ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ 17 [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

11:33 AM

Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ Η κατασκευή της αστικής εικόνας στα μετα-κομμουνιστικά Τίρανα. Μια ανάλυση των προγραμμάτων αστικής ανάπλασης του Δήμου των Τιράνων (2000-2008)

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 2010 -- ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 17 17

11/1/10

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 - ΤΕΥΧΟΣ 17

Ο χώρος ως σχέση: μεθοδολογικές προσεγγίσεις και πλαίσιο έρευνας Κλιματική αλλαγή και μεταναστευτικές πιέσεις: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Αναδιάρθρωση του τουρισμού και οι γεωγραφίες των τουριστικών προορισμών: η περίπτωση του γκολφ στην Costa del Sol

Κ

Κρίση και μεταβολή του τοπικού παραγωγικού συστήματος Θεσσαλονίκης: μεγέθη επιχειρήσεων, στρατηγικές αναδιάρθρωσης και ευέλικτη εργασία

λ

ι

μ

α

τ

ι

κ

ή

α

λ

λ

α

γ

ή

Μεταναστευτικές πιέσεις Ο χώρος ως σχέση

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ-ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

Μετα-σοσιαλιστικά Τίρανα ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

cover:Layout 1

Τουρισμός και γκολφ στη Costa del Sol Τοπικό παραγωγικό σύστημα Θεσσαλονίκης

νήσος

cover:Layout 1

11/1/10

11:33 AM

Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 17 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόχειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ), Νίκος Παπαμίχος (ΑΠΘ), Βίλμα Χαστάογλου (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, [email protected] Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Οι συνεργάτες/συνεργάτιδες του περιοδικού που δημοσιεύουν επιστημονικά άρθρα λαμβάνουν δωρεάν δύο τεύχη ανά συγγραφέα και εκείνοι/ες που δημοσιεύουν σύντομες συνεργασίες ένα τεύχος ανά συγγραφέα. 7. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 176, 210 95 49 144, fax: 210 95 14 759, e-mail: [email protected]. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: [email protected] ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου. Στο εξώφυλλο: Οι εικόνες από τον δορυφόρο Landsat απεικονίζουν το δέλτα του Κίτρινου ποταμού (Huang He) στη Λ.Δ. της Κίνας. Το δέλτα παρουσιάζεται με διαφορά 20 ετών (1989-2009) και οι διαφοροποιήσεις είναι μεγάλες. Ο Κίτρινος ποταμός θεωρήται το ποτάμι με τον μεγαλύτερο όγκο φερτών υλικών όμως λόγω των εργων για τον έλεγχο των πλημμυρικών φαινομένων και την προστασία της παράκτιας ανάπτυξης το τμήμα του δέλτα έχει μεταβληθεί ριζικά. (από http://earthobservatory.nasa.gov/)

N°17 - AUTUMN 2010 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Vilrna Hastaoglou (AUTH), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Nikos Papamichos (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, [email protected] Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text. 6. The author/s will receive two complimentary copies of the journal after pubhcation.

Price: 10,50€ One-year subscription: 17,60€. Students: 14,70€. Organizations and Libraries: 41,20€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 176, [email protected] Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, [email protected]

ISSN: 1109-186X

000:Layout 1

10/29/10

Π

7:44 PM

Ε

Page 1

Ρ

Ι

Ε

Χ

Γ Ε Ω - Ε Π Ι Κ Α Ι Ρ Ο Τ Η Τ Ε Σ Κ Λ Ι Μ Α Τ Ι Κ Η

3 6

Α Λ Λ Α Γ Η

Πέτρος Κατσαφάδος

10

33 48 61

Α Ρ Θ Ρ Α

Λουκάς Τριάντης Η κατασκευή της εικόνας της πόλης στα μετα-σοσιαλιστικά Τίρανα. Μια ανάλυση των προγραμμάτων αστικής ανάπλασης του Δήμου των Τιράνων (2000-2008) Βασίλης Αυδίκος Ο χώρος ως σχέση: μεθοδολογικές προσεγγίσεις και πλαίσιο έρευνας Αλεξάνδρα Τραγάκη Κλιματική αλλαγή και μεταναστευτικές πιέσεις: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Γιώργος Μελισσουργός Αναδιάρθρωση του τουρισμού και οι γεωγραφίες των τουριστικών προορισμών:

79

η περίπτωση του γκολφ στην Costa del Sol Στέλιος Γκιάλης Κρίση και μεταβολή του τοπικού παραγωγικού συστήματος Θεσσαλονίκης: μεγέθη επιχειρήσεων, στρατηγικές αναδιάρθρωσης και ευέλικτη εργασία

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

99

Ευθύμιος Καρύμπαλης 7ο Διεθνές Συνέδριο Γεωμορφολογίας, Μελβούρνη 2009

Μ

Ε

Ν

Α

Π Α Ρ Ο Υ Σ Ι Α Σ Ε Ι Σ Ε Ρ Ε Υ Ν Η Τ Ι Κ Ω Ν Ε Ρ Γ Α Σ Ι Ω Ν Κ Α Ι Δ Ι Α Τ Ρ Ι Β Ω Ν

105

Αχιλλέας Πληθάρας

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Α

Ο

Τ Ο

110 114

Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος, Γιώργος Κανδύλης Τοπική αντιμεταναστευτική δράση και αστική συγκέντρωση στην Αθήνα

Β Η Μ Α

Τ Ω Ν

Φ Ο Ι Τ Η Τ Ω Ν

Εμμανουέλα Τσερπέλη Άτλαντας των κάστρων της Ελλάδας Γεωργία Φιλιπποπούλου Διερεύνηση της συμμετοχής των πολιτών της Πάτρας στον πολεοδομικό σχεδιασμό

000:Layout 1

10/29/10

7:44 PM

Page 2

001:Layout 1

10/29/10

7:44 PM

Page 3

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010

Γ

Ε

Ω

-

Ε

Π

Ι

Κ

Α

Ι

Ρ

Ο

Τ

Η

Τ

Ε

3

Σ

Η ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ

Υ

ψηλές θερμοκρασίες, καλοκαίρια χωρίς μελτέμια, ξαφνικές μπόρες και πλημμύρες, συχνές πυρκαγιές (όταν δεν είναι εμπρησμοί), συναισθήματα δυσφορίας από την υγρασία κ.ά. είναι μερικές από τις αλλαγές που έχουμε βιώσει τα τελευταία χρόνια. Αποτελούν αντικείμενο έρευνας, συνεδρίων και συσκέψεων σε ανώτατο επίπεδο σε όλο τον κόσμο, αλλά και έντονων αντιπαραθέσεων: (α) ως προς τα δεδομένα και τους τρόπους μέτρησης των κλιματικών αλλαγών και, το κυριότερο, ως προς τις προβλέψεις, και (β) ως προς τα τεράστια οικονομικά και γεωστρατηγικά συμφέροντα που βρίσκονται πίσω από τις πολιτικές αποφάσεις ελέγχου των ανθρώπινων δραστηριοτήτων που συμβάλλουν στις κλιματικές αλλαγές. Κλασικό παράδειγμα είναι οι διεθνείς συγκρούσεις για τον έλεγχο κοιτασμάτων πετρελαίου της Ανταρκτικής που ήδη χρησιμοποιείται πειραματικά για τη διέλευση πετρελαιοφόρων. Τα ερωτήματα και οι επιπτώσεις που προκύπτουν από τις κλιματικές αλλαγές είναι εξόχως πολιτικά αλλά και εξόχως γεωγραφικά. Ορισμένα από αυτά έχουν ήδη απασχολήσει τις σελίδες των Γεωγραφιών, πχ. η ερημοποίηση, η διαχείριση των νερών, οι αλλαγές στις χρήσεις γης και στην αγροτική παραγωγή, η διεθνική μετανάστευση, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, κ.ά. Στις σημερινές Γεω-επικαιρότητες, δύο συνάδελφοι σχολιάζουν μακροσκοπικά αλλά από διαφορετικές σκοπιές το φαινόμενο της ίδιας της κλιματικής αλλαγής.

Η ΕΠΙΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ Πέτρος Κατσαφάδος*

Ο

όρος κλιματική αλλαγή υποδηλώνει οποιαδήποτε συστηματική μεταβολή της στατιστικής κατανομής των ατμοσφαιρικών παραμέτρων (θερμοκρασία, υγρασία, άνεμος) για εκτεταμένη χρονική περίοδο (δεκαετιών ή αιώνων ή εκατομμυρίων ετών). Την τρέχουσα χρονική περίοδο βιώνουμε τη μετάβαση του κλιματικού συστήματος από την παρούσα, μάλλον αποσταθεροποιημένη κατάσταση, σε μία νέα θέση ισορροπίας. Ωστόσο, είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη η διερεύνηση των αιτιών της αποσταθεροποίησης καθώς και η εκτίμηση της χωρικής κατανομής των επιπτώσεων, λόγω των μεγάλων βαθμών ελευθερίας του συστήματος. Με βάση την Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (Intergovernmental Panel for Climate Change-IPCC) οι μεταβολές του κλίματος προέρχονται από διαταραχές του ενεργειακού ισοζυγίου του συστήματος ατμόσφαιρας-υδρόσφαιρας-λιθόσφαιρας και οφείλονται πρωτογενώς στην αύ-

Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, [email protected] *

001:Layout 1

4

10/29/10

7:44 PM

Page 4

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010

ξηση της συγκέντρωσης των θερμοκηπιακών αερίων διοξειδίου του άνθρακα (CO2) και μεθανίου (CH4) στην ατμόσφαιρα. Το κλίμα του πλανήτη μεταβάλλεται από φυσικά αίτια (ηλιακή δραστηριότητα, αλλαγές της τροχιάς της γης, ηφαιστειογενή δράση), από ανθρωπογενή αίτια (αλλαγή στη σύσταση της ατμόσφαιρας, αλλαγή στις χρήσεις γης) και από την εσωτερική κλιματική μεταβλητότητα, δηλαδή τις αλλαγές του κλίματος χωρίς την παρουσία των παραπάνω αιτιών. Με βάση δεδομένα παρατηρήσεων η μέση παγκόσμια θερμοκρασία του αέρα κοντά στην επιφάνεια της γης έχει αυξηθεί κατά 0,70°C από τα τέλη του 19ου αιώνα. Η δεκαετία του ’90 αποδεικνύεται ως η θερμότερη των τελευταίων 1.000 ετών, ενώ κατά την περίοδο 1950-1993 έχει παρατηρηθεί αύξηση των μέσων ελάχιστων θερμοκρασιών πάνω από την ξηρά κατά 0,20°C. Η συνεισφορά των ωκεανών στη θέρμανση του πλανήτη είναι περίπου η μισή σε σχέση με την αντίστοιχη της ξηράς (0,55°C και 0,90°C). Πρόσφατα δεδομένα από το National Climatic Data Center των ΗΠΑ καταδεικνύουν την περίοδο Ιανουαρίου-Απριλίου 2010 ως τη θερμότερη που έχει παρατηρηθεί με 1,24°C πάνω από την αντίστοιχη μέση τιμή για τον 20ό αιώνα, ενώ το έτος 2010 αποδεικνύεται το θερμότερο των τελευταίων 131 ετών. Τα παραπάνω στοιχεία συνδυάζονται με την αύξηση της συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) στην ατμόσφαιρα από 280 ppm (particles per million) το 1750 σε 375 ppm το 2005 και του μεθανίου (CH4) από 715 ppb (particles per billion) το 1750 σε 1774 ppb το 2005. Η χωρική διάσταση των επιπτώσεων εμφανίζεται και αυτή ιδιαίτερα πολύπλοκη αλλά αποκαλυπτική προβάλλοντας περιοχές του πλανήτη με έντονες πιέσεις στην επάρκεια υδάτινων πόρων, στη διαθεσιμότητα καλλιεργήσιμων εκτάσεων (ερημοποίηση), στην τρωτότητα των υποδομών και στην ποσότητα και ποιότητα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου θεωρείται κλιματικά ευαίσθητη και αναμένεται να δεχτεί το σύνολο των παραπάνω πιέσεων με πολλαπλές δευτερογενείς και τριτογενείς επιπτώσεις σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο. Η ερημοποίηση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων της Βορείου Αφρικής θα ανέπτυσσε μία μεταναστευτική πίεση προς τις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, ενώ πιθανή ερημοποίηση περιοχών της νοτιοανατολικής ιβηρικής χερσονήσου θα είχε επιπτώσεις στην τοπική αγροτική παραγωγή και στην αλιεία, στον τουρισμό και στο σύστημα των οικισμών. Είναι προφανές πως γειτονικές περιοχές ίδιου κλιματικού τύπου (μεσογειακού) εμφανίζουν διαφορετική απόκριση (μη γραμμική) σε μία συγκεκριμένη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά αποτελεί ταυτόχρονα το βασικό και πολύπλοκο χαρακτηριστικό του κλιματικού συστήματος. Στις ΗΠΑ, σε εκτεταμένες περιοχές της Φλόριντα, οι βάλτοι που υπήρχαν στο τέλος του 19ου αιώνα έχουν αντικατασταθεί από καλλιέργειες καλαμποκιού με αποτέλεσμα την αύξηση του ημερήσιου θερμοκρασιακού εύρους κοντά στην επιφάνεια. Στην περίπτωση των καλλιεργειών εντοπίζεται αύξηση των μέγιστων θερμοκρασιών κατά τη χειμερινή περίοδο, που προσεγγίζουν τους 3°C, δηλαδή τετραπλάσια διαφορά από τη μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας. Σε ένα μη γραμμικό δυναμικό σύστημα, όπως το κλιματικό, αρκεί μία διαταραχή ενός παράγοντα για να οδηγήσει σε αποσταθεροποίηση το σύνολο του συστήματος μέσω πολύπλοκων αναδράσεων μεταξύ ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας και λιθόσφαιρας. Το θερμοκρασιακό σήμα δεν αποτελεί την αιτία αλλά την απόκριση του συστήματος στη μεταβολή του ενεργειακού ισοζυγίου που έχει προέλ-

001:Layout 1

10/29/10

7:44 PM

Page 5

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

θει από την αλλαγή στη σύσταση της ατμόσφαιρας (ενισχυμένο φαινόμενο θερμοκηπίου). Η αύξηση της συγκέντρωσης των θερμοκηπιακών αερίων στην ατμόσφαιρα, όπως του CO2 και του CH4, επιφέρει αύξηση της απορρόφησης της υπέρυθρης ακτινοβολίας και τελικά θέρμανση των κατώτερων ατμοσφαιρικών στρωμάτων. Η συγκεκριμένη μεταβολή μπορεί να αποφέρει αύξηση του ύψους της μέσης στάθμης θάλασσας κατά 28-43 εκ. ενώ ο αρκτικός θαλάσσιος πάγος θα εξαφανιστεί από το δεύτερο μισό του 21ου αιώνα. Αναμένεται επίσης αύξηση της έντασης και της συχνότητας των κυκλώνων καθώς και των ακραίων καιρικών φαινόμενων (καύσωνες, ακραίες βροχοπτώσεις που οδηγούν σε πλημμυρικά φαινόμενα). Η διαταραχή του ενεργειακού ισοζυγίου της ατμόσφαιρας δεν προέρχεται αποκλειστικά από την αλλαγή στη σύσταση της ατμόσφαιρας. Οι μεταβολές στις χρήσεις γης που προκαλούνται από την εντατική καλλιέργεια, την υλοτομία, τις δασικές πυρκαγιές και την επέκταση των πόλεων αποτελούν για την IPCC παράγοντες ανάλογης επίδρασης στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, η αλλαγή στις χρήσεις γης κατατάσσεται από την IPCC ως δευτερεύον αίτιο της κλιματικής αλλαγής πίσω από τη μεταβολή της σύστασης της ατμόσφαιρας και την αύξηση της συγκέντρωσης των θερμοκηπιακών αερίων. Επίσης από τα θερμοκηπιακά αέρια αξιολογούνται τα CO2, CH4 και N2O και αγνοούνται συστηματικά οι υδρατμοί (H2O), δηλαδή το νερό σε αέρια φάση, του οποίου η συνεισφορά στην κλιματική αλλαγή αποτιμάται έως 4 φορές ισχυρότερη σε σχέση με την αντίστοιχη του CO2. Άλλοι ανθρωπογενείς παράγοντες οι οποίοι επηρεάζουν το κλίμα είναι τα αερολύματα, συμπεριλαμβανομένης και της σκόνης φυσικής προέλευσης, καθώς και τα νέφη που δημιουργούνται από την αεροπλοΐα (contrails). Η σημερινή γνώση για την επίδραση των συγκεκριμένων παραγόντων στη θέρμανση του πλανήτη είναι περιορισμένη. Με δεδομένες τις αβεβαιότητες που εντοπίζονται κατά την ανάλυση των παραμέτρων που επιδρούν στην κλιματική αλλαγή έχει δημιουργηθεί ένα πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον περιορισμού των θερμοκηπιακών αερίων αγνοώντας το αέριο με το ισχυρότερο θερμοκηπιακό σήμα, το νερό. Για παράδειγμα, οι καταλυτικοί μετατροπείς των οχημάτων απελευθερώνουν, μεταξύ άλλων, CO2 και H2O ωστόσο το σύνολο των πολιτικών εστιάζεται στον αποκλειστικό περιορισμό του CO2. Επίσης σε καμιά διακυβερνητική επιτροπή ή σύνοδο των ισχυρών κρατών του πλανήτη δεν έχει τεθεί το θέμα περιορισμού των πτήσεων ή τουλάχιστον του ελέγχου των βίαιων αλλαγών χρήσης γης. Είναι χαρακτηριστικό πως η επιστημονική κοινότητα βρίσκεται ακόμα στη φάση ανακάλυψης νέων θερμοκηπιακών αερίων με πιο πρόσφατο παράδειγμα το τριφθοριούχο άζωτο (NF3). Το συγκεκριμένο αέριο είναι 17.200 φορές ισχυρότερο από το CO2 και το ενδιαφέρον είναι πως αποτελεί βασικό συστατικό των οθονών πλάσμα καθώς και των ηλιακών κυψελών μορφής λεπτών φιλμ που αποτελούν το 30% των παγκόσμιων πωλήσεων. Το παράδοξο στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι πως διατάξεις που προωθούνται για την παραγωγή πράσινης ενέργειας φαίνεται να ενισχύουν την κλιματική αλλαγή! Στα παραπάνω στοιχεία αβεβαιότητας που επικρατούν για τα αίτια της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να προστεθεί και η περίπτωση κατευθυνόμενης έρευνας που αποκαλύφθηκε το 2009 στο Climate Research Unit (CRU) του πανεπιστημίου East Anglia. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία έχει χαρακτηριστεί και ως Climate Gate, κατηγορούνται τέσσερις επιστήμονες, μεταξύ των οποίων και ο διευθυντής του κέντρου Phil Jones, για απόκρυψη δεδομένων που αποκαλύπτουν

5

001:Layout 1

6

10/29/10

7:44 PM

Page 6

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010

μείωση της παγκόσμιας θερμοκρασίας σε έκθεση που προορίζονταν για την IPCC. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, το θέμα έχει πάρει σημαντικές διαστάσεις στο εξωτερικό ενώ υπάρχουν και επίσημες τοποθετήσεις από πλήθος κορυφαίων κλιματολόγων και επιστημονικών ενώσεων. Είναι συνεπώς σκόπιμο να αποδίδεται οποιαδήποτε αλλαγή των χαρακτηριστικών του κλίματος σε ανθρωπογενή αίτια; Μέχρι στιγμής δεν έχει αναλυθεί η φυσική (εσωτερική) μεταβλητότητα του κλίματος, δηλαδή η εξέλιξη της ατμόσφαιρας, της λιθόσφαιρας και της υδρόσφαιρας ως ένα ενιαίο σύστημα χωρίς την επίδραση του ανθρώπινου πολιτισμού στον πλανήτη. Υπάρχει, δηλαδή, η πιθανότητα να βιώνουμε την κορυφή μίας θερμής κλιματικής περιόδου, όπως έχει υπάρξει στο παρελθόν, και η ανθρώπινη δραστηριότητα να αυτοτροφοδοτεί τη θέρμανση του πλανήτη. Σε κάθε περίπτωση, ο ανθρώπινος πολιτισμός οφείλει να σέβεται τη βιόσφαιρα στην οποία ζει και αναπτύσσεται, να διαφυλάσσει τους φυσικούς πόρους του πλανήτη και να συνειδητοποιήσει πως ένα απορρυθμισμένο κλιματικό σύστημα μπορεί να προκαλέσει τον αφανισμό του. Οι σύγχρονες όμως κοινωνίες έχουν αναπτυχθεί σε μία τελείως διαφορετική βάση όπου το περιβάλλον δεν συγκαταλέγεται στις βασικές αρχές της παιδείας και των δομών ανάπτυξής τους. Θεωρήθηκε συνεπώς αναγκαία η ανάδειξη μίας κατάστασης που θα έδινε ώθηση στον προβληματισμό και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου προς το περιβάλλον. Αυτός είναι και ο λόγος επινόησης του φαινόμενου της κλιματικής αλλαγής.

Η ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΩΝ ΚΛΙΜΑΤΙΚΩΝ ΑΛΛΑΓΩΝ Αχιλλέας Πληθάρας*

Η

* WWF Hellas, [email protected]

κλιματική αλλαγή συμβαίνει και εξελίσσεται συνεχώς με άγνωστα ακόμα τελικά αποτελέσματα. Η μεγάλη πλειονότητα των επιστημόνων έχει καταλήξει στο συμπέρασμα πως ο άνθρωπος παρεμβαίνει στο κλιματικό σύστημα του πλανήτη λόγω της διοχέτευσης στην ατμόσφαιρα τεράστιων ποσοτήτων αερίων θερμοκηπίου. Οι όποιες προσπάθειες συγκεκριμένων κύκλων να αμφισβητήσουν την «θεωρία» της κλιματικής αλλαγής στερούνται επιστημονικής βάσης, έχουν όμως την ικανότητα να διοχετεύονται εύκολα μέσω των κατάλληλων διόδων και να «επικοινωνούνται» στο ευρύ κοινό. Ειδικά μάλιστα σε χώρες-κλειδιά στο παιχνίδι των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα, όπως οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, το λόμπι των αρνητών της κλιματικής αλλαγής έχει να επιδείξει «σοβαρό έργο», με χτυπήματα κάτω από τη μέση και αστήρικτες καταγγελίες. Αποτέλεσμα της πίεσης των αρνητών της κλιματικής αλλαγής μπορεί να θεωρηθεί και η αποτυχία της Συνδιάσκεψης του ΟΗΕ στην Κοπεγχάγη. Βέβαια, η αλήθεια είναι πως υπήρξαν πολλοί άλλοι παράγοντες που συντέλεσαν στην αποτυχία της Κοπεγχάγης. Σήμερα, δέκα μήνες μετά την Κοπεγχάγη και μόλις δύο μήνες πριν την ερχόμενη συνδιάσκεψη για το κλίμα που θα γίνει στο Κανκούν, μπορούμε να κάνουμε μια πρώτη εκτίμηση για τους λόγους παγώματος των κλιματικών συζητήσεων.

001:Layout 1

10/29/10

7:44 PM

Page 7

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

Γεωστρατηγικές επιδιώξεις Η κλιματική αλλαγή είναι πρόβλημα που απαιτεί παγκόσμια κινητοποίηση για την αλλαγή του σημερινού καταναλωτικού μοντέλου και των τρόπων παραγωγής ενέργειας. Απαιτεί, δηλαδή, μια πρωτοφανή για τα ιστορικά δεδομένα σύμπλευση των κρατών πάνω σε ανθρωποκεντρικά και περιβαλλοντικά δεδομένα, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τις γεωστρατηγικές επιδιώξεις των υπερδυνάμεων. Η ιστορία, όμως, έχει δείξει πως κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί στο παρελθόν και πως πολύ δύσκολα οι ηγέτες θα προχωρήσουν σε γενναίες πολιτικές παραχωρήσεις υπέρ του παγκόσμιου γενικού καλού, αδιαφορώντας για τις πιέσεις που ασκούν τα τεράστια συμφέροντα, τα οποία πρόκειται να πληγούν από τις κοσμογονικές αλλαγές στον ενεργειακό τομέα. Αντιθέτως, η ιστορία διδάσκει πως οποιαδήποτε μεγάλη χώρα, ακόμα και στις πιο τραγικές συνθήκες (πχ. παγκόσμιοι πόλεμοι, μεγάλες κρίσεις χρηματοοικονομικές ή/και ενεργειακές), επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των δικών της ωφελειών και την ενίσχυση του γεωστρατηγικού της ρόλου ή, με διαφορετικά λόγια, επιδιώκει τη μέγιστη διείσδυσή της σε πλουτοπαραγωγικές πηγές και αγορές άλλων κρατών ή/και ηπείρων. Με αυτό τον τρόπο ενισχύεται η δυναμική των δικών της επιχειρήσεων και του ρόλου τους στην επιρροή των εξελίξεων στις «χώρες υποδοχής». Η κινητοποίηση των πολιτών θα μπορούσε ενδεχομένως να αποτελέσει το αντίβαρο στα «παιχνίδια εξουσίας», δεν έχει προκύψει όμως ακόμα η κρίσιμη ομάδα ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης που θα σταθεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στα σχέδια των «ισχυρών».

Το χάσμα Βορρά - Νότου Σε συνέχεια των πιο πάνω προβληματισμών περί γεωπολιτικών επιδιώξεων, ένα άλλο μείζον προβληματικό σημείο εντοπίζεται στη σχέση των πλούσιων και φτωχών χωρών ή, όπως έχει καθιερωθεί στην ορολογία των διαπραγματεύσεων, στη σχέση Βορρά - Νότου. Βέβαια, για να γίνω περισσότερο σαφής, το πρόβλημα δεν αφορά κυριολεκτικά κάποιες αντιπαλότητες μεταξύ των χωρών που βρίσκονται ένθεν κακείθεν του ισημερινού. Αφορά το χάσμα που χωρίζει τους φτωχότερους και τους πλουσιότερους, τους γεωγραφικά αδικημένους και ευνοημένους, τους πρώην αποικιοκράτες και αποικιοκρατούμενους. Εδώ τα πράγματα είναι ξεκάθαρα ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι: Οι φτωχές χώρες διαθέτουν ένα τρομερά υποβαθμισμένο επίπεδο ζωής και δεν ευθύνονται για την επιδείνωση της κλιματικής κατάστασης. Μάλιστα, η κλιματική αλλαγή ολοένα και επιδεινώνει τους εν ανεπαρκεία φυσικούς πόρους και τις υποτυπώδεις υποδομές των συγκεκριμένων χωρών. Από την άλλη, οποιαδήποτε παγκόσμια προσπάθεια μείωσης των εκπομπών είναι καταδικασμένη σε αποτυχία αν δεν συμμετέχουν όλα κράτη της γης. Αυτό που ζητούν οι φτωχότερες χώρες (και είναι λογικό) είναι η παροχή οικονομικής βοήθειας και τεχνογνωσίας εκ μέρους των ανεπτυγμένων κρατών, έτσι ώστε να συνεισφέρουν με τη σειρά τους στην μείωση των εκπομπών. Το ποσό μάλιστα που οι πλούσιες χώρες πρέπει να δώσουν στις φτωχές είναι ήδη γνωστό, μετά από πληθώρα αναλύσεων και συζητήσεων: τουλάχιστον 100 δις ευρώ ετησίως για την περίοδο 2013-2020, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων θα κατευθυνθεί σε δράσεις προσαρμογής στην αλλαγή του κλίματος. Το νούμερο φαντάζει μεγάλο αλλά δεν είναι. Σκεφτείτε απλά ότι για να ξεπεράσει η Ελλάδα τα οικο-

7

001:Layout 1

8

10/29/10

7:44 PM

Page 8

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010

νομικά της προβλήματα θα λάβει από την ΕΕ, με τη μορφή δανείου, ποσό που θα υπερβεί τα 110 δις ευρώ για τα επόμενα τρία χρόνια. Παρόλα αυτά έως σήμερα δεν έχει υπάρξει συμφωνία για την παροχή βοήθειας προς τις φτωχές χώρες. Αντιθέτως, η ΕΕ, οι ΗΠΑ και τα υπόλοιπα ανεπτυγμένα κράτη σπαταλούν πολύτιμη φαιά ουσία για να καταλήξουν σε πενιχρές δεσμεύσεις έναντι των άλλων χωρών, αδυνατώντας ή μη θέλοντας να κατανοήσουν πως οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα ανοίξουν την ψαλίδα πλουσίων και φτωχών, θα δημιουργήσουν ένα νέο υπόστρωμα ανάπτυξης της βίας και θα προκαλέσουν νέα κύματα αναταραχών και μεταναστών.

Ο ρόλος της Κίνας Σε μερικά χρόνια από σήμερα (αν όχι ήδη) η νέα υπερδύναμη του πλανήτη θα ακούει στο όνομα Κίνα. Οι οικονομικές επιδόσεις και το εμπορικό και ανθρώπινο πλεόνασμά της πείθουν και τον πλέον καχύποπτο για τις μεγάλες δυνατότητες της. Όμως η συγκεκριμένη δυναμική καθιστά την Κίνα «θύμα» και συνάμα «θύτη» των διαπραγματεύσεων για το κλίμα. Η Κίνα είναι σήμερα ο μεγαλύτερος ρυπαντής του κόσμου, όμως παραμένει πολύ χαμηλά στις λίστα των χωρών αναφορικά με τις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου ανά κάτοικο. Η Κίνα δεν θα πρέπει να επωμιστεί το ίδιο βάρος ευθύνης όπως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, αλλά θα πρέπει οπωσδήποτε να κάνει πολλά περισσότερα απ’ ό,τι το Μπαγκλαντές ή η Νότια Αφρική. Η Κίνα δεν θα πρέπει να διανείμει μεγάλα χρηματικά ποσά σε φτωχές χώρες, αλλά θα πρέπει να φροντίσει για τη διάχυση τεχνογνωσίας και, γιατί όχι, να δώσει ένα συγκεκριμένο συμβολικό χρηματικό τίμημα προς τις χώρες της Αφρικής ή της Ασίας. Δυστυχώς, σήμερα δεν υπάρχουν ασφαλείς ενδείξεις που να συνηγορούν σε μια ξεκάθαρη γραμμή πλεύσης της Κίνας. Μερικές φορές υποδύεται επιτυχημένα το ρόλο του θύματος, ενώ άλλες φορές δεν διστάζει να χριστεί θύτης που εποφθαλμιά τους φυσικούς πόρους φτωχότερων κρατών. Δυστυχώς, οι παραγωγικές δυνατότητες της Κίνας, που συνδυάζουν άφθονο και φθηνό ανθρώπινο δυναμικό και εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, δημιουργούν το κατάλληλο «περιβάλλον» για ιδιοποίηση υπεραξίας. Έτσι, το σύνολο σχεδόν των ανεπτυγμένων κρατών σε αγαστή σύμπνοια με το επιχειρηματικό καθεστώς αρέσκεται να θεωρεί την Κίνα ως το «απαραίτητο κακό» στη διατήρηση του σημερινού πλουτοπαραγωγικού μοντέλου. Εις βάρος, δυστυχώς, του περιβάλλοντος και των κλιματικών συζητήσεων.

Η αποτυχία της ΕΕ Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδείξει το τελευταίο διάστημα πως δεν υφίσταται επί της ουσίας. Πρόκειται μάλλον για ένα συνονθύλευμα 27 διαφορετικών απόψεων, όπου οι συμβιβασμοί είναι στην ημερήσια διάταξη ακόμα και σε μικρής αξίας ζητήματα. Σε μεγάλες πολιτικές στιγμές, όπως η οικονομική και κλιματική κρίση, δεν μπορεί να επιτευχθεί ούτε καν ένας ελάχιστος συμβιβασμός, καθώς κάθε κράτος ακολουθεί τη δική του πολιτική βασισμένη στις δικές του γεωστρατηγικές επιδιώξεις. Η αδιαλλαξία της Ιταλίας, της Πολωνίας και γενικότερα των ανατολικών κρατών για την κλιματική στάση της Ευρώπης δεν μπόρεσε να καμ-

001:Layout 1

10/29/10

7:44 PM

Page 9

ΓΕΩ-ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ

φθεί, ενώ ακόμα και κράτη πρωτοπόρα όπως η Σουηδία και η Δανία χαμήλωσαν σημαντικά τον πήχη των φιλοδοξιών. Αλλά και σε επίπεδο θεσμών η ΕΕ σήμερα δεινοπαθεί: οι τρεις βασικοί θεσμοί της ΕΕ είναι το Συμβούλιο, η Επιτροπή και το Ευρωκοινοβούλιο. Τόσο στη Συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγη όσο και στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης αναδείχθηκαν τα περιορισμένα όρια της Επιτροπής και του Κοινοβουλίου. Το Ευρωκοινοβούλιο, απαρτιζόμενο από πολιτικούς που προέρχονται από όλες τις χώρες της ΕΕ, εξακολουθεί να αποτελεί το πλέον φιλοπεριβαλλοντικό σώμα της ΕΕ, όμως έχει την τάση να υποχωρεί συνεχώς και πολύ γρήγορα στις πιέσεις που ασκούνται από το Συμβούλιο. Μάλιστα, η σύνθεση του νέου Ευρωκοινοβουλίου με την ενδυνάμωση του συντηρητικού τμήματος ενδέχεται να οδηγήσει στην περαιτέρω συντηρητικοποίηση της πολιτικής στάσης του σώματος. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να κινεί τα νήματα όσον αφορά την εξαγωγή νομοθετικών πρωτοβουλιών και κειμένων διαπραγμάτευσης, όμως είναι ξεκάθαρο πως δεν επηρεάζει πλέον τις εξελίξεις στον βαθμό που θα μπορούσε. Η κατάσταση δεν φαίνεται να αλλάζει με την εφαρμογή της Συνθήκης της Λισαβόνας. Αντιθέτως, το Συμβούλιο, απαρτιζόμενο κυρίως από συντηρητικά μέλη, γίνεται ολοένα και πιο αντιδραστικό σε περιβαλλοντικά μέτρα και θέσεις. Μέσα στην κρίση της ΕΕ, ο χαμένος φαίνεται να είναι για μια ακόμη φορά το περιβάλλον και ιδιαίτερα οι κλιματικές διαπραγματεύσεις. Οι εξελίξεις σήμερα δεν αφήνουν περιθώρια αισιοδοξίας για το αύριο. Όσο παραμένουν παγιωμένες οι πολιτικές των κρατών και οι τρόποι επηρεασμού τους, τόσο θα παραμένουν παγωμένες οι συζητήσεις για το κλίμα. Η παγκόσμια μαζική κινητοποίηση των πολιτών φαντάζει ως το μοναδικό κλειδί για μια έγκαιρη στροφή των κυβερνήσεων, για μια συμφωνία πριν να είναι πολύ αργά. Θεωρώ όμως εξαιρετικά δύσκολο να δημιουργηθούν άμεσα τα κρίσιμα συσσωματώματα που θα επιφέρουν την επίτευξη μιας καλής συμφωνίας για το κλίμα. Και αυτό όχι γιατί το κλίμα δεν ενδιαφέρει τους πολίτες, αλλά γιατί το κλίμα και γενικά η παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας δεν γίνεται να ιδωθούν ξεκομμένα από το πολιτικοοικονομικό παγκόσμιο πλαίσιο. Δυστυχώς, το ξεφούσκωμα (αλλά και το «πατρονάρισμα») των απότοκων της Γένοβας, η οικονομική κρίση και η αδυναμία προσφοράς εναλλακτικών πολιτικών οδών συμβάλλουν στην εκ προοιμίου αμήχανη στάση της κοινωνίας των πολιτών και στη διαιώνιση του κεφαλαιοκρατικού μοντέλου. Παρόλα αυτά, η πραγματικότητα ίσως δεν είναι τόσο μαύρη. Εντοπίζω ψήγματα κινητοποιήσεων (Κοπεγχάγη, Κοτσαμπάμπα κ.λπ.) και μια στάση αμφισβήτησης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων €που ευθύνεται μεταξύ άλλων και για τα δεινά του κλίματος€ που τείνουν να αποκτήσουν πολιτικοκοινωνική οντότητα, μια τάση που όταν υλοποιηθεί θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές σε συντομότερο διάστημα απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε. Χρειάζονται μόνο οι κατάλληλες αντικειμενικές συνθήκες ή, με άλλα λόγια, μια σπίθα που θα ανάψει τη φωτιά.

9

002:Layout 1

10

10/29/10

7:45 PM

Page 10

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

Ε

Π

Ι

Σ

Τ

Η

Μ

Ο

Ν

Ι

Κ

Α

Α

Ρ

Θ

Ρ

Α

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΣΤΑ ΜΕΤΑ-ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΑ ΤΙΡΑΝΑ ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΛΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΤΩΝ ΤΙΡΑΝΩΝ (2000-2008) Λουκάς Τριάντης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Το κείμενο αυτό συμβάλλει στην έρευνα για την κατασκευή της αστικής εικόνας, στο πλαίσιο του μάρκετινγκ των πόλεων και των νεοφιλελεύθερων αστικών στρατηγικών, αναλύοντας το παράδειγμα των Τιράνων, μιας πόλης στο μετα-σοσιαλιστικό, αναπτυσσόμενο και βαλκανικό κόσμο. Η ανάλυση των προγραμμάτων του Δήμου επί της δημαρχίας του Έντι Ράμα (2000-2008) παρουσιάζει την κατασκευή μιας νέας αστικής εικόνας, μέσω της διατήρησης, του καθαρισμού, του χρωματισμού και του επανασχεδιασμού του κέντρου. Οι στρατηγικές του Δήμου διευκόλυναν και ενέτειναν τη μετα-σοσιαλιστική χωρική αναδόμηση και την οικοδομική έκρηξη και υπηρέτησαν ιδεολογικούς, οικονομικούς και πολιτικούς σκοπούς. Πάνω απ’όλα εξέφρασαν τη φιλοδοξία του δημάρχου να συνδέσει το όνομά του με την πόλη. Η προσπάθεια του Δήμου να εκφράσει την εξουσία του τοπικού κράτους στο χώρο, μετά τη χαοτική μετα-σοσιαλιστική μεταβατική περίοδο, υπογραμμίζει κάποιες συνέχειες με το παρελθόν, καθώς και την έλλειψη θεσμών και δημοκρατικής νοοτροπίας.

Urban image construction in post-socialist Tirana. An analysis of the urban renewal programme of Tirana Municipality (2000-2008) Loukas Triantis ABSTRACT This text contributes to the research on urban image construction, in the context of city marketing and neo-liberal urban strategies, bringing evidence from Tirana, a city in the developing, post-socialist and Balkan world. The analysis of Municipality’s projects, during Mayor Edi Rama’s tenure (2000-2008) presents the construction of a new image for the city, through preserving, cleaning, painting, and re-designing the centre. Urban image construction in Tirana aligned to the post-socialist spatial restructuring and the construction boom and served ideological, economic, and political purposes. Above all, this is understood as the spatial expression of the Mayor’s ambition to associate himself with the city. The Municipality’s attempt to make the power of local state visible, after the 1990s urban crisis, highlighted the continuities with the past, through the lack of participatory processes, institutions and democratic mentality.

Αρχιτέκτονας ΕΜΠ, MSc LSE, [email protected]

002:Layout 1

11

10/29/10

7:45 PM

Page 11

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

1 Εισαγωγή1 κατασκευή της αστικής εικόνας αποτελεί σημαντικό εργαλείο για την κατανόηση της ανάπτυξης και διαχείρισης της σύγχρονης πόλης. Η ακαδημαϊκή έρευνα συνδέει την κατασκευή της εικόνας της πόλης με την παγκοσμιοποίηση, το μάρκετινγκ και την ανταγωνιστικότητα των πόλεων, εστιάζοντας συνήθως στις περιπτώσεις του αναπτυγμένου κόσμου. Το κείμενο αυτό συμβάλλει στη σχετική συζήτηση, εξετάζοντας την περίπτωση των Τιράνων, μιας πόλης του μετα-σοσιαλιστικού κόσμου. Η κατάρρευση του κρατικού Σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη και η μετάβαση στην κοινωνία της ελεύθερης αγοράς οδήγησε σε σημαντικούς αστικούς μετασχηματισμούς και κινητοποίησε στρατηγικές βασισμένες σε νεοφιλελεύθερα πρότυπα. Η μετάβαση σήμανε επίσης και μια επαναδιαπραγμάτευση ζητημάτων ατομικών και συλλογικών ταυτοτήτων, κουλτούρας, ιστορίας και συμβόλων. Στο πλαίσιο αυτής της μεταβατικής ρευστότητας η παρούσα μελέτη εξετάζει την κατασκευής μιας νέας ταυτότητας-εικόνας των Τιράνων, μια προσπάθεια του δημάρχου Έντι Ράμα από το 2000 ως το 2008. Η στρατηγική αυτή περιλάμβανε -μεταξύ άλλων- τέσσερα στάδια: πρώτον, τη διατήρηση και ανάδειξη του ιστορικού κέντρου· δεύτερον, την κατεδάφιση αυθαίρετων κτισμάτων σε πρώην δημόσιους χώρους και τον καθαρισμό των χώρων αυτών· τρίτον, το χρωματισμό των όψεων κάποιων κρατικών πολυκατοικιών· τέταρτον, μια σειρά από διεθνείς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, με σημαντικότερο αυτόν για το νέο master plan του κέντρου. Η παρούσα εργασία επιθυμεί να σταθεί κριτικά απέναντι στα κίνητρα και τις πρακτικές του Δήμου, και στους κυρίαρχους λόγους που αποτέλεσαν την ιδεολογική βάση των προγραμμάτων ανάπλασης. Τα συμπεράσματα θα αναγνωρίσουν μια υπερ-συγκεντρωτική νοοτροπία στη διαχείριση της πόλης, κάποιες ελλείψεις στην πλουραλιστική λειτουργία θεσμών και ορισμένες συνέχειες με το παρελθόν. Ο Δήμος, υποστηρίζοντας συχνά νεοφιλελεύθερες πρακτικές και επιχειρώντας να εντάξει την πόλη στο παγκόσμιο πολιτικοοικονομικό σύστημα, νομιμοποίησε την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στη σφαίρα του πολιτικού, ενώ οι αστικές αναπλάσεις εξέφρασαν στο χώρο την εξουσία του δημάρχου και λειτούργησαν ως βάση για το πολιτικό του όφελος και τη διεθνή του αναγνώριση. Όπως θα φανεί, η ανάλυση της κατασκευής της αστικής εικόνας στα Τίρανα προσφέρει χρήσιμες οπτικές στη σύγχρονη πόλη, σε ένα μετάσοσιαλιστικό, αναπτυσσόμενο βαλκανικό περιβάλλον.

Η

1. Η έρευνα για την εργασία αυτή ξεκίνησε με αφορμή τη μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία «Urban image construction in post-socialist Tirana, Albania, 2000-2003», που έγινε στο τμήμα Γεωγραφίας του LSE το 2007, με επιβλέποντα τον καθηγητή Andy Pratt. Ιδιαίτερα σημαντική για την εξέλιξη της εργασίας ήταν η συμβολή της Μαρίας Μαντουβάλου, καθηγήτριας ΕΜΠ.

2 Η κατασκευή της αστικής εικόνας και το μάρκετινγκ των πόλεων Η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία αναγνωρίζει ότι ο ρόλος των πόλεων άλλαξε σε σημαντικό βαθμό μετά το 1970 (Knox και Taylor, 1995). Πόλεις του αναπτυγμένου κόσμου, στην προσπάθειά τους να αναδιαρθρώσουν τις παραγωγικές τους δραστηριότητες μετά την οικονομική κρίση, εφάρμοσαν μια σειρά από μέτρα, με στόχο να υπερβούν τα περιοριστικά και δύσκαμπτα όρια του έθνους-κράτους. Η διαδικασία αυτή έφερε τις πόλεις ξανά στο επίκεντρο των ευρύτερων κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών μετασχηματισμών, αναδεικνύοντάς τις σε «πρωταγωνιστές της εποχής μας» (Borja και Castells, 1997). Σε μια ανάλυση της εξέ-

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 12

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

λιξης της αστικής διακυβέρνησης στον αναπτυγμένο Βορρά, ο Harvey (1989) αναγνώρισε μια στροφή από μια διοικητική προσέγγιση της δεκαετίας του 1960 σε μια επιχειρηματική προσέγγιση τις δεκαετίες του 1970 και 1980. Αυτή η αστική επιχειρηματικότητα συνδέεται άμεσα με την παγκοσμιοποίηση και τη νέα παγκόσμια οικονομία. Βασική επιδίωξη των πόλεων γίνεται πλέον η προσέλκυση επενδύσεων του μεγάλου κεφαλαίου. Προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, οι πόλεις καλούνται να ανταγωνίζονται μεταξύ τους και να προωθούν τις δυνατότητές τους σε παγκόσμια κλίμακα. Το μάρκετινγκ των πόλεων αναδύεται μέσα από τις οικονομικές αναδιαρθρώσεις της δεκαετίας του 1970 και μέχρι τη δεκαετία του 1990 έχει διευρυνθεί και καθιερωθεί –τουλάχιστον στη δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείεςως βασικός άξονας της τοπικής οικονομικής ανάπτυξης (Lovering, 1995). Σύμφωνα με τους Ashworth και Voogd (1990) το μάρκετινγκ των πόλεων βασίζεται στην ανάλυση της αγοράς, τον καθορισμό στόχων και στρατηγικών, την εφαρμογή και την αξιολόγησή τους. Ζητούμενο είναι να γίνει η πόλη ανταγωνιστική, να οριστούν οι επιθυμητές επενδύσεις, να βρεθούν οι τρόποι προσέλκυσης και να προωθηθεί η συνολική εικόνα της πόλης σε παγκόσμια κλίμακα (Paddison, 1993). Αν και για τους υπέρμαχους των πρακτικών αυτών υπέρτατος στόχος παρουσιάζεται να είναι η βελτίωση της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας, γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι ως σύλληψη και ως πρακτική το μάρκετινγκ των πόλεων αναφέρεται ουσιαστικά σε ένα παγκόσμιο δίκτυο εταιρειών και επιχειρήσεων και στη σύμπραξη οικονομικών και πολιτικών φορέων στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης αστικής διακυβέρνησης. Σε όποιο επίπεδο βέβαια και αν αναφέρονται, οι στόχοι του μάρκετινγκ των πόλεων είναι στην ουσία βαθιά πολιτικοί, ακριβώς γιατί αφορούν επιλογές με ευρύ κοινωνικό αντίκτυπο. Η εικόνα της πόλης, ως σημαντικό συμβολικό κεφάλαιο, γίνεται το απαραίτητο εργαλείο για τις ανάγκες του μάρκετινγκ των πόλεων. Η πρακτική αυτή βασίζεται στην εμπορευματοποίηση της πόλης· μπορεί να κεφαλαιοποιεί τα υπάρχοντα χαρακτηριστικά της –φυσικά ή πολιτιστικά- ή και να κατασκευάζει νέα. Εδώ εντοπίζει ο Paddison (1993) τη διαφορά μεταξύ σύγχρονου αστικού μάρκετινγκ και προηγούμενων μορφών προώθησης, δηλαδή στο ότι οι σύγχρονες στρατηγικές δεν στοχεύουν απλά στην εμπορευματοποίηση των ήδη υπαρχόντων χαρακτηριστικών, αλλά επιχειρούν να δημιουργήσουν μια συνολικά νέα εικόνα. Η στρατηγική αυτή έχει μέχρι πρόσφατα συνδεθεί με τις μετα-βιομηχανικές πόλεις του αναπτυγμένου κόσμου, όπως λόγου χάρη στη συχνά αναφερόμενη περίπτωση της Γλασκώβης. Η Γλασκώβη, με αφορμή την ανάδειξή της σε Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης το 1990, επιχείρησε να ξεπεράσει τη μετα-βιομηχανική οικονομική κρίση της δεκαετίας του 1970 και την επακόλουθη κοινωνική κρίση της δεκαετίας του 1980 και να κατασκευάσει μια νέα εικόνα, αυτήν του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού κέντρου. Σε αυτήν την κατά πολλούς επιτυχημένη με οικονομικούς όρους περίπτωση, η προωθούμενη νέα εικόνα της πόλης επικρίθηκε από τοπικά κινήματα πολιτών ως αντίθετη με την υπάρχουσα συλλογική ταυτότητα, όπως επικρίθηκε και ο τρόπος που η κουλτούρα χρησιμοποιήθηκε για να προωθηθεί η πόλη (Paddison, 1993). Φαίνεται λοιπόν ότι η κατασκευή της αστικής εικόνας μπορεί να είναι προβληματική για μια σειρά από λόγους. Για παράδειγμα, αποτελεί κοινό μυστικό ότι η οικονομική αποτελεσματικότητα επιτυγχάνεται συχνά εις βάρος της κοινωνικής και χωρικής ισότητας. Όπως σημειώνει ο Kotler,

12

002:Layout 1

13

10/29/10

7:45 PM

Page 13

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

ένα επιτυχημένο αστικό μάρκετινγκ «χρειάζεται να είναι δημοκρατικό παρά ελιτίστικο – να δημιουργεί προϊόντα για τα οποία υπάρχει ανάγκη στην αγορά, παρά να τα επιβάλλει στην αγορά» (Kotler, 1983, στο Paddison, 1992: 342). Η νέα εικόνα συχνά συγκρούεται με την πραγματικότητα και τις τοπικές προσλήψεις της ταυτότητας. Η ένταση αυτή δημιουργεί ένα κενό μεταξύ της εικόνας και της βιωμένης καθημερινότητας στην πόλη. Το κενό μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας είναι ιδιαίτερα έκδηλο σε πόλεις του αναπτυσσόμενου κόσμου. Σύμφωνα με την Broudehoux (2004: 28) οι πόλεις στον αναπτυσσόμενο Νότο προσπαθούν σκληρά να προωθηθούν, κατασκευάζοντας μιαν εικόνα που να «επιβεβαιώνει τη σταθερότητά τους και να δοξάζει τον πολιτισμό τους, έστω και αν είναι αληθινή ή φανταστική». Οι επιλογές των πόλεων αυτών να χρησιμοποιούν τον εκ των πραγμάτων περιορισμένο προϋπολογισμό τους για προγράμματα προβολής και μάρκετινγκ είναι ιδιαίτερα αμφισβητήσιμες και κατεξοχήν κοινωνικά κρίσιμες. Ανάμεσα στα πλέον συνήθη προγράμματα που εφαρμόζονται προκειμένου να γίνει η πόλη ελκυστική στον τουρισμό και σε ξένες επενδύσεις είναι τα έργα διατήρησης, οι αναπλάσεις και εξωραϊσμοί, οι αναπτύξεις μεγάλης κλίμακας και η εντυπωσιακή αρχιτεκτονική διεθνούς ακτινοβολίας. Τα προγράμματα αυτά κατά κανόνα αναφέρονται στα κέντρα των πόλεων, στα πιο ορατά –από το ξένο μάτι– σημεία και συχνά δημιουργούν ή εντείνουν περαιτέρω χωρο-κοινωνικές πολώσεις και ανισότητες. Επιπλέον, εμπειρικές έρευνες δείχνουν ότι οι ξένες επενδύσεις έχουν ένα περιορισμένο όφελος για την τοπική κοινωνία, ακριβώς γιατί ο ντόπιος πληθυσμός έχει περιορισμένη πρόσβαση –είτε ως χρήστης είτε ως καταναλωτής- και σχετίζεται συνήθως με αυτές ως χαμηλόμισθο εργατικό δυναμικό (Broudehoux, 2004: 28). Αντίθετα η χωρική έκφραση των ξένων επενδύσεων –τα κλειστά και πολυτελή εμπορικά κέντρα (malls), τα επιχειρηματικά κέντρα και οι εξωραϊσμένοι «δημόσιοι» χώροι– αναφέρονται συνήθως στις τοπικές και τις διεθνείς ελίτ.

3 Τίρανα: ιστορικό πλαίσιο και μετα-σοσιαλιστική μετάβαση Η παρούσα εργασία βασίζεται πρώτον σε βιβλιογραφική έρευνα και δεύτερον σε έρευνα πεδίου –παρατήρηση, συνεντεύξεις και φιλικές συζητήσεις- που έγινε στα Τίρανα σε διαδοχικές επισκέψεις τα τελευταία χρόνια. Οι ηχογραφημένες συνεντεύξεις έγιναν με αντιπροσώπους του Δήμου και εκπρόσωπους από την πολιτική, πολιτιστική και πανεπιστημιακή ζωή της αλβανικής πρωτεύουσας [Πίνακας 1]. Ο Δήμος των Τιράνων έδειξε επανειλημμένα ιδιαίτερη προθυμία να προσφέρει εκτεταμένο υλικό για όλες τις φάσεις των αναπλάσεων. Αν και υπάρχει μια πληθώρα δημοσιευμάτων στον ελληνικό και διεθνή τύπο που αναφέρεται στον δήμαρχο Έντι Ράμα και στις αναπλάσεις του κέντρου, η έρευνα εντόπισε ένα κενό στη αγγλόγλωσση βιβλιογραφία στους τομείς της γεωγραφίας και της πολεοδομίας σχετικά με τα Τίρανα, με εξαίρεση το βιβλίο της ΜΚΟ Co-Plan (Aliaj κ.ά., 2003). Χρήσιμες ήταν οι επίσημες αναφορές από διεθνείς οργανισμούς για όλη την Αλβανία και για τα Τίρανα, καθώς και τα δημογραφικά και στατιστικά στοιχεία από το Κρατικό Ινστιτούτο Στατιστικής INSTAT (2002). Τέλος, ιδιαίτερα σημαντικές για την εργασία ήταν οι προσεγγίσεις της αλβανικής κοινωνίας και του βαλκανικού χώρου από τους τομείς των πολιτικών επιστημών (Vickers και

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 14

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

Πίνακας 1: Συνεντεύξεις* Besnik Aliaj

Καθηγητής Πολεοδομίας στο Πανεπιστήμιο Polis στα Τίρανα και σύμβουλος (το 2007) του Πρωθυπουργού Σαλί Μπερίσα

Yllyet Alicka

Συγγραφέας, σκηνοθέτης και μέλος της Αντιπροσωπείας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα Τίρανα

Adelina Greca

Διευθύντρια του Τομέα Αστικού Σχεδιασμού, Τμήμα Πολεοδομίας, Δήμος Τιράνων

Fatos Lubonja

Συγγραφέας, εκδότης του ακαδημαϊκού περιοδικού Perpjekja (=Προσπάθεια)

Nick Mai

Ερευνητής σε θέματα μετανάστευσης στο Metropolitan University του Λονδίνου, ειδικός σε θέματα Αλβανικής μετανάστευσης και πολιτισμού

Dritan Shutina

Διευθυντής της ΜΚΟ Co-Plan, Institute for Habitat Development, Τίρανα

* Οι συνεντεύξεις αυτές έγιναν τον Ιούλιο του 2007, από κοινού με τη Μαρία Μαντουβάλου, καθηγήτρια ΕΜΠ, και τη Φερενίκη Βαταβάλη, Υποψήφια Διδάκτορα ΕΜΠ.

Pettifer, 1997, 2007), της ανθρωπολογίας και των πολιτιστικών σπουδών (Hammond 2004· Schwander-Sievers και Fischer, 2002· Todorova, 1997, 2004). Η κατασκευή της αστικής εικόνας στα Τίρανα μπορεί να γίνει καταρχήν κατανοητή ως συνέχεια της παράδοσης των μεγάλων κεντρικών σχεδιασμών του 20ού αιώνα. Για την τεκμηρίωση του επιχειρήματος αυτού θα γίνει μια σύντομη αναδρομή στην ιστορία των Τιράνων και θα εξεταστούν οι μετασχηματισμοί του κέντρου και των συμβολισμών του, πρώτον κατά τη διάρκεια της ιταλικής επιρροής και αποικιοκρατίας και, δεύτερον, στη μεταπολεμική, σοσιαλιστική περίοδο. 3.1 Ο μεσοπολεμικός και ο σοσιαλιστικός εκσυγχρονισμός Τα Τίρανα είναι μια νέα βαλκανική πρωτεύουσα. Όταν το 1920 η πόλη επιλέχθηκε ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου αλβανικού κράτους (1912-3) ήταν ένας μικρού μεγέθους μουσουλμανικός οικισμός, που αναπτυσσόταν οργανικά γύρω από το «Παλιό Τζαμί» και το κεντρικό παζάρι (Aliaj κ.ά., 2003) [Εικόνα 1]. Το πρώτο στάδιο του εκσυγχρονισμού στόχευε στη σύγκλιση με τα ευρωπαϊκά, δυτικά πρότυπα [Εικόνα 2]. Η διαδικασία αυτή προωθήθηκε από τον Αχμέτ Ζώγου (πρωθυπουργό και αργότερα αυτο-εστεμμένο βασιλιά της Αλβανίας) και με την άμεση εμπλοκή της Ιταλίας, της οποίας προτεκτοράτο ήταν η Αλβανία ήδη από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (Mai, 2003). Μάλιστα οι αρχιτέκτονες που δούλεψαν για τα Τίρανα –ξεχωρίζουν οι Αρμάντο Μπρασίνι και Φλορεστάνο Ντι Φάουστο– δραστηριοποιούνταν παράλληλα και σε άλλες Ιταλικές αποικίες (Conforti, 1990· Miano, 1990· Χολέβας, 1994· Aliaj κ.ά., 2003). Μετά την κατοχή από τις δυνάμεις του Μουσολίνι το 1939, ο εκσυγχρονισμός της πόλης συνεχίστηκε με εντατικούς ρυθμούς. Όταν οι Ιταλοί αποσύρθηκαν από τη χώρα το 1943, τα Τίρανα είχαν κληρονομήσει ένα μνημειακών διαστάσεων Βουλεβάρτο –που όριζε το διοικητικό κέντρο της πόλης– με την επίσης μνημειακή πλατεία Σκεντέρμπεη στο μέσο του, μερικά εκλεκτικιστικά ή νεο-ρασιοναλιστικά δημόσια κτίρια και μια νέα περιοχή αντιδιαμετρικά του παραδοσιακού αστικού ιστού ως προς το Βουλεβάρτο, τη λεγόμενη Citta Giardino, χτισμένη στα πρότυπα της κηπούπολης και προορισμένη για τους Ιταλούς αξιωματούχους και την αλβανική ανώτερη τάξη.

14

002:Layout 1

15

10/29/10

7:45 PM

Page 15

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

Εικόνα 1 Το «Παλιό Τζαμί» σε πίνακα του Edward Lear (1848) και η πρώτη αποτύπωση των Τιράνων από Αυστριακούς μηχανικούς (1916). Πηγή: Aliaj, B., Lulo, K. και Myftiu, G. (2003), Tirana; the Challenge of Urban Development, Τίρανα: Cettis: 18, 27.

Ο μεσοπολεμικός αστικός εκσυγχρονισμός παρήγαγε λοιπόν ένα νέο δυτικότροπο κέντρο και κάποιες σημαντικές αστικές υποδομές, ενώ ταυτόχρονα υπηρέτησε τους ιδεολογικούς, πολιτικούς και οικονομικούς στόχους της ιταλικής αποικιοκρατίας και του φασισμού. Η εγκαθίδρυση του σοσιαλιστικού κράτους στην Αλβανία το 1944 και το πεντηκονταετές καθεστώς του Ενβέρ Χότζα είχαν ένα επίσης εμφανές χωρικό αντίκτυπο για την πόλη των Τιράνων [Εικόνα 3]. Στο πλαίσιο της προσπάθειας δημιουργίας του «Νέου Ανθρώπου» και της «Σοσιαλιστικής Πόλης», συνήθης ήταν η απόρριψη ατομικών και συλλογικών συμπεριφορών και χωρικών πρακτικών της προ-σοσιαλιστικής περιόδου. Στην κατεύθυνση αυτή, κατεδαφίστηκε το 1959 το κεντρικό Παζάρι και αντικαταστάθηκε από το Παλάτι του Πολιτισμού, ενέργεια που διέγραψε το λειτουργικό, ιστορικό και συμβολικό κέντρο της πόλης (Aliaj κ.ά., 2003). Αντίστοιχα, το Δημαρχείο των Τιράνων, κτισμένο από τους Ιταλούς, κατεδαφίστηκε και στη θέση του ανεγέρθηκε το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο, ενώ τη θέση του Ορθόδοξου Μητροπολιτικού ναού πήρε το «Διεθνές Ξενοδοχείο Τίρανα». Παράλληλα, περιοχές της προ-σοσιαλιστικής πόλης επαναχρησιμοποιήθηκαν με ένα διαφορετικό ιδεολογικοχωρικό περιεχόμενο. Για παράδειγμα, το μνημειακών διαστάσεων κέντρο ήταν πρόσφορο για συγκεντρώσεις, παρελάσεις και σοσιαλιστικές επιδείξεις, ενώ η Citta Giardino αναδείχτηκε σύντομα σε βάση των κρατικών αξιωματούχων και έγινε γνωστή ως Blloku [=αποκλεισμένη περιοχή] (Lubonja, 2006). Επιπλέον ο αλβανικός σοσιαλισμός ακολούθησε χωρικές στρατηγικές αντίστοιχες αυτών της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας (Broudehoux, 2004) προκειμένου να κατασκευάσει μια αστική εικόνα που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει τους ξένους επισκέπτες και τις αντιπροσωπείες των άλλων κρατών, αλλά και να κρατάει υψηλό το ηθικό της τοπικής κοινωνίας. Συνήθης λόγου χάρη ήταν η πρακτική απόκρυψης της οθωμανικής πόλης, με την κατασκευή μοντέρνων πολυκατοικιών κατά μήκος των κεντρικών αξόνων. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, την περίοδο της εκούσιας απομόνωσης της χώρας, το κέντρο των Τιράνων ήταν ένας μνημειακός χώρος, με εκτεταμένο πράσινο και δημόσιες πλατείες. Επιπλέον η έμφαση στον εκσυγχρονισμό του κέντρου είχε εντείνει περαιτέρω τις χωρικές διαφοροποιήσεις στην πόλη.

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 16

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

3.2 Η κρίση της δεκαετίας του 1990 Η κατάρρευση του κρατικού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη μετά το 1989 είχε ως αποτέλεσμα μια δραματική κοινωνική, οικονομική και πολιτική κατάρρευση στην Αλβανία. Η μετα-σοσιαλιστική μετάβαση οδήγησε μεταξύ άλλων σε αυξημένη πληθυσμιακή κινητικότητα με δύο κύριες κατευθύνσεις. Πρώτον στη μαζική μετανάστευση αλβανικού πληθυσμού προς το εξωτερικό, κυρίως προς την Ελλάδα και την Ιταλία, και δεύτερον στην εσωτερική μετανάστευση προς τα Τίρανα, το Δυρράχιο και τις δυτικές πεδινές περιοχές (Aliaj κ.ά., 2003). Από το 1989 μέχρι το 2001 η έκταση της πόλης των Τιράνων τριπλασιάστηκε και ο πληθυσμός της υπερδιπλασιάστηκε (Aliaj κ.ά., 2003: 84).2 Στην περιφέρεια των Τιράνων, εσωτερικοί μετανάστες από τη βόρεια Αλβανία κατέλαβαν αγροτική γη, τη μοίρασαν σε οικόπεδα και έστησαν πρόχειρα καταλύματα. Ταυτόχρονα ελεύθεροι χώροι στο κέντρο της πόλης καταλήφθηκαν από ιδιώτες. Κατά μήκος του ποταμού Λάνα, στους κεντρικούς άξονες, στις πλατείες και στα πάρκα ανεγέρθηκαν κατασκευές –συχνά πολυώροφες- που στέγαζαν κυρίως χρήσεις εμπορίου και αναψυχής.3 Η έρευνα πεδίου εντόπισε μια σχέση μεταξύ των αυθαιρέτων αυτών και της εσωτερικής μετανάστευσης, η οποία όμως δεν ήταν αποκλειστική (Greca, 2007: συνέντευξη). Η αυθαίρετη κατάληψη της γης στο κέντρο μπορεί να εκληφθεί ως μια επιφανειακή πρόσληψη του καπιταλιστικού συστήματος (Lubonja, 2007: συνέντευξη), αντίληψη που συνδέεται και με την ερμηνεία του δημοκρατι-

Εικόνα 2: Από αριστερά: σχέδιο για το Βουλεβάρτο του Armando Brasini, αεροφωτογραφία των αρχών της δεκαετίας του 1940 και σχέδιο για το αθλητικό και πολιτικό κέντρο του Gherardo Bosio. Πηγή: Aliaj, B., Lulo, K. και Myftiu, G. (2003), Tirana; the Challenge of Urban Development, Τίρανα: Cettis: 31, 48, 49.

Εικόνα 3: Από αριστερά: Μακέτα του κέντρου από τη δεκαετία του 1970, παρέλαση στο Βουλεβάρτο και αεροφωτογραφία της πλατείας Σκεντέρμπεη από τη δεκαετία του 1980. Πηγή: Aliaj, B., Lulo, K. και Myftiu, G. (2003), Tirana; the Challenge of Urban Development, Τϊρανα: Cettis: 58, 60.

