Έμφυλοι Μετασχηματισμοί – Gendering Transformations, Πρακτικά Συνεδρίου – Conference Proceedings, May 12-15, 2005, Ρέθυμνο 9789608975811 [PDF]


168 4 3MB

Greek Pages 394 Year 2007

Report DMCA / Copyright

DOWNLOAD PDF FILE

Table of contents :
Front Cover......Page 1
ΈΜΦΥΛΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ GENDERING TRANSFORMATIONS......Page 4
Περιεχόμενα......Page 6
Γιώτα Παπαγεωργίου: Εισαγωγή......Page 10
Yota Papageorgiou: Introduction......Page 20
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ......Page 28
Ayse Durakbaşa: The Gender of Social Class: Theoretical and Methodological Discussion for a Feminist Sociology......Page 30
Spyridoula Athanasopoulou-Kypriou: The Reaction of Greek Orthodox Theology to the Challenges of Feminist Theologies......Page 37
Κώστας Κοκογιάννης: Η Πρόσληψη των Θέσεων του M. Foucault από τη Σύγχρονη (Μεταμοντέρνα) Φεμινιστική Σκέψη......Page 46
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΈΜΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ......Page 60
Άννα Βιδάλη: Μνήμες και Αφηγήσεις Παιχνιδιών......Page 62
Eleni Daraki: “Re-Constructing” Boys and Girls in the Primary Classroom: Making 12-Year-Old Pupils Sensitive to Gender Symmetry Issues through a Project......Page 73
Photis Politis: (Hetero)Sexuality and Masculinities: Constructing Masculine “Identities” in the Context of a Single-Class Primary School......Page 85
Κατερίνα Μάρκου: Μουσουλμάνες στην Ελλάδα και το Ζήτημα της Μαντίλας......Page 96
Paulette Kershenovich Schuster: Private Lives and Public Roles of Syrian-Jewish Women in Mexico City: A Paradigm......Page 107
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ......Page 114
Christine Détrez: The Biological Body: A Gendered Children’s Tale?......Page 116
Eleni Sideri: Crossing B-Orders: From Georgia to Greece. Female Migration and Female Transformations......Page 125
Έλια Bαρδάκη: Mαγειρεύοντας τις Έμφυλες Σχέσεις: Φαγητό και Αντίσταση στον Ορεινό Mυλοπόταμο......Page 136
Θεοδώρα Αδαμάκη: Αποτυπώσεις της Βίας κατά των Γυναικών σε δύο Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου: «Μέχρι το Πλοίο» (1966), του Αλέξη Δαμιανού, και «Ζωή» (1995), του Γιώργου Κατακουζηνού.......Page 143
Γιάννα Αθανασάτου: Ταυτότητες Φύλου και Αναπαραστάσεις. Από τη Συγκρότηση των Σημείων της Αυτονομίας στη Μη Διχοτομική Ταυτότητα......Page 153
Χριστίνα Κωνσταντινίδου: Το Κοινωνικό Φύλο στο Περιοδικό«Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας......Page 162
Βάνα Τεντοκάλη: Ανιχνεύοντας το Φύλο στο Χώρο......Page 179
Μαρία Γκασούκα: Μαγικές Τελετουργίες και Φύλο......Page 192
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ STATUS......Page 202
Nilay Çabuk Kaya: The Position of Women in the Public Sphere in Turkey after the 1980s......Page 204
Svetlana A. Aslanyan: Women’s Social Identity from an Armenian Perspective: Armenian Woman, Soviet Woman, Post-Soviet Woman......Page 219
Lihua Wang: East Wind Vs West Wind: Resistance through Buyi Women’s Weaving......Page 230
Roy Panagiotopoulou: Gender in Greek Media......Page 243
Laura Maratou-Alipranti: The Private Sphere and Gendered Differentiation......Page 250
Χριστίνα Καρακιουλάφη: Βία και Παρενόχληση στους Χώρους Εργασίας......Page 262
Μανόλης Τζανάκης: Η Προβληματική της Εκθήλυνσης της Περίθαλψης στις Κοινοτικού Τύπου Ψυχιατρικές Δομές Αποκατάστασης......Page 276
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ......Page 292
Ailbhe Smyth: Gendering on down Reflections on Gender, Equality, and Politics in Ireland......Page 294
Myra Marx Ferree: Framing Equality: The Politics of Race, Class, Gender in the United States, Germany, and the Expanding European Union......Page 310
Antonia M. Ruiz Jiménez: Conservative Parties and the Political Decision-Making Participation of Women in Southern European Countries......Page 329
Hilary Footitt: Engendering Political Spaces: The National and the Transnational......Page 344
Philomila Tsoukala: Gender and the Law: Notes for a Conversation......Page 354
Aspasia Tsaoussi: The Role of Gender in the Legal Profession: Findings from Simulated Bargaining Games......Page 365
Vassiliki Petoussi: Feminist Voices in the Law: Debating Equality, Neutrality, and Objectivity.......Page 378
Back Cover......Page 394
Papiere empfehlen

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί – Gendering Transformations, Πρακτικά Συνεδρίου – Conference Proceedings, May 12-15, 2005, Ρέθυμνο
 9789608975811 [PDF]

  • 0 0 0
  • Gefällt Ihnen dieses papier und der download? Sie können Ihre eigene PDF-Datei in wenigen Minuten kostenlos online veröffentlichen! Anmelden
Datei wird geladen, bitte warten...
Zitiervorschau

ΕΜΦΥΛΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ GENDERING TRANSFORMATIONS

ΈΜΦΥΛΟΙ ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΙ GENDERING TRANSFORMATIONS

Επιμέλεια ΓΙΩΤΑ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ Πανεπιστήμιο Κρήτης

ΡΕΘΥΜΝΟ 2007

Το Συνέδριο «Έμφυλοι Μετασχηματισμοί – Gendering Transformations» διοργανώθηκε από το Π.Π.Σ. «Το Φύλο στις Κοινωνικές Επιστήμες. Σύγχρονες Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις και Προοπτικές στην Έρευνα και την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση», στο πλαίσιο του έργου «Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών για Θέματα Φύλου και Ισότητας» (Κατηγορία Πράξης 4.2.1.β).

Επιστημονική Επιτροπή: Γιώτα Παπαγεωργίου (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Κοινωνιολογίας) Κατερίνα Κόπακα (Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας) Ζαχαρίας Παληός (Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών) Βασιλική Πετούση (Λέκτορας, Τμήμα Κοινωνιολογίας)

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί – Gendering Transformations Πρακτικά Συνεδρίου – Conference Proceedings

Επιστημονική Επιμέλεια: Γιώτα Παπαγεωργίου Γλωσσική Επιμέλεια (Αγγλικά): Αγάπη Αμανατίδου Γλωσσική Επιμέλεια (Ελληνικά) – Διορθώσεις: Μαρία Ηλβανίδου Σελιδοποίηση – Τεχνική Επιμέλεια: Μαρία Ηλβανίδου ISBN: 978-960-89758-1-1 Εκτύπωση:

Ψηφιακό Κέντρο Εκπαιδευτικών Μέσων Πανεπιστημίου Κρήτης (www.uoc.gr/emedia) Απαγορεύεται η μερική ή ολική αναδημοσίευση του έργου αυτού, καθώς και η αναπαραγωγή του με οποιοδήποτε μέσο χωρίς σχετική άδεια του Εκδότη. Copyright © Πανεπιστήμιο Κρήτης

Περιεχόμενα Εισαγωγή Introduction

ix xix

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ: ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ 1

2

3

The Gender of Social Class: Theoretical and Methodological Discussion for a Feminist Sociology Ayse Durakbaşa

3

The Reaction of the Greek Orthodox Theology to the Challenges of Feminist Theologies Spyridoula Athanasopoulou-Kypriou

10

Η Πρόσληψη των Θέσεων του M. Foucault από τη Σύγχρονη (Μεταμοντέρνα) Φεμινιστική Σκέψη Κώστας Κοκογιάννης

19

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΜΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ 4 5

Μνήμες και Αφηγήσεις Παιχνιδιών Άννα Βιδάλη

35

“Re-Constructing” Boys and Girls in the Primary Classroom: Making 12-year-old Pupils Sensitive to Gender Symmetry Issues through a Project Eleni Daraki

46

6

(Hetero)Sexuality and Masculinities: Constructing Masculine “Identities” in the Context of a Single-Class Primary School Photis Politis 58

7

Μουσουλμάνες στην Ελλάδα και το Ζήτημα της Μαντίλας Κατερίνα Μάρκου

8

69

Private Lives and Public Roles of Syrian-Jewish Women in Mexico City: A Paradigm Paulette Kershenovich Schuster 80

vi

Gendering Transformations

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ 9 10

11

12

13

14

15 16

The Biological Body: A Gendered Children’s Tale? Christine Détrez

89

Crossing B-Orders: From Georgia to Greece. Female Migration and Female Transformations Eleni Sideri

98

Μαγειρεύοντας τις Έμφυλες Σχέσεις: Φαγητό και Αντίσταση στον Ορεινό Μυλοπόταμο Έλια Βαρδάκη

109

Αποτυπώσεις της Βίας κατά των Γυναικών σε δύο Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου: «Μέχρι το Πλοίο» (1966), του Αλέξη Δαμιανού, και «Ζωή» (1995), του Γιώργου Κατακουζηνού Θεοδώρα Αδαμάκη

116

Ταυτότητες Φύλου και Αναπαραστάσεις. Από τη Συγκρότηση των Σημείων της Αυτονομίας στη μη Διχοτομική Ταυτότητα Γιάννα Αθανασάτου

126

Το Κοινωνικό Φύλο στο Περιοδικό «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας Χριστίνα Κωνσταντινίδου

135

Ανιχνεύοντας το Φύλο στο Χώρο Βάνα Τεντοκάλη

152

Μαγικές Τελετουργίες και Φύλο Μαρία Γκασούκα

165

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ STATUS 16

17

18

The Position of Women in the Public Sphere in Turkey after the 1980s Nilay Çabuk Kaya

177

Women’s Social Identity from an Armenian Perspective: Armenian Woman, Soviet Woman, Post-Soviet Woman Svetlana A. Aslanyan

192

East Wind Vs West Wind: Resistance through Buyi Women’s Weaving Lihua Wang

203

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

20 21 22 23

vii

Gender in Greek Media Roy Panagiotopoulou

216

The Private Sphere and Gender Differentiation Laura Maratou-Alipranti

223

Βία και Παρενόχληση στους Χώρους Εργασίας Χριστίνα Καρακιουλάφη

235

Η Προβληματική της Εκθήλυνσης της Περίθαλψης στις Κοινοτικού Τύπου Ψυχιατρικές Δομές Αποκατάστασης Μανόλης Τζανάκης

249

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ: ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ 24

25

26

27 28 29

30

Gendering on down Reflections on Gender, Equality, and Politics in Ireland Ailbhe Smyth

267

Framing Equality: The Politics of Race, Class, Gender in the United States, Germany, and the Expanding European Union Myra Marx Ferree

283

Conservative Parties and the Political Decision-Making Participation of Women in Southern European Countries Antonia Ruiz Jiménez

302

Engendering Political Spaces: The National and the Transnational Hilary Footitt

317

Gender and the Law: Notes for a Conversation Philomila Tsoukala

327

The Role of Gender in the Legal Profession: Findings from Simulated Bargaining Games Aspasia Tsaoussi

338

Feminist Voices in the Law: Debating Equality, Neutrality, and Objectivity Vassiliki Petoussi

351

Εισαγωγή Γιώτα Παπαγεωργίου Πανεπιστήμιο Κρήτης

Ο παρόν τόμος συγκεντρώνει τα πρακτικά του συνεδρίου «Έμφυλοι Μετασχηματισμοί», που πραγματοποιήθηκε στις 13-15 Μαΐου του 2005 στο Πανεπιστήμιο Κρήτης (Ρέθυμνο). Το συνέδριο αυτό είχε σκοπό να ξεκινήσει μια διεθνή συζήτηση γύρω από την ανάλυση των έμφυλων σχέσεων στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Έτσι, παρουσιάστηκαν από διάφορους μελετητές ειδικά θέματα, θεματικές περιοχές ή ζητήματα, με στόχο να διαπιστωθεί και να κοινοποιηθεί ο τρόπος με τον οποίο δομούνται οι έμφυλες ταυτότητες. Η μελέτη της έμφυλης διάστασης, σε πολλές χώρες, έχει εδώ και δεκαετίες αυτονομηθεί ως γνωστικό πεδίο και ενσωματωθεί στα ακαδημαϊκά προγράμματα πολλών Πανεπιστημίων, κυρίως δυτικών χωρών. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν έχουν θεσμοθετηθεί ακόμη στην τριτοβάθμια εκπαίδευση αυτόνομα τμήματα με αντικείμενο τις Σπουδές Φύλου1. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, με την αρωγή των Ευρωπαϊκών Προγραμμάτων Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.), που συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση (75%) και το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας (25%), αρκετά ελληνικά πανεπιστήμια εισήγαγαν προγράμματα σπουδών με αντικείμενο το κοινωνικό φύλο, σε προπτυχιακό και μεταπτυχιακό επίπεδο2. Έτσι, στο πλαίσιο των «Προπτυχιακών Προγραμμάτων Σπουδών για Θέματα Φύλου και Ισότητας» (Κατηγορία Πράξης 4.2.1.β), ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο Κρήτης το 2003 διατμηματικό προπτυχιακό πρόγραμμα, με τίτλο «Το Φύλο στις Κοινωνικές Επιστήμες. Σύγχρονες Διεπιστημονικές Προσεγγίσεις και Προοπτικές στην Έρευνα και την Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση». Το πρόγραμμα, που συντονίζεται από το Τμήμα Κοινωνιολογίας και προσφέρεται σε συνεργασία με τα Τμήματα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, και Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών, έχει σκοπό τον εμπλουτισμό της προπτυχιακής εκπαίδευσης, με την εισαγωγή της οπτικής του κοινωνικού φύλου στη διδασκαλία και την έρευνα. Το πρόγραμμα αναπτύχθηκε πάνω σε πέντε διαφορετικές δράσεις: εισαγωγικά μαθήματα και σεμινάρια· εργαστήριο για την τεχνική και ερευνητική υποστήριξη του προγράμματος· διαρκές σεμινάριο διδασκόντων για ζητήματα κοινωνικού φύλου· ανοιχτές διαλέξεις από Έλληνες και ξένους ειδικούς, που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα στη θεματική του φύλου· και επιστημονικές συναντήσεις, με στόχο τη σύγκριση-διάκριση πληθώρας θεμάτων σχετικών προς το φύλο. Μέσα από αυτές, γίνεται προσπάθεια ενίσχυσης της επιστημονικής ανταλλαγής, καθώς και της εμπειρίας διδασκόντων και φοιτητών σε θέματα φύλου και ισότητας. Παράλληλα, οι δράσεις αυτές επιχειρούν να συμβάλλουν στην ευαισθητοποίηση σε θέματα φύλου, τόσο του συνόλου της πανεπιστημιακής κοινότητας, όσο και των αρμόδιων φορέων και της τοπικής κοινωνίας.

x

Gendering Transformations

Στις παραπάνω δράσεις εντάσσεται και το συνέδριο, του οποίου τα αποτελέσματα συγκεντρώνουμε σε αυτόν εδώ τον τόμο και το οποίο κάλυψε σημαντικές αναλυτικές περιοχές του κοινωνικού φύλου, μέσω ποικίλων ανακοινώσεων συναδέλφων, γυναικών και ανδρών, από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Η συνεργασία των διαφορετικών τμημάτων του Πανεπιστημίου Κρήτης, που συμβάλλουν το καθένα με τη δική του οπτική στη μελέτη του κοινωνικού φύλου, υπήρξε πόλος έλξης συνέδρων από διαφορετικές επιστημονικές και γνωστικές περιοχές. Κατά τη δημοσίευση του παρόντος τόμου ακολουθήσαμε τις θεματικές ενότητες του συνεδρίου, το οποίο είχε ως στόχο μία πρώτη χαρτογράφηση του πεδίου. Κάποιες ανακοινώσεις δε συμπίπτουν απόλυτα με τον τίτλο του κεφαλαίου στο οποίο εντάσσονται, βρίσκονται όμως εντός της γενικής θεματικής περιοχής που αυτό αντιπροσωπεύει. Πρέπει να τονίσουμε ότι οι θεματικές του τόμου αυτού δεν εξαντλούν ούτε εμβαθύνουν σε όλο το φάσμα των κοινωνικών τάσεων και μεταβολών που συναρθρώνονται στενά με το κοινωνικό φύλο. Χωρίς αμφιβολία, υπάρχουν ακόμη πολλές πτυχές του κοινωνικού φύλου που μένουν ανεξερεύνητες. Πιστεύουμε, όμως, ότι τουλάχιστον κάνουμε, εδώ, μία σεμνή αρχή. Ο παρόν τόμος, με τον τίτλο «Gendering Transformations – Έμφυλοι Μετασχηματισμοί» αποτελείται από πέντε κεφάλαια. Το πρώτο κεφάλαιο τιτλοφορείται Θεωρητικοποιώντας το Κοινωνικό Φύλο και περιλαμβάνει τις εργασίες δύο μελετητριών και ενός μελετητή. Ειδικότερα, η Ayse Durakbaşa, βασισμένη σε εμπειρικά στοιχεία που συνέλεξε από την περιοχή Mugla της Τουρκίας, επικεντρώνεται στο ρόλο που οι γυναίκες διαδραματίζουν στη δημιουργία της κοινωνικής τάξης και στον τρόπο που η φεμινιστική εθνογραφία μπορεί να συμβάλει στην περιγραφή των γυναικών και των σχέσεών τους με υποκείμενα, άτομα, και χώρους εντός και εκτός των κοινωνικών τάξεων και πρακτικών. Η Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου αναφέρεται στην πρόσληψη του φεμινιστικού θεολογικού λόγου (discourse) και στη στάση του κλήρου ως προς το απελευθερωτικό ήθος της φεμινιστικής ιδεολογίας. Ισχυρίζεται ότι οι «προκλήσεις της φεμινιστικής θεολογίας», που προκαλούν την πατριαρχία και το σεξισμό, απασχόλησαν τελευταία ορισμένους Ελληνορθόδοξους θεολόγους. Ωστόσο, η συγγραφέας υποψιάζεται ότι αυτό το όψιμο ενδιαφέρον, είναι μάλλον απόρροια φόβου για μια επερχόμενη μείωση του θρησκευτικού αισθήματος, παρά της γνήσιας πίστης στους σκοπούς του φεμινισμού. Ο Κώστας Κοκογιάννης αναφέρεται στις έμφυλες σχέσεις εξουσίας, όπως τις βλέπει ο Γάλλος μελετητής Foucault. Ο τελευταίος παροτρύνει τις φεμινίστριες να μην αποκτούν δοσοληψίες με οποιαδήποτε δομή ανδρικής εξουσίας, αλλά να «διεκδικήσουν μόνο φεμινιστικά ζητήματα», χρησιμοποιώντας το δικό τους υποκειμενικό, μεταμοντέρνο λόγο. Έτσι, σύμφωνα με το Foucault, για τις φεμινίστριες μονάδα ανάλυσης των στρατηγικών τακτικών και της μεθοδολογίας τους πρέπει να είναι η γυναίκα, όπως αυτή βλέπει και αντιλαμβάνεται τον εαυτό της και τον κόσμο γύρω της. Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται στις Έμφυλες Ταυτότητες. Η Άννα Βιδάλη εξετάζει τις επιπτώσεις που έχουν στο συμβολικό παιχνίδι των παιδιών ορισμένα παιχνίδια της παγκόσμιας αγοράς, όπως οι κούκλες δράσης και οι κούκλες-μοντέλα. Συγκεντρώνει αφηγήσεις για το παιχνίδι με τις κούκλες από σημερινά παιδιά και

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xi

μνήμες πάνω στο ίδιο θέμα από μεγαλύτερες γυναίκες. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι αξίες που αναδύονται μέσα από τη διαδικασία του συμβολικού παιχνιδιού, για τη μεγαλύτερη ηλικιακά ομάδα, είναι παραδοσιακές και ενέχουν βαθιά αισθήματα για την οικογένεια και τη θρησκεία. Στην περίπτωση της ομάδας των σύγχρονων παιδιών, όμως, παρατηρείται μία έλλειψη συναισθημάτων, ενώ οι αξίες που αναφαίνονται είναι επιφανειακές. Η Ελένη Δαράκη ισχυρίζεται ότι το σχολείο είναι ένας τομέας όπου ο (ετερο)σεξουαλικός λόγος παράγει, αναπαράγει και διαπραγματεύεται τις έμφυλες υποκειμενικότητες των μαθητών. Ως αποτέλεσμα, οι μαθητές συχνά παγιδεύονται στον απαγορευτικό και καταπιεστικό λόγο (discourse) της διπολικής κατηγοριοποίησης των φύλων. Για τη συγγραφέα, η εξάλειψη των σεξιστικών στερεοτύπων προϋποθέτει από πλευράς κυβέρνησης την εισαγωγή στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μιας εκπαιδευτικής πολιτικής που θα αντιμάχεται τη διάκριση αρσενικού-θηλυκού και θα επιτρέπει στα παιδιά να σκέφτονται και να δρουν ελεύθερα, μακριά από αυτήν την αυστηρή διχοτόμηση. Ο Φώτης Πολίτης ασχολείται, επίσης, με το ρόλο της (ετερο)-σεξουαλικότητας, της ομοφυλοφοβίας και του μισογυνισμού στη δόμηση της ανδρικής ταυτότητας, όπως διαμορφώνεται σε ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο. Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι ανδρικός λόγος επηρέασε σημαντικά τα αγόρια στο να υιοθετήσουν μία διακριτή, παραδοσιακή, σεξιστική ανδρική συμπεριφορά. Ακόμη, αναγνωρίζει ότι η μεταμοντέρνα φεμινιστική κριτική, που προτάσσει την εξάλειψη των δομημένων, παραδοσιακών ανδρικών στερεοτύπων στην εκπαίδευση, είναι πολύ σημαντική. Η Κατερίνα Μάρκου εξετάζει την πρόσφατη διαμάχη γύρω από το ζήτημα της απαγόρευσης της μαντιλοφορίας σε σχολεία της Γαλλίας. Στη συνέχεια, μελετά την ελληνική εκδοχή του ζητήματος, με την περίπτωση των μουσουλμάνων γυναικών στην Ελλάδα (Θράκη). Θεωρεί ότι ο νόμος που απαγορεύει τη μαντίλα στα γαλλικά σχολεία περιθωριοποιεί τους Γάλλους αραβικής καταγωγής, μουσουλμάνους στο θρήσκευμα. Στην Ελλάδα, το καθεστώς δείχνει ανεκτικότητα, επιτρέποντας στις μουσουλμάνες να κυκλοφορούν με μαντίλες ελεύθερα στα σχολεία και τους δημόσιους χώρους. Η συγγραφέας, ωστόσο, υποστηρίζει ότι η επιφανειακή αυτή αδιαφορία της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με τις ενδυματολογικές συνήθειες των μουσουλμάνων γυναικών δε συνιστά απόρροια ανεκτικότητας, αλλά εθνοκεντρισμού. Η Paulette Kershenovich Schuster εξετάζει τον τρόπο με τον οποίο κατασκευάζεται η ταυτότητα των Σύρων γυναικών εβραϊκής καταγωγής που ζουν στην Πόλη του Μεξικού. Διερευνά πώς οι δύο κουλτούρες αναμειγνύονται και δημιουργούν μία τρίτη «πολιτισμική κατάσταση», η οποία επιτρέπει στις Εβραίες γυναίκες να λειτουργούν ως Εβραίες στο σπίτι και ως Μεξικανές στη δημόσια σφαίρα. Διαπιστώνει ότι στις πρώτες γενιές μεταναστών οι έμφυλοι ρόλοι ήταν διακριτοί και ιεραρχημένοι, ενώ τα κορίτσια της σύγχρονης γενιάς είναι πιο διεκδικητικά. Από πλευράς αφομοίωσης, όμως, συμπεραίνει ότι ο θρησκευτικός προσδιορισμός είναι εκείνος που παρέχει μιαν ασπίδα εθνικής προστασίας και εθνικής συνέχειας και αποτελεί έναν ισχυρό φραγμό για την απόλυτη πολιτισμική αφομοίωση και ενσωμάτωση. Το τρίτο κεφάλαιο τιτλοφορείται Φύλο και Πολιτισμός. Τη θεματική αυτή ενότητα ανοίγει η Christine Détrez, η οποία εξηγεί πώς οι δομικές διαφορές σε

xii

Gendering Transformations

επίπεδο βιολογικού φύλου μετατρέπονται σε διαφορές κοινωνικού φύλου. Ως παράδειγμα χρησιμοποιεί την περίπτωση ορισμένων εγκυκλοπαιδειών για παιδιά, που υποτίθεται τους εξηγούν τις ανατομικές διαφορές των δύο φύλων. Παρατηρεί ότι η βιολογία χρησιμοποιείται ως βάση για να ερμηνευτούν κοινωνικές αξίες ή έμφυλες διαφορές. Μια τέτοια επιστημονική υπεραπλούστευση εκ μέρους των συγγραφέων των παιδικών εγκυκλοπαιδειών, καταλήγει η Détrez, όχι μόνο δημιουργεί μια έμφυλη ιεραρχία, αλλά και τη δικαιώνει. Η Ελένη Σιδέρη καταγράφει τις συμπεριφορές των οικονομικών μεταναστριών της ελληνικής διασποράς που επαναπατρίζονται (από τη Γεωργία στην Ελλάδα), καθώς και τις αξίες και το πολιτισμικό σοκ που οι μετανάστριες βιώνουν κάτω από το πρίσμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Επισημαίνει ότι οι γυναίκες της διασποράς αντιμετωπίζουν ένα διπλό πρόβλημα. Από τη μια πλευρά, στην Ελλάδα, θεωρούνται Ρωσοπόντιοι, δηλαδή όχι αμιγώς Έλληνες, και από την άλλη, όταν επιστρέφουν στη γενέτειρα τους, αντιμετωπίζουν δυσκολίες προσαρμογής. Κλείνοντας, η συγγραφέας υποστηρίζει ότι υπεύθυνες για αυτή τη διχοτόμηση δεν είναι ιδεολογίες (όπως ο καπιταλισμός ή ο σοσιαλισμός), αλλά η αποτυχία των εθνικών εκπαιδευτικών πολιτικών. Η Έλια Βαρδάκη διερευνά την επιρροή του φαγητού (την επιλογή, προετοιμασία και κατανάλωσή του) σε μία επαρχία της Κρήτης (Μυλοπόταμος). Εξετάζει τις έμφυλες, αλλά και τις διαγενεϊκές σχέσεις, βασισμένη σε ένα αναλυτικό εργαλείο: το φαγητό. Ισχυρίζεται ότι μέσα από τη διαδικασία της επιλογής γευμάτων που δεν είναι αμιγώς τοπικά και παραδοσιακά, οι νεότερες γυναίκες δημιουργούν μία ρήξη με τις γηραιότερες, και –το πιο ενδιαφέρον– με τους νεότερους άνδρες, που αρνούνται να δεχθούν την αλλαγή. Η Θεοδώρα Αδαμάκη αναλύει το θέμα της βίας και της κακοποίησης των γυναικών στον κινηματογράφο. Εξετάζει την περίπτωση δύο ταινιών Ελλήνων κινηματογραφιστών, προκειμένου να διαπιστώσει τα κοινωνιολογικά χαρακτηριστικά των γυναικών-θυμάτων βίας και να κατανοήσει τις κοινωνικές συμπεριφορές και στάσεις τέτοιων κινηματογραφικών ενεργειών. Ο κινηματογράφος, σύμφωνα με τη συγγραφέα, είναι ένα πολύ σημαντικό επικοινωνιακό μέσο, που δέχεται επιρροές και με τη σειρά του επηρεάζει τα κοινωνικά πιστεύω και συμπεριφορές. Στο ίδιο πνεύμα με την Αδαμάκη, η Γιάννα Αθανασάτου επιχειρεί να εξηγήσει την επιρροή των έξεων στην καθιέρωση των έμφυλων στερεοτύπων. Με όχημα τον κινηματογράφο, καταδεικνύει πώς η ανδρική βία στις ταινίες εσωτερικεύεται και μάλιστα με θετικό τρόπο. Επιστρατεύοντας τη θεωρία του Bourdieu για την κοινωνική δομή, εξηγεί πώς ένας συμβολισμός γίνεται πραγματικότητα. Η συγγραφέας εφαρμόζει τη θεωρία της σε δύο «πρωτοποριακές» Ελληνίδες κινηματογραφίστριες, το έργο των οποίων επιχειρεί να αποδομήσει το ανδρικό στερεότυπο. Η Χριστίνα Κωνσταντινίδου, έχοντας ως αφετηρία, απ’ τη μια, τη θεωρητική συζήτηση γύρω από τις έμφυλες ταυτότητες και, απ’ την άλλη, τη θεωρία για τον κοινωνικό κονστρουκτιβισμό ως προς το ρόλο των ΜΜΕ στην κατασκευή της πραγματικότητας, αναλύει τις σημασιοδοτικές πρακτικές του ένθετου περιοδικού «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας. Από τη σημειωτική ανάλυση του περιοδικού και του συγκειμένου του προκύπτει ότι φαινομενικά η «πολυσημία» του Έψιλον και οι διάφορες κατασκευές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας θα

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xiii

μπορούσαν να θεωρηθούν μια παραγωγική βάση αμφισβήτησης του ηγεμονικού λόγου γύρω από τη φυσικότητα των έμφυλων διαφορών. Στην πραγματικότητα, όμως, κυριαρχεί μια θεμελιώδης αφηγηματική δομή, που συντελεί στην κοινωνική κατασκευή της πιο κοινότοπης και συντηρητικής εκδοχής του νοήματος των έμφυλων ταυτοτήτων ως φυσικής διχοτομίας. Σύμφωνα με τη συγγραφέα, ο παιγνιώδης λόγος του περιοδικού ουσιαστικά συνυπογράφει τις σχέσεις εξουσίας που παράγουν την έμφυλη ανισότητα, χωρίς να υπονομεύει την ηγεμονία των κυρίαρχων λόγων για το φύλο. Η Βάνα Τεντοκάλη διερευνά τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική πρέπει να ενσωματώσει την οπτική του φύλου στη θεωρία και την πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Προτείνει μια μεταμοντέρνα αποδόμηση της αρχιτεκτονικής και μια διεπιστημονική προσέγγιση και αναδόμησή της, που θα λαμβάνει υπόψη τις αντιλήψεις και οπτικές και των δύο φύλων. Γιατί, υπό τις παρούσες συνθήκες, οι γυναίκες δεν έχουν άλλη επιλογή από το να ακολουθούν την ανδρική αντίληψη σχετικά με τα κριτήρια αισθητικής αξιολόγησης της αρχιτεκτονικής. Η Μαρία Γκασούκα εξετάζει τη μαγεία, το συμβολισμό και τις ρίζες της. Θεωρεί ότι η μελέτη της μαγείας μπορεί να μας διαφωτίσει για τους συμβολισμούς και τις ερμηνείες ορισμένων τελετουργιών που δημιουργούν κοινωνικά στερεότυπα, τα οποία αποδίδουν κυρίως, αν όχι πάντοτε, στις γυναίκες αρνητικούς ρόλους. Διαπιστώνει ότι τέτοιου είδους στερεοτυπικές αντιλήψεις εμποδίζουν τις γυναίκες να συμβάλλουν με θετικό τρόπο στην παραγωγή και ανάπτυξη της κοινωνίας και του πολιτισμού. Το τέταρτο κεφάλαιο ανοίγει μία ευρεία συζήτηση για το Φύλο και το Κοινωνικό Status. Πρώτη η Nilay Çabuk Kaya εξετάζει το κοινωνικό status των γυναικών στην Τουρκία, χρησιμοποιώντας στατιστικά στοιχεία των τελευταίων ετών. Πρόκειται για ένα φιλόδοξο εγχείρημα, αφού προσπαθεί να διερευνήσει όχι μία ή δύο, αλλά πολλαπλές πτυχές της δημόσιας ζωής των γυναικών, εξετάζοντας το μορφωτικό επίπεδο, την εργασία και την πολιτική συμμετοχή. Η συγγραφέας συμπεραίνει ότι οι γυναίκες στην Τουρκία έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη γνώση για ζητήματα κοινωνικού φύλου και δημιουργούν τις δικές τους οργανώσεις. Θεωρεί ότι η επιτυχία αυτή οφείλεται και στην κρατική αρωγή και τη θέσπιση σημαντικών νόμων τα τελευταία 10-15 χρόνια, αλλά και στην αποφασιστική επιρροή της Ε.Ε. Η Svetlana A. Aslanyan εξετάζει τη θέση των γυναικών στη σύγχρονη Αρμενία, συμπεριλαμβανομένων και των τελευταίων χρόνων της σοβιετικής διακυβέρνησης. Υποστηρίζει ότι, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι γυναίκες στην Αρμενία βρέθηκαν στη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Ισχυρίζεται ότι η σοβιετική νομοθεσία (τουλάχιστον στη θεωρία) παρείχε στις γυναίκες ισότητα σε πολλούς κοινωνικούς τομείς. Στο νέο κράτος, όμως, κυριάρχησε το σχήμα της ανδρικής υπεροχής-γυναικείας υποτέλειας. Ωστόσο, όλες οι γυναίκες στην Αρμενία, συμπληρώνει με υπερηφάνεια η συγγραφέας, επιθυμούν ίσες ευκαιρίες και όχι κυβερνητική ελεημοσύνη, ενώ οι αρμενικές γυναικείες οργανώσεις φαίνεται να είναι επιθετικές και κατηγορηματικές. Η Lihua Wang εξετάζει την περίπτωση εργατριών κλωστοϋφαντουργίας σε ένα κινεζικό χωριό. Διαπιστώνει ότι, εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης, η βιομηχανία ένδυσης τους προσφέρει τη χαμηλότερη δυνατή αμοιβή και ασφάλεια. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι στην καρδιά της αντιπαράθεσης εξουσίας και

xiv

Gendering Transformations

εκμετάλλευσης βρίσκονται κοινωνικές αξίες· εκεί όπου η Δύση αντιπροσωπεύει μια κουλτούρα κατανάλωσης και εφήμερων σχέσεων, η Ανατολή αντιπροσωπεύει τη συνέχεια και τις σταθερές αξίες. Για το λόγο αυτό πιστεύει ότι οι Κινέζες εργάτριες αντιστέκονται σε αυτήν την παγκόσμια αναγωγή των πάντων σε επίπεδο παραγωγής και κατανάλωσης, με το να λειτουργούν με τον κινεζικό παραδοσιακό τρόπο. Η Ρόη Παναγιωτοπούλου ασχολείται με τις εργαζόμενες σε ηλεκτρονικά και έντυπα Μ.Μ.Ε. και διερευνά τη δυνατότητα των γυναικών να εισέλθουν σε αυτά. Διαπιστώνει ότι οι γυναίκες είναι οι τελευταίες που καταλαμβάνουν μία θέση και οι πρώτες που φεύγουν. Σημειώνει ότι, επιπλέον, οι γυναίκες, σε κάθε επίπεδο της ιεραρχίας, πρέπει να προσαρμόζονται στην ανδρική οπτική, εάν θέλουν να γράψουν ή να παρουσιάσουν ένα κείμενο. Καταλήγει υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες δημοσιογράφοι, που αποτελούν το μισό των εργαζόμενων στα Μ.Μ.Ε., δεν έχουν καταφέρει να επιβάλουν μία νέα άποψη σχετικά με την εικόνα των γυναικών που προβάλλεται από αυτά ή να υιοθετήσουν ένα μοντέλο εργασιακής συμπεριφοράς που να τους διαφοροποιεί από τους άνδρες συναδέλφους τους. Η Λάουρα Μαράτου-Αλιπράντη καταγράφει τους έμφυλους ρόλους στην οικογένεια. Υποστηρίζει ότι ενώ η εκβιομηχάνιση βοηθά στην κατάλυση των παραδοσιακών πρακτικών στην εργασία, στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής οι γυναίκες υφίστανται ακόμη διπλό ζυγό: πληρωμένη εργασία στη δημόσια ζωή και απλήρωτη στην ιδιωτική. Η συγγραφέας σημειώνει ότι οι γυναίκες έχουν αρκετές πιθανότητες να πετύχουν ισότητα στην αγορά εργασίας. Στο σπίτι, όμως, μόνο με συνεννόηση του ίδιου του ζευγαριού μπορούν να γεφυρωθούν οι διαφορές των ρόλων· οποιαδήποτε νομική ή κρατική επιβολή είναι άχρηστη. Η Χριστίνα Καρακιουλάφη εξετάζει δύο μορφές παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, την παρενόχληση με βάση το φύλο και την ψυχολογική. Σκιαγραφεί το προφίλ και των δύο πλευρών, τόσο του ατόμου που την ασκεί όσο και εκείνου που την υφίσταται, και εξετάζει τις συνέπειες τέτοιων ενεργειών. Διαπιστώνει τη δυσκολία ορισμού της παρενόχλησης και της επιβολής ποινών και συμπεραίνει ότι τα νομικά μέτρα δεν αρκούν για να αποτρέψουν απόλυτα τέτοιου είδους συμπεριφορές . Ο Μανόλης Τζανάκης υποστηρίζει ότι η μετάβαση από το ασυλιακό στο κοινοτικό μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψης έχει ως αποτέλεσμα την εκθήλυνση της φροντίδας στις στεγαστικές δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης στην Ελλάδα. Υποστηρίζει ότι η πλειοψηφία των θεραπευτικών κέντρων στελεχώνεται κατά κύριο λόγο από γυναίκες, τυποποιώντας έτσι την απασχόληση των γυναικών μόνο σε βοηθητικές θέσεις, ενώ οι ανώτερες ιεραρχικά προορίζονται κυρίως για άνδρες. Αυτή η κατανομή της εργασίας, ηθελημένα ή όχι, απηχεί την παραδοσιακή διχοτομία σε αρσενικούς και θηλυκούς ρόλους. Το τελευταίο κεφάλαιο εξετάζει τη σχέση ανάμεσα σε Φύλο και Πολιτική. Η Ailbhe Smyth αναλύει μερικές από τις πραγματικότητες, τα διλήμματα, και τις προκλήσεις της φεμινιστικής πολιτικής στη σύγχρονη Ιρλανδία, επικεντρώνοντας κυρίως στους ομοφυλόφιλους. Υποστηρίζει ότι οι νεο-φιλελεύθερες πολιτικές έχουν αμβλύνει την παραδοσιακή μορφή εννοιών-κλειδιά, όπως «φύλο» και «ισότητα», και έχουν καταφέρει να μετριάσουν το μαχητικό οίστρο των γυναικών καθιστώντας τες ρεφορμίστριες. Αυτή η υποτιθέμενη εκτόνωση μεταξύ των φύλων οφείλεται εν μέρει και στο νομικό σύστημα, το οποίο ψηφίζει νόμους που δείχνουν να προωθούν

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xv

την απελευθέρωση. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι ο ακτιβισμός μπορεί να αναζωπυρωθεί και να οδηγήσει στην «επανάσταση». Η Myra Marx Ferree εξετάζει τις πολιτικές του φύλου στις Η.Π.Α. και τη Γερμανία, κυρίως, κάνοντας και μία σύντομη αναφορά στη διευρυμένη Ε.Ε. Υποστηρίζει ότι, επειδή η νομοθεσία των Η.Π.Α. οικοδομήθηκε στη βάση του φιλελεύθερου ατομικισμού, σημαντικές αξίες, όπως της αυτοδιάθεσης και της ανεξαρτησίας, θεσμοθετήθηκαν και έγιναν κομμάτι της αμερικανικής ψυχής. Κατά συνέπεια, οι Αμερικανίδες φεμινίστριες δυσκολεύτηκαν να οργανώσουν και να προτάξουν τις διεκδικήσεις τους με τρόπο συλλογικό. Στη Γερμανία και στην Ε.Ε., από την άλλη πλευρά, το φύλο γίνεται αντιληπτό ως κοινωνική τάξη, γεγονός που παρέχει στις γυναίκες αρκετά μεγαλύτερο περιθώριο να οργανωθούν με αυτούς τους όρους. Η μακρά παράδοση του σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη γενικά βοήθησε τις Ευρωπαίες να έχουν μια περισσότερο συλλογική οπτική από τις Αμερικανίδες. Έτσι, οι Ευρωπαίες φεμινίστριες, χρησιμοποιώντας την προμετωπίδα της «τάξης», προβάλλουν ισχυρές αξιώσεις και διεκδικούν πολιτική δύναμη και αντιπροσώπευση στη βάση της ισοτιμίας. Η Antonia M. Ruiz Jiménez εξετάζει την πολιτική συμμετοχή των γυναικών σε τέσσερις μεσογειακές χώρες – Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία και Ελλάδα. Από την έρευνά της προέκυψε ότι η γυναικεία συμμετοχή στην Ισπανία ξεπερνά το 25% του συνόλου, αφήνοντας αρκετά πίσω τις άλλες τρεις χώρες. Το χάσμα αυτό η συγγραφέας το αποδίδει εν μέρει στα διαφορετικά εκλογικά συστήματα. Διαπιστώνει ότι οι γυναίκες της Μεσογείου διεκδικούν σταδιακά για τους εαυτούς τους θέση στην πολιτική σφαίρα και, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 και εξής, η συμμετοχή τους σταθερά αυξάνει. Η Hilary Footitt, πραγματοποιώντας ανάλυση πολιτικού λόγου, συγκρίνει τις εθνικές πολιτικές των ευρωπαϊκών κρατών με τις κοινοβουλευτικές πολιτικές της Ε.Ε., όσον αφορά στο γυναικείο λόγο και το βαθμό επιρροής του. Διαπιστώνει ότι σε εθνικό επίπεδο οι άνδρες αδιαφορούν για την αναθεώρηση της πολιτικής και την ενσωμάτωση της φεμινιστικής αντίληψης του τι συνιστά «πολιτικό». Σύμφωνα με τη συγγραφέα, οι γυναίκες είναι πιο επιτυχημένες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου μπορούν να αρθρώσουν έναν αμιγώς γυναικείο πολιτικό λόγο. Επιπλέον, εμφανίζονται πιο δημιουργικές και ανοικτές σε διάφορες ιδέες, αντιλήψεις και πολιτικές γλώσσες, σε σύγκριση με τους άνδρες. Η Φιλομίλα Τσουκαλά εξετάζει κατά πόσο η «νομική φεμινιστική αντίληψη» έχει επηρεάσει το ελληνικό νομικό σύστημα. Ισχυρίζεται ότι η φεμινιστική σκέψη δεν έχει διαπεράσει το πνεύμα των νομικών επιστημόνων. Η συγγραφέας υποστηρίζει ότι οι νόμοι που καταργούσαν τις παραδοσιακές πρακτικές, ψηφίστηκαν προκειμένου να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις της Ε.Ε., χωρίς να γίνουν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και από τα δύο φύλα. Για την Τσουκαλά, η ελληνική νομοθεσία είναι ανάγκη να επανακαθοριστεί, λαμβάνοντας υπόψη της σύγχρονες ανάγκες και αξίες και των δύο φύλων από κοινού. Η Ασπασία Τσαούση αναφέρει ότι η εμπειρική έρευνα σε μεγάλο βαθμό δείχνει πως οι άνδρες διαμεσολαβητές είναι πιο πετυχημένοι από τις γυναίκες. Αυτή η ασυμμετρία ερμηνεύεται συνήθως στη βάση του ότι οι γυναίκες δεν είναι τόσο αποτελεσματικές, όσο οι άνδρες, σε διάφορες διαπραγματευτικές προσπάθειες. Πιστεύει ότι η οπτική αυτή είναι σεξιστική και στοχεύει στη διατήρηση της εικόνας των γυναικών. Για να το καταδείξει, επιλέγει τη θεωρία του ορθολογικού μοντέλου

xvi

Gendering Transformations

(rational model theory). Έτσι, διαπιστώνει ότι το φύλο των διαμεσολαβητών που ανταγωνίζονται δε διαδραματίζει τόσο σημαντικό ρόλο, όσο τα ατομικά χαρακτηριστικά. Η Βασιλική Πετούση εφαρμόζει τη φεμινιστική προσέγγιση, προκειμένου να αναλύσει κεντρικές αρχές του δικαίου και τους τρόπους αλληλεπίδρασής τους με τις έμφυλες ιεραρχίες. Ανατρέχει στην ιστορική εξέλιξη της φεμινιστικής θεωρίας και διερευνά τον τρόπο με τον οποίο οι φεμινίστριες ερευνήτριες «αποδομούν» το νομικό θετικισμό. Αναλύοντας κομβικούς ελληνικούς νόμους, καταδεικνύει ασάφειες και πολλαπλές νομικές ερμηνείες, που εγγράφουν και αναπαράγουν έμφυλες κοινωνικές ιεραρχήσεις. Υποστηρίζει ότι η φεμινιστική θεώρηση του δικαίου αποκαλύπτει την έμφυλη, αρνητική για τις γυναίκες, προκατάληψη του δικαίου και προτείνει νέες στρατηγικές έμφυλης ισότητας. Εν κατακλείδι, τα συμπεράσματα των συγγραφέων συγκλίνουν στην άποψη πως σε όλους τους υπό εξέταση τομείς παρατηρείται μία άνιση κατανομή δύναμης και διακρίσεις που βασίζονται στο φύλο, άλλοτε άμεσες και άλλοτε έμμεσες. Παράλληλα, τονίζεται η σημασία και αναγκαιότητα της έκθεσης και αντίκρουσης αυτών των διακρίσεων, προκειμένου να μειωθούν και σταδιακά να εξαλειφθούν. Όπως και να έχει, πάντως, όλοι οι συγγραφείς που έλαβαν μέρος στο συνέδριο, και των οποίων η δουλειά περιλαμβάνεται σε αυτόν εδώ τον τόμο, θεωρούμε ότι ρίχνουν φως στην έρευνα του κοινωνικού φύλου και συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της σχετικής βιβλιογραφίας, ο κάθε ένας/μία στον επιστημονικό του/της τομέα. Χωρίς καμία αμφιβολία, υπάρχουν ακόμη πολλές πτυχές του κοινωνικού φύλου που χρειάζεται να ερευνηθούν· ελπίζουμε, όμως, ότι τουλάχιστον κάναμε μία σεμνή αρχή. Θα κλείσουμε τον πρόλογο αυτό αναφερόμενοι πρώτα στους ίδιους τους συγγραφείς, των οποίων τις αναλύσεις συγκεντρώνουμε εδώ. Τους ευχαριστούμε όλους θερμά για τη συμμετοχή τους και για την υπομονή που επέδειξαν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας της παρούσας έκδοσης. Η τελευταία θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συνδρομή του Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ., το οποίο στηρίζει το πρόγραμμα «Το Φύλο στις Κοινωνικές Επιστήμες» καθ’ όλη τη διάρκειά του. Είχα την τιμή να οριστώ επικεφαλής του διατμηματικού αυτού προγράμματος και να συνεργαστώ με τις και τους συναδέλφους-μέλη της ομάδας έργου, Κατερίνα Κόπακα, από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Ζαχαρία Παληό, από το Τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών και Βασιλική Πετούση, από το Τμήμα Κοινωνιολογίας, οι οποίοι συνέβαλαν αποφασιστικά με τις ιδέες τους στην υλοποίηση του συνεδρίου. Επίσης θα ήθελα να ευχαριστήσω τη Γαλάτεια Νταναλάκη, που ακούραστα και με προθυμία εργάστηκε για την οργάνωση και επιτυχή διεξαγωγή του συνεδρίου, καθώς και τη μεταπτυχιακή φοιτήτρια Εβίτα Καλογηροπούλου για την προσφορά της. Ιδιαιτέρως θα ήθελα να ευχαριστήσω την Αγάπη Αμανατίδου και τη Μαρία Ηλβανίδου για τις ατέλειωτες ώρες που αφιέρωσαν στη γλωσσική και καλλιτεχνική επιμέλεια των κειμένων στα Αγγλικά και Ελληνικά αντίστοιχα και την ευσυνειδησία με την οποία εργάστηκαν. Ακόμη, πολλούς συναδέλφους, και κυρίως τη Χριστίνα Κωνσταντινίδου, για τις πολύτιμες συμβουλές της στη φάση της επεξεργασίας των κειμένων. Τέλος, με την ευκαιρία αυτή, θα ήθελα να ευχαριστήσω την Αλίκη Βίτυμα, από τα γραφεία του Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ., και τη Μαρία Πετρουλάκη, διοικητική υπάλληλο του Ειδικού Λογαριασμού Κονδυλίων Έρευνας (Ε.Λ.Κ.Ε.) Πανεπιστημίου Κρήτης, για την ακούραστη βοήθειά τους καθ’ όλη τη διάρκεια του

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xvii

προγράμματος, και το Μάριο Καραγιαννάκη για τη διοικητική υποστήριξη του προγράμματος.

1

Προσπάθειες για την ίδρυση Τμήματος Γυναικείων Σπουδών άρχισαν το 1983 από την Ομάδα Γυναικείων Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Η Σύγκλητος του Α.Π.Θ., σε ειδική συνεδρίασή της το 1988, αναγνώρισε την Ομάδα Γυναικείων Σπουδών ως «Διατμηματικό Ερευνητικό Πρόγραμμα Γυναικείων Σπουδών». 2 Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι σε προπτυχιακό επίπεδο λειτουργούν προγράμματα σπουδών φύλου (Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ.) στα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Π.Π.Σ. «Φύλο και Ισότητα»), Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών ( Π.Π.Σ. για Θέματα Φύλου και Ισότητας), Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο (Π.Π.Σ. «Φύλο και Χώρος»), Πάντειο Πανεπιστήμιο (Π.Π.Σ. «Σπουδές Φύλου και Ισότητας στις Πολιτικές και Κοινωνικές Επιστήμες»), Πανεπιστήμιο Αιγαίου (Π.Π.Σ. «Κύκλος Διεπιστημονικών Μαθημάτων σε Θέματα Φύλου και Ισότητας»), Πανεπιστήμιο Πειραιά (Π.Π.Σ. για Θέματα Ισότητας των Φύλων), Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (Π.Π.Σ. για Θέματα Φύλου και Ισότητας) και Τ.Ε.Ι. Αθήνας (Π.Π.Σ. για Θέματα Φύλου και Ισότητας). Σε μεταπτυχιακό επίπεδο λειτουργούν προγράμματα σπουδών φύλου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης (Π.Μ.Σ. «Ειδίκευση Εκπαιδευτικών/ Σχολικών Ψυχολόγων στην Παιδαγωγική της Ισότητας των Φύλων») και στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου – στη Μυτιλήνη (Π.Μ.Σ. «Γυναίκες και Φύλα. Ανθρωπολογικές και Ιστορικές προσεγγίσεις») και τη Ρόδο (Π.Μ.Σ. «Φύλο και Νέα Εκπαιδευτικά Περιβάλλοντα στην Κοινωνία της Πληροφορίας», που δεν είναι χρηματοδοτούμενο από το Ε.Π.Ε.Α.Ε.Κ).

Introduction Yota Papageorgiou University of Crete

This volume contains the proceedings from the conference, “Gendering Transformations” which took place at the University of Crete, Rethymno campus from the 12th to the 15th of May in 2005. The intention of the conference was to instigate discussion on the analysis of gender relations in the social sciences in an international forum. Thus, researchers from different countries presented issues on specific fields to inform the wider public on how gender relations are constructed. Since the 1960s, the study of gender relations has developed as an independent field of study within the university curricula in many, and in particular, western countries. In Greece, we are not as fortunate to have gender studies departments to date. In this respect, we are lagging behind other western nations1. By the late 1990s, with the aid of the Operational Program for Education and Initial Vocational Training (E.P.E.A.E.K.), jointly funded by the E.U. and Greece at the proportion of 75% to 25% respectively, several Greek universities started to offer intramural Gender Studies Programs, both at an undergraduate and a graduate level2. Thus, within the framework of “Undergraduate Programs on Ιssues of Gender and Equality” (Αction 4.2.1b), the University of Crete at Rethymno also offers an E.P.E.A.E.K. program on gender, titled “Gender in Social Sciences”. The program is coordinated by the Sociology Department and it is offered with the cooperation of History and Archeology Department and the Philosophical and Social Studies of the University of Crete.. Towards ameliorating the lack of gender studies, the University of Crete at Rethymno thankfully welcomed the E.P.E.A.E.K. subsidy and created a program on gender with the hope of enriching undergraduate education by introducing the gender perspective both in teaching and research. We have streamlined the program into five different activities, namely: 1. Introductory courses and seminars; 2. Laboratory assistance to support technical and research programs; 3. Continuous staff seminars on gender issues; 4. Open lectures delivered by Greek and international specialist, covering a wide range of gender issues; 5. Scientific conferences and meetings whose purpose is to compare and contrast a wide array of gender issues. These programs give us the opportunity to teach and study gender issues, and to examine its history from a female perspective and ultimately to raise consciousness of both sexes in the scientific community and the local society. The “Gendering Transformations” conference is a product of the above actions, and the results are compiled in this volume with the hope that we will be able to cover important fields of gender through the presentations of colleagues, women and men from Greece and abroad. The purpose of this volume therefore aims towards the promotion of Gender Studies. Consequently, specific themes or issues are examined by various scholars to see and to learn how they are presented, promoted,

xx

Gendering Transformations

handled, acted upon, and reacted to by governmental and non governmental groups and organizations. In addition, there are certain issues that are of national or regional concern and interest, such as the wearing of the headscarf by Muslim women. Such issues are also presented in order for us to observe and understand how in some regions male domination is cloaked with deeply decayed and male-created values and simultaneously pose important questions, such as what we can do to eradicate such beliefs and practices. The joint effort of the three departments of the University of Crete, while each having its own outlook on the issue of gender, attracted a number of participants on varying subjects and thereby offered a broad spectrum of themes. The ultimate purpose of the conference was to cover as many aspects of Gender issues as possible. In this volume we followed the thematic divisions of the conference, with the aim of presenting a general outline of the field. To be sure, all articles are not so streamlined as to fit the heading of a course, but they still remain within the thematic outlook of each chapter. This volume is divided into five chapters. Chapter one, titled Theorizing Gender, is covered by three contributors. We begin with Ayse Durakbaşa who concentrates on the role of women in the making of habitus of social classes in Turkish society. She also explores how feminist ethnography can provide a more accurate description of women in their multiple relationships within and outside social classes and practices. Spyridoula Athanasopoulou-Kypriou examines the discourse of feminist theology and how its liberating attitude which provokes patriarchy and “sexism” is received by the Greek Orthodox hierarchy. She explains that after a long period of silence, the Greek Orthodox Church suddenly became actively involved in the introduction of books on various issues of feminist theology. She suspects that the sudden interest in the feminist theology by the Orthodox clergy emanates perhaps more out of fear and suspicion for a possible forthcoming religious decline than any genuine belief in understanding the feminist cause. Finally, Kostas Kokogiannis discusses the power difference in society in regard to gender as seen through the perspective of French scholar Foucault. Kokogiannis states that Foucault advises feminists not to deal with any male power structure, but to “pursue feminist issues” by using their own subjective postmodern discourse. Hence, as Foucault sees it, for feminists the unit of analysis of their strategy tactics and methodology should be the woman, as she perceives and understands herself and the world around her. Chapter two discusses Gender Identities. It starts with Anna Vidali who has conducted a very interesting study on the symbolism of doll-playing in different age groups of girls, and its subsequent effects when they grow up. In the memories of the older group, doll playing was connected with socialization into traditional malefemale values, all within a strictly male traditional society. The author tells us that the values emanating from the doll-playing situation or day-dreaming for the old group are traditional, revolving around deep feelings for family and religion, while in the values formed in the modern group there is a lack of feelings, with the forwarding of superficial values, such as modeling, but also the generation of feelings of conflict and war. Eleni Daraki continues with the identity issue and states that school is an area where (hetero)sexist discourses produce, re-produce, and negotiate pupils’ gender subjectivities during the education procedure. As a result, within the school context, pupils will often find themselves caught in constraining and oppressive discourses of binary gender categorization. She concludes that in

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xxi

order to eliminate future sex stereotypes, the government must include an anti male/female educational policy in the early formal education and allow children to think and act freely, away from a rigid male/female dichotomy. Photis Politis also examines the role of (hetero)sexuality, homophobia, and misogyny in constructing masculine “identities” in the context of a single-class primary school. The author found that manmade terminology greatly influenced the school boys in acquiring a distinct traditional sexist male attitude. He acknowledged that the post modern feminist critique of eliminating structured traditional male stereotypes in teaching is crucial to education. Katerina Markou ventures further and examines the recent controversy of girls wearing headscarves in French schools and its prohibition by the French government. She raises the issue in Greece (in the region of Thrace) and highlights the religious ramifications of headscarf wearing by Moslem women in Greece. She reveals that the anti-scarf wearing law in French schools is alienating French Arabs of Muslim religion. In contrast to the French situation, in Greece the regime is tolerant and allows Moslem women to freely wear the headscarf in public schools and places. She contends that the superficial indifference by the Greek government toward Muslim women’s dress habits is not one of tolerance but of Greek ethnocentrism. Finally, Paulette Kershenovich Schuster examines the construction of identity of Syrian women of Jewish decent living in Mexico City. She explores how the two cultures (Jewish and Mexican) blend and create a third ‘cultural situation’ in which both cultures are intertwined, thereby allowing the Jewish women to be Jewish at home and Mexican in the public sphere. She discovered that in the early generations of immigrant groups, sex roles were distinct and hierarchical, while the present generation of girls is more outspoken and demanding. However, in terms of assimilation she found that while the new generation of Jewish Mexicans are more assimilated and can identify more with Mexican values and culture, their religiosity offers a shield of ethnic protection and continuity and a strong barrier to total acculturation and assimilation. In chapter three, Gender and Culture, Christine Détrez explains how structured sex differences, wittingly or unwittingly, are transformed into gender differences. She uses the example of children’s encyclopedias to demonstrate how they use gender biased assumptions to explain the anatomical differences between the two sexes. Biology is used as a base to explain social gender values or differentiation. Détrez concludes that such scientific over simplification by the authors of children’s encyclopedias not only creates, but also justifies gender hierarchy. Eleni Sideri records the attitudes of female economic émigrés of the Greek Diaspora (in this case from Georgia to Greece), focusing on the values and culture-shock the émigrés experience under the prism of economic globalization. She found that Greek women of the diaspora face a double burden. On one hand, in Greece they are regarded as Russian from Pontos and they are prejudiced against. On the other hand, when they return to their birthplace their reunion with their family is also uneasy. She concludes by arguing that ideologies, such as capitalism or socialism, are not responsible for this dichotomy, but the failure of social policies. Elia Vardaki examines the significance of food (i.e., its selection, preparation and consumption) in a province in Crete (Mylopotamo). She probes into gender relations as well as generational relations based on one analytical tool - food. She has found that through the process of choosing meals that are not genuinely local and traditional, younger

xxii

Gendering Transformations

women create a chasm between themselves and the older women and men, but most interestingly with younger men who refuse to accept change. Theodora Adamaki provides a compelling analysis on the issue of women and violence, by viewing the themes of battering and and abuse of women in cinema. She examines two films by two Greek movie-makers to see what the sociological make up or characteristics of the battered women’s values are, and secondly, to understand the social attitudes and position of such cinema activities. She concludes that the cinema is a very important communication medium which is influenced and also influences social beliefs and behavior. Yanna Athanassatou, in the same spirit as Adamaki, attempts to explain the influence of habits on the socialization of stereotypes of both sexes. She uses cinema to show that even sympathetic male violence in movies becomes internalized as reality itself. She employs Bourdieu’s theory of social structure to explain how such symbolism becomes reality. She applies her theory to two Greek ‘avante guarde’ cinematographers, whose work attempts to deconstruct the male stereotype. Christina Konstantinidou has as a point of departure the theoretical discussion surrounding gender identities, and on the other, the theory of social constructivism on the decisive role of the Mass Media in the construction of reality. She analyzes the signifying practices on issues related to the social construction of gender identity of the newspaper magazine “Epsilon” (which is distributed by the Sunday edition of the Greek newspaper “Eleftehrotypia”). From the socio-semiotic analysis of the journal and its specific context, it appears that what dominates is a totalizing narrative or an over-determined structure that contributes to the social construction of the most conventional and conservative version of the meaning of gender identity as a natural difference. According to the author, the playful discourse of the journal, based on the commonsensical assumptions for gender differences, the meaning of femininity, etc, resorts to the most secure and global invocations and it contributes to the “naturalization” of gender and in essence consents to the power relations that produce gender inequality. Vana Tentokali explores how architecture should incorporate the gender perspective in the theory and practice of architectural design. She proposes the post modern deconstruction of architecture and an interdisciplinary (science and art) examination and reconstruction of architecture, which will take into account the view points and outlooks of both sexes. In the existing state of things, women have no other choice but to go along with the male viewpoint on evaluating criteria of architectural aesthetics. Finally, Maria Gasouka examines witchcraft focusing on its symbolism and roots. She argues that through the study of witchcraft, we can learn the symbolic meanings of certain rituals that create social stereotypes, in which women mostly, if not always, are ascribed negative roles; She concludes that such stereotyping prevents women from positively contributing to the production and development of society and culture. Chapter four offers a broad discussion on Gender and Status. First, Nilay ÇabukKaya attempts to show the social status of Turkish women, using factual and statistical data, laws and ordinances. Her research spans from 1980 to the present, and it is an ambitious undertaking for she examines multiple aspects of women in public life by looking at literacy achievement, work, and political involvement. She concludes that Turkish women are more aware of gender issues, and lately are establishing their own institutions. She believes that this success was also aided by the state through the passing of important legislation in the past 10-15 years, as well

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xxiii

as the instrumental role of the E.U. Svetlana A. Aslanyan continues on the issue of status, by concentrating on the position of contemporary Armenian women. Additionally, she delineates a brief historical background of the last years of Soviet rule and Soviet type of Socialism, to provide a better understanding of the context of changes. She claims that when the Soviet Union collapsed, Armenian women were found at the bottom of the social hierarchy. However, with the return to national government in the early 1990s, the Armenian government and practices in general, had as a consequence the return to traditional Armenian male domination and female diminution. Nonetheless, she proudly states that all Armenian women want equal opportunities and not government handouts; women’s groups in Armenia are quite aggressive, affirmative, and successful. Lihua Wang focuses on weavers in a Chinese village. She found that the garment industry offers the lowest pay and security to women due to globalization and acculturation. She claims that at the center of this power versus exploitation struggle are cultural values. Whereas the West represents a consumer culture and ephemeral relationships, the East represents continuity and strong values. Therefore, she believes that Chinese women weavers resist this global leveling of everything based on production and consumption, continuing their traditional economic practices. Roy Panagiotopoulou examines women working in both the electronic and print media. Commencing with an overview of the deregulation of the electronic public media and the subsequent mushrooming of radio and TV stations, she examines how effective women are in securing position. She found that women are the last to obtain employment and the first to be dismissed. But the peculiar aspect of this hidden male bias is that women at all levels of the hierarchy have to conform to the male viewpoint in order to write or broadcast a certain piece of work. She concludes that women journalists, who make up almost half of the total of the Greek media workers, have not managed to develop new views concerning the representation of women by the media, which would differentiate them from their male colleagues. Laura Maratou-Alipranti sketches the changing sex roles in the household during two periods of the 19th century and the present, demonstrating how industrialization has aided in dissolving traditional work practices. The problem, in her view, is the private sector, where women still carry a double burden –paid work in the public sphere, unpaid work in the private sphere. She concludes that in the labor market, women have a fair chance of equality while at home only the couple can reconcile and bridge the role differences, rendering any legal or state role impositions useless. Christina Karakioulafi examines two types of harassment in the work place - gender and psychological harassment. She outlines the regulation demands by the E.U., but she also attempts to discover the background of both the abuser and the abused. She found that the majority of the victims are newly employed women, younger, unmarried or divorced women. The author concludes that legal measures cannot fully prevent such abuses. In addition, she cites the difficulty in deciding what type of behavior constitutes harassment, and how it can be penalized. Centering on the city of Hania, Crete, Manolis Tzanakis’ case study focuses on the consequences arising from methods of therapy for psychiatric patients in traditional large psychiatric hospitals as well as the more streamlined therapy centers. The author argues that there is a proliferation of therapy centers that are staffed mainly by women, thereby stereotyping women into semi-professional work, while most of the

xxiv

Gendering Transformations

high level positions are reserved for men. This division of labor, intentionally or not, echoes the traditional dichotomy of male/female roles. The last chapter examines the relations between Gender and Politics. Ailbhe Smyth analyses some of the key realities, dilemmas and challenges for feminist politics in Ireland at the present time, focusing mainly on the lesbians/gay/queer politics. She claims that the new-liberal politics have diluted the traditional forms of key concepts such as ‘gender’ and ‘equality’ and thereby manage to defuse the combative fervor of women and turn them into reformists. Partly responsible for this sex appeasing success is the legal system which passes laws that do not promote liberation. She claims that activist women’s politics can be revitalized and can stimulate women to join the ‘revolution’. Myra Marx Ferree examines the policies of gender along with other types of activities primarily in the US and Germany but also surveys the expanding E.U. of 25 members. She claims that in the US, law was built on liberal individualism; important values such as self-determination and independence were institutionalized and became part of the American psyche. Consequently, American feminists had difficulties in organizing and presenting their grievances in a clear and concerted way. In Germany and in the E.U., however, gender is generally regarded as a class, and therefore, offers women much more latitude to organize themselves along such lines. The long tradition of socialism and social democracy in Europe in general (unlike the US) has aided European women in having a more collective outlook than American women. Thus, using ‘class’ as a front, European feminists have strong claims to political power and representation on the grounds of parity. Antonia M. Ruiz Jiménez conducted a longitudinal study of parliamentary female participation of four Mediterranean states (Spain, Portugal, Italy, and Greece). She found that female participation in Spain represents over 25% of the total Spanish political representation, while the participation of the other three nations is far behind. She attributes this cleavage partly to different electoral systems and political parties. She found that Mediterranean women are gradually asserting themselves in the political sphere, and from the 1990s their participation has steadily been increasing, while the participation of Spanish women tends to lead the way. Hilary Footitt compares national European politics with the E.U. parliamentary politics in relation to the degree of women’s discourse and influence. She found that at the nation-state level men are indifferent to reformulating politics, thereby incorporating the feminist’ viewpoint as to what is ‘political’. In the European parliament, the author found that women have been more successful and are able to raise voice politics in a uniquely female way. In addition, women are found to be more creative and receptive to various ideas, viewpoints, and language of politics than men. Philomila Tsoukala concentrates on the influence of ‘feminist legal thought’ in the Greek legal system, revealing that the feminist viewpoint was not making substantial inroads. The author claims that laws were passed without prior negotiation between the two sexes. She concludes by stating that the formality of Greek law needs to be reconceptualized, taking into consideration the needs and values of the present situation of both sexes. Greek laws pertaining to education must also be broadened and gender inclusive. Finally, she believes there is a need for a dialogue on what is just, equitable, plural, and applicable to both sexes. Aspasia Tsaoussi found that a great deal of empirical research shows that male negotiators are more successful than female negotiators. The reasons given for this

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

xxv

asymmetry are that women are not as effective in many endeavors of negotiation as men are (be it economic, social, labor, etc.). She feels this viewpoint is sexist and is aimed at keeping women in an inferior status. Thus, she demonstrates how a rational choice model uses variables that are not gender related. She concludes that it is individual characteristics and not the gender of the negotiators that are important. Vassιliki Petoussi applies a feminist perspective in order to analyze central legal principles and the ways in which they interact with gendered hierarchies. She addresses the development of feminist theory and examines how feminist scholars deconstruct legal positivism. She reveals the failure of legal ‘objectivity’ and ‘neutrality’ to ensure the promised gendered equality and suggests new ways of looking into legal constructs of ‘normality’. Analyzing key Greek laws, the author uncovers ambiguities and multiple interpretations, which produce and reproduce gendered social hierarchies. She concludes that feminist legal theory reveals legal biases against women and suggests new strategies of gender equality which negate prototypical normalities of mainstream legal theory. All authors’ findings converge on the view that there are unequal power relationships and discrimination based on gender, sometimes covert, sometimes overt, in all areas they researched. Yet, most of them claim that there is a need for constantly exposing and attacking discrimination and thereby eliminating it, or at least reducing it. Finally, it is fair to say that all individual authors who took part in this conference and whose work is included in the present volume, certainly, shed light on gender research and contribute towards the enrichment of gender literature, each one in his/her own field. No doubt, there are many more aspects that need to be researched that go beyond the five headings of this book, but we hope that we have made a modest start. We will close this preface by acknowledging first the authors themselves. We thank them all for their participation and their patience while this volume was compiling. This publication would not have been possible without the Operational Program for Education and Initial Vocational Training (E.P.E.A.E.K.), which financially supports the program “Gender in Social Sciences”. I feel honored to be chosen as the head of the interdepartmental program and to work along with my colleagues of the working group; namely Katerina Kopaka, associate professor in the department of History and Archeology, Zachary Palios, assistant professor in the department of Philosophical and Social Studies, and Vassiliki Petoussi, lecturer in the department of Sociology, whose contribution was decisive in the above conference. Also I would like to thank my secretary, Galateia Ntantalaki, who spent many hours working for the successful organization of the conference, and the graduate student from the department of Archaeology, Evita Kalogeropoulou, for her valuable help. I would also like to thank my English and Greek editors, Agapi Amanatidou and Maria Ilvanidou, for their meticulous, tireless and artistic work. Also several good colleagues, especially Christina Konstantinidou, contributed with their valuable comments about the form of this volume. Finally, I would very much like to thank Aliki Vityma administrative officer from the central offices of Operational Program for Education and Initial Vocational Training (E.P.E.A.E.K.), Maria Petroulaki, administrative officer from the Secretariat of the Research Committee (E.L.K.E.) of the University of Crete, for their tireless and invaluable assistance throughout the

xxvi

Gendering Transformations

duration of this program, and Marios Karagiannakis who offered me valuable assistance in compiling this volume. 1 In 1983, efforts were made by a group of women academics at the Aristotelian University of Thessaloniki to create a women’s studies department. In 1988, the senate of the same university recognized the Women’s Studies Group as a “Interdepartmental Research Program on Women’s Studies”. 2 For instance at the undergraduate level gender programs are operating at: Aristotelian University of Thessaloniki, National and Kapodistrian University of Athens, National Technical University of Athens, Panteion University, University of the Aegean , Piraeus University, University of Thessaly and Technological Educational Institute of Athens (TEI). At the graduate level 3 programs of gender studies are also operating, one at the Aristotelian University of Thessaloniki and two at the University of the Aegean (Mytilene and Rhodes).

