προδιαγράφουν τα υλικά των κτιρίων και προσδιορίζουν τον παράγοντα «διαφάνεια» στην κατασκευή της πρόσοψης των κτιρίων γραφείων προς το Σηκουάνα στη βόρεια πλευρά της τοποθεσίας (περίπου 450.000 τετραγωνικά μέτρα).

Ο τομέας Tolbiac: Κτίρια με διαμερίσματα (αρχιτέκτονες F. Soler, Brunet και E. Saunier) που περιβάλλουν του κήπους του Georges Duhamel (αρχιτέκτονας εξωτερικού χώρου Cabinet Arpage). Στα δεξιά, τα Frigos, αποθήκες εμπορευμάτων που μετατράπηκαν σε στούντιο για καλλιτέχνες.

Ευρυχωρία και ευκαμψία Η ευκαμψία και η ανοιχτή οπτική του σχεδίου για την ανοικοδόμηση της περιοχής μπορεί να γίνει ξεκάθαρα αντιληπτή μέσω της ποικιλίας των προδιαγραφών, της κοινωνικο-οικονομικής ανάμειξης και του εύρους των τεχνικών που συνέβαλαν. Γύρω στις εκατό ομάδες συνεισέφεραν στη διαδικασία σχεδιασμού, μέσα από πολυάριθμους διαγωνισμούς προσηλωμένους στον αστικό ιστό, τις νέες επεκτάσεις, τις μετατροπές και τις επιλύσεις για τη διαμόρφωση του τοπίου. Επιπλέον, όταν η εκτέλεση των σχεδίων επιβραδύνθηκε από την κρίση της αγοράς ακινήτων το 1922-98, η SEMAPA ωφελήθηκε από τη χρονική καθυστέρηση και προσάρμοσε τα σχέδια, με αποτέλεσμα να γίνει πιο ευέλικτη και να διδαχτεί από τέτοιου είδους αντιδράσεις, όπως η απόφαση να κατασκευάσει μια προεντεταμένη πλάκα (δηλ. ένα τεχνητό έδαφος), κάτι το οποίο απορρίπτεται στη Γαλλία καθώς σημαίνει επικάλυψη της πόλης. Όμως εδώ παίζει ένα συνδετικό ρόλο (παρ΄ όλο που επιβαρύνει σε μεγάλο βαθμό τα οικονομικά του έργου). Επίσης, πυροδοτήθηκε μια έντονη συζήτηση τόσο από τις ίδιες τις προδιαγραφές όσο και από την πυκνότητα των συγκροτημάτων γραφείων, τροφοδοτούμενη από ενώσεις κατοίκων και από αρχιτέκτονες όπως ο Jean Nouvel, ο οποίος πρότεινε να ενσωματωθεί ένας μεγάλος κήπος μέσα στην έκταση. Η δημόσια συζήτηση είχε ως αποτέλεσμα τη διατήρηση βιομηχανικών ιχνών και πράσινων χώρων επιπλέον αυτών που είχαν αρχικά σχεδιαστεί.

Rue du Chevaleret, συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο. Οι διαφορές στα επίπεδα προσαρμοσμένες στον τόπο συνάθροισης καθιστούν δυνατό να εναλλάσσονται οι ανοιχτοί και οι περιορισμένοι χώροι και να πολλαπλασιάζοντ αι οι κλίμακες αντίληψης (σχέδια από τον B. Fortier).

Το έργο μπορεί έτσι να ειδωθεί και ως ένα παράδειγμα των υποθέσεων που απασχολούν την πολεοδομία και των στόχων που αυτή θέτει στο σχεδιασμό των πόλεων παγκοσμίως. Δηλαδή την αύξηση των διαγνώσεων και των αναλύσεων σε αυτή την περίοδο της αβεβαιότητας, τη στροφή της προσοχής μας στην κριτική, την αναζήτηση πιο πλούσιων σχέσεων με τα προάστια, και διάφορων τρόπων σχεδιασμού του αστικού ιστού (με το στυλ Hausmann να δέχεται κριτική όλο και περισσότερο)· και τελευταία, τη σταθερή εστίαση του ενδιαφέροντος στη διαμόρφωση τμημάτων της πόλης που να εναρμονίζονται με το περιβάλλον τους μάλλον, αντί να αποτελούν μεμονωνμένα αριστουργήματα.

Massèna, η συνοικία που «γεννήθηκε» σύμφωνα με το θέμα ενός ανοιχτού οικοδομικού τετραγώνου: στενοί δρόμοι, ιδιωτικοί προστατευμένοι κήποι, ύψη κτιρίων που ποικίλουν συναρτήσει του φωτός, κενά και πλήρη (αρχιτέκτονας Christian de Portzamparc).

Το αρχικό έργο τροποποιήθηκε για να περιλάβει ένα σημαντικό πανεπιστημιακό πρόγραμμα (όπως το κτίριο για το Κολλέγιο των φυσικών επιστημών, από τους Ph. Chaix και J.P. Morel), ενσωματώνοντας αρκετά στοιχεία της βιομηχανικής κληρονομιάς (επάνω: ο Μεγάλος Μύλος, η αίθουσα των αλεύρων).

Ζώνη αστικής ανάπτυξης 130 εκταρίων στην Αριστερή Όχθη του Παρισιού (Paris Rive Gauche) Υπεύθυνος για την ανάπτυξη: SEMAPA Μελέτες APUR: Pierre Micheloni, Andre-Marie Bourlon, Francois Grether, Francois L' Henaff Αρχιτέκτονες-αρμόδιοι για το σχεδιασμό: Paul Andreu (λεωφόρος de France), Roland Schweitzer (Tolbiac), Christian de Portzamparc (Massena), Bruno Fortier (avec Jean-Claude Hardy et Jean-Thierry Bloch-Chevaleret), Christian Devillers (Austerlitz) Αρχιτέκτονες: Acaur, Atelier Quatre Plus, Barthelemy/ Grino, Bechu, Brger, Bofill, Brenac/ Gonzales, Brunet/ Saunier, Cacoub, Chiax/ Morel, Charpentier, Chemetov/ Huidobro, Chochon, Duthilleul, Dusapin/ Leclerck, Fainsilber, Furet, Faloci, Foster, Gangnet, Gazeau, Grumbach, Hammoutene, Hauvette, Jodry, Labfac,Lafon, Leopold/ Fauconnet, Le Penhuel, Maurios, Namur, Ory, Pargade, Peneau, Perrault, Riccioti, Ripault/ Duhart, Rolinet, Soler, Stinco, Thin/ Clanfaglione/ Gravereaux, Valode/ Pistre, Viguier Αρχιτέκτονες τοπίου: Altabegoity/ Byle, Brichet, Celeste, Chemetoff, Desvigne/ Dlnky, Hardy, Huau, in Situ, Reichen/ Robert, Wilmotte Πρόγραμμα: κατοικία (520000m2), γραφεία (800m2 to 900000m2), εμπορική περιοχή (220000m2), πανεπιστήμιο (200000m2), λιμένας (17500m2), δημόσιες εγκαταστάσεις εξαιρώντας BNF (130000m2) Εργασίες κατασκευής: 1990-2005

PARIS – RUE NATIONALE Παρίσι – Ρυ Νασιονάλ Aνασυνθέτοντας κατασκευές χαμηλής πυκνότητας Η προηγούμενη ανάπλαση που επενέβη βάναυσα σε αυτή την παραδοσιακή, εργατική συνοικία είχε παράγει ένα υβριδικό τμήμα που αποτελούσε ένα μείγμα από παλιό, πυκνό αστικό ιστό, προστατευμένους κήπους, επιμήκη κτίρια και ‘πύργους’, δρόμους, πεζοδρόμια, μεγάλες εκτάσεις αμφίβολου χαρακτήρα και εγκαταλελειμμένες περιοχές. Συνεπώς, η RIVP (υπεύθυνη αρχή συντήρησης ακινήτων για την πόλη του Παρισιού) αποφάσισε να αναλάβει την ευθύνη της κληρονομιάς και ριζοσπαστικά να αναβαθμίσει μια περιοχή κοινωνικής κατοικίας του 1960 κάνοντας μετατροπές στα κτίρια και χτίζοντας νέα. Τρεις ομάδες αρχιτεκτόνων, χωρισμένων σε τρεις περιοχές υπό αναδιαμόρφωση, ασχολήθηκαν, έχοντας ως επί κεφαλής τους Christian de Portzamparc, Georges Pancreac’h και Léna Perrot & Marina Devillers. Η γενική διάταξη της γειτονιάς πριν και μετά την αναδιάρθρωση, η οποία δείχνει τις τρεις ηλικίες της πόλης. Ηλικία І με μια ιστορικά πυκνή δομή. Ηλικία ІІ με τις «μπάρες» και τους «πύργους» των μεγάλων συνόλων. Ηλικία ІІІ η οποία λαμβάνει υπόψη αυτή τη διπλή, αντιφατική κληρονομιά.

Διαφοροποιώντας τους ιδιωτικούς και τους δημόσιους χώρους Ο Christian de Portzamparc πρότεινε διακριτικές αλλαγές, που εκφράζανε την πρόθεσή του να δημιουργήσει «μια καθαρή οριοθέτηση του δημόσιου χώρου», πυκνώνοντας και αφαιρώντας: κατεδάφισε ένα μικρό συγκρότημα κτιρίων και το αντικατέστησε με ένα άλλο κοινωφελούς χαρακτήρα, βασισμένο σε ένα απλό αλλά στιβαρό σχέδιο που όρισε κανονικά μια πλατεία. Έπειτα, οικοδομήθηκαν δυο συγκροτήματα διαμερισμάτων με καταστήματα στο ισόγειο, δημιουργώντας μια ευθυγραμμία και σφυρηλατώντας έναν κρίκο ανάμεσα στις μεγάλες πυκνές πολυκατοικίες, που ορθώνονταν ελεύθερες στο χώρο, και το δρόμο. Δημόσιοι και ιδιωτικοί χώροι, κήποι και δρόμοι είναι ξεκάθαρα διαφοροποιημένοι, ενώ τα καταστήματα και οι άλλες δραστηριότητες έχουν επανεντάξει την περιοχή στη φυσιολογική ροή της αστικής ζωής. Επιπρόσθετα, οι υπάρχουσες ελεύθερες πολυκατοικίες «ξαναδουλεύτηκαν» με τον εκσυγχρονισμό του εσωτερικού τους και την τοποθέτηση ωραίων εξωστών μεγάλου πλάτους στις υπάρχουσες όψεις. Η ανακαίνιση, η οποία διεξήχθη εν μέρει ανταποκρινόμενη στην απαίτηση των κατοίκων να διευρυνθούν τα διαμερίσματά τους και ταυτόχρονα να εκσυγχρονιστεί το εσωτερικό τους, βοήθησε να γίνει το συγκρότημα το πιο περιζήτητο στην περιοχή.

Η τρίτη ηλικία της πόλης Με αυτό το έργο, ο Christian de Portzamparc διατύπωσε πρακτικά τη θεωρία του «Οι ηλικίες της πόλης». Η Ηλικία І χαρακτηρίστηκε από τη βαθμιαία ανάπτυξη και ανοικοδόμηση γύρω από δρόμους και πλατείες· η επαναστατική Ηλικία ІІ ξεπήδησε από τη βιομηχανική πόλη, γοητευμένη από την τεχνολογία και το ιδεώδες της άδειας επιφάνειας (tabula rasa), που πρόσφερε ελευθερία κινήσεων στον αρχιτέκτονα· η Ηλικία ІІІ, για παράδειγμα το έργο στη Rue Nationale, παίρνει υπ’ όψην της αυτή τη διπλή, και αντιφατική, κληρονομιά. Επιδιώκει να επινοήσει νέες φόρμες, που μας επιτρέπουν να βρούμε τον προσανατολισμό μας στις μεγάλες αστικές περιοχές.

Η κατεδάφιση ενός μικρού κτιρίου επιτρέπει την κατασκευή ενός κτιρίου δημόσιας χρήσης που σχηματίζει έναν αυθεντικό δημόσιο χώρο. Δυο νέα κτίρια κατοικίας με καταστήματα που καταλαμβάνουν το ισόγειο δημιουργούν μια νέα ευθυγραμμία, εξασφαλίζοντας τη μετάβαση από τα πολυώροφα κτίρια τοποθετημένα ελεύθερα στο χώρο σε μια διάταξη δρόμου.

PARIS – CITROËN Παρίσι, Σιτροέν Ένα πάρκο ως αστική δύναμη εξέλιξης Το πάρκο André Citroën αντανακλά τη στρατηγική που υιοθετήθηκε τη δεκαετία του ’70 από το Δημοτικό Συμβούλιο του Παρισιού και την APUR (την πολεοδομική υπηρεσία της πόλης) για την απομάκρυνση από τη λογική των σχεδίων ανοικοδόμησης της προηγούμενης δεκαετίας. Η νέα περιοχή, γνωστή ως André Citroën, γειτονεύει με την μεγάλης κλίμακας αξιοποίηση των όχθεων του ποταμού, που προκάλεσε ριζοσπαστικές αναδιαρθρώσεις και συγκροτήματα υψηλών κτιρίων. Αντίθετα με τα προηγούμενα, η περιοχή André Citroën σηματοδοτεί μια επιστροφή στη δημιουργία μικρών κατασκευών που διαπλέκονται με το προϋπάρχον αστικό πλαίασιο.

Το πάρκο, προβεβλημένο δείγμα των αλλαγών σε μια πολυσύνθετη συνοικιακή περιοχή Αφότου η τοπική αρχή απέκτησε τον έλεγχο της γης, η οποία προγενέστερα ήταν υπό την κατοχή των εταιρειών της Citroën, η APUR πρότεινε την επέκταση της υπό ανοικοδόμηση περιοχής για να εμποδίσει την αποκοπή της μελλοντικής γειτονιάς από τις γύρω περιοχές. Το σχέδιο εγκρίθηκε το 1976 από το δημοτικό συμβούλιο και περιείχε τρεις βασικές συνιστώσες: - Ένα πάρκο 14 εκταρίων αποτελούμενο από ένα τεράστιο χώρο, ο οποίος «ανοίγεται» στο Σηκουάνα (όπως ο Jardin des Plantes και η Champs-de-Mars), και τρεις κήπους που οργανώνονται μέσα στην περιοχή κατοικίας. - Ένα μεγάλο πρόγραμμα κτιρίων κατοικίας, χωρισμένων σε συγκροτήματα που θα μπορούσαν να αναμειχθούν με τα τριγύρω και θα εναρμονίζονταν με τα ύψη των παλαιότερων παριζιάνικων κτιρίων. - Μεγάλης κλίμακας υπηρεσίες χωροθετημένες κατά μήκος του νότιου συνόρου της περιοχής, στην άκρη του Παρισιού. Αυτό θα προστάτευε το πάρκο και θα περιόριζε την ανάπτυξη του εις βάρος των περιχώρων, ενώ παράλληλα θα βοηθούσε να ζωντανέψει η περιοχή.

Ελεγχόμενη σύνθεση, εστιασμένη σε φυσικές ροές Το σχέδιο του πάρκου ανατέθηκε σε δύο ομάδες, που έφτασαν στον τελευταίο γύρο του διεθνούς διαγωνισμού που πραγματοποιήθηκε το 1985 και οι οποίες κλήθηκαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους. Η πρώτη ομάδα είχε ως επί κεφαλής τον αρχιτέκτονα Patrick Berge και τον Gilles Clément αρχιτέκτονα τοπίου, και η δεύτερη ομάδα τον Allain Provost αρχιτέκτονα τοπίου και τον αρχιτέκτονα Jean-Paul Viguier. Το σχέδιο, το οποίο είναι αυστηρά ελεγχόμενο και συνδεδεμένο με το Σηκουάνα, διαμορφώνει ένα μεγάλο κεντρικό τετράγωνο με επικλινείς χλοερές εκτάσεις που ρέουν προς το ποτάμι αντανακλώντας λιμνούλες, μνημειακά θερμοκήπια και «κήπους σε διαδοχή» που ατενίζουν την πόλη. Το ισχυρά δομημένο σχέδιο συνενώνεται με τα φυσικά στοιχεία που το περιβάλλουν, εξαιτίας των πολυάριθμων κήπων βασισμένων στο θέμα της κίνησης και της μεταμόρφωσης, το μαύρο και το άσπρο, το βρυώδες και το βραχώδες. Έτσι και οι δύο, η πόλη και η κλίμακα της γειτονιάς, αναμειγνύονται μέσα σε μια ζωντανή και ποιητική τοποθεσία. Ρευστές άκρες που μεταμορφώνουν την πόλη Στην κατοικημένη πλευρά του πάρκου, ο σχεδιασμός το έχει τοποθετήσει στο τέλος ενός «νήματος» που τρέχει στο 15ο παρισινό διαμέρισμα, με τη μορφή κήπων, των οποίων τα σχήματα συμβαδίζουν με τη δομή του δρόμου. Πολλοί ταλαντούχοι αρχιτέκτονες, που αναφέρθηκαν, σχεδίασαν συγκροτήματα κατοικίας σε αυτό το τμήμα του προγράμματος. Τα νέα κτίρια είναι τοποθετημένα σε στενούς δρόμους και δημιουργούν μια συνέχεια με τους κήπους. Οι άκρες τους είναι ρευστές, υφαίνοντας το πάρκο με την πόλη. Ακόμη και υπάρχουσες δομές εξελίχθηκαν, όπως το νοσοκομείο, το οποίο τώρα είναι κατανεμημένο σε αρκετά κτίρια, και τα γραφεία «ανοίγονται» σε διαδρομές για τους πεζούς.

Το πάρκο: ένα μεγάλο πεδίο που κατηφορίζει προς το ποτάμι, μνημειακά θερμοκήπια, γέφυρες για πεζούς ως προσπελάσεις προς τις όχθες του Σηκουάνα, πολλαπλοί θεματικοί κήποι προσανατολισμένοι προς τα κτίρια κατοικιών.

Το πολεοδομικό σχέδιο του 1976 ήρθε σε αντίθεση με τις αναπλάσεις της προηγούμενης δεκαετίας στη γη που απελευθερώθηκε με την αποχώρηση της εταιρείας Citroën: συγκροτήματα κατοικιών περικλείουν το μεγάλο πάρκο και τρεις κήποι διασπείρονται μέσα στη γειτονιά, με εξυπηρετήσεις και κτίρια γραφείων στο νότο.