2. Η απογραφή του 1989 υπολόγιζε 240.000 κατοίκους στα Τίρανα και του 2001 350.000 κατοίκους, αφήνοντας όμως έξω το μεγαλύτερο κομμάτι της αυθαίρετης περιφέρειας. Ανεπίσημοι υπολογισμοί κάνουν λόγο για συνολικό πληθυσμό που μπορεί να φθάνει σήμερα και τους 700.000 κατοίκους. 3. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 στο κέντρο των Τιράνων είχαν κτιστεί περίπου 2.000 αυθαίρετα κτίσματα, από τα οποία μόνο τα 500 είχαν κάποιου είδους προσωρινή άδεια (Aliaj κ.ά., 2003: 69)

16

002:Layout 1

17

10/29/10

7:45 PM

Page 17

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

κού πολιτικού συστήματος –από την τοπική κοινωνία και από την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος- ως απουσία κανόνων και περιορισμών (Mai, 2007: συνέντευξη). Παρ’ όλα αυτά είναι έκδηλο ότι δεν ήταν οι πλέον φτωχοί και εξαθλιωμένοι αυτοί που έχτισαν τα αυθαίρετα του κέντρου, αλλά αυτοί που μπορούσαν να το κάνουν οικονομικά ή/και διατηρούσαν δεσμούς με την πολιτική εξουσία (Lubonja, 2007: συνέντευξη). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 1990, μεγάλο μέρος των ελεύθερων, πράσινων επιφανειών του κέντρου είχε καταληφθεί από αυθαίρετες κατασκευές. Η μνημειακή, πράσινη εικόνα της δεκαετίας του 1980 έδωσε τη θέση της στο άτυπο του ελεύθερου εμπορίου και στη χωρική αναδιάταξη που προκάλεσε η μετάβαση.

4 Η κατασκευή της αστικής εικόνας στα Τίρανα 4.1 Η «Επιστροφή στην Ταυτότητα» Η «άναρχη» εικόνα του κέντρου προκάλεσε στα τέλη της δεκαετίας του 1990 την αντίδραση πολιτικών, καλλιτεχνών και ντόπιων διανοουμένων που έβλεπαν ως καταστροφή την μεταμόρφωση της πόλης (Lubonja, 2007: συνέντευξη). Οι αντιδράσεις αυτές συνέπεσαν με τις προσπάθειες της πρόσφατα εκλεγμένης κυβέρνησης του Σοσιαλιστικού Κόμματος να επιβάλει την τάξη, μετά την κατάρρευση των πυραμίδων και τις δραματικές εξελίξεις που έφεραν την Αλβανία στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Υπουργός Πολιτισμού στην κυβέρνηση του Φάτος Νάνο (1998) διορίστηκε ο Έντι Ράμα, ζωγράφος και καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών των Τιράνων –όπου και ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση στις αρχές της δεκαετίας του 1990–, ο οποίος επέστρεφε στην Αλβανία μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τους καλλιτεχνικούς κύκλους του Παρισιού. Μεγαλωμένος στα Τίρανα και γόνος της κομουνιστικής νομενκλατούρας, καθώς ο πατέρας του Κρίστακ Ράμα ήταν σημαντικός γλύπτης και αγαπημένος του Ενβέρ Χότζα, κρατούσε μέχρι τότε αποστάσεις από τα μετα-σοσιαλιστικά πολιτικά κόμματα, αλλά ήταν σίγουρα ορκισμένος εχθρός του Σαλί Μπερίσα, προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος, τον οποίο είχε κατηγορήσει και για απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Άτομο με δυναμική προσωπικότητα και επικοινωνιακό χάρισμα, που επιλέγει συχνά να προκαλεί με τις δημόσιες δηλώσεις του, με τη συμπεριφορά του, αλλά και με τις προσωπικές του επιλογές, ο Έντι Ράμα εξελέγη δήμαρχος των Τιράνων το 2000 και ξανά το 2003 και το 2007, ενώ το 2005, αφού έγινε μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος με συνοπτικές διαδικασίες, ανέλαβε και την προεδρία του. Η παρούσα μελέτη εξετάζει τη στρατηγική κατασκευής της αστικής εικόνας που περιλάμβανε μεταξύ άλλων τέσσερα στάδια: τη διατήρηση και ανάδειξη του ιστορικού κέντρου, την απομάκρυνση των αυθαιρέτων από το κέντρο, το χρωματισμό των όψεων των κρατικών πολυκατοικιών και τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το master plan του κέντρου [Εικόνα 4]. Τα τρία πρώτα στάδια προωθήθηκαν υπό τον τίτλο «Επιστροφή στην Ταυτότητα». Η ιδεολογική βάση του προγράμματος, όπως προωθήθηκε από το Δήμο, υποστήριξε ότι η ταυτότητα της πόλης είχε χαθεί κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου. Η αυθαίρετη κατάληψη του δημόσιου χώρου παρουσιάστηκε από το Δήμο ως επίθεση προς το αυταρχικό, κομουνιστικό παρελθόν (Greca, 2007: συνέντευξη· Rama, 2003β). Αυτή

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 18

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

Εικόνα 4 Χαρτογραφική αποτύπωση των αστικών αναπλάσεων στα Τίρανα.

η στάση αντιμετωπίστηκε ως η αιτία μιας χωρικής «ιδιωτικοποίησης της κοινωνίας» (Rama, 2004a), ακριβώς επειδή οι πολίτες ενδιαφέρονταν μόνο για τον ιδιωτικό τους χώρο και παραμελούσαν εντελώς το δημόσιο. Έτσι η στρατηγική κατασκευής της αστικής εικόνας παρουσιάστηκε ως η προσπάθεια του Δήμου να επαναδιεκδικήσει το δημόσιο χώρο της πόλης και να αποκαταστήσει την ταυτότητά της. 4.2 Η ανάδειξη του ιστορικού κέντρου Το πρώτο στάδιο της κατασκευής της νέας αστικής εικόνας των Τιράνων ήταν η ανάπλαση του ιστορικού κέντρου [Εικόνα 5]. Αξίζει να σημειωθεί ότι η βιβλιογραφία σχετικά με αναπλάσεις ιστορικών κέντρων εντοπίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στον μετα-σοσιαλιστικό κόσμο, όπου ζητήματα μνήμης και ταυτότητας αποκτούν πολιτικές αμφισημίες κατά τη διάρκεια της μετάβασης (Huyssen, 2003). Επιπλέον, η ανάλυση των Jones και Bromley (1996) για τις αστικές αναπλάσεις σε αναπτυσσόμενες χώρες υπογραμμίζει την αντίφαση της ανάδειξης και εξιδανίκευσης ενός πολύ συχνά αποικιακού και καταπιεστικού παρελθόντος. Στα Τίρανα το πρόγραμμα «Επιστροφή στην Ταυτότητα» γέννησε ένα λόγο για ένα χαμένο παρελθόν. Ο αρχικός στόχος της ανάπλασης ήταν διπλός. Πρώτον, να προστατεύσει τα κτίρια που θεωρούνταν μνημεία πολιτισμού και, δεύτερον, να κατευθύνει την αστική ανάπτυξη μακριά από το ιστορικό κέντρο, πέρα από τη βόρεια απόληξη του κεντρικού Βουλεβάρτου (Lubonja, 2007: συνέντευξη). Η ανάπλαση του ιστο-

18

002:Layout 1

19

10/29/10

7:45 PM

Page 19

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

Εικόνα 5 Η ανάδειξη του ιστορικού κέντρου. Πηγή (δεξιά): Καρτ-ποστάλ από τα Τίρανα.

ρικού κέντρου επικεντρώθηκε στα εκλεκτικιστικά, διοικητικά κτίρια του μεσοπολέμου. Η επιχειρηματολογία του Δήμου υποστήριξε ότι το σοσιαλιστικό καθεστώς όπως και οι πρώτες μετα-σοσιαλιστικές κυβερνήσεις είχαν κακομεταχειριστεί τα κτίρια αυτά. Ο Ράμα ανέτρεξε νοσταλγικά στον βασιλιά Αχμέτ Ζώγου και στο πολεοδομικό όραμα των αρχιτεκτόνων Μπρασίνι και Ντι Φάουστο, ισχυριζόμενος ότι χωρίς αυτούς η πόλη δε θα είχε κληρονομήσει το ευρωπαϊκό Βουλεβάρτο (Rama, 2004β). Προκειμένου να δικαιολογήσει την ανάπλαση και τις επιλογές του, ο Ράμα σύγκρινε την «Επιστροφή στην Ταυτότητα» με τον μεσοπολεμικό εκσυγχρονισμό και την κατασκευή του Βουλεβάρτου (Rama, 2004β). Ταυτόχρονα, απέρριψε όσους αμφισβήτησαν την ανάπλαση ή τις μεθόδους και τις τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν, όπως για παράδειγμα το Συμβούλιο Χωροταξίας των Τιράνων ή μερίδα του Τύπου, και τους κατηγόρησε για οπισθοδρομική νοοτροπία και άγνοια (Rama, 2004β). Έτσι η ανάπλαση του ιστορικού κέντρου ήταν μια επιστροφή στην ταυτότητα με την έννοια της ανάδειξης του κέντρου, του Βουλεβάρτου και κυρίως των κτιρίων-μνημείων που κατασκευάστηκαν από τις ιταλικές αποικιοκρατικές και φασιστικές κυβερνήσεις. Στην πραγματικότητα τόνισε τους δεσμούς μεταξύ της προ-σοσιαλιστικής βασιλικής εξουσίας και του μετα-σοσιαλιστικού τοπικού κράτους. 4.3 «Καθαρίζοντας και πρασινίζοντας» Το δεύτερο στάδιο της κατασκευής της νέας αστικής εικόνας στα Τίρανα –και το πιο τολμηρό– ήταν η κατεδάφιση των αυθαιρέτων κτισμάτων στο κέντρο της πόλης [Εικόνα 6]. Το εγχείρημα αυτό ξεκίνησε το 2001 με την υποστήριξη του Προγράμματος Ανάπτυξης Ηνωμένων Εθνών (UNDP). Ο λόγος του Δήμου παρουσίασε τα αυθαίρετα κτίσματα ως βρώμικα και επικίνδυνα, ως μια «εστία αυθαιρεσίας, παράνομων επιχειρήσεων και εμπόρων ναρκωτικών» (Rama, 2007) που θα έπρεπε να αντικατασταθεί από ένα «πράσινο χαλί που θα κάνει την πόλη πιο λαμπερή και ελκυστική» (Rama, 2007). Η κατεδάφιση των 2.000 αυθαιρέτων παρουσιάστηκε επιπλέον από τον δήμαρχο ως μια προσπάθεια επαναδιεκδίκησης του δημόσιου χώρου και αποκατάστασης του πρασίνου. Πράγματι κάποιοι αναλυτές είδαν το πρόγραμμα αυτό ως την απόδειξη της επιστροφής στην τάξη μετά από τη χαοτική μεταβατική περίοδο (Aliaj 2003· Acioli, 2003). Η κατεδάφιση ολοκληρώθηκε μέσα σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, χωρίς εξαιρέσεις και με πρωτοφανή πολιτική αποφασιστικότητα. Η έρευνα πεδίου εντόπισε μαρ-

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 20

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

τυρίες για τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες των αυθαιρέτων για τις κατεδαφίσεις (Mai, 2007: συνέντευξη· Lubonja, 2007: συνέντευξη). Από την άλλη, ο Δήμος επέμενε ότι δεν προκλήθηκαν αντιδράσεις, επειδή οι κάτοχοι των αυθαιρέτων «μοιράστηκαν το όραμα του δημάρχου και μπόρεσαν να δουν τη δυνατότητα να χτίσουν κάπου αλλού, καλύτερα» (Greca, 2007: συνέντευξη). Επιπλέον η μελέτη της ΜΚΟ Co-Plan έδειξε ότι το 93% των κατοίκων των Τιράνων υποστήριξε τις κατεδαφίσεις (Aliaj, 2003: 195). Τα παραπάνω ευρήματα, αν και ελέγξιμα ως προς την εγκυρότητά τους, δείχνουν ότι το πρόγραμμα των κατεδαφίσεων είχε κάποια κοινωνική υποστήριξη. Παρ’ όλα αυτά, αν προσπεράσουμε την προφανή εντύπωση που προκαλούν το πριν και το μετά του αστικού λίφτινγκ, θα αναγνωρίσουμε δύο τουλάχιστον κενά. Πρώτον, δεν υπήρξε κάποια προκαταρκτική εκτίμηση των αυθαιρέτων κτισμάτων στο πλαίσιο της άτυπης οικονομίας. Σε άλλες χώρες παρόμοια προγράμματα συχνά προϋποθέτουν την ανάλυση των οικονομικών επιπτώσεων, την εκτίμηση κόστους και ωφέλειας και τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των κατόχων των αυθαιρέτων και της τοπικής εξουσίας (Acioli, 2003). Δεύτερον, υπάρχει ένα κενό ως προς τη διαδικασία της κατεδάφισης. Ο Έντι Ράμα εξήγησε ότι ζήτησε προσωπικά από 18 κατασκευαστικές εταιρείες να αναλάβουν την κατεδάφιση δωρεάν και ισχυρίστηκε ότι οι υπεύθυνοι των εταιρειών αυτών ήταν «κύριοι αρκετά για να απαντήσουν θετικά» (Rama, 2003α: 56-7). Όμως η έρευνα πεδίου ανέδειξε τον αντίλογο στα επιχειρήματα αυτά, καθώς καταδεικνύει ότι τόσο στις κατασκευαστικές εταιρείες όσο και σε ορισμένους κατόχους των αυθαιρέτων κατασκευών δόθηκε ως αντάλλαγμα γη ή/και δόθηκε άδεια να χτίσουν σε άλλες περιοχές του κέντρου (Lubonja, 2007: συνέντευξη), η οποία και είναι μια εύλογη εξήγηση. Το «Καθάρισμα και Πρασίνισμα» του κέντρου ήταν λοιπόν μια επιστροφή στην ταυτότητα με την έννοια της επιστροφής στην καθαρή και πράσινη εικόνα του σοσιαλιστικού κέντρου. Η κατεδάφιση των αυθαιρέτων εξέφρασε την αντεπίθεση στη χωρική αναρχία της δεκαετίας του 1990 και την επανίδρυση της τοπικής εξουσίας, με συγκριμένους όμως κερδισμένους σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. 4.4 Ο χρωματισμός των όψεων των σοσιαλιστικών πολυκατοικιών Το τρίτο στάδιο της κατασκευής της νέας αστικής εικόνας στα Τίρανα –και ίσως το πλέον διαφημισμένο- ήταν ο χρωματισμός των όψεων κάποιων σοσιαλιστικών

Εικόνα 6 Η κατεδάφιση των αυθαιρέτων στον ποταμό Λάνα. Πηγή: Δήμος Τιράνων.

20

002:Layout 1

21

10/29/10

7:45 PM

Page 21

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

Εικόνα 7 Ο χρωματισμός των όψεων των σοσιαλιστικών πολυκατοικιών. Πηγή: Δήμος Τιράνων.

4. Στο πλαίσιο της καλλιτεχνικής Μπιεννάλε U-Topos του 2003 στα Τίρανα, το πρόγραμμα χρωματισμού συνεχίστηκε με τη συμβολή ξένων καλλιτεχνών και αρχιτεκτόνων, οι οποίοι κλήθηκαν από το Δήμο να υποβάλουν και τις δικές τους προτάσεις.

πολυκατοικιών, σε έντονα χρώματα και σχήματα, πρόγραμμα που χρηματοδοτήθηκε από την Διεθνή Τράπεζα [Εικόνα 7]. Ο λόγος του Δήμου βασίστηκε στη διάχυτη δυσαρέσκεια των πολιτών σχετικά με τη χαμηλή ποιότητα ορισμένων πολυκατοικιών και στη διαδεδομένη πρόσληψη της πόλης ως χώρου γκρίζου, μουντού και καταθλιπτικού. Ο Έντι Ράμα άντλησε έμπνευση από το καλλιτεχνικό του παρελθόν και ισχυρίστηκε ότι αυτά τα «απαίσια κτίρια της σοσιαλιστικής περιόδου μπορούν να σωθούν μόνο αν βαφτούν» (Αγγελίδης, 2003: 130). Ο χρωματισμός οπτικοποίησε την καλλιτεχνική έμπνευση του δημάρχου, ο οποίος προετοίμαζε τα σχέδια στο γραφείο του και συχνά έδινε οδηγίες επί τόπου.4 Η επιλογή ακραίων χρωμάτων, σχεδίων και συνδυασμών είχε στόχο να προκαλέσει σοκ και σύντομα το έντονο πράσινο, το βιολετί και το ροζ άρχισαν αν αναφέρονται στην τοπική κοινωνία ως «χρώματα Έντι Ράμα». Ο δήμαρχος επανειλημμένα περιέγραψε το πρόγραμμα αυτό ως μια μεταμόρφωση της πόλης από ένα «λαβυρινθώδη εφιάλτη σε ένα αρμονικό τόπο» (Rama, 2004α: 11). Για αυτόν ο χρωματισμός δεν ήταν μια αισθητική παρέμβαση αλλά μια «καινοτομία, ένα εργαλείο κοινωνικής αλλαγής, μια καθαρή πολιτική πράξη, μια θεραπεία για την απώλεια της συλλογικής ευθύνης και μια πολιτική επένδυση για την ανάπτυξη» (Rama 2003β, 2003γ, 2004α, 2007). Η έρευνα πεδίου ανέδειξε τις αντιφάσεις στους τρόπους με τους οποίους το πρόγραμμα του χρωματισμού έγινε αντιληπτό στην τοπική κοινωνία. Ένα επιχείρημα που συναντούμε συχνά έκανε λόγο για τη θετική ψυχολογική επίδραση και την προώθηση μιας περηφάνιας και ενός «πατριωτισμού» για την πόλη (Greca, 2007: συνέντευξη· Shutina, 2007: συνέντευξη). Δύο όμως θέματα χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Πρώτον, το πρόγραμμα εφαρμόστηκε μόνο στις κύριες προσόψεις των πιο κεντρικών αξόνων της πόλης. Ξεκίνησε από τη λεωφόρο που ενώνει τα Τίρανα με το Δυρράχιο και το αεροδρόμιο –την είσοδο δηλαδή στην πόλη- και συνεχίστηκε κατά μήκος του ποταμού Λάνα και κατά μήκος άλλων βασικών αρτηριών, με αντίστοιχο τρόπο που πριν κάποιες δεκαετίες οι μοντέρνες πολυκατοικίες του Ενβέρ Χότζα καλούνταν να κρύψουν από πίσω τους την οθωμανική πόλη. Η προτροπή του Δημάρχου «Μη μας κοιτάτε από πίσω!» (Rama, 2003γ: 262) προς όλους τους επικριτές του, που αντιπαρέθεταν την πολύχρωμη πρόσοψη με την υπό κατάρρευση πίσω όψη κάποιων κτιρίων, παραβλέπει την υπαρκτή και αξιοσημείωτη ανομοιογένεια στον αστικό χώρο. Δεύτερον, ο τρόπος που πραγματοποιήθηκε το πρόγραμμα δεν άφησε χώρο για τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας ή για μηχανισμούς-κίνητρα που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν μια ευρύτερη προσπάθεια αναβάθμισης του χτισμένου περιβάλλοντος (Shutina, 2007: συνέντευξη·

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 22

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

Greca, 2007: συνέντευξη). Αντίθετα αυτή η ιδιαίτερα συγκεντρωτική διαδικασία εξέφραζε και οπτικοποιούσε την αισθητική ενός καλλιτέχνη-ειδικού, και μάλιστα όχι κάποιου ανεξάρτητου καλλιτέχνη αλλά ενός σημαντικού πολιτικού προσώπου. Έτσι, ο χρωματισμός των όψεων δεν ήταν μια επιστροφή στην ταυτότητα με όποιον κυριολεκτικό ή μεταφορικό τρόπο, αλλά περισσότερο πρότεινε μια νέα ταυτότητα, σίγουρα αντισυμβατική ως προς την αισθητική της, αλλά κατεξοχήν συμβατική ως προς τη σχέση της με την πολιτική εξουσία.

4.5 «Τίρανα: Μια Νέα Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα» Το τέταρτο στάδιο της κατασκευής της αστικής εικόνας στα Τίρανα ήταν ο ανοικτός πανευρωπαϊκός διαγωνισμός «Τίρανα: Μια Νέα Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα» (2003),5 που οργάνωσε ο Δήμος των Τιράνων και η αλβανική κυβέρνηση και χρηματοδοτήθηκε από την γερμανική κυβέρνηση.6 Ο διαγωνισμός αφορούσε το master plan του κέντρου των Τιράνων [Εικόνες 8, 9]. Το κέντρο καθοριζόταν σε γενικές γραμμές ως μια ζώνη πλάτους περίπου 400μ. και μήκους 2χμ., κατά μήκος του Βουλεβάρτου, που περιλάμβανε τους τέσσερις κεντρικούς δημόσιους χώρους της πόλης (την πλατεία Σκεντέρμπεη, την πλατεία Μητέρας Τερέζας, την πλατεία του Σιδηροδρομικού Σταθμού και την πλατεία της Αγοράς), αν και τα όρια αυτά ήταν περισσότερο ενδεικτικά για τους συμμετέχοντες παρά δεσμευτικά και δεν αντιστοιχούσαν σε κάποια υπάρχουσα διοικητική ή λειτουργική διαίρεση. Ο διαγωνισμός δεν έθετε συγκεκριμένες απαιτήσεις πέραν της γενικής δέσμευσης για καινοτομία, δυναμικό οραματισμό και φαντασία. Πρακτικά οι διαγωνιζόμενοι μπορούσαν να προτείνουν την κατεδάφιση ή/και την ανέγερση κάθε κτιρίου και την εισαγωγή ή/και την αφαίρεση οποιουδήποτε προγράμματος στο κέντρο της πόλης. Έτσι οι τρεις προτάσεις που προκρίθηκαν στην τελική φάση του διαγωνισμού (των Ολλανδών Mecanoo, των Γερμανών Bolles & Wilson και των Γάλλων Architecture Studio) ήταν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους, αν και όλες ήταν ιδιαίτερα δραστικές. Για παράδειγμα η πρόταση των Μecanoo αντιστεκόταν τόσο στη μνημειακότητα του κεντρικού άξονα ώστε να αντιπροτείνει ένα νέο δημόσιο κτίριο που θα έκοβε το Βουλεβάρτο στα δύο, καθώς και το γκρέμισμα του Παλατιού του Πολιτισμού και το κυριολεκτικό γέμισμα της κεντρικής πλατείας με νέα οικοδομικά τετράγωνα. Η μόνη ίσως κοινή συνισταμένη των τελικών προτάσεων –πέραν της εντυπωσιακής τους φύσης– ήταν η προσπάθεια να μετριαστεί η αχανούς κλίμακας κεντρική πλατεία. Το πρώτο βραβείο απονεμήθηκε τελικά στο γαλλικό γραφείο Architecture Studio. Το «Γαλλικό Σχέδιο» –χαρακτηρισμός που τελικά επικράτησε στην καθομιλουμένη– ήταν μια μεγαλεπίβολη αστική παρέμβαση, η οποία ενδυνάμωνε τη μνημειακότητα του κέντρου και επέμενε στην ενίσχυση του Βουλεβάρτου. Από τις πιο σημαντικές προτάσεις που περιείχε ήταν η δραματική αλλαγή κλίμακας της πλατείας Σκεντέρμπεη, με νέες χρήσεις εμπορίου και αναψυχής και κυρίως με δέκα πύργους, ύψους 85 μέτρων, τοποθετημένους περιμετρικά της πλατείας, καθώς και έναν ακόμη πύργο μέσα στο αίθριο του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου. Οι τρισδιάστατες αναπαραστάσεις των Architecture Studio παρουσίασαν μια ανοίκεια εικόνα των Τιράνων: εντυπωσιακή αρχιτεκτονική, γυαλισμένους δημόσιους χώρους με πισίνες νερού, ξύλινα decks και φοίνικες, επιχειρηματίες, τουρίστες

5. Η κριτική επιτροπή για το διαγωνισμό για το κέντρο των Τιράνων αποτελούνταν από τον Αλβανό πρωθυπουργό Φάτος Νάνο, τον δήμαρχο Έντι Ράμα και μια ομάδα 7 αρχιτεκτόνων από Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Δανία και Μεγάλη Βρετανία. 6. Ο διαγωνισμός αυτός ήταν ο σημαντικότερος σε μια αξιοσημείωτη σειρά διεθνών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών. Ιδιαίτερα σημαντικός ήταν επίσης και ο διαγωνισμός για τη διαμόρφωση της κεντρικής πλατείας Σκεντέρμπεη (2008), με χρηματοδότηση του Σεΐχη του Κουβέιτ. Στο διαγωνισμό συμμετείχαν μεγάλα αρχιτεκτονικά γραφεία από την Ευρώπη και την Αμερική, ενώ προκρίθηκε η πρόταση του Βελγικού γραφείου 51Ν4Ε.

22

002:Layout 1

23

10/29/10

7:45 PM

Page 23

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

Εικόνα 8: Το «Γαλλικό Σχέδιο». Τρισδιάστατες αναπαραστάσεις. Διακρίνονται στο κέντρο οι δέκα πύργοι που περιβάλλουν την πλατεία Σκεντέρμπεη. Πηγή: Δήμος Τιράνων.

Εικόνα 9: Το «Γαλλικό Σχέδιο». Πηγή: Δήμος Τιράνων.

και καλοντυμένους καταναλωτές, σε ένα πολυτελές περιβάλλον μεσογειακού κοσμοπολιτισμού. Ο Έντι Ράμα υποστήριξε με ενθουσιασμό το πρώτο βραβείο και το γαλλικό γραφείο (Kramer, 2005), εκφέροντας ένα λόγο για τον εκσυγχρονισμό του κέντρου. Ο λόγος αυτός καλωσόριζε το σχέδιο τονίζοντας ότι «έφερνε ποιότητα και ενέπνεε ελπίδα στον κόσμο για το μέλλον» (Rama, 2004α: 15). Στο πλαίσιο αυτό η αρχιτεκτονική παρουσιάστηκε να αναλαμβάνει ένα ρόλο μεσσιανικό, θυμίζοντας τάσεις της μεταπολεμικής, μοντερνιστικής αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας: «Πιστεύω ότι αυτό που μπορεί να κάνει η αρχιτεκτονική στα Τίρανα είναι θεμελιώδες για τη δημοκρατία, για τον πολιτισμό και το μέλλον της Αλβανίας» (Rama, 2004α: 15). Όμως το «Γαλλικό Σχέδιο» ήταν στην πραγματικότητα ένα ιδιαίτερα αμφισβητήσιμο αστικό όραμα για τουλάχιστον τέσσερις λόγους. Πρώτον, το «Γαλλικό Σχέδιο», ως επίσημο πλέον και θεσμοθετημένο έγγραφο, δεν ήταν το ίδιο πολεοδομικό ή ρυθμιστικό σχέδιο, αλλά ούτε σε συμφωνία με κάποιο τέτοιο σχέδιο. Το τελευταίο ρυθμιστικό σχέδιο του 1989 είχε εδώ και καιρό ξεπεραστεί από την πραγματικότητα και θεωρούνταν ουσιαστικά εκτός ισχύος, ενώ το νέο πολεοδομικό σχέδιο που είχε υποσχεθεί ο Έντι Ράμα πριν ακόμα από την πρώτη

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 24

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

εκλογή του εκκρεμούσε.7 Το «Γαλλικό Σχέδιο» αποτελούσε κατά βάση πρόταση αστικού σχεδιασμού για ένα περιορισμένο κομμάτι του κέντρου της πόλης και άρα συνιστούσε υποκατάστατο γενικότερων πολεοδομικών ρυθμίσεων και δεν ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει τα υπαρκτά και πολύπλοκα πολεοδομικά ζητήματα. Δεύτερον, οι προτεινόμενες επεμβάσεις –όπως παρουσιάστηκαν σε δισδιάστατα και τρισδιάστατα σχέδια– ήταν τόσο δραστικές ώστε να αρνούνται το υπάρχον κέντρο. Η κεντρική πλατεία και ειδικότερα τα σοσιαλιστικά κτίρια είχαν μεταμορφωθεί σε σημείο πέραν της αναγνώρισής τους. Τρίτον, το αξιοσημείωτο κενό μεταξύ πραγματικότητας και αναπαράστασης υπογραμμίζει ότι οι Architecture Studio απέτυχαν να κατανοήσουν την πόλη για την οποία σχεδίαζαν. Για παράδειγμα, το «Γαλλικό Σχέδιο» εμφανώς αγνόησε την εκτεταμένη αυθαίρετη περιφέρεια, παρουσιάζοντάς την σαν μια ασαφή επιφάνεια πρασίνου (Cuyvers, 2004), και απέκρυψε την ανομοιογένεια του χτισμένου περιβάλλοντος, που είναι έκδηλη ακόμα και στο κέντρο της πόλης. Τέταρτον και ιδιαίτερα σημαντικό, η πύκνωση του κέντρου που πρότειναν οι Architecture Studio νομιμοποιούσε τις βλέψεις των εγχώριων κατασκευαστικών εταιρειών που πίεζαν να χτίσουν στις ελεύθερες επιφάνειες του κέντρου. Μέσω του «Γαλλικού Σχεδίου» οι επιχειρηματίες/κατασκευαστές που είχαν γη στο κέντρο αλλά δε μπορούσαν να την εκμεταλλευτούν λόγω απουσίας συγκεκριμένου ρυθμιστικού πλαισίου, ή και όσοι αποζημιώθηκαν με γη στο κέντρο μετά την κατεδάφιση των αυθαιρέτων, είχαν πλέον τη δυνατότητα να χτίσουν σε ελεύθερες, πράσινες επιφάνειες του κέντρου και να μεγιστοποιήσουν την εκμετάλλευση της γης, με πολυώροφους πύργους (Lubonja, 2007: συνέντευξη). Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι στην περίπτωση αυτή η αρχιτεκτονική χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο που, βασιζόμενο σε ένα θετικιστικό χωρικό ντετερμινισμό, συσκότισε τις γεωγραφίες της πόλης και νομιμοποίησε πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα.

5 Ανάλυση της στρατηγικής για την κατασκευή της εικόνας της πόλης Μετά την παρουσίαση των τεσσάρων σταδίων της κατασκευής της αστικής εικόνας στα Τίρανα, θα εξεταστεί συνολικά το περιεχόμενο της εικόνας που προώθησε ο Δήμος, ενώ θα γίνει η και προσπάθεια να συνδεθούν τα προγράμματα ανάπλασης με την ανάπτυξη της πόλης. Μεταξύ άλλων τρεις ερμηνείες της εικόνας αυτής αναλύονται εδώ: η αστική εικόνα ως αισθητική σύλληψη, ως πρόσληψη της Δυτικής πόλης και ως χωρική έκφραση της πολιτικής εξουσίας. 5.1 Η αισθητικοποίηση της πόλης ως οδηγός για την κατασκευή της εικόνας της Η επιμονή στο μεταμορφωμένο μέσω της τέχνης και της αρχιτεκτονικής χτισμένο περιβάλλον είναι ενδεικτική της τάσης του Δήμου να αισθητικοποιεί την πόλη. Η σημαντική δουλειά της Zukin (1995) σχετικά με τις κουλτούρες των πόλεων υπογραμμίζει τη σημασία της τέχνης στην πόλη, ήδη από τη δεκαετία του 1990, για τη δημιουργία τοπικής ταυτότητας. Από παρόμοια θέση η Deutsche (1996) ισχυρίζεται ότι η έμφαση στην τέχνη και την αρχιτεκτονική στα έργα αστικής ανάπλασης συχνά υπονοεί μια ουδετεροποίηση τόσο της τέχνης όσο και των πολιτικών για το χώρο. Αν και η τέχνη παρουσιάζεται σαν να αναφέρεται στο κοινό

7. Η πρώτη φάση του νέου Ρυθμιστικού Σχεδίου των Τιράνων, που συντάχθηκε από το Δήμο σε συνεργασία με Ελβετούς πολεοδόμους, δημοσιοποιήθηκε στα τέλη του 2008, πέντε χρόνια μετά το «Γαλλικό Σχέδιο». Ως μη θεσμοθετημένο ακόμη κείμενο, δεν εξετάζεται στην παρούσα εργασία.

24

002:Layout 1

25

10/29/10

7:45 PM

Page 25

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

καλό, συχνά νομιμοποιεί την ανομοιογενή ανάπτυξη και τις κοινωνικές ανισότητες. Σε παρόμοια θέση καταλήγει και ο Miles (1998) στην ανάλυσή του για πολιτικές ανάπλασης στη Βρετανία τις δεκαετίες του 1980 και 1990, αποδεικνύοντας τον παραπλανητικό ρόλο της δημόσιας τέχνης και εντοπίζοντας τους δεσμούς μεταξύ τέχνης, κεφαλαίου και κοινωνικού αποκλεισμού. Συνεπώς γίνεται κατανοητό ότι η αλλαγή στο χτισμένο περιβάλλον δεν είναι ποτέ ουδέτερη ή αφαιρετική, αλλά έχει πολλαπλές πολιτικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Στα Τίρανα, ο Έντι Ράμα έχει πολύ συχνά αναφερθεί στη σημασία των εικόνων για την επίλυση προβλημάτων τόσο σοβαρών όσο η φτώχεια: «Η φτώχεια θα πρέπει να λυθεί όχι μόνο με την ποσότητα του ψωμιού που μοιράζεται στον κόσμο, αλλά και με την ποιότητα των εικόνων που τους δίνεις» (Rama, 2004α: 16). Η δήλωση του δημάρχου ότι για αυτόν η πολιτική είναι «τέχνη στην αγνή της μορφή» υπονοεί μια αισθητική προσέγγιση στην πόλη, που είναι επαναλαμβανόμενα έκδηλη σε όλα τα προγράμματα του Δήμου. Στο πρόγραμμα του χρωματισμού των όψεων, ο Έντι Ράμα χρησιμοποίησε το χτισμένο περιβάλλον κυριολεκτικά ως λευκό καμβά. Στον καθαρισμό των αυθαιρέτων στον ποταμό Λάνα, τα αυθαίρετα παρουσιάστηκαν ως επιζήμια για την εικόνα της πόλης, παρά ως κοινωνικοοικονομικά προϊόντα. Στο «Γαλλικό Σχέδιο» η πύκνωση και καθ’ ύψος ανάπτυξη του κέντρου προωθήθηκαν ως καινοτόμα και ευφάνταστα αστικά οράματα, στερούμενα από τα κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά τους νοήματα. Μάλιστα χαρακτηριστική ήταν η απάντηση του Δημάρχου σχετικά με τις ισορροπίες μεταξύ ιδιωτικού συμφέροντος και δημόσιου οφέλους, με αισθητικούς όρους: «Λέμε στους μεγάλους κατασκευαστές ότι δε θα ανεχτούμε άλλο το όποιο αρχιτεκτονικό έργο δεν προσθέτει ποιότητα στην πόλη» (Rama, 2004α: 14). Όπως γίνεται αντιληπτό, στα Τίρανα ο συχνά εμφανιζόμενος ως παιδαγωγικός ρόλος του Δήμου ήταν κατά πολύ εστιασμένος στην υλικότητα του χτισμένου περιβάλλοντος. Ήταν με άλλα λόγια η αλλαγή στο περιβάλλον της πόλης –ως καθαρισμένος δημόσιος χώρος, έντονα χρωματισμένη όψη ή ως χτισμένος εμπορικός πύργος- που θα άλλαζε την καθημερινή, δημόσια συμπεριφορά των πολιτών, ή θα τους έκανε αισιόδοξους ή περήφανους (Greca, 2007: συνέντευξη). Έτσι η στρατηγική κατασκευής της αστικής εικόνας στα Τίρανα μπορεί να γίνει κατανοητή ως μια αισθητική προσέγγιση, αρκετά μακριά από κάθε κοινωνικό και χωρικό προβληματισμό. 5.2 Η Δύση ως οδηγός για την κατασκευή της εικόνας της πόλης Μια δεύτερη ερμηνεία του περιεχομένου της αστικής εικόνας στη στρατηγική του Δήμου είναι το φαντασιακό μιας Δυτικής εικόνας. Σύμφωνα με τον Lubonja (2002: 101), στην μετα-σοσιαλιστική περίοδο η Δύση έγινε «ο ισχυρότερος μοχλός για τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας και μιας νέας έμπνευσης». Τι σημαίνει όμως η Δύση στην μετα-σοσιαλιστική Αλβανία; Σύμφωνα με τον Mai (2002) η Δύση έγινε αρχικά κατανοητή κυρίως ως ένας κόσμος υψηλότερου επιπέδου πλούτου παρά ως ένας κόσμος δημοκρατικών θεσμών. Αυτή η προσανατολισμένη προς την κατανάλωση πρόσληψη προήλθε αρχικά από τον αμερικανικό κινηματογράφο και κυρίως από την ιταλική τηλεόραση ήδη από τη δεκαετία του 1980 (Mai, 2003). Η έρευνα του Lubonja (2004) σχετικά με τον ιστορικό μετασχηματισμό της πρόσληψης της Δύσης στην Αλβανία εντόπισε δύο κομβικής σημασίας σημεία. Το πρώτο ήταν η θετική πρόσληψη της Δύσης, που προήλθε

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 26

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

από την αντικαθεστωτική δυσαρέσκεια της δεκαετίας του 1960, και το δεύτερο μια κριτική θέση, που προήλθε από τη μετα-σοσιαλιστική απογοήτευση της δεκαετίας του 1990. Αυτή η αντιφατική πρόσληψη της Δύσης συνδέεται επιπλέον και με την έννοια του «Balkanism» όπως την αναλύει η Todorova (1997), ως ένα λόγο για μια εγγενή αντίφαση στις προσλήψεις της Δύσης για τα Βαλκάνια και αντίστροφα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σε όλη τη διάρκεια του εικοστού αιώνα είναι στην περίπτωση αυτή η αμφίσημη πρόσληψη της Ιταλίας στην Αλβανία ως «ταυτόχρονα εχθρικού εισβολέα αλλά και φορέα δυτικότητας» (Mai, 2003: 78). Η αντιφατική στάση προς τη Δύση ήταν διαρκώς παρούσα στους λόγους και τα προγράμματα του Δήμου. Στην ανάπλαση του ιστορικού κέντρου, ο Δήμαρχος από τη μια αναφερόταν με θαυμασμό στην ευρωπαϊκή αίγλη και το μεγαλείο του Βουλεβάρτου και του ιστορικού κέντρου (Rama, 2004α) και, από την άλλη, παρουσίαζε το κέντρο ως προϊόν της εξάρτησης του Βασιλιά Ζώγου από την αποικιακή και φασιστική Ιταλία (Rama, 2003γ). Ο λόγος του Δήμου που προωθούσε την κατεδάφιση των αυθαιρέτων στο κέντρο μιλούσε για τα Τίρανα –χωρίς τα αυθαίρετα- ως μια «σπουδαία ευρωπαϊκή πόλη» (Mici, 2006: 84). Την ίδια περίοδο ο Δήμαρχος ισχυριζόταν ότι η αυθαίρετη περιφέρεια των Τιράνων ήταν προτιμότερο μέρος για να ζει κανείς από μια αποστειρωμένη Σουηδική πόλη (Rama, 2003γ). Στο πρόγραμμα του χρωματισμού των όψεων, ο Έντι Ράμα περήφανα αναφερόταν στην έκπληξη του Γάλλου επιβλέποντα σχετικά με τα έντονα χρώματα και σχήματα ως επιλογές ξένες προς τα δυτικά πρότυπα και πρακτικές (Rama, 2004α). Τέλος ο διαγωνισμός για το master plan του κέντρου, υπό τον αυτοαναφορικό τίτλο «Τίρανα: Μια νέα Ευρωπαϊκή πρωτεύουσα» εξέφρασε περαιτέρω την αντιφατικότητα του προγράμματος. Από τη μια ο δήμαρχος επέμενε να σχεδιαστεί το master plan από ξένους ειδικούς (Rama, 2003γ) και το παρουσίαζε ως φιλοδοξία των Τιράνων να «γίνουν κομμάτι της Ευρώπης... και... μια μικρή Νέα Υόρκη» (Rama, 2003: 265). Από την άλλη –και πολύ συχνά ακόμα και μέσα στο ίδιο κείμενο-, ισχυριζόταν ότι κανείς δε μπορούσε να κατανοήσει την αλβανική κοινωνία και ότι καμία εξωτερική συμβολή δε θα ήταν χρήσιμη για την ανάπτυξη της πόλης (Rama, 2003). Όπως γίνεται αντιληπτό ο λόγος για τη Δύση, μέσω της αντιφατικότητάς του, συντελούσε στην προβολή διαφορετικών και ετερόκλιτων εικόνων για την πόλη. Η Δύση –ως ένας αφαιρετικός ιδεολογικός και πολιτιστικός κόσμος– κατείχε κεντρικό ρόλο στον πολιτικό λόγο, πότε νομιμοποιώντας πολιτικές επιλογές και πότε αποκλείοντας άλλες και εντέλει χειραγωγώντας την κοινή γνώμη.

5.3 Η πολιτική εξουσία ως οδηγός για την κατασκευή της εικόνας της πόλης Μια τρίτη ερμηνεία της εικόνας της πόλης είναι η χωρική έκφραση της πολιτικής εξουσίας. Με δεδομένη τη σημασία του συμβολικού επιπέδου της πολιτικής στη σύγχρονη αστική διακυβέρνηση (Borja και Castells, 1997), η παρούσα μελέτη αναζητά αυτούς που είχαν το μεγαλύτερο πολιτικό όφελος από τα νέα σύμβολαεικόνες των Τιράνων. Στη μετα-σοσιαλιστική περίοδο, ο δήμαρχος περιέγραψε την ιστορική εξέλιξη του κέντρου ως ένα «ερωτικό σημειωματάριο» μεταξύ του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου και των Ιταλών αλλά και μεταξύ του Ενβέρ Χότζα και των Σοβιετικών ή των Κινέζων, για να καταλήξει ότι «τώρα ήρθε η ώρα να στήσουμε ένα σχέδιο που θα εκφράζει τη δική μας φιλοδοξία...» (Rama, 2003γ: 265). Ποι-

26

002:Layout 1

27

10/29/10

7:45 PM

Page 27

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

ανού λοιπόν πολιτική φιλοδοξία εκφράζεται στο χτισμένο περιβάλλον και με ποιους τρόπους; Και τελικά (πόσο περισσότερο) αντιπροσωπεύει ο Έντι Ράμα την αλβανική κοινωνία σε σχέση με τον Αχμέτ Ζώγου ή τον Ενβέρ Χότζα; Ο πολιτικός συμβολισμός ήταν συνεχώς εμφανής στα προγράμματα ανάπλασης του Δήμου. Ο ίδιος ο δήμαρχος εξήγησε την αποστολή του σε ένα αυτοψυχαναλυτικό ξέσπασμα: «και για να είμαι ειλικρινής ίσως είναι και μια εκπλήρωση του εγώ μου […] για μένα τα Τίρανα είναι ένας καθρέφτης, μια αυτοεπιβεβαίωση, μια επιβεβαίωση του οράματός μου, ή πείτε το της θέλησής μου, ή του είναι μου. Είναι κάτι που έρχεται από πολύ μακριά, σαν πεπρωμένο» (Kramer, 2005: 10-11). Ο λόγος που υποστήριζε την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου έδειχνε όντως τον Έντι Ράμα ως συνεχιστή της ευρωπαϊκής κληρονομιάς του βασιλιά Ζώγου. Το πρόγραμμα του χρωματισμού των όψεων εντύπωσε την καλλιτεχνική υπογραφή του πάνω στην σοσιαλιστική πόλη. Ο καθαρισμός του ποταμού Λάνα και των αυθαιρέτων κτισμάτων εξέφρασε την πολιτική του βούληση. Πάνω από όλα το «Γαλλικό Σχέδιο» έκανε με προφανή τρόπο ορατή στο χώρο την πολιτική εξουσία, ακολουθώντας την παράδοση των μεγαλεπίβολων σχεδιασμών του 20ού αιώνα και προτείνοντας ουσιαστικά ένα νέο κέντρο πάνω στο παλιό. Αξίζει να σημειωθεί ότι η μνημειακή αρχιτεκτονική κατέχει ιστορικά κεντρική θέση στο να εκφράζει την πολιτική ηγεμονία (Broudehoux, 2004), κατεξοχήν μάλιστα σε αυταρχικά καθεστώτα, από τον Ναπολέοντα ΙΙΙ μέχρι τον Στάλιν. Ο ύμνος του δημάρχου για τους πύργους του «Γαλλικού Σχεδίου»: «Οι Πάπες έστηναν οβελίσκους. Αυτοί οι πύργοι θα είναι οι οβελίσκοι μας» (Kramer, 2005: 9) είναι ενδεικτικός της θέλησή του να εκφράσει την εξουσία του στο χώρο. Επιπλέον, η κατασκευή της αστικής εικόνας είχε κεντρική θέση στην προβολή του δημάρχου στην Αλβανία και διεθνώς. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα τρία πρώτα στάδια που αποτέλεσαν το πρόγραμμα «Επιστροφή στην Ταυτότητα» φωτογραφήθηκαν με προσοχή πριν και μετά τις παρεμβάσεις, με παρόμοιο τρόπο που και ο βαρόνος Haussmann φωτογράφιζε τα στενά δρομάκια του Παρισιού πριν τα κατεδαφίσει. Οι φωτογραφίες αυτές έγιναν ο βασικός άξονας πάνω στον οποίο αρθρώθηκε η διαφημιστική καμπάνια του Έντι Ράμα και οι παρουσιάσεις του σε διεθνή συνέδρια και στον Τύπο. Το όφελος του Δημάρχου ήταν στην προκειμένη περίπτωση διπλό. Πρώτον η αυξανόμενη δημοτικότητά του στην Αλβανία οδήγησε στη θριαμβευτική επανεκλογή του στη δημαρχία το 2003 και το 2007, ενώ το 2006 εκλέχτηκε και πρόεδρος του Σοσιαλιστικού Κόμματος – του μεγαλύτερου αντιπολιτευτικού κόμματος. Δεύτερον, ο Έντι Ράμα έγινε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα δέκτης αξιοσημείωτης προβολής και ταυτόχρονης αποδοχής στα διεθνή μέσα. Αν και κάποιες φορές του χρέωναν έλλειμμα δημοκρατικής νοοτροπίας και «παπική συμπεριφορά» (Kramer, 2005: 9), ο «Clark Kent της Αλβανίας» (Winner, 2006) παρέλαβε το βραβείο για την εξάλειψη της φτώχειας από τον ΟΗΕ το 2002 και το παγκόσμιο βραβείο δημάρχου το 2004. Παράλληλα, συνεντεύξεις και αφιερώματα για τον ίδιο και για τις αναπλάσεις των Τιράνων –τα περισσότερα από αυτά θετικά έως ενθουσιώδη– έχουν εμφανιστεί στο διεθνή Τύπο και στα μέσα και πολύ συχνά και στην Ελλάδα (ενδεικτικά: Howden, 2002· Arie, 2003· Rowland, 2004· Woodard, 2005· Μυρτσιώτη, 2008). Κατά συνέπεια η κατασκευή της αστικής εικόνας στα Τίρανα εξέφρασε την πολιτική εξουσία στο χώρο. Ικανοποίησε στα επιμέρους της στάδια και ως σύνολο τις φιλοδοξίες του Δημάρχου και εξέφρασε την αποφασιστικότητά του να συνδέ-

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 28

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

σει το όνομά του με την πόλη. Επιπλέον οι αστικές αναπλάσεις μεταφράστηκαν σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικό κεφάλαιο για το δήμαρχο και συνέβαλαν καθοριστικά στην προσωπική του προβολή σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.

5.4 Οι ευρύτερες χωρικές επιπτώσεις των αστικών αναπλάσεων Μετά την ανάλυση των στρατηγικων του Δήμου, η παρούσα εργασία ενδιαφέρεται να εξετάσει τις ευρύτερες επιπτώσεις των αστικών αναπλάσεων και να τις συνδέσει με την ανάπτυξη και τους μετασχηματισμούς της πόλης. Μια αρχική υπόθεση της έρευνας αναζήτησε τον συχνά αναφερόμενο δεσμό μεταξύ αστικών αναπλάσεων και φαινόμενων εξευγενισμού (gentrification) (Atkinson και Bridge, 2005). Όμως ούτε η έρευνα πεδίου, ούτε οι συνεντεύξεις, ούτε η βιβλιογραφία μπόρεσαν να τεκμηριώσουν την υπόθεση αυτή (Shutina, 2007: συνέντευξη). Για παράδειγμα, η αύξηση της αξίας των κατοικιών όπου εφαρμόσθηκε το πρόγραμμα χρωματισμού των όψεων δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως περίπτωση εξευγενισμού, καθώς οι πολυκατοικίες αυτές βρίσκονταν πάντα πάνω στους πιο κεντρικούς εμπορικούς άξονες (Greca, 2007: συνέντευξη). Η παρατήρηση αυτή συμφωνεί εξάλλου με το επιχείρημα ότι ο εξευγενισμός –όσον αφορά την κατοικία– δεν είναι από τις σημαντικότερες χωρο-κοινωνικές τάσεις στον μετα-σοσιαλιστικό κόσμο (Sykora, 2005). Η αστική ανάπτυξη των Τιράνων, παρουσιάζει τουλάχιστον τρεις επιπλέον ομοιότητες με άλλες μετα-σοσιαλιστικές πόλεις. Μία σημαντική αλλαγή που συναντάται μεταξύ άλλων και στα Τίρανα είναι η εμπορευματοποίηση του κέντρου, είτε με την αντικατάσταση κατοικίας από εμπόριο –κατεξοχήν στα ισόγεια των σοσιαλιστικών πολυκατοικιών– είτε με την κατασκευή νέων κτιρίων με εμπορικές χρήσεις. Μια ακόμα ομοιότητα είναι η επιμονή των υψηλών οικονομικών και κοινωνικών στρωμάτων σε περιοχές του κέντρου (Sykora, 2005).8 Τέλος μια ακόμα ομοιότητα είναι ο καταλυτικός ρόλος του κατασκευαστικού τομέα στην εθνική οικονομία από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Στην Αλβανία, το ποσοστό του κατασκευαστικού τομέα στο εθνικό ΑΕΠ τριπλασιάστηκε από το 1996 μέχρι το 2006 (Marle, 2006), ενώ τα Τίρανα φιλοξενούν τη μεγάλη πλειοψηφία των κατασκευαστικών εταιρειών (Mici, 2006). Η οικοδομική έκρηξη, που χαρακτηρίζει τα Τίρανα από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2008, βασίστηκε σε κεφάλαια από την εξωτερική μετανάστευση, από ξέπλυμα χρήματος και από τις πυραμίδες (Lubonja, 2007: συνέντευξη) και έχει παρουσιαστεί συχνά ως ένδειξη του δυναμισμού και της οικονομικής ανάπτυξης της πόλης. Πώς όμως συνδέεται το φαινόμενο αυτό με τις στρατηγικές του Δήμου; Στη διαδικασία προσέλκυσης κεφαλαίων τα προγράμματα αναπλάσεων του Δήμου είχαν κεντρική θέση. Ξένοι ανταποκριτές (Sluis και Wassenberg, 2003) μίλησαν με ενθουσιασμό για μια «αυθεντική μεταμόρφωση» που ακολούθησε το πρόγραμμα «Επιστροφή στην Ταυτότητα»: «Από το 2000 και μετά, ένα τεράστιο κύμα επενδύσεων οδήγησε στη νόμιμη κατασκευή ενός πλήθους κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Ακριβά κτίρια διαμερισμάτων, γραφεία, και χώροι αναψυχής ξεπηδούν παντού» (Sluis και Wassenberg, 2003: 19). Το 2006, το Γραφείο Οικονομικής Ανάπτυξης των Τιράνων προωθούσε την πόλη σε διεθνή έντυπα ως ιδανική για επενδυτές που αναζητούσαν νέα τοποθεσία για τις επιχειρήσεις τους λόγω «αξιοσημείωτων δομικών αλλαγών» (Mici, 2006: 83). Το «Γαλλικό Σχέδιο» λει-

8. Στα Τίρανα το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στην γειτονιά Blloku, την περιοχή δηλαδή που έμεναν οι Ιταλοί αξιωματούχοι αλλά και αργότερα η κομουνιστική νομενκλατούρα (Lubonja, 2006).

28

002:Layout 1

29

10/29/10

7:45 PM

Page 29

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

τούργησε ως κομβικό εργαλείο για το μάρκετινγκ της πόλης, ακριβώς επειδή θα προσέφερε μελλοντικά εκτεταμένους χώρους προς αξιοποίηση στο κέντρο της πόλης για επενδυτές και εταιρείες. Όμως τα προγράμματα του Δήμου δεν ήταν μόνο ένα ανοικτό συμβόλαιο με τους ξένους επενδυτές. Λειτούργησαν και ως πολιτικοοικονομικό συμβόλαιο μεταξύ του Δήμου και του τοπικού κατασκευαστικού τομέα. Η βιβλιογραφία και οι συνεντεύξεις επιμένουν στους ισχυρούς δεσμούς μεταξύ της οικοδομικής βιομηχανίας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και των πολιτικών αρχών (Kramer, 2005· Winner, 2006· Lubonja, 2007). Όλες οι πηγές συμφωνούν στο ότι οι επιχειρηματίες/κατασκευαστές ελέγχουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και επηρεάζουν άμεσα τις πολιτικές εξελίξεις. Και αντίστροφα, οι πολιτικοί επιδιώκουν καλές σχέσεις με τους επιχειρηματίες/κατασκευαστές για να εξασφαλίσουν την υποστήριξη από τα ΜΜΕ. Πολλοί μάλιστα αναλυτές ισχυρίζονται ότι πρακτικές και συσχετισμοί της σοσιαλιστικής περιόδου επιβιώνουν κατά κάποιο τρόπο και στη μετα-σοσιαλιστικό περίοδο (Lubonja, 2007: συνέντευξη). Όπως το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα συγκέντρωνε την πολιτική εξουσία, την οικονομική εξουσία και την εξουσία των μέσων επικοινωνίας –μέσω της προπαγάνδας– η μετα-σοσιαλιστική πολιτική εξουσία στο Δήμο των Τιράνων ακολούθησε παρόμοιους τρόπους διατηρώντας στενούς δεσμούς με τις κατασκευαστικές εταιρείες και τα ΜΜΕ (Kramer, 2005· Winner, 2006). Οι διαπλοκές μεταξύ κατασκευαστικού τομέα και πολιτικής εξουσίας προσφέρουν πολύ χρήσιμες οπτικές στις αναπλάσεις και ιδιαίτερα στο «Γαλλικό Σχέδιο», το οποίο φαίνεται ότι ταίριαζε σε αξιοσημείωτο βαθμό με την οικοδομική έκρηξη στα Τίρανα και τις προσπάθειες του Δήμου να προσελκύσει ξένο κεφάλαιο. Από την οπτική αυτή, οι αστικές αναπλάσεις στα Τίρανα μπορούν να γίνουν κατανοητές ως ένα spatial fix (Harvey, 1985), μια συνθήκη δηλαδή αναδιοργάνωσης του χώρου με στόχο την υπέρβαση μιας κρίσης σε ένα καπιταλιστικό πλαίσιο, που ενθαρρύνει με άμεσους ή έμμεσους τρόπους τις ιδιωτικές επενδύσεις σε εθνικό και διεθνές επίπεδο και διευκολύνει την οικοδομική έκρηξη, την εμπορευματοποίηση και την καθ’ ύψος ανάπτυξη του κέντρου της πόλης.

6 Συμπεράσματα Η παρούσα μελέτη ανέλυσε την κατασκευή της αστικής εικόνας στα Τίρανα, επί της δημαρχίας του Έντι Ράμα, συμβάλλοντας στην μέχρι τώρα περιορισμένη – στο πλαίσιο του αναπτυσσόμενου και μετα-σοσιαλιστικού κόσμου– έρευνα. Αν και η κατασκευή της αστικής εικόνας έχει συνδεθεί με τον αναπτυγμένο κόσμο, γίνεται εμφανές ότι όχι μόνο συναντάται και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά και εγείρει κρίσιμα ζητήματα πολιτικών και οικονομικών προτεραιοτήτων λόγω των περιορισμένων πόρων. Αξίζει να τονιστεί εξάλλου ότι η Αλβανία είναι ακόμα μια από τις φτωχότερες χώρες στην Ευρώπη, με ραγδαία αυξανόμενη κοινωνική πόλωση, ανεξέλεγκτη εσωτερική μετανάστευση, φτώχεια, ανεργία, βασικές ελλείψεις περίθαλψης, εκπαιδευτικές ανισότητες, αυξανόμενες ανάγκες στέγασης και σημαντικά εθνικά, πολιτικά, κοινωνικά, θρησκευτικά και πολιτιστικά ζητήματα, που αποτελούν πιθανούς παράγοντες αποσταθεροποίησης. Ειδικότερα, τα Τίρανα υπολείπονται ακόμα βασικών υποδομών και δικτύων –κυρίως δρόμους, ύδρευση, αποχέτευση και ηλεκτρικό– ενώ οι υπάρχουσες υποδομές αδυνατούν

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 30

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

να καλύψουν τις ήδη αυξημένες ανάγκες της πόλης και ιδιαίτερα της εκτεταμένης, αυθαίρετης και νεόδμητης περιφέρειας. Στα Τίρανα, η στρατηγική του Δήμου ήταν πρωτοβουλία του δημάρχουζωγράφου Έντι Ράμα και περιλάμβανε την ανάπλαση του ιστορικού κέντρου, την κατεδάφιση αυθαιρέτων κτισμάτων και την αποκατάσταση του πρασίνου σε δημόσιους χώρους, το χρωματισμό των όψεων κάποιων σοσιαλιστικών πολυκατοικιών και το νέο master plan του κέντρου, το «Γαλλικό Σχέδιο». Η στρατηγική αυτή βασίστηκε σε ένα λόγο διάσωσης, επαναδιεκδίκησης και εκσυγχρονισμού των Τιράνων μετά από μια χαοτική, μεταβατική αστική ανάπτυξη. Η έρευνα συμπεραίνει ότι η στρατηγική του Δήμου κατεξοχήν ωφέλησε τις προσωπικές φιλοδοξίες του δημάρχου, ο οποίος μέσα από μια ιδιαίτερα συγκεντρωτική διαδικασία νομιμοποίησε τις επιλογές του ή έκανε ορατή τη θέλησή του ή απλά την αισθητική του στο χώρο. Εδώ εντοπίζονται κάποιες όχι και τόσο κρυμμένες ομοιότητες με τους εκσυγχρονισμούς που επεδίωξαν στο παρελθόν το αποικιακό, το φασιστικό και το σοσιαλιστικό καθεστώς. Με ανάλογους τρόπους που το όραμα του βασιλιά Αχμέτ Ζώγου αναφερόταν την ιταλική αποικιοκρατία και το όραμα του Ενβέρ Χότζα στις σοβιετικές ή κινεζικές επιταγές, το όραμα του Έντι Ράμα αναφέρεται είτε σε ένα αντιφατικό δυτικό φαντασιακό είτε σε έναν αφαιρετικό αισθητισμό. Αντίστοιχα, είναι έκδηλο ότι όπως ο μεσοπολεμικός και ο σοσιαλιστικός εκσυγχρονισμός, έτσι και ο μετα-σοσιαλιστικός εκσυγχρονισμός έχει και ιδιαίτερα σημαντικές θετικές όψεις για την πόλη των Τιράνων. Βέβαια, το γεγονός ότι τα προγράμματα του Δήμου είναι τόσο εξαρτημένα από την έντονα αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του δημάρχου φαίνεται ότι μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για την όποια συνέχειά τους, στη μετα-Ράμα περίοδο. Μέχρι σήμερα, οι αναπλάσεις έχουν μεταφραστεί σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικό κεφάλαιο για το δήμαρχο και έχουν συμβάλει καθοριστικά στην προσωπική προβολή του σε τοπικό και διεθνές επίπεδο. Ταυτόχρονα, μέσω ενός εκσυγχρονιστικού λόγου, ο Δήμος έχει νομιμοποιήσει την εμπλοκή του ιδιωτικού τομέα στην πολιτική σφαίρα, έχει ουδετεροποιήσει την μεγάλης κλίμακας αστική ανάπτυξη και έχει διευκολύνει την ανοικοδόμηση σε ελεύθερες επιφάνειες πρασίνου. Οι αναπλάσεις λοιπόν έχουν συμβάλει καταλυτικά στη μετα-σοσιαλιστική αναδόμηση και έχουν θέσει τις βάσεις για την διεθνή προώθηση της πόλης. Πριν το τέλος, αξίζει να τονιστεί ότι η κατασκευή της αστικής εικόνας στα Τίρανα είναι ένα πρόγραμμα σε εξέλιξη. Ο πρόσφατος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για την πλατεία Σκεντέρμπεη (2008), ο νέος διαγωνισμός για την πλατεία Μητέρας Τερέζας (2009), και κυρίως το νέο Ρυθμιστικό Σχέδιο των Τιράνων, τα προσχέδια του οποίου δημοσιοποιήθηκαν στα τέλη του 2008, επιβεβαιώνουν σήμερα το ρόλο των Τιράνων ως μια περίπτωση δυναμικών χωρικών μεταλλαγών και πολεοδομικών σχεδιασμών και εφαρμογών. Η εντυπωσιακή μετα-σοσιαλιστική ανάπτυξη της πόλης στην πρώτη φάση της μετάβασης και η μετέπειτα έντονη παρέμβαση του Δήμου την τελευταία δεκαετία προσφέρουν ιδιαίτερα χρήσιμες οπτικές σε μια σειρά ζητημάτων που σχετίζονται με τον αστικό χώρο σε παγκόσμια κλίμακα. Έχοντας στο νου ότι τα αστικά οράματα δεν στερούνται ποτέ κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών συνιστωσών, η παρούσα εργασία προτείνει περαιτέρω έρευνα της περίπτωσης των Τιράνων, η οποία μπορεί να συμβάλει σε μια κριτική κατανόηση της σύγχρονης πόλης και των γενικότερων αστικών μετασχηματισμών.

30

002:Layout 1

31

10/29/10

7:45 PM

Page 31

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 10-32

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Acioli, C. (2003), «The Televised Debate of Key Conference Participants with Mr. Edi Rama», στο Aliaj, B. (επιμ.), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003. Τίρανα: Co-Plan Publications. Aliaj, B., Lulo, K. και Myftiu, G. (2003), Tirana; the Challenge of Urban Development, Τίρανα: Cettis. Aliaj, B. (επιμ.) (2003), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίρανα: Co-Plan Publications. Aliaj, B. (2003), «Enemies or Partners? The Challenge of Participatory Urban Governance», στο Aliaj, B. (επιμ), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίρανα: Co-Plan Publications. Aγγελίδης, Δ. (2003), «Έντι Ράμα», Έψιλον 658: 126-134. Arie, S. (2003), «Regeneration Man», The Guardian, 22.10.2003. [http://www.guardian.co.uk/elsewhere/journalist/story/0,7792,1068527,00.html / τελευταία επίσκεψη: 15.05.2007]. Ashworth, G. και Voogd, H. (1990), Selling the City: Marketing approaches in public sector urban planning, Belhaven. Atkinson, R. και Bridge, G. (επιμ.) (2005), Gentrification in a Global Context. The new urban colonialism, Λονδίνο: Routledge. Borja, J. και Castells, M. (1997), Local and Global. The Management of Cities in the Information Age, Λονδίνο: Earthscan Publications. Broudehoux, A. (2004), The making and selling of Post-Mao Beijing, Λονδίνο: Routledge. Conforti, C. (1990), «Armando Brasini’s Architecture at Tripoli», Environmental Design: Journal of the Islamic Environmental Design Research Centre: 46-55. Cuyvers, W. (2004), «Tirana-Mercedes, houses and rubbish», Archis 4: 39-43. Deutsche, R. (1996), Evictions; Art and Spatial Politics. Κέμπριτζ/Μασαχουσέτη/Λονδίνο: MIT Press. Hammond, A. (επιμ.) (2004), The Balkans and the West, Άλντερσοτ: Ashgate. Harvey, D. (1985), Consciousness and the Urban Experience, Οξφόρδη: Blackwell. Harvey, D. (1989), «From Managerialism to Entrepreneurialism: The Transformation in Urban Governance in Late Capitalism», Geografiska Annaler 71 B (1): 3-17. Hoffman, L. και Musil, J. (1999), «Culture meets commerce tourism in postcommunist Prague», στο Judd, D. και Fainstein, S. (επιμ.), The Tourist City, Yale University Press. Howden, D. (2002), «The mayor transforming Tirana», BBC NEWS world edition, 27.6.2002. [http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/2069799.stm / τελευταία επίσκεψη 15.05.2007] Huyssen, A. (2003), Present Pasts: Urban Palimpsest and the Politics of Memory, Στάνφορντ: Stanford University Press. Jones, G. και Bromley, R. (1996), «The relationship between urban conservation programmes and property renovation: evidence from Quito, Ecuador», Cities 13 (6): 373-385. Knox, P. και Taylor, P. (επιμ.) (1995), World Cities in a World System, Κέμπριτζ: Cambridge University Press. Kotler, P. (1983), Marketing for Nonprofit Organization, Englewood Cliffs, NJ: Prentice-Hall. Kramer, J. (2005), «Painting the Town (Edi Rama-Biography)», The New Yorker, 27.6.2005. [http://www.accessmylibrary.com/coms2/summary_0286-13729258_ITM/ τελευταία επίσκεψη 13.07.2007]. Lovering, J. (1995), «Creating Discourses Rather than Jobs», στο Healey, P. κ.ά. (επιμ.), Managing Cities: The New Urban Context, John and Wiley & Sons: 109-126. Lubonja, F. (2002), «Between the Glory of a Virtual World and the Misery of a Real World», στο Schwanders-SIevers, S. και Fischer, B. (επιμ.), Albanian Identities. Myth and History, Λονδίνο: Hurst & Co: 91-103. Lubonja, F. (2004), «Albania after Isolation: The transformation of public perceptions of the West», στο Hammond, A. (επιμ.), The Balkans and the West. Aldershot: Ashgate: 127-135. Lubonja, F. (2006), «Das zweite Erwachen des Enver Hoxha», στο Raabe, K. και Sznajderman, M. (επιμ.), Last & Lost; Ein Atlas des verschwindenden Europas, Φρανγκφούρτη: Suhrkamp: 243-263. Mai, N. (2002), «Youth NGOs in Albania», στο Schwanders-SIevers, S. and Fischer, B. (επιμ.), Albanian Identities. Myth and History. Λονδίνο: Hurst & Co: 215-225.