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΘΕΩΡΗΤΙΚΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΦΥΛΟ

The Gender of Social Class: Theoretical and Methodological Discussion for a Feminist Sociology Ayse Durakbaşa Mugla University, Turkey

Gendering social class formations The entrance of “gender” into various areas of social sciences as a concept necessitated the analysis of all social processes from a gender conscious perspective and challenged most mainstream sociological theory for being gender blind. Studies in the area of feminist history brought forth the writing of “her story”, of women’s past experiences, and the history of the “other” or the “suppressed” as well as the social class, and racial and ethnic differences among women. Indicators of inequality related to gender position and social class position sometimes reinforce each other as multiple effects of disadvantage and sometimes create contradictory social positions. Women’s studies have shown that neither gender groups nor social class groups are homogeneous and that experiences of social class differ for men and women. Empirical studies related to social stratification in current societies show that well-accepted definitions of social class and related assumptions have to be critically reviewed when gendered social positions are taken into account or gender as a defining dimension of social standing is considered (Crompton, 1998:96-97). Goldthorpe has tried to modify his research in defining the positioning of the “household”, that is, what he chooses to be the unit of analysis for stratification studies, not automatically according to the male head of household but according to the occupational standing and income of both partners within the household (as cited by Savage, 1997:310). Women are a forgotten category in the analysis of social class. Once we start asking questions about social class from a women’s point of view, we see that there is an overriding and an underlying androcentricism in most of the analytical frameworks in which social class is defined as intrinsically male and male-dominant. Women’s and men’s class positions are defined according to different criteria: Social class is defined according to wealth, production, market, work, and occupation for men, whereas it is usually defined as a derivative of family status for women; that is, either according to the family of origin, in which case, the father’s social class position is the determinant, or the marital family, in which it is the husband’s social class position that defines the wife’s. As Delphy (1988:122) asserts, the concept of woman’s position does not exist as an operational category; in social class theory in general, and specifically in classical

4

Gendering Transformations

Marxist theory, women do not exist as subjects of class analysis. According to Delphy (1998:125), women’s position in sociology is defined within a personal relationship in the social stratification system. In a society and a social stratification system mainly defined according to the social standing of occupations within the industrial (mainly male-dominated) relations, there is a tendency to insert women into the stratification system only through the men whom they are dependent upon. Delphy maintains that most (married) women’s position to the production relations can be defined according to a different mode of production, namely the “domestic mode of production”, as she states. Those women who are not in paid work and not placed within an occupation also have a means of subsistence, and that is “domestic labor”; they are placed within a “domestic mode of production” not recognized by classical economics and their productive activity is not placed within the “economic” field (Delphy, 1998:125). Especially in a society like Turkey, in which being a housewife is still praised, women themselves do not tend to define their income-producing activities within the household as “work” and place themselves as housewives rather than “home-based workers” (Kümbetoğlu, 1994:303-312). Recent research in the area of women and work in Turkey has revealed forms of women’s work that are not qualified as “work” within the capitalist market (Hattatoğlu, et al. 2002:48-53). Sociological study of housework and housewives has shown that the category of housewives itself is not a homogeneous category and that there is a connection between social class experience and different categories of housewives according to the way domestic labor is carried out; those women who hire domestic service and those who do not, cannot be placed in the same category. New questions arise with the growing proportion of women in paid work in almost all societies. The gendered structure of the labor market, sexual segregation in employment patterns, sex-typing of jobs, etc, have been topics of feminist discussion. It has also been stressed that men and women placed in the same social class according to “objective occupational” criteria do not benefit from the resources of their position equally (Crompton, 1998:93-94). Even when household or family is chosen as the unit of analysis, it is usually assumed that the relationship between husband and wife is a relation of equals, and therefore inequalities between the partners in relation to the control over the household income and consumption and domestic labor are not taken into account (Delphy, 1999:95-96). Within these critical feminist perspectives, when we try to think of the gender dimension and social class together, we might position women and men from the same household in different social class positions; in quantitative studies, they might be coded in different social classes. When women are in paid work within an occupation, because it is usually the occupation that is taken as determinant of social class in most stratification studies of the empirical type, women can be placed within the system of social stratification as independent individuals. However, the class benefits of various occupations are usually different for the male and female occupants of those occupations. For example, men who work in office work are usually promoted more easily and quickly than women in this category, because they are motivated to get management positions, etc., whereas women usually end up working in positions not seeking promotion till retirement (Crompton, 1998:95).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

5

In the empirical studies that deal with the subcategories of social class, we see that certain forms of work, such as secretarial work, which go through a process of deskilling, become “feminized”, that is, they become women populated, especially in the lower ranks, and lose status within the occupational hierarchy. These questions have revealed the gendered nature of social class theory, as well as the genderedness of social class processes, experience and perceptions. As Delphy (1999) and others have stated (Davidoff, 2002), while men’s class positions are usually defined according to “objective” class positions in the job market, usually in relation to occupation, women’s positions are in some way linked with “status” factors, such as “class honour” defined in terms of social background, family origin, respectability, good manners, etc. When women are considered, their social positions are more likely to be defined according to these “status” factors which are usually rendered more important than occupational standing. For my purposes, I would rather read these discussions from a different angle and try to incorporate the social class experience for both men and women into class analysis. This is also based on a preference for dealing with social class not as an “objective position” but to engage in the processes of the making of social classes by men and women. What was counted as “social status” factors in social theory can now be incorporated as an important aspect marking “social distinction” into class analysis (Davidoff, 2002); because human groups perceive and feel themselves as distinct from others in this area of lived (bodily) experience. Habitus and women’s role in the making of social class Pierre Bourdieu’s concept of habitus is useful for such an analysis of social class. The concept of habitus brings the social-cultural dimensions of social class into the foreground. Bourdieu’s theory of social class is based upon the recognition of different ways of being located within and occupying social space. Social class is determined by the workings of a social geometry. From such a perspective, social groups are differentiated according to life styles and cultures of living, the way those groups perceive themselves and others, and the symbols and practices of social distinction which both map and locate them vis à vis each other in social space. Bourdieu places different groups on his diagram “La Distinction” according to the relative significance of various forms of capital, basically the relative weight of economic and cultural capital in the total capital (Bourdieu, 1989, 1995:21). Bourdieu’s emphasis on bodily practices and one’s relationship to his or her body in the definition of habitus and “bodily sites” in people’s “everyday and everynight living” are helpful concepts in line with Dorothy Smith’s attempt to reconstruct a sociology for women: The sociology for women I propose begins in the actualities of women’s lived experience. Its aim is to discover the social as it comes into view from an experiencing of life that is not already defined within the ruling relations. It does not only speak of women. Rather, it seeks a sociology, a method of inquiry, that extends and expands what we can discover from the local settings of our “everyday-everynight living” (1999:74).

6

Gendering Transformations

In a study about the notable families in the provinces of Turkey, one of our firsthand observations is the significant role of women and their activities in the making of the habitus of “local notables”. Locally notable families, in Ottoman history, especially after the dissolution of the tımar (fief system on state-owned land) system in the seventeenth century, became influential in the provinces as the fiefs and certain control functions were handed over to these families, while they gradually transformed into private owners of çiftliks (large landholdings) and commercial business. Part of the provincial bourgeoisie today can be traced back to such provincially notable families who have benefited from their role as mediators between common people and the state. Provincial elite as a social class and women Provincial elite families, eşraf, in Turkey, usually have a history that can be dated back to the Ottoman Empire. Therefore, research on these families entails both the search for traces in the past and at present. This kind of social-historical research can also highlight the social processes of the formation of a provincial bourgeoisie in Turkey. Local notables, eşraf, were an influential group in the administration of local government together with the local representatives of the central government. Traditionally, eşraf families have wealth that comes from land and agricultural activities, and political influence that comes from their social status and connections with the state. During the Republican era, these families were engaged in commerce and industry, and became wealthy and influential in the provinces. When we talk about eşraf today, we are talking about a social stratum that has been gradually losing its importance. These families, which can be traced back to earlier generations, are losing their social, economic and political influence in Anatolia, where new social classes with new means of accumulating wealth and sources of social respectability arise, are sometimes referred to as the nouveaux riches both by the informants and the sociologists themselves (Durakbaşa, 2001; Karadağ, M. 2004). Eşraf is a class that boasts about its origins. Therefore, the provincial elite gives support to the writing of family histories. It is important to ask men questions we are inclined to ask women about the so-called “private sphere”. Feminist critical perspectives have adequately questioned the common-place treatment of the private sphere as women’s and public space as men’s, which has caused a distorted understanding of these domains and their interrelationship. The nature of this social class, eşraf, marked with its social, cultural, and symbolic capital apart from its economic capital, necessitates a review of the interrelationship of the private, the domestic, and the familial with the public, as well as the social and the political for both men and women. What kind of a man is “the man from locally notable families”? What social or political networks do men and women in these families have to manage in order to sustain their superior class status in the eyes of the common people and in comparison to the other locally notable families or the nouveaux riches? What kind of networks do men from such families have among themselves? What are some marriage patterns that maintain a form of class

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

7

endogamy? How do they perceive themselves and define social distinction from other social classes? How is class experience different for men and women from eşraf families? Meltem Karadağ (1998), in her study of eşraf families in Gaziantep, a southeastern province, concludes that women from such families are more sensitive to social class distinctions than men are, and often also define their own position within the marital relationship according to their status due to family origin. My own study of family history in Maraş, another southeastern province, also supports this observation. Men talk about property, income, and ways of earning money and tend to be more egalitarian in life style, preferences and tastes when class is asked, while women stress such factors related to life style, consumption patterns, and manner when they are asked about social class and how eşraf is different from other classes. Eşraf, do not show their wealth in a spoiled, extravagant way (“zenginliğini densizce sergilemez”) but give generously when charity is concerned. Women from notable families are keen on differentiating themselves from the habits and manners of the nouveaux riches. In Muğla, a province in the southwest, there is a saying for those wealthy people who do not give generously: “Zengin olmuş da odasının kapısı nereye açılmış?” (“Well, he might be wealthy, but tell me to whom has he opened his door to offer hospitality?”) According to common understanding, an eşraf is the local owner-patron of a region; hence he is responsible for building a guestroom for visitors and providing accommodation, and to have visitors at a large table. Certainly, it is the woman head of the household who is in full charge of the quality of hospitality and service to the guests and visitors. A common form of labor in Turkish society entails young girls taken from poor peasant families at a young age to be brought up as servants in the eşraf household. These girls are usually married when they reach the age of marriage, all marriage expenses being paid by the eşraf family; some however, become life-long members of the household if they do not get married or when the married couple both become servants to the eşraf family. The woman head of the household boasts about running the household, which basically entails the management of the servants, making the preparations for the winter food, arranging visits and presents for occasions, reception of guests, preparations for various ceremonial occasions, decoration of the house, etc. The relationship between women of eşraf families and their women servants can help us describe women’s autonomous domain of power in such families, and the transformations in that relationship can give us clues about transformations that these families go through in class status. In Turkish society, intra-class relationships as such, in the form of patron-client relationship, are very common, and this is influential in the cultural medium in which social groups and classes interact. Eşraf is in fact a class whose economic power is declining in the face of the rising classes, and new forms of wealth are appropriated by contractors, industrialists, bankers, and tradesmen. Still, it is interesting how standards of social respectability are designed and dictated, especially by women from such families, even more emphatically as their economic resources relatively diminish. As the research continues, I hope to expand upon such connections. It is important to note here that the nature of social theory and “the social” itself is transformed once we start to pose questions about the experience of men and women

8

Gendering Transformations

vis à vis each other; hence, a description of the genderedness of social processes in social class formation is the first step in gendering social class theory. We can also conclude that once we think of social class from a gender perspective, our understanding of social class has to also change and we start to think of social class not solely as a position, but as cultural location in social space instead; at which point we will have to talk about its construction by men and women, and their acts and activities, economic and otherwise. References Akgökçe, N. and Çakır, S. (2000, June). Tell Me About Your Life! Relations of Interviewer, Interviewee and Interpreter in Women’s Oral History. Thoughts on Ethics. In Crossroads of History: Experience, Memory (pp. 387-391), vol. I. IX International Oral History Conference. Istanbul: Boğaziçi University Publications. Bourdieu, P.(1989). Distinction: A Social Critique of Judgement of Taste. London: Routledge. ——— (1995). Pratik Nedenler. Kesit yay. ——— (1997). Toplumbilim Sorunları. Kesit yay. Callaway, H. (1992). Etnography and Experience: Gender Implications in Fieldwork and Texts. In J. Okely and H. Callaway (Eds.), Anthropology and Autobiography. London: Routledge. Crompton, R. (1998). Class and Stratification, An Introduction to Current Debates. Cambridge: Polity Press. Curthoys, A. (2000). Adventures of Feminism: Simone de Beauvoir’s Autobiographies, Women’s Liberation, and Self-Fashioning. Feminist Review, 64:3-18. Çakır, S. (1995). Türkiye’de Kadın Tarihi Yazmak. In Kadın Araştırmalarında Yöntem. Istandbul: Sel yay. ——— (1996). Kadın Araştırmaları Bilimde Neleri, Nasıl Sorguluyor? In der. Kuvvet Lordoğlu (Ed.), İnsan, Toplum, Bilim, (4. Ulusal Sosyal Bilimler Kongresi Bildirileri içinde). Ankara: Kavram yay. Davidoff, L. (2002). Feminist Tarih Yazımında Sınıf ve Cinsiyet. Istanbul: İletişim yay. Delphy, C. (1998). Women in Stratification Studies. In H. Roberts (Ed.), Doing Feminist Research ( pp.114-128). London: Routledge & Kegan Paul. ——— (1999). Baş Düşman, Patriyarkanın Ekonomi Politiği. Istanbul: Saf yayınları. Durakbaşa, A. (2001). Tarih Yazımının Yeni Olanakları, Aile Tarihi. In ve Yerel Tarih, Yerel Tarihçilik, Kent, Sivil Girişim, Yerel Tarih Grupları Deneyimi (pp. 156-17). Istanbul: Türkiye Ekonomik ve Toplumsal Tarih Vakfı. Geertz, C. (1990). Yerli Gözüyle Antropolojik Anlamanın Doğası Üstüne. In P. Rabinow and W. Sullivan (Eds.), Toplum Bilimlerinde Yorumcu Yaklaşım (pp. 45-56). Istanbul: Hürriyet Vakfı Yayınları. Gluck, S. B. and Patai, D. (Eds.) (1991). Women’s Words: The Feminist Practice of Oral History. New York: Routledge. Gray, A. (1997). Learning from Experience: Cultural Studies and Feminism. In J. McGuigan (Ed.), Cultural Methodologies (pp. 87-105). London: Sage Publications. Harding, S. (1987). Introduction: Is there a Feminist Method? In S. Harding (Ed.), Feminism and Methodology (pp. 1-14). Bloomington: Indiana University Press. ——— (1993). Rethinking Standpoint Epistemology: What is ‘Strong Objectivity’? In L. Alcoff and E. Potter (Eds.), Feminist Epistemologies (pp. 49-82). NewYork: Routledge. ——— (1995). Feminist yöntem diye bir şey var mı? In S. Çakır and N. Akgökçe, Kadın Araştırmalarında Yöntem. Istanbul: Sel yayıncılık.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

9

Hattatoğlu, D., Işık, S. N. and Erendil-Türkün, A. (2002). Bir Ev Eksenli Çalışma Metodolojisi: Atölye Çalışmaları Örneğinde Bilgi, Örgütlenme ve Güçlenme, İktisat Dergisi, Sayı:430; Ekim; ss. 48-53. İlyasoğlu, A. (1997). Kadın Çalışmalarında Sözlü Tarih Yaklaşımının Türkiye’de Kadın Araştırmaları Alanına Getireceği Açılımlar Üzerine, ToplumBilim, Kış. Karadağ, M. (1998). Türkiye Toplumunda bir Tabakalaşma Unsuru Olarak Eşraf ve Antep’te Eşraf Aileleri. Unpublished Masters Dissertation, Mimar Sinan Üniversitesi, Sosyal Bilimler Enstitüsü, yüksek lisans tezi, Istanbul. ——— (2004). Class, Gender and Reproduction: Exploration of Change in a Turkish City. Unpublished Doctoral Dissertation, University of Essex, Colchester. Kümbetoğlu, B. (1994). Kadın, Çalışma ve Evde Üretim. In Dünyada ve Türkiye’de Güncel Sosyolojik Gelişmeler (pp. 303-312). Sosyoloji Derneği: Ankara. Mies, M. (1983). Towards a Methodology for Feminist Research. In G. Bowles and R. Duelli Klein (Eds.), Theories of Women’s Studies. London: Routledge & Kegan Paul. ——— (1995). Feminist Araştırmalar için bir Metodolojiye Doğru. In S. Çakır and N. Akgökçe, Kadın Araştırmalarında Yöntem/ Farklı Feminizmler Açısından (pp. 48-63). Istanbul: Sel Yayıncılık. Morgan, D. (1988). Men, Masculinity and the Process of Sociological Enquiry. In H. Roberts (Ed.), Doing Feminist Research. London: Routledge & Kegan Paul. Murdock, G. (1997). Thin Descriptions: Questions of Method in Cultural Analysis. In J. McGuigan (Ed.), Cultural Methodologies (pp. 178-192). London: Sage Publications. Oakley, A. (1988). Interviewing Women: A Contradiction in Terms. In H. Roberts (Ed.), Doing Feminist Research (pp. 30-61). London: Routledge & Kegan Paul. Porter, M. (1995). Second-hand Ethnography: Some Problems in Analyzing a Feminist Project, In A. Bryman and R. G. Burgess (Eds.), Analyzing Qualitative Data (pp. 67-88). London: Routledge. Roberts, H. (Ed.). (1998). Doing Feminist Research. London: Routledge & Kegan Paul. Savage, M. (1997). Social Mobility and the Survey Method: A Critical Analysis. In D. Bertaux and P. Thompson (Eds.), Pathways to Social Class: A Qualitative Approach to Social Mobility (pp. 299-326). Oxford: Clarendon Press. Smith, D. (1999). Writing the Social: Critique, Theory and Investigations. Toronto: University of Toronto Press. Stanley, L. and Wise, S. (1979). Feminist Research, Feminist Consciousness and Experiences of Sexism. Women’s Studies International Quarterly 2(3):359-79. Tekeli, Ş. (1992). Bilimlerde Metodolojinin ‘Kadın Bakış Açısından’ İrdelenmesi. In Necla Arat (Ed.), Türkiye’de Kadın Olgusu (pp. 29-50). Istanbul: Say yay. Wolf, D. L. (1996). Situating Feminist Dilemmas in Fieldwork. In D. L. Wolf (Ed.), Feminist Dilemmas in Fieldwork (pp. 1-55). Colorado: Westview Press/ Harper Collins.

The Reaction of Greek Orthodox Theology to the Challenges of Feminist Theologies Spyridoula Athanasopoulou-Kypriou University of Athens

Introduction With the term “feminist theology” I do not refer to the fact that there are certain women who theologize, since there have been a number of women who have done theology without challenging the inequality, the injustice, and the patriarchal hierarchies of the Judeo-Christian tradition. Neither can “feminist theology” be identified with a kind of theology that deals with stereotypical “women’s issues” (issues related to mothering, the family, and childcare) or with the holiness and purity of the figure of the Virgin Mary. Christian feminist theology developed out of the conviction that Christian thought and practice radically exclude women’s experience. Although in the early years of the women’s movement (and to some extent nowadays) it has been common place to reject all mainstream religious traditions as inherently patriarchal (Lelwica, 1998), a small number of women, notably Mary Daly and Rosemary Radford Ruether in the United States, and Kari Børresen and Elisabeth Gössmann in Europe, began to challenge their churches to be more inclusive. This reform movement was strongly influenced by the liberation theology that emerged in Latin America. Feminists drew on liberation theology’s conviction that Christianity necessitates political involvement and work for the oppressed groups in which women form a major part (Parsons, 2002; Ruether, 1985). As feminist theologians began to write women’s experience back into theology, the diverse nature of that experience became apparent. “Feminist theology” is a technical term that refers to a number of theologies, that is, a number of theological approaches that challenge patriarchy and sexism and struggle for equality, inclusivity and justice within the Christian churches. For feminist theologians, “religion” is a term that refers to beliefs and practices through which people express their understanding of divine powers or of the spiritual dimension of human existence. Religion is not only about God; it is also about human beings. In the western world where the dominant religion is Christianity, there is an emphasis on a belief in a single, transcendent, masculine divine being. This divine being is the creator of the universe, and people are made in his image. Something is missing, though, from that religious idea, namely the feminine. The Christian imagery is masculine. Men can aspire to that symbolic system, but women are left out. What is more, not only is God associated with the masculine gender, but

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

11

also whatever is associated with woman and the feminine is devalued, marginalized, and demonised and is considered inferior. The devaluation of woman does not reflect the situation of all women, for there are some women who share some male privileges. For feminist theologians, there are tension and conflict between an understanding of the ideal Woman and the experiences, practices, and situation of real women, that is, between Woman as symbol and women as agents who can make a difference in the understanding of woman. Sered (1999:193-221) makes the distinction between the image of the ideal Woman that shapes the lives of women and men and can be oppressive, and the real women who are agents that can transform the image of Woman. In Christianity, the image of the ideal Woman is associated with the Virgin Mary. There is, of course, the image of Woman that is associated with Eve but that is the image of Bad Woman because she was not obedient, thereby causing the Fall of humankind. Focusing on the image of Woman as represented by the Virgin Mary, we can point out that she stands for, in other words, that she is a symbol of motherhood, family values, anti-abortion, obedience, virginity, and purity. This is the image of the ideal Woman that is imposed on real women. If women are not in line with that image, then they are considered impious and bad. The question that can be raised is whether women can escape from that religious symbolic system and rewrite it. If women have access to social resources and are financially independent, then they can exercise their agency and transform the cultural symbols, whether they are religious or secular. The way that women can rewrite and change the religious symbolic system depends upon the understanding of the problem. More analytically, there are three strategies of change that correspond to three understandings of the problem and form the three mainstreams of what is called “feminist theology”. According to the first mainstream of “feminist theology”, which is the most radical, the religious tradition is not only irredeemably patriarchal but is actually responsible for the sustenance of secular patriarchy. The strategy of change is to create and find new symbols and new religions which engender a more positive spirituality for women (cf. Christ and Plaskow, 1979; Daly, 1973; 1979; Hampson, 1990, 1996). An example of feminist spirituality is the emergence of the Goddess spirituality (cf. Christ, 1998; Goldenberg, 1979; Raphael, 1999). For the second mainstream, which can be called “feminist”, the “problem of women” is deeply rooted in the symbols of the religious tradition, and thus the contemporary feminist agenda should be the creation of new women-oriented rituals and symbolic interpretations. For example, instead of speaking of God the Father, we can change the model and speak of God the Friend. In other words, the strategy of change is not to abandon traditional religion altogether, but to re-interpret the religious tradition in the light of today’s aspiration (Jantzen, 1998; McFague, 1982). In terms of the third mainstream of “feminist theology”, the original message of the religion’s founder is seen as liberating for women, and thus the contemporary feminist agenda should be to strip away the historically subsequent layers of gender discrimination. The third strategy is to reform the religious tradition so that the original liberatory and egalitarian ethos can be re-established (Plaskow, 1990; Ruether, 1985; Schüssler, 1984).

12

Gendering Transformations

The aforementioned strategies of change of the religious tradition (and particularly of the Judeo-Christian tradition) constitute the challenge of “feminist theology” and open new horizons for theological discourse. After almost twenty years’ delay, the challenges of “feminist theology” attracted the attention of certain Greek Orthodox theologians. Had it not been for the problem of the ordination of women in some Christian denominations, and especially in the Anglican Church that became an obstacle to the interdenominational dialogue, the Orthodox Church would not have taken feminist theology’s aspirations seriously (Adamziloglou, 1997; Karkala-Zorba, 2004:225). A number of publications on the role of women in the Orthodox Church appeared on the shelves of bookstores and a few conferences on the same subject were organized in Greece under the auspices of the Orthodox Church, giving the impression that eventually feminist theology was being introduced to Greek Orthodox theological discourse. On this occasion, I would like to map out briefly the reaction of the Greek Orthodox theological discourse to the challenges of feminist theology. The question is: How do Greek Orthodox theologians respond to the strategies of changing the Christian tradition? First, the attitude towards the radical strategy of abandoning the Christian tradition as being irredeemably patriarchal and oppressive for women is negative. In Greek Orthodox theological discourse, there are no radical feminists who argue against the Orthodox tradition and for new spiritualities. There are, of course, women who are suspicious of anyone, especially one who professes to be feminist, who takes religion seriously. “How could a real feminist care about such things?” the unstated question seems to be, as if religion belongs only to another era of Western history, a period prior to women’s relative emancipation, as if religion is so unequivocally bad for women that studying it (or, God forbid, practicing it) threatens one’s integrity as a feminist (Lelwica, 1998). This scepticism of feminist interest in spiritual matters is not confined to traditional religion. Although nonreligious feminists believe that traditional religious discourse and practice are dangerous for women because they are inherently patriarchal, they also criticize the feminist turn to alternative spiritual practices, which, they argue, not only re-inscribe an oppressive Western association between women and irrationality, but also involve a kind of “thought control” and undermine material struggles to change the patriarchal conditions of this world. So there are feminists who reject any interest in Orthodox Christian spirituality without arguing for new ways of understanding the divine. This does not mean that there are no women who need a different spirituality. It means that they are “invisible”, that their voices cannot be heard in academic, public or church related circles. Similarly, the attitude towards the so called “feminist” strategy of changing the Christian tradition is negative. For feminist theologians of the West, the feminization of religious symbolic is a sine qua non for women’s becoming divine. The masculinist religious symbolic is considered a projection of a totally patriarchal society that has taken the divine away from women. Therefore, if women want to have a horizon so as to become divine, the masculinist language when speaking of Christian God has to be reconsidered and changed into a feminist form. How could, then, one object to this argument? If God belongs to people’s nature and is a human projection, if God is an ideal of wholeness to which we aspire, it is absolutely legitimate to create God and religious symbols, in this case religious language, in

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

13

our own image. The masculine religious language must be disrupted; the white male God must make space for a black, female, infantile, and disabled religious symbolic. Otherwise we (women, black people, children, and disabled people) would lack a point of reference indispensable for our becoming divine or rather really human. If God is just a human projection, then symbols do not refer to a transcendent divinity; symbols are themselves the reality to which people aspire. By denying the referential function of symbols, one can alter the symbols in order to meet their special needs. In order to remain an effective horizon, symbols are subject to constant changes. It is thus the construction and reconstruction of religious symbolic the condition of people’s having a point of orientation or a divine horizon. But what happens if God is not a human projection? What happens if God is, or if I may venture to use the expression, exists as a transcendent reality? What if God is ontologically different from our nature as the Christian tradition –as expressed in the seven ecumenical councils of the church and in the writings of the Fathers of the Church– has claimed? In terms of this tradition, the change of religious language is not a condition of women’s becoming divine, for people’s divinization does not depend upon the symbolic system we use. According to this tradition, the masculinist religious language does not mean that God is male, for the image of God as predominantly male is fundamentally idolatrous. God is genderless, for God is incomprehensible and beyond all cosmic distinctions and dichotomies. Taking into account that God is beyond the male and the female sex, women can use the masculinist religious symbolic as a horizon for their becoming divine. In fact, women can use the masculinist symbolic so far as they manage to negate it, go beyond it, and refer to the transcendent reality of the Divinity. Nevertheless, for Eastern Orthodox theologians not all symbols can be negated. Hopko (1992:158) argues that although in the Orthodox tradition God’s nature can be referred to with all possible names and images, the proper names of “Father”, “Son”, and “Spirit” cannot change because they are not subject to apophatic qualification, and they are never transcended or negated as are all the metaphysical properties and metaphysical images attributed to God’s essence. Therefore, changing certain Christian symbols and the religious language or using inclusive language when speaking of the divine is unacceptable from an Orthodox point of view in so far as it offends and violates what is believed to be divine revelation. God revealed Himself as God the Father. The Holy Trinity is revealed as God the Father, God the Son, and God the Holy Spirit. People cannot change that and speak say of God the Friend, as if the idea of God were a human construction. According to the Orthodox Church, people are made in the image and likeness of God and not vice versa. Thus, the Orthodox cannot proceed with the feminization of the religious symbols and cannot change the understanding of the divine that considers God to be God the Father. There are also many lay and ordained Greek Orthodox theologians who claim that the main criteria for orthodoxy can be found in the Orthodox tradition of the past and not in contemporary discourse on human rights, social justice, and equality. These theologians raise their eyebrows and express their suspicion about the intentions and honesty of women who want to become priests. They ask: Why would women want to be ordained since they can do other things in the life of the church? Maybe, they continue, all women want is to participate in the power that is reserved for men (Yangazoglou, 2004:269-271; Zizioulas, 2001:102-103). I agree,

14

Gendering Transformations

maybe that is all women want, but then why does nobody challenge the honesty of the men who become priests, and why is it a problem if power and decision making are equally shared between men and women? Or are men better qualified to be administrators of this power? If this is the case then maybe men are more in the image and likeness of God and thus better qualified to be saved in which case it is pointless to baptize women and pretend they are equal members of the body of Christ. I think that the Orthodox theologians are faced with a problem concerning the ordination of women. Although an Orthodox theological conference that was held in Rhodes in 1988 was dedicated to proving that the ordination of women is precarious (Limouris, 1994), and despite the effort made to prove that the ordination of women is theologically unacceptable, it has become apparent that there are no theological reasons for not accepting women into priesthood (Behr-Sizel and Ware; 2000 Yocarinis, 1995). Only by appealing to the authority of tradition can one oppose women’s ordination. Yet, tradition can change by virtue of the Holy Spirit’s presence within it. So now the thing left to those who are against the feminist strategy of changing the tradition is to accuse women of being arrogant, vain, pretentious, and egoistic because they struggle for equal rights. Having run out of arguments, some theologians regress to the discussion of women’s immorality. Admittedly, there are quite a few, mainly lay and male, Greek Orthodox theologians who have a very positive attitude towards the third strategy of change, and aim at the reformation of the tradition in order to re-establish the original egalitarian ethos of Christianity. They are also for the ordination of women and try to focus on the liberating aspects of the Orthodox tradition and the egalitarian ethos of the teachings of the Church Fathers. According to these theologians, the Bible has been used as a weapon against women, but at the same time it has been a resource for courage and hope. The Bible and tradition were written by human authors, namely male authors who perpetuated patriarchy and tried to legitimate women’s subordination. The biblical religion, therefore, has to be reclaimed as the heritage of women, too, because the Bible has inspired and continues to inspire women to speak out and struggle against injustice, exploitation, and subordination. For them, the Orthodox tradition is a living tradition that needs to be transformed in order to include the past, present, and future experiences of women (Matsoukas, 2001; Petrou, 2001; Yocarinis, 1995). There are also a number of theologians who belong to this reformist group of theologians but who adopt a more apologetic attitude towards the aspirations of feminist theology. Although they admit that feminist theology has contributed enormously to the Christian theological discourse, they argue that the Orthodox tradition does not need feminist theology’s arguments and aspirations for they are essentially part of this tradition. In fact, they claim, that it is the Orthodox tradition that has a lot to offer to feminist cause (Karkala-Zorba, 2004:241). For example, Karras’s (2002) Orthodox feminist approach combines radical feminism’s rejection of the entire social order with an eschatological focus that recognizes that human will and action alone are incapable of transforming the human community into one based on the loving, relational, non-egoistic model of the Trinity. She argues that the most visible feminist theologians have not postulated a future humanity that would exist ontologically in a different manner from the present, and many have been explicitly agnostic on the issue of personal immortality. Thus, for Karras, feminist

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

15

eschatology has focused on the reformation of human social and political structures, what she calls a surface approach. Eastern Orthodox Christianity, by contrast, recognizes the eschaton as a fundamental change in the manner of created existence, including human existence. She then argues that the main Greek tradition contends that the physical and biological nature of the human person will be radically transformed, to the abolition of sexual differentiation: Yet, the essence of eschatological humanity already exists; people are microcosms created in the image of God. Thus, the fulfilment of creation’s (and humanity’s) potential exists not at the level of creation – but in creation’s uniting itself ever more organically to God, through humanity’s unique role of mediator (ibid.:256-257).

Karras’s feminist eschatology is based on a circular, Eastern Orthodox model of doing theology: start with God, move to creation and then bring creation (including humanity) back to God. Nevertheless, she fails both to explain the inferior position of women in the Greek Orthodox Church and to show the way that the abstract Orthodox model of practicing theology will bring about social change and will guarantee social justice that will not be based on the potential personal transformation of men, that is to say, on their good will. Finally, I reserve a few remarks on the anti-feminist backlash and the pro-family feminism of some Greek Orthodox theologians. Greek backlash literature contains variants of all the following themes: that women are no longer discriminated against; that women exaggerate(d) the extent of such discrimination; that feminism has not represented the interests of Greek Orthodox women; that feminism and feminist theologies ignore the social and personal importance of the family, including women; that feminism is responsible for the moral disintegration of women, and that feminists inaccurately portray discrimination against women as a male conspiracy. It also argues that family is not a social but a natural unit, in the same way as the different role women have in the church is based on the different biology of women. It seems that the basic argument of many theologians is that women have a role to play that is different from the role that men play because of the sexual differences that are God-given. While women’s role, which is linked to their physiology and their natural passivity, is to care for the family, men’s role is in the public sphere, for they are more rational, more courageous, they are physically stronger and naturally better qualified to be more productive (cf. Limouris, 1994; Zizioulas, 2001). This argument has can only be supported by invoking biologism for the formation of gender identities. This argument ignores much of the evidence that shows how social processes “make” men and women. Additionally this argument manipulates the theological argument that people are different and they have different qualities and God-given gifts, for it focuses only on the culturally defined differences between the sexes and completely ignores the differences between persons of the same sex . While in Western Christian denominations and churches this anti-feminist backlash is a reaction to the problems of liberalism and represents an attack on the core beliefs and politics of the women’s liberation movement, in Greece the situation is different. The Greek anti-feminist backlash is more of an anti-feminist discourse that wants to prevent the development of a liberating discourse and thus

16

Gendering Transformations

the liberation of women and the equality of people, and less of a real backlash, that is, of a reaction to an existing and flourishing liberation movement and equality discourse. Without having established a feminist theological discourse first, one cannot speak of an anti-feminist backlash. In Greece in the past two decades, feminist theological discourse was not established and institutionalized in the academia. No wonder, then, that the courses on gender issues that have appeared very recently in the departments of theology serve apologetic purposes, that is to say, that their aim is not to establish feminist theological thought in the Greek Orthodox theological discourse. Rather, their objective is to respond effectively to the challenges of feminism and feminist theologies, thus developing an anti-feminist theological discourse before even the formation of a feminist one. In this respect, I think that we need to examine to what extent dealing with gender and issues of equality or introducing courses that have in their title the words “women” or “gender” is tantamount to promoting equality and social justice, and to check whether the contemporary Greek Orthodox theological discourse reinforces gendered social norms and hierarchies that systematically exclude women. Finally, if one looks at the statistics, one realizes that we are far from having achieved equality and social justice. Women do study theology in departments of theology that are state-funded and are appointed to teaching positions in religious education at state-run schools. However, schools that are run by the church neither admit female students nor appoint female theologians to teach religious education. Moreover, in the Greek Orthodox Church women cannot be ordained, their role in the life of church is limited to auxiliary positions, and only 11% of the academic staff of the four theological departments in Greece are women (Koukoura, 2000:75, 2001:196-7; Youltsis, 1999). In this paper, I hope I have explained in what sense the Orthodox Church’s interest in feminist theology’s arguments and aspirations does not necessarily mean that this church accepts feminist theory or that the Orthodox clergymen and the lay theologians have turned into feminists of any kind. The reception of feminist theology in Greek Orthodox theological discourse is an issue that needs to be discussed thoroughly not only from within the theological circles but also from without, developing and using a meta-language capable of discerning the political and ethical intentions and objectives of those interested in feminist theology. To put it differently, it would be interesting to examine, sociologically and philosophically, the political implications of the way that feminist theory and feminist theology were introduced to Greek Orthodox theological discourse, a discourse that in Greece is the main and most influential religious discourse and plays a significant role in the formation of the gendered self identity. To conclude, I would like to state the obvious: When studying gender-related issues in the social context of Greece, one has to take religion and in particular Orthodox Christianity seriously. For religious teachings play a crucial role in the formation of gendered self-identity and is often responsible for promoting inequality and social injustice.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

17

References Adamtziloglou, E. (1997). Einai dinati i feministi theologia stin Ellinorthodoxi paradosi. In eisan de ekei gynaikes pollai... Vivlikes kai theologikes meletes gia ti gynaika, Paremvasis sti sinchroni feministiki theologia. Simbo: Thessaloniki. Behr-Sizel, E. and Ware, K. (2000). The Ordination of Women in the Orthodox Church. Geneva: WCC Publications. Christ, C. P. and Plaskow, J. (Eds.). (1979). Womanspirit Rising: A Feminist Reader in Religion. San Fransisco: Harper & Row. Christ, C. P. (1998). Rebirth of the Goddess: Finding Meaning in Feminist Spirituality. New York and London: Routledge. Daly, M. (1973). Beyond God the Father: Toward a Philosophy of Women’s Liberation. Boston, MA: Beacon Press. Goldenberg, N. (1979). The Changing of the Gods: Feminism and the End of Traditional Religions. Boston, MA: Beacon Press. Hampson, D. (1990). Theology and Feminism. Oxford: Blackwell. ——— (1996). After Christianity. London: SCM. Hopko, T. (1992). Apophatic Theology and the Naming of God in Eastern Orthodox Tradition. In F. Alvin and Kimel, Jr. (Eds.), Speaking the Christian God: The Holy Trinity and the Challenge of Feminism. Michigan: William B. Eerdmans Publishing Company. Jantzen, G. (1998). Becoming Divine: Towards a Feminist Philosophy of Religion. Manchester: Manchester University Press. Karkala-Zorba, K. (2000). I gynaikes se igetikes theseis tis theologikis ekpaidefsis. Epistimoniki Epetirida Theologikis Scholis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis, Tmima Theologias, 10:73-82. ——— (2004). Yparchi choros stin Orthodoxia gia mia feministiki theologia. In P. Kalaïtzidis and Ν. Ntonos (Eds.), Fylo kai thriskeia: I thesi tis gynaikas stin ekklisia. Iera Mitropolis Dimitriados, Akadimia Theologikon Spoudon. Athens: Indiktos. Karras, V. A. (2002). Eschatology. In S. F. Parson (Ed.), The Cambridge Companion to Feminist Theology (pp. 243-260). Cambridge: Cambridge University Press. Koukoura, D. (2001). I thesi tis gynaikas stin Orthodoxi Ekklisia kai sti theologia. Epistimoniki Epetirida Theologikis Scholis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis, Tmima Theologias, 11:191-198. Lelwica, M. (1998). From superstition to enlightenment to the race for pure consciousness: Antireligious currents in popular and academic discourse. Journal of Feminist Studies 14(1):108-123. Limouris, G. (Ed.). (1994). I thesi tis gynaikas en ti Orthodoxo Ekklisia kai ta peri chirotonias ton gynaikon. Diorthodoxon Theologikon Synedrion, Rodos (30/10 - 7/11/1988). Katerini: Tertios. Matsoukas, N. (2001). I Eva tis theologias kai i gynaika tis istorias. In Mistirion epi ton ieros kekimimenon kai alla meletimata (pp. 271-288). Thessaloniki. McFague, S. (1982). Metaphorical Theology: Models of God in Religious Language. London: SCM Press. Parson, S. F. (Ed.). (2002). The Cambridge Companion to Feminist Theology. Cambridge: Cambridge University Press. Petrou, I. (2001). Fylo, koinoniki roli, Orthodoxia sti synchroni elliniki pragmatikotita. Epistimoniki Epetirida Theologikis Scholis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis, Tmima Theologias, 11:253-263. Plaskow, J. (1990). Standing Again at Sinai: Judaism from a Feminist Perspective. San Francisco: HarperCollins. Raphael, M. (1999). Introducing Thealogy: Discourse on the Goddess. Sheffield Academic Press.

18

Gendering Transformations

Ruether, R. R. (1985). Sexism and God-Talk: Towards a Feminist Theology. Boston, MA.: Beacon Press. Schüssler, F. E. (1984). Bread Not Stone: The Challenge of Feminist Biblical Interpretation. Boston, MA: Beacon Press. Sered, S. S. (1999). Woman as Symbol and Women as Agents. In M. M. Ferree, J. Lorber and B. Hess (Eds.), Revisioning Gender (pp. 193-221). London: Sage. Yagazoglou, S. (2004). Feministiki theologia kai Ierosini ton gynaikon: Mia ekkosmikevmeni Ekklisiologia. In Iera Mitropolis Dimitriados, Akadimia Theologikon Spoudon, Fylo kai thriskeia: I thesi tis gynaikas stin ekklisia. Athens: Indiktos. Yocarinis, K. (1995). I ierosini ton gynaikon sto plaisio tis oikoumenikis kinisis. Katerini: Epektasi. Youltis, V. (1999). Gynaikes theologi stin ekpedefsi. Epistimoniki Epetirida Theologikis Scholis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis, Tmima Theologias, 9:67-82. Zizioulas, J. R. (2001). Martiria kai diakonia tis orthodoxis gynaikas mesa stin Enomeni Evropi: Proïpothesis kai dynatotites. In Α. Haramantidis, Arhim. (Ed.), I Orthodoxi gynaika stin Enomeni Evropi: Praktika Diorthodoxou Evropaïkou Synedriou. Iera Mitropolis Thivon kai Livadias. Katerini: Epektasi.

Η Πρόσληψη των Θέσεων του M. Foucault από τη Σύγχρονη (Μεταμοντέρνα) Φεμινιστική Σκέψη Κώστας Κοκογιάννης Δρ Κοινωνιολογίας της Εκπαίδευσης

Εισαγωγή Αν θέλαμε να αναρωτηθούμε κατά πόσο υπάρχει σύνδεση ανάμεσα στο φύλο και την εξουσία, η απάντηση θα ήταν αναμφισβήτητα καταφατική: η εξουσία συνδέεται περισσότερο με τον άνδρα και με ό, τι θεωρούμε σήμερα αρρενωπότητα (Bell, 1975:8). Για να επιχειρήσουμε να αλλάξουμε, λοιπόν, την υποβαθμισμένη θέση των γυναικών, θα πρέπει σε ένα πρώτο επίπεδο να λάβουμε σοβαρά υπόψη τη φύση της εξουσίας. Για να επιχειρήσουμε επιπρόσθετα να αλλάξουμε τις σχέσεις κυριαρχίας που δομούν την κοινωνία και ορίζουν αυτή την υποβάθμιση των γυναικών, θα πρέπει σε ένα δεύτερο επίπεδο να κατανοήσουμε πώς λειτουργεί αυτή η εξουσία. Επομένως, χρειαζόμαστε μια πειστική και χρηστική θεωρία της εξουσίας. Τα έργα του κοινωνικού φιλοσόφου Michel Foucault, παρά τον πολυσχιδή τους χαρακτήρα (και ανεξάρτητα από το βαθμό πειστικότητας και χρηστικότητας που διεκδικούν ως προς τη φεμινιστική οπτική), προβάλλουν κι ερμηνεύουν τις διεργασίες που δημιούργησαν τις δυνατότητες για να καταστεί ο άνθρωπος των δυτικών κοινωνιών υπο-κείμενο εξουσίας και αντι-κείμενο γνώσης. Ο κύριος άξονας της θεματολογίας τους επικεντρώνεται σε ένα τριπλό στόχο, και ειδικότερα στη διερεύνηση: πρώτον, του πώς οι άνθρωποι στις δυτικές κοινωνίες εγκαθιδρύουν «λόγους αλήθειας» και «καθεστώτα αλήθειας»· δεύτερον, του ποιες είναι οι νέες θεσμικές δομές εξουσίας κι ελέγχου που προέκυψαν από τους διαχωρισμούς των ανθρώπων σε υγιείς, σώφρονες, νομοταγείς, τρελούς, εγκληματίες κ.τ.λ.· και τρίτον, του πώς μπορούν να αναλυθούν οι νέες μορφές γνώσης, δηλαδή οι ανθρωπιστικές επιστήμες που αναδύθηκαν μέσα από τους άνωθι διαχωρισμούς και παράλληλα συνέβαλαν στην εδραίωση των διαχωρισμών αυτών και στην εμπέδωση των νέων θεσμών (Κουράκης, 1989)1. Σύμφωνα με τη Jana Sawicki (1994), ο Foucault επιχειρεί να αρθρώσει μία εναλλακτική προσέγγιση στην κατανόηση ενός ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, καθώς πιστοποιεί την αλήθεια της «εξουσίας της διαφοράς» στη σύγχρονη κοινωνία. Η διαφορά αυτή λειτουργεί από τη μια πλευρά ως πηγή διάσπασης της ενότητας (με άλλα λόγια της ενοποιημένης κατηγοριοποίησης των ανθρώπων σε διαφοροποιημένα πλαίσια) και από την άλλη ως πηγή αντίστασης και αλλαγής. Μία κεντρική θέση, βέβαια, που δεν αφορά αποκλειστικά στις γυναίκες, αλλά χρησιμοποιήθηκε από το «μεταμοντέρνο» φεμινιστικό λόγο στην κριτική που άσκησε αναφορικά με την έννοια της αντικειμενικότητας και της καθολικότητας.

20

Gendering Transformations

Των αρχών, δηλαδή, που εξέφραζαν οι φεμινιστικές θεωρίες τις προηγούμενες δεκαετίες, στην προσπάθειά τους να οροθετήσουν καθολικά την «αιτία» της γυναικείας καταπίεσης, προβάλλοντας ταυτόχρονα τον αυτόνομο-θεσμοποιημένο εαυτό (ως κληροδότημα των ιδανικών του Διαφωτισμού). Σε αντιδιαστολή, ο μεταμοντέρνος λόγος προβάλλει τις διαφορές ανάμεσα στις γυναίκες ως αναπόδραστη συνέπεια της αδυναμίας να θεσμοθετήσουμε τον εαυτό με το χαρακτηρισμό της καθολικής οντότητας (Nicholson, 1990:4-5). Το θέμα, βέβαια, δεν είναι απλώς τι περιλαμβάνει η ριζοσπαστική φιλοσοφία του Foucault – μια φιλοσοφία χωρίς κάποια θεωρία ιστορίας· είναι κυρίως το τι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση εκφράζει εξ αντανακλάσεως και στη φεμινιστική θεωρία σήμερα, που υιοθέτησε ορισμένες θέσεις του Foucault στο πλαίσιο της μεθοδολογικής έρευνας για την κατανόηση του πολυδιάστατου εαυτού της γυναίκας στους διάφορους τομείς της καθημερινής πρακτικής. Πιο συγκεκριμένα, αναφερόμαστε ουσιαστικά στο σχετικισμό της μεθοδολογίας της κοινωνικής έρευνας, αφού, όπως αναφέρουν οι Ramazanoglu και Holland (2002:57), κανένας δεν μπορεί να είναι σίγουρος για τον ακριβή ορισμό της κοινωνικής πραγματικότητας, για το πώς αυτή συνδέεται με τη γνώση και την εμπειρία, αλλά και για την ακριβή σύνδεση γνώσης και εξουσίας. Η φεμινιστική έρευνα, λοιπόν, εγκαταλείπει θέσεις που αξιώνουν άμεση σύνδεση των φεμινιστικών ιδεών με τις πραγματικότητες, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από τις ζωές των ανθρώπων ως απόρροια του φύλου τους. Από την άλλη πλευρά, οι κοινωνικοί ερευνητές δεν μπορούν στην πράξη να διατυπώσουν κάποια καθολικά κριτήρια με τα οποία να επιβεβαιώνουν τι είναι αληθινό. Δεν μπορούν, με άλλα λόγια, να καθορίσουν την εγκυρότητα των κριτηρίων της εγκυρότητας μέσα από τους περιορισμούς ενός μονοδιάστατου θεωρητικού συστήματος (Ramazanoglu και Holland, 2002:58). Ο M. Foucault και οι επιρροές που δέχτηκε Όπως ισχύει για κάθε φιλοσοφικό σύστημα, έτσι και στην προκειμένη περίπτωση δεν αναφερόμαστε σε κάποιες φιλοσοφικές θέσεις του Foucault που προέκυψαν αυτοφυώς τις τελευταίες δεκαετίες σε ένα πολιτισμικό κενό, ούτε βέβαια η πρόσληψη αυτών των θέσεων από τη σύγχρονη ερευνητική σκέψη έγινε τυχαία. Το τι, πώς και γιατί των θέσεων του Foucault και της πρόσληψής τους αντίστοιχα είναι που θα αποτελέσει το κύριο αντικείμενο του ερευνητικού μας εγχειρήματος εδώ. Αυτό θα επιχειρηθεί μέσα στο πλαίσιο μιας κριτικής προσέγγισης, πέρα από δογματισμούς και κάθε διάθεση υιοθέτησης της απόλυτης, καθολικής αλήθειας ως αλήθειας, από τη μια πλευρά, και της θεώρησης της όποιας αλήθειας ως προσωπικό απριορικό προνόμιο του καθενός, από την άλλη. Εκείνο που οφείλουμε να αναφέρουμε πρωτίστως είναι ότι η μεθοδολογία του Foucault έχει άμεσα επηρεαστεί από ορισμένα από τα κυρίαρχα πνευματικά ρεύματα της μεταπολεμικής Ευρώπης, όπως η φαινομενολογία και ο στρουκτουραλισμός, και αυτό βέβαια δεν έγινε συμπτωματικά. Πιο συγκεκριμένα, η φιλοσοφία κατά τον 20ο αιώνα μετατοπίζει το ενδιαφέρον της στην κατανόηση των κινήτρων και των πηγών του παρόντος. Επιστρέφει στις μεγάλες όψιμες μορφές του 19ου αιώνα για να δείξει τον καθοριστικό ρόλο που θα διαδραματίσουν στο μέλλον. Στο πλαίσιο αυτό, αποκρυσταλλώνεται μια εικόνα για τη δύναμη της

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

21

προβληματικής του F. Nietzsche ή για τη φιλοσοφική σπουδαιότητα της πάλης του S. Kierkegaard να συλλάβει το νόημα της ύπαρξης, ενώ παράλληλα αρχίζει να αποκαλύπτεται η σημασία των πρώιμων φιλοσοφικών έργων του K. Marx και να γίνονται τελικά κατανοητοί οι φιλοσοφικοί στόχοι του W. Dilthey (Windelband, 1991:196-197)2. Οι αυτονόητες οντολογικές προϋποθέσεις της γνωσιοθεωρίας – θετικιστικής, νεοθετικιστικής και ιδεαλιστικής απόχρωσης– κι ακόμη οι μη κριτικές οντολογικές προϋποθέσεις των επιστημονικών μεθόδων χρειάζονται θεωρητική διερεύνηση και θεμελίωση. Η γνώση δε νοείται ως υπερβατολογική ενδοσυνειδησιακή ανάλυση, αλλά ως οντολογική σχέση ανάμεσα στα ζωντανά υποκείμενα και στις καταστάσεις-διεργασίες που συντελούνται στον κόσμο (ό.π., 217). Κλονίστηκαν, με άλλα λόγια, οι παραδεδειγμένες αλήθειες (ιδίως μετά τους δύο παγκόσμιους πολέμους)· αμφισβητήθηκαν τα ιδεώδη που πρέσβευε ο ουμανισμός, ενώ ο ψυχρός πόλεμος, που επακολούθησε, άφησε άλυτα τα περισσότερα κοινωνικά και ανθρώπινα προβλήματα (Shoemaker, 1970:176). Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος του Nietzsche, που επιχειρεί να στρέψει το σύνολο του λογικού, σημασιολογικού και γραμματικού μηχανισμού εναντίον της σταθερής σκοπιμότητάς του, δηλαδή της αναγωγής στο ταυτόσημο και της μετάβασης στο γενικό, καθώς και η κριτική μέθοδος που ανακάλυψε, η γενεαλογία, που δείχνει μια βαθιά αποστροφή για κάθε μορφή συστηματοποίησης, αλλά και η αντίληψή του για την αποσπασματική, αφοριστική, κομματιασμένη όψη του κόσμου, λυτρωμένου από τα δεσμά της βαρύτητας (από την αναφορά δηλαδή σε ένα θεμέλιο) (Encyclopedie de la Pleiade, 1982:88-89), επηρεάζουν βαθιά και άμεσα τις αντιλήψεις και τη μέθοδο του Foucault3. Επιπρόσθετα, δεν το αφήνει αδιάφορο ούτε η υπαρξιστική φιλοσοφία, η οποία δεν εξετάζει τον άνθρωπο ως φυσικοχημικό οργανισμό ή ως ψυχρό και λογικό ον, αλλά στις συγκεκριμένες σχέσεις του με τους άλλους και με τον εαυτό του· δεν εξετάζει τι είναι αλλά ό,τι είναι (Kierkegaard, Jaspers, Sartre) (Παπαλεξάνδρου, 1964:206-220)4. Παράλληλα, και η φαινομενολογική μέθοδος του Husserl, με την αναζήτηση της ουσίας (την έσχατη αρχή κάθε πραγματικότητας) στα εμπειρικά γεγονότα του συγκεκριμένου χωροχρόνου, με τη βοήθεια της ενόρασης, ασκεί σημαντική επιρροή στον Foucault (ό.π., 202-203, 223)5. Τέλος, ο στρουκτουραλισμός –που επιδιώκει την κατανόηση των φαινομένων μέσα από τις δομές τους, πέρα από υποκειμενικά, τοπικά και χρονικά πλαίσια– μπορεί με το χαρακτήρα συστηματοποίησης που αποπνέει να λειτουργεί αποτρεπτικά για το Foucault, η θεμελιώδης όμως δομική αρχή που εκφράζει (ότι δηλαδή η σχέση των φαινομένων είναι εκείνη που καθορίζει τη φύση τους και όχι κάθε αληθινή πλευρά του φαινομένου καθαυτού) (Hawkes, 1977:34-35)6 είναι ένα κύριο σημείο συγγένειας με τη φουκωϊκή μέθοδο. Βέβαια, ο Foucault ξεφεύγει από τον ομοιογενή, αξιωματικό και αντι-ιστορικό χαρακτήρα του στρουκτουραλισμού. Αναζητεί συστηματικά τις κυρίαρχες μορφές γνώσης και πρακτικών εξουσίας σε δεδομένες ιστορικές εποχές, για τις οποίες μάλιστα θεωρεί ότι διακρίνονται αποφασιστικά μεταξύ τους από την ασυνεχή-απότομη διαδοχή τους και από τη διαφορετική σχέση κανονικότητας των γνώσεων και των παραγόμενων συναφών λόγων της μιας εποχής από την άλλη. Επίσης, ο Foucault απομακρύνεται από την υπαρξιστική και τη φαινομενολογική προσέγγιση, αφού αδιαφορεί πλήρως για την αναζήτηση της έσχατης αρχής κάθε πραγματικότητας ή της ουσίας των πραγμάτων, καθώς και για την τελεολογική σκοπιά ενός προβλήματος (Κουράκης, 1989:416).

