Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου 978-960-393-968-9 [PDF]


134 65 20MB

Greek Pages 477 Year 2001

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου
 978-960-393-968-9 [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

Ηλίας Α. Κουρλιοΰρος

Διαδρομές στις Θεωρίες ^ον Χώρου Οικονομική γεωγραφία της παραγωγικής αναδιάρθρωσης και της άνισης ανάπτυξης Ρ Ο Ο) ^3

Χ

Ρ ο

ω

tns παραγωγικά

ons

Ιη'Εκδοοη: Σεητέμβρΐ05 2011

Ηλία5 Α. Κουρλιούρθ5 Διαδρομές στις θεωρίες ταυ χώρου. Οικονομική γεωγραφίο της παραγωγικής αναδιάρθρωσης και της άνισης ανάπτυξης.

Εικόνα εξωφύλλου: Ηλίαϊ Α. KoupAioupos Σχεδιασμός εξωφύλλου: NI'KOS Λεοντόπουλος Το ρηΐό του οπισθόφυλλου είναι από Ι. Καλβίνο (1972/2004: 49) Φιλολογική επιμέλεια: Ροδάνθη Παηαδομιχελάκη Ηλεκτρονική σελιδοποίηση: Ermis graphics

©2011 Εκδόσε^ ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ISBN 978-960-7860-93-4 Απαγορεύεται η μερική π ολική αναδπμοσίευοπ ίου napovtos έργου καθώ5 και η αναπαραγωγή tou με οποιοδήποτε μέαο xtopis in γραπτή άδεια tou εκδόιη, σύμφωνα με us διατάξει tou Ελληνικού Νόμου {Ν. 2121/1993 oncos έχει τροποποιηθεί και ισχύει οήμερα) και tis διεθνείϊ ουμβάσεΐ5 ηερί ηνευματική5 ιδιοκτησίαδ.

Εκδόοεΐ5 ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ Πατησίων 53,10433 Αθήνα Τ: 210 5245264, F: 210 5245246 Ε: [email protected] http://www.propobos.gr

Lious Γωγώ, Ανιώνη και

Κωνσταντίνο

Κατάλογο* πινάκων Κατάλογοδ σχημάτων ΠρόλογοΞ Εισαγωγή

13 15 17 19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. Το αντικείμενο τη* Οικονομική* Γεωγραφία*: ορισμοί και ερωτήματα...

23

1.1. 1.2.

23 23

Εισαγωγή Ορισμοί και ερωτήματα

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. Μέθοδο* προσέγγιση* και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομική* Γεωγραφία^

33

2.1. Εισαγωγή 33 2.2. Η «περί μεθόδου» σύγχυση 34 2.3. Μεθοδολογικόδ ατομικισμόδ-νδ-μεθοδολογικό* ολισμ05: ίο ζήτημα των μικρό- και μακροσκοπικών προσεγγίσεων του χώρου και η σχέσπ δομήδ-δράστη 35 2.4. Η ιστορική εξέλιξη ins Οικονομία Γεωγραφία*: ένα σχηματικό διάγραμμα 38 2.5. Αηό την κλασική σχολή χωροθέτηση5 orous γενικού5 νόμου5 χωρικήί οργάνωση*: ποσοτική επανάσταση και λογικ05 Θεχικισμ05 43 2.6. Η κριτική του εηαγωγισμού και τα μεθοδολογικά προβλήματα ins θετικιστική* Οικονομική* Γεωγραφία* 50 2.7. Η μεταθετικιστική στροφή και η ανάδυση εναλλακτικών σχολών οικονομικογεωγραφικήδ σκέψη* 55 2.8. Η σχολή τη* πολωμένη* ανάπτυξη* 57 2.9. Η συμηεριφορική σχολή 2.10. Η ριζοσπαστική και κριτική Οικονομική Γεωγραφία: στροφή npos πολιτικοοικονομικέ* θεωρήσει του χώρου 2.11. Η δεκαετία του '70: η στρουκτουραλιστική τάση στην ανάλυση του χώρου 2.11.1. Γενικά 2.11.2. Ο στρουκτουραλιστικό* μαρξισμόδ και η αντίληψη του χώρου 2.12. Η νέα κριτική-ριζοσηαστική τάση 2.12.1. Ο χώροδ κάνει τη διαφορά: η χωροκοινωνική διαλεκτική 2.12.2. Μεταμοντερνισμόδ και τοηικέ* αφηγήσει* 2.12.3. Διεπιστημονικότητα και πολιτιστική στροφή στην κριτική Οικονομική Γεωγραφία 2.12.4. Η επιστροφή του ηολιτικο-οικονομικού; 2.12.5. Η ρεαλιστική επιστημολογία: εκτατική και εντατική έρευνα 2.13. Οικονομική Γεωγραφία και χωρικόδ σχεδιασμό* 2.14. Αντί συμηεράσματο*

58 60 63 63 65 67 67 74 79 83 89 93 97

8

Διάδρομε* oris Θεωρίε5 του χώρου

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η διάρθρωση tns οικονομική* δραστηριότητος 3.1. Εισαγωγή 3.2. Παραγωγικέ* (αξιακέί) αλυσίδε*, Βιομηχανικέ* διασυνδέσεΐί-συναλλαγέ* και καταμερισμοί epyaafas 3.2.1. Η δομή ins παραγωγική* διαδικασία* 3.2.2. Η παραγωγική (αξιακή) αλυσίδα 3.2.3. Βιομηχανία διασυνδέσεΐϊ-συναλλαγέ* και καταμερισμοί εργασίαδ 3.3. Σ τ ρ α τ η γ έ ανάπτυξα των επιχειρήσεων 3.3.1. Διαφοροποίηση, οριζόντια και κάθετη ολοκλήρωση 3.3.2. Κάθετη αηο-ολοκλήρωσπ (αηοκαθετοηοίηση), ολική ή μερική 3.4. Εξωτερικά οικονομίε5 και τυπολογία παραγωγικών συστημάτων 3.4.1. ΕξωτερικάτητεΞ: η επάνοδο* των Βιομηχανικών συνοικιών του Marshall. 3.4.2. Οι εσωτερικά και εξωτερικέ* οικονομίες και τα ιστορικά στάδια ανάπτυξη* τ α Βιομηχανία* 3.4.3. Τυπολογία των σύγχρονων παραγωγικών συστημάτων 3.5. Βιομηχανική ανάπτυξη και τυπολογία περιφερειών

101 101 102 103 106 111 121 121 123 126 126 131 133 137

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Εκβιομηχάνιση, μαζική παραγωγή και συντονιστικοί θεσμοί

145

4.1. 4.2.

Εισαγωγή Η άνιση και ασυνεχή* ιστορική καί οικονομική γεωγραφία tns καπιταλιστική* εκβιομηχάνισα 4.3. Η ανάπτυξη τ α μαζική* παραγωγή* 4.4. Φορντικό καθεστώδ συσσώρευση* και κεϋνσιανόϊ Tponos κοινωνική* ρύθμισα: ένα θεωρητικό πλοίσιο ανάλυσα

145

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. Το πρόβλημα τη5 χωροθέτπσπ*

163

5.1. Εισαγωγή 5.2. Δυνάμεΐϊ αδράνεια* και δυνάμει αλλαγή* 5.3. Οι διαφορεπκέ5 σχολέδ σκέψη* 5.3.1. Η νεοκλασική σχολή (ή σχολή χωροθετικών παραγόντων) 5.3.2. Η συμηεριφορική σχολή 5.3.3. Η διαρθρωτική σχολή (ή σχολή τηϊ αναδιάρθρωσα του κεφαλαίου) 5.4. Οι αηοφάσει* χωροθέτηση* των επιχειρήσεων 5.4.1. Η διαθεσιμότητα κεφαλαίου

163 163 167 167 168 169 169 170

5.4.2. 5.4.3. 5.4.4. 5.4.5. 5.4.6. 5.4.7.

Η γη Το επιχειρηματικό περιβάλλον Πρώτε* ύλες, αγορέ5 και μεταφορικά κόστη Η ζήτηση Συνδυασμένοι ηαράγοντε5 κάτω από συνθήκεί περιχαρακωμένη* ορθολογικότητα* Εμηειρικέ5 προσεγγίσει*

146 148 151

172 178 179 184 186 189

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6. Η άνιση χωρική ανάπτυξη

193

6.1.

193

Εισαγωγή

Περιεχόμενα 6.2. 6.3.

6.4.

9

Παράγοντες δημιουργία* και διατήρηση* ιων γεωγραφικών ανισοτήτων Προσεγγίσει loopponns ανάπτυξη* του χώρου 6.3.1. Γεωγραφική κινητικότητα των συντελεστών παραγωγή* κεφαλαίου και εργασία* 6.3.2. Οικονομική (ή εξαγωγική) Βάση 6.3.3. Διαπεριφερειακό εμπόριο 6.3.4. Τομεακή και κλαδική διάρθρωση Προσεγγίσει* avians ανάπτυξη* του χώρου 6.4.1. Διαφορική προικοδότηση περιοχών με nopous

193 197 198 202 204 206 207 208

6.4.2.

Χωροκοινωνικόϊ δυαδισμόδ

210

6.4.3. 6.4.4. 6.4.5.

Συσσωρευτική αιτιότητα Πόλοι ανάπτυξη* Στάδια ανάπτυξη* και οικιστική οργάνωση (κέντρο-ηεριφέρεια)

213 217 220

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 7. Η κρίση ins μαζική* παραγωγή* και οι χωρικέδ εηιητώσει* ins

225

7.1.

Εισαγωγή

225

7.2.

Τα δεδομένα τη* Kpions

225

7.3. 7.4.

Η συζήτηση για την αποβιομηχάνιση Πολιτικέ5 και προγράμματα αντιμετώπιση* του προβλήματοί ins αποβιομηχάνιση* αστικών περιοχών και προσαρμογή* zous otis αλλαγέδ 7.4.1. Το πρόβλημα των κέντρων των βρετανικών πόλεων

231

7.4.2. 7.4.3. 7.4.4. 7.5.

232 233

Κατεύθυνση του Οργανισμού Οικονομία Συνεργασία5 και Ανάπτυξη* (ΟΟΣΑ) 236 Κατευθύνσε^ tns Ευρωπαϊκή*Ένωση* 237 Περιπτώσει αναδιάρθρωση* αστικών περιοχών σε κρίση και επιτυχημένη* προσαρμογή* του5 cms αλλαγέ5

238

Κρίσπ και αναδιάρθρωση: νέε5 τάσεΐδ mis γεωγραφίε* και θεωρίεϊ tns καπιταλιστική* ανάπτυξη*

243

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 8. Αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και η αστική δυναμική 8.1. 8.2. 8.3. 8.4. 8.5.

του καπιταλισμού

247

Εισαγωγή Η παραγωγή του χώρου και η διαλεκτική θεώρηση τηϊ αστική* δυναμική* Η στρουκτουραλιστική-μαρξιστική προσέγγιση του αστικού φαινομένου Σχέσεΐ5 κεφαλαίου-εργασία*, ταξική σύγκρουση και αστική αναδιάρθρωση Συσσώρευση κεφαλαίου και αστική αναδιάρθρωση

247 247 253 255 258

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9. Συνάγονταδ την «περιφέρεια» αηό τη διεθνή καπιταλιστική ανάπτυξη: οικονομική εξάρτηση και γεωγραφική ανισότητα 265 9.1. 9.2.

Εισαγωγή Εξάρτηση και άνιση διεθνή* ανάπτυξη 9.2.1. Η συνεισφορά των Luxemburg και Lenin 9.2.2. Η σχολή ms εξάρτηση*

265 265 265 266

10

Διαδρομές eras Θεωρίε5 ίου χώρου

9.3. Συνάγοντας την «περιφέρεια» από ιη θεωρία ins avians ανάπτυξα 9.3.1.

Η συνεισφορά ιου Mandel

9.3.2.

Συνάρθρωση τρόπων παραγωγής, κλαδικά κυκλώματα κεφαλαίου και περιφερειακές διαφοροποιήσεις: Η συνεισφορά του Lipietz

268 268 271

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10. Η δυναμική tns συσσώρευσα του κεφαλαίου και η παραγωγή ιων γεωγραφικών ανισοτήτων

275

10.1. Εισαγωγή

275

10.2. Οι αντιφατικές γεωγραφία pones ins συσσώρευσης

275

10.2.1. Η ιάση npos γεωγραφική ομοιογενοηοίηση

276

10.2.2. Η ιάση npos γεωγραφική διαφοροποίηση

278

10.3. Γεωγραφική συγκέντρωση-νς-διασηορά ιου κεφαλαίου και η δυναμική των τοπικών κοινωνικών συμμαχιών

280

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 11. Εργασία και χωρική αναδιάρθρωση

285

11.1. Εισαγωγή

285

11.2. Η εργασιακή προσέγγιση ins χωρικής αναδιάρθρωσα

285

11.3. Αναδιάρθρωση κεφαλαίου, στρώματα εηενδύσεωνκαι χωρικοί καταμερισμοί ins εργασία5

292

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 12. Γεωγραφική εκβιομηχάνιση και αναδιάρθρωση

301

12.1. Εισαγωγή 12.2. Η ανισομερήε Βιομηχανική μεγέθυνση

301 301

12.3. Φάσεΐ5 γεωγραφικής εκβιομηχάνισα κα) χωρικέ5 δομές ins παραγωγής

303

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 13. Η ευέλικτη συσσώρευση και τα όριά tns

309

13.1. Εισαγωγή

309

13.2. Η κρίση tns μαζικής παραγωγής και τα αίτια tns

309

13.3. Τα βασικά χαρακτηριστικά τ α ευέλικτης συσσώρευσα

314

13.4. Το ιαπωνικό μοντέλο ευελιξία: ευέλικτος φορντισμ05 (τογιοτισμός-φουτζησουισμός)

320

13.5. Οι γεωγραφικοί χώροι τ α ευέλικτης συσσώρευσης: το αρχέτυπο της Τρίτα Ιταλίας

324

13.6. θεωρππκές αντανακλάσεις τα μετάβασης στην ευελιξία

330

13.7. Η ευέλικτη συσσώρευση στο μικροσκόπιο τ α KpitiKns

333

13.7.1. Οι δυνατότητες και οι περιορισμοί του μοντέλου tns Τρίτα Ιταλίας

333

13.7.2. Η κριτική του ιαπωνικού μοντέλου ευελιξίας

334

13.7.3. Πόσο σημαντικές είναι οι ευέλικτες μικρομεσαίες επιχειρήσει στον αναπτυγμένο καπιταλισμό;

335

13.7.4. Πόσο «Βαθιά» είναι η βιομηχανική τομή;

337

13.7.5. Τα προβλήματα, οι ακαμψίες και οι αντιφάσεΐ5 της ευελιξίας

338

13.7.6. Οι αβεβαιότητες και τα ρίσκα τ α ευέλικτα απασχόλησης

343

Περιεχόμενα

Π

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 14. Δίκτυα επιχειρήσεων και νέε* μαρσαλιανές συνοικίες

347

14.1. Εισαγωγή 14.2. Αηό τη θεσμική σχολή τη* Tpftns Ιταλία* στη σχολή εξωτερικών οικονομιών τη* Καλιφόρνια 14.3. Αγορέδ, ιεραρχίε* και δίκτυα 14.4. Υπεργολαβικά δίκτυα παραγωγή* 14.5. Τεχνολογικά δίκτυα: στρατηγικές συμμαχίε5 14.6. θεσμοί οικοδόμηση* δικτύων: δικτυομεσΐτεςκαι υποστηρικτικέ* δομέ* 14.7. Προβλήματα δικτύωση*: «δεσμά που ενώνουν και δεσμά που τυφλώνουν»

347 347 352 357 363 367 371

14.8. Το θεωρητικό υπόβαθρο ms παραγωγική* δικτύωση*: η υποθήκη του Marshall και η σχολή τη* Καλιφόρνια 372 14.8.1. Η υποθήκη του Marshall 372 14.8.2. Η σχολή τπ5 Καλιφόρνια: κόστπ συναλλαγών και εξωτερικέ* οικονομίε5.. 376 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 15. Τεχνολογία και χωροοικονομική αναδιάρθρωση

381

15.1. Εισαγωγή 15.2. Η γραμμική αντίληψη τπ5 τεχνολογική* και χωρική* αλλαγή*: κύκλθ5 ζωή* των προϊόντων - κύκλο* κερδών 15.3. Οι περιφερειακέ* οικονομίες cos σχετικιστικοί περιουσιακοί πόροι και η δυναμική τη* χωρικής ανάπτυξη* του σύγχρονου καπιταλισμού: τεχνολογΐεί - οργανισμοί - περιοχέί

381 381

386

15.3.1. Η νέα χωρική οικονομία cos σύστημα σχετικιστικών ηεριουσιοκών πόρων.. 386 15.3.2. Η αντίληψη τη* νέας οικονομία* cos συστήματο* ανακλαστικών σχέσεων, κοινωνικών συμβάσεων και θεσμικών διακανονισμών 388 15.3.3. Τεχνολογίες, οργανισμοί και περιοχές ως συστήμοτα ανακλαστικών σχέσεων 390 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 16. Η νέα οικονομική γεωγραφία των υπηρεσιών

393

16.1. Εισαγωγή 16.2.Έννοια και ταξινομήσεις των υπηρεσιών 16.3. θεωρητικές προσεγγίσεις tns ανάπτυξης των υπηρεσιών 16.3.1. Προσέγγιση τομεακή* διάρθρωση* 16.3.2. Προσέγγιση tns μεταβιομηχανική* κοινωνία* 16.3.3. Ρεαλιστικέ* προσεγγίσει* 16.4. Η διάρθρωση των τριτογενών αγορών εργασία* 16.5. Οι άνισες γεωγραφΐεϊ των υπηρεσιών

393 394 399 400 400 405 407 412

16.5.1. Οι γεωγραφίες των υπηρεσιών παραγωγού 16.5.2. Λόγοι γεωγραφικής συγκέντρωσης των υπηρεσιών παραγωγού

413 416

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 17. Η οικονομική παγκοσμιοποίηση υπό το πρίσμα τη* κριτική* Οικονομική* Γεωγραφίας 17.1. Εισαγωγή 17.2. Κυρίαρχε* αφηγήσεις της παγκοσμιοποίησης

419 419 420

12

Διάδρομε* oris θεωρίες του χώρου

17.3. Γεωγραφικές φαντασίες της ομοιογενοηοιηηκής παγκοσμιοποίησης 17.3.1. Η παρακαταθήκη του Διαφωτισμού - Ο φιλελευθερισμός 17.3.2. Η παρακαταθήκη του Διαφωτισμού - Το Κομμουνιστικό Μανιφέστο 17.4. Η συμβολή της κριτικής Οικονομικήδ Γεωγραφίας: διαφοροηοιητική παγκοσμιοποίηση και άνιση χωρική ανάπτυξη 17.5. Η παγκόσμια εικονική γεωγραφία των ροών ενάντια στην πραγματική γεωγραφία των τόπων; 17.7. Αντί συμπεράσματος

423 424 426

Εηίλογοδ Βιβλιογραφία Παράρτημα: Γλωσσάρι οικονομικο-γεωγραφικών όρων

439 441 473

427 434 437

Πίνακα^ 2.1. Πίνακα5 flivaKas nivaKas Πίνακα5

2.2. 3.1. 3.2. 3.3.

Πίνακας 4.1.

Πίνακας 5.1. Πίνακας 6.1. Πίνακας 7.1. Πίνακας 7.2.

Πίνακας 7.3. Πίνακας 7.4. Πίνακας 15.1. Πίνακας 16.1. Πίνακας 16.2. Πίνακας 16.3.

Πίνακας 16.4. Πίνακας 16.5.

Πίνακας 16.6.

Σχηματική ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας του 20ού αιώνα 39 Εντατική και εκτατική έρευνα - Βασικά στοιχεία 91 Οριζόντια και κάθετη ολοκλήρωση επιχειρήσεων 123 Εξωτερικό τη res ins επιχειρηματικής δράσης 127 Ο αριθμοί ίων μεγάλων μητροπολιτικών περιοχών στον κόσμο, 1950-90 137 Μέσες ειήσιε5 ποσοστιαίες μεταβολές ΑΕΠ, προστιθέμενης αξίας στη βιομηχανία και επενδύσεων πάγιου κεφαλαίου σε χώρες του ΟΟΣΑ, 1960-68 151 Δυνάμεις αδράνειας - δυνάμεις αλλαγής στπ χωροθετική συμπεριφορά των παραγωγικών μονάδων 164 Δυαδισμός σε διάφορα επίπεδα οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής οργάνωσης 211 Ρυθμοί ανάπτυξης σε χώρες του ΟΟΣΑ 1968-88 (μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής %) 226 Ρυθμοί μεταβολής των πραγματικών ωριαίων απολαβών των εργαζομένων στη μεταποίηση σε χώρες του ΟΟΣΑ 1968-88 227 (μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής %) 227 Ετήσια ποσοστιαία μεταβολή της απασχόλησης στη μεταποιητική βιομηχανία των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών,1955-83 228 Συνθετικά στοιχεία των περιφερειακών μεταβολών της μεταποιητικής απασχόλησης στη Βρετανία, 1972-75 230 Σχετική σημασία των παραγωγικών συντελεστών στις διαφορετικές φάσεις του κύκλου ζωής των προϊόντων 383 Συμμετοχή της μεταποιητικής βιομηχανίας και των υπηρεσιών στη σύνθεση του ΑΕΠ ορισμένων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, 1993 393 Απασχόληση oris υπηρεσίες ως ποσοστό της συνολικής απασχόλησης σε αναπτυγμένες χώρες, 1960-85 394 Ποσοστιαία διάρθρωση απασχόλησης κατά τομέα οικονομικής δραστηριότητας στο πολεοδομικό συγκρότημα της πρωτεύουσας, 1961, 1983 396 Ποσοστά απασχόλησης γυναικών σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1985-95 409 Γυναίκες απασχολούμενες με σχέση μερικής απασχόλησης ως ποσοστό όλων των απασχολούμενων γυναικών στην Ευρωπαϊκή Ένωση, 1985-95 411 Ποσοστά απασχόλησης στις υπηρεσίες στις ελληνικές περιφέρειες, 1981, 1991 414

KaioAoyos Σχημάτων Σχήμα 2.1. Σχήμα 3.1. Σχήμα 3.2. Σχήμα Σχήμα Σχήμα Σχήμα

3.3. 3.4. 3.5. 3.6.

Σχήμα 3.7. Σχήμα 3.8. Σχήμα 3.9. Σχήμα 3.10. Σχήμα 3.11. Σχήμα 5.1. Σχήμα 8.1. Σχήμα 9.1. Σχήμα 11.1. Σχήμο Σχήμα Σχήμα Σχήμα Σχήμα

11.2. 11.3. 12.1. 13.1. 13.2.

Σχήμα Σχήμο Σχήμα Σχήμα

14.1. 14.2. 14.3. 14.4.

Σχήμα 14.5. Σχήμα 15.1. Σχήμα 15.2. Σχήμα 16.1.

Χωροκοινωνική διαλεκτική Η δομή της βασικής παραγωγικής αλυσίδας Η παραγωγική αλυσίδα των προϊόντων κλωστοϋφαντουργία5-ρουχ)σμού Μορφές ελέγχου της παραγωγικής αλυσίδας Συστημική διάρθρωση μιας υποθετικής Βιομηχανικής επιχείρησης Κύριοι τύποι διασυνδέσεων μιας υποθετικής Βιομηχανικής επιχείρησης Οριζόντιες και κάθετες διασυνδέσεις στο πλαίσιο ενός Βιομηχανικού συστήματος Μορφές διασυνδέσεων-συναλλαγών (οικονομικών χώρων) επιχειρήσεων Πεδίο δραστηριοτήτων και κάθετη ολοκλήρωση (καθετοποίηση) επιχειρήσεων Πεδίο δραστηριοτήτων και αηοκαθετοποίηση επιχειρήσεων Τυπολογία σύγχρονων παραγωγικών συστημάτων Γεωγραφικές μορφές δικτυακών παραγωγικών συστημάτων Χωρικά όρια κερδοφορίας και συμπεριφορικός πίνακας Η διάρθρωση των σχέσεων ανάμεσα στο πρωτογενές, δευτερογενές και τριτογενές κύκλωμα του κεφαλαίου Το θεωρητικό μοντέλο του Frank Αναδιάρθρωση του κεφαλαίου και χωρική αλλαγή της απασχόλησης στη Βρετανία Η επιχεΐρηση-κέικ (μοντέλο του Simon) Το μοντέλο επιχείρησης του Hymer Τα Βασικά πρότυπα γεωγραφικής εκβιομηχάνισης Υποστηρικτικά περιβάλλοντα των ιαπωνικών επιχειρήσεων Η οργανωτική δομή των τοπικών ευέλικτων παραγωγικών συστημάτων της Τρίτης Ιταλίας Δικτυακό σύμπλεγμα στον κλάδο των πολυμέσων της Καλιφόρνια Διάρθρωση δικτυακού συμπλέγματος Βιομηχανιών (Cluster) Μορφές βιομηχανικής οργάνωσης Διαδικασία δικτυακής οργάνωσης μέσω οργανισμού «Καταλύτη» (Δικτυομεσίτη) Παράγοντες ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος της δικτυακής περιφερειακή* οικονομίας: Το «μοντέλο διαμαντιού» του Porter Κύκλο* ζωής ίων προϊόντων Η «Αγία Τριάδα» του ετερόδοξου παραδείγματος Δείκτες όγκου παγκόσμιας μεταποιητικής παραγωγής και εξαγωγών, επιλεκτικά έτη μεταξύ 1963-81 (1963=100)

69 107 109 110 114 115 116 120 124 125 133 136 188 260 267 293 298 298 304 321 327 350 351 353 368 369 382 387 404

Το ηαρόν έργο αποτέλεσε το πρώτο pias ακολουθΐα.5 5 βιβλίων στη σειρά «Κριτική Γεωγραφική Σκέψη» ηου εκδόθηκαν αηό τον εκδοτικό οίκο «Ελληνικά Γράμματα» στο χρονικό διάστημα μεταξύ του 2001 (που πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκδοση rou napovios Βιβλίου) και του 2010 που ο εν λόγω OI'KOS τερμάτισε τη λειτουργία του. Στο διάστημα αυτό, το παρόν βιβλίο πραγματοποίησε 6 εκδόσεκ. Στο σημείωμα των επιμελητών i n s παραπάνω σειράΒ στην πρώτη έκδοση του Βιβλίου αναγράφο­ νται τα εξή5: Η Κριτική Γεωγραφία διατύπωσε τον ανατρεπτικό ins λόγο ενάντια στο θετικισμό τα χρό­ νια τη5 αφύπνισης που έφεραν τα κοινωνικό κινήματα μετά το Μάη του 1968, τον πόλεμο του Βιετνάμ και τα απανωτά κύματα αποβιομηχάνιση* ηου έπληξαν τα βάθρα του ανα­ πτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού και οδήγησαν σε δραματικές αναδιαρθρώσει των κοινωνικοοικονομικών του δομών και των γεωγραφικών του χώρων. Αηό τότε και για πολλές δεκαετίε* ωριμάζει στην Ευρώπη και us ΗΠΑ μια κριτική και ριζοσπαστική γεωγραφική σκέψπ πολύ διαφορετική, τόσο αηό την περιγραφική Γεωγραφία των σχο­ λικών εγχειριδίων, όσο κι αηό την ποσοτική, στεγνά θετικιστική Γεωγραφία ηου μετρά και υπολογίζει χωροθετήσεΐ5 και κατανομέ5 [...]. Πρόκειται για μια κριτική θεώρηση και ερμηνεία του γεωγροφικού χώρου ποιοτική, διαλεκτική και διεπιστημονική, σήμερα αμφιταλαντευόμενη στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια ανάμεσα στην «πολιτικοοικονομική προσέγγιση» και στην «πολιτιστική στροφή». Η σειρά αυτή φιλοδοξεί να εισαγάγει το ελληνικό κοινό σε όλον αυτό τον πλούσιο προβληματισμό αναπτύσσοντα5 έναν τρόπο προσέγγιση* στη Γεωγραφία ηου: •

«



ο



Εγκαθιδρύει τη Γεωγραφία ως Κοινωνική Επιστήμη και κοτανοεί το γεωγραφικό χώρο ως κοινωνική κατασκευή, αλλά κοι την κοινωνία cos επηρεαζόμενη αηό το γήι­ νο, φυσικό και δομημένο, περιβάλλον. Ενδιαφέρεται τόσο για τις μεταβολές που προκαλεί η κοινωνικοοικονομική δυναμική στο γεωγραφικό χώρο, όσο και για τις επιπτώσεις των γεωγραφικών δομών στην εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων. Απορρίπτει κριτικά us συμβατικές προσεγγίσεις nou θεωρούν ότι η χωρική οργάνω­ ση των δραστηριοτήτων «προσαρμόζεται» σε εκ των προτέρων δοσμένες συνθήκες, θεωρώντας ότι οι συνθήκε5 αυτέ5 παράγονται κι αναπαράγονται μέσα on' τη δυνα­ μική της χωρικής οργάνωσης των δραστηριοτήτων. Ο χώρος γίνεται έτσι κατανοητός με διαλεκτικούς opous τόσο cos αποτέλεσμα όσο και cos προϋπόθεση της ανθρώπινη* αλληλεπίδρασης και μεταβολής. Απορρίπτει us γενικευτικέ5 μεγαλόστομες αφηγήσεις των «Παραδειγμάτων» επιμέ­ νοντα* ότι η γεωγραφική γνώση οφείλει να συνθέτει με διεπιστημονικό τρόηο το τοπικά ιδιόμορφο και ανεπανάληπτο με us γενικότερες διαρθρωτικέ* τροχιές τη* χωρο-κοννωνικήδ δυναμική* αηό το τοπικό μέχρι και το παγκόσμιο. Αντιλαμβάνεται το χώρο cos συμπύκνωση γενικών συστημικών τάσεων και τοπικών ιστοριών ηου εμπεριέχουν συνθπκεϊ άνιση* κατανομή* ins οικονομική* δύναμη*,

Διαδρομές στις θεωρίες του χώρου

18

β

ins κοινωνικής αλληλεπίδρασης, ίων διαχειριστικών πολιτικών και των πολιτιστικών θεσμών, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο. Συνεπώς, «Κριτική Γεωγραφική Σκέψη» σημαίνει κριτική προσέγγιση των άνισων και αντιφατικών χωρικοτήτων των σύγχρονων κοινωνικών σχέσεων και παράλληλα ανα­ ζήτηση εναλλακτικών δρόμων για mo ανθρώπινες χωρο-κοινωνικές συνθήκες [...].

Η εκ νέου έκδοση του napovtos έργου από u s εκδόσεκ «Προπομπό*» ανταπο­ κρίνεται στη θετική υποδοχή ins onoias αυιό έτυχε όλα αυιά τα χρόνια τόσο στο ακαδημαϊκό περιβάλλον όσο και στο ευρύτερο ενημερωμένο αναγνωστικό κοινό. Παρότι η βασική δομή του Βιβλίου παρέμεινε η ίδια, προστέθηκε ένα νέο κεφάλαιο και επικαιροποιήθηκε η ύλπ σε αρκετά σημεία του έργου. Μέσα στο μουντό τοπίο i n s σημερινή* πραγματικότητα*, κάποιες ανθρώπινε5 και συναδελφικέ* σχέσεΐδ -us ονομάζω ανθρώπινους «χώρουδ ελπίδα*»- είναι ηηγέδ έμπνευση* και ενθάρρυνση*. Οι προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί φοιτητές και φοι­ τήτριες μου στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αλλά και αυτοί/αυτέδ στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο στο πρόγραμμα «Σπουδές στον Ευρωπαϊκό Πολιτισμό», αποτελούν για μένα μια μόνιμη πρόκληση για διανοητική εγρήγορση και προβληματισμό. Συναδελφικοί δεσμοί και φιλίεδ που άντεξαν στο χρόνο, αξί­ ζουν ιδιαίτερη* μνεία*. Σ' αυτό το πλαίσιο θα ήθελα να ευχαριστήσω τον συνάδελφο και φίλο Αλέξανδρο Αφουξενιδη. Ιδιαίτερα οφείλω να ευχαριστήσω τη Λίλα Λεοντίδου, ιδρυτικό στέλεχο* του Τμήματος Γεωγραφία* του Πανεπιστημίου Αιγαίου και στη συνέχεια καθηγήτρια Ευρωπαϊκής Γεωγραφία* στο Ε.Α.Π., για ιην εκτενή κριτική ανάγνωση και xis εποικοδομητικές i n s παρατηρήσεις στο αρχικό κείμενο του βιβλίου. Δεν χρειάζεται να τονίσω πωδ για τα τυχόν σφάλματα, παραλείψεις, ασά­ φειες κ.λπ. είμαι ο μόνος και αποκλειστικός υπεύθυνοδ. Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, θα πρέπει να υπογραμμίσω ου η αμέριστη στήριξη i n s οικογένειας μου έπαιξε καθοριστικό ρόλο όχι μόνο στην ολοκλήρωση i n s napouaas εργασία*, αλλά και στην όλη επιστημονική και ακαδημαϊκή μου πορεία. Σε auious αφιερώνω με αίσθημα Ba0ias ε υ γ ν ω μ ο σ ύ ν η και ayanns το παρόν έργο.

AUYOUcmos 2011 Ηλίας Α. Κουρλιούρος

Εισαγωγή Η Οικονομική Γεωγραφία αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδου^ tns 1

Ανθρωπογεωγραφίας και σύμφωνα με συμβατικά απόψεις εξετάζει τις κατανομέ5 των οικονομικών δραοτηριοιήτων στο γεωγραφικό χώρο. Σύμφωνα, όμω5, με τη σχολή tns κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας δεν εξετάζει απλώς και μόνο κατανομές (που υποδηλώνουν μια σταχική-ποσοιική αντίληψη του χώρου) αλλά, κυρίως, u s διαδικασίες αλληλεξάρτησης των οικονομικών δραστηριοτήτων με το γεωγραφικό χώρο και tous προκαλούμενους αμοιβαίους μετασχπματισμού5 (διαλεκτική-δυναμική αντίληψη του χώρου). Με άλλα λόγια, η Οικονομική Γεωγραφία στη σύγχρονη κριτική εκδοχή τπ5 δεν ενδιαφέρεται μόνο για το τι προκαλεί η οικονομική δραστη­ ριότητα στο γεωγραφικό χώρο αλλά και για το τι προκαλεί ο γεωγραφικό5 χώρος στην οικονομική δραστηριότητα. Το παρόν πόνημα επιχειρεί να καλύψει ένα κενό της έτσι κι αλλιώς πενιχρής σε θέματα χώρου ελληνικής Βιβλιογραφίας, ένα κενό που εν μέρει προκύπτει από το γεγονός ότι μέχρι ηολύ πρόσφατα αυτοτελείς σπου­ δές Γεωγραφίας σε πανεπιστημιακό επίπεδο ήταν ανύπαρκτες στη χώρα μας - τη χώρα που κατά την κλασική αρχαιότητα έδωσε στην επιστήμη αυτή το όνομα με το οποίο είναι σήμερα διεθνώς γνωστή.

2

1. Οι άλλοι κλάδοι Είναι: Κοινωνική Γεωγραφία, Πολιτική Γεωγραφία, Ιστορική Γεωγραφία, Πολιτι­ στική Γεωγραφία, Περιφερειακή Γεωγραφία και Αστική Γεωγραφία (Johnston etai, eds., 1986: 206). 2. Η Γεωγραφία, γενικά, cos επιστήμη tns «γραφής για τη γη», θεμελιώθηκε κατά την ελληνική κλα­ σική αρχαιότητα, με κείμενα ταυ Ηροδότου, του Ιπηοδάμου του Μιλήσιου, του Ερατοσθένη, του Ιπ­ πάρχου, του Ποσειδωνίου, ταυ Στράβωνα, του Κλαύδιου Πτολεμαίου κ.ά. (Βλ. αναλυτικά Λεοντίδου 2005: κεφ. 1). Στη σύγχρονη όμω5 Ελλάδα άργησε ηολύ να βρει τη θέοη nou της αρμόζει: ΜόλίΕ το 1994 άρχισε να λειτουργεί το πρώτο Τμήμα Γεωγραφίας στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου, τη στιγμή που σε άλλΕ5 χώρε5 tns Ευρώπης η Γεωγραφία έχει μια μακρά και πλούσια ακαδημαϊκή και ερευνητική παρά­ δοση, ηου σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνάει τον αιώνα. Το 2000 άρχισε να λειτουργεί και ένα ακόμα Τμήμα Γεωγραφία5 στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο. Αποτέλεσμα του ιστορικού χάσματος χιλιετιών ήταν η επικυριαρχία τη5 αφελούς περιγραφικής Γεωγραφίας των σχολικών εγχειριδίων της κατώτερης και μέσης εκπαίδευσης, που διδάσκοντα) αηό εκπαιδευτικούς άλλων -άσχετων με το αντικείμενο- ειδικο­ τήτων, ενώ ο χώρος ins Γεωγραφικής έρευνας καλυπτόταν από συγγενείς ειδικότητες (Αρχιτέκτονες Πολεοδόμους-Χωροτάκτες, Περιφερειαλόγους κ.λη.) και από Γεωγράφους ηου είχαν κάνει us σπουδές τους στο εξωτερικό. Εκτός αηό τα δύο υφιστάμενα σήμερα Τμήματα Γεωγραφίας, στοιχεία Φυσικής Γεωγραφίας διδάσκονται σε Τμήματα θετικής κατεύθυνσης (η.χ. Γεωλογίας, Φυσικής, Βιολογίας). Στοι­ χεία Ανθρωπογεωγραφίας παρέχονται σε Πολυτεχνειακά Τμήματα (Αρχιτέκτονες, Τοπογράφοι, Μηχα­ νικοί Χωροταξίας) καθώς και στο Πάντειο Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο άλλων συγγενών επιστημονικών κλάδων όηως η Πολεοδομία και Χωροταξία, π Περιφερειακή Πολιτική, η Περιφερειακή Οικονομική κ.λη. Η Οικονομική Γεωγραφία, ειδικότερα, διδάσκεται αυτοτελώς σε ορισμένα Τμήματα Οικονομικών Επιστημών, α Βασικός προσανατολισμός όμω5 των οποίων είναι εκ των πραγμάτων στραμμένος σε μια «α-χωρική» αντίληψη των οικονομικών φαινομένων - πράγμα ηου οδηγεί την Οικονομική Γεωγραφία σε έναν «περιφερειακό» ρόλο οε σχέση με την κύρια κατεύθυνση και φιλοσοφία σπουδών των Τμη­ μάτων αυτών. Σε διεθνές ωστόσο επίπεδο, παρατηρείται πρόσφατα ένα έντονο ενδιαφέρον των «κα-

20

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

Η Οικονομική Γεωγραφία, όπως έχει διαμορφωθεί ιστορικά, δεν είναι ένας ομοιογενή5 επιστημονικός κλάδο5. Προέρχεται από δύο μεγάλεε ηαραδόσεΐ5 ins σκέ­ ψης: μια ποσοιική-ιεχνική παράδοση, που σχετίζεται με μετρήσει και ταξινομήσει μεγεθών, και μια ποιοτική, που σχετίζεται με αναζητήσει αιτίων και ερμηνείες. Η πρώτη βασίζεται στα νεοκλασικά οικονομικά ιου 19ου αιώνα και την «οικονομική γεωμετρία» i n s γερμανικπ5 σχολής χωροθέτησης των αρχών του 20ού (Krugman 1996). Η δεύτερη έχει τΐ5 ρίζε5 u i s στον Στράβωνα, που θεωρούσε τη Γεωγραφία ορ­ γανικά συνδεμένη με τπ Φιλοσοφία, την κατανόηση και ερμηνεία των φαινομένων (Leontidou 2000, Λεοντίδου 2005: κεφ. 1). Qs διανοητικό προϊόν autns ins διηλήε αντιφατικής επιρροής, η Οικονομική Γεωγραφία αποτελείται από επιμέρους σχολές σκέψης και προσεγγίσεις που είναι κατά κανόνα αντιτιθέμενες μεταξύ IOUS, με απο­ τέλεσμα να διαμορφώνεται ως μια ηολυπαραδειγμαιική-ηολυφωνική επιστήμη. Μια επιστήμη στην οποία δεν κυριαρχεί η «αδιαμφισβήτητη αλήθεια» του εν05 και μόνο «Παραδείγματο5» (με την έννοια του T.S. Kuhn) αλλά ο επιστημονικ05 διάλογος, ο KpuiKOs αντίλογο5 και η ανασκευή των υποθέσεων (με την έννοια του Κ. Popper). Η ιστορική ανάπτυξη τπ5 Οικονομικής Γεωγραφία σηματοδοτείται ηολύ περισσότε­ ρο cos ηοηεριανή διανοητική διαδικασία γένεση5, δοκιμής, αμφισβήτησπ5 και ανα­ σκευής υποθέσεων και πολύ λιγότερο cos γραμμική εξέλιξη δοσμένων θεωρητικών σχημάτων. Οι αμοιβαία μ ε τ α σ χ η μ α τ ι σ τ ή σχέσεις οικονομία5-χώρου ήταν πάντα στο επί­ κεντρο των κρίσιμων στιγμών στην ιστορία της καηιταλιστική5 ανάπτυξης. Οι προ­ σ ε γ γ ί σ ε ι όμως των σχέσεων αυτών διέφεραν μεταξύ του5 με αποτέλεσμα να έχει διαμορφωθεί ένα σημαντικό απόθεμα εννοιολογικών και αναλυτικών εργαλείων, μεθόδων και ερμηνειών, παλαιότερων αλλά και νεότερων. Μια τέτοια κρίσιμη κα­ μπή παρατηρείται στη δεκαετία του 1970, που σηματοδοτεί μια ευρείας κλίμακα5 οι­ κονομικοκοινωνική και γεωγραφική αναδιάρθρωση του σύγχρονου καπιταλισμού, η οποία από πολλούς αναλυτέ5 θεωρείται cos η φάση έναρξη5 του πέμπτου μακρού κύματο5 Kondratiev (Hamilton 1991:92-3, Healey & Ilbery 1990:15-6, Dicken 1999: 147-9). Η ανάπτυξη της νέας κριτικής Οικονομικής Γεωγραφία, που θα απασχολήσει το μεγαλύτερο τμήμα της εργασίας αυτή5, μπορεί να γίνει κατανοητή cos έκφραση στο πεδίο των θεωριών ίου χώρου αυτών των μεγάλης κλίμακας αναδιαρθρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού. Αναδιαρθρώσεων που αναπαράγουν υπάρχουσες χωροκοινωνικές και χωροοικονομικές ανισότητε5 ενώ παράλληλα δημιουργούν νέε5. Η προκείμενη εργασία αποσκοπεί στην κριτική ανάλυση Βασικών προσεγγίσεων του γεωγραφικού χώρου και των αλληλεξαρτήσεων του με τπ δυναμική της παρα­ γωγής και της ανάπτυξης. Περιλαμβάνονται αφενός διαχρονικά ζητήματα ιδωμένα, όμω$, μέσα από ένα νέο πρίσμα, και αφετέρου ζητήματα ηου συμβαίνει να βρί­ σκονται στην αιχμή πρόσφατων διεθνών προβληματισμών. Η εργασία προσπαθεί να διατηρήσει μια σχετική «ισορροπία» ανάμεσα oris παλιότερες και τΐ5 νεότερες προσεγγίσει όχι μόνο για λόγου5 μιας mo ολοκληρωμένης θεώρησης, αλλά και για θαρών» οικονομολόγων npos οικονομικο-γεωγραφικά θέματα, με ηιο χαρακτηριστικό «δείγμα» auins ins σιροφπ5 το έργο του γνωστού Αμερικανού οικονομολόγου Paul Krugman (1991, 1991a, 1995).

Εισαγωγή

21

το λόγο ότι πολλέ5 (popes το καινούριο στο χώρο των ιδεών χτίζεται πάνω στα θε­ μέλια του παλιού, υλοποιώντας μια διαδικασία κίνησης ιδεών που παραλληλίζοντά5 την με την οικονομία ο Joseph Schumpeter (1939) θα αποκαλούσε «δημιουργική καταστροφή». Η εργασία αποτελείται από 17 κεφάλαια. Στο κεφάλαιο 1, συζητούνται θέματα αντικειμένου τπ5 Ο ι κ ο ν ο μ ί α Γεωγραφία5 καθώ5 και ερωτήματα που απορρέουν από διάφορους ορισμού5 της. Το κεφάλαιο 2 εξετάζει ζητήματα μεθόδου ιδωμένα μέσα από την ιστορική εξέλιξη των διαφορετικών σχολών ή «Παραδειγμάτων» οικονομικογεωγραφική5 σκέψης. Το κεφάλαιο 3 επικεντρώνεται στπν ανάλυση των Βασικών στοιχείων u i s δραστηριότητας ιων επιχειρήσεων και συζητούνται, σε ένα πρώτο επίπεδο προσέγγιση5, οι πολύπλευρες σχέσεΐ5 του5 με το γεωγραφικό χώρο. Έμφαση δίνεται στο ρόλο των εξωτερικών οικονομιών, των διεηιχειρηματικών δια­ συνδέσεων και συναλλαγών κατά μήκο5 των αξιακών αλυσίδων και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας στη διαμόρφωση των σύγχρονων παραγωγικών συστημά­ των. Σ ι ο κεφάλαιο 4 συζητούνται οι χωροοικονομικές δομέ5 και σχέσεις ins μαζιKns εκβιομηχάνισης και ανάπτυξης. Ειδικότερα επισκοπείται η ανάδυση και εγκαθί­ δρυση του φορντικού καθεστώτος συσσώρευσης και του αντίστοιχου κεϋνσιανού τρόπου κοινωνικής ρύθμιση5 - ενός τρόπου οργάνωσης των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών που κυριάρχησε και διαμόρφωσε τα πλαίσια των χωροοικονομικών και χωροκοινωνικών δομών της παραγωγής και της ανάπτυξης του σύγχρονου καπι­ ταλισμού κατά τα τρία τέταρτα, σχεδόν, του 20ού αιώνα. Στο κεφάλαιο 5 συζητού­ νται κριτικά οι διαφορετικέ5 μικρογεωγραφικέ5 προσεγγίσει της χωροθέτησης των επιχειρήσεων ενώ στο κεφάλαιο 6 οι προσεγγίσεις εκείνες ηου δίνουν έμφαση στη διαμόρφωση των μακρογεωγραφικών δομών της άνισης χωρικής ανάπτυξης στο πλαίσιο του φορντικού καθεστώτος συσσώρευσης. Τα επόμενα κεφάλαια του Βιβλίου μετατοπίζουν τη συζήτηση στις νέες οικο­ νομικές γεωγραφίες και θεωρίες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης και άνισης ανάπτυξης, που αποτέλεσαν ένα κρίσιμο σημείο καμπής στην ιστορία και γεωγρα­ φία του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Το κεφάλαιο 7 μελετά την κρίση της μαζι­ κής παραγωγής και xis πολιτικές αντιμετώπισης της στο χώρο των πόλεων και των περιφερειών κατά τη μετάβαση στη μεταφορντική εηοχή της αναδιάρθρωσης. Στο κεφάλαιο 8 συζητούνται ορισμένες βασικές προσεγγίσεις που συνέδεσαν το ζήτη­ μα της αναδιάρθρωσης με τη δυναμική ins ανάπτυξης των αστικών κέντρων oris χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Στο κεφάλαιο 9 αναλύονται προσεγγίσει που συνάγουν τις γ ε ω γ ρ α φ ί α ανισότητες αηό την ανάλυση u i s διεθνούς καπιτα­ λιστικής ανάπτυξης και της οικονομικής εξάρτησης των χωρών τπς «περιφέρειας» από τις χώρες του «κέντρου». Το κεφάλαιο 10 επεκτείνεται σε έναν κύκλο προ­ σεγγίσεων που αντιλαμβάνονται τις γεωγραφικές ανισότητες ως προϋπόθεση και παράλληλα ως αποτέλεσμα της δυναμικής της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Στο κεφάλαιο 11 συζητούνται αναλύσεις ins αναδιάρθρωσης και το κεντρικό ζήτημα του χωρικού καταμερισμού της εργασίας και των διαδοχικών στρωμάτων επενδύ­ σεων. Στο κεφάλαιο 12 παρουσιάζεται η πραγμάτευσπ της γεωγραφικής εκβιομη-

22

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

xavions cos μιας πορεία* διαδοχικών φάσεων χωρική* ανάπτυξη* ηου συνδέεται με τι* διαδοχικέ* διακυμάνσει* τη* ανισομερού* μεγέθυνσης. Στο κεφάλαιο 13 μελετά­ ται το μεταφορντικό καθεστώ* τη* ευέλικτης συσσώρευσης και των γεωγραφικών της χώρων, το ερμηνευτικό i n s πλαίσιο καθώ* και διάφορε* κριτικέ* τοποθετήσει ηου αμφισβητούν τη γενικευσιμότητα του μοντέλου i n s ε υ ε λ ι ξ ί α και εκφράζουν επιφυλάξει ω5 npos n s πρακτικές ηου συνδέθηκαν με αυτό. Το κεφάλαιο 14 επε­ κτείνει τη συζήτηση στο ζήτημα i n s ηαραγωγική5 δικτύωση5 και i n s διαμόρφωσης συμπλεγμάτων «ενσωματωμένων» επιχειρήσεων oris λεγόμενε5 νέε5 μαρσαλιανέ5 συνοικίε5. Εξετάζονται οι σ υ ν θ ή κ η διαμόρφωση5 των δικτυακών χώρων ηαραγωyns και συζητούνται οι διάφορε5 Θεωρητικέ5 ερμηνείε5 αηό την εηοχή του Alfred Marshall μέχρι τη σημερινή σχολή i n s Καλιφόρνια. Το κεφάλαιο 15 αναλύει u s σχέσεΐ5 τεχνολογική5 εξέλιξη5 και χωρικής αλλαγής. Αρχικά αναλύονται ορισμένες συμβατικές προσεγγίσεις των δύο συγκεκριμένων διαδικασιών και στη συνέχεια μια εναλλακτική προσέγγιση Βασισμένη στη θεωρητικοηοίηση i n s νέα* «Αγίας Τριάδα5» i n s μειαφορνιική5 ανάηιυξη5, δηλαδή των τεχνολογιών, των οργανισμών (εταιρικών δομών) και των περιοχών (γεωγραφικών χώρων) καθώ5 και cms μεταξύ IOUS σχέσεΐ5, στο πλαίσιο μια5 Θεσμική5 αντίληψη5 i n s χωρική5 οικονομίας ως συ­ νόλου σχετικιστικών περιουσιακών ηόρων, ανακλαστικών σχέσεων και συντονι­ σμού μεταξύ οικονομικών δραστών. Το κεφάλαιο 16 μετατοπίζει τη συζήτηση αηό τη σφαίρα i n s υλικής παραγωγή* σε αυτήν i n s άυλη$. Στο πλαίσιο i n s ευρύτερης δυναμική* i n s καηιταλιστική5 αναδιάρθρωσης εξετάζεται η νέα οικονομική γεω­ γραφία των υπηρεσιών για να συνδεθεί με κριπκέ5 α ν α λ ύ σ ε ι i n s λεγόμενη$ «μεταβιομηχανική5» στροφής. Εξετάζονται ακόμα οι άνισε* οικονομικέ* γεωγραφίες των υπηρεσιών Βιομηχανική* υηοστήριξη5, των λεγόμενων «υπηρεσιών παραγωγού» (ή «επιχειρηματικών υπηρεσιών»). Τέλος, αλλά όχι τελευταίο σε σημασία, στο κε­ φάλαιο 17 αναλύονται Βασικέ5 πτυχέ5 και γεωγραφικέ* φαντασΐε* τη* οικονομικής παγκοσμιοποίησης υπό το πρίσμα i n s κριτικής Οικονομικής Γεωγραφία* και ανα­ δείχνεται η συμβολή i n s τελευταίας στην απομυθοποίηση του*.

1.1. Εισαγωγή Ο προσδιορισμός ίου αντικειμένου pias κοινωνική^ επιστήμης όπω5 η Οικονομι­ κή Γεωγραφία, δεν είναι διόλου εύκολη υπόθεση. Σε αντίθεση με u s φυσικές και τεχνικές επιστήμες των οποίων τα αντικείμενα είναι δοσμένα αηό τη Φύση, τα αντι­ κείμενα των κοινωνικών επιστημών είναι ρευστά. Ο προσδιορισμός τους - η επέν­ δυση τους με ν ό η μ α - εξαρτάται από τις διαφορετικές επιστημονικές εμπειρίες, τις υποκειμενικές προτιμήσεις και ης κλίσεις των επιστημόνων που τα εξετάζουν. Οι αντιλήψεις των κοινωνικών ερευνητών δεν είναι ουδέτερες απέναντι στα εξεταζόμε­ να αντικείμενα αλλά αποτελούν συνάρτηση των κοινωνικών συνθηκών εντός των οποίων διαμορφώνονται οι προσωπικές τους εμπειρίες, οι ερευνητικές τους πρακτι­ κές, οι ιδεολογίες τους και οι επιστημονικές τους τοποθετήσεις. Στο εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο, αντί να δοθεί ένας υποτιθέμενος αντικειμενικός ορισμός tns Οικονομικής Γεωγραφίας, παρατίθενται μερικοί ορισμοί ηου διατυπώθηκαν κατά καιρού*, και ταυτόχρονα συζητούνται ορισμένα ερωτήματα που απορρέουν από αυτούς. Μέσα από την εισαγωγική αυτή συζήτηση, θα διαφανούν μερικές Βασικές πτυχές της Οι­ κονομικής Γεωγραφίας και των ερευνητικών κατευθύνσεων της. 1

1.2. Ορισμοί και ερωτήματα Σύμφωνα με τον Douglas και του5 συνεργάτες του. Γεωγραφία είναι π επιστήμη ηου μελετά xis αλληλεξαρτήσεΐ5 των ανθρώπων και του περιβάλλοντος τους (Douglas et at. 1996: i x ) . Προεκτείνοντα5 τον ορισμό αυτό, μπορεί κανείς να ηει ότι π Οικονομι2

1. Ο opos «γεωγραφία» χρησιμοποιείται στην εργασία αυτή με διττή έννοια: με την έννοια του επι­ στημονικού κλάδου (Γεωγραφία με Γ κεφαλαία) και με τπν έννοια ins διάρθρωσης του χώρου (γεω­ γραφία με γ μικρό). 2. Παρατηρούμε ότι στο συγκεκριμένο ορισμό δεν γίνεται διάκριση μεταξύ φυσικού και ανθρωπογενούς περιΒάλλονιος. Σχετικά με αυτό μπορούμε να σημειώσουμε ότι, ιστορικά, ο κατακερματισμός tns έννοιας του περιβάλλοντας σε φυσικό και ανθρωπογενές οδήγησε στην αυτόνομη ανάπτυξη tns Φυσικής Γεωγραφίας και Tns Ανθρωπογεωγραφίας ως δύο ξεχωριστών επιστημονικών κλάδων με ελά­ χιστες ή καθόλου σχέσεις μεταξύ τους. Σήμερα, ωστόσο, η μηχανιστική αυτή διάκριση τείνει όλο και περισσότερο να εκλείψει UJS αποτέλεσμα της συνειδητοποίησης ότι «φύση» και «ανθρώπινη κοινωνία» δεν αποτελούν δυο ξεχωριστές και αυτόνομες οντότητες, αλλά συνθετικά παράγωγα μιας διαλεκτικής ενότητας σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων μέσω των οποίων π μια «οντότητα» διαμορφώνει και νόημα-

24

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

κή Γεωγραφία μελετά τις εξαρτήσεις ανάμεσα στις οικονομικές δραστηριότητες ίων ανθρώπων και στο περιβάλλον τους. Μια τέτοια εκδοχή για το αντικείμενο τπς Οικονομικής Γεωγραφίας προκαλεί το ερώτημα: Τι είναι η οικονομική δραστηριότητα και πώς μπορούμε να την κατα­ νοήσουμε; Το ερώτημα, όσο και αν φαίνεται εκ πρώτης όψεως αφελές, επιδέχεται διαφορετικές απαντήσεις. ΓΓ αυτούς που ακολουθούν τη συμβατική οικονομολογι­ κή παράδοση, η οικονομική σφαίρα εδράζεται σε απρόσωπους υπολογισμούς κόστους-οφέλους ηου υπακούουν σε τυπικούς θεσμικούς κανόνες οι οποίοι διέπουν τις συμπεριφορές των οικονομικών υποκειμένων στο πλαίσιο ενός συστήματος πα­ ραγωγής, διανομής και κατανάλωσης υλικών αγαθών και υπηρεσιών. Οι «κανόνε5 του παιχνιδιού» ρυθμίζονται αηό τις απρόσωπες δυνάμεις της αγοράς ή αηό παρεμ­ βατικές κρατικές πολιτικές ηου διαμορφώνουν το κανονιστικό πλαίσιο της δράσης των οικονομικών υποκειμένων. Για εκείνους, αντίθετα, που ακολουθούν μη συμβατικέ5 προσεγγίσεις, όπως τις πρόσφατες συγγενείς προσεγγίσεις της «Κοινωνικοοικονομι­ κής», της «Ηθικής Οικονομίας» της «θεσμικής» και της «Εξελικτικής Οικονομικής», η οικονομική σφαίρα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το σύστημα κοινωνικών, εθιμι­ κών και πολιτιστικών αξιών και κανόνων που διέπουν κάθε συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους (Nelson & Winter 1982, Ηοαφοη 1988, Andereen 1994, Malecki 1995, Lee & Wills, eds., 1997, Sayer 1998, Gray 1999, Σεν 2000). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, π οικονομική δραστηριότητα είναι ενσωμα­ τωμένη σε δίκτυα συναλλακτικών σχέσεων που οφείλουν τη συνοχή τους όχι μόνο σε τυπικά θεσμικά-νομοθετικά πλαίσια, αλλά κυρίως σε άρρητους κανόνες, ηρακτικέ5 και κώδικες συμπεριφοράς (Grabher, ed., 1993, Cooke 1993,1997, Morgan 1992, Storper 1997, Hudson 1998). Ο συνεκτικός ιστός των συναλλακτικών αυτών σχέσεων είναι οι μη εμπορεύσιμες αλληλεξαρτήσεις ηου αναπτύσσονται μεταξύ των οικονομικών υποκειμένων σε συγκεκριμένους τόπους π περιφέρειες (Storper 1995, 1997). Οι εν λόγω αλληλεξαρτήσεις δημιουργούνται εκτός των τυπικών πλαισίων της αγοράς ή του κρατικού παρεμβατισμού, εκτός δηλαδή των αντικειμένων ανάλυσης της συμβατικής οικονομικής επιστήμης. Εδράζονται κυρίως στη συναίσθηση του αμοιβαίου παραγω­ γικού καθήκοντος, στη διάθεση συνεργατικής δράσης και αλληλεπιδραστικής μάθη­ σης και στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση μεταξύ των οικονομικών δραστών της περιφέρειας. Κάτω αηό αυτό το πρίσμα, οι οικονομικές διαδικασίε5 δεν αποτελούν αηλώς έκφραση μιας απρόσωπης «μηχανικής εισροών-εκροών», όηως στις συμβατικέ5 προσεγγίσεις, αλλά ένα σχετικιστικό σύστημα ανακλαστικών σχέσεων, συνομιλίας και συντονισμού ανάμεσα στους φορείς της οικονομικής δράσης (Storper 1997: 28, 1997a: 248). Συνεπώς στπν Οικονομική Γεωγραφία ορισμοί και έννοιε5 ηου δείχνουν συμβατικές και ουδέτερες ή ερωτήματα ηου φαίνονται απλοϊκά και αυτονόητα, μπορεί

ιοδοιεί την άλλη ενώ ταυτόχρονα διαμορφώνεται και νοηματοδοτείται αηό αυτήν (Smith 1984). Όπακ παρατηρεί ο Swyngendouw (1997), δύσκολα μπορεί κανει'5 σήμερα να εντοπίσει ηλευρέΞ του φυσικού περιβάλλοντος που να μη φέρουν τπ σφραγίδα ins ανθρώπινπΞ δράσης, όηως είναι δύσκολο να εντο­ πίσει πλευρές tns ανθρώπινης δράσης ηου να μπ συσχετίζονται -στον έναν ή τον άλλο βαθμό- με us δυνατότητες και τους περιορισμούς του φυσικού ηεριβάλλοντοΞ.

