152 24 2MB
Greek(Modern) Pages 362 Year 2009
ί
Πρώτο
Μέρος
Τι θα Κάνατε για την Αγάπη;
i I
1
Ο
ι άνθρωποι αρχίζουν να πεθαίνουν από τη σπγμή της γέννησής τους. Οι περισσότεροι ζουν τη ζωή τους κλείνοντας τα μάτια στην υπομονετική πολιορκία του θανάτου μέχρι που, γέροι και άρρωστοι πια, τον αντιλαμβάνονται να κάθεται δίπλα στο κρεβάτι τους. Με τον καιρό, ο Μίτσελ Ράφερτι θα θυμόταν με ακρίβεια τη χρονική στιγμή που άρχισε να συνειδητοποιεί το αναπόφευκτο του θανάτου του: Δευτέρα, 14 Μαΐου, 11:43 το πρωί. Τρεις βδομάδες πριν κλείσει τα είκοσι οχτώ. Μέχρι τότε, σπάνια σκεφτόταν το θάνατο. Γεννημένος αισιόδοξος, γοητευμένος από την ομορφιά της φύσης και βρίσκοντας διασκεδαστικά τα καμώματα της ανθρωπότητας, δεν είχε λόγους αλλά ούτε και την προδιάθεση να αναρωτηθεί πότε και πώς θα επιβεβαιωνόταν η θνητότητα της φύσης του. Όταν ήρθε το τηλεφώνημα, ήταν γονατιστός. Είχε να φυτέψει στο χώμα άλλα τριάντα γλαστράκια με κόκκινους και μοβ έρωτες. Τα λουλούδια δεν είχαν άρωμα, αλλά τον ευχαριστούσε η μυρωδιά της γόνιμης γης. Οι πελάτες του, οι ιδιοκτήτες του συγκεκριμένου σπιτιού, προτιμούσαν τα έντονα χρώματα: κόκκινο, μοβ, βαθύ κίτρινο, έντονο ροζ. Δεν ήθελαν λευκά ή παστέλ λουλούδια. Ο Μιτς τους καταλάβαινε. Είχαν μεγαλώσει σε φτωχή οικογένεια και είχαν δημιουργήσει μια επιτυχημένη επιχείρηση
δουλεύοντας σκληρά και ρισκάροντας. Γι' αυτούς, η ζωή ήταν ένταση, και τα χτυπητά χρώματα αντικατόπτριζαν το πάθος της φύσης. Εκείνο το φαινομενικά συνηθισμένο αλλά στην πραγματικότητα καθοριστικό πρωινό, ο ήλιος της Καλιφόρνιας θύμιζε μια μπάλα από βούτυρο και ο ουρανός, επίσης, γυάλιζε σαν βουτυρωμένος. Παρ' όλο που η ζέστη ήταν μάλλον ευχάριστη, το πρόσωπο του Ιγκνάσιους Μπαρνς κάλυπτε ένα παχύ στρώμα ιδρώτα. Το μέτωπο του γυάλιζε, το σαγόνι του έσταζε. Ο Ίγκι δούλευε στο ίδιο παρτέρι, τρία μέτρα απόσταση από τον Μιτς, και έμοιαζε σαν να τον είχαν βράσει σε νερό. Από το Μάιο μέχρι τον Ιούλιο, η επιδερμίδα του αντιδρούσε στον ήλιο παράγοντας όχι μελανίνη αλλά μια άγρια κοκκινίλα. Αυτό το διάστημα, μέχρι να καταφέρει τελικά να μαυρίσει, φαινόταν μόνιμα ντροπιασμένος. Ο Ίγκι δεν είχε αντίληψη της συμμετρίας και της αρμονίας στη διαμόρφωση κήπων και δεν μπορούσες να τον εμπιστευτείς να κλαδέψει σωστά μια τριανταφυλλιά. Δούλευε σκληρά, όμως, κι έκανε καλή παρέα, έστω κι αν δεν μπορούσες να χαρακτηρίσεις μια συζήτηση μαζί του πνευματώδη. «Άκουσες τι έπαθε ο Ραλφ Γκάντι;» ρώτησε ο Ίγκι. «Ποιος είναι ο Ραλφ Γκάντι;» «Ο αδερφός του Μίκι». «Του Μίκι Γκάντι; Ούτε αυτόν τον ξέρω». «Και βέβαια τον ξέρεις», επέμεινε ο Ίγκι. «Ο Μίκι, που έρχεται μερικές φορές στο Ρόλινγκ Θάντερ». Το Ρόλινγκ Θάντερ ήταν ένα μπαρ όπου σύχναζαν διάφοροι σέρφερ. «Έχω χρόνια να πάω εκεί», είπε ο Μιτς. «Χρόνια; Σοβαρά μιλάς;» «Σοβαρότατα». «Νόμιζα ότι περνούσες πού και πού». «Δηλαδή δεν έγινε αισθητή η απουσία μου, ε;» «Σίγουρα δεν έχουν δώσει το όνομά σου σε κάποιο σκαμνί
του μπαρ, αλλά... Και γιατί δεν έρχεσαι; Βρήκες κανένα καλύτερο μπαρ από το Ρόλινγκ Θάντερ;» «Θυμάσαι που ήρθες στο γάμο μου, πριν από τρία χρόνια;» ρώτησε ο Μιτς. «Βέβαια. Είχες κάτι φοβερά τάκος με θαλασσινά, αλλά η μπάντα ήταν χάλια». «Δεν ήταν χάλια». «Πλάκα μου κάνεις; Μιλάμε οι άνθρωποι είχανε ντέφια». «Ήμαστε στριμωγμένοι από λεφτά. Τουλάχιστον, δεν είχαν ακορντεόν». «Επειδή δεν ήξεραν να παίζουν ακορντεόν». Ο Μιτς άνοιξε μια τρύπα στο χώμα με το σκαλιστήρι. «Ούτε είχαν κουδουνάκια στα δάχτυλα». Ο Ίγκι σκούπισε το μέτωπο με το μπράτσο του. «Πρέπει να έχω γονίδια από Εσκιμώους», είπε. «Αρχίζω να ιδρώνω στους δέκα βαθμούς». «Δεν ασχολούμαι με μπαρ πια», είπε ο Μιτς. «Είμαι παντρεμένος και ασχολούμαι με τη γυναίκα μου». «Ναι, αλλά δεν μπορείς να ασχολείσαι και με τη γυναίκα σου και με το Ρόλινγκ Θάντερ;» «Απλώς προτιμώ να είμαι σπίτι μου παρά οπουδήποτε αλλού». «Θλιβερά πράγματα αυτά, αφεντικό», είπε ο Ίγκι. «Δεν είναι θλιβερό, είναι το καλύτερο». «Αν βάλεις ένα λιοντάρι σε ζωολογικό κήπο για τρία χρόνια ή και έξι χρόνια, δεν ξεχνάει ποτέ πώς είναι η ελευθερία». «Πού το ξέρεις εσύ;» είπε ο Μιτς φυτεύοντας μοβ έρωτες. «Ρώτησες ποτέ κανένα λιοντάρι;» «Δε χρειάζεται να ρωτήσω. Είμαι λιοντάρι». «Είσαι απλώς ένας μανιακός του σερφ». «Και περήφανος γι' αυτό. Χαίρομαι που βρήκες τη Χόλι. Είναι σπουδαία κυρία. Αλλά εγώ έχω την ελευθερία μου». «Μπράβο σου, Ίγκι. Και τι την κάνεις;» «Τι κάνω ποια;» «Την ελευθερία σου. Τι κάνεις με την ελευθερία σου;» «Ό,τι θέλω».
«Για παράδειγμα;» «Οτιδήποτε. Ας πούμε, αν θέλω πίτσα με λουκάνικα το βράδυ, δε χρειάζεται να ρωτήσω καμιά γκόμενα αν θέλει κι αυτή». «Καταπληκτικό». «Αν θέλω να πάω στο Ρόλινγκ Θάντερ για μερικές μπίρες, δεν έχω καμία να μου γκρινιάζει». «Η Χόλι δεν γκρινιάζει». «Μπορώ να γίνομαι λιώμα κάθε βράδυ, αν θέλω, και δεν έχω καμία να τηλεφωνάει και να με ρωτάει πότε θα γυρίσω σπίτι». Ο Μιτς άρχισε να σφυρίζει το «Γεννημένος Ελεύθερος». «Κι αν μου την πέσει κανένα γκομενάκι», συνέχισε ο Ίγκι, «είμαι ελεύθερος να ροκάρω». «Σου την πέφτουν συνέχεια σέξι γκομενάκια, ε;» «Οι γυναίκες είναι τολμηρές στις μέρες μας, αφεντικό. Αν δουν κάτι που το θέλουν, το παίρνουν». «Ίγκι», είπε ο Μιτς, «την τελευταία φορά που σου κάθισε γυναίκα, ο Τζον Κέρι νόμιζε ότι θα βγει Πρόεδρος». «Δεν πάει και πολύς καιρός από τότε». «Λοιπόν, τι έγινε με τον Ραλφ;» «Ποιον Ραλφ;» «Τον αδερφό του Μίκι Γκάντι». «Α, ναι. Του δάγκωσε τη μύτη ένα ιγκουάνα». «Φοβερό». «Είχε κάτι τρίμετρα κύματα, και ο Ραλφ με μερικούς άλλους πήγαν για νυχτερινό σερφ στο Γουέτζ». Το Γουέτζ ήταν ένα φημισμένο σημείο για σερφ στο τέλος της χερσονήσου Μπαλμπόα, στο Νιούπορτ Μπιτς. «Πήραν ψυγειάκια γεμάτα σάντουιτς και μπίρες -και ένας έφερε και τον Μινγκ». «Τον Μινγκ;» «Το ιγκουάνα». «Δηλαδή ήταν κατοικίδιο;» «Ναι. Και ήταν πάντα πολύ ήρεμος». «Νόμιζα ότι τα ιγκουάνα είναι κυκλοθυμικά».
«Όχι, είναι γλυκά ζωάκια. Αλλά κάποιος μαλάκας, που δεν ήταν καν σέρφερ, ένα παράσιτο, ένας της προσκολλήσεως, έδωσε στον Μινγκ ένα τέταρτο της δόσης μεθαμφεταμίνη μέσα σ' ένα σαλάμι». «Σπινταρισμένο ερπετό», είπε ο Μιτς. «Κακή ιδέα». «Ναι, ο Μινγκ σπινταρισμένος ήταν ένα τελείως διαφορετικό ζώο», επιβεβαίωσε ο Ίγκι. Ο Μιτς άφησε το σκαλιστήρι και κάθισε πίσω στις φτέρνες του. «Και πώς έμεινε χωρίς μύτη ο Ραλφ Γκάντι;» ρώτησε. «Δεν του την έφαγε τη μύτη ο Μινγκ. Απλώς του την έκοψε και την έφτυσε». «Φαίνεται δεν του άρεσε η ινδιάνικη κουζίνα». «Είχαν ένα μεγάλο ψυγειάκι γεμάτο παγωμένο νερό και μπίρες. Έβαλαν μέσα τη μύτη και την πήγαν στο νοσοκομείο». «Πήραν και τον Ραλφ μαζί;» «Βέβαια τον πήραν. Δική του ήταν η μύτη». «Ρωτάω επειδή μιλάμε για μανιακούς σέρφερ. Δεν έχουν και πολύ μυαλό». «Είπαν ότι ήταν λιγάκι μπλε όταν την έβγαλαν από το παγωμένο νερό, αλλά ένας πλαστικός χειρουργός την έραψε στη θέση της και τώρα δεν είναι μπλε πια». «Τι έγινε ο Μινγκ». «Τα 'φτύσε. Μιλάμε ήταν ξερός μια ολόκληρη μέρα. Τώρα είναι πάλι ο παλιός του εαυτός». «Ευτυχώς. Πρέπει να είναι δύσκολο να βρεις κλινική για να αποτοξινώσεις ένα ιγκουάνα». Ο Μιτς σηκώθηκε, πήρε τρεις ντουζίνες άδειες πλαστικές γλάστρες και τις μετέφερε στο φορτηγάκι του. Το αμάξι ήταν στο πεζοδρόμιο, στη σκιά μιας ινδικής δάφνης. Η γειτονιά είχε χτιστεί πριν από πέντε χρόνια μόλις, αλλά το μεγάλο δέντρο είχε ανασηκώσει κιόλας το πεζοδρόμιο. Τελικά οι ρίζες του θα έφραζαν το σύστημα αποστράγγισης του γκαζόν και θα έμπαιναν στους υπονόμους. Η επιλογή του κατασκευαστή να αποφύγει τα εκατό δολάρια που θα στοίχιζε ένα φράγμα για τις ρίζες θα προκαλούσε ε-
πισκευές δεκάδων χιλιάδων δολαρίων από υδραυλικούς, κηπουρούς και μπετατζήδες. Όταν ο Μιτς φύτευε ινδικές δάφνες, έβαζε πάντα φράγμα για τις ρίζες. Δεν ήθελε να δημιουργεί πρόσθετη δουλείά για τον εαυτό του στο μέλλον. Η Φύση τον κρατούσε συνέχεια απασχολημένο έτσι κι αλλιώς. Ο δρόμος ήταν ήσυχος, χωρίς αυτοκίνητα. Και δε φυσούσε καθόλου. Από ένα τετράγωνο μακριά, στο απέναντι πεζοδρόμιο, πλησίαζε ένας άντρας με ένα σκύλο. Ο σκύλος ήταν ένα γκόλντεν ριτρίβερ και περνούσε περισσότερη ώρα μυρίζοντας τα μηνύματα που είχαν αφήσει άλλα σκυλιά στο δρόμο παρά περπατώντας. Η ησυχία ήταν τόσο απόλυτη που ο Μιτς είχε σχεδόν την αίσθηση ότι μπορούσε να ακούσει το μακρινό λαχάνιασμα του σκύλου. Όλα χρυσόχρωμα -ο ήλιος και το σκυλί, ο αέρας και οι υποσχέσεις της μέρας, τα όμορφα σπίτια πίσω από τους περιποιημένους κήπους. Ο Μιτς Ράφερτι δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να ζήσει σ' αυτή τη γειτονιά. Του αρκούσε απλά και μόνο να μπορεί να δουλεύει εδώ. Μπορεί να σου αρέσουν τα σπουδαία έργα τέχνης αλλά να μη θέλεις να ζεις μέσα σ' ένα μουσείο. Πρόσεξε ένα σπασμένο σπρίνκλερ εκεί που το γκαζόν συναντούσε το πεζοδρόμιο. Πήρε τα εργαλεία του από το αμάξι και γονάτισε στο γρασίδι, κάνοντας ένα διάλειμμα από το φύτεμα. Εκείνη τη στιγμή, χτύπησε το κινητό του. Το έβγαλε από τη ζώνη και το άνοιξε. Είδε την ώρα -11:43-, αλλά ο αριθμός που τον καλούσε δε φαινόταν στην οθόνη. Απάντησε, παρ' όλα αυτά. «Μπιγκ Γκριν», είπε, το όνομα που είχε δώσει στη διμελή επιχείρησή του πριν από εννιά χρόνια, αν και δε θυμόταν πια γιατί. «Μιτς, σ' αγαπώ», είπε η Χόλι. «Γεια σου, μωρό μου».
«Ό,π κι αν γίνει, σ' αγαπώ». Την άκουσε να ξεφωνίζει από πόνο. Μετά ένα κροτάλισμα και ένας βρόντος, σαν κάποιοι να πάλευαν. Τρομαγμένος, ο Μιτς σηκώθηκε όρθιος. «Χόλι;» Ένας άντρας είπε κάτι, ένας άντρας που τώρα είχε το τηλέφωνο. Ο Μιτς δεν άκουσε τι είπε γιατί είχε εστιάσει όλη την προσοχή του στόυς θορύβους που ακούγονταν. Η Χόλι στρίγκλισε. Δεν είχε ξανακούσει ποτέ τέτοια κραυγή από τη γυναίκα του, τόσο φόβο. «Κάθαρμα», είπε η Χόλι, και αμέσως ακολούθησε ένας δυνατός κρότος, σαν να την είχαν χαστουκίσει. Ο άγνωστος στο τηλέφωνο είπε, «Μ' ακούς, Ράφερτι;» «Χόλι; Πού είναι η Χόλι;» Ο τύπος μίλησε πάλι, αλλά είχε απομακρύνει το τηλέφωνο, δεν απευθυνόταν στον Μιτς: «Μην είσαι ηλίθια. Μείνε κάτω». Ακούστηκε άλλη μια αντρική φωνή στο βάθος, αλλά ο Μιτς δεν μπορούσε να διακρίνει τα λόγια. Αυτός που κρατούσε το τηλέφωνο είπε, «Έτσι και σηκωθεί, δώσ' της γροθιά. Θέλεις να χάσεις κανένα δόντι, μωρό μου;» Ήταν με δύο άντρες. Και ο ένας την είχε χτυπήσει. Την είχε χτυτϋήσει. Ο Μιτς δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε. Δεν το χωρούσε το μυαλό του. Η πραγματικότητα ξαφνικά έμοιαζε ακατανόητη, σαν εφιάλτης. Ένα ιγκουάνα τρελαμένο από μεθαμφεταμίνη ήταν πιο πραγματικό από αυτά που άκουγε. Κοντά στο σπίτι, ο Ίγκι φύτευε έρωτες. Ιδρωμένος, κόκκινος από τον ήλιο, σταθερός όπως πάντα. «Έτσι μπράβο, μωρό μου. Καλό κορίτσι». Ο Μιτς δεν μπορούσε να ανασάνει. Ένα μεγάλο βάρος πίεζε τα πνευμόνια του. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν έβρισκε τη φωνή του, δεν ήξερε τι να πει. Εδώ, κάτω από το δυνατό ήλιο, ένιωθε σαν να βρισκόταν σε φέρετρο, σαν να τον έθαβαν ζωντανό. «Κρατάμε τη γυναίκα σου», είπε ο τύπος στο τηλέφωνο. Ο Μιτς άκουσε τον εαυτό του να ρωτάει, «Γιατί;»
«Εσύ γιατί νομίζεις, ρε μαλάκα;» Ο Μιτς δεν ήξερε το λόγο. Δεν ήθελε να ξέρει. Δεν ήθελε να βρει με τη λογική κάποια απάντηση, γιατί κάθε δυνατή απάντηση θα ήταν φρικτή. «Φυτεύω λουλούδια». «Λες μαλακίες, Ράφερτι;» «Αυτό κάνω. Φυτεύω λουλούδια. Επισκευάζω ποτιστικά». «Είσαι μαστουρωμένος;» «Είμαι ένας απλός κηπουρός». «Κι εμείς κρατάμε τη γυναίκα σου. Για να την πάρεις πίσω θέλουμε δύο εκατομμύρια δολάρια». Ο Μιτς ήξερε ότι δεν του έκαναν πλάκα. Αν ήταν αστείο, θα 'πρεπε να είναι στο κόλπο και η Χόλι, που δεν είχε τόσο απάνθρωπη αίσθηση του χιούμορ. «Κάνατε κάποιο λάθος». «Άκουσες τι είπα; Δύο εκατομμύρια». «Δεν ακούς τι σου λέω. Είμαι κηπουρός». «Το ξέρουμε». «Έχω περίπου έντεκα χιλιάδες δολάρια στην τράπεζα». «Το ξέρουμε». Πλημμυρισμένος από φόβο και σύγχυση, ο Μιτς δεν είχε μέσα του χώρο για θυμό. Νιώθοντας την ανάγκη να διευκρινίσει, ίσως περισσότερο για τον εαυτό του παρά για τον άγνωστο, είπε, «Έχω μια μικρή επιχείρηση, με ένα μόνο υπάλληλο». «Έχεις εξήντα ώρες, μέχρι τα μεσάνυχτα της Τετάρτης. Θα επικοινωνήσουμε μαζί σου για τις λεπτομέρειες». Ο Μιτς είχε ιδρώσει. «Είστε τρελοί! Πού θα βρω δύο εκατομμύρια δολάρια;» «Θα βρεις τον τρόπο». Η φωνή του αγνώστου ήταν σκληρή, ανελέητη. Σε μια ταινία, θα μπορούσε να μιλά έτσι ο Θάνατος. «Δεν είναι δυνατό», είπε ο Μιτς. «Θέλεις να την ακούσεις να ουρλιάζει πάλι;» «Όχι! Μη!» «Την αγαπάς;» «Ναι».
«Την αγαπάς πραγματικά;» «Είναι το παν για μένα». Τι παράξενο, να ιδρώνει ενώ ένιωθε τόσο παγωμένος. «Αν είναι το παν για σένα», είπε ο άγνωστος, «τότε θα βρεις τον τρόπο». «Δεν υπάρχει τρόπος». «Αν πας στους μπάτσους, θα της κόψουμε τα δάχτυλα ένα ένα και θα καυτηριάζουμε όπου κόβουμε. Θα της κόψουμε τη γλώσσα. Θα της βγάλουμε τα μάτια. Και μετά θα την αφήσουμε μόνη της να πεθάνει όσο γρήγορα ή αργά θέλει». Ο άγνωστος μιλούσε με έναν πρακτικό, καθόλου απειλητικό τόνο, σαν να εξηγούσε τι δουλειά κάνει. Ο Μίτσελ Ράφερτι δεν είχε καμία πείρα από τέτοιους ανθρώπους. Ήταν σαν να μιλούσε με επισκέπτη από την άλλη άκρη του γαλαξία. Και δεν είπε τίποτα, επειδή ξαφνικά σκέφτηκε ότι θα μπορούσε πολύ εύκολα να πει λάθος πράγματα, χωρίς να το αντιληφθεί, και να προκαλέσει το θάνατο της Χόλι. «Και για να καταλάβεις ότι μιλάμε σοβαρά...» είπε ο απαγωγέας. Μετά από μια μικρή σιωπή, ο Μιτς ρώτησε, «Τι;» «Βλέπεις αυτό τον τύπο απέναντι;» Ο Μιτς γύρισε και είδε τον άντρα με το σκύλο. Είχαν φτάσει στα μισά του τετραγώνου. Η φωτεινή μέρα λαμπύριζε σαν πορσελάνη. Ένας πυροβολισμός από τουφέκι διέλυσε την ησυχία και ο άντρας σωριάστηκε κάτω με μια σφαίρα στο κεφάλι. «Τα μεσάνυχτα της Τετάρτης», είπε ο άγνωστος στο τηλέφωνο. «Μιλάμε πολύ σοβαρά».
2
Τ
ο σκυλί είχε πάρει μια στάση σαν να ήταν σε κυνήγι: το ένα μπροστινό πόδι σηκωμένο, η ουρά τεντωμένη και ακίνητη, η μύτη υψωμένη αναζητώντας κάποια οσμή. Στην πραγματικότητα, το ριτρίβερ δεν είχε εντοπίσει το δολοφόνο. Απλώς είχε ξαφνιαστεί από την κατάρρευση του αφεντικού του και ήταν παγωμένο από τη σύγχυση. Ακριβώς απέναντι στο δρόμο, ο Μιτς στεκόταν κι αυτός παγωμένος. Ο απαγωγέας είχε κλείσει τη γραμμή, αλλά ο Μιτς κρατούσε ακόμη το κινητό στο αυτί του. Μια μεταφυσική παρόρμηση του έλεγε ότι εφόσον ο δρόμος παρέμενε ακίνητος, εφόσον δεν κινιόταν ούτε αυτός ούτε ο σκύλος, η βία θα μπορούσε να αναιρεθεί και ο χρόνος να γυρίσει πίσω, η σφαίρα να επιστρέψει στην κάννη. Η λογική νίκησε τη δεισιδαιμονία. Διέσχισε το δρόμο, πρώτα διστακτικά, μετά τρέχοντας. Αν ο άντρας ήταν τραυματισμένος, ίσως μπορούσε να κάνει κάτι για να τον σώσει. Καθώς πλησίαζε ο Μιτς, ο σκύλος τον υποδέχτηκε με ένα και μοναδικό κούνημα της ουράς του. Μια ματιά στο θύμα διέψευσε κάθε ελπίδα ότι θα μπορούσε να το κρατήσει στη ζωή μέχρι να έρθει ασθενοφόρο. Ένα σημαντικό μέρος του κρανίου του έλειπε. Μη έχοντας καμιά εξοικείωση με την πραγματική βία, αλλά
μόνο με την εκδοχή της των τηλεοπτικών ειδήσεων με διορθώσεις, αναλύσεις, εξηγήσεις και περικοπές, ή με την καρτουνίστικη βία των ταινιών, ο Μιτς παρέλυσε από το φρικτό θέαμα. Εκείνο που τον ακινητοποίησε κυρίως δεν ήταν ο φόβος αλλά το σοκ. Αλλά και πέρα από το σοκ, είχε παγώσει επίσης καθώς αντιλαμβανόταν ξαφνικά νέες, άγνωστες ως τότε διαστάσεις. Έμοιαζε με ποντικό σε σφραγισμένο λαβύρινθο που για πρώτη φορά σηκώνει το βλέμμα από τους γνωστούς διαδρόμους και βλέπει έναν κόσμο πέρα από το γυάλινο σκέπασμα, μορφές και σχήματα, μυστηριώδεις κινήσεις. Στο πεζοδρόμιο, το σκυλί έτρεμε και κλαψούριζε δίπλα στο αφεντικό του. Ο Μιτς αισθάνθηκε ότι βρισκόταν κοντά του και κάτι άλλο εκτός από το σκυλί. Ένιωθε ότι τον παρακολουθούσαν. Κάτι παραπάνω -ότι τον μελετούσαν. Ότι τον κυνηγούσαν. Οι χτύποι της καρδιάς του ήταν σαν ποδοβολητό ζώων πάνω σε πέτρινο μονοπάτι. Κοίταξε γύρω του αλλά δεν είδε τον εκτελεστή. Θα μπορούσαν να έχουν ρίξει από οποιοδήποτε σπίτι, από οποιαδήποτε στέγη ή παράθυρο, ή πίσω από ένα παρκαρισμένο αμάξι. Έτσι κι αλλιώς, όμως, η παρουσία που αισθανόταν δεν ήταν του δολοφόνου. Δεν αισθανόταν ότι τον παρακολουθούσαν από απόσταση αλλά από κάποιο κοντινό σημείο. Ένιωθε λες και κάποιος αιωρούνταν από πάνω του. Δεν είχε περάσει πάνω από μισό λεπτό από τη στιγμή που σκότωσαν τον άντρα με το σκυλί. Ο κρότος του πυροβολισμού δεν είχε κάνει τον κόσμο να βγει από τα σπίτια του. Σ' αυτή τη "γειτονιά, όλοι θα νόμιζαν ότι ο πυροβολισμός ήταν μια πόρτα που βρόντηξε και δε θα του έδιναν σημασία. Στην απέναντι μεριά του δρόμου, στο σπίτι του πελάτη του, ο Ίγκι Μπαρνς είχε σηκωθεί όρθιος. Δεν έδειχνε ανήσυχος, απλώς απορημένος, σαν να είχε ακούσει κι αυτός μια πόρτα να βροντάει και δεν καταλάβαινε το νόημα του πεσμένου άντρα και του σκυλιού που κλαψούριζε.
Μεσάνυχτα της Τετάρτης. Εξήντα ώρες. Φωτιά στο χρόνο, δευτερόλεπτα που καίγονται. Ο Μιτς δεν μπορούσε να αφήνει τις ώρες να γίνονται στάχτη ενώ θα τον καθυστερούσαν οι έρευνες της αστυνομίας. Στο πεζοδρόμιο, μια φάλαγγα μυρμήγκια άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε προς το συμπόσιο του σπασμένου κρανίου. Στο σχεδόν ανέφελο ουρανό, ένα μεμονωμένο σύννεφο πέρασε μπροστά από τον ήλιο. Η μέρα χλόμιασε και οι σκιές ξεθώριασαν. Νιώθοντας ένα ξαφνικό κρύο, ο Μιτς γύρισε την πλάτη του στο πτώμα και κατέβηκε από το πεζοδρόμιο, αλλά μετά σταμάτησε. Δεν μπορούσε να φορτώσει με τον Ίγκι τους αφύτευτους έρωτες στο αμάξι και να φύγουν, έτσι απλά. Ίσως να μην κατάφερναν να απομακρυνθούν πριν εμφανιστεί κάποιος και δει τον νεκρό. Η αδιαφορία τους για το θύμα και η φυγή τους θα ισοδυναμούσαν με παραδοχή ενοχής ακόμη και για τον πιο αφελή περαστικό. Πολύ περισσότερο για την αστυνομία. Το κινητό, κλειστό πια, ήταν ακόμη στο χέρι του. Το κοίταξε με τρόμο. Αν πας στους μπάτσους, θα της κόψουμε τα δάχτυλα ένα, ένα... Οι απαγωγείς θα περίμεναν απ' αυτόν να καλέσει την αστυνομία ή να περιμένει μέχρι να την καλέσει κάποιος άλλος. Όμως, δεν έπρεπε να αναφέρει τη Χόλι ή την απαγωγή, ούτε το γεγονός ότι ο άντρας με το σκύλο είχε εκτελεστεί για παραδειγματισμό. Εδώ που τα λέμε, οι άγνωστοι αντίπαλοι του μπορεί να τον είχαν φέρει σ' αυτή τη δύσκολη θέση σκόπιμα, για να δοκιμάσουν την ικανότητά του να κρατά το στόμα του κλειστό όταν βρισκόταν σε μεγάλο σοκ και ήταν πιο πιθανό να χάσει τον αυτοέλεγχο του. Άνοιξε το τηλέφωνο. Η οθόνη φωτίστηκε, προβάλλοντας την εικόνα ενός πολύχρωμου ψαριού σε σκούρα νερά. Ο Μιτς δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά κάλεσε την Άμεση Δράση.
Ο Ίγκι πέταξε το σκαλιστήρι που κρατούσε και προχώρησε προς το δρόμο. Μόνο όταν απάντησε η τηλεφωνήτρια στο δεύτερο κουδούνισμα, συνειδητοποίησε ο Μιτς ότι από τη στιγμή που είχε δει το διαλυμένο κεφάλι του θύματος ανάσαινε με άγρια, απεγνωσμένα αγκομαχητά. Για μια στιγμή δεν μπόρεσε να αρθρώσει ούτε λέξη, αλλά την επόμενη τα λόγια ξεχύθηκαν από μέσα του με μια τραχιά φωνή που σχεδόν δεν αναγνώρισε. «Κάποιον πυροβόλησαν. Είμαι νεκρός. Θέλω να πω, είναι νεκρός. Τον τωροβόλησαν κι είναι νεκρός».
3
Η
αστυνομία είχε αποκλείσει με κορδέλα και τις δυο άκρες του δρόμου. Περιπολικά, βαν της Σήμανσης και ένα στέισον βάγκον του νεκροτομείου ήταν διασκορπισμένα στο δρόμο με την αδιαφορία εκείνων που δεν τους πιάνουν οι κανονισμοί στάθμευσης. Κάτω από το σταθερό βλέμμα του ήλιου, τα παρμπρίζ άστραφταν και οι βαφές των αυτοκινήτων γυάλιζαν. Δεν είχε απομείνει πια κανένα σύννεφο στον ουρανό για να παίξει το ρόλο μπαλώματος στο μάτι πειρατή και το φως ήταν ανελέητο. Οι αστυνομικοί φορούσαν γυαλιά ηλίου. Πίσω από τους σκούρους φακούς, μπορεί να κοίταζαν καχύποπτα τον Μίτσελ Ράφερτι ή μπορεί να τον έβλεπαν αδιάφορα. Ο Μιτς καθόταν στο γκαζόν μπροστά στο σπίτι του πελάτη του, με την πλάτη του να ακουμπάει στον κορμό ενός φοίνικα. Πότε πότε άκουγε ποντίκια να τρέχουν στην κορυφή του δέντρου. Τους άρεσε να φτιάχνουν τη φωλιά τους σε φοίνικες, στη ζώνη ανάμεσα στο στέμμα και τα μακριά φύλλα τους. Οι λεπτές σκιές των φύλλων δεν πρόσφεραν καμιά προστασία από τον ήλιο ή τα βλέμματα. Ο Μιτς ένιωθε σαν να βρισκόταν πάνω σε σκηνή θεάτρου. Τον είχαν ανακρίνει δύο φορές μέσα σε δύο ώρες. Την πρώτη φορά τον ανέκριναν δύο αστυνομικοί με πολιτικά και τη δεύτερη μόνο ένας.
Πίστευε ότι τα είχε πάει καλά, αλλά δεν του είχαν πει ακόμη ότι μπορούσε να φύγει. Μέχρι τώρα είχαν ανακρίνει μόνο μια φορά τον Ίγκι. Αυτός δεν είχε γυναίκα που κινδύνευε, δεν είχε τίποτα να κρύψει. Άλλωστε, ο Ίγκι είχε μικρότερο ταλέντο εξαπάτησης ακόμη και από ένα εξάχρονο παιδί, πράγμα που θα ήταν φανερό σε πεπειραμένους αστυνομικούς. Μπορεί το μεγαλύτερο ενδιαφέρον τους για τον Μιτς να ήταν κακό σημάδι. Ή μπορεί να μη σήμαινε τίποτα. Είχε περάσει πάνω από μια ώρα από τη στιγμή που είχε επιστρέψει ο Ίγκι στο παρτέρι. Κόντευε να τελειώσει το φύτεμα. Ο Μιτς θα προτιμούσε να συνεχίσει κι αυτός να φυτεύει για να έχει κάτι να απασχολείται. Αυτή η αδράνεια τον έκανε να αντιλαμβάνεται έντονα το πέρασμα του χρόνου: Δύο από τις εξήντα ώρες του είχαν περάσει. Οι αστυνομικοί είχαν δώσει εντολή να μην επικοινωνήσουν μεταξύ τους αυτός και ο Ίγκι, επειδή αν μιλούσαν για το έγκλημα μπορεί ασυναίσθητα να επηρέαζαν ο ένας τον άλλο, με αποτέλεσμα να χαθεί κάποια σημαντική λεπτομέρεια στην κατάθεσή τους. Αυτό μπορεί να ήταν αλήθεια ή ψέματα. Ο λόγος που ήθελαν να τους κρατήσουν χώρια μπορεί να ήταν πιο δυσοίωνος. Μπορεί να ήθελαν να απομονώσουν τον Μιτς για να τον διατηρήσουν εκτός ισορροπίας. Οι δυο αστυνομικοί δε φορούσαν γυαλιά ηλίου, αλλά ο Μιτς δεν μπορούσε να διαβάσει τα μάτια τους. Καθισμένος κάτω από το φοίνικα, είχε κάνει τρία τηλεφωνήματα, το πρώτο στο σπίτι του. Απάντησε ο τηλεφωνητής. Μετά το συνηθισμένο μπιπ, ο Μιτς είπε, «Χόλι, είσαι εκεί;» Οι απαγωγείς δε θα ρισκάριζαν να την κρατήσουν στο ίδιο της το σπίτι. Παρ' όλα αυτά, ο Μιτς είπε, «Αν είσαι εκεί, σήκωσέ το, σε παρακαλώ». Βρισκόταν σε κατάσταση άρνησης επειδή τα γεγονότα δεν έβγαζαν νόημα. Οι απαγωγείς δεν απάγουν τις γυναίκες αν-
θρώπων που ανησυχούν για τις τιμές της βενζίνης και του σούπερ μάρκετ. Δεν ακούς τι σου λέω. Είμαι κηπουρός. Το ξέρουμε. Έχω περίπου έντεκα χιλιάδες δολάρια στην τράπεζα. · Το ξέρουμε. Πρέπει να ήταν παράφρονες. Να είχαν αυταπάτες. Το σχέδιο τους βασιζόταν σε μια τρελή φαντασίωση που κανένας λογικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να καταλάβει. Ή μπορεί να είχαν κάποιο σχέδιο που δεν του το είχαν αποκαλύψει ακόμη. Μπορεί να ήθελαν να ληστέψει καμιά τράπεζα για λογαριασμό τους. Θυμήθηκε μια είδηση που είχε διαβάσει πριν από μερικά χρόνια, για κάποιον που λήστεψε μια τράπεζα έχοντας στο λαιμό του ένα κολάρο από εκρηκτικά. Οι εγκληματίες που του το φόρεσαν προσπάθησαν να τον χρησιμοποιήσουν σαν τηλεκατευθυνόμενο ρομπότ. Όταν τον έπιασε η αστυνομία, πυροδότησαν τα εκρηκτικά από απόσταση, αποκεφαλίζοντάς τον για να μην μπορέσει να καταθέσει εναντίον τους. Υπήρχε ένα πρόβλημα, όμως. Καμία τράπεζα δεν έχει διαθέσιμα δύο εκατομμύρια δολάρια μετρητά στα συρτάρια των ταμείων, και κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν μέσα στο θησαυροφυλάκιο. Αφού δεν πήρε απάντηση όταν τηλεφώνησε στο σπίτι του, ο Μιτς είχε δοκιμάσει στο κινητό της Χόλι, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Είχε τηλεφωνήσει, επίσης, στο κτηματομεσιτικό γραφείο όπου η Χόλι εργαζόταν ως γραμματέας ενώ παρακολουθούσε μαθήματα για να πάρει και η ίδια άδεια κτηματομεσίτη. Μια άλλη γραμματέας, η Νάνσι Φάρασαντ, του είχε πει, «Τηλεφώνησε ότι είναι άρρωστη, Μιτς. Δεν το ήξερες;» «Όταν έφυγα από το σπίτι, το πρωί, ήταν λίγο αδιάθετη», της απάντησε, «αλλά πίστευε ότι μπορεί να της περνούσε». «Όχι, δεν της πέρασε. Είπε ότι έχει μια καλοκαιρινή γρίπη. Ακουγόταν πολύ απογοητευμένη».
«Καλά, θα την πάρω στο σπίτι», αποκρίθηκε ο Μιτς, αλλά φυσικά είχε δοκιμάσει ήδη εκεί. Είχε περάσει πάνω από μιάμιση ώρα αφότου μίλησε με τη Νάνσι, ανάμεσα στις συζητήσεις με τους αστυνομικούς. Τα λεπτά που περνούν ξετυλίγουν τα ελατήρια των ρολογιών, αλλά είχαν κουρντίσει το ελατήριο του Μιτς μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο. Ένιωθε λες και κάτι θα έσπαζε μέσα στο κεφάλι του. Ένας μπούμπουρας τον πλησίαζε κάθε τόσο και πετούσε μπροστά του, μαγνητισμένος ίσως από το κίτρινο τι-σερτ που φορούσε. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, προς την άκρη του τετραγώνου, δυο γυναίκες κι ένας άντρας στέκονταν στον κήπο ενός σπιτιού και παρακολουθούσαν τους αστυνομικούς. Γείτονες που είχαν συγκεντρωθεί για να δουν το δράμα. Ήταν εκεί από την ώρα που ακούστηκαν οι σειρήνες. Πριν από λίγη ώρα, ένας από αυτούς μπήκε στο σπίτι και ξαναβγήκε με ένα δίσκο με ποτήρια που έδειχναν να έχουν παγωμένο τσάι. Τα ποτήρια άστραφταν στο φως του ήλιου. Νωρίτερα, οι αστυνομικοί είχαν πάει μέχρι εκεί για να τους κάνουν ερωτήσεις. Μίλησαν μαζί τους μόνο μια φορά. Τώρα οι τρεις τους στέκονταν εκεί πίνοντας τσάι και κουβεντιάζοντας, σαν να μην τους ένοιαζε που ένας ελεύθερος σκοπευτής είχε σκοτώσει κάποιον που περπατούσε μπροστά στο σπίτι τους. Έδειχναν να απολαμβάνουν το επεισόδιο, σαν να ήταν ένα ευπρόσδεκτο διάλειμμα από τη συνηθισμένη ρουτίνα τους, έστω και με κόστος μια ανθρώπινη ζωή. Ο Μιτς είχε την αίσθηση ότι οι γείτονες κοίταζαν περισσότερο αυτόν παρά τους αστυνομικούς ή τους τεχνικούς της Σήμανσης. Αναρωτήθηκε αν οι αστυνομικοί τούς είχαν κάνει ερωτήσεις γι' αυτόν. Αυτοί οι τρεις δεν ήταν πελάτες του, σίγουρα όμως τον έβλεπαν κάθε τόσο στη γειτονιά γιατί φρόντιζε τέσσερις κήπους σ' αυτόν το δρόμο. Τους είχε αντιπαθήσει αυτούς τους τύπους με το τσάι. Δεν
τους γνώριζε, δεν ήξερε τα ονόματά τους, αλλά τους κοίταζε με μια πικρόχολη αποστροφή. Τους αντιπαθούσε όχι επειδή έδειχναν να το απολαμβάνουν ή για τα όσα μπορεί να είπαν γι' αυτόν στους αστυνομικούς. Τους αντιπαθούσε -σχεδόν θα μπορούσε να τους μισήσει- επειδή η ζωή τους ήταν ακόμη σε τάξη, επειδή δε ζούσαν με την απειλή ότι κάποιοι άγνωστοι θα σκότωναν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο. Αυτή η έχθρα του, αν και παράλογη, είχε μια κάποια αξία. Τον έκανε να ξεχνά το φόβο του για τη Χόλι και τη συνεχή ανήσυχη ανάλυση των κινήσεων των αστυνομικών. Αν τολμούσε να υποκύψει στην ανησυχία για τη γυναίκα του, θα κατέρρεε. Δεν ήταν υπερβολή αυτό. Είχε εκπλαγεί βλέποντας πόσο εύθραυστος ένιωθε -τόσο όσο δεν είχε νιώσει ποτέ του στο παρελθόν. Κάθε φορά που ερχόταν το πρόσωπο της στο νου του, έπρεπε να το διώξει αμέσως γιατί τα μάτια του άρχιζαν να τον τσούζουν και η όρασή του να θολώνει. Και η καρδιά του άρχιζε να χτυπάει με ένα δυσοίωνο βαρύ ρυθμό. Ένα συναισθηματικό ξέσπασμα τόσο δυσανάλογο με το σοκ που θα του προκαλούσε κανονικά το ότι είδε να σκοτώνουν έναν άνθρωπο θα απαιτούσε κάποια εξήγηση. Δεν τολμούσε να αποκαλύψει την αλήθεια και δεν εμπιστευόταν τον εαυτό του ότι θα μπορούσε να επινοήσει μια εξήγηση που θα έπειθε τους αστυνομικούς. Ο ένας από τους ντετέκτιβ του Τμήματος Ανθρωποκτονιών -κάποιος Μόρτονσον- φορούσε δετά παπούτσια, μαύρο παντελόνι και γαλάζιο πουκάμισο. Ήταν ψηλός, συμπαγής και με αέρα έμπειρου επαγγελματία. Ο άλλος -ο υπαστυνόμος Τάγκαρτ- φορούσε λευκά αθλητικά παπούτσια, σπορ παντελόνι με εξωτερικές τσέπες και καφεκόκκινο χαβανέζικο πουκάμισο. Δε σε τρόμαζε τόσο όσο ο Μόρτονσον και το φέρσιμο του ήταν επίσης λιγότερο τυπικό. Όμως η ανησυχία που ένιωθε ο Μιτς για τον Τάγκαρτ ήταν πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του προκαλούσε ο πιο επιβλητικός Μόρτονσον. Τα καλοκουρεμένα μαλλιά του υπαστυνό-
μου, το τέλειο ξύρισμά του, τα περιποιημένα δόντια του, τα πεντακάθαρα λευκά παπούτσια έδειχναν ότι ντυνόταν σπορ και φερόταν απλά και φιλικά για να παραπλανήσει τον ύποπτο που είχε την ατυχία να γίνει αντικείμενο της προσοχής του και να τον κάνει να επαναπαυθεί. Οι δυο αστυνομικοί αρχικά ανέκριναν τον Μιτς μαζί. Αργότερα ο Τάγκαρτ ξαναγύρισε μόνος του, υποτίθεται για να ζητήσει από τον Μιτς να «διευκρινίσει» κάτι που είχε πει νωρίτερα. Τελικά, όμως, επανέλαβε όλες τις ερωτήσεις που του είχαν κάνει ήδη αυτός και ο Μόρτονσον, περιμένοντας ίσως αντιφάσεις ανάμεσα στις τωρινές απαντήσεις του και τις προηγούμενες. Φαινομενικά, ο Μιτς ήταν μάρτυρας. Για έναν αστυνομικό, όμως, όταν δεν έχει αναγνωριστεί ο δολοφόνος, όλοι οι μάρτυρες είναι συγχρόνως ύποπτοι. Δεν είχε κανένα λόγο να σκοτώσει έναν άγνωστο που είχε βγάλει βόλτα το σκύλο του. Ακόμη και αν ήταν τόσο τρελοί ώστε να νομίζουν ότι μπορεί να το έκανε, θα έπρεπε να πιστέψουν ότι ο Ίγκι ήταν συνένοχος του, και ήταν φανερό ότι ο Ίγκι δεν τους ενδιέφερε. Το πιθανότερο ήταν ότι ήξεραν πως δεν είχε παίξει κάποιο ρόλο στην εκτέλεση του περαστικού, όμως το ένστικτο τους έλεγε ότι τους έκρυβε κάτι. Και τώρα ο Τάγκαρτ είχε έρθει για μία ακόμη φορά, με τα αθλητικά παπούτσια του τόσο λευκά που έμοιαζαν να λαμπυρίζουν. Καθώς πλησίαζε ο υπαστυνόμος, ο Μιτς σηκώθηκε όρθιος. Ήταν στρεσαρισμένος και πλημμυρισμένος από ανησυχία, αλλά προσπαθούσε να φαίνεται απλώς κουρασμένος και ανυπόμονος.
4
Ο
υπαστυνόμος Τάγκαρτ είχε ένα θαλασσινό μαύρισμα που ταίριαζε με το χαβανέζικο πουκάμισο. Τα δόντια του, κάνοντας αντίθεση με το μπρούντζινο πρόσωπο του, έμοιαζαν λευκά σαν αρκτικό τοπίο. «Λυπάμαι για όλη αυτή την ταλαιπωρία, κύριε Ράφερτι. Έχω, όμως, μερικές ερωτήσεις ακόμη και μετά είσαι ελεύθερος να φύγεις». * Ο Μιτς θα μπορούσε να απαντήσει ανασηκώνοντας απλώς τους ώμους ή κάνοντας ένα καταφατικό νεύμα. Σκέφτηκε όμως ότι μια τέτοια σιωπή μπορεί να φαινόταν παράξενη, ότι κάποιος που δεν έχει τίποτα να κρύψει θα ήταν πιο ομιλητικός. Μετά από έναν ατυχή δισταγμό που κράτησε αρκετά για να αφήνει μια υπόνοια υπολογισμού, είπε, «Δεν παραπονιέμαι, υπαστυνόμε. Θα μπορούσα κάλλιστα να ήμουν εγώ στη θέση του. Χαίρομαι που είμαι ζωντανός»· Ο Τάγκαρτ προσπαθούσε να διατηρεί μια ήρεμη έκφραση, αλλά τα μάτια του θύμιζαν αρπακτικό, διαπεραστικά και ανελέητα σαν του γερακιού ή του αετού. «Γιατί το λες αυτό;» «Αν τον σκότωσαν τυχαία...» «Δεν ξέρουμε ότι τον σκότωσαν τυχαία», είπε ο Τάγκαρτ. «Βασικά, τα στοιχεία δείχνουν ότι το έκαναν με ψυχρό υπολογισμό. Ένας μόνο πυροβολισμός, τέλειο σημάδι».
«Λεν μπορεί ένας τρελός με όπλο να είναι και καλός σκοπευτής;» «Σίγουρα. Αλλά οι τρελοί συνήθως θέλουν να έχουν το μεγαλύτερο δυνατό σκορ. Ένας ψυχοπαθής με τουφέκι θα σκότωνε κι εσένα. Αυτός ο τύπος ήξερε ποιον ακριβώς ήθελε να σκοτώσει». Ήταν παράλογο, αλλά ο Μιτς ένιωθε κάποια ευθύνη για το θάνατο του περαστικού. Αυτός ο φόνος είχε γίνει για να πάρει τους απαγωγείς στα σοβαρά και να μη ζητήσει βοήθεια από την αστυνομία. Μπορεί ο Τάγκαρτ να είχε συλλάβει την οσμή αυτής της αβάσιμης αλλά επίμονης ενοχής. Ο Μιτς έριξε μια ματιά στο πτώμα πιο κάτω στο δρόμο, γύρω από το οποίο δούλευε ακόμη μια ομάδα της Σήμανσης. «Ποιος είναι;» «Δεν ξέρουμε ακόμη. Δεν υπήρχε ταυτότητα πάνω του. Ούτε πορτοφόλι. Δε νομίζεις ότι είναι παράξενο αυτό;» «Όταν βγάζεις βόλτα το σκύλο, δε χρειάζεσαι πορτοφόλι». «Είναι συνήθεια για το μέσο άνθρωπο», είπε ο Τάγκαρτ. «Ακόμη και αν πλένει το αμάξι του έξω από το γκαράζ, έχει πάνω του το πορτοφόλι του». «Πώς θα τον αναγνωρίσετε;» «Δεν υπάρχουν στοιχεία στο κολάρο του σκύλου. Όμως, σίγουρα είναι ένα γκόλντεν ριτρίβερ πρώτης γραμμής, έτσι μπορεί να του έχουν εμφυτευμένο αναγνωριστικό μικροτσίπ. Θα το ελέγξουμε με σκάνερ». Το σκυλί ήταν δεμένο σε ένα γραμματοκιβώτιο και ξεκουραζόταν στη σκιά, απολαμβάνοντας την προσοχή μιας σταθερής παρέλασης θαυμαστών. Ο Τάγκαρτ χαμογέλασε. «Τα γκόλντεν είναι τα καλύτερα. Είχα ένα όταν ήμουν μικρός. Το αγαπούσα εκείνο το σκυλί». Η προσοχή του στράφηκε στον Μιτς. Το χαμόγελο του έμεινε στη θέση του, αλλά άλλαξε η χροιά του. «Και τώρα εκείνες οι ερωτήσεις που σου είπα. Πήγες στρατό, κύριε Ράφερτι;» «Στρατό; Όχι. Στο σχολείο δούλευα σε μια εταιρεία περιποίησης κήπων, κυρίως έκοβα το γκαζόν, και μετά παρακολού-
θησα μερικά μαθήματα φυτοκομίας. Ένα χρόνο αφότου τελείωσα το λύκειο, άνοιξα δική μου επιχείρηση». «Σκέφτηκα ότι μπορεί να έκανες στο στρατό, επειδή δε σε τάραξε ο πυροβολισμός». «Α, όχι, με τάραξε», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς. Ο Τάγκαρτ τον κοίταξε επίμονα με ένα ύφος που είχε σκοπό να τον τρομάξει. Ο Μιτς ένιωσε λες και τα μάτια του ήταν φακοί κάτω από τους οποίους αποκαλύπτονταν οι σκέψεις του σαν μικρόβια κάτω από το μικροσκόπιο. Αισθάνθηκε την ανάγκη να αποφύγει το επίμονο βλέμμα του υπαστυνόμου, αλλά ήξερε ότι δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να το κάνει. «Ακούς έναν πυροβολισμό», είπε ο Τάγκαρτ, «βλέπεις να σκοτώνουν κάποιον και παρ' όλα αυτά περνάς απέναντι στο δρόμο και μπαίνεις στη γραμμή πυρός». «Δεν ήξερα ότι ήταν νεκρός. Ίσως θα μπορούσα να κάνω κάτι για να τον βοηθήσω». «Αυτό είναι αξιέπαινο. Οι περισσότεροι θα έτρεχαν να κρυφτούν». «Κοίτα, δεν είμαι ήρωας. Απλώς, το ένστικτο μου παραμέρισε την κοινή λογική». «Ίσως αυτό ακριβώς είναι ο ήρωας, κάποιος που ενστικτωδώς κάνει το σωστό». Ο Μιτς τόλμησε να κοιτάξει αλλού, ελπίζοντας ότι αυτή η κίνηση μετά από τη συγκεκριμένη φράση θα ερμηνευόταν ως ταπεινοφροσύνη. «Ήμουν βλάκας, υπαστυνόμε, όχι γενναίος. Δε σκέφτηκα ότι μπορεί να κινδύνευα». «Πώς αυτό; Νόμισες ότι τον πυροβόλησαν κατά λάθος;» «Όχι. Ίσως. Δεν ξέρω. Δε σκέφτηκα τίποτα. Απλώς, αντέδρασα». «Αλλά δεν ένιωσες ότι κινδύνευες;» «Όχι». «Δεν το συνειδητοποίησες ούτε καν όταν είδες το τραύμα του θύματος;» «Ίσως, τότε, λίγο. Κυρίως σοκαρίστηκα». Οι ερωτήσεις ήταν απανωτές και ο Μιτς ένιωθε να έχει χά-
σει την ισορροπία του. Έτσι όπως πήγαινε το πράγμα, μπορεί να αποκάλυπτε άθελά του ότι ήξερε γιατί σκότωσαν τον περαστικό με το σκύλο. Ο μπούμπουρας ξαναγύρισε με ένα βουητό τον φτερών του. Δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τον Τάγκαρτ, αλλά αιωρήθηκε κοντά στο πρόσωπο του Μιτς σαν να παρακολουθούσε την κατάθεσή του. «Είδες το τραύμα», συνέχισε ο Τάγκαρτ, «αλλά και πάλι δεν έτρεξες να καλυφθείς». «Όχι». «Γιατί όχι;» «Φαντάζομαι πως σκέφτηκα ότι αφού δε μου είχαν ρίξει ακόμη, δε θα μου έριχναν καθόλου». «Οπότε, πάλι δεν ένιωσες ότι κινδύνευες». «Όχι». Ο Τάγκαρτ άνοιξε ένα μικρό μπλοκ με σπιράλ. «Είπες στην τηλεφωνήτρια της Άμεσης Δράσης ότι είσαι νεκρός». Ο Μιτς κοίταξε πάλι τον υπαστυνόμο έκπληκτος. «Ότι εγώ είμαι νεκρός;» Ο Τάγκαρτ διάβασε από το σημειωματάριο: «"Κάποιον πυροβόλησαν. Είμαι νεκρός. Θέλω να πω, είναι νεκρός. Τον πυροβόλησαν κι είναι νεκρός"». «Αυτό είπα;» «Ναι. Άκουσα την ηχογράφηση. Είχε κοπεί η ανάσα σου. Ακουγόσουν τελείως τρομοκρατημένος». Ο Μιτς είχε ξεχάσει ότι τα τηλεφωνήματα στην Άμεση Δράση ηχογραφούνται. «Φαίνεται ότι είχα τρομάξει περισσότερο από όσο θυμάμαυ>. «Προφανώς, αναγνώρισες ότι υπήρχε κίνδυνος αλλά και πάλι δε φρόντισες να καλυφθείς». Ο Μιτς δεν μπορούσε να καταλάβει αν ο Τάγκαρτ είχε τη δυνατότητα να διαβάσει τις σκέψεις του. Το πρόσωπο του αστυνομικού ήταν ανεξιχνίαστο, τα μάτια του ένα ζεστό αλλά αινιγματικό γαλάζιο. «"Είμαι νεκρός"», επανέλαβε ο υπαστυνόμος. «Φραστικό λάθος. Από τη σύγχυση, τον πανικό».
i
Ο Τάγκαρτ κοίταξε πάλι το σκύλο και χαμογέλασε. Με έναν πιο μαλακό τόνο, είπε, «Υπάρχει τίποτε άλλο που θα έπρεπε να σε ρωτήσω; Τίποτε άλλο που θα ήθελες να πεις;» Ο Μιτς άκουσε στο μυαλό του την κραυγή πόνου της (Χόλι. Οι απαγωγείς πάντα απειλούν να σκοτώσουν τον όμηρο αν ενημερωθεί η αστυνομία. Για να κερδίσεις, δεν πρέπει να παίξεις το παιχνίδι με τους δικούς τους κανόνες. Η αστυνομία θα ενημέρωνε το FBI, που είχε μεγάλη πείρα στις απαγωγές. Επειδή ήταν αδύνατο για τον Μιτς να βρει δύο εκατομμύρια δολάρια, η αστυνομία πρώτα θα αμφέβαλλε για την ιστορία του. Όταν όμως τηλεφωνούσε πάλι ο απαγωγέας, θα πείθονταν ότι έλεγε αλήθεια. Κι αν δεν ερχόταν το δεύτερο τηλεφώνημα; Τι θα γινόταν αν οι απαγωγείς, ξέροντας ότι ο Μιτς πήγε στην αστυνομία, εκπλήρωναν την απειλή τους, αν ακρωτηρίαζαν τη Χόλι και τη σκότωναν και δεν ξανατηλεφωνούσαν ποτέ; Τότε η αστυνομία μπορεί να πίστευε ότι ο Μιτς επινόησε την ιστορία της απαγωγής για να καλύψει το γεγονός ότι η Χόλι ήταν ήδη νεκρή, ότι την είχε σκοτώσει ο ίδιος. Ο σύζυγος είναι πάντα ο κύριος ύποπτος. Αν την έχανε, τίποτα δε θα είχε πια σημασία. Τίποτα και ποτέ. Καμία δύναμη δε θα μπορούσε να επουλώσει το τραύμα που θα άφηνε κάτι τέτοιο στη ζωή του. Όμως αν τον υποψιάζονταν ότι τη σκότωσε, αυτό θα ήταν σαν ένα καυτό θραύσμα μέσα στο τραύμα, που θα τον έκαιγε και θα τον σπάραζε αιώνια. Ο Τάγκαρτ έκλεισε το σημειωματάριο και το έβαλε πάλι στην πίσω τσέπη, στρέφοντας την προσοχή του από το σκύλο στον Μιτς. «Τίποτα, κύριε Ράφερτι;» ρώτησε πάλι. Σε κάποιο σημείο στη διάρκεια της συζήτησης, ο μπούμπουρας είχε απομακρυνθεί. Μόλις τώρα συνειδητοποίησε ο Μιτς ότι ο βόμβος είχε σταματήσει. Αν κρατούσε κρυφή την απαγωγή της Χόλι, θα ήταν μόνος του ενάντια στους απαγωγείς. Δεν τα κατάφερνε καλά μόνος του. Είχε μεγαλώσει με τρεις
αδερφές και έναν αδερφό, που είχαν γεννηθεί όλοι μέσα σε ένα διάστημα εφτά ετών. Ήταν πάντα έμπιστοι, εξομολογητές, σύμβουλοι και υπερασπιστές ο ένας του άλλου. Ένα χρόνο αφού τελείωσε το λύκειο, έφυγε από το σπίτι των γονιών του και πήγε να μείνει σε ένα διαμέρισμα μαζί με άλλους. Αργότερα έπιασε ένα δικό του σπίτι, όπου ένιωθε απομονωμένος. Δούλευε εξήντα ώρες τη βδομάδα και ακόμη περισσότερο, επειδή δεν του άρεσε να μένει μόνος εκεί μέσα. Όταν μπήκε η Χόλι στον κόσμο του, ένιωσε πάλι ολοκληρωμένος, εκπληρωμένος, συνδεδεμένος. Το εγώ είναι μια παγερή λέξη. Το εμείς ακούγεται πιο ζεστό. Τα μάτια του υπαστυνόμου Τάγκαρτ έδειχναν λιγότερο απειλητικά από πριν. «Εεε...» έκανε ο Μιτς. Ο υπαστυνόμος έγλειψε τα χείλη του. Ο αέρας ήταν ζεστός, η υγρασία χαμηλή. Ο Μιτς αισθανόταν κι αυτός τα χείλη του στεγνά. Παρ' όλα αυτά, η γρήγορη εμφάνιση της γλώσσας του Τάγκαρτ θύμιζε κατά κάποιον τρόπο ερπετό και έδειχνε ότι απολάμβανε κιόλας νοερά τη γεύση της λείας του. Μόνο η παράνοια του επέτρεψε να κάνει τη διεστραμμένη σκέψη ότι ο υπαστυνόμος μπορεί να συνεργαζόταν με τους απαγωγείς της Χόλι. Ότι αυτή η ιδιωτική στιγμή ανάμεσα στο μάρτυρα και τον αστυνομικό μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν η τελική δοκιμασία της προθυμίας του Μιτς να ακολουθήσει τις οδηγίες του απαγωγέα. Όλοι οι συναγερμοί του φόβου, λογικοί και παράλογοι, άρχισαν να χτυπούν μέσα στο νου του. Και αυτή η παρέλαση ασυγκράτητων φόβων και σκοτεινών υποψιών δε διευκόλυνε την καθαρή σκέψη. Είχε μισοπειστεί ότι αν αποκάλυπτε στον Τάγκαρτ την αλήθεια, ο αστυνομικός θα έκανε μια γκριμάτσα και θα έλεγε, Είμαστε υποχρεωμένοι να τη σκοτώσουμε τώρα, κύριε Ράφερτι. Δεν μπορούμε να σου έχουμε εμπιστοσύνη ma. Αλλά θα σε αφήσουμε να διαλέξεις τι θα της κόψουμε πρώτα, τα δάχτυλα ή τα αυτιά. Όπως και πριν, όταν στεκόταν δίπλα στον νεκρό, ο Μιτς έ-
νιώσε ότι τον παρακολουθούσαν, όχι μόνο ο Τάγκαρτ και οι γείτονες με το τσάι αλλά και κάποια αόρατη παρουσία. Ότι τον παρακολουθούσαν, τον μελετούσαν. «Όχι, υπαστυνόμε», είπε. «Δεν υπάρχει τίποτε άλλο». Ο υπαστυνόμος έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου από την τσέπη του πουκαμίσου του και τα φόρεσε. Μέσα στους ανακλαστικούς φακούς, ο Μιτς σχεδόν δεν αναγνώρισε τα δίδυμα είδωλα του προσώπου του. Η παραμορφωτική καμπύλη των φακών τον έκανε να δείχνει γέρος. «Σου έδωσα την κάρτα μου», του υπενθύμισε ο Τάγκαρτ. «Ναι, την έχω». «Πάρε με αν θυμηθείς τίποτα που σου φαίνεται σημαντικό». Η λεία, απρόσωπη γυαλάδα των φακών θύμιζε βλέμμα εντόμου: κανένα συναίσθημα πέρα από ανυπομονησία και αρπακτική διάθεση. «Φαίνεσαι νευρικός, κύριε Ράφερτι», είπε ο Τάγκαρτ. Ο Μιτς σήκωσε τα χέρια του αποκαλύπτοντας ότι έτρεμαν. «Όχι νευρικός, υπαστυνόμε», είπε. «Σοκαρισμένος. Άσχημα σοκαρισμένος». Ο Τάγκαρτ έγλειψε πάλι τα χείλη του. «Δεν έχω ξαναδεί να σκοτώνουν», είπε ο Μιτς. «Δεν το συνηθίζεις ποτέ», απάντησε ο υπαστυνόμος. Ο Μιτς κατέβασε τα χέρια του. «Φαντάζομαι πως όχι», είπε. «Είναι χειρότερα όταν είναι γυναίκα». Ο Μιτς δεν ήξερε πώς να την πάρει αυτή τη δήλωση. Ίσως ήταν μια απλή αλήθεια από την εμπειρία ενός αστυνομικού. Ίσως ήταν μια απειλή. «Γυναίκα ή παιδί», πρόσθεσε ο Τάγκαρτ. «Δε θα ήθελα να κάνω τη δουλειά σου». «Σίγουρα όχι». Γυρίζοντας, ο υπαστυνόμος πρόσθεσε, «Θα τα ξαναπούμε, κύριε Ράφερτι». «Θα τα ξαναπούμε;» Ο Τάγκαρτ έριξε μια ματιά πίσω του. «Εσύ κι εγώ. Θα είμαστε μάρτυρες στο δικαστήριο κάποια μέρα». «Φαίνεται δύσκολο να διαλευκανθεί αυτή η υπόθεση». «"Το αίμα με καλεί από τη γη", κύριε Ράφερτι», είπε ο α-
στυνομικός, προφανώς αναφέροντας τα λόγια κάποιου. «"Το αίμα με καλεί από τη γη"». Ο Μιτς τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Μετά κοίταξε το γκαζόν κάτω, στα πόδια του. Η κίνηση του ήλιου είχε στείλει τη σκιά του φοίνικα πίσω του. Στεκόταν στο φως του τώρα, αλλά ήταν ένα φως που δεν τον ζέσταινε.
5
Τ
ο ρολόι στο ταμπλό του αυτοκινήτου ήταν ψηφιακό, όπως
και το ρολόι στο χέρι του Μιτς, αλλά παρ' όλα αυτά άκουγε το χρόνο να περνά με ένα γρήγορο κλικ-κλικ-κλικ^ σαν το δείκτη ενός τροχού της τύχης που χτυπά πάνω στα διαχωριστικά. Ήθελε να τρέξει από τον τόπο του εγκλήματος κατευθείαν σπίτι του. Η λογική έλεγε ότι από εκεί πρέπει να είχαν αρπάξει τη Χόλι. Δε θα την απήγαγαν στο δρόμο καθώς γύριζε από τη δουλειά. Μπορεί κατά λάθος να είχαν αφήσει κάτι που να αποκάλυπτε την ταυτότητά τους. Ή, το πιθανότερο, μπορεί να του είχαν αφήσει κάποιο μήνυμα ή ίσως νέες οδηγίες. Όπως συνήθως, ο Μιτς είχε αρχίσει τη μέρα του παίρνοντας τον Ίγκι από το διαμέρισμά του στη Σάντα Άννα. Τώρα έπρεπε να τον πάει πάλι εκεί. Καθώς ο Μιτς οδηγούσε προς βορρά, διασχίζοντας τις φημισμένες πλούσιες παραλιακές γειτονιές της Κομητείας Όραντζ όπου δούλευαν και πηγαίνοντας προς τις δικές τους ταπεινότερες περιοχές, άφησε τον μποτιλιαρισμένο αυτοκινητόδρομο ταχείας κυκλοφορίας και μπήκε στους μικρούς περιφερειακούς δρόμους. Αλλά βρήκε κίνηση κι εκεί. Ο Ίγκι ήθελε να μιλήσει για το φόνο και την αστυνομία και ο Μιτς έπρεπε να προσποιείται ότι ένιωθε την ίδια αφελή έξαψη
από την ασυνήθιστη εμπειρία, όταν στην πραγματικότητα σκεφτόταν τη Χόλι και ανησυχούσε για το τι μπορεί να συνέβαινε. Ευτυχώς, ως συνήθως, ο μονόλογος του Ίγκι άρχισε σε λίγο να κάνει κύκλους και στροφές και να μπερδεύεται σαν κουβάρι που το ξετυλίγει γατάκι. Όταν η κουβέντα έφυγε από τον νεκρό περαστικό με το σκύλο, ο Μιτς χρειάστηκε πολύ μικρότερη προσπάθεια για να φαίνεται ότι παρακολουθούσε αυτή τη δαιδαλώδη αγόρευση. «Ο ξάδερφός μου ο Λούις είχε ένα φίλο που τον έλεγαν Μπούκερ», είπε ο Ίγκι. «Έπαθε το ίδιο πράγμα, του έριξαν καθώς είχε βγάλει βόλτα το σκύλο, μόνο που δεν ήταν με τουφέκι και δεν ήταν σκύλος». «Δεν ήταν;» «Είχε ένα γάτο που τον έλεγε Χέρμπολ. Περπατούσε με τον Χέρμπολ και του έριξαν». «Καλά, βγάζεις βόλτα τις γάτες όπως τους σκύλους;» «Όχι, ο Χέρμπολ ήταν μέσα στο κλουβί του και ο Μπούκερ τον πήγαινε στον κτηνίατρο». Ο Μιτς κοίταζε συνέχεια στον πίσω καθρέφτη. Ένα μαύρο τζιπ Κάντιλακ είχε βγει κι αυτό από τον αυτοκινητόδρομο πίσω τους, και τώρα συνέχιζε να τους ακολουθεί. «Δηλαδή, ο Μπούκερ δεν είχε βγάλει βόλτα το γάτο», είπε ο Μιτς. «Όχι, τον κρατούσε στο κλουβί κι ένα δωδεκάχρονο κωλόπαιδο, ένα μυξιάρικο, του έριξε με ένα τουφέκι πέιντμπολ». «Δηλαδή, δεν τον σκότωσαν». «Όχι, δε σκοτώθηκε -και ήταν γάτος αντί για σκύλος-, αλλά ο Μπούκερ έγινε όλος μπλε». «Μπλε;» «Μπλε μαλλιά, μπλε μούτρο. Και ήταν πυρ και μανία». Το τζιπ παρέμενε συνέχεια δυο τρία αυτοκίνητα πίσω τους. Ίσως ο οδηγός ήλπιζε ότι δε θα τον πρόσεχε ο Μιτς. «Οπότε ο Μπούκερ έγινε όλος μπλε. Και τι έγινε ο μικρός;» ρώτησε ο Μιτς. «Ο Μπούκερ ετοιμαζόταν να του σπάσει το χέρι, αλλά ο μικρός τού έριξε στα αχαμνά και το έβαλε στα πόδια. Μιτς, το
ξέρεις ότι υπάρχει μια πόλη στην Πενσιλβάνια που λέγεται Μπλου Μπολς*;» «Όχι, δεν το ήξερα». «Είναι στην περιοχή των Άμις. Και υπάρχει και μια άλλη πόλη εκεί κοντά που λέγεταιΊντερκορς**». «Σοβαρά;» «Μπορεί αυτοί οι Άμις να μην είναι τόσο σεμνότυφοι τελικά». Ο Μιτς επιτάχυνε πλησιάζοντας σε μια διασταύρωση, πριν γίνει κόκκινο το φανάρι. Πίσω του, το μαύρο τζιπ άλλαξε λωρίδες, άνοιξε ταχύτητα, και πέρασε από το φανάρι με κίτρινο. «Έχεις φάει ποτέ πίτα σούφλαϊ από τους Άμις;» ρώτησε ο Ίγκι. «Όχι, ποτέ». «Είναι πολύ πλούσια, πιο λιγωτική κι από έξι ταινίες με την Γκίτζετ. Είναι σαν να τρως μελάσα. Μιλάμε αχτύπητη, φίλε». Η Κάντιλακ έμεινε πίσω και επέστρεψε στη λωρίδα του Μιτς. Ανάμεσά τους υπήρχαν πάλι τρία αμάξια. «Ο Ερλ Πότερ έχασε το πόδι του τρώγοντας πίτα σούφλαϊ», είπε ο Ίγκι. «Ο Ερλ Πότερ;» «Ο πατέρας του Τιμ Πότερ. Ήταν διαβητικός, αλλά δεν το ήξερε, και ξέσκιζε έναν κουβά γλυκά κάθε μέρα. Έχεις φάει ποτέ πίτα Κουάκερταουν;» «Τι έγινε με το πόδι του Ερλ;» ρώτησε ο Μιτς. «Απίστευτη φάση, δικέ μου. Μια μέρα, το πόδι του είναι μουδιασμένο, δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Τελικά βρίσκουν ότι δεν υπάρχει καθόλου κυκλοφορία του αίματος, επειδή έχει σοβαρό διαβήτη. Του έκοψαν το αριστερό πόδι πάνω από το γόνατο». «Ενώ έτρωγε πίτα σούφλαϊ». «Όχι. Κατάλαβε ότι έπρεπε να κόψει τα γλυκά». «Μπράβο του». * Μπλε «μπαλάκια». (Σ.τ.Μ.) ** Συνουσία. (Σ.τ.Μ.)
«Έτσι, μια μέρα πριν το χειρουργείο έφαγε το τελευταίο του γλυκό. Διάλεξε μια ολόκληρη πίτα σούφλαϊ με έναν τόνο σαντιγί. Έχεις δει εκείνη την ταινία με τους Άμις που έπαιζε ο Χάρισον Φορντ και η γκόμενα με τα ωραία βυζιά;» Έτσι, περνώντας από τον Χέρμπολ, το Μπλου Μπολς, το Ίντερκορς, την πίτα σούφλαϊ και τον Χάρισον Φορντ, έφτασαν στην πολυκατοικία του Ίγκι. Ο Μιτς σταμάτησε στο πεζοδρόμιο και το μαύρο τζιπ πέρασε χωρίς να κόψει ταχύτητα. Τα παράθυρα ήταν φιμέ και δεν μπόρεσε να δει τον οδηγό ή τους επιβάτες. Ο Ίγκι άνοιξε την πόρτα και πριν βγει έξω είπε, «Είσαι εντάξει, αφεντικό;» «Είμαι εντάξει». «Φαίνεσαι χάλια». «Μόλις είδα να σκοτώνουν κάποιον», του υπενθύμισε ο Μιτς. «Ναι. Κουφό, ε; Οπότε είναι σίγουρο ποιος θα πρωταγωνιστήσει στο Ρόλινγκ Θάντερ απόψε. Ίσως θα 'πρεπε να περάσεις». «Μη μου κρατήσεις θέση». Το τζιπ απομακρυνόταν προς τα δυτικά και ο απογευματινός ήλιος έκανε το ύποπτο αυτοκίνητο να γυαλίζει και να αστράφτει. Φαινόταν θολά μέσα στον κυματιστό αέρα και νόμιζες ότι θα χανόταν στην αχλή. Ο Ίγκι βγήκε από το αμάξι, κοίταξε τον Μιτς και έκανε μια θλιμμένη γκριμάτσα. «Καημένε κατάδικε». «Αέρα στα πανιά μου». «Αυτός είσαι». «Πήγαινε, γίνε λιώμα». «Η αλήθεια είναι ότι έχω σκοπό να ψιλογίνω», τον διαβεβαίωσε ο Ίγκι. «Και ο δόκτωρ Ιγκ συστήνει τουλάχιστον ένα εξάκουτο μπίρες για σένα. Πες στην κυρά σου ότι είναι σούπερ γκόμενα». Ο Ίγκι βρόντηξε την πόρτα και απομακρύνθηκε, μεγαλόσωμος και αφοσιωμένος και συμπαθής και άσχετος.
1
Ο Μιτς ξεκίνησε, με τα χέρια του να έχουν αρχίσει ξαφνικά να τρέμουν στο τιμόνι. Στη διαδρομή, ανυπομονούσε να ξεφορτωθεί τον Ίγκι κ&ι να γυρίσει σπίτι του. Τώρα το στομάχι του είχε δεθεί κόμπος καθώς σκεφτόταν τι μπορεί να τον περίμενε εκεί. Εκείνο που φοβόταν περισσότερο ήταν μήπως βρει αίμα.
6
Ο
Μιτς οδηγούσε με τα παράθυρα του αυτοκινήτου ανοιχτά, θέλοντας να ακούει τους ήχους του δρόμου, αποδείξεις ζωής. Το τζιπ Κάντιλακ δεν ξαναφάνηκε, ούτε και πήρε τη θέση του κανένα άλλο αυτοκίνητο. Προφανώς, είχε απλώς φανταστεί ότι ενδιαφέρονταν γι' αυτόν. Δεν είχε πια την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν. Πότε πότε το βλέμμα του πήγαινε στον καθρέφτη, αλλά χωρίς να περιμένει να δει κάτι ύποπτο. Ένιωθε μόνος. Χειρότερα από μόνος· απομονωμένος. Σχεδόν ευχόταν να εμφανιστεί πάλι το μαύρο τζιπ. Το σπίτι του ήταν σε μια παλιά γειτονιά της Όραντζ, μία από τις παλιότερες πόλεις της κομητείας. Όταν έστριψε και μπήκε στο δρόμο με τα παλιά αυτοκίνητα και φορτηγάκια, ήταν σαν να άνοιξε μια κουρτίνα στο χρόνο και να επέστρεψε στο 1945. Το μπανγκαλόου -ξύλινο, βαμμένο ανοιχτό κίτρινο, με λευκά διακοσμητικά και στέγη από κέδρο- ήταν πίσω από ένα χαμηλό ξύλινο φράχτη μισοκρυμμένο από τις τριανταφυλλιές. Υπήρχαν μερικά μεγαλύτερα και μερικά ομορφότερα σπίτια στο τετράγωνο, αλλά κανένα δεν είχε καλύτερη διαμόρφωση εξωτερικών χώρων. Παρκάρισε στο δρομάκι του γκαράζ δίπλα στο σπίτι, κάτω
από έναν τεράστιο καλιφορνέζικο σκίνο, και βγήκε έξω στο ζεστό απογευματινό αέρα. Πεζοδρόμια και αυλές ήταν έρημα. Σ' αυτή τη γειτονιά, οι περισσότερες οικογένειες χρειάζονταν δύο εισοδήματα, έτσι όλοι οι γονείς ήταν στις δουλειές τους. Και καθώς η ώρα ήταν 3:04, δεν είχαν επιστρέψει ακόμη τα παιδιά από το σχολείο. Δεν υπήρχαν υπηρέτριες ούτε υαλοκαθαριστές ούτε κηπουροί με φυσητήρες φύλλων. Οι κάτοικοι της περιοχής σκούπιζαν μόνοι τους τα σπίτια τους και έκοβαν μόνοι το γκαζόν στους κήπους. Ο σκίνος έπλεκε τις ακτίνες του ήλιου ανάμεσα στα κλαδιά του και σκόρπιζε ελλειπτικές δέσμες φωτός στο σκιερό πεζοδρόμιο. Ο Μιτς άνοιξε την πλαϊνή πόρτα του φράχτη. Διέσχισε το γκαζόν κι έφτασε στην εξώπορτα. Η βεράντα είχε μεγάλο βάθος και ήταν δροσερή. Λευκές ψάθινες πολυθρόνες με πράσινα μαξιλάρια ανάμεσα σε μικρά ψάθινα τραπέζια με γυάλινη επιφάνεια. Τα απογεύματα της Κυριακής, κάθονταν συχνά εδώ με τη Χόλι και μιλούσαν, διάβαζαν εφημερίδα, παρακολουθούσαν τα κολιμπρί που φτεροκοπούσαν από το ένα κόκκινο λουλούδι στο άλλο στις μπιγκόνιες που άνθιζαν στους στύλους της βεράντας. Μερικές φορές έβαζαν ένα πτυσσόμενο τραπεζάκι ανάμεσα στις πολυθρόνες. Η Χόλι τον τσάκιζε στο Σκραμπλ. Αυτός κυριαρχούσε στα παιχνίδια «τρίβια». Δεν ξόδευαν πολλά για διασκέδαση. Ούτε διακοπές για σκι ούτε Σαββατοκύριακα στην Μπάχα. Σπάνια πήγαιναν σινεμά. Το να είναι μαζί στην μπροστινή βεράντα τούς πρόσφερε τόση απόλαυση όση και αν ήταν μαζί στο Παρίσι. Μάζευαν χρήματα για πιο σημαντικά πράγματα. Για να μπορέσει η Χόλι να ρισκάρει μια αλλαγή καριέρας από γραμματέας σε κτηματομεσίτρια. Για να μπορέσει αυτός να κάνει λίγη διαφήμιση, να αγοράσει ένα δεύτερο φορτηγάκι και να διευρύνει την επιχείρηση. Και για παιδιά. Θα έκαναν παιδιά. Δύο ή τρία. Σε μερικές
γιορτές, όταν τους έπιανε το πολύ συναισθηματικό τους, ακόμη και τέσσερα δεν τους φαίνονταν πολλά. Δεν ήθελαν όλο τον κόσμο δικό τους, ούτε και είχαν καμιά επιθυμία να τον αλλάξουν. Ήθελαν απλώς τη δική τους μικρή γωνιά στον κόσμο και την ευκαιρία να τη γεμίσουν με παιδιά και γέλια. Δοκίμασε την εξώπορτα. Ξεκλείδωτη. Την έσπρωξε και δίστασε στο κατώφλι. Κοίταξε πίσω στο δρόμο, μισοπεριμένοντας να δει το μαύρο τζιπ. Τίποτα. Μπήκε μέσα και περίμενε λίγο να προσαρμοστούν τα μάτια του. Το καθιστικό φωτιζόταν μόνο από το φως που έμπαινε από τα παράθυρα, φιλτραρισμένο πρώτα από τα δέντρα έξω. Όλα φαίνονταν εντάξει. Δεν έβλεπε πουθενά ίχνη πάλης. Ο Μιτς έκλεισε την πόρτα πίσω του. Αναγκάστηκε να ακουμπήσει για λίγο πάνω της. Αν η Χόλι ήταν στο σπίτι, θα ακουγόταν μουσική. Της άρεσαν οι μεγάλες ορχήστρες. Μίλερ, Γκούντμαν, Έλινγκτον, Σο. Έλεγε ότι η μουσική της δεκαετίας του '40 ταίριαζε στο σπίτι. Ταίριαζε και στην ίδια. Ήταν κλασική. Μια αψιδωτή πόρτα συνέδεε το καθιστικό με τη μικρή τραπεζαρία. Και εδώ δεν υπήρχε τίποτα το παράξενο. Πάνω στο τραπέζι ήταν μια μεγάλη ψόφια πεταλούδα της νύχτας, γκρίζα με μαύρα σχήματα στα φτερά της. Πρέπει να είχε μπει μέσα το προηγούμενο βράδυ. Είχαν καθίσει λίγη ώρα στη βεράντα, έχοντας την πόρτα ανοιχτή. Μπορεί να ήταν ζωντανή, απλώς να κοιμόταν. Αν την έπαιρνε και την έβγαζε έξω, μπορεί να πετούσε στο ταβάνι της βεράντας και να περίμενε εκεί μέχρι να νυχτώσει. Δίστασε, δεν ήθελε να αγγίξει την πεταλούδα, φοβόταν μήπως ήταν νεκρή. Μπορεί με το άγγιγμά του να μετατρεπόταν σε μια λιπαρή σκόνη, όπως κάνουν μερικές φορές οι πεταλούδες. Τελικά δεν την άγγιξε, επειδή ήθελε να πιστεύει ότι ήταν ζωντανή. Η πόρτα ανάμεσα στην τραπεζαρία και την κουζίνα ήταν μισάνοιχτη και μέσα το φως αναμμένο.
Στον αέρα υπήρχε μια μυρωδιά από καμένο ψωμί, που έγινε πιο έντονη όταν έσπρωξε την πόρτα και μπήκε στην κουζίνα. Εδώ υπήρχαν ίχνη πάλης. Μία από τις καρέκλες ήταν αναποδογυρισμένη. Στο πάτωμα υπήρχαν σπασμένα πιάτα. Δυο φέτες μαυρισμένο ψωμί ήταν μέσα στη φρυγανιέρα. Κάποιος είχε βγάλει την πρίζα. Το βούτυρο ήταν αφημένο στον πάγκο και είχε μαλακώσει καθώς ανέβαινε η θερμοκρασία. Οι απαγωγείς πρέπει να μπήκαν από το μπροστινό μέρος του σπιτιού και την αιφνιδίασαν καθώς έφτιαχνε πρωινό. Τα ντουλάπια είχαν ένα γυαλιστερό λευκό χρώμα. Υπήρχαν πιτσιλιές από αίμα σε μια πόρτα και δύο συρτάρια. Ο Μιτς έκλεισε τα μάτια για μια στιγμή. Στο νου του είδε την πεταλούδα να φτεροκοπά και να υψώνεται από το τραπέζι. Κάτι πετάρισε και στο στήθος του. Ήθελε να πιστέψει ότι ήταν ελπίδα. Πάνω στη λευκή επιφάνεια του ψυγείου, το αποτύπωμα ενός ματωμένου γυναικείου χεριού έμοιαζε να ξεφωνίζει σαν απελπισμένη κραυγή. Σε δυο από τα πάνω ντουλάπια υπήρχε άλλο ένα αποτύπωμα χεριού και μια ματωμένη μουντζούρα. Στίγματα από αίμα στα κεραμικά πλακάκια του δαπέδου. Ήταν πολύ αίμα. Ολόκληρος ωκεανός. Η σκηνή τρομοκράτησε τόσο πολύ τον Μιτς που ήθελε να κλείσει πάλι τα μάτια του, αλλά του μπήκε η τρελή ιδέα ότι αν έκλεινε δυο φορές τα μάτια σ' αυτή τη φρικτή πραγματικότητα, θα τυφλωνόταν για πάντα. Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο.
7
Δ
ε χρειαζόταν να πατήσει στο αίμα για να φτάσει στο τηλέφωνο. Το σήκωσε στο τρίτο κουδούνισμα και άκουσε την τρομαγμένη φωνή του να λέει, «Ναι;» «Εγώ είμαι, μωρό μου. Μας ακούν». «Χόλι. Τι σου έκαναν;» «Είμαι καλά», του απάντησε. Ακουγόταν δυνατή, αλλά δεν ακουγόταν καλά. «Είμαι στην κουζίνα», είπε ο Μιτς. «Ναι, ξέρω». «Το αίμα...» «Το ξέρω. Μην το σκέφτεται αυτό τώρα. Μιτς, είπαν ότι μπορούμε να μιλήσουμε ένα λεπτό, μόνο ένα λεπτό». Κατάλαβε αμέσως τι σήμαινε αυτό: Ένα λεπτό και ίσως να μην ξαναμιλήσουμε ποτέ. Δεν τον κρατούσαν τα πόδια του. Τράβηξε μια καρέκλα από το τραπέζι της κουζίνας και κάθισε. «Λυπάμαι», είπε. «Δε φταις εσύ. Μην τα βάζεις με τον εαυτό σου». «Ποιοι είναι αυτοί οι ανώμαλοι; Είναι τρελοί;» «Είναι αδίστακτοι, αλλά δεν είναι τρελοί. Φαίνονται... επαγγελματίες. Δεν ξέρω. Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς κάτι...» «Δεν το αντέχω». «Άκου, μωρό μου. Θέλω την υπόσχεσή σου. Αν μου συμβεί τίποτα...»
«Δε θα σου συμβεί τίποτα». «Αν μου συμβεί τίποτα», επέμεινε η Χόλι, «υποσχέσου μου ότι θα το αντέξεις». «Δε θέλω να το σκέφτομαι αυτό». «Θα το αντέξεις, που να πάρει! Θα το αντέξεις και θα ζήσεις τη ζωή σου». «Εσύ είσαι η ζωή μου». «Θα αντέξεις, Μιτς, γιατί αλλιώς θα τσαντιστώ άσχημα μαζί σου». «Θα κάνω αυτό που θέλουν. Θα σε πάρω πίσω». «Αν δεν αντέξεις, θα σε στοιχειώσω, Ράφερτι. Θα 'ναι όπως σ' εκείνη την ταινία, το Πόλτεργκαΐστ, κι ακόμη χειρότερα». «Θεέ μου, σ' αγαπώ», είπε ο Μιτς. «Το ξέρω. Κι εγώ σ' αγαπώ. Θέλω να σε σφίξω στην αγκαλιά μου». «Σ' αγαπώ τόσο πολύ!» Δεν του απάντησε. «Χόλι;» Η σιωπή ήταν σαν ηλεκτροσόκ, τον έκανε να πεταχτεί από την καρέκλα. «Χόλι; Μ' ακούς;» «Σ' ακούω, Ράφερτι», είπε ο απαγωγέας στον οποίο είχε μιλήσει προηγουμένως. «Κάθαρμα!» «Καταλαβαίνω το θυμό σου...» «Παλιοκαθίκι». «...αλλά δεν έχω πολλή υπομονή για τέτοια τώρα». «Αν την πειράξεις...» «Την έχω πειράξει ήδη. Και αν δεν κάνεις αυτό που θα σου πω, θα την κόψω κομματάκια τη σκύλα σαν μπριζόλα». Ο Μιτς συνειδητοποίησε ξαφνικά πόσο ανήμπορος ήταν κι αυτό τον κατέβασε αστραπιαία από το θυμό στην ταπεινοφροσύνη. «Σε παρακαλώ. Μην την ξαναπειράξεις». «Ηρέμησε, Ράφερτι. Ηρέμησε. Θέλω να σου εξηγήσω μερικά πράγματα».
«Εντάξει. Εντάξει. Μου χρειάζονται μερικές εξηγήσεις. Δεν καταλαβαίνω τι γίνεται». Τα πόδια του δεν τον κρατούσαν πάλι. Αντί να καθίσει στην καρέκλα, παραμέρισε ένα σπασμένο πιάτο με το πόδι του και γονάτισε στο δάπεδο. Για κάποιο λόγο, ένιωθε πιο άνετα γονατιστός παρά στην καρέκλα. «Σχετικά με το αίμα», είπε ο απαγωγέας. «Τη χαστούκισα όταν πήγε να αντισταθεί, αλλά δεν τη χαράκωσα». «Και το αίμα...» «Αυτό σου λέω. Της βάλαμε ένα τουρνικέ στο μπράτσο μέχρι που φούσκωσε η φλέβα, της χώσαμε μια βελόνα και τραβήξαμε τέσσερα μπουκαλάκια, όπως κάνει ο γιατρός όταν πας για εξετάσεις». Ο Μιτς ακούμπησε το μέτωπο του στην πόρτα του φούρνου. Έκλεισε τα μάτια του και προσπάθησε να συγκεντρωθεί. «Αλείψαμε το αίμα στα χέρια της και αφήσαμε αυτά τα αποτυπώματα. Πιτσιλίσαμε λίγο στους πάγκους και στα ντουλάπια. Στάξαμε στο πάτωμα. Είναι σκηνοθεσία, Ράφερτι. Έτσι που να φαίνεται ότι δολοφονήθηκε εκεί». Ο Μιτς ένιωθε σαν τη χελώνα που μόλις ξεκινά από την αφετηρία, μ' αυτό τον τύπο στο τηλέφωνο να είναι ο λαγός, που είχε διανύσει κιόλας το μισό μαραθώνιο. Δεν μπορούσε να τον προλάβει. «Σκηνοθεσία; Γιατί;» «Αν φοβηθείς και πας στους μπάτσους, δε θα πιστέψουν ποτέ αυτά που θα τους πεις περί απαγωγής. Θα δουν την κουζίνα και θα πιστέψουν ότι τη σκότωσες». «Δεν τους είπα τίποτα». «Το ξέρω». «Μετά από αυτό που κάνατε στον τύπο με το σκυλί., κατάλαβα ότι δεν είχατε τίποτα να χάσετε». «Υπάρχει και μια μικρή πρόσθετη εξασφάλιση», είπε ο απαγωγέας. «Μας αρέσει η εξασφάλιση. Λείπει ένα από τα μαχαίρια στην κουζίνα σου». Ο Μιτς δεν έκανε τον κόπο να κοιτάξει για να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό.
«Το τυλίξαμε με μια φανέλα σου και ένα μπλουτζίν σου. Τα ρούχα είναι λερωμένα με το αίμα της Χόλι». Ήταν σίγουρα επαγγελματίες, όπως είχε πει η γυναίκα του. «Αυτό το πακέτο είναι κρυμμένο στο οικόπεδο», συνέχισε ο απαγωγέας. «Δεν μπορείς να το βρεις εύκολα, θα το βρουν όμως τα σκυλιά της αστυνομίας». «Κατάλαβα». «Το 'ξερα ότι θα καταλάβαινες. Δεν είσαι βλάκας. Γι' αυτό φροντίσαμε να έχουμε εξασφάλιση». «Και τώρα τι γίνεται; Εξήγησέ μου γιατί τα κάνατε όλα αυτά». «Όχι ακόμη. Αυτή τη στιγμή είσαι συναισθηματικά φορτισμένος, Μιτς. Αυτό δεν είναι καλό. Όταν δεν ελέγχεις τα συναισθήματά σου, είναι πιθανό να κάνεις κάποιο λάθος». «Είμαι εντάξει», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς, αν και η καρδιά του χτυπούσε ακόμη σαν τρελή και το αίμα βροντούσε στα αυτιά του. «Δεν έχεις περιθώρια για λάθη, Μιτς. Ούτε για ένα λάθος. Γι' αυτό θέλω να ηρεμήσεις, όπως σου είπα. Όταν θα είσαι εντάξει, θα συζητήσουμε την κατάσταση. Θα σου τηλεφωνήσω στις έξυ>. Γονατιστός ακόμη, ο Μιτς άνοιξε τα μάτια και κοίταξε το ρολόι του. «Θέλουμε πάνω από δυόμισι ώρες μέχρι τις έξυ>. «Είσαι ακόμη με τα ρούχα της δουλειάς. Είσαι βρόμικος. Κάνε ένα ωραίο ντους. Θα νιώσεις καλύτερα». «Θα αστειεύεσαι». «Έτσι κι αλλιώς, πρέπει να γίνεις πιο ευπαρουσίαστος. Κάνε ντους, άλλαξε, και μετά φύγε από το σπίτι, πήγαινε κάπου, οπουδήποτε. Απλώς, φρόντισε να είναι καλά φορτισμένο το κινητό σου». «Προτιμώ να περιμένω εδώ». «Αυτό δεν είναι καλή ιδέα, Μιτς. Το σπίτι είναι γεμάτο αναμνήσεις της, όπου κι αν κοιτάξεις. Θα σου σπάσουν τα νεύρα. Θέλω να είσαι σε πιο ψύχραιμη κατάσταση». «Καλά. Εντάξει». «Και κάτι ακόμη. Θέλω να ακούσεις κάτι...»
Ο Μιτς νόμισε ότι θα έκαναν κάτι στη Χόλι για να ουρλιάξει από πόνο, για να του τονίσουν ότι δεν μπορούσε να την προστατέψει. «Όχι, μη», είπε. Αντί για τη Χόλι όμως, άκουσε δυο μαγνητοφωνημένες φωνές μέσα σε ένα αμυδρό ηχητικό φόντο από παράσιτα. Η πρώτη φωνή ήταν δική του. «Δεν έχω ξαναδεί να σκοτώνουν». «Δεν το συνηθίζεις ποτέ». «Φαντάζομαι πως όχι». «Είναι χειρότερα όταν είναι γυναίκα... γυναίκα ή παιδί». Η δεύτερη φωνή ανήκε στον υπαστυνόμο Τάγκαρτ. «Αν του τα είχες ξεράσει, Μιτς», είπε ο απαγωγέας, «η Χόλι θα ήταν νεκρή τώρα». Μέσα στο σκοτεινό, θαμπό τζάμι της πόρτας του φούρνου, είδε το είδωλο ενός προσώπου που έμοιαζε να τον κοιτάζει πίσω από ένα παράθυρο της Κόλασης. «Ό Τάγκαρτ είναι δικός σας». «Μπορεί να είναι. Μπορεί να μην είναι. Γι' αυτό θα πρέπει απλώς να θεωρείς ότι όλοι είναι δικοί μας, Μιτς. Αυτό θα είναι το πιο ασφαλές για σένα και ακόμη περισσότερο για τη Χόλι. Όλοι είναι δικοί μας». Είχαν φτιάξει ένα κουτί γύρω του. Και τώρα έβαζαν το καπάκι. «Μιτς, δε θέλω να σε αφήσω με τόσο βαριά διάθεση. Θέλω να σε καθησυχάσω για κάτι. Θέλω να ξέρεις ότι δε θα την αγγίξουμε». «Τη χτύπησες». «Και θα την ξαναχτυπήσω αν δεν κάνει αυτό που της λέω. Αλλά δε θα την αγγίξουμε. Δεν είμαστε βιαστές, Μιτς». «Γιατί να σε πιστέψω;» «Προφανώς, σε κουμαντάρω, Μιτς. Σε χειρίζομαι, σε παίζω. Και προφανώς υπάρχουν πολλά πράγματα που δε θα σου πω...» «Είστε φονιάδες, αλλά δεν είστε βιαστές;» «Το θέμα είναι ότι όλα όσα σου είπα ήταν αλήθεια. Σκέψου
όλη μας τη συζήτηση και θα δεις ότι ήμουν πάντα ειλικρινής και πάντα κρατούσα το λόγο μου». Ο Μιτς ήθελε να τον σκοτώσει. Δεν είχε ξανανιώσει ποτέ την τάση να φερθεί βίαια σε άλλο άνθρωπο, αλλά αυτόν το συγκεκριμένο τύπο ήθελε να τον διαλύσει. Έσφιγγε το τηλέφωνο τόσο δυνατά που τον πονούσε το χέρι του, αλλά δεν μπορούσε να το χαλαρώσει. «Έχω μεγάλη πείρα σε τέτοιες καταστάσεις, να δουλεύω μέσα από υποκατάστατα, Μιτς. Είσαι ένα εργαλείο για μένα, ένα πολύτιμο εργαλείο, μια ευαίσθητη μηχανή». «Μια μηχανή». «Άκου για να καταλάβεις, εντάξει; Είναι παράλογο να κακομεταχειρίζεσαι μια πολύτιμη και ευαίσθητη μηχανή. Είναι παράλογο να αγοράσεις μια Φεράρι και μετά να μην της αλλάξεις ποτέ λάδια, να μην της κάνεις ποτέ σέρβις». «Τουλάχιστον, είμαι μια Φεράρι». «Όταν είμαι εγώ ο χειριστής σου, Μιτς, δε θα πιεστείς ποτέ πέρα από τα όριά σου. Θα περίμενα πολύ μεγάλη απόδοση από μια Φεράρι, αλλά δε θα περίμενα να μπορεί να περάσει μέσα από έναν τοίχο». «Νιώθω σαν να έχω περάσει ήδη μέσα από τοίχο». «Είσαι πιο ανθεκτικός από όσο νομίζεις. Όμως, για να έχω την καλύτερη δυνατή απόδοση από σένα, θέλω να ξέρεις ότι θα φερθώ στη Χόλι με σεβασμό. Αν κάνεις ό,τι θέλουμε, τότε θα γυρίσει κοντά σου ζωντανή... Και ανέγγιχτη». Η Χόλι δεν ήταν αδύναμος άνθρωπος. Δε θα έσπαγε εύκολα με το ξύλο. Όμως, ο βιασμός δεν είναι απλά μια σωματική παραβίαση. Ο βιασμός ξεσκίζει το νου, την καρδιά, το πνεύμα σου. Ο απαγωγέας της μπορεί να τα είχε πει όλα αυτά για να καθησυχάσει τους φόβους του Μιτς. Αλλά, το κάθαρμα, μπορεί επίσης να τα είχε πει σαν προειδοποίηση. «Και πάλι δεν απάντησες στην ερώτησή μου», είπε ο Μιτς. «Γιατί να σε πιστέψω;» «Επειδή δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς».
Αυτή ήταν η ωμή αλήθεια. «Πρέπει να με πιστέψεις, Μιτς. Αλλιώς, πες πως είναι νεκρή από τώρα». Ο απαγωγέας έκλεισε τη γραμμή. Για ένα διάστημα, ο Μιτς ήταν τόσο ανήμπορος που έμεινε γονατιστός. Τελικά, μια μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή με τον αόριστα συγκαταβατικό τόνο νηπιαγωγού που δε νιώθει πολύ άνετα με τα παιδιά τού ζήτησε να κλείσει το τηλέφωνο. Ο Μιτς άφησε απλώς το ακουστικό στο πάτωμα και άρχισε ένα συνεχές «μπιπ» που τον παρότρυνε να συμμορφωθεί με την ηχογραφημένη σύσταση. Μένοντας ακόμη στα γόνατα, ακούμπησε πάλι το μέτωπο στην πόρτα του φούρνου κι έκλεισε τα μάτια του. Ο νους του ήταν άνω κάτω. Εικόνες της Χόλι, αναμνήσεις σαν ένας ανεμοστρόβιλος, τον βασάνιζαν, στριφογύριζαν κατακερματισμένες, καλές αναμνήσεις, γλυκές, αλλά γίνονταν οδυνηρές γιατί μπορεί να ήταν το μόνο που του είχε απομείνει απ' αυτή. Φόβος και θυμός. Θλίψη. Δεν είχε γνωρίσει ποτέ την απώλεια. Η ζωή του δεν τον είχε προετοιμάσει για την απώλεια. Προσπάθησε να καθαρίσει το μυαλό του γιατί αισθανόταν ότι υπήρχε κάτι που μπορούσε να κάνει για τη Χόλι εδώ που βρισκόταν, αρκεί να ξεπερνούσε το φόβο του και να έβρισκε την ηρεμία του. Και να σκεφτόταν. Μπορούσε να κάνει κάτι σημαντικό γι' αυτή τώρα. Μπορούσε να δραστηριοποιηθεί για χάρη της. Μπορούσε να κάνει κάτι για να τη βοηθήσει. Τα γόνατά του άρχισαν να πονούν πάνω στα σκληρά κεραμικά πλακάκια. Αυτή η σωματική ενόχληση σιγά σιγά καθάρισε το μυαλό του. Οι σκέψεις δεν τον διαπερνούσαν πια σαν θραύσματα, αλλά έπεφταν απαλά όπως πέφτουν τα φύλλα των δέντρων πάνω στα νερά ενός ήρεμου ποταμού. Μπορούσε να κάνει κάτι που θα είχε σημασία για τη Χόλι και η επίγνωση του τι ήταν αυτό βρισκόταν μόλις κάτω από την επιφάνεια, αιωρούνταν μόλις πίσω από το είδωλό του στο τζάμι του φούρνου. Το σκληρό πάτωμα ήταν ανελέητο κι άρχι-
σε να αισθάνεται σαν να ήταν γονατισμένος πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Μπορούσε να κάνει κάτι για τη Χόλι. Δεν μπορούσε να βρει την απάντηση. Κάτι. Τα γόνατά του πονούσαν. Προσπάθησε να αγνοήσει τον πόνο, αλλά μετά σηκώθηκε όρθιος. Έβαλε το ακουστικό στη θέση του. Έπρεπε να περιμένει το επόμενο τηλεφώνημα. Δεν είχε νιώσει ποτέ του τόσο άχρηστος.