22

Gendering Transformations

Θα μπορούσαμε, λοιπόν, συνοπτικά να τονίσουμε ότι ο Foucault αντιμάχεται τη σφαιρική, καθολική και υπερχρονική θεώρηση των πραγμάτων, την έσχατη αρχή ή αιτία τους, την αποδοχή αυτονόητων και σταθερών μορφών ή ερμηνειών τους, τη διατύπωση προγραμματικών-τελεολογικών κατευθύνσεων για τη βελτίωση των πραγμάτων. Σκέφτεται όχι με όρους «επιστήμης» και «ιδεολογίας», αλλά με όρους «αλήθειας» και «εξουσίας». Η «αλήθεια» γι’ αυτόν πρέπει να εννοηθεί σαν ένα σύνολο τακτοποιημένων τρόπων ενέργειας για την παραγωγή, ρύθμιση, διανομή, κυκλοφορία και λειτουργία των αποφάνσεων. Η «αλήθεια» συνδέεται με μια κυκλική σχέση συστημάτων εξουσίας, τα οποία σε ένα πρώτο επίπεδο παράγουν και υποστηρίζουν την εν λόγω «αλήθεια», που με τη σειρά της, σε ένα δεύτερο επίπεδο, συνδέεται και με τα αποτελέσματα εξουσίας, τα οποία παράγει και επεκτείνει η ίδια. Αναφερόμαστε ουσιαστικά σε ένα «καθεστώς αλήθειας» που δεν είναι απλώς ιδεολογικό ή υπερδομικό (Foucault, 1987β:36-37)7. Τίποτα δεν εξοργίζει περισσότερο το Foucault από τις έρευνες που είναι εξ ορισμού μεταφυσικές: σχετικά με τις βάσεις της εξουσίας σε μια κοινωνία ή σχετικά με την αυτοθέσμιση μιας κοινωνίας. Υπάρχουν, σύμφωνα με αυτόν, αμοιβαίες σχέσεις και αιώνια κενά μεταξύ των προθέσεων στη σχέση της μιας πρόθεσης με την άλλη (ό.π., 59). Αντιτίθεται, επομένως, ο ίδιος σθεναρά σε ότι καθορίζει την εσωτερική τελεολογία του χρόνου και το σημείο εκείνο προς το οποίο κινείται η ιστορία της ανθρωπότητας, ασκώντας ταυτόχρονα έντονη κριτική στα κείμενα του Κant και στο Διαφωτισμό. Δεν είναι μάλιστα τυχαίο το γεγονός ότι εκθειάζει τη «μοντερνική» στάση του Μπωντλέρ, η οποία –προκαλώντας αίσθηση κατά το 19ο αιώνα– συνίσταται στην επανασύλληψη ενός αιώνιου πράγματος, που όμως δεν κινείται πέρα από την παρούσα στιγμή, ούτε πίσω από αυτήν, αλλά μόνο εντός της. Ειδικότερα, η μπωντλερική μοντερνικότητα χαρακτηρίζεται ως συνείδηση της ασυνέχειας του χρόνου: μια ρήξη με την παράδοση, μια αίσθηση νεωτερικότητας, ένας «ίλιγγος» μπροστά στην παρεχόμενη στιγμή. Πρόκειται, ουσιαστικά, για εκείνη τη στάση που μας καθιστά ικανούς να συλλαμβάνουμε την «ηρωική» πλευρά της στιγμής. Στη στάση μάλιστα αυτή –που υιοθετεί με σθένος ο Foucault– ενυπάρχει μια δύναμη μεταμόρφωσης, η οποία δεν επιφέρει μια ακύρωση της πραγματικότητας, αλλά ένα δύσκολο ενδοσυσχετισμό ανάμεσα στην αλήθεια αυτού που είναι πραγματικό και στην άσκηση της ελευθερίας (Foucault, 1988:16-18)8. Μια στάση, τελικά, που δεν αφήνει αδιάφορη και τη μεταμοντέρνα φεμινιστική προσέγγιση. Ο M. Foucault και η μεταμοντέρνα φεμινιστική προσέγγιση Αξίζει, αρχικά, να επισημάνουμε ότι ο Foucault –αφού, φυσικά, συνυπολογίσουμε και τις προαναφερθείσες επιρροές που δέχτηκε– προβαίνει στην υιοθέτηση μιας κριτικής, η οποία δεν ασκείται πλέον για την έρευνα τυπικών δομών με καθολική αξία, αλλά περισσότερο για την ιστορική διερεύνηση των γεγονότων, τη στιγμή μάλιστα που αυτά, όπως υποστηρίζει, οδηγούν τους ανθρώπους στο να θεσμοθετούν τον εαυτό τους και να τον αναγνωρίζουν ως υποκείμενο εκείνου που πράττουν, σκέφτονται και λένε. Προχωρώντας, λοιπόν, σε μια πληρέστερη και βαθύτερη διακρίβωση των θέσεών του θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι τα ενδιαφέροντα του Foucault, σε πρώτη φάση, στρέφονται στη γνώση και πιο συγκεκριμένα στους

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

23

κανόνες που διέπουν την κανονικότητα των γνώσεων – ειδικότερα, στις εποχές της Γαλλικής Ιστορίας που διέκρινε. Στο βιβλίο του Αρχαιολογία της γνώσης (Foucault, 1987α), περιγράφει μια μέθοδο που χρησιμοποίησε, τη λεγόμενη «αρχαιολογία», η οποία στηρίζεται στην «ανάλυση του λόγου» (discourses) και των «στοιχείων του λόγου» (αντικείμενα, τρόποι απόφανσης, έννοιες και θεματικές επιλογές). Από τις αρχές όμως της δεκαετίας του 1970, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι τα ενδιαφέροντά του, σε δεύτερη φάση, μετατίθενται από τη γνώση στην εξουσία και – προχωρώντας πέρα από την «αρχαιολογία της γνώσης»– υιοθετεί μία νέα μέθοδο, τη λεγόμενη «γενεαλογία» των σχέσεων εξουσίας και γνώσης. Η «γενεαλογία»9 (Tamboukou, 2003:10-11), συγκεκριμένα, ως μέθοδος ανάλυσης επιδιώκει στο λαβύρινθο των διεσπαρμένων γεγονότων να εξιχνιάσει τις ασυνέχειες και επαναλήψεις – σε αντίθεση, βέβαια, με την παραδοσιακή ιστοριογραφία που διακρίνει συνεχή ανάπτυξη, πρόοδο και σοβαρότητα. Ο Foucault τη βλέπει ως μια «συμβαντοποίηση» (eventalization), μια μέθοδο που μπορεί να αποδώσει διαφορετικές διαστάσεις στους τρόπους που οι παραδοσιακοί ιστορικοί έχουν διαπραγματευτεί την έννοια του γεγονότος. Αντί να εμβαθύνουμε και να αναζητήσουμε τις απαρχές και τα κρυμμένα νοήματα, η ανάλυση κινείται στην επιφάνεια, δομώντας ένα πολύγωνο από ποικίλες μικρότερες διαδικασίες που περικλείουν την ανάδυση του γεγονότος. Η «γενεαλογία», λοιπόν, των σχέσεων εξουσίας-γνώσης στοχεύει στο να εμβαθύνει «εκ των έσω» ορισμένες εσφαλμένες κοινωνικές πρακτικές, αλλά και ορισμένες γνώσεις και συστήματα υποταγής που εξακολουθούν να υπάρχουν και να έχουν κάποια σημασία για μας. Ειδικότερα, ο αναλυτής αυτής της μεθόδου απομονώνει το πρόβλημα, κατόπιν εξιχνιάζει τις τρέχουσες πρακτικές που θα μπορούσαν να συνδέονται με αυτό και τέλος προσπαθεί να διατυπώσει το δίκτυο των σχέσεων ανάμεσα στις πρακτικές και σε αυτό. Τοποθετεί, ουσιαστικά, το πρόβλημα σε ένα σύστημα σχέσεων, «apparatus» (dispositif). Όρος που, σύμφωνα με το Foucault, σηματοδοτεί ένα ετερογενές σύνολο που αποτελείται από λόγους, θεσμούς, αρχιτεκτονικά σχήματα, κανονιστικές αποφάσεις, νόμους, διοικητικά μέτρα, επιστημονικές θέσεις, φιλοσοφικές, ηθικές και φιλανθρωπικές προτάσεις – τόσο, δηλαδή, το λεχθέν όσο και το ανείπωτο, αν επιχειρούσαμε να χαρακτηρίσουμε με συντομία το συγκεκριμένο σύνολο (Foucault, 1980:194)10. Σε άλλο σημείο, μάλιστα, ο Foucault τονίζει επιπλέον για το «apparatus» ότι αποτελείται από στρατηγικές σχέσεων των δυνάμεων, οι οποίες σε τελευταία ανάλυση υποστηρίζουν (και υποστηρίζονται από) τύπους γνώσεων (ό.π., 196-197). Εκείνο, όμως, που οφείλουμε να τονίσουμε είναι ότι η φουκωϊκή μέθοδος άσκησε σε σημαντικό βαθμό χρηστική επιρροή στο φεμινισμό. Ειδικότερα αυτό διαφαίνεται από το γεγονός ότι σήμερα η μεταμοντέρνα φεμινιστική προσέγγιση απορρίπτει την παραδοσιακή επαναστατική θεωρία σχετικά με τις απριορικές καθολικές αρχές, που αιτιολογούν το μοντέλο της εξουσίας – ένα μοντέλο εξουσίας, βέβαια, που «υποστυλώνει» τόσο τις φιλελεύθερες θεωρίες για την κυριαρχία (όπου η θεσμοθετημένη εξουσία κωδικοποιείται στο νόμο και συνοδεύεται με μια θεωρία των δικαιωμάτων), όσο και τις μαρξιστικές θεωρίες, οι οποίες τοποθετούν την εξουσία στην οικονομία και το κράτος, ως ένα όπλο της μεγαλοαστικής τάξης. Αυτό ακριβώς που προσφέρει ο Foucault στο φεμινισμό δεν είναι μια ανθρωπιστική θεωρία, με την εκδοχή που παρουσιάστηκε στη δυτική σκέψη κι επηρέασε τη φεμινιστική προσέγγιση των κοινωνικών ερευνών (Ramazanoglu και Holland,

24

Gendering Transformations

2002:172)11, αλλά μια δέσμη συστάσεων σχετικά με το πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τις θεωρίες μας, πέρα από δογματισμούς και κυρίως πέρα από κατηγοριοποιήσεις, στις οποίες μπορούν να οδηγήσουν οι εκάστοτε δογματισμοί. Η φουκωϊκή θεωρία και μέθοδος αντιτίθεται σε μια καθολική θεωρία καταπίεσης, χωρίς αυτό να σημαίνει, σύμφωνα με τη J. Sawicki, ότι η θεωρία αυτή χρειάζεται να χαθεί σε έναν τύπο πλουραλισμού στον οποίο μπορεί να εισχωρήσει οτιδήποτε. Στη βάση, λοιπόν, των συγκεκριμένων θεωρητικών αναλύσεων, η Sawicki υποστηρίζει ότι κάποιος μπορεί να προβεί σε γενικεύσεις, να αναγνωρίσει πρότυπα στις σχέσεις της εξουσίας και κατά συνέπεια να αναγνωρίσει τη σχετική αποτελεσματικότητα ή αναποτελεσματικότητα, την ασφάλεια ή τον κίνδυνο των συγκεκριμένων πρακτικών (Sawicki, 1994:228-229). Εκτιμώντας, επομένως, τη χρησιμότητα της φουκωϊκής μεθόδου για το φεμινισμό δεν μπορούμε, πρωτίστως, να μη λάβουμε υπόψη το θεμελιώδη στόχο της φεμινιστικής θεωρίας σήμερα, που δεν είναι άλλος από την ανάλυση των σχέσεων των φύλων: πώς, δηλαδή, οι σχέσεις των φύλων συγκροτούνται και επηρεάζονται, από τη μια πλευρά, και πώς εμείς οι ίδιοι σκεφτόμαστε ή δε σκεφτόμαστε (το ίδιο σημαντικό) γι’ αυτές, από την άλλη. Το πώς όμως σκεφτόμαστε εξαρτάται από το πώς κατανοούμε και αναδομούμε τον εαυτό, το φύλο, τη γνώση, τις κοινωνικές σχέσεις και τον πολιτισμό, χωρίς να καταφεύγουμε στον ευθύγραμμο, ιεραρχικό, ολιστικό ή διπολικό τρόπο σκέψης και ύπαρξης (Flax, 1990:39-41). Αναφερόμαστε ουσιαστικά στη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία (ή μεταθεωρία), η οποία ασχολείται αποκλειστικά με την ανάλυση των κοινωνικών σχέσεων, αλλά συνδέεται ταυτόχρονα στενά με τη λεγόμενη μεταμοντέρνα φιλοσοφία – βασικός εκφραστής της οποίας μεταξύ άλλων είναι και ο Foucault (τουλάχιστον στη μεταβατική αρχή αυτής της φιλοσοφικής κίνησης)12. Η μεταμοντέρνα λοιπόν φιλοσοφία, της οποίας φυσικός σύμμαχος είναι ο σύγχρονος φεμινισμός (στη βάση των όσων προαναφέραμε), αποβάλλει μέσω μιας ριζοσπαστικής αμφισβήτησης την πίστη στην αλήθεια, τη γνώση, την εξουσία, τον εαυτό και τη γλώσσα. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, αυτή η πίστη εκλαμβάνεται από τη μεταμοντέρνα προσέγγιση ως δεδομένη για τις μοντερνικές θεωρίες και θεωρείται ότι λειτουργεί ως θεσμοποιημένη προϋπάρχουσα οντότητα στο σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Ο μεταμοντέρνος λόγος θεωρεί, άλλωστε, τις μοντερνικές θεωρίες ως θεωρίες που επιφέρουν στους άλλους τη σιωπή, μέσα σε ένα είδος «θεωρητικού ιμπεριαλισμού» (Marshall, 1994:24). Όταν, βέβαια, αναφερόμαστε στις θεωρίες της μοντερνικότητας, εννοούμε αρχικά το φιλελευθερισμό, ο οποίος βασίστηκε στο δόγμα της ατομικής ελευθερίας, και κατόπιν την κλασική κοινωνιολογική θεωρία (Comte, Marx, Durkheim, Weber, Simmel), η οποία επικεντρώθηκε στη σχέση ατόμου και κοινωνίας και στην αυξανόμενη κοινωνική διαίρεση της εργασίας. Εκείνο, όμως, που οφείλουμε να τονίσουμε είναι η έντονη κριτική που ασκήθηκε από το μεταμοντέρνο φεμινιστικό λόγο στις παραπάνω θεωρίες – συμπαρατασσόμενος, φυσικά, αυτός ο λόγος με τις θεωρητικές επισημάνσεις γενικότερα του Foucault. Τόσο στο φιλελευθερισμό όσο και στην κλασική κοινωνιολογική θεωρία η σχέση ανάμεσα στο δημόσιο και ιδιωτικό είναι βασική για τη θεωρητικοποίηση της σχέσης ατόμου-κοινωνίας. Συγκεκριμένα, οι αλλαγές που συνδέονται με αυτές τις θεωρίες –όπως ο διαχωρισμός της οικογένειας από ευρύτερες συγγενικές ομάδες και κυρίως από την οικονομία (ένας διαχωρισμός που

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

25

συνεπάγεται το ριζοσπαστικό μετασχηματισμό και των δύο), αλλά και η ανάδυση του μοντέρνου κράτους– είναι διαδικασίες που σχετίζονται άμεσα με το φύλο. Παράλληλα, εκείνο που έγινε θεωρητικά κατανοητό στην κλασική παράδοση (και οφείλουμε να αναφέρουμε) είναι ότι η εν λόγω κοινωνική διαφοροποίηση, τόσο κεντρική στην κοινωνιολογική σημασία της μοντερνικότητας, βασίστηκε αποκλειστικά στην αρσενική εμπειρία (ό.π., 8-11)13 – και μάλιστα ενός συγκεκριμένου πολιτισμού, τάξης και φυλής. Αυτό, βέβαια, ξεκινά από την ορθολογιστική θέση, που έχει τις ρίζες της στο Διαφωτισμό και στην οποία αντιτίθεται η μεταμοντέρνα φεμινιστική προσέγγιση και η φουκωϊκή μέθοδος. Σύμφωνα λοιπόν με αυτή τη θέση, η ανθρώπινη ικανότητα για ορθολογικότητα είναι εκείνο που μας διαφοροποιεί από τη φύση. Εφόσον όλοι οι άνθρωποι έχουν αυτήν την ικανότητα, επιδέχονται κοινό σεβασμό. Το θέμα όμως είναι ότι οι γυναίκες (άδικα) αποκλείονται από αυτό το σεβασμό ως ανθρώπινα όντα, εφόσον στη βάση ενός δόλιου ισχυρισμού θεωρούνται λιγότερο ορθολογικά όντα και περισσότερο κοντά στη φύση απ’ ό,τι οι άνδρες (Di Stephano, 1990:67). Ειδικότερα, οι δύο βασικές φεμινιστικές μοντερνικές προσεγγίσεις, η μαρξιστική και η ριζοσπαστική, στις οποίες αντιτίθεται ο Foucault, αντιλαμβάνονται την ιστορική πορεία ως μια διαλεκτική πάλη για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Επιστρέφουν στην ιστορία για να εντοπίσουν τις απαρχές της καταπίεσης και να αναγνωρίσουν ένα επαναστατικό υποκείμενο. Ο Foucault δε χρησιμοποιεί την ιστορία ως μέσο για να εντοπίσει μόνο ένα επαναστατικό υποκείμενο ούτε για να εντοπίσει την εξουσία σε μια μόνο υλική βάση. Ωστόσο, η ιστορική έρευνα είναι βασικό συστατικό στοιχείο της θεωρίας και η πάλη μία έννοια-κλειδί για να κατανοούμε την αλλαγή (Sawicki, 1994:218-219). Εκείνο, επίσης, που οφείλουμε να αναφέρουμε είναι ότι για τα παραπάνω κοινωνιολογικά ρεύματα, όπως βέβαια και για το φιλελεύθερο φεμινισμό, δεν ασκήθηκε κριτική στο πλαίσιο μόνο της μεταμοντέρνας προσέγγισης, αλλά αλληλοεκτοξεύτηκαν κριτικές και από τα ίδια τα ρεύματα και πολλές φορές «εκ των ένδον» (λ.χ. σχετικά με το φονξιοναλισμό των απόψεων και το πνεύμα του κοινωνικού ντετερμινισμού, που χαρακτηρίζει τη μαρξιστική φεμινιστική προσέγγιση) (Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, 1999:33-36). Το θέμα πάντως είναι ότι, ανεξάρτητα από τη διαφορετική οπτική του κάθε φεμινιστικού ρεύματος, όλες τελικά αυτές οι κοινωνιολογικές προσεγγίσεις ασχολήθηκαν με τις έννοιες της ελευθερίας και της εξουσίας, τις μορφές κυριαρχίας των γυναικών και, προπάντων η φιλελεύθερη και ριζοσπαστική οπτική, επικεντρώθηκαν στην έννοια-κλειδί της σεξουαλικότητας. Διαφάνηκε, μάλιστα, από την προβληματική των τελευταίων κοινωνιολογικών προσεγγίσεων (έστω τη διαφορετική)14, ότι η κατανόηση της αλήθειας για τη σεξουαλικότητα είναι βασική προϋπόθεση για την ανθρώπινη απελευθέρωση. Το πρόβλημα, όμως, που μπορεί να εντοπιστεί είναι ότι και οι δύο αυτές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν ολιστικές θεωρίες σεξουαλικότητας, με συνέπεια να οροθετούν γενικευμένα την ανδρική και γυναικεία σεξουαλικότητα και να αποτυγχάνουν να την εκτιμήσουν ως ένα ιστορικά και πολιτισμικά ειδικό κατασκεύασμα (σύμφωνα πάντα με τη μεταμοντέρνα κριτική). Υπάρχει, με άλλα λόγια, ο κίνδυνος στην προσπάθειά μας να προσανατολιστούμε γενικότερα στην ανθρώπινη απελευθέρωση να παρακάμψουμε τελικά το φεμινισμό μέσω της ολιστικότητας της θεωρίας (Rich, 1979:134).

26

Gendering Transformations

Από την άλλη πλευρά, ο Foucault (αντιτιθέμενος, όπως τονίσαμε, σε ολιστικές προσεγγίσεις) υποστηρίζει ότι δεν υπάρχει μια πρώτη και θεμελιώδης αρχή εξουσίας που να κυριαρχεί μέχρι και το πιο μικρό στοιχείο της κοινωνίας. Η δυνατότητα δράσης πάνω στη δράση των άλλων, οι πολλαπλές μορφές ατομικής ανομοιότητας, οι αντικειμενικοί σκοποί αυτών των δράσεων, οι «εργαλειοποιήσεις» που εφαρμόζονται πάνω σε μας και στους άλλους, η κατά τομείς θεσμοποίηση (ή ακόμη και η σφαιρική), η οργάνωση (που μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο μελετημένη) ορίζουν διαφορετικές μορφές εξουσίας (Foucault, 1991:97). Για το Foucault, η εναντίωση σε μια εξουσία, λ.χ. στην εξουσία των ανδρών πάνω στις γυναίκες, δεν έχει το χαρακτήρα κατεύθυνσης σε κάποιο θεσμό εξουσίας, σε μια ομάδα, τάξη ή ελίτ, αλλά σε μια ιδιαίτερη τεχνική, σε μια μορφή εξουσίας. Αυτή η μορφή εξουσίας, λοιπόν, ασκείται στην άμεση καθημερινή ζωή, που ταξινομεί τα άτομα σε κατηγορίες, τα κατανομάζει μέσω της ίδιας τους της ατομικότητας, τα προσκολλά στην ταυτότητά τους, τους επιβάλλει ένα νόμο αλήθειας και τελικά τα μετασχηματίζει σε υποκείμενα εξουσίας. Η έννοια του υποκειμένου στο Foucault παίρνει τη σημασία της προσκόλλησης του ατόμου στην ίδια του την ταυτότητα μέσω της συνείδησης ή της αυτογνωσίας και ο αγώνας του, κατά συνέπεια, έχει το χαρακτήρα πολέμου σε καθετί που δένει το άτομο με τον εαυτό του και εξασφαλίζει, με αυτόν τον τρόπο, την υποταγή του στους άλλους. Ένας αγώνας, δηλαδή, ενάντια στις διαφορετικές μορφές υποκειμενικότητας και υποταγής (ό.π., 81)15. Επομένως, ο Foucault αποφεύγει το δίλημμα του φεμινισμού να αποφασίζει τι μπορεί αληθινά ή εσφαλμένα να ειπωθεί για το φύλο. Ειδικότερα, ρωτά γιατί υπάρχουν διαφορετικές αξιώσεις σχετικά με το τι είναι αληθινό και ως παράδειγμα αναφέρει τους διαφορετικούς «λόγους» της σεξουαλικότητας. Κατά συνέπεια, η φεμινιστική γνώση μπορεί να ιδωθεί ως ένας λόγος (ένας τρόπος προσδιορισμού του τι μετρά ως γνώση). Από την άλλη πάλι πλευρά, αν ισχυριστούμε ότι οι επιστημονικοί λόγοι λειτουργούν ως μια δέσμη κανόνων που προσδιορίζουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή τι είναι αληθινό ή όχι, η προσέγγιση του Foucault είναι εντελώς διαφορετική: δεν εξετάζει τι είναι αληθινό, αλλά πώς κάθε λόγος λειτουργεί, ποια είναι η ιστορία και τα αποτελέσματά του και ποιες είναι οι συνδέσεις του με διαφορετικούς λόγους. Ισχυρίζεται ότι η πραγματικότητα του να λέει κάποιος «φυσιολογική σεξουαλικότητα» δεν μπορεί να αποκαλυφτεί, συνδέοντας για παράδειγμα θεωρίες, εμπειρίες και πραγματικότητες σεξουαλικότητας. Για το Foucault, οι διάφοροι τύποι σεξουαλικότητας είναι πραγματικοί μόνο στην περίπτωση που συγκροτούνται σε λόγους. Αυτοί οι λόγοι προσδιορίζουν τι είναι σεξουαλικότητα διαμέσου των εξουσιαστικών καναλιών (λ.χ. τυπική εκπαίδευση, νόμοι, ιατρική, ψυχιατρική) και ανάλογα με τις συνοδευόμενες πρακτικές τους προσδιορίζουν, πιο συγκεκριμένα, τη «φυσιολογική» ή παρεκκλίνουσα σεξουαλικότητα. Με άλλα λόγια, ο Foucault θεωρεί αυτούς τους τύπους σεξουαλικότητας (είτε στη «φυσιολογική» είτε στην «παρεκκλίνουσα» εκδοχή τους) αντικείμενα του λόγου, όπως, για παράδειγμα, όταν χρησιμοποιούμε εκφράσεις του τύπου «ο καλός σύζυγος», «η ψυχρή γυναίκα», «ο φυσιολογικός άνδρας», «ο διαστροφικός», κ.τ.λ. Με αυτόν τον τρόπο ο Foucault απορρίπτει οτιδήποτε εκλαμβάνεται ως δεδομένο στους υπάρχοντες τρόπους σκέψης, με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να καθίστανται πιο ελεύθεροι να αναγνωρίζουν τον τρόπο

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

27

που η εξουσιαστική γνώση συγκροτείται κοινωνικά και συνεπώς να μπορούν να αντισταθούν (Ramazanoglu και Holland, 2002:86-88). Αξίζει να αναφέρουμε ότι το βασικό σημείο στα λεγόμενα του Foucault είναι πως, όταν ασκηθεί κριτική σε ένα λόγο, κάποιος έχει τη δυνατότητα να αντιταχθεί σε αυτόν και τελικά να τον αλλάξει. Οι φεμινιστές/-στριες εξέλαβαν ως αρκετά σημαντικό κυρίως αυτό το σημείο προσέγγισης, στην προσπάθειά τους να διερευνήσουν τον τρόπο σύμφωνα με τον οποίο συγκεκριμένες εκδοχές της «ετεροσεξουαλικότητας» καταλήγουν να κατασκευάζονται σε συγκεκριμένους τρόπους σκέψης (και να εκφράζονται τελικά με συγκεκριμένους λόγους). Αυτή η «λογική» της εξουσίας που τρυπώνει σε κάθε λόγο (προφορικό ή γραπτό) υποστηρίχτηκε και από το Rolland Barthes (από μια εντελώς διαφορετική οπτική, βέβαια, αφού αυτός αναφέρεται στη δουλεία των γλωσσικών σημείων). Αξίζει, όμως, να επισημάνουμε μία βασική θέση του, που αφορά στο λόγο της εξουσίας. Ειδικότερα, τόνισε ότι σήμερα με το λόγο παντού αρθρώνονται γνώμες «έγκυρες», που αποκτούν αυθαίρετα το κύρος να επιβάλλουν το λόγο της κάθε εξουσίας, το λόγο της αλαζονείας. Το κυριότερο όμως που υπογράμμισε –και έχει, φυσικά, χρηστική λειτουργικότητα στην παρούσα μελέτη μας– είναι ότι αυτή η «λογική» της εξουσίας γεννά το σφάλμα, ταυτόχρονα όμως γεννά και την ενοχή εκείνου που δέχεται το λόγο αυτό (Barthes, 1979:18-19)16. Όπως γίνεται αντιληπτό, το να αντιταχθεί κανείς σε αυτό το λόγο κι ενδεχομένως να τον αλλάξει γίνεται επιτακτική ανάγκη. Επανερχόμενοι στο Foucault, εκείνο που οφείλουμε να επισημάνουμε από τις θεωρητικές του τοποθετήσεις –και το οποίο προσλαμβάνεται από τη μεταμοντέρνα φεμινιστική θεωρία– είναι η σημασία που αποδίδει στην εξουσία. Πιο συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι η εξουσία δεν είναι κάτι που αποκτιέται, αλλά ενυπάρχει μέσα στην άσκησή της και ότι η ύπαρξή της δικαιολογείται, πιστοποιείται, με την αντίσταση προς αυτήν – όταν βέβαια η εξουσία συγκροτείται σε λόγο, όπως προαναφέραμε. Συνεπώς, σύμφωνα με το Foucault, δεν πρέπει να ιδωθούν τα άτομα ως υφιστάμενα έξωθεν την εξουσία (μέσα στο πλαίσιο, δηλαδή, της διπολικής αντίθεσης του εξουσιαστή-εξουσιαζόμενου), αλλά να ιδωθούν τα συγκεκριμένα σώματα και λόγοι που συντίθενται στα άτομα ως αποτέλεσμα της εξουσίας (Foucault, 1980:97-98). Επιπρόσθετα, ο Foucault δε διαχωρίζει τις σχέσεις εξουσίας από τις υπόλοιπες σχέσεις, αλλά θεωρεί ότι εμπεριέχονται σε αυτές. Ταυτόχρονα (κι ενδεχομένως αντιφατικά), υποστηρίζει ότι οι σχέσεις εξουσίας είναι και εμπρόθετες και υποκειμενικές, επισημαίνοντας παράλληλα ότι η εξουσία δεν πηγάζει (μονοσήμαντα) από ένα άτομο, ομάδα ή τάξη ενάντια στον άλλον ή τους άλλους. Επομένως, όποτε υπάρχει εξουσία, υπάρχει και αντίσταση (Foucault, 1978:95) και μόνο σε αυτό το πλαίσιο δικαιολογεί την ύπαρξή της η εξουσία, χωρίς να υπάρχει ένα απριορικό επιτελικό διευθυντήριο που καθορίζει την κατεύθυνσή της. Αν, μάλιστα, λάβουμε υπόψη ότι οι φεμινιστικές θεωρίες μελετούν τις σχέσεις φύλου κατανοούμε εύκολα ότι η μεταμοντέρνα, συγκεκριμένα, προσέγγιση «συγγενεύει» περισσότερο με τις προαναφερθείσες θέσεις του Foucault, τη στιγμή που οι σχέσεις των φύλων τίθενται σε ένα περίπλοκο πλέγμα σχέσεων εξουσίας, χωρίς ολιστικές προσεγγίσεις και απριορικές πηγές τροφοδότησης εξουσίας. Ειδικότερα, η μελέτη των σχέσεων φύλου συνεπάγεται, σύμφωνα με τη Jane Flax, δύο επίπεδα ανάλυσης. Σε πρώτο επίπεδο, το φύλο εκλαμβάνεται ως κατασκεύασμα σκέψης ή κατηγορία που μας βοηθά να βγάλουμε νόημα μέσα από

28

Gendering Transformations

τις κοινωνικές ομάδες και ιστορίες, ενώ σε δεύτερο ως κοινωνική σχέση που μας εισάγει και συνθέτει αντικειμενικά όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις και δραστηριότητες. Σύμφωνα, λοιπόν, με το πρώτο επίπεδο, το φύλο ως πρακτική κοινωνική σχέση ή κατηγορία μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο από μια στενή εξέταση των σημασιών του «άνδρα» και της «γυναίκας» και των συνεπειών που εκχωρούνται από το ένα φύλο στο άλλο, μέσα στο πλαίσιο συμπαγών κοινωνικών πρακτικών (Flax, 1990:45-46). Στην προκειμένη περίπτωση αναφερόμαστε στις μοντερνικές φεμινιστικές προσεγγίσεις και στη διατύπωση απριορικών υποθέσεων για τον προσδιορισμό αιτιών σχετικά με τις σχέσεις των φύλων, οι οποίες καθορίζονται κάθε φορά από την κουλτούρα, την ηλικία, την τάξη, τη φυλή, για τα δύο φύλα αντίστοιχα. Σύμφωνα με το δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, το φύλο ως αναλυτική κατηγορία και ως κοινωνική διαδικασία είναι προϊόν σχέσεων. Γι’ αυτό οι σχέσεις των φύλων είναι πολύπλοκες και μη σταθερές διαδικασίες (ή προσωρινές ολότητες, στη γλώσσα της διαλεκτικής), που συντίθενται με και διαμέσου αλληλοεξαρτώμενων μερών, ώστε τελικά κανένα τμήμα να μην έχει νόημα και ύπαρξη χωρίς τα υπόλοιπα (ό.π., 44)17. Αυτό το επίπεδο ανάλυσης, όπως εκφράζεται από τη μεταμοντέρνα φεμινιστική προσέγγιση, είναι άμεσα επηρεασμένο από τις θέσεις του Foucault, και ειδικότερα από εκείνη που αναφέρει ότι οι σχέσεις εξουσίας δεν μπορούν να νοηθούν ανεξάρτητα από τις υπόλοιπες σχέσεις, αλλά αντίθετα εμπεριέχονται στο πλέγμα αυτών. Επομένως, όταν αναφερόμαστε στη σύγχρονη φεμινιστική θεωρία (και πιο συγκεκριμένα στη μεταμοντέρνα εκδοχή της), επισημαίνουμε αρχικά το μη ολιστικό χαρακτήρα της, την αντικατάσταση των καθολικών ιδεών για τη γυναίκα και τη γυναικεία ταυτότητα με τις πλουραλιστικές και τις πολύπλοκα δομημένες έννοιες της κοινωνικής ταυτότητας, τη χρησιμοποίηση πολλαπλών κατηγοριών, την αποφυγή της μίας και μόνο λύσης για την αντιμετώπιση των διαφορετικών γυναικείων αναγκών και εμπειριών, τη θεώρηση των πιθανών ομοιοτήτων ανάμεσα στις γυναίκες, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι προσδίδεται καθολικός χαρακτήρας σε αυτές τις ομοιότητες, κ.ο.κ. (Fraser και Nicholson, 1990:34-35). Θέσεις, σε τελευταία ανάλυση, που ευθυγραμμίζονται με την αντίληψη του Foucault για τις σχέσεις γνώσης-εξουσίας και τη γενικότερη μεθοδολογική αποστροφή του προς τις καθολικές-νομοτελειακές ερμηνείες.

1

Βλέπε, επίσης, τη σχετική μελέτη του ιδίου στο περιοδικό Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, ειδική έκδοση 68 A, 1988:130-149. 2 Η φιλοσοφία του 20ου αιώνα δε στηρίζεται άμεσα στις μεγάλες φιλοσοφικές παραδόσεις, ώστε να θεωρείται ως συνέχεια ή εξέλιξή τους, αλλά εμφανίζεται ως πάλη ενάντια σε έναν τρόπο σκέψης και σε ένα εποχιακό κλίμα, που ήδη από το 19ο αιώνα έχει κατακλύσει τη ζωή και την επιστήμη, ενάντια στο νατουραλισμό ή την «επιστημονικής κοσμοθεωρίας». 3 Ο Habermas, μάλιστα, τον αποκαλεί χαρακτηριστικά ως τον αναρχικό κληρονόμο του Nietzsche. 4 Οι θέσεις, παραδείγματος χάριν, του Sartre: «…Την κάθε στιγμή ο άνθρωπος αισθάνεται ότι ήταν κάτι που δεν ήταν την προηγούμενη στιγμή, διότι κάθε στιγμή η ανθρώπινη ύπαρξη αναδημιουργεί τον εαυτό της … Η συνείδηση δε δεσμεύεται σε μία στατική κατάσταση, αλλά υπερπηδά κάθε δέσμευση και κινείται προς νέες δυνατότητες…» ή οι θέσεις του Heideger: «…ότι το φαινόμενο, σε πλήρη αντίθεση με τον Kant, είναι κάτι δεδομένο στη συνείδησή μας

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

29

(χωρίς να κρύβεται τίποτε άλλο) μέσω του οποίου αποκαλύπτεται το είναι…», αποτελούν το θεωρητικό υπόστρωμα για τη συγκρότηση της δικής του μεθόδου. 5 Αξίζει να σημειώσουμε ότι σχετικά με τη φαινομενολογία και τον υπαρξισμό (που είναι, μπορούμε να ισχυριστούμε, και μία αντίδραση εναντίον της υπερλογίκευσης της εποχής μας, από την εποχή κυρίως του Hegel) συνάπτονται: α) οι υπερνατουραλιστές (“surrealists”),όπως ο A. Breton, οι οποίοι παραβλέπουν και περιφρονούν τις λογικές κατασκευές και αλυσιδώσεις και αναζητούν την αλήθεια στο παράλογο, το όνειρο, και το νοσηρό ακόμη, β) ο μπερξονισμός και όλοι οι θιασώτες του ιρασιοναλισμού γενικά, οι οποίοι αναζητούν την εξήγηση των φαινομένων της ζωής στο παράλογο και το παράδοξο, εφόσον η λογική τείνει να υποδουλωθεί σ’ ένα μόνο ιδεώδες – με ποιο τρόπο δηλαδή η λογική θα εξασφαλίσει μεγαλύτερη κυριαρχία του ανθρώπου σε περιορισμένους τομείς της φύσεως. 6 Βλ. επίσης Levi-Strauss, C. (1972). Structural Anthropology. Penguin, σελ. 353. 7 Και συνεχίζει: «Δεν είναι θέμα ν' απελευθερώσουμε την αλήθεια από κάθε σύστημα εξουσίας, αλλά να αποσυνδέσουμε την εξουσία της αλήθειας από τις μορφές της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ηγεμονίας μέσα στις οποίες λειτουργεί την παρούσα στιγμή. Το πολιτικό ζήτημα δεν είναι η πλάνη, η ψευδαίσθηση, η αλλοτριωμένη συνείδηση ή η ιδεολογία. Είναι η ίδια η αλήθεια». 8 Αναφερόμαστε ουσιαστικά σ’ ένα μετασχηματιστικό παιχνίδι ελευθερίας με την πραγματικότητα μέσω της μοντερνικής στάσης: «Η υψηλή αξία του παρόντος είναι αξεδιάλυτα δεμένη με μια απονενοημένη προθυμία να το φανταστούμε, να το φανταστούμε διαφορετικά απ’ ό,τι είναι, και να το μεταμορφώσουμε όχι καταστρέφοντάς το αλλά συλλαμβάνοντας μέσα του αυτό που πραγματικά είναι». 9 Ο συγκεκριμένος όρος είναι δανεισμένος από το Nietzsche. Ο δανεισμός δεν είναι μόνο λεκτικός, αλλά επεκτείνεται και σε επίπεδο περιεχομένου αυτής της κριτικής μεθόδου του Nietzsche, η οποία σε αντίθεση με την πλατωνική μέθοδο (που συνίσταται στην αναγωγή της ποικιλίας των αισθητών στην ενότητα της ουσίας) ζητά να αποκαλύψει το οποιοδήποτε πρώτο θεμέλιο, δείχνοντας μια βαθιά αποστροφή για κάθε μορφή συστηματοποίησης. Βλ. Encyclopedie de la Pleiade, («Ιστορία της Φιλοσοφίας»), σελ. 88-89. 10 Αξίζει να σημειώσουμε ότι για πρώτη φορά ο όρος «apparatus» χρησιμοποιήθηκε στο Επιτήρηση και Τιμωρία (1989), αλλά ο Foucault τον επεξεργάστηκε περισσότερο στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1978). 11 Σύμφωνα με αυτήν την εκδοχή που επικράτησε, το ανθρώπινο υποκείμενο είναι ένα αυτόνομο άτομο, το οποίο εκλαμβάνει τον εαυτό του ως δική του αποκλειστικά υπόθεση, από τη στιγμή που είναι το ορθά σκεπτόμενο «εγώ» και μπορεί να ανακαλύψει την αλήθεια. Η ορθολογικότητά του είναι καθολικά έγκυρη σε μια καθολική ανθρωπιά. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος μπορεί να χρησιμοποιήσει τον ορθό λόγο για να ανακαλύψει βαθμιαία την αλήθεια στον κόσμο, έχει τη δυνατότητα να απελευθερωθεί. 12 Εκφραστές του μεταμοντερνισμού θεωρούνται ο Friedrich Nietzsche, o Jacques Derrida, o Jacques Lacan, o Richard Rorty, o Paul Feyeabend, o Ludwig Wittgenstein, η Julia Kristeva, o Francois Lyotard. 13 Στη φιλελεύθερη θεωρία, λ.χ., η ιδιωτικοποίηση της οικογένειας και η θεσμοποίηση της πατριαρχικής εξουσίας στην ιδιωτική σφαίρα πηγάζει από την οντολογική προτεραιότητα που δίνεται στο άτομο σε σχέση με την κοινωνία. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, η τοποθέτηση του ατόμου πριν και έξω από την κοινωνία επέτρεψε τον αποκλεισμό των γυναικών από αυτήν. 14 Ο ριζοσπαστικός λ.χ. φεμινισμός καταδικάζει κάθε σεξουαλική πρακτική που περιλαμβάνει την «ανδρική» ιδεολογία της σεξουαλικής αντικειμενοποίησης, η οποία βρίσκεται κάτω από την ανδρική σεξουαλική βία και τη θεσμοποίηση του ανδρικού και γυναικείου ρόλου σε μια πατριαρχική οικογένεια. Υποστηρίζει την αφαίρεση κάθε πατριαρχικού θεσμού στον οποίο η σεξουαλική αντικειμενοποίηση απαντά, όπως πορνογραφία, εξαναγκαστική ετεροσεξουαλικότητα, πορνεία κ.τ.λ. Από την άλλη πλευρά, ο φιλελεύθερος φεμινισμός επιτίθεται στη ριζοσπαστική προσέγγιση, με το αιτιολογικό ότι η τελευταία υποκύπτει στη

30

Gendering Transformations

σεξουαλική καταστολή. Η φιλελεύθερη οπτική υπογραμμίζει τους κινδύνους να ακυρώνουμε κάθε σεξουαλική πρακτική ανάμεσα στους ερωτικούς συντρόφους που συναινούν και συστήνει την υπέρβαση των κοινωνικά αποδεκτών σεξουαλικών νορμών ως μια στρατηγική απελευθέρωσης. 15 Η εναντίωση στο Foucault προς μια εξουσία δεν είναι ακριβώς υπέρ ή κατά του «ατόμου», αλλά στρέφεται σε ό,τι θα μπορούσε να ονομαστεί «διακυβέρνηση της εξατομίκευσης». 16 Οι εξουσιαστικές γνώμες, για το Roland Barthes, δεν έχουν να κάνουν μόνο με το κράτος, τις τάξεις, τις ομάδες, αλλά και με τις μόδες, τις πληροφορίες, τα θεάματα, τα σπορ, τις οικογενειακές και ιδιωτικές σχέσεις, ακόμη και με τις απελευθερωτικές εξάρσεις που προσπαθούν να αμφισβητήσουν την ίδια την εξουσία. Η εξουσία είναι πολλαπλή, τρυπώνει εκεί όπου δεν την αντιλαμβάνεται κανείς με την πρώτη, κυρίως στο λόγο. 17 Μέσω αυτής της προσέγγισης βυθιζόμαστε αμέσως σε ένα βάλτο πολύπλοκων και αντιμαχόμενων θεωρήσεων. Εγείρονται ταυτόχρονα ερωτήματα που προβληματίζουν όλους τους θεωρητικούς φεμινιστές, όπως τι είναι φύλο, πώς συνδέεται με τις ανατομικές σεξουαλικές διαφορές, πώς συνδέονται οι σχέσεις των δύο φύλων με άλλα είδη κοινωνικών σχέσεων, όπως τάξη ή φυλή, ποια σύνδεση υπάρχει ανάμεσα στις σχέσεις των δύο φύλων, τη σεξουαλικότητα και την ταυτότητα του ατόμου, ή ανάμεσα στην ετεροσεξουαλικότητα, την ομοφυλοφιλία και τις σχέσεις των φύλων, τι προκαλεί τις σχέσεις των φύλων να αλλάζουν υπερχρονικά, κ.ο.κ.

Βιβλιογραφία Barthes, R. (1979). Μυθολογίες-Μάθημα. Αθήνα: Ράππα. Bell, D. (1975). Power, Influence and Authority. New York: Oxford University Press. Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1999). Φεμινιστικές τάσεις στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης. Στο Εκπαίδευση και Φύλο, Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Di Stefano, C., (1990). Dilemmas of Difference: Feminism, Modernity and Postmodernism. Στο L. J. Nicholson (Επιμ.), Feminism/ Postmodernism. Routledge, Chapman and Hall. Encyclopedie De La Pleiade, (1982). Ιστορία της Φιλοσοφίας, 19ος–20ός αιώνας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Flax, J. (1990). Postmodernism and Gender Relations in Feminist Theory. Στο L. J. Nicholson (Επιμ.), Feminism/ Postmodernism. Routledge, Chapman and Hall. Foucault, M. (1978). The History of Sexuality. An Introduction. New York: Pantheon. ——— (1980). Power/ Knowledge (Selected Interviews and other Writings, edited by Colin Gordon). Prentice Hall. ——— (1987α). Αρχαιολογία της Γνώσης. Αθήνα: Εξάντας. ——— (1987β). Εξουσία, Γνώση και Ηθική. Αθήνα: Ύψιλον. ——— (1988). Τι είναι Διαφωτισμός. Αθήνα: Έρασμος. ——— (1989). Επιτήρηση και Τιμωρία. Αθήνα: Ράππα. ——— (1991). Η Μικροφυσική της Εξουσίας (συλλογή συνεντεύξεων, συζητήσεων και δοκιμίων του Foucault ). Αθήνα: Ύψιλον. Fraser, N. και Nicholson, L. (1990). Social Criticism without Philosophy: An Encounter between Feminism and Postmodernism. Στο L. J. Nicholson (Επιμ.), Feminism/ Postmodernism. Routledge, Chapman and Hall.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

31

Hawkes, T. (1977). Structuralism and Semiotics. London: Routledge. Jackson, S. (1995). Gender and heterosexuality: a materialistic feminist analysis. Στο M. Maynard και J. Parvis (Επιμ.), Sexual Politics. London: Taylor and Francis. Κουράκης, Ν. (1989). Το πρόβλημα της ποινικής καταστολής στο έργο του Μ. Φουκώ. Επίμετρο στο M. Foucault, Επιτήρηση και Τιμωρία. Αθήνα: Ράππα. Levi-Strauss, C. (1972). Structural Anthropology. Penguin Books. Marshall, B. (1994). Engendering Modernity (Feminism, Social Theory, and Social Change). Polity Press. Nicholson, L. (1990). Introduction. Στο L. J. Nicholson (Επιμ.), Feminism/ Postmodernism. Routledge, Chapman and Hall. Παπαλεξάνδρου, Θ. Κ. (1964). Συνοπτική Ιστορία της Φιλοσοφίας. Αθήνα: εκδ. του ιδίου. Ramazanoglu, C. και Holland, J. (2002). Feminist Methodology (Challenges and Choices). London: Sage Publications. Rich, A. (1979). Toward a Woman-centered University. Στο On Lies, Secrets and Silence: Selected Prose 1966-1978. New York: W. W. Norton. Sawicki, J. (1994). Foucault and Feminism: Toward a Politics of Difference. Στο M. L. Shantey και C. Pateman (Επιμ.), Feminist Interpretations and Political Theory. London: Polity Press. Shoemaker, N. (1970). Seven Aspects of the Humanities Movement. Στο S. Schwartz (Επιμ.), Teaching the Humanities (selected readings). London: The Macmillan Company. Tamboukou, M. (2003). Women, Education and the Self (A Foucauldian Perspective). London: Palgrave Macmillan. Windelband, W. (1991). Εγχειρίδιο Ιστορίας της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

ΈΜΦΥΛΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ

Μνήμες και Αφηγήσεις Παιχνιδιών Άννα Βιδάλη Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Το παιχνίδι με τις κούκλες αποτελεί αρχέτυπο του παιχνιδιού και η συμβολική του λειτουργία συνιστά έναν ισχυρό τρόπο κοινωνικοποίησης, ιδιαίτερα όσον αφορά στο φύλο. Στην εποχή μας, το παιχνίδι αυτό συνοδεύεται από πολλά εξαρτήματα, που συμπληρώνουν την εικόνα ενός σπιτικού αφθονίας και κατανάλωσης. Στην παρούσα εισήγηση θα αναφερθώ σ’ ένα ιδιαίτερο παιχνίδι με κούκλες, που αφορά τα αγόρια, όπως και τα κορίτσια· κούκλες που είναι, όμως, διαφορετικές για το κάθε φύλο και συνοδεύονται όχι μόνο από ποικίλα εξαρτήματα, αλλά και από αφηγήματα. Πρόκειται για τις κούκλες-μοντέλα και τις κούκλες δράσης, περισσότερο γνωστές με τα ονόματά τους: Barbie, Action Man, MacSteel, Power Rangers, κ.ά. Θα εστιάσω στην ανάλυση των επιπτώσεων του παιχνιδιού, από την οπτική γωνία του φύλου, ποια μπορεί να είναι η συμβολική διάσταση της κούκλας και ποιες διαφορές ενδέχεται να επιφέρει στο παιχνίδι και στην κοινωνικοποίηση των παιδιών. Τέλος, θα αναφερθώ σε μια πρώτη έρευνα που πραγματοποιήσαμε με μια ομάδα από φοιτήτριες του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας στο πλαίσιο του μαθήματος «Ιστορίες Ζωής και Γενεαλογικά Δένδρα». Με τη μέθοδο των Ιστοριών Ζωής, συλλέξαμε ιστορίες οι οποίες εστιάζουν στην παιδική ηλικία και το παιχνίδι με τις κούκλες από διαφορετικές ηλικιακές ομάδες. Στόχος μας ήτανε να εντοπίσουμε ομοιότητες και διαφορές ανάμεσα σε διαφορετικά είδη συμβολικού παιχνιδιού, τη σχέση που διατηρεί καθένα από αυτά με τη ζωή της κοινωνικής ομάδας και την εποχή, και τις επιπτώσεις στη διαμόρφωση του ψυχισμού των παιδιών. Μερικά από τα ερωτήματα τα οποία τέθηκαν, ήταν: Είναι το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης και τις κούκλες-μοντέλα απλώς μια σύγχρονη μορφή συμβολικού παιχνιδιού; Σε τι διαφέρει από προηγούμενες μορφές παιχνιδιών ως προς τη σχέση με τη ζωή της ομάδας των ενηλίκων και τη διαμόρφωση ενός ψυχο-κοινωνικού εαυτού στο παιδί; Τέλος, πώς επιδρά το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης και τις κούκλες-μοντέλα στο διαχωρισμό και την ιεραρχική κατάταξη των φύλων; Ο αποκλεισμός των παιδιών από την κοινωνία των μεγάλων δεν ίσχυε σε όλες τις εποχές και όλους τους πολιτισμούς (Aries, 1973). Στην εποχή μας και στις κοινωνίες του Δυτικού κόσμου, παρατηρείται η δημιουργία μιας ιδιαίτερης κουλτούρας των παιδιών. Χαρακτηριστικά, γύρω από την παιδική ηλικία έχει υφανθεί ένας ιστός από αγαθά και υπηρεσίες –ρούχα, παιχνίδια, βιβλία, έπιπλα, πάρκα ψυχαγωγίας, θεατρικές παραστάσεις, ταινίες, μουσική– που δεν κρύβουν πάντα τη σχέση τους με την αγορά των καταναλωτικών προϊόντων. Το περίεργο είναι ότι ο κόσμος αυτός των παιδιών αποτελεί απομίμηση του κόσμου των μεγάλων· ένας κόσμος σε μικρογραφία ενός άλλου. Ποια είναι, λοιπόν, η ανάγκη

36

Gendering Transformations

που έρχεται να καλύψει το παιχνίδι με τις κούκλες-μοντέλα και τις κούκλες δράσης στο παραπάνω πλαίσιο; Τα δύο είδη κούκλας συνδυάζουν ένα δίκτυο διάθεσης στην παγκόσμια αγορά, προωθώντας ταυτόχρονα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μιας πολύ συγκεκριμένης εθνικής κουλτούρας. Παίζοντας με τις κούκλες αυτές το παιδί έχει την ευκαιρία να μυηθεί σε ορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της Αμερικανικής κοινωνίας. Για παράδειγμα, παίζοντας με τις κούκλες-μοντέλα γνωρίζουμε τον τρόπο ζωής της Καλιφόρνιας και του κόσμου του θεάματος. Το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης, αντίστοιχα, ανοίγει την πρόσβαση στον κόσμο των σύγχρονων όπλων, της βίας και των ακραίων σπορ. Επιλέγονται, δηλαδή, ορισμένα από τα χαρακτηριστικά μίας κουλτούρας, τα οποία διαδίδονται παγκοσμίως ως άξια μίμησης. Μερικά από τα πιο επιτυχημένα βιομηχανικά συγκροτήματα ανήκουν στην παγκόσμια βιομηχανία του παιχνιδιού. Ανάμεσα τους ξεχωρίζει η εταιρία Mattel, δημιουργός της κούκλας Barbie. Όπως έχω αναφέρει και στο υπό έκδοση άρθρο μου «Αφηγηματικά Σενάρια για τη νομιμοποίηση της βίας: παιχνίδια για αγόρια στην εποχή της Παγκοσμιοποίησης», η Mattel στηρίζεται σε ένα διεθνή καταμερισμό εργασίας, κατά τον οποίο η δημιουργική εργασία που χρειάζεται φαντασία, όπως ο σχεδιασμός, οι δημόσιες σχέσεις και η έρευνα αγοράς, εδρεύει στις Η.Π.Α. Αντίθετα, οι εργασίες αναπαραγωγής γίνονται στο εξωτερικό. Χώρες, όπως η Κίνα, η Ινδοκίνα και η Μαλαισία, προτιμώνται εξ αιτίας των χαμηλών ημερομισθίων και της απουσίας συνδικαλιστικών οργανώσεων των εργαζομένων. Δεν υπάρχει, δηλαδή, κανένας έλεγχος για την τήρηση των δικαιωμάτων στην υγεία, τις διακοπές, τις άδειες και τις συνθήκες εργασίας. Στις Η.Π.Α., η εταιρία λειτουργεί με ένα σύστημα παραχωρήσεων (license system) από ονόματα και χορηγούς, όπως η MacDonald’s. Ταυτόχρονα, καταρτίζει ειδικές συμβάσεις με τα κέντρα λιανικής πώλησης, όπως το Toys ‘R Us ή το WalMart ή το Target, ενώ απασχολεί εκατοντάδες υπαλλήλους ως σχεδιαστές, προγραμματιστές κι ερευνητές της αγοράς. Το εύρος της διαφήμισης –που συνίσταται από διαφημίσεις σε περιοδικά και στην τηλεόραση, κουπόνια, και ταχυδρομικά κουπόνια– είναι τεράστιο. Τόσο η έρευνα της αγοράς όσο και η προσεκτική διαφήμιση συντελούν στην εμπορική επιτυχία της κούκλας, η οποία διανύει το 45ο έτος από την εμφάνιση της, το1959 (Rogers, 1999). Μια άλλη μεγάλη εταιρία, η Hasbro, είχε κατά την δεκαετία του 1980 καταφέρει να αγοράσει πολλά από τα παλαιότερα ονόματα της βιομηχανίας του παιχνιδιού. Το 1995 αποφάσισε να ξαναβγάλει στην αγορά τον G. I. Joe, η παραγωγή του οποίου είχε σταματήσει για αντιμιλιταριστικούς λόγους το 1978 (Cross, 1997). Όταν πρωτοβγήκε, το 1960, ο G. I. Joe ήταν μια κούκλα για μικρά αγόρια που ήθελαν να αναπαραστήσουν στο παιχνίδι τους πραγματικούς βατραχανθρώπους του Αμερικάνικου πεζικού. Το 1995 επανεμφανίζεται ως φανταστική φιγούρα μάχης, μέλος μια Κινητής Δύναμης Κρούσης. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες της ομάδας διέθεταν χαριτωμένα ονόματα, ενώ ο εχθρός –με το όνομα Κόμπρα– συμπεριλάμβανε μια αντίστοιχη ομάδα «κακών», με στολές, εξοπλισμό και περιβάλλοντα ομοίως φουτουριστικά. Έτσι, ο Joe από μοναχική κούκλα μετατρέπεται σε σήμα κατατεθέν μιας ομάδας από παιχνίδια, κούκλες δράσης, όπλα και οχήματα. Η Hasbro (Cross, 1997) επενδύει τέσσερα δισεκατομμύρια δολάρια στη διαφήμιση και το 1983 ο Joe αποκτά το δικό του πρόγραμμα στην τηλεόραση.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

37

Το 1988 η εταιρία ισχυρίζεται ότι τα δύο τρίτα των αγοριών μεταξύ 5 και 11 ετών στις Η.Π.Α. έχουν στην κατοχή τους αυτήν την κούκλα δράσης. Το θέμα της επιρροής που ασκεί η νέα παγκοσμιοποιημένη μορφή συμβολικού παιχνιδιού στην πολιτισμική ζωή των διαφόρων λαών έχει τεθεί και συζητήθηκε από ορισμένους θεωρητικούς της παιδαγωγικής. Για την Allison James (1993), η γνώση για το μέλλον και τους κοινωνικούς ρόλους των ενηλίκων αποκτιέται μέσα από νέες και νεωτεριστικές μορφές. Η κούκλα Barbie, για παράδειγμα, επιτρέπει στα παιδιά να πειραματιστούν με την ιδέα των αλλαγών στο σώμα, των αλλαγών στην ταυτότητα και των αλλαγών στο περιβάλλον – πάντα στο πλαίσιο μιας κοινωνίας της κατανάλωσης. Ο Brian Sutton-Smith (1988) υποστηρίζει ότι, παρά τη φαινομενική ηγεμονία των παιχνιδιών πάνω στα παιδιά, τα τελευταία είναι ακόμη σε θέση να ελέγχουν το παιχνίδι τους. Οι Stephen Kline και Peter Smith, όμως, προβληματίζονται περισσότερο. Τους ανησυχεί το γεγονός ότι, όταν συγκρίνει κανείς το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης με άλλες μορφές κοινωνικο-δραματικού παιχνιδιού και παιχνιδιού ρόλων, διαπιστώνει μια ριζική διαφορά. Οι κούκλες της παγκόσμιας αγοράς εισηγούνται μια μορφή «ορθοδοξίας» του παιχνιδιού. Αυτό συμβαίνει γιατί η συσκευασία της κούκλας, εκτός των λεπτομερών οδηγιών για τον πολύπλοκο χειρισμό των εξαρτημάτων, περιέχει και μια απλή αφήγηση, που προσδιορίζει σε μεγάλο βαθμό το παιχνίδι του παιδιού. Η επίδραση αυτή αυξάνεται, εάν υπολογίσει κανείς τα παιδικά περιοδικά, τις τηλεοπτικές διαφημίσεις, τα παιδικά προγράμματα, τα κινούμενα σχέδια, τις ταινίες και άλλα μέσα που περιέχουν αφηγήσεις με ήρωες τις συγκεκριμένες κούκλες. Αυτό, σε συνδυασμό με το δυνατό συμβολισμό των κουκλών, που ξεχωρίζουν για τις ιδέες, τις αξίες και το ειδικό λεξιλόγιο, μειώνει ουσιαστικά τις δυνατότητες των παιδιών να παρεμβαίνουν με το παιχνίδι τους στον πολιτισμό της εποχής και της ιδιαίτερης ομάδας τους αλλάζοντάς τον (Kline, 1992). Για παράδειγμα, στο κουτί συσκευασίας του παιχνιδιού αναγράφεται μεταξύ άλλων κι ένα σύντομο σενάριο, όπως αυτό που παρατίθεται εδώ: «Όταν ο Psycho κρύβει όπλα ατομικής ενέργειας στον πυθμένα του Ειρηνικού Ωκεανού, ο MaxSteel παλεύει ενάντια στο χρόνο για ν’ αποτρέψει το καταστροφικό παλιρροϊκό κύμα.» Η αφηγηματική διάσταση του παιχνιδιού συνοδεύεται από τα ομώνυμα παιδικά προγράμματα με κινούμενα σχέδια (κατά την περίοδο συγγραφής του άρθρου προβάλλονταν κάθε Σάββατο στις 9:30, στον τηλεοπτικό σταθμό Star) και τις διαφημίσεις, που δείχνουν συνήθως παιδιά να παίζουν με την κούκλα. Για την κούκλα Action MΑΝ κυκλοφορεί, επίσης, περιοδικό, με τίτλο: «Action Man – Το Περιοδικό της Περιπέτειας και της Δράσης». Το περιοδικό αυτό έχει τη μορφή κόμικς και περιέχει, εκτός από εικονογραφημένες αφηγήσεις, παιχνίδια που μιμούνται τα βίντεο-παιχνίδια κι ονομάζονται «Θέσεις Μάχης». Το παιχνίδι εισάγει, επίσης, ένα νέο γλωσσάριο για την περιγραφή των παραπάνω προϊόντων. Σύμφωνα με τον Cross (1997), το παιχνίδι που πρότειναν οι καινούριες κούκλες δράσης δεν είχε να κάνει με την ηθική ή με τη συγκεκριμένη πολιτική των Η.Π.Α., λ.χ. τον πόλεμο του Βιετνάμ, την απόβαση στην Γρενάδα ή την πολιτική που ακολούθησε ο Ρέιγκαν εξοπλίζοντας δικτάτορες ανά τον κόσμο. Ορισμένοι επικριτές των παιχνιδιών δράσης, ωστόσο, ισχυρίστηκαν ότι οι κούκλες αυτές συμβόλιζαν τις ίδιες τις Η.Π.Α., ως υψηλής τεχνολογίας αστυνόμους του κόσμου, ιδιαίτερα μάλιστα από τη στιγμή που οι «Κόμπρα» θυμίζουν στην εμφάνιση Άραβες. Οι ίδιες οι εταιρίες δήλωσαν ότι οι κούκλες δράσης σχεδιάστηκαν ως

38

Gendering Transformations

αναπαράσταση πρακτόρων κοσμικής αστυνόμευσης, που χρησιμοποιούν οπλισμό τύπου «Ο Πόλεμος των Άστρων» και συγκρούονται, ακολουθώντας την αρχαία παράδοση του καλού εναντίον του κακού. Για τον Cross (1997), όμως, δεν πρόκειται για ένα παιχνίδι που αναπαριστά είτε τον «καλό» πόλεμο που πολέμησαν οι Αμερικανοί ενάντια στον φασισμό, είτε τον «κακό» πόλεμο ενάντια στο Βιετνάμ, αλλά έναν φανταστικό κόσμο, στον οποίο η βία είναι συνεχής και σταθερή. Ένα παιχνίδι σύγκρουσης σ’ έναν κόσμο βίαιο, όπου οι σούπερ-ήρωες χρησιμοποιούν σούπερ-οπλισμό, για να αντιπαλέψουν τις δυνάμεις του χάους. Το παιχνίδι, λοιπόν, δε βοηθάει τα παιδιά να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στη διεθνή πολιτική. Σε ένα πλαίσιο εξωπραγματικό, το θέμα της βίας φαντάζει λιγότερο ανησυχητικό, εφόσον τα παιδιά δεν ενθαρρύνονται να χρησιμοποιούν τα σούπερ-όπλα τα ίδια, αλλά ο ρόλος τους είναι μάλλον αυτός του σκηνοθέτη ενός πολέμου, όπου οι ηθοποιοί υποκαθίστανται από τις κούκλες δράσης. Μήπως όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα; Επιπλέον, στα νέα παιχνίδια γίνεται απόλυτος διαχωρισμός ανάμεσα στα φύλα. Ο διαχωρισμός αυτός αποτελεί μέρος της «ορθοδοξίας» του παιχνιδιού. Αρκεί να κάνουμε ένα πείραμα, να προτείνουμε σε μια ομάδα κοριτσιών το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης ή σε μια ομάδα αγοριών το παιχνίδι με τις κούκλες-μοντέλα και να παρατηρήσουμε πόσο κατηγορηματικά αρνούνται οι μεν να παίξουν με το παιχνίδι των δε. Η βασική ιδέα των χαρακτήρων-σήμα κατατεθέν δεν άφησε όμως παραπονεμένα και τα κορίτσια. Η εταιρία Kenner αγόρασε τα δικαιώματα της κούκλας Strawberry Shortcake (Κοκκινομάλλα με πανάδες), η οποία εμφανίζεται σε τηλεοπτική σειρά μαζί με τις φίλες της, που έχουν χαριτωμένα, γλυκά ονόματα, όπως Crepe Suzette ή Almond Tea, ενώ το ζωάκι τους ονομάζεται Marza Panda. Άλλες πολύ επιτυχημένες σειρές για τα κορίτσια είναι η «My Little Pony» και η «Cabbage Patch Kids», η οποία ξεσήκωσε υστερία στα μικρά κοριτσάκια, και φυσικά η βασίλισσα όλων των εποχών, η Barbie. Ως αντιστάθμισμα στην επιτυχία της Mattel, η εταιρία Hasbro κατασκεύασε την κούκλα Jem, αστέρι της Ποπ και κεντρική τραγουδίστρια στο συγκρότημα Misfits. Η σειρά αυτή εκμεταλλεύεται καλύτερα την παράδοση των κουκλών δράσης από την αντίστοιχη της Barbie. Ο Rio είναι η μόνη αρσενική κούκλα κι εκτελεί χρέη μάνατζερ για την Jem, ενώ ταυτόχρονα βγαίνει με την Jerrica, αντίζηλο της πρώτης. Η ερώτηση που πρέπει να απαντήσουν τα κοριτσάκια είναι: «Θα καταλάβει ποτέ ο Rio ότι οι δύο κυρίες της ζωής του είναι το ίδιο πρόσωπο;» Η άσκηση αυτή στα τερτίπια των αισθηματικών σχέσεων θυμίζει σαπουνόπερα και θεωρείται ότι ανήκει στον κόσμο των κοριτσιών, όπως επίσης τα φορέματα, τα πάρτι, ο χορός και η ψυχαγωγία. Στην εποχή του φεμινισμού, το πρότυπο που παρουσιάζει το παιχνίδι με τις κούκλες-μοντέλα ξεφεύγει, βέβαια, από τον παραδοσιακό ρόλο της μητέρας και συζύγου, αλλά παραμένει πάντα αυστηρά διαχωρισμένο από το ανδρικό πρότυπο. Παρά το γεγονός ότι και στα δύο παιχνίδια το επίπεδο των συναισθημάτων είναι ιδιαίτερα επιφανειακό, εξακολουθεί να ισχύει το στερεότυπο που θέλει τα κορίτσια να χρεώνονται τις «σχέσεις» και τα αγόρια τις συγκρούσεις.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

39

Μνήμες και Αφηγήσεις γύρω από τα παιχνίδια Στο δεύτερο μέρος θα αναφερθώ στην προσπάθεια που έγινε στο πλαίσιο του μαθήματος «Ιστορίες Ζωής και Γενεαλογικά Δένδρα», να διερευνηθούν οι επιπτώσεις του παιχνιδιού με τις κούκλες-μοντέλα και τις κούκλες δράσης. Το μάθημα ασχολήθηκε κυρίως με τον τρόπο που διεξάγονται οι συνεντεύξεις. Αφενός συλλέξαμε τις μνήμες από τα δικά μας παιχνίδια κι αφετέρου οι φοιτήτριες πήραν συνέντευξη από τις μητέρες τους, εστιάζοντας πάντα στο παιχνίδι και την παιδική ηλικία. Η έρευνα στο νηπιαγωγείο έγινε ανεξάρτητα από το μάθημα. Οι περιπτώσεις που επέλεξα για να συζητήσω εδώ είναι χαρακτηριστικές αυτού που στη βιβλιογραφία ονομάζεται «τυπική περίπτωση» (Sharp και Green, 1975). Αποτελούν, δηλαδή, την καλύτερη απεικόνιση των στοιχείων που ενδιαφέρουν την έρευνα. Στη συνέχεια θα παραθέσω αποσπάσματα τεσσάρων από τις τριάντα συνεντεύξεις. Στην πρώτη συνέντευξη μιλάει η Ελπίδα, η οποία γεννήθηκε στο χωριό Α. το 1943, στην κόρη της Ελένη. Ήμασταν πολλά παιδιά. Τότε οι γονείς μας έκαναν πολλά παιδιά και παίζαμε πολλά παιχνίδια … Αγόρια-κορίτσια πάντα. Λίγο μικρότερα, λίγο μεγαλύτερα. Όχι πολύ μεγαλύτερα γιατί οι μεγάλοι μας χτυπούσαν δυνατά με το τόπι και πονούσαμε (παύση) … (τις κούκλες) μας έφτιαχνε η μαμά μας. Τις έφτιαχνε με κάλτσα. Τις γέμιζε, έφτιαχνε λαιμό, έβαζε καλάμια για πόδια, έραβε και φουστανάκια … Με τις κούκλες παίζαμε τις κουμπάρες, βαφτίζαμε τα μωρά μας, κάναμε αρραβώνες … Έρχονταν στην αυλή μας οι φιλενάδες μου. Είχαμε στην αυλή τα σπιτάκια μας … είχαμε και τις κούκλες, ήμασταν κουμπάρες, κάναμε βαφτίσια, βαφτίζαμε την κούκλα, κάναμε και το γλέντι. Μαζεύαμε στραγάλια και φτιάχναμε μπομπονιέρες … Αρραβωνιάζαμε τα παιδιά μας. Μεγάλωναν τα παιδιά μας και τα αρραβωνιάζαμε … Είχαμε ρουχάκια, μαξιλαράκια, παπλωματάκια και παίζαμε στην αυλή όταν ήμασταν λίγα παιδιά … Είχαμε, είχαμε και κουμπάρο, είχαμε και παπά, είχαμε τον παπά-Στρατή. Γι’ αυτό έγινε παπάς ο παπά-Στρατής στην ηλικία μου, από μικρό το’ χε τάξει η μάνα του να το κάνει παπά. Μαζί παίζαμε και τον κάναμε πάντα παπά. Μας στεφάνωνε, κάναμε Ανάσταση με εξαπτέρυγα, παίζαμε … Όπου χρειαζόταν αγόρι φωνάζαμε τον κατάλληλο … η εξαδέλφη μου η Μαρία πάντα έπαιζε τον μπαμπά. Η Μαρία ή η Παναγιώτα. Και αν θέλαμε παπά φωνάζαμε τον παπά-Στρατή. (Συνέντευξη με την Ελπίδα. Απρίλιος, 2002)

Οι μνήμες της Ελπίδας από τα παιχνίδια που έπαιζαν στο χωριό της πενήντα χρόνια πριν, φανερώνουν ότι αυτή επαναλαμβάνει μέσα από μια πρόβα τα κοινωνικά σχήματα της μικρής ομάδας στην οποία ανήκει. Παρατηρείται μια σχέση ανάμεσα στην τοπική κοινωνία, το παιχνίδι των παιδιών και την αναπαραγωγή ιδιαίτερων πολιτισμικών χαρακτηριστικών, όπως τα στερεότυπα του φύλου, οι θρησκευτικές παραδόσεις και οι ιεροτελεστίες που σημειώνουν τα περάσματα στον κύκλο της ζωής. Το μιμητικό παιχνίδι εδώ, δίνει τη δυνατότητα στο παιδί να προσπαθήσει να καταλάβει τη συμπεριφορά των μεγάλων και να δοκιμάσει συναισθήματα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν για τα παιδιά οι διαβατήριες τελετές. Εντύπωση προκαλεί η μικρή δυνατότητα αλλαγής, που παρείχε η κοινωνία όσον αφορά στην αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών, έτσι που οι ρόλοι του παιχνιδιού να επαληθεύονται στην ενήλικη ζωή των παιδιών, όπως στο παράδειγμα του μικρού Στρατή, που έκανε τον παπά και, όταν μεγάλωσε, έγινε πράγματι παπάς.