Το αντικείμενο ins Οικονομικής Γεωγραφίας: ορισμοί και ερωτήματα

25

να κρύβουν ένα φάσμα διαφορετικών ερμηνειών που κατά κανόνα οδηγούν σε δια­ φορετικά συμπεράσματα για τπ φύσπ των εξεταζόμενων φαινομένων. Σύμφωνα με τους Hoover και Giarratani (1985: 3), Γεωγραφία είναι π επιστήμη που ασχολείται με το ερώτημα: «Τι είναι πού, γιατί, και συνεπώς τι». Το ερώτημα αυτό οδηγεί στη σκέψη ότι στόχος της Οικονομικής Γεωγραφίας δεν είναι απλώς να περιγράφει τις κατανομές των οικονομικών δραστηριοτήτων στο γεωγραφικό χώρο (το «τι είναι πού») αλλά και να τις ερμηνεύει (το «γιατί»). Με άλλα λόγια, η Οικο­ νομική Γεωγραφία δεν είναι μόνο μια περιγραφική αλλά κυρίως μια αναλυτική και ερμηνευτική επιστήμη. Όμως, αναλύοντας και ερμηνεύοντας τα αίτια είναι σε θέση να ανιχνεύει προβλήματα και να διατυπώνει ρυθμιστικές προτάσεις για την επίλυση τους, δηλαδή για το τι πρέπει να γίνει («και συνεπώς τι»). Είναι δηλαδή ταυτόχρονα και μια κανονιστική επιστήμη. Στο σημείο αυτό, π Οικονομική Γεωγραφία συνα­ ντάται και συνδιαλέγεται με την αναπτυξιακή πολιτική και το χωρικό σχεδιασμό. Οι τρεις παραπάνω πτυχές της Οικονομικής Γεωγραφίας -περιγραφική, αναλυτική/ ερμηνευτική και κανονιστική- είναι συνυφασμένες μεταξύ τους και δεν υπάρχει τρόπος να απομονώσει κανείς τη μια και να τπν αντιπαραβάλει με την άλλη - όπως έκαναν ο λογικός θετικισμός και π ποσοτική επανάσταση (κεφ. 2). Τα φαινόμενα όμως δεν είναι στατικά. Το «τι είναι πού και γιατί και συνεπώς τι» υπόκειται σε διαδικασίες ιστορικής μεταβολής. Για να χρησιμοποιήσουμε κάποιες σκέψεις της Massey (1979, 1984), διαδοχικά στρώματα επενδύσεων δημιουργούν διαφοροποιημένες χωρικές κατανομές των οικονομικών δραστηριοτήτων - διαφο­ ρετικούς και αλληλεπικαλυπτόμενους χωρικούς καταμερισμούς της εργασίας (κεφ. 11). Η χωρική διάρθρωση της σημερινής μεταβιομηχανικής Αγγλίας δεν είναι διό­ λου π ίδια με εκείνη i n s Βιομηχανικής Αγγλίας του 19ου αιώνα, ούτε καν με εκείνη του πρώτου μισού του 20ού (Μ8ςςθν & Meegan 1989). Το μεταπολεμικό συγκε­ ντρωτικό χωροταξικό και οικιστικό σύστημα τπς Ελλάδας δεν είναι το ίδιο με το αποκεντρωμένο σύστημα της χώρας του προηγούμενου αιώνα (V\tosenhoven 1980, Leontidou 1981, 1989α). Τα αίτια των χωρικών κατανομών των οικονομικών δρα­ στηριοτήτων -το «και γιατί»- επίσης μεταβάλλονται ιστορικά. Παράγοντες ηου για κάποια δεδομένη χρονική περίοδο αποτελούν δυνάμεις προσέλκυσης δραστηριοτή­ των σε συγκεκριμένες περιοχές προσδιορίζοντας τη χωροοικονομική τους διάρθρω­ ση, μπορεί σε μετέπειτα περιόδους και κάτω από ειδικές συνθήκες να μεταβληθούν σε παράγοντες απώθησης των δραστηριοτήτων αυτών και αντίστροφα. Η ιστορική γεωγραφία των διάφορων χωρών είναι γεμάτη περιπτώσεις όπου πρώην ευημε­ ρούσες περιοχές πέρασαν αργότερα σε φάσεις παρακμής ή, αντίθετα, περιπτώσεις λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών ηου γνώρισαν σημαντική οικονομική ανάπτυξη και ευημερία σε μετέπειτα περιόδους. Η οικονομικοκοινωνική ανάπτυξη πραγμα­ τοποιείται τμηματικά, ανισομερώς και κατ' αντιμετάθεση στο γεωγραφικό χώρο και τον ιστορικό χρόνο. Όπως έγραφε ο Ηρόδοτος πριν αηό δυόμισι χιλιετίες: Έπειτα, θα συνεχίσω τπν Ιστορία μου, μιλώντας το ίδιο για us μικρές όσο και για us μεγά­ λες πόλεις [εννοεί τις ηόλεις-κράτπ] γιατί αυτές που κάποτε ήταν μεγάλες, οι περισσότερες έγιναν ασήμαντες κι όσες κάποτε ήταν μικρές αποδείχτηκαν στην εποχή μου σπουδαίες.

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

26

Ξέροντας, συνεπώς, ότι π ανθρώπινη ευημερία δεν μένει ποτέ για πολύ στον ίδιο τόπο, θα δώσω ίση προσοχή σε όλες xis πόλεις. 3

Το κανονιστικό πλαίσιο ins Οικονομικής Γεωγραφίας -το «και συνεπώς τ ι » - επίons μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικρατούσες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Αν για παράδειγμα στις δεκαετίες του 1950 και 1960 οι επιστήμες του χώρου απο­ τελούσαν το αναλυτικό υπόβαθρο των παρεμβατικών χωρικών πολιτικών στα ανα­ πτυγμένα δυτικά κράτη, στις επόμενες δεκαετίες ηου πραγματοποιείται το πέρασμα από το φορντισμό στπν ευέλικτη συσσώρευση και αηό τον κεϋνσιανισμό στο νεο­ φιλελευθερισμό και οτπ θεοποίηση των απορυθμισμένων αγορών (βλ. κεφ. 13), το υπόβαθρο αυτό έπαψε να έχει τη σημασία που είχε, καθώς οι κυρίαρχες πολιτικές πρακτικές αποσταθεροποιούσαν σταδιακά τα βάθρα του κοινωνικού κράτους πρό­ νοιας και των ρυθμιστικών του πολιτικών. Είναι συνεπώς προφανές ότι δεν μπορεί κανείς να κατανοήσει ολοκληρωμένα την έννοια της χωρικής οργάνωσης των οικονομικών δραστηριοτήτων χωρίς να λάβει υπόψη του τπν ιστορική διάσταση και αλλαγή. Όπως δείχνουν γνωστοί ιστορικοί, το παρελθόν, η ιστορία, δεν είναι απλώς μια αδρανής συνάθροιση τετελεσμένων γεγονότων, αλλά διαρθρώσεις υλικών και νοηματικών σχέσεων που διαπερνώντας το χρόνο και το χώρο δημιουργούν δυνατότητες και περιορισμούς για το παρόν και το μέλλον (Carr 1984, Hobsbawm 2000). Η Οικονομική Γεωγραφία, για να είναι σε θέση να κατανοήσει το παρόν των χωροοικονομικών φαινομένων ή να διατυπώσει υποθέσεις έρευνας για το μέλλον, οφείλει να ενσωματώνει στη θεώρηση τπς και μια ιστορική διάσταση. Στο σημείο αυτό συναντάται και συνδιαλέγεται με την Ιστορική Γεωγραφία, την Ιστορία των πόλεων και των οικισμών, την Ιστορία του σχεδιασμού του χώρου, τπν Οικονομική, Κοινωνική και Πολιτική Ιστορία. Το «τι είναι πού» του ορισμού των Hoover και Giarratani δημιουργεί την ψευ­ δαίσθηση ότι π Οικονομική Γεωγραφία παντού και πάντα ασχολείται με «αυτό που είναι», με το πραγματικό. Τα πράγματα όμως δεν ήταν πάντα έτσι. Στις αρχικές του­ λάχιστον φάσεις της ανάπτυξης τπς, η Οικονομική Γεωγραφία είχε πολύ πιο στενή σχέσπ με το ιδεατό παρά με το πραγματικό, με αυτό που «θα έπρεπε να είναι» και όχι με αυτό που «πράγματι είναι».Ένας αηό τους θεμελιωτές της γερμανικής σχολής χωροθέτησης, ο August Losch (1938, 1954), παρότι στις έρευνες του ασχολήθηκε με τη μελέτη ιδεατών κατανομών των δραστηριοτήτων στο χώρο, είχε απόλυτη συνείδηση του γεγονότος ότι η αντικειμενική πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική αηό την ιδεατή εξαγωνική «πραγματικότητα» του θεωρητικού του μοντέλου. Όμως, θεώρησε ότι το καθήκον των επιστημών του χώρου δεν έγκειται απλώς και μόνο στην ανάλυση της γεωγραφικής πραγματικότητας όπως αυτή είναι, αλλά και στην κατανόηση του γιατί δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι, έτσι ώστε να μπορέσουμε να τη βελτιώσουμε (Losch 1954: 4). Η διάσταση ανάμεσα σε «αυτό που είναι» -στο πραγματικό- και σε «αυτό που θα έπρεπε να είναι» -στο ιδεατό ή άριστο- διέπει όχι μόνο τΐ5 αναλύσει των θεμελιωτών τπς γερμανικής σχολής χωροθέτησης, αλλά και όλου του νεοκλασι­ κού ρεύματος τπς χωρικής ανάλυσης (Holland 1979: ch. 1, Cooke 1983, Gore 1984). 3. HpoOoios, Ιστορία I: Κλειώ. Αθήνα, εκδ. Κάκτος 1992, σελ. 31.

Το αντικείμενο της Οικονομικής Γεωγραφίας: ορισμοί και ερωτήματα

27

Η διάσταση αυτή οφείλεται στην επιστημολογική επιρροή ηου άσκησε ο λογικός θε­ τικισμός στη γεωγραφική σκέψη, επιρροή ηου έφθασε στο αποκορύφωμα της κατά τις δεκαετίες του 1950 και 1960 με την ποσοτική επανάσταση, για να υποχωρήσει στη συνέχεια καθώς άλλα μεταθετικιστικά ρεύματα σκέψης έκαναν την εμφάνιση τους και σταδιακά εδραιώθηκαν στη διεθνή επιστημονική κοινότητα (κεφ. 2). Η έμφαση των θεμελιωτών της Οικονομικής Γεωγραφίας στο ιδεατό ή άριστο σκιαγραφεί μια ακόμα πτυχή του αντικειμένου της που επιδέχεται κριτική συζήτηση. Σύμφωνα με έναν άλλο ορισμό. Οικονομική Γεωγραφία είναι η επιστήμη «που ερευ­ νά την κατανομή των οικονομικών φαινομένων στο χώρο και αναζητεί την άριστη οργάνωση του» (Κονσόλας 1997: 41). Όμως, εδώ ανακύπτει ένα άλλο ερώτημα: Τι σημαίνει άραγε «άριστη οργάνωση» των οικονομικών φαινομένων στο χώρο; Υπάρχουν δύο πιθανές εκδοχές του όρου αυτού. Στην πρώτη εκδοχή, η άριστη οργάνωση ισοδυναμεί με μια ιδεατή γεωγραφική πραγματικότητα - με την πραγ­ ματικότητα «όπως θα έηρεηε να είναι». Μια τέτοια όμως εκδοχή οδηγεί, όηως πα­ ρατηρεί ο Cooke (1983: 111-9), σε μια ιδεολιστική αντίληψη των πραγμάτων - σε νοητικές δηλαδή κατασκευές στις οποίες οι ιδέες που διαμορφώνουμε για μια πραγ­ ματικότητα μυθοποιούνται και αποκτούν το χαρακτηριστικά μιας αυτόνομης οντό­ τητας που υπερβαίνει και καθορίζει την πραγματικότητα καθ' εαυτήν. Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι η βελτίωση μιας γεωγραφικής πραγματικότητας απαιτεί την ύπαρξη ενός μέτρου σύγκρισης, ενός γνώμονα ή μοντέλου μιας ιδεατής πραγματι­ κότητας. Απαιτείται πράγματι η γνώση των κανόνων συγκρότησης αυτής της ιδεατής πραγματικότητας, προκειμένου να δρομολογηθούν δράσεις ηου θα οδηγήσουν την αντικειμενική πραγματικότητα πιο κοντά στην ιδεατή. Δεν φθάνει όμως αυτό. Μια πραγματικότητα αλλάζει μόνο όταν είναι γνωστό το ηώς αυτή είναι πράγματι, το πώς λειτουργεί, σε ποιες εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις διατήρησης ή μετασχηματι­ σμού υπόκειται, ποιοι είναι οι φορείς των δυνάμεων αυτών και ποια τα βασικά κίνη­ τρα τους, οι ισορροπίες και οι συγκρούσεις των συμφερόντων τους στο χώρο. Μόνο γνωρίζοντας την πραγματικότητα όπως αυτή είναι, μπορεί να σχεδιαστεί το ηώς θα έπρεπε να είναι, και όχι το αντίστροφο. Αλλά και πάλι, ο σχεδιασμός θα παραμένει άσκηση επί χάρτου αν δεν μετατραπεί σε συντονισμένη δράση των κοινωνικών εκεί­ νων δυνάμεων που έχουν τα κίνητρα και τη θέληση να αλλάξουν την πραγματικό­ τητα. Με άλλα λόγια, οι γεωγραφικές πράγματικότητες δεν αλλάζουν σύμφωνα με τα ιδεατά μοντέλα που οι διάφοροι θεωρητικοί διαμορφώνουν γΓ αυτές, αλλά μέσα από τις δικές τους ενδογενείς δυναμικές. Οι συνθήκες του γεωγραφικού «γίγνεσθαι» ενυπάρχουν στο γεωγραφικό «είναι», δεν βρίσκονται έξω ή ηάνω από αυτό. Η δεύτερη πιθανή εκδοχή του όρου «άριστη οργάνωση» υπονοεί την ύπαρξη μιας αξιωματικής αρχής «γενικού καλού» ή «κοινού συμφέροντος» στον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι ανθρώπινες δραστηριότητες στο γεωγραφικό χώρο. 4

4. Πρόκειται για την αρχή πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η θεωρία και πρακτική του ορθολογικού καθολικού σχεδιασμού που κυριάρχησε eras δυτικές χώρες κατά ns δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες της οικονομικής μεγέθυνσης και των κρατικών πολιτικών πρόνοιας (βλ. Faludi 1973, Faludi, ed., 1976. Για κριτική ανάλυση Βλ. ΒασενχόΒεν και Κουρλιούρος 2007).

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

28

Μια τέτοια εκδοχή δηλώνει, ρητά ή άρρητα, ότι υπάρχει μια οικουμενική αρχή για τη χωρική οργάνωση των δραστηριοτήτων ανεξάρτητη από επιμέρους αρθρώσεις οικονομικών συμφερόντων με το χώρο, δηλαδή ανεξάρτητη από τους τρόπους με τους οποίους τα διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα -κοινωνικές τάξεις, στρώματα, ομάδες και άτομα- χρησιμοποιούν, οικειοποιούνται και ελέγχουν το χώρο. Όμως, όπως πολλοί αναλυτές έχουν επισημάνει, μια τέτοια παραδοχή οδηγεί σε εξωκοινωνικές και ανιστορικές προσεγγίσεις του χώρου (Camhis 1979, Scott 1980, Cooke 1983, Κουρλιούρος 1989, Γεωργουλής 1993). θα ήταν κοινοτοπία να υπενθυμίσου­ με ότι τα οικονομικά φαινόμενα συνδέονται με συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν κάθε δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό. Στον καπιταλιστικό κοι­ νωνικό σχηματισμό, οι σχέσεις αυτές εδράζονται στην ιστορική διαίρεση της κοι­ νωνίας σε ανταγωνιστικές μεταξύ τους κοινωνικές τάξεις και στρώματα που προσ­ διορίζονται όχι με βάση τις ιδέες τους, αλλά με Βάση την ιδιοκτησιακή tous σχέση με τα Βασικά μέσα παραγωγής τπς κοινωνίας (Bottomore et ai

1985: 74-9). Η εν

λόγω σχέση, με τη σειρά της, προσδιορίζει το πώς διανέμεται ο παραγόμενος υλικός πλούτος ανάμεσα στα κοινωνικά υποκείμενα και ποιοι ελέγχουν τους όρους τπς δια­ νομής αυτής. Η παραγωγή και διανομή όμως του υλικού πλούτου και η καθημερινή αναπαραγωγή της κοινωνικής ζωής δεν είναι α-χωρικές διαδικασίες - διαδικασίες ηου συμβαίνουν «πάνω στο κεφάλι μιας καρφίτσας» (Massey 1984). Έχουν χωρικές διαστάσεις οι οποίες αποκρυσταλλώνουν κοινωνικές σχέσεις που στον καπιταλισμό περιέχουν το εγγενές στοιχείο τπς ανισότητας και της ανοιχτής ή δυνητικής σύγκρου­ σης μεταξύ αντίθετων συνασπισμών συμφερόντων. Αυτό που είναι «άριστο» για κά­ ποιους μπορεί να μην είναι καθόλου «άριστο» για κάποιους άλλους. Πα παράδειγμα, για την πολυεθνική εταιρεία ελαστικών Pirelli το κλείσιμο της θυγατρικής μονάδας της στην Πάτρα και π μετεγκατάσταση της στην Τουρκία ήταν προφανώς μια «άριστη» επιλογή για την εταιρεία (και πιθανότατα και για τους Τούρκους εργάτες tns περιοχής υποδοχής), η οηοΐα όμως δεν ήταν διόλου «άριστη» για τους 2.000 περίπου εργάτες του εργοστασίου της Πάτρας που έμειναν άνεργοι (βλ. υποσημ. 10 παρακάτω). Ο χαρακτηριστικός χωροκοινωνικός διαχωρισμός των περιοχών κατοικίας στις 5

πόλεις είναι αητή απόδειξη του διαφορετικού τρόπου χρήσης και οικειοποίησης του χώρου από διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα για την εκπλήρωση μιας Βασι-

5. Για παράδειγμα, προάστια πλουσίων - εργατικά προάστια. Όπως σημειώνει η Leontidou (1990), ο οριζόντιος χωρακοινωνικ05 διαχωρισμός ιων πόλεων δεν είναι ιδιαίτερα έντονος σιπ μεσογειακή Ευρώπη, όπου για ιστορικούς λόγους τα όρια μεταξύ των κοινωνικών τάξεων παρέμειναν σχετικά ευμετάβλητα και ασαφή σε σύγκριση με τις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού «Βορρά». Σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, ο χωροκοινωνικός διαχωρισμός στην αστική Μεσόγειο παρουσι­ άζει περισσότερο μια ανάπτυξη κατακόρυφη με τις χαμηλόμισθες τάξεις να κατοικούν στα ισόγεια και στους κατώτερους opo(pous των πολυκατοικιών κοι τις υψηλόμισθες στους ανώτερους και στα ρετιρέ. Φαίνεται όμως ότι τα τελευταία χρόνια, με την όνοδο των «νεόπλουτων» στρωμάτων που συνδέονται με τη χρηματιστηριακή οικονομία, αρχίζει νο εμφανίζεται ένας ισχυρός οριζόντιος χωροκοινωνικός διαχωρισμός που εκφράζεται με «πυρήνες» πολυτελών συγκροτημάτων κατοικιών, εμπορικών κέντρων, χώρων αναψυχής κ.λη. στα λεγόμενα ηρονομοιούχα βόρεια και νότια προάστια τπς Αθήνας.

Το αντικείμενο tns Οικονομικής Γεωγραφίας: ορισμοί και ερωτήματα

29

κής τους ανάγκης, της στέγασης. Τα υποβαθμισμένα γκέτο των άνεργων ή υποαπα­ σχολούμενων εγχρώμων και μεταναστών στις αμερικανικές μεγαλουπόλεις αηό τη μια μεριά και οι πολυτελείς και φυλασσόμενες αηό ιδιωτικές εταιρείες «security» πε­ ριοχές κατοικίας, εργασίας και αναψυχής των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων αηό την άλλη, αποτελούν το γεωγραφικό καθρέφτη μιας βαθιά διχασμένης καπιτα­ λιστικής κοινωνίας (Harrison & Bluestone 1988, Boyer 1993, Knox 1993b). Σε όλες τις πόλεις των αναπτυγμένων χωρών του «κέντρου» ή των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών της «ημιπεριφέρειας» και της «περιφέρειας», ο προσεκτικός μελετητής μπο­ ρεί να διαγνώσει τις λιγότερο ή περισσότερο εμφανείς ταξικά προσδιορισμένες δια­ φορές στην οργάνωση, τη χρήση, τον έλεγχο και τπ φυσιογνωμία του χώρου, ακόμα και στις αισθητικές, μορφολογικές και συμβολικές του αξίες. Ακόμα όμως και μεταξύ διαφορετικών τμημάτων της ίδιας κοινωνικής τάξης unapxouv σημαντικές αντιθέ­ σεις και ανοιχτές ή συγκαλυμμένες συγκρούσεις σε ζητήματα χωρικής κατανομής και οργάνωσης των δραστηριοτήτων (Harvey 1976). Η «παραδοσιακή» αντίθεαη μεταξύ κεφαλαίου και γαιοκτησίας στη χωρική ανάπτυξη (Roweis & Scott 1981) διατηρείται ανοιχτή oris λιγότερο αναπτυγμένες χώρες όηου η γαιοκτησία παίζει ακόμα ισχυρό οικονομικό και πολιτικό ρόλο, ενώ έχει απαλειφθεί στις περισσότερο αναπτυγμένες όπου το κεφάλαιο έχει συσσωματώσει τα έγγεια συμφέροντα, έχει γίνει δηλαδή και γαιοκτήμονας (Massey & Catalano 1978). Γεωγραφικές κατανομές δραστηριοτήτων που μπορεί να είναι συμφέρουσες για το Βιομηχανικό κεφάλαιο, μπορεί παράλληλα να έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα του τουριστικού κεφαλαίου. Μορφές οργάνωσης του χώρου ηου μπορεί να είναι συμφέρουσες για τις μεγάλες επιχειρή­ σεις, μπορεί ταυτόχρονα να έρχονται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των μικρομε­ σαίων επιχειρήσεων και αντίστροφα. Βιομηχανικά συμφέροντα μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με συμφέροντα επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στον τομέα των υπηρεσιών. Η ιστορική εξέλιξη των κέντρων των ευρωπαϊκών και αμερικανικών με­ γαλουπόλεων, από κέντρα βιομηχανίας το 19ο αιώνα σε κέντρα υπηρεσιών τον 20ό, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας συγκαλυμμένης ή ανοιχτής ιστορικής σύ­ γ κ ρ ο υ σ η ανάμεσα στο βιομηχανικό και το χρηματιστικό κεφάλαιο, με εκτόπιση του πρώτου και επικράτηση του δεύτερου στπν οικειοποίηση και στον έλεγχο των κε­ ντρικών περιοχών των πόλεων (Gordon 1984, Ashton 1984, ΒασενχόΒεν 1998). Τα συμφέροντα του κατασκευαστικού κεφαλαίου στις πόλεις τα οποία συνίστανται στην επέκταση των υποδομών και του χτισμένου χώρου, μπορεί να έρχονται σε αντίθεση με εκείνα των επιχειρήσεων ηου δραστηριοποιούνται στην αγροτική παραγωγή, στο Βαθμό που π αστική επέκταση πραγματοποιείται σε Βάρος των περιαστικών αγροτι­ κών εκτάσεων. Όμως, αντιθέσεις συμφερόντων σε θέματα χωρικής κατανομής και οργάνωσης των δραστηριοτήτων δεν παρατηρούνται μόνο ανάμεσα στα διάφορα τμήματα του κεφαλαίου, αλλά και ανάμεσα σε διάφορες κατηγορίες εργαζομένων. 6

7

0

9

6. Πα παράδειγμα, ανάπτυξη οχλουσών βιομηχανικών ζωνών κοντά σε τουριοτικέΞ περιοχέΞ. 7. Πα tnv περίπτωση βιομηχανιών αε κεντρική περιοχή tns ΑθήναΞ (ΕλαιώναΞ) Βλ. ΕΜΠ 1992α, 19926. 8. Για tnv περίπτωση tns Attmns Βλ. ΜωυσίδηΒ & Ζιώγα 1996. 9. Πα παράδειγμα, οι μετεγκαιαστάσεΐΞ ρυπογόνων εργοστασίων από tis κεντρικέΞ περιοχέΞ των πό-

30

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

Τα πεδία των αντιθέσεων αυτού του είδους γίνονται ακόμα πιο περίπλοκα, όταν εμπλέκονται και οι διαφορετικές στρατηγικές των συνδικάτων.

10

Αντιθέσεις, συχνά

μεγάλες και αγεφύρωτες, παρατηρούνται επίσης ανάμεσα σε δημόσιους φορείς ή φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης σε θέματα ανάπτυξης και οργάνωσης του χώ­ ρου.

! Ι

Αντιθέσεις ακόμα εμφανίζονται σε περιπτώσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με

την ταξική συγκρότηση των κοινωνικοικονομικών συμφερόντων στο χώρο, αλλά με άλλα σύνθετα φαινόμενα που έχουν να κάνουν με την κοινωνική διαφορετικότητα και πολυμορφία της ζωής στο χώρο του αναπτυγμένου καπιταλισμού (Sandercock 1998). Κοινωνικές ομάδες φυλετικές, ατόμων αποκλεισμένων αηό τις τυπικές αγορές εργασίας και τις κοινωνικές παροχές, ανθρώπων με εναλλακτικούς τρόπους ζωής, μεταναστών και μειονοτήτων, ατόμων με ειδικές ανάγκες, ηλικιωμένων, αστέγων κ.λη., αποτελούν ένα σύνθετο φάσμα διαφορετικών χωρικών εκφράσεων ανθρώ­ πινων αναγκών και αντιθέσεων που περιπλέκουν ακόμα περισσότερο τις καθαρά οικονομικές-ταξικές αντιθέσεις συμφερόντων στο χώρο. Συνοψίζοντας, ο γεωγρα-

λεων στπν περιφέρεια συναντούν κατά κανόνα την αντίσταση των εργατών ηου δουλεύουν σε αυτά και οι οποίοι δικαίως φοβούνται την απώλεια τπς εργασίας τους, ενώ υποστηρίζονται από εργαζομένους στον τομέα ίων υπηρεσιών και αηό κατοίκους των γειτονικών περιοχών παυ επιθυμούν τη μείωση ins βιομηχανικής ρύπανσης και τπν πολεοδομική αναβάθμιση της περιοχής tous (Kourtiauros 1995, 1997). 10. Η περίπτωση του εργοστασίου τπς πολυεθνικής βιομηχανίας ελαστικών Pirelli στπν πόλη της Πά­ τρας είναι χαρακτηριστική. Η επιχείρηση προετοίμασε ένα πρόγραμμα επενδύσεων για τον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό του εργοστασίου προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότη­ τα τπς επιχείρησης σε έναν κλάδα όηου δραστηριοποιούνται αρκετοί πολυεθνικοί γίγαντες {Michelin, Goodyear, B r i d ^ t o n e , Yokohama κ.λη.). To πρόγραμμα αυτό συνάντησε τη σφοδρή αντίσταση των τοπικών συνδικάτων και των μικροπολιτικών κομματικών συμφερόντων με το πρόσχημα ότι ο τεχνο­ λογικός εκσυγχρονισμός του εργοστασίου θα καταργούσε θέσεις απασχόλησης. Αντίθετα, τα συνδικάτα και οι τοπικές κομματικές ηγεσίες πίεζαν για αυξήσεις μισθών «εδώ και τώρα», κάτι που εκ των πραγ­ μάτων δεν μπορούσε να ικανοποιήσει η επιχείρηση έχοντας μπροστά της ένα πρόγραμμα επενδύσεων τεχνολογικής αναβάθμισης του εργοστασίου. Η ένταση και όξυνοη που προκλήθηκαν, μοίρασαν τους εργαζομένους και τους συνδικαλιστές της επιχείρησης σε δύο στρατόπεδα: αυτούς παυ επιθυμούσαν να υιοθετήσουν μια πιο ευλύγιστη και συμβιβαστική πολιτική απέναντι στπν εργοδοσία (πάγωμα μισθών για ένα χρανικό διάστημα όπως ζητούσε η επιχείρηση προκειμένου να μην κλείσει το εργοστάσιο και να εκσυγχρονιστεί τεχνολογικά) και εκείνους που ανυποχώρητα ζητούσαν αυξήσεις μισθών «εδώ και τώρα». Η πολωτική ατμόσφαιρα και π άκαμπτη στάση των συνδικάτων και των τοπικών κομματικών ηγεσιών υπονόμευσε τελικά κάθε διαπραγματευτική προσπάθεια μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων. Η τελική απόφαση για το κλείσιμο του εργοστασίου της Πάτρας και τη μετεγκατάσταση των δραστηριο­ τήτων στην Τουρκία οδήγησε 2.000 περίπου εργαζομένους της επιχείρησης στην ανεργία. 11. Ιτη χώρα μας, για παράδειγμα, είναι πασίγνωστη η αντίθεση ανάμεσα στο Υπουργείο Εθνικής Οικονομία5, που εξακολουθεί να παραβλέπει τις χωρικές διαστάσεις των αναπτυξιακών του οικονο­ μικών πολιτικών και προγραμμάτων, και το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημασίων Έργων ηου δίνει έμφαση στις διαστάσεις αυτές ( W ^ e n h o v e n & Kourliouras 1997). Διάφοροι άλ­ λοι φορείς και οργανισμοί του ευρύτερου δημόσιου τομέα (π.χ. ΔΕΗ, ΟΤΕ, Υπουργείο Μεταφορών, Υπουργείο Γεωργίας, Υπουργείο Ανάπτυξης κ.λη.) εφαρμόζουν επιμέρους προγράμματα και έργα της αρμοδιότητας τους με προφανείς χωρικές επιπτώσεις και χωρίς τον απαιτούμενο διυπουργικό συντο­ νισμό - πράγμα παυ αδηγεί πολλές φορές σε εντάοεις και τριβές μεταξύ τους. Το νέο θεσμικό πλαίσιο για τπ χωροταξία (Ν.2742/1999) προσπαθεί να γεφυρώσει τις αντιθέσεις αυτές με τη θεσμοθέτηση μιας συντονιστικής διυπουργικής επιτροπής (άρθ. 3). Το αν φυσικά θα υπάρξει και αποτέλεσμα, αυτό μόνο στην πράξη θα φανεί.

Το αντικείμενο ins Οικονομικής Γεωγραφίας: ορισμοί και ερωτήματα

31

φίκος xcbpos oris καπιταλιστικές κοινωνία αποτελεί πεδίο συμπύκνωσης πολυεπίπεδων αντιθέσεων και ανοιχτών π συγκαλυμμένων κοινωνικών, πολιτικών και πο­ λιτιστικών συγκρούσεων με επίκεντρο την οργάνωση, τπ χρήση, τον έλεγχο και τη διαχείριση του. Η χωρική οργάνωση είναι σύνθετη κοινωνική κατασκευή και όχι παθπτικ05 «υποδοχέα5» τπ5 av0pci)nivns αλληλεπίδρασα. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι δεν υπάρχει ένα5 οικουμενικ05 κανόνας για την άριστη γεωγραφική κατανομή των δραστηριοτήτων. Πάντα πρέπει να τίθεται το διευκρινιστικό ερώτημα: Άριστη για noious, για ποιο λόγο και κάτω αηό ποια κριτήρια; Το ερώτημα αυτό, συνεπώς, αποτελεί πρώτα και κύρια ένα κοινωνικό και πολιτικό ερώτημα. 12

Το ερώτημα αυτό δεν θα πρέπει ωστόσο να παραπέμπει σε μια μηχανιστική προσέγγιση των αντιθέσεων κεφαλαίου-εργασίας στο χώρο. Ο χώρος και η ορ­ γάνωση του δεν αποτελούν αηλώ5 αντανάκλαση των κυρίαρχων οικονομικών σχέσεων και τπ5 αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασία5, ona)s υποστηρίζουν ορθόδοξοι μαρξιστές αναλυτέ5 (η.χ. Sawers 1984, Gordon 1984). Παρόλο που η αντίθεση αυτή εξακολουθεί να αποτελεί βασικό άξονα των κοινωνικών σχέσεων του σύγχρονου καπιταλισμού (Harvey 1982, 1985, 1985a, Smith 1984), δεν είναι ούτε η μοναδική ούτε και κατ' ανάγκη εκείνη ηου συμβάλλει περισσότερο στη δημιουργία χωροκοινωνικών αντιθέσεων και συγκρούσεων. Οι σύγχρονες κοι­ νωνίες συγκροτούνται και μεταβάλλονται μέσα από π ε ρ ί π λ ο υ αλληλεπιδράσεις οικονομικών, τεχνολογικών, κοινωνικών, πολιτικο-ιδεολογικών, πολιτιστικών και θεσμικών σχέσεων που οι χωρικέ5 I O U S εκφράσεις δεν είναι αναγώγιμες σε απλου­ στευτικά δυαδικά σχήματα. Η ανεπάρκεια των δυαδικών σχημάτων γίνεται ιδιαί­ τερα φανερή στην περίπτωση του ευρωμεσογειακού χώρου, όπου η κοινωνική κινητικότητα και πολυσθένεια, η εκτεταμένη άτυπη οικονομία και η μικροϊδιοκτησία, ο σημαντικ05 ρόλος i n s δ ι ε υ ρ υ μ έ ν α οικογένεια5 ons διαδικασία κοινωνικής αναπαραγωγή5, τα εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα, οι διαφοροποιημένες τοπικές κουλτούρε5 και συμπεριφορά, π αντίσταση oris κανονικότητες του φορντικού ορ­ θολογισμού, η ανεπάρκεια του κρατικού σχεδιασμού και η κυριαρχία αυθόρμη­ των μορφών xa)piKns ανάπτυξης, συνδυάζονται μεταξύ ious για να παραγάγουν ένα εξαιρετικά αντιφατικό «μωσαϊκό» γεωγραφικής διαφοροποίησης και ανισότητα5 ( Ι Μ Μ 1986, Leontidou 1990, 1993, 1993a, 1994, 1996, Conti & Serge, eds., 1998, Kourliouros 2000, Λεοντίδου 2005). Συνεηώ5, το παραπάνω ερώτημα απο­ κτά νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο τη5 ετερογένειας, πολλαπλότητας και αντιφατικότητα5 που χαρακτηρίζει τη συνάρθρωση i n s ouyxpovns ζωπ5 με το γεωγραφικό χώρο και όχι στο πλαίσιο μηχανιστικών σχηματοποιήσεων. Με άλλα λόγια, απαιτεί την υιοθέτηση μιας διαλεκτική5 και συνθετική5 διεπιστημονικής προσέγγισης. Τα ζητήματα όμως αυτά pas οδηγούν στο θέμα i n s μεθόδου ηου θα εξεταστεί ηιο αναλυτικά στο επόμενο κεφάλαιο.

12. Για ειδικότερεΞ αναλύσει Βλ. Cox 1973, 1979, Cox, ed. 1978, Harvey 1976, ΒαΤου & Χατζημιχά­ λ η 1979, Harloe & Lebas (eds.) 1981, Cox & Johnston (eds.) 1982, CasteLls 1978, 1979, 1983, Gordon 1984, Ashton 1984, Markusen 1984, LeGates & Murphy 1984, Dreier 1984, FriedLand etai 1984, Peet 1987, Kourliouros 1995, 1997.

Me0o6os προσέγγισα και ιστορική εξέλιξ tns Οικονομική* Γεωγραφία*

Εάν κατά τη δεκαετία του 1960 σε μια κατάμεστη αίθουσα, οι Γεωγράφοι πιέζονταν να προσδιορίσουν το τμήμα εκείνο του κλάδου τους που αντιπροσώπευε στο μεγαλύτερο βαθμό την επιστημονική IOUS πρακτική, η πλειονότητα θα είχε προσδιορίσει ως πρώτο τη θεωρία της χωροθέτησης. Η χωροθέτηση, όπως πολλοί αισθάνονταν, αποτελούσε το ουσιαστικό αντικείμενο της επαγγελματικής ενασχόλησης του Γεωγράφου και όσο πιο μαθηματική ήταν π μεθοδολογία, τόσο πιο προφανής ήταν π αλήθεια των ισχυρισμών της επιστήμης της Γεωγραφίας (Smith 1989: 142). Σήμερα τα πράγματα έχουν αλλάξει ριζικά. Έστω και μια βιαστική ματιά να ρίξει κανείς σε διεθνή οικονομικογεωγραφικά περιοδικά, βιβλία και πρακτικά συνεδρί­ ων, θα διαπιστώσει σημαντικές μεταστροφές στα ερευνητικά αντικείμενα και στις κατευθύνσεις του κλάδου, θέματα όπως π αναδιάρθρωση του κεφαλαίου, ο μεταφορντισμός και η ευέλικτη εξειδίκευση, τα δικτυακά συμπλέγματα επιχειρήσεων και οι νέες μαρσαλιανές συνοικίες, ο χωρικός καταμερισμός της εργασίας και η άνιση ανάπτυξη, οι χωρικές αλλαγές που προκαλούν οι νέες τεχνολογίες, π οικονομική παγκοσμιοποίηση, οι νέες γεωγραφίες των υπηρεσιών και μια σειρά άλλα ανάλογα θέματα, βρίσκονται στις πρώτες Θέσεΐ5 τπς ερευνητικής ατζέντας των σύγχρονων Οικονομικών Γεωγράφων. Η χωροθέτηση δεν αποτελεί πλέον το αποκλειστικό αντι­ κείμενο και οι ποσοτικές μέθοδοι έρευνας συμπλέουν σε πολλές περιπτώσεις με τις ποιοτικές. Πέρα από τη μέτρηση και περιγραφή των ποσοτικών πτυχών των οικονομικογεωγραφικών φαινομένων (πράγμα καθ' όλα αναγκαίο) επιδιώκεται πα­ ράλληλα η ανάλυση και κατανόηση των βαθύτερων αιτίων τους (πράγμα απαραίτη­ το). Γίνεται συνεπώς φανερό ότι παράλληλα με τη μεταστροφή των ενδιαφερόντων των ερευνητών παρατηρείται και μια σημαντική επιστημολογική τομή στο ηεδίο του «περί μεθόδου λόγου», δηλαδή στο πεδίο τπς μεθοδολογίας. Τι συνέβη λοιπόν στην Οικονομική Γεωγραφία του 20ού αιώνα; Ποιες ήταν οι Βαθύτερες αλλαγές στην εξέ­ λιξη του κλάδου και πώς συσχετίστηκαν με τις ηερί μεθόδου συζητήσεις; Το ζήτημα αυτό θα αποτελέσει αντικείμενο ανάλυσης του παρόντος κεφαλαίου. Στο κείμενο 1

1. Βλ. cos χαρακτηριστικό παράδειγμα το άρθρο των ποσοτικών Γεωγράφων Clarke & Wilson (1989) που φιλοξενείται σε ένα συλλογικό τόμο κριτικήΞ Ανθρωπογεωγραφία5 (Peet & Thrift, eds. 1989:30-40). Από tnv πρώτη κιόλα5 σελίδα ιου άρθρου αυτού υηοστηρίζετοι ότι μπορεί νο υπάρξει κοινό έδαφοΞ για ουσιαστική αλληλοτροφαδότηση και συνεργασία μεταξύ ins μαθπμοτική5 μοντελοποίησα του χώρου από τη μια μεριά και των κριτικών προσεγγίσεων του χώρου οπό την όλλη (Clarke & Wilson 1989: 30).

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

34

ηου ακολουθεί έχουν ενσωματωθεί ελεύθερα, αποσπάσματα από μια άλλη εργασία μας με συναφές περιεχόμενο (Κουρλιούρος 2007).

2.2. Η «περί μεθόδου» σύγχυση Σε ορισμένες μελέτες μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια σύγχυση στη χρήση των όρων «μέθοδος» και «μεθοδολογία». Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται πολλές φο­ ρές εναλλακτικά για να εκφράσουν όμως διαφορετικό περιεχόμενο. Όπως παρατη­ ρεί η Λεοντίδου (1992: 1), πολλοί λέγοντας «μέθοδο» εννοούν τεχνική. Ιδιαίτερα στη χώρα μας αυτό παρατηρείται συχνά. Πράγματι σε κάποιες περιπτώσεις μελετών, κάτω από την επικεφαλίδα «μέθοδοι έρευνας» περιέχονται περιγραφές τεχνικών και μοντέλων που χρησιμοποιήθηκαν για τη στατιστική επεξεργασία των ποσοτικών δε­ δομένων. Σε άλλες περιπτώσεις, κάτω αηό την επικεφαλίδα «μεθοδολογία» περιέ­ χεται μια περιγραφή των διάφορων φάσεων της μελέτης. 2

3

Όπως σημειώνει ο Kuhn (1981: 62), πολλά επιστημονικά εγχειρίδια δίνουν την εντύπωση ότι οι επιστημονικές μέθοδοι ταυτίζονται με τις τεχνικές ηου χρησιμο­ ποιούνται για τη συλλογή, επεξεργασία και γενίκευση των δεδομένων. Κατά τον Horkheimer (1987), η ταύτιση της έννοιας τπς μεθόδου με τις τεχνικές είναι απόρ­ ροια μιας εργαλειακής λογικής που τείνει να αναγάγει τπ σύνθετη σκέψη σε απλό εργαλείο μέτρησης και διαχείρισης ποσοτικών πλευρών τπς πραγματικότητας. Η μέθοδος, όμως, συνιστά μια πολύ ευρύτερη έννοια που περικλείει και προσδιο­ ρίζει τις τεχνικέ5. Αποτελεί το ευρύτερο γνωσιολογικό πρίσμα μέσα από το οποίο προσεγγίζουμε τα φαινόμενα του πραγματικού κόσμου, τον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε τπ σκέψη μας για να την καταστήσουμε ικανή να διεισδύσει στα αφα­ νή πεδία όπου εντοπίζονται οι βαθύτερες αιτίες των φαινομένων. Οι τελευταίες δεν ταυτίζονται με τις ποσοτικές εκφάνσεις τους - με αυτά που αποκαλύπτονται στην παρατήρηση και ηου μπορούν να ποσοτικοποιπθούν ώστε να ελεγχθούν εμπειρικά. Στο πεδίο του γεωγραφικού χώρου, οι αιτίες δεν βρίσκονται στπν επιφάνεια των πραγμάτων (όπως μας λέει μεταφορικά ο Edgar Alan Poe στο περίφημο έργο του Το Κλεμμένο ΓρόμμαΥ αλλά στο Βυθό τους. Χρειάζεται να «Βουτήξει» κανείς στα «Βαθιά νερά» των φαινομένων για να ανασύρει τα αίτια ή τις συστοιχίες των αιτίων τους. «Φύσις, κρύπτεσθαι φιλεί» έγραφε ο Ηράκλειτος. Για να συμπληρώσει δύο χι­ λιετίες αργότερα ο Marx ότι αν τα πράγματα ήταν όπως φαίνονταν, τότε οι επιστήμες θα ήταν περιττές. Όπως έγραφε, «η επιστημονική αλήθεια είναι πάντοτε παράδοξη αν κρίνεται με βάση την καθημερινή εμπειρία η οποία συλλαμβάνει μονάχα την απατηλή εμφάνιση των πραγμάτων» (Marx 1985: 54). Το πραγματικό καθήκον της επιστήμης είναι να διεισδύει πίσω από τπν επιφανειακή πλευρά των φαινομένων αποκαλύπτοντας εκείνες τις Βαθύτερες σχέσεις που δίνουν νόημα και περιεχόμενο στα εμπειρικά παρατηρήσιμα καθημερινά γεγονότα (Fine & Harris 1986: 19). 2. Βλ. π.χ. ΓΜΑΕ χ.χρ.: 9. 3. Βλ. π.χ. Planet 1992: 4-6. 4. Ι ε μετάφροση Άρη Μπερλή, εκδόσεις Ολκάς, Αθήνα 2000.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

35

Όπως υπογραμμίζεται σε μια ερευνητική εργασία (Κουρλιούρος 1989: 10), η μέ­ θοδος προσέγγισης ενός φαινομένου θέτει μια σειρά καίρια ερωτήματα αναφορικά με: (α) Τι πρέπει να γίνει γνωστό, σε ποιες πλευρές δηλαδή του φαινομένου πρέπει να επικεντρωθεί η γνωστική προσπάθεια, (β) Γιατί πρέπει να γίνει γνωστό, ποια θα είναι δηλαδή π κοινωνική χρησιμότητα της παραγόμενης γνώσης, (γ) Πώς πρέπει να γίνει γνωστό, μέσα αηό ηοιο δηλαδή θεωρητικό πλαίσιο θα πρέπει να διατυπωθούν τα ερευνητικά ερωτήματα ή οι υποθέσεις, (δ) Ποια είναι τα πλέον κατάλληλα μέσα -τεχνικές και εργαλεία- για την υλοποίηση της γνωστικής διαδικασίας. Η μέθοδος, συνεπώς, συνιστά μια γενετική συνθήκη. Δημιουργεί τι$ αρχικές προϋποθέσεις οργάνωσης της γνώσης του εξεταζόμενου φαινομένου. Σε αντίθεση με το λογικό θετικισμό που, όηως θα δούμε στη συνέχεια, υποστήριξε την ύπαρξη μιας και μοναδικής «αντικειμενικής» επιστημονικής μεθόδου, υποστηρίζουμε ότι οι διαφορετικές θεωρητικές τοποθετήσεις, ερευνητικές εμπειρίες, ιδεολογικές πεποιθή­ σεις και κοσμοεικόνες παράγουν διαφορετικές μεθόδους προσέγγισης και ερμηνεί­ ας του πραγματικού κόσμου. Οι διαφορετικές αυτές μέθοδοι προσέγγισης οδηγούν σε διαφορετικά ερωτήματα π υποθέσεις έρευνας, ενίοτε σε διαφορετικές τεχνικές και εργαλεία ανάλυσης των δεδομένων και τις πιο πολλές φορέ5 σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα. 5

2.3. Μεθοδολογικ05 ατομικισμ05-ν5-μεθοδολογικ05 ολισμ05: το ζήτημα ίων μικρό- και μακροσκοπικών προσεγγίσεων ίου χώρου και η σχέση δομή5-δράστη Ένα σημαντικό μεθοδολογικό ερώτημα, που αν και είχε τεθεί αηό πολύ παλιά επανέρ­ χεται διαρκώς στις περί μεθόδου συζητήσεις, αφορά την ανάλυση των φαινομένων και συγκεκριμένα το αν αυτή πρέπει να δίνει προτεραιότητα στο μέρος ή στην ολότητα. Ήδη ο Αριστοτέλης είχε ταχθεί υπέρ της προτεραιότητας στην ολότητα με την περίφη­ μη ρήση του ότι «το γαρ όλον πρότερον είναι του μέρους», ρήση που έρχεται μελλο­ ντικά να συναντηθεί με τις σύγχρονες συστημικές προσεγγίσεις (Κουρλιούρος 1989). Η μεθοδολογική έμφαση στο μέρος (μεθοδολογικός ατομικισμός) οδηγείται στη γνώση 5. Πα παράδειγμα, είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος με τον οποίο ένας Οικονομικός Γεωγράφας που ακολουθεί τη νεοκλασική προσέγγιση οργανώνει τη σκέψη του για να αναλύσει το φαινόμενο της αποβιομηχάνισης των βρετανικών πόλεων στη δεκαετία του 1970, από τον τρόπο που ακολουθεί για την ανάλυση του ίδιου φαινομένου ο Οικονομικός Γεωγράφος που υιοθετεί την προσέγγιση της αναδι­ άρθρωσης του κεφαλαίου. Στην πρώτη περίπτωση, τα αίιια ίου φαινομένου αναζητούνται σε καθαρά «χωραθετικούς παράγοντες» ηου έκαναν τα κέντρα των πόλεων απωθητικά για us Βιομηχανικές επιχει­ ρήσεις οι οποίες ήταν κατά το παρελθόν εγκατεστημένες εκεί. Αντίθετα στη δεύτερη, τα αίτια δεν ανα­ ζητούνται σε χωροθετικούς παράγοντες καθ' εαυτούς, αλλά στις ευρύτερες διαρθρωτικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές παυ μετέβαλαν os χωροθετικές στρατηγικές των επιχειρήσεων στην προσπάθεια τους να προσαρμοστούν στις αλλαγές αυτές (Massey 1988: 62-7). Για τη δεύτερη προσέγ­ γιση, οι «χωροθετικοί παράγοντες» δεν αποτελούν το αίτιο τπς χωρικής αλλαγής αλλά το επιφαινόμενο βαθύτερων διαρθρωτικών κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και αλλαγών.

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

36

της ολότητας μέσω ίου επαγωγικού στοχασμού, ενώ η μεθοδολογική έμφαση στην ολότητα (μεθοδολογικός ολισμός) συνάγει τη γνώση ίου μέρους μέσω μιας αντίστρο­ φης κίνησης της λογικής, του υποθετικοαπαγωγικού στοχασμού (Nagel 1971). Στην Οικονομική Γεωγραφία η μεθοδολογική αντίθεση μεταξύ μέρους και όλου εκφράστηκε εν μέρει και ως αντίθεση μεταξύ μικροσκοπικών και μακροσκοπικών προσεγγίσεων. Στην ηρώτπ περίπτωση, το επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται στη γεωγραφία μεμονωμένων οικονομικών υποκειμένων (π.χ. επιχειρήσεων), ενώ στπ δεύτερη η έμφαση δίνεται στη γεωγραφία ευρύτερων συνόλων (π.χ. περιφερειών, κρατών ή και διακρατικών ακόμα ομάδων). Η πρώτη ομάδα προσεγγίσεων εξετάζει τους παράγοντες εκείνους που επηρεάζουν τη χωρική οργάνωση των μεμονωμένων οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ, αντίθετα, η δεύτερη εξετάζει τις συνολικότερες διαδικασίες που διαμορφώνουν τα μακρογεωγραφικά τοπία της οικονομικής ανά­ πτυξης. Οι κλασικές προσεγγίσεις χωροθέτησης αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα της πρώτης περίπτωσης, ενώ οι στρουκτουραλιστικές μαρξιστικές γεωγραφικές προ­ σεγγίσεις της δεύτερης. Κάθε ομάδα προσέγγισης περιέχει ένα μείγμα πλεονεκτημάτων και μειονεκτη­ μάτων, δυνατοτήτων και περιορισμών. Οι μικροσκοπικές προσεγγίσεις, ενώ είναι συγκεκριμένες και σαφείς στο επίπεδο ανάλυσης των χωροθετικών αποφάσεων της μεμονωμένης επιχείρησης, είναι ασαφείς και αόριστες στο μακρογεωγραφικά επίπεδο. Αδυνατούν, με άλλα λόγια, να εξηγήσουν με πειστικό τρόπο τις συνθήκες διαμόρφωσης και μετασχηματισμού ευρύτερων χωρικών δομών. Το μειονέκτημα αυτό οφείλεται στην αδυναμία τους να κατανοήσουν τη χωροχρονικότπτα της ανα­ πτυξιακής διαδικασίας: Βασίζονται στην ανάλυση του χωρικού «τώρα» (αποφάσεις χωροθέτπσης) αδυνατώντας να αντιληφθούν ότι το «τώρα» (συγχρονικότητα) δεν είναι παρά προϊόν ιστορικής εξέλιξης (διαχρονικότητα). Αποσυνδέουν μηχανιστικά το χώρο από το χρόνο. Πάσχοντας από ανίατη ιστορική αναισθησία, αδυνατούν να κατανοήσουν το πώς διαδοχικά στο χρόνο «στρώματα επενδύσεων» αλληλεπιδρούν με το γεωγραφικό χώρο διαμορφώνοντας τις διαφοροποιημένες χωρικότητες της μακρογεωγραφικής ανάπτυξης, εντός των οποίων διαμορφώνονται με τπ σειρά τους οι συγχρονικές μικρογεωγραφίες των επιχειρήσεων ( I V t o e y 1974, 1979, 1984). Πέρα όμως αηό τη διάσπαση και αντιπαράθεση συγχρονικότητας-διαχρονικότητας,

υιοθε­

τούν και μια μεθοδολογική αρχή «προσθετικής αιτιότητας» η οποία, με αθροιστικόεπαγωγικό τρόπο προσπαθεί να γενικεύσει τις επιμέρους περιπτώσεις χωροθέτησης προκειμένου να εξηγήσει τπ διαμόρφωση ευρύτερων ολοτήτων ( I V t o e y & Meegan, eds., 1985: 8). Η γενίκευση όμως αυτή οδηγεί σε παραπλανητικές κατευθύνσεις, δε­ δομένου ότι οι σύνθετες ολότητες έχουν μια αυτοτελή χωροχρονική δυναμική που δεν μπορεί να συναχθεί από το συγχρονικό άθροισμα των μερών που τις απαρτίζουν (Beishon & Peters, edς., 1972, Κουρλιούρος 1989, 1991, 1991α). Λόγω των στενών αλληλεξαρτήσεων ανάμεσα στους επιμέρους παράγοντες που συναποτελούν τις χω­ ρικές ολότητες, δεν υπάρχει η δυνατότητα να αποσυνδέσει κανείς αυτούς τους παρά­ γοντες αηό την ιστορική χωροαναπτυξιακή ολότητα τπς οποίας αποτελούν οργανικό μέρος και στη συνέχεια να τους ανασυνθέσει προσθετικά για να κατανοήσει το μηχα-

Μέθοδος προσέγγισης και ισιορική εξέλιξη ins Οικονομική5 Γεωγραφίας

37

νισμό εξέλιξης της ολότητας καθ' εαυτήν. Πα παράδειγμα, το να δείξει κάποιος γιατί μια περιοχή έχει τη δυνατότητα να προσελκύσει επιχειρήσεις προσανατολισμένες στις πρώτες ύλες (έμφαση στη συγχρονική μικρογεωγραφία των επιχειρήσεων) δεν μπο­ ρεί να ερμηνεύσει τη συνολική οικονομική διάρθρωση της περιοχής αυτής, η οποία μπορεί να έχει τέτοια ιστορική διαμόρφωση ώστε να αποτελείται παράλληλα και αηό βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας, υπηρεσίες και τουριστικές δραστηριότητες (έμφαση στη διαχρονική μακρογεωγραφία της περιοχής). Περιοχές που διαθέτουν συγκριτικό πλεονέκτημα για την προσέλκυση επιχειρήσεων έντασης εργασίας (η.χ. φθηνό και μη συνδικαλισμένο εργατικό δυναμικό), μπορεί να μην προσελκύσουν ηοτέ τέτοιες επιχειρήσεις, γιατί οι ίδιες συνθήκες που κάνουν το εργατικό δυναμικό φθηνό, το κάνουν και λιγότερο παραγωγικό (Storper & Walker 1989: 73). Έτσι, λοιπόν, το να διαγνώσει κανείς σε μικροεπίπεδο μια ευνοϊκή δυνατότητα προσέλκυσης συγκεκρι­ μένου τύπου επιχειρήσεων σε μια περιοχή, δεν σημαίνει ότι η δυνατότητα αυτή θα υλοποιηθεί στην πραγματικότητα σε Βαθμό ηου να προσδιορίζει τη συνολικότερη οικονομικογεωγραφική φυσιογνωμία της περιοχής. Με άλλα λόγια, η γενίκευση του επιμέρους δεν οδηγεί κατ' ανάγκην στη γνώση του γενικότερου. Η συνθήκη της δυ­ νατότητας δεν οδηγεί αναγκαία στη συνθήκη της Βεβαιότητας. Οι μακροσκοπικές προσεγγίσεις, αντιθέτως, ξεπερνούν το μεθοδολογικό αυτό πρόβλημα. Δέχονται ότι π ολότητα των χωροοικονομικών σχέσεων διαθέτει μια αυτοτελή δυναμική ανάπτυξης και ιστορικού μετασχηματισμού και κατά συνέπεια ότι είναι το όλο αυτό που πρέπει να έχει προτεραιότητα στπν ανάλυση και όχι το επιμέρους. Όμως, αυτή η παραδοχή εμπεριέχει το ακριβώς αντίστροφο πρόβλημα, το πρόβλημα της μετάβασης από το όλο και γενικό στο επιμέρους και ειδικό (αηαγωγισμός). Σε πολλές περιπτώσεις τέτοιων προσεγγίσεων, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα τις στρουκτουραλιστικές μαρξιστικές αναλύσεις του χώρου (κεφ. 8), το επιμέ­ ρους και ειδικό προκύπτει ως λογική συνεπαγωγή του όλου και γενικού και όχι ως αποτέλεσμα συγκεκριμένης ανάλυσης στο μικροσκοπικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το να διαπιστώσει κάποιος με Βάση μακροσκοπικές αναλύσεις ότι το Βιομηχανικό ΑΕΠ μιας περιφέρειας ακολουθεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες πτωτική πορεία, δεν σημαίνει κατ' ανάγκην ότι όλοι οι βιομηχανικοί κλάδοι και επιχειρήσεις της περιφέ­ ρειας αυτής θα βρίσκονται οπωσδήποτε σε πορεία παρακμής. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν ορισμένοι κλάδοι και επιχειρήσεις που σε αντίθεση με το γενικό κλίμα να συνεχίζουν να ευημερούν. Πίσω από τις στατιστικές γενικεύσεις είναι πιθανόν να κρύβονται ειδικές διαφοροποιημένες περιπτώσεις. Με άλλα λόγια, η γνώση του γε­ νικού δεν οδηγεί κατ' ανάγκην και γραμμικά στη γνώση του ειδικού. Και πάλι, εδώ, π συνθήκη της δυνατότητας δεν οδηγεί αναγκαία στη συνθήκη της Βεβαιότητας. Οι πιο ηάνω μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις αντανακλώνται στις συζητήσεις γύρω από τις σχέσεις «δομής-δράστη» που έλαβαν χώρα στπ δεκαετία του '80 και στις προσπάθειες του Βρετανού κοινωνιολόγου Anthony Giddens να διαμορφώσει ένα θεωρητικό πλαίσιο ανάλυσης (θεωρία δομοποίησης) ηου να γεφυρώνει το μεθο­ δολογικό χάσμα ανάμεσα στις γενικότερες κοινωνικές δομές και τις ειδικότερες ατο­ μικές πορείες δράσης, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, την αιτιοκρατία (ντετερ-

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

38 6

μινισμό) με τη βουλησιαρχία (βολονταρισμό). Η θεωρία δομοηοίησης αναπτύχθηκε στο πεδίο τπς Κοινωνιολογίας, μιας παλαιάς και ώριμης επιστήμης με εξαιρετικά ανα­ πτυγμένα μεθοδολογικά εργαλεία και σημαντικές εηιστημολογικές-φιλοσοφικές προ­ εκτάσεις. Η Ανθρωπογεωγραφία, γενικά, και η Οικονομική Γεωγραφία ειδικότερα, δεν είχε την πολυτέλεια τέτοιων αναζητήσεων και προεκτάσεων καθώς ακολουθούσε κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας τπς τις τροχιές της ποσοτικής αντίληψης του χώρου και της επιστημολογίας του λογικού θετικισμού (βλ. παρακάτω). Η θεωρία δομοποίπσπς είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη και δυσνόητη θεωρητική κατασκευή για την οποία δεν μπορεί να γίνει λόγος εδώ αναλυτικά. Σχηματικά μόνο μπορεί να επισημανθεί π σημασία ηου αποδίδει στο τοπικό επίπεδο των κοινωνικών σχέσε­ ων και τπς κατασκευής των κοινωνικών θεσμών μέσω των οποίων οι κοινωνικές δομές αποκτούν υπόσταση και «εκτείνονται» σε συγκεκριμένες τοπικές γεωγραφίες (ή περιφερειοποιήσεις) που συνθέτουν το πλαίσιο επικοινωνίας και αλληλεπίδρα­ σης των ατομικών δραστών. Η θεωρία δομοηοίησης άσκησε σημαντική επιρροή στη μετεξέλιξη των οικονομικά γεωγραφικών αναλύσεων από τις μεγάλες αφηγήσεις της δεκαετίας του 7 0 και του πρώτου μισού της δεκαετίας του '80 στις αφηγήσεις τοπικής κλίμακας της επόμενης περιόδου (Peet 8ί Thrift 1989: 19).

