156 51 5MB
Greek Pages 336 [334] Year 2019
Pierre Macherey
i
Hegel ή Spinoza «
Τάσος Μπέτζελος
Pierre Macherey γεννήθηκε το 1938 και ένας από τους σημαντικότερους Γάλφίλοσόφους της εποχής μας. Υπήρξα ργάτης του Louis Althusser και ένας από συγγραφείς του συλλογικού έργου Να ΐσουμε το Κεφάλαιο. Δίδαξε φιλοσοφία πανεπιστήμια Paris I και Lille 3 και έχει δη^ ιόσιεύσει κείμενα και βιβλία για τον Spinoza, όν Marx, τη σχέσή φιλοσοφίας και λογοτετην καθημερινότητα, την ουτοπία και V έννοια του υποκειμένου. Στην ελληνική λώσσα κυκλοφορούν, μεταξύ άλλων: Ο ' γελος και η κοινωνία (Βιβλιοπωλείον της ς, 1998), Κοντ: Η φιλοσοφία και οι επις (Πατόκης, 2002), Να διαβάσουμε το αιο (Συλλογικό έργο - Ελληνικά Γρόμ2003), Από τον Κανγκιλέμ στον Φουκώ ν. 2010). Φουκώ και Μρρξ (Εκτός
Μ m
,20
HEGEL H SPINOZA
μακέτα - εικαστικό εξωφύλλου: Κυριακή Μαυρογεώργη διορθώσεις: Αλεξάνδρα Μακροπούλου Pierre Macherey, Hegel ou Spinoza © Librairie François Maspero, Paris 1979 © Éditions La Découverte, Paris 1990 ©2019, για την ελληνική γλώσσα, εκδόσεις Angélus Novus Γράμμου 40, 152 35, Βριλήσσια Αττικής τηλ.: 210 6137942, e-mail: [email protected] web: www.angelus-novus.gr ISBN: 978-618-5366-13-1
Πιερ Μασερέ
Hegel ή Spinoza
Μετάφραση: Τάσος Μπέτζελος
Ο
angélus novus
Περιεχόμενα
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση......................................................... 9 Το διαζευκτικό δίπολο....................................................................... 15 I. Ο HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA............................. 25 Η οπτική γωνία της υπόστασης...................................................... 27 Μια φιλοσοφία του ξεκινήματος..................................................... 36 Η ανακατασκευή του συστήματος.................................................. 45 II. MORE GEOMETRICO....................................................................57 Ο Hegel και η μέθοδος.................................................................... 59 Η σπινοζική επαναξιολόγηση της μεθόδου.................................... 74 Η γνώση μέσω των αιτιών...............................................................90 Εντελής ιδέα και ανεντελής ιδέα..................................................... 99 III. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ........................... 125 Η αμφισημία της έννοιας του κατηγορήματος............................ 127 Η πραγματικότητα των κατηγορημάτων...................................... 139 Η διαφορετικότητα των κατηγορημάτων..................................... 153 Η συγκρότηση της υπόστασης στα κατηγορήματά της.............. 160 Η τάξη και η σύνδεση των «πραγμάτων»..................................... 166 Το σφάλμα του Hegel σε σχέση με τα κατηγορήματα..................171 IV. OMNIS DETERMINADO EST NEGATIO................................. 177 Ο αρνητισμός του Spinoza............................................................ 180 Μια αδύναμη διαλεκτική............................................................... 192
Το πεπερασμένο και το άπειρο...................................................... 199 Ο καθορισμός................................................................................ 221 Οι άπειροι τρόποι.......................................................................... 228 Non opposita sed diversa............................................................. 251 Οι ενικές ουσίες............................................................................ 262 Δύναμη και conatus........................................................................283 Η τελεολογία................................................................................. 311
Πρόλογος στη δεύτερη έκδοση
Αναμφίβολα, όταν κάποιος αφιερώνει μια μελέτη στη σχέση δύο μεγάλων ιστορικών φιλοσοφιών, όπως είναι οι φιλοσοφίες του Spinoza και του Hegel, αυτό σημαίνει ότι αναμετριέται, πέρα από τα όρια μιας μορφικής σύγκρισης η οποία θα ήταν ακαδημαϊκή ως προς την όψη της και αδιάφορη ως προς το περιεχόμενό της, με ορισμένα θεμελιώδη διακυβεύματα του φιλοσοφικού διαβή ματος, εννοούμενου στη γενικότητά του. «Spinoza», «Hegel»: αυτοί οι όροι παραπέμπουν κατ’ αρχάς για εμάς σε κάποια συστήματα σκέψης που έχουν αξία αυτά καθ’ εαυτά και συνδέονται με την προσωπική ύπαρξη των συγγραφέ ων τους, η οποία ευθύς εξαρχής τα κατονομάζει, δηλαδή συγ χρόνως τα δηλώνει και τα σφραγίζει. Ωστόσο, αν αντιμετωπί σουμε με μια ορισμένη σοβαρότητα το εγχείρημα της φιλοσοφι κής σκέψης, τότε θα υποχρεωθούμε να αναγνωρίσουμε ότι δια θέτει μια σχετική αυτονομία σε σχέση με τέτοιες διαδικασίες ταυτοποίησης, οι οποίες, υπό το πρόσχημα ότι αναδεικνύουν τα ενικά χαρακτηριστικά του, το διασκορπίζουν και τείνουν να το εξαφανίζουν σε ένα αδιαφοροποίητο πλήθος διδασκαλιών, κα θώς προτάσσουν αυτά τα θεωρησιακά «σημεία» στα οποία συνίστανται οι συγκεκριμένες θέσεις που ενσαρκώνονται στην εμπει ρική πραγματικότητα συγγραφέων-συστημάτων. Αν όμως λύ1. Η ανά χείρας εργασία εκτάθηκε πρώτη φορά το 1979 από τις εκδόσεις Maspero, στη σειρά «Théorie», την οποία διηύθυνε ο Louis Althusser.
10
HEGEL Ή SPINOZA
σουμε τον δεσμό που ενώνει το θεωρησιακό παιχνίδι με τους ατομικούς λόγους οι οποίοι το μεταδίδουν, τότε διατρέχουμε επί σης τον κίνδυνο να αφαιρέσουμε από το εγχείρημα της σκέψης τη ζωντάνια του, καθώς θα το υποβάλλαμε σε μια αφηρημένη και αχρονική αξιολόγηση, της οποίας η καθολικότητα θα κινδύ νευε εν τέλει να μην έχει κανένα περιεχόμενο. Γι’ αυτό δεν είναι ομοίως εφικτό να αποκόψουμε πλήρως τούτο το εγχείρημα από τις ρίζες που το συνδέουν με τις διάφορες διδασκαλίες: η εργα σία του φιλοσοφικού στοχασμού περνά από την προοπτική στην οποία το εντάσσουν οι θέσεις των φιλοσόφων, καθόσον δημι ουργούν τις συνθήκες για την επεξεργασία του, την έκφρασή του και, μέχρις ενός ορισμένου σημείου, την ερμηνεία του. Η αλήθεια της φιλοσοφίας βρίσκεται στον Spinoza όπως ακριβώς πρέπει να βρίσκεται και στον Hegel: με άλλα λόγια, δεν βρίσκεται εντελώς ούτε στον έναν ούτε στον άλλον, αλλά κάπου ανάμεσά τους, στο πέρασμα που τελείται από τον έναν στον άλλον. Για να μιλήσου με κάπως διαφορετικά, η φιλοσοφία είναι κάτι που διέρχεται, και συμβαίνει, εκεί όπου υφαίνεται η αλληλουχία σκέψεων που ακό μα και μέσα στα ίδια τα έργα διαφεύγει από την ιστορική πρωτο βουλία των συγγραφέων τους, και του οποίου η κατανόηση περι ορίζει το ενδιαφέρον που θα μπορούσαμε να αποδώσουμε στις συστηματικές προθέσεις τους, διότι τις παρασύρει δυναμικά στην ανώνυμη κίνηση ενός είδους συλλογικού σχεδίου, προσαρ μόζοντας έτσι τη φιλοσοφία όχι μόνο στον έναν ή στον άλλον φιλόσοφο, αλλά στο σύνολο των φιλοσόφων. Όταν δύο σκέψεις τόσο χαρακτηριστικές όσο οι σκέψεις του Spinoza και του Hegel αντενεργούν η μία επί της άλλης, δηλαδή συγχρόνως η μία μαζί με την άλλη και η μία ενάντια στην άλλη, τότε πρέπει να προκύψει κάτι, το οποίο, μολονότι προέρχεται τό σο από τη μία όσο και από την άλλη, εντούτοις δεν ανήκει αμιγώς σε καμία από τις δύο, αλλά συνιστά την κοινή αλήθεια τους, στο μεσοδιάστημα που τις χωρίζει. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση των δύο φιλοσόφων, αν η αντιπαραβολή τους φαίνε
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
11
ται ιδιαίτερα γόνιμη, αυτό συμβαίνει επειδή δεν πρόκειται για μία διανοητικά ουδέτερη συνάντηση ανάμεσα σε δύο σκέψεις που θα έρχονταν αντιμέτωπες παραμένοντας εξωτερικές η μία προς την άλλη. Πρόκειται περισσότερο για μια αμοιβαία δοκιμα σία η οποία, την ίδια στιγμή που φέρνει σε επικοινωνία αυτά τα συστήματα, ανοίγει καθένα εξ αυτών στον εαυτό του και το εκ θέτει στην εσωτερική αμφισβήτηση που επιφέρει η αναγνώριση των ορίων του. Ως εκ τούτου, είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από την εξής διπλή απαίτηση: να διαβάσουμε τον Spinoza μέσα στον Hegel και τον Hegel μέσα στον Spinoza, σαν δύο καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν αμοιβαία τις εικόνες τους. Η διατύπωση «Hegel ή Spinoza», που χρησιμοποιείται εδώ για να παρουσιαστεί η εν λόγω αντιπαραβολή, εμπεριέχει μια σημασιολογική αμφισημία που αρμόζει, αν όχι να αρθεί, τουλάχιστον να υπογραμμιστεί, ώστε να προσδιοριστεί επαρκέστερα. Στη γαλ λική γλώσσα, η χρήση του συνδέσμου «ή» [«ou»] συνδυάζει δύο σχήματα συγκριτικής αξιολόγησης που αντιθέτως άλλες γλώσσες τα διακρίνουν: έτσι, αυτό το «ή» των γαλλικών μεταφράζει αδια κρίτως το vel και το aut... aut των λατινικών, που φαινομενικά λένε αντίθετα πράγματα. Aut... aut είναι η διατύπωση που εκ φράζει την αντίθεση και τον αμοιβαίο αποκλεισμό: είναι (είτε) το ένα είτε το άλλο, όχι όμως και τα δύο μαζί. Αν η έκφραση «Hegel ή Spinoza» λεγόταν με τέτοιον τρόπο, aut Hegel aut Spinoza, δη λαδή «είτε Hegel είτε Spinoza», αυτό θα σήμαινε ότι παρουσιάζο νται ως δύο αμοιβαία μη αναγώγιμες μορφές σκέψης, αποτελώ ντας τους όρους μιας επιλογής που δεν θα μπορούσε να αφεθεί επ’ αόριστον σε εκκρεμότητα. Καθώς όμως προτάσσουμε, για να επισημανθεί ο αναπόφευκτος χαρακτήρας του διαζευκτικού δίπο λου, την τάξη των ονομάτων με ανεστραμμένη χρονολογική σει ρά διαδοχής, και επομένως καθώς τοποθετούμε τον Spinoza μετά τον Hegel, και όχι πριν από εκείνον, φαίνεται ότι προβαίνουμε εξαρχής σε μια τέτοια επιλογή: διότι με αυτόν τον τρόπο έχουμε απορρίψει εμμέσως την εξελικτική λογική η οποία αποτελεί την
12
HEGEL Ή SPINOZA
καρδιά του εγελιανού συστήματος, και σύμφωνα με την οποία αυτό που έπεται περιέχει και περιλαμβάνει κατ’ αναγκαιότητα εκείνο που, καθώς προηγούνταν, αποτελούσε μόνο την προαναγ γελία ή την προετοιμασία του* και έτσι, έχουμε αντιστρέφει την οπτική που διέπει την εγελιανή ανάγνωση του Spinoza, καθώς την υποτάσσουμε στην -κατ’ ανάγκην υποθετική- προοπτική μιας σπινοζικής ανάγνωσης του Hegel, της οποίας η θεωρησιακή δύναμη φαίνεται τότε να υπερισχύει. Πέρα από μια αμοιβαία σύ γκριση των δύο συστημάτων, που τα κάνει να εξαρτώνται από τη σχέση τους, αυτό το παιχνίδι του «είτε... είτε» φαίνεται λοιπόν να καταλήγει, με περισσότερο ή λιγότερο δογματικό τρόπο, σε μια επίλυση της κρίσης που ξεκινά με την αντιπαραβολή τους: καθώς επιλέγουμε να τοποθετήσουμε τον Spinoza διαζευκτικά προς τον Hegel, και όχι το αντίστροφο, φαίνεται ότι θα αναζητήσουμε προς την πλευρά του Spinoza τις προϋποθέσεις μιας τέτοιας λύσης, με μια απόφαση της οποίας η αναγκαιότητα θα έπρεπε τότε να εδραιωθεί και να δικαιολογηθεί. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε ότι η διατύπωση «Hegel ή Spi noza» μπορεί επίσης να μεταφραστεί ως «Hegel vel (sive) Spino za», που φαινομενικά σημαίνει το αντίθετο. Στην προκειμένη πε ρίπτωση, το «ή» δηλώνει ταυτότητα και ισοδυναμία. Είναι αυτό ακριβώς που ξαναβρίσκουμε στη διάσημη έκφραση που τόσο συ χνά αποδίδεται στον Spinoza, παρότι δεν την έχει γράψει ποτέ με αυτήν τη μορφή, Deus sive natura, στην οποία ο «Θεός» και η «φύση» παρουσιάζονται ως δύο διαφορετικά ονόματα, αλλά και εξίσου αδιάφορα, για ένα και το αυτό πράγμα. Αραγε, ο «Hegel» και ο «Spinoza» δεν θα μπορούσαν ομοίως να θεωρηθούν δύο ονόματα για το ίδιο πράγμα, και ποιο θα ήταν τότε αυτό το πράγ μα που θα προσδιόριζαν αδιακρίτως; Είναι προτιμότερο να δια τηρήσουμε μέχρι το τέλος τον διερευνητικό χαρακτήρα αυτού του ερωτήματος, χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι το επιλύουμε ορι στικά. Το εν λόγω ερώτημα θεμελιώνει και διαπερνά απ’ άκρου εις άκρον αυτήν τη μελέτη που παραδίδεται προς ανάγνωση.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
13
Σύμφωνα με το πνεύμα αυτού του προβληματισμού, είναι εμφα νές ότι αν είναι μεν αναπόφευκτο να διαβάσουμε τον Spinoza και τον Hegel αντιθετικά τον έναν προς τον άλλον, σύμφωνα με την πλευρά aut... aut του «ή», από την άλλη δεν είναι λιγότερο ανα γκαίο να τους στοχαστούμε τον έναν μαζί με τον άλλον, σαν να αποτελούσαν στοιχεία ή μέρη ενός ενιαίου λόγου, εντός του οποίου οι αμοιβαίες θέσεις τους θα ήταν αδιαχώριστες, διότι το νόημά τους θα εξηγούνταν μόνο με βάση την αλληλεπίδρασή τους -οπότε, εδώ βγαίνει στην επιφάνεια η πλευρά sive του «ή». Ως εκ τούτου, η συζήτηση που εγείρεται ανάμεσα σε αυτές τις δύο μορφές σκέψης δεν θα είχε καμία αναγκαιότητα και καμία σημασία αν αμφότερες δεν μοιράζονταν μια κοινή αλήθεια, της οποίας η διαδικασία δεν ανήκει ούτε στη μία ούτε στην άλλη, επειδή παράγεται στη διασταύρωση των ιδιαίτερων διαδρομών τους. Αυτή η μετέωρη αλήθεια, που προκύπτει από την αμφισβή τηση και τη σύγκρουση, δεν θα μπορούσε πλέον να έχει την αξία μιας παγιωμένης θέσης: αλλά είναι η αλήθεια μιας κριτικής και μιας δοκιμασίας, της οποίας αντικείμενο είναι η ίδια η φιλοσοφία, έτσι όπως εκδιπλώνεται, διαμέσου ολόκληρης της ιστορίας της, στο προβληματικό στοιχείο της διαφοράς και της συζήτησης. Pierre Macherey, Ιούνιος 1990.
Το διαζευκτικό δίπολο
Στις 30 Ιουλίου 1816, ο αντιπρύτανης του Πανεπιστημίου της Χαϊδελβέργης στέλνει επιστολή στον Hegel, ο οποίος ήταν τότε γυμνασιάρχης στη Νυρεμβέργη, για να του προτείνει μια έδρα τακτικού καθηγητή. Σχολιάζει ως εξής την προσφορά του: «Η Χαϊδελβέργη θα μπορούσε στο πρόσωπό σας να εξασφαλίσει έναν φιλόσοφο, για πρώτη φορά από ιδρύσεως του Πανεπιστη μίου. Όπως ασφαλώς γνωρίζετε, ο Spinoza είχε κάποτε κληθεί εδώ, ανεπιτυχώς όμως». Πράγματι, γνωρίζουμε την επιστολή της 30ής Μαρτίου του 1673 «στον ιδιαιτέρως επιφανή και ιδιαιτέρως διακεκριμένο Δρ. Louis Fabritius, καθηγητή στην Ακαδημία της Χαϊδελβέργης και σύμβουλο του Εκλέκτορα του Παλατινάτου», με την οποία ο Spinoza είχε αρνηθεί την πρόσκληση που του είχε γίνει να καταλάβει μια καθηγητική έδρα, διότι φοβόταν ότι αν αφοσιωνόταν στη διδασκαλία των νέων θα υποχρεωνόταν να παραιτηθεί από τις προσωπικές φιλοσοφικές εργασίες του: κυρί ως, φοβόταν μήπως η φιλοσοφική ελευθερία του περιοριζόταν, επειδή θα αναγκαζόταν να σέβεται τους κατεστημένους νόμους και τις διδαχές της θρησκείας. Η άρνησή του, η οποία είχε σαφές σκεπτικό, ολοκληρωνόταν ως εξής: «Εκείνο που με σταματά δεν είναι διόλου η ελπίδα για μια μεγαλύτερη περιουσία, αλλά η αγά πη για την ηρεμία μου, την οποία θεωρώ ότι οφείλω με κάποιον τρόπο να διαφυλάξω, απέχοντας από δημόσια μαθήματα». Ο Hegel είχε γνώση αυτού του επεισοδίου, το οποίο μνημονεύει ως εξής στις Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας: «Ο Spinoza
16
HEGEL Ή SPINOZA
(σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην αλληλογραφία του) απέρριψε εκείνη την προσφορά, αλλά ενσυνειδήτως, διότι “δεν γνώ ριζε σε ποιον βαθμό θα περιοριζόταν η φιλοσοφική ελευθερία του, ώστε να μην φανεί ότι προκαλεί ανησυχία στην επίσημη θρησκεία”». Στις 6 Αυγούστου 1816, ο Hegel απαντά με προθυμία στον αντιπρύτανη: αποδέχεται την πρότασή του «από αγάπη για τις πανεπιστημιακές μελέτες», παρότι και άλλες προοπτικές είναι για εκείνον ανοιχτές, από την πλευρά του Πανεπιστημίου του Βερολίνου· ζητά μόνο να βελτιωθεί ο προτεινόμενος μισθός, να του εξασφαλίσουν δωρεάν στέγαση και να του καλύψουν τα έξο δα για τη μετακίνησή του. Λίγο αργότερα, στις 20 Αυγούστου 1816, και αφού αυτά τα ζητήματα υλικής φύσεως έχουν επιλυθεί προς ικανοποίησή του, ο Hegel επανέρχεται στον διορισμό του για να «εκφράσει την ευγνωμοσύνη του, εν μέρει για το ενδιαφέ ρον που [ο αντιπρύτανης] επιδεικνύει για την υπόθεσή του, και εν μέρει για το ενδιαφέρον του για την κατάσταση της φιλοσοφί ας στη Γερμανία και τα πανεπιστήμια». Και προσθέτει: «Με χα ροποιεί εξίσου η ευμένεια με την οποία αντιμετωπίζετε τις προη γούμενες εργασίες μου και, ακόμα περισσότερο, η ευμένεια με την οποία θεμελιώνετε τις ελπίδες σας για τη δραστηριότητά μου σε ένα πανεπιστήμιο. Πράγματι, σε καμία επιστήμη δεν υπάρχει τόση μοναξιά όση στη φιλοσοφία, και νιώθω έντονα την επιθυ μία για έναν πιο ζωντανό κύκλο δράσης. Μπορώ να πω ότι πρό κειται για τη βαθύτερη ευχή της ζωής μου. Επίσης, αισθάνομαι πάρα πολύ το πόσο δυσμενής υπήρξε για τις εργασίες μου η απουσία αμοιβαίας δράσης». Ο Hegel θα παραμείνει έναν χρόνο στη Χαϊδελβέργη, όπου θα συντάξει και συγχρόνως θα διδάξει την Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών. Το 1817 κατα λαμβάνει τελικά τη θέση που διακαώς επιθυμούσε στο Πανεπι στήμιο του Βερολίνου. Πίσω από την ανεκδοτολογική διάσταση αυτών των περιστα τικών διαφαίνεται εντούτοις ήδη ένα νόημα. Από αυτήν την ιστό-
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟ ΔΙΠΟΛΟ
17
ρία, οι εγελιανοί θα συγκρατήσουν κυρίως ότι ο Hegel κατέλαβε τη θέση που είχε αφήσει κενή ο Spinoza: επιτέλεσε έτσι, με αυτήν την «αντικατάσταση», ένα καθήκον που εκείνος δεν μπόρεσε ή δεν θέλησε να εκπληρώσει. Κανείς δεν μπορεί να υπερπηδήσει την εποχή του: με τον Spinoza, δεν είχε έλθει η στιγμή, ώστε η αληθινή φιλοσοφία να εκτεθεί δημοσίως. Αλλοι, τους οποίους μπορούμε να αποκαλέσουμε σπινοζιστές, θα διακρίνουν, αντιθέτως, εκεί την ένδειξη μιας απόκλισης, μιας απερίσταλτης απόστα σης: αν όχι ανάμεσα σε δύο συστήματα, τουλάχιστον ανάμεσα σε δύο αντιλήψεις ή μάλλον δύο πρακτικές της φιλοσοφίας. Αραγε, το εγελιανό σύστημα, του οποίου η έκθεση κατασκευ άζεται και ξεδιπλώνεται καθώς ο συγγραφέας του διαβαίνει με επιτυχία τις βαθμίδες της πανεπιστημιακής σταδιοδρομίας του (από την ιδιωτική οικοδιδασκαλία μέχρι το Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, περνώντας από όλες τις ενδιάμεσες βαθμίδες), με τη μία πλευρά να αντανακλάται στην άλλη και να της προσφέρει την αλήθεια της, δεν έχει φτιαχτεί ακριβώς, μέσω της ιεραρχικής οργάνωσής του, για να διδαχθεί στο πλαίσιο ενός δημόσιου θε σμού διδασκαλίας; Ο J. Derrida το διατυπώνει πολύ καλά αυτό: «Ο Hegel δεν συλλαμβάνει το σχολείο ως συνέπεια ή εικόνα του συστήματος και δη ως pars totalis του: το ίδιο το σύστημα είναι ένα απέραντο σχολείο, είναι απ’ άκρου εις άκρον η αυτοεγκυκλοπαίδεια του απόλυτου πνεύματος μέσα στην απόλυτη γνώση. Επιπλέον, είναι ένα σχολείο από το οποίο κανείς δεν βγαίνει, κα θώς και μια υποχρεωτική εκπαίδευση, η οποία αυτοϋποχρεώνεται, αφού η αναγκαιότητα δεν μπορεί πλέον να φτάσει σε αυτήν εκ των έξω».1 Αντιθέτως, η σπινοζική διδασκαλία, μολονότι φρόντισε να δώσει στην πολιτική διερώτηση τη θέση που αληθινά της αρμό ζει στο πλαίσιο της φιλοσοφικής θεώρησης (βλ. όχι μόνο τις 1 1. Jacques Derrida, «L’âge de Hegel», στο G.R.E.P.H., Qui a peur de la philo sophie?, συλλογική εργασία, Flammarion, Παρίσι 1977, σ. 106.
18
HEGEL Ή SPINOZA
Πραγματείες, αλλά και την Ηθική, αφού αυτό ακριβώς είναι ένα από τα κλειδιά της), αποστρέφεται ριζικά μια τέτοια επισημοποίηση. Παρουσιάζει την οπτική γωνία ενός μοναχικού, ενός από βλητου, ενός αδάμαστου, και μεταδίδεται από στόμα σε στόμα. Αν αποτελέσει αντικείμενο διδασκαλίας, διατρέχει τον κίνδυνο να έρθει σε αντίφαση με τον εαυτό της, αποδεχόμενη να καταλά βει μια θέση σε αυτόν τον μηχανισμό υλικής και διανοητικής κα ταπίεσης, ο οποίος υποτάσσει τα πάντα στην οπτική γωνία της φαντασίας. Η φιλοσοφία καταργεί τον φόβο και αγνοεί την υπακοή* συνεπώς, δεν μπορεί να διδαχθεί δημοσίως. Η φιλοσοφία του Hegel διδάσκεται σε μαθητές, από την κορυφή προς τη βάση· η φιλοσοφία του Spinoza μεταδίδεται σε συνοδοιπόρους, επί ίσοις όροις. Εμφανίζεται εδώ μια διαφορά που πρέπει να αντιμε τωπίσουμε με τη δέουσα σοβαρότητα. Ωστόσο, είναι κοινός τόπος να συσχετίζονται ο Spinoza με τον Hegel, επειδή μεταξύ τους υπάρχει μια προφανής οικειότητα. Δεν μπορούμε σήμερα να διαβάσουμε τον Spinoza χωρίς να σκεφτούμε τον Hegel, ίσως επειδή ανάμεσα στον Spinoza και σε εμάς υπάρχει ο Hegel, ο οποίος παρεμβάλλεται ή μεσολαβεί. Ο ίδιος ο Hegel δεν σταμάτησε να έχει κατά νου τον Spinoza ή μάλλον να μελετά τον Spinoza, προκειμένου να τον χωνέψει και να τον αφομοιώσει ως ένα κυριαρχούμενο στοιχείο του δικού του συ στήματος. Το γεγονός όμως ότι ο Hegel δεν σταμάτησε να επα νέρχεται στο πρόβλημα που του έθετε η φιλοσοφία του Spinoza υποδηλώνει επίσης ότι βρήκε εκεί ένα αναφομοίωτο στοιχείο, μια αντίσταση την οποία έπρεπε πάντοτε να αντιμετωπίζει εκ νέου. Όλα συμβαίνουν σαν ο Spinoza να καταλάμβανε, ενώπιον του εγελιανού λόγου, τη θέση ενός ορίου, που αυτός ο λόγος απέρριπτε, ενόσω ακριβώς το περιέκλειε. Γι’ αυτό ακριβώς το εγχείρημα σύγκρισης της φιλοσοφίας του Spinoza και της φιλοσοφίας του Hegel είναι θεμελιωδώς απατη λό. Πράγματι, πρέπει να κατανοήσουμε τι ακριβώς αφορά μια τέτοια σύγκριση: αφορά συστήματα, δηλαδή λόγους μορφικά
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟ ΔΙΠΟΛΟ
19
οργανωμένους με βάση μια εσωτερική αρχή συνοχής, μεταξύ των οποίων μπορούμε να επιχειρήσουμε να ορίσουμε μια αντιστοιχία, η οποία ερμηνεύεται ως γενεαλογική σχέση, ή μια διαφορά, η οποία αποκλείει κάθε δυνατότητα κατανόησης του ενός συστή ματος μέσω του άλλου.Έτσι, σε ένα παράρτημα της μνημειώδους μελέτης του για τον Spinoza, όπου αναλύει την ερμηνεία του Hegel για τον σπινοζισμό, ο Μ. Gueroult συμπεραίνει ότι υπάρχει μια ριζική «παραγνώριση», η οποία βασίζεται σε ένα «μύθευμα»: όσοι υιοθετούν τη συγκεκριμένη ερμηνεία «αρκούνται να προ βάλλουν στη διδασκαλία του Spinoza έναν ολόκληρο κόσμο από έννοιες οι οποίες γεννήθηκαν αλλού και δεν σχετίζονται με αυ τήν».2 Όπως θα μας δείξει μια λεπτομερής μελέτη των κειμένων που αφιερώνει ο Hegel στον Spinoza, είναι δύσκολο να μην συμ φωνήσουμε με τον Μ. Gueroult, τουλάχιστον ως προς το εξής: η αναζήτηση μιας υποτιθέμενης ομοιογένειας, μιας ομοιότητας, ή μιας εξελικτικής σχέσης ανάμεσα στις δύο φιλοσοφίες, αν δεν εί ναι τελείως καταδικασμένη σε αποτυχία, οδηγεί σε συμπεράσμα τα χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Απλούστατα, τείνει να ανάγει τις δύο διδασκαλίες σε ένα κοινό μοντέλο το οποίο δεν αντιπροσω πεύει με αυθεντικό τρόπο ούτε τη μία ούτε την άλλη. Ωστόσο, αν πρέπει να αντισταθούμε στην τάση των υπερβο λικά προφανών συσχετίσεων που λειτουργούν μέσω αναλογίας, και αν πρέπει να αγνοήσουμε τον πειρασμό να αναζητήσουμε ανάμεσα στον Spinoza και τον Hegel τη σφαιρική ομοιότητα ενός κοινού νοήματος, διαμέσου του οποίου θα φανερωνόταν είτε η ταυτότητα είτε η σύγκλιση των δύο σκέψεων, από την άλλη θα ήταν εξίσου παράλογο να αποφανθούμε ότι πρόκειται για δύο μορφές φιλοσοφικού στοχασμού που είναι ριζικά εξωτερικές η μία προς την άλλη και να τις παραπέμψουμε -ως ξένα συστήμα τα- στην ανεξαρτησία τους. Πράγματι, είναι αδιαμφισβήτητο ότι 2. Martial Gueroult, Spinoza, τ. I: Dieu, Aubier-Montaigne, Παρίσι 1968, σ. 468 .
20
HEGEL Ή SPINOZA
o Hegel και o Spinoza συναντήθηκαν, ακόμα και αν η συνάντησή τους πήρε, από την πλευρά του Hegel, τη μορφή μιας εκπληκτι κής παρανόησης. Αν πράγματι ο Spinoza και ο Hegel δεν βαδί ζουν στο ίδιο μονοπάτι, μαζί ή ο ένας πίσω από τον άλλον, από την άλλη είναι γεγονός ότι οι διαδρομές τους διασταυρώθηκαν, ότι κάποιες στιγμές πλησίασαν, για να απομακρυνθούν στη συ νέχεια προς τελείως αντίθετες κατευθύνσεις. Από αυτήν την άποψη, αντί για μια σύγκριση μεταξύ συστημάτων, μια απόπειρα καταδικασμένη στην αποτυχία ή σε πολύ εύκολες επιτυχίες, είναι ίσως ενδιαφέρον να αναζητήσουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο φι λοσοφίες επιμέρους σημεία στα οποία τέμνονται. Διότι αυτά ακριβώς τα σημεία εξηγούν το αίσθημα παράξενης οικειότητας που βιώνει κάθε εγελιανός αναγνώστης του Spinoza και κάθε σπινοζιστής αναγνώστης του Hegel. Ο L. Althusser, στα Στοιχεία αυτοκριτικής, κάνει λόγο για «την προκαταβολική επανάληψη του Hegel από τον Spinoza». Ας απα ριθμήσουμε κάποια σημεία που δικαιολογούν έναν τέτοιον ισχυ ρισμό: η άρνηση μιας σχετικιστικής αντίληψης για τη γνώση και η ιδέα ότι υπάρχει στον Λόγο κάτι το απόλυτο που τον καθιστά παρεμφερή με το πραγματικό’ η ανακάλυψη του μορφικού χαρα κτήρα κάθε πεπερασμένης αναπαράστασης, η οποία είναι κατα δικασμένη στην αφαίρεση’ η κριτική του «ψευδεπίγραφου απεί ρου»’ η ιδέα ότι η γνώση συνιστά μια πραγματική διαδικασία που εμπεριέχει τις προϋποθέσεις της αντικειμενικότητάς της. Σε όλα αυτά τα σημεία, ακόμα και αν αμφότεροι τα εξετάζουν με πολύ διαφορετικά εννοιακά στοιχεία, ακόμα και αν αποκομίζουν αντί θετες συνέπειες, ωστόσο ο Spinoza και ο Hegel μοιράζονται προ φανώς κάτι κοινό που τους διακρίνει από όλους τους άλλους. Αυτή η συσχέτιση πρέπει να εξηγηθεί. Θα προσεγγίσουμε αυτό το ζήτημα με βάση την ανάγνωση του Spinoza από τον ίδιο τον Hegel. Αυτή η ανάγνωση είναι πολύ διδακτική, όχι επειδή θα μπορούσε να φανερώσει την αλήθεια του σπινοζισμού, την οποία επιτέλους θα είχε αποκαλύψει ο He
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟ ΔΙΠΟΛΟ
21
gel, αλλά αντιθέτως επειδή εδράζεται σε μια εκπληκτική παρα νόηση: όλα συμβαίνουν σαν ο Hegel να βρήκε τα μέσα για να κατασκευάσει μια ερμηνεία του σπινοζισμού η οποία θα του επέ τρεπε να αγνοήσει το βασικό δίδαγμά του, στον βαθμό ακριβώς που αυτό το δίδαγμα αφορά με κάποιον τρόπο το δικό του σύ στημα. Αυτή η ερμηνεία εμφανίζεται ως ένα είδος πεισματικής άμυνας η οποία ορθώνεται ενώπιον ενός συλλογισμού που κλο νίζει την ίδια την εγελιανή φιλοσοφία. Απ’ όπου προκύπτει το εξής παράδοξο αποτέλεσμα: ο Hegel δεν είναι ποτέ τόσο κοντά στον Spinoza όσο τη στιγμή που απομακρύνεται από εκείνον, δι ότι αυτή η άρνηση έχει την αξία ενός συμπτώματος και υποδει κνύει την πεισματική παρουσία ενός κοινού αντικειμένου, αν όχι ενός κοινού σχεδίου, που συνδέει αδιαχώριστα τους δύο φιλοσό φους χωρίς να τους συγχέει. Για να εξετάσουμε αυτήν τη συγκρουσιακή σχέση, πρέπει να εγκαταλείψουμε τη φορμαλιστική αντίληψη για την ιστορία της φιλοσοφίας, η οποία εξαλείφει από αυτήν κάθε ιστορικότητα και τη διαιρεί σε μη αναγώγιμες και αυθαίρετες ενότητες, των οποί ων η διασκόρπιση μπορεί, στην καλύτερη περίπτωση, να αποτελέσει αντικείμενο ενός περιγραφικού σχολιασμού: ένας τέτοιος σχολιασμός είναι ακόμα πιο εξαντλητικός όσο περισσότερο εγκλωβίζεται εξαρχής στα όρια της εσωτερικής συνοχής των συ στημάτων, διαγράφοντας κάθε διερώτηση για την ιστορική θέση τους. Ενάντια σε αυτήν τη διάχυση, η σημασία της οποίας είναι στην καλύτερη περίπτωση αισθητική, καθόσον μετατρέπει τις δι δασκαλίες σε έργα τέχνης, πρέπει να καταφέρουμε να στοχα στούμε μια ορισμένη μορφή ενότητας, έναν δεσμό, μεταξύ δια φόρων φιλοσοφιών: το ζήτημα είναι να εξετάσουμε αν κάτι τέ τοιο είναι εφικτό χωρίς να υποπέσουμε σε μια γενικευμένη σύγ χυση, η οποία ταυτίζει απλά και καθαρά τις διάφορες φιλοσοφίες με βάση τη μυθοπλασία μιας κοινής αλήθειας. Ανάμεσα στον Hegel και τον Spinoza συμβαίνει κάτι ουσιώ δες που μας επιτρέπει να τους συσχετίσουμε: δεν πρόκειται για
22
HEGEL Ή SPINOZA
την άμεση αναγνώριση, για την ειλικρινή σχέση δύο σκέψεων που θα διάβαζαν η μία μέσα στην άλλη, σαν σε ανοιχτό βιβλίο, την ταυτότητά τους στην ενότητα ενός ομολογημένου και από κοινού διαμοιρασμένου λόγου, αλλά για μια ασυμφιλίωτη έντα ση η οποία προϋποθέτει ένα κοινό υπόβαθρο που μένει να εξερευνηθεί* πρόκειται, το λιγότερο, για την ιχνηλάτηση ενός ίδιου προβλήματος, το οποίο επιλύεται διαφορετικά και μάλιστα συγκρουσιακά. Για να απλουστεύσουμε τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πού με ότι πρόκειται εδώ για το πρόβλημα της διαλεκτικής. Θα ήταν όμως παράλογο να ανακαλύψουμε στον Spinoza το προσχέδιο ή την επαγγελία μιας διαλεκτικής που είναι εμφανώς απούσα από το έργο του. Ωστόσο, αυτό δεν μας εμποδίζει με αφετηρία τον Spinoza να στοχαστούμε εκ νέου τη διαλεκτική, δηλαδή να της θέσουμε εκείνα τα ερωτήματα που ο Hegel απομάκρυνε από το δικό του σύστημα επειδή ήταν ανυπόφορα για τον ίδιο. Στον κα θρέφτη του σπινοζισμού, ο εγελιανός λόγος καθιστά ίσως ορατό τον δικό του περιορισμό, ή επίσης την εσωτερική του αντίφαση. Ο Spinoza εντός του Hegel: αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δια βάσουμε την Ηθική ως ένα ανολοκλήρωτο ξεκίνημα της Λογικής, όπως κάνει ο ίδιος ο Hegel, αλλά ότι πρέπει να αναζητήσουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο φιλοσοφίες τη συγκρουσιακή ενότητα η οποία εξηγεί το εκπληκτικό φαινόμενο παραγνώρισης / ανα γνώρισης που τις συνδέει, καθώς τις φέρνει σε αντίθεση. Hegel ή Spinoza: πρόκειται για το ένα που διαιρείται σε δύο. Λέμε «Hegel ή Spinoza» και όχι το αντίστροφο. Διότι ο Spinoza είναι εκείνος που συνιστά την αληθινή εναλλακτική δυ νατότητα προς την εγελιανή φιλοσοφία. Συνεπώς, η συζήτηση που πρόκειται να ξεκινήσουμε έχει περισσότερα του ενός διακυβεύματα: όχι μόνο πρόκειται να καταστήσει εμφανές το όριο του εγελιανού συστήματος, του οποίου η καθολικότητα είναι κατ’ αναγκαιότητα ιστορική, αλλά και θα μας επιτρέψει να βγούμε από την εξελικτική αντίληψη για την ιστορία της φιλοσοφίας, η
ΤΟ ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟ ΔΙΠΟΛΟ
23
οποία ομοίως συνιστά κληρονομιά του εγελιανισμού. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, ο Hegel παρουσίασε τον εαυτό του ως τη μόνη δυνατή εναλλακτική προοπτική προς τον σπινοζισμό, κα θώς το πριν πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του στο μετά, μέσω μιας κίνησης ανύψωσης που φέρνει το πνεύμα ολοένα και πιο κοντά στον εαυτό του. Θα θέλαμε όμως εδώ να ανατρέψουμε την κυριαρχία αυτής της ενιαίας και προοδευτικά βαίνουσας ερμη νείας για την ιστορία της φιλοσοφίας, η οποία μόνο φαινομενικά είναι διαλεκτική. Σύμφωνα με τον Hegel, η σκέψη του Spinoza δεν είναι ακόμη αρκετά διαλεκτική. Και αν ήταν πάρα πολύ διαλεκτική; Ή, έστω, αν ήταν διαλεκτική με έναν τρόπο που δεν μπορούσε να αποδε χτεί ο Hegel; Η απάρνηση αυτής της διαλεκτικής -ας πούμε, για να μην χρονοτριβούμε, μιας διαλεκτικής χωρίς τελεολογία- στην οποία προβαίνει ο Hegel μέσω του Spinoza, είναι ο τρόπος με τον οποίο συναντά ένα αξεπέραστο εμπόδιο κατά την ανάπτυξη της δικής του σκέψης: πρόκειται για το εμπόδιο ενός λόγου για τον οποίο πρέπει να πούμε όχι ότι δεν είναι ακόμη εγελιανός, αλλά ότι δεν είναι ήδη πλέον. Και τότε κατατροπώνεται η εξελικτικιστική παρουσίαση της ιστορίας της φιλοσοφίας: διότι και ο Spinoza αντικρούει τον Hegel, αντικειμενικά.
Το ανά χείρας βιβλίο ξαναπιάνει και αναπτύσσει το περιεχόμενο μιας έκθεσης που είχα παρουσιάσει το 1977 στο συνέδριο για τον Spinoza το οποίο είχε οργανωθεί από τα Πανεπιστήμια του Λέιντεν και της Αμιένης· επιπλέον, ένα μέρος του τρίτου κεφαλαίου έχει δημοσιευτεί στα πρακτικά του συνεδρίου. Από την άλλη, χρειάστηκε να καταπιαστώ επανειλημμένως με τα ίδια ερωτήματα επ’ ευκαιρία των μαθημάτων που παρέδιδα· θα ήθελα να ευχαριστήσω τους φοιτητές που είχαν την υπομονή να με ακούσουν και των οποίων η ανταπόκριση, οι προτάσεις και η συνεισφορά υπήρ
24
HEGEL Ή SPINOZA
ξαν ιδιαίτερα επωφελείς για εμένα. Ανέλαβα να διαβάσω πολλές πτυχι ακές εργασίες για τον Spinoza, κυρίως εκείνη του Bruno Huisman (O Hegel ενώπιον τον Spinoza), που περιείχε μια απόπειρα μετάφρασης του κεφαλαίου για τον Spinoza από τις Παραδόσεις για την ιστορία της φι λοσοφίας του Hegel (σε συνεργασία με τον A. Lacroix). Για αυτό το τε λευταίο κείμενο, επιχειρώ εδώ δικές μου μεταφράσεις. Για τα υπόλοιπα κείμενα του Hegel παραπέμπω στις υπάρχουσες γαλλι κές μεταφράσεις. Δηλαδή, επί της ουσίας: Για την Επιστήμη της Λογικής: - τα βιβλία I και II στο κείμενο της πρώτης έκδοσης από τον Hegel, μτφρ. Labarrière και Jarczyk (Aubier, 1972-1976)· - τα βιβλία I, II και III στο κείμενο της δεύτερης έκδοσης από τον Hegel, μτφρ. Jankelevitch (Aubier, 1947)· - το τρίτο τμήμα του πρώτου μέρους για το Μέτρο, μτφρ. Doz (PUF). Για την Εγκυκλοπαίδεια των φιλοσοφικών επιστημών: - το πρώτο μέρος στο κείμενο των τριών εκδόσεων, μτφρ. Bour geois (Vrin, 1970)· - το πλήρες κείμενο στο κείμενο της τρίτης έκδοσης, μτφρ. de Gandillac (Gallimard, 1970).
I.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
ί
Η οπτική γωνία της υπόστασης Στον Hegel, τα πάντα ξεκινούν με μια αναγνώριση: στη φιλοσο φία του Spinoza υπάρχει κάτι το κατ’ εξαίρεση και το αναπόδρα στο. «Ο Spinoza συνιστά σε τέτοιον βαθμό κομβικό σημείο για τη νεότερη φιλοσοφία, ώστε μπορούμε πράγματι να πούμε ότι έχουμε να επιλέξουμε μεταξύ σπινοζισμού και καθόλου φιλοσο φίας (du hast entweder den Spinozismus oder keine Philoso phie)».1 Πρέπει να περάσουμε από τον Spinoza, διότι μέσα στη φιλοσοφία του συνάπτεται η ουσιώδης σχέση της σκέψης με το απόλυτο, τη μόνη οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζεται ολόκληρη η πραγματικότητα και απ’ όπου γίνεται φανερό ότι δεν υπάρχει τίποτα εξωτερικό προς τον Λόγο, αλλά, αντιθέτως, ότι ο Λόγος περιλαμβάνει τα πάντα εντός του. Έτσι, κάθε φιλο σοφία, ολόκληρη η φιλοσοφία, γίνεται εφικτή. Επομένως, ο Spinoza επέχει κατά τον Hegel θέση προδρόμου: κάτι ξεκινάει με εκείνον. Ωστόσο, ο Spinoza δεν είναι παρά πρό δρομος: αυτό που ξεκινάει με εκείνον δεν καταλήγει κάπου, κατά τον τρόπο μιας σταματημένης σκέψης που στερεί από τον εαυτό της τη δυνατότητα να επιτύχει τον σκοπό που εντούτοις η ίδια έχει υποδείξει. Γι’ αυτό ακριβώς ο Hegel ανακαλύπτει στο έργο του Spinoza όλα τα χαρακτηριστικά μιας αποτυχημένης απόπει ρας, η οποία προσκρούει σε ανυπέρβλητες δυσκολίες, που η ίδια έχει ορθώσει μπροστά της. Ως εκ τούτου, αυτή η θεμελιώδης αλ λά κομματιασμένη γνώση έχει μόνο ιστορική σημασία: στη συ-1 1. G. W. F. Hegel, Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, κεφάλαιο «Spinoza».
28
HEGEL H SPINOZA
νολική διαδικασία της φιλοσοφίας, ο Spinoza καταλαμβάνει μια πολύ ιδιαίτερη θέση, απ’ όπου διακρίνεται μεν το απόλυτο, νοού μενο όμως περιοριστικά ως υπόσταση. Με τον Spinoza, και την προσπάθειά του να στοχαστεί το απόλυτο, σημαίνεται κατά κά ποιον τρόπο ένα χρονικό ορόσημο, αλλά τα ιστορικά όρια αυτής της σκέψης δεν μας επιτρέπουν να προχωρήσουμε παρακάτω, εν αναμονή της τελικής οπτικής γωνίας στην οποία έχει ήδη εγκα τασταθεί ο Hegel και απ’ όπου ερμηνεύει αναδρομικά όλες τις προγενέστερες φιλοσοφίες. Αυτή η ανάλυση διασαφηνίζεται με μια απολύτως χαρακτηρι στική έκφραση η οποία επανέρχεται όποτε ο Hegel αναφέρεται στον Spinoza. Λόγου χάρη, στο βιβλίο I της Λογικής: «Στον Spinoza η υπόσταση και η απόλυτη ενότητά της έχει τη μορφή μιας ακίνητης ενότητας, μιας ακαμψίας στην οποία δεν βρίσκου με ακόμη την έννοια της αρνητικής ενότητας του Εαυτού, την υποκειμενικότητα».2Ή, επίσης, στην παράγραφο 50 της Λογικής στην Εγκυκλοπαίδεια: «Η υπόσταση του Spinoza δεν είναι ακόμη το απόλυτο πνεύμα». Και στο κεφάλαιο από τις Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας που αφιερώνεται στον Spinoza: «Η απόλυτη υπόσταση είναι το αληθές, όμως όχι ακόμη ολόκληρο το αληθές». Υπό αυτήν την πολύ ιδιαίτερη τροπικότητα ενός «ήδη» που είναι επίσης ένα «όχι ακόμη», το οποίο προσιδιάζει σε κάθε προαναγγελία, ο Spinoza αποδεσμεύεται επί της ουσίας από ολόκληρη την ιστορία της φιλοσοφίας, της οποίας επισημαί νει την πρόοδο, ενόσω ακριβώς τη σταματά. Γι’ αυτό και όταν ο Hegel -στην εισαγωγή του βιβλίου III της Λογικής, «Περί της έννοιας εν γένει»- παρουσιάζει τις προϋπο θέσεις που του επιτρέπουν να ερμηνεύει τις φιλοσοφικές διδα σκαλίες και να αποσαφηνίζει τη συγκεκριμένη σημασία τους, εύλογα επιλέγει να επαναλάβει το παράδειγμα του Spinoza: 2. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, Aubier Montaigne, Παρίσι 1976, τ. I, σ. 249.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ TOT SPINOZA
29
«Επομένως, η μόνη ανασκευή του σπινοζισμού συνίσταται κατά πρώτο λόγο στο να αναγνωριστεί ουσιαστικά και κατ’ αναγκαι ότητα η οπτική γωνία του και κατά δεύτερο λόγο στο να επιτευ χθεί η ανύψωση αυτής της οπτικής γωνίας σε ένα υψηλότερο επίπεδο».3 Η εν λόγω οπτική γωνία είναι η οπτική γωνία της υπόστασης, στον βαθμό που είναι «όχι ακόμη» υποκείμενο, για να επαναλά βουμε μια πολύ γνωστή φράση από τον πρόλογο της Φαινομενο λογίας. «Η υπόσταση είναι ένας ουσιώδης βαθμός στη διαδικασία ανά πτυξης της Ιδέας· ωστόσο, δεν είναι αυτή η ίδια η Ιδέα, δεν είναι η απόλυτη Ιδέα, αλλά η Ιδέα στην ακόμη περιορισμένη μορφή της αναγκαιότητας».4 Το έργο του Spinoza είναι σημαντικό επειδή τείνει προς κάτι στο οποίο δεν φτάνει: για να γνωρίσουμε το νόημά του πρέπει να ακολουθήσουμε αυτήν την τάση πέρα από τα όρια που τη σταμα τούν, δηλαδή να την υπερβούμε επιλύοντας την εσωτερική της αντίφαση. Χρειάζεται όμως τότε να αλλάξουμε οπτική γωνία, και να εγκατασταθούμε στην οπτική γωνία ενός απολύτου που δεν είναι μόνο υπόσταση αλλά και υποκείμενο. Ωστόσο, ένα τέτοιο πέρα σμα από μια οπτική γωνία σε μια άλλη εξαρτάται από ιστορικές συνθήκες: η ιστορία είναι μια ακατανίκητη και μη αναστρέψιμη διαδικασία που μετασχηματίζει τις οπτικές γωνίες όχι μόνο στην κατεύθυνση της βαθμιαίας διεύρυνσής τους, αλλά και προς την 3. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, III, γαλλική μετάφραση S. Jankélévitch, Aubier Montaigne, Παρίσι 1947, τ. II, σ. 248. 4. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques I: La Science de la Logique, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, Vrin, Παρίσι 1970, προσθήκη στην § 151, σ. 584- βλ. επίσης την § 159, σ. 405.
30
HEGEL Ή SPINOZA
πραγματική κίνηση της αποσύνθεσής τους και, ακολούθως, της ανακατασκευής τους σε νέες βάσεις: με αυτόν τον τρόπο «ανυ ψωνόμαστε» αδιαλείπτως προς μια ανώτερη οπτική γωνία. Ορι ακά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Spinoza ήταν εγελιανός εν αγνοία του, και άρα ημιτελώς, ενώ ο Hegel θα μπορούσε να θεω ρηθεί ένας σπινοζιστής με επίγνωση των ορίων αυτής της ιδιαί τερης οπτικής γωνίας, από την οποία κατάφερε άπαξ διά παντός να αποσπαστεί, για να εγκατασταθεί στην οπτική γωνία του κα θολικού. Γι’ αυτό και η ερμηνεία του σπινοζισμού από τον Hegel δεν μπορεί να αναχθεί στην αναζήτηση ενός ολοκληρωμένου νοήμα τος: αν υπάρχει μια «αλήθεια» της διδασκαλίας, η οποία καθιστά καταγέλαστη κάθε απόπειρα εξωτερικής ανασκευής, επειδή μια τέτοια απόπειρα θα αντέτασσε αυθαίρετα στην οπτική γωνία της διδασκαλίας μια άλλη ανεξάρτητη οπτική γωνία, τούτη η αλή θεια είναι συναρτημένη με την πολύ ιδιαίτερη θέση που κατέχει ο Spinoza στη συνολική διαδικασία της ιστορίας της φιλοσοφίας και δεν μπορεί να αποκοπεί από αυτήν. Εφόσον αυτή η οπτική γωνία εννοηθεί εκ των έσω, με βάση την ένταση και τον περιορι σμό που επιβάλλει στον εαυτό της, τότε συνιστά συγχρόνως δικαιολόγηση και ανασκευή του εαυτού της: αν αναχθεί στην εσω τερική κίνησή της, τότε βλέπουμε ότι διαλύεται, την ίδια ακριβώς στιγμή που φτιάχνεται, και μάλιστα με τα ίδια ακριβώς μέσα, δι ότι αυτή η κίνηση την παρασύρει πέρα από τον ίδιο τον εαυτό της. Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα για τον Hegel να «επανέλθει» στον Spinoza, προκειμένου να ανακαλύψει εκεί την αφηρημένη μορφή μιας ολοκληρωμένης, συνεκτικής και αυτόνομης αλήθειας. Τουναντίον, ζητούμενο είναι να καταστεί εμφανής αυ τός ο εμμενής μετασχηματισμός, αυτό το «πέρασμα» που παρα σύρει ήδη το σύστημα προς ένα άλλο σύστημα, και μας προτρέ πει να το διαβάσουμε ως το προσχέδιο ή το σχέδιο ενός νέου νοήματος εν αναμονή, το οποίο δεν έχει ακόμη συναντήσει τις προϋποθέσεις για την επίτευξή του. Κατά συνέπεια, η εγελιανή
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΎ SPINOZA
31
ανάγνωση του Spinoza είναι κατά κάποιον τρόπο διττή: αναζητεί εντός της διδασκαλίας τα σημάδια μιας αλήθειας που αυτοαναγγέλλεται και συγχρόνως ανακαλύπτει την πραγματική μορφή της απουσίας της, τα εμπόδια που αντιτίθενται στην εκδήλωσή της και μας υποχρεώνουν να κάνουμε λόγο γι’ αυτήν μόνο με όρους ελλείψεως. Επομένως, η κατανόηση του σπινοζισμού περνά κατ’ αρχάς από τον προσδιορισμό της αντίφασης επί της οποίας έχει οικοδομηθεί. Όπως θα δούμε, αυτή η αντίφαση είναι άμεσα εμφανής. Είπαμε ότι η βαθύτερη αλήθεια του σπινοζισμού έγκειται στην προσπάθειά του να στοχαστεί το απόλυτο. Ακόμα και αν το εν λόγω πρόβλημα δεν εμφανίζεται στην ιστορία της φιλοσοφίας με τον σπινοζισμό, καθώς υπάρχουν προηγούμενα στα οποία θα αναφερθούμε, εντούτοις αποτελεί για πρώτη φορά το αντικείμε νο μιας ανάπτυξης και μιας απόπειρας για συστηματική επίλυση. Υπάρχει στον Spinoza ένας προσανατολισμός προς μια απόλυτη γνώση και εκείνο που κατά τον Hegel την αντιπροσωπεύει είναι η έννοια της «αιτίας εαυτού» [«causa sui»] που παρέχει σε όλη τη διδασκαλία την ορθολογική βάση της: «Ο πρώτος ορισμός του Spinoza είναι ο ορισμός της causa sui, η οποία συλλαμβάνεται ως αυτό “cujus essentia involvit existentiam” [...], με θεμελιώδη καθορισμό και προϋπόθεση το αδιαχώ ριστο της έννοιας και του είναι».5 Πράγματι, με την causa sui τίθεται εξαρχής η ταυτότητα ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που συλλαμβάνεται νοητικά, ανά μεσα στο είναι και τη σκέψη, που κατά τον Hegel αποτελεί την προϋπόθεση για μια απόλυτη σκέψη, έξω από την οποία δεν υπάρχει τίποτα και η οποία επομένως αναπτύσσεται στο πλαίσιο 5. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, ό.π., § 76, σ. 340.
32
HEGEL H SPINOZA
ενός εμμενούς και καθολικού αναστοχασμού. Καθώς ο Hegel επανέρχεται σε αυτούς τους ορισμούς στην ιστορική παρατήρη ση του βιβλίου II της Λογικής που είναι αφιερωμένη στον Spinoza, μιλά για «αυτές τις τόσο βαθυστόχαστες και τόσο ορθές έννοι ες».6 Ακόμα πιο συγκεκριμένα, στις Παραδόσεις για τον Spinoza αναφέρει: «Αν ο Spinoza είχε αναπτύξει πιο προσεκτικά αυτό που περιέχεται στην causa sui, τότε η υπόστασή του δεν θα ήταν το Ακίνητο (das Starre)». Ως εκ τούτου, η ειδοποιός αντίφαση του σπινοζισμού εμφανίζεται ευθύς αμέσως: η πρώτη του έννοια εμπεριέχει την επαγγελία και την αποτυχία μιας αλήθειας, για την οποία παρέχει μόνο μία οπτική γωνία, στο πλαίσιο μιας ημι τελούς γνώσης. Προτού αποσαφηνίσουμε τι λείπει κατά τον Hegel από την έννοια της causa sui και δεν της επιτρέπει να βγει από τον προσίδιο περιορισμό της, μπορούμε πρώτα να κάνουμε μια παρατήρη ση η οποία ρίχνει φως στο ύφος αυτής της ερμηνείας και κατα δεικνύει την απόσταση στην οποία εξαρχής εγκαθίσταται σε σχέ ση με τη διδασκαλία επί της οποίας εργάζεται. Κατ’ αρχάς, μπο ρούμε να δείξουμε -όπως κάνει ο Μ. Gueroult- ότι η έννοια της causa sui δεν έχει πραγματικά στον Spinoza θεμελιωτική αρχική αξία: δεν αντιπροσωπεύει ένα είδος πρώτης αλήθειας, μια κατα στατική αρχή με την καρτεσιανή έννοια του όρου, με αφετηρία την οποία θα μπορούσε να αναπτυχθεί το σύνολο του συστήμα τος σαν να επρόκειτο για ένα σπέρμα αλήθειας. Η causa sui είναι μια ιδιότητα της υπόστασης και εξηγείται από αυτήν. Δεν τίθεται όμως θέμα, τουλάχιστον για τον Spinoza, να οριστεί οποιοδήποτε πράγμα από κάποια ιδιότητά του· σε μια τέτοια περίπτωση θα υποπίπταμε σε σοβαρή σύγχυση, αφού θα υποτάσσαμε την ουσία του Θεού στη δύναμή του, κάτι που αποτελεί το κλειδί για όλες τις τελοκρατικές θεολογίες που βασίζονται στη φαντασία. Επο6. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière 8c G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 239.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ TOT SPINOZA
33
μένως, μόνο για λόγους ευκολίας, και μόνο ανεντελώς, η υπό σταση ανάγεται στην causa sui, ενώ αντιθέτως η έννοια της causa sui δεν φωτίζεται αληθινά παρά μόνο με βάση την έννοια της υπόστασης: «si res in se sit, sive, u t v u lg o d ic itu r , causa sui» (D e in te llectu s e m e n d a tio n e ). Επομένως, η εξομοίωση της υπόστασης με την causa sui συνιστά μόνο τρόπο του λέγειν .7 Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο: αυτό που ο Hegel προϋποθέτει εδώ δεν είναι τόσο ότι η causa sui συνιστά τη θεμελιώδη έννοια του σπινοζισμού, κάτι που ήδη επιδέχε ται αμφισβήτηση όπως είδαμε μόλις τώρα, όσο ότι ο σπινοζισμός αποδέχεται μια πρώτη έννοια από την οποία εκπορεύεται. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι το εγχείρημα για μια απόλυτη γνώση που σκιαγραφείται από τον Spinoza αναπτύσσεται με αφετηρία ένα απόλυτο ξεκίνημα, και ότι αυτό το απόλυτο ξεκίνημα συνιστά επίσης το αληθινό σημείο εκκίνησης για την ερμηνεία του. Δεν μας εκπλήσσει τότε το γεγονός ότι και ο ίδιος ο Hegel προβαίνει στο εγχείρημα μιας κριτικής του σπινοζισμού: πράγματι, μία από τις κομβικές ιδέες του δικού του συστήματος είναι ότι η απόλυτη γνώση δεν ξεκινά ή μάλλον ότι δεν επιδέχεται απόλυτο ξεκίνη μα· η απειρία της φανερώνεται ακριβώς σε αυτήν την αδυνατότητα ύπαρξης ενός πρώτου ξεκινήματος που θα ήταν επίσης ένα πραγματικό ξεκίνημα ή ένα αληθινό ξεκίνημα. Γι’ αυτό, όποια κι αν είναι η προσίδια αλήθεια της έννοιας της causa sui, ως αυτού «που εδράζεται στον εαυτό του», για να επαναλάβουμε τους όρους του Hegel, το ίδιο το γεγονός ότι προσφέρει ένα ξεκίνημα στο σύστημα του Spinoza είναι αρκετό για να καταδείξει τον πε ριορισμό του εν λόγω συστήματος. Σε αυτό το σημείο, θα μπορούσαμε ίσως να εκπλαγούμε: άρα γε, ο Hegel αγνοεί ότι αυτή η απορία του ξεκινήματος, η οποία θέτει σε κίνηση τη Λ ο γ ικ ή του, αυτή η αδυνατότητα να βασιστεί η άπειρη διαδικασία της γνώσης σε μια πρώτη αλήθεια που θα 7. Μ. Gueroult, Spinoza, τ. I: Dieu, άπ., σ. 41.
34
HEGEL Ή SPINOZA
ήταν το θεμέλιό της ή η καταστατική αρχή της, συνιστά επίσης ένα ουσιώδες δίδαγμα του σπινοζισμού, ότι είναι η βασική έν σταση που ο ίδιος ο Spinoza αντιτάσσει στη φιλοσοφία του Descartes; Ούτως ώστε, μόνο «ut vulgo dicitur», ως τρόπος του λέγειν, η γεωμετρική έκθεση της Η θ ικ ή ς «ξεκινά» με ορισμούς, οι οποίοι εξάλλου δεν αποκτούν πραγματικό νόημα παρά μόνο όταν λειτουργούν στο πλαίσιο αποδείξεων όπου πράγματι παρά γουν αποτελέσματα αλήθειας: είναι σαφές ότι η σπινοζική σκέψη δεν έχει τον άκαμπτο χαρακτήρα μιας κατασκευής η οποία θα στηριζόταν σε μια βάση και θα ωθούσε τις προεκτάσεις της προς ένα καταληκτικό σημείο, με αποτέλεσμα έτσι να περιορίζεται ανάμεσα σε ένα ξεκίνημα και ένα τέλος. Δεν υπακούει στο μο ντέλο της τάξης των λόγων. Ωστόσο, το εκπληκτικό στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τόσο ότι ο Hegel παραγνώρισε μια σημαντική πλευρά του σπινοζισμού -καθένας μπορεί να πλανάται, ακόμα και ο Hegel που ισχυρίζεται εντούτοις ότι ξεφεύγει από αυτήν την κοινή συνθή κη-, όσο το απρόσμενο περιεχόμενο αυτού του σφάλματος. Διό τι εκείνο που δεν είδε ο Hegel στον Spinoza είναι αυτή ακριβώς η νέα αλήθεια, της οποίας την ανακάλυψη διεκδικεί ο ίδιος και την οποία χρησιμοποιεί για να εγγυηθεί την τελική μορφή της φιλο σοφίας του και την επίτευξη της ύστατης πραγμάτωσής της. Ως εκ τούτου, ο Hegel αγνοεί από τον Spinoza εκείνο ακριβώς που θα μπορούσε καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον να αναγνωρί σει, δεδομένου ότι το είχε σκεφτεί ο ίδιος: θα λέγαμε ότι προβαί νει στην απάρνηση εκείνου που μπορεί να είναι εγελιανό στον Spinoza, εκτός αν προσπαθεί να ξορκίσει τον δικό του σπινοζισμό. Αραγε, δεν το κάνει επειδή ακριβώς φοβάται ότι ο Spinoza όχι μόνο ήταν ήδη εγελιανός, αλλά κυρίως ότι ήταν περισσότερο εγελιανός και με τρόπο πιο συνεπή απ’ όσο ήταν ο ίδιος; Διότι τότε προκύπτει κάτι που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό: Η ιστορι κή εξέλιξη, η οποία υποτάσσει αυτό που προηγείται σε εκείνο που έπεται και η οποία οδηγεί διαδοχικά από το ένα στο άλλο, μετά-
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
35
τρέποντας έτσι την τελεολογία σε κλειδί για ολόκληρη τη φιλο σοφία, εκτρέπεται από την αναπόδραστη κατεύθυνσή της. Μετά από αυτές τις παρατηρήσεις, στις οποίες θα χρειαστεί να επανέλθουμε, μπορούμε τώρα να επισημάνουμε τι «λείπει», κατά τον Hegel, από την έννοια της causa sui και εμποδίζει την ανάπτυξή της στον Spinoza. Η causa sui παραμένει μια υποστα σιακή αρχή από την οποία «λείπει η αρχή της προσωπικότητας»:8 συνιστά έτσι μια υπόσταση που δεν μπορεί να γίνει υποκείμενο, από την οποία απουσιάζει αυτός ο ενεργητικός αναστοχασμός που θα της επέτρεπε να τελεστεί ελεύθερα κατά την προσίδια διαδικασία της. Αν ο Spinoza δεν κατάφερε ή δεν μπόρεσε να αναπτύξει την έννοια της causa sui, τούτο συνέβη επειδή αυτή, έτσι όπως την είχε ορίσει, δεν περιείχε παρά μόνο μια αφηρημένη και αδιάφορη ταυτότητα εαυτού προς εαυτόν, όπου ο Εαυτός δεν είναι τίποτε άλλο από αυτό που είναι ήδη στο ξεκίνημά του, χω ρίς να υπάρχει η δυνατότητα για ένα πραγματικό πέρασμα προς τον εαυτό, για μια εμμενή κίνηση που δεν θα ήταν η κίνηση της απλής και καθαρής εξαφάνισής του. Η οπτική γωνία της υπόστα σης εκφράζει το απόλυτο με τον δικό της τρόπο: χωρίς τη ζωή που το διαπνέει και το κάνει να υπάρχει. Πρόκειται για το σταματημένο ή νεκρό πνεύμα που είναι μόνο εαυτός, στο πλαίσιο ενός απαρκτήριου περιορισμού, ο οποίος εξαρχής το καταδικάζει. Κατά συνέπεια, η οπτική γωνία της υπόστασης διατυπώνει αυτή η ίδια τις συνθήκες για την κατατρόπωσή της, την ίδια ακριβώς στιγμή που εκφέρεται: η ακινησία της είναι μόνο φαινο μενική, διότι είναι η πρόσκαιρη ισορροπία που προκύπτει από μια εσωτερική σύγκρουση που είναι αδύνατο να συγκρατηθεί οριστικά. Αν όντως τα όρια του συστήματος είναι πραγματικά για τη σκέψη την οποία παρακωλύουν, από την άλλη είναι επί πλαστα από την οπτική γωνία του απολύτου, επειδή το απόλυτο 8. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière 8c G. Jarczyk, ό.π.
36
HEGEL Ή SPINOZA
αντιτάσσει στη βία που του ασκείται μια ακόμα μεγαλύτερη βία, και παρασύρει το σύστημα πέρα από τα απατηλά όρια που του επιβάλλουν οι συνθήκες της μορφικής συνοχής του. Πρόκειται για εμμενή αρνητικότητα η οποία υπονομεύει εκ των έσω τη δι δασκαλία και την αναγκάζει να διακηρύξει αυτό που εντούτοις αυτή η ίδια αρνείται να πει: εδώ ακριβώς, με τούτη την ομολογία, η υπόσταση γίνεται υποκείμενο. Αφ’ ης στιγμής έχει αποκαλυφθεί τούτη η αρχική αντίφαση, η φιλοσοφία του Spinoza μπορεί να κατανοηθεί απολύτως, αλλά σε αντίστροφη κατεύθυνση από εκείνη την οποία πρεσβεύει. Κα τά τον Hegel, ο λόγος του Spinoza σφραγίζεται καθ’ ολοκληρίαν από αυτό το πεπρωμένο, το οποίο τον καταδικάζει και του δίνει άφεση αμαρτιών, αναγγέλλοντας τόσο την εξαφάνισή του όσο και την ανάστασή του στο ζωντανό σώμα της απόλυτης γνώσης στην οποία εκπληρώνεται. Για να διαβάσουμε στ’ αλήθεια τον Spinoza, πρέπει σύμφωνα με τον Hegel να ανακατασκευάσουμε το οικοδόμημα της γνώσης του, αναδεικνύοντας τις προϋποθέ σεις μιας άλλης γνώσης, της οποίας συνιστά μόνο την ανολο κλήρωτη μορφή ή την προαναγγελθείσα καταστροφή: διότι στον Spinoza, η προσπάθεια να συνδεθεί η γνώση και το απόλυτο ανάγεται αποκλειστικά σε μια επαγγελία που δεν τηρείται.
Μια φιλοσοφία τον ξεκινήματος Όπως είδαμε, η ερμηνεία του Spinoza από τον Hegel προτάσσει την ιδέα του ξεκινήματος. Ως φιλοσοφία που ξεκινά, ο σπινοζισμός συνιστά επίσης στοχασμό περί του ξεκινήματος. Σύμφωνα με μια διατύπωση της Ε γ κ υ κ λ ο π α ίδ ε ια ς , είναι «το θεμελιώδες βά θρο για κάθε κατοπινή αληθινή ανάπτυξη». Και επίσης, στις Π α ρ α δ ό σ ε ις γ ια τ η ν ισ το ρ ία τ η ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς: «Είναι το ουσιώδες ξε κίνημα για κάθε φιλοσοφείν. Όταν ξεκινάμε να φιλοσοφούμε, πρέπει κατ’ αρχάς να είμαστε σπινοζιστές». Συνάπτεται έτσι ο δε
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
37
σμός που ενώνει τη φιλοσοφία του Spinoza με όλους τους στο χασμούς περί ξεκινήματος. Ο Hegel προβαίνει εδώ σε έναν αρκετά παράδοξο συλλογι σμό: παρουσιάζει τον Spinoza ως σημείο εκκίνησης, και δη ως το σημείο εκκίνησης της φιλοσοφίας, και την ίδια στιγμή τον εντάσ σει στη γενεαλογική γραμμή όσων ήξεραν να ξεκινούν αλλά δεν ήξεραν παρά μονάχα αυτό, δίχως η προσπάθειά τους να καταλή γει πραγματικά στην ανακάλυψη του αληθούς: «Βεβαίως, ο Θεός είναι στ’ αλήθεια η αναγκαιότητα ή, όπως θα μπορούσαμε επίσης να πούμε, το απόλυτο Πράγμα, αλλά επίσης είναι συγχρόνως το απόλυτο Πρόσωπο, και ως προς αυτό οφεί λουμε να συμφωνήσουμε ότι η σπινοζική φιλοσοφία έμεινε πίσω από την αληθή έννοια του Θεού, η οποία σχηματίζει το περιεχό μενο της χριστιανικής θρησκευτικής συνείδησης. Ο Spinoza είχε εβραϊκή καταγωγή, και τελικά η ανατολική διαίσθηση κατά την οποία κάθε πεπερασμένο ον εμφανίζεται μόνο ως φευγαλέο ον, ως ον που εξαφανίζεται, βρήκε στη φιλοσοφία του μια έκφραση συμβατή με τη σκέψη. Είναι αλήθεια ότι αυτή η ανατολική διαί σθηση της υποστασιακής ενότητας σχηματίζει το βάθρο για κά θε κατοπινή αληθινή ανάπτυξη, αλλά δεν μπορούμε να μείνουμε εκεί* εξακολουθεί να απουσιάζει από αυτήν η δυτική αρχή της ατομικότητας».9
Επομένως, ο σπινοζισμός είναι συγχρόνως ένα σημείο εκκίνησης και μία κατάληξη* διότι μέσα σε αυτό που ξεκινά πρέπει επίσης να υπάρχει κάτι που τελειώνει. Η μοναδικότητα του σπινοζισμού επιβεβαιώνεται στην προέκταση μιας ολόκληρης παράδοσης της οποίας συνοψίζει τη συνολική κίνηση: εξακολουθεί να κυριαρχεί σε αυτήν, αλλά για τελευταία φορά, η «ανατολική διαίσθηση». 9. G. W. Ε Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, γαλλική μετά φραση B. Bourgeois, ό.π., προσθήκη στην § 151, σ. 584.
38
HEGEL Ή SPINOZA
Το κεφάλαιο από τις Π α ρ α δ ό σ εις γ ια τ η ν ισ το ρ ία τ η ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς που είναι αφιερωμένο στον Spinoza ξεκινάει ως εξής: «Αυτή η βαθιά ενότητα της φιλοσοφίας του, έτσι όπως εκφρά στηκε στην Ευρώπη -το Πνεύμα, η ταυτότητα του απείρου και του πεπερασμένου στον Θεό, ο οποίος δεν εμφανίζεται ως τρί τος όρος-, είναι ένας απόηχος της Ανατολής».
Αυτό ακριβώς προσφέρει σε τούτη τη φιλοσοφία τον αναντικα τάστατο χαρακτήρα της: με αυτήν ολοκληρώνεται ο λόγος περί των απαρχών. Στον Hegel, η Ανατολή είναι η ορατή όψη εκείνου που ξεκινά: αυτή η όψη είναι περισσότερο μυθική και λιγότερο ιστορική, αλ λά ο μύθος δεν είναι άραγε η πιο ενδεδειγμένη μορφή έκθεσης για μια απαρχή; Είναι η στιγμή όπου επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά το απόλυτο, εντός της υπόστασης η οποία αποκλείει την ατομικότητα ενός υποκειμένου: «Στην Ανατολή, η κεφαλαιώδης σχέση είναι η εξής: η μία υπό σταση, ως τέτοια, είναι το αληθές και το άτομο στον εαυτό του δεν έχει αξία και δεν έχει τίποτα να κερδίσει για τον εαυτό του, καθόσον διατηρεί τη θέση του ενάντια σε αυτό που είναι στον εαυτό του και για τον εαυτό του. Τουναντίον, δεν μπορεί να έχει αληθινή αξία παρά μόνο αν εξομοιωθεί με αυτήν την υπόσταση, απ’ όπου προκύπτει ότι η υπόσταση παύει να υπάρχει για το υποκείμενο και ότι το υποκείμενο παύει αυτό το ίδιο να αποτε λεί συνείδηση και αφανίζεται στο ασυνείδητο».10
Η υψηλότητα, η απεραντοσύνη αυτής της αναπαράστασης -η οποία χωράει μεμιάς όλη την πραγματικότητα σε ένα μόνο ον ή 10. G. W. F Hegel, Leçons sur Yhistoire de la philosophie, εισαγωγή, γαλλική μετάφραση J. Gibelin, Gallimard, σειρά Idées, Παρίσι 1970 [1954], τ. II, σ. 74.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
39
σε μία μόνο ιδέα- παραμένει μορφική, διότι συμπίπτει με την κα ταγέλαστη ένδεια των εξωτερικών εκδηλώσεων αυτής της υπό στασης, οι οποίες είναι πραγματικά μόνο κενή εξωτερικότητα: «Το πεπερασμένο δεν μπορεί να γίνει αλήθεια παρά μόνο αν βυ θιστεί μέσα στην υπόσταση· χωρισμένο από αυτήν, παραμένει κενό, φτωχό, καθορισμένο για τον εαυτό του, χωρίς εσωτερι κούς δεσμούς. Και αμέσως μόλις βρίσκουμε σε αυτούς [τους Ανατολίτες] μια πεπερασμένη και καθορισμένη αναπαράσταση, τότε πρόκειται μόνο για εξωτερική και ξερή απαρίθμηση στοι χείων -για κάτι πολύ πληκτικό, κενό, πομπώδες και ανούσιο».11
Έχοντας στοχαστεί το απόλυτο για μία και μοναδική φορά, αυτή η σκέψη δεν μπορεί στη συνέχεια παρά μόνο να απαριθμεί αυ θαίρετα τις εκδηλώσεις του, μεταξύ των οποίων -αν αποκοπούν από την απαρχή τους- δεν εμφανίζεται πλέον καμία αληθινή μορφή ενότητας. Εδώ, η έκκληση σε μια απόλυτη γνώση, που δεν θα είναι μόνο γνώση του απολύτου, πραγματώνεται σε μία άμεση έκσταση, απ’ όπου κάθε συνείδηση έχει κατ’ ανάγκην καταργηθεί: είναι η γνώ ση που πραγματώνεται στη μορφή της ίδιας της άρνησής της. Έτσι, στον ίδιο τον Spinoza, πίσω από τις φαινομενικές όψεις της γεωμετρικής αυστηρότητας, οι οποίες κατά τον Hegel δεν συνιστούν παρά μόνο προσωπείο (μορφή χωρίς περιεχόμενο), επα νεμφανίζεται, για τελευταία φορά, αυτή η άβυσσος ασυνειδησίας η οποία αποκλείει έναν ορθολογικό λόγο: «Όπως στον σπινοζισμό ο τρόπος, ως τέτοιος, είναι ακριβώς το μη αληθές και μόνο η υπόσταση είναι αληθής, και τα πάντα ανά γονται σε αυτήν, ούτως ώστε να προκύπτει μια καταβύθιση κάθε περιεχομένου μέσα στην κενότητα, μέσα σε μια αμιγώς μορφική 11. Σ το ίδ ιο , σ. 76.
40
HEGEL Ή SPINOZA
ενότητα, δίχως περιεχόμενο, έτσι και ο Σίβα είναι εκ νέου το μέγα όλον, που δεν διαφέρει από τον Μπράμα, είναι ο ίδιος ο Μπράμα, με άλλα λόγια η διαφορά και ο καθορισμός εξαφανίζο νται εκ νέου, χωρίς να διατηρούνται, χωρίς να υπερβαίνονται (aufgehoben), και έτσι η ενότητα δεν γίνεται η συγκεκριμένη ενότητα, και ο διχασμός δεν οδηγείται εκ νέου στη συμφιλίωση. Ο ανώτερος σκοπός για τον άνθρωπο που έχει εγκατασταθεί στη σφαίρα της γέννησης και της φθοράς, της τροπικότητας εν γένει, είναι η καταβύθιση μέσα στην ασυνειδησία, η ενότητα με τον Μπράμα, η εκμηδένιση· είναι το ίδιο πράγμα με τη βουδιστική νιρβάνα, τη νιμπάνα κλπ».12 «Είναι το ίδιο πράγμα»: αυτός ο εκπληκτικός ιστορικός συ γκρητισμός είναι για τον Hegel χωρίς όρια, κατά τα φαινόμενα, εφόσον είναι επίσης κατάλληλος για να ρίξει φως σε ορισμένες πλευρές της «δυτικής» σκέψης. Στις Π α ρ α δ ό σ εις γ ια τ η ν ισ το ρ ία τ η ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς , όταν ο Hegel σχολιάζει την περίφημη ρήση του Παρμενίδη για το είναι και το μη είναι, ανακαλύπτει την ίδια συμπαιγνία μιας καθαρής κατά φασης και ενός ριζικού αρνητισμού, που θα εξασφαλίσει την ύστατη διατύπωσή της με τον Spinoza: «Εκεί βρίσκεται ο καθορισμός στη συντομία του, και σε αυτό το μηδέν εμπίπτει η άρνηση εν γένει, και με πιο συγκεκριμένη μορ φή το όριο, το πεπερασμένο, το σύνορο· “omm's determ inatio est negatio ” είναι η μεγάλη αρχή του Spinoza. Σύμφωνα με τον Παρ μενίδη, όποια μορφή κι αν παίρνει το αρνητικό, δεν είναι τίποτε απολύτως». Η εναρκτήρια μορφή της ανατολικής σκέψης εξακολουθεί να 12. G. W. F. Hegel, La Théorie de la mesure, γαλλική μετάφραση A. Doz, PUF, Παρίσι 1970, σ. 22.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
41
στοιχειώνει τη διδασκαλία των Ελεατών, με τους οποίους επίσης ο Spinoza πρέπει να διατηρεί προνομιακή σχέση: το Ένα, ως κα θαρό και άμεσο είναι, συνιστά συγχρόνως διάλυση κάθε καθορι σμένης πραγματικότητας, εξαφάνιση του πεπερασμένου στο άπειρο, κατάργηση κάθε ατομικότητας και κάθε διαφοράς. Και, όπως είχε ήδη επισημάνει ο Πλάτωνας στους τελευταίους διαλό γους του, στηριζόμενος ο ίδιος στην οπτική γωνία μιας διαλεκτι κής, ο λόγος στον οποίο εκφράζεται αυτό το απόλυτο ή αυτή η αρχική ολότητα, στον βαθμό που αποκλείει κάθε αρνητικότητα, στον βαθμό που αρνείται να παραχωρήσει μια ύπαρξη στο μη εί ναι, είναι ένας αδύνατος λόγος. Να σημειώσουμε εν παρόδω ότι στο κεφάλαιο του βιβλίου I της Λ ο γ ικ ή ς για το μέτρο, ο Hegel παρουσιάζει την ίδια συσχέτιση με τον Παρμενίδη, αλλά αυτήν τη φορά για να ανακαλύψει εκεί την ένδειξη μιας διαφοράς: «Ο σπινοζικός τρόπος, όπως και η ινδική αρχή της αλλοίωσης, είναι το άμετρο. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση, αν και με τρόπο ακόμη ασαφή, ότι τα πάντα έχουν ένα μέτρο, σε τέτοιο σημείο που ο ίδιος ο Παρμενίδης, μετά το αφηρημένο είναι εισήγαγε την αναγκαιότητα ως το αρχαίο όριο που επιβάλλεται στα πάντα. Βρίσκουμε εκεί το ξεκίνημα μιας έννοιας αρκετά ανώτε ρης από εκείνη που περιέχει η υπόσταση και η διαφορά της από τον τρόπο».13
Αρα, δεν είναι ίδιο το κάθε ξεκίνημα. Υπάρχουν ξεκινήματα που ξεκινούν περισσότερο από άλλα ξεκινήματα, και αυτά αντιθέτως «ξεκινούν» ήδη να απομακρύνονται από το καθαρό ξεκίνημα. Εντούτοις, ο Spinoza, παρά την αρκετά όψιμη θέση του στη χρο νολογική διαδοχή μεταξύ των φιλοσοφιών, πρέπει να συγκατα λεχθεί μεταξύ εκείνων που ξεκινούν απολύτως, μεταξύ των αλη13. Σ το ίδ ιο , σ. 22-23.
42
HEGEL Ή SPINOZA
θινών πρωτόγονων της σκέψης, και γ ι’ αυτό ακριβώς όταν ζη τούμενο είναι να επισημανθεί η ιδιαιτερότητά του, τότε υπερτε ρεί στον Hegel η ανατολική μεταφορά. Στη βιογραφία του Spinoza που παρουσιάζει ο Hegel στις Πα ραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, επισημαίνει:
«Δεν είναι ασήμαντο το γεγονός ότι ασχολήθηκε με το φως [την οπτική]· διότι το φως είναι μέσα στον υλικό κόσμο (in der Mate rie) η ίδια η απόλυτη ταυτότητα, η οποία συνιστά το θεμέλιο της ανατολικής θεώρησης των πραγμάτων». Αυτό το εναρκτήριο φως είναι το στοιχείο μιας άμεσης σκέψης. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Hegel χρησιμοποιεί την ίδια εικόνα στο πρώτο κεφάλαιο της Λογικής για να αναπαραστήσει τις αυ ταπάτες του καθαρού είναι, που και αυτό επίσης είναι «άμετρο»:
«Συμβαίνει επίσης να αναπαρίσταται το είναι με την εικόνα του καθαρού φωτός, ως η διαύγεια μιας αδιατάρακτης όρασης, ενώ το μηδέν να αναπαρίσταται ως η καθαρή νύχτα, και η διαφορά τους συνδέεται με αυτήν την πασίγνωστη αισθητηριακή διαφο ρετικότητα. Αλλά στην πραγματικότητα, αν αναπαραστήσουμε με ακριβέστερο τρόπο αυτήν την όραση, τότε εύκολα κατανο ούμε ότι στην απόλυτη διαύγεια βλέπουμε τόσα και τόσο λίγα όσα στο απόλυτο σκότος, ότι καθεμιά από αυτές τις οράσεις εί ναι ίδια με την άλλη, καθαρή όραση, μηδενική όραση. Το καθα ρό φως και το καθαρό σκότος είναι δύο κενότητες, οι οποίες εί ναι ένα και το αυτό πράγμα».14 Η ακαθόριστη λάμψη του άμεσου είναι βαθιά σκοτεινή, όπως ακριβώς είναι και η νύχτα: όπως και εκείνη, απορροφά, εξαφανί 14. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. I, σ. 68.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
43
ζει, διαλύει κάθε περίγραμμα, το οποίο θα ήταν για την απειρία της ένα ακόμα όριο. Ομοίως, η αξίωση κάποιου να συλλάβει το είναι στον εαυτό του, στη στιγμιαία ταυτότητα με τον εαυτό του, η οποία δεν θα είχε ακόμη στιγματιστεί από κάποια ετεροσχεσία, ανάγεται αμέσως στην αντίστροφη και μορφικά ίση καθαρότητα ενός απόλυτου μηδενός: πρόκειται για την αντίφαση του ξεκινή ματος η οποία πυροδοτεί κάθε πέρασμα. Από αυτήν την άποψη, θα μπορούσαμε να σχηματίσουμε την εντύπωση ότι το προνομιακό χωρίο της Λ ο γ ικ ή ς όπου ο Hegel θα έπρεπε να επαναλάβει την ερμηνεία του για τον σπινοζισμό είναι αυτό το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου I, όπου το άμεσο αναιρεί αυτό το ίδιο την αυταπάτη του. Και όμως, σε αυ τό το διάσημο κείμενο δεν υπάρχει καμία νύξη στον σπινοζισμό! Επειδή ασφαλώς ο Hegel ήθελε να αποφύγει αυτήν την πολύ εύκολη συσχέτιση που, εννοούμενη κατά γράμμα, θα με τατρεπόταν άνετα σε αμάλγαμα. Όπως έχουμε ήδη σημειώσει, η φιλοσοφία του Spinoza δεν συνιστά ένα ξεκίνημα σαν οποιοδήποτε άλλο: ενώ καθυστερεί συγκριτικά με τους αρχαίους Έλλη νες λόγω της ενδογενούς αμετρίας της, από την άλλη προα ναγγέλλει σε μεγάλο βαθμό τις νεότερες πλευρές της ορθολο γικής σκέψης. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για έναν λόγο θεμελιωδώς αναχρονιστικό και άκαιρο: είναι ένα ξεκίνη μα που δεν βρίσκεται πλέον στο ξεκίνημα, καθώς βρίσκεται ήδη αλλού. Πράγματι είναι αξιοσημείωτο ότι ο Hegel επέλεξε, για να πα ρουσιάσει με συνολικούς όρους την οπτική γωνία της υπόστα σης, το κεφάλαιο για την «ενεργό πραγματικότητα» (die Wirk lichkeit), το οποίο βρίσκεται στο τέλος του δεύτερου μέρους της Λ ο γ ικ ή ς . Πρόκειται για θέση-κλειδί η οποία υποδεικνύει επαρκώς την κομβική σημασία που αποδίδει στον σπινοζισμό ο Hegel, αφού με τον σπινοζισμό κρίνεται το ίδιο το πεπρωμένο της φιλο σοφίας. Διότι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, στη συνάρθρωση του βιβλίου II και του βιβλίου III της Λ ο γ ικ ή ς , διενεργείται το πέρα-
HEGEL Ή SPINOZA
44
σμα από την αντικειμενική λογική στην υποκειμενική λογική. Εί ναι σαφές ότι η οπτική γωνία της υπόστασης αντιπροσωπεύει ένα ψευδές ξεκίνημα, με βάση τη θέση που της εκχωρείται στη συνολική διαδικασία της γνώσης: είναι ένα ξεκίνημα που, αυτό το ίδιο, συνιστά την κατάληξη και τη συγκεφαλαίωση μιας προη γούμενης κίνησης, μιας κίνησης η οποία οδήγησε από τη σκέψη του Είναι στη σκέψη της Ουσίας. Επομένως, μέσα στην υπόστα ση, με τη σπινοζική έννοια, συντελείται και συνοψίζεται ολόκλη ρη η διαδικασία της αντικειμενικής λογικής. Έτσι, κατά τρόπο ανάλογο, η εξέταση της σπινοζικής υπόστα σης είχε ήδη εμφανιστεί εν είδει προσχεδίου στο τέλος ακριβώς του βιβλίου I, στην παράγραφο για την «απόλυτη αδιαφορία», σε αυτήν την εσωτερική συνάρθρωση της αντικειμενικής λογικής που είναι το πέρασμα από το Είναι στην Ουσία: «Όσον αφορά την απόλυτη αδιαφορία, που είναι η θεμελιώδης έννοια της σπινοζικής υπόστασης, μπορούμε επίσης να υπενθυ μίσουμε ότι αυτή η έννοια είναι ο ύστατος καθορισμός τού είναι προτού φτάσει στην ουσία, αλλά ότι ακόμη δεν αγγίζει την ίδια την ουσία».15
Επομένως, ο Spinoza είναι παρών σε όλες τις καμπές της ορθο λογικής σκέψης: ως απόλυτο ξεκίνημα, δεν μπορεί να περιοριστεί στη θέση ενός μόνο ξεκινήματος με αυτά ή τα άλλα χαρακτηρι στικά, αλλά πρέπει να επανεμφανίζεται κάθε φορά που παράγεται κάτι ουσιώδες κατά την ανάπτυξη της ορθολογικής διαδικα σίας. Ο Spinoza στοιχειώνει το εγελιανό σύστημα στην ολότητα της εκδίπλωσής του’ η εμμονή, της οποίας αποτελεί σύμπτωμα, δεν μπορεί να διαλυθεί μονομιάς, αλλά δεν σταματά να επανέρ χεται σε αυτόν τον λόγο ο οποίος δεν ξεμπερδεύει ποτέ στ’ αλή θεια με το δικό του ξεκίνημα. 15. Σ το ίδ ιο , σ. 358.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
45
Η ανακατασκευή του συστήματος Υπάρχουν στο έργο του Hegel πάρα πολλές αναφορές στον Spinoza, οι οποίες συχνά παίρνουν τη μορφή παρενθετικών επι σημάνσεων, περισσότερο ή λιγότερο επακριβών ή λεπτομερών. Ωστόσο, ο Hegel πρότεινε και συνολικές εξηγήσεις του σπινοζικού συστήματος: το κεφάλαιο των Π α ρ α δ ό σ εω ν γ ια τ η ν ισ το ρ ία τη ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς που είναι αφιερωμένο στο σπινοζικό σύστημα παρουσιάζει μια συνεκτική ανάλυσή του, η οποία βασίζεται στη μελέτη του κειμένου. Παρ’ όλα αυτά, θα ξεκινήσουμε εδώ με ένα άλλο σχόλιο, που διατυπώνεται από τον Hegel στο κεφάλαιο του βιβλίου II της Λ ο γ ικ ή ς που είναι αφιερωμένο στο Απόλυτο,16του οποίου το ύφος είναι πολύ διαφορετικό: πρόκειται για μια σφαι ρική ερμηνεία της σπινοζικής διδασκαλίας, η οποία ανάγεται στο γενικό «νόημά» της και απελευθερώνεται από τις λεπτομέρειές της. Από την αρχή του κειμένου, το οποίο εξάλλου δεν κατονο μάζει ρητά τον Spinoza, ο Hegel αποστασιοποιείται και διαχωρί ζεται από τον σπινοζισμό, του οποίου ανασυνθέτει ελεύθερα τον λόγο σύμφωνα με τη λογική της δικής του αντίληψης. Τούτη η βία που ασκείται στο κείμενο ανταποκρίνεται σε έναν συγκεκρι μένο στόχο: επιτρέπει να αποκαλυφθεί η ουσιαστική «κίνηση» του συστήματος, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, δεδομένου ότι ο Hegel προσδιορίζει κυρίως αυτήν τη φιλοσοφία με βάση την έλλειψη οποιασδήποτε εσωτερικής κίνησης. Το ενδιαφέρον αυ τής της φαινομενικά αυθαίρετης ανασυγκρότησης, αυτής της ανακατασκευής, έγκειται στο γεγονός ότι αποκαλύπτει τις βασι κές αρθρώσεις της σπινοζικής σκέψης, έτσι όπως την κατανοεί ο Hegel, απομονώνοντας τις βασικές κατηγορίες της και τοποθε τώντας τις μεν σε σχέση με τις δε. Με βάση αυτήν ακριβώς την 16. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, «L’Essence», τρίτο τμήμα, «L’Ef fectivité», κεφάλαιο 1, «LAbsolu», γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ô.n.y τ. II, σ. 229-245.
46
HEGEL Ή SPINOZA
ερμηνεία, o Hegel παρουσιάζει ακολούθως την κριτική του στον σπινοζισμό, σε μία σημαντική «Ιστορική παρατήρηση» αφιερω μένη στον Spinoza και τον Leibniz, με την οποία ολοκληρώνεται αυτό το κεφάλαιο. Η εν λόγω γενική παρουσίαση είναι εξαιρετι κά ενδιαφέρουσα διότι παρουσιάζει τα στοιχεία που συγκροτούν τη διδασκαλία και αποσαφηνίζει τη συνάρθρωσή τους. Το απόλυτο, που είναι αντικείμενο όλης αυτής της ανάπτυ ξης, χαρακτηρίζεται κατ’ αρχάς από την «απλή και συμπαγή ταυ τότητά του»:1' μοιάζει έγκλειστο στην εσωτερικότητα της υπό στασης, η οποία είναι καθ’ ολοκληρίαν αναδιπλωμένη στον εαυ τό της. Ωστόσο, όπως θα δούμε, υπάρχει μια διαδικασία έκθεσης του απολύτου: είναι η διαδικασία της εξωτερικής εκδήλωσής του, η οποία περνάει από την αρχική επιβεβαίωση του απολύτου ως υπόστασης στην ανάκλασή του σε κατηγορήματα και εν συνε χεία σε τρόπους. Αυτό ακριβώς το «πέρασμα» -που, όπως θα δούμε, διαθέτει μόνο τις φαινομενικές όψεις της κίνησης- οργα νώνει την οπτική γωνία της υπόστασης στην ιδιαίτερη διάταξή της, έτσι όπως εκφράστηκε ιστορικά με το έργο του Spinoza. Θα ακολουθήσουμε αυτήν την ανάπτυξη στα διαδοχικά βήματά της. Αυτή η διαδικασία ξεκινάει με το ίδιο το απόλυτο, που εκτίθε ται άμεσα ως τέτοιο. Η επιχειρηματολογία του Hegel έγκειται στο ότι ανακαλύπτει τη λανθάνουσα αντίφαση η οποία στοιχειώ νει και αποσυνθέτει κρυφά τούτη τη φαινομενική ενότητα. Στην αρχική συγκρότησή του, το απόλυτο παρουσιάζεται ως η αδιαφοροποίητη ταυτότητα -και άρα αδιάφορη για τον εαυτό τηςανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Το απόλυτο που είναι απόλυτο, αποτελεί συγχρόνως ένα υποκείμενο εντός του οποίου έχουν τεθεί όλα τα κατηγορούμενα και ένα υποκείμενο που στε ρείται όλα τα κατηγορούμενα: είναι ένα σημείο εκκίνησης, μια βάση η οποία δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως τέτοια παρά μόνο κατά τη στιγμή που τίποτα δεν έχει ακόμη ανεγερθεί επ’ αυτής 17. Σ το ίδ ιο , σ. 229.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
47
και δεν αποτελεί βάση για τίποτα. Όλος ο συλλογισμός του Hegel κατασκευάζεται εδώ με ένα λογοπαίγνιο το οποίο χρησι μοποιεί ως πρόσχημα την έκφραση «zum Grunde gehen», η οποία σημαίνει «επιστροφή στο θεμέλιο», αλλά σημαίνει επίσης και «πορεία προς την άβυσσο». Η πληρότητα του απολύτου, η οποία είναι έγκλειστη στη ριζική εσωτερικότητα της υπόστασης, είναι η πληρότητα του κενού. Έτσι, η υπόσταση που παρουσιάζεται ως πηγή καθορισμών, συνιστά επίσης αυτή η ίδια ανυπαρξία καθορισμών, επειδή είναι το ακαθόριστο το οποίο προηγείται κάθε καθορισμού και οροθε τεί [conditionne] κάθε καθορισμό. Ιδού η προσίδια αντίφαση της υπόστασης: παρουσιάζεται κατ’ αρχάς, μέσα στην απόλυτη θετικότητά της, ως το πλέον πραγματικό- συγχρόνως όμως, για να εγγυηθεί αυτό το μέγιστο του είναι, χρειάζεται να αποτραβήξει κάθε διάσταση πραγματικότητας από οτιδήποτε δεν είναι αυτή η ίδια και το οποίο τοποθετεί υπό την εξάρτησή της. Καθώς η υπό σταση επιβεβαιώνει καταφατικά την προήγησή της και την υπε ροχή της, τίθεται ως αυτό που είναι, σε σύγκριση με τη φαινομε νικότητα εκείνου που δεν είναι επίσης σε τούτο το ξεκίνημα- εξού και η ουσιωδώς α π ο π ρ α γ μ α τ ο π ο ιη τ ικ ή λειτουργία της, δεδομέ νου ότι εξοβελίζει στην απύθμενη άβυσσο του αρνητικού, το οποίο είναι μόνο αρνητικό, οτιδήποτε δεν συμπίπτει άμεσα με την πρώτη θετικότητά της. Μέσα στην υπόσταση, αυτό που είναι παρουσιάζεται και συγχρόνως ξεγλιστρά: η υπόσταση είναι αυτό που δίνει αλλά και αυτό που αφαιρεί πραγματικότητα. Από την άλλη, η αυτάρκεια της υπόστασης που ορίζεται μέσω του εαυτού της, χωρίς κανέναν καθορισμό, καθιστά ακατανόητο το πέρασμα από το υποκείμενο στα κατηγορούμενα, τη σχέση του θεμελίου με αυτό που θεμελιώνει: οι καθορισμοί οι οποίοι έχουν μια βάση εντός του απολύτου δεν μπορούν να προστεθούν σε αυτό παρά μόνο εκ των υστέρων και εκ των έξω, κατά αυθαί ρετο τρόπο και χωρίς εμμενή ανάπτυξη. Γι’ αυτό ακριβώς η υπό σταση, παρότι αποτελεί αντικείμενο κάθε γνώσης, είναι επίσης
HEGEL Ή SPINOZA
μη γνώσιμη: είναι, αυτή καθ’ εαυτήν, ένα υποκείμενο για το οποίο δεν μπορούμε να επιβεβαιώσουμε τίποτα, εκτός από τον εαυτό του, και η σχέση της με τους καθορισμούς που στηρίζονται σε αυτήν είναι ακατανόητη: λόγω της πλήρους επάρκειας εαυτού που την χαρακτηρίζει, δεν έχει καμία ανάγκη αυτούς τους καθο ρισμούς, οι οποίοι προστίθενται επομένως σε αυτήν χωρίς ανα γκαιότητα και χωρίς λόγο. Επομένως, η υπόσταση ως απόλυτο ξεκίνημα συνιστά επίσης ένα τέλος: έχει ήδη εξαντλήσει κάθε δυνατότητα κίνησης στην πληρότητα του προσίδιου είναι της, από το οποίο δεν λείπει τί ποτα’ ό,τι εγκαινιάζει μέσα της, ευθύς αμέσως ολοκληρώνεται. Είναι ένα ξεκίνημα που δεν ξεκινά τίποτα, όπου το ακίνητο από λυτο συνιστά την απάρνηση κάθε διαδικασίας. Το σύστημα που ξεκινά με την έκθεση του απολύτου βρίσκεται ευθύς αμέσως σταματημένο εντός του απολύτου: καθώς εξαρχής έχει εξασφα λίσει κάθε πραγματικότητα, αδυνατεί πλέον να προοδεύσει. Ωστόσο, η σπινοζική διδασκαλία, στην οποία εμμέσως αναφέρεται αυτή η ανάλυση, δεν αρκείται να υποδεικνύει την πλη ρότητα του απολύτου μέσω ενός αρχικού ορισμού’ παρουσιάζει επίσης την εσωτερική τάξη του, με συνεκτικό τρόπο, αποσαφηνί ζοντας το ορθολογικό περιεχόμενό του. Εντούτοις, η προοδευτι κή πορεία αυτής της έκθεσης δεν μπορεί να είναι παρά μόνο φαι νομενική: στην πραγματικότητα, η μορφική ανάπτυξή της συνιστά φθίνουσα πορεία, εφόσον η άμεση ταυτότητα του απολύτου με τον εαυτό του απαγορεύει κάθε κατοπινή πρόοδο. Η απατηλή «διαδικασία» της υπόστασης, που εγκαινιάζεται με την έκθεση του απολύτου, δεν μπορεί να είναι η κίνηση μιας θετικής συγκρό τησης, δεδομένου ότι τα πάντα έχουν εκ των προτέρων συγκρο τηθεί, αλλά μιας αποκλιμάκωσης η οποία αφαιρεί διαδοχικά από το απόλυτο τα στοιχεία της πραγματικότητάς του, καθώς τα πα ραπέμπει σε εξωγενείς καθορισμούς, που δεν μπορούν πραγματι κά να του προσθέσουν τίποτα αφού αυτό το ίδιο είναι απολύτως αύταρκες.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ ΤΟΥ SPINOZA
49
Αυτή η φθίνουσα πορεία είναι ήδη εμφανής από το πρώτο «πέρασμα» που οδηγεί από την υπόσταση στο κατηγόρημα, δη λαδή από το απόλυτο στο σχετικό. Το απόλυτο που είναι απόλυ το, είναι επίσης εκείνο που δεν είναι παρά μόνο απόλυτο: η πρω ταρχική πληρότητά του είναι επίσης η αναπόδραστη μορφή του περιορισμού του. Η τελειότητα του απολύτου είναι συγχρόνως αυτό ακριβώς που του λείπει για να είναι αληθινά απόλυτο: η ολότητα των καθορισμών που υποχρεώθηκε να αρνηθεί για να επιστρέφει στον εαυτό του, για να είναι μόνο ο εαυτός του. Το απόλυτο που είναι μόνο απόλυτο, συνιστά επίσης μια άρνηση του απολύτου: «Κατά συνέπεια, δεν είναι το απολύτως απόλυτο, αλ λά το απόλυτο σε μια καθοριστικότητα εντός της οποίας είναι απόλυτο».18 Το απόλυτο γίνεται κατηγόρημα, αποκτά καθορι σμούς, αλλά τότε εκτίθεται μέσα σε μια αποδυναμωμένη πραγ ματικότητα. Το κατηγόρημα συνιστά τη δεύτερη στιγμή, τον ενδιάμεσο όρο, της φαινομενικής διαδικασίας του απολύτου που παρουσιά στηκε άμεσα ως απόλυτο κατά το ξεκίνημα, και του οποίου η πρό οδος εμποδίζεται εξαιτίας αυτού ακριβώς του γεγονότος: «Το κα τηγόρημα είναι το απλώς σχετικό απόλυτο»,19ή επίσης το απόλυτο που είναι καθορισμένο μόνο όσον αφορά τη μορφή του. Η υπό σταση που εκφράζεται στα κατηγορήματά της ανακαλύπτοντας ότι είναι ταυτόσημα με αυτήν, είναι το απόλυτο που ανακλάται και που αναστοχάζεται τον εαυτό του καθώς εξωτερικεύεται: επειδή ακριβώς, ως τέτοιο, δεν εμπεριέχει κανέναν καθορισμό, εί ναι ανίκανο για έναν εμμενή αναστοχασμό. Το απόλυτο εξαντλεί ται σε αυτήν την ανάκλαση, διότι έρχεται αντιμέτωπο με τον κα θορισμό του, ο οποίος αντιτίθεται σε αυτό όπως αντιτίθεται το επουσιώδες στο ουσιώδες: αναγνωρίζει σε αυτό μόνο τη ματαιότητά του. Το κατηγόρημα είναι το κατηγορούμενο που ανακλά το 18. Στο ίδιο, σ. 233. 19. Στο ίδιο.