PARIS – AMANTIERS

Παρίσι, Αμαντιέ

Εναλλακτική ανανέωση μιας εργατικής γειτονιάς

Ο νοτιοανατολικός τομέας, επανασχεδιασμένος από τον Antoine Grumbach: τα οικόπεδα ομαδοποιήθηκαν εκ νέου για να συμβαδίζουν με τους σύγχρονους κανονισμούς για την κατοικία, αλλά η τοπογραφία, με τους κεκλιμένους δρόμους της, έγινε σεβαστή, προφυλάσσοντας τη μικρή κλίμακα που συντηρεί την οικειότητα.

Η εργατική συνοικία του Ménilmontant στο Παρίσι έχει υποστεί πολυάριθμες προσπάθειες ανοικοδόμησης από το 1950, που κυμαίνονται από πλήρη ανανέωση μέχρι απλές αλλαγές. Αρχικά, ο σκοπός ήταν η αναζωογόνηση της συνοικίας μέσα από μαζικές κατεδαφίσεις, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα έναν κυκεώνα από μεγάλης κλίμακας προγράμματα, που άφησαν στο πέρασμά τους ένα κύμα από εγκαταλειμμένα κτίρια, αχρησιμοποίητες εκτάσεις γης και διάσπαρτες μοντέρνες κατασκευές. Η περιοχή μεγάλωνε διαδοχικά με ευτελή τρόπο, χάνοντας την ίδια της τη βιομηχανία. Αυτό οδήγησε στη θέσπιση μιας ζώνης αστικής ανάπτυξης το 1974, η οποία, παρ’ όλο που προσανατολίστηκε σε μια πιο ευαίσθητη προσέγγιση, προκάλεσε κατά τον ίδιο τρόπο αμφισβήτηση. Το 1996, το Δημοτικό Συμβούλιο του Παρισιού και η SEMEA 15 (η υπεύθυνη αρχή για το σχεδιασμό της πόλης) εμπιστεύτηκαν στον Antoine Grumbach να ηγηθεί του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού των βόρειων και νοτιοανατολικών τμημάτων του Ménilmontan, δηλαδή των δύο τελευταίων τμημάτων που απέμεναν για μελέτη. Η όλη διαδικασία βασίστηκε σε συσκέψεις όπου συμμετείχαν ενώσεις των κατοίκων και το τοπικό συμβούλιο. Ο Grumbach, ένας αρχιτέκτονας – πολεοδόμος, ο οποίος είναι διάσημος για τα θεωρητικά του κείμενα για τις «ιζηματικές πόλεις», κατάφερε να διασώσει αυτό το «συνηθισμένο κομμάτι της πόλης, του οποίου η αστική μορφή εξαρτάται από τη συγκέντρωση οικείων συστατικών μικρής κλίμακας». Η προσέγγισή του στηριζόταν στην αποκατάσταση μιας αίσθησης συνέχειας και όχι στην επανίδρυση ή την κατάργηση, ενώ προετοίμαζε ταυτόχρονα τη συνοικία για μια αστική αναγέννηση. Όπως σε αρκετά άλλα παριζιάνικα σχέδια, απέδειξε πως συνδέεται το παλιό με το καινούριο, χωρίς εμφανή ίχνη στην ένωση.

Διαφυλάσσοντας το εργατικό παρελθόν μιας γειτονιάς Σύμφωνα με τον Grumbach, «σε αυτό το αστικό τοπίο το οποίο ανοικοδομήθηκε λίγο-λίγο, κομμάτι-κομμάτι, κάθε δρόμος έχει το δικό του χαρακτήρα». Γι’ αυτό το λόγο έκρινε απαραίτητο να διαφυλάξει όλα τα ίχνη του παρελθόντος τα οποία κινδύνευαν να καταβροχθιστούν. Ο Grumbach έδωσε μάχη για να σώσει μερικά τοπικά εμβληματικά κτίρια από την κατεδάφιση, όπως αυτά στους αριθμούς 30, 28 και 26 της Rue de Partants, «αξιοσημείωτα ορόσημα της ιστορίας της γειτονιάς», τα οποία μετατράπηκαν σε κοινωνικές κατοικίες. Ο Grumbach καθόρισε νέες απαιτήσεις και ένα σχέδιο διάταξης που ταίριαζε με το χαρακτήρα της περιοχής, αλλά επίσης ικανοποιούσε σύγχρονες ανάγκες, όπως χώρο για στάθμευση. Ο σχεδιαστής σεβάστηκε την τοπογραφία της περιοχής (τους κατηφορικούς δρόμους, την αστική σιλουέτα, τις ανοιχτές θέες στον ουρανό, μια ενδόμυχη αίσθηση ενότητας, κτλ.) και κάθε πρόγραμμα ακολουθεί τη διάταξη των υπαρχόντων δρόμων. Επιπρόσθετα, τα οικοδομικά τετράγωνα διανθίστηκαν με κήπους και εσωτερικές αυλές. Τα νέα κτίρια συνδυάστηκαν με τα παλιά, με σκοπό «απλώς να υπακούν στη λογική του να σχηματίζουν μια πόλη». Τα διάφορα προγράμματα ανατέθηκαν σε περίπου δέκα ομάδες αρχιτεκτόνων, έτσι ώστε να επανέλθει μια αίσθηση αστικής πολυπλοκότητας. Αυτοί οι αρχιτέκτονες «επιλέχθηκαν ανάμεσα στους καλύτερους, καθώς αυτό το έργο απαιτούσε να επινοήσουν περίπλοκους κτιριακούς τύπους, ενώ παράλληλα έπρεπε να κατέχουν το σύνολο των κανονισμών». Κάθε έργο συζητήθηκε σε συναντήσεις με τους κατοίκους και τους συμβούλους και όλοι οι κάτοικοι των κτιρίων που θα κατεδαφίζονταν στεγάστηκαν κάπου αλλού.

Τα νέα κτίρια είναι προσαρτημένα στα ριζικά ανακαινισμένα ιστορικά κτίρια. Γωνιακά κτίρια σε κάθε πλευρά του δρόμου περιλαμβάνουν 17 διαμερίσματα με επιδοτούμενο ενοίκιο (αρχιτέκτονας Nicoleau).

Ο βόρειος τομέας: Το σχέδιο, όπως επίσης και τα κτίρια που είναι χτισμένα από τεχνίτες και καταλαμβάνονται από συνεταιρισμούς καλλιτεχνών, διαφυλάχτηκαν. Η επανάχρηση αυτών των κατασκευών από ξύλο, χρηματοδοτήθηκε από τους κατοίκους των κτιρίων τα οποία βρίσκονται πάνω στο δρόμο και χτίστηκαν γύρω από εσωτερικές αυλές (αρχιτέκτονας B. Huet).

PARIS CITÉ FOUGÈRES Παρίσι, Σιτέ Φουζέρ Ανανεώνοντας με διαφοροποιήσεις Στις αρχές της δεκαετίας του 90 αποφασίστηκε να κατεδαφιστούν τέσσερα επιμήκη πολυώροφα κτίρια ελεύθερα στο χώρο, τα οποία αποτελούσαν το συγκρότημα κατοικιών Fougères (που χρονολογείται από το 1960), εξαιτίας σοβαρών προβλημάτων σχετικών με την πυρασφάλεια, τη θέρμανση και την ηχομόνωση. Ο ιδιοκτήτης, ο OPAC του Παρισιού (δημόσια εταιρεία για την ανάπτυξη και την κατασκευή), αποφάσισε να ξεκινήσει ένα σχέδιο ανοικοδόμησης, δεδομένου ότι υπήρχε διαθέσιμη γη για να ξαναστεγαστούν οι ενοικιαστές στην ίδια έκταση. Το 1993, ο πρόσφατα διορισθείς διευθυντής του OPAC, Yves Laffoucrière, τροποποίησε τον προσανατολισμό του σχεδίου, λέγοντας «χωρίς αρχιτεκτονική ανάμειξη θα έχουμε επανάληψη των ίδιων λαθών του 1960». Όρισε τον αρχιτέκτονα Pierre Riboulet ως σύμβουλο, καλώντας τον να «δώσει λύση στο πρόβλημα με μια προσέγγιση βασισμένη στην ποικιλία και να δημιουργήσει ένα νέο συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο Παρίσι και τα προάστια». Τα τέσσερα επιμήκη κτίρια της Cité Fougères (χτισμένα τη δεκαετία του ’60, όπως φαίνεται στο σχέδιο δεξιά) κατεδαφίστηκαν και αντικαταστάθηκαν από κτίρια διάσπαρτα σε έντεκα περιοχές, τα οποία ανατέθηκαν σε έντεκα ομάδες αρχιτεκτόνων. Τα κτίρια ευθυγραμμίζονται παράλληλα με το δρόμο, ελευθερώνοντας τον κεντρικό χώρο για ένα πραγματικό πάρκο. Με γκρι, τα κτίρια της πρώτης φάσης της ανακατασκευής (συντονιστής αρχιτέκτονας P. Riboulet). Έντεκα περιοχές που περιβάλλουν έναν κήπο για έντεκα ομάδες αρχιτεκτόνων Ο Riboulet πρότεινε ένα νέο σχέδιο χρήσεων γης το οποίο συνεπαγόταν αλλαγές στο τοπικό σχέδιο χρήσεων γης. Αυτό είχε ως συνέπεια την κατασκευή ενός συνεχούς κτιριακού μετώπου, με όψη προς το δρόμο, και την απελευθέρωση χώρου στο κέντρο του συγκροτήματος για να δημιουργηθεί ένα πάρκο. Η μόνη απογοήτευση του αρχιτέκτονα είναι ότι δεν του έχει επιτραπεί, μέχρι σήμερα, να κατασκευάσει ένα κτίριο πάνω από το δακτύλιο του Παρισιού που θα προστατεύει το πάρκο από το θόρυβο και τον άνεμο. Τα συγκροτήματα είναι χωρισμένα σε έντεκα ομάδες, το καθένα αποτελούμενο από ένα ή δύο κομμάτια, γεγονός το οποίο έκανε ευκολότερη τη διαδικασία της κατασκευής. Τα τμήματα αυτά κατανεμήθηκαν σε έντεκα ομάδες, οι οποίες ήταν οι νικήτριες σε έντεκα αυτόνομους διαγωνισμούς. «Είναι όλοι εξαιρετικοί αρχιτέκτονες οι οποίοι πιστεύουν σταθερά σε αυτήν την κοινή προσπάθεια», λέει ο Riboulet, ο οποίος είναι πεπεισμένος ότι «η κοινωνική κατοικία πρέπει να έχει υψηλής ποιότητας σχεδιασμό. Είναι ζήτημα ηθικής». Ακολουθώντας τις κατευθυντήριες αρχές του Riboulet, τα σχέδια των κτιρίων είναι απλά, με διπλό ή τριπλό προσανατολισμό, ο οποίος απλοποιεί την οργάνωση των οικοπέδων. Διάλογος: το κλειδί για την επιτυχία Το πρόγραμμα οφείλει την επιτυχία του στην αφοσίωση στο στόχο της εξαιρετικής ποιότητας, πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής. Κατά τη γνώμη και πάλι του ιδίου, ένας από τους βασικούς παράγοντες της επιτυχίας ήταν το ότι συνεννοήθηκαν με τους κατοίκους. Το πρόγραμμα συzητήθηκε δια μακρών, μέχρι που έπεισε τους ενοίκους των κτιρίων, αρχικά εχθρικούς, αλλά σήμερα πολύ ευτυχείς για την ποιότητα των κατοικιών και του περιβάλλοντος. Επίσης, έπαιξε σημαντικό ρόλο το ότι τα ενοίκια διατηρήθηκαν σε χαμηλές τιμές, χάρη στο μέγεθος του στεγαστικού αποθέματος του OPAC (95.000 διαμερίσματα). Το μοναδικό μειονέκτημα, σύμφωνα με το διευθυντή του OPAC, είναι η απουσία άλλων δραστηριοτήτων, κυρίως στο ισόγειο των κτιρίων, διότι η ανάμειξη των χρήσεων αποτελεί την καλύτερη προϋπόθεση για την ανάπτυξη αυτού του τύπου οικιστικών συγκροτημάτων.

Τα κτίρια, όπως σχεδιάστηκαν από το Atelier Philtre. Τα διαμερισμάτα έχουν το πλεονέκτημα του διπλού ή τριπλού προσανατολισμού, χάρη στην κατασκευή μικρότερων κτιριακών μονάδων, με ευελιξία ως προς την τοποθέτηση στο οικόπεδο.

Θέα από ψηλά: η Cité Fougères δρασκελίζει τον περιφερειακό δρόμο, ως ένα συνδετικό στοιχείο ανάμεσα στο Παρίσι, το Bagnolet και το Les Lilas.

CERGY- PONTOISE Σερζύ Ποντουάζ Η πόλη τοπίο

Η Cergy- Pontoise, μια από τις 5 νέες πόλεις που δημιουργήθηκαν γύρω από το Παρίσι στα χρόνια του 1960 για να ελέγξει την πρόοδο της αστικοποίησης. Χάρτης των δρόμων και των αυτοκινητοδρόμων, του σιδηροδρόμου και του RER, τα οποία συνδέουν την πόλη με τους άλλους πόλους του Ile- de- France («νησιού της Γαλλίας», δηλ. της γεωγραφικής περιφέρειας που περιβάλλει το Παρίσι).

Όταν το γαλλικό κράτος αποφάσισε το 1964 να δημιουργήσει 5 καινούριες πόλεις γύρω από το Παρίσι με σκοπό να ελέγξει την ανάπτυξη της πόλης, η Cergy- Pontoise βρήκε γρήγορα τη θέση της, 30 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της πρωτεύουσας μέσα στην πανέμορφη τοποθεσία των θηλειών που σχηματίζει ο ποταμός Oise. Το εγχείρημα αφορά την έκταση 11 δήμων των οποίων οι μελέτες και η διαχείριση διοικούνται από ένα κρατικό φορέα το EPAcergy, που ιδρύθηκε το 1969. Η καινούργια πόλη, συνεπώς, μετετράπη σε μια περιφερειακή πρωτεύουσα και εκπληρώνει την αποστολή της, όντας πραγματικός πόλος απασχόλησης, κατοικίας και υπηρεσιών με κρατικό και πολιτιστικό εξοπλισμό, μεγάλα σχολεία, ένα αυτόνομο πανεπιστήμιο. Μια εξαιρετική τοποθεσία Από την δημιουργία της, η Cergy- Pontoise έχει ένα γεωγραφικό πλεονέκτημα, που συνίσταται σε ένα εξαιρετικό τοπίο φορτωμένο ιστορία: ο ποταμός Oise, οι μαίανδροί του, οι λόφοι που τον περιστοιχίζουν, οι κοιλάδες των παραποτάμων του, οι παρυφές του δάσους του Hautil και του Courdimanche, τα ίχνη των βασιλικών διαδρομών και των επαρχιακών δρόμων… Οργανωμένο αμφιθεατρικά το τοπίο κυριαρχεί στο παριζιάνικο λεκανοπέδιο, προς τη Defense, τη Μontmartre,το Mont-Valerien… Με σκοπό να διατηρηθεί η προνομιακή θέα και να αξιοποιηθεί αυτό το τοπίο, αποφεύχθηκε η γραμμική αναμόρφωση: οι διάφορες γειτονιές έχουν κοινή θέαση, ριζωμένες πάνω στα μεγάλα οροπέδια, αμφιθεατρικά γύρω από μια επιφάνεια νερού. Αυτές οι νέες κοινότητες προσκολλώνται στα υφιστάμενα χωριά και δημιουργούν ένα συγκρότημα-μωσαϊκό από την ιστορική πόλη Pontoise και την βιομηχανική Saint-Ouen-l’ Aumone, με μεγάλες ελεύθερες εκτάσεις πρασίνου απ’ ανάμεσα. «Παρά τις διοικητικές κατατμήσεις, η CergyPontoise δηλώνει την ενότητά της με την ταυτότητα της πόλης-τοπίου», αναφέρει ο Bertrand Warnier, που διοίκησε την υπηρεσία πολεοδομίας μετά τον Jean Coignet από το 1970 έως το 1996. Ο διάδοχός του, Michel Jaouen, επιμένει επίσης στο χαρακτηριστικό στοιχείο της Cergy-Pontoise, «τόπος μιας σχέσης μεταξύ πόλης και φύσης, στο γεωγραφικό κέντρο του διαμερίσματος Val- d’ Oise (της κοιλάδας του ποταμού Oise), σε θέση ισορροπίας μεταξύ της παριζιάνικης αστικοποίησης και της εξοχής Vexin».

η Cergy-Pontoise επωφελείται από μια εξαιρετική τοποθεσία με βαριά ιστορία: τον ποταμό Oise, τους μαιάνδρους του, τις κοιλάδες, τα δάση, τα ίχνη των βασιλικών διαδρομών και των επαρχιακών δρόμων. Οργανωμένο αμφιθεατρικά, το τοπίο κυριαρχεί στο παριζιάνικο λεκανοπέδιο προς την Defense, τη Montmartre,το Mont-Valerien…

Οι διαφορετικές γειτονιές έχουν κοινή θέα, ριζωμένες πάνω στα μεγάλα οροπέδια, αμφιθεατρικά γύρω από μια επιφάνεια νερού. Αυτές οι νέες κοινότητες προσκολλώνται στα υπάρχοντα χωριά, αφήνοντας ελεύθερες μεγάλες εκτάσεις πρασίνου που δηλώνουν την φυσιογνωμία της Cergy-Pontoise, παρά τις διοικητικές κατατμήσεις (σχέδιο του Bertrand Warnier )

Στην καρδιά των συζητήσεων που ζωντανεύουν το ενδιαφέρον για το αστικό περιβάλλον Η ίδρυση της Cergy-Pontoise χρειάστηκε πολύ πάθος και δημιουργικότητα, πολλές μάχες για να νικηθεί ο σκεπτικισμός – όταν έλειπαν ακόμη οι καλοί δεσμοί με το Παρίσι – και για την υποστήριξη της ποιότητας: της προστασίας των τοπίων, της προώθησης των παραδοσιακών υλικών, της ενθάρρυνσης των αρχιτεκτονικών απαιτήσεων. Το κράτος επίσης υποχρεώθηκε να οργανώσει την συνεργασία με τους έντεκα εν λόγω δήμους, καθότι ορισμένοι ήρθαν σε αντίθεση με το σχέδιο. Ένα νέο σώμα τους ενώνει πλέον, το (SAN) ένας πολιτικός θεσμός που ασκεί τη διοικητική εξουσία και παραλαμβάνει τους φόρους. Επικρατεί απόρριψη των Μεγάλων Συνόλων και επιθυμία εξορθολογισμού της ανάπτυξης: η περιπέτεια άρχισε με μια μόνο ιδέα, το να γίνει κάτι διαφορετικό, διηγείται ο Bernard Hirsch, ο πρώτος διευθυντής του SAN. Στη διάρκεια των επόμενων τριών δεκαετιών, η ομάδα σύλληψης της ιδέας αυτής, είχε πολλές ευκαιρίες για συζητήσεις, ενώ οι διαφορές απόψεων τροφοδοτούσαν αντιπαραθέσεις πάνω στις θεωρίες αστικού σχεδιασμού. Στη δημιουργία της πρώτης γειτονιάς του κέντρου του Δημαρχείου (1970-75) κυριαρχεί μια πρωτοποριακή σύλληψη για την χρήση του αυτοκινήτου: πλήρης διαχωρισμός της κυκλοφορίας μεταξύ πεζών και αυτοκινήτων, κτίσιμο πάνω σε βάθρο ενός πόλου διοικητικών υπηρεσιών όπου το κράτος δεν διστάζει να οικοδομήσει τη Νομαρχία του Val-d’ Oise, από το 1967, όταν το Cergy ήταν ακόμη ένα χωριό. Στη συνέχεια, στο κέντρο του Cergy-SaintChristophe έγινε μια απόπειρα συμβιβασμού μεταξύ της παραπάνω λειτουργικής αντίληψης και της επιστροφής στο παραδοσιακό λεξιλόγιο. Αυτό σήμαινε ότι η κυκλοφορία των αυτοκινήτων περιορίστηκε στην περιφέρεια, ενώ η δημιουργία οδών και πλατειών, καθώς και η επιλογή του τούβλου ως κοινού υλικού σηματοδοτούν «την επιστροφή της μνήμης», η οποία εμπνέει τους αρχιτέκτονές της.