8
Η
νύχτα που πλησίαζε, αν και απείχε ώρες ακόμη, τραβούσε όλες τις σκιές προς τα ανατολικά, μακριά από τον ήλιο που κατευθυνόταν προς τη δύση. Στην αυλή είχαν απλωθεί σκιές από τους φοίνικες. Για τον Μιτς, που στεκόταν στην πίσω βεράντα, αυτό το μέρος, που προηγουμένως ήταν ένα γαλήνιο νησί, έμοιαζε τώρα γεμάτο ένταση σαν τα καλώδια που στηρίζουν μια γέφυρα. Στο βάθος της αυλής, πέρα από το φράχτη, υπήρχε ένα στενό δρομάκι. Από την άλλη μεριά του υπήρχαν άλλες αυλές κι άλλα σπίτια. Ίσως, σε ένα από αυτά τα παράθυρα του πρώτου ορόφου στεκόταν κάποιος και τον παρακολουθούσε με ισχυρά κιάλια. Στο τηλέφωνο είχε πει στη Χόλι ότι ήταν στην κουζίνα κι αυτή του απάντησε, Το ξέρω. Ο μόνος τρόπος για να το ξέρει ήταν να το ήξεραν οι απαγωγείς της. Δεν υπήρχε καμιά απόδειξη ότι το μαύρο τζιπ Κάντιλακ συνδεόταν με τους απαγωγείς, αυτό ήταν μάλλον έργο της δικής του φαντασίας. Και δεν τον είχε ακολουθήσει κανένα άλλο αυτοκίνητο. Περίμεναν ότι θα γύριζε σπίτι του, έτσι, αντί να τον παρακολουθήσουν, παρακολουθούσαν το σπίτι. Τον παρακολουθούσαν ακόμη και τώρα. Ένα από τα σπίτια στην άλλη πλευρά του στενού δρόμου
μπορεί να πρόσφερε καλό οπτικό πεδίο αν ο παρατηρητής ήταν εφοδιασμένος με οπτικές συσκευές υψηλής τεχνολογίας που έδιναν καλή εικόνα από απόσταση. Αντί για κάποιο άλλο σπίτι, όμως, οι υποψίες του στράφηκαν στο ανεξάρτητο γκαράζ στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Μπορούσε κανείς να μπει εκεί είτε από το δρομάκι είτε από τον μπροστινό δρόμο διασχίζοντας το οικόπεδο. Το γκαράζ, όπου πάρκαρε ο Μιτς το φορτηγάκι του και η Χόλι το Χόντα της, είχε παράθυρα στο ισόγειο και στη σοφίτα, που τη χρησιμοποιούσαν για αποθήκη. Μερικά ήταν σκοτεινά και άλλα άστραφταν αντανακλώντας το φως του ήλιου. Δεν είδε σε κανένα παράθυρο κάποια φευγαλέα μορφή ή κάποια χαρακτηριστική κίνηση. Αν τον παρακολουθούσε κάποιος από το γκαράζ, δε θα ήταν απρόσεκτος. Ο Μιτς θα τον έβλεπε μόνο αν ήθελε εκείνος να εμφανιστεί -^για να τον τρομοκρατήσει. Το πλαγιαστό φως του ήλιου έπεφτε στα τριαντάφυλλα, τις νεραγκούλες, τις μιμόζες, τους έρωτες, σκορπίζοντας χρώματα σαν θραύσματα από βιτρό. Το μαχαίρι της κουζίνας, τυλιγμένο στα ματωμένα ρούχα, μάλλον ήταν θαμμένο σε κάποιο παρτέρι. Αν έβρισκε αυτό τον μπόγο και τον εξαφάνιζε και καθάριζε το αίμα στην κουζίνα, θα ανακτούσε κάποιον έλεγχο. Θα μπορούσε να αντιδράσει με μεγαλύτερα περιθώρια κινήσεων σε ό,τι θα αντιμετώπιζε στις ώρες που θα ακολουθούσαν. Αν τον παρακολουθούσαν όμως οι απαγωγείς, δε θα τους άρεσε καθόλου κάτι τέτοιο. Είχαν σκηνοθετήσει το φόνο της γυναίκας του για να τον εγκλωβίσουν και δε θα ήθελαν να ξεφύγει από την παγίδα τους. Για να τον τιμωρήσουν, θα έκαναν κακό στη Χόλι. Ο απαγωγέας είχε υποσχεθεί ότι δε θα την άγγιζαν, εννοώντας ότι δε θα τη βίαζαν. Αλλά δε θα δίσταζε να τη χτυπήσει. Αν είχε λόγους, θα τη χτυπούσε πάλι. Με γροθιές. Θα τη βασάνιζαν. Σ' αυτό τον τομέα, ο απαγωγέας δεν είχε δώσει καμιά υπόσχεση. Για να δημιουργήσουν το σκηνικό του ψεύτικου φόνου, της
είχαν τραβήξει αίμα με βελόνα. Όμως, δεν είχαν ορκιστεί ότι δεν επρόκειτο να τη σκοτώσουν. Μπορεί να τη χαράκωναν, για να του δείξουν ότι δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί τους. Και το παραμικρό τραύμα της Χόλι θα εξαφάνιζε τη θέλησή του να αντισταθεί. Δεν τολμούσαν να τη σκοτώσουν. Για να συνεχίσουν να ελέγχουν τον Μιτς, έπρεπε να τον αφήνουν να της μιλάει πότε πότε. Μπορούσαν, όμως, να την παραμορφώσουν και μετά να την αναγκάσουν να του περιγράψει την παραμόρφωσή της στο τηλέφωνο. Ο Μιτς ξαφνιάστηκε με την ικανότητά του να προβλέπει τέτοιες φρικτές εξελίξεις. Μέχρι πριν από μερικές ώρες, δεν είχε καμιά προσωπική πείρα από ένα τέτοιο αμιγές Κακό. Οι ζωηρές εικόνες της φαντασίας του σ' αυτό τον τομέα έδειχναν ότι σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, ή σε ένα επίπεδο βαθύτερο και από το υποσυνείδητο, ήξερε ότι υπάρχει ένα τέτοιο Κακό στον κόσμο, βδελύγματα που δεν μπορούν να ξεθωριάσουν και να γίνουν γκρι με την ψυχολογική ή την κοινωνική ανάλυση. Η απαγωγή της Χόλι είχε βγάλει αυτή την απωθημένη επίγνωση από το σκοτάδι στο φως. Οι σκιές από τους φοίνικες, έτσι όπως απλώνονταν προς τον πίσω φράχτη, έμοιαζαν τεντωμένες ως τα όρια του σημείου θραύσης. Τα λουλούδια, με τα χρώματά τους τονισμένα από τον ήλιο, φαίνονταν εύθραυστα σαν γυάλινα. Όμως, η ένταση της σκηνής μεγάλωνε. Τόσο οι επιμηκυμένες σκιές όσο και τα λουλούδια δεν επρόκειτο να σπάσουν. Ό,τι κι αν ήταν αυτό που πλησίαζε στο όριο θραύσης του, θα έσπαγε μέσα στον Μιτς. Και παρ' όλο που το άγχος τού προκαλούσε ξινίλα στο λαιμό και τον έκανε να σφίγγει τα δόντια, διαισθανόταν ότι αυτή η επικείμενη αλλαγή δε θα ήταν κάτι κακό. Στο γκαράζ, τα παράθυρα -τα σκοτεινά παράθυρα και τα φωτισμένα παράθυρα- έμοιαζαν να τον χλευάζουν. Τα έπιπλα της βεράντας και τα έπιπλα της αυλής, τοποθετημένα με την
ίι
προσδοκία να απολαύσουν εκείνος κι η Χόλι τεμπέλικες καλοκαιρινές βραδιές, έμοιαζαν να τον χλευάζουν. Ο πλούσιος, περιποιημένος κήπος, στον οποίο είχε αφιερώσει τόσες πολλές ώρες, τον χλεύαζε κι αυτός. Όλη η ομορφιά που έβγαινε από το έργο του έμοιαζε τώρα να είναι επιφανειακή, κι αυτό την έκανε άσχημη. Γύρισε στο σπίτι κι έκλεισε την πίσω πόρτα. Δεν έκανε τον κόπο να την κλειδώσει. Το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να μπει στο σπίτι του είχε εισβάλει ήδη και είχε φύγει. Οι όποιες άλλες παραβιάσεις θα ακολουθούσαν δε θα ήταν παρά διανθίσεις της αρχικής φρίκης. Διέσχισε την κουζίνα και μπήκε στο μικρό διάδρομο που εξυπηρετούσε δύο δωμάτια, το πρώτο από τα οποία ήταν γραφείο, με έναν καναπέ, δύο πολυθρόνες και μια τηλεόραση με μεγάλη οθόνη. Αυτές τις μέρες σπάνια έβλεπαν τηλεόραση. Στα προγράμματα κυριαρχούσαν τα ριάλιτι όπως και τα δικαστικά και αστυνομικά δράματα, αλλά όλα ήταν βαρετά επειδή δεν έμοιαζαν με την πραγματικότητα όπως τη γνώριζε αυτός. Και τώρα την είχε γνωρίσει ακόμη καλύτερα. Στο τέλος του διαδρόμου ήταν η κύρια κρεβατοκάμαρα. Πήρε καθαρά εσώρουχα και κάλτσες από ένα συρτάρι. Προς το παρόν, όσο αδύνατη κι αν φαινόταν κάθε πεζή δραστηριότητα κάτω από αυτές τις συνθήκες, δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο πέρα από αυτά που του είχαν πει. Η μέρα ως τώρα ήταν ζεστή, η νύχτα όμως στα μέσα Μαΐου μάλλον θα ήταν ψυχρή. Από την ντουλάπα πήρε ένα καθαρό τζιν και ένα φανελένιο πουκάμισο. Τα άφησε στο κρεβάτι. Συνειδητοποίησε ότι κοίταζε τη μικρή τουαλέτα της Χόλι, όπου εκείνη καθόταν καθημερινά σε ένα σκαμνί διακοσμημένο με μικρές φούντες για να χτενιστεί και να μακιγιαριστεί. Ασυναίσθητα, είχε πάρει τον καθρέφτη χειρός της Χόλι από την τουαλέτα. Κοίταξε μέσα σαν να ήλπιζε ότι, χάρη σε κάποια θεϊκή παρέμβαση που θα αποτελούσε πρόβλεψη του μέλλο-
ντος, θα έβλεπε το υπέροχο χαμογελαστό πρόσωπο της. Το δικό του πρόσωπο δεν άντεχε σε καμία εξέταση. Ξυρίστηκε, έκανε ντους και ντύθηκε για τη δοκιμασία που τον περίμενε. Δεν είχε ιδέα τι περίμεναν από αυτόν, πώς θα ήταν δυνατό να βρει τα δύο εκατομμύρια δολάρια για να πληρώσει τα λύτρα για τη γυναίκα του, αλλά δεν έκανε καμιά προσπάθεια να φανταστεί πιθανά σενάρια. Κάποιος που βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού καλά θα κάνει να μην κοιτάζει συνέχεια το κενό. Όπως καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, τη στιγμή που έδενε τα παπούτσια του, χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. Ο απαγωγέας είχε πει ότι θα τηλεφωνούσε στις έξι, όχι ότι θα περνούσε αυτοπροσώπως. Άλλωστε το ρολόι στο κομοδίνο έδειχνε 4:15. Δεν μπορούσε να μην ανοίξει την πόρτα. Έπρεπε να συνεχίσει να ζει κανονικά, ανεξάρτητα από το πώς θα επέλεγαν να επικοινωνήσουν μαζί του οι απαγωγείς της Χόλι. Ακόμη και αν ο επισκέπτης δεν είχε καμία σχέση με την απαγωγή της, έπρεπε να του ανοίξει για να διατηρήσει μια φυσιολογική ατμόσφαιρα. Το φορτηγάκι του, αφημένο μπροστά στο γκαράζ, έδειχνε ότι είχε γυρίσει σπίτι. Αν ήταν κάποιος γείτονας και δεν του άνοιγε κανείς, μπορεί να ερχόταν στο πίσω μέρος του σπιτιού για να χτυπήσει την πόρτα της κουζίνας. Από την τζαμόπορτα, θα έβλεπε καθαρά το πάτωμα της κουζίνας γεμάτο σπασμένα πιάτα, και τα ματωμένα αποτυπώματα των χεριών στα ντουλάπια και στο ψυγείο. Έπρεπε να κλείσει τα στόρια. Βγήκε από την κρεβατοκάμαρα στο χολ και διέσχισε το καθιστικό πριν προλάβει ο επισκέπτης να χτυπήσει το κουδούνι δεύτερη φορά. Η εξώπορτα δεν είχε τζάμια. Την άνοιξε και είδε τον υπαστυνόμο Τάγκαρτ να στέκεται στη βεράντα.
9
Τ
ο επίμονο βλέμμα του πίσω από τους ανακλαστικούς φακούς
κάρφωσε τον Μιτς παγώνοντας τη φωνή στο λαιμό του. «Μου αρέσουν αυτές οι παλιές γειτονιές», είπε ο Τάγκαρτ κοιτάζοντας την μπροστινή βεράντα. «Έτσι ήταν η νότια Καλιφόρνια στα χρυσά της χρόνια, πριν κόψουν όλους τους πορτοκαλεώνες και φτιάξουν μια στέπα γεμάτη σπίτια». Ο Μιτς κατάφερε να επιστρατεύσει μια φωνή που ακουγόταν σχεδόν σαν τη δική του, αν και λίγο πιο ψιλή: «Μένεις εδώ γύρω, υπαστυνόμε;» «Όχι. Μένω σε μία από τις στέπες. Είναι πιο βολικό. Αλλά έτυχε να είμαι στη γειτονιά». Ο Τάγκαρτ δεν ήταν άνθρωπος που τύχαινε να είναι οπουδήποτε. Ακόμη και αν υπνοβατούσε, πάλι θα είχε σκοπό, σχέδιο και προορισμό. «Κάτι προέκυψε, κύριε Ράφερτι. Και επειδή ήμουν εδώ. κοντά σκέφτηκα ότι θα ήταν καλύτερα να περάσω. Έχεις μερικά λεπτά;» Αν ο Τάγκαρτ δεν ήταν με το μέρος των απαγωγέων, αν η συζήτησή του με τον Μιτς είχε ηχογραφηθεί εν αγνοία του, θα ήταν επικίνδυνο να τον αφήσει να περάσει το κατώφλι. Σ' αυτό το μικρό σπίτι, το καθιστικό, που ήταν η προσωποποίηση της γαλήνης, και η κουζίνα, γεμάτη ενοχοποιητικά στοιχεία, απείχαν μερικά βήματα μόνο μεταξύ τους.
«Βέβαια», είπε ο Μιτς. «Αλλά η γυναίκα μου γύρισε σπίτι με ημικρανία. Είναι ξαπλωμένη». Αν ο αστυνομικός ήταν ένας απ' αυτούς, αν ήξερε ότι η Χόλι βρισκόταν κάπου αλλού, δεν πρόδωσε αυτή την επίγνωση με κάποια αλλαγή στην έκφρασή του. «Γιατί δεν καθόμαστε εδώ στη βεράντα», είπε ο Μιτς. «Την έχεις φτιάξει πολύ ωραία». Ο Μιτς έκλεισε την πόρτα πίσω του και κάθισαν στις λευκές ψάθινες πολυθρόνες. Ο Τάγκαρτ είχε φέρει ένα μικρό λευκό φάκελο. Τον ακούμπησε στα πόδια του χωρίς να τον ανοίξει. «Είχαμε κι εμείς μια τέτοια βεράντα όταν ήμουν μικρός», είπε. «Καθόμαστε και κοιτάζαμε τα αυτοκίνητα που περνούσαν. Απλώς, καθόμαστε και κοιτάζαμε τα αυτοκίνητα». Έβγαλε τα γυαλιά ηλίου και τα έβαλε στην τσέπη του πουκαμίσου του. Το βλέμμα του ήταν ευθύ και διαπεραστικό σαν τρυπάνι. «Παίρνει εργοταμίνη η κυρία Ράφερτι;» «Τι να παίρνει;» «Εργοταμίνη. Για τις ημικρανίες». Ο Μιτς δεν είχε ιδέα αν η εργοταμίνη ήταν όντως φάρμακο ή κάποια ανύπαρκτη λέξη που είχε επινοήσει ο υπαστυνόμος. «Όχι. Τα βγάζει πέρα με ασπιρίνη». «Πόσο συχνά την πιάνει ημικρανία;» «Δύο με τρεις φορές το χρόνο», είπε ο Μιτς. Στην πραγματικότητα η Χόλι δεν είχε ποτέ της ημικρανία. Σπάνια υπέφερε από πονοκεφάλους οποιουδήποτε είδους. Μια γκριζόμαυρη πεταλούδα της νύχτας κάθισε στο στύλο της βεράντας δεξιά από τα σκαλιά. «Εγώ έχω οφθαλμικές ημικρανίες», είπε ο Τάγκαρτ. «Έχουν καθαρά οπτικά χαρακτηριστικά. Βλέπω ένα φως που λαμπυρίζει και ένα προσωρινά τυφλό σημείο για είκοσι λεπτά περίπου, αλλά χωρίς πόνο». «Αν είναι να έχεις ημικρανία, αυτός είναι ο καλύτερος τύπος».
«Ο γιατρός μάλλον θα της έδινε εργοταμίνη μόνο αν έφτανε τη μία ημικρανία το μήνα». «Την πιάνει μόνο δυο φορές το χρόνο. Το πολύ τρεις», είπε ο Μιτς. Ευχήθηκε να είχε καταφύγει σε ένα άλλο ψέμα. Ήταν μεγάλη ατυχία που ο Τάγκαρτ ήξερε από ημικρανίες. Αυτή η μικρή συζήτηση είχε θορυβήσει τον Μιτς. Είχε την αίσθηση ότι φαινόταν νευρικός και σφιγμένος. Φυσικά ο Τάγκαρτ είχε συνηθίσει να είναι νευρικοί και σφιγμένοι όσοι μιλούσαν μαζί του. Ακόμη και αθώοι. Ακόμη και η ίδια η μητέρα του. Μέχρι τώρα ο Μιτς απέφευγε το επίμονο βλέμμα του αστυνομικού. Με κάποια προσπάθεια, τον κοίταξε πάλι. «Βρήκαμε όντως μια συσκευή αναγνώρισης στο σκύλο», είπε ο Τάγκαρτ. «Τι πράγμα;» «Το μικροτσίπ που σου είπα νωρίτερα». «Α. Ναι». Πριν συνειδητοποιήσει ο Μιτς ότι οι τύψεις του τον είχαν σαμποτάρει πάλι, το βλέμμα του έφυγε από τον Τάγκαρτ για να ακολουθήσει ένα αμάξι που περνούσε στο δρόμο. «Το είχαν τοποθετήσει στους μυς ανάμεσα στους ώμους του σκύλου», συνέχισε ο Τάγκαρτ. «Είναι πολύ μικρό, το ζώο δεν το αισθάνεται. Σκανάραμε το σκυλί και πήραμε τον αριθμό του τσιπ. Το σπίτι του σκυλιού είναι ένα τετράγωνο ανατολικά και δύο τετράγωνα βόρεια από το σημείο του πυροβολισμού. Ο ιδιοκτήτης λέγεται Όκανταν». «Ο Μπόμπι Όκανταν; Εγώ περιποιούμαι τον κήπο του». «Ναι, το ξέρω». «Ο άνθρωπος που σκοτώθηκε... δεν ήταν ο Όκανταν». «Όχι». «Ποιος ήταν; Συγγενής, φίλος του;» Ο Τάγκαρτ απέφυγε την ερώτηση. «Μου φαίνεται παράξενο που δεν αναγνώρισες το σκυλί», είπε. «Τα ριτρίβερ μοιάζουν μεταξύ τους». «Όχι ιδιαίτερα. Το καθένα είναι ξεχωριστό».
«Η Μισίκι», θυμήθηκε ο Μιτς. «Ναι, έτσι λέγεται το σκυλί. Είναι θηλυκό», συμφώνησε ο Τάγκαρτ. «Κάνουμε τον κήπο του τις Τρίτες, και η οικονόμος φροντίζει να μένει μέσα η Μισίκι όσο είμαστε εκεί. Συνήθως βλέπω το σκυλί μέσα από την μπαλκονόπορτα». «Προφανώς, κάποιος έκλεψε τη Μισίκι από την πίσω αυλή του Όκανταν σήμερα το πρωί, μάλλον γύρω στις εντεκάμισι. Το κολάρο και το λουρί δεν ήταν τα δικά της». «Θες να πεις ότι το σκυλί το έκλεψε ο τύπος που πυροβολήθηκε;» «Έτσι δείχνουν τα πράγματα». Αυτή η αποκάλυψη αντέστρεψε το πρόβλημα του Μιτς με το βλέμμα του Τάγκαρτ. Τώρα δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια του από τον υπαστυνόμο. Ο Τάγκαρτ δεν είχε έρθει εδώ μόνο και μόνο για να του ανακοινώσει ένα παράξενο στοιχείο. Προφανώς αυτή η εξέλιξη του προκάλεσε κάποιο ερώτημα σε σχέση με κάτι που είχε πει νωρίτερα ο Μιτς -ή με κάτι που δεν είχε πει. Μέσα από το σπίτι ακούστηκε ο πνιχτός ήχος του τηλεφώνου. Οι απαγωγείς θα τηλεφωνούσαν στις έξι. Αν όμως έπαιρναν νωρίτερα και δεν τον έβρισκαν, μπορεί να θύμωναν. Ο Μιτς πήγε να σηκωθεί από την πολυθρόνα, αλλά ο Τάγκαρτ τον σταμάτησε. «Θα προτιμούσα να μην απαντήσεις. Μάλλον είναι ο κύριος Μπαρνς». «Ο Ίγκι;» «Μίλησα μαζί του πριν από μισή ώρα. Του ζήτησα να μην τηλεφωνήσει εδώ, πριν μου δοθεί η ευκαιρία να σου μιλήσω. Μάλλον παλεύει με τη συνείδησή του από κείνη την ώρα και τελικά η συνείδησή του νίκησε. Ή έχασε, ανάλογα πώς θα το δεις». Ο Μιτς κάθισε ξανά. «Τι συμβαίνει;» Ο Τάγκαρτ αγνόησε την ερώτηση και επανήλθε στο θέμα του. «Πόσο συχνά νομίζεις ότι κλέβονται σκυλιά, κύριε Ράφερτι;»
«Δεν ήξερα καν ότι κλέβονται». «Συμβαίνει. Δεν τα κλέβουν τόσο συχνά όσο τα αυτοκίνητα». Το χαμόγελο του ήταν μεταδοτικό. «Δεν μπορείς να πάρεις ένα σκυλί και να το κάνεις εξαρτήματα, όπως μια Πόρσε. Αλλά, παρ' όλα αυτά, κλέβουν και σκυλιά πότε πότε». «Αφού το λες εσύ». «Τα καθαρόαιμα σκυλιά μπορεί να αξίζουν χιλιάδες δολάρια. Πολλές φορές ο κλέφτης δε σκοπεύει να πουλήσει το ζώο. Θέλει απλώς ένα ακριβό σκυλί για τον εαυτό του χωρίς να πληρώσει για να το αποκτήσει». Ο Τάγκαρτ έκανε μια παύση, αλλά ο Μιτς δε μίλησε. Ήθελε να επιταχύνει τη συζήτηση. Ανυπομονούσε να δει πού το πήγαινε ο Τάγκαρτ. Όλες αυτές οι κουβέντες για σκυλιά κάτι έκρυβαν. «Ορισμένες ράτσες κλέβονται πιο συχνά από άλλες γιατί είναι γνωστό ότι είναι φιλικά και συνήθως δεν αντιστέκονται στον κλέφτη. Τα γκόλντεν ριτρίβερ είναι μία από τις πιο κοινωνικές και λιγότερο επιθετικές ράτσες». Ο υπαστυνόμος χαμήλωσε το κεφάλι, χαμήλωσε το βλέμμα, και έμεινε σκεφτικός για μια στιγμή σαν να ζύγιαζε τι ήθελε να πει στη συνέχεια. Ο Μιτς δεν πίστευε ότι ο Τάγκαρτ χρειαζόταν να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Οι σκέψεις αυτού του ανθρώπου ήταν ακριβείς και τακτικές σαν τα ρούχα σε ντουλάπα ανθρώπου με ψυχαναγκαστικές εμμονές. «Τα σκυλιά κλέβονται κυρίως από παρκαρισμένα αυτοκίνητα», συνέχισε ο Τάγκαρτ. «Κάποιος αφήνει το σκυλί μόνο, με τις πόρτες ξεκλείδωτες. Όταν γυρίζει πίσω, ο Φίντο έχει εξαφανιστεί και κάποιος τον έχει βαφτίσει Ντιουκ». Ο Μιτς συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε τα μπράτσα της πολυθρόνας σαν να ήταν δεμένος σε ηλεκτρική καρέκλα και περίμενε να γυρίσουν το διακόπτη. Έκανε μια προσπάθεια να δείχνει ήρεμος. «Ή ο ιδιοκτήτης δένει το σκυλί σε ένα παρκόμετρο έξω από ένα μαγαζί. Ο κλέφτης το λύνει και φεύγει με τον καινούριο καλύτερο του φίλο».
Άλλη μια παύση. Ο Μιτς την υπέμεινε χωρίς να μιλήσει. Με το κεφάλι του ακόμη σκυμμένο, ο υπαστυνόμος Τάγκαρτ συνέχισε: «Είναι σπάνιο, κύριε Ράφερτι, να κλαπεί ένα σκυλί από την αυλή του ιδιοκτήτη του ένα ωραίο ανοιξιάτικο πρωινό. Οτιδήποτε σπάνιο, οτιδήποτε ασυνήθιστο, μου τραβά την περιέργεια. Και όταν κάτι είναι πραγματικά αλλόκοτο, τότε μου γίνεται έμμονη ιδέα». Ο Μιτς σήκωσε το χέρι στο σβέρκο του κι έτριψε τους μυς γιατί του φάνηκε ότι αυτό ήταν κάτι που θα έκανε ένας ήρεμος άνθρωπος, ένας ήρεμος και ανέμελος άνθρωπος. «Είναι παράξενο για έναν κλέφτη να πάει σε μια τέτοια γειτονιά με τα πόδια και να φύγει περπατώντας με ένα κλεμμένο σκυλί. Είναι παράξενο που δεν έχει πάνω του ταυτότητα. Είναι παραπάνω από παράξενο, απίστευτο, που τον σκοτώνουν τρία τετράγωνα παρακάτω. Και είναι αλλόκοτο, κύριε Ράφερτι, το ότι εσύ, ο κύριος μάρτυρας, τον γνώριζες». «Μα, δεν τον γνώριζα». «Κάποτε», επέμεινε ο Τάγκαρτ, «τον γνώριζες πολύ καλά».
10
Λ
ευκό ταβάνι, λευκά κάγκελα, λευκές σανίδες στο πάτωμα, λευκές ψάθινες καρέκλες, και σε ένα σημείο η γκριζόμαυρη πεταλούδα: Τα πάντα στη βεράντα ήταν οικεία, άνετα και ευάερα, αλλά ξαφνικά άρχισαν να φαίνονται σκοτεινά και παράξενα στον Μιτς. Με το βλέμμα του ακόμη χαμηλωμένο, ο Τάγκαρτ είπε, «Ένας από τους αστυφύλακες στον τόπο του εγκλήματος κοίταξε καλύτερα το θύμα και τον αναγνώρισε. Είπε ότι τον είχε συλλάβει για κατοχή ναρκωτικών ουσιών αφού τον σταμάτησε για μια τροχαία παράβαση πριν από δυο χρόνια περίπου. Ο τύπος δεν έκανε φυλακή, αλλά τα δακτυλικά του αποτυπώματα υπήρχαν στο σύστημα, έτσι μπορέσαμε να τον εντοπίσουμε γρήγορα. Ο κύριος Μπαρνς είπε ότι εσύ κι αυτός ήσαστε συμμαθητές με το θύμα». Ο Μιτς θα ήθελε να τον κοιτάξει ο υπαστυνόμος. Ο Τάγκαρτ, με τη διαίσθηση και την οξυδέρκειά του, θα αναγνώριζε τη γνήσια έκπληξη αν την έβλεπε. «Τον έλεγαν Τζέισον Οστίν». «Δεν ήμουν απλώς συμμαθητής μαζί του», είπε ο Μιτς. «Ο Τζέισον κι εγώ ήμαστε συγκάτοικοι για ένα χρόνο». Ο Τάγκαρτ τον κοίταξε επιτέλους. «Το ξέρω», είπε. «Θα σου το είπε ο Ίγκι». «Ναι».
Θέλοντας να δείξει ότι δεν προσπαθούσε να κρύψει τίποτα, ο Μιτς είπε, «Μετά το λύκειο έμεινα με τους δικούς μου για ένα χρόνο, ενώ παρακολουθούσα μερικά μαθήματα...» «Φυτοκομίας». «Ακριβώς. Μετά έπιασα δουλειά σε μια εταιρεία αρχιτεκτονικής κήπων κι έφυγα από το πατρικό μου. Ήθελα να μείνω σε δικό μου διαμέρισμα, αλλά δε μου το επέτρεπαν τα οικονομικά μου, έτσι ο Τζέισον κι εγώ μείναμε μαζί για ένα χρόνο για να μοιραζόμαστε το νοίκι». Ο υπαστυνόμος έσκυψε πάλι το κεφάλι του σ' εκείνη τη σκεφτική στάση, λες και ένα μέρος της στρατηγικής του ήταν να τον κοιτάζει όταν αυτό τον έκανε να νιώθει άβολα και να μην τον κοιτάζει όταν αυτό θα τον βοηθούσε. «Δεν ήταν ο Τζέισον αυτός που σκότωσαν στο δρόμο», είπε ο Μιτς. Ο Τάγκαρτ άνοιξε το μεγάλο φάκελο που είχε πάνω στα πόδια του. «Πέρα από το γεγονός ότι τον αναγνώρισε ο αστυνομικός και ταιριάζουν τα δακτυλικά του αποτυπώματα, έχω και την αναγνώριση του κυρίου Μπαρνς με βάση αυτό εδώ». Έβγαλε μια έγχρωμη φωτογραφία από το φάκελο και την έδωσε στον Μιτς. Ένας φωτογράφος της αστυνομίας είχε τοποθετήσει το πτώμα έτσι που να φαίνονται πάνω από τα τρία τέταρτα του προσώπου του. Το κεφάλι ήταν γυρισμένο προς τα αριστερά όσο χρειαζόταν για να κρύβεται το χειρότερο μέρος του τραύματος. Τα χαρακτηριστικά είχαν παραμορφωθεί κάπως από την είσοδο της σφαίρας από τον κρόταφο, τη διέλευσή της μέσα από το κρανίο και την έξοδό της από τον απέναντι κρόταφο. Το αριστερό μάτι ήταν κλειστό και το δεξί ανοιγμένο διάπλατα σε ένα ξαφνιασμένο κυκλώπειο βλέμμα. «Θα μπορούσε να είναι ο Τζέισον», είπε ο Μιτς. «Είναι». «Στο δρόμο είδα μόνο τη μια πλευρά του προσώπου του. Το δεξί προφίλ, τη χειρότερη πλευρά, αυτή με το τραύμα εξόδου». «Και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν κοίταξες και πολύ καλά».
«Όχι, δεν κοίταξα. Όταν είδα ότι σίγουρα ήταν νεκρός, δεν ήθελα να κοιτάξω πολύ καλά». «Και υπήρχε αίμα στο πρόσωπο», είπε ο Τάγκαρτ. «Το καθαρίσαμε πριν βγει αυτή η φωτογραφία»·. «Αίμα, μυαλά... Γι' αυτό δεν κοίταξα πολύ προσεκτικά». Ο Μιτς δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια του από τη φωτογραφία. Διαισθάνθηκε ότι ήταν προφητική. Μια μέρα θα υπήρχε μια τέτοια φωτογραφία με το δικό του πρόσωπο. Θα την έδειχναν στους γονείς του: Αυτός είναι ο γιος σας, κύριε και κυρία Ράφερτι; «Τελικά, είναι ο Τζέισον. Είχα οχτώ χρόνια να τον δω, ίσως εννιά». «Ήσαστε συγκάτοικοι όταν ήσουν... πόσο; Δεκαοχτώ χρονών;» «Δεκαοχτώ, δεκαεννιά. Μόνο για ένα χρόνο». «Πριν από δέκα χρόνια περίπου». «Κάτι λιγότερο». Ο Τζέισον ήταν πάντα ήρεμος, σε σημείο που να νομίζεις ότι δε λειτουργούσε ο εγκέφαλός του, αλλά ταυτόχρονα έμοιαζε να ξέρει τα μυστικά του σύμπαντος. Οι άλλοι σέρφερ τον θαύμαζαν, ή και τον ζήλευαν ακόμη. Τίποτε δεν τον τάραζε και τίποτα δεν τον εξέπληττε. Τώρα όμως φαινόταν έκπληκτος. Το ένα μάτι διάπλατο, το στόμα ανοιχτό. Έδειχνε σοκαρισμένος. «Πήγατε σχολείο μαζί, ήσαστε συγκάτοικοι. Γιατί χαθήκατε μετά;» Όσο ο Μιτς κοίταζε προσηλωμένος τη φωτογραφία, ο Τάγκαρτ τον παρακολουθούσε με ένα έντονο, διαπεραστικό βλέμμα. «Είχαμε... διαφορετικές ιδέες για τα πράγματα», είπε ο Μιτς. «Δε θα τον παντρευόσουν. Ήσαστε απλώς συγκάτοικοι. Δεν ήταν απαραίτητο να θέλετε τα ίδια πράγματα». «Υπήρχαν κάποια πράγματα που τα θέλαμε και οι δύο, αλλά είχαμε διαφορετικές ιδέες για το πώς να τα αποκτήσουμε».
«Ο Τζέισον τα ήθελε όλα με τον εύκολο τρόπο», είπε ο Τάγκαρτ. «Πίστευα ότι θα κατέληγε μπλεγμένος άσχημα και δεν ήθελα να έχω καμιά σχέση». «Είσαι τίμιος άνθρωπος, βαδίζεις την ευθεία οδό», είπε ο Τάγκαρτ. «Δεν είμαι καλύτερος από τους άλλους, ίσως να είμαι χειρότερος από μερικούς, αλλά δεν κλέβω». «Δεν έχουμε μάθει πολλά γι' αυτόν ακόμη, αλλά ξέρουμε ότι νοίκιαζε ένα σπίτι στο Χάντινγκτον Χάρμπορ, εφτά χιλιάδες δολάρια το μήνα». «Εφτά χιλιάδες;» «Ωραίο σπίτι, στην παραλία. Και τα πράγματα ως τώρα δείχνουν ότι δεν είχε δουλειά». «Ο Τζέισον πίστευε ότι η δουλειά είναι μόνο για τους στεριανούς». Ο Μιτς είδε ότι χρειαζόταν μια εξήγηση. «Έτσι λένε οι σέρφερ εκείνους που δε ζουν για την παραλία». «Κάποτε, ζούσες κι εσύ για την παραλία, Μιτς;» «Προς το τέλος του λυκείου και λίγο μετά. Αλλά δε μου έφτανε». «Τι έλειπε;» «Η ικανοποίηση της δουλειάς. Η σταθερότητα. Η οικογένεια». «Τώρα τα έχεις όλα αυτά. Η ζωή είναι τέλεια, ε;» «Είναι καλή. Πολύ καλή. Τόσο καλή που μερικές φορές ανησυχώ». «Όχι τέλεια, όμως; Τι σου λείπει τώρα, Μιτς;» Ουσιαστικά δεν ήξερε. Το σκεφτόταν αυτό πότε πότε, αλλά δεν είχε βρει την απάντηση. Έτσι είπε, «Τίποτα. Θα θέλαμε να κάνουμε παιδιά. Ίσως είναι μόνο αυτό». «Εγώ έχω δυο κόρες», αποκρίθηκε ο υπαστυνόμος. «Η μία εννιά και η άλλη δώδεκα. Τα παιδιά σού αλλάζουν τη ζωή». «Δε βλέπω την ώρα». Ο Μιτς συνειδητοποίησε ότι αντιδρούσε στον Τάγκαρτ λιγότερο επιφυλακτικά από πριν. Υπενθύμισε στον εαυτό του ότι
έπρεπε να προσέχει. Δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μ' αυτό τον τύπο. «Πέρα από την κατηγορία για κατοχή ναρκωτικών», είπε ο Τάγκαρτ, «ο Τζέισον ήταν καθαρός όλα αυτά τα χρόνια». «Πάντα ήταν τυχερός». Ο Τάγκαρτ έδειξε τη φωτογραφία. «Όχι πάντα». Ο Μιτς δεν ήθελε να τη βλέπει άλλο. Την έδωσε στον αστυνομικό. «Τα χέρια σου τρέμουν», είπε ο Τάγκαρτ. «Ναι. Ο Τζέισον ήταν φίλος κάποτε. Περνούσαμε καλά. Τα θυμάμαι όλα αυτά τώρα». «Δηλαδή, δεν τον είδες ούτε του μίλησες αυτά τα δέκα χρόνια». «Σχεδόν δέκα». Ο Τάγκαρτ έβαλε τη φωτογραφία στο φάκελο. «Αλλά τον αναγνωρίζεις τώρα». «Ναι, χωρίς τα αίματα. Τώρα φαίνεται πιο πολύ το πρόσωπο του». «Όταν τον είδες με το σκυλί, πριν τον σκοτώσουν, δε σκέφτηκες, Μια στιγμή, τον ξέρω αυτό τον τύπο;» «Ήταν στην άλλη μεριά του δρόμου. Του έριξα μόνο μια ματιά και μετά έπεσε ο πυροβολισμός». «Και εκείνη την ώρα μιλούσες στο τηλέφωνο, η προσοχή σου ήταν αλλού. Ο κύριος Μπαρνς είπε ότι μιλούσες στο τηλέφωνο όταν έπεσε ο πυροβολισμός». «Ναι. Δεν ήμουν συγκεντρωμένος στον τύπο με το σκυλί. Απλώς, του έριξα μια ματιά». «Ο κύριος Μπαρνς μου φαίνεται άνθρωπος που δεν μπορεί να πει ψέματα. Πιστεύω ότι, αν το έκανε, μπορεί να άρχιζε ξαφνικά να μακραίνει η μύτη του». Ο Μιτς δεν ήταν σίγουρος αν έπρεπε να συμπεράνει ότι, σε αντίθεση με τον Ίγκι, ο ίδιος ήταν αινιγματικός και αναξιόπιστος. Χαμογέλασε. «Ο Ίγκι είναι καλός τύπος», είπε. Κοιτάζοντας το φάκελο καθώς τον έκλεινε, ο Τάγκαρτ είπε, «Με ποιον μιλούσες στο τηλέφωνο;» «Με τη Χόλι. Τη γυναίκα μου».
«Σε πήρε για να σου πει ότι είχε ημικρανία;» «Ναι. Για να μου πει ότι γύριζε σπίτι νωρίς, επειδή είχε ημικρανία». Ο Τάγκαρτ κοίταξε το σπίτι πίσω τους. «Ελπίζω να είναι καλύτερα», είπε. «Μερικές φορές μπορεί να κρατήσει όλη μέρα». «Έτσι, λοιπόν, ο τύπος που σκοτώθηκε αποδείχτηκε ότι ήταν παλιός σου συγκάτοικος. Βλέπεις γιατί μου φαίνεται αλλόκοτο;» «Είναι αλλόκοτο», συμφώνησε ο Μιτς. «Με φρικάρει λίγο». «Είχες εννιά χρόνια να τον δεις. Δεν είχατε μιλήσει ούτε στο τηλέφωνο ή τίποτα τέτοιο». «Είχε νέους φίλους, διαφορετικές παρέες. Προσωπικά δεν τους συμπαθούσα και έπαψα να τον βλέπω στα παλιά μέρη που πηγαίναμε». «Μερικές φορές οι συμπτώσεις είναι απλώς συμπτώσεις». Ο Τάγκαρτ σηκώθηκε και πήγε προς τα σκαλιά της βεράντας. Ο Μιτς σηκώθηκε κι αυτός ανακουφισμένος, σκουπίζοντας τις παλάμες του στο τζιν. Ο Τάγκαρτ σταμάτησε δίπλα στα σκαλιά, με το κεφάλι σκυμμένο. «Δεν έχει γίνει ακόμη πλήρης έρευνα στο σπίτι του Τζέισον. Μόλις τώρα αρχίσαμε. Αλλά βρήκαμε κάτι παράξενο ήδη». Καθώς η Γη απομακρυνόταν κυλώντας από τον ήλιο που βυθιζόταν αργά στη δύση, το απογευματινό φως διαπέρασε ένα κενό στα κλαδιά του σκίνου. Μια πορτοκαλί λάμψη βρήκε τον Μιτς στα μάτια και τον έκανε να τα μισοκλείσει. Ο Τάγκαρτ, πέρα από το απροσδόκητο φως, στη σκιά, είπε, «Στην κουζίνα του υπάρχει ένα συρτάρι όπου είχε κέρματα, αποδείξεις, στυλό, εφεδρικά κλειδιά... Βρήκαμε μόνο μια κάρτα εκεί μέσα. Ήταν δική σου». «Δική μου;» «"Μπιγκ Γκριν"», είπε ο Τάγκαρτ. «"Σχεδιασμός, διαμόρφωση και συντήρηση κήπων. Μίτσελ ΡάφερτΓ». Αυτό είχε φέρει τον υπαστυνόμο εδώ. Είχε πάει στον Ίγκι,
τον άδολο Ίγκι, από τον οποίο έμαθε ότι όντως υπήρχε μια σύνδεση ανάμεσα στον Μιτς και τον Τζέισον. «Δεν του έδωσες εσύ την κάρτα σου;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. «Όχι, απ' όσο θυμάμαι. Τι χρώμα είχε η κάρτα;» «Ασπρη». «Χρησιμοποιώ άσπρες τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Πιο πριν οι κάρτες ήταν ανοιχτοπράσινες». «Και έχεις να τον δεις γύρω στα εννιά χρόνια». «Ναι, γύρω στα εννιά χρόνια». «Φαίνεται λοιπόν ότι εσύ είχες χάσει τον Τζέισον, αλλά ο Τζέισον δεν είχε χάσει εσένα. Έχεις καμιά ιδέα γιατί;» «Όχι. Καμία». Μετά από μια σύντομη σιωπή, ο Τάγκαρτ είπε, «Υπάρχει πρόβλημα εδώ». «Μπορεί να βρήκε την κάρτα μου με χίλιους διαφορετικούς τρόπους, υπαστυνόμε. Αυτό δε σημαίνει ότι με παρακολουθούσε». Ο Τάγκαρτ, με τα μάτια χαμηλωμένα, έδειξε το κάγκελο της βεράντας. «Μιλώ γι' αυτό εδώ το πρόβλημα». Πάνω στη λευκή κουπαστή, μέσα στη ζέστη, δυο έντομα με φτερά κουλουριάζονταν μαζί, σαν να ήταν σε ραντεβού. «Τερμίτες», είπε ο Τάγκαρτ. «Μπορεί να είναι απλώς μυρμήγκια με φτερά». «Αυτή την εποχή του χρόνου δεν κάνουν σμήνος οι τερμίτες; Καλά θα κάνεις να φέρεις έναν ειδικό να επιθεωρήσει το σπίτι. Μπορεί ένα κτίριο να φαίνεται μια χαρά, στέρεο και ασφαλές, και στην πραγματικότητα να είναι κούφιο κάτω από τα πόδια σου». Επιτέλους, ο αστυνομικός ανασήκωσε το κεφάλι και κοίταξε τον Μιτς. «Είναι φτερωτά μυρμήγκια», είπε αυτός. «Υπάρχει τίποτε άλλο που θέλεις να μου πεις, Μιτς;» «Δε μου έρχεται τίποτα. Όχι». «Σκέψου το λίγο. Σιγουρέψου». Αν ο Τάγκαρτ συνεργαζόταν με τους απαγωγείς, θα φερόταν διαφορετικά. Δε θα ήταν τόσο επίμονος, ούτε τόσο διεξοδι-
κός. Θα υπήρχε μια αίσθηση ότι όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι γι' αυτόν, μια μασκαράτα. Αν του τα είχες ξεράσει, Μιτς, η Χόλι θα ήταν νεκρή τώρα. Η προηγούμενη συζήτησή τους μπορεί να είχε ηχογραφηθεί από. μακριά. Αυτές τις μέρες, τα κατευθυντικά μικρόφωνα υψηλής τεχνολογίας μπορούν να πιάσουν καθαρά φωνές από απόσταση δεκάδων μέτρων. Το είχε δει σε μια ταινία. Ήξερε ότι τα περισσότερα από αυτά που βλέπεις στις ταινίες δεν έχουν καμία βάση στην πραγματικότητα, πίστευε όμως ότι τα κατευθυντικά μικρόφωνα αποτελούσαν εξαίρεση. Ο Τάγκαρτ μπορεί να αγνοούσε την ηχογράφηση όσο και ο Μιτς. Φυσικά, αυτό που είχε γίνει μια φορά μπορούσε να γίνει και δεύτερη. Ένα βαν που ο Μιτς δεν είχε ξαναδεί ποτέ του ήταν παρκαρισμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο. Μπορεί στο πίσω μέρος του να ήταν κάποιος που κατέγραψε τη συζήτησή τους. Ο Τάγκαρτ κοίταξε κι αυτός στο δρόμο, για να δει τι είχε τραβήξει την προσοχή του Μιτς. Τα σπίτια ήταν κι αυτά ύποπτα. Ο Μιτς δεν ήξερε όλους τους γείτονες. Ένα από τα σπίτια ήταν άδειο και είχε πωλητήριο απ' έξω. «Δεν είμαι εχθρός σου, Μιτς». «Ποτέ δε σκέφτηκα ότι είσαι», του απάντησε. Ήταν ψέμα φυσικά. «Όλοι αυτό πιστεύουν». «Θέλω να πιστεύω ότι δεν έχω εχθρούς». «Όλοι έχουν εχθρούς. Ακόμη και ένας άγιος έχει εχθρούς». «Γιατί να έχει εχθρούς ένας άγιος;» «Οι κακοί μισούν τους καλούς απλά και μόνο επειδή είναι καλοί». «Η λέξη κακοί ακούγεται τόσο...» «Γραφική», είπε ο Τάγκαρτ. «Φαντάζομαι ότι στη δουλειά σου όλα φαίνονται μαύρα άσπρα». «Κάτω από την όποια διαβάθμιση του γκρι, όλα είναι μαύρα άσπρα, Μιτς». «Έχω μεγαλώσει με άλλη νοοτροπία».
«Κοίτα, παρ' όλο που βλέπω τις αποδείξεις καθημερινά, δυσκολεύομαι κι εγώ να παραμείνω εστιασμένος στην αλήθεια. Διαβαθμίσεις του γκρι, λιγότερη αντίθεση, λιγότερη αβεβαιότητα. Αυτό είναι πολύ πιο βολικό». Ο Τάγκαρτ έβγαλε τα γυαλιά ηλίου από την τσέπη του πουκαμίσου του και τα φόρεσε. Από την ίδια τσέπη, έβγαλε την κάρτα του. «Μου την έχεις δώσει ήδη», είπε ο Μιτς. «Την έχω στο πορτοφόλι μου». «Εκείνη έχει μόνο τον αριθμό στο Τμήμα Ανθρωποκτονιών. Σ' αυτή εδώ έχω γράψει και το κινητό μου από πίσω. Σπάνια το δίνω. Μπορείς να με βρεις είκοσι τέσσερις ώρες τη μέρα, εφτά μέρες τη βδομάδα». Ο Μιτς πήρε την κάρτα. «Σου είπα όλα όσα ξέρω, υπαστυνόμε. Το γεγονός ότι το θύμα ήταν ο Τζέισον... μου είναι ακατανόητο». Ο Τάγκαρτ τον κοίταξε πίσω από τους ανακλαστικούς φακούς που απεικόνιζαν το πρόσωπο του Μιτς σε διαβαθμίσεις του γκρι. Ο Μιτς διάβασε τον αριθμό του κινητού και μετά έβαλε την κάρτα στην τσέπη του πουκαμίσου του. Ο Τάγκαρτ επανέλαβε πάλι τα λόγια κάποιου: «"Η μνήμη είναι ένα δίχτυ. Το βρίσκει κανείς γεμάτο ψάρια όταν το βγάζει από το ποτάμι, αλλά πολλά χιλιόμετρα νερού έχουν περάσει από μέσα χωρίς να μείνουν"». Ο Τάγκαρτ κατέβηκε τα σκαλιά της βεράντας και ακολούθησε το δρομάκι προς την πόρτα του κήπου. Ο Μιτς ήξερε ότι όλα όσα είχε πει είχαν πιαστεί στο δίχτυ του υπαστυνόμου. Κάθε λέξη και κάθε διακύμανση της φωνής του, κάθε έμφαση και κάθε δισταγμός, κάθε έκφραση του προσώπου και σύσπαση του σώματος. Κι όχι μόνο τα λόγια που είπε αλλά και όλα τα συμπεράσματα που έβγαιναν από αυτά. Μέσα σε αυτή την ψαριά, που ο αστυνομικός θα διάβαζε με τις οραματικές ικανότητες γνήσιου τσιγγάνου που διαβάζει τα φύλλα του τσαγιού, θα έβρισκε κάποιον οιωνό ή κάποια ένδειξη που θα τον έφερνε πίσω με προειδοποιήσεις και νέες Ερωτήσεις.
Ο Τάγκαρτ βγήκε από την πόρτα του κήπου και την έκλεισε πίσω του. Ο ήλιος έπαψε να φωτίζει τα κλαδιά του σκίνου και ο Μιτς απέμεινε στη σκιά, αλλά δεν αισθάνθηκε παγωνιά. Εξαρχής, αυτό το φως δεν τον είχε ζεστάνει.
11
Σ
το γραφείο, μέσα στο σπίτι, η μεγάλη τηλεόραση έμοιαζε με τυφλό μάτι. Ο Μιτς ένιωσε μια παρόρμηση να πάρει το τηλεχειριστήριο και να γεμίσει την οθόνη με λαμπερές ανόητες εικόνες, αν και ήξερε ότι το μάτι δεν τον έβλεπε. Παρ' όλα αυτά, όμως, ένιωθε να τον παρακολουθεί κάποια παρουσία, που τον κοίταζε με ένα παγερό βλέμμα, διασκεδάζοντας με όσα έβλεπε. Σε μια άκρη του γραφείου ήταν ο τηλεφωνητής. Το μοναδικό μήνυμα ήταν από τον Ίγκι: «Με συγχωρείς, φίλε, έπρεπε να σου τηλεφωνήσω μόλις έφυγε από δω. Όμως ο Τάγκαρτ... Είναι σαν να βλέπεις τεράστια κύματα αραδιασμένα σ' όλο τον ορίζοντα. Τρομάζεις και θέλεις να κατεβείς από τη σανίδα και να καθίσεις ήσυχα στην παραλία και να βλέπεις τα τέρατα να σωριάζονται στην ακτή». Ο Μιτς κάθισε στο γραφείο κι άνοιξε το συρτάρι όπου η Χόλι έβαζε το καρνέ επιταγών και τα αντίγραφα κινήσεων του λογαριασμού τους στην τράπεζα. Το ποσό που είχε πει στον απαγωγέα ήταν μεγαλύτερο από το πραγματικό. Ο τρεχούμενος λογαριασμός τους είχε 10.346, 54 δολάρια. Το πιο πρόσφατο μηνιαίο αντίγραφο έδειχνε και ένα υπόλοιπο 27.311,40 για το λογαριασμό ταμιευτηρίου. Είχαν απλήρωτους λογαριασμούς. Αυτοί ήταν σε διάφορε-
τικό συρτάρι στο ίδιο γραφείο. Δεν τους κοίταξε. Τώρα μετρούσε μόνο τι είχαν. Η μηνιαία δόση του στεγαστικού δανείου αφαιρούνταν αυτόματα από τον τρεχούμενο λογαριασμό. Το υπόλοιπο του δανείου ήταν 286.770 δολάρια. Πρόσφατα η Χόλι είχε υπολογίσει ότι η αξία του σπιτιού ήταν 425.000 δολάρια. Ήταν τρελό ποσό για ένα μικρό μπανγκαλόου σε μια παλιά γειτονιά, αλλά ήταν σωστό. Η γειτονιά, αν και παλιά, είχε πέραση και το μεγαλύτερο μέρος αυτής της αξίας οφειλόταν στο μεγάλο οικόπεδο. Το υπόλοιπο της αξίας του σπιτιού, αν αφαιρούσε το δάνειο συν τα μετρητά, έκαναν ένα σύνολο γύρω στα 175.000 δολάρια. Ούτε καν πλησίαζε τα δύο εκατομμύρια και ο απαγωγέας δεν ακουγόταν τύπος με τον οποίο μπορούσες να διαπραγματευτείς καλόπιστα. Άλλωστε, για να χρησιμοποιήσει τα χρήματα από το σπίτι θα 'πρεπε να πάρει καινούριο δάνειο ή να το πουλήσει. Και στις δύο περιπτώσεις χρειαζόταν η υπογραφή της Χόλι, αφού ήταν συνιδιοκτήτες. Δε θα είχαν καν το σπίτι, αν δεν το κληρονομούσε η Χόλι από τη γιαγιά της, την Ντόροθι, η οποία την είχε μεγαλώσει. Η υποθήκη ήταν μικρότερη όταν πέθανε η Ντόροθι, αλλά για να πληρώσουν τους φόρους κληρονομιάς και να σώσουν το σπίτι αναγκάστηκαν να πάρουν συμπληρωματικό δάνειο. Έτσι, το ποσό που είχε διαθέσιμο για να πληρώσει τα λύτρα ήταν γύρω στα τριάντα εφτά χιλιάδες δολάρια. Μέχρι τώρα ο Μιτς δε θεωρούσε τον εαυτό του αποτυχημένο. Ένιωθε ότι ήταν ένας νέος που έχτιζε με υπευθυνότητα τη ζωή του. Ήταν είκοσι εφτά χρονών. Κανείς δεν μπορεί να είναι αποτυχημένος στα είκοσι εφτά. Όμως ένα γεγονός ήταν αδιαμφισβήτητο: Παρ' όλο που η Χόλι ήταν το κέντρο της ζωής του, παρ' όλο που ήταν ανεκτίμητη, όταν τον ανάγκαζαν να βάλει μια τιμή στη ζωή της μπορούσε να πληρώσει μόνο τριάντα εφτά χιλιάδες δολάρια. Τον κυρίεψε μια πικρία που δεν είχε κανέναν άλλο στόχο
πέρα από τον εαυτό του. Κατάλαβε όμως ότι αυτό δεν ήταν καλό. Η πικρία μπορεί να μετατραπεί σε αυτολύπηση και αν παραδινόταν στην αυτολύπηση, τότε θα γινόταν όντως αποτυχημένος. Και η Χόλι θα πέθαινε. Ακόμη και αν δεν ήταν υποθηκευμένο το σπίτι, ακόμη και αν είχε μισό εκατομμύριο σε μετρητά και ήταν και οι δύο τρελά επιτυχημένοι για την ηλικία τους, και πάλι δε θα μπορούσε να πληρώσει τα λύτρα. Αυτή η αλήθεια τον οδήγησε στη συνειδητοποίηση ότι αυτό που θα έσωζε τη Χόλι δε θα ήταν τα χρήματα. Αυτός θα την έσωζε, αν μπορούσε να σωθεί· με την επιμονή του, την εξυπνάδα, το κουράγιο και την αγάπη του. Καθώς έβαζε πίσω στο συρτάρι το αντίγραφο των τραπεζικών κινήσεων, είδε ένα φάκελο με το όνομά του απ' έξω γραμμένο με το γραφικό χαρακτήρα της Χόλι. Μέσα ήταν μια ευχετήρια κάρτα γενεθλίων που του είχε αγοράσει ολόκληρες βδομάδες πριν τα γενέθλιά του. Στο μπροστινό μέρος της κάρτας υπήρχε η φωτογραφία ενός γέρου που ήταν γεμάτος ρυτίδες και κρεατοελιές. Από κάτω έγραφε, Οταν θα είσαι γέρος, θα σε χρειάζομαι ακόμη, αγάττη μου. Ο Μιτς άνοιξε την κάρτα και διάβασε, Τότε ma το μόνο που θα απολαμβάνω θα είναι η κηπουρική, κι εσύ φτιάχνεις εξαιρετικό λίπασμα. Γέλασε. Φαντάστηκε το γέλιο της Χόλι μέσα στο μαγαζί όταν άνοιξε την κάρτα και τη διάβασε. Μετά, το γέλιο του έγινε κάτι διαφορετικό. Τις τελευταίες πέντε τρομερές ώρες είχε πλησιάσει πολλές φορές στα δάκρυα, αλλά κάθε φορά είχε κρατηθεί. Η κάρτα όμως τον τσάκισε. Κάτω από το τυπωμένο κείμενο, η Χόλι είχε γράψει, Χρόνια πολλά! Σ' αγαπώ, Χόλι. Ο γραφικός της χαρακτήρας ήταν στρωτός και γεμάτος χάρη, χωρίς να γίνεται υπερβολικός. Φαντάστηκε το χέρι της καθώς κρατούσε το στυλό. Τα χέρια της έδειχναν ντελικάτα, αλλά ήταν πολύ δυνατά. Τελικά, ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του χάρη στην ανάμνηση της δύναμης των χεριών της.
Πήγε στην κουζίνα και βρήκε τα κλειδιά του αυτοκινήτου της Χόλι στην κρεμάστρα των κλειδιών δίπλα στην πίσω πόρτα. Η Χόλι είχε ένα Χόντα τεσσάρων ετών. Αφού πήρε το κινητό του από το φορτιστή δίπλα στην τοστιέρα, βγήκε έξω και πήγε το φορτηγάκι του στο γκαράζ στο πίσω μέρος του οικοπέδου. Το λευκό Χόντα ήταν παρκαρισμένο στη δεύτερη θέση. Η Χόλι το είχε πλύνει την Κυριακή το απόγευμα και άστραφτε. Παρκάρισε δίπλα του. Βγήκε από το φορτηγάκι, έκλεισε την πόρτα του οδηγού και στάθηκε ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα κοιτάζοντας γύρω του. Αν ήταν κανείς εδώ, σίγουρα άκουσε και είδε το φορτηγάκι να πλησιάζει και τώρα πια θα είχε φύγει. Το γκαράζ μύριζε αμυδρά λάδι μηχανής και γράσο, και περισσότερο από το κομμένο γκαζόν που ήταν συσκευασμένο σε μπάλες τυλιγμένες με μουσαμά στην καρότσα του αυτοκινήτου του. Κοίταξε το χαμηλό ταβάνι, που ήταν ταυτόχρονα το πάτωμα μιας σοφίτας που κάλυπτε τα δύο τρίτα της έκτασης του γκαράζ. Τα παράθυρα της σοφίτας έβλεπαν προς το σπίτι, δίνοντας ένα εξαιρετικό παρατηρητήριο. Κάποιος ήξερε πότε είχε γυρίσει σπίτι, ήξερε πότε ακριβώς είχε μπει στην κουζίνα. Μερικές στιγμές αφότου βρήκε τα σπασμένα πιάτα και το αίμα χτύπησε το τηλέφωνο και ήταν η Χόλι στη γραμμή. Μπορεί ο παρατηρητής να ήταν στο γκαράζ και μπορεί, επίσης, να ήταν ακόμη εδώ, αλλά η Χόλι δε θα ήταν μαζί του. Και ο παρατηρητής μπορεί να ήξερε πού την είχαν, μπορεί όμως και όχι. Ακόμη και αν ο παρατηρητής, που η ύπαρξή του παρέμενε θεωρητική, ήξερε πού ήταν η Χόλι, θα ήταν και πάλι επικίνδυνο για τον Μιτς να προσπαθήσει να τα βάλει μαζί του. Ήταν φανερό ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν μεγάλη πείρα σε θέματα βίας και ήταν ανελέητοι. Ένας κηπουρός δε θα κατάφερνε να τα βγάλει πέρα μαζί τους. Μια σανίδα έτριξε από πάνω. Σε μια κατασκευή τέτοιας η-
λικίας, το τρίξιμο μπορεί να ήταν ένας συνηθισμένος θόρυβος, παλιοί αρμοί που διαστέλλονται και συστέλλονται. Ο Μιτς πήγε στην πόρτα του οδηγού του Χόντα και την άνοιξε. Δίστασε για μια στιγμή, αλλά μετά κάθισε στο τιμόνι αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Έβαλε μπροστά τη μηχανή σαν αντιπερισπασμό. Η πόρτα του γκαράζ ήταν ανοιχτή και δεν υπήρχε κίνδυνος δηλητηρίασης από μονοξείδιο του άνθρακα. Βγήκε από το αυτοκίνητο κι έκλεισε την πόρτα. Όποιος άκουγε, θα νόμιζε ότι την είχε κλείσει από μέσα. Μπορεί, αν όντως άκουγε κάποιος, να παραξενευόταν όταν δε θα έβλεπε το αμάξι να βγαίνει αμέσως από το γκαράζ. Μια πιθανή εξήγηση θα ήταν ότι ίσως έκανε κάποιο τηλεφώνημα. Στον έναν πλαϊνό τοίχο υπήρχαν τα κηπευτικά εργαλεία που χρησιμοποιούσε όταν δούλευε στον κήπο του. Οι ψαλίδες και τα κλαδευτήρια έδειχναν όλα πολύ δύσχρηστα. Διάλεξε γρήγορα ένα σκαλιστήρι φτιαγμένο από ένα μονοκόμματο κομμάτι ατσάλι. Η λαβή είχε επίστρωση από καουτσούκ. Η λεπίδα ήταν πλατιά και καμπυλωτή και όχι τόσο κοφτερή όσο ένα μαχαίρι. Και πάλι όμως έκοβε αρκετά. Μετά από σύντομη σκέψη αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να διαλέξει ένα εργαλείο που ήταν πιθανότερο να εξουδετερώσει κάποιον παρά να τον σκοτώσει. Στον απέναντι τοίχο υπήρχαν ράφια με άλλα εργαλεία. Διάλεξε ένα σωληνωτό κλειδί με σχήμα Γάμα που η άλλη άκρη του ήταν λοστός.
12
Ο
Μιτς ένιωθε ότι τον είχε κυριέψει ένα είδος τρέλας που οφειλόταν στην απόγνωση. Δεν άντεχε πια να παραμένει αδρανής. Με το μακρύ κλειδί σφιχτά στο ένα του χέρι, πήγε στο πίσω μέρος του γκαράζ όπου μια απότομη σκάλα στη βόρεια γωνία οδηγούσε στη σοφίτα. Αν συνέχιζε να αντιδρά αντί να δρα, αν περίμενε πειθήνια το τηλεφώνημα των έξι -που απείχε μία ώρα και εφτά λεπτά ακόμη-, θα φερόταν σαν μηχανή, όπως ήθελαν οι απαγωγείς. Όμως, ακόμη και οι Φεράρι μερικές φορές καταλήγουν σε μάντρες σιδερικών. Το γιατί είχε κλέψει το σκυλί ο Τζέισον Οστίν και γιατί από όλα τα πιθανά θύματα να σκοτώσουν αυτόν ειδικά για παραδειγματισμό ήταν μυστήρια στα οποία δεν είχε απαντήσει. Όμως, η διαίσθησή του του έλεγε ότι οι απαγωγείς ήξεραν πως η αστυνομία θα συνέδεε τον Τζέισον μαζί του και αυτή η σύνδεση θα προκαλούσε υποψίες σε βάρος του. Ύφαιναν έναν ιστό από περιστασιακές ενοχοποιητικές ενδείξεις και αν τελικά σκότωναν τη Χόλι, ο Μιτς θα δικαζόταν για το φόνο της και θα καταδικαζόταν σε θάνατο όποιοι κι αν ήταν οι ένορκοι. Ίσως το έκαναν αυτό απλά και μόνο για να του είναι αδύνατο να στραφεί στις Αρχές για βοήθεια. Έτσι απομονωμένο, θα μπορούσαν να τον ελέγχουν πιο εύκολα.
Ή, αφού έπαιρνε τα δύο εκατομμύρια δολάρια με όποιον τρόπο του υπαγόρευαν, μπορεί να μην είχαν σκοπό να ελευθερώσουν τη Χόλι με αντάλλαγμα τα λύτρα. Αν τον έβαζαν να ληστέψει μια τράπεζα ή να κλέψει τα λεφτά με κάποιον άλλο τρόπο, και αν σκότωναν τη Χόλι αφού έπαιρναν τα χρήματα, και αν ήταν αρκετά έξυπνοι για να μην αφήσουν δικά τους ίχνη, τότε ο Μιτς μπορεί να δικαζόταν για όλα αυτά τα εγκλήματα. Μόνος, βουτηγμένος στο πένθος, περιφρονημένος απ' όλους και φυλακισμένος, δε θα μάθαινε ποτέ ποιοι ήταν οι εχθροί του. Θα απέμενε να αναρωτιέται γιατί διάλεξαν αυτόν και όχι κάποιον άλλο κηπουρό ή μηχανικό ή χτίστη. Η απόγνωση που τον έκανε να ανεβαίνει τα σκαλιά της σοφίτας είχε παραμερίσει το φόβο του, αλλά δεν του είχε στερήσει τη λογική. Δεν ανέβηκε τρέχοντας πάνω, αλλά αργά και προσεκτικά, κρατώντας το κλειδί από την άκρη του λοστού, έτοιμος να χτυπήσει με τη βαρύτερη άκρη της υποδοχής για τα μπουλόνια. Τα ξύλινα σκαλοπάτια πρέπει να έτριξαν κάτω από τα πόδια του, αλλά ο θόρυβος της μηχανής του Χόντα που δούλευε στο ρελαντί αντηχούσε στους τοίχους και έκρυβε τους ήχους της ανόδου του. Η σοφίτα είχε τοίχο από τις τρεις πλευρές και ήταν ανοιχτή από πίσω, αλλά υπήρχαν κάγκελα που εκτείνονταν αριστερά από το πάνω μέρος της σκάλας και διέσχιζαν όλο το πλάτος του γκαράζ. Τα παράθυρα στους τρεις τοίχους της σοφίτας άφηναν το απογευματινό φως να μπαίνει στο χώρο. Πέρα από τα κάγκελα φαίνονταν ψηλές στοίβες από χαρτοκιβώτια και αλλα αντικείμενα που δεν μπορούσαν να αποθηκεύσουν στο σπίτι. Οι στοίβες ήταν στη σειρά, μόλις ένα μέτρο ύψος σε μερικά σημεία, ενώ σε άλλα ξεπερνούσαν τα δύο. Οι διάδρομοι ανάμεσά τους ήταν γεμάτοι σκιές και όλες οι διακλαδώσεις οδηγούσαν σε αδιέξοδα. Στην κορυφή της σκάλας, ο Μιτς στεκόταν τώρα στην αρχή του πρώτου διαδρόμου. Δυο παράθυρα στο βορινό τοίχο έδιναν
αρκετό φως ώστε να είναι σίγουρος ότι δεν υπήρχε κανείς κρυμμένος σε κάποια εσοχή ανάμεσα στα κιβώτια. Ο δεύτερος διάδρομος ήταν πιο σκοτεινός από τον πρώτο, αν και η πρώτη διασταύρωση φωτιζόταν από τα παράθυρα του δυτικού τοίχου, αυτά που έβλεπαν προς το σπίτι. Αν στεκόταν κανείς εκεί, θα ξεχώριζε αμέσως η σιλουέτα του. Επειδή τα κουτιά δεν είχαν όλα το ίδιο μέγεθος και δεν ήταν πάντα τακτικά στοιβαγμένα, υπήρχαν κενά εδώ κι εκεί ανάμεσά τους αρκετά μεγάλα για να μπορέσει να κρυφτεί κάποιος. Ο Μιτς είχε ανεβεί αθόρυβα τη σκάλα. Το Χόντα από κάτω μάλλον δε δούλευε αρκετή ώρα για να προκαλέσει σημαντικές υποψίες. Έτσι, αν υπήρχε κάποιος στη σοφίτα, θα ήταν σε επιφυλακή και θα αφουγκραζόταν, αλλά το πιθανότερο ήταν ότι δεν είχε αντιληφθεί ακόμη ότι έπρεπε να κρυφτεί. Ο τρίτος διάδρομος ήταν πιο φωτεινός, καθώς είχε ένα παράθυρο στο τέλος του. Ο Μιτς κοίταξε στον τέταρτο διάδρομο, μετά στον πέμπτο και τελευταίο, που βρισκόταν στο νότιο τοίχο, φωτισμένος από δύο σκονισμένα παράθυρα. Δεν αντιλήφθηκε την ύπαρξη κανενός. Ο κάθετος διάδρομος που ήταν παράλληλος προς το δυτικό τοίχο, στον οποίο τελείωναν όλοι οι διάδρομοι με ανατολικήδυτική κατεύθυνση, ήταν το μοναδικό τμήμα της σοφίτας που δεν είχε ελέγξει σε όλο του το μήκος. Κάθε σειρά από κουτιά έκρυβε ένα τμήμα αυτού του χώρου. Σήκωσε πιο ψηλά το κλειδί και προχώρησε στο νότιο διάδρομο, προς την πρόσοψη της σοφίτας. Είδε ότι όλο το μήκος του τελευταίου διαδρόμου ήταν εξίσου άδειο με τα τμήματα που είχε δει ήδη. Στο πάτωμα, όμως, μπροστά σε μια σειρά από κουτιά, υπήρχαν κάποιες συσκευές που δεν έπρεπε να είναι εδώ. Τα περισσότερα πράγματα στη σοφίτα, πάνω από τα μισά, ανήκαν στην Ντόροθι, τη γιαγιά της Χόλι, που μάζευε στολίδια και άλλα διακοσμητικά αντικείμενα για όλες τις μεγάλες γιορτές. Για τα Χριστούγεννα, είχε πενήντα με εξήντα κεραμικούς χιονάνθρωπους διαφόρων ειδών και μεγεθών. Είχε πάνώ από ε-
κατό κεραμικούς Αϊ-Βασίληδες. Κεραμικούς ταράνδους. Χριστουγεννιάτικα δέντρα, στεφάνια, κεραμικές καμπάνες και έλκηθρα, ομάδες από κεραμικές φιγούρες που έλεγαν τα κάλαντα, κεραμικά σπίτια-μινιατούρες που μπορούσες να τα τοποθετήσεις για να σχηματίσεις ένα χωριό. Το σπίτι δε χωρούσε την πλήρη συλλογή της Ντόροθι για οποιαδήποτε από τις γιορτές, έτσι κάθε φορά έστηνε όσα από τα διακοσμητικά μπορούσε να βολέψει. Η Χόλι δεν ήθελε να πουλήσει τα κεραμικά. Και είχε συνεχίσει την παράδοση. Μια μέρα, έλεγε, θα αποκτούσαν μεγαλύτερο σπίτι και τότε θα αποκαλύπτονταν οι συλλογές σε όλη τους τη λαμπρότητα. Έτσι τώρα μέσα σε εκατοντάδες χαρτοκιβώτια υπήρχαν εραστές της Ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου, πασχαλιάτικα κουνέλια, αρνάκια και θρησκευτικές φιγούρες, πατριώτες της 4ης Ιουλίου, φαντάσματα και μαύρες γάτες για το Χαλοουίν, προσκυνητές της Ημέρας των Ευχαριστιών, και αναρίθμητα διακοσμητικά αντικείμενα για τα Χριστούγεννα. Όμως τα αντικείμενα που βρίσκονταν στο δάπεδο του τελευταίου διαδρόμου δεν ήταν ούτε κεραμικά, ούτε διακοσμητικά, ούτε εορταστικά. Ήταν ηλεκτρονικά, και περιλάμβαναν ένα δέκτη, μια συσκευή ηχογράφησης και άλλα μαραφέτια που ο Μιτς δεν ήξερε καν τι ήταν. Ήταν συνδεμένα με ένα πολύπριζο, που κι αυτό με τη σειρά του έπαιρνε ρεύμα από μια κοντινή πρίζα στον τοίχο. Ενδεικτικές λυχνίες και LED έδειχναν ότι οι συσκευές ήταν σε λειτουργία. Παρακολουθούσαν το σπίτι. Τα δωμάτια και τα τηλέφωνα μάλλον είχαν κοριούς. Σίγουρος ότι κινούνταν αθόρυβα και μη έχοντας δει κανέναν στη σοφίτα, όταν ο Μιτς κοίταξε τις συσκευές συμπέρανε ότι δεν τις παρακολουθούσε κανείς εκείνη τη στιγμή, ότι τις είχαν ρυθμίσει για να λειτουργούν αυτόματα. Ίσως, ακόμη, να μπορούσαν να συνδεθούν μαζί τους από μακριά και να κατεβάσουν τα στοιχεία που ήθελαν. Τη στιγμή που έκανε αυτή τη σκέψη, οι σειρές των LED άρ-
χισαν να αναβοσβήνουν διαφορετικά και ένα τουλάχιστον τώρα έμοιαζε να μετρά. Άκουσε ένα συριστικό ήχο σαν παράσιτα να ξεχωρίζει πάνω από τη μηχανή του Χόντα από το γκαράζ και μετά τη φωνή του υπαστυνόμου Τάγκαρτ. «Μου αρέσουν αυτές οι παλιές γειτονιές. Έτσι ήταν η νότια Καλιφόρνια στα χρυσά της χρόνια...» Δεν είχαν βάλει κοριούς μόνο στα δωμάτια, λοιπόν, αλλά ακόμη και στη βεράντα. Κατάλαβε ότι του την είχαν φέρει, μία στιγμή πριν αισθανθεί την κάννη του πιστολιού στο σβέρκο του.
13
Τ
ο πρόσωπο του Μιτς συσπάστηκε από το ξάφνιασμα, αλλά δε δοκίμασε να γυρίσει ούτε να χτυπήσει με το κλειδί. Δε θα κατάφερνε να κινηθεί αρκετά γρήγορα για να πετύχει το σκοπό του. Τις τελευταίες πέντε ώρες είχε αντιληφθεί έντονα τους περιορισμούς του, πράγμα που μετρούσε ως επίτευγμα αφού μεγαλώνοντας του είχαν μάθει να πιστεύει ότι δεν είχε περιορισμούς. Μπορεί να ήταν ο αρχιτέκτονας της ζωής του, αλλά δεν μπορούσε πια να πιστέψει ότι ήταν κύριος της μοίρας του. «...πριν κόψουν όλους τους πορτοκαλεώνες και φτιάξουν μια στέπα γεμάτη σπίτια». Ο άνθρωπος πίσω του είπε, «Άσε το κλειδί. Μη σκύψεις για να το ακουμπήσεις κάτω. Άσ' το να πέσει». Δεν ήταν η φωνή από το τηλέφωνο. Αυτός ακουγόταν πιο νέος, όχι τόσο ψυχρός, αλλά η φωνή του είχε έναν ανησυχητικό ανέκφραστο τόνο που ισοπέδωνε όλες τις λέξεις και τους έδινε το ίδιο βάρος. Ο Μιτς άφησε το κλειδί να πέσει. «...βολικό. Αλλά έτυχε να είμαι στη γειτονιά». Ο κακοποιός με το πιστόλι έκλεισε τη συσκευή ηχογράφησης, προφανώς χρησιμοποιώντας τηλεχειριστήριο. «Φαίνεται πως θέλεις να την κόψουμε κομματάκια και να την αφήσουμε να πεθάνει, όπως σου το είπαμε», είπε στον Μιτς.
«Όχι». «Ίσως κάναμε λάθος που σε διαλέξαμε. Ίσως θέλεις να την ξεφορτωθείς». «Μην το λες αυτό». Η φωνή του πάντα ανέκφραστη, όλες οι λέξεις στον ίδιο τόνο, χωρίς κανένα συναίσθημα: «Μπορεί να έχεις τους λόγους σου. Μια μεγάλη ασφάλεια ζωής. Μια άλλη γυναίκα». «Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο». «Ίσως να κάνεις καλύτερη δουλειά για μας, αν σου υποσχεθούμε να τη σκοτώσουμε». «Όχι. Την αγαπώ. Αλήθεια». «Έτσι και ξανακάνεις κανένα τέτοιο κόλπο, είναι νεκρή». «Κατάλαβα». «Γύρνα πίσω από κει που ήρθες». Ο Μιτς γύρισε και ο κακοποιός γύρισε κι αυτός, μένοντας πάντα πίσω του. Καθώς άρχισε να προχωρεί στον τελευταίο διάδρομο, περνώντας μπροστά από το πρώτο νότιο παράθυρο, ο Μιτς άκουσε την άκρη του κλειδιού να σέρνεται στο πάτωμα καθώς το σήκωνε από κάτω ο κακοποιός. Θα μπορούσε να γυρίσει και να κλοτσήσει, ελπίζοντας να τον προλάβει έτσι όπως θα ήταν σκυμμένος ακόμη. Αλλά φοβήθηκε ότι ο άλλος θα το περίμενε. Μέχρι τώρα θεωρούσε ότι αυτοί οι ανώνυμοι τύποι ήταν επαγγελματίες κακοποιοί. Μάλλον ήταν, αλλά ήταν επίσης και κάτι άλλο. Δεν ήξερε τι μπορεί να ήταν αυτό, αλλά επρόκειτο για κάτι χειρότερο. Εγκληματίες, απαγωγείς, δολοφόνοι. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα ήταν ακόμα χειρότερο από όσα ήξερε ήδη γι' αυτούς. Ο κακοποιός τον ακολούθησε στο διάδρομο και είπε, «Μπες στο Χόντα. Πήγαινε μια βόλτα». «Εντάξει». «Περίμενε το τηλεφώνημα, στις έξι». «Εντάξει, εντάξει». Καθώς πλησίαζαν στην άκρη του διαδρόμου, στο πίσω μέρος
της σοφίτας, στο σημείο όπου έπρεπε να στρίψουν αριστερά και να διασχίσουν το πλάτος του γκαράζ μέχρι τη σκάλα στη βορειοανατολική γωνία, παρενέβη ένα τυχαίο περιστατικό μέσα από ένα κορδόνι, έναν κόμπο στο κορδόνι, ένα βρόχο στον κόμπο. Τη στιγμή που συνέβη, ο Μιτς δεν αντιλήφθηκε το αίτιο, μόνο το αποτέλεσμα. Ένας πύργος από χαρτοκιβώτια κατέρρευσε. Μερικά έπεσαν στο διάδρομο και ένα δυο έπεσαν πάνω στον κακοποιό. Σύμφωνα με τις ετικέτες πάνω στα χαρτοκιβώτια, το περιεχόμενό τους ήταν κεραμικά για το Χαλοουίν. Περιείχαν περισσότερο πλαστικό με φυσαλίδες και χαρτί περιτυλίγματος παρά διακοσμητικά αντικείμενα και γι' αυτό δεν ήταν βαριά, αλλά έτσι όπως έπεσαν το ένα μετά το άλλο σχεδόν έκαναν τον κακοποιό να χάσει την ισορροπία του. Ο Μιτς απέφυγε ένα κουτί και σήκωσε το χέρι του για να αποκρούσει ένα άλλο. Η πρώτη στοίβα, πέφτοντας, αποσταθεροποίησε μια δεύτερη. Ο Μιτς σχεδόν πήγε να πιάσει τον κακοποιό για να τον βοηθήσει, μετά όμως συνειδητοποίησε ότι μια τέτοια προσπάθεια μπορεί να παρερμηνευόταν. Μπορεί ο άλλος να τη θεωρούσε επίθεση. Έτσι, για να μην παρεξηγήσει ο κακοποιός τις προθέσεις του και του ρίξει, φρόνησε να βγει από το δρόμο του. Τα παλιά ξύλινα κάγκελα στο πίσω μέρος της σοφίτας μπορούσαν να στηρίξουν όποιον ακουμπούσε απλώς πάνω τους, αλλά δεν μπόρεσαν να αντέξουν την πρόσκρουση όταν ο κακοποιός έπεσε πάνω τους παραπατώντας. Τα κάγκελα έτριξαν, τα καρφιά βγήκαν τρίζοντας από τις τρύπες τους, και δύο κομμάτια κιγκλιδώματος χωρίστηκαν μεταξύ τους. Ο κακοποιός βλαστήμησε το χείμαρρο των κουτιών. Και ξεφώνισε τρομαγμένος όταν τα κάγκελα υποχώρησαν μπροστά του. Έπεσε στο δάπεδο του γκαράζ. Το ύψος δεν ήταν μεγάλο, γύρω στα δυόμισι μέτρα, αλλά προσγειώθηκε με ένα φρικτό ήχο και ένα βρόντο από σπασμένα κάγκελα. Το πιστόλι του εκπυρσοκρότησε.
14
Α
πό την πτώση του πρώτου κουτιού μέχρι τον τελικό κρότο του πυροβολισμού είχαν περάσει μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Ο Μιτς απέμεινε να κοιτάζει άναυδος, αρκετή ώρα αφού τελείωσε το συμβάν. Η σιωπή τον σοκάρισε και τον έκανε να συνέλθει. Η σιωπή που επικρατούσε κάτω. Έτρεξε στη σκάλα και κάτω από τα πόδια του άκουσε τις σανίδες να βγάζουν έναν ήχο σαν βροντή, λες και τον είχαν αποθηκεύσει από τις καταιγίδες που πριν από πολύ καιρό έδερναν τα δέντρα από τα οποία είχαν κατασκευαστεί. Καθώς διέσχιζε το γκαράζ στο ισόγειο, περνώντας μπροστά από το φορτηγάκι και το Χόντα, η χαρά πάλευε με την απόγνωση μέσα του. Δεν ήξερε τι θα αντίκριζε και επομένως δεν ήξερε τι να νιώσει. Ο κακοποιός κειτόταν μπρούμυτα, με το κεφάλι και τους ώμους κάτω από ένα αναποδογυρισμένο καροτσάκι με ρόδες. Φαίνεται ότι έπεσε πάνω του και τότε το καροτσάκι αναποδογύρισε και τον πλάκωσε. Αλλά μια πτώση από δυόμισι μέτρα ύψος δεν μπορεί να τον είχε αφήσει έτσι ακίνητο. Λαχανιασμένος, αν και όχι από σωματική προσπάθεια, ο Μιτς σήκωσε το καροτσάκι και το παραμέρισε. Κάθε εισπνοή τού έφερνε μια οσμή από λάδι μηχανής και φρεσκοκομμένο
γκαζόν, και καθώς γονάτισε δίπλα στον κακοποιό του ήρθε και η πικρή δηκτική οσμή του πυροβολισμού. Και μετά η γλυκερή μυρωδιά του αίματος. Γύρισε το σώμα και είδε το πρόσωπο για πρώτη φορά. Ο άγνωστος ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, αλλά είχε το καθαρό δέρμα παιδιού προεφηβικής ηλικίας, πράσινα μάτια και πυκνές βλεφαρίδες. Δεν έδειχνε για άνθρωπος που μπορούσε να μιλήσει τόσο ήρεμα για τον ακρωτηριασμό και το φόνο μιας γυναίκας. Είχε προσγειωθεί μπρούμυτα πάνω στη μεταλλική κόψη του καροτσιού. Το χτύπημα μάλλον του έλιωσε το λάρυγγα και την τραχεία. Το δεξί του χέρι ήταν σπασμένο και φαινόταν ότι, όπως είχε παγιδευτεί κάτω από το σώμα του, πυροβόλησε ανακλαστικά. Ο δείκτης του ήταν ακόμη πάνω στη σκανδάλη. Η σφαίρα τον είχε διαπεράσει κάτω από το στέρνο, έχοντας γωνία προς τα πάνω και αριστερά. Η αιμορραγία ήταν ελάχιστη, πράγμα που έδειχνε τραύμα στην καρδιά και ακαριαίο θάνατο. Αν ο πυροβολισμός δεν τον είχε σκοτώσει ακαριαία, η σύνθλιψη της τραχείας θα τον είχε σκοτώσει γρήγορα. Υπερβολικά τυχερή εξέλιξη για να είναι απλή τύχη. Ό,τι κι αν ήταν -τύχη ή κάτι καλύτερο, τύχη ή κάτι χειρότερο-, στην αρχή ο Μιτς δεν μπορούσε να πει αν αυτή η εξέλιξη ήταν θετική ή όχι. Ο αριθμός των εχθρών του είχε μειωθεί κατά έναν. Μια ταραγμένη χαρά, ξεφτισμένη από την άγρια κόψη της εκδίκησης, πετάρισε μέσα του, και μπορεί να του είχε προκαλέσει ένα αχνό και ξέπνοο γέλιο αν δεν ήξερε ταυτόχρονα ότι αυτός ο θάνατος περιέπλεκε την κατάσταση. Ο κακοποιός δε θα επικοινωνούσε με τους συνεργάτες του και τότε θα του τηλεφωνούσαν αυτοί. Δε θα τον έβρισκαν στο τηλέφωνο και τότε μπορεί να έρχονταν εδώ. Αν τον έβρισκαν νεκρό, θα πίστευαν ότι τον σκότωσε ο Μιτς και πολύ γρήγορα θα άρχιζαν να κόβουν τα δάχτυλα της Χόλι ένα ένα, καυτηριάζοντας το κάθε κόψιμο με γυμνή φλόγα χωρίς αναισθητικό. Ο Μιτς έτρεξε στο Χόντα κι έσβησε τη μηχανή. Μετά έκλεισε την πόρτα του γκαράζ με το τηλεχειριστήριο.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει, έτσι άναψε τα φώτα. Ο πυροβολισμός μπορεί να μην ακούστηκε. Αλλά ακόμη κι αν ακούστηκε, ήταν σίγουρος ότι κανείς δε θα καταλάβαινε τι ήταν. Τέτοια ώρα, οι γείτονές του δε θα είχαν γυρίσει ακόμη από τη δουλειά. Μπορεί να είχαν επιστρέψει μερικά παιδιά από το σχολείο, αλλά θα άκουγαν CD ή θα ήταν βυθισμένα στον κόσμο του Xbox και θα πίστευαν ότι ο πνιχτός πυροβολισμός ήταν μέρος της μουσικής ή της ηχητικής υπόκρουσης του βιντεοπαιχνιδιού. Ο Μιτς πήγε πάλι στο πτώμα και στάθηκε δίπλα του κοιτάζοντάς το. Για μια στιγμή δεν μπορούσε να συνεχίσει. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει, αλλά του ήταν αδύνατο να κινηθεί. Είχε ζήσει σχεδόν είκοσι οχτώ χρόνια χωρίς να συναντηθεί ποτέ με το θάνατο. Και τώρα είχε δει δυο ανθρώπους να σκοτώνονται μέσα στην ίδια μέρα. Άρχισαν να τον βομβαρδίζουν σκέψεις για το δικό του θάνατο και όταν προσπάθησε να τις απωθήσει δεν τα κατάφερε. Το βουητό στα αυτιά του ήταν απλώς ο ήχος από το ίδιο του το αίμα που έτρεχε ορμητικά στις φλέβες του σπρωγμένο από τα κουπιά της καρδιάς του, αλλά η φαντασία του πρόσθετε σκοτεινά φτερά που χτυπούσαν στην περίμετρο του νοητικού οπτικού πεδίου του. Αν και τον απωθούσε η σκέψη να ψάξει το πτώμα, η ανάγκη τον έκανε να γονατίσει δίπλα του. Πήρε το πιστόλι από ένα χέρι τόσο ζεστό, που ο θάνατος έμοιαζε να είναι προσποιητός. Το έβαλε μέσα στο καροτσάκι δίπλα. Αν το δεξί μπατζάκι του νεκρού δεν είχε ανασηκωθεί από την πτώση, δε θα έβλεπε το δεύτερο όπλο, ένα κοντόκαννο περίστροφο σε μια θήκη στον αστράγαλο. Ο Μιτς έβαλε και το περίστροφο στο καροτσάκι και μετά κοίταξε τη θήκη. Άνοιξε τα βέλκρο που τη συγκρατούσαν στη θέση της κι έβαλε και τη θήκη δίπλα στα όπλα.
Έψαξε στις τσέπες του σπορ σακακιού και αναποδογύρισε τις τσέπες του παντελονιού. Ανακάλυψε ένα σετ κλειδιά -ένα για αμάξι και τρία άλλα-, που τα κοίταξε για λίγο αλλά μετά τα επέστρεψε εκεί όπου τα είχε βρει. Μετά από ένα σύντομο δισταγμό, όμως, τα ξαναπήρε και τα έβαλε κι αυτά στο καροτσάκι. Δε βρήκε τίποτε άλλο ενδιαφέρον πέρα από ένα πορτοφόλι κι ένα κινητό. Στο πρώτο θα έβρισκε κάποια ταυτότητα και το δεύτερο μπορεί να ήταν προγραμματισμένο να παίρνει στη γρήγορη κλήση, ανάμεσα σε άλλους αριθμούς, και τα τηλέφωνα των συνεργατών του. Αν χτυπούσε το τηλέφωνο, ο Μιτς δε θα τολμούσε να απαντήσει. Ακόμη και αν μιλούσε με μονοσύλλαβα και αυτός που καλούσε τον νόμιζε αρχικά για το νεκρό συνεργάτη του, ήταν σίγουρο ότι αργά ή γρήγορα θα τον πρόδινε κάποιο λάθος. Έκλεισε το τηλέφωνο. Θα τους έμπαιναν υποψίες όταν απαντούσε ο τηλεφωνητής, αλλά δε θα έκαναν τίποτα δραστικό με βάση μια απλή υποψία. Περιορίζοντας την περιέργειά του, ο Μιτς έβαλε το πορτοφόλι και το τηλέφωνο παράμερα μέσα στο καροτσάκι. Είχε άλλα, πιο επείγοντα πράγματα να κάνει.
15
Ο
Μιτς πήγε στο φορτηγάκι του και από την καρότσα πήρε ένα μουσαμά που τον χρησιμοποιούσε για να τυλίγει τα κομμένα κλαδιά από τις τριανταφυλλιές που κλάδευε. Τα αγκάθια δεν τον διαπερνούσαν τόσο εύκολα όσο τη λινάτσα. Υπήρχε πιθανότητα να έρθει κάποιος από τους απαγωγείς για να αναζητήσει τον νεκρό, έτσι δεν μπορούσε να αφήσει το πτώμα εδώ. Η σκέψη να οδηγεί με το πτώμα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου τού προκάλεσε ξινίλες στο στομάχι. Έπρεπε να αγοράσει μερικά αντιόξινα. Ο μουσαμάς είχε μαλακώσει με τη χρήση και ήταν γεμάτος ρωγμές, σαν σμάλτο σε παλιό βάζο. Δεν ήταν αδιάβροχος, αλλά παρέμενε αρκετά ανθεκτικός στα υγρά. Επειδή η καρδιά του κακοποιού είχε σταματήσει ακαριαία, το τραύμα αιμορραγούσε ελάχιστα. Δε χρειαζόταν να ανησυχεί για λεκέδες από αίμα. Δεν ήξερε πόσο μπορούσε να κρατήσει το πτώμα στο πορτ μπαγκάζ. Μερικές ώρες, μία μέρα, δύο μέρες; Αργά ή γρήγορα, θα διέρρεαν άλλα υγρά πέρα από το αίμα. Άπλωσε το μουσαμά στο πάτωμα και τύλιξε μέσα το πτώμα. Ένα κύμα αποστροφής τον διαπέρασε, ενεργοποιημένο από τον τρόπο που κινούνταν εδώ κι εκεί τα χέρια και το κεφάλι του νεκρού.
Ο κίνδυνος που διέτρεχε η Χόλι απαιτούσε να παραμένει ασυγκίνητος ακόμη και από τις πιο ενοχλητικές καταστάσεις, έτσι έκλεισε τα μάτια και πήρε μερικές αργές, βαθιές ανάσες, πνίγοντας την απέχθειά του. Ο τρόπος που κινούνταν το κεφάλι του κακοποιού έδειχνε ότι είχε σπάσει ο λαιμός του. Σ' αυτή την περίπτωση είχε πεθάνει με τρεις διαφορετικούς τρόπους: σπασμένος λαιμός, σύνθλιψη της τραχείας, σφαίρα στην καρδιά. Αυτό δεν μπορεί να ήταν καλοτυχία. Μια τέτοια πολλαπλή φρίκη δεν μπορεί να οφειλόταν μόνο στην τύχη. Ήταν απωθητικό ακόμη και να το σκέφτεται. Ασυνήθιστο, ναι. Ένα ασυνήθιστο περιστατικό. Και παράξενο. Αλλά όχι ευοίωνο. Άλλωστε, δεν ήταν ακόμη σίγουρο ότι αυτό το ατύχημα ήταν προς όφελος του. Μπορεί πολύ εύκολα να αποδεικνυόταν η καταδίκη του. Τύλιξε το πτώμα, αλλά δε σπατάλησε χρόνο περνώντας σπάγκο από τις τρύπες του μουσαμά για να το δέσει. Η ανησυχία του ήταν σαν ένα ρολόι που χτυπά ανελέητα, μια κλεψύδρα που αδειάζει, και φοβόταν κάποια διακοπή του ενός ή του άλλου είδους πριν προλάβει να τελειώσει. Έσυρε το τυλιγμένο πτώμα στο πορτ μπαγκάζ του Χόντα. Καθώς το άνοιγε, τον διαπέρασε ένα ρίγος τρόμου με την παράλογη σκέψη ότι θα έβρισκε άλλον ένα νεκρό να γεμίζει ήδη το χώρο. Αλλά, φυσικά, το πορτ μπαγκάζ ήταν άδειο. Δεν του είχε συμβεί ποτέ να καλπάζει έτσι ανεξέλεγκτα η φαντασία του ή να είναι τόσο νοσηρή. Αναρωτήθηκε μήπως αυτή η προσδοκία ενός δεύτερου πτώματος δεν ήταν αποκύημα της φαντασίας του αλλά ένα προαίσθημα ότι θα συναντούσε κι άλλους νεκρούς στο άμεσο μέλλον. Το φόρτωμα του πτώματος στο πορτ μπαγκάζ αποδείχτηκε δύσκολη υπόθεση. Ο κακοποιός ζύγιζε λιγότερο από τον Μιτς, αλλά ήταν νεκρό βάρος. Αν δεν ήταν δυνατός και αν η δουλειά του δεν τον κρατούσε σε καλή φυσική κατάσταση, το πτώμα μπορεί να τον νικού-
σε. Όταν τελικά έκλεισε το πορτ μπαγκάζ και το κλείδωσε, ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Μια προσεκτική εξέταση δεν αποκάλυψε αίμα στο καροτσάκι. Ούτε και στο πάτωμα. Μάζεψε τα σπασμένα κάγκελα και την κουπαστή, τα έβγαλε από το γκαράζ και τα έκρυψε μέσα σε μια μισοκαταναλωμένη στοίβα από καυσόξυλα που χρησιμοποιούσαν στο τζάκι του καθιστικού τον προηγούμενο χειμώνα. Μπήκε πάλι μέσα, ανέβηκε στη σοφίτα και πήγε στο μοιραίο σημείο, στο τέλος του νότιου διαδρόμου. Γρήγορα είδε το αίτιο του ατυχήματος. Πολλά από τα στοιβαγμένα χαρτοκιβώτια ήταν κλεισμένα με κολλητική ταινία, υπήρχαν όμως και άλλα που ήταν δεμένα με κορδόνι. Ο λαιμός του κλειδιού ήταν ακόμη πιασμένος στο βρόχο ενός κόμπου. Φαίνεται ότι ο κακοποιός κρατούσε το κλειδί στο πλάι, κάπως μακριά από το σώμα του, και η άκρη του πιάστηκε στο κορδόνι. Μόνος του είχε ρίξει τα κεραμικά του Χαλοουίν πάνω του. Ο Μιτς στοίβαξε τα περισσότερα πεσμένα κιβώτια όπως ήταν πριν κι έφτιαξε μια νέα σειρά από χαμηλές στοίβες μπροστά στα σπασμένα κάγκελα για να κρύψει τη ζημιά. Αν έρχονταν οι φίλοι του κακοποιού για να τον βρουν, οι σπασμένες κουπαστές και τα κάγκελα που έλειπαν θα τους οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι έγινε κάποια πάλη. Το κενό στα κάγκελα θα ήταν ορατό από τη νότια γωνία του ισογείου. Η σκάλα όμως ήταν στη βόρεια γωνία, και οι συνεργάτες του κακοποιού μπορεί να μην περνούσαν ποτέ από το σημείο όπου φαινόταν η ζημιά. Ο Μιτς αισθάνθηκε τη διάθεση να εκτονώσει κάπως το θυμό του σπάζοντας τις ηλεκτρονικές συσκευές παρακολούθησης που ήταν αραδιασμένες στο διάδρομο μπροστά στο δυτικό τοίχο. Αλλά δεν το έκανε. Όταν σήκωσε το σωληνωτό κλειδί, του φάνηκε πιο βαρύ από όσο το θυμόταν. Μέσα στη σιωπή, μέσα στην ησυχία, διαισθάνθηκε κάποια
εξαπάτηση. Ένιωθε ότι τον παρακολουθούσαν. Ένιωθε ότι τον χλεύαζαν. Εκεί κοντά, αράχνες στους ιστούς τους πρέπει να ονειρεύονταν με υπομονή νόστιμα παγιδευμένα έντομα. Κάποιες χοντρές μύγες πρέπει να πετούσαν προς τις αόρατες παγίδες τους. Αλλά ήταν κάτι πέρα από τις μύγες, κάτι χειρότερο από αράχνες, κάτι που έμοιαζε να υψώνεται από πάνω του χωρίς να μπορεί να το δει. Ο Μιτς στράφηκε απότομα, αλλά ήταν μόνος. Κάποια σημαντική αλήθεια τού κρυβόταν. Όχι στις σκιές ούτε πίσω από τα κιβώτια με τα εορταστικά διακοσμητικά, αλλά μπροστά στα μάτια του. Έβλεπε αλλά ήταν τυφλός. Άκουγε αλλά ήταν κουφός. Αυτή η παράξενη αίσθηση έγινε πιο έντονη, διογκώθηκε μέχρι που ένιωσε να τον συνθλίβει, παίρνοντας τόσο μεγάλες διαστάσεις που τα πνευμόνια του δεν μπορούσαν να ανοίξουν για να αναπνεύσει. Και μετά κόπασε γοργά και χάθηκε. Κατέβασε το κλειδί κάτω και το κρέμασε στη θέση του, ανάμεσα στα άλλα εργαλεία. Από το καροτσάκι πήρε το τηλέφωνο, το πορτοφόλι, τα κλειδιά, τα δύο πιστόλια και τη θήκη. Τα τοποθέτησε όλα στο κάθισμα του συνοδηγού, στο Χόντα. Έβγαλε το αμάξι από το γκαράζ, παρκάρισε δίπλα στο σπίτι και μπήκε γρήγορα μέσα για να πάρει ένα σακάκι. Φορούσε ένα φανελένιο πουκάμισο και παρ' όλο που η νύχτα δε θα ήταν τόσο κρύα για να απαιτεί σακάκι, εκείνος το χρειαζόταν. Όταν βγήκε από το σπίτι, περίμενε να βρει τον Τάγκαρτ να τον περιμένει δίπλα στο Χόντα. Αλλά ο υπαστυνόμος δεν εμφανίστηκε. Μπήκε στο αμάξι πάλι κι έβαλε το ελαφρύ σακάκι στο κάθισμα του συνοδηγού, κρύβοντας τα πράγματα που είχε πάρει από το νεκρό κακοποιό. Το ρολόι του ταμπλό συμφωνούσε με το ρολόι στον καρπό του. 5:11. Βγήκε στο δρόμο κι έστριψε δεξιά, με έναν πεθαμένο τρεις φορές στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου και ακόμη πιο μακάβριες εικόνες να τριγυρίζουν ελεύθερες στο νου του.