2.4. Η ιστορική εξέλιξη ins Οικονομική5 Γεωγραφία^: ένα σχηματικό διάγραμμα Η Οικονομική Γεωγραφία πρωτοεμφανίστηκε τον 19ο αιώνα (Barnes 2000) και σχετίστηκε κυρίως με τις επιδιώξεις των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης για γνώση και έλεγχο των αποικιοκρατούμενων χωρών, δηλαδή των βασικών τους πρώτων υλών, των πληθυσμών και των οικισμών τους, των μεταφορικών και εμπο­ ρικών υποδομών και δικτύων που συνέδεαν τις περιοχές αυτές με τις χώρες του «κέντρου» Qohnston ef ai eds., 1986: 118). Η ουσιαστική της όμως εξέλιξη έλαβε χώρα κατά τον 20ό αιώνα και σηματοδοτήθηκε από αλλεπάλληλες επιστημολογικές τομές στις μεθοδολογικές της παραδοχές, στο φιλοσοφικό της υπόβαθρο και στις ερευνητικές της προτεραιότητες. r

Οι αλλεπάλληλες αυτές τομές ήταν αποτέλεσμα εν μέρει της ίδιας της εσωτερι­ κής δυναμικής τπς Οικονομικής Γεωγραφίας. Παράλληλα όμως επηρεάστηκαν αηό υλικές συνθήκες (κοινωνικο-οικονομικές αναδιαρθρώσεις) στις χώρες του αναπτυγ­ μένου καπιταλισμού καθώς και από γενικότερες παγκόσμιες εξελίξεις. Στπ συνέχεια του κεφαλαίου αυτού θα εξεταστούν κριτικά οι Βασικοί θεωρητικοί και μεθοδολογι­ κοί (ανα)ηροσανατολισμοί στην εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι και τις μέρες μας, με έμφαση στις επιστημολογικές τομές και τις θεωρητικές αντιπαραθέσεις που σηματοδότησαν την εξέλιξη αυτή.

6. Για in θεωρία Ooponoinons βλ. Johnston et a Ι., eds., 1986: 464-9, Peet & Thrift 1989: 19, KoupλιούροΞ 1989: 422-4.

Μέθοδος προσέγγισιν και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

39

Πίνακαδ 2.1 Σχηματική ιστορική εξέλιξη τη5 οικονομική5 γεωγραφία5 ι ο υ 20ού αιώνα

ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΟΝΟΜΑ ΣΧΟΛΗΣ (ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ)

ΜΕΘΟΔΟΙ

ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΕΜΦΑΣΗ ΣΕ:

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙ­ Κ Ε ! ΕΠΙΡΡΟΈς

Συμβατικέ$ προσεγγίσει Τέλη 19ου - πρώτο μισό 20ού αιώνα

Πρώτη επι­ στημολογι­ κή τομή: Δεκαετίες '50 & '60

Κλασική σχολή χωροθέτησης (Von Thunen, Weber, Losch, Christaller)

Απλές ηοσοτικέςγεωμετρικέ5, απλέ5 αριθ­ μητικές

0 χώρος ως Παράγοντες χωγεωμετρική ρσθέτησης των απόσταση επιχειρήσεων σημείων εγκα­ τάστασης δρα­ στηριοτήτων (ο χώρος ως space)

Νεοκλασικά οικονομικά ~ Μεθοδολογικός ατομικισμός

Ποσοτική Γεωγρα­ φία - Περιφερειακή Επιστήμη-Αστική Οικονομική (Sauer, Shaefer, Bunge, Chorley & Haggett, Harvey [1969], Isard, Aionso, Richardson, Boris & Stein, North, Ohlin, Fisher, Clark κ.ά.)

Εξειδι­ κευμένες ποσοτικέςστατ]σΐΐκέ5, μαθηματικές, μοντελο­ ποίηση (modelling)

Απόλυτη αντί­ ληψη του χώ­ ρου (ο χώρος ως ςpace)

Γενικοί νόμοι χωρικής οργά­ νωσης—Γενική χωρική ισορρο­ πία - Θεωρία χρήσεων γης - Ισόρροπη περιφερειακή ανάπτυξη

Νεοκλασικά οικονομικά Μεθοδολογικός ατομικισμός -Λογικός θετι­ κισμός

Προσεγγίσεις πολω­ μένης οικονομικής ανάπτυξης στο χώρο (Myrdal, Hirechman, Perroux, Friedmann κ.ά.)

Ποιοτικές και Απόλυτη αντί­ απλές ποσο­ ληψη του χώ­ τικές ρου (ο χώρος ως ςpace)

Συνθήκες πολω­ μένης περιφε­ ρειακής οικονο­ μικής ανάπτυξης

Κευνσιανά μα­ κροοικονομικά - Κοινωνιολογία της ευημερίας Μεθοδολογικός ολισμός

Συμπεριφορική Σχολή Βιομηχανικής ΧωροΘέτπσπ5 (Greenhut, Hamilton, Rawstron, Smith, Pred κ.ά.)

Ποσοτικές (συμηεριφορικός πίνακας σε συνδυασμό με νεοκλασι­ κές καμπύλες χωρικού κόστους & εσόδων)

Απόλυτη αντί­ ληψη του χώ­ ρου (ο χώρος ως ςpace)

Αποφάσεις χωροθέτησης των επιχειρήσεων Χωρικά περιθώ­ ρια κερδοφορίας (spatial margin to profitability)

Θεωρία οργανώ­ σεων και θεωρία αποφάσεων Περιχαρακωμένη ορθολογικότητα

Γεωγραφία της επι­ χείρησης (McNee, Krumme, Chapman, Le Heron & Warr, Hymer, Simon κ.ά)

Ποιοτικές (ανάλυση των εσω­ τερικών λειτουργιών των επιχειρή­ σεων)

Απόλυτη αντί­ ληψη του χώ­ ρου (ο χώρος ως ςpace)

Μικρογεωγραφΐα των επιχει­ ρήσεων (χωροθετική κατανομή των επιμέρους λειτουργιών τους)

Δεκαετίες '60 & 7 0

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

40

Πίνακας 2.1 (συνέχεια)

ΧΡΟΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΟΝΟΜΑ ΣΧΟΛΗΣ (ΚΑΙ ΒΑΣΙΚΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ)

ΜΕΘΟΔΟΙ

ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΕΜΦΑΣΗ Σ Ε :

ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙ­ ΚΈς ΕΠΙΡΡΟΈς

Κριτικέ5~ριζοσπασπκέ5 προσεγγίσεις Δεύτερη επιστη­ μολογική top ή: Δεκαετία του 70μέσα δεκαεuas του '80

Ριζοσπαστική (ή Μαρ­ ξιστική) Οικονομική Γεωγραφία, Διαρθρωιικέί (δομικέ*) προσεγγίσω (Castells, Peet, Har­ vey [1973], Gordon, Mandel κ.ά.)

Ποιοτικέ5 και ηοσοτικέ5

0 xcopos ω5 αντανάκλαση των αφηρη­ μένων νόμων λειτουργία του καπιταλι­ σμού

Άνισε* μακρογεωγραφίε5 ins καπιχαλιστικήδ avantuins(συσσώρευσηδ και αναδιάρθρωση* ταυ κεφαλαίου)

Σιρουκτουραλιστικ05 μαρξιαμ05 (structuralmarxism)-Με­ γάλε* αφηγήοε^ (μοντερνισμ05) Μεθοδολογικ05 ολισμό*

Μέσα δεκαετία* του '80 σήμερα

Νέα Ριζοσπαστική (Κριτική) Οικονομική Γεωγραφία (Harvey, Massey, Smith, Scott, Storper, Walker, Soja, Lipietz, Hudson, Cooke, Mor­ gan, Sayer, Gertler κ.ά.)

Ποιου KES και ποσοτικέ5 - σύνθεση εντατική5 και EKiatiKns EpEUVQS

0 xcopos ω5 ενεργό διά­ μεσο ins κοι­ νωνική* δυναμικήΞ (χωροκοινωνική διαλεκτική) - 0 xcopos ω5 lonos, διαλε­ κτική τοηικούηαγκόσμιου

Τοπική διαφορο­ ποίηση και ανι­ σότητα ~Τοηικέ5 γεωγραφία ins μετσφορνχική5 σνάητυξπ5 και σναδιάρθρωση5 του καπιταλι­ σμού ~ Ευέλικτη συσσώρευση -Δίκτυα και συμπλέγματα επιχειρήσεωνNEES μαρσαλιανέ5 συνοικίε5

Εκλεκυκιστικ05 μσρξισμόΞ - Μεταμοντερνισμ05 - KpuiKOs ρεαλισμόΞ — Διεπι­ στημονικότητα και πολιτιστική στροφή - Σύνθε­ ση μεθοδολογι­ κού ολισμού κσι μεθοδολογικού ατομικισμού

Οι βασικοί σταθμοί στην ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας κατά τον 20ό αιώνα απεικονίζονται σχηματικά στον Πίνακα 2.1.Ένα ηρώτο χρονικό ορόσημο στην εμφάνιση της Οικονομικής Γεωγραφίας είναι το 1826, έτος δημοσίευσης της μελέτης του johann Heinrich von Thiinen ηου αφορούσε στις κατανομές των αγρο­ τικών χρήσεων γης γύρω από αστικά κέντρα σε συνάρτηση με τις αποστάσεις και τα κόστη μεταφοράς των αγροτικών προϊόντων προς αυτά (von Thunen 1826/1966). Άλλα ορόσημα κατά χρονολογική σειρά είναι: το 1882, όταν ο Γερμανός Γεωγράφος Gotz έκανε τη διάκριση ανάμεσα στην Εμπορική και την Οικονομική Γεωγραφία, το 1893 όταν άρχισαν να διδάσκονται τα πρώτα μαθήματα Οικονομικής Γεωγραφίας στα πανεπιστήμια Cornell και P e n a y l v a n i a των ΗΠΑ και το 1925, όταν ηρωτοκυκλοφόρησε το επιστημονικό περιοδικό Economic Geography ( B a n ^ 2000: 12-13). Στο αφετηριακό σημείο, βρίσκεται η κλασική γερμανική σχολή χωροθέτησης με 7

7. Ενίοτε κσι «νεοκλασική σχολή χωροθέτηση5» λόγω τη5 loxupns σχέσπ5 ins με το νεοκλασικά οικονομικά.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

41

βασικούς εκπροσώπους τους Von Thunen (1826/1966), Weber (1909/1929), Losch (1938, 1954) και Christaller (1933) και πολλούς οπαδούς και συνεχιστές του έργου τους. Πρόκειται για μια πρωτότυπη σχολή σκέψης με τεράστια διεθνή απήχηση στις ερευνητικές κατευθύνσεις και μεθόδους της Οικονομικής Γεωγραφίας τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Επιδίωξη των θεωρητικών αυτών ήταν να εντοπί­ σουν τους παράγοντες που επηρεάζουν τη χωροθέτηση των μεμονωμένων οικονο­ μικών δραστηριοτήτων (της αγροτικής παραγωγής ο Von Thunen, της βιομηχανίας οι Weber και Losch, των υπηρεσιών ο Christaller). Για την υλοποίηση του στόχου τους χρησιμοποίησαν απλές ποσοτικές αριθμητικές και γεωμετρικές τεχνικές, όπως το χωροθετικό τρίγωνο, τις ισοτιμίες και τις ισοδαπάνες (Weber) ή τη γεωμετρία των κανονικών εξαγώνων (Losch, Christaller). Πράγμα που κατά τον Krugman (1996: 38-41) οδήγησε σε μια αντίληψη της Οικονομικής Γεωγραφίας ως Οικονομικής Γε­ ωμετρίας. Η γερμανική σχολή χωροθέτησης κατασκεύασε μια απλουστευτική αντί­ ληψη του χώρου ως γεωμετρικού τόπου σημείων εγκατάστασης δραστηριοτήτων που συνδέονται μεταξύ τους με τη γεωγραφική απόσταση και το κόστος μεταφοράς υλικών και προϊόντων στα εργοστάσια και στις αγορές. Υιοθέτησε το μεθοδολογικό ατομικισμό βασισμένη στπ χωροθετικπ συμπεριφορά του «ορθολογιστπ οικονομι­ κού ανθρώπου» (homo economicus), μιας Βασικής έννοιας των νεοκλασικών Οικο­ νομικών. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι οι Βασικές μεθοδολογικές παραδοχές τπς γερμανικής σχολής χωροθέτησπς ακολουθούν κατά Βήμα αυτές των νεοκλασικών οικονομικών, δηλαδή την έμφαση στα ορθολογικά οικονομικά υποκείμενα (homo economicus), τπν ύπαρξη π λ η ρ ο ί και ανεμπόδιστα πληροφόρησπ5 και τπν ύπαρ­ ξη τέλειου ανταγωνισμού και ισορροπίας στην οικονομία (Chapman & Walker 1987: 32-52, Healey & Ilbery 1990: 183-185, Harrington & Warf 1995: ch. 2, 3). Πολλές μετέπειτα μελέτες επιχείρησαν να ελέγξουν τις παραδοχές των γερμανι­ κών θεωριών, αλλά κατέληξαν σε αντιφατικά εμπειρικά αποτελέσματα (Bale 1988: ch. 3). Προσπάθειες όηως αυτές tou Hoover (1948), του Smith (1966, 1971) και άλλων επιχείρησαν να Βελτιώσουν τα μοντέλα της γερμανικής σχολής με την προσθήκη και άλλων, πιο ρεαλιστικών, παραγόντων στη μελέτη της χωροθετικής συμπεριφοράς των επιχειρήσεων. Και αυτές, ωστόσο, οι προσπάθειες δεν κατάφεραν να ξεφύγουν από τον εμπειρισμό και φορμαλισμό της γερμανικής σχολής. Πολλές από αυτές δεν ήταν παρά συναθροίσεις επιμέρους μελετών περιπτώσεων από τις οποίες απουσίαζε μια εσωτερικά συνεκτική και ερμηνευτική θεωρητική λογική. Για παράδειγμα, μια τέτοια μελέτη (Townroe 1976) προσδιορίζει πάνω από 200 παράγοντες που πρέπει να λαμβάνουν υπόψη και να αξιολογούν οι επιχειρήσεις όταν πρόκειται να πάρουν ορθολογικές αποφάσεις εγκατάστασης ή μετεγκατάστασης των δραστηριοτήτων τους. Διάφορες έρευνες, ωστόσο, έχουν δείξει ότι στην πράξπ οι επιχειρήσεις αξιολογούν μερικούς μόνο παράγοντες, αυτούς ηου οι ίδιες θεωρούν πιο σημαντικούς με βάση τα κριτήρια που θέτουν, και λαμβάνουν αποφάσεις με Βάση τους παράγοντες που θα ικανοποιήσουν πρώτοι τα προκαθορισμένα αυτά κριτήρια (Βλιάμος κ.ά. 1992: 4244). Πρόκειται με άλλα λόγια για αποφάσεις χωροθέτπσπς βασισμένες σε μη πλήρη (περιορισμένη) ορθολογικότητα, όπως υποστήριξαν και οι συμπεριφορικές προσεγ-

42

Διαδρομές axis θεωρίες του χώρου

γίσεις τπς χωροθέτησπς (behavioural approaches - Βλ. Bale 1988: ch. 5, 6, Healey & Ilbery 1990: 187-190, Chapman & Walker 1987: 19-22, Κουρλιούρος 1989: 205-12). Κατά u s δύο ηρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, η έμφαση στις ποσοτικές πτυχές των οικονομικογεωγραφικών φαινομένων ηου είχε ήδη, έστω και με απλοϊκό τρό­ πο, εισαγάγει η γερμανική σχολή χωροθέτησης, έφθασε στο αποκορύφωμα τη5 με τπ λεγόμενη «ποσοτική επανάσταση», ηου αποτέλεσε την πρώτη μεγάλη επιστημολογι­ κή τομή στην Οικονομική Γεωγραφία. Η έμφαση των αναλύσεων πλέον δίνεται στπ δημιουργία γενικών (οικουμενικών) νόμων χωρικής οργάνωσης ηου για πολλούς, όπως για παράδειγμα για τον ιδρυτή i n s Περιφερειακής Επιστήμης Walter Isard (1956), ισοδυναμεί με την κατασκευή μια5 γενική5 θεωρίας χωρικής ισορροπίας των οικονομικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, οι προσεγγίσεις αυτές δεν αναπτύχθηκαν ανεμπόδιστα, χωρίς να προκαλέσουν έντονες κριτικές αντιπαραθέσεις. Ή δ η από τα τέλη i n s δεκαετία5 του 1950 σημαντικοί θεωρητικοί όπως ο Gunnar Myrdal (1957) και ο Albert Hirschman (1958) δημιουργούν εναλλακτικές προσεγγίσεις του χώρου που υποστηρίζουν ότι σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς η οικονομική ανάπτυξη είναι αηό τη φύση της γεωγραφικά άνιση ή πολωμένη (κεφ. 6). Τις δεκαετίες του '60 και 7 0 αναπτύσσεται ένα ακόμα εναλλακτικό ρεύμα, με έμφαση στπ μελέτη i n s χωροθετικής συμπεριφοράς σύνθετων οργανώσεων όπω5 οι Βιομηχανικές επιχειρήσεις. Το ρεύμα αυτό Βασίζεται στπ θεωρία των οργανώ­ σεων και τη θεωρία των αποφάσεων, ασκεί κριτική στην έννοια του ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου i n s νεοκλασική5 ορθοδοξίας και υποστηρίζει την έννοια του «περιχαρακωμένου ορθολογισμού». Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου ρεύματος αναπτύσσονται δύο επιμέρους σχολές σκέψης - π συμπεριφορική σχολή Βιομηχα­ νικής χωροθέτησης και η σχολή i n s γεωγραφίας τπς επιχείρησης. Είναι όμω5 στπ δεκαετία του 1970 ηου πραγματοποιείται μια ουσιαστική επιστημολογική ρήξπ με όλες u s ηροηγούμενε5 οικονομικογεωγραφικές σχολές σκέψης, όταν αναδύεται μια ριζοσπαστική και κριτική Οικονομική Γεωγραφία με Βασικά σημεία αναφοράς στπ μαρξιστική Πολιτική Οικονομία και με συγγενείς μεταξύ τους προσδιοριστικούς τίτλους ontos: «ριζοσπαστική» ή «κριτική σχολή», «σχολή Πολιτικής Οικονομίας», «διαρθρωτική (δομική) σχολή» ή «σχολή αναδιάρθρωσης του κεφαλαίου» (Βλ. με­ ταξύ άλλων Peet, ed., 1977, Tabb & Sawers, eds., 1984, Peet & Thrift 1989: 4 κ.ε., Λαμηριανίδπς 1992α: 102, Chapman & Walker 1988: 26, Watts 1992: 14, Massey 1979, 1988, Sayer 1982, Lovering 1989). Η σχολή αυτή, που εγκαινίασε τη δεύτερη μεγάλη επιστημολογική τομή στην Οικονομική Γεωγραφία, εδράζεται σε μια ριζο­ σπαστική κριτική της λειτουργίας του αναπτυγμένου καπιταλισμού στο χώρο, μια λειτουργία που συνδέεται με ανισότητες, πολώσεις και προβλήματα σε όλες τις χωρι­ κές κλίμακες - αηό την τοπική και περιφερειακή μέχρι την εθνική και τη διεθνή. Βα­ σίζεται επίσης στην ανάλυση των ευρύτερων δομικών σχέσεων και όχι στους επιμέ­ ρους ατομικούς φορείς δράσης στο χώρο των οποίων η σημασία πολλές φορές υπο­ βαθμίζεται. Ένα πιο πρόσφατο ρεύμα ins σχολή5 αυτής επικεντρώθηκε στπ μελέτη των χωρικών αλλαγών ηου προκαλούνται αηό us μεταβολές (αναδιαρθρώσεις) στπ λειτουργία του αναπτυγμένου καπιταλισμού - τη συσσώρευση του κεφαλαίου, την

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

43

οργάνωση της εργασίας, τις νέες τεχνολογίες, το θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο κ.ά. Όμως, και αυτή π σχολή γνώρισε αποκλίνουσες πορείες, διαφοροποιήσεις και κριτι­ κές αντιπαραθέσεις στους κόλπους της. Στα αρχικά της στάδια διαμορφώθηκε κάτω απ' την ισχυρή επίδραση του στρουκτουραλιστικού μαρξισμού, με αποτέλεσμα να αντιλαμβάνεται μόνο τις ευρύτερες δομές και τις γενικές τάσεις χωρικής ανάπτυξης και να αγνοεί τους ατομικούς φορείς δράσεις και τις ιδιόμορφες γεωγραφίες των τοπικοτήτων. Όμως στην πορεία, κάτω από την επίδραση εναλλακτικών οικονομικών γνώσεων (Amin & Thrift 2000), άλλων κριτικών κοινωνιολογικών και επιστημολο­ γικών ρευμάτων καθώς και ενός ανοιχτού και εκλεκτικιστικού πλέον μαρξισμού, η σχολή αυτή γνώρισε σημαντικές διαφοροποιήσεις και μετασχηματισμούς ηου όμως δεν την εμπόδισαν να διατηρήσει τον κριτικό και ριζοσπαστικό της χαρακτήρα. Σ ή ­ μερα, η εν λόγω σχολή αναπτύσσεται δυναμικά μέσα αη' την κριτική αντιπαράθεση ανάμεσα στην πολιτικοοικονομική θεώρηση αηό τη μια και το μεταμοντερνισμό και την «πολιτιστική στροφή» από την άλλη (Lee & W i l l i , eds. 1997, Λεοντίδου 2005, Λεοντίδου κ.ά. 2008: κεφ. 7). Μια αντιπαράθεση γόνιμου διαλόγου και ανάπτυξης νέων ιδεών που ενισχύει το δυναμισμό της και που την καθιστά ένα αηό τα ηλέον σημαντικά - α ν όχι το σημαντικότερο- παράδειγμα στη σύγχρονη οικονομικογεωγραφική σκέψη (Peet & Thrift 1989). Tous Βασικούς σταθμούς της ιστορικής εξέλιξης της Οικονομικής Γεωγραφίας, όπως αυτοί σκιαγραφήθηκαν παραπάνω, θα συζητήσουμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια, δίνο­ ντας έμφαση στο ζήτημα της μεθόδου.

2.5. Από την κλασική σχολή χωροθέτηση5 OTOUS γενικού^ νόμους χωρική5 οργάνωση^ ποσοτική επανάσταση και λογικ05 Θετικισμ05 Όπως ήδη σημειώθηκε, αρχικά, το 19ο αιώνα, η Οικονομική Γεωγραφία έπαιζε έναν εργαλειακό ρόλο στην εξυπηρέτηση των γεωοικονομικών και γεωπολιτικών επιδιώ­ ξεων των αποικιοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης. Προμήθευε κυρίως πληροφο­ ρίες για την κατανομή και χρήση των στρατηγικών πρώτων υλών, των αγορών, του εμπορίου, των επενδυτικών ευκαιριών και των οικιστικών δομών Qohnston et ai eds., 1986:118).Έδινε έμφαση στην ανάλυση του επιμέρου5, των τοπικών ιδιαιτερο­ τήτων των χωρών και των περιοχών TOUS που θεωρούνταν επενδυτικά σημαντικές για τα ευρωπαϊκά αποικιοκρατικά συμφέροντα. Η έμφαση στο τοπικό και διαφοροποιημένο ακολουθήθηκε και αηό ορισμένα ρεύματα σκέψης που αναπτύχθηκαν κατά το ηρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα. Πολλές και σημαντικές γεωγραφικές έρευνες κατά την περίοδο αυτή ήταν προσανατολισμένες στη μελέτη των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των διάφορων περιφερειών χωρίς να προβαίνουν σε επαγωγικές γενικεύσεις. Η μελέτη της τοπικής ιδιαιτερότητας και δια­ φοροποίησης ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδιογραφικής γεωγραφικής σχο­ λής με κυριότερο εκπρόσωπο τον Αμερικανό Γεωγράφο Richard Hartshorne (1939). Ανάλογης κατεύθυνσης ήταν οι Περιφερειακές Γεωγραφίες της γαλλικής σχολής με

44

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου 8

κυριότερο εκπρόσωπο τον Vidal de la Blache. Στις αναλύσεις των σχολών αυτών τονιζόταν η ιδιομορφία των διάφορων περιφερειών ως αποτέλεσμα ειδικών συναρ­ θρώσεων οικονομικών, κοινωνικών, πολιτιστικών και πολιτικών πραγματικοτήτων που δεν επαναλαμβάνονταν σε άλλες περιφέρειες, ήταν δηλαδή ιδιόμορφες και μο­ ναδικές (Λεοντίδου 1992: 119, Λεοντίδου & Σκλιάς 2001:42-3). Οι προσεγγίσεις ήταν διεπιστημονικές με τπν έννοια ότι πολλές διαφορετικές πτυχές των τοπικών γεωγρα­ φικών χαρακτηριστικών έπρεπε να συντεθούν σε μια ενιαία ερμηνευτική λογική. Ο μεθοδολογικός αυτός προσανατολισμός, ωστόσο, αμφισβητήθηκε από Γε­ ωγράφους όπως ο Shaefer (1953), που υποστήριζαν την ανάγκη μεθοδολογικής στροφής τπς γεωγραφικής έρευνας προς γενικευτικές/νομοθετικές προσεγγίσεις του χώρου - δηλαδή τπν κατασκευή οικουμενικών θεωρητικών νόμων τπς χωρι­ κής οργάνωσης και κατανομής των δραστηριοτήτων μέσα από τπ γενίκευση επιμέ­ ρους εμπειρικών περιπτώσεων. Στη μεθοδολογική στροφή από το ιδιόμορφο και τοπικό στο νομοθετικό και οι­ κουμενικό συνέβαλε π κλασική σχολή χωροθέτησης, ηου είχε μακρά παράδοση από τις αρχές του 19ου αιώνα με το έργο του Von Thunen (1826/1966). Τις πρώτες δεκα­ ετίες του 20ού αιώνα, η Οικονομική Γεωγραφία με πρωταγωνιστές τους Γερμανούς Οικονομολόγους Weber (1909/1929), Losch (1938) και Christaller (1933), αρχίζει να ενσωματώνει στις έννοιες της Βασικές αρχές της νεοκλασικής οικονομικής που είχε ήδπ μια κυρίαρχη παρουσία στο χώρο των οικονομικών επιστημών αηό την εποχή του Alfred Marshall το 19ο αιώνα (Rima 1987, τόμ. Β: 125-84). Η ενσωμάτωση των νεοκλασικών οικονομικών στην Οικονομική Γεωγραφία δίνει ένα σαφή νομοθετικό προσανατολισμό στις ερευνητικές της κατευθύνσεις. Έτσι στρέφεται στην αναζήτηση οικουμενικών ή γενικών νόμων τπς χωρικής οργάνωσης των οικονομικών δραστηρι­ οτήτων. Ο νομοθετικός προσανατολισμός τπς γερμανικής σχολής χωροθέτπσπς ήταν Βασικά auros που άνοιξε το δρόμο στη θετικιστική ποσοτική επανάσταση στη Γεω­ γραφία που αναπτύχθηκε κατά τη δεκαετία του 1950 με έδρα αυτή τη φορά τις ΗΠΑ και πρωταγωνιστή τον ιδρυτή της Περιφερειακής Επιστήμης Walter Isard (1956). Επί­ κεντρο των αναλύσεων της σχολής αυτής ήταν η διερεύνηση των γενικών συνθηκών ισορροπίας στπ χωρική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων, θεωρώντας ο Isard ότι «ο κόσμος χωρίς χωρικές διαστάσεις» που είχε εγκαθιδρύσει π παραδοσι­ ακή οικονομική θεωρία είναι απελπιστικά ανεπαρκής για την κατανόηση των φαι­ νομένων, προσπάθησε να εισαγάγει τπ συνθήκη του χώρου στη λογική των νεοκλα­ σικών οικονομικών. Προσπάθησε δηλαδή να «ξαναγράψει» τπ νεοκλασική θεωρία οικονομικής ισορροπίας με opous χωροθετικής οργάνωσης των δραστηριοτήτων (Scott 2000: 21). Μια άλλη σημαντική ερευνητική ομάδα στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου τπς Ουάσιγκτον με τον καθηγητή William Garrison θεωρείται ότι ίδρυσε τη «χωρική ανάλυση» με θέματα έρευνας τπ Βιομηχανική χωροθέτηση και τα πρότυπα χρήσεων yns, την αστικοποίηση και τα συστήματα κεντρικών τόπων, τα

8. Για μια πιο σφαιρική ανάλυση των κατευθύνσεων ins Γεωγραφία στη Γαλλία βλ. Johnston & Claval, eds., 1984: 15-29, 36-41. Το σχετικό απόσπασμα έχει μεταφραστεί στα ελληνικά (βλ. Αφουξενί6ns κ.ά. επιμ., 2000: 47-70).

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

45

μεταφορικά δίκτυα, τη χωρική δυναμική του εμπορίου και την κοινωνική αλληλε­ πίδραση στο χώρο (Scott 2000: 21). Ένα άλλο ρεύμα που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο ins σχολής αυτής, ήταν οι λεγόμενες «θεωρίες χρήσεων αστικής γης» (βλ. Alonso 1964, Muth 1969, Chapin 1965: 87-90, Chapin & Kaiser 1979: 39-41, Vickerman 1984: 46-50). Κοινή παραδοχή αυτών των προσεγγίσεων είναι ότι ο ορθολογιστής homo e c o n o m i c s (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) κατανέμει τις δραστηριότητες του στον αστικό χώρο -διαμορφώνοντας έτσι τις χρήσεις γης στις πόλεις- με τρόπο ηου να ανταποκρίνεται στην ικανότητα του να καταΒάλλει το αντίστοιχο χρηματικό ισο­ δύναμο της αστικής γαιοπροσόδου, της τιμής δηλαδή αγοράς ή ενοικίου γης. Απο­ μονώνοντας όμως μία μόνο παράμετρο ενός τόσο σύνθετου ζητήματος όηως η δια­ μόρφωση των αστικών χρήσεων γης, δηλαδή την αστική γαιοπρόσοδο, οι θεωρίες αυτές παραβλέπουν μια σειρά άλλα σημαντικότατα ζητήματα, όπως είναι ο ρόλος των πολεοδομικών ρυθμιστικών πολιτικών, των κοινωνικών σχέσεων και συγκρούσεων στη διαμόρφωση και μεταβολή των χρήσεων γης, των διυηοκειμενικών δικτύων, των ευρύτερων χωροταξικών δυναμικών και άλλων παραγόντων που συνθέτουν την πολυμορφία και αντιφατικότητα του αστικού χώρου. Οι παραπάνω προσεγγίσεις, με άλλα λόγια, απομονώνουν μία μόνο παράμετρο ενός σύνθετου συστήματος και αφού την αναλύσουν στπν ιδιαιτερότητα της τπν ταυτίζουν στη συνέχεια - μ έ σ ω της επαγωγικής λογικής- με όλο το σύστημα. Μια άλλπ, τέλος, ομάδα εργασιών περι­ στράφηκε γύρω από θέματα περιφερειακής ανάπτυξης, θεμελιώνοντας αυτές που έγιναν γνωστές ως «θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας» (Holland 1979: ch. 1, βλ. και κεφ. 6). Η πιο κλασική από αυτές είναι π θεωρία γεωγραφικής κινητικότητας των συντελεστών παραγωγής κεφαλαίου και εργασίας (ΒοιΊς 1960, ΒοΓΐς & Stein 1964), σύμφωνα με την οποία οι δυνάμεις της αγοράς τείνουν μακροπρόθεσμα να εξισορ­ ροπήσουν την οικονομική ανάπτυξη ανάμεσα στις διάφορες περιφέρειες ακόμα και αν έχουν αρχικά διαμορφωθεί συνθήκες περιφερειακής ανισότητας. Μια ανάλογη προσέγγιση υιοθετεί και η θεωρία διαπεριφερειακού εμπορίου (μοντέλο Ηθοκςοήθτ, Ohlin και SamueUon [H-O-S], Βλ. Ohlin 1933). Η διαφορά αηό τπν παραπάνω θε­ ωρία είναι ότι στπ δεύτερη δεν έχουμε γεωγραφική μετακίνηση συντελεστών πα­ ραγωγής αλλά ανάπτυξη διαπεριφερειακού εμπορίου στη Βάση του συγκριτικού πλεονεκτήματος κάθε περιφέρειας ως μηχανισμού εξισορρόπησης των αμοιβών των συντελεστών παραγωγής (κερδών κεφαλαίου, απολαβών εργασίας) στις διάφορες περιφέρειες. Στις ίδιες νεοκλασικές παραδοχές της ύπαρξης αρμονίας και ισορροπί­ ας στην εσωτερική δομή και εξέλιξη του οικονομικού συστήματος βασίστηκαν και άλλες σημαντικές θεωρίες περιφερειακής ισορροπίας (βλ. αναλυτικά Friedmann & Alondo, edς. 1964, Glasson 1978). 9

Τα αίτια της νομοθετικής μεταστροφής στη Γεωγραφία δεν δηλώνονται ρητά αλλά θα πρέπει να σχετίζονται με την ταχύρρυθμη καπιταλιστική εκβιομηχάνιση και ανά­ πτυξη των δύο πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών και τις επιπτώσεις της στο χώρο: Οι διάφορες ηρώην σχετικά αυτάρκεις τοπικές κοινωνίες χάνουν την αυτονομία τους 9. Δεν θα επεκταθούμε εδώ άλλο στα ζητήματα αυτά, ηου αποτελούν περισσότερα αντικείμενο της Αστικής Οικονομικής (Urban Economics) παρά της Οικονομικής Γεωγραφίας.

46

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

καθώς ενσωματώνονται γοργά στην ομοιογενοηοιπτική δυναμική της φορντικής εκ­ βιομηχάνισης και αστικοποίησης (κεφ. 4). Όηως παρατηρεί ο Lefebvre (1987: 138-9), η επέλαση του βιομηχανικού καπιταλισμού τείνει να ομοιογενοηοιεί το χώρο στις διάφορες κλίμακες του., καθώς παράγει απαράλλακτα αστικοβιομηχανικά τοπία χω­ ρικής οργάνωσης. Η ομοιογενοποιητική αυτή δυναμική παραπέμπει στην ιδέα ότι οι «κανονικότητες» με τις οποίες εκδηλώνεται είναι απόρροια της λειτουργίας κάποιων γενικότερων -οικουμενικών- νόμων χωρικής οργάνωσης, θα μπορούσε συνεπώς να υποστηριχθεί ότι π ποσοτική επανάσταση αντανακλά τις νέες κοινωνικοοικονο­ μικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες ηου διαμορφώθηκαν κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες oris χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Οι συνθήκες αυτές χαρακτηρίζονται από μια απρόσκοπτη οικονομική μεγέθυνση βασισμένη στη μαζική παραγωγή και μαζική κατανάλωση, καθώς και στην ανάπτυξη ηρονοιακών κρατικών πολιτικών (φορντικό καθεστώς συσσώρευσης και κεϋνσιανός τρόπος κοι­ νωνικής ρύθμισης - βλ. Hirsch 1993, Harvey 1995: ch. 8, Λεοντίδου 2005: 102-5). Η μαζική παραγωγή συγκεντρώθηκε γεωγραφικά σε μεγάλους αστικοΒιομηχανικούς πόλους ανάπτυξης με αποτέλεσμα τπ δημιουργία χωρικών ανισοτήτων (Βλ. κεφ. 6) τις οποίες προσπαθούσαν τα κράτη να μειώσουν μέσω του σχεδιασμού και της εφαρ­ μογής ρυθμιστικών χωρικών πολιτικών. Η γενικότερη τάση της εποχής ευνοούσε τη γενίκευση και συστηματικό ποίηση των γεωγραφικών γνώσεων γύρω από ζητήματα περιφερειακής ανάπτυξης και Βιομηχανικής χωροθέτησης, προτύπων αστικοποίησης και ιεράρχησης οικιστικών δικτύων, χωρικών αλληλεξαρτήσεων, μεταφορικών υπο­ δομών και ελέγχου των χρήσεων γης μέσω πολιτικών χωροταξικού και πολεοδομι­ κού σχεδιασμού. Ανάλογες τάσεις ποσοτικοποίησης και μοντελοποίησης παρατηρού­ νται και σε άλλες συγγενείς επιστήμες του χώρου, όηως για παράδειγμα στη θεωρία του σχεδιασμού, όηου γίνεται μια συστηματική προσπάθεια κατασκευής μοντέλων ορθολογικής λήψης αποφάσεων σχεδιασμού βασισμένων στη γενική θεωρία των συ­ στημάτων, τη θεωρία των οργανώσεων και την κυβερνητική (McLoughiin 1969, Βλ. αναλυτικά Κουρλιούρος 1989, ΒασενχόΒεν & Κουρλιούρος 2007). Η στροφή στη γεωγραφική έρευνα αηό τις ειδικές και ιδιόμορφες στις γενικευτικές και νομοθετικές θεωρήσεις συνδέθηκε με τη λεγόμενη ποσοτική επανάσταση και το επιστημολογικό τπς υπόβαθρο, το λογικό θετικισμό. Η χρήση ποσοτικών τεχνι­ κών και μοντέλων ανάλυσης εμπειρικών χωρικών δεδομένων θα οδηγούσε, σύμ­ φωνα με τις απόψεις των υποστηρικτών της ποσοτικής επανάστασης, στη διατύπωση οικουμενικών νόμων που διέπουν τη γεωγραφική οργάνωση των δραστηριοτήτων ανεξαρτήτως τοπικών ιδιομορφιών και διαφοροποιήσεων. Η προσέγγιση αυτή ήταν σε απόλυτη αρμονία με την επαγωγική μεθοδολογία του λογικού θετικισμού, δηλα­ δή τη δυνατότητα κατασκευής θεωρητικών νόμων μέσα αηό τη γενίκευση επιμέρους εμπειρικών δεδομένων (Nagel 1971). 10

Η ποσοτική επανάσταση στη Γεωγραφία βασίστηκε στο θεμελιώδες μεθοδολογικό 10. Σημαντικό έργο στην κατεύθυνση αυτή είναι το Explanation in Geographyiou Harvey (1969) τη5 προμαξιστικήΞ περιόδου. Για μια πιο εκτεταμένη κριτική ανάλυση των ζητημάτων αυτών βλ. Gregory 1978: part 1, Johnston 1983: ch. 2, Λεοντίδου 1990: 81-92, 1992: 103-28, Koup^oupos 1989).

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

47

αξίωμα ίου θετικισμού: το διαχωρισμό και την αντιπαράθεση γεγονότων και αξιών στη μελέτη ίων φαινομένων (Gore 1984: 17-8). Το αξίωμα αυτό εδράζεται στην παραδοχή 11

της ύπαρξης μιας αναλογίας ανάμεσα στα φυσικά και τα κοινωνικά φαινόμενα. Όπως ακριβώς στα φυσικά φαινόμενα τα γεγονότα είναι αντικειμενικά, αυθύπαρκτα, ποσοτικοποιήσιμα και ανεξάρτητα από τη βούληση των υποκειμένων, έτσι και τα κοινωνικά φαινόμενα μπορούν να ερευνηθούν αναφορικά με τα ποσοτικοηοιήσιμα γεγονότα ηου τα συνθέτουν και όχι με τις αξίες, πεποιθήσεις και κίνητρα των δρώντων υποκειμένων. Η αρχή όμως της αναλογίας μεταξύ τπς φυσικής και της κοινωνικής σφαίρας είναι παραπλανητική. Αποκρύπτει ότι στα κοινωνικά φαινόμενα τα δρώντα υποκείμενα, οι αξίες τους και τα βαθύτερα κίνητρα τους αποτελούν μέρος των γεγονότων και ότι συνεπώς το υποκείμενο της έρευνας εμπεριέχεται στο αντικείμενο και αντίστροφα. Η κοινωνική πραγματικότητα δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, αλλά «κατασκευ­ άζεται» μέσα από τη σύνθεση των αναρίθμητων δράσεων των κοινωνικών υποκει­ μένων. Δράσεων που θεμελιώνονται σε ατομικές και συλλογικές αξίες, πεποιθήσεις, νοήματα και κίνητρα, δηλαδή σε συστήματα αναφοράς διαμέσου των οποίων τα κοινωνικά υποκείμενα κατανοούν την εξωτερική πραγματικότητα και διαμορφώ­ 12

νουν το δικό τους πλαίσιο δράσης. Στα κοινωνικά φαινόμενα, γεγονότα και αξίες βρίσκονται σε στενή αλληλεξάρτηση και συνεπώς δεν υπάρχει τρόπος να μελετηθεί το ένα χωρίς παράλληλα να μελετηθεί και το άλλο. Για το θετικισμό, αντίθετα, η επι­ στήμη -νοούμενη ως ταύτιση των φυσικών με τις κοινωνικές επιστήμες- ασχολείται με τα εμπειρικά προσδιορίσιμα γεγονότα από τα οποία σύμφωνα με αυτόν απορρέει 11. θα ηρέηει εδώ να σημειωθεί παρενθετικά όχι αηά πολύ ηαλιά π ιδέα tns αναλογία* μεταξύ του φυσικού και του κοινωνικού κόσμου τροφοδότησε διάφορε* ηροσηάθειεΞ εξήγηση* των κοινωνικών φαινομένων με τη Βοήθεια ίων νόμων ηου διέπουν ία φυσικά και Βιολογικά φαινόμενα. Έτσι, ο Thomas Hobbes προσπάθησε να εξηγήσει την κοινωνική εξέλιξη και το ρόλο του κράτος με Βάση tous vopous Ki'vnons των στοιχειωδών σωματιδίων ins u\ns, ενώ ο Herbert Spencer προσπάθησε να εφαρμόσει tous 5apBiviKous vopaus εξέλιξη* των ειδών στπ μελέτη των κοινωνιών - προσπάθεια που έμεινε γνωστή στην ιστορία των ιδεών ω5 κοινωνικός δαρβινισμό* (Βλ. πιο αναλυτικά KoupXioupos 1989). Η χρήαη εννοιών και μεθόδων των φυσικών επιστημών για τπν ανάλυση και ερμηνεία γεωγραφικών φαινομένων υπήρξε επίση* μια χαρακτηριστική πρακτική axis επιστήμεΞ του χώρου. Για παράδειγμα, π «σχολή του Σικάγο» προσπάθησε να αναλύσει και να ερμηνεύσει τη χωροκοινωνική διάρθρωαπ και ανάπτυξη των πόλεων με τη Βοήθεια μεθόδων, αναλυτικών κατηγοριών και «εργαλείων» τπ5 οικολογία5. Πιο σύγχρο­ νοι Γεωγράφοι και επιστήμονε5 του χώρου που υποστήριξαν την ποσοτική επανάσταση, προσπάθησαν να εφαρμόσουν TOUS vopous ins Βαρύτητα5 για να εξηγήσουν τπν έλξη που ασκούν οι πόλειε πάνω οε ηληθυσμού5 και δραστηριότητεΞ, ενώ άλλοι παλιότερα, oncos ο Alfred Weber, προσπάθησαν να εφαρμό­ σουν αρχέ5 τη* μηχανική* (πλαίσιο Varignon, χωροθετικό τρίγωνο) για να εντοπίσουν DS Βέλτιστε* θέοειε εγκατάσταση* των Βιομηχανικών μονάδων cos αποτέλεσμα εξισορρόπηση* των «δυνάμεων έλξη*» που ασκούν eras μονάδεΞ auies οι πηγές εντοπισμένων πρώτων υλών και οι περιοχές αγορών. Τα μαθηματικά και η γεωμετρία αποτέλεσαν για άλλου* ένα ιδεατό εννοιακό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να οικοδομηθεί μια απεικόνιση ins πραγματικότητα*. Οι εξαγωνικέΞ περιοχές αγοράδ στην «οικονομική περιφέρεια» του Losch αποτελούν το πιο χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας προσέγγιση* (κεφ. 5). 12. Η κοινωνική πραγματικότητα μπορεί να παραλληλιστεί με ένα οικοδόμημα. Το οικοδόμημα δεν αποκαλύπτει μόνο τπν ποσοτική ηλευρά τη* ανέγερση* του (πόσα δηλαδή κυβικά μέτρα οπλισμένου σκυροδέματα*, τούβλων, ξυλεία* κ.λπ. χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του) αλλά και as αξικ, ηεποιθήσει*, κλίσεΐδ και προτιμήσει* (αισθητικέ*, λειτουργικέ*) του αρχιτέκτονα που το σχεδίασε καθώδ και xts αξ]Ε5 και προτιμήσει* των ιδιοκτητών του.

48

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

κάθε έγκυρη γνώση. Οι αξίες αντανακλούν ηθικές κρίσεις ηου δεν είναι δυνατόν να υπαχθούν σε εμπειρικό έλεγχο και συνεπώς δεν μπορούν να αποτελούν αντικείμενο επιστημονικής ανάλυσης. Το μέσο για την απόδειξη τπς αλήθειας των γεγονότων βρίσκεται, κατά το θετικισμό, στπ δυνατότητα τους να επαληθεύονται μέσα από τον εμπειρικό έλεγχο (θεωρία επαλπθευσιμότπτας). 13

Οι θεμελιώδεις αρχές του θετικισμού μπορούν να εντοπιστούν στο νήμα που συν­ δέει τπ σκέψη του August Comte με αυτήν του Lugwig Wittgenstein και παραπέρα με τπ σκέψη των Moritz Schlick και Rudolf Carnap, ιδρυτών του «Κύκλου τπ5 Βιέννης» (Κουρλιούρος 1989:61-6). Πα τον Comte, κάθε επιστήμη «αρχίζει με την παρατήρηση των ομοιοτήτων και των διαφορών ανάμεσα στα φαινόμενα, δηλαδή με την παρατή­ ρηση των μεμονωμένων γεγονότων. Τα καθιερωμένα γεγονότα παρέχουν μια βάση για αρχικές εμπειρικές γενικεύσεις οι οποίες έπειτα από επιπρόσθετη μελέτη μετασχη­ ματίζονται σε ευρύτερες γενικεύσεις. Έτσι, π ανάπτυξη της επιστήμης συνίσταται στην προοδευτική εξάπλωση των εμπειρικών γενικεύσεων και ο επαγωγικός συμπερασμός γίνεται το κύριο εργαλείο μιας τέτοιας εξάπλωσης» (Naletov 1984: 9). Στην περίφημη λογικο-φιλοσοφική πραγματεία του {Tractatus Logico-Philosophicus), ο Ludwig Wittgenstein (1978) ανάγει τπν πραγματικότητα στη σύνθεση των επιμέρους γεγονότων που τπν αποτελούν.Όηως υποστηρίζει, γνωρίζουμε την πραγ­ ματικότητα cos ολότητα μόνο γνωρίζοντας τα επιμέρους γεγονότα που την αποτε­ λούν. Επιστημονική γνώση της πραγματικότητας σημαίνει επιστημονική γνώση των γεγονότων και των αλληλεξαρτήσεων τους. Γνωρίζουμε τα γεγονότα και τις συνδέσεις μεταξύ τους μέσω των νοητικών εικόνων που σχηματίζουμε γΓ αυτά. Αληθινή (επι­ στημονική) εικόνα των γεγονότων είναι αυτή που επαληθεύεται κατά τη σύγκριση τπς εικόνας με τπν πραγματικότητα, δηλαδή με τα ίδια τα γεγονότα. Επιστημονικές προτάσεις είναι αυτές ηου αναφέρονται σε επαληθευμένες εικόνες γεγονότων. Κάθε άλλπ πρόταση είναι μεταφυσική και πρέπει να οριοθετείται από τις επιστημονικές (βλ. Κουρλιούρος 1989: 63-4). Ο απλοϊκός εηαγωγισμός του Comte και του Wittgenςtein, ωστόσο, δεν γίνε­ ται αποδεκτός από τους πατέρες του λογικού θετικισμού Moritz Schlick και Rudolf Carnap και ανασκευάζεται. Η βασική διαφορά είναι ότι κατά το λογικό θετικισμό μπορεί να γίνεται διάκριση ανάμεσα σε «αναλυτικές» και σε «συνθετικές προτάσεις» (Gregory 1978: 33). Οι πρώτες μπορούν να αξιολογούνται χωρίς εμπειρικό έλεγχο. Οι προτάσεις αυτές είναι είτε ταυτολογικές ή αντιφατικές και δεν προσθέτουν κάτι νέο στο απόθεμα της επιστημονικής γνώσης που έχουμε για τα φαινόμενα. Ανήκουν στο χώρο των φορμαλιστικών επιστημών (μαθηματικών και λογικήδ) και η χρησιμότητα τους έγκειται στη διατύπωση γλωσσικών κανόνων για τη συνοχή των βασισμένων σε γεγονότα επιστημών. Οι δεύτερες, αντιθέτως, είναι προτάσεις των οποίων η αλήθεια πρέπει να επαληθεύεται με βάση τον εμπειρικό έλεγχο. Για τον Moritz Schlick, το νό13. «Δεν θα είχα κανένα πρόβλημα να συζητήσω την πιθανότητα να υπάρχουν μικρά πράσινα αν­ θρωπάκια στην αόρατη πλευρά του φεγγαριού», έγραφε ο Rudolf Carnap, ένας από τουΞ Θεμελιωτέ5 του λογικού θετικισμού, «φθάνει μόνο να μου διατυπώσετε τον τρόπο επαλήθευση5 αυτή5 τπ5 υπόθεons» (Κουρλιούροε 1989).

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

49

ημα μιας πρότασης μπορεί να δοθεί μόνο δείχνοντας τον τρόπο ελέγχου της αλήθειας τπς, δηλαδή της επαληθευσιμότητάς της. ΓΓ αυτόν, ο μόνος τρόπος για να δώσουμε νόημα σε μια πρόταση είναι «να δείξουμε τους κανόνες που τη διέπουν [...] να περι­ γράψουμε τα γεγονότα που κάνουν ώστε η πρόταση να είναι αληθής [...] Το νόημα της πρότασης είναι η μέθοδος της επαλήθευσης της. Το ερώτημα «τι νόημα έχει αυτή η πρόταση;» είναι ταυτόσημο (επιδέχεται την ίδια απάντηση) με το ερώτημα «πώς επαληθεύεται αυτή η πρόταση;» (Schtick χ.χρ.: 87-91, έμφαση δική μας). Στους ίδιους άξονες κινείται και η επιστημολογία του Rudolf Carnap. Σύμφωνα με αυτόν, «ένα πρωταρχικό καθήκον της λογικής ανάλυσης μιας ορισμένης πρότα­ σης είναι να Βρει τπ μέθοδο επαλήθευσης της. Το ερώτημα είναι: Ποιοι λόγοι μπο­ ρούν να υπάρχουν που να επιβεβαιώνουν

την πρόταση αυτή;» (Carnap χ.χρ.: 25,

έμφαση δική μας). Η επαλήθευση, συνεπώς, συνιστά για το λογικό θετικισμό τη Βάση της δημιουρ­ γίας των επιστημονικών νόμων ηου διέπουν τα φαινόμενα, δηλαδή την κατασκευή θεωρίας (νομοθετική αντίληψη της επιστήμης). Εφόσον οι επιστημονικοί νόμοι - η θεωρία- και τα γεγονότα - η εμπειρία- συνδέονται γενετικά μεταξύ τους, οι θεωρη­ τικές προτάσεις μπορούν με τπ σειρά τους να αποδείξουν την αναγκαία εμφάνιση ενός γεγονότος και να χρησιμοποιηθούν είτε ως Βάση εξήγησης του ή ως Βάση πρόβλεψης του (Gregory 1978: 34). Συνοψίζοντας, ολόκληρο το επιστημολογικό πρόγραμμα του λογικού θετικισμού είναι Βασισμένο στην παραδοχή της ύπαρξης μιας εγγενούς συμμετρίας ανάμεσα στην επιστημονική γνώση των φαινομένων και στις διαδικασίες επαλήθευσης εμπει­ ρικά προσδιορίσιμων γεγονότων. Γεγονότων που είτε απορρέουν άμεσα αηό την εμπειρική παρατήρηση, ή έμμεσα ως υποθέσεις ενός a priori αξιωματικού μοντέλου της εμπειρικά προσλαμβανόμενης πραγματικότητας (Harvey 1969). Οι πρώτες προσπάθειες συνειδητής σύνδεσης του θετικισμού με τη Γεωγραφία γίνονται στις αρχές του 20ού αιώνα σε μια εργασία του Carl Sauer στην οποία το γεωγραφικό τοπίο προσδιορίζεται με όρους εμπειρικών αλληλεξαρτήσεων χωρικών φαινομένων, χωρίς τπν ύπαρξη κάποιας κρυμμένης αιτιότητας (Gregory 1978: 29). Η θέση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από Γεωγράφους, όπως ο Hartshorne, που πρόβαλαν τον αντίλογο ότι ακόμα και οι πιο ακριβείς φυσικές επιστήμες πέρα αηό τπ μελέτη των άμεσα ηαρατηρήσιμων αντικειμένων ασχολούνται και με τπ με­ λέτη δυνάμεων που δεν είναι άμεσα ηαρατηρήσιμες. Ο Hartshorne υποστήριξε ότι ναι μεν π Γεωγραφία πρέπει να γίνει μια νομοθετική επιστήμη - μ ε τπν έννοια της ανακάλυψης των γενικότερων νόμων ηου διέπουν τα γεωγραφικά φαινόμενα- αλλά οι νόμοι αυτοί πρέπει να ανασκευάζονται με Βάση τις ιδιαιτερότητες των συγκε­ κριμένων τόπων. Η άποψη αυτή αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από τον Schaefer (1953), που αναζητούσε οικουμενικούς νόμους και πρότυπα χωρικής οργάνωσης των δραστηριοτήτων χωρίς αναφορά στις ιδιαιτερότητες των επιμέρους τόπων. Η θέση αυτή, όπως σημειώνει ο Gregory (1978: 32), πράγματι άνοιξε το δρόμο για να εισέλθει ο λογικός θετικισμός στο γνωσιολογικό χώρο της Γεωγραφίας με έργα όπως το Theoretical

Geography

του Bunge (1962), το Models

in Geography

των

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

50 Chorley & Haggett (eds. 1971), το Explanation (

το Locational

Analysis

in Human Geography

in Geography

του Harvey (1969),

του Haggett και των συνεργατών του

(Haggett et at 1977) και πολλά άλλα. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ποσοτική επανάσταση έδειξε τα όριά της στην Ευ­ ρώπη και τις ΗΠΑ γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1960 με αρχές τπς δεκαετίας του 1970, καθώς η αναντιστοιχία της με τα δεδομένα της χωρο-κοινωνικής πραγ­ ματικότητας μεγεθυνόταν και καθώς αναπτύσσονταν διάφορες ριζοσπαστικές και κριτικές προσεγγίσεις. Παρ' όλα αυτά, παρατηρείται κατά τα τελευταία χρόνια μια επανάκαμψη τπς ποσοτικής Οικονομικής Γεωγραφίας (κύρια στις ΗΠΑ) γνωστής ως «Νέα Οικονομική Γεωγραφία» ή «Γεωγραφικά Οικονομικά» (Krugman 1991,1991a, 1996, 2000, Fujita et ai 1999. Για παρουσίαση στην ελληνική Βλ. Ροβολής 2002, ΚαραΒέλπ 2009). Το ρεύμα αυτό απορρίπτει ορισμένες Βασικές παραδοχές των νεοκλα­ σικών οικονομικών όηως οι «σταθερές αποδόσεις κλίμακας» και η ύπαρξη τέλειου ανταγωνισμού στην οικονομία και εισάγει καινοτομικά στοιχεία όπως οι «αυξανό­ μενες αποδόσεις κλίμακας» (increasing r e t u r n to scale) και η ύπαρξη ατελούς αντα­ γωνισμού. Παρ' όλα αυτά, διατηρεί το μεθοδολογικό ατομικισμό της παραδοσιακής ποσοτικής Οικονομικής Γεωγραφίας και περιφερειακής επιστήμης, τπ νεοκλασική παραδοχή πλήρους πληροφόρησης των οικονομικών δραστών, τπ Βελτιστοποιητική συμπεριφορά των επιχειρήσεων (profit maximizing firms) και τπν αφαίρεση αηό το κοινωνικό πλαίσιο της άνισης χωρικής ανάπτυξης του καπιταλισμού (Hudςon 2006: 378).Έτσι, για τους κριτικούς σχολιαστές τπς Νέας Οικονομικής Γεωγραφίας (βλ. ηχ. Martin 1999, Martin & Sunley 1996), το ρεύμα αυτό δεν είναι πραγματικά «νέο» αλλά αποτελεί μετεξέλιξη τπς παραδοσιακής περιφερειακής επιστήμης και χωρικής ανάλυσης των δεκαετιών του 1950 και 1960, και συνεπώς υπόκειται στις ίδιες θεω­ ρητικές και μεθοδολογικές αδυναμίες.