Η καινούρια πόλη έχει αναπτύξει ένα δίκτυο κέντρων με χαρακτηριστικά πολύ ξεχωριστά: για παράδειγμα, το κέντρο της Νομαρχίας (Perfecture), όπου η κυκλοφορία των αυτοκινήτων και των πεζών είναι τελείως χωριστή, τις πιο συνηθισμένες συνοικίες, για τις οποίες σχεδίασαν τις «αστικές κατοικίες» (όπου οι μονοκατοικίες δεν καταργούν την αστική συνέχεια και τις παραδοσιακές οδούς), πιο πρόσφατα το PortCergy, περιοχή με θαλασσινή ατμόσφαιρα που μετατράπηκε σε πόλο έλξης .

Η συνοικία Courdimanche με νεοκλασική έμπνευση

:κατω Ο κεντρικός άξονας, μνημείο και σύμβολο της Cergy Pontoise, εμπνευσμένο απ’ τον γλύπτη Pani Karavan: μια μακριά διαδρομή τριών χιλιομέτρων, γυρνάει γύρω από το Παρίσι σημαδεμένο από 12 σταθμούς που το μετατρέπουν σε τόπο θεάματος και περιπάτου.

Ο κύριος άξονας Η δημόσια διοίκηση επιθυμούσε να ενώσει την καινούρια πόλη γύρω από έναν συμβολικό κύριο άξονα, ο οποίος άξονας έγινε το μνημείο. Το αποτέλεσμα είναι μια διαδρομή τριών χιλιομέτρων που αναδεικνύει τις φυσικές ομορφιές, εκμεταλλευόμενη ταυτόχρονα το τοπίο και ανοίγοντας μακρινές, πανοραμικές θέες. Ο άξονας σχεδιασμένος από τον γλύπτη Dani Karavan στρέφεται προς το Παρίσι, σε μια προσπάθεια να ανακτήσει ένα θρυμματισμένο έδαφος. Συναντάει πάνω στο νησί των Ιμπρεσιονιστών, πάνω στο Σικουάνα, τον ιστορικό άξονα που συνδέει το Λούβρο, τα Ηλύσια Πεδία και την Defense. Χρησιμεύει, ως χώρος «ομοσπονδίας» μεταξύ των δήμων, λειτουργικός σύνδεσμος μεταξύ των δύο πλευρών του ποταμού Oise, δημόσιος κήπος μεγάλων διαστάσεων (μπορεί να συγκριθεί με τον κήπο του Κεραμικού), χώρος περιπάτου και θεάματος και είναι επίσης ένα έργο τέχνης: δώδεκα στάσεις και ανάμεσα τους η πολυτέλεια του κενού που τόσο δύσκολα διατηρείται σ’ ένα περιβάλλον με τέτοια αστική πίεση. Για την πραγματοποίησή του, η ιδιωτική πρωτοβουλία ενώνεται με την δημόσια επένδυση.

Μονοκατοικίες και κτήρια διαμερισμάτων Σε αναζήτηση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής, οι άλλοι πόλοι της καινούριας πόλης αντιστρέφουν το μοντέρνο μοντέλο και πραγματοποιούν μια ανάμειξη μεταξύ αυτοκινήτων και πεζών. Σ’ αυτό συμβάλλει και η θέληση για υποστήριξη των μέσων μαζικής μεταφοράς, το όνειρο μιας αυστηρής πόλης , διακεκομμένης από αστικές λεωφόρους, η ευχή να αναμειγνύεις τις χρήσεις και τα προγράμματα. Το EPAcergy οδηγείται να παράγει σε μεγάλη κλίμακα μονοκατοικίες και θέλοντας να προωθήσει μια πόλη μέσα στη φύση, εφευρίσκει τις «αστικές κατοικίες» και έπειτα τα «αστικά διαμερίσματα»: διάφοροι διαγωνισμοί καλούν τους αρχιτέκτονες να δημιουργήσουν κατοικίες με συγκεκριμένες αρχιτεκτονικές και αστικές προδιαγραφές - μια αστική αλληλουχία, υψηλά σπίτια με στέγες, οικιστική ποιότητα σε παραδοσιακές λεωφόρους. Αυτοί οι διαγωνισμοί, ανοιχτοί σε νεαρές ομάδες αρχιτεκτόνων, ανέδειξαν αναγνωρισμένα πια σήμερα ταλέντα, όπως Brenac Gonzalez, Jean-Pierre Buffi, Alain Sarfati… Εξελίσσεται έτσι μια πραγματική παράδοση αρχιτεκτονικού και αστικού νεωτερισμού, αν και μερικές φορές υπάρχουν δυσκολίες να εναρμονιστούν τα λίγο ετερόκλητα μεταξύ τους αρχιτεκτονικά αντικείμενα. Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία μιας νεότερης κληρονομιάς που ελκύει σήμερα τους επισκέπτες. Σε αντίθεση με την διπολική ανάπτυξη που αρχικά προβλεπόταν, δημιουργήθηκε ένα δίκτυο από κέντρα των οποίων τα ειδικά χαρακτηριστικά τους έδιναν μερικές φορές με ισχυρή ταυτότητα, όπως για παράδειγμα το ψυχαγωγικό κέντρο στο Port-Cergy, μια συνοικία με παραθαλάσσια ατμόσφαιρα και πολυάριθμα εστιατόρια που μετατράπηκε σ’ ένα πραγματικό πόλο έλξης.

Σε όλες τις συνοικίες, τα πάρκα επιτρέπουν στη Cergy- Pontoise να καλλιεργεί τις σχέσεις ανάμεσα στην πόλη και στη φύση.

Όχι πια τόσο καινούρια, αλλά πάντα έτοιμη για δημιουργική δραστηριότητα Ο Michel Jaouen βλέπει σ’ αυτή την «ομοσπονδιακή» μορφή της καινούριας πόλης μια ποιότητα που του επιτρέπει να δώσει απαντήσεις σχετικά με την «διαφοροποίηση των ανθρώπινων ασχολιών». Με ευλυγισία αναπτύσσεται, προσθέτει δρόμους στην ιστορία της και συνεχίζει να επινοεί τον εαυτό της. Επανενώνει τα διάφορα δίκτυά της για μια καλύτερη συνοχή μεταξύ των γραμμών που κτίστηκαν στη δεκαετία του ’70 και εκείνων που ακολούθησαν την εγκατάλειψη των άκαμπτων κυκλοφοριακών μέτρων (όπως του διαχωρισμού πεζών και αυτοκινήτων). Βελτιώνει τους πεζόδρομους και τους ποδηλατόδρομους, ενισχύει τα μέσα μαζικής μεταφοράς στο εσωτερικό της κεντρικής περιοχής, κτίζει πάνω στον Oise περάσματα για πεζούς και γέφυρες που συνδέουν τις γειτονιές και διευκολύνουν την κυκλοφορία. Φροντίζοντας πάντα για το τοπίο, ενδυναμώνει την ήδη υπάρχουσα πλούσια βλάστηση και επεξεργάζεται τα σύνορά της με την περιφέρεια, ειδικά το φυσικό Πάρκο του Vexin και το δάσος του Hauti. Σημάδι ωριμότητας, η Cergy- Pontoise, σχηματίζεται στο εσωτερικό της, αναμορφώνοντας τις πρώτες κατασκευές που πραγματοποιήθηκαν. Παρά το ότι εδράζεται πάνω σ’ ένα τεχνητό «έδαφος» μια πλάκα, το κέντρο της Νομαρχίας βρίσκει καινούριες εξωτερικές μορφές που επιτρέπουν στο εμπόριο ν’ ανοίγεται περισσότερο προς την πόλη να βελτιώνει την πρόσβαση στα μέσα μαζικής μεταφοράς, ν’ απλοποιεί τις διαδρομές. Μέσα στη συνοικία Saint-Christophe η περιοχή Bastide ανανεώθηκε από τον Antoine Grumbach. Παράλληλα, τα έργα στις υποδομές τελειοποιούνται: στο εξής καλά συνδεδεμένη με το Παρίσι, η CergyPontoise, με την βοήθεια του αυτοκινητόδρομου και του RER, πρέπει να βελτιώσει τις σχέσεις της με το Roissy και τους άλλους πόλους της περιοχής, μέσα στη διάρκεια της δεκαετίας του 2000. Ένα καινούριο γιαπί ανοίχτηκε με την εκκένωση ενός στρατώνα τοποθετημένου κατά καλή τύχη μεταξύ δυο σταθμών RER, της Pontoise και της Cergy : είναι ευκαιρία για την πόλη ν’ ανανεώσει τις απόψεις της όσον αφορά την φυσιογνωμία της και την εξέλιξη του τρόπου ζωής.

Cergy-Saint-Christophe, η Bastide υπό ανάπλαση. Πάνω στο θέμα του τετράγωνου νησιού, το οποίο επιθυμούσε η δημόσια διοίκηση, οι αρχιτέκτονες, οι οποίοι συνεργάστηκαν ως μία ομάδα μελέτης (Celeste, CGK, Franck, Morel, Soulier) στο τέλος της δεκαετίας του ’70, φαντάστηκαν ένα κέντρο, το οποίο θα είχε περιμετρικά ένα τοίχο από τούβλα, που το ονόμασαν «Bastide» (όπως τις νέες οχυρωμένες πόλεις του Μεσαίωνα). Η επέμβαση ξαναβρήκε τις ποιότητες της αστικότητας: έναν άξονα δραστηριοτήτων ανάμεσα στο σταθμό και σε ένα κτίριο υπογεγραμμένο από τον Ricardo Bofill, την παρουσία πολυάριθμων εξυπηρετήσεων, την ανάμειξη των μονοκατοικιών και των πολυκατοικιών, μια φροντισμένη εικόνα, παρά την μεγάλη διαφορά των στυλ, μια κεντρική πλατεία που υποδέχεται μια ωραία αγορά. Αλλά η συνοικία πάσχει από μια δύσκολη εκκίνηση και την καθυστερημένη άφιξη του RER. Υποδεχόμενη έναν πληθυσμό μη προνομιούχων, δεν μπορούσε να απομακρυνθεί από μιαν εικόνα πολύ δυσμενή. Η μελέτη του πλαισίου της επέμβασης ανατέθηκε το 1998 στον Antoine Grumbach (που σχεδίαζε επίσης τους δημόσιους χώρους), ο οποίος αποδύθηκε σε μια ανοικοδόμηση εκ βαθέων: για να δημιουργήσει ένα δρόμο απ’ όπου θα περνάνε τα αυτοκίνητα, κατεδαφίστηκαν κάποια κτήρια· η πλατεία ανασυντάχθηκε, μ’ ένα χώρο στάθμευσης κάτω από μια σκεπαστή αγορά, οι είσοδοι των κτηρίων στράφηκαν και πάλι προς τους δρόμους. Η εκτέλεση, γρήγορη, ολοκληρώθηκε το 2002

TAYTOTHTA TOY EΡΓΟΥ Η καινούρια πόλη της Cergy- Pontoise: 8.200 εκτάρια, 190.000 κάτοικοι 85.000 θέσεις εργασίας, 4.000 επιχειρήσεις 20.000 φοιτητές Διοίκηση: Διοίκηση Πολεοδομικού Συγκροτήματος (SAN), που καλύπτει 11 κοινότητες Πολεοδομία: Υπηρεσία πολεοδομίας της CergyPontoise. Πρόγραμμα: 65.000 κατοικίες, γραφεία ( 1,5 εκατομμύριο τ.μ), βιομηχανίες και αποθήκες (1,3 εκατομμύρια τ.μ), εμπόριο (260.000 τ.μ).

LA COURNEUVE Λα Κουρνέβ Ενάντια στην επιδείνωση και την αδικία Κατά τη διάρκεια των ετών μεταξύ του 1959 και του 1968, το Γραφείο Φθηνών Κατοικιών στέγασης του δήμου του Παρισιού έχτισε το συγκρότημα των «4000» κατοικιών στην Κουρνέβ (1.200 διαμερίσματα στα βόρεια της πόλης και 2.800 διαμερίσματα στα νότια). Το σύστημα προκατασκευής που εφαρμόστηκε ήταν ολέθριο, με αποτέλεσμα η τεράστια μονολιθική δομή σύντομα να ερειπωθεί. Το συγκρότημα παραμελήθηκε για χρόνια και τα διαμερίσματα δόθηκαν στις πιο άπορες οικογένειες. Αυτό συνέχισε ως τη στιγμή που το συμβούλιο της πόλης ανέλαβε τη διαδικασία αξιοποίησης και ξεκίνησε έκτακτες εργασίες το 1980, υπό την επίβλεψη του δημάρχου James Marson και του πολεοδόμου Bernard Barre. Από τότε άρχισε μία ανοδική προσπάθεια να συγκρατήσουν τη βία και να διορθώσουν τα κακώς κείμενα σ`αυτή την περιοχή. Η προσπάθεια αυτή δρομολογήθηκε κατ`αρχάς μέσω ενός διαγωνισμού που προκηρύχθηκε το 1981 για την ανακατασκευή του συγκροτήματος και την επανένταξή του στην πόλη, και κατά δεύτερον με το σχεδιασμό προγραμμάτων ανακαίνισης, επιχορηγούμενων από το κράτος

Κτήρια κατοικιών σχεδιασμένα από τους Lipa και Serge Goldstein: νέοι αρχιτεκτονικοί πειραματισμοί, που συνδυάζουν ανακαίνιση και κατεδάφιση, μετακινήσεις κατασκευών και επανασχεδιασμό δημόσιων χώρων.

Ανασχεδιάζοντας, ανακαινίζοντας, εγκαινιάζοντας…. Ο συνδυασμός ανακατασκευών και κατεδαφίσεων και η ανάληψη πειραματικών πρωτοβουλιών με στόχο την ανακαίνιση των κτιρίων και των δημόσιων χώρων, οδήγησε τους υπεύθυνους να ζητήσουν τη βοήθεια πολλών ταλαντούχων αρχιτεκτόνων. Ο Laurent Israel, για παράδειγμα, τρύπησε την πλάκα Balzac, με «αστικά παράθυρα», επιτρέποντας στο φυσικό φως να διεισδύσει σε 300 διαμερίσματα, που στοιβάζονταν σε ύψος δεκαπέντε ορόφων. Την ίδια ώρα, οι Lipa και Serge Goldstein σχεδίασαν μερικούς χαριτωμένους δημόσιους χώρους χρησιμοποιώντας υλικά υψηλής ποιότητας, και εισήγαγαν μια πιο περίπλοκη αίσθηση τεμαχίζοντας την οικοπεδοποίηση. Η Catherine Furet σχεδίασε κτίρια που ένωναν την αναπτυξη με τη ζώνη μονοκατοικιών και ο Paul Chemetov μοίρασε τα οικοδομικά τετράγωνα, δημιουργώντας έτσι μία μεγάλη πλατεία, που παρέχει μια πρόσοψη στο εμπορικό κέντρο και συγκεντρώνει τις εξυπηρετήσεις της γειτονιάς.

Εγκαταλελειμένοι ελεύθεροι χώροι που θα πρέπει να επανεισαχθούν στη ζωή της πόλης. Κτίρια που θα συνδέσουν τα μεγάλα σύνολα με τη ζώνη των μονοκατοικιών (αρχιτέκτων C. Furet).

Μια μάχη τόσο κοινωνική όσο και αρχιτεκτονική Η «εγχείρηση» που διεξήχθη στο «4000» συνίστατο αφ’ενός μεν στον τεμαχισμό του συγκροτήματος, αφ’ετέρου δε στην προσπάθεια για ταυτόχρονη ένταξή του στην πόλη καθώς και για διάνοιξη δρόμου προς τον σιδηροδρομικό σταθμό, που συνδέει τον οικισμό με το Παρίσι σε δέκα μόνο λεπτά. Ήταν επίσης ζωτικής σημασίας να χτιστούν συνδυασμοί ιδιόκτητων κατοικιών και να δημιουργηθεί ένα μείγμα κοινωνικοοικονομικών ομάδων. Ακόμα πιο σημαντικό όμως ήταν να συσπειρωθούν οι ντόπιοι και να επαναφέρουν στη γειτονιά το πνεύμα της κοινότητας. «Η αστική μάχη είναι τόσο κοινωνική όσο και αρχιτεκτονική», υποστηρίζουν οι σύμβουλοι. Μερικές φορές το ηθικό βρίσκεται στο μηδέν, όταν η ανεργία και η κοινωνική ανισότητα αμφισβητούν κάθε λεπτή δουλειά που έχει γίνει μέχρι τώρα. Ο Bernard Barre σημειώνει πως παρόλα τα 20 χρόνια κοινωνικής νομοθεσίας, ο κοινωνικός διαχωρισμός είναι ακόμη έντονος. «Οι αρχιτέκτονες και οι σχεδιαστές έχουν αποδείξει ότι υπάρχουν λύσεις στη χωρική διάσταση του προβλήματος των γκέτο, όμως η πολιτική της πόλης το παρεξήγησε επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον σε στερημένες περιοχές. Για να ελαχιστοποιηθεί ο κοινωνικός αποκλεισμός πρέπει τα προγράμματα να ασχοληθούν όχι μόνο με την Κουρνέβ αλλά και με το Νεϊγύ».