40

Gendering Transformations

Θα συνεχίσω με αποσπάσματα από την αφήγηση της Ελένης, κόρης της Ελπίδας, η οποία γεννήθηκε στην πόλη Κ., το 1978. Παρουσιάζει η ίδια τον εαυτό της και μαγνητοφωνεί την αφήγηση: … τα καλοκαίρια, μια μικρή παρέα τεσσάρων ως πέντε κοριτσιών οργανώναμε θεατρικές παραστάσεις με δικό μας σενάριο και τις οποίες ανεβάζαμε σε ένα εγκαταλελειμμένο σπίτι που διέθετε μεγάλη βεράντα, η οποία έκανε για σκηνή. Είχαμε μάλιστα και εισιτήριο, αν θυμάμαι καλά, 20 δρχ. για τους μεγάλους και 10 δρχ. για τα παιδιά. Δυστυχώς, όμως, μόνο πολύ μικρά παιδιά έρχονταν. Από τα μεγαλύτερα μόνο τα αγόρια, κι’ αυτό για να μας κοροϊδέψουν, και φυσικά χωρίς να πληρώσουν. Με δυο από τα κορίτσια είχαμε ακόμη αλληλογραφία. Βέβαια τα γράμματα δίνονταν χέρι με χέρι. Αυτό ήταν κάτι που το είχα προτείνει εγώ … Στα γράμματα αυτά γράφαμε τα μυστικά μας, τι νοιώθαμε η μία για την άλλη … στο φάκελο εκτός από το γράμμα βάζαμε κουίζ, αινίγματα, σταυρόλεξα που παίρναμε από περιοδικά, αφίσες μικρόδωράκια. Θυμάμαι ότι με ανυπομονησία περιμέναμε την ημέρα της ανταλλαγής γραμμάτων. Θυμάμαι, ακόμη, τα μαγαζάκια μας, που ανά δύο ανοίγαμε, και υπήρχε πολύ παρασκήνιο για το ποιος πουλάει τα ωραιότερα πράγματα. Γελάω όταν με θυμάμαι ολόκληρα μεσημέρια να ψάχνω μέσα στο σπίτι, στα συρτάρια της μαμάς, στο γραφείο της αδελφής μου, μικρο-πράγματα που θα μπορούσαν να πουληθούν. Πολύ μικρούλα θυμάμαι μηχανικές κούκλες-μωρά που με μπαταρίες μιλούσαν, έκλαιγαν, γελούσαν … Όταν μεγάλωσα λίγο, στο σπίτι παίζαμε με τις Barbie. Εγώ είχα Bibibo και Sindy. Μας άρεζε να τις ράβουμε φορέματα, να τις χτενίζουμε. Μέσα στο σπίτι, αλλά και έξω καμιά φορά, παίζαμε ‘γραφεία’. Η αδελφή μου εκείνο τον καιρό δούλευε σε ένα γραφείο εκτελωνιστών και μας έφερνε έντυπο υλικό, ‘διασαφήσεις’ αν θυμάμαι καλά, λέγοντας. Έτσι με την εξαδέλφη μου φτιάχναμε τα δικά μας γραφεία. Η μία ήταν εκτελωνίστρια και η μία γραμματέας. Αλλά με τα ίδια φύλα παίζαμε τους δικηγόρους, τις τραπεζικούς υπαλλήλους… (Αφήγηση της Ελένης. Απρίλης, 2002)

Η Ελένη, γεννημένη το 1978, μιμείται κι αυτή τις γυναίκες της οικογένειας της, και ιδιαίτερα τη μεγαλύτερη αδελφή της, που δούλευε στο τελωνείο. Το παιχνίδι της, όμως, στρεφόταν κυρίως γύρω από την εργασία και όχι τους αρραβώνες και τους γάμους. Ένα από τα παιχνίδια που έπαιζε με τις φίλες της λεγόταν «μαγαζιά» και είχε να κάνει με το εμπόριο των αγαθών και τα χρήματα, ενώ ένα άλλο με τη δουλειά στο γραφείο. Η μεγαλύτερη αδελφή της Ελένης εργαζόταν σε γραφείο εκτελωνιστών. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι γυναίκες μεταφέρουν στο σπίτι τις εμπειρίες τους από την αγορά εργασίας και δεν ασχολούνται μόνο με τους αρραβώνες και τα βαφτίσια. Όμως, το παιχνίδι της Ελένης, πέρα από το πραγματιστικό αυτό κομμάτι των ρόλων, παίρνει και μια διάσταση διπλά συμβολική. Τα κορίτσια παίζουν θέατρο, ανεβάζουν παραστάσεις με απλά σενάρια ή γράφουν γράμματα, χωρίς η ανάγκη για αλληλογραφία να προκύπτει από την εδαφική απόσταση μεταξύ τους, αφού τα ανταλλάσσουν χέρι με χέρι. Τόσο το θέατρο όσο και η γραφή, ως μέσα για την αναπαράσταση στο παιχνίδι, κάνουν τη συμβολική λειτουργία περισσότερο πολύπλοκη· έχουμε ήδη μπει στην εποχή της τηλεόρασης και του βίντεο. Θα συνεχίσω με αποσπάσματα από την αφήγηση της Ελευθερίας, η οποία ήταν 5 χρόνων όταν πραγματοποιήθηκε αυτή η συνέντευξη, σε νηπιαγωγείο της πόλης Θ. Η μαγνητοφώνηση της αφήγησης γίνεται από τη νηπιαγωγό κατά την διάρκεια του μαθήματος.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

41

[Στην ερώτηση: ποιο το αγαπημένο σου παιχνίδι;] – Είναι ένα πόνυ που έχει τατουάζ και η ουρά του και τα μαλλιά του είναι ροζ. Τα τατουάζ είναι ροζ πεταλουδίτσες, τα υπόλοιπα είναι πράσινα, άσπρα … επειδή είναι το αγαπημένο μου, κοιμάμαι μαζί του, αλλά δε μ’ αφήνει η μαμά, έπειτα το βάζω στην τηλεόραση. – Έχω πολλές κούκλες και όλες είναι Barbie. [Στην ερώτηση: έχουν ονόματα οι κούκλες σου; επαναλαμβάνει 12 φορές τη λέξη Barbie] – Barbie, Barbie, Barbie, Barbie … και Saly είναι μια μπαλαρίνα της αδελφής μου … Αγοράζω φουστάνια παπούτσια, μαντίλια, παντελόνια, μπουφάν … Πήραμε το Barbieσπίτι των ονείρων και το Barbie-αεροπλάνο … Τις βάζω να κάνουν μπάνιο στην μπανιέρα, μετά τις βάζω να ξαπλώσουν, να ακούν μουσική, να τρώνε τούρτα … και μετά πηγαίνω στο σαλόνι και παίζω άλλα παιχνίδια. (Η υπογράμμιση δική μου.) [Στην ερώτηση: μπορείς να μας πεις μια ιστορία;] – Η Barbie κολυμπάει στην πισίνα. Τη βάζω να κολυμπάει με ένα σωσίβιο και όταν θέλει να το βγάλει, το βγάζει. [Στην ερώτηση: τι τέλος έχει η ιστορία σου;] – Χοροπηδούσε που μετά πήγαινες στην πισίνα, έκανε μία βουτιά και μετά την έκανα να πάει πολύ, πολύ στα βαθιά, την πήρα κάτω εκεί που είναι ο πάτος της πισίνας και μετά βγήκε και τη σκούπισα, την έβαλα κάτι άλλα ρούχα καλοκαιρινά, για να πάει να φάει σε ένα εστιατόριο και μετά κοιμήθηκε. [Στην ερώτηση: τι θα ήθελες να κάνεις;] –Να κολυμπάω στην πισίνα στο Hyatt που πηγαίνει ο μπαμπάς μου. (Η υπογράμμιση δική μου.)

Η αφήγηση της Ελευθερίας δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της μικρής της ηλικίας. Στην αρχή, κυρίως, δίνεται η εντύπωση πως το παιδί δεν είναι ικανοποιημένο από το είδος του παιχνιδιού που περιγράφει. Υπάρχουν σημάδια πλήξης· προτάσεις όπως: «και μετά πηγαίνω στο σαλόνι και παίζω με άλλα παιχνίδια». Πρόκειται, βέβαια, για μοναχικό παιχνίδι, ένα παιχνίδι που δε συνεπάγεται τη συναναστροφή με τα άλλα παιδιά, δεν παρέχει ευκαιρίες να πειραματιστεί κανείς με τα συναισθήματά του και να φτιάξει σχέσεις, ούτε καν με τις κούκλες. Οι κούκλες δε βαπτίστηκαν, ούτε αρραβωνιάστηκαν, ούτε καν παντρεύτηκαν. Όλες έχουν το ίδιο όνομα. Η μόνη συναισθηματική σχέση που περιέχει η αφήγηση είναι έμμεση και αφορά στον πατέρα της, που της αγόρασε την κούκλα. Στην ερώτηση της δασκάλας, απαντάει: «να κολυμπώ στην πισίνα στο Hyatt που πηγαίνει ο μπαμπάς μου». Αυτό δείχνει την ύπαρξη μιας ταύτισης με την κούκλα, αφού στην ιστορία που διηγήθηκε, η Ελευθερία έβαλε την κούκλα να κολυμπήσει στην πισίνα. Πρόκειται για μια καθαρά ναρκισσιστική εμπειρία και για ένα άλλο life style από εκείνο που φανερώνουν οι αναμνήσεις της Σουλτάνας και της Φωτεινής. Εντύπωση κάνει, επίσης, η ιστορία που αφηγείται η Ελευθερία, η οποία περιγράφει τη σκηνή στην πισίνα, χωρίς να αποσιωπά το δικό της ρόλο ως σκηνοθέτη: «τη βάζω να κολυμπάει…», «την έκανα να πάει … βαθιά», κτλ. Από τη μια μεριά φαίνεται η κούκλα να κάνει όλα όσα επιθυμεί η Ελευθερία, πράγμα που επιβεβαιώνεται με την τελευταία της πρόταση, από την άλλη, πάλι, η Ελευθερία διατηρεί τη συνείδηση ότι εκείνη κατευθύνει την κούκλα. Φαίνεται σα να υπάρχει ταυτόχρονα στα δύο μέρη, της κούκλας κι εκείνης που κατευθύνει την κούκλα. Τι σημαίνει όμως για την Ελευθερία να δέχεται από τον πατέρα της ως δώρο μια Barbie; Το σώμα της Barbie συνδέεται με την τεχνολογία. Η Barbie είναι μοντέλο και σαν μοντέλο κατέχει το τέλειο σώμα, όπως θα το ποθούσε κάθε γυναίκα. Το

42

Gendering Transformations

σώμα αυτό, όμως, σήμερα μπορεί να το αποκτήσει κάθε γυναίκα χάρη στην εξέλιξη της πλαστικής χειρουργικής. Μια σειρά από υπηρεσίες προσφέρουν στις γυναίκες ένα δίκτυο από μέσα, για να πλάσουν το σώμα τους σύμφωνα με το ιδεώδες της εμφάνισης που επιθυμούν. Γυμναστήρια, σάουνες, μασάζ και υδροθεραπεία, αεροβική, πλαστική χειρουργική, λίφτινγκ και άλλα βοηθούν να πραγματοποιηθεί και να διατηρηθεί το όνειρο. Το αποτέλεσμα είναι οπτικό, απευθύνεται στο μάτι, στον καθρέφτη και στο θέαμα. Ένα φαντασμαγορικό και γοητευτικό σώμα αμφίσημου ερωτισμού. Ενώ είναι υπερ-εκτεθειμένο, παραμένει κοινωνικά και ψυχολογικά απόμακρο (Rogers, 1999). Θα τελειώσω με αποσπάσματα από την αφήγηση του Ευθύμη, συμμαθητή της Ελευθερίας, ο οποίος ήταν επίσης 5 χρόνων, όταν πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη από τη νηπιαγωγό. Ο Ευθύμης δεν μπορεί να προφέρει το «ρ» και το αντικαθιστά με το «λ». [Στην ερώτηση: ποιο το αγαπημένο σου παιχνίδι;] – Είναι οι Action Man και είναι τα Playmobil. Δύο Action Man ή τέσσελις νομίζω και Playmobil πάλα πολλά. [Στην ερώτηση: πώς τα παίζεις;] – Ε… βάζω μια μάχη… ε… και συνέχεια νικάν τα Playmobil γιατί είναι πιο μικλά. – Και άλλα παιχνίδια παίζω με τους Action Man και βάζω και ένα άλλο παιχνίδι τον Dr Lid … (Δε διακρίνεται καθαρά το όνομα.) [Η ερώτηση δε διακρίνεται καθαρά] – Είναι ο Dr. Lid από τον Action Man, ο κακός. [Στην ερώτηση: ποιος είναι ο καλός;] – Είναι ο Action Man και ο MaxSteel [Στην ερώτηση: τι κάνει και είναι κακός;] – Εμ… έχει ένα όπλο, δεν έχει εδώ… αυτό είναι ένα κανονικό χέρι και αυτό δεν είναι. Έχει μια μπαζούκα και την πετάει. Ψεύτικη, αλλά εγώ τον Action Man τον μετακινώ. (Η υπογράμμιση δική μου.) Ε… και μετά τρέχει ο κακός, ε… και μετά ο καλός φεύγει, για να μην τρέξει πιο γλήγορα, για να τον ρίξει με την μπαζούκα και μπορεί να πεθάνει. [Στην ερώτηση «αγοράζεις τα περιοδικά;» απαντά καταφατικά.] – Είναι ο Action Man, έχει και εικόνες, ε… μου τα διαβάζει η μαμά. [Στην ερώτηση: πες μας μια ιστορία;] – Ήταν ο Action Man me ton Dr. Lid σε ένα βουνό και ο Dr. Lid ήξελε ότι ήταν στο βουνό γιατί ένας φίλος του –μια φίλη– του είχε πει να παν στο βουνό να πολεμήσουν με τον Δρ. Λιντ, γιατί αυτό είχε ακούσει. Ε… και εκείνος πήγε και κλύφτηκε από ένα δένδλο και τον είδε αλλά ο Action Man, όταν πυροβόλησε, πήγε πίσω πάνω στο δένδλο. Ε… μετά εκείνος είχε ένα τσεκούλι, έσπαζε το δέντλο και πήγαινε σε άλλα, μετά σε άλλα και σε άλλα και σε πολλά. Μμμ… και μετά φεύγει ο Action Man και πηγαίνει κάπου αλλού, και εκείνος νόμιζε πως ήταν στο δάσος και τον έψαχνε, συνέχεια τον έψαχνε και δεν τον βλήκε. Και έψαξε μετά σε όλη την πόλη με τους άνδλες του και δεν τον βλήκαν γιατί είχε πάει σε έναν γιατλό. Έξω είχε πει να παν. Ε… και τελείωσε. [Στην ερώτηση: ποια η καλύτερη σου διασκέδαση;] – Το τλενάκι των φαντασμάτων. [Στην ερώτηση: τι θα ζητούσες από την μαμά σου;] – Έναν Action Man.

Όταν ο Ευθύμης ρωτήθηκε τι θα ζητούσε της μαμάς του, απάντησε έναν Action Man. Η μαμά αυτή αναφέρεται άλλη μια φορά σε σχέση με το παιχνίδι με την κούκλα δράσης, όταν ο Ευθύμης λέει για τα περιοδικά: «…μου τα διαβάζει η μαμά

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

43

μου». Είναι ενδιαφέρον να παρατηρήσει κανείς ότι, τόσο στην περίπτωση της Ελευθερίας όσο και σε αυτήν του Ευθύμη, η αντίστοιχη κούκλα συνδέεται από την αφήγηση με τον γονέα του αντίθετου φύλου. Τι νόημα άραγε αποκτά στο πλαίσιο του οιδιπόδειου συμπλέγματος αυτή η δήλωση; Η κούκλα δράσης Action Man δεν είναι απλώς μια κούκλα για αγόρια, όπως και η Barbie αντίστοιχα για τα κορίτσια· έχει κι ένα σύνθετο συμβολισμό ως προς το φύλο και το σεξ. Η αρσενική πλευρά της κούκλας είναι υπερ-τονισμένη. Πρόκειται για την αναπαράσταση ενός τύπου «macho», που έχει ασχοληθεί με body building και πολεμικές τέχνες. Και κάτι περισσότερο. Το σώμα του δίνει την εντύπωση του ενισχυμένου, του απόρθητου, του επικαλυμμένου με μέταλλο (κάτι που δηλώνεται και με το όνομα MaxSteel). Αυτό το υβρίδιο μετα-ανθρώπινου τεχνο-τέρατος επιτείνει και επαναπροσδιορίζει την έννοια του αρσενικού στην υπηρεσία της σύγκρουσης. Πράγματι, η μόνη λειτουργία της κούκλας στο παιχνίδι είναι η σύγκρουση. Θα μπορούσαμε να ορίσουμε το συμβολισμό της κούκλας ως φαλλική επιθετική εικόνα. Τι σημαίνει για τη μητέρα να δωρίσει στο γιο της μια τέτοια κούκλα; Το ζήτημα του φανταστικού ή συμβολικού παιχνιδιού στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, όπως εμφανίζεται στο παιχνίδι με τις κούκλες δράσης και τις κούκλες-μοντέλα είχε απασχολήσει Βρετανούς κι Αμερικανούς επιστήμονες στο χώρο της παιδαγωγικής. Ο προβληματισμός τους επικεντρωνόταν στο θέμα του ελέγχου του φαντασιακού. Έχει το παιδί τη δυνατότητα να επέμβει δημιουργικά στην αφηγηματική πλοκή ή συμμορφώνεται πιστά σε δοσμένα σενάρια, αναπαράγοντας τους κανόνες και το λεξιλόγιο, όπως ακριβώς τα προσλαμβάνει από τη συσκευασία, τα τηλεοπτικά προγράμματα και τη διαφήμιση; Μεγάλη έμφαση δίνεται, επίσης, στο συνδυασμό της τηλεοπτικής αφήγησης με τις κούκλες δράσης και τις κούκλες-μοντέλα. Οι κούκλες δράσης εισάγουν, ή καλύτερα εγκαινιάζουν, ένα ιδιαίτερο είδος παιχνιδιού, το οποίο είναι αποτέλεσμα μιας συνεργασίας ανάμεσα στην τηλεοπτική αφήγηση και το παιχνίδι-αντικείμενο. Η δραστηριότητα παρακολούθησης τηλεοπτικών προγραμμάτων και το παιχνίδι με τις κούκλες δράσης γίνονται απαραίτητα το ένα για το άλλο. Με τη συνεργασία ανάμεσα στην τηλεοπτική διαφήμιση του παιχνιδιού, τις ανάγκες παιχνιδιού και το φανταστικό παιχνίδι, η ταύτιση μέσα στην αφήγηση μεγαλώνει την προσκόλληση του παιδιού στο συγκεκριμένο παιχνίδι-αντικείμενο. Για τον Brian Sutton-Smith (1986), η διαφήμιση δεν καθορίζει ακριβώς το παιχνίδι του παιδιού, αλλά το παιδί σκέφτεται όλο και περισσότερο υπό την επίδραση της τηλεόρασης. Με την επανειλημμένη έκθεση στην τηλεοπτική διαφήμιση τα παιδιά δέχονται τον ορισμό της αγοράς των παιχνιδιών για το τι σημαίνει το παιχνίδι. Ο Stephen Kline (1992), όμως, θεωρεί ότι η δραστηριότητα των παιδιών με τα σύγχρονα αυτά παιχνίδια φανερώνει στοιχεία μιμητικής μάθησης κατά την οποία τα παιδιά προσαρμόζουν τα νοητικά τους σχήματα στις απόψεις και τα πρότυπα που κυριαρχούν. Στη διαμόρφωση της άποψής του συνηγορούν δυο χαρακτηριστικά της αγοράς των παιχνιδιών: α) τα περιορισμένα (στενά) σενάρια των συνοδευτικών κινούμενων σχεδίων, και β) το είδος της διαφήμισης, το οποίο αντιγράφει πιστά το σενάριο της τηλεόρασης με παιδιά-ηθοποιούς. Παίζω με τις κούκλες δράσης σημαίνει παίζω με ταυτότητες· τις τεχνολογίες που χρησιμοποιούν, τα αυτοκίνητα που οδηγούν, τις υπερφυσικές δυνάμεις που έχουν. Δεν υπάρχει χώρος στο παιχνίδι αυτό για υποκειμενικότητα, αισθήματα, φιλοσοφίες, ευχές, ελπίδες. Οι κούκλες δράσης δε διαθέτουν τέτοιες ευαισθησίες.

44

Gendering Transformations

Παρόλα αυτά, λέει ο Kline, δε θα πρέπει να βιαστούμε να προβούμε σε συμπεράσματα ως προς τις ταυτίσεις. Το παιχνίδι με τον He-Man δε σημαίνει ότι το παιδί επιθυμεί να είναι η κούκλα. Ως ένα βαθμό το παιχνίδι παίρνει τη μορφή παραδοσιακών παιχνιδιών, όπως το κυνηγητό, οι κλέφτες κι αστυνόμοι, η μεταμφίεση, και άλλα. Όμως οι γενικές αυτές μορφές δράσης γίνονται αντικείμενο αφήγησης με έναν πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Για παράδειγμα, ακούμε τα παιδιά να λένε: «η πηγή ενέργειας του μετατρεπόμενου κοντεύει να εξαντληθεί» ή «η Jem ετοιμάζεται για το διαγωνισμό τραγουδιού». Τι άλλο θα μπορούσαμε να προσθέσουμε για τους τρόπους με τους οποίους η παγκόσμια αγορά του παιχνιδιού επηρεάζει το παιχνίδι των μικρών παιδιών, μέσα από τις πληροφορίες που μας προσφέρει το ποιοτικό υλικό των αφηγήσεων; Ίσως το ποιοτικό αυτό υλικό μας βοηθάει να επαναπροσδιορίσουμε το όλο πρόβλημα. Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι εάν το παιχνίδι με τις συγκεκριμένες κούκλες αφήνει περιθώρια στο παιδί να παρέμβει δημιουργικά στο χώρο του συμβολικού. Αντίθετα, το σημαντικό εδώ είναι ότι επιχειρείται μια παρέμβαση της παγκόσμιας αγοράς στο φαντασιακό χώρο του παιδιού και ότι η παρέμβαση αυτή βασίζεται στο συντονισμό τηλεοπτικών μέσων και διαφήμισης. Οι αλλαγές που συντελούνται στο παιχνίδι είναι πολλές και διάφορες. Μπορούμε, όμως, να υποστηρίξουμε ότι αυτή η μορφή συμβολικού παιχνιδιού εξακολουθεί να έχει κάποια σχέση με μια πραγματικότητα, έστω μακρινή, της εποχής του παιδιού που παίζει. Διαπιστώνεται, ακόμη μια φορά, ότι το συμβολικό παιχνίδι έχει άμεση σχέση με την κοινωνία, της οποίας τους κανόνες προσπαθεί να κατανοήσει, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στη διαμόρφωση της ψυχο-κοινωνικής ταυτότητας του παιδιού. Δύο σημεία θα ήθελα να υπογραμμίσω ως περισσότερο σημαντικά. Το πρώτο έχει να κάνει με τη θέση παντοδυναμίας την οποία κατέχει το παιδί, όταν παίζει με τις συγκεκριμένες κούκλες, και το δεύτερο με τη θέση ιδανικού εγώ, που οι κούκλες κατέχουν στο φαντασιακό χώρο του παιδιού. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά, σε συνδυασμό με τη μοναχικότητα και την εξάλειψη των συναισθημάτων, προξενούν ανησυχία. Συμπεράσματα 1. Στις μνήμες των μεγαλύτερων γυναικών, στο παιχνίδι συμμετέχουν πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όχι πάντα μαζί και όχι πάντα αρμονικά, αλλά από κοντά. Αντίθετα, στις αφηγήσεις των παιδιών από το παιχνίδι με τις κούκλες της παγκόσμιας αγοράς, ο αφηγητής ή η αφηγήτρια παίζει μόνος ή μόνη και μεταδίδει μια αίσθηση πλήξης. 2. Το συνηθισμένο συμβολικό παιχνίδι με τις κούκλες και τα αθύρματα είναι παιχνίδι ρόλων. Τα παιδιά, δηλαδή, δοκιμάζουν να μπουν στη θέση των μεγάλων –της μητέρας, του πατέρα– ή δοκιμάζουν τα διάφορα επαγγέλματα. Με τον τρόπο αυτό προσπαθούν να καταλάβουν τους άλλους και να προσαρμοστούν στον κόσμο που εκείνοι ορίζουν. Αντίθετα, στον κόσμο της Barbie και του Action Man το παιδί έχει τη θέση του σκηνοθέτη. Η θέση αυτή διαφέρει ριζικά από εκείνη του ηθοποιού, γιατί συγκροτεί στο φαντασιακό μια θέση παντοδυναμίας. Η παντοδυναμία, όπως γνωρίζουμε (Winnicott, 1964), αποτελεί

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

3.

4.

5.

6.

45

χαρακτηριστικό ενός σταδίου αρχαϊκού, που το παιδί σταδιακά εγκαταλείπει για να κερδίσει την ανεξαρτησία του. Στις μνήμες των μεγαλύτερων, το συμβολικό παιχνίδι αφορά στη μίμηση της κοινωνικής ζωής και στα μεγάλα γεγονότα του κύκλου της ζωής, τον γάμο, τη γέννα, το θάνατο και τα περάσματα. Στο παιχνίδι με τις κούκλες της παγκόσμιας αγοράς, αυτό που κυριαρχεί είναι ένα συγκεκριμένο life style και τα καταναλωτικά αγαθά που το συνιστούν. Στην περίπτωση του κλασικού παιχνιδιού με τις κούκλες, το παιδί προσπαθεί να καταλάβει τη συμπεριφορά του γονιού. Πώς είναι να είσαι η μητέρα της νύφης ή ο πατέρας του μωρού που βαφτίζεται ή η μεγάλη αδελφή που εργάζεται, κτλ. Αντίθετα, όταν το παιδί παίζει με την Barbie, προβάλλει επάνω της ένα εξωτερικό ιδανικό εγώ, με το οποίο ταυτίζει την εικόνα του εαυτού. Στο συνηθισμένο συμβολικό παιχνίδι ο κόσμος των συναισθημάτων πρωτοστατεί. Αυτό που δοκιμάζει το παιδί είναι τα συναισθήματα και πώς να κυριαρχεί σ’ αυτά. Στο παιχνίδι με τις κούκλες της παγκόσμιας αγοράς κυριαρχεί αντίθετα η απουσία των συναισθημάτων. Όσο για το σύστημα αξιών, το πρώτο είδος παιχνιδιού μεταδίδει βέβαια συντηρητικές αξίες, που σχετίζονται με την οικογένεια, τη θρησκεία, τον γάμο και τη δουλειά. Το δεύτερο είδος παιχνιδιού, αντίθετα, εισάγει τις αξίες της μόδας, του μόντελινγκ, του κόσμου του θεάματος και της κοσμικότητας, αλλά και της σύγκρουσης και του πολέμου, αντίστοιχα.

Βιβλιογραφία Aries, P. (1973). Centuries of Childhood. London: Penguin. Cross, G. S. (1997). Kids’ Stuff: Toys and the Changing World of American Childhood. Cambridge: Harvard University Press. James, A. (1993). Childhood Identities: Self and Social Relationships in the Experience of the Child. Edinburgh: Edinburgh University Press. Kline, S. (1988). The limits to the imagination. Στο I. Angus και S. Jhally (Επιμ.), Cultural Politics in America (σελ. 299-316). London and New York: Routledge. ——— (1992). Out of the Garden: Toys and Television in the Age of Marketing. London: Verso. Kline, S. και Pentecost, D. (1990). The Characterization of Play: Marketing Children’s Toys, Play and Culture, 3(3):235-254. Rogers, M. (1999). Barbie Culture. London: Sage. Seiter, E. (1993). Sold Separately: Children and Parents in Consumer Culture. New Jersey: Ruthers University Press. Sharp, R. και Green, A. (1975). Education and Social Control: A Study in Progressive Primary Education. London: Routledge and Kegan Paul. Sutton-Smith, B. (1986). Toys and Culture. New York: Gardener Press. ——— (1988). War toys and childhood aggression. The Journal of Play and Culture, 1:5769. Winnicott, D. W. (1964). The Child, the Family and the Outside World. Harmondsworth: Penguin.

“Re-Constructing” Boys and Girls in the Primary Classroom: Making 12-Year-Old Pupils Sensitive to Gender Symmetry Issues through a Project Eleni Daraki University of Patras, Greece

Introduction Feminist research has proved that school curriculum, textbooks, and teaching material, as well as ‘hidden curriculum’, cause the institution of education to entail – implicitly or explicitly– (hetero)sexist discourses, and produce, re-produce, and nurture the existing oppressive and procrustean gender asymmetries: The result is an environment “toxic” to the full development of pupils’ personalities (Askew and Ross, 1988; Clarricoates, 1978; Delamont, 1990; Spender and Sarah, 1980). Even though the Greek Law on education (Act 1566/1985, article 1) clearly states –for the first time– that “the aim of primary and secondary education is to contribute to male pupils’ [sic]1 efforts to reach their full mental, psychological and physical potential, in order to be able to fully develop their personalities and lead a creative life, regardless of their sex and/or origin”, the school institution is still dominated by an aura of andro-centrism and products of sexism (Daraki, 2005; Deligianni and Ziogou, 1993, 1997; Politis 1994, 1997), hindering male and female pupils from developing personalities free from oppressive gender stereotypes and biases. This study presents how carrying out a school project on gender symmetry set out to de-construct sexist, stereotyped perceptions and biases of 12-year-old male and female pupils of a primary school, by exposing them to alternative, anticonformist and non-binary counter-discourses on gender issues. Furthermore, the pupils’ critical standing towards the existing gendered order of things was encouraged, contributing therefore to the re-definition of their gender “identities” by actively negotiating their “masculinities” and “femininities” (see Davies, 1989a, 1989b, 1993, 1997). The school project The school project2, a teaching model recently developed and processed, starts with searching and thinking about our society. This method places emphasis on pupils’ own activities and initiatives through an organized, specific, step-by-step course of learning, usually on a group basis, within the context of free choice – or choice

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

47

along specific guidelines. The project work aims to search for, organize, and manage knowledge, material, values, and actions that the pupils will be involved in, either as individuals or as social group members, find very interesting (Waters, 1982; Lane, 1985; Chard, 1992; Frey, 1999; Katz and Chard, 2000; Matsagouras, 2003; Hrisafidis, 2003). Pupils who carry out a project will locate a specific problem and co-operate in smaller groups to conduct research about it, discuss, express their points of view, and finally, create and gather material about this problem. Then they will present their work, as well as their experience during the project. Last, but not least, after the project has been completed, they will proceed to evaluate the product of their work, as well as the procedures followed during the course of the project. Carrying out a project requires the teacher to provide all possible and necessary help towards the achievement of the aim(s) set in the beginning. Changing the course may be necessary if frustrating obstacles come in the way: This is why pupils will find they need to stop working from time to time in order for the groups to get together, give each other feedback and an update of how they are doing, and decide whether they are working according to the initial plan or whether that plan needs changing. During the project, teachers should orientate toward encouraging the pupils, motivating them to co-operate and work democratically, to think critically and take the initiative to think and act. Apart from this, efficient teachers should put more emphasis on motivating their class, rather than seeing them as empty vessels to be filled with knowledge: Anything more than that should be saved only for the time when their classes absolutely need it, otherwise they should encourage and supervise them without directly telling them what to do. Of course, such methods are much more time-consuming than traditional “face-to-face” teaching, a point worth noting at the time when the topic of the project is chosen. Carrying out and evaluating a project follow similar principles. A project can be evaluated by the pupils (self-evaluation and peer-evaluation), by the teacher (teacher evaluation), as well as by the whole school community. Evaluation should not just aim at deciding on the success of the project realization; it should also aim at pupils’ critical and self-critical skills. Work sheets, questionnaires, discussion, short reports, tests, etc., can be used to evaluate project work. The results of such procedures will serve future lesson planning. The project method contributes critically to educating pupils (and future citizens), who will not just “know things”, but they will also feel self-confident enough to speak their minds, judge, and decide on various topics and problems, either alone or as a social group. The project method helps pupils become selfconfident, feel happy while learning, become responsible and organized (e.g., decide what material they need, where to get information, how to use facts and arguments to make and support their points); even “weak” pupils feel happy and creative when actively take part in this programme. Teachers can use projects to introduce anti-(hetero)sexist education into their daily practice and pupils can use their own experience to consider prescriptive gender models and stereotypes as problematic and, subsequently challenge their “normativity”. They can also challenge the practices of masculine power and feminine submission, and so, reduce gender hierarchy, dichotomy and asymmetry.

48

Gendering Transformations

New gender subjectivities coming into view Post-structuralist and post-modern feminist approaches have shown that the fixed, rigid, coherent and rational subject of the Enlightenment is no more than a fluid subject, under constant construction and re-construction; this subject is a product of diverse discursive practices in which the subject is positioned (Weedon, 1997). Thus, every subject is able to be positioned in several discourses (even contradictory ones), producing multiple selves and subjectivities (Henriques et al., 1998; Davies, 1989a). That is, when the subject is exposed to competitive and contradictory discourses, s/he is positioned in different ways in them and takes different, even contradictory positions every time, thereby creating multiple, even contradictory selves. Choosing one discourse over another is a key point in the development of one’s subjectivity. “Masculinity” and “femininity” are not inherent characteristics of subjectivity, but rather constraining and oppressive features, created by western binary3 thinking. Images, metaphors, narratives and educational practices in this binary gender context, where girls/women are marginalized whereas boys/men understand themselves through positions contradictory to anything feminine, are parts of pupils’ subjectivity. Providing multiple, alternative and contradictory discourses therefore, can be organized during the educational procedures through which pupils will be encouraged and empowered to refuse anachronistic, dominant, sexist and oppressive discourses, by refusing discursive practices which degrade them as gendered subjects, and by adopting new practices that can change what they think about the existing sexist discourses (see Connell, 1987:95). Our educational strategies should help pupils to: • understand that dominant sexist discourses demand and force subjects to stand poles apart, either as men/boys or as women/girls, blocking a fuller development of their personalities; • recognize –in spoken and written language– the binary gender categorization, as well as the extra power this categorization acquires by language use (Cameron, 1985), in order to create “new” symmetric language (Daly, 1987); • realize that everyday we take multiple and often contradictory subject positions and see there are many different ways to be “boys” and “girls”, as long as we have the right to fully access these ways; • consider the ubiquity of the gender binary in the discourses not as something “natural” or taken for granted, and refuse to adopt practices in terms of binary categorization, by developing pupils’ critical skills; • overcome subjective limitations and habits and assume alternative, liberated discourses, criticizing any anachronistic ones still remaining in the teaching material4, as well as in the teaching process itself, when a school is not sensitive to gender issues. It goes without saying that it is the entire education community, and especially male and female teachers themselves, that must become aware of, and sensitive to gender issues (Kogidou, 1997α, 1997β, 1998); and when teachers start using

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

49

innovative teaching techniques, their pupils, male and female, will be given the chance and the skills to think of and articulate their own ideas. Presenting the project: “Gender Equality” Why a project? This project, with strong political implications present, aims at liberating pupils from dominant, oppressive sexist discourses, and orientating them towards alternative, more gender-symmetric discourses. First, in order to report whether and to what extent pupils behave genderstereotypically, the 15 boys and 11 girls of the 6th form of a large primary school in a Greek small town were given questionnaire (see Table 1); then, they were asked to guess whether it was a male, a female, or either of them that could have uttered the reported sentences. Ninety percent of the pupils came from the middle socioeconomic class. Ninety seven percent of the boys’ answers and 78% of the girls’ answers were gender-stereotyped, showing that girls were more open-minded towards gender-influenced behaviour. It is worth pointing out that 11 out of 15 boys’ mothers (73,33%) had never been in the labour market, but rather stayed at home and did the housework, whereas 6 out of 11 girls’ mothers (54,54%) were housewives. Pupils’ strong gender-stereotyped perceptions then led the pupils and us to make a common decision about carrying out a project on “gender equality”. The project was carried out throughout the school year. Objectives of the project According to the objectives of the project, the male and female pupils who carried it out were expected to: • become sensitive to gender issues so as to recognize sexist language (written and spoken) and locate it in educational material; • record gender perceptions about theoretical and applied sciences; • understand that girls/women and boys/men can be equally efficient in all fields of science and study; • recognize gender stereotypes in their own and other people’s behaviour, in the context of their family and social life in general; • realize everyone’s own effort is necessary to overcome gender asymmetries; • realize how gender stereotypes keep people from fully developing their personalities; • guard their rights and accept their responsibilities; • point out men’s and women’s changing roles in the workplace and in their family life; • respect gender differences and diversity.

50

Gendering Transformations

Structure of the project The pupils were divided into 7 groups of 4 and worked on the following topics: • • • •

“men’s” and “women’s” jobs; different assignment of gender roles in different types of families; career prospects for boys and girls; how we can all help make our world more equal, gender symmetric and less biased; • how boys and girls cope with new technology; • women’s contribution to the progress of science; • gender and politics. Suggested activities While carrying out the project, the pupils: • worked on articles published in newspapers and magazines sensitive to gender issues; • compiled a glossary with the following terms: sex, gender, social equality, social justice, roles, biases, stereotypes; • watched videos on women’s status in society and on the violation of their right; • interviewed parents and grandparents, recorded gender perceptions of the past and compared them to those of our times; • read literature with girls as the central characters; • located gender discrepancies in textbooks and in the educational material available; • compiled tables with “men’s” and “women’s” jobs; • arranged in tables the career choices of the class, noticed any differences in boys’ and girls’ choices and tried to give reasons for them; • recorded what they thought each others and their own lives would be like in 20 years’ time; • contacted unions of women active in gender equality, invited representative members to school, and altogether they discussed issues troubling them; • immigrant pupils recorded opportunities and gender issues in their countries of origin; • searched for and found names of successful women of our times, as well as names and short biographies of women involved in the development and progress of the sciences; • drew tables with the kind of housework the members of their families do; • collected sexist stereotyped magazine pictures and recorded television commercials which were shown and discussed in class. • they described in writing how they imagined themselves in their future family; • made a collage and a poster titled: “Gender and Workplace”; • organized a drama game of opposite gender roles.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

51

A cross-curricular thematic approach The pupils found cross-curricular thematic connections (Matsagouras, 2003) between the project and the following subjects: • Geography: locating (on a world map) those countries where women are denied basic human rights. • Mathematics: statistics (pie charts, bar charts), comparing and explaining disproportions between statistics on men and women. • History: looking at the status of women through the centuries and searching into historic and social events that promoted gender equality. • Physical and natural sciences: exploring how women cope with them and how women have contributed to their development. • Language: attempting creative writing by practicing speaking and writing in nonsexist language; looking for gender stereotypes in textbooks. • Technology: using e-mails and searching the Internet for information on gender equality. • Art: collecting art by female artists, organizing a drama game of opposite gender roles, making art on gender equality (e.g., a poster). • Social and Political Education (Citizenship): gathering information about legislation on gender equality in the family and the workplace; attempting to activate pupils and incite them to take part in issues of gender symmetry, respecting and accepting diversity. Evaluating the project After the project had been completed, the pupils were once again asked to answer the questionnaire (Table 1) they had been given before the project; they were also asked to give reasons for their choices. The results showed that the percentage of boys’ gender stereotyped answers had decreased to 68%, whereas girls’ gender stereotyped answers had decreased to 28%. For example, the majority of the pupils thought that the sentence: “I take care of my elderly mother” could have been uttered by a person of either sex; on the other hand, before the project, all the pupils had thought it must have been a woman’s utterance. Obviously, the pupils’ perceptions and interpretations, and therefore, their subjectivities as well were shaped according to the alternative counter-discourses available to them, that is, the counter-discourses they had access to. Here is a typical dialogue I had with one of the boys: E.D.: Costas, you think that either a man or a woman can say: “Anything can make me cry”, right? Costas: Yes, Miss, because a boy can feel hurt and cry as much as a girl … I cannot stand pain… I don’t think it’s degrading for a boy to be seen to cry … E.D.: How do you think a boy’s friends will react if he cries often? Costas: They may make fun of him … but that doesn’t mean he doesn’t feel the pain, or that he shouldn’t cry.

52

Gendering Transformations E.D.: Are you saying he could be feeling psychological pressure by the others to stop crying? Costas: Yes, he could, but not all boys are keen to show others they’re tough … He could explain to them that something like this, getting hurt can happen to them too … If we keep our feelings to ourselves, we’ll have a heart of stone, we won’t even be able to show our love to our wives or our children …

This pupil seems willing to show his feelings to other people and, all the more so, feelings like pain and vulnerability expressed by crying, something that does not exactly go hand in hand with the perceptions of hegemonic masculinity; in fact, crying is considered a feminine, rather than a masculine, thing to do. This pupil, then, seems ready to accept even feminine qualities, denying the dominant gender discourses. He also prefers to adopt both “masculine” and “feminine” behaviour than succumb to his friends’ pressure to conform to masculine “normativities”. What is more, the pupil feels ready to expand his discourses to issues like heterosexuality and marriage, issues supposed to concern girls, according to gender stereotypes. Of course, some pupils seem to choose to adopt some forms of non-genderstereotyped behaviour just in case they need a non-gender-stereotyped skill in the future. Here is a typical dialogue I had with one of the boys5: E.D.: Yiorgos, you think that either a man or a woman can say: “It’s not my job to cook”, right? Yiorgos: Yes, Miss, because men, just like women, should learn how to cook. E.D.: Are you saying then, it’s not only a woman’s responsibility to cook? Yiorgos: No, it’s not, Miss, because a man may have to join the army, or his wife could be away from home some time and then, if he doesn’t know how to cook, what will his children eat?

It seems, therefore, that some boys do wish to adopt some forms of non-genderstereotyped behaviour, but only for the case of an emergency. Boys, in general, showed stronger resistance than girls to non-gender-stereotyped behaviour, which can probably be accounted for by the fact that our culture is stricter with boys’ “deviations” from “normative” models of masculine behaviour and stereotypes of hegemonic masculinity and less strict with girls’ “deviations”; cultures obviously think boys risk a great deal more than girls do if they do not follow “normative” models of masculine behaviour. Here is a typical dialogue I had with a boy, still resisting alternative, non-genderstereotyped discourses: E.D.: So, Manolis, you believe tidying up is not a boys’ job, right? Manolis: Miss, it is women’s job! … Look at it sensibly, if it was a man’s job, wouldn’t my father help? You don’t think he can do such funny little jobs? … And what if someone sees you wearing an apron, what would they think? E.D.: What would they think? Manolis: Oh, you know, Miss, come on! (Laughing)

It is clear then that this pupil will not choose to adopt any discourses outside gender-stereotyped boundaries. He is using the power of pure reason –a privilege of

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

53

hegemonic masculinity (see Seidler, 1989; Daraki, 2005)– to ground his argument on facts, and then continuing with misogynist and homophobic discourses (Politis, 1997) at the mere thought that he might wear an apron – and its feminine role. In fact, the pupil is using his father’s gender behaviour as a strong role-model; it seems, then, that protecting the gendered order of things –an order of things his father, in the name of the whole family, accepts as “right”– is of utmost importance to the pupil and to the founding and acknowledgement of his masculine subjectivity. Another reason why boys resisted those counter-discourses they were exposed to could probably lie in their families’ gender-stereotyped perceptions about women getting a job or staying at home in order to successfully cope with motherhood and raising her children, according to her gender role. These boys, then, in order to conform to, rather than “betray”, their families’ values and principles, considered their gender autonomy from stereotyped obligations and pressures as less important than their gender “discipline” to their families’ wishes. Besides, such behaviour would be one more way to become accepted and approved by their families, as subjects identifying themselves with their gender and acting out their roles. On the other hand, girls whose mothers had access to the labour market seemed to think that subjects have the right to autonomous choices and decisions, free from gender restrictions. Conclusions Gender subjectivities of the small cross section of pupils used in this research seem to shape these pupils according to the gender discourses and counter-discourses they are exposed to, have access to, and into which they choose to stand. After the project had been carried out, the pupils started having access to alternative, anti-conformist gender discourses, thinking critically about previous stereotyped ones, having the choice to challenge the established gendered order of things and, therefore, make the re-construction of their gender subjectivities possible by negotiating their “masculinities” and “femininities”. As a result, to achieve gender symmetry in the context of formal education, it is essential to adopt an anti-(hetero)sexist educational policy6 and let it provide pupils with alternative gender counter-discourses. These counter-discourses will show how impractical and narrow-minded it is to distinguish so rigidly between “masculine” and “feminine”; they will stress any gender similarities between the sexes and encourage respect for any differences. If we agree that the meanings of “masculinity” and “femininity” are not fixed and concrete, but rather determined by each other (Butler, 1990), then by re-constructing “masculinity”, we also change “femininity”, and vice versa. It is time for school communities to address and treat gender issues in fairer ways, rather than being a ground for gender apartheid, which produces and reproduces male and female pupils, polarizing them into two separate worlds. School should overcome its (hetero)sexist culture, search for and adopt those educational policies that will expand democracy enough to make way for both men and women in it (or “men” and “women”). As Tsiakalos (1994:54) aptly points out, any form of sexist or racist ideology in schools is a major obstacle to achieving basic educational

54

Gendering Transformations

goals, such as setting people free from ignorance and dogmatism, as well as fully exploiting human resources to the benefit of the economy, development, and to the general welfare of society. Sexist and racist politics, and ideology bring social exclusion, which apart from everything else also damages the human dignity of the excluded. The way to gender symmetry has no other alternative but to be informed by feminist perspectives for new understandings of gender “identities”. By changing our educational system in terms of gender, the utopia of creating new generations standing critically against hegemonic gender views of “masculinity” and “femininity” becomes less of a utopia and more of a reality. But then, according to Frigga Haug (1999:59) could “utopia thinking be a way to remember the future”?

1

The language of this law is deeply sexist. Literally, it refers only to male pupils, male school principals, male teachers. In the Greek language there is the notion of grammatical gender, so many words have different suffixes in order to distinguish male from female people. Native speakers of Greek, subsequently, will prefer to use the masculine plural form to denote both the male and female pupils, students, etc., thus following a grammatical convention without even realizing its sexist character. The masculine gender in Greek, therefore, has come to be considered as linguistically dominant over the feminine gender, which is left out and only supposed to be entailed in the masculine word. 2 The word “project” comes from Latin “projicere” which means to plan, to outline, to think something out (Frey, 1999:8). 3 Jacques Derrida (1978) claims that western rational thinking has categorized the world in binary terms, something that is difficult to avoid even nowadays, considering the presence of scientific rational thinking in scientific institutions and in the methodology and practices of today’s science. According to Derrida, meaning and senses tend to be structured in binary terms, such as man/woman, masculinity/femininity, civilization/nature, reason/emotion, mind/body, active/passive, self/other, white/black, light/dark, good/bad, etc. The first pole of these binary oppositions is usually considered as positive, superior, and privileged, whereas the second pole is considered as marginalized and devalued. However, the meaning and the very existence of the first pole depends on the second one. 4 Henry Giroux (1986:62) argues that, by de-constructing these texts, we can tackle the ideology underlying them, as well as to the hidden messages and contradictions they contain. 5 The reason why I refer to dialogues I had with boys only is simply because it was the male pupils of the class that were strongly resisting and suspicious to alternative discourses. 6 I refer to an anti-(hetero)sexist educational policy, not just to an anti-sexist one, or even worse, a non-sexist one, as research shows that all efforts to establish anti-sexist practices in education will be useless, if they do not combine with strategies to reduce pupils’ homophobic anxiety (see Epstein and Johnson, 1998). The educational system, then, will have to discourage homophobia, just like sexism, misogyny and racism.

References Anti-Sexist Working Party (1985). ‘Look, Jane, look’: Anti-sexist Initiatives in Primary School. In G. Weiner (Ed.), Just a Bunch of Girls: Feminist Approaches to Schooling (pp.134-145). Buckingham: Open University Press.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

55

Askew, S. and Ross, C. (1984). Anti-Sexist Work with Boys. London: Inner London Education Authority. ——— (1988). Boys Don’t Cry: Boys and Sexism in Education. Milton Keynes: Open University Press. Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. New York/London: Routledge. Cameron, D. (1985). Feminism and Linguistic Theory. London: Macmillan, (2nd edition). Campbell, A. and Brooker, N. (1990). Tom, Dick and/or Harriet: Some Interventionist Strategies Against Boys’ Sexist Behaviour. In E. Tutchell (Ed.), Dolls and Dungarees: Gender Issues in the Primary School Curriculum (pp. 71-79). Buckingham: Open University Press. Chard, C. S. (1992). The Project Approach: Making Curriculum Come Alive. Alberta: University of Alberta. Clarricoates, K. (1978). ‘Dinosaurs in the Classroom’: A Re-examination of Some Aspects of the ‘Hidden’ Curriculum in Primary Schools. Women's Studies International Quarterly, 1:353-364. Connell, R. (1987). Gender and Power: Society, the Person and Sexual Politics. Cambridge: Polity Press. Daly, M. (1987). Webster's First New Intergalactic Wickedary of the English Language. MA, Boston: Beacon. Daraki, E (2005). I sygkrotisi igemonitikon andrismon mesa apo to mathima ton fysikon epistimon se ena oligothesio dimotiko scholio. Eisigisi sto epistimoniko symposio: Fylo kai ekpaidefsi: Mathimatika, fysikes epistimes kai nees technologies. (2-3 Apriliou). Paidagogiko tmima dimotikis ekpedefsis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis. Davies, B. (1989a). The Discursive Production of the Male/Female Dualism in School Settings. Oxford Review of Education, 15(3):229-241. ——— (1989b). Frogs and Snails and Feminist Tales: Preschool Children and Gender. St. Leonards: Allen & Unwin. ——— (1993). Shards of Glass: Reading and Writing Beyond Gendered Identities. St. Leonards: Allen & Unwin. ——— (1997). Constructing and Deconstructing Masculinities Through Critical Literacy. Gender and Education, 9(1):9-30. Delamont, S. (1990). Sex Roles and the School. London: Routledge, (2nd edition). Deligianni, V. and Ziogou, S. (Eds.). (1993). Ekpedefsi kai fylo: Istoriki diastasi kai synchronos provlimatismos. Thessaloniki: Vanias. ——— (1997). Fylo kai scholiki praxi: Syllogi eisigiseon. Thessaloniki: Vanias Derrida, J. (1978). Writing and Difference. London: Routledge. Epstein, D. and Johnson, R. (1998). Schooling Sexualities. Buckingham: Open University Press. Frey, K. (1999). I methodos project: Mia morfi syllogikis ergasias sto scholio os theoria kai praxi. Thessaloniki: Kiriakidis. Galton, M. and Williamson, J. (1992). Group Work in the Primary Classroom. London: Routledge. Gardner, H., Feldman, D., and Krechevsky, M. (1998). Building on Children’s Strengths: The Experience of Project Spectrum. New York: Columbia University. Giroux, Α. H. (1986). Radical Pedagogy and the Politics of Student Voice. Interchange, 17(1):48-69. Haug, F. (1999). On the Necessity of Conceiving the Utopian in a Feminist Fashion. In L. Panitch and C. Leys (Eds.), Necessary and Unnecessary Utopias (pp. 53-66). New Woodbridge: Merlin Press. Helm, H. J. (2001). Young Investigators: The Approach in the Early Years. Teachers College.

56

Gendering Transformations

Henriques, J., Hollway, W., Urwin, C., Venn, C., and Walkerdine, V. (1998) [1984]. Changing the Subject: Psychology, Social Regulation and Subjectivity. London: Routledge. Hrisafidis, K. (2003). Viomatiki-epikinoniaki diadikasia: I eisagogi tis methodou project sto scholio. Athens: Gutenberg. Katz, G. L., and Chard, C. S. (2000). Engaging Children’s Minds: The Project Approach. Norwood, N.J: Abiex, (2nd edition). Kogidou, D. (1997a). Epimorfosi-evesthitopiisi ekpedeftikon gia themata isotitas ton fylon stin ekpedefsi. Fakelos Ilikou. Athens. ——— (1997b). Feministiki paidagokiki: Ena plaisio gia tin ekpedefsi ton ekpedeftikon. In V. Deligianni and S. Ziogou (Eds.), Fylo kai scholiki praxi: Syllogi eisigiseon (pp. 227257). Thessaloniki: Vanias. ——— (1998). Isotita ton fylon stin ekpedefsi: Dinatotites kai provlimata stin evesthitopiisi ton ekpedeftikon. Praktika Synedriou: Ekpedefsi kai fylo: Nees Technologies (pp. 41-47). 28-29 Martiou, Thessaloniki. Athens: Kentro Erevnon giaThemata Isotitas. Lane, R. (1985). Project Work in the Primary School. London: Routledge. Lloyd, T. (1997). “Let's Get Changed Lads”: Developing Work with Boys and Young Men. London: Working with Men. Matsagouras, I. (2000). Omodosynergatiki didaskalia kai mathisis. Athens: Grigoris. ——— (2003). I diathematikotita sti scholiki gnosi: Ennoiokentriki anaplaisiosi kai schedia ergasias. Athens: Grigoris, (2nd edition). Politis, F. (1994). Gia mia apodomisi tis antipaidagogikis diakrisis ton dyo fylon: I periptosi meletis tou glossikou sexismou sta vivlia tou dimotikou scholiou, “I Glossa Mou”. Nea Paideia, 71:135-148. ——— (1997). The Procrustean Bed of Masculinities: An Exploration of Boys’ Concepts of Masculinities in a Kindergarten Through the Lens of Feminism. Unpublished Masters Dissertation, London: Institute of Education, University of London. Tsiakalos, G. (1994). Sexismos, ratsismos, koinonikos apoklismos: O rolos tis ekpedefsis. Praktika Evropaïkou Synedriou: Ekpedefsi kai isotita efkerion (pp. 48-57). (7-9 Apriliou). Athens: Ypourgeio Proedrias tis Kyernisis, Kentro Erevnon gia Themata Isotitas. Salisbury, J. and Jackson, D. (1996). Challenging Macho Values: Practical Ways of Working with Adolescent Boys. London: The Falmer Press. Seidler, V. (1989). Rediscovering Masculinity: Reason, Language and Sexuality. London: Routledge. Spender, D. and Sarah, E. (Eds.). (1980). Learning to Lose: Sexism and Education. London: The Women’s Press. Waters, D. (1982). Primary Schools Projects: Planning and Development. London: Heinemann. Weedon, C. (1997). Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford: Blackwell, (2nd edition). Whyld, J. (1986). Anti-Sexist Teaching with Boys. Caistor, Lincs: Whyld Publishing. ——— (1992). Countering Objections to Anti-Sexist Work. Caistor, Lincs: Whyld Publishing. Whyld, J., Pickersgill, D. and Jackson, D. (Eds.). (1990). Update on Anti-Sexist Work with Boys and Young Men. Caistor, Lincs: Whyld Publishing.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

Table 1

57

Questionnaire

Guess whether it was a male or a female who said this 1.