2.6. Η κριτική to υ επαγωγισμού και τα μεθοδολογικά προβλήματα tns Θετικιστική5 Ο ι κ ο ν ο μ ί α Γεωγραφία 'Evas πεζός στέκει στη διασταύρωση των δρόμων περιμένοντας να ανάψει ο φωτεινός σηματοδότης για να μπορέσει να διασχίσει το δρόμο νόμιμα και με ασφάλεια. Δεν υπάρ­ χουν σε κοντινή απόσταση οχήματα αλλά έρχεται από δεξιά ένα αυτοκίνητο. Καθώς το αυτοκίνητο αυτό πλησιάζει, ανάβει το πράσινο σήμα για τους πεζού*. Βλέποντας το σήμα να ανάβει, ο άνθρωπος μας ξεκινά με σιγουριά να διασχίσει το οδόστρωμα. Το αυτοκίνη­ το όμως που ερχόταν από δεξιά δεν σταματά, πέφτει πάνω του και τον τραυματίζει. Λίγες μέρες αργότερα επισκέπτεται τον άνθρωπο μας στο νοσοκομείο ένας γείτονα* του που τυχαίνει να είναι καθηγητής φιλοσοφίας. «Δεν καταλαβαίνω τι συνέβη», παραπονιέται ο τραυματίας. «Το πράσινο ήταν αναμμένο για τους πεζούς, και όμως ο οδηγός με χτύπη­ σε». «Το ζήτημα είναι πολύ απλό», του απαντά ο φιλόσοφος. «Έπεσες απλώς θύμα της δικής σου επαγωγικής λογικής» (Marshall 1985: 114). Αποτελεί αναμφίβολα ιστορική ειρωνεία ότι τα προβλήματα της επαγωγικής μεθό-

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

51

δου είχαν επισημανθεί μερικούς αιώνες πριν αηό τη γέννηση του θετικισμού από δύο μεγάλους εμπειριστές φιλοσόφους: τον David Hume και τον Francis Bacon. Ο Hume αρνείται την εγκυρότητα του επαγωγισμού ισχυριζόμενος ότι πέρα από τα γεγονότα για τα οποία έχουμε άμεση εμπειρία, δεν υπάρχει κανένα5 δρόμο5 που να οδηγεί επαγωγικά σε γενικότερα -οικουμενικά- συμπεράσματα. Ontos γράφει, «δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο, θεωρούμενο αφ' εαυτού, που να μα5 δώσει το δικαίωμα να εξα­ γάγουμε ένα συμπέρασμα πέρα από αυτό, ενώ ακόμα και μετά την παρατήρηση tns συχνότητας ή ins συνεχού5 αλληλουχία των αντικειμένων δεν έχουμε κανένα λόγο να βγάλουμε συμπεράσματα που να αφορούν αντικείμενα πέρα από αυτά για τα οηοία έχουμε εμπειρία» (Hume 1985: 189). Η επαγωγή συνεπώς, κατά τον Hume, μπορεί μόνο να συντηρεί την αλήθεια των επιβεβαιωμένων γεγονότων. Με κανέναν όμως τρόπο δεν νομιμοποιείται να μεταφέρει τις αλήθειες αυτές σε ένα γενικό συμπέρασμα -μια γενική αλήθεια- που ενέχει το χαρακτήρα επιστημονικού νόμου. Άρα, ολόκληρη η λογική δομή της επαγωγικής μεθόδου ως θεμέλιο τπς επιστημονικής γνώσης των φαινομένων τίθεται από τον Hume σε σοβαρή αμφισβήτηση. Ο Francis Bacon, αηό την άλλη, επέκρινε τπ μέθοδο ins εηαγωγπ5 γιατί είχε κατανοήσει ότι η εγκυρότητα των νόμων της επιστήμης δεν μπορεί να προκύψει από τπν εγκυρότητα ενός οποιουδήπο­ τε πεπερασμένου αριθμού περιπτώσεων που τους επιβεβαιώνουν, ενώ η αναλήθειά τους απορρέει αναγκαστικά από τη διάψευση μιας και μόνο ιδιαίτερα περίπτωσπ5 (Kouptsov 1984: 80). Εδώ, π σκέψη του Bacon γυρνάει πίσω στο χρόνο και συναντά τη σκέψη του Αριστοτέλη που επέμενε ότι π επαγωγή με απαρίθμηση δεν είναι επιστη­ μονικά έγκυρη και προτιμούσε τη λεγόμενη «επαγωγή με αποκλεισμό». Ήταν όμως η εξαντλητική κριτική που άσκησε ο Karl Popper στο γνωσιολογικό οικοδόμημα του λογικού θετικισμού που έκανε σαφές ότι η εηαλπθευσιμότητα των άμεσα παρατπρήσιμων-μετρήσιμων γεγονότων ή και των υποθέσεων που συνάγονται αηό τη μοντελοποίηση τους, δεν αποτελεί κατά κανέναν τρόπο κριτήριο επιστημονικής αλήθειας (Popper 1983a: 27-30, 1983b: 1-31). Κατ' αυτόν, ακόμα και αν ένα εκατομ­ μύριο εμπειρικές παρατηρήσεις επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι «οι κύκνοι είναι λευ­ κοί», τίποτα δεν αποκλείει το ενδεχόμενο ο εκατομμυριοστός πρώτος να είναι μαύρος. Συνεπώ5 δεν είναι επιστημολογικά έγκυρο να συμπεράνουμε από τις παρατηρήσει αυτές ότι «όλοι οι κύκνοι είναι λευκοί». Η αλήθεια μιας θεωρίας δεν συνάγεται αηό την επαληθευσιμότητα των εμπειρικών παρατηρήσεων τπς, όσες και αν είναι αυτές, ενώ αρκεί μία και μόνο διάψευση για να ακυρώσει τη νομοθετική ισχύ της θεωρίας. Επιστημονικά έγκυρες θεωρίες, κατά τον Popper, δεν είναι αυτές ηου επιδέχονται επα­ λήθευσης, αλλά αυτές που επιδέχονται επιλάθευσης και Kpinicns ανασκευή5 - αυτέ5 δηλαδή που «περνούν με επιτυχία το τεστ τπς δολοφονίας τους». Η επιστημονική γνώ­ ση δεν είναι γραμμική άσκηση επαληθεύσεων και βεβαιοτήτων, αλλά αντιφατική δι­ αδικασία δοκιμής και σφάλματθ5 που οδηγεί στην κριτική ανασκευή των υποθέσεων (Popper 1972). Η επιστήμη, κατά τον Popper, αντανακλά την αβεβαιότητα και την αγω­ νία του ερευνητή που θέτει oiapKtos ερωτήματα npos κριτικό έλεγχο και ανασκευή. 14

Η μονοδιάστατη έμφαση ins noooiiKns επανάστασπ5 στα εμπειρικά γεγονότα 14. Πα πιο εκταταμένη ανάλυση βλ. Κουρλιούρος 1989: 265-84.

52

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

οδήγησε σε ανεστραμμένες και μυστικοηοιημένες εικόνες της πραγματικότητας. Οι γεωγραφίες των διάφορων περιοχών, σε όλπ τους την πολλαπλότητα, ιδιομορφία, ετερογένεια και ανισομέρεια, δημιουργούσαν το δικό τους πραγματικό κόσμο που ήταν διαμετρικά αντίθετος με τον ιδεατό κόσμο των «γενικών νόμων χωρικής ορ­ γάνωσης» και της «γενικής χωρικής ισορροπίας». Μπορεί μεν η δυναμική του βιο­ μηχανικού καπιταλισμού να τείνει να ομοιογενοποιεί το χώρο καταργώντας τοπικές ιδιαιτερότητες, παράλληλα όμως τείνει και να διαφοροποιεί το χώρο δημιουργώ­ ντας έντονες τοπικές ανισότητες και ιδιόμορφες καταστάσεις (Palloix 1978, Smith 1984, Harvey 1982, 1985, 1985a, 1995). Η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης παράγει ταυτόχρονα χωρικές ομοιογενοποιήσεις και διαφοροποιήσεις, κανονικότη­ τες και αντί κανονικότητες, γενικές τάσεις χωρικής ανάπτυξης και τοπικές ιδιόμορφες οικονομικές γεωγραφίες σε ένα καλειδοσκοπικό και αντιφατικό τοπίο αλληλοτεμνόμενων, αντιμεταθετικών και μεταβαλλόμενων χωρικοτήτων. Η εμμονή στην ποσοτικοποίηση και στους εμπειρικούς ελέγχους-εμμονή που ο κοινωνιολόγος Pitirim Sorokin απέδοσε με τους εύγλωττους όρους «quantophrenia» και «testomania»- οδήγησε σε μυστικοποίηση και αναστροφή της πραγματικότη­ τας. Όταν, για παράδειγμα, τις δεκαετίες του 1950 και 1960 οι κοινωνικοοικονομικές ανισότητες τόσο ανάμεσα στις διάφορες χώρες όσο και ανάμεσα στις περιφέρειες των επιμέρους χωρών ήταν ιδιαίτερα οξυμένες, οι Οικονομικοί Γεωγράφοι και οι Περιφερειακοί Επιστήμονες της ποσοτικής επανάστασης -ανάμεσα τους τα πιο γνω­ στά ονόματα διεθνώς όπως ο Isard (1956), ο Αίοπςο (1964) ή ο Richardson ( 1 9 6 9 ) αναζητούσαν ακόμα στα έργα τους μια χίμαιρα, δηλαδή τους «γενικού5 νόμου5 χω­ ρικής ισορροπίας». Όταν οι ΗΠΑ επενέβαιναν στρατιωτικά στην Κορέα και αργότερα στο Βιετνάμ για να εξασφαλίσουν τη γεωπολιτική τους ηγεμονία στη Νοτιοανατολική Ασία, όταν π Ευρώπη συγκλονιζόταν αηό μαζικέ5 εξεγέρσεις κατά την «ταραγμένη δεκαετία του '60» και όταν άνθρωποι πέθαιναν από την πείνα και τις αρρώστιες στους δρόμους των τριτοκοσμικών ηαραγκουπόλεων σε απόσταση μερικών εκατο­ ντάδων μέτρων απ' τους πολυτελείς πύργους γραφείων των θυγατρικών των δυτι­ κών πολυεθνικών, πολλοί επιστήμονες της ποσοτικής επανάστασης είχαν στραμμένη την προσοχή τους στο κατά πόσο μειώνεται π έλξη μιας πόλης σε σχέση με τπν απόσταση από την πόλη αυτή ή στο ποιο είναι το πλέον κατάλληλο πληθυσμιακό μέγεθος της μιας ή της άλλης πόλης (Βλ. π.χ. Berry 1964a, 1964b, Richardson 1972). Η ποσοτική επανάσταση Βελτίωσε μεν τις τεχνικέ5 και τα «εργαλεία» μέτρησης και ταξινόμησης των γεωγραφικών φαινομένων, όμως μείωσε to επίπεδο πληροφορίας ηου εμπεριέχουν. Το παράδειγμα της χαρτογράφησης της Αφρικής (Krugman 1996: 1-2) αποτελεί ένα χαρακτηριστικό δείγμα του πώς η Βελτίωση της χαρτογραφικής τεχνικής από τη μια μεριά οδήγησε σε μείωση της ουσιαστικής πληροφορίας από την άλλπ. Οι χάρτες της Αφρικής ηου είχαν κατασκευαστεί το 15ο αιώνα ήταν ανακριβείς ως npos την πραγματική μορφή των ακτογραμμών, της μορφολογίας και τοπογρα­ φίας του εδάφους, της χλωρίδας, της χωρικής κατανομής των οικισμών και άλλων ποσοτικών πλευρών της γεωγραφίας της «μαύρης Ηπείρου», διότι τότε δεν υπήρχαν ούτε ταχύμετρα και χωροΒάτες, ούτε Βέβαια δορυφορικές εικόνες και Γεωγραφικά

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

53

Συστήματα Πληροφοριών (GIS). Όμως, οι χάρτες αυτοί περιείχαν πλούσιες πληρο­ φορίες για τους κατοίκους των διάφορων περιοχών, τον τρόπο ζωής τους, τα ήθη και έθιμα τους - πληροφορίες βασισμένες σε προσωπικές εμπειρίες και αφηγήσεις περιηγητών/Οσο προόδευε π χαρτογραφική επιστήμη κατά το 18ο και 19ο αιώνα, οι φυσικογεωγραφικές πτυχές των χαρτών της Αφρικής γίνονταν μεν όλο και πιο ακρι­ βείς, το εσωτερικό τους όμως «άδειαζε» σταδιακά από τις πλούσιες ανθρωπολογικές πληροφορίες του παρελθόντος. Ο θεοδόλιχος και το ταχύμετρο αντικατέστησαν τις ποιοτικές - μ η επαληθεύσιμες- αφηγήσεις των περιηγητών του παρελθόντος. Αποτέ­ λεσμα ήταν οι νέοι χάρτες να αποτελούν το ακριβές περίγραμμα ενός «άδειου» όμως από ουσιαστική πληροφορία χώρου. Με άλλα λόγια: «Η πρόοδος της τεχνικής οδή­ γησε σε χάσιμο της γνώσης» (Krugman 1996: 2). Η διαπίστωση αυτή μας παραπέμπει στο αγωνιώδες ερώτημα του T.S. Elliot: «Πού είναι η σοφία ηου χάσαμε μέσα στη γνώση; Πού είναι π γνώσπ ηου χάσαμε μέσα στην πληροφορία;» Είναι αναγκαίο εδώ να κάνουμε μια διευκρίνιση. Δεν υποστηρίζουμε ότι οι ποσο­ τικές πλευρές των γεωγραφικών φαινομένων είναι ασήμαντες και η μελέτη τους χω­ ρίς αξία. Αντιθέτως, π ποσοτική ανάλυση φωτίζει πτυχές που η κατανόηση τους θα ήταν ελλιπής χωρίς αυτή. Υπάρχουν σήμερα πολλοί ποσοτικοί Γεωγράφοι που όμως είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στις ποιοτικές διαστάσεις των φαινομένων που εξετάζουν και αντίστροφα ποιοτικοί Γεωγράφοι που χρησιμοποιούν, εκτός από ποιοτικές, και ποσοτικές τεχνικές εξίσου καλά στη δουλειά τους. Το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: στη μονοδιάστατη θεώρηση του κόσμου ως ενός κόσμου ποσοτικών γεγονότων και μόνο. Τέτοιου είδους αναγωγές της συνθετότπτας και αντιφατικότητας του πραγμα­ τικού κόσμου στις ποσοτικές και μόνο πλευρές του με παράβλεψη όλων των άλλων ισοδυναμεί με καθαρό παραλογισμό. Όπως σε πολλά πράγματα στη ζωή, η ισορρο­ πημένη αναλογία είναι προτιμότερη από τη μονομέρεια. Ο Hay (1985: 137) υποστηρίζει ότι τα σημαντικά χωρικά φαινόμενα είναι τόσο πολύπλοκα στο χαρακτήρα τους και στην αιτιοκρατική δομή τους, ηου οποιαδήπο­ τε επαγωγική γενίκευση με τπ μορφή νόμων και θεωριών είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Οι αιτιακοί νόμοι, σύμφωνα με τον παραπάνω αναλυτή, διαφέρουν ως προς τον τόπο και το χρόνο, πράγμα που τους προσδίδει το χαρακτηριστικό του μη γενικεύσιμου. Ακολουθώντας την ποπεριανπ κριτική του λογικού θετικισμού, ο Hay ισχυρίζεται ότι ο λογικός μηχανισμός της επαγωγής είναι εξαιρετικά ανίσχυρος για τπν παραγωγή ουσιαστικής γνώσης. Υποστηρίζει ακόμα ότι υπάρχουν πρόσθετες δυσκολίες που σχετίζονται με το γεγονός ότι τα χωρικά φαινόμενα αποτελούν με­ γάλα ανοιχτά συστήματα πάνω στα οηοία είναι αδύνατον να εφαρμοστεί εμπειρικός έλεγχος όπως συμβαίνει με τις φυσικές επιστήμες, όπου το αντικείμενο τπς ανάλυσης μπορεί να απομονωθεί στις ιδανικές συνθήκες του εργαστηρίου και να μελετηθεί συστηματικά. Η πολυπλοκότητα και συνθετότητα των μεγάλων ανοιχτών συστημά­ των οδηγεί τους μελετητές σε μια μέθοδο αφαίρεσης με την οποία απομονώνονται μερικές μόνο μεταβλητές και μελετώνται ξεχωριστά. Τίποτε όμως δεν βεβαιώνει ότι η επίδραση των άλλων μεταβλητών είναι ασήμαντη για την κατανόηση της λειτουργίας της ολότητας του συστήματος και των αιτίων που το διέπουν.

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

54

Η πεποίθηση όχι ο εμπειρικός-στατιστικός συσχετισμός μερικών μεμονωμένων παραγόντων μπορεί να οδηγήσει στην αιτιακή γνώση των ολοτήτων, οδηγεί στπν πα­ γίδα της λεγόμενης «οικολογικής πλάνης» η οποία χαρακτήρισε κατά κύριο λόγο τη θετικιστική ποσοτική επανάσταση στη Γεωγραφία (Johnston et αί, edς., 1986: 115, Λεοντίδου 1992:121). Το ενδεχόμενο της οικολογικής πλάνης εντοπίστηκε ηρώτα από τον W.S. Robinson σε μια μελέτη συσχέτισης του ποσοστού του αγράμματου πληθυ­ σμού με το ποσοστό των μαύρων στις διάφορες Πολιτείες των ΗΠΑ (Johnston et at, eds., 1986: 115). Βασισμένος στη στατιστική επεξεργασία των συνολικών στοιχείων tns απογραφής του πληθυσμού του 1930, παρατήρησε την ύπαρξη ενός υψηλού βαθ­ μού συσχέτισης ανάμεσα στα ποσοστά μαύρου και στα ποσοστά αγράμματου πληθυ­ σμού στις αντίστοιχες Πολιτείες. Το αυθόρμητο συμπέρασμα αυτού του συσχετισμού θα ήταν ότι οι μαύροι των ΗΠΑ είναι πιθανότατα και αγράμματοι. Ωστόσο, ο Robinson αναπροσάρμοσε και ξαναμελέτησε τα δεδομένα του επικεντρώνοντας όμως την ερευ­ νά του με περισσότερο βάθος σε συγκεκριμένες ατομικές περιπτώσεις. Διαπίστωσε πράγματι την ύπαρξη αγράμματων ανάμεσα στο μαύρο πληθυσμό, αλλά τα ποσοστά αυτή τη φορά ήταν πολύ μικρότερα από εκείνα που έδωσε η αρχική γενικευτική έρευ­ να. Το «μάθημα» από τπν ερευνητική αυτή διαδικασία ήταν σαφές: η ύπαρξη στατιστι­ κού συσχετισμού ανάμεσα σε επιμέρους φαινόμενα δεν θεμελιώνει αναγκαστικά την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα τους. Αλλοι μελετητές, όηως ο Alker, διεύ­ ρυναν τη σκέψη του Robinson προσδιορίζοντας και άλλες εκφάνσεις της οικολογικής πλάνης όπως Qohnston et αί, eds., 1986: 115, Λεοντίδου 1989: 32-3): 15



Η ατομικιστική πλάνη (individualisticfallacy): Οφείλεται στην παραδοχή ότι μια ολότητα είναι αναγώγιμη στο άθροισμα των μερών που τη συναποτελούν.Όμω$, ήδη αηό την εποχή του Αριστοτέλη είναι γνωστό ότι «το γάρ όλον πρότερον είναι του μέρους».

β

Η πλάνη των διασταυρούμενων

επιπέδων ανάλυσης (cross-level fallacy):

Οφεί-

15. Στην παγίδα τπς οικολογική5 πλάνης πέφτει ο John Gray στο κατά τα άλλα έξοχο Βιβλίο του για τη διεθνή οικονομία (Gray 1999), όπου σε κάποιο σημείο συσχετίζει την πτώση του επιπέδου διαβίωσης του αμερικανικού πληθυσμού με τπν αύξηση του ποσοστού διαζυγίων και των μοναγονεϊκών οικογενειών στη χώρα συτή.ΌμωΞ, κσι μόνο π στατιστική διαπίστωση των δύο αυτών φαινομένων δεν μπορεί να οδη­ γήσει με Βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι το αίτιο για την αύξηση των διαζυγίων είναι η υποβάθμιση του Βιοτικού επιπέδου του πληθυσμού της xcbpas όπως υπονοεί ο Gray.'Evas τέτοιος αιτιακός συσχετισμ05 θα απαιτούσε μια σειρά ενδιάμεσων υποθέσεων έρευνας όπως: 1) Η πτώση του επιπέδου 6ιαβίωσπ5 και η οικονομική ανέχεια αυξάνουν στα επιμέρου5 εργατικά νοικοκυριά τα προβλήματα επικοινωνία5 μεταξύ των μελών τους και κύρια μεταξύ των ζευγαριών. 2) Τα εν λόγω προβλήματα επικοινωνία^ μεταξύ των ζευγαριών οδηγούν σε όλο και μεγαλύτερη αποξένωση και αδιαφορία. 3) Τα προβλήμοτα αποξένωαπ5 και αδιαφορίας οδηγούν με τπ σειρά τους σε ενδεχόμενα άσκησης Bias (σωματικής ή/και ψυχολογικήδ) των ανδρών εηί των γυναικών σε συνδυασμό και με προΒλήματο αλκοολισμού ή λήψης ναρκωτικών ου­ σιών ως «υποκατάστατων» (στα χώρο του φαντασιακού) της σκληρής πραγματικότητας. 4) Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω συνθηκών είναι η διάλυση των οικογενειακών δεσμών και η αύξηση των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών. Συνεπώ5 απαιτείται ηολύ mo λεπτομερή5, ποιοτική και συγκεκριμένη έρευνα των ενδιάμεσων υποθέσεων σε επίπεδο ατομικών νοικοκυριών για να διαπιστωθεί με Βεβαιότητα η ύπαρξη ή όχι μιας αιτιακής σύνδεσης μεταξύ της πτώσης του επιπέδου 6ιαβίωσπ5 ενός πληθυσμού και της αύξησπ5 των διαζυγίων και των μονογονεϊκών οικογενειών στον πληθυσμό αυτό.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομικής Γεωγραφίας

55

λειαι στην παραδοχή ηως ό,τι ισχύει για ένα υποσύνολο μιας ολότητας θα ισχύει για όλα ια υποσύνολα ins ολότητα αυτής. β

Η πλάνη ιη5 καθολικήΒ IOXUOS (universal fallacy): Οφείλεται στην παραδοχή ότι τα χαρακτηριστικά ενό$ στατιστικού δείγματο5 ισχύουν και για την ολότητα.

β

Η επιλεκτική πλάνη (selective fallacy): Οφείλεται στην παραδοχή ότι επιλεγμένες περιπτώσει μπορούν να αποδείξουν ένα γενικότερο ισχυρισμό.

»

Η πλάνη ίου αντιπροσωπευτικού δείγμαζο5 (cross-sectional fallacy): Οφείλεται στην παραδοχή ncos ό,τι ισχύει για μια συγκεκριμένη χρονική περίοδο που θεω­ ρείται ως αντιπροσωπευτική, ισχύει και για όλλεβ π ε ρ ι ό δ ο υ .

'Oncos διαπιστώθηκε προηγουμένου, τα δύο Βάθρα της ποσοτικής επανάστασης ήταν αφεν05 η επιστημολογία του λογικού θετικισμού και αφετέρου τα νεοκλασικά Οικονομικά. Και τα δύο αυτά Βάθρα δέχθηκαν ισχυρέ$ κριτικά αηό διαφορετικές κατευθύνσεις που κλόνισαν την αξιοπιστία TOUS και δημιούργησαν εναλλακτικές αναζητήσει στο χώρο των κοινωνικών επιστημών γενικά και ins Οικονομικής ΓεωYpacpias ειδικότερα. Η εξαντλητική κριτική που δέχθηκε ο λογικός θετικισμός αηό τον κριτικό ορ­ θολογισμό του Karl Popper και άλλα μεταθετικιστικά επιστημολογικά ρεύματα, υπονόμευσε το πρώτο Βάθρο της ποσοτική5 Γεωγραφία - το επιστημολογικό. Από την άλλη μεριά, τα νεοκλασικά Οικονομικά δέχθηκαν εντονότατε5 π ι έ σ ε ι από δύο διαφορετικά κατευθύνσεις: Πρώτον, αηό την άνοδο του κεϋνσιανισμού ως κυρίapxns οικονομικής θ ε ω ρ ί α και cos κρατικού «εργαλείου» χάραξης οικονομικά και κ ο ι ν ω ν ί α πολιτικήΞ oris αναπτυγμένες κ α π ι τ α λ ι σ τ ή χώρε$ κατά us δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίεί. Δεύτερον, από τπν ισχυροποίηση των διάφορων μαρξι­ στικών και νεομαρξισιικών ρευμάτων ΠολιτικήΞ Οικονομία και Οικονομικής της Ανάπτυξα μέσα στους ακαδημαϊκού5 xcbpous καθώς και μέσα σε πυρήνες σοσιαλ­ δημοκρατικών κυβερνητικών κύκλων. Ένα ρεύμα κριτικής έδειξε με σαφήνεια ότι η έννοια του «homo economicus» πάνω στην οποία οικοδομήθηκε η νεοκλασική σκέψη δεν ήταν παρά ένα πλάσμα της φαντασίας που δεν είχε καμιά σχέσπ με την πραγματική συμπεριφορά των οικονο­ μικών υποκειμένων. Υποστηρίχτηκε πειστικά ότι η οικονομική συμπεριφορά επηρε­ άζεται περισσότερο από κ ο ι ν ω ν ί α σχέσεις, εξαρτήσεις και προσλήψεις πληροφορι­ ών παρά αηό ipuxpous οικονομικούς υπολογισμούς - με άλλα λόγια έγινε φανερό ότι ο av0pconos είναι πολύ περισσότερο «homo socialis» παρά «homo economicus» (Wolpert 1964, Λεοντίδου 2005: κεφ. 4). Oncos γράφει ο καθηγητή$ οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ Amartya Sen, τα οικονομικά Βιβλία είναι γεμάτα αηό ψυχρούς υηολογιοτικού5 χαρακτήρες, αλλά η πραγματική ζωή είναι γεμάτη από Άμλετ, Λπρ, ΜάκΒεθ και Οθέλλους (Σεν 2000:45).Ένα άλλο ρεύμα KpuiKns οτράφπ-

56

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

κε ενάντια στα μοντέλα γενικής ισορροπίας της νεοκλασικής σκέψης αποδεικνύοντας ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι μια αρμονική πορεία ισόρροπης μεγέθυνσης των οικονομιών αλλά μια «αλυσίδα ανισορροπιών» (chain of disequilibria) ηου χα­ ρακτηρίζεται αηό σοβαρότατες εσωτερικές εντάσεις, ανισότητες και διαρθρωτικές μεταβολές (Myrdal 1957, Hirshman 1958, Perroux 1964, 1970). Τα μοντέλα χωρικής ισορροπίας δεν ήταν συνεπώς ηαρά μια εξιδανικευμένη ιδεαλιστική και μεταφυσική εικόνα που μυστικοποιούσε και απέκρυπτε το πραγματικό πρόσωπο της πραγματι­ κότητας (Holland 1979: 1-35, Cooke 1983: 111-19). Τέλος, ένα άλλο ρεύμα κριτικής, ξαναφέρνοντας την Πολιτική Οικονομία στο προσκήνιο των σχετικών συζητήσεων, έδειξε ότι η ουσία της οικονομικής επιστήμης δεν βρίσκεται στην ανταλλαγή, τπν ωφελιμότητα και τις τιμές, όπως υποστήριζε η νεοκλασική οικονομική σκέψη, αλλά στην παραγωγή, την εργασία και την αξία, στη δυναμική δηλαδή της συσσώρευσης του κεφαλαίου και της διευρυμένης αναπαραγωγής των κοινωνικών σχέσεων του καπιταλισμού (Ντομη 1976, Harvey 1982, Fine 1985, Fine & Harris 1986). 16

Παράλληλα με τη μείωση ins ελκυστικότητα5 τη5 ποσοτική^ Γεωγραφία, αρχί­ ζουν να διαμορφώνονται εναλλακτικέ5 μεταθετικιστικέ* σχολέ5 και ρεύματα οικονομικογεωγραφικής σκέψης. Ήδη αηό τις δεκαετίες του 1950 και '60, τα μοντέλα γενι­ κής χωρικής ισορροπίας της Περιφερειακής Επιστήμης αμφισβητούνται σοβαρά από τις προσεγγίσεις της άνισης και πολωμένης οικονομικής ανάπτυξης του χώρου που κάνουν την εμφάνιση τους με θεωρητικούς όηως ο Myrdal, ο Hirschman, ο Perroux, ο Friedmann κ.ά. (κεφ. 6), οι οποίοι στηρίζουν τις απόψεις τους στα κεϋνσιανά μα­ κροοικονομικά και την Κοινωνιολογία της Ευημερίας και υιοθετούν μακροσκοπικές θεωρήσεις της χωρικής ανάπτυξης (μεθοδολογικός ολισμός). Tis δεκαετίες του 1960 και '70 αναπτύσσονται παράλληλα και άλλα ρεύματα σκέψης, όηως η συμπεριφορική σχολή βιομηχανικής χωροθέτησης και η συγγενής σχολή της γεωγραφίας των επιχειρήσεων (Champan & Walker 1988: 19-24). Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημανθεί ότι η παρακμή της θετικιστικής ποσοτι­ κής Οικονομικής Γεωγραφίας και η ανάδυση εναλλακτικών μεταθετικιστικών σχολών σκέψης δεν αποτελεί αηλά και μόνο αποτέλεσμα θεωρητικών συζητήσεων και κριτι­ κών αντιπαραθέσεων στο εσωτερικό της επιστήμης της Γεωγραφίας. Αποτελεί, πολύ περισσότερο, έκφραση στο πεδίο των ιδεών ευρύτερων υλικών κοινωνικοοικονομι­ κών αναδιαρθρώσεων του σύγχρονου καπιταλισμού: Τα τέλη της δεκαετίας του 1960 και η δεκαετία του 1970 σηματοδότησαν κρίσιμα σημεία καμπής στην ιστορία ins καπιταλιστικής ανάπτυξης. Ο Mans του '68 σηματοδότησε την ανάπτυξη μαζικών κινη­ μάτων αμφισβήτησης στην Ευρώπη, ηου εξαπλώθηκαν γρήγορα στην πέραν του Ατ16. Οι κρηικέ5 ομφισΒηιήσεΐΞ του λογικού θετικισμού αηό ιη μια μεριά και tns νεοκλασική* αικανομικήΞ σκέψηί αηό ιπν άλλη υπονόμευσαν μεν τπν ισχυρή θέση tns naaoiiKns ΟικονομικήΞ Γεωγραφίθ5 και tns ΠεριφερειακήΞ Ematnpns, ειδικά στα βορειοαμερικανικά πανεπιστήμια, αλλά δεν tnv οδήγησαν σε εξαφάνιση. 'Onajs έχει και αε προηγούμενο σημείο τονιστεί, στην ιστορική εξέλιξη tns γεωγραφικήΞ σκέψη5 δεν παρατηρείτοι toao μια μηχανιστική διαδοχή Παραδειγμάτων, όαο μια αντιφατική tous συνύ­ παρξη και παράλληλε5 συμηιωτικέ5 π ασύμηΐωτε5 ηαρείε5.Έτσι, ομάδε5 και σχολέ5 όπω5 για παράδειγμα αυτέ5 που έχουν διαμορφωθεί γύρω αηό tn Regional Science Association, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να διατηρούν έναν έντονο ποσοτικό προσανατολισμό - αν και όχι τόσο άκαμπτο όαο στο παρελθόν.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομικής Γεωγραφίας

57

λαντικού όχθη και ηου τροφοδοτήθηκαν από κινήματα διαμαρτυρίας oncus το κίνημα ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, το αντιρατσιστικό κίνημα, το φεμινιστικό κίνημα, το κίνημα των xi'ms, το οικολογικό κίνημα, διάφορα κινήματα προάσπισα εναλλακτικών τρόπων ζωή5 και διαφύλαξα διαφορετικών πολιτισμικών ταυτοτήτων κ.ά. Οι παγκόσμιε5 ηετρελαϊκέ5 Kpi'aeis (1973/74 και 1978/79), το κύμα αποβιομηχάνισα που σά­ ρωσε όλε5 σχεδόν τΐ5 μεγάλε5 βιομηχανικέ5 ηόλεΐ5 και περιφέρειες των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, η διόγκωση tns ανεργία5 και του πληθωρισμού, η νέα έξαρση των περιφερειακών ανισοτήτων και διαιρέσεων, μετασχημάτισαν δραματικά τη γεω­ γραφία τ α napaycoyns και ins ανάπτυξα του καπιταλιστικού κόσμου (βλ. κεφ. 7). Οι αλλαγέ5 αυτές κατέδειξαν τα όρια του μεταπολεμικού φορντιστικού/τεϋλορικού ανα­ πτυξιακού μοντέλου και έθεσαν TIS ηαραδεδεγμένε5 του Βεβα]ότητε5 σε σοβαρή αμφι­ σβήτηση. Η ποσοτική Οικονομική Γεωγραφία και η περιφερειακή επιστήμη δέχτηκαν τον αντίκτυπο των παραπάνω εξελίξεων: Η μεθοδολογική έμφαση TOUS στη χωρική ισορροπία, τον τέλειο ανταγωνισμό, τα ορθολογικός δρώντα υποκείμενα, ερχόταν όλο και περισσότερο σε κατάφωρη αντίθεση με tis πραγματικέ5 συνθήκε5 τη5 avians ανάπτυξα του χώρου oris διάφορε5 γεωγραφικέ^ του κλΐμακε5, αηό την τοπική και περιφερειακή στην εθνική και διεθνή. Οι μεγάλε5 διαρθρωτικέ5 αλλαγέ5 στη χωρική οικονομία των καπιταλιστικών χωρών δεν μπορούσαν να γίνουν πλέον κατανοητές μέσα από το ατομικιστικό και εξωκοινωνικό μεθοδολογικό πρίσμα του «ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου», αλλά απαιτούσαν μια νέα μεθοδολογική προσέγγιση βασι­ σμένη σε ολιστικέ5 κοινωνικοοικονομικές, noXniKes και κριτικές ερμηνείες της καηιταλιστική5 αναδιάρθρωσης στο χώρο. Κατά την περίοδο ηου η ποσοτική επανάσταση Βρισκόταν ακόμα στο ζενίθ της, είχαν ήδη αναπτυχθεί θεωρίες που αμφισβητούσαν το κύριο ρεύμα Tns χωρική5 ισορροπία, καθώ5 υποστήριζαν ότι οι δυνάμει Tns ayopas τείνουν εγγενώς να δημιουργούν σοβαρότατε5 εσωτερικέ5 εντάσεΐ5, χωρικέ5 ανισότητε5 και διαρθρωτικές μεταβολές (Βλ. παρακάτω). Σε διεθνές επίπεδο, μια σειρά πα­ ρεμφερείς προσεγγίσεις (σχολή ανάπτυξης της υπανάπτυξης ή σχολή της εξάρτησης) τόνισαν τις εγγενείς ανισότητες Tns ηαγκόσμια5 καπιταλιστική5 ανάπτυξα ηου έτειναν να πολώνουν το διεθνή χώρο σε αναπτυγμένα χώρε5 από τη μια (μητροπόλεΐ5) και υηανάητυκτε5 και εξαρτημένες περιφέρειες αηό την άλλη (βλ. κεφ. 9). Η μεγάλη όμως τομή στην εξέλιξη αυτή ήταν η ανάδυση μιας κριτικής (ή ριζοσπα­ στικής και μαρξιστικής) Οικονομικής Γεωγραφίας κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1970, η οποία έθεσε τους μέχρι τότε προβληματισμούς σε εντελώς νέες βάσεις. Οι παραπάνω μεταθετικιστικές σχολές οικονομικογεωγραφικής σκέψης θα συζητηθούν πιο αναλυτικά στη συνέχεια.

2.8. Η σχολή ins η ο λ ω μ έ ν η 5 α ν ά π ι υ ξ η 5 Η σχολή αυτή διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και η επίδραση της ήταν καθοριστική τόσο στο εηίηεδο των θεωρητικών αναλύσεων του χώρου, όσο και στο επίπεδο της χάραξης και τ α εφαρμογή5 περιφερειακών και χωροταξικών πολιτικών.

Διαδρομές axis Θεωρίε5 του χώρου

58

Η σχολή αυτή υποστήριξε την άποψη ότι π «φυσιολογική» κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας δεν είναι π σταθερή ισορροπία, όπως πρέσβευε π νεοκλασική ορθοδοξία, αλλά π ανισορροπία, η πόλωση και η διαρθρωτική αστάθεια. Ο Myrdat (1957) διατυ­ πώνει τη θέση ότι οι δυνάμεις της ελεύθερης αγοράς τείνουν να ενισχύουν τις αρχικές ανισότητες στη γεωγραφική κατανομή της ανάπτυξης με αιτιακά σωρευτικό τρόπο, ώστε δεν είναι δυνατόν να αναχαιτιστούν παρά μόνο με ισχυρές κρατικές χωροταξικές παρεμβάσεις. Σε έναν ανάλογο τόνο ο Hirschman (1958) υποστηρίζει ότι η οικονομική ανάπτυξη δεν αποτελεί μια ισόρροπη μεγέθυνση των συντελεστών παραγωγής και των αναλογιών μεταξύ τους, αλλά μια «αλυσίδα ανισορροπιών» που εμπεριέχει εσω­ τερικές εντάσεις, κρίσεις και περισσότερο ή λιγότερο ριζικές διαρθρωτικές μεταβολέ5, και που τείνει να πολώνει γεωγραφικά την ανάπτυξη ανάμεσα σε αναπτυγμένες και υηανάητυκτε5 περιοχέ5.0 Perroux(1964,1970) διατυπώνει την άποψη ότι η ανάπτυξη είναι ένα σύστημα δυνάμεων ηου οδηγούν στη δημιουργία πόλων μεταβλητής έντα­ σης μέσα στον οικονομικό χώρο (ηου δεν ταυτίζεται με το φυοπκογεωγραφικό). Οι ηόλοι αυτοί είναι «κινητήριες βιομηχανίες» η ανάπτυξη των οποίων επηρεάζει την απόδοση και τπν ανταγωνιστικότητα όλου του οικονομικού συστήματος μέσω ενός πλέγματος πυκνών διασυνδέσεων και συναλλαγών ηου αναπτύσσουν με τις υπόλοι­ πες οικονομικές δραστηριότητε5. Στο επίπεδο του γεωγραφικού χώρου, οι εξωτερικές οικονομίες που δημιουργούν οι πόλοι, τείνουν να παράγουν ισχυρές ανισότητες στη χωρική κατανομή των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η επιρροή της σχολής αυτής επεκτάθηκε πέρα από την ανάλυση των γεωγραφικών ανισοτήτων στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών και στο ηεδίο ανάλυσης της άνισης διεθνούς οικονομικής ανάπτυξης - ενός ρεύματος σκέψης στη δεκαετία του 7 0 που είχε παγκόσμια απήχηση στις επιστημονικές κοινότητες των Οικονομολόγων, των Διεθνολόγων, των Κοινωνιολόγων, των Οικονομικών Γεωγράφων, των Χωροτακτών κ.ά. (κεφ. 9). Στα έργα Βασικών εκφραστών αυτού του ρεύματος, όπως του Samir Amin, του Gunter Frank, του Αργύρη Εμμανουήλ, του Ernst Mandel, του Emmanuel Wallerstein κ.ά., μπορεί κανείς να διαπιστώσει σημαντικές ομοιότητες με τη σχολή τπς πολωμένης ανάπτυξης. Ακόμα και σήμερα, π «σχολή εξωτερικών οικονομιών της Καλιφόρνια» που μελετά τις νέες δικτυακές δομές της παραγωγής και τις νέες μαρσαλιανές συνοικίες (κεφ. 14), κάνει συχνά αναφορές στις ιδέες θεωρητικών της σχολής τπς πολωμένης ανάπτυξης όπως ο Myrdal ή ο Perroux.

2.9. Η συμπεριφορική σχολή Για τα πράγματα που έρχεται σε επαφή και χρησιμοποιεί ο άνθρωπος φτιάχνει εικόνες, μοντέλα που του δείχνουν πώς λειτουργούν. Τέτοιες εικόνες φτιάχνει και για τους αν­ θρώπους. Από τη συμπεριφορά τους σε ορισμένες συνθήκες που γνωρίζει, βγάζει συ­ μπεράσματα για τπ στάσπ τους σε άλλες, μελλοντικές συνθήκες. Η επιθυμία να μπορεί να προβλέπει αυτή τη συμπεριφορά τον κάνει να φτιάχνει τούτες τις εικόνες [...] Αυτό οδηγεί συχνά σε λαθεμένες εικόνες, κι έτσι και σε λαθεμένη συμπεριφορά [...] Δημιουργούνται αυταπάτες [...] οι εικόνες τους θαμπώνουν. Όχι μονάχα οι φανταστικοί, μα και οι πράγμα-

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

59

τικοί παρατηρημένοι τρόποι συμπεριφοράς γίνονται αμφίβολοι και ασαφείς. Η ανάλυση τους δυσκολεύει. Είναι λάθος λοιπόν από τους παρατηρημένους τρόπους συμπεριφοράς να συμπεραίνουμε τους υποθετικούς; Ή μήπως πρέπει μόνο να μάθουμε να συμπεραί­ νουμε σωστά; (Brecht 1977: 125-6). Η Συμπεριφορική Γεωγραφία είναι ένας ευρύς προσδιοριστικός όρος που ανα­ φέρεται κατά κύριο λόγο στην Κοινωνική και Πολιτιστική Γεωγραφία. Πτυχές της, όμως, αναφέρονται στη μελέτη χωροθέτησης των επιχειρήσεων που είναι αντικείμε­ νο ενδιαφέροντος της Οικονομικής Γεωγραφίας (Labrianidis 1982: 32-4, Chapman & Walker 1987: 19-22, Healey & Ilbery 1990: 187-90, Watts 1992: 70-3,

Λεοντίδου

2005: 153-7). Κατά τους Johnston et ai (1986: 28), η Συμπεριφορική Γεωγραφία εδράζεται στον ΜπιχεΒιοραλισμό (behaviouralism), μια σχολή σκέψης στην Ψυχο­ λογία ηου αποδέχεται την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και υπο­ στηρίζει ότι π ανθρώπινη δράση δεν είναι απλώς μια μηχανιστική αντίδραση στα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος, αλλά διαμεσολαβείται αηό τη γνωσιακή διαδικασία. Ο αφηρημένος homo economicus όφειλε να αντικατασταθεί από τον homo socialis, τον «κοινωνικό άνθρωπο», τον άνθρωπο που μέσω μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης με το φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον είναι σε θέση να συλ­ λέγει και να επεξεργάζεται ποικίλες πληροφορίες και να σχεδιάζει σκόπιμα τη δράση του γνωρίζοντας εκ των προτέρων TIS συνέπειες κάθε επιλογής του (Gold 1980, Λεο­ ντίδου 2005: 154-5, Κουρλιούρος 2007: 282). Η αφετηρία Tns αμφισβήτησης του «ορθολογιστή οικονομικού ανθρώπου» και Tns ανάδυσης της Συμπεριφορικής Γεωγραφίας βρίσκεται στπ θεωρία των οργανώ­ σεων και τη θεωρία των αποφάσεων - ιδιαίτερα στο πρωτοποριακό για την εποχή του έργο των Barnard (1938), Selznick (1948) και Simon (1956, 1957, 1959). Οι αναλυτές αυτοί αμφισβήτησαν τπν έννοια του οικονομικού ορθολογισμού υποστη­ ρίζοντας ότι οι άνθρωποι δεν συμπεριφέρονται με κριτήρια βελτιστοποίησης Tns ωφελιμότητας TOUS από μια οικονομική κατάσταση, αλλά απλώς με κριτήρια ικανο­ ποίησης από αυτήν, όηου το ένα δεν ταυτίζεται κατ' ανάγκη με το άλλο. Στη σφαί­ ρα Tns ανάλυσης του χώρου, π παραπάνω θέση υπονοεί ότι η κατανομή των αν­ θρώπινων δραστηριοτήτων στο γεωγραφικό χώρο ακολουθεί την εξής διαδικασία (Κουρλιούρος 1989:184): (α) Τα υποκείμενα αναλύουν και εκτιμούν όλες TIS πιθανές επιδράσεις που δέχονται από το γεωγραφικό TOUS (φυσικό και ανθρωπογενές) πε­ ριβάλλον, (β) Αξιολογούν όλες TIS πιθανές συνέπειες σε σχέση με TOUS OTOXOUS που έχουν θέσει, (γ) Επιλέγουν ένα πρόγραμμα δράσης που ανταποκρίνεται σε κάποιον ικανοποιητικό βαθμό orous τιθέμενους OTOXOUS. (δ) Επανεκτιμούν TIS πιθανές απο­ κλίσεις προκειμένου να βελτιώσουν το επιλεγμένο πρόγραμμα δράσης TOUS. Το ποσό Tns πληροφορίας που συλλέγουν τα υποκείμενα και η ικανότητα TOUS να την επεξεργαστούν, αποτελούν TOUS κρίσιμους παράγοντες που επηρεάζουν την κατανομή των δραστηριοτήτων τους στο γεωγραφικό χώρο. Η «συμπεριφορική μή­ τρα» του Pred (1967) αποτελεί έκφραση αυτών των δύο παραγόντων και χρησιμο­ ποιήθηκε στη μελέτη χωροθέτησης των βιομηχανικών επιχειρήσεων (κεφ. 5). Ένα άλλο εργαλείο που χρησιμοποίησε η Συμπεριφορική Γεωγραφία για την απεικόνιση

60

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

ins χωρικής πληροφορίας ηου συλλέγουν ία υποκείμενα και με βάση την οποία αναπτύσσουν τη χωρική tous συμπεριφορά, είναι οι «νοητικοί χάρτα» (Gould 1973, White & Gould 1974). Παρότι η Συμπεριφορική Γεωγραφία μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντθ5 από TOUS γενικού5 νόμου5 χωρικής οργάνωσης της ποσοτικής Γεωγραφία5 στο επί­ πεδο τπς χωρικής συμπεριφοράς των υποκειμένων, πολλοί θεωρούν ότι αποτελεί μια λογική της μετεξέλιξη (Bunting & Guelke 1979). Υποστηρίζεται ότι αντιπροσω­ πεύει μια στροφή από μια «γεωγραφία αποτελεσμάτων» (outcomes geography) σε μια «γεωγραφία διαδικασιών» (processes geography) κατά την οποία η προηγού­ μενη έμφαση στο αποτέλεσμα ενός «γεωγραφικού παιχνιδιού» μειώνεται υπέρ tns ανάλυσης των κανόνων που διέπουν TIS κ ι ν ή σ ε ι των δραστών πάνω στο «τραπέζι του παιχνιδιού» (Olsson 1969).

2.10. Η ριζοσπαστική και κριτική Οικονομική Γεωγραφία: στροφή npos πολιτικοοικονομικέ5 θεωρήσει του χώρου Οι συμβατικές προσεγγίσεις τόσο Tns κλασικής όσο και Tns συμηεριφορικής σχολής χωροθέτησης, με την υπερβολική τους έμφαση στην ανάλυση των υποκειμενικών κινήτρων δράσης (μεθοδολογικός ατομικισμός), οδηγούν σε ένα είδος γεωγραφικού υποκειμενισμού που αδυνατεί να διακρίνει τις ευρύτερες διαρθρωτικές σχέσεις εντός των οποίων αναπτύσσονται οι δράσεις αυτές. Οι ίδιοι οι άνθρωποι κατασκευάζουν την ιστορία τους, έγραφε ο Marx, αλλά την κατασκευάζουν μέσα σε συνθήκες ηου δεν επιλέγουν ελεύθερα οι ίδιοι αλλά που έχουν κληρονομήσει από προηγούμενες ιστορικές περιόδους. Η υποκειμενική ελευθερία δράσης περιορίζεται εντ05 δοσμένων πλαισίων, όπως ακριβώς η ελευθερία Tns φαντασΐα5 ενός Αρχιτέκτονα περιορίζεται από τις δυνατότητες και τους περιορισμούς των διαθέσιμων οικοδομικών υλικών και της κατασκευαστικής τεχνολογίας Tns εποχής του. Ανατρέχοντας και πάλι στον Marx, οι άνθρωποι είναι ταυτόχρονα «ηθοποιοί» και «θεατές» του δικού TOUS ιστορικού δράματος. Όταν τα ιστορικά πλαίσια m s ανθρώπινης δράσης μεταβάλλονται ή ανα­ τρέπονται, η κατ' εξακολούθηση έμφαση στο υποκειμενικό επίπεδο αποτελεί άσκηση κενή περιεχομένου. Οι πιο ηάνω σχολές γ ε ω γ ρ α φ ί α σκέψη5 δεν μπορούσαν για παράδειγμα να ερμηνεύσουν τα μαζικά κύματα μετεγκατάστασης Βιομηχανικών κλά­ δων από τα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα της Eupcbnns και των ΗΠΑ σε περιφερει­ ακές λιγότερο αναπτυγμένες ζώνες - κύματα που είχαν ήδη αρχίσει να εμφανίζονται στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και εντάθηκαν την επόμενη δεκαετία κάτω και από TIS επιπτώσεις των δυο απανωτών παγκόσμιων πετρελαϊκών κρίσεων (1973/74 και 1978/79). Δεν μπορούσαν να ερμηνεύσουν την αποβιομηχάνιση των κέντρων των παλαιών Βιομηχανικών πόλεων και την ανάδειξη νέων πόλων ανάπτυξης σε πρώην υποβαθμισμένες περιοχές ή νέων υπηρεσιών παραγωγού σε ανανεωμένα μητροπο­ λιτικά κέντρα. Με άλλα λόγια, ήταν αδύνατον να ερμηνεύσουν TIS διαφαινόμενες γε­ νικότερες τάσεις καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που είχαν αρχίσει να μεταβάλλουν

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

61

u s κληρονομημένες από το παρελθόν οικονομικές γεωγραφίες ins παραγωγής και ins ανάπτυξης (κεφ. 7-17). Στο πλαίσιο αυτό, το ενδιαφέρον των Γεωγράφων άρχισε και πάλι να μετατοπίζεται από τα υποκειμενικά κίνητρα oris ευρύτερε5 κοινωνικοοι­ κονομικές δομές που πλαισιώνουν την ανθρώπινη χωρο-μετασχηματιστική δράση. Έτσι, σε μια ασύμπτωτη τροχιά με όλες τις προηγούμενες σχολές σκέψης αναπτύσ­ σεται η κριτική ή ριζοσπαστική Γεωγραφία (Peet, ed. 1977), ηου αποτέλεσε τη δεύτε­ ρη σημαντική επιστημολογική τομή στην ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγρα­ φίας. Η σχολή αυτή πηγάζει αηό τρεις αλληλεξαρτημένες διανοητικές πηγές: Πρώτον, από τπν κριτική αντιπαράθεση με τπ θετικιστική ποσοτική Γεωγραφία. Δεύτερον, από την κριτική αντιπαράθεση με τις εξωκοινωνικές και ανιστορικές οπτικές των νεοκλα­ σικών θεωριών της χωροθέτησης και ins ισόρροπης ανάπτυξης του χώρου (Μ3ςςεν 1974, Holland 1979). Τρίτον, αηό την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τη μαρ­ ξιστική Πολιτική Οικονομία και την εφαρμογή των εννοιών της στπ ριζοσπαστική ανάλυση της καπιταλιστικής ανάπτυξης του χώρου (Harvey 1 9 7 3 , 1 9 8 2 , 1 9 8 5 , 1 9 8 5 a , Mandel 1975, 1976, Lipietz 1977, CasteUs 1979, Massey 1974, 1978, 1979, 1984). To κέντρο ενδιαφέροντος μετατοπίζεται από το χωρικό επίπεδο στο κοινωνικό, στις βαθύτερες κοινωνικοοικονομικές σχέσεις στις οποίες η έννοια και η εμπειρία του χω­ ρικού επιπέδου δεν αποτελούν ηαρά το επιφαινόμενο. Σύμφωνα με το ρεύμα αυτό, δεν υπάρχουν χωρικά φαινόμενα καθ' εαυτά, αλλά κοινωνικά φαινόμενα ηου εκφρά­ ζονται στο χώρο και διαμέσου του χώρου/Οπως υπογραμμίζει η Massey: (

Πάνω απ' όλα, έχει υποστηριχθεί -και τώρα φαίνεται τόσο προφανές- ότι δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ένα ξεχωριστό πεδίο του «χωρικού». Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα όπως χωρικές διαδικασίες χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο, τέτοια πράγματα όηως καθαρά χωρικές αιτίες, νόμοι, αλληλεπιδράσεις και συσχετίσεις. Αυτό που πραγμα­ τικά αποτέλεσε αντικείμενο αναφοράς ήταν π χωρική μορφή κοινωνικών αιτίων, νόμων, αλληλεπιδράσεων και συσχετίσεων. Το «χωρικό» δεν υφίσταται ως ένα ξεχωριστό πεδίο. Ο χώρος είναι κοινωνική κατασκευή (Massey 1984a: 3). Στο πλαίσιο αυτού του νέου ρεύματος, το κέντρο ενδιαφέροντος μετατοπίζεται στη διερεύνηση των διαδικασιών μέσω των οποίων οι γενικές τάσεις ins καπιταλιστικής ανάπτυξης διαρθρώνουν και αναδιαρθρώνουν το γεωγραφικό χώρο στις διάφορες κλίμακες του παράγοντας us άνισες και αντιφατικές γεωγραφίες της παραγωγής. Η μαρξιστική Πολιτική Οικονομία αποτέλεσε -όηως σημειώθηκε- το κύριο βάθρο του νέου ρεύματος, ένα βάθρο που κυριάρχησε σχεδόν απόλυτα για δύο περίπου δεκαε­ τίες (1970,1980) και ηου εξακολουθεί μέχρι σήμερα να διατηρεί μια ισχυρή παρουσία παρά την πολιτιστική στροφή και τις μεταμοντέρνες προσεγγίσεις (βλ. παρακάτω). Όπως και παραπάνω σημειώθηκε, η ανάδυση των κριτικών και ριζοσπαστικών προσεγγίσεων ευνοήθηκε αηό ορισμένες γενικότερες πολιτικές εξελίξεις. Η εμπλο­ κή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ και η ανάπτυξη ριζοσπαστικών αστικών κι­ νημάτων στην Ευρώπη που κορυφώθηκε με το γαλλικό Μάη του '68, τροφοδότη­ σαν μια ευρύτερη στροφή του ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος npos εναλλακτικά, ως npos τις κρατούσες απόψεις, ρεύματα κοινωνικής σκέψης. Στις ΗΠΑ, ο ξεσηκωμός των μαύρων γκέτο στις μεγάλες πόλεις μετά τη δολοφονία του Martin Luther King

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

62

και τα απανωτά κύματα αποβιομηχάνισης, τα ριζοσπαστικά φοιτητικά κινήματα, το αντικομφορμιστικό κίνημα των xinis, το φεμινιστικό και οικολογικό κίνημα κ.λη,, είχαν ανάλογα αποτελέσματα στην πορεία ριζοσπαστικοποίησπς της ακαδημαϊκής δι­ ανόησης. Οι Οικονομικοί Γεωγράφοι ανασύρουν αηό τα ράφια και ξαναμελετούν τα κλασικά κείμενα Πολιτικής Οικονομίας ή τα ανακαλύπτουν για πρώτη φορά, όηως για παράδειγμα ο David Harvey που από «σκληροπυρηνικός» ποσοτικός Γεωγρά­ 17

φος μετατρέπεται σε ηγετική μορφή της μαρξιστικής Γεωγραφίας. Άλλοι ανακαλύ­ πτουν τον Gramsci, τον Althusser, τον Πουλαντζά, τον Sartre, τον Merleau-Ponty, τη σχολή της Φρανκφούρτης και άλλους κριτικούς στοχαστές στον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών επιστημών (Peet & Thrift 1989). Στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο Clark της Μασαχουσέτης, ιδρύεται το 1969 το πρώτο ριζοσπαστικό γεωγραφικό περιοδικό, το Antipode,

που φιλοξενεί επιστημονικά άρθρα τα οποία εντάσσονται σε αυτό το νέο

ρεύμα Οοήηςτοη et ai, eds., 1986: 386). Στο Ντιτρόιτ της Πολιτείας του Μίσιγκαν ιδρύεται η «Γεωγραφική Εκστρατεία του Ντιτρόιτ»

18

-μια ένωση ριζοσπαστών Γεω­

γράφων που προσανατολίζουν τη δουλειά τους στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μαύρων εργατικών γκέτο σε αυτή την πόλη των αυτοκινητοβιομηχανιών- ενώ 19

το 1974 ιδρύεται και η «Ένωση Σοσιαλιστών Γεωγράφων» (Peet & Thrift 1989: 6). Οικονομολόγοι διεθνούς κύρους όπως ο Bennett Harrison, με ιδιαίτερη ευαισθησία στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα των πόλεων και των περιφερειών, κατευθύ­ νουν την ερευνά IOUS σε θέματα κριτικήε του αναπτυγμένου καπιταλισμού και κοι­ νωνικής δικαιοσύνης, υποστηρίζοντας ενεργά US ασθενέστερες κοινωνικές τάξεις.