002:Layout 1

10/29/10

7:45 PM

Page 32

ΛΟΥΚΑΣ ΤΡΙΑΝΤΗΣ

Mai, N. (2003) «The cultural construction of Italy in Albania and vice versa: migration dynamics, strategies of resistance and politics of mutual self-definition across colonialism and postcolonialism», Modern Italy 8 (1): 77-93. Marle, J. (επιμ.) (2006), Albania Business Guide, Τίρανα: Gazmend Haxhia. Miano, G. (1990), «Florestano di Fausto – from Rhodes to Libya, Environmental Design: Journal of the Islamic Environmental Design Research Centre: 56-71. Mici, S. (2006), «Doing business in Tirana», στο Marle, J. (επιμ.), Albania Business Guide, Τίρανα: Gazmend Haxhia: 80-88. Miles, M. (1998), «A game of appearance: public art and urban development– complicity or sustainability?», στο Hall, T. και Hubbard, P. (επιμ.), The Entrepreneurial City; geographies of politics, regime and representation, Σάσεξ: Wiley. Μυρτσιώτη, Γ. (2008), «Όταν κάποιος έχει πολιτική βούληση...», Καθημερινή, 02.02.2008. Paddison, R. (1993), «City Marketing, Image Reconstruction and Urban Regeneration», Urban Studies 30 (2): 339-350. Rama, E. (2003α), «Opening Session», στο Aliaj, B. (επιμ.), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίραμα: Co-Plan Publications: 54-57. Rama, E. (2003β), «The Televised Debate of Key Conference Participants with Mr. Edi Rama, Mayor of Tirana, TV Gjeli, Tirana Albania», στο Aliaj, B. (επιμ.), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίρανα: Co-Plan Publications: 241-259. Rama, E. (2003γ), «The Plenary Debate of Conference Participants with Mr. Edi Rama», στο Aliaj, B. (επιμ.), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίρανα: Co-Plan Publications: 260-279. Rama, E. (2004α), «A vision beyond Planning», συνέντευξη, στο Declerck, J., Merlort, B., Mimica, V., Ryan, M. και Tattara M. (επιμ.), Tirana Metropolis, Άμστερνταμ: The Berlage Institute: 10-17. Rama, E. (2004β), «Ματιές σε ένα ποτάμι χολής», [στα Ελληνικά και Αλβανικά], στο Natsios, M. και Tjevair, L. (επιμ.), Μια νέα χιλιετία Ελληνο-Αλβανικής φιλίας, Τίρανα: UEGEN: 35-37. Rama, E. (2007), Re-inventing the Wheel; when colours become politics, Presentation in the 3rd International Architecture Biennale Rotterdam, στο http://www.iabr.nl/page/PowerNotes _03/top/116 [τελευταία επίσκεψη 08.06.2007]. Rowland, J. (2004), «The mayor who brought colour to Albania», BBC NEWS, στο http://news.bbc.co.uk/2/hi/europe/3815985.stm [τελευταία επίσκεψη 19.02.2007]. Schwanders-Sievers, S. και Fischer, B.J. (επιμ.) (2002), Albanian Identities; Myth and History, Λονδίνο: Hurst & Co. Sluis, R. και Wassenberg, F. (2003), «Urban Development in Tirana; using the momentum and reordering the chaos», στο Aliaj, B. (επιμ.), Making Cities Work, official final publication of the International Conference of ENHR, Tirana-Albania, 26-28 May 2003, Τίρανα: Co-Plan Publications: 15-23. Sykora, L. (2005), «Gentrification in post-communist cities», στο Atkinson, R. και Bridge, G. (επιμ.), Gentrification in a Global Context. The new urban colonialism, Λονδίνο: Routledge: 90-105. Todorova, M. (1997), Imagining the Balkans, Οξφόρδη: Oxford University Press. Todorova, M. (επιμ.) (2004), Balkan Identity, Nation & Memory, Λονδίνο: Hurst & Co. Vickers, M. και Pettifer, J. (1997), Albania; From Anarchy to Balkan Identity, Λονδίνο: Hurst & Co. Vickers, M. και Pettifer, J. (2007), The Albanian Question; Reshaping the Balkans, Λονδίνο: I.B.Tauris. Winner, C. (2006), «Tirana gets Real», The American Online, στο: http://www.theamericanmag.com/ article.php?show_article_id=491 [τελευταία επίσκεψη: 29.07.2007]. Woodard, C. (2005), «Trendy Tirana? Mayor invigorates a backwater capital», The Christian Science Monitor, στο: http://www.csmonitor.com/2005/0323/ p01s03-woeu.html [τελευταία επίσκεψη 28.07.2007]. Χολέβας, Ν. (1994), Η αρχιτεκτονική του Μεσοπολέμου στα Βαλκάνια, Αθήνα: Φιλιππότη. Zukin, S. (1995), The cultures of cities, Οξφόρδη: Blackwell.

32

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 33

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

Ο ΧΩΡΟΣ ΩΣ ΣΧΕΣΗ: ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΛΑΙΣΙΟ ΕΡΕΥΝΑΣ Βασίλης Αυδίκος

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Χάρβεϊ (David Harvey) (1973, 2005) o χώρος μπορεί να νοηθεί ως απόλυτος, σχετικός και σχεσιακός. Κάθε μια από τις τρεις αυτές αντιλήψεις προκρίνει διαφορετικούς μεθοδολογικούς χειρισμούς και διαφορετικές λογικές για το χώρο. Το παρόν άρθρο ασχολείται ιδιαίτερα με τη σχεσιακή αντίληψη για το χώρο. Κάνοντας μερικές εννοιολογικές παραθέσεις για τον σχεσιακό χώρο, προσπαθούμε να τον οριοθετήσουμε θεωρητικά. Έπειτα, γίνεται μια προσπάθεια να προσεγγισθεί μεθοδολογικά καθώς και να οικοδομηθεί ένα πλαίσιο έρευνας μέσω του οποίου η συζήτηση για την πρακτική εφαρμογή της έννοιας του σχεσιακού χώρου μπορεί να ανοίξει. Γίνεται κατανοητό ότι ο σχεσιακός χώρος δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον άνθρωπο αλλά και μακριά από τις άλλες δύο αντιλήψεις για το χώρο.

Space as relation: methodological approaches and research framework Vassilis Avdikos ABSTRACT According to David Harvey space can be demarcated into the absolute, the relative and the relational space. Each one of these perspectives adopts different methodologies and logics about space. This paper deals especially with the relational perspective of space. After stating some conceptual frameworks about the relational space, it attempts to build a methodological approach and also to sketch a research framework where a practical discussion over relational space can be opened. The relational perspective of space cannot be conceived outside the “human” and away from the other two dimensions of it.

Πρόλογος ο άρθρο πραγματεύεται την έννοια του σχεσιακού χώρου και τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να μετουσιωθεί σε ερευνητικές μεθόδους και ερευνητικά πλαίσια έτσι ώστε να παράγει νόημα στις ερευνητικές αναζητήσεις. Αφετηρία για αυτή την ανάλυση θα αποτελέσουν κάποιες επιχειρηματολογίες για τις αντιλήψεις (απόλυτος-σχετικόςσχεσιακός) που υπάρχουν για το χώρο (Harvey 1973, 1996, 2005· Massey, 1994, 2005) και κυρίως για τη σχεσιακή αντίληψη αυτού. Αν και οι συζητήσεις περί σχεσιακού χώρου αναπτύχθηκαν από τον Ανρί Λεφέβρ (Henry Lefebvre) (1984) και πιο πρόσφατα αναλύθηκαν από τον Edward Soja (1989, 1996) και τους Healey και Graham (1999) και Saskia Sassen (2001), το παρόν άρθρο επιλέγει να ασχοληθεί κυρίως με το έργο του Ντέιβιντ Χάρβεϊ και της Doreen Massey. Ο σχεσιακός χώρος είναι ίσως η λιγότερο γνωστή διάσταση του χώρου στις κοινωνικές επιστήμες παρότι θεμελιώθηκε για πρώτη φορά το 1715-1716 μέσω της αλληλογραφίας1 μεταξύ του Λάιμπνιτς (Leibniz) και του Clarke (ενός ψευδωνύμου του Νεύτωνα). Αν και από τότε εκατοντάδες άρθρα έχουν γραφτεί για την σημασία της σχεσιακής αντίληψης του χώρου κυρίως σε τομείς όπως γεωγραφία, χωροταξία, φιλοσοφία, φυσική, αστρονομία, η σχεσιακή αντίληψη του χώρου ελάχιστα έχει επηρεάσει τις οικονομικές επιστήμες και κυρίως αυτό που καλείται στην

Τ

Βασίλης Αυδίκος, PhD, Τσιμισκή 45, 11473, Αθήνα, [email protected] 1. Σχεδόν ολόκληρη η αλληλογραφία μπορεί να βρεθεί στο http://www.bun.kyoto-u.ac.jp/~suchii/leibniz-clarke.html.

33

003:Layout 1

34

10/29/10

7:46 PM

Page 34

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

αγγλική mainstream economics, που καθοδηγούν σε μεγάλο βαθμό την παραγωγή οικονομικών και μη πολιτικών που ορίζουν την ζωή στον σύγχρονο καπιταλισμό. Η ουσία του παρόντος άρθρου δεν είναι να αποτελέσει μια πολεμική στον τρόπο που η κυρίαρχη οικονομολογική σκέψη ενεργεί. Τουναντίον, μέσα από αυτό το άρθρο θα επιχειρηθεί μια μικρή περιγραφή της απόλυτης, σχετικής και σχεσιακής διάστασης του χώρου, και ιδιαίτερα του πώς ο σχεσιακός χώρος θεμελιώνεται οντολογικά στην ανθρωπογεωγραφία αλλά και του τρόπου με τον οποίο οι τρεις αυτές αντιλήψεις δύνανται διαλεκτικά να παράγουν νόημα στις αναζητήσεις ερευνητών. Ο σχεσιακός χώρος, αντίθετα με τη μηχανιστική εκδοχή του απόλυτου και σχετικού, προτάσσει ότι η ταυτόχρονη συνύπαρξη ατόμων με κατεξοχήν διαφορετικές τροχιές (αντιλήψεις, βιώματα, ιδεολογίες, συμφέροντα κ.λπ.) δημιουργεί χώρους μοναδικούς που δεν δύνανται να συγκριθούν ούτε να ακινητοποιηθούν βάσει σταθερών, δηλαδή βάσει θετικιστικών υπολογισμών. Δεν υπάρχει πλέον ο χώρος, υπάρχουν μόνο διαφορετικοί χώροι και μέσα σε αυτούς πολλαπλές πραγματικότητες. Το πεδίο του σχεσιακού χώρου μοιάζει να έχει τεράστιο επιστημολογικό βάθος και μέσα από αυτό μπορούμε να αναδείξουμε γόνιμες συζητήσεις για φαινόμενα και καταστάσεις που μέχρι πρότινος φαίνονταν παγιωμένα μέσα σε ισομορφικές αντιλήψεις για το χώρο. Παρ’όλα αυτά στη μεθοδολογική αρένα της έρευνας η σχεσιακή διάσταση του χώρου παρουσιάζει κάποιες δυσκολίες, κυρίως στον τρόπο που ο/η ερευνητής/τρια θα ερευνήσει και θα αναλύσει σχεσιακά φαινόμενα και διαδικασίες. Το δεύτερο μέρος του άρθρου παρουσιάζει μερικές μεθοδολογικές προσεγγίσεις για το σχεσιακό χώρο απαντώντας στο ερώτημα «με ποιες μεθόδους ερευνώ τον σχεσιακό χώρο», θέτοντας αναγκαία μια ολιστική θεώρηση των τριών διαστάσεων του χώρου καθώς και τη βιωματική προσέγγιση του ερευνητή. Μετέπειτα παρουσιάζει ένα μεθοδολογικό πλαίσιο έρευνας για τη διαλεκτική των τριών αντιλήψεων του χώρου, αντιστοιχώντας αυτές με τις υποδομές, δομές και υπερδομές που υπάρχουν σε αυτόν.

Αντιλήψεις για το χώρο μέσα από το έργο του Ντ. Χάρβεϊ και της D. Massey Ψάχνοντας για τον τρόπο που μπορούμε να αναλύσουμε τον χώρο ως έννοια, οι αναζητήσεις του Ντέιβιντ Χάρβεϊ αναδεικνύονται ως μια καλή αφετηρία. Ο Χάρβεϊ ήδη από το 1973 μέσω της μονογραφίας του Social Justice and the City έβαλε τους όρους για έναν γόνιμο διάλογο περί χώρου. Σύμφωνα με αυτόν, ο χώρος μπορεί να κατηγοριοποιηθεί σε τρείς κύριες διαστάσεις: τον απόλυτο, τον σχετικό και τον σχεσιακό χώρο, έννοιες οι οποίες θα μας βοηθήσουν στην ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας του άρθρου και γι’ αυτό μια μικρή περιγραφή τους καθίσταται υποχρεωτική. Ο απόλυτος χώρος, ο χώρος του Νεύτωνα και του Καρτέσιου, είναι σταθερός και μέσα στο πλαίσιό του καταγράφουμε ή/και σχεδιάζουμε γεγονότα. «Συνήθως αναπαρίσταται ως ένα προϋπάρχον και αμετακίνητο πλέγμα που επιδέχεται κανονικοποιημένη μέτρηση και είναι ανοικτό σε υπολογισμό […] στον κόσμο του απόλυτου χώρου μπορούν να εξοβελιστούν όλες οι αβεβαιότητες και αμφισημίες και μπορούν ανεμπόδιστα να ευδοκιμήσουν οι ανθρώπινοι υπολογισμοί» (Harvey, 2005: 23). Ο απόλυτος χώρος είναι «ο χώρος της ύλης, της τοπογραφικής

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 35

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

χαρτογράφησης και των πρακτικών της μηχανικής» και παραδείγματα του απόλυτου χώρου είναι τα σχέδια πόλεων, οι περιφέρειες, τα κτίρια, οι δρόμοι κ.λπ. Η σχετική διάσταση του χώρου έχει να κάνει με τις μη ευκλείδειες γεωμετρίες και με το έργο του Αϊνστάιν (Einstein). Ο χώρος εδώ είναι σχετικός πρώτον γιατί υπάρχουν πολλαπλές γεωμετρίες που μπορεί κάποιος να λάβει υπόψη του και δεύτερον γιατί το χωρικό πλαίσιο εξαρτάται από εκείνο προς το οποίο σχετίζεται αλλά και από το πλαίσιο αναφοράς του παρατηρητή. Ο Χάρβεϊ αναφέρει οτι «μπορούμε να φτιάξουμε εντελώς διαφορετικούς χάρτες σχετικών τοποθεσιών διαφοροποιώντας το αν οι αποστάσεις θα μετριούνται με όρους κόστους, χρόνου, διαχωρισμού μέσων μεταφοράς (αυτοκίνητο, ποδήλατο ή σκέιτμπορντ) ή μπορούμε να διαταράξουμε τις χωρικές συνέχειες εξετάζοντας δίκτυα, τοπολογικές σχέσεις (η ιδανική διαδρομή ενός ταχυδρόμου) κ.λπ.» (Harvey, 2005: 23). Η σχεσιακή διάσταση του χώρου έχει συνδεθεί με τον Λάιμπνιτς, ο οποίος αρνείται την απόλυτη Νευτώνεια λογική για το χώρο. Η σχεσιακή άποψη θεμελιώνεται πάνω στη παραδοχή ότι ο χώρος δεν υπάρχει έξω από τις διαδικασίες που τον ορίζουν ή, από την άλλη πλευρά, οι διαδικασίες κάθε φορά ορίζουν το δικό τους χωρικό πλαίσιο μέσα στο οποίο συμβαίνουν. Σύμφωνα με τον Χάρβεϊ, «η σχεσιακή αντίληψη του χωροχρόνου υποδηλώνει μια ιδέα εσωτερικών σχέσεων – οι εξωτερικές επιδράσεις εσωτερικεύονται σε συγκεκριμένες διαδικασίες (περίπου όπως το μυαλό απορροφά όλη την ύλη της εξωτερικής πληροφορίας και των ερεθισμάτων για να παράγει παράξενα σχήματα σκέψης, συμπεριλαμβανομένων των ονείρων και των φαντασιώσεων, όπως επίσης και τις απόπειρες ορθολογιστικού υπολογισμού). Ένα γεγονός ή πράγμα σε ένα σημείο στο χώρο δεν μπορεί να γίνει κατανοητό προσφεύγοντας μόνο σε ό,τι υπάρχει στο σημείο αυτό. Εξαρτάται από τα πάντα που συμβαίνουν γύρω του» (Harvey, 2005: 24-5). Η διάσταση και η φύση του σχεσιακού χώρου δεν μπορούν να αναλυθούν μέσα από αντικειμενικές μετρήσεις, έτσι χρειάζεται μια άλλη μεθοδολογική προσέγγιση, που θα μας απασχολήσει παρακάτω. Η αναγκαίοτητα να αναλύσουμε το χώρο ως σχέση έγκειται πολύ απλά στην ανάγκη να αναλύσουμε θέματα όπως ο πολιτικός ρόλος της συλλογικής μνήμης ή το τι σημαίνουν η Πλατεία Τιεν-Αν-Μεν ή το «Σημείο Μηδέν» (Harvey, 2005). Πέρα από τον Χάρβεϊ, η Doreen Massey έχει και αυτή διατυπώσει τις απόψεις της για την έννοια του χώρου και ειδικότερα για τον σχεσιακό χώρο. Στη μονογραφία της Για το χώρο (2008) μας δίνει μερικά παραδείγματα για την έννοια του σχεσιακού χώρου. Η Massey (2008: 27), συμμεριζόμενη την άποψη οτι ο χώρος μπορεί να είναι προϊόν αλληλεξάρτησης και πάντοτε να υφίσταται μετασχηματισμούς, πηγαίνει τη συζήτηση ένα βήμα πιο μπροστά αφού κατανοεί το χώρο ως «τη σφαίρα πιθανότητας ύπαρξης μιας πολλαπλότητας με την έννοια του ταυτόχρονου πλουραλισμού, ως τη σφαίρα στην οποία συνυπάρχουν διακριτές τροχιές των φαινομένων, και για αυτό ως τη σφαίρα συνυπάρχουσας ετερογένειας». Η πολλαπλότητα και η ετερογενής συνύπαρξη (διαφορετικών ανθρώπων, φυλών, ροών πληροφοριών, χρηματοοικονομικών ροών κ.λπ.) είναι δύο κύρια συστατικά του σχεσιακού χώρου. Εάν αναγνωρίσουμε αυτά τα δύο γνωρίσματα του σχεσιακού χώρου φθάνουμε στο συμπέρασμα ότι ο κάθε χώρος είναι κατεξοχήν διαφορετικός από κάθε άλλον. Για παράδειγμα η πλατεία Ομονοίας είναι ένας χώρος όπου τα πρωινά συνυπάρχουν καθημερινά άνθρωποι (όπως επιχειρηματίες, μετανάστες, έμποροι και χρήστες ναρκωτικών, πόρνες, εργαζόμενοι που

35

003:Layout 1

36

10/29/10

7:46 PM

Page 36

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

2. Μτφ. ΒΑ,“time is a multiple phenomena; many times are working themselves out simultaneously in resonant interaction with each other”

3. Μτφ. ΒΑ “space is socially produced and different societies, groups and individuals act out their lives in different spaces [..] .there is no space, only spaces [...] space, rather than being uniform and forever the same, is constituted by differential densities of human experience, attachment and involvement. It is above all contextually constituted, providing particular settings for involvement and the creation of meanings”

πηγαινοέρχονται στην εργασία τους, πολίτες που απλώς περνούν από κει κ.λπ.) με διαφορετικές αφετηρίες και ενδιαφέροντα, διαφορετικές προσωπικές ιστορικές τροχιές και εμπειρίες, αλλά και ένας χώρος στον οποίο σχηματίζονται νέφη με διαφορετικές ποσότητες ατμοσφαιρικής ρύπανσης. Ο ίδιος χώρος το βράδυ μετατρέπεται σε μια ανεπίσημη no-go area της αστικής τάξης λόγω της αυξημένης εγκληματικότητας που παρουσιάζει. Φυσικά, δύσκολα μπορούμε να συσχετίσουμε τις ροές των ατόμων και τις προσωπικές τους εμπειρίες με την ατμοσφαιρική ρύπανση. Αλλά το ζητούμενο δεν είναι αυτό, η συνεχής συσχέτιση των πάντων· το ζητούμενο είναι να προσεγγίσουμε όλες αυτές τις ανόμοιες συνυπάρξεις –αναγνωρίζοντας πολλές φορές τη φαινομενικά άνευ σχέσης συνύπαρξή τουςπου στροβιλίζονται και συμπυκνώνονται στην πλατεία Ομονοίας για να ορίσουμε τη φύση της και το χωρικό της πλαίσιο, στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον. Όλες αυτές οι ετερογενείς συνυπάρξεις καθιστούν την πλατεία Ομονοίας ένα μοναδικό χώρο, που όμοιό του δύσκολα μπορούμε να βρούμε αλλού. Η χωρική ατμόσφαιρα της Ομόνοιας μοιάζει μοναδική στο χωροχρόνο και αν θέλουμε να την γνωρίσουμε (τι σημαίνει/ποια είναι) θα πρέπει να αναλύσουμε τις σχέσεις και διαδικασίες που συναντώνται εκεί (εμπόριο ναρκωτικών, αστυνόμευση και ανοχή, εμπορικά κέντρα και real estate, τσαϊνατάουν, πορνεία κ.λπ.) και να δούμε ποιες διαδικασίες και στρατηγικές αποκλεισμού ή εγκλεισμού (exclusion/inclusion) συνδέονται με το συγκεκριμένο χώρο αφού, σύμφωνα με την Massey (2001), οι σχέσεις/διαδικασίες, στο σχεσιακό χώρο, είναι πάντοτε σχέσεις εξουσίας και ισχύος (power geometries). Σύμφωνα με τα παραπάνω, οι διαδικασίες δεν συμβαίνουν απλά στο χώρο, αλλά καθορίζουν το δικό τους χωρικό πλαίσιο. Γι’ αυτό και κάθε χώρος μοιάζει να είναι μοναδικός στη διάσταση του σχεσιακού χώρου. Κάθε χώρος μοιάζει να έχει μια μοναδική ιστορική κοινωνικοοικονομική τροχιά, προϊόν μιας ετερογενούς και πάντα προσωρινής συνύπαρξης διαφορετικών ανθρώπων που δεν είναι δυνατόν να βρίσκονται σε δύο χώρους την ίδια χρονική στιγμή. Κάθε χώρος είναι μοναδικός και διακριτός, καθίσταται με άλλα λόγια μια υπαρκτική ετερότητα (existent alterity) στο χρόνο. Υπαρκτική γιατί ο σχεσιακός χώρος δεν είναι ποτέ πάγιος (ή μια πάγια αναπαράσταση αντικειμενικών μετρήσεων) αλλά πάντοτε υπόκειται σε συνεχείς μετασχηματισμούς, και ετερότητα γιατί συνιστά μια μοναδική οντότητα στο χρόνο, που δεν επιδέχεται συγκρίσεις. Ο χρόνος δεν νοείται πλέον γραμμικά, παίρνει καλύτερα τεθλασμένες μορφές αναπαραγωγής μεταξύ του παρελθόντος, του παρόντος και του μέλλοντος. Ο Thrift (1996: 2) αναφέρει ότι «ο χρόνος είναι ένα πολλαπλό φαινόμενο, πολλοί χρόνοι εξελίσσονται ταυτόχρονα με αντιχητικές διαδράσεις μεταξύ τους».2 O Τilley ερχόμενος από την επιστήμη της τοπιογραφίας συνάδει με τη σχεσιακή αντίληψη περί χώρου γράφοντας ότι «ο χώρος παράγεται κοινωνικά και διαφορετικές κοινωνίες, ομάδες και άτομα ζουν τις ζωές τους σε διαφορετικούς χώρους [...] δεν υπάρχει χώρος, μόνο χώροι [...] ο χώρος αντί να είναι ομοιόμορφος και πάντα ο ίδιος, συγκροτείται από διαφορετικές πυκνότητες της ανθρώπινης εμπειρίας, προσκόλλησης και εμπλοκής. Είναι πάνω από όλα συγκροτημένος σε ένα πλαίσιο, παρέχοντας συγκεκριμένα περιβάλλοντα για εμπλοκή και για δημιουργία νοήματος»3 (Tilley, 1994: 11). Ο ίδιος διαιρεί το χώρο σε δύο διαστάσεις: το χώρο ως δεξαμενή της ανθρώπινης δράσης (container of action) και το χώρο ως μέσο της ανθρώπινης δράσης (medium of action). Η ειδοποιός διαφορά των δύο αυτών διαστάσεων φαίνε-

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 37

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

ται να είναι η έννοια του ανθρώπου στο χώρο. Στην διάσταση του χώρου ως δεξαμενή, ο άνθρωπος και οι ανθρώπινες σχέσεις και αλληλεπιδράσεις καθώς και οι ανθρώπινες αισθήσεις, τα συναισθήματα και οι εμπειρίες μοιάζουν να μην επηρεάζουν την ανάλυση του χώρου, νοούνται ως ομοιόμορφα και πάντα σταθερά (ceteris paribus) ή ίσως και παντελώς α-νόητα στοιχεία στο χωροχρόνο. Ο άνθρωπος, ως έννοια, θεωρείται άτομο που δρα σύμφωνα με το ιδιωτικό συμφέρον της μεγιστοποίησης της χρησιμότητας (utility-maximization) και οι δράσεις του ορίζονται από τη δυνατότητα της επιστήμης να τις μετρήσει αντικειμενικά. Από την άλλη πλευρά, οι δράσεις-παράγοντες που δεν δύνανται να μετρηθούν αντικειμενικά μοιάζουν να μην επηρεάζουν το τελικό μετρήσιμο αποτέλεσμα. Αυτός ο οικονομιστικός (με την στενή έννοια του όρου) τρόπος σκέψης για τον άνθρωπο θέτει τις βάσεις για να δούμε το χώρο έξω από τον άνθρωπο. Ο χώρος είναι πλέον ισομορφικός και πάγιος, είναι ο ίδιος χώρος παντού, που ατέρμονα κλείνει ανθρώπινα σύνολα, χωρίς να αναγνωρίζει την πολλαπλότητα και πολυπλοκότητα της ανθρώπινης φύσης. Για παράδειγμα, με βάση το χώρο ως δεξαμενή, η περιφέρεια της Ηπείρου στην Ελλάδα μπορεί να αποτυπωθεί σε πίνακες σύμφωνα με το περιφερειακό ΑΕΠ της, τη βιομηχανική παραγωγή της, τον αριθμό ISDN συνδέσεων στο ίντερνετ, αριθμό γεννήσεων/θανάτων κ.ά., και μπορεί επίσης να συγκριθεί (και να αποτυπωθεί σε χάρτες) οποιαδήποτε άλλη περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης και να καταλάβει σχετικές θέσεις σε ένα συγκεκριμένο χρονικό πλαίσιο σύμφωνα με τα ποσοστά ανεργίας, υποχρεωτικής εκπαίδευσης, περιφερειακού ΑΕΠ κ.λπ. Η έννοια του χώρου ως δεξαμενή μοιάζει να έχει κάποια κοινά με τις έννοιες του απόλυτου και σχετικού χώρου που o Χάρβεϊ αναλύει τουλάχιστον ως προς τη μέθοδο του θετικισμού που κατά κόρον χρησιμοποιείται για την ανάλυση και εξαγωγή συμπερασμάτων και προβλέψεων. Επίσης η δεύτερη διάστασή του, αυτή που νοεί το χώρο σαν μέσο της ανθρώπινης δράσης, είναι πολύ κοντά με αυτή του σχεσιακού χώρου. Σ’ αυτή την διάσταση ο χώρος νοείται ως ένα αμφίδρομο-σχεσιακό μέσο, που υπόκειται σε συνεχείς και εξακολουθητικές μεταμορφώσεις ακολουθώντας (και επηρεάζοντας) τη διαδικασία του κοινωνικού γίγνεσθαι. Από τη μια πλευρά ο χώρος παράγεται και ορίζεται μέσω των ανθρωπίνων εκδηλώσεων, διαδικασιών, προσδοκιών κ.λπ. και από την άλλη οι ίδιες οι εκδηλώσεις και οι ανθρώπινες διαδικασίες και προσδοκίες επηρεάζονται στη δυναμική τους από τους χώρους στους οποίους συμβαίνουν. Χώρος και άνθρωπος δημιουργούν μια δυαδικότητα στο χρόνο, μια ενεργητική σχέση που η σημαντική της δεν υπακούει σε έναν και μοναδικό κώδικα παραστατικότητας. Η έννοια του ανθρώπου στη διάσταση του χώρου ως μέσο δεν είναι το μηχανιστικό άτομο που αναλύσαμε πιο πάνω. Πλέον ο κάθε άνθρωπος είναι ον διαφορετικό και μοναδικό, και όχι ομοιόμορφο, που μπορεί να ενεργεί, να λαμβάνει αποφάσεις και να μεταμορφώνει το χώρο σύμφωνα με λογικούς και ωφελιμιστικούς τρόπους αλλά και παράλογα, σύμφωνα με τις πληροφορίες και επιρροές που δέχεται από το κοντινό αλλά και το πιο μακρινό του περιβάλλον, σύμφωνα με τις διαπροσωπικές του σχέσεις, τις πολιτικές ιδεολογίες, τις προσωπικές εμπειρίες, προσδοκίες, όνειρα, έθιμα, παραδόσεις κ.ά. Σύμφωνα με αυτή την εκδοχή της έννοιας του ανθρώπου στη διάσταση του χώρου ως μέσο, θέματα όπως αυτά της συγχρονικής πολλαπλότητας και τις ετερογενούς συνύπαρξης βρίσκουν ένα πρόσφορο οντολογικό καταφύγιο. Η ταυτόχρονη συνύπαρξη διαφορετικών-μοναδικών ανθρώπινων τροχιών και ο τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρονται και ενεργούν είναι

37

003:Layout 1

38

10/29/10

7:46 PM

Page 38

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

αυτός που παράγει χώρους μοναδικούς που δεν δύνανται να συγκριθούν και να ακινητοποιηθούν βάσει συγκεκριμένων σταθερών. Από το πιο πάνω παράδειγμα, η περιφέρεια της Ηπείρου δεν δύναται να συγκριθεί, σύμφωνα με τη σχεσιακή λογική, με άλλες περιφέρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ένα άλλο παράδειγμα ίσως να ρίξει περισσότερο φως σε ό,τι αφορά το θέμα της σύγκρισης. Κατα τη διάρκεια μιας έρευνας πεδίου στο δήμο Πρέβεζας το 2005 (Avdikos, 2009) για την ανάπτυξη της τοπικής τουριστικής αγοράς, έγινε λόγος, σε μερικές συνεντεύξεις με επιχειρηματίες και στελέχη της τοπικής αναπτυξιακής εταιρείας και του τοπικού επιμελητηρίου, για την αρνητική αποδοχή που είχε ένα αναπτυξιακό πρόγραμμα που διέθετε περί τα 500.000 ευρώ για την ανάπτυξη συστάδων (clustering) για την τοπική τουριστική ανάπτυξη. Το εν λόγω πρόγραμμα προϋπέθετε τη συνεργασία τριών ή περισσότερων επιχειρηματιών για τη δημιουργία ενός τουριστικού cluster. Έπειτα από συνεχείς ανακοινώσεις και συνεχή διαφήμιση του προγράμματος στους τοπικούς επιχειρηματίες της τουριστικής αγοράς, δυστυχώς δεν έγινε καμία αίτηση ενδιαφέροντος για το πρόγραμμα. Οι αιτίες για την καθολική αποτυχία του προγράμματος μπορούν να αναζητηθούν σε πολλές κατευθύνσεις. Σύμφωνα με τη λογική του απόλυτου χώρου και αυτή του σχετικού, οι δημιουργοί του προγράμματος ίσως να έκαναν λάθος υπολογισμούς σχετικά με τη δυνατότητα της περιοχής να απορροφήσει το πρόγραμμα ή ίσως να μην είχαν διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για να συγκρίνουν τα μεγέθη ή τις δυνατότητες της τοπικής αγοράς σε σχέση με άλλους χώρους όπου το clustering έγινε μοχλός ανάπτυξης τοπικών οικονομιών. Από την άλλη πλευρά, ίσως οι στατιστικές και οι αναλύσεις που έγιναν να έδειξαν το αντίθετο από αυτό που συνέβη, ότι δηλαδή η τοπική τουριστική αγορά ήταν σε θέση να απορροφήσει το εν λόγω πρόγραμμα. Μεταβλητές όπως ο αριθμός των επιχειρήσεων, οι επενδύσεις, ο ρυθμός ανάπτυξης ή ο βαθμός απορρόφησης άλλων προγραμμάτων ίσως να έδειχναν θετικά σημάδια για την απορρόφηση του προγράμματος. Όμως με μια πιο ενδελεχή ματιά, η οποία προϋποθέτει να σκεφθούμε σχεσιακά, στην τοπική τουριστική αγορά (από την πλευρά της προσφοράς), η έρευνα πεδίου που έγινε έδειξε οτι ο κύριος λόγος που το πρόγραμμα για τα clusters απέτυχε ήταν η παντελής έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των επιχειρηματιών της τουριστικής αγοράς. Ένα πρόβλημα ανθρωπογενές και σχεσιακό όπως είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να προβλεφθεί μέσα από συγκριτικές στατιστικές και αντικειμενικές μετρήσεις που ανήκουν στον απόλυτο ή/και σχετικό χώρο. Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι συναλλάσσονται και συνυπάρχουν σε ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο (Πρέβεζα) τους κάνει να δημιουργούν (ή όχι) δεσμούς εμπιστοσύνης, οι οποίοι είναι μια σχεσιακή «μεταβλητή», που αν ο/η ερευνητής/τρια θέλει να τη γνωρίσει και αναλύσει θα πρέπει να γίνει εμπειρικός γνώστης και μέτοχος του τόπου· δηλαδή, να τον ερευνήσει στο χώρο που αυτός τελείται, μακριά από άστοχες σχετικές συγκρίσεις και μεταφορές αναπτυξιακών πολιτικών από διαφορετικά χωρικά πλαίσια, που αγνοούν τη διαφορετικότητα και ιδιομορφία του χώρου της Πρέβεζας. Η ιδιομορφία του χώρου έγκειται σε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που οι ερμηνείες τους μπορεί να λανθάνουν έξω από τον σχεσιακό χώρο. Συνοψίζοντας τα παραπάνω, και βλέποντας το χώρο σαν σχέση (ή σαν μέσο σχέσης), μερικές λέξεις κλειδιά έρχονται στην επιφάνεια. Λέξεις όπως συγχρονική πολλαπλότητα, ετερογενής συνύπαρξη, διαδικασίες, χωρικό πλαίσιο, γεωμετρίες ισχύος, τρόπος σχέσεων, υπαρκτική ετερότητα, κατά μία έννοια σκιαγραφούν την

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 39

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

οντολογία της σχεσιακής διάστασης του χώρου. Στις παρακάτω παραγράφους θα γίνει μια προσπάθεια να προσεγγισθεί ο σχεσιακός χώρος και να συνδεθεί η οντολογία του, μέσω μιας μεθοδολογίας αλλά και ενός πλαισίου έρευνας. Σκοπός δεν είναι να οριοθετήσουμε αυστηρά τη μεθοδολογία του σχεσιακού χώρου, αλλά να ανοίξουμε μια συζήτηση για αυτήν, για τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να αναλύσουμε φαινόμενα και καταστάσεις σχέσεων.

Μεθοδολογικές προσεγγίσεις Οι παρακάτω παράγραφοι αναλύουν τη μεθοδολογία έρευνας για τον σχεσιακό χώρο, δηλαδή τον τρόπο που ο/η ερευνητής/τρια «ακουμπά» τον σχεσιακό χώρο και παράγει νοήματα μέσα από μεθόδους, όπως αυτή της συμμετοχικής παρατήρησης (προσωπική εμπειρία του χώρου), την ολιστική θεώρηση και την ανάγκη για διεπιστημονική προσέγγιση. Παράλληλα, προτείνεται ένα συγκεκριμένο πλαίσιο έρευνας που συνδέει και, κατά έναν τρόπο, ιεραρχεί τις τρεις διαστάσεις του χώρου. Στο τελευταίο παράδειγμα είδαμε οτι η μέθοδος της εξ’ αποστάσεως έρευνας και παραγωγής πολιτικών που στηρίζεται σε στατιστικές και στο θετικισμό είναι πολύ δύσκολο να εξετάσει σχεσιακά φαινόμενα όπως είναι η έλλειψη εμπιστοσύνης και η επιρροή της στην τοπική οικονομική ανάπτυξη ενός χώρου. Αυτό που φαίνεται ότι χρειάζεται είναι η συμμετοχή του ερευνητή στο χώρο και στις σχέσεις που τον διέπουν. Ο/η ερευνητής/τρια πρέπει να γνωρίσει μέσω της προσωπικής εμπειρίας τους τρόπους μέσω των οποίων οι χωρικές διαδικασίες ενεργούν, πρέπει να γίνει μέρος των ενεργούμενων σχέσεων. Έτσι η μέθοδος της συμμετοχικής παρατήρησης, όπως ο Yeung (2002) αναφέρει, είναι σημαντική στη σχεσιακή ανάλυση. Όταν ο/η ερευνητής/τρια γίνει συμμετοχικός παρατηρητής υπεισέρχεται και δημιουργεί μια καινούρια διαδικασία στο χώρο που ερευνά. Οι εμπειρίες και απόψεις του/της (οι οποίες ανήκουν σε ένα διαφορετικό χωροχρόνο) μετασχηματίζονται και τα ερευνητικά ερωτήματα μπορούν να διαφοροποιηθούν και νέες υπό έρευνα σχέσεις μπορούν να ανακύψουν όσο ο/η ερευνητής/τρια αναμοχλεύει εαυτόν με τον υπό έρευνα χώρο. Φυσικά, η μέθοδος της παρατήρησης δεν είναι η μόνη μέθοδος εμπειρίας του χώρου από τον ερευνητή. Άλλες μέθοδοι ποιοτικής έρευνας στο πεδίο έρευνας όπως οι προσωπικές συνεντεύξεις, η συλλογή ντοκουμέντων από αρχεία και εφημερίδες κ.ά. είναι εξίσου χρήσιμες με αυτή της παρατήρησης, γιατί κάνουν τον ερευνητή μέρος των ενεργούμενων σχέσεων που θέλει να ερευνήσει. Το ερώτημα που δημιουργείται εδώ αφορά τις ποσοτικές μεθόδους έρευνας που, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, παρουσιάζουν δυσκολίες όταν καλούμαστε να εξετάσουμε και να αναλύσουμε φαινόμενα μέσα από το σχεσιακό πρίσμα. Μια απόλυτη αποστροφή προς αυτές τις μεθόδους θα δημιουργούσε μια σχέση πολεμικής προς τον θετικισμό και έναν α-θετικιστικό μονισμό, περίπου όμοιο (και ίσως ασύμφορο) με αυτόν που ο κόσμος του θετικισμού δείχνει προς τις θετικές μεθόδους. Παρ’όλο που ακούγεται παράξενο, ίσως να χρειαζόμαστε απόψεις και παρατηρήσεις που προέρχονται από στατιστικές και απόλυτα μοντέλα σκέψεις, όχι για να συγκρίνουμε και να σχετικοποιήσουμε δεδομένα, αλλά για δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος λόγος έγκειται στην ανάγκη να προμηθεύσουμε την έρευνα με άλλο ένα είδος πληροφορίας, μια πηγή που δίνει στοιχεία για ένα χώρο, έστω και στην απόλυτη ή σχε-

39

003:Layout 1

40

10/29/10

7:46 PM

Page 40

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

4. Μτφ. ΒΑ “in order to develop a theoretical (holistic) framework, it is important to understand the concrete spatial world as a synthesis of many determinations or the outcome of a multiplicity of social dynamics operating in different levels. Consequently, a range of economic and social theories need to be drawn upon and synthesised in different spatial context.”

τική του διάσταση. Στατιστικές για το περιφερειακό ή τοπικό ΑΕΠ ή την παραγωγικότητα μιας περιφέρειας μπορούν να αποτελέσουν σημαντικά στοιχεία και μια αφετηρία ερευνητικών ερωτημάτων για τις ενεργούμενες σχέσεις, πίσω από την απόλυτη προφάνεια της παραστατικής μεθόδου. Για παράδειγμα, δημογραφικές και χωροταξικές αναλύσεις, στοιχεία για την παραγωγικότητα και την εισροή κεφαλαίου κ.ά. μπορούν να φανούν χρήσιμα για κάποιον που ενδιαφέρεται να εξετάσει τις γεωμετρίες ισχύος και τις σχέσεις εκμετάλλευσης και αποκλεισμού που υφίστανται γειτονιές όπως τα Hackney, Tower Hamlets, Islington από τη φυσική τους γειτνίαση με το χρηματοπιστωτικό άντρο του City του Λονδίνου. Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με τα νοήματα που δίνει ο ερευνητής αλλά κυρίως τα υπό εξέταση υποκείμενα (πχ. συνεντευξιαζόμενοι) όσον αφορά τις ενεργούμενες σχέσεις σε έναν συγκεκριμένο χώρο. Τα νοήματα αυτά πολλές φορές επηρεάζονται άμεσα από αναλύσεις και δεδομένα της απόλυτης και σχετικής διάστασης του χώρου. Για παράδειγμα, η άποψη ενός αγρότη μιας υπανάπτυκτης περιφέρειας της Ε.Ε. για τις σχέσεις του με άλλους αγρότες, με διακρατικούς εμπόρους αγροτικών προιόντων, με θεσμικά όργανα όπως συνεταιρισμοί και υπουργεία, αλλά και για το τι σημαίνει γι’αυτόν «τοπική ανάπτυξη», μπορεί να επηρεάζεται άμεσα από πληροφορίες που λαμβάνει για τη σχετική υπανάπτυξη του τόπου του ή ακόμα από συγκεκριμένα μοντέλα ανάπτυξης που προτείνονται από θεσμικά όργανα (Περιφέρεια, Εθνικό Κράτος, Ε.Ε.). Βλέπουμε λοιπόν ότι οι πληροφορίες που προέρχονται από την ανάλυση της απόλυτης ή/και σχετικής διάστασης του χώρου μπορούν να αποτελέσουν χρήσιμα στοιχεία όχι για την καθεαυτή ανάλυσή τους αλλά κυρίως για τον εμπλουτισμό της σχεσιακής έρευνας και των νοημάτων που αναλύει, όπως επίσης και για την ισχύ και εξουσία που ασκούν στις ανθρώπινες αντιλήψεις. Με βάση αυτό, η σχεσιακή έρευνα χρειάζεται μια πιο ολιστική μεθοδολογική προσέγγιση που να εγκολπώνεται στοιχεία και δεδομένα από τον σχετικό και απόλυτο χώρο. Κατα μία έννοια (μεθολογική) αυτός ο ολισμός δικαιώνει εν μέρη την άποψη του Χάρβεϊ (2005) ότι ο σχεσιακός χώρος εμπεριέχει τις διαστάσεις του σχετικού και απόλυτου και ίσως η ολιστική θεώρηση υποδηλώνει κατά κάποιον τρόπο μια ιεραρχία μεταξύ των τριών αυτών διαστάσεων και ίσως μια μεθοδολογική αρχή. Ο ίδιος ο Χάρβεϊ όμως προτιμά μια πιο διαλεκτική εκδοχή των σχέσεων και εντάσεων της απόλυτης, σχετικής και σχεσιακής διάστασης του χώρου, κρατώντας μας σε μια επιστημολογική επαγρύπνηση, και στις επόμενες παραγράφους θα γίνει μια προσπάθεια να πειραματιστούμε με αυτή την διαλεκτική μεταξύ των τριών διαστάσεων ως τον τρόπο παραγωγής του σχεσιακού χώρου. Η ολιστική θεώρηση του σχεσιακού χώρου δεν τελειώνει στις προσεγγίσεις των μεθόδων έρευνας, αλλά δύναται να ανοίξει τη συζήτηση για μια ολιστική θεώρηση και των επιστημονικών πεδίων και απόψεων αλλά και της σχεσιακής σύνδεσης και επιρροής ενός συγκεκριμένου χώρου από άλλους χώρους. Η πολλαπλότητα καθώς και η περιπλοκότητα των σχέσεων και η εξ’αυτών διαφορετικότητα του χώρου μάς οδηγούν σε μια πιο ολιστική ματιά των επιστημονικών πεδίων και απόψεων. H Perrons (2001: 211-2) αναφέρει ότι «προκειμένου να αναπτύξουμε ένα θεωρητικό (ολιστικό) πλαίσιο, είναι σημαντικό να καταλάβουμε το συμπαγή χωρικό κόσμο ως τη σύνθεση πολλών παραγόντων ή το αποτέλεσμα μιας πολλαπλότητας κοινωνικών δυναμικών που λειτουργούν σε διαφορετικά επίπεδα. Συνεπώς, μια σειρά από οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες πρέπει να προσεγγιστούν και να συνδεθούν σε διαφορετικά χωρικά πλαίσια».4

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 41

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Για παράδειγμα η διερεύνηση του νοήματος της τοπικής ανάπτυξης δεν μπορεί να περιχαρακωθεί σε ένα πλαίσιο που δεν λαμβάνει υπόψη του αναλύσεις και στοιχεία από την τοπική κουλτούρα, τους κοινωνικούς δεσμούς, τον τρόπο λειτουργίας των τοπικών θεσμών, αλλά και των σχέσεων του τοπικού/περιφερειακού με άλλα χωρικά επίπεδα. Θα πρέπει όμως η απο-περιχαράκωση του ερευνητικού πλαισίου να μην γίνει μέσω μιας απλοϊκής άθροισης αναλύσεων και νοημάτων, γιατί τα διαφορετικά νοήματα και αναλύσεις αποτελούν μια διαλεκτική ενότητα των σχέσεων και αλληλεπιδράσεων που τις συγκροτούν· αποτελούν ένα οργανικό «όλο» (βλ. και Ρόκος 1980, 1995). Η ολιστική θεώρηση του χώρου λοιπόν έγκειται σε μια διαλεκτική σύνθεση των διάφορων επιστημονικών πεδίων που μπορεί να μας φέρει πιο κοντά στις πραγματικές ενεργούμενες σχέσεις του υπό εξέταση χώρου. Ενα παράδειγμα διεπιστημονικής προσέγγισης είναι τα γραφόμενα της Massey (1999, 2005) για τη σύνδεση της επιστήμης της φυσικής γεωγραφίας με αυτήν της οικονομικής γεωγραφίας. Μια τελευταία μεθοδολογική προσέγγιση του σχεσιακού χώρου έχει να κάνει με την ερμηνεία της έρευνας καθώς και με τη γλώσσα που χρησιμοποιείται γι’αυτήν. Πιο συγκεκριμένα θα λέγαμε ότι ο ερευνητής θα πρέπει να ερμηνεύει τα αποτελέσματα της έρευνας έχοντας κατά νου ότι αυτά αποτελούν μία από τις πολλές εκφάνσεις και ανακλάσεις της πραγματικότητας, ή, αλλιώς, ότι υπάρχουν πολλαπλές παράλληλες πραγματικότητες που συσχετίζονται ταυτόχρονα (Graham και Healey, 1999) στο χώρο τον οποίο ερευνά. Σε αντίθεση με τη μοναδική και αντικειμενική πραγματικότητα που προβάλλει ο θετικισμός, ο κόσμος της σχεσιακής έρευνας υπαγορεύει πολλαπλές πραγματικότητες, ανάλογες των στοιχείων της συγχρονικής πολλαπλότητας των διαδικασιών και της ετερογένειας της σχεσιακής διάστασης του χώρου. Ακόμη και δύο ερευνητές που ερευνούν ένα συγκεκριμένο χωρικό πλαίσιο σε συγκεκριμένο χρόνο μπορούν να καταλήξουν σε διαφορετικές εκδοχές των παρατηρήσεών τους. Έτσι η ερμηνεία των αποτελεσμάτων θα πρέπει να διέπεται από την άρνηση μιας αντικειμενικής πραγματικότητας και ακόμη από μια συνεπή επίγνωση της διαφοράς μεταξύ σημαινόντων και σημαινομένων. Η τελευταία διαφορά χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση. Στη σχεσιακή διάσταση του χώρου, μια έρευνα σε δεδομένο χωροχρόνο δεν είναι μια στατική και αντικειμενική αναπαράσταση των διαδικασιών και ενεργειών αλλά αποτελεί ένα μέρος αυτών, μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του ερευνητή και του χωρικού πλαισίου. Οι λέξεις (σημαίνοντα) που χρησιμοποιούμε για να κατανοούμε για ποιες σχέσεις και διαδικασίες μιλάμε δεν μπορούν να υποκαταστήσουν, ως νοητές πλασματικές οντότητες, τις πολλαπλές πραγματικότητες του χωροχρόνου, δηλαδή τον ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο των ενεργούμενων σχέσεων και διαδικασιών. Η υποθετική ερώτηση του Ντέιβιντ Χάρβεϊ «τι σημαίνει το Ground Zero (Σημείο Μηδέν)» δύναται να προκαλέσει απαντήσεις όπως «τους νεκρούς των Δίδυμων Πύργων», «τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας», «τις ηγεμονικές παρεμβάσεις των ΗΠΑ στο Ιράκ» κ.ά. Το Σημείο Μηδέν είναι κάτι πέρα απ’όλες αυτές τις απαντήσεις, υπερβαίνει τις δυνατότητές μας να το αναπαραστήσουμε λεκτικά. Το νόημά του εμφανίζεται ως μία απειρία δυναμικών σχέσεων. Άλλοτε το νόημά του θα εμπεριέχει σχέσεις εξουσίας και καταπίεσης, άλλοτε θα φέρνει στο νου την δίψα για συνέχιση ιμπεριαλιστικών πολιτικών. Η πολλαπλότητα και ετερογένεια των απαντήσεων δημιουργεί άπειρες σχέσεις και νοήματα (σημαινόμενα). Αυτή η απειρία σχέσεων-νοημάτων και η επίγνωση της διαφοράς

41

003:Layout 1

42

10/29/10

7:46 PM

Page 42

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

Σχήμα

μεταξύ σημαινόντων και σημαινομένων εμφανίζεται και ως ο τρόπος γνώσης του σχεσιακού χώρου. Η σχεσιακή έρευνα μελετά το σημαινόμενο και στοχεύει στην παραγωγή πολλαπλών νοημάτων, μέσω πολλαπλών αφηγήσεων και μέσω μιας ανοιχτότητας στο χωρικό γίγνεσθαι. Σύμφωνα με τα παραπάνω, η έρευνα στη σχεσιακή διάσταση του χώρου και τα νοήματα που παράγει μοιάζει δύσκολο να αναπαραχθούν και να επιβεβαιωθούν σε άλλο χωροχρόνο. Ερευνητικές αγωνίες όπως αυτή της Markusen (1999) «when do we know it when we see it?» (πώς το καταλαβαίνουμε/αναγνωρίζουμε όταν το βλέπουμε;) φαίνεται να μην ευσταθούν στη σχεσιακή έρευνα γιατί είναι δομημένες πάνω στη φιλοσοφία της αντικειμενικής πραγματικότητας, που ψάχνει μέσα στα σημαίνονται να επιβεβαιώσει (ή όχι) ερευνητικές υποθέσεις. Επίσης, πολιτικές που προσπαθούν να μεταφέρουν διαδικασίες, που σε συγκεκριμένο χωροχρόνο βρήκαν καλές εφαρμογές (best practices) και βοήθησαν στην οικονομική ανάπτυξή του, μπορεί να μην ευδοκιμήσουν σε διαφορετικό χωροχρόνο. Ξαναγυρίζοντας στην παραπάνω επιχειρηματολογία, η οποία ναι μεν μοιάζει καθοριστική για το ξεκαθάρισμα μιας οντολογίας της μεθόδου του σχεσιακού χώρου, παρ’όλα αυτά φαίνεται πως δεν δημιουργεί ένα πιο απτό πλαίσιο έρευνας γι’ αυτόν. Μια τέτοιου είδους προσέγγιση και συνάμα μια μερική ανακεφαλαίωση αυτού του άρθρου επιχειρείται με το παρακάτω σχήμα, το οποίο αποτελεί στο σύνολό του μια απάντηση στην ερώτηση «ποιό είναι το πλαίσιο μέσα στο οποίο η έρευνα θα παράγει νόημα»; Και, επίσης, τι σημαίνουν έννοιες όπως θεσμοί, αγορά, σχέσεις παραγωγής κ.ά. και μέσα σε ποιο πλαίσιο τις αναλύουμε σχεσιακά; Ο πρώτος κύκλος του σχήματος συμπεριλαμβάνει τις δομές και υποδομές που διέπουν και υπάρχουν σε ένα χώρο. Οι δομές (structures) περιέχουν στοιχεία όπως οι πλουτοπαραγωγικές πηγές, οι θεσμοί, η αγορά, οι νόμοι, οι επιχειρήσεις, η ιδιοκτησία, η δικαιοσύνη, το σχολείο, τα πολιτικά κόμματα κ.ά. ενώ οι υποδομές (infrastructures) περιλαμβάνουν το δομικό περιβάλλον όπως κτίρια, δρόμοι, πλατείες αλλά και την τεχνολογία, το φυσικό περιβάλλον (το μη ανθρώπινο). Οι δομές και υποδομές εμφανίζονται ως το πεδίο μέσα στο οποίο ο απόλυτος και σχετικός χώρος (ή ο χώρος ως δεξαμενή) νοείται και μπορεί οντολογικά να αποτελέσει το πεδίο εφαρμογών θετικιστικών υποθέσεων και αναλύσεων. Οι τρόποι λειτουργίας και χρήσης των δομών και υποδομών (βέλος Α) δημιουργούν νοήματα (εσωτερικεύονται) στους ανθρώπους και επηρεάζουν/διαμορφώνουν άμεσα ή έμμεσα την ιδεολογία, τη λογική, την κουλτούρα, τα συναισθήματα, τις συνειδήσεις, τις αξίες, τις παραδόσεις, τις μνήμες, έννοιες που με έναν όρο θα αποκαλέσουμε υπερδομές (superstructures), που φαίνεται ότι είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να τις μετρήσουμε ποσοτικά. Οι υπερδομές συγκροτούν το πεδίο του σημαινόμενου, οι απαντήσεις στο ερώτημα «τι σημαίνει» αναδύονται βάσει των υπερδομών που εσωτερικεύουν και ιζηματοποιούν δράσεις από τον απόλυτο και σχετικό χώρο (από τις δομές/υποδομές). Με άλλα λόγια οι υπερδομές λειτουργούν σαν είδωλο του σχετικού και απόλυτου χώρου, εντός του οποίου δημιουργούνται συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια. Από την άλλη πλευρά οι άνθρωποι με βάση τις υπερδομές μπορούν (βέλος Β) να αλλάξουν ριζικά ή να μετασχηματίσουν εν μέρει τις δομές και υποδομές, ή παθητικά να τις αναπαράγουν. Αυτή η αμφίδρομη διαλεκτική μεταξύ δομών/υποδομών και υπερδομών συνιστά τον κεντρικό πυλώνα του σχεσιακού χώρου. Η παραγωγή νοήματος που αναζητούμε βρίσκεται μέσα στη συνεχή σχέση και διαδικασία μεταξύ των δύο αυτών πυλώ-

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 43

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

νων οι οποίοι μεταμορφώνουν το χώρο όπου συντελούνται. Από την μια, οι δομές και υποδομές ορίζονται, παράγονται και αναπαράγονται από τις ανθρώπινες ιδεολογίες, αξίες, προσδοκίες, συμφέροντα κ.λπ., και από την άλλη, οι υπερδομές επηρεάζονται στη δυναμική τους από τους τρόπους με τους οποίους οι δομές και υποδομές λειτουργούν. Οι απαντήσεις στο ερώτημα «τι σημαίνει το Σημείο Μηδέν» (αλλά και τι θα έπρεπε να δημιουργηθεί εκ νέου εκεί) προέρχονται μέσα από τις πολλαπλές ζυμώσεις και εσωτερικεύσεις νοημάτων και σχέσεων ισχύος που ενεργούν στο πεδίο των υπερδομών, για ένα χώρο (Σημείο Μηδέν) που ανήκει στις υποδομές (αν το δούμε απόλυτα: ως προϋπάρχοντα κτίρια) αλλά και στις δομές (αν το δούμε σχετικά: ως χώροι υπηρεσιών). Παραφράζοντας τον Χάιντεγκερ (Heidegger), οι δομές και υποδομές παριστούν την αντικειμενικότητα του κόσμου ενώ οι υπερδομές παριστούν την υποκειμενικότητα αυτού ή καλύτερα το υποκείμενο. «Η αντικειμενικότητα του αντικειμενικά υπαρκτού κοσμικού χώρου παραμένει αμετακίνητα το συσχετικό της υποκειμενικότητας μιας συνείδησης» (Heidegger, 2006: 34). Οι δομές/υποδομές δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς το υποκείμενο και τις μεταξύ τους σχέσεις. Τα δύο αυτά είναι αλληλένδετα σχεσιακά. Ένα σημείο του σχήματος που πρέπει να αναλυθεί περαιτέρω είναι αυτό του μετασχηματισμού ή της παθητικής αναπαραγωγής (βέλος Β) των δομών/υποδομών. Μερικές παραγράφους πιο πάνω έγινε λόγος για μια απειρία νοημάτων και την ταυτόχρονη συνύπαρξη πολλαπλών πραγματικοτήτων. Αυτή η παραδοχή δεν πρέπει να συγχέεται με την εξίσου σημαντική παραδοχή ότι μερικοί άνθρωποι ή ομάδες ανθρώπων έχουν περισσότερη εξουσία και ισχύ πάνω στις ροές πληροφοριών και στις χωρικές διαδικασίες μεταξύ δομών/υποδομών και υπερδομών. Κάποιοι από αυτούς προβαίνουν και επιφέρουν αλλαγές στις δομές και υποδομές με συγκεκριμένες κατευθύνσεις, κάποιοι άλλοι όχι. Όπως αναφέρει η Massey «τα μέσα μέσω των οποίων οι άνθρωποι “τοποθετούνται” σε δεδομένα σύνολα σχέσεων μπορούν είτε να δυναμώνουν είτε να εξασθενούν τις δυνατότητές τους να ασκούν σε κάποιο βαθμό τον έλεγχο πάνω σε αυτές τις συγκεκριμένες σχέσεις»5 (Massey, 1991: 28-30). Θα ήταν ίσως μεθοδολογικό σφάλμα να υποθέσουμε ότι τα πολλαπλά νοήματα (πραγματικότητες) που μια έρευνα μπορεί να συναντήσει στο σχεσιακό χώρο διέπονται καθολικά από μια συγκεκριμένη γεωμετρία ισχύος, αλλά διαφαίνεται ότι κάποια από αυτά έχουν περισσότερη ισχύ στο να καθορίζουν την αλλαγή ή στάση (παθητική αναπαραγωγή) των δομών/υποδομών προς μια συγκεκριμένη μελλοντική τροχιά, διαποτίζοντας αυτό με συγκεκριμένα ιδεολογικά νοήματα αναγκαία για την προώθηση των δράσεων τους ή υπερνικώντας ιδεολογικές πολεμικές. Άρα στο πεδίο των υπερδομών μπορούμε να ερευνήσουμε τον τρόπο που οι γεωμετρίες ισχύος εσωτερικεύονται σε κυρίαρχα ιδεολογικά σχήματα και μπορούν να ηγεμονεύουν συγκεκριμένα χωρικά πλαίσια. Για παράδειγμα, μέσα από την προτεινόμενη σχέση δομών και υπερδομών μπορούμε να ερευνήσουμε διαδικασίες αστικού εξευγενισμού και ιδιαίτερα τα ιδεολογικά σχήματα που τις περισσότερες φορές αυτές οι διαδικασίες προτάσσουν ως μοναδική απάντηση σε συνθήκες αστικής παρακμής. Στις περισσότερες περιπτώσεις διαδικασιών αστικού εξευγενισμού εμπλέκονται ιδιοκτήτες και ενοικιαστές, τράπεζες και δημόσιοι φορείς, το κατασκευαστικό κεφάλαιο και η εργατική τάξη. Όμως κυρίαρχο και ηγετικό ρόλο έχει το κεφάλαιο που επιλέγει αστικές περιοχές που η στάση της πολιτείας τις έχει καταστήσει παρακμάζουσες, με πολλά κοινωνικά προβλήματα (εγκληματικότητα, πορνεία, διακίνηση ναρκωτικών), αλλά παράλληλα

5. Μτφ ΒΑ. “The means by which people are “placed” within given sets of relations can either strengthen or weaken their ability to exercise some degree of control over those very relations”.

43

003:Layout 1

44

10/29/10

7:46 PM

Page 44

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

λόγω της εγγύτητας τους σε χώρους εργασίας και διασκέδασης παρουσιάζουν σχετικά πλεονεκτήματα (πχ. Μεταξουργείο). Είναι οι περιοχές που τα μεσαία εισοδηματικά στρώματα τις αντιλαμβάνονται (υπερδομές: σχεσιακός χώρος) ως γκέτο ή ως «βρώμικες» αλλά παράλληλα, λόγω ακριβώς αυτών των αντιλήψεων, οι αξίες γης αυτών των περιοχών (δομές: σχετικός χώρος) βρίσκονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με γειτονικές περιοχές, καθιστώντας τις πόλο έλξης για το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Το οποίο με τη σειρά του επενδύει σε νέες κατοικίες ή αναπαλαιώσεις κτιρίων, ενώ παράλληλα ωθεί τη πολιτεία στην ανάπλαση της περιοχής μέσα από διανοίξεις δρόμων και πεζοδρομήσεις, τη δημιουργία ποδηλατοδρόμων, χώρων πρασίνου και ανοιχτών πλατειών, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση (υπερδομές) άνεσης στον επισκέπτη. Σε κάποιες περιπτώσεις αστικού εξευγενισμού (πχ. Tompkin’s Square Park στη Νέα Υόρκη, Docklands στο Λονδίνο) η πολιτεία με επιχειρήσεις-σκούπα και αυξημένη αστυνόμευση «καθαρίζει» τους «ανεπιθύμητους» της περιοχής και αυτόματα αναδύεται η ξεχασμένη αίσθηση ασφάλειας σ’ αυτήν. Μετέπειτα οι αξίες των νεόδμητων ή αναπαλαιωμένων κατοικιών, λόγω της αλλαγής της χωρικής ατμόσφαιρας από γκέτο σε ασφαλή και με ανέσεις γειτονιά, ανεβαίνουν «διώχνοντας» από το χώρο εκείνους που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτές. Σε πολλές περιπτώσεις αστικού εξευγενισμού (πχ. Γκάζι) το κεφάλαιο προσελκύει καλλιτέχνες να κατοικήσουν πρώτοι την περιοχή, μεταφέροντας εκεί τα ατελιέ τους, προσθέτοντας έτσι την παραγωγή τέχνης στο lifestyle της περιοχής, και παράλληλα εκπληρώνοντας πολλά από τα σύγχρονα αστικά όνειρα της μεσαίας τάξης. Συνεπώς, η διαδικασία αστικού εξευγενισμού όχι μόνο θεωρείται ως θετική και ως «πρόοδος» για μια συγκεκριμένη περιοχή αλλά και νομιμοποιεί την ίδια της την παραγωγή, μέσα από την δημιουργία συγκεκριμένης χωρικής ατμόσφαιρας, που επίσης νομιμοποιεί τις γεωμετρίες ισχύος που την συνθέτουν. Συντελείται ενός είδους χειραγώγησης του σχεσιακού χώρου με σκοπό την καθολική υπεροχή μιας συγκεκριμένης και διακριτής μελλοντικής τροχιάς. Ενώ, λοιπόν, η ηγεμονία του αστικού εξευγενισμού θεμελιώνεται μέσα στον απόλυτο και σχετικό χώρο (επενδύσεις, αναπλάσεις κ.λπ.), προβάλλεται ως πλεονεκτική και ανυπέρβλητη μέσα από τον σχεσιακό (δικαίωμα στην πιο «ελκυστική» γειτονιά). Η παραπάνω ανάλυση των διαδικασιών αστικού εξευγενισμού δεν αποτελεί κάτι το καινούριο για την επιστήμη των αστικών σπουδών αλλά, παρ’ όλα αυτά, δείχνει ότι οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ των δομών/υποδομών και υπερδομών, δηλαδή μεταξύ των αξιών γης/ενοικίων, των αστικών αναπλάσεων, της αστυνόμευσης και των αισθημάτων/ιδεολογιών/αντιλήψεων που γεννούν, μπορούν να λειτουργήσουν ως πυλώνες ανάλυσης χωρικών πλαισίων και διαδικασιών, αλλά και ανάλυσης ηγεμονικών τάσεων που δημιουργούν συγκεκριμένα ιδεολογικά σχήματα (ασφάλεια/άνεση) που είναι ουσιώδη για την κυριαρχία τους. Συνεπώς οι χωρικές γεωμετρίες ισχύος θεμελιώνονται μέσα σε αυτές τις αλληλεπιδράσεις. Από την άλλη, οι αλληλεπιδράσεις μπορούν να υποδείξουν συγκεκριμένα πλαίσια ιδεολογικής πάλης/αντίστασης και εναλλακτικές, που επίσης είναι ουσιώδη για τη δημιουργία αντι-ηγεμονικών ομάδων. Το προτεινόμενο σχήμα μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα ολιστικού πλαισίου έρευνας για τον σχεσιακό χώρο αλλά και για τη διαλεκτική σχέση του με τον απόλυτο και σχετικό χώρο. Η διαλεκτική σύνδεση των τριών διαστάσεων του χώρου με τα πεδία των υποδομών/δομών/υπερδομών δημιουργεί ένα πρόσφορο πλαίσιο παραγωγής νοήματος και ανάλυσης των διαδικασιών που ολιστικά τον ορίζουν.