16
Δ
υο τετράγωνα πιο κάτω από το σπίτι, ο Μιτς παρκάρισε στο πεζοδρόμιο. Άφησε τη μηχανή αναμμένη, τα παράθυρα κλειστά και τις πόρτες κλειδωμένες. Δε θυμόταν να είχε κλειδώσει ποτέ τις πόρτες ενώ ήταν μέσα στο αμάξι. Κοίταξε στον καθρέφτη, σίγουρος ξαφνικά ότι το πορτ μπαγκάζ είχε ανοίξει, εκθέτοντας το τυλιγμένο πτώμα σε δημόσια θέα. Αλλά ήταν κλειστό. Στο πορτοφόλι του νεκρού υπήρχαν πιστωτικές κάρτες και ένα δίπλωμα οδήγησης της Καλιφόρνιας στο όνομα Τζον Νοξ. Στη φωτογραφία, ο νεαρός κακοποιός χαμογελούσε στην κάμερα με ένα χαριτωμένο χαμόγελο που θύμιζε μέλος εφηβικού μουσικού συγκροτήματος. Ο Νοξ είχε πάνω του 585 δολάρια, σε πέντε χαρτονομίσματα των εκατό και μερικά μικρότερα. Ο Μιτς τα μέτρησε χωρίς να τα βγάλει από την τσέπη του πορτοφολιού. Τίποτα στο πορτοφόλι δεν αποκάλυπτε το παραμικρό για το επάγγελμα, τα προσωπικά ενδιαφέροντα ή τους συνεργάτες του κακοποιού. Ούτε επαγγελματικές κάρτες, ούτε κάρτα βιβλιοθήκης, ούτε κάρτα ασφαλιστικής εταιρείας. Δεν υπήρχαν φωτογραφίες αγαπημένων του προσώπων, ούτε σημειώματα, ούτε κάρτα Κοινωνικής Ασφάλισης, ούτε αποδείξεις.
Σύμφωνα με το δίπλωμα, ο Νοξ ζούσε στο Λαγκούνα Μπιτς. Μπορεί να μάθαινε κάτι χρήσιμο με μια έρευνα στο σπίτι του. Όμως χρειαζόταν χρόνο για να εξετάσει τους κινδύνους που μπορεί να δημιουργούνταν αν πήγαινε στο σπίτι του Νοξ. Άλλωστε, έπρεπε να επισκεφθεί και κάποιον άλλο πριν το προγραμματισμένο τηλεφώνημα των έξι. Έβαλε στο ντουλαπάκι του ταμπλό το πορτοφόλι του Νοξ, το κινητό και τα κλειδιά. Μετά πήρε το μικρό περίστροφο και τη θήκη του αστραγάλου και τα έκρυψε κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Το μεγαλύτερο πιστόλι παρέμεινε στο διπλανό κάθισμα, κάτω από το σακάκι του. Ακολουθώντας μια σειρά από συνοικιακούς δρόμους με μικρή κίνηση, αγνοώντας τα όρια ταχύτητας και ακόμη και δυο τρία σήματα στοπ, ο Μιτς έφτασε στο σπίτι των γονιών του στο Ανατολικό Όραντζ στις 5:35. Παρκάρισε στο δρομάκι του γκαράζ και κλείδωσε το Χόντα. Το όμορφο σπίτι ήταν χτισμένο σε μια λοφοσειρά, με άλλους λόφους από πάνω του. Ο δρόμος, που κατηφόριζε προς μια πιο επίπεδη περιοχή, δεν αποκάλυψε κανένα ύποπτο αμάξι να τον ακολουθεί. Μια τεμπέλικη αύρα είχε ξετυλιχτεί από τα ανατολικά. Οι ψηλοί ευκάλυπτοι ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο με χιλιάδες ασημοπράσινες γλώσσες. Κοίταξε το παράθυρο του δωματίου μελέτης. Όταν ήταν οχτώ χρονών, είχε περάσει είκοσι συνεχείς μέρες εκεί μέσα, με ένα κλειδωμένο εσωτερικό παντζούρι να κλείνει αυτό το παράθυρο. Η έλλειψη περισπασμών που προκαλούν οι αισθήσεις εστιάζει τη σκέψη, καθαρίζει το νου. Σ' αυτή τη θεωρία στηριζόταν το σκοτεινό, σιωπηλό, άδειο δωμάτιο μελέτης. Χτύπησε το κουδούνι και του άνοιξε ο πατέρας του, ο Ντάνιελ. Στα εξήντα ένα του, παρέμενε ένας εντυπωσιακά όμορφος άντρας που είχε ακόμη όλα τα μαλλιά του, αν και τώρα ήταν λευκά. Ίσως επειδή τα χαρακτηριστικά του ήταν τόσο έντονα και
ευχάριστα -τέλεια χαρακτηριστικά αν ήθελε να γίνει ηθοποιός-, τα δόντια του φαίνονταν πολύ μικρά. Ήταν τα φυσικά του δόντια, από το πρώτο μέχρι το τελευταίο. Ο Ντάνιελ ήταν πολύ αυστηρός στα θέματα οδοντικής υγιεινής. Τώρα, λευκασμένα με λέιζερ, άστραφταν εκτυφλωτικά, αλλά έμοιαζαν μικρά, σαν δυο σειρές από λευκούς κόκκους καλαμπόκι. Ανοιγόκλεισε τα μάτια με μια έκπληξη που ήταν λίγο πιο θεατρική από όσο χρειαζόταν. «Μιτς», είπε. «Η Κάθριν δε μου είπε ότι τηλεφώνησες». Η Κάθριν ήταν η μητέρα του Μιτς. «Δεν τηλεφώνησα», παραδέχτηκε ο Μιτς. «Ήλπιζα ότι δε θα πείραζε να περάσω απροειδοποίητα». «Το πιθανότερο είναι ότι θα με έβρισκες απασχολημένο με κάποια υποχρέωση και θα είχες κάνει τόσο δρόμο τζάμπα. Απόψε, όμως, είμαι ελεύθερος»· «Ωραία». «Αν και έχω προγραμματίσει να διαβάσω για μερικές ώρες». «Δεν μπορώ να μείνω πολύ», τον καθησύχασε ο Μιτς. Τα παιδιά του Ντάνιελ και της Κάθριν Ράφερτι, όλα μεγάλα τώρα, ήξεραν ότι έπρεπε να σέβονται την ιδιωτική ζωή των γονιών τους, προγραμματίζοντας τις επισκέψεις τους και αποφεύγοντας τις απροειδοποίητες εμφανίσεις. Ο πατέρας του οπισθοχώρησε από την πόρτα. «Πέρνα μέσα, τότε». Στο χολ με το λευκό μάρμαρο στο δάπεδο, ο Μιτς κοίταξε δεξιά και αριστερά μια άπειρη σειρά του εαυτού του, επαναληπτικά είδωλα σε δυο μεγάλους αντικριστούς καθρέφτες με ανοξείδωτη κορνίζα. «Είναι εδώ η Κάθι;» ρώτησε. «Έχει έξοδο με τα κορίτσια απόψε», είπε ο πατέρας του. «Εκείνη και η Ντόνα Γουάτσον και αυτή η Ρόμπινσον πήγαν σε μια παράσταση ή κάτι τέτοιο». «Ήλπιζα να την έβλεπα». «Θα γυρίσουν αργά», είπε ο πατέρας του, κλείνοντας την πόρτα. «Πάντα αργούν. Φλυαρούν όλο το βράδυ και όταν φτά-
νουν εδώ, κάθονται στο αμάξι και συνεχίζουν να φλυαρούν. Την ξέρεις αυτή τη Ρόμπινσον;» «Όχι. Πρώτη φορά την ακούω». «Είναι ενοχλητική», είπε ο πατέρας του. «Δεν καταλαβαίνω γιατί αρέσει στην Κάθριν. Είναι μαθηματικός». «Δεν ήξερα ότι σε ενοχλούν οι μαθηματικού). «Αυτή η συγκεκριμένη, ναι». Οι γονείς του Μιτς ήταν και οι δύο διδάκτορες συμπεριφορικής ψυχολογίας, μόνιμοι καθηγητές στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στο Ίρβαϊν. Τα άτομα του κοινωνικού τους κύκλου προέρχονταν κυρίως από τους τομείς που οι ακαδημαϊκοί τύποι είχαν αρχίσει πρόσφατα να αποκαλούν επιστήμες του ανθρώπου, κυρίως για να αποφύγουν τον όρο «μαλακές» επιστήμες. Σε ένα τέτοιο κύκλωμα, ένας μαθηματικός μπορούσε να γίνει τόσο ενοχλητικός όσο μια πέτρα μέσα σε παπούτσι. «Μόλις έβαλα ένα ουίσκι με σόδα», είπε ο πατέρας του. «Θέλεις κάτι;» «Όχι, ευχαριστώ, κύριε». «Με αποκάλεσες κύριο;» «Με συγχωρείς, Ντάνιελ». «Η απλή βιολογική σχέση...» «...δεν πρέπει να προσδίδει κοινωνική θέση», αποτελείωσε τη φράση του ο Μιτς. Οι Ράφερτι επέβαλλαν στα πέντε παιδιά τους, όταν έκλειναν τα δεκατρία, να πάψουν να τους αποκαλούν μαμά και μπαμπά και να αρχίσουν να χρησιμοποιούν τα μικρά τους ονόματα. Η μητέρα του Μιτς, η Κάθριν, προτιμούσε να τη φωνάζουν Κάθι, αλλά ο πατέρας τους δεν ανεχόταν το Ντάνι στη θέση του Ντάνιελ. Όταν ήταν νέος, ο Ντάνιελ Ράφερτι είχε ακλόνητες απόψεις για τη σωστή ανατροφή των παιδιών. Η Κάθι δεν είχε ξεκάθαρες γνώμες για το θέμα, αλλά έβρισκε ενδιαφέρουσες τις αντισυμβατικές θεωρίες του Ντάνιελ και ήταν περίεργη να δει αν θα αποδεικνύονταν επιτυχημένες. Ο Μιτς και ο Ντάνιελ έμειναν για μια στιγμή στο χολ κα-
θώς ο Ντάνιελ έδειχνε να μην είναι σίγουρος πώς να προχωρήσει, μετά όμως είπε, «Έλα να δεις τι αγόρασα». Διέσχισαν ένα μεγάλο λίβινγκ ρουμ επιπλωμένο με ανοξείδωτα τραπέζια, καναπέδες από γκρίζο δέρμα και μαύρες πολυθρόνες. Τα έργα τέχνης ήταν ασπρόμαυρα, μερικά με μία μόνο χρωματιστή γραμμή ή επιφάνεια: εδώ ένα μπλε ορθογώνιο, εκεί ένα σκουροπράσινο τετράγωνο, παρακάτω δυο μουσταρδί σιρίτια V. Τα παπούτσια του Ντάνιελ Ράφερτι χτυπούσαν πάνω στο μαονένιο πάτωμα. Ο Μιτς ακολουθούσε αθόρυβα σαν φάντασμα. Στο γραφείο, ο Ντάνιελ έδειξε ένα αντικείμενο πάνω στο τραπέζι του. «Αυτό είναι το καλύτερο σκατό της συλλογής μου».
17
Η
διακόσμηση του γραφείου ήταν ανάλογη με του λίβινγκ ρουμ, με μια φωτισμένη βιτρίνα με ράφια πάνω στα οποία ήταν απλωμένη μια συλλογή από γυαλισμένες πέτρινες σφαίρες. Μόνη πάνω στο γραφείο, σε διακοσμητική μπρούντζινη βάση, η πιο πρόσφατη σφαίρα ήταν λίγο μεγαλύτερη από μπάλα του μπέιζμπολ. Κόκκινες φλέβες με κίτρινα στίγματα διακρίνονταν μέσα στο χαλκοκάστανο σώμα της σφαίρας. Ο απληροφόρητος μπορεί να νόμιζε ότι ήταν ένα κομμάτι εξωτικού γρανίτη που είχε γυαλιστεί για να αναδειχτεί η ομορφιά του. Στην πραγματικότητα ήταν σβουνιά δεινοσαύρου, που ο χρόνος και η πίεση την είχαν απολιθώσει. «Η ορυκτολογική ανάλυση επιβεβαιώνει ότι προέρχεται από σαρκοφάγο», είπε ο πατέρας του Μιτς. «Τυραννόσαυρος;» «Το μέγεθος δείχνει ότι είναι κάτι μικρότερο από τυραννόσαυρο». «Γοργόσαυρος;» «Αν είχε βρεθεί στον Καναδά και χρονολογούνταν από την Ανω Κρητιδική Περίοδο, μπορεί να ήταν γοργόσαυρος. Αλλά βρέθηκε στο Κολοράντο». «Άνω Ιουράσιος;» ρώτησε ο Μιτς. «Ναι. Άρα, μάλλον είναι σβουνιά κερατόσαυρου».
Καθώς ο Ντανιέλ έπαιρνε το ποτήρι του ουίσκι με σόδα από το γραφείο, ο Μιτς πήγε στη βιτρίνα. «Τηλεφώνησα στην Κόνι πριν από μερικές μέρες», είπε. Η Κόνι ήταν η μεγαλύτερη αδερφή του, τριάντα ενός ετών τώρα. Ζούσε στο Σικάγο. «Δουλεύει ακόμη σαν είλωτας σ' εκείνο το αρτοποιείο;» ρώτησε ο πατέρας του. «Ναι, αλλά είναι δικό της τώρα». «Σοβαρά μιλάς; Ναι, φυσικά. Τυπική συμπεριφορά. Αν βάλει το ένα πόδι της στην πόρτα, δε σταματά μέχρι που να μπει όλη μέσα». «Λέει ότι τα περνάει καλά». «Αυτό θα έλεγε, ό,τι κι αν συμβαίνει». Η Κόνι είχε κάνει μεταπτυχιακό στις πολιτικές επιστήμες, πριν βουτήξει στον ωκεανό των επιχειρήσεων. Κάποιοι είχαν εκπλαγεί από αυτή την τεράστια αλλαγή, αλλά ο Μιτς την καταλάβαινε. Η συλλογή από γυαλισμένες σβουνιές δεινοσαύρων είχε μεγαλώσει από την τελευταία φορά που την είχε δει. «Πόσες έχεις τώρα, Ντάνιελ;» «Εβδομήντα τρεις. Και έχω πληροφορίες για τέσσερα ακόμη εξαιρετικά δείγματα». Μερικές σφαίρες είχαν μόνο πέντε εκατοστά διάμετρο. Η μεγαλύτερη είχε το μέγεθος μπάλας του μπόουλινγκ. Οι περισσότερες ήταν καφέ, χρυσαφί και χαλκόχρωμες, για προφανείς λόγους. Όμως συνολικά έβλεπες όλες τις αποχρώσεις, ακόμη και μπλε. Οι πιο πολλές είχαν διάστικτα σχήματα. Οι φλέβες ήταν σπάνιες. «Μίλησα και με τη Μέγκαν το ίδιο βράδυ», συνέχισε ο Μιτς. Η Μέγκαν, είκοσι εννιά χρονών, είχε τον ψηλότερο δείκτη νοημοσύνης σε μια οικογένεια με υψηλούς δείκτες νοημοσύνης. Όλα τα παιδιά των Ράφερτι είχαν υποβληθεί σε τεστ τρεις φορές; στα εννιά, τα δεκατρία και τα δεκαεφτά τους χρόνια. Μετά τη δεύτερη χρονιά στο κολέγιο, η Μέγκαν παράτησε τις σπουδές της και τώρα ζούσε στην Ατλάντα, όπου είχε ένα
επιτυχημένο κομμωτήριο σκύλων που περιλάμβανε κατάστημα και εξυπηρέτηση κατ' οίκον. «Τηλεφώνησε το Πάσχα και ρώτησε πόσα αυγά βάψαμε», είπε ο πατέρας του Μιτς. «Φαντάζομαι, το θεώρησε αστείο. Πάντως η Κάθριν κι εγώ ανακουφιστήκαμε που δε μας ανακοίνωσε ότι είναι έγκυος». Η Μέγκαν είχε παντρευτεί τον Κάρμινε Μαφούτσι, ένα χτίστη που τα χέρια του είχαν το μέγεθος πιάτων. Ο Ντάνιελ και η Κάθι θεωρούσαν ότι είχε συμβιβαστεί με έναν άντρα που ήταν διανοητικά κατώτερος της, και περίμεναν ότι θα συνειδητοποιούσε το σφάλμα της και θα τον χώριζε, αν δεν ερχόταν πρώτα κανένα παιδί που θα περιέπλεκε τα πράγματα. Ο Μιτς συμπαθούσε τον Κάρμινε. Είχε καλό χαρακτήρα, μετίαδοτικό γέλιο, και ένα τατουάζ του Τουίτι στο δεξί του χέρι. «Αυτό εδώ μοιάζει με πορφυρίτη», είπε ο Μιτς, δείχνοντας μια σβουνιά με μοβ-κόκκινη μάζα και στίγματα από κάποια πρόσμειξη που έμοιαζε με άστριο. Πρόσφατα είχε μιλήσει, επίσης, με τη μικρή του αδερφή, την Πόρσια, αλλά δεν την ανέφερε γιατί δεν ήθελε να αρχίσει καβγά με τον πατέρα του. Ο Ντάνιελ πήγε και ανανέωσε το ουίσκι με τη σόδα στο γωνιακό μπαρ. «Ο Άνσον μας έκανε το τραπέζι προχτές», είπε. Ο Άνσον, ο μοναδικός αδερφός του Μιτς, ήταν τριάντα τριών χρονών, ο μεγαλύτερος από τα αδέρφια και ο πιο ευσυνείδητος απέναντι στον Ντάνιελ και την Κάθι. Για να είμαστε δίκαιοι με τον Μιτς και τις αδερφές του, πρέπει να πούμε ότι οι γονείς τους αγαπούσαν πάντα πιο πολύ τον Άνσον και γι' αυτό δεν τον είχαν επιπλήξει ποτέ. Είναι πιο εύκολο να είσαι ευσυνείδητο παιδί όταν οι γονείς σου δεν αναλύουν τους ενθουσιασμούς σου, ψάχνοντας για ενδείξεις ψυχολογικής δυσπροσαρμογής, και όταν οι προσκλήσεις σου δεν αντιμετωπίζονται με μια διαπεραστική καχύποπτη ματιά ή με ανυπομονησία. Και, για να είμαστε δίκαιοι με τον Άνσον, πρέπει να πούμε ότι είχε κερδίσει αυτή τη θέση εκπληρώνοντας τις προσδοκίες των γονιών του. Είχε αποδείξει ότι οι θεωρίες του Ντάνιελ για
την ανατροφή των παιδιών μπορούν να αποδώσουν καρπούς, πράγμα που δεν ίσχυε για κανένα από τα αδέρφια του. Ήταν πρώτος στην τάξη του στο λύκειο και είχε διακριθεί στο φούτμπολ ως κουόρτερμπακ. Όμως αρνήθηκε τις υποτροφίες που του πρόσφεραν λόγω του φούτμπολ, και προτίμησε εκείνες που οφείλονταν στα διανοητικά του επιτεύγματα. Ο ακαδημαϊκός κόσμος ήταν ένα κοτέτσι και ο Άνσον η αλεπού. Δεν απορροφούσε απλώς τη γνώση, την καταβρόχθιζε με την όρεξη ενός ακόρεστου σαρκοβόρου. Πήρε το πτυχίο του σε δύο χρόνια, το μεταπτυχιακό σε ένα, και είχε διδακτορικό στα είκοσι τρία του. Τα αδέρφια του δεν είχαν ενοχληθεί από τις επιτυχίες του Άνσον, ούτε υπήρχε η παραμικρή αποξένωση ανάμεσά τους. Αντίθετα, αν ο Μιτς και οι αδερφές του έκαναν μυστική ψηφοφορία για να αναδείξουν το αγαπημένο τους μέλος της οικογένειας, και οι τέσσερις θα ψήφιζαν το μεγαλύτερο αδερφό τους. Η καλή καρδιά και η φυσική του χάρη είχαν επιτρέψει στον Άνσον να ικανοποιήσει τους γονείς του χωρίς να γίνει σαν αυτούς. Αυτό το επίτευγμα δεν ήταν λιγότερο εντυπωσιακό από το να είχαν καταφέρει οι επιστήμονες του δέκατου ένατου αιώνα, δουλεύοντας μόνο με ατμομηχανές και πρωτόγονα βολταϊκά στοιχεία, να στείλουν αστροναύτες στη σελήνη. «Ο Άνσον μόλις υπέγραψε ένα συμβόλαιο παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών με την Κίνα», είπε ο Ντάνιελ. Σφαιρικές κοπριές βροντόσαυρου, διπλόδοκου, βραχιόσαυρου, ιγκουανόδοντα, μόσχωπα, στεγόσαυρου, τρικεράτωπα και άλλων δεινοσαύρων ήταν στημένες σε μπρούντζινες βάσεις πάνω στις οποίες ήταν χαραγμένο το όνομα του είδους. «Θα συνεργάζεται με τον υπουργό Εμπορίου», πρόσθεσε ο Ντάνιελ. Ο Μιτς δεν ήξερε αν τα απολιθωμένα κόπρανα μπορούν να αναλυθούν με τέτοια ακρίβεια ώστε να αναγνωριστεί το συγκεκριμένο είδος ή γένος δεινοσαύρου. Μπορεί ο πατέρας του να είχε καταλήξει σ' αυτούς τους χαρακτηρισμούς με την εφαρμογή θεωριών που στηρίζονταν σε ελάχιστα ή ανύπαρκτα επιστημονικά στοιχεία.
Υπάρχουν ορισμένοι τομείς ακαδημαϊκής έρευνας στους οποίους κανείς δεν μπορεί να υποστηρίξει απόλυτες απαντήσεις, αλλά ο Ντάνιελ τις ασπαζόταν παρ' όλα αυτά. «Και με τον υπουργό Παιδείας», είπε ο Ντάνιελ. Ο πατέρας του χρησιμοποιούσε από παλιά την επιτυχία του Άνσον για να ωθήσει τον Μιτς να σκεφτεί μια καριέρα πιο φιλόδοξη από την τωρινή, αλλά τα καρφιά δεν τον άγγιζαν ποτέ. Θαύμαζε τον Άνσον αλλά δεν τον ζήλευε. Καθώς ο Ντάνιελ προσπαθούσε να τον κεντρίσει με ένα ακόμη επίτευγμα του Άνσον, ο Μιτς κοίταξε το ρολόι του. Σε λίγο θα 'πρεπε να φύγει για να είναι μόνος του όταν θα έπαιρνε το τηλεφώνημα των απαγωγέων. Όμως η ώρα ήταν μόνο 5:42. Αισθανόταν σαν να ήταν στο σπίτι τουλάχιστον είκοσι λεπτά, στην πραγματικότητα όμως ήταν μόλις εφτά. «Έχεις κανένα ραντεβού;» ρώτησε ο Ντάνιελ. Ο Μιτς διέκρινε τον τόνο ελπίδας στη φωνή του πατέρα του, αλλά δεν ενοχλήθηκε. Είχε συνειδητοποιήσει εδώ και καιρό ότι ένα συναίσθημα τόσο πικρόχολο και έντονο όπως η μνησικακία ήταν ανάρμοστο γι' αυτή τη σχέση. Ο Ντάνιελ, έχοντας γράψει δεκατρία ογκώδη βιβλία, πίστευε ότι ήταν ένας γίγαντας της ψυχολογίας, ένας άνθρωπος με σιδερένιες αρχές και ατσάλινες πεποιθήσεις, ένας βράχος στον ποταμό της σύγχρονης αμερικανικής επιστήμης γύρω από τον οποίο κατώτερα μυαλά περνούσαν παρασυρμένα από τα, ρεύματα για να οδηγηθούν στην αφάνεια. Ο Μιτς ήξερε πολύ καλά ότι ο γέρος του δεν ήταν βράχος. Ο Ντάνιελ ήταν μια επιπλέουσα σκιά σ' αυτό τον ποταμό. Έπλεε στην επιφάνεια χωρίς ούτε να ταράζει ούτε να εξομαλύνει τα ρεύματα. Αν ο Μιτς έτρεφε μνησικακία για έναν τόσο εφήμερο άνθρωπο, θα ήταν πιο τρελός και από τον πλοίαρχο Άχαμπ και την αιώνια καταδίωξη της λευκής φάλαινας. Στα παιδικά τους χρόνια, ο Άνσον συμβούλευε τον Μιτς και τις αδερφές τους να αποφεύγουν το θυμό και να έχουν υπομονή. Τους δίδασκε την αξία του χιούμορ σαν άμυνα ενάντια στην ασυναίσθητη έλλειψη ανθρωπιάς του πατέρα τους. Τώρα
ο Ντάνιελ προκαλούσε μόνο αδιαφορία και ανυπομονησία στον Μιτς. Τη μέρα που έφυγε από το σπίτι για να συγκατοικήσει με τον Τζέισον Οστίν, ο Άνσον του είπε ότι έχοντας αφήσει πίσω του το θυμό, τελικά θα κατέληγε να νιώθει οίκτο για τον πατέρα τους. Δεν τον είχε πιστέψει, και μέχρι τώρα δεν είχε καταφέρει να προχωρήσει περισσότερο από μια απρόθυμη ανεκτικότητα. «Ναι», είπε. «Έχω ένα ραντεβού. Πρέπει να φύγω». Κοιτάζοντας το γιο του με ένα διαπεραστικό ενδιαφέρον που πριν από είκοσι χρόνια θα τρόμαζε τον Μιτς, ο Ντάνιελ είπε, «Τι συμβαίνει; Τι ήταν αυτή η ξαφνική επίσκεψη;» Όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις των απαγωγέων για τον Μιτς, μπορεί να μην είχε μεγάλες πιθανότητες να βγει ζωντανός από αυτή την υπόθεση. Έτσι είχε περάσει από το νου του η σκέψη ότι αυτή μπορεί να ήταν η τελευταία ευκαιρία του να δει τους γονείς του. Μη μπορώντας να αποκαλύψει το πρόβλημα που αντιμετώπιζε, είπε, «Ήρθα να δω την Κάθι. Ίσως έρθω πάλι αύριο». «Ήρθες να τη δεις για τι πράγμα;» Ένα παιδί μπορεί να αγαπά μια μητέρα που δεν έχει την ικανότητα να του το ανταποδώσει, αλλά με τον καιρό συνειδητοποιεί ότι ρίχνει την αγάπη του όχι σε γόνιμο έδαφος αλλά σε πέτρα όπου δεν μπορεί να φυτρώσει τίποτα. Τότε το παιδί μπορεί να περάσει τη ζωή του καθοριζόμενο είτε από ένα βαθιά ριζωμένο θυμό είτε από την αυτολύπηση. Αν η μητέρα δεν είναι τέρας, αν είναι απλώς συναισθηματικά αδιάφορη και εγωκεντρική, αν δεν είναι ενεργός βασανιστής αλλά παθητικός παρατηρητής μέσα στο σπίτι, το παιδί έχει και μια τρίτη επιλογή. Μπορεί να επιλέξει να της παραχωρήσει χάρη, χωρίς να τη συγχωρήσει πραγματικά, και να νιώσει συμπόνια γι' αυτή αναγνωρίζοντας ότι η ελλιπής συναισθηματική της ανάπτυξη δεν της επιτρέπει την πλήρη απόλαυση της ζωής. Η Κάθι, παρ' όλα τα ακαδημαϊκά της επιτεύγματα, ήταν τελείως αδαής σε σχέση με τις ανάγκες των παιδιών και το δεσμό της μητρότητας. Πίστευε στην αρχή αίτιο-αποτέλεσμα όσον α-
φορούσε την ανθρώπινη επικοινωνία, και στην υποχρέωση να ανταμείβεις την επιθυμητή συμπεριφορά. Αλλά οι ανταμοιβές της ήταν πάντα υλιστικές. Πίστευε στη δυνατότητα τελειοποίησης του ανθρώπου. Θεωρούσε ότι τα παιδιά της έπρεπε να ανατραφούν σύμφωνα με ένα αυστηρά καθορισμένο σύστημα, το οποίο θα διασφάλιζε ότι θα γίνονταν, πολιτισμένοι άνθρωποι. Δεν ειδικευόταν σ' αυτό τον τομέα της ψυχολογίας. Έτσι, μπορεί να μη γινόταν ποτέ μητέρα, αν δε γνώριζε έναν άνθρωπο με ακράδαντες απόψεις σχετικά με την ανατροφή των παιδιών και ένα σύστημα για την εφαρμογή τους. Επειδή ο Μιτς όφειλε τη ζωή στη μητέρα του και επειδή η ολοκληρωτική της άγνοια για την ανατροφή των παιδιών δε συνοδευόταν από κακία, ένιωθε γι' αυτή μια τρυφερότητα που δεν ήταν αγάπη ούτε στοργή. Ήταν μάλλον μια θλιμμένη αναγνώριση της έμφυτης ανικανότητάς της να βιώνει συναισθήματα. Αυτή η τρυφερότητα είχε σχεδόν εξελιχθεί στον οίκτο που αρνιόταν να προσφέρει στον πατέρα του. «Δεν είναι τίποτα σημαντικό», είπε ο Μιτς. «Μπορεί να περιμένει». «Μπορώ να της δώσω ένα μήνυμα», είπε ο Ντάνιελ, ακολουθώντας τον στο λίβινγκ ρουμ. «'Οχι, δεν πειράζει. Ήμουν εδώ κοντά και πέρασα να πω ένα γεια». Επειδή δεν είχε ξανασυμβεί ποτέ τέτοια παραβίαση του οικογενειακού πρωτόκολλου, ο Ντάνιελ δεν είχε πειστεί. «Κάτι σε απασχολεί». Ο Μιτς ήθελε να πει, Ίσως μια βδομάδα στέρησης αισθητήριων περισπασμών στο δωμάτιο μελέτης να με κάνει να τα ξεράσω όλα. Όμως απλώς χαμογέλασε και είπε, «Είμαι μια χαρά. Όλα είναι μια χαρά». Ο Ντάνιελ καταλάβαινε ελάχιστα τα ανθρώπινα συναισθήματα, αλλά είχε μύτη λαγωνικού σε απειλές οικονομικής φύσης. «Αν έχεις κανένα οικονομικό πρόβλημα, ξέρεις ποια είναι η θέση μας σ' αυτό το θέμα».
«Δεν ήρθα για να ζητήσω λεφτά», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς. «Σε όλα τα είδη των ζώων, η κύρια υποχρέωση των γονιών είναι να διδάσκουν την αυτάρκεια στα παιδιά τους. Το θήραμα πρέπει να μάθει να ξεφεύγει και το αρπακτικό πρέπει να μάθει να κυνηγά». Ο Μιτς άνοιξε την πόρτα. «Είμαι ένα αύταρκες αρπακτικό, Ντάνιελ». «Ωραία. Χαίρομαι που το ακούω αυτό». Πρόσφερε στον Μιτς ένα χαμόγελο στα οποίο τα μικρά, υπερφυσικά λευκά δόντια του έμοιαζαν να έχουν γίνει πιο κοφτερά από την τελευταία φορά που τα είχε αποκαλύψει. Ο Μιτς δεν μπορούσε να χαμογελάσει κι αυτός, ούτε καν για να διασκεδάσει τις υποψίες του πατέρα του. «Ο παρασιτισμός», είπε ο Ντάνιελ, «δεν είναι φυσικό χαρακτηριστικό του Homo sapiens ούτε και κανενός άλλου θηλαστικού». Παράξενο να ακούς τέτοια πράγματα από τον πατέρα σου. Βγαίνοντας από το σπίτι, ο Μιτς είπε, «Δώσε χαιρετισμούς στην Κάθι». «Θα αργήσει. Πάντα αργούν όταν είναι μαζί τους αυτή η Ρόμπινσον». «Μαθηματικοί», είπε περιφρονητικά ο Μιτς. «Ιδιαίτερα αυτή η συγκεκριμένη». Ο Μιτς έκλεισε την πόρτα. Αφού απομακρύνθηκε μερικά βήματα από το σπίτι, γύρισε και το κοίταξε ίσως για τελευταία φορά. Όχι μόνο είχε μεγαλώσει εδώ, αλλά είχε κάνει όλες τις τάξεις του σχολείου από το δημοτικό μέχρι το λύκειο με μαθήματα στο σπίτι. Είχε περάσει περισσότερες ώρες της ζωής του μέσα σ' αυτό το σπίτι παρά έξω. Όπως πάντα, το βλέμμα του πήγε στο παράθυρο του πρώτου ορόφου που ήταν κλεισμένο με το εσωτερικό παντζούρι. Το δωμάτιο μελέτης. Για π πράγμα το χρησιμοποιούσαν τώρα που δεν υπήρχαν πια παιδιά στο σπίτι; Επειδή το δρομάκι που οδηγούσε στην εξώπορτα δεν ήταν
ίσιο αλλά ανηφορικό, όταν ο Μιτς χαμήλωσε το βλέμμα από τον πάνω όροφο είχε απέναντι του όχι την πόρτα αλλά το παράθυρο δίπλα της. Και μέσα από τα τζάμια είδε τον πατέρα του. Ο Ντάνιελ στεκόταν μπροστά στον έναν από τους μεγάλους καθρέφτες του χολ και έδειχνε να εξετάζει την εμφάνισή του. Έστρωσε τα λευκά μαλλιά του με το χέρι. Σκούπισε τις άκρες των χειλιών του. Ο Μιτς ένιωθε σαν ηδονοβλεψίας, αλλά δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από κει. Όταν ήταν μικρός, πίστευε ότι οι γονείς του είχαν μυστικά που θα τον απελευθέρωναν αν κατάφερνε να τα μάθει. Όμως ο Ντάνιελ και η Κάθι ήταν επιφυλακτικοί και διακριτικοί άνθρωποι. Στο χολ, ο Ντάνιελ τσίμπησε το αριστερό του μάγουλο με το δείκτη και τον αντίχειρα. Μετά έκανε το ίδιο στο δεξιό. Μάλλον προσπαθούσε να τους δώσει χρώμα. Ο Μιτς υποψιαζόταν ότι ο πατέρας του είχε σχεδόν ξεχάσει την επίσκεψή του τώρα που ήξερε ότι δεν υπήρχε φόβος να τους ζητήσει δανεικά. Ο Ντάνιελ γύρισε στο πλάι μπροστά στον καθρέφτη, σαν να καμάρωνε το προτεταμένο στήθος και το ίσιο στομάχι του. Πόσο εύκολο ήταν να σκεφτεί ότι ο πατέρας του, αν και ανάμεσα στους δύο καθρέφτες, δε δημιουργούσε άπειρα επαναληπτικά είδωλα όπως ο Μιτς, αλλά το ένα και μοναδικό είδωλο του είχε τόσο αδύναμη υπόσταση ώστε για όλα τά μάπα, εκτός από τα δικά του, θα έμοιαζε εξίσου διάφανο με ένα φάντασμα.
18
Σ
τις 5:50, μόλις δεκαπέντε λεπτά αφότου έφτασε στο σπίτι του Ντάνιελ και της Κάθι, ο Μιτς μπήκε στο αμάξι κι έφυγε. Έστριψε στη γωνία και απομακρύνθηκε γρήγορα, περίπου ενάμισι τετράγωνο πιο πέρα. Έμεναν σχεδόν δύο ώρες μέρας. Θα μπορούσε εύκολα να εντοπίσει κάποιο αυτοκίνητο αν τον παρακολουθούσε. Σταμάτησε το Χόντα στο άδειο πάρκινγκ μιας εκκλησίας. Μια αυστηρή πρόσοψη από τούβλο, με κατακερματισμένα μάτια από πολύχρωμο γυαλί, σκοτεινά από την έλλειψη φωτισμού μέσα, υψωνόταν καταλήγοντας σε έναν οβελίσκο που γρατσουνούσε τον ουρανό κι έριχνε μια σκληρή σκιά στην άσφαλτο. Ο φόβος του πατέρα του ήταν αβάσιμος. Ο Μιτς δεν είχε σκοπό να ζητήσει λεφτά. · Οι γονείς του ήταν εύποροι. Θα μπορούσαν σίγουρα να συνεισφέρουν εκατό χιλιάδες δολάρια στα λύτρα χωρίς να τους φανεί καθόλου. Ακόμη και αν του έδιναν τα διπλάσια, και με δεδομένες τις δικές του λιγοστές οικονομίες, θα συγκέντρωνε και πάλι μόλις λίγο πάνω από το δέκα τοις εκατό των λύτρων. Πέρα απ' αυτό, όμως, δε θα τους το ζητούσε ποτέ γιατί ήξερε ότι θα αρνούνταν, υποτίθεται λόγω των θεωριών που είχαν για την ανατροφή των παιδιών. Επιπλέον, είχε αρχίσει να υποψιάζεται ότι ο στόχος των α-
παγωγέων δεν ήταν απλώς τα χρήματα. Δεν είχε ιδέα τι άλλο μπορεί να ήθελαν εκτός από λεφτά, αλλά το να απαγάγουν τη γυναίκα ενός κηπουρού με πενταψήφιο ετήσιο εισόδημα δεν είχε νόημα, εκτός αν ήθελαν κάτι που μόνο αυτός μπορούσε να τους δώσει. Αρχικά ήταν σχεδόν σίγουρος ότι θα τον ανάγκαζαν να διαπράξει κάποια μεγάλη ληστεία χρησιμοποιώντας τον σαν ρομπότ που θα έλεγχαν από μακριά. Δεν μπορούσε να αποκλείσει αυτό το σενάριο, αλλά δεν τον έπειθε πια. Πήρε το κοντόκαννο περίστροφο και τη θήκη του αστραγάλου που είχε βάλει κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Εξέτασε το πιστόλι προσεκτικά. Δεν είδε να υπάρχει πουθενά ασφάλεια. Όταν το άνοιξε αποκαλύπτοντας το μύλο, ανακάλυψε ότι είχε μόνο πέντε σφαίρες. Αυτό τον ξάφνιασε, περίμενε έξι. Τα μόνα που ήξερε για τα όπλα ήταν όσα είχε μάθει από βιβλία και ταινίες. Παρ' όλες τις δηλώσεις του Ντάνιελ, ότι είχε μεγαλώσει τα παιδιά του έτσι που να γίνουν αυτάρκη, σίγουρα δεν είχε προετοιμάσει τον Μιτς για κάτι τύπους σαν τον Τζον Νοξ. Το θήραμα πρέπει να μάθει να ξεφεύγει και το αρπακτικό πρέπει να μάθει να κυνηγά. Οι γονείς του τον είχαν μεγαλώσει σαν θήραμα. Με τη Χόλι στα χέρια δολοφόνων, όμως, ο Μιτς δεν είχε πού να στραφεί. Προτιμούσε να πεθάνει παρά να κρυφτεί και να την αφήσει στο έλεός τους. Το σύστημα βέλκρο της θήκης τού επέτρεψε να τη δέσει ψηλά πάνω από τον αστράγαλο του για να μη φαίνεται, αν σηκωνόταν το παντελόνι του όταν καθόταν. Το μπατζάκι ήταν φαρδύ και έκρυβε το μικρό πιστόλι αποτελεσματικά. Φόρεσε το σακάκι. Πριν βγει από το αμάξι θα έβαζε το άλλο πιστόλι στο πίσω μέρος της ζώνης του, όπου δε θα φαινόταν. Εξέτασε το άλλο πιστόλι. Πάλι δεν είδε πουθενά ασφάλεια. Μετά από μερικές προσπάθειες, κατάφερε να βγάλει το γεμιστήρα. Περιείχε οχτώ σφαίρες. Όταν τράβηξε πίσω το κινητό τμήμα, είδε μια ένατη να γυαλίζει στη θαλάμη.
Αφού έβαλε πάλι το γεμιστήρα και βεβαιώθηκε ότι έπιασε καλά στη θέση του, άφησε το πιστόλι στο κάθισμα του συνοδηγού. Χτύπησε το κινητό του. Το ρολόι του αυτοκινήτου έδειχνε 5:59. «Πώς πήγε η επίσκεψη στη μαμά και τον μπαμπά;» ρώτησε ο απαγωγέας. Δεν τον είχαν παρακολουθήσει όταν πήγαινε στο σπίτι των γονιών του, ούτε όταν έφευγε, και παρ' όλα αυτά ήξεραν πού ήταν. «Δεν τους είπα τίποτα», απάντησε αμέσως. «Γιατί πήγες; Για γάλα και κουλουράκια;» «Αν νομίζεις ότι μπορώ να πάρω λεφτά απ' αυτούς κάνεις λάθος. Δεν είναι τόσο πλούσιοι». «Το ξέρουμε, Μιτς. Το ξέρουμε». «Δώσε μου να μιλήσω στη Χόλι». «Όχι αυτή τη φορά». «Δώσε μου να της μιλήσω», επέμεινε. «Ηρέμησε. Η Χόλι είναι μια χαρά. Θα σου τη δώσω στο επόμενο τηλεφώνημα. Σ' αυτή την εκκλησία πήγαινες με τους γονείς σου;» Το Χόντα ήταν το μοναδικό αμάξι στο πάρκινγκ και δεν περνούσε κανένα άλλο αυτοκίνητο εκείνη τη στιγμή. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, τα μοναδικά αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα μπροστά στα γκαράζ των σπιτιών. Δεν υπήρχε κανένα στο πεζοδρόμιο. «Εκεί παρακολουθούσες τη λειτουργία;» ρώτησε πάλι ο απαγωγέας. «Όχι». Αν και ήταν κλεισμένος στο αμάξι με τις πόρτες κλειδωμένες, ένιωθε εκτεθειμένος σαν ποντίκι σε ανοιχτό χωράφι που ακούει ξαφνικά τα φτερά του γερακιού από πάνω του. «Ήσουν παπαδοπαίδι, Μιτς;» «Όχι». «Είναι αλήθεια αυτό;» «Φαίνεται να ξέρεις τα πάντα. Το ξέρεις ότι είναι αλήθεια».
«Για έναν άνθρωπο που δεν ήταν ποτέ παπαδοπαίδι, Μιτς, μοιάζεις πολύ με παπαδοπαίδι». Δεν απάντησε, ενώ σκεφτόταν ότι αυτό ήταν ανακόλουθο, αλλά όταν ο απαγωγέας περίμενε αμίλητος, είπε τελικά: «Δεν ξέρω τι σημαίνει αυτό». «Σίγουρα δεν εννοώ ότι είσαι θρήσκος. Και δεν εννοώ ότι είσαι αξιόπιστος και ειλικρινής. Με τον υπαστυνόμο Τάγκαρτ αποδείχτηκες ένας πονηρός ψεύτης». Στις δύο προηγούμενες συζητήσεις τους, ο απαγωγέας μιλούσε με έναν παγερό επαγγελματισμό. Αυτά τα μικροπρεπή πειράματα δεν ταίριαζαν με την προηγούμενη συμπεριφορά του. Από την άλλη μεριά, όμως, είχε πει ότι τον χειριζόταν. Είχε πει ωμά ότι ο Μιτς ήταν ένα εργαλείο που το κουμάνταρε. Αυτά τα πειράματα πρέπει να είχαν κάποιο σκοπό, αν και ο Μιτς δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος ήταν. Ο απαγωγέας ήθελε να του πατήσει τα κουμπιά για κάποιο κρυφό σκοπό, για να πετύχει ένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. «Μιτς, δε θέλω να σε προσβάλω, επειδή ουσιαστικά είναι γλυκό από μέρους σου κατά κάποιον τρόπο, αλλά πρέπει να σου πω ότι είσαι αφελής σαν παπαδοπαίδι». . «Αφού το λες εσύ». «Ναι. Το λέω». Αυτό μπορεί να ήταν μια προσπάθεια να τον θυμώσει, επειδή ο θυμός δε σε αφήνει να σκεφτείς καθαρά. Ή μπορεί ο απαγωγέας να ήθελε να του προκαλέσει τέτοιες αμφιβολίες για τις ικανότητές του, ώστε να παραμείνει ζαρωμένος και υπάκουος. Είχε αναγνωρίσει μέσα του ότι ήταν τελείως ανήμπορος απέναντι τους. Δεν μπορούσαν να τον κάνουν να αισθανθεί περισσότερο ταπεινωμένος από όσο ένιωθε ήδη. «Τα μάτια σου είναι ορθάνοιχτα, Μιτς, αλλά δε βλέπεις». Αυτή η δήλωση τον θορύβησε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είχε πει ο απαγωγέας. Δεν είχε περάσει ούτε μία ώρα αφότου είχε κάνει αυτή ακριβώς τη σκέψη στη σοφίτα του γκαράζ. Σχεδόν με τα ίδια λόγια. Αφού είχε βάλει τον Τζον Νοξ στο πορτ μπαγκάζ του Χόντα, είχε γυρίσει στη σοφίτα για να καταλάβει πώς έγινε το α-
τύχημα. Και το μυστήριο διαλευκάνθηκε όταν είδε το λαιμό του κλειδιού πιασμένο στο βρόχο του κόμπου. Όμως εκείνη τη στιγμή είχε νιώσει ότι τον εξαπατούσαν, ότι τον παρακολουθούσαν, ότι τον χλεύαζαν. Τον είχε κυριέψει μια ενστικτώδης αίσθηση ότι στη σοφίτα κρυβόταν μια μεγαλύτερη αλήθεια από εκείνη που είχε ανακαλύψει, μια αλήθεια που ήταν κρυμμένη μπροστά στα μάπα του. Τον είχε σοκάρει η σκέψη όπ έβλεπε αλλά ήταν τυφλός, όπ άκουγε αλλά ήταν κουφός. Και τώρα ο απαγωγέας τον χλεύαζε από το τηλέφωνο: Τα μάτια σου είναι ορθάνοιχτα, Μιτς, αλλά δε βλέπεις. Η λέξη αλλόκοτο δεν ήταν υπερβολή. Ένιωθε όπ οι απαγωγείς όχι μόνο τον έβλεπαν και τον άκουγαν παντού και κάθε στιγμή, αλλά επίσης ότι μπορούσαν να διαβάσουν τη σκέψη του. Άπλωσε το χέρι στο πιστόλι στο διπλανό κάθισμα. Δεν υπήρχε καμιά άμεση απειλή, αλλά ένιωθε πιο ασφαλής κρατώντας το πιστόλι. «Μ' ακούς, Μιτς;» «Σ' ακούω». «Θα σου τηλεφωνήσω πάλι στις εφτάμισι...» «Κι άλλη αναμονή; Γιατί;» Τον κυρίεψε η ανυπομονησία και δεν μπορούσε να την πνίξει, αν και ήξερε όπ υπήρχε κίνδυνος να εξελιχθεί σε μια τελείως ασυγκράτητη, παράτολμη διάθεση. «Ας τελειώνουμε μ' αυτή την ιστορία». «Ηρέμησε, Μιτς. Ήμουν έτοιμος να σου πω τι πρέπει να κάνεις όταν με διέκοψες». «Εντάξει, πες μου, λοιπόν». «Ένα καλό παπαδοπαίδι ξέρει όπ υπάρχουν κανόνες, τελετουργικό. Ένα καλό παπαδοπαίδι απαντά, αλλά δε διακόπτει. Αν με διακόψεις πάλι, θα σε κάνω να περιμένεις μέχρι πς οχτώμισι». Ο Μιτς συγκράτησε την ανυπομονησία του. Πήρε μια βαθιά ανάσα, την άφησε αργά και είπε: «Κατάλαβα». «Ωραία. Όταν θα κλείσω, θα πας στο Νιούπορτ Μπιτς, στο σπίπ του αδερφού σου».
«Στο σπίτι του Άνσον;» είπε έκπληκτος. «Θα περιμένεις εκεί για το τηλεφώνημα των εφτάμισι». «Γιατί πρέπει να αναμειχθεί ο αδερφός μου σ' αυτή την ιστορία;» «Δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου αυτά που πρέπει να γίνουν», είπε ο απαγωγέας. «Μα, τι πρέπει να γίνει; Δε μου είπες». «Θα σου πούμε. Γρήγορα». «Αν χρειάζονται δύο άτομα, δεν είναι ανάγκη ο δεύτερος να είναι ο αδερφός μου. Δε θέλω να ανακατέψω τον Άνσον». «Σκέψου το, Μιτς. Ποιος θα σε βοηθήσει καλύτερα από τον αδερφό σου; Σ' αγαπάει, σωστά; Δε θα θέλει να γίνει κομματάκια η γυναίκα σου, σαν γουρούνι σε σφαγείο». Σε όλα τα ταλαιπωρημένα παιδικά τους χρόνια, ο Άνσον ήταν η αξιόπιστη και σταθερή του βάση. Ο Άνσον ήταν πάντα εκείνος που ύψωνε τα πανιά της ελπίδας, όταν έμοιαζε να μην υπάρχει άνεμος για να τα φουσκώσει. Στον αδερφό του χρωστούσε την ψυχική γαλήνη και την ευτυχία που βρήκε όταν απαλλάχτηκε επιτέλους από τους γονείς του, την ανάλαφρη διάθεση που του επέτρεψε να κερδίσει τη Χόλι και να την κάνει γυναίκα του. «Με παγιδέψατε», είπε ο Μιτς. «Αν στραβώσει αυτό που θέλετε να κάνω, με παγιδέψατε για να φαίνεται ότι σκότωσα τη γυναίκα μου». «Η θηλιά είναι ακόμη πιο σφιχτή απ' όσο νομίζεις, Μιτς». Μπορεί να αναρωτιούνταν για τον Τζον Νοξ, αλλά δεν ήξεραν ότι ήταν νεκρός στο πορτ μπαγκάζ του Χόντα. Ένας νεκρός κακοποιός ήταν μια κάποια απόδειξη της ιστορίας που μπορούσε να πει ο Μιτς στην αστυνομία. Ή μήπως όχι; Δεν είχε εξετάσει όλες τις διαφορετικές ερμηνείες που μπορούσε να δώσει η αστυνομία στο θάνατο του Νοξ και ίσως οι περισσότερες μάλλον τον ενοχοποιούσαν παρά τον απάλλασσαν. «Θέλω να πω», είπε ο Μιτς, «ότι θα κάνετε το ίδιο στον Άνσον. Θα τον δέσετε με διάφορα ενοχοποιητικά στοιχεία για να τον αναγκάσετε να συνεργαστεί. Έτσι δουλεύετε, φαίνεται».
«Τίποτε από όλα αυτά δε θα έχει σημασία αν εσείς οι δύο κάνετε αυτό που θέλουμε. Τότε θα πάρεις και τη γυναίκα σου πίσω». «Μα δεν είναι δίκαιο», διαμαρτυρήθηκε ο Μιτς -και συνειδητοποίησε ότι όντως ακούστηκε αφελής και εύπιστος σαν παπαδοπαίδι. Ο απαγωγέας γέλασε. «Ενώ θεωρείς ότι φερθήκαμε δίκαια σ' εσένα; Αυτό εννοείς;» Το χέρι του, σφιγμένο γύρω από τη λαβή του πιστολιού, ήταν κρύο και ιδρωμένο. «Θα προτιμούσες να λυπηθούμε τον αδερφό σου και να συνεργαστείς με τον Ίγκι Μπαρνς;» «Ναι», είπε ο Μιτς, και ντράπηκε αμέσως που ήταν πρόθυμος να θυσιάσει έναν αθώο φίλο για να σώσει τον αδερφό του. «Και αυτό θα ήταν δίκαιο για τον Μπαρνς;» Ο πατέρας του Μιτς πίστευε ότι η ντροπή δεν έχει καμιά κοινωνική χρησιμότητα, ότι είναι απλώς μια έκφραση δεισιδαιμονίας, και ότι ένας άνθρωπος με λογική, που ζει ορθολογικά, πρέπει να είναι απαλλαγμένος από αυτή. Πίστευε, επίσης, ότι η τάση του παιδιού να ντρέπεται πρέπει να καταστρέφεται με την εκπαίδευσή του. Στην περίπτωση του Μιτς, ο γέρος είχε αποτύχει οικτρά, τουλάχιστον σ' αυτό τον τομέα. Αν και ο κακοποιός στο τηλέφωνο ήταν ο μοναδικός μάρτυρας της προθυμίας του να σώσει τον αδερφό του σε βάρος του φίλου του, ο Μιτς αισθάνθηκε το πρόσωπο του να γίνεται κατακόκκινο από ντροπή. «Ο Μπαρνς», συνέχισε ο απαγωγέας, «δεν είναι ο εξυπνότερος άνθρωπος στον κόσμο. Γι' αυτό, αν όχι για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ο φίλος σου δε θα ήταν αποδεκτό υποκατάστατο για τον αδερφό σου. Τώρα πήγαινε στο σπίτι του Άνσον και περίμενε το τηλεφώνημά μας». Ξέροντας ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί, αλλά γεμάτος απελπισία που θα αναγκαζόταν να βάλει σε κίνδυνο τον αδερφό του, ο Μιτς ρώτησε: «Τι να του πω;» «Απολύτως τίποτα. Απαιτώ να μην του πεις τίποτα. Εγώ έχω πείρα στο χειρισμό ανθρώπων, εσύ όχι. Όταν τηλεφωνήσω,
θα τον βάλω να ακούσει τη Χόλι να ουρλιάζει και μετά θα του εξηγήσω την κατάσταση». «Αυτό δεν είναι απαραίτητο -να την κάνετε να ουρλιάξει», είπε θορυβημένος ο Μιτς. «Μου υποσχέθηκες ότι δε θα την πειράξεις». «Σου υποσχέθηκα να μην τη βιάσω, Μιτς. Ό,τι και να πεις εσύ στον αδερφό σου δε θα είναι τόσο πειστικό όσο το ουρλιαχτό της. Ξέρω καλύτερα από σένα πώς γίνονται αυτά τα πράγματα». Το κρύο ιδρωμένο χέρι του έσφιγγε τόσο δυνατά το πιστόλι που άρχισε να τρέμει. Το άφησε πάλι στο διπλανό κάθισμα. «Κι αν ο Άνσον δεν είναι σπίτι του;» «Είναι. Ξεκίνα, Μιτς. Έχει κίνηση αυτή την ώρα. Το καλό που σου θέλω, μην αργήσεις να φτάσεις στο Νιούπορτ Μπιτς». Και ο απαγωγέας έκλεισε. Ο Μιτς έκλεισε κι αυτός το τηλέφωνο του νιώθοντας απελπισία. Έκλεισε τα μάτια του για μια στιγμή προσπαθώντας να ηρεμήσει τα ταραγμένα νεύρα του, αλλά μετά τα άνοιξε πάλι γιατί όσο τα είχε κλειστά ένιωθε ανυπεράσπιστος. Όταν έβαλε μπροστά τη μηχανή, ένα κοπάδι κοράκια σηκώθηκε φτεροκοπώντας από το πεζοδρόμιο, πηγαίνοντας από τη σκιά του καμπαναριού στο ίδιο το καμπαναριό.
19
Τ
ο Νιούπορτ Μπιτς, αν και φημιζόταν για τη μαρίνα του, τις
επαύλεις και τα πανάκριβα πολυτελή μαγαζιά του, δεν είχε αποκλειστικά και μόνο πάμπλουτους κατοίκους. Ο Άνσον ζούσε στην περιοχή του Κορόνα ντελ Map, στην μπροστινή μονοκατοικία ενός συγκροτήματος δύο κατοικιών. Το σπίτι, σκιασμένο από μια τεράστια μανόλια, με αρχιτεκτονική Νέας Αγγλίας σε σούπερ ρομαντική εκδοχή και με ένα δρομάκι από τούβλο να οδηγεί στην εξώπορτα, δεν ήταν εντυπωσιακό, ήταν όμως σίγουρα γοητευτικό. Το κουδούνι έπαιξε ένα μικρό τμήμα της «Ωδής στη Χαρά», του Μπετόβεν. Ο Άνσον του άνοιξε πριν προλάβει να χτυπήσει δεύτερη φορά. Αν και ήταν αθλητικός τύπος, είχε διαφορετική σωματική διάπλαση από τον Μιτς: μεγαλόσωμος σαν αρκούδα, με στήθος σαν βαρέλι και λαιμό ταύρου. Το γεγονός ότι στο λύκειο έπαιζε φούτμπολ στη θέση του κουόρτερμπακ έδειχνε την ταχύτητα και την ευκινησία του, γιατί θύμιζε περισσότερο μεσαίο λαΐνμπάκερ. Το αρρενωπό, ανοιχτό πρόσωπο του έμοιαζε συνέχεια να περιμένει ένα λόγο για να χαμογελάσει, και τώρα υποδέχτηκε τον Μιτς με ένα πλατύ χαμόγελο.
«Φρατέλο μίο!» φώναξε. Αγκάλιασε τον αδερφό του και τον τράβηξε μέσα στο σπίτι. «Εντρΐνο! Εντρίνο!» Ο αέρας μύριζε σκόρδο, κρεμμύδι και μπέικον. «Μαγειρεύεις ιταλικό;» ρώτησε ο Μιτς. «Μπραβίσιμο, φρατέλο πίκολο! Από τις μυρωδιές και τα κακά ιταλικά μου έβγαλες ένα εξαιρετικό συμπέρασμα. Δώσε μου να κρεμάσω το σακάκι σου». Ο Μιτς δεν ήθελε να αφήσει το πιστόλι στο αμάξι. Τώρα το είχε περασμένο στη ζώνη του, πίσω. «Όχι», είπε. «Δεν έχω πρόβλημα. Θα το κρατήσω». «Έλα στην κουζίνα. Με είχε πιάσει κατάθλιψη με την προοπτική να φάω πάλι μόνος». «Εσύ έχεις ανοσία στην κατάθλιψη», είπε ο Μιτς. «Δεν υπάρχουν αντισώματα για την κατάθλιψη, αδερφέ μου». Το σπίτι είχε μια αρρενωπή αλλά ευχάριστη διακόσμηση, με έμφαση στα ναυτικά διακοσμητικά αντικείμενα. Υπήρχαν πίνακες με περήφανα ιστιοφόρα που πάλευαν με τα κύματα και άλλα που ταξίδευαν κάτω από καθαρό ουρανό. Από τα παιδικά τους χρόνια, ο Άνσον πίστευε ότι η γνήσια ελευθερία δεν υπάρχει στη στεριά, αλλά μόνο στη θάλασσα. Του άρεσαν οι ιστορίες με πειρατές, οι ναυμαχίες και οι θαλασσινές περιπέτειες. Είχε διαβάσει πολλές από αυτές στον Μιτς, που καθόταν και τον άκουγε μαγεμένος για ώρες. Ο Ντάνιελ και η Κάθι πάθαιναν ναυτία ακόμη και αν έμπαιναν σε βάρκα σε λίμνη. Η αποστροφή τους για τη θάλασσα ήταν το πρώτο πράγμα που ενέπνευσε στον Άνσον το ενδιαφέρον για τη ζωή των ναυτικών. Μέσα στην άνετη, γεμάτη ευωδιές κουζίνα, έδειξε μια κατσαρόλα που άχνιζε στο μάτι. «Τσουπα μασάια». «Τι σούπα είναι η μασάια;» «Κλασική σούπα της νοικοκυράς. Μια και δεν έχω γυναίκα, πρέπει να έρθω σε επαφή με τη θηλυκή πλευρά μου όταν θέλω να τη φτιάξω». Μερικές φορές ο Μιτς δυσκολευόταν να πιστέψει ότι δυο
τόσο βαρύθυμοι άνθρωποι όπως οι γονείς του κατάφεραν να βγάλουν ένα γιο με τόσο ανάλαφρη διάθεση όπως ο Άνσον. Το ρολόι της κουζίνας έδειχνε 7:24. Το μποτιλιάρισμα που δημιουργήθηκε μετά από ένα τροχαίο τον είχε καθυστερήσει. Πάνω στο τραπέζι υπήρχε ένα μπουκάλι Κιάντι Κλάσικο και ένα μισογεμάτο ποτήρι. Ο Άνσον άνοιξε ένα ντουλάπι και πήρε άλλο ένα ποτήρι από το ράφι. Ο Μιτς σκέφτηκε να του πει ότι δε θα έπινε, αλλά ένα ποτήρι δε θα τον ζάλιζε και μπορεί να βοηθούσε λίγο τα τεντωμένα νεύρα του. Καθώς ο Άνσον σέρβιρε το Κιάντι, έκανε μια αρκετά καλή μίμηση της φωνής του πατέρα του: «Ναι, χαίρομαι που σε βλέπω, Μιτς, αν και δεν πρόσεξα το όνομά σου στο πρόγραμμα επισκέψεων απογόνων και σχεδίαζα να περάσω τη βραδιά μου βασανίζοντας ινδικά χοιρίδια σε ηλεκτροφόρο λαβύρινθο». Ο Μιτς πήρε το ποτήρι. «Από κει έρχομαι», είπε. «Αυτό εξηγεί το ζαρωμένο ύφος και το χλομό πρόσωπο». Ο Άνσον σήκωσε το ποτήρι του σε πρόποση. «Λα ντόλτσε βίτα». «Στην καινούρια σου συμφωνία με την Κίνα», είπε ο Μιτς. «Χρησιμοποιήθηκα πάλι ως βελόνα;» «Πάντα. Αλλά δεν μπορεί πια να με τρυπήσει, όποια βελόνα κι αν χρησιμοποιήσει. Ακούγεται μεγάλη ευκαιρία, πάντως». «Η Κίνα; Μάλλον πρέπει να φούσκωσε αυτά που του είπα. Δεν πρόκειται να διαλύσουν το Κομμουνιστικό Κόμμα και να μου δώσουν τον αυτοκρατορικό θρόνο». Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες που παρείχε ο Άνσον ήταν τόσο ακατανόητες και μυστηριώδεις ώστε ο Μιτς δεν είχε καταφέρει ποτέ να καταλάβει τι ακριβώς έκανε ο αδερφός του. Είχε πάρει διδακτορικό στη γλωσσολογία, αλλά είχε επίσης σημαντικές σπουδές στις γλώσσες υπολογιστών και στη θεωρία ψηφιοποίησης -ό,τι κι αν ήταν αυτό. «Κάθε φορά που φεύγω από το σπίτι τους», είπε ο Μιτς, «νιώθω την ανάγκη να σκάψω, να δουλέψω με τα χέρια μου ή κάτι τέτοιο». «Ναι, σε κάνουν να θέλεις να δραπετεύσεις σε κάτι πραγματικό».
«Ακριβώς. Αυτό το κρασί είναι καλό». «Μετά τη σούπα, θα φάμε λόμπο ντι μαϊάλε κον καστάνιε». «Δεν μπορώ να χωνέψω κάτι που δεν μπορώ ούτε καν να το προφέρω». «Χοιρινό μπούτι με κάστανα», είπε ο Άνσον. «Ακούγεται καλό, αλλά δε θέλω να φάω». «Γιατί όχι; Υπάρχει μπόλικο. Η συνταγή είναι για έξι άτομα. Δεν ξέρω πώς να κόψω την ποσότητα των υλικών κι έτσι μαγειρεύω πάντα για έξι». Ο Μιτς κοίταξε τα παράθυρα. Ωραία, τα στόρια ήταν κατεβασμένα. Από τον πάγκο κοντά στο τηλέφωνο της κουζίνας, πήρε ένα στυλό και ένα σημειωματάριο. «Έχεις κάνει καθόλου ιστιοπλοΐα τελευταία;» Ο Άνσον ονειρευόταν να αποκτήσει ένα ιστιοπλοϊκό μια μέρα. Έπρεπε να είναι αρκετά μεγάλο για να μην του προκαλεί κλειστοφοβία σε ένα μακρύ ταξίδι κατά μήκος της ακτής, ή ίσως ακόμη και μέχρι τη Χαβάη, αλλά και αρκετά μικρό για να μπορεί να το κουμαντάρει μαζί με άλλο ένα άτομο και μια σειρά κινητήρες για τα πανιά. Αυτό το άλλο άτομο θα ήταν σύντροφος του όχι μόνο στο ταξίδι αλλά και στο κρεβάτι. Παρ' όλο που θύμιζε αρκούδα και το χιούμορ του μερικές φορές ήταν καυστικό, ο Άνσον ήταν ρομαντικός όχι μόνο σε σχέση με τη θάλασσα αλλά και σε σχέση με το άλλο φύλο. Η έλξη που ένιωθαν γι' αυτόν οι γυναίκες δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί απλώς μαγνητική. Τις τραβούσε κοντά του όπως τραβά τις παλίρροιες η βαρύτητα της σελήνης. Όμως δεν ήταν Δον Ζουάν. Με χαριτωμένο τρόπο, κρατούσε τις περισσότερες σε απόσταση. Και όταν έβρισκε κάποια που ήλπιζε ότι μπορεί να ήταν η ιδανική γυναίκα γι' αυτόν, πάντα του ράγιζε την καρδιά, αν και ο ίδιος δε θα το έθετε τόσο μελοδραματικά. Το μικρό σκάφος -ένα Αμέρικαν Σέιλ δεκαοχτώ ποδιώνπου είχε δεμένο στο λιμάνι δεν ήταν κανένα γιοτ. Όμως, με δεδομένη την τύχη του στον έρωτα, μπορεί τελικά να αποκτούσε
το σκάφος των ονείρων του πολύ πριν βρει τη γυναίκα με την οποία θα ταξίδευε μ' αυτό. Απαντώντας στην ερώτηση του Μιτς, είπε, «Δεν είχα το χρόνο να κάνω τίποτα περισσότερο από μια βόλτα στο λιμάνι σαν πάπια, στρίβοντας στα κανάλια». Ο Μιτς κάθισε στο τραπέζι της κουζίνας κι άρχισε να γράφει με κεφαλαία γράμματα στο σημειωματάριο, ενώ ταυτόχρονα είπε, «Πρέπει να βρω κι εγώ κανένα χόμπι. Εσύ έχεις την ιστιοπλοΐα και ο γέρος έχει τα σκατά δεινοσαύρων». Έκοψε τη σελίδα από το σημειωματάριο και την έσπρωξε πάνω στο τραπέζι για να τη διαβάσει ο Άνσον, που ήταν ακόμη όρθιος: ΣΤΟ ΣΠΙΉ ΣΟΥ ΜΑΛΛΟΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΜΙΚΡΟΦΩΝΑ. Η έκφραση του αδερφού του είχε μια κατάπληξη και απορία παρόμοια με εκείνη που κυρίευε τον Μιτς όταν ο Άνσον του διάβαζε παραμύθια με πειρατές και ιστορίες για ηρωικές ναυμαχίες. Από την αντίδρασή του φαινόταν τι σκέφτηκε: ότι μόλις άρχιζε μια παράξενη περιπέτεια. Όμως, δεν έδειχνε να συνειδητοποιεί τους κινδύνους που μπορεί να υπήρχαν. Για να καλύψει την εμβρόντητη σιωπή του Άνσον, ο Μιτς είπε, «Μόλις αγόρασε ένα καινούριο κομμάτι. Λέει ότι είναι από κερατόσαυρο. Από το Κολοράντο, Άνω Ιουράσιος». Έσπρωξε μια δεύτερη σελίδα προς τον Άνσον, στην οποία είχε γράψει, ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟΙ, ΤΟΥΣ ΕΙΔΑ ΝΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΕΝΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟ.
Όσο διάβαζε ο Άνσον, ο Μιτς έβγαλε το κινητό του από τη μέσα τσέπη του σακακιού και το έβαλε πάνω στο τραπέζι. «Πάντως, με το οικογενειακό ιστορικό μας, θα είναι πολύ ταιριαστό να κληρονομήσουμε μια συλλογή από γυαλισμένα σκατά». Καθώς ο Άνσον τραβούσε μια καρέκλα και καθόταν στο τραπέζι, η παιδιάστικη έκφραση της προσδοκίας στο πρόσωπο του σκοτείνιασε από ανησυχία. Βοήθησε κι αυτός στην προσποιητή συζήτηση. «Πόσα έχει τώρα;» «Μου είπε, αλλά δε θυμάμαι. Θα μπορούσες να πεις ότι το γραφείο του έχει γίνει απόπατος». «Μερικές από τις σφαίρες είναι ωραίες».
«Πολύ ωραίες», συμφώνησε ο Μιτς, ενώ έγραφε, ΘΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΣΟΥΝ ΣΤΙΣ 7:30. Απορημένος, ο Άνσον είπε αθόρυβα, κινώντας μόνο τα χείλη του, Ποιοι; Τι συμβαίνει; Ο Μιτς έκανε ένα αρνητικό νεύμα. Έδειξε το ρολόι στον τοίχο: 7:27. Συνέχισαν την αμήχανη και ανόητη συζήτηση μέχρι που το τηλέφωνο χτύπησε ακριβώς στις εφτάμισι. Όμως δεν ήταν το κινητό του Μιτς, ήταν η συσκευή της κουζίνας. Ο Άνσον τον κοίταξε σαν να περίμενε οδηγίες. Για το ενδεχόμενο να είχε τηλεφωνήσει κάποιος άλλος συμπτωματικά εκείνη την ώρα, κάτι που φαινόταν πιθανό, ο Μιτς έκανε νόημα στον αδερφό του να απαντήσει αυτός. Ο Άνσον το σήκωσε στο τρίτο κουδούνισμα και το πρόσωπό του φωτίστηκε όταν άκουσε τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής. «Χόλι!» Ο Μιτς έκλεισε τα μάτια, έσκυψε το κεφάλι και σκέπασε το πρόσωπο του με τα χέρια. Από την αντίδραση του Άνσον κατάλαβε πότε ούρλιαξε η Χόλι.
20
Ο
Μιτς περίμενε ότι θα έπαιρνε κι αυτός μέρος στο τηλεφώνημα, αλλά ο απαγωγέας μίλησε μόνο με τον Άνσον και μάλιστα πάνω από τρία λεπτά. Η ουσία του πρώτου μέρους της συζήτησης ήταν προφανής από τα λόγια του αδερφού του. Τα τελευταία λεπτά όμως ήταν πιο δύσκολο να παρακολουθήσει τι συνέβαινε, εν μέρει επειδή οι απαντήσεις του Άνσον άρχισαν να γίνονται σχεδόν μονολεκτικές και ο τόνος του όλο και πιο σκυθρωπός. Όταν έκλεισε ο Άνσον, ο Μιτς είπε, «Λοιπόν, τι θέλουν να χάνουμε;» Αντί να απαντήσει, ο Άνσον ήρθε στο τραπέζι, πήρε το Κιάντι και γέμισε το ποτήρι του. Ο Μιτς είδε με έκπληξη ότι το δικό του ποτήρι ήταν άδειο. Θυμόταν να έχει πιει μόνο μια δυο γουλιές. Αρνήθηκε όταν πήγε να του το γεμίσει ο αδερφός του. Ο Άνσον του έβαλε κρασί παρά την άρνηση. «Αν είσαι κι εσύ στην ίδια ψυχολογική κατάσταση μ' εμένα, χρειάζεσαι τουλάχιστον δυο ποτήρια». Τα χέρια του Μιτς έτρεμαν, αν και όχι από το Κιάντι. Εδώ που τα λέμε, το κρασί μπορεί να τα σταθεροποιούσε. «Μίια...» είπε ο Άνσον. Αυτό ήταν ένα υποκοριστικό με το οποίο τον φώναζε ό Άνσον σε μια ιδιαίτερα δύσκολη περίοδο των παιδικών του χρόνων.
Ο Μιτς κοίταζε τα τρεμάμενα χέρια του και όταν ανασήκωσε το κεφάλι, ο Άνσον είπε, «Δεν πρόκειται να πάθει τίποτα η Χόλι. Σ' το υπόσχομαι, Μίκι. Σου ορκίζομαι ότι δεν πρόκειται να πάθει τίποτα η Χόλι. Τίποτα». Στα παιδικά τους χρόνια, ο Άνσον ήταν πάντα ένας έμπιστος πιλότος που τους οδηγούσε μέσα από τις θύελλες ή ένας αξιόπιστος συγκυβερνήτης, ανάλογα με τις ανάγκες. Τώρα, όμως, έμοιαζε να υπερβάλλει όταν υποσχόταν ότι θα πήγαιναν όλα καλά, αφού προφανώς ο απαγωγέας είχε τον έλεγχο αυτής της πτήσης. «Τι θέλουν να κάνουμε;» ρώτησε πάλι ο Μιτς. «Είναι κάτι που γίνεται ή είναι τόσο τρελό όσο μου φάνηκε τη στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά να ζητάει δύο εκατομμύρια;» Ο Άνσον κάθισε χωρίς να απαντήσει. Σκύβοντας μπροστά, με τους ώμους καμπουριασμένους, τα χοντρά μπράτσα του πάνω στο τραπέζι και το ποτήρι του κρασιού σχεδόν κρυμμένο από τα μεγάλα χέρια του, ήταν μια επιβλητική παρουσία. Θύμιζε ακόμη αρκούδα, αλλά επικίνδυνη αρκούδα. Οι γυναίκες που τραβούσε κοντά του, όταν τον έβλεπαν σ' αυτή τη διάθεση, φρόντιζαν να τον αποφεύγουν. Το σφίξιμο του σαγονιού του Άνσον, το πετάρισμα των ρουθουνιών του, μια φαινομενική αλλαγή στο χρώμα των ματιών του από ένα απαλό πράσινο της θάλασσας στη σκληρή απόχρωση του σμαραγδιού έδωσαν κουράγιο στον Μιτς. Την ήξερε αυτή την έκφραση. Ο Άνσον ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει κάποια αδικία, κάτι που ξυπνούσε πάντα μέσα του μια πεισματική και αποτελεσματική αντίσταση. Ο Μιτς ένιωσε ανακούφιση που είχε τη βοήθεια του αδερφού του, αλλά και τύψεις μαζί. «Λυπάμαι γι' αυτό. Δεν περίμενα ποτέ ότι θα σε ανακάτευαν κι εσένα σ' αυτή την ιστορία. Ούτε καν το φαντάστηκα. Λυπάμαι». «Δεν υπάρχει λόγος να λυπάσαι. Κανένας απολύτως». «Αν είχα φερθεί διαφορετικά...» «Αν είχες φερθεί διαφορετικά, μπορεί η Χόλι να ήταν νεκρή τώρα. Επομένως, αυτά που έκανες μέχρι τώρα ήταν σωστά». Ο Μιτς κατένευσε. Ήθελε να πιστέψει αυτό που έλεγε ο α-
δερφός του, αλλά παρ' όλα αυτά ένιωθε άχρηστος. «Τι θέλουν να κάνουμε;» ρώτησε πάλι. «Πρώτα, Μίκι, θέλω να ακούσω όλα όσα έγιναν. Αυτό το κάθαρμα στο τηλέφωνο μου είπε πολύ λίγα πράγματα. Θέλω να τα ακούσω όλα -από την αρχή μέχρι που χτύπησες το κουδούνι μου». Ο Μιτς κοίταξε γύρω του στο δωμάτιο. Αναρωτιόταν πού μπορεί να είχαν βάλει μικρόφωνα. «Μπορεί να μας ακούν αυτή τη στιγμή, μπορεί και όχι», είπε ο Άνσον. «Δεν έχει σημασία, Μίκι. Ξέρουν ήδη όλα όσα θα μου πεις, επειδή αυτοί τα έκαναν». Ο Μιτς κατένευσε. Ήπιε λίγο Κιάντι για να πάρει κουράγιο. Και μετά έδωσε στον Άνσον μια περιγραφή της εφιαλτικής μέρας που είχε περάσει. Επειδή υπήρχε πιθανότητα να τους παρακολουθούν, δεν είπε τίποτα για όσα έγιναν με τον Τζον Νοξ στη σοφίτα του γκαράζ. Ο Άνσον άκουγε απορροφημένος και τον διέκοψε μερικές φορές μόνο για να κάνει διευκρινιστικές ερωτήσεις. Όταν τελείωσε ο Μιτς, ο αδερφός του καθόταν με τα μάτια κλειστά και σκεφτόταν όσα είχε ακούσει. Η Μέγκαν είχε τον ψηλότερο δείκτη νοημοσύνης από τα παιδιά των Ράφερτι, αλλά ο Άνσον ερχόταν πάντα δεύτερος με μικρή διαφορά. Η κατάσταση της Χόλι ήταν τόσο δύσκολη όσο και πριν από μισή ώρα, αλλά τον παρηγορούσε το γεγονός ότι είχε σύμμαχο τον αδερφό του. Ο ίδιος τα πήγαινε σχεδόν εξίσου καλά με τον Άνσον στα τεστ νοημοσύνης. Ένιωθε κάπως καλύτερα, όχι επειδή είχε καταπιαστεί με το πρόβλημα ένας άνθρωπος ανώτερης νοημοσύνης, αλλά επειδή δεν ήταν μόνος πια. Δεν τα πήγαινε ποτέ καλά όταν ήταν μόνος. Ο Άνσον σηκώθηκε. «Μείνε εκεί, Μίκι. Θα γυρίσω αμέσως», είπε και βγήκε από την κουζίνα. Ο Μιτς κοίταξε το τηλέφωνο. Σκέφτηκε να το ανοίξει για να δει αν υπήρχε τίποτα ύποπτο μέσα, αλλά αναρωτήθηκε αν θα αναγνώριζε το μικρόφωνο εφόσον το έβλεπε.
Κοίταξε το ρολόι: 7:48. Του είχαν δώσει εξήντα ώρες για να συγκεντρώσει τα χρήματα, και τώρα του έμεναν πενήντα δύο. Αυτό δε φαινόταν σωστό. Τα γεγονότα που τον έφεραν εδώ τον έκαναν να νιώθει συμπιεσμένος, στραγγισμένος. Αισθανόταν σαν να είχε περάσει ήδη και τις εξήντα ώρες. Επειδή δεν ένιωθε καμία αλλαγή από το κρασί που είχε πιει ως τότε, αποτελείωσε κι αυτό που έμενε στο ποτήρι του. Ο Άνσον γύρισε ντυμένος μ' ένα σπορ σακάκι. «Πρέπει να πάμε σε κάποια μέρη. Θα σου τα πω όλα στο αμάξι. Θα προτιμούσα να οδηγήσεις εσύ». «Μια στιγμή να τελειώσω αυτό το κρασί», είπε ο Μιτς, αν και το ποτήρι του ήταν άδειο. Στο σημειωματάριο έγραψε ένα μήνυμα ακόμη: ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΑΜΑΞΙ ΜΟΥ.
Παρ' όλο που δεν τον είχε ακολουθήσει κανείς μέχρι το σπίτι των γονιών του, οι απαγωγείς ήξεραν ότι πήγε εκεί. Και αργότερα, όταν σταμάτησε στο πάρκινγκ της εκκλησίας για να πάρει το τηλεφώνημα των έξι, ήξεραν πού ακριβώς βρισκόταν. Σ' αυτή την εκκλησία ττήγαινεςμε τους γονείς σου; Αν είχαν βάλει συσκευές παρακολούθησης στο φορτηγάκι και στο Χόντα, θα μπορούσαν να παρακολουθούν τις κινήσεις του από μακριά με ηλεκτρονικό τρόπο, χωρίς να φαίνονται πουθενά. Ο Μιτς δεν ήξερε τις πρακτικές λεπτομέρειες της λειτουργίας αυτής της τεχνολογίας, η χρήση της όμως σήμαινε ότι οι απαγωγείς της Χόλι ήταν ακόμη περισσότερο επαγγελματίες από όσο είχε νομίσει αρχικά. Οι γνώσεις και η πείρα τους έδειχναν όλο και πιο καθαρά ότι κάθε προσπάθεια αντίστασης θα ήταν απίθανο να πετύχει. Από τη θετική πλευρά, ο επαγγελματισμός των απαγωγέων έδειχνε ότι η αποστολή που θα ανέθεταν στον Μιτς και τον Άνσον μάλλον θα ήταν καλά σχεδιασμένη, με καλές πιθανότητες να πετύχει, είτε ήταν ληστεία είτε κάποιο άλλο έγκλημα. Με λίγη τύχη, θα κατάφερναν να συγκεντρώσουν τα λύτρα. Βλέποντας την προειδοποίηση στο τελευταίο του σημείωμα, ο Άνσον έσβησε το μάτι της κουζίνας και πήρε τα κλειδιά
του τζιπ του. «Ας πάρουμε το Εξπεντίσον», είπε. «Θα οδηγήσεις εσύ». Ο Μιτς έπιασε τα κλειδιά που του πέταξε και μετά συγκέντρωσε τα σημειώματα που είχε γράψει και τα πέταξε στα σκουπίδια. Αυτός και ο αδερφός του βγήκαν από την πόρτα της κουζίνας. Ο Άνσον δεν έκλεισε τα φώτα ούτε κλείδωσε την πόρτα, αναγνωρίζοντας ίσως ότι μέσα σ' αυτή τη θύελλα δε θα μπορούσε να κρατήσει έξω αυτούς που ήθελε, αλλά μόνο εκείνους που δεν είχαν καμιά επιθυμία να μπουν. Μια αυλή στρωμένη με τούβλο, που μαλάκωνε από φτέρες και ναντίνες, χώριζε το μπροστινό από το πίσω σπίτι. Η μικρότερη πίσω κατοικία ήταν πάνω από δυο γκαράζ. Μέσα στο διθέσιο γκαράζ του Άνσον υπήρχε το Εξπεντίσον και μια Μπιούικ Σούπερ Γούντι Γουάγκον του 1947 που την είχε αποκαταστήσει μόνος του. Ο Μιτς κάθισε στο τιμόνι του τζιπ. «Τι γίνεται αν έχουν βάλει συσκευές παρακολούθησης και στα δικά σου αυτοκίνητα;» Ο Άνσον έκλεισε την πόρτα του συνοδηγού. «Δεν έχει σημασία», είπε. «Θα κάνω ακριβώς αυτό που θέλουν. Αν μπορούν να βλέπουν πού πάμε, αυτό που θά δουν θα τους καθησυχάσει». Ο Μιτς βγήκε με την όπισθεν από το γκαράζ στο δρομάκι. «Λοιπόν, τι θέλουν; Τι πρέπει να κάνουμε; Λέγε». «Θέλουν δύο εκατομμύρια δολάρια σε έναν ανώνυμο λογαριασμό στα Νησιά Γκραντ Κέιμαν». «Μάλιστα. Εντάξει, φαντάζομαι ότι αυτό είναι καλύτερο από το να τους δώσουμε διακόσια εκατομμύρια κέρματα, αλλά ποιανού τα λεφτά πρέπει να κλέψουμε;» Το δρομάκι ήταν πλημμυρισμένο από το εκτυφλωτικό φως ενός κόκκινου ηλιοβασιλέματος. Ο Άνσον πάτησε το τηλεχειριστήριο κλείνοντας την πόρτα του γκαράζ. «Δε χρειάζεται να κλέψουμε κανέναν. Θέλουν τα δικά μου λεφτά, Μίκι. Και για τη Χόλι, μπορούν να τα έχουν».
21
Ο
ουρανός φλεγόταν από τον ήλιο που έδυε και το Εξπεντίσον είχε πλημμυρίσει από ένα φως που θύμιζε καμίνι. Το πρόσωπο του Άνσον φωτισμένο από το πύρινο φως της δύσης έμοιαζε αγριεμένο και τα μάτια του είχαν πάρει μια χρυσαφένια απόχρωση, αλλά τα λόγια του ειπώθηκαν τρυφερά και διέψευσαν αυτή την εντύπωση: «Ό,τι έχω είναι δικό σου, Μίκι». Ο Μιτς έμεινε για μια στιγμή άφωνος από κατάπληξη, σαν άνθρωπος που μόλις διέσχισε τον πολυσύχναστο δρόμο μιας πόλης, αλλά κοιτάζοντας πίσω του βλέπει ένα αρχέγονο δάσος εκεί που κάποτε υπήρχε μια μητρόπολη. «Έχεις δύο εκατομμύρια δολάρια;» είπε μετά. «Πού βρήκες δύο εκατομμύρια δολάρια;» «Είμαι καλός στη δουλειά μου κι έχω δουλέψει σκληρά». «Είμαι σίγουρος ότι είσαι καλός στη δουλειά σου, είσαι καλός σε ό,τι κάνεις, αλλά δε ζεις σαν πλούσιος». «Δε θέλω. Δε με ενδιαφέρει η επίδειξη και η κοινωνική θέση». «Ξέρω ότι μερικοί πλούσιοι κρατούν χαμηλό προφίλ, αλλά...» «Με ενδιαφέρουν οι ιδέες», είπε ο Άνσον, «και θέλω να αποκτήσω γνήσια ελευθερία μια μέρα, αλλά δε με απασχολεί
να βλέπω τη φωτογραφία μου στις κοσμικές στήλες των εφημερίδων». Ο Μιτς παρέμενε χαμένος μέσα στο δάσος αυτής της νέας πραγματικότητας. «Θέλεις να πεις ότι έχεις, πραγματικά έχεις, δύο εκατομμύρια στην τράπεζα;» «Θα χρειαστεί να ρευστοποιήσω επενδύσεις. Μπορώ να το κάνω από το τηλέφωνο και το κομπιούτερ, αφού ανοίξουν τα χρηματιστήρια αύριο. Χρειάζομαι τρεις ώρες το πολύ». Μερικοί στεγνοί σπόροι ελπίδας άρχισαν να φουσκώνουν, ποτισμένοι από αυτό το απίστευτο, αυτό το εκπληκτικό νέο. «Καλά...» είπε ο Μιτς, «πόσα έχεις; Θέλω να πω, συνολικά». «Με αυτή την ιστορία σχεδόν θα ξεμείνω από μετρητά, αλλά έχω ακόμη το σπίτι». «Θα ξεμείνεις. Δεν μπορώ να το αφήσω να συμβεί αυτό». «Αφού τα κέρδισα μια φορά, μπορώ να τα κερδίσω πάλι». «Δε θα μπορέσεις να βγάλεις τόσα πολλά. Όχι εύκολα, τουλάχιστον». «Το τι κάνω με τα λεφτά μου είναι δική μου δουλειά, Μίκι. Και αυτό που θέλω να κάνω είναι να πάρω τη Χόλι από αυτά τα καθάρματα». Μέσα στο πορφυρό φως και τις απαλές σκιές που βάθαιναν γοργά με τον ερχομό της νύχτας, μια πυρρόξανθη γάτα διέσχισε το δρομάκι. Πιασμένος μέσα στα διασταυρούμενα πυρά των συναισθημάτων του, ο Μιτς δεν τόλμησε να μιλήσει, έτσι κοίταξε τη γάτα παίρνοντας αργές, βαθιές ανάσες. «Επειδή δεν είμαι παντρεμένος και δεν έχω παιδιά», είπε ο Άνσον, «αυτά τα καθάρματα έπιασαν τη Χόλι για να βάλουν στο χέρι εμένα». Η αποκάλυψη για την περιουσία του Άνσον είχε καταπλήξει τον Μιτς τόσο, ώστε δεν είχε αντιληφθεί αμέσως αυτή την προφανή εξήγηση της ανεξήγητης ως τώρα απαγωγής. «Αν υπήρχε κάποιος άλλος με πιο κοντινή σχέση μαζί μου», συνέχισε ο Άνσον, «αν ήμουν πιο ευάλωτος από αυτή την πλευρά, τότε θα είχαν αρπάξει τη γυναίκα μου ή το παιδί μου και η Χόλι θα ήταν ασφαλής».
Η γάτα σταμάτησε αργά μπροστά στο Εξπεντίσον, κοιτάζοντας τον Μιτς. Μέσα σε ένα τοπίο γεμάτο από το ανακλώμενο φως του ηλιοβασιλέματος, μόνο τα μάπα της γάτας έβγαζαν ένα δικό τους πρασινωπό φως. «Μπορεί να είχαν αρπάξει κάποια από τις αδερφές μας, έτσι δεν είναι; Τη Μέγκαν, την Κόνι, την Πόρσια. Είναι το ίδιο πράγμα». «Μα», είπε με απορία ο Μιτς, «έτσι όπως ζεις, σαν ένας απλός μικροαστός, πώς το ήξεραν;» «Από κάποιον που δούλευε σε κάποια τράπεζα, κάποιο χρηματιστηριακό γραφείο. Ένα διεφθαρμένο υπάλληλο». «Έχεις ιδέα ποιος μπορεί να είναι;» «Δεν είχα χρόνο να το σκεφτώ, Μίκι. Ρώτα με αύριο». Η γάτα έσπασε την ακινησία της και προχωρώντας αθόρυβα, πέρασε κοντά στο τζιπ και εξαφανίστηκε. Εκείνη τη στιγμή ένα περιστέρι που κυνηγούσε σκόρπια ψίχουλα στο δρόμο πέταξε χτυπώντας τα φτερά του πάνω στο παράθυρο του συνοδηγού και υψώθηκε προς κάποιο ασφαλές κλαδί. Ο Μιτς ξαφνιάστηκε από τον ήχο και από την ονειρική αίσθηση ότι η γάτα, μόλις εξαφανίστηκε, μετατράπηκε σε πουλί. Γύρισε πάλι στον αδερφό του. «Δεν έβλεπα να υπάρχει τρόπος να απευθυνθώ στην αστυνομία. Τώρα, όμως, όλα άλλαξαν. Εσύ έχεις αυτή τη δυνατότητα». Ο Άνσον κούνησε το κεφάλι του. «Σκότωσαν κάποιον μπροστά σου μόνο και μόνο για να σου δείξουν ότι δεν αστειεύονται». «Ναι». «Και κατάλαβες ότι όντως δεν αστειεύονται». «Ναι». «Το ίδιο κι εγώ, λοιπόν. Αν δεν πάρουν αυτό που θέλουν, θα σκοτώσουν χωρίς κανέναν ενδοιασμό και θα το φορτώσουν σ' εσένα ή και στους δυο μας. Θα πάρουμε πίσω τη Χόλι, και μετά θα πάμε στην αστυνομία». «Δύο εκατομμύρια δολάρια». «Είναι απλώς λεφτά», είπε ο Άνσον.
Ο Μιτς θυμήθηκε τι είχε πει ο αδερφός του, ότι δεν τον απασχολούσε να δει τη φωτογραφία του στις κοσμικές στήλες, ότι τον ενδιέφεραν μόνο οι ιδέες και το να αποκτήσει γνήσια ελευθερία μια μέρα. Επανέλαβε τώρα αυτή τη φράση και πρόσθεσε, «Ξέρω τι σημαίνει αυτό. Το ιστιοπλοϊκό. Η ζωή στη θάλασσα». «Δεν έχει σημασία, Μίκι». «Και βέβαια έχει. Με τόσα λεφτά, σίγουρα πλησιάζεις να αποκτήσεις το σκάφος και την ελεύθερη ζωή που θέλεις». Τώρα είχε έρθει η σειρά του Άνσον να αναζητήσει τη γάτα ή κάτι αντίστοιχο μέσα στο κόκκινο φως και τις σκιές. «Ξέρω ότι είσαι άνθρωπος που σχεδιάζεις τη ζωή σου», συνέχισε ο Μιτς. «Πάντα έτσι ήσουν. Πότε σκόπευες να πάψεις να δουλεύεις, να αρχίσεις την καινούρια σου ζωή;» «Αυτό ήταν ένα παιδικό όνειρο έτσι κι αλλιώς, Μίκι. Παραμύθια με πειρατές και ιστορίες με ναυμαχίες». «Πότε;» επέμεινε ο Μιτς. «Σε δυο χρόνια. Όταν θα έκλεινα τα τριάντα πέντε. Τώρα θα γίνει μερικά χρόνια αργότερα. Άλλωστε μπορεί να επανέλθω πιο γρήγορα. Η δουλειά μου αναπτύσσεται γρήγορα». «Η συμφωνία με την Κίνα». «Με την Κίνα και με άλλους. Είμαι καλός στη δουλειά μου». «Δεν υπάρχει περίπτωση να αρνηθώ την προσφορά σου», είπε ο Μιτς. «Θα πέθαινα για τη Χόλι, άρα σίγουρα είμαι διατεθειμένος να σε αφήσω να μείνεις απένταρος γι' αυτή. Αλλά δε θα σε αφήσω να υποβιβάζεις αυτό που κάνεις. Είναι τρομερή θυσία». Ο Άνσον άπλωσε το χέρι, έπιασε τον Μιτς από το σβέρκο, τον τράβηξε κοντά του και κόλλησε μαλακά το μέτωπο του στο δικό του, έτσι που κοίταζαν όχι ο ένας τον άλλο, αλλά κάτω, την κονσόλα του λεβιέ ταχυτήτων ανάμεσά τους. «Πες μου κάτι, αδερφέ». «Τι;» «Κανονικά, δε θα το ανέφερα ποτέ αυτό, αλλά για να μην τρώγεσαι από τύψεις, επειδή ξέρω ότι είναι τέτοιος ο χαρακτή-
ρας σου... θα πρέπει να ξέρεις ότι δεν είσαι ο μόνος που χρειάστηκε βοήθεια». «Τι θες να πεις;» «Πώς νομίζεις ότι αγόρασε το αρτοποιείο η Κόνι;» «Εσύ;» «Της κανόνισα ένα δάνειο έτσι που ένα μέρος των χρημάτων να μετατρέπεται σε αφορολόγητη δωρεά κάθε χρόνο. Δε θέλω να με ξεπληρώσει. Μου αρέσει να κάνω τέτοια πράγματα. Και η επιχείρηση της Μέγκαν με τα σκυλιά...» «Και το εστιατόριο που ανοίγουν η Πόρσια και ο Φρανκ», είπε ο Μιτς. «Ναι, κι αυτό». Με το μέτωπο ακόμη κολλημένο στου αδερφού του, ο Μιτς είπε, «Πώς ήξεραν ότι έχεις τόσα λεφτά;» «Δεν το ήξεραν. Είδα τι χρειάζονταν. Προσπαθούσα να βρω τι χρειάζεσαι κι εσύ, αλλά φαινόσουν πάντα τόσο... αυτάρκης». «Η απαγωγή όμως είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από ένα δάνειο για να αγοράσεις ένα αρτοποιείο ή να ανοίξεις ένα μικρό εστιατόριο». «Μη μου πεις! Πραγματικός Σέρλοκ Χολμς». Ο Μιτς γέλασε νευρικά. «Όσο μεγαλώναμε μέσα στο λαβύρινθο του Ντάνιελ», είπε ο Άνσον, «είχαμε μόνο ο ένας τον άλλο. Αυτό ήταν το μόνο που είχε σημασία. Έτσι είναι ακόμη τα πράγματα, φρατέλο πίκολο. Και έτσι θα είναι πάντα». «Δε θα το ξεχάσω ποτέ αυτό», είπε ο Μιτς. «Και καλά θα κάνεις. Μου χρωστάς αιώνια ευγνωμοσύνη». Ο Μιτς γέλασε πάλι, αυτή τη φορά πιο ήρεμα. «Δωρεάν κηπουρική για όσο ζω». «Δε μου λες, αδερφάκι...» «Τι;» «Θ' αρχίσουν τώρα να στάζουν οι μύξες σου πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων;» «Όχι», είπε ο Μιτς.
«Ωραία. Θέλω να 'ναι καθαρό το αμάξι μου. Είσαι έτοιμος οδηγήσεις;» «Ναι». «Σίγουρα;» «Ναι». «Τότε πάμε».
22
Μ
όνο ένα μικρό τραύμα της μέρας που έφευγε φαινόταν πια να αιμορραγεί στο μακρινό ορίζοντα. Κατά τα άλλα, ο ουρανός ήταν σκοτεινός και η θάλασσα το ίδιο. Η σελήνη δεν είχε ανατείλει ακόμη για να ασημώσει τις έρημες παραλίες. Ο Άνσον είπε ότι έπρεπε να σκεφτεί την κατάσταση και του άρεσε να σκέφτεται μέσα σε ένα αμάξι σε κίνηση επειδή του θύμιζε ιστιοπλοϊκό. Είπε στον Μιτς να κατευθυνθεί νότια. Εκείνη την ώρα, η κίνηση στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ ήταν μικρή και ο Μιτς οδηγούσε στη δεξιά λωρίδα. Δεν υπήρχε καμιά βιασύνη. «Θα τηλεφωνήσουν στο σπίτι αύριο το μεσημέρι», είπε ο Άνσον. «Για να δουν τι πρόοδο έχω κάνει με τα οικονομικά». «Δε μου αρέσει αυτή η μεταφορά των χρημάτων στα Νησιά Γκραντ Κέιμαν». «Ούτε κι μένα. Έτσι θα έχουν και τα λεφτά και τη Χόλι». «Καλύτερα να κάνουμε μια ανταλλαγή πρόσωπο με πρόσωπο», είπε ο Μιτς. «Αυτοί φέρνουν τη Χόλι κι εμείς φέρνουμε δυο χαρτοφύλακες με τα λεφτά». «Ούτε αυτό είναι σίγουρο. Μπορούν να πάρουν τα λεφτά και να μας σκοτώσουν όλους». «Όχι, αν θέσουμε τον όρο να μπορούμε να είμαστε οπλισμένοι».