50
HEGEL Ή SPINOZA
υποκείμενο έξω από τον εαυτό του: είναι η αναπαράστασή του, το φαινόμενό του- προσφέρει μόνο μια εικόνα της υπόστασης. Επομένως, το κατηγόρημα είναι μια κενή μορφή, διότι χαρα κτηρίζει την υπόσταση εκ των έξω και όχι κατ’ αναγκαιότητα: το απόλυτο περιορίζεται και αποδυναμώνεται μέσα στο κατηγόρη μα, στον βαθμό που επιβεβαιώνεται ως ταυτόσημο με αυτό. Αυ τός ο περιορισμός, ο οποίος εμφανίζεται αφ’ ης στιγμής στοχαζό μαστε την υπόσταση μέσω ενός κατηγορήματος, ενδυναμώνεται όταν τίθεται μια πολλαπλότητα από κατηγορήματα: μία μόνο μορφή δεν είναι αρκετή για να αναπαραστήσει το απόλυτο, λόγω της εξωτερικότητάς της και της ενδεχομενικότητάς της· γι’ αυτό ακριβώς, το απόλυτο εξαντλείται στην επ’ αόριστον αναζήτηση νέων καθορισμών, που αντιτίθενται οι μεν στους δε (όπως κά νουν για παράδειγμα η σκέψη και η έκταση), διαμέσου των οποί ων επιχειρεί ματαίως να ανακτήσει την πληρότητά του. Στη μορ φή του κατηγορήματος, το άπειρο παίρνει κατ’ ανάγκην τη φαι νομενική όψη της πληθυντικότητας: διαιρείται, σκορπίζεται, χά νεται στην απεριόριστη σειρά εικόνων που προκαλεί η απατηλή κίνηση της εξωτερικής ανάκλασής του. Το πέρασμα από την υπό σταση στο κατηγόρημα συνιστά το γίγνεσθαι-φαινομενικότητα του απολύτου, το οποίο αρχίζει να στοχάζεται την ενότητά του στον θρυμματισμό της καθαρής διαφοράς. Η υπόσταση διαλύεται και ακυρώνεται εντός των κατηγορη μάτων της, καθώς προβάλλεται σε μια συνείδηση που κατ’ ανα γκαιότητα είναι ξένη προς αυτήν. Διότι απαιτείται η παρέμβαση της αφηρημένης νόησης που αποσυνθέτει την ταυτότητα του πε ριεχομένου στις πολλαπλές μορφές του ώστε η ενότητα της υπό στασης να καθορίζεται σε μια διαφορετικότητα μορφών. Απένα ντι στην καθαρή αντικειμενικότητα του απολύτου που είναι μόνο απόλυτο, τίθεται, και αντιτίθεται, η εξωτερική μορφή μιας υπο κειμενικότητας που διανοίγει μια προοπτική, που υποκινεί έναν τρόπο του είναι, που προβάλλει μια φαινομενικότητα. Παρά την αφηρημένη ταυτότητα η οποία συνδέει το κατηγόρημα με την
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ TOT SPINOZA
51
υπόσταση μέσω μιας μορφικής σχέσης με χαρακτηριστικά ανα παράστασης, το κατηγόρημα εννοούμενο ως τέτοιο αποκόπτεται από την υπόσταση και απομακρύνεται από αυτήν ως απλή τροπικότητα: έτσι, έχουμε ήδη «περάσει» από το κατηγόρημα στον τρόπο, ο οποίος αποτελεί την τρίτη στιγμή στη φθίνουσα διαδικασία του απολύτου. Ο τρόπος εξακολουθεί να είναι υπόσταση, αλλά εντός του στοιχείου της απόλυτης εξωτερικότητας: «Ο τρόπος είναι το εκτός εαυτού είναι του απολύτου, η απώλεια του εαυτού στην ποικιλότητα και την ενδεχομενικότητα του είναι».20 Πλέον, το απόλυτο δεν είναι καθόλου ταυτόσημο με τον εαυτό του, έχει χά σει όλη την πραγματικότητά του, έχει ρευστοποιηθεί στην ίδια του τη φαινομενικότητα, στην απεριόριστη γεγονότητα εκείνου το οποίο δεν αποτελεί πλέον αιτία εαυτού. Στο ακρότατο όριο της εκδήλωσής της, όπως η ύστατη ευωδία ενός αρώματος που εξατμίζεται, η υπόσταση έχει εξουθενωθεί, έχει εξαντληθεί σε έναν καταιγισμό από πλευρές οι οποίες την εμφανίζουν καθώς την αποσυνθέτουν, στο πέρας μιας παρουσίασης με αμιγώς αρ νητικό χαρακτήρα. Αντιστρόφως, αν επιστρέφουμε στο απόλυτο, η άμεσα αντιληπτή πραγματικότητα που προκύπτει από την άθροιση όλων αυτών των τρόπων μετατρέπεται σε φαινομενικό τητα, με την πλέον κριτική έννοια του όρου, διότι αυτή η φαινο μενικότητα δεν προσφέρει πλέον για το απόλυτο παρά μια απα τηλή έκφραση στην οποία καταλήγει να εξαφανίζεται το ίδιο το απόλυτο, την ίδια στιγμή που και εκείνη καταβυθίζεται μέσα του. Σε αυτό το σημείο, όπου η πραγματικότητα που εξαρχής εκτέθη κε εντός του απολύτου έχει πλήρως διαλυθεί, ολοκληρώνεται η «κίνηση» της υπόστασης, μια κίνηση ουσιωδώς αρνητική. Στον τρόπο, δεν μένει πλέον τίποτα απ’ ό,τι ήταν δεδομένο στην υπόσταση· δεν μένει πλέον παρά μόνο αυτό το τίποτα στο οποίο αυτοκαταργείται κάθε πραγματικότητα. Σε ένα άλλο κεί20. Σ το ίδ ιο , σ 236.
52
HEGEL Ή SPINOZA
μενο, στην αρχή του τρίτου τμήματος του βιβλίου I της Λ ο γ ικ ή ς , «Το μέτρο», ο Hegel γράφει για τον τρόπο εν γένει: «Αν ο τρίτος όρος εννοούνταν ως απλή εσωτερικότητα, τότε θα ήταν τρόπος. Με αυτήν την έννοια, ο τρίτος όρος δεν συνιστά επιστροφή στον εαυτό, αλλά καθόσον ο δεύτερος όρος είναι η έναρξη της σχέσης με την εξωτερικότητα, μια έξοδος που εξακο λουθεί να σχετίζεται με το αρχέγονο είναι, ο τρίτος όρος είναι η συντελεσμένη ρήξη».21
Διευκρινίζει αμέσως, αναφερόμενος στον Spinoza: «Στον Spinoza, ο τρόπος, μετά την υπόσταση και το κατηγόρη μα, είναι επίσης ο τρίτος όρος· ο Spinoza δηλώνει ότι ισοδυναμεί με τις διαθέσεις της υπόστασης, ή με αυτό που βρίσκεται σε κάτι άλλο, με τη μεσολάβηση του οποίου γίνεται τότε κατανοητό. Αυτός ο τρίτος όρος, σύμφωνα με αυτήν την έννοια, είναι μόνο εξωτερικότητα· όπως έχει άλλωστε αναφερθεί, στον Spinoza εν γένει η επιστροφή στον εαυτό απουσιάζει από την άκαμπτη υποστασιακότητα» .22
Ο «συλλογισμός» που συνδέει την υπόσταση με τις διαθέσεις της διαμέσου των κατηγορημάτων, και ο οποίος συνοψίζει την ουσι αστική σημασία του σπινοζικού συστήματος, είναι κατά τον Hegel ένας αφηρημένος συλλογισμός: περιγράφει όχι την εκπλή ρωση του απολύτου, αλλά μια προοδευτικά βαίνουσα έκπτωση που το απομακρύνει από τον εαυτό του. Με βάση αυτήν τη συνολική ανασυγκρότηση εμφανίζεται κα θαρά ο λόγος που η οπτική γωνία της υπόστασης χαρακτηρίζε 21. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ô.n., τ. I, σ. 291. 22. Στο ίδιο, σ. 292.
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ TOT SPINOZA
53
ται από την ακινησία της. Η κίνηση που θεμελιώνεται με αφετη ρία το απόλυτο, η οποία οδηγεί από την υπόσταση στα κατηγο ρήματα και ακολούθως στους τρόπους, είναι το ακριβώς αντίθε το μιας πραγματικής κίνησης, μιας διαδικασίας συγκρότησης του απολύτου* γι’ αυτό και η ενεργός πραγματικότητα του πραγματι κού δεν δίνεται εκεί παρά μόνο με γελοιογραφικό τρόπο, στον χλευασμό μιας παρακμής. Πρόκειται για τη φθίνουσα κίνηση μι ας διαδοχικής αποκλιμάκωσης η οποία από ένα -εξαρχής δεδο μένο- μέγιστο του είναι οδηγεί στην ολική εξάντλησή του, σε μορφές οι οποίες είναι ολοένα και πιο εξωτερικές προς αυτό, και οι οποίες, αντί να είναι για το απόλυτο τρόποι τού είναι, συνιστούν περισσότερο γι’ αυτό τρόπους του μη είναι. Αυτή η καθο δική κίνηση, έγκλειστη καθώς είναι ανάμεσα σε μια απολύτως θετική απαρχή και ένα οριστικά αρνητικό τέλος μετά το οποίο δεν υπάρχει πλέον τίποτα, είναι το ακριβώς αντίθετο του ορθο λογικού κύκλου, της διαλεκτικής διαδικασίας, την οποία εξάλ λου ο Hegel καθιστά καταστατική αρχή κάθε πραγματικότητας: πρόκειται για μια διαδικασία η οποία, σε αντίθεση με εκείνη που μόλις περιγράψαμε, ανακαλύπτει την ακαθοριστία του ξεκινήμα τος της, τον προσωρινό και φαινομενικό χαρακτήρα του, για να κατευθυνθεί προοδευτικά προς έναν τελικό σκοπό στον οποίο εκπληρώνεται, μέσα από τον ολικό καθορισμό μιας ταυτότητας η οποία δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί καταφατικά παρά μόνο κατά τη στιγμή που πράγματι έχει γίνει ενεργώς πραγματική. Αντιθέτως, η εκδήλωση του απολύτου που είναι μόνο απόλυτο δεν άνοιξε τον δρόμο παρά μόνο στη σαθρή επανεμφάνιση μιας εξα φάνισης, μιας ελάττωσης, μιας απώλειας ταυτότητας, της οποίας η προοδευτική πορεία είναι προφανώς μορφική, εφόσον καθορί ζεται από ένα «αυξανόμενο» έλλειμμα περιεχομένου. Επομένως, η οπτική γωνία της υπόστασης, που διατείνεται ότι αγκαλιάζει ολόκληρη την πραγματικότητα με μία μόνο έννοια, αντιστρέφεται σε μια αρνητική γνώση: το απόλυτο πραγματικό τητας που διεκδικεί η υπόσταση έχει ως αντιστάθμισμα την άρνη
54
HEGEL Ή SPINOZA
ση πραγματικότητας που αποδίδεται σε οτιδήποτε διαφέρει από αυτήν και τη διαδέχεται. Ο καθαρός λόγος του απολύτου ανα πτύσσει πρωτίστως τη θεματική της μειωμένης πραγματικότητας των πραγμάτων, όλων όσων διαφέρουν από αυτό το ίδιο: το γί γνεσθαι του απολύτου δεν μπορεί παρά να το απομακρύνει από την αρχική ακεραιότητά του και να το οδηγεί στον μαρασμό του. Πρόκειται για έναν σκεπτικισμό της υπόστασης που απορροφά ολόκληρη την πραγματικότητα μέσω του φορμαλισμού της: σε αυτήν την περίπτωση, το αρνητικό είναι μόνο η κίνηση αφαίρε σης που οδηγεί σε μια εξαφάνιση, έξω από κάθε πραγματική εργα σία καθορισμού. Αυτό ακριβώς εξηγείται πολύ καλά σε ένα χωρίο στις Π α ρ α δ ό σ εις γ ια τ η ν ισ το ρ ία τ η ς φ ιλ ο σ ο φ ία ς : «Καθώς όλες οι διαφορές και όλοι οι καθορισμοί των πραγμά των και της συνείδησης ανάγονται στην ενότητα της υπόστα σης, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι, στο σπινοζικό σύστημα, τα πάντα εξοβελίζονται στην άβυσσο της εκμηδένισης. Ωστόσο, τίποτα δεν ξαναβγαίνει από εκεί και το επιμέρους στο οποίο αναφέρεται ο Spinoza δεν επανέρχεται και δεν ανακτάται παρά μόνο μέσα στην αναπαράσταση, χωρίς να εξασφαλίζει εκεί τη δικαιολόγησή του. Για να δικαιολογηθεί, θα έπρεπε ο Spinoza να το κάνει να απορρέει από την υπόσταση· αυτή όμως δεν διανοίγεται, δεν φτάνει στη ζωή, στην πνευματικότητα, στη δραστηρι ότητα. [...] Η δυστυχία που επέρχεται σε αυτό το επιμέρους έγκειται στο γεγονός ότι συνιστά απλώς μια τροποποίηση της απόλυτης υπόστασης, χωρίς όμως να δηλώνεται ως τέτοια. ΓΓ αυτό και η στιγμή της αρνητικότητας είναι εκείνο ακριβώς που λείπει από αυτό το ακίνητο και άκαμπτο είναι, του οποίου η μο ναδική λειτουργία είναι να απαλλάσσει κάθε πράγμα από τον καθορισμό του και την ιδιαιτερότητά του, για να το εξοβελίσει στην ενότητα της απόλυτης υπόστασης, όπου αφανίζεται και όπου κάθε ζωή εκφυλίζεται. Ιδού τι μας αφήνει φιλοσοφικά ανι κανοποίητους στον Spinoza».
O HEGEL ΩΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ TOT SPINOZA
55
Το απόλυτο διανοίγεται μόνο ως ένα βάραθρο, όπου καταργούνται όλοι οι καθορισμοί, όπου χάνεται κάθε πραγματικότητα, στην ακατανίκητη άβυσσο του κενού. Επομένως, κατά τον Hegel, η φιλοσοφία του Spinoza είναι μια πλήρως αφηρημένη σκέψη, μέσα στην οποία εξαφανίζεται κάθε κίνηση και τελειώνει κάθε ζωή. Στο τέλος της σύντομης βιογρα φίας του Spinoza που παρουσιάζει ο Hegel στις Π α ρ α δ ό σ εις του, βρίσκουμε την εξής ασυνήθιστη υπόδειξη: «Ο Spinoza απεβίωσε στις 21 Φεβρουάριου 1677, σε ηλικία 44 ετών, από μια φυματίωση που τον ταλαιπωρούσε επί μακρόν -σε συμφωνία εξάλλου με το σύστημά του, στο οποίο επίσης κάθε ιδιαιτερότητα, κάθε μοναδικότητα αφανίζεται μέσα στην ενότη τα της υπόστασης».
Ο σπινοζισμός είναι η φυματική φιλοσοφία, που εξασθενεί προο δευτικά προς την εξαφάνιση κάθε ενεργού πραγματικότητας, καθώς εξουθενώνεται στην επιβεβαίωση ενός απολύτου που δεν μπορεί να το αναπαραστήσει παρά μόνο εκ των έξω, αδρανές και χωρίς ζωή. Μπορεί τότε να θεωρηθεί θεμιτή η ετυμηγορία περί ανεπάρ κειας που εκδόθηκε για την εν λόγω φιλοσοφία και για την οπτι κή γωνία στην οποία βασίζεται. Καθώς συνιστά μια αρνητική σκέψη για ένα αρνητικό που είναι μόνο αρνητικό, δεν διανοίγεται παρά μόνο προς την κατάργηση του περιεχομένου της· επο μένως δεν μπορεί να εκτεθεί παρά μόνο αρνητικά, σύμφωνα με αυτό που της λείπει, την προσίδια ματαιότητά της. Φιλοσοφία που ξεκινάει = φιλοσοφία που εξασθενεί. Η σκέψη, μόνο αν βα δίσει ενάντια σε αυτό το ξεκίνημα, με την εργασία ενός αρνητι κού που δεν θα είναι μόνο αρνητικό, θα μπορέσει να υψωθεί πά νω από την άβυσσο της υπόστασης, για να ανακαλύψει τη συ γκεκριμένη κίνηση του ενεργώς πραγματικού. Πρέπει να ξεκινή σουμε με τον Spinoza, πρέπει να περάσουμε από τον Spinoza, πρέπει να βγούμε από τον Spinoza.
56
HEGEL Ή SPINOZA
Για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να υποβάλουμε τη διδασκαλία στη δοκιμασία μιας κριτικής η οποία πλέον δεν θα στηρίζεται μό νο σε μια σφαιρική ερμηνεία, όπως αυτή που ακολουθήσαμε, αλ λά θα εξετάζει λεπτομερώς την επιχειρηματολογία της. Θα καταδειχθεί τότε η αντίφαση που προσιδιάζει στο περιεχόμενό της. Αυτή η ανάλυση απομονώνει από το σύστημα τρία κρίσιμα ση μεία, τρεις έννοιες, στις οποίες εστιάζει o Hegel την επιχειρημα τολογία του: πρόκειται για το πρόβλημα της απόδειξης (που δη λώνεται με την περίφημη έκφραση «more geométrico»), του ορι σμού των κατηγορημάτων και, τέλος, της διατύπωσης «omnis determinatio est negatio», την οποία o Hegel αποδίδει στον Spinoza και με την οποία συνοψίζει όλο το σύστημά του. Αυτά ακριβώς τα τρία σημεία πρόκειται τώρα να εξετάσουμε.23
23. Η ανατολίζουσα ερμηνεία του σπινοζισμού αποτελεί κοινό τόπο της γερ μανικής φιλοσοφίας. Μπορούμε να διαβάσουμε στο πόνημα του Kant για τον Τελικό σκοπό όλων των πραγμάτων: «Το υπέρτατο αγαθό είναι το μηδέν εκχεόμαστε στην άβυσσο της θείας φύσης· καταβυθιζόμαστε σε αυτήν και η προσωπικότητα αφανίζεται. Για να πά ρουν οι Κινέζοι φιλόσοφοι μια πρώτη γεύση από αυτήν την ευτυχία, κλείνονται σε σκοτεινούς χώρους, υποχρεώνονται να κρατούν κλειστά τα μάτια τους, προ σπαθούν να διαλογιστούν και να αισθανθούν το μηδέν τους. Από εκεί προκύ πτει και ο πανθεϊσμός των Θιβετιανών, και άλλων ανατολικών λαών, και αργό τερα, μέσω μεταφυσικής εξύψωσης, ο σπινοζισμός· πρόκειται για δύο διδασκα λίες στενά προσκολλημένες σε ένα από τα αρχαιότερα συστήματα, το σύστημα της απορροής, σύμφωνα με το οποίο όλες οι ανθρώπινες ψυχές που έχουν βγει από τη θεία φύση καταλήγουν να επιστρέφουν σε αυτήν και να αφομοιώνονται από αυτήν. Όλα αυτά συμβαίνουν, ώστε, με κάθε τίμημα, να μπορέσουν τελικά οι άνθρωποι να απολαύσουν αυτήν την αιώνια ηρεμία που αποτελεί στα μάτια τους το ευτυχές τέλος όλων των πραγμάτων· πρόκειται για μια αντίληψη που δεν είναι τίποτα λιγότερο από την κατάργηση κάθε νοημοσύνης, από την παύ ση κάθε σκέψης» (γαλλική μετάφραση Festugière). Όπως βλέπουμε, ο Hegel δεν επινόησε τίποτα.
II. MORE GEOMETRICO
O Hegel και η μέθοδος Ο Hegel επικρίνει κατ’ αρχάς τον Spinoza για τη θέση που παρα χωρεί στη μέθοδο εντός της φιλοσοφικής γνώσης και επίσης για το ίδιο το περιεχόμενο αυτής της μεθόδου. Κατά τον Hegel, ο Spinoza αποτελεί συνέχεια του Descartes επειδή δανείζεται αποδεικτικές διαδικασίες από τα μαθηματικά, δηλαδή ένα μοντέλο οργάνωσης του ορθολογικού λόγου: με αυ τόν τον τρόπο, υποτάσσει τη φιλοσοφική αλήθεια σε μια μορφι κή εγγύηση προδηλότητας, σε έναν εξωτερικό και αφηρημένο κανόνα. Έτσι, μολονότι ο Spinoza δηλώνει μονιστής επιβεβαιώ νοντας την απόλυτη ενότητα της υπόστασης, από την άλλη επα ναφέρει ένα είδος δυϊσμού, με τον χωρισμό που επιβάλλει εντός της ίδιας της γνώσης ανάμεσα σε μορφή και περιεχόμενο. Από τη μορφική οπτική γωνία της μεθόδου, οι συνθήκες της γνώσης -της οποίας η καθολικότητα καθορίζεται με εντελώς αφηρημένο τρόπο- είναι αδιάφορες προς το αντικείμενό της και μπορούν να οριστούν ανεξάρτητα από αυτό. Ωστόσο, ένας τέτοιος διχασμός παραγνωρίζει την ειδοποιό διάσταση της φιλοσοφικής γνώσης, δηλαδή την ταυτότητα του είναι και του γιγνώσκειν έτσι όπως τελείται εντός της Έννοιας: «Φαινομενικά, η σπινοζική μέθοδος μαθηματικής απόδειξης συνιστά απλώς μια εξωτερική ανεπάρκεια που αφορά μόνο τη μορ φή· πρόκειται όμως για βαθύτερη ανεπάρκεια, η οποία χαρακτη ρίζει συνολικά την οπτική γωνία του σπινοζισμού. Εξαιτίας αυ τής της μεθόδου, παραγνωρίζεται ολοκληρωτικά η φύση της φιλοσοφικής γνώσης και του αντικειμένου της· διότι στο πλαί-
60
HEGEL H SPINOZA
σιο των μαθηματικών, η γνώση και η μέθοδος συνιστούν μόνο μορφική γνώση, η οποία είναι επομένως εντελώς ακατάλληλη για τη φιλοσοφία. Η μαθηματική γνώση εκθέτει την απόδειξη καθώς την εφαρμόζει στο αντικείμενο ως ον και όχι ως αντικεί μενο που συλλαμβάνεται: λείπει επομένως η έννοια· ωστόσο, αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι η έννοια και αυτό που συλλαμβάνεται. Γι’ αυτό και τούτη την έννοια -ως γνώση αυτού που είναι- τη βρίσκουμε μόνο εκ των υστέρων, και δεν εμφανί ζεται στο φιλοσοφικό υποκείμενο- και όμως, με αυτόν τον τρόπο παρουσιάζεται η ειδική μέθοδος της σπινοζικής φιλοσοφίας».1
Η εν λόγω μέθοδος προτάσσει τη μορφική, εξωτερική, αυστηρά ανακλαστική πλευρά του παραγωγικού συλλογισμού, όπως ακριβώς έκανε η αρχαία λογική, της οποίας η οπτική γωνία πα ραμένει κατά τον Hegel επί της ουσίας απαράλλακτη από τον Αριστοτέλη μέχρι τον Descartes: το αληθές διέπεται τότε, στην τάξη της αναπαράστασης, από τις αμοιβαίες σχέσεις που οργα νώνουν τη σύνταξη και τη διαδοχή των προτάσεων, έξω από κά θε πραγματικό καθορισμό, συμφυή στο Υποκείμενο που εκφρά ζεται μέσω αυτών, δηλαδή στην ίδια την Έννοια. Εξαιτίας αυτού του φορμαλισμού, ο οποίος χωρίζει το ενεργώς πραγματικό περι εχόμενο της σκέψης από τις μορφές ανάκλασής του στον λόγο, το σπινοζικό σύστημα εγγράφεται στη σφαίρα της ουσίας, της οποίας αποτελεί κατά κάποιον τρόπο το απόλυτο όριο: γΓ αυτό και ο Hegel αφιερώνει μία μακροσκελή ιστορική παρατήρηση στον σπινοζισμό, στο τέλος ακριβώς του βιβλίου II της Λ ο γ ικ ή ς . Ο Hegel δεν περιορίζεται σε αυτήν την αμφισβήτηση της αρ χής που διέπει τη σπινοζική μέθοδο, αφού δεν αποδέχεται ούτε την ενεργώς πραγματική εκδίπλωσή της. Όπως είδαμε, το στοι χείο που χαρακτηρίζει τη «μέθοδο» είναι ο βερμπαλισμός της, ο 1. G. W. F. Hegel, Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, κεφάλαιο «Spinoza».
MORE GEOMETRICO
61
οποίος ανάγει τις προϋποθέσεις κάθε αλήθειας στη μορφική τά ξη των προτάσεων. Έτσι, η έκθεση της γνώσης παρουσιάζεται με μία διαδοχή αφηρημένων διατυπώσεων, των οποίων η εγκυρότητα πρέπει να θεμελιώνεται στο ξεκίνημά της, στις πρώτες προτά σεις απ’ όπου απορρέει και απ’ όπου τρόπον τινά εξάγεται κάθε αλήθεια: δεν υπάρχει γνώση παρά μόνο σε συνάρτηση με αυτές. Αφού έχει παρουσιάσει το περιεχόμενο των ορισμών που εγκαι νιάζουν τον λόγο της Ηθικές, ο Hegel επισημαίνει: «Ολόκληρη η σπινοζική φιλοσοφία περιέχεται ήδη σε αυτούς τους ορισμούς, παρά τον τελείως μορφικό χαρακτήρα τους· κα τά γενικό τρόπο, η προσίδια ελαττωματικότητα του σπινοζισμού έγκειται στο γεγονός ότι ξεκινά με ορισμούς. Στα μαθη ματικά αποδίδεται αξία σε αυτήν τη διαδικασία, επειδή προχω ρούν με βάση προπαραδοχές, όπως το σημείο, η γραμμή κλπ· στη φιλοσοφία όμως, το περιεχόμενο είναι εκείνο που πρέπει να αναγνωριστεί, στον βαθμό που είναι στον εαυτό του και για τον εαυτό του. Μπορούμε τη μία ή την άλλη στιγμή να ανα γνωρίσουμε ως ορθό έναν ονομαστικό ορισμό, ούτως ώστε η λέξη “υπόσταση” να ταιριάζει στην αναπαράσταση που παρέχει ο ορισμός της· είναι όμως τελείως άλλη υπόθεση το κατά πόσο το περιεχόμενο που υποδεικνύει είναι αληθές, στον εαυτό του και για τον εαυτό του. Ένα τέτοιο ερώτημα ουδόλως αντιμετω πίζεται μέσω γεωμετρικών προτάσεων, εντούτοις είναι το βασι κό πράγμα για έναν φιλοσοφικό στοχασμό. Και αυτό ακριβώς δεν έκανε ο Spinoza. Στους ορισμούς που θέτει στην αρχή, εξη γεί μόνο απλές σκέψεις και τις παρουσιάζει σαν κάτι συγκεκρι μένο· αντ’ αυτού θα έπρεπε επίσης να ερευνήσει αν είναι αληθές το περιεχόμενό τους. Φαινομενικά, αυτό που δίνεται είναι μόνο η εξήγηση της λέξης· σημασία έχει όμως το περιεχόμενο που υπάρχει σε αυτήν. Αρκεί οποιοδήποτε άλλο περιεχόμενο να συνδεθεί με αυτό για να εδραιωθεί με τη μεσολάβησή του· γι’ αυτό, από τούτο το πρώτο περιεχόμενο εξαρτώνται όλα τα υπό-
HEGEL H SPINOZA
62
λοιπά, διότι δίνεται ως το θεμέλιο από το οποίο απορρέει κάθε αναγκαιότητα».2
Διατυπώνεται εκ νέου εδώ η θεμελιώδης ένσταση του Hegel κα τά της αξίωσης να υποταχθεί η γνώση στον προκαταρκτικό όρο ενός απόλυτου ξεκινήματος: η γνώση που προκύπτει από ένα τέ τοιο διάβημα είναι αμιγώς σχετική. Οι πρώτες προτάσεις, λόγου χάρη οι ορισμοί, που επιχειρούν να προσδιορίσουν το νόημα των εννοιών και να ρυθμίσουν τη λειτουργία τους, παρουσιάζονται ως πηγές αλήθειας, από τις οποίες εξαρτάται κάθε κατοπινή γνώ ση, διότι συνιστά απλώς την αποσαφήνιση αυτού που εξαρχής δίνεται σε αυτές τις πρώτες προτάσεις· το παράδοξο είναι ότι η αλήθεια αυτών των προτάσεων, από τις οποίες εξαρτάται όλη η συνέχεια, φαίνεται να μην συνιστά ερώτημα, επειδή ακριβώς έχει εγκαθιδρυθεί εξαρχής, συνεπώς χωρίς κανέναν προκαταρκτικό όρο. Ωστόσο, η πράξη που θέτει αυτήν την αρχική αλήθεια δεν μπορεί να είναι παρά μια μορφική απόφαση, της οποίας το περι εχόμενο παραμένει απλώς λεκτικό: η προσφυγή στο κριτήριο της προδηλότητας παρέχει σε αυτήν τη διαδικασία μια αυθαίρετη και αφηρημένη εγγύηση, με ουσιωδώς σχετική αξία, η οποία «θεμε λιώνει» την εξωγενή τάξη των προτάσεων και διασφαλίζει τη συ νοχή τους, χωρίς όμως να καθορίζει το περιεχόμενό τους, δηλα δή την αλήθεια τους. Αυτές οι ενστάσεις επικαλούνται κάτι πολύ οικείο σε κάθε αναγνώστη του Hegel. Παραπέμπουν στην απαίτηση, την οποία διαρκώς επιβεβαιώνει εκ νέου ο Hegel, για μια νέα λογική, που δεν θα είναι πλέον μια λογική της αναπαράστασης και των μορ φικών προϋποθέσεων της οργάνωσής της, αλλά μια λογική του ίδιου του περιεχομένου* μία τέτοια λογική δεν αφορά πλέον μό νο, ούτε κατ’ αρχάς, τη μορφική άσκηση της σκέψης, αλλά εκθέ τει την ενεργώς πραγματική κίνηση της Έννοιας και την ανα 2. Στο ίδιο.
MORE GEOMETRICO
63
γκαιότητα αυτού του καθορισμού που η ίδια παρέχει στον εαυτό της, κατά την εμμενή δραστηριότητά της: «Αυτή η αντικειμενική σκέψη είναι τότε το περιεχόμενο της κα θαρής επιστήμης. Συνεπώς, όχι μόνο αυτή η επιστήμη δεν είναι μορφική, όχι μόνο δεν στερείται την ύλη που απαιτείται για μια πραγματική ή αληθή γνώση, αλλά το περιεχόμενό της είναι το απολύτως αληθές ή, αν προτιμά κανείς να χρησιμοποιεί τη λέξη ύλη, το περιεχόμενό της συγκροτεί την αληθινή ύλη, αλλά μία ύλη για την οποία η μορφή δεν είναι κάτι το εξωτερικό, μία ύλη που, αυτή η ίδια, είναι μάλλον η καθαρή σκέψη και ως εκ τούτου η απόλυτη μορφή».3
Από αυτήν την άποψη, ακυρώνεται το ίδιο το σχέδιο για μια με θοδολογία της γνώσης. Για παράδειγμα, η Λογική του Αριστοτέ λη, κατά τον Hegel, συνιστά απλώς εμπειρική περιγραφή, κατ’ ανάγκην επεξεργασμένη εκ των υστέρων, του διαβήματος της γνώσης το οποίο ανάγει συστηματικά στη λειτουργία κανόνων και διαδικασιών εξωτερικών προς κάθε περιεχόμενο: «Ζητούμενο στο εσωτερικό αυτής της επιστήμης είναι να μά θουμε να γνωρίζουμε το διάβημα της πεπερασμένης σκέψης, και η επιστήμη θεωρείται ακριβής αν αντιστοιχεί στο προϋποτιθέμε νο αντικείμενό της».4
Μια μεθοδολογία προϋποθέτει το αντικείμενό της, ως ένα εξω τερικό δεδομένο που το βρίσκει έτοιμο μπροστά της, επειδή είναι ανίκανη να το κατασκευάσει. ΓΓ αυτό ακριβώς, καθώς η μέθοδος
3. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, εισαγωγή στη δεύτερη έκδοση, γαλλική μετάφραση S. Jankélévitch, ό.π., τ. I, σ. 35. 4. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, πρώτο μέρος, προσθήκη στην § 20, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π., σ. 421.
64
HEGEL H SPINOZA
παραμένει αδιάφορη για την πραγματική κίνηση του περιεχομέ νου, ή του ίδιου του πράγματος, δεν μπορεί να αναγνωριστεί ως αληθής στον εαυτό της, αλλά μόνο επειδή επαληθεύεται στο επί πεδο της εφαρμογής της. Δεν είναι η Γνώση, ούτε καν μια γνώση, αλλά μόνο μια κατά το μάλλον ή ήττον αποτελεσματική τεχνο λογία της γνώσης. Φαίνεται τότε καταγέλαστη η φιλοδοξία της να οροθετήσει την ίδια την αλήθεια, να καθοδηγήσει τη γνώση στη σωστή κατεύθυνση που ορίζει η υποταγή στις μορφικές δια δικασίες της: «Συνεπώς, η πράξη με την οποία συνάγονται οι αποκαλούμενοι κανόνες ή νόμοι, και κυρίως ο συλλογισμός, δεν αξίζει κάτι παραπάνω από έναν χειρισμό ράβδων με άνισο μήκος προκειμένου να ταξινομηθούν και να συνδυαστούν με βάση το μέγε θος τους· δεν αξίζει κάτι παραπάνω από εκείνο το παιχνίδι που παίζουν τα παιδιά, όταν, από εικόνες κομμένες με διάφορους τρόπους, ψάχνουν τα κομμάτια που ταιριάζουν μεταξύ τους. Καθόλου άδικα κάποιοι έχουν εξομοιώσει αυτό το σκέπτεσθαι με το υπολογίζειν, όπως και το υπολογίζειν με αυτό το σκέπτε σθαι».5
Κατά τον Hegel, οι αποδείξεις της Η θ ικ ή ς είναι άραγε κάτι δια φορετικό από μια τέτοια επουσιώδη τακτοποίηση διάσπαρτων στοιχείων, και κατ’ ανάγκην ημιτελών, μιας αλήθειας η οποία δεν μπορεί ως τέτοια να συλληφθεί σε αυτά, με όρους αναγκαιότη τας και ολότητας; Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει μέθοδος που θα προϋπήρχε της άσκησης της σκέψης και η οποία θα μπορούσε να μελετηθεί αυ τή καθ’ εαυτήν, ώστε κάποιος να ξεκινήσει: δεν υπάρχει «λόγος περί της μεθόδου» που να προηγείται των «δοκιμών αυτής της 5. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, εισαγωγή στην πρώτη έκδοση, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ο.π., τ. I, σ. 23.
MORE GEOMETRICO
65
μεθόδου». Διότι ένας τέτοιος λόγος θα ήταν μόνο η αναδρομική καρικατούρα μιας ενεργώς πραγματικής επιστήμης, της οποίας η ήδη πραγματικά συντελεσμένη κίνηση θα ανακλώνταν απλώς στην ψευδαίσθηση μιας γενικής μορφής της γνώσης. Αν μπο ρούμε ακόμα να μιλάμε για μέθοδο, κάτι τέτοιο προϋποθέτει να έχουμε ξεκαθαρίσει ότι αυτή είναι αδιαχώριστη από τη γνώση εντός της οποίας συντελείται, ότι δηλαδή δεν έρχεται ούτε πριν ούτε μετά από αυτήν, αλλά μαζί με αυτήν: «Η μέθοδος είναι απλώς το οικοδόμημα του Όλου, παρουσια σμένο στην καθαρή ουσιότητά του».6 Η μέθοδος δεν συνοψίζει την πλήρη ανάπτυξη της γνώσης στη μορφική προϋπόθεση ενός αρχικού κανόνα: δεν είναι τίποτε άλ λο από αυτήν την ίδια την ανάπτυξη, νοούμενη στη συγκεκριμέ νη αναγκαιότητά της, ενόσω πραγματοποιείται. Αυτό ακριβώς επιτρέπει στον Hegel να προσθέσει: «Εξετάζοντας τι υπερίσχυσε σε αυτό το ζήτημα μέχρι τώρα, πρέ πει να έχουμε επίγνωση ότι το σύστημα των αναπαραστάσεων που αναφέρεται στη φιλοσοφική μέθοδο ανήκει σε έναν περα σμένο πολιτισμό».7 Διότι η μέθοδος δεν έχει πλέον αξία έξω από τη γνώση που την πραγματοποιεί: «Στην έκθεση της λογικής εναπόκειται να δώσει περισσότερες διευκρινίσεις για το μόνο πράγμα στο οποίο μπορεί να συνίσταται η αληθινή μέθοδος της φιλοσοφικής επιστήμης· διότι η μέ
6. G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménologie de l'esprit, γαλλική μετά φραση J. Hyppolite, Aubier Montaigne, Παρίσι 1966, σ. 111. 7. Στο ίδιο.
66
HEGEL Ή SPINOZA
θοδος είναι η συνείδηση σχετικά με τη μορφή της εσωτερικής αυτοκίνησής της».8 Δεν είναι τίποτε άλλο από την αυτογνωσία της γνώσης, η οποία αναγνωρίζει τον εαυτό της όπως ακριβώς είναι στη διαδικασία κατά την οποία τελείται. Συνεπώς, η «μέθοδος», στον βαθμό που αυτή η λέξη εξακο λουθεί να διατηρεί κάποιο νόημα, έχασε κάθε μορφικό και αφηρημένο χαρακτήρα, εφόσον «δεν διαφέρει σε τίποτα από το αντικείμενό της και από το περιε χόμενό του».9 Δεν είναι πλέον «μία» μέθοδος, δηλαδή μία συνταγή για να γνω ρίσουμε, αλλά η ίδια η γνώση που ανακλάται στο αντικείμενό της και στοχάζεται εαυτόν ως το ίδιο το αντικείμενό της: «Ως εκ τούτου, η μέθοδος δεν είναι πλέον μια εξωτερική μορ φή, αλλά η ψυχή και η έννοια του περιεχομένου, από το οποίο δεν διαφέρει παρά μόνο καθόσον οι στιγμές της έννοιας έρχο νται επίσης στον εαυτό τους, στο πλαίσιο του καθορισμένου χαρακτήρα τους, να εμφανιστούν ως η ολότητα της έννοιας. Αυτός ο καθορισμένος χαρακτήρας ή το περιεχόμενο οδηγεί ται μαζί με τη μορφή πίσω στην ιδέα, και τότε η ιδέα παρουσι άζεται ως μια συστηματική ολότητα που δεν είναι παρά μία Ιδέα, της οποίας οι επιμέρους στιγμές είναι επίσης στον εαυτό τους η ίδια η ιδέα, ενώ μέσω της διαλεκτικής της έννοιας φέρ νουν στο φως το απλό δι’ εαυτόν-είναι της ιδέας. Έτσι, η επι στήμη καταλήγει να συλλαμβάνει την έννοια του εαυτού της
8. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, εισαγωγή στην πρώτη έκδοση, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό./r., σ. 24. 9. Στο ίδιο, σ. 26.
MORE GEOMETRICO
67
ως την έννοια της καθαρής ιδέας για την οποία είναι η ιδέα».101 Η έκθεση της μεθόδου συμπίπτει με την εκτύλιξη της γνώσης, της οποίας την κίνηση εκφράζει με όρους ολότητας, ως ολότητα: δεν εγκαινιάζει τη διαδικασία της γνώσης, με την πράξη μιας αρ χικής θεμελίωσης, αλλά σχηματίζει την κατάληξή της, με μια τε λική ανακεφαλαίωση αυτού που συντελέστηκε. Είναι σαφές ότι για τον Hegel η κατηγορία της μεθόδου έχει χάσει κάθε αυτόνο μη σημασία: για να διατηρηθεί, χρειάστηκε να αλλοιωθεί πλήρως η φιλοσοφική αξία της. Ωστόσο, όταν ο Hegel εξετάζει την έννοια της μεθόδου, και το σχέδιο μιας φιλοσοφικής μεθόδου, το κάνει μόνο σε συνάρτη ση με τη λειτουργία της μεθόδου στα μαθηματικά. Το προνόμιο που αποδίδεται στη μέθοδο κατά την εκδίπλωση της γνωσιακής διαδικασίας και κατά την εκδίπλωση των αληθειών πηγάζει αν όχι από τα ίδια τα μαθηματικά, τουλάχιστον από την ιδέα ή την προκατάληψη ότι προσφέρουν ένα καθολικά έγκυρο μοντέλο συλλογισμού. Ενα σταθερό θέμα στον Hegel είναι ότι τα μαθημα τικά δεν μπορούν πλέον να διεκδικούν αυτήν τη ρυθμιστική λ ει τουργία στην εργασία της γνώσης: «Δεν είναι δύσκολο να αντιληφθούμε ότι ο τρόπος να προτεί νουμε μια πρόταση, να επικαλούμαστε λόγους προς επίρρωσή της, και ομοίως να ανασκευάζουμε την αντίθετη πρόταση, επι καλούμενοι κάποιους λόγους, δεν είναι η μορφή με την οποία μπορεί να εμφανιστεί η αλήθεια. Η αλήθεια είναι η κίνηση του εαυτού της μέσα στον εαυτό της, ενώ αυτή η μέθοδος είναι η γνώση που είναι εξωτερική προς την ύλη. Γι’ αυτό ακριβώς προ σιδιάζει στα μαθηματικά και σ’ αυτά πρέπει να μείνει».11 10. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, γαλλική μετά φραση B. Bourgeois, ό.π., § 243, σ. 463. 11. G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménologie de l’esprit, ό.π., σ. 113.
68
HEGEL Ή SPINOZA
Αν η γνώση είναι μια διαδικασία κατ’ αναγκαιότητα καθορισμέ νη, ωστόσο δεν καθορίζεται πλέον από τη συμφωνία της με μια μορφική τάξη λόγων, η οποία διέπει μια ακολουθία προτάσεων: η φιλοσοφία, ως κίνηση αυτοπαραγωγής της έννοιας, έπαψε να υπόκειται στο ιδεώδες ενός ακριβούς παραγωγικού συλλογι σμού. Αν όμως η φιλοσοφία θεώρησε, σε μια προηγούμενη περίοδο της ιστορίας της, ότι οφείλει να υποκύψει σε μια τέτοια υποχρέ ωση, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι πραγματικά υπάρχει κάτι κοινό ανάμεσα σε αυτήν και τα μαθηματικά. Μοιράζονται το σχέδιο ενός καθορισμού του πραγματικού από τη σκέψη, στο πλαίσιο μιας γνώσης που θα διαθέτει την αξιοπρέπεια του γενι κού. Ωστόσο, αυτό το κοινό στοιχείο είναι επουσιώδες διότι πα ραμένει εξωτερικό προς το περιεχόμενο της γνώσης και συνίσταται μόνο σε έναν αφηρημένο στοχασμό: «Η επιστημονική παιδεία και η φιλοσοφία μοιράζονται το μορ φικό στοιχείο».12 Γι’ αυτό ανάμεσα στη μαθηματική αλήθεια και την αλήθεια της φιλοσοφίας δεν μπορεί να υπάρχει παρά μόνο επιφανειακή ομοι ότητα. Μένει τότε να εξεταστεί τι είναι εκείνο που κατέστησε θε μιτή τη σύγχυση υπό την οποία συνενώθηκαν, ακριβώς κατά την εποχή του Spinoza: κατά τον Hegel, είναι ένας αυστηρά συγκυρι ακός λόγος, ο οποίος, επομένως, χάνει κάθε αξία σε οποιαδήποτε άλλη ιστορική στιγμή. Σε μια περίοδο κατά την οποία το εγχεί ρημα της γνώσης παρεμποδιζόταν και συνθλιβόταν από την άθραυστη αυθεντία ενός δόγματος, ο μαθηματικός συλλογισμός φάνηκε να αποτελεί το ισχυρότερο όπλο στην αμυντική πάλη εναντίον αυτής της καταπίεσης: στο πλευρό της φιλοσοφίας, και 12. G. W. F. Hegel, Leçons sur l’histoire de la philosophie, εισαγωγή, γαλλική μετάφραση J. Gibelin, Gallimard, σειρά «Idées», Παρίσι 1970, τ. I, σ. 183.
MORE GEOMETRICO
69
στο πλαίσιο μιας κοινής κίνησης, αντιπροσώπευε την ίδια προ σπάθεια να «σκέφτεται κανείς από μόνος του»,13 μακριά από κάθε εξωτερικό εξαναγκασμό. Ωστόσο, εκείνη η περίοδος έχει παρέλθει: μαζί με την παντοδυναμία του δόγματος εξέλιπε και η ανα γκαιότητα να σχηματιστούν συμβιβασμοί εναντίον του, οι οποίοι έξω από αυτήν την περίσταση γίνονται γρήγορα αμφίσημοι. Αντιθέτως, τη στιγμή κατά την οποία γράφει ο Hegel, στιγμή μιας ελεύθερης σκέψης που φτάνει μέχρι το άκρο της πράξης πραγμάτωσής της, με τα δικά της μέσα, υπερισχύει το στοιχείο που διαχωρίζει τη φιλοσοφία από τα μαθηματικά, με τα οποία μόνο πολύ προσωρινά είχε συμμαχήσει. Η εν λόγω διαφορά συμπίπτει επί της ουσίας με τη διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε μια επιστήμη του πεπερασμένου και σε μια επιστήμη του απείρου: είναι σαφές ότι σε αυτές τις δύο περι πτώσεις η λέξη «επιστήμη» δηλώνει αρκούντως διαφορετικές πραγματικότητες -αφενός μια αφηρημένη γνώση, που βρίσκει το αντικείμενό της πάντοτε με όρους εξωτερικότητας, αφετέρου μια συγκεκριμένη γνώση που συνιστά περιεχόμενο του εαυτού της και τελείται τότε με όρους απολύτου. Αν η νόηση -η οποία είναι ο κατεξοχήν τόπος όπου το να γνωρίζουμε και το να αναπαριστούμε είναι μορφικά ταυτόσημα- συνιστά έναν αναγκαίο καθορισμό της ορθολογικής σκέψης, μια στιγμή που έχει τη θέση της στη συνολική διαδικασία της γνώσης, από την άλλη υπάρχει ακριβώς χάρη στον περιορισμό που την τοποθετεί κάπου μέσα σε αυτήν την εκδίπλωση· και η οπτική γωνία που της αντιστοιχεί δεν έχει άλλη αξία παρά μόνο σε συνάρτηση με αυτήν την ιδιαί τερη θέση, κάτι που είναι αρκετό για να της αρνηθεί κανείς αυτό το δικαίωμα στην καθολικότητα που ωστόσο διεκδικεί. Η επιχειρηματολογία που επιτρέπει στον Hegel να επαναφέ ρει τα μαθηματικά στη θέση τους παρουσιάζεται με τη σαφέστε ρη μορφή της σε ένα πασίγνωστο χωρίο από τον Πρόλογο της 13. Στο ίδιο, σ. 193.
70
HEGEL H SPINOZA
Φαινομενολογίας, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί αρκετές φο ρές. Με αρκετά εντυπωσιακό τρόπο σε αυτό το κείμενο ο Hegel προβαίνει σε ένα αμάλγαμα ανάμεσα στις μαθηματικές αλήθειες και τις ιστορικές αλήθειες, ανάγοντας και τις δύο σε εμπειρικές αλήθειες, χαρακτηριστικές του «δογματικού τρόπου του σκέπτεσθαι», ο οποίος χωρίζει άπαξ διά παντός το αληθές από το ψευ δές: «Σε τέτοια ερωτήματα, όπως “πότε γεννήθηκε ο Καίσαρας;”, “σε πόσα πόδια ανερχόταν ένα στάδιο και ποιο;”, πρέπει να δίνουμε σαφή απάντηση, ομοίως όπως είναι αληθές κατά τρόπο ακριβή ότι το τετράγωνο της υποτείνουσας ισούται με το άθροισμα των τετραγώνων των δύο άλλων πλευρών του ορθογώνιου τριγώ νου. Η φύση όμως μιας λεγάμενης αλήθειας σαν αυτή διαφέρει από τη φύση των φιλοσοφικών αληθειών».14 Αυτή η συσχέτιση είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστική, επειδή δείχνει ότι ο Hegel επιτίθεται στα μαθηματικά τόσο από την πλευρά του φορμαλισμού τους όσο και από την πλευρά του εμπειρισμού τους, διότι πρόκειται για ουσιωδώς συγκλίνουσες τάσεις: η αφαί ρεση δεν μας απομακρύνει από το άμεσο, αλλά αντιθέτως μας κρατά καθηλωμένους σε αυτό. Όπως γράφει ο G. Lebrun στο ωραίο βιβλίο του για τον Hegel: «Το δράμα για τη σκέψη της νόησης έγκειται στο γεγονός ότι αποκόπτεται από το αισθητό, ενώ την ίδια στιγμή συνεχίζει να λειτουργεί με την ίδια αφέλεια και δίχως να θέτει σε αμφισβήτη ση τις αναπαραστάσεις που προέρχονται από τη συναναστροφή με το αισθητό (τον “χρόνο” λόγου χάρη)».15
14. G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménologie de l'esprit, ό.π., σ. 95. 15. Gérard Lebrun, La patience du Concept, Gallimard, Παρίσι 1972, σ. 78.
MORE GEOMETRICO
71
Κατά τον Hegel, η εν λόγω μαθηματική «αφέλεια» εξηγείται από το γεγονός ότι ο μορφικός συλλογισμός δεν μπορεί να παράγει το αντικείμενό του. Πρέπει λοιπόν αυτό το αντικείμενο να του έχει δοθεί, να υπάρχει έξω από την κίνηση με την οποία το στο χάζεται* έτσι, στην πραγματικότητα, το αντικείμενο προϋποτίθε ται, ακριβώς όπως και οτιδήποτε κατά την κοινή συνείδηση ανή κει στην εμπειρία. Το αντικείμενο απλώς αναπαρίσταται στη νό ηση, η οποία παραμένει εξωτερική προς αυτό: «Η κίνηση της μαθηματικής απόδειξης δεν ανήκει σε αυτό που είναι το αντικείμενο, αλλά είναι μια διεργασία εξωτερική προς το πράγμα».16 Επομένως, η μορφή και το περιεχόμενο υπάρχουν με τρόπο κατ’ αναγκαιότητα πεπερασμένο, επειδή ακριβώς είναι ξένα μεταξύ τους. Αυτή η περατότητα δεν χαρακτηρίζει μόνο τη σχέση ανάμεσα στον μαθηματικό συλλογισμό και το περιεχόμενο που εξετάζει, αλλά σφραγίζει και την ίδια τη μορφή του: πίσω από τη φαινομε νικά αμείλικτη πρόοδο μιας μη αναστρέψιμης και εξαναγκαστι κής τάξης αποδείξεων, ο Hegel εντοπίζει μια αποδιαρθρωμένη ακολουθία από ανεξάρτητα στοιχεία που απλώς προστίθενται τα μεν στα δε, χωρίς πραγματική επικοινωνία και χωρίς αναγκαιό τητα. Γι’ αυτό ακριβώς μια τέτοια απόδειξη παρουσιάζει απλώς την καρικατούρα μιας ελεύθερης σκέψης, την αυταπάτη μιας γνώσης εν κινήσει: η τεκμηρίωση κατασκευάζεται μόνο με βάση περατωμένες διεργασίες, πραγματοποιημένες σε προτάσεις οι οποίες συνδυάζονται, διατάσσονται και παρατάσσονται με τε χνητό τρόπο (βλ. τη μεταφορά του παζλ, που αναφέρθηκε ήδη), ούτως ώστε να εξασφαλίσουν προσωρινά την πεποίθηση, δηλα δή την προσχώρηση ενός «υποκειμένου» που κατακλύζεται από 16. G. W. F. Hegel, ό.π., σ. 99.
HEGEL Ή SPINOZA
72
το συναίσθημα της προδηλότητας, καθώς υποτάσσεται στη διερ γασία του χειραγωγούντος «υποκειμένου», το οποίο του επιβάλ λει αυτήν την τακτοποίηση, αυτόν τον εξαναγκασμό. Εδώ επί σης, δεν θα μπορούσαμε παρά να παραθέσουμε τις ακόλουθες φράσεις του G. Lebrun: «Καθώς η νόηση απομονώνει τις “σκέψεις” και τις συνδέει κατ’ αλληλουχία ως απλά αντικείμενα γνώσης, επιβεβαιώνει την ιδέα ότι η Γνώση είναι μια “υποκειμενική” στρατηγική. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι η “σκέψη” είναι αυτοδικαίως αφηρημένη, ότι οι “γνώσεις” είναι αυτοδικαίως μερικές, και ότι ο τομέας του “γιγνώσκειν” είναι διαχωρισμένος από την πρακτι κή. Η νόηση αποδέχεται ότι ένα πράγμα είναι αληθές “στο κε φάλι μου” και ότι η “γνώση” ανάγεται σε μια διανομή περιεχο μένων στο πλαίσιο μιας τάξης την οποία μπορώ εύκολα να διατρέξω».1' Έτσι, καταρρίπτεται επίσης η αξίωση του μαθηματικού να παράγει μια αντικειμενική γνώση* ωστόσο, ο υποκειμενισμός του είναι ο υποκειμενισμός της νεκρής σκέψης η οποία αφήνεται μοιραία να χειραγωγηθεί εκ των έξω, σύμφωνα με την τεχνολογική προκατά ληψη που υπαγορεύει η αυταπάτη του ατομικού αυτεξούσιου* δεν είναι η αληθής και ζωντανή υποκειμενικότητα της Έννοιας που πραγματώνεται στην ενεργώς πραγματική αυτοκυριαρχία που αποτελεί επίσης τη γνώση της. Εδώ ακριβώς χωρίζονται το εγχεί ρημα του μαθηματικού και το εγχείρημα του φιλοσόφου: more geométrico, id est non philosophico, και αντίστροφα. Ως εκ τούτου, το πρώτο παράπτωμα του σπινοζισμού είναι ότι προσπάθησε να εισαγάγει στη φιλοσοφία τον μαθηματικό συλλογισμό, και ότι μετέφερε έτσι στη φιλοσοφία την προσίδια ελαττωματικότητά του* ωστόσο, σύμφωνα με μια ιδιαιτέρως ωμή17 17. G. Lebrun, ό.π., σ. 77.
MORE GEOMETRICO
73
διατύπωση από τον Πρόλογο στη Φαινομενολογία, «η μη φιλο σοφική γνώση είναι εκείνη που αντιμετωπίζει τη μαθηματική γνώση ως το ιδεώδες που η φιλοσοφία θα έπρεπε να πασχίζει να επιτύχει».18Η οπτική γωνία της υπόστασης εξαρτάται πλήρως αυ τή η ίδια από τούτη την προσήλωση σε ένα εξωτερικό μοντέλο: «Ο σπινοζισμός είναι μια ανεπαρκής φιλοσοφία, επειδή σε αυτόν ο αναστοχασμός και το ποικίλο καθορίζειν του είναι ένα εξωτερι κό σκέπτεσθαι».19 Ή επίσης: «Το ελάττωμα του σπινοζισμού έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι η μορφή δεν νοείται ως εμμενής προς αυτόν και, ως εκ τούτου, φτάνει σε αυτόν μόνο ως υπο κειμενική εξωτερική μορφή».20 Η απόλυτη βούληση για αυστη ρότητα που χαρακτηρίζει επιφανειακά τον σπινοζισμό συμπίπτει με την αδυναμία του να αναπτύξει μέσα του μια αναγκαία ορθολογικότητα, πραγματικά εντελή στο περιεχόμενό του, αντικειμε νική και συγκεκριμένη. Την ίδια στιγμή που η γεωμετρία προσδίδει στη φιλοσοφία τη φαινομενικότητα μιας μορφικής συνοχής, μεταβιβάζει στη φιλο σοφία την αυθαιρεσία που βρίσκεται στη βάση όλων των διαδι κασιών της. Σε μία προσθήκη στην παράγραφο 229 της Εγκυκλο παίδειας, ο Hegel παρατηρεί ότι «για τη φιλοσοφία, η συνθετική μέθοδος είναι εξίσου ακατάλληλη με την αναλυτική μέθοδο, διό τι η φιλοσοφία οφείλει προπάντων να δίνει λόγο για την ανα γκαιότητα των αντικειμένων της».21 Αλλά η συνθετική μέθοδος είναι ακριβώς η μέθοδος των γεωμετρών, οι οποίοι κατασκευά ζουν τα αντικείμενά τους μέσω ορισμών, όπως ακριβώς θέλησε να κάνει ο Spinoza. Ωστόσο, σύμφωνα με τον Hegel, η γεωμετρι κή μέθοδος έχει περιορισμένη εγκυρότητα, στον τομέα που απο 18. G. W. F. Hegel, ό.π., ο. 91. 19. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 238. 20. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, προσθήκη στην §151, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π., σ. 586. 21. Στο ίδιο, σ. 619.
74
HEGEL H SPINOZA
κλειστικά της ανήκει, όπου πραγματεύεται αφηρημένες πραγμα τικότητες, και δεν είναι πλέον καθόλου κατάλληλη για να εφαρ μοστεί έξω από αυτόν τον τομέα· κυρίως, στερεί από τη φιλοσο φία κάθε δυνατότητα να πραγματευθεί αποτελεσματικά αυτά τα αντικείμενα, από τα οποία αποκλείεται η αφαίρεση. Αυτό ακρι βώς δεν κατανόησε ο Spinoza, που «ξεκινά με ορισμούς και λέει λόγου χάρη “η υπόσταση είναι η αιτία εαυτού”· σε αυτούς τους ορισμούς παρουσιάζεται ό,τι πιο θεωρησιακό υπάρχει, αλλά με τη μορφή βεβαιοτήτων».22 Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Spinoza εξαρ χής τοποθετήθηκε έξω από τον τομέα της αλήθειας.
Η σπινοζική επαναξιολόγηση της μεθόδου Δεν θα αναρωτηθούμε εδώ κατά πόσο οι ενστάσεις που διατυ πώνει ο Hegel κατά της μεθόδου των γεωμετρών είναι ή όχι βάσι μες, αλλά αν πραγματικά αφορούν κάτι από τη φιλοσοφία του Spinoza και, σε μια τέτοια περίπτωση, σε ποιο σημείο γίνεται αυ τή η συνάντηση. Ας ξεκινήσουμε με τους ίδιους τους ορισμούς που δίνει ο Spinoza για τη μέθοδο: «Βλέπουμε σαφώς ποια πρέπει να είναι η αληθινή μέθοδος και σε τι συνίσταται ουσιωδώς, δηλαδή στη γνώση και μόνο της καθαρής νόησης, της φύσης της και των νό μων της».23 «Εάν ίδιον της φύσης της σκέψης είναι να σχηματίζει αληθείς ιδέες, όπως δείξαμε αρχικά, πρέπει τώρα να εξετάσουμε τι εννοούμε λέγοντας ισχύς και δύναμη της νόησης. [...] Το βα σικό μέρος της μεθόδου μας είναι να κατανοήσουμε όσο το δυ νατόν καλύτερα την ισχύ της νόησης και τη φύση της».24 Αυτό σημαίνει ότι η μέθοδος δεν είναι γνώση, με τη συνήθη έννοια
22. Στο ίδιο. 23. Επιστολή 37 του Spinoza στον Bouwmeester. 24. Spinoza, Tractatus de Intellectus Emendatione, § 105-106.
MORE GEOMETRICO
75
του όρου- πράγματι, δεν γνωρίζει τίποτε άλλο εκτός από τη δύ ναμή μας να γνωρίζουμε, δηλαδή τη νόηση, της οποίας τη φύση εκφράζει. Αυτή η διάκριση η οποία τοποθετεί τη μέθοδο έξω από την τάξη των γνώσεων αντιπροσωπεύει κατεξοχήν τον αντικαρτεσιανισμό του Spinoza. Πράγματι, τι σημαίνει «να γνωρίσουμε την ισχύ και τη φύση της νόησης»; Κάτι τέτοιο ουδόλως σημαίνει, όπως στην περίπτω ση του Descartes, να χαράξουμε τα όρια της χρήσης της. Διότι η δύναμη της νόησης δεν καθορίζεται a priori από προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να περιορίσουν τη δραστηριότητά της* αντιθέτως, ένα διαρκώς επανερχόμενο θέμα στον Spinoza είναι ότι μπορούμε να γνωρίσουμε τα πάντα, και επομένως να επιτύχουμε ένα είδος απόλυτης γνώσης, υπό τον όρο ακριβώς να ωθήσουμε τη σκέψη σε έναν άλλον δρόμο από εκείνον που όρισε ο Descartes, στηριζόμενος στη δική του «μέθοδο». Πράγματι, στον βαθμό που η μέθοδος αφορά τη δύναμή μας να γνωρίζουμε αντικείμενα και όχι αυτά τα ίδια τα αντικείμενα, προϋποθέτει την άσκηση αυτής της δύναμης και έχει επομένως ως προκαταρκτικό όρο τις γνώσεις που παράγει: «Απ’ όπου προ κύπτει ότι η Μέθοδος δεν είναι τίποτε άλλο παρά η αναστοχαστική γνώση ή η ιδέα της ιδέας, και δεδομένου ότι δεν υπάρχει ιδέα της ιδέας αν πρώτα δεν υπάρχει ιδέα, συνάγεται ότι δεν μπορεί να υπάρχει μέθοδος αν πρώτα δεν υπάρχει μια ιδέα».25Όπως βλέπου με, αντιστρέφεται εδώ η παραδοσιακή τάξη πρωτοκαθεδρίας: η ιδέα της ιδέας, η αναστοχαστική γνώση που έχει ως «αντικείμε νο» τη δύναμη της νόησης, δεν είναι η προϋπόθεση για την εμφά νιση του αληθούς, αλλά αντιθέτως το αποτέλεσμά της, το επακό λουθό της. Η μέθοδος δεν προηγείται της ανάπτυξης των γνώσε ων, αλλά την εκφράζει ή την ανακλά. Γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να παραγάγουμε αληθείς ιδέες προτού μπορέσουμε να ανα-γνωρίσουμε (μορφικά, θα έλεγε ο Hegel) τις προϋποθέσεις 25. Στο ίδιο, § 38.
76
HEGEL H SPINOZA
απόκτησής τους- αυτό ακριβώς υποδεικνύει μια διάσημη παρέν θεση του Tractatus de Intellectus Emendatione: habemus enim ideam veram. Δηλαδή έχουμε ήδη την αληθή ιδέα, διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να γνωρίζουμε ότι την κατέχουμε, ούτε επί σης τι σημαίνει να έχουμε μια αληθή ιδέα. Ωστόσο, o Descartes ισχυριζόταν το ακριβώς αντίθετο: προτού γνωρίσουμε αληθινά και σύμφωνα με την τάξη, πρέπει να εξασφαλίσουμε τα μέσα για μια τέτοια γνώση, δηλαδή πρέπει να μάθουμε να αναγνωρίζουμε την αλήθεια εκεί όπου είναι εφικτή, σύμφωνα με τους (μορφικούς, όπως θα έλεγε ο Hegel) κανόνες συγκρότησής της. Η αναστροφή που επιχειρείται από τον Spinoza επιφέρει μία μετατόπιση και μία επαναξιολόγηση της μεθόδου. Μία μετατόπι ση: αν η μέθοδος συνιστά αποτέλεσμα, τότε πρέπει να έρθει μετά και όχι πριν από τη γνώση, όπως είπαμε· έτσι εξηγείται, για πα ράδειγμα, μια ανωμαλία της Θεολογ ικοπολιτικής πραγματείας, της οποίας η σύνθεση έκανε όλους τους σχολιαστές να σαστί σουν: μόνο στο έβδομο κεφάλαιο, και αφού πρώτα έχει αναπτύ ξει πλήρως την ανάλυση των προφητειών και των θαυμάτων, ο Spinoza αποσαφηνίζει την «ιστορική μέθοδο» με βάση την οποία ερμηνεύει τη Γραφή· με άλλα λόγια, πρέπει πρώτα να έχουμε θέ σει πραγματικά σε λειτουργία μια μέθοδο προτού μπορέσουμε να τη διατυπώσουμε: η γνώση είναι εκείνη που εφαρμόζεται μέ σα στη μέθοδο και όχι το αντίστροφο. Μία επαναξιολόγηση: για την ακρίβεια, μία απαξίωση. «Για να το κατανοήσουμε αυτό, στον βαθμό τουλάχιστον που το απαιτεί η μέθοδος, δεν είναι ανάγκη να κατανοήσουμε τη φύση του πνεύ ματος μέσω της πρώτης αιτίας της· αρκεί μια σύντομη περιγραφή (historiolam) του πνεύματος ή των αισθήσεων σύμφωνα με τον τρόπο του Bacon».26 Καθώς η μέθοδος ανακλά εκ των υστέρων μια ήδη υφιστάμενη γνώση, συνιστά απλώς εμπειρική καταγραφή διαδικασιών, έξω από κάθε καθορισμό των πραγματικών αιτιών 26. Επιστολή 37 του Spinoza στον Bouwmeester.
MORE GEOMETRICO
77
που διέπουν τη λειτουργία τους. Αυτό σημαίνει κυρίως ότι η μέ θοδος έχασε τη νομική λειτουργία εγγύησης που της ανέθετε η καρτεσιανή θεωρία της γνώσης: δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να αποδίδει στην αλήθεια τις απαρκτήριες προϋποθέσεις της, αλλά εξάγει εκ των υστέρων ορισμένες ιδιότητές της, ορισμένες πλευ ρές της, με τρόπο εξάλλου μεμονωμένο και αυθαίρετο. Με αυτήν την έννοια, πρέπει να διαβάσουμε το Tractatus de Intellectus Emendatione ως ένα είδος «Λόγου κατά της Μεθόδου». Μαζί με την έννοια της μεθόδου, κλονίζεται και η κλασική έννοια της τάξης: η ανάπτυξη μιας ορθολογικής γνώσης δεν υποτάσσεται πλέον σε μια αυστηρή ιεραρχία διαδοχικών διεργα σιών, των οποίων η αλληλουχία θα ήταν προσδιορισμένη άπαξ διά παντός. Αν η Ηθική είναι «ordine geométrico demonstrata», όπως υποδεικνύει ο υπότιτλός της, η «τάξη» δηλώνει εν προκειμένω κάτι τελείως διαφορετικό από μια σχέση πρωτοκαθεδρίας μεταξύ προτάσεων. Είναι γνωστό ότι o Spinoza δεν σταμάτησε να επανεξετάζει και να τροποποιεί τη διάταξη των αποδείξεων της Ηθικής, και τίποτα δεν μας επιτρέπει να επιβεβαιώσουμε ότι η κατάσταση στην οποία τις άφησε ήταν οριστική. Συνεπώς, δεν πρόκειται για άκαμπτη διασύνδεση, εγκλωβισμένη άπαξ διά πα ντός ανάμεσα σε ένα ξεκίνημα και ένα τέλος, η οποία θα πήγαινε κατευθείαν από το ένα στο άλλο μέσω μιας γραμμικής ακολουθί ας επιχειρημάτων, όπως συμβαίνει στον Descartes. Με τον Spinoza, οι ιδέες της μεθόδου και της τάξης παύουν να καθορίζο νται μορφικά με βάση ένα κριτήριο προτεραιότητας, αλλά εκ φράζουν την πραγματική κίνηση της σκέψης: «Καθώς η αλήθεια δεν χρειάζεται κανένα σημείο, αλλά αρκεί κανείς να κατέχει (habere) τις αντικειμενικές ουσίες των πραγ μάτων, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, τις ιδέες τους, προκειμένου να αρθεί κάθε αμφιβολία, έπεται ότι η αληθινή μέθοδος δεν συνίσταται στην αναζήτηση ενός σημείου αλήθειας μετά την από κτηση των ιδεών, αλλά ότι η αληθινή μέθοδος είναι ο δρόμος
78
HEGEL H SPINOZA
(via) διά του οποίου η ίδια η αλήθεια, ή οι αντικειμενικές ουσίες των πραγμάτων, ή οι ιδέες τους (όλοι αυτοί οι όροι σημαίνουν το ίδιο πράγμα), αναζητούνται κατά την οφειλόμενη τάξη».27 Καθώς ο Spinoza επανέρχεται στην πρωτότυπη έννοια της λέξης μέθοδος, την ταυτίζει με την πραγματική πορεία (via) της αλη θούς ιδέας η οποία σχηματίζεται στο πνεύμα σύμφωνα με τους προσίδιους νόμους της φύσης του, ανεξάρτητα από κάθε εξωτε ρικό μοντέλο. Επομένως, η τάξη των ιδεών συμπίπτει με την τά ξη της πραγματικής παραγωγής τους· αυτή η τάξη είναι ανα γκαία, όχι δυνάμει μιας νομικής υποχρέωσης, η οποία δεν θα μπορούσε να ικανοποιηθεί παρά μόνο με ενδεχομενικό τρόπο, αλλά λόγω της ενδογενούς αιτιότητας της αληθούς ιδέας, που την καθορίζει ώστε να παράγει την ολότητα των αποτελεσμάτων της, δηλαδή όλες τις ιδέες που εξαρτώνται από αυτήν. Όλες αυτές οι παράμετροι όχι μόνο δεν απομακρύνουν τον Spinoza από τον Hegel, αλλά τον φέρνουν πιο κοντά του: όπως και ο Hegel, ο Spinoza διακρίνει στη μέθοδο, με την καρτεσιανή έννοια, περισσότερο ένα εμπόδιο παρά ένα αποτελεσματικό ερ γαλείο για την ανάπτυξη μιας εντελούς σκέψης. Επιπλέον, και τούτο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Spinoza σπάει τον πα ραδοσιακό δεσμό που είχε καθιερωθεί μεταξύ μεθόδου και γνώ σης, οδηγείται σε έναν ορισμό της μεθόδου παραπλήσιο με τον ορισμό που προτείνει ο ίδιος ο Hegel: σύμφωνα με τον Hegel πρόκειται για μια αναστοχαστική γνώση, μέσω της οποίας γίνε ται συνειδητή «η μορφή της εσωτερικής αυτοκίνησης» που κατά τη διάρκειά της παρήχθησαν οι γνώσεις· σύμφωνα με τον Spinoza πρόκειται για την «ιδέα της ιδέας», που αναπαράγει την πραγμα τική κίνηση της ιδέας. Επομένως, αντί να ανακαλύπτουμε στις θέσεις των δύο φιλοσόφων σχετικά με την έννοια της μεθόδου έναν λόγο αντιπαράθεσης, γεγονός που ίσως θα δικαιολογούσε 27. Spinoza, Tractatus de Intellectus Emendatione, § 36.
MORE GEOMETRICO
79
τις κριτικές που διατυπώνει ο Hegel, βλέπουμε να προκύπτει σχετικά με αυτήν ένα είδος κοινής γραμμής που φέρνει κοντά τις δύο διδασκαλίες, οι οποίες έχουν στρατευθεί στον αγώνα ενα ντίον ενός κοινού αντιπάλου. Ας εξετάσουμε πιο προσεκτικά τι συμβαίνει. Σε ένα σημαντικό χωρίο από το Tractatus de întellectus Emendatione (§ 30), o Spinoza αναπτύσσει τους λόγους που καθιστούν αβάσιμη την παραδοσιακή αντίληψη για τη μέθοδο. Όταν κανείς καθιδρύει το πρωτείο της μεθόδου σε σχέση με την πραγματική ανάπτυξη της γνώσης, όπως κάνει o Descartes (βλ. για παρά δειγμα τους Κανόνες για την καθοδήγηση τον πνεύματος, κανό νας 4), τότε εκτίθεται αναπόφευκτα στην ανασκευή των σκεπτι κιστών, οι οποίοι απολύτως εύλογα συνάγουν από τις προκαταρ κτικές προϋποθέσεις που τίθενται για τη γνώση την πραγματική αδυνατότητα κάθε γνώσης. Πράγματι, αν χρειαζόμασταν μια μέ θοδο για να γνωρίσουμε, τότε θα χρειαζόμασταν επίσης μια μέ θοδο για να εδραιώσουμε την ίδια τη μέθοδο, και ούτω καθεξής μέσω μιας επ’ άπειρον αναδρομής: έτσι, θα μπορούσε εύκολα κα νείς να αποδείξει ότι οι άνθρωποι δεν έφτασαν ποτέ σε καμία γνώση, εφόσον τα μέσα που θεωρούνται απαραίτητα για την αναζήτηση της αλήθειας καθιστούν ακριβώς απαγορευτικό το να επιτευχθεί κάτι τέτοιο. Για να αποσαφηνίσει ο Spinoza αυτήν τη δυσκολία, επανα λαμβάνει μια παράξενη σύγκριση του Descartes, αλλά για να συμπεράνει κάτι τελείως διαφορετικό. Στον όγδοο από τους Κανό νες για την καθοδήγηση τον πνεύματος, o Descartes δικαιολογεί την αντίληψή του για τη μέθοδο μέσω της συσχέτισής της με ορισμένες μηχανικές τέχνες: η πρακτική του σιδηρουργού απαι τεί εργαλεία, ένα σφυρί, ένα αμόνι, τα οποία πρέπει επομένως να προϋπάρχουν της άσκησής της· εξασφαλίζει αυτά τα εργαλεία χάρη στα μέσα που της παρέχει η φύση (ένα πετραδάκι, έναν λί θινο όγκο), προτού προχωρήσει στην παραγωγή περατωμένων αντικειμένων (μια περικεφαλαία, ένα ξίφος). Με τον ίδιο τρόπο,
80
HEGEL Ή SPINOZA
λέει o Descartes, προτού προβούμε στο εγχείρημα της γνώσης των πραγμάτων, πρέπει ήδη να διαθέτουμε τα μέσα που είναι απαραίτητα για αυτήν τη δραστηριότητα, χρησιμοποιώντας τα έμφυτα στοιχεία που ανήκουν άμεσα στο πνεύμα μας: αυτός ο προκαταρκτικός όρος είναι ακριβώς η μέθοδος. Στο σχετικό χωρίο του Tractatus de Intellectus Emendatione, o Spinoza παραθέτει κατά λέξη τη σύγκριση του Descartes, αλλά για να καταλήξει στο ακριβώς αντίστροφο συμπέρασμα: δεν υπάρχει προκαταρκτικός όρος για το εγχείρημα της γνώσης. Πράγματι, όπως ακριβώς οι σκεπτικιστές επικαλούνται την πα ραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση, προκειμένου να αποδείξουν ότι είναι αδύνατον να φτάσουμε στην αλήθεια, ομοίως θα μπο ρούσαμε να αποδείξουμε με την ίδια επ’ άπειρον αναδρομή ότι οι άνθρωποι δεν είναι ικανοί να σφυρηλατούν μέταλλα' διότι για να το επιτύχουν χρειάζονται εργαλεία που πρέπει αυτοί οι ίδιοι να φτιάξουν, χρησιμοποιώντας ήδη υπάρχοντα εργαλεία κλπ. Ωστόσο, σε αυτήν την περίπτωση, όπως και στην περίπτωση της γνώσης, η πρακτική είναι εκείνη που αποφασίζει, καθώς αποκα λύπτει τον επίπλαστο χαρακτήρα της επιχειρηματολογίας: διότι οι άνθρωποι σφυρηλατούν μέταλλα και διότι οι άνθρωποι σκέ φτονται (Ηθική, δεύτερο μέρος, αξίωμα 2)' με άλλα λόγια, για να μετασχηματιστεί η φύση δεν υπήρχε καμία ανάγκη ενός πρώτου εργαλείου- ομοίως, για να επιτευχθεί η γνώση των πραγμάτων, δεν υπήρχε καμία ανάγκη μιας πρώτης ιδέας, μιας καταστατικής αρχής με την καρτεσιανή έννοια. Ο Spinoza ακυρώνει εδώ τη δυ σκολία που είχαν θέσει οι σκεπτικιστές και συγχρόνως αξιοποιεί όλο το κριτικό μερίδιο από το επιχείρημά τους. Πράγματι, το εν λόγω επιχείρημα είναι αδιάσειστο αν το συσχετίσουμε με το πραγματικό αντικείμενό του που είναι η παραδοσιακή αντίληψη για τη γνώση, της οποίας αποκαλύπτει την εσωτερική αντίφαση. Συνεπώς, για να βγούμε από αυτήν την αντίφαση, αρκεί να απορρίψουμε την προβληματική της αλήθειας που υποτάσσει την αλήθεια σε προκαταρκτικές συνθήκες δυνατότητας.
MORE GEOMETRICO
81
Παραδόξως, η σύγκριση ανάμεσα στην ανάπτυξη των διανο ητικών γνώσεων και την ιστορία μιας υλικής τεχνικής μετασχη ματισμού της φύσης, έτσι όπως την παραθέτει ο Spinoza, κατα φέρνει να εξαλείφει την εργαλειακή αντίληψη της γνώσης, η οποία αντιθέτως διέπει την καρτεσιανή σκέψη. Ο συλλογισμός που ακολουθείται από τον Descartes έχει ως εξής: για να γνωρί σουμε κάτι πρέπει πρώτα να διαθέτουμε τα εργαλεία που ακο λούθως θα μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να γνωρίσουμε πραγματικά* πρέπει λοιπόν να ξεκινάμε εξασφαλίζοντας μια κα λή μέθοδο: να ξέρουμε τι μπορούμε να γνωρίσουμε, σε ποιες ιδέ ες μπορούμε να στηριχτούμε, σε ποιον δρόμο πρέπει να προχω ρήσουμε για να τα καταφέρουμε. Το παράδειγμα που χρησιμεύει στον Descartes για να τεκμηριώσει αυτήν την επιταγή ερμηνεύε ται από τον Spinoza σε αντίστροφη κατεύθυνση: στην ιστορία της γνώσης (διότι υπάρχει μία ιστορία της γνώσης, και όχι μόνο μία τάξη των λόγων), τα «εργαλεία» δεν παρεμβαίνουν ως προ καταρκτικές προϋποθέσεις, διότι πρέπει και αυτά τα ίδια να έχουν παραχθεί, στο πλαίσιο της ίδιας κίνησης που γεννά κάθε άλλη παραγωγή, είτε πρόκειται για κάποιο περατωμένο αντικείμενο είτε για κάποια αληθή ιδέα. Η γνώση δεν χρησιμοποιεί εργαλεία παρά μόνο στον βαθμό που τα έχει επεξεργαστεί αυτή η ίδια, χω ρίς κανένα δικαιικό προνόμιο να οροθετεί τη χρήση τους με βά ση την προπαραδοχή μιας αρχικής παροχής. Με άλλα λόγια, η παραγωγή αληθών ιδεών δεν διέπεται από το απλό παιχνίδι μιας διανοητικής τεχνολογίας η οποία θα υπέτασσε την επικύρωσή τους στον προκαταρκτικό όρο μιας μεθόδου. Από την άλλη, όπως επισημάναμε, η ανασκευή αυτής της παραδοσιακής αντί ληψης της μεθόδου, που την ανάγει σε έναν χειρισμό εργαλείων, έχει ουσιαστική σημασία και στον Hegel: είναι μάλιστα ένα από τα επιχειρήματα που αντιτάσσει στον Spinoza. Μπορούμε όμως να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο: αν η ανάπτυξη των γνώσεων δεν ανάγεται κατά τον Spinoza στην ενεργοποίηση μιας διαδικασίας, αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρ
82
HEGEL H SPINOZA
χει απόλυτο ξεκίνημα για τη γνώση. Ωστόσο, στον Descartes η αναζήτηση της αλήθειας ήταν ακριβώς υποταγμένη στην αρχική προϋπόθεση μιας ρήξης με τις προηγούμενες μορφές του σκέπτεσθαι, οι οποίες εμπίπτουν στην τάξη της παραγνώρισης και πρέπει να αποπεμφθούν στο σκότος που τις συγχέει· η αναμόρ φωση της νόησης [réforme de l’entendement] καθορίζει αυτήν την αληθή απαρχή, η οποία επαναφέρει τη γνώση στη στιγμή της γέννησής της, απ’ όπου απορρέουν όλες οι άλλες ιδέες, στον ευ θύ δρόμο μιας ορθολογικής και αναγκαίας τάξης. Το σπινοζικό σχέδιο για μια «emendatio intellectus» (όπου ένας όρος ιατρικής προέλευσης, η emendatio, μεταφράζεται με μια έννοια που έχει νόημα μόνο σε νομικά ή θρησκευτικά συμφραζόμενα: αναμόρ φωση [réforme]),28 που φαίνεται να επαναλαμβάνει την ίδια αντίληψη, καταφέρνει στην πραγματικότητα να την ανακόψει και να την αλλοιώσει, καθώς θέτει το ερώτημα της γνώσης και της ιστορίας της σε τελείως διαφορετικές βάσεις. Πράγματι, η «δεδομένη αληθής ιδέα», η οποία επιτρέπει στην περίπτωση του Spinoza να ξεφύγουμε από τον φαύλο κύκλο που ενέχεται στην εργαλειακή αντίληψη της γνώσης, είναι το ακρι βώς αντίθετο μιας καταστατικής αρχής με την καρτεσιανή έννοια του όρου. Ο Spinoza δέχεται ότι το πνεύμα χρειάζεται ένα «έμ φυτο εργαλείο» για να ξεκινήσει να γνωρίζει, αλλά είναι σαφές ότι δεν πρόκειται για ένα σπέρμα αλήθειας, για μια απαρκτήρια γνώση εντός της οποίας κάθε γνώση που πρόκειται να προκύψει από εκεί θα προϋπήρχε της ενεργοποίησής της. Εδώ ακριβώς η σύγκριση με την ιστορία των μηχανικών τε χνών, την οποία δανείζεται ο Spinoza από τον Descartes, αποκτά όλο το νόημά της, ένα νόημα που αναγκαστικά διέφευγε του
28. Σε σχέση με τη σημασία του λατινικού όρου emendatio, βλ. P. Macherey, Introduction à l’Éthique de Spinoza, τ. I, PUF, Παρίσι 1998, σ. 269-270, όπου ο Macherey υποστηρίζει ότι αντιστοιχεί στον αρχαιοελληνικό όρο κάθαρσκ [katharsis] [ΣτΜ].
MORE GEOMETRICO
83
Descartes. Το πρώτο σφυρί που χρησιμοποιήθηκε από έναν σιδη ρουργό δεν μπορούσε βέβαια να είναι αληθινό σφυρί, όπως εξάλλου και ο ίδιος ο άνθρωπος που το χειριζόταν δεν ήταν αλη θινός σιδηρουργός, αλλά μια πέτρα που είχαν μαζέψει από την άκρη του δρόμου, ένα «φυσικό» εργαλείο, ατελές αυτό καθ’ εαυ τό, που έγινε εργαλείο μόνο μέσω της χρήσης που του επιφυλά χθηκε, καθώς το χρησιμοποιούσαν ως εργαλείο, κάτι που ασφα λώς δεν ήταν αρχικά. Έτσι, οι άνθρωποι εκείνης της πρωτόγονης εποχής κατάφεραν, με τη βοήθεια αυτοσχέδιων εργαλείων, να κατασκευάσουν αντικείμενα, αρχικά πολύ ατελή, αργότερα πιο τελειοποιημένα, μεταξύ των οποίων υπήρχαν κάποια εργαλεία που ήταν καλύτερα προσαρμοσμένα στις λειτουργίες που έπρεπε να επιτελέσουν: με αυτόν τον τρόπο προχώρησαν σταδιακά, «paulatim», σε έναν δρόμο προόδου, στο πέρας του οποίου «κατάφερναν να εκτελούν δύσκολα και πολλά καθήκοντα με ελάχι στη δυσκολία». Ομοίως, η νόηση όφειλε αρχικά να εργαστεί με τις ιδέες που είχε, να τις χρησιμοποιήσει σαν να αποτελούσαν αυθεντικές γνώσεις, ώστε να τις κάνει να παράγουν όλα τα απο τελέσματα για τα οποία ήταν ικανές, και ακολούθως να διορθώ σει βαθμιαία τη δραστηριότητά της: έφτασε έτσι, καθώς πραγμα τοποιούσε τα διανοητικά έργα της (opera intellectualia), «στην κορυφή της σοφίας». Η ανάλυση αυτή σημαίνει σαφώς ότι δεν υπάρχει καλό ξεκί νημα για τη σκέψη, το οποίο θα την τοποθετούσε άπαξ διά πα ντός σε έναν ευθύ δρόμο του οποίου ο προσανατολισμός θα είχε ήδη χαραχτεί πλήρως εξαρχής: αυτή η προκατάληψη είναι απο λύτως ενδεικτική της επίμονης παρουσίας της τελοκρατικής αυ ταπάτης στο πλαίσιο της καρτεσιανής θεωρίας. Αντιθέτως, η γνώση είναι δραστηριότητα -αυτή η ιδέα είναι ουσιώδης για τον Spinoza- και ως τέτοια δεν ξεκινά ποτέ αληθινά ούτε στ’ αλή θεια, επειδή έχει πάντοτε ήδη ξεκινήσει: υπάρχουν πάντοτε ήδη ιδέες, εφόσον «ο άνθρωπος σκέφτεται», ως επακόλουθο της φύ σης του. Γι’ αυτό ακριβώς το επιχείρημα της επ’ άπειρον αναδρο
84
HEGEL Ή SPINOZA
μής, στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως, διατηρεί μια εγκυρότητα, εφόσον όμως του αρνηθούμε την αξία που θα είχε ως ανασκευή: απλώς περιγράφει τις συνθήκες στις οποίες παράγεται η γνώση, μέσω μιας αλληλουχίας ιδεών η οποία είναι απολύ τως συνεχής και της οποίας το ξεκίνημα δεν μπορεί να προσδιο ριστεί. Το αληθινό πρόβλημα είναι να εξετάσουμε τι γίνονται αυτές οι ιδέες που εκ των πραγμάτων έχουμε («habemus enim ideam veram»), με ποιον τρόπο μετασχηματίζονται, όπως μετα σχηματίστηκε μια πέτρα για να γίνει σφυρί. Ωστόσο, ο εν λόγω μετασχηματισμός δεν θέτει απλώς ένα τεχνικό πρόβλημα: ζητού μενο δεν είναι κυρίως να εξετάσουμε πώς πρέπει να χρησιμοποι ούμε αυτές τις ιδέες, επειδή ακριβώς δεν προϋπάρχουν της χρή σης τους αλλά αντιθέτως προκύπτουν από αυτήν. Οι ιδέες με τις οποίες πρέπει πράγματι να «ξεκινήσουμε» για να καταφέρουμε να γνωρίσουμε δεν είναι έμφυτες αλήθειες στις οποίες θα μπο ρούσαμε να θεμελιώσουμε άπαξ διά παντός -σαν να αποτελού σαν ακλόνητη βάση- μια τάξη λόγων, αλλά είναι ένα υλικό που πρέπει να δουλευτεί, που πρέπει να τροποποιηθεί ριζικά, ώστε αργότερα να χρησιμεύσει στην παραγωγή αληθειών. Ξαναβρίσκουμε εδώ ένα επιχείρημα του οποίου τη σημασία έχουμε ήδη διαπιστώσει στον Hegel: η αξίωση για μια απαρκτήρια γνώση, ή για ένα θεμέλιο της γνώσης, είναι καταγέλαστη. Πράγματι, παραγνωρίζει τον κατ’ ανάγκην επίπλαστο χαρακτή ρα των ξεκινημάτων στα οποία είναι καταδικασμένο το πνεύμα, στο πλαίσιο της πραγματικής ιστορίας του: εξ ορισμού, οτιδήπο τε έρχεται στο ξεκίνημα είναι προσωρινό, ανολοκλήρωτο, κατα δικασμένο να εξαφανιστεί, διότι πρέπει να παραχωρήσει τη θέση του σε εκείνο του οποίου συνιστά απλώς τον προκαταρκτικό όρο. Αυτά τα ξεκινήματα δικαιολογούνται μόνο από την εσωτε ρική ευθραυστότητά τους, από την ενδογενώς αντιφατική φύση τους, διότι μπορούν χάρη σε αυτά τα χαρακτηριστικά να επωμι στούν έναν προωθητικό ρόλο για μια κίνηση που έπεται αυτών και τα διαγράφει. Αν μία γνώση είναι εφικτή, τούτο οφείλεται σε
MORE GEOMETRICO
85
αυτήν ακριβώς την απόσταση που καθιδρύει σε σχέση με το ξεκί νημά της: δεν «βγαίνει» από αυτό προκειμένου να αναπτύξει ένα περιεχόμενο που θα ήταν ήδη μέσα του δεδομένο με θετικούς όρους, αλλά για να ξεφύγει από την ακαθοριστία του και από τον αναγκαστικά αφηρημένο χαρακτήρα του. Δεν υπάρχει εισα γωγή στη γνώση, δεν υπάρχει σωστή μέθοδος για να γνωρίσου με, αφού μόνο κατά την πραγματική πρακτική της μπορεί η σκέ ψη να αποτελέσει αντικείμενο αναστοχασμού, ως πραγματική δραστηριότητα ενός πνεύματος που θέτει επί το έργον, και υπό δοκιμασία, την ίδια του τη δύναμη (vis sua nativa), την οποία δια μορφώνει ενόσω ακριβώς την ασκεί. Αν η γνώση δεν προχωρά μέσω συμμορφίας με μια τάξη λό γων, ορίζοντας αυθαίρετα για τον εαυτό της ένα πλαίσιο που δεν θα της έμενε μετά παρά να καταλάβει, τούτο συμβαίνει επειδή η γνώση υπάρχει κατ’ αρχάς στην πραγματική ιστορία της και στην πραγματική εργασία της. Η γνώση είναι μια διαδικασία, είναι θα λέγαμε η διαδικασία παραγωγής ιδεών, και γι’ αυτό είναι βάσιμη η σύγκρισή της με μια διαδικασία υλικής παραγωγής. Αυτό θα διασαφηνιστεί πλήρως όταν θα αναφερθούμε στην αιτιακή αλ ληλουχία των ιδεών, η οποία είναι ίδια με την αιτιακή αλληλου χία των πραγμάτων: είναι μία και η αυτή τάξη, μία και η αυτή κί νηση, η οποία εκφράζεται ως πραγματική και ως ένσκεπτη. Γι’ αυτό η γνώση πρέπει να παρουσιαστεί ως δραστηριότητα και όχι ως παθητική αναπαράσταση, σύμφωνα με μια ιδέα στην οποία επανέρχεται διαρκώς ο Spinoza: η γνώση δεν είναι η απλή εκδίπλωση μιας προεγκατεστημένης αλήθειας, αλλά η ενεργώς πραγματική γένεση μιας γνώσης που ουδόλως προϋπάρχει της πραγματοποίησής της. Γι’ αυτό επίσης η πρόοδός της δεν υπόκειται στην προϋπόθεση μιας απόλυτης απαρχής, η οποία θα μπο ρούσε να εγγυηθεί την αλήθεια της καθώς θα τη «θεμελίωνε»: σε αντίθεση με μια μορφική τάξη που καθορίζεται από το όριό της, μια πρακτική δεν ξεκινά στ’ αλήθεια ποτέ, επειδή έχει πάντοτε ήδη ξεκινήσει, κατά έναν τρόπο που δεν μπορεί επομένως ποτέ
86
HEGEL H SPINOZA
να είναι «αληθής». Βλέπουμε ότι υπάρχει επίσης στον Spinoza η ιδέα μιας ιστορίας της γνώσης: η γνώση δεν συναντά την αλή θεια ως εξαρχής προσδιορισμένο κανόνα, διότι δεν μπορεί να χωριστεί από την κίνηση εντός της οποίας συγκροτείται, και επειδή αυτή η κίνηση είναι κανόνας του εαυτού της. Γι’ αυτό, δεν γίνεται να μην εκπλαγούμε βλέποντας τον Hegel να αγνοεί ή να διαστρεβλώνει μια ουσιαστική τάση του σπινοζισμού, καθώς ψ έ γει τον Spinoza ότι απέβαλε κάθε κίνηση από τη φιλοσοφία του, ορθώνοντας εμπρός της το ιδεώδες και το μοντέλο μιας νεκρής γνώσης, μιας γνώσης ακινητοποιημένης επειδή είναι υποχρεω μένη να αναπαράγει μια άκαμπτη τάξη. Μια ιδέα, κάθε ιδέα, είναι εντελής σύμφωνα με την αιτία της: στο πλαίσιο του ενδογενούς καθορισμού της, εκφράζει τη δύνα μη για δράση της ψυχής στην οποία παράγεται. Ωστόσο, αυτή η δύναμη δεν είναι η αφηρημένη ικανότητα μιας φύσης οριοθετημένης από τις προϋποθέσεις της, όπως το φυσικό φως με την καρτεσιανή έννοια- είναι το συγκεκριμένο, οιονεί υλικό θα λέγα με, εγχείρημα μιας σκέψης που έχει εμπλακεί στην προσπάθεια και την εργασία της πραγματοποίησής της. Στην Ηθική, ο Spinoza αναλαμβάνει να μας «οδηγήσει σαν από το χέρι στη γνώση του ανθρώπινου πνεύματος και της υπέρτατης ευδαιμονίας του» (προλεγόμενα στο δεύτερο μέρος), και αυτό, ακολουθώντας μια αναγκαία τάξη αποδείξεων την οποία οφείλουμε να ακολουθή σουμε, χωρίς να μπορούμε να της διαφύγουμε. Αραγε, σε τι δια φέρει αυτή η τάξη από μια τάξη λόγων με την καρτεσιανή έννοια; Σε τι διαφέρει ο δρόμος που άνοιξε ο Spinoza από τον απαρέ γκλιτο δρόμο που έχει ήδη καθοριστεί πλήρως από τον προκα ταρκτικό όρο μιας μεθόδου και μας οδηγεί -ως γνωστόν- στη μυθοπλασία ενός παντοδύναμου και φιλαλήθους Θεού; Σύμφωνα με τις προκείμενες που ορίσαμε, χρειάζεται να προβούμε σε μια ανάγνωση της Ηθικής απαλλαγμένη από κάθε φορ μαλιστική προκατάληψη, απορρίπτοντας την αυταπάτη ενός απόλυτου ξεκινήματος. Αν η έκθεση της σπινοζικής διδασκαλίας
MORE GEOMETRICO
87
ξεκινά με ορισμούς, αξιώματα και αιτήματα, αν ξεκινά με την υπόσταση, αν όχι με τον Θεό, αυτό ουδόλως σημαίνει ότι αυτές οι πρωτογενείς έννοιες συνιστούν μια πηγή αλήθειας από την οποία θα μπορούσε απλώς να συναχθεί οτιδήποτε έπεται, σύμ φωνα με μια απαρέγκλιτη και προκαθορισμένη εκδίπλωση, με τη μορφή μιας αποσαφήνισης. Η υπόσταση, τα κατηγορήματα και οι τρόποι, έτσι όπως εμφανίζονται σε αυτές τις προεισαγωγικές αρχές, συνιστούν ακριβώς το ισοδύναμο αυτής της κακολαξευμένης πέτρας που είχαν ανάγκη οι πρώτοι σιδηρουργοί για να «ξεκινήσουν» την εργασία τους: είναι ακόμη αφηρημένες έννοι ες, απλές λέξεις, φυσικές ιδέες που στην πραγματικότητα δεν θα αποκτήσουν σημασία παρά αφ’ ης στιγμής λειτουργήσουν στο πλαίσιο αποδείξεων, παράγοντας εκεί πραγματικά αποτελέσμα τα και εκφράζοντας έτσι μια δύναμη την οποία δεν διέθεταν εξαρχής. Μάλιστα, ίσως πρέπει να εννοήσουμε την Ηθική του Spinoza όπως τη Λογική του Hegel: δεν είναι μια γραμμική και ομοιογενής έκθεση, ομοιόμορφα αληθής απ’ άκρου εις άκρον, που θα εξερευνούσε προοδευτικά μια ήδη εδραιωμένη τάξη πραγμάτων, θέτοντας ως στόχο για τον εαυτό της ένα ιδεώδες συμμορφίας. Αλλά είναι μια πραγματική διαδικασία γνώσης η οποία κατασκευάζει, ενόσω προχωρά, τη δική της αναγκαιότητα, κατά την πραγματική κίνηση της αυτοσύλληψής της, της γένεσής της. Σε μια τέτοια περίπτωση, η υπόσταση, ή causa sui, έτσι όπως παρουσιάζεται κατ’ αρχάς σε εμάς με έναν γεωμετρικό ορι σμό, στην αρχή του πρώτου μέρους της H 6 irfçy είναι κάτι που μοιάζει στο Είναι με την εγελιανή έννοια: έννοια προσωρινή και ως τέτοια αστήρικτη, που θα χρειαστεί να τη μετασχηματίσουμε για να την κατανοήσουμε και να την κατακτήσουμε. Ωστόσο, η συσχέτιση που μόλις τώρα σκιαγραφήθηκε συνα ντά αρκετά γρήγορα το όριό της: αυτό που συνιστά στον Hegel την κινητήρια δύναμη της ορθολογικής ανάπτυξης, δηλαδή η αντίφαση, απουσιάζει τελείως από τη σπινοζική απόδειξη και θα ήταν απολύτως καταχρηστικό να ισχυριστούμε ότι την ξαναβρί
HEGEL Ή SPINOZA
σκουμε εκεί. Στον Spinoza η δύναμη της νόησης είναι, καθ’ όλη τη διάρκεια της άσκησής της, ολοκληρωτικά θετική, είναι κατά φαση εαυτού που αποκλείει τις υποχωρήσεις και τις αποτυχίες: δεν εμπεριέχει κανενός είδους αρνητικότητα. Χρειάζεται άραγε, όπως κάνει ο Hegel, να ερμηνεύσουμε αυτήν την απουσία ως σύμπτωμα της προσίδιας ελαττωματικότητας του σπινοζισμού; Διότι μαζί με την αντίφαση λείπει επίσης από το σύστημα η κίνη ση που καθορίζεται από την αντίφαση, δηλαδή αυτή η εσωτερική ζωή που οδηγεί, ή επαναφέρει, το πνεύμα στον εαυτό του, μέχρι εκείνο το σημείο όπου ιστορία και Λόγος συγκλίνουν: η σκέψη η οποία εξετάζει ένα θετικό που είναι μόνο θετικό είναι νεκρή και σταματημένη σκέψη. Αντιθέτως, η εγελιανή έννοια βρίσκεται μονίμως υπό τη δοκιμασία εμποδίων που οφείλει να υπερνικά για να προχωρά: η ιστορία την οποία διανύει είναι τόσο περισσό τερο πραγματική και αναγκαία όσο σφραγίζεται από αυτές τις αναμονές, από αυτές τις ανυπομονησίες και από αυτές τις ανα ποδιές που την κάνουν πραγματικά να διαρκεί. Ωστόσο, αν το σπινοζικό σύστημα πραγματεύεται με τον δικό του τρόπο τη γνώση ως διαδικασία, τούτη η διαδικασία προχωρά με τρόπο τε λείως διαφορετικό από την εγελιανή ανάπτυξη, διότι συνεχίζει εις το διηνεκές την ίδια απόλυτη κατάφαση: άραγε, αυτό σημαί νει ότι παραμένει υποταγμένη στους νόμους μιας αφηρημένης χρονικότητας, η οποία αντιστοιχεί σε μια τάξη τόσο ταυτόχρονη όσο και διαδοχική, και της οποίας η συνεχής πρόοδος θα ήταν μόνο φαινομενική; Σε μια τέτοια περίπτωση, η ανακάλυψη μιας ιστορικότητας του ορθολογικού στον Spinoza θα έπρεπε να θεω ρηθεί πραγματικά απατηλή. Για να βγούμε από αυτήν τη δυσκολία, πρέπει να επισημάνουμε ότι από τη σπινοζική ιστορία δεν λείπει μόνο η κινητήρια δύ ναμη της αντίφασης, αλλά και το πιο χαρακτηριστικό επακόλου θό της: ο προσανατολισμός που κατευθύνει ολόκληρη τη διαδι κασία προς έναν τελικό σκοπό, αποτελώντας έτσι τη μυστική καταστατική αρχή που διέπει όλες τις διεργασίες της. Η θεμελιώ
MORE GEOMETRICO
89
δης πλευρά της σπινοζικής απόδειξης είναι η ριζική άρνηση κάθε τελεολογίας. Στον Hegel όμως, η αντίφαση είναι το μέσο που υποκινεί μια ιστορία και συγχρόνως επιτρέπει την υπέρβασή της, καθώς την ωθεί προς εκείνο το πέρας όπου όλες οι διαδοχικές πλευρές της ολοποιούνται και συμφιλιώνονται. Από αυτήν την άποφη, η εγελιανή διαλεκτική θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρη θεί το υποκατάστατο της κλασικής έννοιας της τάξης, της οποίας υιοθετεί -και συγχρόνως ανανεώνει- τη λειτουργία εγγύησης: μέσω της προσφυγής της στην αρνητικότητα, η ιστορία, επανερ χόμενη στον εαυτό της, προχωρά, με τίμημα τόσες παρεκβάσεις, προς έναν τελικό σκοπό που συνιστά επίσης την εκπλήρωσή της και την πραγμάτωσή της· πρόκειται για μια αναδρομική ιστορία, επειδή είναι προσανατολισμένη και επειδή έχει κατεύθυνση, η οποία επιβεβαιώνεται διαρκώς σε όλες τις στιγμές της. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αληθινός διάδοχος του Descartes δεν θα ήταν ο Spinoza αλλά ο ίδιος ο Hegel. Σε αντίθεση με την ανάπτυξη του εγελιανού πνεύματος που διέπεται ουσιωδώς από μια τελική σκοπιμότητα, η διαδικασία της γνώσης έτσι όπως την κατασκευάζει ο Spinoza είναι απολύ τως αιτιακή: ως τέτοια, είναι συγχρόνως αναγκαία και ελεύθερη σε σχέση με κάθε προεγκατεστημένο κανόνα* η θετικότητά της δεν προϋποθέτει καμία ρυθμιστική λειτουργία η οποία θα υπέ τασσε τη δραστηριότητα της νόησης σε ένα εξωτερικό μοντέλο, ανεξάρτητο από την πραγματοποίησή της. Γι’ αυτό ακριβώς απο κλείει κάθε σχέση με το αρνητικό: διότι μια τέτοια σχέση δεν θα μπορούσε να συναφθεί παρά μόνο στο πλαίσιο μιας τελεολογι κής προοπτικής η οποία θα παρέτασσε άπαξ διά παντός το θετι κό και το αρνητικό, το ένα σε σχέση με το άλλο, στον συμμερισμό μιας κοινής πρόθεσης και στην επαγγελία της συμφιλίωσής τους. Αν υπάρχει μια σπινοζική ιστορία, είναι τελείως ανεξάρτη τη από μια τέτοια προπαραδοχή: τοποθετείται σε εκείνο το ση μείο όπου η αναγκαία ανάπτυξή της και η υλική διαδικασία της δεν απαιτούν πλέον για να κατανοηθούν το ιδεατό σημείο ανα
90
HEGEL H SPINOZA
φοράς μιας κατεύθυνσης ή ενός προσανατολισμού' η ορθολογικότητά της δεν έχει πλέον καμία σχέση με την υποχρεωτική εκδίπλωση μιας τάξης, διότι δεν πρόκειται πλέον να εκπληρωθεί στο πλαίσιο ενός τελικού σκοπού.
Η γνώση μέσω των αιτιών Τι μένει τότε στην περίπτωση του ίδιου του Spinoza από τη δια δικασία «more geométrico»; Αραγε, η διαρκώς υπενθυμιζόμενη προσήλωση σε ένα αποδεικτικό μοντέλο που παρέχουν τα μαθη ματικά δεν αντιστρατεύεται τον νέο δρόμο στον οποίο προχωρά o Spinoza, καθώς αντικαθιστά τον μορφικό καθορισμό της γνώ σης ως τάξης με την παρουσίαση της γνώσης ως πραγματικής διαδικασίας που δεν διέπεται από κάποια τελική σκοπιμότητα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει να γνωρίζουμε επακριβώς τι σημαίνει η σταθερή αναφορά του Spinoza στη δια δικασία «more geométrico». Εδώ επίσης, θα δούμε ότι o Hegel παρανόησε πλήρως την πραγματική σκέψη του Spinoza, καθώς προϋπέθεσε ότι συνεχίζει τη σκέψη του Descartes. Σε αυτήν την περίπτωση η ακολουθία των προτάσεων που συνθέτει την Ηθική θα ήταν απλώς εφαρμο γή του ιδεώδους αυστηρότητας που είχε διατυπωθεί στον Λόγο περί της μεθόδον>κατά το παράδειγμα που παρέχουν οι «μακριές εκείνες αλυσίδες απλών και εύκολων λόγων» που κατασκευά ζουν οι γεωμέτρες για να φτάσουν άμεσα σε βέβαιες γνώσεις. Αλλά η διαδικασία «more geométrico» είναι αντιθέτως δείκτης μιας θεμελιώδους απόκλισης: όχι μόνο δεν ευθυγραμμίζει τον Spinoza με την καρτεσιανή προβληματική της γνώσης, αλλά του επιτρέπει να επιβεβαιώσει μια ριζική αντίθεση προς αυτήν. Για να κατανοήσουμε το νόημα αυτής της αντίθεσης, χρειάζε ται να επανέλθουμε στο κείμενο του Descartes στις Απαντήσεις στις δεύτερες ενστάσεις, το οποίο σχολιάζει o Spinoza μέσα από
MORE GEOMETRICO
91
την πένα του προλογίζοντος Louis Meyer,29 στις πρώτες σελίδες των Αρχών της φιλοσοφίας τον Descartes. Σε εκείνο το κείμενο ο Descartes διακρίνει δύο «τρόπους απόδειξης»: ο ένας ακολουθεί μια αναλυτική τάξη και ανεβαίνει από τα αποτελέσματα προς τις αιτίες* αντιπροσωπεύει έναν ratio cognoscendi, που προσεγγίζει τα αντικείμενά του από την οπτική γωνία της αναπαράστασής τους στη σκέψη, σύμφωνα με μια κίνηση που συνοδεύει τη γνώση κατά την πρόοδό της. Πρόκειται για την τάξη που ακολούθησε ο Descartes στους Στοχασμούς του. Ωστόσο, η απόδειξη μπορεί επί σης, αντιστρόφως, να ξεκινήσει από τις αιτίες για να κατασκευά σει βάσει αυτών τα αποτελέσματά τους: τότε, λέει o Descartes, «χρησιμοποιεί μια μακρά ακολουθία από ορισμούς, αιτήματα, αξι ώματα, θεωρήματα και προβλήματα, ούτως ώστε, αν της αρνηθούν κάποιες συνεπαγωγές, καταδεικνύει με ποιον τρόπο περιέχονται στα προηγούμενα και αποσπά τη συγκατάθεση του ανα γνώστη, όσο πείσμων και ισχυρογνώμων και αν είναι». Παρ’ όλα αυτά, η εν λόγω μέθοδος, την οποία ακολούθησαν οι αρχαίοι γεωμέτρες, «δεν αρμόζει τόσο καλά [όσο η ανάλυση] στα θέματα που εμπίπτουν στη μεταφυσική, [...] όπου η βασική δυσκολία είναι να συλληφθούν σαφώς και διακριτά οι πρώτες έννοιες». Ασφαλώς, μπορούμε να μετατρέψουμε τη μία τάξη έκθεσης στην άλλη: πράγματι, οι Δεύτερες αποκτήσεις ολοκληρώνονται με μια Γεωμε τρική Σύνοψη, όπου οι αποδείξεις για την ύπαρξη του Θεού είναι ακριβώς «more geométrico dispositae». Dispositae, o όρος είναι χαρακτηριστικός: η γεωμετρική τάξη «διατάσσει» τις αποδείξεις* ως τέτοια, είναι κατά τον Descartes, απλώς τεχνητή τάξη, ικανή να πραγματευθεί ορισμένα μόνο προβλήματα, παραμένοντας όμως εξωτερική προς την ειδοποιό φύση του ανθρώπινου πνεύ ματος, ξένη προς το φυσικό φως του: η συνθετική τάξη ανάγεται
29. Σε σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες συντάχθηκε αυτός ο πρόλογος, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Spinoza, βλ. την επιστολή 13 του Spinoza στον Oldenburg.