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 45

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Παρ’όλα αυτά το πλαίσιο έρευνας που προτάσει το παρόν άρθρο δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη πρόταση για την ανάλυση της διαλεκτικής των τριών διαστάσεων του χώρου κατά Χάρβεϊ και χρειάζεται περαιτέρω ανάλυση και περισσότερες έρευνες πεδίου για να οριοθετήσουν τη συμβολή του στην έρευνα. Αποτελεί καλύτερα μια εισαγωγή σε έναν εναλλακτικό τρόπο γνώσης για το χώρο και μια προσπάθεια να κατανοήσουμε και να συνδέσουμε συζητήσεις στα πεδία της ανθρωπογεωγραφίας και οικονομικής γεωγραφίας, ιδιαίτερα αυτές που θέλουν να φέρουν κοντά έννοιες όπως το «πολιτισμικό» και την οικονομία (βλ. cultural turn, Amin και Thrift, 2000· Barnes, 2001· Boggs και Rantisi, 2003). Ειδικά το πεδίο των υπερδομών και η εξακολουθητική σύνδεσή του με τις δομές και υποδομές υποδηλώνουν ότι στοιχεία όπως η ιδεολογία, η εμπιστοσύνη και η κοινωνική αντίληψη είναι μέρη ενεργών αμφίδρομων διαδικασιών (και πρωταγωνιστικά μέρη των γεωμετριών ισχύος) και όχι μεταβλητές αποκομμένες από την οικονομία (και πολιτικά ουδέτερες). Δύο αλληλένδετες επισημάνσεις πρέπει να γίνουν όσον αφορά τη λειτουργία του πλαισίου. Πρώτον, αν και διαφαίνεται ότι πολλές φορές ο χώρος μπορεί να μεταμορφωθεί μόνο μέσα από τις διαστάσεις του απόλυτου και σχετικού (μόνο μέσω απόλυτων ή σχετικών υπολογισμών), αυτό είναι λάθος. Ακόμα και αν πχ. ένα βιομηχανικό κτίριο δημιουργηθεί μέσα σε μια οικιστική ζώνη χωρίς την παραμικρή αντίθετη άποψη και σύγκρουση που θα πήγαζε μέσα από σχεσιακές θεωρήσεις του χώρου, η παρουσία και μόνο του κτιρίου δημιουργεί αντιλήψεις, ιδέες και συναισθήματα για την καθαυτή μεταμόρφωση του χώρου. Επίσης ο χώρος μπορεί να διαμορθωθεί μέσα από την τέχνη, η οποία κατά τον Χάιντεγκερ ενσαρκώνει χώρους προσφέροντας μια ανθρωποκεντρική διαμονή εν μέσω των πραγμάτων (Heidegger, 2006). Δεύτερον, παρ’ όλα αυτά, επίσης διαφαίνεται μια κυριαρχία (στην ισχύ και ικανότητα μεταμόρφωσης και αλλαγής του χώρου) της απόλυτης αλλά κυρίως της σχετικής του θεώρησης (έναντι της σχεσιακής) στην καπιταλιστική οικονομία, αφού ο ίδιος ο καπιταλισμός και οι εξ’αυτών λήψεις αποφάσεων και παραγωγές πολιτικών θεμελιώνονται πάνω σε σχετικές και απόλυτες θεωρήσεις (πχ. κέρδος, μεγιστοποίηση του όφελους, αξία γης και επιτόκιο κ.ά.). Ιδέες, αντιλήψεις, συνειδήσεις (πχ. οικολογική συνείδηση) που δεν δύνανται να θεμελιωθούν και να αναλυθούν αντικειμενικά με βάση κάποιο σταθερό και μετρήσιμο σημείο αναφοράς μοιάζουν αδύναμες να αποτελέσουν μια συλλογική και κυρίαρχη πολιτική επιλογή σε συγκεκριμένο χωροχρόνο. Δημιουργούν απλά πολεμικές σε επίπεδο ιδεολογικό, ψυχολογικό κ.λπ. και συγκρούονται με τις απόλυτες και σχετικές θεωρήσεις του χώρου, θέτοντας την προβληματική της μη ανθρωποκεντρικότητας αυτών.

Επίλογος Η απόλυτη και σχετική διάσταση του χώρου μπορούν μεν να απαντούν με σαφήνεια και με αντικειμενικούς όρους πάνω σε ερωτήματα που έχουν να κάνουν είτε με την παραγωγή δομών είτε με την κατασκευή και χρήση υποδομών, από την άλλη πλευρά η οντολογία τους υποδεικνύει ότι μέσα σ’ αυτές τις διαστάσεις η ανθρώπινη διαμονή είναι αδύνατη. Η άποψη ότι ο χώρος έχει και σχεσιακή διάσταση γεμίζει αυτό το κενό, θέτοντας το ανθρώπινο είναι ως ισάξιο μέρος μιας

45

003:Layout 1

46

10/29/10

7:46 PM

Page 46

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 33-47

6. Μτφ. “the aim is to transform concepts, to displace them, to turn them against their presuppositions, to re-inscribe them in other chains […] to modify the terrain of our work and thereby produce new configurations […] to escape the combinatory itself, to invent incalculable choreographies”.

σχέσης. Μιας σχέσης διαλεκτικής μεταξύ των δομών/υποδομών και υπερδομών μιας κοινωνίας, μεταξύ των σημαινόντων και των σημαινομένων αυτής. Η σχεσιακή αντίληψη για το χώρο δεν μπορεί να λειτουργήσει απομονωμένη από την απόλυτη και σχετική αντίληψη για αυτόν. Μόνο μια ολιστική και εξακολουθητική διαλεκτική αντιπαράθεση όλων αυτών των αντιλήψεων παράγει νόημα για το χώρο και τις μεταμορφώσεις του. Σ’αυτή την αντιπαράθεση κρίνεται αναγκαία τόσο η ολιστική θεώρηση των ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων όσο και οι διεπιστημονικές προσεγγίσεις σε επίπεδο θεωρητικών σχημάτων. Επίσης αναγκαία κρίνεται και η βιωματική προσέγγιση του χώρου μέσω της συμμετοχής και εμπειρίας του ερευνητή σε αυτόν. Έτσι λοιπόν θα λέγαμε ότι συνυπάρχουν τρία επίπεδα σχεσιακότητας στη σχεσιακή έρευνα: το πρώτο αναδεικνύεται μέσα από την πολλαπλότητα και ετερογενή συνύπαρξη υποκειμένων και αντικειμένων στο ίδιο ή σε διαφορετικά χωρικά επίπεδα. Το δεύτερο είναι αυτό που υπάρχει ανάμεσα στον ερευνητή/τρια και στο υπό εξέταση χωρικό πλαίσιο (πχ. μέσω συμμετοχικής παρατήρησης) και το τρίτο ανάμεσα στον ερευνητή/τρια και στις θεωρητικές αφετηρίες και αναζητήσεις του/της (πχ. μέσω ολιστικών θεωρητικών προσεγγίσεων). Η διαλεκτική σχέση μεταξύ των δομών/υποδομών και υπερδομών δημιουργούν χώρους μοναδικούς που είναι σχεδόν αδύνατο να αναπαραχθούν σε άλλο χωροχρόνο και να δώσουν τις ίδιες χωρικές τροχιές. Ακόμη και αν (υποθετικά) μπορούμε να αντιγράψουμε τις δομές ενός χώρου σε έναν άλλο χώρο ή/και να κατασκευάσουμε τις ίδιες υποδομές, το αποτέλεσμα μάλλον θα είναι απογοητευτικό, καθώς ο ανθρώπινος παράγοντας μέσα από το πεδίο των υπερδομών θα προβάλει αντιστάσεις μετάβασης στα νέα δεδομένα [βλ. το παράδειγμα των cathedrals in the desert (Hospers και Benneworth, 2005)]. Όπως έγραψε ο Derrida «σκοπός είναι να μετασχηματίσουμε έννοιες, να τις μετατοπίσουμε, να τις στρέψουμε ενάντια στις προυποθέσεις τους [...] να μετατρέψουμε το πεδίο της εργασίας μας και δια αυτού να παράγουμε νέα σχήματα [...] να δραπετεύσουμε από την συνδιαστική καθαυτή, να επινοήσουμε απροσμέτρητες χορογραφίες»6 (Derrida, 1982: 76). Και αυτή ακριβώς τη δυνατότητα δίνει η διάσταση του σχεσιακού χώρου. Τη δυνατότητα να συλλάβουμε και να κατανοήσουμε το χώρο πέρα από τη μηχανιστική ατομικότητα του Είναι. Ως την συνύπαρξη με το Άλλο, το πολλαπλό, το ημιτελές, το διαφορετικό και πάντοτε γινόμενο Άλλο. Η Massey (2008) θέτει αυτές τις προϋποθέσεις για την ανοιχτότητα της ιστορίας και επομένως για την πιθανότητα της πολιτικής –μιας νέας πολιτικής, θα προσθέταμε– που δίνει προτεραιότητα στην πιθανότητα ύπαρξης άλλων χωροχρονικών τροχιών και στο δικαίωμα της ενεργής συμμετοχής της κάθε είδους περιφέρειας στο κέντρο.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Amin, N. και Thrift, N. (2000), «What Kind of Economic Theory for What Kind of Economic Geography?», Antipode 32 (1). Avdikos, V. (2009), The inequality of difference; Uneven Spatial Development and Ideology, VDMVerlag. Allen, J. (1997), «Economies of power and space», στο Roger Lee και Jane Wills (επιμ.), Geographies of Economies, Λονδίνο: Arnold: 59-70.

003:Layout 1

10/29/10

7:46 PM

Page 47

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΥΔΙΚΟΣ

Barnes, T. (2001), «Retheorising economic geography: from the quantitative revolution to the “cultural turn”», Annals of the Association of American Geographers 91 (3). Boggs, J. S. και Rantisi, N. M. (2003), «The relational turn in economic geography», Journal of Economic Geography 3: 109-116. Derrida, J. (1982), «Choreographies: Interview with Christie McDonald», Diacritics 12 (2): 66-76. Graham, S. και Healey, P. (1999), «Relational concepts of space and place: Issues for planning theory and practice», European Planning Studies 7 (5): 623-646. Harvey, D. (1973), Social justice and the city, Εδιμβούργο: Edinburgh University Press. Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Οξφόρδη: Blackwell. Harvey, D. (2005), «O χώρος ως λέξη κλειδί», Γεωγραφίες 10: 21-42. Heidegger, M. (2006), Η τέχνη και ο χώρος, Αθήνα: Ινδικτος. Hospers, J. και Benneworth, P. (2005), «What Type of Regional Policy for Europe? Theoretical Reflections and Policy Lessons from Sardinia», Intereconomics 40 (6): 336-34. Lefebvre, H. (1984), The Production Of Space, Οξφόρδη: Blackwell. Markusen, A. (1999), «Fuzzy concepts scanty evidence policy distance: the case for rigor and policy relevance in critical regional studies», Regional Studies 83: 869-84. Marshall, A. (1890), Principles of Economics, Λονδίνο: Macmillan and Co. Massey, D. (1991), A global sense of place, Μινεσότα: University of Minnesota Press. Massey, D. (1994), Space, Place, and Gender, Μινεσότα: University of Minnesota Press. Massey, D. (1999), «Space-time, ‘science’ and the relationship between physical geography and human geography», Transactions IBG 26: 261-276. Massey, D. (2001), «Talking of space-time», Trans Inst Br Geogr 26: 257–261. Massey, D. (2008), Για το χώρο, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Perrons, D. (2001), «Towards a More Holistic Framework for Economic Geography», Antipode 33 (2): 208-215. Ρόκος, Δ. (1998), «Η Διεπιστηµονικότητα στην Ολοκληρωµένη Προσέγγιση και Ανάλυση της Ενότητας της Φυσικής και της Κοινωνικοοικονοµικής Πραγµατικότητας», στο Νούτσος Π. (επιμ.), Φιλοσοφία, Επιστήµες και Πολιτική, Πανεπιστήµιο Ιωαννίνων, Τοµέας Φιλοσοφίας, Συγκοµιδή προς τιµήν του Οµότιµου Καθηγητή Ευτ. Μπιτσάκη, Αθήνα: ΤυπωθήτωΓ.Δαρδάνος: 403-437. Ρόκος, Δ. (επιμ.) (1995), Επιστήµες και Περιβάλλον στα τέλη του αιώνα. Προβλήµατα και Προοπτικές, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις. Sack, R. (1997), Homo Geographicus: A Framework for Action, Awareness, and Moral Concern, Βαλτιμόρη: Johns Hopkins University Press. Sassen, S., (2001), The global city: New York, London, Tokyo, Πρίνσετον: Princeton University Press, 3η έκδοση. Soja, E. (1989), Postmodern Geographies, Λονδίνο: Verso. Thrift, N. (1996), «New urban eras and old technological fears: reconfiguring the goodwill of electronic things», Urban Studies 33 (8): 1463-1493. Tilley, C. (1994), A Phenomenology of Landscape, Οξφόρδη/Providence USA: Berg. Yeung, H. W. C. (2002), «The limits to globalization theory: a geographic perspective on global economic change», Economic Geography 78: 285-305.

47

004:Layout 1

48

10/29/10

7:47 PM

Page 48

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

ΚΛΙΜΑΤΙΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΠΙΕΣΕΙΣ: ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ Αλεξάνδρα Τραγάκη

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η κλιματική αλλαγή αποτελεί μια νέα πραγματικότητα για τον παγκόσμιο πληθυσμό, γεγονός που αναμένεται να εντείνει τις υφιστάμενες ανισότητες και να δυσχεράνει την προσπάθεια για μακρόχρονη οικονoμικά και κοινωνικά βιώσιμη ανάπτυξη και πρόοδο. Πέρα από κάθε αμφιβολία, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις, εκούσιες ή ακούσιες, θα αποτελέσουν μια από τις κρισιμότερες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής μέσα στις επόμενες δεκαετίες. Διαφοροποιήσεις στη χωρική κατανομή του ανθρώπινου πληθυσμού και αλλαγές στην ένταση και ροή των μεταναστευτικών ρευμάτων θα έχουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις επιδρώντας παράλληλα στην ανθρώπινη ασφάλεια των εμπλεκόμενων χωρών. Στόχος της παρούσας εργασίας είναι η ανάδειξη της σύνδεσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μεταναστευτικών πιέσεων, της εκτιμώμενης έντασης του και της γεωγραφίας του φαινομένου, μέσα από την ανασκόπηση της ήδη εκτεταμένης σχετικής βιβλιογραφίας. Η εργασία εστιάζει χωρικά στην Ανατολική Μεσόγειο, μια περιοχή με ιδιαίτερο ενδιαφέρον λόγω αφενός της θέσης της στον παγκόσμιο χάρτη και αφετέρου της φυσικής και ανθρώπινης γεωγραφίας της.

Climate Induced Migration Pressures: A Literature Review Alexandra Tragaki Abstract Climate change is a new global reality expected to amplify existing challenges about long term sustainability of development progress. Population migration, forced or not, will undoubtedly be one of the major consequences of climate change in the decades to come. Changes in human settlement and migration patterns will have significant economic, social, political and human security implications on all countries involved. The aim of this paper is to present the linkage between climate change and new migration patterns, as presented in the already broad literature on the climate induced migration pressures, to provide estimations about the expected volume of climate migrants as well as their spatial distribution. The study focuses on the case of Eastern Mediterranean Basin, an area with specific interest due to its location as well as to its physical and human geography.

I. Εισαγωγή διαπίστωση ότι το κλίμα του πλανήτη αλλάζει αποτελεί πλέον σημείο κοινής αποδοχής, επαρκώς τεκμηριωμένο επιστημονικά. Η κλιματική αλλαγή έχει κατά κύριο λόγο ανθρωπογενή προέλευση και οφείλεται στη διαρκή αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και τη συσσώρευσή τους στη γήινη ατμόσφαιρα. Η κλιματική αλλαγή εκφράζεται μέσα από τη συνεχιζόμενη αύξηση της μέσης θερμοκρασίας της Γης με επακόλουθα την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, τη συχνότερη εμφάνιση πλημμυρών, τυφώνων, παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας και ακραίων καιρικών φαινομένων. Τις επόμενες δεκαετίες, οι μεταβολές αυτές εκτιμάται ότι θα αλλάξουν δραματικά τη φυσική

Η

Επίκουρος Καθηγήτρια Οικονομικής Δημογραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο –Τμήμα Γεωγραφίας, e-mail: [email protected]

004:Layout 1

49

10/29/10

7:47 PM

Page 49

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

γεωγραφία του πλανήτη επηρεάζοντας κατά συνέπεια δραστικά και την ανθρώπινη γεωγραφία, δηλαδή το πού και πώς ζουν οι άνθρωποι (Stern, 2005). Σε ορισμένες περιοχές, οι μειωμένες επιλογές και οι περιορισμένες δυνατότητες διαβίωσης των αγροτικών κυρίως νοικοκυριών, ως απόρροια των νέων κλιματικών συνθηκών, εκτιμάται ότι θα δράσουν ως παράγοντας «ώθησης», δημιουργώντας νέες μορφές μεταναστευτικών ρευμάτων. Ήδη από το 1990, η πρώτη Έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τις Κλιματικές Αλλαγές (Intergovernmental Panel on Climate Change, IPCC) αναφέρει τις πληθυσμιακές πιέσεις και μετακινήσεις ως τη σημαντικότερη επίπτωση της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα. Από τότε και κατά τη διάρκεια των σχεδόν δύο δεκαετιών που μεσολάβησαν, πολλοί αναλυτές ασχολήθηκαν με τη θεωρητική αλλά και την εμπειρική σύνδεση της κλιματικής αλλαγής με τις πληθυσμιακές μετακινήσεις, ενώ παράλληλα έγιναν προσπάθειες ποσοτικής εκτίμησης των μελλοντικών κυμάτων «κλιματικών μεταναστών». Λόγω των τεράστιων κοινωνικών και οικονομικών επιπτώσεων των πληθυσμιακών μετακινήσεων, το ενδεχόμενο αύξησης των μεταναστευτικών πιέσεων ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής θεωρείται ένα από τα πιο φλέγοντα θέματα παγκόσμιας εμβέλειας και απαιτεί όχι μόνο προσεκτική μελέτη αλλά και έγκαιρη λήψη σχετικών πολιτικών αποφάσεων (Hunter, 2007). Στόχος του παρόντος κειμένου είναι να παρουσιάσει τις αιτίες και τις συνέπειες του ιδιαίτερου αυτού είδους μετανάστευσης. Η ανάλυση βασίζεται στη διαρκώς αυξανόμενη σχετική βιβλιογραφία, που αποτελείται κυρίως από εκθέσεις διεθνών οργανισμών και επιστημονικά άρθρα. Το κείμενο αποτελείται από τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος, όπου παρουσιάζεται μια σύντομη ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, αναδεικνύεται μέσα από θεωρητικές προσεγγίσεις και εμπειρικές μελέτες η σύνδεση κλιματικής αλλαγής και πληθυσμιακών μετακινήσεων. Το δεύτερο μέρος εστιάζει γεωγραφικά στην περιοχή της Μεσογείου, μια από τις περιοχές του πλανήτη όπου εκτιμάται ότι η κλιματική αλλαγή θα επιδράσει ανασχετικά στη βιώσιμη ανάπτυξη. Στο τρίτο μέρος συνοψίζονται τα βασικά συμπεράσματα και οι προκλήσεις που επιφυλάσσουν οι επόμενες δεκαετίες.

II. Μετανάστευση ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής

1. Σχετικά παραδείγματα τόσο από την παλαιότερη όσο και από την πιο πρόσφατη ιστορία υπάρχουν πολλά. Εκτενής αναφορά με συγκεριμένες αναφορές κλιματικής επίδρασης στις πληθυσμιακές μετακινήσεις γίνεται από τους McLeman και Smit (2006: 32-33).

Η θεωρητική συσχέτιση πληθυσμιακής κατανομής και κλιματικών συνθηκών κάθε άλλο παρά πρόσφατη είναι. Ήδη από την αρχαιότητα, ο Ιπποκράτης και ο Αριστοτέλης είχαν παρατηρήσει ότι το φυσικό περιβάλλον αφενός μεν καθορίζει την πληθυσμιακή πυκνότητα μιας περιοχής, αφετέρου δε διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό τα χαρακτηριστικά των πληθυσμών που την κατοικούν (Livingstone, 2000· McLeman και Smit, 2006). Αρχαιολογικά ευρήματα και ιστορικές μελέτες επιβεβαιώνουν την επίδραση των κλιματικών συνθηκών και των απότομων αλλαγών τους στη χωρική κατανομή των ανθρώπινων πληθυσμών. Από την αρχαιότητα έως σήμερα, σε διάφορα σημεία του πλανήτη έχουν καταγραφεί πολλά παραδείγματα πληθυσμιακών μετακινήσεων σε περιοχές με καταλληλότερες για την γεωργική παραγωγή και την ανθρώπινη επιβίωση κλιματικές συνθήκες.1 Κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες που το θέμα της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται σταθερά στην κορυφή της παγκόσμιας ημερήσιας διάταξης, αναθερ-

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 50

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

μαίνεται το ενδιαφέρον των ερευνητών για τη σχέση μεταξύ κλίματος και χωρικής κατανομής του ανθρώπινου πληθυσμού. Το λιώσιμο των πάγων και η επακόλουθη άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η συχνότερη εμφάνιση πλημμύρων και καταιγίδων, οι παρατεταμένες περίοδοι ανομβρίας και ξηρασίας που ενδέχεται να συμβάλουν στην ερημοποίηση καλλιεργήσιμων εκτάσεων, η μείωση των υδάτινων πόρων και η καταστροφή των οικοσυστημάτων αποτελούν σοβαρές και μηαναστρέψιμες συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Μια τέτοια εξέλιξη υπολογίζεται ότι θα επιδράσει δραματικά όχι μόνο στη φυσική αλλά και την ανθρώπινη γεωγραφία. Η κλιματική αλλαγή είναι ένα φαινόμενο που αφορά στο σύνολο του πλανήτη και του παγκόσμιου πληθυσμού. Ωστόσο η ένταση του φαινομένου καθώς και οι συνέπειές του αναμένεται ότι θα χαρακτηρίζονται από έντονες διαφοροποιήσεις μεταξύ των περιοχών, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Πολλές περιοχές του λιγότερο αναπτυγμένου κόσμου εκτιμάται ότι θα είναι περισσότερο εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή λόγω της γεωγραφικής τους θέσης, ενώ θα είναι δυσανάλογα ευάλωτες στις συνέπειές της ως απόρροια ενός αρνητικού συνδυασμού αδύναμων οικονομιών, για τις οποίες το κόστος προσαρμογής και αντιμετώπισης είναι δυσβάσταχτο, και μεγάλης εξάρτησης από κλάδους ιδιαίτερα ευαίσθητους στην κλιματική αλλαγή, όπως η αγροτική παραγωγή. Σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης που χαρακτηρίζουν τις περιοχές αυτές, οι παραπάνω παράγοντες αναπόφευκτα θα αποτελέσουν τροχοπέδη στην προσπάθεια μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας, διακυβεύοντας έτσι τον πρώτο από τους Στόχους της Χιλιετίας (Millennium Development Goals) που είναι η μείωση μέχρι το 2015 στο μισό του αριθμού των ατόμων που ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας και πείνας σε σχέση με το 1990. Μέσα δε από τον συνδυασμό περιβαλλοντικών και πληθυσμιακών πιέσεων, αναπτύσσεται μια νέα δυναμική μαζικών μετακινήσεων και συγκρούσεων με άμεσες συνέπειες για την ανθρώπινη ασφάλεια (GECHS, 2008· Dokos, 2008). Στην ήδη εκτενή σχετική βιβλιογραφία, το θέμα της κλιματικής μετανάστευσης αντιμετωπίζεται, κατά κύριο λόγο, ως μέρος μιας ευρύτερης συζήτησης σχετικά με την προκαλούμενη λόγω κλιματικών συμβάντων μετακίνηση πληθυσμιακών ομάδων. Λίγες ωστόσο παραμένουν οι μελέτες που επικεντρώνονται στη μετανάστευση ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής (Mc Leman και Smit, 2006· Brown, 2008). Στην πρώτη περίπτωση, οι πληθυσμιακές μετακινήσεις αποτελούν την άμεση αντίδραση σε φαινόμενα όπως πλημμύρες ή τυφώνες που καταστρέφουν την υποδομή και τις καλλιέργειες των περιοχών που έχουν πληγεί και κάνουν δύσκολη την ανθρώπινη επιβίωση.2 Η μετεγκατάσταση σε αυτές τις περιπτώσεις είναι τις περισσότερες φορές προσωρινή: οι πληθυσμοί επιστρέφουν στον τόπο τους όταν το επιτρέψουν οι συνθήκες. Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, όπου η μετανάστευση επιβάλλεται από τις συνέπειες της θέρμανσης του πλανήτη, το φαινόμενο έχει μόνιμο χαρακτήρα αφού οι συνθήκες που ώθησαν τον πληθυσμό να μετακινηθεί (πχ. άνοδος της στάθμης της θάλασσας ή ερημοποίηση) είναι συνήθως μη αναστρέψιμες. Στο Σχήμα 1 γίνεται μια προσπάθεια απόδοσης της σύνδεσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής από τη μία πλευρά και ανθρώπινης ασφάλειας και μεταναστευτικών πιέσεων από την άλλη. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην κλιματική μετανάστευση, όπως και σε κάθε μορφής πληθυσμιακή μετακίνηση, δεν δρουν μόνον δυνάμεις ώθησης. Με την

2. Οι τυφώνες Κατρίνα και Ρίτα που έπληξαν τις ΗΠΑ τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2005 άφησαν πίσω τους περίπου 2 εκατομμύρια αστέγους. Η ΄Εκθεση του 2000 για τις Φυσικές Καταστροφές υπολογίζει σε 256 εκατομμύρια τα άτομα που επλήγησαν από καταστροφές (είτε αυτές σχετίζονταν με κλιματικά ή γεω-φυσικά φαινόμενα), έναντι 211 εκατομμυρίων ατόμων ετησίως κατά τη δεκαετία του 1990· αύξηση που αποδίδεται σε πιο συχνά υδρο-μετεωρολογικά συμβάντα.

50

004:Layout 1

51

10/29/10

7:47 PM

Page 51

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

εξαίρεση των απρόσμενων κλιματικών συμβάντων που ωθούν τον πληθυσμό να εγκαταλείψει το ταχύτερο την περιοχή του προκειμένου να σωθεί, στην απόφαση μετακίνησης και κυρίως κατά την επιλογή του προορισμού αναπτύσσονται κάποιες δυνάμεις έλξης με περιβαλλοντική, οικονομική ή κοινωνική διάσταση. Η απόφαση για μετακίνηση μακριά από περιοχές που χαρακτηρίζονται από κλιματικά δύσκολες συνθήκες απαιτεί αφενός μεν την προσδοκία για μια καλύτερη ζωή σε έναν άλλο τόπο και αφετέρου κάποιες οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις (όπως για παράδειγμα ευκαιρίες απασχόλησης, δίκτυα υποδοχής στη χώρα προορισμού) ώστε να είναι εφικτή η πραγματοποίηση της μετακίνησης. Υπάρχει, ωστόσο, μια ακόμα πτυχή του φαινομένου που έχει ελάχιστα μέχρι σήμερα διερευνηθεί. Η κλιματική αλλαγή εκτός από παράγοντας ώθησης μπορεί κάτω από συγκεκριμένες προϋποθέσεις να δράσει και ως παράγοντας έλξης μεταναστευτικών ρευμάτων. Η κλιματική αλλαγή δεν αποκλείεται να αυξήσει τη φέρουσα ικανότητα κάποιων περιοχών του πλανήτη. Είναι πιθανό η άνοδος της θερμοκρασίας κατά περίπου 1-2˚C μέσα στον επόμενο αιώνα σε συνδυασμό με τη θετική επίδραση της αυξημένης συγκέντρωσης του διοξειδίου του άνθρακα στην ατμόσφαιρα (γνωστή ως «fertilization effect of CO2») να συμβάλει ώστε να επεκταθούν οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις, να αυξηθεί η στρεμματική απόδοση και να δοθεί η δυνατότητα για νέες καλλιέργειες σε περιοχές με μέσο και μεγάλο γεωγραφικό πλάτος, όπως η Βόρεια Ευρώπη, η Σιβηρία, ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία (IPCC, 2007). Παράλληλα με τη σοδειά θα αυξηθεί και η πυκνότητα της βλάστησης σε συγκεκριμένες περιοχές του βορείου ημισφαιρίου (USGCRP, 2000). Επιπλέον λόγω των μεταβολών στη συχνότητα και ένταση των βροχοπτώσεων δεν αποκλείεται να περιορισθούν τα προβλήματα ανεπάρκειας νερού που αντιμετωπίζουν ορισμένες περιοχές (Hoerling κ.ά., 2006). Δεν αποκλείεται, λοιπόν, το φαινόμενο της κλιματικής μετανάστευσης να περιλαμβάνει και μετακινήσεις πληθυσμιακών ομάδων που επιδιώκουν να επωφεληθούν από τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής (Brown, 2007). Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται ευρύτερη συναίνεση, μεταξύ των μελετητών, ως προς τη διαπίστωση ότι οι περιβαλλοντικοί παράγοντες βρίσκονται μεταξύ των παραμέτρων που συμβάλλουν στην αύξηση των πληθυσμιακών μετακινήσεων και αναμένεται να επηρεάσουν σημαντικά τόσο τον όγκο και τη συχνότητα όσο και την κατεύθυνση των μεταναστευτικών ρευμάτων. Δεν παρατηρείται ωστόσο συμφωνία ως προς το βαθμό επίδρασης και τη σημασία της συγκεκριμένης παραμέτρου. Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν αντικειμενικές δυσκολίες στο να εντοπισθεί η κλιματική αλλαγή ως κύρια ή αποκλειστική αιτία μετανάστευσης. Και αυτό διότι η μέχρι τώρα εμπειρία δείχνει ότι στις περιπτώσεις όπου μαζικές μετακινήσεις κρίθηκαν ως αναγκαίες στρατηγικές για την επιβίωση πληθυσμιακών ομάδων, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες αποτελούσαν μια μόνο πτυχή ενός ιδιαίτερα σύνθετου προβλήματος και τη σημαντικότερη διάσταση κατείχαν το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον καθώς και οι κοινωνικές ανισότητες (Sen, 1999). Ωστόσο, ορισμένοι αναλυτές υποστηρίζουν ότι τα πράγματα έχουν ήδη αλλάξει δραματικά και ότι οι επιπτώσεις της θέρμανσης του πλανήτη θα γίνουν αισθητές τα αμέσως επόμενα χρόνια. Το περιβάλλον μπορεί να αναχθεί σε κύρια αιτία μετανάστευσης για εκατομμύρια ανθρώπους που θα αναγκασθούν να εγκαταλείψουν τον τρόπο και τον τόπο που ζουν προκειμένου να επιβιώσουν από

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 52

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

πλημμύρες, ξηρασίες, άνοδο της στάθμης της θάλασσας ή παρατεταμένη ανομβρία. Για να περιγραφεί η ιδιαίτερη αυτή κατηγορία μεταναστών έχουν εισαχθεί νέοι όροι όπως «κλιματικοί» ή «περιβαλλοντικοί» μετανάστες, ενώ προκειμένου να τονισθεί ότι πρόκειται για ακούσια και επιβεβλημένη από εξωτερικούς παράγοντες απόφαση χρησιμοποιείται, επίσης, ο αμφισβητούμενος από πολλούς όρος «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» (Πλαίσιο 1). Η έκταση και ένταση του φαινομένου Η αβεβαιότητα σχετικά με το μελλοντικό επίπεδο των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και οι άγνωστες ακόμη πτυχές των συνεπειών της ανόδου της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη καθιστούν εξαιρετικά δύσκολο τον προσδιορισμό της έντασης και έκτασης του φαινομένου της περιβαλλοντικής μετανάστευσης. Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον αριθμό των ατόμων που έχουν ήδη μετακινηθεί (ή εκτιμάται ότι διατρέχουν άμεσο κίνδυνο να αναγκασθούν να εγκαταλείψουν τον τόπο κατοικίας τους) για περιβαλλοντικούς λόγους κυμαίνονται μέσα σε ένα μεγάλο εύρος τιμών. Σύμφωνα με μελέτες υπολογίζονται γύρω στα 17 εκατομμύρια τα άτομα που αναγκάστηκαν σε μετεγκατάσταση αποκλειστικά λόγω

Πλαίσιο 1. «Περιβαλλοντικός πρόσφυγας» ή «Κλιματικός μετανάστης»; Ένα από τα πρώτα προβλήματα που προκύπτουν κατά τη μελέτη της συγκεκριμένης πτυχής της μετανάστευσης αφορά στη χρήση των κατάλληλων όρων προκειμένου να περιγραφεί το φαινόμενο της επιτακτικής και ακούσιας μετακίνησης πληθυσμών λόγω αλλαγής των περιβαλλοντικών συνθηκών. Ο όρος «περιβαλλοντικός πρόσφυγας» (environmental refugee) χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά τo 1990 και διαδόθηκε ταχύτατα. Η επιλογή του όρου «πρόσφυγας», αν και δεν εμπίπτει στις περιπτώσεις που όρισαν τα Ηνωμένα Έθνη στη Συνθήκη της Γενεύης, αποσκοπεί στο να επισημάνει το «διωγμό» που υφίστανται οι άνθρωποι αυτοί από το περιβάλλον και να τονίσει την αναγκαιότητα άμεσης εύρεσης «ασύλου» σε μια άλλη περιοχή. Υπάρχουν ωστόσο σοβαρές ενστάσεις σχετικά με το κατά πόσο ο συγκεκριμένος όρος είναι δόκιμος. Οι ενστάσεις αυτές εντοπίζονται σε τρία, κυρίως, σημεία. Πρώτον, ο όρος πρόσφυγας υποδηλώνει διασυνοριακή μετακίνηση ενώ, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η πλειονότητα των μετακινήσεων λόγω περιβαλλοντικών πιέσεων εκτιμάται ότι θα πραγματοποιηθεί εντός των συνόρων της χώρας. Στη διεθνή βιβλιογραφία, τα άτομα που αναγκάζονται σε μετεγκατάσταση σε άλλη περιοχή της ίδιας χώρας περιγράφονται από τον όρο «εσωτερικά εκτοπισμένοι» (internally displaced persons IDPs). Δεύτερον, ο όρος «πρόσφυγας» αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο επιστροφής στον τόπο προέλευσης όταν εκλείψουν οι λόγοι απομάκρυνσης από αυτόν. Ενδεχόμενο που στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ως ελάχιστα πιθανό λόγω του μη αναστρέψιμου των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής. Τρίτον, και ίσως σημαντικότερο, εκφράζονται φόβοι ότι η διεύρυνση του όρου πρόσφυγας ενδέχεται να έχει αρνητικές συνέπειες στην προστασία των «παραδοσιακών» προσφύγων. Από την άλλη πλευρά κανείς από τους διεθνείς οργανισμούς και καμία χώρα δε φαίνεται διατεθειμένη να επεκτείνει το πλαίσιο προστασίας των πολιτικών προσφύγων ώστε να συμπεριλάβει και όσους μετακινούνται για περιβαλλοντικούς λόγους.

52

004:Layout 1

53

10/29/10

7:47 PM

Page 53

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

ερημοποίησης (Leighton, 2006) ενώ άλλες εκτιμήσεις ανεβάζουν στα 135 εκατομμύρια τα άτομα που διατρέχουν άμεσο κίνδυνο. Σύμφωνα με την πιο εμπεριστατωμένη σχετική έρευνα που δημοσιεύτηκε από το Climate Institute το 1995, ο αριθμός των ατόμων που έχουν ήδη αναγκασθεί να εγκαταλείψουν τον τόπο τους για λόγους όπως ρύπανση, λιμοί ή πλημμύρες υπολογίζεται περίπου στα 24 εκατομμύρια (Myers, 1995). Σύμφωνα με το συγγραφέα της Έκθεσης Norman Myers, ο αριθμός αυτός σήμερα κυμαίνεται από 25 έως 30 εκατομμύρια. Η εκτίμηση αυτή έχει, επίσης, υιοθετηθεί από την Ύπατη Αρμοστία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες (UNHCR, 2007) και αποτελεί μια ευρύτερη αποδεκτή τάξη μεγέθους, αν ληφθούν υπόψη οι συχνότατες αναφορές που έχει τύχει από διακεκριμένους ακαδημαϊκούς και ερευνητικά ιδρύματα. Ο κύριoς όγκος των σημερινών περιβαλλοντικών μεταναστών συγκεντρώνεται γεωγραφικά στην περιοχή της υποσαχάριας Αφρικής. Σε μικρότερη ένταση καταγράφεται το φαινόμενο στην Κίνα, την Ινδική χερσόνησο και στην Κεντρική Αμερική. Υπολογίζεται ότι περίπου το 1/5 του παραπάνω αριθμού αφορά στους κατοίκους του Αφρικανικού Σαχέλ που επλήγησαν από παρατεταμένη ανομβρία, 4 περίπου εκατομμύρια άνθρωποι προέρχονται από το Κέρας της Αφρικής και ακόμη 7 εκατομμύρια κάτοικοι από άλλες περιοχές της υποσαχάριας Αφρικής που πλήττονται από λιμούς. Επίσης εκτιμάται ότι έχουν μετακινηθεί τουλάχιστον 6 εκατομμύρια Κινέζων λόγω περιορισμού των καλλιεργήσιμων εκτάσεων και περίπου 2 εκατομμύρια Μεξικανών λόγω περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Περιβαλλοντικοί πρόσφυγες εντοπίζονται επίσης σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής. Περισσότερο ανησυχητικός όμως είναι ο τεράστιος αριθμός των ατόμων που κινδυνεύουν άμεσα από έλλειψη τροφής, νερού, από την ερημοποίηση και τη ραγδαία μείωση της στρεμματικής απόδοσης. Παράλληλα, σημαντικές είναι οι αποκλίσεις σχετικά με τη μελλοντική εξέλιξη του αριθμού των περιβαλλοντικών μεταναστών που αποτυπώνουν την αβεβαιότητα σχετικά με την ένταση της κλιματικής αλλαγής και το βαθμό προσαρμοστικότητας του ανθρώπου. Σύμφωνα με τον Myers ο αριθμός των περιβαλλοντικών μεταναστών εκτιμάται ότι θα ανέλθει στα 50 εκατομμύρια μέχρι το 2050 (Myers, 1997, 2005). Διεθνείς οργανισμοί όπως ο IOM (International Organization for Migration) δίνουν πολύ υψηλότερες εκτιμήσεις για το σχετικό μέγεθος, υπολογίζοντάς το μεταξύ 200 και 700 εκατομμυρίων ατόμων μέχρι το 2050 (Brown, 2007). Παράλληλα, αναλογικά με την άνοδο της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, διευρύνεται σημαντικά η έκταση των ευάλωτων στις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής γεωγραφικών περιοχών. Ανεξάρτητα από την ακρίβεια των παραπάνω εκτιμήσεων και παρά την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις όποιες προσεγγίσεις, είναι πλέον σαφές ότι οι περιβαλλοντικοί μετανάστες αποτελούν ήδη μια σταδιακά αυξανόμενη μερίδα του μεταναστευτικού πληθυσμού, που απαιτεί ιδιαίτερη μελέτη και αντιμετώπιση. Η εκτίμηση του κόστους των μεταναστευτικών πιέσεων που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή δεν περιορίζεται απλά στην οικονομική διάσταση του φαινομένου. Η μετανάστευση ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής θα κλονίσει την πολιτική σταθερότητα, αφού θα προκαλέσει συγκρούσεις μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων για την πρόσβαση και τον έλεγχο των μειούμενων φυσικών πόρων, θα συμβάλει στην ενίσχυση των κοινωνικών ανισοτήτων μεγεθύνοντας το χάσμα μεταξύ λιγότερο και περισσότερο ανεπτυγμένων χωρών, θα ανακόψει την προσπά-

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 54

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

θεια μείωσης της παγκόσμιας φτώχειας ενώ, σε ορισμένες κοινωνίες, αναμένεται να συμβάλει στην επιδείνωση της σχετικής θέσης των γυναικών (Πλαίσιο 2). Πλαίσιο 2. Κλιματική μετανάστευση και φύλο: μια άλλη διάσταση του φαινομένου Υπάρχει μια ακόμη ενδιαφέρουσα, αν και όχι πλήρως τεκμηριωμένη, διάσταση στη μελέτη της επίδρασης της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη ασφάλεια και ανάπτυξη, που αφορά κυρίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες. Η κλιματική αλλαγή φαίνεται ότι δεν επηρεάζει κατά τον ίδιο τρόπο τα δύο φύλα (Denton, 2002). Αν και η σύνδεση δεν είναι εξαρχής αυτονόητη και ελέγχεται ως προς την εγκυρότητά της, ομάδα επιστημόνων που ασχολούνται με θέματα φύλου ισχυρίζονται ότι λόγω των διαφορετικών κοινωνικών ρόλων, του μεγαλύτερου κινδύνου φτώχειας και περιθωριοποίησης που διατρέχουν οι γυναίκες (κυρίως λόγω περιορισμένης συμμετοχής σε διαδικασίες λήψης αποφάσεων), της μεγαλύτερης τρωτότητάς τους απέναντι στις φυσικές καταστροφές αλλά και του διαφορετικού τρόπου που τις αντιμετωπίζουν εκτιμάται ότι οι επιπτώσεις από τις κλιματικές αλλαγές θα εντείνουν την ανισότητα μεταξύ των δύο φύλων στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (Cannon, 2002). Ως κατεξοχήν υπεύθυνες για τη φροντίδα και την προστασία των μελών της οικογένειας, οι γυναίκες θα βρεθούν επιφορτισμένες με επιπλέον βάρη και περισσότερες υποχρεώσεις στην περίπτωση εξάπλωσης ασθενειών που σχετίζονται με τον υποσιτισμό και την έλλειψη τροφής. Η διαπίστωση ότι οι γυναίκες θα επωμισθούν δυσανάλογα μεγαλύτερο βάρος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής θα έχει μακροπρόθεσμα συνέπειες στην προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων. Οι γυναίκες θα αναγκασθούν να αναλάβουν δραστηριότητες που εδραιώνουν τη στερεοτυπική διάκριση των ρόλων αυξάνοντας τις διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (gender gap).

Σχήμα 1. Απεικόνιση της σχέσης μεταξύ κλιματικής αλλαγής και μεταναστευτικών πιέσεων

54

004:Layout 1

55

10/29/10

7:47 PM

Page 55

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

III. Μεταναστευτικές Πιέσεις και Κλιματική Αλλαγή στη Μεσόγειο

3. Στην περιοχή της Μεσογείου αναμένονται αυξημένες σε συχνότητα και ένταση περίοδοι παρατεταμένης ανομβρίας καθώς και μεταβολές στη μεγάλης κλίμακας ατμοσφαιρική κυκλοφορία όπως αναπαρίσταται το El Niño – Νότια Κύμανση (ENSO) και την Κύμανση του Βορείου Ατλαντικού. Το φαινόμενο εκτιμάται ότι θα είναι εντονότερο στις περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Νοτιοανατολικής Ισπανίας, όπου δεν αποκλείεται αύξηση της μέσης θερμοκρασίας μέχρι και 4˚C μέσα στα επόμενα 100 χρόνια.

Η Μεσόγειος είναι μια κλειστή θάλασσα που συνδέει μεταξύ τους χώρες με έντονες διαφορές ως προς το βαθμό οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, τη διάρθρωση της οικονομίας, την πληθυσμιακή πυκνότητα, τις υποδομές, το κλίμα και τις περιβαλλοντικές πιέσεις. Ο πληθυσμός που κατοικεί σήμερα στην παράκτια ζώνη της Μεσογείου υπολογίζεται περίπου στα 160 εκατομμύρια, ενώ στις πυκνοκατοικημένες ακτές της έχουν αναπτυχθεί μεγάλα αστικά κέντρα. Η τουριστική βιομηχανία είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη αφού η περιοχή αποτελεί έναν από τους βασικούς τουριστικούς προορισμούς σε παγκόσμιο επίπεδο. Εξετάζοντας τη φυσική γεωγραφία της περιοχής, η Μεσόγειος χαρακτηρίζεται από μικρό εύρος παλίρροιας, συνήθως κάτω των 30 εκατοστών. Το μήκος της ακτογραμμής της ξεπερνά τα 46.000 χμ., από τα οποία το 40% είναι νησιωτική. Το 54% των ακτών είναι βραχώδεις ενώ το 46% αποτελείται από ιζήματα τα οποία είναι και περισσότερο τρωτά στην κλιματική αλλαγή. Στις περιοχές όπου επικρατεί το μεσογειακό κλίμα οι θερμές περίοδοι (καλοκαίρια) χαρακτηρίζονται από ξηρασία ενώ βροχοπτώσεις καταγράφονται συνήθως το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη. Η Μεσόγειος είναι μια τεκτονικά ενεργή περιοχή. Βάσει γεω-αρχαιολογικών ευρημάτων προκύπτει ότι στην περιοχή επικρατεί το φαινόμενο της τεκτονικής ανύψωσης της ξηράς, με αποτέλεσμα η άνοδος της στάθμης της θάλασσας να είναι μικρότερη αυτής που συνήθως παρατηρείται σε άλλες παράκτιες περιοχές. Στοιχεία από μακροχρόνιες καταγραφές παλιρροιογράφων δείχνουν άνοδο της στάθμης της θάλασσας στη Νοτιοδυτική Μεσόγειο της τάξης του 1,1-1,2 χιλιοστών ανά έτος (Nicholls και Hoozemans, 1996). Τα μεγέθη αυτά συμβαδίζουν με τα αποτελέσματα ανάλογων μελετών της IPCC, γεγονός που καταδεικνύει ότι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, αν και περιορισμένη, είναι ήδη γεγονός στη λεκάνη της Μεσογείου. Σύμφωνα με μια μάλλον αιρετική αλλά σίγουρα ενδιαφέρουσα γεω-αρχαιολογική μελέτη για την περιοχή της Μέσης Ανατολής, προκύπτει ότι τόσο η ανάπτυξη όσο και η εξαφάνιση μεγάλων πολιτισμών (όπως της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας) οφείλονται λιγότερο στις επιπτώσεις της ανθρώπινης παρέμβασης στην επιβάρυνση του εδάφους και του περιβάλλοντος και περισσότερο στις κλιματικές μεταβολές που σημειώθηκαν στην περιοχή κατά το πέρασμα των αιώνων (Issar και Zohar, 2007: XXVI). Η λεκάνη της Μεσογείου εκτιμάται ότι είναι από τις περιοχές του πλανήτη που θα επηρεαστούν σημαντικά από την κλιματική αλλαγή, γεγονός που θα έχει άμεσες επιπτώσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη. Παρά την αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει τις μακροχρόνιες κλιματικές προβλέψεις σε τοπική κλίμακα, υπολογίζεται ότι η περιοχή θα βρεθεί αντιμέτωπη με δύο βασικές συνέπειες της ανόδου της θερμοκρασίας, πρωτίστως με την ξηρασία ως αποτέλεσμα παρατεταμένων περιόδων ανομβρίας και σε μικρότερο ίσως βαθμό με την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, τη διάβρωση των ακτών και τη συχνότερη εμφάνιση πλημμύρων (IPCC, 2007). Η ξηρασία που οφείλεται στις μεταβολές τόσο στην εποχικότητα των βροχοπτώσεων όσο και στην έντασή τους3 αποτελεί το βασικότερο και αμεσότερο πρόβλημα που θα αντιμετωπίσει η περιοχή, με άμεσες συνέπειες για την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα. Η ερημοποίηση αποτελεί ήδη ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν ορισμένες περιοχές της Βόρειας Αφρι-

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 56

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

κής, η Κύπρος καθώς και τμήματα της νότιας Κρήτης. Λόγω των συνθηκών αυξημένης ζέστης και ξηρασίας η ερημοποίηση σταδιακά θα επεκτείνεται βορειότερα, καλύπτοντας όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις (Geeson κ.ά., 2002). Τα ήδη υπάρχοντα προβλήματα ερημοποίησης, διαθεσιμότητας νερού4 και αγροτικής παραγωγής αναμένεται να ενταθούν, καθώς σύμφωνα με κάποιες προβλέψεις το κλίμα της Νοτιοανατολικής Μεσογείου σε 100-150 χρόνια θα προσιδιάζει περισσότερο με αυτό της Σαχάρας (Iglesias κ.ά., 2007). Παράλληλα, θεωρείται πιθανό να αυξηθεί η συχνότητα εμφάνισης απρόσμενων φυσικών καταστροφών. Μια τέτοια εξέλιξη θα έχει, μεταξύ άλλων, άμεσες επιπτώσεις στη μείωση των αποθεμάτων πόσιμου νερού, στο είδος των καλλιεργειών, στην ποιότητα και ποσότητα της σοδειάς, στην παραγωγή υδροηλεκτρικής ενέργειας. Το ανθρώπινο και οικονομικό κόστος αναμένεται να είναι τεράστιο. Οι συνέπειες θα είναι άμεσες και πολλαπλές επιδρώντας στη διασφάλιση της ποιότητας των τροφίμων και της ανθρώπινης υγείας, θέτοντας σε κίνδυνο τα οικοσυστήματα και τη βιοποικιλότητα της περιοχής και, τέλος, απειλώντας τις εθνικές οικονομίες των κρατών λόγω αφενός μεν των σημαντικών επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στη γεωργική παραγωγή και την τουριστική βιομηχανία και αφετέρου λόγω του τεράστιου κόστους προσαρμογής και αντιμετώπισης των επιπτώσεών της. Το πρόβλημα αναμένεται εντονότερο στις περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, γεγονός που θα εντείνει τις ανισότητες μεταξύ των χωρών αλλά και τις περιφερειακές ανισότητες στο εσωτερικό τους. Οι επιπτώσεις στην κινητικότητα των ανθρώπινων πληθυσμών θα αφορούν αρχικά μετακινήσεις στο εσωτερικό των χωρών, δεδομένου ότι οι μετακινήσεις πέρα από τα σύνορα της χώρας απαιτούν πόρους, που σε συνθήκες μεγάλων φυσικών καταστροφών (πχ. πλημμύρες ή πυρκαγιές) είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν. Κατά κύριο λόγο, τα πληθυσμιακά ρεύματα θα κατευθύνονται από τις πληγείσες αγροτικές στις πλησιέστερες αστικές περιοχές, που κατά κανόνα διαθέτουν καλύτερο δίκτυο παροχής υπηρεσιών. Όμως η ταχεία και χωρίς σχεδιασμό αστικοποίηση υποσκάπτει το βιοτικό επίπεδο και την ανάπτυξη των αστικών κέντρων, ενώ συνήθως συνδυάζεται με αυξανόμενα ποσοστά φτώχειας μεταξύ του αστικού πληθυσμού (urban poverty). Στην περίπτωση που τα φαινόμενα ενταθούν, οι πληθυσμιακές πιέσεις αναπόφευκτα θα αυξηθούν και οι μετακινήσεις θα αποκτήσουν διεθνή διάσταση. Η γεωγραφική της θέση καθιστά την περιοχή της Μεσογείου μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίπτωση μελέτης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στις πληθυσμιακές πιέσεις και μετακινήσεις. Τοποθετημένες στο σταυροδρόμι μεταξύ Ευρώπης, Αφρικής και Ασίας, οι χώρες της Μεσογείου αποτελούν ήδη κομβικό σημείο στο χάρτη των διεθνών πληθυσμιακών μετακινήσεων. Οι μέχρι τώρα κυριότεροι παράγοντες ώθησης-έλξης είναι οικονομικοί, δημογραφικοί και κοινωνικοπολιτικοί. Οι πληθυσμοί μετακινούνται από τις λιγότερο ανεπτυγμένες και με έντονες δημογραφικές πιέσεις χώρες της Αφρικής και της Ασίας στις περισσότερο αναπτυγμένες και δημογραφικά γηράσκουσες περιοχές της Ευρώπης. Στα παραδοσιακά πληθυσμιακά ρεύματα που κινούνται από Νότο προς Βορρά προστέθηκαν από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 νέα κύματα εισροής μεταναστών προερχόμενα από την Ανατολική Ευρώπη. Ιδιαίτερα οι χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου –κυρίως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία– έχοντας για δεκαετίες αποτελέσει παραδοσιακές περιοχές εκροής εργατικού δυναμικού, μετατράπηκαν από-

4. Η μη βιώσιμη εκμετάλλευση των υδάτινων πόρων έχει ήδη προκαλέσει την ποιοτική υποβάθμιση του νερού, την υφαλμύρωση και τη μείωση της στάθμης του υδροφόρου ορίζοντα (Geeson κ.ά., 2002).

56

004:Layout 1

57

10/29/10

7:47 PM

Page 57

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

τομα –και κυρίως χωρίς την οποιαδήποτε προετοιμασία και οργάνωση– σε βασικούς μεταναστευτικούς προορισμούς. Στη μεταστροφή αυτή συνέβαλε ένας πολύπλοκος συνδυασμός ραγδαίων πολιτικών εξελίξεων στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη, οικονομικής ανάπτυξης και αναδιάρθρωσης της αγοράς εργασίας στις χώρες του Νότου και υιοθέτησης μιας πιο αυστηρής μεταναστευτικής πολιτικής από τις παραδοσιακές χώρες υποδοχής μεταναστών της Δυτικής και Βόρειας Ευρώπης. Σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τα πρώτα ρεύματα μεταναστών στις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου, τα μεγάλα ποσοστά αλλοδαπού πληθυσμού αποτελούν μια νέα πραγματικότητα που ακόμα δυσκολεύονται να ελέγξουν οι ενδιαφερόμενες χώρες. Η νόμιμη και άτυπη μετανάστευση θέτει σε δοκιμασία τις υλικές υποδομές, το κράτος πρόνοιας, την εθνική και κοινωνική συνοχή, κατάσταση που επιδεινώνεται από την οικονομική ύφεση που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο ήδη δύσκολο οικονομικό και κοινωνικό κλίμα η κλιματική αλλαγή έρχεται να προστεθεί ως επιπλέον επιβαρυντικός παράγοντας. Είναι πιθανόν να προκύψουν νέα κύματα κλιματικών αυτή τη φορά μεταναστών προερχόμενα από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή, περιοχές που σύμφωνα με τις προβλέψεις θα πληγούν άμεσα από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, με κατεύθυνση προς τη Βόρεια Ευρώπη, όπου σε πρώτο χρόνο οι συνέπειες από την άνοδο της θερμοκρασίας προβλέπεται να είναι θετικές για την αγροτική παραγωγή και την οικονομική δραστηριότητα. Υπολογίζεται ότι μια μικρή αύξηση της θερμοκρασίας (κατά 1-2˚C) θα κάνει ηπιότερο το κλίμα και συνεπώς περισσότερο εύφορα τα εδάφη στη Βόρεια Αμερική, την Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη και τη Ρωσία. Στις περιοχές αυτές ενδέχεται να επιδιώξουν να μετακινηθούν πληθυσμοί από την Αφρική και την Ασία που θα βρεθούν αντιμέτωποι με τις πιο έντονες και απότομες συνέπειες της ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη. Οι ιδιαίτερες συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτιμάται ότι θα εξελιχθεί η κλιματική μετανάστευση διαφοροποιούν τις ανάγκες των κλιματικών μεταναστών από αυτές των οικονομικών μεταναστών ενώ παράλληλα απαιτούν τη δημιουργία ενός νέου πλαισίου υποδοχής, εγκατάστασης και κοινωνικής ένταξης. Η έγκαιρη και αποτελεσματική προετοιμασία για την αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών της κλιματικής αλλαγής αλλά και των επιπτώσεών της στην ανθρώπινη ασφάλεια είναι μονόδρομος για τις χώρες της περιοχής της Μεσογείου. Η ανάπτυξη ενός πλαισίου συνεργασίας και στήριξης μεταξύ λιγότερο και περισσότερο αναπτυγμένων χωρών της περιοχής αποτελεί ίσως τη μοναδική λύση στην προσπάθεια μείωσης των πληθυσμιακών πιέσεων και διατήρησης της βιώσιμης ανάπτυξης.

IV. Συμπεράσματα Οι επιστημονικές ενδείξεις είναι πλέον αδιαμφισβήτητες. Στο σύνολό της σχεδόν η επιστημονική κοινότητα εκτιμά ότι η διατήρηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στα τρέχοντα επίπεδα θα οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες για το φυσικό περιβάλλον συνέπειες: αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη, άνοδο της στάθμης της θάλασσας, περιόδους παρατεταμένης ανομβρίας, ξηρασία και πλημμύρες. Σε παγκόσμια κλίμακα, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο φυσικό περιβάλλον, την ανθρώπινη ζωή και την οικονομική δραστηριότητα έχουν υπο-

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 58

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

λογισθεί με τη βοήθεια των πιθανοτήτων για ένα εύρος αναμενόμενων θερμοκρασιών. Σε τοπική κλίμακα ωστόσο οι προβλέψεις είναι πολύ πιο δύσκολες και οποιεσδήποτε εκτιμήσεις δείχνουν παρακινδυνευμένες. Ωστόσο και παρά το σημαντικό βαθμό αβεβαιότητας, υπάρχουν πολλές μελέτες που περιγράφουν τη Μεσόγειο ως μια ευάλωτη περιοχή όπου οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στη βιώσιμη ανάπτυξη θα είναι άμεσες και έντονες. Πιο συγκεκριμένα, διαφορετικές μελέτες κάνουν λόγο για αύξηση της μέσης θερμοκρασίας, η οποία σε περιοχές της ενδοχώρας ενδέχεται να είναι υψηλότερη της μέσης παγκόσμιας τάσης. Η άνοδος της θερμοκρασίας θα έχει άμεσες συνέπειες στην ένταση και τη συχνότητα των βροχοπτώσεων ενώ εκτιμάται ότι θα μεταβληθούν ουσιαστικά οι εποχικές διακυμάνσεις. Μεγαλύτερες και συχνότερες περίοδοι ανομβρίας θα διαδέχονται περιόδους πλημμυρών ενώ η άνοδος της στάθμης της θάλασσας ενδέχεται να αλλοιώσει τη γεωμορφολογία της περιοχής. Οι συνέπειες των παραπάνω εξελίξεων για την ανθρώπινη ζωή και δραστηριότητα θα είναι άμεσες: μειωμένες σοδειές και έλλειψη διαθέσιμου πόσιμου νερού μπορεί να αφήσουν εκατομμύρια ανθρώπους χωρίς την απαραίτητη για την επιβίωσή τους ποσότητα τροφής και νερού, κυρίως στις περιοχές της Βορείου Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Στα μεγαλύτερα γεωγραφικά πλάτη θα μειωθούν οι θάνατοι από κρύο, αλλά θα αυξηθούν οι θάνατοι από θερμικό στρες και υποσιτισμό. Η βιοποικιλότητα της περιοχής θα απειληθεί ενώ η οξίνιση των ωκεανών θα αλλοιώσει τα θαλάσσια οικοσυστήματα με αρνητικές συνέπειες στα αποθέματα αλιευμάτων. Στις χώρες που αναμένεται να έρθουν αντιμέτωπες με τις σοβαρότερες επιπτώσεις περιλαμβάνονται εκείνες της Βόρειας Αφρικής και της Ανατολικής Μεσογείου, όπου η διαδικασία ερημοποίησης έχει ήδη ξεκινήσει, ενώ το πρόβλημα της φτώχειας και οι ρυθμοί δημογραφικής ανάπτυξης θα δυσχεράνουν τη λήψη μέτρων αντιμετώπισης. Οι επιπτώσεις των παραπάνω εξελίξεων στη δημόσια υγεία, την κοινωνική συνοχή και τις εθνικές οικονομίες των χωρών της Μεσογείου είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εκτιμηθούν, ενώ σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθούν από το επίπεδο ετοιμότητας της κάθε χώρας για την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών μιας ενδεχόμενα μεγάλης αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της ευρύτερης περιοχής. Δεδομένου ότι ο βαθμός ετοιμότητας συναρτάται άμεσα με το επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης και τη δυνατότητα λήψης έγκαιρων μέτρων πρόληψης και αντιμετώπισης, είναι πολύ πιθανό στο μέλλον να ενταθούν οι ανισότητες μεταξύ των χωρών της Μεσογείου. Κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις πληθυσμιακές πιέσεις από το Νότο προς το Βορρά, υποσκάπτοντας τις προσπάθειες για βιώσιμη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη τόσο στις χώρες εκροής όσο και στις χώρες εισροής κλιματικών μεταναστών. Όσο και αν η ένταση των μελλοντικών μεταβολών και το εύρος των επιπτώσεών τους παραμένουν σε σημαντικό βαθμό αβέβαιες, είναι πλέον γενικά αποδεκτό ότι η αύξηση της θερμοκρασίας από τη συσσώρευση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα είναι αναπόφευκτη, ενώ κάποιες επιπτώσεις θα είναι μη αναστρέψιμες. Η έγκαιρη λήψη μέτρων αντιμετώπισης και προσαρμογής καθώς και η ανάπτυξη διακρατικών δικτύων συνεργασίας αποτελούν ίσως το μοναδικό αντίβαρο στις δυσμενείς για την ανθρώπινη ασφάλεια και βιώσιμη ανάπτυξη εξελίξεις.

58

004:Layout 1

59

10/29/10

7:47 PM

Page 59

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 48-60

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ Black, R. (2001), Environmental Refugees: myth or reality?, Working Paper 34, Γενεύη: UNHCR. Brown, O. (2007), Climate Change and Forced Migration: observations, projections and implications, Human Development Report Office, Occasional Paper 17. Brown, O. (2008), Migration and Climate Change, IOM Migration Research Series Paper 31, Γενεύη: International Organization for Migration. Canadian International Development Agency (2003), Gender Equality and Climate Change, Why consider gender equality when taking action on climate change?, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.acdi-cida.gc.ca/. Cannon, T. (2002), «Gender and climate hazards in Bangladesh», Gender and Development 10 (2): 45-50. Denton, F. (2002), «Climate change vulnerability, impacts, and adaptation: Why does gender matter?», Gender and Development, 10 (2): 10-20. Dokos, T. (επιμ.) (2008), Climate Change: Addressing thε Impact on Human Security, Μάιος 2008 Αθήνα: ELIAMEP and Hellenic Ministry of Foreign Affairs. Flintan, F. (2001), Environmental Refugees – A Misnomer or a Reality?, Report of the Wilton Park Conference on Environmental Security and Conflict Prevention, 1-3 March 2001. GECHS (2008), Disaster Risk Reduction, Climate Change Adaptation and Human Security, A Commissioned Report for the Norwegian Ministry of Foreign Affairs, Report 2008:3, ISBN: 1504-5749. Geeson, N. A., C.J. Brandt και J.B. Thornes (2002), Mediterranean Disertification: a mosaic of processes and responses, Σάσεξ: John Wiley and Sons. Hoerling, M. κ.ά. (2006), «Detection and attribution of twentieth-century Northern and Southern African rainfall change», Journal of Climate 19 (16): 3989-4008. Hunter, L.M. (2007), Climate Change, Rural Vulnerabilities and Migration, Ουάσινγκτον: Population Reference Bureau. Iglesias, A., L. Garrote, F. Flores, M. Moneo (2007 ), «Challenges to Manage the Risk of Water Scarcity and Climate Change in the Mediterranean», Water Resour Manage 21: 775-788. IPCC (1990), Impact Assessment of Climate Change –Report of Working Group II, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.ipcc.ch/ipccreports. IPCC (2001), Climate Change, Working Group II: Impacts, adaptation and vulnerability, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.ipcc.ch/ipccreports/. IPCC (2007), Working Group II Contribution to the Intergovernmental Panel on Climate Change Fourth Assessment Report Climate Change 2007: Climate Change, Impacts, Adaptation and Vulnerability, Απρίλιος 2007. Issar, A. και M. Zohar (2007), Climate Change Environment and History of the Near East, Βερολίνο/Χαϊδελβέργη: Springer, 2η έκδοση. Kibreab, G. (1997), «Environmental Causes and Impact of Refugee Movements: A Critique of the Current Debate», Disasters 21 (1): 20-38. Leighton, M. (2006), «Desertification and Migration», στο Global Governance and Desertification, Λονδίνο: Ashgate Press. Livingston, D.N (2000), «Environmental determinism», στο R.J. Johnson, D. Gregory, G. Pratt και M. Watta (επιμ.), The Dictionary of Human Geography, Οξφόρδη: Blackwell: 212-215, 4η έκδοση. McLeman R. και B. Smit (2006), «Migration as an Adaptation to Climate Change», Climate Change 76: 31-53. Myers, N. (2005), Environmental Refugees, an emergent security issue, Paper presented to the 13th Economic Forum, Πράγα, Τσεχία, 23-27 Μαΐου 2005. Myers, N. (1997), «Environmental refugees», Population and Environment 19 (2): 167-182. Myers, N. (1995), Environmental Exodus: An Emergent Crisis in the Global Arena, Climate Institute. Nicholls, R. και F.M.J. Hoozemans (1996), «The Mediterranean: vulnerability to coastal implications of climate change», Ocean & Coastal Management 31 (2-3): 105-132. Perch-Nielsen, S., M. Battig, D. Imboden (υπό έκδοση), «Exploring the link between climate change and migration», Climatic Change, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.springerlink.com/ content/v2l6k54hk522004u/fulltext.pdf. Sen, A. (1999), Development as Freedom, Νέα Υόρκη: Oxford University Press. Stern, N. (2005), «The Economics of Climate Change», The Stern Review.

004:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 60

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΤΡΑΓΑΚΗ

USGCRP (2000), «Climate change impacts on the United States: The potential consequences of climate variability and change. Overview: Agriculture», US Global Change Research Program, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα: http://www.usgcrp.gov/usgcrp/Library/nationalassessment/ overviewagriculture.