Ο Άνσον δεν πείστηκε. «Και νομίζεις ότι αυτό θα τους τρόμαζε; Θα πιστέψουν ότι ξέρουμε από όπλα;» «Ίσως όχι. Αλλά μπορούμε να πάρουμε όπλα που δεν απαιτούν ιδιαίτερα καλή σκοποβολή. Κυνηγετικά». «Πού θα βρούμε κυνηγετικά όπλα;» ρώτησε ο Άνσον. «Τα αγοράζουμε από κάποιο οπλοπωλείο, από το ΓουόλΜαρτ, όπου βρούμε». «Δεν υπάρχει μια περίοδος αναμονής;» «Δε νομίζω. Μόνο για τα πιστόλια». «Θα πρέπει να κάνουμε εξάσκηση». «Όχι πολύ όμως», είπε ο Μιτς. «Απλώς για να εξοικειωθούμε λίγο». «Ίσως θα μπορούσαμε να πάμε στον αυτοκινητόδρομο Ορτέγκα. Όταν έχουμε τα όπλα, εννοώ. Εκεί υπάρχει ακόμη έρημος που δεν την έχουν γεμίσει σπίτια. Μπορούμε να βρούμε ένα απομονωμένο σημείο και να ρίξουμε μερικές σφαίρες». Ο Μιτς σώπασε, το ίδιο και ο Άνσον. Οι λόφοι στα ανατολικά ήταν διάστικτοι από τα φώτα πανάκριβων σπιτιών. Στα δυτικά, η θάλασσα ήταν μαύρη όπως κι ο ουρανός, χωρίς να φαίνεται πουθενά η γραμμή του ορίζοντα. Θάλασσα και ουρανός είχαν ενωθεί σε ένα μεγάλο μαύρο κενό. «Δεν το νιώθω πραγματικό», είπε μετά ο Μιτς. «Τα όπλα». «Ναι, είναι σαν ταινία», συμφώνησε ο Άνσον. «Εγώ είμαι κηπουρός. Εσύ είσαι γλωσσολόγος». «Άλλωστε», είπε ο Άνσον, «δε βλέπω να μας αφήσουν οι απαγωγείς να θέσουμε εμείς όρους. Αυτός που έχει τη δύναμη καθορίζει και τους κανόνες». Συνέχισαν προς νότο ανησυχώντας. Ο αυτοκινητόδρομος καμπύλωσε, ανηφόρισε, και μετά κατέβηκε προς το κέντρο του Λαγκούνα Μπιτς. Ήταν μέσα Μαΐου και είχε αρχίσει η τουριστική σεζόν. Κόσμος περπατούσε στα πεζοδρόμιο, πήγαιναν για φαγητό ή επέστρεφαν από τα εστιατόρια, κοιτάζοντας τις βιτρίνες των κλειστών μαγαζιών και των γκαλερί. Όταν ο αδερφός του πρότεινε να πάρουν κάτι να φάνε, ο
Μιτς απάντησε ότι δεν πεινούσε. «Πρέπει να φας», επέμεινε ο Άνσον. «Και για τι πράγμα θα μιλάμε στο φαγητό;» ρώτησε ο Μιτς. «Για σπορ; Δεν πρέπει να μας ακούσουν να μιλάμε γι' αυτό το θέμα». «Τότε θα φάμε στο αμάξι». Ο Μιτς παρκάρισε μπροστά σε ένα κινέζικο εστιατόριο. Ένας ζωγραφιστός όρθιος δράκος στα παράθυρα τίναζε μια χαίτη από φολίδες σαν μαστίγια. Ο Άνσον περίμενε στο τζιπ και ο Μιτς μπήκε μέσα. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο υποσχέθηκε να έχει την παραγγελία του σε δέκα λεπτά. Οι ζωηρές συζητήσεις των θαμώνων στα τραπέζια τον ενοχλούσαν. Δεν άντεχε τα ξένοιαστα γέλια τους. Οι μυρωδιές από ρύζι με ινδική καρύδα, ρύζι με γλυκό τσίλι, τηγανητούς καλαμποκοκεφτέδες, κόλιανδρο, σκόρδο και κάσιους αρχικά του άνοιξαν την όρεξη, γρήγορα όμως άρχισαν να του φαίνονται βαριές και καταθλιπτικές, και το στόμα του έγινε στεγνό και ξινό. Η Χόλι ήταν ακόμη στα χέρια των δολοφόνων. Την είχαν χτυπήσει. Την είχαν κάνει να ουρλιάξει, για να την ακούσει αυτός και μετά ο Άνσον. Παραγγέλνοντας κινέζικο, τρώγοντας, ασχολούμενος με οτιδήποτε καθημερινό, του φαινόταν ότι πρόδινε τη Χόλι, ότι μείωνε την απόγνωση της κατάστασής της. Αν η Χόλι είχε ακούσει τις απειλές του απαγωγέα όταν μιλούσε με τον Μιτς στο τηλέφωνο -ότι θα της κόψουν τα δάχτυλα και τη γλώσσα-, τότε ο φόβος της πρέπει να ήταν αφόρητος. Όταν φανταζόταν τον τρομερό φόβο της, όταν τη σκεφτόταν δεμένη μέσα στο σκοτάδι, η παράλυση που του προκαλούσε η αδυναμία του να αντιδράσει άρχιζε επιτέλους να ανοίγει δρόμο σε μια τρομερή οργή. Το πρόσωπο του ήταν ξαναμμένο, τα μάτια του τον έτσουζαν, ο λαιμός του ήταν τόσο φουσκωμένος από τον ανεξέλεγκτο θυμό ώστε δεν μπορούσε να καταπιεί.
Ήταν παράλογο, αλλά ζήλευε τους χαρούμενους θαμώνες με μια ένταση που τον έκανε να θέλει να τους πετάξει από τις καρέκλες τους, να τους σπάσει τα μούτρα. Το τακτοποιημένο περιβάλλον τον ενοχλούσε. Η τακτοποιημένη ζωή του είχε μετατραπεί ξαφνικά σε χάος και τον έκαιγε η επιθυμία να εκτονώσει τη δυστυχία του με ένα βίαιο ξέσπασμα. Κάποιο κρυφό άγριο στοιχείο της φύσης του, που φαίνεται ότι σιγόκαιγε από καιρό τώρα, φούντωσε προκαλώντας του μια παρόρμηση να καταστρέψει τα πολύχρωμα χάρτινα φαναράκια, να σκίσει τα παραβάν από ρυζόχαρτο, να ξεκολλήσει από τους τοίχους τα κόκκινα ξύλινα κινέζικα γράμματα και να τα εκτοξεύσει γύρω του σαν αστεράκια πολεμικών τεχνών για να σπάσουν παράθυρα και να χαρακώσουν και να καταστρέψουν τα πάντα στο διάβα τους. Η κοπέλα πίσω από τον πάγκο τού έφερε τις δυο λευκές σακούλες με την παραγγελία του και φαίνεται ότι διαισθάνθηκε τη θύελλα που μαινόταν μέσα του. Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και το σώμα της σφίχτηκε. Πριν από μια βδομάδα, ένα τρελός πελάτης σε μια πιτσαρία σκότωσε την ταμία και δυο σερβιτόρες, μέχρι που ένας άλλος πελάτης, αστυνομικός εκτός βάρδιας, τον σκότωσε με δυο πυροβολισμούς. Προφανώς η πωλήτρια θυμόταν τις τηλεοπτικές ειδήσεις από αυτή τη σφαγή. Η συνειδητοποίηση ότι μπορεί να την είχε τρομοκρατήσει επανέφερε τον Μιτς από την ανεξέλεγκτη οργή στον απλό θυμό και μετά σε μια παθητική δυστυχία που κατέβασε την πίεσή του και ηρέμησε τους βροντερούς χτύπους της καρδιάς του. Βγαίνοντας από το εστιατόριο σ,την ήπια ανοιξιάτικη νύχτα, είδε ότι ο αδερφός του μέσα στο Εξπεντίσον μιλούσε στο κινητό. Μόλις ο Μιτς μπήκε και κάθισε στο τιμόνι, ο Άνσον έκλεισε το τηλέφωνο. «Αυτοί ήταν;» ρώτησε ο Μιτς. «Όχι. Ένας τύπος που νομίζω ότι πρέπει να του μιλήσουμε». Ο Μιτς του έδωσε τη μεγαλύτερη από τις δύο σακούλες. «Τι τύπος;» ρώτησε.
«Είμαστε σε βαθιά νερά με καρχαρίες. Δεν μπορούμε να τα βγάλουμε πέρα μαζί τους. Χρειαζόμαστε συμβουλές από κάποιον που μπορεί να μας βοηθήσει για να μη μας φάνε σαν μαρίδα». Αν και νωρίτερα ο Μιτς είχε δώσει στον αδερφό του την επιλογή να απευθυνθούν στις Αρχές, τώρα είπε, «Θα τη σκοτώσουν αν μιλήσουμε σε κάποιον». «Είπαν, όχι αστυνομία. Δε θα πάμε στην αστυνομία». «Και πάλι ανησυχώ, όμως». «Μίκι, βλέπω κι εγώ τους κινδύνους. Είναι σαν να παίζουμε βιολί πάνω σε σύρμα που ενεργοποιεί βόμβα. Αλλά αν δεν προσπαθήσουμε να κάνουμε κάτι, την έχουμε βάψει έτσι κι αλλιώς». Έχοντας βαρεθεί αυτή την αίσθηση της ανημποριάς και σίγουρος ότι η πειθήνια υπακοή θα προκαλούσε περιφρόνηση και απάνθρωπη συμπεριφορά από μέρους των απαγωγέων, ο Μιτς είπε, «Εντάξει. Αλλά τι θα γίνει αν μας ακούν τώρα;» «Δε μας ακούν. Για να μπορούν να μας ακούν σε πραγματικό χρόνο, δε θα αρκούσε να βάλουν απλώς ένα μικρόφωνο στο αμάξι. Θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο πακέτο με μικρόφωνο, πομπό και πηγή ενέργειας, έτσι δεν είναι;» «Δεν ξέρω. Πού θες να ξέρω;» «Έτσι νομίζω. Είναι πάρα πολλές συσκευές για να μπορούν να τις κρύψουν εύκολα ή να τις εγκαταστήσουν γρήγορα». Ο Άνσον έτρωγε με τα κινέζικα τσόπστικ μοσχάρι Σετσουάν από το ένα κουτί και ρύζι με μανιτάρια από το άλλο. «Και τα κατευθυντικά μικρόφωνα;» «Έχω δει κι εγώ τις ίδιες ταινίες», απάντησε ο Άνσον. «Τα κατευθυντικά μικρόφωνα λειτουργούν καλύτερα όταν δε φυσάει. Κοίτα τα δέντρα. Έχουμε αέρα απόψε». Ο Μιτς έτρωγε Μου Γκου Γκάι Παν με ένα πλαστικό πιρούνι. Τον ενοχλούσε η υπέροχη γεύση του φαγητού, σαν να ένιωθε ότι θα ήταν πιο πιστός στη Χόλι αν κατέβαζε με το ζόρι ένα άνοστο φαγητό. «Άλλωστε», είπε ο Άνσον, «τα κατευθυντικά μικρόφωνα δε δουλεύουν από ένα αυτοκίνητο σε άλλο».
«Τότε, ας μη μιλήσουμε μέχρι να ξεκινήσουμε». «Μίκι, υπάρχει μια πολύ λεπτή γραμμή ανάμεσα στις λογικές προφυλάξεις και την παράνοια». «Έχω περάσει αυτή τη γραμμή εδώ και ώρες», είπε ο Μιτς. «Για μένα δεν υπάρχει γυρισμός».
23
Τ
ο Μου Γκου Γκάι Παν άφησε μια απαίσια γεύση στο στόμα
του και ο Μιτς προσπάθησε μάταια να τη διώξει πίνοντας Πέπσι Διαίτης καθώς οδηγούσε. Ακολουθούσε τον παραλιακό αυτοκινητόδρομο προς νότο. Τα κτίρια και τα δέντρα έκρυβαν τη θάλασσα αφήνοντας μόνο μερικές φευγαλέες εικόνες ενός αβυσσαλέου σκότους. Ο Άνσον έπινε τσάι με λεμόνι από ένα ψηλό χάρτινο ποτήρι. «Τον λένε Κάμπελ», είπε. «Είναι πρώην πράκτορας του FBI». «Αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να αποφύγουμε», είπε θορυβημένος ο Μιτς. «Είπαμε, πρώην, Μίκι. Πρώην πράκτορας του FBI. Τραυματίστηκε σοβαρά από πυροβολισμούς στα είκοσι οχτώ του. Κάποιος άλλος μπορεί να ζούσε με τη σύνταξη αναπηρίας, αλλά αυτός δημιούργησε μια μικρή επιχειρηματική αυτοκρατορία». «Κι αν έχουν συσκευή παρακολούθησης στο Εξπεντίσον και ανακαλύψουν ότι συζητάμε με έναν πρώην πράκτορα του FBI;» «Δε θα ξέρουν ότι ήταν πρώην πράκτορας του FBI. Αν ξέρουν κάποια πράγματα γι' αυτόν, θα ξέρουν και ότι έκανα μια μεγάλη δουλειά μαζί του πριν από μερικά χρόνια. Θα νομίσουν ότι απλώς προσπαθώ να συγκεντρώσω τα λύτρα». Τα λάστιχα έκαναν ένα μονότονο θόρυβο στην άσφαλτο, αλλά ο Μιτς ένιωθε λες και ο δρόμος από κάτω δεν είχε πιο α-
πτή υπόσταση από την επιφάνεια του νερού πάνω στην οποία μπορεί να τρέχει άνετα ένα κουνούπι μέχρι να υψωθεί κάποιο ψάρι από τα νερά της λίμνης και να το καταβροχθίσει. «Ξέρω τι έδαφος χρειάζεται η μπουκαμβίλια και τι φως χρειάζεται το λοροπέταλο», είπε. «Αλλά αυτά τα πράγματα είναι ένα άλλο σύμπαν για μένα». «Και για μένα, Μίκι. Γι' αυτό χρειαζόμαστε βοήθεια. Κανείς δεν έχει μεγαλύτερη πείρα και γνώση από τον Τζούλιαν Κάμπελ». Ο Μιτς είχε αρχίσει να νιώθει ότι κάθε απόφαση που έπαιρναν ήταν σαν να γύριζαν ένα διακόπτη σε συσκευή πυροδότησης βόμβας και πως μια λάθος επιλογή θα τίναζε τη γυναίκα του στον αέρα. Αν συνεχιζόταν αυτό, σε λίγο θα έφτανε στο σημείο να ανησυχεί τόσο πολύ ώστε να παραλύσει και να μην μπορεί να κάνει τίποτα. Η αδράνεια όμως δε θα έσωζε τη Χόλι. Η αναποφασιστικότητα θα υπέγραφε τη θανατική της καταδίκη. «Εντάξει», είπε υποχωρώντας. «Πού μένει αυτός ο Κάμπελ;» «Μπες στον διαπολιτειακό. Θα πάμε νότια, στο Ράντσο Σάντα Φε». Το Ράντσο Σάντα Φε, ανατολικά-βορειοανατολικά του Σαν Ντιέγκο, ήταν μια κοινότητα με ξενοδοχεία τεσσάρων αστέρων, γήπεδα του γκολφ και επαύλεις αξίας πολλών εκατομμυρίων δολαρίων. «Πάτα το», πρόσθεσε ο Ανσον, «και θα είμαστε εκεί σε ενενήντα λεπτά». Όταν ήταν μαζί, δεν ένιωθαν αμηχανία με τη σιωπή. Ίσως επειδή και οι δυο τους, στα παιδικά τους χρόνια, είχαν περάσει πολύ χρόνο μόνοι στο δωμάτιο μελέτης. Αυτό το δωμάτιο είχε καλύτερη ηχομόνωση και από ραδιοφωνικό στούντιο. Δεν περνούσε ο παραμικρός θόρυβος απ' έξω. Στη διαδρομή, η σιωπή του Μιτς και η σιωπή του αδερφού του διέφεραν μεταξύ τους. Η δική του ήταν η σιωπή ενός σώματος που σφαδάζει μάταια μέσα στο κενό, η σιωπή ενός αστροναύτη που περιστρέφεται σε μηδενική βαρύτητα. Για τον Άνσον, ήταν η σιωπή μιας πυρετώδους αλλά οργα-
νωμένης σκέψης. Ο νους του διέτρεχε ακολουθίες επαγωγικών και παραγωγικών συμπερασμάτων πιο γρήγορα από οποιονδήποτε ηλεκτρονικό υπολογιστή. Ταξίδευαν στον Διαπολιτειακό 5 για είκοσι λεπτά, όταν ο Άνσον είπε, «Νιώθεις καμιά φορά ότι στα παιδικά μας χρόνια ήταν σαν να μας είχαν απαγάγει;» «Αν δεν ήσουν εσύ, θα τους μισούσα», είπε ο Μιτς. «Εγώ τους μισώ μερικές φορές», είπε ο Άνσον. «Έντονα αλλά για λίγο. Είναι πολύ αξιολύπητοι για να συνεχίσεις να τους μισείς πάνω από μια στιγμή. Θα ήταν σαν να σπαταλούσες τη ζωή σου μισώντας τον Αϊ-Βασίλη επειδή δεν υπάρχει». «Θυμάσαι τότε που με έπιασαν μ' εκείνο το αντίτυπο με τη Σάρλοτ την Αραχνούλα;» «Βέβαια. Ήσουν σχεδόν εννιά χρονών. Έμεινες είκοσι μέρες στο δωμάτιο μελέτης»· Ο Άνσον επανέλαβε τα λόγια του Ντάνιελ: «"Η φαντασία είναι η οδός που οδηγεί στη δεισιδαιμονία"». «Ζώα που μιλούσαν, ένα ταπεινό γουρουνάκι, μια έξυπνη αράχνη...» «"Μια καταστροφική επίδραση"», είπε ο Άνσον, επαναλαμβάνοντας πάλι τα λόγια του Ντάνιελ. «"Το πρώτο βήμα προς μια ζωή παραλογισμού και ανορθολογικών πεποιθήσεων"». Ο πατέρας τους δεν έβλεπε κανένα μυστήριο στη φύση, μόνο μια πράσινη μηχανή. «Θα ήταν καλύτερα αν μας χτυπούσαν», είπε ο Μιτς. «Πολύ καλύτερα. Μώλωπες, κατάγματα... κάτι τέτοια τραβούν την προσοχή της Υπηρεσίας Προστασίας Παιδιού». Μετά από άλλη μια σιωπή, ο Μιτς είπε, «Η Κόνι στο Σικάγο, η Μέγκαν στην Ατλάντα, η Πόρσια στο Μπέρμιγχαμ. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε ακόμη εδώ;» «Ίσως μας αρέσει το κλίμα», είπε ο Άνσον. «Ίσως δεν πιστεύουμε ότι η απόσταση θεραπεύει. Ίσως νιώθουμε ότι έχουμε αφήσει μισά κάποια θέματα». Η τελευταία εξήγηση φαινόταν η πιο σωστή στον Μιτς. Είχε σκεφτεί συχνά τι θα έλεγε στους γονείς του αν μπορούσε να τους μιλήσει για την ασυμφωνία ανάμεσα στις προθέσεις και
τις μεθόδους τους ή για την απανθρωπιά τού να προσπαθούν να νεκρώσουν στα παιδιά τους την αίσθηση του θαυμασμού και του δέους για τη ζωή. Όταν βγήκε από το διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο και ακολούθησε τον πολιτειακό, νυχτοπεταλούδες της ερήμου λευκές σαν νιφάδες στροβιλίστηκαν στα φώτα των φαναριών και χτύπησαν στο παρμπρίζ. Ο Τζούλιαν Κάμπελ ζούσε πίσω από μερικούς πέτρινους τοίχους και μια επιβλητική σιδερένια καγκελόπορτα στερεωμένη σε μια τεράστια πύλη από ασβεστόλιθο. Οι στύλοι δεξιά κι αριστερά είχαν πλούσια σκαλίσματα, φυλλώδη αναρριχητικά που υψώνονταν μέχρι πάνω και ενώνονταν σχηματίζοντας ένα γιγάντιο στεφάνι. «Αυτή η πύλη», είπε ο Μιτς, «πρέπει να κοστίζει όσο όλο το σπίτι μου». «Τα διπλά από το σπίτι σου», απάντησε ο Άνσον.
24
Σ
τα αριστερά της πύλης και σε επαφή με τη λιθόχτιστη περίφραξη υπήρχε ένα φυλάκιο. Μόλις σταμάτησε το Εξπεντίσον, η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας ψηλός νεαρός με μαύρο κοστούμι. Τα σκούρα μάτια του διάβασαν τον Μιτς ακαριαία όπως το σκάνερ ενός ταμία διαβάζει το μπαρ-κόουντ ενός προϊόντος. «Καλησπέρα, κύριε». Κοίταξε δίπλα στον Μιτς, τον Άνσον. «Χαίρομαι που σας βλέπω, κύριε Ράφερτι». Χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός ήχος, η περίτεχνη καγκελόπορτα άνοιξε προς τα μέσα. Πίσω της υπήρχε ένας δρόμος δύο λωρίδων στρωμένος με πέτρες από χαλαζίτη και πλαισιωμένος από επιβλητικούς φοίνικες, με κάθε δέντρο να φωτίζεται στη βάση του και το πλούσιο φύλλωμα στην κορυφή τους να σχηματίζει ένα θόλο πάνω από το δρόμο. Ο Μιτς οδήγησε το αμάξι προς την έπαυλη με την αίσθηση ότι η Εδέμ είχε αποκατασταθεί. Ο δρόμος είχε μήκος ένα χιλιόμετρο. Αχανείς, μαγικά φωτισμένες εκτάσεις με γκαζόν και κήπους έσβηναν σε ένα μυστηριώδες σκοτάδι και από τις δύο- πλευρές. «Εξήντα πέντε στρέμματα», είπε ο Άνσον. «Πρέπει να έχει τουλάχιστον μια ντουζίνα άτομα προσωπικό μόνο για τους κήπους». «Σίγουρα».
Στέγη από κόκκινα κεραμίδια, τοίχοι από ασβεστόλιθο, παράθυρα που άφηναν ένα χρυσαφένιο φως να βγαίνει, κίονες, κιγκλιδώματα και βεράντες ^-ο αρχιτέκτονας είχε πετύχει ένα συνδυασμό χάρης αλλά και μεγαλοπρέπειας. Το σπίτι, ιταλικού ρυθμού, ήταν τόσο μεγάλο που θα έπρεπε να σε τρομάζει, αλλά στην πραγματικότητα είχες την αίσθηση ότι σε καλωσόριζε. Ο δρόμος που οδηγούσε στο σπίτι τελείωνε σε μια μικρή λίμνη με ένα κεντρικό σιντριβάνι από το οποίο διασταυρούμενοι πίδακες που έμοιαζαν να εκτοξεύουν ασημένια νομίσματα καμπύλωναν και άστραφταν μέσα στη νύχτα. Ο Μιτς παρκάρισε δίπλα του. «Αυτός ο τύπος έχει άδεια να τυπώνει λεφτά;» «Ασχολείται με την ψυχαγωγία. Κινηματογράφος, καζίνο και ό,τι άλλο φανταστείς». Αυτή η λαμπρότητα προκάλεσε δέος στον Μιτς, αλλά του δημιούργησε και ελπίδες ότι ο Τζούλιαν Κάμπελ θα μπορούσε να τους βοηθήσει. Αφού κατάφερε να γίνει τόσο πλούσιος αν και τραυματίστηκε σοβαρά και έφυγε από το FBI με σύνταξη αναπηρίας, αφού έπαθε κάτι τόσο σοβαρό και παρ' όλα αυτά κατάφερε να νικήσει στη ζωή, πρέπει να ήταν τόσο ικανός όσο είχε πει ο Άνσον. Ένας άντρας με ασημένια μαλλιά και εμφάνιση μπάτλερ τους υποδέχτηκε στην είσοδο, είπε ότι τον έλεγαν Γουίνσλοου και τους συνόδεψε μέσα. Ακολουθώντας τον Γουίνσλοου, διέσχισαν ένα αχανές φουαγιέ από λευκό μάρμαρο, με φατνωτό ταβάνι με γύψινα διακοσμητικά τονισμένα από φύλλο χρυσού. Αφού πέρασαν ένα λίβινγκ ρουμ με διαστάσεις τουλάχιστον είκοσι επί είκοσι πέντε μέτρα, έφτασαν σε μια βιβλιοθήκη με τοίχους ντυμένους με μαόνι. Απαντώντας σε ερώτηση του Μιτς, ο Γουίνσλοου τους είπε ότι η συλλογή βιβλίων ξεπερνούσε τους εξήντα χιλιάδες τόμους. «Ο κύριος Κάμπελ θα έρθει αμέσως», πρόσθεσε κι έφυγε. Στη βιβλιοθήκη, που ήταν μεγαλύτερη από το σπίτι του Μιτς, υπήρχαν μισή ντουζίνα καθιστικά με καναπέδες και καρέκλες.
Βολεύτηκαν σε δυο πολυθρόνες ο ένας απέναντι στον άλλο, με ένα τραπεζάκι ανάμεσά τους, και ο Άνσον αναστέναξε. «Κάναμε το σωστό», είπε. «Αν είναι τόσο εντυπωσιακός όσο το σπίτι...» «Ο Τζούλιαν είναι ο καλύτερος, Μίια Είναι φοβερός τύπος». «Πρέπει να σε έχει σε μεγάλη υπόληψη αφού δέχεται να σε δει έτσι επειγόντως, μετά τις δέκα τη νύχτα». Ο Άνσον χαμογέλασε θλιμμένα. «Τι θα έλεγαν ο Ντάνιελ και η Κάθι αν απέκρουα τη φιλοφρόνηση σου με κάποια λόγια μετριοφροσύνης;» «"Η μετριοφροσύνη συνδέεται με την ατολμία"», είπε ο Μιτς επαναλαμβάνοντας τα λόγια τους. «"Η ατολμία συνδέεται με τη συστολή. Η συστολή είναι σύμπτωμα δειλίας. Η δειλία είναι χαρακτηριστικό των πράων. Οι πράοι δεν κληρονομούν τη γη, υπηρετούν εκείνους που έχουν αυτοπεποίθηση και διεκδικούν ό,τι τους ανήκει"». «Σ' αγαπώ, αδερφάκι. Είσαι εκπληκτικός». «Είμαι σίγουρος ότι θα μπορείς κι εσύ να επαναλάβεις τα λόγια τους λέξη προς λέξη». «Δεν εννοούσα αυτό. Σε μεγάλωσαν σ' εκείνο το Κουτί του Σκίνερ, εκείνον το λαβύρινθο για ποντικούς, και παρ' όλα αυτά είσαι ίσως ο πιο μετριόφρων άνθρωπος που γνωρίζω». «Έχω κι εγώ τα προβλήματά μου», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς. «Και είναι πολλά». «Βλέπεις; Η αντίδρασή σου όταν σε χαρακτηρίζουν μετριόφρονα είναι η αυτοκριτική». Ο Μιτς χαμογέλασε. «Φαίνεται ότι δεν έμαθα πολλά στο δωμάτιο μελέτης». «Για μένα το δωμάτιο μελέτης δεν ήταν το χειρότερο», είπε ο Άνσον. «Εκείνο που δε θα μπορέσω ποτέ να διώξω από το νου μου είναι το παιχνίδι της ντροπής». Ο Μιτς κοκκίνισε με την ανάμνηση και μόνο. «"Η ντροπή δεν έχει καμία κοινωνική χρησιμότητα. Είναι ένδειξη δεισιδαιμονίας"». «Πότε σε έβαλαν να παίξεις για πρώτη φορά το παιχνίδι της ντροπής, Μίκι;»
«Νομίζω ότι πρέπει να ήμουν πέντε χρονών». «Πόσες φορές σε ανάγκασαν να το παίξεις;» «Πέντ' έξι φορές όλα αυτά τα χρόνια». «Εμένα μου το έκαναν έντεκα φορές, από όσο θυμάμαι, η τελευταία όταν ήμουν δεκατριών χρονών». Ο Μιτς έκανε μια γκριμάτσα. «Αδερφέ, τη θυμάμαι εκείνη τη φορά. Σου το έκαναν μια ολόκληρη βδομάδα». «Να ζεις γυμνός είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο, εφτά μέρες τη βδομάδα, ενώ όλοι οι άλλοι στο σπίτι είναι ντυμένοι. Να είσαι υποχρεωμένος να απαντάς μπροστά σε όλους στις πιο προσωπικές και ντροπιαστικές ερωτήσεις για τις σκέψεις, τις συνήθειες και τις επιθυμίες σου. Να σε παρακολουθούν δύο άλλα μέλη της οικογένειας κάθε φορά που πηγαίνεις τουαλέτα και το ένα τουλάχιστον να είναι μία από τις αδερφές σου, να μην έχεις την παραμικρή προσωπική στιγμή... Εσένα αυτό σε θεράπευσε από την ντροπή, Μίκι;» «Κοίτα το πρόσωπο μου», είπε ο Μιτς. «Θα μπορούσα να ανάψω κερί από αυτό το κοκκίνισμα». Ο Άνσον γέλασε σιγανά, ένα εγκάρδιο μπάσο γέλιο. «Σίγουρα δεν πρόκειται να του πάρουμε δώρο την Ημέρα του Πατέρα». «Ούτε καν μια κολόνια;» είπε ο Μιτς. Αυτό ήταν ένα στάνταρ αστείο από τα παιδικά τους χρόνια. «Ούτε καν ένα κανάτι για να κατουράει μέσα», είπε ο Άνσον. «Τι θα 'λεγες τότε για το κάτουρο χωρίς το κανάτι;» «Και πώς θα το τυλίγαμε;» «Με αγάπη», απάντησε ο Μιτς και χαμογέλασαν πλατιά ο ένας στον άλλο. «Είμαι περήφανος για σένα, Μιτς. Τους νίκησες. Μ' εμένα λειτούργησε τελείως διαφορετικά το πράγμα». «Τι εννοείς; Ποιο πράγμα;» «Εμένα με έσπασαν, Μιτς. Δεν αισθάνομαι ούτε ντροπή ούτε τύψεις». Ο Άνσον ανέσυρε ένα πιστόλι μέσα από το μπουφάν του.
25
Ο
Μιτς συνέχισε να χαμογελά περιμένοντας να ακούσει το αστείο, λες και θα αποδεικνυόταν ότι αυτό που κρατούσε ο Άνσον δεν ήταν αληθινό πιστόλι αλλά αναπτήρας ή απομίμηση πιστολιού που εκτοξεύει νερό. Αν η θάλασσα μπορούσε να παγώσει διατηρώντας το χρώμα της, θα είχε την απόχρωση των ματιών του Άνσον. Ήταν καθαρά όπως πάντα, με την έυθύτητα που είχαν πάντα, αλλά τώρα ο Μιτς διέκρινε μέσα τους και μια ιδιότητα που δεν είχε ξαναδεί ποτέ και που δεν μπορούσε να αναγνωρίσει -ή δεν ήθελε να αναγνωρίσει. «Δύο εκατομμύρια. Η αλήθεια είναι», είπε ο Άνσον σχεδόν θλιμμένα, χωρίς καμιά επιθετικότητα ή έχθρα, «ότι δε θα πλήρωνα δύο εκατομμύρια ούτε για να σώσω εσένα, που σημαίνει ότι η Χόλι ήταν νεκρή από τη στιγμή που την άρπαξαν». Το πρόσωπο του Μιτς πάγωσε σε μια σκληρή μαρμάρινη μάσκα και ο λαιμός του έμοιαζε γεμάτος από σπασμένες πέτρες που δεν τον άφηναν να μιλήσει. «Μερικοί από τους πελάτες μου συναντούν πότε πότε κάποια ευκαιρία, που γι' αυτούς είναι ψίχουλα αλλά έχει πολύ ψωμί για μένα. Δεν πρόκειται για το συνηθισμένο κύκλο των εργασιών μου αλλά για πράγματα με ξεκάθαρα εγκληματικό χαρακτήρα». Ο Μιτς πάλευε να εστιάσει την προσοχή του, να ακούσει τι του έλεγε ο Άνσον, γιατί μέσα στο μυαλό του αντηχούσε μια
βοή. Ο ήχος από πράγματα που πίστευε σε όλη του τη ζωή και τώρα κατέρρεαν σαν ένα ξύλινο κατασκεύασμα φαγωμένο από τερμίτες. «Οι άνθρωποι που απήγαγαν τη Χόλι είναι οι συνεργάτες μου σε μία από αυτές τις δουλειές. Έβγαλαν πολλά λεφτά, αλλά ανακάλυψαν ότι το δικό μου μερίδιο ήταν μεγαλύτερο από όσο τους είχα πει, και τους έπιασε απληστία». Ώστε η Χόλι είχε πέσει θύμα απαγωγής όχι μόνο επειδή ο Άνσον είχε αρκετά χρήματα για να πληρώσει τα λύτρα της, αλλά και επειδή -ή μάλλον κυρίως επειδή- ο Άνσον είχε κλέψει τους απαγωγείς της. «Φοβούνται να έρθουν απευθείας σ' εμένα. Είμαι πολύτιμος για μερικά σημαντικά άτομα που θα καθάριζαν όποιον καθάριζε εμένα». Ο Μιτς υπέθεσε ότι γρήγορα θα γνώριζε μερικά από αυτά τα σημαντικά άτομα, αλλά όποια απειλή κι αν αντιπροσώπευαν δεν μπορούσε να συγκριθεί με το τρομακτικό σοκ αυτής της προδοσίας. «Στο τηλέφωνο», συνέχισε ο Άνσον, «είπαν ότι αν δεν πληρώσω τα λύτρα για τη Χόλι, θα τη σκοτώσουν και μετά θα σκοτώσουν κι εσένα, κάποια μέρα στο δρόμο, όπως έκαναν με τον Τζέισον Οστίν. Οι ηλίθιοι! Νομίζουν ότι με ξέρουν, αλλά δεν ξέρουν τι είμαι πραγματικά. Κανείς δε με ξέρει». Ο Μιτς ανατρίχιασε καθώς το νοητικό του τοπίο είχε γίνει ξαφνικά χειμωνιάτικο, οι σκέψεις του μια θύελλα από χιονόνερο σ' ένα παγερό και ανελέητο μπαράζ. «Ο Τζέισον ήταν δικός τους, παρεμπιπτόντως. Ο καλός, άμυαλος Τζέισον. Νόμιζε ότι οι φίλοι του θα σκοτώσουν το σκύλο για να σου δείξουν ότι δεν αστειεύονται. Σκότωσαν αυτόν, όμως, για να υπογραμμίσουν ακόμη πιο πολύ ότι δεν αστειεύονται. Και για να αυξήσουν ταυτόχρονα το μερίδιο των υπόλοιπων από τη δουλειά». Φυσικά, ο Άνσον γνώριζε τον Τζέισον όσο καιρό τον γνώριζε και ο Μιτς. Όμως, προφανώς ο Άνσον είχε διατηρήσει τις επαφές του μαζί του ακόμη και όταν ο Μιτς έχασε τα ίχνη του πρώην συγκατοίκου του.
«Υπάρχει τίποτα που θέλεις να μου πεις, Μιτς;» Ίσως κάποιος άλλος στη θέση του θα είχε χίλιες θυμωμένες ερωτήσεις και πικρόχολες κατηγορίες, αλλά ο Μιτς είχε απομείνει παγωμένος, έχοντας βιώσει μια συναισθηματική και διανοητική «μετατόπιση πόλων» που είχε μετατρέψει ακαριαία τον προηγούμενο ισημερινό της ζωής του σε αρκτική περιοχή. Το τοπίο αυτής της νέας πραγματικότητας του ήταν άγνωστο και αυτός ο άνθρωπος που έμοιαζε τόσο· πολύ με τον αδερφό του δεν ήταν ο αδερφός που γνώριζε αλλά ένας ξένος. Οι δυο τους ήταν δυο άγνωστοι που συναντήθηκαν σε μια ερημιά και δεν είχαν καν κοινή γλώσσα. Ο Άνσον φαινόταν να παίρνει τη σιωπή του Μιτς σαν πρόκληση ή και προσβολή ακόμη. Έγειρε μπροστά στην πολυθρόνα του αναζητώντας μια αντίδραση, παρ' όλο που μιλούσε με την αδερφική φωνή που χρησιμοποιούσε πάντα, λες και η γλώσσα του είχε συνηθίσει τόσο πολύ τους ήπιους τόνους της εξαπάτησης ώστε δεν μπορούσε να γίνει πιο κοφτερή όπως άρμοζε στην περίσταση. «Και για να μη νομίσεις ότι είσαι λιγότερο σημαντικός για μένα από τη Μέγκαν, την Κόνι και την Πόρσια, θα πρέπει να σου διευκρινίσω κάτι. Δεν τους έδωσα λεφτά για να κάνουν τις επιχειρήσεις τους; Αυτά ήταν φούμαρα, αδερφέ. Σε δούλευα». Επειδή ήταν προφανές ότι χρειαζόταν μια απάντηση, ο Μιτς δε μίλησε. Το βλέμμα του Άνσον παρέμεινε παγερό, αλλά η έντασή του αποκάλυπτε την πυρετώδη ταραχή που επικρατούσε στο νου του. «Τα δύο εκατομμύρια δε θα με άφηναν απένταρο. Η αλήθεια είναι ότι έχω σχεδόν οχτώ». Παρ' όλο που ο Άνσον συνέχιζε να θυμίζει αρκούδα, ήταν λες και πίσω από αυτό το προσωπείο υπήρχε κάτι άλλο, που έμοιαζε περισσότερο με τράγο και ο Μιτς διαισθάνθηκε, χωρίς να κατανοεί πλήρως τι σήμαινε αυτό, ότι αυτός και ο αδερφός του, αν και μόνοι στο δωμάτιο, δεν ήταν στην πραγματικότητα μόνοι. «Αγόρασα το γιοτ το Μάρτιο», συνέχισε ο Άνσον. «Από το Σεπτέμβριο θα δουλεύω από τη θάλασσα, με δορυφορική σύν-
δεση. Ελευθερία. Την κέρδισα και κανείς δεν πρόκειται να μου την πάρει». Η πόρτα της βιβλιοθήκης έκλεισε. Κάποιος είχε έρθει και προφανώς ήθελε απομόνωση για ό,τι θα ακολουθούσε. Ο Άνσον σηκώθηκε από την πολυθρόνα του, με το πιστόλι πάντα έτοιμο, και προσπάθησε για άλλη μια φορά να προκαλέσει κάποια αντίδραση από τον Μιτς. «Μπορείς να παρηγορηθείς λίγο με τη σκέψη ότι η ταλαιπωρία για τη Χόλι θα τελειώσει νωρίτερα από τα μεσάνυχτα της Τετάρτης»· Με μια σιγουριά και χάρη που έδινε την αίσθηση διασταύρωσης με πάνθηρα σε κάποιο σημείο του γενεαλογικού του δέντρου, πλησίασε ένας ψηλός άντρας με ατσάλινα γκρίζα μάτια που έλαμπαν από περιέργεια και τη μύτη του ανασηκωμένη σαν να αναζητούσε μια φευγαλέα οσμή. Ο Άνσον συνέχισε να μιλά στον Μιτς. «Όταν δε θα είμαι σπίτι για να πάρω το τηλεφώνημά τους, το μεσημέρι, και όταν δε θα βρουν κι εσένα στο κινητό σου, θα καταλάβουν ότι δεν μπορούν να μου πατήσουν τα κουμπιά. Θα την καθαρίσουν, θα την πετάξουν κάπου και θα το βάλουν στα πόδια». Ο άγνωστος φορούσε παπούτσια παντοφλέ με κρόσσια, μαύρο μεταξωτό παντελόνι και γκρίζο μεταξωτό πουκάμισο στην απόχρωση των μαπών του. Ένα χρυσό Ρόλεξ στόλιζε τον αριστερό καρπό του και τα νύχια του ήταν μανικιουρισμένα και γυαλισμένα. «Δε θα τη βασανίσουν», συνέχισε ο Άνσον. «Αυτό ήταν μπλόφα. Κατά πάσα πιθανότητα ούτε καν θα την πηδήξουν πριν τη σκοτώσουν, αν και εγώ θα το έκανα αν ήμουν στη θέ-. ση τους». Δύο γεροδεμένοι άντρες ξεπρόβαλαν πίσω από την πολυθρόνα του Μιτς και στάθηκαν δεξιά κι αριστερά του. Κρατούσαν και οι δύο πιστόλια με σιγαστήρες και τα μάτια τους είχαν μια έκφραση που συνήθως βλέπεις μόνο μέσα σε κλουβί ζωολογικού κήπου. «Έχει ένα πιστόλι στη μέση του, από πίσω», τους είπε ο Άνσον. Μετά κοίταξε τον Μιτς. «Το αισθάνθηκα όταν σε αγκάλιασα, αδερφέ».
Εκ των υστέρων, ο Μιτς αναρωτήθηκε γιατί δεν είπε στον Άνσον για το πιστόλι αφού μπήκαν στο Εξπεντίσον και βρίσκονταν σε κίνηση, οπότε θα ήταν απίθανο να παρακολουθούν τη συζήτησή τους. Ίσως στα βάθη του νου του έτρεφε μια καχυποψία για τον αδερφό του που δεν μπορούσε ως τότε να την αναγνωρίσει συνειδητά. Ο ένας από τους δύο μπράβους είχε φρικτή επιδερμίδα. Το πρόσωπο του ήταν γεμάτο σημάδια από ακμή που θύμιζαν μελίγκρα πάνω σε φύλλο. Είπε στον Μιτς να σηκωθεί και ο Μιτς υπάκουσε. Ο άλλος μπράβος ανασήκωσε το πίσω μέρος του σακακιού του και του πήρε το πιστόλι. Του είπαν να καθίσει και ο Μιτς υπάκουσε πάλι. Επιτέλους μίλησε στον Άνσον, αλλά το μόνο που είπε ήταν, «Σε λυπάμαι». Αυτό ήταν αλήθεια, ωστόσο ήταν ένας οίκτος προς κάποιον δυστυχισμένο, με κάποια ίχνη συμπόνιας, όμως χωρίς τρυφερότητα, χωρίς κανένα έλεος, αλλά, αντίθετα, γεμάτος αποστροφή. Όποιο περιεχόμενο και αν είχε αυτός ο οίκτος, ο Άνσον ενοχλήθηκε. Είχε πει ότι ήταν περήφανος για τον Μίκι επειδή δεν κατάφεραν οι γονείς τους να τον διαπλάσουν όπως ήθελαν και ότι ο ίδιος είχε σπάσει. Αυτό ήταν ψέμα, στάχτη στα μάτια από έναν άνθρωπο που ήξερε να χειρίζεται τους άλλους. Για ένα μόνο πράγμα ένιωθε περήφανος: για τη δική του πονηριά και την αδίστακτη, ανελέητη συμπεριφορά του. Η δήλωση του Μιτς έκανε τα μάτια του Άνσον να στενέψουν από μια περιφρόνηση που έδωσε μια σκληρή απανθρωπιά στα χαρακτηριστικά του. Ο άντρας με τα μεταξωτά, σαν να διαισθάνθηκε ότι ο Άνσον είχε προσβληθεί αρκετά για να κάνει κάτι απερίσκεπτο, ύψωσε το χέρι του, με το Ρόλεξ να γυαλίζει, και σταμάτησε έναν πιθανό πυροβολισμό. «Όχι εδώ». Μετά από ένα στιγμιαίο δισταγμό, ο Άνσον έβαλε πάλι το πιστόλι του στη θήκη του ώμου κάτω από το μπουφάν του. Ξαφνικά ήρθαν στο νου του Μιτς τα λόγια που του είχε πει ο υπαστυνόμος Τάγκαρτ πριν από οχτώ ώρες. Και παρ' όλο
που δεν ήξερε την πηγή τους και δεν έβλεπε κατά πόσο άρμοζαν στην περίσταση, αισθάνθηκε την παρόρμηση να τα πει. «"Το αίμα με καλεί από τη γη"». Για μια στιγμή, ο Άνσον και οι συνεργάτες του απέμειναν ακίνητοι σαν μορφές σε πίνακα, η βιβλιοθήκη ήσυχη, ο αέρας στάσιμος, η νύχτα συσπειρωμένη έξω από τις μπαλκονόπορτες. Και μετά ο Άνσον γύρισε και βγήκε από το δωμάτιο. Οι δύο μπράβοι οπισθοχώρησαν μερικά βήματα παραμένοντας σε επιφυλακή και ο άντρας με τα μεταξωτά έγειρε στο μπράτσο της πολυθρόνας στην οποία είχε καθίσει ο Άνσον. «Μιτς», είπε, «ήσουν μεγάλη απογοήτευση για τον αδερφό σου».
26
Ο
Τζούλιαν Κάμπελ είχε μια χρυσαφένια επιδερμίδα που έδειχνε ότι έκανε ηλιοθεραπεία σε δικό του σολάριουμ, μια γραμμωτή σωματική διάπλαση που έδειχνε ότι διέθετε προσωπικό γυμναστήριο και γυμναστή, και ένα λείο πρόσωπο που, για έναν άνθρωπο στα πενήντα, έδειχνε ότι είχε πλαστικό χειρουργό επί μονίμου βάσεως. Το τραύμα που έδωσε τέλος στην καριέρα του στο FBI δεν ήταν εμφανές, ούτε και καμία ένδειξη αναπηρίας. Προφανώς, ο θρίαμβος του πάνω στις συνέπειες του τραυματισμού ήταν εξίσου μεγάλος με την οικονομική του επιτυχία. «Μιτς, είμαι περίεργος». «Για τι πράγμα;» Αντί να απαντήσει, ο Κάμπελ είπε, «Είμαι πρακτικός άνθρωπος. Στη δουλειά μου κάνω αυτά που πρέπει να κάνω χωρίς να παθαίνω δυσπεψία». Αυτό σήμαινε ότι ο Κάμπελ δεν άφηνε να τον ταλαιπωρούν οι τύψεις. «Ξέρω πολλούς ανθρώπους που κάνουν αυτά που πρέπει να γίνουν. Πρακτικούς ανθρώπους». Σε δεκατρεισήμισι ώρες, οι απαγωγείς θα τηλεφωνούσαν στο σπίτι του Άνσον. Αν δεν ήταν εκεί ο Μιτς για να πάρει το τηλεφώνημα, θα σκότωναν τη Χόλι. «Όμως αυτή είναι η πρώτη φορά που βλέπω κάποιον να
προδίδει τον αδερφό του μόνο και μόνο για να αποδείξει ότι είναι σκληρός τύπος». «Όχι γι' αυτό. Για τα λεφτά», τον διόρθωσε ο Μιτς. Ο Κάμπελ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι. Ο Άνσον θα μπορούσε να μου ζητήσει να δώσω ένα μάθημα σ' αυτούς τους ηλίθιους. Δεν είναι τόσο σκληροί όσο νομίζουν». Κάτω από το σκοτεινό επίπεδο όπου είχε κατεβεί σήμερα ο Μιτς, υπήρχε κάτι ακόμη πιο σκοτεινό. «Σε δώδεκα ώρες θα μπορούσαμε να τους κάνουμε να μας παρακαλάνε να μας πληρώσουν για να πάρουμε πίσω τη γυναίκα σου σώα και αβλαβή». Ο Μιτς περίμενε. Προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτα πέρα από το να περιμένει. «Αυτοί οι τύποι έχουν μανάδες. Καίμε το σπίτι μιας μάνας. Σπάμε τα μούτρα μιας άλλης και χρειάζεται ένα χρόνο πλαστικές εγχειρήσεις». Ο Κάμπελ μιλούσε απλά και πρακτικά, σαν να εξηγούσε τους όρους μιας κτηματομεσιτικής συμφωνίας. «Ο ένας τους έχει μια κόρη από μια πρώην γυναίκα. Την αγαπάει τη μικρή. Τη σταματάμε, λοιπόν, στο δρόμο εκεί που γυρίζει από το σχολείο, τη γδύνουμε και βάζουμε φωτιά στα ρούχα της. Και μετά λέμε στον μπαμπά της ότι την επόμενη φορά θα κάψουμε και τη μικρή Σούζι μαζί με τα ρούχα». Νωρίτερα ο Μιτς, μέσα στην αφέλειά του, ήθελε να ανακατέψει σε αυτή την ιστορία τον Ίγκι για να μη βλάψει τον Άνσον. Τώρα αναρωτιόταν αν θα ήταν πρόθυμος να δείρουν, να κάψουν και να βασανίσουν άλλους αθώους για να σώσει τη Χόλι. Ίσως έπρεπε να είναι ευγνώμων που δεν του είχαν δώσει αυτή την επιλογή. «Αν τσαλακώναμε δώδεκα δικούς τους μέσα σε δώδεκα ώρες, αυτές οι κότες θα 'στελναν τη γυναίκα σου πίσω μαζί με τις συγνώμες τους και μια δωροεπιταγή για καινούρια γκαρνταρόμπα από το Νόρντστρομ». Οι δυο μπράβοι δεν είχαν ξεκολλήσει τα μάπα τους από τον Μιτς.
«Όμως, ο Άνσον», συνέχισε ο Κάμπελ, «θέλει να κάνει κάτι δραστικό ώστε να μην τον υποτιμήσει κανείς ξανά. Έμμεσα, αυτό ωφελεί κι εμένα. Και πρέπει να πω ότι έχω εντυπωσιαστεί». Ο Μιτς ήξερε ότι δεν έπρεπε να τους αφήσει να αντιληφθούν το πραγματικό μέγεθος του τρόμου του. Θα πίστευαν ότι ο ακραίος φόβος θα τον έκανε ριψοκίνδυνο και θα τον παρακολουθούσαν ακόμη πιο στενά από όσο τον παρακολουθούσαν τώρα. Έπρεπε να δείχνει φοβισμένος και κάτι ακόμη περισσότερο: απελπισμένος. Ένας άνθρωπος που βρίσκεται στα όρια της απόγνωσης, που έχει χάσει κάθε ελπίδα και δεν έχει το κουράγιο να αντιδράσει. «Είμαι περίεργος», επανέλαβε ο Κάμπελ επανερχόμενος επιτέλους στο σημείο από όπου είχε ξεκινήσει. «Για να μπορεί να σου το κάνει αυτό ο αδερφός σου... τι του έκανες;» «Τον αγαπούσα», είπε ο Μιτς. Ο Κάμπελ τον κοίταξε όπως κοιτάζει ο ερωδιός ένα ψάρι που κολυμπά μπροστά του. Μετά χαμογέλασε. «Ναι, αυτό θα ήταν αρκετό. Τι θα γινόταν, αν μια μέρα ένιωθε να σου το ανταποδίδει;» «Πάντα ήθελε να φτάσει μακριά. Και γρήγορα». «Τα συναισθήματα είναι εμπόδια», είπε ο Κάμπελ. Με φωνή βαριά από την απόγνωση, ο Μιτς είπε, «Ναι, σε αλυσοδένουν». Ο Κάμπελ πήρε το πιστόλι του Μιτς από το τραπεζάκι όπου το είχαν αφήσει οι μπράβοι. «Έχεις πυροβολήσει ποτέ μ' αυτό εδώ;» Ο Μιτς κόντεψε να απαντήσει αρνητικά, αλλά μετά θυμήθηκε ότι έλειπε μια σφαίρα από το γεμιστήρα, αυτή που είχε σκοτώσει τον Νοξ. «Μια φορά. Για να δω πώς ήταν». «Και σε τρόμαξε;» ρώτησε ο Κάμπελ δείχνοντας να διασκεδάζει. «Αρκετά». «Ο αδερφός σου λέει ότι δεν τα πας καλά με τα όπλα». «Με ξέρει καλύτερα από όσο ξέρω εγώ αυτόν».
«Και πού το βρήκες αυτό;» «Η γυναίκα μου σκέφτηκε ότι έπρεπε να έχουμε ένα στο σπίτι». «Πόσο δίκιο είχε!» «Έμεινε στο συρτάρι του κομοδίνου από τη μέρα που το αγοράσαμε», είπε ο Μιτς. Ο Κάμπελ σηκώθηκε. Με το δεξί του χέρι τεντωμένο, σημάδεψε με το πιστόλι τον Μιτς στο πρόσωπο. «Σήκω».
27
Κ
οιτάζοντας το τυφλό μάτι της κάννης, ο Μιτς σηκώθηκε από την πολυθρόνα. Οι δυο ανώνυμοι μπράβοι μετακινήθηκαν σε νέες θέσεις, σαν να σκόπευαν να γαζώσουν τον Μιτς από όλες τις πλευρές. «Βγάλε το σακάκι σου και βάλ' το στο τραπέζι», είπε ο Κάμπελ. Ο Μιτς υπάκουσε και στη συνέχεια, ακολουθώντας τη νέα εντολή του Κάμπελ, άδειασε τις τσέπες του παντελονιού του. Άφησε πάνω στο τραπεζάκι το μπρελόκ με τα κλειδιά του, το πορτοφόλι του και δυο τρία τσαλακωμένα χαρτομάντιλα. Θυμήθηκε την εποχή που ήταν μικρό παιδί και ζούσε μέσα στο σκοτάδι και τη σιωπή. Αντί να συγκεντρώνεται επί μέρες στο μάθημα που υποτίθεται ότι θα του δίδασκε η απομόνωσή του, έκανε φανταστικές συζητήσεις με μια αράχνη που λεγόταν Σάρλοτ, ένα γουρούνι που λεγόταν Γουίλμπερ και ένα ποντίκι που λεγόταν Τέμπλτον. Αυτό ήταν ό,τι mo κοντινό είχε κάνει στο να δείξει απείθεια, από τότε μέχρι και τώρα. Δεν πίστευε ότι θα τον πυροβολούσαν μέσα στο σπίτι. Το αίμα, ακόμη και αν καθαριστεί και δεν είναι ορατό με γυμνό μάτι, αφήνει ίχνη πρωτεΐνης που αποκαλύπτονται με ειδικές χημικές ουσίες και τον κατάλληλο φωτισμό. Ο ένας από τους μπράβους πήρε το σακάκι του Μιτς, έψαξε τις τσέπες και βρήκε μόνο το κινητό.
«Πώς έγινες έτσι -από ήρωας του FBI;» είπε ο Μιτς στον Κάμπελ, που παρακολουθούσε άγρυπνα. Η απορία του άλλου ήταν στιγμιαία. «Αυτό το παραμύθι σου είπε ο Άνσον για να σε κάνει να έρθεις εδώ; Τζούλιαν Κάμπελ, ήρωας του FBI;» Ως τότε οι μπράβοι ήταν ανέκφραστοι σαν σκαθάρια, τώρα όμως εκείνος με το λείο δέρμα γέλασε και ο άλλος χαμογέλασε. «Και μάλλον δεν ασχολείσαι με την ψυχαγωγία», είπε ο Μιτς. «Ψυχαγωγία; Αυτό μπορεί να είναι αλήθεια», απάντησε ο Κάμπελ, «αν χρησιμοποιήσεις έναν ελαστικό ορισμό του όρου». Ο μπράβος με την ακμή έβγαλε μια διπλωμένη πλαστική σκουπιδοσακούλα από την κωλότσεπη και την άνοιξε τινάζοντάς την. «Και κάτι άλλο, Μιτς», συνέχισε ο Κάμπελ. «Αν ο Άνσον σου είπε ότι αυτοί οι δύο κύριοι είναι δόκιμοι παπάδες, πρέπει να σε προειδοποιήσω ότι δεν είναι». Τα δυο σκαθάρια χαμογέλασαν πάλι. Ο μπράβος έριξε στην πλαστική σακούλα το σακάκι, το κινητό και τα άλλα πράγματα που είχαν πάρει από τον Μιτς. Πριν πετάξει μέσα το πορτοφόλι, πήρε τα μετρητά και τα έδωσε στον Κάμπελ. Ο Μιτς απλώς παρακολουθούσε. Οι τρεις άντρες ήταν πιο χαλαροί μαζί του τώρα από ό,τι στην αρχή. Τον ήξεραν. Ήταν αδερφός του Άνσον, αλλά μόνο βιολογικά. Ήταν θήραμα, όχι αρπακτικό. Θα υπάκουε. Ήξεραν ότι δε θα αντιστεκόταν. Θα κλεινόταν στον εαυτό του. Και τελικά θα τους εκλιπαρούσε. Τον ήξεραν, ήξεραν το είδος του. Ο μπράβος έριξε και τα τελευταία πράγματα στη σακούλα και μετά έβγαλε ένα ζευγάρι χειροπέδες. Ο Μιτς άπλωσε τα χέρια του πριν του το ζητήσουν. Ο μπράβος με τις χειροπέδες δίστασε. Ο Κάμπελ ανασήκωσε τους ώμους και ο άλλος του πέρασε τις χειροπέδες στους καρπούς.
«Φαίνεσαι πολύ κουρασμένος», είπε ο Κάμπελ. «Απίστευτα κουρασμένος», συμφώνησε ο Μιτς. Ο Κάμπελ άφησε κάτω το πιστόλι που του είχαν πάρει. «Έτσι γίνεται μερικές φορές». Ο Μιτς δεν έκανε τον κόπο να ελέγξει τις χειροπέδες. Ήταν σφιχτά κλεισμένες και η αλυσίδα ανάμεσα στους καρπούς του κοντή. Καθώς ο Κάμπελ μετρούσε τα σαράντα περίπου δολάρια που είχαν πάρει από το πορτοφόλι του Μιτς, η φωνή του είχε μια σχεδόν τρυφερή χροιά: «Μπορεί ακόμη και να αποκοιμηθείς στο δρόμο». «Πού πάμε;» «Ξέρω κάποιον που αποκοιμήθηκε μια νύχτα, σε μια βόλτα σαν αυτή που θα κάνεις κι εσύ. Ήταν σχεδόν κρίμα να τον ξυπνήσουμε όταν φτάσαμε». «Θα 'ρθεις κι εσύ;» ρώτησε ο Μιτς. «Α, έχω χρόνια να κάνω κάτι τέτοιο. Θα μείνω εδώ με τα βιβλία μου. Δε με χρειάζεστε. Θα τα πας μια χαρά. Όλα θα πάνε καλά στο τέλος»· Ο Μιτς κοίταξε τα βιβλία γύρω του. «Έχεις διαβάσει κανένα;» «Τα ιστορικά. Η ιστορία με συναρπάζει. Το γεγονός ότι σχεδόν κανένας δε μαθαίνει από αυτή». «Εσύ έμαθες από την ιστορία;» «Εγώ είμαι η ιστορία. Είμαι αυτό που κανείς δε θέλει να μάθει». Τα χέρια του Κάμπελ, επιδέξια σαν χέρια ταχυδακτυλουργού, δίπλωσαν τα χρήματα του Μιτς και τα έβαλαν στο δικό του πορτοφόλι με μια οικονομία κινήσεων που ήταν σχεδόν θεατρική. «Αυτοί οι κύριοι θα σε πάνε στο γκαράζ. Όχι από το σπίτι, από τον κήπο». Ο Μιτς συμπέρανε ότι το προσωπικό του σπιτιού -οι καμαριέρες, ο μπάτλερ- δε γνώριζε τη σκληρή πλευρά των επιχειρήσεων του Κάμπελ, ή αλλιώς προσποιούνταν άγνοια.
«Γεια σου, Μιτς. Μην ανησυχείς. Σε λίγο θα λήξει το θέμα. Μπορεί και να κοιμηθείς στο δρόμο». Οι δυο μπράβοι ήρθαν δεξιά κι αριστερά του, τον έπιασαν από τα χέρια και τον πήγαν στην μπαλκονόπορτα. Αυτός με το σημαδεμένο πρόσωπο, στα δεξιά του, είχε κολλήσει την κάννη ενός πιστολιού στα πλευρά του. Η πίεση δεν ήταν σκληρή, απλώς μια υπενθύμιση. Λίγο πριν δρασκελίσει το κατώφλι, ο Μιτς κοίταξε πίσω και είδε τον Κάμπελ να κοιτάζει τους τίτλους σε ένα ράφι με βιβλία. Η στάση του είχε τη χάρη χορευτή του μπαλέτου. Έδειχνε να διαλέγει ένα βιβλίο για να το πάρει μαζί του στο κρεβάτι. Ή ίσως όχι στο κρεβάτι. Οι αράχνες δεν κοιμούνται. Ούτε και η ιστορία. Οι δυο μπράβοι οδήγησαν τον Μιτς στον κήπο και από εκεί στη σκάλα που κατέβαινε στη χαμηλότερη βαθμίδα. Το φεγγάρι κειτόταν πνιγμένο μέσα στην πισίνα, χλομό και κυματιστό σαν φάντασμα. Πέρασαν δρομάκια του κήπου όπου κόαζαν κρυμμένα βατράχια, διέσχισαν μια πλατιά έκταση με γκαζόν, πέρασαν ένα δασάκι από ψηλά δαντελωτά ασημόχρωμα δέντρα που γυάλιζαν σαν λέπια ψαριών, και κάνοντας έτσι έναν κύκλο έφτασαν σε ένα μεγάλο αλλά όμορφο κτίριο με μια ρομαντικά φωτισμένη στοά με κίονες. Οι μπράβοι είχαν παραμείνει σε πλήρη επιφυλακή σε όλη τη διαδρομή. Το νυχτολούλουδο είχε τυλιχτεί στους κίονες της στοάς και στόλιζε τη μαρκίζα της στέγης. Ο Μιτς πήρε αργές, βαθιές ανάσες. Το άρωμα ήταν τόσο βαρύ και γλυκό που σχεδόν σε νάρκωνε. Ένα μεγάλο μαύρο σκαθάρι διέσχιζε αργά το δάπεδο της στοάς. Οι μπράβοι οδήγησαν τον Μιτς στο πλάι, για να μην το πατήσει. Μέσα στο κτίριο υπήρχαν αποκατεστημένα αμάξια της δεκαετίας του 1930 και του 1940 -Μπιούικ, Λίνκολν, Πάκαρντ, Κάντιλακ, Πόντιακ, Φορντ, Σερβολέ, Κάιζερ, Στουντμπέικερ, ακό-
μη και ένα Τάκερ Τορπίντο. Ήταν αραδιασμένα σαν κοσμήματα κάτω από σειρές προβολέων εστιασμένων με μεγάλη ακρίβεια. Τα κανονικά αυτοκίνητα που χρησιμοποιούνταν καθημερινά δεν ήταν εδώ. Προφανώς, στο κύριο γκαράζ υπήρχε κίνδυνος να συναντήσουν μέλη του προσωπικού. Ο μπράβος με το σκαμμένο πρόσωπο έβγαλε ένα σετ κλειδιών από την τσέπη του και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ μιας σκούρας μπλε Κράισλερ Γουίνδσορ από τα τέλη της δεκαετίας του 1940. «Μπες μέσα». Για τον ίδιο λόγο που δεν τον είχαν σκοτώσει στη βιβλιοθήκη, δε θα τον σκότωναν κι εδώ. Άλλωστε, δε θα ρισκάριζαν να κάνουν ζημιά στο αμάξι. Το πορτ μπαγκάζ ήταν πιο ευρύχωρο από των σύγχρονων αυτοκινήτων. Ο Μιτς ξάπλωσε στο πλάι, σε εμβρυακή στάση. «Δεν μπορείς να το ξεκλειδώσεις από μέσα», είπε ο μπράβος με την ακμή. «Εκείνη την εποχή δεν είχαν συστήματα ασφαλείας για παιδιά». «Θα πάμε από τους πίσω δρόμους και δε θα υπάρχει κανείς για να σε ακούσει», είπε ο άλλος. «Δε θα καταφέρεις τίποτα, ακόμη και αν ουρλιάζεις». Ο Μιτς δε μίλησε. «Απλώς θα μας τσαντίσεις», είπε ο μπράβος με την ακμή. «Και όταν φτάσουμε θα είμαστε πιο σκληροί μαζί σου». «Δε θα το ήθελα αυτό». «Ακριβώς. Δε θα το ήθελες αυτό». «Μακάρι να μη χρειαζόταν να γίνει αυτό», είπε ο Μιτς. «Τι να κάνουμε», αποκρίθηκε ο μπράβος με το λείο δέρμα. «Έτσι είναι τα πράγματα». Φωτισμένα από πίσω από τους προβολείς, τα πρόσωπά τους αιωρούνταν πάνω από τον Μιτς σαν δυο σκιασμένα φεγγάρια, το ένα με μια έκφραση ήρεμης αδιαφορίας, το άλλο σφιγμένο και με μια έκφραση περιφρόνησης. Έκλεισαν με δύναμη το καπάκι και το σκοτάδι έγινε απόλυτο.
28
Η
Χόλι είναι ξαπλωμένη μέσα στο σκοτάδι και προσεύχεται να ζήσει ο Μιτς. Φοβάται λιγότερο για τον εαυτό της και περισσότερο γι' αυτόν. Οι απαγωγείς φορούν συνέχεια μάσκες του σκι μπροστά της και θεωρεί ότι δε θα έκαναν τον κόπο να κρύψουν τα πρόσωπά τους, αν είχαν σκοπό να τη σκοτώσουν. Δεν τις φορούν επειδή είναι της μόδας. Κανείς δε δείχνει ωραίος με μάσκα του σκι. Αν ήσουν φρικτά παραμορφωμένος, σαν το Φάντασμα της Όπερας, ίσως θα ήθελες να φοράς μάσκα του σκι. Είναι αδύνατο όμως να είναι και οι τέσσερις απαγωγείς της φρικτά παραμορφωμένοι. Φυσικά, ακόμη και αν δε θέλουν να την πειράξουν, μπορεί πάντα να πάει κάτι στραβά στα σχέδιά τους. Σε μια κρίσιμη στιγμή, μπορεί να την πυροβολήσουν κατά λάθος. Ή μπορεί οι εξελίξεις να αλλάξουν τις προθέσεις των απαγωγέων γι' αυτή. Πάντα αισιόδοξη, πιστεύοντας από τα παιδικά της χρόνια ότι κάθε ζωή έχει νόημα και ότι η δική της δε θα τελειώσει πριν βρει το σκοπό της, η Χόλι δε σκέφτεται τι μπορεί να πάει στραβά, αλλά φαντάζεται να είναι ελεύθερη, σώα και αβλαβής. Πιστεύει ότι ο οραματισμός του μέλλοντος βοηθά στη διαμόρφωσή του. Όχι ότι θα μπορούσε να γίνει διάσημη ηθοποιός απλά και μόνο με το να φαντάζεται τον εαυτό της να παίρνει το
Όσκαρ. Οι καριέρες χτίζονται με σκληρή δουλειά, όχι με ευχές και επιθυμίες. Άλλωστε, δε θέλει να είναι διάσημη ηθοποιός. Τότε θα 'πρεπε να περνά πολύ χρόνο με άλλους διάσημους ηθοποιούς και οι περισσότεροι της τελευταίας φουρνιάς τη φρικάρουν. Αν ήταν ελεύθερη, θα έτρωγε αμυγδαλωτά, παγωτό με φιστικοβούτυρο και σοκολάτα, και τηγανητές πατάτες, μέχρι να ξεράσει. Έχει να κάνει εμετό από παιδί, αλλά ακόμη και ο εμετός είναι μια επιβεβαίωση της ζωής. Αν ήταν ελεύθερη, θα το γιόρταζε πηγαίνοντας στο Μπέιμπι Στάιλ, το κατάστημα παιδικών ειδών στο εμπορικό κέντρο, και θα αγόραζε ένα τεράστιο αρκουδάκι που είχε δει στη βιτρίνα τους όταν πέρασε από εκεί πρόσφατα. Ήταν χνουδωτό, κάτασπρο και πολύ χαριτωμένο. Ακόμη και όταν έφτασε σε εφηβική ηλικία, της άρεσαν πολύ τα αρκουδάκια. Τώρα της χρειάζεται ένα. Αν ήταν ελεύθερη, θα έκανε έρωτα στον Μιτς. Και όταν τελείωνε μαζί του, ο άντρας της θα ένιωθε σαν να τον χτύπησε τρένο. Βέβαια, αυτή δεν ήταν πολύ ρομαντική εικόνα. Δεν ήταν κάτι που θα πουλούσε εκατομμύρια μυθιστορήματα, όπως του Νίκολας Σπαρκς. Του έκανε πάντα έρωτα με κάθε ίνα της ύπαρξης της, σώμα και ψυχή, και όταν εττιτέλους κόπαζε το πάθος τους, ο Μιτς απέμενε σωριασμένος κάτω σαν να είχε πέσει μπροστά σε ατμομηχανή. Θα ήταν ανώφελο να φανταστεί τον εαυτό της ως συγγραφέα μπεστ σέλερ. Ευτυχώς, ο στόχος της είναι να γίνει κτηματομεσίτρια. Έτσι, προσεύχεται να επιζήσει ο αγαπημένος άντρας της από αυτή τη φρίκη. Είναι όμορφος στην εμφάνιση, αλλά το πιο όμορφο πράγμα που διαθέτει είναι η ευγενική του καρδιά. Η Χόλι τον αγαπά γι' αυτή την ευγενική καρδιά του και για το γλυκό του χαρακτήρα, αλλά ανησυχεί ότι ορισμένες πλευρές του, όπως η τάση του προς την παθητική αποδοχή, θα έχουν σαν αποτέλεσμα να πεθάνει. Ο Μιτς διαθέτει μια βαθιά και ήρεμη δύναμη, επίσης, έναν
ατσάλινο χαρακτήρα που αποκαλύπτεται με αδιόρατους τρόπους. Χωρίς αυτόν, θα τον είχαν σπάσει οι τρελοί γονείς του. Χωρίς αυτόν, η Χόλι δε θα τον δελέαζε σε μια πολιορκία που τους οδήγησε στην εκκλησία. Έτσι, προσεύχεται ζητώντας να μείνει δυνατός, να μείνει ζωντανός. Παράλληλα με τις προσευχές της, παράλληλα με τις σκέψεις της για την εμφάνιση των απαγωγέων και τη λαιμαργία και τους εμετούς και τα μεγάλα χνουδωτά αρκουδάκια, δουλεύει σταθερά την πρόκα στη σανίδα. Ήταν πάντα άνθρωπος που μπορεί να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Το ξύλινο πάτωμα είναι τραχύ. Υποψιάζεται ότι οι σανίδες είναι αρκετά χοντρές ώστε να χρειάζονται πιο μεγάλες πρόκες από αυτές που μπαίνουν συνήθως σε ένα δάπεδο. Η πρόκα που την ενδιαφέρει έχει πλατύ, επίπεδο κεφάλι. Το μέγεθος του κεφαλιού δείχνει ότι αυτή η πρόκα μπορεί να είναι πολύ μεγάλη. Μια τόσο μεγάλη πρόκα μπορεί να χρησιμεύσει σαν όπλο, σε περίπτωση ανάγκης. Το επίπεδο κεφάλι της πρόκας δεν είναι χωμένο μέσα στο ξύλο. Είναι ανασηκωμένο γύρω στα δύο χιλιοστά. Αυτό το κενό τής δίνει μια μικρή μόχλευση, ένα κράτημα για να τη δουλέψει κουνώντας την μπρος πίσω. Η πρόκα δεν είναι λασκαρισμένη, αλλά μία από τις αρετές της Χόλι είναι η επιμονή. Θα συνεχίσει να κουνάει την πρόκα -και να τη φαντάζεται να λασκάρει- και τελικά θα τη βγάλει από τη σανίδα. Εύχεται να είχε ακρυλικά νύχια. Φαντάζουν ωραία και όταν θα γίνει κτηματομεσίτρια σίγουρα θα πρέπει να τα προσθέσει στα δικά της. Τα καλά ακρυλικά νύχια μπορεί να της έδιναν ένα πλεονέκτημα με την πρόκα. Από την άλλη μεριά, μπορεί να έσπαζαν και να σκίζονταν πιο εύκολα από τα πραγματικά της νύχια. Αν τα είχε, μπορεί να αποδεικνύονταν τρομερό μειονέκτημα. Στην ιδανική περίπτωση, λοιπόν, την ώρα της απαγωγής θα είχε ακρυλικά νύχια στο αριστερό της χέρι, αλλά δε θα είχε στο
δεξί. Θα χρειαζόταν επίσης δυο μεταλλικά δόντια με κενό ανάμεσά τους στο μπροστινό μέρος της γνάθου. Μια χειροπέδη στον αστράγαλο και μια αλυσίδα δένουν το δεξί της πόδι σε έναν κρίκο βιδωμένο στο πάτωμα. Έτσι έχει και τα δύο χέρια της ελεύθερα για να δουλεύει την πρόκα, που δε λέει να λασκάρει ακόμη. Οι απαγωγείς έχουν κάνει κάποιες προσπάθειες για να γίνει πιο άνετη η διαμονή της. Της έχουν ένα αερόστρωμα για να κοιμάται, μια συσκευασία με έξι φιάλες εμφιαλωμένο νερό και μια πάπια. Νωρίτερα, της έδωσαν μισή πίτσα με τυρί και πιπεριές. Αυτό δε σημαίνει ότι είναι καλοί άνθρωποι. Δεν είναι. Όταν ήθελαν να ουρλιάξει για να την ακούσει ο Μιτς, τη χτύπησαν. Όταν ήθελαν να ουρλιάξει για να την ακούσει ο Άνσον, της τράβηξαν ξαφνικά τα μαλλιά με τόση δύναμη που νόμισε ότι θα της τα ξεριζώσουν. Αν και δεν είναι άνθρωποι που θα τους έβρισκες ποτέ στην εκκλησία, δε γίνονται σκληροί επειδή το απολαμβάνουν. Είναι κακοί, αλλά έχουν ένα συγκεκριμένο στόχο στον οποίο παραμένουν συγκεντρωμένοι. Όμως, ένας από αυτούς είναι και κακός και τρελός. Αυτός είναι που την ανησυχεί. Δεν της έχουν αποκαλύψει το σχέδιό τους, αλλά η Χόλι έχει αντιληφθεί αόριστα ότι την απήγαγαν με σκοπό να χρησιμοποιήσουν τον Μιτς για να πιέσουν τον Άνσον. Δεν ξέρει γιατί και πώς πιστεύουν ότι ο Άνσον έχει να δώσει μια περιουσία για να πληρώσει τα λύτρα της για λογαριασμό του Μιτς, αλλά δεν την ξαφνιάζει που ο κουνιάδος της βρίσκεται στο επίκεντρο αυτού του ανεμοστρόβιλου. Πάντα πίστευε ότι ο Άνσον δεν είναι αυτό που προσποιείται ότι είναι. Τον έχει πιάσει μερικές φορές να την κοιτάζει με έναν τρόπο που δε θα έπρεπε να την κοιτάζει ο αδερφός του άντρα της. Όταν αυτός αντιλήφθηκε ότι τον έπιασε επ' αυτοφώρω, η αρπακτική λαγνεία στα μάτια του και η πεινασμένη έκφραση στο πρόσωπό του εξαφανίστηκαν πίσω από τη συνηθισμένη του γοητεία τόσο ακαριαία, ώστε ήταν εύκολο να πιστέψει ότι αυτή
η αναλαμπή του κτηνώδους ενδιαφέροντος πρέπει να ήταν αποκύημα της φαντασίας της. Μερικές φορές, όταν γελά, η ευθυμία του της φαίνεται προσποιητή. Όμως, δε συμμερίζεται κανείς άλλος αυτές τις εντυπώσεις της. Όλοι οι άλλοι βρίσκουν το γέλιο του Άνσον μεταδοτικό. Η Χόλι δεν αποκάλυψε ποτέ αυτές τις ανησυχίες της για τον Άνσον. Το μόνο που είχε ο Μιτς μέχρι τη γνωριμία τους ήταν οι αδερφές του -που είχαν διασκορπιστεί σε όλα τα σημεία του ορίζοντα-, ο αδερφός του, και το πάθος του να δουλεύει τη γόνιμη γη και να βοηθά φυτά να μεγαλώνουν. Η Χόλι ήθελε να εμπλουτίσει τη ζωή του, όχι να την κάνει πιο φτωχή. Ξέρει ότι μπορεί να αφήσει τη ζωή της στα δυνατά χέρια του Μιτς και να βυθιστεί σε έναν ύπνο χωρίς όνειρα. Από μια άποψη, αυτό είναι ο γάμος -ο καλός γάμος: το να εμπιστευτείς ολοκληρωτικά σε κάποιον την καρδιά σου, το νου σου, τη ζωή σου. Αλλά με τη μοίρα της στα χέρια του Άνσον, μπορεί να μην κοιμηθεί καθόλου. Κι αν κοιμηθεί, ξέρει ότι θα δει εφιάλτες. Κουνάει την πρόκα μπρος πίσω, μπρος πίσω, μέχρι που πονάνε τα δάχτυλά της. Μετά συνεχίζει με δυο άλλα δάχτυλα. Καθώς περνούν τα σκοτεινά σιωπηλά λεπτά, προσπαθεί να μη σκέφτεται πώς είναι δυνατό μια μέρα που άρχισε με τόση χαρά να βυθιστεί σε μια τέτοια απόγνωση. Αφού έφυγε ο Μιτς για τη δουλειά, και πριν εισβάλουν στην κουζίνα της οι μασκοφόροι, είχε χρησιμοποιήσει το κιτ που αγόρασε την προηγούμενη μέρα. Έχει εννιά μέρες καθυστέρηση, και σύμφωνα με το τεστ εγκυμοσύνης, περιμένει παιδί. Επί ένα χρόνο ήλπιζαν για κάτι τέτοιο αυτή και ο Μιτς. Και τώρα, να που συνέβη! Και το έμαθε αυτή τη μέρα. Οι απαγωγείς δεν ξέρουν ότι έχουν στο έλεός τους δύο ζωές και ο Μιτς δεν ξέρει ότι δεν εξαρτάται μόνο η γυναίκα του αλλά και το παιδί του από την πονηριά και το θάρρος του. Η Χόλι, όμως, ξέρει και αυτή η επίγνωση είναι ταυτόχρονα χαρά και αγωνία. Οραματίζεται ένα παιδί τριών χρονών -άλλοτε κορίτσι, άλλοτε αγόρι- να παίζει στον πίσω κήπο, να γελάει. Το οραματί-
ζεται πιο έντονα από όσο έχει φανταστεί ποτέ της κάτι στο παρελθόν, με την ελπίδα να το κάνει να συμβεί. Λέει στον εαυτό της ότι θα είναι δυνατή, ότι δε θα κλάψει. Πνίγει τους λυγμούς και τίποτα δεν ταράζει την ησυχία, αλλά μερικές φορές της έρχονται δάκρυα. Για να σταματήσει την καυτή ροή τους, δουλεύει mo επιθετικά την πρόκα, την αναθεματισμένη πεισματάρα πρόκα, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Μετά από ένα μεγάλο διάστημα σιωπής, ακούει ένα βαρύ γδούπο με κούφια μεταλλική χροιά: κα-τσανκ. Ανήσυχη, σε επιφυλακή, περιμένει, αλλά ο γδούπος δεν επαναλαμβάνεται, ούτε ακολουθεί άλλος θόρυβος. Ο ήχος είναι ενοχλητικά οικείος. Ένας εντελώς πεζός θόρυβος, αλλά το ένστικτο της λέει ότι η μοίρα της κρέμεται από αυτό το κα-τσανκ. Επαναλαμβάνει τον ήχο στη μνήμη της, αλλά στην αρχή δεν μπορεί να τον συνδέσει με κάποιο αίτιο. Μετά από λίγο, αρχίζει να υποψιάζεται ότι ο ήχος ήταν φανταστικός και όχι πραγματικός. Για την ακρίβεια, ότι συνέβη μέσα στο νου της και όχι έξω από τους τοίχους του δωματίου. Είναι παράξενη ιδέα, αλλά επίμονη. Και μετά αναγνωρίζει την πηγή, κάτι που έχει ακούσει ίσως εκατοντάδες φορές, και παρ' όλο που δεν έχει δυσοίωνους συνειρμούς γι' αυτή, παγώνει. Το κα-τσανκ είναι ο ήχος ενός πορτ μπαγκάζ που κλείνει. Όμως το κλείσιμο ενός πορτ μπαγκάζ, είτε ήταν φανταστικό είτε πραγματικό, δε θα έπρεπε να την παγώνει ως το κόκαλο. Ανακάθεται με ίσια την πλάτη, έχοντας ξεχάσει την πρόκα προς το παρόν. Στην αρχή δεν αναπνέει καθόλου και μετά αρχίζει να παίρνει ρηχές, αθόρυβες ανάσες.
Δ ε ύ τ ε ρ ο Μέρος
Θα Πεθαίνατε για την Αγάπη; Θα Σκοτώνατε;
29
Σ
τα τέλη της δεκαετίας του 1940, αν είχες ένα αμάξι όπως η
Κράισλερ Γουίνδσορ, ήξερες ότι η μηχανή είναι μεγάλη επειδή έκανε πολύ θόρυβο. Είχε τον παλμό της καρδιάς ενός ταύρου, το μπάσο άγριο ξεφύσημά του και το βαρύ ποδοβολητό των οπλών του. Ο πόλεμος είχε τελειώσει, εσύ είχες επιζήσει, μεγάλες εκτάσεις της Ευρώπης ήταν ερειπωμένες, αλλά η πατρίδα σου ήταν ανέγγιχτη και ήθελες να νιώσεις ζωντανός. Δεν ήθελες ηχομονωμένη μηχανή. Δεν ήθελες τεχνολογία ελέγχου του θορύβου. Ήθελες ισχύ, ισορροπημένο βάρος και ταχύτητα. Το σκοτεινό πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου αντηχούσε από το βρόντο και το τράνταγμα της μηχανής που μεταφερόταν από τον άξονα στο σασί και την καρότσα. Το βουητό και τα ταρακουνήματα του δρόμου αυξομειώνονταν σε άμεση σχέση με το ρυθμό των τροχών. Ο Μιτς μύριζε αμυδρά τα καυσαέρια, ίσως από κάποια διαρροή στην εξάτμιση, αλλά δεν κινδύνευε να δηλητηριαστεί από το μονοξείδιο του άνθρακα. Πιο έντονη ήταν η οσμή του καουτσούκ, από την επιφάνεια στην οποία ήταν ξαπλωμένος, και η ξινή μυρωδιά του ιδρώτα που τον έλουζε, από το φόβο. Αν και ήταν εξίσου σκοτεινό με το δωμάτιο μελέτης στο σπίτι των γονιών του, αυτό το κινητό δωμάτιο δεν κατάφερνε να απομονώσει τα αισθητήρια ερεθίσματα. Παρ' όλα αυτά, με
κάθε χιλιόμετρο που περνούσε, ένιωθε να κατανοεί όλο και καλύτερα ένα από τα μεγαλύτερα μαθήματα της ζωής. Ο πατέρας του λέει ότι δεν υπάρχει κανένας φυσικός νόμος τον οποίο είμαστε φτιαγμένοι να κατανοήσουμε -εκ γενετής. Σύμφωνα με τις υλιστικές του αντιλήψεις, πρέπει να φερόμαστε όχι σύμφωνα με οποιονδήποτε κώδικα, αλλά μόνο με βάση το προσωπικό συμφέρον. Ο ορθολογισμός είναι πάντα στα προσωπικά ενδιαφέροντα του ανθρώπου, λέει ο Ντάνιελ. Επομένως, κάθε λογική πράξη είναι σωστή και καλή και αξιοθαύμαστη. Το κακό δεν υπάρχει στη φιλοσοφία του Ντάνιελ. Η κλοπή, ο βιασμός, ο φόνος αθώων, αυτά και άλλα εγκλήματα είναι απλώς παράλογα, επειδή αυτός που τα διαπράττει κινδυνεύει να χάσει την ελευθερία του. Ο Ντάνιελ αναγνωρίζει, ωστόσο, ότι ο βαθμός του παραλογισμού εξαρτάται από τις πιθανότητες του εγκληματία να διαφύγει την τιμωρία. Επομένως, οι παράλογες πράξεις που πετυχαίνουν το σκοπό τους και έχουν μόνο θετικές συνέπειες γι' αυτόν που τις κάνει μπορεί να είναι σωστές και αξιοθαύμαστες, αν όχι και καλές για την κοινωνία. Οι κλέφτες, οι βιαστές, οι δολοφόνοι και άλλα άτομα αυτής της κατηγορίας μπορεί να ωφεληθούν από την ψυχοθεραπεία και την αποκατάσταση, μπορεί και όχι. Καν στις δύο περιπτώσεις, λέει ο Ντάνιελ, δεν είναι κακοί. Είναι παράλογοι άνθρωποι που είναι είτε θεραπεύσιμοι είτε μη θεραπεύσιμοι. Αυτό και τίποτα παραπάνω. Ο Μιτς πίστευε ότι αυτές οι διδασκαλίες δεν τον είχαν αγγίξει, ότι απλώς είχε καψαλιστεί εξωτερικά από τη φωτιά της παιδείας του Ντάνιελ Ράφερτι. Όμως, η φωτιά παράγει αναθυμιάσεις. Είχε διαποτιστεί από το φανατισμό του πατέρα του για τόσο πολύ καιρό ώστε κάποια στοιχεία είχαν παραμείνει μέσα του. Έβλεπε, αλλά ήταν τυφλός. Άκουγε, αλλά ήταν κουφός. Σήμερα, απόψε, ο Μιτς θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με το Κακό. Ήταν κάτι τόσο υλιστικό όσο και μια πέτρα. Ένας παράλογος άνθρωπος πρέπει να αντιμετωπίζεται με
συμπόνια και ψυχοθεραπεία, αλλά σε έναν κακό άνθρωπο δε χρωστάμε τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την αντίσταση και την εκδίκηση, την οργή της δικαιοσύνης. Στη βιβλιοθήκη του Τζούλιαν Κάμπελ, όταν ο μπράβος έβγαλε τις χειροπέδες, ο Μιτς άπλωσε αμέσως τα χέρια του χωρίς να περιμένει να του το πουν. Αν δε φαινόταν εξουθενωμένος, αν δεν έδινε την εντύπωση ενός πράου ανθρώπου που έχει υποκύψει στη μοίρα του, μπορεί να του περνούσαν τις χειροπέδες με τα χέρια πίσω του. Τότε θα ήταν πιο δύσκολο να φτάσει το περίστροφο που είχε σπι θήκη του αστραγάλου. Και θα ήταν αδύνατο να το χρησιμοποιήσει με ακρίβεια. Ο Κάμπελ είχε σχολιάσει την κούραση του Μιτς, αλλά αναφερόταν κυρίως στην κούραση του νου και της καρδιάς. Πίστευαν ότι ήξεραν τι είδους άνθρωπος ήταν -και ίσως να ήξεραν. Δεν ήξεραν όμως τι είδους άνθρωπος μπορούσε να γίνει, όταν κινδύνευε η ζωή της γυναίκας του. Βρίσκοντας αστεία την έλλειψη εξοικείωσής του με το πιστόλι που του είχαν πάρει, δε φαντάστηκαν ότι θα είχε και δεύτερο όπλο. Δεν τυφλώνονται μόνο οι καλοί άνθρωποι από τις προσδοκίες τους. Ο Μιτς ανασήκωσε το μπατζάκι του τζιν και έβγαλε το περίστροφο. Έλυσε τη θήκη από το πόδι του και την πέταξε. Νωρίτερα είχε εξετάσει το πιστόλι και δεν είχε βρει ασφάλεια. Στις ταινίες, έχουν ασφάλεια μερικά πιστόλια μόνο -και ποτέ τα περίστροφα. Αν ζούσε τις επόμενες δύο μέρες και έπαιρνε πίσω τη Χόλι ζωντανή, δε θα επέτρεπε ποτέ στον εαυτό του να ξαναβρεθεί σε μια τέτοια θέση, να είναι υποχρεωμένος να στηρίζεται σε πληροφορίες από το Χόλιγουντ για να σωθούν ο ίδιος και η γυναίκα του. Όταν είχε ανοίξει για πρώτη φορά το μύλο, είχε ανακαλύψει πέντε σφαίρες σε πέντε θαλάμες, εκεί που θα περίμενε έξι. Έπρεπε να πετύχει δύο άτομα με πέντε πυροβολισμούς. Και να τα χτυπήσει καίρια, όχι να τα τραυματίσει ελαφρά. Μπορεί να άνοιγε το πορτ μπαγκάζ μόνο ο ένας από τους
μπράβους. Θα ήταν προτιμότερο να είναι εκεί και οι δύο, δίνοντάς του ένα ολικό πλεονέκτημα αιφνιδιασμού. Θα είχαν τραβηγμένα τα πιστόλια τους και οι δύο -ή μόνο ο ένας. Αν ήταν μόνο ο ένας, έπρεπε να κινηθεί αμέσως και να πυροβολήσει πρώτα εκείνον που κρατούσε πιστόλι. Ένας ειρηνικός άνθρωπος που σχεδιάζει να φερθεί βίαια ταλαιπωρείται από σκέψεις που δεν τον βοηθούν καθόλου: Στα εφηβικά του χρόνια, θύμα της ακμής που είχε μετατρέψει το πρόσωπο του σε σεληνιακό τοπίο, ο σημαδεμένος μπράβος πρέπει να είχε υποστεί μεγάλες ταπεινώσεις. Η συμπάθεια για το διάβολο είναι ένα είδος μαζοχισμού στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στη χειρότερη ισοδυναμεί με επιθυμία θανάτου. Για ένα διάστημα, καθώς κλυδωνιζόταν στους ρυθμούς του δρόμου, των ελαστικών και της μηχανής, ο Μιτς προσπαθούσε να φανταστεί όλους τους δυνατούς τρόπους με τους οποίους θα μπορούσαν να εξελιχθούν τα πράγματα, όταν θα σηκωνόταν το καπάκι του πορτ μπαγκάζ. Μετά, προσπάθησε να μην φαντάζεται. Σύμφωνα με το φωσφορίζον ρολόι του, ταξίδευαν πάνω από μισή ώρα όταν έκοψαν ταχύτητα και μπήκαν από την άσφαλτο σε χωματόδρομο. Ακουγε μικρές ιπέτρες να κροταλίζουν κάτω από το σασί και μεγαλύτερες να χτυπούν δυνατά στο μέταλλο. Του μύρισε σκόνη και έγλειψε την αλκαλική γεύση από τα χείλη του, αλλά ο αέρας δεν έγινε ποτέ τόσο αποπνικτικός ώστε να μην μπορεί να πάρει ανάσα. Μετά από είκοσι λεπτά με κανονική ταχύτητα στο χωματόδρομο, το αμάξι σταμάτησε αργά. Η μηχανή συνέχισε να λειτουργεί στο ρελαντί για μισό λεπτό και μετά ο οδηγός την έσβησε. Μετά από σαράντα πέντε λεπτά βόμβου και βουής, η σιωπή ήταν σαν μια ξαφνική κώφωση. Μια πόρτα άνοιξε, μετά μια δεύτερη. Έρχονταν. Ο Μιτς, γυρισμένος προς το πίσω μέρος του αυτοκινήτου, άνοιξε τά πόδια του και πάτησε στις δυο άκρες του πορτ μπα-
γκάζ, δεξιά κι αριστερά. Δεν μπορούσε να σηκωθεί πριν ανοίξει το καπάκι, αλλά περίμενε με την πλάτη του μισοσηκωμένη από το δάπεδο του πορτ μπαγκάζ, σαν να βρισκόταν στη μέση μιας άσκησης κοιλιακών στο γυμναστήριο. Οι χειροπέδες τον ανάγκαζαν να κρατά το περίστροφο και με τα δύο χέρια, πράγμα που ήταν μάλλον καλύτερο έτσι κι αλλιώς. Δεν άκουσε βήματα, μόνο τους βρόντους της καρδιάς του και μετά το κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά του πορτ μπαγκάζ. Στο νου του αναβόσβησε μια εικόνα του Τζέισον Οστίν τη στιγμή που τον πυροβολούσαν στο κεφάλι, και επαναλήφθηκε ξανά και ξανά σαν ατέρμονη ταινία, να τον χτυπάει η σφαίρα, το κρανίο του να εκρήγνυται, να τον χτυπάει η σφαίρα, το κρανίο του να εκρήγνυται... Καθώς άνοιγε το καπάκι, ο Μιτς συνειδητοποίησε ότι το πορτ μπαγκάζ δεν είχε εσωτερικό φως και άρχισε να ανακάθεται υψώνοντας το περίστροφο. Το φεγγάρι, σαν γεμάτη κανάτα, σκόρπισε το γάλα του, φωτίζοντας τους δυο μπράβους από πίσω. Τα μάτια του Μιτς ήταν προσαρμοσμένα στο απόλυτο σκοτάδι και τα δικά τους όχι. Εκείνος βρισκόταν στο σκοτάδι, εκείνοι στο σεληνόφως. Νόμιζαν ότι ήταν πράος, τσακισμένος και ανήμπορος. Και δεν ήταν. Δεν έριξε συνειδητά τον πρώτο πυροβολισμό, αλλά αισθάνθηκε το σκληρό κλότσημα του πιστολιού και είδε τη λάμψη στην κάννη και άκουσε τον κρότο. Μετά αντιλήφθηκε ότι πατούσε τη σκανδάλη για δεύτερη φορά. Δύο πυροβολισμοί εξ επαφής εξαφάνισαν τη μία σιλουέτα από τη φεγγαρόφωτη νύχτα. Η δεύτερη σιλουέτα οπισθοχώρησε από το αμάξι και ο Μιτς ανακάθισε τελείως ρίχνοντας μία, δύο, τρεις ακόμη σφαίρες. Ο κόκορας έκανε ένα «κλικ», και το μόνο που ακούστηκε μετά ήταν η ησυχία του φεγγαριού. Ο κόκορας έκανε δεύτερο «κλικ» και ο Μιτς είπε στον εαυτό του, Μόνο πέντε, μόνο πέντε! Έπρεπε να βγει από το πορτ μπαγκάζ. Χωρίς σφαίρες, ήταν σαν ψάρι μέσα σε βαρέλι. Έξω. Έξω από το πορτ μπαγκάζ.
30
Ο
Μιτς σηκώθηκε τόσο απότομα που χτύπησε το κεφάλι του στο σκέπασμα, σχεδόν έπεσε πάλι πίσω, αλλά διατήρησε την κίνηση προς τα εμπρός. Βγήκε όπως όπως από το πορτ μπαγκάζ. Το αριστερό του πόδι πάτησε σε στέρεο έδαφος, αλλά το δεξί ακούμπησε πάνω στον μπράβο που είχε δεχτεί τις δύο σφαίρες. Παραπάτησε, πάτησε πάλι πάνω στο πτώμα, αυτό μετακινήθηκε και ο Μιτς έπεσε κάτω. Απομακρύνθηκε κατρακυλώντας από τον μπράβο κι έφτασε στην άκρη του δρόμου, όπου τον σταμάτησε ένας αγκαθωτός φράχτης από μεσκίτε, που τα αναγνώρισε από τη λαδερή τους μυρωδιά. Είχε χάσει το περίστροφο. Δεν είχε σημασία όμως. Είχαν τελειώσει οι σφαίρες. Γύρω του απλωνόταν ένα άγονο τοπίο φωτισμένο από το ασημένιο φως του φεγγαριού: ο στενός χωματόδρομος, θάμνοι της ερήμου, γυμνό έδαφος, ογκόλιθοι. Γυαλιστερή, με τα διακοσμητικά του χρωμίου να αστράφτουν στο φεγγαρόφωτο, η Κράισλερ Γουίνδσορ έμοιαζε παράξενα φουτουριστική σ' αυτή την πρωτόγονη περιοχή, σαν ένα πλοίο που προορίζεται να ταξιδέψει στα άστρα. Ο οδηγός είχε σβήσει τα φώτα, όταν έσβησε τη μηχανή. Ο μπράβος πάνω στον οποίο ο Μιτς πάτησε δύο φορές
βγαίνοντας από το πορτ μπαγκάζ δεν είχε ξεφωνίσει. Ούτε ανασηκώθηκε ούτε προσπάθησε να τον αρπάξει. Μάλλον ήταν νεκρός. Μπορεί και ο δεύτερος να είχε σκοτωθεί. Βγαίνοντας από το πορτ μπαγκάζ, ο Μιτς είχε χάσει τα ίχνη του. Αν μία από τις τελευταίες τρεις σφαίρες είχε βρει το στόχο της, ο δεύτερος μπράβος θα πρέπει να είχε γίνει τροφή για τα όρνεα στο χωματόδρομο πίσω από το αμάξι. Το αμμώδες έδαφος του δρόμου είχε μεγάλη περιεκτικότητα σε διοξείδιο του πυριτίου. Το γυαλί γίνεται από διοξείδιο του πυριτίου και οι καθρέφτες από γυαλί. Ο χωματόδρομος είχε πολύ μεγαλύτερη ανακλαστικότητα από οποιαδήποτε; άλλη επιφάνεια μέσα στο νυχτερινό τοπίο. Κολλημένος μπρούμυτα στο έδαφος, με το κεφάλι προσεκτικά ανασηκωμένο, ο Μιτς μπορούσε να δει σε μεγάλη απόσταση κατά μήκος αυτής της ημιφωτισμένης λωρίδας που περνούσε ανάμεσα από ροζιασμένους και αγκαθωτούς θάμνους. Δεν υπήρχε δεύτερο σώμα στο δρόμο. Αν ο τύπος δεν είχε καν τραυματιστεί, είναι σίγουρο ότι θα είχε πυροβολήσει καθώς ο Μιτς έβγαινε από την Κράισλερ. Τραυματισμένος, μπορεί να πήγε κουτσαίνοντας ή έρποντας και να κρύφτηκε μέσα στους θάμνους ή πίσω από κάποια βράχια. Μπορεί να ήταν οπουδήποτε τριγύρω και να εξέταζε το τραύμα του, να σκεφτόταν τι μπορούσε να κάνει. Ο μπράβος θα ήταν θυμωμένος αλλά όχι τρομαγμένος. Ζούσε για τέτοιες στιγμές. Ήταν αντικοινωνικός. Δε θα τρόμαζε εύκολα. Σίγουρα και κατηγορηματικά, ο Μιτς φοβόταν αυτό τον άνθρωπο που κρυβόταν μέσα στη νύχτα. Φοβόταν επίσης εκείνον που κειτόταν στο δρόμο πίσω από την Κράισλερ. Ο τύπος κοντά στο αμάξι μπορεί να ήταν νεκρός, αλλά ακόμη και αν ήταν δόλωμα για κοράκια, ο Μιτς τον φοβόταν παρ' όλα αυτά. Δεν ήθελε να τον πλησιάσει. Έπρεπε να κάνει αυτό που δεν ήθελε, επειδή είτε αυτό το κάθαρμα ήταν πτώμα είτε αναίσθητος, είχε πιστόλι. Και ο Μιτς χρειαζόταν ένα πιστόλι. Γρήγορα μάλιστα.
Είχε ανακαλύψει ότι ήταν ικανός να φερθεί βίαια, τουλάχιστον σε αυτοάμυνα, αλλά δεν ήταν προετοιμασμένος για την ταχύτητα με την οποία εξελίχθηκαν τα γεγονότα μετά τον πρώτο πυροβολισμό, για την ταχύτητα με την οποία έπρεπε να παίρνει αποφάσεις, για το πόσο ξαφνικά εμφανίζονταν νέες προκλήσεις. Από την άλλη μεριά του δρόμου, κάμποσες συστάδες χαμηλής, πυκνής βλάστησης πρόσφεραν κάλυψη. Το ίδιο και μερικοί ανεμοδαρμένοι βράχοι. Αν η ελαφριά αύρα που φυσούσε προς την ακτή έφτανε τόσο βαθιά στο εσωτερικό της στεριάς, η έρημος την είχε καταπιεί μέχρι την τελευταία πνοή. Κάθε κίνηση στους θάμνους θα αποκάλυπτε όχι το χέρι της Φύσης αλλά τον εχθρό του. Αλλά από όσο μπορούσε να δει μέσα σ' αυτό το σκοτάδι, τα πάντα ήταν ακίνητα. Νιώθοντας έντονα ότι οι κινήσεις του τον έκαναν στόχο, και με τις χειροπέδες να τον δυσκολεύουν, ο Μιτς πλησίασε έρποντας το σώμα πίσω από το αμάξι. Το φεγγάρι είχε αφήσει νομίσματα πάνω στα ανοιχτά ακίνητα μάτια του κακοποιού. Δίπλα στο σώμα υπήρχε ένα οικείο σχήμα από μέταλλο που έμοιαζε ασημένιο μέσα σ' αυτό το φως. Ο Μιτς το άρπαξε με ανακούφιση και άρχισε να απομακρύνεται έρποντας πάλι, αλλά συνειδητοποίησε ότι είχε πάρει το άχρηστο περίστροφο. Μορφάζοντας από το αμυδρό κουδούνισμα που έβγαζε η κοντή αλυσίδα των χειροπεδών, άρχισε να ψάχνει το πτώμα. Τα δάχτυλά του άγγιξαν κάτι υγρό. Ριγώντας αηδιασμένος, σκούπισε το χέρι του στα ρούχα του νεκρού. Καθώς ετοιμαζόταν να συμπεράνει ότι αυτός ο τύπος είχε βγει από την Κράισλερ χωρίς όπλο, ανακάλυψε τη λαβή του πιστολιού να προεξέχει κάτω από το πτώμα. Το ελευθέρωσε. Ένας κρότος πυροβολισμού. Ο νεκρός τραντάχτηκε, έχοντας δεχτεί τη σφαίρα που προοριζόταν για τον Μιτς. Πετάχτηκε προς την Κράισλερ και άκουσε ένα δεύτερο πυροβολισμό και τον ψιθυριστά θρήνο του διερχόμενου θανάτου. Και μετά τον εξοστρακισμό της σφαίρας στο αμάξι. Άκουσε ε-
πίσης ένα δεύτερο, πιο κοντινό ψίθυρο, αν και μπορεί να φαντάστηκε τις δύο αστοχίες με μια σφαίρα, ενώ στην πραγματικότητα δεν είχε ακουστεί τίποτα μετά το στρίγκλισμα του εξοστρακισμού. Με το αμάξι να τον προστατεύει από τον μπράβο ένιωθε πιο ασφαλής -αλλά αμέσως μετά συνειδητοποίησε ότι δεν ήταν. Ο μπράβος μπορεί να έκανε το γύρο της Κράισλερ είτε από μπροστά είτε από πίσω. Είχε το πλεονέκτημα να επιλέξει πώς θα πλησιάσει και πώς θα αρχίσει την επίθεση. Στο μεταξύ, ο Μιτς θα ήταν αναγκασμένος να παρακολουθεί και τις δύο κατευθύνσεις, πράγμα αδύνατο. Ο άλλος μπορεί να είχε αρχίσει ήδη να κινείται. Ο Μιτς σηκώθηκε και απομακρύνθηκε από το αμάξι. Έτρεξε σκυφτός μακριά από το δρόμο περνώντας μέσα από το φυσικό φράχτη του μεσκίτε, που έτριξε αποκαλυπτικά και ταυτόχρονα θρόισε σαν να τον προειδοποιούσε να μην κάνει θόρυβο. Το έδαφος κατηφόριζε καθώς απομακρυνόταν από το δρόμο, πράγμα που ήταν καλό. Αν ήταν ανηφορικό, θα φαινόταν καθαρά, με τη φαρδιά πλάτη του εύκολο στόχο, τη στιγμή που ο μπράβος θα έκανε το γύρο της Κράισλερ. Είχε την τύχη να βρεθεί σε γερό αλλά αμμώδες έδαφος και όχι σε σχιστόλιθο ή σε βότσαλα. Έτσι δεν έκανε θόρυβο καθώς έτρεχε. Το φεγγάρι κατέγραψε την πορεία του καθώς κινούνταν με ελιγμούς ανάμεσα στους θάμνους αντί να περνά από μέσα τους, προσέχοντας να κρατάει την ισορροπία του, πράγμα δύσκολο με τα χέρια δεμένα μπροστά του. Στη βάση της κατηφορικής πλαγιάς, γύρω στα δέκα μέτρα πιο χαμηλά από το δρόμο, έστριψε δεξιά. Αν έκρινε από τη θέση της σελήνης, πρέπει να κατευθυνόταν νότια. Ακουσε κάτι σαν τριζόνι να τερετίζει. Κάτι πιο παράξενο απάντησε με μεταλλικά κλικ και μια στριγκλιά. Μια αποικία από γουνερίες τράβηξαν την προσοχή του με τις δεκάδες ψηλές χνουδωτές ανθήλες τους. Έλαμπαν κατάλευκες μέσα στο φεγγαρόφωτο, θυμίζοντας φουντωτές ουρές αλόγου.