I take care of my elderly mother.

2.

I always want to win.

3.

It’s only me that drives the car.

4.

My job doesn’t earn me much money.

5.

It’s not my job to cook.

6.

We have to be tough in life.

7.

I like tidying up.

8.

It’s me who uses the computer.

9.

I show affection to everybody.

10. I spend almost all of my salary on clothes. 11. If someone hurts me, I get mad. 12. The table’s ready. 13. My knee’s hurt and bleeding. 14. I love adventures. 15. I like other people to decide for me. 16. I cannot remember ever crying in my whole life. 17. I run a bank. 18. I have to make enough money to support my family. 19. I have my own business. 20. I stay at home and look after the children. 21. I’m so brave I’m not afraid of anything. 22. I read the newspaper every day. 23. I come back home late in the evening. 24. I do whatever I like without asking for anyone’s permission. 25. I have my own house and my own car. 26. I like co-operating with others. 27. When I get hurt, I never complain about the pain. 28. Anything can make me cry. 29. I’m wearing beautiful clothes - again! 30. You’ll do as I say! Do you hear me?

Male

Female

Either

(Hetero)Sexuality and Masculinities: Constructing Masculine “Identities” in the Context of a Single-Class Primary School Photis Politis Director of Primary Education in the Prefecture of Laconia, Greece

Introduction Post-modern feminist approaches (Weedon, 1997) understand “masculinity” and masculine “identity” as a fluid and constantly negotiable act, as a repeated performance (Butler, 1990) under continuous construction and re-construction through the discourses provided to subjects (Davies, 1989a, 1989b; Henriques et al., 1998). It is therefore not understood as an “essence” of fixed, “normal”, and rigid features considered in terms of essentialism (Fuss, 1989) and according to the Enlightenment tradition (Seidler, 1989). (Hetero)sexuality, then, is deemed as the central arena of boys’ efforts to proceed to the “poetics” of their masculinities (Herzfeld, 1985) –in the etymological sense of the word– and of their activity to achieve their hegemonic masculinity (Holland et al., 1993:1; Connell, 1995). (Hetero) sexuality and the school institution Issues of sexuality, when considered as existing within the institution of education, become problematic, since such ways of seeing these issues seem to cause scandal and moral panic1, on account that childhood2 is a powerful social category and on the basis of discourses on children’s “innocence” and “a-sexuality3”; nevertheless, their connection is close and inevitable. Every day in the cultural arena of school and its practices, there is a wide exchange of meaning and messages –either explicitly or implicitly, either formally or informally– on sexuality or, to be more precise, heterosexuality4, through the formal curriculum5, hidden curriculum, textbooks6, and pupils’ culture. These communicated meanings and messages reach pupils of all ages, and produce and reproduce sexual “identities” and gender asymmetry (Epstein, 1997a, 1997b; Epstein and Johnson, 1998; Kehily, 2002; Mac An Ghaill, 1994; Skelton, 2001; Thorne, 1993). In the context of education, the school institution seems to hypocritically ignore or strongly reject the existence of such discourses7, despite overt sexual exchanges between male and female pupils, or between pupils and teachers8, and also despite formal and explicit prohibition of such display and expression of sexual behaviour9. At the same time, it acknowledges sexuality only within the restricted scope of

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

59

heterosexuality and does not escape from the rigid boundaries of Judith Butler’s (1990:151) “heterosexual matrix” or “heterosexual hegemony” (1993), Monique Wittig’s (1981, 1982) “heterosexual contract”, and Adrienne Rich’s (1980) “compulsory heterosexuality”10. Anything “deviant” from this “normativity” will be stigmatised, marginalized, and rejected. The heterosexist school then, silently, therefore at no cost and absolutely, encourages, validates, and promotes heterosexuality and homophobia by supporting and reinforcing gender hierarchy and dichotomy, by communicating dominant discourses on the attraction of the opposites, marriage, heterosexual love, romanticism, etc., based on “naturalness” and “common sense” (Walkerdine, 1984). A huge repertoire of activities is viewed and understood as sexual or sexually meant, from real or imagined sexual stories about teachers and pupils11, to inventing and spreading rumours, even to explicit sexual harassment; these sexuallyunderstood activities help pupils create centres of active resistance, doubt and negotiation within the sexual boundaries the “de-sexualized” school attempts to set. Methodology The present study follows the method of qualitative field research as it is carried out at the local level (a small village primary school in southern Greece) and the gathering of information is part-oriented. The research corpus has been collected by observation and by using semi-structured interviews, giving the subjects (male and female pupils, and their female teacher) the opportunity to express their own views through their experience (Oakley, 1997); the corpus has been analysed in terms of feminist critical discourse analysis (Fairclough and Wodak, 1997; Lazar, 2005). Feminist critical discourse analysis has been selected as its conceptual tools make studying and clarifying the interaction of social gender relationships, power and discourse, and sexist ideology possible, therefore such analysis is the most appropriate to study written and spoken texts. On the other hand, as a political perspective on the genders, by proving that social practices are not neutral, but rather gendered, this analysis could aim at more justice for our society which, then, would not be defined and mediated through gender-asymmetric notions, hierarchical binaries, and gender constraints, thus providing subjects with access to discourses and counter-discourses on emancipation12, discourses that will achieve elimination and/or put a stop to the production and re-production this dominant patriarchal order of things13. (Hetero) sexuality and “masculinities” Everyday the majority of boys actively negotiate their “masculinities” in the school field along the lines of heterosexuality as a “normativity”; it is widely, as well as stereotypically believed that in order to be a “man”, one must be heterosexual (Connell, 1989; Epstein, 1997b; Kehily, 2002; Mac An Ghaill, 1994; Skelton, 2001). This association between “masculinity” and heterosexuality is also obvious in the expectation of starting heterosexual relationships between male and female pupils.

60

Gendering Transformations

Boys’ heterosexual activity will increase their status, reputation, and popularity, whereas in girls’ case any sexual activity will damage their status and tarnish their image. Boys’ heterosexual interest in girls is documented in the dialogue below: Marios: Sometimes I tell him about a girl he likes, a girl in our class. Yiorgos: What girl? (angrily) Sir, he’s talking off the top of his head! Marios: There’ s a girl Yiorgos used to be very close to, and now there’s a second one, only he’s afraid to tell (covert smiles and suggestive glances). Yiorgos: Sir, he’s talking nonsense … Are you going to ask us about football and football players we like? (trying to change the subject). Marios: Shall I tell him her name? (addressing Yiorgos, asking for permission to proceed to disclosure). Yiorgos: No! (imperatively). F.P.: No names are necessary. Marios: I’ll tell him the names and also the name of the one you had last year! (threatening with disclosure) Yiorgos: I’ll give him a punch! Sir, he’ll get a punch, he will!

Although the heterosexual interest is obvious, the pupil would rather this fact remained strictly within the bounds of his peer males’ culture, rather than have it revealed to adults. At the same time, the pupil has an underlying fear that his masculinity will be injured by the possible suspicion of his emotional involvement with the opposite sex, which could prove fatal to the popularity of his masculinity. Besides, the dialogue includes discourses on football and aggression, close synonyms of the hegemonic, hyper-masculinity the pupil is attempting to construct. Heterosexist masculinity is a field to be constantly struggled, since it is never definitely achieved, so anyone anytime can dispute and challenge it. Some boys will demand to keep this heterosexual masculine position even during classes14. The teacher has assigned pupils to work in groups, cut pictures out of some magazines she has brought to school and make a collage out of them. One boy, while browsing the magazines, comes across a full-page picture showing a female model’s naked body advertising a sun-tan lotion. He takes this magazine to the other boys and shows them his “find”, devouring the picture with his eyes. The other boys look at it in lust too, and start searching the other magazines for similar pictures. (author’s field notes)

In the education system, sexuality is both about power and forbidding. Male pupils talking or acting in ways suggesting sex –explicitly and/or implicitly– actually break school laws and teachers classify them as “trouble-makers”. At the same time, however, their heterosexual masculinities ascend the “masculinity ladder”, as their classmates see their behaviour as an action of rebelliousness and resistance against the authoritarian, absolute, and sometimes, feminizing character of the school institution15. So, boys’ engagement in issues forbidden by the school institution16 –e.g., sexuality, besides everything else– is an entertaining challenge, and also proof of their “bravery”. It gives them enjoyment coming –at least a part of it– from the very act of forbidding and by doing what is forbidden.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

61

“Masculinity”, misogyny and sexual harassment Everyday, body contact between boys and girls seems to have its own codes. More often than not, boys and girls will go to any lengths to avoid body contact during their interaction in the school context. This is more evident in older boys, who may even refuse to touch girls, afraid their female “energy” will pass to their “male” bodies through contact and that it will transform them into non-male: During the afternoon dance class, none of the boys will hold the girls’ hands to form a dance circle. Only after the physical education teacher –a male teacher– shouts at them and threatens them, do they decide to hold the girls’ hands; to do that, they stretch their sleeves down until they have covered their hands completely, so during contact with girls there is some material interposed to serve as “insulation” against the eminent “infection”. Something similar was noticed when a female teacher made a boy sit next to a girl in order to keep him away from the other boys and, so, get him to be more quiet. The boy refused strongly to do so but, after the teacher’s threats, he sat at a corner of the girl’s desk, interposing his school bag as a wall between them. (author’s field notes)

Of course, in other cases, contact with the female body is not threatening to the boys’ “masculinity”, but rather underlines it. Everyday boys will “bump into” girls – especially girls with secondary sexual features fully developed– “by mistake”, and they will touch these girls’ private parts, therefore causing a real problem to them. Then, these boys will boast about their sexual “achievements”. Such incidents are obvious acts of heterosexist harassment, as such body contact is unprovoked, unwelcome, and non-mutual, and therefore annoying and offensive to girls who suffer them, causing feelings of being threatened, humiliation, embarrassment, and even terror (Epstein, 1997a; Herbert, 1992; Jones, 1985; Thomas and Kitzinger, 1997). At the same time, such behaviour is the manifestation of boys’ heterosexual awakening. Female pupils’ confessions speak for themselves: Girl 1: Boys act immaturely. You can be as quiet as a mouse, and suddenly, some boys may come and throw themselves at you heavily, then go away laughing. Girl 2: Some boys may also gesture indecently … F.P.: How? Girl 2: Sir … you know! Girl 3: They’ll touch up the girls they bump into … F.P.: And how do the girls react? Girl 1: If there’s lots of girls and few boys only, the girls will go after them and hit the boy who gestured … F.P.: Have you ever explained to them that such behaviour annoys you, or that it’s totally unwanted by you? Girl 2: We have, but they won’t understand. F.P.: Do you tell your (female) teacher? Girl 2: We do sometimes but … she won’t do anything to them. Besides, boys threaten us that, if we tell, it’ll be all the worse for us at the village square in the afternoon. (author’s field notes)

62

Gendering Transformations

It follows that some girls live with a constant fear and stress of sexual harassment and humiliation, though sometimes they do react actively and violently to the ways boys treat them, therefore re-constructing traditional perceptions of femininity, such as being passive to male desire. At the same time, they experience a practice of power exercised on them, a practice school does not seem interested in eliminating, thus “teaching” male and female pupils that such behaviour is more or less acceptable. Furthermore, girls’ school toilets –a favourite place for boys’ heterosexist harassment towards girls– are invaded everyday by groups of male pupils, who perform their violent, heterosexist masculinity at the expense of female pupils. One form of sexual harassment by boys is targeted even to female teachers: During the break, the English teacher came to school for the afternoon class; she was going inside to wait for the next session to start. She was wearing a very short skirt and she was walking past some male pupils who were playing, when one boy said to her: Yiannis: You look so beautiful today, Miss! What lovely skirt you’re wearing! Teacher: Thank you, Yiannis. (The boys burst into suppressed laughter) (author’s field notes)

The incident above shows the covert way in which the male pupil attempts to construct his teacher as a female sex object: the way he phrased his comment is in no way opposite to the school morals yet, it was not intended just as an aesthetic compliment. The pupil, therefore, was promoting his heterosexual masculinity by fragmenting and fetishizing the female body. Later, while talking with the English teacher about the incident, she said that she considered it normal, as boys of that age are in pre-adolescence. Heterosexist ideology pervades the entire education system and it is a necessary and shaping agent of constructing, evaluating, and ranking different forms of masculinity (Connell, 1995). Boys as gendered subjects are actively involved in the struggle to construct their masculine “identities” in the school context by adopting various forms of sexuality. Harassing girls sexually is an important and effective way to negotiate, construct, and re-construct hegemonic masculinities through heterosexist practices. For example, being “cool” entails having developed a hypermasculine, heterosexist “identity”. On the other hand, being a “swot” entails having adopted a more “feminine”, a-sexual “identity”, which could easily be classified even as “homosexual”. In such cases, homophobic talking and joking in pupils’ (sub)cultures could “discipline” and re-construct boys who “deviate” from acceptable standards of masculinity (Nayak and Kehily, 1996).

Homophobia and “masculinities” Gender “identities” are constructed through difference, stigmatizing and exclusion, through comparing the subject to the “Other”, to what is different, “alien”,17 to what the subject “is not”. Following from this, constructing hegemonic heterosexual masculinity is also supported by homophobically excluding the “Other” and

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

63

stigmatizing them as homosexual, on the basis of the binary: heterosexualityhomosexuality (Butler, 1990). Research points to the fact that in the school and/or other contexts, boys supervise and patrol other boys’ “masculinities” by doubting their heterosexuality (Askew and Ross, 1988; Epstein, 1997b; Skelton, 2001). Epstein (1997b) associates the concepts of homophobia and misogyny so closely that one cannot tell them apart. Since misogyny is homophobic and homophobia is misogynous, boys try to define their gender “identities” as opposed to the “Others”, that is, girls/women and “non-men”. As a result, pointing to “deviation” and stigmatizing it is necessary, in order to set establishing deeper, safer boundaries, so there is no way to argue against the accusation, but rather for it. Therefore, one of the worst things to call a boy is “woman” or “sissy”. This is why boys avoid playing “girls’ games” or playing with girls, so as not to be labeled with words that suggest a social denial of their masculinity. A common practice in such “name-setting” in the Greek language is to place a feminine-gender article and a feminine-gender suffix onto words referring to that boy. So, a boy playing with a skipping-rope (traditionally a girls’ rather than a boys’ game in Greece) may have his name turned into something literally translated as “skipping-rope little girl”, or a boy called Yiannis may have the feminine-gender suffix “-oula” added onto his name and be called “Yiannoula”, and so on. What is more, a boy may suffer strong homophobic verbal abuse, in order to be turned away from anything feminine, according to masculine “normativities”: Boy 1: Some pupils from my class could call him names, things like “little girl”, for example, that sort of thing. Boy 2: They could call him “gay”. F.P.: What does that word mean? Boy 2: Gay is like when a boy acts like a woman.

Therefore, the usage of masculinity-offensive and insulting language, even the usage of slang, may be a means of uniting, specifying and “prescribing” boys “identities”, as well as a way to overcome and do away with any personal sexual stress, doubt, and confusion, and direct it to different, “inferior” types of masculinity and sexuality. Besides, as Brittan (1989) remarks, it is not by chance that sexuality is selected as a field to target language insults into, since sexuality is a vital part in masculinity constructing. Another relevant observation is the one below: The female teacher is reading a passage for dictation; the passage includes the phrase: “I would like to be a good female pupil”. Male pupils strongly refuse to write that, instead they want to write: “I would like to be a good male pupil”. The teacher argues that girls would not react that way in a similar case, they would just write the passage as dictated to them, but boys argue back and consider that possibility “a matter of course”, as girls would be honoured to call themselves “boys”. Besides, according to one of the male pupils, his writing book could be found many years after and he could be mistaken for a “gay”. (author’s field notes)

64

Gendering Transformations

Moreover, the homophobic incident below is one more example of heterosexist patrolling, where heterosexism, homophobia, and masculinity are interrelated concepts: A male pupil comes into the class in the morning wearing strong perfume –a perfume “for men”, according to the advertisement. He walks past some boys who are already there. Boy 1: Ugh! Is that women’s perfume you’re wearing? Boy 2: Women’s perfume, yeah, right! Beckham18 himself advertises this perfume, you moron! (author’s field notes)

Here, then, is a homophobic assault refuted by the argument that it is a model of hyper-masculinity who wears that perfume, a model that happens to come from the football world, too, which reinforces the argument further. Homophobia, then, lies in every aspect of school life.

Conclusions Sexism is by definition heterosexist and, as such, it cannot be understood without analysing heterosexuality, as an institution and as politics as well. This study has shown the heterosexist context in which male pupils of a small village primary school find themselves caught up in, where they are bombarded by heterosexist, homophobic, and misogynist discourses, that is, the pillars supporting the construction of their hegemonic masculinities. It is obvious that education has a great capacity to influence pupils’ identification procedures of gender construction and re-construction (Culley and Portuges, 1985; Kogidou, 1994, 1997a, 1997b). As a social institution, then, it should reconsider, check, and adapt its gender regime. Criticism and doubts against men and masculinity –as well as against traditional gender biases and perceptions– which find their way to Greece from post-industrialized western societies should leave their mark on our education system. As long as education remains trapped in the procrustean and oppressive boundaries of the powerful ideology of gender asymmetry, the social, political and economic consequences of such crippled politics will be only too great to estimate. All political power to diminish gender asymmetry seems to belong to education. However, and despite political rhetoric about full and unhindered development of pupils’ subjectivities, as the Greek Constitution and the Greek school laws state (Act 1566/1985, Article 1), the Greek educational policy does not –yet– seems ready and/or willing to adopt the necessary educational measures. If politics has the courage to dare a radical education reform towards gender symmetry and toleration of diversity and differences, the new generation may be re-shaped and then new (utopian?) societies, totally free from our ideology on masculinity and femininity, may be created. Of course, there is always the possibility of deceiving ourselves by thinking and hoping so. But, at least for the time being, gender symmetry could still be a political aim, one more political vision.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

1

65

In relation to the causing of moral panic by media scandal-inventing in the British education system see Epstein (1996a). 2 On “childhood” as a social construction, see Ariès, (1990:243-253), Kehily, (2004), Makrinioti, (1997). 3 Similarly, children are pervaded by media sex messages, as well as by discreet, yet still quite evident, sexual behaviour in their everyday lives. Discourses on “innocence” and “protection” will often put children themselves at risk, since no information and/or mis-information will protect them against sexual abuse. Also, see Kehily, (2004) on children’s “innocence”. 4 In western societies, heterosexual “identity” plays a key role as subjects are defined in terms of this “identity” and in terms of any “deviations” from it. Also, see Butler, (1990), Rich, (1980), and Wittig, (1981, 1982). 5 According to Robert Connell (1989), the way male pupils and school curriculum relate to one another creates the circumstances for different types of masculinity to come into being, by the ranking of pupils into the school hierarchy of knowledge and by being given or denied specific power and status through the selection and evaluation system. Therefore, if we accept that the school curriculum shapes different types of masculinity, then it could easily follow from this that changing the school curriculum might result into changing the types of masculinity; of course, interrelationship between school curriculum and masculinities does not necessarily involve a single, one-way relationship. 6 On the heterosexism of textbooks, see Politis, (1994), Politis and Karagiannidis (2005). 7 Due to the lack of formal sexual education as a subject in the school curriculum of Greek primary and secondary education (Paraskevopoulos et. al., 1998), heterosexual construction of masculinity and femininity as oppositing and, at the same time, as complementing one another is limited to informal, peer-pupil culture, as well as pornography. 8 For instance, there is definitely some strong, heterosexual eroticism in ritualistic games like playing “doctor”, boys invading girls’ toilets, exchange of jokes, gossip, hints about A loving B, attempting personal exhibition to the opposite sex, teasing by sexual suggestions, discriminating boys and girls into beautiful and ugly ones, pronouncing sexually obscene words, having sexual feelings about a male or female teacher, etc. Also, see Epstein and Johnson, (1998), Thorne, (1993) and Skelton, (2001). 9 Consider, for example, any informal and/or silent school bans and control over pupils’ –and teachers’ as well– dress code. 10 Besides the role compulsive heterosexuality plays in reinforcing dominance of masculinity and patriarchal rules, acknowledging heterosexuality and masculinity as hegemonic, is also suggested by the term “heteropatriarchy”. The “normativity” of heterosexuality considers the world as “normally”, definitely, and undoubtedly heterosexual. 11 Similar stories –real or imagined– and innuendos are also spread by teachers about other teachers and about pupils’ parents, through gossip centres networks in the teaching staff room. 12 The term “emancipation” is used in this context in the sense of a radical, social transformation and it is based on social justice, which allows subjects to evolve, not just as men and women, but rather as complete human beings. 13 The term “patriarchal order of things” or “patriarchy” is used in this context in the sense of the dominant gender ideology, which grants men (as a social category) privileges and provides them with what Connell (1995) calls a “patriarchal dividend”, as it is men who have the widest access (at least in western societies) to the symbolic, social, political, and economic capital. An easy example is men’s symbolic capital in language, which underlines men’s presence while, at the same time, it makes little or no direct reference to women (also, see Politis, 1994). 14 On constructing hegemonic masculinities during classes of applied sciences, see Daraki, (2005).

66

Gendering Transformations

15

The feminization of boys caused by the institution of school can be explained by the contradictory and contrary demands of being a boy and a good, that is, a conformist and conventional pupil. A conventional pupil is not expected to provoke and receive teacher’s scolding, nor to behave aggressively, or to show anger or impatience, or to fight, or to speak in a loud voice; a conventional pupil is expected to be exactly the opposite of a “real” boy. 16 Note that certain types of knowledge are imposed –while other ones are forbidden– by school. 17 What is more, Erving Goffman (2001:67) underlines that: “by definition, we think that someone stigmatised is not fully human” (author’s translation). 18 David Beckham is a popular English football player.

References Ariès, P. (1990) [1960]. Aiones Paidikis Ilikias. (Introduction, Spiros Rasis, trans., Yiouli Anastopoulou.) Athens: Glaros. Askew, S. and Ross, C. (1988). Boys Don’t Cry: Boys and Sexism in Education. Milton Keynes: Open University Press. Brittan, A. (1989). Masculinity and Power. Oxford: Blackwell. Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. New York/London: Routledge. ——— (1993). Bodies That Matter: On the Discursive Limits of “Sex”. New York: Routledge. Connell, R. (1989). Cool Guys, Swots and Wimps: The Interplay of Masculinity and Education. Oxford Review of Education, 15(3):291-303. ——— (1995). Masculinities. Cambridge/Oxford: Polity Press/Blackwell. Culley, M. and Portuges, C. (Eds.). (1985). Gendered Subjects: The Dynamics of Feminist Teaching. Boston, Mass: Routledge & Kegan Paul. Daraki, E. (2005). I sygkrotisi igemonitikon andrismon mesa apo to mathima ton fisikon epistimon se ena oligothesio dimotiko scholio. Eisigisi sto epistimoniko symposio: Fylo kai ekpaidefsi: Mathimatika, fysikes epistimes kai nees technologies. (2-3 Apriliou). Paidagogiko Tmima Dimotikis Ekpedefsis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis. Davies, B. (1989a). The Discursive Production of the Male/Female Dualism in School Settings. Oxford Review of Education, 15(3):229-241. ——— (1989b). Frogs and Snails and Feminist Tales: Preschool Children and Gender. St. Leonards: Allen & Unwin. Epstein, D. (1996). Corrective Cultures: Romeo and Juliet, Jane Brown and the Media. Curriculum Studies: The Sexual Politics of Education, 4(2):251-272. ——— (1997a). Keeping Them in Their Place: Hetero/sexist Harassment, Gender and the Enforcement of Heterosexuality. In A. M. Thomas and C. Kitzinger (Eds.), Sexual Harassment: Contemporary Feminist Perspectives (pp. 154-71). Buckingham: Open University Press. ——— (1997b). Boyz’ Own Stories: Masculinities and Sexualities in Schools. Gender and Education, 9(1):105-115. Epstein, D. and Johnson, R. (1998). Schooling Sexualities. Buckingham: Open University Press. Fairclough, N. and Wodak, R. (1997). Critical Discourse Analysis. In T. van Dijk (Ed.), Discourse as social interaction: discourse studies: A multidisciplinary introduction (pp. 258-284) Vol. 2. London: Sage.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

67

Fuss, D. (1989). Essentially speaking: Feminism, nature and difference. New York: Routledge. Giannakopoulos, K. (2001). Andriki taftotita, soma kai omofiles schesis: Mia prosengisi tou fylou kai tis sexoualikotitas. In S. Dimitriou (Ed.), Anthropologia ton fylon, (pp. 161187). Athens: Savvalas. Goffman, E. (2001) [1963]. Stigma: Simiosis gia ti diahirisi tis ftharmenis taftotitas. (Introduction and trans., Dimitra Makrinioti). Athens. Alexandria. Henriques, J., Hollway, W., Urwin, C., Venn, C. and Walkerdine, V. (1998) [1984]. Changing the Subject: Psychology, Social Regulation and Subjectivity. London: Routledge. Herbert, C. (1992). Sexual Harassment in Schools: A Guide for Teachers. London: David Fulton. Herzfeld, M. (1985). The Poetics of Manhood: Contest and Identity in a Cretan Mountain Village. Princeton: Princeton University Press. Holland, J., Ramazanoglu, C., and Sharpe, S. (1993). Wimp or Gladiator: Contradictions in Acquiring Masculine Sexuality. London: The Tufnell Press. Jones, C. (1985). Sexual Tyranny: Male Violence in a Mixed Secondary School. In G. Weiner (Ed.), Just a Bunch of Girls: Feminist Approaches to Schooling (pp. 26-39). Buckingham: Open University Press. Kehily, M. (2002). Sexuality, Gender and Schooling: Shifting Agendas in Social Learning. London: Routledge. ——— (Ed.). (2004). An Introduction to Childhood Studies. Maidenhead: Open University Press. Kogidou, D. (1994). I emfyli diastasi stin ekpedefsi: Se pious tomis apaiteitai paremvasi. Praktika Evropaïkou Synedriou: Ekpedefsi kai isotita efkerion (pp. 262-70). (7-9 Apriliou). Athens: Ypourgeio Proedrias tis Kyvernisis, Kentro Erevnon gia Themata Isotitas. ——— (1997a). Feministiki paidagokiki: Ena plaisio gia tin ekpedefsi ton ekpedeftikon. In V. Deligianni and S. Ziogou, (Eds.), Fylo kai scholiki praxi: Syllogi eisigiseon (pp. 227-257). Thessaloniki: Vanias. ——— (1997b). Epimorfosi-evesthitopiisi ekpedeftikon gia themata isotitas ton fylon stin ekpedefsi. Fakelos Ilikou. Athens. Lazar, M. (Ed.). (2005). Feminist Critical Discourse Analysis: Gender, Power and Ideology in Discourse. London: Palgrave. Mac An Ghaill, M. (1994). The Making of Men: Masculinities, Sexualities and Schooling. Buckingham: Open University Press. Makrinioti, D. (Ed.). (1997). Paidiki ilikia. Topika D’. Athens: Nisos. Nayak, A. and Kehily, M. (1996). Playing it Straight: Masculinities, Homophobias and Schooling. Gender and Education, 5(2):211-230. Oakley, A. (1997). Interviewing Women: A contradiction in Terms. In H. Roberts (Ed.), Doing feminist research (pp. 30-61). London: Routledge. Paraskevopoulos, N. I., Bezevengis, I., Giannitsas, N. and Karathanasi, A. (Eds.). (1998). Diafylikes schesis: Eisigisis sto seminario katartisis ekpedeftikon-stelechon se themata sexoualikis agogis kai isotitas ton fylon. Panepistimiou Athinon, Filosofiki Scholi. (26-27 Apriliou, 1991). Tomos B’. (2nd edition). Athens: Ellinika Grammata. Politis, F. (1994). Gia mia apodomisi tis antipaidagogikis diakrisis ton dyo fylon: I periptosi meletis tou glossikou sexismou sta vivlia tou dimotikou scholiou, “I Glossa Mou”. Nea Paideia, 71:135-148. ——— (1997). The Procrustean Bed of Masculinities: An Exploration of Boy’ Concepts of Masculinities in a Greek Kindergarten through the Lens of Feminism. Unpublished masters dissertation, Institute of Education, University of London. ——— (2004). I ‘poiitiki’ tis thylikotitas: Mia ‘anagnosi’ tou poiimatos tou Gianni Ritsou ‘Monemvasiotisses’. Praktika Synedriou, Lakonia: Glossa, Istoria, Politismos (pp. 234-

68

Gendering Transformations

42). Paidagogiko Tmima Dimotikis Ekpedefsis tou Ethnikou Kapodistriakou Panepistimiou Athinon. Athens: Atrapos. Politis, F. and Karagiannidis, Th. (2005). I dierevnisi ton sexistikon anaforon sta scholika enchiridia tou Eniaiou Lykeiou kai ton T.E.E.: Mia proti katagrafi apo ta vivlia mathimatikon, fysikis, kai technologias. Eisigisi sto epistimoniko symposio: Fylo kai ekpaidefsi: Mathimatika, fysikes epistimes kai nees technologies. (2-3 Apriliou). Paidagogiko Tmima Dimotikis Ekpedefsis Aristoteliou Panepistimiou Thessalonikis. Rich, A. (1980). Compulsory Heterosexuality and Lesbian existence. Signs: Journal of Women in Culture and Society, 5(4):631-660. Seidler, V. (1989). Rediscovering Masculinity: Reason, Language and Sexuality. London: Routledge. Skelton, C. (2001). Schooling the Boys: Masculinities and Primary Education. Buckingham: Open University Press. Thomas, M. A., Kitzinger, C. (Eds.). (1997). Sexual Harassment: Contemporary Feminist Perspectives. Buckingham: Open University Press. Thorne, B. (1993). Gender Play: Girls and Boys in School. Buckingham: Open University Press. Walkerdine, V. (1984). Some Day My Prince Will Come: Young Girls and the Preparation for Adolescent Sexuality. In A. McRobbie, M. and Nava (Eds.), Gender and Generation (pp. 162-184). London: Macmillan. Weedon, C. (1997). Feminist Practice and Poststructuralist Theory. Oxford: Blackwell, (2nd edition). Wittig, M. (1981). One is Not Born a Woman. Feminist Issues, 1(2):23-58. ——— (1982). The Category of Sex. Feminist Issues, 2(2):63-8.

Μουσουλμάνες στην Ελλάδα και το Ζήτημα της Μαντίλας Κατερίνα Μάρκου Πανεπιστήμιο Κρήτης

Εισαγωγή Αφορμή για την εισήγηση στάθηκε η πρόσφατη μεγάλη συζήτηση που άνοιξε –σε δύο, κυρίως, ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία και Γερμανία)– σχετικά με το ζήτημα της μαντιλοφορίας των μουσουλμάνων κοριτσιών στα δημόσια σχολεία. Ειδικά στη Γαλλία, το ζήτημα εμφανίστηκε με εξαιρετική οξύτητα μετά την ψήφιση του «Νόμου για τη μαντίλα», το Μάρτιο του 2004. Με την απαγόρευση της μαντίλας αναδύθηκαν μια σειρά από προβλήματα, που αφορούν στη σχέση του κράτους με τους μουσουλμάνους (αραβικής καταγωγής) πολίτες, στην κατάσταση που βρίσκεται το γυναικείο ζήτημα, αλλά και στον τρόπο προσέγγισης της μαντιλοφορίας, και κατ’ επέκταση του Ισλάμ, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Σε επίπεδο κράτους, έγινε εμφανές το πρόβλημα της γαλλικής κοινωνίας με τα παιδιά των βορειοαφρικανών μεταναστών –γνωστών στην αργκό ως Beurs και Beurettes (για τις γυναίκες)–, που αν και έχουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία τη γαλλική υπηκοότητα δε γίνονται τελικά αποδεκτοί ως Γάλλοι. Η νίκη της αρχής της «λαϊκότητας» (Gauchet, 2004), του κοσμικού δηλαδή χαρακτήρα του γαλλικού κράτους, επιβεβαίωσε την απόρριψη του Ισλάμ από τη μετα-αποικιακή γαλλική κοινωνία (Delphy, 2004) και την αποτυχία της να πραγματοποιήσει την κατάργηση των διακρίσεων απέναντι στα παιδιά των βορειοαφρικανών μεταναστών. Με άλλα λόγια, η μόνιμη εγκατάσταση των μεταναστών και η ανάδυση στο προσκήνιο των νέων μουσουλμάνων γυναικών προκάλεσε την έξαρση του ενδιαφέροντος από την πλευρά των θεσμών και της δημόσιας εξουσίας. Ωστόσο, η όλη συζήτηση δεν κατάφερε παρά να μετατρέψει το πρόβλημα σε εργαλείο για έναν επαναπροσδιορισμό των δημοκρατικών αρχών (Amiraux, 2003:91) και να επανενεργοποιήσει τα βασικά ζητήματα της Γαλλικής Δημοκρατίας, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη η κοινωνική πραγματικότητα και τα νέα ερωτήματα που θέτει το ίδιο το Ισλάμ στη Γαλλία (Venel, 1999:22). Αναφορικά με την κατάσταση στην οποία βρίσκεται το γυναικείο ζήτημα, η προβολή των μουσουλμάνων γυναικών στη δημόσια σφαίρα από τα μαζικά μέσα επικοινωνίας συνέβαλε στην ανάδειξη της γυναικείας μορφής του Ισλάμ (Amiraux, 2003:90). Από την άλλη πλευρά, όμως, έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της εξίσωσης των φύλων, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η μαντίλα αποτελεί σημάδι καταπίεσης της μουσουλμάνας γυναίκας από τον άντρα, οπτική που υιοθετήθηκε, άλλωστε, και από πολλούς φεμινιστικούς κύκλους, χωρίς να πηγαίνει ένα βήμα πιο πέρα το ζήτημα της ισότητας1.

70

Gendering Transformations

Άμεσα συνδεόμενος προς τα παραπάνω είναι και ο χειρισμός του ζητήματος εκ μέρους της επιστημονικής κοινότητας. Οι περισσότερες προσεγγίσεις τάχθηκαν υπέρ ή κατά στη διαμάχη που ξέσπασε για τη μαντίλα, χωρίς να διερευνούν τις νέες συνθήκες, μέσα στις οποίες διαμορφώνεται η θρησκευτική συνείδηση των μουσουλμάνων που ζουν στην Ευρώπη. Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα αυτά, επιχειρείται στη συνέχεια η συγκριτική παρουσίαση της κατάστασης στην Ελλάδα, μια χώρα με διαφορετική πολιτική κουλτούρα από εκείνην της Γαλλίας και η οποία στερείται αποικιοκρατικού παρελθόντος. Ο εκσυγχρονισμός της, όμως, ειδικά την τελευταία δεκαετία του 1990, που συνοδεύτηκε από την εισροή μεταναστευτικών ρευμάτων, τη μετέτρεψε σε χώρα υποδοχής μεταναστών, υποχρεώνοντάς τη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της νεοσύστατης πολυπολιτισμικής κοινωνίας της. Θρησκευτική ετερότητα και σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα Ο ρόλος της Ορθοδοξίας στην κατασκευή του σύγχρονου ελληνικού έθνους υπήρξε τέτοιος, που έκανε αδύνατη την εκκοσμίκευση του κράτους στην Ελλάδα. Το ανατολικό ορθόδοξο δόγμα παραμένει σηματοδότης της ελληνικότητας (Pollis, 1999) και η νομική υπόσταση της Εκκλησίας επιτρέπει την ανάμιξή της σε υποθέσεις του κράτους. Έτσι, η θρησκευτική ελευθερία όλων των Ελλήνων πολιτών, αλλά και των αλλοδαπών, πέρα από τη νομική κάλυψη και προστασία, που διασφαλίζεται μέσω του εσωτερικού (ελληνικού) και διεθνούς δικαίου, επηρεάζεται και καθορίζεται από δύο, τουλάχιστον, κυρίαρχα στοιχεία στην ελληνική κοινωνία. Το πρώτο έχει να κάνει με την κεντρική θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου, που απολαμβάνει όλα τα δικαιώματα και προνόμια της Δημόσιας Διοίκησης, καθώς και με τον κυρίαρχο κι αποφασιστικό ρόλο της έναντι των άλλων γνωστών θρησκειών και δογμάτων που ασκούνται στην Ελλάδα. Αυτό σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει δικαίωμα ελέγχου στις δραστηριότητες των άλλων θρησκευτικών ομάδων. Για παράδειγμα, για την ανέγερση ενός τζαμιού ή για τη δημιουργία ενός μουσουλμανικού νεκροταφείου, κλπ., απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του μητροπολίτη. Το δεύτερο σχετίζεται με τη στάση των ελληνικών κυβερνήσεων απέναντι στην προνομιακή θέση της Εκκλησίας, που της επιτρέπει να ασκεί πολιτική εξουσία2. Μέχρι σήμερα δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική διευθέτηση του ζητήματος του διαχωρισμού Κράτους κι Εκκλησίας (Σωτηρέλης, 1999), παρόλο που πολύ συχνά αυτό αποτελεί θέμα δημόσιων συζητήσεων, γεγονός που καθιστά την Ελλάδα χώρα που αποκλίνει από τις κοσμικές αρχές του Διαφωτισμού. Όσον αφορά στο θέμα της μαντιλοφορίας των μουσουλμάνων γυναικών στην Ελλάδα, η Εκκλησία, και κατ’ επέκταση η Πολιτεία, τάσσονται θετικά, θεωρώντας την αναφαίρετο θρησκευτικό δικαίωμα. Για το λόγο αυτό η μαντιλοφορία δε διώκεται στα σχολεία3. Εξάλλου, μουσουλμάνοι και μουσουλμάνες που φοιτούν σε δημόσια ελληνικά σχολεία έχουν τη δυνατότητα να απέχουν από το μάθημα των θρησκευτικών4. Επιπρόσθετα, οι χριστιανοί μαθητές μπορούν να φέρουν χριστιανικά σύμβολα, ενώ στις αίθουσες διδασκαλίας δεν απουσιάζουν οι θρησκευτικές εικόνες. Η παρουσία εν γένει της χριστιανικής παράδοσης και των τυπικών της είναι υπαρκτή στο σχολείο (π.χ. ο καθιερωμένος αγιασμός κατά την

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

71

έναρξη της σχολικής χρονιάς, η πρωινή προσευχή, κτλ.). Μια ριζική μεταρρύθμιση που θα έθετε σε εφαρμογή τις αρχές της εκκοσμίκευσης του κράτους, θα οδηγούσε στην κατάργηση και των χριστιανικών συμβόλων εντός των δημόσιων σχολείων, κάτι που μια μεγάλη μερίδα του χριστιανικού πληθυσμού δε φαίνεται να είναι έτοιμη να αποδεχτεί. Άλλωστε, κάποιες προσπάθειες διαλόγου με την επίσημη Εκκλησία πάνω σ’ αυτό το θέμα κατέληξαν στο κενό. Πριν όμως παρουσιαστούν τα δεδομένα που αφορούν τη μαντιλοφορία στην Ελλάδα, θα ήταν σκόπιμο να γίνει αναφορά στα χαρακτηριστικά που λαμβάνει το Ισλάμ σε αυτήν και κυρίως στη σχέση του ελληνικού κράτους με το Ισλάμ. Ισλάμ του μειονοτικού πληθυσμού στη Θράκη και Ισλάμ των μουσουλμάνων μεταναστών Όταν μιλούμε για Ισλάμ στην Ελλάδα, αναφερόμαστε καταρχάς σε εκείνο των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης. Οι τελευταίοι είναι μέλη της «μουσουλμανικής μειονότητας» (120.000 άτομα περίπου), αναγνωρισμένης από το ελληνικό κράτος, τα δικαιώματα της οποίας διασφαλίζονται νομικά από τις διατάξεις της Συνθήκης της Λοζάνης (1923)5. Τα θρησκευτικά δικαιώματα που κατοχυρώνονται αφορούν στη διδασκαλία του Κορανίου στα δίγλωσσα μειονοτικά σχολεία, στην αναγνώριση του μουφτή ως θρησκευτικού αρχηγού (ο οποίος, εκτός των θρησκευτικών καθηκόντων, έχει αποφασιστική αρμοδιότητα σε θέματα οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου), και στη διαχείριση ευαγών θρησκευτικών ιδρυμάτων (Τσιτσελίκης, 1999, 2004:269). Έτσι, οι μουσουλμάνοι της Θράκης, που έχουν την ελληνική υπηκοότητα και άρα μπορούν να απολαμβάνουν τα δικαιώματα σχετικά με τη θρησκευτική ελευθερία, τα οποία απορρέουν από την εσωτερική έννομη τάξη, υπάγονται ταυτόχρονα και στο ειδικό νομικό καθεστώς που ορίζεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Στην πράξη, για τους Θρακιώτες μουσουλμάνους ισχύει το ειδικό αυτό καθεστώς που βασίζεται στον ιερό μουσουλμανικό νόμο (shariat). Αυτό, σε συνδυασμό με τη δομική οργάνωση της μουσουλμανικής κοινότητας, η οποία παραπέμπει στον τύπο οργάνωσης των millet, απομονώνει τους μουσουλμάνους, και νομικά και γεωγραφικά, από τον υπόλοιπο ελληνικό πληθυσμό. Βέβαια, θα πρέπει να σημειωθεί ότι πολλοί μουσουλμάνοι και μουσουλμάνες της Θράκης ζουν εκτός της περιοχής αυτής, σε μεγάλα αστικά κέντρα, λόγω εσωτερικής μετανάστευσης. Επομένως, το κριτήριο της εδαφικότητας, που ορίζεται από τη Συνθήκη της Λοζάνης για τους μουσουλμάνους της Θράκης, κάνει προβληματικό το νομικό καθεστώς αυτών των εσωτερικών μεταναστών. Επιπλέον, ζητήματα όπως η μεταγαμιαία διατροφή, οι περιουσιακές σχέσεις και η γονική μέριμνα μετά το διαζύγιο, δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του μουφτή κι επομένως τέτοιου είδους υποθέσεις, όταν απασχολούν τους μουσουλμάνους και τις μουσουλμάνες που κατάγονται ή ζουν στη Θράκη, καταλήγουν σε αδιέξοδο (Κοτζάμπαση, 2001:30). Αυτή η μορφή του εντόπιου θρακικού Ισλάμ, που αποτελεί και το «παλιό» παραδοσιακό Ισλάμ στην Ελλάδα, απέκτησε το status της μειονοτικής (και μειονεκτικής) θρησκείας και δεν ήρθε σχεδόν ποτέ σε ουσιαστικό διάλογο με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η οποία διατηρεί ως ένα βαθμό τον έλεγχο των «λοιπών

72

Gendering Transformations

γνωστών θρησκειών» στην Ελλάδα6. Επίσης, η άποψη της Εκκλησίας ότι τα θρησκευτικά δικαιώματα της μειονότητας εξασφαλίζονται πλήρως από τη Συνθήκη της Λοζάνης και ότι δεν τίθεται ζήτημα θρησκευτικής καταπίεσης ή ανελευθερίας, δε συμβαδίζει με την αρχή της ισοπολιτείας των Ελλήνων μουσουλμάνων. Κι αυτό γιατί οι τελευταίοι θα πρέπει να υπάγονται σε ένα διαφορετικό νομικό καθεστώς – εκείνο του μουσουλμανικού ιερού νόμου– από ό,τι οι υπόλοιποι Έλληνες πολίτες. Ταυτόχρονα, προσβάλλει τη θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων, αφού τους υποχρεώνει όλους να υπάγονται στον μουσουλμανικό ιερό νόμο, ανεξαρτήτως του αν είναι πιστοί ή όχι (άθρησκοι) (Κοτζάμπαση, 2001:30). Το νέο Ισλάμ στην Ελλάδα, που κάνει την εμφάνισή του στη δεκαετία του 1980 κι αυξάνει σε ποσοστό από το 1990 κι έπειτα, είναι εκείνο των μεταναστών. Πρόκειται για μετανάστες από χώρες της Αφρικής και της Ασίας, αλλά και από βαλκανικές χώρες. Σε αυτούς συγκαταλέγονται, επίσης, και οι εσωτερικοί μετανάστες, που είναι μουσουλμάνοι από τη Θράκη κι έχουν την ελληνική υπηκοότητα, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν σε μεγάλα αστικά κέντρα. Ο προσδιορισμός του συνολικού αριθμού των μουσουλμάνων μεταναστών δεν είναι δυνατός7. Από νομικής άποψης, οι αλλοδαποί μετανάστες που έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια απολαμβάνουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που κατοχυρώνονται από το ελληνικό Σύνταγμα (άρθρο 13, παρ.1, εδ. 2), καθώς κι εκείνα που πηγάζουν από την ευρωπαϊκή νομολογία σχετικά με την προστασία της θρησκευτικής ετερότητας8. Όσο για τα ζητήματα που άπτονται του οικογενειακού δικαίου, οι αλλοδαποί μουσουλμάνοι, από άποψη συγκριτικού –ιδιωτικού-διεθνούς– δικαίου, αν προέρχονται από ευρωπαϊκές χώρες, υπάγονται σε κοσμικό δίκαιο, ενώ, αν προέρχονται από ισλαμικές χώρες, ενδέχεται να υπάγονται στον ιερό μουσουλμανικό νόμο, όπως και οι Έλληνες μουσουλμάνοι της Θράκης (Κοτζάμπαση, 2001:13). Ωστόσο, για τους τελευταίους ισχύει ότι, όσοι έχουν κάνει μεταδημότευση, παύουν να υπάγονται στο σύστημα προστασίας της Συνθήκης της Λοζάνης κι επομένως έρχονται αντιμέτωποι με ένα κενό ως προς τα θρησκευτικά τους δικαιώματα, ενώ όσοι δεν έχουν κάνει μεταδημότευση αναγκάζονται για τις θρησκευτικές τους υποθέσεις να πηγαίνουν στη Θράκη. Στο πρακτικό επίπεδο, αυτή η νομική κατάσταση δημιουργεί μια σειρά προβλημάτων, που σχετίζονται με τα θρησκευτικά δικαιώματα των μουσουλμάνων μεταναστών. Τα κυριότερα ζητήματα που τους απασχολούν είναι η δημιουργία λατρευτικών χώρων και νεκροταφείων, η τήρηση των μουσουλμανικών θρησκευτικών εορτών ως αργία στον δημόσιο τομέα και η αναγνώριση των πράξεων των μουσουλμάνων ιερουργών που λειτουργούν στα άτυπα τζαμιά της περιοχής των Αθηνών9, καθώς και ζητήματα μικτών γάμων ή διαζυγίων. Αυτά τα προβλήματα δεν εμφανίζονται συχνά στην ελληνική επικαιρότητα – εκτός από την προβολή του ζητήματος κατασκευής τεμένους και Ισλαμικού Κέντρου στην Παιανία10. Ταυτόχρονα δε λαμβάνουν τη μορφή δυναμικής διεκδίκησης από την πλευρά των ίδιων των μεταναστών, μέσω των οργανώσεών τους11, εξαιτίας του φόβου ότι κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει ένα αρνητικό κλίμα, με άσχημες επιπτώσεις στη διαδικασία νομιμοποίησής τους. Άλλωστε, είναι γνωστή η αρνητική πρόσληψη του Ισλάμ στην Ελλάδα, που θεωρείται οπισθοδρομικό και υπεύθυνο (εξαιτίας της οθωμανικής κυριαρχίας) για την καθυστέρηση της ανάπτυξης της χώρας.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

73

Η μαντίλα στη Θράκη και στην υπόλοιπη Ελλάδα Η παρουσία της μαντίλας στη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης είναι εμφανέστατη στη δημόσια ζωή και ποτέ δεν τέθηκε σε αμφισβήτηση. Το μοναδικό επεισόδιο που δημιουργήθηκε ήταν εκείνο που συνέβη σχετικά πρόσφατα (13 Σεπτεμβρίου 2004), όταν επτά μαθήτριες εμφανίστηκαν στο μειονοτικό ΓυμνάσιοΛύκειο Τζελάλ Μπαγιάρ φορώντας μαντίλα12. Διευκρινίζεται ότι, ήδη από την αρχή της λειτουργίας του σχολείου αυτού (το 1952), οι μαθητές, κι αργότερα οι μαθήτριες, δεν έφεραν κανένα θρησκευτικό σύμβολο, αφού το σχολείο λειτουργεί σύμφωνα με τις κοσμικές, κεμαλικές αρχές. Η εμφάνιση των επτά μαντιλοφορεμένων κοριτσιών οδήγησε σε συνεδρίαση της σχολικής εφορίας και των εκπροσώπων των μουσουλμάνων κηδεμόνων, που αποφάσισαν να κάνουν σύσταση στα κορίτσια για την αφαίρεση της μαντίλας. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί ότι σε κανένα ελληνικό δημόσιο σχολείο όπου φοιτούν και μουσουλμάνοι μαθητές και μαθήτριες οι οποίες φορούν τη μαντίλα, δε δημιουργήθηκε ποτέ ζήτημα για το εάν αυτές θα πρέπει να τη φορούν ή όχι. Εννοείται ότι, εφόσον δεν απαγορεύεται να φέρει ο μαθητικός πληθυσμός θρησκευτικά σύμβολα, οι μουσουλμάνες μαθήτριες επιτρέπεται να φορούν τη μαντίλα. Το γεγονός ότι η περιβολή της μαντίλας στο μειονοτικό σχολείο πήρε δημόσια έκταση υποδηλώνει τη σημασία που έχει η μαντίλα για το εσωτερικό της μειονότητας. Το επεισόδιο με τις επτά μουσουλμάνες μαθήτριες δείχνει, ως ένα βαθμό, την επίδραση της θρησκευτικής και πολιτικής κατάστασης της Τουρκίας στο χώρο της ελληνικής μουσουλμανικής μειονότητας. Οι διακυμάνσεις στη σχέση μεταξύ κοσμικού και θρησκευτικού στην Τουρκία έχουν τον αντίκτυπό τους και στη Θράκη. Έτσι, μια τουρκική εσωτερική πολιτική διαμάχη (κεμαλιστών και θρησκευόμενων) μεταφέρεται, στην περίπτωση της μαντίλας, και στη μειονότητα της Θράκης13. Η ανοχή που παρατηρείται στα δημόσια ελληνικά σχολεία, από την άλλη πλευρά, μπορεί να ερμηνευθεί –σύμφωνα πάντα με τις υπάρχουσες συνθήκες– από το γεγονός ότι οποιαδήποτε απόφαση κατάργησης των θρησκευτικών συμβόλων θα προκαλούσε ενδεχομένως τις αντιδράσεις μεγάλου μέρους των χριστιανών. Η κατάργηση των σταυρών κι άλλων χριστιανικών συμβόλων, που θα συνεπαγόταν μια τέτοια απόφαση, ερμηνεύεται συνήθως ως απειλή κατά του χριστιανισμού. Με άλλα λόγια, μια οποιαδήποτε ανάδυση του προβλήματος της μαντίλας στα δημόσια ελληνικά σχολεία θα έθετε σε αμφισβήτηση την καθεστηκυία τάξη, αφού θα σήμαινε τη γενική απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων, συμπεριλαμβανομένων και των χριστιανικών. Εκτός του σχολικού χώρου, στο εσωτερικό της μειονότητας, η μαντιλοφορία συνδέεται με βαθιά θρησκευτικότητα ή με έναν ορισμένο βαθμό θρησκευτικότητας και πίστης στις ισλαμικές αρχές. Πρόκειται για ένα σχεδόν γενικευμένο φαινόμενο σε αγροτικά περιβάλλοντα14, ενώ αντιθέτως τα κορίτσια των αστών είναι σε μεγάλο ποσοστό ακάλυπτα. Η νεαρή αστή μουσουλμάνα στη Θράκη έχει ως πρότυπο όχι τη μοντέρνα Ελληνίδα, αλλά τη μοντέρνα Τουρκάλα. Η άρνηση, επομένως, της μαντίλας παραπέμπει στην τουρκικότητα, και μάλιστα στην κεμαλική εκδοχή της. Βέβαια, σύμφωνα με την ισχύουσα κατάσταση στην Τουρκία, όπου η έννοια της μοντέρνας Τουρκάλας δεν αποκλείει τη μαντιλοφορία (μπορεί μάλιστα να συμβαίνει και το αντίθετο, δηλαδή μια θρησκευόμενη να είναι ακάλυπτη), η ταυτοποίηση του

74

Gendering Transformations

μοντέρνου και της κεμαλικής κοσμικότητας φαίνεται συζητήσιμη15. Παρόλα αυτά στη Θράκη δεν έχει εμφανιστεί κάποια γυναικεία κίνηση που να διεκδικεί τον εκσυγχρονισμό μέσα από το Ισλάμ και να εκφράζεται με την περιβολή της μαντίλας. Στο γυναικείο μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης οι θρησκευόμενες ταυτίζονται με τις παραδοσιακές γυναίκες που φορούν τη μαντίλα, ενώ εκείνες που πιστεύουν στις κοσμικές, κεμαλικές αρχές θεωρούνται μοντέρνες και είναι συνήθως ακάλυπτες. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εθνοτική διαφορετικότητα ανάμεσα στην Πομάκα και την Τουρκάλα στηρίζεται στο γεγονός ότι η πρώτη θεωρείται πολύ περισσότερο θρησκευόμενη από τη δεύτερη. Η κοσμικότητα θεωρείται, επομένως, τουρκικό χαρακτηριστικό, ενώ η θρησκευτικότητα στοιχείο που προσιδιάζει στην πομακική ταυτότητα. Η τουρκοποίηση της μειονότητας, που αποτελεί –στη σημερινή πραγματικότητα– διεκδίκηση μεγάλου μέρους των μειονοτικών (συμπεριλαμβανομένων των Πομάκων και των Τσιγγάνων), συνδέεται με την κοσμική εκδοχή της μουσουλμανικής θρησκείας, που θεωρείται εκσυγχρονιστική. Αυτός είναι επίσης ένας λόγος που δικαιολογεί την κυριαρχία των κεμαλικών κοσμικών αρχών στη Θράκη, προς το παρόν τουλάχιστον, παρόλο που στη γειτονική Τουρκία η ισλαμοφιλία (μέσω της μαντίλας) χαρακτηρίζει μέρος της τουρκικής γυναικείας πραγματικότητας. Το γεγονός ότι στη Θράκη η μη κάλυψη με μαντίλα δηλώνει την τουρκική ταυτότητα των κοριτσιών, ενώ η μαντιλοφορία τονίζει περισσότερο τη θρησκευτική, δηλαδή τη μουσουλμανική ταυτότητα, αποτελεί ένα στοιχείο που κάνει ορισμένες χριστιανές (συνήθως θρησκευόμενες και με εθνικιστική διάθεση) να βλέπουν με συμπάθεια τη μαντιλοφορεμένη μουσουλμάνα, σε αντιδιαστολή με την ακάλυπτη που εκφράζει με αυτόν τον τρόπο την τούρκικη ταυτότητά της. Αυτό συμβαίνει γιατί, όπως είναι γνωστό, για έναν ορισμένο αριθμό Ελλήνων κι Ελληνίδων, κάθε τι τουρκικό είναι και «ύποπτο». Στο θρακικό επίπεδο πάντα, για την πλειοψηφία των Ελληνίδων η μαντιλοφορία των μουσουλμάνων γυναικών αποτελεί γενικά σημάδι κοινωνικής κατωτερότητας κι οπισθοδρόμησης. Αν και δεν αντιμετωπίζεται επιθετικά (δε σημειώθηκαν ποτέ επεισόδια σε δημόσιους χώρους), μεταφράζεται τις περισσότερες φορές ως ένδειξη κοινωνικής καθυστέρησης, με τρόπο ώστε να αναδεικνύεται η πολιτισμική και κοινωνική ανωτερότητα των χριστιανών. Η αντίληψη που κυριαρχεί για τη μουσουλμάνα γυναίκα είναι εκείνη της οπισθοδρομικής και της γυναίκας-θύματος της ισλαμικής παράδοσης και του μουσουλμάνου άνδρα (πατέρα, συζύγου, αδελφού), που δεν έχει τη δυνατότητα της αυτόνομης επιλογής. Στα περισσότερα ελληνικά δημοσιεύματα, είτε πρόκειται για μελέτες είτε για αποσπάσματα στον τύπο, επαναλαμβάνονται τα παραπάνω στερεότυπα, χωρίς να εξετάζονται τα σύγχρονα προβλήματα που αντιμετωπίζει η μουσουλμάνα γυναίκα16. Πολύ συχνή είναι για παράδειγμα, η προβολή των ψυχικών νοσημάτων που ταλαιπωρούν τις μουσουλμάνες της Θράκης (χωρίς να επισημαίνεται και η αντίστοιχη κατάσταση των χριστιανών γυναικών της περιοχής), τα οποία οφείλονται κατά πρώτο λόγο στη θρησκευτική τους πίστη και στην ισλαμική κουλτούρα τους. Όσο για τις μουσουλμάνες μετανάστριες που ζουν στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας, διαπιστώνουμε μεν την παρουσία τους, όμως περισσότερα στοιχεία για αυτές δεν είναι γνωστά εξαιτίας της έλλειψης ερευνών. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, η ποικιλία των χωρών προέλευσης των μεταναστών συνεπάγεται και την

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

75

ετερογένεια ως προς τον τύπο του Ισλάμ που εισάγεται στην Ελλάδα. Η απουσία δεδομένων για κάθε κοινότητα χωριστά εμποδίζει και την εξαγωγή συμπερασμάτων αναφορικά με τη θρησκευτική κατάσταση των μουσουλμάνων μεταναστών – και πολύ περισσότερο όταν πρόκειται για τις γυναίκες οι οποίες, συνήθως, κατέχουν μια αθέατη θέση στο μεταναστευτικό πεδίο17. Σύμφωνα με κάποιες γενικές παρατηρήσεις, στον αστικό αθηναϊκό χώρο η μαντίλα, τουλάχιστον δημοσίως, δεν είναι πολύ ορατή. Οι μουσουλμάνες μετανάστριες σε μια ένδειξη επιθυμίας ενσωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία αποφεύγουν να καλύπτονται με τη μαντίλα, ώστε να μη διαφοροποιούνται έντονα από τις γυναίκες της πλειονοτικής χριστιανικής ομάδας. Αδιευκρίνιστο παραμένει αν αυτό ισχύει μόνο για τις εργαζόμενες μουσουλμάνες, που εκτίθενται σε δημόσια θέα, ή αν είναι μια στάση που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των μεταναστριών, είτε αυτές εργάζονται έξω ή μέσα στο σπίτι. Επιπλέον, δε γνωρίζουμε το βαθμό τέλεσης των θρησκευτικών πρακτικών και τις συνήθειες σχετικά με την μαντιλοφορία στη χώρα προέλευσής τους. Στα δημόσια σχολεία σποραδικές είναι οι εμφανίσεις κοριτσιών που φορούν μαντίλα και γενικά η δημόσια χρήση της παρατηρείται σε περιοχές με πυκνή συγκέντρωση μουσουλμάνων και εντός των ορίων της γειτονιάς. Σύμφωνα με στοιχεία που διαθέτουμε για την περιοχή Γκάζι της Αττικής, οι τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι (Αθίγγανοι και Πομάκοι), κάτοικοι της περιοχής που κατάγονται από τη Θράκη και των οποίων τα παιδιά πηγαίνουν στο σχολείο διαπολιτισμικής εκπαίδευσης που λειτουργεί στην περιοχή, διατηρούν χαλαρή σχέση με την τήρηση του μουσουλμανικού θρησκευτικού τυπικού και τα νεαρά κορίτσια που φοιτούν στο σχολείο δεν φορούν τη μαντίλα18. Μέχρι σήμερα, οποιαδήποτε μορφή γυναικείας μουσουλμανικής οργάνωσης κι αν υπάρχει, δεν έχει εκφράσει δημόσια κάποια θέση σχετικά με το ζήτημα της μαντίλας19, ενώ ο πρόεδρος του «Πανελλήνιου Συνδέσμου Συμπαραστάσεως Μουσουλμάνων, Φιλότητα» Ιμάμ Μεχμέτ πιστεύει ότι «η μαντίλα είναι μια πινακίδα που οδηγεί στην περιθωριοποίηση». Σύμφωνα με τον ίδιο, ο οποίος κατάγεται από τη Θράκη: Ο μουσουλμάνος πρέπει να βρει τρόπους να αποφύγει το γκέτο. Στη Θράκη, σχεδόν για έναν αιώνα αυτή την απομόνωση πληρώνουμε. Δεν πρέπει να αφήσουμε να συμβεί το ίδιο και στην Αθήνα. Οργανώσαμε ημερίδες, μιλήσαμε σε κοινότητες μεταξύ μας. Είχαμε φυσικά αντιδράσεις από ανθρώπους που δεν ήταν έτοιμοι να αφήσουν τον τρόπο ζωής που ήξεραν. Δουλέψαμε πολύ πάνω σε αυτό και η βάση ακολούθησε… (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 31.10.2004).

Συμπεράσματα Στο πλαίσιο του γαλλικού μοντέλου του αμιγούς κοσμικού κράτους, ο νόμος για την απαγόρευση της μαντίλας στα δημόσια σχολεία επιβεβαίωσε την αποτυχία ενσωμάτωσης των Γάλλων πολιτών αραβικής καταγωγής στη γαλλική κοινωνία. Το ζήτημα έφερε στην επιφάνεια την κρίση των δημοκρατικών αρχών του Διαφωτισμού, που αλλάζουν περιεχόμενο, εφόσον φαίνεται να υιοθετείται μια θέση άμυνας μπροστά σ’ αυτό που έχει ονομαστεί ισλαμικός κίνδυνος.