Στοιχεία ταυτότητας του έργου Λα Κουρνέβ Πόλη του Λα Κουρνέβ: 35.000 κάτοικοι Κατασκευαστική εταιρεία: SODEDAT 93 Αναθέτουσα αρχή: Γραφεία Φτηνών Κατοικιών (HLM) Λα Κουρνέβ και Seine-Saint - Denis, Sonacotra, Δήμος. Αρχιτέκτονες: Lipa και Serge Goldstein, Catherine Furet, Jean Perrotet, Ricardo Porro, Alain Damagnez, PatrickBellity, Linda Leblanc, Marta Pan, Chimene Gainche, Laurent Israël, και Bernard Grimaud Ζώνη ανάπτυξης του Orme 1989-2002: 430 νέα διαμερίσματα, καταστήματα 1989-2002: δημόσιοι χώροι (€5 εκατομμύρια) Συνοικία Braque 1989-1991: 683 ανακαινισμένα διαμερίσματα (€16,43 εκατομμύρια), δημόσιοι χώροι (€93,6 εκατομμύρια).

DEFENCE Ντεφάνς Η Ντεφάνς μαρτυρεί την ικανότητα του γαλλικού κράτους να διευθύνει μια φιλόδοξη επιχείρηση για ένα πολύ μεγάλο διάστημα. Έχοντας ξεκινήσει το 1958, έχει γίνει η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή περιοχή επιχειρήσεων, φιλοξενώντας πάνω από 1500 επιχειρήσεις και 150000 μισθωτούς, προσελκύοντας τις πιο ισχυρές γαλλικές εταιρείες και κάποιες από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Μια τεράστια επέμβαση έχει πολλαπλά αποτελέσματα. Στην περίμετρό της (καταλαμβάνει 170 εκτάρια) έχει εμπλουτίσει τους οικισμούς την περιβάλλουν και μεταμόρφωσε έμμεσα ένα μεγάλο κομμάτι του Δυτικού Παρισιού. Κοσμώντας την πρωτεύουσα μ’ ένα πόλο εμπορικών δραστηριοτήτων με δυνατή φυσιογνωμία συμμετείχε στην οικονομική ανάπτυξη. Προσφέροντας ένα τόπο εμφύτευσης «πύργων», επέτρεψε να προφυλαχτεί ο παραδοσιακός ιστός των παριζιάνικων συνοικιών.

Defense, η πρώτη ευρωπαϊκή επιχειρηματική περιοχή, φιλοξενεί τις έδρες των μεγαλύτερων γαλλικών και διεθνών εταιρειών. Διατάσσεται γύρω από μια απέραντη πλατεία προορισμένη για τους πεζούς μέσα στην προοπτική της Αψίδας του Θριάμβου. Η κυκλοφορία των αυτοκινήτων είναι συγκεντρωμένη στην περιμετρική λεωφόρο και στους υπόγειους δρόμους.

Η ιδέα: ιστορικός άξονας, διαχωρισμός κυκλοφορίας πεζών και οχημάτων Αρχικά (1956) το σχέδιο αναπτύσσεται από τρεις αρχιτέκτονες, που είχαν πάρει το βραβείο της Ρώμης – τον Robert Camelot, τoν Jean de Maily και τoν Bernerd Zehrfuss – οι οποίοι φαντάζονταν έναν άξονα χωρίς τέλος, περιστοιχιζόμενο από μεγάλα κτίρια. Η πρόταση αυτή διατήρησε το μεγάλο εκθεσιακό χώρο του CNIT και κυρίως τον κύριο άξονα: προεκτείνοντας τον βασιλικό άξονα του Παρισιού, ο οποίος διαπερνά την πόλη από το Λούβρο ως τα Ηλύσια Πεδία, η καινούρια συνοικία αγκυρώνεται στην ιστορία της πρωτεύουσας. Μια δεύτερη θεμελιώδης αρχή του σχεδίου ήταν να χωριστούν οι δρόμοι κυκλοφορίας: απέραντες πλατείες αποδόθηκαν στους πεζούς, ενώ λεωφόροι και υπόγειοι δρόμοι δόθηκαν στα αυτοκίνητα. Έτσι, μια προεντεταμένη πλάκα, η βάση της κατασκευής μήκους 1,5 χιλιομέτρου, δομεί το σύνολο, στην ίδια προοπτική όπως και η Αψίδα του Θριάμβου. Αρχιτεκτονικά είναι μια παράθεση κτιρίων διαφορετικού στυλ, αφού κατασκευάστηκαν σε διάστημα μεγαλύτερο από 30 ετών. Όμως η αυστηρότητά τους επιτυγχάνει την ενότητα του συνόλου. Οι δημόσιοι χώροι (κάπου 60 εκτάρια) δίνονται γενναιόδωρα στους πεζούς και η περιοχή έχει συντελεστή δόμησης 3, κάτι που της δίνει γενική πυκνότητα χαμηλότερη από αυτήν της παρισινών προαστίων, όπου ο συντελεστής δόμησης είναι 3,5 ή 4,5. Η επιτυχία της επέμβασης του γεγονότος οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στα δημόσια μέσα μεταφοράς (το μετρό, το λεωφορείο και μετά το γρήγορο τραίνο, το RER, που τη συνέδεσε με το κέντρο), τα οποία από το 1970 σφράγισαν τη μελλοντική ανάπτυξη της συνοικίας. Το 1997 το τραμ επανασυνέδεσε τη Ντεφάνς με το νότιο τμήμα της περιφέρειας Hauts de Seine. Επίσης, αυξήθηκαν οι σιδηροδρομικές συνδέσεις προς τη δύση.

Απ’ την αρχική πρόταση έναν άξονα χωρίς τέλος περιστοιχιζόμενο από μεγάλα κτίρια - δεν διατηρήθηκε παρά μόνο το κτίριο που στεγάζει τη μεγάλη αίθουσα εκθέσεων και κυρίως η ιδέα της προέκτασης του βασιλικού άξονα του Παρισιού, αυτού που διαπερνά την πόλη από το Λούβρο ως τα Ηλύσια Πεδία.

Ένα εργαλείο για ένα μεγαλόπνοο σχέδιο, η EPAD Προκειμένου να διαχειριστεί με τον καλύτερο τρόπο αυτό το μεγάλο σχέδιο, το κράτος δημιούργησε το 1958 την EPAD (Δημόσιο Ίδρυμα για την Διευθέτηση της περιοχής της Ντεφάνς). Η EPAD συγκεντρώνει εκπροσώπους του κράτους, καθώς και αξιωματούχους τριών δήμων (Courbevoie, Nanterre, Puteaux), που βρίσκονται στην περιφέρεια Hauts de Seine. Η αποστολή της είναι να αναλαμβάνει τις πολεοδομικές μελέτες, να κατασκευάζει τις υποδομές, να πουλάει στους επενδυτές τα δικαιώματα να κατασκευάσουν, ώστε να αποκομίζει έσοδα για την επιχείρηση, και να διαχειρίζεται την επιχείρηση στο σύνολο. Χάρη στην αξιοσημείωτες ικανότητες προγραμματισμού της EPAD, η θεμελίωση των «πύργων» έγινε ταυτόχρονα με την «πλάκα» και την περιφερειακή λεωφόρο. Οι αρμοδιότητες αλλά και η εξουσία που της έχει δοθεί τής επιτρέπουν να συντονίζει περίπλοκες χρήσεις, π.χ. του οδικού δικτύου, του RER, των κτιρίων… Η εργασία της EPAD κατά τη διάρκεια πλέον των 40 ετών, η ποικιλία των επεμβάσεων, η συνεργασία με πολυάριθμους ειδικούς που επινοούν λύσεις, η επαφή με πολλούς συνεργάτες από τον ιδιωτικό και το δημόσιο τομέα έκαναν την EPAD ένα πεδίο-κλειδί όπου προσδιορίστηκε το περιεχόμενο του όρου «πολεοδόμος» και όπου εργάστηκαν πολλοί πρωταγωνιστές της γαλλικής πολεοδομίας. Η κεντρική «πλάκα» της βάσης, μήκους 1,5 χιλιόμετρων, δομεί το σύνολο και επιτρέπει την παράθεση κτιρίων με αναπόφευκτα διαφορετικά στυλ, αφού έχουν κατασκευαστεί σε διάστημα μεγαλύτερο των 30 χρόνων.

Η κατασκευή του CNIT το 1958, θεμέλιος λίθος της μελλοντικής επιχειρηματικής περιοχής και μαρτυρία της εμπιστοσύνης στην αρχιτεκτονική καινοτομία (είναι το τριγωνικό κέλυφος στα αριστερά της εικόνας).

Ανάμειξη και αναζωογόνηση Δημιουργημένη αρχικά για να απαντήσει στις ανάγκες του Παρισιού για χώρους γραφείων, η ιδέα εμπλουτίστηκε γρήγορα από την έννοια της ανάμειξης, η οποία επιχειρεί να αποφύγει τα προβλήματα των μονολειτουργικών πόλεων, αναμειγνύοντας τα συστατικά ενός πραγματικού κέντρου. Σε 9.000 κατοικίες (με περίπου 20.000 κατοίκους) που μοιράζονται στους 12 τομείς αυτής της περιοχής των επιχειρήσεων, προστίθενται εμπορικά κέντρα, πάνω από 200 εστιατόρια, ένας σημαντικός πόλος διασκέδασης, 2000 δωμάτια ξενοδοχείων… Τα 100.000 τετραγωνικά μέτρα του εμπορικού κέντρου «Τέσσερις Εποχές» υποδέχονται 250 συμμετέχοντες και 28 εκατομμύρια επισκέπτες το χρόνο. Αυτές οι εξυπηρετήσεις δεν ξεκίνησαν να λειτουργούν κανονικά παρά μόνο στο τέλος της δεκαετίας του ’80. Ως τότε η «πλάκα», παρέμενε αρκετά άδεια εκτός απ’ τις ώρες της εισόδου και εξόδου του κόσμου από τα γραφεία. Κατά την διάρκεια αυτών των χρόνων, η εικόνα της συνοικίας μεταμορφώθηκε: τα φυτεμένα δέντρα, πάνω στην «πλάκα», μεγάλωσαν, ο αριθμός των τετραγωνικών μέτρων των γραφείων ξεπέρασε το κατώφλι των 2.000.000, η Μεγάλη Αψίδα (1989) εμπλούτισε την τοποθεσία μ’ ένα εμβληματικό μνημείο, το οποίο επισκέπτονται οι τουρίστες όλου του κόσμου. Το άνοιγμα του εμπορίου στην «πλάκα», τα καφέ και τα εστιατόρια αντέστρεψαν τον εγκλεισμό στο εσωτερικό των υψηλών κτιρίων. Η πλατεία μετατράπηκε επίσης σ’ ένα χώρο συμβάντων (μεγάλα κονσέρτα, γιορτές…), φυσική προέκταση του Παρισιού που συμμετέχει στη διεθνή του φήμη.

Η Defense, θέα από τη γέφυρα του Νεϊγύ και κάποιοι από τους πιο γνωστούς πύργους της: από αριστερά προς δεξιά, ο Nobel (1967, Mailly και Depusse, αρχιτέκτονες), GAN (1974, Μ..Abramovitz και W. Harrison), UAP (1974, P. Dufau, Stenzel και J.-P.Dacbert). Στο βάθος η Μεγάλη Αψίδα, η οποία ήταν σύλληψη του Δανού O. Von Spreckelsen (μαζί με τον Paul Andreu).

Πάνω στην πλάκα δημιουργούνται εστίες εμπορικού και τουριστικού ενδιαφέροντος.

Με τον καιρό η δύναμη εξελίσσεται Πολλές φορές το σχέδιο ελέγχθηκε για τις ικανότητες προσαρμογής του. Το 1964 η μορφή του συνόλου σχηματιζόταν από όμοιου προφίλ, ύψους 100 μ., σε οικόπεδα 24 επί 42 μ. Μετά την ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, ένα δεύτερο σχέδιο προνόησε για μεγαλύτερη ελευθερία. Η Ντεφάνς είδε να χτίζεται ο πρώτος παριζιάνικος ουρανοξύστης, οι 27 όροφοι του πύργου Nobel (1966), οι οποίοι ξεπεράστηκαν από τα μεγάλα δημιουργήματα των χρόνων του ’70. Η συνοικία καλλιέργησε στη συνέχεια την ποικιλία, απαντώντας στις οικονομικές κρίσεις και στις αλλαγές της αγοράς. Μπήκε στην εποχή της αυτόνομης ανάπτυξης, με την ανακαίνιση του CNIT το 1989 και την κατεδάφιση το 1992 του πύργου Esso (ο οποίος είχε κατασκευαστεί το 1966), για να αφήσει χώρο στην Coeur – Defense , την πιο μεγάλη επιχείρηση που πραγματοποιήθηκε εδώ μαζί με τα γραφεία της των 190.000 τ.μ (2001). Όταν η EPAD ολοκλήρωσε την αποστολή της το 2003, ένα καινούριο πρόγραμμα δημιουργήθηκε, για να αναπτύξει την περιοχή μεταξύ της Αψίδας και του Σηκουάνα, μέσα στο οποίο η Nanterre, στην οποία ανήκει η Ντεφάνς, παίζει το μεγαλύτερο ρόλο. Δεν πρόκειται για μια προέκταση της Ντεφάνς αλλά για μια απόπειρα να συνδεθούν δυο αστικά τμήματα. Επεμβαίνει σ’ ένα έδαφος που φιλοξενεί μεγάλα σύνολα οικισμών, αλλά είναι διαλυμένο από τις εγκαταστάσεις του Σιδηροδρομικού Σταθμού. Η επικάλυψη του αυτοκινητόδρομου και η κατασκευή μιας ξύλινης πεζογέφυρας ανάμεσα στη Μεγάλη Αψίδα και την καρδιά ενός κήπου είναι τα πρώτα βήματα σ’ αυτήν την καινούρια περίοδο.

Ένα σύγχρονο μουσείο γλυπτικής. Η Ντεφάνς οφείλει το όνομά της σ’ ένα γλυπτό, φτιαγμένο από τον Barrias στη μνήμη της πολιορκίας του Παρισιού το 1870 και τοποθετημένο στη θέση αυτή το 1883. Σήμερα το γλυπτό είναι εγκατεστημένο στην καρδιά της επιχειρηματικής περιοχής. Από τη δεκαετία του ’70 η EPAD κάλεσε γλύπτες διεθνούς φήμης προκειμένου να αναμορφώσει τους δημόσιους χώρους: στο τέλος της δεκαετίας πάνω από 50 καλλιτέχνες εγκατέστησαν τα έργα τους στην περιοχή αυτή και στη συνοικία του Parc. Σ΄ αυτό το αληθινό μουσείο της μνημειώδους σύγχρονης γλυπτικής, μοναδικό στην Ευρώπη, εκθέτουν οι Agam, Calder, Cesar, Lhoste, Miro, Miyawaki, Morellet, Moretti, Raynaud, Takis, Torricini, Venet…Ο Dani Karavan συνέλαβε ένα μεγάλο άξονα, διευρύνοντας το έργο που έκανε στο μεγάλο άξονα της Cergy.

Μεταμορφώνοντας το οδικό δίκτυο σε μια ανοιχτή γειτονιά Μένει να βελτιωθεί ένα στρατηγικό σημείο για το μέλλον, το οδικό δίκτυο και η περιμετρική λεωφόρος. Το οδικό δίκτυο της Ντεφάνς, φοβερής πολυπλοκότητας, δεν μπόρεσε να βελτιωθεί, παρά την έλλειψη αναγνωσιμότητας που το καθιστά μη πρακτικό για τους αμύητους. Η EPAD επινοεί λοιπόν τη δημιουργία κάποιων κενών στην «πλάκα», έτσι ώστε να φωτίσει αυτούς τους υπόγειους χώρους και να δώσει κάποια σημάδια στους οδηγούς. Με καινούριες οδούς πρέπει επίσης ν’ απλοποιήσει τη διερχόμενη κυκλοφορία της συνοικίας και ν’ ανακουφίσει την περιμετρική λεωφόρο. Σχεδιασμένη ως ένα νησί ή μια ακρόπολη, ξεκομμένη από το περιβάλλον της, η Ντεφάνς προσαρμόζεται από δω και στο εξής σε καινούριους τρόπους ζωής και σε αστικές αντιλήψεις που έχουν αλλάξει. Επανασυνδέθηκε με τις συνοικίες που την περιβάλλουν, συμφιλιώνοντας τον κόσμο των επιχειρήσεων με τη ζωή στα προάστια και υποδεχόμενη καλύτερα το μεγάλο αριθμό ανθρώπων που δουλεύουν εκεί και την επισκέπτονται κάθε μέρα. Η περιμετρική λεωφόρος, κανονικός αυτοκινητόδρομος, μετατράπηκε σε ένα αστικό βουλεβάρτο, εξοπλισμένο με πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομους και διαβάσεις που επιτρέπουν στους πεζούς να την διασχίσουν. Ακόμα συζητιέται η μεταμόρφωση των κτιρίων που την περιβάλλουν και η αστική ανασύνθεση του περίγυρου.

MARNE-LA-VALEE, VAL D’EUROPE Μαρν λα Βαλέ – Βαλ ντ’Eρόπ Προάγγελος νέων αστικών πόλων Το δεύτερο αστικό κέντρο της Marne-la-Vallée είναι αντιπροσωπευτικό των νέων πόλων αστικής ζωής γύρω από δραστηριότητες εμπορίου, αναψυχής και μεταφορών. Το κατευθυντήριο σχέδιο του 1965 προίκιζε την καινούρια πόλη με τους ακόλουθους δύο πόλους: το Noisy, στη «Μικρή Κορώνα», δηλαδή την περιοχή που περιβάλλει το ιστορικό Παρίσι κι έναν άλλο που ολοκληρώνει την ανάπτυξη προς τα ανατολικά του Παρισιού. Με την άφιξη της Disney, η EPAMARNE (Δημόσια Υπηρεσία Χωροταξίας) καταφέρνει να πείσει το Κράτος και τη Disney ότι ο τουριστικός σταθμός προσέφερε έναν εξαιρετικό μοχλό για ένα φιλόδοξο αστικό σχέδιο. Το γενικό σχέδιο που επικυρώθηκε με διάταγμα το 1987, καθορίζει το πολεοδομικό πλαίσιο.