Από τις στρογγυλές συστάδες ξεκινούσαν πολύ λεπτά, μυτερά χόρτα ένα με ενάμισι μέτρο ύψος. Του έφταναν ως τη μέση. Όταν ήταν ξερά αυτά τα χόρτα γρατσουνούσαν, τσιμπούσαν σαν βελόνες ή και έκοβαν ακόμη. Όμως κάθε συστάδα σεβόταν το έδαφος των άλλων και υπήρχε χώρος για να περάσει ανάμεσά τους. Μέσα στην καρδιά της αποικίας, αισθάνθηκε καλά κρυμμένος από τις λευκές χνουδωτές γουνερίες που υψώνονταν πιο ψηλά από το κεφάλι του. Έμεινε όρθιος και μέσα από τα κενά ανάμεσα στους θυσάνους κοίταξε προς τα εκεί από όπου είχε έρθει. Το αχνό φως δεν αποκάλυψε κανέναν να τον καταδιώκει. Άλλαξε θέση, παραμέρισε απαλά μια γουνερία και μετά άλλη μία, εξετάζοντας την άκρη του δρόμου στην κορυφή της πλαγιάς. Δεν είδε κανέναν εκεί πάνω. Δεν είχε σκοπό να κρυφτεί στις γουνερίες για πολύ. Είχε φύγει από την ευπρόσβλητη θέση στο αμάξι μόνο και μόνο για να κερδίσει μερικά λεπτά για να σκεφτεί. Δεν ανησυχούσε μήπως ο δεύτερος μπράβος φύγει με την Κράισλερ. Ο Τζούλιαν Κάμπελ δεν ήταν από τους ανθρώπους στους οποίους θα μπορούσες να ανακοινώσεις μια αποτυχία χωρίς να χάσεις τη δουλειά σου -ή το κεφάλι σου. Άλλωστε, για τον μπράβο αυτό ήταν κυνήγι, ήταν σπορ, και ο Μιτς ήταν το πιο επικίνδυνο θήραμα από όλα. Τα κίνητρα του κυνηγού ήταν η εκδίκηση, η αυτοπεποίθηση και η διάθεση για βία που τον είχαν οδηγήσει σε μια τέτοια ζωή εξαρχής. Αν ο Μιτς μπορούσε να κρυφτεί μέχρι τα χαράματα ή να απομακρυνθεί και να ξεφύγει, και πάλι δε θα το έκανε. Όχι επειδή έβραζε από επιθυμία για μια σύγκρουση με το δεύτερο επαγγελματία δολοφόνο, αλλά επειδή καταλάβαινε πολύ καλά ποιες θα ήταν οι συνέπειες αν την απέφευγε. Αν ο δεύτερος εκτελεστής ζούσε και έδινε αναφορά στον Κάμπελ, ο Άνσον θα μάθαινε αργά ή γρήγορα ότι ο μικρός του αδερφός ήταν ζωντανός και ελεύθερος. Ο Μιτς θα έχανε την ελευθερία κινήσεων και το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Κάμπελ δε θα περίμενε αναφορά
από τους δυο εκτελεστές του πριν το πρωί. Μπορεί να μην τους αναζητούσε καν μέχρι το επόμενο απόγευμα. Εδώ που τα λέμε, ο Κάμπελ μπορεί να αντιλαμβανόταν ότι έλειπε η Κράισλερ Γουίνδσορ πριν αντιληφθεί την απουσία των ανθρώπων του. Αυτό εξαρτιόταν από το ποια από τις μηχανές του θεωρούσε πιο πολύτιμη. Ο Μιτς ήθελε να αιφνιδιάσει τον Άνσον. Κι έπρεπε να είναι στο σπίτι του αδερφού του το μεσημέρι, για να πάρει το τηλεφώνημα από τους απαγωγείς. Η ζωή της Χόλι κρεμόταν από μια ακόμη λεπτότερη κλωστή. Δεν μπορούσε να κρυφτεί και ο εχθρός του δεν ήθελε να κρυφτεί. Και για το αρπακτικό και για το θήραμα -ό,τι κι αν ήταν ο καθένας τους- αυτή ήταν μια μάχη μέχρι θανάτου.
31
Π
ερικυκλωμένος από τα ψηλά λευκά φυτά που θύμιζαν προστατευτική συνοδεία από ιππότες με λοφία στα κράνη, ο Μιτς θυμήθηκε το σκληρό κρότο των δύο πυροβολισμών που κόντεψαν να τον διαπεράσουν καθώς έπαιρνε το πιστόλι από το νεκρό μπράβο. Αν το όπλο του αντιπάλου του ήταν εφοδιασμένο με σιγαστήρα, όπως στη βιβλιοθήκη, οι πυροβολισμοί δε θα ήταν τόσο δυνατοί. Μπορεί να μην τους άκουγε. Σε αυτό το έρημο μέρος, ο μπράβος δεν ανησυχούσε μήπως προσελκύσει ανεπιθύμητη προσοχή, αλλά δεν είχε αφαιρέσει το σιγαστήρα απλά και μόνο για την ικανοποίηση που του έδινε ένας πιο δυνατός κρότος. Πρέπει να είχε κάποιον άλλο λόγο. Οι σιγαστήρες κατά πάσα πιθανότητα ήταν παράνομοι. Διευκόλυναν τους αθόρυβους φόνους. Και προορίζονταν για χρήση από κοντινή απόσταση, όπως μέσα σε ένα σπίτι όπου το προσωπικό δεν είναι εντελώς διεφθαρμένο. Η λογική οδήγησε τον Μιτς να συμπεράνει ότι ένας σιγαστήρας είναι χρήσιμος μόνο όταν είναι απαραίτητη η μυστικότητα, επειδή μειώνει την ευστοχία του πιστολιού. , Όταν στέκεσαι πάνω από το θύμα μέσα σε μια βιβλιοθήκη ή το αναγκάσεις να γονατίσει μπροστά σου σε έναν έρημο δρόμο, ένα πιστόλι με σιγαστήρα μπορεί να εξυπηρετήσει το σκοπό σου. Όμως από μια απόσταση πέντε μέτρων, ή δέκα, ίσως
μειώνει την ευστοχία σε τέτοιο βαθμό ώστε να είσαι πιο σίγουρος ότι θα πετύχεις το στόχο σου αν του πετάξεις το πιστόλι παρά αν τον πυροβολήσεις μ' αυτό. Μικρές πέτρες κροτάλισαν σαν ζάρια που κατρακυλούν. Ο ήχος φάνηκε να έρχεται από τα δυτικά. Γύρισε προς τα εκεί και παραμέρισε προσεκτικά τις γουνερίες. Δεκαπέντε μέτρα μακριά, είδε τον μπράβο ζαρωμένο σαν καμπούρη καλικάντζαρο. Περίμενε να δει αν ο θόρυβος που έκανε είχε κάποιες συνέπειες. Αν και ήταν ακίνητος, δε θα μπορούσες να τον πάρεις για κάποια βράχια ή για φυτά της ερήμου, επειδή είχε τραβήξει την προσοχή ενώ διέσχιζε μια μεγάλη γυμνή έκταση αλκαλικού εδάφους. Σ' εκείνο το σημείο το χώμα ήταν όχι απλώς ανακλαστικό αλλά σχεδόν φωτεινό. Αν ο Μιτς δεν είχε σταματήσει εδώ που στεκόταν, αν συνέχιζε προς τα δυτικά, θα συναντούσε το δολοφόνο στα ανοιχτά. Ίσως θα ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του σαν σε μονομαχία σε ταινία γουέστερν. Σκέφτηκε να μείνει εκεί, περιμένοντας, και να αφήσει τον μπράβο να πλησιάσει περισσότερο, πριν πυροβολήσει. Μετά, όμως, το ένστικτο του του είπε ότι η συστάδα από γουνερίες και άλλα παρόμοια σημεία της περιοχής ήταν ακριβώς τα μέρη που θα ενδιέφεραν περισσότερο το δολοφόνο. Περίμενε ότι ο Μιτς θα κρυβόταν και έτσι θα αντιμετώπιζε με καχυποψία τις γουνερίες. Ο Μιτς δίστασε, επειδή το πλεονέκτημα φαινόταν ακόμη να είναι δικό του. Μπορούσε να πυροβολήσει καλυμμένος, ενώ ο καλικάντζαρος ήταν ακάλυπτος. Δεν είχε ρίξει ακόμη με αυτό το πιστόλι, ενώ ο αντίπαλος του είχε ρίξει ήδη δύο φορές. Εφεδρικό γεμιστήρα. Με δεδομένη τη δουλειά του δολοφόνου, κατά πάσα πιθανότητα είχε μαζί του έναν εφεδρικό γεμιστήρα, ίσως και δύο. Θα πλησίαζε τις γουνερίες επιφυλακτικά. Δε θα έδινε εύκολο στόχο. Όταν ο Μιτς έριχνε και αστοχούσε λόγω της απόστασης, της γωνίας, του φωτός που παραμόρφωνε τα πράγματα και της
έλλειψης εμπειρίας, ο μπράβος θα τον πυροβολούσε άμεσα και τα πυρά του θα ήταν καταιγιστικά. Οι γουνερίες πρόσφεραν οπτική κάλυψη αλλά όχι προστασία. Δε θα μπορούσε να επιζήσει από ένα μπαράζ οχτώ πυροβολισμών, που θα τους ακολουθούσαν άλλοι δέκα. Σκυμμένος ακόμη, ο δολοφόνος έκανε δυο διστακτικά βήματα μπροστά. Σταμάτησε πάλι. Τότε ο Μιτς είχε μια έμπνευση, μια τολμηρή ιδέα που για μια στιγμή σκέφτηκε να την απορρίψει ως υπερβολικά ριψοκίνδυνη, αλλά μετά τη δέχτηκε ως την καλύτερη επιλογή του. Άφησε τις γουνερίες να επανέλθουν στην κανονική τους θέση και μετά βγήκε από τη συστάδα από ένα σημείο αντίθετο από την κατεύθυνση από την οποία πλησίαζε ο δολοφόνος, ελπίζοντας να διατηρήσει τη βλάστηση ανάμεσά τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Ακούγοντας μια χορωδία από τριζόνια και ένα πιο απειλητικό στριγκό τερέτισμα από κάποιο άγνωστο έντομο, ο Μιτς απομακρύνθηκε γρήγορα ανατολικά, κατά μήκος της διαδρομής που είχε ακολουθήσει νωρίτερα. Πέρασε το σημείο στο οποίο είχε κατεβεί από το δρόμο. Αν δοκίμαζε να ανεβεί πάλι από εκεί, θα βρισκόταν εντελώς εκτεθειμένος αν δεν έφτανε στην κορυφή πριν ξεπροβάλει ο δολοφόνος από τις γουνερίες. Γύρω στα είκοσι μέτρα πιο κάτω, έφτασε σε ένα σημείο όπου υπήρχε ένα πλατύ ρηχό κοίλωμα στην κατά τα άλλα ομοιόμορφη πλαγιά. Μέσα στο κοίλωμα υπήρχε πυκνή βλάστηση από θάμνους που απλώνονταν και έξω από τα όριά του. Ο Μιτς χρειαζόταν και τα δύο δεμένα χέρια του για να αναρριχηθεί, έτσι έβαλε το πιστόλι στη ζώνη του. Προηγουμένως, το φεγγαρόφωτο του έδειχνε το δρόμο, τώρα όμως οι σκιές έκρυβαν το έδαφος και τον ξεγελούσαν. Ξέροντας πάντα ότι η ησυχία ήταν εξίσου σημαντική με την ταχύτητα, άρχισε να ανεβαίνει περνώντας μέσα από τους θάμνους. Το πέρασμά του ξεσήκωσε μια βαριά οσμή. Μπορεί να είχε φυτική προέλευση, αλλά το πιθανότερο ήταν ότι περνούσε από την κατοικία κάποιου ζώου. Οι θάμνοι παγίδευαν, τρυπούσαν, γρατσουνούσαν.
Σκέφτηκε τα φίδια που μπορεί να υπήρχαν εκεί, και μετά αρνήθηκε να τα ξανασκεφτεί. Όταν έφτασε στην κορυφή χωρίς να δεχτεί πυροβολισμούς, βγήκε έρποντας από το κοίλωμα της πλαγιάς στην άκρη του δρόμου. Συνέχισε μέχρι που έφτασε στη μέση του χωματόδρομου, πριν σηκωθεί όρθιος. Αν προσπαθούσε να κάνει κύκλο και να βγει εκεί όπου μπορεί να πήγαινε ο δολοφόνος, μάλλον θα ανακάλυπτε ότι στο μεταξύ ο αντίπαλος του, προσπαθώντας κι αυτός να προβλέψει τις κινήσεις του, μπορεί να είχε αλλάξει πορεία ελπίζοντας να αιφνιδιάσει το θήραμά του, όπως και το θήραμά του προσπαθούσε να αιφνιδιάσει αυτόν. Με αυτό τον τρόπο μπορεί να έχαναν πολύ πολύτιμο χρόνο περιπλανώμενοι μέσα στην ερημιά, βρίσκοντας κάθε τόσο ο ένας τα ίχνη του άλλου, μέχρι που κάποιος από τους δύο να κάνει ένα λάθος. Αν ήταν αυτό το παιχνίδι, το μοιραίο λάθος θα ήταν του Μιτς, επειδή ήταν λιγότερο πεπειραμένος. Μέχρι τώρα, είχε αποδείξει ότι υπήρχε ελπίδα να σωθεί, μόνο αν δεν εκπλήρωνε τις προσδοκίες του εχθρού του. Επειδή ο Μιτς τους είχε αιφνιδιάσει με το περίστροφο, ο δολοφόνος θα θεωρούσε ότι διέθετε ένα άγριο ένστικτο αυτοσυντήρησης, σαν παγιδευμένο ζώο. Σε τελική ανάλυση, είχε αποδείξει ότι δεν τον παρέλυαν ο φόβος, η αυτολύπηση και η αποστροφή γι' αυτό που χρειάστηκε να κάνει. Όμως, ο δολοφόνος ίσως να μην περίμενε ότι ένα παγιδευμένο ζώο, αφού ελευθερωνόταν, μπορεί να γύριζε με τη θέλησή του εκεί από όπου μόλις είχε ξεφύγει. Η παλιά Κράισλερ ήταν είκοσι μέτρα προς τα δυτικά του, με το σκέπασμα του πορτ μπαγκάζ ακόμη μισοσηκωμένο. Ο Μιτς έσπευσε στο αμάξι και σταμάτησε δίπλα στο πτώμα. Ο μπράβος με την ακμή κειτόταν ανάσκελα, με τα μάτια γεμάτα από το δέος του έναστρου ουρανού. Αυτά τα μάτια ήταν τώρα δυο άστρα που είχαν καταρρεύσει, δυο μαύρες τρύπες που ασκούσαν τέτοια βαρυτική έλξη ώστε ο Μιτς αισθάνθηκε ότι θα τον τραβούσαν στην καταστροφή αν τα κοίταζε για πολύ.
Στην πραγματικότητα, δεν ένιωθε τύψεις. Παρ' όλες τις διδασκαλίες του πατέρα του, συνειδητοποιούσε ότι πίστευε στο νόημα της ζωής και στο φυσικό νόμο, όμως το να σκοτώσεις σε αυτοάμυνα δεν ήταν αμαρτία. Από την άλλη μεριά, ούτε ήταν λόγος για εορτασμούς. Ένιωθε ότι είχε χάσει κάτι πολύτιμο. Θα μπορούσες να το πεις αθωότητα, αλλά αυτό ήταν ένα μόνο μέρος εκείνου που είχε χάσει. Μαζί με την αθωότητα, είχε χαθεί και η ικανότητα για ένα είδος τρυφερότητας, μια ισόβια ως τότε προσδοκία για μια επικείμενη, γλυκιά, άφατη χαρά. Ο Μιτς κοίταξε πίσω, εξετάζοντας το έδαφος για ίχνη που μπορεί να είχε αφήσει. Με το φως του ήλιου, το σκληρό έδαφος μπορεί να τον είχε προδώσει, τώρα όμως δεν είδε τίποτα. Κάτω από το υπνωτικό βλέμμα της σελήνης, η έρημος έμοιαζε να κοιμάται και να ονειρεύεται, φτιαγμένη τώρα από την ασημόμαυρη παλέτα των περισσότερων ονείρων, κάθε σκιά σκληρή σαν σίδερο, κάθε αντικείμενο ανυπόστατο σαν καπνός. Όταν κοίταξε μέσα στο πορτ μπαγκάζ, όπου το φεγγάρι αρνιόταν να κοιτάξει, το σκοτάδι θύμιζε το ανοιχτό στόμα κάποιου ανελέητου πλάσματος. Δεν έβλεπε το δάπεδο, σαν να ήταν ένας μαγικός χώρος όπου μπορούσες να αποθηκεύσεις άπειρες αποσκευές. Έβγαλε το πιστόλι από τη ζώνη του. Σήκωσε ψηλότερα το σκέπασμα του πορτ μπαγκάζ, μπήκε μέσα και το μισόκλεισε πάλι πίσω του. Ψηλαφώντας, ανακάλυψε ότι ο σιγαστήρας ήταν βιδωμένος στην κάννη του πιστολιού. Τον ξεβίδωσε και τον άφησε παράμερα. Πολύ γρήγορα, όταν δε θα έβρισκε τον Μιτς κρυμμένο στις γουνερίες ή τους θάμνους, ή σε κάποια εσοχή των ανεμοδαρμένων βράχων, ο δολοφόνος θα γύριζε για να παρακολουθήσει την Κράισλερ, με τη σκέψη ότι το θήραμά του θα επέστρεφε στο αμάξι με την ελπίδα να είναι τα κλειδιά στη μίζα. Ένας επαγγελματίας δολοφόνος δεν ήταν σε θέση να καταλάβει ότι ένας καλός σύζυγος δε θα απαρνιόταν ποτέ τους όρ-
κους του, τη γυναίκα του, την ελπίδα του για αγάπη σε έναν κόσμο όπου η αγάπη σπανίζει τόσο πολύ. Αν ο μπράβος αποφάσιζε να κρυφτεί πίσω από το αμάξι, μπορεί να διέσχιζε το δρόμο κάτω από το φεγγαρόφωτο. Θα ήταν προσεκτικός και γρήγορος, αλλά θα έδινε έναν καθαρό στόχο. Υπήρχε το ενδεχόμενο να κρυφτεί στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Όμως αν περνούσε η ώρα και δε συνέβαινε τίποτα, μπορεί να έκανε μία ακόμη γενική διερεύνηση της περιοχής και επιστρέφοντας να περνούσε από το πεδίο πυρός του Μιτς. Είχαν περάσει μόνο εφτά ή οχτώ λεπτά αφότου οι δυο μπράβοι άνοιξαν το πορτ μπαγκάζ για να δεχτούν έναν καταιγισμό από πυροβολισμούς. Ο δεύτερος μπράβος θα ήταν υπομονετικός, τελικά όμως, αν η παρακολούθηση και οι έρευνές του δεν έφερναν αποτέλεσμα, θα σκεφτόταν να τα μαζέψει και να φύγει, όσο κι αν φοβόταν το αφεντικό του. Τότε, αν όχι και νωρίτερα, θα ερχόταν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου για να κάνει κάτι με το πτώμα του συνεργάτη του. Μάλλον θα ήθελε να το βάλει στο πορτ μπαγκάζ. Έτσι, ο Μιτς ήταν τώρα μισοκαθιστός-μισοξαπλωμένος μέσα στο σκοτάδι, με το κεφάλι του ανασηκωμένο μόνο όσο χρειαζόταν για να βλέπει πάνω από το χείλος του πορτ μπαγκάζ. Είχε σκοτώσει έναν άνθρωπο. Σκόπευε να σκοτώσει άλλον έναν. Το πιστόλι ήταν βαρύ στο χέρι του. Έψαξε με τρεμάμενα δάχτυλα το περίγραμμά του αναζητώντας την ασφάλεια, αλλά δε βρήκε τίποτα. Καθώς κοίταζε τον έρημο φεγγαρόλουστο δρόμο και την έρημο, κατάλαβε ότι αυτό που είχε χάσει -την αθωότητα και εκείνη τη θεμελιακά παιδιάστικη προσδοκία μιας επικείμενης άφατης χαράς- το αντικαθιστούσε βαθμιαία κάτι άλλο, κάτι που δεν ήταν κακό. Το κενό μέσα του γέμιζε, αν και δεν ήξερε ακόμη με τι. Κρυμμένος στο πορτ μπαγκάζ είχε μια περιορισμένη θέα του κόσμου, όμως μέσα σ' αυτό το μικρό οπτικό πεδίο αντι-
λαμβανόταν πολύ περισσότερα τούτη τη νύχτα από όσα θα μπορούσε να αντιληφθεί παλιότερα. Ο ασημόχρωμος δρόμος απομακρυνόταν από αυτόν αλλά και πλησίαζε ταυτόχρονα, προσφέροντάς του μια επιλογή αντίθετων οριζόντων. Μερικοί σχηματισμοί βράχων περιείχαν ψήγματα μαρμαρυγία που άστραφταν στο φως της σελήνης, και εκεί που τα βράχια υψώνονταν σαν ένα περίγραμμα με φόντο τον ουρανό, τα άστρα έμοιαζαν να έχουν σκορπίσει πάνω στην ίδια τη γη. Από τα βόρεια, μια μεγάλη κουκουβάγια πέταξε χαμηλά και αθόρυβα πάνω από το δρόμο με νότια κατεύθυνση. Μετά ανέβηκε ψηλότερα μέσα στη νύχτα, κι ακόμη πιο ψηλά, και χάθηκε. Ο Μιτς διαισθάνθηκε ότι αυτό που φαινόταν να κερδίζει γι' αυτό που είχε χάσει, αυτό που επούλωνε τόσο γρήγορα το κενό μέσα του, ήταν η ικανότητα να νιώθει δέος, μια βαθιά αίσθηση του μυστηρίου όλων των πραγμάτων. Αμέσως μετά, αποτραβήχτηκε από τις παρυφές του δέους, για να βυθιστεί στον τρόμο και στη σκυθρωπή αποφασιστικότητα, όταν ο δολοφόνος επέστρεψε με μια πρόθεση που ο Μιτς δεν είχε φανταστεί.
32
Ο
δολοφόνος είχε επιστρέψει τόσο αθόρυβα ώστε ο Μιτς δεν αντιλήφθηκε την παρουσία του παρά μόνο όταν άκουσε μία από τις πόρτες του αυτοκινήτου να ανοίγει με ένα «κλικ» και ένα αμυδρό τρίξιμο. Είχε πλησιάσει από το μπροστινό μέρος της Κράισλερ και, ρισκάροντας το σύντομο άναμμα της πλαφονιέρας, μπήκε μέσα κι έκλεισε την πόρτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε να κλείσει. Αν είχε καθίσει στο τιμόνι, μάλλον σκόπευε να φύγει. Όχι. Δε θα έφευγε με το πορτ μπαγκάζ ανοιχτό. Και σίγουρα δε θα άφηνε εκεί το πτώμα. Ο Μιτς περίμενε ακίνητος. Ο δολοφόνος ήταν ακίνητος κι αυτός. Σιγά σιγά η σιωπή έγινε μια πίεση που ο Μιτς την ένιωθε πάνω στο δέρμα του, στα τύμπανα των αυτιών του, στα μάτια του που κοίταζαν προσηλωμένα χωρίς καν να ανοιγοκλείνουν, λες και το αυτοκίνητο κατέβαινε σε μια υδάτινη άβυσσο και το συνέθλιβε η αυξανόμενη πίεση του ωκεανού. Ο δολοφόνος μάλλον καθόταν μέσα στο σκοτάδι και κοίταζε έξω, περιμένοντας να δει αν το στιγμιαίο φως είχε τραβήξει την προσοχή, αν τον είχε δει ο αντίπαλος του. Αν η επιστροφή του δεν προκαλούσε καμία αντίδραση, τι θα έκανε; Η έρημος περίμενε με κρατημένη την ανάσα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, το αυτοκίνητο θα ήταν ευαί-
σθητο σε κάθε κίνηση, σαν βάρκα μέσα σε νερό. Αν κινιόταν ο Μιτς, ο δολοφόνος θα αντιλαμβανόταν την παρουσία του. Πέρασε ένα λεπτό. Άλλο ένα. Ο Μιτς φαντάστηκε τον μπράβο με τη λεία επιδερμίδα να κάθεται μέσα στο αμάξι, στο σκοτάδι, τουλάχιστον τριάντα χρονών, ίσως τριάντα πέντε, αλλά με ένα τόσο λείο πρόσωπο που νόμιζες ότι η ζωή δεν το είχε αγγίξει και δε θα το άγγιζε ποτέ. Προσπάθησε να φανταστεί τι έκανε ο αντίπαλος του, τι σχεδίαζε. Το μυαλό πίσω από αυτή τη λεία μάσκα παρέμενε απρόσιτο στη φαντασία του Μιτς. Θα ήταν ίσως πιο γόνιμο να αναρωτιόταν τι πίστευε μια σαύρα της ερήμου για το Θεό ή για τη βροχή ή για τα φυτά. Μετά από μια παρατεταμένη ακινησία, ο δολοφόνος άλλαξε θέση και η κίνηση αποδείχτηκε αποκαλυπτική. Η τρομακτική εγγύτητα του ήχου έδειχνε ότι δεν ήταν καθισμένος στο τιμόνι της Κράισλερ. Ήταν στο πίσω κάθισμα. Πρέπει να καθόταν σκυμμένος μπροστά και να παρακολουθούσε αφότου μπήκε στο αμάξι. Όταν επιτέλους έγειρε πίσω, η ταπετσαρία έβγαλε έναν ήχο σαν αυτό που κάνει το δέρμα ή το βινύλιο όταν τεντώνεται, και τα ελατήρια του καθίσματος παραπονέθηκαν σιγανά. Η πλάτη του πίσω καθίσματος ήταν η πλάτη του πορτ μπαγκάζ. Ο δολοφόνος και ο Μιτς απείχαν λιγότερο από πενήντα πόντους μεταξύ τους. Ήταν τόσο κοντά, σχεδόν όσο και στη διαδρομή από τη βιβλιοθήκη μέχρι το γκαράζ. Μισοξαπλωμένος μέσα στο πορτ μπαγκάζ, ο Μιτς σκέφτηκε εκείνη τη διαδρομή. Ο μπράβος έβγαλε ένα σιγανό ήχο, έναν πνιχτό βήχα ή βογκητό, που πνιγόταν ακόμη περισσότερο από το κάθισμα που μεσολαβούσε ανάμεσά τους. Μπορεί να ήταν τραυματισμένος τελικά. Η κατάστασή του δεν ήταν αρκετά σοβαρή για να τον κάνει να τα μαζέψει και να φύγει, αλλά μπορεί ο πόνος να μην τον άφησε να ψάξει στην έρημο όσο θα ήθελε. Ήταν φανερό ότι είχε γυρίσει στο αυτοκίνητο με την ελπίδα
I
ότι τελικά το θήραμά του, απελπισμένο, θα γύριζε κι αυτό. Είχε σκεφτεί ότι ο Μιτς θα πλησίαζε με μεγάλη προσοχή, εξετάζοντας πρώτα καλά τη γύρω περιοχή, χωρίς να φαντάζεται ότι ο θάνατος τον περίμενε κρυμμένος στις σκιές του πίσω καθίσματος. Μέσα σ' αυτό το αυτοσχέδιο δωμάτιο μελέτης, ο Μιτς σκεφτόταν εκείνη τη διαδρομή από τη βιβλιοθήκη μέχρι το γκαράζ: το φεγγάρι να επιπλέει στη λίμνη σαν νούφαρο, η κάννη του πιστολιού κολλημένη στο πλευρό του, τα κοάσματα των βατράχων, τα δαντελωτά κλαδιά των δέντρων, το τπστόλι κολλημένο στο πλευρό του... Ένα αμάξι τόσο παλιό δε θα είχε πυρίμαχο ή προστατευτικό τοίχωμα ανάμεσα στο πορτ μπαγκάζ και το χώρο των επιβατών. Μπορεί να είχαν καλύψει την πλάτη του πίσω καθίσματος με ένα κομμάτι νοβοπάν ή απλώς με ύφασμα. Η πλάτη του καθίσματος μπορεί να περιείχε περίπου δεκαπέντε εκατοστά βάτας. Μια σφαίρα θα συναντούσε κάποια αντίσταση. Το φράγμα δεν ήταν αλεξίσφαιρο βέβαια. Κάποιος που προστατεύεται από ένα μαξιλάρι του καναπέ δε θα περίμενε να παραμείνει άθικτος αν δεχόταν ένα μπαράζ από δέκα απανωτές σφαίρες. Ο Μιτς ήταν μισοξαπλωμένος-μισοκαθισμένος στο αριστερό του πλευρό και κοίταζε τη νύχτα μέσα από το ανοιχτό σκέπασμα του πορτ μπαγκάζ. Έπρεπε να κυλήσει στο δεξιό πλευρό για να στρέψει το πιστόλι προς το πίσω μέρος του πορτ μπαγκάζ. Ζύγιζε ογδόντα κιλά. Δε χρειαζόταν πτυχίο φυσικής για να καταλάβει ότι το αυτοκίνητο θα αντιδρούσε όταν θα άλλαζε θέση ένα τόσο μεγάλο βάρος. Έπρεπε να γυρίσει γρήγορα και να ανοίξει πυρ -και τότε ίσως να ανακάλυπτε ότι είχε κάνει λάθος για το διαχωριστικό ανάμεσα στο πορτ μπαγκάζ και την καμπίνα των επιβατών. Αν υπήρχε μεταλλικό προστατευτικό, μπορεί να τον χτυπούσε κάποια εξοστρακισμένη σφαίρα, ενώ επιπλέον υπήρχε ο κίνδυνος να μη βρει το στόχο του.
Σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν τραυματισμένος και χωρίς πυρομαχικά. Και ο δολοφόνος θα ήξερε πού να τον βρει. Μια σταγόνα ιδρώτα κύλησε από το πλάι της μύτης του στην άκρη των χειλιών του. Η νύχτα ήταν ήπια, δεν έκανε ζέστη. Η παρόρμηση να ενεργήσει τέντωσε τα νεύρα του σαν χορδές.
33
Κ
αθώς ο Μιτς παρέμενε αναποφάσιστος, θυμήθηκε το ουρλιαχτό της Χόλι και τον κοφτό κρότο του χαστουκιού που της έδωσαν. Ένας πραγματικός ήχος επανέφερε την προσοχή του στο παρόν: ο μπράβος, στο πίσω κάθισμα, που έβηχε πάλι πνιχτά κάμποσες φορές. Είχε πνίξει τόσο αποτελεσματικά τον ήχο ώστε δεν πρέπει να ακούστηκε πέρα από το αμάξι. Και, όπως πριν, ο βήχας κράτησε μόνο μερικά δευτερόλεπτα. Μπορεί ο βήχας να οφειλόταν σε κάποιο τραύμα. Ή μπορεί να ήταν αλλεργικός στη γύρη. Όταν θα έβηχε πάλι, ο Μιτς θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία για να αλλάξει θέση. Πέρα από το ανοιχτό πορτ μπαγκάζ, η έρημος έμοιαζε να σκοτεινιάζει και να φωτίζεται ρυθμικά. Στην πραγματικότητα, απλώς αυξανόταν για λίγο η οξύτητα της όρασής του με κάθε συστολικό παλμό της καρδιάς του. Υπήρχε και κάτι σαν την ψευδαίσθηση νιφάδων χιονιού που στροβιλίζονταν, αλλά αυτό είχε βάση στην πραγματικότητα. Σμήνη από πεταλούδες της νύχτας πετούσαν πάνω από το δρόμο και το φεγγαρόφωτο φώτιζε τα φωσφορίζοντα φτερά τους. Τα δεμένα χέρια του Μιτς έσφιγγαν το πιστόλι τόσο δυνατά που άρχισαν να τον πονούν οι αρθρώσεις του. Ο δεξιός δείκτης
του ήταν γαντζωμένος στο προστατευτικό της σκανδάλης αντί στην ίδια τη σκανδάλη, επειδή φοβόταν ότι κάποια νευρική σύσπαση μπορεί να τον έκανε να πυροβολήσει άθελά του. Τα δόντια του ήταν σφιγμένα. Άκουγε την ίδια του την εισπνοή και εκπνοή, κι άνοιξε το στόμα του για να αναπνέει πιο αθόρυβα. Παρ' όλο που η καρδιά του χτυπούσε τρελά, ο χρόνος έπαψε να είναι ένα ποτάμι που έτρεχε και έγινε μια αργή ροή λάσπης. Το ένστικτο του είχε αποδειχτεί χρήσιμο τις τελευταίες ώρες. Με τον ίδιο τρόπο, όμως, μια έκτη αίσθηση μπορεί από στιγμή σε στιγμή να έκανε το δολοφόνο να αντιληφθεί ότι δεν ήταν μόνος. Λασπωμένα δευτερόλεπτα γέμισαν ένα άδειο λεπτό, μετά άλλο ένα κι άλλο ένα. Και μετά, η τρίτη κρίση πνιχτού βήχα του αντιπάλου του έδωσε στον Μιτς την κάλυψη που χρειαζόταν για να γυρίσει από το αριστερό πλευρό στο δεξιό. Βρέθηκε με την πλάτη του προς την ανοιχτή πλευρά του πορτ μπαγκάζ, εντελώς ακίνητος. Η σιωπή του μπράβου έμοιαζε να έχει μια αίσθηση αυξημένης επαγρύπνησης, καχυποψίας. Ο κόσμος έφτανε τώρα στις πέντε αισθήσεις του Μιτς μέσα από έναν παραμορφωτικό φακό ακραίου άγχους. Με ποια γωνία έπρεπε να πυροβολήσει; Με ποια σειρά; Σκέψου. Ο μπράβος με το λείο πρόσωπο δε θα καθόταν στητός. Θα ήταν σκυμμένος για να εκμεταλλευτεί το σκοτάδι του πίσω καθίσματος. Σε άλλες συνθήκες, ο δολοφόνος μπορεί να προτιμούσε μια γωνία, όπου θα κρυβόταν ακόμη καλύτερα. Όμως, επειδή το σηκωμένο σκέπασμα του πορτ μπαγκάζ τον έκρυβε από το πίσω τζάμι του αυτοκινήτου, μπορούσε κάλλιστα να κάθεται στη μέση για να καλύπτει και τις δύο μπροστινές πόρτες. Κρατώντας την αλυσίδα των χειροπεδών τεντωμένη, ο Μιτς άφησε το πιστόλι κάτω αθόρυβα. Δεν ήθελε να το χτυπήσει πουθενά στη διάρκεια της εξερεύνησης που έπρεπε να κάνει. Απλώνοντας στα τυφλά μπροστά και τα δύο χέρια, βρήκε το
πίσω τοίχωμα του πορτ μπαγκάζ. Αισθάνθηκε την επιφάνεια σκληρή κάτω από τα δάχτυλά του. Ήταν καλυμμένη με ύφασμα. Μπορεί να μην είχαν αποκαταστήσει την Κράισλερ με απόλυτη ακρίβεια. Μπορεί ο Κάμπελ να έκανε κάποιες δικές του αναβαθμίσεις, βάζοντας καλύτερα υλικά στο πορτ μπαγκάζ. Τα χέρια του, σαν δυο συγχρονισμένες αράχνες, κινήθηκαν πάνω στην επιφάνεια από αριστερά προς τα δεξιά, δοκιμάζοντας. Την πίεσε απαλά και μετά λίγο πιο δυνατά. Κάτω από τα δάχτυλά του, η επιφάνεια υποχώρησε λίγο. Μια ινοσανίδα μισού εκατοστού καλυμμένη με ύφασμα μπορεί να υποχωρούσε έτσι. Δεν είχε την αίσθηση του μετάλλου. Το διαχωριστικό δέχτηκε την πίεση αθόρυβα, αλλά όταν τράβηξε τα χέρια του επανήλθε στην κανονική του μορφή με έναν αδιόρατο ήχο, σαν τσαλάκωμα. Από την καμπίνα των επιβατών ακούστηκε η διαμαρτυρία της ταπετσαρίας, ένας σύντομος ήχος και μετά τίποτα. Κατά πάσα πιθανότητα, ο μπράβος είχε αλλάξει θέση για να βολευτεί καλύτερα -αν και μπορεί να το έκανε για να γυρίσει και να αφουγκραστεί καλύτερα. Ο Μιτς ψηλάφησε στο δάπεδο του πορτ μπαγκάζ αναζητώντας το πιστόλι και όταν το βρήκε, ακούμπησε τα χέρια του πάνω του. Ξαπλωμένος στο πλάι, με τα γόνατα μαζεμένα και χωρίς χώρο να τεντώσει τα χέρια του, δεν ήταν σε καλή θέση για να πυροβολήσει. Αν προσπαθούσε να κινηθεί προς το ανοιχτό άκρο του πορτ μπαγκάζ πριν πυροβολήσει, θα πρόδινε την παρουσία του. Μια τέτοια προειδοποίηση, ένα ή δύο δευτερόλεπτα πριν τους πυροβολισμούς, μπορεί να ήταν αρκετή για να προλάβει ο πεπειραμένος κακοποιός να κυλήσει από το κάθισμα στο δάπεδο. Επανέλαβε άλλη μια φορά νοερά αυτό που θα έκανε για να σιγουρευτεί ότι δεν είχε παραβλέψει τίποτα. Ο παραμικρός λανθασμένος υπολογισμός μπορεί να απέβαινε μοιραίος. Σήκωσε το πιστόλι. Θα πυροβολούσε από αριστερά προς τα δεξιά, μετά από δεξιά προς τα αριστερά, μια διπλή ριπή, πέντε σφαίρες σε κάθε κίνηση.
Όταν πάτησε τη σκανδάλη, δεν έγινε τίποτα. Ακούστηκε μόνο ένα αμυδρό αλλά κοφτό μεταλλικό σνικ. Η καρδιά του ήταν σφυρί και αμόνι μαζί και έπρεπε να ακούει μέσα από αυτό τον αχό, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο μπράβος δεν είχε κινηθεί πάλι, δεν είχε εντοπίσει τον ανεπαίσθητο ήχο του πεισματάρικου πιστολιού. Νωρίτερα το είχε ψηλαφήσει, αλλά δεν είχε βρει καμία ασφάλεια. Χαλάρωσε την πίεση στη σκανδάλη, δίστασε, την πίεσε ξανά. Σνικ. Πριν προλάβει να τον κυριέψει ο πανικός, κάτι πετάρισε πάνω στο μάγουλο του και μπήκε στο ανοιχτό στόμα του: μια νυχτοπεταλούδα -και δεν την αισθάνθηκε τόσο κρύα όσο έδειχναν εκεί που στροβιλίζονταν σαν χιονονιφάδες. Την έφτυσε ενστικτωδώς, αηδιασμένος, και ταυτόχρονα τράβηξε πάλι τη σκανδάλη. Ο μηχανισμός της είχε ένα αρχικό στοπ -ίσως αυτό ήταν η ασφάλεια- και έπρεπε να την πατήσεις για δεύτερη φορά για να πυροβολήσεις, μια διπλή πίεση. Κι επειδή τώρα πάτησε πιο δυνατά από πριν, το πιστόλι βρόντηξε. Το κλότσημα, ενισχυμένο από τη στάση του, τον τράνταξε και ο κρότος δε θα μπορούσε να είναι πιο δυνατός ακόμη και αν ήταν η πόρτα της Κόλασης που βροντούσε πίσω του, και τον ξάφνιασε μια βροχή από θραύσματα, κομματάκια μισοκαμένο ύφασμα και ινοσανίδα, που ράντισαν το πρόσωπό του. Αλλά έκλεισε τα μάτια του και συνέχισε να ρίχνει, από αριστερά προς τα δεξιά, με το πιστόλι να προσπαθεί να τιναχτεί προς τα πάνω, και μετά από δεξιά προς τα αριστερά, ελέγχοντας το όπλο, όχι απλώς ρίχνοντας τυχαία, και παρ' όλο που νόμιζε ότι θα μπορούσε να μετρήσει τους πυροβολισμούς καθώς έριχνε, έχασε το λογαριασμό μετά τους δύο, και μετά ο γεμιστήρας είχε αδειάσει.
34
Α
ν ο δολοφόνος δεν ήταν νεκρός, ακόμη και αν ήταν απλώς τραυματισμένος, θα μπορούσε να ανταποδώσει τα πυρά ρίχνοντας κι αυτός μέσα από την πλάτη του πίσω καθίσματος. Το πορτ μπαγκάζ ήταν ακόμη μια πιθανή παγίδα θανάτου. Παρατώντας το άχρηστο πιστόλι, ο Μιτς όρμησε να βγει έξω, χτυπώντας τα γόνατά του πάνω στο χείλος του πορτ μπαγκάζ και τον αγκώνα του στον προφυλακτήρα. Έπεσε στα τέσσερα στο δρόμο και αμέσως πετάχτηκε όρθιος. Έτρεξε σκυφτός δέκα μέτρα, δεκαπέντε, και μετά σταμάτησε και κοίταξε πίσω. Ο μπράβος δεν είχε βγει από την Κράισλερ. Και οι τέσσερις πόρτες ήταν κλειστές. Ο Μιτς περίμενε, με τον ιδρώτα να στάζει από την άκρη της μύτης του και από το σαγόνι του. Δεν υπήρχαν πια οι πεταλούδες-χιονονιφάδες, η μεγάλη κουκουβάγια, ο ήχος των τριζονιών, ο άλλος στριγκός μεταλλικός ήχος από κάτι απειλητικό. Κάτω από το βουβό φεγγάρι, μέσα στην απολιθωμένη έρημο, η Κράισλερ έμοιαζε αναχρονιστική, σαν μια μηχανή του χρόνου στην πρώιμη Μεσοζωική Περίοδο, αεροδυναμική και αστραφτερή διακόσια εκατομμύρια χρόνια πριν κατασκευαστεί. Όταν ο αέρας, στεγνός σαν αλάτι, άρχισε να του καίει το λαιμό, σταμάτησε να αναπνέει από το στόμα. Και όταν ο ιδρώτας άρχισε να στεγνώνει στο πρόσωπο του, αναρωτήθηκε πόση
ώρα θα περίμενε πριν θεωρήσει ότι ο αντίπαλος του ήταν νεκρός. Κοίταξε το ρολόι του. Κοίταξε το φεγγάρι. Περίμενε. Χρειαζόταν το αυτοκίνητο. Είχε χρονομετρήσει τη διαδρομή πάνω στο χωματόδρομο, ήταν δώδεκα λεπτά. Στο τελευταίο σκέλος του ταξιδιού πήγαιναν με σαράντα χιλιόμετρα την ώρα περίπου. Οι υπολογισμοί έδειχναν ότι πρέπει να απείχε γύρω στα οχτώ χιλιόμετρα από τον ασφαλτοστρωμένο δρόμο. Ακόμη κι αν αποφάσιζε να αφήσει το αμάξι και να επιστρέψει στο δρόμο με τα πόδια, μπορεί να βρισκόταν σε ερημική περιοχή χωρίς πολλή κίνηση. Άλλωστε, στην τωρινή του κατάσταση, βρόμικος, τσαλακωμένος και σίγουρα αλαφιασμένος, κανείς δε θα τον έπαιρνε αν έκανε οτοστόπ, εκτός ίσως από κανέναν πλανόδιο ψυχοπαθή που αναζητούσε νέο θύμα. Τελικά πλησίασε την Κράισλερ. Έκανε τον κύκλο του αυτοκινήτου, φροντίζοντας να μένει όσο πιο μακριά του επέτρεπε ο δρόμος, προσπαθώντας να διακρίνει κάποιο πρόσωπο να κοιτάζει μέσα από τις σκιές της καμπίνας. Αφού έφτασε χωρίς να συμβεί τίποτα στο πορτ μπαγκάζ από το οποίο είχε ξεφύγει δύο φορές, σταμάτησε και αφουγκράστηκε. Η Χόλι κινδύνευε και αν οι απαγωγείς προσπαθούσαν να τον βρουν, δε θα τα κατάφερναν γιατί το κινητό του ήταν σ' εκείνη τη λευκή πλαστική σακούλα στην έπαυλη του Κάμπελ. Το μεσημεριανό τηλεφώνημα στο σπίτι του Άνσον θα ήταν η μόνη του ευκαιρία για να επικοινωνήσει μαζί τους, πριν αποφασίσουν να τη σκοτώσουν και να ασχοληθούν με κάποιο άλλο παιχνίδι. Χωρίς άλλο δισταγμό, πήγε στην πίσω πόρτα από την πλευρά του οδηγού και την άνοιξε. Ξαπλωμένος στο κάθισμα, με τα μάτια ανοιχτά, ματωμένος αλλά ζωντανός ακόμη, ο μπράβος με το λείο δέρμα σημάδευε με το πιστόλι του την πόρτα. Η κάννη έμοιαζε με τυφλή κόγχη ματιού και ο δολοφόνος είχε θριαμβευτικό ύφος καθώς έλεγε, «Είσαι νεκρός». Προσπάθησε να τραβήξει τη σκανδάλη, αλλά το πιστόλι τα-
λαντεύτηκε στο χέρι του και μετά του ξέφυγε. Το όπλο έπεσε στο δάπεδο του αυτοκινήτου και το χέρι του έπεσε πάνω στα πόδια του, και αφού η απειλή του είχε μετατραπεί σε πρόβλεψη της δικής του μοίρας, απέμεινε να κείτεται εκεί σαν να έκανε μια αισχρή πρόταση. Αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή, ο Μιτς πήγε στην άκρη του δρόμου και κάθισε σε ένα βράχο μέχρι να βεβαιωθεί ότι δε θα ξερνούσε.
35
Κ
αθισμένος στο βράχο, ο Μιτς είχε πολλά να σκεφτεί.
Όταν θα τελείωνε αυτή η ιστορία, αν τελείωνε ποτέ, ίσως το καλύτερο θα ήταν να πάει στην αστυνομία, να αφηγηθεί όσα έκανε σ' αυτή την απεγνωσμένη προσπάθεια αυτοάμυνας και να τους παρουσιάσει τους δυο νεκρούς δολοφόνους στο πορτ μπαγκάζ της Κράισλερ. Ο Τζούλιαν Κάμπελ θα αρνιόταν ότι δούλευαν γι' αυτόν, ή τουλάχιστον ότι τους είχε δώσει εντολή να σκοτώσουν τον Μιτς. Μπράβοι σαν αυτούς, κατά πάσα πιθανότητα, πληρώνονταν με μετρητά. Από την άποψη του Κάμπελ, όσο λιγότερα αρχεία υπήρχαν τόσο το καλύτερο, και οι δυο μπράβοι δεν ήταν τύποι που θα νοιάζονταν μήπως χάσουν την κοινωνική τους ασφάλιση, επειδή πληρώνονταν μετρητά χωρίς φορολογικές κρατήσεις. Υπήρχε το ενδεχόμενο να μη γνώριζαν οι Αρχές τη σκοτεινή πλευρά της αυτοκρατορίας του Κάμπελ. Μπορεί, φαινομενικά, να ήταν ένας από τους πιο σεβαστούς πολίτες της Καλιφόρνιας. Ο Μιτς, από την άλλη μεριά, ήταν ένας ταπεινός κηπουρός που ήδη τον είχαν παγιδεύσει για να φανεί ένοχος για το φόνο της γυναίκας του σε περίπτωση που δεν έβρισκε τα λύτρα για την απελευθέρωσή της. Και στο Κορόνα ντελ Map, στο δρόμο
μπροστά από το σπίτι του Άνσον, μέσα στο πορτ μπαγκάζ του Χόντα υπήρχε το πτώμα του Τζον Νοξ. Ο Μιτς σεβόταν το νόμο, αλλά δεν πίστευε καθόλου ότι οι έρευνες στον τόπο των εγκλημάτων ήταν τόσο προσεκτικές και οι τεχνικοί της Σήμανσης τόσο αλάνθαστοι όσο τους παρουσίαζαν στην τηλεόραση. Όσο περισσότερα στοιχεία έδειχναν την ενοχή του, ακόμη και αν ήταν πλαστά, τόσο πιο πολύ οι Αρχές θα πείθονταν για τις υποψίες τους και τόσο πιο εύκολο θα το έβρισκαν να αγνοήσουν τις λεπτομέρειες που μπορεί να τον αθώωναν. Όπως και να είχε, το πιο σημαντικό τώρα ήταν να παραμείνει ελεύθερος μέχρι να απελευθερώσει τη Χόλι. Και θα την απελευθέρωνε. Ή θα πέθαινε προσπαθώντας. Όταν γνώρισε τη Χόλι, και την ερωτεύτηκε σχεδόν αμέσως, είχε συνειδητοποιήσει ότι μέχρι τότε ήταν μισοζωντανός, θαμμένος ακόμη στα παιδικά του χρόνια. Εκείνη άνοιξε το συναισθηματικό φέρετρο μέσα στο οποίο τον είχαν αφήσει οι γονείς του και ο Μιτς αναστήθηκε και άνθισε. Η μεταμόρφωσή του τον είχε αφήσει κατάπληκτο. Και αισθάνθηκε, επιτέλους, ότι ήταν ολοκληρωτικά ζωντανός όταν παντρεύτηκαν. Απόψε, όμως, συνειδητοποιούσε ότι ένα μέρος του είχε παραμείνει κοιμισμένο. Και τώρα είχε ξυπνήσει, αποκτώντας ξαφνικά μια διαύγεια που του προκαλούσε αγαλλίαση αλλά και τρόμο. Σήμερα είχε συναντήσει το Κακό σε μια ακραία μορφή που δε φανταζόταν ότι μπορεί να υπήρχε, που τον είχαν μάθει να αρνείται ότι υπήρχε. Με την αναγνώριση του Κακού, όμως, εμφανίστηκε μια αυξανόμενη επίγνωση νέων διαστάσεων σε κάθε σκηνή και σχεδόν σε κάθε αντικείμενο, διαστάσεων που δεν είχε αντιληφθεί ποτέ ως τότε -μεγαλύτερη ομορφιά, παράξενες υποσχέσεις και μυστήριο. Δεν ήξερε τι ακριβώς εννοούσε με αυτό. Ήξερε μόνο ότι έτσι ήταν τα πράγματα, ότι είχαν ανοίξει τα μάτια του και έβλεπε μια ανώτερη πραγματικότητα. Πίσω από τα διαστρωματωμένα και υπέροχα μυστήρια αυτού του νέου κόσμου γύρω του,
διαισθανόταν μια αλήθεια που θα του αποκαλυπτόταν βαθμιαία, καθώς θα σηκωνόταν το ένα πέπλο μετά το άλλο. Σ' αυτή την κατάσταση της φώτισης, ήταν αστείο το γεγονός ότι το πιο επείγον πράγμα που είχε να κάνει ήταν να ξεφορτωθεί δυο πτώματα. Ένα γέλιο υψώθηκε μέσα του, αλλά το έπνιξε. Να κάθεται στην έρημο σχεδόν μεσάνυχτα, χωρίς άλλη παρέα εκτός από δύο πτώματα, και να γελά κοιτώντας το φεγγάρι δεν του φαινόταν να είναι αυτό το πρώτο βήμα στο σωστό δρόμο για να φύγει από δω. Ψηλά στα ανατολικά, ένας μετεωρίτης γλίστρησε προς τα δυτικά σαν φερμουάρ, ανοίγοντας το μαύρο ουρανό για να αποκαλύψει μια στιγμιαία λάμψη. Αλλά τα δόντια του φερμουάρ έκλειναν όσο γρήγορα άνοιγαν, κρατώντας τον ουρανό ντυμένο, και ο μετεωρίτης έγινε ένα κάρβουνο, ένας ατμός. Παίρνοντας το διάττοντα σαν οιωνό ότι έπρεπε να συνεχίσει το μακάβριο έργο του, ο Μιτς γονάτισε δίπλα στο σημαδεμένο μπράβο κι έψαξε τις τσέπες του. Γρήγορα βρήκε τα δύο πράγματα που ήθελε: το κλειδί από τις χειροπέδες και τα κλειδιά της Κράισλερ Γουίνδσορ. Έβγαλε τις χειροπέδες και τις πέταξε στο ανοιχτό πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Έτριψε τους γδαρμένους καρπούς του. Έσυρε το πτώμα στη νότια άκρη του δρόμου, πέρασε μέσα από το φράγμα των θάμνων, και το άφησε εκεί. Το πτώμα του δεύτερου μπράβου βγήκε από το πίσω κάθισμα μόνο μετά από ένα δυσάρεστο αγώνα πάλης, αλλά σε δύο λεπτά οι δυο νεκροί κείτονταν ο ένας δίπλα στον άλλο ανάσκελα, σαν να ατένιζαν το θαύμα του έναστρου ουρανού. Ο Μιτς γύρισε πάλι στο αμάξι και βρήκε ένα φακό στο μπροστινό κάθισμα. Περίμενε ότι θα υπήρχε κάτι τέτοιο, αφού σκόπευαν να τον θάψουν εκεί κοντά και θα χρειάζονταν ένα φως για να κάνουν τη δουλειά τους. Το αδύναμο εσωτερικό φως της καμπίνας δε φώτιζε αρκετά το πίσω κάθισμα. Τώρα το εξέτασε με το φακό. Επειδή ο μπράβος δεν είχε πεθάνει ακαριαία, είχε χρόνο να αιμορραγήσει. Υπήρχαν αίματα παντού.
Ο Μιτς μέτρησε οχτώ τρύπες στην πλάτη του πίσω καθίσματος, σφαίρες που το είχαν διαπεράσει από το πορτ μπαγκάζ. Προφανώς, οι άλλες δύο είχαν εξοστρακιστεί ή τις είχε σταματήσει εντελώς το κάθισμα. Στην πλάτη του μπροστινού καθίσματος υπήρχαν πέντε τρύπες, αλλά μόνο μία σφαίρα το είχε διαπεράσει. Ένα σημάδι στο ντουλαπάκι του ταμπλό έδειχνε το τέλος της τροχιάς της. Βρήκε τη σφαίρα στο δάπεδο μπροστά στο κάθισμα του συνοδηγού και την πέταξε έξω, στο σκοτάδι. Όταν θα έβγαινε από το χωματόδρομο και θα έμπαινε στους ασφαλτοστρωμένους δρόμους, αν και βιαστικός, θα έπρεπε να τηρεί τα όρια ταχύτητας. Αν τον σταματούσε κανένας αστυνομικός κι έβλεπε τα αίματα στο πίσω κάθισμα, θα βρισκόταν να τρώει με έξοδα του κράτους για πολύ καιρό. Οι δυο μπράβοι δεν είχαν φέρει φτυάρι. Με δεδομένο τον επαγγελματισμό τους, κατά πάσα πιθανότητα δεν είχαν σκοπό να αφήσουν το πτώμα του να σαπίσει σε ένα σημείο όπου μπορεί να το έβρισκαν κάποιοι που θα έβγαιναν για να κάνουν πεζοπορία ή να τρέξουν με μοτοσικλέτες. Μάλλον γνώριζαν την περιοχή και υπήρχε κάποιο σημείο της που χρησιμοποιούσαν ως τάφο, επειδή θα ήταν δύσκολο να ανακαλυφθεί τυχαία. Δεν του άρεσε η ιδέα να ψάξει να βρει αυτό το μέρος μέσα στη νύχτα με ένα φακό. Ούτε η προοπτική να βρει μια συλλογή οστών εκεί. Ξαναγύρισε στα πτώματα και πήρε τα πορτοφόλια τους για να κάνει mo δύσκολη την αναγνώριση. Η επαφή μαζί τους τον ενοχλούσε όλο και λιγότερο και αυτό τον ανησυχούσε. Έσυρε τους δυο νεκρούς πιο μακριά από το δρόμο και τους έκρυψε μέσα σε μια πυκνή συστάδα μανζανίτας που του έφτανε ως τη μέση. Τα σκληρά φύλλα τούς έκρυβαν και δεν ήταν εύκολο να τους δει κανείς. Η έρημος φαίνεται περιβάλλον εχθρικό για τη ζωή, στην πραγματικότητα όμως φιλοξενεί πολλά είδη και αρκετά από αυτά τρώνε πτώματα. Μέσα σε μια ώρα, τα πρώτα από αυτά θα ανακάλυπταν το διπλό μεζέ μέσα τους θάμνους.
Μερικά ήταν σκαθάρια, σαν εκείνο που οι μπράβοι πρόσεξαν να μην πατήσουν όταν περπατούσαν στη στοά, στην έπαυλη του Κάμπελ. Το πρωί, η ζέστη της ερήμου θα άρχιζε κι αυτή να κάνει τη δουλειά της, επισπεύδοντας σημαντικά τη διαδικασία της αποσύνθεσης. Αν τους έβρισκαν ποτέ, μπορεί να μην ανακάλυπταν τα ονόματά τους. Και το ποιος από τους δύο υπέφερε από εκτεταμένη ακμή και ποιος είχε λείο δέρμα δε θα είχε σημασία για κανέναν και δε θα μετρούσε για τίποτα. Στο γκαράζ, καθώς τον έκλειναν μέσα στο πορτ μπαγκάζ της Κράισλερ, τους είχε πει, Μακάρι να μη χρειαζόταν να γίνει αυτό. Τι να κάνουμε, είχε απαντήσει αυτός με το λείο δέρμα. Έτσι είναι τα πράγματα. Άλλος ένας διάττοντας τράβηξε την προσοχή του στο σκούρο καθαρό ουρανό. Μια σύντομη φωτεινή ουλή και μετά ο ουρανός επουλώθηκε πάλι. Ξαναγύρισε στο αυτοκίνητο κι έκλεισε το πορτ μπαγκάζ. Μόλις είχε νικήσει δύο πεπειραμένους δολοφόνους κι αυτό θα 'πρεπε να τον κάνει να νιώσει δυνατός, περήφανος και ανίκητος. Στην πραγματικότητα, όμως, ένιωθε μεγαλύτερη ταπεινοφροσύνη. Για να αποφύγει τη δυσωδία του αίματος, κατέβασε τα παράθυρα και στις τέσσερις πόρτες της Κράισλερ Γουίνδσορ. Η μηχανή πήρε μπροστά αμέσως, ένα βραχνό τραγούδι δύναμης. Άναψε τα φανάρια. Είδε με ανακούφιση το δείκτη της βενζίνης να δείχνει ότι το ντεπόζιτο ήταν γεμάτο σχεδόν κατά τα τρία τέταρτα. Δεν ήθελε να σταματήσει πουθενά, ούτε καν σε βενζινάδικο σελφ σέρβις. Έστριψε το αμάξι και είχε διανύσει γύρω στα δέκα χιλιόμετρα στο χωματόδρομο, όταν έφτασε στην κορυφή ενός υψώματος και είδε μπροστά του ένα θέαμα που τον έκανε να σταματήσει. Στα νότια, μέσα σε ένα ρηχό κοίλωμα του εδάφους, απλωνόταν μια λίμνη από υδράργυρο με ομόκεντρους δακτυλίους από αστραφτερά διαμάντια που επέπλεαν πάνω της και κινού-
νταν αργά από τα ρεύματα, σχηματίζοντας μια τεμπέλικη δίνη μεγαλόπρεπη σαν σπειροειδή γαλαξία. Για μια στιγμή η σκηνή τού φάνηκε τόσο εξωπραγματική ώστε νόμισε ότι πρέπει να ήταν παραίσθηση ή όραμα. Μετά, όμως, κατάλαβε ότι ήταν μια έκταση με χόρτα, ίσως έλυμο, με άνθη σαν λοφίο και μεταξένια άγανα. Το φεγγαρόφωτο έδινε ασημένιο χρώμα στα στάχυα και έκανε τα γυαλιστερά άγανα να αστράφτουν. Μια μικρή δίνη ανέμου, μια τεμπέλικη σπειροειδής αύρα, απλωνόταν μέσα στη ρηχή λεκάνη της βλάστησης με τέτοια χάρη και ομοιόμορφο συγχρονισμό, ώστε αν υπήρχε μουσική γι' αυτόν το χορό των χόρτων, θα ήταν βαλς. Η κίνηση των φυτών έμοιαζε να έχει ένα κρυφό νόημα, αλλά η δυσωδία του αίματος τον προσγείωσε από το μυστικιστικό στην πεζή πραγματικότητα. Συνέχισε μέχρι το τέλος του χωματόδρομου κι έστριψε δεξιά, γιατί θυμήθηκε ότι είχαν στρίψει αριστερά στον ερχομό. Οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι είχαν καλή σήμανση και γρήγορα επέστρεψε όχι στην έπαυλη του Κάμπελ -που ήλπιζε να μην την ξαναδεί ποτέ του- αλλά στο διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο. Περασμένα μεσάνυχτα και η κίνηση ήταν ελάχιστη. Πήρε βόρεια κατεύθυνση, χωρίς να ξεπερνά ποτέ πάνω από οχτώ χιλιόμετρα το όριο ταχύτητας, μια παράβαση που σπάνια τιμωρούσε ο νόμος. Η Κράισλερ Γουίνδσορ ήταν ένα υπέροχο αυτοκίνητο. Σπάνια επιστρέφουν οι νεκροί για να στοιχειώσουν τους ζωντανούς με τόσο στυλ.
36
Ο
Μιτς έφτασε στο Όραντζ στις 2:20 τη νύχτα. Παρκάρισε σε ένα δρόμο, ένα τετράγωνο απόσταση από το σπίτι του. Ανέβασε τα τέσσερα παράθυρα και κλείδωσε την Κράισλερ. Είχε ένα πιστόλι στη ζώνη του, με το πουκάμισο ριγμένο από πάνω για να το κρύβει. Ανήκε στον μπράβο με το λείο δέρμα που είπε Είσαι νεκρός, αλλά δε βρήκε τη δύναμη να πατήσει τη σκανδάλη μια τελευταία φορά. Είχε οχτώ σφαίρες. Ο Μιτς ήλπιζε να μη χρειαστεί να χρησιμοποιήσει καμία. Ήταν παρκαρισμένος κάτω από μια παλιά ανθισμένη τζακαράντα και όταν βγήκε από το αμάξι και βρέθηκε κάτω από το φως της λάμπας είδε ότι περπατούσε πάνω σε ένα χαλί από μοβ ανθοπέταλα. Πλησίασε προσεκτικά το οικόπεδο από το δρομάκι που υπήρχε πίσω του. Ένα κροτάλισμα τον έκανε να ανάψει το φακό του. Ανάμεσα σε δύο σκουπιδοτενεκέδες που ήταν έτοιμοι για αποκομιδή το πρωί, είδε κρυμμένο ένα οπόσουμ της πόλης, κάτι σαν μεγάλο αρουραίο με χλομό πρόσωπο, να οσφραίνεται συσπώντας τη ροζ μύτη του. Ο Μιτς έσβησε το φακό και πήγε στο γκαράζ του. Η καγκελόπορτα στη γωνία δεν ήταν ποτέ κλειδωμένη. Τη διάβηκε και μπήκε στην πίσω αυλή του. Τα κλειδιά του σπιτιού, μαζί με το πορτοφόλι του και άλλα
προσωπικά αντικείμενα βρίσκονταν ακόμη στη βιβλιοθήκη του Κάμπελ. Είχε ένα εφεδρικό κλειδί σε ένα μικρό κουτί ασφαλείας πιασμένο με λουκέτο σε έναν κρίκο βιδωμένο χαμηλά στον τοίχο του γκαράζ, κρυμμένο πίσω από μια σειρά αζαλέες. Τις παραμέρισε και ρισκάρισε να φωτίσει με το φακό, κρύβοντας το φως με την παλάμη του. Πάτησε το συνδυασμό στο λουκέτο, άνοιξε το κουτί, πήρε το κλειδί από μέσα κι έσβησε το φως. Μπήκε αθόρυβα στο γκαράζ, που είχε το ίδιο κλειδί με το σπίτι. Η σελήνη ταξίδευε προς τα δυτικά και τα δέντρα άφηναν τα λιγοστά υπολείμματα του φωτός της να περνούν από τα παράθυρα. Στάθηκε μέσα στο σκοτάδι και αφουγκράστηκε. Άναψε τα φώτα του γκαράζ, είτε επειδή η σιωπή τον έπεισε ότι ήταν μόνος είτε επειδή το σκοτάδι τού θύμισε το πορτ μπαγκάζ από το οποίο είχε ξεφύγει δύο φορές. Το φορτηγάκι του ήταν εκεί που το είχε αφήσει. Ο χώρος του Χόντα ήταν άδειος. Ανέβηκε τη σκάλα για τη σοφίτα. Τα κουτιά ήταν ακόμη στοιβαγμένα όπως τα είχε αφήσει για να κρύβουν το κενό στα κάγκελα. Στο μπροστινό μέρος της σοφίτας, ανακάλυψε ότι οι συσκευές ηλεκτρονικής παρακολούθησης είχαν εξαφανιστεί. Προφανώς είχε έρθει κάποιος από τους απαγωγείς και τις είχε πάρει. Αναρωτήθηκε τι να πίστευαν για τον Τζον Νοξ. Ανησυχούσε μήπως η εξαφάνισή του είχε ήδη συνέπειες για τη Χόλι. Τον διαπέρασαν απανωτά ρίγη, αλλά έδιωξε από τη σκέψη του αυτές τις σκοτεινές εικασίες. Τόσο ο ίδιος όσο και η Χόλι δεν ήταν μηχανές. Η ζωή τους είχε νόημα, το πεπρωμένο τούς είχε φέρει μαζί για κάποιο σκοπό και αυτόν το σκοπό θα τον εκπλήρωναν. Έπρεπε να πιστέψει ότι αυτό ήταν αλήθεια. Χωρίς αυτή την πίστη δεν είχε τίποτα. Αφήνοντας το γκαράζ σκοτεινό, μπήκε στο σπίτι από την πίσω πόρτα, σίγουρος ότι οι απαγωγείς δεν το παρακολουθούσαν πια.
Η στημένη σκηνή του φόνου στην κουζίνα ήταν όπως την είχε δει. Πιτσιλισμένα αίματα, ξερά πια. Αποτυπώματα χεριών στα ντουλάπια. Πήγε στο διπλανό δωμάτιο, το πλυσταριό, έβγαλε τα παπούτσια του και τα εξέτασε στο φως από τις λάμπες φθορισμού. Είδε με έκπληξη ότι δεν υπήρχε αίμα. Οι κάλτσες του δεν ήταν λερωμένες επίσης. Τις έβγαλε, παρ' όλα αυτά, και τις έριξε μέσα στο πλυντήριο. Ανακάλυψε μικρούς λεκέδες στο πουκάμισο και το τζιν του. Στην τσέπη του πουκαμίσου βρήκε την κάρτα του υπαστυνόμου Τάγκαρτ. Την κράτησε, έριξε τα ρούχα στο πλυντήριο, πρόσθεσε απορρυπαντικό και το έβαλε μπροστά. Στο νεροχύτη του πλυσταριού, έτριψε τα χέρια του μέχρι τους αγκώνες με σαπούνι και μια μαλακιά βούρτσα. Δεν προσπαθούσε να εξαφανίσει τυχόν ενοχοποιητικά ίχνη. Εκείνο που προσπαθούσε, μάλλον, ήταν να απαλλαγεί από ορισμένες αναμνήσεις. Σκούπισε το πρόσωπο και το λαιμό του με ένα υγρό πανί. Ένιωθε τρομερή κούραση. Έπρεπε να ξεκουραστεί, αλλά δεν είχε ώρα για ύπνο. Έτσι κι αλλιώς, αν προσπαθούσε να κοιμηθεί, το μυαλό του θα ήταν γεμάτο φόβους, γνώριμους ή ανώνυμους, που θα έκαναν τη σκέψη του να γυρίζει σε κύκλους και θα τον οδηγούσαν στην ολοκληρωτική εξάντληση. Φόρεσε τα παπούτσια και τα εσώρουχα και κρατώντας το πιστόλι, γύρισε στην κουζίνα. Πήρε από το ψυγείο ένα κουτάκι Ρεντ Μπουλ, που περιείχε άφθονη καφεΐνη, και το ήπιε. Τελειώνοντας το Ρεντ Μπουλ, είδε την τσάντα της Χόλι ανοιχτή στον πάγκο. Θυμήθηκε ότι ήταν εκεί και νωρίτερα. Την προηγούμενη φορά, όμως, δεν είχε δώσει σημασία στα αντικείμενα που ήταν σκορπισμένα πάνω στον πάγκο δίπλα στην τσάντα. Ένα τσαλακωμένο περιτύλιγμα από σελοφάν. Ένα μικρό κουτί με το πάνω μέρος του σκισμένο. Ένα φυλλάδιο με οδηγίες. Η Χόλι είχε φέρει σπίτι ένα τεστ εγκυμοσύνης. Το άνοιξε και προφανώς το χρησιμοποίησε κάποια στιγμή μέσα στο διά-
στη μα που μεσολάβησε από την ώρα που εκείνος έφυγε για τη δουλειά μέχρι την ώρα που την πήραν οι απαγωγείς. Μερικές φορές, ως παιδί στο δωμάτιο μελέτης, όταν δεν έχεις μιλήσει με κανέναν για πολύ καιρό, ούτε έχεις ακούσει άλλη φωνή πέρα από τη δική σου, και όταν σου έχουν στερήσει το φαγητό -αλλά ποτέ το νερό- μέχρι και για τρεις μέρες στη σειρά, όταν για μία ή και δύο βδομάδες δεν έχεις δει καθόλου φως πέρα από μερικές σύντομες στιγμές κάθε μέρα όταν παίρνουν τα μπουκάλια με τα ούρα και τον κουβά με τα κόπρανα και σου δίνουν άλλα, φτάνεις σε ένα σημείο όπου η σιωπή και το σκοτάδι δε σου φαίνονται πια σαν συνθήκες αλλά σαν ανπκείμενα με μάζα, αντικείμενα που μοιράζονται το δωμάτιο μαζί σου και, καθώς μεγαλώνουν ώρα με την ώρα, απαιτούν περισσότερο χώρο, μέχρι που σε πιέζουν από όλες τις πλευρές, η σιωπή και το σκοτάδι, και σε βαραίνουν και σε συμπιέζουν σε ένα μικροσκοπικό κύβο που το σώμα σου μπορεί να τον καταλάβει μόνο αν συμπιεστεί όπως τα αυτοκίνητα στις μάντρες των παλιοσιδηρικών. Μέσα στη φρίκη αυτής της ακραίας κλειστοφοβίας, λες στον εαυτό σου ότι δεν μπορείς να το αντέξεις ούτε για ένα λεπτό ακόμη, αλλά το αντέχεις για άλλο ένα λεπτό, κι άλλο ένα, κι άλλο ένα, για μια ώρα, μια μέρα, αντέχεις, και μετά η πόρτα ανοίγει, η τιμωρία τελειώνει και βλέπεις φως. Στο τέλος υπάρχει πάντα φως. Η Χόλι δεν του είχε αποκαλύψει ότι είχε καθυστέρηση. Είχαν αντιμετωπίσει τέτοιες ψεύτικες ελπίδες δύο φορές στο παρελθόν. Φαίνεται ότι αυτή τη φορά ήθελε να είναι σίγουρη πριν του το πει. Ο Μιτς αρχικά δεν πίστευε στο πεπρωμένο -τώρα πίστευε. Και, σε τελική ανάλυση, αν κάποιος πιστεύει στο πεπρωμένο, πρέπει να πιστεύει σε ένα χρυσό, φωτεινό μέλλον. Δε θα περιμένει να δει τι θα του σερβίρει η ζωή. Όχι, έχει σκοπό να βουτυρώσει το ψωμί του με πεπρωμένο και να φάει όλη τη φραντζόλα. Με το πιστόλι στο χέρι, πήγε γρήγορα στην κρεβατοκάμαρα. Ο διακόπτης δίπλα στην πόρτα άναβε το ένα από τα δύο πορτατίφ στα κομοδίνα.
Εστιασμένος στο σκοπό του, πήγε στην ντουλάπα. Η πόρτα ήταν ακόμη ανοιχτή. Τα ρούχα του ήταν ανακατεμένα. Δύο τζιν είχαν φύγει από τις κρεμάστρες και ήταν πεσμένα στο δάπεδο της ντουλάπας. Δε θυμόταν να έχει αφήσει την ντουλάπα σ' αυτή την κατάσταση, αλλά παρ' όλα αυτά μάζεψε ένα τζιν από κάτω και το φόρεσε. Έβαλε κι ένα σκούρο μπλε μακρυμάνικο βαμβακερό πουκάμισο, στράφηκε από την ντουλάπα και για πρώτη φορά είδε τα ρούχα που ήταν πεταμένα στο κρεβάτι. Ένα χακί παντελόνι, ένα κίτρινο πουκάμισο, λευκές αθλητικές κάλτσες, λευκό μποξεράκι και μια φανέλα. Ήταν δικά του. Τα αναγνώρισε. Ήταν πιτσιλισμένα από σκούρες κηλίδες αίματος. Ήξερε πλέον να αναγνωρίζει τα στημένα στοιχεία. Προσπαθούσαν να του φορτώσουν κάποιο καινούριο έγκλημα. Πήρε το πιστόλι από το ράφι της ντουλάπας όπου το είχε βάλει όσο ντυνόταν. Η πόρτα προς το σκοτεινό μπάνιο ήταν ανοιχτή. Το πιστόλι, σαν ραβδί ραβδοσκόπου, τον οδήγησε σ' εκείνο το σκοτάδι. Πέρασε το κατώφλι, άνοιξε το διακόπτη και με σφιγμένα δόντια μπήκε στο φωτεινό μπάνιο. Περίμενε να βρει κάτι γκροτέσκο στο ντους ή κάτι πετσοκομμένο στο νιπτήρα, αλλά ήταν όλα φυσιολογικά. Το πρόσωπό του στον καθρέφτη ήταν συσπασμένο από τρόμο, σφιγμένο σαν γροθιά, αλλά τα μάτια του ήταν διάπλατα και δεν απέφευγαν πια να δουν τίποτα. Γυρίζοντας στην κρεβατοκάμαρα, πρόσεξε κάτι αταίριαστο στο κομοδίνο με το σβηστό πορτατίφ. Το άναψε. Δύο χρωματιστές γυαλισμένες σφαίρες κοπριάς δεινοσαύρων πάνω σε μικρές μπρούντζινες βάσεις. Αν και ήταν αδιαφανείς, του θύμισαν κρυστάλλινες σφαίρες και τρομακτικούς μάντεις σε παλιές ταινίες, που προέβλεπαν κάποια ζοφερή μοίρα. «Ο Ανσον», ψιθύρισε, και μετά μια λέξη ασυνήθιστη γι' αυτόν: «Ω Θεέ μου. Ω Θεέ μου».
37
Ο
δυνατός άνεμος που κατεβαίνει από τα ανατολικά βουνά συνήθως εμφανίζεται με την ανατολή ή τη δύση του ήλιου. Τώρα, πολλές ώρες μετά τη δύση και αρκετές πριν την ανατολή, ένας δυνατός ανοιξιάτικος άνεμος άρχισε να φυσάει ξαφνικά σαν να ξεχύθηκε μέσα από μια μεγάλη πόρτα. Ο Μιτς διέσχισε το δρομάκι, πηγαίνοντας στην Κράισλερ, με τον άνεμο να σφυρίζει γύρω του. Περπατούσε βιαστικά αλλά και με ένα δισταγμό μέσα του, σαν θανατοποινίτης που κάνει τη σύντομη διαδρομή από το κελί του στο θάλαμο εκτέλεσης. Αυτή τη φορά δεν έχασε χρόνο κατεβάζοντας όλα τα παράθυρα. Άνοιξε μόνο το δικό του καθώς οδηγούσε. Ένας τραχύς άνεμος ανάσαινε βαριά γύρω του, του ανακάτευε τα μαλλιά, με την ανάσα του ζεστή και επίμονη. Οι παράφρονες δεν έχουν αυτοέλεγχο. Βλέπουν συνωμοσίες παντού γύρω τους και αποκαλύπτουν την τρέλα τους με έναν παράλογο θυμό ή με γελοίους φόβους. Οι γνήσια παράφρονες δεν ξέρουν ότι είναι τρελοί και επομένως δε βλέπουν την ανάγκη να φορέσουν μάσκα. Ο Μιτς ήθελε να πιστέψει ότι ο αδερφός του ήταν τρελός. Αν όμως ο Άνσον ενεργούσε με ψυχρό υπολογιστικό τρόπο, ήταν απλώς ένα τέρας. Αν θαύμαζες και αγαπούσες ένα τέρας, αναγκαστικά ντρεπόσουν για την ευπιστία σου. Ακόμη χειρότερα, αισθανόσουν ότι με την προθυμία σου να εξαπατηθείς, έ-
παιξες το παιχνίδι του τέρατος. Έτσι είχες ένα, τουλάχιστον, μικρό μέρος της ευθύνης για τα εγκλήματά του. Ο Άνσον είχε αυτοέλεγχο. Δε μιλούσε ποτέ για συνωμοσίες. Δε φοβόταν τίποτα. Όσο για μάσκες, είχε ταλέντο στην παραπλάνηση, μια ιδιαίτερη ικανότητα στις μεταμφιέσεις, μια ιδιοφυΐα στην εξαπάτηση. Δεν ήταν τρελός. Στους σκοτεινούς δρόμους, οι φοίνικες σφάδαζαν σαν φρενοβλαβείς γυναίκες που τινάζουν τα μαλλιά τους μέσα στη φρενίτιδα της κρίσης τους, και οι καλλιστήμονες εξαπέλυαν εκατομμύρια κόκκινες βελόνες, τα πέταλα των εξωτικών λουλουδιών τους. Το έδαφος άρχισε να ανηφορίζει, οι χαμηλοί λόφοι έγιναν πιο ψηλοί, και τώρα έβλεπες στον αέρα χαρτάκια, φύλλα, σελίδες εφημερίδων που παρασέρνονταν σαν χαρταετοί. Μια μεγάλη διαφανής πλαστική σακούλα που πετούσε φουσκώνοντας σαν μέδουσα. Το σπίτι των γονιών του ήταν το μοναδικό στο τετράγωνο που είχε φως στα παράθυρα. Ίσως θα έπρεπε να φανεί διακριτικός, αλλά τελικά παρκάρισε στο δρομάκι του γκαράζ. Ανέβασε το παράθυρο, άφησε το πιστόλι στο αμάξι και πήρε μαζί του το φακό. Ο άνεμος, γεμάτος από τις φωνές του χάους, πλούσιος από το άρωμα των ευκαλύπτων, μαστίγωνε το δρόμο με σκιές δέντρων. Δε χτύπησε το κουδούνι. Δεν είχε ψεύτικες ελπίδες, μόνο μια τρομερή ανάγκη να μάθει. Το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο, όπως είχε υποψιαστεί ότι μπορεί να ήταν. Μπήκε στο χολ κι έκλεισε την πόρτα πίσω του. Δεξιά κι αριστερά του, ένας αμέτρητος αριθμός από Μιτς υποχωρούσαν μέσα στον κόσμο των καθρεφτών. Είχαν όλοι μια έκφραση φρίκης και έμοιαζαν χαμένοι. Το σπίτι δεν ήταν σιωπηλό, επειδή ο άνεμος τράνταζε τα παράθυρα και βογκούσε στο γείσο της στέγης και τα κλαδιά των ευκαλύπτων μαστίγωναν τους τοίχους. Στο γραφείο του Ντάνιελ γυάλιζαν σκόρπια γυαλιά από τις σπασμένες βιτρίνες στο πάτωμα και ήταν παντού σκορπισμέ-
νες οι πολύχρωμες γυαλισμένες σφαίρες, σαν να είχε παίξει μπιλιάρδο μαζί τους κάποιο πόλτεργκαϊστ. Ο Μιτς έψαξε το ισόγειο δωμάτιο προς δωμάτιο, ανάβοντας τα φώτα όπου ήταν σβηστά. Στην πραγματικότητα, δεν περίμενε να βρει τίποτα στο ισόγειο -και δε βρήκε. Έλεγε στον εαυτό του ότι απλώς έψαχνε διεξοδικά, αλλά ήξερε ότι καθυστερούσε την άνοδό του στον πρώτο όροφο. Στη σκάλα κοίταξε πάνω και άκουσε τον εαυτό του να λέει, «Ντάνιελ», αλλά όχι δυνατά, και, «Κάθι», εξίσου σιγά κι αυτό. Γι' αυτό που τον περίμενε, θα έπρεπε να κατεβαίνει. Το ότι ανέβαινε έδειχνε αταίριαστο. Οι νεκρικοί θάλαμοι δεν κατασκευάζονται στην κορυφή των πύργων. Καθώς ανέβαινε, η παρατεταμένη εκπνοή της φύσης έγινε ακόμη πιο έντονη. Τα παράθυρα τραντάζονταν πιο δυνατά. Τα δοκάρια της στέγης έτριζαν. Στον πάνω διάδρομο, ένα μαύρο αντικείμενο ήταν πεσμένο πάνω στο γυαλισμένο ξύλινο πάτωμα· είχε το σχήμα ηλεκτρικής ξυριστικής μηχανής, αλλά ήταν λίγο μεγαλύτερο. Στο ένα άκρο του είχε δύο γυαλιστερούς μεταλλικούς ακροδέκτες σε απόσταση δέκα εκατοστών μεταξύ τους. Δίστασε, αλλά μετά το σήκωσε. Στο πλάι του είχε ένα διακόπτη. Όταν τον πίεσε, ένα ακιδωτό λευκό ηλεκτρικό τόξο σχηματίστηκε με έναν ξαφνικό κρότο ανάμεσα στους μεταλλικούς ακροδέκτες. Ήταν Τέιζερ, ένα όπλο αυτοάμυνας. Και κατά πάσα πιθανότητα δεν το είχαν χρησιμοποιήσει ο Ντάνιελ και η Κάθι για να αμυνθούν. Μάλλον ο Άνσον το είχε φέρει μαζί του και τους είχε επιτεθεί μ' αυτό. Ένα ηλεκτροσόκ από Τέιζερ μπορεί να εξουδετερώσει έναν άνθρωπο για αρκετά λεπτά, να τον αφήσει ανήμπορο να αντιδράσει καθώς οι μύες του συσπώνται από την ηλεκτρική δυσλειτουργία των νεύρων. Ο Μιτς ήξερε πού έπρεπε να πάει, αλλά καθυστέρησε την τρομερή στιγμή πηγαίνοντας πρώτα στην κύρια κρεβατοκάμαρα. Τα φώτα ήταν αναμμένα εκτός από ένα πορτατίφ κομοδίνου, που είχε πέσει στο πάτωμα από την πάλη και ο λαμπτήρας
του είχε σπάσει. Τα σεντόνια ήταν μπερδεμένα, τα μαξιλάρια είχαν πέσει από το κρεβάτι. Προφανώς ο Άνσον είχε κάνει ηλεκτροσόκ με το Τέιζερ στον Ντάνιελ και την Κάθι την ώρα που κοιμούνταν. Ο Ντάνιελ είχε μια μεγάλη συλλογή από γραβάτες και καμιά εικοσαριά από δαύτες ήταν σκορπισμένες στο πάτωμα. Ζωηρόχρωμα ερπετά από μετάξι. Κοιτάζοντας σε άλλες πόρτες αλλά χωρίς να χάσει χρόνο για να επιθεωρήσει πλήρως τα δωμάτια, ο Μιτς προχώρησε πιο αποφασιστικά στο δωμάτιο που βρισκόταν στο τέλος του πιο μικρού από τους δύο διαδρόμους του πάνω ορόφου. Εδώ η πόρτα ήταν όπως όλες οι άλλες, αλλά όταν την άνοιξε βρήκε μπροστά του μια δεύτερη πόρτα. Αυτή ήταν σκεπασμένη με χοντρή βάτα και μαύρο ύφασμα. Δίστασε, καθώς είχε αρχίσει να τρέμει άσχημα. Δεν περίμενε να ξαναγυρίσει ποτέ του εδώ, να ξαναπεράσει αυτό το κατώφλι. Η εσωτερική πόρτα άνοιγε μόνο απ' έξω και όχι μέσα από το δωμάτιο. Γύρισε το πόμολο. Ένα καλοφτιαγμένο λαστιχένιο σύστημα σφράγισης άνοιξε με ένα ρουφηχτό ήχο καθώς έσπρωξε την πόρτα. Μέσα, δεν υπήρχαν ούτε πορτατίφ ούτε φως στο ταβάνι. Άναψε το φακό. Αφού ο Ντάνιελ έστρωσε το πάτωμα, τους τοίχους και το ταβάνι με πενήντα εκατοστά από διάφορα ηχομονωτικά υλικά, σφραγίζοντας και το παράθυρο, το δωμάτιο είχε γίνει μικροσκοπικό. Το ταβάνι είχε ύψος ένα και ογδόντα. Το μαύρο υλικό που κάλυπτε κάθε επιφάνεια, πυκνοΰφασμένο και χωρίς την παραμικρή γυαλάδα, έμοιαζε να απορροφά το φως του φακού. Τροποποιημένη αποστέρηση αισθήσεων. Έλεγαν ότι ήταν ένα εργαλείο πειθαρχίας κι όχι τιμωρίας. Μια μέθοδος για να εστιάσουν το νου στην αυτοδιερεύνηση, την ανακάλυψη του εαυτού. Μια τεχνική, όχι ένα βασανιστήριο. Είχαν εκδοθεί πολλές μελέτες για τα θαυμαστά αποτελέσματα διαφόρων βαθμών αισθητηριακής αποστέρησης.
Ο Ντάνιελ και η Κάθι κείτονταν δίπλα δίπλα, αυτή με την πιτζάμα της, αυτός με τα εσώρουχα. Τα χέρια και οι αστράγαλοι τους ήταν δεμένα με γραβάτες. Οι κόμποι ήταν απάνθρωπα σφιχτοί, αυλάκωναν τη σάρκα. Τα δεσμά των καρπών και των αστραγάλων ήταν δεμένα μεταξύ τους με μια άλλη γραβάτα, τεντωμένη, για να περιορίζονται ακόμη περισσότερο οι κινήσεις των θυμάτων. Δεν ήταν φιμωμένοι. Ίσως ο Άνσον ήθελε να συζητήσει μαζί τους. Και τα ουρλιαχτά δεν ακούγονταν έξω από το δωμάτιο μελέτης. Ο Μιτς είχε σταματήσει στο κατώφλι, αλλά η σιωπή έμοιαζε να τον ρουφά μέσα όπως η κινούμενη άμμος ρουφά ό,τι παγιδέψει, όπως η βαρύτητα τραβά ένα αντικείμενο που πέφτει. Η γρήγορη, τραχιά αναπνοή του ήταν πνιχτή τώρα και μόλις που ακουγόταν σαν ένα ψιθυριστό σφύριγμα. Δεν άκουγε τη θύελλα πια, αλλά ήταν σίγουρος ότι ο άνεμος συνέχιζε να φυσά. Του ήταν πιο δύσκολο να κοιτάξει την Κάθι από ό,τι να κοιτάξει τον Ντάνιελ, αν και όχι όσο δύσκολο περίμενε. Αν μπορούσε να το αποτρέψει αυτό, αν κατάφερνε να σταθεί ανάμεσα στους γονείς του και τον αδερφό του! Αλλά τώρα είχε γίνει... είχε γίνει. Η καρδιά του μάλλον σφίχτηκε παρά σοκαρίστηκε και ο νους του περιέπεσε σε μελαγχολία παρά σε απόγνωση. Το πρόσωπο του Ντάνιελ, με τα μάτια ανοιχτά, ήταν συσπασμένο από τρόμο, αλλά ταυτόχρονα έδειχνε και απορία. Την τελευταία στιγμή πρέπει να αναρωτιόταν πώς ήταν δυνατό αυτό -πώς ήταν δυνατό ο Άνσον, η μοναδική του επιτυχία, να τον σκοτώσει. Τα συστήματα ανατροφής και εκπαίδευσης των παιδιών ήταν αμέτρητα και κανείς δεν πέθαινε ποτέ εξαιτίας τους. Τουλάχιστον, κανείς από εκείνους που επινοούσαν και βελτίωναν τις θεωρίες. Ο Άνσον εξουδετέρωσε τον Ντάνιελ και την Κάθι με το Τέι-
ζερ, τους έδεσε καν, μετά από μια συζήτηση ίσως, τους μαχαίρωσε. Ο Μιτς απέφυγε να κοιτάξει πολύ καλά τα τραύματα. Τα όπλα ήταν ένα κλαδευτήρι και ένα σκαλιστήρι. Τα αναγνώρισε και τα δύο. Ήταν από τα εργαλεία που είχε στο γκαράζ του.
38
Ο
Μιτς έκλεισε τα πτώματα μέσα στο δωμάτιο μελέτης και κάθισε στην κορυφή της σκάλας για να σκεφτεί. Ο φόβος, το σοκ και ένα Ρεντ Μπουλ δεν ήταν αρκετά για να καθαρίσουν τη σκέψη του όσο θα την καθάριζαν τέσσερις ώρες ύπνου. Ταξιαρχίες ανέμων έπεφταν πάνω στο σπίτι και οι τοίχοι τραντάζονταν αλλά άντεχαν την επίθεση. Ο Μιτς θα μπορούσε να κλάψει, αν τολμούσε να το επιτρέψει στον εαυτό του, αλλά δε θα ήξερε για ποιον έκλαιγε. Δεν είχε δει ποτέ του τον Ντάνιελ και την Κάθι να κλαίνε. Πίστευαν στην εφαρμοσμένη λογική και την «αμοιβαία υποβοηθητική ανάλυση» αντί για τα εύκολα συναισθήματα. Πώς μπορούσες να κλάψεις για κάποιους που δεν είχαν κλάψει ποτέ τους οι ίδιοι, που μιλούσαν, μιλούσαν ασταμάτητα για τις απογοητεύσεις τους, τις αναποδιές τους, ακόμη και τους θανάτους των δικών τους; Κανείς από όσους ήξεραν την αλήθεια γι' αυτή την οικογένεια δε θα τον αδικούσε αν έκλαιγε για τον εαυτό του. Αλλά δεν το είχε κάνει αυτό από τότε που ήταν πέντε χρονών, επειδή δεν ήθελε να τους δώσει την ικανοποίηση να τον δουν να κλαίει. Και αρνιόταν να κλάψει για τον αδερφό του. Εκείνος ο θλιβερός οίκτος που είχε νιώσει για τον Άνσον νω-
ρίτερα είχε εξατμιστεί τώρα. Δεν είχε χαθεί εδώ, στο δωμάτιο μελέτης, αλλά μέσα στο πορτ μπαγκάζ της παλιάς Κράισλερ. Στη διαδρομή από το Ράντσο Σάντα Φε προς βορρά, με τα τέσσερα παράθυρα ανοιχτά για να αεριστεί το αμάξι, είχε αφήσει τον άνεμο να διώξει από πάνω του κάθε ψευδαίσθηση και αυταπάτη. Ο αδερφός που νόμιζε ότι γνώριζε, που νόμιζε ότι αγαπούσε, στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ. Ο Μιτς αγαπούσε όχι ένα υπαρκτό πρόσωπο αλλά την παράσταση που έδινε ένας διαταραγμένος, ένα φάντασμα. Τώρα ο Άνσον είχε εκμεταλλευτεί την ευκαιρία για να εκδικηθεί τον Ντάνιελ και την Κάθι, φορτώνοντας το έγκλημα στον αδερφό του, που πίστευε ότι δε θα βρισκόταν ποτέ. Αν οι απαγωγείς δεν έπαιρναν τα λύτρα, θα σκότωναν τη Χόλι και θα πετούσαν ίσως το πτώμα της στη θάλασσα. Ο Μιτς θα θεωρούνταν ένοχος για το φόνο της, πιθανόν και για το φόνο του Τζέισον Οστίν. Μια τέτοια είδηση θα ενθουσίαζε τις εκπομπές της τηλεόρασης που ασχολούνταν με αληθινά εγκλήματα. Αν ήταν εξαφανισμένος -νεκρός σε έναν τάφο στην έρημο-, η έρευνα που θα έκαναν για να τον βρουν θα ήταν το κύριο θέμα τους για βδομάδες, αν όχι για μήνες. Με τον καιρό, μπορεί να γινόταν κι αυτός ένας θρύλος σαν τον Ν. Μ. Κούπερ, τον αεροπειρατή που πριν από δεκαετίες έπεσε με αλεξίπτωτο από ένα αεροπλάνο έχοντας αρπάξει μια περιουσία σε μετρητά, και δεν ξανακούστηκε ποτέ από τότε. Ο Μιτς σκέφτηκε να γυρίσει στο δωμάτιο μελέτης και να πάρει το κλαδευτήρι και το σκαλιστήρι. Η σκέψη να τα τραβήξει από τα πτώματα τον αηδίασε. Είχε κάνει χειρότερα πράγματα τις τελευταίες ώρες, αλλά αυτό δεν μπορούσε να το κάνει. Άλλωστε, ο έξυπνος Άνσον θα είχε σκορπίσει κι άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία εκτός από τα εργαλεία. Θα του έπαιρνε χρόνο να τα βρει -και δεν είχε χρόνο για χάσιμο. Απέμεναν σαράντα πέντε από τις αρχικές εξήντα ώρες της προθεσμίας μέχρι τα μεσάνυχτα της Τετάρτης. Όμως αυτή η υπόθεση θα έπαιρνε τέλος πριν την προθε-
σμία. Οι νέες εξελίξεις απαιτούσαν νέους κανόνες και ο Μιτς είχε σκοπό να τους επιβάλει. Ο άνεμος τον καλούσε να ξαναβγεί στη νύχτα με ουρλιαχτά λύκων. Έσβησε τα φώτα στον πρώτο όροφο και κατέβηκε στην κουζίνα. Στο παρελθόν, ο Ντάνιελ είχε πάντα ένα κουτί με σοκολάτες Χέρσεϊ'ς στο ψυγείο. Ο Ντάνιελ προτιμούσε τη σοκολάτα του παγωμένη. Το κουτί ήταν στο κάτω ράφι και έλειπε μόνο μία σοκολάτα από μέσα. Αυτά ήταν πάντα τα γλυκά του Ντάνιελ, απαγορευόταν να τα αγγίξει κανείς άλλος. Ο Μιτς πήρε όλο το κουτί. Ήταν τόσο εξαντλημένος και σφιγμένος από το άγχος ώστε δεν πεινούσε, αλλά ήλπιζε ότι η ζάχαρη μπορεί να υποκαθιστούσε σε κάποιο βαθμό τον ύπνο. Έσβησε τα φώτα του ισογείου και βγήκε από την εξώπορτα. Σκούπες από σπασμένα κλαδιά φοινικόδεντρων σάρωναν το δρόμο και πίσω τους ακολουθούσε ένας σκουπιδοτενεκές, που κυλούσε αδειάζοντας το περιεχόμενο του. Τα λουλούδια μαραίνονταν και γίνονταν κομμάτια, θάμνοι τραντάζονταν σαν να προσπαθούσαν να ξεριζωθούν, μια ξηλωμένη τέντα σε ένα παράθυρο -στην πραγματικότητα πράσινη, αλλά μαύρη σ' αυτό το φως- πλατάγιζε τρελά σαν τη σημαία κάποιου δαιμονικού έθνους, οι ευκάλυπτοι έδιναν στον άνεμο χίλιες σφυριχτές φωνές, και νόμιζες ότι το φεγγάρι θα γκρεμιστεί από τον ουρανό και τα αστέρια θα σβήσουν σαν κεριά. Μέσα στη στοιχειωμένη Κράισλερ, ο Μιτς ξεκίνησε να βρει τον Ανσον.
39
Η
Χόλι δουλεύει την πρόκα παρ' όλο που δεν καταφέρνει τίποτα, επειδή αλλιώς δε θα έχει τίποτα να κάνει και χωρίς τίποτα να κάνει θα τρελαθεί. Για κάποιο λόγο θυμάται την Γκλεν Κλόουζ να παίζει την τρελή στην Ολέθρια Σχέση. Ακόμη και αν τρελαινόταν, η Χόλι δε θα μπορούσε να βράσει το κουνελάκι κάποιου στην κατσαρόλα, εκτός φυσικά αν η οικογένειά της πεινούσε και δεν είχε τίποτε άλλο να φάει ή αν το κουνελάκι είχε κυριευτεί από κανένα δαίμονα. Τότε δε θα μπορούσε να εγγυηθεί τίποτα. Ξαφνικά η πρόκα αρχίζει να κουνιέται λίγο κι αυτό της προκαλεί έξαψη. Είναι τέτοια η έξαψη ώστε σχεδόν χρειάζεται την πάπια που της έχουν αφήσει οι απαγωγείς της. Η έξαψη ξεθωριάζει καθώς μέσα στην επόμενη μισή ώρα καταφέρνει να βγάλει μόνο μισό εκατοστό της πρόκας από τη σανίδα. Μετά, κάπου σκαλώνει και δεν κουνιέται με τίποτα. Παρ' όλα αυτά, μισό εκατοστό είναι καλύτερο από το τίποτα. Η πρόκα μπορεί να είναι -πόσο;- εφτά οχτώ εκατοστά μήκος. Συνολικά -αφαιρώντας τα διαλείμματα που έκανε για να φάει την πίτσα που της έφεραν και για να ξεκουράσει τα δάχτυλά της- δουλεύει την πρόκα γύρω στις εφτά ώρες. Αν καταφέρει να επιταχύνει λίγο τη διαδικασία και να πιάσει τα δύο εκατοστά τη μέρα, μέχρι τα μεσάνυχτα της Τετάρτης που είναι η προθεσμία θα της έχουν μείνει μόνο τρεις πόντοι.