76

Gendering Transformations

Στην Ελλάδα, που έχει την εμπειρία της μουσουλμανικής παρουσίας στο χώρο της Θράκης αρχικά, ως μιας εντόπιας μορφής του Ισλάμ, και στη συνέχεια εξαιτίας των αλλοδαπών μουσουλμάνων που ήρθαν στη χώρα ως μετανάστες, η κατάσταση παρουσιάζεται με διαφορετικό τρόπο, κυρίως γιατί η σχέση μεταξύ θρησκείας και κράτους ορίζει διαφορετικά το πλαίσιο διαχείρισης της θρησκευτικής ετερότητας. Το ξεχωριστό νομικό καθεστώς που ισχύει για τους μουσουλμάνους της Θράκης, συμβάλλει στη διατήρηση των αυτόνομων θρησκευτικών κοινοτήτων, αλλά και στην αντιμετώπιση του θρακικού Ισλάμ ως μειονοτικής θρησκείας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να απουσιάζει μέχρι σήμερα ένας ουσιαστικός διάλογος με τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας, που απολαμβάνει το status της κυρίαρχης θρησκείας. Ως προς τη νέα μορφή του Ισλάμ, που εμφανίζεται με την είσοδο των μεταναστών στη χώρα, η φαινομενική ανεκτικότητα εξασφαλίζει στην πραγματικότητα την πρωτοκαθεδρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας να αποφασίζει για τις υποθέσεις των άλλων θρησκευτικών ομάδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν, δεν υπάρχει δημοσιότητα σχετικά με το Ισλάμ στην Ελλάδα και η όποια είδηση για αυτό έχει συνήθως αρνητική μορφή. Η μουσουλμάνα γυναίκα δεν απασχολεί τη δημόσια γνώμη, αλλά κι ούτε υπάρχει κάποια οργανωμένη μορφή διεκδίκησης δικαιωμάτων από την πλευρά της. Τα προβλήματα των μουσουλμάνων, ανδρών και γυναικών, αποσιωπούνται και παρατηρείται γενικά μια συγκρατημένη στάση από πλευράς των ίδιων των μεταναστών, που αντιλαμβάνονται τη δύναμη των στερεότυπων κατά του Ισλάμ στην Ελλάδα. Ωστόσο, η διάθεση για ενσωμάτωση στην ελληνική κοινωνία θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη από τους μουσουλμάνους, οι οποίοι στέλνουν τα παιδιά τους στα δημόσια σχολεία και τα μεγαλώνουν ως Έλληνες, αποφεύγοντας τον τονισμό της διαφοράς τους. Αν η ελληνική κοινωνία αποτύχει να τους αντιμετωπίσει ως ίσους πολίτες, τότε, έχοντας κατά νου και το παράδειγμα της Γαλλίας, είναι πιθανό οι επόμενες γενιές, που θα έχουν γεννηθεί και κοινωνικοποιηθεί στο ελληνικό κρατικό πλαίσιο, να στραφούν στο Ισλάμ και το Ισλάμ να γίνει καταφύγιο των ανθρώπων που στερούνται κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων, χωρίς βέβαια να δίνεται μια λύση για την κατάργηση της ανισότητας και του αποκλεισμού. Με άλλα λόγια, αν δεν αναγνωριστούν ως ισότιμοι πολίτες, μπορεί να διεκδικήσουν το δικαίωμα αυτό ως μουσουλμάνοι και τότε μπορεί να κάνει την εμφάνισή της και η μαντίλα ως μέσο για τη διεκδίκηση ίσης μεταχείρισης.

1

Οι συζητήσεις και οι απόψεις που διατυπώθηκαν από τον πολιτικό κόσμο κι από τις ίδιες τις φεμινιστικές οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων και των μουσουλμάνων γυναικών, δείχνουν τη μεγάλη πόλωση που υπάρχει σχετικά με το ζήτημα της μαντίλας και κατ’ επέκταση για τον τρόπο θέασης της μουσουλμανικής γυναικείας κατάστασης στη Γαλλία. Βλ. Chafiq και Khosrokhavar (1995), Ιός της Κυριακής (22.2.2004). 2 Για λειτουργική ισορροπία ανάμεσα στην κοσμική κουλτούρα και την ορθόδοξη παράδοση έκανε λόγο ο πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής κατά την εναρκτήρια ομιλία του στον 8ο Διάλογο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος και των Ευρωπαίων Δημοκρατών στη Θεσσαλονίκη (Ναυτεμπορική, 21.10.2004).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

3

77

Ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος τάχθηκε υπέρ της ισλαμικής μαντίλας, με αφορμή την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να απαγορεύσει στις μουσουλμάνες μαθήτριες να τη φορούν (Τα Νέα, 22.1.2004). 4 Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η δυνατότητα αποχής από το μάθημα των θρησκευτικών συνοδεύεται από την υποχρέωση δήλωσης των θρησκευτικών πεποιθήσεων των γονέων που επιθυμούν να απαλλάξουν τα παιδιά τους από τη θρησκευτική εκπαίδευση. Κάτι τέτοιο αποτελεί παραβίαση του «δικαιώματος αποσιώπησης» των θρησκευτικών πεποιθήσεων, ενώ η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων συστήνει την κατάργηση αυτής της υποχρέωσης (βλ. International Covenant on Civil and Political Rights, Concluding observations of the Human Rights Committee, CCPR/CO/83/GRC, 31 March 2005, 14b). 5 Σ’ αυτό το πλαίσιο προστασίας δεν υπάγονται οι μουσουλμάνοι των Δωδεκανήσων (Κω και Ρόδου), αφού τα Δωδεκάνησα προσαρτήθηκαν στην Ελλάδα το 1947, και συνεπώς δεν αναγνωρίζονται ως μειονότητα. Ο συνολικός αριθμός τους ανέρχεται σε 7.000 άτομα περίπου. 6 Αναφέρω τη σύνδεση του μειονοτικού ζητήματος στη Θράκη με το Υπουργείο Εξωτερικών και το χειρισμό των θρησκευτικών υποθέσεων της μειονότητας, σύμφωνα με τις εξωτερικές πολιτικές της χώρας και τη γνώμη της Εκκλησίας. Στη Θράκη, υπήρξε σαφής και ξεκάθαρη ενθάρρυνση από την ελληνική Πολιτεία, και με τη συγκατάθεση της Εκκλησίας, για τον προσανατολισμό του θρακικού Ισλάμ προς το Ισλάμ των αραβικών χωρών, προκειμένου να αποκοπεί η μειονότητα από την επιρροή του τουρκικού Ισλάμ. 7 Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Κ. Τσιτσελίκη, θα πρέπει να είναι περίπου 200.000, χωρίς να περιλαμβάνεται σ’ αυτό το σύνολο ο αριθμός των Αλβανών μουσουλμάνων (Τσιτσελίκης, 2004:271). Ως προς το δόγμα, η πλειοψηφία των μουσουλμάνων μεταναστών είναι σουνίτες, ενώ εντοπίζεται και μια μικρή ομάδα σιιτών (κυρίως Πακιστανοί, Ιρακινοί και Λιβανέζοι). Το μεγαλύτερο ποσοστό (40%) ζει στην Αθήνα και ένα μικρότερο (7%) στη Θεσσαλονίκη. 8 Πρόκειται για διεθνείς και ευρωπαϊκές συμβάσεις που η Ελλάδα έχει υπογράψει και ισχύουν ως εσωτερικό δίκαιο βάσει του άρθρ. 28Σ. 9 Ο δημοσιογράφος Γκαζμέντ Καπλάνι αναφέρει ότι υπάρχουν περίπου εξήντα πέντε παράνομοι χώροι λατρείας στην Αθήνα, που λειτουργούν σε χώρους γκαράζ και αποθηκών (Τα Νέα, 22.7.2004). Σε αυτούς τους χώρους εκτελούνται από μουσουλμάνους ιερουργούς θρησκευτικές πράξεις (γάμοι), που δε δημιουργούν έννομα αποτελέσματα και θεωρούνται άκυρες. Πολλοί μουσουλμάνοι μετανάστες αναζητούν τη λύση πηγαίνοντας στη Θράκη προκειμένου να εκτελέσει την πράξη ο μουφτής, νομικά αναγνωρισμένος για τις θρησκευτικές υποθέσεις της μειονότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με το πρόβλημα ταφής ενός αποθανόντος μουσουλμάνου. Εξαιτίας της έλλειψης μουσουλμανικών νεκροταφείων στην Αθήνα, οι νεκροί ή θα πρέπει να μεταφερθούν στην πατρίδα τους ή να ενταφιαστούν σε μουσουλμανικό νεκροταφείο της Θράκης ή σε κάποιο χώρο που παραχωρούν τα ορθόδοξα νεκροταφεία, χωρίς όμως να τηρείται το μουσουλμανικό τελετουργικό της ταφής. Εκτός από την τελευταία λύση, οι δύο πρώτες είναι πολυδάπανες, σχεδόν απαγορευτικές για τα χαμηλά εισοδήματα των μουσουλμάνων μεταναστών. 10 Ειδικά μετά την ψήφιση του Νόμου 2833/2000 που προβλέπει την ανέγερση τζαμιού και Ισλαμικού Κέντρου στην Παιανία, παρατηρούνται οι περισσότερες αντιδράσεις από πολιτικούς και θρησκευτικούς εκπροσώπους – και ιδιαίτερα την περίοδο πριν και μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες, το 2004. Βλ. για παράδειγμα, «Όχι τέμενος στην Παιανία, διαμηνύει η Ιερά Σύνοδος», στην Καθημερινή (3.9.2003), «Ανδριανόπουλος: Τζαμί, όχι ισλαμικό κέντρο», στην Ελευθεροτυπία (6.9.2004), «Χριστόδουλος: Ναι σε τζαμί, όχι σε ισλαμικό κέντρο», στην Ελευθεροτυπία (30.7.2004). 11 Κάποιες ομάδες μουσουλμάνων μεταναστών έχουν οργανωθεί με τη μορφή εθνικών κοινοτήτων ή θρησκευτικών οργανώσεων. Οι διεκδικήσεις τους αφορούν τα εργασιακά κυρίως ζητήματα (δίκτυα αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών μεταναστών), αλλά υπάρχουν και κάποιες με στόχο την προαγωγή της θρησκευτικής πίστης, όπως ο Πολιτιστικός Αραβο-

78

Gendering Transformations

ελληνικός Σύλλογος (στο Νέο Κόσμο), ο Ελληνο-αιγυπτιακός Σύλλογος «Πτολεμαίος» (στο Μεταξουργείο), με μέλη σουνίτες μουσουλμάνους, και ο Πολιτιστικός Σύλλογος Σιιτών Ελλάδας, με μέλη κυρίως Πακιστανούς (Τσιτσελίκης, 2004:275) 12 Εφημερίδα Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (31.10.2004). 13 Το ζήτημα της μαντίλας στην Τουρκία εμφανίστηκε ήδη την περίοδο 1983-1984 και εντάθηκε ακόμη περισσότερο μετά την εμφάνιση και την πολιτική δράση ισλαμικών κομμάτων (π.χ. Refah), κατά τη δεκαετία του 1990. Ειδικά το πανεπιστήμιο αποτελεί το κατεξοχήν πεδίο της διαμάχης για το θέμα της μαντίλας. Η Τουρκάλα κοινωνιολόγος Nilüfer Göle, με αφορμή το φαινόμενο της εισαγωγής της μαντίλας στα τουρκικά πανεπιστήμια, εξετάζει τις σύνθετες σχέσεις μεταξύ εκσυγχρονισμού, θρησκείας και έμφυλων σχέσεων στην Τουρκία (Göle, 1993). Επίσης, για τη σχέση μεταξύ Ισλάμ- κράτους και τη θέση της γυναίκας στη σύγχρονη Τουρκία, αλλά και σε άλλες αραβο-μουσουλμανικές χώρες, βλ. Kandiyoti (1991). 14 Η Φ. Τσιμπιρίδου, στην έρευνά της στα Πομακοχώρια του νομού Ροδόπης με αμιγή πομακικό μουσουλμανικό πληθυσμό, εξετάζει, μεταξύ άλλων, τον τρόπο που τα κορίτσια μαθαίνουν να γίνονται γυναίκες. Το πρώτο σημάδι αυτού του περάσματος εκδηλώνεται με την αλλαγή της ενδυμασίας, δηλαδή την περιβολή της μαντίλας και της saya (είδος μαύρης ρόμπας που φοριέται πάνω από τα ρούχα), που συνοδεύεται από το αίσθημα της ντροπής. Η ντροπή που εγγράφεται και στη σωματική συμπεριφορά (χαμηλό βλέμμα, αναδίπλωση στα γόνατα όταν είναι καθιστές, κλπ.) αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της γυναικείας σεξουαλικότητας στις μουσουλμάνες της περιοχής (Tsibiridou, 2000:277-78). Μέσα από την οπτική του κώδικα της τιμής και της ντροπής, στο πλαίσιο μιας «νέας εθνογραφίας», βλ. την ανάλυση της Abu-Lughad (2000) για το θέμα της κάλυψης με τη μαντίλα στην κοινωνία των Βεδουίνων στην Αίγυπτο. 15 Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για μια ενιαία αντιμετώπιση του θρησκευτικού φαινομένου στην Τουρκία. Και από την πλευρά των γυναικών υπάρχουν ποικίλες στάσεις ως προς το ζήτημα της μαντίλας, που σχετίζονται με την προσωπικότητα της κάθε γυναίκας, παρά με μια συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση που θα μπορούσε να πάρει τη μορφή πολιτικής στράτευσης. Για τις διαφορετικές ερμηνείες της μαντίλας στο παρελθόν και στη σύγχρονη εποχή σε μουσουλμανικές χώρες και στη Δύση, βλ. El Guindi (1999), όπως και για τους διαφορετικούς συμβολισμούς σε θρησκευτικό, σεξουαλικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, βλ. Shirazi (2001). 16 Για παράδειγμα η μη δυνατότητα εφαρμογής του ελληνικού νόμου για ζητήματα γάμου και κληρονομιάς, τα προβλήματα πτυχιούχων από πανεπιστήμια της Τουρκίας, που δεν μπορούν να εξασκήσουν το επάγγελμά τους, κλπ. 17 Για την πρόσφατη ανακάλυψη των γυναικών στο πλαίσιο των μεταναστευτικών σπουδών, βλ. Green (2004:134-152). 18 Βλ. συνεντεύξεις με δασκάλους του σχολείου (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 31.10.2004) και τη μελέτη των Αβραμοπούλου και Καρακατσάνη (2001). 19 Στην ίδια εφημερίδα (Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 31.10.2004) αναφέρεται η Χάλα Ακάρι ως πρόεδρος του συλλόγου Γυναικών του Ελληνο-Αραβικού Πολιτιστικού Κέντρου, η οποία θεωρεί την περιβολή της μαντίλας ως «ελεύθερη επιλογή που δείχνει στους άλλους ποια είμαι». Πέρα από αυτή τη δήλωση δεν υπάρχουν περαιτέρω πληροφορίες ούτε για τις δραστηριότητες του συλλόγου ούτε για τις διεκδικήσεις σε ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας και έκφρασης.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

79

Βιβλιογραφία Αβραμοπούλου, Ε. και Καρακατσάνης, Λ. (2001). Διαδρομές της Ταυτότητας: από τη Δυτική Θράκη στο Γκάζι. http://www.kemo.gr Abu-Lughad, L. (2000). Veiled Sentiments. Honor and Poetry in a Bedouin Society. California: University of California Press. Amiraux, V. (2003). Discours voilés sur les musulmanes en Europe: comment les musulmans sont-ils devenus des musulmanes? Social Compass, 50(1):85-96. Chafiq, C. και Khosrokhavar, F. (Επιμ.). (1995). Femmes sous le voile: face à la loi islamique. Paris: Félin. Delphy, C. (2004). Φύλο και φυλή στη μετααποικιακή Γαλλία: η μαντίλα και η απόρριψη του Ισλάμ, Σύγχρονα Θέματα, 84, 61-69. El Guindi, F. (1999). Veil: Modesty, Privacy and Resistance. Oxford, New York: Berg. Galeotti, A.E. (1993). Politics and Equality. The Place of Toleration. Political Theory, 4:585605. Gauchet, M. (2004). La laïcité a gagné, mais elle a changé de sens. L’ Histoire, 289:80-83. Green, N. L. (2004). Οι δρόμοι της μετανάστευσης. Αθήνα: Σαββάλας. Göle, N. (1993). Musulmanes et modernes. Voile et civilisation en Turquie. Paris: La Découverte. Ιός της Κυριακής (22.2.2004). «Σεξισμός και ρατσισμός αλά γαλλικά. Ο πόλεμος της μαντίλας», Ελευθεροτυπία. Kandiyoti, D. (1991). Introduction. Στο D. Kandiyoti (Επιμ.), Women, Islam and the State (σελ. 1-21). Philadelphia: Temple University Press. Καπλάνι, Γ. (22.7.2004). Να μη ζουν την προσευχή τους ως ταπείνωση, Τα Νέα. Κοτζάμπαση, Α. (2001). Οικογενειακές έννομες σχέσεις Ελλήνων μουσουλμάνων. http://www.kethi.gr/greek/meletes/index.htm Pollis, A. (1999). Ελλάδα: ένα προβληματικό κοσμικό κράτος. Στο Δ. Χριστόπουλος (Επιμ.), Νομικά Ζητήματα Θρησκευτικής Ετερότητας στην Ελλάδα (σελ. 165-197). Αθήνα: ΚΕΜΟΚριτική. Shirazi, F. (2001). The Veil Unveiled: The Hijab in Modern Culture. Florida: University Press of Florida. Σωτηρέλης, Γ. Χ. (1999). Ο χωρισμός Κράτους-Εκκλησίας: Η αναθεώρηση που δεν έγινε… Στο Δ. Χριστόπουλος (Επιμ.), Νομικά Ζητήματα Θρησκευτικής Ετερότητας στην Ελλάδα (σελ. 19-79). Αθήνα: ΚΕΜΟ-Κριτική. Terray, E. (2004). Το ζήτημα της μαντίλας: μια πολιτική υστερία. Σύγχρονα Θέματα, 84:7379. Tsibiridou, F. (2000). Les Pomak dans la Thrace grecque. Discours ethnique et pratiques socioculturelles. Paris: L’Harmattan. Τσιτσελίκης, Κ. (1999). Η θέση του Μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη. Στο Δ. Χριστόπουλος (Επιμ.), Νομικά Ζητήματα Θρησκευτικής Ετερότητας στην Ελλάδα (σελ. 270-330). Αθήνα: ΚΕΜΟ-Κριτική. ——— (2004). Η θρησκευτική ελευθερία των μεταναστών: η περίπτωση των μουσουλμάνων. Στο Μ. Παύλου και Δ. Χριστόπουλος (Επιμ.), Η Ελλάδα της μετανάστευσης (σελ. 267302). Αθήνα: ΚΕΜΟ-Κριτική. Venel, N. (1999). Musulmanes françaises: des pratiquantes voilées à l’université. Paris: L’Harmattan.

Private Lives and Public Roles of SyrianJewish Women in Mexico City: A Paradigm Paulette Kershenovich Schuster Hebrew University of Jerusalem, Israel

Introduction Since the late 1800s, the word “paradigm” has referred to a thought pattern in a scientific discipline or other epistemological context in social science. Currently, the term is often employed to describe the set of experiences, assumptions, concepts, beliefs, practices and values that affect the way an individual sees reality and responds to that perception.1 In this paper, I will discuss some of the many paradigms that Jewish women of Syrian descent in Mexico City endure as a collective whole.2 This study will highlight how the construction of Syrian-Jewish female identities was, and is, an ongoing process that cannot be divorced from the Mexican national context. Therefore, the problematic axis that the Jewish community went through will be taken into account. During 1994, new social expectations emerged due to the economic crisis. I will show how Syrian-Jewish women responded to these new economic and social developments. Syrian-Jewish women fought to construct and defend their own spaces and voices within their community sectors (Aleppo–Halebi or Damascus–Shami see below) as they participated in the private/domestic domain by keeping traditional homes, raising their children, and developing distinctive ethnic spaces within the kitchen; and in the public sphere by participating in philanthropic organizations and communal activities. Levels of autonomy, and heteronomy of the binary division of society-community and the consequences of visibility-invisibility, and the legitimacy of the communal presence in Mexico appear as part of the necessary dimension of identity construction and gender roles. This is an interdisciplinary paper based on my doctoral dissertation that addresses the concepts of ethnicity, nationality, class, age, identity, belonging, gender, and religion through historical, sociological and textual analysis based on data collected through interviews, questionnaires and archival immigrant registration cards from the Archivo General de la Nación (General National Archives) in Mexico City.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

81

Contextual background of the Jewish Community in Mexico City In 2003, DellaPergola (2003:600) estimated that Mexico’s Jewish population was 40,000, out of a total Mexican population of over 101 million. Approximately 35,000 Jews reside in the capital of Mexico City. Even though the historical roots of Jewish settlement in Mexico can be traced to the rediscovery of the Americas in 1492, the community did not coalesce until the late nineteenth century3. The Mexican Jewish community is comprised of four main community sectors according to their places of origin: Ashkenazim (European Jews); Sephardim (in Mexico, mostly from Turkey and Greece rather than Mediterranean Europe – hence the popular term “los Turcos” ― “the Turks”); and Jews from Arab lands, primarily from Aleppo (or Halebis) and Damascus (or Shamis). The Ashkenazim belong to the Ashkenazi Nidjei Israel Community, the Sephardim to the Sephardic Community, the Halebis to the Maguén David Community, and the Shamis to the Monte Sinaí Community. Each of these sectors maintains and heads its own services and community organizations, whether religious, administrative, philanthropic, educational, social, or cultural. As a whole, the Jewish community in Mexico City is considered traditional. Most of the Jews (55.9%) define themselves as such, and 6.7% view themselves as Orthodox (DellaPergola and Lerner, 1995:73). The “Arab” sectors, as they are popularly known, have a more defined religious orientation. Overall, the Halebis are more religious than the Shamis. The family constitutes an important element in their social-cultural and religious hierarchy. Thus, traditional values and communal organization as a space of identity formation and development are central to their discourse of integration. The first and second generations still try to maintain the original immigrant profile and mentality, while the third and fourth generations are continuously questioning such structures.4 In addition to the main community sectors, there are both splinter groups as well as community umbrella organizations (i.e., Bet El, Bet Israel, and the Centro Deportivo Israelita or CDI, a sports and community center). As a direct result of communal separation, there is a low level of intermarriage between the communities, although this trend seems to be changing. However, exogamous marriages between Shamis and Halebis are still rare. It is important to note that the level of community membership in Mexico City is among the highest in the world, reaching 95% of Mexico’s Jews (DellaPergola and Lerner, 1995). The Jewish community in Mexico is heavily involved in Mexican daily life and enjoys a high socio-economic level in comparison to the majority of the population. Despite such close involvement, the Mexican Jewish community is able to separate itself demographically, which is evident in the low proportion of mixed marriages. Among Jews belonging to the communal organizations or the CDI, the percentage of mixed marriages (Jews marrying non-Jews) is 6% on the basis of the religious affiliation of the husband after marriage, and 3% on the basis of the religious affiliation of the wife after marriage (DellaPergola and Lerner 1995:54-55). Not surprising, these levels are among the lowest in the Diaspora.

82

Gendering Transformations

The 1990s and beyond The 1990s was a period imbued with uncertainty, primarily due to the Tequila Crisis of 1994 and its aftermath5. After the Tequila Crisis, economic and social changes engulfed Mexico, and new role and societal expectations emerged for the younger women of the highly traditional Syrian-Jewish community. Due to the loss of income, women were forced to leave the private domain, where they had been comfortably nestled, and venture into an unknown world. This world was where their grandmothers had started from, when they first arrived in Mexico. Women not only had to work, but also had to continue taking care of their homes and children, bearing additional burdens and responsibilities. Women tried to remain in charge of family matters, while simultaneously holding part-time or even full-time jobs in order to supplement their husbands’ incomes. Despite the prospect of economic autonomy, they feared they were jeopardizing their traditional stronghold over their families and that they might be neglecting their domestic duties. These young women suffered an identity crisis and were caught in ambivalence because of the unresolved contradictions between their public and private roles. They considered both roles important for their self-esteem and self-fulfillment, yet could not seem to reconcile them. Older women who had already obtained a high socio-economic position were not faced which such dilemmas, since they had already acquired a certain degree of power and prestige that was derived from their wealthy status. For them, women’s paid employment was seen as a sign of misfortune rather than liberation. Mexico has grown rapidly after its recovery from the Tequila Crisis and the commencement of Vicente Fox’s administration in 2000. Since then, upward social mobility has increased and a certain comfortable standard of living has been reattained. These economic changes allowed Syrian women to choose whether or not to work. As a result, some women have given up their jobs and returned to the private domain where they have continued their roles as homemakers and wives, and have increased their participation in communal and religious structures. The women who choose to work usually do so on a part-time basis with limited career options that are constrained by social norms, such as teachers, graphic designers, psychologists, and are seen only as supplements to their husbands’ incomes, not as independent livelihoods. They can now afford to be ambivalent about their sentiments toward work, liberalization and tradition. Consequently, younger women now openly complain about the status quo, which liberates men, but are relieved that the main financial burden does not fall upon their shoulders. Women’s identity depends on taking good care of their husbands and their houses. If they are not competent at traditional duties, women feel as if they have failed. The experiences of the older Syrian women I interviewed varied greatly from those of their daughters and granddaughters. These reflections are indicative of the historical, socio-economic, and political changes that have occurred in Mexico and within the Syrian-Jewish community. In the initial stages of acculturation and settlement, immigrant women worked outside the home out of economic necessity rather than as a means of self-fulfillment, as was the case after the Tequila Crisis. They fought to negotiate their own spaces within their communities as they bore a

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

83

triple burden by working in the family store, maintaining Jewish homes, and raising their children. Their identity was constructed not on satisfaction of their own needs, but on self-sacrifice. According to one of my older informants, “a woman must take care of her family first and herself second.” This sentiment was not unique and was corroborated surprisingly by most of the informants, young and old alike. As is apparent from the comment I just mentioned, a woman’s paramount role is within the family. The family structure of the first generation of Syrian-Jews was markedly patriarchal and authoritarian; vestiges of this social order can still be felt even today. Revered values included family unity; respect and protection of women, who generally confined their activity within the community; deference in the treatment of sons; frugality; and hospitality. Typically, sons become involved in their father’s business at an early age. After attending high school or even college, daughters occupy themselves with household duties until their impending marriages. As mentioned earlier, Syrian women in Mexico came and were born into a world that is circumscribed by traditional culture and values, which in turn are highly segregated by gender. The women I studied conducted their lives for the most part in the private domain within a religious world, or by participating in activities involving communal structure, sisterhood organizations or youth organizations such as the Unión Femenina de Monte Sinaí, Macabi Hatzair, Bnei Akiva, Bet Yaacov, Lojamei Herut, Ahava Ve’Shalom, Juventud Monte Sinaí and Moadon Monte Sinaí. In numerous interviews and conversations, Syrian women indicated that their identity and power were traditionally derived from domestic duties. Women’s place was in the home or, in those cases where women worked outside the home, in human service or care giving roles. The new social demands and complexities of life in modern Mexico are transforming the life course of women as a whole. In an age of ‘flexible’ working practices and shifting family arrangements, the fundamental co-ordinates of social life are becoming ever more transitory and uncertain. At the same time, increasing social pressures towards individualization are eroding the desire to maintain and adhere to a collective identity. Under such circumstances it appears that SyrianJewish women are made increasingly conscious of the fact that Mexican social life is characterized above all by experiences of fragmentation and diversity, while their world within the community is still vested in old world values, where fragmentation and diversity are seen as abnormalities. Behavior between men and women within the Mexican society at large is controlled by religious doctrine. The boundaries are defined and understood and are not openly contested. For example, Syrian-Jewish women are not encouraged to mix with the local nacos, the indigenous population, unless it is associated with charity work. The poor nacos are seen as cultural outsiders by the Jews. Religion shaped the construction of an ethnic identity and the parameters for in-group membership and exclusion. The nacos and the indigenous serve as such examples. For the Jews, the nacos are not included in their societal circles. Religion for the Jews represents a more important affiliation than does national origin. The interpretations of gender roles are defined within religious boundaries and doctrine but defined by societal norms and practices. Gender relations and interaction are important components that shape the adaptation experience and identity formation. These gender relations support traditional ways and patriarchal

84

Gendering Transformations

structures. Gender relations also interact with other elements such as race and ethnicity. Despite these very significant changes in our political economy and climate, there is still a continuation of an extended modernization model that shapes the everyday meaning of work in our culture6. For the Syrian-Jews of Mexico, the private sphere is considered the woman’s domain. It is the place where the fate of the collective is decided, a place of control. Young women are pulled in different directions by their own expectations of self-fulfillment and their community’s traditional expectations of them. Women pass on their hybrid identity either as Jews, Mexicans, and Syrians or as Mexican and Syrians, through the perpetuation of traditional customs. Yet, they must wrestle with these traditional notions, while still living with the expectations of modernization. Despite the desire for obtaining real independence, which comes from attaining economic independence, the preliminary data seem to indicate that the majority of Syrian women are indeed returning to traditional roles in the private and religious domains rather than seeking paid employment or non-religious, non-communal auxiliary activities in the public sphere7. Women’s current values and visions regarding work reflect not only the changing large-scale economic realities, but also the limits of the notion that holds that women’s only proper workplace is in the home or in care giving positions. How women struggle to reconcile this prevailing notion with present economic and cultural conditions in Mexico needs to be explored even further. Concluding remarks As certain elements of this paper are part of my doctoral dissertation, the findings that were presented here are preliminary and not entirely conclusive. First and second generation women maintained that women and men should occupy different spheres. They understood this notion and aptly maintained these boundaries. Thus, they did not suffer as many internal conflicts between their expectations and societal obligations in terms of preserving the traditional collective identity. However, their daughters and granddaughters have wrestled with their changing socio-economic circumstances and the expectations arising from these. In essence, they need to contend with various paradigms that encompass their religion, identity, and their interaction with the general Mexican context. Religion still maintains them as cultural others. This is part and parcel of a process of identity formation. Thus, their children become part of both cultures, and their hybrid identity is constructed. Third and fourth generation women are more aware of societal inequalities that are shaped by religious and traditional attitudes towards gender than their immigrant great-grandmothers and grandmothers were. Even though they contested spaces of identity by adopting some values, behaviors and beliefs more akin to the Mexican society than to the culture of the country from which their parents originated8, they did draw boundaries in order to differentiate themselves from others while still maintaining their national origin. In other words, they may have hailed from Syria and identified themselves as Arabs, Jews or Syrians, but they are also Mexicans. They are racially distinct from the mainstream

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

85

society but they still feel connected to it. Overall, religion influenced the succeeding generations’ conceptualization of their ethnic identity. Syrian women have continued to carry out this tradition by the transmission of values, which are central to the preservation and maintenance of their identity as individuals and as part of a collective.

1

The American Heritage® Dictionary of the English Language, Fourth Edition. Copyright © 2004, 2000 by Houghton Mifflin Company. 2 All of my informants are of Syrian descent, from families originating mostly from Damascus and Aleppo, ranging in age from 22 to 80. They live in urban neighborhoods within selfimposed ethnic enclaves in Mexico City, primarily those of Tecamachalco, Polanco, Bosques de las Lomas, and La Herradura. Most of them are married, most to self-employed businessmen. The younger women grew up in these neighborhoods and had more education than their parents, most of whom are first-generation Mexicans raised in humbler, less developed parts of the Mexico City, such as: La Colonia Roma, La Hipodromo Condesa, and the downtown area. The majority are housewives, but a few younger women work as teachers or in the family business. Typically, all the women are in close contact with their children and/or mothers (usually on a daily basis) and live in close proximity to them. I believe that my informants are representative of modern Syrian-Jewish and Lebanese women in Mexico, with respect both to the beliefs and characteristics that they share and to the range of diversity among them. 3 Syrian immigration to Mexico primarily dates back to the regime of Porfirio Díaz (18761880 and 1884-1911), also known as the Porfiriato, which ushered in a new era of socioeconomic development and modernization. 4 The first generation comprised those individuals born outside Mexico while the second were those born in Mexico with at least one foreign-born parent. Foreign-born refers to a person whose place of birth is not Mexico. Native-born refers to a person whose place of birth is Mexico. 5 In December 1994, two weeks after the inauguration of then Mexican president Ernesto Zedillo, Mexico suffered a mega-devaluation. The ensuing economic confusion was punctuated by a generalized financial crisis in Mexico. This crisis precipitated fears that some other emerging markets might be susceptible to similar problems. The result was a wave of investor stampedes that jumped to Argentina and Brazil, brushed through Chile, bounced to the Philippines and even found their way to Poland. These events, taken together, came to be called the Tequila Crisis (see Gruben, 2000). 6 Modernization in this paper will be used as a term to encompass all those developments in modern societies that follow in the wake of industrialization and mechanization. 7 This data is based on 203 questionnaires that have been distributed to date. Once all the questionnaires have been collected, the data will be reexamined and conclusions will be drawn. 8 This is not a uniform process across individuals or religious groups.

References DellaPergola, S. (2003). World Jewish Population, 2003. In D. Singer and L. Grossman (Eds.), American Jewish Year Book 2003. New York: The American Jewish Committee.

86

Gendering Transformations

DellaPergola, S. and Lerner, S. (1995). La población judía de México: Perfil demográfico, social y cultural. Jerusalem: Hebrew University Press, Avraham Harman Institute of Contemporary Judaism and El Colegio de México. Eisenstadt, S. N. (1966). Modernization: Protest and Change. London. Englewood Cliffs, NJ: Prentice Hall. Gruben, W. (2000). The Mexican economy since the tequila crisis. Presentation Report. Research Department. Dallas: Federal Reserve Bank. 1-8. From: http://www.dallasfed.org/research/indepth/2000/id0010.pdf

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ

ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

The Biological Body: A Gendered Children’s Tale? Christine Détrez CNRS, France

Introduction Since the second half of the twentieth century, sociology, ethnology, and history have been able to show that the notion of the body is a social construction, and not something natural and biological (Détrez, 2002; Corbin et al., 2005). However, this idea of social construction of the body leaves the distinction between nature and culture intact, and biological and social identities are still treated as belonging to separate fields: biology on the one side, and the social sciences on the other side. The distinction between sex and gender brings to light a similar problem: Sex designates a biological difference between male and female, whereas gender means a social difference between man and woman (Hurtig et al., 1991). The point is not to study the borders between nature and culture any longer, but to show that even nature is a human invention (Gardey and Löwry, 2000). In this perspective, our goal is to illustrate that even the biological body may be read as a social construction. Many feminist studies have previously dealt with science and scientific knowledge: For instance, the history of medicine, of anatomy, or of surgery now insists on the role of symbolic values in the construction of biology as scientific knowledge. As an example, until the eighteenth century, a woman’s body was only perceived of in comparison to a man’s body, and was explained as being in an imperfect state of evolution, in which a man’s body would of course figure as the perfect one (Laqueur, 1992; Pouchelle, 1983). We could regard this obscurantism as obsolete – yet we would be quite mistaken: Physical properties are always linked with moral properties, and continue to have social consequences, especially on women’s and men’s social roles. At present, as in previous centuries, scientific discourses can generate symbolic and social discriminations. We will take the example of children’s encyclopedias as an illustration of this, by examining the way the anatomical body is explained to children. This study is based on 40 very recent books, all published after the year 2000. Though it is not an exhaustive survey of children’s encyclopedias, it must be said that these books have not been selected randomly, but represent the most commonly read books, and therefore the discourses that are the most widely diffused among children. Our goal is not to study the originality nor the diversity of the complete process of production of these kinds of books, but rather to identify the most extensively widespread norms and stereotypes. In her book about stereotypes in genetics, Fox Keller explains that even though Spielberg’s movie, Jurassic Park, tries to be scientifically precise, its most famous

90

Gendering Transformations

sequence shows a very angry and hungry (yet proven as herbivorous) tyrannosaurus running after a jeep. For Fox Keller, perpetuating the established stereotype even a short time, it perpetuates the mythical T-Rex (2003:129). The same applies for man’s and woman’s nature: We will demonstrate that the language used to describe the body, and the sexually differentiated denomination tends not only to construct gendered identities but also to emphasize a ‘natural biological identity’. Due to the power of scientific discourse in western thought, these gendered identities seem to be scientifically proven, and therefore, tend to be regarded as the truth about men and women. These scientific discourses then function as a justification of symbolic values, and social discrimination between men and women. The encyclopedias cited in this study are indeed presented as scientific, and are supposed to teach science to children. The titles are objective and neutral: For example, The Body, The Human Body, The Imagery of the Human body, The Book of the Body, The Body: How it Works, How to Explain the Body to Children, and so on.1 The names of the editorial series of these books display their belonging to the field of primary education knowledge; “my first encyclopedia”, “knowledge keys” and so on. Frequently, attention is also drawn to their educational perspective, as indicated by the following statements: “with Kesaco, children discover science by playing. They are able to understand scientific facts they see in everyday life”, “useful to explain the body to children”, “a real book to better understand our own body and organs”, “fascinating information” and so on. Furthermore, we are repeatedly informed that these books are written with the help of doctors. This kind of study has already been completed on the subject of children’s books and cartoons by Brugeilles, Cromer I. and Cromer S. (2002), and they have shown that books often take stereotyped men’s and women’s roles for granted: Mothers are inside, in the kitchen, while fathers are outside, at work (ibid.). Moreover, in these encyclopedias a common picture of the perfect family is found quite systematically, in which men protect and rule the entire family, and are portrayed as being taller than women. In one of the books studied, all the family is on a boat, sitting in a pyramidal structure: women (grandmother, mother and girl) sit in the boat, taking care of the children, while men are standing above them with paddles in their hands (Le corps humain, Le Sorbier 1999). There is little need to elaborate on these stereotypes, since they are now well documented by sociological discourses. Therefore, I will only deal with the way the anatomical body is explained to children, as an illustration of how these stereotypes are embodied. Mens Sana in Corpore sano: Muscles and the Brain The body, as it is generally accepted/defined/conceived of in scientific thought, is presented/considered to be a neutral body. Yet, is it worth noting that this so-called “neutrality” is a highly elaborate one. The scientific ‘model’ for the body is based on a ‘white’ male, which is used to understand and explain all other bodies. Moreover, most of these books display a young boy’s body, only one displays a girl’s, and only seven books display both. But even in these seven books, the repartition of organs is sexually differentiated: the use of the male or female body alternately allows for the naturalization of social distinctions. For instance, girls apparently don’t have

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

91

muscles: In the chapters on muscles, we most often find pictures featuring men as weightlifters, or boys with big biceps, but no girls are presented. Furthermore, the texts concentrate on /insist on portraying male strength, as indicated in the following statement, “Globus practices lot of sports and is very strong” (Il était une fois la vie, 2003:98). Does this really mean that girls don’t have muscles? According to some books, yes, they have muscles, but they don’t have the same ones, or they don’t use them in the same way: boys have muscles in their legs to play football, whereas girls have muscles in their arms to rock their dolls (L’imagerie du corps humain, 1993:19). Boys are doing judo, whereas the girls are doing ballet or gymnastics. Moreover, boys are always in motion, running, playing, jumping, while in the same pictures, girls are sleeping, or having a rest in a hammock (Le corps, Larousse, 1993:16-17). There are similar depictions throughout the volumes. On the same page of one of the books, a boy and a girl are featured to explain muscles: The boy is used to illustrate the biceps, which is the symbol of strength, and the girl is used to explain the stapedius, a muscle in the ear, which is said to be the smallest muscle of the body (Et si? Le corps humain, 1996:7). The French anthropologist, Françoise Héritier (1996) has shown that every society associates man and woman to binary systems of oppositions between hierarchically classificatory terms: warm against cold, left against right, wet against dry. Each society constructs these associations in its own specific way, but in every society man is always associated with the higher and more valuable term, while woman is associated with the lower term. Pierre Bourdieu (1980, 1998) has shown the same physical and symbolic dichotomy in the Kabyle society of Algeria: women are associated with the “left”, and men with the “right”. In western society, we have another example of this association because activity is more highly regarded than passivity – boys will be associated with activity, while girls are said to be passive. In the encyclopaedia, Il était une fois la vie (2003:9798), on the very same page we can see a boy, Pierrot, and a girl, Kira, eating an apple. But everything about them is described within a binary system of oppositions: voluntary, deliberate, intentional muscle contractions for the boy versus involuntary, unintentional contractions for the girl; biceps for the boy versus esophagus muscle for the girl; striated muscles for the boy versus smooth muscles for the girl. The text accompanying the picture leaves little room for doubt. On the one hand, the author states that, “to eat his apple, Pierrot has to bend his arm. His brain sends the order to striated muscles, and especially to the biceps”; on the other hand, “when Kira eats her apple, it goes automatically down, thanks to the contraction of the smooth muscles” (Il était une fois la vie, 2003:97-98). For Pierrot, to eat an apple is associated with the brain and will, whereas for Kira it deals with/connected to reflexes, and automatic action. As we can see in the example mentioned above, muscles and brain are in the boy’s body – boys are not only the strong ones, they are also the clever ones. In the encyclopedic references cited, the brain is always in a male body (Dokéo, 2003:7; Le corps humain. Ses merveilles, ses mystères, 1992:197; Le corps humain, Le Sorbier, 1999:54; Le corps, comment ça marche? 2002:38; L’imagerie du corps humain, 1993:48; Le corps, Ma première encyclopédie, 1993:40; Le corps humain, Korrigan, 2001:28; Le corps humain, Larousse Explore, 2000:15). The one and only picture that shows a girl with a brain is illustrated in a chapter entitled, “and what if we had

92

Gendering Transformations

no brain?” (Et si? Le corps humain 1996:20). In this picture, we can see a little girl on a beach with a white goose. However, nobody can figure out what it is supposed to be doing there! Apart from one inference, in French, an “oie blanche” (a white goose) designates a very clueless, “bird-brained” person. In fact, the girl on the picture seems to be very clumsy, since she lets a bucket of water fall out her hands. If the brain belongs to the boy’s body, then the girl’s brain is systematically used to explain the reflexes. The boys think, analyze, always seem clever, whereas the girls are clumsy: for example, a picture featuring a girl hurting herself with a rose is sent to a big computer, which is a boy’s brain, and the boy is analyzing these data (Il était une fois la vie, 2003:26). In another book, a boy’s head is used to show the brain, and a girl burning herself while cooking to explain the reflexes. What is more, the words used to explain the brain are not neutral, as exemplified by statements such as, “the brain rules” (L’imagerie du corps humain, 1993:48); “the brain gives orders” (L’imagerie du corps humain, 1993:49; Dokéo, 2003:6); “the brain is the big chief of our body” (Le corps humain, Késako 2003:22); “it is the commander”; “it makes decisions” and so on. The brain, which belongs to the male field, is active and rules the reflexes, which belong to the female field, and are, of course, passive. Girls’ and women’s bodies are used to display the hormonal and lymphatic systems (it is worth mentioning that in French, when we say someone is “lymphatic” it means that he or she has no strength). But we are told that, “hormones are produced by glands that are under the control of the brain” (Dokéo, 2003:9), and this repartition reaches complete absurdity when a woman’s body is used to explain the formation of sperm (idem). Even when we have a man and a woman on the same page, it is not to illustrate the same hormones for each person. The woman is used to explain the epiphysis, which is said to produce insulin or glucagons, or adrenalin, which is used to “escape quickly”. For the man, it is the hypophyse, or the thyroid which are said to “control” the other hormones, or to “rule” the concentration of calcium (Le corps humain, Le Sorbier, 1999:68-69). Another point worth noting is that we sometimes have a link between these hormonal explanations, and male and female behavior. In one volume we can see a man and a woman watching a dog fighting with a cat. The woman seems to be very afraid, and is used to explain adrenalin, which is said to be the hormone of fear. On the contrary, the man is very quiet, and is used to explain the control of the brain on emotions and feelings (Le corps humain, Le Sorbier, 1999:70-71) Another example is very ambiguous, and quite dangerous: in one of the encyclopedias, we have a chapter explaining the interaction between the nervous system and the endocrinal system. Of course, the supporting picture is of a girl because it deals with hormones and the commentary reads as follows, “For example, some psychological conditions can affect menstruation. Indeed, the stressed brain can affect the pituitary gland and stop the production of a hormone called ‘gonadotrophine’. The lack of gonadotrophine affects ovaries, and the girl can not menstruate” (Le corps humain, Le Sorbier, 1999:38). A picture of a girl with lot of books illustrates this text, and the association of both tells the young reader that studying stresses the girl’s brain, and affects her menstruation cycle. A similar way of thinking is encountered in Aristotelian times, where women were said to have an uterus and no brain. It follows from this that between school and children, girls have to choose, or lose their “femininity”.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

93

Reproduction: “tota mulier in utero” The well-known dictum “tota mulier in utero” continues to be thriving in the contemporary context. In the encyclopedias cited above, reproduction is the only thing that makes a ‘real’ woman, as if a woman’s body could be reduced to its genital organs (Il était une fois la vie, 2003:211). However, explanations of human reproduction or pregnancy still belong to the field of male power (Foucault, 1975): The woman is the object, and the doctors, the surgeons are the subjects. In the repartition of medical work, women appear as nurses, while men are surgeons or doctors (Le corps humain, Le Sorbier, 1999:111; Le corps, Ma première encyclopédie, Larousse, 1993:52-53). Even words and pictures chosen to explain reproduction are subjective, as if the traditional male properties were transposed onto the spermatozoon, and the female properties were transposed onto the ovule. The spermatozoon is associated with action, vitality, courage, bravery, like the pneuma in Aristotle, it seems that man has the only responsibility for life. It is as though the spermatozoon wakes up the ovule, like a Sleeping Beauty. We are said that the ovule is passive, waiting to be impregnated by the spermatozoon. Yet, recent scientific research has shown that the ovule moves in the uterus, and that it plays an active part in the impregnation. The other point is that woman’s body is described as a field of war, and a very unfavorable and hostile place for the poor, lost and lonely spermatozoon. The vagina is described as a hostile desert: “spermatozoa which fail to reach the ovule die”, “90 million spermatozoa are killed by white globules. A few million spermatozoa are imprisoned. Only a hundred spermatozoa can reach the ovule. They have to make 20 thousands movements. Twenty four hours to success – only one spermatozoon goes into the ovule” (Il était une fois la vie, 2003:216). As in medieval tournaments, the bravest knight wins the beauty’s heart – and offers her flowers. Terms Used to Explain the Human Body It is commonly known that words not only have an explanatory function, but also convey symbolic properties. For instance, all the metaphors used to explain the human body in the encyclopedias cited above, belong to the male world. A brief review of these metaphors reveals a repetition of the same terms, partly inherited from Cartesian philosophy, where the body is explained as an automat: • The engine – “the body is an engine”: Dokéo Corps humain (2003:19-20); Le corps, comment ça marche? Cogito, (2002:12); Le corps humain, Le Sorbier, (1999:4-5). • The factory • The computer • Electronic and electrical fields • War: Indicative in phrases such as, “the body is a big battle field” where “the army of leucocythes” has “the duty” to “fight germs” (Il était une fois la vie, Le corps humain, 2003:166).

94

Gendering Transformations

• Science and the scientific world: Many images in the encyclopedias portray very old and earnest chemists with white beards, working in laboratories, doing chemical experiments, etc. Why can we say/state that these metaphors belong to male world? Because in the pictures that illustrate them, the only people in these factories or laboratories and in battlefields are men, or male characters. For example, we only find men using computers; in the computer-like brain, only men work. Let us return to the picture where a scientist is working on data of a girl who hurt herself with a rose: Once again, we can see that men analyze and think, while girls only have reflexes and are clumsy. Science is considered a male activity, and thereby only men are pictured in the laboratories, usually working with microscopes. Even these books, which are supposed to be scientific, seem to be written especially for boys. When the text says “you” (e.g., “when you look at a butterfly” (Il était une fois la vie, Le corps humain, 2003:41), “when you play basketball”, “when you fall from your bicycle” (Le corps humain, Milan, 2002:2), the picture shows a little boy. French grammar enables the identification of sexist language: tu es grand (“you are tall”) is for a boy, while the addition of the –e at the end of adjective indicates the female gender, therefore for a girl we should have tu es grande, and so on. For instance, in the following statements in French «si tu es curieux de savoir», (Le corps humain, Milan, 2002:2), «quand tu es sorti ...», «si tu es déjà tombé de vélo», «Ton corps de la tête aux pieds» (ibid.:4, 26) the male gender is used as the main point of reference. For a girl, we should have «curieuse», «sortie», «tombée» and so on. Conclusion Although these encyclopedias are deemed to be scientific, we can see that they build a fictional body, where biology is used to prove social representations. It allows an essentialization and naturalization of what is supposed to be masculinity and femininity. And this is not a science for children, which would be simplified for children. As studies on books of medicine (Birke, 1999; Martin, 2001) or on the discourses of neurobiology (Benoit-Browaeys and Vidal 2005) have already shown, science is shaped with the symbolic and social values of their times. But we must bear in mind that these books are supposed to be neutral and objective and not merely fiction for children. This, in turn, has repercussions for everyday life. Indeed, it can be stated that/it seems that, “theory about life affects life. We become what biology tells us is the truth about life” (Tuana, 1989:184). References of Encyclopaedias The following titles are in French but the encyclopaedias are not specifically French. They are often translated from American or English books, and can be found in other European countries, and in the USA. The first name is the author’s, and the

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

95

second is the illustrator’s. As we can see, we can find both men and women among the authors and illustrators. Dokéo Corps humain. (2003). 9-12 ans, auteur: Isabelle Bouillot-Jangey/ illustrateurs: 15 noms, mixte, Nathan. Et si? Le corps humain. (1996). Steve Parker, Dominique Françoise, Aladdin Books London 1995, Piccolia. Il était une fois la vie, Le corps humain. (2003). Albert Barillé, Hachette jeunesse. La grande imagerie. Le corps pour le faire connaître aux enfants. (1994). Conception: Emilie Beaumont / Rédaction: Agnès Vandewielle, Images: Milan illustrations Agency, Fleurus enfants. Le corps. (1993). Florence et Pierre Olivier Wessels. Responsabilité éditoriale: Véronique Herbold, Illustratrices (4 noms) dirigées par Gérard Finel, Ma première encyclopédie, Larousse. Le corps. (2002). Rédaction: Agnès Vandewiele, Michèle Lancina, Direction éditoriale: Françoise Vibert-Guigus, illustré par Alice Charbin, Mes petites encyclopédies, Larousse. Le corps. (2002). Texte de Michèle Longour, Illustrations Lucie Durbiano et Guillaume Decaux, Kididoc, Nathan. Le corps. (2003). L’encyclopédie Larousse 6-9 ans, texte: Docteur Pascale Borensztein, Illustrations Denis Horvath, Monique Gaudriault, Anne. Le corps, comment ça marche? (2002). Brigitte Dutrieux, illustré par Eric Héliot, collection Cogito, De la Martinière jeunesse. Le corps humain. Ses merveilles, ses mystères. (1992). Connaissance de l’univers. Le corps humain. (1993). Questions-Réponses 6-9 ans, Brigit Avison, Kingfishher books, London, trad. Nathan. Le corps humain. (1999). (Edition originale: Italie) texte original italien Barbara Gallavotti, illustrations Studio Inklink, Le Sorbier. Le corps humain. (2000). Laurie Beckelman, Weldon Owen Pty Australie, Larousse Explore. Le corps humain. (2001). Steve Parker, Lorenz Books, 1996, Editions du Korrigan, Maxilivres.

96

Gendering Transformations

Le corps humain. (2002). Marie Christine Erlinger, illustrations Frederic Pillot, Carnets de nature, Milan. Le corps humain. (2003). Les cles de la connaissance, version originale Weldon Owen Pty Ltd, auteur: Steve Parker, Illustrations: mixte (1998). Adaptation: Véronique Dreyfus, Nathan. Le corps humain, Késako? (2003). Textes de Charline Zeitoun, Illustrations de Peter Allen, Mango Jeunesse. Le corps humain. Ses merveilles, ses mystères. (1992). Lionel Bender, traduit de Colour Library Book, Connaissance de l’univers. L’homme et son corps. (1990). Didier Pélaprat, Questions Réponses Junior, Nathan. L’imagerie du corps humain. (1993). Conception: Emilie Beaumont/ Texte: P. Simon / Images: N. Soubrouillard, Fleurus enfants.Wilsdorf, 2003 Mon grand livre du corps. (1995). Mélanie et Chris Rice, Nathan.

1

The French titles and references of these books can be found in the reference section at the end of this article.

References Benoit-Browaeys, D. and Vidal C. (2005). Cerveau, Sexe et Pouvoir. Paris: Belin. Birke, L. (1999). Feminism and The Biologial Body. Edinburgh: University Press. Bourdieu, P. (1980). Le sens pratique. Paris: Editions de minuit. ——— (1998). La domination masculine. Paris: Seuil. Brugeilles, C., Cromer, I. and Cromer, S. (2002). Les représentations du masculin et du féminin dans les albums illustrés ou Comment la littérature enfantine contribue à élaborer le genre, INED, Population n° 2. Corbin, A., Courtine, J. J. and Vigarello, G. (Eds.). (2005). Histoire du corps. Paris: Seuil. Détrez, C. (2002). La construction sociale du corps. Paris: Seuil. Fox Keller, E. (1999) [1995]. Le rôle des métaphores dans le progrès de la biologie. Paris: Les empêcheurs de penser en rond. ——— 2003 [2000]. Le siècle du gène. Paris: Gallimard. Foucault, M. (1975). Surveiller et punir. Paris: Gallimard. Gardey, D. and Löwry I. (Eds.). (2000). L’invention du naturel. Les sciences et la fabrication du féminin et du masculin. Paris: Editions des Archives contemporaines. Héritier, F. (1996). Masculin, Féminin. Tome 1: La pensée de la différence. Paris: Odile Jacob. ——— (2002). Masculin, Féminin. Tome 2: Résoudre la différence. Paris: Odile Jacob. Hurtig, M. C., Kail, M. and Rouch, H. (Eds.). (1991). Sexe et genre. Paris: CNRS Editions. Laqueur, T. (1992) [1990]. La Fabrique du sexe. Essai sur le corps en Occident. Paris: Gallimard.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί Martin, E. (2001) [1987]. The Woman in the Body. Boston: Beacon Press. Pouchelle, M. C. (1983). Corps et chirurgie à l’apogée du Moyen Age. Paris: Flammarion. Tuana, N. (Ed.). (1989). Feminism and Science. Indiana: Indiana University Press.

97

Crossing B-Orders: From Georgia to Greece. Female Migration and Female Transformations Eleni Sideri University of London, UK

Tbilisi-Thessaloniki A bus service runs from Tbilisi to Thessaloniki three times a week. Approximately 20-25 individuals were travelling on the bus I took from Ortachala bus station in Tbilisi (June 2004) most of the passengers were women whose age ranged from 55 to 60 years old. We set off after a brief delay: Up until the last moment, many people who had family in Greece were bringing parcels of food, wine, and letters to the bus station. The journey lasts three days and we have to pass three national checkpoints. My co-passengers never forget this. The borders are always on their mind. It was midnight when the bus reached the Pontos mountains. “You are lucky that it is summer”, a woman told me when she saw me wearing my jacket. “In the winter there is so much snow that we cannot sleep.” The young red-haired woman sitting in front of me was upset and started crying. The older woman next to her appeared to be a relative from the physical resemblance. “What happened to her?” a third older woman asked. “It is the first time that she has left her children to get a job in Greece. Our brother is there. He will take care of her. In Ozurgeti (western Georgia) where she lives there are no jobs and her husband is often unemployed”, the young woman’s sister replied. “I am doing this journey for the third time”, the old woman said. “I will stay for six, nine months, maybe more. I will take care of a giagia (grandmother or old woman). My relatives in Kavala (north east Greece) found her. It is easy to find a giagia to take care of. You get good money and they are nice people.” “I won’t have any problems?” the young woman asks anxiously. “Of course not silly gogo (means girl in Georgian). Don’t forget you have your brother”, the old woman reassured her. At dawn I woke up. In the dim light, I watched the young woman looking at a photograph and crying. I felt I was intruding and closed my eyes again. The young woman, Kristina, was born in Tsalka (central-western Georgia). She is married to a Georgian and has two children. She has an older sister living in Turkey and a brother in Greece. Kristina will become an economic migrant in a country that she calls the “historical homeland”. She will take care of a “grandmother” who is not her grandmother and become a granddaughter on the basis not of blood but need. For Kristina, the journey from Tbilisi to Thessaloniki will entail crossing a series of borders. These are not only geographical but political, economic, and social. This

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

99

paper examines the dual crossing of borders as geographical and social orders. How do these social roles relate to each other and with gender? How are they being interpreted in post-Soviet Georgia and in Greece? How did the end of the Cold War affect this translation? How do Kristina and others like her interpret these roles? Identity, gender, and transformation Gender is one of the categories through which Kristina expresses herself but also one through which she is classified by social structures. Gender is a multi-layered and open category structured by and filtered through many other categories such as nationality (Greek, Georgian), social roles (mother, wife, sister), and legal categories (alien, citizen). In this paper, I investigate gender as part of the complex process of identity building in specific contexts, by elucidating the personal stories of three women who lived the experience of migration to Greece in different ways. In this study, I follow Stuart Hall’s idea (as cited in Morley and Kuan, 1996) that identity is not a static and homogeneous unit, but rather a quest and a ceaseless process of construction (identification). Post-modern theorists often deconstruct identities by isolating them from the social and economic context and turning them into mere symbolic and linguistic categories. In contrast, Hall sees identity as a field of articulation of economic, political, and cultural mechanisms. He strikes a precarious balance between materialist determinism and post-modern abstraction. Here, gender may be articulated –or not– with other categories (economic, cultural, and social) and personal interests in specific contexts. Gender is thus an outcome rather than an a priori category. Within this framework I also examine the other term central to this paper: transformation. As Derrida (1982) argues, metaphor not only transposes to new semiotic fields but also creates new worlds. Transformation, as a more radical metaphor and as embodied metaphor in the case of gender, is thus also a creation at all levels (social, linguistic, and symbolic). Bakhtin, examining carnival and the grotesque in Rambelais (a French writer of the early Renaissance (1494-1553) famous for the creation of some of the most grotesque characters in world literature) believes that the body is an “act of becoming” (as cited in Holquist, 1990:89). “It is never finished, never completed: it is continually built, created, and builds and creates another body” (ibid.:89). In this light, transformation is a process, a continuum. It does not end between two points, the old and the new. On the contrary, both are included in the process. Who, though, is to decide when something is “transformed” or “new” along this continuum? The stories I present here are the result of nine months of fieldwork in Georgia.1 The fieldwork was conducted as part of my research degree on the experience of diaspora within the Greek communities of Georgia, based on personal narratives collected through participant observation in various contexts, open interviews, family histories, primary, and secondary sources. This paper is presented in three parts. First, I discuss the history of the Greek communities in Georgia and Soviet policies from 1920 to 1990 and the way they affect gender. In the second part, I present three women’s stories that illuminate the factors underlying their different migration experiences. Finally, I discuss the

100

Gendering Transformations

specific experiences of the three women within the framework of the theoretical discussion of the triangle identity-gender-transformation during the post-Cold War period. From Pontos to Georgia In the nineteenth century, the Russian Empire undertook a project of modernisation just as its colonial expansion in the Caucasus and Central Asia peaked. The expansion of imperial rule in the former area led to the annexation of Georgia (1801) and set in motion a series of changes. The Russian colonialist plan embraced industrialisation, construction of a transportation network (railways), and an administration system through which the imperial centre attempted to create a new local, Russified elite. The administration system also made use of “modern” techniques of quantification and categorisation such as demographics, statistics, and demarcation of territory in order to map the various peoples and administrative units (Holquist, 2001). These reforms included the project of altering the Caucasus demographically. The Muslim populations, such as the Circassians and the Abkhazians (names applied to a variety of groups which conceal histories of aggression, all erased by the imperial statistics) were expelled (in far greater numbers than the Pontic-Greeks)2. At the same time, rural Christians from Pontos (later represented in national terms as Armenians or Greeks) were “invited” to the Tsarist Caucasus. These people used to live under the Ottoman system of administration, according to which non-Muslims were categorized under an umbrella system based on religion, the “millet”. In this framework, all the Christians living in the empire belonged to the same “Rum-imillet” (Braude, 1982). Within this system, local communities could preserve their languages, networks, customs, and economy to a certain degree, although they were considered second class citizens. The military aggression between the Russian and Ottoman empires and the economic incentives offered by the Russians, as well as the Christian faith common to Russians and Greeks, motivated many rural Greek families to migrate, especially from eastern Pontos between 1820 and 1850. At the same time, migrants from the urban centres of Pontos moved to the Black Sea ports of Georgia (especially the city-ports of Batumi and Sukhum-i)3 as trade routes from the Caspian to the Black Sea were developed and the economy was modernised. This urban population began to emerge as the new Greek economic elite in Pontos from the mid-nineteenth century onwards. Most of this elite, living in Black Sea ports such as Trebizond, were involved in tobacco and sea trade. The social, linguistic and educational, and economic diversity of the Greeks who arrived in Georgia from Pontos was to influence their social organization in the new homeland. These groups from Pontos were not only differentiated by their rural and urban origins. Those arriving in Georgia later in the nineteenth century had been acquainted with the Greek nationalism of the Greek state newly founded in the 1830s (Kitromilidis, 1990). World War I (1914-18) and the Russian Revolution (1917) changed the balance of power in the region. The rise of Kemalism in Turkey and the failed Greek expedition to Asia Minor in 1922 created a wave of refugees

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

101

from Asia Minor and Pontos to Greece (almost a million refugees arrived in a country of five million). Not all those from Pontos took refuge in Greece. According to the Greek Foreign Ministry there were 593,700 Greeks in southern Russia, Ukraine, and the southern Caucasus in the 1920s. Meanwhile, the Soviet sources (the censuses of 1920 and 1926) claimed that there were only 203,050-213,765 Greeks (Hassiotis, 1997). The establishment of the Soviet Union (1921) turned the Greeks of Georgia into one of the non-indigenous elements (prishlye elementy) of the Caucasus with the majority living in the villages of Turkish-speaking Tsalka (central Georgia), while the Ponticspeakers were concentrated in western Georgia (Batumi, Sukhum-i). The first years of the Russian Revolution, featuring the New Economic Policy4 and mother-tongue education, (i.e., the teaching of the languages of each of the nationalities living in Soviet Union, such as Greek education for the Greeks and so on) led to a cultural revival that came to an end with the first purges against the intellectuals (1937) and deportations5 to Central Asia in 1949. Only in 1979 was the teaching of the Greek language reintroduced in Georgian schools. The fall of the Soviet Union gave birth to independent republics like Georgia (1991). However, the economic plight that followed independence (Suny, 1994) and the GeorgianAbkhazian conflict (1992-3) led to an exodus of thousands of Greeks. The last Soviet census (1989) suggested a figure of 100,300 Greeks in Georgia. Today, according to the Greek Embassy in Tbilisi (personal communication, April 2003) the number oscillates between 20,000 and 22,000, with many moving either from rural areas to the urban centres or migrating to Greece temporarily or permanently.