92
HEGEL Ή SPINOZA
σε έναν μορφικό χειρισμό των ιδεών, και γι’ αυτό πρέπει να απο μακρυνθεί από τη μεταφυσική προς όφελος της αναλυτικής τά ξης, της οποίας οι απαιτήσεις είναι αυθεντικά ορθολογικές. Όπως βλέπουμε, όταν o Hegel κρίνει τη γεωμετρική μέθοδο, για να την απαξιώσει, δεν απομακρύνεται σχεδόν καθόλου από την αντίλη ψη που είχε ήδη παρουσιάσει γι’ αυτήν o Descartes. Όταν όμως o Spinoza υιοθετεί τη διαδικασία «more geomét rico», το κάνει ακριβώς σε συνάρτηση με αυτήν την κριτική που της έχει αντιτάξει o Descartes, του οποίου τα επιχειρήματα και τα συμπεράσματα αρνείται. Στις Αρχές της φιλοσοφίας τον Descartes (more geométrico demonstratae και όχι dispositae)y προβαίνει εκ πρώτης όψεως σε ένα αρκετά παράξενο εγχείρημα: στηριζόμενος στη γεωμετρική σύνοψη που έχει παρουσιάσει o Descartes εν είδει παραδείγματος (και κατά κάποιον τρόπο σαν ένα είδος αξι οπερίεργου), επαναλαμβάνει το σύνολο της διδασκαλίας για να της προσφέρει αποδεικτική μορφή, η οποία της λείπει στους Στο χασμούς. Συνεπώς, o Spinoza αρνείται την ιεραρχία των προτε ραιοτήτων που όρισε ο ίδιος o Descartes, ο οποίος είχε προτάξει την αναλυτική τάξη στην έκθεση του συστήματος του. Ωστόσο, o Spinoza δεν απορρίπτει μόνο τη μορφή με την οποία παρουσι άστηκε το σύστημα: φροντίζει να τονίσει εξαρχής ότι δεν ανα γνωρίζει ως αληθές ούτε το περιεχόμενο της διδασκαλίας. Ως εκ τούτου, η γεωμετρική «μετάφραση» που παρουσιάζει o Spinoza για την καρτεσιανή φιλοσοφία δεν είναι ένας τρόπος να ειπωθεί το ίδιο πράγμα διαφορετικά, αλλά είναι ήδη ένας τρόπος για να τοποθετηθεί και να κρατήσει αποστάσεις από αυτήν. Η Ηθική, στην οποία o Spinoza αναπτύσσει ένα φιλοσοφικό περιεχόμενο τελείως διαφορετικό από το περιεχόμενο του καρ τεσιανού συστήματος, είναι αυτή η ίδια «ordine geométrico demonstrata», δηλαδή εκτίθεται με συνθετικό τρόπο, στο πλαί σιο μιας προοδευτικής πορείας που πηγαίνει από τις αιτίες στα αποτελέσματα. Αν o Spinoza υιοθετεί αυτήν την παρουσίαση, το κάνει προφανώς επειδή βλέπει σε αυτήν κάτι τελείως διαφορετι
MORE GEOMETRICO
93
κό από μια μορφική διάταξη της απόδειξης, σύμφωνα με την ερ μηνεία του Descartes. Η εν λόγω επιλογή σημαίνει ότι δεν υπάρ χει ένας (αναλυτικού χαρακτήρα) «more philosophico» διακριτός από έναν (συνθετικού χαρακτήρα) «more geométrico», μία τάξη έρευνας διακριτή από μία τάξη έκθεσης, ένας ratio cognoscendi διακριτός από έναν ratio essendi. Ανάμεσα στις ιδέες, όπως και ανάμεσα στα πράγματα, υπάρχει μία και μοναδική σύν δεση, η οποία πηγαίνει από τις αιτίες στα αποτελέσματα, εφόσον είναι αυτή καθ’ εαυτήν αναγκαία: αυτή ακριβώς η ταυτότητα κα θορίζει, έξω από κάθε υποκειμενική εγγύηση (είτε αυτή θα είχε προσφερθεί από Εμένα είτε από τον Θεό: πρόκειται τελικά για το ίδιο πράγμα), την αντικειμενικότητα της γνώσης, δηλαδή τη δύ ναμη που εκ φύσεως διαθέτει να εκφράζει την πραγματικότητα των πραγμάτων, τέτοια που είναι στον εαυτό τους, και όχι μόνο τέτοια που είναι για εμένα. Γίνεται τότε κατανοητό ότι η διαδικα σία «more geométrico» είναι το μέσο που χρειαζόταν o Spinoza για να ξεφύγει από τη νομική αντίληψη της γνώσης, η οποία ακόμα και στον Descartes υποτάσσει την άσκηση της σκέψης στις προϋποθέσεις ενός τεχνάσματος. Η διαδικασία της γνώσης, η οποία είναι συνθετικά καθορι σμένη, δεν εξετάζει πλέον τα πράγματα έτσι όπως είναι για εμέ να, αλλά τα κατανοεί έτσι όπως είναι στον εαυτό τους. Ως εκ τούτου, απελευθερώνεται πλήρως από την τελοκρατική αυταπά τη, η οποία όπως γνωρίζουμε λειτουργεί μέσω προβολής, με εμέ να ως αφετηρία' στηρίζεται σε μια αυστηρά αιτιακή αναγκαιότη τα, η οποία είναι και η μορφή της αντικειμενικότητάς της. Από αυτήν την άποψη, είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι το πρώτο μέρος της Ηθικής τελειώνει με τη διατύπωση της αρχής της αιτι ότητας, η οποία παρουσιάζεται ως εξής: «Δεν υπάρχει τίποτα από τη φύση του οποίου να μην έπεται κάποιο αποτέλεσμα».30 Η εν λόγω διατύπωση έχει ορισμένες αξιοσημείωτες ιδιαιτερότητες. 30. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, πρόταση 36.
94
HEGEL Ή SPINOZA
Κατ’ αρχάς, εκφέρεται με απολύτως γενικό τρόπο, γεγονός που δεν σημαίνει ότι η καθολικότητά της έχει αφηρημένο χαρακτή ρα- καθώς ο Spinoza αποφεύγει να διευκρινίσει σε ποιο αντικεί μενο εφαρμόζεται αυτή η καταστατική αρχή, δεν υπονοεί ότι εί ναι αδιάφορη προς κάθε περιεχόμενο, και ότι αφορά μόνο ένα μορφικά καθορισμένο δυνατό, αλλά ότι διαφεύγει από κάθε διά κριση σε επίπεδο περιεχομένου: η καταστατική αρχή ισχύει για κάθε πραγματικότητα, για την πεφυκυία φύση, όσο και για τη φύουσα φύση, εντός των οποίων ασκείται με ταυτόσημο τρόπο. Ακόμα και αν η σχέση της αιτίας με τα αποτελέσματά της παίρνει πολύ διαφορετικές μορφές στη διαδικασία της causa sui και στην τροπική αλληλουχία, δεδομένου ότι στην πρώτη περίπτωση αυ τή η σχέση είναι ενδογενής ενώ στη δεύτερη εξωγενής, ωστόσο εξακολουθεί σε όλες τις περιπτώσεις να επιβεβαιώνει καταφατι κά μία και μόνη αναγκαιότητα, η οποία δεν μπορεί να διχαστεί αλλά αντιθέτως πρέπει να κατανοηθεί ως ταυτόσημη: σε αυτό ακριβώς συνίσταται το τρίτο είδος γνώσης. Από την άλλη, η αρ χή της αιτιότητας, έτσι όπως τη διατυπώνει ο Spinoza, αντιστρέ φει κατά λέξη τους όρους της παραδοσιακής καταστατικής αρ χής: αντικαθιστά την πασίγνωστη διατύπωση «δεν υπάρχει τίπο τα χωρίς αιτία», η οποία κατευθύνεται με αναλυτικό τρόπο από το αποτέλεσμα προς την αιτία, με τη νέα διατύπωση «δεν υπάρ χει αιτία χωρίς αποτέλεσμα», η οποία αντιθέτως κατευθύνεται από την αιτία προς το αποτέλεσμα, συνθετικά, και συνοψίζει με μια απλή φράση τη γενετική αντίληψη για τη γνώση που επεξερ γάζεται ο Spinoza. Causa seu ratio, ratio seu causa. Σε αυτό ακριβώς το σημείο ο Spinoza έρχεται σε απόλυτη ρή ξη με την καρτεσιανή προβληματική περί της μεθόδου. Οι Στοχα σμοί ανεβαίνουν από τα αποτελέσματα προς τις αιτίες: πηγαίνουν από το πεπερασμένο στο άπειρο, λόγου χάρη από την ανθρώπινη ψυχή στον Θεό, εξετάζοντας τα πράγματα με τρόπο αντίστροφο από εκείνον με τον οποίο έχουν παραχθεί πραγματικά, ο οποίος πηγαίνει κατ’ αναγκαιότητα από τις αιτίες προς τα αποτελέσμα
MORE GEOMETRICO
95
τα- γίνεται κατανοητό ότι από την οπτική γωνία των Στοχασμών η γνώση καθορίζεται κατ’ αρχάς ως αναπαράσταση, εφόσον ανα κλά το πραγματικό μέσα στη σκέψη και από την οπτική γωνία της σκέψης, υποτασσόμενη σε κριτήρια εγκυρότητας τα οποία είναι δοσμένα κατ’ αρχάς μέσα σε αυτήν και αναπαράγουν την πραγματική τάξη, καθώς την αντιστρέφουν. Αντιθέτως, κατά τον Spinoza, μια εντελής γνώση «εξηγεί» το αντικείμενό της στον βαθμό που επιβεβαιώνει καταφατικά τον εαυτό της ως ταυτόση μο με αυτό, όχι στη διαφάνεια μιας σύμμορφης αναπαράστασης, αλλά στην κοινότητα τάξης μιας εξίσου αναγκαίας πραγματικό τητας. Αυτή η πραγματική τάξη είναι η τάξη με την οποία παράχθηκαν τα πράγματα, και πρέπει επίσης να είναι και η τάξη των ιδε ών: είναι η γενετική τάξη που πηγαίνει από τις αιτίες στα αποτε λέσματα, και αυτήν ακριβώς εκφράζει με αυστηρό τρόπο o more geométrico: «Δείξαμε ότι η αληθής ιδέα είναι απλή ή συντίθεται από απλές ιδέες, με τέτοιον τρόπο ώστε να φανερώνει πώς και γιατί κάτι υπάρχει ή έχει φτιαχτεί: δείξαμε επίσης ότι τα αντικειμενικά αποτελέσματά της παράγονται στην ψυχή σύμφωνα με τη μορφική ουσία του αντικειμένου. Είναι το ίδιο πράγμα με εκείνο που έλε γαν οι Αρχαίοι, ότι δηλαδή η αληθινή επιστήμη κατευθύνεται από την αιτία στα αποτελέσματα».31 Η αναφορά στον Αριστοτέλη είναι ιδιαίτερα σημαντική εδώ: vere scire est scire per causas (o Lewis Robinson επισημαίνει τις ακό λουθες παραπομπές: Αναλυτικά Ύστερα 1 C2, Μετά τα φυσικά 983a, Φυσικά II c3). Πρέπει όμως να γίνει κατανοητό ότι δεν έχει κατά κανέναν τρόπο το νόημα μιας επιστροφής στις πηγές, η οποία θα αποκαθιστούσε μια αρχαία παράδοση, παρακάμπτο 31. Spinoza, Tractatus de Intellectus Emendatione, § 85.
HEGEL Ή SPINOZA
96
ντας τον νεότερο Descartes. Πράγματι, ο Spinoza φροντίζει να διαχωριστεί ευθέως και από αυτήν την παράδοση: «με τη διαφορά ότι ποτέ, απ’ όσο γνωρίζω, δεν συνέλαβαν, όπως κάνουμε εδώ, την ψυχή ως πνευματικό αυτόματο».32 Οι Αρχαίοι (Αριστοτέλης) είναι προτιμότεροι από τους νεότε ρους (Descartes), στον βαθμό που επιβεβαίωσαν την αναγκαιό τητα μιας γνώσης μέσω των αιτιών. Ωστόσο, δεν συνέλαβαν τον αιτιακό χαρακτήρα της διαδικασίας της σκέψης, που προχωρά σύμφωνα με τις αιτίες της, ακολουθώντας μια τάξη κατ’ αναγκαι ότητα ταυτόσημη με την τάξη των πραγμάτων: συνεπώς, αγνόη σαν τη φύση των αληθινών αιτιών και ως εκ τούτου αναγκάστη καν να παρουσιάσουν τις γνώσεις στο πλαίσιο μιας πλασματικής τάξης. Πράγματι, για τους Αρχαίους η μορφική αιτία μιας ιδέας είναι ένα αφηρημένο καθολικό, γένος ή είδος: αυτό όμως μας παραπέ μπει στη δύναμη της φαντασίας που βρίσκεται μέσα μας, χάρη στην οποία παράγουμε «ελεύθερα» μυθοπλασίες, σύμφωνα με νόμους εξωτερικούς προς την ίδια τη γνώση. Ωστόσο, για τον Spinoza, και αυτό ακριβώς σημαίνει η θεωρία του για το «πνευ ματικό αυτόματο», η αιτία μιας ιδέας βρίσκεται στη δύναμη της νόησης, με την έννοια όχι μιας επιμέρους ικανότητας ενός ατομι κού υποκειμένου, αλλά μιας αιώνιας ιδιότητας ενός τρόπου της Σκέψης: έτσι, η Σκέψη, ως άπειρο κατηγόρημα της υπόστασης, εκφράζεται με καθορισμένο τρόπο μέσα σε κάθε ιδέα και την πα ράγει «κατ’ εντέλειαν». Σε αυτό το σημείο ο Spinoza συντάσσεται με τον Descartes εναντίον των Αρχαίων: σκέφτομαι σημαίνει ότι προχωρώ με ενι κές διεργασίες, ενορατικές ή συμπερασματικές* σημαίνει ότι συν δέω κατ’ αλληλουχία ιδέες πραγματικά παρούσες στο πνεύμα, 32. Στο ίδιο.
MORE GEOMETRICO
97
αποφεύγοντας την παρέκβαση από τα καθολικά, δηλαδή τις αφηρημένες ιδέες: τα κατ’ επίνοιαν όντα είναι καθαρές δυνατό τητες, έχουν μόνο πλασματική αξία, και αποτελούν συμπτώματα μιας ουσιωδώς ανεντελούς σκέψης.33 «Καθόσον πρόκειται για την έρευνα της πραγματικότητας, δεν μας επιτρέπεται ποτέ να συμπεράνουμε οτιδήποτε από αφηρημένες έννοιες».34 «Προπά ντων, είναι για εμάς αναγκαίο να συνάγουμε όλες τις ιδέες μας από πράγματα φυσικής τάξεως, δηλαδή από πραγματικά όντα, προχωρώντας όσο αυτό είναι δυνατόν σύμφωνα με τη σειρά των αιτιών, από ένα πραγματικό ον σε ένα άλλο πραγματικό ον, και τούτο με τέτοιον τρόπο ώστε να μην περνάμε καθόλου από τα αφηρημένα πράγματα ή τα καθολικά, ούτε συνάγοντας από αυτά κάτι πραγματικό, ούτε συνάγοντας αυτά τα ίδια από κάτι πραγ ματικό’ πράγματι, είτε συμβεί το ένα είτε συμβεί το άλλο, διακό πτεται η αληθινή πρόοδος της νόησης (verum progressum intellectus)».35 Αυτή η «πρόοδος», η πραγματική διαδικασία της γνώ σης, δεν κατευθύνεται ούτε από τα πράγματα στις ιδέες, ούτε από τις ιδέες στα πράγματα, αλλά πηγαίνει από ιδέα σε ιδέα, δη λαδή διασυνδέει πράξεις της σκέψης, σύμφωνα με μια αναγκαία αιτιακή τάξη, ίδια με εκείνη με την οποία συνδέονται κατ’ αλλη λουχία τα πράγματα στο πλαίσιο της πραγματικότητας. Ordo et connexio rerum, idem ac ordo et connexio causarum, idem ac ordo et connexio idearum. Επομένως, o more geométrico λειτουργεί στο πλαίσιο μιας σύνθετης φιλοσοφικής στρατηγικής και η θεωρητική διάταξη στην οποία αντιστοιχεί παράγει ένα διπλό αποτέλεσμα, δεδομέ νου ότι επικαλείται συγχρόνως τον Αριστοτέλη κατά του Des cartes και τον Descartes κατά του Αριστοτέλη: ο Spinoza δεν εί ναι μακιαβελικός μόνο στην πολιτική του. Αριστοτέλης εναντίον 33. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, σχόλιο 1 της πρότασης 40. 34. Spinoza, Tractatus de Intellectus Emendatione, § 92. 35. Στο ίδιο, § 99.
98
HEGEL Ή SPINOZA
Descartes: o Spinoza προτάσσει τη γενετική μέθοδο η οποία κατευθύνεται συνθετικά από τις αιτίες στα αποτελέσματα, επιφέροντας έτσι κατ’ αναγκαιότητα την ταύτιση ανάμεσα στην τάξη των πραγμάτων και την τάξη των ιδεών. Descartes εναντίον Αρι στοτέλη: ο Spinoza απορρίπτει την αφηρημένη αντίληψη, συγ χρόνως μορφική και εμπειρική, της γνώσης, προς όφελος μιας ενεργού σκέψης, πραγματικά παρούσας στις ιδέες που εκφρά ζουν τη δύναμή της. Πρέπει όμως να καταστεί σαφές ότι αυτή η κριτική της αφαίρεσης δεν μας οδηγεί, για να επαναλάβουμε μια πολύ γνωστή φράση του Cavaillès, από μια φιλοσοφία της έννοι ας σε μια φιλοσοφία του κρίνειν: η σκέψη που επιβεβαιώνεται καταφατικά σε κάθε ιδέα δεν είναι η εκδήλωση ενός ελεύθερου υποκειμένου που άρχει επί των προϊόντων της δημιουργίας του όπως άρχει ένας βασιλιάς στο βασίλειό του (Εγώ ή ο Θεός: το ένα είναι απλώς η εικόνα του άλλου), αλλά αυτή η ίδια εξαρτάται από την αντικειμενική πραγματική διαδικασία που συσχετίζει την ενική ιδέα, ως τρόπο της σκέψης, με την υπόσταση που εκ φράζεται και δρα σε αυτήν. Ούτε Αριστοτέλης λοιπόν, ούτε βέ βαια Descartes, αλλά Spinoza. Η κίνηση της σκέψης πηγάζει από την ίδια αναγκαιότητα από την οποία πηγάζει και κάθε άλλη πραγματικότητα. «Οι άνθρω ποι σκέφτονται»: τούτο το αξίωμα εκφράζει, με την υλική προδηλότητα ενός γεγονότος, τον απολύτως φυσικό χαρακτήρα αυτής της διαδικασίας- αυτή η διαδικασία πρέπει να κατανοηθεί με βά ση τους προσίδιους νόμους της, οι οποίοι διέπουν την κίνηση του «πνευματικού αυτόματου». Βλέπουμε εδώ σε ποιον βαθμό ο Spinoza βρίσκεται κοντά στον Hegel: καθώς ορίζει μια αναγκαία σχέση ανάμεσα στη γνώση και τη διαδικασία παραγωγής της, επιτρέπει στη γνώση να συλλάβει τον εαυτό της ως απόλυτο και άρα να συλλάβει το απόλυτο- αν η γνώση εννοηθεί έξω από αυ τήν την αντικειμενική διαδικασία, συνιστά απλώς τη μορφική αναπαράσταση μιας πραγματικότητας, της οποίας παρέχει μόνο την αφηρημένη αυταπάτη. Ήδη όμως, επίσης, ο Spinoza απομα
MORE GEOMETRICO
99
κρύνεται από τον Hegel: καθώς θεωρεί τη σκέψη ένα κατηγόρη μα της υπόστασης, συγκροτεί την κίνησή της ως απολύτως αντι κειμενική και την απελευθερώνει από κάθε αναφορά σε ένα υπο κείμενο, ακόμα και αν επρόκειτο για την ίδια τη σκέψη. Εφεξής, η ουσιώδης αιτιότητα που βρίσκεται στη βάση κάθε ορθολογικότητας ορίζεται χωρίς καμία τελεολογική προπαραδοχή. Η πιο οξυδερκής μορφή αυτής της προπαραδοχής αφορούσε μια σκέ ψη που θα ήταν αυτόνομο υποκείμενο της δραστηριότητάς της και θα εκλάμβανε τον εαυτό της ως σκοπό της πραγμάτωσής της* ωστόσο, αυτή η αντίληψη για μια σκέψη που επανέρχεται στον εαυτό της, που επανέρχεται εις εαυτόν, ως υποκείμενο, και ιδιοποιείται κάθε πραγματικότητα καθώς τελείται, είναι ακριβώς το κλειδί του εγελιανού ιδεαλισμού. Αρχίζει τότε να κλονίζεται η ερμηνεία που προτείνει ο Hegel για τον σπινοζισμό: η σκέψη του Spinoza δεν είναι η μη τηρηθείσα επαγγελία μιας πρόωρης και ακόμη αδύνατης διαλεκτικής· αλλά είναι ήδη η κριτική μιας δια στροφής της διαλεκτικής, στην οποία προχώρησε ο ίδιος ο Hegel καθώς παρήγαγε την έννοια της «υποκειμενικής Λογικής». Σε αυτό το σημείο φαίνεται ότι ο Hegel θα έπρεπε να δώσει εξηγή σεις στον Spinoza.
Εντελής ιδέα και ανεντελής ιδέα Ως εκ τούτου, η διαδικασία «more geométrico» κατέχει ουσιώδη θέση στη στρατηγική της γνώσης που επεξεργάζεται o Spinoza και, εντελώς αντίθετα προς μια μορφική αντίληψη για την αλή θεια, οδηγεί στην παρουσίαση της αλήθειας ως αναγκαίας και αντικειμενικά καθορισμένης διαδικασίας. Ωστόσο, αυτό έχει επί σης ως συνέπεια να ανατρέπεται η παραδοσιακή σχέση που έχει εδραιωθεί από τους φιλοσόφους, ιδίως τον Descartes, ανάμεσα στην αλήθεια και το σφάλμα. Μπορούμε ήδη να διαβάσουμε στον Spinoza τις περίφημες σελίδες όπου o Hegel αποκηρύσσει
100
HEGEL Ή SPINOZA
τις αφηρημένες σκέψεις που «αντιτάσσουν με άκαμπτο τρόπο το αληθές στο ψευδές»- είναι όμως αλήθεια ότι είναι γραμμένες από τον Spinoza με τελείως διαφορετικό τρόπο και ότι παράγουν αποτελέσματα μη αποδεκτά για το εγελιανό πνεύμα. Στο αξίωμα 6 του πρώτου μέρους της Ηθικής, ο Spinoza επι βεβαιώνει τη συμφωνία (convenientia) της αληθούς ιδέας με το αντικείμενό της. Αυτή η πρόταση, που δεν αποτελεί ορισμό, δεν εκφράζει τον ενδογενή χαρακτήρα της αληθούς ιδέας: δεν τη συγκροτεί με βάση την αιτία της, αλλά μόνο την προσδιορίζει a posteriori μέσω μιας από τις ιδιότητές της, όπως επιβεβαιώνει ο ορισμός 4 του δεύτερου μέρους, ο οποίος διακρίνει τα εξωγενή και τα ενδογενή χαρακτηριστικά της αληθούς ιδέας. Προφανώς, η έννοια της convenientia, η οποία συσχετίζει την ιδέα με το αντικείμενο που βρίσκεται έξω από αυτήν, δηλώνει ένα εξωγενές χαρακτηριστικό. Αντιθέτως, ο αιτιακός ορισμός της αληθούς ιδέ ας προσδιορίζει την αληθή ιδέα με βάση την «adaequatio» της: η έννοια αυτή, ουσιώδης στον Spinoza, σφραγίζει τη ρήξη του με την παραδοσιακή αντίληψη της γνώσης. Πράγματι, ως adaequa tio πρέπει να νοηθεί το εντελώς αντίθετο αυτού που παρουσιά ζεται ως convenientia. Adaequatio είναι ο ενδογενής καθορισμός της αληθούς ιδέας, δηλαδή εκείνο που παράγει μέσα στην ιδέα την αλήθεια της. Πρέ πει να αντιμετωπίσουμε με τη μέγιστη σοβαρότητα τον ισχυρι σμό ότι πρόκειται για εσωτερικό καθορισμό της ιδέας: δεν χρειά ζεται να βγούμε από την ιδέα και να στραφούμε προς κάτι εξωτε ρικό, που θα ήταν λόγου χάρη το αντικείμενό της, για να επιβε βαιώσουμε την αναγκαία ύπαρξη του περιεχομένου της, το οποίο πράγματι «περιέχει» η ιδέα, εφόσον ανακαλύπτει την πραγματι κότητά του παραμένοντας εντός των προσίδιων ορίων της. Φαι νομενικά, βρισκόμαστε εδώ στην αιχμή ενός ιδεαλισμού: η αυτάρκεια της ιδέας την αποσπά από κάθε εξωτερικό καθορισμό, και επομένως από κάθε κριτήριο αντικειμενικότητας, με την πα ραδοσιακή έννοια αυτού του όρου. Ωστόσο, μια περίσσεια ιδέα-
MORE GEOMETRICO
101
λισμού μπορεί επίσης να αγγίζει έναν υλισμό, ή τουλάχιστον να παράγει ορισμένα υλιστικά αποτελέσματα. Η ουσιώδης λειτουργία της έννοιας της adaequatio έγκειται στο γεγονός ότι έρχεται σε ρήξη με την αντίληψη της γνώσης ως αναπαράστασης, η οποία εξακολουθεί να δεσπόζει στον καρτεσι ανισμό. Γνωρίζω, με την έννοια του αναπαριστώ, ανα-παριστώ, ανα-παρουσιάζω, σημαίνει κυριολεκτικά αναπαράγω, επαναλαμ βάνω: σε αυτήν την περίπτωση η ιδέα είναι μόνο ένα αντίγραφο, μια εικόνα του πράγματος του οποίου την αναπαράσταση προ σφέρει, και το οποίο υπάρχει και συνεχίζει να υπάρχει έξω από αυτήν. Τι ακριβώς είναι ουσιώδες για αυτό το εμπειριστικό σχή μα, το οποίο επανέλαβε για λογαριασμό του ο χυδαίος υλισμός; Είναι η προπαραδοχή ότι η ιδέα, ως αναπαράσταση ενός αντικει μένου για ένα υποκείμενο ή μέσα σε ένα υποκείμενο, έχει το πε ριεχόμενό της έξω από αυτήν την ίδια, ένα περιεχόμενο που μπο ρεί επομένως μόνο να το μιμηθεί, να το περιγράφει, να το προ σομοιώσει, να το υποδείξει ή επίσης, όπως λέμε, να το «ανακλά σει». Εφεξής, το πρόβλημα της γνώσης έγκειται στη δικαιολόγηση αυτής της σχέσης συμμορφίας ανάμεσα στην ιδέα και το αντικείμενο με το οποίο έρχεται αντιμέτωπη: κάτι τέτοιο είναι δυνατόν μόνο με την ανακάλυψη μιας εγγύησης η οποία βεβαιώ νει την εγκυρότητα ή επίσης την «αντικειμενικότητα» της εξωγε νούς σχέσης ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο της γνώ σης. Για παράδειγμα, είναι γνωστό ότι o Descartes επιχείρησε αρ χικά να εδραιώσει την αλήθεια των ιδεών βασιζόμενος αποκλει στικά στην εσωτερική προδηλότητά τους, αλλά στη συνέχεια ανακάλυψε την ανεπάρκεια αυτού του κριτηρίου, το οποίο είναι μορφικό αυτό καθ’ εαυτό, και την αναγκαιότητα να εξασφαλιστεί μια ανώτερη εγγύηση αντικειμενικότητας: αυτή η ακλόνητη βε βαιότητα, η οποία αντιστέκεται ακόμα και στη δοκιμασία μιας υπέρμετρης αμφιβολίας, παρέχεται από έναν Θεό που δεν παρα πλανά και είναι παντοδύναμος, δημιουργός αιώνιων αληθειών,
102
HEGEL Ή SPINOZA
και από τον οποίο εξαρτάται το γεγονός ότι οι ιδέες μας έχουν ένα περιεχόμενο που βρίσκεται έξω από εμάς, ένα περιεχόμενο στο οποίο αντιστοιχούν επακριβώς και το οποίο μπορούμε να γνωρίσουμε μέσω αυτών. Ο φιλαλήθης Θεός είναι επίσης ο μηχανουργός Θεός που διευθετεί το σύστημα της φύσης και διατη ρεί την τάξη του σύμφωνα με επιτακτικούς και αναντίρρητους νόμους: εκείνος προσαρμόζει τις ιδέες στα πράγματα και δια σφαλίζει έτσι ότι αυτό που γνωρίζουμε το γνωρίζουμε αληθινά, χωρίς κανέναν κίνδυνο αυταπάτης. Ωστόσο, αυτό το παραδειγ ματικό σύστημα εγγύησης, που ενσαρκώνεται από ένα παντοδύ ναμο Ον, το οποίο άρχει επί των ιδεών μας όπως ένας βασιλιάς επί των υπηκόων του, επιτρέπει επίσης να οριστεί ένας αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα αφενός στην τάξη εκείνου που είναι αλη θές, κατά τη βούληση του Θεού, και στο οποίο πρέπει πράγματι να υποταχθούμε, και αφετέρου στην αταξία εκείνου που υπάρχει έξω από αυτά τα όρια, συνιστώντας το ασαφές, ανομικό και απει λητικό σύμπαν του σφάλματος. Χρειάζεται να πούμε δυο λόγια για τη θεωρία του σφάλματος που ανέπτυξε o Descartes, διότι αποτέλεσε έναν από τους βασι κούς στόχους εναντίον των οποίων στράφηκε ο Spinoza. Σύμφω να με αυτήν, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να θέλησε την ψευδή ιδέα, λόγω της τελειότητας της φύσης του που αντιθέτως εγγυάται όλες τις αλήθειες. Ο Θεός δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει το σφάλμα χωρίς να υποπέσει σε αντίφαση· επομένως, στον τομέα της γνώσης, το σφάλμα είναι αυτό που μπορεί να αποδοθεί αυ στηρά στην ανθρώπινη φύση και στο, αυστηρά αρνητικό, μερίδιο του αυτεξούσιου που της αναλογεί. Παραδόξως, το αυτεξούσιο είναι στον Descartes αυτό που κάνει την ανθρώπινη φύση να μοι άζει με τη θεϊκή, διότι είναι άπειρο σε εμάς όπως είναι και στον Θεό' ωστόσο, η ταυτότητα που καθιδρύεται εδώ είναι η ταυτότη τα μιας αντίστροφης, διαστροφικής και διαβολικής εικόνας. Κα τά κάποιον τρόπο, μόνο όταν πλανιόμαστε είμαστε εμείς οι ίδιοι δημιουργοί, παντοδύναμοι στο έργο που εξαρτάται από την από-
MORE GEOMETRICO
103
λυτή πρωτοβουλία μας· πρόκειται όμως τότε για καταγέλαστη καρικατούρα της θείας δημιουργίας, για σατανική μίμησή της, η οποία αναπαράγει αρνητικά, με σκοτεινά ίχνη, αυτό που ο ίδιος ο Θεός ενέγραψε άπαξ διά παντός στον Λόγο με διάφωτους χαρα κτήρες. Συνεπώς, το σφάλμα μπορεί να αποδοθεί σε αυτό το με ρίδιο μηδενός που εξακολουθεί να υπάρχει μέσα μας και συνιστά το προσίδιο γνώρισμα της αναξιότητάς μας. Απ’ όπου προκύπτει μια ουσιώδης συνέπεια: αν πλανιόμαστε, αυτό συμβαίνει επειδή το θέλουμε* ως εκ τούτου, το καλύτερο γιατρικό ενάντια στο σφάλμα βρίσκεται επίσης στο αυτεξούσιο που το γέννησε: αρκεί πραγματικά να θελήσουμε να χρησιμοποιήσουμε με σωστό τρό πο την ελευθερία μας και την ικανότητά μας να κρίνουμε, και να υποταχθούμε στη θεία εντολή, προβάλλοντας αντίσταση σε αυ τό το βάρος που μας τραβά προς τα κάτω, αναστέλλοντας τις επιπτώσεις αυτής της αρνητικότητας που ανήκει μόνο σε εμάς και μας φέρνει σε αντίθεση με την τάξη του αληθούς. Έτσι, ανά μεσα σε ένα αμιγώς θετικό αληθές, το οποίο εκφράζει την πα ντοδυναμία ενός αυθεντικού δημιουργού, και σε ένα αμιγώς αρ νητικό ψευδές, το οποίο εκφράζει μόνο την αδυναμία ενός δημι ουργήματος και την άφρονα προσπάθειά του να πάρει τη θέση του κυρίου του, υπάρχει ένας απόλυτος διαχωρισμός, ένα σαφές όριο, μια διάκριση που δεν γίνεται να αγνοήσουμε: παραπέμπει την αλήθεια και το σφάλμα στους προσίδιους τόπους τους και απαγορεύει κάθε επικοινωνία μεταξύ τους. Ωστόσο, όπως είδαμε, ο Spinoza αρνείται να συνδέσει την πράξη της γνώσης με την πρωτοβουλία ενός υποκειμένου (που θα ήταν ο Θεός στην περίπτωση της αλήθειας και εμείς στην πε ρίπτωση του σφάλματος): αρνείται επίσης τον αυστηρό διαχωρι σμό και την αντίθεση που αυτός εγκαθιστά ανάμεσα στην αλή θεια και το σφάλμα. Κατ’ αρχάς, είναι βέβαιο πως όταν πλανιό μαστε, δεν χρησιμοποιούμε, ούτε καν με καταστροφικό τρόπο, το αυτεξούσιό μας: αντιθέτως, εγκλωβιζόμαστε στην αμείλικτη τάξη της αυταπάτης και της παραγνώρισης, η οποία γεννιέται
104
HEGEL Ή SPINOZA
αναπόφευκτα από την οπτική γωνία της φαντασίας. Το σφάλμα είναι ένας μηχανισμός που ρυθμίζεται από τις πιο αυστηρές συν θήκες, οι οποίες είναι επίσης οι συνθήκες της συνήθους δουλείας μας. «Οι ανεντελείς και συγκεχυμένες ιδέες έπονται οι μεν των δε με την ίδια αναγκαιότητα όπως οι εντελείς ιδέες, δηλαδή οι σαφείς και διακριτές».36 Όταν κατέχουμε την αλήθεια δεν ερχό μαστε πλησιέστερα στην αξιοσύνη ενός υποκειμένου με χαρα κτηριστικά δημιουργού: όχι μόνο επειδή όλες οι ιδέες είναι αλη θείς στον Θεό, και επομένως έξω από την πρωτοβουλία μας, αλ λά και επειδή στον ίδιο τον Θεό υπόκεινται στους αναγκαίους νόμους που τις συνδέουν κατ’ αλληλουχία, σύμφωνα με μία τάξη που είναι επίσης η τάξη των πραγμάτων, και από την οποία δεν μπορούν να απομακρυνθούν. Έτσι, τόσο στη γνώση όσο και στην άγνοια, η ψυχή αποδεικνύεται ότι δεν είναι παρά ένα «πνευματι κό αυτόματο», το οποίο λειτουργεί με βάση αντικειμενικούς κα θορισμούς, έξω από κάθε δυνατότητα παρέμβασης, ακόμα και αν αυτή θα αφορούσε μόνο ένα τέλειο ον, που κατ’ επέκταση θα βρισκόταν πάνω από κάθε υποχρέωση. Οι αληθείς ιδέες, όπως και οι ψευδείς ιδέες, εξηγούνται μέσω των αιτιών τους: βλέπουμε έτσι να εμφανίζεται μεταξύ τους μια θεμελιώδης κοινότητα, η οποία δεν μας επιτρέπει να τις καταμερίσουμε σε δύο διαφορετι κές τάξεις, καθώς θα τις τοποθετούσαμε στις δύο πλευρές ενός ήδη χαραγμένου ορίου, εκείνου ακριβώς που χωρίζει το αρνητικό από το θετικό. Για τον Spinoza, οι ιδέες δεν είναι εικόνες, παθητικές αναπα ραστάσεις, και δεν αναπαράγουν, με έναν κατά το μάλλον ή ήττον σωστό τρόπο, κάποιες πραγματικότητες που θα βρίσκονταν έξω από αυτές: ή τουλάχιστον αυτό το γεγονός δεν τις καθιστά αληθείς. Αυτό ακριβώς εκφράζει ο Spinoza με μια εκπληκτική δι ατύπωση, που προφανώς εναντιώνεται στον Descartes: δεν είναι «βουβές ζωγραφιές σε έναν πίνακα», υπαινικτικές μυθοπλασίες 36. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 36.
MORE GEOMETRICO
105
μιας πραγματικότητας ή ενός μοντέλου που θα εξακολουθούσε να υπάρχει έξω από αυτές, και στο οποίο θα μπορούσαν στην καλύτερη περίπτωση να μοιάζουν. Οι ιδέες, όλες οι ιδέες, είναι πράξεις, δηλαδή επιβεβαιώνουν πάντα μέσα τους κάτι με κατα φατικό τρόπο, σύμφωνα με μια τροπικότητα που παραπέμπει στην αιτία τους, δηλαδή, σε τελική ανάλυση, την υπόσταση που εκφράζεται σε αυτές με τη μορφή ενός κατηγορήματος της, αυ τού της σκέψης. Η ψυχή είναι ένα πνευματικό αυτόματο επειδή δεν υπόκειται στο αυτεξούσιο ενός υποκειμένου του οποίου η αυτονομία θα ήταν ούτως ή άλλως πλασματική: προς τούτο ακριβώς οι ιδέες δεν είναι αυτόματες μορφές, σαν εκείνες λόγου χάρη που αναπαράγει ένα φωτοαντιγραφικό μηχάνημα για πραγ ματικότητες, εφεύρημα των φιλοσόφων που θέλουν με κάθε τ ί μημα να χωρίσουν το αληθές από το ψευδές. Δεν υπάρχει υπο κείμενο της γνώσης, ούτε επίσης κάποια Αλήθεια πάνω από τις αλήθειες η οποία θα διέθετε εκ των προτέρων τη μορφή τους, επειδή ακριβώς η ιδέα είναι αληθής στον εαυτό της, με τρόπο ενικό, ενεργητικό, καταφατικό, ανεξάρτητα από οποιονδήποτε εξωγενή καθορισμό που θα την υπέτασσε στην τάξη των πραγ μάτων ή στις εντολές του δημιουργού. Βρίσκουμε εδώ εκ νέου την ιδέα της εντέλειας, η οποία βασι κά σημαίνει ότι η αληθής ιδέα δεν σχετίζεται παρά μόνο με τον εαυτό της. Διότι με αυτόν τον τρόπο παράγεται από την υπόστα ση, σύμφωνα με την αλληλουχία των καθορισμών η οποία συ γκροτεί τη μορφή της μέσα στο κατηγόρημα της σκέψης, μια αλληλουχία που την ξαναβρίσκουμε εξάλλου με ταυτόσημο τρό πο σε όλα τα άλλα κατηγορήματα. Συνεπώς, η adaequatio είναι το κλειδί για τη veritas, διότι εκφράζει αυτήν την ενδογενή σχέ ση της ιδέας με τον εαυτό της. Αυτό λέει, για παράδειγμα, η επι στολή 50 στον Tschirnhaus: «Ανάμεσα στην αληθή ιδέα και την εντελή ιδέα, αναγνωρίζω μόνο την εξής διαφορά: η λέξη “αλη θής” αναφέρεται αποκλειστικά στη συμφωνία (convenientia) της ιδέας και του ιδεατού της, ενώ η λέξη “εντελής” αφορά τη φύση
106
HEGEL H SPINOZA
της ιδέας στον εαυτό της· επομένως, δεν υπάρχει καμία διαφορά εκ των πραγμάτων (revera) ανάμεσα σε αυτά τα δύο είδη ιδεών, πέρα από τούτη την εξωγενή σχέση». Στην πραγματικότητα, εί ναι το ίδιο πράγμα να μιλάμε για αληθείς ιδέες και για εντελείς ιδέες· αν όμως επιχειρήσουμε να τις εξηγήσουμε, τότε πρόκειται για κάτι τελείως διαφορετικό. Ενάντια στην άμεση, κυριολεκτική σημασία της λέξης, η οποία εντάσσει στην ιδέα της adaequatio την ιδέα μιας συμφωνίας, επομένως μιας εξωτερικής εναρμόνι σης, ο Spinoza εκφράζει με την κατηγορία της adaequatio αυτήν την εσωτερική αναγκαιότητα ή αιτιότητα της ιδέας η οποία τη συνδέει με τον εαυτό της, διαμέσου όλων των άλλων ιδεών από τις οποίες εξαρτάται, στο πλαίσιο του κατηγορήματος της σκέ ψης, και την καθιστά ενική κατάφαση, δηλαδή πράξη, της απο λύτως άπειρης υπόστασης. Όπως ακριβώς τα πράγματα, όπως οτιδήποτε υπάρχει, οι ιδέες υπόκεινται σε μια αιτιακή τάξη που τις εξηγεί πλήρως. Επομένως, η λειτουργία της ιδέας της εντέλειας είναι κατ’ αρχάς κριτική. Επιτρέπει να απομακρυνθεί από τον αιτιακό καθορι σμό της ιδέας οτιδήποτε εμπίπτει σε μια άλλη τάξη, για παρά δειγμα εκείνη την τάξη σύμφωνα με την οποία το ιδεατό της, το αντικείμενό της, υπάρχει επίσης κατ’ αναγκαιότητα: «Ως εντελή ιδέα εννοώ μια ιδέα που, καθόσον θεωρείται στον εαυτό της, όχι σε σχέση με το αντικείμενο, διαθέτει όλες τις ιδιότητες ή τις εν δογενείς ονομασίες της αληθούς ιδέας».37 Ανάμεσα στις ιδέες και τα πράγματα δεν υπάρχει κάποια σχέση αντιστοιχίας που θα υπέ τασσε τις ιδέες στα πράγματα ή τα πράγματα στις ιδέες, αλλά μια αιτιακή ταυτότητα που εγκαθιστά κάθε ιδέα ή κάθε πράγμα στην αναγκαιότητα της τάξης τους, της κίνησής τους, ή ακόμα καλύ τερα της προσίδιας διαδικασίας τους. Έτσι, οι ιδέες δεν σχηματί ζονται καθ’ ομοίωση των αντικειμένων που υποτίθεται ότι θα αναπαριστούσαν και από τα οποία θα απέρρεαν σαν να επρόκει37. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, ορισμός 4.
MORE GEOMETRICO
107
το για την απαρχή τους, κατά τέτοιον τρόπο ώστε θα μπορούσα με να ξαναβρούμε μέσα στην ιδέα αυτό που ήταν αρχικά δεδομέ νο μέσα στο πράγμα: «[...] οι ιδέες τόσο των κατηγορημάτων του Θεού όσο και των ενικών πραγμάτων αναγνωρίζουν ως ποιητική αιτία όχι τα αντικείμενα των οποίων είναι οι ιδέες [τα ιδεατά], ή με άλλα λόγια τα αντιληπτά πράγματα, αλλά τον ίδιο τον Θεό, καθόσον είναι σκεπτόμενο πράγμα».38 Αλλά δεν μπορούμε και να πούμε αντιστρόφως ότι τα ίδια τα πράγματα δημιουργήθηκαν κατ’ εικόνα ιδεών, με αφετηρία τις οποίες θα είχαν σχηματιστεί και των οποίων θα συνιστούσαν την εκδήλωση, με τέτοιον τρό πο ώστε θα ξαναβρίσκαμε μέσα στο πράγμα αυτό που ήταν αρχι κά ήδη δεδομένο μέσα στην ιδέα: «Το μορφικό είναι των πραγμά των που δεν είναι τρόποι του σκέπτεσθαι δεν έπεται από τη θεϊκή φύση επειδή γνώρισε προηγουμένως τα πράγματα· αλλά τα πράγματα που είναι τα αντικείμενα των ιδεών έπονται και συνά γονται από τα δικά τους κατηγορήματα με τον ίδιο τρόπο και την ίδια αναγκαιότητα που δείξαμε ότι οι ιδέες έπονται από το κατηγόρημα της σκέψης».39 Αυτή η διαβεβαίωση είναι προφανώς συμμετρική με την προηγούμενη: τα πράγματα δεν «δημιουργήθηκαν» από τον Θεό σύμφωνα με μια προκαταρκτική ιδέα την οποία θα πραγμάτωναν ομοίως, οι ιδέες δεν προέρχονται από πράγματα των οποίων θα προσέφεραν την αναπαράσταση. Ο Spinoza απορρίπτει εδώ δύο αντίστροφα σφάλματα, που τελικά είναι ισοδύναμα, διότι παραπέμπουν σε μια κοινή προπαραδοχή: την προπαραδοχή μιας ιεραρχικής υποταγής των κατηγορημά των και των διαθέσεών τους. Ωστόσο, η αιτιακή αλληλουχία ασκείται ολοκληρωτικά στη μορφή κάθε κατηγορήματος με έναν τρόπο ο οποίος δεν αφήνει τίποτα να επιθυμείται και ο οποίος απαγορεύει κάθε επικοινωνία, και δη κάθε σύγκριση, μεταξύ των κατηγορημάτων. 38. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, πρόταση 5. 39. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, πόρισμα της πρότασης 6.
108
HEGEL H SPINOZA
Ανάμεσα στην ιδέα και το ιδεατό της δεν υπάρχει πλέον κά ποια σχέση συμμορφίας που θα τοποθετούσε τον έναν όρο υπό την εξάρτηση του άλλου, ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης στην οποία θα τελούνταν μια τέτοια αναγωγή. Αυτό ακριβώς σημαίνει η περίφημη διατύπωση του Τταααΐιιε άβ ΙηίεΙΙεείΜ Εηιεηάαύοηβ: «Ένα πράγμα είναι ο κύκλος, άλλο πράγμα είναι η ιδέα του κύ κλου» (§ 33). Αραγε, συνάγεται ότι η ιδέα, που καθορίζεται μόνο στον εαυτό της, δηλαδή από την αλληλουχία της με τις άλλες ιδέες που αποτελούν το κατηγόρημα της σκέψης, έχασε κάθε «αντικειμενικότητα», με την άμεση έννοια του όρου, δηλαδή κά θε σχέση με το αντικείμενο του οποίου είναι η ιδέα; Καθόλου, και τούτο για δύο λόγους ουσιαστικά. Ο πρώτος είναι ότι και η ίδια η ιδέα είναι ένα πράγμα, στον βαθμό που είναι καθορισμένη αιτιακά, όπως και όλες οι διαθέσεις της υπόστασης* έτσι, μπορεί να αποτελεί αντικείμενο για μια ιδέα, μια πολύ σημαντική ιδιότητα στην οποία θα αναφερθούμε εκ νέου. Από την άλλη, η ενική ιδέα, λόγω της θέσης που έχει στην τάξη και στη σύνδεση των στοιχεί ων που συναπαρτίζουν τη σκέψη, είναι ταυτόσημη με το ιδεατό της, στον βαθμό που αυτό το ιδεατό κατέχει ακριβώς την ίδια θέση στην τάξη και στη σύνδεση του δικού του κατηγορήματος, όποιο και αν είναι αυτό. Όμως αυτή η τάξη ταυτίζεται με την προηγούμενη, εφόσον όλα τα κατηγορήματα εκφράζουν εξίσου την υπόσταση, χωρίς κανένα ιεραρχικό προνόμιο που θα συνε παγόταν την υποταγή του ενός στο άλλο. Συνεπώς, επειδή ακρι βώς η ιδέα δεν επικοινωνεί με το ιδεατό της, παρεκτός μέσω της ίδιας της υπόστασης, εντός της οποίας οτιδήποτε τελείται με τη μορφή κάθε κατηγορήματος είναι ταυτόσημο, είναι εντελής προς αυτό: συμπίπτει απολύτως με αυτό, με έναν τρόπο που δεν αφή νει τίποτα να επιθυμείται. Αποκτά τότε νόημα το αξίωμα 6 του πρώτου μέρους της Ηθικής, το οποίο επίσης επιβεβαιώνει τη συμφωνία της αληθούς ιδέας με το αντικείμενό της: ανάμεσα στην εντελή ιδέα και το αντικείμενό της υπάρχει πράγματι αντι στοιχία, ωστόσο η συνήθης σχέση μεταξύ των δύο όρων αντί-
MORE GEOMETRICO
109
στρέφεται, καθώς η αληθής ιδέα δεν είναι εντελής προς το αντι κείμενό της επειδή αντιστοιχεί σε αυτό, αλλά αντιθέτως πρέπει να πούμε ότι αντιστοιχεί σε αυτό επειδή είναι εντελής, δηλαδή καθορισμένη στον εαυτό της κατά αναγκαίο τρόπο. Από εκεί προκύπτει μια πολύ σημαντική συνέπεια: μια ιδέα δεν μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο εντελής, κατά τον τρόπο μιας αναπαράστασης η οποία μιμείται περισσότερο ή λιγό τερο καλά το μοντέλο της, και η οποία μπορεί αυτή η ίδια να αξιολογηθεί με βάση αυτόν τον βαθμό συμμορφίας. Η θεωρία της εντελούς ιδέας εξαλείφει κάθε κανονιστικότητα από την τά ξη της γνώσης, την ίδια στιγμή που αποτρέπει την επιστροφή της τελοκρατικής αυταπάτης που στοιχειώνει τις κλασικές θεωρίες της γνώσης. Η ιδέα είναι καθ’ ολοκληρίαν εντελής, στον βαθμό που είναι εντελής κατά τρόπο αναγκαίο, δίχως καμία παρέμβαση ενός αυτεξούσιου: εκεί βρίσκεται το κλειδί της αντικειμενικότητάς της. Ο Spinoza το εκφράζει αυτό με την εξής προκλητική δι ατύπωση: «Όλες οι ιδέες, καθόσον αναφέρονται στον Θεό, είναι αληθείς».40 «Καθόσον αναφέρονται στον Θεό», δηλαδή στον βαθμό που γίνονται κατανοητές με βάση την αιτιακή αναγκαιό τητα της διαδικασίας που τις παρήγαγε. Από αυτήν την άποψη, όλες οι ιδέες είναι εντελείς, όλες οι ιδέες είναι αληθείς. Όλες οι ιδέες, δηλαδή και οι ανεντελείς ή συγκεχυμένες ιδέες: οι ψευδείς ιδέες είναι και αυτές αληθείς με τον τρόπο τους. Γι’ αυτό ακριβώς γράφει ο Spinoza: «verum index sui et falsi». Μέσα στην ίδια τη φύση του αληθούς υπάρχει κάτι που παραπέμπει στη δυνατότη τα του σφάλματος και την εξηγεί. Αντιστρόφως, ο Descartes το ποθετούσε ανάμεσα στην αλήθεια και το σφάλμα έναν διαχωρι σμό αυτοδικαίως αδιάβατο (έστω και αν δεν ήταν στην πραγμα τικότητα), γεγονός που τον υποχρέωνε να αναζητήσει μια ειδική προέλευση του σφάλματος, κατασκευάζοντας μια θεωρία του ανθρώπινου αυτεξούσιου. Στον Spinoza όμως η θεωρία του 40. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 32.
110
HEGEL H SPINOZA
σφάλματος είναι εξαρχής ενσωματωμένη στη θεωρία της αλήθει ας και δεν μπορεί να διαχωριστεί από εκείνη: οι ψευδείς ιδέες εί ναι επίσης ενικές ιδέες και, τόσο στη μία όσο και στην άλλη περί πτωση, το πρόβλημα είναι να μάθουμε πώς παράχθηκαν κατά τρόπο αναγκαίο. Ως εκ τούτου, η παραδοσιακή διατύπωση για τη «διάκριση του αληθούς από το ψευδές» λαμβάνει μια απολύτως νέα σημα σία στη θεωρία του Spinoza. Δεν υποδεικνύει το ιδεατό όριο το οποίο χαράσσεται, ανάμεσα σε δύο μη αναγώγιμες τάξεις, από μια εντολή ή μια απαγόρευση που επαφίεται στην καλή βούληση να γίνει σεβαστή, αλλά παραπέμπει στη διαφορά των τρόπων γνώσης. Ωστόσο, ως τρόπο γνώσης ο Spinoza εννοεί έναν ορι σμένο τρόπο να σχετίζεται κανείς με ιδέες, που αυτός ο ίδιος κα θορίζεται πρακτικά από έναν τρόπο ύπαρξης, δηλαδή από συν θήκες ύπαρξης: ο αδαής είναι και δούλος. Υπάρχουν διακριτές πρακτικές της γνώσης, οι οποίες εξαρτώνται από ένα ευρύ σύνο λο υλικών και κοινωνικών καθορισμών. Γι’ αυτό ακριβώς η φα ντασία δεν είναι -σύμφωνα με μια έκφραση διαδεδομένη κατά την κλασική εποχή- ένα «είδος γνώσης», μια δύναμη του σφάλλειν, δηλαδή η ικανότητα να παράγονται ορισμένες ιδέες που θα ήταν στον εαυτό τους ψευδείς. Διότι «δεν υπάρχει τίποτα θετικό στις ιδέες για το οποίο να λέγονται ψευδείς»:41 αυτό που είναι ψευδές, δηλαδή αυτό που μας τοποθετεί σε μια ορισμένη κατά σταση αυταπάτης, είναι μια καθορισμένη σχέση με τις ιδέες, με όλες τις ιδέες, που έχει ως επακόλουθο να τις αντιλαμβανόμα στε, θα λέγαμε μάλιστα να τις βιώνουμε, κατά τρόπο ανεντελή, «ακρωτηριασμένο και συγκεχυμένο». Επομένως, μια ιδέα δεν είναι ποτέ ψευδής στον εαυτό της. Αραγε, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι και ποτέ αληθής στον εαυτό της; Πρόκειται ακριβώς για τη θέση του Descartes: αν οι ιδέες νοηθούν στον εαυτό τους, αποτελούν παθητικές αναπαραστά 41. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 33.
MORE GEOMETRICO
111
σεις, και δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς· η αλήθεια είναι μια λειτουργία του κρίνειν που διαπνέει αυτές τις ιδέες διαμέσου της βούλησης: αυτή ακριβώς η βούληση προσφέρει ή αρνείται την επιδοκιμασία της στις αναπαραστάσεις της νόησης και τις ανακηρύσσει σύμμορφες ή μη σύμμορφες με την πραγματικότητα. Από αυτήν την άποψη, αν υπάρχει μέσα στη γνώση ένα ενεργη τικό στοιχείο (όπως εκείνο που εμφανίζεται για παράδειγμα στην καρτεσιανή θεωρία της προσοχής), αυτό είναι ουσιωδώς υποκει μενικό, εφόσον εξαρτάται από την κατάφαση του εγώ, το οποίο εκφέρει τις κρίσεις και κάνει χρήση της ελευθερίας του καθώς προσφέρει, ή αρνείται, την εμπιστοσύνη του στις ιδέες που του προτείνει η νόηση. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο στον Spinoza, ο οποίος αρνείται την καρτεσιανή διάκριση της νόησης και της βούλησης: ο ενεργητικός χαρακτήρας της γνώσης δεν παραπέ μπει στην πρωτοβουλία ενός ελεύθερου υποκειμένου, αλλά αντιθέτως η ίδια η ιδέα είναι ενεργητική, στον βαθμό που εκφράζει με ενικό τρόπο την άπειρη αιτιότητα της υπόστασης: ως τέτοια, δεν θα μπορούσε να είναι αδιάφορη προς το περιεχόμενο αλήθειας που έχει, εν είδει παθητικής αναπαράστασης. Θεωρούμενη στον Θεό, σύμφωνα με την αιτιακή αλληλουχία που την προκαλεί, η ιδέα είναι πάντοτε αληθής, εντελής προς τις συνθήκες της. Τι εί ναι τότε αυτό που μας οδηγεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να τη χαρακτηρίζουμε ψευδή; Όταν ο Spinoza ορίζει το ψεύδος ως «στέρηση γνώσης»42 δεν εννοεί ότι είναι κάτι ενδογενώς αρνητικό και επομένως εξωτερι κό προς την τάξη της γνώσης, αλλά αντιθέτως ότι δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο σε σχέση με τη γνώση, της οποίας συνιστά έναν «τρόπο». Η ανεντελής ιδέα είναι μια ημιτελής ιδέα στον βαθμό που τη συλλαμβάνουμε ενόσω ακριβώς την ακρωτηριά ζουμε: στον εαυτό της, στον Θεό, είναι εντελής. Καθώς όμως την κατανοούμε κατά μερικό τρόπο, δεν έχουμε τη δυνατότητα να 42. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 35.
112
HEGEL H SPINOZA
αντιληφθούμε την αναγκαιότητά της, και από αυτήν ακριβώς την ενδεχομενικότητα, της οποίας οι πραγματικές αιτίες βρίσκο νται μέσα μας, απορρέει η αυταπάτη ενός αυτεξούσιου. Πρέπει να επαναλάβουμε εδώ ένα πολύ γνωστό παράδειγμα: η φαντασία, που είναι μια μορφή συμπεριφοράς, ένας τρόπος ζωής που πραγματώνεται υλικά και κοινωνικά στην υποταγμένη ύπαρξη του δούλου, «αναπαριστά» σε εμάς τον ήλιο σε απόστα ση διακοσίων ποδιών ανακαλύπτουμε όμως ότι αυτή η αντίλη ψη είναι ψευδής αφ’ ης στιγμής ο Λόγος μάς εξηγεί ότι ο ήλιος δεν είναι αυτή η μεγάλη στρογγυλή μπάλα που λάμπει στον ορίζοντά μας, αλλά ένα άστρο από το οποίο είμαστε πολύ απομα κρυσμένοι και το οποίο βρίσκεται στο κέντρο ενός συστήματος αστεριών, εντός του οποίου εμείς καταλαμβάνουμε μόνο ένα μέ ρος. Τι διακρίνει τη φαντασιακή αναπαράσταση από την αληθή γνώση; Η οπτική γωνία στην οποία αναφέρεται η γνώση, και μαζί με αυτήν ο τρόπος με τον οποίο γνωρίζουμε. Στην περίπτω ση της φαντασίας, η γνώση υποτάσσεται στην οπτική γωνία ενός «ελεύθερου» υποκειμένου, το οποίο αυτοτοποθετείται στο κέντρο του συστήματος των αναπαραστάσεών του και συγκρο τεί αυτό το σύστημα σαν να ήταν αυτόνομο, ως κράτος εν κράτει: τότε, σε αυτό το ανθρώπινο και φαινομενικά ελεύθερο σύμπαν, ο ήλιος εμφανίζεται σαν ένα ογκώδες έπιπλο που κοσμεί το σκηνικό της ζωής και αποκτά τη θέση του και τη χρήση του σε σχέση με αυτό. Διότι το ιδιάζον γνώρισμα της φαντασίας εί ναι ακριβώς ότι παραπέμπει τα πάντα σε «εμένα». Αν όμως αλ λάξω τη ζωή μου, και αν πάψω να «αναπαριστώ» την πραγματι κότητα σύμφωνα με εμένα, δηλαδή σύμφωνα με τελικούς σκο πούς, σαν η πραγματικότητα να είχε φτιαχτεί αποκλειστικά για δική μου χρήση, τότε θα δω τα πράγματα σε τελείως διαφορετι κή θέση, μέσα σε ένα απολύτως αποκεντροθετημένο σύμπαν, διότι, στην ολική αντικειμενικότητά του, δεν μπορεί πλέον να συσχετιστεί με την πρωτοβουλία οποιουδήποτε υποκειμένου, ακόμα και ενός παντοδύναμου δημιουργού' τα πράγματα δεν
MORE GEOMETRICO
113
εξαρτώνται πλέον από μια αυθαίρετη τάξη, αλλά συσχετίζονται τα μεν με τα δε στο πλαίσιο μιας αναγκαίας αιτιακής αλληλουχί ας, χωρίς να υπάρχει οποιοσδήποτε καθορισμός από τελικούς σκοπούς. Επομένως, είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα το να αναπαριστά κανείς φαντασιακά την πραγματικότητα και το να τη γνωρίζει κατ’ εντέλειαν. Και όμως, ακόμα και στο πλαίσιο της φαντασιακής αναπαράστασης της οποίας ένα παράδειγμα ανα φέραμε μόλις τώρα, πρέπει να υπάρχει κάτι το εντελές, κάτι το αληθές. Πράγματι, αν εμείς, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι, εξετάζουμε την πραγματικότητα από μια φαντασιακή οπτική γω νία, δεν το κάνουμε επειδή το θέλουμε, με μια συμπεριφορά της οποίας θα φέραμε τη νομική ευθύνη, αλλά επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά: ιδού με ποιον τρόπο πρέπει να εννοη θεί κατά γράμμα η ιδέα ότι είμαστε δούλοι της φαντασίας. Στη ζωή που μας επιφυλάσσει η φαντασία, το ίδιο το αυτεξούσιο δεν είναι παρά μια αναγκαία αυταπάτη από την οποία αδυνατούμε να ξεφύγουμε. Η φαντασία αγνοεί τις αιτίες που καθορίζουν πραγματικά τη δραστηριότητά μας αλλά δεν τις καταργεί: με αυ τήν την έννοια, υπάρχει στην ανεντελή γνώση κάτι το οποίο δεν είναι αμιγώς υποκειμενικό και που είναι, αυτό το ίδιο, αληθές κα τά τον τρόπο του. Γι’ αυτό, όταν γνωρίζουμε κατ’ εντέλειαν την πραγματικότητα, όταν ξέρουμε, από την ορθολογική οπτική γω νία της αναγκαιότητας, ότι ο ήλιος δεν βρίσκεται -όπως «αυθόρ μητα» φανταζόμαστε- στα διακόσια πόδια, ωστόσο δεν παύουμε να τον βλέπουμε με τον ίδιο τρόπο, όπως μας εμφανίστηκε αρχι κά, από την οπτική γωνία της φαντασίας.43 Ή, μάλλον: γνωρίζου με ότι κατ’ αναγκαιότητα μας φάνηκε έτσι και ότι δεν θα μπο ρούσε να είναι διαφορετικά. Σοφός δεν είναι εκείνος ο οποίος, έχοντας λάβει την ηθελημένη απόφαση να αναμορφώσει άπαξ διά παντός τη νόησή του, θα μπορούσε να εξαλείψει απ’ αυτήν 43. Spinoza, Η θ ικ ή , τέταρτο μέρος, σχόλιο της πρότασης 1.
114
HEGEL H SPINOZA
άπαξ διά παντός τις ψευδείς ιδέες που θα μπορούσαν να περιέχονται σ’ αυτήν και θα είχε έτσι καταργήσει από την ίδια την ύπαρ ξή του όλα τα αποτελέσματα του φαντασιακού τρόπου γνώσης. Μόνο ο ημιμαθής πιστεύει ότι έχει απελευθερωθεί από όλα τα πάθη του, ενώ στην πραγματικότητα δεν του ανήκουν και δεν εξαρτώνται από εκείνον* αντιθέτως, ο ελεύθερος άνθρωπος ξέρει να τα λαμβάνει υπ’ όψιν, διότι γνωρίζει κατ’ εντέλειαν με ποιον τρόπο είναι αναγκαία. Verum index sui et falsi: το αληθές εξηγεί το ψευδές ακόμα και στην αντικειμενικότητά του, μέχρι εκείνο το οριακό σημείο όπου παύει να εμφανίζεται ως ψευδές, ώστε να φανερώσει την προσίδια αλήθεια του. Τι είναι λοιπόν αυτό που είναι αληθές στην ψευδή ιδέα; Ας ξαναπάρουμε το παράδειγμα του ήλιου που τον βλέπουμε αρχι κά στα διακόσια πόδια. Αυτή η «ιδέα» είναι εντελής και αληθής στον Θεό. Σε εμάς είναι ακρωτηριασμένη και συγκεχυμένη, επειδή τη συλλαμβάνουμε ημιτελώς, με τέτοιον τρόπο ώστε να παρουσιάζεται αποκομμένη από την αιτία της. Ως προς τι είναι όμως εντελής αυτή η φαντασιακή αναπαράσταση; Ως προς το ότι υποδεικνύει αντικειμενικά κάτι τελείως διαφορετικό από εκείνο με το οποίο τη συσχετίζουμε αυθόρμητα, δηλαδή τον ήλιο: στην πραγματικότητα, εκφράζει τη διάθεση του σώματός μας, η οποία μας ωθεί να σχηματίσουμε για τον ήλιο μια αντίλη ψη που παραποιεί την πραγματικότητά του. Έτσι, η εικόνα είναι ψευδής σε σχέση με το αντικείμενο που εξετάζει. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι είναι μια αμιγώς απατηλή αναπαράσταση, μια ιδέα χωρίς αντικείμενο, που θα αρκούσε να την ανασκευάσουμε για να διαλυθεί η φαινομενικότητά της. Πράγματι, είναι μια ιδέα, μια αληθινή ιδέα αν όχι μια αληθής ιδέα* ως τέτοια είναι εντελής και αντιστοιχεί σε ένα αντικείμενο που δεν συμπίπτει με εκείνο που της αποδίδουμε άμεσα και το οποίο βρίσκεται αλλού και όχι εκεί που αυθόρμητα το έχουμε τοποθετήσει: όχι προς τα εκεί όπου αντικειμενικά βρίσκεται ο πραγματικός ήλιος για τον οποίο έχουμε μια ακρωτηριασμένη και συγκεχυμένη ιδέα, αλλά
MORE GEOMETRICO
115
εδώ όπου βρισκόμαστε εμείς, με το σώμα μας, το οποίο δεν μας επιτρέπει να έχουμε μια ακριβή αναπαράσταση του ήλιου. Η ψευδής εικόνα του ήλιου είναι μια αληθής ιδέα αν τη συσχετί σουμε με τη δική μας σωματική ύπαρξη. Από ποια άποψη είναι λοιπόν ανεντελής; Στον βαθμό που είναι χωρισμένη από τη γνώ ση του αντικειμένου της, το οποίο αντικαθιστά με ένα άλλο πε ριεχόμενο. Ο Pascal εκφράζει τον ίδιο συλλογισμό με συναρπα στική λακωνικότητα: «Ακόμα και αν οι γνώμες του λαού είναι ορθές, εντούτοις δεν είναι ορθές στο κεφάλι του, διότι νομίζει ότι η αλήθεια είναι εκεί όπου δεν είνα ι...» (Σκέψεις, L. Brunschvicg 335). Η ελευθερία του σοφού δεν έγκειται στην κατάργηση των παθών και των επιπτώσεων της δουλείας, αλλά στην τροποποίη ση της σχέσης με τα πάθη του και τις εικόνες που τα συνοδεύουν ή τα προκαλούν: καθώς αναγνωρίζει την αναγκαιότητα που εκ φράζουν και αυτά με τον δικό τους τρόπο, τα μετασχηματίζει σε χαρούμενα πάθη, σε σαφείς εικόνες, που εξηγούνται στην ολότη τα του καθορισμού τους. Σε αυτό ειδικά συνίσταται η σπινοζική πολιτική, διότι η γνώση, που κατ’ αρχάς εξαρτάται από τους τρό πους σύμφωνα με τους οποίους ασκούμε την πρακτική της, είναι επίσης ζήτημα πολιτικής. Αυτή η παρέκβαση, που είναι πράγματι εξαιρετικά σύντομη συγκριτικά με την πραγματική συνθετότητα της σπινοζικής θεω ρίας της φαντασίας, μας επιτρέπει να αναδείξουμε τον απολύτως πρωτότυπο χαρακτήρα της συναγόμενης από αυτήν αντίληψης για την αλήθεια. Τούτη η ιδιαιτερότητα είναι έκδηλη σε δύο ου σιώδη σημεία: στον ενδογενή καθορισμό της αλήθειας με βάση την κατηγορία της εντέλειας και στην επακόλουθη εμμενή σχέση μεταξύ αλήθειας και σφάλματος. Σε αυτά τα δύο σημεία φαίνεται πράγματι ότι ο Spinoza «προτρέχει» σε σχέση με θέσεις που θα αναπτυχθούν επίσης από τον Hegel. Πράγματι, ο Hegel αντιτάσσει στη δογματική, μεταφυσική και «στενή» αντίληψη της αλήθειας μια θεωρησιακή αντίληψη που
116
HEGEL Ή SPINOZA
συγκροτεί κατ’ αρχάς την αλήθεια με βάση τη σχέση της σκέψης με τον εαυτό της: «Είθισται να ονομάζουμε “αλήθεια” τη συμφωνία ενός αντικει μένου με την αναπαράστασή μας γι’ αυτό. Σε αυτήν την περί πτωση έχουμε ως προϋπόθεση ένα αντικείμενο με το οποίο πρέ πει να είναι σύμμορφη η αναπαράσταση που έχουμε περί αυτού. Αντιθέτως, με τη φιλοσοφική έννοια, αλήθεια σημαίνει, αν δια τυπωθεί με αφηρημένα γενικό τρόπο, συμφωνία ενός περιεχο μένου με τον εαυτό του».44 Συνεπώς, από φιλοσοφική οπτική γωνία, με τον όρο αλήθεια δεν πρέπει να εννοούμε μια ιδιότητα, ένα μορφικό και εξωγενές χαρακτηριστικό της ιδέας σε σχέση με το αντικείμενο που βρί σκεται απέναντι της, αλλά έναν καθορισμό του ίδιου του περιε χομένου που επιβεβαιώνεται καταφατικά ως αληθές, ή ως μη αληθές, στον εαυτό του. Γνωρίζω αληθινά ένα πράγμα δεν ση μαίνει σχηματίζω μια αναπαράσταση γΓ αυτό από κάποια εξωτε ρική και υποκειμενική οπτική γωνία, αλλά ξεδιπλώνω την προσίδια φύση του, έτσι όπως ανακλάται στην κίνηση που το συ γκροτεί. Είμαστε εδώ πολύ κοντά στην έννοια της εντέλειας: βρίσκουμε εκ νέου την κριτική λειτουργία της, με την εξάλειψη μιας αφηρημένης προβληματικής της αλήθειας, η οποία θα ορι ζόταν με βάση τη συμφωνία ανάμεσα σε μια αναπαράσταση και το αντικείμενό της* αλλά, με θετικούς όρους, προχωρούμε επί σης στην ανάλυση της διαδικασίας της γνώσης. Πράγματι, στον Hegel, αυτό το περιεχόμενο που εκφράζεται ως αληθές δεν είναι τίποτε άλλο από την ίδια τη σκέψη που επανέρχεται στον εαυτό της, προκειμένου να επανακτήσει τον εαυτό της καθώς πραγμα τώνεται. ΓΓ αυτό η γνώση είναι μια εμμενής σχέση της σκέψης 44. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, προσθήκη στην § 24, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π., σ. 479.
MORE GEOMETRICO
117
με τον εαυτό της, αποκλείοντας κάθε απόπειρα για μια κίνηση της σκέψης προς το εξωτερικό, προκειμένου να συναντήσει μια πραγματικότητα της οποίας η ύπαρξη θα καθοριζόταν αφηρημένα, έξω από αυτήν την ίδια. Από την άλλη, όπως είναι ευρέως γνωστό, η εγελιανή αντίλη ψη του αληθούς ως ενδογενούς καθορισμού της σκέψης συνεπά γεται μια εντελώς νέα σχέση μεταξύ αλήθειας και σφάλματος. Από τη θεωρησιακή οπτική γωνία, το ψευδές δεν είναι ένα αρνη τικό που θα ήταν μόνο αρνητικό και το οποίο επομένως θα ήταν ολοκληρωτικά εξωτερικό προς το αληθές: στον βαθμό που η γνώση είναι αδιαχώριστη από τη διαδικασία μέσω της οποίας πραγματώνεται, αναπτύσσει -καθώς επανέρχεται στον εαυτό της- μια εμμενή αρνητικότητα. Με αυτήν την έννοια, το ίδιο το αληθές είναι επίσης ένα αρνητικό σε σχέση με το ψευδές το οποίο υπερνικά κατά την πρόοδο της αυτοανάπτυξής του. Γι’ αυτό ακριβώς δεν είναι πλέον δυνατόν να διατηρηθεί με δογματικό τρόπο ένας άκαμπτος διαχωρισμός ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές. Εξάλλου, ούτε η ίδια η διαλεκτική επιτρέπει στο θετικό και το αρνητικό να παγιωθούν σε μια τέτοια αντίθεση. Μέσα στο ψευδές «παράγεται» το ίδιο το αληθές με τη μορφή της άρνησής του, κάτι που δεν μπορεί να επιτύχει παρά μόνο εφόσον αρνείται ευθύς αμέσως αυτόν τον καθορισμό, προκειμένου να εγκατα σταθεί σε μια ανώτερη μορφή αυτοσχεσίας. Όπως λέει ο Hegel με μια ωμή διατύπωση: «Μπορούμε πράγματι να γνωρίζουμε ψευδώς».45 Γνωρίζω ψευδώς εξακολουθεί να σημαίνει γνωρίζω: η αλήθεια ενέχεται πάντα στο σφάλμα, και αντιστρόφως. Ο Hegel ωθεί στα άκρα αυτήν την αντίληψη, καθώς αρνείται να δεχτεί ότι το ψευδές είναι -όπως θα υποστήριζε μια επιπόλαιη διαλεκτι κή- μια «στιγμή της αλήθειας»,46 κάτι που θα ήταν άλλος ένας τρόπος να υποταχθεί το ψευδές στο αληθές, καθώς θα εμφανιζό 45. G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménologie de l’esprit, ό.π., σ. 93. 46. Στο ίδιο, σ. 95.
118
HEGEL Ή SPINOZA
ταν ως ενδιάμεσος όρος, ως μέσο που οδηγεί στην αλήθεια, αλλά εξαφανίζεται στο αποτέλεσμά του αφ’ ης στιγμής αυτό επιτυγχά νεται. Πρέπει να στοχαστούμε μέχρι τέλους την ενότητα ανάμε σα στο αληθές και το ψευδές: ελλείψει αυτού του αμοιβαίου ανήκειν του ενός στο άλλο, το αληθές δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο αφηρημένα, και μερικώς, ως ένα δεδομένο, ως μια κατά σταση πραγμάτων είναι μια ιδέα που δεν συνιστά παρά μια ιδέα, και η οποία είναι χωρισμένη από την κίνηση μέσα στην οποία πραγματώνεται και γίνεται Πραγματικό. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Spinoza και ο Hegel οδηγούνται σε πα ρεμφερή συμπεράσματα σε σχέση με το ζήτημα της αλήθειας. Εί ναι γεγονός ότι αυτά τα συμπεράσματα προκύπτουν ως επακό λουθο διαφορετικών διαβημάτων και ότι διατυπώνονται με όρους που απέχουν μεταξύ τους. Ωστόσο, σύμφωνα με την ομο λογία και των δύο συγγραφέων, τι είναι ένα αποτέλεσμα που νο είται έξω από το διάβημα που το εδραιώνει; Γι’ αυτό ακριβώς στό χος μας δεν είναι να συγκρίνουμε τις δύο φιλοσοφίες, προκειμένου να ταυτιστεί η μία με την άλλη, κάτι που δεν θα ήταν εφικτό παρά μόνο με τίμημα μια καταχρηστική απλούστευση του περιε χομένου τους, η οποία θα επέφερε μια αληθινή νοηματική εκτρο πή' αντιθέτως, επιδιώκουμε να καταδείξουμε ένα εξόχως αναπά ντεχο φαινόμενο: ο Hegel διακηρύσσει ότι απομακρύνεται στον μέγιστο βαθμό από τον σπινοζισμό σε ένα σημείο όπου εντού τοις οι δύο διδασκαλίες μοιάζουν να πλησιάζουν η μία την άλλη' άραγε, η ανασκευή που επιχειρεί ο Hegel δεν θα έπρεπε να κατα γράψει τούτη τη στιγμιαία σύγκλιση, έστω και αν ακολούθως θα έπρεπε να καταδείξει τον επιφανειακό χαρακτήρα της, ανακαλύ πτοντας άλλους λόγους που θα του επέτρεπαν να διαφοροποιη θεί από αυτόν; Ωστόσο, το διάβημά του είναι ακριβώς αντίστροφο: για να αποδείξει την ανεπάρκεια της σπινοζικής διδασκαλίας, ο Hegel τής καταλογίζει ορισμένες φιλοσοφικές θέσεις που δεν της ανή κουν, τις οποίες μάλιστα εκείνη έχει ρητά απορρίψει, διότι παρα
MORE GEOMETRICO
119
πέμπουν σε μια αφηρημένη αντίληψη για τη γνώση, ασύμβατη με την οπτική γωνία μιας εμμενούς ορθολογικότητας. Το παρά ξενο σε αυτήν την υπόθεση είναι ότι ο Hegel αντιτάσσει στον Spinoza μια επιχειρηματολογία που μοιάζει εξαιρετικά με την επιχειρηματολογία που ο ίδιος ο Spinoza έχει ήδη αναπτύξει κα τά των καρτεσιανών: ως εκ τούτου έχει απαντήσει εκ των προτέρων στις ενστάσεις που εγείρονται από τον Hegel. Συνεπώς, η στάση του Hegel σφραγίζεται από μια εξαιρετική παραγνώριση, φαινομενικά ανεξήγητη: αυτό που ο Hegel «ξέχασε» να διαβάσει από τον Spinoza είναι εκείνο ακριβώς του οποίου τη σπουδαιότητα και τη σημασία μπορούσε καλύτερα από οποιονδήποτε άλ λον να αναγνωρίσει. Προφανώς, δεν μπορεί να πρόκειται για απλή αβλεψία, δεδο μένου ότι ο Hegel αντιμετώπισε με μεγάλη σοβαρότητα το πρό βλημα του σπινοζισμού, στο οποίο αφιέρωσε πολλές παρεμβάσεις στηριγμένες σε μια έγκυρη πληροφόρηση και με ολοκληρωμένη επιχειρηματολογία. Γι’ αυτό πρέπει να αναζητήσουμε αλλού έναν λόγο για τούτη την παρανόηση: αυτός ο λόγος δεν μπορεί να βρεθεί παρά μόνο στο σύστημα του ίδιου του Hegel, που τον ανα γκάζει με την ίδια του την κίνηση να παραμορφώσει την πραγμα τικότητα του σπινοζισμού. Πράγματι, για να διαφοροποιηθεί πε ρισσότερο ο Hegel από τον σπινοζισμό, αναγκάστηκε να τον αντικαταστήσει με μια πλασματική διδασκαλία, κατασκευασμένη επί τούτω, η οποία εξαλείφει ολόκληρο το ιστορικό κεκτημένο του συστήματος του Spinoza. Όλα συμβαίνουν σαν ο Hegel, για να μπορέσει καλύτερα να «υπερβεί» τον Spinoza, να είχε πρώτα ανάγκη να τον περιορίσει, να τον υποβαθμίσει και να τον οδηγή σει εντεύθεν των αληθινά δικών του θέσεων. Ωστόσο, σε αυτήν την αναγκαιότητα στην οποία βρέθηκε ο Hegel να ελαχιστοποιή σει τον σπινοζισμό για να τον ανασκευάσει, δεν θα έπρεπε άραγε να διακρίνουμε, σε αντιδιαστολή με την ανεπάρκεια που ανακα λύπτει εκεί ο Hegel, μια ένδειξη του υπέρμετρου χαρακτήρα του σπινοζισμού, που θα ήταν ανυπόφορος για τον ίδιο τον Hegel;
120
HEGEL H SPINOZA
Κατανοούμε πλέον καλύτερα για ποιον λόγο δεν αρκεί να συ σχετίσουμε τα δύο συστήματα για να αποφανθούμε ότι υπάρχει μεταξύ τους η αναλογία μιας απλής ομοιότητας. Διότι η σχέση τους είναι ουσιωδώς μια σχέση αντιφατικής ενότητας: ο Hegel εναντιώνεται στον Spinoza ακριβώς τη στιγμή που αποκαλύπτεται η συγγένειά τους. Αυτό που δεν μπόρεσε να ανεχτεί ο Hegel από τον Spinoza, και το οποίο δεν κατάφερε να εξαλείψει παρά μόνο μέσω μιας μεταμφίεσης, είναι μια σκέψη από την οποία τίθεται σε αμφισβήτηση το δικό του σύστημα και εντός της οποίας ενέχεται η δική του φιλοσοφική θέση. Γι’ αυτό ακριβώς μεταξύ των δύο συ στημάτων δεν υπάρχει μόνο εξωτερική σχέση, είτε πρόκειται για σχέση ανεξαρτησίας είτε για σχέση συγγένειας: οι φιλοσοφικές θέ σεις επί των οποίων αντιτίθενται ο Hegel και ο Spinoza είναι το βάθρο ενός αληθινού διαζευκτικού δίπολου, του οποίου οι όροι είναι εμμενώς αλληλένδετοι. Για να επανέλθουμε στο ιδιαίτερο ερώτημα που μελετούμε εδώ, το γεγονός που χρήζει εξήγησης εί ναι επομένως το εξής: ο Hegel και ο Spinoza αντιπαρατίθενται με ταξύ τους στον βαθμό που διεκδικούν την ίδια αντίληψη για το αληθές, η οποία είναι συγκεκριμένη, ενεργητική και απόλυτη. Για τον Spinoza, όπως και για τον Hegel, η αλήθεια είναι ένας εσωτερικός καθορισμός της σκέψης, που αποκλείει κάθε σχέση με ένα εξωτερικό αντικείμενο. Ωστόσο, και αυτό είναι το αληθινό διακύβευμα της αντίφασής τους, ο Spinoza και ο Hegel τοποθε τούν πολύ διαφορετικές πραγματικότητες κάτω από τον όρο «σκέψη». Για τον Spinoza, η σκέψη είναι ένα κατηγόρημα, δηλα δή μια άπειρη στο γένος της μορφή τής απολύτως άπειρης υπό στασης. Για τον Hegel είναι το Πνεύμα ως υποκείμενο εαυτού, το οποίο αναγνωρίζει εαυτόν ως τέτοιο καθώς τελείται στην κίνηση του γίγνεσθαι-Πραγματικό του, στο πέρας της οποίας εμφανίζε ται στην ολότητά του και ως ολότητα: η ορθολογική ανάπτυξη της σκέψης ανακαλύπτει αυτήν την ολότητα ως απολύτως μονα δική, επειδή απορροφά μέσω αυτής κάθε πραγματικότητα και κάθε περιεχόμενο. Αυτό ακριβώς το αποκλειστικό προνόμιο της
MORE GEOMETRICO
121
σκέψης δεν αποδέχεται η φιλοσοφία του Spinoza, για την οποία η σκέψη δεν συνιστά ούτε τη μόνη ούτε επίσης την καλύτερη έκ φραση της υπόστασης: στην καλύτερη περίπτωση, είναι μία από τις «ουσίες» στις οποίες δρα η υπόσταση καθώς αναπτύσσει την προσίδια αιτιότητά της. Είναι λοιπόν δυνατόν, με τίμημα την άσκηση μιας βίας στη χρονολογική ακολουθία, να μιλήσουμε για την ανασκευή που υπέστη ο Hegel από τον ίδιο τον Spinoza: η εν λόγω ανασκευή πλήττει την ιδεαλιστική παρουσίαση της διαλεκτικής, η οποία εγκαθιδρύει την καθολικότητά της με την προπαραδοχή ότι η σκέψη -λόγω της εσωτερικής ανακλαστικότητάς της- είναι η κατεξοχήν μορφή του πραγματικού, ολόκληρου του πραγματικού' εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού παρουσιάζεται ως μια από λυτη ορθολογική τάξη η οποία συγκεντρώνει και απορροφά όλες τις υπόλοιπες τάξεις, κατά την κίνηση της προσίδιας ολοποίησής της. Η εγελιανή διαλεκτική, που αυτοπαρουσιάζεται αυτή η ίδια ως κύκλος κύκλων, προϋποθέτει μια σχέση ιεραρχικής υποταγής ανάμεσα σε όλα τα στοιχεία που συνενώνει, και αυτή η υποταγή εξετάζεται με βάση έναν έσχατο όρο, από την οπτική γωνία του οποίου το σύνολο της προόδου της μπορεί να γίνει κατανοητό, επειδή διαθέτει ένα νόημα. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η προπαραδο χή απορρίπτεται ευθύς εξαρχής από τον Spinoza, διότι ο ίδιος εξαλείφει από την αντίληψή του για το πραγματικό, για την υπό σταση, κάθε ιδέα ιεραρχικής υποταγής μεταξύ στοιχείων: η σκέ ψη, ως κατηγόρημα της υπόστασης, είναι ταυτόσημη με τα πάντα, και επομένως δεν υπάρχει τίποτα πάνω από αυτήν αλλά η αλλη λουχία με την οποία πραγματοποιείται αναδεικνύει συγχρόνως την απόλυτη ισότητά της με όλες τις άλλες μορφές εντός των οποίων εκφράζεται επίσης η υπόσταση, και οι οποίες είναι άπει ρες τον αριθμό. Αντιθέτως, ο Hegel στοχάζεται το Πνεύμα ως υποκείμενο και ως όλον με βάση μια προοπτική υπεροχής η οποία έχει αναγκαστικά ως επακόλουθο να υποτάσσεται σε αυτό οτιδή ποτε παράγεται ως πραγματικό, και εμφανίζεται τότε ως εκδήλω
122
HEGEL H SPINOZA
σή του. Τούτη η υποταγή, η οποία εγκαθιδρύει μια ιεραρχία μορ φών στην ορθολογική κίνηση, είναι το κλειδί της εγελιανής τελεολογίας: αυτήν ακριβώς την τελεολογία εξαλείφει ο Spinoza. Οδηγούμαστε έτσι σε μια αρκετά παράδοξη διερώτηση. Κα θώς ο Hegel καθιδρύει, με αφετηρία το πνεύμα που συλλαμβάνει εαυτόν ως υποκείμενο, ως όλον και ως τελικό σκοπό, μια ιεραρ χία ανάμεσα σε όλες τις μορφές πραγμάτωσης που εξαρτώνται από αυτό, άραγε δεν εγκαθίσταται αυτός ο ίδιος -με μια εκπλη κτική μεταστροφή- στην οπτική γωνία που καταδικάζει στον Spinoza, δηλαδή την οπτική γωνία της υπόστασης; Πράγματι, το χαρακτηριστικό αυτής της οπτικής γωνίας είναι ότι μέσω αυτής τίθεται ένα Όλον, το οποίο συγκεντρώνει κάθε πραγματικότητα, με τέτοιον τρόπο ώστε δεν μπορεί ακολούθως παρά μόνο να ρευστοποιείται διαδοχικά σε ολοένα και λιγότερο πραγματικούς καθορισμούς, με αποτέλεσμα να εξαντλείται στην ακολουθία τους. Το στοιχείο που φαίνεται σκανδαλώδες στον Hegel, μέσα σε αυτόν τον «κύκλο», δεν είναι τόσο η σχέση ανάμεσα στο όλον και τα μέρη του η οποία διέπει αυτήν την αντίληψη, όσο η τάξη διαδοχής στην οποία πραγματώνεται: σύμφωνα με αυτήν την τά ξη, το Όλον είναι εκείνο που δίνεται πρώτο στο πλαίσιο ενός απόλυτου ξεκινήματος. Το μόνο που προτείνει ο Hegel είναι απλώς να αναστραφεί τούτη η τάξη, τοποθετώντας το Όλον στο τέλος της διαδικασίας και διατάσσοντας τους καθορισμούς του ως στιγμές που προοδευτικά οδηγούν εκεί. Ωστόσο, στο πέρας αυτής της αναστροφής, η σχέση εμμενούς ενσωμάτωσης που υποτάσσει τα μέρη στο όλον, στο πλαίσιο μιας ιεραρχικής τάξης, έχει διατηρηθεί καθ’ ολοκληρίαν: σε αυτό κυρίως συνίσταται ο εγελιανός εξελικτικισμός. Αντιθέτως, ο Spinoza στοχάζεται τη διαδικασία της γνώσης με έναν μη εξελικτικό τρόπο, ως διαδικασία χωρίς τελικό σκοπό: ως διαδικασία αυτοκαθορισμού της σκέψης που επιτρέπει να γνωσθεί το πραγματικό στην ολότητά του, σύμφωνα με έναν νό μο απόλυτης αιτιότητας, αλλά χωρίς να εξαντλούνται ολοκλη
MORE GEOMETRICO
123
ρωτικά οι καθορισμοί του. Μια διαδικασία χωρίς τελικό σκοπό είναι κάτι κατεξοχήν αδιανόητο για τον Hegel. Γι’ αυτό δεν κατάφερε να την αναγνωρίσει ακόμα και στους όρους με τους οποί ους τη στοχάζεται ο Spinoza· από εκεί προέκυψε γι’ αυτόν η ανα γκαιότητα να ερμηνεύσει τούτη τη διαδικασία χωρίς τελικό σκο πό με βάση την αλλοιωμένη εικόνα μιας διαδικασίας με απόλυτο ξεκίνημα. Αλλά αυτή η παραμορφωμένη εικόνα είναι ωστόσο εντελής προς την οπτική γωνία του Hegel, διότι επαναλαμβάνει και συγχρόνως παρουσιάζει υπό μορφή καρικατούρας την εντατή τάξη, τη σχέση υπεροχής και την ενότητα ενσωμάτωσης ανά μεσα στο όλον και τα μέρη του που συνιστούν την υποχρεωτική προπαραδοχή της ίδιας του της σκέψης. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Hegel δεν μπορούσε να κατανοήσει κατά γράμμα αυτό που λέει ο Spinoza, διότι κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι αποποιείται τις προπαραδοχές του δικού του συστήμα τος. ΓΓ αυτό ακριβώς ήταν απολύτως αναγκαίο γι’ αυτόν, προκειμένου να διευθετήσει με ικανοποιητικό τρόπο το ζήτημα που του έθετε ο Spinoza, να τον εντάξει στη δική του οπτική γωνία και να τον παρουσιάσει ως μία στιγμή της διδασκαλίας του’ ως στιγμή ξεκινήματος, ως προσωρινή στιγμή, ως στιγμή που πρόκειται να ξεπεραστεί, ως στιγμή που έχει ήδη ξεπεραστεί, ως απειλή που έχει ήδη υπερνικηθεί, επειδή έχει εξοβελιστεί στην προοπτική μιας παρωχημένης ιστορίας, η οποία δεν μιλά πλέον παρά μόνο στη μνήμη, έξω από κάθε ενεργό πραγματικότητα. Το εν λόγω αμυντικό σύστημα, το οποίο ορθώνει ο Hegel για να προστατευθεί από την αλήθεια του σπινοζισμού, χάνει μεγά λο μέρος από την αποτελεσματικότητά του, αφ’ ης στιγμής δια κρίνουμε σε αυτό μια αναπαράσταση όχι του αντικειμένου που παρέχει στον εαυτό του, δηλαδή του Spinoza, αλλά της θέσης που επιχειρεί να διατηρήσει, της θέσης του ίδιου του Hegel, της οποίας την ευθραυστότητα αποκαλύπτει με αδυσώπητο τρόπο. Ο Hegel θέλησε να έχει τον έλεγχο της εικόνας που επέβαλε για τον Spinoza, αλλά είναι μάλλον ο Spinoza εκείνος που του προ
σφέρει έναν καθρέφτη στον οποίο προβάλλει, χωρίς να το γνω ρίζει, την αλήθεια του.
III. ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
i
Η αμφισημία της έννοιας τον κατηγορήματος Οι ενστάσεις που διατυπώνει o Hegel όσον αφορά τη σχέση των κατηγορημάτων με την υπόσταση τοποθετούνται στην ίδια προ οπτική με την κριτική που ασκεί στη διαδικασία «more geomé trico», και συγχρόνως την αναπτύσσουν. Η προηγούμενη συζή τηση αφορούσε ουσιαστικά τις προϋποθέσεις μιας αληθούς γνώ σης και γι’ αυτό επικεντρωνόταν στη θέση της σκέψης σε σχέση με το πραγματικό. Ωστόσο, η παρέμβαση των κατηγοριών της υπόστασης και του κατηγορήματος κατά την πραγμάτευση του εν λόγω προβλήματος αναδεικνύει μια ουσιαστική απόκλιση ανάμεσα στον Spinoza και τον Hegel. Κατά τον Hegel η σκέψη και το πραγματικό ενώνονται θεμελιωδώς, καθόσον άπτονται της ίδιας διαδικασίας, στην οποία το πνεύμα, το ενεργώς πραγ ματικό, είναι υποκείμενο του εαυτού του: πέρα από την παρουσί αση του αληθούς ως υπόστασης, μια παρουσίαση μονόπλευρη, υπάρχει επίσης η σύλληψή του ως υποκειμένου, δηλαδή ως ολό τητας σε κίνηση. Αντιθέτως, όταν o Spinoza παρουσιάζει τη σκέ ψη όχι ως υπόσταση αλλά ως κατηγόρημα της υπόστασης, φαί νεται να ομολογεί για ακόμα μία φορά ότι στέκεται εντεύθεν μιας αληθινά ορθολογικής σκέψης, για την οποία το σύστημά του παρέχει μόνο ένα ατελές και ανολοκλήρωτο προσχέδιο. Το διακύβευμα αυτής της μετατόπισης -από τη σκέψη ως υπόσταση που έγινε υποκείμενο, στη σκέψη ως κατηγόρημα της υπόστασης- είναι κατ’ αρχάς ο καταστατικός χαρακτήρας της σκέψης. Σύμφωνα με τον Hegel, αφ’ ης στιγμής o Spinoza τοπο θετεί τη σκέψη «έξω» από την υπόσταση, και κατά κάποιον τρό πο σε εξάρτηση από εκείνη, την απομακρύνει από τη θέση υπε-
128
HEGEL Ή SPINOZA
ροχής της και συγχρόνως αμφισβητεί τον καθολικό προορισμό της: με αυτήν την έννοια, ο Spinoza παραμένει ξένος προς την ιδεαλιστική προοπτική, διότι αρνείται στη σκέψη τον χαρακτήρα μιας υπόστασης (τον οποίο αντιθέτως της παραχωρούσε ο Descartes). Πράγματι, φαίνεται ότι ανάμεσα στην υπόσταση, η οποία είναι «απολύτως άπειρη», και τα κατηγορήματά της που είναι «άπειρα μόνο στο γένος τους»,1 υπάρχει μια ιεραρχική δια φορά, ανάλογη με εκείνη που χωρίζει το όλον από τα μέρη του. Επομένως, αν η σκέψη είναι ένα κατηγόρημα, όπως αναμφισβή τητα επιβεβαιώνει το σπινοζικό σύστημα, και αν τα κατηγορήμα τα κατέχουν έναντι της υπόστασης υποτελή θέση, η οποία τους παρέχει μειωμένες ή ημιτελείς λειτουργίες, τότε η σκέψη δεν εί ναι πλέον εκείνη η απόλυτη διαδικασία που επιβεβαιώνει κατα φατικά την αναγκαιότητά της καθώς την πραγματώνει, αλλά μόνο μια πλευρά ή στιγμή αυτής της διαδικασίας, που δεν εμπε ριέχει όλες τις προϋποθέσεις της, και της οποίας η ανάπτυξη -αν νοηθεί στον εαυτό της- είναι ενδεχομενική, στον βαθμό που εξαρτάται από μια εξωτερική αιτία. Με αυτόν ακριβώς τον τρόπο αναφέρεται ο Hegel στα κατηγορήματα, «δηλαδή ως όρους που δεν διαθέτουν επιμέρους ύπαρξη, ένα είναι στον εαυτό του και για τον εαυτό του, αλλά που απλώς ξεπερνιούνται, ως στιγμές».12 Είναι όμως τα κατηγορήματα κατά τον Spinoza μέρη της υπό στασης; Και η σχέση εξάρτησης που τα συνδέει με την υπόσταση είναι άραγε, όπως την ερμηνεύει ο Hegel, μια ιεραρχική σχέση ανάμεσα σε ουσιωδώς άνισα στοιχεία; Εκεί βρίσκεται όλο το ερώτημα. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι, στο πλαίσιο αυτής της επιχει ρηματολογίας, ο Hegel περνά από μια κατ’ αυτόν βασική δυσκο λία, η οποία αφορά ειδικά ένα από τα σπινοζικά κατηγορήματα,
1. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, επεξήγηση του ορισμού 6. 2. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-I. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. I, σ. 112.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
129
δηλαδή τη Σκέψη, σε μια κριτική ανάλυση της φύσης των κατη γορημάτων εννοούμενης εν γένει, στην οποία προεκτείνει τις αρχικές ενστάσεις του. Συνεπώς, δεν είναι περίεργο που επανα λαμβάνει, σε σχέση με τα κατηγορήματα, τα ίδια επιχειρήματα που αρχικά αφορούσαν τη μέθοδο: εδώ επίσης, ο Hegel επικρίνει τον Spinoza για τον φορμαλισμό και την αφαιρετικότητα που κατ’ αυτόν χαρακτηρίζουν ολόκληρο το σύστημά του. Πράγματι, τα κατηγορήματα, έτσι όπως τα ορίζει ο Spinoza, συνιστούν κατά τον Hegel αφηρημένες ουσίες, οπτικές γωνίες επί της υπόστα σης, που παραμένουν εξωτερικές προς αυτήν και ως εκ τούτου δεν την «αναπαριστούν» παρά μόνο κατά τρόπο ημιτελή, χωρίς καμία δυνατότητα συγκεκριμένης ανάπτυξης: «Επιπροσθέτως, στον Spinoza, μετά τον ορισμό του απολύτου εισέρχεται στη σκηνή ο ορισμός του κατηγορήματος· και καθορί ζεται ως ο τρόπος με τον οποίο η νόηση κατανοεί την ουσία του απολύτου. Πέραν του γεγονότος ότι η νόηση, λόγω της φύσης της, εκλαμβάνεται ως μεταγενέστερη του κατηγορήματος -διότι ο Spinoza την προσδιορίζει ως τρόπο-, το κατηγόρημα, ο καθο ρισμός ως καθορισμός του απολύτου, εξαρτάται στην πραγματι κότητα από κάτι άλλο, δηλαδή τη νόηση που εισέρχεται στη σκη νή, απέναντι στην υπόσταση, με εξωτερικό και άμεσο τρόπο»/ Προφανώς, το διακύβευμα εδώ είναι ο ορισμός που διατυπώνει ο Spinoza για το κατηγόρημα στην αρχή του πρώτου μέρους της Ηθικής: «Ως κατηγόρημα εννοώ αυτό που η νόηση αντιλαμβάνε ται από την υπόσταση ότι συγκροτεί την ουσία της» (ορισμός 4). Φαινομενικά, ο Hegel ακολουθεί κατά γράμμα τον ορισμό: αν το κατηγόρημα είναι ό,τι αντιλαμβάνεται η νόηση από την υπόστα ση, τότε δεν υπάρχει από μόνο του έξω από τη νόηση που το αντι λαμβάνεται και στην οποία εμφανίζεται ως αναπαράσταση, δηλα-3 3. Στο ίδιο, σ. 240.
130
HEGEL Ή SPINOZA
δή ως εικόνα ή ιδέα της υπόστασης, η οποία βρίσκεται έξω από αυτήν και επομένως είναι αναγκαστικά ημιτελής. Γίνεται τότε έκδηλη η απόσταση που χωρίζει το κατηγόρημα από την υπόσταση: είναι απλώς μια οπτική γωνία στην οποία ανακλάται η υπόσταση, όχι όμως στον εαυτό της, κατά την προσίδια κίνηση του εσωτερι κού αναστοχασμού της, εφόσον κατά τον Hegel η σπινοζική υπό σταση είναι ουσιωδώς ακίνητη* αλλά θα έπρεπε περισσότερο να πούμε ότι ανακλάται έξω από τον εαυτό της, στη νόηση που αντι λαμβάνεται μία μη αναγώγιμη ουσία της, η οποία αναπαριστά και συνάμα ακρωτηριάζει την ολότητα της υπόστασης, καθώς την περιορίζει σε μία μόνο από τις πλευρές ή τις στιγμές της. Φαινομενικά, η ένσταση του Hegel είναι πολύ ισχυρή επειδή καταδεικνύει μια εκπληκτική αντίφαση στην ίδια τη διατύπωση του Spinoza: το κατηγόρημα «εκφράζει» την υπόσταση και κατά έναν ορισμένο τρόπο είναι ταυτόσημο με την υπόσταση, μετέχει της απειρίας της, συγκροτεί την ουσία της, ή, θα λέγαμε επίσης, είναι υποστασιακό* και ωστόσο δεν παρουσιάζει την υπόσταση στη μύχια φύση της -έχει όμως η υπόσταση μονάχα μία φύση; Κατά τον Hegel, η σπινοζική υπόσταση ως θεμέλιο είναι μια άβυσσος, ένα μηδέν καθορισμών, έτσι όμως όπως εμφανίζεται, έτσι όπως φανερώνεται έξω από τον εαυτό της, για μια νόηση που την κατανοεί. Τι είναι όμως αυτή η νόηση που αντιλαμβάνεται την υπόστα ση και από την οποία εξαρτάται επομένως η φύση του κατηγορή ματος; Είτε πρόκειται για πεπερασμένη είτε για άπειρη νόηση να επισημάνουμε ότι στον ορισμό του Spinoza δεν υπεισέρχεται αυτή η διάκριση- είναι ένας τρόπος, δηλαδή μια διάθεση της υπόστασης, διαμέσου ενός μόνο εκ των κατηγορημάτων της, που εν προκειμένω είναι η σκέψη. Φαίνεται τότε καθαρά ο κύκλος στον οποίο εγκλωβίζεται το σπινοζικό σύστημα εξαιτίας του αφηρημένου τρόπου με τον οποίο συλλογίζεται: στην «τάξη» του συστήματος, το κατηγόρημα, ως ουσία της υπόστασης, προηγεί ται του τρόπου, ο οποίος αποτελεί κατοπινό καθορισμό του* και
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
131
όμως στον ορισμό του παρεμβαίνει η παράμετρος ενός τρόπου, δηλαδή της νόησης· ή, μάλλον, αυτός ο ορισμός έχει ως αποτέλε σμα να εξαρτάται η φύση του κατηγορήματος από την ύπαρξη αυτού του τρόπου, χωρίς τον οποίο δεν θα ήταν απλώς ακατανό ητη αλλά και αδύνατη. Κατά τον Hegel, το σπινοζικό σύστημα είναι ουσιωδώς αφηρημένο επειδή θέλει να στοχάζεται το απόλυτο μέσω ενός ξεκινή ματος και ως ξεκίνημα: ο καθορισμός του απολύτου ανάγεται τό τε στη φθίνουσα τάξη μιας εκδήλωσης της υπόστασης έξω από τον εαυτό της (εφόσον δεν έχει τίποτα μέσα της), αρχικά στα κατηγορήματά της και ακολούθως στους τρόπους της. Ωστόσο, αυ τή η τάξη -λόγω του μορφικού χαρακτήρα της- αναστρέφεται καθώς ξεδιπλώνεται: στον βαθμό που ο τρόπος έπεται του κατη γορήματος, εξαρτάται από αυτό’ και ωστόσο ο Spinoza στοχάζε ται, ή μάλλον ορίζει, το κατηγόρημα με αφετηρία τον τρόπο και επομένως ως τρόπο· συνάγεται τότε, κατ’ ελάχιστον, ότι η διάκρι ση ανάμεσα στο κατηγόρημα και τον τρόπο γίνεται ακατανόητη. Ωστόσο, αυτή η ανακολουθία δεν μπορεί απλώς να αποδοθεί σε κάποιο συλλογιστικό λάθος* έχει ένα νόημα: εκφράζει τον προσίδιο περιορισμό της σπινοζικής σκέψης, η οποία αδυνατεί να μην προσκρούει σε τέτοιες δυσκολίες, ως επακόλουθο των προκείμενων και των «αρχών» που επικαλείται. Η απόλυτη αυτάρκεια της υπόστασης και η ενότητα που εξαρχής διασφαλίζει εν είδει θεμελίου, το οποίο απορροφά κάθε πραγματικότητα αλ λά από το οποίο δεν μπορεί να βγει τίποτα, παρά μόνο «φαινομε νικές όψεις» ή «τρόποι του είναι», παρέχουν στο σύστημα την οντολογική εγγύησή του, αλλά συγχρόνως το εμποδίζουν να αναπτυχθεί. Αναγκάζεται λοιπόν, κατά την ανάπτυξή του, να αμ φισβητήσει τις εν λόγω προκείμενες: το «πέρασμα» από την υπό σταση στα κατηγορήματα συνιστά τη μορφική και αυθαίρετη διαδικασία με την οποία η υπόσταση αυτοκαταστρέφεται ή αυτοεξαλείφεται, καθώς διασκορπίζει τη βαθύτερη ενότητά της σε μια πολλαπλότητα κατηγορημάτων που δεν την «κατανοούν»
132
HEGEL Ή SPINOZA
παρά μόνο αγνοώντας την αληθινή φύση της. Η ανακολουθία, η αδυναμία της σπινοζικής έννοιας του κατηγορήματος εκφράζουν την αναγκαία, ή μάλλον την αναπόφευκτη, εξωτερικότητα της υπόστασης προς τον εαυτό της, δεδομένου ότι η υπόσταση δεν μπορεί να συλληφθεί ως προς την ουσία της παρά μόνο αν τούτη η ουσία αντιταχθεί σε αυτήν ως έξωθεν προερχόμενος καθορι σμός, ο οποίος είναι επομένως ακατάλληλος γι’ αυτήν. Αλλά αυ τή η ακαταλληλότητα δεν είναι παρά το ελάττωμα της ίδιας της υπόστασης: καθώς αποτελεί καθολική και κενή μορφή, αδυνατεί να επανέλθει στον εαυτό της για να τον συλλάβει ως αληθή. Γι’ αυτό η ασυνέπεια του σπινοζικού συστήματος, έτσι όπως εμφα νίζεται στον ορισμό των κατηγορημάτων, απορρέει «εύλογα» από τις προκείμενές του, ως αναπόφευκτη συνέπεια: ο φαύλος κύκλος στον οποίο στριφογυρίζει ο Spinoza είναι επίσης η αλή θεια του, είναι η συνθήκη δυνατότητας του λόγου που εκφέρει και το έκδηλο σύμπτωμα της αποτυχίας του. Επειδή ακριβώς ο Spinoza συλλογίζεται αφηρημένα, δεν μπο ρεί να καθορίσει το απόλυτο παρά μόνο αποσυνθέτοντάς το, κα θώς «περνά» από την οπτική γωνία μιας άμεσα δεδομένης συνο χής στην οπτική γωνία μιας ανάλυσης των στοιχείων, των «ουσι ών», που το συγκροτούν. Αφ’ ης στιγμής βγαίνουμε από το θεμέ λιο για να κατευθυνθούμε προς εκείνο το οποίο θεμελιώνει, εξε τάζοντας τους διαδοχικούς καθορισμούς του, δηλαδή τα κατη γορήματα και ακολούθως τους τρόπους, βλέπουμε την ενότητά του να διαλύεται, ή μάλλον να εξαφανίζεται, και να αντικαθίστα ται από μια πολλαπλότητα, από μια διαφορετικότητα. Πράγματι, τα κατηγορήματα όχι μόνο είναι εξωτερικά προς την υπόσταση, καθιστώντας έτσι έκδηλη την εξωτερικότητα της ίδιας της υπό στασης προς τον εαυτό της, καθώς είναι ανίκανη να συμπτυχθεί πραγματικά στο πλαίσιο μιας ενδογενούς κίνησης, αλλά είναι επίσης εξωτερικά τα μεν προς τα δε, ως πλευρές ή οπτικές γωνί ες: συνιστούν μη αναγώγιμες ουσίες που μπορούν μόνο να τοπο θετηθούν η μία δίπλα στην άλλη, και να απαριθμηθούν, χωρίς να
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
133
είναι δυνατόν να εδραιωθεί ανάμεσά τους μια πραγματική κοινό τητα. Και πράγματι, ένας αναμφίσημος ισχυρισμός του Spinoza είναι ότι τα κατηγορήματα, τα οποία δεν δρουν τα μεν επί των δε και δεν συνδέονται με μια σχέση αμοιβαίας επικοινωνίας, είναι θεμελιωδώς ανεξάρτητα. Ο Hegel σε αυτόν τον χωρισμό των κατηγορημάτων βλέπει ακριβώς το σύμπτωμα της αδυναμίας τους να εξισωθούν με το απόλυτο, το οποίο απλώς «αναπαριστούν» εν μέρει. Έτσι, η άμε ση και κενή ενότητα της υπόστασης σκορπίζεται σε μια πολλα πλότητα κατηγορημάτων που την εκφράζουν μέσω ημιτελών μορφών, οι οποίες δεν μπορούν να συλληφθούν μαζί και να κα τανοηθούν στο πλαίσιο ενός ενεργώς πραγματικού όλου’ αλλά απλώς συγκεντρώνονται, συμπαρατίθενται, αθροίζονται οι μεν με τις δε, ως μέρη που αφηρημένα και αυθαίρετα επιλέγονται από ένα σύνολο. Ωστόσο, και εδώ ακριβώς η κριτική του Hegel φτάνει στο πιο κρίσιμο σημείο της, όχι μόνο τα κατηγορήματα υπάρχουν ως χω ριστές οντότητες, αλλά καθώς τίθενται, το καθένα στον εαυτό του, στη μοναξιά της αφαίρεσής του, αντι-τίθενται επίσης τα μεν στα δε. Καθώς είναι μόνο οπτικές γωνίες επί της υπόστασης, της οποίας μοιράζονται το περιεχόμενο, για να το εμφανίσουν με ακρωτηριασμένο τρόπο, αντιπαρατίθενται κατά κάποιον τρόπο το ένα στο άλλο, ως ανταγωνιστικές μορφές, καθεμιά εκ των οποίων δεν υπάρχει παρά μόνο ελλείψει και εναντίον των υπο λοίπων. Σκιαγραφείται εδώ ένα νέο επιχείρημα, το οποίο χρησιμοποιεί ως πρόσχημα τη γνωστή θέση «omnis determinatio est negatio»: τα κατηγορήματα καθορίζουν αρνητικά και επομένως ελλειπτικά την υπόσταση. Έτσι, ένα κατηγόρημα αποκτά μορφή από αυτό που λείπει από όλα τα άλλα κατηγορήματα, και γ ι’ αυτό ακριβώς δεν μπορεί να αναχθεί σε εκείνα. Θα εξετάσουμε το ίδιο το επιχείρημα στη συνέχεια. Ας συ γκρατήσουμε προς το παρόν μόνο μία συνέπεια. Είδαμε ότι κα
134
HEGEL H SPINOZA
θώς το σπινοζικό σύστημα τοποθετεί τα κατηγορήματα μετά την υπόσταση ως αφηρημένους καθορισμούς της, παρασύρεται ανα πόφευκτα σε μια φθίνουσα κίνηση* και ότι καθώς εκκινεί, αλλά μόνον εκκινεί -να υπενθυμίσουμε ότι η ρίζα του σφάλματος του Spinoza βρίσκεται στο σημείο εκκίνησής του, μετά το οποίο δεν θα μπορούσε παρά να εκτραπεί- από την απόλυτη γνώση μιας μοναδικής υπόστασης, στη συνέχεια γυρίζει πίσω και τότε ξανα βρίσκει τον καρτεσιανό δυϊσμό. Ιδού με ποιον τρόπο, στις Παρα δόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας, παρουσιάζει ο Hegel αυτό που αποκαλεί σπινοζικό ιδεαλισμό, ανάγοντάς τον στη βασική έμπνευσή του: «Η φιλοσοφία του Spinoza είναι η αντικειμενοποίηση (Objekti vierung) της φιλοσοφίας του Descartes, με τη μορφή της απόλυ της αλήθειας. Η στοιχειώδης σκέψη του σπινοζικού ιδεαλισμού είναι η εξής: αυτό που είναι αληθές είναι απλούστατα η μία υπό σταση, της οποίας κατηγορήματα είναι η σκέψη και η έκταση (η φύση)· και μόνο αυτή η ενότητα είναι πραγματική, είναι το πραγματικό (wirklich, die Wirklichkeit), μόνο αυτή είναι ο Θε ός. Είναι, όπως στην περίπτωση του Descartes, η ενότητα της σκέψης και του είναι, ή αυτό που συγκροτεί μέσα του την κατα στατική αρχή της ύπαρξής του. Στον Descartes, η υπόσταση, η Ιδέα, εμπεριέχει βέβαια στην έννοιά της το ίδιο το είναι- όμως πρόκειται μόνο για το είναι ως αφηρημένο είναι, όχι για το είναι ως πραγματικό είναι (reales Sein), ή ως έκταση, αλλά για σωματικότητες, για κάτι διαφορετικό από την υπόσταση, όχι για έναν τρόπο της υπόστασης. Ομοίως, το Εγώ, αυτό που σκέφτεται, εί ναι για τον εαυτό του επίσης ένα αυτόνομο ον. Τούτη η αυτονο μία των δύο άκρων ξεπερνιέται στον σπινοζισμό και αυτά μετατρέπονται σε στιγμές του απολύτως ενός όντος. Βλέπουμε ότι αυτό που εκφράζεται εδώ είναι η σύλληψη του Είναι ως Ενότη τας αντιθέτων».