Σε περίπτωση που ο Μιτς έχει καταφέρει να βρει τα λύτρα μέχρι τότε, θα πρέπει απλώς να περιμένουν άλλη μια μέρα μέχρι να βγάλει την αναθεματισμένη την πρόκα. Πάντα ήταν αισιόδοξος άνθρωπος. Οι άλλοι τη θεωρούσαν ανέμελη και χαρούμενη και εύθυμη και κεφάτη. Και ένας στριμμένος τύπος, ενοχλημένος από την απτόητη θετική της νοοτροπία, τη ρώτησε αν είναι παιδί του Μίκι Μάους και της Τίνκερμπελ. Θα μπορούσε να ενοχληθεί και να του πει την αλήθεια -ότι ο πατέρας της σκοτώθηκε σε τροχαίο και η μητέρα της πέθανε στον τοκετό και ότι τη μεγάλωσε μια γιαγιά πλούσια σε αγάπη και ευθυμία. Αντί γι' αυτό του απάντησε, Ναι, αλλά επειδή η Τινκ έχει πολύ στενή λεκάνη για να γεννήσει, η κυοφορία έγινε από την Νταίζη Ντοκ. Εκείνη τη στιγμή όμως, περιέργως, δυσκολεύεται να διατηρήσει την καλή της διάθεση. Μια απαγωγή σού κόβει τη διάθεση για αστεία. Έχει δύο σπασμένα νύχια και τα δάχτυλά της την πονούν. Αν δεν τα είχε τυλίξει με την άκρη της μπλούζας της για να τα προστατέψει όσο δούλευε την πρόκα, μάλλον θα αιμορραγούσαν τώρα. Μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της κατάστασης, αυτά τα προβλήματα είναι ασήμαντα. Αν οι απαγωγείς της αρχίσουν να της κόβουν τα δάχτυλα, όπως υποσχέθηκαν στον Μιτς, αυτό θα ήταν πραγματικά λόγος για να γκρινιάξει. Κάνει ένα διάλειμμα από την πρόκα. Ξαπλώνει στο αερόστρωμα μέσα στο σκοτάδι. Αν και είναι εξαντλημένη, ξέρει ότι δε θα κοιμηθεί. Και την επόμενη στιγμή ονειρεύεται ότι βρίσκεται σε ένα μέρος χωρίς φως, διαφορετικό από το δωμάτιο όπου την έχουν φυλακίσει οι απαγωγείς της. Στο όνειρο, δεν είναι δεμένη σε έναν κρίκο βιδωμένο στο πάτωμα. Περπατάει μέσα στο σκοτάδι, κρατώντας έναν μπόγο στην αγκαλιά της.
Δε βρίσκεται μέσα σε δωμάτιο αλλά σε μια σειρά από διαδρόμους. Ένα λαβύρινθο από τούνελ. Ο μπόγος γίνεται βαρύς. Τα χέρια της πονούν. Δεν ξέρει τι κουβαλάει, αλλά κάτι τρομερό θα συμβεί αν το αφήσει κάτω. Μια αμυδρή λάμψη την τραβάει. Φτάνει σε ένα δωμάτιο που φωτίζεται από ένα και μοναδικό κερί. Ο Μιτς είναι εδώ. Χαίρεται τόσο πολύ που τον βλέπει. Ο πατέρας της και η μητέρα της, που τη γνωρίζει μόνο από φωτογραφίες, είναι κι αυτοί εδώ. Ο μπόγος στην αγκαλιά της είναι ένα μωρό που κοιμάται. Το δικό της μωρό. Η μητέρα της πλησιάζει χαμογελώντας για να πάρει το μωρό. Τα χέρια της Χόλι πονάνε, αλλά εξακολουθεί να κρατάει γερά τον πολύτιμο μπόγο. Ο Μιτς λέει, Δώσε μας το μωρό, αγάπη μου. Πρέπει να είναι μαζί μας. Εσύ δεν ανήκεις εδώ. Οι γονείς της είναι νεκροί, το ίδιο και ο Μιτς, και όταν αφήσει το μωρό, δε θα κοιμάται απλώς αλλά κάτι παραπάνω. Αρνείται να τους δώσει το γιο της -και μετά το μωρό βρίσκεται με κάποιον άγνωστο τρόπο στην αγκαλιά της μητέρας της. Ο πατέρας της σβήνει το κερί. Η Χόλι ξυπνάει από τα ουρλιαχτά ενός θηρίου που δεν είναι παρά ο άνεμος, αλλά κάνει όντως σαν θηρίο, σφυροκοπώντας τους τοίχους, τραντάζοντας το σπίτι και τινάζοντας σκόνη από τα δοκάρια της στέγης. Μια απαλή λάμψη, όχι από κερί αλλά από ένα μικρό φακό, φέρνει ελάχιστη ανακούφιση από το σκοτάδι μέσα στο οποίο είναι φυλακισμένη. Αποκαλύπτει την πλεχτή μαύρη μάσκα του σκι, τα σκασμένα χείλη και τα γαλάζια μάτια ενός από τους απαγωγείς που είναι γονατισμένος μπροστά της. Είναι εκείνος που της προκαλεί ανησυχία. «Σου 'φερα σοκολάτα», λέει. Της δίνει μια Γκούντμπαρ. Τα δάχτυλά του είναι μακριά και λευκά. Τα νύχια του είναι φαγωμένα.
Η Χόλι δε θέλει να αγγίζει οτιδήποτε έχει αγγίξει αυτός. Κρύβοντας την απέχθειά της, δέχεται τη σοκολάτα. «Οι άλλοι κοιμούνται. Τώρα έχω βάρδια εγώ». Βάζει στο πάτωμα μπροστά της ένα ιδρωμένο κουτί αναψυκτικού. «Σου αρέσει η Πέπσι;» «Ναι. Ευχαριστώ». «Ξέρεις το Τσαμισάλ, στο Νέο Μεξικό;» τη ρωτάει. Έχει μια απαλή, μουσική φωνή. Θα μπορούσε σχεδόν να είναι γυναικεία φωνή, αλλά όχι τελείως. «Τσαμισάλ;» λέει η Χόλι. «Όχι. Δεν έχω πάει ποτέ». «Είχα εμπειρίες εκεί», συνεχίζει αυτός. «Η ζωή μου άλλαξε». Ο άνεμος ουρλιάζει και κάτι τραντάζεται στη στέγη, και η Χόλι χρησιμοποιεί το θόρυβο σαν δικαιολογία για να κοιτάξει πάνω, ελπίζοντας να δει κάποια χαρακτηριστική λεπτομέρεια της φυλακής της που μπορεί να φανεί χρήσιμη αργότερα σε μια κατάθεση. Την έφεραν εδώ με δεμένα τα μάτια. Στο τέλος, ανέβηκαν μερικά στενά σκαλοπάτια. Πιστεύει ότι μπορεί να βρίσκεται σε σοφίτα. Ο μισός φακός του κλεφτοφάναρου είναι σκεπασμένος με κολλητική ταινία. Το ταβάνι παραμένει σκοτεινό, το φως φτάνει μόνο μέχρι τον κοντινότερο ξύλινο τοίχο και όλα τα άλλα γύρω της είναι χαμένα στις σκιές. Είναι προσεκτικοί. «Έχεις πάει στο Ρίο Λούτσιο στο Νέο Μεξικό;» τη ρωτάει. «Όχι, ούτε εκεί». «Στο Ρίο Λούτσιο υπάρχει ένα μικρό σπίτι βαμμένο μπλε με κίτρινα τελειώματα. Γιατί δεν τρως τη σοκολάτα σου;» «Την κρατάω για αργότερα». «Ποιος ξέρει πόσος χρόνος απομένει στον καθένα μας;» της λέει. «Απόλαυσέ την τώρα. Μου αρέσει να σε βλέπω να τρως». Η Χόλι ξετυλίγει απρόθυμα τη σοκολάτα. «Στο μπλε-κίτρινο σπίτι, στο Ρίο Λούτσιο, ζει μια άγια γυναίκα, η Ερμίνα Λαβάτο. Είναι εβδομήντα δύο χρονών». Ο τύπος πιστεύει ότι δηλώσεις σαν αυτές αποτελούν συζή-
τηση. Οι παύσεις του αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχουν πολλές διαθέσιμες απαντήσεις για τη Χόλι. Εκείνη κατατείνει τη σοκολάτα και λέει, «Είναι συγγενής σου η Ερμίνα;» «Όχι. Έχει λατινοαμερικανική καταγωγή. Φτιάχνει υπέροχα φαγίτας με κοτόπουλο σε μια κουζίνα που μοιάζει σαν να είναι από τη δεκαετία του 1920». «Εγώ δεν ξέρω πολλά πράγματα από μαγείρεμα», λέει ανόητα η Χόλι. Το βλέμμα του είναι καρφωμένο στο στόμα της και η Χόλι κόβει μια δαγκωματιά από τη σοκολάτα, έχοντας την αίσθηση ότι επιδίδεται σε κάποια πρόστυχη πράξη. «Η Ερμίνα είναι πολύ φτωχή. Το σπίτι είναι μικρό αλλά πολύ όμορφο. Κάθε δωμάτιο είναι βαμμένο με ένα διαφορετικό ήρεμο χρώμα». Καθώς την κοιτάζει στο στόμα, η Χόλι τον κοιτάζει κι αυτή, στο βαθμό που της επιτρέπει η μάσκα του. Τα δόντια του είναι κίτρινα. Οι κοπτήρες είναι κοφτεροί, οι κυνόδοντες ασυνήθιστα μυτεροί. «Στους τοίχους της κρεβατοκάμαράς της υπάρχουν σαράντα δύο εικόνες της Παναγίας». Τα χείλη του φαίνονται σαν να είναι μόνιμα σκασμένα. Μερικές φορές μασάει τις άκρες του ξεφλουδισμένου δέρματος όταν δε μιλάει. «Στο καθιστικό υπάρχουν τριάντα εννιά εικόνες της Ιεράς Καρδίας του Χριστού, τρυπημένης από αγκάθια». Τα σκασίματα στα χείλη του γυαλίζουν σαν να πρόκειται να αρχίσουν να αιμορραγούν. «Στην πίσω αυλή της Ερμίνα Λαβάτο έθαψα ένα θησαυρό». «Σαν δώρο γι* αυτή;» ρωτάει η Χόλι. «Όχι. Δε θα της άρεσε αυτό που έθαψα. Πιες την Πέπσι σου». Η Χόλι δε θέλει να πιει από ένα κουτί αναψυκτικού που έχει αγγίξει αυτός. Το ανοίγει παρ' όλα αυτά και πίνει μια γουλιά. «Ξέρεις το Πενάσκο στο Νέο Μεξικό;» «Δεν έχω ταξιδέψει πολύ στο Νέο Μεξικό».
Μένει αμίλητος για μια στιγμή και ο άνεμος ουρλιάζει μέσα στη σιωπή του και το βλέμμα του κατεβαίνει στο λαιμό της καθώς η Χόλι καταπίνει την Πέπσι. Μετά: «Η ζωή μου άλλαξε στο Πενάσκο». «Νόμιζα ότι είχε αλλάξει στο Τσαμισάλ». «Η ζωή μου έχει αλλάξει πολλές φορές στο Νέο Μεξικό. Είναι ένα μέρος αλλαγών και μεγάλου μυστηρίου». Η Χόλι έχει σκεφτεί μια πιθανή χρήση για το κουτί της Πέπσι και το αφήνει παράμερα με τη σκέψη ότι θα της επιτρέψει να το κρατήσει, αν δεν το έχει αδειάσει μέχρι να φύγει αυτός. «Θα σου άρεσε το Τσαμισάλ, το Πενάσκο, το Ροντάρτε, τόσα πολλά όμορφα και εξωτικά μέρη». Η Χόλι σκέφτεται τα λόγια της πριν μιλήσει. «Ας ελπίσουμε ότι θα ζήσω για να τα δω». Της ανταποδίδει το βλέμμα στα ίσια. Τα μάτια του έχουν το γαλαζοπράσινο χρώμα ενός ουρανού που προμηνύει καταιγίδα παρ' όλο που δεν υπάρχουν σύννεφα. Με μια φωνή ακόμη πιο απαλή από το συνηθισμένο, όχι ψιθυριστά αλλά με μια γαλήνια τρυφερότητα, της λέει, «Μπορώ να σου μιλήσω εμπιστευτικά;» Αν την αγγίξει, η Χόλι θα ουρλιάζει μέχρι να ξυπνήσουν οι άλλοι. Ερμηνεύοντας την έκφρασή της ως συγκατάθεση, συνεχίζει: «Στην αρχή ήμαστε πέντε και τώρα μόνο τρεις». Δεν ήταν αυτό που περίμενε η Χόλι. Συνεχίζει να τον κοιτάζει, παρ' όλο που το βλέμμα του την τρομάζει. «Για να μειώσουμε τα μερίδια από πέντε σε τέσσερα, σκοτώσαμε τον Τζέισον». Τα σωθικά της σφίγγονται από φόβο μόλις ακούει το όνομα. Δε θέλει να ξέρει ονόματα ούτε να δει πρόσωπα. «Τώρα έχει εξαφανιστεί και ο Τζον Νοξ», συνεχίζει αυτός. «Ο Νοξ είχε αναλάβει την επιτήρηση, αλλά έχει εξαφανιστεί. Δε συζητήσαμε ποτέ να μειώσουμε τα μερίδια από τέσσερα σε τρία. Δεν μπήκε ποτέ τέτοιο θέμα». Ο Μιτς, σκέφτεται αμέσως η Χόλι. Έξω, ο τόνος του ανέμου αλλάζει. Παύει να στριγκλίζει και
αρχίζει να φυσάει με ένα δυνατό βουητό, συστήνοντας στη Χόλι τη σοφία της σιωπής. «Οι άλλοι δύο ήταν έξω για δουλειές χτες», συνεχίζει ο απαγωγέας. «Ξεχωριστά, σε διαφορετικές ώρες. Οποιοσδήποτε από τους δύο θα μπορούσε να σκοτώσει τον Τζόνυ>. Για να τον ανταμείψει γι' αυτές τις αποκαλύψεις, η Χόλι τρώει λίγη σοκολάτα. Κοιτάζοντας πάλι το στόμα της, ο απαγωγέας λέει, «Ίσως αποφάσισαν να μειώσουν τα μερίδια σε δύο. Μπορεί κιόλας ο ένας από τους δύο να θέλει να τα πάρει όλα». Μη θέλοντας να φανεί ότι σπέρνει διχόνοια, η Χόλι λέει, «Δε θα έκαναν κάτι τέτοιο». «Θα μπορούσαν να το κάνουν», της απαντά. «Ξέρεις το Βαλιεσίτο στο Νέο Μεξικό;» Γλείφοντας σοκολάτα από τα χείλη της, η Χόλι λέει, «Όχι». «Φτωχό», συνεχίζει αυτός. «Πολλά από αυτά τα μέρη είναι φτωχά αλλά τόσο όμορφα... Η ζωή μου άλλαξε στο Βαλιεσίτο». «Πώς άλλαξε;» Αντί να της απαντήσει, λέει, «Θα 'πρεπε να δεις το Λας Τράμπας, στο Νέο Μεξικό, με χιόνι. Μερικά σκόρπια απλά κτίρια, λευκά χωράφια, χαμηλοί λόφοι σκούροι από τους θάμνους, και ο ουρανός άσπρος σαν τα χωράφια κι αυτός». «Είσαι λιγάκι ποιητής», του λέει -και το εννοεί κάπως. «Δεν έχουν καζίνα στο Λας Βέγκας του Νέου Μεξικού. Έχουν ζωή. Μυστηριακή ζωή». Τα λευκά χέρια του ενώνονται, όχι σε περισυλλογή, σίγουρα όχι σε προσευχή, αλλά λες και το καθένα διαθέτει τη δική του συνείδηση και νιώθουν ευχαρίστηση ακουμπώντας το ένα το άλλο. «Στο Ρίο Λούτσιο, η Ελοΐζα Σαντοβάλ έχει ένα εικονοστάσι του Αγίου Αντωνίου μέσα στη μικρή κουζίνα της. Δώδεκα κεραμικά ειδώλια τοποθετημένα σε σειρές, ένα για κάθε παιδί και εγγόνι της. Ανάβει κεριά κάθε βράδυ την ώρα του εσπερινού». Η Χόλι ελπίζει ότι θα της αποκαλύψει κι άλλα πράγματα για τους συνεργάτες του, αλλά ξέρει ότι για να το κάνει αυτό πρέπει να δείχνει μια διακριτική περιέργεια για όσα της λέει.
«Ο Έρνεστ Σαντοβάλ οδηγεί μια Σεβρολέ Ιμπάλα του '64 με μια τεράστια ατσάλινη αλυσίδα για τιμόνι, ταμπλό βαμμένο στο χέρι και οροφή ντυμένη με κόκκινο βελούδο». Τα μακριά δάχτυλα με τις πλατιές άκρες χαϊδεύουν το ένα το άλλο. «Ο Έρνεστ ενδιαφέρεται για αγίους που αγνοεί η θρήσκα γυναίκα του. Και ξέρει... εκπληκτικά μέρη». Η σοκολάτα έχει αρχίσει να κολλάει στο στόμα και στο λαιμό της Χόλι, αλλά κόβει άλλο ένα κομμάτι. «Στο Νέο Μεξικό ζουν αρχαία πνεύματα πριν από τη δημιουργία της ανθρωπότητας. Ασχολείσαι με την εσωτερική αναζήτηση;» Αν τον ενθαρρύνει πάρα πολύ, μπορεί να θεωρήσει ότι του λέει ψέματα. «Δε νομίζω. Μερικές φορές όλοι νιώθουμε... ότι κάτι λείπει. Αλλά αυτό συμβαίνει σε όλους. Έτσι είναι η ανθρώπινη φύση». «Εγώ βλέπω μια αναζήτηση μέσα σου, Χόλι Ράφερτι. Ένα μικροσκοπικό σπόρο πνεύματος που περιμένει να ανθίσει». Τα μάτια του είναι διάφανα σαν καθαρό νερό, αλλά στον πυθμένα, κρυμμένες από λάσπη, υπάρχουν παράξενες μορφές που η Χόλι δεν μπορεί να αναγνωρίσει. Χαμηλώνει το βλέμμα της και λέει σεμνά, «Φοβάμαι ότι βλέπεις μέσα μου πράγματα που δεν υπάρχουν. Δε σκέφτομαι πολύ». «Το μυστικό είναι να μη σκέφτεσαι. Σκεφτόμαστε με λέξεις. Και αυτό που βρίσκεται κάτω από την πραγματικότητα που βλέπουμε είναι μια αλήθεια που δεν μπορούν να περιγράψουν οι λέξεις. Το μυστικό είναι να νιώθεις». «Βλέπεις, για σένα αυτό είναι απλό, αλλά για μένα είναι πολύ βαθύ». Γελάει σιγά. «Το μεγαλύτερο όνειρο μου είναι να γίνω κτηματομεσίτρια». «Υποτιμάς τον εαυτό σου», τη διαβεβαιώνει. «Μέσα σου υπάρχουν... τεράστιες δυνατότητες». Οι μεγάλοι χοντροκόκαλοι καρποί του και τα μακριά, χλομά χέρια του δεν έχουν καθόλου τρίχες, είτε από φυσικού τους είτε επειδή χρησιμοποιεί κάποια αποτριχωτική κρέμα.
40
Μ
ε τους καλικάντζαρους του ανέμου να τον απειλούν από το ανοιχτό παράθυρο του οδηγού, ο Μιτς πέρασε μπροστά από το σπίτι του Άνσον στο Κορόνα ντελ Map. Μεγάλα λευκά λουλούδια είχαν πέσει από τη μεγάλη μανόλια και είχαν στοιβαχτεί μπροστά στην εξώπορτα, φωτισμένα από μια λάμπα που έμενε αναμμένη όλη τη νύχτα. Κατά τα άλλα, το σπίτι ήταν σκοτεινό. Δεν πίστευε ότι ο Άνσον γύρισε σπίτι του, πλύθηκε κι έπεσε πανευτυχής για ύπνο αφού σκότωσε τους γονείς τους. Σίγουρα ήταν ξύπνιος και κάτι σκάρωνε. Το Χόντα του Μιτς δεν ήταν πια στο πεζοδρόμιο όπου το είχε αφήσει όταν ήρθε για πρώτη φορά εδώ ακολουθώντας τις οδηγίες των απαγωγέων. Στο διπλανό τετράγωνο, παρκάρισε, αποτελείωσε τη σοκολάτα, έκλεισε το παράθυρο και κλείδωσε την Κράισλερ Γουίνδσορ. Δυστυχώς, το αμάξι τραβούσε την προσοχή ανάμεσα στα άλλα μοντέρνα αυτοκίνητα, σαν αντικείμενο μουσειακής μεγαλοπρέπειας μέσα σε ένα κατάστημα με βιντεοπαιχνίδια. Ο Μιτς πήγε στο δρομάκι που επικοινωνούσε με το γκαράζ του Άνσον. Τα φώτα ήταν αναμμένα στην πίσω μονοκατοικία, πάνω από τα δύο διπλά γκαράζ. Κάποιος μπορεί να είχε δουλειά που τον κρατούσε ξύπνιο μετά τις τρεισήμισι τη νύχτα. Ή αϋπνία.
Ο Μιτς στάθηκε στο δρομάκι με τα πόδια ανοιχτά για να αντισταθεί στον άνεμο. Κοίταξε τα ψηλά παράθυρα με τις κουρτίνες. Από κείνη τη στιγμή στη βιβλιοθήκη του Κάμπελ, είχε μπει σε μια νέα πραγματικότητα. Τώρα έβλεπε τα πράγματα πιο καθαρά από ό,τι παλιά. Αν ο Άνσον είχε οχτώ εκατομμύρια δολάρια και ένα γιοτ που το είχε ήδη εξοφλήσει, κατά πάσα πιθανότητα ήταν δικές του και οι δύο μονοκατοικίες. Όχι μόνο η μία, όπως ισχυριζόταν. Ζούσε στην μπροστινή και χρησιμοποιούσε την πίσω σαν γραφείο. Εκεί δούλευε εφαρμόζοντας τη γλωσσολογική θεωρία στο σχεδιασμό λογισμικού -ή ό,τι άλλο έκανε, τέλος πάντων, για να πλουτίσει. Αυτός που δούλευε μέσα στη νύχτα, πίσω από αυτά τα παράθυρα με τις τραβηγμένες κουρτίνες, δεν ήταν κάποιος γείτονας. Ήταν ο ίδιος ο Άνσον, σκυμμένος μπροστά σε ένα κομπιούτερ. Μπορεί να χάραζε μια πορεία για το γιοτ του που θα τον οδηγούσε σε κάποιο λιμάνι έξω από τα όρια του νόμου. Μια καγκελόπορτα υπηρεσίας έβγαζε σε ένα στενό δρομάκι δίπλα στο γκαράζ. Ο Μιτς το ακολούθησε, φτάνοντας στη στρωμένη με τούβλο αυλή που χώριζε τις δύο μονοκατοικίες. Τα φώτα εδώ ήταν σβηστά. Δίπλα στην αυλή υπήρχαν παρτέρια με πλούσιες ναντίνες και μια ποικιλία από φτέρες, συν αιχμέες και ανθούρια για την αντίθεση των κόκκινων λουλουδιών τους. Τα σπίτια μπροστά και πίσω, οι ψηλοί πλαϊνοί φράχτες και τα άλλα γειτονικά σπίτια που συνωστίζονταν γύρω γύρω στα μικρά τους οικόπεδα έκοβαν λίγο τον αέρα. Αν και υπήρχαν ακόμη κάποιες ριπές δημιουργημένες από ενάντια ρεύματα, εδώ μια πιο ήπια μορφή του κατέβαινε από τις στέγες και χόρευε με τα φυτά της αυλής αντί να τα μαστιγώνει. Ο Μιτς κρύφτηκε κάτω από τα τοξωτά φύλλα μιας τασμανιανής φτέρης που ταλαντευόταν κι έτρεμε. Μαζεύτηκε εκεί, κοιτάζοντας στην αυλή. Η κουρτίνα που σχημάτιζαν τα πλατιά δαντελωτά φύλλα υψωνόταν και χαμήλωνε, υψωνόταν και χαμήλωνε, αλλά χωρίς
να του κρύβει εντελώς την αυλή. Αν είχε τα μάπα του ανοιχτά, θα έβλεπε σίγουρα όποιον περνούσε από το πίσω σπίτι σ' αυτό της πρόσοψης. Κάτω από το θόλο της φτέρης, μύριζε το πλούσιο έδαφος, ένα ανόργανο λίπασμα και την αμυδρά αρωματική οσμή από βρύα. Στην αρχή η αίσθηση ήταν παρήγορη, του θύμιζε τη ζωή του όσο τα πράγματα ήταν πιο απλά, μόλις πριν από δεκάξι ώρες. Μετά από μερικά λεπτά, όμως, το μείγμα των οσμών άρχισε να του θυμίζει τη μυρωδιά του αίματος. Στο σπίτι πάνω από τα γκαράζ έσβησαν τα φώτα. Ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει με βρόντο, βοηθημένη ίσως από τον αέρα. Η χορωδία των φωνών του ανέμου δε σκέπαζε εντελώς το γδούπο των βαριών βιαστικών βημάτων που κατέβηκαν από την εξωτερική σκάλα στην αυλή. Κοιτάζοντας ανάμεσα στα κλαδιά της φτέρης, ο Μιτς είδε μια μεγαλόσωμη φιγούρα, σαν αρκούδα, να διασχίζει την αυλή. Ο Άνσον δεν αντιλήφθηκε τον αδερφό του που πλησίασε από πίσω. Κι έβγαλε μια πνιχτή κραυγή μόλις το Τέιζερ βραχυκύκλωσε το νευρικό του σύστημα. Όταν ο Άνσον άρχισε να τρεκλίζει προσπαθώντας να μείνει όρθιος, ο Μιτς παρέμεινε κοντά του. Το Τέιζερ του έδωσε άλλο ένα φιλί των πενήντα χιλιάδων βολτ. Ο Άνσον αγκάλιασε τα τούβλα. Γύρισε ανάσκελα. Το γεροδεμένο σώμα του έκανε συσπάσεις. Τα χέρια του κουνιόνταν εδώ κι εκεί. Το κεφάλι του κυλούσε δεξιά αριστερά κι έβγαζε ήχους που έδειχναν ότι μπορεί να κινδύνευε να καταπιεί τη γλώσσα του. Ο Μιτς δεν ήθελε να καταπιεί τη γλώσσα του ο Άνσον, αλλά ούτε θα έκανε τίποτα για να το αποτρέψει.
41
Σ
μήνη ανέμων χτυπούν τα φτερά τους πάνω στους τοίχους
και σαρώνουν τη στέγη. Το σκοτάδι το ίδιο μοιάζει να πάλλεται. Τα άτριχα χέρια, λευκά σαν περιστέρια, χαϊδεύουν το ένα το άλλο μέσα στο αμυδρό φως του μισοκαλυμμένου φακού. Η απαλή φωνή τής μιλάει: «Στο Ελ Βάλιε του Νέου Μεξικού υπάρχει ένα νεκροταφείο όπου σπάνια κόβουν το γρασίδι. Μερικοί τάφοι έχουν ταφόπλακες και μερικοί όχι». Η Χόλι έχει τελειώσει τη σοκολάτα. Νιώθει σχεδόν αηδία. Το στόμα της έχει μια γεύση σαν αίμα. Χρησιμοποιεί την Πέπσι για να το ξεπλύνει. «Μερικοί τάφοι χωρίς ταφόπλακες έχουν γύρω τους μικρούς ξύλινους φράχτες φτιαγμένους με σανίδες από παλιά τελάρα φρούτων και λαχανικών». Όλα αυτά οδηγούν κάπου, αλλά οι σκέψεις του ακολουθούν διαδρομές που μόνο ένα μυαλό εξίσου τρελό με το δικό του μπορεί να τις προβλέψει. «Τα αγαπημένα πρόσωπα του νεκρού βάφουν τους ξύλινους φράχτες με παστέλ χρώματα -γαλάζιο, ανοιχτοπράσινο, ένα κίτρινο σαν από ξεθωριασμένους ηλίανθους». Παρά τα ανησυχητικά αινίγματα που κρύβονται πίσω από το απαλό τους χρώμα, αυτή τη στιγμή τα μάτια του την απωθούν λιγότερο από τα χέρια του.
«Κάτω από μια σελήνη ενός τετάρτου, ώρες αφότου κλείστηκε ένας φρέσκος τάφος, δουλέψαμε λίγο με το φτυάρι και ανοίξαμε το ξύλινο φέρετρο ενός παιδιού». «Κίτρινο σαν από ξεθωριασμένους ηλίανθους», επαναλαμβάνει η Χόλι, προσπαθώντας να γεμίσει το νου της με αυτό το χρώμα για να διώξει την εικόνα ενός παιδιού σε φέρετρο. «Ήταν ένα κορίτσι οχτώ χρονών, που πέθανε από καρκίνο. Την έθαψαν με ένα μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου κλεισμένο στο αριστερό της χέρι και μια πορσελάνινη κούκλα της Σταχτοπούτας στο δεξί επειδή της άρεσε αυτό το παραμύθι». Οι ηλίανθοι δεν αντέχουν και η Χόλι βλέπει στο νου της τα μικρά χέρια να κρατάνε σφιχτά την προστασία του αγίου και την προσδοκία της φτωχής κοπέλας που έγινε πριγκίπισσα. «Επειδή έμειναν μερικές ώρες στον τάφο ενός αθώου, αυτά τα αντικείμενα απέκτησαν μεγάλη δύναμη. Πλύθηκαν από το θάνατο και γυαλίστηκαν από το πνεύμα». Όσο περισσότερο κοιτάζει τα μάτια του, τόσο λιγότερο οικεία γίνονται. «Πήραμε από τα χέρια της το μενταγιόν και την κούκλα και τα αντικαταστήσαμε με... άλλα αντικείμενα». Το ένα λευκό χέρι εξαφανίζεται μέσα σε μια τσέπη του μαύρου σακακιού του. Όταν εμφανίζεται πάλι, κρατά το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου από μια ασημένια αλυσίδα. «Να», λέει. «Πάρ' το». Το γεγονός ότι το αντικείμενο προέρχεται από έναν τάφο δεν την απωθεί, αλλά το ότι το έχουν πάρει από το χέρι ενός νεκρού παιδιού τής προκαλεί αποτροπιασμό. Εδώ συμβαίνει κάτι που ο απαγωγέας της δεν το εκφράζει καθαρά. Υπάρχει κάτι μυστηριώδες που η Χόλι δεν το καταλαβαίνει. Διαισθάνεται ότι αν απορρίψει το μενταγιόν για οποιονδήποτε λόγο θα αντιμετωπίσει τρομερές συνέπειες. Απλώνει το δεξί της χέρι κι αυτός ρίχνει το μενταγιόν στην παλάμη της. Η αλυσίδα τυλίγεται σε τυχαίες σπείρες. «Ξέρεις την Εσπανιόλα, στο Νέο Μεξικό;»
Η Χόλι κλείνει στην παλάμη της το μενταγιόν. «Άλλο ένα μέρος που δεν το ξέρω», λέει. «Η ζωή μου άλλαξε εκεί», της αποκαλύπτει καθώς παίρνει το φακό και σηκώνεται. Την αφήνει μέσα στο πηχτό σκοτάδι με το μισοάδειο κουτί της Πέπσι, που η Χόλι ήταν σίγουρη ότι θα το έπαιρνε φεύγοντας. Η πρόθεσή της είναι -ή μάλλον ήταν- να τσαλακώσει το κουτί και να δημιουργήσει ένα μικροσκοπικό λοστό για να δουλέψει την ξεροκέφαλη πρόκα. Το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου θα κάνει καλύτερη δουλειά. Είναι από χυτό μπρούντζο, επιμεταλλωμένο με ασήμι ή νικέλιο, πολύ σκληρότερο από το μαλακό αλουμίνιο του κουτιού. Η επίσκεψη του απαγωγέα της έχει αλλάξει την ποιότητα αυτού του σκοτεινού χώρου. Πριν ήταν ένα μοναχικό σκοτάδι. Τώρα η Χόλι το φαντάζεται γεμάτο από αρουραίους, ζωύφια και λεγεώνες από αηδιαστικά πλάσματα που έρπουν.
42
Ο
Άνσον έπεσε με ένα δυνατό βρόντο μπροστά στην πόρτα της κουζίνας, ενώ ο άνεμος έμοιαζε να ζητωκραυγάζει για την πτώση του. Θυμίζοντας πλάσμα συνηθισμένο να φιλτράρει το οξυγόνο του από το νερό που τώρα κείτεται ανήμπορο στην ακτή, το σώμα του έκανε σπασμούς και συσπάσεις. Τα χέρια του πετάριζαν και οι αρθρώσεις του χτυπούσαν στο τούβλινο δάπεδο. Κοίταζε χάσκοντας τον Μιτς, κουνούσε το στόμα του σαν να προσπαθούσε να μιλήσει, ίσως να ουρλιάξει από πόνο. Το μόνο που ακουγόταν ήταν μια ψιλή στριγκλιά, ένα λεπτό νήμα ήχου, λες και ο οισοφάγος του είχε σφιχτεί σε μέγεθος καρφίτσας. Ο Μιτς δοκίμασε την πόρτα. Ξεκλείδωτη. Την άνοιξε και μπήκε στην κουζίνα. Τα φώτα ήταν σβηστά. Δεν τα άναψε. Δεν ήταν σίγουρος πόσο θα κρατούσε η επίδραση του ηλεκτροσόκ. Ελπίζοντας για ένα δυο λεπτά τουλάχιστον, άφησε το Τέιζερ πάνω σε έναν πάγκο και γύρισε στην ανοιχτή πόρτα. Έπιασε τον Άνσον από τους αστραγάλους επιφυλακτικά, αλλά ο αδερφός του δεν ήταν σε θέση να τον κλοτσήσει. Τον έσυρε μέσα στο σπίτι και έκανε ένα μορφασμό όταν το πίσώ μέρος του κεφαλιού του Άνσον χτύπησε πάνω στο υπερυψωμένο κατώφλι. Έκλεισε την πόρτα κι άναψε τα φώτα. Τα στόρια ήταν κλει-
J
στά, όπως και όταν ήρθε εδώ για το τηλεφώνημα από τους απαγωγείς. Η κατσαρόλα με τη σούπα μασάια ήταν ακόμη πάνω στην κουζίνα, κρύα αλλά αρωματική. Δίπλα στην κουζίνα ήταν το πλυσταριό. Κοίταξε μέσα και το βρήκε όπως το θυμόταν: μικρό, χωρίς παράθυρα. Στο τραπέζι της κουζίνας, οι τέσσερις καρέκλες ήταν ρετρόσικ από ανοξείδωτο ατσάλι και κόκκινο βινύλιο. Πήγε τη μία στο πλυσταριό. Στο πάτωμα ο Άνσον, αγκαλιάζοντας τους ώμους του σαν να κρύωνε, αλλά κατά πάσα πιθανότητα προσπαθώντας απλώς να σταματήσει τους σπασμούς, προσπαθώντας να ελέγξει τις λιγότερο έντονες αλλά συνεχείς μυϊκές συσπάσεις, έβγαζε τους αξιολύπητους ήχους ενός σκυλιού που πονά. Η αγωνία του μπορεί να ήταν γνήσια. Ή μπορεί να ήταν μια παράσταση. Ο Μιτς παρέμεινε σε ασφαλή απόσταση. Πήρε το Τέιζερ. Μετά έφερε το χέρι πίσω στη μέση του και έβγαλε το πιστόλι που είχε περασμένο στη ζώνη του εκεί. «Άνσον, θέλω να γυρίσεις μπρούμυτα». Το κεφάλι του αδερφού του γύριζε δεξιά αριστερά, όχι σε άρνηση αλλά ίσως ακούσια. Η προοπτική της εκδίκησης έμοιαζε γλυκιά αρχικά. Στην πραγματικότητα, δεν είχε τίποτα το ευχάριστο. «Άκουσέ με. Θέλω να γυρίσεις μπρούμυτα και να συρθείς όσο καλύτερα μπορείς ως το πλυσταριό». Από το στόμα του Άνσον έτρεχαν σάλια. Το σαγόνι του γυάλιζε. «Σου δίνω μια ευκαιρία να το κάνεις με τον εύκολο τρόπο». Ο Άνσον έδειχνε να βρίσκεται ακόμη σε σύγχυση και να μην μπορεί να ελέγξει το σώμα του. Ο Μιτς αναρωτήθηκε μήπως δύο απανωτά ηλεκτροσόκ με το Τέιζερ, που το δεύτερο είχε κρατήσει ίσως περισσότερο από όσο έπρεπε, μπορεί να του προκάλεσαν μόνιμες βλάβες. Ο Άνσον έδειχνε να είναι σε άσχημη κατάσταση. Η πτώση του μπορεί να εμπεριείχε ένα τραγικό στοιχείο αν
είχε πέσει από ψηλά, στην πραγματικότητα όμως είχε πέσει από χαμηλά χαμηλότερα. Ο Μιτς συνέχισε να επαναλαμβάνει τις ίδιες εντολές. Τελικά είπε, «Να πάρει, Άνσον, αν χρειαστεί μπορώ να σου κάνω και τρίτο ηλεκτροσόκ και να σε σύρω εγώ όσο θα είσαι κοκαλωμένος». Η πίσω πόρτα τραντάχτηκε, τραβώντας του την προσοχή. Αλλά ήταν απλώς το χέρι του ανέμου που δοκίμαζε την κλειδαριά, καθώς μια δυνατή ριπή σάρωσε την προστατευμένη αυλή. Όταν κοίταξε πάλι τον Άνσον, είδε ένα διαπεραστικό βλέμμα κατανόησης στα μάτια του αδερφού του, μια πονηρή υπολογιστική λάμψη που χάθηκε αμέσως, δίνοντας τη θέση της σε μια θολή έκφραση σύγχυσης. Τα μάτια του Άνσον γύρισαν προς τα πάνω. Ο Μιτς περίμενε μισό λεπτό και μετά κινήθηκε γρήγορα προς τον αδερφό του. Ο Άνσον κατάλαβε ότι πλησίαζε, νόμισε ότι θα χρησιμοποιήσει το Τέιζερ, και ανακάθισε για να το αρπάξει, να τον εμποδίσει. Ο Μιτς όμως πυροβόλησε προς το μέρος του, αστοχώντας, αν και όχι κατά πολύ. Ο Άνσον τινάχτηκε πίσω τρομαγμένος από τον πυροβολισμό και τότε ο Μιτς τον χτύπησε με το πιστόλι στο πλάι του κεφαλιού, αρκετά δυνατά για να τον πονέσει άσχημα. Αρκετά δυνατά, όπως αποδείχτηκε, για να τον αφήσει αναίσθητο. Ο αρχικός σκοπός του ήταν να εξασφαλίσει τη συνεργασία του Άνσον πείθοντάς τον ότι δεν είχε να κάνει πια με τον παλιό Μιτς. Αλλά και έτσι είχε πετύχει αυτό που ήθελε.
43
Δ
εν είναι βαρύς, είναι αδερφός μου. Τρίχες. Ο Άνσον ήταν αδερφός του και ήταν βαρύς. Αποδείχτηκε πιο δύσκολο από όσο περίμενε να τον σύρει πάνω στο γυαλισμένο ξύλινο δάπεδο της κουζίνας και να τον βάλει μέσα στο πλυσταριό. Το να τον καθίσει στην καρέκλα ήταν σχεδόν αδύνατο, αλλά ο Μιτς τα κατάφερε. Η καπιτοναρισμένη πλάτη της καρέκλας ήταν βιδωμένη σε δύο κατακόρυφα στηρίγματα. Ανάμεσα σε κάθε πλευρά της πλάτης και το σκελετό της καρέκλας υπήρχε ένας κενός χώρος. Ο Μιτς τράβηξε τα χέρια του Άνσον μέσα από αυτά τα ανοίγματα και μετά τα έδεσε πίσω από την καρέκλα, περνώντας του στους καρπούς τις χειροπέδες που φορούσε ο ίδιος νωρίτερα. Ψάχνοντας σε ένα συρτάρι βρήκε τρεις μπαλαντέζες. Η μία ήταν από χοντρό πορτοκαλί καλώδιο και είχε μήκος γύρω στα δώδεκα μέτρα. Ο Μιτς το πέρασε κάμποσες φορές μέσα από τα πόδια της καρέκλας και τα στηρίγματα της πλάτης, και μετά το έδεσε γύρω από το πλυντήριο. Το καλώδιο δεν ήταν τόσο εύκαμπτο όσο ένα σχοινί, με αποτέλεσμα να επιτρέπει μόνο χαλαρούς κόμπους, έτσι έδεσε τρεις. Ο Άνσον θα μπορούσε να μισοσηκωθεί από την καρέκλα, αλλά έπρεπε να σηκώσει και την καρέκλα μαζί του. Όμως η
καρέκλα ήταν δεμένη στο πλυντήριο κι έτσι δεν μπορούσε να πάει πουθενά. Το χτύπημα με το πιστόλι είχε τραυματίσει το αυτί του. Αιμορραγούσε, αλλά όχι πολύ. Ο σφυγμός του ήταν αργός αλλά σταθερός. Μπορεί να συνερχόταν γρήγορα. Αφήνοντας το φως αναμμένο, ο Μιτς ανέβηκε πάνω, στην κύρια κρεβατοκάμαρα. Είδε αυτά που περίμενε: δύο μικρά φώτα νυκτός σε πρίζες του τοίχου, σβηστά προς το παρόν. Από παιδί ο Ανσον κοιμόταν πάντα με ένα μικρό φως. Στα εφηβικά του χρόνια είχε αρχίσει να χρησιμοποιεί ένα νυχτερινό φως παρόμοιο με αυτά. Για μια ενδεχόμενη διακοπή ρεύματος, είχε σε όλα τα δωμάτια του σπιτιού του από ένα φακό, που του άλλαζε μπαταρίες τέσσερις φορές το χρόνο. Ο Μιτς κατέβηκε πάλι κάτω και κοίταξε μέσα στο πλυντήριο. Ο Άνσον ήταν ακόμη αναίσθητος πάνω στην καρέκλα. Έψαξε τα συρτάρια της κουζίνας μέχρι που βρήκε πού έβαζε ο Άνσον τα κλειδιά του. Πήρε ένα εφεδρικό κλειδί του σπιτιού. Πήρε επίσης τα κλειδιά από τρία διαφορετικά αυτοκίνητα, ανάμεσά τους και το δικό του Χόντα, και βγήκε από το σπίτι από την πίσω πόρτα. Πίστευε ότι οι γείτονες δεν είχαν ακούσει τον πυροβολισμό μέσα στη βουή και τα ουρλιαχτά του ανέμου που έμοιαζε να πολεμά με τον εαυτό του -ή, αν τον άκουσαν, δε θα αναγνώρισαν τι ήταν. Παρ' όλα αυτά, ανακουφίστηκε όταν δεν είδε αναμμένα φώτα στα σπίτια δεξιά κι αριστερά. Ανέβηκε τη σκάλα για το σπίτι πάνω από τα γκαράζ και δοκίμασε την πόρτα, αλλά ήταν κλειδωμένη. Όπως το περίμενε, το κλειδί του σπιτιού του Άνσον άνοιγε κι αυτή την πόρτα. Μέσα, είδε ότι το γραφείο του Άνσον καταλάμβανε το χώρο που κανονικά θα ήταν το καθιστικό και η τραπεζαρία. Υπήρχαν κι εδώ πίνακες με ναυτικά θέματα, μερικοί από τους ίδιους ζωγράφους που φιλοτέχνησαν τους πίνακες του μπροστινού σπιτιού. Είδε τέσσερις υπολογιστές πάνω στο τραπέζι και μπροστά τους ένα κάθισμα γραφείου με ροδάκια. Το μέγεθος των υπο-
λογιστών, που ήταν πολύ μεγαλύτεροι από αυτούς που βλέπει κανείς συνήθως σε ένα σπίτι, έδειχνε ότι η δουλειά του Άνσον χρειαζόταν γρήγορη, πολυεπίπεδη επεξεργασία και αποθήκευση τεράστιας ποσότητας στοιχείων. Ο Μιτς δεν ασχολιόταν με τους υπολογιστές. Δεν είχε την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να ανάψει έναν από αυτούς εδώ και να ανακαλύψει ποια ήταν η δουλειά που είχε κάνει πλούσιο τον αδερφό του. Άλλωστε, ο Άνσον θα είχε απανωτά επίπεδα ασφάλειας, κωδικούς και διαδικασίες για να προστατέψει τη δουλειά του ακόμη και από τους καλύτερους χάκερ. Του άρεσαν πάντα οι πολύπλοκοι κώδικες και οι συμβολισμοί των χαρτών που έφτιαχναν οι πειρατές για να μπορούν να ξαναβρούν τους θησαυρούς τους σ' εκείνες τις ιστορίες που τον μάγευαν όταν ήταν μικρός. Ο Μιτς βγήκε, κλειδώνοντας την πόρτα πίσω του, και κατέβηκε κάτω, στο πρώτο από τα γκαράζ. Μέσα υπήρχε το Εξπεντίσον με το οποίο είχαν πάει στην έπαυλη του Κάμπελ στο Ράντσο Σάντα Φε και η Μπιούικ Σούπερ Γούντι Γουάγκον του 1947. Στο άλλο γκαράζ υπήρχε μια άδεια θέση και το Χόντα που είχε αφήσει ο Μιτς στο δρόμο. Μπορεί ο Άνσον να το είχε βάλει εδώ αφού πρώτα πήγε με αυτό στο Όραντζ, πήρε τα δύο εργαλεία του Μιτς καθώς και μερικά από τα ρούχα του, πήγε μετά στο σπίτι του Ντάνιελ και της Κάθι και τους σκότωσε, και μετά πάλι στο σπίτι του Μιτς για να αφήσει εκεί τα ενοχοποιητικά στοιχεία. Ο Μιτς άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Το πτώμα του Τζον Νοξ ήταν ακόμη εκεί, τυλιγμένο με τον παλιό μουσαμά. Το ατύχημα στη σοφίτα έμοιαζε να έχει συμβεί στο μακρινό παρελθόν, σε μια άλλη ζωή. Γύρισε πάλι στο πρώτο γκαράζ, έβαλε μπροστά το Εξπεντίσον και το πήγε στην άδεια θέση του δεύτερου γκαράζ. Μετά παρκάρισε το Χόντα δίπλα στην Μπιούικ κι έκλεισε τη μεγάλη γκαραζόπορτα. Σκυθρωπός, έβγαλε με δυσκολία το απρόθυμο πτώμα από
το πορτ μπαγκάζ του Χόντα. Το άφησε στο δάπεδο του γκαράζ και ξετύλιξε το μουσαμά. Δεν ήταν ακόμα σε κατάσταση σοβαρής σήψης, αλλά το πτώμα ανέδιδε μια απαίσια γλυκόξινη οσμή που έκανε τον Μιτς να θέλει να απομακρυνθεί όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ο άνεμος θρηνούσε στα μικρά ψηλά παράθυρα του γκαράζ, λες και είχε την αίσθηση του μακάβριου και είχε διασχίσει το μισό πλανήτη για να δει τον Μιτς σ' αυτό το αποτρόπαιο έργο. Σκέφτηκε ότι όλα αυτά τα πτώματα που έσερνε από δω κι από κει δημιουργούσαν τελικά μια αίσθηση φαρσοκωμωδίας, ιδιαίτερα αφού ο Νοξ είχε πια νεκρική ακαμψία και ήταν απίστευτα δύσκολο να τον μετακινήσεις. Όμως, προς το παρόν, υπέφερε από σοβαρή διαταραχή απουσίας γέλιου. Φόρτωσε τον Νοξ στην Μπιούικ, έκλεισε το πορτ μπαγκάζ και μετά δίπλωσε το μουσαμά και τον έβαλε στο πορτ μπαγκάζ του Χόντα. Αργότερα θα το πετούσε σε κανένα σκουπιδοτενεκέ που θα έβρισκε στο δρόμο του. Δε θυμόταν να είχε νιώσει ποτέ τέτοια εξάντληση -σωματική, νοητική, συναισθηματική. Αισθανόταν τα μάτια του καψαλισμένα, τις αρθρώσεις του μισολιωμένες, τους μυς του τόσο διαλυμένους που κινδύνευαν να πέσουν από τα οστά. Ίσως η ζάχαρη και η καφεΐνη της σοκολάτας δεν άφηναν τη μηχανή του να σταματήσει. Ο φόβος τού έδινε κι αυτός ενέργεια. Όμως, εκείνο που τον έσπρωχνε περισσότερο να συνεχίσει ήταν η σκέψη της Χόλι που βρισκόταν στα χέρια αυτών των τεράτων. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Αυτό είχαν δηλώσει στους γαμήλιους όρκους τους. Για τον Μιτς, όμως, ο θάνατός της δε θα τον απελευθέρωνε. Η δέσμευσή του απέναντι της θα συνεχιζόταν. Θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή του σε μια κατάσταση υπομονετικής αναμονής. Βγήκε στο δρόμο, πήρε την Κράισλερ Γουίνδσορ και την πήγε στο δεύτερο γκαράζ. Την παρκάρισε δίπλα στο Εξπεντίσον κι έκλεισε την γκαραζόπορτα. Κοίταξε το ρολόι του -4:09. Σε ενενήντα λεπτά, ίσως λίγο παραπάνω, ίσως κάτι λιγότε-
ρο, ο μανιασμένος άνεμος θα φυσούσε από τα ανατολικά. Λόγω της σκόνης που αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα, το πρώτο φως θα ήταν ροζ και θα απλωνόταν γρήγορα στον ορίζοντα, ξεθωριάζοντας για να πάρει το χρώμα ενός πιο ώριμου ουρανού καθώς θα παρασυρόταν από τον άνεμο προς τη θάλασσα. Από τότε που γνώρισε τη Χόλι, υποδεχόταν την κάθε μέρα με μεγάλες προσδοκίες. Η σημερινή μέρα ήταν διαφορετική. Γύρισε στο σπίτι και βρήκε τον Άνσον μέσα στο πλυσταριό, ξύπνιο και με κακή διάθεση.
44
Τ
ο τραύμα στο αριστερό αυτί του είχε ξεραθεί και η θερμότητα του σώματος του στέγνωνε γοργά το αίμα που είχε κυλήσει στο μάγουλο και το λαιμό του. Η τραχιά ομορφιά του είχε τώρα μια πιο σκληρή χροιά, λες και μια γενετική μόλυνση είχε εισαγάγει DNA λύκου στο πρόσωπο του. Με τα σαγόνια του σφιγμένα τόσο δυνατά ώστε οι μύες του προσώπου του έκαναν κόμπους, και τα μάτια του να θυμίζουν λιωμένο μέταλλο από τη λύσσα, ο Άνσον καθόταν αμίλητος βράζοντας από θυμό. Ο άνεμος δεν ακουγόταν πολύ εδώ. Ένας σωλήνας εξαερισμού έφερνε στεναγμούς και ψιθύρους απ' έξω και τους διοχέτευε μέσα στο στεγνωτήριο, έτσι που νόμιζες ότι κάποιο ταραγμένο πνεύμα είχε στοιχειώσει αυτή τη συσκευή. «Θα με βοηθήσεις να πάρω πίσω τη Χόλι ζωντανή», είπε ο Μιτς. Αυτή η δήλωση δεν προκάλεσε ούτε συμφωνία ούτε άρνηση, μόνο ένα άγριο βλέμμα. «Θα τηλεφωνήσουν σε εφτάμισι ώρες περίπου με οδηγίες για το πού να στείλεις τα λεφτά». Παραδόξως, έτσι όπως ήταν δεμένος πάνω στην καρέκλα, ο Άνσον έδειχνε πιο μεγαλόσωμος από πριν. Τα δεσμά απλώς τόνιζαν τη σωματική του δύναμη και είχες την αίσθηση ότι αν,
σαν μια μυθική φιγούρα, έφτανε στο αποκορύφωμα της οργής του, θα μπορούσε να τα σπάσει σαν να ήταν κλωστές. Όσο έλειπε ο Μιτς, ο Άνσον είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να ελευθερώσει την καρέκλα από το πλυντήριο. Τα μεταλλικά πόδια της καρέκλας είχαν ξύσει τα πλακάκια του δαπέδου, αφήνοντας σημάδια που αποκάλυπταν την ένταση της μάταιης προσπάθειάς του. Επίσης, το πλυντήριο είχε μετακινηθεί και δεν ήταν πια ευθυγραμμισμένο με το στεγνωτήριο. «Είπες ότι μπορείς να το κάνεις από το τηλέφωνο και το κομπιούτερ», του υπενθύμισε ο Μιτς. «Τρεις ώρες, το πολύ». Ο Άνσον έφτυσε στο πάτωμα ανάμεσά τους. «Αν έχεις οχτώ εκατομμύρια δολάρια, μπορείς να διαθέσεις δύο για τη Χόλι. Όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση, εσύ κι εγώ δεν ξανασυναντιόμαστε ποτέ. Επιστρέφεις στην παλιά ζωή σου με αυτά τα αποβράσματα». Αν ο Άνσον καταλάβαινε ότι ο Μιτς ήξερε για το φόνο του Ντάνιελ και της Κάθι, θα ήταν αδύνατο να του επιβάλει μια τέτοια συνεργασία. Θα ήταν σίγουρος ότι ο Μιτς είχε εξαφανίσει ήδη τα στημένα στοιχεία φροντίζοντας να στρέψει την προσοχή του νόμου στον πραγματικό δράστη. Όσο πίστευε ότι αυτοί οι φόνοι δεν ήταν ακόμη γνωστοί, μπορούσε να ελπίζει ότι αν συνεργαζόταν μαζί του, κάποια στιγμή ο Μιτς θα έκανε ένα λάθος και τότε θα κατάφερνε να αντιστρέψει την κατάσταση. «Ό Κάμπελ δε σε άφησε έτσι απλά να φύγεις», είπε ο Άνσον. «Όχι». «Τότε... πώς;» «Σκότωσα εκείνους τους δύο». «Εσύ;» «Και τώρα είμαι υποχρεωμένος να ζω με αυτό που έκανα». «Καθάρισες τον Βόσκι και τον Κριντ;» «Δεν ξέρω τα ονόματά τους». «Έτσι τους έλεγαν». «Αναγκάστηκα να το κάνω εξαιτίας σου», είπε ο Μιτς. «Κατάφερες εσύ και σκότωσες τον Βόσκι και τον Κριντ; Δεν είναι δυνατό».
«Τότε, πρέπει να με άφησε ελεύθερο ο Κάμπελ». «Ο Κάμπελ δε θα σε άφηνε ποτέ ελεύθερο». «Τότε, πίστεψε ό,τι θέλεις». Ο Άνσον, συνοφρυωμένος, τον κοίταζε με ξινισμένο ύφος. «Πού το βρήκες; Το Τέιζερ». «Το πήρα από τον Βόσκι και τον Κριντ», είπε ο Μιτς. «Απλώς τους το πήρες, ε;» «Σου είπα ότι τους πήρα τα πάντα. Και τώρα θα σου δώσω μερικές ώρες για να σκεφτείς την κατάσταση». «Μπορείς να έχεις τα λεφτά». . «Δε θέλω να σκεφτείς αυτό το θέμα τώρα». «Μπορείς να τα πάρεις, αλλά με μερικούς όρους». «Δεν πρόκειται να βάλεις και όρους», είπε ο Μιτς. «Δικά μου είναι τα δύο εκατομμύρια». «Όχι. Τώρα είναι δικά μου. Τα κέρδισα». «Ηρέμησε, εντάξει;» «Αν ήσουν μαζί τους, θα την πηδούσες πρώτα». «Ε, καλά, αυτό ήταν απλώς μια κουβέντα». «Αν ήσουν στη θέση τους, θα τη σκότωνες αλλά θα την πηδούσες πρώτα». «Σου είπα, ήταν απλώς μια κουβέντα. Άλλωστε, δεν είμαι στη θέση τους». «Όχι, δεν είσαι στη θέση τους. Είσαι το αίτιο που προκάλεσε την απαγωγή». «Λάθος. Αυτά τα πράγματα συμβαίνουν». «Χωρίς εσένα, δε θα συνέβαιναν σ' εμένα». «Αν θέλεις να το δεις έτσι, εντάξει». «Να τι πρέπει να σκεφτείς: ποιος είμαι τώρα». «Θέλεις να σκεφτώ ποιος είσαι;» «Τέρμα τα φρατέλο πίκολο. Εντάξει; Κατάλαβες;» «Μα είσαι ο μικρός μου αδερφός». «Αν με σκέφτεσαι σαν μικρό σου αδερφό, θα κάνεις καμιά βλακεία που θα με ξεγελούσε παλιά, αλλά δε θα με ξεγελάσει τώρα». «Αν μπορέσουμε να κάνουμε μια συμφωνία, δεν πρόκειται να κάνω τίποτα».
«Έχουμε κάνει ήδη συμφωνία». «Πρέπει να μου αφήσεις κάποια περιθώρια, ξέρεις». «Που θα τα εκμεταλλευτείς για να με κρεμάσεις;» «Πώς μπορεί να γίνει συμφωνία αν δεν υπάρχει τουλάχιστον κάποια εμπιστοσύνη;» «Απλώς κάτσε εκεί και σκέψου πόσο γρήγορα μπορεί να βρεθείς νεκρός». Ο Μιτς έσβησε τα φώτα και βγήκε από την πόρτα. «Τι κάνεις;» είπε ο Άνσον μέσα στο σκοτεινό, χωρίς παράθυρα δωμάτιο. «Σου δίνω το καλύτερο δυνατό μαθησιακό περιβάλλον», απάντησε ο Μιτς, κι έκλεισε την πόρτα. «Μίκι;» φώναξε ο Άνσον. Μίκι. Μετά από όσα είχαν γίνει, είχε το θράσος να τον αποκαλεί Μίκι. «Μίκι, μην το κάνεις αυτό». Στο νεροχύτη της κουζίνας, ο Μιτς έπλυνε τα χέρια του με άφθονο σαπούνι και ζεστό νερό, προσπαθώντας να διώξει την ανάμνηση από το πτώμα του Τζον Νοξ, που την ένιωθε σαν να είχε αποτυπωθεί στο δέρμα του. Έβγαλε από το ψυγείο ένα πακέτο τυρί τσένταρ σε φέτες και ένα πλαστικό μπουκάλι μουστάρδα. Βρήκε μια φραντζόλα ψωμί κι έφτιαξε ένα σάντουιτς με τυρί. «Σ' ακούω εκεί έξω», του φώναξε ο Άνσον από το πλυσταριό. «Τι κάνεις, Μίκι;» Ο Μιτς έβαλε το σάντουιτς σε ένα πιάτο. Πρόσθεσε μερικές πίκλες άνηθου. Πήρε ένα μπουκάλι μπίρα από το ψυγείο. «Τι νόημα έχει αυτό, Μίκι; Έχουμε ήδη μια συμφωνία. Δεν έχει νόημα». Ο Μιτς πήρε μια άλλη καρέκλα και τη σφήνωσε κάτω από το πόμολο της πόρτας του πλυσταριού. «Τι είναι αυτό;» είπε ο Άνσον. «Τι κάνεις εκεί;» Ο Μιτς έσβησε τα φώτα της κουζίνας κι ανέβηκε πάνω, στην κρεβατοκάμαρα του Άνσον. Έβαλε το πιστόλι και το Τέιζερ στο κομοδίνο και κάθισε στο κρεβάτι, ακουμπώντας την πλάτη του στο κεφαλάρι.
Δεν τράβηξε το καπιτονέ μεταξωτό κάλυμμα, ούτε έβγαλε τα παπούτσια του. Έφαγε το σάντουιτς και ήπιε την μπίρα. Μετά ρύθμισε το ξυπνητήρι-ραδιόφωνο να χτυπήσει στις 8:30 π.μ. Ήθελε να δώσει στον Άνσον χρόνο να σκεφτεί, αλλά έκανε αυτό το τετράωρο διάλειμμα κυρίως επειδή η σκέψη του είχε επιβραδυνθεί από την εξάντληση. Χρειαζόταν καθαρό μυαλό για ό,τι θα ακολουθούσε. Μαινόμενος πάνω στη στέγη, χτυπώντας τα παράθυρα, μιλώντας με την άγρια φωνή ενός όχλου, ο άνεμος έμοιαζε να τον χλευάζει, να του υπόσχεται ότι κάθε του σχέδιο θα κατέληγε στο χάος. Ήταν ο Σάντα Άννα, ο ξηρός άνεμος που αφαιρεί την υγρασία από τα φυτά στα φαράγγια που υπάρχουν κοντά σε πολλές πόλεις της νότιας Καλιφόρνιας, μετατρέποντας την πυκνή βλάστηση σε ξυλεία. Ένας εμπρηστής θα πετούσε ένα φλεγόμενο κουρέλι, ένας άλλος θα χρησιμοποιούσε αναπτήρα, ένας τρίτος θα άναβε ένα σπίρτο... Τις επόμενες πολλές μέρες, οι ειδήσεις θα ήταν γεμάτες πυρκαγιές. Οι κουρτίνες ήταν τραβηγμένες και όταν έσβησε το πορτατίφ, το σκοτάδι έπεσε πάνω του σαν σκέπασμα. Δεν άναψε τα μικρά φώτα νυκτός του Άνσον. Το γλυκό πρόσωπο της Χόλι εμφανίστηκε στο νου του και ο Μιτς είπε μεγαλόφωνα, «Θεέ μου, σε παρακαλώ, δώσε μου τη δύναμη και τη σοφία που χρειάζομαι για να τη βοηθήσω». Αυτή ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που μιλούσε στο Θεό. Δεν έδωσε υποσχέσεις ευλάβειας και φιλευσπλαχνίας. Δεν πίστευε ότι λειτουργεί έτσι το πράγμα. Δεν μπορείς να κάνεις συμφωνίες με το Θεό. Με την mo σημαντική μέρα της ζωής του να ξημερώνει σε λίγο, δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε να κοιμηθεί. Όμως, κοιμήθηκε.
45
Τ
ο καρφί περιμένει.
Η Χόλι κάθεται στο σκοτάδι και ακούει τον άνεμο κρατώντας το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου. Αφήνει παράμερα την Πέπσι χωρίς να πιει το υπόλοιπο μισό. Δε θέλει να αναγκαστεί να χρησιμοποιήσει πάλι την πάπια -τουλάχιστον όχι όσο έχει βάρδια αυτό το κάθαρμα με τα άσπρα άτριχα χέρια. Το ενδεχόμενο να αδειάσει αυτός την πάπια τής προκαλεί φρίκη. Απλά και μόνο το να του ζητήσει να το κάνει θα δημιουργούσε μια αφόρητη οικειότητα. Καθώς κρατά το μέταλλο στο αριστερό της χέρι, το δεξί κατεβαίνει στην κοιλιά της. Η μέση της είναι στενή, το στομάχι της επίπεδο. Το παιδί μεγαλώνει μέσα της, ένα μυστικό, κάτι τόσο προσωπικό όσο ένα όνειρο. Λένε ότι αν ακούς κλασική μουσική όσο είσαι έγκυος, το παιδί σου θα έχει ψηλότερο δείκτη νοημοσύνης. Στα βρεφικά του χρόνια θα κλαίει λιγότερο και θα είναι πιο ικανοποιημένο. Μπορεί να είναι αλήθεια αυτό. Η ζωή είναι πολύπλοκη και μυστηριώδης. Το αίτιο και το αποτέλεσμα δεν είναι πάντα ξεκάθαρα. Η κβαντική φυσική λέει ότι μερικές φορές το αποτέλεσμα έρχεται πριν από το αίτιο. Είχε δει μια ωριαία εκπομπή γι' αυτό το θέμα στο Ντισκάβερι Τσάνελ. Δεν είχε βγάλει και πολύ νόημα. Και οι επιστήμονες που περιέγραφαν τα διάφορα
φαινόμενα παραδέχτηκαν ότι δεν μπορούσαν να τα εξηγήσουν, μόνο να τα παρατηρήσουν. Κινεί το χέρι της σε αργούς κύκλους πάνω στην κοιλιά της, ενώ σκέφτεται πόσο ωραίο θα ήταν, πόσο γλυκό, αν το μωρό έκανε κάποια κίνηση που να μπορούσε να τη νιώσει. Φυσικά, σ' αυτό το στάδιο είναι ακόμη μια μπάλα από κύτταρα και δεν μπορεί να κλοτσήσει για να χαιρετήσει τη μαμά του. Ακόμη και τώρα, όμως, υπάρχουν όλες του οι δυνατότητες, ένα μικροσκοπικό πρόσωπο μέσα στο όστρακο του σώματος της, σαν ένα μαργαριτάρι που μεγαλώνει σταθερά μέσα σε ένα στρείδι, και όλα όσα κάνει η ίδια θα επηρεάζουν το μικρό της επιβάτη. Τέρμα το κρασί στο δείπνο. Πρέπει να κόψει τον καφέ. Να κάνει συστηματική αλλά μετρημένη γυμναστική. Και να αποφύγει μια νέα απαγωγή. Ο Άγιος Χριστόφορος, όντας ο προστάτης των παιδιών, την έχει κάνει να επανεξετάσει το θέμα της πρόκας καθώς ψηλαφεί στα τυφλά την ανάγλυφη εικόνα του με τα δάχτυλά της. Μάλλον γίνεται παράλογη και υπερβολική μ' αυτή τη θεωρία -ότι τα μωρά μαθαίνουν στη μήτρα. Όμως σκέφτεται ότι αν, ενώ είναι έγκυος, χώσει μια πρόκα στην καρωτίδα κάποιου ή στο μάτι του και από κει στον εγκέφαλο, το περιστατικό σίγουρα θα έχει κάποιο αντίκτυπο στο μωρό. Τα πολύ έντονα συναισθήματα -και πάλι σύμφωνα με το Ντισκάβερι Τσάνελ- κάνουν τον εγκέφαλο να δώσει εντολή για να απελευθερωθεί στο αίμα ένας πραγματικός κατακλυσμός από ορμόνες ή άλλες χημικές ουσίες. Ένα φονικό μένος μάλλον θα πρέπει να θεωρηθεί έντονο συναίσθημα. Αν η πολλή καφεΐνη στο αίμα μπορεί να θέσει σε κίνδυνο το έμβρυο, τότε ένας χείμαρρος από ένζυμα φονικής μαμάς δεν μπορεί να είναι ωφέλιμος. Σκοπεύει να χρησιμοποιήσει την πρόκα ενάντια σε έναν κακό τύπο, βέβαια, έναν πολύ κακό τύπο, αλλά το μωρό δεν μπορεί να ξέρει ότι το θύμα δεν είναι καλός άνθρωπος. Το μωρό δε θα γεννηθεί με φονικές τάσεις λόγω ενός μοναδικού περιστατικού βίαιης αυτοάμυνας. Παρ' όλα αυτά, η Χόλι το σκέφτεται για την πρόκα.
Μπορεί αυτή η παράλογη ανησυχία να είναι ένα σύμπτωμα της εγκυμοσύνης όπως η πρωινή αδιαθεσία -που δεν της έχει εμφανιστεί ακόμη- ή σαν να θέλεις να φας παγωτό σοκολάτα με πίκλες. Η σύνεση παίζει επίσης ένα ρόλο σε αυτή την επανεξέταση του σχεδίου με την πρόκα. Όταν έχεις να αντιμετωπίσεις ανθρώπους σαν αυτούς που την έχουν απαγάγει, καλά θα κάνεις να μη στραφείς εναντίον τους αν πρώτα δεν είσαι σίγουρη ότι μπορείς να εκτελέσεις την επίθεση με επιτυχία. Αν προσπαθήσεις να χώσεις μια πρόκα στο μάτι κάποιου και αντί γι' αυτό του γρατσουνίσεις απλώς τη μύτη, θα έχεις να κάνεις με ένα θυμωμένο, ψυχοπαθή εγκληματία με γρατσουνισμένη μύτη. Καθόλου καλό ενδεχόμενο. Ψηλαφεί ακόμη το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου και σκέφτεται τα υπέρ και τα κατά μιας προσπάθειας να τα βάλει με αδίστακτους εγκληματίες, έχοντας σαν μοναδικό της όπλο μια πρόκα εφτά εκατοστών, όταν επιστρέφει ο εκπρόσωπος του Οργανισμού Τουρισμού του Νέου Μεξικού. Έρχεται πίσω από το κλεφτοφάναρο με το μισοκαλυμμένο φακό, όπως και πριν, και έχει ακόμη τα χέρια ενός πιανίστα από την Κόλαση. Γονατίζει μπροστά της κι αφήνει το φακό στο πάτωμα. «Σου αρέσει το μενταγιόν», λέει δείχνοντας ικανοποιημένος που τη βλέπει να το τρίβει με τα δάχτυλά της. Το ένστικτό της την ενθαρρύνει να παίξει με την αλλόκοτη νοοτροπία του. «Έχει ενδιαφέρουσα... αίσθηση». «Η κοπέλα μέσα στο φέρετρο φορούσε ένα απλό λευκό φόρεμα με φτηνή δαντέλα στο γιακά και τα μανικέτια. Φαινόταν εντελώς γαλήνια». Έχει μασήσει όλα τα κομματάκια του δέρματος από τα σκασμένα χείλη του. Τώρα είναι κόκκινα και δείχνουν ερεθισμένα, πρησμένα. «Είχε λευκές γαρδένιες στα μαλλιά της. Όταν ανοίξαμε το σκέπασμα, το συγκεντρωμένο άρωμα από τις γαρδένιες ήταν έντονο». Η Χόλι κλείνει τα μάτια της για να αποφύγει τα δικά του.
«Πήγαμε το μενταγιόν και την κούκλα της Σταχτοπούτας σε ένα μέρος κοντά στο Έιντζελ Φάιαρ του Νέου Μεξικού, όπου υπάρχει ένα ενεργειακό κέντρο». Προφανώς πίστευε ότι η Χόλι ήξερε τι σημαίνει ενεργειακό κέντρο. Η απαλή φωνή του γίνεται πιο απαλή και σχεδόν θλιμμένη, όταν προσθέτει, «Τους σκότωσα και τους δύο στον ύπνο τους». Για μια στιγμή η Χόλι νομίζει ότι αυτή η δήλωση σχετίζεται με το ενεργειακό κέντρο στο Έιντζελ Φάιαρ του Νέου Μεξικού και προσπαθεί να βγάλει νόημα. Όταν συνειδητοποιεί τι εννοούσε, ανοίγει τα μάτια της. «Προσποιούνταν ότι δεν ήξεραν τι συνέβη στον Τζον Νοξ, αλλά ο ένας τουλάχιστον σίγουρα ήξερε. Πιθανότατα και οι δύο». Σε ένα δωμάτιο εκεί κοντά υπάρχουν δυο νεκροί. Δεν άκουσε πυροβολισμούς. Ίσως τους έκοψε το λαιμό. Μπορεί να φανταστεί τα χλομά άτριχα χέρια του να χειρίζονται ένα ξυράφι κουρέα με τη χάρη ταχυδακτυλουργού που κυλά νομίσματα πάνω στις αρθρώσεις των χεριών του. Η Χόλι έχει συνηθίσει τα δεσμά στον αστράγαλο της, την αλυσίδα που τη δένει με τον κρίκο στο πάτωμα. Ξαφνικά συνειδητοποιεί έντονα ότι όχι μόνο είναι φυλακισμένη σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα, αλλά είναι επίσης περιορισμένη σε ένα μόνο μέρος του δωματίου, όσο της επιτρέπει η αλυσίδα. «Ο επόμενος που θα σκότωναν θα ήμουν εγώ, και θα μοίραζαν τα λεφτά στα δύο», λέει ο απαγωγέας. Πέντε άτομα είχαν σχεδιάσει την απαγωγή. Τώρα ζει μόνο ένα. Αν την αγγίξει, δεν υπάρχει κανείς για να αντιδράσει στα ουρλιαχτά της. Είναι μόνοι οι δυο τους. «Τι θα γίνει τώρα;» τον ρωτά, και αμέσως εύχεται να μην το είχε κάνει. «Θα μιλήσω με τον άντρα σου το μεσημέρι, σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ο Άνσον θα του έχει δώσει τα λεφτά. Και μετά εξαρτάται από σένα».
/
Αναλύει την τρίτη φράση του, αλλά είναι σαν στεγνό λεμόνι από το οποίο δεν μπορεί να βγάλει χυμό. «Τι εννοείς;» Αντί να απαντήσει στην ερώτησή της, λέει, «Τον Αύγουστο, στο Πενάσκο του Νέου Μεξικού γίνεται μια εκκλησιαστική γιορτή και τότε έρχεται ένα μικρό λούνα παρκ στην πόλη». Η Χόλι έχει την τρελή αίσθηση ότι αν του βγάλει την πλεχτή μάσκα του σκι από το κεφάλι, δε θα δει άλλα χαρακτηριστικά στο πρόσωπο του πέρα από τα γαλαζοπράσινα μάτια του και το στόμα με τα κίτρινα δόντια και τα σκασμένα χείλια. Ούτε φρύδια, ούτε μύτη, ούτε αυτιά, το δέρμα λείο και κενό σαν λευκό βινύλιο. «Απλώς ένας τροχός και μερικά ρόλερ-κόστερ, μερικά παιχνίδια... Πέρσι ήρθε μια μάντισσα». Τα χέρια του διαγράφουν μια καμπύλη για να περιγράψουν τον τροχό και μετά έρχονται και ακουμπάνε πάνω στους γοφούς του. «Η μάντισσα λέγεται Μαντάμ Τειρεσίας, αλλά φυσικά δεν είναι αυτό το πραγματικό της όνομα». Η Χόλι σφίγγει το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου τόσο σφιχτά στο ένα χέρι, που οί κλειδώσεις της πονούν και σίγουρα η ανάγλυφη εικόνα του αγίου έχει αποτυπωθεί στην παλάμη της. «Η Μαντάμ Τειρεσίας είναι απατεώνισσα, αλλά το αστείο είναι ότι έχει δυνάμεις που δε γνωρίζει η ίδια». Κάνει μια παύση ανάμεσα σε κάθε δήλωση λες και αυτό που είπε είναι τόσο βαθυστόχαστο, ώστε θέλει να της δώσει χρόνο για να το αφομοιώσει. «Δε θα ήταν αναγκαστικά απατεώνισσα, αν μπορούσε να αναγνωρίσει τι πραγματικά είναι. Σκοπεύω να της το δείξω φέτος». Για να μιλήσει χωρίς να τρέμει η φωνή της χρειάζεται αυτοέλεγχο, αλλά η Χόλι τον επαναφέρει στην ερώτηση που δεν της απάντησε: «Τι εννοούσες ότι μετά θα εξαρτάται από μένα;» Όταν χαμογελάει, ένα μέρος από το στόμα του χάνεται από την οριζόντια σχισμή της μάσκας. Αυτό κάνει το χαμόγελο του
να φαίνεται πονηρό, γεμάτο νόημα, λες και κανένα μυστικό δεν είναι ασφαλές απ' αυτόν. «Ξέρεις τι εννοώ», της λέει. «Δεν είσαι η Μαντάμ Τειρεσίας. Έχεις πλήρη γνώση του εαυτού σου». Η Χόλι διαισθάνεται ότι αν αρνηθεί αυτή τη δήλωση, θα δοκιμάσει την υπομονή του και ίσως τον θυμώσει. Η απαλή φωνή του και ο ευγενικός του τρόπος είναι προβιά προβάτου, και η Χόλι δε θέλει να ενοχλήσει το λύκο από κάτω της. «Μου έχεις δώσει πολλά πράγματα να σκεφτώ», του λέει. «Το ξέρω αυτό. Ζεις πίσω από μια κουρτίνα και τώρα ξέρεις ότι αν την ανοίξεις, δε θα δεις απλώς ένα παράθυρο αλλά έναν ολόκληρο νέο κόσμο». Φοβάται ότι μια λάθος λέξη θα διαλύσει αυτή τη μαγική αυταπάτη που έχει δημιουργήσει ο δολοφόνος στον εαυτό του, έτσι η Χόλι λέει μόνο, «Ναυ>. Σηκώνεται όρθιος. «Έχεις μερικές ώρες ακόμη για να αποφασίσεις. Χρειάζεσαι τίποτα;» Ένα δίκαννο, σκέφτεται, αλλά λέει, «Όχι». «Ξέρω ποια θα είναι η απόφασή σου, αλλά πρέπει να την πάρεις μόνη σου. Έχεις πάει ποτέ στο Γκουανταλουπίτα, στο Νέο Μεξικό;» «Όχι». Το χαμόγελο του καμπυλώνει προς τα πάνω πίσω από τη σχισμή της μαύρης μάσκας. «Θα πας. Και θα μείνεις άναυδη». Ακολουθεί το φακό του και την αφήνει μόνη στο σκοτάδι. Σιγά σιγά η Χόλι συνειδητοποιεί ότι ο άνεμος φυσάει ακόμη δυνατά. Από τη στιγμή που της είπε ότι είχε σκοτώσει τους άλλους απαγωγείς, είχε πάψει να ακούει το βουητό του. Για ένα διάστημα άκουγε μόνο τη φωνή του. Την απαλή, ύπουλη φωνή του. Δεν άκουγε καν την καρδιά της, αλλά την ακούει τώρα και τη νιώθει, επίσης, να τραντάζει το θώρακά της με τους χτύπους της. Το μωρό, μια μικροσκοπική μπάλα από κύτταρα, είναι λουσμένο τώρα στις χημικές ουσίες μάχης ή φυγής που έχει διατάξει ο εγκέφαλος της να πλημμυρίσουν το αίμα της. Ίσως αυτό δεν
είναι τόσο κακό. Μπορεί, ακόμη, να είναι καλό. Μπορεί το γεγονός ότι έχει μαριναριστεί από αυτά τα χημικά να κάνει το μωρό, αγόρι ή κορίτσι, πιο σκληρό από όσο θα γινόταν διαφορετικά. Αυτός ο κόσμος απαιτεί από τους καλούς ανθρώπους να γίνονται όλο και πιο σκληροί. Η Χόλι σφίγγει το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου και αρχίζει να δουλεύει συστηματικά την πρόκα.
Τρίτο
Μέρος
Μέχρι να Μας Χωρίσει ο Θάνατος
46
Τ
ο ξυπνητήρι ξύπνησε τον Μιτς στις οχτώμισι. Ο άνεμος
που μαινόταν στα όνειρά του εξακολουθούσε να μαστιγώνει τον κόσμο. Κάθισε στην άκρη του κρεβατιού για ένα λεπτό, χασμουρήθηκε, κοίταξε τις παλάμες του, μετά τη ράχη τους. Ύστερα από όσα είχαν κάνει αυτά τα χέρια το προηγούμενο βράδυ θα 'πρεπε να φαίνονται διαφορετικά, αλλά δεν έβλεπε καμία αλλαγή. Περνώντας από τους καθρέφτες στις πόρτες της ντουλάπας, είδε ότι τα ρούχα του δεν ήταν ιδιαίτερα τσαλακωμένα. Είχε ξυπνήσει στην ίδια στάση στην οποία αποκοιμήθηκε. Μάλλον δεν είχε κινηθεί καθόλου αυτές τις τέσσερις ώρες. Στο μπάνιο έψαξε στα συρτάρια και βρήκε κάμποσες καινούριες οδοντόκρεμες. Άνοιξε μία και τη χρησιμοποίησε, μετά ξυρίστηκε με την ηλεκτρική ξυριστική μηχανή του Άνσον. Παίρνοντας το πιστόλι και το Τέιζερ, κατέβηκε κάτω στην κουζίνα. Η πόρτα ήταν ακόμη σφηνωμένη κάτω από το πόμολο στην πόρτα του πλυσταριού και δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος από μέσα. Έσπασε τρία αυγά, τους έριξε Ταμπάσκο, τα ανακάτεψε, πασπάλισε παρμεζάνα από πάνω, και τα έφαγε με δυο βουτυρωμένες φέτες φρυγανισμένο ψωμί κι ένα ποτήρι χυμό πορτοκάλι. Από συνήθεια άρχισε να μαζεύει τα πιάτα για να τα πλύνει,
αλλά μετά συνειδητοποίησε πόσο παράλογο ήταν να φέρεται σαν ευγενικός καλεσμένος κάτω από αυτές τις συνθήκες κι άφησε τα βρόμικα πιάτα στο τραπέζι. Όταν άνοιξε το πλυσταριό κι άναψε το φως, βρήκε τον Άνσον δεμένο όπως πριν, με τις χειροπέδες και μούσκεμα στον ιδρώτα. Το δωμάτιο δεν ήταν ιδιαίτερα ζεστό. «Σκέφτηκες ποιος είμαι;» ρώτησε ο Μιτς. Ο Άνσον δεν έδειχνε θυμωμένος πια. Ήταν καμπουριασμένος στην καρέκλα, με κρεμασμένο το μεγάλο κεφάλι του. Δεν έδειχνε σωματικά μικρότερος, αλλά κατά κάποιον τρόπο η παρουσία του είχε συρρικνωθεί. Όταν ο αδερφός του δεν απάντησε, ο Μιτς επανέλαβε την ερώτηση: «Σκέφτηκες ποιος είμαι;» Ο Άνσον ανασήκωσε το κεφάλι του. Τα μάτια του ήταν κόκκινα, τα χείλη του χλομά. Υπήρχαν σταγόνες ιδρώτα στα αξύριστα γένια του. «Είμαι σε άσχημη κατάσταση εδώ», παραπονέθηκε με μια φωνή που ο Μιτς δεν είχε ξανακούσει ποτέ. Ο τόνος του ήταν κλαψιάρικος και είχε μια προσβεβλημένη χροιά, σαν να ένιωθε ότι αυτός ήταν το θύμα. «Άλλη μια φορά. Σκέφτηκες ποιος είμαι;» «Είσαι ο Μιτς, αλλά όχι ο Μιτς που ξέρω». «Αυτό είναι μια αρχή». «Υπάρχει ένα μέρος σου τώρα που... Δεν ξέρω τι είσαι». «Είμαι ένας σύζυγος. Καλλιεργώ. Συντηρώ». «Τι πάει να πει αυτό;» «Δεν περιμένω να καταλάβεις»· «Πρέπει να πάω στην τουαλέτα». «Δεν πειράζευ>. «Κοντεύω να σκάσω. Πρέπει να κατουρήσω οπωσδήποτε». «Κατούρα. Δε θα με προσβάλεις». «Εννοείς, εδώ;» «Θα γίνεις λίγο χάλια, αλλά βολεύει καλύτερα». «Μη μου το κάνεις αυτό, αδερφέ». «Μη με λες "αδερφέ"». «Είσαι ακόμη ο αδερφός μου», είπε ο Άνσον.
/
«Βιολογικά». «Δεν είναι σωστό αυτό». «Όχι, δεν είναι». Οι ζημιές στα πλακάκια από τα πόδια της καρέκλας ήταν πολύ μεγαλύτερες. Δυο πλακάκια ήταν ραγισμένα. «Πού έχεις τα μετρητά;» ρώτησε ο Μιτς. «Εγώ δε θα σου στερούσα έτσι την αξιοπρέπειά σου». «Με παρέδωσες στους δολοφόνους». «Δε σε ταπείνωσα πρώτα». «Είπες ότι θα βίαζες τη γυναίκα μου και θα τη σκότωνες». «Εκεί έχεις κολλήσει; Σου εξήγησα τι εννοούσα». Ο Άνσον είχε παλέψει τόσο άγρια για να ελευθερώσει την καρέκλα ώστε το χοντρό πορτοκαλί καλώδιο είχε προκαλέσει ένα βούλιαγμα σε μια γωνία του πλυντηρίου. «Πού έχεις τα μετρητά, Άνσον;» «Πρέπει να έχω... δεν ξέρω... μερικές εκατοντάδες δολάρια στο πορτοφόλι μου». «Δεν είμαι βλάκας. Μη με δουλεύεις». Η φωνή του Άνσον έσπασε. «Πονάει όσο δε φαντάζεσαι». «Τι πονάει;» «Τα χέρια μου. Οι ώμοι μου με καίνε. Άσε με να αλλάξω στάση. Δέσε μου τα χέρια μπροστά. Έτσι είναι μαρτύριο». Ό Άνσον, σχεδόν μουτρωμένος, έμοιαζε με μεγάλο αγοράκι. Ένα αγοράκι με ένα ψυχρό υπολογιστικό μυαλό. «Ας μιλήσουμε για τα λεφτά πρώτα», είπε ο Μιτς. «Νομίζεις ότι υπάρχουν λεφτά εδώ, πολλά λεφτά; Ε, λοιπόν, δεν υπάρχουν». «Αν τους στείλω τα λεφτά με έμβασμα, δε θα ξαναδώ ποτέ τη Χόλι». «Μπορεί να τη δεις. Δε θα θέλουν να πας στην αστυνομία». «Δε θα ρισκάρουν να τους αναγνωρίσει στο δικαστήριο». «Ο Κάμπελ θα μπορούσε να τους πείσει να τα παρατήσουν». «Δέρνοντας τις μανάδες τους και βιάζοντας τις αδερφές τους;» «Θέλεις πίσω τη Χόλι, ναι ή όχι;»
\
«Σκότωσα δύο άντρες του. Θα με βοηθήσει τώρα;» «Μπορεί. Θα υπάρχει ένας σεβασμός τώρα». «Δε θα είναι αμοιβαίος». «Πρέπει να είσαι ευέλικτος μ' αυτούς τους ανθρώπους». «Θα πω στους απαγωγείς ότι πρέπει νά γίνει ανταλλαγή με μετρητά, πρόσωπο με πρόσωπο». «Τότε, δε θα γίνει τίποτα». «Έχεις μετρητά κάπου εδώ», επέμεινε ο Μιτς. «Τα λεφτά δίνουν τόκο, μερίσματα. Δεν τα βάζω στο στρώμα». «Διάβαζες όλες εκείνες τις ιστορίες με τους πειρατές». «Και λοιπόν;» «Ταυτιζόσουν με τους πειρατές, τους θεωρούσες φοβερούς τύπους». Ο Άνσον έκανε μια γκριμάτσα σαν να πονούσε. «Σε παρακαλώ», είπε, «άσε με να πάω στην τουαλέτα. Δεν αντέχω άλλο». «Τώρα είσαι εσύ ο πειρατής. Έχεις ακόμη και δικό σου σκάφος, θα λειτουργείς την επιχείρησή σου από τη θάλασσα. Οι πειρατές δε βάζουν τα λεφτά τους στην τράπεζα. Τους αρέσει να τα αγγίζουν, να τα κοιτάζουν. Τα θάβουν σε διάφορα μέρη ώστε να μπορούν να τα πάρουν εύκολα όταν τους τύχει καμιά αναποδιά». «Μιτς, σε παρακαλώ, κάνει σπασμούς η κύστη μου». «Τα λεφτά που βγάζεις από τις επίσημες υπηρεσίες που παρέχεις, αυτά ναι, πάνε στην τράπεζα. Αλλά τα λεφτά από τις δουλειές που είναι -πώς το είπες;- "που έχουν πιο ξεκάθαρα εγκληματικό χαρακτήρα", σαν τη δουλειά που έκανες μ' αυτούς τους τύπους και μετά τους έκλεψες στη μοιρασιά... αυτά τα λεφτά δεν πάνε στην τράπεζα. Είναι μαύρα, δεν πληρώνεις φόρους γι' αυτά». Ο Άνσον δε μίλησε. «Δεν πρόκειται να σε πάω στο γραφείο σου και να κάθομαι να σε κοιτάζω όσο εσύ μετακινείς κεφάλαια με το κομπιούτερ. Είσαι πιο μεγαλόσωμος από μένα. Είσαι απελπισμένος. Δε θα σου δώσω την ευκαιρία να αντιστρέψεις την κατάσταση. Θα μείνεις στην καρέκλα μέχρι να τελειώσει αυτή η ιστορία». «Εγώ πάντα σου στεκόμουν», είπε επικριτικά ο Άνσον.
>
«Όχι πάντα». «Όταν ήμαστε παιδιά, εννοώ. Πάντα σε βοηθούσα όταν ήμαστε παιδιά». «Βασικά», είπε ο Μιτς, «βοηθούσαμε ο ένας τον άλλο». «Ναι. Σωστά. Ήμαστε πραγματικά αδέρφια. Μπορούμε να ξαναγίνουμε έτσι», τον διαβεβαίωσε ο Άνσον. «Σοβαρά; Πώς μπορεί να γίνει αυτό;» «Δε λέω ότι θα είναι εύκολο. Θα μπορούσαμε να αρχίσουμε δείχνοντας κάποια ειλικρίνεια. Τα 'κανα θάλασσα, Μιτς. Ήταν φρικτό αυτό που σου έκανα. Έπαιρνα ναρκωτικά, όμως, και αυτά μου διέλυσαν το μυαλό». «Δεν έπαιρνες ναρκωτικά. Μην τα ρίχνεις εκεί. Πού είναι τα λεφτά;» «Αδερφέ, σ' τ' ορκίζομαι, τα βρόμικα λεφτά ξεπλένονται. Και καταλήγουν κι αυτά στην τράπεζα». «Δε σε πιστεύω». «Ό,τι και να μου κάνεις, η αλήθεια δεν αλλάζει». «Γιατί δεν το σκέφτεσαι λίγο ακόμη;» είπε ο Μιτς. «Δεν έχω τίποτα να σκεφτώ. Έτσι είναι τα πράγματα». Ο Μιτς έσβησε το φως. «Όχι», είπε κλαψιάρικα ο Άνσον. Ο Μιτς βγήκε έξω κι έκλεισε την πόρτα πίσω του, αφήνοντας τον αδερφό του στο σκοτάδι.
47
Ο
Μιτς άρχισε από τη σοφίτα. Το δωμάτιο-ντουλάπα δίπλα στην κύρια κρεβατοκάμαρα είχε μια καταπακτή στο ταβάνι, με μια πτυσσόμενη σκάλα από κάτω που ξεδιπλωνόταν και κατέβαινε ως το πάτωμα. Δύο γυμνοί γλόμποι σκόρπιζαν ένα ανεπαρκές φως στο μεγάλο χώρο, αποκαλύπτοντας ιστούς αράχνης στις γωνίες των δοκαριών. Από παντού ακούγονταν βαριές ανάσες, σφυρίγματα και πεινασμένα λαχανιάσματα, λες και η σοφίτα ήταν κλουβί καναρινιού και ο άνεμος μια αχόρταγη γάτα. Ο άνεμος Σάντα Άννα είναι τόσο ενοχλητικός ώστε ακόμη και οι αράχνες ήταν ταραγμένες και κινούνταν ανήσυχες πάνω στους ιστούς τους. Δεν υπήρχε τίποτα αποθηκευμένο στη σοφίτα. Ο Μιτς ήταν σχεδόν έτοιμος να ξανακατεβεί, αλλά τον κράτησε μια υποψία, ένα προαίσθημα. Το δάπεδο της σοφίτας ήταν σκεπασμένο με κοντραπλακέ. Κατά πάσα πιθανότητα ο Άνσον δε θα έκρυβε ένα θησαυρό κάτω από ένα μεγάλο κομμάτι κοντραπλακέ στερεωμένο με δεκάξι πρόκες. Δε θα μπορούσε να τα πάρει γρήγορα σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Παρ' όλα αυτά, ο Μιτς άρχισε να περπατά πάνω κάτω, σκύβοντας για να αποφύγει τα χαμηλότερα δοκάρια και ακού-
γοντας τα υπόκωφα βήματά του. Τον κυρίεψε μια παράξενη προφητική αίσθηση, σαν να βρισκόταν στα πρόθυρα μιας ανακάλυψης. Η προσοχή του στράφηκε σε μια πρόκα. Οι άλλες πρόκες στο πάτωμα ήταν καλά καρφωμένες, αλλά μία προεξείχε γύρω στο μισό εκατοστό. Γονάτισε μπροστά στην πρόκα για να την εξετάσει. Το κεφάλι ήταν πλατύ και επίπεδο. Κρίνοντας από το μέγεθος του κεφαλιού και το πάχος του στελέχους που φαινόταν, πρέπει να είχε τουλάχιστον εφτά εκατοστά μάκρος. Έπιασε την πρόκα με τον αντίχειρα και το δείκτη και προσπάθησε να την κουνήσει, αλλά ήταν γερά σφηνωμένη. Τον κυρίεψε ένα παράξενο συναίσθημα, παρόμοιο αλλά και διαφορετικό με εκείνο που είχε νιώσει όταν είδε για πρώτη φορά το χωράφι με τα χόρτα να μεταμορφώνεται σε ασημόχρωμη δίνη από την αύρα και το φεγγαρόφωτο. Ξαφνικά αισθάνθηκε τόσο κοντά στη Χόλι που κοίταξε πάνω από τον ώμο του, σχεδόν περιμένοντας να τη δει εκεί. Το συναίσθημα δεν ξεθώριασε αλλά εντάθηκε, μέχρι που ένα ρίγος όρθωσε τις τρίχες στον αυχένα του. Άφησε τη σοφίτα και κατέβηκε πάλι στην κουζίνα. Στο συρτάρι όπου είχε βρει τα κλειδιά του αυτοκινήτου υπήρχε μια μικρή συλλογή από τα πιο συνηθισμένα εργαλεία. Πήρε ένα κατσαβίδι και ένα διχαλωτό σφυρί. «Τι συμβαίνει;» φώναξε ο Άνσον από το πλυσταριό. Ο Μιτς δεν απάντησε. Ανέβηκε πάλι στη σοφίτα, έπιασε με τη διχάλα του σφυριού την πρόκα και την έβγαλε. Μετά, χρησιμοποιώντας το κατσαβίδι σαν σφήνα, χτυπώντας τη λαβή του με το σφυρί, ανέβασε την επόμενη πρόκα γύρω στο μισό εκατοστό πάνω από το κοντραπλακέ, και την έβγαλε κι αυτή με τη διχάλα του σφυριού. Ταραγμένες αράχνες έπαιζαν σιωπηλούς αρπισμούς στις μεταξωτές τους άρπες και ο άνεμος δε σώπαινε στιγμή. Το ρίγος στον αυχένα του δυνάμωνε πρόκα με την πρόκα. Όταν έβγαλε και την τελευταία, ανασήκωσε ανυπόμονα το κοντραπλακέ.
Βρήκε μόνο τα δοκαράκια του πατώματος. Φύλλα μόνωσης από φάιμπεργκλας γέμιζαν τους χώρους ανάμεσα στα δοκαράκια. Έβγαλε και τη μόνωση. Δε βρήκε πουθενά ^χρηματοκιβώτιο ή δεσμίδες λεφτά τυλιγμένες με πλαστικό. Η προφητική αίσθηση είχε περάσει, όπως και το συναίσθημα ότι ήταν κοντά στη Χόλι. Κάθισε κάτω απορημένος. Τι ήταν αυτό πάλι; Κοίταξε τη σοφίτα και δεν αισθάνθηκε καμία παρόρμηση να βγάλει άλλα φύλλα κοντραπλακέ. Η αρχική του εκτίμηση ήταν σωστή. Από φόβο για μια πιθανή πυρκαγιά, αν όχι για κανέναν άλλο λόγο, ο Άνσον δε θα έκρυβε λεφτά σε ένα μέρος όπου δε θα μπορούσε να τα πάρει γρήγορα. Ο Μιτς άφησε τις αράχνες στο σκοτάδι μαζί με τον αεικίνητο άνεμο. Έκλεισε την καταπακτή και ανέβασε την πτυσσόμενη σκάλα, και μετά συνέχισε την έρευνά του στην κύρια ντουλάπα. Κοίταξε πίσω από τα κρεμασμένα ρούχα, κοίταξε συρτάρια μήπως είχαν ψεύτικο πάτο, ψηλάφησε κάτω από κάθε ράφι και δίπλα σε κάθε κορνίζα για κάποιο κρυφό μοχλό που μπορεί να άνοιγε το σκέπασμα μιας κρύπτης. Στην κρεβατοκάμαρα, κοίταξε πίσω από πίνακες ελπίζοντας να βρει ένα χρηματοκιβώτιο στον τοίχο, αν και δεν πίστευε ότι ο Άνσον θα κατέφευγε σε μια τόσο προφανή λύση. Μετακίνησε ακόμη και το μεγάλο κρεβάτι, αλλά δε βρήκε κανένα ελεύθερο κομμάτι μοκέτας που να κρύβει ένα χρηματοκιβώτιο στο δάπεδο. Έψαξε δύο μπάνια, μια ντουλάπα στο διάδρομο και δύο εφεδρικές κρεβατοκάμαρες που δεν είχαν έπιπλα. Τίποτα. Κατέβηκε κάτω και άρχισε από το γραφείο με τη μαονένια επένδυση και τα ράφια με τα βιβλία στους τοίχους. Υπήρχαν πάρα πολλές πιθανές κρυψώνες και δεν είχε τελειώσει ακόμη το δωμάτιο όταν κοίταξε το ρολόι του και είδε ότι η ώρα ήταν 11:33. Οι απαγωγείς θα τηλεφωνούσαν σε είκοσι εφτά λεπτά.
Πήγε στην κουζίνα, πήρε το πιστόλι και γύρισε στο πλυσταριό. Όταν άνοιξε την πόρτα, τον υποδέχτηκε μια οσμή από ούρα. Άναψε το φως και βρήκε τον Άνσον σε άθλια κατάσταση. Το μεγαλύτερο μέρος των ούρων είχε απορροφηθεί από το παντελόνι, τις κάλτσες και τα παπούτσια του, αλλά παρ' όλα αυτά υπήρχε μια μικρή λιμνούλα στα πλακάκια κάτω από τηνκαρέκλα. Αν εξαιρέσουμε την οργή, ό,τι πλησιέστερο σε ανθρώπινο συναίσθημα έχουν οι αντικοινωνικοί τύποι είναι η αγάπη για τον εαυτό τους και ο οίκτος για τον εαυτό τους, το μοναδικό είδος αγάπης και οίκτου που μπορούν να νιώσουν. Η ακραία αγάπη για τον εαυτό τους ξεπερνά τα όρια ακόμη και μιας ανεξέλεγκτης εγωμανίας. Η ψυχωτική αγάπη του εαυτού δεν περιέχει θετικά στοιχεία όπως ο αυτοσεβασμός, περιλαμβάνει όμως ένα είδος υπεροπτικής περηφάνιας. Ο Άνσον δεν μπορούσε να νιώσει ντροπή, αλλά η περηφάνια του τον είχε ρίξει τώρα σε ένα τέλμα αυτολύπησης. Το ηλιοκαμένο δέρμα του δεν μπορούσε να κρύψει μια σταχτιά απόχρωση στο πρόσωπο του, που έμοιαζε σπογγώδες, σαν μύκητας. Τα κόκκινα μάτια του ήταν βασανισμένα. «Κοίτα τι μου έκανες», είπε. «Εσύ το έκανες στον εαυτό σου». Αν η αυτολύπηση άφηνε μέσα του χώρο για θυμό, τον έκρυβε καλά. «Αυτό είναι αρρωστημένο». «Τελείως αρρωστημένο», συμφώνησε ο Μιτς. «Γελάς σε βάρος μου». «Όχι. Δεν υπάρχει τίποτα το αστείο εδώ». «Γελάς μέσα σου». «Τη σιχαίνομαι αυτή την κατάσταση». «Αν τη σιχαίνεσαι, πού είναι η ντροπή σου;» Ο Μιτς δε μίλησε. «Πού είναι το κόκκινο πρόσωπο; Πού είναι ο αδερφός μου που κοκκίνιζε με το παραμικρό;»
«Τα χρονικά περιθώρια τελειώνουν, Άνσον. Σε λίγο θα τηλεφωνήσουν. Θέλω τα μετρητά». «Κι εγώ τι θα πάρω; Τι θα βγάλω απ' αυτή την υπόθεση; Γιατί πρέπει εγώ να δίνω συνέχεια;» Με το χέρι τεντωμένο, παίρνοντας τη στάση που είχε πάρει μαζί του ο Κάμπελ, ο Μιτς σημάδεψε τον αδερφό του με το πιστόλι στο πρόσωπο. «Εσύ μου δίνεις τα λεφτά κι εγώ θα σ' αφήσω να ζήσεις». «Και τι ζωή θα είχα τότε;» «Θα κρατήσεις όλα τα άλλα που έχεις. Πληρώνω τα λύτρα και τακτοποιώ την υπόθεση χωρίς να μάθει ποτέ η αστυνομία ότι είχε υπάρξει απαγωγή. Έτσι, δεν πρόκειται να σου ζητήσει κανείς να καταθέσεις». Σίγουρα ο Άνσον σκεφτόταν τον Ντάνιελ και την Κάθι. «Θα συνεχίσεις όπως και πριν», είπε ο Μιτς. Δεν είχε πρόβλημα να του πει ψέματα. «Θα ζήσεις τη ζωή σου όπως θέλεις». Αν ο Μιτς ήταν νεκρός και θαμμένος σε κάποιο τάφο στην έρημο όπου θα ήταν αδύνατο να τον ανακαλύψουν, ο Άνσον θα μπορούσε να του φορτώσει εύκολα το θάνατο των γονιών τους. Τώρα, όμως, δεν ήταν τόσο απλά τα πράγματα. «Σου δίνω τα λεφτά και μ' αφήνεις ελεύθερο», είπε ο Άνσον. «Ναι». «Πώς;» ρώτησε γεμάτος αμφιβολίες. «Πριν φύγω για να κάνω την ανταλλαγή, σε χτυπάω πάλι με το Τέιζερ και μετά σου βγάζω τις χειροπέδες. Φεύγω όσο έχεις ακόμη σπασμούς». Ο Άνσον το σκέφτηκε. «Έλα τώρα, πειρατή. Δώσε το θησαυρό. Αν δε μου πεις πριν χτυπήσει το τηλέφωνο, όλα τελείωσαν». Ο Άνσον τον κοίταζε στα μάτια. Ο Μιτς συνέχιζε να τον κοιτάζει κι αυτός! «Θα το κάνω», τον προειδοποίησε. «Είσαι ακριβώς σαν εμένα», είπε ο Άνσον. «Αν αυτό θέλεις να πιστεύεις...» Το βλέμμα του Άνσον δεν ταλαντεύτηκε. Τα μάτια του είχαν μια τολμηρή έκφραση, τον κοίταζαν στα ίσια, διαπεραστικά.