20

Άλλοι γνωστοί Αμερικανοί Οικονομολόγοι όπως οι Paul Baran, Paul Sweezy και James O'Connor, ασκούν συστηματική κριτική στο καπιταλιστικό Kpaios μέσα αηό την οπτική γωνία ins μαρξιστικής πολιτικοοικονομικής ανάλυσης (Baran & Sweezy 1973, O'Connor 1973). Παράλληλα στην Ευρώπη τα έργα του Νίκου Πουλαντζά για τις κοινωνικές τάξεις και το κράτος (1982α, 19826, 1982γ, χ.χρ.) έχουν ανάλογο δι­ εθνή αντίκτυπο και τροφοδοτούν πλήθος συζητήσεων και αντιπαραθέσεων με πιο χαρακτηριστική αυτή μεταξύ του Πουλαντζά και του Ralf Miliband. Η ριζοσπαστική συζήτηση για το κράτος είχε έμμεσες επιπτώσεις στις θεωρίες για την ανάπτυξη του χώρου καθώ5 επηρέασε raus προβληματισμούε για το ρόλο του χωρικού σχεδια­ σμού, cos κρατικού θεσμού, στπν αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία (Clark & Dear 1984). Μια συλλογή άρθρων που δημοσιεύεται στις αρχές uis δεκαετίας του 1980, 17. Τέσσερα μόλις χρόνια μειά in δημοσίευση ίου θετικιστικού-ποσοτικαύ του γεωγραφικού μανι­ φέστου Explanation in Geography (Harvey 1969), δημοσιεύει ίο Social Justice and the City (Harvey 1973) που είναι μια ηρώΐη προσπάθεια συσχετισμού βασικών εννοιών tns μαρξιστικής Πολιτικής Οι­ κονομίας με ιην ανάλυση ίου αστικού χώρου. Ο πολιτικοοικονομικός προσαναταλασμός του εν λόγω Γεωγράφου θα συνεχιστεί μέχρι τα μέσα ins δεκαετίας του 1980 (Harvey 1982, 1985, 1985a), ενώ στην επόμενη δεκαετία θα στραφεί npos ηερϊσσότερο πολιτιστικά προσανατολισμένε* προσεγγίσεις χωρίς ωστόσο να εγκαταλείψει την πολιτικοοικονομική ιου θεώρηση (Βλ. Harvey 1995, 1996). 18. Detroit Geographical Expedition. 19. Union of Socialist Geographers. 20. Βλ. το αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του Ben Harrison στο γεωγραφικό περιοδικό Antipode, 33/1, 2001.

63

Μέθοδθ5 προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομική5 Γεωγραφίας

σηματοδοτεί τη στροφή των θεωρητικών του σχεδιασμού αηό us κορηορατιστικές ιδεολογίε5 του κοινού συμφέροντο$ που είχαν μακρά παράδοση στη θεωρία και πρακτική του σχεδιασμού, σε κριτικέ5, ταξικά ενημερωμένε5 προσεγγίσει (Dear & Scott, eds., 1981). 0 David Harvey δημοσιεύει το 1973 το Social Justice and the City, ένα έργο σταθμό στην πολιτικοοικονομική ανάλυση του χώρου, ενώ ο Richard Peet εκδίδει τέσσερα χρόνια αργότερα το Radical Geography,

μια σημαντική συλλογή άρ­

θρων ριζοσηαστική5 κριτική5 πολλών χωρικών πτυχών τη$ καηιταλιστική5 ηραγματικότητα5 (Peet, ed., 1977). Στη Γαλλία, το έργο του Henri Lefebvre (κεφ. 8) συνδέει το μαρξισμό με την ανάλυση του αστικού χώρου, ενώ την ίδια περίοδο δημοσιεύεται το βιβλίο του Manuel Castells (1979) La Question

21

Urbaine,

ένα ακόμα έργο-σταθμ05

στην πορεία ριζοσπαστικοποίηση5 ins γεωγραφική5 σκέψη$. Στα τέλη τη5 δεκαετΐα5 του 1970 με αρχέ5 ins δεκαετΐα5 του 1980, η κριτική και ριζοσπαστική στροφή έχει αποκτήσει τα χαρακτηριστικά μια$ συγκροτημένα και αυτοτελού5 σχολή5 σκέψη5, με τα δικά ins αντικείμενα ενδιαφέροντο$, τΐ5 δικέ5 τπ5 ερευνητικέ5 κατευθύνσεΐ5, ακόμα και u s 6ικέ5 tns εσωτερικές αντιπαραθέσει και προβληματισμού5. Σήμερα, πολλά επιστημονικά γεωγραφικά περιοδικά, ακόμα και αυτά που διαπνέονται αηό έναν παραδοσιακό συντηρητισμό, φιλοξενούν σποραδικά oris στήλες τους ριζοσπα­ στικές πολιτικοοικονομικές αναλύσεις του χώρου. Πολλοί Γεωγράφοι, χωρίς κατ' ανάγκη να συμμερίζονται τα πολιτικά κελεύσματα του μαρξισμού, έχουν αποδεχθεί την ερμηνευτική του δύναμη στην κατανόηση της χωρικής δυναμικής του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι πιο γνωστοί, στο διεθνή ερευνητικό χώρο, θεωρητικοί της Οικονο­ μικής και Κοινωνικής Γεωγραφίας σήμερα, όπως για παράδειγμα ο Harvey, η Massey, ο Scott, ο Soja, ο Walker, ο Castells, ο Storper, ο Gertler, ο Hudson, η Markusen, η Schoenberger, ο Smith, ο Swyngedouw, ο Castrec, ο Thrift, ο Amin κ.ά., εντάσσουν 22

το έργο I O U S στο ευρύ πεδίο τη$ κριτική5 και ριζοσπαστική5 Γεωγραφία5. Παρά u s απειράριθμε5 ακαδπμαϊκέ5 δυσκολίε5 που αντιμετώπισε ιδιαίτερα oris ΗΠΑ, η κρι­ τική και ριζοσπαστική σχολή έφθασε σήμερα να αποτελεί ένα απ' τα πιο σημαντικά Παραδείγματα (αν όχι το ηγετικό Παράδειγμα) στη σύγχρονη Οικονομική Γεωγραφία.

2.11. Η δεκαετία του 7 0 : η στρουκτουραλιστική τάση στην ανάλυση του χώρου 2.11.1. Γενικά Ο μαρξισμ05, όπω5 είναι γνωστό, έχει διττό χαρακτήρα. Αφεν05 είναι μια επιστήμη για την ανάλυση και την κατανόηση των δομών και τη$ ιστορική5 εξέλιξη5 των κοι­ νωνικοοικονομικών σχηματισμών, και ιδιαίτερα του καπιταλιστικού σχηματισμού, αφετέρου είναι ένα πρόγραμμα πολιτική5 ενεργοποίησα με στόχο την αλλαγή ins 21. πρώτη γαλλική έκδοση το 1972. 22. Πλευρές του έργου των Γεωγράφων αυτών θο συζητηθούν στα διάφορα κεφάλαια αυτής της εργασίας.

64

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

κοινωνίας - τπν κατάργηση των ταξικών ανισοτήτων και την οικοδόμηση μιας κοι­ νωνίας ισότιμων και ελεύθερων πολιτών μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα κοινωνικής υπευθυνότητας. Όπως επίσης είναι γνωστό, οι πολιτικές προτάσεις του μαρξισμού απέτυχαν στις χώρες όπου εφαρμόστηκε, τις χώρες του (κακώς) λεγόμενου «υπαρ­ κτού σοσιαλισμού», για μια σειρά λόγων που δεν είναι της παρούσης. Ενδεχομέ­ νως να μπν είναι ευρέως γνωστό ότι ως μια θεωρία ανάλυσης και ερμηνείας της κα­ πιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας ο μαρξισμός -στις σύγχρονες εκλεκτικιστικές μπ δογματικές εκδοχές τ ο υ - διατηρεί μια κριτική παρουσία στο χώρο των κοινωνι­ κών επιστημών γενικά, και τπς Οικονομικής Γεωγραφίας ειδικότερα. 23

Χωρίς να είναι δυνατόν να υπεισέλθουμε εδώ σε λεπτομέρειες, ο μαρξισμός υπο­ στηρίζει ότι κάθε κοινωνικός σχηματισμός αποτελείται: (α) από μια «οικονομική βάση» που συνιστά τον εκάστοτε «τρόπο παραγωγής» και ηου απαρτίζεται από τις παραγωγικές δυνάμεις και τις εκάστοτε σχέσεις παραγωγής και (β) από ένα πολιτικό, ιδεολογικό και θεσμικό «εποικοδόμημα» ηου αντιστοιχεί στη βάση αυτή. Οι εσωτερικέ5 αντιθέσεις που αναπτύσσονται στην οικονομική βάση και κυρίως οι αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικέ^ δυνάμεις και τις σχέσεις παραγωγής, κινητοποιούν κοινωνικέ5 συγκρούσεις που αποτελούν το μοχλό της ιστορικής αλλαγής της οποίας φορέας είναι οι εκάστοτε καταπιεζόμενες τάξεις. Στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η αντί­ θεση αυτή εκφράζεται με τη διεύρυνση του κοινωνικού χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων από τπ μια μεριά και τον ιδιωτικό χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτε­ λεσμάτων τπς παραγωγής από την άλλη. Τις αλλαγέί της οικονομικής βάσης παρακο­ λουθούν και υποστηρίζουν αντίστοιχες αλλαγές στο επίπεδο του εποικοδομήματος. Στον πυρήνα της μαρξιστικής σκέψης βρίσκεται η ανάλυση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής ως μιας περίπλοκης ολότητας σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και συνθηκών εντός της οποίας εξαφανίζεται η έννοια τπς ατομικής δράσης. Τα υποκείμενα τοπο­ θετούνται σε ρόλους που προσδιορίζονται από το γενικότερο πλαίσιο των αντικειμε­ νικών δομικών προσδιορισμών και συνθηκών του τρόπου παραγωγής. Η ρήση του Marx ότι οι άνθρωποι κάνουν την ιστορία τους αλλά τπν κάνουν σε συνθήκε$ ηου δεν επιλέγουν οι ίδιοι, λέει τα πάντα και ταυτόχρονα τίποτα (Peet & Thrift 1989: 22). 24

Κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, π ορθόδοξη εκδοχή του μαρξισμού ήταν ταυτισμένη με τη σταλινική αντίληψη των «σιδερένιων νόμων» της Ιστορίας σε αναλογία με τους νόμους της διαλεκτικής της φύσης. Η εκδοχή αυτή αποτέλεσε αντικείμενο έντονης κριτικής από Ευρωπαίους διανοητές όπως ο Jean Paul Sartre, που προσπάθησε να οικοδομήσει μια εκλεκτικιστική ανθρωπιστική και υπαρξιστι­ κή εκδοχή του μαρξισμού - μια εκδοχή που μετατοπίζει το βάρος της ανάλυσης από τις απρόσωπες δομές και τους «σιδερένιους νόμους» στην υποκειμενική δρά­ ση τονίζοντας την ιδιαιτερότητα και την αυτοτέλεια της (Sartre 1975). Ωστόσο, τα διάφορα φονξιοναλιστικά και στρουκτουραλιστικά ρεύματα κοινωνικής σκέψης 23. Για εμβρίθεια αναλύσει βλ. Habsbawm 1997: 587-633, Κονδύληε 1998; 13-38. 24. Βλ. Marx 1976. Για μια απλουστευμένη παρουσίαση ins μαρξιστικήε Παλιχικήί Οικονομία^ στη γλώσσα Mas, Βλ. Sweezy 1965, Eaton 1979, Λιαν05 1985, ενώ για πιο εμβρίθεια αναλύσει Βλ. Ντομπ 1976, Fine δ Harris 1986, Fine 1976, 1985.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

65

είχαν μακρά διανοητική παράδοση στην Ευρώπη, μια παράδοση που επηρέασε το έργο πολλών στοχαστών όπως την κοινωνική ανθρωπολογία του Levi-Strauss, τπ γλωσσολογία του Saussure, την ψυχολογία του Lacan κ.ά. (Peet & Thrift 1989: 9-10). Βεβαίως επηρέασαν και τους τρόπους ανάγνωσης και κατανόησης του μαρ­ ξισμού. Έτσι, ο ανθρωπιστικός και υπαρξιστικός μαρξισμός του Sartre συνάντησε τπν έντονη κριτική ενός άλλου σημαντικού Γάλλου στοχαστή, του Louis Althusser (1969). Ο Althusser και ο συνεργάτης του Etienne Bau'bar διαπιστώνουν μια επι­ στημολογική ρήξη στο έργο του Marx διακρίνοντας το φιλοσοφικά και ανθρωπο­ λογικά προσανατολισμένο έργο της νεότητας του από το επιστημονικό έργο της ωριμότητας του (Althusser & Bau'bar 1970). Όπως υποστηρίζουν οι παραπάνω αναλυτές, στο έργο της δεύτερης φάσης, με χαρακτηριστικό δείγμα το Κεφάλαιο, ο Marx εγκαταλείπει τις ανθρωπολογικές ανησυχίες της νεότητας του και στρέφεται οριστικά στην επιστημονική ανάλυση των ευρύτερων δομών του Βιομηχανικού καπιταλισμού της εποχής του. Συνεπώς, σύμφωνα ηάντα με τους εν λόγω μελετη­ τές, π επιστημονική εκδοχή του μαρξισμού οφείλει να μετατοπίσει την έμφαση αηό τις ατομικές δράσεις στις γενικότερες κοινωνικοοικονομικές δομές. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Althusser οικοδομεί ένα μοντέλο του καπιταλιστικού

κοινωνικού

σχηματισμού αποτελούμενο αηό τρία συναρθρωμένα επίπεδα: το οικονομικό, το πολιτικο-νομικό και το ιδεολογικό, καθένα από τα οποία διαθέτει μια σχετική αυ­ τονομία σε σχέση με τα άλλα και ταυτόχρονα αποτελεί συστατικό στοιχείο της συ­ νολικής δομής στο πλαίσιο των λειτουργικών αλληλεπιδράσεων που αναπτύσσο­ νται μεταξύ τους. Για τον Althusser, συνεπώ5, ο κοινωνικ05 σχημαΐ]σμ05 αποτελεί το μακροπλαίσιο εντός του οποίου εγγράφονται και προσδιορίζονται οι διάφοροι υποκειμενικοί ρόλοι και όχι το αντίστροφο.

2.11.2.0 στρουκτουραλιστικός μαρξισμόε και η αντίληψη του χώρου Η πρώτη φάση στην ανάπτυξη της ριζοσπαστικής Οικονομικής Γεωγραφίας (δεκαετία του 1970 έως μέσα δεκαετίας 1980) σηματοδοτείται αηό την ισχυρή παρουσία της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας στους προσανατολισμούς, στα αναλυτικά εργαλεία και στη μεθοδολογία της (Peet & Thrift 1989:7-14, Swyngedouw 1998,Castree 1999, Λεοντίδου 2005: κεφ. 6, Cox 2005, Hudson 2006). Αν και πολλοί/πολλές συνέβαλαν στην όσμωση αυτή, δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως παρατηρεί ο Scott (2000: 25), ότι η πιο χαρακτηριστική συμβολή ήταν αυτή του Harvey, ηου από θιασώτης μιας ακραιφvous θετικιστικής ποσοτικής ανάλυσης (Harvey 1969) μετατρέπεται σε ηγετική μορφή μιας πρωτότυπης γεωγραφικής «ανάγνωσης» και ανασκευής της μαρξιστικής πολιτιKns οικονομίας (Harvey 1973, 1982, 1985, 1995, 1996, 2001, 2003, 2006). Η ορθό­ δοξη μαρξιστική πολιτική οικονομία (όηως εκφράζεται στο έργο του ίδιου του Marx) δεν είχε σαφώς επεξεργασμένες γεωγραφικές αναφορές (Harvey 1985: 32). Οι όποιες γεωγραφικέ5 πτυχές της σκέψης του Marx Βρίσκονται διάσπαρτες μέσα στο ογκώδες έργο του, έχουν δευτερεύουσα σημασία αναφορικά με τη Βασική επιχειρηματολο­ γία του Γερμανού διανοητή και κατά κανέναν τρόηο δεν συνιστούν ένα συνεκτικό ή

Δίαδρομέε oris θεωρίες του χώρου

66

συστηματικό εννοιολογικό corpus. Στο «opus magnus» του Κ. Marx, το Das Kapital, είναι η χρονική διάσταση της καπιταλιστικής δυναμικής (η ιστορικότητα) και όχι η χωρική διάσταση (χωρικότητα) αυτή που αποτελεί την κρίσιμη παράμετρο της κοινωviKns αλλαγής. Η γεωγραφική ανασκευή του μαρξικού έργου αηό τον Harvey άνοιξε το δρόμο για τη συγκρότηση pias ριζοσπαστικής ηολιτικοοικονομική5 γεωγραφική5 σκέψης, προσανατολισμένης στην κριτική ανάλυση των αστικών, περιφερειακών και διεθνών δομών τη5 συσσώρευσης του κεφαλαίου και της άνισης καπιταλιστικής ανά­ πτυξης. Η πολιτική οικονομία του χώρου προσπάθησε να αποκαλύψει xis Βαθύτερες σχέσεις πέρα και πίσω από τα επιφαινόμενα tns avians γεωγραφικής ανάητυξπ5 του καπιταλισμού με Βάση την εργασιακή θεωρία της αξίας και τις κεντρικέ5 τπς έννοιες όπως η παραγωγή και η εργασία, το εμπόρευμα, η υπεραξία κ.λη. Η πιο άμεση και φανερή επίδραση του αλτουσεριανού μαρξισμού στην ανάλυση του χώρου εντοπίζεται στο βιβλίο του Manuel Castells (1979) La Question

Urbaine.

Στο έργο αυτό υποστηρίζεται ότι δεν υπάρχει ένα αυτοτελές πεδίο του «χωρικού» - ό η ω ς ισχυρίζονται οι διάφορες θεωρητικές ηαραλλαγέ5 του χωρικού φετιχισμούκαι ότι μια ανάλυση του χώρου προϋποθέτει την ανάλυση του κοινωνικού σχη­ ματισμού του οποίου αποτελεί μέρος. Με άλλα λόγια, οι διαρθρωτικοί νόμοι που διέπουν τη δομή και ανάπτυξη του κοινωνικού σχηματισμού δημιουργούν το πλαί­ σιο α ν ά λ υ σ α των συγκεκριμένων χωρικών δομών. Για τον Castells, συνεπώς, ο χώρθ5 αποτελεί αντανάκλαση u i s KOIVCOVIKTIS δομή5 και των επιπέδων ηου τπ συ­ ναρθρώνουν. Στον καπιταλιστικό τρόηο παραγωγή5 το οικονομικό επίπεδο είναι το κυρίαρχο και αυτό που δίνει στο γεωγραφικό χώρο τα κύρια προσδιοριστικά χαρακτηριστικά του. Η χωρική διάρθρωση αποτελεί αντανάκλαση του οικονομικού επιπέδου, με u s ηεριφέρειε5 να συγκεντρώνουν u s ηαραγωγικέ5 διαδικασίε5 και u s πόλεΐ5 να υποστηρίζουν u s λειτουργίες αναηαραγωγή5 του εργατικού δυναμικού τις λειτουργίες «συλλογικής κατανάλωσης» (κατοικία, εκπαίδευση, πρόνοια, πολιτι­ σμός κ.λη.). Το πολιτικο-νομικό επίπεδο οργανώνει το χώρο μέσω των λειτουργιών κυριαρχίας/ρύθμισπ5 από τη μια μεριά και ολοκλήρωσα/καταπίεσα από την άλλη, ενώ το ιδεολογικό επίπεδο αντανακλά στο χώρο ένα σύστημα σημείων το οποίο του προσδίδει us συμβολικές του σημασίες. Ορισμένοι εντάσσουν και το πρώιμο έργο του Harvey (1973) Social Justice

and

the City στη στρουκτουραλιστική μαρξιστική σχολή, παρότι ο ίδιος δεν κάνει ανα­ φορές στον Althusser αλλά στον Piaget και τον Oilman καθώς και στον ίδιο τον Marx (Peet & Thrift 1989: 12-3). Στο έργο αυτό ο Harvey αναζητά μια θεωρία Tns a o u K n s διάρθρωσα σε αντιστοιχία με τον κυρίαρχο τρόηο παραγωγή5. Κάτω αηό την οπτι­ κή αυτή, οι πόλεις και η αστική δυναμική αποτελούν υλικέ5 ο ι κ ο ν ο μ ί α και κοινωviKes μορφές οι ο η ο ί κ διευκολύνουν την εξαγωγή και κυκλοφορία τη5 υπεραξίας που παράγουν οι εργαζόμενοι στη σφαίρα i n s παραγωγής (Harvey 1973: 205). Εδώ, oncos και στην περίπτωση του Castells, ο Tponos παραγωγής προσδιορίζει καθορι­ στικά τη χωρική διάρθρωση. Σε μετέπειτα ωστόσο έργα του, όπως το The Limits to Capital (1982) και το The Urbanization

of Capital (1985), ο Harvey ανασκευάζει τη

μονοσήμαντη σχέση καθορισμού του χώρου αηό την οικονομία, επισημαίνοντας ότι

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομικής Γεωγραφίας

67

π χωρική διάρθρωση των δραστηριοτήτων παίζει σημαντικό ρόλο στον τρόπο που λειτουργεί ο σύγχρονος καπιταλισμός και ιδιαίτερα στην αντιμετώπιση των «κρίσε­ ων υπερσυσσώρευσης» που τον συνταράσσουν περιοδικά (κεφ. 8, 10).

2.12. H νέα κριτική-ριζοσπασχική χάση Η συστηματική κριτική που ασκήθηκε στον εγγενή οικονομισμό ins στρουκτουραλισπκή5 μαρξιστικής ανάλυσης του χώρου (βλ. π.χ. Duncan & Ley 1982) οδήγησε, αηό τα μέσα της δεκαετίας του '80 και μετά, σε μια στροφή του ενδιαφέροντος στη δια­ φορά που κάνει ο χώρος και η γεωγραφία στην κατανόηση του τρόπου λειτουργίας της καπιταλιστικής κοινωνίας ( I V t o e y & Allen, eds., 1984). Βασικά στοιχεία αυτής της στροφής είναι: (α) μια μεταστροφή αηό τις γενικευτικές θεωρίες για το χώρο (μεγάλε5 αφηγήσεις) στις τοπικές αφηγήσεις μικρής και μεσαίας εμβέλειας και (β) μια προσπάθεια διεπιστημονικής σύνθεσης της οικονομικής με την πολιτιστική σφαίρα στην ανάλυση και ερμηνεία των φαινομένων.

2.12.1. Ο χώρος κάνει τη διαφορά: η χωροκοινωνική διαλεκτική Η σημαντικότερη συμβολή του ρεύματος αυτού είναι η εισαγωγή μιας διαλεκτικής οπτικής στην ανάλυση των σχέσεων μεταξύ κοινωνίας/οικονομίας και γεωγραφικού χώρου. Η οπτική αυτή συνέβαλε καθοριστικά στην απομυθοποίηση του «χωρικού», στην κατάδειξη του κοινωνικού περιεχομένου των χωρικών φαινομένων. Σύμφω­ να με την οπτική αυτή, δεν υπάρχουν χωρικά φαινόμενα καθαυτά αλλά κοινωνικά φαινόμενα που εκφράζονται στο χώρο και διαμέσου του χώρου. Όπως σημειώνουν οι Massey & Allen (eds. 1984: 3), «ο χώρος είναι κοινωνική κατασκευή». Στα έργα της σχολής auins γίνεται μια διπλή προσπάθεια: αφεν05 να δειχθεί πώς η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξη5 διαμορφώνει τις χωρικές δομές σύμφωνα με τις ανά­ γκες της συσσώρευσης και την κίνηση του κεφαλαίου, και αφετέρου πώς οι χωρικές δομές δημιουργούν δυνατότητες και περιορισμούς στη δυναμική της καπιταλιστι­ κής ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τη στρουκτουραλιστική μαρξιστική Γεωγραφία, η νέα κριτική τάση επιδιώκει την ανάδειξη ins anpacrias του χώρου στην πραγματοποίηση τη5 συσσώρευσπ5 του κεφαλαίου, την αποφυγή των κρίσεων και την αναπαραγωγή των κοινωνικών σχέσεων του καπιταλιστικού συστήματος. Παρότι πολλοί Γεωγρά­ φοι και άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες συνέβαλαν σε αυτή τη σημαντική στροφή, τα ορόσημα της συνδέονται με τα έργα δύο Αγγλοσαξόνων Γεωγράφων πρώτης κλάσης: του David Harvey και i n s Doreen Massey. Στα έργα των δύο αυτών πρωτοπόρων θεωρητικών, που θα συζητηθούν ηιο αναλυτικά σε επόμενα σημεία (κεφ. 10 και 11), γίνεται μια διηλή προσπάθεια: αφεν05 να δειχθεί nebs η δυναμική τη$ καπιταλιστικής ανάπτυξης διαμορφώνει τις χωρικές δομές σύμφωνα με τις ανάγκες της συσσώρευ­ σης και τπν κίνηση του κεφαλαίου, και αφετέρου πώς οι χωρικές δομές δημιουργούν δυνατότητες και περιορισμούς στη δυναμική της καπιταλιστική* ανάπτυξης. Στα έργα

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

68

αυτά ο χώρος δεν νοείται ηλέον ως μια οντότητα πέρα και έξω αηό την κοινωνία ούτε ως μια παθητική αντανάκλαση της όηως στη στρουκτουραλιστική μαρξιστική Γεω­ γραφία, αλλά ως το «ενεργητικό διάμεσο» μέσω του οποίου η κοινωνία παράγει και αναπαράγει τους όρους της ύπαρξης της. Όπως υπογραμμίζει ο Harvey, Σε αυτά ηου ακολουθούν, θα επιμείνω ότι ο χώρος και η γεωγραφία δεν πρέπει να αντιμε­ τωπίζονται σαν παρεπόμενα, ως αηλά προσαρτήματα μιας ήδη διαμορφωμένης θεωρίας. Το πρόβλημα παρουσιάζει πολύ περισσότερες όψεις από το να δείξουμε απλώς πώς ο κα­ πιταλισμός διαμορφώνει τη χωρική οργάνωση, ηώς παράγει και συνεχώς επαναστατικοποιείτα γεωγραφικά τοπία της παραγωγής, ανταλλαγής και κατανάλωσης, θα υποστηρίξω τπν άποψη ότι οι χωρικές σχέσεις και τα γεωγραφικά φαινόμενα είναι θεμελιώδη υλικά χαρακτηριστικά που πρέπει να είναι παρόντα στην αρχή της ανάλυσης και ότι οι μορφές που αποκτούν δεν είναι ουδέτερες ως προς τις δυνατές πορείες χρονικής ανάπτυξης [του καπιταλισμού]. Κοντολογίς, πρέπει να ερμηνεύονται ως θεμελιώδεις και «ενεργητικές στιγ­ μές» μέσα στην αντιφατική δυναμική του καπιταλισμού (Harvey 1985:33). Ανάλογες επισημάνσεις για τη σημασία του χωρικού επιπέδου στην κατανόηση του κοινωνικοοικονομικού κάνει και η Massey. Onoos γράφει, Το γεγονός ότι οι διαδικασίες συμβαίνουν στο χώρο καθώς και το γεγονός της απόστα­ σης, της εγγύτητας, της γεωγραφικής ποικιλότητας ανάμεσα σε περιοχές, του ιδιόμορφου χαρακτήρα και σημασίας συγκεκριμένων τόηων και περιφερειών - όλα αυτά είναι ου­ σιαστικά για τη λειτουργία των κοινωνικών διαδικασιών καθ' εαυτές [...] Η γεωγραφία τόσο με ιην έννοια τπς απόστασης/εγγύτητας/ενδιαμεσότητας όσο και με τπν έννοια της φυσικής ποικιλότητας της επιφάνειας της γης (με τις δυο αυτές έννοιες να σχετίζονται στε­ νά μεταξύ τους) δεν αποτελεί εμπόδιο για έναν προϋπάρχοντα μη γεωγραφικό κοινωνικό και οικονομικό κόσμο. Είναι συστατικό στοιχείο αυτού του κόσμου (Ivtaey 1984: 52). Στην εισαγωγή ενός άλλου Βιβλίου που η εν λόγω συγγραφέας επιμελήθηκε μαζί με τον John Allen, γράφει: Οι χωρικές κατανομές και η γεωγραφική διαφοροποίηση μπορεί να είναι το αποτέλεσμα κοινωνικών διαδικασιών, αλλά επηρεάζουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι διαδικα­ σίες αυτές λειτουργούν. Το χωρικό δεν είναι μόνο ένα αποτέλεσμα, είναι επίσης μέρος της εξήγησης ίων διαδικασιών αυτών. Δεν είναι σημαντικό μόνο να αναγνωρίζουν οι Γεωγράφοι τα κοινωνικά αίτια των χωρικών διαμορφώσεων που μελετούν. Είναι επίσης σημαντικό οι άλλοι κοινωνικοί επιστήμονες να λαμβάνουν υπόψπ τους το γεγονός ότι οι διαδικασίες ηου μελετούν συγκροτούνται, αναπαράγονται και μεταβάλλονται με τρό­ πους ηου αναγκαία αφορούν την απόσταση, την κίνηση και τη χωρική διαφοροποίηση (Maςςey & Allen, eds., 1984:4). Η θεμελίωση μια$ χωροκοινωνικής διαλεκτικής αντίληψης δεν ήταν προϊόν μο­ νάχα της αγγλοσαξονικής ριζοσπαστικής διανόησης. Στη Γαλλία, τα έργα του Henri Lefebvre (κεφ. 8) υπογραμμίζουν ότι η διάρθρωση του γεωγραφικού χώρου εκ­ φράζει και αποτυπώνει τις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις, όχι-όμως παθητικά αλλά ενεργητικά. Διαμεσολαβεί, δηλαδή, για την ανάπτυξη και αναπαραγωγή των σχέσεων αυτών. Στην πρωτότυπη σκέψη του Lefebvre βρίσκουμε τα βασικά «οικο­ δομικά υλικά» χτισίματος ενός διαλεκτικού γεωγραφικού υλισμού που επηρρέασε

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

69

το έργο πολλών νεότερων θεωρητικών του χώρου (βλ. π.χ. Soja 1980, 1985, 1989, Massey 1984, 1984a, Massey & Allen, eds., 1984, Gregory & Urry, eds., 1985, Urry 1985). Πα την αντίληψη αυτή, οι κοινωνικοοικονομικέ5 σχέσεις και οι χωρικές δομές δεν αποτελούν τους δύο ξεχωριστού5 ηόλους εν05 δυαδικού σχήματο5, έστω και αν δεχθεί κανείς ότι οι πόλοι αυτοί αλληλεπιδρούν «εξωτερικά» (περίπτωση Α στο σχή­ μα 2.1.), αλλά η μία έννοια συναντιέται και συνυπάρχει με την άλλη σε μια εσωτερική ενότητα αντιθέτων, δηλαδή σε μια διαλεκτική ενότητα (περίπτωση Β στο σχήμα 2.1.). Η μία έννοια εκφράζεται μέσα αηό την άλλη και η άλλη μέσα αηό την ηρώτη. Καθεμία δίνει νόημα στην άλλη και παράλληλα παίρνει νόημα από αυτήν. Όπως αναφέρει ο Edward Soja εμβαθύνοντας στην έννοια της χωροκοινωνική5 διαλεκτικής: Η χωρικότητα και η χρονικότητα, η ανθρώπινη γεωγραφία και η ανθρώπινη ιστορία διασταυ­ ρώνονται σε μια σύνθετη κοινωνική διαδικασία η οποία δημιουργεί μια συνεχώς αναπτυσ­ σόμενη ιστορική αλληλουχία χωρικοτήτων, μια χωροχρονική διάρθρωση της κοινωνικής ζωής ηου διαμορφώνει όχι μόνο τη μεγάλη κίνηση της κοινωνικής εξέλιξης, αλλά και τις επα­ ναλαμβανόμενες πρακτικές της καθημερινής δραστηριότητας. Η παραγωγή του χώρου (και της ιστορίας) μπορεί έτσι να περιγραφεί τόσο ως το διάμεσο όσο και ως το αποτέλεσμα της κοινωνικής δράσης και σχέσης. Αυτός ο δυαδισμός της χωροχρονικής διάρθρωσης συνδέει τις κοινωνικές με τις χωρικές δομές με έναν τέτοιον τρόηο ηου οι τελευταίες εμφανίζονται με τις συγκεκριμένες τους μορφές μέσα στις πρώτες - δηλαδή οι χωρικές δομές και σχέσεις είναι η υλική μορφή των κοινωνικών δομών και σχέσεων. Η συνειδητοποίηση ότι η κοινωνική

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ

ΧΩΡΙΚΕ! ΔΟΜΕΙ

ΣΧΕΣΕΙΣ

Α) Εξωτερική (μηχανιστική) αλληλεπίδραση κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και χωρικών δομών

Β) Διαλεκτική αλληλεπίδραση κοινωνικοοικονομικών σχέσεων και χωρικών δομών Σχήμα 2.1.: Χωροκοινωνική διαλεκτική

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

70

ζωή συγκροτείται υλικά μέσα από τη χωρικότπτα της είναι το θεωρητικό σημείο-κλειδί για τη σύγχρονη υλιστική αντίληψη του χώρου (Soja 1985: 94). Η αντίληψη της χωροκοινωνικής διαλεκτικής στην προσέγγιση του Soja μπορεί να συμπυκνωθεί στα επόμενα βασικά σημεία (ό.π.): 1. Η χωρικότπτα είναι ένα κοινωνικό προϊόν που ενσωματώνει, κοινωνικοποιεί και μετασχηματίζει τόσο το φυσικό αντικειμενικό όσο και τον αντιληπτικό υποκειμε­ νικό χώρο. 2. Os κοινωνικό προϊόν, η χωρικότπτα είναι ταυτόχρονα π προϋπόθεση και το απο­ τέλεσμα της κοινωνικής δράσης και σχέσης. 3. Η χωροχρονική διάρθρωση της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας κα­ θορίζει τον υλικό τρόπο με τον οποίο συγκεκριμενοποιούνται και αποκρυσταλ­ λώνονται στις υλικές τους διαστάσεις οι σχέσεις και δραστηριότητες αυτές. 4. Η χωροχρονική διάρθρωση των οικονομικοκοινωνικών δραστηριοτήτων

και

σχέσεων είναι μια αντιφατική και συγκρουσιακή ταξική διαδικασία. 5. Η αντίφαση και η σύγκρουση εμφανίζονται στο επίπεδο θεώρησης της χωρικότητας τόσο ως προϋπόθεσης όσο και ως αποτελέσματος των κοινωνικών σχέσεων. 6. Κάθε συγκεκριμένη χωρικότπτα (χωρικότπτα της παραγωγής χωρικότπτα της ανταλλαγής, χωρικότπτα τπς κατανάλωσης) αποτελεί μια ανταγωνιστική αρένα όπου συγκρούονται εκείνες ο? κοινωνικές πρακτικές που έχουν στόχο τη διατή­ ρηση και ενίσχυση της υφιστάμενης χωρικότητας με εκείνες που στοχεύουν στο μετασχηματισμό της. 7. Η χρονική διάσταση (ιστορικότητα) της κοινωνικής ζωής, από τα καθημερινά μέ­ χρι τα μεγάλα ιστορικά συμβάντα, είναι θεμελιωμένη στα απρόοπτα χωρικά γεγο­ νότα με τον ίδιο τρόπο που η χωρικότπτα τπς κοινωνικής ζωής είναι θεμελιωμένη στα ιστορικά απρόοπτα. 8. Η υλιστική αντίληψη της ιστορίας και η υλιστική αντίληψη του χώρου είναι από­ λυτα συνυφασμένες και θεωρητικά αλληλοσυνδεόμενες χωρίς εγγενή προτεραιό­ τητα της μιας πάνω στπν άλλη. Στο σημείο αυτό απαιτείται μια ακόμα διευκρίνιση. Όταν λέμε ότι οι χωρικές δο­ μές αλληλεπιδρούν με τις κοινωνικοοικονομικές σχέσεις, δεν εννοούμε ότι έχουν τη δυνατότητα να ασκούν από μόνες τους προσδιοριστικές και μετασχηματιστικές επιρ­ ροές στις τελευταίες. Μια τέτοια θεώρηση του χώρου θα οδηγούσε στις παγίδες του «χωρικού φετιχισμού» ή του «περιβαλλοντικού ντετερμινισμού» και θα ήταν ξένη ηρος την έννοια τπς χωροκοινωνικής διαλεκτικής. Οι χωρικές δομές, ως φυσικές οντότητες, δεν προσδιορίζουν τίποτε απολύτως πέρα αηό τα φυαικά και γεωμετρι­ κά χαρακτηριστικά τους. Προσδιοριστική και μετασχηματιστική δυνατότητα έχουν οι χωρικές δομές θεωρούμενες ως αποκρυστάλλωμα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Ο χώρος είναι κοινωνική κατασκευή, ένα πλέγμα σχέσεων και αλληλε­ ξαρτήσεων ανάμεσα σε κοινωνικές διαδικασίες και όχι αυτοτελής οντότητα με τη δική της προσδιοριστική δυνατότητα (Urry 1985). Αυτό, συνεπώς, ηου προσδιορίζει τπν εξέλιξη των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο της χωροκοινω-

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

71

νίκης διαλεκτικής, είναι οι χωρικοποιημένες κοινωνικοοικονομικές διαδικασίες, τα «στρώματα» οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας που έχουν αποκρυσταλ­ λωθεί στο γεωγραφικό χώρο (Massey 1979, 1984). Έχοντας υηόψη την παραπάνω παρατήρηση, μπορούμε να πούμε ότι τόσο η συν­ θήκη του χώρου (χωρικότητα) όσο και η συνθήκη του χρόνου (ιστορικότητα) απο­ τελούν τις βασικές συνθήκες συγκρότησα και αναπαραγωγή5 των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων σε κάθε ιστορική φάση ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Το δεδομένο αυτό διαφοροποιεί σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο γίνονται αντιλη­ πτές οι οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις (το αντικείμενο δηλαδή των οικονομικών και κοινωνικών επιστημών). Ο γεωγραφικός χώρος αποκτά πλέον κεντρική σημα­ σία ως στοιχείο που συγκροτεί τπν έννοια του οικονομικοκοινωνικού και όλες τις άλλες έννοιες -πολιτικές, πολιτιστικές, θεσμικές- ηου συναρθρώνονται με αυτήν. Η ολοκληρωμένη σημασία του χωρικού απαιτεί τη σύνθεση ανάμεσα σε διαφορετικές πλευρές και νοήματα του χώρου όπως: (1) Ο xopos 0)5 απόλυτη φυσική οντότητα: Εδώ ο χώρος νοείται ως σύνολο φυσι­ κών σημείων εγκατάστασης δραστηριοτήτων ηου περιλαμβάνει την απόσταση και δι­ αφορές στην έννοια, την'εκτίμηση και το κόστος υπερνίκησης της απόστασης. Κατά τον J . Blaut, η πλευρά αυτή δίνει στο χώρο τα χαρακτηριστικά μιας απόλυτης φυσικής και εμπειρικής οντότητας που εμπεριέχει τις διάφορες δραστηριότητες (Johnston et al, eds., 1986: 443). Μια τέτοια φυσικογεωγραφική αντίληψη του χώρου ως «περιέχο­ ντος» την κοινωνία είναι μεν χρήσιμη για τις εμπειρικές περιγραφές της χωροθέτησης πληθυσμών και δραστηριοτήτων, αλλά τελείως ακατάλληλη για την κατανόηση και ερμηνεία των χωρικών διαφοροποιήσεων και αλληλεξαρτήσεων των φαινομένων. (2) Ο χώρος 0)5 σχέση και διαδικασία

(σχετικιστική και σχεσιακή αντίληψη του

χώρου): Η αντίληψη αυτή (Harvey 1973) ενσωματώνει την κίνηση, την αλληλεξάρτη­ ση και τπ μεταβολή των δραστηριοτήτων, τη χωρική διαφοροποίηση των οικονομι­ κών δομών και των κοινωνικών σχέσεων. Μια τέτοια σχετικιστική προσέγγιση του χώρου υποδηλώνει πως δεν υφίστανται φυσικά αντικείμενα ή φαινόμενα ηου να μπν εμπεριέχουν την έννοια του χώρου, για το λόγο ότι δεν υφίστανται αντικείμενα π φαινόμενα καθ' εαυτά αλλά μόνο σε αλληλεξάρτηση με άλλα αντικείμενα ή φαινό­ μενα. Συνεπώς, ο χώρος δεν εμπεριέχει τα φαινόμενα αλλά, αντίθετα, εμπεριέχεται σε αυτά και oris σχέσεις ηου αναπτύσσουν μεταξύ τους. Είναι δηλαδή ένα πλέγμα σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων που υπόκειται σε διαδικασίες μεταβολής. (3) Ο χώρος 0)5 wnos:

Κατά το Γερμανό Φιλόσοφο Martin Heidegger, η έννοια

του «τόηου» ή της «τοπικότητας» είναι αυτή ηου αποκαλύπτει τις εξωτερικές δε­ σμεύσεις της ύπαρξης του ανθρώπου και παράλληλα το βάθος της ελευθερίας του και της πραγματικότητας του. Ο χώρος ως τόπος περιλαμβάνει την έννοια της ιδιαιτερότητας/μοναδικότητας και των πολιτιστικών διαφορών ανάμεσα στους επιμέρους τόπους (Johnston ef al, edς., 1986: 346). Κάθε τόπος διαθέτει συγκεκριμένα φυσικά και ανθρωπογενή χαρακτηριστικά ηου τον διαφοροποιούν αηό κάθε άλλο και του προσδίδουν τπ δική του ιδιαίτερη και ανεπανάληπτη ταυτότητα. Όπως παρατηρεί ο Clarke (1984: 54), «ο τόπος - η περιφέρεια, η πόλη, η γειτονιά- συμπυκνώνει μια

72

Διαδρομές cms θεωρίεδ του χώρου

σύνθετη ιστορία οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών διαδικασιών σε μια απλή πολιτιστική εικόνα». Ο τόπος περιλαμβάνει τη φυσική και ανθρώπινη ιστορία του, IOUS τρόπους ζωής, την κοινωνική αλληλεξάρτηση και τα κοινωνικά δίκτυα του πλη­ θυσμού του, τπν οικονομική δραστηριότητα και τη διάρθρωση των χρήσεων yns, τη διάρθρωση του οικιστικού του δικτύου, την πολεοδομική και την αρχιτεκτονική του φυσιογνωμία. Περιλαμβάνει ακόμα πολιτικούς συσχετισμούς και αλληλεξαρτήσεις. Επίσης περιέχει τους συμβολισμούς, τις αξίες, τις παραδόσεις και τους μύθους, τη γλωσσική ιδιομορφία, την αίσθηση του ανπκειν, τα στοιχεία δηλαδή με τα οποία εγγράφονται και νοηματοδοτούνται οι διάφοροι τόποι στις συνειδήσεις των πληθυ­ σμών τους. Είναι όλα αυτά τα στοιχεία που διαφοροποιούν την έννοια του «τόπου» αηό αυτή του «χώρου», που προσδίδουν στον τόπο μια ιδιομορφία και μια ποιό­ τητα και στους ανθρώπους του τπν αίσθηση του ποιοι είναι, την πραγματική ious ιδιαίτερη ταυτότητα (]οπθς 2000). Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ ότι στο πλαίσιο του νέου κριτικού-ριζοσπαστικού γεωγραφικού Παραδείγματος, τα εννοιολογικά όρια ανάμεσα στην Οικονομική, την Κοινωνική, τπν Πολιτική και τπν Πολιτιστική Γεωγραφία τείνουν να αλληλεπικα­ λύπτονται. Γίνεται πλέον κατανοητό ότι δεν υπάρχουν αυτόνομες οικονομικές σχέσεις σχέσεις δηλαδή ηου τοποθετούνται έξω από το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό τους περιεχόμενο. Ο χώρος αποτελεί μεν πλέγμα οικονομικών σχέσεων, αλλά το πλέγ­ μα αυτό έχει κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό περιεχόμενο εφόσον οι φορείς των οικονομικών σχέσεων είναι κοινωνικά υποκείμενα που οι πράξεις τους διέπονται από συγκεκριμένες πολιτιστικές αξίες, κώδικες και συμπεριφορές και που παράλληλα εγγράφονται σε ένα οργανωμένο σύστημα πολιτικής εξουσίας. Οι χω ρ οοικο νομικές σχέσεις είναι ταυτόχρονα χωροκοινωνικές, χωροπολιτικές και χωροηολιτιστικές σχέ­ σεις, θα λέγαμε, λοιπόν, ότι η νέα κριτική-ριζοσηαστική Γεωγραφία ήταν το πρώτο μεταθετικιστικό Παράδειγμα που εισήγαγε μια διεπιστημονική κατανόηση του χώρου, μια συνθετική συνεύρεση του οικονομικού με το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο της χωρικής ανάπτυξης και αλλαγής. Στο παραπάνω πλαίσιο, δημοσιεύεται ένας σημαντικός όγκος πολιτικοοικονομι­ κών γεωγραφικών αναλύσεων στη Δ. Ευρώπη και στις ΗΠΑ που περιλαμβάνουν ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων όπως: (α) Ζητήματα που σχετίζονται με την καπιταλιστική διάρθρωση του αστικού χώρου ως μέσου συλλογικής κατανάλωσης και κοινωνικής αναπαραγωγής (βλ. π.χ. Castells 1979, Preteceille 1973, Lojkine 1976), καθώς και ως τόπου αντίστα­ σης και ανάπτυξης κοινωνικών κινημάτων και ταξικών συγκρούσεων (βλ. π.χ. Lefebvre 1976, 1991, Castells 1978, 1983, Gordon 1984). (β) Ζητήματα σχετικά με το πρόβλημα i n s κατοικίας, της a o r i K n s γαιοηροσόδου, του αστικού σχεδιασμού και του ρόλου του κράτους (Βλ. π.χ. Massey & Catalano 1978, Lipietz 1974, Harvey 1985, Roweis & Scott 1981, Dear & Scott edς. 1981, Clark & Dear 1984). (γ) Ζητήματα που σχετίζονται με την άνιση ανάπτυξη σε διεθνή κλίμακα, την άνιση ανταλλαγή και τπ γεωγραφική μεταφορά της αξίας από την «περιφέρεια» του πα-

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

73

γκόσμιου καπιταλισμού στην καπιταλιστική «μητρόπολη» (Βλ. η.χ. Amin 1976, Baran 1977, Frank 1967, Εμμανουήλ 1978). (δ) Ζητήματα σχετικά με την αποβιομηχάνιση και κρίση του φορντισμού, την περιφε­ ρειακή παρακμή και απώλεια θέσεων απασχόλησης, τον κοινωνικό αποκλεισμό και τη φτώχεια (βλ. π.χ. Bluestone 8i Harrison 1982, Massey 8i Meegan 1982, Martin & Rowthorn, eds., 1986) καθώς και συναφή ζητήματα σχετικά με την περιφερειακή βιομηχανική αναδιάρθρωση και us μεταΒολέ5 στη γεωγραφία των αγορών εργαcn'as (Βλ. π.χ. Dunford & Perrons 1983, Massey 1984, Allen & Massey, eds., 1988). (ε) Παράλληλα, σε συγγενή γνωστικά πεδία, oncos η.χ. στη θεωρία του σχεδιασμού, αναπτύσσεται ένας γόνιμθ5 ηροΒληματισμ05 αναφορικά με το ρόλο του καπιταλι­ στικού κ ρ ά τ ο ς στη ρύθμιση και το σχεδιασμό του χώρου (βλ. ενδεικτικά Dear 8i Scott, eds., 1981, Clark 8i Dear 1984). Τα έργα σημαντικών πολιτικών επιστημό­ νων, όηως η.χ. αυτά του Νίκου Πουλαντζά, του Ralf Milliband, του Clauss Offe και άλλων, τροφοδοτούν u s σχετικές συζητήσει και KpixiKes αντιπαραθέσει (για μια συνολική επισκόπηση βλ. Cooke 1983, Κουρλιούρθ5 1989). θα πρέπει ακόμα να σημειωθεί ότι εκτ05 αηό TIS χωρικέ5 αναλύσει ηου εμπνέ­ ονται από τπν ορθόδοξη μαρξιστική πολιτική οικονομία, αναπτύσσεται παράλληλα και ένα ρεύμα προσεγγίσεων βασισμένο σε ετερόδοξε5 μαρξιστικέ5 αναλύσει oncos σε σραφιανά ή νεο-ρικαρντιανά μοντέλα Tns xcopiKns oopns Tns καηιταλιστική5 οι­ κ ο ν ο μ ί α (π.χ. Sheppard 8i Barnes 1990). Ωστόσο σε ηολλέ5 περιπτώσει, με χαρακτηριστική εκείνη των έργων του Harvey μέχρι τα μέσα Tns δεκαετία του 1980, οι αναλύσει παρέμειναν στη σφαίρα των με­ γάλων αφηγήσεων (Harvey 1973, 1976, 1982, 1985, 1985a). Διερεύνησαν u s διαλεKTIK8S αλληλεξαρτήσεΐ5 μεταξύ των γενικών τάσεων i n s καηιταλιστική5 ανάπτυξα και TOU γεωγραφικού χώρου, αλλά αγνόησαν TIS τοηικέ5 διαφοροποιήσει και ιόισιτερότητε5. Διατηρώντα5 γενετικού5 6εσμού5 με τη μεγάλη αφήγηση ins μαρξιστική5 Πολιτικής OiKovopias, δεν ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο οι τοηικΒ συνθήκες και ιδιομορφία διαπλέκονται και αλληλεπιδρούν με us γενικότερε5 τάσεΐ5, με αποτέλεσμα να παράγονται διαφοροποιημένα τοηία γεωγραφικπ5 ανισότπτα5. Αντίθετα, σε έργα εν05 άλλου μεγάλου ονόματο5 στην Οικονο­ μική και Κοινωνική Γεωγραφία, ins Doreen Massey (1978, 1979, 1984), διαπιστώ­ νουμε μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το διαφοροποιημένο και ειδικό, παρότι και αυτή χρησιμοποιεί ορισμένε$ μεγαλόστομε5 έννοιε5 ins μαρξιστικήΞ Πολιτική5 OiKovopias, όηω5 για παράδειγμα την έννοια του καταμερισμού ins εργασία, ins συσσώρευ­ σ α του κεφαλαίου, ins ταξική5 πάλη5 κ.λη. (Βλ. Massey 1984). 'Oncos παρατηρεί ο Gregory (1989: 78), η Massey διατηρεί μια γενικευμένη αντίληψη ins καπιταλιστική5 ανάπτυξης, πράγμα που την παραλληλίζει με τον Harvey, αλλά ταυτόχρονα διατηρεί και μια ιδιαίτερη ευαισθησία για τη σημασία ins κουλτούρα5, ins noXitiKns και Tns εργασίας σε τοπικό επίπεδο, πράγμα που τη διαφοροποιεί αηό αυτόν. Σήμερα η νέα κριτική Οικονομική Γεωγραφία παρουσιάζει ένα αρκετά διαφορο­ ποιημένο πρόσωπο/Εχει αρχίσει να εγκαταλείπει τον οικονομισμό και ηαραγωγισμό Tns 6εκαετία5 του 1970 και δείχνει ηλέον ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για xis εηιητώσεΐ5

74

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

ίων πολιτικών και πολιτιστικών παραγόντων στις χωροοικονομικές διαδικασία και αλλαγές (Lee & Wills, eds., 1997, Soja 1998, Sayer 1998, Leontidou 1998). Ι τ η μετα­ στροφή αυτή σημαντικό ρόλο έπαιξε το κίνημα του μεταμοντερνισμού, η πολιτιστική στροφή και π μετάβαση από τον κατακερματισμό και την πολυεηιστημονικότητα στη διεπιστημονική θεώρηση των χωροαναητυξιακών φαινομένων.

2.12.2. Μεταμονιερνισμς* και τοπικέ^ αφηγήσεϊδ Η επόμενη φάση (μέσα δεκαετΐα5 iou '80 και μετά) στην εξέλιξη της κριτικής ΟικοvopiKns Γεωγραφία5 μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια απομάκρυνση αηό την ισχυρή αίσθηση ins πολιτικής οικονομίας ins προηγούμενης (paons και μια στροφή στις πολιτιστικές πτυχές της χωρικής ανάπτυξη^ (πολιτιστική στροφή - cultural turn), το μεταμοντερνισμό και την έμφαση στις μελέτες τοπικοτήτων. Η έμφαση στην πολιτι­ στική σφαίρα για την κατανόηση των καπιταλιστικών οικονομιών και των γεωγραφιών rous βασίζεται στην υηόθεσπ ότι οι ο ι κ ο ν ο μ ί α σχέσεΐ5 είναι διαποτισμένα με αξίε5, νοήματα, συμπεριφορές και θεσμικού5 διακανονισμούς και συνεπώς το πολιτιστικό στοιχείο πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υηόψη για μια ολοκληρωμένη κατανόηση των γεωγραφιών της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης σε τοπικό επίπεδο (Sayer 1997,1998,2001, Λεοντίδου 2005: κεφ. 7). Στο πλαίσιο αυτό, η μεγά­ λη αφήγηση ins μαρξιστική5 πολιχική5 οικονομίας ενοχοποιήθηκε για οικονομισμό και δέχτηκε την κριτική του μεταμοντερνισμού κατά τη δεκαετία του 1980 (Gregory 1989). Πιο συγκεκριμένα, αναπτύχθηκαν δύο άξονε5 κριτικής (Hudson 2006:380). Ο πρώτος άξονας επικέντρωσε στη «δομική αιτιοκρατία» (structural determinism) ins μαρξιστικής σκέψΠ5, την υπαγωγή δηλαδή τη$ ατομική$ δράσης και ελευθερίας σε ευρύτερες κοινωνικές δομές. Ο δεύτερο5 άξονα5 επικέντρωσε στην έλλειψη μαθημα­ τικής διατύπωσης των βασικών πολιτικο-οικονομικών εννοιών - πράγμα που, κατά τα λογικο-θεττκιστικά κριτήρια, υηονοούοε ελλείμματα επιστημονικής Θεμελίωση5 των εννοιών αυτών. Qs αποτέλεσμα των κριτικών αυτών, παρατηρείται μια διπλή διανοητική μετατόπιση στη ριζοσπαστική Οικονομική Γεωγραφία: Αφεν05 μια μετα­ τόπιση έ μ φ α σ η από u s οικονομικέ^ oris πολιτιστικές διαστάσεις του γεωγραφικού χώρου και αφετέρου μια παράλληλη μετατόπιση του ερευνητικού ενδιαφέροντο5 από σφαιρικές σε τμ η ματι ^-περιπτωσιολογικές αναλύσεις τοπικής κλίμακας (βλ. η.χ. Cooke, ed. 1989). Η κριτική αυτή αμφισβήτησε το αυταπόδεικτο της «μιας και μόνπ5 αλήθειας» των μεγάλων αφηγήσεων ή «Παραδειγμάτων» και τόνισε την πολ­ λαπλότητα, τπν ετερογένεια και τη διαφορετικότητα των φαινομένων και των ερμη­ νειών IOUS.