Soviet family planning Russian romantic literature (Pushkin, Lermontov) often represented the women of Georgia through the archetype of Medea (Layton, 1995), a passionate but dangerous woman. Georgian men meanwhile were depicted as weak, incapable of resisting their country’s annexation by the Russian Empire. In contrast to Russian representations, within the Georgian imagery Georgia was depicted as a mother (deda mitsa meaning “mother earth”) who protects “her children” but also needs protection. This interconnection of womanhood and nationhood is perfectly captured in the reign of “mepe Tamara” (meaning “King Tamara”, but in fact refers to a woman) of medieval Georgia (twelfth to thirteenth century), who was praised as a monarch and saint within Georgian history and tradition. Tamara, however, does not provide an alternative model of womanhood: as the title attributed to her shows, she had to downplay her femininity in order to rule. In a similar way, Elizabeth I of England remained forever a virgin. As Ashwin (2000) states, those who study gender in the Soviet Union can be divided into two camps, those who see it as a paradise of constitutionally guaranteed gender equality and those who suggest that the regime used women to create an alternative pillar of support, the “surrogate proletariat” (Massel, 1974), helping bolster its power. According to Lenin, following Marx & Engels (Lane, 1985:37174), family was a bourgeois habit which existed in order to perpetuate control over land through inheritance and reproduction. The first generation of revolutionaries,

102

Gendering Transformations

like Kollontai (ibid:374-77), argued that the Soviet family should no longer be bounded within the private sphere, reproducing bourgeois ideology and undermining The Revolution. The state, according to Lenin, should develop structures that undermine the old patriarchal family relations and taboos. Legal reform was one of the first attempts to establish such structures. The Civil Code of 1918 weakened the power of the Church and family by bureaucratising marital contracts (marriages, divorces, births). The State then took the socialization of children and the political empowerment of women under its umbrella (by setting up nurseries and kindergartens and founding the women’s department of the Communist Party, Zenotdel) in order to undermine traditional family ties (between parents and children, husbands and wives). It also increased the pressure on women to participate actively in the labour force (half of which was made up of women by 1945 towards the end of World War II). The rise of Stalinism in the 1930s involved a shift away from this radical approach towards a more conservative stance. Stalin was the human (male) embodiment of the state/father and manhood; women were increasingly represented in a more traditional way, with emphasis on their roles as mothers and daughters (Hoffman, 2003). Nonetheless, the relations expressed through these roles directly linked women to the state rather than the traditional family agents (parents, husbands). In the post-war period, the ideology of the regime was summarized in the phrase “national in form, socialist in content”. In the national republics created in the 1920s as a compromise between socialist ideals and practical problems, however, the stress was on the national. In Georgia, the titular nationality was the second most homogeneous in the Soviet Union (after Armenia). The national element was expressed everywhere, in the party, education, and society generally, in the guise of socialist ideology. In this framework, women tried to simultaneously meet official expectations of themselves as workers, in line with the Soviet ideal, and maintain their roles as traditional mothers or wives. Women thus became the moving and lived borders of a nation (Anthias and Davis, 1989) that wished to distinguish itself from the enforced and idealised socialist uniformity. Through Perestroika, the state attempted to manage the economy in a new way, withdrawing support from formerly dominant sectors and hoping that the void would be filled by an emerging private sphere. This change also involved calls for a return to more traditional roles, long condemned –at least in rhetoric– by the state. Feminist voices in Russia seemed to celebrate this as “free choice” (Lissyutkina, 1993), clashing with western feminist movements which reacted with hostility (Funk, 1993). Perestroika came to an end with the fall of the Soviet Union (1991) and the creation of independent republics. Remembering migration Marika I met Marika in a village in western Georgia. She was 60 years old. When she finished secondary education, she worked in the Soviet transportation system. She

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

103

got married to a Georgian and had two children. After independence Marika lost her job; she decided to migrate in the early 1990s. She came to Greece, like the majority of her co-villagers: M: I came to Greece alone. I didn’t know anybody. I knew I had some relatives on my mother’s side living in Greece and I wanted to find them, but after getting a job. I didn’t want them to think I was going to live at their expense. Author: Marika, I know that many of your co-villagers live in Greece, couldn’t they help you? M: They all look after themselves. When I came to Greece, they used to say, don’t worry, you’ll get a job. But they didn’t help. I don’t have relatives. [she continued] I found a giagia [grandmother]. I stayed at her flat all day and in the evening I had to leave. Before leaving, she used to open my bag to make sure that I hadn’t stolen anything. When I left her apartment, I didn’t know where to go. I didn’t have the money for rent. I used to sleep in the parks or in churches. I was praying to God to help me to get the money for my return ticket to my village.

Marika now has a few sheep and a cow, and sells milk in the city. Kleri Kleri is 40 years old and grew up in Tbilisi. She studied mathematics at a technical school. She married a Georgian and they have a child. I met her in Tbilisi where she works as a typist in an office: K: When the borders opened, everybody left. I went to Greece as well. I had relatives there. Until I learnt the language I worked as a home assistant. My relatives found me the families. Thank God I had relatives! Once I was in a market [in Thessaloniki] and a man, probably from my accent, realized that I was a foreigner. He came to me and asked me to go to his place to take care of him [her emphasis]. He was my age. What kind of ‘care’ did he want? It was only through my relatives that I found the families I worked with. Later I worked in the tourist industry and in offices. I came back, though. What could I do? My husband, a Georgian, wanted to return to his country. He has his parents here. All my relatives live in Greece. I am the only one who returned. Now I am obliged to work in three offices to get by. But my husband gets angry because I am the one who works. What can I do? Author: Doesn’t he work? K: Only occasionally.

Irina Irina is 28 years old. I got to know her in Greece; she used to work in Thessaloniki as a shop assistant. She is the child of a mixed marriage: her father, a Georgian, was an engineer and her mother is from a Pontic-speaking village of western Georgia. Irina has a degree in theatre studies. After independence, Irina followed her Greek mother to Greece, where they have relatives. Irina started working in the tobacco fields but soon gave up. I: I couldn’t do it, Eleni, not because I am a snob but because I couldn’t even get up early. When I told them that I had worked in the theatre, the people there used to make fun of

104

Gendering Transformations me. They couldn’t believe that I had been through higher education, that in Georgia we have culture.

Irina found a job in a shop. When she returned to Georgia, she met her Georgian husband; they got married and had two children: Author: During all these years in Greece didn’t you have a relationship? I: Yes, of course. He loved me. But we couldn’t understand each other. He was interested in money and sport. I had more intellectual interests. I couldn’t marry him just for financial security.

When Irina returned to Tbilisi she was unable to find a job in the theatre and is now involved in the food trade. She goes to villages and buys agricultural products, which she sells in the central market in Tbilisi. She developed her own network of local producers and she is doing well. Her husband is unemployed. He drives the car. I: But now I am taking driving lessons and I won’t need him any more.

These three women differ in terms of generation, education, and Soviet and postSoviet experience. One common feature is mixed marriage. Ethnic homogeneity was the norm in the villages and endogamy among those of ‘common blood’ was encouraged. Mixed marriages were not impossible, as Marika’s case shows. However, special factors were usually involved. In her case, for example, there were no relatives to support her. After World War II, industrialisation and families’ moving to urban areas for economic and educational reasons led to an increasing number of mixed marriages. Inter-marriage with Russians or Georgians (and to a lesser degree with Armenians, who are Gregorian rather than Orthodox Christians) became a common practice among the Greeks. These marriages fit the Soviet notion of rapprochement between peoples and the aspiration to create a supra-national entity, the Soviet people. Women were at the epicentre of this aspiration; a symbol of both national tradition and Soviet ideology (Heyat, 1999). However, these marriages took on a more ambivalent meaning in the post-Soviet period. According to my research data, mixed families in which the wife is of Greek origin are the most likely to remain in Georgia or to return there. As Kleri underlined, it was her husband that wanted to return from Greece. The economic conditions in Georgia were, however, difficult. Moreover, the conflict with the Abkhazians (1992-93), which ended in Georgian defeat, had a symbolic and psychological impact: the men/warriors who had to protect the motherland failed both to protect their deda-mitsa (“mother earth”) and to improve their families’ living conditions. Their wives’ Greek descent meanwhile was transformed into a highly valued “currency”. Because of this descent the families –or the Greek members– could migrate and support the others who remained back. Family names were changed, the children taking their mother’s name in order to get a visa. Family names, of course, have a history and tradition, which are expected to be transmitted from generation to generation. As a result, this change of family names must have caused friction

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

105

within these inter-ethnic families and the gender roles in them. Men often felt that their roles as defenders of their country’s and family’s name and honour were fading away. When these women found themselves in Greece, they faced the kind of behaviour described in the three stories: suspicion (the old lady checking Marika’s bag and refusing to let her sleep in her flat), sexual harassment (the man at the market), and social mockery and rejection (the rural labourers who did not believe Irina was so highly educated). The past was erased for these women: they became potential suspects of social crime, ready to lower themselves to prostitution or incapable of cultural sophistication. All these responses highlight the rising xenophobia in Greece, which transforms personal history and particularity into stereotypes, individuals into objects, personal experiences into statistics. The women’s responses to these attitudes varied: Marika slept in parks and prayed to return to her village, Kleri turned to her relatives, and Irina had to migrate again (from a rural to an urban context). Family networks played an important role in the three stories. Marika for example, lacking family in Greece, failed to make money. Old networks interrupted during the Cold War were re-activated, acting as mechanisms of economic and psychological support but also control. The women migrants were transformed, assigned various roles (Brucenson and Vuorela, 2002): They were sisters but also daughters who must be protected by brothers and relatives, as in the case of Kristina, whom we met in the introduction: her adulthood is erased and she becomes once again a “silly gogo” (“girl”). At the same time, they were wives but also the main providers of the family, and when their children migrated with them, both mothers and ‘fathers’. They had to be re-socialized in the “historical homeland”, a space where lack of indigenous status meant marginalisation, a space where the omogenis (“of common descent”) of the diaspora, long praised in Greek history, are transformed into Rossopontii (“Russian Pontics”) of ambiguous status. Old and new networks provided exit routes from these margins. A fictive kinship was developed (if one considers valid the distinction between real and fictive). The terms “grandmothers” and “granddaughters”, used to describe the women’s relationship with their employers, are an attempt to translate in familiar and more emotional terminology the economic exploitation of these female labourers in the informal sector. They point to a complex process beyond narrow and impersonal economics (Özyeğin, 2002). The return to Georgia is not, in fact, a return to something familiar. Marika becomes a farmer. Kleri lives with an abusive husband; Irina becomes a trader. These wives, sisters, or daughters may begin to make new demands on their families, husbands, or the state. Marika and Kleri seem unwilling to take this step. They keep their feelings from their children so as not to raise suspicions that they are unhappy in the village, in their society. Irina, raised in the Perestroika and postSoviet years, protests. Her final comment, that she would not need her husband any more, although she was referring to driving, may take on other meanings depending on changes in Georgian realities or her personal life.

106

Gendering Transformations

Gender transformations and world transformations The analysis of these stories has showed that borders do not entail unidirectional passage from one point to another. As I have laid bare, they are in fact multiple accomplished or unaccomplished crossings in space and in time. Gender is articulated with nationality laws and diaspora histories, with economic flows and socio-political processes. Factors like ethnicity, age, education, and rural or urban background play an important role for the women whose cases I presented here. The lives of Marika, Kleri, and Irina are best understood in light of these factors. Female migration from Georgia to Greece (although the statistics (IMEPO, 2004) suggesting that almost the same number of men and women have migrated) has affected the relations within the Georgian family and has often led to a neoconservatism within the families of women migrants. Family networks abroad did not always create conditions conducive to emancipation. Far from a joyful reunion, return is an ambivalent process. These new dynamics require careful examination before the researcher produces generalisations; each woman, moreover, reacted differently to them. Their stories must also be placed in a wider economic and political context. These women’s stories do not solely concern their society. They are part of Greek society. The transformation these women have experienced reflects a wider Greek transformation, and not only in terms of the old feminist slogan that calls these women “sisters in struggle”. Particularly after the fall of the Iron Curtain, the discourse of the Greek homeland, cradle of a Greek diaspora, generated the imagery of “global Hellenism” (see http://www.sae.gr). It also created expectations of reciprocity. Globalisation, which emerged as the dominant economic and social scientific paradigm after the political shock of the Soviet collapse, created copassengers in these crossings of borders, differently positioned within the prevailing power structures. Old histories and new socio-economic conditions intermingled and required re-interpretation both by Greeks and the scholars studying them. Neither socialism nor capitalism was ever experienced as closed macro-systems – despite idealization by their ideologues in Cold War rhetoric. They were in fact lived as fragmented, engendered, everyday relations. The definition of the period following the collapse as post-Soviet and its interpretation as transitional led to expectations based on linear models of evolution. These proved misleading, even illusory. Gender transformations, like all such processes, are part of a complex system of transformations which does not necessarily lead to something “new” but which always includes two poles: those transformed and the “observers” of these transformations. It is never entirely clear what form the relation between the two will take. The only certainty is that neither remains unaffected.

1

This research was funded by the “Interstate Scholarships Program”, jointly administered by the Ministries of Education of Georgia and Greece, and a grant from the Department of Social Anthropology at the School of Oriental and African Studies. 2 Pontos (meaning “sea” in ancient Greek) is the name used in Greek historiography for the Black Sea Coast of modern Turkey (approximately starting?? from the river Ali to the borders

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

107

with Georgia). The various Christian Orthodox peoples of the area, who spoke a language derived from ancient Greek, became known, especially in the nineteenth century, as PonticGreeks (Pontioi). 3 The spelling indicates the difference in pronunciation of the name in Abkhazian (Sukhum) and Georgian (Sukhumi). 4 The New Economic Policy (NEP, 1924-28) encouraged the co-existence of a market economy and a centralised state. 5 It has been estimated that approximately 40,000 Greeks from the Caucasus were deported in 1949, mainly from Georgia.

References Anthias, F. and Davis, Y. N. (1989). Introduction. In F. Anthias and Y.N. Davis (Eds.), Woman-Nation-State (pp. 1-15). Basingstoke: Macmillan. Ashwin, S. (2000). Introduction. Gender, state and society in Soviet and post-Soviet Russia. In S., Ashwin (Ed.), Gender, State and Society in Soviet and Post-Soviet Russia (pp. 130). London: Routledge. Braude, B. and Lewis, B. (Eds.). (1982). Christians and Jews in the Ottoman Empire. Vol I: The central lands. New York: Holmes & Meier. Bruceson, D. and Vuorela, U. (2002) Transnational Families in the Twenty First Century. In D. Bryceson and U. Vuorela (Eds.), The transnational family: New European Frontiers and Global Networks (pp. 1-30). Oxford/NY: Berg. Derrida, J. (1982). Margin of philosophy. Brighton: Harvester Press. Dragadze, T. (1997). Women’s Peace train in Georgia. In M. Buckley (Ed.), Post-Soviet Women: From the Baltic to Central Asia (pp. 250-60). Cambridge: Cambridge University Press. Funk, N. (1993). Feminist east and West. In N. Funk and M. Mueller (Eds.), Gender, Politics and Post-communism (pp. 318-31). London: Routledge. Hassiotis, I. (Ed.). (1997). I Ellines tis Rossias kai tis Sovietikis Enossis [The Greeks of Russia and the Soviet Union]. Thessaloniki: University Studio Press. Heyat, F. (1999). Career, Family and Femininity. Sovietisation among Muslim Azeri Women. Unpublished doctoral dissertation. School of Oriental and African Studies (SOAS), University of London. Hoffman, D. L. (2003). Stalinist Values. The cultural norm of Soviet Modernity (1917-1941). Ithaca/London: Cornell University Press. Holquist, M. (1990). Dialogism. Bakhtin and his world. London and New York: Routledge. Holquist, P. (2001). Count to extract and to exterminate. Population Statistics and Population politics. In R.G. Suny and T. Martin (Eds.), A state of nation: Empire and Nation Making in the Age of Lenin and Stalin (pp. 111-145). Oxford: Oxford University Press. IMEPO (Migration Policy Institute) 2004. Statistical Data on Immigrants in Greece: An analytical Study of Available data and Recommendations for Conformity with European Union Standards. Home Page: http://www.imepo.gr Kitromilidis, P. (1990). Greek Irredentism in Asia Minor. Middle Eastern Studies, 26(1):3-18. Lane, D. (1985). Soviet Economy and Society. Oxford: Blackwell. Layton, S. (1995). Russian Literature and Empire: The conquest of the Caucasus. From Pushkin to Tolstoy. London: Cambridge University Press. Lissyutkina, L. (1993). Soviet Women at the Crossroads of Perestroika. In N. Funk and M. Mueller (Eds.), Gender, Politics and Post-communism (pp. 274-87). London: Routledge.

108

Gendering Transformations

Massel, G. J. (1974). The surrogate proletariat. Moslem women and revolution strategies in Soviet Central Asia. Princeton, NJ: Princeton University Press. Morley, M. D. and Kuan, C. (Eds.). (1996). Stuart Hall: Critical Studies. London: Routledge. Özyeğun, G. (2002). The doorkeeper, the maid and the tenant: Troubling Encounters in the Turkish Urban Landscape. In D. Kandiyoti, and A. Saktanber (Eds.), Fragments of Culture. The everyday of Modern Turkey (pp. 43-72). London/NY: I. B. Tauris & Co Publishers. SAE (Simvoulio Apodimou Ellinismou). Home Page: http://www.sae.gr Suny, G. (1994). The making of the Georgian Nation. Bloomington/ Indianapolis: The Indiana University Press.

Mαγειρεύοντας τις Έμφυλες Σχέσεις: Φαγητό και Αντίσταση στον Ορεινό Mυλοπόταμο Έλια Bαρδάκη Δρ Ανθρωπολογίας

Εισαγωγή Είναι, πλέον, κοινώς αποδεκτό ότι οι κοινωνικές δομές είναι κατά βάση έμφυλες και ότι οι αναπαραστάσεις του φύλου είναι πολιτισμικά προσδιορισμένες, αν και διαρκώς αναπροσαρμοζόμενες και διαπραγματεύσιμες. Σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσω να καταδείξω την πολιτισμική κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας, χρησιμοποιώντας το φαγητό και την κατανάλωση του ως το αναλυτικό μέσο για την πραγμάτευση και αναθεώρηση θεμάτων συγκρότησης ταυτοτήτων και έμφυλων ρόλων. Πιο συγκεκριμένα, θα επιχειρήσω να διερευνήσω τη γυναικεία ταυτότητα στο πλαίσιο της οικιακότητας της κρητικής υπαίθρου, καταδεικνύοντας τις συγκρούσεις που υφέρπουν κυρίως στις διαγενεϊκές σχέσεις, αλλά και την επιρροή που ασκούν οι γυναίκες στο δημόσιο χώρο, ξεφεύγοντας από τον παραδοσιακό τους ρόλο, της κυριαρχίας τους στον ιδιωτικό χώρο του νοικοκυριού (Rosaldo, 1974· Ortner, 1974). Οι ερευνητές της ελληνικής εθνογραφίας μελέτησαν διεξοδικώς τις έμφυλες σχέσεις, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο το φύλο αναπαρίσταται στις δομές και τις αξίες, κυρίως των παραδοσιακών κοινοτήτων (Dubisch, 1986· Salomon και Stanton, 1986· Boulay, 1974). Στις τελευταίες, οι έμφυλες σχέσεις προσδιορίζονται από ή συνυφαίνονται με τη γυναικεία σεξουαλικότητα, με την ανδρική κυριαρχία και με την αντίστιξη δημόσιου και ιδιωτικού χώρου (Παπαταξιάρχης, 1992). Στην παρούσα εισήγηση, τόσο οι γυναίκες όσο και οι άνδρες αντιμετωπίζονται ως δρώντα υποκείμενα, που η ταυτότητα τους δεν καθορίζεται μόνο με όρους ανδρώνγυναικών, αλλά και κοινωνικού γοήτρου, ηλικίας, εντοπιότητας, συγγένειας· στοιχεία που αποτελούν ομοίως αναπόσπαστα τμήματα μιας διαπραγματεύσιμης ταυτότητας. Εθνογραφία και Φαγητό Mε οδηγό την επιτόπια συμμετοχική παρατήρηση που πραγματοποιήθηκε κατά τα έτη 1996-98 στο χωριό Aξός του ορεινού Mυλοποτάμου, στην κεντρική Κρήτη, θα προσπαθήσω να συνδέσω τις ευρύτερες κοινωνικές αλλαγές στην κοινότητα, με την εμφάνιση ενός νέου διατροφικού λεξιλογίου, αλλά και με τη δημιουργία, μέσω αυτού, μιας επινοητικής πραγματικότητας, ως συμβολικής κατασκευής, διαμέσου

110

Gendering Transformations

της οποίας οι ταυτότητες διαμορφώνονται και η οριοθετημένη αντίληψη του κοινωνικού γίγνεσθαι αναπροσαρμόζεται. Η παρασκευή και η κατανάλωση φαγητού συνιστά τον τόπο όπου συναντώνται, επικοινωνούν, συναλλάσσονται και διαπραγματεύονται τα μέλη μιας πολιτισμικής ομάδας μεταξύ τους, με άλλους και με την περιβάλλουσα κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται από πολυδιάστατες και συνεχώς αναπροσαρμοζόμενες σχέσεις. Θα επικεντρωθώ σε δύο κατηγορίες συλλογικών συμποσιακών επεισοδίων: η πρώτη αναφέρεται στους γάμους, ενώ η δεύτερη στις ονομαστικές εορτές. Η πρώτη εκφράζει την παραδοσιακότητα, ενώ η δεύτερη το σύγχρονο τρόπο ζωής και αντίληψης και –ιδιαίτερα αυτή– φαίνεται να επηρεάζεται από τις εξωτερικές επιδράσεις της οικονομίας της αγοράς. Στην πρώτη κατηγορία, η τροφή που καταναλώνεται στις εορταστικές εκδηλώσεις παράγεται σε μεγάλο μέρος από τους ανθρώπους της περιοχής. Στη δεύτερη, αντιθέτως, χρησιμοποιούνται βιομηχανοποιημένα προϊόντα, για την προετοιμασία των οποίων, όμως, επενδύεται αρκετός χρόνος και επιστρατεύεται η δημιουργικότητα των ανθρώπων. Θεωρώ ότι τα βιομηχανοποιημένα είδη διατροφής βοηθούν στην κατασκευή ενός εννοιολογικού κόσμου που συνδέει την κοινότητα με μια νέα πραγματικότητα, σηματοδοτώντας νέες αντιλήψεις και κοινωνικές σχέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις η τροφή κυκλοφορεί στο πλαίσιο των ανταποδοτικών σχέσεων, σχέσεων δηλαδή που βασίζονται στο δώρο. Τις τελευταίες δεκαετίες η ανθρωπολογική έρευνα αναλύει το φαγητό με κοινωνικούς όρους, εξετάζοντας τον πολιτισμικό προσδιορισμό της γεύσης, το μαγειρικό σύστημα ως σημείο εθνικής, εθνοτικής, τοπικής ή θρησκευτικής διάκρισης, αλλά και το ρόλο του φαγητού στη συγκρότηση έμφυλων, συγγενικών και ταξικών συνειδήσεων (Fischler, 1988· Falk, 1994· Douglas, 1975· Friedman, 1994). Ειδικότερα για τις έμφυλες σχέσεις, υπάρχει πληθώρα αναφορών και μελετών για τον τρόπο με τον οποίο το φαγητό εκφράζει και ενσαρκώνει τις πολιτισμικές αντιλήψεις μιας κοινωνικής ομάδας ως προς αυτές (Lupton, 1996). Το φαγητό από μόνο του δεν έχει ιδεολογικό βάρος· αντιθέτως, είναι οι άνθρωποι που δίνουν νόημα και περιεχόμενο σε ορισμένες τροφές, προκειμένου να αυτοπροσδιοριστούν, αλλά και να κατηγοριοποιήσουν τους γύρω τους. Έτσι, υπάρχουν πολλές αναφορές σε ανδρικές και γυναικείες τροφές. Το κρέας, παραδείγματος χάρη, έχει ταυτιστεί σε πολλά πολιτισμικά σχήματα με την ανδρική ταυτότητα, ενώ η γυναίκα είναι εκείνη που φαίνεται να αναπτύσσει ιδιαίτερη σχέση με το φαγητό. Η γυναίκα παρουσιάζεται ως τροφή η ίδια, λόγω του θηλασμού, αλλά και ως μεσάζων μεταξύ της φύσης και του πολιτισμού, λόγω της προετοιμασίας της τροφής προς κατανάλωση. Σε αυτή τη δεύτερη ιδιότητα θα αναφερθώ περισσότερο, επιχειρώντας να καταδείξω τον τρόπο με τον οποίο οι γυναίκες χρησιμοποιούν το φαγητό, όχι μόνο για τη διασφάλιση αρμονικών σχέσεων και ισορροπιών στο πλαίσιο της οικιακότητας, αλλά, σε αρκετές περιπτώσεις, και ως μέσο αντίστασης και ρήξης με προηγούμενες συνήθειες, γεύσεις και μαγειρικές προτιμήσεις. Οι άνθρωποι είναι συντηρητικοί ως προς τις γευστικές τους προτιμήσεις, καθώς συνδέουν το φαγητό με τμήματα της προσωπικότητας τους και των εμπειριών τους. Τόσο η γεύση όσο και οι μαγειρικές συνήθειες σε μια κοινότητα αλλάζουν με αργούς ρυθμούς, καθώς αποτελούν παγιωμένα κοινωνικά μορφώματα, εύκολα αναγνωρίσιμα από τα μέλη μιας ομάδας. Το φαγητό ταυτίζεται και χαρακτηρίζει πολιτισμικά σύνολα· μιλάμε για τη γαλλική κουζίνα, για την ιταλική ή τη

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

111

λιβανέζικη ή, ακόμη, για κουζίνες που χαρακτηρίζουν πληθυσμιακές ομάδες μέσα σε ένα πολιτισμικό σύνολο, όπως τα τοπικά ιδιώματα κάθε περιοχής, τα οποία είναι εξαιρετικά ανθεκτικά στο χρόνο. Ωστόσο, το φαγητό μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εκφράσει αντίσταση απέναντι σε έναν ηγεμονικό λόγο ή αντιπαλότητα μεταξύ ομάδων (Lupton, 1996· Young, 1971). Θεωρώ ότι αλλαγές και νέα πολιτισμικά μορφώματα δημιουργούνται, όταν νέα διατροφικά πρότυπα εμφανίζονται, καθώς επέρχεται ρήξη στην αδιάλειπτη μετάδοση γνώσης και αξιών από γενεά σε γενεά (Vardaki, 2001). Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω επισημάνσεις θα ήθελα να στραφώ στην εθνογραφία. Φαγητό και Αντίσταση Η Αξός είναι ένα χωριό 350 περίπου κατοίκων, το οποίο βρίσκεται στους πρόποδες του Ψηλορείτη, 65 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της πόλης του Ρεθύμνου. Γεωγραφικά ανήκει στον Άνω Μυλοπόταμο, ενώ διοικητικά υπάγεται πλέον στο Δήμο Κουλούκωνα. Μέχρι τη δεκαετία του ’60 αποτελούσε μια μικτή αυτοσυντηρούμενη κοινότητα με έμφαση στην κτηνοτροφία. Η εξειδίκευση της ελληνικής οικονομίας, όμως, που είχε αρχίσει να συντελείται στα αστικά κυρίως κέντρα ήδη από τη δεκαετία του ’50, είχε ως αποτέλεσμα τη στροφή του χωριού προς την εξειδικευμένη επιδοτούμενη καλλιέργεια της σταφίδας και τη συνακόλουθη σταδιακή υποχώρηση της κτηνοτροφίας. Παρόλα αυτά, αρκετοί κάτοικοι ασχολούνται ακόμα με την κτηνοτροφία, είτε στα πλαίσια της οικιακής ομάδας είτε ως αποκλειστική απασχόληση επιδοτούμενη από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι αλλαγές στην οικονομική οργάνωση επέφεραν αλλαγές και στην κοινωνική. Η πυρηνική οικογένεια αύξησε τη δύναμη και τον έλεγχο στα μέλη της, ενώ σημειώθηκε σταδιακή υποχώρηση της επιρροής της εκτεταμένης οικογένειας. Το νοικοκυριό δεν είναι πλέον αυτοσυντηρούμενο, αλλά συνιστά συνδυασμό αυτοσυντήρησης και αγοραίας κατανάλωσης. Σχεδόν κάθε οικογένεια καταναλώνει κρέας, γαλακτοκομικά και λαχανικά δικής της παραγωγής, ενώ αγοράζει τα βιομηχανοποιημένα τρόφιμα, αλεύρι, καφέ, ζάχαρη, φρούτα και οικιακά είδη. Παρόλη την υποχώρηση της κτηνοτροφίας, από τη δεκαετία του ’60 και μετά, το κρέας, και κυρίως εκείνο των αρνιών, συνεχίζει να διαδραματίζει σπουδαίο ρόλο στην οργάνωση της κοινωνικής τους ζωής, καθώς η κατανάλωσή του διατηρεί, διαπραγματεύεται, αλλά και οριοθετεί σχέσεις. Κρέας αποκαλείται μόνο ό, τι προέρχεται από αρνί, ενώ εκείνο που προέρχεται από άλλα ζώα, όπως χοίρο, κουνέλι, μοσχάρι, κότα, αναφέρεται με το όνομα του είδους του ζώου που εκπροσωπεί, δηλαδή κουνέλι, χοιρινό, κοτόπουλο κ.ο.κ. Το κρέας στην κοινότητα της Αξού καταναλώνεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, από συγκεκριμένους ανθρώπους και με συγκεκριμένο τρόπο. Δεν καταναλώνεται σε καθημερινή βάση, αλλά σε σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις. Το κρέας για την εν λόγω κοινότητα διαδραματίζει ένα πολυσήμαντο ρόλο. Εκφράζει ταυτόχρονα κοινωνική υπεροχή, γόητρο, επιθετικότητα, εγρήγορση. Σε όλη τη διαδικασία, από την παραγωγή ως την παρασκευή και την κατανάλωση του, οι άνδρες είναι εκείνοι που συμμετέχουν. Τα λαχανικά, αντιθέτως, θεωρούνται

112

Gendering Transformations

γυναικείο φαγητό, ενώ το κρέας από πουλερικά, κουνέλια και άλλα οικόσιτα ζώα δεν ταυτίζεται με κάποιο φύλο. Η κατηγοριοποίηση αυτή των τροφών κατά φύλα γίνεται στη βάση του ότι κάθε άνθρωπος εμπλέκεται σε διαφορετικά στάδια στην προετοιμασία και κατανάλωση του φαγητού κι αυτό προσδίδει μια εμπειρική διάσταση στην πρακτική και κατ' επέκταση στο συμβολικό ρόλο που το φαγητό διαδραματίζει στη συγκρότηση έμφυλων ταυτοτήτων. Oι γυναίκες, που προετοιμάζουν το αρνί για τις γαμήλιες τελετές και καταναλώνουν μικρές ποσότητές του, έχουν διαφορετική σχέση με το κρέας απ’ ό, τι οι άνδρες, που το παράγουν, το τεμαχίζουν και τελικά λαμβάνουν τις μεγαλύτερες ποσότητες κρέατος. Συναισθηματικά και ψυχολογικά, κάθε στάδιο της προετοιμασίας και της κατανάλωσης επηρεάζει διαφορετικά τους ανθρώπους που εμπλέκονται σε αυτό. Σχέσεις στοργής και συντροφικότητας μπορούν να αναπτυχθούν κατά την προετοιμασία και το μαγείρεμα του κρέατος, ενώ η παραγωγή και ο τεμαχισμός του αρνιού μπορούν να δημιουργήσουν συναισθήματα ανδρισμού και παλικαριάς. Διαβατήριες τελετές, όπως ο γάμος, αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι στην οργάνωση της κοινωνικής ζωής της Αξού. O γάμος είναι μια τελετή μετάβασης από την εφηβεία στις ευθύνες της ωριμότητας και, συνακόλουθα, στη διεύρυνση και δημιουργία νέας οικογένειας. Στους γάμους οι εκτεταμένες οικογένειες συνενώνονται και συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν αυτή τη συνένωση. Το κρέας προσφέρεται ως δώρο και αποτελεί ένα σημείο αναγνώρισης σχέσεων και αξιών. Η επιτυχία ενός γαμήλιου συμποσιακού επεισοδίου εξαρτάται από τη γενναιοδωρία και τη σπατάλη που θα επιδείξει ο οικοδεσπότης της γιορτής, αφού μπορεί να καταναλωθεί αλλά και να πεταχτεί κρέας βάρους ενός τόνου. Η συλλογική μνήμη, που διασώζεται μέσα από τέτοιου είδους τελετές, βοηθά στην κατασκευή και αναπαραγωγή προτύπων, κοινωνικών συνθηκών και κατηγοριοποιήσεων. Το αυστηρό τυπικό δημιουργεί διαχωριστικές γραμμές μεταξύ συγγενών και μη, ανδρών και γυναικών, φίλων και οικογένειας. Κοινωνικές εκδηλώσεις και άνθρωποι διαπλέκονται μεταξύ τους με τρόπο τέτοιο, ώστε κάθε εκδήλωση, εκτός από το λειτουργικό της ρόλο, τον εορτασμό δηλαδή ενός γάμου, να επενεργεί πάνω στους συμμετέχοντες ενισχύοντας ή αποδυναμώνοντας τη μνήμη τους. Το φαγητό αποτελεί μέρος της βιογραφίας ενός ανθρώπου, καθώς μέσα από το φαγητό και την ενθύμηση συγκεκριμένων γεύσεων και εορταστικών συμποσιασμών κάποιος συνδέεται με έναν τόπο, ένα γεγονός, μια ομάδα ανθρώπων. Η επιλογή συγκεκριμένων φαγητών δεν είναι τυχαία, αφού κάθε ομάδα ή άνθρωπος επιλέγει τροφές με έντονο εννοιολογικό περιεχόμενο και σημασία, προκειμένου να κατασκευάσει τον εαυτό, αλλά και να κατηγοριοποιήσει τον άλλο. Το μαγειρικό λεξιλόγιο στους γάμους είναι πολύ συγκεκριμένο και σταθερό. Αιτία γι’ αυτή τη σταθερότητα δεν είναι η προσκόλληση σε παραδοσιακά πρότυπα, αλλά η άσκηση μεγαλύτερου ελέγχου από και προς τα μέλη της κοινότητας. Η κανονιστικότητα και η εικόνα του ακίνητου και του σταθερού βοηθά τους ανθρώπους να διαπραγματευτούν τις αξίες στις οποίες βασίζεται η κοινότητα τους, δηλαδή της ανταποδοτικότητας, του χατιριού και της υπεροχής. Η μνημόνευση ενός επεισοδίου τοποθετεί τους ανθρώπους μέσα στο πλαίσιο μιας κοινής ζωής, που παρουσιάζεται ως μία διαδοχή συμποσιακών τελετών. Άλλη σημαντική κοινωνική πρακτική, με διαφορετικό λειτουργικό και εννοιολογικό περιεχόμενο, είναι οι ονομαστικές εορτές. Αποτελούν πεδίο

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

113

ανάπτυξης ανταγωνιστικότητας μεταξύ των οικογενειών, αλλά ενδυναμώνουν τους φιλικούς δεσμούς των κατοίκων της Αξού· κυρίως, όμως, αποτελούν μέσο διαπραγμάτευσης της γυναικείας ταυτότητας. Η αφθονία, η πολυπλοκότητα, η μαγειρική δεξιοτεχνία, αλλά και η ποιότητα, είναι τα κυριότερα συστατικά μιας επιτυχημένης γιορτής. Tα φαγητά που προετοιμάζονται δεν αποτελούν μέρος του παραδοσιακού μαγειρικού λεξιλογίου. Αν και το κύριο συστατικό των γευμάτων είναι το κρέας, μαγειρεμένο με διάφορους τρόπους, σε αυτά περιλαμβάνονται επίσης νέες γεύσεις και περίπλοκα υλικά. Η επιτυχία τους οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον εξωτισμό των υλικών, όπως είναι τα μανιτάρια, το ζαμπόν, ο τόνος, η κρέμα γάλακτος, η μαγιονέζα. Η Βαγγελιώ, που μικρή θυμάται τις Κυριακές να τρώει σύγκλινο και στις γιορτές να σφάζουν κοτόπουλα και να φτιάχνουν πιλάφι, τώρα μαγειρεύει φαγητά περίπλοκα. Οι κρέπες με μανιτάρια, το σουφλέ, η ινδιάνικη σαλάτα, το κρέας μαγειρεμένο σε διάφορες κόκκινες ή άσπρες σάλτσες συνιστούν τέτοιου είδους φαγητά. Είναι τόσο διαδεδομένες, που και η μητέρα της προσπαθεί να τις μάθει από την κόρη της. Η εισαγωγή ενός νέου μαγειρικού λεξιλογίου, που βασίζεται αφενός στον εξωτισμό των υλικών και αφετέρου στο γευστικό εμπλουτισμό, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην ανανέωση της κοινότητας της Αξού. Μια κοινωνική ομάδα δεν καταναλώνει απλώς ένα φαγητό· μέσω της γεύσης, έρχεται σε επαφή, ταυτόχρονα, με τον ίδιο το χώρο προέλευσης του φαγητού και με τον τρόπο αυτό ενστερνίζεται τη διαφορετικότητά του. O άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τις αλλαγές του πρώτα μέσα από το στόμα (Falk, 1994:11). Μέσω της ενσωμάτωσης στο γευστικό τους λεξιλόγιο βιομηχανοποιημένων υλικών ή υλικών από άλλες χώρες, οι γυναίκες προσπαθούν να εντάξουν τον εαυτό τους καταρχήν και την κοινότητα κατ' επέκταση σε ένα παγκοσμιοποιημένο γευστικό λεξιλόγιο· να ενταχθούν σε ένα φαντασιακό κόσμο, όπου οι διαφορές μεταξύ αστικού και ημιαστικού χώρου αμβλύνονται. O έλεγχος που ασκούν οι γυναίκες μέσω της προετοιμασίας και της κατανάλωσης φαγητού και η δύναμη που τους παρέχει αυτή η δυνατότητα ξεπερνούν το στενό πλαίσιο του ιδιωτικού χώρου και τις ωθούν στην άσκηση άμεσου ελέγχου και κριτικής στο δημόσιο χώρο, στις υπάρχουσες συνθήκες και πρακτικές. Με τη χειραγώγηση των διατροφικών συνηθειών και πρακτικών, οι γυναίκες οδηγούνται σε ρήξη με τις προηγούμενες γενιές, καθώς παρατηρείται διακοπή στη μετάδοση γνώσης, που παραδοσιακά γινόταν από μητέρα σε κόρη ή σε νύφη. Η αποδυνάμωση της ευρύτερης οικογένειας, αλλά και η χειραφέτηση των γυναικών μέσα και έξω από το σπίτι, ωθούν στη δημιουργία νέων κοινωνικών μορφωμάτων. Με την εφευρετικότητά τους εντός του σπιτιού, οι γυναίκες επιχειρούν και επιθυμούν να εκφράσουν μια νέα, ιστορικά προσδιορισμένη ταυτότητα, που έρχεται σε άμεση ρήξη με τις προηγούμενες γενιές. Προσβλέπουν στη ρήξη με τον παραδοσιακό τους ρόλο, που τις θέλει εξαρτημένες από την κυριαρχία των γηραιότερων ανθρώπων, αλλά και των συζύγων τους, καθώς αυτοί εκφράζουν κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες μιας περασμένης εποχής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η νέα μαγειρική κουλτούρα σχετίζεται και με την πιο ενεργή θέση που αποκτά η γυναίκα μέσα στην κοινότητα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, οι ονομαστικές εορτές απέκτησαν ένα συγκεκριμένο τυπικό, που χαρακτηρίζεται από πληθώρα φαγητών, εκλεπτυσμένων γεύσεων και καλών τρόπων στο τραπέζι. Η εκλέπτυνση του μαγειρικού ιδιώματος

114

Gendering Transformations

μπορεί να μη φαίνεται εξαρχής σημαντική, αλλά φανερώνει βαθύτερες κοινωνικές διεργασίες, που πραγματοποιούνται στο εσωτερικό της ομάδας. Η εκλέπτυνση και η περιπλοκότητα, δύο χαρακτηριστικά του μαγειρικού ιδιώματος των ονομαστικών εορτών, φανερώνει προσπάθεια ελέγχου κυρίως του σώματος· την πειθαρχεία σε μια κοινωνική κοσμιότητα, όπως αναφέρει και ο Ελιάς (1997). Πρόκειται για μια νέα προσδιοριστική αρχή, που διεισδύει σιγά-σιγά στις δομές της κοινότητας και αναδεικνύεται ως άλλο ένα μέσο κοινωνικής κατηγοριοποίησης των μελών της ομάδας. Αυτή η κατηγορία συμποσιακών επεισοδίων έρχεται σε άμεση αντιδιαστολή με εκείνη των γάμων, που χαρακτηρίζεται από απλότητα και σταθερότητα τόσο στις μαγειρικές επιλογές όσο και στους τρόπους του τραπεζιού. Βέβαια, η λειτουργία και ο συμβολικός ρόλος των δύο αυτών γεγονότων είναι διαφορετικοί· γι’ αυτό και διαφοροποιείται το τελετουργικό των δύο κατηγοριών. Το κρέας που σερβίρεται στους γάμους παράγεται και παρασκευάζεται ακολουθώντας καθιερωμένα πρότυπα. Δεν είναι ένα φαγητό, αλλά μια συμπεριφορά, ένας ιδεολογικός κόσμος. Είναι η διατήρηση προτύπων και εξουσιών που αντιπροσωπεύουν όχι μόνο τον άνδρα, αλλά και ολόκληρη την κοινότητα. Η αντικατάσταση κάποιων φαγητών με άλλα που δεν ταυτίζονται με την κοινωνική και παραγωγική ιστορία της κοινότητας αποτελεί μια ρήξη με το παρελθόν και την πολιτισμική συνέχεια, μια διαπραγμάτευση του παρόντος με το παρελθόν. Οι γευστικές αλλαγές που συντελούνται, μπορεί να φαίνονται μικρές, καθημερινές και ασήμαντες, συμβολίζουν, όμως, αλλαγές στον κόσμο των ιδεών και των αντιλήψεων, με τον οποίο φαίνεται να ταυτίζονται οι γυναίκες. Βιβλιογραφία Boulay, J. D. (1974). Portrait of a Greek Mountain Village. Oxford: Oxford University Press. Douglas, M. (1975). Deciphering a Meal. Στο M. Douglas (Επιμ.), Implicit Meanings (σελ. 249-275). London: Routledge and Kegan Paul. Dubisch, J. (1986). Culture Enters through the Kitchen: Women, Food and Social Boundaries in Rural Greece. Στο J. Dubisch (Επιμ.), Gender and Power in Rural Greece (σελ. 195214). Princeton: Princeton University Press. Ελιάς, N. (1997). H Εξέλιξη του Πολιτισμού. Αθήνα: Νεφέλη. Falk, P. (1994). The Consuming Body. London: Sage Publication Ltd. Friedman, J. (1994). Consumption and Identity: Introduction. Στο J. Friedman (Επιμ.), Consumption and Identity (σελ. 1-22). London: Harwood Academic Press. Fischler, C. (1988). Food, Self and Identity, Social Science Information, 27 (2):275-92. Lupton, D. (1996). Food, the Body and the Self. London: Sage Publication Ltd. Ortner, S. (1974). Is Female to Male as Nature is to Culture? Στο M. Rosaldo και L. Lamphere (Επιμ.), Women, Culture and Society (σελ. 67-88). Stanford: Stanford University Press. Παπαταξιάρχης, E. (1992). Εισαγωγή. Από τη σκοπιά του Φύλου: Ανθρωπολογικές Θεωρήσεις της Σύγχρονης Ελλάδας. Στο E. Παπαταξιάρχης και Θ. Παραδέλης (Επιμ.), Tαυτότητες και Φύλο στην Σύγχρονη Eλλάδα (σελ. 11-98). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Rosaldo, M. (1974). Women, Culture and Society: a theoretical overview. Στο M. Rosaldo και L. Lamphere (Επιμ.), Women, Culture and Society (σελ. 17-42). Stanford: Stanford University Press. Salomon, S. και Stanton, J. (1986). Introducing the Noikokyra: Identity and Reality in Social

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

115

Process. Στο J. Dubisch (Επιμ.), Gender and Power in Rural Greece (σελ. 97-120). New Jersey: Princeton University Press. Vardaki, E. (2001). Consuming Pastoralism: Αn Anthropological Perspective in the Archaeology of Animal Husbandry. Αδημοσίευτη Διδακτορική Διατριβή, Oxford University. Young, M. (1971). Fighting with Food. Leadership Values and Social Control in a Massim Society. Cambridge: Cambridge University Press.

Αποτυπώσεις της Βίας κατά των Γυναικών σε δύο Ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου: «Μέχρι το Πλοίο» (1966), του Αλέξη Δαμιανού, και «Ζωή» (1995), του Γιώργου Κατακουζηνού. Θεοδώρα Αδαμάκη Πανεπιστήμιο Αθηνών

Εισαγωγή Τα τελευταία 30 χρόνια ο οπτικοακουστικός χώρος (κινηματογράφος-τηλεόραση) διαμορφώθηκε έτσι, ώστε να αποδειχτεί πρόσφορο έδαφος για την απεικόνιση της οικογενειακής βίας, δημιουργώντας ταινίες που είτε αναφέρονται ακριβώς σε αυτό το θέμα, είτε υπονοούν έμμεσα την ύπαρξη της οικογενειακής βίας, με σκοπό να εξηγήσουν καλύτερα τη συμπεριφορά των ηρώων. Η καταγγελτική και αφυπνιστική απεικόνιση της ενδοοικογενειακής βίας στον κινηματογράφο, προφανώς, είναι αποτέλεσμα της επιρροής του γυναικείου κινήματος και των κοινωνικών και πολιτισμικών αλλαγών, που έλαβαν χώρα μετά το 1968. Αυτά διαμόρφωσαν νέες κινηματογραφίες, αλλά κι ένα κοινό που είχε ανάγκη τη στροφή σε κοινωνικά θέματα, που μέχρι τότε δεν είχαν κινηματογραφική απεικόνιση. Οι όποιες κοινωνικο-πολιτισμικές αλλαγές επιτεύχθηκαν μετά το ’68, ανέδειξαν νέα θέματα και προέτρεψαν τους κινηματογραφιστές να ασχοληθούν, για παράδειγμα, με τη μητρότητα εκτός γάμου, τη σεξουαλική απελευθέρωση, τη γυναικεία φιλία, τα κοινωνικά αδιέξοδα των γυναικών, και άλλα θέματα. Ξεκινώντας από μία προσέγγιση κοινωνιολογική και πολιτική, και περνώντας από τη σημειολογική και την ψυχαναλυτική προσέγγιση, η μελέτη του τρόπου παρουσίασης σύνθετων ανθρώπινων καταστάσεων στον κινηματογράφο παρουσιάζει μιαν εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διαδρομή. Η εξέταση των τρόπων απεικόνισης –δηλαδή του χειρισμού των εικόνων– της βίας κατά των γυναικών, είναι μέρος αυτής της διαδρομής και αποτελεί πεδίο εξαιρετικού ενδιαφέροντος για το μελετητή. Όσον αφορά στην κοινωνική διάσταση του θέματος στην Ελλάδα, πρέπει να επισημάνουμε ότι το θέμα της βίας κατά των γυναικών μέσα στην οικογένεια, ενώ σε Ευρώπη και Αμερική τέθηκε από το Γυναικείο Κίνημα στην αρχή της δεκαετίας του ΄70, στην Ελλάδα δεν τέθηκε παρά μία δεκαετία αργότερα, όταν, μετά την μεταπολίτευση, οργανώθηκαν αυτόνομες γυναικείες ομάδες με φεμινιστικά αιτήματα1. Από τότε μέχρι σήμερα αρκετοί από τους στόχους του γυναικείου κινήματος έχουν κατακτηθεί, ενώ σε άλλους έχει αλλάξει ο τρόπος διεκδίκησης

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

117

τους. Όμως η «αθέατη βία», όπως ονομάζεται η βία μέσα στο σπίτι, εξακολουθεί να αποτελεί μια σιωπηλή πτυχή της καθημερινής ζωής πολλών γυναικών. Το θέμα, γνωστό, αλλά κατά κανόνα άρρητο, δεν έχει ακόμα διερευνηθεί σε βάθος για την Ελλάδα. Οι γυναίκες αποτελούν τα κύρια θύματα της δημόσιας και της ιδιωτικής βίας σε παγκόσμια κλίμακα. Το ζήτημα της κακοποίησης των γυναικών από τους συζύγους, εραστές, αδελφούς, πατέρες ή άλλους συγγενείς δεν είναι μόνον ένα «γυναικείο θέμα», αλλά έχει ευρύτερες προεκτάσεις ψυχολογικές, ιατρικές, νομικές και κοινωνιολογικές. Για να μιλήσουμε, όμως, πιο συγκεκριμένα για το θέμα της βίας κατά των γυναικών και για να δούμε τι μελετούμε στις ταινίες, πρέπει πρώτα να το ορίσουμε. Το 1986, σε άρθρο της στο περιοδικό «Ισότητα και Φύλο», η Αγγελική Χλιόβα (Χλιόβα, 1986), ειδικευμένη ψυχολόγος σε θέματα κακοποίησης γυναικών, αναφέρει ότι υπάρχουν τρεις μορφές κακοποίησης γυναικών: η ψυχολογική, η σωματική, και η σεξουαλική. Η ψυχολογική βία μπορεί να είναι είτε λεκτική, που εκδηλώνεται με υβριστικές εκφράσεις, προσβολές, απειλές κι εκφράσεις μειωτικές και υποτιμητικές, είτε συναισθηματική, είτε οικονομική, που εκδηλώνεται με πλήρη οικονομική εξάρτηση του θύματος από το θύτη. Η σωματική βία είναι η πιο αναγνωρισμένη και αναγνωρίσιμη μορφή βίας. Η σεξουαλική βία (βιασμός μέσα στο γάμο, βιασμός έξω από το γάμο, αιμομιξία), αν και πλατιά διαδεδομένη, είναι η πιο άγνωστη και σιωπηρή μορφή βίας· τα θύματα σπανίως μιλούν γι΄ αυτήν. Οι διάφορες μορφές βίας συνήθως συνυπάρχουν. Έτσι, γυναίκες που υπόκεινται σε σωματική κακοποίηση, μπορεί ταυτόχρονα να είναι θύματα και ψυχολογικής και σεξουαλικής κακοποίησης Σύμφωνα με τη Διακήρυξη της 4ης Παγκόσμιας Διάσκεψης του ΟΗΕ για τις Γυναίκες, στο Πεκίνο, το 1995: Βία κατά των γυναικών είναι κάθε πράξη ή απειλή βίας που κατευθύνεται εναντίον του γυναικείου φύλου, οπουδήποτε και αν εκδηλώνεται αυτή, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό χώρο, και επιφέρει ή μπορεί να επιφέρει στις γυναίκες βλάβη ή πόνο σωματικό, σεξουαλικό ή ψυχολογικό, φόβο ή ηθελημένη στέρηση της ελευθερίας (Κωσταβάρα, 2000).

Βία Κατά των Γυναικών στον Ελληνικό Κινηματογράφο: Δύο Ταινίες Παρατηρούμε ότι σε πολλές ταινίες μυθοπλασίας του Ελληνικού Κινηματογράφου, μετά το 1960, απεικονίζονται καταγγελτικά διάφορες μορφές βίας κατά των γυναικών, κοινωνικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά των κακοποιημένων γυναικών, τρόποι αντιμετώπισης και αντίδρασης, στερεότυπα της οικογένειας. Καμία ταινία, ωστόσο, δεν εστιάζει σεναριακά στην κακοποιημένη γυναίκα. Θεωρούμε ότι ο τρόπος της κινηματογραφικής απεικόνισης συμβάλλει στην ευαισθητοποίηση του κοινού πάνω στα θέματα της βίας κατά των γυναικών, ακόμη κι αν δεν αποτελεί το βασικό θέμα της ταινίας. Για το λόγο αυτό, παρουσιάζει ενδιαφέρον να μελετήσουμε το σενάριο, αλλά και τον τρόπο των λήψεων, το στήσιμο των κάδρων, και γενικότερα τον κινηματογραφικό χειρισμό με τον οποίον επιτυγχάνεται αυτή η ευαισθητοποίηση. Η επισταμένη έρευνα απέδειξε ότι υπάρχει σημαντικό κινηματογραφικό υλικό, κυρίως σε ταινίες μυθοπλασίας, όπου αποτυπώνονται όλες οι μορφές βίας, αλλά και όλα τα στερεότυπα γύρω από αυτήν

118

Gendering Transformations

(βίαιος σύζυγος, σχέσεις εξάρτησης μέσα από τη βία, κακοποιημένα παιδιά, δυσλειτουργικό περιβάλλον, κοινωνική και οικονομική απομόνωση, κ.λ.π.). Ωστόσο, δεν υπάρχει η αναμενόμενη, και ανάλογη του αριθμού των ταινιών, επιστημονική βιβλιογραφία που να εξετάζει το ζήτημα με την οπτική του φύλου. Η παρούσα εργασία διερευνά δύο ταινίες από την ελληνική φιλμογραφία, την ταινία «Μέχρι το Πλοίο», του Αλέξη Δαμιανού, και την ταινία «Ζωή», του Γιώργου Κατακουζηνού, και επιχειρεί μία πρώτη προσέγγιση της έμφυλης διάστασης της κινηματογράφησης της βίας. «Μέχρι το Πλοίο», του Αλέξη Δαμιανού Η ταινία «Μέχρι το πλοίο», που προβλήθηκε το 1966, αποτελεί ορόσημο στον Ελληνικό κινηματογράφο, για τον τρόπο κινηματογράφησής της και για τον κοινωνικό προβληματισμό που μεταφέρει. Συνιστά προπομπό του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, δηλαδή της αισθητικής και του προβληματισμού των ταινιών της επόμενης δεκαετίας. Γυρίστηκε ένα χρόνο πριν από τη δικτατορία και δύο χρόνια πριν τα μαζικά συλλαλητήρια για τα κοινωνικά κι εργατικά δικαιώματα, που άλλαξαν το κοινωνικό κατεστημένο στην κεντρική Ευρώπη. Πρόκειται για μια εποχή κατά την οποία δεν υπάρχει γυναικείο κίνημα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, με τη μορφή που εμφανίζεται αργότερα. Η γυναίκα, ειδικά στην αγροτική ύπαιθρο, εξαρτάται οικονομικά και κοινωνικά από τον άνδρα. Το οικογενειακό δίκαιο αποβαίνει κατά των γυναικών, ενώ ο όρος «κακοποίηση των γυναικών» δεν υφίσταται. Η ταινία αυτή είναι η πρώτη του σκηνοθέτη και η πρώτη ταινία δρόμου (ταινία περιπλάνησης) του ελληνικού κινηματογράφου. Σε αυτήν ο ήρωας διασχίζει πεζός τη χώρα, από το βουνό μέχρι τη θάλασσα, με σκοπό την ανεύρεση καλύτερης ζωής. Διαρθρωμένη σε τρία επεισόδια, πραγματεύεται ένα μεγάλο θέμα της δεκαετίας του ’60· την εξαθλίωση και την ανεργία της αγροτικής κι εργατικής τάξης και την «πολιτική» λύση που μεθοδεύτηκε τότε, με την αναγκαστική μετανάστευση. Ένας σιδεράς κατεβαίνει από το χωριό του στο βουνό, στον κάμπο και ύστερα στον Πειραιά, για να πάρει το πλοίο για την Αυστραλία. Ο σκηνοθέτης, με κοινωνική ευαισθησία και πολιτική διορατικότητα, αποτυπώνει κινηματογραφικά το αδιέξοδο και την εξαθλίωση του άνεργου εργάτη, αλλά και την υποτελή θέση της γυναίκας στην κοινωνία της εποχής. Σε συνέντευξή του στο περιοδικό Σύγχρονος Κινηματογράφος, ο Δαμιανός (1969) αναφέρει για τη θέση της γυναίκας: Οι γυναίκες βαραίνουν στο φιλμ μου, γιατί εκείνο που εκφράζει περισσότερο την ελληνική πραγματικότητα είναι η θέση της γυναίκας. Όντας η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα αυτή που είναι, δύσκολα μπορούμε να μιλήσουμε γι’ αυτήν (δηλαδή οι κινηματογραφιστές για τη γυναίκα) αν δε χρησιμοποιήσουμε λεξιλόγιο βίας.

Το πρώτο επεισόδιο είναι στηριγμένο στο διήγημα «Το Δαχτυλίδι», του Σπήλιου Πασαγιάννη. Ο ήρωας κατεβαίνει από το χωριό του για να δουλέψει σε ένα σιδεράδικο, ώστε να αποκτήσει λίγα χρήματα για το ταξίδι του. «Φεύγω, φίλε Φώτη Γιάννακα, για δε φτουράει το ψωμί και χορτάτος έχω να κοιμηθώ χρόνια», γράφει-

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

119

εξομολογείται στο φίλο που έχει το σιδεράδικο και τον παίρνει στη δουλειά. Παρότι ο χώρος είναι το βουνό, το τοπίο απεικονίζεται σκληρό και έρημο2 (Σολδάτος, 1993). Η σχέση των δύο αντρών κινηματογραφείται με τέτοιο τρόπο σα να υπάρχει μεταξύ τους μια μυστική συμφωνία και μια ισορροπία δυνάμεων, που ανατρέπεται με την εμφάνιση του άλλου φύλου, της γυναίκας. Η ισορροπία αυτή θα δούμε ότι επανέρχεται στο τέλος του επεισοδίου. Τα πρόσωπα δείχνονται σκληρά, τα σώματα βαριά, και αντιπαρατίθενται, σε κοντινά ή γενικά πλάνα, με τα σκληρά και έρημα τοπία. Η ζωή τους αποτυπώνεται εξαθλιωμένη· είναι ντυμένοι με σκισμένα ρούχα, κοιμούνται στο δάπεδο και «τολμούν» να χαρούν και να ξεδιψάσουν πίνοντας ρακί. Η βία που νιώθουν μέσα τους είναι εσωτερική και καταπιεσμένη· συνοδεύεται ηχητικά από τους ήχους του φυσερού και του σφυριού. Η κινηματογράφηση των αντρών, οι λιγοστές κουβέντες τους, το σκληρό τοπίο, μας δίνουν την εικόνα της ανέχειάς τους, των καταπιεσμένων σεξουαλικών επιθυμιών τους και της κοινωνικής, υπόγειας, έντασης που τους διακατέχει. Η γυναίκα, ψυχοκόρη της μάνας του ήρωα, παραδίδεται σ’αυτόν, σαν αντικείμενο, από μια άλλη γυναίκα «Έλα, Νιάκα, να πάρεις την κληρονομιά της μάνας σου!» Το αντικείμενο-γυναίκα αποτελεί τη μοναδική κληρονομιά της πεθαμένης μάνας του. Δε δουλεύει έξω από το σπίτι. Απόλυτα εξαρτημένη, δεν έχει κανέναν άλλον, εκτός από τον ήρωα, για να της δώσει να φάει, να ντυθεί και κάπου να μείνει. Η γυναίκα περιφέρεται ανάμεσα στους άντρες κρυμμένη στα ρούχα της, μιλώντας ελάχιστα, κάνοντας επαφή με τον κώδικα του βλέμματος και των κινήσεων· όταν μιλά, ψελλίζει· δύσκολα κατανοεί ο θεατής το λόγο της. Η σκηνή της βίας κατά της γυναίκας συνίσταται από ένα δυνατό κι απότομο κράτημα του καρπού της από τον άλλον άντρα (το αφεντικό του ήρωα), που υπονοεί έντονη σεξουαλική επιθυμία. Το βίαιο κράτημα του καρπού βιώνεται κινηματογραφικά σα βιασμός. Η βία είναι συμβολικά νομιμοποιημένη, γιατί φαίνεται να αποτελεί το μοναδικό δυνατό κώδικα επικοινωνίας μεταξύ τους. Η γυναίκα έχει το βλέμμα της εγκλωβισμένης, αυτής που τα έχει χάσει όλα ή που δεν είχε ποτέ κάτι. Αυτής που ήταν πάντα στο περιθώριο. Έχει όμως επιθυμία· την επιθυμία της κοινωνικής ένταξης, του «τέλους» της περιθωριοποίησής της με τη μορφή που τη βιώνει. Κι αυτή την επιθυμία ορίζει ο σκηνοθέτης με την τελευταία πράξη του επεισοδίου, όπου ο άλλος άντρας, και παρ’ ολίγον βιαστής της, έρχεται και προσφέρει στον ήρωα ένα δαχτυλίδι – για τον αρραβώνα ή το γάμο, για τη συνέχεια του εγκλωβισμού της, με άλλη μορφή, αλλά με κοινωνική αποδοχή. Το δαχτυλίδι μεταξύ των αντρών συμβολίζει την ανταλλαγή της γυναίκας με όρους αντρικής τιμής· δε θα την κάνει πουτάνα, αλλά γυναίκα του. Η γυναίκα αποτελεί το τρόπαιο του ενός, με τη συναίνεση του άλλου. Σχετικά με το βιασμό, ο σκηνοθέτης (Δαμιανός, 1967) αναφέρει, σε συνέντευξή του στο περιοδικό Cahiers du Cinema, ότι: […] H οικονομική κατάσταση είναι τέτοια εδώ, ώστε είναι δύσκολο να μιλήσεις για την Ελλάδα χωρίς να μιλήσεις για βιασμό. Σ΄ αυτή τη χώρα όπου η γυναίκα εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από τον άνδρα, όπου κάθε πράξη της γυναίκας έχει συνέπειες σε όλη τη ζωή της, κι όπου το ερωτικό ένστικτο είναι τόσο δεμένο με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, που ο έρωτας καταλήγει σε τραγωδία.