Βάλ ντ’ Ερόπ, όχι μακριά από τη Ντίσνεϋ. Αντί να είναι τοποθετημένο κατά μήκος ενός αυτοκινητόδρομου, το εμπορικό κέντρο είναι η δύναμη που καθοδηγεί το καινούριο αστικό κέντρο του Μαρν λα Βαλέ. Η κίνηση των αυτοκινήτων ενσωματώθηκε στο πρόγραμμα, ο μεγάλος όγκος της κυκλοφορίας (με δύο αρτηρίες) διαχωρίστηκε από την τοπική κίνηση (ένα παραδοσιακό οδικό δίκτυο εξυπηρετεί τις γειτονιές). Η λειτουργική ποικιλία είναι αρκετά σαφής: οι επιχειρηματικές περιοχές διαμορφώνονται με πρόσοψη στις λεωφόρους, ενώ τα οικοδομικά τετράγωνα κατοικίας τοποθετούνται την καρδιά των επιμέρους τομέων.

Δρασκελίζοντας τις γραμμές του TGV, ένα εμπορικό κέντρο ενσωματωμένο στην πόλη Αυτό το σύνθετο θεσμικό πλαίσιο διατήρησε τις αρχές του αρχικού σχεδιασμού. Μετά από έναν αγώνα ώστε το TGV και το RER (υπερταχύς και προαστιακός σιδηρόδρομος) να παραμείνουν, η δημόσια υπηρεσία προχώρησε στην κατασκευή ενός εμπορικού κέντρου που «δρασκελίζει» τις γραμμές του TGV. Η αστική τομή αποφεύχθηκε, παρά τους δισταγμούς της Disney και τα τεχνικά και τα οικονομικά εμπόδια (αύξηση του κόστους κατά 4,6 εκατομμύρια ευρώ για το κτίριο και 7,6 εκατομμύρια ευρώ για την πλακόστρωση). Ανοιχτό στα άκρα του σε δύο δημόσιες πλατείες, το εμπορικό κέντρο περιλαμβάνεται ανάμεσα σε κτίρια που δημιουργούν δρόμους. Κρύβοντας το επίπεδο του χώρου στάθμευσης σε μια βυθισμένη αυλή, το εμπορικό κέντρο ενσωματώνεται στην πυκνή πόλη, χωρίς να τη συνθλίβει με το μέγεθός του, μέγεθος ενός περιφερειακού κέντρου στο οποίο τα ακριβότερα καταστήματα προσδίδουν ένα διεθνή τόνο.

Το εμπορικό κέντρο περνάει επάνω από τις σιδηροδρομικές γραμμές του TGV, για να αποφύγει τη διακοπή της συνέχειας της πόλης. Οριοθετημένο από τα κτίρια που σχηματίζουν τους δρόμους, έχει κατορθώσει να ταιριάσει στην πόλη χωρίς να υψώνεται πάνω απ’ αυτήν, παρά το μέγεθός του.

Αρχικές πολεοδομικές και αρχιτεκτονικές θέσεις Αρχικά τέθηκε σε συζήτηση και τελικά αποφασίστηκε να ενσωματωθούν τα αυτοκίνητα στην περιοχή. «Το να αποκλείσουμε τα αυτοκίνητα θα είχε αποδιαρθρώσει την πόλη καθώς οι άνθρωποι τα χρησιμοποιούν ακόμη», εξηγεί ο Bertrand Ousset, Αναπληρωτής Γενικός Διευθυντής της EPAFRANCE. Η διερχόμενη κυκλοφορία (καναλιζαρισμένη σε δύο διαμπερείς αρτηρίες) χωρίστηκε από τις τοπικές μετακινήσεις, για τις οποίες δημιουργήθηκε ένα παραδοσιακό δίκτυο δρόμων που εξυπηρετεί τα οικοδομικά τετράγωνα. Σκοπός ήταν να υπάρχει μεν ανάμειξη των χρήσεων αλλά να διατηρηθεί και η ταυτότητα κάθε λειτουργίας: επαγγελματικοί χώροι στην πρόσοψη της λεωφόρου, συγκροτήματα κατοικιών στην καρδιά του τομέα. Η αναφορά στην «Ευρωπαϊκή πόλη» επιβεβαιώνεται από την επιλογή της πυκνότητας (5όροφα και 6όροφα κτίρια) και από μια πολεοδομία των πλατειών και των δρόμων που χωρίζονται από τις ενδιάμεσες κατασκευές. Αυτή η προσέγγιση, που αμφισβητήθηκε ακόμη και μέσα στην ίδια τη δημόσια υπηρεσία, ανταποκρίνεται σε μια στρατηγική αξιοποίησης της «πατρογονικής κληρονομιάς» με σκοπό να δημιουργήσει βιώσιμη ανάπτυξη εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την οικονομική απόδοση. Το αποτέλεσμα είναι ο συνδυασμός των στυλ: στυλ Οσμάν (Hausmann) για τις κατοικίες και τα γραφεία, σύγχρονο ύφος για τις δημόσιες εγκαταστάσεις. Παρ’ όλ’ αυτά «αποφεύγουμε τα διακοσμητικά ανέκδοτα καθώς θα έβλαπταν την ποιότητα και τη βιωσιμότητα της περιοχής», σημειώνει ο Bertrand Ousset.

Η επιλογή της αρχιτεκτονικής «της συνέχειας» εμπνευσμένη από το στυλ του Haussman: το σχέδιο για τα εστιατόρια στην πλατεία του σταθμού έγινε από τον Léon Krier, οι στοές στο εμπορικό κέντρο άντλησαν την έμπνευσή τους από τον Baltard.

MARNE-LA-VALLÉE - VAL D’ EUROPE Νέα πόλη Marne-la-Vallée: 15,000 εκτάρια, 26 περιοχές, 250,000 κάτοικοι Αναθέτουσα αρχή: EPAMARNE (δημόσιο πολεοδομική υπηρεσία της Marne-la-Vallée) EPAFRANCE Συνέταιροι: Disney, Nestlé, IBM, Honda, Arlington Εμπορικό κέντρο Val d’ Europe Πρόγραμμα: τοπικό εμπορικό κέντρο (πάνω από 100.000 τ.μ.), κέντρο υπηρεσιών (σχεδιασμένο για συνολικά 700.000 τετρ. μέτρα χώρων γραφείων), πανεπιστημιακό κέντρο (σχεδιασμένο για συνολικά 100.000 τ.μ., με 10.000 μαθητές περίπου), κατοικίες (σχεδιασμένες για συνολικά 5.000 διαμερίσματα). Γύρω από το σταθμό του RER: Ξενοδοχείο, καταστήματα, εστιατόριο, βιβλιοθήκη πολυμέσων, μουσικό ωδείο, διεθνές σχολείο, κήποι Αρχιτέκτονες: Béchu, Breitman, Chemetov, Gaulier, Jerphanion, Krier, Lobjoy, Porphyriow, J. Robertson, Sirvin Επένδυση: 610 εκατομμύρια € (1997-2003)

PLAINE ST-DENIS Πλαιν Σαιν Ντενί Ανανέωση μέσω του δημόσιου χώρου

Η Πλαιν Σαιν Ντενί εκτείνεται σε περισσότερα από 700 εκτάρια γης κατά μήκος των περιχώρων του Παρισιού. Τον 19ο αιώνα χρησιμοποιήθηκε από τη βιομηχανία, τον 20ο θυσιάστηκε στις υποδομές και από το 1960 μένει εγκαταλελειμμένη, μετρώντας 200 εγκαταλελειμένων εκτάσεων στα τέλη του 1980. Από τότε η περιοχή αυτή έχει γίνει το αντικείμενο ενός φιλόδοξου διαδημοτικού σχεδίου, που έχει ως στόχο να αναδείξει υφιστάμενες ποιότητες της περιοχής, εισάγοντας παράλληλα την ευταξία που αρμόζει σε μια σύγχρονη πόλη, με πράσινο και ποικίλες χρήσεις.

Ιππόδαμος 93: τελειώνοντας οριστικά με την ομοιόμορφη πόλη Ο Ιππόδαμος 93 -μια ομάδα που αποτελείται από τους αρχιτέκτονες Pierre Riboulet, Yves Lion, Philip Robert και τον αρχιτέκτονα τοπίου Michel Corajoud- έθεσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για την επίτευξη της μεταμόρφωσης της περιοχής και πρότεινε ένα σχήμα που περιστρέφεται γύρω από τρεις στρατηγικούς άξονες: -Ανάδειξη των δυνατών σημείων της περιοχής, δηλαδή την οπτική επαφή της με τους λόφους της Μονμάρτρης, το κανάλι και τη βασιλική του Σαιν Ντενί. Στην πράξη, αυτό συνεπάγεται την φύτευση των πρώην σιδηροδρομικών γραμμών, τη φύτευση των λεπτών καμπυλών των αναχωμάτων τους και τη δημιουργία μιας λεωφόρου που θα δώσει ώθηση στην αξιοποίηση της κενής περιβάλλουσας γης και θα διευκολύνει την εγκατάσταση ενός κέντρου επιμελητείας του εθνικού δικτύου σιδηροδρόμων. -«Να είστε αποφασιστικοί στη θεμελίωση δημόσιων χώρων», λέει ο Michel Corajoud, με την έννοια ότι πρέπει να δημιουργηθούν δρόμοι και δενδροστοιχίες για περίπατο, που θα εισαχθούν προσεκτικά στο υφιστάμενο οδικό δίκτυο, χωρίς να ευνοούν κάποια σημεία σε βάρος κάποιων άλλων. Αυτές οι αλλέες είναι κατάφυτες και μεγάλου εύρους για να επιτρέπουν ποικίλες πυκνότητες και χρήσεις. Αντί να φυτέψουν δένδρα σε στοίχιση, κάτι που θα θύμιζε στρατιωτάκια, τα μέλη της ομάδας προτίμησαν τη βιολογική ποικιλομορφία, με σύνθημα, «τελειώνοντας οριστικά με την ομοιόμορφη πόλη». Στο πλαίσιο αυτό, δίπλα στα κτίρια δημιουργήθηκαν αυλάκια που συγκεντρώνουν το νερά της βροχής για να ποτίζουν τις πρασινάδες των δρόμων. Επίσης τα κτίρια τοποθετήθηκαν σε διάφορες αποστάσεις από το όριο των δρόμων , ανάλογα με το βάθος του οικοπέδου. -Επιδιώχθηκε επίσης η ανάμειξη χρήσεων σε κάθε οικόπεδο, συνδυάζοντας άλλες λειτουργίες με την κατοικία, τόσο σε κεντρικές περιοχές όσο και σε κάθε γειτονιά. Δημόσιοι χώροι και εξυπηρετήσεις επιβεβαιώνουν τις αλλαγές και ενοποιούν.

Η εξέλιξη του προγράμματ ος μεταξύ 1993 και 1998, μετά το "φύτεμα" του Σταδίου της Γαλλίας (Stade de France) στο βόρειο τμήμα της περιοχής. Με κόκκινο, η διαδρομή του τραμ που διασχίζει την «Πεδιάδα της πεδιάδας» («Plain de la Plain»), μια δωδεκάδα εκταρίων που ανήκουν στους δήμους του Ωμπερβιλλιέ και του Σαιν Ντενί

Πρόγραμμα για το μετασχηματισμό μιας περιοχής που είχε αποσυντεθεί από τις εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εκτάσεις και θυσιαστεί για τη δημιουργία υποδομών. Η έννοια του δημόσιου χώρου θέτει τα θεμέλια για μια νέα κατεύθυνση, αυτή μιας πράσινης και διαφοροποιημένης πόλης: αλλέες και φυτεμένες λεωφόροι έχουν τη θέση τους σε ένα δίκτυο δρόμων, το οποίο εξυπηρετεί την περιοχή έχοντας τη μικρότερη δυνατή ιεράρχηση. Βασικό στοιχείο του προγράμματος είναι η κάλυψη του αυτοκινητόδρομου

Πρόταση απο τον Michel Corajoud για το κανάλι του Σαιν Ντενί: η ανάπλαση αυτής της περιοχής εξαρτάται απο την ανάδειξη «τοπίων που συναντούν τον ορίζοντα», κάτι που είναι το δυνατό σημείο της πόλης

Η αστική στρατηγική περιέλαβε την οικονομική στρατηγική Με την από κοινού εργασία για τη βελτίωση του τοπίου και την επανασύνδεση των διάφορων τμημάτων της πόλης μεταξύ τους, προέκυψε μια επιτυχημένη «προσφορά» για να προσελκύσει επιχειρήσεις στην περιοχή. Σύμφωνα με τον Patrick Braouezec (δήμαρχο του Σαιν Ντενί), «το πολεοδομικό σχέδιο συνδέεται με το επιχειρησιακό σχέδιο». Οι ξένες εταιρείες έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και το 2001 κατέλαβαν 190.000 m² για χώρους γραφείων, από τα συνολικά 250.000 που χτίζονται ως τμήμα του προγράμματος. Το Σαιν Ντενί είναι τώρα ο πλέον ανερχόμενος εμπορικά τομέας αστικών ακινήτων στο Μείζον Παρίσι. Νέα ζωή στη λεωφόρο Γουίλσον Η κάλυψη του αυτοκινητόδρομου A1 ήταν «μια προϋπόθεση» για τον Michel Corajoud και την ομάδα Hippodamos. Παρομοίασαν τον αυτοκινητόδρομο με «μια ουλή που άφησε ο πόλεμος, έναν αστικό ακρωτηριασμό, μια πράξη λεηλασίας σε βάρος της γης», γυρνώντας πίσω στο 1960 όταν ο δρόμος είχε κατασκευαστεί. Παλαιά λεωφόρος που συνέδεε την Παναγία των Παρισίων με τη βασιλική του Σαιν Ντενί στο παρελθόν, φυτεμένη με θαυμάσια δέντρα, είχε γίνει μια σημαντική πηγή ρύπανσης. Είχαν υπάρξει ήδη αιτήματα για να την καλύψουν από το 1965. Χάρη στο μεγάλο στάδιο του Παρισιού (το ονομαζόμενο Stade de France) τα απαραίτητα κονδύλια βρέθηκαν τελικά. Μια προεντεταμένη πλάκα τοποθετήθηκε, ικανή να αντέξει το βάρος του χώματος πάχους 60 εκατοστών. Η πλάκα φιλοξενεί μια σειρά κήπων πλάτους 38 μ. που εκτείνονται σε περισσότερο από 1,3 χλμ. μήκος, με κάθε κήπο να περιέχει ποικίλα είδη φυτών. Υπάρχουν επίσης χορτοτάπητες, περιοχές παιχνιδιών και κοινοτικές εγκαταστάσεις. Η λεωφόρος έχει πάρει ως εκ τούτου μια παράταση ζωής. Ο εξοπλισμός της αστικής οδού και τα υλικά επιλέχτηκαν με κριτήρια την άνεση και την απλότητα και επίσης για να αποτελέσουν υπόδειγμα για τις λοιπές περιοχές του Σαιν Ντενί.

Το Στάδιο της Γαλλίας (Stade de France). Η απόφαση να κατασκευαστεί το Στάδιο της Γαλλίας στην Πλαιν του Σαιν Ντενί έδωσε αποφασιστική ώθηση στο πρόγραμμα, αν και αρχικά το αποδιοργάνωσε. Στην ουσία, η περιοχή έπρεπε να διαθέσει χώρο για το τεράστιο στάδιο, κάτι που έγινε ακόμη δυσκολότερο από τις γραμμές επικοινωνίας που έπρεπε να προβλεφθούν μεταξύ της Πλαιν και του κέντρου του Σαιν Ντενί. Το κράτος, εντούτοις, επένδυσε 455€ εκατομμύρια στο πρόγραμμα, που διατέθηκαν για την κάλυψη του αυτοκινητόδρομου Α1, τη δημιουργία πεζοδρόμων, το χτίσιμο δύο νέων σταθμών τραίνων (για γρήγορη προαστιακή σύνδεση με το κέντρο της πόλης) και την κατασκευή μιας νέας περιοχής μεταξύ του σταδίου και του καναλιού με 1450 διαμερίσματα και 84.000 τ.μ. για καταστήματα και γραφεία. Η αρχιτεκτονική επιτυχία του σταδίου και η τεράστια προβολή που της έγινε από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης κατά το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1998 έχουν μεταμορφώσει την εικόνα της περιοχής και έχουν προσελκύσει πλήθος επενδυτών.

Η «Πεδιάδα της Πεδιάδας» βασίστηκε στην ιδέα ενός «κατοικημένου πάρκου»˙ αυτή η περιοχή που καλύπτεται από πράσινες επιφάνειες ανασυγκροτεί τις επιχειρησιακές δραστηριότητες, τις εξυπηρετήσεις και την κατοικία. Τοποθετημένη στην καρδιά της Πλαιν, έχει γίνει μια προωθητική δύναμη, κυρίως επειδή θα τροφοδοτείται με τη γραμμή του τραμ

Η κάλυψη του αυτοκινητόδρομου, μια προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ακρωτηριασμένης περιοχής που καλύπτει τον αυτοκινητόδρομο, εγκαθιδρύει και πάλι τον βασιλικό άξονα που συνδέει το Παρίσι με το Σαιν Ντενί. Η λεωφόρος οργανώνεται με μια σειρά κήπων και εξυπηρετήσεων (αρχιτέκτονας τοπίου M. Corajoud, μηχανικός φωτισμού L. Fachard, αρχιτέκτων Y. Lion).