60

005:Layout 1

61

10/29/10

7:47 PM

Page 61

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΤΩΝ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΟΡΙΣΜΩΝ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΓΚΟΛΦ ΣΤΗΝ COSTA DEL SOL Γιώργος Μελισσουργός1

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η παρούσα εργασία διερευνά την ανάπτυξη της Costa del Sol ως τουριστικού προορισμού γκολφ μέσα στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης των τουριστικών προορισμών. Μέσα από στοχευμένη βιβλιογραφική επισκόπηση και έρευνα πεδίου αναδεικνύονται ορισμένοι κρίσιμοι παράγοντες, οι οποίοι συντελούν στη διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος και στην εξειδίκευση της περιοχής στον τουρισμό του γκολφ, και ιδιαίτερα η ανάπτυξη της δεύτερης κατοικίας και του διεθνούς οικιστικού τουρισμού. Συμπεραίνεται ότι η δυναμική του τουρισμού γκολφ από την άποψη της προσφοράς εξαρτάται από τη δυναμική του τομέα της δεύτερης κατοικίας.

Tourism Restructuring and the Geographies of Tourism Destinations: The Case of Golf in Costa del Sol Yorgos Melissourgos ABSTRACT This paper deals with the development of Costa del Sol as a golf destination within the framework of tourism destination restructuring. Targeted bibliographical review and fieldwork research reveal some critical factors contributing to the tourism product diversification and the specialisation of the area in golf tourism, most importantly the proliferation of second homes and international residential tourism. It is concluded that, from a supply side point of view, the dynamics of golf tourism depend on the dynamics of the second home sector.

1. Εισαγωγή τουρισμός αναγνωρίζεται πλέον ως ένας από τους σημαντικότερους και πιο δυναμικούς οικονομικούς «κλάδους» σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα σχετικά μεγέθη είναι εντυπωσιακά: Για το 2008 ο αριθμός των διεθνών τουριστικών αφίξεων ανήλθε στα 992 εκ. και τα αντίστοιχα έσοδα σε 642 τρις ευρώ (WTO, 2009). Για την ίδια περίπου περίοδο και σύμφωνα με εκτιμήσεις που λαμβάνουν υπόψη τη διασύνδεση των τουριστικών δραστηριοτήτων με άλλους κλάδους (WTTC, 2010), στον τουρισμό αποδίδεται το 9% του παγκόσμιου ΑΕΠ και το 8% της απασχόλησης. Ωστόσο τα απόλυτα μεγέθη αντανακλούν ένα μόνο μέρος της πραγματικής σημασίας που έχει ο τουρισμός στα σύγχρονα παγκοσμιοποιημένα περιβάλλοντα. Η σημασία αυτή σχετίζεται με την πολυδιάστατη φύση του ίδιου του τουριστικού φαινομένου, καθώς το τελευταίο προσδιορίζεται από μία σειρά οικονομικών, πολιτισμικών και περιβαλλο-

Ο

Διδάκτορας Τμήματος Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, εντεταλμένος διδασκαλίας (ΠΔ 407/1980), Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, e-mail: [email protected]. 1. Ο συγγραφέας ευχαριστεί τους δύο ανώνυμους κριτές, καθώς και τους προνομιακούς πληροφορητές που συνέβαλαν στη διερεύνηση της περίπτωσης της Costa del Sol στα πλαίσια εκπόνησης της διδακτορικής του διατριβής, στην οποία βασίζεται η παρούσα δημοσίευση. Για τον ίδιο λόγο οφείλεται ειδική μνεία στη σημαντική οικονομική υποστήριξη του Προγράμματος ΕΠΕΑΕΚ Ηράκλειτος για την ενίσχυση της διδακτορικής έρευνας.

005:Layout 1

62

10/29/10

7:47 PM

Page 62

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

2. Καθώς έχουν πλέον παρέλθει δύο χρόνια από την ολοκλήρωση της διατριβής και τέσσερα χρόνια από τη διενέργεια της έρευνας πεδίου στην Ισπανία, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τα ευρήματα της έρευνας είναι ξεπερασμένα, είτε γιατί απαιτείται επικαιροποίηση των στοιχείων, είτε διότι το ευρύτερο πλαίσιο έχει δραματικά αλλάξει, κυρίως εξαιτίας της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας που πλήττει με σφοδρότητα τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες και τον τουρισμό τους. Όμως πιστεύουμε ότι, παρόλη την απουσία τόσο της πρόσφατης μεταβολής των μεγεθών που θίγονται όσο και της διερεύνησης των επιπτώσεων που έχει η αρνητική συγκυρία πάνω στο υπό μελέτη αντικείμενο, τα ευρήματα της έρευνας παραμένουν επίκαιρα και μπορούν να τροφοδοτήσουν μία χρήσιμη συζήτηση σε επίπεδο θεωρίας και πολιτικών. Επιπλέον, τα ερωτήματα και τα συμπεράσματα της μελέτης αποκτούν και μία πρόσθετη σημασία σε εμπειρικό επίπεδο, καθώς είμαστε βέβαιοι ότι η συζήτηση για την ανάπτυξη του τουρισμού και του γκολφ ειδικότερα θα επανέλθει με δριμύτητα στο προσκήνιο όταν αλλάξει ο οικονομικός κύκλος.

ντικών παραγόντων και από τις αλληλοσυσχετίσεις τους που εκτείνονται σε –και διασυνδέουν– διάφορες χωρικές κλίμακες (Shaw και Williams, 2004). Όμως, παρά την ευρεία γεωγραφική του βάση, ο τουρισμός παρουσιάζεται έντονα διαφοροποιημένος χωρικά. Αυτό εξηγείται από την πολυπλοκότητα της φύσης του τουριστικού προϊόντος, τη συνύπαρξη ποικίλων δομών αγοράς που ορίζουν το πλαίσιο του ανταγωνισμού, την ποικιλία και αλληλεξάρτηση κλάδων και επιχειρήσεων που από κοινού συστήνουν παγκόσμια δίκτυα παραγωγής τουρισμού, από τις στρατηγικές των μεγάλων επιχειρήσεων, τις μεταλλαγές των εθνικών και διεθνικών ρυθμιστικών πλαισίων και από την ιστορικότητα των τουριστικών ροών και των επενδύσεων (Sinclair και Stabler, 1997· Papatheodorou, 2004). Σε αυτό το πλαίσιο, ορισμένες περιοχές επιδεικνύουν μία σχετική εξειδίκευση σε τουριστικές δραστηριότητες. Μία τέτοια περίπτωση μακρο-περιφέρειας είναι η Μεσόγειος και ειδικά η Νότια Ευρώπη. Σε αυτήν αναλογούν ετησίως το 20% των διεθνών τουριστικών αφίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο το 2005 και το 1/3 των αφίξεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο (WTO, 2006). Κύρια χαρακτηριστικά του τουρισμού στη Μεσόγειο αποτελούν η εγκαθίδρυση του μαζικού τουρισμού, η μονοκαλλιέργεια του προϊόντος «ήλιος και θάλασσα», η δριμεία εποχικότητα και η έντονη χωρική πόλωση σε διάφορες κλίμακες (Williams, 1997). Τα χαρακτηριστικά αυτά έχουν τροφοδοτήσει μία γόνιμη συζήτηση σχετικά με τον άνισο χαρακτήρα της τουριστικής ανάπτυξης και τον καταμερισμό θετικών και αρνητικών επιπτώσεων. Ωστόσο, παρόλη τη σχετική διαφοροποίηση που παρατηρείται σε εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, οι ώριμοι προορισμοί της Μεσογείου παρουσιάζουν έντονα σημεία κόπωσης ήδη από τη δεκαετία του 1980, τα οποία οφείλονται κυρίως στον εντεινόμενο ανταγωνισμό σε δια- και ενδο-μακροπεριφερειακό επίπεδο, στην υποβάθμιση των τουριστικών πόρων και σε σημαντικές μεταβολές από τη μεριά της ζήτησης. Οι ανησυχητικές αυτές διαπιστώσεις περί της οικονομικής αλλά και γενικότερης βιωσιμότητας της τουριστικής ανάπτυξης οδήγησαν –σε επίπεδο επιχειρηματικής δραστηριοποίησης και θέσπισης πολιτικών– στην αναζήτηση εναλλακτικών λύσεων. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάνει την εμφάνισή του σε διάφορες περιοχές της Μεσογείου ο τουρισμός του γκολφ ως μία ειδική μορφή τουρισμού. Η επίκλησή του –όπως και άλλων θεματικών πεδίων διαφοροποίησης του τουριστικού προϊόντος– γίνεται κυρίως εξαιτίας της στόχευσης σε υψηλής εισοδηματικής κατηγορίας καταναλωτές και σε νέα τμήματα της τουριστικής αγοράς, η ζήτηση των οποίων παρουσιάζει επιπλέον διαφοροποιημένη εποχικότητα (Bramwell, 2004). Κατ’ αυτό τον τρόπο, το γκολφ εντάσσεται σε μία σειρά στρατηγικών αναδιάρθρωσης του τουρισμού, που με τη σειρά τους αποτελούν αντικείμενο μελέτης των γεωγραφικών θεωρήσεων, οι οποίες αναλύουν την εξέλιξη των τουριστικών προορισμών. Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο η παρούσα εργασία σκοπεύει να αναδείξει ορισμένες κρίσιμες πτυχές της αλληλεπίδρασης διάφορων παραγόντων που διαμορφώνουν τα σύγχρονα τουριστικά τοπία, μελετώντας το θέμα του τουρισμού του γκολφ μέσα από στοχευμένη βιβλιογραφική επισκόπηση και μέσα από την εμπειρική διερεύνηση του πλέον καταξιωμένου τουριστικού προορισμού του είδους σε επίπεδο Μεσογείου, αυτού της ισπανικής Costa del Sol. Το υλικό της εμπειρικής έρευνας και μέρος της συζήτησης αντλείται από τη διδακτορική διατριβή του συγγραφέα (Μελισσουργός, 2008· βλ. και Μελισσουργός, 2010).2 Η εργασία

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 63

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

διαρθρώνεται ως εξής: Στην αρχή διερευνάται η έννοια της αναδιάρθρωσης του τουρισμού, η οποία στη συνέχεια θα αποτελέσει το πλαίσιο για τη μελέτη της ανάπτυξης του τουρισμού στην Costa del Sol και την καθιέρωση σε αυτήν του γκολφ. Ακολούθως εξετάζονται τα κρίσιμα χαρακτηριστικά του γκολφ στην Costa del Sol, πριν καταλήξουμε σε μία συνοπτική συμπερασματική συζήτηση.

2. Η αναδιάρθρωση του τουρισμού Ανάμεσα στα διάφορα θεωρητικά μοντέλα που έχουν κατά καιρούς προταθεί για την ανάλυση της εξέλιξης των τουριστικών προορισμών (Miossec, 1976· Gormsen, 1981· Oppermann, 1993), αυτό του Κύκλου Ζωής του Τουριστικού Προορισμού του Butler (1980) έχει ασκήσει τη μεγαλύτερη επιρροή. Η θεώρηση αυτή προδιαγράφει την υποθετική εξέλιξη ενός τουριστικού προορισμού μέσα από έξι διαδοχικά στάδια: εξερεύνηση, εμπλοκή, ανάπτυξη, εδραίωση, στασιμότητα, και τέλος ένα στάδιο μετα-στασιμότητας που κυμαίνεται εναλλακτικά ανάμεσα στην πτώση και στην ανανέωση. Κάθε στάδιο προσδιορίζεται σε σχέση με τον αριθμό των τουριστών και το ρυθμό μεταβολής τους, τις τουριστικές υποδομές και το ντόπιο ή μη έλεγχό τους, τα είδη τουριστών, το βαθμό ειδίκευσης της τοπικής οικονομίας στον τουρισμό. Η θεώρηση του Butler έχει δοκιμαστεί εμπειρικά σε διάφορα πλαίσια, έχοντας δεχθεί σημαντική κριτική ως προς τα εξής κυρίως θέματα: Κατά πόσο είναι επιχειρησιακά εφαρμόσιμη, ποια είναι η χωρική κλίμακα του προορισμού, ποιες παραμέτρους και ποιες μονάδες μέτρησης οφείλει να λάβει υπόψη, αν μπορούν να αναγνωριστούν τα επιμέρους στάδια ex ante, εάν στο στάδιο της μετα-στασιμότητας είναι περισσότερο δόκιμη η επιλογή της ειδίκευσης ή της διαφοροποίησης, αν μπορούν μέσω του σχεδιασμού να αποφευχθούν τα στάδια της αρνητικής εξέλιξης, αν ο περιορισμός της μεγέθυνσης του προορισμού μπορεί να μην ταυτίζεται αναγκαστικά με τα στάδια της στασιμότητας και μετα-στασιμότητας, τη σημασία του ανταγωνισμού και των δομών αγοράς (Haywood, 1986· Cooper και Jackson, 1989· Debbage, 1990· Ioannides, 1992· Priestley και Mundet, 1998· Clegg και Essex, 2000· Hovinen, 2002· Agarwal, 2002, 2005· Papatheodorou, 2004). Οι επιμέρους αυτές συμβολές στη συζήτηση έχουν συνολικά αναδείξει ορισμένα χαρακτηριστικά που ενυπήρχαν με κάποιο τρόπο στην αρχική θεώρηση του Butler, γι’ αυτό και ο μεγάλος βαθμός της επιρροής της. Κατ’ αρχήν απαιτείται κάποιου είδους γνώση των ιδιαίτερων σε κάθε περίπτωση παραγόντων που προσδιορίζουν την τουριστική ανάπτυξη, και επομένως έχει σημασία η συγκεκριμενοποίηση, μέσω αναλυτικών προσεγγίσεων, των γενικών παραδοχών που κάνει η θεώρηση του Κύκλου Ζωής. Στο πλαίσιο αυτό έχει επίσης σημασία η «χαρτογράφηση» της διαντίδρασης τοπικών/εσωτερικών και παγκόσμιων/εξωτερικών δυνάμεων, καθώς η διαντίδραση αυτή μπορεί σε μεγάλο βαθμό να εξηγήσει τα γεωγραφικά διαφοροποιημένα αναπτυξιακά αποτελέσματα. Στη διαντίδραση αυτή δεν πρέπει να υποτιμάται ο ρόλος των τοπικών δομών και δρώντων υποκειμένων, αλλά ούτε και αυτός του κράτους έναντι των ισχυρών εξωτερικών παραγόντων. Οι παραπάνω γεωγραφικές προσεγγίσεις επιτελούν και έναν επιπλέον ρόλο: φέρνουν πιο κοντά τη γεωγραφία του τουρισμού στις ερευνητικές ατζέντες που διαμορφώνονται στην ευρύτερη περιοχή της ανθρωπογεωγραφίας. Καθοριστική

63

005:Layout 1

64

10/29/10

7:47 PM

Page 64

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

για αυτή τη σύγκλιση είναι η έννοια της αναδιάρθρωσης, η οποία έχει χρησιμοποιηθεί για να εξηγήσει τις ριζικές μεταμορφώσεις του κοινωνικοοικονομικού συστήματος από τη δεκαετία του 1970 κι έπειτα στο πλαίσιο της γεωγραφίας της βιομηχανίας και της πολιτικής οικονομίας του χώρου. Η πρώτη ανέλυσε τους κοινωνικούς και γεωγραφικούς μετασχηματισμούς της παραγωγής, δίνοντας βαρύτητα στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, στην ευελιξία της οργάνωσης της παραγωγής και της εργασίας και στην περιφερειακή κλίμακα οργάνωσης (βλ. ενδεικτικά Massey, 1995· Piorre και Sabel, 1984· Scott και Storper, 1986· Dicken, 2003). Η δεύτερη εστίασε στην άνιση οικονομική ανάπτυξη και στην αλλαγή του τρόπου ρύθμισης και του καθεστώτος συσσώρευσης (Lipietz, 1987· Harvey, 1989· Soja, 1989· Dunford, 1990). Και στις δύο οικογένειες προσεγγίσεων γίνεται λόγος για τη μετάβαση σε μία νέα δομή και οργάνωση των δυτικών κοινωνιών, αυτό που έχει ονομασθεί –εγείροντας μεγάλη συζήτηση και κριτική– μετα-φορντισμός (Amin, 1997). Το κατά πόσο υφίσταται μία μετα-φορντιστική τουριστική οικονομία έχει απασχολήσει επίσης και τους γεωγράφους του τουρισμού, οι οποίοι έχουν με διάφορους τρόπους εφαρμόσει την έννοια της αναδιάρθρωσης στη μελέτη του τουρισμού. Στη συζήτηση φαίνεται να γίνεται αποδεκτή η θέση των Ioannides και Debbage ότι η βιομηχανία του τουρισμού πρέπει να θεωρείται ως νεο-φορντιστική «καθώς επιδεικνύει διάφορους βαθμούς ενίσχυσης της ευελιξίας εντός του πλαισίου των προ-φορντιστικών συστατικών και θεσμών της όπως και των κυρίαρχων φορντιστικών χαρακτηριστικών της» (1998: 119), άποψη που συμπορεύεται και με παραδοχές εκτός τουριστικών σπουδών (βλ. στο Amin, 1997). Εξάλλου οι ίδιοι όπως και άλλοι (Buhalis, 1998· Poon, 1993), έχουν εκτεταμένα αναλύσει μία σειρά χαρακτηριστικών αναδιάρθρωσης στους κλάδους του τουρισμού όπως τον μετασχηματισμό των κυκλωμάτων παραγωγής εξαιτίας των τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών, τον εξωπορισμό δευτερευουσών δραστηριοτήτων, τη συγκεντροποίηση/διαφοροποίηση προϊόντος / υπερ-τμηματοποίηση ταυτότητας (brand super-segmentation) εξαιτίας της όξυνσης του παγκόσμιου ανταγωνισμού, την ευέλικτη οργάνωση της παραγωγής εξατομικευμένων προϊόντων κ.ά. Συγχρόνως άλλοι μελετητές έχουν αναλύσει την αναδιάρθρωση του τουρισμού σε διαφορετικά πλαίσια. Οι Gordon και Goodall (2000) προτείνουν ένα εναλλακτικό θεωρητικό πλαίσιο το οποίο μπορεί να εξηγήσει τη διαφοροποιημένη ανάπτυξη τουριστικών περιοχών με βάση διάφορους τύπους εξωτερικοτήτων, την ειδίκευση, τη διαφοροποίηση προϊόντος, τις τοπικές αγορές εργασίας, την τοπική διακυβέρνηση και ρύθμιση, και τον ανταγωνισμό εντός του προορισμού και σε σχέση με άλλους. Η Agarwal (2002) προτείνει μία ταξινόμηση μορφών και στρατηγικών αναδιάρθρωσης τόσο για τους κλάδους του τουρισμού όσο και για τους προορισμούς. Αποφαίνεται ότι τους προορισμούς αφορούν οι μορφές της αναδιοργάνωσης και του μετασχηματισμού προϊόντος (2002: 37), με την πρώτη να περιλαμβάνει στρατηγικές επένδυσης/τεχνικής αλλαγής, συγκεντροποίησης και εξειδίκευση προϊόντος, ενώ η μορφή του μετασχηματισμού προϊόντος περιλαμβάνει στρατηγικές όπως ενίσχυση ποιότητας υπηρεσιών, ενίσχυση ποιότητας περιβάλλοντος, αναδιαμόρφωση εικόνας, διαφοροποίηση, συνεργασιμότητα και προσαρμογή. Τονίζεται αφενός ότι οι μορφές της αναδιάρθρωσης και οι στρατηγικές διαφοροποιούνται σε επίπεδο κλάδου και προορισμού και αφετέρου ότι κάθε κλάδος ή κοινωνική ομάδα μπορεί να αντιδρά διαφορετικά απέναντι στη μετα-στασιμό-

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 65

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

τητα (2002: 38). Οι παραπάνω στρατηγικές αποτελούν το πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα εξετασθεί η ανάδυση του γκολφ στη Μεσόγειο και ειδικά στην Costa del Sol.

3. Η ανάπτυξη του τουρισμού στην Costa del Sol Η «Ακτή του Ήλιου» αποτελεί έναν από τους πρωτοπόρους τουριστικούς προορισμούς στη Μεσόγειο. Πρόκειται για την παράκτια ζώνη του Νομού της Málaga στον ανδαλουσιανό νότο, η οποία περιλαμβάνει τα γειτονικά παράλια του Cádiz, εκτεινόμενη έτσι από το Gibraltar στα δυτικά μέχρι τη Nerja στα ανατολικά (βλ. Σχήμα 1). Το περισσότερο αναπτυγμένο τουριστικά τμήμα της περιοχής είναι αυτό της δυτικής Costa del Sol, ανάμεσα στην πόλη της Málaga και τη Manilva, δυτικά από το φημισμένο θέρετρο της Marbella. Στα ξενοδοχεία αυτής της περιοχής κατέλυσαν 3,5 εκ. τουρίστες το 2005, αριθμός που αντιστοιχεί στο ¼ των ροών σε επίπεδο περιφέρειας. Στην τελευταία ο τουρισμός αντιπροσωπεύει άμεσα και έμμεσα το 12,1% του ακαθάριστου προϊόντος, το 11,2% της απασχόλησης και το 75,6% των εξαγωγών (Exceltur, 2006). Ενώ ο τουρισμός έχει μία μακρά εξελικτική πορεία στην Costa del Sol από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η εδραίωσή του στην περιοχή ξεκινά με εντυπωσιακούς ρυθμούς από τη δεκαετία του 1960. Σε αυτό συνέδραμαν η προτεραιότητα που έδωσε στην τουριστική ανάπτυξη το Φρανκικό καθεστώς (κατασκευή βασικών υποδομών, επιχορηγήσεις κατασκευής ξενοδοχείων), η κατάρρευση της ευρύτερης περιφερειακής αγροτικής οικονομίας και η συντελούμενη τότε ανάδυση του μαζικού τουρισμού στις χώρες προέλευσης (Hadjmichalis, 1987· Barke και France, 1996· Williams, 1996· Navarro, 2003). H περιοχή αναπτύχθηκε γρήγορα με βάση το τυποποιημένο, φθηνό πακέτο διακοπών του ήλιου και της θάλασσας.

Σχήμα 1 Χάρτης της Costa del Sol (πηγή: Nuevo Atlas de España, ανασχεδιασμός του συγγραφέα)

65

005:Layout 1

66

10/29/10

7:47 PM

Page 66

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

Όμως, παράλληλα με τις υπηρεσίες τουρισμού, αναπτύχθηκε και μία άλλη τουριστική –με την ευρύτερη έννοια του όρου– αγορά, αυτή της δεύτερης κατοικίας. Σημασία έχει ότι η ζήτηση για το λεγόμενο οικιστικό τουρισμό δεν ήταν μόνο εγχώρια αλλά και διεθνής ήδη από τη δεκαετία του 1960 και προερχόταν, όπως και οι σημαντικότερες τουριστικές ροές, από το Ηνωμένο Βασίλειο (Barke και France, 1996). Η ίδια αυτή τάση ειδίκευσης της περιοχής στον διεθνή οικιστικό τουρισμό (Leontidou και Marmaras, 2001) θα συνεχιστεί και θα εντατικοποιηθεί κατά τη δεκαετία του 1980, με αποτέλεσμα σήμερα την υψηλή συγκέντρωση αλλοδαπού πληθυσμού, η πλειοψηφία του οποίου προέρχεται από ευρωπαϊκές χώρες. Η εικόνα της χωρικής κατανομής και της υψηλής πληθυσμιακής συγκέντρωσης αλλοδαπών σχηματίζεται από δύο πηγές. Η πρώτη είναι μία δειγματοληπτική έρευνα για τον οικιστικό τουρισμό (Raya, 2001). Η εγχώρια ζήτηση στο σύνολο των ακτών της Ανδαλουσίας αποτελεί το 60% της συνολικής ζήτησης και εξηγείται από την ισπανική κουλτούρα της δεύτερης κατοικίας και το υψηλό ποσοστό ιδιοκατοίκησης στο σύνολο της χώρας (Diaz και Loures, 2006). Όμως από το σύνολο των ιδιοκτητών δεύτερης κατοικίας στην Costa del Sol μόλις το 16% είναι Ισπανοί, ενώ αντίθετα το 40% είναι Άγγλοι και το 32% Γάλλοι. Η δεύτερη πηγή είναι η απογραφή του 2001, παρόλο που τα πραγματικά μεγέθη υποεκτιμούνται σε μεγάλο βαθμό. Στη δυτική Costa del Sol κατοικούν 40 χιλιάδες Ευρωπαίοι, οι οποίοι αποτελούν στο 46% του συνολικού ευρωπαϊκού πληθυσμού στην Ανδαλουσία και αντίστοιχα το 72% σε επίπεδο νομού. Οι Βρετανοί αποτελούν τους 4 στους 10 Ευρωπαίους σε επίπεδο νομού, ενώ ποσοστό 59% από αυτούς έχουν ηλικία μεγαλύτερη των 50 ετών. Έτσι η Costa del Sol αποτελεί έναν από τους κυριότερους προορισμούς για τη μετανάστευση κατά τη συνταξιοδότηση των βορειοευρωπαίων προς τη Μεσόγειο. Κυριότερους παράγοντες έλξης αποτελούν το κλίμα, οι χαλαροί ρυθμοί ζωής και το συγκριτικά χαμηλό κόστος διαβίωσης, ενώ σημασία έχουν επίσης η προγενέστερη της μόνιμης μετεγκατάστασης ιδιοκτησία δεύτερης κατοικίας, η πρότερη γνώση του προορισμού μέσω του τουρισμού, και η ανάπτυξη κοινωνικών υποδομών (Rodríguez κ.ά., 1998· Williams κ.ά., 2000· King κ.ά., 2000· O’Reilly, 2000). Τα παραπάνω δεδομένα εξηγούν κατά ένα μέρος τη διάρθρωση της προσφοράς. Στη δυτική Costa del Sol η αναλογία ανάμεσα σε ιδιωτικές τουριστικές κλίνες (σε δεύτερες και κενές κατοικίες) και σε συλλογικές κλίνες (ξενοδοχεία κ.ά.) είναι 6,5:1, ενώ σε επίπεδο νομού, όπου η συγκέντρωση ξενοδοχειακών μονάδων είναι χαμηλότερη, η αναλογία αυτή είναι 10:1 (Prats και Fuentes, 2004). Οι λόγοι πίσω από αυτή την ανάδυση του τουριστικού real estate από την άποψη της προσφοράς είναι οι ευνοϊκές μακροοικονομικές συνθήκες και η διαρκής εισροή επενδύσεων από άλλες ισπανικές περιφέρειες και από το εξωτερικό (η τελευταία ανέρχεται στο 25% των συνολικών επενδύσεων στην ανάπτυξη και διαχείριση ακινήτων στα τέλη της δεκαετίας του 1970) (Navarro, 2003: 36). Σημαντικό ρόλο έπαιξε επίσης η διαθεσιμότητα γης, στο πλαίσιο της στρατηγικής που ακολούθησαν από τη δεκαετία του 1980 οι τοπικές δημοτικές αρχές για μεγιστοποίηση της απόδοσης γης προς οικιστική χρήση με σκοπό τη συγκέντρωση εσόδων (Priestley, 1995α). Αυτή η στρατηγική, αρχικά σε συνδυασμό με την απουσία προγραμματισμού και πολεοδομικού σχεδιασμού και κατόπιν με τη διαρκή αναθεώρηση των σχεδίων, οδήγησε σε μία μη ελέγξιμη οικιστική ανάπτυξη χαμηλής ποι-

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 67

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

ότητας και υψηλών πυκνοτήτων σε πολλές περιοχές, η οποία υποβάθμισε τους τουριστικούς πόρους. Στο σύνολο των ακτών της Ανδαλουσίας, το 26% της ζώνης που εκτείνεται σε πλάτος 1 χμ. από την ακτή έχει ήδη αποδοθεί στη δόμηση, ενώ σε ορισμένες περιοχές το ποσοστό αυτό είναι σημαντικά υψηλότερο, προσεγγίζοντας το 74% στο Torremolinos και το 62% στο Mijas (Greenpeace, 2006: 28). Ωστόσο οι αρνητικές εξελίξεις στον προορισμό δεν κάνουν πρόσφατα την εμφάνισή τους. Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 η περιοχή θεωρείται ότι έχει εισέλθει στο στάδιο της στασιμότητας (Marchena, 1987). Την προσωρινή σημαντική μείωση των αφίξεων επηρέασε –όπως άλλωστε σε ολόκληρη την Ισπανία και στο σύνολο της Νότιας Ευρώπης– η οικονομική κρίση.3 Από τότε, και ιδίως από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας (1980), ο προορισμός θεωρείται ότι εισέρχεται σε μία τροχιά αναδιοργάνωσης, τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας θα συνεχιστούν και στη δεκαετία του 1990 (Priestley και Carles, 2007). Ο Navarro (2003: 42-62) αναγνωρίζει συγκεκριμένες στρατηγικές αναδιάρθρωσης, ανάμεσα στις οποίες τη μεγέθυνση της προσφοράς ιδιωτικού καταλύματος και την εισαγωγή νέων προϊόντων (γκολφ, μαρίνες, θαλάσσια πάρκα, κέντρα υγείας, συνεδριακός τουρισμός κ.ά.).4 Παρατηρείται επίσης –σε αυτή την περίοδο της δεκαετίας του 1980– η χωρική εξάπλωση στις περιοχές δυτικά της Marbella της δεύτερης κατοικίας, ενώ συγχρόνως τα μεγάλα συγκροτήματα κατοικιών που κατασκευάζονται με το σύστημα της ιδιωτικής πολεοδόμησης –οι λεγόμενες αστικοποιήσεις (urbanizaciones)– πλέον διαφοροποιούνται σε σχέση με τα αντίστοιχα τυποποιημένα και πολυόροφα, χαμηλής ποιότητας έργα της προηγούμενης δεκαετίας (Tyrakowski, 1986), καθώς δίνεται έμφαση στις περιβαλλοντικές παραμέτρους, στις χαμηλές πυκνότητες και στην υψηλή ποιότητα κατασκευής.

4. Ο μετασχηματισμός της Costa del Sol σε Costa del Golf Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο κάνουν την εμφάνισή τους τα γήπεδα γκολφ στην περιοχή. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 υπάρχουν μόλις 8 γήπεδα στην Costa del Sol, ενώ στα επόμενα δέκα χρόνια προστίθενται ακόμα έξι. Ο ρυθμός μεγέθυνσης των εγκαταστάσεων θα αλλάξει ριζικά στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1996 καταμετρώνται 34 γήπεδα, ενώ το 2006 ο συνολικός αριθμός γηπέδων είναι 54. Πρόκειται περίπου για το 65% της δυναμικότητας στο σύνολο της περιφέρειας, η οποία με τη σειρά της έχει στο έδαφός της το 1 στα 4 γήπεδα σε εθνικό επίπεδο (Ramón Dávila και GDT, 2005). Από την κατανομή αυτή καταλαβαίνουμε ότι η περιοχή παρουσιάζει μία σημαντική χωρική συγκέντρωση γηπέδων γκολφ, από την οποία προκύπτει και ο χαρακτηρισμός της ως Costa del Golf. Παρόμοιες συγκεντρώσεις υπάρχουν και σε άλλες παράκτιες περιοχές της Ισπανίας, όπως στην Costa Blanca και στη Costa Brava, στα Κανάρια και τις Βαλεαρίδες, καμία όμως δεν πλησιάζει σε μέγεθος αυτή της Ακτής του Ήλιου. Καθώς η ζήτηση σε αυτά τα γήπεδα προέρχεται κατά 75% από αλλοδαπούς παίκτες, προκύπτει ότι πρόκειται κυρίως για τουρισμό του γκολφ (FAG, 2006· Ramón Dávila και GDT, 2005). Από τη μεριά της ζήτησης ο τουρισμός του γκολφ ανταποκρίνεται στο πρόσφατα αναδυόμενο προφίλ του τουρίστα με ειδικά ενδιαφέροντα, ο οποίος διαφοροποιεί τα καταναλωτικά του πρότυπα, τον προορισμό και την εποχή του τα-

3. Έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η οικονομική κρίση –τότε όπως και τώρα– συντελεί στην ανάπτυξη της συζήτησης σχετικά με κρίσιμες παρεμβάσεις στις αναπτυξιακές τροχιές των ώριμων προορισμών. Παρόλο που στην τρέχουσα συγκυρία παρατηρούμε ότι επανέρχονται ζητήματα που είχαν συζητηθεί και στο παρελθόν, είναι ένα ενδιαφέρον ερώτημα κατά πόσο οι ιδιαιτερότητες της ισπανικής περίπτωσης –μιλούμε εδώ για το τουριστικό real estate– θα τροφοδοτήσουν μία νέα, διαφορετική με παλαιότερα συζήτηση. Θυμίζουμε ότι η ιλιγγιώδης αύξηση στην προσφορά κατοικίας και η υπερέκθεση των τραπεζών με βάση τα προϊόντα στέγης αποτελούν έναν από τους κυριότερους λόγους πίσω από τη λεγόμενη ισπανική φούσκα των ακινήτων, της οποίας η εμφάνιση είχε προηγηθεί χρονικά εκείνης της παγκόσμιας ύφεσης. 4. Οι λοιπές δράσεις αναδιάρθρωσης έχουν να κάνουν με τη βελτίωση του ανθρώπινου κεφαλαίου, τη διείσδυση νέων τεχνολογιών στους τουριστικούς κλάδους και στη δημόσια διοίκηση, την παροχή ξενοδοχειακού καταλύματος υψηλών προδιαγραφών, την αναγνώριση της περιβαλλοντικής διάστασης, τη διενέργεια ερευνών, την εισαγωγή του τομεακού σχεδιασμού (βλ. Navarro, 2003).

67

005:Layout 1

68

10/29/10

7:47 PM

Page 68

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

5. Στο Μελισσουργός, 2008: 157-162, γίνεται διερεύνηση και μίας τρίτης μεταβλητής που αφορά στον τύπο εκμετάλλευσης του γηπέδου. Αυτή η διερεύνηση δεν θα μας απασχολήσει εδώ.

ξιδιού του σε σχέση με το συμβατικό τουρίστα. Επίσης ο αθλητικός τουρισμός ως ειδική τουριστική αγορά αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία, καθώς αυξάνονται τα ποσοστά κοινωνικής συμμετοχής στα σπορ γενικά αλλά και συγχρόνως μεγεθύνεται ο τουρισμός των σπορ σε παγκόσμιο επίπεδο (Bull και Weed, 1999). Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά αφορούν ιδιαίτερα στην περίπτωση του γκολφ στην Ευρώπη, όπως επιβεβαιώνουν οι τάσεις μεγέθυνσης των εγγεγραμμένων παικτών σε πολλές χώρες για την περίοδο 1985-2005 (EGA, 2006) αλλά και οι αυξητικοί ρυθμοί των τουριστών γκολφ για την περίοδο 1993-2005 (Priestley, 1995β· Turespaña, 2003· Ramón Dávila και GDT, 2005). Σύμφωνα με τις παραπάνω πηγές, Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Σκανδιναβικές χώρες και Γαλλία αποτελούν τις κυριότερες χώρες προέλευσης για τον ευρωπαϊκό τουρισμό του γκολφ, έχει δε ιδιαίτερη σημασία ότι η κυριότερη χώρα προορισμού είναι και για τις τρεις πρώτες περιπτώσεις η Ισπανία, ενώ σημαντική είναι η παρουσία και άλλων μεσογειακών προορισμών. Την ανάπτυξη ροών προς τις χώρες του Ευρωπαϊκού Νότου αλλά και την εποχικότητά τους (κυρίως τους φθινοπωρινούς και ανοιξιάτικους μήνες) εξηγούν αφενός οι κλιματολογικές συνθήκες (το μεσογειακό κλίμα που επιτρέπει την άσκηση του αθλήματος όταν αυτή είναι πρακτικά αδύνατη στις βορειοευρωπαϊκές χώρες), η συμπληρωματικότητα ανάμεσα στο κύριο αθλητικό προϊόν και άλλες υπηρεσίες τουρισμού, και η χωρική εγγύτητα σε συνδυασμό με το πλεονέκτημα κόστους που έχουν οι εγκαταστάσεις στη Μεσόγειο, ιδιαίτερα στο πλαίσιο του εξειδικευμένου πακέτου γκολφ και των διακοπών μικρής διάρκειας (Priestley, 1995β). Όμως τα παραπάνω δεν μπορούν να εξηγήσουν γιατί υφίσταται υψηλή συγκέντρωση γηπέδων γκολφ στη συγκεκριμένη περιοχή και άρα πώς εξηγείται αυτή η τοπική εξειδίκευση. Η αρχική βιβλιογραφική επισκόπηση δείχνει ότι υπάρχουν επαρκή δεδομένα για τον τουρισμό του γκολφ στην Costa del Sol τόσο από την άποψη της ζήτησης όσο και από αυτή της προσφοράς (κυρίως τα Escorza, 2001· Borrego, 2002· Amorós, 2003). Ωστόσο για την τελευταία υφίστανται σχετικά περιορισμένες απαντήσεις οργανωτικού/γεωγραφικού χαρακτήρα. Για τη διερεύνηση αυτών των πτυχών σχεδιάστηκε έρευνα πεδίου που διεξήχθη τον Ιούνιο του 2006 και περιελάμβανε την ταξινόμηση των γηπέδων γκολφ, την χαρτογράφησή τους και την διεξαγωγή έρευνας σε δείγμα 11 επιχειρήσεων (για τη μεθοδολογία της επιτόπιας έρευνας βλ. Μελισσουργός, 2008: 151-157). Στον Πίνακα 1 παρουσιάζεται η ταξινόμηση των επιχειρήσεων γκολφ στη δυτική Costa del Sol με βάση δύο κριτήρια: το μέγεθος της επιχείρησης (χρησιμοποιώντας τη μόνη διαθέσιμη μεταβλητή του αριθμού των οπών) και τη σύνδεση του γηπέδου με οικιστικό/ξενοδοχειακό συγκρότημα (η μεταβλητή αυτή είναι γνωστή για τα 39 από τα 43 γήπεδα της δυτικής Costa del Sol).5 Η χαρτογράφηση των γηπέδων με βάση το πρώτο κριτήριο γίνεται στο Σχήμα 2. Αυτό που φαίνεται από τον Πίνακα 1 σχετικά με το δεύτερο κριτήριο ταξινόμησης έχει ιδιαίτερη σημασία για τη γεωγραφική/οργανωτική διάρθρωση του γκολφ στην περιοχή. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Πίνακα, μόνο το 17,9% των γηπέδων γκολφ αποτελεί αυτόνομη επιχείρηση που δεν συνδέεται οργανωτικά/ιδιοκτησιακά με κάποιου είδους ξενοδοχειακή ή οικιστική ανάπτυξη. Ακόμα και ο κοινός σε τουριστικές περιοχές τύπος του golf resort, δηλαδή ο συνδυασμός γκολφ και ξενοδοχείου υπό τη στέγη μίας επιχείρησης με κριτήριο την εσωτερίκευση της συμπληρωματικότητας των βασικών προϊόντων παροχής καταλύματος και

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 69

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

Πίνακας 1

Ταξινόμηση επιχειρήσεων γκολφ στην δυτική Costa del Sol

ως προς τον αριθμό οπών αριθμός οπών 9 18 27-60 σύνολο 100,00%

σύνολο επιχειρήσεων, # %, 12 27,9, 21 48,8, 10 23,3, 43 100,0

ως προς τη σύνδεση με οικιστική - ξενοδοχειακή ανάπτυξη 1. μόνο γκολφ 2. γκολφ + κατοικίες 3. γκολφ + ξενοδοχείο 4. γκολφ + κατοικίες + ξενοδοχείο επί του συνόλου 90,70%

σύνολο επιχειρήσεων , # %, 7 17,9, 20 51,3 4 10,3 8 20,5 39 100,0

Πηγή: Έρευνα πεδίου (Μελισσουργός, 2008: 156).

Σχήμα 2 Γήπεδα γκολφ στην Costa del Golf, 2006. (πηγή: έρευνα πεδίου, Ιούνιος 2006)

γκολφ, αποτελεί τη σπανιότερη κατηγορία στην περιοχή και αφορά μόλις το 1 στα 10 γήπεδα. Λιγότερο σπάνιος είναι ο τύπος του συνδυασμού «γήπεδο γκολφ συν ξενοδοχείο συν κατοικίες», όμως ακόμα κι αυτός υπολείπεται σημαντικά σε αριθμό επιχειρήσεων της κυρίαρχης κατηγορίας που είναι αυτή του συνδυασμού γκολφ και κατοικιών. Η βιβλιογραφία θίγει σε γενικό επίπεδο το λόγο που εξηγεί τη συνάρθρωση γκολφ και κατοικιών. Ο Pearce (1995: 144-145) κάνει λόγο για την κατασκευή διαμερισμάτων και βιλών ως το κυριότερο όφελος για τους de-

69

005:Layout 1

70

10/29/10

7:47 PM

Page 70

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

velopers κατά την κατασκευή γηπέδων γκολφ σε παράκτιους προορισμούς, ενώ οι Priestley και Sabí (1993: 69) αναφέρονται στο έμμεσο αποτέλεσμα της δημιουργίας ενός γηπέδου γκολφ στην Καταλονία που είναι η αστικοποίηση γύρω από το γήπεδο, έτσι που το γκολφ να «χρησιμεύει ως κάλυψη στο εμπόριο των ακινήτων». Ωστόσο οι συγγραφείς δεν εξηγούν αναλυτικά το πώς ακριβώς λειτουργεί αυτός ο συνδυασμός. Σε μεταγενέστερο κείμενό της η Priestley (1995β: 210211) κάνει λόγο για τη σύνδεση γηπέδων γκολφ και οικιστικών συγκροτημάτων δεύτερης κατοικίας στην περίπτωση των μεσογειακών ακτών σε Ισπανία (Málaga και Cataluña) και Γαλλία (Languedoc-Roussillon). Τη σύνδεση αυτή εξηγούν, για την ίδια, δύο παράγοντες: η ενσωμάτωση του κόστους κατασκευής του γηπέδου στο κόστος του συνολικού συγκροτήματος και η ανατίμηση της εμπορικής αξίας του συγκροτήματος εξαιτίας του γκολφ (το τελευταίο αναφέρεται και στο Priestley, 2006: 173). Δεν εξηγείται όμως πώς ακριβώς συμβάλλουν οι δύο αυτοί παράγοντες, πώς σχετίζονται οργανωτικά τα γήπεδα σε μία περιοχή με συγκροτήματα κατοικιών και τουριστικές μονάδες και ποια είναι η σημασία του συνδυασμού γκολφ, κατοικιών και ξενοδοχειακών συγκροτημάτων τόσο σε επίπεδο τουριστικού προορισμού όσο και σε επίπεδο επιχείρησης. Η απάντηση στα ερωτήματα αυτά πιστεύουμε πως βρίσκεται στην καρδιά της εξήγησης για την υψηλή χωρική συγκέντρωση των γηπέδων γκολφ και την ειδίκευση του προορισμού.

5. Συνάρθρωση γηπέδων γκολφ και οικιστικών/ξενοδοχειακών συγκροτημάτων: κρίσιμοι παράγοντες Τη συνάρθρωση γκολφ και κατοικιών εξηγεί αρχικά ο χαρακτήρας του γηπέδου ως ανοικτού, καταπράσινου χώρου. Δημιουργείται έτσι μία θετική εξωτερικότητα, την οποία, σε οικονομικούς όρους, καρπώνονται τα γειτονικά ακίνητα. Από αυτή την άποψη το γήπεδο γκολφ δρα ως ένας παράγοντας αναβάθμισης του προϊόντος «κατοικία». Πρόσφατες μελέτες εκτιμούν ότι οι τιμές των ακινήτων που ανήκουν σε συγκροτήματα γκολφ είναι αυξημένες κατά 15-25% σε σχέση με άλλα ακίνητα στην ίδια περιοχή (Catalán, 2005). Μία άλλη προσέγγιση μιλά για ακόμα μεγαλύτερα ποσοστά (15-30%), τα οποία διαμορφώνονται ανάλογα με την ακριβή θέση του ακινήτου σε σχέση με το γήπεδο γκολφ: εάν η κατοικία γειτνιάζει άμεσα με το γήπεδο και έχει ανοικτή θέα, η τιμή της είναι αυξημένη κατά 30%, ενώ αν βρίσκεται στη δεύτερη γραμμή ανάπτυξης των κατοικιών σε σχέση με το γήπεδο το ποσοστό κυμαίνεται μεταξύ 15-20% (Vierna, 2005). Ένα πρόσθετο στοιχείο που δικαιολογεί την υιοθέτηση ενός γηπέδου γκολφ σε μεγάλα έργα οικιστικής ανάπτυξης είναι ότι το υψηλό κόστος κατασκευής του αποτελεί ένα μικρό σχετικά ποσοστό του συνολικού κόστους κατασκευής ενός μεγάλου συγκροτήματος, το οποίο επίσης απολαμβάνει σημαντικές οικονομίες κλίμακας. Στις ποικίλες αναφορές που υπάρχουν υπολογίζεται ότι το κόστος κατασκευής ενός γηπέδου 18 οπών κυμαίνεται ανάμεσα σε 4,5 και 7,4 εκατομμύρια ευρώ (Aymerich, 2004: 40· Catalán, 2005: 16· Priego κ.ά., 2006: 424). Επίσης εκτός από την προαναφερόμενη θετική εξωτερικότητα που δημιουργεί ο ανοικτός χώρος του γηπέδου γκολφ, το μοντέλο «γκολφ και τουριστική κατοικία» ανταποκρίνεται σε μία ορισμένη μόδα από τη μεριά της ζήτησης πολυτελούς κατοικίας. Σύμφωνα με το πρότυπο αυτό, η δεύτερη κατοικία ή η κατοικία

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 71

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

της συνταξιοδότησης στην ηλιόλουστη Μεσόγειο δεν μπορεί πλέον να είναι μονάχα ένα άνετο σπίτι με κήπο και πισίνα κοντά στη θάλασσα. Αν αυτό το τελευταίο ήταν η μόδα 20 ή 30 χρόνια πριν, οι σύγχρονες τάσεις απαιτούν νέα στοιχεία. Ένας προνομιακός πληροφορητής της έρευνας διατύπωσε περιεκτικά αυτό το σημείο ως εξής: «Το γήπεδο γκολφ είναι στις μέρες μας [για την κατοικία] ό,τι ήταν η θάλασσα ή ακόμα και η πισίνα και το γήπεδο τένις στις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Και αυτό που κάποτε ήταν το Νο 1 προϊόν, το σπίτι πάνω στη θάλασσα, σήμερα είναι το σπίτι στην πρώτη γραμμή του γκολφ» (συνέντευξη C.G., Ιούνιος 2006). Χαρακτηριστικό της μεγαλύτερης σημασίας που έχει η συμβολική διάσταση του προϊόντος «κατοικία στην πρώτη γραμμή του γκολφ» έναντι της λειτουργικής διάστασης, δηλαδή της ευκολίας να παίξει κανείς γκολφ με βάση τον τίτλο συνιδιοκτησίας του γηπέδου, τον οποίο ενδεχομένως έχει ως ιδιοκτήτης κατοικίας, είναι ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό των ιδιοκτητών κατοικιών στις urbanizaciones γκολφ ασκεί το άθλημα. Αυτή τη γενική παρατήρηση κάνει η Aymerich (2004: 59), ενώ ο Burraco (2005: 6) αναφέρει ως ενδεικτικό το ποσοστό του 11%. Μπορεί ακόμα να υποτεθεί ότι η συμβολική διάσταση έχει επιπλέον σημασία για την Costa del Sol και προσιδιάζει στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της οικιστικής ανάπτυξης στην περιοχή. Όπως είδαμε η μεγάλη πλειοψηφία των οικοδομήσιμων περιοχών κοντά στη θάλασσα είχε ήδη καταληφθεί κατά την οικοδομική ανάπτυξη των δεκαετιών 1960-1980 με αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της διαθέσιμης για οικιστική ανάπτυξη γης. Συγχρόνως και σύμφωνα με προνομιακό πληροφορητή, οι μεγάλες επιχειρήσεις ανάπτυξης ακινήτων θεώρησαν ότι το παραδοσιακό προϊόν της πολυτελούς τουριστικής κατοικίας «είχε κλείσει τον κύκλο του». Οι περιοχές της «δεύτερης γραμμής», αυτές που κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες προσφέρονται για οικιστική ανάπτυξη, προσφέρουν φθηνότερη γη σε σχέση με την παράκτια ζώνη, ωστόσο χρειάζονται ένα υποκατάστατο της εγγύτητας και της θέας στη Μεσόγειο, κάτι που αναζητήθηκε –ανάμεσα σε άλλα– και στα γήπεδα γκολφ. Κρίσιμο βέβαια ρόλο στην αναζήτηση ενός τέτοιου νέου παράγοντα έλξης πρέπει να θεωρείται ότι διαδραμάτισε η υπερ-δόμηση της περιοχής ως παράγοντας που μειώνει τη συγκριτική αξία του προϊόντος «κατοικία στη μεσόγειο» και την επώνυμη εκδοχή του που είναι η «κατοικία στην Costa del Sol». Ένα ακόμα ζήτημα που διερευνήθηκε ποιοτικά μέσα από τη δειγματοληπτική έρευνα είναι η ταυτότητα των επιχειρήσεων και συγκεκριμένα ο κλάδος δραστηριοποίησής τους και η προέλευση του επενδυόμενου κεφαλαίου. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που επίσης αγνοείται στη σχετική βιβλιογραφία. Με βάση τα κύρια γνωρίσματα των εγκαταστάσεων γκολφ όπως τα είδαμε παραπάνω, μπορούμε να υποθέσουμε ότι τα γήπεδα έχουν κατασκευαστεί και λειτουργούν από επιχειρήσεις του τομέα των κατασκευών και του real estate. Πράγματι στο δείγμα των έντεκα γηπέδων/επιχειρήσεων γκολφ, τα δέκα από αυτά δημιουργήθηκαν από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στους προαναφερόμενους τομείς. Από τις 10 επιχειρήσεις οι 7 είναι τοπικές, η μία είναι θυγατρική μίας διεθνοποιημένης επιχείρησης ανάπτυξης τουριστικών ακινήτων και οι άλλες δύο είναι θυγατρικές διεθνοποιημένων αλλοδαπών επενδυτικών ομίλων (με έδρα την Ιρλανδία και τη Σαουδική Αραβία). Η 11η επιχείρηση από το σύνολο του δείγματος δημιουργήθηκε ως επένδυση αριστοκρατικής οικογένειας η οποία εκμεταλλεύτηκε ένα κομμάτι της μεγάλης ακίνητης περιουσίας της δίχως να στοχεύει στην είσοδο της επιχείρησης στον τομέα του real estate.

71

005:Layout 1

72

10/29/10

7:47 PM

Page 72

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

Ως προς την προέλευση των επενδύσεων η παραπάνω εικόνα έρχεται σε μερική ασυμφωνία με ορισμένες εκτιμήσεις για το σύνολο της Costa del Sol, στις οποίες το ποσοστό των άμεσων ξένων επενδύσεων εμφανίζεται μεγαλύτερο. Η Escorza εκτιμά ότι το 80% των συγκροτημάτων γκολφ στην περιοχή αφορά σε ξένες άμεσες επενδύσεις (2001: 175), ενώ το ίδιο ποσοστό εκτιμάται σε 40% από έναν προνομιακό πληροφορητή (συνέντευξη J.Α., Ιούνιος 2006). Στην έρευνά μας μόνο οι 3 στις 11 επιχειρήσεις του δείγματος (ποσοστό 27%) αφορούν σε άμεσες ξένες επενδύσεις, στοιχείο που είναι σύμφωνο με την εκτίμηση έτερου προνομιακού πληροφορητή (συνέντευξη I.H., Ιούνιος 2006) ότι τα ξένα κεφάλαια αφορούν στη μειοψηφία των επενδύσεων. Να σημειωθεί ακόμα ότι στο δείγμα των επιχειρήσεων συγκροτημάτων γκολφ δεν συναντήσαμε κάποια από τις μεγάλες ισπανικές εταιρείες κατασκευών και real estate που δραστηριοποιούνται σε εθνικό επίπεδο και εμπλέκονται σε μεγάλα έργα στην περιοχή. Μία εικόνα για την εμπλοκή αυτή παίρνει κανείς από τις εταιρικές ιστοσελίδες, τις καταχωρήσεις σε έντυπα του κλάδου και από τις διαφημιστικές μπροσούρες που κυκλοφορούν στην τοπική αγορά. Ένα άλλο χαρακτηριστικό των επιχειρήσεων του δείγματος είναι ότι κατά την περίοδο από την ίδρυση των επιχειρήσεων αυτών μέχρι σήμερα, παρατηρούνται αγοροπωλησίες επιχειρήσεων ή/και απεμπλοκή ή μεταβολή του πεδίου δραστηριοποίησης της αρχικής ιδιοκτήτριας εταιρείας. Έτσι σε τρεις περιπτώσεις όπου η ανάπτυξη του συγκροτήματος περιλάμβανε και τη δημιουργία κατοικιών, μετά το πέρας των πωλήσεων έπαυσε η οργανωτική και ιδιοκτησιακή σχέση ανάμεσα στην επιχείρηση γκολφ και τη διαχείριση των κατοικιών. Στη βιβλιογραφία η μεταβολή αυτή αναφέρεται για την περίπτωση των συγκροτημάτων «γκολφ συν κατοικίες» και σχετίζεται με την ολοκλήρωση του σταδιακού περάσματος της ιδιοκτησίας του γηπέδου γκολφ στους ιδιοκτήτες κατοικιών της urbanización (Escorza, 2001· Borrego, 2002). Κάτι τέτοιο όμως δεν επαληθεύτηκε για το δείγμα των επιχειρήσεων της έρευνας. Από τη μια μεριά στις τρεις προαναφερθείσες περιπτώσεις, όπου το γήπεδο γκολφ δεν εμφανίζεται να σχετίζεται πλέον με κατοικίες, η ιδιοκτησία και η διαχείριση του γηπέδου παρέμεινε στα χέρια της αρχικής εταιρείας (στις δύο από τις περιπτώσεις αυτές στην ιδιοκτησία του γηπέδου μετέχουν και τα μέλη της λέσχη-κάτοχοι μετοχών μαζί με την αρχική εταιρεία). Από την άλλη μεριά, στο σύνολο των λοιπών περιπτώσεων όπου το γκολφ συνδυάζεται με κατοικίες, η αρχική εταιρεία παραμένει ιδιοκτήτρια (ή συν-ιδιοκτήτρια κατά περίπτωση) και διαχειρίστρια του γηπέδου γκολφ. Αυτό σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του real estate που αρχικά δημιουργούν τις διάφορες εναλλακτικές κατηγορίες συγκροτημάτων διατηρούν τη θέση τους στην ιδιοκτησία και τη διαχείριση του γηπέδου γκολφ. Στην περίπτωση των σχετικά πρόσφατων επενδύσεων αυτό εξηγείται στη βάση της μελλοντικής ολοκλήρωσης της οικιστικής εκμετάλλευσης του συγκροτήματος, είδαμε όμως ότι ισχύει και σε περιπτώσεις όπου η οικιστική εκμετάλλευση έχει ήδη ολοκληρωθεί. Τεκμηριώνεται έτσι η ιδιοκτησιακή και οργανωτική συνάφεια των συγκροτημάτων γκολφ που περιλαμβάνουν κατοικίες και τα οποία δημιουργούνται και λειτουργούν υπό τον έλεγχο μίας επιχείρησης real estate. Η τελευταία διευρύνει το πεδίο δραστηριοποίησής της συμπεριλαμβάνοντας την διαχείριση του γηπέδου γκολφ. Η εναλλακτική λύση ως προς το γήπεδο γκολφ θα ήταν ο εξωπορισμός της διαχείρισής του. Αυτό δεν αφορά σε καμία από τις επιχειρήσεις του δείγματος και αποτελεί μία πρακτική που συναντιέται σε λίγα μόνο γήπεδα στην περιοχή.

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 73

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

Ένας άλλος άξονας διερεύνησης αφορά στο συνδυασμό του γηπέδου γκολφ με ξενοδοχείο. Εδώ το ζήτημα φαίνεται εκ πρώτης όψης πιο απλό, καθώς η βιβλιογραφία (π.χ. Escorza, 2001· Borrego, 2002· Malmierca, 2005) αναφέρει ότι η λογική πίσω από την κατηγορία αυτή του γκολφ τύπου «resort» είναι η εκμετάλλευση από μία επιχείρηση ενός μεγαλύτερου εύρους υπηρεσιών (γκολφ και παροχή καταλύματος) στην αγορά του τουριστικού γκολφ. Από αυτή την άποψη γήπεδο γκολφ και ξενοδοχείο τροφοδοτούν με πελατεία το ένα το άλλο. Το γήπεδο γκολφ έχει μία συμπληρωματική εποχικότητα ως προς τη συμβατική ζήτηση και συντελεί σε μεγαλύτερη πληρότητα του ξενοδοχείου κατά τις περιόδους χαμηλής ζήτησης. Το ξενοδοχείο είναι σε κάθε περίπτωση υψηλής κατηγορίας (4*-5*) και παρέχει επίσης συμπληρωματικές υπηρεσίες (π.χ. spa). Η σχετική βιβλιογραφία δεν προσφέρει εξηγήσεις σχετικά με το γεγονός ότι μόλις τα 4 από τα 39 γήπεδα γκολφ στην περιοχή σχετίζονται μόνο με ξενοδοχείο. Αντίθετα υπάρχουν άλλα 8 γήπεδα γκολφ που σχετίζονται άμεσα με ξενοδοχείο συν κατοικίες. Πρόκειται για το είδος συγκροτήματος που μπορεί να περιγραφεί ως σύνθετο/ολοκληρωμένο συγκρότημα γκολφ. Η Aymerich (2004: 60) αναφέρει αυτόν το συνδυασμό ως την τρέχουσα τάση της αγοράς στην Ισπανία. Οι Ramón Dávila και GDT (2005: 42) αναγνωρίζουν επίσης την τρέχουσα τάση να συμπεριλαμβάνεται ξενοδοχείο στις οικιστικές αναπτύξεις γκολφ και παραθέτουν δύο πρόσθετα στοιχεία. Το πρώτο αφορά στο γεγονός ότι τα υπό αναθεώρηση ή νέα τοπικά πολεοδομικά σχέδια υποχρεώνουν τα συγκροτήματα γκολφ να συμπεριλαμβάνουν ξενοδοχείο. Από εδώ απορρέει το δεύτερο στοιχείο που είναι η ανάδυση συνεργασιών ανάμεσα σε επιχειρήσεις real estate και ξενοδοχειακές αλυσίδες, με τις πρώτες να ενσωματώνουν το ξενοδοχείο στην κατασκευή του οικιστικού συγκροτήματος γκολφ και στη συνέχεια να παραχωρούν τη διαχείρισή του ή να το εκμισθώνουν στις δεύτερες. Στις επιχειρήσεις του δείγματος, από τα τρία συγκροτήματα όπου υφίσταται ξενοδοχείο, μόνο σε μία περίπτωση έχει σχετικά πρόσφατα παραχωρηθεί η διαχείρισή του σε πολυεθνική αλυσίδα που ειδικεύεται στη διαχείριση και marketing ξενοδοχείων τύπου boutique hotel. Στις λοιπές δύο περιπτώσεις η διαχείριση του ξενοδοχείου γίνεται από την αρχική επενδύτρια εταιρεία. Η κατηγορία του συνδυασμού «γκολφ, κατοικίες και ξενοδοχείο» αφορά σε 2 από τις 11 επιχειρήσεις του δείγματος. Πρόκειται για τα μεγαλύτερα σε μέγεθος συγκροτήματα, τα οποία εκτός από τα παραπάνω προϊόντα προσφέρουν και ένα μεγαλύτερου μεγέθους –σε σχέση με τις άλλες κατηγορίες συγκροτημάτων– συμπληρωματικό εύρος υπηρεσιών (π.χ. spa και κέντρο ευεξίας, αθλητικές εγκαταστάσεις, ακαδημία γκολφ, κέντρο ιππασίας). Τα πλεονεκτήματά της συνάρθρωσης αυτής συνοψίζει το ακόλουθο απόσπασμα συνέντευξης από στέλεχος της διεύθυνσης ενός τέτοιου συμπλέγματος (συνέντευξη S. E. στον γράφοντα, Ιούνιος 2006): «Έχουμε το γκολφ για σταθερή ροή εσόδων, το ξενοδοχείο που, αν και δεν αποφέρει σπουδαία κέρδη, δίνει προστιθέμενη αξία στο συγκρότημα και συγκροτεί μαζί με το γκολφ ένα προϊόν ιδιαίτερα ελκυστικό […] και βέβαια έχουμε το real estate, απ’ όπου έρχονται τα πολλά λεφτά». Μία ακόμα παρατήρηση αφορά στην ερμηνεία της υψηλής χωρικής συγκέντρωσης των γηπέδων γκολφ. Γνωρίζουμε από τους Amorós (2003) και Priestley (2006) ότι η χωρική εγγύτητα ενός ελάχιστου αριθμού γηπέδων –δύο ή τριών– αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη ενός προορισμού γκολφ.

73

005:Layout 1

74

10/29/10

7:47 PM

Page 74

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

Αυτό βασίζεται σε ένα κεντρικό λειτουργικό χαρακτηριστικό της ζήτησης του τουρισμού του γκολφ που είναι η εναλλαγή γηπέδων από τον παίκτη-τουρίστα κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του. Αυτό όμως εγείρει το ερώτημα κατά πόσο η υψηλή συγκέντρωση μειώνει τα επίπεδα πληρότητας και συρρικνώνει τα περιθώρια κέρδους μέσω ενός εντεινόμενου ανταγωνισμού τιμών σε τοπικό επίπεδο. Η απάντηση είναι αρνητική για δύο λόγους. Καταρχήν διότι το προϊόν γκολφ στην Costa del Sol δεν είναι ένα ομοιογενές προϊόν. Οι επιμέρους εγκαταστάσεις απευθύνονται σε διαφορετικά τμήματα της συνολικής ζήτησης για γκολφ, υπάρχει δηλαδή τμηματοποίηση της προσφοράς που ανταποκρίνεται στην τμηματοποίηση της ζήτησης. Και δεύτερον –και πιο σημαντικό– στο δείγμα της επιτόπιας έρευνας το σύνολο των προνομιακών πληροφορητών (διευθυντές γηπέδων) θεώρησε ως ένα από τα κυριότερα πλεονεκτήματα της θέσης των γηπέδων το γεγονός ότι υφίστανται τόσα πολλά γήπεδα σε μικρή απόσταση μεταξύ τους. Επίσης όλοι οι πληροφορητές απάντησαν αρνητικά στο ερώτημα εάν η μεγάλη συγκέντρωση γηπέδων γκολφ μπορεί να θεωρηθεί μειονέκτημα, καθώς συνεπάγεται υψηλό ανταγωνισμό σε τοπική κλίμακα. «Πελατεία υπάρχει για όλους», μας είπε ένας από τους πληροφορητές (συνέντευξη F. P. C., Ιούνιος 2006). Αυτό επιβεβαιώνεται από την υψηλή πληρότητα των γηπέδων κατά την περίοδο αιχμής για τον τουρισμό του γκολφ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς που έχει κάνει ο Amorós (2003). Τέλος μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα ότι η εδραίωση της περιοχής ως προορισμού γκολφ στηρίζεται επίσης σε μία σειρά τοπικά προσδιορισμένων παραγόντων που αφορούν στην εδραίωση της περιοχής ως υπεραναπτυγμένου «κλασικού» μεσογειακού προορισμού. Καταρχήν αυτό σχετίζεται με τη φήμη του προορισμού. Κατά δεύτερο λόγο αφορά στην ανάπτυξη μίας σειράς τεχνικών και κοινωνικών υποδομών, τουριστικών εγκαταστάσεων και εγκαθιδρυμένων διεθνών δικτύων παραγωγής τουρισμού (αερομεταφορές, tour operator, τοπικοί ενδιάμεσοι κ.λπ.) που χρησιμοποιεί και ο τουρισμός του γκολφ. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα στις τουριστικές υπηρεσίες, αναπτύσσονται σημαντικές συνέργειες σε τοπικό επίπεδο ανάμεσα στα διάφορα τμήματα της αγοράς, δηλαδή υπάρχει επάρκεια συμπληρωματικών προϊόντων και υπηρεσιών που βρίσκονταν ήδη σε λειτουργία πριν την έλευση του τουρισμού του γκολφ. Με άλλα λόγια δεν είναι μόνο το γκολφ εκείνο που ήρθε να ενισχύσει το συμβατικό προϊόν του ήλιου και της θάλασσας, αλλά ισχύει εξίσου και η αντίστροφη σχέση. Σημασία έχει επίσης η ειδίκευση της περιοχής κατά εθνικότητα τουριστών. Ένα μόνο τμήμα της τουριστικής αγοράς –αυτό της Αγγλίας– κατέχει την πρώτη ιεραρχικά θέση στην ποσοστιαία κατανομή της ζήτησης τόσο για τον τουρισμό του ήλιου και της θάλασσας όσο και για τον τουρισμό του γκολφ. Εξάλλου η προγενέστερη εγκαθίδρυση της περιοχής ως κλασικού μεσογειακού προορισμού διαδραμάτισε σημαντικότατο ρόλο για όλους τους παραπάνω λόγους και στην ανάπτυξη του οικιστικού τουρισμού, στον οποίο τα ηνία της παραγωγής κρατούν οι τοπικές (κυρίως) επιχειρήσεις του κλάδου των κατασκευών και του real estate. Και ακριβώς επειδή τα γήπεδα γκολφ αποτελούν τμήμα του ανώτερου προϊόντος του κλάδου αυτού (δηλαδή των συγκροτημάτων γκολφ, κεντρικό προϊόν των οποίων είναι η δεύτερη κατοικία), η ανάπτυξη της αγοράς του τουρισμού γκολφ συσχετίζεται άμεσα με τη δυναμική της αγοράς της πολυτελούς παραθεριστικής κατοικίας.