Στο γεωγραφικό εηίηεδο, μετατόπισε την έμφαση από τις οικονομικές

στις κοινωνικές και πολιτιστικά ηλευρέ5 του γεωγραφικού χώρου και αηό u s ολιστι­ κές σε περιπτωσιολογικές αναλύσει roniKns και μεσαίας εμβέλειας (μελέτες τοπικο­ τήτων). Οι μελέτες αυτές (Βλ. π.χ. Cooke, ed., 1989), περιορίζονταν στη διερεύνηση τοπικών διαδικασιών και σχέσεων χωρίς να επιδιώκουν γενικεύσεις και ολισμούς που οδηγούν στην τροχιά των μεγάλων αφηγήσεων. Η μεθοδολογική αυτή μετα­ στροφή παραπέμπει στις ιδιογραφικές α ν α λ ύ σ ε ι της μεσοπολεμικής αμερικανικής

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

75

σχολής του Hartshorne και tns γαλλική5 σχολή5 των Περιφερειακών Γεωγραφιών του V i d a l de La Blache και των οπαδών ious. Η στροφή u i s ερευνητική5 ατζέντα5 των Οικονομικών Γεωγράφων oris μελέτες τοπικοτπτων και cms ηολιτιστικέ5 διαστάσει του οικονομικού χώρου αντανακλά ορισμένε5 ευρύτερε5 αλλαγέ5 στο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο του αναπτυγμένου καπιταλισμού. Κατά τον Barnes (1997: 30) οι βασικοί λόγοι γΓ αυτή τη στροφή είναι οι ακόλουθοι: (α) Τα φλέγοντα οικονομικά προβλήματα uis προηγούμενα περιό­ δου (αποβιομηχάνιση, αηοεηένδυση, μαζική ανεργία) είχαν αρχίσει να μπαίνουν στο περιθώριο καθώ5 ο καπιταλισμ05 ξεπερνούσε τη φορντιστική κρίση και έμπαινε στη νεοφιλελεύθερη φάση u i s ευέλικτης εξειδίκευσης, της κοινωνική5 αηορρύθμιons, τπ5 ανάδυσης της «οικονομίας της γνώσης», των δικτύων και των πληροφορι­ ακών τεχνολογιών (βλ. Castells 1996). (Β) Αρχίζουν να αναφύονται αιτήματα ηου σχετίζονται με την κατανάλωση, το «lifestyle», τη λαϊκή κουλτούρα και us πολιτικές ταυτότητας (identity politics), (γ) Αναπτύσσονται εναλλακτικά ρεύματα ηου ασκούν κριτική στον οικονομισμό tns πολιτικής οικονομΐα5, oncos ο μεταμοντερνισμ05, οι μετα-δομικέ5 και μετα-αηοικιακές αναλύσεις, (δ) Τέλος, και ως συνέπεια όλων των πιο πάνω αλλαγών, οι ταξικές πολιτικές που δίνουν έμφαση στπν οικονομική αναδι­ ανομή (redistribution politics) παραχωρούν σταδιακά τη θέση του5 σε εναλλακτικές πολιτικές με έμφαση στπν αναγνώριση και τπν πολιτισμική ταυτότητα ατόμων και ομάδων (Fraser 2000, 2001). Η αντίληψη της πολιτιστικής σφαίρας ως στοιχείου του «εποικοδομήματος» που καθορίζεται σε τελική ανάλυση αηό την οικονομική βάση, εξηγεί τη σχετική παραμέ­ ληση τπς από τη «μεγάλη αφήγηση» της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του χώ­ ρου. Τα πολιτιστικά στοιχεία της χωρικής ανάπτυξης είτε αγνοήθηκαν παντελώς (στη χειρότερη περίπτωση) είτε θεωρήθηκαν ως απλά «παρεπόμενα» των χωροοικονομικών και χωροκοινωνικών δομών χωρίς δική τους αυτοτελή δυναμική fouiv καλύτε­ ρη περίπτωση). Η μονομερής αυτή αντίληψη του χώρου, θεμελιωμένη πάνω στο μη­ χανιστικό ζεύγμα «βάση-εποικοδόμημα», ήταν ένας αηό τους βασικότερους λόγους μ ε ί ω σ α τ α ερμηνευτικής δυνατότητας τ α μαρξιστικής Οικονομικής Γεωγραφίας και τροφοδότησης της πολιτιστικής στροφής και της μεταμοντέρνας προσέγγισης. Ο μεταμοντερνισμός είναι ένα πολυμορφικό διανοητικό κίνημα που έχει τις ρίζες του στην αρχιτεκτονική και τη θεωρία τπς λογοτεχνίας (Gregory 1989: 67), αλλά που οι επιρροές του εξαπλώθηκαν σύντομα σε άλλα ηεδία. Μερικές εκφάνσεις του μεταμοντερνισμού στο οικοδόμημα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού είναι: (α) Η εμφάνιση νέων μαθηματικών γνώσεων, όηως είναι για παράδειγμα η «θεωρία των καταστροφών», π «θεωρία του χάους» και η «γεωμετρία των θραυσμάτων»." (β) Η στροφή από τη χρήση του Η/Υ ως εργαλείου εηιστημονική5 εργασίας σε μέσο βίωσης των εικονικών πραγματικοτήτων του κυβερνοχώρου και παιχνιδιού, (γ) Η στροφή τπς θεωρίας της επιστήμης αηό τον Popper, τον Kuhn, τον Feyerabend 25

25. Catastrophe theory. 26. Chaos theory. 27. Fractals geometry.

26

Διαδρομές mis θεωρίες του χώρου

76

και τον Lakatos στο μεταοτρουκτουραλισμό xou Foucault και τον αηοδομισμό του Derrida. (δ) Η μεταλλαγή των κοινωνικών πόλεων των δεκαετιών του 1950, 1960 και 1970 oris εηιχειρηματικέ5 πόλεις των δεκαετιών του 1980 και 1990 (Parkinson 1993). (ε) Η μεταστροφή του πολεοδομικού σχεδιασμού από πεδίο δράσεων για την κοινωνική αναμόρφωση των πόλεων i n s φορντική5 εκβιομηχάνισης σε ηεδίο δράσεων για την αύξηση της επενδυτικής ελκυστικότητα5, ανταγωνιστικότητας

και

εμπορευσιμότητας των επιχειρηματικών πόλεων τπ5 ευέλικτης συσσώρευσης (Κηοχ 1993a: 11-2). Πόλεων εύπλαστης φαντασίωσης, εφήμερου καταναλωτικού θεάματο5 και μυθοπλαστικών συμβολισμών (Knox 1993a, 1993b, Boyer 1993). Σύμφωνα με τον Gregory (1989: 69-70), τα βασικά χαρακτηριστικά της μεταμο­ ντέρνας σκέψης είναι: (α) Ο μεταπαραδειγματικός τπ5 χαρακτήρας. Ο μεταμοντερνισμός αρνείται τη μία και μοναδική αλήθεια των Παραδειγμάτων που βασίζονται σε ολιστικά συστήματα σκέψης. Τέτοια συστήματα που αποκλείουν άλλες, εναλλακτικέ5 προσεγγίσει είναι αηό τη φύση τους ατελή, (β) Η άρνηση της δομικής αιτιότητας που υηερκαθορίζει τη δράση των υποκειμένων και την υποτάσσει σε συνολικές δο­ μές. Η κοινωνική ζωή, για το μεταμοντερνισμό, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με τη βοήθεια κάποιων βαθύτερων δομών, αλλά με ιη μετατόπιση της έρευνα5 στπ δια­ φορετικότητα, την ετερογένεια και τη μοναδικότητα. Η μεταμοντέρνα στροφή στη Γεωγραφία, ειδικότερα, παρουσιάζει τα ακόλουθα Βασικά χαρακτηριστικά (Λεοντίδου 1995: 286-8): 1. Επαναφέρει την ποικιλομορφία και μοναδικότητα του τόηου στη γεωγραφική ανάλυση. 2. Επαναφέρει την έννοια της χωρικής διαφοροποίησης έναντι των γενικών νόμων χωρικής οργάνωσης ηου είχε προτείνει η θετικιστική ποσοτική επανάσταση. 3. Οικοδομεί μια διαλεκτική σχέση του πολιτικοοικονομικού «αντικειμενικού» με το κοινωνικοπολιτιστικό «διυηοκειμενικό». 4. Βλέπει τις σχέσεις διεθνούς-τοπικού ως σχέσεις διαλεκτικής αλληλεπίδρασης και όχι ως σχέσεις εξωτερικές ή αντίπαλες. 5. Δίνει πρωταρχική σημασία στη διεπιστημονικότητα έναντι του κατακερματισμού και tns πολυεηιστημονικότητας. Η μεταμοντέρνα στροφή στη Γεωγραφία ευνοήθηκε από τέσσερις θεωρητικές εξελίξεις στον ευρύτερο χώρο των κοινωνικών επιστημών: Πρώτο, τις θεωρητικές επεξεργασίες της «σχολής της δομοηοΐησπς» (structuration theory - βλ. Giddens 1984). Η σχολή αυτή θέτει τΐ5 σχέσεΐ5 ατομικών δραοτών-κοινωνικών δομών σε νέα ερμηνευτικά πλαίσια που προσπαθούν να γεφυρώσουν τον παραδοσιακό δυαδισμό ανάμεσα στην ατομική δράση και στις ευρύτερες διαρθρωτικές σχέσεις. Δεύτερο, τις μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις των έργων σημαντικών Γεωγράφων όπως η I V t o e y που, ενώ κατά τον Gregory (1989) εντάσσονται στη «μεγάλη αφήγηση» της μαρξιστική5 πολιτική5 οικονομίας, επιδεικνύουν παράλληλα μια αξιοπρόσεκτη ευ­ αισθησία απέναντι cms τοπικές πολιτιστικέ5, πολιτικέ5 και κοινωνικέ5 ιδιαιτερότητε5 και ιδιομορφίες (βλ. f t o s e y 1984, f t o s e y & Meegan 1982). Τρίτο, την ανάδυση

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

77

m s ρεαλιστικής επιστημολογίας (βλ. Bhaskar 1989, Sayer 1984) - μιας μεθοδολο­ γικής προσέγγισης που δίνει περισσότερο έμφαση στην έρευνα συγκεκριμένων περιπτώσεων με τη χρήση μεθόδων εντατικής έρευνας (intensive research) παρά σε εκτατικές μ ε θ ό δ ο υ (extensive research) Βασισμένες σε στατιστικές γ ε ν ι κ ε ύ σ ε ι και κανονικότητες (Βλ. παρακάτω). Τέταρτο, τι$ επεξεργασία τη5 γαλλικής «σχολή5 τη5 ρ ύ θ μ ι σ α » (regulation school - Βλ. μετοξύ άλλων Aglietta 1979, Boyer 1988, Lipietz 1986). Η σχολή αυτή ερμηνεύει τΐ5 διαδικασίε5 κοινωνικο-οικονομικών με­ ταβολών με Βάση τΐ5 έννοιε5 του «καθεστώτος συσσώρευση*» και του «τρόπου κοι­ νωνικής ρύθμισπ5». Παρόλο ηου κάποιοι θεωρούν ότι οι έννοιες αυτέ5 αποτελούν εηαναδιατύηωση παραδοσιακών εννοιών τη$ μαρξιστική$ πολιτικής οικονομίας με νέο λεξιλόγιο, η σχολή ms ρύθμισης δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε Θεσμικέ5, πολιτικές και ηολιτιστικέ5 διαστάσεις των κοινωνικών φαινομένων. Ο μεταμοντερνισμό5 υποστηρίζεται και αηό'Ελληνε5 Γεωγράφους όπω5 η Λεο­ ντίδου. Σε πολλά έργα m s η εν λόγω Γεωγράφος αμφισβητεί τα γενικευτικά μοντέλα των μεγάλων αφηγήσεων στις εξελικπκέ5 θεωρίες για το χώρο - η ο υ ήταν βασισμέ­ νες στην εμπειρία των αγγλικών και αμερικανικών πόλεων και περιφερειών- και προτείνει μια εναλλακτική προσέγγιση του μεσογειακού χώρου βασισμένη στο λιγό­ τερο οικονομικίστικο και περισσότερο πολιτικά και πολιτιστικά προσανατολισμένο έργο του Antonio Gramsci (Leontidou 1993, 1995, 1996). Αυτό είναι ηολύ πιο κο­ ντά στπ μεταμοντέρνα προβληματική αη' ό,τι οι μεγαλόστομες πολιτικοοικονομικές αφπγήσεΐ5 του Karl Marx. Πιο συγκεκριμένα, οι παραπάνω πρωτότυπε5 εργασίες ερ­ μηνεύουν τη μεσογειακή πόλη μέσα από το εννοιολογικό πρίσμα των «ενδιάμεσων χώρων» (in-between spaces -Βλ. Leontidou 1993, 1996). Η ερμηνεία αυτή προηγεί­ ται από, και προαναγγέλει την, ανάλογη εργασία του Soja (1997) για τους «τρίτους χώρους» της μεταμοντέρνας αστικής εμπειρίας στην Δ. Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Η πολιτιστική στροφή, ο μεταμοντερνισμός και οι μελέτες τοηικότητων ευνοήθη­ καν από tis noXiTiKES συνθήκε5 που επικρατούσαν στη Μ. Βρετανία και oris ΗΠΑ κατά τη δεκαετία του 1980, όπω5 ο νεοσυντηρητισμός και ο? πολιτικές απορρύθμισης του κοινωνικού κράτους npovoias (Scott 2000: 27). AUTOS είναι και ο Βασικός λόγος για τον οποίο ο γεωγραφικός μεταμοντερνισμός, η πολιτιστική στροφή και οι μελέτες τοπικοτήτων αποτέλεσαν αντικείμενο οξύτατης κριτικής αηό τπ σκοπιά της πολιτικο­ οικονομικά προσέγγισης του χώρου. Ορισμένοι θεωρητικοί θεωρούν το μεταμοντερνισμό ως την πολιτιστική λογική του μεταφορντικού καπιταλισμού της ευέλικτης συσσώρευσης (Harvey 1995, Scott 1988α). Υποστηρίζουν ότι κεντρικές πτυχές ins μεταμοντέρνα5 συνθήκης, όπως λόγου χάρη ο κατακερματισμός και το εφήμερο, δι­ ανοίγουν νέα περιθώρια κερδοφορίας για το κεφάλαιο με τη διάνοιξη «τμημάτων αγορών» (niche markets) για την ικανοποίηση γρήγορα μεταβαλλόμενων κατανα­ λωτικών προτιμήσεων (Harvey 2001: 124). Οι παραπάνω θεωρητικοί υποστηρίζουν ότι τα υλικά βάθρα της μεταμοντέρνας orpocpns διαμορφώθηκον μέσα αηό την κρίση ins φορντική5 εκβιομηχάνισα και Tns αποδυνάμωσα των κεϋνσιανών μηχανισμών κ ο ι ν ω ν ί α ρ ύ θ μ ι σ α , την ανάδυση ευέλικτων συστημάτων παραγωγής και εργασίας, καθώς και την επικυριαρχία των απορυθμισμένων ελεύθερων αγορών στπν οικονο-

78

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

μική και κοινωνική ζωή ίων αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών. Ενώ κατά τους παραπάνω α ν ά λ υ α ίο κίνημα του μοντερνισμού εδραιώθηκε στο υπόβαθρο των κοινωνικών αγορών, δηλαδή σε συνθήκες όπου οι ελεύθερες αγορές υποτάσσονται σε συλλογικές αξίες και προτάγματα, αυτό του μεταμοντερνισμού στηρίχθηκε σε συν­ θήκες όπου οι κοινωνικές αξίες υποτάσσονται σε απορυθμισμένες ελεύθερες αγορές, δηλαδή σε συνθήκες κυριαρχίας των ατομικιστικών επιδιώξεων προσπορισμού άμε­ σου κέρδους σε βάρος του μακροπρόθεσμου κοινωνικού οφέλους. Η μεταμοντερνοποΐησπ της Γεωγραφίας σχετίζεται, κατά τον Scott (1988α: 209), με μια κρίση στις θεωρίες ανάπτυξης του χώρου που παρατηρείται κατά τη φάση τπς μετάβασης από το φορντισμό στην ευέλικτη συσσώρευση και που αντανακλάται στο γεγονός ότι οι παραδοσιακές θεωρίες χωρικής ανάπτυξης αποδείχθηκαν ανίκανες να ερμηνεύσουν τα νέα φαινόμενα που συνδέονται με την εν λόγω μετάβαση. Συνέπεια αυτής της αδυ­ ναμίας ήταν η απογοήτευση των Γεωγράφων από τη θεωρητική εργασία γενικά και η στροφή των αναλύσεων τους σε εμπειρικές μελέτες τοπικής εμβέλειας. Κατά τον Lovering (1989: 202), οι μελέτες αυτές υποστηρίχθηκαν ένθερμα στη Βρετανία κατά τη δεκαετία του '80 αηό διαφορετικούς φορείς και για διαφορετικούς, σε κάθε περίπτω­ ση, λόγους: Κατά πρώτον, υποστηρίχθηκαν αηό διάφορους τοπικούς αναπτυξιακούς φορείς, μη κυβερνητικές οργανώσεις και κόμματα της αντιπολίτευσης, με επιδίωξη την ενίσχυση της τοπικής αυτονομίας έναντι του κρατικού συγκεντρωτισμού και ελέγ­ χου. Κατά δεύτερον, υποστηρίχθηκαν από τη συντηρητική κυβέρνηση της Thatcher γιατί μεταφέροντας την ευθύνη της ανάπτυξης οτο τοπικό επίπεδο σήμαιναν de facto «λιγότερο κράτος» - μια ιδεολογική κατασκευή με τη βοήθεια τπς οποίας η εν λόγω κυβέρνηση νομιμοποιούσε τις επιθέσεις της ενάντια στο κοινωνικό κράτος πρόνοιας. 28

θα ήταν ωστόσο άδικη η μονομερής ταύτιση του γεωγραφικού μεταμοντερνισμού με τις νεοσυντπρητικές ιδεολογίες και πρακτικές των απορυθμισμένων ελεύθερων αγορών της ευέλικτης συσσώρευσης. 'Οηως ήδη σημειώθηκε, ο μεταμοντερνισμός είναι ένα αντιφατικό και ετερογενές πολιτιστικό προϊόν. Κάποιες πλευρές του συνδέ­ θηκαν αναμφίβολα με τις παραπάνω ιδεολογίες και πρακτικές. Όμως κάποιες άλλες αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο μιας κριτικής και ριζοσπαστικής αμφισβήτησης των εξι­ σωτικών ομοιογενοποιητικών τάσεων της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης αηό εναλλακτικά ριζοσπαστικά κοινωνικά κινήματα που διεκδικούσαν το δικαίωμα της δικής τους ιδιαίτερης ταυτότητας και της αντιεξουσιαστικής πολιτικής έκφρασης. Η πιο σημαντική συμβολή της μεταμοντέρνας προβληματικής στη Γεωγραφία είναι αδιαμφισβήτητα π κριτική της στάση απέναντι στα κλειστά συστήματα σκέψης και τις παγιωμένες και αιώνιες «αλήθειες» τους, και π διάνοιξη νέων πεδίων έρευνας ηου είχαν παραμεληθεί από τις κυρίαρχες μεγάλες χωρικές αφηγήσεις. Στα αδύνατα ση­ μεία της περιλαμβάνεται π εμμονή της στη γνώση τοπικής εμβέλειας και ο αρνητισμός

28. 0? αγορέ5 αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με τους ουτομαπομούς του «αόρατου χεριού» ins αγοράς του Adam Smith, όηω5 υποστηρίζουν οι οπαδοί του οικονομικού νεοφιλελευθερισμού. Αντίθετα επι­ βλήθηκαν με τη βοήθεια του «σιδερένιου χεριού» εν05 επίμονου κρατικού παρεμβατισμού με στόχο τη διάλυση των μακροχρόνιων και βαθιά ριζωμένων κοινωνικών οξιών και ιην εγκαθίδρυση EVOS ακραίου και ανταγωνιστικού ατομικισμού σε όλες τΐ5 σφαίρα της σύγχρονης ζωή5 (Gray 1999; κεφ. 2).

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη tns Οικονομικής Γεωγραφίας

79

tns απένανιι σε κάθε προσπάθεια οικοδόμηση5 μιας mo σφαιρικής Θεώρηση5 των χωρικών φαινομένων. Όμως, oncos ορθώς σημειώνει ο Scott (1988α: 209), «φαίνεται πως υπάρχει επιτακτική ανάγκη να ξανατεθούν μακροθεωρητικά ερωτήματα για τη λογική της καπιταλιστικής κοινωνίας ως συνόλου». Η εηαναδιατύηωση μακροθεωρητικών ερωτημάτων και υποθέσεων δεν είναι απόρροια υποκειμενικών μεθοδολο­ γικών προτιμήσεων, αλλά μια αναγκαιότητα που επιβάλλεται πλέον αηό την ίδια την πραγματικότητα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε οι χωρικές αναλύσεις δεν θα πρέπει να περιορίζονται στο τοπικό επίπεδο -πράγμα που δυνητικά οδηγεί στον εμπειρισμό/ τοπικισμό- αλλά να διέπονται παράλληλα από ορισμένες ευρύτερες «θεωρητικές ευ­ αισθησίες για τον κόσμο μέσα στον οηοίο ζούμε» (Gregory 1989: 92), πράγμα που συνιστά αναγκαία προϋπόθεση της συνθετικής λειτουργίας της γνώσης.

2.12.3. Διεπιστημονικότητα και πολιτιστική στροφή στην κριτική Οικονομική Γεωγραφία Κατά τπ δεκαετία του 1990 παρατηρείται ένας αναπροσανατολισμός της οικονομικογεωγραφικής σκέψης, καθώς τα φαινόμενα τη5 παγκοσμιοποίηση και των επι­ πτώσεων τπς oris διάφορεί γεωγραφικές κλίμακε5 επιβάλλουν πιο ολιστικές προ­ σ ε γ γ ί σ ε ι που υπερβαίνουν το στενά τοπικό/περιφερειακό επίπεδο ανάλυση5 (Βλ. π.χ. Bennett & Estall, eds., 1991, Johnston et al, eds. 1996, Castells 1996, Daniels & Lever, eds., 1997, Storper 1997, Knox & A g n e w 1998, Dicken 1999, Scott 2000). Οι ολιστικέ5 και οι τοπικής εμβέλειας προσεγγίσεις αναπτύσσονται παράλληλα και αλληλοτροφοδοτούνται αφού γίνεται κατανοητό ότι στο πλαίσιο ins οικονομικής παγκοσμιοποίησης το παγκόσμιο και το τοπικό δεν αποτελούν δύο ανεξάρτητες γε­ ωγραφικές οντότητες, αλλά συνδέονται στενά σε μια διαλεκτική μετασχηματιστική διαδικασία που ονομάστηκε «glocalization» (Swygendouw 1992). Με τις τεχνο­ λογικές εξελίξεις στις μεταφορές και επικοινωνίες, οι διάφοροι τόποι αποτελούν πλέον κόμβους εν05 παγκόσμιου δικτύου υλικών και άυλων πόρων πάνω στο οποίο παίζεται το παιχνίδι τπ5 συνδυασμένπ5 και άνισης ανάπτυξης του σύγχρονου καπιταλισμού. Συνεπώς, η μελέτη του τοπικού και συγκεκριμένου οφείλει να λαμ­ βάνει υπόψη τις γενικότερες διαδικασίες, να κάνει δηλαδή μια προσπάθεια σύνθε­ σης του όλου με το επιμέρους, τπς ολιστικής πολιτικοοικονομικής θεώρησης με τις ιδιόμορφες και διαφοροποιημένες τοπικές αφηγήσεις του μεταμοντερνισμού και tns πολιτιστικής στροφής. 29

Οι πολλαπλές αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και πολιτιστικών σχέσεων από τη μια μεριά και του γεωγραφικού χώρου και ιστορι­ κού χρόνου από την άλλη, δημιουργούν περίπλοκες και δυναμικά μεταβαλλόμενες πραγματικότητες που η κατανόηση τους υπερβαίνει τις δυνατότητες ενός και μόνου επιστημονικού κλάδου. Η κριτική Οικονομική Γεωγραφία, παρόλο που επικεντρώ­ νει τις αναλύσεις της στο «σκληρό πυρήνα» των σύνθετων αυτών διαδικασιών, στις 29. Αγγλικοί νεολογισμοί που προέρχεται από τη συγχώνευση του global (παγκόσμιο) με το local (τοπικό).

Διαδρομέ5 oris θεωρίες tou χώρου

80

χωροοικονομικέ5 τους πτυχές, είναι υποχρεωμένη να ενσωματώνει γνώσεις και από άλλους κλάδους των κοινωνικών επιστημών και να u s ανασυνθέτει διεπιστημονικά σε νέα αναλυτικά σχήματα που έχουν τη δική τους αυτοτελή ερμηνευτική δυνατό­ τητα. As σημειωθεί ότι η διεπιστημονική προσέγγιση δεν ταυτίζεται με την πολυεπιστημονική. Η τελευταία Βασίζεται στην αθροιστική παράθεση γνώσεων από δια­ φορετικές επιστήμε5 για τη μελέτη των φαινομένων και «δεν αφορά τπν εσωτερική δυναμική των επιστημών που συνεργάζονται» (Λεοντίδου 1992: 104) - πρόκειται δηλαδή για μια εξωγενή μη τροποποιητική σχέση. Η διεπιστημονική προσέγγιση, αντίθετα, επιχειρεί να συνθέσει τις επιμέρου5 γνώσεις σε μια ενιαία ερμηνευτική θεώρηση ηου δεν συνάγεται αηό τπν αθροιστική παράθεση τους, αλλά αηό τπ συνο­ λική συνθετική τους επεξεργασία (Λεοντίδου 1990, 1992, 2005, Κουρλιούρος 1991, 1991α, 1994). Με άλλα λόγια, π διεπιστημονική προσέγγιση δεν προσθέτει αλλά συνθέτει. Είναι ενδογενής τροποποιητική σχέση ηου δημιουργεί μεταλλάξεις τόσο στα όρια των συνεργαζόμενων μεταξύ του5 επιστημών όσο και στην εσωτερική τους εννοιολογική συγκρότηση. 30

31

Οι ερευνητικοί προσανατολισμοί της κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας κατά τη δεκαετία του '90 επιβεβαιώνουν την τάση διεπιστημονικής σύνθεσης μεταξύ των οι­ κονομικών και των πολιτιστικών πτυχών των γεωγραφικών φαινομένων -μια τάση που έχει αποκληθεί «πολιτιστική στροφή» (Βλ. Lee & Wills, eas., 1997, Soja 1998, Sayer 1998). Εάν ο όρος «κουλτούρα» νοηθεί ως το σύνολο των θεμελιωδών πεποι­ θήσεων πάνω στις οποίες οι άνθρωποι, σε συγκεκριμένους τόπους και ιστορικές πε­ ριόδους, οικοδομούν το σύστημα αξιών και νοημάτων με Βάση το οποίο ρυθμίζουν την καθημερινή παραγωγή και αναπαραγωγή της ζωής τους ή, όπως αναφέρει ο Crang (1997: 5), ως μια διαδικασία διά μέσου της οποίας οι άνθρωποι νοηματοδοτούν τον κόσμο τους και τη θέση τους σε αυτόν, γίνεται κατανοητό ότι δεν υφίστα­ νται χωροοικονομικές διαδικασίες που να μην εμπεριέχουν ταυτόχρονα πεποιθήσεις και αξίες, νοήματα και συμβολισμούς, αυταπάτες και προσδοκίες, μυθοπλασίες και ιδεολογήματα, αντικειμενικούς και διυηοκειμενικούς κόσμους (Λεοντίδου 1995). Παρ' όλα αυτά, το πρόταγμα της διεπιστημονικότητας δεν είναι διόλου αυτονόητο για εκείνους και εκείνες ηου ακολουθούν συμβατικούς τρόπους σκέψης. Πα παρά­ δειγμα, μ?α Βασική παραδοχή της συμβατικής οικονομικής σκέψης είναι ότι η οικο30. Η πολυεπιστημονική προσέγγιση Βασίστηκε στην αυστηρή επιστημονική εξειδίκευση, στον κα­ τακερματισμό και στην περιχαράκωση των γνωστικών πεδίων που επέβαλε otis επιστήμες ο λογικός θετικισμός. Μπορούμε να την παραλληλίσουμε με τη διαδικασία παρουσίασης εισηγήσεων οε ένα συ­ νέδριο, όηου κάθε εισηγητής προσεγγίζει το κεντρικό θέμα αηό τη σκοπιά της δικής του αποκλειστικά ειδικότητας. Στο τέλος ταυ συνεδρίου ο ακροατή* θα έχει διαμορφώσει μια «εικόνα» του κεντρικού θέματος αποτελούμενη από το άθροισμα των επιμέρους προσεγγίσεων. Η «εικόνα» αυτή θα είναι όηως ακριβώς ένα παζλ αποτελούμενο από διαφορετικά «κομμάτια» τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο. 31. Μπορούμε να παραλληλίσουμε τπ διεπιστημονική προσέγγιση με τη διαδικασία «στρογγυλού τραπεζιού» του συνεδρίου όηου ο υπεύθυνος, έχοντας ήδη επεξεργαστεί στο μυαλό του τα «fractals» των επιμέρους συνεισφορών, προσπαθεί να δώσει μια συνθετική-σφαιρική θεώρηση του κεντρικού θέματος. Η «εικόνα» ηου θα προσλάβει στην περίπτωση αυτή ο ακροατής θα είναι κάτι περισσότερο από τπν απλή παράθεση των επιμέρους συνεισφορών, θα είναι δηλαδή μια διαφορετική (συνθειικήδιεπιστημονική) «εικόνα».

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

81

νομική σφαίρα επηρεάζεται μόνο από απρόσωπους υπολογισμούς κόστους-οφέλους και ότι οφείλει τη συνοχή τπς oris δεσμεύσεις που απορρέουν αποκλειστικά αηό νομοθετικούς κανόνες και όχι από κοινωνικές και εθιμικές συνθήκες ηου επενδύ­ ονται με αξίες, κώδικες συμπεριφοράς και συμβολισμούς, δηλαδή από πολιτιστικά στοιχεία. Όμως, όπως υποστηρίζουν οι Arm'n & Thrift (1997: 152), ακόμα και πρό­ χειρες μελέτες της συμπεριφοράς των επιχειρήσεων δείχνουν ότι δύσκολα μπορεί να επιβεβαιωθεί η παραδοχή αυτή. Μια συγκριτική μελέτη διεθνούς οικονομικής (Gray 1999) δείχνει ότι π οικονομική σφαίρα των διάφορων καπιταλιστικών χωρών συν­ δέεται άρρηκτα με τις επικρατούσες ιδιαίτερες κοινωνικές, πολιτικές και πολιτιστικές συνθήκες τους. Όπως δείχνει πειστικά η μελέτη αυτή, ο ιαπωνικός καπιταλισμός δεν είναι καθόλου ίδιος με τον αμερικανικό, όπως δεν είναι ο βρετανικός με το γερμα­ νικό και τον κινεζικό καπιταλισμό. Οι επιχειρήσεις των χωρών αυτών, παρότι έχουν το κοινό χαρακτηριστικό ότι επιδιώκουν το κέρδος, διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Η οργανωτική κουλτούρα των σύγχρονων ιαπωνικών επιχειρήσεων αποτελεί προέκταση φεουδαλικών θεσμών, ενώ των κινεζικών αντανακλά TIS Βαθιά ριζωμένες πατριαρχικές δομές της χώρας αυτής. Η οργανωτική κουλτούρα των αμερικανικών και των βρετανικών επιχειρήσεων αντανακλά τον ωφελιμιστικό ατομικισμό ηου χα­ ρακτηρίζει την αγγλοσαξονική φιλελεύθερη παράδοση από την εηοχή του Jeremy Bentham (Myrdal 1985). Αντίθετα, αυτή των γερμανικών επιχειρήσεων αντανακλά παγιωμένες κουλτούρες συνεργασίας, άτυπες κοινωνικές και εθιμικές δεσμεύσεις και ηθικούς κώδικες επικοινωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων (εργοδοτών-εργαζομένων-κράτους), αίσθηση συλλογικότητας, προγραμματισμού και μακροπρόθεσμου οφέλους - πολιτιστικές αξίες που οι ιστορικές τους καταβολές βρίσκονται στην παρά­ δοση τπς προτεσταντικής ηθικής η οποία, όπως χαρακτηριστικά έδειξε ο Max Weber (1976), υποβοήθησε την ανάπτυξη του καπιταλισμού στη χώρα αυτή. Ανάλογες πα­ ρατηρήσεις αναφορικά με τις διαφορετικές οργανωτικές κουλτούρες των επιχειρή­ σεων σε διαφορετικές καπιταλιστικές χώρες κάνει και ο Lester Thurow (1995, 1997) σε συγκριτικές μελέτες διεθνούς οικονομικής. Οι παραπάνω μελέτες επιβεβαιώνουν ότι ακόμα και σε συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας της αναπτυγμένης καπιταλιστικής αγοράς, π οικονομική δραστηριότητα είναι διαποτισμένη αηό ισχυρότατα πολιτιστικά και εθιμικά κανονιστικά στοιχεία - στοιχεία ηου αναπτύσσονται εκτός αγοράς και που συντονίζουν τις αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των οικονομικών υποκειμένων και τις «ανακλαστικές» συμπεριφορές τους (Storper 1997a). Άλλες πρόσφατες αναλύσεις επιβεβαιώνουν ότι οι σχέσεις ανάμεσα στην οικονο­ μική και την πολιτιστική σφαίρα δεν είναι εξωτερικές αλλά εσωτερικές και αμοιβαία μετασχηματιστικές (Sayer 1997, 1998, Σεν 2000). Οι σχέσεις αυτές εκφράζουν μια «πολιτιστικοποίηση» της οικονομικής σφαίρας στον ίδιο βαθμό που εκφράζουν μια «οικονομικοποΐπση» της πολιτιστικής σφαίρας των κοινωνιών. Σύμφωνα με τις εν λόγω αναλύσεις, η οικονομική δραστηριότητα ήταν πάντα επενδυμένη με νοήματα και αξίες, δηλαδή με πολιτιστικά και ηθικά στοιχεία. Η παραγωγή εμπορευμάτων δεν αντιπροσώπευε μόνο κόστη και οφέλη ή εισροές και εκροές, αλλά επίσης ικα­ νοποίηση συγκεκριμένων ανθρώπινων αναγκών οι οποίες αποκτούν νόπμα και ση-

Διαδρομέε mis θεωρίες του χώρου

82

32

μασία μόνο μέσα στο πλαίσιο ιοτορικά συγκεκριμένων αξιακών συστημάτων. Ο opos «ηθική οικονομία» εκφράζει ακριβώς τπν άρρηκτη διαπλοκή οικονομικών και αξιακών-ηθικών πλαισίων (Sayer 1998). Συγκεφαλαιώνοντας, η σφαίρα του οικονο­ μικού και αυτή του πολιτιστικού, χωρίς να χάνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους και τη δική τους ιδιαίτερη λογική, είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένε$ σε μια διαλεκτική ενότητα αντιθέτων (Lash & Urry 1994: 64). Κάτω από αυτό το πρίσμα, γίνεται φανερό ότι η «πολιτιστική στροφή» δεν ση­ ματοδοτεί μια αντικατάσταση της κριτικής ριζοσπαστικής Οικονομικής Γεωγραφίας με κάτι άλλο διαφορετικό αλλά ένα διεπιστημονικό ins εμπλουτισμό, μια διεύρυνση της συνθετικής της οπτικής απέναντι στα νέα δεδομένα.Όπως σημειώνει η Leontidou (1998: 149-50), οι ταξικές διαφοροποιήσεις των Βορειοευρωπαϊκών κοινωνιών της φορντικής περιόδου επισκιάζονται πλέον από περιφερειακά προβλήματα ηου έχουν τις αιτίες τους σε πολιτικές, πολιτιστικές και εθνικιστικές διαφοροποιήσεις, αντιθέ­ σεις και συγκρούσεις. Σύμφωνα με την ίδια συγγραφέα, τα παλιότερα προβλήματα παραγωγπ5 oris φορντικές Βιομηχανικές πόλεις έχουν επισκιαστεί από προβλήματα κατανάλωσης στις πόλεις της μεταφορντικής εποχής ενώ ο ανταγωνισμός μεταξύ τους εδράζεται ολοένα και περισσότερο στην εμπορευματοποίηση πολιτιστικών αγαθών και στις υπηρεσίες και λιγότερο στην παραγωγή βιομηχανικών προϊόντων. Στο βιβλίο Η Σύγκρουση των Πολιτισμών και ο Ανασχηματισμός της Παγκόσμιας Τάξης (Χάνπγκτον 1999), δείχνεται ότ? ο κύριος παράγοντας παγκόσμιας γεωπο­ λιτικής αστάθειας στο εγγύς μέλλον δεν θα είναι τόσο ή μόνο ο ανταγωνισμός των κοινωνικοοικονομικών συμφερόντων και των μεγάλων γεωοικονομικών συνασπι­ σμών δύναμης, αλλά ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση μεταξύ των διαφορετικών παγκόσμιων πολιτισμών ηου θα οδηγεί σε αδυναμία συγκρότησης μιας αρμονικής ηολυηολιτισμικής παγκόσμιας τάξης και θα αποτελεί σημαντικό παράγοντα αστά­ θειας. Αν και δεν συμφωνούμε απόλυτα με τέτοιε$ καταστροφολογίας προβλέψεις, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η οχύρωση στο «εμείς» και η άρνηση-αηώθηση του «άλλου» ως δυνάμει ανταγωνιστικού ή εχθρικά διακείμενου δημιουργούν τύπους «ετεροτοηιών» (κατά Foucault) ηου στη μεγακλίμακα της παγκόσμιας γεωπολιτικής σκηνής μπορούν να οδηγούν κατά περιόδους σε σοβαρές κρίσεις. Η οικονομική ζωή, κατά ιο παρελθόν αλλά και στις σημερινές συνθήκες αυξημένη5 «κοινωνικής ανακλαστικότητας», παρουσιάζει εξαιρετική ποικιλομορφία και αντιφα­ τικότητα. Τα διάφορα στιγμιότυπα της διαμορφώνονται και νοηματοδοτούνται στο ευρύτερο πλαίσιο της κοινωνικής ζωής, των πολιτιστικών αξιών, των θεσμών, των 33

32. Για παράδειγμα ίο Βιβλίο cos αντικείμενο παραγωγπ5 και πώλησα (οικονομική* δραοχηριάτηταΞ) αποκτά νόημα μόνο μέσα στο πλαίσιο VJOS αξιακού συστήματοΞ ηου θεωρεί τη μόρφωση και την καλ­ λιέργεια του ατόμου cos Βασικό κοινωνικό στόχο. Διαφορετικά η παραγωγή του με σκοπό την πώληση δεν θα ανταποκρινόταν σε κανένα κριτήριο οικονομικού ορθολογισμού. 33. Ο opos auras εισάγεται από τον Giddens (1994) και υποδηλώνει ότι σε συνθπκεδ παγκοσμιο­ ποίηση ins παραγωγής του εμπορίου, των χρηματικών συναλλαγών, των πολιτιστικών αγαθών, τη$ πληροφορία κ.λη., τα κοινωνικά υποκείμενα είναι υποχρεωμένα να έρχονται αε πυκνότερε5 και πιο εντατικέ^ σχέσε?5 μεταξύ IOUS. Με άλλα λόγια, να ρυθμίζουν ns συμπεριφορές του5 ανακλαστικά cos npos "as συμπεριφορέ5 των άλλων υποκειμένων.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

83

εθιμικών κανόνων και κωδίκων που έχουν ιστορικά διαμορφωθεί και ηου διέπουν, τυπικά ή και άτυπα, τις ατομικές και εταιρικές οικονομικές συμπεριφορές. Ας πάρουμε το χαρακτηριστικό παράδειγμα της υπεργολαβίας παραγωγής, μιας οικονομικής σχέ­ σης ανάμεσα σε μια επιχείρηση-εντολέα και μια εηιχείρηση-εντολοδόχο (υπεργολάβο) κατά την οποία η πρώτη αναθέτει στη δεύτερη την παραγωγή τμήματος ή συστατικού μέρους προϊόντος για λογαριασμό της (Holmes 1986, Holly 1997: 32-4, Coffey 1997: 55). Η υπεργολαΒική σχέση που αποτελεί κεντρικό θέμα ενδιαφέροντος της οικονομικογεωγραφικής προσέγγισης των σύγχρονων δικτυακών παραγωγικών δομών (κεφ. 14), τυπικά μεν είναι μια οικονομική και νομική (βάσει συμβολαίου) σχέση μεταξύ επι­ χειρήσεων, ηου όμως στην ουσία μπορεί να οικοδομηθεί μόνο πάνω σε σχέσεις αμοι­ βαίος εμπιστοσύνης, κοινής συναίσθησης του παραγωγικού καθήκοντος και αμοιβαί­ ας ηθικής δέσμευσης μεταξύ των συμβαλλόμενων επιχειρήσεων - δηλαδή πάνω σε κοινές πολιτιστικές αξίες. Κεντρικά θέματα ενδιαφέροντος της σύγχρονης Οικονομικής Γεωγραφίας, όπως λόγου χάρη τα θέματα της παραγωγικής ευελιξίας, της διαμόρφω­ σης δικτυακών χωρικών δομών, των διαδικασιών τεχνολογικής-χωρικής ανάπτυξης κ.ά., αποτελούν ακατανόητες διαδικασίες αν εξετάσει κανείς μόνο τις συμβατικές οικο­ νομικές πτυχές τους και παραβλέψει το ρόλο που παίζουν οι μη εμπορεύσιμες αλληλε­ ξαρτήσεις ηου διαμορφώνονται μέσα στο αξιακό περιβάλλον στο οποίο εντάσσονται και νοπματοδοτούνται οι ανακλαστικές πρακτικές και συμπεριφορές των οικονομικών φορέων δράσης στο χώρο (Storper 1995, 1997, 1997a, Scott 2000).

2.12.4. Η επιστροφή του πολιτικο-οικονομικού; Όπως κάθε σημαντική καμπή στην πορεία των ιδεών, έτσι και η πρόσφατη «πολιτι­ στική στροφή» στην Οικονομική Γεωγραφία έχει τροφοδοτήσει έντονες κριτικές συ­ ζητήσεις και αντιπαραθέσεις. Αρκετοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι πρόσφατοι προ­ σανατολισμοί της κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας, όπως αυτοί εκφράζονται στις προσεγγίσεις του μεταμοντερνισμού και της πολιτιστικής στροφής, γίνονται όλο και λιγότερο κριτικοί, όλο και λιγότερο ριζοσπαστικοί απέναντι στα μεγάλα και διευρυ­ νόμενα προβλήματα ανισοτήτων και διαιρέσεων που δημιουργεί και αναπαράγει στο χώρο ο παγκοσμιοποιημένος νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός (Sayer 2001, Perrons 2000, 2001, Barnes 1997, Amin & Thrift 2000, Martin & Sunley 2001, Castree 1999, Markusen 2003, 2006, Hudson 2006). Τα ζητήματα ηου βρίσκονται σήμερα στην κο­ ρυφή της ερευνητικής ατζέντας όηως οι μαθησιακές περιφέρειες και οι νέες τεχνολο­ γίες, τα επιχειρηματικά δίκτυα, η μάθηση, οι θεσμικές διευθετήσεις και οι πολιτιστικές δυναμικές της χωρικής ανάπτυξης κ.λπ., έχουν εκτοπίσει τα ζητήματα εκείνα που απο­ τελούσαν παλιότερα προνομιακό πεδίο ενασχόλησης της κριτικής και ριζοσπαστικής οικονομικο-γεωγραφικής σκέψης, δηλαδή τα προβλήματα της άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης του χώρου. Υποστηρίζεται ότι π κριτική Γεωγραφία έχει χάσει πλέον την ισχυρή αίσθηση της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας ηου είχε παλιότερα. Στερείται πολιτικού προσανατολισμού και τεχνοκρατικοηοιείται. Αηό φωνή πολιτικής αντίστα­ σης και καταγγελίας των άνισων και αντιφατικών χωρικοτήτων του αναπτυγμένου

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

84

καπιταλισμού, μετατρέπεται σε «εργαλείο» διαχείριση* του$. Από οδηγός κοινωνι­ κής και πολιτικής δράσης για μια κοινωνικά πιο δίκαιη και περιβαλλοντικά λιγότερο καταστροφική λειτουργία του καπιταλισμού στο χώρο, μετατρέπεται, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια «απολίτικη» ακαδημαϊκή άσκηση και στη χειρότερη σε εγχειρίδιο δράσης των διευθυντών των εταιρειών για τπν πιο αποδοτική (με όρους κερδοφο­ ρίας) χωρική οργάνωση των δραστηριοτήτων τους και των αγορών εργασίας. Οι παραπάνω προσανατολισμοί έχουν αρχίσει να γεννούν έντονους προβληματισμούς στην επιστημονική κοινότητα των κριτικών Οικονομικών Γεωγράφων, όπως θα δού­ με στη συνέχεια. Όηως μπορεί εύκολα κανείς να διαπιστώσει διαβάζοντας το τεύ­ χος 32/2001 του ριζοσπαστικού γεωγραφικού περιοδικού Antipode, η «πολιτιστική στροφή» φαίνεται ηως έχει διχάσει τους Οικονομικούς Γεωγράφους σε δύο «στρα­ τόπεδα»: σε αυτούς ηου την υποστηρίζουν ένθερμα και σε εκείνους που τηρούν μια σκεπτικιστική - α ν όχι απορριπτική- στάση. Σε ένα άρθρο ηου είναι αντιπροσωπευτι­ κό του πρώτου «στρατοπέδου», οι Amin & Thrift (2000: 4-9) υποστηρίζουν ότι λόγω τπς μακροχρόνιας και στενής σχέσπ5 Tns Οικονομικής Γεωγραφίας με τα συμβατικά οικονομικά, η εν λόγω επιστήμη έχει χάσει πλέον την ελκυστικότητα της στο ακαδημα­ ϊκό και επαγγελματικό πεδίο, έχει γίνει στενά εξειδικευμένη, έχει χάσει την ικανότητα της να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις για το χώρο και αδυνατεί πλέον να υποδαυλίσει τη φαντασία των ερευνητών. Υποστηρίζουν ακόμα ότι προκειμένου να ανακτηθεί το χαμένο γόητρο, απαιτείται μια αναδόμηση της Οικονομικής Γεωγραφίας Βασισμένη σε μια πιο ριζική πολιτιστική στροφή - μια στροφή ηρος πολιτιστικά προσανατολισμένες εναλλακτικές γνώσεΐ5 που Βρίσκονται έξω από τις συμβατικές οικονομικές θεωρίες. Στον αντίποδα της παραπάνω άποψης βρίσκονται εκείνοι που επιμένουν στην ιδι­ αίτερη σημασία της οικονομικής σφαίρας χωρίς να απορρίπτουν τπν ανάγκη μελέτης των πολιτιστικών στοιχείων ηου τη διαποτίζουν. Όηως παρατηρεί ο Sayer (1998: 47), στο πλαίσιο της πολιτιστικής στροφής πολλοί Γεωγράφοι μετατοπίζουν το εν­ διαφέρον τους από τη συσσώρευση κεφαλαίου και το κόστος παραγωγής στους θεσμούς και στην εργασιακή κουλτούρα. Στις προσεγγίσεις αυτές υπερτονίζεται το πολιτιστικό στοιχείο ενώ παράλληλα υποβαθμίζονται οι οικονομικές πλευρές της χωρικής ανάπτυξης, πράγμα που οδηγεί σε ατελείς θεωρήσεις. Ο Sayer (2001) υπο­ στηρίζει ότι π πολιτιστική στροφή αγνόησε τα προβλήματα άνισης ανάπτυξης του χώρου και τους μηχανισμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου αηομακρυνόμενη έτσι από τπν κλασική πολιτική οικονομία και τον κριτικό της προσανατολισμό. Κατά τον παραπάνω θεωρητικό (ibid.: 705), απαιτείται μια νέα σύνθεση ηου να ενσωματώνει τόσο τα νέα ζητήματα ταυτότητας και αναγνώρισης όσο και τα παλιότερα ζητήματα διανομής (συσσώρευση, άνιση ανάπτυξη, ταξικέ* σχέσεις). Με άλλα λόγια, απαιτεί­ ται μια κριτική και πολιτιστική πολιτική οικονομία του χώρου ηου να συνθέτει τα νέα θέματα κοινωνικής και πολιτιστικής ενθήκευσπς (embeddedness) των οικονομι­ κών δραστηριοτήτων με τα πιο κλασικά θέματα της συσσώρευσης κεφαλαίου και της άνισης ανάπτυξης. Οι Martin & Sunley (2001) υποστηρίζουν ότι η πολιτιστική στρο­ φή μπορεί μεν να διευρύνει τον ορίζοντα της Οικονομικής Γεωγραφίας, εμπεριέχει 34

34. Ω5 χαρακτηριστικό δείγμα αυτής της τάσης βλ. η.χ. Crang 1997, Gibson-Graham 1997.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

85

όμως ταυτόχρονα τον κίνδυνο να την οδηγήσει σε απώλεια του στόχου της, ηου εί­ ναι η κριτική και θεωρητική εμβάθυνση στα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα του χώρου ηου γεννά και αναπαράγει ο αναπτυγμένος καπιταλισμός. Ανάλογη σκεπτι­ κιστική στάση τηρούν και άλλοι αναλυτές (Βλ. η.χ. Wai-chung Yeung 2001, Samers 2001, Henry et ai 2001, Ettlinger 2001). Ο R o d r i g u e z ^ e (2001) υποστηρίζει ότι «υπερβολικές δόσεις πολιτιστικής στροφής» αντί να «θεραπεύσουν» τείνουν να θα­ νατώσουν τον «ασθενή» (την Οικονομική Γεωγραφία), ενώ η Perrons (2001) ισχυρί­ ζεται ότι οι οπαδοί της «πολιτιστικής στροφής» οδηγούν την Οικονομική Γεωγραφία μακριά από το βασικό αντικείμενο της, που είναι η κριτική του καπιταλισμού στα θέματα της άνισης ανάπτυξης, της πόλωσης και της χωροοικονομικής-χωροκοινωνικής ανισότητας. Πιο συγκεκριμένα, κατά τπν Perrons (2000), η πολιτιστική στροφή αγνοεί τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων στους διάφορους τόπους. Οι αιχμές της κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας αμβλύνονται: η έμφαση στα πολιτιστικά στοιχεία της χωρικής ανάπτυξης τείνει να αποκρύψει το πιο «σκληρό πρόσωπο» της καπιτα­ λιστικής πραγματικότητας, δηλαδή τπν άνιση ανάπτυξη, τις ποικίλες διαιρέσεις και αποκλεισμούς των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων στο χώρο, τα προβλήματα συνθη­ κών εργασίας και ποιότητας ζωής. Κατά την Perrons (ibid.: 25) επιβάλλεται πλέον μια επαναριζοσηαστικοποΐηση της Οικονομικής Γεωγραφίας με επίκεντρο ολιστικές ανα­ λύσεις των προβλημάτων των ανθρώπων και των τόπων και την πρόταξη λύσεων στις οξυμμένες κοινωνικές και χωρικές ανισότητες που χαρακτηρίζουν το σημερινό νεο­ φιλελεύθερο παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό. Απαιτούνται διεπιστημονικές συνθέ­ σεις της Οικονομικής Γεωγραφίας με άλλα κριτικά ρεύματα σκέψης όπως τπ γαλλική σχολή της ρύθμισης, την προσέγγιση της «κοινωνίας του ρίσκου» (risk society - Βλ. Beck 1992), τις αναλύσεις των καθεστώτων κοινωνικής ευημερίας και τον ιστορικόγεωγραφικό υλισμό. Μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή σε όλες τις πτυχές της «η ανατομία της avians ανάπτυξης» και να προσδιοριστούν νέοι «χώροι tns εληίδα5» (Perrons 2001: 213) μέσα στο μουντό τοηΐο του σύγχρονου καπιταλισμού. Σε ανάλογο πνεύμα, η Markusen (2006) υποστηρίζει ότι η Οικονομική Γεωγρα­ φία και οι KpixiKes σηουδέε του χώρου έχουν χάσει τον παλιότερο ριζοσπαστισμό τους γιατί έχουν στραφεί στη μελέτη αφηρημένων και ασαφών οντοτήτων (όπως τα επιχειρηματικά δίκτυα και συγκροτήματα, οι μαθησιακές περιφέρειες κ.λη.), από τις οποίες απουσιάζουν τα δρώντα υποκείμενα. Αυτή η στροφή npos αφηρημένες και ασαφείς οντότητες χωρίς συγκεκριμένες κοινωνικές «συντεταγμένες» και με ελάχιστη εμπειρική θεμελίωση των σχετικών μελετών είναι ο λόγος που κατά την παραπάνω θεωρητικό έχει οδηγήσει σε άμβλυνση των αιχμών της κριτικής γεωγραφικής σκέ­ ψης και την έχει αποπροσανατολίσει προς πολιτικά ανώδυνες (για το καπιταλιστικό status quo) κατευθύνσεις. Σε ένα προηγούμενο άρθρο της, η Markusen (2003) υπο­ στηρίζει ότι οι μελέτες εκείνες που αποτέλεσαν κατά το παρελθόν κομβικά σημεία στην κριτική ανάλυση των άνισων χωρικών δομών της καπιταλιστικής ανάπτυξης έχουν πρόσφατα υποσκελιστεί από νέες προσεγγίσεις Βασισμένες σε θολές και ασα­ φείς έννοιε5, σε ελλιπή ή επιλεκτική εμπειρική τεκμηρίωση και σε απομάκρυνση από την πολιτική πραγματικότητα (policy distance). Στις προσεγγίσεις αυτές οι φορείς

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

86

κοινωνικής δράσης εξαφανίζονται, ενώ οι αιιιακές συσχετίσεις απουσιάζουν καθώς υποκαθίστανται από ασαφείς διαδικασίες. Η παραπάνω θεωρητικός υπογραμμίζει εμφατικά την ανάγκη επανάκτησης μιας αίσθησης πολιτικής οικονομίας στις μελέτες του χώρου, με μεγαλύτερη εννοιολογική σαφήνεια, περισσότερη εμπειρική τεκμηρί­ ωση και περισσότερη σύνδεση με τα προβλήματα της καθημερινής ζωής στο χώρο και στην πολιτική πραγματικότητα (Markusen 2003: 702). Παρά την αυξανόμενη επιρροή της «πολιτιστικής στροφής», δεν είναι λίγοι εκεί­ νοι ηου στις εργασίες τους εξακολουθούν να δίνουν προτεραιότητα στις οικονομικές διαστάσεις και ειδικότερα στις σχέσεις μεταξύ γεωγραφικού χώρου και διαδικασιών παραγωγής, οργάνωσης τπς εργασίας, ανάπτυξης σχέσεων αλληλεξάρτησης μεταξύ των επιχειρήσεων και άνισης χωρικής ανάπτυξης. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στον αναπτυγμένο καπιταλισμό η οικονομική σφαίρα, χωρίς να είναι π μόνη και αποκλει­ στική, αποτελεί το Βασικό στοιχείο ηου διαμεσολαβεί και συναρθρώνει τις άλλες μη οικονομικές πτυχές της πραγματικότητας (Castells 1996: ch. 1). Η παραδοχή αυτή δεν οδηγεί σε υποβάθμιση rns σημασίας των μη οικονομικών πτυχών. Είναι ακριβώς ontus στο σκάκι: όλα τα κομμάτια παίζουν σημαντικό ρόλο πάνω στη σκακιέρα, με την εξέλιξη όμωs uis napu'oas κάποια αηό αυτά αποκτούν μια ιδιαίτερη στρατηγική σημασία. 35

Ontus σημειώνουν ο Sayer (1998) και ο Soja (1998), η έμφαση των νέων κριτι­ κών οικονομικογεωγραφικών αναλύσεων σε πολιτιστικά στοιχεία δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλειφθεί η ριζοσπαστική ανάλυση u i s xtupmns οικονομία και ins ηαραγωγή5. Η αποκλειστική έμφαση στην Πολιτική Οικονομία αηό τη μια μεριά και oris πολιτιστικέ5 προσεγγίσει αηό την άλλπ μπορούν να οδηγήσουν us γεωγραφιKSS αναλύσει σε δυο ασύμπτωτε5 ipoxies, αηό u s οηοίε5 η μεν πρώτη οδηγεί «σε έναν άκαμπτο και μηχανιστικό ιστορικό υλισμό ή οικονομισμό», ενώ η δεύτερη «σε έναν αηοηολιτικοηοιημένο ιδεαλισμό» (Soja 1998: 306). Όπως σωστά υποστηρίζουν άλλοι ερευνπτέ5, παρότι π πολιτιστική σφαίρα πράγ­ ματι παίζει σημαντικό ρόλο στη νέα οικονομική γεωγραφία ins καηιταλιστική5 ανα­ διάρθρωσα, δεν είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, δεν αποτελεί μια αφαίρεση αηό την υλική πραγματικότητα των κοινωνικοοικονομικών σχέσεων όπως αυτέ5 έχουν ιστορικά αναπτυχθεί OTOUS διάφοροα xonous (Sayer & Walker 1992, McDowell 1994, Gertler 1997). Εδράζεται σε ιστορικά και κοινωνικά διαρθρωμένε5 σχέσεις παραγωγής, δηλαδή σε UXIKCS σχέσεις. Συνεηώ5 στη νέα κριτική Γεωγραφία δεν εξα­ φανίζεται ούτε μειώνεται η σημασία του οικονομικού, αλλά διαφοροποιείται και μετουσιώνεται καθώ$ διαποτίζεται αηό κοινωνικά, πολιτιστικά και θεσμικά στοιχεία. Κατά τον Castree (1999) η αυξανόμενη ηγεμονία του νεοσυντηρητισμού οξύνει U S πιο «άγριες πτυχές» m s καηιταλιστική5 οικονομία, πράγμα ηου καθιστά ηιο επίκαι­ ρη από ηοτέτην ανάγκη μιας ανανεωμένης μαρξιστικής πολιτικής Οικονομικής Γεω­ γραφίας. Κατά το παρελθόν υπήρξε μια σχισματική σχέση ανάμεσα στην παλαιότερη «κοινωνική Αριστερά» (ηου είχε ως κέντρο δ ρ ά σ α us πολιτικέ5 avaoiavopns) και 35. 8λ. μεταξύ άλλων Harvey 1982, 1985, Storper & Walker 1989, Storper & Scott 1989, Walker 1988, Champan & Walker 1987, Scott & Storper 1986, Scott 1983a, 1983b, 1988,1988a, Schoenberger 1989, Morgan 1992, Cooke 1993,1997, Cooke & Morgan 1996, Castells 1996, Holly 1997, Leyshon 1997, Leyshon & Thrift 1997, Storper 1997, Clegg 1997, Dicken 1987, 1996.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

87

μια νεότερη «πολιτιστική Αριστερά» (με κέντρο δράσης τις πολιτικές αναγνώρισης και ταυτότητας - Fraser 2000). Ωστόσο, είναι σήμερα εφικτή μια νέα σύνθεση ανάμεσα σε πολιτικές αναδιανομής και ταυτότητας (ibid.: 109). Αντίστοιχα στην Οικονομική Γεω­ γραφία απαιτείται μια σύνθεση ανάμεσα στα ισχυρά σημεία της παραδοσιακής μαρ­ ξιστικής οπτικής (κεφάλαιο, συσσώρευση, ταξικές σχέσεις, άνιση ανάπτυξη κ.λπ.), με την επιστημολογική ευλυγισία άλλων εναλλακτικών κριτικών θεωρήσεων ηου αναφέ­ ρονται σε θέματα ταυτότητας, διαφοράς και αναγνώρισης. Οι παραπάνω πτυχές δεν είναι αλληλοαποκλειόμενες αλλά συμπληρωματικές μεταξύ τους. Κατά τον Hudson (2006), οι λόγοι της orpocpns στους προσανατολισμούς και στις προτεραιότητες της κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας σχετίζονται με την ανάδυση διάφορων ρευμάτων στο εσωτερικό της ηου εδραιώθηκαν όχι στη βάση της συνεργασίας και της αμοιβαί­ ας συμηληρωματικότητας με την πολιτική οικονομική προσέγγιση αλλά στη Βάση της αντιπαλότητας με αυτήν. Ανάλογες απόψεις είχε εκφράσει μερικά χρόνια νωρίτερα ο Harvey (2001: ch. 7), ο οποίος μάλιστα θεωρεί το μεταμοντερνισμό και την πολιτι­ στική στροφή ως TOUS K u p i o u s « υ π ε ύ θ υ ν ο ι » για τα ελλείμματα ριζοσηαστικότπτα5 και πολιτικού αισθητηρίου των πρόσφατων προσεγγίσεων της κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας. Γεγονός πάντως είναι ότι η διεθνής πολιτική συγκυρία κατά τη δεκαετία του 1990 (κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», μείωση της ιδεοXOYIKPS snippons του μαρξισμού και επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού) ευνόησε τέτοιου εΐδου5 ρεύματα και σχολέ5 σκέψη5 όπου το κέντρο Βάρους μετατοπίζεται από τα «σκληρά» πεδία της παραγωγής, της εργασίας και της συσσώρευσης κεφαλαίου (πεδία έκφρασης των πολιτικών διανομής) σία «μαλακά» ηεδΐα της κουλτούρας και των θεσμών (πεδία έκφρασης των πολιτικών αντιπροσώπευσης και «ταυτότητας»). Όπως όμως υπογραμμίζει ο Hudςon (2006: 376), η μαρξιστική πολιτική οικονομία δεν είναι ένα κλειστό δόγμα αλλά ένας ανοιχτός τρόπος να θέτουμε, να αναλύουμε και να απαντούμε ερωτήματα ηου προκύπτουν καθώς εξελίσσεται ο καπιταλισμός και οι γεωγραφίες του. Η σύγχρονη χωρο-κοινωνική και χωρο-οικονομική πραγ­ ματικότητα είναι εξαιρετικά περίπλοκη και αντιφατική. Η κατανόηση της απαιτεί μια πληθώρα θεωρητικών προσεγγίσεων και αναλυτικών εργαλείων. Το γεγονός ωστό­ σο ότι η συσσώρευση κεφαλαίου παραμένει ο κεντρικός μηχανισμός κίνησης της, κάνει προφανή την αναγκαιότητα μιας μαρξιστικής πολιτικής οικονομικής θεώρησης του χώρου σε διεπιστημονική συνεργασία με άλλα κριτικά ρεύματα κοινωνικής και γεωγραφικής σκέψης. Η εγκατάλειψη της πολιτικής οικονομικής θεώρησης και η αντι­ κατάσταση της με διάφορους άλλους «μετα-ισμούς» ισοδυναμεί με θεωρητικό και πολιτικό «ακρωτηριασμό» της κριτικής γεωγραφικής σκέψης (ibid.: 375-6). Το ηρόταγμα της διεπιστημονικότητας επιβάλλει μια εηαναδιατύπωση του νοή­ ματος της οικονομικής σφαίρας στο πλαίσιο των κοινωνικοηολιτιστικών συνθηκών και θεσμών εντός των οποίων εγγράφεται και νοηματοδοτεΐται η χωροοικονομική δραστηριότητα. Στο πλαίσιο αυτό, έχει αναπτυχθεί ένα νέο ρεύμα της οικονομι­ κής σκέψης, η «Κοινωνικοοικονομική», το οποίο, σύμφωνα με τους Amin & Thrift (1997: 152-3), τροφοδοτείται από μια σειρά επιμέρους ρεύματα σκέψης όπως: ©

Την Οικονομική Κοινωνιολογία, η οποία μελετά την οικονομική συμπεριφορά στο

88

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

πλαίσιο δικτύων διαπροσωπικών και διεπιχειρηματικών σχέσεων που οικοδο­ μούνται εκτός της συμβατικής λογικής της αγοράς ή του κρατικού παρεμβατισμού. •

Τη Θεωρία δράοτη-δικτύου, π οποία υποστηρίζει ότι τα οικονομικά υποκείμενα (δράστες) αλληλοηροσδιορίζονται μέσω δικτυακών μορφών συνεργασίας.