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
135
Εκ πρώτης όψεως, το χωρίο αυτό διασαφηνίζει τι χωρίζει τον Spinoza από τον Descartes: ό,τι τοποθετείται από τον Descartes σε αυτόνομες υποστάσεις, στη σκέψη και την έκταση (την οποία ο Hegel εξομοιώνει με τη «φύση» ή μάλλον με το «πραγματικό»), επανενώνεται και συμφιλιώνεται στον Spinoza μέσα από την απόλυτη ενότητα της υπόστασης, που είναι επίσης «ενότητα αντιθέτων». Γνωρίζουμε όμως ότι κατά τον Hegel αυτή η ενότη τα είναι αφηρημένη, είναι δηλαδή μια επίπλαστη ενότητα που αποσυντίθεται καθώς αυτοκαθορίζεται, στα ίδια ακριβώς αντί θετα που επομένως είχε μόνο προσωρινά επανενώσει, «υπερβαίνοντας» την αντίθεσή τους: έτσι όπως τις παρουσιάζει ο Spinoza, οι αντιθέσεις που δεν είναι παρά αντιθέσεις, μόνο απατηλώς μπορούν να ξεπεραστούν στην πραγματικότητα, απλώς μετατο πίζονται. ΓΓ αυτό ακριβώς στο βάθος του σπινοζικού συστήμα τος ξαναβρίσκουμε τον καρτεσιανό δυϊσμό, έστω και με τροπο ποιημένη μορφή. Το σχόλιο που παρουσιάζει ο Hegel για τον ορισμό των κατη γορημάτων στο ίδιο κεφάλαιο των Παραδόσεων κινείται ακριβώς σε αυτήν την κατεύθυνση: «Δεύτερα, μετά την υπόσταση, έρχονται τα κατηγορήματα· τα οποία της ανήκουν. “Ως κατηγόρημα εννοώ αυτό που η νόηση συλλαμβάνει από την υπόσταση ότι συγκροτεί την ουσία της”, και σύμφωνα με τον Spinoza μόνο αυτό είναι αληθές. Πρόκειται για έναν σημαντικό καθορισμό· το κατηγόρημα είναι συγχρό νως καθορισμένος χαρακτήρας και ολότητα. Έχει μόνο δύο, τη Σκέψη και την Έκταση. Η νόηση τα συλλαμβάνει ως την ουσία της υπόστασης. Η ουσία δεν είναι τίποτα περισσότερο από την υπόσταση, αλλά είναι μόνο η ουσία σύμφωνα με την προοπτική της νόησης. Αυτή η προοπτική είναι εξωτερική προς την υπό σταση· η τελευταία μπορεί να εξεταστεί με δύο τρόπους, ως έκταση και ως σκέψη. Καθεμιά είναι ολότητα, το πλήρες περιε χόμενο της υπόστασης, αλλά μόνο με μία μορφή. ΓΓ αυτό οι δύο
136
HEGEL Ή SPINOZA
πλευρές είναι στον εαυτό τους ταυτόσημες, άπειρες. Αυτό είναι η αληθινή τελειότητα. Η νόηση συλλαμβάνει ολόκληρη την υπόσταση μέσω του κατηγορήματος, ωστόσο δεν εξηγείται με ποιον τρόπο περνά η υπόσταση στο κατηγόρημα». Αν σε κάθε κατηγόρημα ξαναβρίσκουμε ολόκληρο το περιεχόμε νο της υπόστασης, τούτο συμβαίνει στον βαθμό που η υπόσταση είναι ήδη στον εαυτό της κενή από κάθε περιεχόμενο: το κατηγό ρημα είναι απλώς μια μορφή, που μπορεί όντως να είναι αυτόνο μη και άπειρη* δεν παύει όμως να στερείται κάθε ενεργώς πραγ ματική κίνηση και επομένως μια συγκεκριμένη ενότητα. Τα κα τηγορήματα είναι ουσίες που αντιπαρατίθενται, που αντιτίθενται η μία στην άλλη, και η εξωγενής σχέση τους καθιστά έκδηλη την αδυναμία της υπόστασης, δηλαδή του απολύτου που τίθεται ως άμεσο, να αυτοκαθοριστεί εντός του εαυτού της. Ωστόσο, τα δύο προηγούμενα χωρία χαρακτηρίζονται κυρίως από μια εκπληκτική αποσιώπηση. Ο Spinoza επιβεβαιώνει ότι η υπόσταση εκφράζεται μέσα από άπειρα κατηγορήματα, εκ των οποίων αντιλαμβανόμαστε μόνο δύο, τη Σκέψη και την Έκταση. Όταν όμως ο Hegel προσδιορίζει τη φύση των κατηγορημάτων, κάνει σαν να υπάρχουν μόνο τα δύο κατηγορήματα που αντι λαμβανόμαστε: «Έχει [η υπόσταση] μόνο δύο, τη Σκέψη και την Έκταση». Αυτός ο περιορισμός έχει εξαιρετικά σημαντικές συνέ πειες, διότι επιτρέπει στον Hegel να εγκαθιδρύσει μια γενεαλογι κή σχέση ανάμεσα στον Spinoza και τον Descartes’ του επιτρέπει επίσης να παρουσιάσει την ενότητα των κατηγορημάτων «μέσα» στην υπόσταση ως ενότητα αντιθέτων. Ας επαναλάβουμε τον ορισμό που διατυπώνει ο Spinoza για τα κατηγορήματα: είναι «αυτό που η νόηση αντιλαμβάνεται από την υπόσταση ότι συγκροτεί την ουσία της». Έχουμε ήδη επισημάνει ότι ο Spinoza δεν διευκρινίζει ποια είναι η νόηση που αντι λαμβάνεται εδώ την υπόσταση: πρόκειται άραγε για μια άπειρη νόηση, που αντιλαμβάνεται όλες τις ουσίες της, ή για μια πεπε
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
137
ρασμένη νόηση, που αντιλαμβάνεται μόνο δύο; Για ποιον λόγο αυτή η διάκριση δεν παρεμβαίνει στον γενικό ορισμό των κατη γορημάτων; Σε κάθε περίπτωση, είναι σαφές ότι ο Hegel δεν δίνει καμία σημασία σε αυτήν την ασάφεια ή μάλλον σε αυτήν την έλ λειψη σαφήνειας, και ότι ερμηνεύει τον ορισμό των κατηγορημά των με μια πολύ ιδιαίτερη έννοια, που έχει περιοριστικό χαρα κτήρα: κατ’ αυτόν, η νόηση που «συγκροτεί» τα κατηγορήματα καθώς αντιλαμβάνεται την υπόσταση είναι η πεπερασμένη νόη ση που γνωρίζει την υπόσταση μόνο με τις δύο μορφές της σκέ ψης και της έκτασης. Ο Μ. Gueroult έχει επισημάνει την καντιανή έμπνευση της ερμηνείας που προτείνει ο Hegel για τον Spinoza: πράγματι, αυτή η έμμεση αναφορά στον Kant δικαιολογεί την κατηγορία περί φορμαλισμού που διατυπώνεται εναντίον του Spinoza. Τα κατη γορήματα δεν είναι μόνο οι «ουσίες» της υπόστασης, είναι επί σης οι μορφές της, και, οριακά, τα φαινόμενά της. Το κατηγόρη μα είναι η υπόσταση έτσι όπως εμφανίζεται για μια νόηση που την αποσυνθέτει σύμφωνα με τις ίδιες τις συνθήκες της αντίλη ψής της, και η οποία επομένως την καθορίζει περιορίζοντάς την. Με αυτήν την έννοια, κατά τον Hegel, η απειρία των κατηγορη μάτων, η οποία εκφράζει την ταυτότητά τους με την υπόσταση, είναι μια απειρία χωρίς περιεχόμενο: είναι η απειρία μιας μορφής η οποία, στον εαυτό της, ως μορφή, στον περιορισμό που τη συ γκροτεί, από την οπτική γωνία της νόησης που την «αντιλαμβά νεται», είναι μια πεπερασμένη μορφή. Έτσι, όλα συνδέονται: η αδυναμία του Spinoza να στοχαστεί συγκεκριμένα το απόλυτο προκύπτει από το γεγονός ότι έχει εξαρχής τοποθετηθεί στην οπτική γωνία της πεπερασμένης νόησης, η οποία εκ φύσεως δεν είναι ικανή να συλλάβει το άπειρο παρά μόνο αποσυνθέτοντάς το, δηλαδή ανάγοντάς το σε αφηρημένες ουσίες. Να σημειώσου με ότι πίσω από αυτήν την επιχειρηματολογία αναγγέλλεται η καντιανή διάκριση του Λόγου (ταγμένου στο απροϋπόθετο) και του νου (που μόνο υπό προϋποθέσεις μπορεί να καθορίσει το
138
HEGEL Ή SPINOZA
αντικείμενό του). Εκείνο που ο Hegel δεν είδε, εκείνο που δεν θέλησε να διαβάσει στον ορισμό του Spinoza για τα κατηγορή ματα, είναι ακριβώς η προκαταβολική άρνηση μιας τέτοιας διά κρισης: αυτή η άρνηση εκφράζεται με το γεγονός ότι η έννοια της νόησης εμφανίζεται στον ορισμό με απολύτως γενικό τρόπο, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα να παρέμβει οποιαδήποτε διαφορά ανάμεσα σε περισσότερα είδη νόησης. Γίνεται έτσι προφανές ότι ο Hegel δεν εξηγεί το κείμενο του Spinoza αλλά προτείνει μια ερμηνεία του. Με βάση αυτήν την ερμηνεία, ξαναβρίσκει τον Descartes μέσα στον Spinoza: καθώς η νόηση που χρησιμεύει για να καθοριστεί η φύση των κατηγορη μάτων είναι η πεπερασμένη νόηση που αντιλαμβάνεται μόνο δύο κατηγορήματα, συνάγεται ότι η ενότητα της υπόστασης διαλύε ται, καταστρέφεται στη διάκριση της σκέψης και της έκτασης, η οποία επανεγκαθιστά σε αυτήν μια ανομολόγητη δυϊκότητα. Με αυτήν την έννοια, ο Hegel μπορεί να ισχυριστεί ότι ο σπινοζισμός είναι μια αποτυχημένη προσπάθεια να ξεπεραστούν τα όρια του καρτεσιανισμού: αμφότεροι εδράζονται στις ίδιες προκείμενες, πραγματεύονται -έστω και με διαφορετικό τρόπο- το ίδιο πρόβλημα, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ δύο διακριτών οντο τήτων, ανάμεσα στις οποίες πρέπει να οριστούν οι προϋποθέσεις μιας συμφωνίας. Καθώς ο Spinoza έχει αποδεχθεί εξαρχής την ενότητα της υπόστασης, που είναι τότε ενότητα χωρίς περιεχό μενο, η σκέψη και η έκταση στις οποίες αποσυντίθεται στη συνέ χεια αυτή η ενότητα βρίσκονται η μία απέναντι στην άλλη, ως αντίθετα που πρέπει να επανασυμφιλιωθούν και τα οποία μπο ρούν να το καταφέρουν μόνο με μορφικό τρόπο. Όπως θα δούμε, η συγκεκριμένη ερμηνεία βρίσκεται τελείως έξω από αυτό που πραγματικά παρουσιάζει ο Spinoza στις απο δείξεις του. Διότι σε αυτόν η σκέψη και η έκταση δεν αντιπαρατίθενται ως όροι μιας αντίθεσης που θα έπρεπε στη συνέχεια να υπερνικηθεί- αυτό ακριβώς σημαίνει η θέση για τη μη αναγωγιμότητα της μιας στην άλλη, που αποκλείει κάθε σχέση μεταξύ τους,
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
139
ακόμα και μια αντιθετική σχέση. Ωστόσο, αν επανέλθουμε στο γράμμα του συστήματος, θα αντιληφθούμε ότι αυτή η ανεξαρτη σία των κατηγορημάτων, τα οποία εντούτοις είναι ταυτόσημα μέ σα στην υπόσταση, της οποίας συνιστούν τις ουσίες, είναι κατα νοητή μόνο βάσει του γεγονότος ότι η υπόσταση εκφράζεται όχι σε ένα, ούτε σε δύο, ούτε εξάλλου σε οποιονδήποτε αριθμό κατη γορημάτων, αλλά στην απειρία τους, η οποία απαγορεύει να ορι στεί μεταξύ τους μια σχέση όρου προς όρο, οποιασδήποτε μορ φής. Ωστόσο, δεν θα μπορέσουμε να το κατανοήσουμε αυτό αν δεν έχουμε υιοθετήσει έναν τρόπο συλλογισμού που ουδεμία σχέ ση έχει με εκείνον που ο Hegel καταλογίζει στον Spinoza.
Η πραγματικότητα των κατηγορημάτων Με την κριτική του στον καρτεσιανισμό, ο Spinoza ακυρώνει εκ των προτέρων μια καντιανού τύπου προβληματική της γνώσης, η οποία τίθεται με όρους σχέσης υποκειμένου/αντικειμένου ή μορφής/περιεχομένου. Αυτό ακριβώς αγνόησε τελείως ο Hegel, ο οποίος εντούτοις απορρίπτει την εν λόγω προβληματική και διατείνεται ότι την υπερβαίνει: αυτή η παράλειψη διέπει όλη την ερμηνεία του για τον σπινοζισμό. Το εκπληκτικό στην προκειμέ νη περίπτωση είναι ότι σε ένα σημείο όπου διαφαίνεται μια ουσι αστική σύγκλιση ανάμεσα στη φιλοσοφία του Hegel και στη φι λοσοφία του Spinoza, ο Hegel αντιθέτως ανακαλύπτει έναν λόγο απόκλισής τους. Αυτή η μεταστροφή δεν μπορεί να εξηγηθεί πα ρά μόνο με δύο τρόπους: είτε ο Hegel διαθέτει αδιάσειστα επιχει ρήματα που του επιτρέπουν να βεβαιώσει ότι η σπινοζική κριτική της κλασικής αντίληψης της αλήθειας είναι ανεπαρκής, με απο τέλεσμα να ξαναπέφτει στα ελαττώματα αυτής της αντίληψης απ’ την οποία παραμένει αδιαχώριστη, όπως επιβεβαιώνει ο ίδιος ο Hegel. Είτε αυτή η σπινοζική κριτική είναι ανυπόφορη για τον Hegel επειδή καταδεικνύει τα όρια της δικής του κριτικής -κα-
140
HEGEL Ή SPINOZA
θώς είναι ακόμα πιο ριζική από τη δική του-, και αποκαλύπτει τη συνενοχή που συνδέει πάντα το εγελιανό σύστημα με προγενέ στερες αντιλήψεις τις οποίες διατείνεται ότι ακυρώνει, επιλύο ντας όλες τις αντιφάσεις τους. Όπως θα δούμε, αυτήν την τελευ ταία εξήγηση πρέπει να κρατήσουμε. Ας επανέλθουμε στο πρόβλημα των κατηγορημάτων. Σύμφω να με τον Hegel, τα κατηγορήματα είναι «καθορισμοί», είναι «μορφές» με τις οποίες η υπόσταση ανακλάται στην οπτική γω νία της νόησης. Κατά κάποιον τρόπο, η υπόσταση είναι ένα περι εχόμενο χωρίς μορφή, που δίνεται άμεσα στην απόλυτη ακαθο ριστία του, κατά τον τρόπο του κενού Είναι των Ελεατών* ακο λούθως, η υπόσταση εξωτερικεύεται σε μορφές χωρίς περιεχόμε νο, οι οποίες την ανακλούν κατά τον τρόπο των καντιανών κα τηγοριών. Ωστόσο, αυτό το σχήμα προδίδει τη σπινοζική διδα σκαλία, τουλάχιστον σε ένα σημείο: αν πράγματι τα κατηγορή ματα είναι για τον Spinoza μορφές ή γένη τού είναι, ή φύσεις ή επίσης ουσίες, από την άλλη είναι σαφές ότι δεν αποτελούν μορ φές σε αντίθεση προς ένα περιεχόμενο, ούτε επίσης κατηγορού μενα σε αντίθεση προς ένα υποκείμενο, ή αφηρημένες κατηγορί ες σε αντίθεση προς μία συγκεκριμένη πραγματικότητα που θα παρέμενε εξωτερική προς αυτές. Ή, επίσης, θα μπορούσαμε κάλλιστα να πούμε ότι αποτελούν περιεχόμενα που ισοδυναμούν με μία μορφή, την υπόσταση, διότι η υπόσταση «συνίσταται» στα κατηγορήματα, και τα περιλαμβάνει ως αυτά που «συγκροτούν» την ουσία της. Αυτό σημαίνει απλούστατα ότι οι όροι μορφή και περιεχόμενο είναι τελείως ακατάλληλοι για να προσδιορίσουν τη σχέση που συνδέει τα κατηγορήματα με την υπόσταση. Αν τα κατηγορήματα είναι «αυτό που η νόηση αντιλαμβάνε ται από την υπόσταση», από την άλλη, ουδόλως εξαρτώνται από την οπτική γωνία της νόησης, στην οποία θα υπήρχαν τότε ως ανακλώμενες μορφές, ούτε, πολύ περισσότερο, από την οπτική γωνία μιας πεπερασμένης νόησης, η οποία θα ερχόταν σε αντίθε ση με έναν άπειρο Λόγο. Πρέπει εδώ να αντιμετωπίσουμε με τη
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
141
δέουσα σοβαρότητα το γεγονός ότι ο Spinoza χρησιμοποιεί, στον ορισμό των κατηγορημάτων, τη λέξη «αντιλαμβάνομαι» (percipere): η νόηση αντιλαμβάνεται τα κατηγορήματα ως αυτά που συγκροτούν την ουσία της υπόστασης. Αν ανατρέξουμε στην επεξήγηση του ορισμού 3, στην αρχή του δεύτερου μέρους της Ηθικής, θα διαπιστώσουμε ότι η σημασία αυτού του όρου προσ διορίζεται επακριβώς* σχετικά με την ιδέα που είναι «έννοια του πνεύματος», γράφει ο Spinoza: «Λέω έννοια παρά αντίληψη, διό τι η λέξη αντίληψη φαίνεται να δηλώνει ότι το πνεύμα είναι πα θητικό σε σχέση με ένα αντικείμενο, ενώ η έννοια εκφράζει πε ρισσότερο μια δράση του πνεύματος». Αυτή η υπόδειξη μπορεί να αντιστραφεί και να εφαρμοστεί στον ορισμό των κατηγορη μάτων: ο Spinoza δεν λέει ότι τα κατηγορήματα είναι αυτό που η νόηση «συλλαμβάνει» από την υπόσταση, επειδή ακριβώς κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν μια δραστηριότητα της νόησης σε σχέση με το «αντικείμενό» της, στο οποίο θα επέβαλλε μια τροποποίη ση, για παράδειγμα δίνοντάς του μορφή, διαμορφώνοντάς το. Το κατηγόρημα είναι αυτό που η νόηση «αντιλαμβάνεται» από την υπόσταση επειδή, στη σχέση που εδραιώνεται εδώ, υπάρχει αντιθέτως παθητικότητα της νόησης έναντι της υπόστασης, την οποία αποδέχεται όπως είναι, μέσα στις ουσίες που τη συγκρο τούν, δηλαδή τα κατηγορήματά της. Επομένως, ο όρος «νόηση», έτσι όπως εμφανίζεται στον ορι σμό των κατηγορημάτων, δεν μπορεί να ερμηνευθεί σε καντιανή κατεύθυνση. Ακόμα και αν επρόκειτο εδώ γι’ αυτήν την ξεχωρι στή νόηση που είναι η δική μας νόηση, η πεπερασμένη νόηση, θα παρέμενε έγκυρη η ένσταση που διατυπώνει ο Spinoza κατά του Bacon: «Υποθέτει ότι η ανθρώπινη νόηση, πέρα από τα σφάλματα που πρέπει να αποδοθούν στις αισθήσεις, μπορεί να κάνει λάθος λόγω της φύσης της και μόνο, και των ιδεών που άπτονται αυτής, όχι του σύμπαντος- ούτως ώστε θα έμοιαζε με έναν κοίλο καθρέ φτη, ο οποίος -κατά την ανάκλαση- θα αναμείγνυε τα δικά του χαρακτηριστικά με τα χαρακτηριστικά των ίδιων των πραγμά
142
HEGEL Ή SPINOZA
των».4 Ωστόσο, η ερμηνεία που διατυπώνει ο Hegel για τον ρόλο της νόησης στον ορισμό των κατηγορημάτων κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση: η νόηση που ανακλά την υπόσταση στη μορφή των κατηγορημάτων της συνιστά πράγματι ένα είδος πα ραμορφωτικού ή διαμορφωτικού καθρέφτη, ο οποίος αφήνει το αποτύπωμά του στις εικόνες που παράγει, κατά τέτοιον τρόπο, ώστε αυτές οι εικόνες να παραδίδουν σε θέα τον καθρέφτη παρά το αντικείμενο που ανακλάται σε αυτόν. Αν όμως για τον Spinoza η νόηση είναι πράγματι ένας καθρέφτης, κάτι που ούτως ή άλλως είναι αμφισβητήσιμο, δεδομένου ότι οι ιδέες δεν είναι εικόνες, από την άλλη δεν είναι σίγουρα ένας τέτοιος ενεργητικός καθρέ φτης που παρεμβαίνει στην πραγματικότητα, αποσυνθέτοντάς την, για να την ανακατασκευάσει στα δικά του μέτρα: πρέπει να είναι, τουλάχιστον στην περίπτωση που μας απασχολεί, ένας τε λείως αντικειμενικός καθρέφτης, που «αντιλαμβάνεται» την υπό σταση έτσι όπως είναι, στις ουσίες που πραγματικά τη συγκρο τούν. Ο ορισμός του Spinoza για τα κατηγορήματα αποκλείει εμφανώς κάθε δημιουργικότητα της νόησης. Είναι αναγκαία εδώ μια παρατήρηση, που μόνο στη συνέχεια θα αποκτήσει ολόκληρο το νόημά της. Δείξαμε μόλις τώρα ότι η αντιληπτική σχέση που συνδέει τη νόηση με την υπόσταση στον ορισμό των κατηγορημάτων ενέχει περισσότερο την παθητικότητα παρά μια ενεργητικότητα. Ωστόσο, αν εξεταστεί προσεκτι κά, αυτή η ιδέα περί παθητικότητας προκαλεί επίσης αμηχανία: άραγε, δεν σημαίνει ότι τα κατηγορήματα, σαν πιστές εικόνες που απλώς αναπαράγουν ένα μοντέλο, είναι παθητικές αναπα ραστάσεις, εφόσον αντιστοιχούν επακριβώς στο αντικείμενο που παραδίδουν σε θέα, ότι δηλαδή είναι -για να επαναλάβουμε μια πολύ γνωστή έκφραση- «βουβές ζωγραφιές πάνω σε έναν πίνα κα»; Έτσι, ό,τι θα είχαμε κερδίσει από τη μία πλευρά, καθώς θα παύαμε να θεωρούμε τα κατηγορήματα μορφές που τις γεννά η 4. Επιστολή 2 του Spinoza στον Oldenburg.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
143
νόηση, θα το είχαμε χάσει προφανώς από την άλλη, καθώς θα τα ανάγαμε σε ιδέες που ανακλούν παθητικά μια εξωτερική πραγ ματικότητα. Για να απομακρύνουμε αυτήν τη νέα δυσκολία χρει άζεται να προσθέσουμε ότι τα κατηγορήματα δεν είναι ούτε «ενεργητικές» ούτε «παθητικές» αναπαραστάσεις της νόησης, επειδή απλούστατα δεν είναι αναπαραστάσεις, ούτε εικόνες, ού τε καν ιδέες της νόησης ή ιδέες εντός της νόησης: τα κατηγορή ματα δεν βρίσκονται μέσα στη νόηση ως μορφές μέσω των οποί ων η νόηση θα μπορούσε να γνωρίσει, αντικειμενικά ή όχι, ένα περιεχόμενο που θα ήταν δεδομένο μέσα στην υπόσταση* αλλά βρίσκονται μέσα στην ίδια την υπόσταση, της οποίας τις ουσίες συγκροτούν. Είναι σαφές ότι αυτή η διευκρίνιση αρκεί για να απομακρυνθεί από τον ορισμό των κατηγορημάτων κάθε έννοια παθητικότητας: τα κατηγορήματα είναι ενεργητικά στον βαθμό που σε αυτά εκφράζεται η υπόσταση, σε όλες τις ουσίες της. Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να πάψουμε να θεωρούμε ότι τα κατηγορήματα είναι ιδέες της νόησης, αν συγχρόνως δεν θέταμε υπό αμφισβήτηση ένα άλλο στοιχείο της ερμηνείας που έχει προταθεί από τον Hegel. Για να παρουσιάσει τον αφηρημένο χαρα κτήρα των κατηγορημάτων, ο Hegel χωρίζει τα κατηγορήματα από την υπόσταση, παρουσιάζοντας τη σχέση τους ως σχέση δι αδοχής: πρώτα η υπόσταση, μετά τα κατηγορήματα. Τότε γίνεται απολύτως προβληματική η ταυτότητα των κατηγορημάτων και της υπόστασης, που όμως επιβεβαιώνεται ξεκάθαρα από τον Spinoza: έξω από την υπόσταση και μετά από αυτήν, τα κατηγο ρήματα είναι απλώς οι μορφές με τις οποίες η νόηση ανακλά την υπόσταση, αποσυνδέοντάς τες από το θεμέλιο στο οποίο αναφέρονται. Ωστόσο, αυτή η ιδέα μιας προήγησης της υπόστασης σε σχέση με τα κατηγορήματά της, η οποία εγκαθιδρύει ανάμεσά τους μια ιεραρχική σχέση, είναι τελείως αντίθετη με το γράμμα της σπινοζικής διδασκαλίας. Πρέπει σε αυτό το σημείο να επαναλάβουμε την -αδιάσειστη μέχρις αποδείξεως του εναντίου- επιχειρηματολογία ορισμένων
144
HEGEL Ή SPINOZA
σχολιαστών όπως οι Deleuze και Gueroult που, μετά τον L. Ro binson, επισήμαναν τον «γενετικό» και όχι «υποθετικό» χαρα κτήρα των πρώτων προτάσεων της Ηθικής, οι οποίες καταλή γουν στην απόδειξη της ύπαρξης του Θεού, δηλαδή της μοναδι κής υπόστασης που περιλαμβάνει απειρία κατηγορημάτων. Είναι γενικά ευρέως διαδεδομένη η ιδέα ότι η Ηθική του Spinoza «ξεκι νά» από τον Θεό: ο Hegel επαναλαμβάνει με τον τρόπο του αυ τήν την ιδέα, καθώς μέμφεται τον Spinoza ότι «ξεκινά», όπως οι Κινέζοι, από το απόλυτο. Ωστόσο, αν ούτως ή άλλως είναι απο λύτως αμφίβολο το κατά πόσο το σπινοζικό σύστημα οικοδομείται στη βάση ενός απόλυτου ξεκινήματος, από την άλλη, μια προσεκτική ανάγνωση της αρχής της Ηθικής δείχνει ακριβώς ότι αυτό το ξεκίνημα δεν θα μπορούσε να είναι ο Θεός, δηλαδή η απολύτως άπειρη μοναδική υπόσταση: για τον Θεό διατυπώνε ται αρχικά μόνο ένας ορισμός (ορισμός 6), και χρειάζεται να πε ριμένουμε την πρόταση 11 για να ανακαλύψου με ότι αυτός ο ορισμός αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό και πραγματικά μοναδι κό ον. Τι ακριβώς συνέβη στο ενδιάμεσο; Αν ερμηνεύσουμε τις δέκα πρώτες προτάσεις της Ηθικής στην κατεύθυνση μιας γενικής οντολογίας ή μιας μορφικής συνδυα στικής, με επακόλουθο να τους αρνηθούμε κάθε πραγματική ση μασία, για να τις μετατρέψουμε σε διατυπώσεις που αφορούν μόνο δυνατότητες,5 τότε θα απαντήσουμε ότι δεν συμβαίνει ακριβώς τίποτα σε αυτές* αλλά έχουν μόνο προπαρασκευαστική αξία, χρησιμεύουν ως μεθοδολογικός προκαταρκτικός όρος για τον πραγματικό λόγο επί της υπόστασης που μόνο τότε θα ακο λουθήσει, όταν θα έχει εδραιωθεί πραγματικά η ύπαρξη της υπό στασης, θέτοντας έτσι τέλος σε συλλογισμούς περί καθαρών ου σιών, νοούμενων έξω από μια τοποθέτηση αναφορικά με την ύπαρξή τους. 5. Όπως κάνει ο A. Doz στο «Remarques sur les onze premières proposi tions de YÉthique», Revue de métaphysique et de morale, 2, 1976.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
145
Να επισημάνουμε ευθύς αμέσως ότι αυτή η ερμηνεία διασταυ ρώνεται με την ερμηνεία του Hegel σε ένα ουσιώδες σημείο: με τατρέπει τον λόγο για την υπόσταση σε ένα είδος απόλυτου ξεκι νήματος· γι’ αυτό ακριβώς, όσο δεν γίνεται λόγος για την ίδια την υπόσταση, αυτοπροσώπως θα λέγαμε, δηλαδή για τον Θεό, μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οι αποδείξεις του Spinoza έχουν μόνο εισαγωγική λειτουργία* για την ακρίβεια, δεν μιλούν για τ ί ποτα, εφόσον αντικείμενό τους είναι «το είναι εν γένει», εξεταζό μενο ανεξάρτητα από τις συνθήκες ύπαρξής του. Εμφανίζεται εκ νέου εδώ η φορμαλιστική αντίληψη για τα κατηγορήματα, που παρουσιάζεται με βάση έναν δυϊσμό της ουσίας και της ύπαρξης, τον οποίο όμως o Spinoza απορρίπτει κατηγορηματικά: «Η ύπαρ ξη των κατηγορημάτων δεν διαφέρει σε τίποτα από την ουσία τους».6 Αραγε μια τέτοια ανάγνωση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την αναγκαιότητα του συλλογισμού, έτσι όπως εδραιώνεται από τη διαδικασία «more geométrico», στο πλαίσιο μιας συνθετικής και αληθινά αιτιακής προοδευτικής πορείας; Σύμφωνα με τον Spinoza ο αληθής λόγος είναι επίσης, και συγχρόνως, ενεργά πραγματικός, γεγονός που αποκλείει την περίπτωση να εμπεριέ χει μια έρευνα περί αυτού που είναι δυνατόν και επίσης την περί πτωση να υπάγεται στον προκαταρκτικό όρο ενός ξεκινήματος ή μιας εισαγωγής. Ως εκ τούτου, χρειάζεται να ανατρέξουμε στο σύνολο αυτών των προτάσεων, που προηγούνται της απόδειξης για την ύπαρξη του Θεού, προκειμένου να προσδιορίσουμε τον καταστατικό χαρακτήρα τους. Ο Μ. Gueroult παρουσιάζει αυτές τις προτάσεις με βάση την εξής διαίρεση:7 - «Οι προτάσεις 1 ως 8 συνάγουν τα στοιχεία που συγκροτούν τη θεϊκή ουσία, δηλαδή τις υποστάσεις με ένα μόνο κατηγόρημα». 6. Επιστολή 10 του Spinoza στον Simon de Vries. 7. Μ. Gueroult, Spinoza, τ. I: Dieu, ό.π., σ. 109.
146
HEGEL Ή SPINOZA
- «Στο δεύτερο τμήμα (προτάσεις 9 ως 15) ζητούμενο είναι να κατασκευαστεί ο Θεός με βάση τα απλά στοιχεία του, τις υπο στάσεις με ένα μόνο κατηγόρημα [...] και να του αποδοθούν τα προσίδια γνωρίσματα που αναγνωρίστηκαν σε καθεμιά εξ αυ τών». Όπως θα δούμε, ορισμένες από αυτές τις διατυπώσεις εγεί ρουν σοβαρές ενστάσεις και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Ωστόσο, επιτρέπουν να καταδειχθεί μια πολύ σημαντική πλευρά της απόδειξης του Spinoza, η οποία δεν είχε ποτέ μέχρι πρότινος εμφανιστεί με τόση σαφήνεια, ακόμα και αν την παρουσιάζουν μέσω ενός καταχρηστικού λόγου, ο οποίος τουλάχιστον σε ένα σημείο απομακρύνεται από το γράμμα του συστήματος. Πράγματι, αν ακολουθήσουμε τον Μ. Gueroult στο ουσιώδες μέρος της ανάλυσής του, ακόμα και αν φαίνεται μη αποδεκτή σε ορισμένα σημεία, τότε αντιλαμβανόμαστε -για να επαναλάβου με τους όρους του προαναφερθέντος ερωτήματος- ότι πράγματι κάτι συμβαίνει σε αυτές τις προτάσεις που ανοίγουν το πρώτο μέρος της Ηθικής. Και αυτό το συμβάν τοποθετείται ακριβώς στη συμβολή των προτάσεων 8 και 9, τη στιγμή που «περνάμε» από τη «substantia unius attributi» (ας επιφυλαχτούμε προσωρινά ως προς τη μετάφραση αυτής της έκφρασης, διότι συνιστά πρόβλη μα), στην απολύτως άπειρη υπόσταση, η οποία έχει όλα τα κατη γορήματα και υπάρχει κατ’ αναγκαιότητα, με τέτοιον τρόπο ώστε να μην μπορεί να συλληφθεί καμία άλλη υπόσταση. Έτσι, για να επαναλάβουμε την έκφραση του Μ. Gueroult, η υπόσταση «κα τασκευάζεται» από τα στοιχεία που τη συνθέτουν, δηλαδή από τα ίδια τα κατηγορήματα, στον βαθμό που συγκροτούν την υπό σταση (διότι τα κατηγορήματα είναι «υποστασιακά», αν δεν εί ναι, με την κυριολεξία του όρου, υποστάσεις). Επομένως, η υπό σταση εμφανίζεται κατά την πραγματική διαδικασία της, και ο λόγος περί αυτής της αντικειμενικής γένεσης δεν εκφράζει μια κενή γνώση στην οποία θα αναγόταν ο μορφικός προκαταρκτι κός όρος μιας συνδυαστικής, αλλά εκφράζει ενεργητικά την
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
147
πραγματική κίνηση του αντικειμένου του, κατά κάποιον τρόπο στη συγκεκριμένη ιστορία του. Το βασικό προτέρημα αυτής της ανάλυσης είναι ότι αποδίδει στην έννοια της causa sui όλη τη σημασία της. Αν ο Θεός είναι «αιτία εαυτού», τούτο δεν συμβαίνει με την έννοια που το ερμη νεύει ο Hegel, μιας άμεσης παροχής του απολύτου κατά τη χειρο νομία μιας απαρκτήριας θεμελίωσης, μέσω της οποίας το απόλυ το εξαντλείται και συγχρόνως μεταδίδεται μεμιάς ολόκληρο, στη μη αναγωγιμότητα μιας αναπαλλοτρίωτης παρουσίας, η οποία συνεπώς δεν θα μπορούσε να καθοριστεί παρά μόνο εκ των έξω. Ωστόσο, η causa sui δεν είναι τίποτε άλλο πέρα από τη διαδικα σία με την οποία η υπόσταση αυτοπαράγεται από τις «ουσίες» που τη συγκροτούν, επί των οποίων εδραιώνεται η ύπαρξή της: αυτή η κίνηση οδηγεί στη στιγμή που παράγει την υπόσταση, ως το προϊόν της δραστηριότητάς της, ως το αποτέλεσμα του ίδιου του καθορισμού της. Από αυτήν την άποψη, η σπινοζική υπό σταση δεν έχει πλέον καμία σχέση με το Είναι των Ελεατών: στην εμμενή ζωή της -μολονότι ο Hegel δεν σταματά να κάνει λόγο για «νεκρή υπόσταση»-, είναι κίνηση προς τον εαυτό, κατάφαση εαυτού, εν ολίγοις, το εντελώς αντίθετο ενός ανενεργού περιε χομένου που θα έπρεπε να αναζητήσει τις μορφές του έξω από τον εαυτό του. Εδώ επίσης, βρισκόμαστε «πολύ κοντά» στον Hegel, παρότι ο ίδιος παρέμεινε τελείως τυφλός σε σχέση με αυ τήν την εγγύτητα. Αυτήν ακριβώς την κίνηση εκφράζει ο ορισμός του Θεού, ο οποίος πρέπει να κατανοηθεί γενετικά και αιτιακά: «Ως Θεό εν νοώ ένα απολύτως άπειρο ον, δηλαδή μια υπόσταση η οποία συνίσταται σε απειρία κατηγορημάτων, καθένα εκ των οποίων εκ φράζει μια αιώνια και άπειρη ουσία της».8 Αυτός ο ορισμός είναι συνθετικός και γεωμετρικός, επειδή καθορίζει κατ’ αναγκαιότη τα το αντικείμενό του, καθώς το παράγει: ο Θεός είναι πράγματι 8. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, ορισμός 6.
148
HEGEL Ή SPINOZA
causa sui, ωστόσο δεν στερείται αιτίας* αντιθέτως, καθορίζεται απολύτως από τον εαυτό του: τα κατηγορήματα είναι ακριβώς οι μορφές αυτού του καθορισμού. Με βάση έναν τέτοιον ορισμό, μπορούν να συναχθούν με τρόπο εξίσου αναγκαίο όλες οι ιδιό τητες του αντικειμένου του: «Όταν ορίζω τον Θεό ως το υπέρτα τα τέλειο ον, με έναν ορισμό ο οποίος δεν εκφράζει την ποιητική αιτία (εννοώ μια ποιητική αιτία εξίσου εσωτερική όσο και εξωτε ρική), τότε δεν μπορώ να συναγάγω όλες τις ιδιότητες του Θεού. Συμβαίνει το αντίθετο όταν ορίζω τον Θεό ως το απολύτως άπει ρο ον (ορισμός 6)».9 Έτσι, καθώς η υπόσταση παράγεται μέσα στα κατηγορήματά της, που αποτελούν την εσωτερική ποιητική αιτία της, συνιστά επίσης αιτία εαυτού: αποσαφηνίζεται εφεξής ότι η υπόσταση δεν είναι ένα άμεσο απόλυτο, δεδομένου ότι συ νάγεται, ακόμα και αν συνάγεται από τον ίδιο τον εαυτό της. Συνεπώς, τροποποιείται σε βάθος η σχέση της υπόστασης με τα κατηγορήματά της. Κατ’ αρχάς, δεν είναι πλέον δυνατόν να επιβεβαιωθεί η εξωτερικότητα των κατηγορημάτων έναντι της υπόστασης: τα κατηγορήματα είναι μέσα στην υπόσταση, ως τα στοιχεία ή οι στιγμές που τη συγκροτούν. Από την άλλη, αν επι μένει κανείς να εδραιώσει ανάμεσα στην υπόσταση και τα κατη γορήματα μια τάξη διαδοχής, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η υπόσταση πρέπει να τοποθετηθεί πριν από τα κατηγορήματα, αλλά μάλλον εκείνα προηγούνται, ως προϋποθέσεις της αυτοπα ραγωγής της, δεδομένου ότι καταλαμβάνουν μια ουσιωδώς αιτιακή λειτουργία μέσα στη διαδικασία της συγκρότησής της. Έτσι εξηγείται μια ανωμαλία που έχει πολλές φορές επισημανθεί: η Ηθική δεν «ξεκινά» με τον Θεό, αλλά οδηγείται σε αυτόν, ή του λάχιστον φτάνει σε αυτόν, μετά από μια ολόκληρη ακολουθία αποδείξεων* πρόκειται για μια δυσκολία την οποία παραδοσιακά αποφεύγουν οι ερμηνευτές, αφαιρώντας κάθε περιεχόμενο από τις προτάσεις που δεν αφορούν ακόμη τη μοναδική και πραγμα 9. Επιστολή 60 του Spinoza στον Tschirnhaus.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
149
τικά υπάρχουσα υπόσταση, για να τις μετατρέψουν αποκλειστι κά σε μορφικούς προκαταρκτικούς όρους ενός λόγου που δεν ξεκινά αληθινά παρά μόνο μετά από αυτούς. Όπως θα δούμε όμως δεν είναι ομοίως ικανοποιητικό να μι λάμε για «προήγηση» των κατηγορημάτων σε σχέση με την υπόσταση. Γι’ αυτό θα αρκεστούμε προσωρινά να επιμείνουμε σε μια άλλη πλευρά της επιχειρηματολογίας, η οποία είναι ουσι ώδης και αφορά την ταυτότητα των κατηγορημάτων και της υπόστασης. Αν δεχτούμε αυτήν την ταυτότητα, δεν είναι πλέον εφικτό να στοχαστούμε ανάμεσα στην υπόσταση και τα κατηγο ρήματα αυτήν την ανισότητα που προϋποτίθεται τόσο από μια σχέση χρονολογικής διαδοχής όσο και από μια σχέση ιεραρχι κής υποταγής. Δεν υπάρχει περισσότερο ή λιγότερο είναι ή πραγματικότητα στην υπόσταση, συγκριτικά με τα κατηγορήματά της, αλλά υπάρχει ακριβώς τόση πραγματικότητα, ή του λάχιστον αυτό θα μπορούσαμε να πούμε αν αυτή η πραγματικό τητα μπορούσε να μετρηθεί ποσοτικά. Τα κατηγορήματα δεν υπολείπονται της υπόστασης- για παράδειγμα, δεν αποτελούν ουσίες από τις οποίες, εννοούμενες στον εαυτό τους, λείπει η ύπαρξη* αλλά η υπόσταση είναι ό,τι ακριβώς είναι τα κατηγορή ματα. Στις Αρχές της φιλοσοφίας τον Descartes, ο Spinoza έγρα φε ήδη: «Όταν [o Descartes] υποστηρίζει ότι “είναι κάτι μεγαλύτερο να δημιουργήσεις (ή να συντηρήσεις) μια υπόσταση παρά τα κατηγορήματά της”, ασφαλώς δεν γίνεται να εννοεί ως κατηγορήμα τα ό,τι περιέχεται μορφικά στην υπόσταση και το οποίο μόνο μέσω διάκρισης λόγου μπορεί να διακριθεί από αυτήν. Διότι σε μια τέτοια περίπτωση είναι το ίδιο πράγμα να δημιουργήσεις μια υπόσταση με το να δημιουργήσεις τα κατηγορήματά της» (σχό λιο της πρότασης 7). Αλλά ο Θεός, ως υπόσταση που περιέχει όλα τα κατηγορήματα,
150
HEGEL Ή SPINOZA
δεν «δημιουργεί» ούτε την υπόσταση ούτε τα κατηγορήματα, κά τι που ομοίως αδυνατεί να «εννοήσει» o Descartes. Αν η επιστολή 9 στον Simon de Vries διαβαστεί σωστά, επιβε βαιώνει ότι κατηγόρημα και υπόσταση είναι διαφορετικά ονόμα τα για το ίδιο πράγμα, όπως ακριβώς τα ονόματα Ισραήλ και Ια κώβ δηλώνουν το ίδιο ον. Είναι αλήθεια ότι η συγκεκριμένη επι στολή έχει διαβαστεί ως επί το πλείστον σε αντίστροφη κατεύ θυνση, συνηγορώντας υπέρ της φορμαλιστικής ερμηνείας των κατηγορημάτων: σαν τα ίδια τα κατηγορήματα να αποτελούσαν διαφορετικά ονόματα για αυτό το ταυτόσημο και μοναδικό πράγ μα που θα ήταν η υπόσταση. Μόνο με έναν τρόπο μπορεί να εξη γηθεί η επιμονή αυτής της αβλεψίας:10 στην επιστολή του ο Spinoza μιλά με δύο ονόματα για το ίδιο πράγμα και τα παρα δείγματα που χρησιμοποιεί αναπτύσσουν αυτήν την υπόθεση. Όλα συμβαίνουν σαν το βλέμμα των αναγνωστών του να κόλλη σε σε αυτόν τον αριθμό, που δεν έχει αυτός καθ’ εαυτόν καμία σημασία. Αυτή ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να επαναληφθεί μια συνήθης φαντασίωση στη μεταφυσική, της οποίας ένα καλό παράδειγμα μας έχει δώσει ήδη ο Hegel: φαίνεται ότι ο αριθμός «δύο» δεν μπορεί να σημαίνει παρά ένα μόνο πράγμα, τη δυϊκότητα της σκέψης και της έκτασης, σύμφωνα με την καρτεσιανή διαίρεση των υποστάσεων αυτό ακριβώς έχει ως αποτέλεσμα να εκλαμβάνονται τα κατηγορήματα, που ταυτίζονται άπαξ διά πα ντός με τα δύο κατηγορήματα τα οποία αντιλαμβάνεται η πεπε ρασμένη νόησή μας, ως ονόματα, δηλαδή ως μορφές εξωτερικές σε ένα περιεχόμενο το οποίο προσδιορίζουν εξωγενώς. Αλλά σε αυτό το σημείο ο Spinoza είναι εντελώς σαφής: τα κατηγορήμα τα είναι ουσίες και άρα πραγματικότητες· ως εκ τούτου, δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ονόματα αυτά καθ’ εαυτά, δηλαδή ονομασί ες της υπόστασης, διαμέσου των οποίων αυτή θα μπορούσε να 10. Gilles Deleuze, Spinoza et le problème de l’expression, Éditions de Minuit, Παρίσι 1968, σ. 52.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
151
αποσυντεθεί αφηρημένα σε μια πολλαπλότητα από προοπτικές ή φαινομενικές όψεις. Για να κατανοήσουμε την πραγματική ταυτότητα που συνδέει τα κατηγορήματα και την υπόσταση, αρκεί επίσης να συγκρίνου με δύο χωρία, των οποίων η εξέταση μέσω της διασταύρωσής τους αποκλείει κάθε αμφισημία: «Ως κατηγόρημα εννοώ ό,τι συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του και στον εαυτό του, ούτως ώστε η έννοια ενός τέτοιου κατη γορήματος να μην εντυλίσσει την έννοια άλλου πράγματος».11 «Ως υπόσταση εννοώ αυτό που συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του και στον εαυτό του, δηλαδή εκείνο του οποίου η έν νοια δεν ενέχει την έννοια κανενός άλλου πράγματος».112 Κατηγόρημα και υπόσταση εμπίπτουν σε έναν και μόνο ορισμό, ο οποίος αφορά μια ταυτόσημη πραγματικότητα: το γεγονός εί ναι εδώ άμεσα ευανάγνωστο. Ο Spinoza θα μπορούσε επίσης να γράψει: «Ως υπόσταση και ως κατηγόρημα εννοώ ένα και το αυ τό πράγμα». Και επίσης: «Ως κατηγορήματα του Θεού πρέπει να εννοούμε αυτό που εκ φράζει (exprimit) την ουσία της θεϊκής υπόστασης, δηλαδή αυτό που ανήκει (pertinet) στην υπόσταση: αυτό, λέγω, τα κατηγορή ματα πρέπει να το εντυλίσσουν (ïnvo/vere)».13 Exprimit: τα κατηγορήματα εκφράζουν την υπόσταση- αυτό ου δόλως σημαίνει ότι την αναπαριστούν με τη μορφή ενός κατηγο ρούμενου, μιας ιδιότητας ή ενός ονόματος* αλλά σημαίνει ότι τη 11. Επιστολή 2 του Spinoza στον Oldenburg. 12. Επιστολή 4 του Spinoza στον Oldenburg. 13. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, απόδειξη της πρότασης 19.
152
HEGEL Ή SPINOZA
συγκροτούν, σε αυτό που μπορεί να ονομαστεί συγκεκριμένο εί ναι της. Pertinet: τα κατηγορήματα περιλαμβάνονται στην υπό σταση, και επίσης εκείνη περιλαμβάνεται σε αυτά· ουδόλως συνιστούν εξωτερικές και αυθαίρετες εκδηλώσεις της, οι οποίες θα ήταν εξαρτημένες από το αυτεξούσιο μιας νόησης που θα την ανακλούσε σύμφωνα με τις δικές της κατηγορίες: να επισημάνουμε ότι ο ορισμός που τώρα σχολιάζουμε δεν κάνει πλέον κα μία αναφορά στη νόηση. Involvere: κατηγορήματα και υπόσταση είναι αδύνατον να χωριστούν, δεδομένου ότι ο ένας όρος δεν μπορεί να γνωσθεί χωρίς τον άλλο όρο ή έξω από τον άλλο όρο. Και αυτή η αμοιβαία εξάρτηση δεν εκφράζει τίποτε άλλο από το γεγονός της πραγματικής ενότητάς τους. Μια παρατήρηση για να ολοκληρώσουμε. Ενδεχομένως οι αμφισημίες που έχουν συσσωρευτεί γύρω από την ερμηνεία του αρχικού ορισμού των κατηγορημάτων (Ηθική, πρώτο μέρος, ορι σμός 4) να είχαν αποφευχθεί αν ο Spinoza είχε συντάξει ελαφρώς διαφορετικά τον εν λόγω ορισμό: «Ως κατηγόρημα εννοώ αυτό που συγκροτεί την ουσία της υπόστασης, και ως τέτοιο το αντι λαμβάνεται η νόηση (έτσι όπως είναι αυτή η ουσία)», μια διατύ πωση η οποία εξαλείφει κάθε είδους εξάρτηση των κατηγορημά των από τη νόηση. Εξάλλου, η παραδοχή του αυστηρού χαρα κτήρα του σπινοζικού κειμένου δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι πρέπει να θεωρείται απαράβατο το γράμμα του, ούτε ότι μετατρέπεται σε αντικείμενο λατρείας, θεωρώντας ότι είναι ένας υπο δοχέας όπου κοιμούνται βαθιά μυστήρια, που θα έπρεπε μόνο να ατενίζουμε εξ αποστάσεως προσέχοντας να μην τα αφυπνίσου με. Πρέπει να εξηγήσουμε την Ηθική μέσω της Ηθικής, όπως άλ λωστε ο Spinoza εξήγησε τη Γραφή μέσω της Γραφής, δηλαδή να καθορίσουμε το σύστημα των υλικών περιορισμών που οργανώ νουν το κείμενό της και του επιτρέπουν να επιτυγχάνει αποτελε σματικά τους στόχους του' σε αυτήν τη βάση, πρέπει να καταστεί εφικτό να αναγνωριστούν ενδεχομένως οι ελλείψεις του.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
153
Η διαφορετικότητα των κατηγορημάτων Επομένως, τα κατηγορήματα ταυτίζονται με την υπόσταση, και ομοίως η υπόσταση είναι το ίδιο πράγμα με τα κατηγορήματά της: μόνο από την οπτική γωνία της νόησης μπορεί να θεμελιω θεί μια διάκριση μεταξύ υπόστασης και κατηγορήματος, γεγονός που σημαίνει ότι αυτή η διάκριση δεν έχει κανέναν πραγματικό χαρακτήρα, αλλά συνιστά απλώς μια διάκριση λόγου. Ωστόσο, πρέπει να προσέξουμε να μην ερμηνεύσουμε τη σχέ ση της υπόστασης και των κατηγορημάτων στην κατεύθυνση μιας μορφικής αμοιβαιότητας. Αν αναμφίβολα υπάρχει μεταξύ τους ταυτότητα, από την άλλη, τούτη η ταυτότητα δεν συνιστά μια αφηρημένη και κενή ισότητα’ διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να κατανοήσουμε ποιος είναι ο ρόλος της έννοιας του κατηγο ρήματος στην αναγκαία οικονομία της απόδειξης και θα μπαίνα με ίσως στον πειρασμό ακόμα και να την απαλείψουμε απλά και καθαρά. Σε αυτήν την κατεύθυνση, φαινομενικά, ο Spinoza επι βεβαιώνει ότι «τίποτα δεν είναι δεδομένο στη φύση πέρα από τις υποστάσεις και τις διαθέσεις τους, όπως είναι προφανές από το αξίωμα 1 και τους ορισμούς 3 και 5»’14 και επίσης: «Έξω από την υπόσταση και τα συμβεβηκότα, τίποτα δεν είναι δεδομένο μέσα στο πραγματικό, δηλαδή έξω από τη νόηση. Πράγματι, ό,τι είναι δεδομένο συλλαμβάνεται είτε μέσω του εαυτού του είτε μέσω άλλου πράγματος και η έννοιά του ενέχει ή δεν ενέχει την έννοια άλλου πράγματος».15 «Μέσα στο πραγματικό, δηλαδή έξω από τη νόηση», και φαίνεται ότι έτσι γυρίζουμε στο σημείο εκκίνη σης: αν τα κατηγορήματα δεν έχουν καμία πραγματική ύπαρξη, αν δεν μπορούν να αποκοπούν από την υπόσταση παρά μόνο από την οπτική γωνία («perspectu») της νόησης, τότε δεν συνιστούν άραγε κατ’ επίνοιαν όντα, νοητικές μυθοπλασίες που βρί 14. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, πόρισμα της πρότασης 6. 15. Επιστολή 4 του Spinoza στον Oldenburg.
154
HEGEL Ή SPINOZA
σκονται έξω από κάθε περιεχόμενο, δηλαδή αμιγείς μορφές της αναπαράστασης; Να θυμίσουμε ότι αυτό που υπάρχει μόνο για τη νόηση δεν είναι τα ίδια τα κατηγορήματα, τα οποία ασφαλώς δεν βρίσκο νται «μέσα» στη νόηση, αλλά η διάκρισή τους σε σχέση με την υπόσταση. Πρέπει όμως να προσθέσουμε εδώ ένα νέο επιχείρη μα: η ύπαρξη των κατηγορημάτων μέσα στην υπόσταση, που εί ναι το κλειδί για την ταύτισή τους, δεν είναι μια αδιάφορη ενό τητα, η οποία θα προέκυπτε από μια απλώς μορφική ισότητα, αλλά είναι μια συγκεκριμένη ταυτότητα, μια ταυτότητα μέσα στη διαφορά. Γι’ αυτό ακριβώς τα κατηγορήματα είναι αναγκαία για τον καθορισμό της υπόστασης, της οποίας εκφράζουν και πραγ ματοποιούν την εσωτερική αιτιότητα. Πώς περνά όμως η υπό σταση μέσα στα κατηγορήματα ή τα κατηγορήματα μέσα στην υπόσταση; Αυτό ακριβώς πρέπει να γίνει κατανοητό τώρα. Ας χρησιμοποιήσουμε τη διαίρεση του πρώτου μέρους της Ηθικής που προτείνεται από τον Μ. Gueroult. Οι οκτώ πρώτες προτάσεις έχουν αντικείμενο τη «substantia unius attributi», που επιτρέπει να αποκλειστεί η αντίληψη ενός υποστρώματος ακίνη του και αδιαφοροποίητου, και επομένως μη γνώσιμου αυτού καθ’ εαυτό. Επιβεβαιώνεται έτσι εξαρχής ότι η υπόσταση υπάρχει μό νο μέσα στα κατηγορήματά της, που είναι αυτά καθ’ εαυτά υπο στασιακά. Ωστόσο, προκύπτει επίσης από αυτόν τον συλλογισμό ότι υπάρχουν τόσες υποστάσεις όσα και κατηγορήματα: όπως σημειώνει ο Μ. Gueroult, σε αυτήν την αρχική ανάπτυξη η υπό σταση γράφεται στον πληθυντικό, όπως και στην πρόταση 5 η οποία αποδεικνύει ένα σημείο ουσιώδες για ολόκληρη τη συνέ χεια (δύο υποστάσεις δεν θα μπορούσαν να διακριθούν παρά μό νο από το κατηγόρημά τους). Με τις προτάσεις 9 ως 15 περνάμε από τον πληθυντικό στον ενικό: από τη substantia unius attributi, η οποία είναι άπειρη «μόνο» στο γένος της, περνάμε στην υπόσταση που περιέχει απει ρία κατηγορημάτων και η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί απολύ
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
155
τως άπειρη· περιλαμβάνει όλα τα κατηγορήματα επειδή δεν γίνε ται να της λείπει ούτε ένα. Αυτό το «πέρασμα» συνοψίζεται ως εξής στην επιστολή 36 στον Hudde: «Αν θεωρήσουμε ότι ένα ον, ακαθόριστο και τέλειο αποκλειστικά στο γένος του, υπάρχει αφ’ εαυτού, τότε πρέπει επίσης να αποδώσουμε την ύπαρξη και σε ένα απολύτως ακαθόριστο και τέλειο ο ν αυτό ακριβώς το ον ονομάζω Θεό». Οδηγούμαστε έτσι, σαν από το χέρι, από την ιδέα των κατηγορημάτων στην ιδέα της υπόστασης: αν γνωρίζουμε αρχικά την τελειότητα των κατηγορημάτων, οφείλουμε επίσης να γνωρίζουμε ότι αυτή δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από την απόλυτη τελειότητα του Θεού, που τα περιέχει όλα. Πράγματι, αν απλώς εξετάζαμε τα κατηγορήματα αυτά καθ’ εαυτά, τότε φυ σικά θα οδηγούμασταν να τα στοχαστούμε με αρνητικούς όρους, καθώς θα φέρναμε τα μεν σε αντιπαράθεση με τα δε και θα κατα λαβαίναμε την ιδιαίτερη φύση του καθενός με βάση την έλλειψη της φύσης των υπολοίπων. Ωστόσο, η απειρία των κατηγορημά των δεν μπορεί να εννοηθεί με θετικούς όρους, παρά μόνο αν τη συσχετίσουμε με την -απολύτως άπειρη- θεϊκή φύση στην οποία συνυπάρχουν χωρίς να αντιτίθενται το ένα στο άλλο. Γι’ αυτό τα κατηγορήματα δεν μπορούν να υπάρχουν έξω από τον Θεό αλλά βρίσκονται κατ’ αναγκαιότητα μέσα του, όπου επιβεβαιώνονται καταφατικά κατά ταυτόσημο τρόπο ως άπειρες ουσίες στο γένος τους, με έναν τρόπο καθορισμού που αποκλείει κάθε αρνητικότητα. Αντιστρόφως, η υπόσταση δεν είναι τίποτε άλλο από την ενότητα των κατηγορημάτων της που τα συγκεντρώνει στην απόλυτη ύπαρξή της. Αυτός ο συλλογισμός προσέλκυσε ήδη την προσοχή των πρώτων αναγνωστών της Ηθικής, όπως μαρτυρά η επιστολή 8 του Simon de Vries στον Spinoza: «Αν λέω ότι κάθε υπόσταση δεν έχει παρά ένα κατηγόρημα και έχω την ιδέα δύο κατηγορη μάτων, τότε θα μπορούσα βάσιμα να συμπεράνω ότι υπάρχουν δύο διαφορετικές υποστάσεις, εφόσον εκεί όπου υπάρχουν δύο διαφορετικά κατηγορήματα υπάρχουν και δύο διαφορετικές υπο
156
HEGEL Ή SPINOZA
στάσεις. Σε αυτό επίσης το σημείο, σας παρακαλούμε να μας δώ σετε μια σαφή εξήγηση». Ωστόσο, το πρόβλημα είναι εδώ πραγ ματικά ανεπίλυτο, στον βαθμό που θέτει τη διαφορετικότητα των κατηγορημάτων από μια κατ’ αρχάς αριθμητική οπτική γω νία: για τον Simon de Vries, η έκφραση «ένα» κατηγόρημα δεν έχει νόημα παρά μόνο σε συνάρτηση με τη σειρά «ένα, δύο, τρία... άπειρα κατηγορήματα». Τούτη η παρουσίαση είναι χαρα κτηριστική, πρώτα και κύρια επειδή από αυτήν την άπειρη σειρά προτάσσει, προκειμένου να δηλώσει την πολλαπλότητα των κα τηγορημάτων, έναν πολύ ιδιαίτερο αριθμό, που είναι όλως τυχαίως ο αριθμός δύο. Ωστόσο, μια τέτοια επιλογή αποκαλύπτει εξαρχής ότι το ερώτημα εξετάζεται εδώ αποκλειστικά από την οπτική γωνία της πεπερασμένης νόησης, η οποία γνωρίζει ακρι βώς μόνο δύο κατηγορήματα, τη σκέψη και την έκταση* όπως έχουμε ήδη επισημάνει, είναι, αντιθέτως, απόλυτα χαρακτηριστι κό ότι αυτή η οπτική γωνία δεν παρεμβαίνει ποτέ στον συλλογι σμό του Spinoza, ο οποίος χρησιμοποιεί την έννοια της νόησης στη γενικότητά της. Από την άλλη, η καταμέτρηση των κατηγορημάτων σύμφωνα με μια αριθμητική διαδοχή έχει ως επακόλουθο το «πέρασμα» από τις υποστάσεις που είναι άπειρες μόνο στο γένος τους στην απο λύτως άπειρη υπόσταση να φαίνεται ως βαθμιαία και συνεχής προοδευτική πορεία: όλα συμβαίνουν σαν τα κατηγορήματα να προσθέτονταν τα μεν στα δε εντός της υπόστασης, που αυτή η ίδια θα απαρτιζόταν από αυτήν την άπειρη άθροιση. Αντιθέτως όμως, είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι ο Spinoza παρουσιάζει τη διαδικασία με την οποία αυτοπαράγεται η υπόσταση μέσω των κα τηγορημάτων της με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο: η εν λόγω διαδικασία τελείται με μια σαφή ρήξη, που περνά χωρίς ενδιάμεσο όρο από το ένα επίπεδο στο άλλο, με τέτοιον τρόπο ώστε η σχέση ανάμεσα στο μόνο στο γένος του άπειρο και στο απολύτως άπειρο να παρουσιάζεται κατ’ αρχάς ως αληθινή αντίφαση, η οποία θα επιλυθεί διά της ισχύος, έξω από κάθε απόπειρα συμφιλίωσης.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
157
Ας ανατρέξουμε εκ νέου στον συλλογισμό από το ξεκίνημά του: η υπόσταση κατ’ αρχάς εξετάζεται στο πλαίσιο της πραγμα τικής διαφορετικότητας των κατηγορημάτων της, όπως λόγου χάρη υποδεικνύουν οι προτάσεις 2 («δύο υποστάσεις που έχουν διαφορετικά κατηγορήματα δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους») και 5 («μέσα στη φύση δεν γίνεται να υπάρχουν δύο ή περισσότερες υποστάσεις της ίδιας φύσης ή του ίδιου κατηγορή ματος»). Στη συνέχεια, η υπόσταση εξετάζεται στην απόλυτη ενότητά της, στον βαθμό που συγκεντρώνει όλα τα κατηγορή ματα καθώς θέτει τον εαυτό της ως ταυτόσημο με αυτά. Έχουμε εδώ να κάνουμε με πραγματική αντιστροφή των προοπτικών: πώς πρέπει όμως να την ερμηνεύσουμε; Μπαίνει ίσως κανείς στον πειρασμό να κατανοήσει αυτόν τον συλλογισμό ως έναν συλλογισμό διά της ατόπου απαγωγής: σε μια τέτοια κατεύθυνση κινείται η φορμαλιστική ερμηνεία που έχουμε ήδη επικρίνει. Θα πει τότε κανείς: σε μια πρώτη στιγμή ο Spinoza εισηγείται τη δυνατότητα πραγματικά διακριτών υπο στάσεων, καθεμιά εκ των οποίων καθορίζεται από ένα κατηγό ρημα, για να μπορεί στη συνέχεια να την ανασκευάσει, ανακαλύ πτοντας εκ των υστέρων, με ένα τέχνασμα παρουσίασης, την απόλυτη ενότητα της υπόστασης που συμπίπτει με τη μοναδικότητά της. Αν ο συλλογισμός νοηθεί έτσι, ανάγεται σε έναν συ γκεκριμένο τρόπο διάταξης των αποδείξεων: χάνει τον συνθετι κό χαρακτήρα και την αντικειμενική σημασία του. Γι’ αυτό, σύμ φωνα με τις απαιτήσεις της διαδικασίας «more geométrico», που όπως δείξαμε δεν είναι απλώς μορφικές, αυτή η ερμηνεία πρέπει να απορριφθεί. Ως εκ τούτου, οφείλουμε να αποδώσουμε την ίδια βαρύτητα και στις δύο στιγμές της επιχειρηματολογίας: αν εξεταστεί από την οπτική γωνία της (άπειρης) διαφορετικότητας των κατηγο ρημάτων της, η υπόσταση δεν συνιστά μυθοπλασία ή την αναπα ράσταση μιας καθαρής δυνατότητας, που δεν θα μπορούσε να κατασκευαστεί παρά μόνο με μια επ’ άπειρον καταμέτρηση, διότι
158
HEGEL Ή SPINOZA
μια τέτοια καταμέτρηση έχει νόημα μόνο από την οπτική γωνία της φαντασίας. Αντιθέτως, το ίδιο περιεχόμενο, η ίδια ταυτόση μη πραγματικότητα παρουσιάζεται ως διαφορετικότητα και ακο λούθως ως ενότητα. Ωστόσο, αυτό το περιεχόμενο δεν μπορεί να παρουσιαστεί στο πλαίσιο της αρμονικής και συμφιλιωτικής προοδευτικής πορείας μιας ολοκληρωμένης τάξης, διότι σε μια τέτοια περίπτωση θα προσκρούαμε εκ νέου στις απορίες του άμεσου θεμελίου που έχει καταγγείλει ο Hegel. Αντιθέτως, πρέ πει το εν λόγω περιεχόμενο να εκτεθεί στο πλαίσιο μιας κίνησης με διακριτές όψεις η οποία αποκαλύπτει αυτές τις ακραίες πλευ ρές και συγχρόνως αποδεικνύει την αλληλεγγύη τους, την κοι νότητά τους, δηλαδή τον αδιαχώριστο χαρακτήρα τους. Γι’ αυτό τούτες οι δύο πλευρές, μεταξύ τους, δεν είναι διαδοχικές αλλά ταυτόχρονες. Εμφανίζεται έτσι το αληθινό νόημα της διάκρισης ανάμεσα στην υπόσταση και τα κατηγορήματα, έτσι όπως εδραιώνεται από τη νόηση: αυτή ακριβώς η διάκριση μας επιτρέπει να γνωρί σουμε την υπόσταση όπως είναι, στην πραγματική συνθετότητα της φύσης της· με άλλα λόγια, μας επιτρέπει να σκεφτούμε μέχρι τέλους, απολύτως, την ενότητά της: η υπόσταση είναι απολύτως άπειρη επειδή ακριβώς περιλαμβάνει την απειρία των κατηγορη μάτων. Ως εκ τούτου, η ενότητα της υπόστασης δεν είναι μια αριθμητική ενότητα: δεν υποδηλώνει την ύπαρξη ενός ατόμου που δεν θα μπορούσε να αναχθεί σε κανένα άλλο λόγω της απλότητας της φύσης του. Η υπόσταση δεν είναι ένα ον, και αυ τή ακριβώς είναι η θεμελιώδης προϋπόθεση της μοναδικότητάς της: είναι ό,τι υπάρχει και μπορεί να κατανοηθεί, το οποίο επομέ νως δεν έχει την αιτία του παρά μονάχα στον εαυτό του. Ωστόσο, αυτή η πληρότητα του είναι, αυτή η απόλυτη κατάφαση εαυτού που συγκροτεί την υπόσταση δεν μπορεί να είναι η κενή μορφή του Ενός που θα ήταν μόνο Ένα, ή το οποίο δεν θα ήταν -αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι- παρά ένα Ένα: είναι αυτή η απείρως διάφορη πραγματικότητα η οποία περιλαμβάνει όλα τα κα
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
159
τηγορήματα και εκφράζεται στην απειρία τους. Δεν πρόκειται για την πραγματικότητα ενός Όντος που θα εμπεριέκλειε ήδη αυτήν την ολότητα, δυνάμει μιας αρχικής παροχής, αλλά πρόκει ται κατ’ αρχάς για την πραγματικότητα μιας ακατανίκητης κίνη σης με την οποία τα κατηγορήματα περνούν και ενώνονται στην υπόσταση που τα ιδιοποιείται. Δεν υπάρχει παρά μία υπόσταση αλλά περιέχει απειρία κατη γορημάτων: η ενότητά της δεν μπορεί να κατανοηθεί έξω από αυτήν την άπειρη διαφορετικότητα που τη συγκροτεί ενδογενώς. Συνάγεται ότι η υπόσταση έχει την πολλαπλότητα μέσα στον εαυτό της και όχι έξω από αυτόν. Γι’ αυτό η εν λόγω πολλα πλότητα παύει να έχει αριθμητικό χαρακτήρα, κάτι που εκφράζει ακριβώς o Spinoza λέγοντας ότι είναι άπειρη· πράγματι, για τον Spinoza, το άπειρο δεν είναι ένας αριθμός, στον βαθμό που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί από τη φαντασία. Όπως βλέπουμε, βρισκόμαστε στους αντίποδες του σχεδίου για έναν «φιλοσοφι κό λογισμό», για εκείνη τη μηχανική απαρίθμηση των μερών που συγκροτούν μορφικά ένα ον, στην οποία θα ήθελε o Hegel να αναγάγει τον more geométrico. Προκύπτει τότε κάτι που o Hegel είχε αγνοήσει: ότι η ταυτό τητα της υπόστασης και των κατηγορημάτων της δεν είναι μορ φική και αφηρημένη, αλλά πραγματική και συγκεκριμένη. Αυτή η πραγματικότητα αναπτύσσεται μέσω μιας διπλής σχέσης: αφε νός της σχέσης που συνδέει την υπόσταση με τα κατηγορήματά της, χωρίς τα οποία θα ήταν ένα κενό ον στο οποίο επομένως δεν θα μπορούσαμε να αναγνωρίσουμε παρά ένα ελάχιστο πραγμα τικότητας και όχι το μέγιστο που της αναλογεί- και αφετέρου της σχέσης που συνδέει τα κατηγορήματα με την υπόσταση, έξω από την οποία αυτά θα υπήρχαν με αρνητικούς όρους, ως αντίθετα. Για να μιμηθούμε τον εγελιανό λόγο, θα μπορούσαμε να πού με: η σχέση της υπόστασης και των κατηγορημάτων είναι η γεγενημένη ταυτότητα στην οποία το απόλυτο επιβεβαιώνεται κατα φατικά ως ενεργώς πραγματικό. Και αυτή η διαδικασία είναι η
160
HEGEL Ή SPINOZA
διαδικασία της causa sui ή, αν θέλουμε, της επιστροφής της υπό στασης στον εαυτό της.
Η συγκρότηση της υπόστασης στα κατηγορήματα της Μιλήσαμε μέχρι εδώ για αυτοπαραγωγή ή αυτοσυγκρότηση της υπόστασης μέσα στα κατηγορήματά της. Πρέπει τώρα να διευκρι νίσουμε ότι κάτι τέτοιο ουδόλως παραπέμπει σε μια γένεση της υπόστασης από τα κατηγορήματά της και να εξαλείφουμε μια αμ φισημία που εξακολουθεί να περιέχει ο σχολιασμός του Μ. ΌυεΓοιιΙΐ τον οποίο έχουμε, κατά βάση, ακολουθήσει μέχρι τώρα. Πράγματι, αν όλα τα κατηγορήματα ανήκουν από κοινού στην υπόσταση και συγκροτούν το είναι της (Ηθική, πρώτο μέ ρος, σχόλιο της πρότασης 10), ωστόσο δεν συνυπάρχουν σε αυ τήν ως μέρη που θα συναρμόζονταν αμοιβαία για να συνθέσουν τελικά το ολικό σύστημά της. Αν ήταν έτσι, τα κατηγορήματα θα ορίζονταν τα μεν σε σχέση με τα δε μέσω της αμοιβαίας έλ λειψής τους: σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα μπορούσαν πλέον να συλληφθούν το καθένα μέσω του εαυτού του, επειδή η προσίδια φύση τους θα περιοριζόταν από κάτι άλλο. Ωστόσο, ένα κατηγόρημα, λόγου χάρη η έκταση, δεν θα μπορούσε να περιο ριστεί παρά μόνο από τον εαυτό του, κάτι που είναι παράλογο εφόσον είναι άπειρο στο γένος του: «Μολονότι η έκταση αρνείται στον εαυτό της τη σκέψη, εντούτοις δεν υπάρχει εκεί καμία ατέλεια· αν όμως, από την άλλη, στερούνταν μιας ορισμένης έκτασης, τότε εκεί θα υπήρχε μια ατέλεια. Όπως θα συνέβαινε αν ήταν καθορισμένη ή αν στερούνταν διάρκειας ή τόπου».16 Ο στοχασμός για το άπειρο -είτε εντός του κατηγορήματος (σε ένα γένος) είτε εντός της υπόστασης (απολύτως)- είναι κάτι 16. Επιστολή 36 του Spinoza στον Hudde. Βλ. επίσης την επιστολή 4 στον Oldenburg.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
161
που αποκλείει κάθε έννοια διαιρετότητας: ολόκληρη η υπόστα ση βρίσκεται μέσα σε καθένα από τα κατηγορήματά της (εφό σον είναι ταυτόσημη με αυτά), όπως ακριβώς εξάλλου ολόκλη ρη η έκταση βρίσκεται μέσα σε κάθε σταγόνα νερού ή ολόκληρη η σκέψη μέσα σε κάθε ιδέα. Είπαμε προηγουμένως ότι για τον Spinoza το άπειρο δεν είναι αριθμός’ γ ι’ αυτό ξεφεύγει από κάθε μερισμό. Η αδιαίρετη υπόσταση δεν είναι το άθροισμα όλων των κατηγορημάτων της. Αυτό μας υποχρεώνει να επιστρέφουμε σε μία από τις προη γούμενες διατυπώσεις μας. Είπαμε ότι η υπόσταση δεν έχει την απλότητα ενός όντος, άμεσα δεδομένου στο πλαίσιο μιας μη αναγώγιμης παρουσίας που θα απέκλειε από τον εαυτό του κάθε καθορισμένο περιεχόμενο, αλλά τη σύνθετη πραγματικότητα μι ας απόλυτης κίνησης που περιλαμβάνει όλους τους καθορισμούς της. Ωστόσο, αυτή η συνθετότητα της υπόστασης, η οποία εκ φράζεται στην εσωτερική διαφορετικότητα των κατηγορημάτων της, δεν έχει ως επακόλουθο να της αποδίδεται ένας ετερόκλη τος χαρακτήρας. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε ότι η υπόσταση είναι εξίσου απλή όσο και σύνθετη, εννοώντας πολύ συγκεκριμένα ότι δεν μπορεί να διαιρεθεί σε μέρη: «Αυτό το ον είναι απλό και δεν συντίθεται από μέρη. Πράγματι, από την οπτική γωνία της γνώ σης, θα έπρεπε τα συστατικά μέρη να προηγούνται του συνθέμα τος, κάτι που δεν μπορεί να συμβαίνει στην περίπτωση ενός όντος που εκ φύσεως είναι αιώνιο».17 Πρόκειται για εξαιρετικά σημαντική υπόδειξη, επειδή αποκλείει κάθε μηχανιστική παρου σίαση της κίνησης με την οποία αυτοπαράγεται η υπόσταση: η διαδικασία της causa sui, η οποία είναι εμμενής στην υπόσταση, δεν συνιστά μια χρονική γένεση, η οποία θα συντελούνταν με μια διαδοχή διακριτών διεργασιών από ήδη δεδομένα στοιχεία, των οποίων ο συνδυασμός θα παρήγαγε την υπόσταση ως απο τέλεσμα ή ως συνισταμένη. Η σχέση της υπόστασης με τα κατη17. Επιστολή 35 του Spinoza στον Hudde.
162
HEGEL Ή SPINOZA
γορήματά της δεν εμπίπτει στη σχέση ενός όλου με τα μέρη του ή ενός σύνθετου συνόλου με τα απλά στοιχεία που το απαρτί ζουν. Από αυτήν την άποψη, ορισμένες από τις διατυπώσεις που χρησιμοποιεί ο Μ. Gueroult για να παρουσιάσει τη «γένεση» της υπόστασης δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές, και η χρήση των χωρίων στα οποία βασίζεται είναι αναμφισβήτητα καταχρη στική. Για παράδειγμα: «Αναμφίβολα, o Spinoza συμμορφώνεται εν προκειμένω με τις απαιτήσεις που είχε διατυπώσει στο Tractatus de Intellectus Emendatione: φτάνει στις πιο απλές ιδέες (ideae simplicissimae) για να ανακατασκευάσει με αυτές τη σύν θετη ιδέα που συγκροτούν, σύμφωνα με τις εσωτερικές συνεπα γωγές της. Κατά συνέπεια, όταν πρόκειται για τον Θεό, πρώτα θα ανακαλύψουμε τα “prima elementa totius naturae”, δηλαδή τις απλές υποστάσεις με ένα μόνο κατηγόρημα, οι οποίες είναι “origo et fons naturae”, ώστε εξ αυτών να συγκροτηθεί το “ένα και άπει ρο ολικό ον”, έξω από το οποίο δεν υπάρχει τίποτα, και το οποίο, εξ αυτού ακριβώς, είναι και το ίδιο επίσης “origo et fons naturae”. Αυτή η ανακατασκευή, που διενεργείται σύμφωνα με τον κανόνα της δεδομένης αληθούς ιδέας, οδηγεί στον γενετικό ορισμό του Θεού».18 Ο όρος που συνιστά πρόβλημα είναι η ανακατασκευή, η οποία ερμηνεύει εδώ τη διαδικασία «more geométrico» με πολύ ιδιαίτερο σκεπτικό. Να επισημάνουμε κατ’ αρχάς ότι αν κανείς μετατρέψει τη δια δικασία «more geométrico» σε κατασκευή ή ανακατασκευή του σύνθετου με βάση το απλό, τότε την ανάγει σε μια μέθοδο, δηλα δή τελικά σε ένα τέχνασμα έκθεσης, το οποίο υποτάσσει την αναγκαία προοδευτική πορεία του συλλογισμού στο μοντέλο μιας τάξης: στην προκειμένη περίπτωση, εκείνης που κατευθύνεται από τα μέρη στο όλον ή από το απλό στο σύνθετο· και τότε δεν έχουμε απομακρυνθεί παρά ελάχιστα από τον Descartes. Ωστό 18. Μ. Gueroult, Spinoza, τ. I: Dieu, ό.π., σ. 169.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
163
σο, ο Spinoza δεν επιχείρησε να στοχαστεί μέσω του more geo métrico μια άλλη μέθοδο, ή μια νέα τάξη έκθεσης, αλλά ακριβώς κάτι διαφορετικό από μια μέθοδο, η οποία υποτάσσει την παρου σίαση του αληθούς στον προκαταρκτικό όρο μιας τάξης, σύμφω να με το σχήμα ενός αναγκαστικά αφηρημένου στοχασμού. Τότε ακριβώς ερχόμαστε αντιμέτωποι με δυσκολίες των οποίων ο λό γος ύπαρξης είναι απλώς μορφικός· όπως όταν αναρωτιόμαστε αν η υπόσταση έρχεται πριν από τα κατηγορήματα ή αν τα κατη γορήματα έρχονται πριν από την υπόσταση· ή αν τα κατηγορή ματα είναι περισσότερο ή λιγότερο «απλά» από την υπόσταση. Από μια συνθετική οπτική γωνία τέτοια ερωτήματα στερούνται αυστηρά κάθε νοήματος. Από την άλλη, η ιδέα μιας κατασκευής της υπόστασης προϋ ποθέτει ότι η υπόσταση όχι μόνο θα συγκροτούνταν αλλά και θα απαρτιζόταν από στοιχεία που θα ήταν τα κατηγορήματά της. Η εν λόγω προϋπόθεση είναι ιδιαίτερα εμφανής στη μετάφραση που δίνει ο Μ. Gueroult της έκφρασης «substantia unius attributi» (απόδειξη της πρότασης 8), την οποία αποδίδει ως «την υπόστα ση που έχει ένα μόνο κατηγόρημα». Όμως, αυτή η έννοια αποτε λεί τη βάση για όλη την εξήγηση που παρουσιάζει για ολόκληρη την αρχή της Ηθικής, καθώς του χρησιμεύει για να δηλώνει το απλό στοιχείο με βάση το οποίο «κατασκευάζεται» η υπόσταση. Αυτή η μετάφραση είναι αδύνατη, όχι μόνο επειδή αντικαθιστά το uYius με το unicus αλλά και για έναν βαθύτερο λόγο: πραγμα τεύεται την ενότητα την οποία συγκροτεί κάθε κατηγόρημα ως αριθμό, δηλαδή ως όρο μιας σειράς, εντός της οποίας εμφανίζο νται όλα τα κατηγορήματα ως στοιχεία ή στιγμές μιας άπειρης προοδευτικής πορείας, η οποία θα είχε ως τελική έκφραση ή ως αποτέλεσμα την υπόσταση. Μια τέτοια αντίληψη είναι τελείως ξένη στον σπινοζισμό, όπως έχει περίτεχνα εξηγήσει ο ίδιος ο Μ. Gueroult: «Η αρίθμη ση [των κατηγορημάτων] δεν χρειάζεται να ολοκληρωθεί, επει δή δεν ξεκίνησε ποτέ, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει
164
HEGEL Ή SPINOZA
καμία αρίθμηση».19 Δεν περνάμε από τα κατηγορήματα, που θα δίνονταν τότε ένα προς ένα, στην υπόσταση, διαμέσου μιας προ οδευτικής πορείας προς το άπειρο: «Το αξίωμα που αναφέρεται στο τέλος του σχολίου της πρότασης 10 του πρώτου μέρους ([...] όσο περισσότερη πραγματικότητα ή είναι έχει ένα ον, τόσο πε ρισσότερα κατηγορήματα έχει [...]) προκύπτει από την ιδέα που έχουμε για ένα απολύτως άπειρο ον και ουδόλως από το γεγονός ότι υπάρχουν ή μπορεί να υπάρχουν όντα που έχουν τρία, τέσσε ρα ή περισσότερα κατηγορήματα».20 Ανάμεσα στη substantia unius attributi και την απολύτως άπειρη υπόσταση που έχει όλα τα κατηγορήματα, δεν υπάρχει τίποτα, κανένα ενδιάμεσο στάδιο που θα υπέτασσε αυτό το πέρασμα στους κανόνες μιας μηχανι κής σύνθεσης. Γι’ αυτό είναι προτιμότερο να παρουσιάζεται αυτό το πέρασμα ως αναστροφή ή ως ανάπτυξη μιας αντίφασης, εκεί νης ακριβώς της αντίφασης που ταυτίζει εντός της υπόστασης την απόλυτη ενότητά της και την άπειρη πολλαπλότητα των ου σιών της. Αν τα κατηγορήματα προσθέτονταν τα μεν στα δε ή συνθέτονταν μεταξύ τους για να παραχθεί η υπόσταση, τότε θα έπαυαν να είναι μη αναγώγιμα και επομένως θα διακυβευόταν η ταύτισή τους με την υπόσταση, δηλαδή ο υποστασιακός τους χαρακτή ρας. Σε μια τέτοια περίπτωση τα κατηγορήματα δεν θα ήταν πλέ ον ουσίες άπειρες στο γένος τους, οι οποίες επομένως δεν θα μπορούσαν να περιοριστούν από τίποτα, αλλά βαθμοί πραγματι κότητας κατ’ αναγκαιότητα άνισοι και τοποθετημένοι οι μεν σε σχέση με τους δε εντός μιας προοδευτικά βαίνουσας ιεραρχίας που θα τους ενέτασσε όλους μαζί εντός του απολύτου. Ωστόσο, ο Spinoza βρίσκεται εξίσου μακριά από αυτήν τη λαϊβνίτεια αντί ληψη για την τάξη όσο και από την αντίληψη του Descartes για την τάξη. 19. Στο ίδιο, σ. 150. 20. Επιστολή 64 του Spinoza στον Schuller.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
165
Προκύπτει από αυτό μια πολύ σημαντική συνέπεια. Είδαμε μόλις τώρα ότι τα κατηγορήματα, ακόμα και αν είναι πραγματικά διακριτά, ή μάλλον επειδή ακριβώς είναι πραγματικά διακριτά, δεν μοιάζουν με όντα που θα μπορούσαν να απαριθμηθούν, ακό μα και στο πλαίσιο μιας προοπτικής που τείνει στο άπειρο, διότι τότε η διάκρισή τους θα αναγόταν σε μια τροπική διάκριση και επομένως θα στοχαζόμασταν το άπειρο από την οπτική γωνία του πεπερασμένου. Ωστόσο, αυτό που ισχύει για τα κατηγορή ματα ισχύει πολύ περισσότερο για την υπόσταση που τα περιέχει όλα: δεν μπορούμε να μετρήσουμε την υπόσταση περισσότερο απ’ όσο μπορούμε να μετρήσουμε τα κατηγορήματά της, εφόσον τουλάχιστον δεν υιοθετούμε την οπτική γωνία της φαντασίας. Γι’ αυτό είναι τόσο δύσκολο να κατανοηθεί η θέση για τη μοναδικό τητα της: πράγματι, ουδόλως αναφέρεται στην ύπαρξη ενός μο ναδικού όντος, μιας υπόστασης που θα υπήρχε σε ένα μόνο δείγ μα, αποκλείοντας όλα τα άλλα που θα μπορούσαν να υπάρχουν: «Ένα πράγμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο και μοναδικό προτού γνωρίσουμε ένα άλλο που να έχει τον ίδιο ορισμό, όπως λέμε, με το πρώτο. Ωστόσο, αφού η ύπαρξη του Θεού είναι η ίδια του η ουσία, είναι βέβαιο πως όποιος λέει ότι ο Θεός είναι μόνος και μοναδικός δείχνει ή ότι δεν έχει γι’ αυτόν μια αληθή ιδέα ή ότι μιλά ακατάλληλα γι’ αυτόν».21 ΓΓ αυτό, όταν ο Spinoza γράφει ότι «ο Θεός είναι μοναδικός, δηλαδή στη Φύση δεν υπάρχει πα ρά μία υπόσταση (non nisi unam substantiam dari) και αυτή εί ναι απολύτως άπειρη»,22 πρέπει να γίνει κατανοητό ότι αυτή η έννοια, «non nisi una», η οποία είναι αυστηρά αρνητική, δεν έχει καμία αιτιακή σημασία και δεν μπορεί επομένως να παρέμβει στον ορισμό της θεϊκής φύσης: πράγματι η απόλυτη υπόσταση είναι μοναδική, αλλά αυτό είναι απλώς συνέπεια, και μάλιστα όχι της δικής της πραγματικότητας, αλλά της δύναμής μας να φα 21. Επιστολή 50 του Spinoza στον J. Jelles. 22. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, πόρισμα 1 της πρότασης 14.
166
HEGEL Ή SPINOZA
νταζόμαστε, η οποία επινοεί τη μυθοπλασία όχι μόνο δύο, τριών ή όσων άλλων υποστάσεων, αλλά γενικότερα υποστάσεων που υπάρχουν σε καθορισμένο αριθμό, μεταξύ των οποίων ο αριθμός «ένα» είναι πάντα ο πρώτος. Όταν λέμε ότι δεν υπάρχει παρά μόνο μία υπόσταση, τότε μιλάμε τη γλώσσα της φαντασίας που δεν μπορεί να εξετάσει το απόλυτο παρά μόνο με αρνητικούς όρους, με βάση το μηδέν, δηλαδή από τη μεριά των δυνατοτήτων με τις οποίες το εντυλίσσει. Ο Θεός, αυτός καθ’ εαυτόν, δεν είναι «ένας», όπως δεν είναι δύο ή τρεις, όπως επίσης δεν είναι όμορ φος ή άσχημος. Ενάντια σε μια ανθεκτική παράδοση, πρέπει να πούμε ότι ο Spinoza δεν ήταν περισσότερο μονιστής από δυϊστής, ή οτιδήποτε άλλο, με οποιονδήποτε άλλο αριθμό κι αν θελήσουμε να προσδιορίσουμε αυτήν τη μυθοπλασία, η οποία είναι καλή μόνο ίσως για τους αδαείς ή για τους δούλους.
Η τάξη και η σύνδεση των «πραγμάτων» Τα κατηγορήματα δεν «υπολείπονται» σε σχέση με την υπόστα ση. Ούτε επίσης «υπολείπονται» τα μεν σε σχέση με τα δε: αυτό ακριβώς εκφράζει η θέση για την αμοιβαία μη αναγωγιμότητά τους. Τα κατηγορήματα δεν μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους, και γι’ αυτό ακριβώς είναι ταυτόσημα εντός της υπόστασης που κατ’ αναγκαιότητα τα έχει όλα, κάτι που δεν θα μπορούσε να κάνει αν εμβαλλόταν ανάμεσά τους κάποια ανισότητα. Καμία μορφή του είναι δεν είναι ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη μορ φή του είναι: ως εκ τούτου, δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανήκει στον Θεό κατά προτίμηση σε σχέση με κάποια άλλη ή αντί για κάποια άλλη. Έτσι, ο Θεός είναι συγχρόνως, και κατά ταυτόσημο τρόπο, «σκεπτόμενο πράγμα» και «εκτεινόμενο πράγμα»,23 αλλά και όλα τα υπόλοιπα πράγματα που δεν μπορούμε να γνωρίζου 23. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, προτάσεις 1 και 2.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
167
με λόγω των ορίων της νόησής μας. Ως προς αυτό το σημείο θα παραπέμπουμε στο βιβλίο του G. Deleuze που παρουσιάζει μια καταλυτική κριτική στην έννοια της υπεροχής και δείχνει ότι εί ναι τελείως ξένη προς τον σπινοζισμό. Η υπεροχή αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την έννοια της «υπέρβασης» κατά την κλασική εποχή. Ο Spinoza όμως συλλογίζεται πάντοτε μορφικά (formali ter), δηλαδή όχι αποκλείοντας κάθε περιεχόμενο αλλά έξω από κάθε προοπτική υπεροχής (eminenter), διότι μια τέτοια προοπτι κή επανεισάγει στη γνώση την παραδοχή μιας δυνατότητας, που συνιστά μια μυθοπλασία. Αντιθέτως, η φαντασία λειτουργεί με εύκολες μεταθέσεις ή απλουστεύσεις, όπως: αν το τρίγωνο μπο ρούσε να μιλήσει, θα έλεγε ότι ο Θεός είναι καθ' υπεροχήν τριγω νικός (βλ. την επιστολή 56 στον Η. Boxei). Στην πραγματικότη τα, ο Θεός δεν βρίσκεται στην κορυφή ή στο πέρας μιας προο δευτικά βαίνουσας ιεραρχίας μορφών, των οποίων θα συγκέ ντρωνε και συνάμα θα «υπερέβαινε» όλες τις ιδιότητες. Γι’ αυτό ο Spinoza δεν αρκείται απλώς στην επίλυση του ερω τήματος που τίθεται από τον καρτεσιανό δυϊσμό, αλλά ανατρέ πει πλήρως την προβληματική του. Όπως είδαμε, στο πλαίσιο της ερμηνείας του σπινοζισμού που προτείνει ο Hegel, όλα συμ βαίνουν σαν η υπόσταση να εκφραζόταν βασικά σε δύο κατηγο ρήματα, των οποίων συγκροτεί την απόλυτη ενότητα, εκείνα ακριβώς τα κατηγορήματα που αντιλαμβανόμαστε, και στα οποία ο Descartes απέδιδε τον καταστατικό χαρακτήρα ανεξάρ τητων υποστάσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, όλα τα άλλα κατη γορήματα εμφανίζονται σε σχέση με αυτά ως δυνατότητες, ως καθαρές μυθοπλασίες, και δεν μπορούν, αν παραστεί ανάγκη, να συλληφθούν παρά μόνο με βάση το μοντέλο των δύο «πραγματι κών» κατηγορημάτων που όντως γνωρίζουμε. Ωστόσο, ο συνθε τικός συλλογισμός που ακολουθεί ο Spinoza καθιστά αδύνατη μια τέτοια ακριβώς αντίληψη: σύμφωνα με αυτόν, κάθε κατηγό ρημα πρέπει να «συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του», δηλαδή στην προσίδια απειρία του, η οποία του προσφέρει υποστασιακό
168
HEGEL Ή SPINOZA
χαρακτήρα, και όχι μέσω της σχέσης του με ένα άλλο κατηγόρη μα, όποιο και αν είναι αυτό. Για να κατανοήσουμε τη φύση των κατηγορημάτων θα πρέπει ακριβώς να αποφύγουμε να τα εξετά σουμε όρο προς όρο για να τα συγκρίνουμε. Όταν ο Spinoza λέει ότι τα κατηγορήματα είναι «άπειρα μόνο στο γένος τους», σύμφωνα με μια διατύπωση που έχουμε ήδη συ ναντήσει αρκετές φορές, δεν εννοεί ότι η απειρία τους είναι κατά κάποιον τρόπο περιορισμένη ή ημιτελής. Αντιθέτως, μια τέτοια αντίληψη χαρακτηρίζει την οπτική γωνία της φαντασίας. Στον πρώτο διάλογο αμέσως μετά το δεύτερο κεφάλαιο της Σύντομης πραγματείας, δηλώνει η Φιληδονία: «Βλέπω ότι η υπόσταση που σκέφτεται δεν έχει τίποτα κοινό με την εκτεινόμενη υπόσταση και ότι η μία περιορίζει την άλλη». Αυτή η φράση συνδυάζει τρεις ισχυρισμούς οι οποίοι είναι πραγματικά αλληλένδετοι: 1) η μη αναγωγιμότητα των κατηγορημάτων παρουσιάζεται ως διαχωρι σμός ανάμεσα στις υποστάσεις· 2) αυτές οι υποστάσεις υπάρχουν η μία απέναντι στην άλλη στο πλαίσιο μιας περιοριστικής σχέσης· 3) αυτή η αντίθεση είναι μια σχέση δύο όρων, που εξετάζεται με βάση τη διάκριση της σκέψης και της έκτασης. Ωστόσο, αυτοί οι τρεις ισχυρισμοί, καθώς και η λογική με την οποία συνδέονται, καταρρίπτονται από τον Λόγο ο οποίος εξετάζει τα πράγματα από την οπτική γωνία της αναγκαιότητάς τους: 1) τα κατηγορή ματα είναι ταυτόσημα μέσα στην υπόσταση που τα περιλαμβάνει όλα* 2) συνεπώς, δεν είναι αντίθετα το ένα προς το άλλο, στο πλαίσιο μιας σχέσης που αναγκαστικά θα ήταν άνιση· 3) η φύση των κατηγορημάτων δεν μπορεί να κατανοηθεί αν δεν ληφθεί υπ’ όψιν το γεγονός της απειρίας τους, το οποίο δεν επιτρέπει να εφαρμοστεί επ’ αυτών ένα εγχείρημα αρίθμησης. Το κλειδί του νέου συλλογισμού που εισάγει ο Spinoza στη φιλοσοφία είναι η θέση για την ταυτότητα των κατηγορημάτων μέσα στην υπόσταση, εντός της οποίας ενοποιούνται, την ίδια στιγμή που παραμένουν πραγματικά διακριτά. Αυτή η ενότητα εκφράζεται με μια πολύ γνωστή πρόταση: «Η τάξη και η σύνδε
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
169
ση των ιδεών είναι ίδια με την τάξη και τη σύνδεση των πραγμά των».24 Συχνά αυτή η πρόταση ερμηνεύεται σαν να διατύπωνε μια σχέση συμφωνίας, έναν συντονισμό ανάμεσα σε ό,τι εξαρτάται από τη σκέψη και σε ό,τι εξαρτάται από την έκταση. Μια τέτοια ερμηνεία δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Πράγματι, εάν σε αυτήν την έκφραση η λέξη «ιδέες» δηλώνει τους τρόπους του κατηγο ρήματος της σκέψης, από την άλλη, η λέξη «πράγματα» (res) ου δόλως δηλώνει, και με περιοριστική έννοια, τους τρόπους του κατηγορήματος της έκτασης, αλλά τους τρόπους όλων των κα τηγορημάτων, όποια και αν είναι αυτά, της ίδιας της σκέψης σνμπεριλαμβανομένης: οι ιδέες είναι εξίσου «πράγματα» με οποια δήποτε άλλη διάθεση της υπόστασης. Επομένως, η πρόταση ση μαίνει πως οτιδήποτε περιλαμβάνεται σε ένα κατηγόρημα, δηλα δή σε οποιαδήποτε μορφή τού είναι, είναι ταυτόσημο με ό,τι πε ριλαμβάνεται σε όλα τα άλλα κατηγορήματα, όπως ακριβώς είναι ταυτόσημο με τον εαυτό του: καθώς η σκέψη επανέρχεται στον εαυτό της, χωρίς να εξέρχεται από την προσίδια τάξη της, ανα καλύπτει όλα όσα περιέχονται στην υπόσταση, στον βαθμό που η υπόσταση εκφράζεται στην απειρία όλων των κατηγορημάτων της* προς αυτό το συμπέρασμα μας είχε ήδη ωθήσει η θεωρία της adaequatio. Ωστόσο, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για όλα τα κατη γορήματα, που είναι ταυτόσημα με όλα τα άλλα, όχι στο πλαίσιο μιας σχέσης σύγκρισης, αντιστοιχίας, συμφωνίας ή ομολογίας, η οποία θα συνεπαγόταν την αμοιβαία εξωτερικότητά τους, αλλά στο πλαίσιο της ενδογενούς φύσης τους που ευθύς εξαρχής τα ενοποιεί μέσα στην υπόσταση η οποία τα συγκροτεί και την οποία αυτά συγκροτούν. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει δυνατότητα να θεωρήσουμε ότι υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ δύο, τριών, τεσσάρων... άπειρων σειρών ή κατηγορημάτων, των οποίων η τάξη και η σύνδεση θα αναγνωρίζονταν ως συμπίπτουσες. Πρέπει να γίνει κατανοητό, 24. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, πρόταση 7.
170
HEGEL Ή SPINOZA
κάτι το οποίο είναι αδύνατον αν περιοριστούμε στην οπτική γω νία της φαντασίας, ότι μία και η αυτή τάξη, μία και η αυτή σύνδε ση τελείται σε όλα τα κατηγορήματα και τα συγκροτεί κατά ταυ τόσημο τρόπο στο είναι τους: η υπόσταση δεν είναι τίποτε άλλο από αυτήν ακριβώς τη μοναδική αναγκαιότητα που εκφράζεται ταυτοχρόνως σε άπειρες μορφές. Συνεπώς, δεν είναι καθόλου περίεργο που ξαναβρίσκουμε σε κάθε γένος τού είναι ό,τι ανήκει επίσης εξ ορισμού σε όλα τα άλλα: για να συμβεί αυτό δεν υπάρ χει καμία ανάγκη να παρεμβληθεί ο προκαταρκτικός όρος ενός συνδυασμού ή μιας αρμονίας. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν πόσο άτοπο είναι να παρουσιάζεται ο σπινοζικός «μονισμός» ως υπέρ βαση του καρτεσιανού «δυϊσμού»: ο τρόπος σκέψης που ενεργο ποιεί ο Spinoza παράγει τα αποτελέσματά του σε ένα τελείως δια φορετικό έδαφος, στο οποίο απλούστατα δεν έχουν θέση αυτά τα παλαιά ερωτήματα της φιλοσοφίας. Από αυτήν τη μετατόπιση των προβλημάτων προκύπτει άλλη μία συνέπεια: όπως ακριβώς τα κατηγορήματα δεν περιορίζουν το ένα το άλλο, στο πλαίσιο μιας σχέσης όρου προς όρο που ανα γκαστικά θα ήταν σχέση υποταγής, ομοίως η γνώση μας δεν περι ορίζεται η ίδια από το γεγονός ότι έχουμε πρόσβαση μόνο σε δύο κατηγορήματα της υπόστασης. Ακόμα και αν μπορούσε να αντιληφθεί μόνο ένα κατηγόρημα, σύμφωνα με την προσίδια τάξη και σύνδεσή του, θα κατανοούσε την υπόσταση όπως ακριβώς είναι, στην απόλυτη αναγκαιότητά της, δηλαδή στην αιτιακή αλληλου χία η οποία συγκροτεί το είναι της. Όταν κάποιος γνωρίζει τη φύ ση ενός κατηγορήματος στην ενδογενή απειρία του, τότε γνωρί ζει συγχρόνως και τη φύση όλων των άλλων κατηγορημάτων. Γι’ αυτό ακριβώς, λέει ο Spinoza, μολονότι αντιλαμβανόμαστε μόνο δύο από τα κατηγορήματα της υπόστασης, εντούτοις δεν στερού μαστε τη γνώση όλων των υπολοίπων, στον βαθμό που κατανο ούμε ότι υπάρχουν κατ’ αναγκαιότητα, σύμφωνα με μια τάξη και μια σύνδεση οι οποίες συμπίπτουν με εκείνες που γνωρίζουμε. Έτσι, μπορούμε να γνωρίσουμε τα πάντα εντός των ίδιων των
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
171
ορίων που επιβάλλονται σε μια πεπερασμένη νόηση, δηλαδή να στοχαστούμε το απόλυτο στη μορφή της αναγκαιότητας. Όπως βλέπουμε, τα πάντα συνέχονται στη θεωρητική διάτα ξη που παρουσιάζει ο Spinoza: η απειρία των κατηγορημάτων, εννοούμενη ανεξάρτητα από οποιαδήποτε αριθμητική σειρά, εί ναι η προϋπόθεση για να ξεφύγουμε από τα παραδοσιακά διλήμ ματα της φιλοσοφίας. Από την οπτική γωνία του απολύτου, δεν υπάρχει πλέον αντιπαραθετική σχέση ανάμεσα σε ασύμβατα και άνισα γένη τού είναι και επομένως δεν υπάρχει πλέον η αναγκαι ότητα να δικαιολογηθεί η συνύπαρξή τους και η συμφωνία τους με τη συνδρομή μιας εξωτερικής εγγύησης που προφανώς θα ήταν αυθαίρετη και ανορθολογική: η αιτιότητα της υπόστασης είναι ταυτοχρόνως προϋπόθεση και αντικείμενο μιας απόλυτης γνώσης, η οποία δεν θέτει παρά μόνο ενδογενώς αναγκαίες σχέ σεις, και της οποίας η εμμενής ανάπτυξη ανακαλύπτει τις μορφές της μέσα στον εαυτό της, έξω από κάθε παρέμβαση ενός αυτε ξούσιου, είτε αυτό τοποθετούνταν υπό την ευθύνη ενός πεπερα σμένου υποκειμένου είτε ενός άπειρου Υποκειμένου.