Ήταν δεμένος σε μια καρέκλα. Οι ώμοι και τα μπράτσα του πονούσαν. Είχε κατουρηθεί πάνω του. Κοίταζε την κάννη ενός πιστολιού. Παρ' όλα αυτά, όμως, τα μάτια του ήταν σταθερά και είχαν μια υπολογιστική έκφραση. Ένας αρουραίος των νεκροταφείων, έχοντας συνδέσει μεταξύ τους με τούνελ μια σειρά κρανία όπου είχε κάνει φωλιές, έμοιαζε να βρίσκεται τώρα μέσα σ' αυτό το ζωντανό κρανίο και να κοιτάζει μέσα από τα μάπα του με ποντικίσια πονηριά. «Υπάρχει ένα χρηματοκιβώτιο δαπέδου στην κουζίνα», είπε ο Άνσον.
48
Τ
ο κάτω ντουλάπι αριστερά του νεροχύτη είχε δύο συρτάρια
με κατσαρολικά. Αδειασε τα συρτάρια και τα έβγαλε από τις ράγες στις οποίες κυλούσαν, αποκαλύπτοντας το δάπεδο του ντουλαπιού. Του πήρε ένα λεπτό περίπου. Στις τέσσερις γωνίες υπήρχαν μικρές ξύλινες γωνιές. Στην πραγματικότητα ήταν καβίλιες που κρατούσαν στη θέση του το ξύλινο φύλλο που κάλυπτε το δάπεδο. Έβγαλε τις καβίλιες, αφαίρεσε το δάπεδο του ντουλαπιού, και από κάτω είδε το μπετόν πάνω στο οποίο ήταν χτισμένο το σπίτι. Μέσα στο μπετόν υπήρχε ένα χωνευτό χρηματοκιβώτιο δαπέδου. Ο συνδυασμός που του είχε δώσει ο Άνσον το άνοιξε με την πρώτη προσπάθεια. Το βαρύ σκέπασμα άνοιγε προς την πλάτη του ντουλαπιού. Το πυρίμαχο κιβώτιο είχε μήκος γύρω στα εξήντα εκατοστά, πλάτος σαράντα πέντε και βάθος τριάντα. Μέσα υπήρχαν χοντρά πακέτα από εκατοδόλαρα τυλιγμένα με σελοφάν κουζίνας και σφραγισμένα με διαφανή κολλητική ταινία. Στο χρηματοκιβώτιο υπήρχε και ένας μεγάλος φάκελος. Σύμφωνα με τον Άνσον, περιείχε ομόλογα μιας ελβετικής τράπεζας. Ήταν πολύ απλό να τα ρευστοποιήσεις, αλλά ήταν λι-
γότερο ογκώδη και μπορούσες να τα περάσεις πιο εύκολα από τα σύνορα. Ο Μιτς μετέφερε το θησαυρό στο τραπέζι της κουζίνας και κοίταξε το περιεχόμενο του φακέλου. Μέτρησε έξι ομόλογα σε αμερικανικά δολάρια, εκατό χιλιάδες το καθένα, πληρωτέα στον κομιστή, ανεξάρτητα από το αν ήταν ο αγοραστής ή όχι. Πριν από μία μόνο μέρα, δε θα φανταζόταν ποτέ ότι θα είχε στα χέρια του τόσα πολλά χρήματα. Και αμφέβαλλε αν θα ξανάβλεπε ένα τέτοιο στη ζωή του. Όμως, δεν αισθάνθηκε την παραμικρή έκπληξη ή χαρά αντικρίζοντας τόσο πολύ πλούτο. Αυτά ήταν τα λύτρα της Χόλι και ένιωθε μόνο ευγνωμοσύνη που τα είχε. Γι' αυτά τα λεφτά την είχαν απαγάγει και έτσι του προκαλούσαν τέτοια αντιπάθεια που δεν ήθελε καν να τα αγγίζει. Το ρολόι της κουζίνας έδειχνε 11:54. Έξι λεπτά μέχρι το τηλεφώνημα. Γύρισε στο πλυσταριό, όπου είχε αφήσει την πόρτα ανοιχτή και το φως αναμμένο. Ο Άνσον ήταν πάντα καθισμένος στη βρεγμένη καρέκλα, αλλά έμοιαζε να βρίσκεται κάπου αλλού. Δεν επανήλθε παρά μόνο όταν του μίλησε ο Μιτς. «Εξακόσιες χιλιάδες σε ομόλογα. Πόσα είναι τα μετρητά;» «Τα υπόλοιπα», απάντησε ο Άνσον. «Τα υπόλοιπα από τα δύο εκατομμύρια; Δηλαδή υπάρχει ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες σε μετρητά;» «Αυτό είπα μόλις τώρα, σωστά;» «Θα τα μετρήσω». «Μέτρα τα». «Αν δεν είναι όλα, η συμφωνία ακυρώνεται. Δε θα σε λύσω όταν φύγω». Ο Άνσον βρόντηξε τις χειροπέδες πάνω στην καρέκλα από εκνευρισμό. «Τι προσπαθείς να μου κάνεις;» «Απλώς, σου λέω πώς είναι τα πράγματα. Για να τηρήσω τη συμφωνία, πρέπει να τηρήσεις κι εσύ τη δική σου. Αρχίζω να μετράω».
\
Ο Μιτς στράφηκε για να επιστρέψει στο τραπέζι της κουζίνας. «Τα μετρητά είναι οχτακόσιες χιλιάδες», είπε ο Άνσον. «Όχι ένα εκατομμύριο τετρακόσια;» «Οχι. Όλο το ποσό, μετρητά και ομόλογα, είναι ένα τετρακόσια. Μπερδεύτηκα». «Μπερδεύτηκες. Σίγουρα. Χρειάζομαι άλλα εξακόσια χιλιάρικα». «Μόνο αυτά υπάρχουν. Δεν έχω άλλα». «Προηγουμένως έλεγες ότι δεν έχεις ούτε αυτά». «Δε λέω πάντα ψέματα», είπε ο Άνσον. «Οι πειρατές δε θάβουν όλο το θησαυρό τους σε ένα μέρος». «Θα σταματήσεις πια αυτές τις μαλακίες με τους πειρατές;» «Γιατί; Επειδή σε κάνει να νιώθεις ότι δε μεγάλωσες ποτέ;» Το ρολόι έδειχνε 11:55. Τότε ο Μιτς είχε μια έμπνευση. «Όχι», είπε. «Θέλεις να σταματήσω τις μαλακίες με τους πειρατές επειδή φοβάσαι μήπως πάει το μυαλό μου στο γιοτ. Αγόρασες ένα γιοτ. Πόσα έχεις κρυμμένα εκεί;» «Τίποτα. Δεν έχω τίποτα στο σκάφος. Δεν πρόλαβα να του βάλω χρηματοκιβώτιο». «Αν σκοτώσουν τη Χόλι, θα έρθω εδώ και θα ψάξω τα χαρτιά σου», είπε ο Μιτς. «Θα βρω το όνομα του σκάφους και πού το έχεις. Και θα πάω εκεί με ένα τσεκούρι κι ένα τρυπάνι». «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις». «Θα το διαλύσω από τη μία άκρη ως την άλλη και όταν βρω τα λεφτά και ξέρω σίγουρα ότι μου είπες ψέματα, θα ξανάρθω εδώ και θα σου κλείσω το στόμα με κολλητική ταινία για να μη μου ξαναπείς ψέματα». «Σου λέω αλήθεια». «Θα σε κλείσω εδώ στο σκοτάδι, χωρίς νερό και φαγητό, θα σε κλείσω εδώ μέσα και θα σε αφήσω να πεθάνεις από αφυδάτωση μέσα στα κάτουρα και τα σκατά σου. Θα κάθομαι εκεί στην κουζίνα, στο τραπέζι σου, θα τρώω το φαΐ σου και θα σε ακούω να πεθαίνεις μέσα στο σκοτάδι». Ο Μιτς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να σκοτώσει κανέναν
ι
με τέτοιο απάνθρωπο τρόπο, αλλά ήξερε ότι η φωνή του ακουγόταν σκληρή και πειστική. Αν έχανε τη Χόλι, ίσως μπορούσε να κάνει τα πάντα. Χάρη σ' αυτή είχε βρει τον εαυτό του. Χωρίς αυτή, ένα μέρος του θα πέθαινε. Και θα έχανε την ανθρωπιά του. Ο Άνσον φάνηκε να κάνει τις ίδιες σκέψεις. «Εντάξει. Ωραία. Τετρακόσια χιλιάρικα». «Τι;» «Στο σκάφος. Θα σου πω πού θα τα βρεις». «Μας λείπουν ακόμη διακόσιες χιλιάδες». «Δεν υπάρχουν άλλα. Σε μετρητά, τουλάχιστον. Θα πρέπει να ρευστοποιήσω μετοχές». Ο Μιτς γύρισε και κοίταξε το ρολόι της κουζίνας -11:56. «Τέσσερα λεπτά. Δεν υπάρχει χρόνος για ψέματα, Άνσον». «Μπορείς να με πιστέψεις επιτέλους για μια φορά; Μία φορά μόνο; Δεν υπάρχουν άλλα μετρητά». «Ήδη πρέπει να αλλάξω τις συνθήκες της ανταλλαγής», είπε ανήσυχος ο Μιτς. «Πρέπει να τους αποκλείσω το έμβασμα. Τώρα πρέπει να τους μειώσω και το ποσό κατά διακόσιες χιλιάδες»· «Θα τα πάρουν», τον διαβεβαίωσε ο Άνσον. «Τα ξέρω αυτά τα γουρούνια. Νομίζεις ότι θα απορρίψουν ένα εκατομμύριο οχτακόσιες χιλιάδες; Με τίποτα». «Το καλό που σου θέλω να έχεις δίκιο». «Άκου, είμαστε εντάξει τώρα, έτσι δεν είναι; Δεν είμαστε εντάξει; Μη μ' αφήσεις στο σκοτάδι, λοιπόν». Ο Μιτς του είχε γυρίσει ήδη την πλάτη. Δεν έσβησε το φως του πλυσταριού και δεν έκλεισε την πόρτα. Κοίταξε τα ομόλογα και τα μετρητά στο τραπέζι. Πήρε το στυλό και το σημειωματάριο και πήγε στο τηλέφωνο. Δεν άντεχε να βλέπει τη συσκευή. Τα τηλέφωνα δεν του είχαν φέρει καλά νέα τελευταία. Έκλεισε τα μάτια του. Πριν από τρία χρόνια, είχαν παντρευτεί χωρίς κανένα συγγενή τους παρόντα. Η Ντόροθι, η γιαγιά που είχε μεγαλώσει τη Χόλι, είχε πεθάνει ξαφνικά πριν από πέντε μήνες. Από τη με-
ριά του πατέρα της υπήρχαν μία θεία και δύο ξαδέρφια. Δεν τους γνώριζε. Δε νοιάζονταν γι' αυτή. Ο Μιτς δεν μπορούσε να καλέσει τον αδερφό του και τις τρεις αδερφές του χωρίς να καλέσει και τους γονείς του. Και δεν ήθελε τον Ντάνιελ και την Κάθι στο γάμο του. Δεν το έκανε από πικρία. Δεν τους απέκλεισε από θυμό ή για τιμωρία. Φοβόταν να τους καλέσει. Αυτός ο γάμος ήταν η δεύτερη ευκαιρία του να ζήσει σε μια οικογένεια και αν αποτύγχανε δε θα είχε το κουράγιο να δοκιμάσει και τρίτη φορά. Ο Ντάνιελ και η Κάθι ήταν σαν μια αρρώστια που αν την άφηνε να προσβάλει τις ρίζες, ήταν σίγουρο ότι θα παραμόρφωνε το φυτό και θα μάραινε τους καρπούς του. Μετά, είπε στην οικογένειά του ότι είχαν κλεφτεί, στην πραγματικότητα όμως είχαν κάνει μια μικρή τελετή και ένα πάρτι στο σπίτι για μερικούς φίλους. Ο Ίγκι είχε δίκιο: Η μπάντα ήταν χάλια. Πάρα πολλά τραγούδια με ντέφια. Και ένας τραγουδιστής που το καλύτερο κόλπο του ήταν να τραγουδάει ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών φαλτσέτο. Αφού έφυγαν όλοι και η μπάντα ήταν πια μια κωμική ανάμνηση, αυτός και η Χόλι χόρεψαν μόνοι, με ένα ραδιόφωνο, στη φορητή πίστα που είχαν στήσει στην πίσω αυλή για το πάρτι. Ήταν τόσο όμορφη μέσα στο φεγγαρόφωτο, σχεδόν παραμυθένια, ώστε ασυναίσθητα την έσφιγγε πολύ δυνατά, λες και υπήρχε κίνδυνος να χαθεί σαν φάντασμα, μέχρι που εκείνη του είπε, «Κοντεύεις να με πνίξεις». Και τότε αυτός χαλάρωσε και η Χόλι ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του. Συνήθως ήταν αδέξιος χορευτής, αλλά εκείνη τη φορά δεν έκανε το παραμικρό λάθος, και γύρω τους περιστρεφόταν ο υπέροχος κήπος που είχε φτιάξει με πολλή δουλειά, και από πάνω τους έλαμπαν τα αστέρια που δεν της τα είχε προσφέρει ποτέ του γιατί δεν ήταν άνθρωπος που κάνει τέτοιες ποιητικές δηλώσεις, αλλά τα αστέρια ήταν ήδη δικά της και το φεγγάρι υποκλινόταν μπροστά της κι αυτό, και όλος ο ουρανός, και η νύχτα. Το τηλέφωνο χτύπησε.
Λ
49
Τ
ο σήκωσε στο δεύτερο κουδούνισμα. «Εδώ Μιτς», είπε.
«Γεια σου, Μιτς. Νιώθεις αισιόδοξος;» Αυτή η γλυκιά φωνή δεν ήταν η ίδια που είχε ακούσει στα προηγούμενα τηλεφωνήματα και η αλλαγή τον ανησύχησε. «Ναι, είμαι αισιόδοξος», είπε. «Ωραία. Δεν μπορεί να γίνει τίποτα χωρίς αισιοδοξία και ελπίδα. Η ελπίδα μ' έφερε από τοΈιντζελ Φάιαρ εδώ, και η ελπίδα θα με πάει πάλι πίσω». Ο Μιτς συνειδητοποίησε ότι δεν τον ανησυχούσε τόσο πολύ η αλλαγή όσο ο τόνος αυτής της φωνής. Ο απαγωγέας μιλούσε με έναν τόσο απαλό τόνο που γινόταν σχεδόν τρομακτικός. «Θέλω να μιλήσω με τη Χόλι». «Φυσικά και θέλεις. Είναι η πρωταγωνίστρια και μπορώ να πω ότι τα πάει πολύ καλά. Αυτή η κυρία έχει δυνατό πνεύμα». Ο Μιτς δεν ήξερε πώς να το πάρει αυτό. Ό,τι είχε πει ο τύπος για τη Χόλι ήταν αλήθεια, αλλά από αυτόν ακουγόταν ανατριχιαστικό. Η Χόλι ήρθε στη γραμμή. «Είσαι εντάξει, Μιτς;» «Είμαι εντάξει. Κοντεύω να τρελαθώ, αλλά είμαι εντάξει. Σ' αγαπώ». «Είμαι κι εγώ εντάξει. Δε μου έχουν κάνει τίποτα. Τίποτα το σοβαρό».
«Θα τα καταφέρουμε», τη διαβεβαίωσε. «Δε θα σε απογοητεύσω». «Ποτέ δε σκέφτηκα ότι θα με απογοήτευες. Ποτέ». «Σ' αγαπώ, Χόλυ>. «Θέλει το τηλέφωνο», είπε εκείνη, και το έδωσε στον απαγωγέα. Ακουγόταν σφιγμένη. Δυο φορές της είχε πει ότι την αγαπούσε κι αυτή δεν του απάντησε με τον ίδιο τρόπο. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Η απαλή φωνή ξαναγύρισε στη γραμμή: «Έγινε μια αλλαγή στο σχέδιο, Μιτς, μια σημαντική αλλαγή. Αντί για έμβασμα, θα το κάνουμε με μετρητά». Ο Μιτς ανησυχούσε ότι δε θα κατάφερνε να τους πείσει να γίνει η συναλλαγή με μετρητά. Όμως αυτή η εξέλιξη, αντί να τον ανακουφίσει, τον ανησύχησε. Ήταν μία ακόμη ένδειξη ότι κάτι είχε συμβεί που έκανε τους απαγωγείς να αλλάξουν πορεία πλεύσης. Μια καινούρια φωνή στο τηλέφωνο, η Χόλι να μιλά επιφυλακτικά, και τώρα μια ξαφνική προτίμηση για μετρητά. «Μ' ακούς, Μιτς;» «Ναι. Απλώς, με αιφνιδίασες τώρα. Θα πρέπει να σου πω ότι ο Άνσον δεν έδειξε το αδερφικό ενδιαφέρον που ίσως περιμένατε». Ο απαγωγέας φάνηκε να το βρίσκει διασκεδαστικό. «Οι άλλοι πίστευαν ότι θα το έδειχνε, αλλά εγώ δεν ήμουν ποτέ σίγουρος. Δεν περιμένω γνήσια δάκρυα από έναν κροκόδειλο». «Πάντως το έλυσα το πρόβλημα», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς. «Σε εξέπληξε ο αδερφός σου;» «Επανειλημμένα. Άκου, αυτή τη στιγμή μπορώ να εγγυηθώ οχτακόσιες χιλιάδες σε μετρητά και εξακόσιες σε ομόλογα». Πριν προλάβει ο Μιτς να μιλήσει για τα τετρακόσια χιλιάρικα που υποτίθεται ότι ήταν στο σκάφος του Άνσον, ο απαγωγέας είπε, «Αυτό είναι απογοητευτικό, βέβαια. Αυτά τα εξακόσια χιλιάρικα που λείπουν θα αγόραζαν πολύ χρόνο αναζήτησης». Ο Μιτς δεν ήταν σίγουρος αν άκουσε καλά. «Χρόνο αναζήτησης;» «Είσαι οπαδός της αναζήτησης, Μιτς;»
Λ
«Ποιου πράγματος;» «Αν ξέραμε την απάντηση, δε θα χρειαζόταν να το αναζητάμε. Ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες είναι εντάξει. Θα το θεωρήσω έκπτωση, επειδή πληρώνεις μετρητά». Ξαφνιασμένος με την ευκολία με την οποία έγινε δεκτό ένα τόσο μικρότερο ποσό, ο Μιτς είπε, «Μπορείς να μιλάς για όλους; Και για τους συνεργάτες σου;» «Ναι. Αν δε μιλήσω εγώ γι' αυτούς, ποιος θα το κάνει;» «Τότε... τι κάνουμε στη συνέχεια;» «Θα 'ρθεις μόνος». «Εντάξει». «Άοπλος». «Εντάξει». «Βάλε τα λεφτά και τα ομόλογα σε μια πλαστική σακούλα σκουπιδιών. Μην τη δέσεις από πάνω. Ξέρεις το σπίτι του Τέρνμπριτζ;» «Όλη η κομητεία ξέρει το σπίτι του Τέρνμπριτζ». «Πήγαινε εκεί στις τρεις. Μην κάνεις καμιά εξυπνάδα, όπως να έρθεις νωρίτερα και να στήσεις ενέδρα. Το μόνο που θα καταφέρεις έτσι είναι να πεθάνει η γυναίκα σου». «Θα είμαι εκεί στις τρεις. Ούτε ένα λεπτό νωρίτερα. Πώς μπαίνω μέσα;» «Η καγκελόπορτα θα φαίνεται δεμένη με αλυσίδα, αλλά στην πραγματικότητα δε θα είναι κλειδωμένη με το λουκέτο. Αφού μπεις μέσα, βάλε πάλι την αλυσίδα όπως ήταν. Τι θα οδηγείς;» «Το Χόντα μου». «Σταμάτα ακριβώς μπροστά στο σπίτι. Θα δεις ένα τζιπ. Κοίτα να παρκάρεις μακριά του. Παρκάρισε με το πίσω μέρος του Χόντα προς το σπίτι και άνοιξε το πορτ μπαγκάζ. Θέλω να δω τι υπάρχει μέσα». «Εντάξει». «Σ' αυτό το σημείο, θα σου τηλεφωνήσω στο κινητό σου για οδηγίες». «Μια στιγμή. Το κινητό μου είναι νεκρό». Στην πραγματι-
κότητα βρισκόταν κάπου στο Ράντσο Σάντα Φε. «Μπορώ να χρησιμοποιήσω του Άνσον;» «Ποιος είναι ο αριθμός;» Το κινητό του Άνσον ήταν πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, δίπλα στα λεφτά και τα ομόλογα. Ο Μιτς το άρπαξε. «Δεν ξέρω τον αριθμό. Πρέπει να το ανοίξω και να κοιτάξω. Δώσε μου ένα λεπτό». Καθώς ο Μιτς περίμενε να σβήσει από την οθόνη το λογότυπο της τηλεφωνικής εταιρείας, ο απαγωγέας με την απαλή φωνή είπε, «Πες μου, είναι ζωντανός ο Άνσον;» Αιφνιδιασμένος από την ερώτηση, ο Μιτς απάντησε μόνο, «Ναι». «Αυτή η απλή απάντηση μου λέει πάρα πολλά», είπε ο απαγωγέας. Ακουγόταν σαν να χαμογελούσε. «Τι σου λέει;» «Ότι σε υποτίμησε». «Διαβάζεις πάρα πολλά σε μία μόνο λέξη. Έχω τον αριθμό». Ο Μιτς διάβασε τον αριθμό και τον επανέλαβε. Μετά ο απαγωγέας είπε, «Θέλουμε μια απλή και ομαλή ανταλλαγή, Μιτς. Η καλύτερη συναλλαγή είναι αυτή από όπου φεύγουν όλοι κερδισμένου). Ο Μιτς σκέφτηκε ότι αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο συνομιλητής του είχε χρησιμοποιήσει πρώτο πληθυντικό αντί για πρώτο ενικό. «Στις τρεις», του υπενθύμισε ο απαγωγέας, κι έκλεισε.
50
Τ
α πάντα μέσα στο πλυσταριό ήταν λευκά, εκτός από την κόκκινη καρέκλα, τον Άνσον πάνω της, και τη μικρή κίτρινη λιμνούλα από κάτω. Βρομώντας κάτουρο και γεμάτος ένταση, ο Άνσον κουνιόταν δεξιά αριστερά πάνω στην καρέκλα. Είχε εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια αντίστασης και έδειχνε πρόθυμος να συνεργαστεί. «Ναι, υπάρχει ένας ανάμεσά τους που μιλάει έτσι. Τον λένε Τζίμι Ναλ. Είναι επαγγελματίας, αλλά δεν έχει ικανότητες αρχηγού. Αν σου μιλάει αυτός στο τηλέφωνο, οι άλλοι είναι νεκροί». «Νεκροί; Πώς;» «Κάτι πήγε στραβά, μια διαφωνία για κάτι, και αποφάσισε να τσεπώσει όλα τα λεφτά». «Δηλαδή, πιστεύεις ότι έχει μείνει μόνο ένας τώρα;» «Ναι, αλλά αυτό κάνει τα πράγματα πιο δύσκολα για σένα, όχι πιο εύκολα». «Γιατί;» «Αφού καθάρισε τους άλλους, η τάση του θα είναι να σκοτώσει και τους υπόλοιπους μάρτυρες». «Τη Χόλι κι εμένα». «Αλλά μόνο αφού πάρει τα λεφτά». Μέσα στην άθλια κατάστασή του, ο Άνσον χαμογέλασε με ένα φρικτό ύφος. «Θέλεις να μάθεις για τα λεφτά, αδερφάκι; Θέλεις να μάθεις τι δουλειά κάνω;»
Ο Άνσον θα ήταν πρόθυμος να δώσει αυτή την πληροφορία μόνο αν πίστευε ότι θα έβλαπτε τον αδερφό του. Ο Μιτς ήξερε ότι η μοχθηρή, χαιρέκακη λάμψη στα μάτια του Άνσον σήμαινε ότι ήταν προτιμότερο να μη μάθει, αλλά η περιέργεια αποδείχτηκε πιο ισχυρή από την επιφυλακτικότητα. Πριν προλάβουν να μιλήσουν, χτύπησε το τηλέφωνο. Ο Μιτς πήγε στην κουζίνα, σκέφτηκε προς στιγμήν να μην απαντήσει, αλλά μετά άλλαξε γνώμη. Ανησυχούσε μήπως τηλεφωνούσε πάλι ο Τζίμι Ναλ με πρόσθετες οδηγίες. «Εμπρός;» «Άνσον;» «Δεν είναι εδώ». «Ποιος είναι;» Η φωνή δεν ήταν του Τζίμι Ναλ. «Είμαι ένας φίλος του Άνσον», είπε ο Μιτς. Τώρα που είχε σηκώσει το τηλέφωνο, το καλύτερο που μπορούσε να κάνει ήταν να συνεχίσει τη συζήτηση σαν να ήταν όλα φυσιολογικά εκεί. «Πότε θα γυρίσει;» ρώτησε ο άλλος. «Αύριο». «Να δοκιμάσω στο κινητό του;» Η φωνή τού φαινόταν γνωστή από κάπου. Πήρε το κινητό του Άνσον από τον πάγκο. «Ξέχασε να το πάρει μαζί του», είπε. «Μπορείς να του δώσεις ένα μήνυμα;» «Βέβαια». «Πες του ότι τηλεφώνησε ο Τζούλιαν Κάμπελ». Η λάμψη των γκρίζων ματιών, η αναλαμπή του χρυσού Ρόλεξ. «Τίποτε άλλο;» ρώτησε ο Μιτς. «Όχι, τίποτα. Αν και με απασχολεί κάτι ακόμη, φίλε του Άνσον». Ο Μιτς δε μίλησε. «Φίλε του Άνσον, μ' ακούς;» «Ναι». «Ελπίζω να προσέχεις την Κράισλερ Γουίνδσορ. Το αγαπώ αυτό το αμάξι. Θα τα ξαναπούμε».
51
Ο
Μιτς βρήκε το συρτάρι της κουζίνας όπου ο Άνσον είχε δύο κουτιά με πλαστικές σακούλες σκουπιδιών. Διάλεξε το μικρότερο από τα δύο μεγέθη, μια λευκή σακούλα των δεκατριών γαλονιών. Έβαλε μέσα τις χοντρές δεσμίδες των χαρτονομισμάτων και το φάκελο με τα ομόλογα. Μετά έστριψε το πάνω μέρος χωρίς να το δέσει κόμπο. Αυτή την ώρα, με τη συνηθισμένη κίνηση, το Ράντσο Σάντα Φε απείχε μέχρι και δύο ώρες από το Κορόνα ντελ Map. Ακόμη και αν ο Κάμπελ είχε συνεργάτες στην Κομητεία Όραντζ και τους ειδοποιούσε, δε θα έφταναν αμέσως. Ο Μιτς πήγε πάλι στο πλυσταριό. «Ποιος ήταν;» ρώτησε ο Άνσον. «Κάποιος πλασιέ». Τα μάτια του Άνσον, γαλαζοπράσινα και κατακόκκινα, θύμιζαν νερό θολωμένο μετά από επίθεση καρχαρία. «Δεν ακούστηκε για πλασιέ». «Θα μου έλεγες τι δουλειά κάνεις». Η μοχθηρή, χαιρέκακη λάμψη άστραψε πάλι στα μάτια του Άνσον. Ήθελε να μοιραστεί το θρίαμβό του όχι τόσο από περηφάνια όσο επειδή αυτή η γνώση θα πλήγωνε με κάποιον τρόπο τον Μιτς. «Φαντάσου ότι στέλνεις δεδομένα σε έναν πελάτη μέσω Ί-
ντερνετ. Κατά τη λήψη τους φαίνονται να είναι αθώο υλικό, ας πούμε η ιστορία της Ιρλανδίας με κείμενο και φωτογραφίες από διάφορα σημεία της χώρας». «Φαίνονται να είναι». «Δε μιλάμε για κρυπτογραφημένα στοιχεία, που δεν έχουν νόημα αν δεν έχεις τον κώδικα. Αυτά φαίνονται να είναι αυτό που δείχνουν, τίποτα το ιδιαίτερο ή ασυνήθιστο. Όταν όμως τα επεξεργαστείς με ένα ειδικό πρόγραμμα, οι φωτογραφίες και το κείμενο συνδυάζονται και μετατρέπονται σε ένα τελείως διαφορετικό υλικό, στην κρυμμένη αλήθεια». «Και ποια είναι αυτή η αλήθεια;» «Περίμενε. Πρώτα ο πελάτης σου κατεβάζει στον υπολογιστή του το λογισμικό -και δεν το έχει ποτέ σε κόπια. Αν η αστυνομία ψάξει τον υπολογιστή του και προσπαθήσει να αντιγράψει ή να αναλύσει το λογισμικό, αυτό αυτοκαταστρέφεται έτσι που να είναι αδύνατη η αποκατάστασή του. Το ίδιο συμβαίνει και στα αρχεία που έχουν αποθηκευτεί στον υπολογιστή είτε στην πρωτότυπη είτε στην αλλαγμένη μορφή τους». Ο Μιτς προσπαθούσε γενικά να περιορίζει τις γνώσεις του για τους υπολογιστές στο ελάχιστο δυνατό που επέτρεπε ο σύγχρονος κόσμος, έτσι σκέφτηκε μια πιθανή χρήση ενός τέτοιου προγράμματος, αλλά δεν ήξερε αν αυτή θα ήταν η πιο χρήσιμη. «Έτσι, οι τρομοκράτες θα μπορούσαν να επικοινωνούν από το Ίντερνετ και όποιος έπαιρνε δείγματα από τα μηνύματά τους θα ανακάλυπτε ότι είναι απλώς η ιστορία της Ιρλανδίας». «Ή της Γαλλίας ή της Ταϊτής ή μακροσκελείς αναλύσεις ταινιών του Τζον Γουέιν. Κανένα παράνομο υλικό, καμία εμφανής κρυπτογράφηση για να προκληθούν υποψίες. Όμως, οι τρομοκράτες δεν είναι σταθερή και επικερδής αγορά». «Και ποιοι είναι;» «Υπάρχουν πολλοί. Αλλά θέλω να σου πω ειδικά για τη δουλειά που έκανα για τον Τζούλιαν Κάμπελ». «Τον επιχειρηματία που ασχολείται με την ψυχαγωγία», είπε ο Μιτς. «Είναι αλήθεια ότι έχει καζίνα σε αρκετές χώρες. Εν μέρει
τα χρησιμοποιεί για να ξεπλένει χρήματα από άλλες δραστηριότητες». Ο Μιτς σκεφτόταν ότι γνώριζε πια τον πραγματικό Άνσον, έναν άνθρωπο τελείως διαφορετικό από εκείνον που τον είχε πάει στο Ράντσο Σάντα Φε. Τέλος οι ψευδαισθήσεις. Τώρα πια δεν εθελοτυφλούσε. Όμως, εκείνη τη στιγμή έβλεπε μπροστά του ένα τρίτο ανατριχιαστικό πρόσωπο αυτού του ανθρώπου, που ήταν σχεδόν εξίσου ξένο για τον Μιτς όσο και ο δεύτερος Άνσον που είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά στη βιβλιοθήκη του Κάμπελ. Το πρόσωπό του έμοιαζε να αποκτά ένα νέο ένοικο, που σουλατσάριζε στους θαλάμους του κρανίου του κι έφερνε ένα πιο σκοτεινό φως στα παράθυρα των πράσινων ματιών του. Αλλά είχε αλλάξει και κάτι στο σώμα του, επίσης. Αυτός που καθόταν στην καρέκλα έμοιαζε πιο πρωτόγονος τώρα από ό,τι πριν από ένα λεπτό. Ήταν άνθρωπος ακόμη, αλλά ένας άνθρωπος στον οποίο διακρινόταν πιο καθαρά το ζώο. Αυτό το συνειδητοποίησε ο Μιτς πριν αρχίσει ο αδερφός του να του αποκαλύπτει τι δουλειά είχε κάνει για τον Κάμπελ. Δεν μπορούσε να προσποιηθεί ότι ήταν μια καθαρά ψυχολογική εντύπωση, ότι η αποκάλυψη του Άνσον τον μεταμόρφωσε μπροστά στα μάτια του, αφού η αλλαγή είχε προηγηθεί της αποκάλυψης. «Το μισό τοις εκατό των αντρών είναι παιδεραστές», είπε ο Άνσον. «Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ενάμισι εκατομμύριο περίπου. Και εκατομμύρια άλλοι σε όλο τον κόσμο». Μέσα στο φωτεινό λευκό δωμάτιο, ο Μιτς ένιωσε ότι βρισκόταν στο κατώφλι ενός σκοτεινού χάσματος. Μια τρομερή πύλη άνοιγε μπροστά του και δεν υπήρχε επιστροφή. «Οι παιδεραστές καταναλώνουν παιδική πορνογραφία», συνέχισε ο Άνσον. «Ρισκάρουν τα πάντα για να τη βρουν, ακόμη και να την αγοράσουν από αστυνομικούς που προσπαθούν να εξαρθρώσουν αυτά τα κυκλώματα». Ποιος έκανε τη δουλειά του Χίτλερ, του Στάλιν, του Μάο Τσε Τουνγκ; Την έκαναν γείτονες, φίλοι, μητέρες, πατέρες και αδερφοί.
«Αν το υλικό τους έρχεται με τη μορφή ενός βαρετού κειμένου για την ιστορία του βρετανικού θεάτρου και μετατρέπεται σε συναρπαστικές φωτογραφίες ή και βίντεο ακόμη, αν μπορούν να ικανοποιούν την ανάγκη τους με ασφάλεια, τότε γίνονται αχόρταγοι». Ο Μιτς είχε αφήσει το πιστόλι στο τραπέζι της κουζίνας. Μπορεί υποσυνείδητα να είχε υποψιαστεί κάποιο τέτοιο ανοσιούργημα και δεν ήθελε να είναι οπλισμένος όταν θα το άκουγε. «Ο Κάμπελ έχει διακόσιες χιλιάδες πελάτες. Σε δύο χρόνια, περιμένει ότι θα έχει ένα εκατομμύριο σε όλο τον κόσμο, με εισπράξεις πέντε δισεκατομμύρια δολάρια». Ο Μιτς θυμήθηκε τα αυγά και το τοστ που είχε φτιάξει στην κουζίνα αυτού του τέρατος και το στομάχι του σφίχτηκε με τη σκέψη ότι έφαγε από πιάτα και σκεύη που είχαν αγγίξει αυτά τα χέρια. «Το κέρδος επί των ακαθάριστων πωλήσεων είναι εξήντα τοις εκατό. Οι ενήλικες ηθοποιοί το κάνουν επειδή τους αρέσει. Τα παιδιά ηθοποιοί δεν πληρώνονται. Τι τα χρειάζονται τα λεφτά στην ηλικία τους; Έχω κι εγώ ένα μικρό μερίδιο στην επιχείρηση του Τζούλιαν. Σου είπα ότι έχω οχτώ εκατομμύρια, αλλά στην πραγματικότητα έχω τα τριπλάσια». Το πλυσταριό ήταν αφόρητα συνωστισμένο. Ο Μιτς ένιωθε ότι εκτός από τον ίδιο και τον αδερφό του, αόρατες λεγεώνες παρακολουθούσαν. «Ήθελα να ξέρεις πόσο βρόμικα είναι τα λεφτά με τα οποία θα εξαγοράσεις τη Χόλι. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή σου, όταν θα τη φιλάς, όταν θα την αγγίζεις, θα σκέφτεσαι από πού προήλθαν αυτά τα βρόμικα λεφτά». Αλυσοδεμένος στην καρέκλα, καθισμένος μέσα στα ούρα, μουσκεμένος από τον ιδρώτα του φόβου που του είχε προκαλέσει το σκοτάδι, ο Άνσον ύψωσε το κεφάλι του προκλητικά και φούσκωσε το στήθος του. Τα μάτια του άστραψαν θριαμβευτικά, λες και το γεγονός ότι είχε κάνει αυτά που έκανε, ότι διευκόλυνε τις ποταπές επιχειρήσεις του Κάμπελ, ήταν αρκετή πληρωμή γι' αυτόν. Και το ότι είχε εξυπηρετήσει τις ορέξεις των έκφυλων σε βάρος των αθώων ήταν η μόνη ανταμοιβή που
θα του χρειαζόταν για να αντέξει την τωρινή ταπείνωση και την προσωπική καταστροφή που θα ακολουθούσε. Κάποιος άλλος μπορεί να πίστευε ότι αυτό ήταν τρέλα, αλλά ο Μιτς ήξερε το πραγματικό του όνομα. «Φεύγω», είπε μόνο. Δεν είχε να πει τίποτε άλλο ουσιαστικό. «Χτύπα με με το Τέιζερ», απαίτησε ο Άνσον, με ένα ύφος σαν να πίστευε ότι ο Μιτς δεν είχε τη δύναμη να τον βλάψει πραγματικά. «Ξέρεις, η συμφωνία που λέγαμε... Ξέχνα την», είπε ο Μιτς. Έσβησε τα φώτα κι έκλεισε την πόρτα. Επειδή υπάρχουν δυνάμεις ενάντια στις οποίες καλό είναι να παίρνεις πρόσθετες -ή και παράλογες ακόμη- προφυλάξεις, σφήνωσε την πόρτα με μια καρέκλα για να μην ανοίγει από μέσα. Μπορεί να την κάρφωνε κιόλας αν είχε χρόνο. Αναρωτήθηκε αν θα ένιωθε ποτέ πάλι καθαρός. Τον διαπέρασαν απανωτά ρίγη. Ένιωσε τάση για εμετό. Πήγε στο νεροχύτη κι έριξε κρύο νερό στο πρόσωπό του. Και τότε άκουσε να χτυπάει το κουδούνι.
52
ο κουδούνι έπαιξε ένα μικρό μέρος από την «Ωδή στη Χαρά». Είχαν περάσει μερικά λεπτά μόνο από το τέλος του τηλεφωνήματος του Τζούλιαν Κάμπελ. Πέντε δισεκατομμύρια δολάρια το χρόνο ήταν ένας θησαυρός που θα τον προστάτευε με κάθε τρόπο, αλλά δεν ήταν δυνατό να έστειλε κάποιους από τους μπράβους του στο σπίτι του Άνσον τόσο γρήγορα. Ο Μιτς άνοιξε τη βρύση του νεροχύτη, πλύθηκε, και με το πρόσωπο να στάζει προσπάθησε να σκεφτεί αν υπήρχε κάποιος λόγος να ρισκάρει να κοιτάξει από το παράθυρο του καθιστικού ποιος ήταν ο επισκέπτης. Δε βρήκε κανέναν. Ώρα να φύγει από δω. Πήρε τη σακούλα με τα λύτρα, άρπαξε το πιστόλι από το τραπέζι και πήγε στην πίσω πόρτα. Το Τέιζερ. Το είχε αφήσει στον πάγκο δίπλα στο φούρνο. Γύρισε να το πάρει. Ο άγνωστος επισκέπτης χτύπησε πάλι το κουδούνι. «Ποιος είναι;» φώναξε ο Άνσον από το πλυσταριό. «Ο ταχυδρόμος. Βούλωσέ το τώρα». Φτάνοντας πάλι στην πίσω πόρτα, ο Μιτς θυμήθηκε το κινητό του αδερφού του. Ήταν στο τραπέζι δίπλα στα λύτρα, αλλά όταν πήρε τη σακούλα το είχε αφήσει εκεί. Το τηλεφώνημα του Τζούλιαν Κάμπελ, οι φρικτές αποκαλύ-
ψεις του Άνσον και το κουδούνι, έτσι όπως ήρθαν το ένα μετά το άλλο, ήταν τρία απανωτά σοκ που του είχαν προκαλέσει σύγχυση. Πήρε το κινητό και μετά γύρισε και κοίταξε γύρω του την κουζίνα. Από όσο έβλεπε, δεν είχε ξεχάσει τίποτε άλλο. Έσβησε τα φώτα, βγήκε από το σπίτι και κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Ο ανεξάντλητος άνεμος έπαιζε κρυφτούλι με τον εαυτό του ανάμεσα στις φτέρες και τα μπαμπού. Κάμποσα σκληρά φύλλα ινδικής συκιάς, κομμένα από τον άνεμο και φερμένα από κάποιον άλλο κήπο, έτρεχαν από δω κι από κει στην αυλή γρατσουνώντας τα τούβλα. Ο Μιτς πήγε στο πρώτο από τα δύο γκαράζ και μπήκε από την πόρτα της αυλής. Εδώ περίμενε το Χόντα του, ενώ ο Τζον Νοξ σίτευε στο πίσω μέρος της Μπιούικ Σούπερ Γούντι Γουάγκον. Είχε σκεφτεί ένα αόριστο σχέδιο για να φορτώσει το φόνο του Νοξ στον Άνσον, ενώ ταυτόχρονα θα ξέφευγε από την παγίδα των φόνων του Ντάνιελ και της Κάθι. Όμως η επικείμενη επανεμφάνιση του Κάμπελ στη σκηνή τον έκανε να νιώσει ότι σχοινοβατούσε επικίνδυνα και το αόριστο σχέδιο κατέρρευσε. Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά δέν είχαν σημασία προς το παρόν. Όταν θα ήταν ασφαλής η Χόλι, τότε ο Τζον Νοξ, τα πτώματα στο δωμάτιο μελέτης και ο Άνσον δεμένος με τις χειροπέδες στην καρέκλα θα είχαν πάλι σημασία, και μάλιστα μεγάλη, αλλά προς το παρόν έρχονταν σε δεύτερη μοίρα μετά το κύριο πρόβλημα. Έμεναν πάνω από δυόμισι ώρες μέχρι να πληρώσει τα λύτρα για τη Χόλι. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ του Χόντα κι έβαλε τη σακούλα στο χώρο της ρεζέρβας. Στο μπροστινό κάθισμα της Μπιούικ βρήκε ένα τηλεχειριστήριο της γκαραζόπορτας. Το στερέωσε στο σκίαστρο του Χόντα, για να την κλείσει αφού θα έβγαινε στο δρομάκι. Έβαλε το πιστόλι και το Τέιζερ στη θήκη της πόρτας του οδηγού. Καθισμένος στο τιμόνι, μπορούσε να κοιτάξει κάτω και
να δει τα όπλα, και ήταν πιο εύκολο να τα πιάσει εκεί από ό,τι αν τα έβαζε κάτω από το κάθισμα. Πάτησε το τηλεχειριστήριο και κοίταξε από τον εσωτερικό καθρέφτη την γκαραζόπορτα πόυ ανέβαινε. Καθώς έβγαινε από το γκαράζ, κοίταξε δεξιά, είδε ότι το δρομάκι ήταν άδειο -και ξαφνικά φρενάρισε έκπληκτος καθώς κάποιος χτύπησε το παράθυρο του οδηγού. Γύρισε αριστερά και βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον υπαστυνόμο Τάγκαρτ.
53
Γ
εια σου, κύριε Ράφερτι», ακούστηκε η φωνή του αστυνομικού πνιγμένη από το τζάμι. Ο Μιτς τον κοίταζε άναυδος για πολλή ώρα πριν κατεβάσει το παράθυρο του αυτοκινήτου. Η έκπληξη θα ήταν αναμενόμενη, αλλά αυτός πρέπει να φαινόταν σοκαρισμένος. Φοβισμένος. Ο ζεστός άνεμος τίναζε το σπορ σακάκι του Τάγκαρτ και πλατάγιζε το γιακά του καφεκίτρινου χαβανέζικου πουκάμισου καθώς έσκυβε κοντά στο παράθυρο. «Προλαβαίνεις να τα πούμε;» «Έχω ραντεβού με το γιατρό μου», είπε ο Μιτς. «Ωραία. Δε θα σε κρατήσω πολύ. Να μπούμε στο γκαράζ να μιλήσουμε, να αποφύγουμε αυτό τον αέρα;» Το πτώμα του Τζον Νοξ ήταν εκτεθειμένο στο πίσω μέρος του στέισον βάγκον. Ο Τάγκαρτ μπορεί να πλησίαζε εκεί, είτε για να θαυμάσει την παλιά Μπιούικ είτε επειδή θα αντιλαμβανόταν τις πρώτες οσμές της αποσύνθεσης. «Μπες στο αμάξι», είπε ο Μιτς. Ανέβασε πάλι το παράθυρο και έβγαλε το αυτοκίνητο από το γκαράζ. Πάτησε το κουμπί στο τηλεχειριστήριο και παρκάρισε το αμάξι παράλληλα προς την γκαραζόπορτα που κατέβαινε, για να μην κλείνει το στενό δρόμο.
Ο Τάγκαρτ μπήκε και κάθισε στη θέση του συνοδηγού. «Κάλεσες συνεργείο για κείνους τους τερμίτες;» ρώτησε. «Όχι ακόμη». «Μην το αναβάλεις για πολύ». «Όχι». Ο Μιτς καθόταν στραμμένος προς τα εμπρός, με το βλέμμα στο δρομάκι, αποφασισμένος να κοιτάζει μόνο αραιά και πού τον Τάγκαρτ, καθώς θυμόταν καλά τη διαπεραστική δύναμη που είχε το βλέμμα του. «Αν σε ανησυχούν τα εντομοκτόνα, υπάρχουν κι άλλες λύσεις τώρα». «Ναι, ξέρω. Παγώνουν τους τερμίτες μέσα στους τοίχους». «Έχουν κάτι ακόμη καλύτερο. Ένα πολύ συμπυκνωμένο εκχύλισμα από πορτοκάλι που τους σκοτώνει μόλις έρθουν σε επαφή μαζί του. Είναι τελείως φυσικό και το σπίτι μυρίζει ωραία μετά». «Πορτοκάλι! Θα πρέπει να το κοιτάξω αυτό». «Φαντάζομαι ότι ήσουν πολύ απασχολημένος για να σκεφτείς τους τερμίτες». Ένας αθώος μπορεί να αναρωτιόταν τι σήμαιναν όλα αυτά και να ανυπομονούσε να συνεχίσει τις δουλειές του, έτσι ο Μιτς ρισκάρισε να ρωτήσει, «Γιατί είσαι εδώ, υπαστυνόμε;» «Ήρθα να δω τον αδερφό σου, αλλά δε μου άνοιξε». «Λείπει. Θα γυρίσει αύριο». «Πού πήγε;» «Στο Λας Βέγκας». «Ξέρεις το ξενοδοχείο που μένει;» «Δε μου είπε». «Δεν άκουσες το κουδούνι;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. «Πρέπει να είχα φύγει πριν χτυπήσεις. Είχα να κάνω μερικά πράγματα στο γκαράζ». «Προσέχεις το σπίτι όσο λείπει ο αδερφός σου;» «Ναι. Για ποιο πράγμα θέλεις να του μιλήσεις;» Ο αστυνομικός μισογύρισε στο κάθισμά του, κοιτάζοντας απευθείας τον Μιτς σαν να ήθελε να τον αναγκάσει να τον κοι-
τάξει κι αυτός. «Βρήκαμε τα τηλέφωνα του αδερφού σου στην ατζέντα του Τζέισον Οστίν». «Γνωρίστηκαν όταν ήμαστε συγκάτοικοι», είπε ο Μιτς, ευχαριστημένος που μπορούσε να πει και μια αλήθεια. «Εσύ δεν κράτησες επαφή με τον Τζέισον, αλλά ο αδερφός σου συνέχισε να τον βλέπει;» «Δεν ξέρω. Ίσως. Τα πήγαιναν καλά». Στη διάρκεια της νύχτας και του πρωινού, ο άνεμος είχε παρασύρει τα σκόρπια φύλλα, τα σκουπίδια και τό χώμα στη θάλασσα. Τώρα δεν υπήρχε τίποτα για να πάρει τη μορφή του κι έτσι πανίσχυρες ριπές κρυσταλλικού αέρα, αόρατες σαν κρουστικά κύματα έκρηξης, σάρωναν το δρομάκι και τράνταζαν το Χόντα. «Ο Τζέισον είχε σχέσεις με μια κοπέλα, κάποια Λίλι Μόρχαϊμ. Την ξέρεις;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. «Όχι». «Η Λίλι είπε ότι ο Τζέισον μισούσε τον αδερφό σου. Είπε ότι ο αδερφός σου τον εξαπάτησε σε κάποια συναλλαγή». «Τι συναλλαγή;» «Δεν ήξερε. Όμως, ένα πράγμα είναι σίγουρο για τον Τζέισον. Δεν έκανε τίμια δουλειά». Αυτή η δήλωση ανάγκασε τον Μιτς να αντιμετωπίσει το βλέμμα του αστυνομικού και να συνοφρυωθεί με πειστική απορία. «Θες να πεις ότι ο Άνσον ήταν αναμεμειγμένος σε κάτι παράνομο;» «Το θεωρείς πιθανό;» «Έχει διδακτορικό στη γλωσσολογία και είναι ειδικός στους υπολογιστές». «Ήξερα έναν καθηγητή φυσικής που σκότωσε τη γυναίκα του, και έναν παπά που σκότωσε ένα παιδί». Μετά τα πρόσφατα γεγονότα, ο Μιτς δεν πίστευε πια ότι ο αστυνομικός μπορεί να συνεργαζόταν με τους απαγωγείς. Αν τον τα είχες ξεράσει, Μιτς, η Χόλι θα ήταν νεκρή τώρα. Ούτε ανησυχούσε πια μήπως οι απαγωγείς τον παρακολουθούσαν ή άκουγαν τις συζητήσεις του. Μπορεί να είχαν βάλει
στο Χόντα κάποια συσκευή που τους έδειχνε πού βρισκόταν, αλλά ούτε κι αυτό τον απασχολούσε πια. Αν ο Άνσον είχε δίκιο, ο Τζίμι Ναλ, ο απαγωγέας με την απαλή φωνή που ήθελε από τον Μιτς να παραμείνει αισιόδοξος, είχε σκοτώσει τους συνεργάτες του. Αυτός έκανε κουμάντο πια. Τώρα, στις τελευταίες ώρες της επιχείρησης, ο Ναλ θα ασχολιόταν όχι με τον Μιτς αλλά με τις προετοιμασίες για την ανταλλαγή. Αυτό δε σήμαινε ότι ο Μιτς μπορούσε να στραφεί στον Τάγκαρτ για βοήθεια. Ο Τζον Νοξ, ξαπλωμένος στη Γούντι Γουάγκον σαν σε νεκροφόρα, τριπλά νεκρός από σπασμένο λαιμό, λιωμένο οισοφάγο, και μια σφαίρα στην καρδιά, θα χρειαζόταν κάποιες εξηγήσεις. Δε θα ήταν εύκολο να πειστεί ένας αστυνομικός ότι ο Νοξ είχε σκοτωθεί σε μια τυχαία πτώση. Οι φόνοι του Ντάνιελ και της Κάθι θα ήταν εξίσου δύσκολο να εξηγηθούν. Όταν θα ανακάλυπταν τον Άνσον σε τέτοια άθλια κατάσταση στο πλυσταριό, θα πίστευαν ότι ήταν θύμα και όχι θύτης. Με δεδομένο το ταλέντο του στην εξαπάτηση, θα έπαιζε τον αθώο πολύ πειστικά, μπερδεύοντας τους αστυνομικούς. Έμεναν μόνο δυόμισι ώρες πριν την ανταλλαγή. Ο Μιτς δεν πίστευε ότι η αστυνομία, λειτουργώντας γραφειοκρατικά όπως κάθε κρατική υπηρεσία, θα μπορούσε να επεξεργαστεί όλα όσα είχαν συμβεί ως τώρα και να κάνει το σωστό για τη Χόλι. Άλλωστε, ο Τζον Νοξ, ο Ντάνιελ, η Κάθι και ο Τζέισον Οστίν είχαν σκοτωθεί σε τρεις διαφορετικές περιοχές που ενέπιπταν στη δικαιοδοσία τριών διαφορετικών αστυνομικών τμημάτων. Αυτό σήμαινε, επίσης, τρεις διαφορετικές γραφειοκρατίες. Και επειδή είχε γίνει απαγωγή, κατά πάσα πιθανότητα έπρεπε να αναμειχθεί και το FBI. Από τη στιγμή που θα αποκάλυπτε ο Μιτς τι είχε συμβεί και θα ζητούσε βοήθεια, δε θα είχε πια ελευθερία κινήσεων. Η ευθύνη για την επιβίωση της Χόλι θα περνούσε από αυτόν σε ξένους. Τον έπιασε τρόμος με την προοπτική ότι θα ήταν αναγκασμένος να κάθεται ανήμπορος καθώς περνούσαν τα λεπτά και
οι Αρχές, ακόμη και αν ήταν καλοπροαίρετες, προσπαθούσαν να κατανοήσουν την κατάσταση και τα γεγονότα που είχαν οδηγήσει σ' αυτή. «Πώς είναι η κυρία Ράφερτι;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. Ο Μιτς ένιωθε εκτεθειμένος ως το κόκαλο, λες και ο υπαστυνόμος είχε λύσει ήδη πολλούς από τους κόμπους της υπόθεσης και χρησιμοποιούσε το σχοινί για να τον παγιδέψει. Βλέποντας τη σαστισμένη έκφραση του Μιτς, ο Τάγκαρτ πρόσθεσε, «Της πέρασε η ημικρανία;» «Α. Ναι». Ο Μιτς σχεδόν δεν μπόρεσε να κρύψει την ανακούφισή του βλέποντας ότι το ενδιαφέρον του Τάγκαρτ για τη Χόλι οφειλόταν στην ανύπαρκτη ημικρανία. «Νιώθει καλύτερα». «Όχι τελείως καλά, όμως; Η ασπιρίνη πάντως δεν είναι η καλύτερη αγωγή για μια ημικρανία». Ο Μιτς διαισθανόταν ότι είχε ανοιχτεί μια παγίδα μπροστά του, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τι είδους και δεν ήξερε πώς να την αποφύγει. «Την έχει συνηθίσει την ασπιρίνη». «Τώρα όμως έχασε και δεύτερη μέρα δουλειάς», είπε ο Τάγκαρτ. Προφανώς ο υπαστυνόμος μπορούσε να έχει μάθει από τον Ίγκι Μπαρνς πού δούλευε η Χόλι. Η πληροφορία δεν εξέπληξε τον Μιτς, αλλά ήταν ανησυχητικό το γεγονός ότι είχε φροντίσει να ελέγξει την ιστορία της ημικρανίας. «Η Νάνσι Φάρασαντ είπε ότι είναι ασυνήθιστο για την κυρία Ράφερτι να παίρνει αναρρωτική άδεια». Η Νάνσι Φάρασαντ ήταν μια άλλη γραμματέας στο κτηματομεσιτικό γραφείο όπου δούλευε η Χόλι. Ο Μιτς είχε μιλήσει μαζί της χτες το μεσημέρι. «Γνωρίζεις την κυρία Φάρασαντ, Μιτς;» «Ναι». «Μου φάνηκε πολύ καλή στη δουλειά της. Και συμπαθεί πολύ τη γυναίκα σου, την έχει σε μεγάλη εκτίμηση». «Και η Χόλι συμπαθεί τη Νάνσι». «Η Νάνσι είπε ότι είναι πολύ ασυνήθιστο για τη γυναίκα σου να μην ειδοποιήσει ότι δε θα πάει στη δουλειά».
Σήμερα το πρωί, ο Μιτς έπρεπε να τηλεφωνήσει στο γραφείο και να πει ότι η Χόλι ήταν άρρωστη. Το είχε ξεχάσει. Είχε ξεχάσει, επίσης, να τηλεφωνήσει στον Ίγκι και να ακυρώσει τις δουλειές που είχαν για σήμερα. Είχε καταφέρει να νικήσει δύο επαγγελματίες δολοφόνους και την πάτησε επειδή δεν πρόσεξε δύο απλές λεπτομέρειες. «Χτες», συνέχισε ο υπαστυνόμος Τάγκαρτ, «μου είπες πως όταν είδες να σκοτώνουν τον Τζέισον Οστίν μιλούσες στο τηλέφωνο με τη γυναίκα σου». Η ατμόσφαιρα μέσα στο αυτοκίνητο είχε γίνει αποπνικτική. Ο Μιτς ήθελε να ανοίξει ένα παράθυρο για να μπει αέρας. Ο Τάγκαρτ είχε περίπου το μέγεθος του Μιτς, αλλά τώρα φαινόταν πιο μεγαλόσωμος και από τον Άνσον. Ο Μιτς ένιωθε στριμωγμένος στη γωνία. «Αυτό θυμάσαι ακόμη, Μιτς, ότι μιλούσες στο τηλέφωνο με τη γυναίκα σου;» Στην πραγματικότητα μιλούσε με τον απαγωγέα. Κάτι που εκείνη τη στιγμή του είχε φανεί ένα ακίνδυνο και εύκολο ψέμα μπορεί τώρα να γινόταν μια θηλιά στην οποία ο Τάγκαρτ τον καλούσε να περάσει το λαιμό του. Όμως, δεν έβλεπε και κάποιο τρόπο για να εγκαταλείψει αυτό το ψέμα αφού δεν είχε κανένα καλύτερο να πει στη θέση του. «Ναι. Μιλούσα στο τηλέφωνο με τη Χόλι». «Είπες ότι σου τηλεφώνησε για να σου πει ότι θα έφευγε νωρίς από τη δουλειά επειδή είχε ημικρανία». «Ναι». «Και μιλούσες μαζί της στο τηλέφωνο όταν σκότωσαν τον Τζέισον Οστίν». «Ναι». «Αυτό έγινε στις έντεκα και σαράντα πέντε το πρωί. Είπες ότι ήταν έντεκα και σαράντα τρία». «Κοίταξα το ρολόι μου αμέσως μετά τον πυροβολισμό». «Όμως η Νάνσι Φάρασαντ μου είπε ότι η κυρία Ράφερτι τηλεφώνησε ότι ήταν άρρωστη από νωρίς χτες, ότι δεν πήγε καθόλου στο γραφείο». Ο Μιτς δεν απάντησε. Αισθανόταν το σφυρί να κατεβαίνει.
«Επίσης, η Νάνσι είπε ότι της τηλεφώνησες κάποια στιγμή χτες το μεσημέρι, ανάμεσα στις δώδεκα και τέταρτο και τις δωδεκάμισι». Το εσωτερικό του Χόντα έμοιαζε τώρα πιο στριμωγμένο και από το πορτ μπαγκάζ της Κράισλερ Γουίνδσορ. «Εκείνη την ώρα ήσουν ακόμη στον τόπο του εγκλήματος», συνέχισε ο Τάγκαρτ, «και περίμενες για να σου κάνω μερικές πρόσθετες ερωτήσεις που είχα. Ο βοηθός σου, ο κύριος Μπαρνς, συνέχιζε να φυτεύει λουλούδια. Το θυμάσαι;» Ο Τάγκαρτ περίμενε την απάντηση του, έτσι ο Μιτς είπε, «Αν θυμάμαι ποιο;» «Ότι ήσουν στον τόπο του εγκλήματος», απάντησε ξερά ο Τάγκαρτ. «Ναι. Φυσικά». x «Η κυρία Φάρασαντ είπε πως όταν της τηλεφώνησες, ανάμεσα στις δώδεκα και τέταρτο και τις δωδεκάμισι, ζήτησες να μιλήσεις στη γυναίκα σου». «Είναι πολύ καλή στη δουλειά της». «Εκείνο που δεν μπορώ να καταλάβω», είπε ο Τάγκαρτ, «είναι γιατί να τηλεφωνήσεις στο κτηματομεσιτικό γραφείο και να ζητήσεις να μιλήσεις στη γυναίκα σου, όταν πριν από σαράντα πέντε λεπτά, σύμφωνα με τη δική σου μαρτυρία, σου είχε τηλεφωνήσει η γυναίκα σου για να σου πει ότι έφευγε από το γραφείο επειδή είχε τρομερή ημικρανία». Ένας διαφανής χείμαρρος αέρα έπνιγε το δρομάκι. Ο Μιτς χαμήλωσε το βλέμμα του στο ρολόι του ταμπλό, νιώθοντας ένα ανήμπορο σφίξιμο στην καρδιά. «Μιτς;» «Ναι». «Κοίταξέ με». Γύρισε απρόθυμα και κοίταξε τον υπαστυνόμο. Τα γερακίσια μάτια του Τάγκαρτ δε διαπερνούσαν τον Μιτς τώρα όπως πριν. Αντίθετα, και πολύ χειρότερα, ήταν γεμάτα κατανόηση και ενθάρρυναν την εμπιστοσύνη, την εκμυστήρευση. «Μιτς... πού είναι η γυναίκα σου;» ρώτησε ο Τάγκαρτ.
54
Ο
Μιτς θυμήθηκε το δρομάκι όπως ήταν το προηγούμενο βράδυ, πλημμυρισμένο από το κόκκινο φως της δύσης, και την πυρρόξανθη γάτα με τα καταπράσινα μάτια που πήγαινε από σκιά σε σκιά, και πώς του φάνηκε ότι η γάτα μεταμορφώθηκε σε πουλί. Είχε επιτρέψει στον εαυτό του να νιώσει ελπίδα τότε. Η ελπίδα ήταν ο Άνσον -και δεν υπήρχε πια. Τώρα ο ουρανός ήταν σκληρός, γυαλισμένος από τον άνεμο, και είχε ένα παγερό γαλάζιο χρώμα σαν να ήταν ένας θόλος πάγου που δανειζόταν το χρώμα του εξ αντανακλάσεως από τον ωκεανό, που δεν ήταν πολύ μακριά από δω, προς τα δυτικά. Η γάτα δεν υπήρχε ούτε το πουλί και τίποτα δεν κινιόταν. Το σκληρό φως έμοιαζε με μαχαίρι γδάρτη που αφαιρεί τις σκιές από παντού. «Πού είναι η γυναίκα σου;» ρώτησε πάλι ο Τάγκαρτ. Τα λεφτά ήταν στο πορτ μπαγκάζ. Ο χρόνος και ο τόπος της ανταλλαγής είχαν οριστεί. Ο χρόνος περνούσε. Είχε πάει τόσο μακριά, είχε αντέξει τόσα πολλά, είχε φτάσει τόσο κοντά. Είχε ανακαλύψει το Κακό με κεφαλαίο Κ, αλλά είχε δει επίσης κάτι καλύτερο από οτιδήποτε είχε δει ως τότε στον κόσμο, κάτι αγνό και αληθινό. Είχε αντιληφθεί ένα μυστηριώδες νόημα εκεί που πρώτα έβλεπε μόνο την πράσινη μηχανή της φύσης.
Αν όλα συνέβαιναν για κάποιο σκοπό, τότε ίσως υπήρχε ένας σκοπός που δεν έπρεπε να αγνοήσει και σ' αυτή τη συνάντηση με τον επίμονο αστυνομικό. Στα πλούτη και στη φτώχεια. Στην υγεία και στην αρρώστια. Να την αγαπώ, να την τιμώ και να τη φροντίζω. Μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος. Οι όρκοι ήταν δικοί του. Αυτός τους είχε δώσει. Δεν τους είχε δώσει κανείς άλλος για τη Χόλι. Αυτός ήταν ο σύζυγος της. Κανείς άλλος δε θα ήταν τόσο πρόθυμος να σκοτώσει γι' αυτή, να πεθάνει γι' αυτή. Να τη φροντίζεις σημαίνει να τη θεωρείς πολύτιμη και να της φέρεσαι ανάλογα. Να τη φροντίζεις σημαίνει να κάνεις ό,τι μπορείς για την ευημερία και την ευτυχία της, να τη στηρίζεις και να την παρηγορείς και να την προστατεύεις. Ίσως ο σκοπός αυτής της συνάντησης με τον Τάγκαρτ ήταν να τον προειδοποιήσει ότι είχε φτάσει στα όρια της ικανότητάς του να προστατέψει τη Χόλι χωρίς βοήθεια, να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει άλλο μόνος. «Μιτς, πού είναι η γυναίκα σου;» «Τι νομίζεις για μένα;» «Από ποια άποψη;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. «Από κάθε άποψη. Πώς με κρίνεις, ως άτομο;» «Όλοι θεωρούν ότι είσαι εντάξει τύπος». «Σε ρώτησα τι νομίζεις εσύ». «Δε σε ήξερα πριν από όλα αυτά. Πάντως, μέσα σου είσαι γεμάτος ελατήρια και ρολόγια». «Δεν ήμουν πάντα έτσι». «Κανείς δε θα μπορούσε να είναι. Θα τα είχες παίξει σε μια βδομάδα. Και έχεις αλλάξει». «Με ξέρεις μόνο μία μέρα». «Και έχεις αλλάξει». «Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Αλλά φαντάζομαι ότι όλοι οι κακοί έτσι λένε». «Όχι τόσο ξεκάθαρα». Στον ουρανό, ίσως τόσο ψηλά ώστε να είναι πάνω από τον άνεμο, τόσο ψηλά ώστε να μη ρίχνει σκιά, ένα τζετ ασημωμένο
από τον ήλιο τράβηξε την προσοχή του καθώς πετούσε προς βορρά. Ο κόσμος έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί τώρα, να έχει περιοριστεί σ' αυτό το αμάξι κι αυτή τη στιγμή του κινδύνου. Αλλά, στην πραγματικότητα, δεν ήταν περιορισμένος και οι πιθανές διαδρομές ανάμεσα σε κάποιο σημείο και οποιοδήποτε άλλο ήταν σχεδόν άπειρες. «Πριν σου πω πού είναι η Χόλι, θέλω μια υπόσχεση». «Είμαι απλός αστυνομικός. Δεν μπορώ να παζαρέψω ποινές». «Επομένως, νομίζεις ότι κάτι της έχω κάνει». «Όχι. Απλώς, σου μιλάω ανοιχτά». «Το θέμα είναι... δεν έχουμε πολύ χρόνο. Η υπόσχεση που θέλω είναι πως όταν ακούσεις τα βασικά θα ενεργήσεις γρήγορα και δε θα χάσεις χρόνο με λεπτομέρειες». «Η ουσία συχνά είναι στις λεπτομέρειες, Μιτς». «Όταν ακούσεις αυτά που θα σου πω, θα ξέρεις πού είναι η ουσία. Αλλά αυτόν το λίγο χρόνο δε θέλω να τον σπαταλήσω με γραφειοκρατίες». «Είμαι ένας απλός αστυνομικός. Το μόνο που μπορώ να υποσχεθώ είναι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο περνάει από το χέρι μου». Ο Μιτς πήρε μια βαθιά ανάσα. Την άφησε ξεφυσώντας. «Κάποιοι απήγαγαν τη Χόλι. Ζητάνε λύτρα». Ο Τάγκαρτ τον κοίταξε για μια στιγμή. «Μου διαφεύγει κάτι;» «Θέλουν δύο εκατομμύρια δολάρια, αλλιώς θα τη σκοτώσουν». «Είσαι ένας κηπουρός». «Ακριβώς». «Πού θα βρεις δύο εκατομμύρια δολάρια;» «Είπαν ότι θα βρω τον τρόπο. Μετά σκότωσαν τον Τζέισον Οστίν για να μου δείξουν ότι μιλάνε σοβαρά. Νόμιζα ότι ήταν απλώς ένας τύπος που είχε βγάλει βόλτα ένα σκυλί, νόμιζα ότι είχαν σκοτώσει κάποιον περαστικό για να με συνετίσουν». Τα μάτια του Τάγκαρτ ήταν πολύ διαπεραστικά για να διαβάσει την έκφρασή τους. Το βλέμμα του ήταν κοφτερό σαν ξυράφι.
«Ο Τζέισον νόμιζε ότι θα σκότωναν μόνο το σκύλο. Αυτοί τρόμαξαν εμένα για να κάνω ό,τι μου έλεγαν και ταυτόχρονα μείωσαν τα μερίδια από πέντε σε τέσσερα». «Συνέχισε», είπε ο Τάγκαρτ. «Όταν γύρισα σπίτι μου και είδα το σκηνικό που είχαν στήσει εκεί, όταν είδα ότι με είχαν στριμώξει από παντού, με έστειλαν στον αδερφό μου για τα λεφτά». «Σοβαρά; Έχει τόσα πολλά;» «Ο Άνσον έκανε κάποια παράνομη δουλειά με τον Τζέισον Οστίν, τον Τζον Νοξ, τον Τζίμι Ναλ, και δύο άλλους που δεν έχω ακούσει τα ονόματά τους». «Τι ήταν η δουλειά;» «Δεν ξέρω. Δεν είχα καμιά ανάμειξη. Δεν ήξερα καν ότι ο Άνσον έκανε τέτοια πράγματα. Ακόμη κι αν ήξερα τι ήταν η δουλειά, αυτή είναι μία από τις λεπτομέρειες που δε χρειάζεσαι τώρα». «Εντάξει». «Η ουσία είναι ότι ο Άνσον τους γέλασε στη μοιρασιά κι αυτοί ανακάλυψαν αργότερα ποιο ήταν το πραγματικό ποσό που είχε πάρει». «Και γιατί να αρπάξουν τη γυναίκα σου;» είπε ο Τάγκαρτ. «Γιατί να μην κυνηγήσουν απευθείας αυτόν;» «Δεν μπορούν να τον αγγίξουν. Είναι πολύτιμος για μερικούς πολύ σημαντικούς και αδίστακτους τύπους. Έτσι προσπάθησαν να τον πιέσουν μέσω του μικρού του αδερφού. Εμένα. Σκέφτηκαν ότι θα πλήρωνε για να μη χάσω τη γυναίκα μου». Ο Μιτς νόμισε ότι είχε κάνει μια ουδέτερη δήλωση, αλλά ο Τάγκαρτ διέκρινε την κρυμμένη αλήθεια πίσω της. «Δε σου έδωσε τα λεφτά». «Ακόμη χειρότερα. Με παρέδωσε σε μερικούς τύπους». «Τι τύπους;» «Για να με σκοτώσουν». «Ο αδερφός σου;» «Ο αδερφός μου». «Και γιατί δε σε σκότωσαν;» Ο Μιτς συνέχισε να τον κοιτάζει στα μάπα. Εδώ παίζονταν
όλα και δεν μπορούσε να κρύψει πολλά, αν ήθελε τη συνεργασία του Τάγκαρτ. «Τους πήγαν στραβά κάποια πράγματα», είπε. «Χριστέ μου». «Έτσι γύρισα πίσω, να δω τον αδερφό μου». «Πρέπει να ήταν σπουδαία συνάντηση». «Δεν ανοίξαμε σαμπάνιες, αλλά το ξανασκέφτηκε για τα λεφτά». «Σου τα έδωσε;» «Ναι». «Πού είναι ο αδερφός σου τώρα;» «Ζωντανός αλλά δεμένος. Η ανταλλαγή θα γίνει στις τρεις και έχω λόγους να πιστεύω ότι ο ένας από τους απαγωγείς καθάρισε τους υπόλοιπους. Ο Τζίμι Ναλ. Τώρα κρατά μόνο αυτός τη Χόλι». «Πόσα έχεις παραλείψει;» «Τα περισσότερα», απάντησε ο Μιτς με ειλικρίνεια. Ο υπαστυνόμος κοίταζε μέσα από το παρμπρίζ το δρομάκι μπροστά τους. Έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του ένα ρολό καραμέλες. Έσκισε την άκρη του κι έβγαλε μια καραμέλα. Την κράτησε ανάμεσα στα δόντια όσο δίπλωνε πάλι το ρολό. Καθώς έβαζε πάλι το ρολό στην τσέπη του, η γλώσσα του πήρε την καραμέλα ανάμεσα από τα δόντια του. Η όλη διαδικασία έδινε την αίσθηση τελετουργίας. «Λοιπόν;» είπε ο Μιτς. «Με πιστεύεις;» «Έχω έναν ανιχνευτή ψεύδους μεγαλύτερο κι απ' τον προστάτη μου», είπε ο Τάγκαρτ. «Και δε χτυπάει». Ο Μιτς δεν ήξερε αν έπρεπε να νιώσει ανακούφιση ή όχι. Αν πήγαινε μόνος του να. δώσει τα λύτρα για να πάρει τη Χόλι και τελικά σκοτώνονταν και οι δύο, τουλάχιστον δε θα ήταν υποχρεωμένος να ζει με την επίγνωση ότι την απογοήτευσε. Αν όμως αναλάμβανε η αστυνομία και η Χόλι σκοτωνόταν αλλά αυτός ζούσε, η ευθύνη θα ήταν ένα αφόρητο βάρος γι' αυτόν. Έπρεπε να αποδεχτεί το γεγονός ότι κανένα πιθανό σενάριο δε θα του έδινε τον έλεγχο της κατάστασης, ότι αναπόφευκτα η
μοίρα ήταν σύντροφός του σ' αυτή την υπόθεση. Έπρεπε να κάνει ό,τι θεωρούσε σωστό για τη Χόλι και να ελπίζει ότι αυτό που θεωρούσε σωστό τελικά ήταν όντως σωστό. «Και τώρα τι γίνεται;» ρώτησε. «Μιτς, η απαγοδγή είναι ομοσπονδιακό αδίκημα. Πρέπει να ειδοποιήσουμε το FBI». «Φοβάμαι τις επιπλοκές». «Οι άνθρωποι του FBI είναι καλοί στη δουλειά τους. Κανείς δεν έχει περισσότερη πείρα σε τέτοια εγκλήματα. Όπως και να 'χει, όμως, επειδή έχουμε μόνο δύο ώρες, δε θα μπορέσουν να στείλουν ομάδα έγκαιρα. Μάλλον θα μας ζητήσουν να το αναλάβουμε εμείς». «Πρέπει να με ανησυχεί αυτό;» «Είμαστε καλοί. Έχουμε πρώτης τάξεως ομάδα κρούσης. Έχουμε έναν πεπειραμένο διαπραγματευτή για καταστάσεις ομηρίας». «Τόσα πολλά άτομα;» είπε ανήσυχος ο Μιτς. «Θα έχω εγώ τη διεύθυνση της επιχείρησης. Πιστεύεις ότι είμαι από τους τύπους που τους αρέσει να πυροβολούν;» «Όχι». «Πιστεύεις ότι δίνω σημασία στις λεπτομέρειες;» ρώτησε ο Τάγκαρτ. «Νομίζω ότι μάλλον είσαι ο καλύτερος γι' αυτή τη δουλειά». Ο υπαστυνόμος χαμογέλασε. «Εντάξει. Μην ανησυχείς, θα την πάρουμε πίσω τη γυναίκα σου». Μετά άπλωσε το χέρι του και πήρε τα κλειδιά του αυτοκινήτου. «Τι κάνεις εκεί;» είπε ξαφνιασμένος ο Μιτς. «Δε θέλω να αλλάξεις γνώμη εκ των υστέρων και να το βάλεις στα πόδια μόνος σου. Δεν είναι αυτή η καλύτερη λύση για τη Χόλι, Μιτς». «Πήρα την απόφασή μου. Χρειάζομαι τη βοήθειά σου. Μπορείς να μου εμπιστευτείς τα κλειδιά». «Σε λίγο. Προσπαθώ να βοηθήσω εσένα, εσένα και τη Χόλι. Έχω κι εγώ μια γυναίκα που την αγαπώ και δυο κόρες -σου είπα για τις κόρες μου- κι έτσι ξέρω σε τι κατάσταση είσαι τώρα ψυχολογικά. Ξέρω τι περνάς. Έχε μου εμπιστοσύνη».
Τα κλειδιά εξαφανίστηκαν σε μια τσέπη του σακακιού του. Από μια άλλη τσέπη, ο Τάγκαρτ έβγαλε ένα κινητό. Καθώς το άνοιγε, άρχισε να μασάει· ό,τι είχε απομείνει από την καραμέλα. Ένα γλυκό άρωμα απλώθηκε στον αέρα. Ο Μιτς τον κοίταζε καθώς πατούσε την ταχεία κλήση για έναν αριθμό. Κάπου μέσα του ένιωθε πως όταν το δάχτυλο του Τάγκαρτ θα πατούσε το κουμπί, δε θα έκανε απλώς ένα τηλεφώνημα αλλά θα σφράγιζε τη μοίρα της Χόλι. Καθώς ο Τάγκαρτ μιλούσε με συνθηματικά στην τηλεφωνήτρια της αστυνομίας και έδινε τη διεύθυνση του Άνσον, ο Μιτς αναζήτησε με το βλέμμα του ένα δεύτερο τζετ από πάνω. Ο ουρανός ήταν άδειος. Ο Τάγκαρτ τελείωσε το τηλεφώνημα κι έβαλε το κινητό στην τσέπη του. «Ο αδερφός σου είναι μέσα στο σπίτι;» ρώτησε. Ο Μιτς δεν μπορούσε πια να προσποιηθεί ότι ο Άνσον ήταν στο Λας Βέγκας. «Ναι». «Πού;» «Στο πλυσταριό». «Πάμε να του μιλήσουμε». «Γιατί;» «Είχε κάνει κάποια δουλειά με τον Τζίμι Ναλ, έτσι δεν είναι;» «Ναι». «Επομένως πρέπει να τον ξέρει καλά. Για να πάρουμε τη Χόλι από τα χέρια του Ναλ σώα και αβλαβή, πρέπει να μάθουμε όσο περισσότερα μπορούμε γι' αυτόν». Όταν ο Τάγκαρτ άνοιξε την πόρτα του συνοδηγού για να βγει έξω, ο άνεμος όρμησε μέσα στο Χόντα φέρνοντας μαζί του όχι σκόνη ή σκουπίδια, αλλά την υπόσχεση του χάους. Καλώς ή κακώς, η κατάσταση ξέφευγε από τον έλεγχο του Μιτς. Δεν πίστευε ότι ήταν για καλό. Ο Τάγκαρτ έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου, αλλά ο Μιτς παρέμεινε καθισμένος στο τιμόνι για μια στιγμή, με τις σκέψεις του να στριφογυρίζουν, να τρέχουν, το νου του απασχολημένο, και όχι μόνο το νου του. Μετά, βγήκε κι αυτός στο δυνατό άνεμο.
Ε
νας γυαλισμένος ουρανός, ένα δυνατό φως, ο άνεμος να μαστιγώνει, τα πάντα, και τα καλώδια ψηλά να στριγκλίζουν σαν ζώο που θρηνεί. Ο Μιτς οδήγησε τον Τάγκαρτ στην ξύλινη πόρτα υπηρεσίας. Ο άνεμος του την άρπαξε από το χέρι μόλις άνοιξε το μάνταλο και τη χτύπησε πάνω στον τοίχο του γκαράζ. Σίγουρα ο Τζούλιαν Κάμπελ θα είχε στείλει ανθρώπους εδώ, αλλά δεν τον ανησυχούσαν τώρα γιατί δε θα έφταναν πριν από την αστυνομία. Η αστυνομία απείχε μερικά λεπτά μόνο. Ακολουθώντας το στενό τούβλινο δρομάκι που ήταν προστατευμένο από το μένος του ανέμου, ο Μιτς είδε κάτω κάμποσα νεκρά σκαθάρια. Δύο ήταν μεγάλα σαν κέρματα των 25 σεντς και ένα είχε τη διάμετρο κέρματος των 10 σεντς. Από κάτω ήταν κίτρινα, με άκαμπτα μαύρα πόδια. Ήταν γυρισμένα ανάσκελα, ισορροπημένα στο καμπυλωτό τους κέλυφος, και ένας απαλός στρόβιλος του ανέμου τα γύριζε σε αργούς κύκλους. Δεμένος με χειροπέδες σε μια καρέκλα, καθισμένος μέσα στα ούρα, ο Άνσον θα ήταν αξιολύπητος και θα έπαιζε το θύμα πειστικά, με την επιδεξιότητα ενός πονηρού ψυχοπαθούς. Ο Τάγκαρτ είχε αφήσει να εννοηθεί ότι πίστεψε την ιστορία του Μιτς, αλλά μπορεί να του δημιουργούνταν αμφιβολίες όταν έβλεπε τη σκληρή μεταχείριση που υπέστη ο Άνσον. Αφού δεν τον είχε ζήσει καθόλου, και είχε ακούσει μόνο μια περιλη-
πτική περιγραφή των γεγονότων, ο υπαστυνόμος μπορεί να σκεφτόταν ότι αυτή η μεταχείριση δεν ήταν απλώς σκληρή, αλλά απάνθρωπη. Διασχίζοντας την αυλή, όπου ο άνεμος άρχισε να τον σφυροκοπά πάλι, ο Μιτς αισθανόταν τον αστυνομικό από πίσω του. Αν και βρίσκονταν στα ανοιχτά, ένιωθε στριμωγμένος, σχεδόν τον είχε πιάσει κλειστοφοβία. Φαντάστηκε τη φωνή του Άνσον: Μου είπε ότι σκότωσε τη μητέρα μας και τον πατέρα μας. Τους μαχαίρωσε με εργαλεία του κήπου. Είπε ότι θα γυρίσει για να με σκοτώσει κι εμένα. Στην πίσω πόρτα, τα χέρια του Μιτς έτρεμαν τόσο πολύ που δυσκολευόταν να βάλει το κλειδί στην κλειδαριά. Σκότωσε τη Χόλι, υπαστυνόμε Τάγκαρτ. Έφτιαξε μια ιστορία ότι την απήγαγαν κάποιοι και ήρθε σ' εμένα ζητώντας λεφτά, αλλά μετά παραδέχτηκε ότι τη σκότωσε. Ο Τάγκαρτ ήξερε ότι ο Τζέισον Οστίν ζούσε κάνοντας παράνομες δουλειές. Ήξερε από τη Λίλι Μόρχαϊμ ότι ο Τζέισον είχε κάνει κάποια δουλειά με τον Άνσον και είχε εξαπατηθεί. Έτσι ήξερε ότι ο Άνσον έκανε κι αυτός παράνομες δουλειές. Παρ' όλα αυτά, όταν ο Άνσον θα έλεγε μια ιστορία διαφορετική από του Μιτς, ο Τάγκαρτ θα την εξέταζε. Οι αστυνομικοί αντιμετωπίζουν συνέχεια αλληλοσυγκρουόμενες ιστορίες. Και ξέρουν ότι τις περισσότερες φορές η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση. Για να βρει την αλήθεια θα χρειαζόταν χρόνο και ο χρόνος ήταν ένας ποντικός που ροκάνιζε τα νεύρα του Μιτς. Ο χρόνος ήταν μια καταπακτή κάτω από τα πόδια της Χόλι και μια θηλιά που σφιγγόταν γύρω από το λαιμό της. Το κλειδί μπήκε στην κλειδαριά. Το μάνταλο τραβήχτηκε και η πόρτα άνοιξε. Ο Μιτς στάθηκε στο κατώφλι κι άναψε τα φώτα. Αμέσως είδε στο δάπεδο μια μακρόστενη κηλίδα από αίμα που δεν τον είχε απασχολήσει πριν αλλά τον ανησύχησε τώρα. Όταν χτύπησε τον Άνσον στο κεφάλι, του έσκισε το αυτί. Καθώς τον έσερνε στο πλυσταριό, είχε αφήσει αυτά τα ίχνη.
Το τραύμα ήταν ασήμαντο, αλλά το αίμα στο δάπεδο έδειχνε κάτι χειρότερο. Από τέτοιες παραπλανητικές ενδείξεις δημιουργούνται αμφιβολίες και υποψίες. Καταπακτή, θηλιά και ποντικός μαζί, ο χρόνος απελευθέρωσε ένα συσπειρωμένο ελατήριο μέσα στον Μιτς και καθώς έμπαινε στην κουζίνα ξεκούμπωσε ένα κουμπί στο πουκάμισό του, έβαλε μέσα το χέρι του κι έβγαλε το Τέιζερ που είχε κρύψει εκεί, κάτω από τη ζώνη, πάνω στην κοιλιά του. Όταν καθυστέρησε να βγει από το Χόντα, είχε πάρει το όπλο από τη θήκη στην πόρτα του οδηγού. «Το πλυσταριό είναι από κει», είπε ο Μιτς και οδήγησε τον Τάγκαρτ μερικά βήματα μπροστά πριν γυρίσει μετά ξαφνικά κρατώντας το Τέιζερ. Ο υπαστυνόμος δεν τον ακολουθούσε τόσο κοντά όσο νόμιζε ο Μιτς. Είχε τη σύνεση να μείνει δυο βήματα πιο πίσω. Μερικά Τέιζερ εκτοξεύουν βελάκια με σύρματα που προκαλούν το ηλεκτροσόκ από κάποια απόσταση. Άλλα απαιτούν να κολλήσεις τους ακροδέκτες στο στόχο, κάτι που σημαίνει ότι πρέπει να έχεις μια απόσταση τόσο μικρή όσο και για μια επίθεση με μαχαίρι. Αυτό το Τέιζερ ανήκε στη δεύτερη κατηγορία και ο Μιτς έπρεπε να πλησιάσει τον Τάγκαρτ -και να τον πλησιάσει γρήγορα. Καθώς ο Μιτς πίεζε το Τέιζερ με το δεξί του χέρι, ο Τάγκαρτ μπλοκάρισε με το αριστερό, και σχεδόν του πέταξε το Τέιζερ από το χέρι. Ο υπαστυνόμος οπισθοχώρησε και ταυτόχρονα το δεξί του χέρι πήγε κάτω από το σακάκι του, σίγουρα για να βγάλει το πιστόλι που είχε στη θήκη του ώμου. Με τον Τάγκαρτ κολλημένο στον πάγκο της κουζίνας, ο Μιτς έκανε μια προσποίηση προς τα αριστερά και μετά προσπάθησε να χτυπήσει δεξιά. Το χέρι του Τάγκαρτ άρχισε να ξεπροβάλλει κάτω από το σακάκι. Ο Μιτς ήθελε γυμνό δέρμα, δε θα ρισκάριζε να κάνει το ηλεκτροσόκ πάνω από τα ρούχα, που μπορεί να πρόσφεραν κάποια προστασία. Πέτυχε τον υπαστυνόμο στο λαιμό.
Με τα μάτια του να γυρίζουν προς τα πάνω, το σαγόνι του να κρεμάει, ο Τάγκαρτ έριξε έναν πυροβολισμό και μετά τα γόνατά του δίπλωσαν και σωριάστηκε κάτω. Ο πυροβολισμός ακούστηκε ασυνήθιστα δυνατός. Τράνταξε το δωμάτιο.
56
Ο
Μιτς δεν ήταν τραυματισμένος, αλλά σκέφτηκε τον Τζον Νοξ που αυτοπυροβολήθηκε πέφτοντας από τη σοφίτα του γκαράζ και γονάτισε ανήσυχος δίπλα στον αστυνομικό. Το πιστόλι ήταν κάτω, δίπλα στον Τάγκαρτ. Ο Μιτς το έσπρωξε μακριά. Ο Τάγκαρτ ριγούσε σαν να κρύωνε, τα χέρια του γρατσουνούσαν τα πλακάκια και στα χείλια του ανάβλυζαν φουσκάλες από σάλιο. Ένα αμυδρό, λεπτό νήμα καπνού με έντονη δηκτική οσμή ξετυλιγόταν από το σακάκι του Τάγκαρτ. Η σφαίρα το είχε τρυπήσει. Ο Μιτς παραμέρισε το σακάκι αναζητώντας κάποιο τραύμα. Δεν υπήρχε. Η ανακούφιση που ένιωσε δε βελτίωσε τη διάθεσή του. Δεν έπαυε να είναι ένοχος επίθεσης κατά αστυνομικού. Ήταν η πρώτη φορά που έκανε κακό σε έναν αθώο. Ανακάλυψε ότι οι τύψεις έχουν γεύση, μια πικρίλα που ανέβαινε στο λαιμό του. Ο Τάγκαρτ προσπαθούσε να πιάσει το χέρι του Μιτς, αλλά του ήταν αδύνατο να κλείσει τα δάχτυλά του. Έκανε προσπάθειες να μιλήσει, αλλά ο λαιμός του πρέπει να ήταν σφιγμένος, η γλώσσα δυσκίνητη, τα χείλη του μουδιασμένα.
Ο Μιτς δεν ήθελε να του κάνει και δεύτερο ηλεκτροσόκ. «Λυπάμαι», είπε, και στρώθηκε στη δουλειά. Ο Τάγκαρτ είχε βάλει τα κλειδιά του αυτοκινήτου σε μια τσέπη του σακακιού του. Ο Μιτς τα βρήκε στη δεύτερη που έψαξε. Στο πλυσταριό, ο Άνσον, ακούγοντας τον πυροβολισμό και βγάζοντας κάποιο συμπέρασμα για το τι μπορούσε να σημαίνει, άρχισε να ουρλιάζει. Ο Μιτς τον αγνόησε. Έπιασε τον Τάγκαρτ από τα πόδια και τον έσυρε στην αυλή έξω από το σπίτι, αφήνοντας το πιστόλι του στην κουζίνα. Καθώς έκλεινε την πίσω πόρτα, άκουσε το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπάει. Η αστυνομία ήταν στην είσοδο του σπιτιού. Ο Μιτς κλείδωσε την πόρτα, για να καθυστερήσει την επαφή των αστυνομικών με τον Άνσον και τα ψέματά του, και μετά είπε στον Τάγκαρτ, «Την αγαπώ πάρα πολύ για να εμπΓστευτώ αυτή την υπόθεση σε κάποιον άλλο. Λυπάμαι». Διέσχισε την αυλή τρέχοντας δίπλα στον τοίχο του γκαράζ και από την ανοιχτή πίσω καγκελόπορτα βγήκε στο δρομάκι. Αφού δε θα τους άνοιγε κανείς, οι αστυνομικοί θα έκαναν το γύρο του σπιτιού, θα έμπαιναν στην αυλή και θα έβρισκαν τον Τάγκαρτ. Δευτερόλεπτα αργότερα θα έβγαιναν στο δρομάκι πίσω από το σπίτι. Ο Μιτς πέταξε το Τέιζερ στη θέση του συνοδηγού καθώς καθόταν στο τιμόνι. Έβαλε το κλειδί στη μίζα, το γύρισε και η μηχανή μούγκρισε. Στη θήκη της πόρτας είχε το πιστόλι που είχε πάρει από τον μπράβο του Κάμπελ. Απέμεναν ακόμη εφτά σφαίρες στο γεμιστήρα. Δεν είχε σκοπό να ανταλλάξει πυροβολισμούς με την αστυνομία. Η μοναδική του ελπίδα ήταν να εξαφανιστεί το γρηγορότερο. Έστριψε προς τα ανατολικά, σχεδόν σίγουρος ότι από στιγμή σε στιγμή ένα περιπολικό θα φαινόταν ξαφνικά στο τέλος του στενού δρόμου παγιδεύοντάς τον. Ο πανικός είναι φόβος που εκφράζεται από πολλούς ανθρώπους ταυτόχρονα, από ένα ακροατήριο ή έναν όχλο. Όμως, ο
Μιτς ένιωθε τόσο φόβο που θα έφτανε για ένα ολόκληρο πλήθος, και έτσι τον κυρίεψε ποινικός. Στο τέλος του στενού δρόμου, έστριψε δεξιά. Στην επόμενη διασταύρωση έστριψε αριστερά, γυρίζοντας πάλι προς τα ανατολικά. Αυτή η περιοχή του Κορόνα ντελ Map, που αποτελεί μέρος του Νιούπορτ Μπιτς, ονομάζεται Βίλατζ. Ήταν ένα πλέγμα από δρόμους που θα μπορούσε να σφραγιστεί με μπλόκα σε τρία μόνο σημεία. Έπρεπε να βγει από αυτή την περιοχή όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στη βιβλιοθήκη του Τζούλιαν Κάμπελ και στο πορτ μπαγκάζ της Κράισλερ -δύο φορές- είχε γνωρίσει το φόβο. Αλλά δε συγκρινόταν με αυτό που ένιωθε τώρα. Τότε φοβόταν για τον εαυτό του, τώρα φοβόταν για τη Χόλι. Το χειρότερο που θα μπορούσε να του συμβεί ήταν να τον πιάσουν ή να τον πυροβολήσουν οι αστυνομικοί. Είχε ζυγιάσει το πιθανό κόστος κάθε δυνατής λύσης και είχε επιλέξει την καλύτερη δυνατή πορεία. Τώρα δεν τον ένοιαζε τι θα συνέβαινε στον ίδιο, παρά μόνο επειδή σε μια τέτοια περίπτωση η Χόλι θα έμενε μόνη. Στο Βίλατζ, μερικοί από τους δρόμους ήταν στενοί, και ο Μιτς ήταν σε έναν από αυτούς τώρα. Τα αυτοκίνητα ήταν παρκαρισμένα και από τις δύο πλευρές. Έτσι όπως έτρεχε, υπήρχε κίνδυνος να ξηλώσει καμιά πόρτα αν την άνοιγε κανείς χωρίς να προσέξει. Ο Τάγκαρτ θα περιέγραφε το Χόντα. Μέσα σε λίγα λεπτά, θα είχαν τον αριθμό κυκλοφορίας από τη Διεύθυνση Οχημάτων. Δεν έπρεπε με κανέναν τρόπο να πάθει καμιά ζημιά που θα έκανε πιο εύκολη την αναγνώριση του αυτοκινήτου. Έφτασε σε ένα φανάρι στον αυτοκινητόδρομο Πασίφικ Κόουστ. Κόκκινο. Η κίνηση σης δύο λωρίδες του αυτοκινητόδρομου μπροστά του, προς βορρά και νότο, ήταν πυκνή. Δεν μπορούσε να παραβιάσει το φανάρι και να περάσει ανάμεσα στα άλλα αυτοκίνη-
τα χωρίς να προκαλέσει κάποια καραμπόλα, με το δικό του αμάξι στο κέντρο. Κοίταξε στον πίσω καθρέφτη και είδε ένα κλειστό φορτηγό να πλησιάζει από το προηγούμενο τετράγωνο. Στην οροφή του είχε μια σειρά από χρωματιστά φώτα έκτακτης ανάγκης, σαν αυτά που έχουν τα περιπολικά. Δεξιά κι αριστερά στο δρόμο υπήρχαν μεγάλα δέντρα. Μια δαντέλα από σκιές και διάστικτο φως μετακινιόταν σαν πέπλο πάνω στο κινούμενο όχημα και δεν ήταν εύκολο να καταλάβει τι ήταν. Στη λωρίδα του αυτοκινητόδρομου με βόρεια κατεύθυνση πέρασε ένα περιπολικό, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην κίνηση με τα φώτα έκτακτης ανάγκης, χωρίς να έχει ανάψει τη σειρήνα. Πίσω από το Χόντα, το ανησυχητικό φορτηγό πλησίασε στο μισό τετράγωνο, και τότε ο Μιτς διέκρινε τη λέξη ΑΣΘΕΝΟΦΟΡΟ στη μάσκα του, πάνω από το παρμπρίζ. Ο οδηγός δεν έδειχνε να βιάζεται. Ίσως ήταν εκτός υπηρεσίας ή μετέφερε νεκρό. Ο Μιτς άφησε την ανάσα που κρατούσε. Το ασθενοφόρο σταμάτησε πίσω του, αλλά η ανακούφισή του δεν κράτησε πολύ καθώς αναρωτήθηκε αν οι οδηγοί των ασθενοφόρων άκουγαν τις συχνότητες της αστυνομίας. Το φανάρι έγινε πράσινο. Ο Μιτς διέσχισε τις λωρίδες με νότια κατεύθυνση κι έστριψε αριστερά, παίρνοντας τον αυτοκινητόδρομο προς βορρά. Σταγόνες ιδρώτα κυνηγούσαν η μία την άλλη κυλώντας στον αυχένα του, κάτω από το γιακά του, κατά μήκος της σπονδυλικής του στήλης. Είχε διασχίσει μόνο ένα τετράγωνο στον αυτοκινητόδρομο, όταν άκουσε μια σειρήνα πίσω του. Αυτή τη φορά είδε ένα περιπολικό στον καθρέφτη. Μόνο ανόητοι προσπαθούν να ξεφύγουν από μια καταδίωξη της αστυνομίας, που έχει στη διάθεσή της ελικόπτερα στον αέρα και πολλά περιπολικά στο έδαφος. Νιώθοντας νικημένος, ο Μιτς έστριψε προς το πεζοδρόμιο. Μόλις βγήκε από τη λωρίδα, το περιπολικό τον προσπέρασε και απομακρύνθηκε.
Από το πεζοδρόμιο, ο Μιτς παρακολουθούσε το περιπολικό μέχρι που βγήκε από τον αυτοκινητόδρομο δύο τετράγωνα πιο κάτω. Έστριψε αριστερά μπαίνοντας στο βόρειο άκρο του Βίλατζ. Προφανώς ο Τάγκαρτ δεν είχε συνέλθει ακόμη αρκετά για να τους δώσει την περιγραφή του Χόντα. Ο Μιτς πήρε μια βαθιά ανάσα. Μετά άλλη μία. Σκούπισε τον αυχένα του με το ένα χέρι. Σκούπισε τις παλάμες του στο τζιν του. Είχε επιτεθεί σε αστυνομικό. Καθώς έμπαινε πάλι στην κίνηση με το Χόντα, αναρωτήθηκε αν είχε τρελαθεί. Ένιωθε αποφασισμένος και ίσως παράτολμος από μια άποψη, αλλά όχι κοντόφθαλμος. Φυσικά, ένας τρελός δεν καταλαβαίνει ότι ζει σε δικό του κόσμο.