©

Τη θεσμική Οικονομική, η οποία μελετά το ρόλο άτυπων και τυπικών θεσμών (ατομικές συνήθειες δραστών, ομαδικές ρουτίνες εργασίας, ανάπτυξη κοινών τε­ χνολογιών κ.λπ.) στη συγκρότηση και αποτελεσματικότητα των δικτύων, οι οποίοι εμπεριέχουν δεξιότητες, γνώση και πληροφορία και συμβάλλουν στη σταθερότη­ τα των δικτύων απέναντι στις αβεβαιότητες και τα ρίσκα της οικονομικής ζωής.



Τη νέα θεωρία Οργανώσεων, π οποία δίνει έμφαση στην έννοια της οργανωτικής κουλτούρας, τη σύνθεση των επιμέρους πρακτικών και διαφορετικοτήτων και στο ρόλο των πολιτιστικών και μαθησιακών δυνατοτήτων των σύνθετων οργανώσεων ως παραγόντων επιτυχίας ή αποτυχίας στην αρένα του οικονομικού ανταγωνισμού. Συνοψίζοντας, η επαναδιατύπωση της έννοιας του οικονομικού στο πλαίσιο του

ρεύματος ins «Κοινωνικοοικονομικής» παρουσιάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: ©

Δίνει έμφαση στην ενσωμάτωση των οικονομικών φορέων δράσης σε δίκτυα αμοιβαίας κατεύθυνσης και αμοιβαίων υποχρεώσεων (θεωρία ενσωμάτωση5 βλ. Grabher, ed., 1993).

®

Υποστηρίζει ότι ο συνδετικός ιστός των δικτυακών παραγωγικών δομών είναι η πληροφορία (Castells 1985, 1996).

®

Δίνει έμφαση στις μαθησιακές δυνατότητες των δικτύων (αποθήκευση γνώσης, διάχυσπ-επεξεργασία ins και γέννηση τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτο­ μιών - Βλ. Lundvall & )ohnson 1994, Storper 1997, Lundvall & Borras 1997, Lunvall, ed., 1992).



Δίνει έμφαση στην πυκνότητα των δικτύων καθώς και στο Βαθμό ανοίγματος ή κλεισίματος TOUS απέναντι στο εξωτερικό τους περιβάλλον, δηλαδή δίνει έμφαση στις αλληλεξαρτήσεις ανάμεσα σε επιμέρους δίκτυα.

β

Δίνει έμφαση στη μεταβολή των δικτυακών σχέσεων.

Τα πολλαπλά ρεύματα σκέψης τα οηοία συνθέτουν το πεδίο m s «Κοινωνικοοικονομική5» προσφέρουν πλήθος δυνατοτήτων επιμέρου5 προσεγγίσεων ηου καθεμία δίνει διαφορετική έμφαση στα ζητήματα ηου εξετάζει. Το σημείο στο οποίο δίνεται κάθε φορά προτεραιότητα δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα μια5 εκ των ηροιέρων προτίμησης αλλά αποτέλεσμα εκτίμησης των χαρακτηριστικών κάθε συγκεκριμένης περίπτωσης. Υπάρχουν φαινόμενα όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη και οι χωροθετικές στρατηγικές των πολυεθνικών επιχειρήσεων (Dicken 1987, 1996, 1999, Champan & Walker 1987, Clegg 1997), η δικτύωση των επιχειρήσεων και π διαμόρ­ φωση καινοτομικών περιφερειών (Morgan 1992, Cooke 1993, 1997, 1997a, 1997b, Cooke δ Morgan 1990, 1991,1996, Holly 1997, Storper 1997), η παγκοσμιοποίηση των χρημαιικών ροών (Castells 1996, Leyshon 1997, Leyshon & Thrift 1997) κ.ά., που η μελέτη TOUS απαιτεί ειδική έμφαση στις οικονομικές διαστάσει, xcopis αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να αγνοούνται οι κοινωνικέ5, π ο λ ί τ η και πολιτιοτικέ5 TOUS

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

89

πλευρές. Υπάρχουν όμως άλλες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα οι γεωγραφίες του κοινωνικού αποκλεισμού (Leontidou et ai, 1998, 2000), οι γεωγραφίες των γεωπολιτικών εντάσεων και των εθνικιστικών αναβιώσεων Qohnson 1996), οι γεωγραφΐες των μεταναστευτικών ρευμάτων (Kliot 1996) κ.ά., ηου π οικονομική δι­ άσταση δεν επαρκεί για μια εμπεριστατωμένη κατανόηση τους και που συνεπώς απαιτείται μετατόπιση της αναλυτικής έμφασης. Μόνο μέσα σε ένα τέτοιο ευέλικτο μεθοδολογικό πλαίσιο είναι δυνατόν να εξακριβωθεί η σημασία των οικονομικών ή μη οικονομικών πλευρών και των μεταξύ τους σχέσεων στη διάρθρωση και ανά­ πτυξη του γεωγραφικού χώρου. Στην Οικονομική Γεωγραφία και γενικότερα στις επιστήμες του χώρου, ο ερευνητής απαιτείται να διαθέτει τη διορατικότητα και τη φαντασία του πολύ καλού σκακιστή: πρέπει να εκτιμά και να διαβλέπει εκείνες τις πτυχές που έχουν ιδιαίτερη σημασία στην ανάλυση, να αποκαλύπτει κρυμμένες αιτιακές συσχετίσεις, να αναπλάθει τις «μήτρες» που συνδέουν τα επιμέρους στοιχεία μεταξύ τους και να πειραματίζεται με τις απόψεις του λαμβάνοντας υπόψη το ενδεχό­ μενο του λάθους και της ανασκευής των αρχικών του ερωτημάτων και υποθέσεων. Υπό αυτό το πρίσμα, το δίλημμα ανάμεσα στο οικονομικό και μη οικονομικό στοι­ χείο στην ανάλυση του χώρου αποδείχνεται εικονικό και ασύστατο.

2.12.5. Η ρεαλιστική επιστημολογία: εκτατική και εντατική έρευνα Η ρεαλιστική επιστημολογία είναι ένα σχετικά πρόσφατο ρεύμα στη μεθοδολογία των κοινωνικών επιστημών, με σημαντικές επιδράσεις στπ μεθοδολογική συγκρό­ τηση της νέας κριτικής και ριζοσπαστικής Οικονομικής Γεωγραφίας (Bhaskar 1975, 1989, Keat & Urry 1975, Sayer 1984, 1985, 1985b, Sayer & Morgan 1985). Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε γεωγραφική έρευνα που στηρίζεται στη ρεαλιστική επι­ στημολογία είναι αυτόματα ριζοσπαστική. Όπως επισημαίνει ο Sayer, οι αλλαγές είναι ηολύ καθαρές στη ριζοσπαστική και μαρξιστική έρευνα στη γεωγραφία (που μερικές φορές μάλλον ατυχώς αποκαλείται στρουκτουραλιστική). Ωστόσο, αυτή π συνάφεια μεταξύ του ρεαλισμού και της ριζοσπαστικής γεωγραφίας δεν είναι αναγκαία: μερικά ριζο­ σπαστικά έργα έχουν Βασιστεί σε μια νομοθετική απαγωγική μέθοδο [...] και η αποδοχή τπς ρεαλιστικής φιλοσοφίας δεν συνεπάγεται αποδοχή μιας ριζοσπαστικής θεωρίας για τπν κοινωνία - η τελευταία πρέπει να δικαιώνεται με άλλους τρόπους (Sayer 1985b: 161). Κατά τον παραπάνω συγγραφέα η ρεαλιστική επιστημολογία δέχεται μια οντολο­ γική και γνωσιολογική διαίρεση του κόσμου των φαινομένων σε τρία αλληλοτεμνόμενα επίπεδα: (α) το επίπεδο των γεγονότων, (β) το εηΐηεδο των μηχανισμών και (γ) το επίπεδο των αιτιακών δομών (Sayer 1984). Το επίπεδο των γεγονότων συνιστά το πεδίο του συγκεκριμένου. Όμως τα γεγονότα αποτελούν το επιφαινόμενο βαθύ­ τερων μηχανισμών και αιτιακών δομών που συνιστούν το ηεδίο του αφηρημένου. Η έρευνα οφείλει μεν να προσφέρει εξηγήσεις για τα συγκεκριμένα γεγονότα της καθημερινής εμπειρίας, μέσα όμως αηό τη γνώση των Βαθύτερων μηχανισμών και δομών που τα παράγουν και τους προσδίδουν νόημα. Η έμφαση στα γεγονότα καθ' εαυτά και στην επαγωγική τους γενίκευση μπορεί να αποκαλύψει στατιστικούς συ-

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

90

σχετισμούς και κανονικότητες ηου όμως δεν ερμηνεύουν τις αιτίες τους. Για παρά­ δειγμα, η διαπίστωση ότι το 6 0 % των επιχειρήσεων της βιομηχανίας έτοιμων ενδυ­ μάτων μιας χώρας είναι εγκατεστημένες στα μεγάλα αστικά κέντ,ρα της δεν διαφέρει καθόλου, ως προς την αιτιολογία tou φαινομένου, αηό τη διαπίστωση ότι το 80% ή το 9 0 % των επιχειρήσεων αυτών είναι εγκατεστημένες στα κέντρα αυτά. Και oris δύο περιπτώσεις, δεν εξηγείται γιατί ένα μεγάλο ποσοστό των εν λόγω επιχειρή­ σεων είναι εγκατεστημένες στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα μικρότερα ή στους οικισμούς.

36

Η συχνότητα εμφάνισης ενός φαινομένου ή ο στατιστικός συσχετισμός

μεταξύ φαινομένων είναι ανεξάρτητα αηό τα αίτια τους. Ο διαχωρισμός ανάμεσα στις στατιστικές συσχετίσεις των φαινομένων και στα βα­ θύτερα αίτια τους αποτελεί τη βάση της διάκρισης ανάμεσα στην «εκτατική» ή «γενικευτική έρευνα» και την «εντατική» ή «συγκεκριμένη έρευνα» αηό την άλλη (Sayer 1984: 219-28, Sayer & Morgan 1985: 150-4). Η εκτατική έρευνα σχετίστηκε ιστορικά κυρίως με την ποσοτική επανάσταση στη Γεωγραφία ενώ η εντατική με τις μεταθετικιστικές σχολές και ειδικότερα με τη νέα κριτική γεωγραφική σχολή της πολιτιστική5 στροφή*. Η πρώτη Βασίζεται κυρίως σε μακροσκοπικές στατιστικές αναλύσεις προαποφασισμένων χαρακτηριστικών και επιδιώκει τον εντοπισμό των γενικότερων τάσεων και κανονικοτήτων ηου χαρακτηρίζουν ια δεδομένα. Οι τεχνικές ηου χρησι­ μοποιεί είναι η συλλογή στοιχείων ενός αντιπροσωπευτικού δείγματος του μελετούμενου φαινομένου με τη Βοήθεια ερωτηματολογίων (Javeau 1996) και στη συνέχεια η στατιστική επεξεργασία των στοιχείων αυτών. Το αποτέλεσμα είναι η παραγωγή στατιστικών συσχετίσεων και γενικεύσεων ηου παρότι απορρέουν αηό το συγκεκρι­ μένο δείγμα, θεωρείται ότι χαρακτηρίζουν συνολικά το υηό διερεύνηση φαινόμενο. Όμως, όηως ήδη σημειώθηκε, οι στατιστικές συσχετίσεις και γενικεύσεις επικε­ ντρώνονται στο «τι» και το «πόσο» (επιφάνεια) και όχι στο «ηώς» και στα διάφορα «γιατί» και «διότι» (βάθος) των φαινομένων. Η διείσδυση στον υπόγειο χώρο των αιτίων απαιτεί την υιοθέτηση μιας άλλης μεθοδολογίας κατά την οποία τίθενται και διερευνώνται σε Βάθος ειδικότερα ερωτήματα και υποθέσεις προκειμένου να γίνει κατανοητό ηώ5 και γιατί ένα συγκεκριμένο φαινόμενο σχετίζεται (ή δεν σχετίζεται) 36. As δούμε ακόμα δύο παραδείγματα: (α) Το να διαπιστώσει xanoios ότι λόγου χάρη το 70% των βιομηχανιών υψηλής τεχνολογίας των ΗΠΑ είναι εγκατεστημένες σε ζώνεΞ με ευνοϊκά περιβαλλοντικές συνθήκες, τις λεγόμενες «ζώνες του ήλιου», δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το αίτιο Tns εγκατάστασης των εν λόγω Βιομηχανιών είναι το ευνοϊκό περιβάλλον των ζωνών αυτών. Και τούτο γιατί άλλες περιοχές, με ακόμα ηιο ευνοϊκό περιβάλλον αηό τις πρώτες, δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντική παρουσία Βιομηχανιών τέτοιου ει'δουΞ. (β) Το να διαπιστώσει κάποιος ότι λόγου χάρη το 60% των βιομηχανικών μονάδων τπς Πολιτεία5 Μίσιγκαν των ΗΠΑ μειεγκαταστάθηκαν κατά τη δεκα­ ετία του 1980 σε Πολιτείες χαμηλού Kautous εργασίας, δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το αίτιο για τπν προσέλκυση των μονάδων στις Πολιτείες αυτές ήταν το χαμηλό κόστος εργασίας. Και τούτο γιατί Πολιτείες με ακόμα χαμηλότερο KOOTOS εργασίας δεν παρουσιάζουν στατιστικά σημαντικό ποσοστό μετεγκατεστημένων Βιομηχανιών από to Μίσιγκαν. Αν όντως υπήρχε αυστηρή αιτιοκή συνά­ φεια μεταξύ βιομηχανικών μετεγκαταστάσεων και χαμηλού-κόστουΞ εργασίαΞ, τότε, όπως παρατηρούν οι Storper & Walker (1989), όλες οι βιομηχανικ των μεγάλων αστικών κέντρων υψηλού εργατικού κόστους των ΗΠΑ θο έηρεηε να είχον «μεταναστεύσει» προ ηολλαύ oris ζώνες αυτέ5. Συμπληρώνουμε: Όλες οι βιομηχανίε5 tns Βόρειας και Κεντρικής Ευρώππ5 θα έπρεπε να είχαν μεταναστεύσει στην Ανα­ τολική Ευρώπη και όλες οι ελληνικές Βιομηχανίες στην ΑλΒανία, τη FYROM ή τη Βουλγαρία.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη τπς Οικονομικής Γεωγραφίας

91

αιτιακά με κάποιο άλλο. Εδώ ακριΒώ* θεμελιώνεται η αναγκαιότητα Tns εντατική5 έρευνα5. Η εν λόγω έρευνα αδιαφορεί για tis στατιστικέ5 κανονικότητεε ή γενικεύ­ σεις και επικεντρώνεται στο γιατί συμβαίνει το (Χ) φαινόμενο και όχι κάποιο άλλο (Ψ). Βασίζεται σε ηοιοτικέε μεθόδου5 έρευναε, oncus είναι για παράδειγμα η συμμε­ τοχική παρατήρηση, η συγκριτική ανάλυση, η συνέντευξη, η ανάλυση περιεχομέ­ νου (κειμένων και ντοκουμέντων), η έρευνα αρχείου, η εθνομεθοδολογία κ.ά., με επιδίωξη την λεπτομερή και σε Ba0os διερεύνηση μικρού αριθμού συγκεκριμένων περιπτώσεων. Για να επανέλθουμε στο προηγούμενο παράδειγμα των επιχειρήσεων έτοιμου ενδύματοε, δεν θα ενδιαφερθεί μόνο για τα ποσοστά των επιχειρήσεων αυτών στα αστικά κέντρα της xcopas, αλλά θα εστιάσει τη διερεύνηση σε ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων ζητώντα5 να μάθει γιατί οι συγκεκριμένες αυτέε επιχειρήσει επέλεξαν cos τόπο εγκατάστασης ένα συγκεκριμένο αστικό κέντρο. Μέσω των περι­ πτώσεων αυτών, προσπαθεί να κατανοήσει tis διαφοροποιήσει (ή ακόμα και tis τυχαιότητεε) που παρουσιάζονται στο πλαίσιο των γενικότερων χαρακτηριστικών και κανονικοτήτων ηου έχει προσδιορίσει π εκτατική έρευνα. Το αποτέλεσμα θα είναι η παραγωγή συνθέσεων που αντανακλούν tis a i t i a K e s σχέσειε οι οποίες διέπουν TIS εξεταζόμενε5 περιπτώσεις στην ιδιαιτερότητα τους και όχι στατιστικών γενικεύσεων όπω5 στην περίπτωση tns εκτατική* έρευναε (πίνακας 2,2.).

Πίνακας 2.2. Εντατική και εκτατική έρευνα - Βασικά στοιχεία Εντατική έρευνα

Εκτατική έρευνα

Ερευνητικό ερώτημα

Πώ5 μια διαδικασία λειτουργεί σε μια συγκεκριμένη περίπτωση ή αε μικρό αριθμό περιπτώσεων; Τι είναι αυτό ηου παράγει μια ορισμένη αλλαγή; Τι είναι αυτά που πράγματι κάνουν οι συγκεκριμένοι δράστες;

Ποιε5 είναι οι κανονικότητες και τα κοινά πρότυπα παυ διακρίνουν τα χαρακτηριστικά ενός πληθυσμού; Πόσο ευρέως κατανέμονται ή αντιπροσωπεύονται ορισμένα χαρακτηριστικά ή διαδικασίες;

Σχέσεις

Ουσιαστικές σχέσεις αλληλεξάρτησης

Τυπικές σχέσεις ομοιότητας

Τύπος μελετώμενων ομάδων

Αιτιακές ομάδες (ομάδες βασισμένες σε αιτιακέ5 σχέσεις μεταξύ των στοιχείων που τΐ5 αποτελούν)

Ταξινομικές ομάδε5 (ομάδε5 βασισμένες στην ταξινόμηση κοινών χαρακτηριστικών τους)

Τύπος συ­ μπερασμά­ των

Αιτιακή εξήγηση των μελετώμενων φαινομένων αν και όχι κατ' ανάγκην αντιπροσωπευτική

Περιγραφικές αντιπροσωπευτικέ* γενικεύσεις χωρίς εξπγηχική διεισδυτικότητα

Τυπικές μέθοδοι έρευναΞ

Μελέτη ατομικών δραστών στα αιτιακά τους πλαίσια, αλληλεπιδραστικές συνεντεύξεις, συμμετοχική παρατήρηση, εθνογραφία. Ποιοτική ανάλυση

Μεγάλης κλίμακα5 επισκόπηση αντιπροσωπευτικού πληθυσμιακού δ£ΐγματο5, τυπικά ερωτηματολόγια, τυποηοιπμένε5 συνεντεύξεις. Στατιστική ανάλυση

Μειονεκτή­ ματα

Πρόβλημα αντιπροσωπευτικότπταΞ

Έλλειψη εξηγητικής δυνατότητας. Οικολογική πλάνη

Πηγή: Απόσπασμα από Sayer 1984: fig. 13 (p. 222), Sayer & Morgan 1985: table 6.1. {p. 151).

92

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου Στο παρακάτω απόσπασμα, ο Sayer δίνει ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα εκτατι-

Kns και εντατικής έρευνας τσυ προβλήματος της φτώχειας: Στο πρώτο ερευνητικό πρόγραμμα διενεργείται μια μεγάλη επισκόπηση βασισμένη σε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος. Συγκεντρώνονται δεδομένα που αφορούν μεταβλητές όηως: τύπος απασχόλησης -εφόσον ύπαρχε)- εισόδημα, αριθ­ μός εξαρτώμενων μελών, διάρθρωση του νοικοκυριού, καθεστώς ενοικίασης κατοικίας, άτομα ανά δωμάτιο, εθνικότητα, επίπεδο εκπαίδευσης και επαγγελματικής κατάρτισης κ.λη. Τα πρωτογενή κρι δευτερογενή δεδομένα αναλύονται εξαντλητικά με σκοπό να προσδιορι­ στούν κοινές συσχετίσεις, υποομάδες κ.λπ. Παράγεται έτσι ένας μεγάλος όγκος περιγραφι­ κών αποτελεσμάτων, αλλά οι εξηγήσεις παραμένουν αβέβαιες λόγω του προβλήματος της οικολογικής ηλάνπς, τπς απώλειας πληροφοριών μέσα στα σύνολα. Ένα άλλο ερευνητικό πρόγραμμα επιλέγει έναν ηολύ μικρό αριθμό νοικοκυριών -ίσως λιγότερων από δέκα- και εξετάζει καθένα από αυτά εξαντλητικά οε σχέση με τπν ιστορία και το πλαίσιο του, όπως για παράδειγμα τη συγκεκριμένη του εμπειρία αναφορικά με τη στέγαση του, τπν απασχόληση, την εκπαίδευση, τις κοινωνικές του παροχές, τις μεταφορικές εξυπηρετήσεις του κ.ο.κ. Το μεγαλύτερο πασό της πληροφορίας ηου θα συγκεντρωθεί με αυτό τον τρόπο είναι ποιοτική και αφορά περισσότερο τις διαδικασίες, τις δραστηριότητες, τις σχέσεις και τα επεισόδια, ηαρά τα στατιστικά δεδομένα. Με τπν επικέντρωση της οπτικής μας στις πραγματικές σχέ­ σεις των συγκεκριμένων νοικοκυριών, μπορούν να αποκαλυφθούν οι αλληλεξαρτήσεις μεταξύ των δραστηριοτήτων και των χαρακτηριστικών των νοικοκυριών αυτών [...] Τα αποτελέσματα θα είναι περισσότερο ζωηρά γιατί θα περιγράφουν τα υποκείμενα και τις συ­ γκεκριμένες τους δραστηριότητες παρά [...] τους στατιστικούς δείκτες (Sayer 1984:220-1). Το ενδεχόμενο, ωστόσο, Tns οικολογικής πλάνης και Tns απώλεια* της ειδική* και συγκεκριμένης πληροφορίας μέσα στα στατιστικά σύνολα δεν θα πρέπει να οδηγεί σε υποεκτίμηση των δυνατοτήτων της εκτατική* έρευνα* και υπερεκτίμηση αυτών Tns εντατική5. Αν το πρόβλημα της ηρώτη* είναι το ενδεχόμενο rns οικολογικά πλάνης, το πρόβλημα Tns δεύτερης είναι η έλλειψη αντιηροσωηευτικότητας. Το ζητούμενο εί­ ναι ο συνδυασμός του συγκριτικού πλεονεκτήματος της εκτατικής έρευνας (ο μεγαλύ­ τερος Βαθμός αντιηροσωηευτικότητας) με το συγκριτικό πλεονέκτημα της εντατικής (διεισδυτικότητα στην κατανόηση των αιτίων). Κατά συνέπεια οι σχέσεις μεταξύ εκτα­ τικής και εντατική5 έρευνα5 δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται cos σχέσεις αμοιβαίου αποκλεισμού, αλλά ως σχέσε^ συμηληρωματικότητα*. Επιδίωξη θα πρέπει να είναι η σύνθεση των γνώσεων. Η εκτατική έρευνα συμβάλλει στη διερεύνηση των ευρύ­ τερων χαρακτηριστικών και κανονικοτήτων των φαινομένων. Η διερεύνηση όμως αυτή, όπως σημειώθηκε παραπάνω, δεν συνιστά αιτιακή εξήγηση. Συνιστά όμως μια δυνατότητα: EVTOS αυτών των χαρακτηριστικών και κανονικοτήτων μπορούν να δια­ τυπώνονται ειδικότερα ερευνητικά ερωτήματα ή υποθέσεις ηου αντανακλούν πιθα­ νές αιτιακές συσχετίσεις ανάμεσα στα μελετώμενα στοιχεία. Η εντατική έρευνα έρχεται στο σημείο αυτό να διερευνήσει σε βάθος τις ειδικότερες αυτές υποθέσεις, βοηθώντας μας να κατανοήσουμε σε ποιο Βαθμό και με ποιο συγκεκριμένο τρόηο οι ευρύτερες σχέσεις και κανονικότητες εκφράζονται, ή και διαφοροποιούνται ενδεχομένως, στο συγκεκριμένο και ειδικό επίπεδο της ανάλυσης (Duncan & Goodwin 1 9 8 8 : 5 1 - 6 ) . 3 7

37.Ένας χρήσιμος παραλληλισμός μπορεί να γίνει ανάμεσα στην εκτατική και εντατική έρευνα από τη

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη ins Οικονομικής Γεωγραφίας

93

Συνοψίζοντας, μπορούμε να ηούμε όιι η εκιαιική έρευνα σιην Οικονομική Γεω­ γραφία είναι απαραίτητη γιαιΐ θέτει ερωτήματα, ενώ η εντατική γιατί δίνει αιτιακές απαντήσεις. Η σύνθεση εκτατικής και εντατικής έρευνας είναι αυτή που ολοκληρώνει τπ γνώση των εξεταζόμενων φαινομένων.

2.13. Οικονομική Γεωγραφία και χωρικ05 σχεδιασμ05 Ένα τελευταίο μεθοδολογικό πρόβλημα είναι εκείνο των σχέσεων θεωρίας και πράξης που στις επιστήμες του χώρου εκδηλώνεται ανάμεσα στην ανάλυση του χώρου (θε­ ωρία) και στο σχεδιασμό του χώρου (πράξη). Η Οικονομική Γεωγραφία αναλύει τις διαλεκτικές συσχετίσεις των οικονομικών φαινομένων με το γεωγραφικό χώρο, ενώ ο χωρικός σχεδιασμός, ως έκφραση στόχων δημόσιας πολιτικής για το χώρο, επιδι­ ώκει να ελέγξει και να κατευθύνει τις συσχετίσεις αυτές στην πράξη προς κοινωνικά επιθυμητές κατευθύνσεις για ένα συγκεκριμένο χρονικό ορίζοντα. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι: Ποια είναι τα όρια της Οικονομικής Γεωγραφίας σε σχέση με αυτά του χωρικού σχεδιασμού; Πού τελειώνει το ένα και ηού αρχίζει το άλλο; Υπάρχουν αλ­ ληλοεπικαλύψεις και ηόσο μπορεί η μία επιστήμη να διεισδύει στο γνωστικό πεδίο της άλλης; Ποια πρέπει να είναι σε τελική ανάλυση η σχέση των Οικονομικών Γεωγράφων, που είναι εξ ορισμού προσανατολισμένοι στπ θεωρητική ανάλυση του χώρου, με τους σχεδιαστές, ηου ασχοτλούνιαι κατ' εξοχήν με περισότερο πρακτικά θέματα όηως είναι η κατάστρωση και εφαρμογή προγραμμάτων και σχεδίων για τη ρύθμιση του χώρου; 38

Στα ερωτήματα αυτά μπορούν να δοθούν διαφορετικές απαντήσεις ανάλογα με το φιλοσοφικό πρίσμα μέσα από το οποίο προσεγγίζει κανείς τις επιστήμες του χώ­ ρου ως προς τη σχέση θεωρίας-ηράξης. Ορισμένοι, όπως για παράδειγμα ο Stamp, θεωρούν ότι ο ρόλος του Γεωγράφου είναι απλώς να συλλέγει και να αναλύει γεω­ γραφικές πληροφορίες και συνεπώς να στέκεται μακριά από τις διαδικασίες εκείνες μέσα από τις οποίες διαμορφώνονται οι πολιτικές, οι στόχοι και οι εφαρμογές του μια και στις τεχνικές της φωτογραφίας αηό την άλλη. Όταν κάποιος θέλει να φωτογραφίσει μια ευρεία περιοχή (η.χ. μια ολόκληρη πλευρά ενός οικοδομικού τετραγώνου), θα χρησιμοποιήσει ως γνωστόν ευρυγώνιο φακό. Το εύρος πεδίου που θα «αιχμαλωτίσει» στο φακό του, επιτρέπει μεν να έχει μια συνολική εικόνα ins σειρά* των κτιρίων ηου αποτελούν τπν πλευρά του οικοδομικού τετραγώνου, δεν έχει όμως τπ δυνατότητα να διακρίνει καθαρά xis επιμέρους αρχιτεκτονικές ιδιομορφίες και διοφοροηοιήσεις των διάφορων οικοδομικών στοιχείων των κτιρίων αυτών, θα πρέπει νο τοποθετήσει τηλεφακό και να εστιάσει στα εν λόγω στοιχείο προκειμένου να αποτυπώσει as λεπτομέρειες τους. Η ακόμα ηιο κοντινή μάλιστα φωτογράφιση μπορεί να αποκαλύψει στοιχεία που θα περνούσαν ορχικά απαρατήρητα, όπως ρωγμές στον τοίχο της πρόσοψης κάποιου κτιρίου κ.ο.κ. Η πρώτη ευρυγώνια φω­ τογράφιση (που μπορεί να παραλληλιστεί με την εκτατική έρευνα) δίνει μια γενική άποψη του αντικει­ μένου - μια άποψη ηου είναι αναμφίβολα χρήσιμη. Όμως, είναι η δεύτερη εστιασμένη φωτογρόφιση (που μπορεί να παραλληλιστεί με την εντατική έρευνα) που αποκαλύπτει TIS ουσιαστικέΞ ιδιαιτερότητες ή και τις διαφοροποιήσεις των στοιχείων που το συναποχελούν. 38. Χρησιμοποιούμε τον όρο «χωρικός σχεδιοσμός» και όχι τα επιμέρους είδη του (η.χ. πολεοδομικ05, περιφερειακός ή χωροταξικός σχεδιασμός) γιατί αναφερόμαστε στο σχεδιασμό ως γενική κοτηγορία και όχι στις επιμέρους εφαρμογές του οε συγκεκριμένες γεωγραφικές κλίμακες.

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

94

χωρικού σχεδιασμού (Λεοντΐδου 1989: 154-5). Μια τέτοια οπτική θεωρεί τις επιστή­ μες του χώρου ως διακριτά σύνολα επαγγελματικών συμφερόντων, «εισβολών», «κατακτητικών πολέμων» και κατοχύρωση «φέουδων». Σαφέστατα π οπτική αυτή αγνοεί τη διεπιστημονική διάσταση των χωρικών φαινομένων και τη διαλεκτική σχέ­ ση θεωρίας-πράξης. Ακολουθώντας τη θετικιστική λογική του κατακερματισμού και της αντιπαράθεσης των επιστημών, παραβλέπει ότι ο χώρος είναι το ενιαίο πε­ δίο πάνω στο οποίο συγκροτούνται τόσο τα προβλήματα όσο και οι δυνατότητες επίλυσης τους. Μια άλλπ mo συμβατή με την πραγματικότητα του χώρου οπτική προσεγγίζει τις επιστήμες του χώρου ως ανοιχτά σύνολα ιδεών και πρακτικών με έντονες διεπιστημονικές αλληλεξαρτήσεις. Η Οικονομική Γεωγραφία επικεντρώνεται βεβαίως στη θεωρητική ανάλυση του χώρου εντοπίζοντας προβλήματα. Πόσο όμως απέχει ο εντοπισμός ενός προβλήματος από τη λύση του; Η μία πλευρά εμπεριέχει εν δυνάμει την άλλη. Εντοπίζοντας τη φύση και τις ιδιαιτερότητες των χωροοικονομικών προβλημάτων, διαφαίνονται παράλληλα οι δυνατές πορείες δράσης για τπν επίλυση τους μέσω του σχεδιασμού. Αντίστροφα, η επεξεργασία στόχων και πολι­ τικών σχεδιασμού για την επίλυση των προβλημάτων έχει ως προϋπόθεση τπν κα­ τανόηση των αιτίων που τα προκαλούν, τη θεωρητική δηλαδή οικονομικογεωγραφικπ ανάλυση. Χωρίς αυτήν, ο σχεδιασμός δεν θα είναι παρά μεταφυσική άσκηση επί χάρτου προορισμένη όχι να λύσει υπαρκτά προβλήματα, αλλά να δπμιουγήσει ψευδαισθήσεις επίλυσης τους. Γίνεται λοιπόν σαφές ότι η Γεωγραφία εμπεριέχει το χωρικό σχεδιασμό χωρίς να ταυτίζεται με αυτόν, στον ίδιο βαθμό που ο σχεδιασμός εμπεριέχει τη Γεωγραφία χωρίς να ταυτίζεται με αυτή (ΤςουΙουνίς 2000). 39

Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι η διαπλοκή Γεωγραφίας και σχεδιασμού έχει όχι μόνο επιστημολογικές βάσεις αλλά και ιστορικές καταβολές. Για παράδειγμα, κατά την περίοδο τπς μεταπολεμικής ανασυγκρότησης των ευρωπαϊκών οικονομιών, τα μεγάλα χωροταξικά, οικιστικά και πολεοδομικά προγράμματα ήταν αποτέλεσμα στε­ νών συνεργασιών μεταξύ Γεωγράφων, Πολεοδόμων-Χωροτακτών, Οικονομολόγων, Κοινωνιολόγων, Μηχανικών κ.λπ. Οι Γεωγράφοι δεν ανέλυαν μόνο τα χωροοικονομικά και χωροκοινωνικά προβλήματα, αλλά επεξεργάζονταν ρυθμιστικές προτάσεις και πολιτικές σχεδιασμού για την επίλυση τους. Οι Πολεοδόμοι και Χωροτάκτες, από τη μεριά τους, δεν επεξεργάζονταν μόνο προγράμματα και σχέδια οργάνωσης του χώρου, αλλά συνέβαλλαν και στην ανάλυση των γεωγραφικών προβλημάτων. Πολ­ λοί Γεωγράφοι συμβάλλουν με τα έργα τους στπ θεωρητική τεκμηρίωση του σχεδι­ ασμού ενώ, αντίστοιχα, Πολεοδόμοι και Χωροτάκτες συνεισφέρουν στη θεωρητική ανάπτυξη τπς γεωγραφικής σκέψης (Λεοντίδου 1989:156). Για όλο αυτό το διάστημα, οι δραστηριότητες των Γεωγράφων και αυτές των σχεδιαστών του χώρου ήταν στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους τόσο στο επίπεδο της θεωρίας όσο και της πράξης. Η παραπάνω εξέλιξη υποβοηθήθηκε από σημαντικές αλλαγές στη φιλοσοφία και τπν πρακτική του σχεδιασμού, αλλαγές που παρατηρήθηκαν κατά τις πρώτες μετα­ πολεμικές δεκαετίες στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Σημαντικότερη ήταν π στροφή από τον παραδοσιακό φυσικό σχεδιασμό του χώρου στον οικονομικό και 39. Για μια εκτενέστατη ανάλυση ins σχέση5 autns σε φιλοσοφικό επίπεδο, βλ. Μπιισάκπ5 1980.

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

95

κοινωνικό σχεδιασμό. Η Πολεοδομία και η Χωροταξία έπαψαν να θεωρούνται τεχνι­ κές επιστήμες «τακτοποίησης» φυσικών χωρικών μεγεθών και απέκτησαν έντονο ορ­ γανωτικό περιεχόμενο ως διαδικασίες λήψης αποφάσεων (Faludi 1973, McLoughlin 1973, 1978, Hall 1975, Chadwich 1978). Τα στατικά σχέδια χρήσεων γης αντικα­ ταστάθηκαν αηό τα πιο δυναμικά δομικά σχέδια παρεμβάσεων, ο σχεδιασμός έγινε αντιληπτός όχι ως οριστικό σχέδιο αλλά ως μια συνεχής κυκλική διαδικασία καθορι­ σμού και επανακαθορισμού στόχων και πολιτικών στη Βάση διαδικασιών κοινωνι­ κής συμμετοχής και ελέγχου της χωρικής ανάπτυξης, και ο σχεδιαστής του γραφείου αντικαταστάθηκε αηό επιτροπές, συμβούλια και οργανώσεις κοινωνικών φορέων και ομάδων. Κατά τπ δεκαετία του 1980, ωστόσο, η κυριαρχία νεοφιλελεύθερων πολιτι­ κών κυρίως στη Βρετανία και στις ΗΠΑ -αλλά λιγότερο ή περισσότερο και σε άλλες αναπτυγμένες χώρες- οδηγεί τον οικονομικό και κοινωνικό σχεδιασμό του χώρου σε υποχώρηση και σε μια επανεμφάνιση του φυσικού σχεδιασμού μικρής κλίμακας στις πόλεις, ενώ εγκαταλείπεται σχεδόν ο σχεδιασμός μεγάλης κλίμακας (Knox, ed., 1993). Οι θεσμικοί τοπικοί φορείς αποδυναμώνονται αηό τις παλαιότερες ουσιαστι­ κές αρμοδιότητες τους στη χάραξη χωρικής πολιτικής, με πιο χαρακτηριστική ίσως περίπτωση τη διά νόμου κατάργηση αηό την κυβέρνηση Thatcher του GLC (Greater London Council) και των MCC (Metropolitan County Councils) (Duncan & Goodwin 1988: 188-215). Ο σχεδιασμός λειτουργεί ηλέον επιλεκτικά προσανατολιζόμενος όχι στη σφαίρα τ α ε π ί λ υ σ α υπαρκτών κοινωνικοοικονομικών προβλημάτων του χώ­ ρου αλλά στη σφαίρα ins μεταμοντέρνα5 αναβάθμισα ins εικόνα5 των πόλεων με στόχο την προσέλκυση νέων επενδύσεων. Η μοντέρνα κοινωνική πόλη τη5 npcouis μεταπολεμική5 περιόδου δίνει τη θέση ins στη μεταμοντέρνα επιχειρηματική πόλη Tns ευέλικτα σ υ σ σ ώ ρ ε υ σ α και της αηορρύθμισα του κ ρ ά τ ο ς npovoias (Parkinson 1993, Harvey 1995), ενώ σταδιακά οι Γεωγράφοι και οι Πολεοδόμοι-Χωροτάκτε5 με­ τατρέπονται αηό κοινωνικοί μεταρρυθμιστές του χώρου σε OIKOVOPIKOUS συμβού­ λ ο υ επενδύσεων μεγάλων εταιρειών ακινήτων, κατασκευαστικών ομίλων και διε­ θνών μεσιτικών γραφείων (Knox 1993a). Η συντηρητική αυτή στροφή oris εηιστήμε5 του χώρου επηρεάζει ακόμα και τα σχετικά προγράμματα σπουδών στα αμερικανικά πανεπιστήμια, ηου προσανατολίζονται πλέον όλο και περισσότερο στπν παραγωγή στελεχών διαχείριση^ και ανάπτυξης του τομέα των ακινήτων (Beauregard 1989). 40

Η χρεοκοπία του ακραίου ατομικιστικού φιλελευθερισμού Tns δεκαετία5 του 1980 και η σταδιακή επιστροφή Tns ηολιτική5 σε KOIVCUVIKOUS UTOXOUS, τουλάχι­ στον oi\s χώρε5 Tns Ευρωπαϊκής Έ ν ω σ α , δημιουργεί νέου5 ρόλου5 για τη Γεωγρα­ φία και το σχεδιασμό (EE 1992, 1994, CEC 1995, 1997). Αιτήματα για μείωση των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων ανάμεσα σε περιφέρειε5 και ζώνες του ευρω­ παϊκού χώρου και για περισσότερη κοινωνική συνοχή, για αύξηση Tns ανταγωνι­ στικότητας και τ α τεχνολογική5 ικανότητας των περιφερειακών οικονομιών και των επιχειρήσεων, για οικονομική αναβάθμιση των περιφερειών και πόλεων που επλήγησαν αηό τα κύματα Tns αποΒιομηχάνισπ5 και τ α ανεργία, για πιο αποτελε­ σματική αντιμετώπιση των προβλημάτων κοινωνικού αποκλεισμού και περιθωριο40. Για μια εκτεταμένη κριτική ανάλυση βλ. Κουρλιούρος 1989: 205-64.

96

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

π ο ί η σ α oris μεγάλες πόλεις, για βελτίωση τπς ποιότητας του περιβάλλοντος στον αστικό και αγροτικό χώρο και την αειφόρο ανάπτυξη, για ενίσχυση της τοπικής ανάπτυξης και δημιουργίας απασχόλησης, για ενίσχυση της προσπελασιμότητας μέσω της ανάπτυξης των διευρωπαϊκών μεταφορικών δικτύων κ.ά., σκιαγραφούν το πλαίσιο των νέων ρόλων ηου διαφαίνονται για τις επιστήμες του χώρου. Πα­ ραθέτουμε στη συνέχεια αυτούσιο ένα εκτεταμένο απόσπασμα από μια πρόσφατη ερευνητική έκθεση, ηου διατυπώνει με σαφήνεια τις σχέσεις Γεωγραφίας και χωρι­ κού σχεδιασμού στις συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης: © Η μελλοντική κατανομή των δραστηριοτήτων στο χώρο, ηου αποτελεί το κατεξο­ χήν αντικείμενο τ α Χωροταξίας αποτελεί optos και το αντικείμενο έρευνας της Γεωγραφίας του μέλλοντος, όπως η σημερινή κατανομή αποτελεί το αντικείμενο έρευνας της Οικονομικής και Κοινωνικής Γεωγραφίας του παρόντος - και του παρελθόντος. Εδώ ακριβώς βρίσκεται και η στενή σχέση Γεωγραφίας και σχεδι­ ασμού του χώρου: στην κατανόηση των διαδικασιών που λειτουργούν και στην εκτίμηση των τάσεων των χωρικών κατανομών που θα προκύψουν με βάση την ανάλυση των παραγόντων που διαμορφώνουν το χώρο. Από κει και ηέρα, αντι­ κείμενο γεωγραφικής διερεύνησης μπορούν να αποτελέσουν και τα εξής: •

Η αναζήτηση μιας ορθολογικότερης οργάνωσης του χώρου που θα ανταποκρί­ νεται στη ζήτηση για ανάπτυξη με παράλληλη προστασία του περιβάλλοντος και επιδίωξη κοινωνικών και οικονομικών στόχων. Εδώ βρισκόμαστε σε ένα ιδιαί­ τερα σημαντικό, όσο και δύσκολο στη διερεύνηση και ερμηνεία του, σημείο Tns ανάλυσης του χώρου, δηλαδή στη σχέση ανάμεσα στπν κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη αηό τη μια και το μετασχηματισμό του χώρου από την άλλη. Η αμοιβαία επίδραση αυτών των δύο κοινωνικών διαδικασιών είναι στο επίκεντρο των ενδι­ αφερόντων τόσο Tns Ανθρωπογεωγραφίας όσο και του σχεδιασμού του χώρου.

© Η κατανομή και διασπορά Tns oiKovopiKns ανάητυξπ5 με τρόπο ομαλότερο (και Βέβαια κοινωνικά δικαιότερο) αηό εκείνον που επιβάλλει η ελεύθερη λειτουργία uis αγοράς. Υπονοείται εδώ η επιδίωξη μιας γεωγραφικής δομής κοινωνικά προ­ τιμότερης αηό εκείνη που έχει κληροδοτηθεί αηό TIS εξελίξεις του παρελθόντος ή προβλέπεται ότι θα προκύψει εάν συνεχιστούν οι υφιστάμενες τάσεις. Οι αμοι­ βαίες επικαλύψεις ins Γεωγραφίας και της Χωροταξίας είναι και ηάλι προφανείς. ® Η ταύτιση του συστήματος σχεδιασμού του χώρου, δηλαδή ουσιαστικά του θεσμικού οικοδομήματος Tns Χωροταξία και τπς Πολεοδομίας, με τη χωρική κατανομή των θεσμικών ρυθμίσεων που αποσκοπούν στο μετασχηματισμό του χώρου. Ο σχεδιασμός του χώρου δημιουργεί ένα πλέγμα θεσμικών χωρικών ρυθμίσεων, δηλαδή ένα «προγραμματικό τοπίο» ή, με άλλα λόγια, μια γεωγρα­ φική κατανομή θεσμικά και διοικητικά κατοχυρωμένων περιορισμών, δεσμεύ­ σεων και κινήτρων. Είναι Βέβαια αυτονόητο το ενδιαφέρον Tns Γεωγραφία για τη μελέτη της κατανομής της ανθρώπινης δραστηριότητας στο χώρο, ηου δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και την κατανομή των θεσμικών ρυθμίσεων ηου παράγουν το προγραμματικό τοπίο το οποίο αναφέραμε. •

Ο γ ε ω γ ρ α φ ί α / χ ω ρ ι κ ό ς αντίκτυπος ευρύτερων διεθνών ή εθνικών εξελίξεων

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

97

και πολιτικών, με έμμεση αν και σοβαρή επίδραση συς χωρικές δομές, που προ­ κύπτει από τις πολλαπλές διασυνδέσεις α-χωρικής (τομεακής) και χωρικής οργά­ νωσης της οικονομίας και κοινωνίας. Είναι και αυτό ένα θέμα άμεσου ενδιαφέ­ ροντος τόσο του Γεωγράφου όσο και του Χωροτάκτη. β

Η σύνδεση τπς περιφερειακής πολιτικής με το σχεδιασμό του χώρου, άρα, έμ­ μεσα, και π αναγνώριση του λανθασμένου διαχωρισμού μεταξύ των σχετικών επιστημονικών αντικειμένων. Αν και αυτό αποτελεί σε κάποιο Βαθμό επανάλη­ ψη των προηγούμενων διαπιστώσεων, αξίζει να τονιστούν και πάλι π χωρική επίδραση της τομεακής πολιτικής και π ύπαρξη μιας γεωγραφική* κατανομής περιφερειακών πολιτικών, ηου οφείλει να απασχολεί το Γεωγράφο.



Η επιλογή uis κατάλληλης γεωγραφικής ενότητας σχεδιασμού, διοικητικής ή λειτουργικής, κλασικό θέμα γεωγραφικής ανάλυσης το οποίο ποτέ δεν χάνει τη σημασία του, καθώς η δυναμική της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης με­ ταβάλλει διαρκώ* τα δεδομένα.

«

Ο ρόλο* του σχεδιασμού cos μηχανισμού διαμεσολάβηση* και ολοκλήρωση* των εθνικών ή περιφερειακών πολιτικών και των δεδομένων του χώρου αναδεικνύει τη σπουδαιότητα τη* γεωγραφική* χωρική* ανάλυση* και της «μετάφρασης» των παραπάνω πολιτικών σε χωρικές παραμέτρους. Τα χωρικά δεδομένα ξεπερνούν προφανώς την απλή απεικόνιση των χρήσεων γης και περιλαμβάνουν ένα ευ­ ρύτατο φάσμα των ενδιαφερόντων της αστικής και περιφερειακής Γεωγραφίας (Λεοντίδου κ.ά. 2000: 96-8).