Το σφάλμα τον Hegel σε σχέση με τα κατηγορήματα Για να αποτιμήσουμε τη διαδρομή που έχουμε διανύσει, ας επα νέλθουμε τώρα σε ένα από τα χωρία που αφιερώνει ο Hegel στο ζήτημα των κατηγορημάτων:
«Επιπλέον, ο Spinoza προσδιορίζει τα κατηγορήματα ως άπειρα· και άπειρα επίσης με την έννοια μιας άπειρης πολλαπλότητας. Βέβαια, στη συνέχεια συναντάμε μόνο δύο -σκέπτεσθαι και έκταση- και δεν μαθαίνουμε με ποιον τρόπο η άπειρη πολλαπλό τητα ανάγεται με αναγκαίο τρόπο μονάχα στην αντίθεση και μά λιστα σε αυτήν την καθορισμένη αντίθεση του σκέπτεσθαι και της έκτασης. Γι’ αυτό και τούτα τα δύο κατηγορήματα νοούνται
172
HEGEL Ή SPINOZA
με εμπειρικό τρόπο. Το σκέπτεσθαι και το είναι αναπαριστούν το απόλυτο στο πλαίσιο ενός καθορισμού, το ίδιο το απόλυτο είναι η απόλυτη ενότητά τους, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι απλά και μόνο ουσιώδεις μορφές, ώστε η τάξη των πραγμάτων να είναι ίδια με την τάξη των αναπαραστάσεων ή των σκέψεων, και ώστε το απόλυτο Ένα να εξετάζεται μόνο μέσω εξωτερικής ανάκλα σης, σε έναν τρόπο, υπό αυτούς τους δύο καθορισμούς, αφενός ως ολότητα των αναπαραστάσεων, και αφετέρου ως ολότητα των πραγμάτων και των αλλαγών τους. Όπως ακριβώς αυτή η εξωτερική ανάκλαση σχηματίζει αυτήν τη διαφορά, ομοίως τη διατηρεί και τη βυθίζει στην απόλυτη ταυτότητα. Ωστόσο, όλη αυτή η κίνηση συμβαίνει έξω από το απόλυτο. Ασφαλώς, το από λυτο είναι επίσης το σκέπτεσθαι, και σε αυτόν τον βαθμό τούτη η κίνηση τελείται μόνο εντός του απολύτου· αλλά, όπως επισημάνθηκε, δεν βρίσκεται εντός του απολύτου, παρά μόνο ως ενότητα με την έκταση, και επομένως όχι ως εκείνη η κίνηση που είναι επίσης ουσιωδώς η στιγμή της αντίθεσης».25 Το ενδιαφέρον αυτής της σελίδας, και γι’ αυτό ακριβώς χρειά στηκε να την παραθέσουμε ολόκληρη, είναι ότι παρουσιάζει μαζί ορισμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι, αν εφαρμοστούν στο δεδη λωμένο αντικείμενό τους, δηλαδή στη φιλοσοφία του Spinoza, αποδεικνύονται εξίσου εσφαλμένοι* επομένως, είναι πιθανό η παρανόηση του Hegel σε σχέση με τη φιλοσοφία του Spinoza να εξαρτάται από τη «λογική» που τους παρήγαγε, μια «λογική» η οποία είναι τελείως εξωτερική προς το γράμμα και το πνεύμα του σπινοζισμού. Αρχικά ο Hegel ανάγει τα κατηγορήματα σε εξωτερικές μορ φές της ανάκλασης που έχουν χάσει κάθε πραγματική σχέση αλ ληλεγγύης με την υπόσταση από την οποία φαινομενικά προέρ 25. G. W. F. Hegel, S cience de la L o g iq u e , II, γα λλικ ή μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 240.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
173
χονται: εφεξής, δεν υπάρχει καμία ορθολογική δικαιολόγηση για την κίνηση με την οποία η υπόσταση «περνά» μέσα στα κατηγορήματά της. Μια τέτοια ερμηνεία προϋποθέτει, όπως έχουμε δεί ξει επαρκώς, ότι η σχέση της υπόστασης με τα κατηγορήματά της είναι μια ιεραρχική και χρονολογική σχέση: η υπόσταση, που παρουσιάζεται τότε ως άμεσο θεμέλιο, υπάρχει πριν από τα κατη γορήματά της και υπερτερεί έναντι αυτών. Ωστόσο, η έννοια του κατηγορήματος, έτσι όπως την έχει προσδιορίσει ο Spinoza, απο κλείει ακριβώς τη δυνατότητα μιας τέτοιας υποταγής, η οποία έχει νόημα μόνο σε μια προοπτική υπεροχής. Ακολούθως, η θέση σύμφωνα με την οποία η υπόσταση εκ φράζεται σε απειρία κατηγορημάτων δεν έχει κατά τον Hegel κα μία πραγματική σημασία’ γ ι’ αυτό ακριβώς την υπενθυμίζει μόνο ενδεικτικά, ως μια απλώς μορφική παράμετρο. Πράγματι, αν πε ριοριστούμε στο περιεχόμενο, η ενότητα της υπόστασης εξετά ζεται πάντα μέσω της σχέσης των δύο κατηγορημάτων που είναι η σκέψη και το είναι* αυτό όμως το περιεχόμενο δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ορθολογικά, απλώς αναγνωρίζεται με εμπειρικό τρόπο. Γράφει εξάλλου ο Hegel:
«Ο Spinoza τοποθετεί την υπόσταση στην κορυφή του συστή ματος του και την ορίζει ως ενότητα της σκέψης και της έκτα σης, δίχως να αποδεικνύει με ποιον τρόπο φτάνει σε αυτήν τη διαφορά και με ποιον τρόπο ανάγει αυτήν τη διαφορά στην υπο στασιακή ενότητα».26 Το σφάλμα του Hegel έγκειται εδώ στο γεγονός ότι παρουσιάζει την πραγματική διάκριση των κατηγορημάτων ως σχέση όρου προς όρο, η οποία ενσαρκώνεται στη διαφορά μεταξύ δύο κατη γορημάτων που τοποθετούνται το ένα απέναντι από το άλλο: σε 26. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, προσθήκη στην §151, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π., σ. 586.
174
HEGEL Ή SPINOZA
μια τέτοια προοπτική, είναι αναπόφευκτο αυτή η διάκριση να εμ φανίζεται αυθαίρετη και απλώς να προστίθεται στην ενότητα της υπόστασης, που δίνεται μέσω άλλης οδού. Είδαμε όμως ότι στην απόδειξη του Spinoza η ύπαρξη μιας απειρίας κατηγορημά των επέτρεπε να απομακρυνθεί εξαρχής αυτή η δυσκολία: έτσι, η αμοιβαία μη αναγωγιμότητα των κατηγορημάτων είναι απολύ τως συνεκτική με την ταυτότητά τους εντός της υπόστασης, της οποίας εκφράζουν τη φύση σε όλα τα δυνατά γένη, έξω από κάθε εμπειρικό περιορισμό. Κατά συνέπεια, η ταυτότητα τάξης που συγκροτεί ενδογενώς την υπόσταση ανάγεται από τον Hegel σε μια μορφική αντιστοι χία μεταξύ δύο εξωτερικών σειρών, την τάξη των πραγμάτων (έκταση) και την τάξη των αναπαραστάσεων (σκέπτεσθαι): ανά μεσα σε αυτά τα δύο σύνολα δεν μπορεί να υπάρχει παρά μια αυθαίρετη και εξωτερική κοινότητα, κατά τον τρόπο της συμφω νίας που θεσπίζει ο Θεός, στο πλαίσιο της καρτεσιανής φιλοσο φίας, ανάμεσα στη φύση και τον Λόγο. Επειδή όμως κατά το γράμμα του σπινοζικού συστήματος αυτή η ταυτότητα τάξης δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να αναχθεί στην ταυτότητα ανάμε σα σε δύο χωριστές τάξεις, όλη αυτή η προβληματική περί συμ φωνίας ανάμεσα στη σκέψη και το είναι, η οποία προϋποθέτει τον διαχωρισμό τους, έχει αποκλειστεί εξαρχής. Από την άλλη, ο διαχωρισμός της σκέψης από το πραγματικό, που κατά τον Hegel συνιστά την προϋπόθεση για την κατοπινή επανένωσή τους εντός του απολύτου, υποβιβάζει τη σκέψη. Ακό μα και αν αυτός ο συλλογισμός τοποθετεί τη σκέψη σε μια σχέση ισότητας προς την έκταση, από την άλλη δεν παύει να την εγκαθιστά σε κατώτερη θέση σε σχέση με το απόλυτο, στον βαθμό ακριβώς που δεν τη συσχετίζει με αυτό παρά μόνο διαμέσου της σχέσης της με την έκταση: «Δεν βρίσκεται εντός του απολύτου παρά μόνο ως ενότητα με την έκταση», γεγονός που σημαίνει ότι δεν μπορεί από μόνη της, με την προσίδια κίνησή της, να εξισω θεί με το απόλυτο. Λέει επίσης ο Hegel:
Τ 0 ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΗΜΑΤΩΝ
175
«Ασφαλώς, η υπόσταση είναι απόλυτη ενότητα του σκέπτεσθαι και του είναι ή της έκτασης· περιέχει επομένως το ίδιο το σκέ πτεσθαι, αλλά μόνο στην ενότητά του με την έκταση, δηλαδή όχι χωριζόμενο από την έκταση, επομένως κατά κανέναν τρόπο ως κάτι που καθορίζει και μορφοποιεί, ούτε επίσης ως κίνηση που επιστρέφει στον εαυτό της και ξεκινά από τον εαυτό της».27 Η σκέψη δεν μπορεί να πραγματώσει στον εαυτό της τη σχέση της με το απόλυτο, δεδομένου ότι πρέπει να περάσει από την έκταση για να ανακαλύψει τον εαυτό της ως στιγμή μιας ενότη τας που τελείται μόνο εντός της υπόστασης. Αναφέραμε όμως ήδη επαρκώς, ώστε δεν υπάρχει λόγος να επιμείνουμε περισσό τερο, ότι στον Spinoza η άπειρη διαφορετικότητα των κατηγορη μάτων συνεπάγεται ότι είναι συγχρόνως μη αναγώγιμα και ίσα εντός της υπόστασης. Έτσι, η διαφορά της σκέψης και της έκτα σης, ή η οποιαδήποτε σχέση ανάμεσα σε οποιαδήποτε κατηγορή ματα, δεν επιφέρει την υποταγή τους στην υπόσταση, κατά τον τρόπο που υποτάσσεται αυτό που είναι διαιρεμένο σε αυτό που είναι ενωμένο, αλλά αντιθέτως την απόλυτη ταύτισή τους με αυ τήν. Εκείνο που είναι άπειρο μόνο στο γένος του δεν είναι λιγό τερο άπειρο από εκείνο που είναι απολύτως άπειρο. Αυτό ισχύει τόσο για τη σκέψη όσο και για οποιοδήποτε άλλο κατηγόρημα εν γένει. Τέλος, η διάκριση των κατηγορημάτων, εξεταζόμενη διαμέ σου της διάκρισης μεταξύ της σκέψης και της έκτασης, ερμηνεύ εται από τον Hegel ως σχέση αντίθεσης: η συνύπαρξη αυτών των εξωτερικών μορφών συνιστά επίσης και μεταξύ τους αντιπαρά θεση, δεδομένου ότι αναπαριστούν με ανταγωνιστικό τρόπο τη μία υπόσταση, καθώς τη μοιράζονται. Κατά συνέπεια, η ενότητα της υπόστασης έγκειται απλώς στην επίλυση και την υπέρβαση 27. G. W. F. H egel, S cience de la L o g iq u e , II, γα λλικ ή μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 239.
176
HEGEL Ή SPINOZA
αυτής της σύγκρουσης, στην επανένωση εντός του απολύτου κάποιων όρων οι οποίοι -αν νοηθούν στον εαυτό τους- είναι χω ρισμένοι και ανταγωνιστικοί: είναι ενότητα αντιθέτων, ενότητα αναγκαστικά αφηρημένη, η οποία ανασυγκροτεί μορφικά, με τα μέσα της νόησης, μία ολότητα που προηγουμένως είχε τεχνητά αποσυντεθεί στα στοιχεία της. Όπως θα δούμε, αυτή η μετάθεση του σπινοζικού συστήματος σε όρους που εμφανώς είναι ξένοι προς αυτό, μια μετάθεση που επιφέρει εμμέσως την παρέμβαση -με τις έννοιες της αντίθεσης και της αντίφασης- της διαλεκτι κής με την εγελιανή έννοια του όρου, βρίσκεται ακριβώς στη βά ση της απόκλισης που χωρίζει τις δύο φιλοσοφίες. Ξεδιπλώνοντας αυτό ακριβώς το ερώτημα πρόκειται να ανα δείξουμε τους λόγους, δηλαδή τα διακυβεύματα, όλης αυτής της συζήτησης. Διότι δεν αρκεί να διαπιστώσουμε ότι ο Hegel «πλα νήθηκε» κατά την ανάγνωση του Spinoza και ότι προσπέρασε πλήρως την αληθινή σημασία του συστήματος του. Χρειάζεται επίσης και κατ’ αρχάς να κατανοήσουμε για ποιον λόγο, αψηφώ ντας το προφανές, θέλησε πάση θυσία να κάνει αυτήν τη φιλο σοφία να πει το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που επιβεβαιώνει, με έναν τρόπο που δεν αφήνει περιθώριο για καμία αμφισημία. Σαν ο λόγος του Spinoza να ήταν σε τέτοιον βαθμό ανυπόφορος για τον Hegel, που τον ανάγκασε -καθώς αδυνατούσε να τον εξαλείψει μέσω μιας απλής ανασκευής- να τον απαλείψει πλή ρως, τοποθετώντας στη θέση του τη μυθοπλασία ενός αντίστρο φου και καταγέλαστου λόγου. Τυχαίνει αυτή η τελευταία διαμάχη να περιστρέφεται καθ’ ολοκληρίαν γύρω από μία μόνο φράση και από την ερμηνεία της: «Omnis determinatio est negatio».
IV. OMNIS D ETER M IN A TE EST NEGATIO
Συνεπώς, αυτή η σπουδαία φράση ανήκει στον Spinoza, όπως ισχυρίζεται ο Hegel στις Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσο φίας. Θα την τοποθετήσουμε εκ νέου στα συμφραζόμενά της και θα ανακαλύψου με ότι αυτό που λέει δεν έχει ιδιαίτερη σχέση με αυτό που διαβάζει εκεί ο Hegel, αφού μεταξύ τους υπάρχει σημα σιακή άβυσσος. Μάλιστα, μπορούμε ακόμα και να αναρωτηθού με μήπως ο ίδιος ο Hegel έγραψε αυτήν τη φράση -την οποία μεταγράφει ως «die Bestimmtheit ist Negation» (Λογική) ή επί σης ως «alle Bestimmung ist eine Negation» (Παραδόσεις)-, στον βαθμό που μια διατύπωση ανήκει σε εκείνον που τη χρησιμοποι εί: σε κάθε περίπτωση, ο τρόπος που την εκμεταλλεύεται προϋ ποθέτει ακριβώς ότι την έχει αποκόψει από τα συμφραζόμενά της και ότι την εκλαμβάνει με απόλυτο τρόπο, ως μία οιονεί μα γική διατύπωση στην οποία συνοψίζεται θα λέγαμε ολόκληρος ο σπινοζισμός, με τις αντιφάσεις του, τις επαγγελίες του και τις αποτυχίες του. Δεν θα έπρεπε εδώ να μας αποπροσανατολίσει η λατρεία του γράμματος: αυτό που διάβασε ο Hegel στον Spinoza -και κάθε αυθεντική ανάγνωση είναι με τον τρόπο της βίαιη, ειδεμή διαθέ τει απλώς την ηπιότητα μιας παράφρασης- ενδιαφέρει εξίσου με εκείνο που πραγματικά είπε ο Spinoza· ή, μάλλον, αυτό που ενδι αφέρει είναι η αλληλεπίδραση αυτών των δύο λόγων, διότι συνιστά γι’ αυτούς μια αναντικατάστατη ένδειξη αμοιβαίων αποκα λύψεων. Από αυτήν την άποψη, είτε η περίφημη φράση ανήκει στον Spinoza είτε ανήκει στον Hegel, αποτελεί το καλύτερο σύ μπτωμα για να αναλυθεί η σχέση των δύο φιλοσοφιών. Ως εκ τούτου, δεν πρόκειται να διευθετήσουμε το πρόβλημα που θέτει η ερμηνεία της συγκεκριμένης φράσης αν την παρα-
180
HEGEL Ή SPINOZA
πέμψουμε στη φαντασία του Hegel, αν καταδείξουμε τον επίπλα στο χαρακτήρα της και τη διαγράψουμε. Πρέπει επίσης να μά θουμε μέσω ποιου συλλογισμού οδηγήθηκε ο Hegel στο να απο δώσει αυτήν τη φράση στον Spinoza, για να τη μετατρέψει σε βασικό θέμα και δείκτη της απόκλισής τους. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξετάσουμε τη φράση «omnis determinatio est negatio» ως απολύτως πραγματική διατύπωση, η οποία λειτουργεί κάπου ανάμεσα στον Spinoza και τον Hegel, και εντός της οποίας αποκτά ορατή μορφή η αντίφαση των δύο φιλοσοφιών τους.
Ο αρνητισμός του Spinoza Ας διασαφηνίσουμε πρώτα το νόημα αυτής της φράσης, έτσι όπως την εκλαμβάνει ο Hegel. Αυτό το νόημα είναι θεμελιωδώς διττό, σε συμφωνία με τη θέση που παραχωρεί ο Hegel στον Spinoza στην ιστορία της φιλοσοφίας, που είναι η θέση ενός προδρόμου. Μέσα σε αυτήν τη φράση αναγγέλλεται κάτι «μεγα λειώδες», ο ίδιος ο Hegel χρησιμοποιεί αυτήν την έκφραση, που όμως παίρνει μόνο τη μορφή μιας προαίσθησης, δίχως τα μέσα που θα της επέτρεπαν να πραγματωθεί. Γι’ αυτό η φράση παρου σιάζει συγχρόνως δύο πλευρές: αφενός δεν μπορεί να κατανοη θεί παρά μόνο σε συνάρτηση με μια ουσιώδη αλήθεια που ήδη διαφαίνεται σε αυτήν αφετέρου όμως υπάρχει μόνο χάρη στο ψεγάδι που δεν επιτρέπει να τηρηθεί η επαγγελία της. Χαρακτη ριστικό της γνώρισμα είναι επομένως η μη πληρότητά της. Ως εκ τούτου, αναπαριστά μια αλήθεια εν κινήσει, στο μέσο ακριβώς της διαδρομής που πρέπει να διανύσει. Γι’ αυτό μπορεί να εξετα στεί είτε από την οπτική γωνία του καθήκοντος που έχει εκπλη ρώσει είτε από την οπτική γωνία του καθήκοντος που μένει να πραγματοποιήσει ώστε να φτάσει στο πέρας της. Ας εξετάσουμε κατ’ αρχάς την καλή πλευρά της φράσης, ώστε
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
181
να αναδειχθεί το θετικό της περιεχόμενο. Τούτο το θετικό περιε χόμενο συνίσταται στον δεσμό που ορίζεται μεταξύ καθορισμού και άρνησης: αυτό που είναι καθορισμένο εμπεριέχει μια άρνηση, και αυτή ακριβώς η άρνηση του επιτρέπει να υπάρχει ως κάτι κα θορισμένο. Γι’ αυτό η άρνηση δεν συνιστά μόνο στέρηση, δεδο μένου ότι μέσω αυτής μπορεί κάτι να τεθεί: η άρνηση παράγει κατά κάποιον τρόπο ύπαρξη, γεγονός που σημαίνει ότι επιτελεί συγκροτητική λειτουργία. Κατά συνέπεια, όπως εξηγεί ο Hegel στην προσθήκη της παραγράφου 91 της Εγκυκλοπαίδειας, η πραγματικότητα δεν μπορεί να κατανοηθεί αποκλειστικά μέσω της σχέσης της με ένα καθ’ ολοκληρίαν θετικό και θεμελιωτικό Είναι, το οποίο ακριβώς δεν θα μπορούσε να έχει τέτοια χαρα κτηριστικά παρά μόνο μένοντας αδιάφορο και εξωτερικό προς κάθε ενεργό πραγματικότητα: πώς θα μπορούσε ένα τέτοιο είναι, όντας αδιάφορο αυτό καθ’ εαυτό, να αποτελεί επίσης καταστατι κή αρχή καθορισμού; Ο εν λόγω συλλογισμός μοιάζει πάρα πολύ με εκείνον που έστρεφε ήδη ο Πλάτωνας ενάντια στους Ελεάτες, στον Σοφιστή, για να καταλήξει άλλωστε σε ένα συμπέρασμα αρκετά κοντινό με εκείνο του Hegel: αν θέλουμε να αρθρώσουμε έναν ορθολογικό λόγο σε σχέση με αυτό που υπάρχει, είναι ανα γκαίο να αποδώσουμε κάποια πραγματικότητα στο μη-είναι, δη λαδή στο αρνητικό. Σύμφωνα με αυτήν την πρώτη πλευρά, βλέπουμε ότι η σπινοζική φιλοσοφία, της οποίας την «ακινησία» δεν σταματά να κα ταγγέλλει ο Hegel, αρχίζει κάπως να κινείται: καθώς αποδέχεται -τουλάχιστον στο επίπεδο αυτού που έχει μια καθορισμένη ύπαρξη- μια ενεργό καταστατική αρχή αρνητικότητας, δεν περι ορίζεται ήδη πλέον στην αρχική θέση της, δηλαδή στην επιβε βαίωση ενός απολύτως και πλήρως θετικού όντος που περιλαμ βάνει τα πάντα στον εαυτό του και μέσα στο οποίο καταπόντιζε ται κάθε πραγματικότητα. Πλάι στην κενή και νεκρή υπόσταση αναγνωρίζει έναν κόσμο καθορισμών που δεν ζει παρά μόνο με την αρνητικότητα που προσιδιάζει σε αυτόν. Κάτι τέτοιο όμως
182
HEGEL Ή SPINOZA
δεν συνιστά ήδη την εργασία του αρνητικού, έστω και αν παρου σιάζεται με ημιτελή μορφή την οποία δεν ελέγχει ακόμα η ανα γκαιότητα της έννοιας; Πρέπει ευθύς αμέσως να σημειώσουμε ότι ο Hegel δεν ανακα λύπτει μια τέτοια επαγγελία, στη φράση την οποία αποδίδει στον Spinoza, παρά μόνο επειδή τη διαβάζει ανάποδα. Omnis negatio est determinatio: σε κάθε άρνηση υπάρχει καθορισμός, δηλαδή κάτι το οποίο θέτει και δρα, κάτι το οποίο παράγει αποτελέσματα και δίνει πνοή ύπαρξης. Με άλλα λόγια, σε κάθε άρνηση υπάρχει και μια θετική διάσταση: η άρνηση είναι ένα μέσο, ένας ενδιάμε σος όρος, μια μεσολάβηση που οδηγεί προς κάτι άλλο, που κατακρημνίζει την τυραννία της μορφικής και κενής ταυτότητας, και αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει ενεργώς πραγματικό περιεχόμενο παρά μόνο με την αλλοίωση αυτής της ταυτότητας, με αυτήν την κίνηση, αυτό το πέρασμα που ξεπερνά την άμεση παρουσία εις εαυτόν του θετικού που είναι μόνο θετικό, και το πραγματώνει μέσα σε κάτι άλλο, διαμέσου του αρνητικού. Ωστόσο, και εδώ ακριβώς βρίσκεται η κακή πλευρά της δια τύπωσης, που εμφανίζεται αν τη διαβάσουμε από τη σωστή με ριά, έτσι όπως θα την είχε γράψει ο Spinoza, αυτή η εσωτερική σύνδεση του θετικού με το αρνητικό δεν εμφανίζεται παρά μόνο με τη μορφή μιας ανικανοποίησης ή μιας ανεπάρκειας, αλλά δεν γίνεται αληθινά κατανοητή. Επειδή ο Spinoza περιορίστηκε στην οπτική γωνία της νόησης (με την εγελιανή έννοια του όρου), εξακολουθεί να διαχωρίζει το θετικό από το αρνητικό, τα οποία κατ’ αυτόν ανήκουν σε δύο χωριστές τάξεις: στην πλευρά του απολύτου, που δίνεται άμεσα και χωρίς κανέναν άλλον καθορι σμό, υπάρχει μόνο η θετικότητα ενός όντος από το οποίο δεν λείπει τίποτα και το οποίο δεν μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι ήδη, στο πλαίσιο αυτής της απαρκτήριας πα ρουσίας· γι’ αυτό ακριβώς το αρνητικό, ακόμα και αν η παρέμβα σή του αναγνωρίζεται ως αναγκαία, πρέπει να εξοβελιστεί από το απόλυτο: εμφανίζεται μόνο εκεί όπου παράγονται οι καθορι
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
183
σμοί, δηλαδή στη σφαίρα αυτού που είναι πεπερασμένο και το οποίο εκ φύσεως είναι εξωτερικό προς την άπειρη υπόσταση. Τότε η φράση «omnis determinatio est negatio» αποκτά ένα απολύτως καινούριο νόημα, που είναι ακριβώς ένα αρνητικό ή περιοριστικό νόημα: κάθε καθορισμός είναι αρνητικός, δηλαδή είναι μόνο κάτι αρνητικό, και δεν είναι παρά μόνο κάτι αρνητικό. Η πραγματικότητα, η ύπαρξη του πεπερασμένου δεν νοούνται κατά κάποιον τρόπο παρά μόνο με όρους διαφοράς, με όρους απόσπασης, σε σχέση με το απόλυτο της υπόστασης. Κατά τον Spinoza, έτσι όπως τον ερμηνεύει ο Hegel, ο καθορισμός είναι μια φθίνουσα κίνηση, όχι όμως η επιστροφή στον εαυτό εκείνου το οποίο είναι, αλλά τουναντίον η αποσύνθεσή του, η αποκλιμάκωσή του, η έκπτωσή του. Το καθορισμένο δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνο με όρους ελλείψεως, σύμφωνα με την προσίδια σε αυτό έλλειψη, σύμφωνα με εκείνο που του λείπει, την αρνητικότητα που το καθορίζει: είναι το ανενεργό που κρατιέται σε απόσταση από την υπόσταση και αδυνατεί να την αναπαραστήσει, παρά μόνο μέσω μιας αντίστροφης εικόνας. Λέει ακόμα ο Hegel: ο Spinoza συνέλαβε την άρνηση κατά έναν τρόπο που είναι απλώς αφηρημένος, ως μια καταστατική αρχή αλλοίωσης η οποία είναι ανεξάρτητη από τη θετικότητα που έχει εγκατασταθεί άπαξ διά παντός εντός του απολύτου. Η αφηρημένη άρνηση είναι η άρνηση που νοείται περιοριστικά, με όρους ελλείψεως, στον βαθμό που είναι μόνο αρνητική. Κατά τον Spinoza, το αρνητικό είναι το αντίθετο του θετικού και δεν μπορεί να συμφιλιωθεί μαζί του, αλλά παραμένει διά παντός μη αναγώγιμο σε εκείνο. Συνεπώς, ανάμεσα στο θετικό που είναι μόνο θετικό (και το οποίο είναι μια αφαίρεση εφόσον εμπεριέχει αυτόν τον περιορισμό -πρόκειται για την προσίδια αντίφαση του σπινοζισμού που αδυνατεί να μην εισαγάγει την αρνητικότητα στην υπόστασή του) και το αρνητικό που είναι μόνο αρνητικό δεν μπορεί να οριστεί κανένα πέρασμα που θα καθιστούσε ενεργώς πραγματική την κίνηση της έννοιας και θα επέτρεπε να κα
184
HEGEL Ή SPINOZA
τανοηθεί η ενδογενής ορθολογικότητά της. Επειδή το απόλυτο είναι κάτι άμεσο, δεν υπάρχει τίποτα έξω από αυτό* ή μάλλον έξω από αυτό υπάρχουν μόνο «όντα» που δεν μπορούν να σταθμι στούν παρά μόνο με αρνητικούς όρους, με βάση το τίποτα, την έλλειψη υπόστασης που τα συνθέτει ενδόμυχα και συνιστά την αιτία της γεγονότητάς τους. Ξαναβρίσκουμε εδώ μια ένσταση που γνωρίζουμε καλά: η σπινοζική υπόσταση έχει εξαλείψει από την προσίδια τάξη της, ως ξένο σώμα, κάθε καθορισμό, και αυτή ακριβώς είναι η προϋ πόθεση για την απόλυτη ταύτισή της με τον εαυτό της. Έτσι, δεν μπορεί να έχει παρά μόνο εξωγενείς σχέσεις με οτιδήποτε διαφέ ρει από εκείνη. Αυτό κατ’ αρχάς ισχύει για τα κατηγορήματα ή τα γένη, τα οποία είναι καθορισμοί της υπόστασης και ανήκουν ήδη στον κόσμο της περατότητας. Γίνεται τότε κατανοητό ότι δεν μπορούν να εξεταστούν παρά μόνο από μια νόηση, δηλαδή έναν τρόπο, που τους παρέχει αυτήν την αφηρημένη και πεπερασμένη ύπαρξη, η οποία είναι ξένη προς την πληρότητα της υπόστασης. Αυτό ισχύει ακολούθως, και πολύ περισσότερο, για τους ίδιους τους τρόπους ή για ό,τι ο Hegel αποκαλεί άτομα τα οποία, καθώς δεν εμπεριέχουν την καταστατική αρχή της ύπαρξής τους, δεν είναι στην πραγματικότητα τίποτε αυτά καθ’ εαυτά, παρά μόνο φαινομενικές όψεις, καταδικασμένες σύντομα να εξαφανιστούν, κάτι που συνιστά και το καλύτερο μέσο που έχουν στη διάθεσή τους για να εκδηλώσουν τη λίγη πραγματικότητά τους. Ως εκ τούτου, η φιλοσοφία του Spinoza, σε αντιδιαστολή με τη δεδηλωμένη διακήρυξή της περί της πληρότητας του θετικού, συνιστά κατά βάθος έναν αρνητισμό, όπως όλοι οι ανατολικοί τρόποι σκέψης:
«Ομοίως, στην ανατολική αναπαράσταση της απορροής, το απόλυτο είναι το φως που αυτοφωτίζεται. Ωστόσο, δεν φωτίζει μόνο τον εαυτό του, αλλά επιπλέον εξαπλώνεται. Οι διαχύσεις του απομακρύνονται από τη γαλήνια καθαρότητα- τα επόμενα
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
185
προϊόντα είναι πιο ατελή από τα προηγούμενα από τα οποία ανακύπτουν. Η πράξη της εξάπλωσης νοείται μόνο ως συμβάν, το γίγνεσθαι νοείται μόνο ως συνεχής απώλεια. Έτσι, το είναι αυτοσυσκοτίζεται ολοένα και περισσότερο, και η νύχτα, το αρ νητικό, είναι ο έσχατος όρος της γραμμής, που δεν επιστρέφει μεμιάς στο πρώτο φως».1 Εκπληκτική αναστροφή! Αφού δεν μπορεί να οριστεί κανένα κοινό μέτρο ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό, και παραμέ νουν απολύτως εξωτερικά το ένα προς το άλλο, τότε το είναι στο πρωτογενές φως του είναι καταδικασμένο να πλημμυριστεί σύ ντομα από το σκότος που θα καταλάβει όλο τον χώρο του, και το οποίο πρόκειται να το καταβυθίσει στο όχι λιγότερο απόλυτο μη δέν μέσα στο οποίο χάνεται. Ιδού ένα άλλο κείμενο όπου ο Hegel περιγράφει αυτήν την πτώση με εκπληκτικό τρόπο:
«Η υπόσταση, έτσι όπως την εννοεί ο Spinoza, χωρίς προγενέ στερη διαλεκτική μεσολάβηση, άμεσα, στον βαθμό που είναι η αρνητική καθολική δύναμη, συνίσταται θα λέγαμε μόνο σε αυ τήν τη σκοτεινή, άμορφη άβυσσο εντός της οποίας καταβυθίζε ται κάθε καθορισμένο περιεχόμενο, ως κάτι που εξ υπαρχής εί ναι μηδέν, και δεν παράγει τίποτα που να έχει αυτό καθ’ εαυτό μια θετική συνεκτικότητα».1 2 «Είναι η αρνητική καθολική δύναμη»: στον βαθμό που η καθολικότητα της υπόστασης είναι κενή και, ως τέτοια, καταδικασμένη στην ακινησία και τον θάνατο, δεν μπορεί να επενδυθεί παρά μό νο από μια τέτοια αντίστροφη δύναμη που τη διαφθείρει, που τη
1. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 242. 2. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, προσθήκη στην § 151, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π., σ. 586.
186
HEGEL Ή SPINOZA
διαλύει, και η οποία συγχρόνως δηλώνει τη βαθύτερη αλήθεια της, δηλαδή το Μηδέν. Βλέπουμε λοιπόν πού οδηγεί η παρουσίαση του απολύτου ως καθαρής θετικότητας: στον θρίαμβο του αρνητικού που πραγμα τικά είναι ο τελικός σκοπός του. Εμφανίζονται τότε με ενάργεια τα διακυβεύματα της συζήτησης: καθώς ο Hegel αναγνωρίζει στο αρνητικό μια συγκροτητική λειτουργία, και καθώς δημιουργεί τις προϋποθέσεις της συμμαχίας του και της ενότητάς του με το θετικό, επιδιώκει να υπερασπιστεί το θετικό από τον εαυτό του, να εμποδίσει την έκπτωσή του η οποία είναι αναπόφευκτη αν ενδώσει στον πειρασμό να είναι αύταρκες στην κενή, αφηρημένη πληρότητα του άμεσου είναι του. Επομένως, οι θέσεις αντιστρέ φονται τελείως σε σχέση με τον τρόπο που εμφανίζονται αρχικά: καθώς ο Spinoza διεκδικεί εξ ολοκλήρου το θετικό, στην πραγ ματικότητα επέλεξε το αρνητικό, ή τουλάχιστον αφέθηκε σε αυ τό- ενώ ο Hegel, καθώς αποδίδει στο αρνητικό το μερίδιο πραγ ματικότητας που του αναλογεί, το μετατρέπει σε εργαλείο ή σε βοήθημα του θετικού, του οποίο τον θρίαμβο διασφαλίζει εν αγνοία του: πανουργία του Λόγου. Αυτό σημαίνει ότι μέσα στο αρνητικό, εφόσον εξεταστεί με ορθολογικό τρόπο, υπάρχει κάτι που τείνει στο θετικό* και αυτό ακριβώς διαφεύγει αναγκαστικά από την αφηρημένη νόηση, για την οποία το θετικό και το αρνη τικό, τα οποία είναι οριστικά εξωτερικά το ένα προς το άλλο, εί ναι επίσης αντίθετα με ασυμφιλίωτο τρόπο. Αυτή η ορθολογική σύλληψη του αρνητικού εκφράζεται με την ιδέα της απόλυτης αρνητικότητας. Δεν μπορούμε να κατα νοήσουμε αυτήν την ιδέα, παρά μόνο αν εγκαταλείψουμε τη σφαίρα του αφηρημένου στοχασμού, ο οποίος παρουσιάζει τα πράγματα στην άμεση σχέση που έχουν με τον εαυτό τους: αν τα εξετάσουμε στην κίνησή τους, τότε βλέπουμε ότι δεν είναι ο εαυ τός τους παρά μόνο διαμέσου του άλλου που ανακλούν μέσα τους. Ωστόσο, αυτό το πέρασμα είναι άρνηση, άρνηση του άμε σου είναι- αλλά είναι ήδη επίσης άρνηση της άρνησης ή μάλλον
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
187
άρνηση του ίδιου του αρνητικού, στον βαθμό που ανακαλύπτει εντός της έννοιάς του το πράγμα, έτσι όπως είναι στον εαυτό του και για τον εαυτό του. Επομένως, αυτό που συνήθως περιγράφεται με την έκφραση «άρνηση της άρνησης» είναι η άπειρη ορθολογικότητα της διαδι κασίας μέσω της οποίας τελείται κάθε πραγματικότητα. Η φυσική τάση είναι όμως να ερμηνεύεται αυτή η ορθολογικότητα με βάση τους όρους του αφηρημένου στοχασμού. Μετατρέπεται τότε σε σχέση ανάμεσα σε δύο όρους, που συνιστούν δύο διακριτές και διαδοχικές αρνήσεις. Πρόκειται για το μορφικό σχήμα της τριά δας με την οποία πολύ συχνά συνοψίζεται η παρουσίαση του εγε λιανισμού, που όμως έχει ρητά απορρίψει ο ίδιος ο Hegel: αρχικά, ένα ον δεδομένο στην άμεση παρουσία του· ακολούθως, η άρνη σή του, δηλαδή η αναγνώριση του άλλου που διαλύει αυτήν την αμεσότητα· τέλος, μια νέα άρνηση, η οποία «προστίθεται» στην προηγούμενη, αν μπορούμε να μιλήσουμε έτσι, ή την έχει ως αντι κείμενο, και την ακυρώνει, αποκαθιστώντας το αρχικό είναι στην ταυτότητά του, επαυξημένη από όλα όσα η ίδια έγινε και από όλα όσα «έμαθε» κατά τη διαδοχή αυτών των επεισοδίων. Ωστόσο, αυτό που θέλησε να στοχαστεί ο Hegel μέσα από την άρνηση της άρνησης είναι κάτι τελείως διαφορετικό, το οποίο δεν μπορεί να αναχθεί στη μηχανική διαίρεση μιας χρονικής σει ράς. Στο προηγούμενο σχήμα, η άρνηση της άρνησης προκύπτει από τον συνδυασμό δύο χωριστών διεργασιών, των οποίων η σύμπλεξη διορθώνει τα αμοιβαία αποτελέσματα, καθώς παράγει ένα είδος ισορροπίας* αυτές όμως οι δύο διεργασίες είναι αυτές καθ’ εαυτές ταυτόσημες και ισοδύναμες· όλη η δραστικότητα της διαδικασίας προκύπτει από την επανάληψή τους. Είναι γεγονός, «σύμφωνα με έναν πασίγνωστο γραμματικό κανόνα», λέει ο ίδι ος ο Hegel, ότι το αποτέλεσμα αυτής της διεργασίας είναι θετικό* ωστόσο, αυτή η θετικότητα απλώς διαπιστώνεται, δεν αποδεικνύεται με ορθολογικό τρόπο, και τίποτα δεν δικαιολογεί την αναγκαιότητά της. Επιπλέον, ακόμα και αν κανείς παραδεχτεί ότι
188
HEGEL H SPINOZA
δύο αρνήσεις «δίνουν» μία κατάφαση, στον βαθμό που η μία δια δέχεται την άλλη, τίποτα δεν διασφαλίζει ότι η διεργασία θα ξε διπλώνεται πάντα μέχρι το πέρας και ότι μια δεύτερη άρνηση θα έρθει να διορθώσει την πρώτη. Τότε, η επιστροφή του θετικού στον εαυτό του δεν είναι πλέον εγγυημένη. Γι’ αυτό, η άρνηση της άρνησης, στην εγελιανή διαλεκτική, δεν μπορεί να αναχθεί στον συνδυασμό δύο αρνήσεων. Αντιθέτως, πρόκειται για μια ενδογενώς συνεκτική και αναγκαία διαδι κασία, στο πλαίσιο της οποίας η ίδια άρνηση αναπτύσσει όλα τα αποτελέσματά της από την αρχή μέχρι το τέλος. Σε έναν πρώτο χρόνο, αυτή η άρνηση ανακαλύπτει ότι είναι πεπερασμένη άρνη ση, δηλαδή αφηρημένα καθορισμένη, με την πλέον συνήθη έν νοια του όρου «αρνητικό», ως μια πράξη αντίθεσης η οποία εγκαθιδρύει το άλλο ενώπιον του ιδίου και έξω από το ίδιο. Αυτή η πραγμάτευση του αρνητικού ως εξωτερίκευσης είναι ό,τι ακρι βώς καταλογίζει ο Hegel στον Spinoza. Αλλά σε έναν δεύτερο χρόνο -ο οποίος διαδέχεται τον προηγούμενο κατά έναν τρόπο που δεν είναι απλώς χρονολογικός αλλά λογικός-, αυτή η άρνη ση επανακτά τον έλεγχο του εαυτού της και κατανοεί τον εαυτό της ως άπειρο. Φαίνεται τότε ότι τελικά δεν έχει άλλο αντικείμε νο εκτός από τον εαυτό της, ή επίσης ότι, εννοούμενη κατ’ από λυτο τρόπο, συνιστά άρνηση του εαυτού της ως άρνησης. Ως εκ τούτου, η άρνηση της άρνησης δεν συνίσταται κατά τον Hegel στην υπέρθεση δύο αρνήσεων που αλληλοακυρώνονται ενόσω συνδυάζονται -εξάλλου δεν αντιλαμβανόμαστε από ποια άποψη μια τέτοια σύμπλεξη θα μπορούσε να αποτελεί γίγνεσθαι-, αλλά στη μοναδική και εμμενή κίνηση μιας άρνησης που φτάνει μέχρι το πέρας του εαυτού της, που επανέρχεται στον εαυτό της και έτσι παράγει καθορισμένα αποτελέσματα. Επομένως, η απόλυτη άρνηση είναι η άρνηση που, καθώς αρνείται κάποιο πράγμα, αρνείται μέσω αυτού τον εαυτό της ως άρ νηση και επιλύεται καθώς το τελεί. Είναι η άρνηση που πλέον δεν είναι μόνο άρνηση αλλά η οποία, καθώς προχωρά περισσό
0MN1S DETERMINATIO EST NEGATIO
189
τερο, ανακαλύπτει μέσα της το μονοπάτι που οδηγεί στο θετικό. Έτσι, όπως επισημάναμε προηγουμένως, το αρνητικό εμφανίζε ται ως ενδιάμεσος όρος: η άμεση εμφάνισή του επαναστρέφεται και υποτάσσεται στα συμφέροντα του θετικού, του οποίου την έλευση προετοιμάζει. Γι’ αυτό ακριβώς η έκφραση «άρνηση του αρνητικού» θα ήταν προτιμότερη προκειμένου να περιγράφει το σύνολο αυτής της διαδικασίας, διότι τονίζει επαρκώς την ενδο γενή σύνδεση των στιγμών της, καθώς και το γεγονός ότι, στην αντιπαράθεση που διενεργείται εδώ ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό, το θετικό είναι εκείνο που ορίζει τα διακυβεύματα και πρέπει να υπερισχύσει, ενώ το αρνητικό είναι αμείλικτα υποταγ μένο στο θετικό, ως ένα μέσο που το χρησιμοποιεί για τους δι κούς του τελικούς σκοπούς. Θα επανέλθουμε παρακάτω σε αυτό το σημείο, διότι είναι ουσιώδες. Σε σχέση με μια τέτοια ανεπτυγμένη αντίληψη για το αρνητι κό, οι ανεπάρκειες του σπινοζισμού είναι πασιφανείς κατά τον Hegel:
«Ο Spinoza μένει στην άρνηση ως καθορισμό ή ποιότητα· δεν φτάνει μέχρι τη γνώση αυτής της ίδιας (άρνησης) ως απόλυτης άρνησης, δηλαδή (ως άρνησης) που αρνείται τον εαυτό της* έτσι, η υπόστασή του δεν εμπεριέχει την απόλυτη δύναμή της, και το γιγνώσκειν αυτής της ίδιας υπόστασης δεν είναι ένα εμμενές γιγνώσκειν».3 Με τον αφηρημένο τρόπο στοχασμού στον οποίο καθηλώνεται, ο σπινοζισμός είναι μια σταματημένη σκέψη, ανίκανη να συλλάβει το αρνητικό στην κίνηση που το παρασύρει ακατανίκητα πέρα από τον εαυτό του, προς το θετικό: «μένει» στην άμεση άρνηση, εννοούμενη με περιοριστικό τρόπο ως ένα αρνητικό που είναι μό3. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 239.
190
HEGEL Ή SPINOZA
vo αρνητικό, και «δεν φτάνει μέχρι» την επίλυση αυτής της αρνητικότητας στο ενεργώς πραγματικό και το ορθολογικό, δηλαδή στην έννοια. Αυτό ακριβώς εξηγεί την πτώση εντός του αρνητι κού στην οποία οδηγείται τελικά το σύστημά του: έχοντας θέσει εξαρχής το απόλυτο ως άμεση ταυτότητα με τον εαυτό του, δεν μπορεί να το στοχαστεί παρά μόνο μέσω αφηρημένων εξωτερι κών καθορισμών, οι οποίοι συνιστούν την άρνησή του και μόνο την άρνησή του. Ούτως ώστε η διαδρομή αυτού του αρνητικού, αντί να ξορκίζει τις φαινομενικές όψεις της αρνητικότητας επιφέροντας την έλευση ενός θετικού, αρκείται να ενδυναμώνει αυτήν την αρνητικότητα, αποκλιμακώνοντας προοδευτικά το απόλυτο, μέχρι την πλήρη εξαφάνισή του. Η αδυναμία του σπινοζισμού προκύπτει από το γεγονός ότι δεν κατάφερε να βρει στη νόηση ένα δραστικό όπλο ενάντια στο αρνητικό και ιδίως εκείνο το από λυτο όπλο που είναι η άπειρη αρνητικότητα ή άρνηση της άρνη σης, διότι αυτή ανήκει στην ορθολογική σκέψη, στον βαθμό που δεν μπορεί να αναχθεί στους καθορισμούς της νόησης, και εγγυάται τη συγκεκριμένη ανάπτυξή της και την εμμενή ζωή της. Ο Hegel υποστηρίζει επίσης ότι ο συλλογισμός του Spinoza προσκρούει σε ασυμφιλίωτες ή ανεπίλυτες αντιθέσεις, επειδή δεν έφτασε στην ορθολογική διαδικασία της αντίφασης:
«Η νόηση έχει καθορισμούς που δεν αντιφάσκουν. Η άρνηση της άρνησης είναι αντίφαση· αρνείται την άρνηση· έτσι, είναι κατάφαση και εντούτοις είναι επίσης άρνηση εν γένει. Η νόηση δεν μπορεί να αντέξει αυτήν την αντίφαση, η οποία είναι το ορ θολογικό. Αυτό το σημείο δεν υπάρχει στον Spinoza και εκεί έγκειται η ανεπάρκειά του».4 Κατά τον Spinoza, ένα οποιοδήποτε ον δεν θα μπορούσε να κα θοριστεί παρά μόνο με πεπερασμένο τρόπο: ο καθορισμός απλώς 4. G. W. F. Hegel, Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
191
μελετάται από τη νόηση ως ένα όριο, δηλαδή -όπως είδαμε- ως σχέση εξωτερικότητας. Γι’ αυτό, ένα ον είναι πάντοτε καθορισμέ νο σε σχέση με κάποιο άλλο ον, που συνιστά την άρνησή του. Λόγου χάρη το σκέπτεσθαι, ως κατηγόρημα, δηλαδή ως καθορι σμός της υπόστασης, τίθεται καθόσον αντι-τίθεται, στο πλαίσιο του περιορισμού που το διαχωρίζει από ένα άλλο κατηγόρημα, την έκταση. Αυτοί οι δύο όροι δεν εμπεριέχουν τις προϋποθέσεις της ενότητάς τους, η οποία πρέπει επομένως να μελετηθεί έξω από αυτά, στην υπόσταση εντός της οποίας είναι αδιάκριτοι και αδιάφοροι. Έτσι, δεν μπορεί να οριστεί καμία ορθολογική προο δευτική πορεία από το απόλυτο στους καθορισμούς του και από αυτούς τους καθορισμούς στο ίδιο το απόλυτο, καθότι πρόκειται για αμοιβαία μη αναγώγιμους όρους, οι οποίοι συνδέονται μέσω καθ’ ολοκληρίαν αρνητικών σχέσεων. Αντιθέτως, η ορθολογική σκέψη της αντίφασης επιβεβαιώνει την ενότητα των εναντίων, τα οποία δεν αρκείται να διασυνδέει ή να επανενώνει στο πλαίσιο μιας μηχανικής ισορροπίας, αλλά των οποίων αποκαλύπτει την ενδόμυχη σύνδεση την ίδια στιγμή που την πραγματώνει. Η αντίφαση (Widerspruch) διακρίνεται από την αντίθεση (Gegensatz) καθόσον δεν συνιστά μια παγιωμένη σχέση μεταξύ διακριτών και ανταγωνιστικών όρων, αλλά εκείνη την ακατανίκητη κίνηση η οποία ανακαλύπτει σε καθένα από τα στοιχεία της την αλήθεια του άλλου και έτσι τα παράγει ως στιγμές μιας ενιαίας διαδικασίας, εντός της οποίας εμφανίζο νται αδιαχώριστα το ένα από το άλλο. Σύμφωνα με τον Hegel, η σπινοζική υπόσταση δεν είναι παρά μόνο μια ενότητα αντιθέτων, επειδή επιλύει διά της ισχύος, χωρίς να υπάρχει πραγματική ανα γκαιότητα, τον εξωτερικό ανταγωνισμό των καθορισμών της· η εγελιανή έννοια είναι μια ενότητα εναντίων, επειδή η ανάπτυξή της συνιστά επίσης επιστροφή στον εαυτό, η οποία θέτει μια ταυ τότητα καθώς συνδέει το ίδιο με το άλλο και τα αναγνωρίζει έτσι ως αλληλένδετα. Δεδομένου ότι στον Spinoza το απόλυτο δίνε ται κατ’ αρχάς στην ολότητα αυτού που το ίδιο είναι, αδυνατεί να
192
HEGEL Ή SPINOZA
προχωρήσει σε αυτήν την κίνηση, να ιδιοποιηθεί την προσίδια αντίφασή του για να την επιλύσει καθώς θα γίνεται ο εαυτός του, αλλά είναι αναγκασμένο να υποστεί τους αναπόφευκτους αντα γωνισμούς στους οποίους το ωθεί η καταγέλαστη αξίωσή του να είναι άμεσα ταυτόσημο με τον εαυτό του. Γι’ αυτό, η αντίληψη για τον καθορισμό ως άρνηση, νοούμενη με μια σημασία που δεν περιλαμβάνει ακόμη την κίνηση της από λυτης αρνητικότητας με την οποία η άρνηση στρέφεται κατά του εαυτού της και γίνεται το βοήθημα του θετικού, αντιπροσωπεύει επίσης το όριο της σπινοζικής σκέψης: καταδεικνύει με σαφήνεια τι ακριβώς της λείπει για να ευοδωθεί το σχέδιό της να στοχα στεί το απόλυτο. Αυτό ακριβώς δικαιολογεί τον πολύ ιδιαίτερο τύπο ανάγνωσης που εφαρμόζει ο Hegel στη φιλοσοφία του Spinoza, μια ανάγνωση με όρους ελλείψεως: σε όλα τα επίπεδα του κειμένου ο Hegel ξαναβρίσκει την ίδια αναγκαιότητα να στο χαστεί μέχρι τέλους μια αντίφαση, δηλαδή να τη στοχαστεί ενόψει της αναγκαίας λύσης της* και κάθε φορά διαπιστώνει επίσης την ίδια αδυναμία του Spinoza να επιτύχει αυτόν τον στόχο, μια αδυναμία της οποίας ο καλύτερος δείκτης είναι η απουσία της έννοιας της άρνησης της άρνησης από το σύστημά του.
Μια αδύναμη διαλεκτική Δύο παραδείγματα θα μας επιτρέψουν να προσδιορίσουμε επαρ κέστερα αυτό το πολύ ιδιαίτερο διάβημα που συνίσταται στο να εξετάζει κανείς μια φιλοσοφία με βάση την αδυναμία της να πραγματώσει τις ίδιες τις τάσεις της: πρόκειται για το σχόλιο του Hegel στους ορισμούς 1 και 6 του πρώτου μέρους της Ηθικής. Ο πρώτος ορισμός έχει ως αντικείμενο την causa sui, αυτήν την πρωταρχική έννοια που συνεπάγεται μια ανακλαστικότητα της υπόστασης και ξεκινά τον μετασχηματισμό μέσω του οποίου η υπόσταση γίνεται υποκείμενο: «Αν ο Spinoza είχε αναπτύξει
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
193
πιο προσεκτικά αυτό που εμπεριέχεται στην causa sui, η υπόστα σή του δεν θα ήταν το Ακίνητο (das Starre)» (Παραδόσεις). Τι περιέχει λοιπόν αυτή η έννοια και πώς μπόρεσε να περάσει απα ρατήρητο αυτό το περιεχόμενο; Ο Hegel είχε σχολιάσει για πρώτη φορά αυτόν τον ορισμό σε ένα κείμενο που δημοσιεύτηκε στην Ιένα το 1802: «Ο Spinoza ξεκινά την Η θική του με την εξής διακήρυξη: ως causa sui εννοώ εκείνο του οποίου η ουσία ενέχει την ύπαρξη ή εκείνο του οποίου η ουσία δεν μπορεί να κατανοηθεί παρά μόνο ως υπάρχουσα. Ωστόσο, η έννοια της ουσίας ή της φύσης δεν μπορεί να τεθεί παρά μόνο αν προβούμε σε αφαίρεση της ύπαρ ξης· η μία αποκλείει την άλλη· η μία δεν μπορεί να καθοριστεί παρά μόνο αντιθετικά ως προς την άλλη· αν συνδέσουμε αυτές τις δύο και τις θέσουμε ως ένα, τότε η σύνδεσή τους περιέχει μια αντίφαση και αμφότερες υπόκεινται συγχρόνως σε άρνηση».5 Εδώ ο Hegel ανακαλύπτει στον σπινοζισμό μια θετική αναφορά επειδή τον ερμηνεύει εξαρχής σε διαλεκτική κατεύθυνση: η ανα γκαία ενότητα που τίθεται εντός της causa sui ανάμεσα στην ου σία και την ύπαρξη είναι ορθολογική στον βαθμό που αποτελεί την ενότητα μιας αντίφασης, της οποίας συγκροτεί τη λύση. Φαίνεται λοιπόν ότι ο Hegel άρχισε να υποψιάζεται αργότερα ότι ο Spinoza περιορίστηκε σε μια σκέψη της νόησης: προς στιγμήν, ανακαλύπτει σε αυτόν ένα στήριγμα στη δική του προσπάθεια να δικαιολογήσει την «αρνητική πλευρά»6 την οποία εμπεριέχει κά θε αυθεντική φιλοσοφία και η οποία είναι η πραγματική προϋπό θεση της ορθολογικότητάς της. Έτσι ο Spinoza βρίσκεται, θα μπορούσαμε να πούμε, στην καλή πλευρά του Λόγου, εφόσον
5. G. W. F. Hegel, La Relation du Scepticisme avec la Philosophie, γαλλική μετάφραση B. Fauquet, Vrin, Παρίσι 1972, σ. 38. 6. Στο ίδω, σ. 39.
HEGEL Ή SPINOZA
194
διασφαλίζει τον θρίαμβό του επί των αντιθέσεων στις οποίες μέ νει σταματημένη η νόηση, και εμποδίζει έτσι «[...] τον μετασχηματισμό του ορθολογικού σε αναστοχασμό και της γνώσης του απολύτου σε πεπερασμένη γνώση. Ωστόσο, η θεμελιώδης μορφή που οδηγεί από τη μία άκρη μέχρι την άλλη αυτόν τον μετασχηματισμό συνίσταται στο να ορίζεται ως κατα στατική αρχή το αντίθετο του πρώτου ορισμού του Spinoza, ο οποίος εξηγεί μια causa sui ως εκείνο του οποίου η ουσία εντυλίσσει συγχρόνως την ύπαρξη, και στο να επιβεβαιώνεται ως θεμελιώδης καταστατική αρχή ότι η σκέψη (das Gedachte), επει δή είναι ένα ένσκεπτο, δεν ενέχει συγχρόνως ένα είναι (ein Sein). Αυτός ο διαχωρισμός του ορθολογικού, εντός του οποίου σκέψη και είναι αποτελούν ένα, στους αντίθετους όρους της σκέψης και του είναι, αυτή η απόλυτη προσήλωση σε τούτη την αντίθεση, κι επομένως αυτή η νόηση που έχει υψωθεί σε απόλυ το, συνιστούν το θεμέλιο που αυτός ο δογματικός σκεπτικισμός επαναλαμβάνει αδιαλείπτως και τον εφαρμόζει παντού».7 Επομένως, για να καταφέρει η φιλοσοφία του Spinoza να ξεφύγει από την καταδίκη που εκφέρεται κατ’ αυτόν τον τρόπο ενάντια στον αφηρημένο στοχασμό, και επίσης για να χρησιμεύσει προκειμένου να τον συντρίψει ακόμα περισσότερο, χρειάζεται να γί νει μια διπλή μετάθεση: να αναχθεί η σχέση που εδραιώνει ο ορι σμός μεταξύ ουσίας και ύπαρξης στη σχέση της σκέψης και του είναι* να προσδιοριστεί αυτή η σχέση ως αντίφαση, και το αντι κείμενο που ορίζεται, δηλαδή η causa sui, ως η επίλυση αυτής της αντίφασης. Είναι φανερό ότι ο «αυθεντικά ορθολογικός» χα ρακτήρας της φιλοσοφίας του Spinoza δεν μπορεί να αναγνωρι στεί παρά υπό την προϋπόθεση ότι θα έχει μεταμφιεστεί. Τι θα απομείνει όμως από αυτήν την ορθολογικότητα αν, καθώς επα 7. Στο ίδιο, σ. 63.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
195
νερχόμαστε στο γράμμα της, πρέπει να παραιτηθούμε από αυτές τις μεταθέσεις που τη σώζουν; Στην πραγματικότητα, το σχόλιο για τον ίδιο ορισμό που θα προτείνει αργότερα ο Hegel στις Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από το κείμενο: «Η ενότητα της σκέψης και της ύπαρξης (die Einheit des Gedan kens und der Existenz) τίθεται ευθύς εξαρχής [η ουσία είναι το γενικό, η σκέψη]· περί αυτής της ενότητας θα πρόκειται αιωνίως. Η causa sui είναι μια αξιοσημείωτη έκφραση. Το αποτέλεσμα εί ναι αντίθετο προς την αιτία. Η αιτία εαυτού είναι η αιτία που πα ράγει ένα αποτέλεσμα, διαχωρίζει ένα άλλο, ωστόσο το μόνο που βγαίνει από αυτήν είναι ο εαυτός της. Με αυτήν την κίνηση προς τα έξω υπερβαίνει επίσης τη διαφορά· η θέση του εαυτού ως άλλου είναι η πτώση και συνάμα η άρνηση αυτής της έκπτωσης. Πρόκειται για απολύτως θεωρησιακή έννοια. Φανταζόμαστε ότι η αιτία παράγει κάποιο αποτέλεσμα και ότι το αποτέλεσμα δια φέρει από την αιτία. Αντιθέτως, η εξωτερίκευση της αιτίας (das Herausgehen der Ursache) υπερβαίνεται άμεσα εδώ, καθώς η αι τία εαυτού παράγει μόνο τον εαυτό της· πρόκειται για μια έννοια θεμελιώδη για κάθε θεωρησιακό στοχασμό. Είναι η άπειρη αιτία μέσα στην οποία η αιτία ταυτίζεται με το αποτέλεσμα. Αν ο Spinoza είχε αναπτύξει προσεκτικότερα αυτό που περιέχεται στην causa sui, η υπόστασή του δεν θα ήταν το Ακίνητο». Αυτή τη φορά ο Hegel ανακαλύπτει μια νέα αντίφαση μέσα στην causa sui: την αντίφαση της αιτίας και του αποτελέσματος. Αυτή η αντίφαση την οποία φέρει μέσα της η αιτιότητα της υπόστασης -εφόσον η αιτία δεν μπορεί να νοηθεί παρά μόνο σε σχέση με τα αποτελέσματά της, στα οποία εξωτερικεύεται- έχει υπερνικηθεί εξαρχής, στην ταυτότητα της υπόστασης με τον εαυτό της, που θεμελιώνει την ενότητα των εναντίων, της αιτίας και του αποτε λέσματος. Ωστόσο, τούτη η «διαλεκτική» σταματά ευθύς αμέσως
196
HEGEL Ή SPINOZA
επειδή o Spinoza, αντί να διατυπώσει το σύστημά του με τέτοιον τρόπο ώστε να συμπίπτει με την ανάπτυξη αυτής της αντίφασης, παρουσίασε αμέσως την εν λόγω αντίφαση ως επιλυμένη, θέτο ντας άμεσα την ταυτότητα της υπόστασης με τον εαυτό της. Χα ρακτηριστικό παράδειγμα φιλοσοφίας της πιστολιάς,8 που από την αρχή εξαντλεί ολόκληρο το περιεχόμενό της και δεν έχει πλέον τίποτε άλλο να πει -τίποτε άλλο που να είναι αληθές, όπως εξυπακούεται. Η επιμελής ανάπτυξη αυτού που υπάρχει μέ σα στην causa sui δεν θα μπορούσε να σημαίνει παρά ένα μόνο πράγμα: να διατηρηθεί ανοιχτή η αντίφασή της για όσο καιρό απαιτείται μέχρις ότου ωριμάσει, ώστε η λύση της να περιλαμβά νει όλους τους ενδιάμεσους όρους που είναι αναγκαίοι για την πραγμάτωσή της, αντί να ξανακλειστεί ευθύς αμέσως, υπό την ώθηση αυτής της θεωρητικής ανυπομονησίας που «ζητά το αδύ νατο: να φτάσει στον σκοπό χωρίς τα μέσα».9 Συνεπώς, από τις πρώτες γραμμές της Η0/κτ/ς, ο Hegel ανα καλύπτει τη σφραγίδα της χαρακτηριστικής ανεπάρκειας του σπινοζισμού: αν και η αντίφαση είναι εμμέσως παρούσα, εντού τοις στερείται την ορθολογική αποσαφήνισή της με βάση μια δι ατεταγμένη και προοδευτικά βαίνουσα έκθεση. Στον έκτο ορισμό, με αντικείμενο τον Θεό, ο Hegel ανακαλύ πτει την ίδια μη τηρηθείσα επαγγελία ορθολογικότητας. Στο σχό λιο των Παραδόσεων επικεντρώνεται κυρίως στην επεξήγηση που συνοδεύει αυτόν τον ορισμό, η οποία αφορά τη διαφορά ανάμε σα στα δύο άπειρα, αφενός το απολύτως άπειρο και αφετέρου το άπειρο μόνο στο γένος του. Ιδού η επεξήγηση έτσι όπως διατυ πώνεται από τον Spinoza:
8. «[...] ο ενθουσιασμός που, σαν πιστολιά, ξεκινά άμεσα με την απόλυτη γνώση και ξεφορτώνεται τις άλλες οπτικές γωνίες διακηρύσσοντας ότι δεν κα ταδέχεται να τις συνυπολογίσει» (G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménolo gie de l’esprit, ό.π., σ. 69, βλ. επίσης σ. 73). 9. Στο ίδιο.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
197
«Λέω απολύτως άπειρο, και όχι μόνο στο γένος του, διότι σε εκείνο που είναι άπειρο μόνο στο γένος του μπορούμε να αρνηθούμε απειρία κατηγορημάτων· αλλά, όσον αφορά εκείνο το οποίο είναι απολύτως άπειρο, καθετί που εκφράζει μια ουσία και δεν εντυλίσσει καμία άρνηση ανήκει στην ουσία του». Αν αυτό το σημείο του κειμένου συγκρατεί την προσοχή του Hegel, τούτο συμβαίνει επειδή η έννοια της άρνησης εμφανίζεται εκεί ολογράφως: πρέπει επομένως να βρούμε εκεί μια ένδειξη σε σχέση με τη σπινοζική ερμηνεία αυτής της έννοιας. Εκείνο που είναι απόλυτο μόνο στο γένος του, δηλαδή το κα τηγόρημα, είναι αυτό για το οποίο μπορούμε να αρνηθούμε απει ρία πραγμάτων. Ο Hegel ερμηνεύει αυτήν την ιδιαιτερότητα ως εξής: το κατηγόρημα είναι εκείνο του οποίου η φύση εντυλίσσει μια άρνηση και ως τέτοιο είναι ένας καθορισμός της υπόστασης, ένας εξωτερικός και μόνο αρνητικός καθορισμός. Το εν λόγω άπειρο, συνεχίζει, είναι το «ψευδεπίγραφο άπειρο», το άπειρο της φαντασίας, που δεν μπορεί να αναπαρασταθεί παρά μόνο με ένα πέρασμα στο όριο, «και ούτως καθεξής επ’ άπειρον»: αντιτίθεται στο άπειρο του σκέπτεσθαι, ή αλλιώς στο απολύτως άπει ρο, το οποίο μένει έξω από κάθε αρνητικότητα, αλλά είναι καθα ρή κατάφαση εαυτού, ή επίσης ενεργό άπειρο, δηλαδή το άπειρο που συλλαμβάνεται ως ενεργώς πραγματικό και δεν αναπαρίσταται απλώς ως δυνατότητα. Και ο Hegel ολοκληρώνει αυτήν τη σύνοψη αναφωνώντας: «Ολόσωστα, αλλά όλο αυτό θα μπο ρούσε να διατυπωθεί καλύτερα: είναι η άρνηση της άρνησης!». Αν η σχέση των κατηγορημάτων εκληφθεί ως αντίφαση -και εί δαμε πράγματι ότι ο Hegel δεν συγκρατεί, για να αναπτύξει την έννοια του κατηγορήματος, παρά μόνο δύο κατηγορήματα, τη σκέψη και την έκταση, τα οποία τοποθετεί το ένα απέναντι στο άλλο-, τότε ο Θεός είναι αυτή η αντίφαση επιλυμένη, στον βαθ μό που είναι ταυτοχρόνως απόλυτη κατάφαση εαυτού και από λυτη άρνηση, δηλαδή υπέρβαση όλων των ειδοποιών αρνήσεων
198
HEGEL Ή SPINOZA
που συγκροτούν την ειδοποιό ουσία κάθε κατηγορήματος: ξεκι νά έτσι επίσης μια κίνηση προς το ορθολογικό, απολύτως χαρα κτηριστική του τρόπου του Spinoza, έτσι όπως τον κατανοεί ο Hegel, ακόμα και αν αυτή η κίνηση σταματά άμεσα και η γόνιμη αντίφαση καθηλώνεται ευθύς αμέσως σε μια αντίθεση άγονη και αφηρημένη. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας αυτής της ερμηνείας που προτείνεται από τον Hegel έγκειται προφανώς στο γεγονός ότι ο Spinoza δεν λέει πουθενά ότι η ουσία που συγκροτεί κάθε κατη γόρημα «εντυλίσσει μια άρνηση». Ειδεμή αυτή η ουσία δεν θα μπορούσε πλέον να «συλληφθεί μέσω του εαυτού της». Από την άλλη, όταν ο Spinoza γράφει ότι το απολύτως άπειρο περιλαμβά νει στην ουσία του «καθετί που εκφράζει μια ουσία και δεν εντνλίσσει καμία άρνηση», τούτη η διατύπωση δηλώνει τα ίδια τα κα τηγορήματα, καθόσον βρίσκονται όλα εντός της υπόστασης που εκφράζεται σε αυτά, με τρόπο πλήρως καταφατικό: για να εισα γάγουμε στην ουσία του κατηγορήματος μια αρνητικότητα, πρέ πει να το αποκόψουμε από την υπόσταση μέσα στην οποία υπάρ χει, για να προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε, με αφηρημένο τρόπο, με βάση τη διαφορά που το χωρίζει από όλα τα άλλα* ως εκ τούτου, πρέπει να πάψουμε να το συλλαμβάνουμε μέσω του εαυτού του -δεν είναι όμως τέτοιο παρά μόνο μέσα στην υπό σταση- για να το συλλάβου με μέσω της σχέσης του με άλλες ουσίες, τις οποίες αρνείται και οι οποίες το αρνούνται. Ωστόσο, είναι απολύτως αναγκαίο για τον Hegel να αναστρέψει με τέτοιον τρόπο την αληθινή φύση των κατηγορημάτων -είδαμε πώς ακρι βώς: συγκρατεί μόνο δύο εξ αυτών και τα τοποθετεί σε μια σχέση αντίθεσης- για να μπορεί να ταυτίσει την απειρία των κατηγο ρημάτων, αυτού που είναι «άπειρο μόνο στο γένος του», με το άπειρο της φαντασίας ή το ψευδεπίγραφο άπειρο, έτσι όπως εξάλλου το χαρακτηρίζει ο Spinoza στην επιστολή 12 προς τον Louis Meyer. Συνεπώς, αυτό που είναι άπειρο στο γένος του δεν είναι λιγότερο άπειρο ή κατά διαφορετικό τρόπο άπειρο από
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
199
εκείνο που είναι απολύτως άπειρο, εφόσον δεν υπάρχει άπειρο παρά μόνο στον εαυτό του. Γι’ αυτό ακριβώς δεν επιτρέπεται να πούμε, όπως κάνει ο Hegel, ότι η ιδέα της άρνησης της άρνησης απουσιάζει από τη φιλοσο φία του Spinoza και ότι αποτελεί την αιτία για τον ατελή ή ανολο κλήρωτο χαρακτήρα της. Όπως λέει ο ίδιος ο Spinoza, η λέξη ατέ λεια σημαίνει «ότι λείπει από κάποιο ον εκείνο που εντούτοις του ανήκει από τη φύση του».10 Ωστόσο, η ιδέα της «άρνησης της άρ νησης», και η πολύ ιδιαίτερη αντίληψη για την αντίφαση που συνδέεται με αυτήν, είναι εκείνο ακριβώς που αποκλείει οριστικά ο συλλογισμός τον οποίο ακολουθεί ο Spinoza. Γι’ αυτό τα σχόλια του Hegel που μόλις αναφέραμε δεν είναι απλώς εσφαλμένα αλλά απρεπή, στον βαθμό που εφαρμόζουν διά της βίας στη σπινοζική απόδειξη εκείνον ακριβώς τον τύπο απόδειξης που έχει εξαρχής απορρίψει, όπως εξάλλου επισημαίνει και ο ίδιος ο Hegel. Ωστό σο, αυτή η απρέπεια δεν είναι αυθαίρετη αλλά παραδόξως είναι γόνιμη, διότι ακριβώς καταδεικνύει, a contrario, ένα ουσιώδες χα ρακτηριστικό της σπινοζικής φιλοσοφίας, την αντίστασή της σε μια ορισμένη μορφή επιχειρηματολογίας με βάση την οποία είναι μάταιο να την αξιολογήσουμε επειδή συνιστά εκ των προτέρων την ανασκευή της: την εγελιανή διαλεκτική.
Το πεπερασμένο και το άπειρο Ας περάσουμε τώρα στη διατύπωση «omnis determinatio est negatio», για να εξετάσουμε τη σημασία της για τον ίδιο τον Spinoza. Εμφανίζεται στην επιστολή 50 προς τον J. Jelles, στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί για να εξηγήσουμε ότι ο Θεός, έτσι όπως τον κατανοεί ο Spinoza, μόνο εσφαλμένα μπορεί να χαρα κτηριστεί ως μοναδικό ον. Κατά λέξη, διαβάζουμε σε αυτήν: 10. Επιστολή 36 του Spinoza στον Hudde.
200
HEGEL Ή SPINOZA
«determinatio negatio est», και παίρνει τη μορφή παρεμπίπτουσας κατάφασης. Στο πλαίσιο του σχολιασμού που έχει αφιερώσει στην Ηθικήη ο L. Robinson φτάνει μέχρι το σημείο να υποθέσει ότι αυτή η φράση δεν προέρχεται από το χέρι του Spinoza, του οποίου η επιστολή είχε γραφτεί αρχικά στην ολλανδική γλώσσα, αλλά ότι πρέπει να προστέθηκε, εν είδει επεξήγησης, στη λατινι κή εκδοχή της. Δίχως να υιοθετούμε αυτήν την ακραία θέση, θα δούμε ευθύς αμέσως την απόσταση που υπάρχει ανάμεσα σε αυ τήν τη διατύπωση, έτσι όπως εμφανίζεται στο λατινικό κείμενο της επιστολής του Spinoza, και σε αυτό που άντλησε από εκεί ο Hegel: από μια παρενθετική πρόταση που παραπέμπει σε πολύ ιδιαίτερα συμφραζόμενα, στα οποία θα επανέλθουμε, κατασκεύ ασε μια γενική πρόταση, η οποία αποκτά καθολική σημασία, με την προσθήκη μιας μικρής λέξης που αλλάζει τα πάντα και συγ χέει πολλά πράγματα: omnis. Ωστόσο, στην επιστολή 50 προς τον J. Jelies, ο Spinoza δεν καταπιάνεται με το πρόβλημα του καθορισμού εν γένει, αλλά το προσεγγίζει σε σχέση με μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση που αφο ρά το σχήμα. Είναι αναγκαίο να παραθέσουμε ολόκληρο το από σπασμα: «Όσο για το γεγονός ότι το σχήμα είναι άρνηση και όχι αληθινά κάτι θετικό, είναι φανερό ότι η καθαρή ύλη, εννοούμενη αορίστως, δεν μπορεί να έχει κανένα σχήμα και ότι το σχήμα υπάρχει μόνο σε πεπερασμένα και καθορισμένα σώματα. Διότι όποιος δηλώνει ότι αντιλαμβάνεται ένα σχήμα δεν υποδεικνύει εξ αυ τού τίποτε άλλο πέρα από το γεγονός ότι συλλαμβάνει ένα κα θορισμένο πράγμα, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτό κα θορίζεται. Επομένως, αυτός ο καθορισμός δεν ανήκει στο πράγ μα σύμφωνα με το είναι του (juxta suum esse), αλλά αντιθέτως1 11. Lewis Robinson, Kommentar zu Spinozas Ethik, Meiner, Λειψία 1928, σ. 103.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
201
είναι εκείνο που αυτό το πράγμα δεν είναι (ejus non esse). Γι’ αυτό λοιπόν, καθώς το σχήμα δεν είναι παρά ένας καθορισμός -και ο καθορισμός είναι άρνηση-, δεν θα μπορεί, όπως ειπώθη κε, να είναι κάτι διαφορετικό από μια άρνηση». Αυτό το χωρίο δεν επιτρέπει καμία αμφισημία, αρκεί να κατανο ηθεί με ολοκληρωμένο τρόπο. Έχει ως «αντικείμενο» το σχήμα, το οποίο αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη πραγματικότητα στον βαθ μό που δεν είναι ούτε ιδέα ούτε πράγμα, αλλά ένα όριο: με αυτήν την έννοια, δεν είναι ένα πραγματικό ον που υπάρχει στη φύση, αλλά μόνο ένα κατ’ επίνοιαν ον και γι’ αυτό το περιεχόμενό του είναι αρνητικό. Γι’ αυτό, «αντιλαμβάνομαι ένα σχήμα» δεν σημαί νει καθόλου «αντιλαμβάνομαι» ένα πράγμα, ως έχει, αλλά ση μαίνει ότι το «συλλαμβάνω» ως καθορισμένο, δηλαδή καθόσον περιορίζεται από ένα άλλο πράγμα: το σχήμα δεν εκφράζει τίπο τε άλλο εκτός από αυτόν τον αμοιβαίο περιορισμό που υπάρχει ανάμεσα σε «πεπερασμένα και καθορισμένα σώματα», και ο οποίος τα αναπαριστά όχι κατά το προσίδιο είναι τους αλλά σύμ φωνα με αυτό που το καθένα από αυτά δεν είναι. Προκαταβολικά, μπορούμε να συσχετίσουμε αυτόν τον ορι σμό με αυτό που λέει ο Spinoza σε μια άλλη επιστολή, όπου κα ταπιάνεται, με διαφορετικούς όρους, με το ίδιο πρόβλημα: «Σε ό,τι αφορά το όλον και τα μέρη: εξετάζω τα πράγματα ως μέρη ενός ορισμένου όλου στον βαθμό που καθένα εξ αυτών προσαρμόζεται σε όλα τα άλλα, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι όλα μεταξύ τους, και στο μέτρο του δυνατού, αρμονικά και ται ριαστά· αλλά στον βαθμό που αυτά τα πράγματα αντιτίθενται το ένα στο άλλο, τότε καθένα εξ αυτών σχηματίζει στο μυαλό μας μια χωριστή ιδέα και πρέπει να εξετάζεται όχι ως μέρος αλ λά ως όλον».12 12. Επιστολή 32 του Spinoza στον O ldenburg.
202
HEGEL H SPINOZA
Αντιλαμβάνομαι ένα σχήμα σημαίνει συλλαμβάνω ένα πράγμα καθόσον περιορίζεται από ένα άλλο, το οποίο αντιτίθεται σε αυ τό· επομένως, σημαίνει ότι το εξετάζω ως όλον και ότι το διακρί νω από τα άλλα πράγματα που δεν ανήκουν σε αυτήν τη μορφο λογία. Ωστόσο, αν τοποθετηθούμε σε μια άλλη οπτική γωνία, με βάση την οποία αντιθέτως προσαρμόζεται ή ταιριάζει στα πράγ ματα που εμφανίζονται εδώ να δρουν επ’ αυτού εκ των έξω, τότε παρουσιάζεται ως ένα μέρος σε σχέση με ένα όλον το οποίο πη γάζει από έναν άλλον καθορισμό. Συνάγεται κατ’ αρχάς ότι η αναπαράσταση του σχήματος δεν εξαρτάται από το πράγμα που περιορίζει, αλλά από την οπτική γωνία της νόησης που το αποκόπτει από την άπειρη αλληλουχία των ενικών πραγμάτων, κα θώς το εξετάζει ως όλον. Από την άλλη, και όπως θα δούμε αυτή η ιδέα είναι πολύ σημαντική για τον Spinoza, η έννοια της ολό τητας, στον βαθμό που εξαρτάται από έναν τέτοιον καθορισμό, δεν αναπαριστά τη θετική ύπαρξη ενός όντος, που επιβεβαιώνε ται καταφατικά άπαξ διά παντός στο πλαίσιο μιας ακινητοποιημένης ατομικότητας* αλλά εμπεριέχει την ιδέα ενός περιορισμού και, διαμέσου αυτής, μιας άρνησης. Σκιαγραφείται εδώ η, σκαν δαλώδης για τον Hegel, διάκριση μεταξύ υπόστασης και υποκει μένου: η υπόσταση είναι αυτό που δεν μπορεί να είναι υποκείμε νο, στον βαθμό που, καθώς είναι απόλυτη και άρα ακαθόριστη, δεν μπορεί να καθοριστεί ως όλον αντιστρόφως, το υποκείμενο είναι εκείνο που, σύμφωνα με τον προσίδιο περιορισμό του, δεν μπορεί να αποτελεί υπόσταση. Το πρόβλημα στην προκειμένη περίπτωση είναι η έννοια του καθορισμού. Είναι φανερό ότι, έτσι όπως χρησιμοποιείται στην επιστολή 50 προς τον J. Jelles, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε οποιονδήποτε τύπο πραγματικότητας. Προφανώς, δεν αφορά τα κα τηγορήματα που είναι αυτά τα ίδια απεριόριστα και των οποίων η ουσία δεν περιέχει καμία άρνηση: έχουμε επαρκώς εξηγήσει ότι δεν περιορίζουν το ένα το άλλο, ως επακόλουθο της απειρίας τους και ως προϋπόθεση του υποστασιακού χαρακτήρα τους·
OMNIS DETERMINADO EST NEGATIO
203
από την άλλη, θα ήταν παράλογο να αυτοπεριορίζονταν και να περιορίζονταν έσωθεν. Παρ’ όλα αυτά, η έννοια του καθορισμού, έτσι όπως ορίζεται εδώ, μπορεί άραγε να εφαρμοστεί στους τρό πους, λόγου χάρη στους τρόπους της έκτασης, των οποίων η ύπαρξη ενέχει αντιθέτως έναν περιορισμό; Ούτε αυτό φαίνεται να συμβαίνει. Στην πραγματικότητα, τα «πεπερασμένα και καθορισμένα» σώματα δεν είναι καθορισμένα με αυτήν την έννοια, δηλαδή αρ νητικά, παρά μόνο αν μια νόηση τα συλλαμβάνει από την οπτική γωνία του αμοιβαίου περιορισμού τους, ανεξάρτητα από την πραγματική τάξη της φύσης, στο εσωτερικό της οποίας συνταιριά ζονται ως μέρη ενός όλου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αλληλου χία των τρόπων παρουσιάζεται ως ασυνεχής διαδοχή, της οποίας οι όροι διαχωρίζονται από το γεγονός ότι αρνούνται ο ένας τον άλλον, καθώς αντιτίθενται ο ένας στον άλλον. Είναι όμως εντε λής μια τέτοια αναπαράσταση; Ασφαλώς όχι, στον βαθμό που δεν γνωρίζει τα αντικείμενά της σύμφωνα με την αιτία τους, δη λαδή την απόλυτη υπόσταση που εκφράζεται σε αυτά με απολύ τως συνεχή τρόπο: καθώς τοποθετεί το πεπερασμένο έξω από το άπειρο, όπως το αρνητικό σε σχέση με το θετικό, το εξετάζει από την αφηρημένη οπτική γωνία της φαντασίας, η οποία διαχωρίζει εκείνο που είναι ενδόμυχα ενωμένο και ερμηνεύει κάθε ολότητα σαν να ήταν συγκροτημένη στον εαυτό της, με βάση τη σχέση των μερών της. Καθορίζω την έκταση με βάση το σχήμα, όπως έκανε o D es cartes, σημαίνει ότι την κατανοώ αρνητικά, καθώς την ανάγω σε μια σχέση αμοιβαίου περιορισμού, αδιάφορου και ημιτελούς, σε μια αφηρημένη τάξη, στην οποία η κίνηση μπορεί να παρέμβει μόνο εκ των έξω: «Όσο για την καρτεσιανή έκταση, εννοούμενη ως αδρανή μάζα, είναι όχι μόνο δύσκολο αλλά τελείως αδύνατον να συναχθεί από αυτήν η ύπαρξη των σωμάτων. Πράγματι, η ύλη εν ηρεμία θα
204
HEGEL Ή SPINOZA
διατηρείται εν ηρεμία για όσο της αναλογεί· δεν θα τεθεί σε κί νηση παρά μόνο από μια ισχυρότερη εξωτερική αιτία· γι’ αυτό δεν δίστασα άλλοτε να ισχυριστώ ότι οι καρτεσιανές αρχές της φύσης είναι αχρείαστες, για να μην πω παράλογες».13 Σημαίνει επίσης ότι κατανοείται αποκλειστικά από την οπτική γωνία του πεπερασμένου, με βάση την οποία η απειρία της δεν μπορεί να συλληφθεί χωρίς αντίφαση, όπως επισημαίνει με σα φήνεια η επιστολή 12 στον Louis Meyer: «Συνεπώς αστειεύονται, για να μην πω παραλογίζονται, όσοι θεωρούν ότι η εκτεινόμενη υπόσταση συντίθεται από μέρη, δη λαδή από σώματα τα οποία είναι πραγματικά διακριτά τα μεν από τα δε. Είναι σαν κάποιος να προσπαθούσε με την πρόσθεση και τη συσσώρευση ενός πλήθους κύκλων να φτιάξει ένα τετρά γωνο, ένα τρίγωνο ή κάποιο άλλο αντικείμενο, ριζικά διαφορε τικής ουσίας από αυτήν του κύκλου». Είναι προφανής εδώ ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί η φαντα σία: για να προσεγγίσει την έκταση, την καθορίζει ή τη διαιρεί, και ακολούθως επιχειρεί να την ανασυγκροτήσει, να την παραγάγει, με βάση τα στοιχεία που έχει εξασφαλίσει κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, μια τέτοια «γένεση» δεν μπορεί παρά να είναι πλασματική: εκφράζει μόνο την αδυναμία της φαντασίας να αναπαραστήσει το άπειρο χωρίς να το διαιρεί με τρόπο αυστηρά αρ νητικό και επομένως ανεντελή προς την ουσία του. Όμως, το ποσοτικό στοιχείο, εννοούμενο έτσι όπως είναι στον εαυτό του, έτσι όπως το συλλαμβάνει η νόηση, εμφανίζεται αντιθέτως αδι αίρετο, δηλαδή μη αναγώγιμο σε διακριτά μέρη, τα οποία συνιστούν μόνο την άρνησή του και βάσει των οποίων είναι αδύνα τον να κατανοηθεί με θετικούς όρους. 13. Επιστολή 81 του Spinoza στον Tschirnhaus.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
205
Αυτό ακριβώς, σε μια παρατήρηση του βιβλίου I της Λογικής που είναι αφιερωμένη στην «έννοια της ποσότητας στον Spino za»,14 περιγράφει ο Hegel με την έννοια της καθαρής ποσότητας, στηριζόμενος στο σχόλιο της πρότασης 15 (Ηθική, πρώτο μέρος): «Αν προσέξουμε την ποσότητα έτσι όπως είναι στη φαντασία, κάτι που κάνουμε συχνά και ευκολότερα, θα τη βρούμε πεπερα σμένη, διαιρετή και απαρτιζόμενη από μέρη· αν αντιθέτως την προσέξουμε όπως είναι στη νόηση και τη συλλάβουμε καθόσον είναι υπόσταση, το οποίο είναι δυσκολότερο, τότε, όπως έχουμε επαρκώς δείξει, θα τη βρούμε άπειρη, μοναδική και αδιαίρετη». Όταν καθορίζουμε την ποσότητα συσχετίζοντάς την με μια εξωτε ρική αιτία, τότε αρνούμαστε την απειρία της, γεγονός που δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε με θετικούς όρους την ουσία της. Σε σχέση με αυτό το ζήτημα ακριβώς εισάγει ο Spinoza μια διάκριση ανάμεσα σε ό,τι ονομάζει ο Hegel αφενός ψευδεπίγρα φο άπειρο και αφετέρου ορθολογικό άπειρο* ωστόσο, αυτή η διά κριση ουδόλως σχετίζεται με τη διάκριση ανάμεσα σε εκείνο που είναι άπειρο στο γένος του και σε αυτό που είναι απολύτως άπει ρο. Το ψευδεπίγραφο άπειρο αντιστοιχεί στη στάση της φαντα σίας η οποία διατείνεται ότι κατανοεί κάθε πράγμα καθορίζοντάς το, δηλαδή αρνούμενη την ουσία του, στο πλαίσιο μιας κατ’ ανα γκαιότητα ανεντελούς γνώσης. Αυτή όμως η παραμόρφωση αφορά τόσο την υπόσταση όσο και τις διαθέσεις της: «Καθώς υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που δεν μπορούμε να τα γνωρίσουμε παρά μόνο μέσω της νόησης και καθόλου μέσω της φαντασίας, όπως η υπόσταση, η αιωνιότητα κλπ, πασχίζου με αληθινά να παραλογιζόμαστε με τη φαντασία, αν επιχειρούμε 14. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. I, σ. 169-170.
206
HEGEL Ή SPINOZA
να εξηγήσουμε τέτοιες έννοιες με τη βοήθεια εννοιών όπως ο χρόνος, το μέτρο κλπ, που δεν είναι παρά μόνο βοηθήματα αυ τής της φαντασίας. Ακόμα και οι τρόποι της υπόστασης δεν μ π ο ρούν να γνωσθούν σωστά αν τους συγχέουμε μ ε τέτοια κ α τ’ επ ί νοιαν όντα ή βοηθήμα τα της φαντασίας. Πράγματι, όταν υποπί πτουμε σε αυτήν τη σύγχυση, τους χωρίζουμε από την υπόσταση και από τον τρόπο με τον οποίο εκπορεύονται από την αιωνιό τητα, αμελώντας έτσι εκείνο χωρίς το οποίο δεν μπορούν να γνωσθούν».15
Για να γνωρίσουμε κατ’ εντέλειαν τους πεπερασμένους τρόπους, θα πρέπει να τους συλλάβουμε όχι με βάση την περατότητά τους, δηλαδή τον αμοιβαίο περιορισμό τους (βλ. Ηθική, πρώτο μέρος, ορισμός 2), αλλά με βάση την απειρία από την οποία εξαρτώνται και την οποία πρέπει να περιλαμβάνει η έννοιά τους, εφόσον αληθεύει ότι «η γνώση του αποτελέσματος εξαρτάται από τη γνώση της αιτίας και την εντυλίσσει» (H0/Krç, πρώτο μέρος, αξίω μα 4). Αντιθέτως, για τη φαντασία η περατότητα συνιστά ένα δεδομένο που είναι αυτό καθ’ εαυτό απαράκαμπτο, και την αναπαριστά ως τέτοια, έξω από κάθε αναφορά στο άπειρο, με αυ στηρά πεπερασμένα μέσα, δηλαδή, όπως λέει ο Spinoza, με το μέτρο και τους αριθμούς: αυτήν την καθήλωση στο πεπερασμέ νο, η φαντασία τη μεταθέτει στο άπειρο, καθώς επιχειρεί να το αναλύσει -ματαίως- με τη βοήθεια των ίδιων εργαλείων. Για να κατανοηθεί αυτή η σχέση εμπλοκής ή εντύλιξης που συνδέει το πεπερασμένο με το άπειρο για μια εντελή γνώση, ο Spinoza δανείζεται από τη γεωμετρία ένα παράδειγμα στο οποίο χρειάζεται να επιμείνουμε διότι ο Hegel αναφέρεται επανειλημ μένα σε αυτό: στο κεφάλαιο των Παραδόσεων για την ιστορία της φιλοσοφίας (σχολιασμός του ορισμού 6 του πρώτου μέρους της Ηθικής) και στο βιβλίο I της Λογικής (ιστορική παρατήρηση για 15. Επιστολή 12 του Spinoza στον Louis Meyer.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
207
το μαθηματικό άπειρο που βρίσκεται στο τέλος του κεφαλαίου για το quantum). Προκειμένου να ξεκαθαριστεί κάπως η συζήτηση, ας επανα λάβουμε κατ’ αρχάς το γεωμετρικό παράδειγμα έτσι όπως το πα ρουσιάζει ο Spinoza: «Όλες οι ανισότητες του χώρου (inegalitates spatii) που παρεμ βάλλεται ανάμεσα σε δύο κύκλους, ΑΒ και ΓΔ, και όλες οι μετα βολές τις οποίες πρέπει να υποστεί η ύλη Δ που κινείται σε αυτόν τον χώρο, είναι με γαλύτερες από κάθε αριθμό. Αυτό δεν συμπεραίνεται από το υπερβολικό πλάτος του παρεμβαλλόμενου χώρου: πράγματι, όσο μικρό και αν είναι το μέρος αυτού του χώρου που παίρνουμε, εντούτοις οι ανι σότητες αυτού του μικρού μέρους είναι μεγαλύτερες από κάθε αριθμό. Ούτε επί σης συμπεραίνεται, όπως συμβαίνει σε άλλες περιπτώσεις, επειδή δεν έχουμε ούτε μέγιστο ούτε ελάχι στο- πράγματι, στο συγκεκριμένο παράδειγμα έχουμε και το ένα και το άλλο: το μέγιστο είναι το ΑΒ και το ελάχιστο είναι το ΓΔαλλά συμπεραίνεται μόνο επειδή η φύση του παρεμβαλλόμενου χώρου μεταξύ δύο κύκλων με διαφορετικά κέντρα δεν μπορεί να αντέξει τίποτα τέτοιο. Γι’ αυτό ακριβώς, αν κάποιος θα ήθελε να καθορίσει με τη βοήθεια ενός αριθμού (certo aliquo numero determinare) αυτήν τη μεταβολή, θα έπρεπε συγχρόνως να κα ταφέρει ώστε ένας κύκλος να μην είναι κάτι κυκλικό».16 Σε αυτό το χωρίο, ο «παρεμβαλλόμενος χώρος» ανάμεσα στους δύο μη ομόκεντρους κύκλους περιγράφει το σύνολο των απο στάσεων, που περιλαμβάνονται μεταξύ του ΑΒ και του ΓΔ, οι 16. Στο ίδιο.
208
HEGEL Ή SPINOZA
οποίες χωρίζουν αυτές τις περιμέτρους. Οι «ανισότητες αυτού του χώρου» είναι το σύνολο των διαφορών ανάμεσα σε αυτές τις άνισες αποστάσεις ή η μεταβολή τους. Αυτό το σύνολο δεν μπο ρεί να αναχθεί σε κανέναν αριθμό, εφόσον πρόκειται για συνεχή μεταβολή, ως επακόλουθο της κυκλικότητας των σχημάτων ΑΔΑ και ΒΓΒ. Ωστόσο, αυτή η «αβεβαιότητα» δεν προκύπτει επειδή ο παρεμβαλλόμενος χώρος ανάμεσα στους δύο κύκλους έχει «πάρα πολύ μεγάλο πλάτος», δηλαδή επειδή έχει απεριόρι στο μέγεθος: αντιθέτως, περιορίζεται από τις δύο περιμέτρους, και αυτός ο περιορισμός δηλώνεται από τα δύο άνισα τμήματα, ΑΒ και ΓΔ, που είναι οι ακραίες μορφές της μεταβολής του. Εξάλ λου, αν εξετάσουμε μόνο ένα μέρος αυτού του χώρου, λόγου χά ρη πηγαίνοντας από το ΑΒ στο ΓΔ σύμφωνα με την κατεύθυνση των δεικτών του ρολογιού, εξακολουθεί να υπάρχει η ίδια αβε βαιότητα: επιπλέον, εμφανίζεται σε αυτήν την περίπτωση ότι το άθροισμα που προκύπτει από τις ανισότητες των αποστάσεων που περιλαμβάνονται σε αυτό το ήμισυ του χώρου, δίχως να μπορεί να αναπαρασταθεί από κανέναν αριθμό, εντούτοις είναι το ήμισυ του αθροίσματος που προκύπτει από τις ανισότητες των αποστάσεων του συνολικού χώρου που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις δύο περιμέτρους, ένα σύνολο που ομοίως δεν μπο ρεί να αναχθεί σε κανέναν αριθμό: πρόκειται για μια διευκρίνιση την οποία προσθέτει η επιστολή 81 στον ΤδοΗΐΓηΙιαιΐδ. Οι δυσκολίες που διασαφηνίζει αυτό το παράδειγμα δεν υπάρ χουν παρά μόνο για τη φαντασία που θέλει να αναπαριστά τα πάντα με αριθμούς, και η οποία -στην παρούσα περίπτωση- επι χειρεί να αναλύσει το μέγεθος μέσω ενός αριθμού, γεγονός που την οδηγεί σε ανεπίλυτα παράδοξα. Αλλά οι μαθηματικοί, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τα πράγματα με σαφή και διακριτό τρό πο, δεν πτοούνται από τέτοια παράδοξα: «Πράγματι, πέρα από το γεγονός ότι έχουν βρει πολλά πράγμα τα που δεν μπορούν να εξηγηθούν από κανέναν αριθμό, γεγο-
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
209
νός που καθιστά αρκετά φανερή την αδυναμία των αριθμών να καθορίσουν τα πάντα, έχουν βρει επίσης πολλά που δεν μπο ρούν να εξισωθούν (adaequari) με κανέναν αριθμό, αλλά είναι μεγαλύτερα από κάθε δυνατό αριθμό. Και παρ’ όλα αυτά δεν συ μπεραίνουν ότι τέτοια πράγματα είναι μεγαλύτερα από κάθε αριθμό λόγω του πλήθους των μερών τους, αλλά επειδή η φύση του πράγματος δεν μπορεί χωρίς φανερή αντίφαση να αντέξει τον αριθμό (numerum pati)». Υπάρχουν περιορισμένα μεγέθη που δεν μπορούν να αριθμηθούν, επειδή η κίνηση που τα συγκροτεί είναι απολύτως συνεχής και συνεπώς αδιαίρετη. Μόνο η φαντασία βλέπει εκεί μια αντίφαση, και σαστίζει, ενώ για τη νόηση η έννοια του συνεχούς είναι τε λείως σαφής και διακριτή. Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο ερμηνεύει ο Hegel το ίδιο πα ράδειγμα, κατ’ αρχάς σύμφωνα με το κείμενο της Λογικής που είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Hegel, σε αντίθεση με το κείμε νο των Παραδόσεων που συντάχθηκε με βάση σημειώσεις μαθη τών του, οι οποίοι είχαν κατά το μάλλον ή ήττον κατανοήσει επαρκώς και καταγράψει τον συλλογισμό του Hegel: «Ως γνωστόν, το παράδειγμά του για το αληθινό άπειρο είναι ένας χώρος ανάμεσα σε δύο άνισους κύκλους, ο ένας εκ των οποίων πέφτει στο εσωτερικό του άλλου χωρίς να εφάπτονται, και οι οποίοι δεν είναι ομόκεντροι. Φαίνεται ότι απέδιδε μεγάλη σημασία σε αυτό το σχήμα και σε αυτήν την έννοια· ένα παρά δειγμα για τον τρόπο που τα χρησιμοποιεί είναι ότι τα μετέτρε ψε σε κατευθυντήριο θέμα (Motto) της Ηθικής του. Όπως λέει: “Οι μαθηματικοί συμπεραίνουν ότι οι ανισότητες που είναι δυ νατές σε έναν τέτοιον χώρο είναι άπειρες όχι λόγω του άπειρου πλήθους των μερών, διότι το μέγεθος του είναι καθορισμένο και περιορισμένο, και μπορώ να θέσω τέτοιους χώρους μεγαλύτε ρους ή μικρότερους, αλλά επειδή η φύση του πράγματος ύπερέ-
210
HEGEL Ή SPINOZA
χει κάθε καθορισμένου χαρακτήρα (weil die Natur des Sache je de Bestimmtheit übertrifft)”. Όπως βλέπουμε, o Spinoza απορρί πτει αυτήν την αναπαράσταση του απείρου σύμφωνα με την οποία αναπαρίσταται ως πλήθος ή σειρά που δεν ολοκληρώνε ται, και υπενθυμίζει ότι εδώ, στον χώρο που περιλαμβάνει το παράδειγμα, το άπειρο δεν βρίσκεται επέκεινα αλλά είναι παρόν και πλήρες (gegenwärtig und vollständig)· [αυτός ο χώρος είναι ένας άπειρος χώρος, “επειδή η φύση του πράγματος υπερέχει (übersteigt) κάθε καθορισμένου χαρακτήρα”, επειδή ο καθορι σμός του μεγέθους που περιέχεται εκεί την ίδια στιγμή δεν συνιστά quantum. Ο Spinoza ονομάζει άπειρο της φαντασίας αυτό το άπειρο μιας σειράς· τουναντίον, το άπειρο ως αυτοσχεσία το ονομάζει άπειρο του σκέπτεσθαι ή infinitum actu. Είναι πράγ ματι actu, είναι πραγματικά άπειρο, επειδή μέσα στον εαυτό του είναι ολοκληρωμένο και παρόν (vollendet und gegenwärtig)]».17 Στη δεύτερη έκδοση της Λογικής, το χωρίο ανάμεσα στις αγκύ λες έχει τροποποιηθεί ως εξής: «Αυτός ο χώρος είναι κάτι περιορισμένο, αλλά είναι και κάτι άπειρο, “επειδή η φύση του πράγματος υπερέχει κάθε καθορι σμένου χαρακτήρα”, επειδή ο καθορισμός του μεγέθους που πε ριλαμβάνεται εκεί δεν μπορεί ομοίως να αναπαρασταθεί ως ένα quantum, είτε, σύμφωνα με την καντιανή έκφραση που παρατέ θηκε ήδη, η σύνθεση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί ώστε να οδη γήσει σε ένα -διακριτό- quantum. Με ποιον τρόπο γενικά η αντίθεση μεταξύ συνεχούς και διακριτού quantum οδηγεί στο άπειρο, αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αποσαφηνιστεί σε μια κατοπινή σημείωση. Ο Spinoza ονομάζει άπειρο της φαντασίας αυτό το άπειρο μιας σειράς· τουναντίον, το άπειρο ως αυτοσχε17. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, κείμενο της πρώτης έκδοσης, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. I, σ. 249-250.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
211
σία [το ονομάζει] άπειρο του σκέπτεσθαι ή infinitum actu. Είναι κυριολεκτικά actu, είναι πραγματικά άπειρο, επειδή στον εαυτό του είναι ολοκληρωμένο και παρόν». Ιδού, τέλος, με ποιον τρόπο παρουσιάζεται και σχολιάζεται το ίδιο παράδειγμα στις Παραδόσεις για την ιστορία της φιλοσοφίας: «Ο Spinoza εισάγει επίσης εδώ γεωμετρικά παραδείγματα ως επεξήγηση για την έννοια του απείρου* λόγου χάρη, στα μετα θανάτια έργα του παρουσιάζει ένα σχήμα ως εικόνα αυτής της απειρίας (ακόμα και πριν από την Ηθική του). Θέτει δύο κύ κλους που ο ένας βρίσκεται μέσα στον άλλον, χωρίς να είναι ομόκεντροι. Η επιφάνεια μεταξύ των δύο κύκλων δεν μπορεί να δοθεί, δεν μπορεί να εκφραστεί με μια καθορισμένη σχέση, δεν είναι συγκρίσιμη* αν θέλω να την καθορίσω, θα πρέπει να συνε χίζω επ’ άπειρον -μια άπειρη σειρά. Αυτό είναι το έξω (das Hinaus) που υπάρχει πάντα με όρους ελλείψεως, συνδυασμένο με την άρνηση* και ωστόσο αυτό το ψευδεπίγραφο άπειρο είναι περατό (fertig), περιορισμένο -καταφατικό, παρόν σε τούτη την επιφάνεια. Έτσι, το καταφατικό είναι άρνηση της άρνησηςduplex negatio affirmativa, σύμφωνα με τον πολύ γνωστό γραμ ματικό κανόνα. Ο χώρος ανάμεσα στους δύο κύκλους είναι ενεργά πραγματικός, είναι ένας οριοθετημένος χώρος, ολοκλη ρωτικά και όχι μόνο από τη μία πλευρά* και παρ’ όλα αυτά ο καθορισμός του χώρου δεν μπορεί να υποδειχθεί επαρκώς μέσω ενός αριθμού. Το καθορίζειν δεν δημιουργεί τον ίδιο τον χώρο και εντούτοις αυτός ο χώρος είναι παρών. Ή, επίσης, μια γραμ μή, μια περιορισμένη γραμμή συνίσταται σε μια απειρία πολλα πλών σημείων* και εντούτοις είναι παρούσα, είναι καθορισμένη. Το άπειρο πρέπει να αναπαρίσταται ως πραγματικά παρόν. Έτσι, η έννοια της αιτίας εαυτού είναι η αληθινή ενεργός πραγματικό τητα. Αφ’ ης στιγμής η αιτία έχει ενώπιον του εαυτού της κάτι άλλο, το αποτέλεσμα, έχουμε να κάνουμε με την περατότητα*
212
HEGEL Ή SPINOZA
αλλά εδώ αυτό το άλλο ξεπερνιέται την ίδια στιγμή, είναι εκ νέ ου αυτή η ίδια [η αιτία]». Διαβάζοντας αυτά τα χωρία, μπορεί κατ’ αρχάς να αναρωτηθεί κανείς αν πράγματι αναφέρονται στο απόσπασμα του Spinoza που παρατέθηκε στην αρχή, καθώς το ερμηνεύουν τόσο ελεύθε ρα. Αυτή η υποψία θα μπορούσε να επιβεβαιωθεί από το γεγονός ότι ο Hegel αναφέρεται κάθε φορά σε μια «επιστολή XXIX του Spinoza». Ωστόσο, σε όλες τις εκδόσεις της αλληλογραφίας, ο συγκεκριμένος αριθμός αντιστοιχεί σε μια επιστολή του Oldenburg που μιλά για κάτι τελείως διαφορετικό. Εντούτοις, πρέπει πράγματι να παραδεχτούμε ότι πρόκειται εδώ για την επι στολή 12 στον Louis Meyer, με τίμημα όμως μια ορισμένη μετα τόπιση του πραγματικού περιεχομένου της. Κατ’ αρχάς το παράδειγμα, έτσι όπως το αναπαράγει ο Hegel, δεν συμπίπτει με εκείνο που δίνεται στο κείμενο του Spinoza· σε καθεμιά περίπτωση, το ίδιο σχήμα αξιοποιείται σε τελείως δια φορετικές κατευθύνσεις, όπως έχει σημειώσει ο Μ. Gueroult.18 Όπως είδαμε, ο Spinoza εξετάζει τη μεταβολή των αποστάσεων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στις δύο περιμέτρους και επιση μαίνει ότι είναι συνεχής. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να καθοριστεί μέσω ενός αριθμού. Ο Hegel, στη Λογική και στις Παραδόσεις, αναφέρεται μόνο στον χώρο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στις δύο περιμέτρους, ο οποίος αποτελείται από απειρία άνισων απο στάσεων, αλλά είναι εντούτοις «ολοκληρωμένος και παρών», δε δομένου ότι περιέχεται εντός ακίνητων ορίων. Αν ερμηνευθεί έτσι το παράδειγμα, τότε προφανώς δεν βλέπουμε γιατί θα είχε κάποιο ενδιαφέρον να παρουσιαστούν μη ομόκεντροι κύκλοι: ο ίδιος συλλογισμός θα ίσχυε αν οι αποστάσεις που χωρίζουν τις δύο περιμέτρους ήταν παντού ίσες. Επομένως, ο Hegel παραμε λεί κάτι το οποίο αντιθέτως είναι ουσιώδες στον συλλογισμό που 18. Μ. Gueroult, Spinoza, τ. I: Dieu, ό.π., σ. 523.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
213
προτείνει o Spinoza: την ιδέα μιας μεταβολής που περιέχεται ανάμεσα σε ένα ελάχιστο και ένα μέγιστο, επομένως μιας καθο ρισμένης προοδευτικής πορείας, η οποία εντούτοις δεν μπορεί να αναπαρασταθεί μέσω ενός αριθμού. Ωστόσο, δεν είναι αυτή η σημαντικότερη τροποποίηση που γίνεται στο κείμενο του Spinoza. Ακόμα πιο χαρακτηριστικό εί ναι το γεγονός ότι ο Hegel εισάγει, εγχέει εκεί την έννοια του ενεργού απείρου, η οποία δεν εμφανίζεται ρητά στο κείμενο του Spinoza, όπως εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε αν ανατρέ ξουμε στο χωρίο που παραθέσαμε προηγουμένως. Είναι αλήθεια ότι η επιστολή από την οποία έχει αποσπαστεί το χωρίο είναι γνωστή ως «επιστολή για το άπειρο» (ο ίδιος ο Spinoza χρησιμο ποιεί τη συγκεκριμένη διατύπωση στην επιστολή 81 στον Tschirnhaus), και ότι ξεκινά ως εξής: «Με ρωτάτε τι σκέφτομαι για το Απειρο, και ευχαρίστως θα σας απαντήσω». Με ποιον τρό πο εντάσσεται το γεωμετρικό παράδειγμα σε αυτήν τη συζήτηση για το άπειρο; Ο Spinoza υποστηρίζει ότι για να βγούμε από τις δυσκολίες τις οποίες ενέχει η τρέχουσα χρήση της έννοιας του απείρου, μια χρήση η οποία διέπεται από τη φαντασία, αρκεί να σεβαστούμε ορισμένες διακρίσεις. Υπάρχει αυτό που είναι άπειρο εκ φύσεως (το οποίο συλλαμβάνεται μέσω του εαυτού του ως άπειρο) και υπάρχει και εκείνο που είναι άπειρο λόγω της δύναμης της αιτίας του (και όχι λόγω της προσίδιας ουσίας του)· υπάρχει αυτό που είναι άπειρο διότι δεν έχει όρια, και υπάρχει και εκείνο που είναι άπειρο επειδή δεν μπορεί να καθοριστεί αριθμητικά. Πρόκειται για δύο διαδοχικές διακρίσεις, οι οποίες παρουσιάζονται χωρίς καμία διευκρίνιση όσον αφορά το πεδίο που διαμοιράζουν ή δια μοιράζονται- όταν ο Μ. Gueroult σχολιάζει την επιστολή για το Απειρο, ανάγει αυτές τις διακρίσεις στην απαρίθμηση τεσσάρων διαδοχικών περιπτώσεων, γεγονός που φαίνεται υπερβολικό σε σύγκριση με το κείμενο του Spinoza. Αυτές οι δύο διακρίσεις πα ραπέμπουν στη διάκριση ανάμεσα στην υπόσταση (που συλλαμ-
214
HEGEL Ή SPINOZA
βάνεται μέσω του εαυτού της) και τις διαθέσεις της (που δεν μπορούν να συλληφθούν μέσω του εαυτού τους), και επίσης στη διάκριση ανάμεσα στον Λόγο (ο οποίος γνωρίζει κατ’ εντέλειαν τα πράγματα, έτσι όπως είναι) και τη φαντασία (η οποία αναπαριστά τα πράγματα κατά τρόπο ανεντελή). Τα συνηθέστερα πα ράδοξα σε σχέση με το άπειρο προκύπτουν από το γεγονός ότι δεν γίνονται σεβαστές οι συγκεκριμένες διακρίσεις: αντιθέτως, αρκεί να αποκατασταθούν, ώστε όλες οι αντιφάσεις όχι να επιλυ θούν, αλλά να διαγραφούν, δεδομένου ότι εξαρτώνται αποκλει στικά από τους όρους με τους οποίους ένα πρόβλημα είχε, άστο χα, τεθεί. Το γεωμετρικό παράδειγμα, έτσι όπως εισάγεται από τον Spinoza, αναφέρεται σε μία από αυτές τις διακρίσεις: φέρνει στο φως εκείνο που είναι άπειρο επειδή δεν μπορεί να καθοριστεί μέ σω κανενός αριθμού, μολονότι περιλαμβάνεται εντός ορισμένων ορίων. Πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι είναι ίδιον της φαντασίας να καθορίζει μέσω ενός αριθμού μια συνεχή προοδευτική πορεία που περιλαμβάνεται ανάμεσα σε ένα ελάχιστο και σε ένα μέγι στο: για να το κάνει αυτό προσπαθεί να τη διαιρέσει σε μέρη και να ανασυγκροτήσει τη μεταβολή της με βάση αυτά τα στοιχεία. Αλλά καθώς η προοδευτική πορεία είναι συνεχής, δεν μπορεί να διαιρεθεί με τέτοιον τρόπο. Γι’ αυτό φαίνεται ότι δεν μπορεί να καθοριστεί αριθμητικά. Αν μείνουμε όσο το δυνατόν εγγύτερα σε αυτόν τον συλλογισμό, τότε συνάγεται ότι η φαντασία ανακαλύ πτει εδώ μια απειρία, σε ένα quantum που δεν καταφέρνει να εξι σώσει με κανέναν αριθμό, και το οποίο συνεπώς καθορίζει, με ένα πέρασμα στο όριο, ως ανώτερο από κάθε αριθμό, και άρα ως απεριόριστο. Από ποια άποψη είναι ανεντελής μια τέτοια αναπα ράσταση; Από την άποψη ότι αγνοεί το ουσιώδες γεγονός ότι το αντικείμενό της είναι περιορισμένο, δεδομένου ότι περιλαμβάνε ται ανάμεσα σε ένα ελάχιστο και ένα μέγιστο. Είναι επομένως επίσης πεπερασμένο, με την ακριβή έννοια που δίνει ο Spinoza σε αυτόν τον όρο («λέγεται πεπερασμένο στο γένος του ένα
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
215
πράγμα που μπορεί να περιοριστεί από ένα άλλο της ίδιας φύ σης», Ηθικήν πρώτο μέρος, ορισμός 2). Φαίνεται λοιπόν ότι το σφάλμα της φαντασίας έγκειται στο ότι εκλαμβάνει ως άπειρο ένα πράγμα που είναι, θα λέγαμε, στον εαυτό του πεπερασμένο, επειδή ακριβώς προσπαθεί να το καθορίσει αριθμητικά. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά ή τόσο ξεκάθαρα. Δεν αρκεί, για να ξεφύγουμε από τη ροπή της φαντασίας, να αποκαταστήσουμε έναν σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στο άπειρο με την αυστηρή έννοια, δηλαδή το απεριόριστο, και στο πεπερα σμένο, δηλαδή το περιορισμένο. Διότι ένας τέτοιος διαχωρισμός, αν εννοηθεί κατά γράμμα, εξακολουθεί να αποτελεί έργο της φα ντασίας: παραμελεί το εξής ουσιώδες γνώρισμα του πεπερασμέ νου, ότι δεν εξηγείται μέσω του εαυτού του και ότι δεν είναι τίπο τα έξω από το άπειρο που το παράγει και του οποίου την έννοια κατ’ αναγκαιότητα εντυλίσσει. Από αυτήν την άποψη, το γεωμε τρικό παράδειγμα εμπίπτει επίσης σε μια άλλη από τις περιπτώ σεις που διακρίνει ο Spinoza: στην περίπτωση εκείνου που είναι άπειρο λόγω της δύναμης της αιτίας του, ένα χαρακτηριστικό που προσιδιάζει σε όλους τους τρόπους, είτε άπειρους είτε πεπε ρασμένους. Η μεταβολή των αποστάσεων που περιλαμβάνονται ανάμεσα στους δύο μη ομόκεντρους κύκλους είναι επίσης άπει ρη, όχι αυτή καθ’ εαυτήν δεδομένου ότι είναι περιορισμένη, αλλά ως διάθεση της υπόστασης που εκφράζεται σε αυτήν όπως η αι τία εκφράζεται μέσα στο αποτέλεσμά της. Εδώ ακριβώς ξαναβρίσκουμε φαινομενικά τον Hegel, διότι, παρά τις ελευθερίες που παίρνει σε σχέση με το κείμενο του Spinoza, αναδεικνύει επαρκώς ορισμένες ουσιώδεις τάσεις του. Πράγματι, αφενός ο Hegel κατανόησε ότι το διακύβευμα του συ γκεκριμένου παραδείγματος είναι μια ορισμένη πλευρά του προ βλήματος της αιτιότητας, που αντιπροσωπεύεται από τη σχέση της υπόστασης με τις διαθέσεις της. Αφετέρου, περιγράφει αυτήν τη σχέση με βάση την έννοια του ενεργού απείρου (infinitum actu), με έναν τρόπο που φαίνεται εύστοχος. Αυτή η έννοια εμ
216
HEGEL H SPINOZA
φανίζεται στον Spinoza σε μία παράγραφο πριν ακριβώς από την παράγραφο στην οποία παρουσιάζεται το γεωμετρικό παράδειγ μα: λέει ότι εκείνοι που αγνοούν την αληθινή φύση των πραγμά των επειδή τη συγχέουν με τα κατ’ επίνοιαν όντα με τα οποία προσπαθεί να την αναπαραστήσει η φαντασία (δηλαδή τον αριθ μό, το μέτρο και τον χρόνο), «θα αρνηθούν το ενεργό άπειρο» (infinitum actu negarunt). Τι σημαίνει ενεργό άπειρο; Είναι ένα άπειρο που δεν δίνεται μέσω μιας απεριόριστης σειράς, επομέ νως με εικονικό ή δυνητικό τρόπο, αλλά μεμιάς: είναι εκείνο που είναι παρόν σε μια περιορισμένη πραγματικότητα, όπως μια με ταβολή μεταξύ ενός ελάχιστου και ενός μέγιστου, με τρόπο «ολοκληρωμένο και παρόντα», για να επαναλάβουμε τις λέξεις του Hegel. Αυτή η έννοια, η οποία προέρχεται από το λεξιλόγιο της σχολαστικής παράδοσης, υποδεικνύει ότι η θέση που υιοθε τείται από τον Spinoza σε αυτό το ερώτημα βρίσκεται εξίσου μα κριά τόσο από τη θέση του Descartes όσο και από τη θέση του Leibniz:19 για τον Descartes, ο οποίος προχωρά μέσω της αναλυ τικής οδού με βάση τις προδηλότητες ενός πεπερασμένου Λό γου, το ενεργό άπειρο είναι ακατανόητο επειδή δεν μπορεί να κατασκευαστεί ενορατικά· για τον Leibniz, ο οποίος επιλύει το πρόβλημα του συνεχούς με τη μέθοδο του απειροστικού λογι σμού, δεν υπάρχει παρά ένα δυνάμει άπειρο, που δίνεται eminen ter sed non formaliter, επομένως πάντα έξω από κάποιο προσδιορίσιμο όριο. Η επιβεβαίωση από την πλευρά του Spinoza της ύπαρξης ενός ενεργού απείρου και της ορθολογικότητάς του εί ναι εξαιρετικά σημαντική, στον βαθμό που δηλώνει την πραγμα τική παρουσία του απείρου στο πεπερασμένο, με τη μεσολάβηση της πράξης με την οποία το παράγει πραγματικά: αυτή η παρου σία δεν μπορεί να αμφισβητηθεί παρά μόνο από όσους ανάγουν τη φύση των πραγμάτων σε ένα αριθμητικό κριτήριο, γεγονός 19. 329-338.