57
Α
φού η Χόλι βγάζει την πρόκα από τη σανίδα, τη γυρίζει από δω κι από κει στα πονεμένα, πιασμένα δάχτυλά της για να δει αν είναι τόσο θανάσιμο όπλο όσο την είχε φανταστεί όταν ήταν καρφωμένη στο ξύλο. Είναι ίσια,.γύρω στους οχτώ πόντους μήκος, με χοντρό άξονα. Η αιχμή της δεν είναι τόσο μυτερή όσο ενός σουβλιού, αλλά και πάλι είναι αρκετά μυτερή. Ενώ ο άνεμος τραγουδάει για βία, η Χόλι φαντάζεται τρόπους με τους οποίους μπορεί να χρησιμοποιήσει την πρόκα κατά του δολοφόνου. Η φαντασία της είναι τόσο γόνιμη που την ανησυχεί. Γρήγορα αηδιάζει με τις σκέψεις της και αλλάζει θέμα, από τις χρήσεις της πρόκας στα μέρη όπου μπορεί να την κρύψει. Η αξία της έγκειται κυρίως στο στοιχείο του αιφνιδιασμού. Κατά πάσα πιθανότητα, η πρόκα δε θα φαίνεται αν την κρύψει στην τσέπη του τζιν της, αλλά ανησυχεί ότι δε θα μπορεί να τη βγάλει γρήγορα σε μια στιγμή έκτακτης ανάγκης. Όταν τη μετέφεραν από το σπίτι της σ' αυτό το μέρος, της είχαν δέσει σφιχτά τους καρπούς με ένα μαντίλι. Αν ο δολοφόνος κάνει το ίδιο όταν την πάρει από δω, τα χέρια της θα είναι ενωμένα και ίσως να μην μπορεί να βάλει εύκολα τα δάχτυλά της σε μια συγκεκριμένη τσέπη. Η ζώνη της δεν προσφέρεται για να κρύψει την πρόκα, αλ-
λά μέσα στο σκοτάδι εξετάζει ψηλαφητά τα αθλητικά παπούτσια της. Δεν μπορεί να βάλει την πρόκα μέσα στο παπούτσι, το λιγότερο που θα κάνει θα είναι να της προκαλέσει φουσκάλα στο πόδι. Ίσως, όμως, μπορεί να την κρύψει στο εξωτερικό του παπουτσιού. Λύνει τα κορδόνια του αριστερού παπουτσιού, βάζει προσεκτικά την πρόκα ανάμεσα στη γλώσσα και το ένα επικάλυμμα και ξαναδένει το παπούτσι. Όταν σηκώνεται όρθια και περπατά κάνοντας έναν κύκλο γύρω από τον κρίκο στον οποίο είναι δεμένη, ανακαλύπτει γρήγορα ότι η πρόκα δεν αφήνει το πόδι να λυγίσει κανονικά. Δεν μπορεί να περπατήσει χωρίς να κουτσαίνει. Τελικά, ανασηκώνει το πουλόβερ της και κρύβει την πρόκα στο σουτιέν της. Δεν είναι τόσο πλούσια προικισμένη όσο οι γυναίκες που παλεύουν στη λάσπη, αλλά η Φύση ήταν παραπάνω από δίκαιη μαζί της. Για να μη γλιστρήσει η πρόκα ανάμεσα από τα στήθη της, περνά τη μύτη μέσα από το ελαστικό ύφασμα του σουτιέν και τη στερεώνει. Είναι οπλισμένη. Τώρα που τελείωσε όλη η προσπάθεια, οι προετοιμασίες τής φαίνονται αξιολύπητες. Ανήσυχη, στρέφεται στον κρίκο στο πάτωμα και αναρωτιέται μήπως θα μπορούσε να ελευθερωθεί ή τουλάχιστον να ενισχύσει το φτωχό της οπλοστάσιο. Νωρίτερα είχε διαπιστώσει ψηλαφώντας ότι ο κρίκος είναι κολλημένος σε μια μεταλλική πλάκα πάχους ενός πόντου και διαστάσεων είκοσι επί είκοσι εκατοστά. Η πλάκα είναι στερεωμένη στο πάτωμα σε τέσσερα σημεία, μάλλον με χωνευτές βίδες. Δεν ξέρει με βεβαιότητα αν είναι βίδες, επειδή οι απαγωγείς έχουν ρίξει κάποιο υλικό στην υποδοχή γύρω από τις βίδες, το οποίο έχει σκληρύνει τώρα. Έτσι δεν έχει πρόσβαση στο κεφάλι της κάθε βίδας, αν όντως πρόκειται για βίδες. Αποθαρρημένη, ξαπλώνει στο αερόστρωμα, με το κεφάλι της να ακουμπά ανασηκωμένο στο τμήμα του μαξιλαριού. Νωρίτερα είχε κοιμηθεί ανήσυχα. Η συναισθηματική εξά-
ντληση προκαλεί και σωματική εξάντληση και ξέρει ότι θα μπορούσε να κοιμηθεί ξανά. Δε θέλει όμως. Φοβάται ότι θα ξυπνήσει τη στιγμή που ο δολοφόνος θα πέφτει πάνω της. Μένει ξαπλωμένη με τα μάτια ανοιχτά, αν και αυτό το σκοτάδι είναι πιο πηχτό από αυτό που βλέπει πίσω από τα κλειστά της βλέφαρα. Ακούει τον άνεμο και δεν υπάρχει καμιά παρηγοριά σ' αυτό τον ήχο. Μετά από ένα απροσδιόριστο χρονικό διάστημα ξυπνά. Βρίσκεται πάλι σε απόλυτο σκοτάδι, αλλά ξέρει ότι δεν είναι μόνη. Την ειδοποιεί κάποια αδιόρατη οσμή ή ίσως μια διαισθητική αντίληψη ότι κάποιος την έχει πλησιάσει. Ανακάθεται με ένα τρομαγμένο τίναγμα, ενώ το αερόστρωμα τρίζει από κάτω της και η αλυσίδα κροταλίζει χτυπώντας στο πάτωμα. «Εγώ είμαι», την καθησυχάζει αυτός. Τα μάτια της Χόλι προσπαθούν να διαπεράσουν το σκοτάδι, αλλά έχει την αίσθηση ότι η βαρύτητα της τρέλας του πρέπει να συμπυκνώνει τη σκιά γύρω του σε κάτι ακόμη πιο σκοτεινό και ο δολοφόνος παραμένει αόρατος. «Σε κοίταζα ενώ κοιμόσουν», λέει. «Και μετά από λίγο ανησύχησα μήπως σε ξυπνήσει ο φακός και τον έσβησα». Η Χόλι προσπαθεί να υπολογίσει τη θέση του από τη φωνή του και καταλαβαίνει ότι δεν είναι τόσο εύκολο όσο περίμενε. «Είναι ωραία», συνεχίζει αυτός, «να είμαι μαζί σου μέσα σ' αυτό το απόκοσμο σκοτάδι». Είναι δεξιά της. 'Οχι πάνω από ένα μέτρο απόσταση. Ίσως γονατιστός, ίσως όρθιος. «Φοβάσαι;» τη ρωτά. «Όχι». Η Χόλι λέει το ψέμα χωρίς δισταγμό. «Θα με απογοήτευες αν φοβόσουν. Πιστεύω ότι εξυψώνεσαι στην πληρότητα του πνεύματος σου και κάποιος που εξυψώνεται δεν πρέπει να φοβάται». Καθώς μιλά, φαίνεται να μετακινείται πίσω της. Η Χόλι γυρίζει το κεφάλι, ακούγοντας συγκεντρωμένη.
«Στο Ελ Βάλιε του Νέου Μεξικού ένα βράδυ έπεσε πυκνό χιόνι». Αν δεν κάνει λάθος, έχει μετακινηθεί στα δεξιά της και στέκει από πάνω της, αν και δεν έκανε τον παραμικρό ήχο που να μην κάλυψε ο θόρυβος του ανέμου. «Έπεσαν δεκαπέντε πόντοι μέσα σε τέσσερις ώρες στην κοιλάδα. Η περιοχή ήταν αλλόκοτη μέσα στο φως του χιονιού...» Η Χόλι νιώθει τις τρίχες του αυχένα της να ορθώνονται με τη σκέψη ότι ο δολοφόνος κινείται με τέτοια σιγουριά σε τόσο πηχτό σκοτάδι. Η θέση του δε φαίνεται καν από τη λάμψη των ματιών του, όπως θα γινόταν με μια γάτα. «...αλλόκοτη με έναν τρόπο που δεν τον βλέπεις πουθενά αλλού στον κόσμο, με τα πεδινά να χάνονται στο βάθος και τους χαμηλούς λόφους να υψώνονται σαν να μην είναι παρά λιβάδια από καταχνιά και τείχη από ομίχλη, ψευδαισθήσεις μορφών και διαστάσεων, αντανακλάσεις αντανακλάσεων, κι αυτές οι αντανακλάσεις να μην είναι παρά οι αντανακλάσεις ενός ονείρου». Η απαλή φωνή είναι μπροστά της τώρα και η Χόλι επιλέγει να πιστέψει ότι δεν έχει κινηθεί, ότι ήταν πάντα μπροστά της. Έχοντας ξυπνήσει έτσι απότομα, είναι φυσικό στην αρχή να μη λειτουργούν αξιόπιστα οι αισθήσεις της. Ένα τόσο απόλυτο σκοτάδι μεταθέτει τους ήχους, αποπροσανατολίζει. «Στο επίπεδο του εδάφους είχε νηνεμία στη διάρκεια της θύελλας, αλλά σε μεγαλύτερα ύψη φυσούσαν δυνατοί άνεμοι, γιατί όταν κόπασε το χιόνι τα περισσότερα σύννεφα κουρελιάστηκαν γρήγορα κι έφυγαν μακριά. Ανάμεσα σ' αυτά που απέμειναν, ο ουρανός ήταν μαύρος, στολισμένος με τις περίτεχνες δαντέλες των άστρων». Η Χόλι νιώθει την πρόκα ανάμεσα στα στήθη της, ζεστή από τη θερμότητα του σώματός της, και προσπαθεί να παρηγορηθεί απ' αυτή. «Ο υαλουργός είχε πυροτεχνήματα που του είχαν απομείνει από τον περασμένο Ιούλιο και η γυναίκα που ονειρευόταν νεκρά άλογα προσφέρθηκε να τον βοηθήσει να τα στήσει και να τα ανάψευ>.
Οι ιστορίες του πάντα οδηγούν κάπου, αν και η Χόλι έχει μάθει να φοβάται τον προορισμό τους. «Υπήρχαν αστροκοχύλια, τροχοί, κροτίδες, περιστρεφόμενα, χρυσάνθεμα που άλλαζαν δυο φορές, και χρυσά φοινικόδεντρα...» Η φωνή του γίνεται mo απαλή και είναι κοντά της τώρα. Μπορεί να έχει γείρει προς το μέρος της, με το πρόσωπό του μόλις μισό μέτρο από το δικό της. «Κόκκινες και πράσινες και ζαφειρένιες και χρυσές εκρήξεις φώτιζαν το μαύρο ουρανό, αλλά τα διάχυτα χρώματα απλώνονταν και στις χιονισμένες εκτάσεις, απαλές αποχρώσεις από παλλόμενα χρώματα πάνω στο χιόνι». Καθώς μιλά ο δολοφόνος, η Χόλι έχει την αίσθηση ότι θα τη φιλήσει μέσα στο σκοτάδι. Ποια θα είναι η αντίδρασή του όταν εκείνη αναπόφευκτα τραβηχτεί πίσω αηδιασμένη; «Έπεφτε λίγο χιόνι ακόμη, μερικές καθυστερημένες νιφάδες, μεγάλες σαν ασημένια δολάρια, που κατέβαιναν σε μεγάλους τεμπέλικους κύκλους. Οι λάμψεις τις χρωμάτιζαν κι αυτές». Η Χόλι γέρνει πίσω και γυρίζει το κεφάλι της στο πλάι φοβούμενη το φιλί. Μετά σκέφτεται ότι μπορεί να τη φιλήσει όχι στα χείλη αλλά στο λαιμό. «Λαμπυρίζοντας από κόκκινη και μπλε και χρυσή φωτιά, οι νιφάδες κατέβαιναν αργά στο έδαφος, λες και κάπ μαγικό είχε πάρει φωτιά ψηλά στον ουρανό, μέσα στη νύχτα, σαν να καιγόταν κάποιο περίλαμπρο παλάτι στην άλλη μεριά του Παραδείσου κι έριχνε στη γη κάρβουνα λαμπερά σαν πολύτιμα πετράδια». Κάνει μια παύση και είναι φανερό ότι περιμένει μια απάντηση. Όσο τον κάνει να συνεχίζει να μιλά, δε θα τη φιλήσει. «Ακούγεται τόσο υπέροχο, τόσο όμορφο. Θα 'θελα να ήμουν εκεί». «Κι εγώ θα 'θελα να ήσουν εκεί», συμφωνεί αυτός. Η Χόλι συνειδητοποιεί ότι αυτό που είπε μπορεί να ερμηνευτεί σαν πρόσκληση, έτσι σπεύδει να προσθέσει: «Πρέπει να υπάρχουν κι άλλα. Τι άλλο έγινε στο Ελ Βάλιε εκείνο το βράδυ; Πες μου κι άλλα».
«Η γυναίκα που ονειρευόταν νεκρά άλογα είχε μια φίλη που ισχυριζόταν ότι ήταν κόμησσα από κάποια χώρα της Ανατολικής Ευρώπης. Έχεις γνωρίσει ποτέ σου κόμησσα;» «Όχι». «Η κόμησσα είχε πρόβλημα κατάθλιψης. Το εξισορροπούσε παίρνοντας χάπια Έκσταση. Εκείνο το βράδυ πήρε πάρα πολλά και βγήκε σ' εκείνη τη χιονισμένη έκταση που ήταν μεταμορφωμένη από τα πυροτεχνήματα. Πιο ευτυχισμένη από όσο είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της, αυτοκτόνησε». Άλλη μια παύση απαιτεί απάντηση, αλλά η Χόλι δεν τολμά να πει τίποτε άλλο πέρα από, «Είναι τόσο θλιβερό». «Το 'ξερα ότι θα καταλάβεις. Ναι, θλιβερό. Θλιβερό και ηλίθιο. Το Ελ Βάλιε είναι μια πύλη που κάνει δυνατό το ταξίδι προς τη μεγάλη αλλαγή. Εκείνη τη νύχτα και εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή, προσφέρθηκε σε όλους τους παρόντες η υπέρβαση. Όμως, υπάρχουν πάντα κάποιοι που δεν μπορούν να δουν». «Η κόμησσα». «Ναι. Η κόμησσα». Το πρεσαρισμένο σκοτάδι μοιάζει να βράζει από μόνο του και να γίνεται ακόμη πιο πηχτό. Η Χόλι νιώθει τη ζεστή ανάσα του στο μέτωπο της, στα μάτια της. Δεν έχει καμία οσμή. Και μετά χάνεται. Ίσως να μην ένιωσε την ανάσα του τελικά, να ήταν απλώς ένα ρεύμα. Θέλει να πιστέψει ότι ήταν ένα ρεύμα και σκέφτεται καθαρά πράγματα όπως τον άντρα της και το μωρό και το λαμπερό ήλιο. «Πιστεύεις στα σημάδια, Χόλι Ράφερτι;» «Ναι». «Οιωνοί. Σημεία. Προάγγελοι. Κουκουβάγιες που προμηνύουν χρησμούς, θαλασσοδρόμοι που προμηνύουν καταιγίδες, μαύρες γάτες και σπασμένοι καθρέφτες, μυστηριώδη φώτα στον ουρανό. Έχεις δει ποτέ οιωνό, Χόλι Ράφερτι;» «Δε νομίζω». «Ελπίζεις να δεις οιωνό;»
Ξέρει τι θέλει να ακούσει ο δολοφόνος και το λέει χωρίς δισταγμό. «Ναι. Ελπίζω να δω». Αισθάνεται ζεστή ανάσα στο αριστερό της μάγουλο και μετά στα χείλη της. Αν είναι αυτός -και κατά βάθος ξέρει ότι δεν υπάρχει αν-, δε διακρίνεται μέσα στο σκοτάδι παρ' όλο που τους χωρίζουν μερικά εκατοστά μόνο. Το σκοτάδι μέσα στο δωμάτιο δημιουργεί ένα άλλο σκοτάδι μέσα στο νου της. Τον φαντάζεται να είναι γονατισμένος γυμνός μπροστά της, με το ωχρό του σώμα στολισμένο με αποκρυφιστικά σύμβολα φτιαγμένα με το αίμα των θυμάτων του. Προσπαθώντας να διώξει το φόβο από τη φωνή της, λέει, «Έχεις δει πολλά σημάδια, έτσι δεν είναι;» Η ανάσα... η ανάσα... η ανάσα πάνω στα χείλη της. Αλλά όχι το φιλί. Μετά χάνεται και η ανάσα καθώς ο δολοφόνος τραβιέται πίσω και λέει, «Έχω δει δεκάδες. Τα πιάνω αμέσως». «Πες μου για ένα σημάδι που είδες». Μένει αμίλητος. Η σιωπή του είναι ένα αιχμηρό και απειλητικό βάρος, μια σπάθη πάνω από το κεφάλι της. Ίσως ο δολοφόνος έχει αρχίσει να αναρωτιέται αν του μιλάει για να αποτρέψει το φιλί. Αν είναι δυνατό, πρέπει να αποφύγει να τον προσβάλει. Όσο σημαντικό είναι να φύγει από αυτό το μέρος χωρίς να τη βιάσει ο δολοφόνος, άλλο τόσο σημαντικό είναι να φύγει χωρίς να τον κάνει να βγει από αυτή τη σκοτεινή ρομαντική φαντασίωση που μοιάζει να τον έχει κυριέψει. Όπως φαίνεται, ο δολοφόνος πιστεύει ότι τελικά θα αποφασίσει να πάει μαζί του στην Γκουανταλουπίτα του Νέου Μεξικού και ότι στην Γκουανταλουπίτα «θα εκπλαγεί». Όσο συνεχίζει να έχει αυτή την πεποίθηση, την οποία η Χόλι έχει προσπαθήσει να ενισχύσει μέσα του αδιόρατα χωρίς να δημιουργήσει υποψίες, ίσως μπορέσει να βρει κάποιο πλεονέκτημα σε βάρος του όταν θα έχει σημασία, την κρίσιμη στιγμή. Τη στιγμή που η σιωπή του αρχίζει να φαίνεται δυσοίωνα παρατεταμένη, ο δολοφόνος λέει, «Είναι κάτι που συνέβη όταν το καλοκαίρι έγινε φθινόπωρο εκείνη τη χρονιά και όλοι έλε-
γαν ότι τα πουλιά έφυγαν νωρίς για το νότο και εμφανίστηκαν λύκοι σε μέρη που κανείς δεν τους είχε δει για δεκαετίες». Η Χόλι κάθεται ανήσυχη μέσα στο σκοτάδι, με το σώμα ίσιο και τα χέρια σταυρωμένα πάνω από το στήθος της. «Ο ουρανός είχε μια κούφια όψη. Ένιωθες ότι θα μπορούσες να τον σπάσεις με μια πέτρα. Έχεις πάει ποτέ στο Ιγκλ Νεστ του Νέου Μεξικού;» «Όχι». «Οδηγούσα από το Ιγκλ Νεστ προς νότο σε ένα στενό επαρχιακό ασφαλτοστρωμένο δρόμο, τουλάχιστον τριάντα χιλιόμετρα ανατολικά του Τάος. Δυο κορίτσια ήταν στο δρόμο και έκαναν οτοστόπ προς βορρά». Πάνω στη στέγη, ο άνεμος βρίσκει μια νέα εσοχή ή προεξοχή, που του δίνει μια νέα φωνή, και τώρα μιμείται τον ολολυγμό των κογιότ που κυνηγούν. «Ήταν σε ηλικία κολεγίου, αλλά δεν πήγαιναν στο κολέγιο. Τις απασχολούσε η αναζήτηση, το έβλεπες αυτό, βγήκαν στο δρόμο γεμάτες σιγουριά, με τις καλές τους μπότες και τα σακίδιά τους και τα μπαστούνια ορειβασίας και όλη τους την πείρα». Κάνει μια παύση, ίσως για δραματικό εφέ ή επειδή απολαμβάνει την ανάμνηση. «Είδα το σημάδι και κατάλαβα αμέσως τι ήταν. Πάνω από τα κεφάλια τους αιωρούνταν ένα μαυροπούλι, με τα φτερά του απλωμένα χωρίς να τα χτυπά, να πετά αβίαστα πάνω σε ένα θερμικό ρεύμα χωρίς να κινείται ούτε πιο γρήγορα ούτε πιο αργά από τα κορίτσια που περπατούσαν». Η Χόλι μετανιώνει που με την ερώτησή της τον έκανε να αφηγηθεί αυτή την ιστορία. Κλείνει τα μάτια της για να αποφύγει τις εικόνες που φοβάται ότι μπορεί να περιγράψει ο δολοφόνος. «Μόνο δυο μέτρα πάνω από το κεφάλι τους και μισό μέτρο πίσω τους, το πουλί πετούσε αθόρυβα, αλλά τα κορίτσια δεν το είχαν αντιληφθεί. Δεν το είχαν αντιληφθεί κι εγώ ήξερα τι σήμαινε αυτό». Η Χόλι φοβάται το σκοτάδι γύρω της τόσο πολύ ώστε δεν
αντέχει να έχει κλειστά τα μάτια. Τα ανοίγει, παρ' όλο που δε βλέπει τίποτα. «Ξέρεις τι σήμαινε ο οιωνός του πουλιού, Χόλι Ράφερτι;» «Θάνατο», του απαντά. «Ακριβώς. Όντως εξυψώνεσαι στην πληρότητα του πνεύματος. Είδα το πουλί και πίστεψα ότι ο θάνατος καθόταν πάνω στις κοπέλες, ότι δε θα έμεναν πολύ σ' αυτό τον κόσμο». «Και... έτσι έγινε;» «Ο χειμώνας ήρθε νωρίς εκείνη τη χρονιά. Πολλά χιόνια ακολούθησαν το ένα το άλλο και το κρύο ήταν πολύ δυνατό. Η άνοιξη κράτησε πολύ και όταν τελικά έλιωσαν τα χιόνια, βρέθηκαν τα πτώματά τους στα τέλη Ιουνίου, πεταμένα σε ένα χωράφι κοντά στο Αρόγιο Χόντο, στην άλλη πλευρά του Γουίλερ Πικ από εκείνη που τις είχα δει. Αναγνώρισα τις φωτογραφίες τους στην εφημερίδα». Η Χόλι λέει μια σιωπηλή προσευχή για τις οικογένειες των άγνωστων κοριτσιών. «Ποιος ξέρει τι τους συνέβη;» συνεχίζει ο δολοφόνος. «Τις βρήκαν γυμνές, έτσι μπορούμε να φανταστούμε κάποια από τα μαρτύρια που υπέμειναν. Όμως, ακόμη και αν ο θάνατος τους μας φαίνεται φρικτός, και τραγικός λόγω της νιότης τους, υπάρχει πάντα μια πιθανότητα φώτισης ακόμη και στις χειρότερες καταστάσεις. Όσο αναζητάμε, μαθαίνουμε από το καθετί και αναπτυσσόμαστε. Ίσως, ο κάθε θάνατος να περιέχει στιγμές φώτισης και ομορφιάς. Και τη δυνατότητα της υπέρβασης». Ανάβει το φακό και η Χόλι βλέπει ότι κάθεται ακριβώς μπροστά της, σταυροπόδι στο πάτωμα. Αν το φως την είχε αιφνιδιάσει πιο νωρίς στη συζήτησή τους, μπορεί να είχε κάνει άθελά της ένα μορφασμό. Τώρα δεν ξαφνιάζεται τόσο εύκολα και το φως είναι τόσο ευπρόσδεκτο που δεν της προκαλεί καμιά αντίδραση. Ο δολοφόνος φοράει τη μάσκα του σκι από την οποία φαίνονται μόνο τα ερεθισμένα χείλη και τα γαλαζοπράσινα μάτια του. Δεν είναι ούτε γυμνός ούτε βαμμένος με το αίμα των θυμάτων του. «Είναι ώρα να φύγουμε», λέει. «Η ελευθερία σου θα εξαγο-
ραστεί με ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες δολάρια. Όταν πάρω τα χρήματα, θα έρθει η ώρα μιας απόφασης». Το ποσό την αφήνει άναυδη. Μπορεί να είναι ψέμα. Η Χόλι έχει χάσει την αίσθηση του χρόνου, αλλά είναι κατάπληκτη και μπερδεμένη από τα λόγια του. «Δηλαδή είναι κιόλας... μεσάνυχτα Τετάρτης;» Ο δολοφόνος χαμογελά πίσω από την πλεχτή μάσκα. «Μερικά λεπτά πριν τη μία το μεσημέρι της Τρίτης», λέει. «Ο πειστικός σύζυγος σου κατάφερε τον αδερφό του να βρει τα χρήματα πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να φανταστεί κανείς. Όλη αυτή η υπόθεση έχει εξελιχθεί τόσο ομαλά, ώστε είναι φανερό ότι τρέχει με τους τροχούς της μοίρας». Σηκώνεται όρθιος και της κάνει νόημα να σηκωθεί κι αυτή. Η Χόλι σηκώνεται. Της δένει τα χέρια πίσω με ένα μπλε μεταξωτό μαντίλι, όπως και πριν. Μετά έρχεται πάλι μπροστά της και παραμερίζει τρυφερά τα μαλλιά από το μέτωπο της, γιατί μερικές μπούκλες έχουν πέσει στο πρόσωπο της. Καθώς το κάνει αυτό, με χέρια που είναι εξίσου κρύα όσο και ωχρά, την κοιτάζει στα μάτια με μια έκφραση ρομαντικής πρόκλησης. Η Χόλι δεν τολμά να γυρίσει αλλού το βλέμμα, και κλείνει τα μάτια της μόνο όταν ο δολοφόνος πιέζει πάνω τους δυο χοντρά κομμάτια γάζα που τα έχει υγράνει για να κολλήσουν. Δένει τις γάζες στη θέση τους με ένα μακρύτερο κομμάτι μεταξωτό ύφασμα, που το τυλίγει γύρω από το κεφάλι της τρεις φορές και μετά το δένει γερά από πίσω. Τα χέρια του αγγίζουν το δεξιό αστράγαλο της καθώς ξεκλειδώνει τα δεσμά της και την ελευθερώνει από την αλυσίδα και τον κρίκο στο πάτωμα. Φωτίζει με το φακό τα δεμένα μάτια της και η Χόλι βλέπει ένα αμυδρό φως να διαπερνά τη γάζα και το μεταξωτό ύφασμα. Ικανοποιημένος, όπως φαίνεται, από τη δουλειά που έχει κάνει, χαμηλώνει το φως. «Όταν φτάσουμε στο σημείο ανταλλαγής», της υπόσχεται,
«θα σου βγάλω τα μαντίλια. Είναι μόνο για να σε ακινητοποιήσουν στη μεταφορά». Επειδή δεν ήταν αυτός που τη χτύπησε και της τράβηξε τα μαλλιά για να ουρλιάξει, η Χόλι μπορεί να πει πειστικά, «Δεν ήσουν ποτέ σκληρός μαζί μου». Την κοιτάζει εξεταστικά αμίλητος. Ή, μάλλον, η Χόλι υποθέτει ότι την κοιτάζει εξεταστικά, επειδή νιώθει σαν γυμνή κάτω από το βλέμμα του. Ο άνεμος, το σκοτάδι πάλι, η φρικτή προσδοκία του κάνουν την καρδιά της να αναπηδά σαν κουνέλι που χτυπιέται πάνω στα συρμάτινα τοιχώματα μιας παγίδας. Αισθάνεται την ανάσα του να αγγίζει ανάλαφρα τα χείλη της -και την υπομένει. Αφού εκπνέει τέσσερις φορές πάνω της, της ψιθυρίζει, «Τη νύχτα στην Γκουανταλουπίτα ο ουρανός είναι τόσο απέραντος που το φεγγάρι μοιάζει ζαρωμένο, μικρό, και τα αστέρια που βλέπεις από τον έναν ορίζοντα ως τον άλλο είναι πιο πολλά από όλους τους νεκρούς της ανθρώπινης ιστορίας. Τώρα πρέπει να φύγουμε». Την πιάνει από το ένα χέρι και η Χόλι δεν τραβιέται από το αηδιαστικό άγγιγμά του, αλλά τον ακολουθεί και διασχίζουν το δωμάτιο και περνούν μια ανοιχτή πόρτα. Εδώ υπάρχουν σκαλιά πάλι, τα σκαλιά από τα οποία την είχαν ανεβάσει πάνω την προηγούμενη μέρα. Ο δολοφόνος οδηγεί υπομονετικά την κάθοδο της, αλλά δεν υπάρχει κιγκλίδωμα για να πιαστεί η Χόλι και γι' αυτό πατά προσεκτικά σε κάθε της βήμα. Από τη σοφίτα κατεβαίνουν στον πρώτο όροφο, από τον πρώτο στο ισόγειο, και μετά μέχρι το γκαράζ, ενώ ο δολοφόνος τη βοηθά: «Κεφαλόσκαλο τώρα. Ωραία. Σκύψε. Και τώρα αριστερά. Πρόσεχε εδώ. Και τώρα ένα κατώφλι». Στο γκαράζ τον ακούει να ανοίγει την πόρτα ενός αυτοκινήτου. «Αυτό είναι το βαν που σε έφερε εδώ», λέει και τη βοηθά να μπει από την πίσω πόρτα στο χώρο της καρότσας. Το μοκε-
ταρισμένο δάπεδο μυρίζει απαίσια όπως το θυμόταν. «Ξάπλωσε στο πλάι». Ο δολοφόνος βγαίνει και κλείνει την πόρτα πίσω του. Ο χαρακτηριστικός μεταλλικός ήχος ενός κλειδιού σε κλειδαριά εξαφανίζει κάθε σκέψη της ότι ίσως θα μπορούσε να το σκάσει στη διαδρομή. Η πόρτα του οδηγού ανοίγει και ο δολοφόνος κάθεται στο τιμόνι. «Το βαν είναι διθέσιο», λέει. «Δεν υπάρχει διαχωριστικό ανάμεσα στα καθίσματα και την καρότσα και γι' αυτό με ακούς τόσο καθαρά. Μ' ακούς καθαρά;» «Ναι». Κλείνει την πόρτα του. «Μπορώ να γυρίσω το κεφάλι μου και να σε δω. Στον ερχομό εδώ υπήρχαν κι άλλοι, που κάθισαν δίπλα σου για να φροντίσουν να είσαι φρόνιμη. Τώρα είμαι μόνος. Έτσι, αν κάπου στο δρόμο σταματήσουμε σε ένα κόκκινο φανάρι και νομίσεις ότι αν ουρλιάξεις θα σε ακούσουν, θα είμαι υποχρεωμένος να σου φερθώ πιο σκληρά από όσο θα ήθελα». «Δε θα ουρλιάξω». «Ωραία. Αλλά άκουσέ με, να σου εξηγήσω κάτι. Στο κάθισμα δίπλα μου έχω ένα πιστόλι με σιγαστήρα. Τη στιγμή που θα αρχίσεις να ουρλιάζεις, θα το πάρω, θα γυρίσω στο κάθισμά μου και θα σε σκοτώσω. Εγώ θα πάρω τα λύτρα, είτε είσαι νεκρή είτε ζωντανή. Καταλαβαίνεις;» «Ναι». «Αυτό ακούστηκε ψυχρό, έτσι δεν είναι;» τη ρωτάει. «Καταλαβαίνω... τη θέση σου». «Μίλα ειλικρινά. Ακούστηκε ψυχρό». «Ναι». «Σκέψου αυτό, λοιπόν. Θα μπορούσα να σε φιμώσω, αλλά δεν το έκανα. Θα μπορούσα να βάλω μια λαστιχένια μπάλα μέσα στο ωραίο στόμα σου και να τη σφραγίσω με κολλητική ταινία. Δε θα μπορούσα να το κάνω εύκολα αυτό;» «Ναι». «Γιατί δεν το έκανα;» «Γιατί ξέρεις ότι μπορείς να μου έχεις εμπιστοσύνη». «Γιατί ελπίζω ότι μπορώ να σου έχω εμπιστοσύνη. Και επει-
δή είμαι άνθρωπος της ελπίδας, άνθρωπος που ζει τη ζωή του με ελπίδα την κάθε στιγμή, δε σε φίμωσα, Χόλι. Ένα φίμωτρο σαν αυτό που σου περιέγραψα είναι αποτελεσματικό αλλά τρομερά δυσάρεστο. Δεν ήθελα να υπάρχει μια τέτοια δυσαρέσκεια ανάμεσά μας για το ενδεχόμενο... για την ελπίδα της Γκουανταλουπίτα». Αμέσως το μυαλό της, δουλεύοντας με μια ευχέρεια που θα της φαινόταν αδύνατη πριν από μια μέρα, αρπάζει την ευκαιρία για να τον εξαπατήσει ακόμη περισσότερο. Με μια φωνή που δεν είναι καθόλου ερωτική, αλλά μόνο γεμάτη επισημότητα και σεβασμό, του λέει σε τόνο απαγγελίας τις λεπτομέρειες που δείχνουν ότι την έχει μαγέψει με τα λόγια του: «Γκουανταλουπίτα, Ροντάρτε, Ρίο Λούτσιο, Πενάσκο, εκεί όπου άλλαξε η ζωή σου. Και Τσαμισάλ, όπου άλλαξε επίσης, Βαλιεσίτο, Λας Τράμπας και Εσπανιόλα, όπου η ζωή σου θα αλλάξει ξανά». Ο δολοφόνος μένει αμίλητος για μια στιγμή. Μετά, «Λυπάμαι για την ταλαιπωρία, Χόλι. Θα τελειώσει γρήγορα. Και μετά θα σε περιμένει η υπέρβαση... αν τη θέλεις».
58
Τ
ο οπλοπωλείο θύμιζε κατάστημα γενικού εμπορίου από σκηνικό σε ταινία γουέστερν. Επίπεδη στέγη, τοίχοι από κατακόρυφες σανίδες, ένα ξύλινο πεζοδρόμιο απ' έξω που κάλυπτε όλο το μήκος του μαγαζιού, και ένα οριζόντιο ξύλο μπροστά για το δέσιμο των αλόγων σού δημιουργούσαν την εντύπωση ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβγαινε έξω ο Τζον Γουέιν ντυμένος όπως στον Αιχμάλωτο της Ερήμου. Νιώθοντας όχι σαν τον Τζον Γουέιν αλλά σαν κομπάρσος που τον σκοτώνουν πολύ πριν από το τέλος, ο Μιτς ήταν καθισμένος μέσα στο Χόντα στο πάρκινγκ του οπλοπωλείου και εξέταζε το πιστόλι που είχε πάρει από τον μπράβο του Τζούλιαν Κάμπελ. Αρκετά πράγματα ήταν χαραγμένα πάνω στο ατσάλι, αν ήταν ατσάλι. Μερικά ήταν αριθμοί και γράμματα που δε σήμαιναν τίποτα γι' αυτόν. Άλλα έδιναν χρήσιμες πληροφορίες για έναν άνθρωπο που δεν ήξερε τίποτα από πιστόλια. Κοντά στην κάννη, με καλλιγραφικά γράμματα, υπήρχαν οι λέξεις Super Tuned. Πιο κάτω, πάνω στο κινούμενο τμήμα, υπήρχε η λέξη CHAMPION, που έδειχνε χαραγμένη με λέιζερ, με κεφαλαία γράμματα, και από κάτω CAL .45. Ο Μιτς προτιμούσε να μην παραδώσει τα λύτρα έχοντας μόνο εφτά σφαίρες στο γεμιστήρα. Και τώρα ήξερε ότι έπρεπε να αγοράσει σφαίρες διαμετρήματος 45 χιλιοστών.
Κατά πάσα πιθανότητα, οι εφτά σφαίρες ήταν υπεραρκετές. Κατά πάσα πιθανότητα, οι ένοπλες συγκρούσεις κρατούσαν πολύ μόνο στις ταινίες. Στην πραγματικότητα, κάποιος έριχνε τον πρώτο πυροβολισμό, κάποιος απαντούσε, και με τέσσερις σφαίρες συνολικά ο ένας από τους δύο ήταν τραυματισμένος ή νεκρός. Ο λόγος για τον οποίο ήθελε να αγοράσει σφαίρες δεν ήταν για να καλύψει μια πραγματική ανάγκη αλλά μια ψυχολογική. Δεν τον ένοιαζε αυτό. Οι πρόσθετες σφαίρες θα τον έκαναν να νιώσει καλύτερα προετοιμασμένος. Στην άλλη μεριά του κινητού τμήματος, είδε τη λέξη SPRINGFIELD. Μάλλον ήταν η φίρμα του κατασκευαστή. Η λέξη CHAMPION πρέπει να αντιστοιχούσε στο μοντέλο του όπλου. Είχε λοιπόν ένα Σπρίνγκφιλντ Τσάμπιον των 45. Αυτό ακουγόταν πιο πιθανό από το ανάποδο -Τσάμπιον Σπρίνγκφιλντ των 45. Δεν ήθελε να τραβήξει την προσοχή όταν θα έμπαινε στο κατάστημα και για να το καταφέρει αυτό έπρεπε να δείχνει ότι ήξερε τι έλεγε. Έβγαλε το γεμιστήρα από το πιστόλι και αφαίρεσε μια σφαίρα. Ο κάλυκας έγραφε .45 ACP, αλλά δεν ήξερε τι σήμαιναν αυτά τα γράμματα. Τοποθέτησε πάλι τη σφαίρα στο γεμιστήρα και τον έβαλε στην τσέπη του τζιν του. Έκρυψε το πιστόλι κάτω από το κάθισμα του οδηγού. Από το ντουλαπάκι του ταμπλό, πήρε το πορτοφόλι του Τζον Νοξ. Ένιωθε τύψεις που θα χρησιμοποιούσε τα χρήματα του νεκρού, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς. Το δικό του πορτοφόλι είχε μείνει στη βιβλιοθήκη του Τζούλιαν Κάμπελ. Πήρε όλο το ποσό, 585 δολάρια, και έβαλε πάλι το πορτοφόλι στο ντουλαπάκι. Βγήκε έξω στον άνεμο, κλείδωσε το αμάξι, και μπήκε στο οπλοπωλείο. Ήταν τεράστιο, με πολλούς διαδρόμους γεμάτους με οτιδήποτε είχε σχέση με όπλα. Πήγε στο μακρύ πάγκο και μίλησε με ένα μεγαλόσωμο πω-
λητή με κρεμαστό μουστάκι. Το ταμπελάκι στο στήθος του έγραφε ΡΟΛΑΝΤ. «Ένα Σπρίνγκφιλντ Τσάμπιον», είπε ο Ρόλαντ. «Αυτό είναι Κολτ Κομάντερ σε έκδοση από ανοξείδωτο ατσάλι, έτσι δεν είναι;» Ο Μιτς δεν είχε ιδέα αν ήταν έτσι, αλλά υποψιαζόταν ότι ο Ρόλαντ ήξερε από όπλα. «Ακριβώς». «Λοξότμητη υποδοχή γεμιστήρα, κάννη με λαιμό, χαμηλή χοανωτή έξοδος απόρριψης, όλα αυτά είναι στάνταρ». «Ναι, είναι φοβερό όπλο», είπε ο Μιτς, ελπίζοντας ότι αυτοί που ασχολούνταν με τα όπλα μιλούσαν όντως έτσι. «Θέλω τρεις γεμιστήρες. Για σκοποβολή». Πρόσθεσε την τελευταία διευκρίνιση γιατί σκέφτηκε ότι οι περισσότεροι δε θα χρειάζονταν τόσους γεμιστήρες εκτός αν σκόπευαν να ληστέψουν καμιά τράπεζα ή να ανεβούν σε κανένα καμπαναριό και να αρχίσουν να πυροβολούν τους περαστικούς. Ο Ρόλαντ δεν έδειξε καμία καχυποψία. «Έχεις το πακέτο Σούπερ Τιουντ της Σπρίνγκφιλντ;» Ο Μιτς θυμήθηκε τις λέξεις που είχε δει χαραγμένες κοντά στην κάννη. «Ναι, όλο το πακέτο». «Καμιά άλλη τροποποίηση;» «Όχι», απάντησε ο Μιτς χωρίς να είναι σίγουρος. «Δεν έφερες το πιστόλι; Θα προτιμούσα να το είχα μπροστά μου». Ο Μιτς είχε σκεφτεί ότι αν πήγαινε με το όπλο μέσα στο κατάστημα θα τον έπαιρναν για κλέφτη ή ληστή ή κάτι τέτοιο. «Έχω αυτό», είπε, κι έβαλε το γεμιστήρα πάνω στον πάγκο. «Θα προτιμούσα να είχα το πιστόλι, αλλά για να δούμε αν μπορούμε να δουλέψουμε και μ' αυτό». Πέντε λεπτά αργότερα, ο Μιτς είχε πληρώσει για τρεις γεμιστήρες και ένα κουτί με εκατό σφαίρες .45 ACP. Όλη αυτή την ώρα περίμενε να χτυπήσει συναγερμός από στιγμή σε στιγμή. Ένιωθε ότι τον υποψιάζονταν, τον παρακολουθούσαν, είχαν καταλάβει τι τύπος ήταν. Ήταν φανερό ότι
τα νεύρα του δεν είχαν τις απαραίτητες αντοχές που χρειάζεται ένας παράνομος. Καθώς ετοιμαζόταν να βγει από το οπλοπωλείο, κοίταξε από τη βιτρίνα και είδε ένα περιπολικό στο πάρκινγκ να έχει μπλοκάρει το αμάξι του. Ένας αστυνομικός στεκόταν δίπλα στην πόρτα του οδηγού και κοίταζε μέσα στο κλειδωμένο Χόντα.
59
Κ
οιτάζοντας καλύτερα, ο Μιτς είδε ότι στην πόρτα του περιπολικού δεν υπήρχε το σήμα της αστυνομίας αλλά το λογότυπο και το όνομα μιας εταιρείας ασφαλείας -Φερστ Ενφόρσμεντ. Ο τύπος με τη στολή που κοίταζε το Χόντα ήταν ιδιωτικός φρουρός, όχι αστυνομικός. Παρ' όλα αυτά, το Χόντα θα του κινούσε το ενδιαφέρον μόνο αν ήξερε ότι το αναζητούσε η αστυνομία. Προφανώς, αυτός ο τύπος άκουγε τις αστυνομικές συχνότητες. Ο φύλακας άφησε το αμάξι του μπροστά στο Χόντα και πλησίασε στο οπλοπωλείο. Έδειχνε αποφασισμένος. Κατά πάσα πιθανότητα είχε σταματήσει για κάποια προσωπική του δουλειά και έτυχε να δει το Χόντα. Τώρα, προφανώς, ήταν έτοιμος να τον συλλάβει και να πάρει τη δόξα. Ένας πραγματικός αστυνομικός θα καλούσε ενισχύσεις πριν μπει στο κατάστημα. Ο Μιτς σκέφτηκε ότι θα 'πρεπε να είναι ευγνώμων έστω και γι' αυτή τη μικρή καλοτυχία. Το πάρκινγκ κάλυπτε τις δύο πλευρές του κτιρίου και είχε δύο εισόδους. Ο Μιτς οπισθοχώρησε από την πόρτα και πήγε γρήγορα στην άλλη. Βγήκε από την πλαϊνή έξοδο και κατευθύνθηκε γρήγορα στο μπροστινό μέρος του καταστήματος. Ο φρουρός είχε μπει μέσα. Ο Μιτς ήταν μόνος μέσα στον άνεμο. Όχι για πολύ. Πήγε τρέχοντας στο Χόντα.
Το αυτοκίνητο του φρουρού τον είχε αποκλείσει. Στο πίσω μέρος του σημείου όπου ήταν παρκαρισμένος υπήρχε μια μπάρα ασφαλείας από μεταλλικό σωλήνα και από κάτω ένα τσιμεντένιο κράσπεδο δεκαπέντε εκατοστών, επειδή πέρα από το πάρκινγκ υπήρχε μια απότομη πλαγιά δύο μέτρων που κατέληγε σε ένα πεζοδρόμιο από κάτω. Δεν μπορούσε να βγει. Έπρεπε να εγκαταλείψει το Χόντα. Ξεκλείδωσε την πόρτα του οδηγού και τράβηξε το Σπρίνγκφιλντ Τσάμπιον των 45 κάτω από το κάθισμά του. Καθώς έκλεινε την πόρτα του αυτοκινήτου, του τράβηξε την προσοχή κάποιος που έβγαινε από το οπλοπωλείο. Δεν ήταν ο φρουρός. Άνοιξε το πορτ μπαγκάζ και πήρε τη λευκή πλαστική σακούλα των σκουπιδιών από το χώρο της ρεζέρβας. Έβαλε το πιστόλι και τις σφαίρες μέσα στη σακούλα με τα λεφτά, την έστριψε στο πάνω μέρος και απομακρύνθηκε. Πέρασε πίσω από πέντε παρκαρισμένα αυτοκίνητα και σταμάτησε ανάμεσα σε δύο τζιπ. Κοίταξε μέσα, με την ελπίδα ότι οι οδηγοί μπορεί να είχαν αφήσει τα κλειδιά στο τιμόνι. Τίποτα, όμως. Άρχισε να περπατά γρήγορα -όχι να τρέχει- διαγώνια στο πάρκινγκ, προς την πλευρά του κτιρίου από την οποία είχε βγει πριν από λίγο. Καθώς έφτανε στη γωνία, διέκρινε με την άκρη του ματιού του μια κίνηση στην είσοδο του οπλοπωλείου. Όταν κοίταξε στο ξύλινο πεζοδρόμιο, είδε το φρουρό να βγαίνει από το κατάστημα. Κατά πάσα πιθανότητα, εκείνος δεν τον είδε. Γρήγορα, ο Μιτς έστριψε στη γωνία και χάθηκε πίσω της. Το πλαϊνό πάρκινγκ τελείωνε σε ένα χαμηλό τοίχο από τσιμεντόλιθους. Πήδησε από πάνω και βρέθηκε στο οικόπεδο ενός φαστ-φουντ. Προσέχοντας να μην αρχίσει να τρέχει σαν φυγάδας, διέσχισε το πάρκινγκ του φαστ-φουντ, πέρασε μια σειρά από αυτοκίνητα που περίμεναν για να σερβιριστούν, με τον αέρα να μυρίζει
καυσαέρια και τηγανητές πατάτες, βγήκε πίσω από το εστιατόριο, βρήκε άλλον ένα χαμηλό τοίχο και τον πήδησε κι αυτόν. Μπροστά του υπήρχε ένα μικρό εμπορικό κέντρο, εφτά οχτώ καταστήματα στη σειρά. Άρχισε να περπατά πιο αργά και να κοιτάζει τις βιτρίνες καθώς περνούσε, απλώς ένας τύπος που έχει βγει για κάποια δουλειά κι έχει ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες δολάρια να ξοδέψει. Καθώς έφτανε στο τέλος του τετραγώνου, ένα περιπολικό πέρασε από τον κύριο δρόμο με τα φώτα του να αναβοσβήνουν κόκκινο-μπλε, κόκκινο-μπλε, πηγαίνοντας προς το οπλοπωλείο. Και ακριβώς πίσω του ακολουθούσε ένα δεύτερο. Ο Μιτς έστριψε αριστερά στη μικρή πάροδο, αφήνοντας πίσω του τον κύριο δρόμο. Άρχισε να περπατά πιο γρήγορα πάλι. Η εμπορική ζώνη αποτελούνταν από μία μόνο σειρά καταστημάτων, που έβλεπαν στον κύριο δρόμο. Πίσω τους απλωνόταν μια περιοχή με κατοικίες. Στο πρώτο τετράγωνο υπήρχαν πολυκατοικίες και πίσω τους μονοκατοικίες, οι περισσότερες διώροφες, ανάμεσά τους και μερικές μονώροφες. Τα δέντρα του δρόμου ήταν τεράστιοι γέρικοι ποδόκαρποι που έριχναν άφθονη σκιά. Οι περισσότεροι κήποι είχαν πράσινο γκαζόν και περιποιημένους θάμνους. Όμως κάθε γειτονιά έχει και ανθρώπους που αδιαφορούν για τον κήπο τους και θέλουν να ασκήσουν με κάθε τρόπο το δικαίωμά τους να είναι κακοί γείτονες. Όταν η αστυνομία δε θα τον έβρισκε στο οπλοπωλείο, θα άρχιζε να ψάχνει στη γύρω περιοχή. Σε μερικά λεπτά, θα είχαν μισή ντουζίνα περιπολικά να χτενίζουν τη γειτονιά. Είχε επιτεθεί σε αστυνομικό. Και, συνήθως, η αστυνομία δίνει πρώτη προτεραιότητα σε τέτοια αδικήματα. Τα περισσότερα αυτοκίνητα σ' αυτούς τους δρόμους ήταν τζιπ. Ο Μιτς άρχισε να περπατά πιο αργά και να κοιτάζει μέσα από τα παράθυρά τους με την ελπίδα να βρει κάποιο με τα κλειδιά ξεχασμένα στο τιμόνι. Κοίταξε το ρολόι του -η ώρα ήταν 1:14. Η ανταλλαγή θα γινόταν στις 3:00 -και δεν είχε αυτοκίνητο.
60
Η
διαδρομή διαρκεί περίπου δεκαπέντε λεπτά και η Χόλι, με δεμένα τα χέρια και τα μάτια, είναι τόσο απασχολημένη κάνοντας σχέδια, ώστε ούτε καν σκέφτεται να ουρλιάξει. Ακούει τον παρανοϊκό οδηγό της να σταματά και να βάζει χειρόφρενο. Μετά βγαίνει έξω, αφήνοντας την πόρτα του ανοιχτή. Στο Ρίο Λούτσιο του Νέου Μεξικού, μια άγια γυναίκα που λέγεται Ερμίνα Τάδε ζει σε ένα μπλε-πράσινο ή ίσως μπλε-κίτρινο σπίτι. Είναι εβδομήντα δύο χρονών. Ο δολοφόνος γυρίζει στο αμάξι, οδηγεί πέντ' έξι μέτρα πιο πέρα και μετά βγαίνει έξω ξανά. Στο καθιστικό της Ερμίνα Τάδε υπάρχουν σαράντα δύο -ή τριάντα εννιά- εικόνες της Ιεράς Καρδίας του Ιησού, τρυπημένης από αγκάθια. Αυτό της έχει δώσει μια ιδέα. Είναι μια ιδέα τολμηρή. Και τρομακτική. Αλλά τη νιώθει σωστή. Όταν γυρίζει ο δολοφόνος στο βαν, η Χόλι καταλαβαίνει ότι άνοιξε κάποια πύλη για να μπουν κάπου και μετά την έκλεισε πάλι πίσω τους. Στην πίσω αυλή της Ερμίνα, ο δολοφόνος έθαψε ένα «θησαυρό» που δε θα ενέκρινε εκείνη. Η Χόλι αναρωτιέται τι μπορεί να είναι ο θησαυρός και ελπίζει να μη μάθει ποτέ. Το βαν προχωρεί γύρω στα είκοσι μέτρα πάνω σε χωματό-
δρομο. Μικρά χαλίκια τρίζουν και κροταλίζουν κάτω από τα λάστιχα. Ο δολοφόνος σταματά πάλι και αυτή τη φορά σβήνει τη μηχανή. «Φτάσαμε». «Ωραία», λέει η Χόλι, που προσπαθεί να φέρεται όχι σαν τρομαγμένη όμηρος αλλά σαν μια γυναίκα που το πνεύμα της εξυψώνεται προς την πληρότητα. Ο δολοφόνος ξεκλειδώνει την πίσω πόρτα και τη βοηθά να βγει από το βαν. Ο ζεστός αέρας έχει μια αμυδρή οσμή καπνού από ξύλο. Ίσως να υπάρχει καμιά πυρκαγιά στα ανατολικά. Για πρώτη φορά τις τελευταίες είκοσι τέσσερις και παραπάνω ώρες, αισθάνεται ήλιο στο πρόσωπό της. Η αίσθηση είναι τόσο ωραία που της έρχεται να κλάψει. Ο δολοφόνος την πιάνει από το δεξί χέρι για να τη στηρίξει και τη συνοδεύει με σχεδόν ιπποτικό τρόπο σε γυμνό έδαφος, ανάμεσα από αγριόχορτα. Μετά περνούν από μια σκληρή επιφάνεια με αμυδρά λεμονάτη οσμή. Όταν σταματούν, ακούγεται ένας παράξενος πνιχτός ήχος τρεις φορές -θαπ, θαπ, θαπ- και τον συνοδεύουν θόρυβοι από ξύλο που σπάει και μέταλλο που διαλύεται. «Τι ήταν αυτό;» ρωτά. «Πυροβόλησα το λουκέτο μιας πόρτας». Τώρα η Χόλι ξέρει πώς ακούγεται ένα πιστόλι με σιγαστήρα. Θαπ, θαπ, θαπ. Τρεις πυροβολισμοί. Τη βοηθά να περάσει ένα κατώφλι. «Κοντεύουμε». Η ηχώ από τα αργά βήματά τους της δίνει μια αίσθηση σπηλαιώδους χώρου. «Ακούγεται σαν εκκλησία». «Από μια άποψη είναι», της απαντά. «Είμαστε στον καθεδρικό ναό της υπερβολής». Η Χόλι μυρίζει γύψο και πριονίδι. Ακούει ακόμη τον άνεμο, αλλά οι τοίχοι πρέπει να είναι καλά μονωμένοι και τα παράθυρα να έχουν τριπλά τζάμια, επειδή ο ήχος είναι πνιχτός. Τελικά μπαίνουν σε ένα χώρο που ακούγεται πιο μικρός από τους προηγούμενους, με πιο χαμηλό ταβάνι.
Ο δολοφόνος τη σταματά. «Περίμενε εδώ», λέει και αφήνει το χέρι της. Η Χόλι ακούει ένα γνωστό ήχο που κάνει την καρδιά της να σφιχτεί: το κροτάλισμα μιας αλυσίδας. Εδώ η οσμή από το πριονίδι δεν είναι τόσο έντονη όσο στους προηγούμενους χώρους, αλλά θυμάται την απειλή τους να της κόψουν τα δάχτυλα και αναρωτιέται μήπως σ' αυτό το δωμάτιο υπάρχει μια πριονοκορδέλα. «Ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες δολάρια», λέει με συλλογισμένο τόνο. «Με τόσα λεφτά αγοράζεις πολύ χρόνο αναζήτησης». «Αγοράζεις ό,τι θέλεις», της απαντά. Αγγίζει πάλι το χέρι της και η Χόλι δεν τραβιέται αηδιασμένη. Εκείνος τυλίγει την αλυσίδα στον αριστερό καρπό της και μετά τη συνδέει κάπου. «Όταν είσαι υποχρεωμένη να δουλεύεις συνέχεια», λέει η Χόλι, «δεν υπάρχει πραγματικά χρόνος για αναζήτηση». Ξέρει ότι έτσι δείχνει την άγνοιά της, αλλά ελπίζει ότι είναι μια άγνοια με την οποία μπορεί να ταυτιστεί ο δολοφόνος. «Η δουλειά είναι ένας βάτραχος που κάθεται πάνω στη ζωή μας», της απαντά, και η Χόλι καταλαβαίνει όπ άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή μέσα του. Της λύνει το μαντίλι από τα χέρια και η Χόλι τον ευχαριστεί. Όταν της λύνει και τα μάτια, η Χόλι τα μισοκλείνει και τα ανοιγοκλείνει για να συνηθίσει το φως. Βλέπει όπ βρίσκονται σε ένα σπίτι υπό κατασκευή. Ο δολοφόνος έχει φορέσει πάλι τη μάσκα του σκι. Τουλάχιστον, υποκρίνεται όπ η Χόλι μπορεί να επιλέξει τον άντρα της αντί γι' αυτόν και ότι θα τους αφήσει να ζήσουν. «Αυτό θα ήταν η κουζίνα», της λέει. Ο χώρος είναι τεράσπος για κουζίνα, ίσως δεκαπέντε επί δέκα μέτρα, ό,π πρέπει για να τροφοδοτείς μεγάλα πάρπ. Το δάπεδο είναι από ασβεστόλιθο και γεμάτο σκόνη. Υπάρχουν γυψοσανίδες, αλλά δεν έχουν εγκατασταθεί ακόμη ντουλάπια και συσκευές. Ένας μεταλλικός σωλήνας με διάμετρο γύρω στα πέντε ε-
κατοστά, ίσως παροχή γκαζιού, προεξέχει σε ένα σημείο χαμηλά στον τοίχο. Το ένα άκρο της αλυσίδας της είναι πιασμένο με λουκέτο σ' αυτόν το σωλήνα και το άλλο περασμένο με ένα δεύτερο λουκέτο στον καρπό της. Το μεταλλικό κάλυμμα στην άκρη του σωλήνα, που είναι γύρω στα τρία εκατοστά πιο πλατύ από το σωλήνα, δεν αφήνει την αλυσίδα να βγει. Της έχει αφήσει δύο μέτρα αλυσίδα. Μπορεί να καθίσει, να σταθεί όρθια και να κινηθεί λίγο. «Πού είμαστε;» ρωτάει η Χόλι. «Στο σπίτι του Τέρνμπριτζ». «Α. Γιατί όμως; Έχεις κάποια σχέση μαζί του;» «Έχω έρθει εδώ μερικές φορές», της απαντά, «αν και πάντα έμπαινα διακριτικά -δεν πυροβόλησα ποτέ το λουκέτο. Με τραβάει αυτός ο τύπος. Είναι ακόμη εδώ». «Ποιος;» «Ο Τέρνμπριτζ. Δεν έχει φύγει ακόμη. Το πνεύμα του είναι εδώ, σφιχτά κουλουριασμένο, σαν ένα από τα δέκα χιλιάδες νεκρά σκαθάρια που υπάρχουν εδώ». «Σκεφτόμουν την Ερμίνα, στο Ρίο Λούτσιο», λέει η Χόλι. «Την Ερμίνα Λαβάτο». «Ναι», του απαντά, σαν να μην είχε ξεχάσει το επώνυμο. «Βλέπω σχεδόν τα δωμάτια του σπιτιού της, το καθένα σε ένα διαφορετικό ήρεμο χρώμα. Δεν ξέρω γιατί τη σκέφτομαι συνέχεια». Πίσω από την πλεχτή μάσκα, τα γαλαζοπράσινα μάτια του την κοιτάζουν με μια πυρετώδη ένταση. Η Χόλι κλείνει τα μάτια, στέκεται με τα χέρια κρεμασμένα χαλαρά στα πλευρά της και το πρόσωπο στραμμένο προς το ταβάνι, και μιλά ψιθυριστά. «Βλέπω τους τοίχους της κρεβατοκάμαράς της σκεπασμένους με εικόνες της Παναγίας». «Σαράντα δύο», λέει αυτός. «Και υπάρχουν κεριά, έτσι δεν είναι;» λέει η Χόλι, μαντεύοντας. «Ναι. Κεριά». «Είναι υπέροχο δωμάτιο. Είναι ευτυχισμένη εκεί».
«Είναι πολύ φτωχή», λέει ο δολοφόνος, «αλλά πιο ευτυχισμένη από οποιονδήποτε πλούσιο». «Και η παλιά κουζίνα της από τη δεκαετία του '20, το άρωμα από φαγίτας». Παίρνει μια βαθιά ανάσα σαν να απολαμβάνει το άρωμα και την αφήνει να βγει αργά. Ο δολοφόνος δε μιλάει. Η Χόλι ανοίγει τα μάτια της. «Δεν έχω πάει ποτέ εκεί, δεν την έχω γνωρίσει. Γιατί δεν μπορώ να τη βγάλω από το νου μου, αυτή και το σπίτι της;» Η σιωπή του συνεχίζεται και η Χόλι αρχίζει να ανησυχεί. Φοβάται ότι το παράκανε, ακούστηκε ψεύτικη. Τελικά ο δολοφόνος λέει, «Μερικές φορές, άνθρωποι που δεν έχουν συναντηθεί ποτέ μπορεί να είναι συντονισμένοι μεταξύ τους». Η Χόλι επαναλαμβάνει τη λέξη: «Συντονισμένου). «Από μια άποψη ζεις μακριά της, αλλά από μια άλλη μπορεί να είστε γείτονες». Αν τον διαβάζει σωστά, μάλλον τα λόγια της του έχουν προκαλέσει περισσότερο ενδιαφέρον παρά καχυποψία. Φυσικά, το να νομίζει ότι μπορεί να τον διαβάσει καλά ίσως είναι ένα μοιραίο σφάλμα. «Παράξενο», λέει η Χόλι και αφήνει το θέμα. Ο δολοφόνος υγραίνει τα ξεφλουδισμένα χείλη του με τη γλώσσα, τα γλείφει πάλι και πάλι. Μετά: «Έχω να κάνω μερικές προετοιμασίες. Λυπάμαι για την αλυσίδα. Δε θα είναι απαραίτητη για πολύ». Βγαίνει από την κουζίνα και η Χόλι ακούει τα βήματά του που σβήνουν σιγά σιγά μέσα στα τεράστια δωμάτια. Αρχίζουν να τη διαπερνούν ρίγη. Δεν μπορεί να τα ελέγξει και οι κρίκοι της αλυσίδας της κροταλίζουν μεταξύ τους.
61
Ο
Μιτς, προχωρώντας ανάμεσα στις κινούμενες σκιές των ανεμοδαρμένων δέντρων, κοιτάζοντας μέσα από παράθυρα, άρχισε τελικά να δοκιμάζει τις πόρτες των αυτοκινήτων που ήταν παρκαρισμένα στο πεζοδρόμιο. Όταν δεν ήταν κλειδωμένες, τις άνοιγε και εξέταζε το εσωτερικό. Αν δεν υπήρχαν κλειδιά στο τιμόνι, μπορεί να ήταν σε καμιά θήκη ή πίσω από το σκίαστρο. Όταν δεν έβρισκε κλειδιά ούτε σε αυτά τα σημεία, έκλεινε την πόρτα και προχωρούσε παρακάτω. Η τόλμη του τον είχε ξαφνιάσει, παρ' όλο που οφειλόταν στην απόγνωση. Επειδή, όμως, μπορεί από στιγμή σε στιγμή να εμφανιζόταν κάποιο περιπολικό, κινδύνευε περισσότερο από την επιφυλακτικότητα και λιγότερο από την υπερβολική σιγουριά. Είχε την ελπίδα ότι οι κάτοικοι της περιοχής δε θα είχαν ενταχθεί σε κάποιο πρόγραμμα επιφυλακής. Σ' αυτή την περίπτωση, .ο σύμβουλος τους από την αστυνομία θα τους είχε μάθει να προσέχουν και να αναφέρουν ύποπτους τύπους σαν αυτόν. Για την ήσυχη νότια Καλιφόρνια και τη χαμηλή εγκληματικότητα του Νιούπορτ Μπιτς, ήταν ενοχλητικά μεγάλο το ποσοστό των κατοίκων που κλείδωναν τα παρκαρισμένα αυτοκίνητά τους. Η παράνοιά τους άρχιζε να τον θυμώνει. Είχε διασχίσει δύο τετράγωνα, όταν είδε μπροστά του ένα
Λέξους παρκαρισμένο μπροστά σε ένα γκαράζ, με τη μηχανή αναμμένη και την πόρτα του οδηγού ανοιχτή. Δεν υπήρχε κανείς στο τιμόνι. Η πόρτα του γκαράζ ήταν κι αυτή ανοιχτή. Πλησίασε με προσοχή το αμάξι, αλλά δεν υπήρχε κανείς ούτε μέσα στο γκαράζ. Ο οδηγός είχε τρέξει πίσω στο σπίτι για να πάρει κάτι που είχε ξεχάσει. Ο ιδιοκτήτης του Λέξους θα ανέφερε μέσα σε λίγα λεπτά την κλοπή, αλλά οι αστυνομικοί δε θα άρχιζαν να το αναζητούν αμέσως. Θα υπήρχε κάποια διαδικασία για την αναφορά μιας κλοπής αυτοκινήτου. Η διαδικασία είναι μέρος κάθε συστήματος, το σύστημα μέρος κάθε γραφειοκρατίας και σκοπός της γραφειοκρατίας είναι η καθυστέρηση. Μπορεί να είχε δύο ώρες στη διάθεση του, πριν περάσουν οι πινακίδες του Λέξους στον κατάλογο των αναζητούμενων οχημάτων. Δύο ώρες ήταν αρκετές. Επειδή το αμάξι ήταν στραμμένο προς το δρόμο, κάθισε στο τιμόνι, έριξε την άσπρη σακούλα στο κάθισμα δίπλα του, έκλεισε την πόρτα και κατέβηκε αμέσως το δρόμο, όπου έστριψε δεξιά, μακριά από τον κεντρικό δρόμο και το οπλοπωλείο. Στη γωνία αγνόησε το στοπ κι έστριψε πάλι δεξιά. Είχε διασχίσει το ένα τρίτο του τετραγώνου όταν άκουσε μια αδύναμη, τρεμάμενη φωνή από το πίσω κάθισμα να λέει, «Πώς σε λένε, καλή μου;» Ήταν ένας ηλικιωμένος άντρας ζαρωμένος στην πίσω γωνία. Φορούσε γυαλιά με χοντρούς φακούς και ακουστικό βαρηκοΐας. Η μέση του παντελονιού του ήταν ανεβασμένη ψηλά, λίγο κάτω από το στήθος του. Φαινόταν να έχει πατήσει τα εκατό. Ο χρόνος τον είχε συρρικνώσει, αλλά όχι στον ίδιο βαθμό παντού. «Α, είσαι η Ντέμπι», είπε ο γέρος. «Πού πάμε, Ντέμπι;» Το έγκλημα οδηγεί στο έγκλημα κι η συνέπεια του εγκλήματος είναι η σίγουρη καταστροφή. Ο Μιτς είχε γίνει τώρα απαγωγέας ο ίδιος. «Θα πάμε για πίτα;» ρώτησε ο γέρος με έναν τόνο ελπίδας στην τρεμάμενη φωνή του.
Ίσως ήταν περίπτωση Αλτσχάιμερ. «Ναι», είπε ο Μιτς, «θα πάμε για πίτα». Κι έστριψε δεξιά στην επόμενη γωνία. «Μου αρέσει η πίτα». «Σε όλους αρέσει η πίτα», συμφώνησε ο Μιτς. Αν η καρδιά του δε χτυπούσε τόσο δυνατά που να τον πονά, αν η ζωή της γυναίκας του δεν κρεμόταν από το αν θα κατάφερνε να μείνει ελεύθερος, αν δεν περίμενε να συναντήσει αστυνομικούς ανά πάσα στιγμή, και αν δεν ήξερε ότι μάλλον θα πυροβολούσαν πρώτα και θα άφηναν τη συζήτηση για τα πολιτικά του δικαιώματα για αργότερα, μπορεί να έβρισκε την κατάσταση διασκεδαστική. Αλλά δεν ήταν διασκεδαστική, ήταν σουρεαλιστική. «Δεν είσαι η Ντέμπι», είπε ο γέρος. «Εγώ είμαι ο Νόρμαν, αλλά εσύ δεν είσαι η Ντέμπι». «Όχι. Έχεις δίκιο. Δεν είμαι». «Ποιος είσαι;» «Απλώς, κάποιος που έκανε ένα λάθος». Ο Νόρμαν το σκεφτόταν αυτό μέχρι που ο Μιτς έστριψε δεξιά στην τρίτη γωνία, και μετά είπε, «Θα μου κάνεις κακό. Αυτό θα κάνεις». Ο φόβος στη φωνή του γέρου ήταν αξιολύπητος. «Όχι. Κανείς δε θα σου κάνει κακό». «Θα μου κάνεις κακό. Είσαι κακός άνθρωπος». «Όχι, απλώς έκανα ένα λάθος. Σε πηγαίνω πάλι σπίτι σου», τον διαβεβαίωσε ο Μιτς. «Πού είμαστε; Δεν είναι εδώ το σπίτι μου. Είμαστε μακριά από το σπίτι μου». Η φωνή του, που μέχρι εκείνο το σημείο ήταν αδύναμη, ξαφνικά δυνάμωσε κι έγινε στριγκή. «Είσαι ένα κακό κάθαρμα!» «Μην ταράζεσαι, σε παρακαλώ». Ο Μιτς λυπόταν το γέρο, ένιωθε υπεύθυνος γι' αυτόν. «Κοντεύουμε να φτάσουμε. Σε ένα λεπτό θα είσαι σπίτι». «Είσαι ένα κακό κάθαρμα! Είσαι ένα κακό κάθαρμα!» Στην τέταρτη γωνία ο Μιτς έστριψε πάλι δεξιά, μπαίνοντας στο δρόμο όπου είχε κλέψει το αυτοκίνητο.
«ΕΙΣΑΙΕΝΑ ΚΑΚΟ ΚΑΘΑΡΜΑ!»
Μέσα στα αφυδατωμένα βάθη του γέρικου σώματος του, ο Νόρμαν είχε βρει τη φωνή ενός νέου και συνέχισε να διαμαρτύρεται βροντοφωνάζοντας. «ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΚΑΚΟ ΚΑΘΑΡΜΑ !»
«Σε παρακαλώ, Νόρμαν. Θα πάθεις καμιά καρδιακή προσβολή». Ο Μιτς είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερνε να αφήσει το αμάξι εκεί που το βρήκε χωρίς να τον αντιληφθεί κανείς. Όμως, μια γυναίκα είχε βγει από το σπίτι στο δρόμο. Τον είδε μόλις έστριψε στη γωνία. Έδειχνε τρομοκρατημένη. Μάλλον είχε νομίσει ότι ο Νόρμαν κάθισε στο τιμόνι κι έφυγε με το αυτοκίνητο. «ΕΙΣΑΙΕΝΑ ΚΑΚΟ ΚΑΘΑΡΜΑ. ΕΝΑ ΚΑΚΟ, ΚΑΚΟ ΚΑΘΑΡΜΑ!»
Ο Μιτς σταμάτησε στο δρόμο κοντά στη γυναίκα, τράβηξε το χειρόφρενο, πήρε τη σακούλα και βγήκε έξω, αφήνοντας την πόρτα ανοιχτή. Η γυναίκα ήταν γύρω στα σαράντα, λιγάκι εύσωμη αλλά όμορφη, με μαλλιά σε στυλ Ροντ Στιούαρτ με ξανθές ανταύγειες. Φορούσε κοστούμι και τα τακούνια της ήταν πολύ ψηλά, αν σκόπευε να πάει το γέρο για πίτα. «Είσαι η Ντέμπι;» ρώτησε ο Μιτς. «Αν είμαι η Ντέμπι;» επανέλαβε αυτή άναυδη. Ίσως δεν υπήρχε καμία Ντέμπι. Ο Νόρμαν στρίγκλιζε ακόμη μέσα στο αμάξι. «Λυπάμαι», είπε ο Μιτς. «Μεγάλο λάθος». Απομακρύνθηκε προς τη γωνία, παίρνοντας την ίδια κατεύθυνση που είχε ακολουθήσει και με το Λέξους. Πίσω του, άκουσε τη γυναίκα να λέει, «Παππού; Είσαι καλά, παππού;» Όταν έφτασε στο στοπ, στο τέλος του δρόμου, γύρισε και είδε τη γυναίκα να έχει σκύψει μέσα στο αμάξι και να παρηγορεί το γέρο. Ο Μιτς έστριψε στη γωνία βγαίνοντας από το οπτικό της πεδίο. Δεν έτρεχε, περπατούσε γρήγορα. Ένα τετράγωνο πιο κάτω, καθώς έφτανε στην επόμενη γω-
via, άκουσε μια κόρνα πίσω του. Η γυναίκα τον ακολουθούσε με το Λέξους. Την είδε μέσα από το παρμπρίζ, με το ένα χέρι στο τιμόνι ενώ με το άλλο κρατούσε ένα κινητό. Δεν τηλεφωνούσε στην αδερφή της, στην Ομάχα. Δεν τηλεφωνούσε για να μάθει την ώρα. Τηλεφωνούσε στην Άμεση Δράση.
62
Ο
Μιτς περπατούσε στο πεζοδρόμιο σκυφτός, κόντρα στον άνεμο, και απέφυγε ως εκ θαύματος τα τσιμπήματα, όταν μια βίαιη ριπή του ανέμου τράνταξε ένα δέντρο και ξεχύθηκε έξω ένα σύννεφο μέλισσες που είχαν τη φωλιά τους στα κλαδιά του. Η αποφασισμένη γυναίκα με το Λέξους έμενε αρκετά πίσω του ώστε να μπορέσει να κάνει αναστροφή και να απομακρυνθεί, αν ο Μιτς έτρεχε προς το μέρος της, αλλά και φρόντιζε να τον βλέπει συνέχεια. Ο Μιτς άρχισε να τρέχει κι αυτή επιτάχυνε για να μείνει κοντά του. Προφανώς, είχε σκοπό να τον παρακολουθεί έτσι μέχρι να φτάσει η αστυνομία. Ο Μιτς θαύμασε το κουράγιο της, παρ' όλο που ήθελε να της πυροβολήσει τα λάστιχα. Οι αστυνομικοί θα έφταναν γρήγορα. Αφού βρήκαν το Χόντα, ήξεραν ότι βρισκόταν στην περιοχή. Η απόπειρα κλοπής ενός Λέξους μερικά τετράγωνα απόσταση από το οπλοπωλείο θα ενεργοποιούσε όλους τους συναγερμούς τους. Η κόρνα του αυτοκινήτου χτύπησε, μετά χτύπησε ξανά, και μετά άρχισε να χτυπάει συνεχόμενα, ανελέητα. Η γυναίκα ήθελε να ειδοποιήσει τους γείτονες ότι υπάρχει ένας εγκληματίας στην περιοχή. Τα υπερβολικά επίμονα κορναρίσματα έδιναν την αίσθηση ότι τριγύριζε ένας Οσάμα μπιν Λάντεν στους δρόμους. Ο Μιτς άφησε το πεζοδρόμιο, διέσχισε έναν κήπο, άνοιξε μια καγκελόπορτα και πέρασε δίπλα από ένα σπίτι, ελπίζοντας
να μη βρει κανένα πίτμπουλ στον πίσω κήπο. Βέβαια, τα περισσότερα πίτμπουλ είναι άκακα σαν καλόγριες, αλλά έτσι όπως πήγαινε η τύχη του τελευταία, μπορεί να έπεφτε πάνω σε κανένα δαιμονισμένο σκυλί. Ο πίσω κήπος ήταν μικρός και περικλειόταν από έναν ξύλινο φράχτη δύο μέτρων με όρθιες μυτερές σανίδες. Δεν είδε πουθενά καγκελόπορτα. Έδεσε την άκρη της πλαστικής άσπρης σακούλας στη ζώνη του, σκαρφάλωσε σε ένα κοραλόδεντρο, πέρασε πάνω από το φράχτη χρησιμοποιώντας ένα κλαδί, και πήδησε κάτω σε ένα στενό δρομάκι. Η αστυνομία ήξερε ότι θα προτιμούσε αυτά τα στενά σοκάκια από τους δρόμους, έτσι έπρεπε να τα αποφεύγει. Πέρασε ένα άδειο οικόπεδο προστατευμένο από τα κρεμαστά κλαδιά ακλάδευτων καλιφορνέζικων πιπερόδεντρων, που στροβιλίζονταν και τινάζονταν σαν φραμπαλάδες κυρίας του δέκατου όγδοου αιώνα που χορεύει βαλς. Καθώς περνούσε στον επόμενο δρόμο, ένα περιπολικό φάνηκε στη διασταύρωση ανατολικά. Το στρίγκλισμα των φρένων τού είπε ότι τον είχαν δει. Διέσχισε έναν κήπο, πήδησε ένα φράχτη, διέσχισε έναν άλλο κήπο, πέρασε μια καγκελόπορτα, άλλον έναν κήπο, άλλον ένα δρόμο. Πήγαινε πολύ γρήγορα τώρα, με την πλαστική σακούλα να χτυπά στο πόδι του. Ανησυχούσε μήπως σκιστεί, σκορπίζοντας δεσμίδες από εκατοδόλαρα. Πίσω από τα τελευταία σπίτια υπήρχε ένα μικρό φαράγγι γύρω στα εξήντα μέτρα βάθος και ενενήντα μέτρα πλάτος. Ο Μιτς σκαρφάλωσε ένα μεταλλικό φράχτη και βρέθηκε αμέσως σε μια απότομη πλαγιά με ασταθές, διαβρωμένο έδαφος. Η βαρύτητα και το χώμα που άρχισε αμέσως να κυλά τον οδήγησαν κάτω. Προσπάθησε να μείνει όρθιος, σαν σέρφερ που κυνηγά τη μακαριότητα πάνω στην προδοτική επιφάνεια ενός τεράστιου κύματος, αλλά αποδείχτηκε ότι το αμμώδες έδαφος δεν ήταν τόσο βολικό όσο η θάλασσα. Έχασε την ισορροπία του και κατέβηκε τα τελευταία δέκα μέτρα γλιστρώντας ανάσκελα και
σηκώνοντας ένα σύννεφο λευκής σκόνης, για να καταλήξει τελικά μέσα σε ένα τείχος από ψηλά χόρτα. Σταμάτησε κάτω από ένα θόλο από κλαδιά. Από ψηλά, ο πυθμένας του φαραγγιού φαινόταν πνιγμένος από βλάστηση, αλλά ο Μιτς δεν περίμενε μεγάλα δέντρα. Όμως, πέρα από τους θάμνους που περίμενε να βρει, είδε ότι εδώ υπήρχε ένα κανονικό δάσος. Καλιφορνέζικες αγριοκαστανιές ήταν στολισμένες με αρωματικά λευκά άνθη. Φοίνικες φύτρωναν δίπλα σε καλιφορνέζικες δάφνες και δαμασκηνιές. Πολλά από τα δέντρα ήταν ροζιασμένα, στρεβλωμένα και τραχιά, δείγματα κάκιστης ποιότητας, λες και το έδαφος αυτού του αστικού φαραγγιού τροφοδοτούσε τις ρίζες τους με μεταλλαξιογόνα. Όμως, ανάμεσά τους υπήρχαν και γιαπωνέζικα σφεντάμια και τασμανικοί ευκάλυπτοι που θα τους χρησιμοποιούσε ευχαρίστως σε μια ακριβή δουλειά αρχιτεκτονικής κήπου. Μερικοί αρουραίοι σκόρπισαν με την άφιξή του και ένα φίδι απομακρύνθηκε γλιστρώντας μέσα στις σκιές. Ίσως κροταλίας. Δεν ήταν σίγουρος. Όσο παρέμενε κάτω από την κάλυψη των δέντρων, δεν μπορούσαν να τον δουν από το χείλος του φαραγγιού. Δεν κινδύνευε πια με άμεση σύλληψη. Τα κλαδιά των διαφορετικών δέντρων ήταν τόσο πυκνά πλεγμένα μεταξύ τους ώστε ακόμη και ο μαινόμενος άνεμος δεν μπορούσε να ανοίξει το θόλο που σχημάτιζαν και να αφήσει τον ήλιο να φτάσει στο έδαφος. Ο φωτισμός ήταν πράσινος και διάχυτος. Οι σκιές ταλαντεύονταν κι έτρεμαν σαν θαλάσσιες ανεμώνες. Ένα ρηχό ρυάκι περνούσε μέσα από το φαράγγι, πράγμα καθόλου παράξενο τόσο πρόσφατα μετά την εποχή των βροχών. Ο υδροφόρος ορίζοντας μπορεί να ήταν τόσο κοντά στην επιφάνεια εδώ ώστε ένα μικρό αρτεσιανό πηγάδι να διατηρεί τη ροή του όλο το χρόνο. Έλυσε την πλαστική σακούλα από τη ζώνη του και την εξέτασε. Είχε τρυπήσει σε τρία σημεία και υπήρχε και ένα σκίσιμο
γύρω στα τρία'εκατοστά μήκος, αλλά μάλλον δεν είχε πέσει τίποτα έξω. Έδεσε κόμπο την άκρη της σακούλας και την κράτησε αγκαλιά πάνω στο σώμα του με το αριστερό του χέρι. Από όσο θυμόταν τη διαμόρφωση του εδάφους, προς τα δυτικά το φαράγγι στένευε και ο πυθμένας του υψωνόταν απότομα. Το νερό κατέβαινε τεμπέλικα από αυτή την κατεύθυνση, έτσι άρχισε να κινείται κι αυτός προς τα εκεί με πιο γρήγορο βήμα. Ένα υγρό χαλί από πεσμένα φύλλα έσβηνε τον ήχο από τα βήματά του. Μια ευχάριστη οσμή από υγρό χώμα, βρεγμένα φύλλα και μανιτάρια έκανε βαρύ τον αέρα. Αν και ο πληθυσμός της Κομητείας Όραντζ ξεπερνούσε τα τρία εκατομμύρια, εδώ, στον πυθμένα του φαραγγιού, είχε την αίσθηση ότι ήταν χιλιόμετρα μακριά από τον πολιτισμό. Αυτό μέχρι που άκουσε το ελικόπτερο. Ήταν περίεργο που είχαν ρισκάρει να πετάξουν με τέτοιο αέρα. Κρίνοντας από τον ήχο μόνο, το ελικόπτερο πρέπει να πέρασε πάνω από το φαράγγι ακριβώς πάνω από το κεφάλι του. Πέταξε βόρεια και έκανε έναν κύκλο πάνω από τη γειτονιά από όπου είχε ξεφύγει. Ο ήχος του δυνάμωσε, ξεθώριασε, μετά δυνάμωσε πάλι. Έψαχναν να τον βρουν από τον αέρα, αλλά σε λάθος μέρος. Δεν ήξεραν ότι είχε κατεβεί στο φαράγγι. Συνέχισε να κινείται, αλλά ξαφνικά σταμάτησε και ξεφώνισε τρομαγμένος όταν χτύπησε το κινητό του Άνσον. Το έβγαλε από την τσέπη του, ανακουφισμένος που δεν το έχασε ούτε το έσπασε με την πτώση του. «Εδώ Μιτς». «Νιώθεις ακόμη αισιόδοξος;» είπε ο Τζίμι Ναλ. «Ναι. Δώσε μου να μιλήσω στη Χόλι». «Όχι αυτή τη φορά. Θα τη δεις γρήγορα. Η συνάντηση θα γίνει στις δύο αντί στις τρεις». «Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό». «Μόλις το έκανα».
«Τι ώρα είναι τώρα;» «Μιάμιση», είπε ο Τζίμι Ναλ. «'Οχι, δεν προλαβαίνω στις δύο». «Γιατί όχι; Το σπίτι του Άνσον απέχει μερικά λεπτά μόνο από το σπίτι του Τέρνμπριτζ». «Δεν είμαι στο σπίτι του Άνσον». «Πού είσαι; Τι κάνεις;» ρώτησε ο Ναλ. Πατώντας στα υγρά φύλλα στο έδαφος του φαραγγιού, ο Μιτς είπε, «Τριγύριζα με το αμάξι για να περάσει η ώρα. Έχω απομακρυνθεί». «Αυτό είναι ηλίθιο. Έπρεπε να μείνεις στο σπίτι του Άνσον, να είσαι έτοιμος». «Κάν' το δυόμισι. Έχω μαζί μου τα λεφτά. Ένα εκατομμύριο τετρακόσιες χιλιάδες. Τα έχω εδώ». «Ξέρεις...» Ο Μιτς περίμενε και όταν ο Ναλ δε συνέχισε, είπε, «Τι; Τι να ξέρω;» «Για τα λεφτά. Θέλω να σου πω κάτι για τα λεφτά». «Σ' ακούω». «Δε ζω για τα λεφτά. Έχω κάποια λεφτά. Υπάρχουν πράγματα που σημαίνουν πιο πολλά για μένα από τα λεφτά». Κάτι δεν πήγαινε καλά. Το είχε ξανανιώσει όταν μίλησε με τη Χόλι. Ακουγόταν σφιγμένη και δεν του είπε ότι τον αγαπούσε. «Άκου, έφτασα μέχρι εδώ, φτάσαμε μέχρι εδώ, το σωστό είναι να το τελειώσουμε». «Στις δύο», είπε ο Ναλ. «Αυτή είναι η νέα ώρα του ραντεβού. Αν δεν είσαι εκεί που πρέπει στις δύο ακριβώς, τέρμα. Δεν υπάρχει δεύτερη ευκαιρία». «Εντάξει». «Στις δύο». «Εντάξει». Ο Τζίμι Ναλ έκλεισε το τηλέφωνο. Ο Μιτς άρχισε να τρέχει.
63
Η
Χόλι, αλυσοδεμένη στο σωλήνα του γκαζιού, ξέρει τι πρέπει να κάνει, ξέρει τι θα κάνει, και επομένως μπορεί μόνο να περάσει την ώρα της ανησυχώντας για όλους τους δυνατούς τρόπους που μπορεί να πάνε στραβά τα πράγματα ή θαυμάζοντας όσα βλέπει γύρω της από την ημιτελή έπαυλη. Ο Τόμας Τέρνμπριτζ θα είχε μια εκπληκτική κουζίνα αν είχε ζήσει. Όταν θα ολοκληρωνόταν η εγκατάσταση του εξοπλισμού, μια πολυτελής εταιρεία τροφοδοσίας με διμοιρίες προσωπικού θα μπορούσε να μαγειρέψει εδώ και να σερβίρει γεύμα για εξακόσια άτομα στις βεράντες και τους κήπους. Ο Τέρνμπριτζ ήταν ένας δισεκατομμυριούχος που πλούτισε με το Ίντερνετ. Η εταιρεία που ίδρυσε -και που τον έκανε πλούσιο- δεν παρήγαγε κανένα προϊόν, είχε όμως πς πιο εξελιγμένες εφαρμογές διαφήμισης στο Διαδίκτυο. Την ίδια εποχή που το περιοδικό Φορμπς υπολόγιζε την περιουσία του στα τρία δισεκατομμύρια δολάρια, ο Τέρνμπριτζ άρχισε να αγοράζει σπίτια με εντυπωσιακή θέα στον Ειρηνικό σε μια αριστοκρατική γειτονιά. Αγόρασε εννέα, το ένα δίπλα στο άλλο, πληρώνοντας υπερδιπλάσια ποσά από την κανονική τους τιμή. Ξόδεψε πάνω από εξήντα εκατομμύρια δολάρια για τις αγορές και μετά τα γκρέμισε και δημιούργησε μια ενιαία έκταση δώδεκα στρεμμάτων, απαράμιλλη στην ακτή της νότιας Καλιφόρνιας.
Μια μεγάλη αρχιτεκτονική εταιρεία ανέθεσε σε μια ομάδα τριάντα αρχιτεκτόνων να σχεδιάσει ένα τριώροφο κτίσμα οχτώ χιλιάδων τετραγωνικών, χωρίς να μετράμε τα τεράστια υπόγεια γκαράζ και τους χώρους των ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων. Θα ήταν στο στυλ της σχεδιασμένης από τον Αλμπέρτο Πίντο βραζιλιάνικης έπαυλης. Η ύπαρξη στοιχείων όπως οι εσωτερικοί-εξωτερικοί καταρράκτες, ένα υπόγειο σκοπευτήριο και ένα εσωτερικό παγοδρόμιο απαίτησε ηρωικές προσπάθειες από τους μηχανικούς. Τα σχέδια χρειάστηκαν δύο χρόνια για να ολοκληρωθούν. Τα δύο πρώτα χρόνια της κατασκευής, οι κατασκευαστές δούλευαν αποκλειστικά στα θεμέλια και στους υπόγειους χώρους. Προϋπολογισμός δεν υπήρχε. Ο Τέρνμπριτζ ξόδευε όσα χρειαζόταν. Αγοράστηκαν θαυμάσια μάρμαρα και πλάκες γρανίτη. Το εξωτερικό του σπιτιού θα ντυνόταν με γαλλικό ασβεστόλιθο. Εξήντα κίονες από μονοκόμματο ασβεστόλιθο από τη βάση μέχρι την κορυφή τους κατασκευάστηκαν με κόστος εβδομήντα χιλιάδων δολαρίων ο ένας. Ο Τέρνμπριτζ ήταν αφοσιωμένος στην εταιρεία που είχε δημιουργήσει όσο και στο σπίτι που έχτιζε. Πίστευε ότι θα γινόταν μία από τις δέκα μεγαλύτερες εταιρείες στον κόσμο. Συνέχισε να το πιστεύει αυτό ακόμη και αφού το Διαδίκτυο, μέσα από τη γρήγορη εξέλιξη του, άρχισε να βρίσκει σφάλματα στο επιχειρηματικό του μοντέλο. Από την αρχή πουλούσε τις μετοχές του μόνο για να χρηματοδοτήσει τον τρόπο ζωής του και όχι για να διευρύνει τις επενδύσεις του. Όταν η τιμή των μετοχών της εταιρείας του έπεσε, δανείστηκε για να αγοράσει κι άλλες μετοχές στη χαμηλή τιμή της αγοράς. Αλλά η τιμή συνέχισε να πέφτει. Ο Τέρνμπριτζ συνέχισε να αγοράζει. Όταν η τιμή των μετοχών δεν ανέβηκε ποτέ και η εταιρεία κατέρρευσε, ο Τέρνμπριτζ καταστράφηκε. Η κατασκευή του σπιτιού σταμάτησε. Κυνηγημένος από πιστωτές, επενδυτές και μια θυμωμένη πρώην σύζυγο, ο Τόμας Τέρνμπριτζ πήγε στο μισοτελειωμένο σπίτι του, κάθισε σε μια πτυσσόμενη καρέκλα στο μπαλκόνι
της κύριας κρεβατοκάμαρας και, με μια πανοραμική θέα του ωκεανού και της φωτισμένης πόλης να απλώνεται μπροστά του, κατέβασε μια μεγάλη δόση βαρβιτουρικών με ένα παγωμένο μπουκάλι Ντομ Περινιόν. Τα όρνεα τον ανακάλυψαν μία ημέρα πριν τον βρει η πρώην γυναίκα του. Αν και το παραλιακό ακίνητο έχει τεράστια αξία, δεν πουλήθηκε μετά το θάνατο του Τέρνμπριτζ γιατί ήταν δεσμευμένο από αγωγές. Η πραγματική αξία της γης εκτιμάται τώρα στα εξήντα εκατομμύρια δολάρια, το ποσό που είχε πληρώσει ο Τέρνμπριτζ, πράγμα που περιορίζει σημαντικά τον αριθμό των πιθανών αγοραστών. Αν ένας αγοραστής θέλει να ολοκληρώσει το κτίριο έτσι όπως ήταν διαμορφωμένο στα σχέδια, θα πρέπει να πληρώσει πενήντα εκατομμύρια δολάρια, πράγμα που θα έκανε μόνο αν του άρεσε αυτό το στυλ. Αν κατεδαφίσει ό,τι έχει χτιστεί ως τώρα και αρχίσει από την αρχή, θα πρέπει να ξοδέψει πέντε εκατομμύρια πέρα από τα εξήντα για το οικόπεδο, αφού θα έχει να κάνει με μια κατασκευή οπλισμένου σκυροδέματος με προδιαγραφές για να αντέξει σε σεισμό 8,2 Ρίχτερ χωρίς να υποστεί ζημιά. Η Χόλι, ως επίδοξη κτηματομεσίτρια, δεν ονειρεύεται να πάρει την προμήθεια για το σπίτι του Τέρνμπριτζ. Θα της αρκούσε να πουλάει ακίνητα σε μεσοαστικές γειτονιές σε ανθρώπους που χαίρονται επειδή θα αποκτήσουν δικό τους σπίτι. Βασικά, αν μπορούσε να ανταλλάξει το συντηρητικό κτηματομεσιτικό της όνειρο με μια εγγύηση ότι αυτή και ο Μιτς θα έβγαιναν ζωντανοί από την επικείμενη συναλλαγή, θα της αρκούσε να παραμείνει γραμματέας. Ήταν καλή γραμματέας και καλή σύζυγος. Θα προσπαθούσε να γίνει και καλή μαμά, και θα ήταν ευτυχισμένη μ' αυτά, με τη ζωή, με την αγάπη. Όμως δεν υπάρχει καμιά εγγύηση. Η μοίρα της παραμένει στα χέρια της, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Θα πρέπει να ενεργήσει όταν έρθει η στιγμή για δράση. Έχει ένα σχέδιο. Είναι έτοιμη και αποδέχεται το ρίσκο, τον πόνο, το αίμα.
Ο δολοφόνος επιστρέφει. Έχει φορέσει ένα γκρίζο αντιανεμικό μπουφάν και ένα ζευγάρι λεπτά γάντια. Η Χόλι είναι καθισμένη κάτω όταν μπαίνει, αλλά σηκώνεται όρθια καθώς την πλησιάζει. Παραβιάζοντας τον προσωπικό της χώρο, ο δολοφόνος στέκεται τόσο κοντά της όσο θα στεκόταν κάποιος πριν την πάρει αγκαλιά για να χορέψουν. «Στο σπίτι του Ντουβίχιο και της Ελοΐζα Πατσέκο, στο Ρίο Λούτσιο, υπάρχουν δύο κόκκινες ξύλινες καρέκλες στο σαλόνι, με καγκελάκια στην πλάτη και σκαλιστά διακοσμητικά στην κορυφή». Βάζει το δεξί του χέρι στον αριστερό της ώμο και η Χόλι χαίρεται που ο δολοφόνος φοράει γάντια. «Πάνω στη μία κόκκινη καρέκλα», συνεχίζει, «υπάρχει ένα φτηνό κεραμικό αγαλματάκι του Αγίου Αντωνίου. Στην άλλη καρέκλα υπάρχει ένα κεραμικό αγαλματάκι ενός παιδιού, ντυμένου με τα καλά του ρούχα, αυτά που φοράει για την εκκλησία». «Ποιο είναι το παιδί;» «Το αγαλματάκι παριστάνει το γιο τους, που λέγεται επίσης Άντονι, και που σκοτώθηκε από ένα μεθυσμένο οδηγό όταν ήταν έξι χρονών. Αυτό έγινε πριν από πενήντα χρόνια, όταν ο Ντουβίχιο και η Ελοΐζα ήταν γύρω στα είκοσι πέντε». Η Χόλι δεν είναι ακόμη μητέρα, αλλά θα γίνει, και δεν μπορεί να φανταστεί καν τον πόνο μιας τέτοιας απώλειας, τη φρίκη ενός τέτοιου ξαφνικού χαμού. «Ένας βωμός». «Ναι, ένας βωμός με κόκκινες καρέκλες. Δεν έχει καθίσει κανείς σε αυτές τις καρέκλες εδώ και πενήντα χρόνια. Είναι μόνο για τα αγαλματάκια». «Για τους δύο Αντώνιους». «Φαντάσου», λέει ο δολοφόνος, «τη θλίψη και την ελπίδα και την αγάπη και την απόγνωση που έχουν μαζευτεί σ' αυτά τα αγαλματάκια. Μισός αιώνας λαχτάρας έχει διαποτίσει αυτά τα αντικείμενα με τρομερή δύναμη». Η Χόλι θυμάται το κορίτσι με το δαντελωτό φόρεμα που ή-
ταν θαμμένο με το μενταγιόν του Αγίου Χριστόφορου και την κούκλα της Σταχτοπούτας. «Θα επισκεφθώ τον Ντουβίχιο και την Ελοΐζα μια μέρα που θα λείπουν και θα πάρω το αγαλματάκι του παιδιού». Αυτός ο άνθρωπος, μεταξύ άλλων, είναι ένας άθλιος ληστής της πίστης, της ελπίδας και των πολύτιμων αναμνήσεων των άλλων. «Δε με ενδιαφέρει ο άλλος Αντώνιος, ο άγιος, αλλά το παιδί είναι ένα τοτέμ με μαγικές δυνατότητες. Θα πάω το παιδί στην Εσπανιόλα...» «'Οπου η ζωή σου θα αλλάξει ξανά». «Σε βάθος», της απαντά. «Και ίσως όχι μόνο η ζωή μου». Η Χόλι κλείνει τα μάτια της και ψιθυρίζει, «Κόκκινες καρέκλες», σαν να φαντάζεται τη σκηνή. Αυτή η ενθάρρυνση φαίνεται να του είναι αρκετή προς το παρόν, γιατί μετά από μια σύντομη σιωπή λέει, «Ο Μιτς θα είναι εδώ σε είκοσι λεπτά περίπου». Η καρδιά της αρχίζει να χτυπά πιο γρήγορα με το νέο, αλλά η ελπίδα της μετριάζεται από το φόβο και δεν ανοίγει τα μάτια της. «Θα πάω τώρα να τον περιμένω. Θα φέρει τα λεφτά σ' αυτό το δωμάτιο... και μετά θα είναι ώρα να αποφασίσεις». «Στην Εσπανιόλα, υπάρχει μια γυναίκα με δυο λευκά σκυλιά;» «Αυτό βλέπεις;» «Σκυλιά που φαίνονται να χάνονται μέσα στο χιόνι». «Δεν ξέρω. Αλλά αν τα βλέπεις, τότε είμαι σίγουρος ότι πρέπει να υπάρχουν στην Εσπανιόλα». «Βλέπω τον εαυτό μου να γελά μαζί της... και τα σκυλιά είναι τόσο λευκά». Ανοίγει τα μάτια της και τον κοιτάζει. «Πήγαινε να τον περιμένεις». «Σε είκοσι λεπτά», της υπόσχεται, και βγαίνει από την κουζίνα. Η Χόλι στέκει εντελώς ακίνητη για μια στιγμή, κατάπληκτη με τον εαυτό της.
Άκου, λευκά σκυλιά! Πώς της ήρθε αυτό; Λευκά σκυλιά και μια γυναίκα που γελάει. Σχεδόν γελάει κι αυτή τώρα με την ευπιστία του, αλλά σε τελική ανάλυση δεν είναι αστείο. Απλώς έχει καταλάβει αρκετά τον τρόπο που σκέφτεται ο δολοφόνος για να ξέρει ποιες εικόνες θα έχουν αποτέλεσμα. Και το γεγονός ότι μπορεί να ταξιδεύει στον τρελό κόσμο του δε φαίνεται και τόσο άξιο περηφάνιας. Την πιάνει πάλι τρεμούλα και κάθεται κάτω. Τα χέρια της είναι κρύα και μια ανατριχίλα διαπερνά τα σωθικά της. Βάζει το χέρι κάτω από το πουλόβερ, ανάμεσα στα στήθη της, και βγάζει την πρόκα από το σουτιέν της. Είναι μυτερή, αλλά θα ήθελε να ήταν πιο μυτερή ακόμη. Και δεν έχει κάποιο τρόπο για να την ακονίσει. Με το κεφάλι της πρόκας γρατσουνίζει συστηματικά τη γυψοσανίδα μέχρι που αποκτάει ένα μικρό σωρό κονιορτοποιημένο γύψο. Ήρθε η ώρα. Όταν ήταν μικρή, για ένα διάστημα φοβόταν μια ολόκληρη σειρά από νυχτερινά τέρατα γεννημένα από τη ζωηρή φαντασία της, που κρύβονταν στην ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι, στα παράθυρα. Η γιαγιά της, η καλή Ντόροθι, της είχε μάθει ένα ποίημα που υποτίθεται ότι απωθούσε όλα τα τέρατα· εξάτμιζε αυτά που ήταν κρυμμένα στην ντουλάπα, έκανε σκόνη εκείνα που ήταν κάτω από το κρεβάτι, και όσο για κείνα που ήταν στα παράθυρα, τα έδιωχνε και τα έστελνε στους βάλτους και τις σπηλιές όπου έπρεπε να είναι. Χρόνια αργότερα, η Χόλι έμαθε ότι αυτό το ποίημα που τη θεράπευσε από το φόβο της για τα τέρατα είχε τον τίτλο «Η Προσευχή του Στρατιώτη». Ήταν γραμμένο σ' ένα χαρτί από έναν άγνωστο Βρετανό στρατιώτη και είχε βρεθεί σ' ένα χαράκωμα, στην Τυνησία, στη διάρκεια της μάχης του Ελ Αγκέιλα. Το απαγγέλει τώρα σιγά:
«Μείνε μαζί μου, Θεέ μου. Η νύχτα είναι σκοτεινή, Η νύχτα είναι κρύα, κι αυτή η σπίθα η μικρή Του θάρρους μου πεθαίνει. Η νύχτα είναι ζοφερήΜείνε μαζί μου, Θεέ μου, και