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 75

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

6. Συζήτηση - συμπεράσματα Σε γενικό επίπεδο το γκολφ, όπως και κάθε ειδική μορφή τουρισμού, μπορεί να εκληφθεί ως μία στρατηγική αναδιάρθρωσης των προορισμών. Σύμφωνα με τις μορφές και τις στρατηγικές της Agarwal (2002) που παραθέσαμε στο β’ μέρος της εργασίας, το γκολφ είναι μία μορφή αναδιοργάνωσης προϊόντος στο επίπεδο του προορισμού, το οποίο εντάσσεται στις επιμέρους στρατηγικές της επένδυσης σε νέες εγκαταστάσεις και της εξειδίκευσης. Η αναδιοργάνωση αυτή συντελεί με τη σειρά της στο μετασχηματισμό του (γενικού) προϊόντος του προορισμού. Όμως μέσα από μία τέτοια γενική θεώρηση προκύπτει ένα σημαντικό ζήτημα που έχει να κάνει με την ουσιαστική παραγνώριση της ύπαρξης και αλληλεπίδρασης ορισμένων κρίσιμων παραγόντων, οι οποίοι θέτουν το πλαίσιο για την ανάδυση των στρατηγικών αναδιάρθρωσης. Στην περίπτωση του γκολφ στην Costa del Sol είδαμε ότι, από την άποψη της προσφοράς, πρόκειται για επενδύσεις μεγάλης κλίμακας σε έργα ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων, με τις σχετικές επιχειρήσεις να διαφοροποιούν το πεδίο δραστηριοποίησής τους προς την κατεύθυνση του τουρισμού (κατασκευή και διαχείριση του γηπέδου γκολφ). Από αυτή την άποψη, έχουμε να κάνουμε πρωτίστως με αναδιοργάνωση και μετασχηματισμό προϊόντος σε επίπεδο επιχείρησης και –μη συμβατικά τουριστικού– κλάδου. Έτσι, οι προϋποθέσεις για την ανάπτυξη των εγκαταστάσεων γκολφ τίθενται μέσα στο πλαίσιο που αφορά στην ανάπτυξη της δεύτερης κατοικίας. Και είναι η εξειδίκευση της περιοχής στη δεύτερη κατοικία και το διεθνή οικιστικό τουρισμό εκείνη που επιτρέπει την έλευση του γκολφ. Με άλλα λόγια, η δυναμική του τουρισμού του γκολφ από την άποψη της προσφοράς εξαρτάται από τη δυναμική του τομέα της δεύτερης κατοικίας. Το κεντρικό προϊόν εδώ είναι οι παραθεριστικές κατοικίες, η αξία των οποίων (εμπορική, συμβολική) αναβαθμίζεται λόγω του γκολφ, χωρίς αυτό να σημαίνει παράλληλα ότι το γήπεδο γκολφ και ο τουρισμός γκολφ δεν αποτελούν ανεξάρτητο και σημαντικό τμήμα τόσο των συγκροτημάτων όσο και του προορισμού συνολικά. Μία συνέπεια αυτής της παραδοχής θα ήταν να δούμε την έλευση του γκολφ όχι ως μέρος της αναδιάρθρωσης του τουρισμού γενικά ή του προορισμού ειδικότερα, αλλά ως μέρος της αναδιάρθρωσης του κλάδου ανάπτυξης και διαχείρισης ακινήτων και ιδιαίτερα του τμήματός του που αφορά στην αγορά δεύτερης κατοικίας. Προκύπτει έτσι μία ενδιαφέρουσα προς μελλοντική διερεύνηση σχέση: πώς συνδιαλέγεται η αναδιάρθρωση ενός κλάδου που σχετίζεται έμμεσα με τον τουρισμό με την αναδιάρθρωση του τουριστικού προορισμού. Όπως φάνηκε από την παραπάνω συζήτηση, η διερεύνηση του γκολφ στην Costa del Sol, παρότι αφορά σε πτυχές της σύγχρονης συζήτησης στη γεωγραφία του τουρισμού, δημιουργεί ίσως περισσότερα ερωτήματα σε σχέση με τις απαντήσεις που δίνει. Όμως στόχος της εργασίας δεν ήταν η συμβολή στη θεωρητική συζήτηση περί αναδιάρθρωσης του τουρισμού, αλλά, αντίθετα, η επισήμανση ορισμένων εμπειρικών παρατηρήσεων ποιοτικού κυρίως χαρακτήρα και η ένταξή τους σε ένα ευρύτερο πλαίσιο συζήτησης. Είναι βέβαιο ότι χρειάζεται μία μεθοδολογικά διαφοροποιημένη έρευνα, με την οποία να υποστηρίζονται με μεγαλύτερη σαφήνεια ορισμένα από τα συμπεράσματά μας. Συγχρόνως απαιτείται μία συγκριτική διερεύνηση σε σχέση με άλλες περιοχές στις οποίες ξεδιπλώνονται παρόμοιες τάσεις αναδιάρθρωσης, έτσι ώστε να είναι δυνατή η γενίκευση των

75

005:Layout 1

76

10/29/10

7:47 PM

Page 76

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

εμπειρικών παρατηρήσεων. Ίσως έτσι να τροφοδοτηθεί ένας νέος κύκλος συζήτησης σχετικά με τους αλληλεξαρτώμενους παράγοντες που διαμορφώνουν τις γεωγραφίες του τουρισμού και των προορισμών.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Agarwal, S. (2002), «Restructuring seaside tourism: The resort lifecycle», Annals of Tourism Research 29 (1): 25-55. Agarwal, S. (2005), «Global-local interactions in English coastal resorts: Theoretical perspectives», Tourism Geographies 7 (4): 351-372. Amin, S. (1997), «Post-fordism: Models, fantasies and phantoms of transition», στο Amin, A. (επιμ.), Post-Fordism: A Reader, Οξφόρδη: Blackwell. Amorós Bernabeu, F. (2003), El turismo de Golf en la Costa del Sol, Μάλαγα: Fundación Unicaja. Aymerich Golf Management (2004), La Industria del Golf en España, Madrid. Barke, M. και France, L. A. (1996), «The Costa del Sol», στο Barke, M., Towner, J., Newton, M. T. (επιμ.), Tourism in Spain: Critical Issues, Oxon: CAB International. Borrego Domínguez, S. (2002), Campos de Golf y Turismo: Estudio de Málaga y su Provincia, Marbella: Turismo Andaluz. Bramwell, B. (2004), «Mass tourism, diversification and sustainability in Southern Europe’s Coastal Regions», στο Bramwell, B. (επιμ.), Coastal Mass Tourism: Diversification and Sustainable Development in Southern Europe, Clevedon: Channel View. Buhalis, D. (1998), «Strategic use of information technologies in the tourism industry», Tourism Management 19 (5): 409-421. Bull, C. και Weed, M. (1999) «Niche markets and small island tourism: The development of sports tourism in Malta», Managing Leisure 4 (3): 142-155. Burraco Barrera, M. (2005), «Campos de golf en Andalucía: Implicaciones territoriales, bases técnicas para una propuesta normativa», εισήγηση στο IV Congreso Ibérico de Urbanismo, Σεβίλλη, 15-18 Νοεμβρίου 2005. Butler, R. W. (1980) «The concept of the tourism area cycle of evolution: Implications for management of resources», Canadian Geographer 24 (1): 5-12. Catalán Gomez, M. (2005), «Rentabilidad de inversiones inmobiliarias en campos de golf: Presente y futuro del negocio inmobiliario en campos de golf», εισήγηση στο Συνέδριο Rentabilidad de Inversiones inmobiliarias en Hoteles y Campos de Golf, Instituto de Fomento Empresarial, Μαδρίτη, Hotel Intercontinental, 22-23 Ιουνίου 2005. Clegg, A. και Essex, S. (2000), «Restructuring in tourism: The accommodation sector in a major British coastal resort», International Journal of Tourism Research 2 (2): 77-95. Cooper, C. και Jackson, S. (1989), «The destination area Lifecycle: The Isle of Man case study», Annals of Tourism Research 16 (3): 377–398. Debbage, Κ. G. (1990), «Oligopoly and the resort cycle in the Bahamas», Annals of Tourism Research 17 (4): 513-527. Diaz, F. και Loures Loures, M. L. (2006), «Housing, tourism and the real estate sector: The Spanish Mediterranean coast», εισήγηση στο Συνέδριο της ENHR Housing in an Expanding Europe: Theory, Policy, Participation and Implementation, Λουμπλιάνα, 2-5 Ιουλίου 2006. Dicken, P. (2003), Global Shift: Reshaping the Global Economic Map in the 21st Century, Λονδίνο: Sage, 4η έκδοση. Dunford, M. (1990), «Theories of regulation», Environment and Planning D 8 (3): 297-321. EGA (European Golf Association) (2006), Statistics by Country (www.ega-golf.ch, τελευταία πρόσβαση 15.02.2006). Escorza Doblas, F. (2001), El Turismo de Golf en la Costa del Sol, Μάλαγα: Centro de Ediciones de la Diputación de Málaga. Exceltur (2006), Andalucía IMPACTUR 2005 - Estudio del Impacto Económico del Turismo sobre la Economía Y el Empleo: Resumen de los Principales Efectos e Indicadores, Junta de Andalucía, Consejería de Turismo, Comercio y Deporte. FAG (Federación Andaluza de Golf) (2006), Estadísticas, Μάλαγα (www.golf-andalucia.net, τελευταία πρόσβαση 01.03.2006). Gordon, I. και Goodall, B. (2000), «Localities and Tourism», Tourism Geographies 2 (3): 290-311.

005:Layout 1

10/29/10

7:47 PM

Page 77

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΟΥΡΓΟΣ

Gormsen, Ε. (1981), «The spatio-temporal development of international tourism: Attempt at a centre-periphery model», La Consommation d’Espace par le Tourisme et sa Preservation, CHET, Aix-en-Provence. Greenpeace (2006), Destrucción a Toda Costa 2006: Informe sobre la Situación del litoral Español, Ιούλιος 2006 (www.greenpeace.es, τελευταία πρόσβαση 20.10.2006). Hadjimichalis, C. (1987), Uneven Development and Regionalism: State, Territory and Class in Southern Europe, Λονδίνο: Croom Helm. Harvey, D. (1989), The Condition of Postmodernity, Οξφόρδη: Blackwell Haywood, M. (1986), «Can the tourist area cycle of evolution be made operational?», Tourism Management 7 (3): 154–167. Hovinen, G. (2002), «Revisiting the destination lifecycle model», Annals of Tourism Research 29 (1): 209-230. Ioannides, D. (1992), «Tourism development agents: The Cypriot resort cycle», Annals of Tourism Research 19 (4): 711-731. Ioannides, D. και Debbage, K. G. (1998), «Neo-fordism and flexible specialization in the travel industry: Dissecting the polyglot», στο Ioannides, D., Debbage, K. G. (επιμ.), The Economic Geography of the Tourist Industry: A Supply-side Analysis, Λονδίνο: Routledge. King, R., Warnes, T., Williams, A. (2000), Sunset Lives: British Retirement Migration to the Mediterranean, Οξφόρδη: Berg. Leontidou, L. και Marmaras, E. (2001), «From tourists to migrants: Residential tourism and ‘littoralization’», στο Apostolopoulos, Y., Loukissas, P., Leontidou, L. (επιμ.), Mediterranean Tourism: Facets of Socioeconomic Development and Cultural Change, Λονδίνο: Routledge. Lipietz, A. (1987), Mirages and Miracles: The Crises of Global Fordism, Λονδίνο: Verso. Malmierca Hernandez, J. M. (2005), «Comercialización de hoteles de golf», εισήγηση στο Συνέδριο Rentabilidad de Inversiones inmobiliarias en Hoteles y Campos de Golf, Instituto de Fomento Empresarial, Μαδρίτη, Hotel Intercontinental, 22-23 Ιουνίου 2005. Marchena Gómez, M. (1987), Territorio y Turismo en Andalucía: Análisis a Diferentes Escalas, Junta de Andalucía, Σεβίλλη. Massey, D. (1995), Spatial Divisions of Labour: Social Structures and the Geography of Production, Νέα Υόρκη: Routledge, 4η έκδοση. Μελισσουργός, Γ. (2008), Τοπική-Περιφερειακή Ανάπτυξη και η Γεωγραφία των Χωροθετικών Αντιθέσεων: Μελέτη Δύο Περιπτώσεων Τουριστικής Ανάπτυξης σε Ελλάδα και Ισπανία, αδημοσίευτη διδακτορική διατριβή, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Τμήμα Γεωγραφίας, Αθήνα. Μελισσουργός, Γ. (υπό έκδοση), «Τοπική-Περιφερειακή Ανάπτυξη, Τουρισμός και Γκολφ», παρουσίαση διδακτορικής διατριβής, Γεωγραφίες 16. Miossec, J. M. (1976), «Eléments pour une Théorie de l’Espace Touristique», Aix-en-Provence: Les Cahiers du Tourisme, C36 CHET. Navarro Jurado, E. (2003), ¿Puede Seguir Creciendo la Costa del Sol? Indicadores de Saturación de un Destino Turístico, Μάλαγα: Centro de Ediciones de la Diputación de Málaga. O’Reilly, K. (2000), The British on the Costa Del Sol: Transnational Identities and Local Communities, Λονδίνο: Routledge. Oppermann, M. (1993), «Tourism space in developing countries», Annals of Tourism Research 22 (1): 157-171. Papatheodorou, A. (2004), «Exploring the evolution of tourism resorts», Annals of Tourism Research 31 (1): 219-237. Pearce, D. G. (1995), Tourism Today: A Geographical Analysis, Λονδίνο: Longman, 2η έκδοση. Piore, M. J. και Sabel, C. F. (1984), The Second Industrial Divide: Possibilities for Prosperity, Νέα Υόρκη: Basic Books. Poon, A. (1993), Tourism, Technology and Competitive Strategies, Ουάλινγκφορντ: CAB International. Prats, F. και Fuentes, R. (2004), Documento de Reflexión en Torno al Desarrollo Territorial y Turístico – Residencial Malagueño: ¿Mantenimiento, Racionalización o Cambio de Paradigma?, Μάλαγα: SOPDE - Diputación de Málaga. Priego de Montiano, R., Gómez-Lama López, M. και Recio Espejo, J. M. (2006), El Golf y su Entorno en Andalucía, Κόρδοβα: Cajamar y FGA. Priestley, G. K. (1995α), «Evolution of tourism on the Spanish coast», στο Ashworth G. J., Dietvorst, A. G. J. (επιμ.), Tourism and Spatial Transformations: Implications for Policy and Planning, Ουάλινγκφορντ: CAB International.

77

005:Layout 1

78

10/29/10

7:47 PM

Page 78

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 61-78

Priestley, G. K. (1995β), «Sports tourism: The case of golf», στο Ashworth G. J., Dietvorst, A. G. J. (επιμ.), Tourism and Spatial Transformations: Implications for Policy and Planning, Ουάλινγκφορντ: CAB International. Priestley, G. K. (2006), «Planning implication of golf tourism», Tourism and Hospitality Research 6 (3): 170-178. Priestley, G. K. και Carles Llurdés, J. (2007), «Planning for sustainable development in Spanish coastal resorts», στο Agarwal, S., Shaw, G. (επιμ.) (2007), Managing Coastal Tourism Resorts: A Global Perspective, Κλίβεντον: Channel View Publications. Priestley, G. K. και Mundet, L. (1998), «The post-stagnation phase of the resort cycle», Annals of Tourism Research 25 (1): 85-111. Priestley, G. K. και Sabí Bonastre, J. (1993), «El medio ambiente y el golf en Cataluña: Problemas y perspectivas», Documents d’ Análisi Geográfica 23: 45-74. Ramón Dávila Golf Consulting, GDT (2005), Análisis del Segmento de Golf en Andalucía, Marbella. Raya Mellado, P. (2001), Turismo Residencial en Andalucía, Junta de Andalucía, Consejería de Turismo y Deporte. Rodríguez, V., Fernándea-Mayoralas, G., Rojo, F. (1998), «European retirees on the Costa del Sol: a cross national comparison», International Journal of Population Geography 4 (1): 183– 200. Scott, A. J. και Storper, M. (επιμ.) (1986), Production, Work, Territory: The Geographical Anatomy of Industrial Capitalism, Λονδίνο: Allen and Unwin. Shaw, G., Williams, A. M. (2004), Tourism and Tourism Spaces, Λονδίνο: Sage. Sinclair, M. T. και Stabler, M. (1997), The Economics of Tourism, Λονδίνο: Routledge. Soja, E. W. (1989), Postmodern Geographies: The Reassertion of Space in Critical Social Theory, Λονδίνο: Verso. Turespaña (2003), Estudio sobre la Demanda Extranjera de golf: La Promoción y Comercialización del Turismo de Golf en España, Estudios de Productos Turísticos No 7, Μαδρίτη: Ministerio de Industria, Turismo y Comercio. Tyrakowski, K. (1986), «The role of tourism in land utilization conflicts on the Spanish Mediterranean coast», GeoJournal 13 (1): 19-26. Vierna, L. (2005), «Problemas típicos en las operaciones de campos de golf y de hoteles: Soluciones que se están planteando», εισήγηση στο Συνέδριο Rentabilidad de Inversiones inmobiliarias en Hoteles y Campos de Golf, Instituto de Fomento Empresarial, Μαδρίτη, Hotel Intercontinental, 22-23 Ιουνίου 2005. Williams, A. M. (1996), «Mass tourism and international tour companies», στο Barke, M., Towner, J., Newton, M. T. (επιμ.), Tourism in Spain: Critical Issues, Oxon: CAB International. Williams, A. M. (1997), «Tourism and uneven development in the Mediterranean», στο R. King, L. Proudfoot, B. Smith (επιμ.), The Mediterranean: Environment and Society, Λονδίνο: Arnold. Williams, A. M., King, R., Warnes, A., Patterson, G. (2000), «Tourism and international retirement migration: New forms of an old relationship in Southern Europe», Tourism Geographies 2 (1): 28-49. WTO (World Tourism Organisation) (2006), Tourism Market Trends: Europe, Μαδρίτη: WTO. WTO (World Tourism Organisation) (2009), World Tourism Barometer 7 (2), Ιούνιος 2009. WTTC (World Travel and Tourism Council) (2010), Progress and Priorities 2009-2010, Λονδίνο: WTTC.

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 79

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΤΟΠΙΚΟΥ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ: ΜΕΓΕΘΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ, ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΕΣ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΚΑΙ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Στέλιος Γκιάλης

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Η εργασία αυτή υποστηρίζει πως οι αναδιαρθρωτικές επιλογές των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων οφείλουν να μελετώνται στo πλαίσιo τοπικών παραγωγικών συστημάτων με ιδιαίτερη έμφαση σε χωρικές, κλαδικές και εργασιακές παραμέτρους, καθώς δεν μπορούν να ερμηνευθούν με επάρκεια από μεταφορντικά θεωρητικά υποδείγματα όπως της «ευέλικτης εξειδίκευσης» ή της «ευέλικτης επιχείρησης». Αντλώντας από εκτεταμένη εμπειρική έρευνα στην περιοχή Θεσσαλονίκης, αναδεικνύεται η ύπαρξη δύο διακριτών πόλων αναδιαρθρωτικών πρακτικών, ενός «αμυντικού» και ενός «επιθετικού», οι οποίοι συνυπάρχουν στo πλαίσιo ενός ιεραρχικά δομημένου προτύπου συσσώρευσης. Κάθε μια από τις στρατηγικές αντιστοιχεί σε διαφορετικές μορφές ευέλικτων μορφών απασχόλησης, με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά κλάδο. Κάθε μια καθορίζεται και με τη σειρά της καθορίζει το τοπικό παραγωγικό σύστημα της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται, αλληλεπιδρώντας με διαφορετικό τρόπο και ακολουθώντας διαφορετικά χωροθετικά πρότυπα.

Crisis and restructuring in the local productive of Thessaloniki: firms’ size, restructuring strategies and flexible employment Stelios Gialis

ABSTRACT This study claims that the restructuring strategies of Greek industrial firms must be studied in the context of local productive systems’ reformations with specific emphasis to spatial, sector-based and labour parameters. In parallel, the study underlines that these restructuring strategies cannot be sufficiently interpreted by post-fordist theories such as those of ‘flexible specialization’ or ‘flexible firm’. Drawing upon an extended case study in Thessaloniki, Greece the study highlights two distinct restructuring strategies, a ‘defensive’ strategy and an ‘offensive’ strategy; both these strategies coexist and interact in the frames of a hierarchically structured mode of accumulation. Each one of these strategies is related to divergent flexible employment forms, which vary among different sectors. Each restructuring strategy interacts with the local productive system in a distinct way, following divergent locational patterns.

1. Εισαγωγή οικονομική στασιμότητα και η αστάθεια της δεκαετίας του ’70 έθεσαν σε αμφισβήτηση τις κυρίαρχες πολιτικές ανάπτυξης και την αποτελεσματικότητα του φορντικού προτύπου συσσώρευσης. Η κρίση αυτού του προτύπου ανάπτυξης καθώς και το διάδοχο μοντέλο αποτέλεσαν αντικείμενο μελέτης μιας σειράς θεωρητικών αναλύσεων. Κοι-

H

Διδάσκων ΠΔ 407/80 Ανθρωπογεωγραφίας, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και Α.Π.Θ., Κοσμά Αιτωλού 61, Εύοσμος 56224, Θεσσαλονίκη, Tηλ.: +30-2310-769290, email: [email protected]

79

006:Layout 1

80

10/29/10

7:48 PM

Page 80

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

νός τόπος ανάμεσα στις προσπάθειες ερμηνείας της νέας εποχής είναι η συνεχής τάση αύξησης της ευελιξίας των παραγωγικών συστημάτων, η κάθετη αποσυγκέντρωση βιομηχανικών συμπλεγμάτων και η επέκταση των ευέλικτων μορφών εργασίας (Harvey,1990· Amin,1994· Sheppard και Barnes, 2003). Στο πλαίσιο των αναδιαρθρώσεων αυτών πόλεις, περιφέρειες και βιομηχανικά συμπλέγματα περιφερειακών ή ημι-περιφερειακών χωρών όπως η Ελλάδα βγήκαν από την «ανυποληψία» της «υπανάπτυξης» και της καθυστέρησης και επαινέθηκαν για τη δυναμική προσαρμογής και τα αξιόλογα οικονομικά τους αποτελέσματα. Η ευρεία διασπορά ευέλικτων εργασιακών σχέσεων και υπεργολαβικών μορφωμάτων παραγωγής θεωρήθηκε απαραίτητο συστατικό ενός τέτοιου παραγωγικού δυναμισμού. Μάλιστα, πολλές από τις αναλύσεις για τη μετάβαση σε μια νέα πραγματικότητα δεν απέφυγαν να μιλήσουν για την ανάγκη επέκτασης και εμβάθυνσης ενός προτύπου «ευέλικτης εξειδίκευσης» και στις εν λόγω περιοχές, με βάση τη θετική εμπειρία των περιφερειών της Τρίτης Ιταλίας. Για το πρότυπο αυτό πολλά έχουν ειπωθεί και μια νέα επισκόπηση θα ήταν περιττή (Hirst και Zeitlin,1991). Αξίζει όμως να υπογραμμιστεί πως οι θεωρητικοί της ευέλικτης εξειδίκευσης υποστήριξαν εμφατικά πως είναι δυνατόν, κάτω από κατάλληλες πολιτικές, θεσμικές και παραγωγικές προϋποθέσεις που παίρνουν τη μορφή «βιομηχανικών τομών», τα δίκτυα των μικρομεσαίων παραγωγικών μονάδων να αποτελέσουν ένα αποτελεσματικό αντίβαρο ή συμπλήρωμα στη μαζική βιομηχανία (Piore και Sabel, 1986). Όπως εύστοχα υποστηρίχθηκε, το παράδειγμα των «ευέλικτα εξειδικευμένων βιομηχανικών συνοικιών» μετατράπηκε, προς τα μέσα της περασμένης δεκαετίας, σε μια νέα «ορθοδοξία», ένα κοινώς αποδεκτό δόγμα ανάμεσα σε μεγάλη μερίδα ριζοσπαστών και νεοφιλελεύθερων ανθρωπογεωγράφων και περιφερειολόγων (Hadjimichalis, 2006: 82-3). Άλλες προσεγγίσεις όπως αυτή της «ευέλικτης επιχείρησης», εστιάζοντας σε ενδο-επιχειρησιακές μεταφορντικές εξελίξεις, δεν δίστασαν να μιλήσουν για το πέρασμα σε μια νέα εποχή, συνεχούς απορρύθμισης των παραδοσιακών εργασιακών σχέσεων και σταδιακής επικράτησης ενός νέου προτύπου ενδο-εργοστασιακού καταμερισμού εργασίας. Ο καταμερισμός αυτός υιοθετεί δύο κυρίαρχες ομάδες εργαζομένων, μια κεντρική στην οποία εφαρμόζονται στρατηγικές λειτουργικής ευελιξίας και πολυειδίκευσης και μια περιφερειακή η οποία απασχολείται με ασταθείς, ευέλικτες ή άτυπες εργασιακές σχέσεις (Atkinson και Meager, 1986· Avery και Zabel, 2001). Και εδώ η σχετική ανάλυση και κριτική είναι εκτενής και διαφωτιστική (Δεδουσόπουλος, 2002). Σε όσα ακολουθούν επιχειρούμε να αναδείξουμε πώς οι αλλαγές στη βιομηχανία κοινωνικών σχηματισμών, όπως ο ελληνικός, δεν μπορούν να ερμηνευθούν ικανοποιητικά από τα κεντρικά θεωρητικά μεταφορντικά πρότυπα περί «ευέλικτης εξειδίκευσης» ή «ευέλικτης επιχείρησης», παρά τα επιμέρους σημαντικά ευρήματα των δύο αυτών προτύπων. Στο πλαίσιο της παραπάνω ευρύτερης προβληματικής, επιχειρούμε να μεταθέσουμε το επίκεντρο του προβληματισμού από τους γενικούς μακροοικονομικούς δείκτες, την προώθηση της επιχειρηματικότητας και τις θετικές (ή αρνητικές) εξαγωγικές επιδόσεις στο επίπεδο των αναδιαρθρωτικών στρατηγικών που προκρίνονται από τις επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους τόπους, στο πλαίσιο των προσπαθειών τους για προσαρμογή και αντιμετώπιση του διεθνούς και εσωτερικού ανταγωνισμού. Οι στρατηγικές αυτές, αναπόσπαστο στοιχείο συγκρότησης και διαφοροποίησης των οποίων αποτελούν οι ευ-

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 81

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

έλικτες μορφές εργασίας, αντλούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους από το χωροκοινωνικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται. Με άλλα λόγια συμβάλλουν στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας τοπικών παραγωγικών συστημάτων στα όρια των οποίων αναπτύσσονται, αλλά διαμορφώνονται με τη σειρά τους από τις τοπικές ιδιομορφίες και διαδικασίες. Οι διεργασίες αυτές οφείλουν να γίνουν αντιληπτές στο πλαίσιο ενός σύνθετου καμβά αλληλεπίδρασης τοπικού/εθνικού/διεθνικού με κεντρικό άξονα τις διαδικασίες ολοκλήρωσης και απελευθέρωσης των αγορών κεφαλαίου, εργασίας, εμπορευμάτων και υπηρεσιών (Massey, 2005). Στην αμέσως επόμενη ενότητα (ενότητα 2) αναλύεται εν συντομία το θεωρητικό υπόβαθρο της προσέγγισής μας και τίθενται τα κριτήρια με βάση τα οποία γίνεται η διάκριση των διαφορετικών στρατηγικών αναδιάρθρωσης. Ακολούθως στην ενότητα 3 αναλύονται οι διακριτές αυτές στρατηγικές με συγκεκριμένα κλαδικά παραδείγματα και αναφορές από τη Θεσσαλονίκη. Τέλος η ενότητα 4 επιχειρεί να συνοψίσει βασικά πορίσματα της έρευνας πεδίου και να προτείνει ευρύτερες συμπερασματικές παρατηρήσεις, πολλές από τις οποίες τίθενται και ως ανοικτά ερωτήματα για περαιτέρω διερεύνηση.

2. Τοπικά παραγωγικά συστήματα, εργασία και αναδιάρθρωση Η έλλειψη μιας κυρίαρχης και αναγνωρίσιμης θεωρίας γύρω από τις συντελούμενες αναδιαρθώσεις αποτελεί χαρακτηριστικό της μεταφορντικής εποχής, που καθιστά αναγκαίες τις όποιες αναζητήσεις. Το βασικό θεωρητικό πλαίσιο που ακολουθούμε στη συνέχεια αξιοποιεί έννοιες-κλειδιά κριτικών γεωγραφικών προσεγγίσεων στο πλαίσιο της προσέγγισης των θεωρητικά πληροφορημένων εμπειρικών ερευνών. Βασική μας αντίληψη είναι πως οι αλλαγές στη σύγχρονη οικονομική γεωγραφία πρέπει να αναλύονται ως μια ενιαία, αντιφατική διαδικασία που αλληλεπιδρά σταθερά με δύο διαφορετικά επίπεδα, το τοπικό και το παγκόσμιο. Οι κριτικές θεωρίες γύρω από την οικονομική και τη βιομηχανική αναδιάρθρωση απέτυχαν πολλές φορές να αποδώσουν αποτελεσματικά τις αλλαγές σε τόπους και περιοχές, που συχνά απέχουν από τα κεντρικά πρότυπα. Οι θεωρίες αυτές ανέδειξαν με συστηματικό τρόπο κομβικά ζητήματα και αντιθέσεις ανάμεσα σε κεφάλαιο-εργασία ή παραγωγή-κατανάλωση, υποτιμώντας συχνά το χώρο, στο επίπεδο ενός απλού αποδέκτη των οικονομικών αντιθέσεων και αλλαγών. Παρά τις όποιες αδυναμίες, η ισχύς των κριτικών προσεγγίσεων παραμένει σε διαρκή επικαιρότητα, ιδιαίτερα σήμερα που οι διεθνείς διαδικασίες, αναδιαρθρώσεις και πολιτικές επηρεάζουν τη φυσιογνωμία, ακόμη και απομακρυσμένων περιοχών (Harvey, 2006). Όπως έχει υπογραμμιστεί, η μελέτη των διεθνών διαδικασιών και των «γενικών νόμων κίνησης», στη διαλεκτική τους αλληλεπίδραση με τις τοπικές συνθήκες, παραμέτρους και προϊστορίες, αποτελεί βασικό εργαλείο προσέγγισης της σύγχρονης πραγματικότητας (Syrret, 1995· Massey, 2005). Πράγματι, μια σειρά από θεωρητικά πληροφορημένες εμπειρικές έρευνες, ιδιαίτερα από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, κάλυψαν σημαντικά κενά, αλλά και εμπλούτισαν τις αναλύσεις της κριτικής γεωγραφίας, ασχολούμενες με τις τοπικές αγορές εργασίας, τα δίκτυα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, το ρόλο της ευέλικτης ή άτυπης εργασίας και των ευέλικτων παραγωγικών δραστηριοτήτων στην ανάπτυξη πόλεων και περιφερειών. Το υποβαθμισμένο αστικό και περιαστικό πε-

81

006:Layout 1

82

10/29/10

7:48 PM

Page 82

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

ριβάλλον, η ανεργία, το ζήτημα της κατοικίας και οι χώροι κοινωνικής διαβίωσης και κατανάλωσης εξετάστηκαν τόσο στο εσωτερικό μιας συγκεκριμένης περιοχής, όσο και ως αποτελέσματα μιας διεθνούς και εθνικής διαδικασίας κεφαλαιακής αναδιάρθρωσης, με συγκεκριμένες τοπικές διαστάσεις και ιδιαιτερότητες (Massey και Meegan, 1982· Scott και Storper, 1993· Χατζημιχάλης και Βαίου, 1997). Μια αντίστοιχη προσέγγιση δοκιμάζουμε στο πλαίσιο του παραγωγικού συστήματος της Θεσσαλονίκης, όπου προσπαθούμε να εντοπίσουμε το χαρακτήρα των αλλαγών στην ελληνική βιομηχανία, μέσα από εκτεταμένη έρευνα πεδίου. Ένα τοπικό σύστημα, όπως αυτό που εξετάζουμε, είναι χωρικά και χρονικά προσδιορισμένο και αποτελείται από μια σειρά δυναμικές συνιστώσες. Τέτοιες είναι: • Η παραγωγική υποδομή της περιοχής • H τοπική αγορά εργασίας • Η προϊστορία και αναπαραγωγή των ευέλικτων μορφών εργασίας Υπό μια τέτοια οπτική, το θεσμικό πλαίσιο, οι τοπικές αρχές ρύθμισης, οι φυλετικές διακρίσεις, η παρουσία μεταναστών, ο ρόλος των εργατικών φορέων, ο κατακερματισμός σε περιοχές κατοικίας και εργασίας είναι μερικοί από τους παράγοντες που διαμορφώνουν το γεωγραφικό και αναπτυξιακό πρότυπο μιας περιοχής και πρέπει να αναλυθούν. Παράλληλα, το είδος των δραστηριοτήτων μιας περιοχής, η θέση της στο διεθνή και εθνικό καταμερισμό εργασίας, η τοπική βιομηχανική εξειδίκευση, ο βαθμός εκσυγχρονισμού των επιχειρήσεων σε τεχνολογικό/οργανωτικό επίπεδο, αλληλεξαρτώνται από τα χαρακτηριστικά της προσφερόμενης εργασίας. Συνολικά, για την προσέγγιση που ακολουθούμε οι παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, ο διαρκώς μεταβαλλόμενος ρόλος της ανθρώπινης εργασίας και οι γεωγραφικές διαφοροποιήσεις αυτών αποτελούν βασικούς παράγοντες ερμηνείας των σύγχρονων εξελίξεων. Η εργασία με τις διάφορες ευέλικτες μορφές της αναδεικνύεται σε βασικό στοιχείο διαμόρφωσης του σύγχρονου αναπτυξιακού προφίλ τόπων και περιοχών.

3. Στρατηγικές αναδιάρθρωσης στο τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης Σύμφωνα με το υπάρχον βιβλιογραφικό και εμπειρικό υλικό, η ελληνική βιομηχανία στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σε ξεπερασμένες μεθόδους παραγωγής, χαμηλή καθετοποίηση, μικρά παραγωγικά και επιχειρησιακά μεγέθη, ελλιπή τεχνολογικό εκσυγχρονισμό. Ταυτόχρονα φαίνεται πως στο πλαίσιο των γενικότερων διαδικασιών προσαρμογής, τις τελευταίες δύο δεκαετίες ένας πυρήνας βιομηχανικών επιχειρήσεων σε συγκεκριμένους κλάδους έκανε σημαντικά βήματα προς μια κατεύθυνση εκσυγχρονισμού, διείσδυσης σε νέες αγορές, αναβάθμισης οργανωτικών δομών και προϊόντων. Συχνά μάλιστα υποτέθηκε πως ο εντοπισμός των «υγιών» αυτών αναδιαρθρωτικών επιλογών θα βοηθήσει και τις μονάδες ή τους κλάδους που καθυστερούν να ενταχθούν περισσότερο δυναμικά στον εγχώριο και διεθνή καταμερισμό εργασίας (Χασσίδ, 1994· Iωακείμογλου, 1996· ΤΕΕ, 2006). Η επιλογή της Θεσσαλονίκης ως πεδίο μελέτης δεν είναι τυχαία, καθώς αποτελεί το δεύτερο σημαντικό αστικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα της Ελλάδας, με έναν πληθυσμό που υπερβαίνει το 1.000.000 σε επίπεδο νομού και τους 750.000

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 83

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

κατοίκους σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος αντίστοιχα. Οι πρόσφατες ανατροπές στο πολιτικό καθεστώς των χωρών της Βαλκανικής και οι γενικότεροι μετασχηματισμοί και γεωπολιτικές επιδιώξεις στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, έχουν φέρει την πάλαι ποτέ πολυεθνική πόλη στη θέση ενός «Μητροπολιτικού» κόμβου. Οι δυνατότητες και οι κατευθύνσεις αξιοποίησης αυτού του κομβικού ρόλου αποτελούν πεδίο προβληματισμού και αντιπαραθέσεων (Hall και Danta, 1996· Γκιάλης κ.ά., 2005). Στις παραγωγικές και εργασιακές δομές της πόλης, όπως και σε ολόκληρο τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, είναι μεγάλο το ιστορικό ειδικό βάρος των ευέλικτων μορφωμάτων. Αυτές οι δομές σε συνδυασμό με τη γεωγραφική εγγύτητα έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην προσέλκυση και αφομοίωση πλήθους μεταναστών τα προηγούμενα χρόνια. Εισροή μεταναστών και φυγή των μεταποιητικών επιχειρήσεων από και προς τις Βαλκανικές χώρες, αντίστοιχα, είναι οι δύο κεντρικές όψεις της μετασχηματιστικής δυναμικής στο τοπικό σύστημα. Η κρίση του βιομηχανικού τομέα και η αύξηση της ανεργίας εμφανίζονται περισσότερο οξυμένες από ότι στην υπόλοιπη χώρα, ειδικά στις παραδοσιακά εκτενείς δραστηριότητες εντάσεως εργασίας οι οποίες ενσωμάτωναν ποικίλες μορφές «διάχυτων» δραστηριοτήτων στον αστικό και περιαστικό χώρο (Λεοντίδου, 1986· Λαμπριανίδης και Λυμπεράκη, 2001· Hatziprokopiou, 2004· Gialis και Karnavou, 2008). Στο σημερινό ΑΕΠ και την τομεακή κατανομή απασχόλησης της πόλης η βιομηχανία εξακολουθεί να διατηρεί ισχυρό αλλά συρρικνούμενο μερίδιο, απασχολώντας έναν στους τέσσερις εργαζόμενους σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, με τις τριτογενείς δραστηριότητες να κυριαρχούν αλλά και τις επενδύσεις «μεγάλων» βιομηχανικών μονάδων να βρίσκονται στο 60% του πανελλαδικού μέσου όρου (Πελαγίδης, 1997). 3.1 Έρευνα πεδίου σε βιομηχανικές επιχειρήσεις Η έρευνά μας στο τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης πραγματοποιήθηκε τη διετία 2002-2003 και εστίασε σε έξι βιομηχανικούς κλάδους. Συγκεκριμένα, μελετήθηκαν επιχειρήσεις παραγωγής ποτών, κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων, υποδημάτων, μη μεταλλικών ορυκτών, μηχανημάτων και ηλεκτρονικών υπολογιστών. Διευρύναμε τον τελευταίο κλάδο με τις επιχειρήσεις που παράγουν λογισμικό, καθώς οι τελευταίες ενσωματώνουν μια κατεξοχήν «υλική» διαδικασία παραγωγής, παρόλο που αυτή επίσημα καταγράφεται στις υπηρεσίες. Το δείγμα των 200 επιχειρήσεων που μελετήθηκε επιλέχθηκε με τυχαία στρωματοποιημένη δειγματοληψία με βάση τα ενιαιοποιημένα αρχεία μελών των Επιμελητηρίων και του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βόρειας Ελλάδας. Ο βασικός σκελετός, στη βάση του οποίου δομήθηκε το ερωτηματολόγιο που απευθύναμε στις επιχειρήσεις, μπορεί να ταξινομηθεί στις εξής ερευνητικές ενότητες:1 • Επιλογές παραγωγικού και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού. Υλοποίηση επενδύσεων, συστήματα ποιότητας και καινοτομίας, ανανέωση του εξοπλισμού. • Μορφές οργάνωσης της παραγωγής που αντιστοιχούν στα μεταφορντικά ευέλικτα πρότυπα και, ειδικά, αξιοποίηση ευέλικτων τεχνολογικών συστημάτων, παραγωγή σε διαφοροποιημένες σειρές, δικτύωση. • Αξιοποίηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης. Εναλλακτικές μορφές εργασίας, αντιμετώπιση ανταγωνισμού και διακυμάνσεων ζήτησης, μεταβολές της απασχόλησης συνολικά ή στη βάση ενός τεχνολογικού εκσυγχρονισμού.

1. Ο τελικός αριθμός του δείγματος περιελάμβανε λίγο περισσότερες από 400 βιομηχανικές επιχειρήσεις. Γνωρίζοντας εκ των προτέρων τις αναμενόμενες αρνήσεις στην συμπλήρωση του ερωτηματολογίου, με βάση και την εμπειρία της δοκιμαστικής έρευνας πεδίου -αρνήσεις που κυμαίνονται από 30% έως 90% σε αντίστοιχες έρευνες- εκτιμήθηκε ότι το δείγμα αυτό ήταν ικανοποιητικού μεγέθους. Τέθηκε έτσι ως στόχος ο περιορισμός του ποσοστού άρνησης στη συμπλήρωση των ερωτηματολογίων στο 50% κάθε κλάδου και κάθε ομάδας επιχειρήσεων, αφού πρώτα το ερωτηματολόγιο απεστάλη σε όλες τις επιχειρήσεις ανεξαιρέτως. Η επίτευξη του στόχου αυτού έγινε εφικτή μέσα από μια στρατηγική διαδοχικών προσεγγίσεων των επιλεγμένων επιχειρήσεων, που αναλύεται στην αμέσως επόμενη ενότητα. Συνολικά απάντησαν 203 επιχειρήσεις από τις οποίες αφαιρέθηκαν τρεις που ήταν ελλιπείς ή είχαν περισσότερες από τις μισές απαντήσεις ασυμπλήρωτες, και συνεπώς καταλήξαμε σε ένα δείγμα διακοσίων (200) επιχειρήσεων. Οι διακόσιες (200) επιχειρήσεις αντιστοιχούν περίπου στο 20,6% του συνολικού πληθυσμού για τους εξεταζόμενους κλάδους, μέγεθος που είναι εξαιρετικά ικανοποιητικό για έρευνες αυτού του τύπου. Για παράδειγμα, αναφέρουμε ενδεικτικά πως για να είναι το δείγμα μας πλήρως αντιπροσωπευτικό του συνόλου των επιχειρήσεων στους υπό μελέτη κλάδους, με βάση τις στατιστικές μεθόδους για τον προσδιορισμό μεγέθους δείγματος, για διάστημα εμπιστοσύνης α=90% και μέγιστη διαφορά μεταξύ εκτίμησης και πραγματικού ποσοστού d= 6%, προκύπτει μέγεθος δείγματος n=187,9. Για τη σύνθεση και δημιουργία ενός μητρώου επιχειρήσεων των κλάδων έρευνας, όσο το δυνατόν πληρέστερου σε σχέση με τον πραγματικό πληθυσμό στους υπό εξέταση κλάδους, το οποίο να αναφέρει τον αριθμό εργαζομένων στην επιχείρηση, χρησιμοποιήθηκαν ως υπόβαθρο τα αρχεία του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (Β.Ε.Θ.). Δευτερευόντως χρησιμοποιήθηκαν μια σειρά από αρχεία κλαδικών φορέων και συνδέσμων, καθώς και πλήθος άλλων πηγών.

83

006:Layout 1

84

10/29/10

7:48 PM

Page 84

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

• Χωροθετικές επιλογές των επιχειρήσεων, ανάπτυξη τεχνικού καταμερισμού εργασίας γεωγραφικά, μεταφορά τμημάτων σε διαφορετικές περιοχές, περιφέρειες ή σε τρίτες χώρες, κριτήρια επιλογών χωροθέτησης. • Δικτύωση των επιχειρήσεων, υπεργολαβίες, συνεργασία με φορείς. Για την ανίχνευση και το διαχωρισμό των διαφορετικών στρατηγικών αναδιάρθρωσης, εφαρμόσαμε μια ομάδα κριτηρίων, τα οποία αποτελούν μέρος και ταυτόχρονα εξειδίκευση του συνόλου των κριτηρίων που εντοπίσαμε από τη σχετική βιβλιογραφία (Massey και Meegan, 1982· Iωακείμογλου, 1996). Η εφαρμογή αυτή δεν εστίασε αποκλειστικά σε μια αυστηρά μαθηματική ικανοποίηση κάποιων τιμών ή δεικτών, αλλά στηρίχθηκε στη διεθνή και ελληνική εμπειρία και εμπλουτίστηκε με την εμπειρική εικόνα που διαμορφώσαμε από την επαφή με τις επιχειρήσεις και τους εργαζόμενους. Τα βασικά κριτήρια που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: Οι επιχειρήσεις του δείγματος: 1) να παρουσιάζουν μια αξιόλογη θετική μεταβολή των βασικών οικονομικών δεικτών τους, 2) να έχουν υλοποιήσει ένα σημαντικό ποσοστό επενδύσεων την τελευταία τριετία, διατηρώντας παράλληλα ένα σχετικά χαμηλό ποσοστό κόστους μισθοδοσίας (στοιχεία εντάσεως κεφαλαίου), 3) να εφαρμόζουν κάποιο σύστημα καινοτομίας ή/και διασφάλισης ποιότητας στην παραγωγική διαδικασία ή να έχουν τη δυνατότητα διαφοροποιημένης παραγωγής ή να συμμετέχουν σε δίκτυο ομοειδών επιχειρήσεων για κοινές υποδομές προμήθειας, σχεδιασμού, παραγωγής, 4) να υλοποιούν στρατηγικές έρευνας και ανάπτυξης (R & D) Τέλος στο σύνολο των κριτηρίων περιελήφθησαν: 5) οι μέθοδοι στις οποίες προσφεύγουν οι επιχειρήσεις για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων της ζήτησης, και 6) η συμμετοχή εξειδικευμένων αποφοίτων (τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, επαγγελματικής κατάρτισης κ.λπ.) στην παραγωγική δομή. Από την εφαρμογή της πολυκριτιριακής ταξινόμησης προέκυψε ένας σαφής διαφορισμός μεταξύ δυο διακριτών στρατηγικών αναδιάρθρωσης στους βιομηχανικούς κλάδους της έρευνας: α) η πρώτη στρατηγική αναδιάρθρωσης περιλαμβάνει μια ομάδα επιχειρήσεων που προχωρά στην εισαγωγή σύγχρονων τεχνολογικών συστημάτων στην παραγωγική διαδικασία, υλοποιεί επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, αναδιατάσσει την οργάνωση της παραγωγής και γενικά επιστρατεύει αυτό που θα μπορούσε, σχηματικά, να ονοματιστεί ως «στρατηγική επιθετικής αναδιάρθρωσης», ενώ β) στον αντίποδα βρίσκονται εκείνες οι επιχειρήσεις που διατηρούν, ολικά ή τμηματικά, αναλλοίωτο τον εξοπλισμό τους, προσφεύγουν σε οριακές αναδιατάξεις της παραγωγής για αύξηση των οικονομιών στη χρήση κεφαλαίου και εν γένει υιοθετούν στρατηγικές «αμυντικής αναδιάρθρωσης». Οι επιχειρήσεις της κατηγορίας αυτής κυριαρχούν αριθμητικά στο σύνολο του δείγματος. Χαρακτηριστικά, από την εφαρμογή των προαναφερόμενων κριτηρίων προκύπτει πως το 17% των επιχειρήσεων εντάσσονται στην «επιθετική» στρατηγική ενώ το 60,5% των επιχειρήσεων στην «αμυντική» στρατηγική. Το υπόλοιπο 22,5% αποτελείται από μικρές μονάδες που δεν εφαρμόζουν καμία στρατηγική αναδιάρθρωσης και θα μπορούσαν να ταξινομηθούν ως «πεπαλαιωμένων» μορφών καπιταλιστικής οργάνωσης της παραγωγής.

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 85

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

3.2. Επιθετική vs αμυντική στρατηγική αναδιάρθρωσης; Όπως δείχνει η εμπειρική πραγματικότητα, στον πυρήνα των επιχειρήσεων που υιοθετούν επιθετικές στρατηγικές εντάσσονται κατά κόρον μεγάλες επιχειρήσεις όλων των κλάδων, ενώ μεταξύ τους υπάρχουν μεσαίου ή μικρού μεγέθους μονάδες, μόνο που αυτές είναι πραγματικά λίγες. Στο σύνολο των επιχειρήσεων που προσαρμόζονται δυναμικά (επιθετικής στρατηγικής) στη νέα παραγωγική πραγματικότητα, οι τρεις στις τέσσερις (75%) έχουν περισσότερους από 50 εργαζόμενους, ενώ λιγότερους από 15 εργαζόμενους έχει το 17,6% του συνόλου των σχετικών μονάδων (βλ. Πίνακα 1 & Γράφημα 1). Οι επιχειρήσεις που υλοποιούν επιθετικές στρατηγικές επενδύουν κατά μέσο όρο 42.500 Ευρώ ανά εργαζόμενο την τελευταία τριετία, όταν η μέση επένδυση ανά εργαζόμενο για το σύνολο του δείγματος μόλις υπερβαίνει τα 17.500 Ευρώ. Το αντίστοιχο μέγεθος για την αμυντική στρατηγική είναι 13.370 Ευρώ. Η εικόνα αυτή δεν είναι ομοιογενής στο εσωτερικό των κλάδων. Οι μονάδες ποτοποιίας και πληροφορικής πραγματοποιούν κατά κανόνα μεγαλύτερες επενδύσεις. Αντίθετα, οι υποδηματοποιίες εμφανίζονται περισσότερο «επιφυλακτικές» στα κεφάλαια που τοποθετούν για αναδιάρθρωση της παραγωγικής και οργανωτικής τους δομής (Γράφημα 2α). Οι επιχειρήσεις επιθετικών στρατηγικών επενδύουν σημαντικά ποσά σε σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό και συστήματα πληροφορικής και δευτερευόντως σε άλλες κατηγορίες συστημάτων και εξοπλισμού. Η προηγούμενη παρατήρηση ισχύει σε αυξημένο βαθμό για τις επιχειρήσεις ποτών και κλωστοϋφαντουργίας που εφαρμόζουν ένα παραγωγικό μοντέλο εντάσεως κεφαλαίου. Οι επιχειρήσεις πληροφορικής πραγματοποιούν συνεχείς επενδύσεις αναβάθμισης του τεχνολογικού εξοπλισμού και του λογισμικού τους, δεδομένου του μεγάλου ανταγωνισμού και των εξαιρετικά ταχέων ρυθμών ανανέωσης της σχετικής τεχνολοΠίνακας 1: Στρατηγικές αναδιάρθρωσης ανά τάξη μεγέθους εργαζομένων των επιχειρήσεων Στρατηγική αναδιάρθρωσης

Αριθμός εργαζομένων ανά επιχείρηση 1 έως 15 αρ. % συν. επιχ/σεων στήλης % συν. γραμμής

16 έως 49 αρ. % συν. επιχ/σεων στήλης % συν. γραμμής

Σύνολο επιχειρήσεων

50 και άνω αρ. % συν. επιχ/σεων στήλης % συν. γραμμής

αρ. % συν. επιχ/σεων στήλης % συν. γραμμής

«Αμυντική»

80 66,2%

61,1%

17 14,0%

89,5%

24 19,8%

48,0%

121 100%

60,5%

«Επιθετική»

6 17,6%

4,6%

2 5,9%

10,5%

26 76,5%

52,0%

34 100%

17,0%

Χωρίς στρατηγική

45 100%

34,3%

0 0%

0%

0 0%

0%

45 100%

22,5%

Σύνολο επιχειρήσεων

131 65,5%

100%

19 9,5%

100%

50 25,0%

100%

200 100%

100%

85

006:Layout 1

86

10/29/10

7:48 PM

Page 86

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

γίας που χαρακτηρίζει διεθνώς τον κλάδο. Ένα από τα ευρήματα της έρευνας είναι πως μεγάλο μέρος των επενδύσεων πληροφορικής, ειδικά για τις σύγχρονες και μεγάλες επιχειρήσεις παραγωγής λογισμικού και παροχής ολοκληρωμένων υπηρεσιών, προέρχεται από επιδοτήσεις στα πλαίσια κοινοτικών και εθνικών προγραμμάτων. Εξετάζοντας τις συνολικές επενδύσεις ανά επιχείρηση, την τελευταία τριετία, αναδεικνύονται οι μεγάλες αποκλίσεις ανάμεσα στις διαφορετικές

στρατηγικές –και κατά συνέπεια στα διαφορετικά μεγέθη επιχειρήσεων- και ανάμεσα στους επιμέρους κλάδους βιομηχανικής παραγωγής (Γράφημα 2β). Συχνά ο δυναμικός πυρήνας επιχειρήσεων του δείγματος επεκτείνεται και σε συστήματα ποιότητας, έρευνας και ανάπτυξης, ή συστήματα καινοτομίας, αν και με σαφώς μικρότερους ρυθμούς και αναλογίες. Μάλιστα περίπου μία στις τέσσερις επιχειρήσεις που δηλώνει πως εφαρμόζει κάποια μορφή καινοτομίας στην παραγωγική διαδικασία ή τα προϊόντα της, έχει επενδύσει και σε δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης, όταν τα αντίστοιχα ποσοστά ανάμεσα στις μονάδες που απαντούν αρνητικά είναι αμελητέα. Το μεγαλύτερο ποσοστό επενδύσεων σε συστήματα ποιότητας εντοπίζεται στους κλάδους ποτοποιίας και κλωστοϋφαντουργίας. Οι επενδύσεις έρευνας και ανάπτυξης αφορούν κυρίως στον κλάδο της πληροφορικής, όπου το σύνολο των επιχειρήσεων δήλωσε πως υλοποιεί σχετικές πρωτοβουλίες, ενώ ακολουθούν οι

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 87

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

κλάδοι μηχανημάτων και ποτών. Ενδεικτικά αναφέρεται πως το 45% των τμημάτων έρευνας και ανάπτυξης στο σύνολο του δείγματος, αφορά επιχειρήσεις Ηλεκτρονικών Υπολογιστών και Πληροφορικής. Από το σύνολο των επιχειρήσεων κλωστοϋφαντουργίας και υποδημάτων, που εντάσσονται στον πυρήνα των βιομηχανιών που προσαρμόζονται επιθετικά στον ανταγωνισμό, καμία δεν υλοποιεί δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί μια μεγάλη κλωστοϋφαντουργική μονάδα, πολυχωροθετικής δομής, η οποία μέσα από πειραματισμούς και καινοτόμες εφαρμογές οδηγήθηκε στην παραγωγή μιας νέας ποιότητας υφάσματος τύπου «τζιν» (Denim). Αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών της αυτών, είναι η μετατροπή της σε βασικό τροφοδότη γνωστής πολυεθνικής εταιρίας παραγωγής νεανικών ρούχων σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η ερευνητική δραστηριότητα, ο πειραματισμός, η προώθηση καινοτομιών φαίνεται να συνοδεύονται ή να καθορίζονται από δυναμική παρουσία σε διεθνείς και εσωτερικές αγορές. Σημαντικό μέρος των αναπτυσσόμενων επιχειρήσεων έχει ξεκινήσει από δραστηριότητες που αφορούν στην εγχώρια αγορά και σταδιακά επεκτείνεται σε διεθνείς δραστηριότητες. Η προσπάθεια επέκτασης αντανακλάται τόσο στη μικρή αλλά αξιοσημείωτη παρουσία τμημάτων πωλήσεων, έρευνας-ανάπτυξης και σχεδιασμού σε χώρες της Ε.Ε, όσο και στη γενικότερη εξαγωγική δραστηριότητα των επιχειρήσεων. Στην περίπτωση μιας μεσαίου μεγέθους επιχείρησης παραγωγής λογισμικού αυτή η δυναμική επέκτασης καθορίζεται από την καινοτομία και οδηγεί σε συνεχή ανάπτυξη του κύκλου εργασιών. Πρόκειται για μονάδα που ξεκίνησε ως ατομική επιχείρηση και με βάση τα προσωπικά ενδιαφέροντα του ιδιοκτήτη στράφηκε στην παραγωγή λογισμικού για κεντητικές και κλωστοϋφαντουργικές μηχανές. Στην επιλογή αυτή βάρυνε η εξειδίκευση του τοπικού παραγωγικού συστήματος και ειδικά η αναγκαιότητα ημι-αυτοματοποίησης των παλαιών κεντητικών μηχανών. Τελικά το νέο λογισμικό που παρήγαγε η εν λόγω επιχείρηση, κάλυψε ένα σημαντικό κενό στη διεθνή ζήτηση ανάλογων προγραμμάτων και σήμερα εξάγεται μαζικά σε χώρες της Ευρώπης αλλά και στις ΗΠΑ. Αξιοσημείωτο είναι πως η αναβάθμιση του παραγωγικού συστήματος δεν συνοδεύεται αποκλειστικά από μαζικές απολύσεις και υποκατάσταση εργασίας, τάση που εν μέρει αποδίδεται στην παράλληλη επέκταση δραστηριοτήτων. Ειδικά οι μονάδες που έχουν επενδύσει σε συστήματα ποιότητας ή έρευνα-ανάπτυξη παρουσιάζουν ακόμη καλύτερες επιδόσεις, καθώς περισσότερες από τις μισές αυξάνουν την απασχόληση μετά την επένδυση και ένα μικρό ποσοστό εμφανίζει

87

006:Layout 1

88

10/29/10

7:48 PM

Page 88

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

μείωση. Στις εξελίξεις αυτές πρωτοστατούν οι κλάδοι της πληροφορικής και των μηχανημάτων, ενώ ακολουθούν η κλωστοϋφαντουργία και τα ποτά. Οφείλουμε όμως να είμαστε συγκρατημένοι στις αισιόδοξες αυτές τάσεις, καθώς η επικρατούσα απάντηση ανάμεσα στο δυναμικό πυρήνα βιομηχανιών του δείγματος ήταν η «σταθερότητα των θέσεων απασχόλησης» μετά την υλοποίηση επενδύσεων. Πρέπει λοιπόν να επισημανθεί πως η «σταθερότητα» αυτή εύκολα μπορεί να μετατραπεί σε συρρίκνωση του κύκλου εργασιών και απολύσεις, σε περίοδο επιβράδυνσης του οικονομικού κύκλου (Γραφήματα 3α & 3β).

Αν έτσι έχουν τα πράγματα στη λεγόμενη και ανταγωνιστική πλευρά της βιομηχανίας στο τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης, η κατάσταση διαφοροποιείται σημαντικά, έως και ριζικά, για την υπόλοιπη μερίδα επιχειρήσεων. Οι μονάδες αυτές, που κυριαρχούν αριθμητικά στο σύνολο του δείγματος και επομένως έχουν σημαντική βαρύτητα στην ανάλυση μας, είναι κατά κανόνα μικρού μεγέθους. Περίπου το 65% αυτών απασχολεί λιγότερους από 15 εργαζόμενους, το 14% από 15 έως 49, ενώ ποσοστό γύρω στο 20% υπερβαίνει τους 50 εργαζόμενους. Εύκολα παρατηρεί κανείς πως η παρουσία «μεγάλων» μονάδων στην ομάδα των επιχειρήσεων που εφαρμόζει αμυντικά σχήματα προσαρμογής δεν είναι αμελητέα. Οι επιχειρήσεις αμυντικών πρακτικών επενδύουν κατά μέσο όρο, 4.000 Ευρώ/εργαζόμενο λιγότερα από ότι η «μέση επιχείρηση» της Θεσσαλονίκης και 29.000 Ευρώ/εργαζόμενο λιγότερα από ότι οι επιχειρήσεις επιθετικής στρατηγικής (βλ. Γραφήματα 1 & 2α). Η υστέρηση σε σχέση με τις επενδύσεις για αναβάθμιση της τεχνολογικής υποδομής και του εν γένει παραγωγικού προτύπου, δεν είναι ο μόνος ασφαλής παράγοντας διαχωρισμού των δύο στρατηγικών. Η ίδια η πολυκριτιριακή προσέγγιση που επιχειρήσαμε καθώς και τα ερωτήματα της έρευνας πεδίου εμπεριέχουν στο εσωτερικό τους τη βασική αυτή θέση. Για παράδειγμα πέρα από τα σχετικά χαμηλά ποσά επενδύσεων σε πληροφορική και μηχανολογικό εξοπλισμό, οι μονάδες αυτές εφαρμόζουν σε αμελητέο ποσοστό καινοτομίες στην παραγωγική διαδικασία, αφού το σύνολο σχεδόν των επιχειρήσεων που απάντησε θετικά στη σχετική ερώτηση ανήκει στις βιομηχανίες επιθετικής στρατηγικής. Δείγμα της έλλειψης σχετικών πρωτοβουλιών είναι πως οι επιχειρήσεις συχνά αντιλαμβάνονται ή προβάλλουν ως καινοτομία την εισαγωγή ενός σύγχρονου τεχνολογικού συστήματος στην παραγωγική αλυσίδα.

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 89

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

3.3 Κλαδικά παραδείγματα και διαφοροποιήσεις Οι δύο βασικές στρατηγικές αναδιάρθρωσης που χαρακτηρίζουν το τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης βρίσκονται σε σχέση διαλεκτικής ενότητας και αντίθεσης, στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά δομημένου προτύπου συσσώρευσης, όπως υπογραμμίζει η εξέταση ορισμένων κλαδικών παραδειγμάτων: Οι επιχειρήσεις ποτοποιίας αντιμετωπίζουν αυξημένο ανταγωνισμό στο πλαίσιο της εσωτερικής αγοράς, ενώ έχει ήδη προχωρήσει η διαδικασία συγκεντροποίησης κεφαλαίου σε μια σειρά δραστηριοτήτων του κλάδου. Η παραγωγή ζύθου και αναψυκτικών, σε πανελλαδική κλίμακα, μονοπωλείται από δύο έως πέντε επιχειρήσεις, μερικές από τις οποίες ανήκουν στο δυναμικό πυρήνα των επιχειρήσεων του δείγματος. Όπως φάνηκε από τα προηγούμενα, οι μονάδες αυτές βρίσκονται σε μια συνεχή διαδικασία εισαγωγής νέων τεχνολογιών παραγωγής, αναδιάρθρωσης οργανωτικών προτύπων και «λανσαρίσματος» νέων προϊόντων. Στο σύνολό τους διαθέτουν τμήματα σχεδιασμού, έρευνας και ανάπτυξης, προώθησης πωλήσεων. Παράλληλα η γεωγραφική τους δομή είναι πολυχωροθετικού χαρακτήρα, συνδυάζοντας τα διαφορετικά τμήματα και εργοστάσια στο εσωτερικό της χώρας, με μια προσπάθεια επέκτασης προς ξένες αγορές και ειδικά στη Βαλκανική (π.χ. και οι δύο ζυθοποιίες του δείγματος έχουν επεκταθεί με μονάδες παραγωγής και πωλήσεων σε «νέες» αγορές της Βουλγαρίας, Αλβανίας, Σκοπίων, συχνά εξαγοράζοντας αντίστοιχες βιομηχανίες των χωρών αυτών. Αυτή η δυναμική επέκταση προς «Ανατολάς» χαρακτηρίζει μεγάλο τμήμα του ευρύτερου κλάδου τροφίμων). Μια από τις ιστορικές, σε επίπεδο βόρειας Ελλάδας (Φλώρινα Α.Ε.), επιχειρήσεις χυμών και αναψυκτικών που δεν μπόρεσε να ακολουθήσει τις ραγδαίες αυτές αναδιατάξεις, οδηγήθηκε την περίοδο διεξαγωγής της έρευνας σε κλείσιμο. Με βάση τα παραπάνω οι αμυντικές στρατηγικές αναδιάρθρωσης εντοπίζονται σχεδόν αποκλειστικά σε μικρές και μεσαίες μονάδες οινοποιίας και αποσταγματοποιίας, που παράγουν σε μικρότερες ποσότητες καλύπτοντας εξειδικευμένες «νησίδες» της ζήτησης. Εδώ ο μηχανολογικός εξοπλισμός είναι παλαιωμένος, ενώ το ειδικό βάρος του ιδιοκτήτη στο σχεδιασμό της παραγωγής, τις διαδικασίες οινοποίησης, την εμφιάλωση και προώθηση των προϊόντων, μεγάλο. Λίγες είναι οι μονάδες που έχουν πολιτική εξαγωγών με επιτυχίες, με αξιοσημείωτη περίπτωση εκείνη μιας μεσαίου μεγέθους αποσταγματοποιίας με παραγωγικές εγκαταστάσεις στο Κιλκίς, όπου εγκατέλειψε ουσιαστικά την εσωτερική αγορά και παράγει παραδοσιακά ελληνικά ποτά (ούζο, λικέρ κ.λπ.) για ευρωπαϊκά πολυκαταστήματα. Από το σύνολο των επιχειρήσεων αυτών, μόνο δύο συνολικά εφαρμόζουν κάποιας μορφής καινοτομία στην παραγωγική διαδικασία (βλ. βιολογικές καλλιέργειες), ενώ οι ίδιες συμμετέχουν σε αγροτουριστικό δίκτυο («Δρόμοι κρασιού Μακεδονίας»), που έχει ως στόχο την προβολή των προϊόντων τους μέσα από προγράμματα οικολογικών περιηγήσεων. Στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας-πλεκτικής, οι αμυντικές στρατηγικές αναδιάρθρωσης αφορούν το σύνολο σχεδόν των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ενώ μεγάλο τμήμα των μονάδων παράγει με βάση ξεπερασμένα πρότυπα οργάνωσης της παραγωγής (π.χ. ανάληψη φασόν, μεταχειρισμένες πλεκτικές μηχανές, προσωπική και οικογενειακή εργασία). Χαρακτηριστικά αναφέρεται πως, από τις σχετικές επιχειρήσεις του δείγματος, τέσσερις μόνο εφαρμόζουν καινοτομίες στη

89

006:Layout 1

90

10/29/10

7:48 PM

Page 90

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

διαδικασία παραγωγής, περίπου οι μισές δεν διαθέτουν ηλεκτρονικό υπολογιστή για διοικητικούς λόγους, ενώ μόνο δύο συμμετέχουν σε κάποιο δίκτυο συνεργαζόμενων μονάδων. Οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις κλωστοϋφαντουργίας-πλεκτικής χαρακτηρίζονται από μια δυναμική επέκτασης σε χώρες της Βαλκανικής για αναζήτηση φθηνών εργατικών χεριών. Αυτό αφορά κυρίαρχα παλιότερες καθετοποιημένες μονάδες που συνδύαζαν δραστηριότητες πλεκτικής και ένδυσης, παράγοντας έτοιμο ρούχο. Έως και τα τέλη της δεκαετίας του ‘90, δραστηριότητες «εντάσεως κεφαλαίου» όπως ο σχεδιασμός, η πλέξη και η βαφή παρέμεναν εντός εθνικών συνόρων. Ο φόβος για την κλοπή του εξοπλισμού, λόγω «επισφαλών» συνθηκών στις αγορές της Βουλγαρίας και της Αλβανίας, σε συνδυασμό με την εργατική εξειδίκευση που απαιτείται, συνέβαλαν στην εξέλιξη αυτή. Η σταδιακή άρση των προαναφερόμενων συνθηκών σε συνδυασμό με τη διατήρηση της ψαλίδας στα μεροκάματα εκατέρωθεν των συνόρων φαίνεται να οδηγεί μεγάλο μέρος των πλεκτηρίων του τοπικού παραγωγικού συστήματος της Θεσσαλονίκης σε κλείσιμο. Δεν είναι τυχαίο πως οι μεγάλες και με σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα επιχειρήσεις του κλάδου πιέζουν μέσω των φορέων τους για την επίλυση των νομικών ζητημάτων που έχει εγείρει η απόπειρα ίδρυσης βιομηχανικού πάρκου στο Δήμο Τριγώνου Έβρου, στο οποίο καθημερινά θα μεταβαίνουν για εργασία Βούλγαροι εργάτες. 3.4 Στρατηγικές αναδιάρθρωσης και μορφές εργασίας Πώς διαφοροποιούνται όμως οι εργασιακές δομές και σχέσεις, χωρικά και κλαδικά, και ειδικά πώς αλλάζουν ανάλογα με την στρατηγική αναδιάρθρωσης που ακολουθείται; Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, οι βιομηχανίες που διευρύνουν ρυθμούς συσσώρευσης απασχολούν μια μεγάλη ομάδα τυπικά εργαζομένων μισθωτών στο εσωτερικό τους. Πλάι σε αυτούς βρίσκεται μια σχετικά μικρότερη μερίδα ελαστικά εργαζομένων που χρησιμοποιείται πολυσήμαντα. Οι εργαζόμενοι της δεύτερης κατηγορίας χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των διακυμάνσεων στη ζήτηση, για μείωση του κόστους εργασίας, αναλαμβάνουν δευτερεύοντα-χαμηλής ειδίκευσης τμήματα της παραγωγής ή χρησιμοποιούνται για την αποσταθεροποίηση του ρόλου του μόνιμου εργατικού δυναμικού. Οι βασικές ευέλικτες μορφές που ενεργοποιούνται από την επιθετική στρατηγική είναι η απασχόληση ορισμένου χρόνου, το δελτίο παροχής υπηρεσιών, το καθεστώς μαθητείας και η επιδοτούμενη εργασία, η μερική απασχόληση. Με άλλα λόγια, οι επιχειρήσεις που υλοποίησαν σημαντικό εκσυγχρονισμό των υποδομών και της παραγωγικής τους διαδικασίας παρουσιάζουν ένα κράμα αντιφατικών μορφών, καθώς, παράλληλα με ένα κυρίαρχο τμήμα μόνιμα και σε σταθερή βάση εργαζομένων, παρουσιάζουν υψηλή συγκέντρωση σε «νέες δυναμικές» μορφές όπως το δελτίο παροχής υπηρεσιών (94,5% των εργαζομένων του δείγματος σε καθεστώς δελτίου παροχής υπηρεσιών εντοπίζεται σε επιχειρήσεις επιθετικής στρατηγικής), η μερική απασχόληση, τα διάφορα προγράμματα επιδοτούμενης απασχόλησης-πρακτικής άσκησης, οι συμβάσεις έργου και οι εσωτερικές υπεργολαβίες. Δεν υστερούν όμως και σε παραδοσιακές μορφές ελαστικής απασχόλησης όπως μισθωτή εργασία ορισμένου χρόνου.