Μια πεδιάδα μέσα σε μια πεδιάδα: ένα πάρκο κατοικίας Ένα πάρκο κατοικίας σχεδιάζεται από την ομάδα Hippodamos σε ένα πανέμορφο τοπίο που φωλιάζει στην καρδιά της πεδιάδας, μεταξύ του καναλιού και της λεωφόρου Γουίλσον, και ανάμεσα στον περιφερειακό και το Στάδιο της Γαλλίας. Η δομή της περιοχής προσδιορίζεται απο την πρασινάδα, τις φυτεμένες παρόδους, τους δημόσιους κήπους, και τα οικιστικά οικοδομικά τετράγωνα που βλέπουν προς τα δέντρα και τα φυτά. Η έκτασή της είναι 12 περίπου εκτάρια που κατανέμονται μεταξύ Σαιν Ντενί και Ωμπερβιγιέ (Aubervillers). Υπάρχει ένα σχέδιο για να φτάσει το μετρό μέχρι εκεί και για να μπει μια γραμμή τραμ που να συνδέει το βόρειο τμήμα του Παρισιού με την Villetaneuse. Όταν το Παρίσι έβαλε υποψηφιότητα για τη φιλοξενία των ολυμπιακών αγώνων, ο Yves Lion εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία και κατάρτισε τις μελέτες για να χτιστεί ένα ολυμπιακό χωριό στην περιοχή. Το πρόγραμμα στη συνέχεια διευρύνθηκε δεδομένου ότι η περιοχή βρίσκεται σε τέτοια ακτίνα από το Παρίσι, ώστε υπάρχουν διασταυρούμενα ενδιαφέροντα, όπως για παράδειγμα των Magasins généraux. Επισκευή των αποθηκών στο Πορ ντ' Ωμπερβιγιέ Υπάρχουν σχέδια για την επέκταση των υποδομών του μετρό και της γραμμής του τραμ μέχρι το πορτ ντ' Ωμπερβιγιέ, το οποίο αποτελεί την μελλοντική είσοδο της Πλαιν. Η παρουσία του καναλιού δίνει στην περιοχή μια ιδιαίτερη ποιότητα, όπως και οι παλιές αποθήκες εμπορευμάτων που ανήκαν στην εταιρεία Entrepôts et Magazines Généraux, «αληθινό αστικό μνημείο» όπως δηλώνει ο Jack Ralite, δήμαρχος του Ωμπερβιγιέ. Οι αποθήκες εμπορευμάτων αγοράστηκαν από το ταμιευτήριο το 1990 και ανακαινίστηκαν εκ βάθρων. Σήμερα στεγάζουν συνήθως εταιρείες εμπορίας υφασμάτων και εταιρείες οπτικοακουστικών παραγωγών. Η περιοχή καλύπτει 45 εκτάρια που εξυπηρετούνται από ένα δίκτυο ιδιωτικών οδών και από μια κεντρική λεωφόρο της οποίας ο αστικός χαρακτήρας διαμορφώθηκε από την ομάδα Ιππόδαμος. Θα γίνει προσιτή χάρη στη δουλειά του Αntoine Grumbach που σχεδίασε την περιοχή των επιχειρήσεων με οικοδομικά τετράγωνα που συνδέονται με σκεπαστές οδούς. Οι διαφορετικές αρχιτεκτονικές μορφές εισηγούνται κάποια ιστορική ανάγνωση της περιοχής, οι βοηθητικές χρήσεις και οι χώροι στάθμευσης κρύφτηκαν στα υπόγεια και η παρουσία πολυάριθμων καφέ και εστιατορίων κατά μήκος του καναλιού ολοκληρώνει την εικόνα. Αν αυτό το πρόγραμμα υπερνικήσει τα νομικά εμπόδια, θα δημιουργήσει ένα ελκυστικό κέντρο και μάλιστα για τη νυχτερινή ζωή ειδικότερα. Επιπλέον, υπάρχει ένας κήπος πλευρικά του καναλιού (που σχεδιάζεται από τον Michel Desvigne), που προσκαλεί τους ανθρώπους να κάνουν έναν ήρεμο περίπατο.

Οι όχθες του καναλιού Saint-Denis έχουν μετατραπεί σε περιπάτους από την Catherine Mosbach

Ευέλικτο, βιώσιμο ενδο-δημοτικό σχέδιο Ένα ενδο-δημοτικό σώμα αποκαλούμενο Plaine Renaissance συστάθηκε το 1985, συγκεντρώνοντας τους δήμους του Σαιν Ντενί, του Ωμπερβιγιέ και του Σαιν Ουέν (Saint-Ouen), μαζί με το διοικητικό διαμέρισμα Seine-Saint-Denis. Η ένωση προώθησε μελέτες, πρότεινε ένα σχέδιο διάγνωσης (1990) και μια ενδο-δημοτική χάρτα και έπειτα ξεκίνησε διαβουλεύσεις για τον πολεοδομικό προγραμματισμό με τέσσερις ομάδες αρχιτεκτόνων (Pierre Riboulet, Christian Devillers, Yves Lyon and Philippe Robert), οι οποίοι θα έδιναν στο σύνολο ένα περιεχόμενο χωρικό και μορφολογικό (1991). Οι σχεδιαστές οργανώθηκαν σε μια ομάδα, αποκαλούμενη Ιππόδαμος (που δεν περιλαμβάνει τον Christian Devillers αλλά τον συνέταιρό του Devillers, τον αρχιτέκτονα τοπίου Michel Corajoud) και άρχισαν να δουλεύουν πάνω σε ένα καθοδηγητικό σχέδιο, το οποίο ολοκλήρωσαν το 1994. Από την αρχή, ένα από τα βασικά στοιχεία του σχεδίου ήταν η βιώσιμη διαχείρισή του. Αυτό απαιτούσε το συνδυασμό ενός σταθερού πολιτικού οράματος, αρκετής ευελιξίας για να αντιμετωπιστούν οι άγνωστες μεταβλητές, και της δυνατότητας να διατηρηθεί ο βασικός χαρακτήρας του σχεδίου. Η ευελιξία του σχεδίου αποδείχθηκε όταν κατασκευάστηκε το Στάδιο της Γαλλίας, του οποίου τη δημιουργία ακολούθησε το πάρκο που είχε ανάγκη η περιοχή. Το σχέδιο θα μπορούσε επίσης αρκετά εύκολα να φιλοξενήσει τις εξυπηρετήσεις για τους ολυμπιακούς αγώνες. «Οι κωμοπόλεις και οι πόλεις θα πρέπει να αποδείξουν τη δυνατότητά τους να προσαρμοστούν, ειδικά σε περιόδους γρήγορων αλλαγών και σημαντικών μετατοπίσεων στις μεθόδους εργασίας και στον τρόπο διενέργειάς τους», λέει ο Patrick Braouezec. Μια τέτοια ρεαλιστική προσέγγιση μπορούμε να πούμε ότι έχει τα μειονεκτήματά της, ειδικά στο βαθμό που ενθαρρύνει μια αναβλητική πολιτική εκ μέρους των συμβούλων. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος που άργησαν οι άλλοι δήμοι να προσχωρήσουν στην ομάδα. Αυτό συνέβη τελικά το 2000, όταν ήρθαν οι δήμοι Epinay, Villetaneuse and Pierrefitte, οι οποίοι «μετρούσαν» 230.000 κατοίκους, 87.000 θέσεις εργασίας και 44.000 μαθητές. Τώρα οπλισμένη με τη δυνατότητα ενιαίας φορολόγησης επαγγελματιών, η ένωση των δήμων προσπαθεί να ωθήσει μεγάλου βεληνεκούς σχέδια, όπως η γραμμή του τραμ. Επιπλέον, η απόφαση που πάρθηκε από την πόλη του Παρισιού το 2001 για να δημιουργήσει νέες συνδέσεις με τις κοντινότερες προαστιακές κωμοπόλεις έχει αλλάξει την εικόνα κάπως, διευρύνοντας την προοπτική του προγράμματος.

Η περιοχή επιχειρησιακών δραστηριοτήτων που σχεδιάστηκε από τον Antoine Grumbach στη γη των γενικών αποθηκών (Magasins généraux) που παλαιότερα αποτελούσε χώρο φύλαξης για διαμετακομιστικό εμπόριο και σήμερα είναι ζώνη ανάπτυξης (πρόγραμμα που αντιμετωπίζει περιπλοκές νομικής φύσεως). Το εμπορικό κέντρο, αποτελούμενο από οικοδομικά τετράγωνα που συνδέονται με σκεπαστές οδούς, ενσωματώνεται σε αυτήν την αρχιτεκτονική οντότητα δημιουργώντας μια «είσοδο» επάνω στο κανάλι. Η περιοχή πλέον ενδείκνυται για νυχτερινή ζωή (αρχιτέκτων τοπίου M. Desvignes, μηχανικός φωτισμού Concepto).

Το νέο τοπικό σχέδιο χρήσεων γης Το τοπικό σχέδιο χρήσης εδάφους προσαρμόστηκε έτσι ώστε οι δήμοι να μπορούν να κερδίσουν την έγκριση για να αγοράσουν το έδαφος που απαιτήθηκε για την επέκταση ενός αριθμού ελεύθερων χώρων (30% εδάφους του αστικού προγράμματος, έναντι 8% αρχικά). Οι μελέτες καταρτίστηκαν για να μετατρέψουν βαθμιαία τα οικόπεδα των βιομηχανιών (μερικά από τα οποία είχαν μήκος 800 μ.) σε έναν αστικό οργανισμό που βασίστηκε στην έννοια του δημοσίου χώρου. Συγχρόνως ξεκίνησαν σχέδια για να επεκτείνουν τις προϋπάρχουσες κατοικημένες περιοχές και να εξασφαλίσουν την περιζήτητη ανάμειξη χρήσεων.

Πλαιν Σαιν Ντενί Πόλη Σαιν Ντενί 95.000 κάτοικοι Πόλη Ωμπερβιγιέ 65.000 κάτοικοι Αρχικές μελέτες (1985-1990): Plaine Renaissance ενδοδημοτική ομάδα Αναθέτουσα αρχή και υπεύθυνη για την υλοποίηση (μελέτες για το αστικό πρόγραμμα): Plaine- Developpement (Δημοτική Eταιρεία Μικτής Οικονομίας) Υπεύθυνος για την ανάπτυξη του Σταδίου της Γαλλίας και αστική ζώνη ανάπτυξης Κορνίλλιον Νόρντ: SANEM (Κρατική Eταιρεία Μικτής Οικονομίας) Μελετητές για τον αστικό σχεδιασμό: Ιππόδαμος 93Yves Lion (αρμόδιος για το συντονισμό του σχεδιασμού). Michel Corajoud, Pierre Riboulet, Philippe Robert Πολεοδόμοι στους οποίους ανατέθηκε η αναθεώρηση του τοπικού σχεδίου: Francois Grether, Philippe Sans Αρχιτέκτονες με ειδική ανάθεση στην Πλαιν : Alexandre Chemetoff (δημόσιοι χώροι) Marc Mimram (γέφυρες για πεζούς πάνω από το κανάλι) Catherine Mosbach And David Besson-Girard (όχθες καναλιών), Serge Renaudy, Ter (πάρκα), Guy Henry (Porte de Paris) Μελετητές για τον αστικό σχεδιασμό της Plaine de la Plaine : Paul Chemetov, Christian Devillers, Philippe Robert Ολοκλήρωση του αυτοκινητόδρομου Α1: 5 εκτάρια Ανάδοχοι: Michel και Claire Courajoud (σχεδιαστής τοπίου) Laurent Fachart (σχέδιο φωτισμού) Yves Lion (εγκαταστάσεις) Κόστος: € 81.26 εκατομμύρια (€12.65 εκατομμύρια για την εργασία αναδιαμόρφωσης) Stade de France Ανάδοχοι: Consortium Stade de France and SANEM Αρχιτέκτονες: Macary/ZublenaRegembal/Costantini Κόστος: € 302 εκατομμύρια Δημόσιες επενδύσεις γύρω από το στάδιο: € 259 εκατομμύρια (€215.5 για υποδομές, € 43.5 εκατομμύρια για δημόσιους χώρους) Entrepôts et Magasins Généraux de Paris (EMGP) Ανάδοχοι: Caisse des dépôts et consignations Μελετητές: Gérard Charlet, Antoine Grumbach, Michel Desvigne

SÉNART-LE-CARRÉ Σενάρ λε Καρρέ Κέντρο ενός νέου τύπου Η Σενάρ ήταν η πέμπτη νέα πόλη του Μείzονος Παρισιού, αλλά είχε να αντιμετωπίσει την έλλειψη μεταφορικών συνδέσεων, τον συναγωνισμό των γειτονικών πόλεων και τις επιπτώσεις της οικονομικής ύφεσης. Έχει δει έτσι τις φιλοδοξίες της να ανατρέπονται σε διάφορες περιπτώσεις. Ωστόσο, οι αποτυχίες την βοήθησαν να αποφύγει ορισμένα λάθη και να σφυρηλατήσει μια ταυτότητα «εξοχικής πόλης» χωρίς υπέρμετρη τσιμεντοποίηση και μεγα-κατασκευές. Αποτελείται περισσότερο από μονοκατοικίες και στεγάζει έναν παλαιό, αρκετά εύπορο πληθυσμό. Επιπλέον, τα φυσικά της περίχωρα έχουν διατηρηθεί, με το 70% να αποτελούν δάση και καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αν και η Σενάρ ήταν γραφική, ήταν κάπως μονότονη καθώς συμπεριλάμβανε κυρίως περιοχές κατοικίας με λίγες εγκαταστάσεις, μαγαζιά ή χώρους εργασίας. Χτίστηκε χωρίς έναν πυρήνα και στερείται ορόσημα και συνοχή. Μέτρα, εντούτοις, λήφθηκαν μεταξύ 1990 και 1995 ώστε να προωθήσουν την δημιουργία μεταφορικών συνδέσεων, όπου συμπεριλαμβάνονται δύο αυτοκινητόδρομοι, ο Α5 και Φρανσιλιέν (Francilienne), μια προαστιακή σιδηροδρομική σύνδεση με το Παρίσι (RER), και μια ακόμη με το επαρχιακό δίκτυο μεγάλης ταχύτητας (TGV). Αυτό σήμαινε ότι θα μπορούσε επιτέλους η Σενάρ να εφαρμόσει μια νέα στρατηγική και να της δοθεί ένας ελκυστικός και ζωντανός πυρήνας: το πολεοδομικό πρόγραμμα Καρέ Σενάρ υλοποιεί αυτήν τη φιλοδοξία, που είναι ταυτόχρονα πολιτική, οικονομική και αστική

Μόλις στη δεκαετία του1990 ακόμη η πέμπτη νέα πόλη στην περιοχή της Île de France απολαμβάνει τα πλεονεκτήματα των υποδομών που απαιτούνται για να θέσουν φραγμό στην απομόνωσή της και να της επιτρέψουν να επεκταθεί (αυτοκινητόδρομοι, RER, μελλοντική σύνδεση με το TGV).

Ενσωμάτωση στο φυσικό περιβάλλον Μετά την αποτυχία διαφόρων προγραμμάτων (π.χ. ηλεκτρικός άξονας του Alain Sarfati το 1986, ή μεγάλο στάδιο του Dominique Perraul το 1993), ήρθε το Καρρέ Σενάρ. Είναι ένα σχέδιο που μεταφράζεται ξεκάθαρα σε μια ιδρυτική, γεωμετρική μορφή ενός τετραγώνου πλευράς 1,4 χλμ με κανονικό κάναβο και μια ευδιάκριτη κεντρική περιοχή σε ρήξη με τη διάχυση στα περίχωρα.. Σειρές από φλαμουριές προσδιορίζουν τα εξωτερικά όρια, ακολουθώντας τα ίχνη μιας βασιλικής λεωφόρου και αρχαίων κήπων. Το Καρρέ Σενάρ (του οποίου το σχέδιο ενέπνευσε η αρχιτεκτονική των ηλεκτρονικών συστημάτων) ξεκίνησε ως σύλληψη από την ιδέα μιας αυτόνομης συνοικίας την οποία οι άνθρωποι μπορούν εύκολα να διασχίσουν περπατώντας, και που βρίσκεται κοντά σε έναν σταθμό, έτοιμο να στεγάσει καταστήματα, γραφεία και εξυπηρετήσεις της κοινότητας. Το απλό ορθογωνικό σχέδιο μπορεί να προσαρμοστεί σε οποιεσδήποτε αλλαγές θα προκύψουν στα προγράμματα. Ο Francois Tirot - ο αρχιτέκτων της δημόσιας αρχής και σχεδιαστής του «ορθογωνικού πλέγματος» - το περιγράφει ως παραλήπτη «ανοικτό στις προτάσεις των δέκα δήμων που αποτελούν τη νέα πόλη Σενάρ». Η πόλη κατάφερε επίσης με τα κανάλια και τις φυτεμένες διαβάσεις της να ενταχθεί πολύ ομαλά στην περιοχή και το φυσικό περιβάλλον.

14 Ιουλίου, εορτασμοί για την εγκαινίαση της βασιλικής λεωφόρου, των πρώτων φυτειών και του καναλιού: η ιδέα ενός εμπορικού κέντρου αρχίζει να παίρνει μορφή.

To Καρρέ, που εικονίζεται μέσα στα όρια της νέας πόλης, εμφανίστηκε στο χάρτη των κυνηγών το 1776 και φέρει ακόμα τα ίχνη αυτού του παρελθόντος: η βασιλική λεωφόρος που συνδέει τα δάση Σενάρ και Ρουζώ μετατρέπεται σε ένα μνημείο βλάστησης φυτεμένη με sequoias. Οι κήποι και οι διαδρομές, που συνέδεαν αυτήν τη λεωφόρο με ιστορικά κτίρια, τώρα φιλοξενούν υποδομές και πλαισιώνουν όλα τα είδη των δραστηριοτήτων, επιχειρήσεων, εξυπηρετήσεων. Ένα τετράγωνο πλευράς 14 χλμ φυτεμένο με φλαμουριές οριοθετεί την περιοχή. Η Σενάρ, μια εξοχική πόλη, φτιαγμένη κυρίως από μονοκατοικίες, ήταν σε θέση να προστατεύσει το φυσικό περιβάλλον της, αλλά στερείται ορόσημα και συνοχή.

Ένα ανοικτό και διαφανές εμπορικό κέντρο Το πρώτο βήμα του προγράμματος είναι, τρόπον τινά, ένα μεγάλο εμπορικό κέντρο σχεδιασμένο από τον αρχιτέκτονα Jean-Paul Viguier. Το σχέδιο είναι σκόπιμα περίπλοκο, και όπως λέει ο Viguier «θα προσδιορίσει όλα τα μετέπειτα σχεδιαστικά βήματα του συνολικού προγράμματος». Το κέντρο που ανοίγεται προς τον περίγυρό του μέσω μιας διάτρητης πρόσοψης, βρίσκεται πολύ χαμηλά (έχοντας μόλις 15μ. ύψος), ώστε να μην εξέχει από την πόλη. Ο Viguier κατόρθωσε να πείσει τις αναθέτουσες αρχές ότι η αρχιτεκτονική μπορεί να δώσει ώθηση στην οικονομική ανάπτυξη με τη δημιουργία χαρακτηριστικών γνωρισμάτων όπως π.χ. οι ταράτσες των καφέ που αξιοποιούν τις ανοιχτές θέες του τοπίου.