Yvon Bélaval, Leibniz critique de Descartes, Gallimard, Παρίσι 1960, σ.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
217
που τους οδηγεί να αγνοούν την απειρία της, ή να τη μεταμφιέ ζουν με βάση την ιδέα μιας απεριόριστης σειράς, η οποία απο κλείει τη δυνατότητα ενός ενεργού απείρου. Αν υιοθετήσουμε αυτήν την εξήγηση, τότε η άλλη απιστία που διαπράττει ο Hegel σε σχέση με το κείμενο του Spinoza φαί νεται ότι μπορεί επίσης να δικαιολογηθεί. Πράγματι, αν η έννοια του ενεργού απείρου δηλώνει την εμμενή παρουσία της αιτίας στα αποτελέσματά της (βλ. Ηθική, πρώτο μέρος, πρόταση 18: «Ο Θεός είναι εμμενής και όχι μεταβατική αιτία όλων των πραγμά των»), τότε όλες οι ιδιαιτερότητες του γεωμετρικού παραδείγμα τος έτσι όπως παρουσιάζεται από τον Spinoza μοιάζουν περιττές: ο οποιοσδήποτε πεπερασμένος τρόπος, λόγου χάρη η επιφάνεια που περιλαμβάνεται ανάμεσα στις δύο περιμέτρους, είτε αυτές είναι ομόκεντρες είτε όχι, ή επίσης, για να επαναλάβουμε ένα άλ λο παράδειγμα που προτείνει ο Hegel, η απειρία των σημείων που περιλαμβάνονται σε ένα κομμάτι ευθείας, εκφράζει ένα άπει ρο, που το εντυλίσσει μορφικά (formaliter sed non eminenter) ως αιτία του. Να λοιπόν που επιστρέφουμε στο σημείο εκκίνη σης: για ποιον λόγο ο Spinoza εισάγει ρητά στο παράδειγμά του την ιδέα μιας μεταβολής που περιέχεται ανάμεσα σε ένα ελάχι στο και σε ένα μέγιστο, μια μεταβολή που εξαρτάται από το γε γονός ότι οι δύο κύκλοι δεν είναι ομόκεντροι; Αν ο Spinoza ήθελε, με το γεωμετρικό παράδειγμα, να αναπαραστήσει απλώς την ιδέα ενός πεπερασμένου quantum που πε ριέχει όμως απειρία μερών και υπερβαίνει κάθε προσδιορίσιμο αριθμό, τότε δεν θα χρειαζόταν αυτήν τη διευκρίνιση· ωστόσο, μια τέτοια απλοποίηση θα είχε συγχρόνως καταστήσει αναπό φευκτη την αναγωγή αυτής της απειρίας σε μια εκτατή σχέση μεταξύ στοιχείων, σε μια σχέση εννοούμενη κατά τρόπο αρνητι κό και κατ’ επέκταση ανεντελή προς την ίδια τη φύση του πράγ ματος: τότε, θα είχε επιστρέφει στην οπτική γωνία της φαντασί ας, από την οποία αντιθέτως προσπαθεί να διαχωριστεί. Ωστόσο, για τη νόηση που γνωρίζει τα πράγματα έτσι όπως είναι, σύμφω
218
HEGEL H SPINOZA
να με την προσίδια αιτιότητά τους, πρόκειται εδώ για μια τελεί ως διαφορετική απειρία που πρέπει να εννοηθεί καταφατικά, με την κυριολεκτική σημασία της απόλυτης κατάφασης που χαρα κτηρίζει οποιαδήποτε φύση: η εν λόγω απειρία εμφανίζεται ακρι βώς μέσω μιας συνεχούς αλλά περιορισμένης μεταβολής -συνε πώς, μπορεί να εξεταστεί έξω από κάθε καθορισμό μεγέθους (όπως υποδεικνύει η διευκρίνιση την οποία κομίζει η επιστολή 81 στον Tschirnhaus)- που προχωρά κατ’ ένταση, όχι σύμφωνα με μια σχέση αφηρημένη και αρνητικά ή αριθμητικά καθορισμένη μεταξύ εξωγενών μερών, αλλά από τη δύναμη της αιτίας που συγχρόνως δρα σε αυτήν, και η οποία είναι η υπόσταση αυτο προσώπως, με τη μορφή του εκτεινόμενου κατηγορήματος της. Αυτή η διαφορά ανάμεσα στις δύο απειρίες, την εκτατή και την εντατή, έχει αναδειχθεί πολύ καλά από τον G. Deleuze.20 Η εντατή απειρία εκφράζει άμεσα την εμμενή, και όχι μεταβα τική, σχέση που συνδέει την υπόσταση με τις διαθέσεις της, και την οποία μόνο η νόηση μπορεί να γνωρίσει. Από αυτήν τη γνώ ση συνάγεται επίσης κάτι πολύ σημαντικό: η απειρία έτσι όπως μπορεί να εννοηθεί στους τρόπους δεν διαφέρει από την απειρία που συγκροτεί την υπόσταση, αλλά συμπίπτει μορφικά με αυτήν. Γι’ αυτό ακριβώς οι διακρίσεις που διατυπώνει η επιστολή 12 στον Louis Meyer δεν μπορούν να αναχθούν σε μια απαρίθμηση περιπτώσεων, όπου κάθε φορά θα ήταν παρούσα μια διαφορετι κή μορφή απείρου, σαν να μπορούσαν να υπάρχουν πολλών ει δών άπειρα! Διότι πρόκειται πάντα για το ίδιο άπειρο που δρα κατ’ αναγκαιότητα, είτε εκφράζεται ως causa sui στην υπόσταση ως φύουσα φύση, είτε εκδηλώνεται στην ανεξάντλητη αλληλου χία των πεπερασμένων τρόπων ως πεφυκυία φύση, είτε συλλαμβάνεται κατ’ εντέλειαν, δηλαδή θετικά, από τη νόηση, είτε αναπαρίσταται ανεντελώς, δηλαδή αρνητικά, από τη φαντασία. Εδώ πρέπει να αντιμετωπίσουμε με τη δέουσα σοβαρότητα 20. G. Deleuze, Spinoza et le problème de l’expression, ό.π., σ. 183-186.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
219
την ιδέα ότι η απειρία της υπόστασης περνά, κατ’ ένταση, σε όλους τους τρόπους της χωρίς να διαμοιράζεται: ολόκληρη η έκταση, με τρόπο αδιαίρετο, βρίσκεται μέσα σε μια σταγόνα νε ρού, όπως ακριβώς ολόκληρη η σκέψη είναι ενεργώς παρούσα σε κάθε ιδέα, και την καθορίζει κατ’ αναγκαιότητα. Και γι’ αυτό, «αν ένα μόνο μέρος της ύλης χανόταν, αμέσως θα αφανιζόταν ολόκληρη η έκταση»,21 και το ίδιο ακριβώς ισχύει για τις ιδέες που είναι «μέρη» της σκέψης. Έτσι, η αναλλοίωτη συνέχεια που συ γκροτεί κάθε τροπική πραγματικότητα, όποια και αν είναι τα όρια εντός των οποίων εξετάζεται, όποια και αν είναι η κλίμακα σύμφωνα με την οποία μελετάται, εκφράζει κατεξοχήν το απόλυ το, δηλαδή την ενότητα της υπόστασης: η γνώση αυτού του ενεργού απείρου συγκροτεί τη «διανοητική αγάπη του Θεού» ή τη γνώση του τρίτου είδους. Όπως είδαμε μόλις τώρα, αυτή η γνώση είναι καταφατική: δεν κατευθύνεται παλινδρομικά από τους τρόπους προς την υπόσταση, η οποία τότε θα αποτελούσε το όριό τους, καθώς θα είχε εξοβελιστεί στο άπειρο· αλλά κατευθύνεται από την υπό σταση στις διαθέσεις της, δηλαδή από την αιτία στα αποτελέσματά της, με τρόπο συνθετικό, με μια απολύτως αναγκαία και συνεχή προοδευτική πορεία, που αποκλείει κάθε καταφυγή στο δυνατό και κάθε αρνητικότητα. Συνεπώς, δεν μπορούμε να πού με, όπως ο Hegel, ότι αυτή η γνώση είναι άρνηση που έχει υπερνικηθεί ή ξεπεραστεί, και ότι κατανοείται μ’ αυτόν τον τρόπο, αλλά είναι εκείνο του οποίου η έννοια αποκλείει κάθε άρνηση, κάθε εσωτερική αρνητικότητα. Αν εφαρμόζαμε εδώ κατά γράμμα την αρχή που επινοήθηκε από τον Hegel, «omnis determinatio est negatio», θα έπρεπε να προσθέσουμε ότι η εντελής γνώση των πραγμάτων σύμφωνα με την προσίδια φύση τους αποκλείει επίσης εξ αυτού κάθε καθορι σμό, κάτι που προφανώς είναι παράλογο. Στο παράδειγμα που 21. Επιστολή 4 του Spinoza στον Oldenburg.
220
HEGEL H SPINOZA
μόλις σχολιάσαμε, έχουμε ακριβώς να κάνουμε με μια απειρία που δεν μπορεί να καθοριστεί μέσω κανενός αριθμού, αλλά που είναι στον εαυτό της πραγματικά καθορισμένη, δεδομένου ότι είναι πεπερασμένη. Φαίνεται λοιπόν ότι πρέπει, σχετικά με την έννοια του καθορισμού, να εισαγάγουμε επίσης μια διάκριση: όταν κάποιος καθορίζει αρνητικά ένα πράγμα, αυτό σημαίνει ότι το αναπαριστά αφηρημένα βάσει των ορίων του, καθώς το χωρί ζει από τον Θεό που δρα σε αυτό και προσπαθεί να το προσαρ μόσει σε μορφικούς κανόνες -πρόκειται καθαρά για κατ’ επίνοι αν όντα- που έχει πλάσει η φαντασία* όπως, για παράδειγμα, όταν το συλλαμβάνει καθόσον του έχει παραχωρηθεί ένα ορι σμένο μέρος της διάρκειας* σε μια τέτοια περίπτωση το συσχετί ζει με αυτό που το ίδιο δεν είναι, με την πιθανή εξαφάνισή του, και το παρουσιάζει ως ενδεχομενικό. Αντιθέτως, όταν κάποιος καθορίζει θετικά ένα πράγμα, αυτό σημαίνει ότι το αντιλαμβάνε ται με βάση τη φυσική και ενική πραγματικότητά του, σύμφωνα με την εμμενή αναγκαιότητα που το παράγει εντός της υπόστα σης, με βάση έναν νόμο αιτιότητας που είναι ο ίδιος με τον νόμο με τον οποίο αυτοπαράγεται η ίδια η υπόσταση, διότι ακριβώς η υπόσταση αυτοπαράγεται εντός των διαθέσεών της* αυτό σημαί νει επίσης ότι το εξετάζει από την οπτική γωνία της αιωνιότητας, στον βαθμό που αυτό το ίδιο είναι αιώνιο, δηλαδή στον βαθμό που δεν μπορεί να καταστραφεί παρά μόνο από μια εξωτερική αιτία (Ηθική, τρίτο μέρος, πρόταση 4). Όλη αυτή η συζήτηση, η οποία μας οδήγησε να εξετάσουμε φαινομενικά επουσιώδεις λεπτομέρειες, τις οποίες όμως δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε, παραπέμπει επομένως σε μια θεμε λιώδη αρχή, η οποία χαρακτηρίζει ολόκληρη τη φιλοσοφία του Spinoza: δεν υπάρχουν δύο χωριστές τάξεις πραγματικότητας, δύο «κόσμοι», ένας άπειρος και ένας πεπερασμένος, εντός των οποίων θα λειτουργούσαν διακριτές μορφές αναγκαιότητας και διακριτοί νόμοι αιτιότητας. Στόχος του Spinoza δεν είναι επίσης να ανακαλύψει ανάμεσα σε αυτές τις δύο τάξεις μια σχέση συμ
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
221
φωνίας, η οποία θα πραγματωνόταν στο πλαίσιο μιας βαθμιαίας σειράς ενδιάμεσων όρων που θα μας επέτρεπαν να περάσουμε από τη μία στην άλλη μέσω μιας διαδοχικής κίνησης: αυτή ακρι βώς είναι η «τάξη» που φαντάστηκε ο Hegel, η οποία πηγαίνει από την υπόσταση στα κατηγορήματα και ακολούθως από τα κατηγορήματα στους τρόπους, καθορίζοντας προοδευτικά το απόλυτο, δηλαδή προβαίνοντας στην άρνησή του μέσω του σχε τικού. Για τον Spinoza, πρόκειται για μία και την αυτή τάξη, όχι πλέον την αφηρημένη τάξη της φαντασίας, αλλά για τη συγκε κριμένη και την πραγματική με φυσικούς όρους τάξη της υπό στασης, η οποία εκφράζεται συγχρόνως και με ταυτόσημο τρόπο ως απόλυτη και ως σχετική, και γίνεται γνωστή με αντιφατικό τρόπο μέσω της νόησης και μέσω της φαντασίας. Γι’ αυτό ακρι βώς η σχέση της υπόστασης με τις διαθέσεις της δεν μπορεί να εξαντληθεί από την απλή αντίθεση ανάμεσα στο ακαθόριστο και το καθορισμένο, ανάμεσα στο θετικό και το αρνητικό, όπως την ερμηνεύει ο Hegel, με βάση τους όρους μιας παράδοξα αφηρημένης λογικής.
Ο καθορισμός Η ορθολογική οπτική γωνία της νόησης είναι ουσιωδώς καταφα τική: σε τέτοιο σημείο, καθώς φαίνεται, ώστε κάθε αρνητικότητα πρέπει να αποδοθεί στην οπτική γωνία της φαντασίας, η οποία είναι ανίκανη να κατανοήσει την υπόσταση έτσι όπως είναι στον εαυτό της, αλλά και καθόσον δρα εντός των τρόπων της, διότι η υπόσταση εκφράζεται τόσο στο άπειρο όσο και στο πεπερασμέ νο. Συνεπώς, η ερμηνεία που προτείνεται από τον Hegel είναι αβάσιμη: ο σπινοζικός αρνητισμός, ως αναπόφευκτη συνέπεια μιας κενής σκέψης του απολύτου, είναι μια μυθοπλασία, ασύμβα τη με το γράμμα του συστήματος. Ωστόσο, είναι περισσότερο ικανοποιητική η αντίθετη ερμηνεία; Αραγε, μπορούμε να πούμε,
222
HEGEL Ή SPINOZA
όπως κάνει ο G. Deleuze, ότι «η φιλοσοφία του Spinoza είναι μια φιλοσοφία της καθαρής κατάφασης»;22 Αυτός ο «θετικισμός», σε σχέση με τον οποίο ο προηγούμενος αρνητισμός ήταν απλώς η ανάποδη πλευρά ή η άλλη όψη, δεν οδηγεί τελικά στο ίδιο συ μπέρασμα; Βρίσκουμε τουλάχιστον μια ένδειξη αυτής της συνέρ γειας στο γεγονός ότι αυτές οι δύο αντίθετες παρουσιάσεις του σπινοζισμού καταλήγουν ομοίως να τονίζουν τον μη διαλεκτικό χαρακτήρα του, κάτι που η μία παρουσίαση ερμηνεύει ως σύ μπτωμα της κατωτερότητας και της αποτυχίας αυτής της φιλο σοφίας, ενώ αντιθέτως σύμφωνα με την άλλη μαρτυρά την υπεροχή της. Ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Η διατύπωση την οποία προτάσσει ο Hegel, «omnis determinatio est negatio», είναι ασφαλώς ανεντελής προς το γράμμα του σπινοζισμού. Αραγε, αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να αντικατασταθεί από μια άλλη διατύπωση: omnis determinatio est affirmatio; Το νόημα της νέας έκφρασης είναι σαφές: ο καθορισμός δεν έχει μόνο την περιοριστική αξία μιας αποκλιμάκωσης αυτού που είναι στον εαυτό του υποστασιακό, μέσω μιας απλής κίνησης με χαρακτήρα εξωτερίκευσης, ως πέρα σμα χωρίς επιστροφή από το ίδιο στο άλλο, αλλά είναι η πράξη με την οποία η υπόσταση εκφράζει ολόκληρη την αιτιακή δύνα μή της: «Ό,τι συλλαμβάνουμε να είναι στην εξουσία του Θεού, είναι κατ’ αναγκαιότητα»,23 διότι στον Θεό, που είναι αιτία του εαυτού του και όλων των πραγμάτων, ουσία και δύναμη είναι ένα και το αυτό πράγμα. Έτσι, η αναγκαιότητα των τρόπων δεν είναι κατώτερη από την αναγκαιότητα της υπόστασης ή διαφορετική από αυτήν: είναι ακριβώς η ίδια. Ωστόσο, αν μέναμε εκεί, τότε μία από τις ενστάσεις που διατυπώνει ο Hegel θα αποκτούσε εκ νέου ευρωστία: άραγε, η ταυτότητα που επιβεβαιώνεται εδώ δεν στερείται κάθε ενεργώς πραγματικό περιεχόμενο, καθώς βυθίζει 22. G. Deleuze, ό.π., σ. 51. 23. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, πρόταση 35.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
223
όλα τα πράγματα σε αυτήν τη μουντή νύχτα όπου όλες οι αγελά δες είναι γκρίζες; Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρει άζεται να επανέλθουμε στην έννοια του καθορισμού, την οποία ο Hegel χρησιμοποιεί αφειδώς όταν σχολιάζει τον Spinoza, και να δούμε τι ακριβώς σημαίνει για τον ίδιο τον Spinoza. Όλοι οι σχολιαστές έχουν σημειώσει ότι ο Spinoza χρησιμο ποιεί τον όρο determinatio με πολύ διαφορετικές σημασίες. Αφε νός, τον χρησιμοποιεί για να εκφράσει την ιδέα ενός περιορι σμού, ο οποίος είναι συνυφασμένος με την ιδέα της περατότητας: η επιστολή 50 στον Jarig Jelles κάνει λόγο για «πεπερασμένα και καθορισμένα» σώματα. Αν νοηθεί με τέτοιον τρόπο, η έννοια του καθορισμού περικλείει αναμφισβήτητα μια άρνηση, και εφαρμό ζεται στα πράγματα που «περιορίζονται από ένα άλλο της ίδιας φύσης».24 Από αυτήν την άποψη, η υπόσταση που πάνω απ’ όλα είναι απεριόριστη, είναι επίσης ακαθόριστη: «Εφόσον ο καθορι σμός δεν δηλώνει τίποτα το θετικό, αλλά μόνο μια στέρηση στη φύση της ύπαρξης που συλλαμβάνεται ως καθορισμένη, συνάγε ται ότι εκείνο του οποίου ο ορισμός βεβαιώνει την ύπαρξη δεν μπορεί να συλληφθεί ως καθορισμένο».25 Τούτο αληθεύει για την υπόσταση και τα κατηγορήματά της, των οποίων η έννοια δεν περιέχει καμία ατέλεια, και συνεπώς δεν μπορούν να χαρακτηρι στούν καθορισμένα, με την έννοια ότι δεν περιορίζονται από κά ποιο πράγμα της ίδιας φύσης. Ωστόσο, οφείλουμε εδώ να είμαστε πολύ προσεκτικοί. Η έν νοια της ακαθοριστίας πρέπει να νοηθεί εν προκειμένω με τρόπο απολύτως θετικό. Εντούτοις, η ροπή των λέξεων μας ωθεί αντιθέτως στην αντίστροφη κατεύθυνση, καθώς περιγράφουμε μια απολύτως θετική πραγματικότητα με έναν αρνητικό ή στερητικό όρο. Αλλά σύμφωνα με τον Spinoza, οι λέξεις, εφόσον νοηθούν αυτές καθ’ εαυτές, δεν εκφράζουν την πραγματικότητα που δια24. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, ορισμός 2. 25. Επιστολή 36 του Spinoza στον Hudde.
224
HEGEL Ή SPINOZA
τείνονται ότι αναπαριστούν, αλλά την οπτική γωνία της φαντα σίας που αντικαθιστά την πραγματικότητα με τις μυθοπλασίες της. Κάτι το οποίο επαληθεύεται ιδιαίτερα από όλο το λεξιλόγιο με το οποίο αναφερόμαστε στο απόλυτο: «Καθώς οι λέξεις αποτελούν μέρος της φαντασίας, δηλαδή συλ λαμβάνουμε πολλές μυθοπλασίες, αναλόγως του πόσο συγκεχυ μένα συντίθεται οι λέξεις στη μνήμη με αφορμή κάποια σωματι κή διάθεση, είναι αναμφίβολο ότι οι λέξεις, όπως και η φαντασία, μπορούν να είναι αιτία για πολλά και μεγάλα σφάλματα, εκτός αν καταβάλουμε μεγάλη προσπάθεια για να προφυλαχτούμε από αυτές. Να προσθέσουμε ότι σχηματίζονται καταπώς αρέσει στον όχλο και καταπώς καταλαβαίνει ο όχλος. Γι’ αυτό, είναι μόνο ση μεία των πραγμάτων έτσι όπως υπάρχουν στη φαντασία και όχι έτσι όπως υπάρχουν στη νόηση. Αυτό προκύπτει καθαρά από το γεγονός ότι σε όλα τα πράγματα τα οποία βρίσκονται μόνο στη νόηση και δεν βρίσκονται στη φαντασία έχουν συχνά επιβληθεί αρνητικά ονόματα, όπως ασώματο, άπειρο κλπ, και ότι επίσης εκ φράζουμε με τρόπο αρνητικό πολλά πράγματα τα οποία στην πραγματικότητα είναι θετικά, και αντίστροφα, όπως αδημιούρ γητο, ανεξάρτητο, άπειρο, αθάνατο κλπ, διότι ασφαλώς φαντα ζόμαστε πολύ πιο εύκολα τα αντίθετά τους. Γι’ αυτό εκείνα πα ρουσιάζονται κατ’ αρχάς στους πρώτους ανθρώπους και σφετε ρίζονται τα θετικά ονόματα. Επιβεβαιώνουμε και αρνούμαστε πολλά πράγματα διότι αυτές οι καταφάσεις και αυτές οι αρνήσεις είναι σύμφωνες με τη φύση των λέξεων και όχι με τη φύση των πραγμάτων- ούτως ώστε, αν το αγνοούμε αυτό, εκλαμβάνουμε εύκολα ως αληθές κάτι το οποίο είναι ψευδές».26 Όποιος θα ήθελε, κατά τον εγελιανό τρόπο, να ερμηνεύσει την ακαθοριστία της σπινοζικής υπόστασης με την έννοια μιας άρνη26. Spinoza, T ra c ta tu s de Intellectus E m e n d a tio n e , § 88.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
225
σης της άρνησης (καθορισμός = περιορισμός· ακαθοριστία = κα τάργηση του περιορισμού), θα έπρεπε λοιπόν να το κάνει για δι κό του λογαριασμό. Θα υπέπιπτε τότε σε μια αμιγώς λεκτική θεωρησιολογία. Είναι αλήθεια ότι ο Hegel και ο Spinoza υιοθετούν επίσης αποκλίνουσες θέσεις σε σχέση με το ερώτημα για τη φύση της γλώσσας: ο Hegel δεν θα μπορούσε να δεχτεί ότι η διάταξη των λέξεων, καθώς υπόκειται σε αμιγώς σωματικούς νόμους, βρί σκεται κατ’ επέκταση έξω από τη λειτουργία της ορθολογικής τάξης της σκέψης. Επομένως, τα πράγματα είναι εντελώς σαφή από την πλευρά του Spinoza: η έννοια της ακαθοριστίας είναι αυτή καθ’ εαυτήν, invito vocabulo, θετική. Σημαίνει όμως αυτό ότι η έννοια του κα θορισμού, που φαινομενικά αποτελεί το άμεσο αντίθετό της, εί ναι κατ’ ανάγκην αρνητική; Μήπως αυτή η αντίθεση θα έπρεπε ακριβώς να αποδοθεί στη φαντασία που στοχάζεται πάνω σε λέ ξεις και δεν βλέπει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι; Πράγματι, ο Spinoza δεν χρησιμοποιεί τον όρο determinatio μόνο με την έννοια ενός περιορισμού, του οποίου οι συνεπαγωγές είναι αρνητικές. Αυτό ακριβώς γίνεται φανερό από τον ορισμό 7 του πρώτου μέρους της Ηθικής: «Λέγεται ελεύθερο εκείνο το πράγμα που υπάρχει σύμφωνα μόνο με την αναγκαιότητα της φύ σης του και καθορίζεται (determinatur) να δρα από τον εαυτό του μόνο’ αντιθέτως, [λέγεται] αναγκαίο, ή μάλλον εξαναγκασμένο, εκείνο που καθορίζεται (determinatur) από κάποιο άλλο να υπάρ χει και να παράγει ένα αποτέλεσμα σύμφωνα με έναν βέβαιο και καθορισμένο (determinata) λόγο». Από την οπτική γωνία που μας απασχολεί, αυτή η φράση κομίζει μια πολύ καίρια υπόδειξη, διότι εφαρμόζει την ιδέα του καθορισμού τόσο στην πραγματικό τητα της υπόστασης όσο και στην πραγματικότητα των τρόπων: η ελευθερία που ανήκει στην causa sui δεν συνίσταται στην αδιά φορη και αυθαίρετη δραστηριότητα ενός όντος που δεν θα καθο ριζόταν από καμία άλλη αιτία να δράσει, κατά τον τρόπο αυτού του ακατανόητου Θεού του οποίου οι πρωτοβουλίες υποβαστά
226
HEGEL H SPINOZA
ζουν όλο το οικοδόμημα της καρτεσιανής φιλοσοφίας. Ο Θεός δεν είναι λιγότερο καθορισμένος να δρα σε σύγκριση με τα πράγ ματα που εξαρτώνται από αυτόν: και μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ακόμα περισσότερο καθορισμένος, στον βαθμό που συγκεντρώνει μέσα του όλες τις τελειότητες. Επομένως, η ακαθόριστη υπόσταση δεν είναι ελεύθερη από κάθε καθορισμό, αλλά αντιθέτως καθορίζεται από μια αιτία ή έναν λόγο αναγκαί ου χαρακτήρα, που είναι η ίδια η φύση της. Όλα αυτά γίνονται τελείως σαφή αν θυμηθούμε ότι η δρά ση της ελεύθερης αιτίας που αυτοπαράγεται (φύουσα φύση) δεν διαφέρει σε τίποτα από την αιτιακή δράση που εκτελείται στα πράγματα τα οποία δεν έχουν την αιτία τους μέσα τους (πεφυκυία φύση). Αλλά πρόκειται για μία και την αυτή πράξη: ο Θεός δεν αυτοπαράγεται πουθενά αλλού παρά μόνο μέσα στις διαθέσεις του. Αν δεν υπήρχε κανένας καθορισμός στον Θεό, τότε θα αμφισβητούνταν η ύπαρξη τόσο των πραγμάτων όσο και η δική του. Πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι ο Θεός είναι για τα ενικά πράγματα αιτία, όχι μόνο στον βαθμό που υπάρχουν, αλλά και στον βαθμό που παράγουν αποτελέσματα αυτά τα ίδια, γεγονός που σημαίνει ότι καθορίζονται καθ’ ολοκληρίαν στον Θεό: «Ένα πράγμα που είναι καθορισμένο να παράγει κάποιο αποτέλεσμα έχει κατ’ αναγκαιότητα καθοριστεί κατ’ αυτόν τον τρόπο από τον Θεό' και εκείνο που δεν έχει καθοριστεί από τον Θεό δεν μπορεί να καθορίσει τον εαυτό του να παράγει ένα αποτέλε σμα».27 Η αλληλουχία των πεπερασμένων καθορισμών, που ξεδι πλώνεται επ’ άπειρον, είναι επομένως αυτή η ίδια πλήρως καθο ρισμένη στον Θεό, και γι’ αυτό δεν αποδέχεται μέσα της καμία ενδεχομενικότητα, δηλαδή καμία ακαθοριστία. Συνάγεται ότι, σε σύνδεση με την ιδέα μιας αιτιότητας που είναι ταυτόσημη στον Θεό και σε ό,τι εξαρτάται από αυτόν, η έν27. Spinoza, Η θ ικ ή , πρώτο μέρος, πρόταση 26.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
227
νοια του καθορισμού έχει μια ουσιωδώς θετική χρήση, διότι η παραγωγή ενός αποτελέσματος δεν μπορεί κατά κανέναν τρόπο να συνιστά σημάδι ατέλειας: «Αυτό από το οποίο τα πράγματα καθορίζονται να παράγουν κάποιο αποτέλεσμα είναι κατ’ ανα γκαιότητα κάτι θετικό, όπως είναι αυτονόητο».28 Λύεται έτσι ο δεσμός που ενώνει την έννοια του καθορισμού με την έννοια της άρνησης. Αραγε, αυτό σημαίνει ότι η έννοια του καθορισμού, έτσι όπως λειτουργεί στο σύστημα του Spinoza, είναι αμφίσημη, εφόσον παραπέμπει σε πληθώρα χρήσεων που εξάλλου είναι αντιφατι κές; Αντιθέτως, δεν είναι εξόχως χαρακτηριστικό ότι ο Spinoza χρησιμοποιεί τον ίδιο όρο για να δηλώσει την άπειρη αιτιότητα που ασκείται από την υπόσταση και την πεπερασμένη αιτιότητα που εκτελείται εντός των τρόπων, υποδεικνύοντας έτσι ότι δεν πρόκειται για δύο ανεξάρτητα φαινόμενα; Συνεπώς, αν η έννοια του καθορισμού μπορεί να ληφθεί συγχρόνως με θετική και με αρνητική σημασία, τούτο συμβαίνει επειδή μέσα της απορρίπτει την παραδοσιακή αντίθεση του θετικού και του αρνητικού. Ιδού λοιπόν που βρισκόμαστε εκ νέου πολύ κοντά στον Hegel, έχο ντας όμως ακολουθήσει έναν δρόμο τελείως διαφορετικό από εκείνον του Hegel. Αν η λειτουργία της έννοιας του καθορισμού στον Spinoza εκμηδενίζει την παραδοσιακή αντίθεση του θετι κού και του αρνητικού, δεν το κάνει επειδή την «υπερβαίνει», ή επειδή την «επιλύει» ως ορθολογική αντίφαση, αλλά απλούστατα επειδή την αγνοεί. Σε αυτήν την κίνηση εμφανίζεται μια «δια λεκτική» η οποία ασφαλώς δεν συμπίπτει με εκείνη του Hegel: είναι όμως αυτό επαρκής λόγος για να πούμε ότι δεν πρόκειται εν γένει για διαλεκτική;
28. Spinoza, Η θ ικ ή , πρώτο μέρος, απόδειξη της πρότασης 26.
228
HEGEL Ή SPINOZA
Οι άπειροι τρόποι Σύμφωνα με ορισμένες από τις προηγούμενες διατυπώσεις, θα μπορούσε κανείς να πιστέψει ότι η σχέση της υπόστασης με τις διαθέσεις της αναπαράγει τη σχέση που διατηρεί η υπόσταση με τα κατηγορήματά της: τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίπτω ση, τόσο σε οριζόντια όσο και σε κάθετη κατεύθυνση, θα λέγαμε, επανέρχεται ο ίδιος τύπος ενότητας, που ενσωματώνει μια δια φορετικότητα και συγχρόνως της προσφέρει την ορθολογικότητά της. Αραγε, δεν συνάγεται ότι αυτή η ενότητα είναι η μορφική ενότητα μιας διαδικασίας που ανάγει στο ίδιο κάθε πραγματικό τητα, συγκεχυμένα, αγνοώντας και διαγράφοντας τις ενεργώς πραγματικές αρθρώσεις της; Για να απαντήσουμε σε αυτήν την ένσταση, χρειάζεται να προσδιορίσουμε επαρκέστερα το πέρα σμα από το απόλυτο στο σχετικό, μέσω του οποίου συντελείται η εξωτερίκευση της υπόστασης ή ο καθορισμός της. Η πιο χαρακτηριστική πλευρά αυτού του περάσματος αντι προσωπεύεται από την εκπληκτική θεωρία των άπειρων τρόπων που εμφανίζεται στις προτάσεις 21, 22, 23 και στο σχόλιο της πρότασης 28 του πρώτου μέρους της Η&κ^ς, που παρουσιάζει, με ακραία λακωνικότητα, τα μέσα με τα οποία το άπειρο δρα εντός του πεπερασμένου. Το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουν άπει ροι τρόποι αποδεικνύει ότι η απειρία δεν ανήκει αποκλειστικά στην υπόσταση και στα κατηγορήματά της, οπότε, αντιθέτως, οι τρόποι, δηλαδή τα άτομα, θα παρέμεναν εγκλωβισμένα στην περατότητά τους, καθώς θα είχαν σφραγιστεί έτσι με έναν αυστηρά αρνητικό τρόπο, όπως ο Hegel προσποιείται ότι πιστεύει: όπως είδαμε, δεν υπάρχουν δύο τάξεις πραγματικότητας, αφενός μία υποστασιακή και άπειρη και αφετέρου μία τροπική και πεπερα σμένη, αλλά μία και μόνη πραγματικότητα συνεχής και αδιαίρε τη, καθορισμένη από έναν μοναδικό νόμο αιτιότητας, στο πλαί σιο του οποίου το πεπερασμένο και το άπειρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένα. Οι άπειροι τρόποι είναι, θα λέγαμε, ο τόπος όπου
OMNIS DETERM1NATIO EST NEGATIO
229
συνάπτεται αυτή η ενότητα, όπου τελείται ο μετασχηματισμός, ή επίσης ο καθορισμός, του απείρου εντός του πεπερασμένου. Πράγματι, οι άπειροι τρόποι ορίζονται κατ’ αρχάς από τη με ταβατική λειτουργία τους: παρουσιάζονται ως ενδιάμεσοι όροι που διασφαλίζουν ένα είδος συμφιλίωσης ανάμεσα στην άπειρη υπόσταση και τους πεπερασμένους τρόπους. Αυτό φαίνεται να υποδεικνύει το σχόλιο της πρότασης 28: «Ορισμένα πράγματα πρέπει να έχουν παραχθεί άμεσα από τον Θεό, δηλαδή όσα έπονται κατ’ αναγκαιότητα από την απόλυτη φύση του και, με τη μεσολάβηση αυτών των πρώτων, άλλα, τα οποία όμως δεν μπο ρούν ούτε να υπάρχουν ούτε να συλληφθούν χωρίς τον Θεό» (Ηθική, πρώτο μέρος). Αυτή η φαινομενική εντύπωση ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τον διχασμό που διενεργεί ο Spinoza στο εσωτερικό των ίδιων των άπειρων τρόπων, όταν προτείνει μια διάκριση ανάμεσα σε άμεσο άπειρο τρόπο, ο οποίος πηγάζει από την απόλυτη φύση κάθε κατηγορήματος και την εκφράζει άμεσα (Ηθική, πρώτο μέρος, πρόταση 21), και σε έμμεσο άπειρο τρόπο, ο οποίος εκπορεύεται από τα κατηγορήματα, καθόσον εί ναι ήδη τροποποιημένα (Ηθική, πρώτο μέρος, πρόταση 22). Αυ τή η εσωτερική διαίρεση μοιάζει να επιβεβαιώνει τη λειτουργία που ανατίθεται στον άπειρο τρόπο στο πλαίσιο της συνολικής οικονομίας του συστήματος, καθώς προσφέρει τα μέσα για ένα βαθμιαίο πέρασμα, εν είδει συνεχούς εξέλιξης, που οδηγεί από το απόλυτο στο σχετικό. Πρέπει επίσης να πούμε ότι είναι το κατεξοχήν σημείο όπου το σπινοζικό σύστημα παρουσιάζεται ως μορ φική κατασκευή, που πολλαπλασιάζει τις αφηρημένες έννοιες για να επιλύσει τις δυσκολίες που γεννιούνται από την ανάπτυξη του ίδιου του συλλογισμού του· ωστόσο, αυτές οι έννοιες, που ασφαλώς θα άξιζε να εκτεθούν με μεγαλύτερη σαφήνεια από εκείνη με την οποία παρουσιάζονται στο πρώτο μέρος της Ηθι κής, είναι πράγματι τόσο αφηρημένες όσο φαίνονται; Είναι όντως σύμφωνες με τη λειτουργία με βάση την οποία τις ορίσαμε μόλις τώρα;
HEGEL Ή SPINOZA
230
Διότι αν διατηρήσουμε αυτόν τον προσδιορισμό, που ούτε λί γο ούτε πολύ μετατρέπει τον άπειρο τρόπο σε τεχνητή διαδικα σία για να πραγματοποιηθεί μια μετάβαση από την υπόσταση προς τις διαθέσεις της, θυμίζοντας τον μεσαίο όρο στο πλαίσιο ενός τυπικού συλλογισμού, τότε βλέπουμε να επανεμφανίζεται η ιδέα -την οποία θεωρήσαμε ότι έχουμε αποκλείσει- μιας ιεραρχί ας των όντων, που μετατρέπει τον σπινοζισμό σε παραλλαγή του νεοπλατωνισμού: επιβεβαιώνεται τότε η ερμηνεία με όρους φθίνουσας πορείας που προτείνει ο Hegel για το πέρασμα από το απόλυτο στο σχετικό, μέσω του οποίου το άπειρο αποδυναμώνε ται, εξαντλείται στο πεπερασμένο, μέχρις ότου εξαφανιστεί τε λείως μέσα του. Εξάλλου, γράφει ο Spinoza: omnia quamvis diversis gradibus animata tarnen sunt,29 «όλα τα πράγματα, καίτοι σε διαφορετικό βαθμό, είναι εντούτοις έμψυχα». Αραγε, δεν πρό κειται για ένδειξη του κατ’ ουσίαν διαδικασιακού χαρακτήρα της πραγματικότητας η οποία προχωρά, ή αντιθέτως οπισθοχωρεί, στο επίπεδο του είναι, από ένα μέγιστο σε ένα ελάχιστο, περνώ ντας με συνεχή τρόπο από όλα τα ενδιάμεσα στάδια, ένα πέρα σμα που ακριβώς συνοψίζουν οι άπειροι τρόποι με τη μεταβατική λειτουργία τους; Ωστόσο, αν δεχτούμε μια τέτοια ερμηνεία, οδη γούμαστε επίσης στο να επανεισαγάγουμε στο σπινοζικό σύστη μα έναν «αριστοτελισμό χωρίς Αριστοτέλη», σύμφωνα με μια παράξενη έκφραση του Μ. Gueroult,30 και επίσης την ιδέα μιας εμμενούς εσωτερικής τελικής σκοπιμότητας,31 δηλαδή ενός κα ντιανισμού χωρίς Kant, και γιατί όχι ακόμα μια μεταφυσική της ολότητας, δηλαδή έναν εγελιανισμό χωρίς Hegel: τότε είναι ορ θάνοιχτη η πόρτα, όπως βλέπουμε, για όλες τις συσχετίσεις, για όλες τις συγχύσεις, για όλες τις αλλοιώσεις που καταργούν απλά
29. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, σχόλιο της πρότασης 13. 30. Μ. Gueroult, Spinoza, τ. II: Lame, Aubier-Montaigne, Παρίσι 1974, σ. 177. 31. Στο ίδιο, σ. 188.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
231
και καθαρά την ιδιαίτερη δραστικότητα του σπινοζικού συλλογι σμού. Θα δούμε ότι τέτοιες ερμηνείες πρέπει να αναιρεθούν απο λύτως. Προς το παρόν, πρέπει να επιστρέψουμε στη θεωρία των άπειρων τρόπων και στη διάκριση ανάμεσα στον άμεσο άπειρο τρόπο και τον έμμεσο άπειρο τρόπο, διότι ακριβώς βοηθούν να εξαλειφθούν τέτοιες αντιλήψεις. Όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η έννοια των άπειρων τρόπων, έτσι όπως εμφανίζεται στην Ηθική, είναι εξόχως αινιγματική. Αυ τό ακριβώς ώθησε κάποιον αλληλογράφο του Spinoza να του ζητήσει ορισμένες επεξηγήσεις, ώστε να δώσει ένα περιεχόμενο σε αυτήν την έννοια: « [...] θα ήθελα παραδείγματα από πράγμα τα που έχουν παραχθεί άμεσα από τον Θεό και από πράγματα που έχουν παραχθεί έμμεσα μέσω μιας άπειρης τροποποίησης* νομίζω ότι στο πρώτο είδος ανήκουν η σκέψη και η έκταση, στο δεύτερο η νόηση εντός της σκέψης και η κίνηση εντός της έκτα σης κλπ».32 Το λάθος που διαπράττεται εδώ, καθώς οι άμεσοι άπειροι τρόποι εξομοιώνονται με τα ίδια τα κατηγορήματα, είναι εξόφθαλμο, αλλά επιβεβαιώνει τη δυσκολία του προβλήματος που πρέπει να επιλυθεί. Η απάντηση του Spinoza δίνεται άνευ σχολίων, με την τραχύτητα μιας διαπίστωσης: «Ιδού τα παρα δείγματα που μου ζητάτε: για το πρώτο είδος είναι, στην τάξη της σκέψης η απολύτως άπειρη νόηση* στην τάξη της έκτασης η κί νηση και η ηρεμία* για το δεύτερο είδος είναι το σχήμα όλου του σύμπαντος (facies totius universi) που παραμένει πάντα ίδιο, μο λονότι ποικίλλει σύμφωνα με μια απειρία τρόπων: συμβουλευ τείτε ως προς αυτό το σχόλιο στο λήμμα 7 πριν από την πρόταση 14, στο δεύτερο μέρος».33 Θα παραμερίσουμε εδώ την ανωμαλία που προκάλεσε το ενδιαφέρον όλων των σχολιαστών: ενώ ο Spinoza δίνει παραδείγματα για τον άμεσο άπειρο τρόπο σε σχέ ση με τα δύο κατηγορήματα της σκέψης και της έκτασης, από 32. Επιστολή 63 του Schuller στον Spinoza. 33. Επιστολή 64 του Spinoza στον Schuller.
232
HEGEL Ή SPINOZA
την άλλη δίνει μόνο ένα παράδειγμα για τον έμμεσο άπειρο τρό πο, το «faciès totius universi», που προφανώς αφορά την έκταση. Για να προσδιορίσουμε τις εν λόγω έννοιες, θα περιοριστούμε εμείς οι ίδιοι στην περίπτωση της έκτασης, δηλαδή στο αυστηρό πρόβλημα της φυσικής, διότι πρέπει να ισχύει και για όλες τις άλλες περιπτώσεις. Σε αυτήν τη συγκεκριμένη περίπτωση, η σχέση του απολύτου με το σχετικό παρουσιάζεται με βάση τις ακόλουθες διακρίσεις: έκταση κίνηση και ηρεμία facies totius universi ενικά σώματα (άτομα)
/ υποστασιακό κατηγόρημα / άμεσος άπειρος τρόπος / έμμεσος άπειρος τρόπος / πεπερασμένοι τρόποι
Αραγε, αυτές οι διακρίσεις οδηγούν στην αναπαράσταση μιας ιε ραρχίας μορφών, που εντάσσουν κάθε πραγματικότητα στην υπόσταση, που αυτή η ίδια θα ήταν μια απόλυτη και ύστατη μορ φή, τοποθετημένη πάνω και πέρα από όλες τις άλλες και επιβάλ λοντας σε αυτές τον καθορισμό της; Σε μια τέτοια περίπτωση θα είχαμε προφανώς επιστρέφει στην οπτική γωνία της φαντασίας. Τι θέλει να πει ο Spinoza όταν καθιστά την κίνηση και την ηρεμία τον άμεσο άπειρο τρόπο της έκτασης; Τίποτε άλλο πέρα από το εξής: η υποστασιακή πραγματικότητα της έκτασης εκ φράζεται απολύτως στην κίνηση και την ηρεμία, δηλαδή σε μια ορισμένη σχέση (certa ratione) κίνησης και ηρεμίας. Αυτή η ιδέα μπορεί να διαβαστεί ποικιλοτρόπως: η έκταση δεν μπορεί να νο ηθεί έξω από αυτήν τη σχέση κίνησης και ηρεμίας που τη διαπνέει· είναι δε σαφές ότι αυτό που απορρίπτεται εδώ είναι η καρτεσι ανή αντίληψη μιας αδρανούς έκτασης, η οποία θα οριζόταν απο κλειστικά από γεωμετρικές ιδιότητες, ως επέκταση, και στην οποία η κίνηση θα έπρεπε να προστεθεί εκ των έξω, με τη μορφή μιας καθορισμένης ποσότητας κίνησης που πρέπει να διατηρηθεί ταυτόσημη με την αρχική ώθησή της. Ωστόσο, ο Spinoza θέλει
ΟΜΝΉ ΟΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ ΕδΤ ΝΕβΑΤΙΟ
233
επίσης να πει πως οτιδήποτε παράγεται στην έκταση εξηγείται από τη σχέση κίνησης και ηρεμίας, η οποία συνιστά κατά κάποιον τρόπο τον θεμελιώδη νόμο της. Αυτό ακριβώς εξηγεί με μεγάλη σαφήνεια ένα χωρίο της Σύντομης πραγματείας: «Αν [...] εξετάσουμε μόνο την έκταση, τότε δεν αντιλαμβανόμα στε σε αυτήν τίποτε άλλο εκτός από Κίνηση και Ηρεμία, από τις οποίες βρίσκουμε ότι σχηματίζονται όλα τα αποτελέσματα που προκύπτουν από την έκταση· και αυτοί οι δύο τρόποι είναι τέ τοιοι μέσα στο σώμα ώστε κανένα άλλο πράγμα εκτός από αυ τούς δεν μπορεί να του επιφέρει κάποια αλλαγή» (δεύτερο μέ ρος, κεφ. 19). Η Ηθική επαναλαμβάνει αυτήν την αντίληψη, με τη διαφορά ότι πλέον η κίνηση και η ηρεμία δεν θεωρούνται διακριτοί τρόποι: σύμφωνα με το λήμμα 2 της πρότασης 13 (δεύτερο μέρος), «όλα τα σώματα συμφωνούν σε ορισμένα πράγματα», δηλαδή έχουν κοινές ιδιότητες καθόσον εντυλίσσουν την έννοια ενός κοινού κατηγορήματος, της έκτασης, που εκφράζεται άμεσα στη σχέση της κίνησης και της ηρεμίας. Αποδεικνύεται έτσι, γενετικά, η καθολικότητα των νόμων της φύσης και η δυνατότητα της γνώσης αυτών: αν οτιδήποτε υπάρχει στην έκταση εξηγείται από την κί νηση και την ηρεμία, τούτο συμβαίνει επειδή η έκταση παράγει, καθώς αυτοπαράγεται με αυτόν τον τρόπο, μια ορισμένη σχέση κίνησης και ηρεμίας, επειδή δρα και επιβεβαιώνεται καταφατικά μέσα σε αυτήν τη σχέση, που την αντιπροσωπεύει απολύτως, δη λαδή χωρίς κανέναν ενδιάμεσο όρο και χωρίς κανέναν περιορι σμό. Οι νόμοι της φύσης, οι οποίοι εκφράζουν αυτήν τη σχέση της κίνησης και της ηρεμίας, είναι απερίσταλτοι στον βαθμό που απορρέουν άμεσα από την υπόσταση: αποτελούν ένα είδος απροϋπόθετου, που χρησιμεύει ως βάση για τη μελέτη όλων των φυσι κών φαινομένων. Μπορεί τότε να αναρωτηθεί κανείς από ποια άποψη είναι
234
HEGEL H SPINOZA
τροπική αυτή η αναλογία, στην οποία εκφράζεται άμεσα το εκτεινόμενο κατηγόρημα: άραγε, δεν είναι το ίδιο το κατηγόρη μα, θεωρούμενο στην εσωτερική αιτιότητά του, στην εμμενή αυτοσχεσία του; Ωστόσο, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αυτονόητη: η αναλογία είναι κατ’ αναγκαιότητα τροπική, στον βαθμό ακριβώς που είναι αναλογία, δηλαδή στον βαθμό που κα θορίζεται από μια ορισμένη σχέση (certa ratione), η οποία μας υποχρεώνει να τη διακρίνουμε από την απεριόριστη και ακαθό ριστη υπόσταση. Αυτό που συνιστά τότε πρόβλημα είναι η δυνα τότητα του ακαθόριστου να εκφραστεί απολύτως και άμεσα σε έναν καθορισμό, ο οποίος είναι -αυτό είναι αλήθεια- άπειρος και άρα δεν μπορεί να εντοπιστεί. Δεν είναι βέβαιο ότι οι σπινοζικές έννοιες επιτρέπουν να επιλυθεί αυτή η δυσκολία, σίγουρα όμως επιτρέπουν να αντιμετωπιστεί: φαίνεται λοιπόν τότε ότι, με βάση τη λογική του συστήματος, ο καθορισμός δεν συνιστά στέρηση, δεν συνιστά άρνηση του ακαθόριστου, και γι’ αυτό ακριβώς κάθε καθορισμός δεν είναι κατ’ αναγκαιότητα και αποκλειστικά πεπε ρασμένος. Omnis determinatio non est negatio. Ας δούμε τώρα τι συμβαίνει με τον έμμεσο άπειρο τρόπο, facies totius universi, δηλαδή τη σωματική φύση εννοούμενη με όρους συνόλου. Πρέπει να επισημανθεί ότι πρόκειται για αμφίσημη έννοια, διότι ο Spinoza την παρουσιάζει με διαφορετικούς, ακόμα και αντίστροφους, τρόπους, ανάλογα με τα κείμενα: πράγματι, άλλοτε την ορίζει γενετικά σύμφωνα με την αιτία της, η οποία κατ’ αναγκαιότητα είναι όπως και αυτή άπειρη· άλλοτε τη συγκροτεί, ή μάλλον θα έπρεπε να πούμε την κατασκευάζει, με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνει, δηλαδή τους πεπερασμέ νους καθορισμούς που «ολοποιεί». Ποια από τις δύο κινήσεις εί ναι εντελής προς τη φύση του έμμεσου άπειρου τρόπου; Αν ακολουθήσουμε τις προτάσεις 22 και 23 του πρώτου μέ ρους της Ηθικής, ο έμμεσος άπειρος τρόπος έπεται κατ’ αναγκαι ότητα από ένα κατηγόρημα στον βαθμό που αυτό το κατηγόρη μα τροποποιείται από μια τροποποίηση η οποία, από τη φύση
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
235
του συγκεκριμένου κατηγορήματος, υπάρχει κατ’ αναγκαιότητα. Με αυτήν την έννοια, το σχήμα του σύμπαντος, εννοούμενου ως συνόλου, είναι αυτός ο άπειρος καθορισμός που έπεται από το κατηγόρημα της έκτασης στον βαθμό που είναι ήδη τροποποιη μένο από την τροποποίηση η οποία έπεται κατ’ αναγκαιότητα από τη φύση του, δηλαδή μια ορισμένη αναλογία κίνησης και ηρεμίας. Αυτό σημαίνει ότι από την έκταση, εννοούμενη κατ’ απόλυτο τρόπο, εκπορεύονται ορισμένοι νόμοι κίνησης, και ότι αυτοί οι νόμοι εφαρμόζονται στη σωματική φύση, εννοούμενη ως σύνολο, της οποίας, κατά κάποιον τρόπο, οριοθετούν το συ νολικό σχήμα. Facies totius universi είναι επομένως εκείνο που συνάγεται από την ίδια την υπόσταση διαμέσου της έκτασης και των νόμων της φύσης που την εκφράζουν άμεσα, δηλαδή το σύ νολο των σωματικών φαινομένων στον βαθμό που υπόκεινται στους νόμους της κίνησης και της ηρεμίας. Ωστόσο, ο παραγωγικός συλλογισμός που κατευθύνεται εδώ από το άπειρο στο άπειρο σταματά σε αυτό ακριβώς το σημείο, όπως διευκρινίζει η πρόταση 28, που παρουσιάζει με ποιον τρόπο καθορίζονται οι πεπερασμένοι τρόποι, όχι από το άπειρο, αλλά στο πλαίσιο της δικής τους εσωτερικής αλληλουχίας: «Κάθε ενικό πράγμα, με άλλα λόγια κάθε πράγμα το οποίο είναι πεπερασμένο και έχει καθορισμένη ύπαρξη, δεν μπορεί ούτε να υπάρχει ούτε να καθοριστεί να παράγει κάποιο αποτέλεσμα αν δεν καθοριστεί να υπάρχει και να παράγει αυτό το αποτέλεσμα από μια άλλη αιτία, που και αυτή επίσης είναι πεπερασμένη και έχει καθορισμένη ύπαρξη· και με τη σειρά της, αυτή η αιτία, ομοίως, δεν μπορεί να υπάρχει ούτε να έχει καθοριστεί να παρά γει ένα αποτέλεσμα αν δεν έχει καθοριστεί να υπάρχει και να παράγει αυτό το αποτέλεσμα από μια άλλη αιτία, που και αυτή επίσης είναι πεπερασμένη, και έχει καθορισμένη ύπαρξη, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον».
236
HEGEL Ή SPINOZA
Αυτή η πρόταση, που διατυπώνεται εδώ με απολύτως γενικό τρόπο, θα χρησιμοποιηθεί στο δεύτερο μέρος της Ηθικής στην περίπτωση των τρόπων της σκέψης (πρόταση 9) και ακολούθως στην περίπτωση των τρόπων της έκτασης (λήμμα 3 της πρότα σης 13). Εκπορεύεται άμεσα από τον ορισμό των πεπερασμένων τρόπων που διατυπώνεται στην αρχή του πρώτου μέρους της Ηθικής: «Λέγεται πεπερασμένο στο γένος του το πράγμα που μπορεί να περιοριστεί από ένα άλλο της ίδιας φύσης» (ορισμός 2). Εδώ όμως τεκμηριώνεται διαφορετικά, με μια απόδειξη που γίνεται μέσω αποκλεισμού: τα πεπερασμένα ενικά πράγματα δεν γίνεται να έχουν παραχθεί ούτε από την απόλυτη φύση κάποιου κατηγορήματος του Θεού, ούτε από αυτό το κατηγόρημα στον βαθμό που έχει επηρεαστεί από μια άπειρη τροποποίηση, και γι’ αυτό ακριβώς πρέπει να προέρχονται από έναν πεπερασμένο τρόπο, που είναι η αιτία τους και ο οποίος εξαρτάται από έναν άλλον πεπερασμένο τρόπο, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον. Επο μένως, βλέπουμε να επανεμφανίζεται εδώ ένα είδος τομής ανά μεσα στο άπειρο και το πεπερασμένο: από το άπειρο συνάγεται μόνο άπειρο, και το πεπερασμένο δεν μπορεί αυτό το ίδιο να συναχθεί παρά μόνο από το πεπερασμένο. Διαλύεται τότε η ιδέα μιας πομπής των όντων, που προχωρά ή οπισθοχωρεί βαθμιαία από το απόλυτο προς το σχετικό περνώντας από όλα τα ενδιάμε σα στάδια. Με άλλα λόγια, ανάμεσα στη φύση, συνολικά εννο ούμενη, και τα ενικά πράγματα που γεμίζουν το σχήμα της με την καθορισμένη ύπαρξή τους δεν υπάρχει κάποιο συνεχές πέρα σμα, αλλά, αντιθέτως, διαχωρισμός. Σε αυτήν όμως την περίπτω ση δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση η ορθολογική παραδοχή της ενότητας της φύσης; Εκ πρώτης όψεως, ο διαχωρισμός περνά εδώ ανάμεσα σε άπειρες ουσίες και πεπερασμένες υπάρξεις. Αυτή η διάκριση εμ φανίζεται στο τέλος του Tractatus de Intellectus Emendatione, όπου ο Spinoza διακρίνει στην τάξη της φύσης «τη σειρά των με ταβαλλόμενων ενικών πραγμάτων» και «τη σειρά των σταθερών
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
237
και αιώνιων πραγμάτων» (§ 100). H πρώτη διαφεύγει από την ανθρώπινη γνώση λόγω του άπειρου πλήθους των περιστάσεων που τη συνθέτουν. Ας θυμηθούμε εδώ τον φανταστικό διάλογο από το παράρτημα του πρώτου μέρους της Ηθικής, ο οποίος φέρνει αντιμέτωπους τους οπαδούς της τελοκρατίας με όσους θέλουν να αντικρίσουν τα πράγματα ως έχουν, στην εμμενή ανα γκαιότητά τους: κάποιος πεθαίνει εξαιτίας μιας πέτρας που πέ φτει από μια στέγη στο κεφάλι του* γιατί έπεσε η πέτρα; Επειδή είχε αέρα τη στιγμή που περνούσε ο άνθρωπος. Γιατί όμως είχε αέρα εκείνη τη στιγμή; Επειδή είχε σηκωθεί την προηγούμενη, καθώς είχε ήδη αρχίσει να αναταράσσεται η θάλασσα, και επειδή ο άνθρωπος είχε προσκληθεί από φίλους, et caetera. Βλέπουμε να επανεμφανίζεται εδώ αυτή η επ’ άπειρον αναδρομή, η οποία, σύμφωνα με την πρόταση 28 του πρώτου μέρους, συνδέει κατ’ αλληλουχία όλους τους πεπερασμένους καθορισμούς. Εξ ορι σμού, μια τέτοια αλληλουχία δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαί σιο μιας γνώσης, και γι’ αυτό ακριβώς οι θιασώτες της σύγχυσης την αρπάζουν σαν επιχείρημα και ανακαλύπτουν εκεί την επιβε βαίωση μιας κρυμμένης πρόθεσης, μέσω της οποίας αποκτά νόη μα όλη αυτή η ακολουθία συμβάντων πρόκειται για ένα νόημα μη αναγώγιμο σε οποιονδήποτε αυστηρά αιτιακό καθορισμό, ο οποίος δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει τη διαδοχή των συμβά ντων, αλλά απαιτεί την παρέμβαση τελικών αιτιών. Η φαντασία προβάλλει ακριβώς αυτούς τους τελικούς σκοπούς στο πέρας της απαρίθμησης των πεπερασμένων καθορισμών, την οποία κλείνει ιδεατά καθώς την ολοποιεί: αυτήν ακριβώς την αντίληψη εξαλείφει η σπινοζική έννοια του ενεργού απείρου, απαγορεύο ντας να κατασκευαστεί το άπειρο με βάση το πεπερασμένο. Για να μην αφήσουμε ελεύθερο το πεδίο στις αυταπάτες της φαντασίας, οι οποίες εγκαθίστανται σε αυτόν τον χώρο που έχει διανοιχτεί από την επ’ άπειρον αναδρομή, αυτό το et caetera που είναι το αληθινό άσυλο της άγνοιας, θα πρέπει να παραιτηθούμε από τη φιλοδοξία μιας εξαντλητικής γνώσης των ενικών πραγ-
238
HEGEL H SPINOZA
μάτων, δηλαδή της σφαιρικής αλληλουχίας τους, που εξ ορισμού είναι απρόσιτη: το άπειρο δεν γίνεται να γνωσθεί με βάση το πε περασμένο, μέσα από μια κίνηση ολοποίησης, ειδάλλως χάνει την ενδογενή αναγκαιότητά του για να μετατραπεί σε καθαρή δυνατότητα, δηλαδή σε μορφική μυθοπλασία. Ως εκ τούτου, πρέπει να περιοριστούμε στη γνώση των «σταθερών και αιώνι ων» πραγμάτων και των νόμων τους, στον βαθμό που «διέπουν την ύπαρξη και τη διάταξη των ενικών πραγμάτων»:34 με βάση αυ τούς τους νόμους μπορούν να γίνουν κατανοητά τα ενικά πράγ ματα, τουλάχιστον σε επαρκή βαθμό ώστε να μπορεί να υπερνικηθεί ο πειρασμός να ερμηνευθούν μέσω φαντασιακών τελικών σκοπών. Ακολούθως θα διερευνήσουμε τι είναι αυτά τα σταθερά και αιώνια πράγματα, για τα οποία ο Spinoza λέει επίσης ότι παρά τον ενικό χαρακτήρα τους συνιστούν είδη καθολικών. Προς στιγ μήν, ας συγκρατήσουμε κυρίως ότι δεν είναι δυνατόν -αλλιώς θα υποπέσουμε σε αδιόρθωτα σφάλματα- να συλλάβουμε το σύνο λο της σωματικής φύσης με βάση τους πεπερασμένους τρόπους τους οποίους συνδέει κατ’ αλληλουχία, μολονότι αυτοί οι πεπε ρασμένοι τρόποι καθορίζουν ο ένας τον άλλον επ’ άπειρον μέσω μιας αναγκαίας αλληλουχίας. Αντιθέτως, πρέπει να προσπαθή σουμε να γνωρίσουμε και να κατανοήσουμε αυτήν την τάξη του πεπερασμένου με βάση τους ουσιώδεις καθορισμούς, ίσως τους άπειρους τρόπους, που την καθιστούν κατανοητή. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κατευθυνθούμε από το πεπερα σμένο στο άπειρο όπως κάνει η φαντασία, αλλά ότι πρέπει να κινηθούμε αντίστροφα, σύμφωνα με την πραγματική αιτιακή τά ξη, από το άπειρο στο πεπερασμένο. Αραγε, μια τέτοια απαίτηση συνάδει με τον διαχωρισμό που αναγνωρίσαμε προηγουμένως ανάμεσα στα άπειρα πράγματα και τα πεπερασμένα πράγματα; Και επιπλέον, πώς γίνεται να παρουσιάζει ο Spinoza τη σωμα 34. Spinoza, T ra c ta tu s de In tellectu s E m e n d a tio n e , § 101.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
239
τική φύση, εννοούμενη συνολικά, με βάση τα σώματα που τη συ γκροτούν, στο πέρας μιας προοδευτικής πορείας στο άπειρο, όπως άλλωστε κάνει στο σχόλιο του λήμματος 7 της πρότασης 13 (Ηθική, δεύτερο μέρος); Για να κατανοήσουμε το νόημα αυ τού του χωρίου, χρειάζεται να εξετάσουμε από την αρχή τη σύ νοψη φυσικής που προτείνει ο Spinoza εν είδει προσθήκης σε αυτήν την πρόταση, προκειμένου να αντλήσουμε υποδείξεις σχε τικά με τη φύση και τη σύνθεση του ανθρώπινου σώματος. Σε μια πρώτη στιγμή, οι νόμοι της κίνησης εφαρμόζονται στα «απλούστερα σώματα» (entia simplicissima), μια έννοια στην οποία θα επανέλθουμε. Στη συνέχεια, οι ίδιοι νόμοι εφαρμόζο νται στα σύνθετα σώματα, δηλαδή τα άτομα, που σχηματίζονται από μια ένωση σωμάτων* πρέπει τότε να γίνουν πιο περίπλοκοι. Τέλος, στο σχόλιο στο οποίο αναφερόμαστε, ο Spinoza αναπτύσ σει αυτήν τη μεγέθυνση μέχρι το πέρας της, δηλαδή τη σωματική φύση εννοούμενη συνολικά, στον βαθμό που είναι, αυτή η ίδια, μια ένωση σωμάτων, καθορισμένη από αταλάντευτους νόμους, από τους οποίους δεν θα μπορούσε να αποκλίνει παρά μόνο από μια «κατ’ εξαίρεση συνδρομή του Θεού», δηλαδή από ένα θαύμα, του οποίου η αναγκαιότητα θα ήταν αδύνατον να αποδειχθεί. Η αναπαράσταση της φύσης που παρουσιάζεται με αυτόν τον τρό πο διασφαλίζεται με ένα πέρασμα στο όριο: «[...] και αν συνεχίσουμε έτσι επ’ άπειρον, εύκολα θα συλλάβουμε ότι ολόκληρη η φύση είναι ένα μόνο άτομο, του οποίου τα μέρη, δηλαδή όλα τα σώματα, ποικίλλουν με άπειρους τρόπους (modis infinitis), χωρίς καμία αλλαγή ολόκληρου του ατόμου». Ο Spinoza θέλει να πει εδώ ότι η σωματική φύση, την ίδια στιγμή που εμπεριέχει ανεξάντλητη ποικιλότητα καθορισμών, εντούτοις διατηρεί απαράλλαχτη μορφή, με την έννοια ότι υπόκειται πά ντα σε αταλάντευτους νόμους, οι οποίοι αποκλείουν κάθε κατ’ εξαίρεση παρέμβαση, όπως άλλωστε και κάθε τελική σκοπιμότη
240
HEGEL Ή SPINOZA
τα. Και σε αυτόν ακριβώς τον καθολικό καθορισμό (facies totius universi) αναφερόταν στην επιστολή 64 προς τον Schuller. Ωστόσο, πολλοί σχολιαστές αναζήτησαν σε αυτό το χωρίο επιβεβαίωση για μια βιταλιστική και οργανικιστική ερμηνεία του σπινοζικού συστήματος: γι’ αυτό ακριβώς ο Μ. Gueroult κάνει ο ίδιος λόγο για «αριστοτελισμό χωρίς Αριστοτέλη». Ας αναγνωρί σουμε ότι υπάρχει στο κείμενο του Spinoza μια πραγματική δυ σκολία: καθώς διατυπώνει για τον έμμεσο άπειρο τρόπο τον γε νετικό ορισμό από τον οποίο ξεκινήσαμε, αποκλείει τη δυνατό τητα να μπορεί αυτός να συντεθεί με βάση τους πεπερασμένους τρόπους, μέσω της ολοποίησής τους. Ωστόσο, στον βαθμό που αυτός ο ίδιος ο έμμεσος άπειρος τρόπος εμφανίζεται εδώ στο πέ ρας μιας άπειρης προοδευτικής πορείας, η οποία ενσωματώνει τα ενικά πράγματα σε μια ενότητα που είναι συγχρόνως ατομική και ολική, φαίνεται ότι αυτή η απαίτηση ανατρέπεται. Τα θετικά αποτελέσματα αυτής της ανατροπής είναι πασίδηλα: στον βαθμό που ο έμμεσος άπειρος τρόπος τοποθετείται στο σημείο συνά ντησης δύο αντίστροφων κινήσεων, εκ των οποίων η μία εκκινεί από το άπειρο και η άλλη από το πεπερασμένο, αποτελεί ακρι βώς τον προνομιακό τόπο της σύζευξής τους. Τότε όμως παράγονται και αρνητικά αποτελέσματα: την ίδια στιγμή που πραγμα τώνεται αυτή η συμφιλίωση, από την άλλη, η καθολική αρχή του ντετερμινισμού, που αποκλείει κάθε τελοκρατική αυταπάτη, αν δεν εκμηδενίζεται, τουλάχιστον υποβαθμίζεται κατά πολύ ως προς την εφαρμογή της· και επανεμφανίζεται τότε, μαζί με την ιδέα μιας εσωτερικής λογικής του όλου, πραγματωμένης στη Φύ ση εννοούμενη ως ένα μόνο άτομο, η ιδέα μιας εμμενούς τελικής σκοπιμότητας αυτού του όλου, η οποία είναι ακόμα περισσότερο επικίνδυνη από την ιδέα μιας τελικής σκοπιμότητας που προϋπο θέτει την καταφυγή σε μια υπερβατικότητα. Ας επιστρέφουμε στο σχόλιο του λήμματος 7.35 Καθώς ο 35. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 13.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
241
Spinoza περνά από τα απλούστερα σώματα, τα οποία δεν είναι άτομα [individus] (διότι αρνείται κάθε σωματιδιακή φιλοσο φία), στα σύνθετα σώματα και εν συνεχεία, οριακά, σε ολόκλη ρη τη φύση, εννοούμενη ως το σύνολο όλων των σωμάτων, και θεωρούμενη αυτή η ίδια ως Όλον, δίνει την εντύπωση ότι κατα σκευάζει μια ολότητα με βάση τα στοιχεία που τη συνθέτουν πραγματικά, στο πλαίσιο μιας προοδευτικά βαίνουσας ανάπτυ ξης. Πρόκειται όμως για παραπλανητική εντύπωση, διότι μια τέτοια κατασκευή είναι προφανώς αδύνατη. Κατά τη φαινομε νική κίνησή της, αυτή η κατασκευή ακολουθεί μέχρι τέλους την αλληλουχία των πεπερασμένων τρόπων που παρουσιάζει η πρόταση 28: προσφέρει ένα πραγματικό περιεχόμενο στο «και ούτω καθεξής επ’ άπειρον» με το οποίο ολοκληρώνεται αυτή η πρόταση. Ωστόσο, αυτή η ολοκλήρωση είναι πραγματικά αδύ νατη, στο επίπεδο των ίδιων των πεπερασμένων τρόπων, διότι, όπως δείξαμε, δεν μπορούμε να οδηγηθούμε από το πεπερα σμένο στο άπειρο. Δεν είναι όμως μόνο αυτό: όχι μόνο αυτή η προοδευτική πο ρεία δεν ολοκληρώνεται, αλλά και δεν ξεκινά ποτέ αληθινά. Τού το προκύπτει από τον πολύ ιδιαίτερο χαρακτήρα αυτών των «απλούστερων σωμάτων» με αφετηρία τα οποία ορθολογικοποιείται η κοινή τάξη της φύσης στη σύνοψη της φυσικής.36 Πράγμα τι, δεν πρόκειται για πρωτογενή υλικά στοιχεία στα οποία θα κατέληγε μια ανάλυση της σωματικής φύσης ή της έκτασης. Ο Spinoza αρνείται τα ά-τομα [atomes], που είναι απολύτως απλά σώματα, ή αδιαίρετα μέρη της έκτασης, διότι «δεν είναι λιγότερο παράλογο να υποθέτει κανείς ότι η σωματική υπόσταση συντίθε ται από σώματα ή από μέρη από το να υποθέτει ότι το σώμα συν τίθεται από επιφάνειες, οι επιφάνειες από γραμμές και τέλος οι γραμμές από σημεία»:37 ξαναβρίσκουμε εδώ τον ίδιο συλλογισμό 36. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, ως προσθήκη στην πρόταση 13. 37. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, σχόλιο της πρότασης 15.
242
HEGEL Ή SPINOZA
σύμφωνα με τον οποίο είναι αδύνατον να κατασκευαστεί το άπειρο από το πεπερασμένο, να παραχθεί κατά την κίνηση μιας προοδευτικής πορείας προς το άπειρο. Επομένως, η φύση περιέχει μόνο σύνθετα σώματα, ή άτομα, επειδή κάθε πεπερασμένος τρόπος καθορίζεται από μια άπειρη αλληλουχία αιτιών αυτό σημαίνει ότι κάθε πεπερασμένος καθο ρισμός είναι επίσης άπειρος, τόσο από την άπειρη δύναμη της εμμενούς αιτίας του, που είναι η ίδια η υπόσταση, όσο και από την άπειρη πολλαπλότητα των μεταβατικών αιτιών του. Αυτό εκφράζει λόγου χάρη το αξίωμα 4 του δεύτερου μέρους της Ηθι κής: «Αισθανόμαστε ότι ένα σώμα επηρεάζεται με πολλούς τρό πους». Το εν λόγω αξίωμα παρεμβαίνει στην απόδειξη της πρό τασης 51 του τρίτου μέρους: «Το ανθρώπινο σώμα επηρεάζεται με πάρα πολλούς τρόπους από τα εξωτερικά σώματα». Ωστόσο, μοιράζεται αυτήν την ιδιότητα με όλα τα «σώματα» και οριακά με όλα τα «πράγματα». Συνεπώς, η έκφραση «certa ac determinata ratione», η οποία προσδιορίζει στο πλαίσιο του σπινοζικού λό γου οτιδήποτε υπάρχει με τη μορφή της περατότητας, δεν παρα πέμπει στην ιδέα ενός στοιχειώδους, μοναδικού καθορισμού, ο οποίος θα μπορούσε ως τέτοιος να απομονωθεί, αλλά στην ιδέα ενός σύνθετου καθορισμού, που εμπεριέχει, αυτός ο ίδιος, απει ρία καθορισμών: «Αν υπήρχε στη Φύση κάποιο πράγμα που δεν θα αλληλεπιδρούσε με τα άλλα, και επίσης αν υπήρχε μια αντικειμενική ου σία αυτού του πράγματος, που θα έπρεπε να συμφωνεί απολύ τως με τη μορφική ουσία του, τότε αυτή η αντικειμενική ουσία δεν θα αλληλεπιδρούσε καθόλου με τις άλλες ιδέες, δηλαδή δεν θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε τίποτα για αυτήν. Και αντιθέτως, τα πράγματα που αλληλεπιδρούν με τα άλλα, όπως είναι όλα τα πράγματα που υπάρχουν στη Φύση, θα είναι κατα νοητά και οι αντικειμενικές ουσίες τους θα αλληλεπιδρούν ομοίως με άλλες, δηλαδή θα μπορούμε από αυτές να συναγά-
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
243
γουμε άλλες ιδέες που με τη σειρά τους θα αλληλεπιδρούν με άλλες ιδέες».38 Όπως συμβαίνει με την αλληλουχία όλων των «πραγμάτων», ομοίως η αλληλουχία των ιδεών είναι ατέρμονη: όπως δείξαμε προηγουμένως, δεν υπάρχουν για τον Spinoza πρώτες ή έσχατες ιδέες, αλλά υπάρχουν πάντοτε ήδη και θα υπάρχουν πάντοτε ακόμα ιδέες, ενταγμένες σε μια άπειρη τάξη αιτιών η οποία με ατέρμονο τρόπο συνδέει κατ’ αλληλουχία τις μεν με τις δε και δεν τους επιτρέπει να είναι ποτέ αυτάρκεις· η εντελής ιδέα δεν είναι μια απλή ιδέα, ένα νοητικό ά-τομο [atome], που θα μπο ρούσε να παρουσιαστεί σε μια στοιχειώδη και μεμονωμένη ενό ραση: ο πεπερασμένος Λόγος δεν γνωρίζει παρά μόνο χάρη στην απειρία που δρα μέσα του, και έτσι γνωρίζει απολύτως, χωρίς μορφικό περιορισμό. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για όλα τα πε περασμένα πράγματα, που υπάρχουν στον εαυτό τους, σύμφωνα με την προσίδια ουσία τους, όχι όμως αφ’ εαυτών, σαν να μπο ρούσε η ύπαρξή τους να συναχθεί από την ουσία τους. Κατά συνέπεια, όσο εκπληκτικό και αν φαίνεται, πρέπει να πούμε ότι τα «απλούστερα σώματα» δεν είναι πραγματικά απλά σώματα, στον βαθμό που ό,τι είναι πραγματικό είναι επίσης μη αναγώγιμο σε μεμονωμένα στοιχεία: υπάρχουν μόνο σύνθετα πράγματα. Σύμφωνα με τον ορισμό που διατυπώνει ο Spinoza, τα απλούστερα σώματα είναι «εκείνα που δεν διακρίνονται τα μεν από τα δε παρά μόνο από την κίνηση και την ηρεμία, την ταχύτη τα και τη βραδύτητα».39 Με άλλα λόγια, είναι σώματα που εξετά ζονται μόνο από αυτήν την πλευρά, αποκλείοντας όλες τις άλ λες. Επομένως, τα απλούστερα σώματα είναι αφαιρέσεις, κατ’ επίνοιαν όντα, που επιτρέπουν να κατασκευαστεί ένας λόγος για την πραγματικότητα, αλλά τα οποία δεν υπάρχουν εντός της 38. Spinoza, Tractatus de Intellectus Emendatione, § 41. 39. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, αξίωμα 2 του λήμματος 3 της πρότασης 13.
244
HEGEL Ή SPINOZA
πραγματικότητας με τέτοια μορφή ώστε να μπορούν να απομο νωθούν. Με αυτήν την έννοια ο Μ. Gueroult βάσιμα διακρίνει μια αφηρημένη φυσική των απλούστερων σωμάτων και μια συ γκεκριμένη φυσική των σύνθετων σωμάτων, η οποία έχει ως αντικείμενο τα πραγματικά υπάρχοντα άτομα.40 Αποκτά τότε το πλήρες νόημά της μια υπόδειξη από το Tractatus de Intellectus Emendatione, που έχουμε ήδη αναφέρει, σύμφωνα με την οποία η γνώση των ενικών πραγμάτων εξαρτάται από τη γνώση των στα θερών και αιώνιων πραγμάτων: «Γι’ αυτό τούτα τα σταθερά και αιώνια πράγματα -παρά την ενικότητά τους- θα είναι εντούτοις για εμάς -χάρη στην απαντα χού παρουσία τους και την πολύ μεγάλη δύναμή τους- είδη κα θολικών, δηλαδή γένη για τους ορισμούς των ενικών μεταβαλ λόμενων πραγμάτων, καθώς και άμεσες αιτίες όλων των πραγ μάτων» (§ 101). Τα απλούστερα σώματα δεν υπάρχουν μέσα στη φύση, και ωστό σο μας επιτρέπουν να τη γνωρίσουμε, στον βαθμό που προσδιο ρίζουν τις ουσιώδεις ιδιότητές της: δεν αποτελούν στοιχειώδεις καθορισμούς με βάση τους οποίους θα μπορούσε να ανασυγκρο τηθεί η σύνθετη πραγματικότητά της, δεν είναι επίσης ιδεώδεις μορφές ενσαρκωμένες στο πραγματικό, στο οποίο θα επέβαλλαν έτσι ένα μοντέλο κατανοησιμότητας* αλλά βρίσκονται μέσα στη φύση ως καθολικά γένη, απείρως δυνατά, που μας επιτρέπουν να γνωρίσουμε ό,τι αιώνιο υπάρχει μέσα σε αυτήν, δηλαδή στην ανεξάντλητη διαφορετικότητα των μορφών της. Ως εκ τούτου, η αλληλουχία των μεταβατικών αιτιών, ordo et connexio rerum, δεν μπορεί να αναχθεί σε καμία μορφή και σε καμία καταστατική αρχή: καθώς είναι ολοκληρωτικά καθορισμέ νη στον βαθμό που είναι επίσης ατέρμονη, είναι η πραγματοποί 40. Μ. G ueroult, S p in o z a , τ. II: V àm e , ό.π., σ. 156.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
245
ηση του απείρου στο πεπερασμένο, σε μια σειρά χωρίς ξεκίνημα και χωρίς τελικό σκοπό, ως ολότητα που δεν είναι ολοποιήσιμη, ως σύνολο που δεν μπορεί να κατανοηθεί με βάση τα στοιχεία του, ούτε επίσης να συναχθεί με βάση τη συνολική μορφή του. Γι’ αυτό η αναπαράσταση της σωματικής φύσης ως ενός Ατό μου ή ως ενός Όλου πρέπει να έχει πολύ περιορισμένη σημασία. Αποτελεί αυτή η ίδια μια αφαίρεση: εξετάζει την ενότητα της φύ σης στον βαθμό που αυτή είναι απόλυτα καθορισμένη από αταλάντευτους νόμους, από τους οποίους τίποτα δεν μπορεί να την απομακρύνει. Όπως συμβαίνει όμως με την έννοια των «απλούστερων σωμάτων», των οποίων αποτελεί κατά κάποιον τρόπο την κατοπτρική εικόνα, δεν θα πρέπει να την ενσαρκώσουμε σε μια πραγματικά υπάρχουσα ενική πραγματικότητα. Η φύση, εν νοούμενη αυτή καθ’ εαυτήν, σαφώς δεν αποτελεί ένα Όλον, ακό μα και αν είναι αφενός μοναδική, και αφετέρου ένα σύνολο κα θορισμών που υπόκεινται σε αταλάντευτες αρχές. Όταν ο Spinoza γράφει ότι «η Φύση στην ολότητά της είναι ένα μόνο Ατομο, του οποίου τα μέρη, δηλαδή όλα τα σώματα, ποικίλλουν με άπειρους τρόπους, χωρίς καμία αλλαγή ολόκλη ρου του ατόμου»,41 ουδόλως θέλει να πει ότι διατηρείται ταυτό σημη με τον εαυτό της ως σταματημένη, αναλλοίωτη και ακίνητη μορφή, κατά τον τρόπο των πλατωνικών Μορφών, διότι τότε θα γινόταν προβληματική η απειρία της. Τουναντίον, απομακρύνε ται από μια τέτοια αντίληψη, όπως έκανε και ο Επίκουρος όταν έγραφε στην Επιστολή προς Ηρόδοτον: «Έτσι, το όλον (το παν) ήταν πάντοτε ίδιο όπως είναι τώρα και πάντοτε θα είναι ίδιο. Δ ι ότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο θα μπορούσε να μετασχηματι στεί, εφόσον δεν υπάρχει τίποτα έξω από το όλον που να μπορεί να το διαπεράσει και να το μετασχηματίσει» (§ 39). Αυτό το «όλον», στο οποίο συνίσταται η φύση, είναι το σύνολο όσων 41. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, σχόλιο του λήμματος 7 της πρότασης 13.
246
HEGEL H SPINOZA
υπάρχουν, έξω από το οποίο δεν μπορεί τίποτα να νοηθεί: γίνεται τότε κατανοητό ότι αυτό καθ’ εαυτό είναι αναλλοίωτο, στον βαθμό που είναι μη αναγώγιμο σε οτιδήποτε άλλο εκτός από τη δική του αλληλουχία, ότι είναι τελείως αύταρκες, και ότι ορίζει από μόνο του οτιδήποτε ανήκει στην πραγματικότητά του. Ωστό σο, αυτή η «ολότητα», η οποία προσιδιάζει σε ένα απεριόριστο σύνολο που περιλαμβάνει τα πάντα, δεν μπορεί να αναχθεί σε ένα σύστημα διατεταγμένων καθορισμών, οι οποίοι θα συνέκλιναν στη συγκρότηση ενός μοναδικού και ενοποιημένου Είναι, κατά τον τρόπο του Σύμπαντος των στωικών. Μπορούμε να εφαρμόσουμε στον Spinoza μια ανάλυση που έχει διατυπώσει ο G. Deleuze για τον επικουρισμό: «Η Φύση ως παραγωγή του διάφορου δεν μπορεί παρά να είναι ένα άπειρο άθροισμα, δηλαδή ένα άθροισμα που δεν ολοποιεί τα στοιχεία του. Δεν υπάρχει συνδυασμός ικανός να αγκαλιάσει όλα τα στοιχεία της Φύσης ταυτοχρόνως, δεν υπάρχει μοναδι κός κόσμος ή ολικό σύμπαν. Η Φύσις [Phusis] δεν είναι ένας καθορισμός του Ενός, του Είναι ή του Όλου. Η Φύση δεν είναι περιληπτική αλλά διανεμητική. Οι νόμοι της φύσης διανέμουν μέρη που δεν ολοποιούνται».42 Να σημειώσουμε μόνο το εξής, ώστε να έχει νόημα αυτή η συσχέτιση: ο Spinoza ουδόλως αποκλείει τη δυνατότητα να γνωρί σουμε ή να κατανοήσουμε όλα τα στοιχεία της Φύσης ταυτοχρό νως, στην εντατή απειρία τους, διότι αντιθέτως σε αυτήν τη δυ νατότητα έγκειται η οπτική γωνία της αιωνιότητας ή αλλιώς το τρίτο είδος γνώσης. Εκείνο που αποκλείει είναι ότι αυτή η γνώση μπορεί να πραγματοποιηθεί σε έναν συνδυασμό, στον νόμο μιας συγκλίνουσας σειράς που ολοποιεί το πεπερασμένο με βάση ένα είδος εσωτερικής λογικής της προοδευτικής πορείας του: ο Spi42. G. Deleuze, Logique du sens, Éditions de Minuit, Παρίσι 1969, σ. 308.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
247
noza αντιτίθεται στον Leibniz όσο αντιτίθεται και ο επικουρισμός στον στωικισμό. Οταν λοιπόν λέγεται ότι η Φύση είναι πάντοτε η ίδια, αυτό δεν σημαίνει ότι είναι διευθετημένη με βάση μια μορφική κατα στατική αρχή που τη συγκροτεί ως ολότητα, αλλά ότι εξηγείται εξαντλητικά από την αλληλουχία των προσίδιων καθορισμών της, αποκλείοντας κάθε εξωτερική παρέμβαση με την οποία θα επανεισαγόταν η προκατάληψη μιας τελικής σκοπιμότητας. Σε αυτήν ακριβώς την ιδέα επανέρχεται ο Spinoza στην εισαγωγή του τρίτου μέρους της Ηθικής: «Δεν συμβαίνει τίποτα στη Φύση το οποίο θα μπορούσε να απο δοθεί σε κάποιο ελάττωμα που θα υπήρχε σ’ αυτήν· διότι η Φύση είναι πάντοτε η ίδια, και παντού η αρετή της και η δύναμή της να δρα είναι μία και η αυτή. Τουτέστιν (hoc est), οι νόμοι και οι κανόνες της Φύσης, σύμφωνα με τους οποίους κάθε πράγμα γί νεται και περνά από μία μορφή σε μια άλλη, είναι παντού και πάντοτε ίδιοι, και κατά συνέπεια επίσης δεν μπορεί να υπάρχει παρά ένα και μόνο μέσο (ratio) για την κατανόηση της φύσης των οποιωνδήποτε πραγμάτων, δηλαδή οι καθολικοί κανόνες της Φύσης». Ο Spinoza επιτίθεται εδώ στους φενακιστές, οι οποίοι διατείνο νται ότι τοποθετούν την ανθρώπινη φύση έξω από την κοινή τάξη της Φύσης, «αντιλαμβάνονται τον άνθρωπο ως κράτος εν κράτει», μετατρέπουν το ανθρώπινο άτομο σε ελεύθερο υποκεί μενο που θα μπορούσε, χάρη στην πέραν των κοινών μέτρων συμπεριφορά του και χάρη στην πρωτοβουλία των επιλογών του, να τροποποιήσει τη φυσική αναγκαιότητα, είτε για να τη βελτιώσει είτε για να τη διαφθείρει. Ωστόσο, κατά τον Spinoza, ο οποίος ετοιμάζεται να «πραγματευτεί τις δράσεις και τις ορέ ξεις του ανθρώπινου σώματος ακριβώς σαν να επρόκειτο για ζή τημα γραμμών, επιπέδων ή σωμάτων» (στο ίδιο), δεν υπάρχει
248
HEGEL Ή SPINOZA
κάποια ειδοποιός διάσταση του ανθρώπινου υποκείμενου που θα του επέτρεπε να ξεφύγει από τη φυσική τάξη ή να την επιβουλευτεί. Πρέπει όμως να προχωρήσουμε περισσότερο: δεν υπάρχει καν υποκείμενο, όποιο και αν ήταν, το οποίο θα μπορούσε να σταθεί απέναντι στη φύση, για να της επιβάλει τη μορφή της δι κής του πρόθεσης. Ο Θεός ο οποίος, σύμφωνα με μια σημαντική πρόταση του πρώτου μέρους της Ηθικής> είναι «εμμενής αλλά όχι μεταβατική αιτία όλων των πραγμάτων» (πρόταση 18), δεν παρεμβαίνει αυτός ο ίδιος στην πραγματικότητα ως εξωτερικός δρων για να την υποτάξει στις βλέψεις του και στις στοχεύσεις του: με την αυστηρώς αιτιακή δράση του, εκφράζει σε όλες τις διαθέσεις του την αναγκαιότητα της ουσίας του, κατά έναν πλή ρως καθορισμένο τρόπο που προφανώς συμφωνεί με αυτήν την ουσία, και δεν μπορεί ούτε να την περιορίσει ούτε να την εκθέσει σε κίνδυνο. Τα θαύματα υπάρχουν μόνο στο θολωμένο μυαλό όσων θέλουν να τα πιστέψουν, επειδή έτσι τους προδιαθέτει το σώμα τους, και σε αυτήν την αυταπάτη ανακαλύπτουν την επαγ γελία μιας ελευθερίας: «Εκτιμούν ότι ο Θεός δεν δρα ενόσω δρα η φύση σύμφωνα με τη συνήθη τάξη· και ότι αντιθέτως η δύναμη της φύσης και οι φυσι κές αιτίες δεν δρουν όταν δρα ο Θεός. [...] Και τούτο διότι δεν υπάρχει άλλος λόγος να λατρεύει κάποιος τον Θεό και να συν δέει τα πάντα με τη δύναμή του και με τη βούλησή του, παρά μόνο αν αναστέλλονται οι φυσικές αιτίες των πραγμάτων και αν φαντάζεται κανείς αιτίες εξωτερικές προς την τάξη της φύσης· και η δύναμη του Θεού δεν φαίνεται ποτέ περισσότερο αξιοθαύ μαστη απ’ όταν φαντάζεται κανείς τη δύναμη της φύσης να υπο τάσσεται τρόπον τινά στον Θεό».43
43. Spinoza, Θ εο λ ο γ ικ ο π ο λ ιτ ικ ή π ρ α γμ α τεία , κεφ. 6.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
249
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν είναι να θαυμάζει κανείς τη θεϊκή δύ ναμη και να υποτάσσεται σε αυτήν επειδή τη λατρεύει, όπως μας παρακινεί ο ίδιος o Descartes, τοποθετώντας τον Θεό μέσα στη φύση όπως έναν βασιλιά στο βασίλειό του· το πρόβλημα είναι να γνωρίσουμε αυτήν τη δύναμη, δηλαδή να κατανοήσουμε τους εσωτερικούς νόμους της, γεγονός που οδηγεί στη διανοητική αγάπη του Θεού, μοναδική μορφή ελευθερίας την οποία αξιώνει ο σοφός. Γι’ αυτό δεν γίνεται να εξηγήσουμε τη φύση σύμφωνα με την αναγκαιότητα των αλληλουχιών της αν δεν πάψουμε να την υπο τάσσουμε στην πρωτοβουλία του οποιουδήποτε υποκειμένου, ακόμα και αν επρόκειτο για ένα υποκείμενο τοποθετημένο και ενταγμένο μέσα στην ίδια τη φύση, το οποίο θα της επέβαλλε την οριστική μορφή ενός Όλου. Θα επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα, αλλά μπορούμε ευθύς αμέσως να επισημάνουμε ότι οι αυταπάτες της εσωτερικής τελικής σκοπιμότητας δεν είναι λιγότερο επικίν δυνες από τις αυταπάτες της εξωτερικής τελικής σκοπιμότητας. Εξάλλου, πρόκειται για τις ίδιες αυταπάτες, οι οποίες έχουν προ βληθεί και επικεντρωθεί από την απατηλή εξωτερικότητα ενός ανεξάρτητου υποκειμένου στην εμμενή διάρθρωση μιας μορφής που ορίζει αφ’ εαυτής τους δικούς της τελικούς σκοπούς: «Και καθώς εκείνοι που δεν κατανοούν τη φύση των πραγμάτων είναι ανίκανοι να επιβεβαιώσουν το οτιδήποτε για αυτά, αλλά μόνο τα φαντάζονται και εκλαμβάνουν τη φαντασία για νόηση, πιστεύουν λοιπόν ακράδαντα ότι υπάρχει τάξη στα πράγματα, καθώς αγνοούν τη φύση των πραγμάτων όπως και τη δική τους φύση. Πράγματι, όταν τα πράγματα διατάσσονται με τρόπο που η αναπαράσταση μέσω των αισθήσεων μάς επιτρέπει να τα φα νταζόμαστε με ευκολία, θα πούμε ότι είναι καλώς τακτοποιημέ να. Στην αντίθετη περίπτωση, θα πούμε ότι είναι κακώς τακτο ποιημένα ή συγκεχυμένα. Και καθώς τα πράγματα που μπορού με να φανταστούμε εύκολα είναι για εμάς περισσότερο ευχάρι
250
HEGEL Ή SPINOZA
στα από τα άλλα, γι’ αυτό οι άνθρωποι προτιμούν την τάξη από τη σύγχυση, σαν η τάξη να ήταν πραγματικά κάτι μέσα στη Φύ ση, έξω από τη φαντασία».44 Μέσα στην ίδια τη φύση, δεν υπάρχει ούτε τάξη ούτε αταξία: οι έννοιες αυτές είναι ανεντελείς προς την ουσία της. Βλέπουμε λοιπόν τι σημαίνει, αλλά και τι αποκλείει, η ιδέα για την ενότητα της φύσης. Κατ’ αρχάς, επισημαίνει τη μοναδι κότητα της φύσης, η οποία περιλαμβάνει χωρίς κανέναν περιορι σμό ό,τι ανήκει στο γένος της, σύμφωνα με μια αιτιακή αλληλου χία η οποία είναι ταυτόσημη σε όλα τα κατηγορήματα. Συγχρό νως, επισημαίνει τη δύναμη του Θεού που δρα σε αυτήν, και ου δόλως επ’ αυτής, από την εμμενή αναγκαιότητα της ουσίας του. Τέλος, απορρίπτει την αναπαράσταση μιας εσωτερικής ενότητας, ή μιας Τάξης της φύσης, που είναι μόνο μια ευκολία του συλλογι σμού αλλά καθιστά ακατανόητη την πραγματική απειρία της κα θώς την περιορίζει με πλασματικό τρόπο. Συνάγεται μια απόλυτη ταυτότητα ανάμεσα στο άπειρο και το πεπερασμένο, καθώς δεν μοιάζουν με δύο ανεξάρτητες τάξεις μεταξύ των οποίων θα μπορούσε μόνο να οριστεί μια σχέση αντι στοιχίας ή υπαγωγής- αλλά πρέπει να πούμε ότι δεν είναι τίποτα το ένα χωρίς το άλλο, ότι δεν είναι τίποτα το ένα έξω από το άλ λο, παρά μόνο για την αφηρημένη οπτική γωνία της φαντασίας που τα διαχωρίζει. Σε αυτό το σημείο, η εγελιανή ερμηνεία της έννοιας του καθορισμού, που τείνει να απομονώνει τις διαθέσεις από την υπόσταση, σαν να ήταν μόνο επίπλαστες υπάρξεις σε σχέση με την αμετάβλητη ουσία της, είναι αβάσιμη.