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 91

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

Η προσωρινή απασχόληση αποτελεί κυρίαρχη πρακτική και για την ομάδα των μικρών κυρίως βιομηχανιών που προσαρμόζονται αμυντικά στον ανταγωνισμό. Εδώ όμως η επιμέρους σύνθεση και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των μη-τυπικών εργασιών διαφοροποιούνται σημαντικά. Η εποχική απασχόληση και η έκτακτη-ανασφάλιστη εργασία παρουσιάζουν σημαντική εξάπλωση. Αλληλένδετα, κυρίαρχη πρακτική είναι η αυτοαπασχόληση και η οικογενειακή, συχνά μη αμειβόμενη εργασία, ειδικά στις βιοτεχνίες παραδοσιακής εξειδίκευσης. Ξεχωριστή μνεία πρέπει να γίνει και στην υπερωριακή εργασία, οι οποία απαντάται και στους δύο τύπους στρατηγικών, ενίοτε αδήλωτη ή χωρίς τη νόμιμη προσαύξηση αμοιβής. Εντοπίστηκε δε πως είναι περισσότερο «ευέλικτη» στις μικρές από ότι στις μεγάλες βιομηχανίες και συχνά θεωρείται μια αυτονόητη πρακτική, δεδομένων των πολλών ωρών εργασίας του ίδιου του ιδιοκτήτη. Έτσι ενώ στο σύνολο του δείγματος και σε κάθε 100 θέσεις εργασίας, οι 28 θέσεις αφορούν ευέλικτες εργασιακές σχέσεις, οι σχετικές θέσεις μειώνονται στις 23, προκειμένου για επιχειρήσεις που υλοποιούν επιθετικές στρατηγικές αναδιάρθρωσης, και αντίστοιχα αυξάνονται στις 65 θέσεις για τις υπόλοιπες ομάδες επιχειρήσεων (Γράφημα 4). Συνολικά, το πλέγμα ομοιοτήτων/αποκλίσεων ανάμεσα στους δύο τύπους αναδιαρθρωτικών στρατηγικών υπογραμμίζει πως η εργασιακή ευελιξία και απορρύθμιση παρουσιάζει μια αντιφατικού χαρακτήρα επέκταση στο παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης. Ο αντιφατικός χαρακτήρας προκύπτει από τους διαφορετικούς ρυθμούς, την έκταση και την ποιότητα με την οποία λαμβάνουν χώρα οι νέες εργασιακές ρυθμίσεις, ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους. Θα αναφερθούμε σε ενδεικτικά κλαδικά παραδείγματα: • Η υποδηματοποιία, άλλοτε βασικός κλάδος της τοπικής βιομηχανικής βάσης, αντιμετώπισε τη διεθνή κρίση αυξάνοντας ακόμη περισσότερο τις παραδοσιακά ευέλικτες εργασιακές πρακτικές του. Πολλοί τυπικά απασχολούμενοι

91

006:Layout 1

92

10/29/10

7:48 PM

Page 92

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

του κλάδου, μετατράπηκαν σταδιακά σε άτυπα εργαζόμενους ή αποσύρθηκαν από το επάγγελμα. Ο διεθνής ανταγωνισμός αποσυγκεντρώθηκε αλυσιδωτά, στα λίγα πλέον μικρά εργαστήρια που ράβουν «φόντια» σε κάποια συνοικία της πόλης, και οι εργαζόμενοι σε αυτά αποτελούν πάλαι ποτέ εύρωστους μισθωτούς τεχνίτες ή βιοτέχνες του κλάδου. Με όλα αυτά και δεδομένης της εποχιακής λειτουργίας των περισσότερων «τσαγκαράδικων», φαντάζει εντελώς φυσιολογικό το γεγονός πως στους 100 εργαζόμενους του κλάδου, οι 82 εργάζονται με διαφορετική εργασιακή σχέση από αυτήν της σύμβασης αορίστου χρόνου. • Στον αντίποδα, ο σύγχρονος κλάδος των επιχειρήσεων εξοπλισμού πληροφορικής και παραγωγής λογισμικού, παρουσιάζει δυναμική ανάπτυξη των δραστηριοτήτων του, τάσεις συγκέντρωσης και απορροφά μεγάλο τμήμα των νεοεισερχόμενων στην τοπική αγορά εργασίας. Πολλοί από τους εργαζόμενους του κλάδου απολαμβάνουν σταθερή απασχόληση, με θετικές προοπτικές αμοιβήςεξέλιξης και υψηλή εξειδίκευση. Πλάι σε αυτούς όμως, βρίσκεται ένα μεγάλο τμήμα ευέλικτα εργαζομένων, που μοιάζει ως προς το μέγεθος και τη σύνθεση με αντίστοιχα τμήματα εργαζομένων στις υπηρεσίες, εργάζεται με μερική απασχόληση, ιδιωτικά συμφωνητικά απασχόλησης ή συμβάσεις έργου. Η παραμονή των εργαζομένων αυτών στον κλάδο συχνά είναι επισφαλής. • Αντίστοιχη εικόνα αναδεικνύεται και από τους υπόλοιπους κλάδους μελέτης. Στα ποτά κυριαρχεί ένα πρότυπο μεγάλης επιχείρησης, με τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους να έχουν σταθερή και πλήρη απασχόληση και μια μερίδα εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Η εποχιακή απασχόληση δεν αξιοποιείται ιδιαίτερα, τουλάχιστον από τις μεγάλες μονάδες. Αντίθετα, σχετικά σημαντική παρουσία έχουν οι εργαζόμενοι σε εσωτερικές υπεργολαβίες στο χώρο παραγωγής, και δευτερευόντως οι εργαζόμενοι με δελτίο παροχής υπηρεσιών. Ανάμεσα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου, ειδικά στις οινοποιητικές μονάδες, η εργασιακή πραγματικότητα είναι διαφορετική. Εδώ η εποχιακή απασχόληση παίζει βαρύνοντα ρόλο και συνολικά μαζί με τις «άλλες μορφές» απασχόλησης υπερτερούν της σταθερής αορίστου χρόνου εργασίας. Στις «άλλες μορφές» συγκαταλέγονται οι περιπτώσεις έκτακτης, συχνά ανασφάλιστης, απασχόλησης Ελλήνων ή αλλοδαπών σε ευκαιριακές εργασίες (π.χ. τρύγος και συγκομιδή). • Στην κλωστοϋφαντουργία κυριαρχεί η τυπική και η ορισμένου χρόνου απασχόληση (73,7% και 16,6% του συνόλου των εργαζομένων αντίστοιχα). Στη διαμόρφωση του προτύπου αυτού μεγάλο ειδικό βάρος διαδραματίζουν τα μεγάλα υφαντήρια, πλεκτήρια και βαφεία. Αυτό είναι φανερό από την εξέταση των σχετικών μεγεθών ανάμεσα στις μικρές επιχειρήσεις του κλάδου. Σε όσες δεν υπερβαίνουν τους 15 εργαζόμενους επικρατούν μορφές όπως η σύμβαση ορισμένου χρόνου και η εποχιακή εργασία. Ισχυρό συγκριτικά ποσοστό συγκεντρώνεται στην κατηγορία των συμβοηθούντων-οικογενειακών μελών. Στα παραπάνω μεγέθη δεν περιλαμβάνεται η αυτοαπασχόληση, που αφορά περίπου έναν στους τρεις απασχολούμενους σε μικρομεσαίες μονάδες του κλάδου. • Οι επιχειρήσεις παραγωγής μηχανημάτων εμφανίζονται να συγκεντρώνουν τα υψηλότερα μεγέθη πλήρως απασχολουμένων αόριστης διάρκειας, ενώ ανάμεσα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις του κλάδου επικρατούν διαφορετικά πρότυπα, με χαμηλότερα ποσοστά αόριστης διάρκειας συμβάσεων και υψηλά ποσοστά δελτίου παροχής υπηρεσιών (54% και 10,5% του συνόλου των εργαζομένων αντίστοιχα) έναντι άλλων δραστηριοτήτων που εξετάστηκαν.

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 93

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

Τέλος, η κατανομή των ευέλικτων μορφών εργασίας ανάμεσα στα δύο φύλα αναδεικνύει πως οι γυναίκες «απολαμβάνουν» περισσότερη ελαστικοποίηση των όρων εργασίας τους. Στο σύνολο των επιχειρήσεων και σε κάθε 100 «αντρικές» θέσεις εργασίας 25 είναι μη-τυπικές, ενώ σε ισόποσες «γυναικείες» θέσεις περίπου 36 αφορούν ευέλικτα εργαζόμενες. Σε όλους τους κλάδους πλην μηχανημάτων και υποδημάτων τα σχετικά μεγέθη είναι δυσμενέστερα για τις γυναίκες και ευνοϊκότερα για τους άντρες. 3.5 Αλλαγές στα γεωγραφικά πρότυπα και στους χωρικούς καταμερισμούς της εργασίας Σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι πως ο χώρος της πόλης και της ευρύτερης περιοχής της Θεσσαλονίκης δεν αποτελεί ένα απλό παθητικό δέκτη, αλλά καθορίζει και καθορίζεται στενά από τις αναδιαρθρωτικές στρατηγικές και τις εργασιακές πρακτικές. Οι δυναμικές επιχειρήσεις σε αντιστοιχία με τα διεθνή πρότυπα επιδεικνύουν σημαντική χωρική ευελιξία. Απασχολούν εργατικό δυναμικό από ποικίλες περιοχές και ένα μεγάλο τμήμα τους έχει πολυχωροθετικό χαρακτήρα, περιλαμβάνοντας συχνά εργοστάσια ή τμήματα σε διαφορετικές περιοχές, στην περιαστική ζώνη, σε γειτονικούς νομούς ή χώρες. Στο σύνολο των κλάδων που εξετάστηκαν, η πλειοψηφία των υποκαταστημάτων (57,5% του συνόλου) βρίσκεται σε χώρες της Βαλκανικής και δευτερευόντως της Ανατολικής Ευρώπης, ενώ σημαντικό τμήμα εντοπίζεται σε χώρες της Ευρωζώνης (30%). Παράλληλα όμως, το σύνολο των εργοστασίων/παραγωγικών εγκαταστάσεων, για όσες επιχειρήσεις δήλωσαν ότι διαθέτουν τέτοιο, βρίσκεται σε χώρες της Βαλκανικής. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει για το σύνολο των εγκαταστάσεων διανομής/αποθηκών. Τέλος, σχεδόν οι μισές εγκαταστάσεις (46,1% του συνόλου) που συμπεριλαμβάνουν παραγωγή, διανομές και αποθήκευση, χωροθετούνται σε περιοχές των Βαλκανίων (Πίνακας 2). Με βάση το παραπάνω δυναμικό πλαίσιο αλλάζει το ίδιο το τοπικό παραγωγικό σύστημα, καθώς καθορίζονται καθημερινές μετακινήσεις και χρόνοι εργασίας και διαβίωσης, στο πλαίσιο ενός ήδη επιβαρημένου αστικού συστήματος Πίνακας 2. Κατανομή υποκαταστημάτων εξωτερικού ανά ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια εγκατάστασης και δραστηριότητα Δραστηριότητα υποκαταστήματος Ανατ. Ευρώπη

Βαλκάνια

Ε.Ε.

Άλλη

Σύνολο

Μάρκετιγκ/ προώθηση πωλήσεων

0,0%

0,0%

50,0%

50,0%

100%

Πωλήσεις/ έκθεση

0,0%

53,9%

46,2%

0,0%

100%

Διανομή/ αποθήκευση

0,0%

100%

0,0%

0,0%

100%

Εργοστάσιο/ παραγωγή

0,0%

100%

0,0%

0,0%

100%

Παραγωγή/ διανομή/ αποθήκευση

7,7%

46,1%

23,1%

23,1%

100%

Άγνωστη δραστηριότητα

20,0%

20,0%

40,0%

20,0%

100%

Σύνολο

5,0%

52,5%

30,0%

12,5%

100%

93

006:Layout 1

94

10/29/10

7:48 PM

Page 94

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

παραγωγής, διακίνησης και κατανάλωσης. Η περίπτωση των επιχειρήσεων πληροφορικής που υιοθετούν ένα χωροθετικό πρότυπο μετακίνησης προς τις ανατολικές περιαστικές περιοχές του νομού, αλλά και η μετακίνηση βιομηχανιών των υπολοίπων κλάδων προς τη δυτική περιαστική ζώνη, φανερώνει τις πολύπλοκες αυτές αλληλεξαρτήσεις που αναπτύσσονται στο τοπικό σύστημα δημιουργώντας νέες ανάγκες για χώρους παραγωγής, κατοικίας και νέες υποδομές. Παράλληλα, χρησιμοποιούνται σε εκτεταμένη κλίμακα υπεργολαβίες παραγωγής, «μέσα» και κυρίως «έξω» από τον χώρο του εργοστασίου. Οι υπεργολαβίες αυτές αποτελούν το βασικότερο μέσο για την αποφυγή νέων προσλήψεων και τον κατακερματισμό της διαπραγματευτικής δύναμης των σωματείων, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει στην περίπτωση των ποτών. Με τον τρόπο αυτό η επιχείρηση «διαχέει» τα εργασιοβόρα τμήματά της στην περιοχή του τοπικού παραγωγικού συστήματος της Θεσσαλονίκης, σε άλλους νομούς ή σε γειτονικές χώρες, μειώνοντας προοδευτικά το κόστος παραγωγής. Οι εξελίξεις αυτές δεν συνεπάγονται μια οριστική εγκατάλειψη των κεντρικών και παραδοσιακών βιομηχανικών συγκεντρώσεων. Τα τοπικά δίκτυα εξακολουθούν να λειτουργούν καθώς ειδικά οι μικρές επιχειρήσεις εξακολουθούν να έχουν ανάγκη από τη γεωγραφική εγγύτητα, αν και με διαφορετικούς όρους σε σχέση με προηγούμενες δεκαετίες. Το σύστημα αυτό δομείται γύρω από ποικίλες μορφές ευέλικτης εργασίας, τόσο στο εσωτερικό των επιχειρήσεων, όσο και έξω από αυτές, σε υπεργολαβικά/φασόν εργαστήρια και κάθε λογής «συνεργάτες» και «προμηθευτές». Με βάση τα ευρήματα της έρευνάς μας, οι βιομηχανικές συγκεντρώσεις της Θεσσαλονίκης δεν παρουσιάζουν ιδιότητες σύγχρονων ευέλικτων παραγωγικών συστημάτων. Προθέσεις για ανάπτυξη κοινών υποδομών σχεδιασμού και προώθησης πωλήσεων, στο πλαίσιο ενός δικτύου συνεργασίας, εντοπίστηκαν μόνο σε ένα από τους «παραδοσιακούς» κλάδους του παραγωγικού συστήματος, τα υποδήματα. Επί της ουσίας όμως συγκεντρώνουν την αδιαφορία ή δυσπιστία των βιοτεχνών, παραμένοντας ασκήσεις «επί χάρτου». Στον ίδιο κλάδο, τρεις μονάδες που, αξιοποιώντας σχετικές επιδοτήσεις, προχώρησαν στην ίδρυση μιας κοινής μονάδας προώθησης των προϊόντων τους παρουσιάζουν σαφώς καλύτερη παρουσία στις διεθνείς αγορές. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση των πλεκτηρίων και δευτερευόντως των υποδηματοποιιών της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για κλασικές περιπτώσεις χωρικά συγκεντρωμένων «δικτύων» επιχειρήσεων, που από παράδοση λειτουργούσαν στο πλαίσιο συγκεκριμένων περιοχών της πόλης. Οι «πιάτσες» αυτές (βλ. Πλατεία Βαρδαρίου, Άξονας Μοναστηρίου, Πτολεμαίων, Τριανδρία κ.ά.) αποτελούσαν, τουλάχιστον ως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, βασική προϋπόθεση για την ένταξη στον κλάδο. Κάθε νέα ή παλιότερη επιχείρηση έπρεπε να βρίσκεται σε σχέση γεωγραφικής εγγύτητας με τις περιοχές αυτές, ενώ ακόμη και επιχειρήσεις που μετακινούνταν προς λειτουργικότερες περιοχές χωροθέτησης φρόντιζαν να διατηρούν ένα υποκατάστημα ή κάποιας μορφής επαφή με τις «πιάτσες». Σήμερα οι επιχειρήσεις επιθετικής στρατηγικής έχουν, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, εγκαταλείψει τις περιοχές αυτές οι οποίες σε μεγάλο βαθμό χαρακτηρίζονται από την κυριαρχία άλλων χρήσεων. Οι βιοτέχνες που παραμένουν λειτουργούν μόνοι σε μια έντονα κατακερματισμένη και ανταγωνιστική αγορά, και απαντούν αρνητικά ή

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 95

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

απαισιόδοξα στις ερωτήσεις περί «ανάπτυξης δικτύων συνεργασίας» σε θέματα υποδομών, παραγωγής, προμηθειών και διανομής. Η ίδια εικόνα με διαφορετικές αφετηρίες παρουσιάζεται και στον «σύγχρονο» κλάδο των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών-Πληροφορικής. Η ύπαρξη του «Τεχνολογικού Πάρκου Θεσσαλονίκης» στην ανατολική ευρύτερη περιοχή του τοπικού συστήματος ελάχιστα φαίνεται να έχει συμβάλει σε μια πολιτική δικτύωσης και συνεργασίας. Αν και οι επιχειρήσεις που χωροθετούνται σε αυτό παρουσιάζουν ισχυρά στοιχεία καινοτόμων εφαρμογών, εντούτοις είναι λίγες, δεν συνεργάζονται μεταξύ τους ή με τη διοίκηση του πάρκου. Σταδιακά και εφόσον το αρχικό κίνητρο εγκατάστασης που αφορούσε την ποιότητα των υποδομών περνάει σε δεύτερη μοίρα πολλές επιχειρήσεις αναζητούν νέα θέση εγκατάστασης. Την ίδια περίοδο μέσω του συνδέσμου επιχειρήσεων πληροφορικής προωθείται η υλοποίηση «Νέου Πάρκου Πληροφορικής», βαλκανικής εμβέλειας, που προσπαθεί με κατάλληλα κίνητρα να συγκεντρώσει τις δυναμικές επιχειρήσεις του κλάδου, χωρίς να εντάσσει στο σχεδιασμό του μια πολιτική δικτύωσης με το υπάρχον «Τεχνολογικό Πάρκο».

4. Αντί συμπερασμάτων Η μετάβαση προς μια νέα παραγωγική πραγματικότητα, σε ένα περιβάλλον ρευστότητας και διεθνούς οικονομικής κρίσης, είναι περισσότερο από εμφανής στα αποτελέσματα της έρευνας στο τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης. Θα επιχειρήσουμε τη γενίκευση των βασικών πορισμάτων, ξεκινώντας από ορισμένες συμπερασματικές παρατηρήσεις για τα δύο θεωρητικά πρότυπα γύρω από τις αλλαγές στην παραγωγή και την εργασία, στα οποία εστιάζουμε στο παρόν άρθρο. Στις επιχειρήσεις του δείγματος δεν μπορεί να υποστηριχθεί πως η σύγχρονη οικονομική συγκυρία συνεπάγεται μια ολοκληρωτική στροφή προς ευέλικτα πρότυπα παραγωγής και συσσώρευσης, όμοια με αυτά που περιγράφουν οι μεταφορντικές αναλύσεις. Συγκεκριμένα, το πρότυπο ενδοεπιχειρησιακής οργάνωσης της «ευέλικτης επιχείρησης» αντιστοιχεί περισσότερο στην πραγματικότητα ορισμένων επιχειρήσεων των κεντρικών χωρών, παρά σε επιχειρήσεις άλλων κοινωνικών σχηματισμών. Η έρευνα έδειξε πως μια μεγάλη ομάδα μονάδων στο τοπικό παραγωγικό σύστημα της Θεσσαλονίκης, σε κλάδους όπως τα μηχανήματα, τα ποτά, η κλωστοϋφαντουργία και τα βαφεία, είναι έκθετη στις πιέσεις του ανταγωνισμού και «αναγκασμένη» να απευθύνεται σε αγορές του εξωτερικού και συνεπώς προχωράει σε σημαντικές αναδιατάξεις στα πρότυπα οργάνωσης της παραγωγής αλλά και στη χωροθετική δομή της. Στη μεγάλη τους πλειοψηφία, οι επιχειρήσεις αυτές διατηρούν σταθερό το απασχολούμενο δυναμικό τους και οι τακτικές εργασιακής ευελιξίας που επιστρατεύουν είναι σημαντικές, χωρίς όμως να αντιστοιχούν σε έναν καθαρό δυϊσμό μεταξύ λειτουργικών και αριθμητικών ευελιξιών. Στον αμυντικό πόλο των ελληνικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στις μικρότερες από αυτές, εντοπίστηκε πως σε πολλές περιπτώσεις στηρίζονται αποκλειστικά ή κυρίαρχα σε ελαστικές μορφές απασχόλησης, ανάλογα με τον κλάδο, την οικονομική συγκυρία ή τη διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων. Παράλληλα,

95

006:Layout 1

96

10/29/10

7:48 PM

Page 96

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

το υπαρκτό «κεντρικό» εργατικό δυναμικό, όπως προέκυψε και από επιμέρους συνεντεύξεις με υπευθύνους επιχειρήσεων, αντιμετωπίζει συνήθως άλλες στρατηγικές πλην της λειτουργικής ευελιξίας: τέτοιες είναι η υπερωριακή, η βραδινή, η εναλλασσόμενη απασχόληση και άλλες μορφές ευελιξίας του χρόνου εργασίας. Παράλληλα, το κριτήριο της σταθερότητας απασχόλησης δεν αρκεί για τον προσδιορισμό του κεντρικού πυρήνα εργαζομένων, καθώς οι τελευταίοι μπορεί να μην εντάσσονται καθόλου σε τακτικές πολυειδίκευσης και αναβάθμισης. Αναφορικά με την ευέλικτη εξειδίκευση, που υποστηρίζει τη δυνατότητα υλοποίησης «βιομηχανικών τομών» υπέρ των ευέλικτα δικτυωμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων και σε βάρος των μεγάλων βιομηχανιών, φαίνεται να αγνοεί ή να παραγνωρίζει μια σημαντική πλευρά της ιστορικής και οικονομικής πραγματικότητας. Η μετάβαση από ένα παλιό σε ένα νέο στάδιο και οι αλλαγές στην εργασιακή διαδικασία μάλλον δεν αποτελούν ένα τυχαίο φαινόμενο, καθώς ο μηχανισμός μεγιστοποίησης της αποδοτικότητας θέτει σταδιακά στο περιθώριο τις αναποτελεσματικές μεθόδους παραγωγής. Σε αυτήν την «αλυσίδα» εξέλιξης, ο πιο «ανεπτυγμένος» τρόπος παραγωγής δεν ταυτίζεται απαραίτητα με τη μαζική παραγωγή ή τον φορντισμό και την αποειδίκευση, αλλά μπορεί να εμφανίσει μια ποικιλία μορφών εργασιακής διαδικασίας, όπως επιβεβαιώνει η περίπτωση της Θεσσαλονίκης αλλά και ιστορικογεωγραφικές αναλύσεις, τουλάχιστον για τη Ν. Ευρώπη (Leontidou, 1990· Mπράχος, 1993). Παράλληλα, όπως προέκυψε από την έρευνα μας, η δυνατότητα επένδυσης σε νέες ευέλικτες τεχνολογίες και ο γενικότερος εκσυγχρονισμός αποτελούν δύσκολα προσεγγίσιμες επιλογές για την πλειοψηφία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι επενδύσεις σε ευέλικτα και σύγχρονα συστήματα αφορούν κυρίως μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν τη δυνατότητα άντλησης ιδίων κεφαλαίων αλλά και καλύτερη πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις. Η πραγματικότητα αυτή σε βάρος των μικρών μονάδων επιδεινώνεται από το γεγονός πως οι βιομηχανικές πολιτικές της τελευταίας δεκαπενταετίας έχουν αποκλειστικά οριζόντιο χαρακτήρα, απορρίπτοντας τις κάθετες παρεμβάσεις σε επίπεδο κλάδου ή περιοχής (Πελαγίδης, 1997). Η επιτυχής εφαρμογή των θεωρητικών αρχών της ευέλικτης εξειδίκευσης στηρίζεται στην τοπική ιστορική ιδιαιτερότητα των περιοχών της Τρίτης Ιταλίας. Μια σειρά παράμετροι, όπως οι τοπικοί πολιτικοί συσχετισμοί και ο πολιτικός παρεμβατισμός, τα δίκτυα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η βιομηχανική κουλτούρα του τοπικού πληθυσμού και η ευρύτερη κοινωνιολογική δομή είναι δύσκολα «αντιγράψιμες» σε διαφορετικά πλαίσια και δεν εγγυώνται την επιτυχή έκβαση της όποιας προσπάθειας. Πολλές από τις ιδιομορφίες αυτές συναντώνται και στο τοπικό παραγωγικό σύστημα που εξετάσαμε. Η εκτεταμένη ανοχή των ελεγκτικών μηχανισμών απέναντι στις παραβάσεις της φορολογικής και εργασιακής νομοθεσίας, τα δίκτυα υπεργολαβιών, η διασπορά των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στον αστικό και περιαστικό ιστό, αποτελούν κοινές διαστάσεις. Παράλληλα όμως υπάρχουν και μια σειρά από μεγάλες διαφορές: στην περίπτωση της Θεσσαλονίκης τα δίκτυα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν προχωρούν σε καινοτόμες μορφές συνεργασίας, δεν ιδρύουν κοινούς φορείς προμήθειας πρώτων υλών και προώθησης πωλήσεων. Η όποια δικτύωση καθορίζεται, σε μεγάλο βαθμό, από λίγες μεγάλες επιχειρήσεις, που αναθέτουν με προνομιακούς όρους τμήματα της

006:Layout 1

10/29/10

7:48 PM

Page 97

ΣΤΕΛΙΟΣ ΓΚΙΑΛΗΣ

παραγωγικής τους διαδικασίας σε υπεργολάβους ή συμμετέχουν σε δίκτυα επιχειρήσεων που παράγουν αντίστοιχα προϊόντα (Hadjimichalis, 2006). Όπως τονίστηκε, οι σύγχρονες μορφές δικτύωσης και η συνεργασία στο πλαίσιο πρωτοβουλιών για διείσδυση σε εξειδικευμένες αγορές είναι απούσες. Για παράδειγμα, κανένα από τα πλεκτήρια ή τα «τσαγκαράδικα» δεν διαθέτει ούτε προτίθεται να επενδύσει σε συστήματα αυτοματοποιημένης σχεδίασης, κοπής και κατασκευής. Οι πιο «σύγχρονες» από τις βιοτεχνίες διαθέτουν μηχανές μερικώς αυτοματοποιημένες, με δυνατότητες ανάγνωσης ψηφιακών σχεδίων. Οι απόψεις των παραγωγών σχετικά με τις προοπτικές του κλάδου τους, τη διεθνή συγκυρία, την ανάπτυξη πολιτικών και δομών συνεργασίας είναι απαισιόδοξες. Η δυναμική του τοπικού παραγωγικού συστήματος στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην υποβάθμιση του παραγωγικού δυναμισμού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και στη μεταφορά των επιπτώσεων του διεθνούς ανταγωνισμού, μεταξύ άλλων, σε βάρος του εργασιακού παράγοντα. Εν κατακλείδι και παρά τα σημαντικά ανοικτά ερευνητικά ερωτήματα: Οι αναδιαρθρωτικές επιλογές των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων δεν μπορούν να ερμηνευθούν από μεταφορντικά θεωρητικά υποδείγματα όπως αυτά που εξετάσαμε. Οι στρατηγικές αυτές, επιθετικού ή αμυντικού χαρακτήρα, οφείλουν να μελετώνται στα πλαίσια τοπικών παραγωγικών συστημάτων με ιδιαίτερη προσοχή στις χωρικές, κλαδικές και εργασιακές παραμέτρους τους. Πρόκειται για διαφορετικές στρατηγικές οι οποίες συνυπάρχουν στο πλαίσιο ενός ιεραρχικά δομημένου προτύπου συσσώρευσης και δεν αντιστοιχούν απαραίτητα σε μια «καλή» και μια «κακή» εκδοχή αναδιάρθρωσης. Πολλές από τις συναφείς μελέτες πραγματοποιούν αυτή την εσφαλμένη παραδοχή, τείνοντας να αποδώσουν στον «εκσυγχρονισμό» μια καθολικά ωφέλιμη ισχύ, και ταυτίζοντας τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις του κεφαλαίου και της εργασίας (Λυμπεράκη και Δενδρινός, 2004· Λινάρδος-Ρυλμόν, 2002). Η πραγματικότητα είναι περισσότερο σύνθετη καθώς κάθε μία από τις στρατηγικές συντίθεται από ποικίλες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής και αξιοποίησης της εργασιακής ευελιξίας, ενίοτε αντιφατικές, και ενσωματώνει διαφορετικές μορφές ευέλικτων εργασιών με επιμέρους διαφοροποιήσεις ανά κλάδο. Κάθε μια καθορίζεται και με τη σειρά της καθορίζει το τοπικό παραγωγικό σύστημα της περιοχής στην οποία αναπτύσσεται, αλληλεπιδρώντας με διαφορετικό τρόπο και ακολουθώντας τα δικά της χωροθετικά πρότυπα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Amin A. (επιμ.) (1994), Post Fordism: a reader, Οξφόρδη: Blackwell. Atkinson J. and Meager N. (1988), Changing working patterns: How companies achieve flexibility to meet new needs, Λονδίνο: Nedo. Avery C. και Zabel D. (2001), The flexible workplace, Quorum Books USA. Gialis S. (2006), «Informal forms of work and the fragmentation of local labour markets: the case of part-time work in Greece», 46th congress of the European Regional Science Association, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Σεπτέμβριος 2006, Βόλος. Gialis S. και Karnavou E. (2008), «Dimensions of atypical forms of employment in Thessaloniki, Greece», International Journal of Urban and Regional Research 32 (4). Hadjimichalis C. (2006), «The end of Third Italy as we knew it?», Antipode 38 (1): 82-106. Harvey D. (1990), The condition of post- modernity, Οξφόρδη: Blackwell. Harvey D. (2006), Spaces of Global Capitalism: a theory of uneven geographical development, Λονδίνο: Verso.

97

006:Layout 1

98

10/29/10

7:48 PM

Page 98

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 79-98

Hall D. και Danta D. (επιμ.) (1996), Reconstructing the Balkans: a geography of the new Southeast Europe, Willey. Hatziprokopiou P. (2004): «Balkan immigrants in the Greek city of Thessaloniki: local processes of incorporation in an international perspective», European Urban and Regional Studies 11 (4): 321-338. Hirst P. και Zeitlin H. (1991), «Flexible specialization vs post Fordism», Economy and Society, 20 (1). Massey D. and Meegan R. (1982), The anatomy of job loss, Λονδίνο: Methuen. Massey D. (2005), For Space, Λονδίνο: Sage. Piore M. και Sabel C. (1986), The second industrial divide: possibilities for prosperity, Λονδίνο: Basic Books. Sheppard Ε. και Barnes J.T. (επιμ.) (2003), A companion to Economic Geography, Οξφόρδη: Blackwell. Storper M. and Scott A. (1993), Pathways to industrialization and regional development, Λονδίνο: Routledge. Syrret S. (1995), Local development, restructuring, locality and economic initiative in Portugal, Άλντερσοτ, Avebury. Γκιάλης Σ., Κοντοζούδης Π. και Χατζηχαρίσης Π. (2005), «Γεωγραφία της εργασίας και της αναδιάρθρωσης σε μια εκκολαπτόμενη βαλκανική μητρόπολη: η περίπτωση της Θεσσαλονίκης και της βιομηχανίας της», Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων 39: 77-93. Δεδουσόπουλος Α. (2002), Οι αναδιαρθρώσεις της παραγωγής, Αθήνα: Τυπωθήτω. Ιωακείμογλου Η. (1996), Αναδιάρθρωση και διεθνής εξειδίκευση της Ελληνικής βιομηχανίας, Αθήνα: ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Λαμπριανίδης Λ. και Λυμπεράκη Α.(2001), Αλβανοί μετανάστες στη Θεσσαλονίκη, διαδρομές ευημερίας και παραδρομές δημόσιας εικόνας, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη. Λεοντίδου Λ. (1986), «Αναζητώντας τη χαμένη εργασία: η κοινωνιολογία των πόλεων στη μεταπολεμική Ελλάδα», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 60: 72-93. Λινάρδος-Ρυλμόν Π. (2002), «Πολιτικές για την ανταγωνιστικότητα και την απασχόληση, η περίπτωση του νομού Θεσσαλονίκης», Ενημέρωση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ 4 (2002): 2-12. Λυμπεράκη Α. και Δενδρινός Γ. (2004), Ευέλικτη εργασία: νέες μορφές και ποιότητα απασχόλησης, Αθήνα: Κέρκυρα. Μπράχος Γ. (1993), «Ευέλικτα συστήματα παραγωγής: ο μύθος της εξόδου από την κρίση», Θέσεις 43. Πελαγίδης Θ. (1997), Η διεθνοποίηση της Ελληνικής Βιομηχανίας: ευελιξία και αναδιάρθρωση, Αθήνα: Εξάντας. ΤΕΕ (2006), «Ελληνική Βιομηχανία: Προς την Οικονομία της Γνώσης», 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας, Divani Caravel, Αθήνα. Χασσίδ Ι. (1994), Προσαρμογές και ανταγωνιστικότητα στην Ελληνική βιομηχανία, Αθήνα: ΙΟΒΕ. Χατζημιχάλης Κ. και Βάϊου Ντ. (1997), Με τη ραπτομηχανή στην κουζίνα και τους Πολωνούς στους αγρούς: Πόλεις, περιφέρειες και άτυπη εργασία, Αθήνα: Εξάντας.

007:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 99

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 99-104

Ε Π Ι Σ Τ Η Μ Ο Ν Ι Κ Ε Σ

Σ Υ Ν Α Ν Τ Η Σ Ε Ι Σ

-

Α Ν Τ Ι Π Α Ρ Α Θ Ε Σ Ε Ι Σ

7Ο ΔΙΕΘΝΕΣ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΕΩΜΟΡΦΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΛΒΟΥΡΝΗ, 6-11 ΙΟΥΛΙΟΥ 2009

Ευθύμιος Καρύμπαλης1

ον περασμένο Ιούλιο πραγματοποιήθηκε στη Μελβούρνη το έβδομο κατά σειρά Διεθνές Συνέδριο Γεωμορφολογίας. Το πρώτο από τη σειρά αυτή των συνεδρίων πραγματοποιήθηκε στο Μάντσεστερ το 1985 και ακολούθησαν αυτό της Φρανκφούρτης το 1989, του Χάμιλτον στον Καναδά το 1993, της Μπολόνια το 1997, του Τόκυο το 2001 και της Θαραγόθα το 2005. Είναι η πρώτη φορά που το συνέδριο αυτό πραγματοποιήθηκε στο νότιο ημισφαίριο, σε ένα τμήμα της παλαιοηπείρου της Γκοντβάνα όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν από τους διοργανωτές σε όλες τις φάσεις προετοιμασίας, γνωστοποίησης και προώθησης του συνεδρίου. Η διοργάνωση του συνεδρίου έγινε από τις γεωμορφολογικές ενώσεις της Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας (Australian and New Zealand Geomorphology Group, ANZIAG) σε συνεργασία με τη Διεθνή Ένωση Γεωμορφολόγων (International Association of Geomorphologists, IAG). Η συνεργασία μεταξύ δύο γεωμορφολογικών εταιρειών διαφορετικών χωρών ήταν κάτι πρωτόγνωρο για τα παγκόσμια

Τ

1

Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, [email protected]

συνέδρια της Διεθνούς Ένωσης Γεωμορφολόγων. Χώρος του συνεδρίου ήταν οι σύγχρονες ολοκαίνουργιες εγκαταστάσεις του Συνεδριακού και Εκθεσιακού Κέντρου της Μελβούρνης. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στo δίπολο παλαιά τοπία/σύγχρονη προοπτική. Το επίπεδο της διοργάνωσης ήταν υψηλό και ανταποκρίθηκε στις υψηλές απαιτήσεις που έθεσε η προηγούμενη, πολύ πετυχημένη διοργάνωση των Ισπανών. Ο αριθμός των συμμετεχόντων άγγιξε τους 630 από 65 χώρες. Υπήρξε ένα μεγάλο πρόγραμμα επιστημονικών ανακοινώσεων που κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα όλων των επιμέρους γνωστικών αντικειμένων της γεωμορφολογίας. Στη διάρκεια των έξι ημερών του συνεδρίου παρουσιάστηκαν συνολικά 857 εργασίες, τόσο σαν προφορικές εισηγήσεις όσο και με τη μορφή poster. Οι ανακοινώσεις ομαδοποιήθηκαν σε 37 θεματικές ενότητες, οι περισσότερες από τις στις οποίες ήταν οικείες στους συμμετέχοντες καθώς εμφανίζονται κάθε φορά στο πρόγραμμα των γεωμορφολογικών συνεδρίων. Αυτές περιελάμβαναν 6

99

007:Layout 1

100

10/29/10

7:49 PM

Page 100

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 99-104

Η Monique Fort, Καθηγήτρια Γεωμορφολογίας, Περιβάλλοντος και Φυσικών Κινδύνων του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου των Παρισίων (Paris 7) στην εντυπωσιακή παρουσίασή της που αφορούσε τη γεωμορφολογία των Ιμαλάϊων με τίτλο «Ιμαλάϊα, ένα μοναδικό φυσικό εργαστήριο για τους γεωμορφολόγους».

μεγάλες ενότητες που αφορούσαν τα εξής γνωστικά αντικείμενα: Γεωμορφολογικοί κίνδυνοι (όπως επιπτώσεις των πυρκαγιών στις γεωμορφολογικές διεργασίες και το περιβάλλον, γεωμορφολογία και παγκόσμια περιβαλλοντική αλλαγή, γεωμορφολογία των τσουνάμι, διεργασίες κλιτύων και κινήσεις υλικών λόγω βαρύτητας, διάβρωση εδαφών: προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή και γεωμορφολογία ηφαιστείων). Παράκτια και ποτάμια γεωμορφολογία (με επιμέρους θέματα όπως παράκτια γεωμορφολογία και διαχείριση παράκτιων περιοχών, γεωμορφολογία βραχωδών ακτών, ποτάμια γεωμορφολογία και ποτάμιες διεργασίες, υδρολογία, παγκόσμια παλαιο-υδρολογία ηπειρωτικών περιοχών, παραμετροποίηση μικρών λεκανών απορροής σε διάφορες

μορφοκλιματικές ζώνες, διαχείριση ποταμών, ισοζύγιο ιζημάτων. Τεκτονική γεωμορφολογία (με επιμέρους ενότητες όπως γεωμορφολογία της Γκοντβάνα/νοτίου ημισφαιρίου). • Αιολικές διεργασίες και γεωμορφολογία. • Γεωμορφολογία τοπίου (με επιμέρους ενότητες όπως περιοχές γεωμορφολογικής κληρονομιάς και γεωτουρισμός, ανθρωπογενείς επιπτώσεις στο τοπίο, συσχέτιση τοπίων, τοπία ερημικών περιοχών, μοντελοποίηση τοπίων και γεωμορφολογικές διεργασίες και διαμόρφωση τοπίων στο Τεταρτογενές και πρόσφατες διεργασίες. • Παγετώδης και περι-παγετώδης γεωμορφολογία και γεωμορφολογία πολικών περιοχών.

Υπήρξαν όμως και δύο συνεδρίες με νέες θεματολογίες που για πρώτη φορά παρουσιάστηκαν σε Διεθνές Συνέδριο Γεωμορφολογίας: • γεωμορφολογία ένοπλης σύρραξης και • η τεχνική σάρωσης της γήινης επιφάνειας με laser, στη γεωμορφολογία. Στο πλαίσιο των συνεδριών πραγματοποιήθηκαν ειδικές θεματικές ομιλίες για διάφορα γεωμορφολογικά θέματα από διακεκριμένους εξειδικευμένους γεωμορφολόγους. Ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον είχαν οι τέσσερις βασικές θεματικές ομιλίες που πραγματοποίησαν οι προσκεκλημένοι ομιλητές. Ο Βρετανός Καθηγητής Andrew Goudie, απερχόμενος πρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Γεωμορφολόγων με σημαντικό ερευνητικό έργο σε θέ-

007:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 101

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΑΡΥΜΠΑΛΗΣ

Απολιθωμένα ίχνη εξαφανισμένων μαρσιποφόρων της Αυστραλιανής μεγαπανίδας στην ηφαιστειακή λίμνη Colongulac. Η Πλειστοκαινική αυτή ηφαιστειακή λίμνη ήταν μια από τις στάσεις της προσυνεδριακής εκδρομής.

ματα γεωμορφολογίας ερημικών περιοχών, έδωσε μια ενδιαφέρουσα ομιλία με θέμα «just deserts» – «απλώς έρημοι». Η Monique Fort, Καθηγήτρια Γεωμορφολογίας, Περιβάλλοντος και Φυσικών Κινδύνων του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου των Παρισίων (Université Paris 7) έκανε μια εντυπωσιακή παρουσίαση που αφορούσε τη γεωμορφολογία των Ιμαλάϊων με τίτλο «Ιμαλάϊα: ένα μοναδικό φυσικό εργαστήριο για τους γεωμορφολόγους». Ο Jon Nott, Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο James Cook, North Queensland, που ασχολείται με τους Φυσικούς Κίνδυνους και τη Διαχείριση των Φυσικών Καταστροφών εντυπωσίασε με την ενδιαφέρουσα ομιλία του με θέμα «Πολιτικοί και Γεωμορφολογία». Τέλος ο διακεκριμένος Ομότιμος

Καθηγητής John Chappell, που αποτελεί ένα από τα σπουδαία κεφάλαια της γεωμορφολογίας του Τεταρτογενούς με τη συμβολή του στη μελέτη των παγκόσμιων μεταβολών της θαλάσσιας στάθμης παρουσίασε την παλαιογεωγραφική εξέλιξη της Ωκεανίας βασιζόμενος σε γεωμορφολογικές παρατηρήσεις και γεωχρονολογήσεις στη θεματική του ομιλία με τίτλο «Η γεωμορφολογία μιας γρήγορα κινούμενης τεκτονικής πλάκας. Το περιθώριο της Νέας Ζηλανδίας έναντι της Αυστραλίας». Έγιναν δώδεκα παρουσιάσεις που αφορούσαν την Ελλάδα. Δύο στη συνεδρία «παράκτια γεωμορφολογία – διαχείριση παράκτιων περιοχών» που αφορούσαν την εκτίμηση της τρωτότητας των ακτών του Αργολικού κόλπου στην

αναμενόμενη άνοδο της θαλάσσιας στάθμης με τη χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών και στη γένεση και εξέλιξη του πεδίου αμμωδών θινών του Καϊάφα, στον Κυπαρισσιακό κόλπο. Μια παρουσίαση αφορούσε τις φυσικές και ανθρωπογενείς αιτίες πλημμυρών στον κάτω ρου του χείμαρρου Ξεριά στην περιοχή της πόλης της Κορίνθου και συμπεριλήφθηκε στη συνεδρία «Παραμετροποίηση μικρών λεκανών απορροής σε διάφορες μορφοκλιματικές ζώνες». Στη συνεδρία της ομάδας εργασίας της γεωαρχαιολογίας έγιναν πέντε συνολικά παρουσιάσεις από Έλληνες συμμετέχοντες στο συνέδριο. Μια ανακοίνωση αφορούσε τους παράκτιους προϊστορικούς οικισμούς και τη σχετική στάθμη της θάλασσας στην περιοχή του Αιγαίου κατά τα

101

007:Layout 1

102

10/29/10

7:49 PM

Page 102

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 99-104

O Καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης Bernie Joyce στην προσυνεδριακή εκδρομή στη δυτική Βικτώρια που μας έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφτούμε μια σειρά ηφαιστείων διαφορετικών τύπων και πολύ πρόσφατης ηλικίας καθώς και υπολειμματικές διαβρωσιγενείς παράκτιες γεωμορφές, καρστικά πεδία και ηφαιστειακές λίμνες όπως αυτή της φωτογραφίας.

τελευταία 6.000 έτη. Μία άλλη σχετιζόταν με τις παλαιοπεριβαλλοντικές καταγραφές στη δυτική Νάξο και τις μεταβολές της θαλάσσιας στάθμης κατά το Ανώτερο Ολόκαινο, ενώ τρεις παρουσιάσεις αφορούσαν την παλαιογεωγραφική εξέλιξη και αναπαράσταση περιοχών. Η πρώτη είχε σαν θέμα την παλαιογεωγραφική εξέλιξη του χείμαρρου Κέρατου στην περιοχή της Κνωσού στην Κρήτη από την Μινωική περίοδο. Η δεύτερη είχε να κάνει με την παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του προϊστορικού οικισμού της Αγίας Παρασκευής στο Μαλιακό κόλπο κατά την περίοδο του Ολόκαινου και η τρίτη με την παλαιογεωγραφική αναπαράσταση του πεδίου μάχης των αρχαίων Θερμοπυλών.

Τέλος στη συνεδρίαση με θέμα «Τεκτονισμός και γεωμορφολογία» έγιναν τέσσερις παρουσιάσεις σχετικές με την γεωμορφολογική και μορφοτεκτονική των νότιων ακτών του Ευβοϊκού κόλπου, την εξέλιξη της νότιας Κεφαλονιάς με βάση τις γεωμορφολογικές παρατηρήσεις, την γεωμορφολογική εξέλιξη του δελταϊκού ριπιδίου του Ασωπού ποταμού κατά το Ανώτερο Ολόκαινο και τη γεωμορφολογία και μορφομετρία των δελταϊκών ριπιδίων των νότιων ακτών του Κορινθιακού κόλπου. Πέντε Έλληνες επιστήμονες από τρία πανεπιστημιακά εκπαιδευτικά ιδρύματα και ένα ερευνητικό ινστιτούτο παρακολούθησαν το συνέδριο. Η συμμετοχή αυτή θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική δεδομένου ότι

η διοργάνωση πραγματοποιήθηκε σε μια τόσο μακρινή χώρα και ο αριθμός των παρουσιάσεων από Έλληνες γεωμορφολόγους ξεπέρασε κάθε προηγούμενο σε ανάλογης εμβέλειας διεθνή συνέδρια γεωμορφολογίας. Το ενδιαφέρον των σύνεδρων για τις ελληνικές παρουσιάσεις ήταν ιδιαίτερα έντονο και οι συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν ήταν γόνιμες και εποικοδομητικές. Στο πλαίσιο του συνεδρίου διοργανώθηκε η καθιερωμένη πλέον συνάντηση νέων γεωμορφολόγων από όλες τις χώρες. Η συνάντηση αυτή έδωσε τη δυνατότητα σε νέους επιστήμονες που έχουν σαν ερευνητικό αντικείμενο τη γεωμορφολογία να συνευρεθούν με παλαιούς έμπειρους γεωμορφολόγους από όλο τον

007:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 103

ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΚΑΡΥΜΠΑΛΗΣ

Υπολειμματικές διαβρωσιγενείς μορφές σε ανθρακικά ιζηματογενή πετρώματα στις ακτές της Βικτώρια. Από την ημερήσια συν-συνεδριακή εκδρομή.

κόσμο, να ανταλλάξουν ιδέες και απόψεις πάνω σε σύγχρονα θέματα αιχμής σε μια φιλική ατμόσφαιρα. Θέματα που απασχόλησαν τη συνάντηση ήταν το μέλλον του πλανήτη, οι φυσικές καταστροφές και ο ρόλος της γεωμορφολογίας στη βιώσιμη ανάπτυξη. Η συνάντηση περιελάμβανε μία ημέρα σεμιναρίου στην πόλη της Μελβούρνης και μια τριήμερη εκπαιδευτική εκδρομή σε παράκτιες και ερημικές περιοχές της δυτικής Βικτώρια. Οργανώθηκαν και πραγματοποιήθηκαν δώδεκα προσυνεδριακές και μετασυνεδριακές εκδρομές σε διάφορες περιοχές της Αυστραλίας και της Νέας Ζηλανδίας, καλύπτοντας όλα τα επιστημονικά ενδιαφέροντα ενός γεωμορφολόγου. Πλού-

σιο ήταν και το πρόγραμμα των κοινωνικών εκδηλώσεων. Επίσης διοργανώθηκαν δύο συν-συνεδριακές ημερήσιες επισκέψεις στο παράκτιο μέτωπο της Μελβούρνης και στην κοιλάδα του ποταμού Yarra. Η προσυνεδριακή εκδρομή στη Δυτική Βικτώρια που οργανώθηκε από τον Καθηγητή του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης Bernie Joyce μάς έδωσε τη δυνατότητα να επισκεφτούμε μια σειρά ηφαιστείων διαφορετικών τύπων και πολύ πρόσφατης ηλικίας καθώς και υπολειμματικές διαβρωσιγενείς παράκτιες γεωμορφές, καρστικά πεδία, ηφαιστειακές λίμνες και μια περιοχή ιδιαίτερου παλαιοντολογικού ενδιαφέροντος όπου έχουν βρεθεί ίχνη μεγα-πανίδας της Αυστραλίας από

είδη που έχουν εξαφανιστεί κάποιες δεκάδες χιλιάδες έτη πριν. Οι περιλήψεις των παρουσιάσεων περιελήφθησαν σε ένα cdrom, η διανομή του οποίου έγινε με την έναρξη του συνεδρίου. Τα πλήρη κείμενα αρκετών εργασιών που παρουσιάστηκαν πρόκειται να ομαδοποιηθούν ανά θεματική ενότητα και να δημοσιευθούν σε συμπληρωματικούς τόμους ορισμένων από τα καλύτερα περιοδικά γεωμορφολογίας του κόσμου. Κατά τη διάρκεια της γενικής συνέλευσης της Διεθνούς Ένωσης Γεωμορφολόγων συζητήθηκαν θέματα για την καλύτερη διοικητική λειτουργία της Ένωσης και πάρθηκαν αποφάσεις προς την κατεύθυνση αυτή. Νέος πρόεδρος για την

103

007:Layout 1

104

10/29/10

7:49 PM

Page 104

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 99-104

επόμενη τετραετία εξελέγη, μετά από ψηφοφορία των 34 μελών-εκπροσώπων των Εθνικών Επιστημονικών Εταιρειών (χωρών μελών της ένωσης), ο Νεοζηλανδός Καθηγητής Γεωμορφολογίας του Πανεπιστημίου του Wellington Michael Crozier. Στην ομιλία του ο νέος πρόεδρος ανέφερε ότι στις άμεσες προθέσεις της ένωσης για την επόμενη τετραετία είναι η ενίσχυση της δραστηριότητας των ομάδων εργασίας, ορισμένες από τις οποίες έχουν ήδη επιδείξει αξιόλογο έργο, καθώς και η συνέχιση και ενίσχυση του προγράμματος εκπαίδευσης νέων γεωμορφολόγων. Οι δραστηριότητες αυτές θα συμβάλουν στη διεύρυνση του αντικειμένου της γεωμορφολογίας και στην ενημέρωση επιστημονικών και κοινωνικών ομάδων σε ολόκληρο τον κόσμο σχετικά με τους σκοπούς και το επιστημονικό της έργο. Επισήμανε ότι ένας από τους στόχους του νέου συμβουλίου είναι και η συνεργασία μεταξύ των πολλών αναπτυσσόμενων εθνικών εταιρειών γεωμορφολογίας, που μέχρι τώρα εργάζονταν απομονωμένες, κάτω από τη συνισταμένη τροχιά της διεθνούς ένωσης γεωμορφολόγων. Επιπλέον θα επιχειρηθεί η συνεργασία της ένω-

σης με άλλες διεθνείς επιστημονικές ομάδες. Για να γίνει κάτι τέτοιο απαιτείται ισχυρότερο προφίλ της ένωσης σε διεθνείς επιστημονικές συναντήσεις ανάλογων ενώσεων, όπως αυτή της European Geophysical Union. Επίσης στόχο αποτελεί ο σαφής προσδιορισμός της φύσης του αντικειμένου της γεωμορφολογίας και της ασχολίας του γεωμορφολόγου και η χρησιμοποίηση των μέσων μαζικής επικοινωνίας για τη διάχυση αυτού του μηνύματος. Tο βασικό γνωστικό αντικείμενο της γεωμορφολογίας, ανέφερε ο Michael Crozier, είναι η κατανόηση της διαμόρφωσης των χαρακτηριστικών του ανάγλυφου της γης και η μελέτη των διεργασιών σε διάφορες κλίμακες χώρου και χρόνου. Η γεωμορφολογία όμως μπορεί να συμβάλει στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων, στη μείωση των απωλειών από τους φυσικούς κινδύνους και στην προετοιμασία των κοινωνιών ώστε αυτές να προσαρμοστούν στις γρήγορες, παγκόσμιας κλίμακας αλλαγές. Εκφράστηκε η ευχή και η ελπίδα ότι οι γεωμορφολόγοι, σε συνεργασία με τους μηχανικούς, τους κυβερνώντες που διαμορφώνουν πολιτικές πρακτικές και τους διαχειριστές του

χώρου, θα βοηθήσουμε στην προσαρμογή των μελλοντικών γενιών στα νέα περιβαλλοντικά δεδομένα. Δεν πρέπει όμως να παραληφθεί ότι οι γεωμορφολόγοι πάντα ασχολούνταν με την εύρεση απαντήσεων σε ευρύτερα διαχρονικά ερωτήματα που αφορούν την εξέλιξη των γεωμορφών, του ανάγλυφου και του περιβάλλοντος και πρέπει γρήγορα να αναλάβουν ηγετικό ρόλο μεταξύ των γεωεπιστημόνων, εφαρμόζοντας τόσο νέες όσο και τις ήδη υπάρχουσες μεθόδους χρονολόγησης για να δώσουν απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά. Ανακοινώθηκε μια σειρά από ενδιάμεσα συνέδρια με διάφορες θεματολογίες, που θα πραγματοποιηθούν υπό την αιγίδα της ένωσης σε διάφορες χώρες, ενώ αποφασίστηκε το 8ο Διεθνές Συνέδριο Γεωμορφολογίας να πραγματοποιηθεί στο Παρίσι το 2013. Η καθιερωμένη ενδιάμεση παγκόσμια συνάντηση των γεωμορφολόγων (μεταξύ των διεθνών συνεδρίων) ορίστηκε για το 2011 στην Αντισαμπέμπα της Αιθιοπίας και θα είναι μια συνδιοργάνωση των ομάδων γεωμορφολογίας της Ιταλίας και της Αιθιοπίας.

008:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 105

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 105-109

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ

ΤΟΠΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΗ ΔΡΑΣΗ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Κάρολος-Ιωσήφ Καβουλάκος1 Γιώργος Κανδύλης2

ο ερευνητικό πρόγραμμα με τίτλο «Μετανάστευση και αστική σύγκρουση στο επίπεδο της γειτονιάς: το κέντρο της Αθήνας και η περίπτωση του Αγ. Παντελεήμονα Αχαρνών» διεξάγεται στο ΙΑΑΚ/ ΕΚΚΕ από το Μάιο του 2009 έως σήμερα. Η ερευνητική ομάδα αποτελείται από τους Κ.Ι. Καβουλάκο, λέκτορα ΑΠΘ υπό διορισμό και συνεργάτη του ΕΚΚΕ, και Γ. Κανδύλη, ερευνητή Δ’ βαθμίδας στο ΕΚΚΕ.