Σενάρ, λε Καρρέ Πόλη Σενάρ:11.800 εκτάρια, 92.000 κάτοικοι Υπεύθυνος για την ανάπτυξη: EPA Sénart (δημόσια υπηρεσία προγραμματισμού για τη νέα πόλη) Υπεύθυνη υπηρεσία: Agence des espaces verts (υπάγεται στο συμβούλιο του Μείζονος Παρισιού) Μελετητές: Τμήμα προγραμματισμού και εξωραϊσμού EPA Sénart (Francois Tirot), Jean Dellus (σύμβουλος στην EPA από 1993-96) Σχέδιο: μελέτες σχεδίου το 1995. Κατασκευαστικές εργασίες το 2000 Κόστος της ανάπτυξης και των φυτειών: περίπου €15 εκατομμύρια Εμπορικό κέντρο Κατασκευαστική εταιρεία: UNIBALL and Espace Expansion Developpement Αρχιτέκτων: Jean-Paul Viguier Κατασκευαστικές εργασίες: 2000-2002 Κόστος: περίπου €122 εκατομμύρια

RENNES

Ρεν

Ανασυνθέτοντας μια πόλη επάνω στην ίδια την πόλη Η Ρεν κατατάσσεται ανάμεσα στις πιο σημαντικές γαλλικές πόλεις λόγω της υψηλής ποιότητας ζωής της. Είναι περήφανη για μια εξαιρετικά δυναμική πολιτική σχεδιασμού, που άρχισε να υλοποιείται το 1989 από τον Jean – Yves Chapuis (υποδιευθυντή της υπηρεσίας πολεοδομίας μέχρι το 2000). Ένα πρόγραμμα αστικού σχεδιασμού εγκρίθηκε το 1991, με κύριο στόχο την αναδιάρθρωση όλης της πόλης με έμφαση στην ποιότητα ζωής και εστίαση στους τομείς της αρχιτεκτονικής, του αστικού σχεδιασμού και των μεταφορών. Το σχέδιο ενημερώθηκε το 1999, εξακολουθώντας να είναι σταθερά προσανατολισμένο στην ποιότητα των δημόσιων χώρων και την επικοινωνία ανάμεσα στις γειτονιές.

Η επεξεργασία του προγράμματος αστικού σχεδιασμού βασίστηκε σε μια καινούρια ερμηνεία της πόλης σε σχέση με τους δύο άξονες της, βορρά-νότου και ανατολής-δύσης. Μια μελέτη των περιοχών επέκτασής της- προς βορρά και προς νότο, για παράδειγμα, τονίζει την καμπυλότητα του ποταμού Ille και επωφελείται της γραμμής Val για να βελτιώσει τις σχέσεις ανάμεσα στις δύο όχθες του Vilaine και να αναμορφώσει τους δημόσιους χώρους στο κέντρο

Η περιοχή Saint Hellier στις όχθες του Vilaine, μία από τις 27 αστικές ζώνες ανάπλασης που δημιουργήθηκαν για να υλοποιήσουν την αστική στρατηγική επιτρέποντας στην πόλη να έχει τον έλεγχο πάνω σε ένα μεγάλο τμήμα από καινούρια συγκροτήματα κατοικιών συμπεριλαμβανομένων και πρωτοβουλιών του ιδιωτικού τομέα (το κτίριο Magellan, αρχιτέκτονας ο A. Sarfati – γέφυρα πεζών, αρχιτέκτονας ο Deslaugiers).

Προστατεύοντας την περιοχή και αναδιοργανώνοντας την πόλη Η Ρεν βρίσκεται στη συμβολή δύο ποταμών – του Ille και του Vilaine. Είναι μια πόλη αναπτυγμένη ακτινωτά, περικυκλωμένη από μια παρακαμπτήρια και μια καλά συντηρημένη ζώνη πρασίνου. Το πρόγραμμα επεμβάσεων καθορίζει το πλαίσιο δράσης σε τρία θεμελιώδη πεδία: Περιοχές – κλειδιά ανασχεδιασμού. Πράσινο και μπλε δίκτυο, ως ανταπόκριση σε περιβαλλοντικά ζητήματα, με παραποτάμια ανάπτυξη, με δενδροφυτεμένες διαδρομές και λεωφόρους και διαμορφωμένο τοπίο στις εισόδους της πόλης. Ένα σχέδιο αστικής κινητικότητας, που προνοεί για όλα τα είδη κινήσεων (χωρίς να αποκλείει πεζόδρομους και ποδηλατόδρομους). Αυτό το σχέδιο δεν οδήγησε μόνο στην αναδιοργάνωση του οδικού δικτύου αλλά και στη δημιουργία μιας μικρής σιδηροδρομικής γραμμής («Val»), που εξυπηρετεί 80.000 κατοίκους, από τους οποίους οι 40.000 αποτελούν μέρος του εργατικού πληθυσμού. Παρόλο που η Val επικρίθηκε πολλές φορές ως πολυέξοδη επένδυση για μια τόσο μικρή πόλη, όμως επιδοκιμάζεται για την τέλεια ενσωμάτωσή της στο αστικό περιβάλλον και για το γεγονός ότι κινείται κατά μήκος στενών γραμμών. Η μέριμνα για το ανθρωπογενές περιβάλλον διαμόρφωσε το πλαίσιο εργασίας και η επιθυμία να εδραιώσουν μια συνέχεια με το παρελθόν της πόλης οδήγησε σε λεπτομερείς μελέτες σχεδιασμού με στόχο ένα τοπικό σχέδιο χρήσεων γης (εγκεκριμένο το 1998). Η έμφαση στην αρχιτεκτονική υψηλής ποιότητας είναι εμφανής σε όλες τις πολιτικές. Η απόκτηση γης είναι μια τέτοια πολιτική, για την οποία το δημοτικό συμβούλιο δαπανά 3.000.000 – 4.500.000 ευρώ το χρόνο. Οι δημοτικές παροχές αποτελούν επίσης προτεραιότητα, όπως και η παροχή κατοικίας, για την οποία θεμελιώδης αρχή είναι να υπάρχει ανάμειξη ανθρώπων διαφορετικών εισοδηματικών στρωμάτων με αποτέλεσμα σε κάθε σχέδιο (και στο κέντρο της πόλης αλλά και στα προάστια) να περιλαμβάνει εργατικές κατοικίες σε ποσοστό 25%. Αυτό είναι μεγάλη δαπάνη για την τοπική αυτοδιοίκηση, καθώς η μέση ετήσια δημοτική επιδότηση για κάθε ενοικιαζόμενη μονάδα είναι 9.600 ευρώ (ισοτιμία 1999) στο κέντρο της πόλης και 6400 ευρώ στα προάστια.

Ελέγχοντας το χώρο στις όχθες του ποταμού Vilaine Το σχέδιο για την εκ νέου τροποποίηση στις όχθες του ποταμού Vilaine είναι πολύ χαρακτηριστικό: είναι τμήμα μιας σειράς πρωτοβουλιών οι οποίες καλούνται να σφυρηλατήσουν ένα σύνδεσμο ανάμεσα στις δύο αναπτυσσόμενες περιοχές (Mail και Mabilais), που βρίσκονται στις δυο όχθες και παλιότερα ήταν αποκομμένες η μια από την άλλη. Ο πολεοδόμος – αρχιτέκτονας Alexander Chemetoff επιφορτίστηκε με την αρμοδιότητα να ενώσει τις δυο γειτονιές, με ενσωμάτωση της υπάρχουσας δομής χωρίς να υποβαθμίζει το ίδιο το υλικό. Ο Alexander Chemetoff δεν επέβαλε κανενός είδους αυστηρή οργάνωση, κανόνες σχεδίου, οικοπεδοποίηση· αντιθέτως τα εναρμόνισε όλα μέσω ιδιωτικών και δημόσιων χώρων – εσωτερικών και εξωτερικών. Στη σκέψη του ο αστικός σχεδιασμός ποιότητας είναι ριζωμένος σε τρεις αρχές: τον εναγκαλισμό της διαφορετικότητας με την ανάδειξη της κληρονομιάς ενός τόπου (όσο μικρής αξίας κι αν είναι) και τον εμβολιασμό της με καινούρια στοιχεία· τη συνένωση αστικών περιοχών με τη βοήθεια μεγάλων δημόσιων χώρων· την κατασκευή υψηλής ποιότητας κατοικιών. Συζήτησε για κάθε πρωτοβουλία λεπτομερώς με τους κατασκευαστές και με την ομάδα του των αρχιτεκτόνων, απαιτώντας μπαλκόνια, καλά φωτισμένα μπάνια και κουζίνες, και «ρετιρέ» στους τελευταίους ορόφους. Το εξωτερικό των κτιρίων, οι πυρήνες των οικοδομικών τετραγώνων φυτεύτηκαν γενναιόδωρα, δρομάκια προστέθηκαν στους προϋφιστάμενους δρόμους, εσωτερικές διαδρομές και αλέες ξαναφτιάχτηκαν. Χάρη σ’ έναν τέτοιο συνολικό έλεγχο του έργου, «κάθε κομμάτι σχετίζεται με ένα ευρύτερο σύνολο, δηλαδή με το σχέδιο για όλη την πόλη». Σε όλο το σχέδιο, που υλοποιήθηκε το 1991, υπήρχε συνεχής διάλογος με την τοπική κοινότητα. Διάφορα «εργαστήρια» οργανώθηκαν επίσης, φέρνοντας κοντά όλους τους σχεδιαστές, τους αρχιτέκτονες και τους κατασκευαστές να δουλέψουν στα 20 περίπου σχέδια της πόλης. Η εργασία στους μεγάλους δημόσιους χώρους, σχεδιασμένους για να συνδέσουν τα επιμέρους τμήματα, άρχισε το 2000, με την παραποτάμια ανάπτυξη.

Οι παρεμβάσεις του Alexandre Chemetoff αφορούν δημόσιους χώρους (ανάπτυξη της αποβάθρας στο ποτάμι, επόμενη σελίδα) όπως επίσης και ιδιωτικούς κήπους τοποθετημένους γύρω από τις πολυκατοικίες (εδώ, το Solenn, αρχιτέκτονας ο J. P. Crusson).

α. Σκίτσα από τον Alexandre Chemetoff: οι Mail και Mabilais, γειτονιές στη συμβολή του Ille και Vilaine δεν είναι πλέον προσδιορισμένες από τη σχέση τους με το κέντρο αλλά σε συνάρτηση με τα δικά τους χαρακτηριστικά, με την συνάντηση των ποταμών Ille και Vilaine. Αυτό το σχέδιο αμφισβήτησε το συνολικό σχεδιασμό για τη Ρεν. .

β. Πολλαπλές ενέργειες έχουν αναληφθεί στο κέντρο για να ευνοήσουν το δυναμισμό του, ενθαρρύνοντας την ανανέωση των προσόψεων των κτιρίων εγκαθιστώντας κρήνες και έργα τέχνης και προάγοντας την πολιτιστική κληρονομιά της πόλης

Ο δημόσιος χώρος ως προνομιακό πεδίο επέμβασης «Χάρη στον Alexandre Chemetoff είχαμε μια άμεση ματιά στο σχέδιο αναδιοργάνωσης συνολικά» λέει ο Jean – Yves Chapuis, αντιπρόεδρος της Ρεν Métropole, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την αστική μορφή, δουλεύοντας επίσης στην κλίμακα της μητροπολιτικής περιοχής. Αφού για λίγα χρόνια στην αρχή επικεντρώθηκε σε ξεχωριστές ζώνες ανάπτυξης, υιοθέτησε μια πιο σφαιρική στάση ως προς το δημόσιο χώρο με την πεποίθηση πώς αυτός μπορεί να συνδέσει μεταξύ τους διάφορες εν δυνάμει περιοχές και τις προτεραιότητες κάθε τομέα ξεχωριστά. Είναι μια παράλληλη και εξελισσόμενη προσέγγιση, που συνδυάζει το σχεδιασμό, τις χρήσεις, μεθόδους εξοικονόμησης χρημάτων, κυκλοφορία, υποδομές, περιοχές πρασίνου, σηματοδότηση και τέχνη, με σκοπό να σφυρηλατήσει ευδιάκριτες συνδέσεις μέσα στην πόλη. Ένα παράδειγμα αυτής της προσέγγισης μπορεί να βρεθεί στους διαγωνισμούς που υλοποιήθηκαν για το σχεδιασμό 16 νέων σταθμών και του περιβάλλοντος χώρου τους, ως μέρος του σχεδίου για τη Val, μια ευκαιρία για επεμβάσεις πάνω στο δημόσιο χώρο κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η φιλόδοξη πολιτική της πόλης όσον αφορά την τέχνη στους δημόσιους χώρους και πολλές αναθέσεις έργων τέχνης είναι θέμα δημόσιων συζητήσεων με την τοπική κοινότητα. Το κέντρο της πόλης και οι σιδηροδρομικοί σταθμοί Η αναδιοργάνωση της πόλης με σημείο αφετηρίας την ίδια την πόλη συνεπάγεται μια στρατηγική που «στοιχηματίζει» στην ποιότητα και τη ζωτικότητα του κέντρου. Το κέντρο της Ρεν είχε ξανακτιστεί τον 18ο αιώνα, μετά από μια μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε το 1720, και η πόλη προσαρμόστηκε γρήγορα στην καινούρια δομική τυπολογία ευημερώντας στη διάρκεια του 19ου και του 20ου αιώνα. Κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ανάπλασης ευδοκίμησαν συνεργασίες και το κέντρο μετατράπηκε σε ένα μοντέρνο και κεντρικό σημείο που έγινε ακόμα πιο ζωντανό από το γεγονός ότι η Ρεν είναι μια πανεπιστημιούπολη με 50.000 περίπου φοιτητές. Επιπρόσθετα είναι εύκολα προσβάσιμη. Η αρχιτεκτονική της κληρονομιά ανακαλύφθηκε (μέσω φωτισμού), η ποιότητα των οικιστικών συγκροτημάτων αναβαθμίστηκε και ξεκίνησαν μείζονα πολιτιστικά γεγονότα. Το πολυδύναμο μεταφορικό κέντρο που δημιουργήθηκε (με σιδηροδρομικές γραμμές υψηλής ταχύτητας, σταθμούς οχημάτων και τη μικρή σιδηροδρομική γραμμή Val), έχει αλλάξει ριζικά την πόλη, παρέχοντας την ευκαιρία στο περιβάλλοντα αστικό υλικό να ξαναϋφανθεί, πράγμα που είναι καλή είδηση ειδικά για τα κεντρικά χωροθετημένα καταστήματα και τις επιχειρήσεις. Εστιακά σημεία δράσης που έπαιξαν ρόλο – κλειδί στο πρόγραμμα είναι η ανακατασκευή του πεζόδρομου Στρατηγού Ντε Γκωλ το πιο σημαντικό στοιχείο για την εξασφάλιση της συνολικής αστικής συνοχής, η ανανέωση της πλατείας του σταθμού, και η κατασκευή πολιτιστικού κέντρου από τον Christian de Postzamparc, το οποίο περιλαμβάνει μια βιβλιοθήκη και μουσεία.

Μια πραγματικά αναθέτουσα αρχή Το σχέδιο ανάπλασης της Ρεν είναι εντυπωσιακό για τη συνέχειά του. Χρησιμοποιήθηκαν όλες οι μέθοδοι παραδοσιακού σχεδιασμού, ως ένα μέρος κυλιόμενου πενταετούς προγράμματος επενδύσεων. Ένα σύνολο 27 αστικών ζωνών ανάπτυξης έχει εδραιωθεί, το οποίο διοικείται μερικώς από την πολιτεία και μερικώς από δύο ημιδημόσιες εταιρίες. Η οργάνωση των δημόσιων υπηρεσιών έχει μεταβληθεί, για να αναπτυχθούν νέες μέθοδοι εργασίας, και μια αυθεντική αναθέτουσα αρχή έχει διαμορφωθεί, η οποία περιλαμβάνει αιρετούς άρχοντες και ειδικούς που ασκούν επιρροή με τη γνώση και τα προσόντα τους με σκοπό να δημιουργήσουν κάτι που θα αντέξει στο χρόνο. Ο Alain Lorgeoux –ένας αρχιτέκτων-πολεοδόμος- είναι υπεύθυνος για την πολεοδομική υλοποίηση του αστικού σχεδιασμού, και η σχεδιαστική ομάδα αποτελείται από ανθρώπους που εκπροσωπούν και τις δύο πλευρές και τη σχεδιαστική και την επιχειρησιακή με σκοπό να δημιουργήσουν μια κοινή κουλτούρα και να αναλάβουν οι ίδιοι την ευθύνη της αξιολόγησης, που είναι σημαντικό στοιχείο για τη ζωτικότητα του σχεδίου. Η μέθοδος σχεδιασμού που υιοθετήθηκε για τη Ρεν χαρακτηρίζεται από δύο στοιχεία: από έναν μηχανισμό δημόσιου ελέγχου και από τη διάθεση για διάλογο. Ο Jean–Yves Chapuis εισήγαγε ξεκάθαρα το δικαίωμα του δημόσιου φορέα να παρεμβαίνει σε αποφάσεις που έχουν ληφθεί από ιδιώτες εργολάβους και ημιδημόσιους αναθέτοντες φορείς «για να διασφαλίσουμε ότι οι ενέργειες είναι αδιάβλητες και για να εγγυηθούμε την ποιότητα του αρχιτεκτονικού και του αστικού σχεδιασμού». Ο δημόσιος έλεγχος είναι απαραίτητος για να ελέγχουμε τις εργασίες, τις συνθήκες αγοράς και τη λειτουργική και κοινωνικοοικονομική ανάμειξη· επιτυγχάνεται με τη συνεχή συνεργασία με όλους τους συμμετέχοντες αλλά περισσότερο με τους κατασκευαστές. Για παράδειγμα, οι κατασκευαστές χτίζοντας στις αναπτυξιακές ζώνες επιλέγουν τις ομάδες των βασικών εργολάβων από μια λίστα που έχει συνταχθεί από το συμβούλιο της πόλης. Παρά τις δυσκολίες που συναντώνται, όλοι είναι διαρκώς πολύ πρόθυμοι να συντηρήσουν το δημοκρατικό διάλογο. Η πόλη διαιρείται σε 12 περιφέρειες, και η κάθε μία έχει το δικό της σύμβουλο και έναν εκπρόσωπο της περιφέρειας, ο οποίος διασφαλίζει ότι υπάρχει στενή συνεργασία ανάμεσα στους κατοίκους, στους αιρετούς άρχοντες και στους βασικούς εργολάβους.

Η συνοικία του σταθμού: το νέο πολυδύναμο κέντρο επικοινωνίας έχει αναστατώσει την πόλη δίνοντας την ευκαιρία να ενισχυθεί το κέντρο, για παράδειγμα με την κατασκευή του NEC (Nouvell Équipment Culturell), το οποίο συνδυάζει μια βιβλιοθήκη και ένα μουσείο.

α. Σχέδιο για την Alphonse– Guérin αστική ζώνη ανάπτυξης (πολεοδόμος D. Alba): ένα δίκτυο ανασύνθεσης της πόλης σε έναν αυξανόμενο διάλογο με τους κατοίκους και τους διάφορους φορείς που εμπλέκονται. β. Η Val σε μια γέφυρα πάνω από τον δακτύλιο (αρχιτέκτων Ν. Foster). γ. Η καινούρια περιοχή Βeauegard βορειοδυτικά της Ρεν έχει αναπτυχθεί γύρω από ένα πάρκο, δημιουργώντας «πράσινους θαλάμους» και «βουκολικά μονοπάτια» ως διάλειμμα ανάμεσα στα οικοδομικά τετράγωνα (πολεοδόμος L. Josse, J. Osty, αρχιτέκτονας τοπίου).