2.14. Ανιί συμπεράσματα Στο κεφάλαιο αυτό συζητήθηκαν ορισμένα Βασικά μεθοδολογικά ζητήματα της Οικονομικής Γεωγραφίας μέσα από μια επισκόπηση της ιστορική* της εξέλιξη*, που έπρεπε να γίνει προκειμένου να εξεταστούν με περισσότερη σαφήνεια τα επι­ μέρους θέματα και οι προσεγγίσει* ηου θα απασχολήσουν τα επόμενα κεφάλαια αυτής u i s εργασίας. Η ανάλυση που προηγήθηκε έδειξε ότι η πορεία της Οικονομικής Γεωγραφίας ήταν περιπετειώδης, απρόβλεπτη και γεμάτη αντιφάσεις. Μια πορεία ηου χαρακτη­ ρίστηκε από τη διαλεκτική συνύπαρξη και διαπάλη πολλών και διαφορετικών σχο­ λών σκέψης, μια πορεία συνέχειας μέσα στην ασυνέχεια, γένεσης, αμφισβήτησης και ανασκευής των υποθέσεων κατά την ποπεριανή έννοια του όρου. Πιο συγκεκρι­ μένα, π Οικονομική Γεωγραφία γεννήθηκε το 19ο αιώνα από τις ανάγκε5 ελέγχου των αποικιοκρατούμενων χωρών της περιφέρειας από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις του κέντρου, ενδυναμώθπκε μέσα από τις ανάγκες Βέλτιστης χωροθέτησης των πα­ ραγωγικών μονάδων του βιομηχανικού καπιταλισμού των αρχών του 20ού αιώνα, ποσοτικοποιήθπκε περί τα μέσα του αιώνα προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση άμεσων πρακτικών προβλημάτων ανάπτυξης και σχεδιασμού του χώρου, και στη συνέχεια, με την κρίση του φορντικού/τεϋλορικού Βιομηχανικού καπιταλισμού, ρι-

98

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

ζοσηαστικοποιήθπκε μέσω i n s επίδρασης διάφορων κριιικών, μαρξιστικών, μετα­ μοντέρνων και άλλων ρευμάτων στον ευρύτερο διανοητικό χώρο των κοινωνικών επιστημών. Στην περιπετειώδη αυτή πορεία της η Οικονομική Γεωγραφία γνώρισε πολλές αναθεωρήσεις και αποκλίνουσες πορείες ως προς τους θεωρητικούς της προ­ σανατολισμούς, τις φιλοσοφικές της βάσεις, tis μεθοδολογικές της κατευθύνσεις, το βαθμό κριτικής διάθεσης και ριζοσηαστικότητας απέναντι στα μεγάλα προβλήματα Tns άνισης καπιταλιστικής ανάπτυξης του χώρου. Παράλληλα γνώρισε και αρκετά σημεία συνέχειας. Η διαλεκτική τομών-συνεχειών είχε ως συνέπεια η Οικονομική Γεωγραφία να αναπτυχθεί ως μια «πολύ-ηαραδειγματική» επιστήμη, μια επιστήμη δηλαδή στην οποία δεν κυριαρχεί η μία και μόνη αδιαμφισβήτητη αλήθεια αλλά ο κριτικός διάλογοε και οι διεπιστημονικές συνθέσεις. Η σημαντικότερη επιστημολογι­ κή τομή στο διάστημα αυτό ήταν η μετάβαση από την κλασική σχολή χωροθέτησης και τα μοντέλα χωρικής ισορροπίας της ποσοτικής επανάστασης στην κριτική και ριζοσπαστική Οικονομική Γεωγραφία. Το αφετηριακό σημείο της μετάβασης αυτής ήταν η δεκαετία του 1970 - μια δεκαετία που σηματοδότησε την έναρξη μεγάλων αναδιαρθρωτικών αλλαγών του καπιταλιστικού συστήματος και την ανάδυση εναλ­ λακτικών - ω ς np05 τις κρατούσες αηόψεΐ5- ρευμάτων σκέψηε. Η εν λόγω μετάβαση στηρίχτηκε στη μεγάλη αφήγηση της μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας, π οποία στη συνέχεια αμφισβητήθηκε από το μεταμοντερνισμό και την έμφαση του στις τοπικές γεωγραφικές μελέτες μικρή5 και μεσαίας εμβέλειας. Η μεταμοντέρνα κριτική, ηαρά την εμμονή της στην τοπική κλίμακα και την άρνηση σφαιρικών προσεγγίσεων, βοή­ θησε την κριτική Οικονομική Γεωγραφία να απαλλαγεί από τη μονομέρεια του οικο­ νομισμού και ηαραγωγισμού στην ανάλυση του χώρου και να αναζητήσει και άλλα πεδία ερμηνεία^ των πολύπλοκων χωροαναπτυξιακών φαινομένων. Η πολιτιστική στροφή και η διεπιστημονική θεώρηση οδήγησαν σε μια ανασκευή της κριτικής οικονομικογεωγραφικής σκέψης, με βασικό χαρακτηριστικό την ενσωμάτωση του οι­ κονομικού στοιχείου σε δίκτυα κοινωνικών, πολιτικών, πολιτιστικών και θεσμικών αλληλεξαρτήσεων και αλληλοπροσδιορισμών. Η πολλαπλότητα και ετερογένεια των γεωγραφικών φαινομένων επιβάλλει πλέον συνθέσεις ανάμεσα στη μεταμοντέρνα έμφαση στις τοπικές αφηγήσεις και την πολιτικοοικονομική έμφαση στΐ5 γενικότερες -πιο σφαιρικέ5— προσεγγίσει της χωρικότητας της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι η διεπιστημονική οπτική ηου εισήγαγε η κριτική Οικονομική Γεωγραφία, σε αντιπαράθεση με τη μονομέρεια και τον κατακερ­ ματισμό της θετικιστική^ ηοσοτικήε προσέγγιση5, άσκησε μια ουσιαστική επίδραση σε άλλου5 κλάδους των κοινωνικών επιστημών όπως στα οικονομικά, στην κοινωνι­ ολογία, στις σπουδές διεθνών σχέσεων, στπν πολιτική επιστήμη κ.λπ. Δεν είναι μόνο σημαντικό το γεγονός ότι η μελέτη του χώρου ενσωμάτωσε πτυχές των παραπάνω επιστημονικών κλάδων σε διεπιστημονικές συνθέσεις, αλλά (ίσως ακόμα πιο σημα­ ντικό) και το γεγονός ότι οι παραπάνω κλάδοι ενσωμάτωσαν τπ συνθήκη του χώρου στα δικά τους ιδιαίτερα αντικείμενα μελέτης - πράγμα που συνέβαλε στην ανύψωση του διεθνούς ακαδημαϊκού και ερευνητικού κύρους της Οικονομικής Γεωγραφίας. Η Οικονομική Γεωγραφία, ιδιαίτερα στην κριτική εκδοχή της, εξακολουθεί και

Μέθοδος προσέγγισης και ιστορική εξέλιξη της Οικονομικής Γεωγραφίας

99

σήμερα να παραμένει ένας εξαιρετικά δυναμικός κλάδος τπς κοινωνικής γνώσης, ένας υγιής ακαδημαϊκός κλάδος που, όπως και μια υγιής κοινωνία, κρατά τον εαυτό του συνεχώς κάτω από το αυστηρό «μικροσκόπιο» της κριτικής. Οι θεωρητικές και μεθοδολογικές διαφωνίες ηου αναπτύσσονται στο εσωτερικό της, όπως είδαμε στα προηγούμενα, δεν αποτελούν κατά κανέναν τρόπο σύμπτωμα κρίσης - όηως πιστεύ­ ουν κάποιοι «πεσιμιστές» οικονομικοί Γεωγράφοι (Amin & Thrift 2000, 2005). Αντί­ θετα, αποτελούν αδιαμφισβήτητο δείκτη ακαδημαϊκού δυναμισμού και αυξημένης αναστοχαστικής ικανότητας. Οι κριτικές και αναστοχαστικές συζητήσεις ηου λαμβάνουν σήμερα χώρα στο εσωτερικό τπς κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας προσβλέπουν στη Βελτίωση και στον εμπλουτισμό της, στην προσπάθεια να την κάνουν πιο ολοκληρωμένη, περισ­ σότερο σαφή, με περισσότερο οξυμμένες πολιτικές ευαισθησίες, περισσότερο προ­ σανατολισμένη στις πραγματικές χωροκοινωνικές ανάγκες. Έτσι, ηαρά το γεγονός ότι οι προσανατολισμοί τπς πολιτιστικής στροφής και των μεταμοντέρνων προσεγγί­ σεων εξακολουθούν να απομακρύνονται αηό την αίσθηση της πολιτικής οικονομι­ κής ανάλυσης και κριτικής, ταυτόχρονα φαίνεται να πληθαίνουν και οι προσπάθειες που προσβλέπουν σε μια νέα διεπιστημονική σύνθεση. Μια σύνθεση της πολιτικής οικονομικής προσέγγισης με άλλα εναλλακτικά κριτικά ρεύματα και σχολές σκέψης, προκειμένου να ανιχνευθούν τα νέα οξυμμένα προβλήματα ανισοτήτων και διαιρέ­ σεων στο χώρο και να χαραχτούν εναλλακτικές πολιτικές με περισσότερη κοινωνική ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα αυτά. Στα επόμενα κεφάλαια θα ουζητηθούν αναλυτικά οι κυριότερες σχολές και προ­ σεγγίσεις που σηματοδότησαν την ανάπτυξη της Οικονομικής Γεωγραφίας αηό την «παιδική ηλικία» της γερμανικής σχολής χωροθέτησης μέχρι τη σημερινή «ενηλικί­ ωση» τπς στις σύγχρονες αναλύσεις και κριτικές της οικονομικής και χωρικής αναδι­ άρθρωσης, της ευέλικτης συσσώρευσης, των δικτυακών παραγωγικών δομών, των χωρικών αλλαγών που σχετίζονται με τις νέες τεχνολογίες, των άνισων οικονομικών γεωγραφιών του νέου τριτογενούς τομέα της μεταφορντικπς οικονομίας και των γε­ ωγραφικών προσεγγίσεων της οικονομικής παγκοσμιοποίησης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3

3.1. Εισαγωγή Kupios φορέας οικονομικής δραστηριότητας oris οικονομίες ins αγοράς είναι π ιδι­ ωτική επιχείρηση. Η επιχείρηση είναι ο οικονομικός, θεσμικός και φυσικός χώρος μέσα στον οποίο, με ιπ χρήσπ υλικών, ενέργειας, ιεχνικού εξοπλισμού και εργατικής δύναμης (χειρωνακτικής ή και διανοητικής), πραγματοποιείται η παραγωγή υλικών αγαθών ή υπηρεσιών με σκοπό τπν πώληση ious στην αγορά και την αποκόμιση κέρδους. Η επιχείρηση, επιπλέον, είναι ένα σύστημα ροών και αποφάσεων πολλές εκ των οποίων έχουν χωρικό υπόβαθρο (για παράδειγμα οι προμήθειες πρώτων υλών από προμηθευτές εγκατεστημένους σε άλλες περιοχές, η διοχέτευση των προϊ­ όντων οτΐ5 περιοχές αγορών, π γεωγραφική διαφοροποίηση στο κόστος εργασίας, η εγγύτητα με άλλες συνεργαζόμενες επιχειρήσεις κ.ά.). Η χωρικότπτα, συνεπώς, είναι εγγενές στοιχείο τπς επιχειρηματικής δραστηριότητας. Οι επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε όλους τους τομείς και κλάδους της παρα­ γωγής, από τπν παραγωγή πρώτων υλών και αγροτικών προϊόντων μέχρι τπν παρα­ γωγή μεταποιημένων αγαθών και υπηρεσιών κάθε είδους. Μια επιχείρηση μπορεί να διαθέτει μία ή περισσότερες παραγωγικές μονάδες εγκατεστημένες στην ίδια ή σε διαφορετικές περιφέρειες μιας χώρας (πολυεργοοτασιακές και πολυπεριφερειακές επιχειρήσεις) ή ακόμα και σε διαφορετικές χώρες (πολυεθνικές επιχειρήσεις). Οι μονάδες αυτές μπορεί να παράγουν ένα ή περισσότερα υλικά προϊόντα, εξαρτήματα προϊόντων ή και υπηρεσίες διάφορων ειδών. Η διάκριση των επιχειρήσεων με βάση τους τομείς και κλάδους τπς οικονομίας στους οποίους δραστηριοποιούνται δεν είναι πάντα σαφής. Όπως υπογραμμίζουν διάφοροι μελετητές (Dicken 1987, Healey & Ilbery 1990, Τόλιος 1999), η αύξηση του μεγέθους, τπς οικονομικής δύναμης και του γεωγραφικού χώρου δράσης πολλών από αυτές οδηγεί στο φαινόμενο των επιχειρήσεων με πολλαπλές δραστηριότητες ηου ανήκουν ταυτόχρονα σε διαφορετικούς τομείς και κλάδους της οικονομίας (πο­ λυκλαδικές επιχειρήσεις και όμιλοι επιχειρήσεων). Σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, πολλές μεγάλες επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται

στην παραγωγή όχι

μόνο υλικών αλλά και άυλων προϊόντων (υπηρεσιών). Πρόσφατες μελέτες επιβεβαι­ ώνουν μια αύξουσα στροφή των μεγάλων επιχειρήσεων, και κυρίως των πολυεθνι­ κών, από τη βιομηχανία προς τις υπηρεσίες, από τπ σφαίρα τπς υλικής παραγωγής σε αυτήν τπς άυλπς (CLegg 1997: 118-23, Gilpin 2000: 283). Το φαινόμενο αυτό οφείλεται σε δύο Βασικούς λόγους: πρώτον στο γεγονός ότι η συγκέντρωση του κεφαλαίου και η συνακόλουθη αύξηση του μεγέθους των επί-

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

102

χειρήσεων απαιτούν τη διείσδυση TOUS σε νέες αγορέ5 ή και την εμβάθυνση/εξειδί­ κευση των παλιών. Ο δεύτερος λόγος βρίσκεται στην ανάγκη αυξανόμενης ευελιξί­ ας των επιχειρήσεων - ανάγκη που εκφράζεται, μεταξύ άλλων, και με εσωτερικέ5 αναδιαρθρώσεις και ανακατανομές δραστηριοτήτων ηου συνεπάγονται μετακύλιση πόρων από τη μια δραστηριότητα στην άλλη. Οι αλλαγές αυτές ανταποκρίνονται στις διακυμάνσεις τπς ζήτησης, έτσι ώστε μια πιθανή πτώση κερδών από τη μείωση της ζήτησης για ένα συγκεκριμένο προϊόν ή υπηρεσία να αντισταθμίζεται από τα αυξημένα κέρδη από ένα άλλο προϊόν ή υπηρεσία που παρουσιάζει ανοδική ζήτηση στ?ς αγορές. Ιδιαίτερα σε περιόδουϊ οικονομικής αστάθειας, το κεφάλαιο προσπαθεί να διατηρεί ανοιχτές πολλαπλές εναλλακτικές επενδυτικές επιλογές στη διαδικασία συσσώρευσης του, πράγμα που αποτελεί άλλωστε και τπν πεμπτουσία τπς καπιταλι­ στικής ανάπτυξης (Harvey 1982, 1985). Ιστορικά, π εξέλιξη των αναπτυγμένων οικονομιών ακολούθησε μια πορεία μετασχηματισμού κατά τπν οποία μειωνόταν ο ρόλος των επιχειρήσεων του πρω­ τογενούς και του δευτερογενούς τομέα ως φορέων απασχόλησης και δημιουργία εισοδήματος, ενώ αυξανόταν αντίστοιχα ο ρόλος των επιχειρήσεων του τομέα των υπηρεσιών. Στη μητρόπολη του αναπτυγμένου καπιταλισμού, τις ΗΠΑ, το 1956 απο­ τέλεσε μια συμβολική χρονιά καθώς για πρώτη φορά η απασχόληση oris υπηρεσίε5 ξεπέρασε το 50% της συνολικής απασχόλησης (Jan/ίς 1998:16). Η τάση αυτή συνεχί­ ζεται αδιάλειπτα αποτελώντας ορόσημο της μεταπολεμικής εποχής. Σήμερα, 3 στους 4 εργαζομένους στη χώρα αυτή απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ μεγάλα αντίστοιχα ποσοστά παρατηρούνται σε όλες τις άλλες αναπτυγμένες χώρε*. Η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών πληροφόρησης κατά τις τελευταία δεκαετίες ευ­ νοεί την εξέλιξη του λεγόμενου «τεταρτογενού* τομέα» της οικονομίας (Bale 1988: 12). Ο τομέας αυτός περιλαμβάνει υψηλά εξειδικευμένες υπηρεσίες, όηως για παρά­ δειγμα υπηρεσίες παροχής επιχειρηματικών συμβουλών και υπηρεσιών έρευνας και ανάπτυξης (Ε&Α). Δεν αποτελεί όμως έναν ξεχωριστό τομέα της οικονομία* - o n a j s υπονοεί ο τίτλος τ ο υ - αλλά εξειδίκευση και εμβάθυνση στον ευρύτερο τομέα των υπηρεσιών στην εποχή Tns κοινωνίας των πληροφοριών (Castells 1996). θα ηρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι παρά τη ραγδαία ανάπτυξη του τομέα των υπηρεσιών (κεφ. 16), η παραγωγή υλικών μεταποιημένων αγαθών - η μεταποιητική βιομηχα­ νία- εξακολουθεί να παραμένει κεντρικός άξονα$ tns oUYXpovns καπιταλιστική5 κοι­ νωνίας (Callinikos 1984: 148, Scott & Storper, eds., 1986: νίί)

3.2.

αλυσίδες β ι ο μ η χ α ν ι κ έ 5 διασυνδέσεΐ5και καταμερισμοί εργασία

Παραγωγικέ5 (αξιακέ5) συναλλαγέ5

Η κατανόηση tns χωρικότητα5 tns επιχειρηματική5 δραστπριότητα$ απαιτεί λεπτο­ μερή συζήτηση τριών τουλάχιστον ζητημάτων: (α) του τρόπου ηου δομούνται, λει­ τουργούν και αναπτύσσονται οι ηαραγωγικέ$ (αξιακέ5) αλυσίδε5, (β) του τρόπου που αναπτύσσονται και λειτουργούν οι διασυνδεθεί και συναλλαγέ$ μεταξύ αλλπλεξαρ-

Η διάρθρωση tns οικονομία

δραστηριότητας

103

τώμενων επιχειρήσεων και (γ) του τρόπου που οργανώνεται, ιεραρχείται και επιμε­ ρίζεται η εργασιακή διαδικασία τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων (λεπτομερής καταμερισμός εργασίας) όσο και στο εξωτερικό τους περιβάλλον, στις συναλλαγές που αναπτύσσουν με άλλες συνεργαζόμενες επιχειρήσεις στο πλαίσιο διαμόρφωσης ενός παραγωγικού συστήματος (κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας).

3.2.1. Η δομή της παραγωγικής διαδικασίας Η μεταποιητική βιομηχανική δραστηριότητα είναι μια διαδικασία τεχνικού μετασχη­ ματισμού υλικών και άυλων εισροών σε υλικά αγαθά ή εκροές, προορισμένα για την ικανοποίηση πραγματικών π φαντασιακών ανθρώπινων αναγκών. Οι Βασικές εισροές της μεταποιητικής παραγωγικής διαδικασίας είναι: ® Υλικά μέσα παραγωγής, όηως πρώτες και βοηθητικές ύλες, ενέργεια, πάγιος μη­ χανολογικός εξοπλισμός και παραγωγικές εγκαταστάσεις. »

Εργασιακή δύναμη - συμπεριλαμβανομένης και αυτής ηου ασχολείται με τις μη υλικές δραστηριότητες της παραγωγής, όηως για παράδειγμα με τη διοικητική υποστήριξη, την προώθηση πωλήσεων, την Ε&Α κ.ά.

® Τεχνογνωσία - εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία γύρω από τις τεχνικές διαδικα­ σίες οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας, τις διαδικασίες διαχείρισης της επιχείρησης, πρόσβασης σε προμηθευτές και αγορές κ.ά. •

Διάφορες δημόσιες και ιδιωτικές υπηρεσίες Βιομηχανικής υποστήριξης ή υπηρε­ σίες παραγωγού. Η παραγωγική διαδικασία δεν είναι η ίδια σε όλους τους βιομηχανικούς κλάδους

και τις επιχειρήσεις ούτε σε όλες τις ιστορικές περιόδους. Σύμφωνα με τον Dicken (1999: 163), έχουν ιστορικά διαμορφωθεί οι ακόλουθοι τύποι παραγωγικής διαδικασίας: 1. Χειροτεχνική παρογωγή για την ικανοποίηση αναγκών μεμονωμένων πελατών. Ο τύπος αυτός χαρακτήριζε παλαιότερες περιόδους Βιομηχανικής οργάνωσης σε όλους σχεδόν τους κλάδους. Σήμερα διατηρείται σε ορισμένους κλάδους παρα­ γωγής εξειδικευμένων προϊόντων ή προϊόντων πολυτελείας που παράγονται κατά πολύ μικρές ποσότητες κατόπιν ειδικών και μόνο παραγγελιών. Παράδειγμα είναι τα αυτοκίνητα πολυτελείας υψηλών προδιαγραφών για ειδικούς πελάτες, ειδικά κοσμήματα και ρολόγια χειρός, επώνυμα ενδύματα υψηλής ραπτικής κ.ά. 2. Χειροτεχνική παραγωγή κατά παρτί6ε5. Αφορά ορισμένους σύγχρονους Βιο­ μηχανικούς κλάδους των οποίων τα προϊόντα δεν είναι τυηοποιήσιμα και δεν απευθύνονται σε μαζικές αλλά σε εξειδικευμένες αγορές. Παραδείγματα είναι η αεροναυπηγική και η κατασκευαστική βιομηχανία. 3. Χεφωνοκυκή συναρμολόγηση. Σχετίζεται με σύγχρονους κλάδους τα προϊόντα των οποίων αποτελούνται από επιμέρους εξαρτήματα ηου η συναρμολόγηση τους απαιτεί χειρωνακτική εργασία ακριβείας. Παραδείγματα τέτοιων κλάδων αποτελούντα διάφορα ηλεκτρονικά εΐδπ. 4. Μηχανοποιημένη συναρμολόγηση. Χαρακτηρίζει κλάδους τα προϊόντα των οποίων

Διαδρομές στις θεωρίες tou χώρου

104

αποτελούνται αηό επιμέρους εξαρτήματα που π συναρμολόγηση τους όμως μπο­ ρεί να πραγματοποιηθεί από ειδικά για το σκοπό αυτό μηχανήματα («αφοσιωμέ­ να μηχανήματα») τα οηοία χειρίζονται μισοειδικευμένοι εργάτες. Αποτελεί κλα­ σικό τύπο παραγωγικής διαδικασίας των φορντικά οργανωμένων επιχειρήσεων, που αποτέλεσαν ορόσημο της βιομηχανικής και χωρικής ανάπτυξης των δυτικών χωρών από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων κλάδων αποτελούν η αυτοκινητοβιομη­ χανία και η Βιομηχανία ηλεκτρικών οικιακών συσκευών. 5. Μηχανοποιημένη συνεχή5 διαδικασία. Τη συναντάμε σε κλάδους τα προϊόντα των οποίων δεν αποτελούνται από επιμέρους εξαρτήματα, αλλά απαιτούν ένα συνεχή μετασχηματισμό από τη στιγμή που μπαίνουν στο εργοστάσιο οι πρώτες και βοη­ θητικές ύλες μέχρι να βγει το τελικό προϊόν. Οι μετασχηματισμοί αυτοί αποτελούν διαδοχικές φάσεις μιας ενιαίας παραγωγικής pons ηου πραγματοποιείται με τη βοήθεια αφοσιωμένων μηχανημάτων τα οποία χειρίζονται μισοειδικευμένοι ερ­ γάτες. Και αυτός ο τύπος αποτελεί ορόσημο φορντικής βιομηχανικής οργάνωσης και χαρακτηρίζει κλάδους όπως για παράδειγμα π κλωστοϋφαντουργία. 6. Αυτοματοποιημένη

συνεχή5 διαδικασία.

Αποτελεί ίδια περίπτωση με την προη­

γούμενη, με τη διαφορά ότι όλη η διαδικασία μετασχηματισμών πραγματοποιείται με τη βοήθεια αυτοματοποιημένων και προγραμματιζόμενων μηχανημάτων που τα χειρίζονται εξειδικευμένοι τεχνίτες και προγραμματιστές. Χαρακτηρίζει κλάδους όπως η χαρτοβιομηχανία και ορισμένα τυποποιημένα προϊόντα μεταλλουργίας. 7. Συνεχή5 δ/σό/κασ/σ. Ίδια περίπτωση με την προηγούμενη, με τη διαφορά ότι το προϊόν από τη φύση του απαιτεί διαδοχικούς χημικούς μετασχηματισμούς, όπως για παράδειγμα η πετροχημική βιομηχανία. Σε αρκετές περιπτώσεις οι παραπάνω τύποι δεν παρατηρούνται σε καθαρή - ι δ ε ­ α τ ή - μορφή αλλά σε διάφορους συνδυασμούς μεταξύ τους. Όποιος και αν είναι ο τύπος της, π πραγματοποίηση τπς παραγωγικής διαδικασίας προϋποθέτει τη λήψη μιας σειράς κρίσιμων επιχειρηματικών αποφάσεων γύρω από τέσσερις βασικούς άξονες: 1. 7"; και γιο noious θα παραχθεί. Το προϊόν θα πρέπει να απευθύνεται σε αγορές με επαρκή υφιστάμενη ή δυνητική ζήτηση. Ο τελικός στόχος κάθε παραγωγού είναι η πώληση των προϊόντων του στην αγορά και π αποκόμιση κέρδους μέσα σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον που αποτελείται από ανάλογους παραγωγούς. Σημα­ ντικό στοιχείο για αυτή την απόφαση είναι το εάν το προϊόν θα απευθύνεται σε μαζικές αδιαφοροποίητες αγορές ή αν θα απευθύνεται σε εξειδικευμένα τμήματα αγοράς. Η πρώτη εκδοχή χαρακτηρίζει κατά κύριο λόγο τις φορντικά οργανωμέ­ νες επιχειρήσεις, ενώ η δεύτερη τις επιχειρήσεις της λεγόμενης ευέλικτης συσσώ­ ρευσης. Οι αγορές μπορεί να είναι είτε άλλες επιχειρήσεις (ενδιάμεσες αγορές) που χρησιμοποιούν το προϊόν ως εισροή στπ δική τους παραγωγική διαδικασία είτε το καταναλωτικό κοινό (τελικές αγορές). 2. Σε π πασότητεβ και με π Komos θα παραχθεί το προϊόν (κλίμακα και κόστοβ πα-

Η διάρθρωση tns οικονομικής opaotnpiotntas

105

ραγωγήε). Γενικά, to μέσο κόστος παραγωγή5 τείνει να μειώνεται όσο αυξάνεται ο όγκος m s παραγωγής λόγω επΐτευξη5 εσωτερικών οικονομιών κλίμακας. Βιο­ μηχανία που παράγουν τυποποιημένα προϊόντα για μαζικέ5 αγορέ5 τείνουν να αυξάνουν την κλίμακα Tns παραγωγή5 τους για την επίτευξη εσωτερικών οικονο­ μιών, ενώ αντίθετα εκεΐνε5 που απευθύνονται σε εξειδικευμένα τμήματα αγορών παράγουν μικρέ5 ποσότητε5 κατά παρτίδε5. Σε αυτού του είδου5 TIS Βιομηχανίε5 π μείωση του μέσου KOOTOUS παραγωγή5 δεν επιτυγχάνεται μέσω επίτευξης εσω­ τερικών οικονομιών κλίμακας αλλά μέσω εξωτερικών οικονομιών συγκέντρω­ σης και πεδίου. Το μέσο κόστος διαφέρει από Βιομηχανία σε Βιομηχανία και από επιχείρηση σε επιχείρηση, ανάλογα με το συνδυασμό εισροών και τπ χρη­ σιμοποιούμενη τεχνολογία παραγωγής. Για παράδειγμα, σε Βιομηχανίες έντασης εργασίας (όπως για παράδειγμα στην κλωστοϋφαντουργία, στα είδη ρουχισμού, στη συναρμολόγηση ηλεκτρικών οικιακών συσκευών κ.α.) σημαντικό ποσοστό του κόστους παραγωγής καταλαμβάνει το κόστος εργασίας. Σε Βιομηχανίες που επεξεργάζονται ογκώδεις πρώτες ύλες προερχόμενες από μακρινές αποστάσεις ή που παράγουν ογκώδη προϊόντα προοριζόμενα για απομακρυσμένες αγορές, τα κόστη μεταφοράς συμμετέχουν σε μεγάλο βαθμό στη διαμόρφωση του μέσου κόστους παραγωγής. Σε άλλες Βιομηχανίες που επεξεργάζονται πληροφορίες και εξειδικευμένη γνώση (π.χ. μικροηλεκτρονική Βιομηχανία, επιστημονικά όργανα ακριβείας, προϊόντα Βιοτεχνολογίας, προϊόντα πληροφορικής, πολιτιστικές Βιο­ μηχανίες κ.ά.) το μέσο κόστος παραγωγής διαμορφώνεται κυρίως από το κό­ στος της πληροφορίας και της εξειδικευμένης γνώσης. Βιομηχανίες που λόγω της φύσης της παραγωγής τους απαιτούν μεγάλες εκτάσεις χώρων αντιμετωπίζουν υψηλό κόστος για την απόκτηση Βιομηχανικής γης ειδικά σε μητροπολιτικές πε­ ριοχές. Σε Βιομηχανίες έντασης κεφαλαίου (δηλαδή εκείνες ηου απαιτούν με­ γάλες και ακριβές τεχνικές εγκαταστάσεις, όπως π.χ. οι Βιομηχανίες παραγωγής μηχανολογικού εξοπλισμού, οι χημικές Βιομηχανίες κ.ά.), το κόστος απόσβεσης του κεφαλαιουχικού εξοπλισμού βαρύνει ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του μέσου κόστους παραγωγής. 1

3. Πώ$ θα παραχθεί το προϊόν, δηλαδή τι τεχνολογίε5 παραγωγήε θα υιοθετηθούν. Οι τεχνολογίες παραγωγής αφορούν τον τρόπο που συνδυάζονται οι εισροές με­ ταξύ τους για την παραγωγή του προϊόντος. Όπως είδαμε παραπάνω, οι τεχνολο­ γίες αυτές μπορούν να καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα, από τις απλές χειροτεχνικές διαδικασίες παραγωγής μέχρι τις πλήρως αυτοματοποιημένες διαδικασίες κατά τις οποίες η παραγωγή πραγματοποιείται με τη Βοήθεια προγραμματιζόμενου και εξαιρετικά σύνθετου μηχανολογικού εξοπλισμού.

4. Πού θα εγκατασταθεί η παραγωγή, δηλαδή ποια θα είναι η χωροθέτηση των παρα­ γωγικών δραστηριοτήτων. Η επιλογή του κατάλληλου τόπου εγκατάστασης αποτε­ λεί μια κρίσιμη επιχειρηματική απόφαση, γιατί κάθε περιοχή αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο μείγμα χωροθετικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων, ευκαι-

1. Πα την έννοια των εοωιερικών και εξωτερικών οικονομιών βλ. πιο κάτω.

Διαδρομές oris θεωρίες ί ο υ χώρου

106

ριών και κινδύνων, έλξεων και απώσεων, που διαφοροποιείται για κάθε Βιομη­ χανική επιχείρηση (κεφ. 5). Για παράδειγμα, περιοχέδ με μεγάλε* καταναλωτικέ* αγορές, όπως τα μεγάλα αστικά κέντρα, είναι ιδιαίτερα ελκυστικές για Βιομηχανίες παραγωγής μαζικών καταναλωτικών αγαθών, όπω* για παράδειγμα τροφίμων και ποτών, κατασκευαστικών υλικών, εκδόσεων και εκτυπώσεων, επίπλων, οικιακών συσκευών κ.ά. Περιοχές πλούσιε* σε οιδηρομεταλλεύματα είναι κατάλληλες ως τόποι εγκατάστασης χαλυβουργικών και μεταλλουργικών Βιομηχανιών αλλά ακα­ τάλληλες για Βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας. Περιοχέδ με άφθονο, φθηνό και ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό μπορεί να είναι ελκυστικές για Βιομηχανίες έντασης εργασίας αλλά απωθητικές για βιομηχανίες ένταση* τεχνολογίας, ηου προτιμούν να χωροθετούνται σε περιοχές με υψηλά ειδικευμένο επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, ειδικές υλικοτεχνικέ* υηοδομέ* και υπηρεσίες υποστήριξη* υψηλού επιπέδου. Περιοχέ* με ανυπαρξία ορισμένων πολιτιστικών στοιχείων όπως η το­ πική κουλτούρα της παραγωγικής κοινότητας, μπορεί να είναι μεν κατάλληλε* για καθετοποιημένες φορντικές επιχειρήσεις, αλλά είναι τελείως ακατάλληλες για ευέλι­ κτες μικρομεσαίες επιχειρήσεις ηου απαιτούν περιβάλλον συνεργατικής δικτύωσης και καινοτομίας για να λειτουργήσουν (κεφ. 13, 14). Οι συνδυασμοί χωροθετικών πλεονεκτημάτων και μειονεκτημάτων διαφοροποιούνται κατά περίπτωση Βιομηχα­ νίας, ανάλογα με το είδος του προϊόντος, TIS αγορές στι* οποίες απευθύνεται, την κλίμακα, το κόστος και τις τεχνολογίες παραγωγής nou υιοθετεί.

3.2.2.

Η παραγωγική (αξιακή) αλυσίδα

Σε πολλές περιπτώσεις βιομηχανιών, οι υλικέ* εισροές δεν χρησιμοποιούνται πρωτογενώς, όπως συναντώνται στη φύση, αλλά αποτελούν προϊόν προηγούμενη* Βιο­ μηχανική* επεξεργασίας. Ό σ ο πιο σύνθετε* μάλιστα γίνονται οι κοινωνίε5, τόσο πιο εξειδικευμένε* και απαιτητικές γίνονται οι ανάγκες τους για βιομηχανικά προϊόντα και τόσο μειώνεται η σημασία των πρωτογενών υλών και φυσικών πόρων στα πα­ ραγωγικά τους συστήματα (Harrington & Warf 1995: 101, Thurow 1995: 62). Αντί­ στοιχα, οι εκροές πολλών Βιομηχανικών κλάδων δεν διοχετεύονται απευθείας στπν τελική κατανάλωση αλλά σε άλλες Βιομηχανίες για παραπέρα μεταποιητική επεξερ­ γασία, οι οποίες συνιστούν τις λεγόμενες ενδιάμεσες αγορές. Οι διαδοχικές αυτές επεξεργασίες που μοιάζουν με τους επιμέρους κρίκους μιας ενιαίας παραγωγική* αλυσίδας, προσθέτουν διαδοχικά τμήματα αξΐαδ στο τελικό προϊόν και για το λόγο αυτό η παραγωγική διαδικασία αυτού του τύπου ονομάζεται και «αξιακή αλυσίδα» 2

3

2. Για παράδειγμα, ίο πλαστικό nou χρησιμοποιείται ως πρώτη ύλη (εισροή) πολλών μεταποιητι­ κών βιομηχανιών, αποτελεί προϊόν (εκροή) προηγούμενης μεταποίησης υποπροϊόντων πετρελαίου. Το χαρτί, πρώτη ύλη των εκτυπωτικών και εκδοτικών βιομηχανιών, αποτελεί προϊόν προηγούμενης μεταποίησης. Το ίδιο ισχύει και με τα κλαδικά κυκλώματα βιομηχανιών ξύλου-επίηλου, κλωστοϋφαντουργίας-ένδυσης, δέρματος-υπόδησης, βασικών μετάλλων-μεταλλικών ειδών και μηχανών κ.ο.κ. 3. Για παράδειγμα, οι μεταλλευτικές βιομηχανίες παρέχουν εισροές στις βιομηχανίες μετάλλου, οι οποίες με τη σειρά τους τροφοδοτούν άλλες Βιομηχανίες παραγωγής μεταλλικών προϊόντων, πολλά από τα οποία χρησιμοποιούνται ως εξαρτήματα για την παραγωγή ορισμένων τελικών προϊόντων.

107

Η διάρθρωση ins οικονομικής δραστηριότητας

ΠΡΟΜΗ­ ΘΕΙΕΣ

ΥΛΙΚΑ £

tf.

ΜΕΤΑΣΧΗ­ ΜΑΤΙΣΜΌς

• • • -fa

(ΜΕΤΑ­ ΠΟΙΗΣΗ)

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΕΙΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΣΤΗ­ ΡΙΞΗΣ

ΔΙΑΝΟΜΗ

(Ρ) Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Α / Ε Ρ Ε Υ Ν Α & Α Ν Α Π Τ Υ Ξ Η (Ε&Α) (σχεδιασμός προϊόντος, τεχνολογίες παραγωγής, λογιστικά προμηθειών & διανομής)

ΥΛΙΚΑ Ρ

ΠΡΟΜΗ­ ΘΕΙΕΣ

1

R

ΜΕΤΑΣΧΗ­ ΜΑΤΙΣΜΌς

ΠΡΟΩΘΗΣΗ

(ΜΕΤΑ­ ΠΟΙΗΣΗ)

ΚΑ! ΠΩΛΗΣΕΙΣ

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΣΤΗ­ ΡΙΞΗΣ

ΔΙΑΝΟΜΗ

Μ Ε Τ Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Ε Π Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Ε Σ (κίνηση υλικών, προϊόντων, ανθρώπων και πληροφορίας)

(Υ) ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ

Τ Ε Χ Ν Ο Λ Ο Γ Ι Α / Ε Ρ Ε Υ Ν Α & ΑΝΑΠΤΥΞΗ (Ε&Α) {σχεδιασμός προϊόντος, τεχνολογίες παραγωγής, λογιστικά προμηθειών & διανομής)

~

ΠΡΟΜΗ­ ΘΕΙΕΣ

ΥΛΙΚΑ

. . . . . Ι

ΜΕΤΑΣΧΗ­ ΜΑΤΙΣΜΌς (ΜΕΤΑ­ ΠΟΙΗΣΗ)

ί

ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΕΙΣ

ΔΙΑΝΟΜΗ

•i_r.i_L.jK —__-__ρ

ft

Μ Ε Τ Α Φ Ο Ρ Ε Σ ΚΑΙ Ε Π Ι Κ Ο Ι Ν Ω Ν Ι Ε Σ (κίνηση υλικών, προϊόντων, ανθρώπων και πληροφορίας)

ΡΥΘΜΙΣΗ, ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ, ΕΛΕΓΧΟΣ

Σχήμα 3.1.: Η δομή i n s βασικής παραγωγικής αλυσίδας Πηγή: Dicken 1999: 6.

ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΥΠΟΣΤΗ­ ΡΙΞΗΣ

Διαδρομές oris θεωρίες του χώρου

108

π «αλυσίδα προστιθέμενα αξίας». Οι διαδοχικέ5 αυτέ5 εηεξεργασίες-προσθήκε5 αξίας μπορεί είτε να πραγματοποιούνται από τπν αρχή ως το τέλος στο πλαίσιο μιας ενιαία5 μεγάλη$ εταιρικής οργάνωση5 ή να τμηματοποιούνται και να επιμερίζονται σε μικρότερες αυτοτελει'5 επιχειρήσεις. Παρά τις διαφορές τους ηου σχετίζονται με τπ φύση του προϊόντος και το χα­ ρακτήρα της παραγωγικής διαδικασίας, οι παραγωγικές αλυσίδες έχουν μια κοινή βασική δομή. Το σχήμα 3.1 δείχνει τα βασικά στοιχεία που συνθέτουν μια υποθετική παραγωγική αλυσίδα. Το (α) στο εν λόγω σχήμα δείχνει τη βασική δομή της αλυ­ σίδας με αφαιρετικό τρόπο, ενώ το (β) δείχνει ότι κάθε κρίκος της αλυσίδας και οι διασυνδέσεις μεταξύ τους εξαρτώνται αηό διάφορες τεχνολογικές και μεταφορικές/ επικοινωνιακές υποδομές και υπηρεσίες προκειμένου να διεκπεραιωθούν ομαλά. Το (γ) δείχνει ότι όλο αυτό το σύστημα είναι «ενσωματωμένο» σε ένα ευρύτερο περιβάλλον ηου απαρτίζεται αφενός από χρηματοδοτικούς θεσμούς και μέσα (χρη­ ματοπιστωτικό σύστημα), αφετέρου αηό μηχανισμούς και θεσμούς ρύθμισης, συ­ ντονισμού και ελέγχου. Σε κάθε κρίκο και συνδεσμολογία της αλυσίδας αντιστοιχεί και η εισροή της κατάλληλης εργασίας. Ανάλογα με τη φύση του προϊόντος και το χαρακτήρα της παραγωγικής διαδι­ κασίας, η παραγωγική αλυσίδα μπορεί να είναι αηό εξαιρετικά απλή ως εξαιρετικά περίπλοκη. Το σχήμα 3.2 δείχνει την παραγωγική αλυσίδα προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας-ρουχισμού. Η εν λόγω αλυσίδα μπορεί να πάρει διάφορες μορφές ανάλο­ γα με το noios συντονίζει και ελέγχει τους επιμέρους κρίκους ηου τπν αποτελούν και τις διασυνδέσεις μεταξύ τους (σχήμα 3.3.). Στη μια άκρη του φάσματος, έχουμε μια μόνο επιχείρηση -συνήθως μεγάλη- στην οποία όλοι οι κρίκοι και οι διασυνδέσεις μεταξύ τους λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό τπς (πλήρως καθετοποιημένη παρα­ γωγική αλυσίδα). Στον αντίποδα αυτής τπς περίπτωσης, έχουμε εκείνη όπου κάθε κρίκος αφορά επιμέρους αυτοτελείς επιχειρήσεις, έτσι ώστε π αλυσίδα να είναι ένα σύνολο πλήρως εξωτερι κόποι η μένων συναλλαγών μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών (πλήρως αποκαθετοποιημένη παραγωγική αλυσίδα). Στπν πράξη, ωστόσο, εμφανί­ ζονται πολλές ενδιάμεσες μορφές οργάνωσης ανάμεσα στις δυο ακραίες περιπτώ­ σεις. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι μεγάλες επιχειρήσεις κρατούν στο εσωτερικό τους ορισμένου5 κρίσιμους κρίκους της παραγωγικής αλυσίδας του προϊόντος τους ενώ αναθέτουν την υλοποίηση άλλων κρίκων σε μικρότερες εηιχειρήσεις-υπεργολάβους που κάνουν τπ δουλειά κάτω αηό συγκεκριμένες προδιαγραφές για λογαριασμό τους έναντι συγκεκριμένης και κατοχυρωμένης μέσω συμβολαίου αμοιβής (ΗοΙηΐθς 1984). Oncos επισημαίνει ο Dicken (1999: 8), τα όρια μεταξύ «εξωτερίκευσης» και «εσωτερίκευσης» είναι ρευστά και μεταβαλλόμενα καθώς κάτω από συγκεκριμένε5 συνθήκες είναι στη δικαιοδοσία των επιχειρήσεων να αποφασίζουν κάθε φορά ηοιες λειτουργίες ή κρίκους των παραγωγικών τους αλυσίδων θα επιτελέσουν στο εσωτε­ ρικό τους και ποιες θα αναθέσουν σε εξωτερικές συνεργαζόμενες επιχειρήσεις. Οι παραγωγικές αλυσίδες δεν αποτελούν απλές τεχνικέ5-διαδικαστικές ρουτίνες στην παραγωγή των προϊόντων, αλλά αντανακλούν ροές εταιρικού ελέγχου και εξου­ σίας κατά μήκος τους. Κάποιοι θέτουν τους Βασικούς όρους του παιχνιδιού και κά-

Η διάρθρωση της οικονομικής δραστηριότητας ΚΛΩΣΤΟΫΦΑΝΤΟΥΡΓΙΑ

ΠΡΟΠΑΡΑ­ ΣΚΕΥΗ ΝΗΜΑΤΩΝ κλωστήριο

Φυσικό βαμβάκι, μαλλί κ.λπ.

ΜΕΤΑ­ ΠΟΙΗΣΗ —> Ύφανση, πλέξιμο, τελειώματα

109 ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΕΣ POYXD.N

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ

ι

ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Ξύλο, πετρέλαιο, φυσικό •έοιο

Χημικό εργο­ στάσια και πετροχημικά διυλιστήρια

ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΕ­ ΧΝΗΤΩΝ ΙΝΩΝ Α. Ζελατινοειδείς ίνες Β. Συνθετικές ίνες

Τυποποιη­ μένα ρούχα

Ρούχο μόδας

ΔΙΑΝΟΜΗ Χονδρική και λιανική πώληση

ΑΓΑΘΑ ΟΙΚΙΑΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ Χαλιά, κουρτίνες, κουβέρτες, σεντόνια κ.λπ. ΑΓΑΘΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΧΡΗΣΗΣ Ιμάντες, ταπετσαρίες αυτοκινή­ των κ.λπ.

Σχήμα 3.2.: Η παραγωγική αλυσίδα των προϊόντων

κλωστοϋφαντουργίας-ρουχισμού

Ππγή: Dicken 1999: 284.

ποιοι εκτελούν. Οι πρώτοι είναι είτε μεγάλες εταιρείες (συνήθως πολυεθνικές) που κυριαρχούν στο συγκεκριμένο βιομηχανικό κλάδο είτε μεγάλες εμπορικές εταιρείες που ελέγχουν σημαντικά τμήματα τπς διανομής του προϊόντος στις καταναλωτικές αγορές. Κατά τον Gereffi (1994), στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για «παραγωγικές αλυσίδες οδηγούμενες από παραγωγούς». Για παράδειγμα, στην παραγωγική αλυσί­ δα της αυτοκινητοβιομηχανίας, τους όρους του παιχνιδιού θέτουν οι λίγες μεγάλες εταιρείες συναρμολόγησης που ελέγχουν τπν παγκόσμια παραγωγή (General Motors, Ford, Toyota, VW-Audi, BMW, Nissan, Renault, Fiat, Honda, Mazda κ.λπ.). Κατά τον ίδιο θεωρητικό, όταν η παραγωγή υποκινείται και ελέγχεται από μεγάλε^ ε μ π ο ρ ί α εταιρείες, πρόκειται για «παραγωγικές αλυσίδες οδηγούμενες αηό αγοραστές». Οι παραγωγικές αλυσίδε5 δεν αναπτύσσονται σε κοινωνικά, πολιτικά και θεσμι­ κά κενά, δεν υπόκεινται δηλαδή μόνο στη δικαιοδοσία των επιχειρήσεων και των μεταξύ TOUS σχέσεων και συναλλαγών, αλλά είναι και το αποτέλεσμα Tns αλληλεξάρ­ τ η σ η τριών σφαιρών:

110

Aiaopopes oris θεωρίες του χώρου

(α). Όλη π παραγωγική αλυσίδα λαμβάνει χώρα στο εσωτερικό μιας επιχείρησης (πλήρως καθετοποιημένη παραγωγική αλυσίδα)

(β) Κάθε κρίκος ins παραγωγικής αλυσίδας λαμβάνει χώρα σε ξεχωριστές, αυτοτελείς επιχειρήσεις (πλήρως αποκαθετοποιπμένπ παραγωγική αλυσίδα)

(γ) Συνδυασμός καθετοποιημένης και αποκαθετοποιπμένπς παραγωγικής αλυσίδας

Σχήμα 3.3.: Μορφές ελέγχου i n s παραγωγικής αλυσίδας

β

Σφαίρα των επιχειρήσεων: θέτει τους Βασικούς όρους οργάνωσης των παραγω­ γικών αλυσίδων και των διεπιχειρηματικών συναλλαγών για την υλοποίηση και διάθεση της παραγωγής.

β

Σφαίρα τηε κοινωνικής δυναμικής: θέτει τους όρους συγκρότησης του λεγόμε­ νου «κοινωνικού κεφαλαίου», δηλαδή το ευρύτερο κοινωνικό, μαθησιακό και πολιτιστικό πλαίσιο της εργασίας και της ηαραγωγή5. Εργασιακές σχέσεΐ5, δεξιό­ τητες και τεχνογνωσίες, πολιτιστικά πρότυπα, αξίες, κανόνες, στάσεις και συμπε­ ριφορές του ανθρώπινου παράγοντα απέναντι στπν εργασία και τη συνεργασία παίζουν σημαντικό ρόλο στον τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της παραγω­ γής (για το ρόλο του κοινωνικού κεφαλαίου Βλ. Coleman 1988, 1990, Putnam 1993, Fukuyama 1995, Linn 1999, Wolfe 2000, National Statistics 2001, Cooke et al. 2005, Middleton et al 2005).

»

Σφαίρα των πολιτικών και κρατικών θεσμών (συμπεριλαμβανομένων και υπε­ ρεθνικών θεσμών συντονισμού): θέτει το ευρύτερο ρυθμιστικό πλαίσιο της πα­ ραγωγής. Οικονομικές και χρηματοδοτικές πολιτικές και ρυθμίσεις, νομοθεσίες, παροχή δημόσιων υπηρεσιών, δημιουργία έργων υποδομής, διακρατικές ηολιτι-

Η διάρθρωοη tns οικονομικής δραστηριότητας

111

κές συμφωνίες κ.λη. παίζουν σημαντικό ρόλο στον tpono οργάνωση5 tns παρα­ γωγής και ανάπτυξης των αγορών. Ένα ακόμα σημείο που πρέπει να επισημανθεί είναι η πολυμορφία ηου παρου­ σιάζει π γεωγραφική κατανομή των παραγωγικών αλυσίδων και η οποία σε πολλές περιπτώσεις αγκαλιάζει όλο το φάσμα των γεωγραφικών χώρων, από την παγκό­ σμια μέχρι την τοπική κλίμακα. Στη μια άκρη του φάσματος βρίσκονται περιπτώσεις παραγωγικών αλυσίδων που οι κρίκοι του5 είναι γεωγραφικά διάσπαρτοι σε διαφορετικέ5 χώρες του πλανήτη. Στην άλλη άκρη βρίσκονται περιπτώσεις παραγωγικών αλυσίδων συγκεντρωμένων σε μια συγκεκριμένη περιφέρεια μιας χώρας. Ανάμεσα στΐ5 δύο αυτέ5 ακραίε5 εκδοχέ5, υπάρχει μια ποικιλία δυνατών περιπτώσεων χωρι­ κής διάρθρωσης των παραγωγικών αλυσίδων. 4

3.2.3. Βιομηχανικά 6ιασυνδέσεΐ5-συναλλαγέ5 και καταμερισμοί εργασία$ Σε κάθε ιστορική περίοδο ανάητυξη5 της ανθρώπινης κοινωνία5, παρατηρείται ένα συγκεκριμένο επίπεδο συναλλαγών μεταξύ των παραγωγών. Στη Βιομηχανική κοι­ νωνία οι συναλλαγέ5 συνδέουν μεταξύ τους διαφορετικές επιχειρήσεις με απλά ή περισσότερο σύνθετα πλέγματα εισροών-εκροών. Οι συναλλαγέ5 αυτές γίνονται δυνατέ5 λόγω τπ5 ύπαρξη5 ενός κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας δηλαδή μιας εξειδίκευσης κατά τπν οποία διαφορετικέ5 επιχειρήσει επιτελούν διαφορετικές δρα­ στηριότητες, ηου στπν αλληλεξάρτηση του5 προσδίδουν στπν οικονομία ως σύνολο τη λειτουργικότητα τπ5. Ιστορικά, π μεταποιητική Βιομηχανία εξελίχθηκε αηό την αυτοτελή και μεμονωμένη δραστηριότητα του παρελθόντος στη σύγχρονη δικτυακή οργάνωση (Bergman et αί 1991, Morgan 1992, Grabher, ed., 1993, Hakansson & ]ohanson 1993, Cooke 1993, 1997, Conti et at, eds., 1995, Storper 1995,1997, Bergman & Feser 1999, Scott 2000). Σήμερα, σε όλο και μεγαλύτερο Βαθμό, η οικονομική δραστηριότητα τείνει να τμηματοποιείται σε εηιμέρου* λειτουργίες ηου κατανέμονται σε λιγότερο ή περισσότερο σύνθετα δίκτυα αλληλεξαρτώμενων και εξειδικευμένων επιχειρήσεων, η διάρθρωση και λειτουργία των οποίων είναι πολύ διαφορετική αηό τη μεμονωμένη επιχείρηση του παρελθόντθ5. Oncus παρατηρεί ο Scott (1988α), στη νέα οικονομία που προέκυψε μετά την κρίση του φορντισμού, περνούμε αηό μια αντίληψη τπ5 «επιχείρησης cos οργάνω­ σ α » σε μια αντίληψη «οργάνωσης των επιχειρήσεων». Δηλαδή από μια παραγωγική εσωστρέφεια σε μια παραγωγική εξωστρέφεια, από την επιχείρησπ-μονάδα στην «εν­ σωματωμένη επιχείρηση», τπν επιχείρπση-μέλος ενός ευρύτερου παραγωγικού δικτύ­ ου ή συμπλέγματος αλληλεξαρτώμενων επιχειρήσεων. Για την ώρα, ωστόσο, μπορού-

4.Ένα χρηστικό Βιομηχανικό προϊόν, επί παραδείγματι μια γαλλική αρδευτική αντλία, μπορεί να απο­ τελεί τον τελικό κρίκο μιας αλυσίδας διαδοχικών μεταποιητικών μετασχηματισμών: (α) αρχίζοντας για παράδειγμα από τπν εξόρυξη ins πρώτης ύλης (σίδηρομεταλλεύματος) στη Βραζιλία, στη συνέχεια (Β) σε χολυβουργικές Βιομηχανίες της Γερμανίας για την παραγωγή χαλύβδινων προφίλ και τελικά (γ) στο εργο­ στάσιο του τελικαύ κατασκευαστή στη Γαλλία.Έτσι, παρότι το προϊόν φέρει την ένδειξη «made in France», στπν πραγματικότητα είναι «world made». Το ίδιο φυσικά ισχύει για ηολλά άλλα βιομηχανικά προϊόντα.

112

Διαδρομές oris θεωρίες ίου χώρου

με να αφήσουμε κατά μέρος την πολυπλοκότητα των δικτυακών μορφών Βιομηχανικής οργάνωσης και συναλλαγής και να επικεντρωθούμε σε ένα μόνο Βασικό συστημικό χαρακτηριστικό τους, τις οπίσθιες και εμπρόσθιες διασυνδέσεις. Όπως σημειώθηκε πιο πάνω, κάθε παραγωγική μονάδα αναπτύσσει διασυνδέ­ σεις τόσο προς τα πίσω, προς την κατεύθυνση των εισροών της, όσο και προς τα εμπρός, προς την κατεύθυνση των εκροών τπς. Οι διασυνδέσεις αυτές μπορεί να εί­ ναι από πολύ απλές μέχρι εξαιρετικά σύνθετες ανάλογα με τη δομή της παραγωγικής της αλυσίδας. Στην πιο απλουστευτική του μορφή, ένα σύστημα τέτοιων διασυνδέ­ σεων περιλαμβάνει μια οπίσθια διασύνδεση μιας παραγωγικής μονάδας με την εξο­ ρυκτική Βιομηχανία που προμηθεύει την πρώτη ύλπ και μια εμπρόσθια διασύνδεση της μονάδας με την εμπορική επιχείρηση διάθεσης του προϊόντος στις αγορές. Ωστό­ σο, με την αύξουσα διαφοροποίηση της παραγωγής και την εξειδίκευση των επιχει­ ρήσεων, π απλή αυτή δομή διασυνδέσεων και συναλλαγών αρχίζει να υποχωρεί. Η σύγχρονη μεταποιητική δραστηριότητα πραγματοποιείται κατά μεγάλο ποσοστό μέσω σύνθετων συστημάτων εισροών-εκροών σε όλο το μήκος της παραγωγικής αλυσίδας (Holly 1997: 28). Τα συστήματα αυτά είναι ενδοτομεακές και διατομεακές ροές υλικών μεγεθών (προϊόντων, εξαρτημάτων, υλών κ.λπ.) καθώς και άυλων με­ γεθών (πληροφοριών, υπηρεσιών) που συνδέουν μεταξύ τους διαφορετικές επιχει­ ρήσεις και παραγωγικές μονάδες διαμορφώνοντας δικτυακά συμπλέγματα. Όπως θα διαπιστώσουμε σε πολλά επόμενα σημεία αυτής της εργασίας, οι διασυνδέσεις και συναλλαγές παίζουν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των νέων μεταφορντικών τοπίων της παραγωγής και της ανάπτυξης. Η συνθετότητα και πολυμορφία της Βιομηχανικής δραστηριότητας τόσο ως οικο­ νομικής λειτουργίας όσο και ως χωρικής οργάνωσης απαιτεί την υιοθέτηση μιας συστπμικής οπτικής (Bale 1988: 19-21). Σύστημα, με τπν ευρεία έννοια του όρου, είναι ένα σύνολο αλληλεξαρτώμενων και αλληλεπιδρώντων μερών που ανταλλάσσουν διαρκώς υλικά, ενέργεια και πληροφορία μεταξύ τους και με το περιβάλλον τους. Η συστπμική προσέγγιση των φαινομένων δίνει ιδιαίτερη έμφαση σε τρεις έννοιες: 5

«

Στην έννοια της ολότητας, πράγμα που σημαίνει ότι οι ιδιότητες και τα χαρακτη-

5. Η Βιβλιογραφία για τπ συστημική προσέγγιση των κοινωνικών φαινομένων είναι ηολύ μεγάλη και είναι αδύνατο να παρατεθεί εδώ. Ενδεικτικά και μόνο βλ. Parsons 1951, 1954, 1960, 1971, Parsons & Smelser 1956, Buckley 1967, 1968, Demerath & Peterson, eds., 1967, Black 1968, Emery, ed., 1969, Castles et ai, eds., 1971, Beishon & Peters, eds., 1972, Lazlo 1972, Blauberg et al. 1977, Easton 1979, Huggett 1980, Κουρλιούρο5 1989, Eriksson 1998. Οι σ υ σ τ π μ ι ^ προσεγγίσει των διάφορων φυσι­ κών και κοινωνικών φαινομένων άνθποαν αμέσου μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και έφθασαν στο αηόγειό TOUS cms δεκαετία ίου 1960 και 1970 με σ η μ α ν τ ι ^ εηιρροέ5 στην ανάλυση του χώρου και τπ διαμόρφωση πολιτικών χωρικού σχεδιασμού (Βλ. Κουρλιούρθ5 1989 για αναλυτική παρουσίαση). Στπ συνέχεια, π επίδραση TOUS μειώθηκε λόγω uis μεταμοντέρνα αντιολιστικπ5 και αντιαφηγημαιική5 KpvciKns (κεφ. 2), για να επανέλθουν πρόσφατα στο προσκήνιο a_s αποτέλεσμα tns αδυναμία ins μεT.apovTipvas σκέψη5 να αναλύσει νέα ούνθετα φαινόμενα που απαιτούν μια σφαιρική θεώρηση, ona_s για παράδειγμα η παγκοσμιοποίηση και οι γεωγραφικέ5 συνέηειέί ins, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι ins εμφάνισα ins «Ko.va.vias του ρίσκου» (βλ. Beck 1992), οι παγκόομιε5 διαστάσει των περιβαλ­ λοντικών προβλημάτων κ.ά. Σημαντικό ρόλο στην επανεμφάνιση των συστπμικών προσεγγίσεων στο προσκήνιο ms ouyxpovns σκέψπ5 έπαιξε το Διεθνέε Ινστιτούτο Εφαρμοσμένα Ανάλυσα Συστημάτων

Η διάρθρωση ins οικονομικής δραοτηριότητα5

113

ριστικά τπ5 συστημικής ολότητας δεν συνάγονται από το μηχανικό άθροισμα των μερών που τπν αποτελούν. ® Στην έννοια της αλληλεξάρτησης των μερών μεταξύ τους και με το εξωτερικό τους περιβάλλον. •

Στην έννοια της διαρκούς αλλαγής τόσο των χαρακτηριστικών της συστημικής ολότητας όσο και των μερών που τπν απαρτίζουν.

Η συστημική προσέγγιση είναι ένα εξαιρετικά χρήσιμο μεθοδολογικό εργαλείο, γιατί υπερβαίνει την παραδοσιακή μεθοδολογική αντίθεση μέρους-ολότπτας και κα­ θιστά δυνατή τπ σφαιρική μελέτη και κατανόηση ενός σύνθετου φαινομένου. Δηλα­ δή επιτρέπει τη διερεύνηση του φαινομένου σε όλες τις κλίμακες εμφάνισης του, με τπν «αποδόμπση» του μελετώμενου συστήματος σε ιεραρχημένα και αλληλεξαρτώ­ μενα υηερσυστημικά και υποσυστημικά επίπεδα και τπ μελέτη του κάθε επιπέδου καθ' εαυτό και σε συσχέτιση με τα άλλα. Συνεπώς, π μελέτη ενός φαινομένου σε οποιοδήποτε συστπμικό επίπεδο και αν το προσεγγίσουμε, απαιτεί να λαμβάνονται υπόψη τόσο οι συσχετίσεις του με το ευρύτερο υπερσύστημα του οποίου αποτελεί μέρος, όσο και εκείνες με τα διάφορα υποσυστήματα από τα οποία αποτελείται. Ένα απλό παράδειγμα συστπμικής προσέγγισης μιας υποθετικής βιομηχανικής επιχείρησης παρέχει το σχήμα 3.4. Η επιχείρηση μπορεί να προσομοιωθεί με ένα σύστημα (Σ) το οποίο αποτελείται από μια σειρά αλληλεξαρτώμενα υποσυστήματα, όπως το τμήμα Ε&Α, π διοίκηση, οι μονάδες παραγωγής και το τμήμα πωλήσεων. Το σύστημα αυτό είναι ανοιχτό γιατί η λειτουργία του απαιτεί ανταλλαγή υλικών και πληροφορίας με το άμεσο περιβάλλον του, την τοπική οικονομία, η οποία αποτελεί ως ηρος το Σ υπερσύστημα πρώτου επιπέδου (ΥΣ1). Το Σ δέχεται εισροές από το Υ Σ 1 , όπως εργατικό δυναμικό, δημόσιες ή και ιδιωτικές υπηρεσίες παρα­ γωγού, πρώτες και Βοηθητικές ύλες, χρηματοδοτικά κεφάλαια, τεχνογνωσία κ.λπ., και αποδίδει σε αυτό εκροές (προϊόντα). Όμως π τοπική οικονομία, που είναι το άμεσο περιβάλλον της επιχείρησης, αποτελεί υποσύστημα τπς ευρύτερης περιφε­ ρειακής οικονομίας, η οποία για το Σ αποτελεί υπερσύστημα δεύτερου επιπέδου (ΥΣ2). Πιθανότατα η επιχείρηση δέχεται εισροές από το Υ Σ 2 και αποδίδει σε αυτό εκροές. Η περιφερειακή οικονομία, μετπ σειρά τπς, είναι υποσύστημα της εθνικής οικονομίας, η οποία για το Σ αποτελεί υπερσύστημα τρίτου επιπέδου (ΥΣ3). Και εδώ είναι πολύ πιθανό το Υ Σ 3 να δίδει εισροές στο Σ και να δέχεται αηό αυτό εκροές. Είναι προφανές ότι το ένα επίπεδο αποτελεί υπερσύστημα σε σχέση με το κατώτερο του και υποσύστημα σε σχέση με το ανώτερο του. Πρακτικά, τα παρα­ πάνω σημαίνουν ότι π κατανόηση της λειτουργίας και της χωρικής οργάνωσης της επιχείρησης απαιτεί ανάλυση τόσο των υποσυστπμικών τπς επιπέδων (επιμέρους τμήματα, λειτουργίες και χωρικές διαστάσεις) όσο και των υηερσυστπμικών, δηλα­ δή των σχέσεων τπς με τπν τοπική, τπν περιφερειακή και την εθνική οικονομία και τη χωρική «αρχιτεκτονική» αυτών των σχέσεων. Στην περίπτωση δε πολυεθνικών

(International Institute for Applied Systems Analysis) με έδρα tnv Αυστρία. Πα μια αναλυτική παρου­ σίαση των νέων συστπμικών προσεγγίσεων Βλ. Eriksson 1998.

Διαδρομές oris θεωρίες tou χώρου

114

ΡΟΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΑΣ

ΡΟΕΣ ΥΛΙΚΩΝ Ο

ΤΜΗΜΑΕ6Α

Δ

ΔΙΟΙΚΗΣΗ

| ©

ΕΙΣΡΟΕΓ ΕΡΓΑΣίΑ

| ΤΜΗΜΑ ΠΟΛΗίΕΩΝ

ΓΙΡΟΜΗΘΕνΤΕΣ ΥΛΟΝίΕΝΕΡΓΕΙΑΣ

ΜΟΝΑΔΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗ!

ΕΚΡΟΕΙ ©

ΑΛΛΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ (ΕΝΔ. ZHTHIH)

Q

ΚΑΤΑΝΑΛΟΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

® •

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΑΡΑΓΏΓΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΙΚΟΙ ΦΟΡΕΙΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙ Σ-ΥΠΕΡΓΟΛΑΒ 01 ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΑ ΚΕΝΤΡΑ

Σχήμα 3.4,: Συσχημική διάρθρωση μιας υποθετική* βιομηχανικής επιχείρησης

επιχειρήσεων, απαιτείται ανάλυση και σε ακόμα ανώτερο υηερσυστημικό επίπεδο, αυτό της παγκόσμιας οικονομίας. Κατά τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, κυρίαρχος τύπος βιομηχανικής επι­ χείρησης ήταν η ενιαία μεγάλη φορντική επιχείρηση πυραμιδοειδούς οργανωτικής διάρθρωσης, στο εσωτερικό της οποίας λάμβαναν χώρα όλες οι λειτουργίες-κρίκοι της παραγωγικής αλυσίδας (Bennett 1991: 105-7). Η επιχείρηση αυτή αποτελούσε

Η διάρθρωση i n s οικονομικής δραστηριότητας

115

Π Ρ Ο Μ Η Θ Ε Υ Τ Ε Ι ΥΛΙΚΩΝ -Πρώτες και βοηθητικές ύλες, ενδιάμεσες ύλες -Ενέργεια -Εξοπλισμός

ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ -Τεχνικοοικονομικές υπηρεσίες -Χρηματικές υπηρεσίες -Ασφαλιστικές υπηρεσίες -Νομικές υπηρεσίες -Διαφημιστικές υπηρεσίες -Ερευνητικές Τεχνολογικές υπηρε­ σίες (Ε&Α) ΕΝΔΙΑΜΕΣΕΣ ΑΓΟΡΕΣ -Αλλες επιχειρήσεις (πε­ ραιτέρω επεξεργασίας)

ΔΗΜΟΣΙΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ -Τρσττεζικέςυπηρεαίες -Άδειες, εγκρίσεις κ.λπ. {υπουργεία και δημόσιοι οργανιαμαί)

ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ

•71 Α