44. Spinoza, Η θ ικ ή , πρώτο μέρος, παράρτημα.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
251
Non opposita sed diversa Η ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση που κατέχει ο Spinoza στη φιλοσο φία εκφράζεται κυρίως με την απόρριψη ή την υποβάθμιση των παραδοσιακών μορφών της «λογικής». Έτσι, προβαίνει με το σύ στημά του σε μια ιδιάζουσα χρήση της αρχής της αντίφασης. Αραγε, η εν λόγω τροποποίηση κινείται στην κατεύθυνση της εγελιανής λογικής, που αυτή η ίδια έχει εκπονηθεί ενάντια στη συγκεκριμένη αρχή; Δεν είναι εύκολο να απαντηθεί το ερώτημα, δεδομένου ότι η Λογική, στο πλαίσιο της εγελιανής φιλοσοφίας, συνιστά αντικείμενο μιας θεωρίας που αναπτύσσει όλες τις συ νεπαγωγές της* τουναντίον, στον Spinoza, η «λογική», αν βέβαια αυτός ο όρος είναι εδώ κατάλληλος, παραμένει υπόρρητη: υπάρ χει μόνο εμπράκτως, άρρηκτα συνδεδεμένη με τις επιμέρους αποδείξεις που συνιστούν αποκλειστικά την ορατή μορφή της. Ας προσπαθήσουμε παρ’ όλα αυτά να την προσδιορίσουμε, του λάχιστον όσον αφορά ορισμένες επιπτώσεις της. Για να το κάνουμε αυτό θα περάσουμε από τον Descartes, δι ότι μας προσφέρει έναν πολύ διαφωτιστικό όρο σύγκρισης: πρό κειται για την αλληλογραφία και την πολεμική του με τον Regius, όπου εμφανίζεται το γνωστότατο θέμα, το οποίο συχνά οι σχολι αστές εφαρμόζουν στον Spinoza, του «diversa sed non opposita». Να υπενθυμίσουμε ότι ο Regius ήταν ένας γιατρός που από το 1638 παρέδιδε στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης μια πολύ αμφι λεγόμενη διδασκαλία με βάση τις αρχές της καρτεσιανής φυσιο λογίας. Πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι ερμήνευε αυτές τις αρχές με μονόπλευρο και παράδοξο τρόπο, αλλάζοντας τη σημασία τους. ΓΓ αυτό και ο Descartes πάσχισε να διαχωρίσει τη δική του διδασκαλία από τις θέσεις εκείνου του υπερβάλλοντος μαθητή. Το σφάλμα που διέπραττε ο Regius ήταν ότι παρενέβαινε απρό σεκτα σε λεπτά μεταφυσικά ερωτήματα, συγχρόνως επικίνδυνα και περίπλοκα, προτείνοντας απερίσκεπτες διατυπώσεις τις οποίες δεν μπορούσε να αποδεχτεί ο Descartes.
252
HEGEL Ή SPINOZA
Ιδού με ποιον τρόπο συνοψίζει τα σφάλματα του Regius, σε μια επιστολή τον Ιούλιο του 1645:45 «Παλαιότερα, καθώς θεωρούσατε ότι η ψυχή είναι μια υπόστα ση διακριτή από το σώμα, είχατε γράψει ότι ο άνθρωπος είναι ένα κατά συμβεβηκός ον. Τώρα, θεωρώντας αντιθέτως ότι η ψυ χή και το σώμα συνδέονται στενά στον ίδιο άνθρωπο, υποστη ρίζετε ότι η ψυχή αποτελεί μόνο έναν τρόπο του σώματος· πρό κειται για ένα σφάλμα χειρότερο και από το προηγούμενο». Οι απερισκεψίες του Regius είναι ιδιαίτερα ανυπόφορες επειδή ακριβώς θίγουν μια ιδιαίτερη δυσκολία της καρτεσιανής διδα σκαλίας, που είναι η θεωρία για την ένωση της ψυχής και του σώματος. Ο ίδιος ο Descartes, στην αλληλογραφία του με την Ελισάβετ, ομολογεί τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτής της θεωρί ας, η οποία επιβεβαιώνει συγχρόνως τη διάκριση της ψυχής και του σώματος, παραπέμποντας στη διάκριση ανάμεσα στη σκεπτόμενη υπόσταση και την εκτεινόμενη υπόσταση, αλλά και την υποστασιακή ένωσή τους στη φύση του ανθρώπου: «Δεν μου φαίνεται ικανό το ανθρώπινο πνεύμα να συλλάβει διακριτά και ταυτόχρονα τη διάκριση ανάμεσα στην ψυχή και το σώμα αφενός, και την ένωσή τους αφετέρου· διότι χρειάζεται, για να επιτευχθεί αυτό, να τα συλλάβει ως ένα μόνο πράγμα, και συγχρόνως να τα συλλάβει ως δύο, κάτι που είναι αντιφατικό».46 Φαίνεται ότι οι διδασκαλίες που διαδοχικά πρέσβευε ο Regius εξηγούνται από την επιθυμία του να βγει από αυτήν την αντίφα ση, την οποία επιλύουν συγκρατώντας κάθε φορά μόνο έναν
45. René Descartes, Œuvres philosophiques, τ. III, Garnier, Παρίσι 1973, σ. 583. 46. Επιστολή του Descartes στην Ελισάβετ, 28 Ιουνίου 1643, στο ίδιο, σ. 46.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
253
όρο: αρχικά, o Regius επιμένει στη διάκριση της ψυχής και του σώματος, και σε αυτήν τη βάση χαρακτηρίζει τη φύση του αν θρώπου κατά συμβεβηκός και ετερόκλητη, εφόσον συνίσταται στην υπέρθεση δύο διακριτών φύσεων. Ακολούθως, καθώς ο Descartes τον καλεί να αποσύρει αυτήν την αιρετική αντίληψη, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτη για πελαγιανισμό, ο Regius υιοθετεί μια διδασκαλία αντίστροφη της προηγούμενης, αρνούμενος να αποδώσει στην ψυχή μια φύση διακριτή από τη φύση του σώματος, του οποίου τότε συνιστά απλώς μια τροπο ποίηση: υποπίπτει τότε σε ένα σφάλμα που κατά τον Descartes είναι ακόμα σοβαρότερο από το προηγούμενο, αφού καταλήγει να πρεσβεύει τον υλισμό. Αυτό που μας ενδιαφέρει σε αυτήν την πολεμική είναι ότι επι φέρει την παρέμβαση, κατά κάποιον τρόπο σε πρακτική κατά σταση, του προβλήματος της αντίφασης, που το φωτίζει με αρκε τά ιδιαίτερο τρόπο. Το εν λόγω ερώτημα εμφανίζεται αρκετά νωρίς στην αλληλογραφία του Descartes με τον Regius: «Εφόσον παραδέχεστε ότι η σκέψη είναι ένα κατηγόρημα της υπόστασης που δεν εμπερικλείει καμία έκταση και ότι, από την άλλη, η έκταση είναι το κατηγόρημα της υπόστασης που δεν εμπερικλείει καμία σκέψη, θα πρέπει επίσης να παραδεχτείτε ότι η υπόσταση που σκέπτεται διακρίνεται από την υπόσταση που είναι εκτεινόμενη· διότι δεν έχουμε άλλη ένδειξη για να γνωρί ζουμε ότι μια υπόσταση διαφέρει από μια άλλη, πέραν του γεγο νότος ότι κατανοούμε τη μία ανεξάρτητα από την άλλη· και πράγματι, ο Θεός μπορεί να κάνει οτιδήποτε μπορούμε να κατα νοήσουμε με σαφήνεια· και αν υπάρχουν άλλα πράγματα που λέγεται ότι ο Θεός δεν μπορεί να κάνει, αυτό συμβαίνει επειδή οι ιδέες τους ενέχουν αντίφαση, δηλαδή δεν είναι κατανοήσιμα. Όμως, όπως εσείς ο ίδιος παραδέχεστε, μπορούμε να κατανοή σουμε με σαφήνεια μια υπόσταση η οποία σκέφτεται και δεν εί ναι εκτεινόμενη και μια εκτεινόμενη υπόσταση που δεν σκέφτε
HEGEL Ή SPINOZA
254
ται: τούτου δοθέντος, ακόμα και αν ο Θεός συνδέσει και ενώσει αυτές τις υποστάσεις όσο δύναται, δεν θα μπορεί προς τούτο να στερηθεί την παντοδυναμία του, ούτε να αφαιρέσει από τον εαυτό του την ικανότητα να τις διαχωρίζει, και κατά συνέπεια αυτές παραμένουν διακριτές».47 Πρέπει να ακολουθήσουμε αυτόν τον συλλογισμό στη λεπτομέρειά του. Κατανοούμε με σαφήνεια τη σκέψη χωρίς την έκταση και την έκταση χωρίς τη σκέψη, ως δύο διακριτές υποστάσεις. Πράγματι, θα ήταν αντιφατικό να οριστεί η σκέψη μέσω της έκτασης και αντίστροφα. Ωστόσο, αυτή η ιδέα, που είναι σαφής στο πνεύμα μου, δεν μπορεί να μου επιβληθεί με τέτοια προδηλότητα παρά μόνο επειδή ο Θεός θέλησε να είναι τέτοια· και δε δομένου ότι η τελειότητά του αποκλείει την πιθανότητα να θέλει να με παραπλανήσει, η εν λόγω ιδέα πρέπει να αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό περιεχόμενο. Ως εκ τούτου, η έκταση και η σκέψη είναι πραγματικά δύο διακριτές υποστάσεις. Έτσι, η αρχή της αντίφασης λειτουργεί ως κριτήριο εντός των ορίων αυτών που μπορούμε να κατανοήσουμε- πρέπει όμως να λάβουμε μέριμνα ώστε να μην την εφαρμόζουμε πέρα από τα σύνορα του Λόγου μας, ο οποίος είναι εκ φύσεως αυστηρά περιορισμένος. Ο Θεός, του οποίου η παντοδυναμία είναι άπειρη, μπορεί πράγματι να κάνει κάτι που για εμάς είναι ακατανόητο, ενώ από την άλλη εί ναι απολύτως αναγκαίο να κάνει εκείνο που κατανοούμε. Ετσι, είναι πέρα για πέρα δυνατό, ακόμα και αν αυτή η νέα διεργασία αποτελεί για εμένα βαθύ μυστήριο, ο Θεός να «συνδέσει και να ενώσει αυτές τις υποστάσεις όσο δύναται». Αυτό ακριβώς δείχνει η ένωση μιας ψυχής και ενός σώματος εντός της δικής μου φύ σης: το γεγονός ότι δεν κατανοώ αυτήν την ένωση, επειδή η ιδέα της ενέχει για εμένα αντίφαση, δεν την καθιστά αδύνατη, διότι 47. 934.
Επιστολή του Descartes στον Regius, 8 Ιουνίου 1642, στο ίδιο, τ. II, σ.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
255
στον Θεό τίποτα δεν είναι a priori αδύνατον, δεδομένου ότι η δύναμή του είναι εξ ορισμού απεριόριστη. Το μόνο που μπορώ να επιβεβαιώσω είναι ότι ο Θεός δεν δύναται, συνδέοντας αυτές τις υποστάσεις, να επιδιώκει, και να επιτυγχάνει, να μην είναι συγχρόνως τέτοιες που τις κατανοώ, δηλαδή χωρισμένες και διακριτές. Επομένως, η αρχή της αντίφασης έχει αξία αντικειμενικού και απόλυτου κριτηρίου για όλες τις ιδέες μου’ αλλά χάνει αυτήν την αξία για οτιδήποτε δεν έχω την ικανότητα να γνωρίζω. Η θεία λογική, αν μπορούμε να την αποκαλέσουμε έτσι, περιλαμβάνει και εγγυάται την ανθρώπινη λογική, ωστόσο δεν ταυτίζεται μαζί της και μάλιστα την υπερβαίνει απείρως: «Όσο για τη δυσκολία να συλλάβουμε με ποιον τρόπο ήταν ελεύθερο και αδιάφορο για τον Θεό να επιτύχει ώστε να μην αληθεύει ότι οι τρεις γωνίες ενός τριγώνου ισούνται με δύο ορ θές γωνίες, ή γενικά ότι οι προτάσεις που αντιφάσκουν δεν μπο ρούν να ισχύουν μαζί, μπορούμε εύκολα να την απαλείψουμε, αν σκεφτούμε ότι η δύναμη του Θεού δεν γίνεται να έχει καθό λου όρια· εν συνέχεια επίσης αν σκεφτούμε ότι το πνεύμα μας είναι πεπερασμένο και δημιουργημένο με τέτοια φύση ώστε να μπορεί να συλλαμβάνει ως δυνατά τα πράγματα που ο Θεός θέ λησε στ’ αλήθεια να είναι δυνατά, όχι όμως να συλλαμβάνει ως δυνατά εκείνα που ο Θεός θα μπορούσε να καταστήσει δυνατά αλλά τελικά θέλησε να καταστήσει αδύνατα. Διότι η πρώτη σκέ ψη μάς δείχνει ότι δεν γίνεται ο Θεός να καθορίστηκε να κατα στήσει αληθές ότι οι προτάσεις που αντιφάσκουν δεν μπορούν να ισχύουν μαζί και ότι επομένως μπορούσε να κάνει το αντίθε το· ακολούθως, η άλλη σκέψη μάς διαβεβαιώνει ότι, αν και τού το αληθεύει, δεν πρέπει να προσπαθήσουμε να το κατανοήσου με, διότι η φύση μας δεν είναι ικανή για κάτι τέτοιο».48 48. Επιστολή του Descartes στον Mesland, 2 Μαΐου 1644, στο ίδιο, τ. III, σ. 74.
256
HEGEL Ή SPINOZA
Είναι απολύτως χαρακτηριστικό ότι αυτές οι λεπτές διακρίσεις, που θα εντυπωσιάσουν σε τέτοιον βαθμό τον Leibniz, εξαρτώνται από την απόδοση ενός αυτεξούσιου στον Θεό, που τον πα ρουσιάζει να βασιλεύει εν είδει μονάρχη επί των ιδεών και επί των πραγμάτων και να τα μεταχειρίζεται κατά το δοκούν πρό κειται για μια αντίληψη για τη θεϊκή φύση την οποία απορρίπτει κατηγορηματικά ο Spinoza, διότι, παρά τις διακηρυγμένες αξιώ σεις της, φαντάζεται τη θεϊκή φύση με βάση τη δική μας φύση, μέσω προβολής, στο πλαίσιο μιας σχέσης υπεροχής. Έτσι, κατά τον Descartes, ο Θεός εμπνέεται από την αρχή της αντίφασης καθ’ υπεροχήν αλλά όχι μορφικά: αυτή η αρχή αποτελεί συνέπεια της δράσης του, και όχι μια αιώνια αρχή που θα μπορούσε να την περιορίσει ρυθμίζοντάς την. Αραγε ο Descartes δεν στρέφεται προς την πλευρά του Hegel, καθώς αναστέλλει τη δραστικότητα μιας ορθολογικής αρχής, αφ’ ης στιγμής πρόκειται για το απόλυ το; Είναι αλήθεια ότι αυτή η αναστολή έχει εδώ ως επακόλουθο να καθίσταται ακατανόητο το ίδιο το άπειρο, καταδεικνύοντας έτσι ότι ο πεπερασμένος Λόγος μας δεν έχει τη δυνατότητα να φτάσει σε μια γνώση του απολύτου ή σε μια απόλυτη γνώση. Αυτά τα εισαγωγικά στοιχεία ήταν αναγκαία για να μπορέ σουμε να διακρίνουμε τι κρύβεται πίσω από την επιχειρηματολο γία που δημοσίως αντιτάσσει ο Descartes στον Regius το 1647, στις Notae in programma, ως απάντηση σε μια «ανακοίνωση» του ιδίου. Συγκεκριμένα, έγραφε ο Regius: «Όσον αφορά τη φύση των πραγμάτων, τίποτα καθώς φαίνεται δεν εμποδίζει το πνεύμα να είναι είτε μια υπόσταση είτε ένας ορισμένος τρόπος της σωματικής υπόστασης· ή, αν θέλουμε να ακολουθήσουμε την άποψη κάποιων νέων φιλοσόφων που ισχυ ρίζονται ότι η σκέψη και η έκταση είναι κατηγορήματα που βρί σκονται σε ορισμένες υποστάσεις όπως στα υποκείμενά τους, εφόσον αυτά τα κατηγορήματα δεν είναι καθόλου αντίθετα αλ λά απλώς διαφορετικά (non opposita sed diversa), τότε δεν βλέ-
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
257
πω τίποτα που θα ήταν ικανό να εμποδίσει το πνεύμα ή τη σκέ ψη από το να μπορεί να είναι ένα κατηγόρημα που ταιριάζει στο ίδιο υποκείμενο με την έκταση, μολονότι η έννοια του ενός ου δόλως περιλαμβάνεται στην έννοια του άλλου. Διότι οτιδήποτε μπορούμε να συλλάβουμε μπορεί επίσης να υπάρχει. Μπορούμε όμως να συλλάβουμε ότι το ανθρώπινο πνεύμα είναι κάποιο από αυτά τα πράγματα, διότι δεν υπάρχει εδώ καμία αντίφαση· άρα μπορεί πράγματι να είναι κάποιο από αυτά. »Συνεπώς, πλανώνται όσοι υποστηρίζουν ότι συλλαμβάνουμε σαφώς και διακριτά το ανθρώπινο πνεύμα ως ένα πράγμα που κατ’ αναγκαιότητα είναι πραγματικά διακριτό από το σώμα».49 Αυτό το χωρίο είναι απολύτως χαρακτηριστικό του τρόπου σκέ ψης του Regius, ο οποίος πασχίζει, βάσει αρχών που έχει δανει στεί από τον Descartes, να δικαιολογήσει συμπεράσματα τα οποία έχει ακριβώς απορρίψει ο Descartes: ίσως ο Regius δικαι ούται να υποστηρίζει θέσεις διαφορετικές από τις θέσεις του Descartes, ωστόσο τελεί εν αδίκω όταν προσπαθεί να τις στηρί ξει με αποδείξεις δανεισμένες από τον Descartes, γεγονός που προσδίδει στον συλλογισμό του την όψη ενός αρκετά αμφίσημου συμβιβασμού. Η «απόδειξη» του Regius επιχειρεί να τεκμηριώσει ότι το πνεύμα και το σώμα μπορούν να ανήκουν σε μια κοινή υπόστα ση, όπως ακριβώς διαφορετικά κατηγορήματα εμπίπτουν χωρίς αντίφαση στο ίδιο υποκείμενο. Βρισκόμαστε εδώ πολύ μακριά από τον Spinoza, όχι μόνο επειδή ο Spinoza διατηρεί ανάμεσα στη σκέψη και την έκταση μια πραγματική διάκριση, αλλά κυρί ως επειδή απορρίπτει τη γραμματική αντίληψη των κατηγορημά των, σύμφωνα με την οποία η σχέση αυτών με την υπόστασή τους μπορεί να αναχθεί σε μια σχέση του τύπου υποκείμενο-κατηγορούμενο. Θα δούμε όμως ότι η αντίρρηση που προβάλλει ο 49. Στο ίδιο, σ. 789, γαλλική μετάφραση Clerselier.
258
HEGEL Ή SPINOZA
Descartes στον Regius έχει πολύ μεγαλύτερη εμβέλεια από το αντικείμενο στο οποίο αναφέρεται άμεσα: με αυτήν την έννοια, φωτίζει πολύ καλά μια συλλογιστική με την οποία πρόκειται να έρθει σε ρήξη ο Spinoza. Κατά τον Descartes, ο Regius διέπραξε ένα πρώτο σφάλμα συγχέοντας τις έννοιες του κατηγορήματος και του τρόπου: όταν οι «νέοι φιλόσοφοι», δηλαδή ο ίδιος ο Descartes, ορίζουν τη σκέ ψη ως ένα κατηγόρημα της ασώματης υπόστασης και την έκταση ως ένα κατηγόρημα της σωματικής υπόστασης, με τη λέξη κατη γόρημα εννοούν «ένα πράγμα που είναι αμετάβλητο και αδιαχώ ριστο από την ουσία του υποκειμένου του», όπως ακριβώς μια υπόσταση έχει ως χαρακτηριστικό γνώρισμα να υπάρχει αφ’ εαυτής· επομένως, δεν πρόκειται για έναν τρόπο, δηλαδή σύμφωνα με τον Descartes, για έναν μεταβλητό τρόπο τού είναι, ο οποίος μπορεί να τροποποιείται χωρίς ωστόσο να αλλάζει η ουσία του πράγματος στο οποίο ανήκει: έτσι η έκταση, θεωρούμενη στον εαυτό της, ουδόλως τροποποιείται από το γεγονός ότι μπορεί να πάρει διάφορες μορφές (σφαιρική, τετράγωνη κλπ), και το ίδιο συμβαίνει με τη σκέψη. Τούτου δοθέντος, ακόμα και αν η αρχή «non opposita sed diversa» ήταν αποδεκτή, δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί εδώ: καθώς η ταυτότητα μιας υπόστασης με τον εαυ τό της περνά στα κατηγορήματά της, που είναι επομένως αμετά βλητα, αποκλείεται αυτά να είναι έστω και «διαφορετικά», διότι κάτι τέτοιο θα εισήγαγε στην υπόσταση από την οποία εξαρτώνται μια καταστατική αρχή αλλαγών. Ωστόσο, η αρχή στην οποία στηρίζεται ο Regius, «non opposita sed diversa», δεν μπορεί να γίνει αυτή η ίδια αποδεκτή. Η ένσταση που προβάλλει o Descartes μπορεί να μας εκπλήσσει, επειδή επικαλείται την αρχή της αντίφασης. Πράγματι, είδαμε μόλις τώρα ότι ο ίδιος o Descartes έθεσε υπό αμφισβήτηση τον καθολικό χαρακτήρα αυτής της αρχής, επιβεβαιώνοντας ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε όλα τα πράγματα στα οποία εκφράζε ται άμεσα η άπειρη τελειότητα του Θεού, εφόσον ξεφεύγουν από
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
259
τον πεπερασμένο Λόγο μας· αν όμως ο καθολικός χαρακτήρας αυτής της αρχής κλονίζεται από οτιδήποτε ξεπερνά την ικανότη τά μας να γνωρίζουμε, και το οποίο πρέπει να παραμείνει ακατα νόητο για εμάς, ωστόσο αυτή η αρχή παραμένει άθικτη για οτι δήποτε παραμένει μέσα στα όρια του φυσικού φωτός, όπου απο τελεί όπως είδαμε ένα αντικειμενικό κριτήριο αλήθειας. Ως εκ τούτου, ο συλλογισμός του Regius είναι λαθεμένος επειδή είναι αντιφατικός: «Προσθέτει ότι “αυτά τα κατηγορήματα δεν είναι αντίθετα, αλ λά απλώς διαφορετικά”. Εδώ παρουσιάζεται άλλη μία αντίφαση: διότι, όταν πρόκειται για κατηγορήματα τα οποία συγκροτούν την ουσία κάποιων υποστάσεων, δεν θα μπορούσε να υπάρχει ανάμεσά τους μεγαλύτερη αντίθεση από το να είναι διαφορετι κά. Και όταν ομολογεί ότι το ένα είναι διαφορετικό από το άλλο, είναι σαν να λέει ότι το ένα δεν είναι το άλλο. Όμως, το είναι και το μη είναι είναι αντίθετα. [...] Όσον αφορά αυτά τα είδη κατη γορημάτων που συγκροτούν τη φύση των πραγμάτων, δεν μπο ρούμε να πούμε ότι εκείνα που είναι διαφορετικά -και τα οποία κατά κανέναν τρόπο δεν περιλαμβάνονται το ένα στην έννοια του άλλου- ταιριάζουν σε ένα και το αυτό υποκείμενο: διότι εί ναι σαν να λέμε ότι ένα και το αυτό υποκείμενο έχει δύο διαφο ρετικές φύσεις· τούτο όμως περικλείει μια φανερή αντίφαση, τουλάχιστον όταν πρόκειται, όπως εδώ, για ένα απλό και όχι σύνθετο υποκείμενο».50 Στην περίπτωση μιας απλής και όχι σύνθετης υπόστασης (όπως ακριβώς είναι η ανθρώπινη φύση, ως ένωση μιας ψυχής και ενός σώματος), είναι παράλογο να σκεφτόμαστε διακριτά κατηγορή ματα στο ίδιο υποκείμενο, όπου πρέπει ακριβώς να αντιτίθενται το ένα στο άλλο, ως ασύμβατες ή αλληλοαποκλειόμενες «φύ 50. R. Descartes, Notae in programmeι, στο ίδιο, σ. 798.
260
HEGEL Ή SPINOZA
σεις». Απ’ όπου, αντιστρόφως, προκύπτει η αναγκαιότητα να συμπεράνουμε, με βάση τη διαφορετικότητα των κατηγορημά των, τη διάκριση των υποστάσεων από τις οποίες εξαρτώνται: καθώς είναι μη αναγώγιμες η μία στην άλλη, όπως τα υποκείμενα δύο διακριτών γραμματικών προτάσεων, μόνο αυτές μπορούν να χαρακτηριστούν «diversa sed non opposita», στον βαθμό ακρι βώς που, καθώς είναι εξωτερικές η μία προς την άλλη, δεν αφή νουν χώρο για αντίφαση. Ασφαλώς, η σπινοζική αντίληψη για τα κατηγορήματα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται η σκέψη και η έκταση, ουδόλως σχετίζεται με τον στοιχειώδη και συγκεχυμένο υλισμό του Regius’ εντούτοις, εμπίπτει στο πεδίο της ένστασης του Descartes: όχι επειδή αποκλείει μια πραγματική διάκριση ανάμεσα στη σκέψη και την έκταση, αλλά διότι αρνείται να συμπεράνει τη διάκριση των υποστάσεων με βάση αυτήν τη διάκριση. Όπως δείξαμε, η άπειρη διαφορετικότητα των κατηγορημάτων είναι, κατά τον Spinoza, η άλλη πλευρά της ενότητας της υπόστασης την οποία συγκροτεί πραγματικά, στην ενεργητική απειρία των ουσιών της, καθεμιά εκ των οποίων την εκφράζει στο γένος της, με ταυτόσημο τρόπο και χωρίς αντίθεση. Αυτό σημαίνει ότι η υπόσταση, όπως την εννοεί ο Spinoza, έχασε τη λειτουργία υποκειμένου που εξακολουθούσε να κατέχει στο πλαίσιο της καρτεσιανής φιλοσοφίας, και γι’ αυτό ακριβώς δεν καθορίζεται -στην ενδογενή φύση της- από την αρ χή της αντίφασης της παραδοσιακής λογικής, η οποία αδυνατεί να την καθορίσει. Με τον τρόπο του, ο Spinoza συναντά εδώ τον Descartes: η αρχή της αντίφασης δεν επαρκεί για να γνωρίσουμε οτιδήποτε εμπίπτει στο απόλυτο. Ωστόσο, αυτή η ανικανότητα δεν σημαίνει για τον Spinoza, σε αντιδιαστολή με τον Descartes, ότι το απόλυτο πρέπει να παραμείνει για εμάς ακατανόητο, επειδή οι αρ χές που διέπουν τον πεπερασμένο Λόγο δεν μπορούν να εφαρμο στούν σε αυτό’ αντιθέτως, σημαίνει ότι η ορθολογικότητα των αληθινών αιτιών -η οποία ουδεμία σχέση έχει πλέον με τους «αδι απέραστους τελικούς σκοπούς» ενός υπέρμετρου Θεού- δεν μπο
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
261
ρεί να αναχθεί στις μορφικές αρχές μιας λογικής, των οποίων απο καλύπτει αντιθέτως τη θεμελιώδη προσωρινότητα: κατά τον Spinoza, καθετί γενικό είναι επίσης φαντασιακό. Εδώ ακριβώς μπορούμε να δούμε πόσο κοντά αλλά και πόσο μακριά βρισκόμαστε από τον Hegel: πάρα πολύ κοντά εξαιτίας αυτής της αναστολής των αφηρημένων ορθολογικών κριτηρίων στα οποία εξακολουθεί να παραμένει προσηλωμένος o Descartes (και αυτός είναι ο λόγος που, αν o Descartes από τη μία αποδέχε ται στη φιλοσοφία του την ιδέα του απείρου, από την άλλη απο κλείει τη δυνατότητα να αντλήσουμε από αυτό οποιαδήποτε γνώση)' αλλά και πολύ μακριά διότι ο Spinoza φαίνεται να εξο βελίζει από τη φιλοσοφία, μαζί με την παραδοσιακή αρχή της αντίφασης και τον άκαμπτο, αυτόματο διαχωρισμό που εγκαθιστά ανάμεσα στο αληθές και το ψευδές, και την ίδια τη σκέψη της αντίφασης, καθώς αρνείται εδώ εκ των προτέρων την εγελιανή έννοια μιας ορθολογικότητας του αρνητικού και αποκλείει ίσως μαζί με αυτήν και τη δυνατότητα μιας διαλεκτικής. Συνεπώς, ο Spinoza αποκαλύπτει με απολύτως χαρακτηριστι κό τρόπο στον εγελιανισμό μια εντυπωσιακή συνέργεια με τον κλασικό Λόγο, του οποίου εξακολουθεί να διατηρεί μια προπαραδοχή: την ιδέα ότι η αντίφαση είναι μια σχέση που δεν μπορεί να κατανοηθεί και να επιλυθεί παρά μόνο εντός ενός υποκειμέ νου ή για ένα υποκείμενο. Πράγματι, στον Descartes, η εξομοίωση της υπόστασης με το υποκείμενο μιας πρότασης επιτρέπει να εφαρμόζεται στην υπόσταση η αρχή της αντίφασης και να συνά γεται η ορθολογικότητά της. Στον Hegel, η παρουσίαση του απο λύτου ως υποκειμένου, το οποίο επανέρχεται στον εαυτό του μέ σω ενός εξαντλητικού λόγου, επιτρέπει να αναπτύσσονται σε αυτό όλες οι αντιφάσεις για τις οποίες είναι ικανό και διαμέσου αυτών να οδηγείται το πνεύμα μέχρι την ενεργώς πραγματική εκπλήρωσή του. Και στις δύο περιπτώσεις, η μέθοδος που οδηγεί στο αληθές είναι η επίλυση των αντιφάσεων καθόσον ανήκουν σε ένα υποκείμενο.
HEGEL Ή SPINOZA
262
Ωστόσο, όπως ο Hegel επαναλαμβάνει συνεχώς, ο Spinoza εί ναι ο φιλόσοφος που στοχάστηκε το απόλυτο στην έννοια μιας υπόστασης που δεν είναι υποκείμενο. Γι’ αυτό ακριβώς η υπόστα ση, έτσι όπως την παρουσιάζει ο Spinoza, είναι απελευθερωμένη τόσο από τους εξαναγκασμούς του πεπερασμένου Λόγου, όπως τους είχε προσδιορίσει o Descartes, όσο και από το εξελικτικό μοντέλο που είχε φανταστεί ο Hegel. Την ίδια στιγμή που αποτρέπει την παρέμβαση ενός νομικού υποκειμένου στη φιλοσοφία -του Θεού ως δημιουργού αιώνιων αληθειών των οποίων είναι εγγυητής-, ο Spinoza ακυρώνει τη λειτουργία ενός λογικού υπο κειμένου που χρησιμεύει ως βάση για την αληθή πρόταση και επιβεβαιώνει τον μη αντιφατικό χαρακτήρα της, ή του επιτρέπει να αποσαφηνίσει, και άρα να επιλύσει, όλες τις αντιφάσεις που φέρει μέσα της.
Οι ενικές ουσίες Ο Spinoza λαμβάνει θέση απέναντι στον κλασικό Λόγο, του οποίου απορρίπτει την αμετάβλητη και μορφική τάξη, προβαίνοντας σε ιδιάζουσα, παρεκκλίνουσα ή έστω διαφορετική χρήση της αρχής της αντίφασης. Ας εξηγηθούμε περισσότερο ως προς αυτό το σημείο. Αυτή η παραδοσιακή λογική αρχή εισάγεται στο τρίτο μέρος της Ηθικής, σε μία θέση και με μία διατύπωση που αξίζει να προ σεχτούν: «Τα πράγματα έχουν ενάντια φύση, δηλαδή δεν μπορούν να βρίσκονται στο ίδιο υποκείμενο (in eodem subjecto esse), στον βαθμό που το ένα μπορεί να καταστρέψει το άλλο».51
51. Spinoza, Ηθική, τρίτο μέρος, πρόταση 5.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
263
Αυτό σημαίνει ότι τα ενάντια αλληλοαποκλείονται και ότι, επομέ νως, δεν μπορούν να συνυπάρχουν, δηλαδή, όπως υποδεικνύει η απόδειξη, «να συμφωνούν μεταξύ τους» (inter se convenire), για να συγκροτήσουν μαζί ένα κοινό ον ή ένα κοινό «υποκείμενο». Επανεμφανίζεται εδώ η ίδια απόκλιση ανάμεσα στον Spinoza και τον Hegel: για τον τελευταίο, όχι μόνο τα ενάντια μπορούν κάλλιστα να συνυπάρχουν στο ίδιο υποκείμενο, αλλά επιπλέον αυτή ακριβώς η ενότητα των εναντίων συγκροτεί τη φύση του υποκειμένου ως τέτοιου, καθόσον το υποκείμενο είναι η ζωντανή και αυτόνομη διαδικασία της ίδιας της ανάπτυξής του. Συνεπώς, καθώς ο Spinoza αποβάλλει από το υποκείμενο κάθε εσωτερική αρνητικότητα, φαίνεται απλώς να εκδηλώνει την αδυναμία του να στοχαστεί μια διαλεκτική του υποκειμένου, δηλαδή μια δια λεκτική που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις της εντός του ίδιου του υποκειμένου, εντός του υποκειμένου της: πρόκειται για την οπτική γωνία της υπόστασης. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: άραγε, δεν θα μπορούσαμε επίσης να πούμε ότι αυτό που αρνείται ο Spinoza είναι το να σκεφτεί τη διαλεκτική μέσα σε ένα υποκείμενο, όπως ακριβώς θα κάνει ο Hegel; Τότε ανοίγεται ένας νέος δρόμος, ακόμα και αν ο Spinoza δεν τον ακολουθεί πραγματικά: τίθεται το πρόβλημα μιας διαλεκτικής της υπόστα σης, δηλαδή μιας υλικής διαλεκτικής που δεν προϋποθέτει την εκπλήρωσή της στις αρχικές συνθήκες της, μέσω μιας αναγκα στικά ιδεατής τελεολογίας. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η διαλεκτική είναι το κατεξοχήν εγελιανό αδιανόητο. Ας επανέλθουμε στο τρίτο μέρος της Ηθικής: η πρόταση 5 δια τυπώνεται με απολύτως γενικό τρόπο και η «απόδειξή» της, η οποία πραγματοποιείται διά της εις άτοπον απαγωγής κάνοντας απλώς αναφορά στην προηγούμενη πρόταση που «είναι κατα φανής από μόνη της», δείχνει σαφώς ότι πρόκειται για ένα είδος αξιώματος, για μια μορφική καταστατική αρχή η οποία δεν αφο ρά καμία επιμέρους πραγματικότητα, αλλά παρουσιάζει μια κα θολική συνθήκη για κάθε ορθολογική σκέψη: φαίνεται επομένως
264
HEGEL Ή SPINOZA
ότι έχει ουσιαστικά λογική σημασία και ότι μπορεί να αναχθεί στην παραδοσιακή διατύπωση: «ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι συγχρόνως ο εαυτός του και το ενάντιό του». Ωστόσο, το νόημα αυτής της πρότασης δεν μπορεί να καθο ριστεί πλήρως παρά μόνο μέσα στα συμφραζόμενά της. Για ποιον λόγο o Spinoza αναφέρει αυτήν τη γενική αρχή και της δίνει τη μορφή πρότασης κατά την πορεία της επιχειρηματολογίας του; Είναι σαφές ότι οι προτάσεις 4 και 5 του τρίτου μέρους της Ηθι κής, που ουσιαστικά αποτελούν αξιώματα, χρησιμεύουν ως προ οίμιο για την παρουσίαση της έννοιας του conatus -που η σημα σία της είναι, αντιθέτως, απολύτως πραγματική και καθορισμέ νη- στην οποία αφιερώνονται οι επόμενες προτάσεις: «Κάθε πράγμα, όσο εξαρτάται από το ίδιο (quantum in se est), προσπαθεί να εμμείνει στο είναι του (in suo esse perseverare conatur)» (πρόταση 6). «Η προσπάθεια (conatus) με την οποία κάθε πράγμα προσπα θεί να εμμείνει στο είναι του δεν είναι τίποτα έξω από την ενεργό ουσία αυτού του πράγματος (nihil est praeter ipsius reí actualem essentiam)» (πρόταση 7). Έτσι, ένα ενικό ή πεπερασμένο πράγμα, στο οποίο η δύναμη του Θεού εκφράζεται με βέβαιο και καθορισμένο τρόπο (certo et determinato modo) διαμέσου ενός κατηγορήματος του, τείνει εκ φύσεως να διατηρήσει το προσίδιο είναι του, και αυτή η τάση συγκροτεί την ουσία του, εφόσον εκφράζει οτιδήποτε υπάρχει σε αυτό (quantum in se est): σύμφωνα με αυτήν την ουσία, και το conatus που την τελεί, αντιτίθεται σε οτιδήποτε μπορεί να το κα ταστρέφει ή να εξαλείφει την ύπαρξή του (existentiam tollere), όπως υποδεικνύει η απόδειξη της πρότασης 6. Πράγματι, «κανέ να πράγμα δεν μπορεί να καταστραφεί, παρά μόνο από μια εξω τερική αιτία» (πρόταση 4), διότι δεν είναι δυνατόν η ίδια πράξη να επιβεβαιώνει και συγχρόνως να αρνείται την ουσία του. ΓΓ αυ τό, σύμφωνα με την προσίδια ή ενεργό ουσία του, κάθε πράγμα τείνει να εμμένει επ’ αόριστον στο είναι του.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
265
Επιπλέον, αυτή η επιχειρηματολογία επιβεβαιώνει, φαινομενι κά, την ερμηνεία του Hegel, στον βαθμό που δείχνει ότι ο Spinoza παραμένει προσηλωμένος στην κλασική έννοια μιας «πεπερασμέ νης αρνητικότητας», μιας εξωτερικής άρνησης η οποία εξαλείφει και αποκλείει, έξω από κάθε εμμενή ρηματικότητα ή εργασία του αρνητικού που επανέρχεται στον εαυτό του, προκειμένου ακρι βώς να συγκροτήσει μια ουσία: το conatus είναι μια απολύτως θε τική κίνηση, στην οποία εκφράζεται μια δραστηριότητα και μια δύναμη, έξω από κάθε περιορισμό και αποκλεισμό. Ωστόσο, αν μείνουμε σε αυτό, δεν καταλαβαίνουμε πλέον πολύ καλά γιατί αυτή η πραγματικότητα βεβαιώνεται καταφατικά και τελείται κα τά τάση σε ένα conatus. Εξάλλου, ο συλλογισμός του Hegel κλονίζεται και σε ένα άλλο σημείο, διότι αυτή η κίνηση με την οποία ένα πράγμα τ εί νει να διατηρεί το προσίδιο είναι του είναι ακριβώς η ενεργός ουσία του, ή επίσης, όπως γράφει άλλωστε ο Spinoza, η «ενική ουσία» του, η οποία το κάνει να είναι όχι κατά τρόπο απόλυτο όπως μόνο η υπόσταση μπορεί, αλλά με βέβαιο και καθορισμέ νο τρόπο, ως μια επιμέρους διάθεση της υπόστασης, εννοούμε νης σε ένα από τα γένη της. Επομένως, η έννοια του conatus παραπέμπει ευθέως στην έννοια του καθορισμού, από την οποία αφαιρεί κάθε εσωτερική αρνητικότητα: στον βαθμό που ένα πράγμα είναι καθορισμένο ως τέτοιο (quantum in se est) από την εμμενή σχέση του με την υπόσταση της οποίας συνιστά μια διάθεση, αντιτίθεται κατά τάση προς οτιδήποτε περιο ρίζει την πραγματικότητά του και απειλεί να την καταστρέφει. Είναι τότε βέβαιο ότι ο καθορισμός δεν είναι αυτός καθ’ εαυτόν άρνηση, αλλά, αντιθέτως, κατάφαση: τότε, δεν μπορεί να ισχύ ει το επιχείρημα του Hegel, σύμφωνα με το οποίο ο Spinoza στοχάζεται τον καθορισμό μόνο με όρους ελλείψεως και άρα ως κάτι ανενεργό. Ως εκ τούτου, υπάρχει στον Spinoza μια θετική έννοια του καθορισμού που φαίνεται εξάλλου να θέτει υπό αμφισβήτηση
266
HEGEL H SPINOZA
τους αρχικούς ορισμούς που αποτελούσαν τη βάση του συστή ματος του: «Λέγεται πεπερασμένο στο γένος του εκείνο το πράγμα που μπορεί να περιοριστεί από ένα άλλο της ίδιας φύσης» (πρώτο μέρος, ορισμός 2). «Ως τρόπο εννοώ τις διαθέσεις της υπόστασης, με άλλα λόγια αυτό που είναι σε κάτι άλλο, και συλλαμβάνεται επίσης μέσω αυτού» (πρώτο μέρος, ορισμός 5). «[...] ονομάζεται αναγκαίο, ή μάλλον εξαναγκασμένο, το πράγ μα που καθορίζεται από ένα άλλο για να υπάρχει και να παράγει ένα αποτέλεσμα σύμφωνα με έναν βέβαιο και καθορισμένο λό γο (certa ac determinata ratione)» (πρώτο μέρος, ορισμός 7). «Για τα πράγματα που προέρχονται από εξωτερικές αιτίες, είτε απαρτίζονται από πολλά μέρη είτε από λίγα, ό,τι έχουν από τε λειότητα ή πραγματικότητα οφείλεται στην αρετή της εξωτερι κής αιτίας, και έτσι η ύπαρξή τους προέρχεται μόνο από την τε λειότητα αυτής της αιτίας και όχι από τη δική τους» (πρώτο μέ ρος, σχόλιο στην πρόταση 11). Σε όλες αυτές τις διατυπώσεις, ένα πράγμα είναι καθορισμένο, όχι σύμφωνα με αυτό που είναι στον εαυτό του (quantum in se est), όπως συμβαίνει στο τρίτο μέρος, αλλά αντιθέτως εκ των έξω, από άλλα πράγματα τα οποία το περιορίζουν και την ίδια στιγμή το κάνουν να υπάρχει, καθώς το συγκροτούν, αυτό το ίδιο, ως εξωτερική αιτία για άλλα αποτελέσματα. Επομένως, αυ τός ο συλλογισμός είναι τελείως διαφορετικός από εκείνον του τρίτου μέρους: ένα πεπερασμένο πράγμα καθορίζεται εδώ εκ των έξω από ένα άλλο πράγμα* σε αυτήν την εξωτερικότητα δεν συ γκεντρώνονται οι προϋποθέσεις που θα μπορούσαν να κατα
OMNIS DETERiMINATIO EST NEGATIO
267
στρέψουν την ύπαρξή του αλλά αντιθέτως εκείνες που το καθι στούν δυνατό ή το παράγουν, κατ’ αναγκαιότητα. Αυτές οι προ τάσεις οδηγούν στην πρόταση 28 του πρώτου μέρους, σύμφωνα με την οποία ένα ενικό πράγμα δεν υπάρχει αφ’ εαυτού, αλλά από κάτι άλλο που κι αυτό το ίδιο καθορίζεται από κάτι άλλο, στο πλαίσιο μιας άπειρης αλληλουχίας. Ωστόσο, αυτή η διαφορά, αυτή η αντιδιαστολή ανάμεσα σε δύο τρόπους έκθεσης της έννοιας του καθορισμού, αφενός του «εξωτερικού» καθορισμού και αφετέρου του «εσωτερικού» καθο ρισμού, δεν μπορεί να εξηγηθεί παρά μόνο από έναν προφανή λό γο: δεν καθορίζονται τα ίδια «πράγματα» στη μία και στην άλλη περίπτωση' ή τουλάχιστον τα ίδια πράγματα καθορίζονται από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Στη μία περίπτωση, ένα πεπερασμέ νο πράγμα καθορίζεται όσον αφορά την ουσία του, σύμφωνα με την οποία τείνει επ’ αόριστον να εμμένει στο είναι του’ ενώ στην άλλη περίπτωση καθορίζεται όσον αφορά την ύπαρξή του, εντός συνθηκών που την περιορίζουν. Αυτή ακριβώς είναι η ιδιαίτερη κατάσταση των ενικών πραγμάτων: αφενός, έχουν μια προσίδια ουσία, που είναι δεδομένη σε αυτά, και εντός της οποίας εκφράζε ται η υπόσταση certo et determinato modo, και, αφετέρου, υπάρ χουν με όρους εξωτερικότητας στο πλαίσιο μιας ατέρμονης αλλη λουχίας που τα συνδέει με όλα τα υπόλοιπα πράγματα. Κατανο ούμε τότε για ποιον λόγο αυτά τα πράγματα, διαφέροντας από την ίδια την υπόσταση, δεν υπάρχουν κατ’ αναγκαιότητα, με άλ λα λόγια η ουσία τους δεν εντυλίσσει την ύπαρξή τους: διότι η ύπαρξή τους και η ουσία τους «καθορίζονται» με τελείως διαφο ρετικό τρόπο, in se και in alio. Γι’ αυτό ακριβώς το γεγονός ότι τα ενικά πράγματα δεν υπάρχουν στην αιωνιότητα, αλλά στην αδιά λειπτη και μεταβαλλόμενη κίνηση εξωγενών σχέσεων, στην πο ρεία των οποίων εμφανίζονται και εξαφανίζονται, δεν επηρεάζει κατά κανέναν τρόπο την αιωνιότητα της ουσίας τους, δηλαδή της εμμενούς τάσης τους να εμμένουν στο είναι τους. Ας επανέλθουμε στο παράδειγμα που χρησιμεύει στον Spinoza
268
HEGEL Ή SPINOZA
ως πρόσχημα κατά τον φανταστικό διάλογό του με τους σκοτα διστές (Ηθική, πρώτο μέρος, παράρτημα). Ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του εξαιτίας της πτώσης ενός κεραμιδιού που το παρα σέρνει ο άνεμος και πέφτει στο κεφάλι του καθώς πηγαίνει να επισκεφτεί κάποιους φίλους του: η ύπαρξή του αφανίζεται από μια συνδρομή εξωτερικών περιστάσεων, που αυτή η ίδια εξηγεί ται από μια ατέρμονη αλληλουχία καθορισμών, που όλοι τους βρίσκονται σε συνθήκες εξωτερικότητας οι μεν προς τους δε, χω ρίς καμία εμμενή σύνδεση. Όμως από την προσίδια ουσία του, όχι την κοινή συμμετοχή του στο ανθρώπινο γένος, αλλά αυτήν την ενεργό και ενική μορφή που τον κάνει να είναι αυτοπροσώ πως, τίποτα δεν τον προόριζε να υποστεί αυτό που πρέπει τότε να περιγράφει, με την ισχυρή έννοια, ως συμβεβηκός, δηλαδή ως κάτι που του συμβαίνει έξω από κάθε προδιάθεση, έξω από κάθε εσωτερική τάση, διότι αυτή, τουναντίον, αντιτίθεται σε κάτι τέ τοιο. Πρόκειται για αναγκαίο συμβεβηκός, διότι εξηγείται από αιτίες, και μάλιστα από μια άπειρη αλληλουχία αιτιών που το κα θορίζει πλήρως, χωρίς όμως πουθενά σε αυτήν την αλληλουχία να εμφανίζονται οι συνθήκες μιας εσωτερικής ενότητας, η οποία θα συνέδεε μεταξύ τους όλες αυτές τις αιτίες στο πλαίσιο μιας εμμενούς ανάπτυξης, δηλαδή μιας κίνησης που θα διεπόταν από μια τελική σκοπιμότητα. Γι’ αυτό η ερμηνεία του εν λόγω συμβά ντος μέσω της θείας πρόνοιας ή της μοίρας, που αναζητεί μέσα του, μέσω τελικών αιτιών, μια κρυμμένη εσωτερική σημασία, εί ναι τελείως ακατάλληλη: στέκεται παραπλεύρως του ερωτήμα τος, διότι στην πραγματικότητα αφορά ένα τελείως διαφορετικό αντικείμενο από εκείνο που διατείνεται ότι εξηγεί* εκμεταλλεύε ται μια περίσταση και την άγνοια στην οποία κατ’ αναγκαιότητα βρισκόμαστε σε σχέση με την ολότητα των συνθηκών της, και τη χρησιμοποιεί ως πρόσχημα για να εδραιώσει ή να ενισχύσει μια δεισιδαιμονία. Η θέση περί της θείας πρόνοιας, η οποία χρησι μεύει ως όχημα για τη θρησκεία του φόβου, στηρίζεται στη σύγ χυση ανάμεσα στις οπτικές γωνίες της ουσίας και της ύπαρξης.
OMNIS DETERMINATE EST NEGATE
269
Ας επανέλθουμε στο πρόβλημα της αντίφασης. Τι είναι δύο ενάντια πράγματα; Είναι δύο πράγματα εκ των οποίων το ένα εξαλείφει την ύπαρξη του άλλου, και τα οποία επομένως δεν μπορούν να συμφωνούν το ένα με το άλλο, δηλαδή να είναι μαζί στο ίδιο υποκείμενο (in eodem subjecto simul esse). Τι σημαίνει όμως «να είναι στο ίδιο υποκείμενο»; Κατά λέξη, να συνυπάρ χουν, σύμφωνα με τον ίδιο τον όρο που χρησιμοποιεί ο Spinoza: δύο πράγματα είναι ενάντια αφ’ ης στιγμής η ύπαρξη του ενός αποκλείει την ύπαρξη του άλλου, καθώς προσφέρει τις εξωτερι κές συνθήκες για την ακύρωσή του. Απ’ όπου προκύπτει μια πο λύ σημαντική συνέπεια: η διατύπωση της αρχής της αντίφασης αφορά εδώ υπάρξεις και όχι ουσίες, και το «υποκείμενο» του οποίου επιφέρει την παρέμβαση και εγγυάται τη δυνατότητα, καθορίζεται αυτό το ίδιο στο επίπεδο των υπάρξεων και όχι στο επίπεδο των ουσιών. Επομένως, δεν υπάρχει αντίφαση, παρά μό νο ανάμεσα σε υπάρξεις και για υπάρξεις, αλλά όχι ανάμεσα σε ουσίες και για ουσίες; Αυτό συνεπάγεται ότι τα ενικά πράγματα, θεωρούμενα έτσι όπως είναι στον εαυτό τους (quantum in se est), κατά την προσίδια ουσία τους, δεν είναι καθορισμένα αυτά τα ίδια ως υποκείμενα, διότι ένα υποκείμενο δεν είναι παρά ένα «ον» στο οποίο συνυπάρχουν διακριτές υπάρξεις, δηλαδή αυτό που ο Spinoza ονομάζει εξάλλου άτομο. Η έννοια του υποκειμέ νου έχει ορθολογική σημασία μόνο αν συσχετιστεί με υπάρξεις και όχι με ουσίες. Αν υπάρχει στον Spinoza μια θεωρία του υποκειμένου, παίρ νει κατ’ αρχάς μια μορφή όχι λογική αλλά φυσική, με την έννοια που η φυσική μελετά τις μορφές συνύπαρξης μεταξύ των όντων. Αυτή η θεωρία παρουσιάζεται στον ορισμό της πρότασης 13 του δεύτερου μέρους της Ηθικής: «Όταν ένας ορισμένος αριθμός σωμάτων του ίδιου ή διαφορετι κού μεγέθους εξαναγκάζονται από τα άλλα να ακουμπούν τα μεν στα δε ή, αν κινούνται με ίδια ή διαφορετική ταχύτητα, να
270
HEGEL H SPINOZA
μεταδίδουν τα μεν στα δε τις κινήσεις τους σύμφωνα με μια ορι σμένη σχέση, τότε λέμε ότι αυτά τα σώματα είναι ενωμένα μετα ξύ τους και συνθέτουν όλα μαζί ένα και μόνο σώμα, δηλαδή ένα άτομο, το οποίο διακρίνεται από τα υπόλοιπα μέσω αυτής της ένωσης σωμάτων». Αυτός ο ορισμός εφαρμόζεται άμεσα στα σώματα, δηλαδή στους καθορισμούς της έκτασης· αλλά ισχύει επίσης εμμέσως για όλες τις άλλες μορφές από ενώσεις καθορισμών που παράγονται επί σης σε όλα τα άλλα γένη τού είναι' γι’ αυτό είναι δυνατόν να στηριχτούμε σε αυτόν προκειμένου να αντλήσουμε μια γενική έννοια του ατόμου. Τι είναι ένα άτομο; Είναι μια «ένωση σωμάτων», δηλαδή μια συναρμογή στοιχείων της ίδιας φύσης τα οποία συμφωνούν με ταξύ τους, όχι μόνο ως προς την ουσία τους, διότι όλα τα σώματα συμφωνούν μεταξύ τους ως προς την ουσία τους,52 αλλά και ως προς την ύπαρξή τους: σχηματίζουν τότε «ένα και μόνο σώμα, δηλαδή ένα άτομο», το οποίο διακρίνεται από τα άλλα με βάση έναν ορισμένο αριθμό κοινών ιδιοτήτων. Από αυτόν τον ορισμό προκύπτει άμεσα ότι τα άτομα δεν υπάρχουν με όρους απολύτου, αλλά σε σχέση με περιστάσεις ή σε σχέση με μια οπτική γωνία: «Ως ενικά πράγματα εννοώ όσα πράγματα είναι πεπερασμένα και έχουν καθορισμένη ύπαρξη· καθότι αν περισσότερα άτομα συνδράμουν στην ίδια δράση έτσι ώστε να συνιστούν όλα μαζί αιτία ενός αποτελέσματος, τα θεωρώ όλα από αυτήν την άποψη ως ένα ίδιο ενικό πράγμα».53 «Από αυτήν την άποψη»: η ενότητα που συγκροτεί ένα άτομο δεν είναι κατά κανέναν τρόπο αιώνια, αλλά εξαρτάται από συν θήκες που τη φτιάχνουν και τη διαλύουν. Από πού προέρχεται αυτή η ένωση; Μήπως από μια εσωτερι 52. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, λήμμα 2 της πρότασης 13. 53. Spinoza, Ηθική, δεύτερο μέρος, ορισμός 7.
ΟΜΝ18 ΟΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ ΕδΤ ΝΕϋΑΤΙΟ
271
κή αρχή συγκέντρωσης που θα συνέδεε μεταξύ τους διάφορα στοιχεία, σύμφωνα με το προσίδιο είναι τους, προκειμένου να συγκροτήσουν την ενική και πρωτότυπη πραγματικότητα του ατόμου; Έτσι οι οπαδοί της τελοκρατίας, «όταν βλέπουν τη δο μή του ανθρώπινου σώματος μένουν έκθαμβοι με βλακώδη κα τάπληξη και, αγνοώντας τις αιτίες τόσης τέχνης, συμπεραίνουν ότι ουδόλως φτιάχτηκε μηχανικά, αλλά από μια θεϊκή ή υπερφυ σική τέχνη, και ότι σχηματίστηκε με τέτοιον τρόπο ώστε το ένα μέρος να μη βλάπτει το άλλο» (Hθικήy πρώτο μέρος, παράρτη μα), σαν να αλληλοσυμπληρώνονταν σύμφωνα με την αρχή μι ας εμμενούς αρμονίας. Ωστόσο, τα ενικά σώματα που συνθέτουν τα διάφορα άτομα στην έκταση, «ακουμπούν τα μεν στα δε» από έναν εξαναγκασμό που είναι κατ’ αναγκαιότητα εξωτερικός, και όχι από την εσωτερική αναγκαιότητα μιας ουσίας που τείνει επ’ αόριστον να συνεχίζεται εις το διηνεκές. Για να επαναλάβουμε μια έκφραση του Μ. ΟιιείΌΐιΚ, η γένεση των ατόμων εξηγείται από την «πίεση των περιβαλλόντων στοιχείων»,54 δηλαδή από μια μηχανική δράση, από μια αλληλουχία καθορισμών που συ ναρθρώνονται, ή μάλλον που είναι συναρθρωμένοι μεταξύ τους, έξω από κάθε ενδογενή λόγο: αυτή η στιγμιαία συνάντηση παίρ νει τότε την ειδική μορφή ενός «εξαναγκασμού». Το άτομο, ή το υποκείμενο, δεν υπάρχει επομένως αφ’ εαυτού, στην απερίσταλτη απλότητα ενός μοναδικού και αιώνιου όντος, αλλά συντίθεται από τη συνάντηση ενικών όντων που μέσω αυ τού συντονίζονται συγκυριακά όσον αφορά την ύπαρξή τους, δηλαδή συνυπάρχουν στο πλαίσιό του, χωρίς όμως αυτός ο συν τονισμός να προϋποθέτει μια προνομιακή σχέση, την ενότητα μιας εσωτερικής τάξης, στο επίπεδο των ουσιών τους, οι οποίες εξακολουθούν να υπάρχουν κατά ταυτόσημο τρόπο, ακριβώς όπως ήταν στον εαυτό τους προτού συγκεντρωθούν έτσι και χω ρίς να επηρεάζονται σε τίποτα εξ αυτού. 54. Μ. ΟιιβΓοιιΙΐ, 5ρΐηοζα, τ. II: Ιάτηε, ό.π., σ. 166.
272
HEGEL Ή SPINOZA
Ας πάρουμε ένα παράδειγμα μιας τέτοιας συνένωσης. Μόλις αναφέραμε ότι οι οπαδοί της τελοκρατίας εκλαμβάνουν συχνά το ανθρώπινο σώμα ως το μοντέλο μιας απαρτιωμένης οργάνω σης, και ότι «μένουν έκθαμβοι με βλακώδη κατάπληξη» λόγω της τελειότητάς του. Ιδού με ποιον τρόπο επιλύει ο Spinoza αυτό το πρόβλημα, με βάση τον ορισμό του ατόμου που μόλις σχολιάσα με (πρόταση 13): «Τα μέρη που συνθέτουν το ανθρώπινο σώμα δεν ανήκουν στην ουσία του ίδιου του σώματος παρά μόνο καθόσον μεταδίδουν το ένα στο άλλο τις κινήσεις τους σύμφωνα με μια ορισμένη σχέση (certa ratione), και όχι καθόσον μπορούν να θεωρηθούν άτομα, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν η σχέση τους με το ανθρώ πινο σώμα».55 Στον βαθμό που το ανθρώπινο σώμα -όπως κάθε άτομο- είναι ένα σύνθετο ον, συγκροτείται από μέρη τα οποία μπορούν να εξεταστούν με δύο τρόπους: αφενός ως στοιχεία που συνυπάρ χουν σε αυτό και σχηματίζουν από κοινού τη συνολική οργάνω σή του, και αφετέρου ως ανεξάρτητα άτομα αυτά τα ίδια, καθένα εκ των οποίων υπάρχει ως όλον, χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το γεγονός ότι ανήκουν στο ανθρώπινο σώμα. Ο Spinoza προτείνει την ίδια διάκριση στην επιστολή 32 προς τον Oldenburg. Ωστό σο, μόνο η φαντασία ανακαλύπτει ανάμεσα σε αυτές τις δύο πλευρές ταυτότητα ή σύγκλιση, σαν κάθε μέρος να είχε συγκρο τηθεί στον εαυτό του με τέτοιον τρόπο ώστε να σχηματίζει με όλα τα άλλα μια αρμονική και διατεταγμένη ολότητα. Αυτή η τελοκρατική αντίληψη, η οποία συνοψίζει αφηρημένα μια άπειρη αλληλουχία καθορισμών με βάση τη μυθοπλασία μιας μοναδικής πρόθεσης, πρέπει να αντικατασταθεί με μια καθ’ ολοκληρίαν αιτιακή εξήγηση: η τελευταία, η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν μόνο τις 55. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, απόδειξη της πρότασης 24.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
273
εξωτερικές σχέσεις μεταξύ των σωμάτων, είναι επομένως πλήρως μηχανιστική. Κάθε μέρος του σώματος ανήκει σε αυτήν τη συνο λική μορφή του σώματος όχι σύμφωνα με την προσίδια ουσία του, αλλά λόγω αυτής της εξωτερικής σύνδεσης, της οποίας η μεταβατική αναγκαιότητα αντιστοιχεί στην αναγκαιότητα ενός εξαναγκασμού, ο οποίος συγκρατεί μαζί όλα τα στοιχεία του αν θρώπινου σώματος μέχρι τη στιγμή που, επειδή θα έχουν αλλάξει οι περιβάλλουσες συνθήκες, θα τροποποιηθούν και οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα στοιχεία: τότε η συναρμογή διαλύεται και τα μέρη της αποστέλλονται σε άλλους συνδυασμούς. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να ερμηνευθεί η δομή του ανθρώπι νου σώματος με βάση μια θεϊκή και υπερφυσική τέχνη, της οποί ας οι λόγοι είναι κατ’ ουσίαν μυστηριώδεις, με το πρόσχημα ότι «σχηματίστηκε με τέτοιον τρόπο ώστε το ένα μέρος να μη βλά πτει το άλλο» αλλά αντιθέτως να συμφωνούν το ένα με το άλλο: ο λόγος που υπάρχει αυτός ο συντονισμός δεν πρέπει να αναζη τηθεί σε κάποιον σκοτεινό προκαθορισμό των ενικών ουσιών που θα τις ωθούσε να συγκλίνουν όλες μαζί προς μια μοναδική ουσία (μια ιδεατή φύση), αλλά στη μεταβατική σχέση καθορι σμού που τις εξαναγκάζει προσωρινά να συνδεθούν. Όπως παρατηρούμε στο χωρίο που μόλις σχολιάσαμε, ο ίδιος ο Spinoza παρουσιάζει τα μέρη του ανθρώπινου σώματος χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν το γεγονός ότι ανήκουν από κοινού στο άτομο εντός του οποίου συνυπάρχουν ως «άτομα»: «Το ανθρώπινο σώμα συντίθεται από πλείστα άτομα (διαφορε τικής φύσης), καθένα εκ των οποίων είναι πολυσύνθετο».56 «Τα μέρη του ανθρώπινου σώματος είναι στην πραγματικότητα πολυσύνθετα άτομα (αίτημα 1) των οποίων τα μέρη (λήμμα 4) μπορούν να χωριστούν από το ανθρώπινο σώμα και να μεταδώ 56. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, αίτημα 1 μετά την πρόταση 13.
274
HEGEL Ή SPINOZA
σουν τις κινήσεις τους (αξίωμα 1 μετά το λήμμα 3) σε άλλα σώ ματα σύμφωνα με μια άλλη σχέση, παρότι το σώμα διατηρεί καθ’ ολοκληρίαν τη φύση του και τη μορφή του. [...] Το ίδιο μπορού με να πούμε για οποιοδήποτε μέρος του ίδιου ατόμου που εισέρ χεται στη σύνθεση του ανθρώπινου σώματος».57 Επομένως, τα στοιχεία που συγκροτούν ένα άτομο είναι αυτά τα ίδια σύνθετες πραγματικότητες, συντεθειμένες από διακριτά μέ ρη τα οποία συνυπάρχουν σε αυτές και καθορίζονται αυτά τα ίδια έξω από αυτήν τη σχέση, και ούτω καθεξής επ’ άπειρον, εφό σον η ανάλυση της πραγματικότητας είναι κατά τον Spinoza ατέρμονη, και δεν γίνεται ποτέ να οδηγήσει σε απολύτως απλά όντα, με βάση τα οποία θα μπορούσε να οικοδομηθεί το σύνθετο σύστημα των συνδυασμών τους. Κυριολεκτικά μιλώντας, υπάρ χουν μόνο σχέσεις: γι’ αυτό οι ενικές ουσίες, που είναι καθορι σμένες στον εαυτό τους, δεν επηρεάζονται από την εξωτερική αλληλουχία των υπάρξεων και γι’ αυτό ακριβώς δεν θα μπορού σε να φτάσει σε αυτές μια ανάλυση η οποία θα ανακάλυπτε το απλό στην άκρη του σύνθετου, ως καταληκτικό στοιχείο και απερίσταλτη μονάδα. Οι ουσίες δεν είναι οι συγκροτητικές μονάδες ενός όλου, όπως επίσης δεν συνιστούν ολότητες, που θα ενοποι ούσαν κάποια στοιχεία εις την αιωνιότητα. Όπως ήδη είδαμε, αυτή η κίνηση μπορεί να εξεταστεί και προς την άλλη κατεύθυνση: μέσα στα σώματα, εννοούμενα ως άτομα, υπάρχουν πάντοτε άλλα σώματα, που και αυτά τα ίδια είναι άτο μα· αλλά επίσης κάθε σώμα, στον βαθμό που αυτό το ίδιο είναι ένα άτομο, ανήκει σε ένα άλλο σώμα, που επίσης είναι ένα άτο μο, και τούτο επ’ άπειρον, μέχρις ότου φτάσουμε σε αυτό το ολι κό άτομο, το facies totius universi, που είναι -όπως δείξαμε- ο έμμεσος άπειρος τρόπος της έκτασης: «Η Φύση στην ολότητά της είναι ένα μόνο άτομο, του οποίου τα μέρη, δηλαδή όλα τα 57. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, απόδειξη της πρότασης 24.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
275
σώματα, ποικίλλουν με άπειρους τρόπους, χωρίς καμία αλλαγή ολόκληρου του ατόμου». Όπως επισημάναμε, δεν θα ήταν σω στό να ερμηνευθεί αυτό το χωρίο στην κατεύθυνση μιας οργανικιστικής αντίληψης για τη φύση, η οποία αναπόφευκτα συνδέε ται με την αναπαράσταση μιας εμμενούς τελικής σκοπιμότητας, όπως γίνεται παρ’ όλα αυτά τις περισσότερες φορές. Σύμφωνα με μια τέτοια αντίληψη, τα μέρη της φύσης, δηλαδή το σύνολο των σωματικών πραγμάτων (αλλά επίσης και το σύνολο των πραγμά των που συγκροτούν καθένα από όλα τα άλλα κατηγορήματα), θα είχαν συγκροτηθεί αυτά τα ίδια, καθένα όσον αφορά την προσίδια ουσία του, από μια εσωτερική σχέση αλληλεγγύης που θα τα έκανε όλα να συγκλίνουν στην πραγματοποίηση μιας συνολι κής μορφής, στο εσωτερικό της οποίας θα είχαν όλα διαταχθεί, τα μεν σε σχέση με τα δε, με ενωτικό τρόπο. Θα μπορούσαμε λοιπόν να οδηγηθούμε αρμονικά από τις προσίδιες φύσεις τους, που θα συνδέονταν κατ’ αλληλουχία σύμφωνα με τον ίδιο κανό να, στην άπειρη οργάνωσή τους και αντίστροφα: σε αυτήν την περίπτωση δεν θα κάναμε τίποτε άλλο παρά να διαβάζουμε τον Leibniz μέσα στον Spinoza. Ωστόσο, μια τέτοια αναπαράσταση της φύσης, όπως η γνώση του ανθρώπινου σώματος την οποία επικαλείται εν είδει μοντέ λου, ανήκει σύμφωνα με τον Spinoza στη σφαίρα της φαντασίας. Η φαντασία συσκοτίζει ή αλλοιώνει την εντελή ιδέα του ενεργού απείρου, σύμφωνα με την οποία η υπόσταση εκφράζεται κατά τρόπο άμεσο και ταυτόσημο -δίχως να μεσολαβεί καμία κατα στατική αρχή τάξης, η οποία αναπόφευκτα θα ήταν ιεραρχημένη και θα διεπόταν από μια τελική σκοπιμότητα- σε κάθε μία από τις διαθέσεις της, των οποίων παράγει τις ενικές ουσίες όλες μα ζί, χωρίς να παραχωρείται σε καμία οποιοδήποτε προνόμιο, κα θώς τους παρέχει αυτήν την πρωταρχική τάση να εμμένουν στο είναι τους, μια τάση που ανήκει σε καθεμία ξεχωριστά και δεν γίνεται να της αφαιρεθεί. Αυτές οι τάσεις είναι ισοδύναμες, στον βαθμό ακριβώς που δεν μπορούν να συγκριθούν, εφόσον τελού-
276
HEGEL Ή SPINOZA
νται στη θετική πληρότητα της προσίδιας φύσης τους. Ως εκ τούτου, πρέπει να παραιτηθούμε οριστικά από τη διαδεδομένη αυταπάτη ότι τα πράγματα είναι προσαρμοσμένα τα μεν στα δε, ούτως ώστε να πραγματοποιούν -μέσω των αμοιβαίων σχέσεών τους που τα τοποθετούν, τα μεν σε σχέση με τα δε, στην άπειρη αλληλουχία των αιτιών και των αποτελεσμάτων- μια κοινή τάξη τελειότητας. Διότι μια τέτοια ερμηνεία «αναποδογυρίζει τη φύ ση» (Ηθική, πρώτο μέρος, παράρτημα): παραπέμπει κάθε μέρος της φύσης στην ίδια τη φύση εννοούμενη ως όλον και ως τελική καταστατική αρχή της κατανομής τους, από την οποία καθορίζο νται αυτά τα ίδια- αντιθέτως, πρέπει να θεωρήσουμε ότι η φύση είναι επακόλουθο της συνύπαρξής τους, δηλαδή ένα σύνολο που δεν μπορεί να ολοποιηθεί. Η φύση, θεωρούμενη από μια τέτοια οπτική γωνία, συνιστά πράγματι ένα άτομο με την έννοια που προσδιορίσαμε: πραγματοποιεί μεταξύ των όντων που τη γεμί ζουν μια αναγκαία σχέση συνύπαρξης, εφόσον όλα τα σωματικά πράγματα βρίσκονται εξ ορισμού συγκεντρωμένα σε αυτήν, δί χως αυτή η ίδια η σχέση να διέπεται από κάποια (ιδεατή επομέ νως) τάξη μεταξύ των ουσιών, της οποίας θα ήταν τότε απλώς η εκδήλωση ή η υλοποίηση. Ωστόσο, εμφανίζεται εδώ μια νέα δυσκολία: σύμφωνα με τον ορισμό του ατόμου που διατυπώνει ο Spinoza, η σχέση των στοι χείων που το συγκροτεί ως σύνθετο ον καθορίζεται καθ’ ολοκλη ρίαν με όρους εξωτερικότητας, αποκλειστικά με τη μορφή της μεταβατικής αιτιότητας, ή σύμφωνα με την αρχή της «πίεσης των περιβαλλόντων στοιχείων», για να επαναλάβουμε την έκφραση που έχει προτείνει ο Μ. Gueroult. Αυτό δεν συνιστά πρόβλημα για κανένα πράγμα της φύσης, το οποίο εξαναγκάζεται εκ των έξω λόγω της άπειρης αλληλουχίας των αιτιών στην οποία είναι ενταγμένο. Αραγε, αυτό είναι κάτι που μπορεί να ειπωθεί και για την ίδια τη φύση, που περιλαμβάνει ή τουλάχιστον περιέχει τα πάντα μέσα της, και προς την οποία τίποτα δεν μπορεί επομένως να παραμένει εξωτερικό; Κάτι τέτοιο σηματοδοτεί φαινομενικά
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
277
την αποτυχία για την καταστατική αρχή της πίεσης των περιβαλ λόντων στοιχείων. Μας σταματάει εδώ το γεγονός ότι κατά τη διατύπωση του ερωτήματος επαναφέραμε, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, αυτήν την έννοια της εσωτερικότητας την οποία αποκλείει πλήρως ο ορισμός του ατόμου: αν η σωματική φύση εννοούμενη συνολικά ως facies totius universi είναι ένα απεριόριστο σύνολο που δεν μπορεί να ολοποιηθεί, αυτό σημαίνει ότι υπάρχει, αυτή η ίδια, πλήρως με όρους εξωτερικότητας. Δεν υπάρχει τίποτα εξωτερικό προς αυτήν, επειδή ακριβώς κάθε εξωτερικότητα υπάγεται σε αυ τήν, και βρίσκεται μέσα της, αν όχι ενωμένη και αφομοιωμένη (δηλαδή συγχωνευμένη με βάση μια εσωτερική καταστατική αρ χή ενότητας), τουλάχιστον συνενωμένη και συναρμοσμένη σε μια σχέση αμετάβλητης και απεριόριστης συνύπαρξης: με αυτήν την έννοια, η «τάξη» της αποκλείει κάθε αντίφαση, δηλαδή τεί νει να την επιλύει σε μια κατάσταση ισορροπίας η οποία εξάλλου δεν σταματά να τίθεται «εν αμφιβόλω». Η πίεση των περιβαλλό ντων στοιχείων, η οποία έχει ως επακόλουθο να μένουν μαζί όλα τα σωματικά όντα και συγκροτεί τη φύση ως τη συνολική μορφή ατομικότητάς τους, είναι η άπειρη αλληλουχία των αιτιακών κα θορισμών αυτών των σωματικών όντων. Η εξωτερικότητα αυτής της αλληλουχίας ερμηνεύεται από τη φαντασία με βάση την αφηρημένη μυθοπλασία ενός εξωτερικού, το οποίο θα υπήρχε ανεξάρτητα από εκείνο το οποίο καθορίζει- αλλά πρέπει, αντιθέτως, να γίνει κατανοητό ότι δεν είναι τίποτα «έξω» από αυτά τα πράγματα τα οποία καθορίζει. Η αλληλουχία των μεταβατικών αιτιών είναι η ίδια, στον εαυτό της θα λέγαμε, μια αλληλουχία με όρους εξωτερικότητας. Επομένως, δεν υπάρχει καμία ανάγκη να υποθέσουμε μια πραγματικότητα εξωτερική προς τη φύση για να κατανοήσουμε ότι αυτή η ίδια η φύση υπόκειται σε έναν εξωτερι κό καθορισμό, εκείνον ακριβώς των όντων που τη συνθέτουν. Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φύση επειδή ακριβώς η φύση δεν μπορεί να εξηγηθεί με βάση μια ιδεατή αρμονία, μια απαρτιωμέ-
278
HEGEL Ή SPINOZA
νη τάξη, η οποία θα εγκαθίδρυε ένα πλασματικό όριο ανάμεσα στο εσωτερικό της και το εξωτερικό της. Γι’ αυτό ξαναβρίσκουμε, στο επίπεδο της ίδιας της φύσης θεωρούμενης στο σύνολό της, όπως και στο επίπεδο κάθε μέρους της, την ίδια αντίληψη για το άτομο, εννοούμενο ως εξωτερική σχέση ανάμεσα σε υπάρξεις. Αραγε, αυτό σημαίνει ότι πλέον δεν μπορεί να νοηθεί καμία ενότητα μέσα στη φύση, και ότι αυτή η φύση διασκορπίζεται επ’ άπειρον, σε μια περιστασιακή διαδοχή συναντήσεων, στο επίπε δο των οποίων δεν μπορεί πλέον να συναχθεί καμία εμμενής αναγκαιότητα; Ωστόσο, για να ξεφύγουμε από την αυταπάτη μιας τάξης που θα διεπόταν από κάποια τελική σκοπιμότητα, δεν αρ κεί να την αντικαταστήσουμε με την αναπαράσταση μιας ενδεχομενικής αταξίας καθαρών υπάρξεων, η οποία τελικά δεν είναι παρά η κατοπτρική εικόνα της. Οτιδήποτε παράγεται στη φύση καθορίζεται από τους καθολικούς νόμους της κίνησης, σύμφωνα με τους οποίους κάθε πράγμα εκφράζει, με βέβαιο και καθορι σμένο τρόπο, την ουσία της υπόστασης, καθόσον αυτή είναι ένα εκτεινόμενο πράγμα: τούτο σημαίνει ότι υπάρχει για κάθε πράγ μα μια ενική ουσία που το κάνει να είναι κατ’ αναγκαιότητα, όχι πλέον μέσω του εξαναγκασμού από ένα εξωτερικό ον, αλλά από την πράξη της υπόστασης που βεβαιώνεται καταφατικά σε αυτό το πράγμα όπως και σε όλες τις άλλες διαθέσεις της. Με αυτήν την έννοια, η ίδια η φύση, εννοούμενη ως μοναδικό ον, έχει μια προσίδια ουσία η οποία αποτελεί τον λόγο της αναγκαιότητάς της και της ενότητάς της: είναι άμεσος άπειρος τρόπος, στον οποίο εκφράζεται άμεσα η υπόσταση, έξω από οποιαδήποτε σχέ ση με οτιδήποτε άλλο. Ωστόσο, αν εξεταστεί κατ’ αυτόν τον τρό πο, από την οπτική γωνία της ουσίας της, στην οποία εκφράζεται άμεσα η δύναμη του Θεού, δεν είναι πλέον ένα άτομο ή ένα υπο κείμενο, δηλαδή το σύστημα όλων των εξαναγκασμών που συ γκεντρώνει μέσα της, σε μια άπειρη σειρά, υπάρξεις εξωτερικές τις μεν προς τις δε. Όπως είδαμε, ο Spinoza ακυρώνει κάθε από πειρα να οδηγηθούμε συμπερασματικά από τη μία πλευρά στην
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
279
άλλη, διότι κάτι τέτοιο θα επανεισήγαγε αυτήν την ιεραρχημένη αντίληψη του πραγματικού και την τάξη των τελικών σκοπών με την οποία εκπλήσσονται οι ανόητοι και οι δούλοι. Ομοίως, όπως κάθε τροπική πραγματικότητα, το ανθρώπινο σώμα έχει μια ενική ουσία, διακριτή από την ύπαρξή του, σύμφω να με την οποία τείνει να εμμένει στο είναι του. Αν όμως εξετα στεί από μια τέτοια οπτική γωνία, δεν είναι πλέον ένα άτομο, δηλαδή μια σύνθετη συναρμογή από μέρη που διατάσσονται σε αυτό σύμφωνα με τον εξωτερικό εξαναγκασμό των αμοιβαίων σχέσεών τους* διότι καθορίζεται από μια εσωτερική ροπή, που δεν είναι η -διεπόμενη από κάποια τελική σκοπιμότητα- τάξη μιας σύνθεσης ή μιας ολότητας, αλλά η αδιάσπαστη κατάφαση της υπόστασης που εκφράζεται σε αυτό με τρόπο βέβαιο και κα θορισμένο, με μια μοναδική και απαράμιλλη πράξη που δεν μπο ρεί να αναχθεί σε κανέναν εξωτερικό καθορισμό, όποιος και αν είναι αυτός. Γενικότερα, πρέπει να πούμε ότι καμία ενική ουσία δεν μπορεί να συναχθεί άμεσα ως τέτοια από μια άλλη ενική ουσία, ούτε εξάλλου από την κοινή τους φύση, δηλαδή το κατηγόρημα από το οποίο εξαρτώνται όλες οι ενικές ουσίες: «Εκείνο που είναι κοι νό σε όλα τα πράγματα και το οποίο βρίσκεται εξίσου σε ένα μέ ρος όπως και στο όλον δεν συγκροτεί την ουσία κανενός ενικού πράγματος».58 Η καθολική αναγκαιότητα δεν αντιπροσωπεύει απλώς μια κοινή τάξη ανάμεσα στα πράγματα, με βάση την οποία θα μπορούσαν να κατανοηθούν, μέσω αφαίρεσης: είναι η συγκε κριμένη κατάφαση της υπόστασης που δρα σε όλα τα πράγματα, μέσα σε μια απολύτως ίση και απολύτως διάφορη απειρία διαθέ σεων που την εκφράζουν κατά ταυτόσημο τρόπο στον βαθμό ακριβώς που διαφεύγουν από κάθε αμοιβαία σύγκριση. Επανερχόμαστε έτσι σε μια σημαντική ιδέα που ήδη συναντή σαμε προηγουμένως: η ίδια η υπόσταση, της οποίας η ενότητα 58. Spinoza, Η θ ικ ή , δεύτερο μέρος, πρόταση 7.
280
HEGEL Ή SPINOZA
συμπίπτει με την άπειρη δύναμή της, και η οποία δεν μπορεί ποτέ να είναι ελλιπής και εκφράζεται σε απειρία ουσιών, δεν υπάρχει ως άτομο, στην τάξη του οποίου θα υπαγόταν κάθε καθορισμός. Όπως υποδεικνύει εν συντομία ο Spinoza στην επιστολή 50 προς τον J. Jelles -αλλά ως γνωστόν η αληθής ιδέα είναι αυτάρκης-, η ενότητα της υπόστασης δεν είναι αριθμητική, δεν είναι η ενότη τα ενός μόνο όντος το οποίο θα υπήρχε αποκλείοντας κάθε άλλο δείγμα που θα μπορούσαμε να φανταστούμε για αυτό, αλλά εί ναι η απολύτως άπειρη ενότητα, που δεν μπορεί ως τέτοια να κατανοηθεί εκ των έξω, με όρους αποκλεισμού κατά κάποιον τρόπο, στο πλαίσιο μιας κίνησης που από το δυνατό θα κατέληγε στο πραγματικό. Όχι μόνο ο Θεός δεν είναι ένα άτομο, αλλά εί ναι το μόνο «πράγμα» που δεν μπορεί απολύτως κατά κανέναν τρόπο να εξεταστεί από αυτήν την οπτική γωνία, αφηρημένα, σύμφωνα με μια καταστατική αρχή τάξης ή συνύπαρξης που θα καταργούσε σε αυτόν κάθε κατανοησιμότητα, διότι στον Θεό η ουσία και η ύπαρξη συμπίπτουν επακριβώς, στην εμμενή ανα γκαιότητα της causa sui. Ενώ όλα τα πράγματα της «φύσης», σε οποιοδήποτε κατηγόρημα, μπορούν να εξεταστούν από αυτήν την εξωτερική και αρνητική οπτική γωνία, όπου η αιτιακή σχέση τους παίρνει μια αποκλειστικά μεταβατική μορφή, ο Θεός είναι εξ ορισμού τελείως θετικός: είναι επίσης αυτό που καθορίζει κά θε πράγμα ως τέτοιο, με θετικό τρόπο. Συνεπώς, βάσιμα διακηρύσσει ο Hegel ότι στον συλλογισμό του Spinoza η υπόσταση δεν «γίνεται» ποτέ υποκείμενο: μπο ρούμε μάλιστα να πούμε ότι αυτό ακριβώς παρέχει στη σπινοζική σκέψη το πραγματικό περιεχόμενό της, εκείνο ακριβώς που αντιλήφθηκε ο Hegel ως περιορισμό και όριό της. Ο Θεός της Ηθικής δεν είναι μια ολότητα καθορισμών που θα είχαν διαταχθεί σε μια ορθολογική τάξη με βάση τη λογική της ανάπτυξής τους ή του συστήματος τους: για τον Spinoza, η κατανοησιμό τητα ενός όλου είναι η κατανοησιμότητα μιας ατομικής μορφής, η οποία εξηγείται σχετικώς από μια μηχανική και μεταβατική
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
281
αλληλουχία, στο πλαίσιο μιας ατέρμονης σειράς εξαναγκασμών επομένως, διακρίνεται ριζικά από μια ενική ουσία, η οποία αντιθέτως καθορίζεται από την αναγκαία σχέση της με την υπόστα ση. Έτσι, η ίδια η ιδέα της ολότητας είναι αφηρημένη και αρνητι κή, στα συμφραζόμενα εντός των οποίων σχηματίζεται: ουδό λως αναπαριστά τη θετική πραγματικότητα ενός όντος που τεί νει, σύμφωνα με την προσίδια φύση του, να εμμένει επ’ αόριστον στο είναι του, αλλά εκείνον τον αμοιβαίο περιορισμό που τοπο θετεί τις ατομικές μορφές, τις μεν σε σχέση με τις δε, και εξηγεί την εμφάνισή τους και την εξαφάνισή τους με αιτίες πάντα εξω τερικές. Οτιδήποτε υπάρχει εκεί όπου παρουσιάζονται αντιφάσεις και συγκρούσεις, αλλά επίσης ισορροπίες και συμβιβασμοί, στη με ταβατική διαδοχή ατομικών εξαναγκασμών, εξηγείται από μια τάξη αρνητικού καθορισμού, η οποία παραμένει εξωτερική προς τις ουσίες. Ωστόσο, η απόλυτη γνώση των πραγμάτων, στην οποία συνίσταται η «διανοητική αγάπη του Θεού», απορρίπτει τούτο το μοντέλο γνώσης και διαχωρίζεται απολύτως από αυτό: εξαλείφει από το αντικείμενό της κάθε αντίφαση, όχι κατά την απατηλή κίνηση της εσωτερικής επίλυσής της, αλλά αναγνωρί ζοντας ότι η αληθινή αναγκαιότητα συνίσταται στην αποκλει στική σχέση κάθε πραγματικότητας με την υπόσταση που βεβαι ώνεται καταφατικά σε αυτήν, έξω από κάθε αντίφαση. Στις Μεταφυσικές σκέψεις ο Spinoza έγραφε ήδη: «Από την αμοιβαία σύγκριση των πραγμάτων προκύπτουν ορι σμένες έννοιες που εντούτοις δεν είναι τίποτα, έξω από τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνο απλοί τρόποι του σκέπτεσθαι. Αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι αν θελήσουμε να τις εξετάσουμε ως πράγματα που τοποθετούνται έξω από τη σκέψη, τότε καθι στούμε συγκεχυμένη τη σαφή σημασία που εντούτοις αποδί δουμε σε αυτές. Τέτοιες είναι οι έννοιες της Αντίθεσης, της Τά ξης, της Συμφωνίας, της Διαφορετικότητας, του Υποκειμένου,
282
HEGEL Ή SPINOZA
του Συμπληρώματος, και άλλες παρόμοιες που μπορούμε να προσθέσουμε σε αυτές» (πρώτο μέρος, κεφάλαιο 5). Όπως η τάξη και η συμφωνία, ομοίως η αντίθεση δεν είναι παρά ένας τρόπος να φανταζόμαστε όχι τα πράγματα αλλά τις σχέσεις τους: στην πραγματικότητα, αυτές οι έννοιες εξαρτώνται από τη «σύγκριση» των πραγμάτων. Επομένως, πρόκειται για αφηρημένες και μορφικές έννοιες οι οποίες δεν αντιστοιχούν πραγματικά σε κανένα περιεχόμενο. Όπως δεν υπάρχει τάξη αυτή καθ’ εαυτήν, ομοίως δεν υπάρχει και αντίθεση αυτή καθ’ εαυτήν. Με άλλα λό για, είναι αδύνατον να γνωρίσουμε οτιδήποτε κατ’ εντέλειαν με βάση τέτοιες έννοιες. Ωστόσο, δεν αρκεί να επισημάνουμε ότι εί ναι μορφικές και απατηλές· πρέπει επίσης να μάθουμε από πού προέρχονται και τι είναι αυτό που τις καθιστά τόσο εύκολα πι στευτές. Μπορεί όταν «συγκρίνουμε τα πράγματα» να μην μαθαί νουμε τίποτα για την αληθινή φύση τους, ωστόσο πρόκειται για μια διεργασία που δεν είναι απολύτως αυθαίρετη, στον βαθμό που αναπαριστά τη μεταβατική αλληλουχία των υπάρξεων η οποία επιτρέπει μια τέτοια σύγκριση, διότι σταθμίζει αυτή η ίδια τα αντι κείμενά της, τα μεν σε σχέση με τα δε, στο πλαίσιο της απεριόρι στης σχέσης των αμοιβαίων καθορισμών τους. Επομένως, η αντί θεση ως τρόπος του σκέπτεσθαι αντιστοιχεί επίσης σε έναν τρόπο του είναι: εκείνον που έχει ως αποτέλεσμα να συνυπάρχουν πεπε ρασμένα πράγματα στην απεριόριστη σειρά εντός της οποίας αλληλοπεριορίζονται. Ωστόσο, αυτή η αναπαράσταση αγνοεί παντε λώς τον θετικό καθορισμό των διαθέσεων που τις ενώνει άμεσα με την υπόσταση. Γι’ αυτό ακριβώς δεν ανοίγει τον δρόμο σε μια ορ θολογική καταστατική αρχή της οποίας η εγκυρότητα θα ήταν πραγματικά καθολική. Από όλα αυτά προκύπτει ότι ο μηχανισμός της αρχής της αντίφασης, που εξακολουθεί να διέπει κατά την κλασική εποχή τη λειτουργία μιας ορθολογικής σκέψης, ακόμα και αν αρχίζει τότε να αμφισβητείται (όπως στην περίπτωση του Ρα$ςα1), πα
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
283
ρεκκλίνει θα λέγαμε ή απορρυθμίζεται στην περίπτωση του Spinoza. Αφ’ ης στιγμής ανάγεται στην αφηρημένη τάξη των υπάρξεων που συγκροτεί τα άτομα μέσα από σχέσεις εξωτερικότητας, επιτρέπει στην καλύτερη περίπτωση να σταθμιστεί ή μάλ λον να διαπιστωθεί η προσωρινή διάρκεια της επιβίωσής τους· αλλά δεν μας μαθαίνει πλέον τίποτα σε σχέση με αυτήν την ουσι ώδη πραγματικότητα την οποία παρέχει στα πράγματα η εμμενής σχέση τους με την υπόσταση, δηλαδή σε σχέση με αυτήν τη θετι κή αναγκαιότητα που τα κάνει να είναι και να εμμένουν. Κατά τον Spinoza, κανένα πράγμα δεν καθορίζεται ενδογενώς από τις αντιφάσεις του, όπως ορθά επισημαίνει ο Hegel: με αυτήν την έννοια, η διαλεκτική είναι όντως απούσα από τον σπινοζισμό. Πρέπει όμως να τονίσουμε επίσης ότι την ίδια στιγμή η αντίφαση έχασε την αρνητική της ικανότητα ανασκευής, απ’ όπου αντλού σε -ακόμα και στον Descartes- μια ουσιωδώς λογική λειτουργία: όπως δεν καθιδρύει ένα ον μέσα στην πραγματικότητά του, ομοί ως δεν μας επιτρέπει να του αρνηθούμε μια πραγματικότητα, δι ότι ο λόγος της είναι πλήρως εξωτερικός προς την ουσία των πραγμάτων. Ενώ ο Hegel αρκείται τελικά στο να αναστρέφει την αρχή της αντίφασης, αντλώντας από αυτήν αντίστροφα αποτε λέσματα από εκείνα που επιβεβαίωνε μια παλαιότερη παράδοση, ο Spinoza μετατοπίζει πλήρως το πεδίο εφαρμογής της, καθώς της αφαιρεί -όπως και από κάθε άλλη μορφική αρχή- αυτήν την καθολική ικανότητα που της επιτρέπει να εφαρμόζεται ομοιό μορφα σε κάθε πραγματικότητα. Αλλά μια διαλεκτική, αν ανα πτύξουμε μέχρι τέλους την εμμενή τάση της, δεν πρέπει επίσης να μπορεί να στοχάζεται ενάντια στην αντίφαση;
Δύναμη και conatus Ο Spinoza εξακολουθεί να αποδίδει στην αρχή της αντίφασης μια ορθολογική σημασία, αλλά στην πραγματικότητα της αφαι-
284
HEGEL Ή SPINOZA
ρεί την ικανότητα να στοχάζεται την πραγματική φύση των πραγμάτων, με άλλα λόγια περιορίζει τη χρήση της, καθώς αναι ρεί την αξίωσή της στην καθολικότητα. Ως προς αυτό, φαίνεται να προαναγγέλλει την κριτική φιλοσοφία η οποία τοποθετείται, με φαινομενικά ανάλογο τρόπο, ενάντια στον φορμαλισμό. Είναι άραγε εύστοχη μια τέτοια συσχέτιση ανάμεσα στον Spinoza και τον Kant; Σύμφωνα με το «Περί της αμφισημίας των εννοιών του στο χασμού», που αποτελεί το παράρτημα της «Αναλυτικής των θε μελιωδών αρχών» στην Κριτική του καθαρού λόγου, η εφαρμογή της αρχής της αντίφασης δεν ανοίγει τον δρόμο σε μια γνώση παρά μόνο από την οπτική γωνία του καθαρού νου, ο οποίος εξε τάζει ένα πράγμα εν γένει, χωρίς να το καθορίζει μέσω ενός επιμέρους φαινομένου: «Όταν η πραγματικότητα παρουσιάζεται σε εμάς μόνο μέσω του καθαρού νου (realitas noumenon), τότε καμία ασυμφωνία δεν μπορεί να νοηθεί ανάμεσα στις πραγματικότητες* δηλαδή δεν μπορούμε να συλλάβουμε μια σχέση τέτοια, ώστε αυτές οι πραγ ματικότητες, ενώ είναι ενωμένες στο ίδιο υποκείμενο, να κατα στρέφουν αμοιβαία τις συνέπειές τους και ώστε 3-3=0».59 Ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι συγχρόνως ο εαυτός του και το ενάντιό του: η καθολικότητα αυτής της αρχής είναι αφηρημένη και καθολική, διότι πραγματεύεται το αντικείμενό της ως ένα οποιοδήποτε πράγμα, ανεξαρτήτως κάθε εμπειρικού χαρακτηρι στικού, το οποίο ο νους τοποθετεί απλώς μέσα του, κατά τον τρόπο ενός αμιγώς λογικού υποκειμένου που δεν μπορεί να απο δεχτεί αντίθετα κατηγορούμενα. Τίθεται τότε το ερώτημα αν η ίδια αρχή μπορεί επίσης να εφαρμοστεί στα πράγματα που όντως 59. Immanuel Kant, La Critique de la raison pure, γαλλική μετάφραση A. Tremesaygues & B. Pacaud, PUF, Παρίσι 1965, σ. 234.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
285
παρουσιάζονται στην εμπειρία και αν είναι επαρκής για την ορ θολογική εξήγησή τους. Ωστόσο, στις σχέσεις μεταξύ των φαινομένων εμφανίζονται αντιφάσεις, ή μάλλον αντιθέσεις, των οποίων η κίνηση δεν μπο ρεί να αναχθεί σε έναν τέτοιον μορφικό καθορισμό: «Αντιθέτως, οι πραγματικότητες εντός του φαινομένου μπορούν ασφαλώς να αντιτίθενται αμοιβαία και την ίδια στιγμή να συνε νώνονται σε ένα ίδιο υποκείμενο· η μία μπορεί να καταστρέφει ολοκληρωτικά ή εν μέρει τις συνέπειες της άλλης, όπως λόγου χάρη συμβαίνει με δύο κινητήριες δυνάμεις στην ίδια ευθεία γραμμή, στον βαθμό που κατευθύνουν, που ωθούν ένα σημείο σε αντίθετες κατευθύνσεις, ή επίσης με την ευχαρίστηση που αντισταθμίζει τον πόνο».60 Η επιστημονική γνώση της φύσης δεν μπορεί να επιλύσει τέτοιες αντιφάσεις με θεωρησιακό τρόπο, ανάγοντάς τες στο αδύνατο ή στο μηδέν, αλλά οφείλει να εξηγήσει τις συνέπειές τους, γεγονός που σημαίνει ότι αναγνωρίζει την ύπαρξή τους ή την πραγματι κότητά τους. Δεν υπάρχει τότε σύγκρουση ανάμεσα στη λογική και την εμπειρία; Ο Kant εισάγει αυτό το πρόβλημα στην Κριτική του καθαρού λόγον σε μια επακριβώς προσδιορισμένη πολεμική προοπτική: η σημείωσή του στρέφεται εναντίον της λαϊβνίτειας παράδοσης που έχει επιλύσει αυτήν τη σύγκρουση «νοητικοποιώντας τα φαινόμενα», δηλαδή υπάγοντας άμεσα τη φύση και την εμπειρία στις προϋποθέσεις του καθαρού νου, για τον οποίο η ύπαρξη εί ναι ένα λογικό κατηγορούμενο που μπορεί να αντληθεί από το υποκείμενό του μέσω ανάλυσης: «Η αρχή σύμφωνα με την οποία αυτές οι πραγματικότητες (ως 60. Σ το ίδιο.
HEGEL Ή SPINOZA
286
απλές καταφάσεις) δεν αντιμάχονται η μία την άλλη είναι μια εξόχως αληθής πρόταση όσον αφορά τη σχέση των εννοιών, αλ λά δεν έχει καμία αξία σχετικά με τη φύση, και ιδίως σχετικά με ένα πράγμα καθ’ εαυτό (για το οποίο δεν διαθέτουμε καμία έν νοια). [...] Μολονότι ο Leibniz δεν παρουσίασε αυτήν την πρό ταση ως καινοφανή, τη χρησιμοποίησε σε νέους ισχυρισμούς και οι διάδοχοί του την εισήγαγαν ρητά στη λαϊβνίτεια-βολφιανή διδασκαλία τους. Σύμφωνα με τούτη την αρχή, όλα τα δεινά -λόγου χάρη- είναι μόνο συνέπειες των ορίων των δημιουργη μάτων, δηλαδή αρνήσεις, επειδή αυτές οι αρνήσεις είναι το μο ναδικό πράγμα που αντιμάχεται την πραγματικότητα (και αυτό ισχύει όντως όσον αφορά την έννοια ενός πράγματος εν γένει, αλλά όχι τα πράγματα ως φαινόμενα). Ομοίως, οι οπαδοί του Leibniz θεωρούν πως είναι όχι μόνο δυνατόν αλλά και φυσικό να συμφιλιώσουν κάθε πραγματικότητα μέσα σε ένα ον, δίχως τον φόβο της αντίθεσης, επειδή δεν αναγνωρίζουν άλλη αντίθε ση εκτός από την αντίφαση (μέσω της οποίας εξαφανίζεται η ίδια η έννοια ενός πράγματος)· αλλά δεν γνωρίζουν την αντίθε ση της αμοιβαίας καταστροφής, η οποία λαμβάνει χώρα όταν μια πραγματική αρχή καταστρέφει το αποτέλεσμα μιας άλλης πραγματικής αρχής. Μόνο στην αισθητικότητα συναντούμε τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναπαραστήσουμε αυτήν την αντίθεση ή εναντιότητα».61 Από την οπτική γωνία της καθολικής αρμονίας, η αναγκαιότητα των πραγμάτων ανάγεται στη σχέση συμφωνίας που συνδέει τα μεν με τα δε και εξηγείται πλήρως μέσω αυτής: ένα είδος αντικει μενικής λογικής επιτρέπει τότε να συναχθεί το πραγματικό από το δυνατό, μέσω ενός ομοιογενούς και συνεχούς συλλογισμού, ο οποίος δεν ανατρέχει στην παρέμβαση κανενός εξωτερικού κα θορισμού και καμίας αυτόνομης καταστατικής αρχής ύπαρξης. 61. Σ το ίδ ιο , σ. 239.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
287
Κατ’ επέκταση, η τάξη του πραγματικού τελεί υπό την εγγύηση που της παρέχει η συμμορφία της με μια αμιγώς νοητική αρχή, σύμφωνα με την οποία ιδίως οτιδήποτε αντιφάσκει καταργεί συγχρόνως το δικαίωμά του στην ύπαρξη: αντίστροφα, οι αντι φάσεις απουσιάζουν πραγματικά από οτιδήποτε υπάρχει. Ο Kant αρνείται έναν τέτοιον άμεσο τρόπο να συναγάγει το αισθητό από το νοητό, ο οποίος παρακάμπτει έναν αληθινά υπερβατολογικό παραγωγικό συλλογισμό, καθώς δεν εγκατα λείπει ποτέ αυτήν τη σφαίρα ιδεατοτήτων με την οποία έχει ταυ τίσει -άπαξ διά παντός- κάθε πραγματικότητα. Η σύνθεση κα θορισμών που βρίσκεται στη βάση μιας εμπειρικής γνώσης, και εγγυάται τον θεμιτό χαρακτήρα της, δεν ανάγεται στις μορφικές συνθήκες του καθαρού νου ο οποίος συλλογίζεται μέσω ανάλυ σης εννοιών, αλλά προϋποθέτει την έννοια ενός ιδιαίτερου πράγ ματος, έτσι όπως αυτό δίνεται μέσω της εμπειρίας. Ωστόσο, από μια τέτοια οπτική γωνία, μέσα στη φύση, η αρχή κατά την οποία οι πραγματικότητες (εννοούμενες ως απλές καταφάσεις) δεν μπορούν να αντιμάχονται η μία την άλλη ή να διαφωνούν η μία με την άλλη, δηλαδή να εισέλθουν σε μια συγκρουσιακή σχέση, δεν μπορεί πλέον να εφαρμοστεί καθολικά. Συνεπώς, πρέπει να αναπτυχθεί μια νέα έννοια της αντίφασης και της άρνησης, η οποία δεν θα καθορίζεται πλέον από αυστηρά λογικές προϋπο θέσεις. Αυτό ακριβώς είχε επιχειρήσει ο Kant από το 1763, στο Δο κίμιο για την εισαγωγή της έννοιας τον αρνητικού μεγέθους στη φιλοσοφία, όπου έπαιρνε ήδη θέση υπέρ του νευτώνειου «ρεα λισμού» και κατά του «εννοιολογισμού» των καρτεσιανών και του Leibniz. Τα αρνητικά μεγέθη, των οποίων η έννοια ανήκει στη φυσική και όχι στη λογική, προκύπτουν από πραγματικές αντιθέσεις, έτσι όπως δίνονται στην εμπειρία, μέσω των οποίων ένα πράγμα βεβαιώνεται καταφατικά με θετικό τρόπο καθώς αρνείται ένα άλλο ή τουλάχιστον καθώς «καταργεί τις συνέπειές» του. Εμφανίζεται εδώ μια νέα σχέση του θετικού με το αρ
288
HEGEL Ή SPINOZA
νητικό η οποία δεν είναι πλέον -μ ε την αυστηρή έννοια- αντι φατική. Για να εξηγηθεί αυτό το απολύτως ιδιαίτερο φαινόμενο ενός αρνητικού μεγέθους, χρειάζεται να παρέμβει η διάκριση ανάμεσα στη λογική αντίφαση και την πραγματική αντίθεση: «Δύο πράγματα είναι μεταξύ τους αντίθετα όταν το γεγονός ότι το ένα τίθεται καταργεί το άλλο. Αυτή η αντίθεση είναι διπλή: είτε λογική (μέσω αντίφασης) είτε πραγματική (χωρίς αντίφα ση). Μέχρι τώρα εξετάσαμε μόνο την πρώτη αντίθεση, ή αλλιώς τη λογική αντίθεση. Έγκειται στο να επιβεβαιώνεις και να αρνείσαι κάτι για το ίδιο υποκείμενο. Αυτή η λογική συνάφεια δεν έχει συνέπειες (nihil negativum repraesentabile), όπως δηλώνει η αρχή της αντίφασης. [...] Η δεύτερη αντίθεση, η πραγματική αντίθεση, είναι τέτοια ούτως ώστε τα δύο κατηγορούμενα ενός υποκειμένου να αντιτίθενται το ένα στο άλλο αλλά δίχως αντί φαση. Ασφαλώς, ένα πράγμα καταστρέφει εξίσου αυτό που τέ θηκε από κάποιο άλλο, αλλά εδώ η συνέπεια είναι κάποιο πράγ μα (cogitabile)».62 Στις δύο μορφές της αντίθεσης, η σχέση που καθιδρύεται ανάμε σα στους συγκρουσιακούς καθορισμούς παρουσιάζεται όπως η σχέση ανάμεσα σε κατηγορούμενα που ανήκουν στο ίδιο υποκεί μενο. Ωστόσο, η φύση αυτής της σχέσης είναι τελείως διαφορε τική στις δύο περιπτώσεις. Διότι, στη λογική αντίφαση, τα κατη γορούμενα δεν εξετάζονται όπως είναι στον εαυτό τους, στην πραγματική τους ύπαρξη, αλλά μόνο σύμφωνα με την αμοιβαία σχέση τους, μέσα σε αυτό το κοινό υποκείμενο το οποίο δεν μπο ρεί να αντέξει ανταγωνιστικούς καθορισμούς: σε αυτήν την περί πτωση, η αντίφαση μπορεί να επιλυθεί μέσω απλής ανάλυσης, 62. Im. Kant, Essai pour introduire en philosophie le concept de grandeur néga tive, γαλλική μετάφραση R. Kempf, Vrin, Παρίσι 1972, σ. 79.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
289
εσωτερικής στο ίδιο το υποκείμενο. Μια τέτοια ανάλυση αφαιρεί κάθε θετικότητα από τα κατηγορούμενα, εφόσον συμπεραίνει ότι είναι αδύνατον να τα στοχαστούμε μαζί: «Εξετάζουμε μόνο τη σχέση με την οποία τα κατηγορούμενα ενός πράγματος και οι συνέπειές τους καταργούνται αμοιβαία μέσω της αντίφασης. Ποιο από τα δύο κατηγορούμενα είναι αληθινά καταφατικό (realitas) και ποιο αληθινά αρνητικό; Αυτό είναι κάτι που ουδόλως μας απασχολεί».63 Οριακά, πρέπει να πούμε ότι αμφότερα είναι αρνητικά: αυτά καθ’ εαυτά δεν είναι τίποτα, στον βαθμό που καθένα τους ορίζεται, με αφηρημένο και σχετικό τρόπο, διά του αποκλεισμού του άλλου. Πρόκειται για μια επισήμανση την οποία θα υιοθετήσει και ο Hegel, για να καταλήξει σε κάτι τελείως διαφορετικό: θα ανακα λύψει εκεί έναν λόγο για να επιβεβαιώσει τον εμμενή χαρακτήρα της σχέσης του αρνητικού με το θετικό. Τουναντίον, σε μια πραγματική αντίθεση, τα κατηγορούμενα πρέπει να καθορίζονται με πραγματικό και θετικό τρόπο, έξω από τον ανταγωνισμό τους, δηλαδή ανεξάρτητα από αυτήν την αρνητικότητα (ακύρωση ή μείωση) που εκδηλώνεται κατά τη συνά ντησή τους: ως εκ τούτου, δεν αποκλείουν το ένα το άλλο, αυτά καθ’ εαυτά, και για να εισέλθουν σε σύγκρουση χρειάζεται μια ευκαιρία που να τα συνενώνει στο ίδιο «υποκείμενο», εντός του οποίου συνυπάρχουν κατά μία έννοια όχι πλέον λογική αλλά φυ σική. Συνεπώς, μια τέτοια σύγκρουση δεν μπορεί να επιλυθεί με απλή εννοιακή ανάλυση, αλλά με μια σύνθεση εξωτερικών καθο ρισμών, των οποίων οι προϋποθέσεις δίνονται από την εμπειρία: «Ό,τι επιβεβαιώνεται από το ένα κατηγορούμενο δεν συνιστά αντικείμενο άρνησης για το άλλο, διότι κάτι τέτοιο είναι αδύνα63. Σ το ίδ ιο , σ. 80.