Agglomération Rennaise H μητροπολιτική περιοχή της Ρεν. Πολεοδομία σε περιφερειακή κλίμακα

Σκίτσο που συνοψίζει τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης που ενέπνευσε τον ρυθμιστικό σχέδιο του 1994 (επόμενη σελίδα): μια συμπαγής πόλη μέσα στην πράσινη ζώνη περιβάλλεται από απομακρυσμένα κέντρα, για να συγκρατήσει την αστική εξάπλωση. Το επόμενο βήμα είναι να διευρυνθεί η κλίμακα επέμβασης στη Μητροπολιτική Περιοχή, με σκοπό την ανταπόκριση στην αλλαγή των τρόπων ζωής.

Το σχέδιο ανακατασκευής για τη Ρεν περιστρέφεται γύρω από τη σχέση της πόλης με το άμεσο περιβάλλον της. Αυτό περιλαμβάνει σεβασμό στην πράσινη ζώνη, διατήρηση των αγροτεμαχίων με τους φράχτες και τα δέντρα, μάχη ενάντια στην αστική εξάπλωση, και ισχυροποίηση των έξι περιφερειακών πόλεων με την παροχή επιπλέον εγκαταστάσεων και με την ανάθεση σ’ αυτές ενός ρόλου «υποστήριξης». Αυτό το όραμα μιας συμπαγούς και πολυκεντρικής πόλης πραγματοποιήθηκε χάρη σε ένα ζωτικής σημασίας εργαλείο – έναν ισομερή καταμερισμό του φόρου των επαγγελματιών, προς αποφυγήν του ανταγωνισμού ανάμεσα στις πόλεις. Πολλά επιτεύγματα μαρτυρούν τον λογικό ειρμό μεταξύ του σχεδίου της αστικής και της μητροπολιτικής περιοχής. Η πολιτική, όσον αφορά την αστική κινητικότητα, για παράδειγμα, βασίζεται στη συμπληρωματικότητα του δικτύου Val και του δικτύου αστικής συγκοινωνίας. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η χάρτα της εμπορικής δραστηριότητας, μέσω της οποίας λήφθηκαν μέτρα για να διασφαλισθεί ότι οι μετέχοντες στο σχέδιο σκέφτονται προσεκτικά για το πώς οι εμπορικές περιοχές μπορούν να σχεδιαστούν ειδικά με σκοπό την ενθάρρυνση δημιουργίας συγκεντρώσεων εμπορικών επιχειρήσεων. Περιοριζόμενο από την πρακτική του εμβέλεια, το σχέδιο έχει φτάσει σε μια συγκεκριμένη ωριμότητα, αλλά πρέπει να λειτουργήσει σε μια μεγαλύτερη κλίμακα, αυτή της μητροπολιτικής περιοχής, που δημιουργήθηκε το 2001. Το κεντρικό τμήμα της Ρεν έχει πληθυσμό μόνο 206.000, συγκρινόμενο με ένα συνολικό πληθυσμό 306.000, όταν συμπεριλάβουμε και τα προάστια, και 580.000, όταν υπολογίσουμε τη συνολική περιοχή της εργασιακής μετακίνησης. Νέες μέθοδοι σχεδιασμού συνεπώς πρέπει να εγκαινιαστούν για να περιοριστεί ο κίνδυνος της αστικής οικιστικής επέκτασης και για να υπάρξει ανταπόκριση στις αλλαγές του τρόπου ζωής. Αυτή η ανάγκη εμφανίστηκε το 2001, όταν η περιοχή της Μείζονος Ρεν ορίστηκε θεσμικά.

Η Courrouge Είναι επίσης σημαντικό για τη Ρεν να δημιουργήσει περισσότερες συνδέσεις ανάμεσα στα σχέδια που υλοποίησαν οι άλλες αστικές της κοινότητες. Μέχρι σήμερα υπάρχουν πολύ λίγες ενδείξεις, εκτός από μερικά σπάνια παραδείγματα όπως το σχέδιο της Courrouge, το οποίο ήταν μια κοινή πρωτοβουλία που ανέλαβαν η Ρεν και η κοινότητα Saint– Jacques de la Lande το 1996 και το οποίο επιβλέπεται μόνο από τη Ρεν από τα τέλη του2001. Αυτή η περιοχή των 100 εκταρίων βρίσκεται μέσα στα όρια της παρακαμπτήριας, και ήταν παλαιότερα περιοχή στρατιωτικών εγκαταστάσεων. Προσφέρει μια γκάμα δυνατοτήτων, δηλαδή την αναμόρφωση της εισόδου της πόλης, την ανάδειξη της περιοχής γύρω από την παρακαμπτήρια, την ενοποίηση διάφορων περιοχών του Saint – Jacques και της Ρεν και το χτίσιμο μιας καινούριας οικιστικής περιοχής κατά μήκος ενός δεντροφυτεμένου περίπατου. Οι μελέτες ολοκληρωμένες εκ των προτέρων από τους αρχιτέκτονες D. Brard, J – P. Pranlas – Descours (σε συνεργασία με τον αρχιτέκτονα τοπίου C. Delmar) βασίζονται στο πλαίσιο που δημιουργεί η εικόνα του περιβάλλοντος χώρου, ο οποίος διασχίζεται από φράχτες και δέντρα (δημιουργώντας ένα πλέγμα μήκους 120 μέτρων), και ενσωματώνουν στοιχεία που προϋπήρχαν όπως ένα όμορφο αγρόκτημα και εν συγκρότημα κατοικιών. Αντί να μετατραπεί ο επαρχιακός δρόμος σε αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας, όπως ήταν το αρχικό σχέδιο, δημιουργήθηκε μια αστική λεωφόρος με ποδηλατόδρομους και πεζόδρομους. Στο πλαίσιο του καινούριου εγχειρήματος μια ζώνη αστική ανάπτυξης θα ιδρυθεί σύντομα, της οποίας ο πολεοδόμος θα επιλεγεί από τις προδιαγραφές που συντάχθηκαν το 2002.

H Courrouze βρίσκεται νοτιοδυτικά της Ρεν, στη μέση ανάμεσα στη Ρεν και στον Saint– Jacques de la Lande, και υπόκειται στις μεγαλύτερες αλλαγές στη μητροπολιτική περιοχή της Ρεν. Ο δενδροφυτεμένος περίπατος είναι ένας δομικής σημασίας άξονας που δημιουργεί ένα συνδετικό κρίκο αρχιτεκτονικής τοπίου ανάμεσα στο κέντρο της Ρεν και το μελλοντικό πυρήνα τού Saint–Jacques. Μια καινούρια συνοικία έχει σχεδιαστεί, συνδεδεμένη με τις γειτονιές που ήταν προηγουμένως αποκομμένες. Μία εργασιακή και μία εμπορική περιοχή αναπτύσσονται γύρω από τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις. Αστικές προσόψεις που συντίθενται από κατοικίες και κτίρια άλλων χρήσεων σχηματίζονται κοντά στους κύριους δρόμους κυκλοφορίας (σχέδιο από τους D. Brard, JP. Pranlas – Descours και Ch. Delmar).

SAINT-DENIS DE LA REUNION –BOULEVARD SUD Σαιντ Ντενί ντε λα Ρεουνιόν, Νότιο Βουλεβάρτο Μια υποδομή ως αστική στρατηγική

Στο κέντρο του βουλεβάρτου, μια αλλέα περιπάτου και τα παιχνίδια με τα μπαλλάκια, στη σκιά των φοινίκων

Η πόλη του Σαίν Ντενί βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά και τον Ινδικό Ωκεανό. Έχει αναπτυχθεί αυθόρμητα, χωρίς κάποιο σχέδιο ανάπτυξης, και έτσι οι γειτονιές του είναι αποκομμένες η μία από την άλλη με ρέματα και χειμάρρους, οι οποίοι και φουσκώνουν επικίνδυνα κατά την διάρκεια κυκλώνων. Η μικρή οδική κυκλοφορία επικεντρώνεται κατά μήκος της ακτής. Το νότιο Βουλεβάρτο είχε αρχικά σχεδιαστεί ως ένας δρόμος ταχείας κυκλοφορίας 10 χιλ. που διέσχιζε την πόλη από ανατολή προς δύση. Τώρα πλέον είναι ένα βουλεβάρτο με μονοπάτια για πεζούς, ποδηλατοδρόμους, λεωφορειοδρόμους και χωρίζεται με πλατείες και κήπους που βοήθησαν τις γειτονιές να αναδομηθούν. Αναθέτουσα αρχή με συνεργασίες και ενιαία σύλληψη. Η μετατροπή αυτή οφείλεται σε διάφορους μηχανικούς της πόλης, στην υπηρεσία δημοσίων έργων καθώς και στο NOABS – που αποτελεί μια υπηρεσία έργων που δημιουργήθηκε για τον συγκεκριμένο σκοπό το 1999. Το NOABS είναι μια ομάδα που λαμβάνει τεχνικές αποφάσεις και την σύνδεση ομάδων μελέτης που συνήθως είναι αποκομμένες η μια από την άλλη. Για παράδειγμα, είναι αυτές που ασχολούνται με το σχεδιασμό και την κατασκευή δρόμων, τον σχεδιασμό και την ανάπτυξη των δημόσιων έργων. Επίσης έχουν την ευθύνη των έργων εθνικής κλίμακας εκτός Γαλλίας ή ρυθμίζουν τα θέματα ιδιοκτησίας γης. Ένα ακόμα χαρακτηριστικό του προγράμματος είναι ότι η ομάδα που τελικά ανέλαβε το έργο (αρχιτέκτονας–πολεοδόμος Christoian Devillers, με συνεργάτη τον Vincent Marniquet) πέραν του σχεδιασμού ανέλαβε επίσης και την ολική ευθύνη για τη δημιουργία υποδομής, η οποία και έπρεπε να παραδοθεί ξεχωριστά. Αυτό σημαίνει ότι η ομάδα σχεδιασμού μπορούσε να επιβλέψει τα πάντα από το Α έως το Ω (οδικό σύστημα, δίκτυα, δεντροφυτεύεις, φωτισμό, ακουστική κτλ), όπως ακόμα μπορούσε να παρέχει συμβουλές και βοήθεια πάνω σε προγράμματα κατασκευών. Η ομάδα όμως δεν είχε απεριόριστο χρόνο. Ένα πρόγραμμα με διάρκεια δέκα ετών θα μπορούσε να χάσει την αρχική του ταυτότητα. Μερικά προγραμματα αναβλήθηκαν λόγω αυτού, όπως για παράδειγμα ο παράκτιος δρόμος που είχε αναλάβει ο Michel Corajoud.

To Boulevard sud, tο Νότιο Βουλεβάρτο, μια λωρίδα που διασχίζει το Σαιν Ντενί, θα μπορούσε να απορροφήσει κάποια από την κίνηση του δρόμου της ακτής, που τώρα φέρει το βάρος της κυκλοφορίας. Το βουλεβάρτο προσφέρει στην πόλη μια γενναιόδωρη ποσότητα ελεύθερου χώρου και ομαδοποιεί τις διαφορετικές περιοχές, διασχίζει ένα αχανές πάρκο και εξυπηρετεί το πανεπιστήμιο και ένα τεχνολογικό πάρκο. Προς δυσμάς παίρνει τη μορφή αυτοκινητόδρομου.

Ο δημόσιος χώρος που έλειπε για την πρωτεύουσα της Νήσου Το βουλεβάρτο είναι μεγάλο και ευρύχωρο, με χώρους πρασίνου γύρω από τα πεζοδρόμια, με πλατείες, και με πλευρικούς δρόμους που εξυπηρετούν άλλες γειτονιές. Όλα αυτά βοηθούν στην σύνδεση των διαφόρων τμημάτων της πόλης μεταξύ τους, όπως φαίνεται άλλωστε και από το σχέδιο που έκανε ο Christian Devillers. Ελισσόμενη απαλά μέσα στην πόλη, η διαδρομή μπορεί να εξυπηρετήσει μέχρι και 60.000 αυτοκίνητα την ημέρα. Παρέχει επίσης και χώρους για πολιτιστικά δρώμενα που χρειάζονταν οπωσδήποτε στην πρωτεύουσα του La Reunion και εν γένει ενθαρρύνει την πορεία εξέλιξης της πόλης και την ανάπτυξη των προαστίων.

Ένας διπλός αυτοκινητόδρομος δύο λωρίδων, που καταλαμβάνει γη 40 έως 45 μέτρων, χωρίζεται από μια κεντρική πλατιά νησίδα, η οποία φαρδαίνει ακόμη περισσότερο σε στρατηγικά σημεία· φυτεμένα πεζοδρόμια, ποδηλατόδρομος, οδοί εξυπηρέτησης με χώρους στάθμευσης, εξυπηρετούν τις περιοχές τις οποίες διασχίζει το δίκτυο. Δυτική είσοδος: Η Πλατεία Φοινίκων Petanque Ο κήπος των Creole. Όλη η διαδρομή του βουλεβάρτου είναι φυτεμένη και κάθε τμήμα έχει ιδιαίτερη προσοχή. Αντί για ένα αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας, ένας πράσινος δρόμος δίνει την ευκαιρία να μεγαλώσουν τροπικά φυτά που αφθονούν στο νησί, αλλά σπάνια ευδοκιμούν στην πόλη.

SΤRASBOURG Στρασβούργο Το δίκτυο του Τραμ – ένα εργαλείο αστικής συνέχειας

Το δίκτυο του Τράμ του Στρασβούργου έχει αλλάξει εκ βάθρων την πόλη σημαντικά, καθώς συνδέει τα επί μέρους τμήματα και αναμειγνύει νέες επαγγελματικές δραστηριότητες. Το δίκτυο φτάνει ακόμα και πέρα από τα σύνορα της πόλης, παρέχοντας έτσι μια άριστη ευκαιρία στους δημόσιους χώρους όλης της αστικής περιοχής να ανακαινιστούν. Το ότι η προσέγγιση πήρε η υπ’ όψη της τον αστικό σχεδιασμό έγινε εμφανές από το άνοιγμα της πρώτης γραμμής του τραμ το 1994, και επιβεβαιώθηκε ακόμα περισσότερο με το άνοιγμα της δεύτερης γραμμής το 2000. Είναι σαν να έφθασε η ενηλικίωση: ο σχεδιασμός είναι λιγότερο τονισμένος, αλλά πάρθηκαν πλέον πιο ριζοσπαστικές λύσεις στις περιοχές εκτός κέντρου. Το δίκτυο του τραμ στην μητροπολιτική περιοχή του Στρασβούργου (όταν ολοκληρώθηκε): οι νέα γραμμές στοχεύουν κυρίως στην μετασχηματισμό των απομακρυσμένων περιοχών. Οι επεκτάσεις του τραμ που είναι υπό συζήτηση, και ιδιαίτερα αυτή προς το Neuhof, θα αποτελέσουν στοιχείο κλειδί για το Grand Project de Ville (GPV, το μεγάλο πρόγραμμα αστικού σχεδιασμού τα πόλης) και για την αναζωογόνηση των νοτιοανατολικών γειτονιών της πόλης.

Αποτελεσματικό μεταφορικό μέσο Το τραμ αποτέλεσε ένα προεκλογικό ζήτημα στην εκστρατεία των δημοτικών εκλογών του 1989. Η επιτυχία ήταν μεγάλη και το ποσοστό χρήσης του τραμ ήταν μεγαλύτερο του αναμενόμενου κατά 30%. Επιπρόσθετα έγιναν και επεμβάσεις στο συνολικό δίκτυο των λεωφορείων, δημιουργώντας έτσι μια αύξηση της τάξης του 15% στη χρήση των δημοσίων μεταφορικών μέσων του Στρασβούργου μέσα σε πέντε χρόνια μόνο, και εξοικονομώντας 30% χρόνο ταξιδιού στους επιβάτες. «Συμβουλευόμενοι τους δημότες μας, καταφέραμε να μειώσουμε το χώρο που αποσπά το οδικό δίκτυο και να μεταφέρουμε 3000 χώρους στάθμευσης του κέντρου στα προάστια», είπε ο αρχιτέκτων τοπίου Alfred Peter.

Δύναμη αστικής αναγέννησης Το τραμ δεν μεταμόρφωσε μόνο τα προάστια και τις αστικές αρτηρίες, αλλά έχει επίσης συνδέσει μεγάλες αστικές περιοχές εκτός κέντρου με το κέντρο, πρόσθεσε χώρους πρασίνου στην πόλη, βελτίωσε τις γειτονιές, και μεταμόρφωσε δρόμους παλιότερα γεμάτους με αυτοκίνητα σε δρόμους για περιπάτους. Έχει ηρεμήσει το κέντρο της πόλης, δημιούργησε χώρο για περισσότερους πεζοδρόμους και ποδηλατοδρόμους και έφερε κοντά τις όχθες του ποταμού Ιλλ . Επίσης αποτέλεσε τη δύναμη για την αναγέννηση των προαστίων και για τη ομοιογένεια του χώρου. Αυτή η αστική πλευρά σαφώς και κοστίζει αρκετά χρήματα, περίπου 30% περισσότερο από ένα «φυσιολογικό» δίκτυο, αλλά έχει γλιτώσει δαπάνες από άλλα. Για παράδειγμα καλύψει την ανάγκη δημιουργίας ενός εμπορικού κέντρου, στο κέντρο της πόλης ένας ιδιώτης χρηματοδοτεί την ανακαίνιση των καταστημάτων και η δημοτική αρχή ανέλαβε να αναβαθμίσει κάποιους χώρους στα προάστια.

Η Λεωφόρος Ειρήνης (Avenue de la Paix), «πράσινος δρόμος» στο κέντρο του Στρασβούργου

Ο σταθμός Hoenheim στο βόρειο Στρασβούργο, ιδέα της Ιρανής αρχιτέκτονος Zaha Hadid: οι σταθμοί οι οποίοι περιλαμβάνουν και χώρους στάθμευσης, αντιπροσωπεύουν μια ευκαιρία υλοποίησης κάποιας ριψοκίνδυνα μοντέρνας ιδέας στα προάστια της πόλης.

Η Πλατεία Δημοκρατίας (Place de la République) προ και μετά την επέμβαση: αποδιαρθρωμένοι χώροι αποδίδονται με σοβαρότητα στην αστικότητα