Τ

1 Λέκτορας ΑΠΘ υπό διορισμό και συνεργάτης του ΕΚΚΕ ([email protected]) 2 Ερευνητής Δ’ βαθμίδας στο ΕΚΚΕ ([email protected])

Τα τελευταία χρόνια, στο σύνολο των φαινομένων και των εκδοχών του καθημερινού ρατσισμού σε βάρος των μεταναστών/τριών στην Ελλάδα, φάνηκε να προστίθεται ένα νέο στοιχείο. Το συνεχές ανάμεσα στην «απλή» έκφραση υποτιμητικών απόψεων και στη ρατσιστική βία συμπληρώθηκε με την εμφάνιση συλλογικής απορριπτικής δράσης που έθετε ως στόχο την απομάκρυνση των μεταναστών από συγκεκριμένες αστικές περιοχές. Από το Νοέμβριο του 2008 μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, μία περιοχή του κέντρου της Αθήνας, αυτή του Αγίου Παντελεήμονα της λεωφόρου Αχαρνών, σε μεγάλο βαθμό καταχω-

ρισμένη με αυτό το όνομα στο δημόσιο πεδίο με επιλογή των ίδιων των φορέων του απορριπτικού λόγου, αποτέλεσε εμβληματικό τοπίο μίας αστικής σύγκρουσης. Ο χώρος εκδήλωσης της αστικής σύγκρουσης είναι μια πυκνοδομημένη περιοχή στο κέντρο της Αθήνας, η οποία από τη δεκαετία του ’90 χαρακτηρίστηκε από σημαντικές κοινωνικές και δημογραφικές αλλαγές. Ο ρυθμός ανανέωσης του οικιστικού αποθέματος ήταν σχεδόν μηδενικός, ενώ ο γηγενής πληθυσμός μειωνόταν και γερνούσε. Η κοινωνική σύνθεση των γηγενών παρουσιάστηκε στις αρχές του νέου αιώνα πολωμένη, καθώς η μεγαλύτερη πληθυσμιακή απώλεια παρουσιάστηκε στις μεσαίες κοινωνικοεπαγγελματικές κατηγορίες (Αράπογλου κ.ά., 2009). Η μείωση του πληθυσμού εξισορροπήθηκε σε ένα βαθμό από την έλευση μεταναστών. Η περιοχή του Αγίου Παντελεήμονα εμφάνισε ήδη στην απογραφή του 2001 μεγαλύτερα από τον μέσο όρο της πόλης ποσοστά μεταναστών κατοίκων. Η παρουσία των μεταναστών, που σε συντριπτικά ποσοστά ανήκουν στις κατώτερες κοινωνικο-

105

008:Layout 1

106

10/29/10

7:49 PM

Page 106

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 105-109

επαγγελματικές κατηγορίες, ενίσχυσε περαιτέρω την κοινωνική πόλωση. Η έλευση μεταναστών συνεχίστηκε εθνοτικά διαφοροποιημένη κατά την πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα. Η αρχική εκτίμηση που μας οδήγησε στην προσπάθεια συστηματικής διερεύνησης του συγκεκριμένου απορριπτικού λόγου ήταν ότι επρόκειτο για μία προφανή ρατσιστική έκφραση η οποία, αν και επικαλείτο γνωστές ιδέες και επιχειρήματα, όπως η αντίληψη (ταυτόχρονα «εμπειρική» και κανονιστική) περί της αδιατάρακτης εθνικής ομοιογένειας της ελληνικής πόλης, η αγεφύρωτη πολιτισμική αλλά και κοινωνική απόσταση μεταξύ γηγενών και ξένων, οι λογής ηθικοί και υλικοί κίνδυνοι που ενσαρκώνει η παρουσία των τελευταίων, επιχειρούσε ταυτόχρονα –και για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία του μεταναστευτικού φαινομένου στην Ελλάδα– έναν διαφορετικό συνδυασμό τους. Ο συνδυασμός αυτός εμπερι-

είχε δύο νέα, άμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, ιδιώματα. Πρώτον, τη μέριμνα να εμπεδωθεί η απόρριψη σε έναν συγκεκριμένο τόπο της πόλης, στον οποίο συμπυκνώνονται αφενός οι απειλές και αφετέρου οι δυνατότητες αντίστασης στην περιγραφόμενη εισβολή. Δεύτερον, στη βάση αυτών των δυνατοτήτων, την παρακίνηση και την ανάληψη συλλογικής απορριπτικής δράσης, με τη μορφή ενός τοπικού κοινωνικού (αντι)κινήματος. Οι ανησυχούντες, κάτοικοι και μη της περιοχής, συγκέντρωναν υπογραφές, ετοίμαζαν προπαγανδιστικό υλικό, ιεραρχούσαν τους στόχους τους μέχρι την απομάκρυνση των μεταναστών από την περιοχή τους, καλούσαν σε συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, εξέδιδαν δελτία τύπου όπου επιτίθεντο στους αντιπάλους τους και λίγο αργότερα ορισμένοι ανάμεσα τους εισήγαγαν μια νέα -για τα ελληνικά δεδομέναμορφή δράσης, η οποία ταυτόχρονα συνιστούσε έναν τρόπο άμεσης λύσης του «προβλήματος» της πα-

ρουσίας των μεταναστών. Συγκρότησαν άτυπες ομάδες επαγρύπνησης, επιβάλλοντας στην πράξη με τη χρήση ή την απειλή χρήσης βίας το κλείσιμο της παιδικής χαράς και τη φυλετική εκκαθάριση της πλατείας του Αγ. Παντελεήμονα. Στο πλαίσιο ερευνητικού προγράμματος του Ινστιτούτου Αστικής και Αγροτικής Κοινωνιολογίας του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών, επιλέξαμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της σύγκρουσης με τη βοήθεια εργαλείων της θεωρίας των κοινωνικών κινημάτων, επικεντρώνοντας σε θέματα πολιτικού και κοινωνικού περιβάλλοντος, πολιτικού λόγου και αλληλεπίδρασης με το αντιρατσιστικό κίνημα. Για το σκοπό αυτό, κατά την περίοδο από το Νοέμβριο του 2008 έως το τέλος του 2009, καταγράψαμε την κλιμάκωση της τοπικής διαμαρτυρίας από τον τύπο και επιλεγμένους ιστότοπους, συλλέξαμε ποικίλα τεκμήρια εκφοράς του τοπικού απορριπτικού λόγου (δελτία τύπου, ανοιχτές επιστολές, αφίσες, φέιγ-βολάν, δημοσιεύματα στο διαδίκτυο) και πραγματοποιήσαμε μια σειρά ημιδομημένων συνεντεύξεων ακτιβιστών της απόρριψης, κατοίκων, καθώς και κινητοποιούμενων στην ανταγωνιστική προς την απόρριψη πλευρά – της αποδοχής των μεταναστών. Ο ειδικότερος στόχος που τέθηκε ήταν η διακρίβωση των πλαισίων εκείνων, με την έννοια των γνωστικών σχημάτων ερμηνείας (Snow κ.ά, 1986), με τα οποία ο απορριπτικός λόγος επιχειρούσε να συγκροτηθεί, ορίζοντας το πρόβλημα, κατασκευάζοντας εικόνες της αμυνόμενης γειτονιάς (Martin, 2003), προτείνο-

008:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 107

ΚΑΡΟΛΟΣ ΙΩΣΗΦ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΔΥΛΗΣ

ντας λύσεις επανόρθωσης και τελικά παρακινώντας τους εν δυνάμει υποστηρικτές. Το κεντρικό ερώτημα αφορούσε επομένως τα συστατικά των καταγεγραμμένων επιτυχιών του τοπικού απορριπτικού λόγου και σε δεύτερο βαθμό την πιθανότητα εδραίωσης και επέκτασης αντίστοιχων δράσεων αλλού. Η μικρή απόσταση από τα γεγονότα και οι αντικρουόμενες ακόμα «εκβάσεις» δεν επιτρέπουν προς το παρόν την εξαγωγή οριστικών συμπερασμάτων. Ωστόσο τα όποια λιγότερο ή περισσότερο προσωρινά- συμπεράσματα οφείλουν να κινηθούν γύρω από τους παρακάτω άξονες προβληματισμού: Η απόρριψη των μεταναστών εδραιώνεται στον προσλαμβανόμενο ανταγωνισμό με τους γηγενείς στο χώρο κατοικίας και στον άμεσο δημόσιο χώρο της πόλης. Άλλες παραδοσιακές αφηγήσεις μπορεί να υποχωρούν συγκυριακά (όπως η περίφημη υποκατάσταση ελλήνων από ξένους εργαζόμενους), ή και όταν παραμένουν (όπως η περίφημη μεταναστευτική εγκληματικότητα), αποκτούν συγκεκριμένη γεωγραφική αναφορά: το πρόβλημα λαμβάνει χώρα τώρα αλλά και εδώ και καλεί σε τοπικές απαντήσεις. Είναι οι χωρικές πρακτικές των μεταναστών που ενοχλούν. Η συγκέντρωσή τους συνιστά αιτία έκρηξης της εγκληματικότητας. Οι συλλογικές κατοικίες τους και οι άστεγοι απειλή για τη δημόσια υγεία. Τα παιδιά τους υποβαθμίζουν τα ελληνικά σχολεία. Η δημόσια παρουσία τους αλλοτριώνει και υποβαθμίζει τους δημόσιους χώρους. Συνολικά η εγκατάστασή τους συνιστά κίνδυνο υποτίμησης των αξιών κατοικίας και συνεπώς απειλή για την

κοινωνική θέση των γηγενών και τις στρατηγικές ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας που βασίζονται στην ιδιοκτησία. Τελικά, οι μετανάστες βρίσκονται εκτός τόπου και η λύση για αυτό μπορεί να είναι μόνο η απομάκρυνση που θα διασφαλίσει την επιστροφή στην τάξη. Το εδώ εμπλέκει και επικαλείται αρκετές διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες ταυτόχρονα (Kurtz, 2003). Η «περιοχή-μας» είναι κάποτε οριοθετημένη με συστηματική σαφήνεια, άλλοτε επεκτείνεται αόριστα σε όλο το χώρο που θίγεται από τις μεταναστευτικές συγκεντρώσεις («το κέντρο της πρωτεύουσάς μας») και συχνά καταλήγει να περιορίζεται σε

σημειακά τοπικά σύμβολα: η πλατεία, η παιδική χαρά, ένα κτήριο, η εκκλησία. Είναι από τη μια μεριά ορόσημο μιας εισβολής που αφορά το έθνος στο σύνολό του, καθώς μάλιστα αυτό παγιδεύεται σε διεθνείς εξελίξεις ή δολοπλοκίες που το υπερβαίνουν. Από την άλλη αντιπαραβάλλεται στις «καλές περιοχές» της πόλης που δολίως μετατοπίζουν το πρόβλημα για να διατηρήσουν το δικό τους υψηλό κύρος, καταβαραθρώνοντας το απολεσθέν δικό μας. Παρά τις αντιφάσεις και τις ασυνέχειες των υπό επίκληση τόπων, η κατασκευή τους στοχεύει και ως ένα βαθμό επιτυγχάνει την παρακίνηση σε δράση. Η γεωγραφική εμπέδωση

107

008:Layout 1

108

10/29/10

7:49 PM

Page 108

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 105-109

της απόρριψης αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα συνταγή επιτυχίας. Ωστόσο δεν είναι από μόνη της ικανή συνθήκη για την επιτυχία. Η πλαισίωση του απορριπτικού λόγου είναι τέτοια που κατορθώνει, παρά τις επιμέρους ακρότητες, να εμφανιστεί ευθυγραμμισμένη με άλλους γενικότερους απορριπτικούς λόγους, ιδιαίτερα εκείνους που αναπτύσσονται στην «κεντρική πολιτική σκηνή» και στα μέσα ενημέρωσης, όπως η ταύτιση των μεταναστών με το έγκλημα και την παρακμή του πολιτισμού και των ηθών, η απειλή που συνιστά για τη συνοχή της πόλης η ανάπτυξη «γκέτο» και η παρουσίαση του εθνοτικά ποικιλόμορφου μεταναστευτικού πληθυσμού ως ένα ομοιόμορφο σύνολο «ξένων». Ούτε και η κατάλληλη πλαισίωση της απόρριψης προκύπτει βέβαια σε κάποιο κενό. Αντίθετα, η εμφάνιση της απορριπτικής συλλογικής δράσης με τη μορφή τοπικού κινήματος αξιοποιεί συγκεκριμένες πολιτικές ευκαιρίες (McAdam, 1996). Λαμβάνει χώρα σε μια συγκυρία όπου η κατασταλτική αστυνομική διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος, η απουσία θετικών ρυθμίσεων, η εκ των υστέρων περιστασιακή νομιμοποίηση που οδηγεί πλήθος μεταναστών/τριών σε διαρκώς αμφίβολο νομικό καθεστώς –και άλλους/ες απλά στην παρανομία–, εν ολίγοις τα χρόνια πια αδιέξοδα της μεταναστευτικής πολιτικής, συνδυάζονται με τις εκλογικές επιτυχίες και την αύξηση της επιρροής ενός κόμματος όπως ο ΛΑΟΣ, που βασίζει την πολιτική του σταδιοδρομία στον αντιμεταναστευτικό λόγο. Συνδυάζονται επίσης με τη στάση των πολιτικών ηγεσιών στις περισσότερο εμπλεκόμενες αρχές, το Υπουργείο

Δημόσιας Τάξης και το Δήμο Αθηναίων, οι οποίες αντιμετωπίζουν τους φορείς του απορριπτικού λόγου μεταξύ άλλων ως μέρος του πολιτικού τους ακροατηρίου. Αν και τα φαινόμενα ρατσιστικής βίας είναι κάθε άλλο παρά νέα, η βία που εκδηλώνεται στο περιθώριο της τοπικής απορριπτικής δράσης φαίνεται να αναβαθμίζεται σε συχνότητα και ένταση. Ένα μέρος της βίας νομιμοποιείται στον ίδιο τον απορριπτικό λόγο ως δράση αυτοάμυνας των γηγενών που αυτονόητα κατέχουν το δικαίωμα να ορίζουν το χώρο που «τους ανήκει» έναντι των μεταναστών-εισβολέων, διευρύνοντας τα περιθώρια για την εκδήλωση περισσότερο ακραίων επιθετικών ενεργειών. Η συμμετοχή της νεοφασιστικής Χρυσής Αυγής είναι κρίσιμη ως προς αυτό, αλλά και χαρακτηριστική της δυνατότητας που προσφέρει η γεωγραφική εμπέδωση της απόρριψης στη συνάντηση και τη συνύπαρξη ενός ευρέως φάσματος απορριπτικών πρακτικών. Η απόρριψη αφορά κατά προτεραιότητα τις νέες μεταναστευτικές ομάδες, ιεραρχώντας τον μεταναστευτικό πληθυσμό ανάλογα αφενός με το επίπεδο ενσωμάτωσης και αφετέρου με τα ιδιαίτερα πολιτισμικά και φυλετικά χαρακτηριστικά κάθε (συνήθως απλουστευτικά αναπαριστώμενης) εθνοτικής ομάδας. Έτσι, οδηγείται στην καινοτομία της ανάπτυξης ενός λόγου που εμπεριέχει έντονα στοιχεία φυλετισμού. Η εκδίπλωση της τοπικής απορριπτικής δράσης συναντά όμως και εμπόδια. Η απορριπτική δράση έκανε βήματα προς την εξασφάλιση της συναίνεσης και της αποδοχής των κατοίκων. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να τους κινητοποιήσει μαζικά. Ο συντηρητικός-ατομικιστικός

τρόπος ζωής και η απουσία ακτιβιστικής εμπειρίας στο βιογραφικό της πλειονότητας των υποστηρικτών της απόρριψης των μεταναστών λειτούργησε ως τροχοπέδη στην άμεση συμμετοχή τους σε συλλογικές διαδικασίες διεκδίκησης ή και σύγκρουσης. Επιπρόσθετα, οι προσπάθειες κεφαλαιοποίησης της «περίπτωσης του Αγίου Παντελεήμονα», που παρουσιάζεται από τον ακροδεξιό χώρο ως σύμβολο της ανάδυσής του στις γειτονιές της πόλης με σκοπό την εμφάνιση και άλλων τοπικών κινήσεων, εξελίσσεται με βραδείς ρυθμούς. Ως ένα βαθμό αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στην ανάπτυξη αντίρροπης κινηματικής δράσης από ετερόκλιτους, τοπικούς και μη, φορείς του λόγου της αποδοχής των μεταναστών. Η σχέση όμως μεταξύ των δύο κινημάτων δεν συνοψίζεται στην αμοιβαία εξουδετέρωση μέσω του ανταγωνισμού. Σε ό,τι αφορά ειδικά την απορριπτική πλευρά, η οποία μόλις τώρα αποκτά χαρακτηριστικά κινήματος, πρόκειται για έναν ανταγωνισμό που αποτελεί και παράγοντα συγκρότησης (Zald και Useem, 1987). Οι φορείς του απορριπτικού λόγου μεριμνούν να καταγγείλουν την ενδοτικότητα, τα ύποπτα κίνητρα, τις ιδεολογικές καταβολές και τη μη εντοπιότητα των αντιπάλων τους, καταδεικνύοντας την απόσταση που τους χωρίζει. Παράλληλα όμως αρχίζουν να υιοθετούν, με τη διοργάνωση μικρών γιορτών, πρακτικές οικειοποίησης του δημόσιου χώρου οι οποίες θυμίζουν έντονα τις πρακτικές των διαφόρων σύγχρονων αθηναϊκών κινημάτων πόλης. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι φαινόμενα τοπικής συλλογικής απορριπτικής δράσης θα

008:Layout 1

10/29/10

7:49 PM

Page 109

ΚΑΡΟΛΟΣ ΙΩΣΗΦ ΚΑΒΟΥΛΑΚΟΣ - ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΝΔΥΛΗΣ

επαναληφθούν και στο προσεχές μέλλον, σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής αβεβαιότητας και ενόσω συνεχίζεται η κυρίαρχη επιλογή της ελάχιστης δυνατής ρύθμισης της συμμετοχής των μεταναστών/τριών στην κοινωνία της πόλης αλλά και η ακροδεξιά ρητορεία της δαιμονοποίησης. Δεν πρόκειται παρόλα αυτά για κάποια αυτόματη και ανεξέλεγκτη κοινωνική τάση. Είναι σαφές ότι ο συνδυασμός μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων πολιτικών συνθηκών είναι αποφασιστικός και επομένως ότι υπάρχουν ευρέα περιθώρια παρέμβασης. Εφόσον οι ανταγωνιστικές πρακτικές οικειοποίησης και κυριαρχίας επί του χώρου της πόλης (Harvey, 1989) καθίστανται κεντρικής σημασίας, η μεταναστευτική πολιτική καλείται να δώσει απαντήσεις σε ένα πεδίο άγνωστο όχι μόνο σε αυτήν, αλλά γενικότερα στην ελληνική πολιτική κουλτούρα: το πεδίο της στεγαστικής ρύθμισης και

των χωρικών πολιτικών. Και μάλιστα απαντήσεις που δεν θα επιστρέφουν στην περιοριστική/κατασταλτική λογική, εν προκειμένω μέσα από εξωραϊστικές αναπλάσεις και σχέδια εξευγενισμού τα οποία θα συμβάλουν απλά στην ένταση του στεγαστικού διαχωρισμού γηγενών και μεταναστών. Ο ρόλος των κινημάτων αλληλεγγύης θα είναι κρίσιμος, τόσο για την άσκηση πίεσης προς την κατεύθυνση της παρέμβασης, όσο και για την αποδόμηση των απορριπτικών επιχειρημάτων και πρακτικών σε καθημερινό επίπεδο, αλλά ακόμα και για την επινόηση νέων μορφών αλληλεγγύης, εμπεδωμένων στον ανταγωνιστικό χώρο της πόλης. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΈΣ ΑΝΑΦΟΡΈΣ Αράπογλου Β., Καβουλάκος Κ., Κανδύλης Γ., Μαλούτας Θ. (2009). «Η νέα κοινωνική γεωγραφία της Αθήνας: μετανάστευση, ποικιλότητα και σύγκρουση», Σύγχρονα Θέματα 107: 57-66. Harvey, D. (1989), The Condition of Postmodernity, Οξφόρδη: Blackwell.

Kurtz, H. (2003), «Scale frames and counter-scale frames: constructing the problem of environmental justice», Political Geography 22: 887-916. Martin, D. (2003), «“Place-framing” as place making: Constituting a neighborhood for organizing and activism», Annals of the Association of American Geographers 93 (3): 730-750. McAdam D. (1996), «Conceptual origins, current problems, future directions», στο D. McAdam, J. McCarthy και M. Zald (επιμ.), Comparative Perspectives on Social Movements, Κέμπριτζ: Cambridge University Press: 23-40. Snow, D., E. B. Rochford Jr, S. K. Worden, R. D. Benford (1986), «Frame alignment process, micromobilization, and movement participation», American Sociological Review 51: 464-81. Zald, M. N. και Useem, B. (1987), «Movement and Countermovement Interaction: Mobilization, Tactics, and State Involvement», στο Mayer N. ZaId και John McCarthy (επιμ.), Social Movements in an Organizational Society, New Brunswick-London: Transaction Publishing: 247-72.

109

009:Layout 1

110

10/29/10

7:50 PM

Page 110

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 110-113

Τ

Ο

Β

Η

Μ

Α

Τ

Ω

Ν

Φ

Ο

Ι

Τ

Η

Τ

Ω

Ν

ΑΤΛΑΝΤΑΣ ΤΩΝ ΚΑΣΤΡΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Εμμανουέλα Τσερπελή

Διπλωματική εργασία Τομέας Κτηματολογίου, Φωτογραμμετρίας και Χαρτογραφίας, Τμήμα Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, ΑΠΘ 2008 Επιβλέπων: Μύρων Μυρίδης

Εισαγωγή

Συλλογή Δεδομένων

Τα κάστρα αποτελούν ένα σημαντικό τμήμα του μνημειακού πλούτου της Ελλάδος, που όμως δεν έχει τύχει ανάλογης φροντίδας, προστασίας, τεκμηρίωσης και προβολής. Μέσα από αυτή την εργασία γίνεται μια προσπάθεια προώθησης της γνωριμίας τους μέσα από τον εντοπισμό της χωρικής τους διασποράς και τη χαρτογράφηση αυτού του μεγάλου ιστορικού και αρχιτεκτονικού αποθέματος του παγκόσμιου πολιτισμού. Αυτό επιτυγχάνεται με τη δημιουργία ενός Συστήματος Γεωγραφικών Πληροφοριών και στη συνέχεια ενός θεματικού Άτλαντα για τα κάστρα της Ελλάδας που χτίστηκαν από τα βυζαντινά ως τα νεότερα χρόνια (ως τον 19ο αι.), εξαιρώντας τις αρχαίες ακροπόλεις. Εκτός από κάστρα περιλαμβάνονται και πύργοι και οχυρές μονές αυτής της περιόδου. Αξίζει ωστόσο να σημειωθεί ότι πολλά από τα κάστρα που καταγράφηκαν είναι χτισμένα στα θεμέλια αρχαίων ακροπόλεων.

Ο στόχος της εργασίας ήταν η όσο το δυνατό πληρέστερη καταγραφή των κάστρων. Με βάση την κατάλληλη βιβλιογραφία και συμπληρωματική αναζήτηση στο διαδίκτυο καταγράφηκαν 279 κάστρα (ο όρος συμπεριλαμβάνει και πύργους και οχυρωμένες μονές) και αναζητήθηκαν οι απαραίτητες πληροφορίες γι’ αυτά. Οι πληροφορίες που αναζητήθηκαν ήταν: 1) η κατηγορία στην οποία ανήκει το κάθε κάστρο (σύμφωνα με τον συγγραφέα) με κριτήριο είτε τη χρονική περίοδο κατά την οποία χτίστηκαν είτε τους ιδρυτές τους. Έτσι διακρίνουμε 17 κατηγορίες κάστρων (Πίνακας 1), 2) η θέση τους (Καποδιστριακός Ο.Τ.Α. και σχετική θέση ως προς κάποια τοπωνύμια), 3) ιστορικά δεδομένα (ιδρυτές, χρονολογία ίδρυσης, κατακτητές), 4) αρχιτεκτονικά στοιχεία των κάστρων, περιγραφές, τρόποι πρόσβασης σε αυτά και επίσκεψής τους, και 5) εναέριες κι επίγειες φωτογραφίες για το κάθε κάστρο, απεικονίσεις τους σε παλιές γκραβούρες ή χάρτες, κατόψεις, διαγράμματα και αναπαραστάσεις τους.

Οργάνωση της Βάσης Δεδομένων

009:Layout 1

111

10/29/10

7:50 PM

Page 111

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 110-113

Α/Α

ΕΙΔΟΣ ΚΑΣΤΡΟΥ

ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΑ ΙΔΡΥΣΗΣ

ΙΔΡΥΤΕΣ

01

αρχαίο και βυζαντινό κάστρο

αρχαιότητα - 10ος αι.

Αρχαίοι Έλληνες, Ρωμαίοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες

02

αρχαίο και μεσαιωνικό κάστρο

αρχαιότητα - 16ος αι.

Αρχαίοι Έλληνες, Βυζαντινοί, Ενετοί, Φράγκοι, Γενουάτες, Ιωανν. Ιππότες, Τούρκοι

03

βυζαντινό κάστρο

4ος - 13ος αι.

Βυζαντινοί αυτοκράτορες

04

βυζαντινό καστρομονάστηρο

6ος - 16ος αι.

Βυζαντινοί αυτοκράτορες

05

βυζαντινός πύργος

βυζαντινά χρόνια

Βυζαντινοί αυτοκράτορες

06

βυζαντινό και τούρκικο κάστρο

6ος - 16ος αι.

Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι

07

μεσαιωνικό κάστρο

13ος - 16ος αι.

Ενετοί, Γενουάτες, Λομβαρδοί, Καταλάνοι, Φράγκοι, Ιωανν. Ιππότες, Τούρκοι

08

μεσαιωνικό καστρομονάστηρο

14ος - 16ος αι.

Βυζαντινοί αυτοκράτορες

09

μεσαιωνικός πύργος

13ος - 15ος αι.

Φράγκοι, Άρχοντες της Νάξου

10

ενετικό κάστρο

14ος - 16ος αι.

Ενετοί, Γενοβέζοι

11

ενετικός πύργος

15ος - 16ος αι.

Ενετοί

12

σύγχρονο κάστρο

16ος - 20ός αι.

Έλληνες, Τούρκοι, Ιταλοί

13

σύγχρονος πύργος

18ος αι.

Έλληνες

14

τούρκικο κάστρο

15ος - 19ος αι.

Τούρκοι

15

τούρκικος πύργος

16ος - 19ος αι.

Τούρκοι

16

φράγκικο κάστρο

13ος - 17ος αι.

Φράγκοι

17

ρώσικο κάστρο

1800-1807

Ρώσοι

Πίνακας 1 Τα είδη των κάστρων και τα χαρακτηριστικά τους

Η οργάνωση των πληροφοριών που συλλέχθηκαν έγινε σε μια βάση δεδομένων που αποτελείται από επτά σχετιζόμενους πίνακες με κύριο τον πίνακα «ΑΡΧΕΙΟ» και τους υπόλοιπους να έχουν βοηθητικό-συμπληρωματικό ρόλο. Για το κάθε κάστρο δόθηκε ένας μοναδικός κωδικός που το χαρακτηρίζει. Στον πίνακα «ΚΕΙΜΕΝΑ» έχουν εισαχθεί σαν αντικείμενα 185 κείμενα ιστορικών δεδομένων και 162 κείμενα περιγραφικών δεδομένων. Στον πίνακα «ΟΠΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ» έχουν εισαχθεί σαν αντικείμενα 157 επίγειες

φωτογραφίες, 17 αεροφωτογραφίες, 19 κατόψεις, 22 γκραβούρες και 18 αναπαραστάσεις των κάστρων. Επίσης για την καλύτερη παρουσίαση των δεδομένων δημιουργήθηκαν τριάντα τρία ερωτήματα και μία φόρμα παρουσίασης των σημαντικότερων δεδομένων.

Δημιουργία του Συστήματος Γε-

Διάγραμμα 1 ωγραφικών Δεδομένων Το διάγραμμα σχέσεων της Βάσης Δεδομένων

009:Layout 1

10/29/10

7:50 PM

Page 112

ΕΜΜΑΝΟΥΕΛΑ ΤΣΕΡΠΕΛΗ

Στη συνέχεια δημιουργήθηκε ένα Σύστημα Γεωγραφικών Πληροφοριών (Geographic Information System GIS), που συνδυάζει τη χωρική πληροφορία του χάρτη με τα περιγραφικά δεδομένα της βάσης δεδομένων. Αφού βρέθηκαν τα κατάλληλα ψηφιακά χαρτογραφικά υπόβαθρα και ορίστηκε το προβολικό σύστημα ΕΓΣΑ87, δημιουργήθηκε μια καινούρια γεωβάση. Οι θέσεις των κάστρων τοποθετήθηκαν προσεγγιστικά (οι συντεταγμένες τους δεν είναι γνωστές). Η κάθε κατηγορία κάστρου αποτελεί ένα θεματικό επίπεδο και το καθένα από αυτά συνδέθηκε με τον αντίστοιχο πίνακα της εξωτερικής βάσης δεδομένων. Το κοινό πεδίο αποτέλεσε ο οκταψήφιος κωδικός του κάθε κάστρου, ο οποίος κατά την ψηφιοποίηση αντιστοιχήθηκε στους πίνακες του κάθε θεματικού επιπέδου.

απεικονίζουν τα κάστρα με τον κατάλληλο συμβολισμό τους, ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν (Παράδειγμα: Χάρτης 1). Επίσης δημιουργήθηκαν χάρτες της Ελλάδας για κάθε κατηγορία κάστρου, στο σύνολό τους 13, γιατί κάποιες κατηγορίες εμφανιστήκαν στον ίδιο χάρτη (Παράδειγμα: Χάρτης 2). Οι χάρτες πυκνότητας κάστρων ανά νομό είναι τέσσερις. Ο ένας από αυτούς αφορά την πυκνότητα των κάστρων στο σύνολό τους (συμπεριλαμβανομένων και των πύργων και των οχυρών μοναστηριών) για κάθε νομό της Ελλάδας. Οι άλλοι τρεις έγιναν για τις τρεις επι-

κρατέστερες κατηγορίες κάστρων: τα μεσαιωνικά, τα βυζαντινά και τα ενετικά κάστρα. Τέλος, ο χάρτης με τις ζώνες κυριαρχίας κατηγοριών κάστρων (Χάρτης 3) παρουσιάζει τις κυρίαρχες κατηγορίες κάστρων σε κάθε νομό της Ελλάδας, εφόσον υπάρχουν. Εξετάζονται οι κατηγορίες: μεσαιωνικά, βυζαντινά, ενετικά, φράγκικα και τούρκικα κάστρα. Η θεματική απεικόνιση έγινε στους νομούς που βρέθηκε μεγάλος αριθμός κάστρων κάποιας ή κάποιων κατηγοριών.

Δημιουργία θεματικών χαρτών Οι χάρτες που δημιουργήθηκαν και αποτελούν στο σύνολό τους (33) τον Άτλαντα προέκυψαν από το GIS και σε ηλεκτρονική μορφή είναι εφοδιασμένοι με τα στοιχεία της βάσης δεδομένων, μέσω της σύνδεσης που έγινε. Οι χάρτες αυτοί είναι: 1) χάρτες σε επίπεδο περιφέρειας, 2) χάρτες σε επίπεδο χώρας για κάθε κατηγορία κάστρων, 3) χάρτες πυκνότητας κάστρων ανά νομό, 4) ένας χάρτης με τα ποσοστά κάστρων της Ελλάδας ανά νομό και 5) ένας χάρτης με τις ζώνες κυριαρχίας κατηγοριών κάστρων. Για κάθε περιφέρεια της Ελλάδας δημιουργήθηκαν 13 χάρτες που

Χάρτης 1 Τα κάστρα της Περιφέρειας Πελοποννήσου

Χάρτης 2 Τα μεσαιωνικά κάστρα και καστρομονάστηρα της Ελλάδας

112

009:Layout 1

113

10/29/10

7:50 PM

Page 113

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 110-113

Χάρτης 3 Οι ζώνες κυριαρχίας των διαφορετικών κατηγοριών κάστρων

Ο Άτλαντας δομείται με αριστερές και δεξιές σελίδες. Η αριστερή σελίδα περιέχει σχόλια που αναφέρονται στον αντίστοιχο χάρτη της δεξιάς σελίδας, έναν πίνακα με την ονοματολογία και τη θέση των κάστρων που εμφανίζονται και ενδεχομένως κάποια διαγράμματα. Ο έντυπος (σχήμα A3) Άτλαντας συνοδεύεται από CD που περιλαμβάνει την πλήρη βάση δεδομένων, το GIS και το σύνολο του Άτλαντα (έγχρωμο) σε ηλεκτρονική μορφή.

Γενικά Συμπεράσματα Από τη μελέτη των χαρτών φαίνεται ότι γεωγραφικά τα περισσότερα κάστρα συγκεντρώνονται είτε στα νησιά της Ελλάδας είτε στις παραθαλάσσιες περιοχές. Συγκεκριμένα οι περιοχές αυτές είναι: οι Κυκλάδες, τα Δωδεκάνησα, η Εύβοια, η Κρήτη, η βόρεια Αχαΐα, η νότια Πελοπόννησος και η περιοχή γύρω από την Πρέβεζα. Βασικός λόγος ήταν η ανάγκη προφύλαξης αυτών των περιοχών από τις επιθέσεις των πειρατών και το γεγονός ότι συχνά αποτελούσαν στρατηγικά σημεία και κατά συνέπεια πεδία μαχών

ανάμεσα στους επίδοξους κατακτητές τους. Στην ηπειρωτική Ελλάδα δεν υπάρχει τόσο μεγάλη συγκέντρωση κάστρων, με εξαίρεση κάποια που χτίστηκαν σε ορεινές περιοχές, που είχαν φυσικές οχυρές θέσεις. Επίσης συναντάμε κάστρα σχεδόν σε όλες τις πόλεις της Ελλάδας με μακραίωνη ιστορία. Σε ό,τι αφορά την κατανομή των κάστρων ανάλογα με την κατηγορία τους, τα τούρκικα κάστρα πχ. έχουν μεγάλη συγκέντρωση γύρω από την Πρέβεζα, περιοχή στην οποία προσπαθούσε να κυριαρχήσει ο Αλή Πασάς. Βυζαντινά κάστρα συναντώνται αρκετά στη Βόρεια Ελλάδα (που χτίστηκαν για την προστασία της Κωνσταντινούπολης) και κυρίως κατά μήκος του μεγάλου και ιστορικού οδικού άξονα της Εγνατίας Οδού. Επίσης αρκετά βρίσκονται στα νησιά του Αιγαίου αλλά καθόλου στην Κρήτη. Τα μεσαιωνικά κάστρα υπάρχουν σε μεγάλο αριθμό στο Αιγαίο, στην Πελοπόννησο και την Κρήτη. Τα ενετικά κάστρα φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη συγκέντρωση στις περιοχές που αποτέλεσαν ενετικές κτήσεις κατά τον μεσαίωνα (Κρήτη, Εύβοια, Αργολίδα, Μεσσηνία, Ιόνια νησιά).

Τέλος, τα περισσότερα φράγκικα κάστρα βρίσκονται στη βόρεια Πελοπόννησο. Πιθανές εφαρμογές της εργασίας είναι η αξιοποίησή της ως εργαλείο δουλειάς ειδικευμένων επιστημόνων (αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, μουσειολόγων, ιστορικών), ή ακόμα η χρησιμοποίησή της από το Υπουργείο Τουριστικής Ανάπτυξης για την υποδοχή επισκεπτών στα ίδια τα κάστρα, σε μουσεία, σε αρχαιολογικούς-πολιτιστικούς φορείς κ.ά. Σε κάθε περίπτωση, η συμβολή ειδικευμένων επιστημόνων θα ήταν ιδιαίτερα χρήσιμη για την παρουσίαση πρόσθετων, εγκυρότερων πληροφοριών.

010:Layout 1

114

10/29/10

7:53 PM

Page 114

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 114-119

Τ

Ο

Β

Η

Μ

Α

Τ

Ω

Ν

Φ

Ο

Ι

Τ

Η

Τ

Ω

Ν

ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ ΤΗΣ ΠΑΤΡΑΣ ΣΤΟΝ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ

Γεωργία Φιλιπποπούλου

ήμερα η προβληματική γύρω από μια συμμετοχική διαδικασία στον πολεοδομικό σχεδιασμό αποτελεί καινούργια περιοχή επιστημονικής έρευνας διεπιστημονικού χαρακτήρα, που έχει θέσει ερωτήματα θεωρητικά και πρακτικά. Στo πλαίσιο της σύγχρονης δημοκρατίας θεσμοποιούνται σταδιακά οι δράσεις των πολιτών για θέματα πόλης. Ο νόμος «Καποδίστρια» του ’99 αποτέλεσε την πρώτη συνθήκη μετάβασης από τη θεωρία στην πράξη σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό. Παρότι δεν έχει ακόμη δημοσιευτεί μια σοβαρή αποτίμηση των αποτελεσμάτων αυτού του νόμου, αναμένεται ο νόμος της νέας διοικητικής αναδιάρθρωσης της χώρας «Καλλικράτης». Η παρούσα έρευνα, με ζητούμενο τον τρόπο εφαρμογής και στη συνέχεια το βαθμό επιτυχίας της εφαρμοσμένης συμμετοχής, επιδιώκει να καλύψει αυτό το κενό στην πολεοδομική πρακτική. Στόχος της είναι να αναλυθεί η συμμετοχή του πολίτη σε πολεοδομικά ζητήματα, να διαπιστωθεί η ύπαρξη ή μη διάθεσης για ενεργή συμμετοχή, να αναδειχτεί ο τρόπος με τον οποίο αυτή εκφράζεται όταν υπάρχει και γενικότερα να

Σ

Διπλωματική εργασία Τομέας Τεχνολογίας του Περιβάλλοντος και Συγκοινωνιών, Εργαστήριο Αρχιτεκτονικής Τεχνολογίας και Σχεδιασμού του Χώρου, Πολυτεχνική Σχολή Πανεπιστημίου Πατρών, 2007 Επιβλέπουσα: Βαρβάρα Δεσποινιάδου [email protected]

εξεταστεί αν είναι εφικτός ή όχι ο συμμετοχικός σχεδιασμός. Ως πεδίο μελέτης επιλέγεται η Πάτρα, καθώς αποτελεί ελληνικό μητροπολιτικό κέντρο που χωρίζεται διοικητικά σε τέσσερα Διαμερίσματα προσφέροντας πλεονέκτημα μελέτης των διαφορών μεταξύ των περιοχών της πόλης και αποτελεί βιωμένο τόπο για την ερευνήτρια. Η Πάτρα πληροί τα κριτήρια της δυναμικής αύξησης του πληθυσμού, της θέσης σε σχέση με τους υφιστάμενους και επιδιωκόμενους άξονες ανάπτυξης, της διοικητικής σημασίας, της διαθεσιμότητας υποδομών έρευνας και υγείας, της δομής και δυναμικής του παραγωγικού προτύπου και της ύπαρξης στοιχείων δικτυώσεων με γειτονικά αστικά κέντρα. Η περίοδος μελέτης ξεκινά ένα χρόνο μετά τη διοικητική αναδιάρθρωση του ’99, ώστε να ξεπεράσει το διάστημα προσαρμογής υπηρεσιών και πολιτών στα νέα δεδομένα. Διαρκεί ως και το 2006 (εφτά συναπτά έτη) και περικλείει ικανή χρονική έκταση πριν και μετά από αλλαγή παράταξης στη Δημοτική Αρχή (δημοτικές εκλογές ’02).

010:Layout 1

115

10/29/10

7:53 PM

Page 115

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 114-119

Διάρθρωση εργασίας Στο πρώτο Κεφάλαιο γίνεται ένταξη του θέματος στο νομοθετικό πλαίσιο και προβολή των κυριότερων σημείων του νέου Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (2006) που αλλάζουν σε σχέση με το προϋπάρχον καθεστώς. Επίσης γίνεται μνεία για τη θεωρία και την πρακτική του πολεοδομικού σχεδιασμού, καθώς και τη θεωρία του συμμετοχικού σχεδιασμού. Αναλύεται το παράδειγμα της ανάπλασης με συμμετοχικό σχεδιασμό του παλαιού συνοικισμού της Θήβας και παρουσιάζονται διεξοδικά στοιχεία και δεδομένα από ευρωπαϊκά παραδείγματα καθώς αυτές οι πρακτικές, δοκιμασμένες εδώ και χρόνια, θα μπορούσαν να αποτελέσουν παράδειγμα για πολίτες και φορείς. Στο δεύτερο Κεφάλαιο, και αφού πρώτα παρουσιαστούν στοιχεία ποιοτικά και γεωγραφικά για κάθε Διαμέρισμα, γίνεται συστηματική καταγραφή, για πρώτη φορά, των πρακτικών των συνεδριάσεων των Διαμερισματικών Συμβουλίων, εξασφαλίζοντας την εγκυρότητα των πηγών. Στο τρίτο Κεφάλαιο κατηγοριοποιείται το παραπάνω υλικό σε αιτήματα: διοικητικά και οικονομικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, τεχνικών έργων, καθαριότητας και πρασίνου, πολεοδομικά. Η κατηγοριοποίηση έγινε σε αντιστοιχία με τη διάρθρωση των υπηρεσιών του Δήμου, λαμβάνοντας υπόψη τις πε-

ριορισμένες αρμοδιότητες των Διαμερισμάτων και έχοντας μια γενική άποψη για τα θέματα που κατά πλειοψηφία εμφανίστηκαν. Παρουσιάζονται ξεχωριστά για κάθε Διαμέρισμα τα περιεχόμενα κάθε κατηγορίας και η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται για αιτήματα Συλλόγων (πχ. πολιτιστικών) αλλά και για μεμονωμένα αιτήματα δημοτών. Στο τέλος κάθε κατηγοριοποίησης εξάγονται τα ποσοστά παρουσίασης

κάθε θεματικής κατηγορίας στο σύνολο των κατηγοριών. Τα αποτελέσματα παρουσιάζονται σε διαγράμματα excel τύπου pie ή blue pie. Παράλληλα δίνονται και διαγράμματα excel με βάση τον αριθμό εμφάνισης-βάρους κάθε θεματικής κατηγορίας, τύπου column ή B&W column. Γίνεται σχολιασμός της ανάλυσης για κάθε διαμέρισμα χωριστά και συγκριτικά και αναδεικνύονται τα θέματα εξαιρετικού πο-

010:Layout 1

10/29/10

7:53 PM

Page 116

ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΥ

λεοδομικού ενδιαφέροντος τα οποία μάλιστα καταλαμβάνουν την πρώτη ή δεύτερη θέση προτεραιότητας στα αιτήματα συλλόγων και δημοτών. Στο τέταρτο Κεφάλαιο γίνεται εμπλουτισμός της έρευνας με άρθρα του τοπικού τύπου που καταγράφει τις διαθέσεις των πολιτών. Παρουσιάζεται η αποδελτίωση των άρθρων που αφορούν την πολεοδομία με την ευρεία έννοια της εφημερίδας Εν Αιθρία –εναλλακτικό και

ανεξάρτητο πολιτικά μέσο που χαρακτηρίζεται από συνέπεια και αξιοπρέπεια– της Οικολογικής Οργάνωσης ΟΙΚΙΠΑ, των ετών 20002006. Δίνονται εκτενή δεδομένα για την ΟΙΚΙΠΑ και έμφαση στα πολεοδομικά προβλήματα που έχουν αναδειχτεί μέσα από την αποδελτίωση των άρθρων της εφημερίδας. Κατόπιν, γίνεται καταγραφή σε περιληπτική μορφή των άρθρων της εφημερίδας Πελοπόννησος, τα

οποία παρατίθενται χωρισμένα σε θέματα που αφορούν τον πολεοδομικό σχεδιασμό. Τέλος, σχολιάζεται ο ρόλος του τοπικού τύπου στην «προώθηση» των αιτημάτων των πολιτών. Παρατηρείται με ποιον τρόπο ο τύπος αποτελεί μέσο άσκησης πίεσης των πολιτών προς τους αρμόδιους φορείς, καθώς οι ενδιαφερόμενοι ενεργοποιούν το μέσο και το μέσο δέχεται την προβολή των αιτημάτων τους. Η έρευνα ολοκληρώνεται στο πέμπτο Κεφάλαιο με παρουσίαση των δέκα πιο χαρακτηριστικών τοπικών συλλόγων, κατόπιν διεξαγωγής συνεντεύξεων με εκπροσώπους τους, με στόχο την παρουσίαση των δομών και των χαρακτηριστικών τους ως ενεργών ομαδοποιήσεων αλλά και την καταγραφή των αιτημάτων τους. Οι συνεντεύξεις ακολουθούν τυποποιημένη μορφή χάριν αντικειμενικότητας και απαντούν στα εξής ερωτήματα: τίτλος δράσης, περιοχή, τύπος ομαδοποίησης, συνεργασία με άλλες ομαδοποιήσεις, αντικείμενο δράσεων, διάρκεια δράσεων, υποστήριξη από ΜΜΕ, προβολή με άλλο μέσο, σχέση με το δήμο, αποτελέσματα δράσεων. Επιπλέον παρατίθενται συμπληρωματικές σημειώσεις για κάθε σύλλογο. Τα συμπεράσματα από μια λεπτομερή ανάλυση των δεδομένων της εργασίας θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν σε ανα-

116

010:Layout 1

117

10/29/10

7:53 PM

Page 117

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 114-119

λύσεις διαφορετικών αντικειμένων, πολεοδομικών και μη. Ακολουθεί σύνοψη των συμπερασμάτων.

Η πλευρά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης Στο ερώτημα αν η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αρμοδιότητα στον προγραμματισμό παρεμβάσεων, η απάντηση είναι ότι μέχρι το 2006 (ψήφιση νέου Κώδικα) η υλοποίηση των περιορισμένων αρμοδιοτήτων της ήταν δύσκολη αφού δεν υπήρχαν σαφή όρια. Ως προς το αν η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναζητά τη συμμετοχή των πολιτών, συμπεραίνουμε πως ως τώρα δεν ήταν καν εξασφαλισμένος νομικά ο πολίτης απέναντι στους τοπικούς άρχοντες, ενώ η διάθεση των αιρετών δεν ήταν ουσιαστικά στραμμένη στην ενίσχυση των πολιτών και την προώθηση της συμμετοχής τους. Με το πέρασμα του χρόνου όμως γίνεται μια αποσπασματική προσπάθεια προσέγγισης του πολίτη μέσω των Διαμερισματικών Συμβουλίων και του Αντιδημάρχου Αποκέντρωσης (2005-06). Σε ό,τι αφορά το ερώτημα αν αναγνωρίζονται επίσημα τα προβλήματα των πολιτών και η ανυπαρξία κρατικής πολιτικής, παρατηρούμε πως ο Δήμαρχος και οι Αντιδήμαρχοι παρίστανται σε συνελεύσεις των Διαμερισματικών Συμβουλίων, συζητούν με τους πολίτες και συχνά παραδέχονται τα προβλήματα που οι τελευταίοι προβάλλουν. Στο δεύτερο σκέλος υποτίθεται πως η αναγνώριση της ανυπαρξίας «φιλοσοφίας» για τις παρεμβάσεις είναι ανάλογη με το βαθμό που αντίστοιχα οι πολίτες της Πάτρας την αναγνωρίζουν.

Άλλο ερώτημα είναι αν γίνονται παρεμβάσεις, με ποιο τρόπο, αν σέβονται την ιστορία των συνοικισμών, αν προτείνονται εναλλακτικές. Η απάντηση δίνεται με τρία χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πολίτες, αρχιτέκτονες και έμποροι διαμαρτύρονται και καταγγέλλουν στον τοπικό τύπο τον απαράδεκτο χαρακτήρα της ανάπλασης της κεντρικής πλατείας της πόλης (πλατεία Γεωργίου), τη χαρακτηρίζουν μη φιλική και μη ικανοποιητική για τις ανάγκες του πολίτη. Ωστόσο η ανάπλαση έγινε. Τα πρακτικά του Νοτίου Διαμερίσματος δείχνουν την αγωνιώδη διεκδίκηση κατασκευής ανοικτού θεάτρου στο πλαίσιο της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας». Ωστόσο το έργο δεν έγινε. Ο Παμμικρασιατικός Σύνδεσμος διαμαρτύρεται για την αποσπασματική και ελλιπή ανάπλαση που επιχείρησε ο Δήμος στην ιστορική συνοικία των Προσφυγικών, η οποία είχε σαν αποτέλεσμα την έντονη αντίδραση των κατοίκων. Αφενός έχουμε το χρόνιο αίτημα του Παμμικρασιατικού Συνδέσμου για ανάπλαση των προσφυγικών συνοικισμών, αφετέρου οι πρόσφατες αναπλάσεις που έγιναν από το Δήμο (πλατεία Γεωργίου, πεζόδρομος Αγ. Νικολάου, Παραλιακή ζώνη) δεν αποδεικνύουν διάθεση για αποκέντρωση της ανάπτυξης αλλά ούτε και πρόβλεψη για το σύνολο της καθημερινής ζωής των κατοίκων. Επιπλέον, είναι γεγονός πως ελεύθεροι χώροι (πχ. πρώην Λούνα Παρκ) «χάθηκαν», παρά τις επανειλημμένες διαμαρτυρίες πολιτών και συλλόγων, επειδή ο Δήμος δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να τους εξαγοράσει. Ο Δήμος σπάνια προβλέπει κονδύλια για την εξασφάλιση κοινόχρηστων χώρων, αλλά και οι μελέτες που αναθέτει σε ιδιώ-

τες μελετητές συνήθως δεν υλοποιούνται. Τα οικονομικά μέσα του Δήμου φαίνεται να μην επαρκούν και ίσως αν υπήρχε μεγαλύτερος αριθμός επιστημονικού προσωπικού στις υπηρεσίες του τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Η απάντηση στο ερώτημα αν η Τοπική Αυτοδιοίκηση αναζητά σε βάθος γνώση των προβλημάτων ή καταφεύγει σε επιφανειακές και πρόσκαιρες λύσεις δίνεται αν διαβάσει κανείς τη μελέτη που εκπόνησε ο Δήμος για την πιθανή εγκατάσταση του καταυλισμού των τσιγγάνων στην Ακτή Δυμαίων. Η μελέτη δεν υλοποιήθηκε λόγω έντονων διαμαρτυριών των κατοίκων και του πολιτιστικού Συλλόγου Ιτεών και νομικών ζητημάτων που προέκυψαν. Τέλος, εναλλακτικές προτάσεις που διατυπώνονται από ειδικούς στην εφημερίδα Εν Αιθρία δεν εισακούγονται και επαναλαμβάνονται με το πέρασμα των χρόνων, απαντώντας στο ερώτημα αν έχουν δοκιμαστεί στην πράξη καινούριες ιδέες.

Η πλευρά των πολιτών Στο ερώτημα ποιο είναι το πλήθος και ποια η ταυτότητα των ομάδων και παρουσιάζουν συσπείρωση, δίνεται η απάντηση ότι στην πόλη δραστηριοποιείται μεγάλο πλήθος συλλόγων εκπολιτιστικών, εξωραϊστικών ή και αθλητικών. Οι περισσότεροι δρουν σε επίπεδο γειτονιάς ενώ άλλοι έχουν δράση υπερτοπική, όπως η «Συντονιστική Επιτροπή Απομάκρυνσης των Πυλώνων από Κατοικημένες Περιοχές» και οι «Πολίτες εν δράσει». Σε ό,τι αφορά την ταυτότητα των ατόμων που τους απαρτίζουν, υπάρχουν διαφο-

010:Layout 1

10/29/10

7:53 PM

Page 118

ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΙΛΙΠΠΟΠΟΥΛΟΥ

ρές από οργάνωση σε οργάνωση. Γενικά, οι περισσότεροι σύλλογοι αποτελούνται από λίγα στον αριθμό ενεργά μέλη αλλά υποστηρίζονται από «φίλους» της οργάνωσης και εκπροσωπούνται από άτομα υψηλού επιπέδου μόρφωσης, όπως ο «Σύλλογος Προστασίας Περιβάλλοντος Αρκτικού Διαμερίσματος». Σχετικά με το αν υπάρχει επικοινωνία μεταξύ των ομάδων και συλλογικότητα-αλληλοβοήθεια η απάντηση είναι ότι συμβαίνει σε λίγες περιπτώσεις (πχ. ο «Σύλλογος Μακρυγιάννη» με το «Σύλλογο συνοικίας Ροδοπούλου», και η συνένωση Συλλόγων στη «Συντονιστική Επιτροπή Απομάκρυνσης των Πυλώνων από Κατοικημένες Περιοχές»). Επίσης, στα πρακτικά των Διαμερισματικών Συμβουλίων η συχνότητα προβολής αιτημάτων από συλλόγους και από πολίτες είναι παραπλήσια, άρα μια μερίδα πολιτών έχει συνειδητοποιήσει την υπολογίσιμη δυναμική μιας συλλογικότητας προωθώντας ποιοτικά και πιο σύνθετα αιτήματα μέσω ομαδοποιήσεων, ενώ μια άλλη παραμένει σε παραδοσιακές ή «απαισιόδοξες» απόψεις προωθώντας μεμονωμένα αιτήματα. Όσον αφορά το ερώτημα αν συμπίπτουν οι διεκδικήσεις των οργανώσεων και αν έχουν τη συναίνεση των πολιτών, η απάντηση είναι πως για κάποια θέματα υπάρχουν κοινές διεκδικήσεις και σκεπτικό, ενώ για κάποια άλλα όχι (διεκδίκηση ανάπλασης του έλους της Αγυιάς, από Συλλόγους «Πολίτες εν δράσει» και «Έσω-Έξω Αγυιάς» χωρίς συνένωση των δυνάμεων τους). Οι πολίτες άλλωστε συναινούν (φωτεινά παραδείγματα οι Σύλλογοι «Μακρυγιάννη» και «Συντονιστική Επιτροπή Απομάκρυνσης Πυλώνων» οι

οποίοι γνώρισαν μαζική παρουσία πολιτών στις κινητοποιήσεις τους), αλλά προτιμούν να αντιπροσωπεύονται από τα μέλη του συλλόγου. Στο ερώτημα ποια προβλήματα αναγνωρίζουν και ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους καταγράφονται: διάσωση και προστασία των ελεύθερων χώρων, επίλυση του κυκλοφοριακού, αναστολή ακατάλληλων πολεοδομικών αποφάσεων των φορέων (χωροθέτηση της ΑΒΥΤ στις Ιτιές, χωροθέτηση του νέου υπεραστικού ΚΤΕΛ, χωροθετήσεις του Αστυνομικού Μεγάρου και του Μεγάρου της Περιφέρειας κ.ά.), εξασφάλιση της δημόσιας υγείας (εναντίωση στην παράνομη εγκατάσταση κεραιών κινητής τηλεφωνίας και στην αναβάθμιση του δικτύου της ΔΕΗ, σωστή λειτουργία του ΧΥΤΑ), προστασία του περιβάλλοντος (ΟΙΚΙΠΑ) αλλά και άλλα εξίσου σημαντικά. Τα χαρακτηριστικά των προβλημάτων αυτών θέτουν ζητήματα ποιότητας ζωής και δεν αφορούν μόνο μια γειτονιά ούτε μπορεί η λύση τους να εξυπηρετήσει κάποιο οικονομικό συμφέρον. Το πλαίσιο και οι προτεραιότητες δράσης των συλλόγων προκύπτουν από τις συνεντεύξεις και τη σύγκριση των ενοτήτων «αντικείμενο των δράσεων». Οι περισσότεροι σύλλογοι, θέτοντας ως προτεραιότητα τη βελτίωση της καθημερινής ζωής μέσα κυρίως από ποιοτικές παρεμβάσεις, χρησιμοποιούν κάθε θεμιτό μέσο άσκησης πίεσης για να πετύχουν τους στόχους τους. Βέβαια από λίγους συλλόγους, οι οποίοι συνήθως δεν έχουν έντονη κινητικότητα, παρουσιάζεται το φαινόμενο της αξιοποίησης κομματικών σχέσεων. Άλλα ερωτήματα αφορούν την ύπαρξη συλλογικής μνήμης εμπει-

ριών διεκδίκησης και την ενδεχόμενη γνώση των θεσμικών δυνατοτήτων. Διαφαίνεται ότι έχουν γνώση παλαιότερων πράξεων διεκδίκησης και φροντίζουν να συλλέγουν στοιχεία από διεκδικήσεις συλλόγων άλλων περιοχών. Ακόμα διερευνούν και συχνά εξαντλούν τις θεσμικές δυνατότητές τους, προσλαμβάνουν δικηγόρους, κάνουν προσφυγές εάν μια πράξη ή απόφαση φορέων αποδειχθεί παράνομη ή νομικά αβάσιμη. Ερευνώντας τη συμμετοχή των συλλόγων στον προγραμματισμό, την κατασκευή ή τη διαχείριση έργων, διαπιστώνεται ότι προσπαθούν να συμμετέχουν λαμβάνοντας μέρος σε επιτροπές που ορίζονται από το νόμο, οι οποίες όμως συνήθως δεν συγκροτούνται και δεν λειτουργούν. Επίσης ζητούν να παρίστανται στα Διαμερισματικά ή Δημοτικά Συμβούλια για επηρεασμό αποφάσεων, χωρίς πολλές φορές να καλούνται σε αυτά. Σύμφωνα με τα παραπάνω ο δρόμος για την εφαρμογή συμμετοχικών διαδικασιών στην Ελλάδα είναι ακόμα μακρύς. Απαιτείται να αναγνωριστεί η ανάγκη για λήψη αποφάσεων σε τοπικό επίπεδο. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση οφείλει να παραδειγματιστεί από τις Ευρωπαϊκές πρακτικές και να εξαντλήσει τις δυνατότητες του νόμου, επιδιώκοντας να έρθει ουσιαστικά πιο κοντά στον πολίτη. Απαραίτητο είναι να αλλάξει και η νοοτροπία των πολιτών, να συνειδητοποιήσουν τη δύναμή τους και να ταχθούν ενάντια στην κοινωνική διάσπαση που επιβάλλουν οι σύγχρονοι τρόποι ζωής, ώστε τουλάχιστον να υποστηρίζουν τους ενεργούς συμπολίτες που προσπαθούν να επιτύχουν καλύτερους όρους ζωής.

118

010:Layout 1

119

10/29/10

7:53 PM

Page 119

ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Νο 17, 2010, 114-119

010:Layout 1

10/29/10

7:53 PM

Page 120

C

O

N

T

E

N

T

G E O - C O M M E N T A R Y

S T U D E N T S ’

C L I M A T E

110

3 6

C H A N G E

P. Katsafados

114

A. Plitharas

S F O R U M

Emmanouela Tserpeli Atlas of Greek Castles Georgia Filippopoulou

A R T I C L E S

Research in the Participation of Patras’ Citizens

10

in Urban Planning

33 48 61 79

Loukas Triantis Urban image construction in post-socialist Tirana. An analysis of the urban renewal programme of Tirana Municipality (2000-2008) Vassilis Avdikos Space as relarion: methodological approaches and research framework Alexandra Tragaki Climate Induced Migration Pressures Yorgos Melissourgos Tourism Restructuring and the Geographies of Tourism Destinations: The Case of Golf in Costa del Sol Stelios Gialis Crisis and restructuring in the local productive of Thessaloniki: Firms’ size, restructuring strategies and flexible employment

E V E N T S

99

A N D

Eythimios Karymbalis 7th International Conference on Geomorphology Melbourne 2009

R E S E A R C H

105

D E B A T E S

B R I E F I N G

Karolos-Iosif Kavoulakos, Yorgos Kandilis Local Antimigration Action and Urban Congestion in Athens

cover:Layout 1

11/1/10

11:33 AM

Page 2

ΤΕΥΧΟΣ 17 - ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 Συντακτική Επιτροπή Ντίνα Βαΐου (ΕΜΠ), Παύλος Μαρίνος Δελλαδέτσιμας (Χαροκόχειο Παν.), Μαρία Μαντουβάλου (ΕΜΠ), Μύρων Μυρίδης (ΑΠΘ), Νίκος Παπαμίχος (ΑΠΘ), Βίλμα Χαστάογλου (ΑΠΘ) Υπεύθυνος Συντακτικής Επιτροπής Κωστής Χατζημιχάλης, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, τηλ. 210 95 49 144, [email protected] Σύμβουλοι Συντακτικής Επιτροπής

Χρ. Αγριαντώνη (ΚΝΕ/ΕΙΕ), Ε. Ανδρικοπούλου (ΑΠΘ), Α. Γερολύμπου (ΑΠΘ), Β. Γκιζελή (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο), Π. Ζέικου (Οργανισμός Θεσσαλονίκης), Ε. Ηλιοπούλου (Οργανισμός Αθήνας), Ι. Καρνάβου (ΑΠΘ), Μπ. Κασίμης (Παν. Πατρών), Κ. Καυκούλα (ΑΠΘ), Χρ. Κουλούρη (ΑΠΘ), Α. Κωσταντακοπούλου (Παν. Ιωαννίνων), Α. Λαμπριανίδης (Παν. Μακεδονίας), Λ. Λουλούδης (Γεωπονικό Παν.), Θ. Μαλούτας (Παν. Θεσσαλίας), Χ. Μαρουκιάν (Παν. Αθηνών), Ν. Μπεόπουλος (Γεωπονικό Παν.), Ηλ. Μπεριάτος (Παν. Θεσσαλίας/ΥΠΕΧΩΔΕ), Κ. Παυλόπουλος (Χαροκόπειο Παν.), Ι. Σακέλης (Πάντειο Παν.), Γ. Σταθάκης (Παν. Κρήτης), Θ. Τερκενλή (Παν. Αιγαίου), Α. Τρούμπης (Παν. Αιγαίου), Μπ. Φιλιππακοπούλου (ΕΜΠ), Μ. Bruneau (CNRS/Univ. de Bordeaux ΠΙ), MD. Garcia-Ramon (Univ. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (Univ. of Durham), V. Plum (Univ. of Roskilde), R. van der Vaart (Univ. of Utrecht). Μακέτα εξωφύλλου: Π. Καπόλα ΟΔΗΓΙΕΣ ΠΑ ΤΟΥΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΚΑΙ ΤΙΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΔΕΣ 1. Οι ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ δημοσιεύουν πρωτότυπες επιστημονικές εργασίες οι οποίες αφορούν σε θέματα χώρου που ενθαρρύνουν συνεργασίες που θα καλύπτουν και θέματα διεθνούς ενδιαφέροντος, πέραν των ελληνικών. Το περιοδικό δέχεται επίσης σύντομα σχόλια στην επικαιρότητα, περιγραφές συνεδρίων και ερευνητικών εργασιών, φοιτητικές δραστηριότητες και βιβλιοκρισίες. Όλα τα επιστημονικά άρθρα κρίνονται από δύο κριτές και οι άλλες συνεργασίες από τη Συντακτική Επιτροπή. 2. Τα επιστημονικά άρθρα προς δημοσίευση θα πρέπει να είναι 6.500-8.000 λέξεις και οι άλλες συνεργασίες 1.500-2.000 λέξεις εκτός βιβλιογραφίας. Θα αποστέλλονται στην έδρα του περιοδικού με την ένδειξη «Για το περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ», σε τρία αντίγραφα, τυπωμένα από τη μία πλευρά του χαρτιού σε 1,5 διάστημα, με ικανά περιθώρια. Ο τίτλος του άρθρου, τα ονόματα των συγγραφέων και οι διευθύνσεις (ταχ. διεύθυνση, τηλ./fax και e-mail) θα είναι στην αρχή, σε ξεχωριστή σελίδα, γραμμένα και στα αγγλικά ή γαλλικά. Μετά την τελική αποδοχή της εργασίας θα αποστέλλεται το τελικό κείμενο με τις τυχόν διορθώσεις σε δύο αντίγραφα και σε δισκέτα Η/Υ σε μορφή .doc ή ascii. 3. Κάθε επιστημονικό άρθρο συνοδεύεται στο τέλος από περίληψη 200 λέξεων μεταφρασμένη στα αγγλικά ή γαλλικά. 4. Πιθανά σχήματα, χάρτες κ.λπ. πρέπει να είναι ασπρόμαυρα στο πρωτότυπο, εκτός των φωτογραφιών, οι οποίες μπορεί να είναι και έγχρωμες. Θα αποστέλλονται σε πρωτότυπη εκτύπωση και στην πρωτογενή τους ψηφιακή μορφή (δισκέτα, CD κ.λπ.) μετά την τελική αποδοχή της συνεργασίας. 5. Οι βιβλιογραφικές αναφορές θα ακολουθούν το σύστημα Harvard: εντός κειμένου συγγραφέας και χρονολογία, και πλήρης αναφορά στο τέλος του άρθρου. 6. Οι συνεργάτες/συνεργάτιδες του περιοδικού που δημοσιεύουν επιστημονικά άρθρα λαμβάνουν δωρεάν δύο τεύχη ανά συγγραφέα και εκείνοι/ες που δημοσιεύουν σύντομες συνεργασίες ένα τεύχος ανά συγγραφέα. 7. Τα βιβλία για βιβλιοκριτική αποστέλλονται σε δύο αντίτυπα στην έδρα του περιοδικού.

Τιμή τεύχους: 15€ Συνδρομή ετήσια: 25€. Για φοιτητές: 20 €. Για οργανισμούς και βιβλιοθήκες: 45 € Διεύθυνση για την αποστολή συνεργασιών και βιβλίων για κρίση: Περιοδικό ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ, Τμήμα Γεωγραφίας, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Ελ. Βενιζέλου 70, Καλλιθέα 176 71, τηλ.: 210 95 49 176, 210 95 49 144, fax: 210 95 14 759, e-mail: [email protected]. Παραγωγή, διάθεση, διαφημίσεις και συνδρομές: Εκδόσεις νήσος, Σαρρή 14, 10553 Αθήνα, τηλ./φαξ: 210 3250058 e-mail: [email protected] ISSN: 1109-186Χ Η Συντακτική Επιτροπή ευχαριστεί τις Πρυτανικές Αρχές τον Χαροκοπείου Πανεπιστημίου για τη φιλοξενία των ΓΕΩΓΡΑΦΙΩΝ στους χώρους του πανεπιστημίου. Στο εξώφυλλο: Οι εικόνες από τον δορυφόρο Landsat απεικονίζουν το δέλτα του Κίτρινου ποταμού (Huang He) στη Λ.Δ. της Κίνας. Το δέλτα παρουσιάζεται με διαφορά 20 ετών (1989-2009) και οι διαφοροποιήσεις είναι μεγάλες. Ο Κίτρινος ποταμός θεωρήται το ποτάμι με τον μεγαλύτερο όγκο φερτών υλικών όμως λόγω των εργων για τον έλεγχο των πλημμυρικών φαινομένων και την προστασία της παράκτιας ανάπτυξης το τμήμα του δέλτα έχει μεταβληθεί ριζικά. (από http://earthobservatory.nasa.gov/)

N°17 - AUTUMN 2010 Editorial Committee Pavlos Marinos Delladetsimas (HUA), Vilrna Hastaoglou (AUTH), Maria Madouvalou (NTUA), Myron Myridis (AUTH), Nikos Papamichos (AUTH), Dina Vaiou (NTUA) Managing Editor Costis Hadjimichalis, Harokopio University, Athens, Tel. ++30 210 95 49 144, [email protected] Editorial Advisors

Chr. Agriantoni (KNE/EIE), E. Andricopoulou (AUTH), B. Filipacopoulou (NTUA), A. Gerolymbou (AUTH), B. Gizeli (Pedagogical Institute), E. Heliopoulou (Athens Org.), K. Kafkoula (AUTH), I. Karnavou (AUTH), B. Kasimis (U. of Patras), Chr. Koulouri (U. of Thraki), A. Kostantakopoulou (U. of Ioannina), L. Lambrianidis (U. of Macedonia), L. Louloudis (Agricultural U.), Th. Maloutas, (U. of Thessaly), Ch. Maroukian (U. of Athens), N. Beopoulos (Agricultural U.), H. Beriatos (U. of Thessaly / Ministry of Planning), K. Pavlopoulos (HUA), Y. Sakelis (Panteion U. / NCSR), G. Stathakis (U. of Crete), Th. Terkenli (U. of Aegean), A. Troumbis (U. of Aegean), P. Zeikou (Thessaloniki Org.) M. Bruneau (CNRS / U. de Bordeaux III), M.-D. Garcia Ramon (U. Autonoma de Barcelona), R. Hudson (U. of Durham), V. Plum (Roskilde U. Center), R. van der Vaart (U. of Utrecht)

GUIDELINES TO AUTHORS 1. Geographies publish original theoretical and empirical papers and encourage international contributions beyond Greek-related themes. The journal also welcomes shorter comments, research briefings and conference reports as well as book reviews. All scientific papers are reviewed by two anonymous referees and all other material by the Editorial Committee. 2. Scientific papers should be 6500-8000 words and contributions to other sections 1500-2000 words. Authors should submit carefully checked manuscripts in three hard copies typed 1,5 line-spaced with 3 cm margins all round. The title of the paper with names, address, telephone, affiliation and e-mail should appear in the front page only. The title and the main text will follow. After final acceptance the author/s should send two hard copies and a disk in .doc or ascii format. 3. All papers should come with title, names and an abstract of 200 words in Greek and English or French. 4. Tables, diagrams and maps should be in black and white and should be submitted in both hard and disc format. Photos can be submitted in colour but they will be printed in black and white. 5. For references use the Harvard system (authors and year of publication in the text) and place the full reference in a List of References at the end of the main text. 6. The author/s will receive two complimentary copies of the journal after pubhcation.

Price: 10,50€ One-year subscription: 17,60€. Students: 14,70€. Organizations and Libraries: 41,20€ Address for correspondence: GEOGRAPHIES, Department of Geography, Harokopio University, EL Venizelou 70, Kallithea 176 71, Greece. Tel: ++30 210 95 49 176, [email protected] Publication, subscriptions and distribution: Nissos Publications, 14, Sarri str., 10553 Athens, Greece, tel./fax: ++ 210 3250058, [email protected]

ISSN: 1109-186X

11:33 AM

Page 1

ΕΞΑΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΧΩΡΟΥ

ΓΕΩΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΑ ΑΡΘΡΑ Η κατασκευή της αστικής εικόνας στα μετα-κομμουνιστικά Τίρανα. Μια ανάλυση των προγραμμάτων αστικής ανάπλασης του Δήμου των Τιράνων (2000-2008)

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 2010 -- ΤΕΥΧΟΣ ΤΕΥΧΟΣ 17 17

11/1/10

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ 2010 - ΤΕΥΧΟΣ 17

Ο χώρος ως σχέση: μεθοδολογικές προσεγγίσεις και πλαίσιο έρευνας Κλιματική αλλαγή και μεταναστευτικές πιέσεις: ανασκόπηση της βιβλιογραφίας Αναδιάρθρωση του τουρισμού και οι γεωγραφίες των τουριστικών προορισμών: η περίπτωση του γκολφ στην Costa del Sol

Κ

Κρίση και μεταβολή του τοπικού παραγωγικού συστήματος Θεσσαλονίκης: μεγέθη επιχειρήσεων, στρατηγικές αναδιάρθρωσης και ευέλικτη εργασία

λ

ι

μ

α

τ

ι

κ

ή

α

λ

λ

α

γ

ή

Μεταναστευτικές πιέσεις Ο χώρος ως σχέση

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ-ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΕΙΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΕΡΕΥΝΗΤΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΤΡΙΒΩΝ ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΩΝ ΦΟΙΤΗΤΩΝ

Μετα-σοσιαλιστικά Τίρανα ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ ΓΕΩΓΡΑΦΙΕΣ

cover:Layout 1

Τουρισμός και γκολφ στη Costa del Sol Τοπικό παραγωγικό σύστημα Θεσσαλονίκης

νήσος