HEGEL Ή SPINOZA
290
τον· αντιθέτως, τα κατηγορούμενα Α και Β είναι αμφότερα κα ταφατικά· ωστόσο, καθώς οι συνέπειες καθενός εξ αυτών εννο ούμενες ξεχωριστά θα ήταν α και β, ούτε το ένα ούτε το άλλο μπορούν να συνυπάρχουν στο ίδιο υποκείμενο, και άρα, ως συ νέπεια, προκύπτει το μηδέν».64 Σε αυτήν την περίπτωση, η ασυμφωνία δεν βρίσκεται επομένως ανάμεσα στα ίδια τα «κατηγορούμενα», αλλά ανάμεσα σε ό,τι προκύπτει από αυτά: τα αποτελέσματά τους ακυρώνονται ή διορ θώνονται αμοιβαία, σε μια κατάσταση ισορροπίας. Αυτό σημαίνει ότι τα κατηγορούμενα δεν είναι, όπως στην προηγούμενη περί πτωση, λογικά κατηγορούμενα, τα οποία καθορίζονται από το υποκείμενό τους και εκφράζουν την ενδογενή φύση του, αλλά αποτελούν αυτά τα ίδια αυτόνομα «υποκείμενα», καθένα εκ των οποίων ορίζεται αυτό καθ’ εαυτό από τις ιδιότητες του, ή απ’ ό,τι ο Kant ονομάζει «συνέπειές» του. Στην πραγματικότητα, η πραγ ματική αντίθεση είναι μια εξωγενής σχέση, μια συνύπαρξη, με την αυστηρά φυσική έννοια του όρου, μεταξύ ανεξάρτητων όντων. Για να παρουσιάσει ο Kant αυτήν τη μορφή αντίθεσης, κατα φεύγει αρχικά στο παράδειγμα της μηχανικής κίνησης: ένα πλοίο που υφίσταται τις ενάντιες πιέσεις των ανέμων που φυσούν σε αντίθετες κατευθύνσεις δεν έρχεται σε αντίφαση με τον εαυτό του, όπως το υποκείμενο μιας κατηγορικής κρίσης, αλλά εμπλέ κεται στην ένταση αντίστροφων επιπτώσεων που αντιπαρατίθενται σε αυτό επειδή αποτελεί αντικείμενο των ανταγωνιστικών δράσεών τους. Καμία από αυτές τις δράσεις δεν είναι αυτή καθ’ εαυτήν αρνητική, διότι «θα ήταν παράλογο να φανταστούμε ένα επιμέρους είδος αντικειμένων και να τα ονομάσουμε αρνητικά»·65 αλλά μια αρνητικότητα εμφανίζεται μόνο στην αμοιβαία σχέση που καθιδρύεται επ’ ευκαιρία της συνάντησής τους: 64. Στο ίδιο. 65. Στο ίδιο, σ. 84.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
291
«Το ένα εκ των αντιθέτων δεν βρίσκεται σε αντίφαση με το άλ λο, και, εάν αυτό είναι κάτι θετικό, το άλλο δεν συνιστά καθαρή άρνησή του, αλλά αντιτίθεται σε αυτό ως κάτι καταφατικό».66 Η «αντίφαση» παίρνει εδώ τη μορφή μιας αντίθεσης ανάμεσα σε αιτίες που δρουν η μία επί της άλλης σε μια εμπειρικά καθορισμέ νη σχέση δυνάμεων, τροποποιώντας έτσι τις επιπτώσεις τους. Στο Δοκίμιο του 1763, ο Kant επιχειρεί να «εφαρμόσει αυτήν την έννοια [του αρνητικού μεγέθους] στα αντικείμενα της φιλο σοφίας», δηλαδή στην πραγματικότητα να μεταφέρει τη μελέτη των μηχανικών αντιθέσεων του φυσικού κόσμου στη μελέτη του πνευματικού κόσμου: αυτή η απόπειρα, η οποία εξάλλου παράγει μοναδικά αποτελέσματα (καθώς ανακαλύπτει συγκρούσεις με ταξύ δυνάμεων και μέσα στην ψυχή), θα εγκαταλειφθεί κατά την κριτική περίοδο. Ωστόσο, η ίδια έννοια της αντίθεσης, αυστηρά περιορισμένη στον τομέα της φυσικής, προσφέρει τη βάση για τις Πρώτες μεταφυσικές αρχές της επιστήμης της φύσης του 1786, όπου η σημασία της αποσαφηνίζεται πληρέστερα. Σε αυτό το κείμενο, ο Kant λαμβάνει θέση εναντίον ενός γεω μετρικού μηχανικισμού που έχει κληρονομηθεί από τον Descartes, ο οποίος προϋποθέτει την αναγωγή της υλικής πραγματικότητας στην αφηρημένη έκταση, χωρίς να υπάρχει κάποια φυσική αρχή καθορισμού η οποία θα εφαρμοζόταν όχι σε έναν νοητό κόσμο αλλά στην πραγματικότητα της εμπειρίας: τον αντικαθιστά με μια φυσική της πραγματικής αντίθεσης η οποία στηρίζεται στη μεταφυσική έννοια της δύναμης. Η επιστήμη της φύσης δεν πε ριορίζεται σε μία «φορονομία» η οποία ερμηνεύει τα φαινόμενα βάσει μόνο των αρχών του σχήματος και της κίνησης, και για την οποία «η ύλη είναι αυτό που κινείται εντός του χώρου»*67 αλλά τη
66. Στο ίδιο. 67. Im. Kant, Premiers principes métaphysiques de la science da la nature, γαλλική μετάφραση J. Gibelin, Vrin, Παρίσι 1971, σ. 25.
HEGEL Ή SPINOZA
292
διορθώνει μέσω μιας «δυναμικής», κατά την οποία «η ύλη είναι αυτό που κινείται καθόσον γεμίζει έναν χώρο».68 Επομένως, η κί νηση δεν εξηγείται μόνο από γεωμετρικές ιδιότητες, αλλά από την παρέμβαση μιας πραγματικής «δύναμης» η οποία δρα επί του κινούμενου, είτε ως προτροπή είτε ως αντίσταση στην κίνηση. Με αυτήν την ευκαιρία, ο Kant προβαίνει σε μια πολεμική κα τά του Lambert, της οποίας οι όροι είναι απολύτως χαρακτηρι στικοί: «Κατά τη γνώμη τους, η παρουσία ενός πραγματικού πράγμα τος στον χώρο θα έπρεπε να συνεπάγεται ήδη αυτήν την αντί σταση λόγω της έννοιάς του, ως επακόλουθο της αρχής της αντίφασης, και ούτως ώστε τίποτε άλλο να μην μπορεί να συνυ πάρχει με αυτό το πράγμα στον χώρο. Παρ’ όλα αυτά, η αρχή της αντίφασης δεν απωθεί καμία ύλη που προχωρά για να διαπεράσει έναν χώρο όπου συναντά μια άλλη ύλη. Μόνο όταν αποδίδω μια δύναμη σε κάτι το οποίο καταλαμβάνει έναν χώρο, ώστε να απωθεί κάθε εξωτερικό κινούμενο που πλησιάζει, μπορώ να κα τανοήσω ότι είναι δυνατόν να υπάρχει αντίφαση όταν ο χώρος που καταλαμβάνεται από ένα πράγμα διαπερνάται από ένα άλ λο πράγμα του ίδιου είδους».69 Εδώ επίσης, ο Kant αρνείται κάθε σύγχυση ανάμεσα σε έναν λο γικό καθορισμό και έναν φυσικό καθορισμό* «Η αρχή της αντί φασης δεν απωθεί καμία ύλη»: αυτή η αρχή δεν έχει εδώ πραγμα τικά αιτιακή αξία, αλλά μπορεί στην καλύτερη περίπτωση -αφ’ ης στιγμής έχει συντελεστεί η κίνηση- να εκφράσει ορισμένες ιδιότητές της, αποτυπώνοντας μορφικά το αποτέλεσμά της. Ωστό σο, αν κάποιος παρουσιάσει αυτήν την αφηρημένη ερμηνεία ως ορθολογική εξήγηση του φαινομένου, τότε αδυνατεί να γνωρίσει 68. Στο ίδιο, σ. 52. 69. Στο ίδιο, σ. 53-54.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
293
τη φυσική πραγματικότητα η οποία καθορίζεται από τη σχέση των ανταγωνιστικών δυνάμεων: «η αδιαπερατότητα έχει ένα φυ σικό θεμέλιο».70 Στην προκειμένη περίπτωση, η φυσική δεν υπόκειται πλέον σε μια λογική προπαραδοχή, αλλά τελεί υπό την εγγύηση που της παρέχει μια μεταφυσική καταστατική αρχή. Πράγματι, αυτές οι πρωτογενείς δυνάμεις, των οποίων η έν νοια εξηγεί την εμπειρία, δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν ως τέτοιες στο πλαίσιο της εμπειρίας και μπορούν να αναπαραστα θούν μόνο με «μεταφυσικό» τρόπο. Ούτε η ελκτική δύναμη ούτε η απωστική δύναμη μπορούν να αναχθούν σε μια εμπειρική κίνη ση η οποία θα γινόταν σε έναν καθορισμένο τόπο από ένα καθο ρισμένο σώμα: αυτή η κίνηση είναι μόνο η επίπτωσή τους, η φυ σική εκδήλωση μιας καταστατικής αρχής που δεν είναι αυτή η ίδια φυσική. Συνεπώς, η ιδέα μιας πραγματικής αντίθεσης μεταξύ δυνάμεων βρίσκεται στη βάση μιας πειραματικής ορθολογικότητας, ωστόσο δεν συγχέεται με τις πραγματικές σχέσεις μεταξύ των σωμάτων που συγκροτούν πραγματικά την υλική φύση. Αυ τό σημαίνει ότι οι «δυνάμεις» δεν ανήκουν σε μέρη της ύλης, των οποίων θα εξέφραζαν την ουσιώδη φύση, αλλά είναι δυνάμεις της ίδιας της φύσης, θεωρούμενης κατά γενικό τρόπο από μετα φυσική οπτική γωνία. Ως εκ τούτου, η έννοια των ανταγωνιστι κών δυνάμεων επιτρέπει μια «κατασκευή της ύλης»: τα φαινόμε να πρέπει να ερμηνευθούν με βάση την πραγματική αντίθεση των δυνάμεων, και όχι το αντίστροφο. Όπως άλλωστε γνωρίζου με, η επιστροφή στην εμπειρία δεν ενέχει κατά τον Kant την υπο ταγή στην εμπειρία, αλλά τον καθορισμό της βάσει ορθολογικών αρχών οι οποίες εφαρμόζονται στην εμπειρία χωρίς όμως να μπορούν να εντοπιστούν σε αυτήν. Όπως είδαμε, αυτές οι αρχές αναπτύσσονται στην κατεύθυν ση όχι μιας ανάλυσης αλλά μιας σύνθεσης. Επομένως, προϋπο θέτουν ότι έχει ανασκευαστεί η αναγωγή της ύλης στην έκταση: 70. Σ το ίδ ιο , σ. 59.
HEGEL Ή SPINOZA
294
«Ο χώρος είναι μία έννοια που δεν εμπεριέχει ακόμη κάτι υπαρ κτό, αλλά μόνο τις αναγκαίες προϋποθέσεις για τις εξωτερικές σχέσεις ανάμεσα στα πιθανά αντικείμενα των εξωτερικών αι σθήσεων»."1 Με ποιον τρόπο ένα σώμα καταλαμβάνει μια θέση εντός της έκτασης; Όχι μέσω χαρακτηριστικών που ανήκουν στην ίδια την έκταση ή που θα μπορούσαν να συναχθούν από την έκταση: «Ιδού η γενική αρχή της δυναμικής της υλικής φύσης, ότι όλη η πραγματικότητα των αντικειμένων των εξωτερικών αισθήσεων, η οποία δεν συνιστά απλώς καθορισμό του χώρου (τόπος, έκτα ση και σχήμα), πρέπει να εννοηθεί ως κινητήρια δύναμη».7 172 Ως εκ τούτου, καθώς ο Kant εισάγει τη μεταφυσική κατηγορία της δύναμης στην αναπαράσταση της φύσης, εξαλείφει τη μηχα νιστική αντίληψη η οποία «εξηγεί με βάση τον συνδυασμό του απόλυτου πλήρους ή του απόλυτου κενού όλες τις ποικιλομορφίες της ύλης»,73 διότι μια τέτοια αντίληψη οδηγεί τελικά σε μια σωματιδιακή φιλοσοφία η οποία καθορίζει τη φύση μέσω της αφηρημένης σχέσης ανάμεσα σε πλήρη στοιχεία και στην κενή έκταση εντός της οποίας κινούνται* επομένως, περιορίζεται σε μια φυσική των κρούσεων, της οποίας η ορθολογικότητα είναι ημιτελής και αυθαίρετη, εφόσον εξαρτάται από την προπαραδοχή μιας αρχικής ώθησης και ανάγεται έτσι σε μια θεολογία της φύσης: «Οτιδήποτε μας απαλλάσσει από την ανάγκη να καταφύγουμε σε κενούς χώρους συνιστά αληθινό όφελος για την επιστήμη
71. Στο ίδιο, σ. 61. 72. Στο ίδιο, σ. 95. 73. Στο ίδιο, σ. 112.
ΟΜΝΙ5 ϋΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ Ε5Τ ΝΕΟΑΤΙΟ
295
της φύσης: διότι τέτοιοι χώροι αφήνουν υπερβολικά ελεύθερη τη φαντασία για να αντικαθιστά με κούφιες φαντασιοπληξίες την αδυναμία της ενδόμυχης επιστήμης της φύσης. Το απόλυτο κενό και το απόλυτο πυκνό αντιστοιχούν περίπου για αυτήν την επιστήμη σε ό,τι είναι για τη μεταφυσική φιλοσοφία η τυφλή τυχαιότητα και το τυφλό πεπρωμένο, δηλαδή σε ένα εμπόδιο προς τον θριαμβεύοντα Λόγο, ώστε η φαντασία να καταλάβει τη θέ ση του ή να αναπαυθεί στο μαξιλάρι των απόκρυφων ιδιοτή των».’4 Η θετικότητα αυτής της γεωμετρικής ή μηχανικής ερμηνείας, η οποία απομακρύνει κάθε πραγματική δράση από το αντικείμενό της, παράγει στην καλύτερη περίπτωση -εντός των περιθωρίων της- την ποιητική μυθοπλασία ενός πιθανού κόσμου. Η μεταφυσική οπτική γωνία επί της φύσης, η οποία αντιθέτως οδηγεί σε μια δυναμική έρευνα των φαινομένων, καθορίζει την ύλη με βάση τον συνδυασμό των πρωταρχικών δυνάμεων. Εντούτοις, αυτή η εξήγηση: «είναι πολύ περισσότερο σύμφωνη με την πειραματική φιλοσο φία και είναι επίσης περισσότερο χρήσιμη γι’ αυτήν, εφόσον οδηγεί άμεσα στην ανακάλυψη των κινητήριων δυνάμεων που προσιδιάζουν στην ύλη και των νόμων τους, ενώ την ίδια στιγμή καταργεί την ελευθερία παραδοχής κενών μεσοδιαστημάτων και πρωτογενών σωματιδίων διαφόρων σχημάτων, διότι αυτά τα δύο πράγματα δεν μπορούν ούτε να καθοριστούν ούτε να ανα καλυφθούν μέσα από την εμπειρία».7 475 Ενώ η μηχανιστική αναπαράσταση της φύσης, της οποίας οι αφηρημένοι καθορισμοί μπορούν να αναπτυχθούν μέσω ανάλυ74. Στο ίδιο, σ. 111. 75. Στο ίδιο, σ. 113-114.
HEGEL Ή SPINOZA
296
σης, ισχύει μόνο για έναν πιθανό κόσμο, από την άλλη η μεταφυ σική υπόθεση των δυνάμεων έχει συγκεκριμένη σημασία και πει ραματική εγκυρότητα: μας επιτρέπει να γνωρίσουμε, μέσω κατα σκευής, τον πραγματικό κόσμο. Σύμφωνα με αυτήν την υπόθεση, οι σχέσεις μεταξύ των σω μάτων που συγκροτούν τη φύση εξηγούνται με βάση τον αντα γωνισμό δύο πρωτογενών δυνάμεων, της απώθησης και της έλ ξης, που δρουν η μία επί της άλλης στο πλαίσιο μιας συνθετικής σχέσης. Αυτή η σχέση είναι πρωτογενής. Αν η απωστική δύναμη είναι άμεσα προσιτή στην αναπαράσταση, εφόσον η ύπαρξη οποιουδήποτε σώματος συμπίπτει με την αντίσταση που προβάλλει σε κάθε εξωτερική παρείσδυση, από την άλλη φαίνεται ευθύς αμέ σως ότι αυτή η δύναμη δεν μπορεί να θεωρηθεί μοναδική κατα στατική αρχή ύπαρξης της ύλης, διότι αν η ύλη συγκροτούνταν μόνο από αυτήν την επεκτατική τάση, θα έτεινε όχι μόνο να κα ταλάβει έναν χώρο και να τον υπερασπιστεί από εξωτερικές επι θέσεις αλλά και να εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον χώρο, κατά τρό πο απεριόριστο. «Με άλλα λόγια, θα διασκορπιζόταν στο άπειρο και δεν θα μπο ρούσαμε να βρούμε καμία καθορίσιμη ποσότητα ύλης σε κανέναν καθορίσιμο χώρο. Κατά συνέπεια, αν υπήρχαν μόνο απωστικές δυνάμεις στην ύλη, τότε όλοι οι χώροι θα ήταν κενοί και δεν θα υπήρχε, κυριολεκτικά, καμία ύλη».76 Επομένως, η απωστική δύναμη δεν αποτελεί καταστατική αρχή κατανοησιμότητας για τη φύση, εννοούμενη στο σύνολό της, παρά μόνο αν κατά κάποιον τρόπο εξισορροπείται από μια ενά ντια καταστατική αρχή, δηλαδή από μια ελκτική δύναμη:
76. Σ το ίδ ιο , σ. 71.
ΟΜΝΙ5 ϋΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ Ε5Τ ΝΕΟΑΤΙΟ
297
«Συνεπώ ς, πρέπ ει να παραδεχτούμε κάπου μια πρω τογενή δύ ναμη της ύλης η οποία δρα σε ένα μ έγεθο ς α ν τίθ ετο προς την απωστική δύναμη και παράγει τη σ υσ χέτισ η, επομένω ς μια δ ύ ναμη ε λ κ τ ικ ή » .7
Το θεώρημα 6 της δυναμικής («Καμία ύλη δεν είναι δυνατή μόνο από την ελκτική δύναμη, χωρίς την απωστική δύναμη»), επανα λαμβάνει σε αντίστροφη κατεύθυνση την ίδια απόδειξη: αν κά ποιος εξηγούσε τη φύση αποκλειστικά με βάση την ελκτική δύνα μη, τότε θα την είχε υποτάξει σε μια άπειρη κίνηση συρρίκνωσης η οποία ομοίως θα επέφερε τον αφανισμό της ύλης, σε ένα μόνο σημείο του χώρου. Συνάγεται ότι αυτό που είναι «πρωτογενές», και αποτελεί την αληθινή καταστατική αρχή για τη γνώση της φύσης, είναι η απαρκτήρια σύγκρουση των αντίθετων δυνάμεων, η οποία καθορίζει ολόκληρη την κίνηση της ύλης στον χώρο. Αυτή η σύγκρουση είναι απαρκτήρια στον βαθμό που δεν μπορεί να αναχθεί σε έναν βαθύτερο καθορισμό. Καθώς αποτε λεί την καταστατική αρχή ολόκληρης της επιστήμης της φύσης, αυτή η αρχή δεν μπορεί η ίδια να εξηγηθεί, δηλαδή να αναλυθεί, και από αυτήν ακριβώς την άποψη συνιστά μεταφυσική αρχή: «Ολόκληρη η φιλοσοφία της φύσης συνίσταται στο να ανάγο νται δεδομένες δυνάμεις, φαινομενικά διαφορετικές, σε έναν μικρότερο αριθμό δυνάμεων και ισχύων, ικανών να εξηγήσουν τα αποτελέσματα των πρώτων· ωστόσο, αυτή η αναγωγή μπορεί να φτάσει μόνο μέχρι τις θεμελιώδεις δυνάμεις, πέρα από τις οποίες δεν μπορεί να υψωθεί ο Λόγος μας. [...] Αυτό είναι ό,τι μπορεί να προσφέρει η μεταφυσική, όσον αφορά την κατασκευή της έννοιας της ύλης».7 78
77. Στο ίδιο, σ. 74. 78. Στο ίδιο, σ. 115-116.
298
HEGEL Ή SPINOZA
Έτσι, η σύγκρουση των δυνάμεων είναι το ύστατο σημείο στο οποίο μπορεί να φτάσει μια ορθολογική εξήγηση της φύσης, χω ρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι τη συγκροτεί έτσι όπως είναι στον εαυτό της, σύμφωνα με τον τελικό προορισμό της. Διότι οι μετα φυσικές αρχές μιας επιστήμης της φύσης δεν καταλήγουν σε τ ί ποτε άλλο εκτός από αυτήν τη γνώση στην οποία παρέχουν τις προϋποθέσεις της, αλλά δεν μας οδηγούν κατά κανέναν τρόπο σε μια μεταφυσική της φύσης η οποία -αν τουλάχιστον υποθέ σουμε ότι ένα τέτοιο εγχείρημα έχει κάποιο νόημα- θα έπρεπε να χρησιμοποιεί άλλες έννοιες και άλλες αποδείξεις. Στο πλαίσιο της καντιανής διδασκαλίας, εναπόκειται στη φιλοσοφία της ιστορίας, η οποία αρχικά στηρίζεται στην ίδια έννοια των αντα γωνιστικών δυνάμεων (βλ. λόγου χάρη την έννοια της «ακοινώ νητης κοινωνικότητας» στην Ιδέα μιας καθολικής ιστορίας), να επιλύσει τη σύγκρουσή τους μέσω ενός ύστατου καθορισμού που συμφιλιώνει τη φύση και τον Λόγο σε μια κατάσταση δικαί ου: επειδή ακριβώς υπάρχει ένας τελικός σκοπός της ιστορίας, μια τέτοια «λύση» είναι εφικτή και κατ’ αναγκαιότητα σύμφωνη με το «σχέδιο της φύσης». Εύκολα μπορούμε να κατανοήσουμε για ποιον λόγο στον το μέα της φύσης αυτή η απαρκτήρια σύγκρουση είναι μη αναγώγιμη και κυρίως γιατί δεν μπορεί να αναχθεί σε μια αναλυτική σχέ ση: αν συνέβαινε κάτι τέτοιο οι ανταγωνιστικές δυνάμεις θα μπορούσαν να αναχθούν η μία στην άλλη, ως αντίστροφες ή αντίπαλες μορφές της ίδιας πρωτογενούς δύναμης, λόγου χάρη κατά τον τρόπο μιας ζωτικής ορμής ή μιας θεμελιώδους ενέργει ας που θα αποτελούσε ένα είδος γενικού μοντέλου για την ερμη νεία της φύσης. Σε μια τέτοια περίπτωση θα ανέκυπτε ένα άλυτο πρόβλημα: για ποιον λόγο αυτή η δύναμη εισέρχεται σε σύγκρου ση με τον εαυτό της στο επίπεδο των εκδηλώσεών της; Ωστόσο, μια τέτοια αναγωγή δεν είναι δυνατή παρά μόνο μέσω αφαίρε σης, διότι οι ανταγωνιστικές δυνάμεις είναι επί της αρχής τους μη αναγώγιμες η μία στην άλλη:
ΟΜΝΉ ϋΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ Ε5Τ ΝΕσΑΤΙΟ
299
«Οι δύο κινητήριες δυνάμεις είναι τελείως διαφορετικού είδους και δεν υπάρχει ο παραμικρός λόγος να θεωρήσουμε ότι η μία εξαρτάται από την άλλη και να της αρνηθούμε κάθε δυνατότητα χωρίς τη μεσολάβηση της άλλης».79 Επομένως, οι δύο δυνάμεις είναι αδιαχώριστες, εφόσον δρουν η μία επί της άλλης, αν όχι η μία με τη μεσολάβηση της άλλης, και ωστόσο η σχέση τους είναι συνθετική και προϋποθέτει την πραγ ματική εξωτερικότητά τους. Ξαναβρίσκουμε εδώ την έννοια του αρνητικού μεγέθους, διότι μόνο ενδίδοντας σε ένα παιχνίδι αυ ταπάτης ή σύμβασης μπορούμε να πούμε ότι η μία είναι το αρνη τικό της άλλης. Ας επανέλθουμε στη συνολική κίνηση αυτού του συλλογι σμού, έτσι όπως συνοψίζεται στο «Γενικό πόρισμα για τη δυναμι κή».80 Σημείο εκκίνησης είναι η απωστική δύναμη ως άμεσος κα θορισμός του πραγματικού στον χώρο: το σώμα προσφέρεται αρχικά στην αναπαράσταση ως κάτι στέρεο, μέσω του φαινομέ νου της αντίστασης. Στη συνέχεια παρουσιάζεται η ελκτική δύνα μη, αντιθετικά προς την προηγούμενη· αυτή όμως η αντίθεση περιέχεται τότε στην τάξη της αναπαράστασης, η οποία εμφανίζει «εκείνο που σε σχέση με αυτό το πραγματικό, το αληθινό αντικεί μενο της εξωτερικής αντίληψης, είναι αρνητικό, δηλαδή την ελ κτική δύναμη». Σε μια τέτοια περίπτωση υπάρχει όχι αρνητικότητα αυτή καθ’ εαυτήν, αλλά μόνο σύμφωνα με τις άμεσες προϋπο θέσεις της δικής μας πρόσληψης του πραγματικού, η οποία απο συνθέτει τις σχέσεις του, καθώς ακολουθεί την τάξη διαδοχής που προσιδιάζει σε αυτήν την ίδια. ΓΓ αυτό η αντίθεση των δύο δυνά μεων δίνεται μόνο εκ των υστέρων, ως σχέση αμοιβαίου περιορι σμού που αποτελεί προϋπόθεση για την κατανοησιμότητα της φύσης. Είναι εμφανές το πλεονέκτημα αυτής της αναπαράστα 79. Στο ίδιο. 80. Στο ίδιο.
300
HEGEL Ή SPINOZA
σης, η οποία είναι άμεσα κατανοητή, εφόσον στηρίζεται στην αυ θόρμητη αναπαράσταση της φυσικής πραγματικότητας: αναδεικνύει πραγματικά τον συνθετικό χαρακτήρα της ανταγωνιστικής σχέσης, δεδομένου ότι αντιτάσσει εκ των υστέρων την έλξη στην απώθηση. Ωστόσο, καθώς παρουσιάζει την έλξη ως ενδογενώς αρνητική δύναμη, στην πραγματικότητα αναστρέφει την ορθολο γική φυσική τάξη που πρέπει να εκκινεί από τη σύγκρουση των δυνάμεων και όχι από τη μία ή την άλλη εξ αυτών, ώστε να κατα νοήσει πραγματικά και όχι μορφικά τις αναγκαίες σχέσεις μεταξύ των φαινομένων. Τότε όμως καθίσταται προβληματική η πραγμα τική ανεξαρτησία αυτών των δυνάμεων και ο πρωταρχικά συνθε τικός χαρακτήρας της σχέσης τους. Ο Hegel επισημαίνει, στην παρατήρησή του στην παράγραφο 262 της Εγκυκλοπαίδειας, ότι ο Kant «χάρη στο δοκίμιό του, άνοι ξε τον δρόμο αυτού που ονομάζει κατασκευή της ύλης, προς μια έννοια της ύλης, και χάρη σε αυτό το δοκίμιο ανέσυρε από τον ύπνο της την έννοια μιας φιλοσοφίας της φύσης».81 Ωστόσο, ο Kant, σύμφωνα με τον Hegel, δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι το τέλος αυτού του εγχειρήματος, επειδή περιόρισε τον καθορισμό της υλικής πραγματικότητας στην εξέταση δυνάμεων, μεταξύ των οποίων υπάρχει μόνο μια συνθετική σχέση εξωτερικότητας, «σαν να ήταν σθεναρά τοποθετημένες η μία ενώπιον της άλλης». Αν η ύλη αναχθεί σε αυτήν τη σχέση δυνάμεων, παραμένει ακατανόητη αυτή καθ’ εαυτήν: όπως είδαμε, προκειμένου ακριβώς ο Kant να σεβαστεί αυτόν τον περιορισμό της γνώσης, παρουσίαζε τη σύ γκρουση των δυνάμεων ως μη αναγώγιμη. Τότε όμως προκύπτει μια παράδοξη συνέπεια: η σχέση δυνάμεων, δοσμένη ως πραγμα τική αντίθεση, της οποίας η ύπαρξη είναι εκ των πραγμάτων απαράκαμπτη, είναι ωστόσο προσιτή μόνο από μια μεταφυσική οπτι κή γωνία, διότι δεν εμφανίζεται ποτέ ως τέτοια στο πλαίσιο της 81. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, γαλλική μετά φραση C. Gandillac, Gallimard, Παρίσι 1970, σ. 253.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
301
εμπειρίας. Για να βγούμε από αυτήν την «αντίφαση», χρειάζεται να προσδώσουμε νέο περιεχόμενο στην έννοια της ύλης, όχι πλέ ον κατασκευάζοντάς την συνθετικά με τη βοήθεια αυτών των «ανακλαστικών καθορισμών»82που είναι οι πρωτογενείς δυνάμεις, αλλά παράγοντάς την πραγματικά με βάση την ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεών της. Στην πραγματικότητα, εκεί βρίσκε ται εκείνο που χωρίζει την αντίφαση και την αντίθεση: στην περί πτωση της αντίθεσης οι ανταγωνιστικοί όροι είναι εξωτερικοί και ανεξάρτητοι' στην κίνηση της αντίφασης, τα ενάντια είναι ενωμέ να στην ίδια εμμενή διαδικασία. Ο Hegel αναπτύσσει πλήρως αυ τήν τη διάκριση στο βιβλίο II της Λογικής*3 Συνεπώς, ο Hegel αναστρέφει την καντιανή θέση: έλξη και απώθηση δεν είναι πλέον μη αναγώγιμα στοιχεία που απλώς επι τρέπουν μια ορθολογική αναπαράσταση της φύσης. Αποτελούν τις εκδηλώσεις ή τις στιγμές μιας ενιαίας υλικής διαδικασίας, κα τά την ανάπτυξη της οποίας εμφανίζονται ως ενδογενώς συνδεδεμένες: «Οι εν λόγω στιγμές δεν πρέπει να νοηθούν αυτές καθ’ αυτές ως αυτόνομες στιγμές, δηλαδή ως δυνάμεις· η ύλη δεν προκύπτει από αυτές παρά μόνο καθόσον αποτελούν εννοιακές στιγμές, ωστόσο η ύλη είναι εκείνο ακριβώς που προϋποτίθεται, προκειμένου να εκδηλωθούν με όρους φαινομένων».84 Βλέπουμε λοιπόν ότι τα μονοπάτια της διαλεκτικής, η οποία παίρνει εδώ τη σκυτάλη από τη μεταφυσική, οδηγούν τον Hegel σε μια αυστηρά λογική ανάλυση της πραγματικότητας. Αυτή όμως η ανάλυση χρησιμοποιεί διαφορετικά μέσα από αυτά του 82. Στο ίδιο. 83. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, τ. II, ό.π., σ. 58-87. 84. G. W. F. Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, γαλλική μετάφραση C. Gandillac, ό.π., σ. 253.
302
HEGEL H SPINOZA
Leibniz, και κυρίως χρησιμοποιεί τελείως αντίθετα την αρχή της αντίφασης. Η ίδια επιχειρηματολογία εμφανίζεται με πιο ανεπτυγμένη μορφή στο πρώτο τμήμα του βιβλίου I της Λογικής, με τη μορφή μιας παρατήρησης στο κεφάλαιο για το «δι* εαυτόν Είναι».85 Η κατασκευή της ύλης στον Kant εκκινεί από την έλξη και την απώ θηση, εννοούμενες ως αυτόνομες δυνάμεις, «με τέτοιον τρόπο ώστε η μία με την άλλη δεν σχετίζονται μέσω της φύσης τους, δηλαδή καθεμιά δεν πρέπει να είναι μόνο μια στιγμή περνώντας στην αντίθετή της, αλλά πρέπει να διατηρείται σθεναρά ενώπιον της άλλης»:86 συνεπώς, αυτές οι δυνάμεις τοποθετούνται με αφηρημένο τρόπο η μία δίπλα στην άλλη και η ύλη είναι απλώς το αποτέλεσμα της σύγκρουσής τους. Η υλική πραγματικότητα δεν κατανοείται αληθινά, στον βαθμό που αναπαρίσταται με εξωτε ρικούς καθορισμούς, οι οποίοι είναι εξωτερικοί μεταξύ τους και εξωτερικοί ως προς αυτήν. Η μεταφυσική των δυνάμεων δεν επι τρέπει την κατανόηση της εσωτερικής κίνησης, του «περάσμα τος» που ενοποιεί, και συγχρόνως τελεί, τα στοιχεία που συγκρο τούν την ύλη. Επομένως ο Kant δεν πέτυχε τον στόχο του, δηλαδή να δια τυπώσει έναν ορθολογικό παραγωγικό συλλογισμό για την ύλη. Αυτή η εκτίμηση οδηγεί τον Hegel σε ένα εντυπωσιακό συμπέ ρασμα: «Κατά βάθος, η μέθοδος του Kant είναι αναλυτική και δεν εμπίπτει στην κατασκευή».87 Πράγματι, η έννοια των πρωτο γενών δυνάμεων εξασφαλίζεται με βάση μια άμεση αναπαράστα ση της φύσης, δοσμένης μέσω της εποπτείας, της οποίας αποσα φηνίζει τις προπαραδοχές:
85. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, I, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. I, σ. 151-161. 86. Στο ίδιο, σ. 152. 87. Στο ίδιο, σ. 153.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
303
«H απώθηση εξετάζεται αμέσως εντός της έννοιας της ύλης επειδή υποτίθεται ότι είναι άμεσα δοσμένη σε αυτήν· από την άλλη, η έλξη προστίθεται μέσα από συλλογισμούς. Ωστόσο, στο βάθος αυτών των συλλογισμών βρίσκεται αυτό που είπαμε μό λις τώρα, ότι δηλαδή μια ύλη η οποία θα διέθετε μόνο την απωστική δύναμη δεν θα μπορούσε να εξαντλήσει ό,τι φανταζόμα στε ως ύλη. »Είναι σαφές ότι πρόκειται για τη συνήθη μέθοδο του γιγνώσκειν που στοχάζεται επί της εμπειρίας· ένα τέτοιο γιγνώσκειν αντιλαμβάνεται πρώτα κάποιους καθορισμούς εντός του φαινομένου, ακολούθως τους τοποθετεί στο θεμέλιο, και για την υποτιθέμενη εξήγησή τους αποδέχεται κάποια θεμελιώδη υλικά, καθώς και κάποιες δυνάμεις που θα έπρεπε να παράγουν αυτούς τους καθορισμούς του φαινομένου».88 Ως εκ τούτου, η έννοια των πρωτογενών δυνάμεων προέρχεται από την ανάλυση της εμπειρικής αναπαράστασης: οι πρωτογε νείς δυνάμεις είναι απλώς αφηρημένα και αντικειμενοποιημένα στοιχεία αυτής της αναπαράστασης. Επομένως, η διαφορά τους, η πραγματική εξωτερικότητά τους συνιστά μόνο μια εξωτερικότητα ή μια διαφορά εντός της αναπαράστασης, προβεβλημένη στη μορφή μιας πραγματικής αντίθεσης. Οι «δυνάμεις» δεν είναι ενεργώς πραγματικές ιδιότητες της φύσης, αλλά «καθορισμοί που λαμβάνονται μέσω της αντίληψης», οι οποίοι τελούνται μορφικά και απομονώνονται τεχνητά. Κατά συνέπεια, ο Kant είναι εν προκειμένω, κατά τον Hegel, ένας ασυνεπής στοχαστής, που δεν κατάφερε να φτάσει μέχρι τέ λους την κριτική που άσκησε στον μηχανικισμό: καθώς ο Kant καθόρισε την ύλη βάσει δυνάμεων οι οποίες καθορίζουν τις πραγματικές κινήσεις των σωμάτων, εξάλειψε την αφηρημένη έννοια μιας αδρανούς ύλης, η οποία θα μπορούσε να αναλυθεί με 88. Στο ίδιο, σ. 154-155.
HEGEL Ή SPINOZA
304
αμιγώς γεωμετρικά μέσα* με αυτόν τον τρόπο ανοίγει τον δρόμο σε μια νέα αντίληψη για την ύλη, όχι μόνο δυναμική αλλά και διαλεκτική, η οποία ανάγει την ύλη στην ορθολογική διαδικασία της έλξης και της απώθησης, ενδογενώς ενωμένων στην αντίφα σή τους. Ωστόσο, ο Kant έμεινε «bewusstlos» μπροστά σε αυτήν τη συνέπεια, που είναι η αληθινή κατασκευή της ύλης, δηλαδή η ενεργώς πραγματική γένεσή της:89 δεν κατάφερε να τη συλλάβει επειδή μεταμφίεσε την «ύλη του πράγματος» με βάση την αφηρημένη και συγχρόνως εμπειρική αναπαράσταση της δύναμης. Η κριτική του Hegel, αν αφήσουμε κατά μέρος τις ελευθερίες που παίρνει σε σχέση με το κείμενο του Kant, έχει κυρίως το προ τέρημα ότι καταδεικνύει την αμφισημία της έννοιας της πραγμα τικής αντίθεσης και τον τεχνητό χαρακτήρα της διάκρισης που τη χωρίζει από τη λογική αντίφαση. Πράγματι, τι σημαίνει ο όρος «πραγματική» στην έκφραση «πραγματική αντίθεση»; Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να αναχθεί σε κανέναν λογικό καθορισμό, παρά μόνο με τις διεργασίες μιας μορφικής νόησης. Από την άλλη, όμως, ο όρος «πραγματική» έχει άραγε εδώ μια θετική και όχι κριτική σημασία, που θα υποδείκνυε την υλική, και ανεξάρτητη από τη σκέψη, ύπαρξη μιας αντικειμενικής πραγματικότητας, η οποία δεν θα προσιδίαζε άμεσα στη σκέψη και θα παρέμενε καθ’ εαυτήν εξωτερική ως προς εκείνη; Ασφαλώς όχι, διότι η «πραγματικότητα» της απαρκτήριας σύγκρουσης των δυνάμεων, η οποία μόνο με μεταφυσικό τρόπο μπορεί να βεβαιω θεί, τίθεται για τη σκέψη στον βαθμό που επιδιώκει να ιδιοποιη θεί αντικείμενα μέσω της γνώσης, και άρα υπόκειται στις υπερβα τολογικές, και όχι πλέον μορφικές, προϋποθέσεις του Λόγου. Η αντίθεση των δυνάμεων είναι η έννοια που χρειάζεται ο Λόγος για να εξηγήσει θεωρητικά τη φύση, και αυτή η έννοια παρέχεται στον Λόγο από τη μεταφυσική η οποία προσφέρει στις επιστήμες της φύσης τις συνθήκες δυνατότητάς τους. Όπως εί 89. Στο ίδιο, σ. 159.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
305
δαμε, o Kant αντιτίθεται στον Leibniz στον βαθμό που αρνείται έναν συνεχή παραγωγικό συλλογισμό, ο οποίος ταυτίζει άμεσα την ύπαρξη με ένα κατηγορούμενο και το αισθητό με το νοητό. Ωστόσο, συμφωνεί μαζί του πολύ βαθύτερα, καθώς διατηρεί την ιδέα ενός παραγωγικού συλλογισμού (ακόμα και αν πλέον δεν είναι μόνο μορφικός) που οδηγεί από το δυνατό στο πραγματικό, στο πέρας μιας σύνθετης ανάλυσης η οποία λαμβάνει υπ’ όψιν τη διαφορετικότητα των πηγών της γνώσης αντί να εγκαθίσταται εξαρχής στη μυθοπλασία ενός εποπτικού νου. Και το πραγματικό στο οποίο αναφέρεται ένας τέτοιος παραγωγικός συλλογισμός, όποιες και αν είναι οι προϋποθέσεις του, δεν μπορεί να είναι πα ρά η πραγματοποίηση των ορθολογικών προϋποθέσεων που προτρέχουν της ενεργώς πραγματικής κίνησής του και οριοθε τούν a priori εντός του έναν τομέα ανοιχτό στη γνώση. O Lucio Colletti υποστήριξε ότι μπορεί να αναγνωρίσει στον Kant «τον μόνο κλασικό Γερμανό φιλόσοφο στον οποίο είναι δυ νατόν να εντοπιστεί τουλάχιστον ένας σπόρος υλισμού»:90 αυτός ο «κριτικός» υλισμός θα συνίστατο ακριβώς στη διάκριση που καθιδρύεται ανάμεσα στην πραγματική αντίθεση και τη λογική αντίφαση, μια διάκριση η οποία εγγυάται «την προτεραιότητα της ύπαρξης και τον εξωτερικό προς τη λογική χαρακτήρα της»,91 δηλαδή «την ετερογένεια της σκέψης και του είναι».92 Ωστόσο, αυτή η ερμηνεία υπερθέτει τη διάκριση της εποπτείας και της έν νοιας, η οποία οροθετεί την εσωτερική λειτουργία του Λόγου καθώς διαφοροποιεί τις πηγές της γνώσης, στη διάκριση ανάμε σα στο πράγμα καθ’ εαυτό και το φαινόμενο, η οποία περιορίζει εκ των έξω την εξουσία του Λόγου. Ωστόσο, σε αυτές τις δύο περιπτώσεις, η σχέση του πραγματικού και του ένσκεπτου δηλώ
90. Lucio Colletti, Le marxisme et Hegel, γαλλική μετάφραση J.-Cl. Biette, Champ Libre, Παρίσι 1976, σ. 106. 91. Σ το ίδιο, σ. 104. ι 92. Σ το ίδιο, σ. 94. \
306
HEGEL Ή SPINOZA
νει τελείως διαφορετικά περιεχόμενα, και επακριβώς μη αναγώγιμα. Το πραγματικό που ανασυγκροτείται μέσω της φυσικής έννοιας της αντίθεσης προκύπτει από μια μεταφυσική κατασκευή ή, επίσης, για να επαναλάβουμε την έκφραση που χρησιμοποιή σαμε, είναι η πραγματοποίηση ενός δυνατού* με αυτήν την έν νοια, καθορίζεται από προϋποθέσεις που προσφέρονται κατ’ αρχάς εντός του Λόγου* ως εκ τούτου, παραμένει έξω από τη συ γκρότηση της ίδιας της υλικής πραγματικότητας ως τέτοιας. Αυτή η εκτενής ανάπτυξη μας οδηγεί τελικά στον Spinoza. Παραθέσαμε σε αδρές γραμμές την επιχειρηματολογία του Kant επειδή φάνηκε ότι μπορούμε να εντοπίσουμε εκεί ένα είδος συγ γένειας, στη νέα λογική που σκιαγραφείται μέσω αυτής, με τον τρόπο σκέψης που εμφανίζεται επίσης στην Ηθική, ο οποίος, δί χως να στρέφει την αρχή της αντίφασης εναντίον του εαυτού της, όπως θα κάνει ο Hegel, προβαίνει σε μια πρωτότυπη χρήση αυτής της αρχής. Δύο τουλάχιστον σημεία φαίνονταν να επιτρέ πουν μια τέτοια συσχέτιση ανάμεσα στον Spinoza και τον Kant: αφενός, η διεκδίκηση ενός είδους απόλυτης θετικότητας, η οποία απομακρύνει από την πραγματικότητα κάθε εσωτερική αρνητικότητα και περιορίζει την έννοια της αντίφασης στον στοχασμό μιας αφηρημένης νόησης* αφετέρου, μια απόπειρα να εξηγηθεί η φυσική πραγματικότητα με βάση τάσεις που βεβαιώνονται κατα φατικά σε αυτήν και την καθορίζουν με απολύτως θετικό τρόπο: «conatus» με τη σπινοζική έννοια, «δύναμη» με την καντιανή έν νοια. Μπορούμε τώρα να διακρίνουμε την επιφανειακή διάστα ση μιας τέτοιας συσχέτισης. Κατά τον Kant, οι «δυνάμεις» δεν μπορούν να εξεταστούν πα ρά μόνο από την οπτική γωνία της αμοιβαίας αντιπαράθεσής τους, έξω από την οποία δεν διαθέτουν καμία ανιχνεύσιμη πραγ ματικότητα, τουλάχιστον από τη σκοπιά του Λόγου. Με άλλα λόγια, η ένταση με την οποία βεβαιώνονται μαζί καταφατικά παράγεται εντός μιας αλληλουχίας φυσικών καθορισμών, στο εσω τερικό μιας σειράς φαινομένων που εξαντλεί ολοκληρωτικά την
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
307
έννοιά τους. Αντιθέτως, στον Spinoza, το conatus το οποίο συ γκροτεί μια ενική ουσία την ενώνει αδιαμεσολάβητα με την άπει ρη υπόσταση που εκφράζεται σε αυτήν, μέσω ενός καθορισμού ο οποίος είναι συγχρόνως πεπερασμένος και άπειρος, και επομέ νως δεν μπορεί να περιοριστεί από τις προϋποθέσεις μιας δυνα τής γνώσης. Από αυτήν την άποψη, η γνώση του τρίτου είδους απορρίπτει την εξέταση τόσο των πραγματικών αντιθέσεων όσο και της λογικής αντίφασης, στον βαθμό που αποκλείει κάθε αξί ωση -οποιασδήποτε μορφής- να συναχθεί το πραγματικό από το δυνατό. Βρίσκουμε εδώ την επιβεβαίωση μιας ιδέας που ήδη έχουμε συναντήσει: το «πέρασμα» από την υπόσταση στον τρόπο, εντός του οποίου βεβαιώνεται καταφατικά η υπόσταση, δεν έγκειται στην κίνηση μιας πραγματοποίησης ή μιας εκδήλωσης, δηλαδή σε κάτι που θα μπορούσε να αναπαρασταθεί σε μια σχέση του δυνάμει με το ενεργεία. Η υπόσταση δεν προηγείται των τρόπων της, ούτε βρίσκεται πίσω από την εμφανή πραγματικότητά τους, ως μεταφυσικό θεμέλιο ή ορθολογική προϋπόθεση, αλλά δεν εί ναι τίποτε άλλο, στην απόλυτη εμμένειά της, πέρα από την πρά ξη με την οποία εκφράζεται ταυτοχρόνως σε όλους τους τρόπους της, μια πράξη η οποία δεν καθορίζεται αυτή η ίδια από τις αμοι βαίες σχέσεις των τρόπων αλλά αντιθέτως αποτελεί την ενεργώς πραγματική αιτία τους. Επομένως, δεν υπάρχει τίποτα περισσό τερο αλλά και τίποτα λιγότερο στην υπόσταση σε σύγκριση με τις διαθέσεις της: αυτό ακριβώς εκφράζει η άμεση ταυτότητα ανάμεσα στην ενότητα της φύσης και την άπειρη πολλαπλότητα των όντων που τη συγκροτούν χωρίς να τη «συνθέτουν», μια ταυτότητα που δεν μπορεί να αναχθεί στη μορφική καταστατική αρχή μιας τάξης. Ως εκ τούτου, τα conatus, τα οποία είναι η έκφραση της υπό στασης στις διαθέσεις της, δεν αποτελούν δυνάμεις* πράγματι, δεν ασκούν καμία δράση τα μεν επί των δε. Αντιστρόφως, η τάση τους να εμμένουν στο είναι τους, δηλαδή στην αιωνιότητα αυτού
308
HEGEL Ή SPINOZA
που είναι στον εαυτό τους, της ουσίας τους, πρέπει να νοηθεί έξω από κάθε χρονική ανάπτυξη: αυτή η τάση τα οδηγεί μόνο σε ό,τι είναι αυτά τα ίδια' δεν μπορούμε καν να πούμε ότι η εν λόγω τάση εκπληρώνεται κατά το ξεκίνημά της, διότι ούτε ξεκινάει ού τε τελειώνει. Με αυτήν την έννοια, είναι απολύτως αιτιακή, δη λαδή αποκλείει κάθε τελικό σκοπό και κάθε μεσολάβηση, που αντιθέτως μπορούν να νοηθούν μόνο στην προοπτική μιας αλ ληλουχίας, είτε αυτή η αλληλουχία είναι αυτή καθ’ εαυτήν ορθο λογική είτε όχι. Όπως δείξαμε επαρκώς, οι ενικές ουσίες δεν είναι «υποκείμενα» που θα είχαν επικεντρωθεί στον εαυτό τους και θα επιδίωκαν να πραγματωθούν, διότι είναι αμιγείς υποστασιακές πράξεις, χωρίς αντικείμενο και χωρίς υποκείμενο, χωρίς περιεχό μενο και χωρίς μορφή' με άλλα λόγια βρίσκονται εξαρχής πέρα από αυτές τις διακρίσεις που θέτει ένας αφηρημένος στοχασμός. Ωστόσο, όπως επίσης δείξαμε, η σπινοζική θεωρία δεν παύει να παραχωρεί μια θέση στην έννοια του υποκειμένου, καθώς το ορίζει ως σχέση όχι πλέον ανάμεσα σε ουσίες αλλά ανάμεσα σε υπάρξεις. Αραγε, σε αυτό το επίπεδο των υπάρξεων, δηλαδή όσων συνθέτουν την πεφυκυία φύση, η αναλογία με την καντια νή θεωρία των δυνάμεων έχει περισσότερο νόημα; Η φυσική του Spinoza θέτει πραγματικά ορισμένες αμοιβαίες σχέσεις ανάμεσα στα «άτομα», οι οποίες μπορούν να αναχθούν σε ένα παιχνίδι δράσεων και αντιδράσεων το οποίο εξηγείται καθ’ ολοκληρίαν από τις αρχές του μηχανικισμού, χωρίς να υπάρχει καμία παρέμ βαση, εξωτερική ή εσωτερική, μιας τελικής σκοπιμότητας: «Αν στο ίδιο υποκείμενο προκληθούν δύο ενάντιες δράσεις, θα πρέπει να γίνει μια αναγκαστική αλλαγή, είτε και στις δύο, είτε μόνο στη μία, μέχρι να πάψουν να εναντιώνονται η μία στην άλλη».9'93
93. Spinoza, Ηθική, πέμπτο μέρος, αξίωμα 1.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
309
Αραγε, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ ακριβώς με μια «μεταφυσική καταστατική αρχή της φύσης», κατά τον τρόπο του Kant; Προτού όμως απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, οφείλουμε να συλλάβουμε επαρκώς την εμβέλεια αυτής της συσχέτισης. Αν η θεωρία της ισορροπίας των δυνάμεων περιγράφει πραγματικά το σύστημα των σχέσεων που συγκροτούν το «υποκείμενο», σε οποιοδήποτε γένος, χωρίς όμως να μπορεί να αναπαραστήσει τον θετικό καθορισμό, την απολύτως καταφατική πράξη η οποία ενώνει άμεσα όλες τις ενικές ουσίες με το άπειρο που εκφράζεται σε αυτές, τούτο φαίνεται να συμβαίνει επειδή η απόσταση που έχει καθιδρυθεί από τον Spinoza ανάμεσα στην τάξη των ουσιών και την τάξη των υπάρξεων προαναγγέλλει τη διάκριση της κρι τικής φιλοσοφίας ανάμεσα στο φαινόμενο και το πράγμα καθ’ εαυτό, γεγονός που επίσης μας αναγκάζει να ταυτίσουμε τα διά φορα είδη γνώσης με ικανότητες ή χρήσεις του Λόγου. Ωστόσο, κατά τον Spinoza δεν υπάρχουν δύο τάξεις πραγμα τικότητας, αφενός μία υποστασιακή και άπειρη και αφετέρου μία τροπική και πεπερασμένη, αλλά μία και μόνη πραγματικότητα, συνεχής και αδιαίρετη, καθορισμένη από έναν μοναδικό νόμο αι τιότητας, διαμέσου του οποίου συνδέονται άρρηκτα το πεπερα σμένο και το άπειρο. Ομοίως, δεν είναι δυνατόν να διαιρεθεί αυ τή η πραγματικότητα σε δύο διακριτές τροπικές περιοχές, η μία εκ των οποίων θα ήταν ένας κόσμος ουσιών και η άλλη ένας κό σμος υπάρξεων, όπως ακριβώς μας δίδαξε η δύσκολη θεωρία των άπειρων τρόπων. Αυτό που γίνεται αντιληπτό στην ουσιώδη αιωνιότητά του, σύμφωνα με τους γενικούς νόμους της κίνησης και της ηρεμίας, είναι ίδιο με εκείνο που μπορεί να αναπαρασταθεί, σύμφωνα με την ύπαρξή του, ως «faciès totius universi», ως συ νολικό άτομο που διατηρείται ταυτόσημο με τον εαυτό του για απεριόριστη διάρκεια, χωρίς ξεκίνημα και χωρίς τέλος, και το οποίο πλέον δεν εμπίπτει στην έννοια της αιωνιότητας. Όλα τα είδη γνώσης προσεγγίζουν μία και την αυτή φύση, αλλά σύμφωνα με οπτικές γωνίες που είναι αμοιβαία μη αναγώ-
310
HEGEL Ή SPINOZA
γιμες επειδή κατά κάποιον τρόπο είναι μετατοπισμένες οι μεν σε σχέση με τις δε, αναλόγως με το αν γνωρίζουν τα στοιχεία της πραγματικότητας όπως είναι στον εαυτό τους ή σύμφωνα με την αλληλουχία τους, και στην τελευταία περίπτωση σύμφωνα με την τάξη κατά την οποία κατασκευάζουν αυτήν την αλληλουχία. Ωστόσο, όπως είδαμε, καθεμιά από αυτές τις γνώσεις είναι «αλη θής» με τον τρόπο της, δηλαδή υπακούει στους νόμους της οπτι κής γωνίας από την οποία εξαρτάται: όλες οι γνώσεις έχουν την επεξηγητική δύναμη που περικλείει η αιτία τους, και αυτή η αιτία δεν πρέπει να αναζητηθεί στη φύση του Λόγου ή της ανθρώπινης νόησης η οποία θα αποτύπωνε τις προϋποθέσεις της στην πραγ ματικότητα για να την αναπαραστήσει. Οριακά, δεν επιτρέπεται να επιβεβαιώσουμε ότι ένα από αυτά τα είδη είναι περισσότερο «αληθές» από το άλλο (αν λάβουμε μέριμνα να διακρίνουμε την αλήθεια και την εντέλεια), δεδομένου ότι είναι εξίσου αναγκαία στο σύστημα της λειτουργίας τους: μόνο σε μια πρακτική προο πτική, απ’ όπου ακριβώς αντλεί η Ηθική το πεδίο της, μπορεί να οριστεί μια ιεραρχική σχέση ανάμεσά τους, η οποία θα τοποθε τούσε τη διανοητική αγάπη του Θεού στην υψηλότερη θέση, πά νω από τη γνώση των φυσικών αλληλουχιών και από τα παρα στρατήματα της φαντασίας. Εξάλλου, αυτές οι διάφορες μορφές γνώσης εξετάζουν την ίδια πραγματικότητα, την οποία παρουσι άζουν στην εσωτερική διαφορετικότητα της φύσης της, στη σχέ ση του απείρου με το πεπερασμένο, του πεπερασμένου με το άπειρο ή του πεπερασμένου με το πεπερασμένο. Γι’ αυτό, όσο δελεαστική και αν φαίνεται, η απόπειρα να συ σχετιστεί η προοπτική που διανοίχτηκε από τον Spinoza με εκεί νη που θα ακολουθήσει ο Kant πρέπει να απορριφθεί. Δεν είναι όμως βέβαιο ότι ο Hegel δεν υπέπεσε σε αυτήν τη σύγχυση: οι ενστάσεις που αντιτάσσει στον Spinoza και εκείνες που αντιτάσ σει στον Kant επικοινωνούν μέσω μιας μυστικής αντήχησης. Μή πως αυτό είναι το κλειδί για την παρανόηση του σπινοζισμού από την πλευρά του; Όλα συμβαίνουν σαν ο ίδιος ο Hegel μέσα
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
311
στον Spinoza να είχε διαβάσει τον Kant, επειδή αδυνατούσε να διαβάσει τον ίδιο τον Spinoza, στην επαναστατική μοναδικότητα της φιλοσοφικής θέσης του.
Η τελεολογία Επομένως, καθώς ο Spinoza στοχάζεται τη σχέση της υπόστασης με τις διαθέσεις της ως άμεση ταυτότητα, η οποία δεν χρειάζεται να διαμεσολαβηθεί από αντιφάσεις, δεν θέλησε ούτε να πραγμα τώσει μεμιάς το άπειρο σε ένα Ον, ούτε, πολύ περισσότερο, να το συλλάβει ως διαδικασία πραγματοποίησης μιας τάσης που κα τευνάζεται κατά την ίδια την ανάπτυξή της: καθώς η σπινοζική υπόσταση δεν είναι ούτε απόλυτο αντικείμενο ούτε απόλυτο υποκείμενο, ακυρώνει ακριβώς αυτές τις κατηγορίες της αναπα ράστασης στις οποίες θα ανατρέξει ο Hegel με τη σειρά του, ισχυριζόμενος ότι επιλύει άπαξ διά παντός την αντίφασή τους. Έτσι, η σπινοζική υπόσταση δεν είναι ένα υποκείμενο. Αλλά, για να πούμε την αλήθεια, ούτε το εγελιανό πνεύμα είναι ένα υποκείμενο: είναι υποκείμενο, κάτι που είναι τελείως διαφορετι κό. Η εγελιανή λογική ακυρώνει την παραδοσιακή θέση του υποκειμένου, όπως του έχει αποδοθεί από μια λογική της νόη σης, ως σταθερή θέση ενός υποκειμένου σε σχέση με ένα αντικεί μενο ή ένα κατηγορούμενο. Κατά την εμμενή κίνησή της, η έν νοια που συλλαμβάνει τον εαυτό της ως Εαυτό μέσα στην έννοια ταυτίζεται με το «ίδιο το πράγμα», δηλαδή με το περιεχόμενο, του οποίου αποτελεί την παρουσίαση, και όχι μόνο την αναπα ράσταση: σε τούτη την παρουσίαση το Πνεύμα αποκαλύπτεται όχι ως ένα υποκείμενο, αλλά ως απόλυτο υποκείμενο που εκφρά ζεται στην ολότητα της διαδικασίας του. Για να επαναλάβουμε μια έκφραση του L. Althusser, είναι «διαδικασία χωρίς υποκείμε νο», που είναι αυτή η ίδια υποκείμενο του εαυτού της ή επίσης διαδικασία-υποκείμενο. Αυτό είναι το νόημα της «υποκειμενικής
312
HEGEL Ή SPINOZA
λογικής» που δεν είναι μια λογική του υποκειμένου και ακόμα λιγότερο η λογική ενός υποκειμένου. Επομένως, η συνήθης λειτουργία του υποκειμένου, την οποία κατέχει στο πλαίσιο της κατηγορικής κρίσης, διαλύεται. Μέσα στον ορθολογικό λόγο στον οποίο τελείται, η έννοια είναι συγ χρόνως υποκείμενο και κατηγορούμενο, ή μάλλον είναι η ενότη τά τους, δηλαδή η κίνηση του αμοιβαίου καθορισμού τους: «Έτσι, όταν κάποιος λέει “το ενεργώς πραγματικό είναι το καθο λικό”, τότε το ενεργώς πραγματικό ως υποκείμενο αφανίζεται μέσα στο κατηγορούμενό του. Το καθολικό δεν πρέπει να έχει μόνο τη σημασία του κατηγορούμενου, σαν η πρόταση να έλεγε ότι το ενεργώς πραγματικό είναι καθολικό, αλλά οφείλει να εκ φράζει την ουσία του ενεργώς πραγματικού. Συνεπώς, η σκέψη χάνει τόσο περισσότερο την αντικειμενική σταθερή βάση, που είχε στο υποκείμενο, όταν αυτή μέσα στο κατηγορούμενο ρίχνε ται πίσω στο υποκείμενο, και όταν μέσα σε αυτό το κατηγορού μενο δεν επανέρχεται στον εαυτό της αλλά στο υποκείμενο του περιεχομένου».94 Για την αφηρημένη νόηση, η αλήθεια μιας πρότασης καθορίζεται ομοιόμορφα από ένα σύστημα μορφικών σχέσεων, του οποίου οι κανόνες πρέπει να γίνονται σεβαστοί. Ωστόσο η δραστηριότητα, η ζωή της έννοιας, λύνει αυτήν την άκαμπτη σχέση, αυτήν την κατασκευή, εξαλείφει τα όρια που αυτό το σύστημα επιβάλλει εκ των έξω στον συλλογισμό, αποσυνθέτει κάθε μορφή σε μια άλλη μορφή, που από την πλευρά της δεν είναι παρά ένα στάδιο στην εξέλιξη που την οδηγεί στην ενεργό πραγμάτωσή της. Επομένως, η αληθινή ορθολογικότητα, η οποία είναι συγκε κριμένη, απαιτεί να απορριφθεί το παραδοσιακό μοντέλο της κα τηγορικής σκέψης: 94. G. W. F. Hegel, Πρόλογος στο Phénoménologie de l'esprit, ό.η., IV, σ. 149.
ΟΜΝΉ ϋΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ Ε5Τ ΝΕϋΑΤΙΟ
313
«Όσον αφορά τη διαλεκτική κίνηση, το στοιχείο της είναι η κα θαρή έννοια, και γι’ αυτό έχει ένα περιεχόμενο που στον εαυτό του είναι πέρα για πέρα υποκείμενο. Επομένως, δεν προκύπτει κανένα περιεχόμενο που θα συμπεριφερόταν ως υποκείμενο που υπό-κειται, και τέτοιο ώστε η σημασία του θα του αποδιδό ταν ως κατηγορούμενο* η πρόταση στην αμεσότητα της είναι μόνο μια κενή μορφή».95 Η πρόταση είναι μια κενή μορφή, στον βαθμό που χωρίζει το υπο κείμενο από το κατηγορούμενο, καθώς τους αναθέτει σταθερές θέσεις. Ωστόσο, το αληθές δεν είναι υποκείμενο για ένα κατηγο ρούμενο που θα ήταν εξωτερικό προς αυτό αλλά -στον βαθμό που είναι επίσης περιεχόμενο- εκτίθεται ως ορθολογικό σε όλες τις στιγμές της παρουσίασής του. Αυτό ακριβώς εκφράζει η δια τύπωση: «στον εαυτό του είναι πέρα για πέρα υποκείμενο». Αυτό είναι το κλειδί για την αυτονομία του και την απειρία του. Το ζωντανό πνεύμα, κατά την εμμενή ανάπτυξή του, διαψεύδει τις απαιτήσεις μιας αφηρημένης λογικής και γι’ αυτό παραχω ρεί μια θέση στο αρνητικό εντός του ίδιου του συστήματος του. Η απόλυτη αρνητικότητα, ή αλλιώς η άρνηση της άρνησης, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτή η ακατανίκητη αυτοώθηση της έν νοιας, η οποία δεν της επιτρέπει να σταματήσει σε κανέναν περι ορισμένο καθορισμό και σε καμία μορφή, που δεν θα μπορούσαν να είναι γι’ αυτήν παρά μόνο προσωρινές και ημιτελείς μορφές, τις οποίες οφείλει να διαλύσει, προκειμένου να ανακαλύψει και να πραγματοποιήσει την ταυτότητά της με τον εαυτό της: «Η ζωντανή υπόσταση είναι μάλιστα το είναι εκείνο που συνιστά αληθινά υποκείμενο ή -πράγμα που σημαίνει το ίδιο- που δεν είναι αληθινά ενεργώς πραγματικό, παρά καθόσον η υπό σταση είναι η κίνηση της αυτοθεσίας ή η μεσολάβηση ανάμεσα 95. Σ το ίδ ιο , σ. 153.
HEGEL Ή SPINOZA
314
στο γίγνεσθαι-άλλο της και τον εαυτό της. Ως υποκείμενο, είναι η απλή και καθαρή αρνητικότητα, και γι’ αυτό είναι ο διχασμός του απλού σε δύο ή ο αναδιπλασιασμός σε δύο αντίθετα, που με τη σειρά του αρνείται μια αδιάφορη διαφορετικότητα και την αντίθεσή της. Μόνο αυτή η αποκαθιστάμενη ισότητα, δηλαδή η ανάκλαση εντός εαυτού μέσα στο άλλο, είναι το αληθές, και όχι μια απαρκτήρια ενότητα ως τέτοια ή μια άμεση ενότητα ως τέ τοια».96 Η έννοια συνιστά «πέρα για πέρα υποκείμενο» στον εαυτό της, στον βαθμό που, καθώς θέτει το άλλο της στον εαυτό της, ανα κλά τον εαυτό της: δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της σε έναν καθο ρισμό, παρά μόνο για να αυτοκαταργηθεί ευθύς αμέσως σε αυ τόν, και συγχρόνως για να τον καταργήσει ως ενικό και πεπερα σμένο καθορισμό, ο οποίος είναι ανίκανος ως τέτοιος να συγκε ντρώσει μέσα του την άπειρη ορθολογικότητα του όλου. Πρόκει ται για την κίνηση του αρνητικού που επανέρχεται στον εαυτό του και υπηρετεί κατ’ αυτόν τον τρόπο την πραγματοποίηση του αληθούς, το ορθολογικό του γίγνεσθαι. Γι’ αυτό, σε αντίθεση με το αφηρημένο υποκείμενο μιας πεπε ρασμένης λογικής, το οποίο αποκλείει από τον εαυτό του κάθε αρνητικότητα και δεν μπορεί να έρθει σε αντίφαση με τον εαυτό του, το εγελιανό υποκείμενο, το οποίο είναι απείρως συγκεκριμέ νο, εφόσον είναι «πέρα για πέρα υποκείμενο», εμπεριέχει όλες τις αντιφάσεις: είναι συγχρόνως η προϋπόθεση και το αποτέλεσμα της ολοκληρωμένης ανάπτυξής τους. Διαμέσου αυτής της εσω τερικής αρνητικότητας, το αληθές δεν είναι κατά κανέναν τρόπο ένα υποκείμενο, αλλά υποκείμενο του εαυτού του, και ως τέτοιο παρουσιάζεται. Ωστόσο, μπορεί κανείς να αναρωτηθεί μήπως τελικά, μέσω μιας οδού αντίθετης προς την οδό της κλασικής ορθολογικότη96. Σ το ίδ ιο , σ. 49.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
315
τας, της οποίας τον αφηρημένο και περιοριστικό χαρακτήρα κα ταγγέλλει μονίμως ο Hegel, προκύπτει εδώ το ίδιο αποτέλεσμα: στη μία περίπτωση η αντίφαση αποκλείεται εξαρχής, με βάση μορφικές προϋποθέσεις και κανόνες που αποτελούν έναν προκα ταρκτικό όρο για την έκθεση του αληθούς· στην άλλη περίπτω ση, υπερνικιέται τελικά, μετά από μια κοπιώδη και περίπλοκη διαδρομή, κατά τη διάρκεια της οποίας η στραμμένη κατά του εαυτού της αντίφαση επιλύεται στην κατάφαση ενός υποκειμέ νου αλήθειας, το οποίο είναι ενεργώς πραγματικό επειδή έχει αντλήσει από τον εαυτό του όλους τους δυνατούς περιορισμούς, και άπειρο επειδή τους έχει υπερνικήσει: έγινε έτσι απόλυτη αυτοθεσία. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ορθολογικότητα σε σχέση με κάποιο υποκείμενο που βρίσκει μέσα του ό,τι χρειάζε ται για να καταργήσει κάθε αρνητικότητα και εγγυάται έτσι την υπεροχή του αληθούς: ωστόσο, στην προηγούμενη αναπαρά σταση την οποία αντιπαλεύει ο Hegel, αυτό το υποκείμενο είναι ένα πεπερασμένο υποκείμενο που είναι ήδη πλήρως συγκροτη μένο κατά το ξεκίνημα, πραγματωμένο σε μια πλήρως θετική κα ταστατική αρχή, και η μονιμότητά του εγγυάται τη συνοχή ή την τάξη της απόδειξης· ενώ κατά την εγελιανή ανάπτυξη, είναι ένα άπειρο υποκείμενο που δεν είναι ο εαυτός του παρά μόνο στο πέρας της διαδικασίας που το εκπληρώνει, και της οποίας η κίνη ση αρνείται κάθε προκαταρκτικό όρο. Αραγε, το εγελιανό «υποκείμενο» δεν είναι επομένως η κατοπτρική εικόνα του υποκειμένου του κλασικού Λόγου; Είναι βέ βαια μια εικόνα με κριτικό χαρακτήρα, που αποκαλύπτει τις ανε πάρκειες μιας αφηρημένης ορθολογικότητας και την αποσυνθέ τει. Δεν είναι όμως παρά μια εικόνα, πάντοτε προοδεμένη στο μοντέλο από το οποίο εξαρτάται, του οποίου αναπαράγει -με τον τρόπο της- τα ουσιώδη χαρακτηριστικά. Ετσι ο Hegel, σε σχέση με την παραδοσιακή σκέψη την οποία καταγγέλλει, δεν προχώρησε παρά μόνο σε μια μετατόπιση, καθώς τοποθέτησε σε ένα τέλος, όχι λιγότερο απόλυτο από το ξεκίνημα απ’ όπου απο
HEGEL Ή SPINOZA
316
σπάστηκε, την αυταπάτη μιας ιδεατής ορθολογικότητας, απαλ λαγμένης από κάθε υλικότητα στον βαθμό που ως τέτοια δεν αποδέχεται κανένα στοιχείο εξωτερικό προς αυτήν την ίδια. Σε αυτήν την «αναστροφή» διατηρείται κάτι ουσιώδες: η ιδέα ενός πνεύματος που είναι υποκείμενο εαυτού και κάτοχος της αλήθει ας, και το οποίο ελέγχει την ορθολογική διαδικασία στην οποία εμφανίζεται ως ταυτόσημο με τον εαυτό του. Ίσως αυτή η συσχέτιση να φαίνεται αυθαίρετη, ωστόσο κατα δεικνύει κάτι ουσιώδες, που είναι η λειτουργία της εγελιανής τελεολογίας, η οποία αντικαθιστά, στο πλαίσιο μιας ιδεαλιστικής διαλεκτικής, τα παραδοσιακά κριτήρια που καθιδρύουν τη συνο χή ή τη μονιμότητα του αληθούς. Η απειρία της έννοιας, ως ακα τανίκητη κίνηση της επιστροφής της στον εαυτό της, τείνει προς έναν τελικό σκοπό, και τούτη η τάση εγγυάται, κατά τον τρόπο του φιλαλήθους Θεού του Descartes ο οποίος στηρίζει όλη την τάξη των αληθειών, ότι η εργασία της έννοιας δεν τελείται ματαίως αλλά εγγράφεται σε μια προοδευτικά βαίνουσα ανάπτυξη, ως εξέλιξη που συνεχίζεται και την ίδια στιγμή διακόπτεται, οδηγώ ντας το πνεύμα από τα αβέβαια πρώτα βήματά του ως την ανα γκαία εκπλήρωσή του. Έτσι ο Hegel μπορεί να γράφει ότι «ο Λό γος είναι η τελεολογική διεργασία»,97 υιοθετώντας ρητά από τον Αριστοτέλη την έννοια της τελικής σκοπιμότητας. Διαμέσου όλων αυτών των μεταπτώσεων, το γίγνεσθαι του αληθούς είναι επιστροφή της έννοιας στον εαυτό της: έχει ένα νόημα και συνεπώς είναι ορθολογικό. Τα προκαταρκτικά στάδιά του, όσο απομακρυσμένα και αν είναι από αυτήν την ολοκλήρω ση, αποτελούν την προαναγγελία και την αναγγελία της. Και σε αυτό ακριβώς έγκειται ο εγελιανός ιδεαλισμός: σε αυτήν την εγ γύηση που παρέχει το πνεύμα στον εαυτό του -καθώς αυτοπαράγεται ως το ίδιο το περιεχόμενό του- ότι η κίνησή του οδηγεί κάπου, όπου ήδη βρίσκεται κατά κάποιον τρόπο, εφόσον είναι 97. Σ το ίδ ιο , σ. 55.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
317
υποκείμενο που αυτοενεργοποιείται, καθώς επανέρχεται στον εαυτό του διατρέχοντας τον κύκλο όλων των εκδηλώσεών του. Μέσω αυτής της εγγύησης, ορισμένες δυνατότητες έχουν εξαρ χής απορριφθεί, γεγονός που δείχνει ότι αυτή η άπειρη διαδικα σία δεν παύει να είναι περιορισμένη, εφόσον εξαρτάται από έναν προσανατολισμό. Λόγου χάρη, αποκλείεται η διαδικασία να στε ρείται οποιουδήποτε νοήματος, διότι τότε θα έπαυε να είναι αυτή καθ’ εαυτήν ορθολογική και πλέον δεν θα εμπεριείχε την ενότη τά της. Είτε, ένα ενδεχόμενο ακόμα λιγότερο πιθανό, αποκλείε ται να έχει συγχρόνως περισσότερα νοήματα, με αποτέλεσμα να αιωρείται διαρκώς σε μια αντιπαράθεση ανταγωνιστικών κατευ θύνσεων, μεταξύ των οποίων καμία ισορροπία δεν είναι δυνατόν να καθιδρυθεί οριστικά, επειδή δεν θα μπορούσε να προκύψει από αυτές καμία ενιαία και κυρίαρχη τάση. Σε μια τέτοια περί πτωση, το αληθές θα μπλεκόταν σε ανυπέρβλητες αντιφάσεις, ή τουλάχιστον σε τέτοιες αντιφάσεις που τίποτα δεν θα διασφάλι ζε ότι πρόκειται να επιλυθούν άπαξ διά παντός. Το άλλο όνομα αυτής της τελεολογίας είναι η άρνηση της άρ νησης, δηλαδή η έννοια μιας άρνησης που δεν είναι πεπερασμέ νη. Η πεπερασμένη άρνηση είναι η άρνηση που συνιστά μόνο άρνηση, άρνηση ενός πράγματος, που το καταργεί εκ των έξω και το οποίο συνεπώς της διαφεύγει με κάποιον τρόπο: όπως κά θε όριο, αυτό το όριο είναι ουσιωδώς σχετικό. Αντιθέτως, η από λυτη άρνηση είναι η ικανότητα να ξεπερνιούνται όλα τα όρια, η οποία δεν εκπληρώνεται παρά μόνο στην απειρία ενός πλήρως ανεπτυγμένου συστήματος, το οποίο φέρει αυτό το ίδιο τα όριά του και συγχρόνως τα καταργεί ως όρια. Η πεπερασμένη άρνηση είναι ένα σημείο παύσης: δεν πηγαίνει πουθενά. Η άπειρη άρνη ση είναι κατ’ αναγκαιότητα προσανατολισμένη προς αυτόν τον τελικό σκοπό τον οποίο τείνει να πραγματοποιήσει διαμέσου των αντιφάσεων που επιλύει. Σε αυτό το σημείο, εκεί ακριβώς όπου ο Hegel ισχυρίζεται ότι έρχεται σε ρήξη με την προγενέστερη παράδοση, μπορούμε να
318
HEGEL Ή SPINOZA
πούμε ότι ανασυνδέεται μαζί της. Χάρη σε αυτήν την εγγύηση που εξασφαλίζει η εγελιανή διαλεκτική από την άρνηση της άρ νησης, ως προϋπόθεση για την «εκπλήρωσή» της, αποτελεί μια σκέψη ενάντια στην αντίφαση, όπως ακριβώς και η λογική της αναπαράστασης, της οποίας εντούτοις καταγγέλλει τα όρια, διό τι συλλαμβάνει την αντίφαση μόνο εξ αναδράσεως, με βάση την επαγγελία της επίλυσής της και άρα από την οπτική γωνία της εξαφάνισής της. Αυτό ακριβώς αποσαφηνίζεται σε ένα σχόλιο της Εγκυκλοπαίδειας: «Εκείνο που με γενικό τρόπο κινεί τον κόσμο είναι η αντίφαση και είναι γελοίο να μην μπορεί η αντίφαση να υποβληθεί σε στο χασμό. Το μόνο ορθό που υπάρχει σε αυτόν τον ισχυρισμό είναι ότι δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην αντίφαση και ότι η αντίφαση αυτοκαταργείται. Τότε όμως η καταργημένη αντίφαση δεν είναι η αφηρημένη ταυτότητα, διότι αυτή η τελευταία είναι μόνο μία από τις πλευρές της αντίθεσης».98 Στοχάζομαι την αντίφαση σημαίνει στοχάζομαι την κατάργησή της, διότι «δεν μπορούμε να περιοριστούμε στην αντίφαση». Αν περιοριζόμασταν στην αντίφαση, αυτό θα αποτελούσε σύμπτω μα μιας σταματημένης σκέψης, μιας αργοπορημένης σκέψης, ανήμπορης να φτάσει στον σκοπό της, εγκλωβισμένης στην αντίφαση χωρίς να μπορεί να της ξεφύγει. Όπως είδαμε, ο Hegel επικρίνει τον Spinoza για τον αρνητι σμό του, για τον «ακοσμισμό» του. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ιστορική παρατήρηση του βιβλίου II της Λογικής που αφο ρά τον Spinoza, ο Hegel γράφει σχετικά με την «ανατολική ενό ρασή» του:
98. G. W. F Hegel, Encyclopédie des Sciences Philosophiques, Προσθήκη στην §119, γαλλική μετάφραση B. Bourgeois, ό.π.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
319
«Έτσι, το είναι αυτοσυσκοτίζεται ολοένα και περισσότερο, και η νύχτα, το αρνητικό, είναι ο έσχατος όρος της γραμμής που δεν επιστρέφει μεμιάς στο πρώτο φως».99 Το γεγονός ότι η διαδικασία του απολύτου ολοκληρώνεται με έναν αρνητικό όρο σημαίνει ότι σφραγίζεται άπαξ διά παντός από αυτόν τον τελικό σκοπό προς τον οποίο κατευθύνεται: επο μένως, η προοδευτική πορεία της δεν είναι παρά φθίνουσα πο ρεία, ή έκπτωση, και καταποντίζεται εντός του ανορθολογικού. Σε αυτόν τον «αρνητισμό» που καταλογίζει ο Hegel στον Spinoza, απαντά κατά συμμετρικό τρόπο ο δικός του «θετικι σμός». Πρόκειται για μία φιλοσοφία της απόλυτης κατάφασης, η οποία ανακαλύπτει μέσα στην ίδια την αντίφαση τις προϋποθέ σεις της ανατροπής της, της κατάργησής της, διότι αν τα πάντα περνούν αναγκαστικά από αντιφάσεις, από την άλλη αυτές οι αντιφάσεις δεν είναι παρά ενδιάμεσοι όροι ή βοηθήματα που απαιτούνται για την εκπλήρωση του αληθούς· και μάλιστα, η αντίφαση είναι το καλύτερο μέσο για να βγούμε από τις αντιφά σεις, για να τελειώνουμε με τις αντιφάσεις, η δε «εργασία του αρνητικού» έχει ως αντικείμενο το ίδιο το αρνητικό, το οποίο δια γράφει. Ενάντια στις ανυπόμονες φιλοσοφίες και τις ημιτελείς λογικές που καταργούν την αντίφαση στο θεμέλιό τους ή στο ξεκίνημά τους, πρέπει να στοιχηματίσουμε υπέρ αυτού του θρι άμβου της αντίφασης επί του εαυτού της, ο οποίος την κάνει να εξαφανίζεται μέσα σε αυτόν τον τελικό σκοπό, του οποίου συνιστά την εκδήλωση: για την έννοια, ο δρόμος που ανοίγεται μέσω της απόλυτης άρνησης συνιστά επίσης την επαγγελία για την πρόσβασή της στο άπειρο. Με αυτήν την ανάδραση που στρέφει την αντίφαση εναντίον του εαυτού της, το αληθές αναγγέλλεται καθ’ όλη τη διάρκεια 99. G. W. F. Hegel, Science de la Logique, II, γαλλική μετάφραση P.-J. Labarrière & G. Jarczyk, ό.π., τ. II, σ. 242.
320
HEGEL Ή SPINOZA
της διαδικασίας με την οποία τελείται: το πνεύμα που θυμάται τον εαυτό του παραμένει παρόν στον εαυτό του διαμέσου της ολότητας των μορφών ενεργοποίησής του. Γι’ αυτό η «ιστορία» του δεν έχει παρελθόν, αλλά σχετίζεται μόνο με την αιώνια ενερ γό παρουσία του πνεύματος που κινείται εντός του εαυτού του: «Το καθολικό που εξετάζει η φιλοσοφική ιστορία δεν πρέπει να εννοηθεί ως μια πολύ σημαντική πλευρά της ιστορικής ζωής, πλάι στην οποία θα μπορούσαμε να βρούμε κι άλλους καθορι σμούς. Αυτό το καθολικό είναι το απείρως συγκεκριμένο που περιέχει τα πάντα και είναι παντού παρόν διότι το πνεύμα είναι αιωνίως κοντά στον εαυτό του· είναι το απείρως συγκεκριμένο για το οποίο το παρελθόν δεν υπάρχει, αλλά παραμένει πάντα ίδιο στην ισχύ του και τη δύναμή του».100 Ως ταυτόσημο με τον εαυτό του καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδι κασίας του, το πνεύμα δεν έχει μέσα του ιστορία. Διότι αυτή η κίνηση είναι «απόλυτη κίνηση και συγχρόνως απόλυτη ηρεμία».101 Και επίσης: «Επομένως, δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για ιστορία, ή τουλάχιστον πρόκειται για ιστορία που συγχρόνως δεν είναι ιστορία· διότι οι σκέψεις, οι αρχές, οι ιδέες που προσφέρονται σε εμάς ανήκουν στο παρόν· είναι καθορισμοί του δικού μας πνεύ ματος. Ό,τι είναι ιστορικό, δηλαδή ό,τι ανήκει στο παρελθόν, δεν υπάρχει πλέον, είναι νεκρό».102 Κατά την εμμενή ανάπτυξή του, το πνεύμα τοποθετείται τελικά 100. G. W. F. Hegel, La Raison dans l’histoire, γαλλική μετάφραση K. Papaioannou, U.G.E, 10 / 18, Παρίσι 1965, σ. 32. 101. G. W. F. Hegel, Leçons sur l’histoire de la philosophieyεισαγωγή, γαλλική μετάφραση J. Gibelin, ό.π., τ. I, σ. 131. 102. Στο ίδιο, σ. 156.
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
321
πάνω από κάθε ιστορία, στον βαθμό που εγκαθίσταται εξαρχής στο πέρας της, σε σχέση με το οποίο αυτή η ιστορία είναι απλώς μια εξωτερική εκδήλωση: για να κατανοήσουμε ορθολογικά μια ιστορία, θα πρέπει να την επαναφέρουμε στην έννοια που είναι συγχρόνως κινητήρια δύναμή της και αλήθεια της, δηλαδή να καταργήσουμε σε αυτήν ό,τι είναι ιστορικό και να επιβεβαιώσου με τον θρίαμβο της ζωντανής σκέψης επί του νεκρού παρελθό ντος που έχει καταργηθεί σε αυτήν. Καθώς το πνεύμα διασχίζει την ίδια την ιστορία του για να επανέλθει στον εαυτό του, παραμένει αιωνίως «κοντά στον εαυ τό του» κατά τη διάρκεια αυτής της γεγενημένης ταυτότητας. Αραγε, μια τέτοια «αιωνιότητα» δεν έχει κάποια σχέση με τη σπινοζική αιωνιότητα, που επίσης χαρακτηρίζει την οπτική γωνία του απείρου; Κατά τον Spinoza, η αιωνιότητα είναι η ιδιότητα ενός αιώνιου πράγματος και συμπίπτει με την «ενεργώς άπειρη ύπαρξή του»·103 ανήκει σε αυτήν την ύπαρξη που είναι άμεσα ουσία, δηλαδή την υπόσταση, της οποίας η φύση δεν περιορίζεται από καμία συνθή κη διάρκειας. Πράγματι, κάθε διάρκεια είναι περιορισμένη, στον βαθμό που συντίθεται από μέρη, και γίνεται αντικείμενο μιας αρίθμησης στο πλαίσιο αυτής της ανάλυσης. Ωστόσο, η άπειρη υπόσταση διαφεύγει κατ’ αναγκαιότητα από μια τέτοια ανάλυση, «διότι, αν της αποδίδαμε κάποια διάρκεια, τότε θα διαιρούσαμε σε μέρη εκείνο που είναι από τη φύση του άπειρο και δεν μπορεί να συλληφθεί παρά μόνο ως άπειρο».104 Συνεπώς, η αιωνιότητα δεν είναι ένα επιμέρους είδος διάρκειας: κυρίως, δεν είναι μια δι άρκεια που προεκτείνεται πέρα από κάθε προσδιορίσιμο όριο, «ακόμα και αν η διάρκεια νοηθεί χωρίς ξεκίνημα και χωρίς τέ λος».105 Ξαναβρίσκουμε εδώ έναν συλλογισμό που μας χρησίμευ-
103. Spinoza, Μεταφυσικές σκέψεις, II, κεφ. 1. 104. Στο ίδιο. 105. Spinoza, Ηθική, πρώτο μέρος, επεξήγηση του ορισμού 8.
322
HEGEL Ή SPINOZA
σε ήδη για να κατανοήσουμε τη φύση του ενεργού απείρου, δη λαδή ενός απείρου που αποκλείει από μέσα του κάθε δυνητικότητα και επομένως δεν επιτρέπει στον εαυτό του να κατανοηθεί μέσω σύνθεσης ή κατασκευής, με αφετηρία το πεπερασμένο. Η αιωνιότητα με τη σπινοζική έννοια είναι ουσιωδώς αιτιακή: ανήκει στο άπειρο το οποίο εμπεριέχει την αιτία του, έξω από κάθε δυνατότητα για μια ανάπτυξη που θα διεπόταν από κάποια τελική σκοπιμότητα. Επομένως, η υπόσταση διαφέρει θεμελιωδώς από το εγελιανό πνεύμα: δεν μπορούμε να πούμε ότι «παρα μένει κοντά στον εαυτό της», στον βαθμό που δεν είναι τίποτε άλλο από την πράξη με την οποία βεβαιώνεται καταφατικά, έξω από κάθε χρονικό καθορισμό, σε όλες συγχρόνως τις διαθέσεις της, χωρίς αυτές να συγκροτούν -όπως είδαμε- το διατεταγμένο σύστημα της εκδήλωσής της. Αυτή η πράξη είναι αιώνια, διότι δεν εξαρτάται καθόλου από μια κίνηση ενεργοποίησης, η οποία θα ανήγαγε την εκδίπλωσή της στις προϋποθέσεις ενός δυνάμει απείρου. Η αιωνιότητα έγκειται στην απουσία τελικών σκοπών. Αυτή η έννοια της αιωνιότητας είναι κομβική αν θέλουμε να κατανοήσουμε το αληθινό διακύβευμα της συζήτησης που φέρ νει αντιμέτωπους τον Spinoza και τον Hegel. Η ταυτότητα της υπόστασης με τον εαυτό της αποκλείει κάθε μεσολάβηση, και με αυτήν την έννοια αποβάλλει πραγματικά εκτός εαυτού την αρνητικότητα. Ωστόσο, αυτή η αποβολή δεν συνιστά μια εκδήλωση με όρους εξωτερικότητας: το αρνητικό, το πεπερασμένο, που η υπόσταση δεν τα αποδέχεται στην προσίδια φύση της, δεν τα προβάλλει επίσης στις διαθέσεις της, σύμφωνα με τη διατύπωση «omnis determinatio est negatio». Διότι ανάμεσα στην υπόσταση και τους τρόπους δεν μπορεί να νοηθεί κανένα «πέρασμα», το οποίο θα δήλωνε μια κατ’ αναγκαιότητα ανεντελή διαδικασία αποσύνθεσης του απείρου εντός του πεπερασμένου. Γι’ αυτό η υπόσταση είναι αιωνίως παρούσα στις διαθέσεις της και δεν μπο ρεί να νοηθεί έξω από αυτές, όπως και εκείνες δεν μπορούν να νοηθούν χωρίς την υπόσταση. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η άμεσό-
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
323
τητα στη σχέση του απείρου με το πεπερασμένο απαγορεύει να στοχαστούμε αυτήν τη σχέση ως μια σχέση που θα διεπόταν από κάποια τελική σκοπιμότητα και την υπόσταση ως το απόλυτο υποκείμενο που εκπληρώνεται μέσω αυτής. Επομένως, η ταυτότητα της υπόστασης με τον εαυτό της ανασκευάζει κάθε τελεολογική ερμηνεία της πράξης με την οποία εκφράζεται η υπόσταση καθώς αυτοκαθορίζεται. Μια τέ τοια ερμηνεία εμπίπτει στην υποκειμενική αυταπάτη που εξετά ζει την πραγματικότητα με ιδεατούς όρους, από την οπτική γω νία της «δημιουργίας» της: αυτό ακριβώς αποδεικνύει επαρκώς το παράρτημα του πρώτου μέρους της Ηθικής. Από την οπτική γωνία της αιωνιότητας, δεν υπάρχει πλέον δυνατότητα ούτε για την εξέταση τελικών σκοπών ούτε για την παρέμβαση ενός ελεύθερου «υποκειμένου» το οποίο θα επέβαλλε την τάξη του πάνω από την τάξη των πραγμάτων. Ουσιαστικά, σε αυτό συνίσταται η αντίθεση μεταξύ Spinoza και Descartes. Ωστόσο, ο ίδι ος ο Hegel ανασκευάζει επίσης το καρτεσιανό υποκείμενο το οποίο δεν είναι παρά ένα υποκείμενο, και επομένως παραμένει μια αφαίρεση· αυτή όμως η ανασκευή, η οποία είναι αντίστροφη από εκείνη του Spinoza, αποδεικνύεται τελικά λιγότερο σημα ντική, διότι, καθώς αφαιρεί από το υποκείμενο τον πεπερασμέ νο χαρακτήρα της μοναδικότητάς του, ενισχύει ακόμα περισσό τερο αυτόν τον εσωτερικό προσανατολισμό, αυτήν την προβολή του εαυτού προς τελικούς σκοπούς η οποία χαρακτηρίζει, για κάθε ιδεαλιστική σκέψη, μία κίνηση ορθολογική, δηλαδή εμπρό θετη. Όπως είδαμε όμως, καθώς ο Spinoza εφαρμόζει την έννοια του conatus στις ενικές ουσίες, εξαλείφει την αντίληψη ενός εμπρόθετου υποκειμένου, η οποία δεν είναι κατάλληλη ούτε για να αναπαρασταθεί η απόλυτη απειρία της υπόστασης ούτε για να κατανοηθεί με ποιον τρόπο εκφράζεται η υπόσταση μέσω πε περασμένων καθορισμών. Ως εκ τούτου, ο Hegel δεν ξεγελάστηκε όταν επισήμανε την απουσία από τη σπινοίτκή σκέ\ΐ/η τόσο Tnc έννοιας του υποκει
324
HEGEL Ή SPINOZA
μένου όσο και της έννοιας της άρνησης της άρνησης: εξάλλου, είναι δύο διαφορετικά ονόματα για το ίδιο περιεχόμενο. Αυτό το περιεχόμενο λάμπει πραγματικά διά της απουσίας του από το σύστημα του Spinoza. Άραγε, αυτό σημαίνει, σύμφωνα με τον τρόπο που ο ίδιος ο Hegel ερμηνεύει τούτη την απουσία, ότι αυτή η έννοια του «λείπει», ώστε να συνάγεται η κατωτερότητα του σπινοζισμού που δεν κατάφερε να υψωθεί μέχρι αυτήν; Όπως γνωρίζουμε, η εγελιανή τελεολογία επανέρχεται στην αντίληψη του Hegel για την ιστορία της φιλοσοφίας: παρουσιά ζεται ως διαδοχή συστημάτων, τα οποία έχουν τοποθετηθεί ιε ραρχικά τα μεν σε σχέση με τα δε και διαπερνώνται από τις προσίδιες εσωτερικές αντιφάσεις τους, οι οποίες τα ανατρέπουν εκ των έσω και τα αναγκάζουν να παραχωρήσουν τη θέση τους σε ανώτερες μορφές, ολοένα και πλησιέστερες στην αληθή φιλοσο φία, η οποία έχει αρνηθεί στον εαυτό της κάθε ιστορία. Αυτή η αντίληψη παρουσιάζει αναμφισβήτητο ενδιαφέρον: επιτρέπει να μελετηθούν οι φιλοσοφίες στο πλαίσιο της εσωτερικής κίνησής τους, και με βάση τις αμοιβαίες σχέσεις τους, απορρίπτοντας κά θε απόπειρα μορφικής σύγκρισης- προσδιορίζει μια φιλοσοφική θέση όχι με βάση κάποια αδιάφορη τάξη, αλλά με βάση τις αντι φάσεις της. Ωστόσο, και τούτο ακριβώς είναι το τίμημα για να προκύψει μια τέτοια ορθολογικότητα, αυτές οι αντιφάσεις πα ρουσιάζονται σύμφωνα με την αρχή της απόλυτης αρνητικότητας σαν να επιλύονται οι μεν μέσω των δε, σε μια ακατανίκητη ακολουθία που εξηγείται καθ’ ολοκληρίαν με βάση τον τελικό σκοπό της. Με αυτόν τον τρόπο ο Hegel εισήγαγε στην ιστορία της φιλοσοφίας αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εξελικτικισμό, αν μας επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουμε έναν αναχρο νιστικό όρο. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, καθώς μία φιλο σοφία έρχεται μετά από μία άλλη και τροφοδοτείται από την ήτ τα αυτής, είναι κατ’ αναγκαιότητα ανώτερη από εκείνη. Αυτό ακριβώς επιτρέπει στον Hegel να προσδιορίζει τις φιλοσοφίες σύμφωνα με την αρχή μιας ορθολογικής και άρα προσανατολι
OMNIS DETERMINATIO EST NEGATIO
325
σμένης αρνητικότητας: η φιλοσοφία του Spinoza, σύμφωνα με την ιστορική κατάστασή της, είναι κατ’ αναγκαιότητα ανεπαρ κής ή ελαττωματική, και σε αυτήν ακριβώς τη βάση πρέπει να ερμηνευθεί. Αν όμως αντιθέτως εξαλείψουμε την εγελιανή τελεολογία, στηριζόμενοι στις σπινοζικές αποδείξεις, τότε εξαφανίζεται και η εξελικτική αντίληψη για την ιστορία της φιλοσοφίας: η πραγμα τική σχέση των φιλοσοφιών δεν μπορεί να σταθμιστεί πλέον μό νο με βάση τον βαθμό ιεραρχικής απαρτίωσής τους' ούτε επίσης μπορεί να αναχθεί σε μια χρονολογική γενεαλογική σειρά που τοποθετεί τις μεν σε σχέση με τις δε στο πλαίσιο μιας μη ανα στρέψιμης τάξης διαδοχής. Σε αυτήν την ιστορία, η οποία δεν είναι ίσως υλική αλλά πλέον δεν είναι ούτε ιδεατή, λειτουργεί ένα νέο είδος αντίφασης: μια πάλη τάσεων που δεν εμπεριέχει την επαγγελία της επίλυσής της. Ή επίσης: ενότητα εναντίων, αλλά χωρίς την άρνηση της άρνησης. Από αυτήν την άποψη, η απουσία της άρνησης της άρνησης από τη σπινοζική σκέψη δεν μπορεί πλέον να ερμηνεύεται μόνο με όρους ελλείψεως, ως ένα έλλειμμα που πρέπει να καλυφθεί, ως ένα έλλειμμα που πρόκειται μετά βεβαιότητας να καλυφθεί. Αντιθέτως, αντιπροσωπεύει τον θετικό δείκτη μιας προκαταβο λικής αντίστασης, όχι όμως και λιγότερο πραγματικής, σε μια πλευρά της εγελιανής διαλεκτικής την οποία θα ονομάσουμε -εν συντομία- ιδεαλισμό της. Εξηγείται τότε αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο που συναντήσαμε αρκετές φορές: η οξυμμένη ευαι σθησία του Hegel σε σχέση με ορισμένα θεμελιώδη θέματα του σπινοζισμού, η οποία εκφράζεται a contrario με τη συνήθη μορ φή της απώθησης, με ερμηνείες που όσο ιδιάζουσες και αν είναι, από την άλλη δεν παύουν να είναι εύστοχες. Γι’ αυτό, χωρίς πλέ ον να λαμβάνουμε υπ’ όψιν τους «νόμους» της χρονολογικής δι άστασης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αν ο Hegel φαίνεται να μην καταλαβαίνει πάντα καλά τον Spinoza, ή να μη θέλει να τον καταλάβει, τούτο συμβαίνει επειδή ακριβώς ο Spinoza είχε κατα
326
HEGEL Ή SPINOZA
λάβει πολύ καλά τον Hegel, κάτι που προφανώς είναι ανυπόφο ρο από την οπτική γωνία μιας τελεολογίας. Αναστρέφονται έτσι οι πιο προφανείς προοπτικές: ο Spinoza είναι εκείνος που ανασκευάζει την εγελιανή διαλεκτική. Σημαί νει όμως αυτό ότι ανασκευάζει συγχρόνως και κάθε διαλεκτική; Δεν μπορούμε κάλλιστα να πούμε ότι αυτό που ανασκευάζει από την εγελιανή διαλεκτική είναι εκείνο ακριβώς που είναι μη δια λεκτικό, εκείνο ακριβώς που ο ίδιος ο Marx ονόμασε ιδεαλισμό της; Διότι πρέπει να αφήσουμε στην άκρη, ως κάτι που στερείται απολύτως κάθε φιλοσοφικό ενδιαφέρον, την ιδέα ότι κάθε διαλε κτική είναι αυτή καθ’ εαυτήν ιδεαλιστική ή αντιδραστική: για μια υλιστική ιστορία της σκέψης, η έκφραση «κάθε διαλεκτική» στε ρείται οποιουδήποτε νοήματος. Το αληθινό ερώτημα είναι: ποιο είναι το όριο που χωρίζει μια ιδεαλιστική διαλεκτική από μια υλι στική διαλεκτική; Με ποιες προϋποθέσεις μπορεί μια διαλεκτική να γίνει υλιστική; Ας αναγνωρίσουμε ότι ο Spinoza μάς βοηθά να θέσουμε αυτό το ερώτημα και ότι του προσφέρει ένα περιεχόμε νο: τι είναι ή τι θα μπορούσε να είναι μια διαλεκτική που λει τουργεί χωρίς καμία εγγύηση, με απολύτως αιτιακό τρόπο, χωρίς τον προκαταρκτικό προσανατολισμό που εξαρχής ορίζει γι’ αυ τήν η αρχή της απόλυτης αρνητικότητας, χωρίς την επαγγελία ότι όλες οι αντιφάσεις στις οποίες εμπλέκεται έχουν αυτοδικαίως επιλυθεί, επειδή φέρουν αυτές οι ίδιες τις προϋποθέσεις της λύ σης τους; Όταν ο Marx έγραφε την περίφημη φράση «Η ανθρωπότητα θέτει μόνο τα προβλήματα που μπορεί να επιλύσει», εξακολου θούσε να εξαρτάται πλήρως από τον εγελιανό εξελικτικισμό. Η κατοπινή ιστορία του μαρξισμού επρόκειτο ακριβώς να δείξει μέ σα από γεγονότα ότι ένα ερώτημα δεν επιλύεται επειδή απλώς έχει τεθεί. Είναι όμως ήδη κάτι το να έχει τεθεί ένα ερώτημα, ακόμα και αν κάτι τέτοιο ουδόλως δεσμεύει την απάντησή του. Να διαβάσουμε τον Spinoza μετά τον Hegel, όχι όμως κατά τον Hegel, αυτό είναι κάτι που μας επιτρέπει να θέσουμε το ερώτημα
0Μ Ν Ι5 ϋΕΤΕΚΜΙΝΑΤΙΟ Ε5Τ ΝΕΟΑΤΙΟ
32 7
μιας μη εγελιανής διαλεκτικής, αλλά πρέπει επιπλέον να παρα δεχτούμε, διότι είναι επίσης ένας τρόπος να είμαστε σπινοζιστές, ότι κάτι τέτοιο δεν μας επιτρέπει συγχρόνως και να το απαντή σουμε.
1
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ PIERRE MACHEREY HEGEL Ή SPINOZA ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΔΗ, ΤΥΠΩ ΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΛΦΑΒΗΤΟ ΓΡΑΦΙΚΕΣ ΤΕ ΧΝΕΣ ΑΕΒΕ, ΤΟΝ ΝΟΕΜΒΡΙΟ ΤΟΥ 2019 ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΕΚΔΟΣΕΩΝ ANGELUS NOVUS
Στην υδατογραφία Angelus Novus του Klee, ο αναπαριστάμενος άγγελος, ο Αγγελος της Ιστορίας του Benjamin, είναι ένας δυνητικός αρωγός. Αν και απωθείται βίαια από μια καταστροφική καταιγίδα -απωθείται προς το μέλλον και κοιτάζει με ανήσυχο επίμονο βλέμμα τα συντρίμμια που προοδευτικά σωρεύει εκείνη στο παρελθόν, «βλέπο ντας» αντί για απλά γεγονότα μια καθολική καταστρο φή-, η εικόνα του «προδίδει» μια δυσεκπλήρωτη επιθυ μία: Να κλείσει τα φτερά παρ’ όλη τη δυσκολία της κο σμοχαλασιάς και να παραμείνει εδώ για να μας βοηθήσει στην ολική ανασυγκρότηση του παρελθόντος συντριμμένου κόσμου, στην άρση της καταστροφής. Ωστόσο, πέραν της μεταφυσικής, ο άγγελος είναι πρωταρχικά ο αγγελιοφόρος, αυτός που αναγγέλλει ει δήσεις άγνωστων παρελθοντικών γεγονότων. Κάθε νέο βιβλίο είναι μεταφορικά ένας άγγελος, φέρει και γνω στοποιεί ένα άγνωστο κείμενο που «αφηγείται» το «νοητικό» παρελθόν, καταγράφει αμετάκλητα τις διαμορφω μένες σκέψεις του συγγραφέα του και τις ανασυγκροτεί για να μη «διαφύγουν» και καταστραφούν. Οι Εκδόσεις Angelus Novus ιδρύθηκαν για να εκδώσουν βιβλία Ελλήνων και ξένων συγγραφέων, νέα κείμε να και μεταφράσεις λογοτεχνίας, κοινωνικής επιστήμης, οικονομίας, πολιτικής, ιστορίας και φιλοσοφίας των κοι νωνικών και φυσικών επιστημών και της τεχνολογίας, υπό την αίρεση μιας φιλοδοξίας: Τα βιβλία τους, αφού δι αβαστούν και κλείσουν τα «φτερά» τους, τις σελίδες τους, να «παραμείνουν» διά του περιεχομένου τους στο νου των αναγνωστών και να βοηθήσουν δυνητικά στην ανανέωση της συζήτησης υπέρ της ανασυγκρότησης μι ας θρυμματισμένης, συντριμμένης κοινωνίας.
ΠΟΥΛ
Ε Π ΙΣ Η Σ Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ο Υ Ν
Jacques Derrida, Ιστορία του ψεύδους, Προ-
λεγόμενα. (Φιλοσοφία. Μετάφραση, επίμε τρο, σημειώσεις: Βαγγέλης Μπιτσώρης.) Jacques Derrida. Συγχωράν, Το ασυγχώρητο και το απαράγραπτο. (Φιλοσοφία. Μετά φραση, επίμετρο, σημειώσεις: Βαγγέλης Μπιτσώρης.) Judith Butler, Σημειώσεις για μια εππελεσπκή θεωρία της συνάθροισης. (Φιλοσοφία. Μετάφραση: Μιχάλης Λαλιώτης.) Jacques Le Goff, Πρέπει, αλήθεια, να κό βουμε την ιστορία σε φέτες; (Ιστορία. Με τάφραση: Δέσποινα Λαμπαδά.) Razmig Keucheyan, Αριστερό ημισφαίριο. Μια χαρτογραφία της νέας κριτικής σκέψης. (Ιστορία των ιδεών. Κοινωνία. Μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας.) David Harvey. Δρόμοι και τρόποι του κό σμου, Καπιταλισμός - Χώρος - Τόποι. (Γε ωγραφία. Μετάφραση: Γιάννης Βογιατζής.) Συλλογικό. Κλίμα. Σταματήστε τώρα το έγκλη μα!, Η φωνή της κοινωνίας των πολιτών. (Οικολογία. Πολιτική. Μετάφραση: Βασίλης Παπσκριβόπουλος.) Hannah Landecker, Η καλλιέργεια της ζωής στο εργαστήριο, Πώς τα κύπαρα έγιναν τε χνολογία. (Ιστορία της τεχνολογίας. Ιστορία των ιδεών. Μετάφραση: Ευαγγελία Τόμπορη. Επιστημονική επιμέλεια: Τέλης Τύμπας.)
Σύμφωνα με τον Hegel, η σκέψη του Spinoza δεν είναι ακόμη αρ κετό διαλεκτική Και αν ήταν πάρα πολύ διαλεκτική; Ή, έστω, αν ήταν διαλεκτική με έναν τροπο που δεν μπορούσε να αποδεχτεί ο Hegel; Η απάρνηση αυτής της διαλεκτικής -α ς πούμε, για να μην χρονοτριβούμε, μιας διαλεκτικής χωρίς τελεολογία- στην οποία προβαίνει ο Hegel μέσω του Spinoza, είναι ο τρόπος με τον οποίο συναντά ενα αξεπέραστο εμπόδιο κατά την ανάπτυξη της δικής του σκέψης; πρόκειται για το εμπόδιο ενός λόγου για τον οποίο πρέπει να πούμε όχι οτι δεν είναι ακόμη εγελιανός, αλλά ότι δεν είναι ήδη πλέον Ο Hegel και ο Spinoza συναντήθηκαν, ακόμα και αν η συ νάντησή τους πήρε, από την πλευρά του Hegel, τη μορφή μιας εκπληκτικής παρανόησης. Αν πράγματι ο Spinoza και ο Hegel δεν βαδίζουν στο ίδιο μονοπάτι, μαζί ή ο ένας πίσω από τον άλλον, απο την άλλη είναι γεγονός ότι οι διαδρομές τους διασταυρώθη καν, ότι κάποιες στιγμές πλησίασαν, για να απομακρυνθούν στη συνέχεια προς τελείως αντίθετες κατευθύνσεις. Από αυτήν την άποψη, αντί για μια σύγκριση μεταξύ συστημάτων, μια απόπειρα καταδικασμένη στην αποτυχία ή σε πολύ εύκολες επιτυχίες, είναι ίσως ενδιαφέρον να αναζητήσουμε ανάμεσα σε αυτές τις δύο φιλοσοφίες επιμέρους σημεία στα οποία τέμνονται. Διότι αυτά ακριβώς τα σημεία εξηγούν το αίσθημα παράξενης οικειότητας που βιωνει κάθε εγελιανός αναγνώστης του Spinoza και κάθε σπινοζιστής αναγνώστης του Hegel.
BU V78 ' ,18 8 V f
91 78
Μ 1