120

Gendering Transformations

Στο δεύτερο επεισόδιο, το πρωταρχικό υλικό είναι το διήγημα «Η Νανότα», του Γρηγόριου Ξενόπουλου, μεταφερμένο στη δεκαετία του ’60. Ο ήρωας κατεβαίνει στον κάμπο και το σκηνικό αλλάζει. Το περιβάλλον φαίνεται πιο εξελιγμένο. Ένα μηχανάκι, λαϊκό σύμβολο της δεκαετίας του 60, κόβει βόλτες κι ένα εργοστάσιο φαίνεται στο βάθος, σύμβολο επίσης μιας Ελλάδας σε οικονομική ανάπτυξη. Από τη μουντή ατμόσφαιρα των ορεινών περιοχών ο ήρωας φτάνει στο εκτυφλωτικό φως του κάμπου (Σολδάτος, 1993). Κυρίαρχο θέμα της ιστορίας είναι η ελεύθερη σεξουαλικότητα μιας νέας κοπέλας, που ζει στον κάμπο βόσκοντας πρόβατα μαζί με τον πατέρα και τον αδελφό της. Κι εδώ οι ήρωες είναι λιγόλογοι, λένε μόλις τα βασικά. Η γυναίκα παρουσιάζεται πιο έντονη στην έκφραση της διεκδίκησης της σεξουαλικής της επιθυμίας· δε φοβάται να διεκδικήσει το αρσενικό, το άλλο φύλο. Έχει σεξουαλικές σχέσεις με τον ήρωα, που μένει εκεί για κάποια μεροκάματα. Όμως, προσκρούει βίαια στα πατριαρχικά επιβεβλημένα πρότυπα συμπεριφοράς. Εδώ, ο βίαιος άντρας δεν είναι μόνο ο πατέρας, που της δίνει ξύλο και την κυνηγάει να δουλέψει, να είναι δηλαδή παραγωγική-αναπαραγωγική, χωρίς δικαίωμα χαράς της ζωής. Βίαιος παρουσιάζεται κι ο μικρός αδελφός –κατά πολύ μικρότερος της ηρωίδας– που έχει ταυτιστεί με το πατρικό πρότυπο κι αναπαριστά τον πατέρα-αφέντη, ο οποίος επιβάλλει το νόμο, αλλά και την τιμωρία, σε περίπτωση παράβασης. Ο μικρός αδελφός εκφράζει λεκτική βία και είναι αυτός που συνέχεια την κυνηγά, σα να είναι μέρος από το κοπάδι τους. «Μωρή Νανότααα, πουτάνα θες να γίνεις;» φωνάζει ο μικρός αδελφός, τοποθετώντας την αδελφή του εκεί, όπου η άπορη κι άνεργη, με ερωτικές αναζητήσεις, γυναίκα της εποχής συχνά θα καταλήξει, σύμφωνα με τα στερεότυπα: στο μπουρδέλο. Στο τελευταίο μέρος του επεισοδίου παρουσιάζεται η αντίδραση της κοπέλας· φεύγει από το βίαιο πατέρα κι αδελφό και ξυπόλυτη περπατάει στο δρόμο, όταν εμφανίζεται ο νέος, ο νταβατζής, με το μηχανάκι. Η γυναίκα της δεκαετίας του ’60, στην ελληνική ύπαιθρο, πρέπει να ανήκει σε κάποιον για να υπάρχει στη συλλογική συνείδηση. Στο δρόμο συναντούν τη «τσατσά», που θα της δώσει ένα καθρεφτάκι. Εκεί, η κοπέλα θα δει την άλλη πλευρά, αυτό που βλέπουν οι άλλοι, τον μέχρι τότε αθέατο εαυτό της, την απεικόνιση του προσώπου της. Στην ταινία φαίνεται πως ο δρόμος προς το μπουρδέλο έχει διττή σημασία· ίσως να μην αποτελεί μόνο τον εγκλωβισμό της, αλλά και την ελευθερία της. Το τρίτο μέρος της ταινίας διαδραματίζεται στην πόλη, στο λιμάνι του Πειραιά, από όπου ο ήρωας θα πάρει το πλοίο για την Αυστραλία. Ένα πλάνο πανοραμικό μας παρουσιάζει την οικιστική εξέλιξη του λιμανιού, την άναρχα κι ακαλαίσθητα δομημένη πόλη. Ο κινηματογραφικός σχολιασμός του άναρχα δομημένου αστικού τοπίου αποτελεί ενδιαφέρουσα αισθητική συνέχεια της ταινίας, μετά το σκληρό κι έρημο βουνό και τον εκτυφλωτικό κάμπο. Ο ήρωας ψάχνει μέρος να κοιμηθεί για τις μέρες που του μένουν μέχρι το ταξίδι. Ένας άντρας του παραχωρεί το κουζινάκι του σπιτιού του έναντι 50 δραχμών. Το σπίτι είναι μικρό, κουζίνα και υπνοδωμάτιο. Ο ήρωας από πρωταγωνιστής γίνεται θεατής. Ταυτιζόμαστε μαζί του κι από τη μεσοτοιχία παρακολουθούμε τη βίαιη σύγκρουση του ζευγαριού. Το ζευγάρι είναι παντρεμένο· η μοναδική φωτογραφία στον τοίχο του δωματίου είναι εκείνη του γάμου τους – πρόκειται, επομένως, για νόμιμη σχέση. Όμως, τίποτα δεν πάει καλά σε αυτό το τακτοποιημένο, αλλά μίζερο νοικοκυριό. Η γυναίκα δουλεύει μεροκάματο· φαίνεται πως κάποτε είχε προίκα και την ξόδεψε ο άνεργος άντρας

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

121

της. Ένα κοντινό πλάνο στα στραβοπατημένα παπούτσια της, όταν με δυσκολία ανεβαίνει μιαν ανηφόρα, υπονοεί σημειολογικά τη στραβή ζωή της· οικονομική ανέχεια, ένας άντρας που την κακοποιεί και την εξευτελίζει, αναγκαστική μετανάστευση. Για την ισχυροποίηση του σημειολογικού στερεότυπου, η γυναίκα του τρίτου μέρους παρουσιάζεται άσχημη, σε αντίθεση με τον άντρα, που παρουσιάζεται ωραίος. Μάλιστα, ο Δαμιανός σε μια συνέντευξή του ευχαριστεί την πρωταγωνίστρια του τρίτου μέρους, Γιώτα Οικονομίδου, που δέχτηκε να γίνει άσχημη για το ρόλο. Τα στερεότυπα έχουν ως εξής: η άσχημη γυναίκα, εργαζόμενη και κάπως οικονομικά ανεξάρτητη, έχει έναν ωραίο αλλά άνεργο άντρα με τον οποίο φαίνεται ότι έχει ζήσει έντονη ερωτική ζωή – αυτός, στο μεγαλύτερο μέρος του επεισοδίου, είναι γυμνός, ξαπλωμένος στο κρεβάτι. Στην ταινία, αλλά και στη ζωή, η άσχημη γυναίκα δε δικαιούται έναν ωραίο άντρα. Για να τον έχει, πρέπει να τον πληρώσει. Ο «αγορασμένος» άντρας, όμως, θέλει να φύγει· αισθάνεται ντροπή που δε ζει δίπλα σε μιαν «όμορφη» γυναίκα, αλλά έχει πλάι του μιαν «άσχημη μεροκαματιάρα», που τον συντηρεί με τα λεφτά της. «Κοίτα τη μούρη σου, ρε, όλοι λένε πως είμαι εδώ για τα λεφτά σου.» Η γυναίκα μπορεί να έχει μερικά δικά της λεφτά, αλλά δεν είναι κοινωνικά και συναισθηματικά ανεξάρτητη. Η βία του άντρα εναντίον της είναι λεκτική, ψυχολογική και σωματική· την εξευτελίζει και την κτυπά· έτσι μόνο υπερισχύει το φύλο του απέναντι στην πενιχρή οικονομική της αυτάρκεια, έτσι την κρατά σε συνεχή υποτέλεια. Ο άντρας θα φύγει και η γυναίκα θα αναγκαστεί να μεταναστεύσει στην Αυστραλία. Δε μένει όμως μόνη, τη συνοδεύει ο ήρωας. Θα ήταν πολύ ανατρεπτικό για την εποχή να φύγει η γυναίκα τελείως μόνη, να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Την παίρνει, βέβαια, και την ορίζει, αλλά υπάρχει η συμβολική παρουσία του ήρωα δίπλα της, που υποθέτει μια μελλοντική εξάρτηση. Η γυναίκα στο τρίτο μέρος –εκτός του ότι παρουσιάζεται αρκετά απελευθερωμένη σεξουαλικά– εκφράζει λόγο, μιλά για τα αισθήματά της, τις επιθυμίες της, γεγονός που τη διαφοροποιεί από τις προηγούμενες, σχεδόν βουβές, ηρωίδες. Η κινηματογραφική είσοδός της στο λόγο (ή νόμο του αρσενικού) τη διαφοροποιεί από τις προηγούμενες· η δυνατότητα της λεκτικής έκφρασης της δίνει ελευθερία και «τόλμη». Τολμά να εκφραστεί, να διεκδικήσει και να αντιδράσει. Η γλώσσα, επαναστατικό δεδομένο της εποχής, δεν τη βοηθά τελικά να ξεφύγει και να απελευθερωθεί. Η επανεισαγωγή της, μέσα από τον φόβο μετά την κακοποίηση, στο ρόλο του εξαρτημένου θηλυκού την τοποθετεί στη θέση, όπου η συλλογική συνείδηση της εποχής θέλει τη γυναίκα: εξαρτημένη, υποταγμένη, φοβισμένη. Σύμφωνα με τη Laura Mulvey (2005): [...] Οι λέξεις, γραμμένες η ομιλούμενες, υπήρξαν ένα πολιτικό όπλο για το γυναικείο κίνημα, από τις ημέρες της αφύπνισης των συνειδήσεων μέχρι την πρόσφατη φεμινιστική ενασχόληση με τη γλωσσολογική και ψυχαναλυτική θεωρία. Το ερώτημα πώς και πού τοποθετούνται οι γυναίκες σε σχέση με τη γλώσσα και την κυρίαρχη πολιτιστική παραγωγή, έριξε φως στην περιθωριοποίηση των γυναικών που βρίσκονται κοντά στη σιωπή, και σε άλλες, σκόρπιες κινήσεις προς μια διστακτική ομιλία.

122

Gendering Transformations

«Ζωή», του Γ. Κατακουζηνού Το 1985, στην Αθήνα, ο Παναγιώτης Φρατζής, 28 χρόνων, παιδί αστικής οικογένειας, ελεύθερος επαγγελματίας (έμπορος), δολοφονεί τη σύζυγό του Ζωή, 18 χρόνων, με στραγγαλισμό, στο σπίτι τους στην Αθήνα. Ύστερα, τεμαχίζει το σώμα της, βάζει κάθε μέλος του σε διαφορετική σακούλα σκουπιδιών και τις μοιράζει σε κάδους απορριμμάτων σε όλη την Αθήνα. Στους γονείς του και στους δικούς της λέει ότι τον άφησε κι έφυγε από το σπίτι. Αυτή θεωρήθηκε η στυγερότερη συζυγοκτονία στην ελληνική εγκληματολογία. Η ταινία, βασισμένη στην παραπάνω ιστορία, παρουσιάστηκε το 1995 στο φεστιβάλ κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και τον ίδιο χειμώνα προβλήθηκε στις αίθουσες. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο σκηνοθέτης απεικόνιζε στον κινηματογράφο ένα αληθινό έγκλημα. Η προηγούμενη ταινία του ήταν ο «Άγγελος», που αποτέλεσε μεγάλη εμπορική επιτυχία της δεκαετίας του ’80. Βρισκόμαστε πια σε μια διαφορετική εποχή. Μετά την ταινία του Δαμιανού, και μέχρι την ταινία του Κατακουζηνού, έχουν μεσολαβήσει ταινίες, όπως «Η Αναπαράσταση», του Αγγελόπουλου, «Η Τιμή της Αγάπης», της Μαρκετάκη, «Οι Δρόμοι της Αγάπης είναι Νυχτερινοί», της Λιάππα, «Το Προξενιό της Άννας», του Βούλγαρη, «Ντοκυμαντέρ», των Πόπης Αλκουλή και Μάγδας Νικολαϊδου. Οι ταινίες αυτές, άλλες λιγότερο κι άλλες περισσότερο, έχουν προβληματιστεί για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία και για τον τρόπο αναπαράστασης του γυναικείου ζητήματος, μέσα από τη μυθοπλασία, στον κινηματογράφο. Οι γυναίκες έχουν κατακτημένα δικαιώματα, έχουν αρθρώσει δημόσιο λόγο και διεκδικούν ισοτιμία μέσα από τη διαφορετικότητά τους. Ήδη εδώ και 20 χρόνια γίνεται λόγος για τα δικαιώματα των γυναικών, ο όρος και η έννοια της κακοποιημένης γυναίκας είναι ευρέως γνωστά και οι γυναίκες προστατεύονται από την πολιτεία. Από το 1983 πραγματοποιείται αναμόρφωση του οικογενειακού δικαίου υπέρ των γυναικών και κατοχυρώνεται συνταγματικά η ισότητα. Η βία κατά των γυναικών έχει χάσει σταδιακά τη συμβολική νομιμότητά της3. Στην απεικόνιση της γυναίκας στον κινηματογράφο, μετά τη δεκαετία του ’70, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι επιβεβαιώνεται αρκετά συχνά η θεωρία της Molly Haskell (1987)4, σύμφωνα με την οποία όσο οι γυναίκες κατακτούν σημαντικό χώρο στην κοινωνία, τόσο περισσότερο μικραίνει ο χώρος που καταλαμβάνουν στην εικόνα. Όσο περισσότερο κατακτούν τομείς που τους δίνουν δύναμη κι ανεξαρτησία, τόσο περισσότερο αντικειμενοποιείται η παρουσίαση του γυναικείου σώματος στον κινηματογράφο. Οι γυναίκες βιάζονται, κακοποιούνται, εξευτελίζονται. Παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι οι σκηνές των βιασμών, της σωματικής και της λεκτικής κακοποίησης, αρχίζουν και αναπτύσσονται στην κινηματογραφική απεικόνιση μέσα στη δεκαετία του 70, μετά τις πρώτες κατακτήσεις του γυναικείου κινήματος. Στην ταινία «Ζωή» ο σκηνοθέτης μας δείχνει τον τρόπο της δολοφονίας της Ζωής και τον τεμαχισμό του πτώματος της· μας δείχνει τον ιδιαίτερο τελετουργικό τρόπο με τον οποίο ο άντρας της έκοψε το κεφάλι. Το ακέφαλο γυναικείο σώμα παραμένει φόντο στις κινήσεις του άντρα, που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο του κινηματογραφικού κάδρου. Στην ταινία βλέπουμε πώς ο θύτης συσκεύασε σε διαφορετικές σακούλες σκουπιδιών τα κομμένα μέλη του σώματος του θύματος, ενώ υπονοείται πως τα έριξε στα σκουπίδια, ώστε μετά από καιρό αμέριμνοι και

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

123

γραφικοί πολίτες αυτής της χώρας (ένας φιλοτελιστής ρακοσυλλέκτης, μια καθαρίστρια, και άλλοι) να τα ανακαλύψουν στους σκουπιδοτενεκέδες ή στις χωματερές. Κι αυτό θα το δούμε σε όλη τη «φαιδρή» κινηματογραφική του διάσταση· ένας θα βρει το πόδι, άλλος το χέρι και στο τέλος θα βρεθεί το κεφάλι. Το τεμαχισμένο σώμα της γυναίκας επανασυντίθεται σαν παζλ μέχρι να βρεθεί και το τελικό κομμάτι που θα της δώσει ταυτότητα, κοινωνική υπόσταση «η χαμένη γυναίκα του….» και θα ταυτοποιήσει τον θύτη. Μέχρι να βρεθεί το κεφάλι όλοι υπέθεταν ότι ήταν δολοφονημένη κάποια πουτάνα, γιατί μόνο γι’ αυτήν μπορούσε να γίνει αποδεκτή μία τέτοια δολοφονία. Η ταινία ανοίγει με τον άντρα καθισμένο, να κοιτά το σώμα της γυναίκας που μόλις έχει σκοτώσει. Στη συνέχεια η ταινία κάνει φλασμπάκ και μας μεταφέρει στην αρχή της γνωριμίας τους, στη σχέση τους πριν το γάμο και στη ζωή τους κατά τη διάρκεια του γάμου, μέχρι το έγκλημα. Η Ζωή απεικονίζεται σα μία νέα κοπέλα που εντυπωσιάζεται αρχικά από το γεγονός ότι την θέλει ένας άντρας 10 χρόνια μεγαλύτερος της. Όμως δε θέλει να δεσμευτεί, αλλά απλά να περνάει καλά, όπως λέει, και να μπει στο Πανεπιστήμιο. Η επιμονή του άντρα που την ακολουθεί απροειδοποίητα στο νησί των διακοπών της, ενώ του έχει πει να χωρίσουν, και η έντονη ερωτική τους συνεύρεση, την κάνει να συνεχίσει μαζί του, με αποτέλεσμα να χάσει μαθήματα και να μην περάσει τις εξετάσεις. «Γιατί ήρθες; Γιατί θες να μου τη σπάσεις;» ρωτά το κορίτσι. «Μόνο να σε δω θέλω», απαντά ο άντρας και την περιμένει, κοιτώντας την επίμονα, να έρθει μαζί του. Δηλαδή, «Θέλω να σε εγκλωβίσω στο βλέμμα μου (η γυναίκα υπάρχει μέσα από το αντρικό βλέμμα) και στη ζωή μου (ζει μαζί της τη δική του ζωή)». Οι γονείς της αποδέχονται ότι δε θα σπουδάσει, αφού τελικά θα παντρευτεί. Άλλωστε, ο γαμπρός εργάζεται και η οικογένειά του έχει χρήματα. Μετά το γάμο η Ζωή κοιμάται πολλές ώρες και δεν κάνει καμία δουλειά. Όταν η μητέρα της της λέει «Έχεις άντρα, έχεις ευθύνες», εκείνη απαντά, «Εγώ παντρεύτηκα για να περνάω καλά.» Όταν ο άντρας της της προτείνει να πηγαίνει στο μαγαζί μαζί του, γιατί θα βαριέται όλη μέρα μέσα στο σπίτι, εκείνη απαντά, «Εγώ περνάω καλά έτσι.» Κάνει κρυφά μαθήματα υποκριτικής για να δώσει εξετάσεις σε δραματική σχολή, όμως στις εξετάσεις δεν έχει αυτοπεποίθηση κι αποτυγχάνει. Έτσι, μένει πάλι χωρίς κάποια απασχόληση. Όταν τελικά μένει έγκυος, κάνει έκτρωση. Συγκαλείται τότε οικογενειακό συμβούλιο, όπου ο πατέρας επιβάλλει στον γαμπρό το νόμο των αντρών, «Το παιδί μου δε σε παντρεύτηκε με το ζόρι, πρέπει να της επιβληθείς!» Η Ζωή είναι εκτός κοινωνικής νομιμότητας και πρέπει να τιμωρηθεί γι’ αυτό. Ενώ δεν εργάζεται, δεν είναι νοικοκυρά· ενώ είναι παντρεμένη, δε θέλει να κάνει παιδιά. «Θέλω να ξε-παντρευτώ», λέει έντονα κάποια στιγμή, αλλά οι μόνοι που την ακούνε είναι οι θεατές της ταινίας. Η Ζωή είναι θύμα κακοποίησης από τους πρώτους μήνες του γάμου της. Ο άντρας της την κτυπά με αφορμές είτε τη συμπεριφορά της μπροστά σε φίλους τους, είτε για το μαγείρεμα, είτε για την αυθάδειά της ή την αδιαφορία της. Μετά, της ζητά συγνώμη κι επανέρχεται η τάξη. Η κοπέλα αντιδρά και πηγαίνει στο σπίτι των γονιών της. Όμως, εκεί η μητέρα της, εκφραστής του νόμου του πατέρα, τη διώχνει, «Να τα μαζέψεις και να πας σπίτι σου, εσύ φταις, μη σε δει ο πατέρας σου! Σε βλέπει και η γειτονιά… !» Στην ταινία αποτυπώνεται αρκετά σωστά το κοινωνικό και ψυχολογικό αδιέξοδο που βιώνουν οι κακοποιημένες γυναίκες, όταν δεν έχουν σε ποιον να μιλήσουν ή δε

124

Gendering Transformations

βρίσκουν ανταπόκριση στο οικογενειακό τους περιβάλλον. Οι γονείς της είναι μικροαστοί, φαίνονται καλλιεργημένοι και κοινωνικά ενταγμένοι, όμως αρνούνται να δουν την άλλη πλευρά, την πλευρά του παιδιού τους, γιατί στο συλλογικά αποδεκτό στερεότυπο των ευθυνών του γάμου (ακόμα και το 1995) το φταίξιμο είναι στην κόρη τους. Τελικά η Ζωή βρίσκει διέξοδο. Βραβεύεται σε διαγωνισμό ομορφιάς και της γίνεται επαγγελματική πρόταση να γίνει μοντέλο. Γυρίζει σπίτι της και λέει στον άντρα της να χωρίσουν. Ο θεατής διακρίνει σιγουριά στις κινήσεις της και τη φωνή της. Εκείνος αρχίζει να της σκίζει τα ρούχα που της έχει αγοράσει, κλαίει και φωνάζει «σ’ αγαπώ», τη χτυπάει βίαια και στο τέλος τη στραγγαλίζει. Η κινηματογραφική αναπαράσταση της βίας γίνεται με συνεχή κοντινά και γενικά πλάνα και κάμερα στο χέρι για να νοιώσει ο θεατής την αμεσότητα του εγκλήματος. Τα περισσότερα πλάνα είναι χωρίς σύγχρονο ήχο. Στη θέση της φωνής των ηρώων, υπάρχει μουσική υπόκρουση. Στις αρετές της ταινίας συγκαταλέγεται ότι ο συζυγοκτόνος δεν απεικονίζεται να έχει κανένα χαρακτηριστικό δράκου ή διαταραγμένου και περιθωριακού ανθρώπου. Έχει συμπαθητικό πρόσωπο, έχει δική του δουλειά, έχει φίλους, φέρεται με ευγενικό τρόπο στους γονείς του και στα πεθερικά του, ντύνεται απλά. Είναι κανονικός και έννομος. Στην ενδυματολογική του απεικόνιση δεν αποχωρίζεται ποτέ τη γραβάτα, χαρακτηριστικό σύμβολο της διαφοροποίησης του αντρικού από το γυναικείο ντύσιμο. Αναπαρίσταται εδώ κάτι που είναι γνωστό στην έρευνα για τη βία, ότι ο βίαιος σύζυγος δεν είναι στην πλειοψηφία παράφρων ή δράκος, αλλά ένας κανονικός άντρας που θέλει να επιβάλλει υποταγή στη γυναίκα του μέσω της βίας. Μία άλλη αρετή της ταινίας είναι η απεικόνιση της Ζωής ως επιζήσασας, παρότι στο τέλος χάνει τη ζωή της. Η Ζωή –συμβολικό το όνομα της ηρωίδας– παλεύει για να ζήσει διαφορετικά, δηλαδή εκτός κοινωνικής νομιμότητας, κι αγωνίζεται για να ξεφύγει από την κακοποίηση. Παρότι δεν ξέρει πού να απευθυνθεί για να ζητήσει βοήθεια, αρθρώνει το λόγο της ενάντια σ’ εκείνον του συζύγου και σ’ εκείνον του πατέρα. Επαναστατεί ενάντια στο Νόμο του γάμου και στο στερεότυπο καθεστώς της σχέσης και χάνει την ζωή της, όταν πια μπορεί να φύγει. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι και στις δύο ταινίες, ανάλογα με την εποχή που γυρίστηκε η κάθε μία και ανάλογα με τον αισθητικό, καλλιτεχνικό και κοινωνικό προβληματισμό του σκηνοθέτη της, απεικονίζονται και εξιστορούνται με διαφορετικό τρόπο κινηματογραφικής αφήγησης εκφάνσεις της βίας κατά των γυναικών. Οι διαφορετικές χρονολογικά εποχές προϋποθέτουν διαφοροποιημένες κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, που σηματοδοτούνται από άλλους κινηματογραφικούς συμβολισμούς. Παρότι απέχουν χρονολογικά 30 χρόνια η μία από την άλλη, το αίτιο άσκησης της βίας είναι το ίδιο. Η γυναίκα αποτελεί είδος συναλλαγής και, όταν παραβαίνει το Νόμο του πατέρα ή του συζύγου και διεκδικεί αυτό που δικαιωματικά δεν της ανήκει, δηλαδή την αυτοτέλειά της, πρέπει να τιμωρηθεί. Όπως έχει καταδειχθεί, o κινηματογράφος αποτελεί ένα σημαντικό μέσο μαζικής επικοινωνίας και σε πολλές περιπτώσεις η έμφυλη αναπαράσταση σε αυτόν κινείται στα γνωστά επίπεδα και πλαίσια της αναπαραγωγής των άνισων ρόλων των φύλων. Με δεδομένο αυτό, θεωρώ σημαντικό, για την κατάδειξη της σημασίας της κινηματογραφικής αποτύπωσης, να διερευνηθεί περαιτέρω ο τρόπος με τον οποίον άλλες ταινίες του ελληνικού και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου πραγματεύονται

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

125

το θέμα της βίας κατά των γυναικών, μέσω της κινηματογραφικής τους αφήγησης, της δομής του σεναρίου τους και της σκηνοθετικής τους προσέγγισης.

1

Το 1985 στην Ελλάδα τέθηκε για πρώτη φορά σε κυβερνητικό επίπεδο το θέμα αυτό και ζητήθηκε από ομάδα γυναικών επιστημόνων η εκπόνηση μελέτης για την προσέγγιση του προβλήματος από γυναικεία σκοπιά και τη διατύπωση προτάσεων για κρατική παρέμβαση. 2 Σύμφωνα με τον κριτικό κινηματογράφου Γ. Σολδάτο, το πρωτόγονο είναι κυρίαρχο πλαίσιο στην αφήγηση του Δαμιανού· το βίωμα εικονοποιείται, γίνεται στυλ, επιβάλλεται, δημιουργεί αρχέτυπο, προμηνύει σημάδια σχολής. 3 Το 1988 δημιουργήθηκε το πρώτο Κέντρο Υποδοχής Κακοποιημένων Γυναικών στην Αθήνα και το 1993 δημιουργήθηκε Ξενώνας για τις κακοποιημένες γυναίκες και τα παιδιά τους. Παράλληλα, αυτόνομες γυναικείες οργανώσεις δημιουργούν συμβουλευτικά κέντρα στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. 4 Το βιβλίο αποτέλεσε θεμέλιο λίθο της φεμινιστικής παρέμβασης στο διάλογο για τον εικονολατρικό χαρακτήρα της εικόνας της γυναίκας και της εισαγωγής της προβληματικής του φύλου στη συγκρότηση των κινηματογραφικών αφηγήσεων.

Βιβλιογραφία Δαμιανός, Α. (1967, Μάιος). Συνέντευξη του Α. Δαμιανού, Cahiers du Cinema, 190. ——— (1969, Σεπτέμβριος). Συνέντευξη στον Θ. Αγγελόπουλο και τον Λ. Παπαστάθη, Σύγχρονος Κινηματογράφος. Davies, J. M. (1998). Safety planning with Battered Women: Complex lives/Difficult choices. London: Sage. Haskell, M. (1987). From Reverence to Rape: The Treatment of Women in the Movies. Chicago: University of Chicago Press. Κωσταβάρα, Κ. (2000). Εισηγητική Έκθεση για τη Βία, Διυπουργική Επιτροπή για τη βία. Αθήνα. Mulvey, L. (2005). Το Μελόδραμα Μέσα και Έξω από το Σπίτι. Στο L. Mulvey, Οπτικές και Άλλες Απολαύσεις (σελ. 129-149). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση. Σολδάτος, Γ. (1993). Αλέξης Δαμιανός. Αθήνα: Αιγόκερως. Χλιόβα, Α. (1986, Σεπτέμβριος). Άρθρο για τη βία κατά των γυναικών, Ισότητα και Φύλο.

Ταυτότητες Φύλου και Αναπαραστάσεις. Από τη Συγκρότηση των Σημείων της Αυτονομίας στη Μη Διχοτομική Ταυτότητα Γιάννα Αθανασάτου Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Φεμινιστικό κίνημα και η συγκρότηση των σημείων της αυτονομίας Η συγκρότηση των σημείων της γυναικείας αυτονομίας αντιστοιχεί στην περίοδο δραστηριοποίησης των γυναικών, με όρους κοινωνικού κινήματος, κατά τη δεκαετία του ’70 – στη Δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α. καταρχήν και αργότερα, μετά την πτώση της δικτατορίας, στην Ελλάδα. Χαρακτηριστικά του αποτέλεσαν η μαζικότητα, η ενότητα, η αλληλεγγύη, η δημόσια προβολή κοινωνικών αιτημάτων (Παπαγεωργίου, 2004:338), που αποσκοπούσαν στην άρση της ανισότητας και των σχέσεων κυριαρχίας και υποταγής ανάμεσα στα φύλα, σε όλες τις εκφράσεις της ιδιωτικής και της δημόσιας ζωής. Κατά τις δεκαετίες του ’70 και του ’80, το νεο-φεμινιστικό κίνημα, συνδεδεμένο και με το κλίμα αμφισβήτησης του ’68, σηματοδοτεί με την παρουσία του τη διεθνή και εγχώρια κοινωνική πραγματικότητα. Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, τους φεμινιστικούς προβληματισμούς απασχολούν τόσο οι λέξεις όσο και τα πράγματα. Η φεμινιστική ανατρεπτική δυναμική αυτής της περιόδου δεν αφορά απλώς στην παραχώρηση δικαιωμάτων και τη λήψη θεσμικών μέτρων για την άρση των ανισοτήτων, από πλευράς κράτους, αλλά και στην απόρριψη της δομής της ανδρικής και της γυναικείας ταυτότητας. Όπως σημειώνουμε σε παλαιότερη εργασία μας για το φεμινισμό της μεταπολίτευσης (Αθανασάτου, 1995), η φεμινιστική διαφοροποίηση αφορούσε στην επανασυγκρότηση των πολιτικών σχέσεων από τις ίδιες τις γυναίκες σε ένα εντελώς διαφορετικό μοντέλο, που προωθούσε την: … αυτονομία από το κράτος, τα κόμματα και τους άνδρες. Η δράση του εκφράστηκε εξ αρχής αποκλειστικά στο όνομα των ιδεών των υποκειμένων που δρουν και το συγκροτούν. Οι γυναίκες συμμετέχουν απευθείας σε ομάδες αυτογνωσίας και συνειδητοποίησης προς τα μέσα (ανίχνευσης του κοινού βιώματος), δημοσιοποίησης και πίεσης προς τα έξω (σελ. 296).

Η διπλή αυτή αναφορά του φεμινιστικού κινήματος λειτούργησε καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου 1974-1984 – που για τον ελληνικό, τουλάχιστον, χώρο συνιστά περίοδο ακμής. Άλλωστε, ύστερα από το πρώτο στάδιο θεσμικών

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

127

κατακτήσεων και σημαντικών αλλαγών που επιτεύχθηκαν στο νομικό επίπεδο, οι φεμινίστριες συνειδητοποίησαν ότι η νομική ισότητα δεν αρκούσε για την πραγμάτωση της ουσιαστικής ισότητας – πολύ δε περισσότερο δεν είχε σαν αυτονόητη συνέπεια την ανεύρεση μιας νέας γυναικείας ταυτότητας (Αθανασάτου, 1987:23-26, 1995:296· Παναγιωτοπούλου, 1994:287-327· Παντελίδου-Μαλούτα, 1988, 2002). Αν σε πολιτικό επίπεδο το αίτημα της αυτονομίας μπορούσε να υλοποιηθεί με την οργανωτική αρχή των κατά μόνας συνεδριάσεων, σε επίπεδο συγκρότησης λόγου και ταυτότητας οι δυσκολίες ήταν πολύ περισσότερες. Οι γυναίκες έμοιαζαν να είναι από παντού παγιδευμένες. Στο έργο τους «Αινίγματα της σφίγγας» (1977) οι σημαντικοί δημιουργοί και θεωρητικοί του κινηματογράφου Laura Mulvey και Peter Wollen θέτουν το ζήτημα της θεμελιώδους δυσκολίας· οι γυναίκες στην πατριαρχία αντιμετωπίζουν μίαν ατελείωτη σειρά απειλών και διλημμάτων που τους είναι δύσκολο να λύσουν, γιατί η κουλτούρα στο πλαίσιο της οποίας καλούνται να σκεφτούν δεν είναι δική τους. Η μετατόπιση του φεμινιστικού προβληματισμού προς τα πεδία της κουλτούρας, της ταυτότητας και της υποκειμενικότητας (Barrett, 1994:86-102) ήταν, ως ένα βαθμό, αποτέλεσμα αυτής της δυσκολίας, αλλά και παράγωγο της επανοριοθέτησης του πολιτικού με βάση την αρχή «το προσωπικό είναι πολιτικό» (Βαρίκα, 2000:352· Αθανασάτου, 2004:133-151). Από τη στιγμή που οι γυναίκες αντιμετώπιζαν, εκτός όλων των άλλων εμφανών καταπιέσεων, και την υποκλοπή της εικόνας τους από το ανδρικό βλέμμα του πατριαρχικού ασυνειδήτου (Mulvey, 1977:412-428), η επανάκτηση της εικόνας τους και η επανανοηματοδότησή της έγιναν σημαντικά αιτήματα, αλλά και αντικείμενο επεξεργασιών από τη φεμινιστική θεωρία. Η αυτονομία κατέστη σημείο αιχμής σε πολιτικό επίπεδο και σε επίπεδο κουλτούρας. Τα ερωτήματα που δέσποζαν στα φεστιβάλ γυναικείου κινηματογράφου της εποχής (βλ. αναφορά στο φεστιβάλ του Σω, Παραδείση, 1983:10-18), αλλά και στη φεμινιστική φιλμική θεωρία, που αναπτύσσεται με ραγδαίους ρυθμούς στις δεκαετίες του ’70 και ’80 (βλ. ενδεικτικά, Mulvey, 1989, 2004· Haskell, 1979· Kaplan, 1983· Walsh, 1984· Mayne, 1993), είναι χαρακτηριστικά: – Είναι η ματιά πάντοτε ανδρική; – Τι σημαίνει γυναικεία ιδιαιτερότητα, τι γυναικείο βλέμμα και πώς εκφράζεται τελικά αυτό στον κινηματογράφο ή στην τέχνη γενικότερα; – Πώς ενσωματώνεται στην καλλιτεχνική γλώσσα η φεμινιστική οπτική; – Πώς αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος ουδετεροποίησης της γυναικείας οπτικής, όταν παραμερίζεται η έμφυλη διαφορά; Η αυτονομία σε επίπεδο βλέμματος εκφράστηκε από την προσπάθεια απόρριψης της ανδρικής ματιάς (male gaze), η οποία νοήθηκε ως κυρίαρχη και καταπιεστική για τις γυναίκες, εξαιτίας της εξουσιαστικής της δύναμης πάνω στο γυναικείο λόγο και τη γυναικεία επιθυμία. Μία από τις καθοριστικές επιλογές ήταν, λοιπόν, να ορίσουν οι ίδιες οι γυναίκες το βλέμμα, να γίνουν ο φορέας του. Η ανάδειξη στοιχείων του γυναικείου ζητήματος στο κέντρο του προβληματισμού, αλλά και η δυναμική εμφάνιση γυναικών δημιουργών – υποκειμένων που καθορίζουν οι ίδιες το βλέμμα της μηχανής λήψης από την άλλη πλευρά της κάμερας– όρισαν ένα νέο πεδίο του νέου ελληνικού κινηματογράφου με

128

Gendering Transformations

σημαντική κοινωνική, πολιτική και πολιτισμική διάσταση. Η διαχείριση της διαμάχης για την ταυτότητα έγινε, εκ των πραγμάτων, υπόθεση κυρίως των γυναικών, οι οποίες εισήγαγαν μία εντελώς νέα θεματολογία και οπτική, χωρίς να λείπουν και τα αξιόλογα εγχειρήματα παρέμβασης στην καλλιτεχνική γλώσσα. Το εναλλακτικό βλέμμα των Ελληνίδων δημιουργών της δεκαετίας του ’70 και του ’80 και η εκ των υστέρων αποτίμηση αυτού του βλέμματος από τη σκοπιά της φεμινιστικής φιλμικής κριτικής θεωρίας, με κεντρικό παράδειγμα την καλλιτεχνική κατάθεση της Τώνιας Μαρκετάκη και της Φρίντας Λιάππα, έχουν αναλυθεί από τη γράφουσα σε προγενέστερο χρόνο (Αθανασάτου, 2002, 2005, Μάρτιος). Η αναβαθμισμένη πολιτική συμμετοχή των γυναικών στους αγώνες για τη δημοκρατία και η ευρεία πολιτική ριζοσπαστικοποίηση, αλλά και η ακμή του φεμινιστικού κινήματος, έδωσαν πεδίο δημοσιότητας (βήμα) στην αναζήτηση ενός αυτόνομου γυναικείου λόγου – στοιχείο που εκφράστηκε, σε διάφορους βαθμούς, στη σκηνοθετική ματιά και των γυναικών δημιουργών (Αθανασάτου, 2004, 2005, Μάρτιος). Τα σημεία της αυτονομίας, περισσότερο εμφανή στη δουλεία της Φρίντας Λιάππα (ο χώρος της γυναικείας ερωτικής επιθυμίας, η σωματικότητα, το υγρό στοιχείο, η θεώρηση της γυναικείας σεξουαλικότητας), εντοπίζονται στις τρεις σημαντικές ταινίες της, «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις» (1977), «Απεταξάμην» (1980) και «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» (1981). Στην περίπτωση της Τώνιας Μαρκετάκη, ο καθορισμός του βλέμματος υπήρξε περισσότερο σύνθετος (Αθανασάτου, 2002:167-168, 2005, Μάρτιος). Η Ρήνη των αρχών του αιώνα στην ταινία «Η τιμή της αγάπης» (1983) είναι μία τολμηρή, ανύπαντρη μητέρα που θα απορρίψει ένα γάμο συναλλαγής, θα σπάσει τον κώδικα τιμής-ντροπής και θα στηριχθεί στην εργασία της. Οι προσλαμβάνουσες της πολιτικοποίησης είναι εμφανείς, καθώς η ταξική αντίθεση συνδέεται με το ριζοσπαστικό αίτημα αυτοκαθορισμού της γυναικείας ταυτότητας. Το σώμα και ο πειραματικός κινηματογράφος Η προσέγγιση του Pierre Bourdieu για τη δόμηση των έμφυλων ταυτοτήτων μέσω των έξεων –που είναι έμφυλες και εμφυλοποιούν, δομούν και δομούνται– συνιστά μία από τις πιο ριζοσπαστικές και πρωτοποριακές αναφορές της κοινωνικής θεωρίας στο θέμα του κοινωνικού φύλου. Η επεξεργασία του Bourdieu για τη συμβολική βία επιτρέπει τη σύλληψη των διαδικασιών συγκατάθεσης των κυριαρχούμενων, μέσω της σωματοποίησης των σχέσεων κυριαρχίας. Πρόκειται για τη βαθμιαία σωματοποίηση των θεμελιωδών σχέσεων που είναι ουσιαστικές στις κοινωνικές τάξεις (ordre), η οποία καταλήγει στη σύσταση δύο διαφορετικών φύσεων (φυσιοποιημένων κοινωνικών διαφορών), εγγεγραμμένων μέσα στις σωματικές έξεις (hexis) υπό τη μορφή δύο τάξεων αντιτιθέμενων και συμπληρωματικών (Bourdieu, 1979, 1998). Η άμεση και προ-στοχαστική υποταγή των κοινωνικοποιημένων σωμάτων στηρίζεται στην τεράστια εργασία εγχάραξης και διαρκούς μετασχηματισμού των σωμάτων, που έχει προηγηθεί. Κατ’ αυτό τον τρόπο το σώμα καθίσταται μνημόνιο των σχέσεων κυριαρχίας. Η αξιοποίηση της προσέγγισης του Bourdieu από τη φεμινιστική σκέψη εκκρεμεί, αν και έχει επισημανθεί από ερευνητές και ερευνήτριες η ιδιαίτερη δυναμική της (Παντελίδου-Μαλούτα, 2002:113). Σε μία εύστοχη ερμηνευτική

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

129

προσέγγιση, ο Lois McNay υπογραμμίζει ότι το έργο του Bourdieu για την ενσωμάτωση του κοινωνικού στο σώμα ενέχει μια δυναμική και όχι διχοτομική αντίληψη της ταυτότητας φύλου, αφού οι έμφυλες έξεις και πρακτικές υπόκεινται σε μεταβολή (McNay, 1999:95-117). Υπό αυτή την έννοια, το σώμα νοείται ως δυναμικό σύνορο μεταξύ της φύσης, του συμβολικού και του κοινωνικού. Μια τέτοια αντίληψη συμβαδίζει με τις νέες προσεγγίσεις για μια ανοιχτή, μη διχοτομική ταυτότητά φύλου (Butler, 1990), αλλά και επιτρέπει επιπλέον υποθέσεις για μετασχηματισμό των έμφυλων έξεων, αφού πρόκειται για προσωρινές δομές, υποκείμενες συνεχώς στη μεταβολή της εμπειρίας (McNay, 1999). Εκτιμώ ότι η προσέγγιση και οι έννοιες που εισηγείται ο Bourdieu ενέχουν μια δυνατότητα συνάντησης μοντέρνων και μεταμοντέρνων θεωρήσεων για τις ταυτότητες φύλου, εγκλείοντας μια θετική δυναμική για τη φεμινιστική αμφισβήτηση στην παρούσα φάση. Έχοντας ως αφετηρία την οπτική του για το σώμα και τις έμφυλες έξεις, θα εστιάσουμε στη συνέχεια στο λεγόμενο «Σωματικό Κινηματογράφο», όπως αυτός εκφράστηκε στο έργο δύο πρωτοπόρων Ελληνίδων δημιουργών, της Μαρίας Κλωνάρη και της Κατερίνας Θωμαδάκη. Οι Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη είναι οι δημιουργοί του «Σωματικού Κινηματογράφου»1 (Cinema of the body), που πρωτοεμφανίστηκε το 1976 με την ταινία τους «Διπλός Λαβύρινθος». Στην πορεία του χρόνου ανέπτυξαν την πρότασή τους –κινούμενες πάντα στο εξωτερικό, με βάση το Παρίσι– αντιμετωπίζοντας την πρόκληση της συνάντησης του κινηματογράφου με τις εικαστικές τέχνες και το θέατρο και επεξεργαζόμενες προτάσεις που προκύπτουν από καινοτόμες συναντήσεις των μέσων (Chich, 2004). Αν ακολουθήσουμε τις δύο καλλιτέχνιδες στη διαδρομή της καλλιτεχνικής πρακτικής τους, αλλά και των θεωρητικών τους θέσεων, θα έχουμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους εκφράζεται σε διαφορετικές χρονικές στιγμές το θέμα της ταυτότητας φύλου. Σκιαγραφώντας αυτήν τη σύνθετη και ενδιαφέρουσα πορεία, πάντα με επίκεντρο τη σχέση εικόνας-κινηματογράφου-σώματος, θα διακρίνουμε στο ξεκίνημά τους το θέμα της γυναικείας διάστασης σε όλες τις εκδοχές της. Στη διαπραγμάτευσή του είναι εμφανείς σαφείς συγκλίσεις προς τα σημεία της αυτονομίας και της πολιτικής του σώματος (το σώμα ως πεδίο πολιτικού αγώνα), που υιοθέτησε το φεμινιστικό κίνημα της δυτικής Ευρώπης εκείνης της περιόδου – μέσα της δεκαετίας του ’70. Η συνέχεια του έργου τους, ωστόσο, κυριαρχείται από υβριδικές αναπαραστάσεις, με αντιπροσωπευτική μορφή τον ερμαφρόδιτο άγγελο, σηματοδοτώντας την υπέρβαση του διπολισμού και τη δια-σεξουαλικότητα. Μελετώντας περισσότερο τα σημεία αυτής της πορείας, ανατρέχουμε στη συνέντευξη που έδωσαν στο περιοδικό «Σύγχρονος Κινηματογράφος» στις αρχές της δεκαετίας του ’80 (Θωμαδάκη και Κλωνάρη, 1981), όπου ανέφεραν μεταξύ άλλων: «Αναζητάμε τις διαφορές μας, ό, τι το μοναδικό φέρνουμε μέσα μας, την ταυτότητά μας, τη φωνή μας, τη ματιά μας, το σώμα μας. … Μας απασχολεί έντονο ερώτημα πάνω στο σώμα, στο γυναικείο σώμα». Έχοντας ήδη πίσω τους τη σειρά ταινιών της «Σωματικής Τετραλογίας» (μεταξύ των οποίων ο «Διπλός Λαβύρινθος» [1976] και ο «Κύκλος της Unheimlich» [1979, 1981]), τοποθετούνται στην όχθη της διαφοράς, δηλώνοντας: «Παρακολουθούμε τον αντίλογο της ψυχαναλύτριας Λις Ιριγκαράυ στην ορθόδοξη ψυχανάλυση». Η επίμονη επάνοδος στο πρόβλημα της γυναικείας ταυτότητας-γυναικείας κουλτούρας εκφράζεται και στο «Μανιφέστο για

130

Gendering Transformations

μια ριζικά καινούρια γυναικεία ταυτότητα και για ένα διαφορετικό κινηματογράφο», που παρατίθεται μετά τη συνέντευξη στο ίδιο τεύχος του περιοδικού «Ανυποταγή-ανεξαρτησία-ρήξη-αυτονομία», συμπορεύονται με τα ιδεώδη των καιρών. Αρκετά χρόνια αργότερα, οι ίδιες αυτοπροσδιορίζουν το έργο τους ως εξής: «Κατά την πρώτη περίοδο, το πεδίο μας είναι η διερεύνηση του γυναικείου εαυτού, η αποτύπωσή του σε εικόνες η αυτο-αναπαράσταση ως μέσο προσδιορισμού της ταυτότητας.» (Θωμαδάκη και Κλωνάρη, 1981) Ο «Διπλός Λαβύρινθος» θεωρείται από τις ίδιες ως «η ταινία-matrix» για όλα τα θέματα και τις προσεγγίσεις που ανάπτυξαν. Μια ταινία βασισμένη στο «διπλό παιχνίδι των βλεμμάτων», τη διπλή αυτο-αναπαράσταση. «Ο σκοπός είναι να καταστρέψουμε τις κλασικές διχοτομίες υποκειμένου-αντικειμένου, βλέποντος-βλεπόμενου, δύο σώματα, δύο φαντασιακά», δηλώνουν οι δύο δημιουργοί (ό.π.) Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η ταινία «Σέλβα. Ένα πορτραίτο της Παρβανέ Ναβαΐ» (1983) της Μαρίας Κλωνάρη, η οποία κατ’ ευτυχή συγκυρία προβλήθηκε κατά τη διάρκεια του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για πρώτη φορά, σε κόπια αποκατεστημένη από τα Γαλλικά Κινηματογραφικά Αρχεία (Νοέμβριος 2004), σε ένδειξη τιμής για το πρωτοποριακό έργο των δύο καλλιτέχνιδων. Από κείμενο της Κατερίνας Θωμαδάκη (1986), διαβάζουμε: Ένα δάσος εκρήγνυται στην ταινία Σέλβα. Η φύση, ο εξωτερικός χώρος, κινούμενη μεταφορά του εσωτερικού χώρου της ερμηνεύτριας. Ανεμοστρόβιλος, πνοή που σείει την απραξία της γης, η γυναίκα αυτή, φορώντας πορφυρά ρούχα χορεύει. Η έκστασή της στοιχειώνει το δάσος. Μάγισσα, περιπλανιέται έξω από το σώμα της, πετάει ενώ εγκαταλείπεται στα βάθη του ύπνου. Η βαρύτητα ανατρέπεται, το δάσος ταξιδεύει, η κίνηση της κάμερας απελευθερώνεται για να αναδημιουργήσει το χώρο και το χρόνο.

Το σώμα και οι μετεωρισμοί του επανέρχονται και στην ταινία «Πτώσεις. Έρημος. Συν», (1985) η οποία επίσης προβλήθηκε στην παρουσίαση του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης (Mauron, 2004). Η επανανακάλυψη, εφεύρεση μιας θηλυκότητας αυθεντικής, αυτεξούσιας, αυτόνομης –και όχι παράγωγο του ανδρικού φανταστικού, που προσπαθεί να κρατήσει τις γυναίκες δέσμιες του μύθου, ενώ στην πραγματικότητα τις διατηρεί σε μία κατάσταση υποτέλειας (Θωμαδάκη και Κλωνάρη, 1981)– συνιστά και το θέμα του «Κύκλου Unheimlich» (1979-81). H ενσωμάτωση στην καλλιτεχνική τους γλώσσα της πολιτικής διάστασης της γυναικείας ταυτότητας βρίσκει εφαρμογή σε όλα τα σημεία της καλλιτεχνικής πρακτικής τους. Το έργο τους συνιστά, όπως επισημαίνει η Cécill Chich (2004), μη αφηγηματικό κινηματογράφο: ... που διεκδικεί πλήρη ανεξαρτησία παραγωγής και διανομής … γύρισμα σε Super 8, ένα ιδιαίτερα ελαφρύ φoρμάτ που εξασφαλίζει πλήρη έλεγχο παραγωγής ... ο σωματικός κινηματογράφος είναι μοναδική περίπτωση στην ιστορία του κινηματογράφου, έργο το οποίο έχουν επωμισθεί δύο γυναίκες, σύμφωνα με ένα ξεκάθαρο σύστημα ισοτιμίας και ανταλλαγής ρόλων, διπλός δημιουργός.

Ο «Κύκλος του Αγγέλου» αποτελεί μία από τις πιο σημαντικές ενότητες στο έργο των δύο εικαστικών, αποτυπώνοντας την πορεία τους κατά την τελευταία δεκαπενταετία. Περιλαμβάνει πάνω από 30 δημιουργίες ποικίλων τεχνολογιών, που

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

131

έχουν παρουσιαστεί διεθνώς σε μουσειακούς χώρους (Πληροφοριακό έντυπο 45ου Φεστιβάλ Θεσ/κης, 2004). Επανερχόμενες στα θέματα της βαρύτητας, της ελευθερίας και της αιώρησης στο σύμπαν, με αφορμή μια αρχειακή φωτογραφία ερμαφρόδιτου, επεξεργάζονται με ευαισθησία μια μορφή η οποία υπερβαίνει το διπολισμό των φύλων2. Ο ερμαφρόδιτος άγγελος με τα δεμένα μάτια, στην ταινία «Ρέκβιεμ για τον 20ο αιώνα» (1994), γίνεται ο «αγγελιοφόρος, αλλά και μάρτυρας του 20ου αιώνα»3. Οι δύο καλλιτέχνιδες επεκτείνουν το ερώτημα πέρα από το θέμα του φύλου για να αντιμετωπίσουν τον αιώνα και να δηλώσουν την οργή τους (Mondzain, 1999). Στην εικαστική δημιουργία «Personal statement» (1994) ο ερμαφρόδιτος άγγελός τους γίνεται μία πρότυπη υβριδική εικόνα, φορέας όλων των εικονικών φύλων (Glucksmann, 1998). Επέλεξα την παρουσίαση του πρωτοποριακού, πειραματικού έργου των δύο Ελληνίδων δημιουργών που ζουν στο εξωτερικό, πιστεύοντας ότι σκιαγραφεί κατά τον καλύτερο τρόπο πώς οι αναζητήσεις στο πεδίο της αναπαράστασης μπορούν να συνδεθούν με τις σύγχρονες ριζοσπαστικές συζητήσεις στο χώρο της κοινωνικής θεωρίας (Bourdieu, Butler) και της φιλμικής κριτικής θεωρίας (Mulvey) και να φωτίσουν πλευρές του ζητήματος του κοινωνικού φύλου. Στη συζήτηση αυτή, η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, οι αναπαραστάσεις δε λειτουργούν απομονωμένα, αλλά σε σύνδεση με την ανάλυση των παραμέτρων της πραγματικής ζωής των γυναικών και των εμπλοκών τους σε νέα πεδία κοινωνικής, πολιτικής και οικονομικής ζωής. Στη διαμάχη αυτή νεωτερικότητας-μεταμοντέρνων προσεγγίσεων, η οποία διατρέχει σήμερα όλα τα πεδία της κοινωνικής θεωρίας επηρεάζοντας άμεσα την προβληματική και τη δυναμική των φύλων, προτείνεται η αξιοποίηση των συμβολικών κεκτημένων της φεμινιστικής εξέγερσης στην ιστορικά σημαντική στιγμή των δεκαετιών ’70 και ’80, και ιδιαίτερα της αξιοπρέπειας και της αυτονομίας του φύλου ως πράξης ανακάλυψης και αυτοκαθορισμού. Μετά από αυτά και πέρα απ’ αυτά, η συζήτηση μπορεί πλέον να προχωρήσει προς την απελευθέρωση από τις προκαθορισμένες ταυτότητες φύλου – ουτοπία που μας επαγγέλλεται η μεταμοντέρνα συνθήκη. Ευχαριστίες Ευχαριστώ τις Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη για την ευγενική παραχώρηση της ταινίας τους «Requiem pour le XXe siècle» (1994, 14΄), καθώς και προσωπικού τους υλικού για τη θεώρηση του καλλιτεχνικού και θεωρητικού τους έργου και την παρουσίασή του στις εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου «Έμφυλοι Μετασχηματισμοί», που πραγματοποιήθηκε από το τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο, τον Μάιο 2005.

1 Για τον όρο «Σωματικός Κινηματογράφος» παραθέτουμε την άποψη της Κατερίνας Θωμαδάκη:

132

Gendering Transformations

Βρήκαμε έναν άλλο όρο και ονομάσαμε τον κινηματογράφο μας σωματικό, κινηματογράφο του σώματος. Το σώμα είναι πάρα πολύ σημαντικό για μας σαν εικόνα, μιας και δουλεύουμε πάνω στην εικόνα του σώματος, αλλά είναι και το σώμα της κινηματογραφίστριας, το οποίο επενδύεται κι αυτό μέσα στο έργο με την κίνησή του, με το γεγονός ότι κρατάμε την κάμερα κι ότι η κάμερα είναι μια προέκταση του σώματος. Αυτός ο όρος μας καλύπτει περισσότερο από τον όρο πειραματικός (Συνέντευξη στον Βαγγέλη Ρητά, Ένας κινηματογράφος του σώματος. Πρώτο Πλάνο, 161:13, έκδοση του 45ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης). 2

Η υπέρβαση της διχοτομίας του φύλου αποτελεί την κατεύθυνση των σύγχρονων θεωρητικών αναζητήσεων στο πεδίο των ταυτοτήτων φύλου. Στην ελληνική βιβλιογραφία η πλέον ολοκληρωμένη και σημαντική συμβολή στην ανάλυση του ζητήματος περιλαμβάνεται, κατά την άποψή μας, στο βιβλίο της Παντελίδου-Μαλούτα, Το φύλο της δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα (2003), και ιδιαίτερα στις σελ. 143-155. Σύμφωνα με την Παντελίδου-Μαλούτα, εκκρεμεί μια πολιτική του φύλου, όπου «το έμφυλο δε θα ταυτίζεται με το διχοτομημένο» (ό.π., σελ. 149). Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν, επίσης, οι ύστερες απόψεις της σκηνοθέτιδας και θεωρητικού Laura Mulvey (2005), η οποία επισημαίνει ότι το «δυαδικό μοντέλο υπήρξε σε μια συγκεκριμένη ιστορική στιγμή απαραίτητο δυναμικό εργαλείο». Παρ’ όλα αυτά, μια εναλλακτική φεμινιστική ψυχαναλυτική θεωρία θά ’πρεπε να κινηθεί προς την «ανατροπή της πολωτικής μυθολογίας» (βλ. Mulvey, L., 2005. Αλλαγές: Σκέψεις για το Μύθο, την Αφήγηση και την Ιστορική Εμπειρία. Στο L. Mulvey, Οπτικές και άλλες απολαύσεις, σελ. 275-301. Αθήνα: Παπαζήσης. [Πρώτη δημοσίευση στο Discourse το 1985 και στο History Workshop Journal το 1987]). «Μορφή ανατρεπτική, που ευαγγελίζεται το τέλος του ανταγωνισμού των δύο φύλων, σύμβολο σιωπηλής αντίστασης αλλά και θεματοφύλακας της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, ακόμα και μέσα στη φρίκη του πολέμου, ο Άγγελος των Κ. Θ. και Μ. Κ. είναι πολυδιάστατος, όπως και οι άγγελοι του μύθου ή της πίστης μας. «Τον Άγγελό τους, μορφή που ξεφεύγει από κάθε ταξινόμηση και υπέρμαχο της διαφορετικότητας, παρακολουθούμε…», σημειώνει η Ελευθερία Τραΐου στο «Συνάντηση με έναν άγγελο» (27.3.2005, Επτά Ημέρες, Καθημερινή, σελ. 30-31). Στην ίδια συνέντευξη η Κ.Θ. τονίζει: «Ταυτίζουμε τον Άγγελο με την αναθεώρηση των κατεστημένων κατηγοριών της ταυτότητας και των φύλων, ένα τεράστιο ζήτημα της σύγχρονης κοινωνικο-φιλοσοφικής σκέψης»· χαρακτηριστικό της μορφής του δεν είναι η νόρμα, αλλά η αέναη διαφοροποίηση (ό.π., σελ. 30).

Βιβλιογραφία Αθανασάτου, Γ. (1987). Ένα αδίκημα εκσυγχρονίζεται, Δίνη, Φεμινιστικό Περιοδικό, 2:23-26. ——— (1995). Η επανεμφάνιση φεμινιστικών διεκδικήσεων στη μεταδικτατορική Ελλάδα και η άσκηση πολιτικών του κράτους: μεταξύ παράδοσης και εκσυγχρονισμού. Στο Κ. Σπανού (Επιμ.), Κοινωνικές διεκδικήσεις και κρατικές Πολιτικές (σελ. 295-307). Αθήνα: Εκδόσεις Σάκκουλα. ——— (2002). Οι γυναίκες από τις δύο πλευρές της κάμερας. Προσεγγίσεις στην αναζήτηση γυναικείας ταυτότητας. Στο Δ. Λεβεντάκος (Επιμ.), Όψεις του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, 2. Αθήνα: Εταιρεία Ελλήνων Σκηνοθετών, Κέντρο Οπτικοακουστικών Μελετών. ——— (2004). Ταυτότητες φύλου και μεταπολίτευση. Το προσωπικό ήταν πολιτικό. Στο Γ. Κοντογιώργης, Κ. Λάβδας, Μ. Μενδρινού και Δ. Χρυσοχόου (Επιμ.), Τριάντα Χρόνια Δημοκρατία: Το Πολιτικό Σύστημα της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας 1974-2004, τόμος

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

133

Β´ (σελ. 133-151). Αθήνα: Εκδόσεις Κριτική – Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης. ——— (2005, Μάρτιος). Το εναλλακτικό βλέμμα των Ελληνίδων γυναικών δημιουργών στις δεκαετίες ’70 και ’80. Στο Οι Γυναίκες Σκηνοθετούν. Φεστιβάλ Γυναικείων Ταινιών Μικρού Μήκους. Αφιέρωμα της Εταιρείας Ελλήνων σκηνοθετών, 4-10 Μαρτίου 2005, Αθήνα. Βαρίκα, Ε. (2000). Με διαφορετικό πρόσωπο. Φύλο, διαφορά και οικουμενικότητα. Αθήνα: Εκδόσεις Κατάρτι. Bourdieu, P. (1979). Distinction. A Social Critique of the Judgment of Taste. London: Routledge and Kegan Paul. ——— (1998). Η Ανδρική Κυριαρχία. Αθήνα: Στάχυ. Butler, J. (1990). Gender Trouble. Feminism and the Subversion of Identity. London: Routledge. Chich, C. (2004). Ο Σωματικός Κινηματογράφος των Κατερίνας Θωμαδάκη και Μαρίας Κλωνάρη. Στο Αφιέρωμα. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης [επιμ. αφιερώματος Χ. Γαλανοπούλου, επιλογή κειμένων Κ. Θωμαδάκη και Μ. Κλωνάρη]. Glucksmann, C. (1998). Le sexe virtuel. Στο Pour une Ecologie des Media, Paris: Astarti. Αναδημοσίευση στο Αφιέρωμα. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης [επιμ. αφιερώματος Χ. Γαλανοπούλου, επιλογή κειμένων Κ. Θωμαδάκη και Μ. Κλωνάρη]. Haskell, M. (1979). From Reverence to Rape: The Treatment of Women in the Movies. Harmondsworth: Penguin. Θωμαδάκη, Κ. (1986). Catalogue Film portrait of Women by Women. Toronto: The Funnel. Αναδημοσίευση στο Αφιέρωμα. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης [επιμ. αφιερώματος Χ. Γαλανοπούλου, επιλογή κειμένων Κ. Θωμαδάκη και Μ. Κλωνάρη]. Θωμαδάκη, Κ. και Κλωνάρη, Μ. (1981). Συνέντευξη στον Ανδρέα Βελισσαρόπουλο, Σύγχρονος Κινηματογράφος, 30:51-59. Kaplan, A. (Επιμ.). (1983). Women on Film Noir. London: British Film Institute. McNay, L. (1999). Gender, Habitus and the field. Theory, Culture & Sosiety, 16 (1):95-117. Mauron, V. (2004). Στο Αφιέρωμα. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης [επιμ. αφιερώματος Χ. Γαλανοπούλου, επιλογή κειμένων Κ. Θωμαδάκη και Μ. Κλωνάρη]. Mayne, J. (1993). Cinema and Spectatorship. London: Routledge. Mondzain, M. J. (1999). Ρέκβιεμ για τον 20ο αιώνα. Les Cahiers de Médiologie, 7. Paris: Gallimard. Αναδημοσίευση στο Αφιέρωμα. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη. Θεσσαλονίκη: Έκδοση 45ου Διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης [επιμ. αφιερώματος Χ. Γαλανοπούλου, επιλογή κειμένων Κ. Θωμαδάκη και Μ. Κλωνάρη]. Mulvey, L. (1977). Visual Pleasure and Narrative Cinema. Στο K. Kay, G. Peary (Επιμ.), Women and the Cinema (σελ. 412-428). New York: Dutton. (Ανατύπωση από Screen, 16, 3 [1975], University of Glasgow). ——— (1989). Visual and Other Pleasures. London: Palgrave [Ελληνική έκδοση Οπτικές και Άλλες Απολαύσεις, Αθήνα, Παπαζήσης, 2005]. ——— (2004). The Modern American Woman of the 1920’s: a Possible Site for Exchange between Film Studies and Cultural Studies. Στο Π. Ρηγοπούλου (Επιμ.), Το Πάσχον Σώμα. Οι Πολιτισμικές Σπουδές σήμερα και αύριο. Αθήνα: Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ, Πανεπιστήμιο Αθηνών. Παναγιωτοπούλου, Ρ. (1994). Η χαμένη τιμή της πολιτικής κουλτούρας των Ελληνίδων: Σκέψεις και επισημάνσεις για τη γυναικεία πολιτική κουλτούρα. Στο Ν. Δεμερτζής (Επιμ.), Η Ελληνική Πολιτική Κουλτούρα Σήμερα (σελ. 287-327). Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.

134

Gendering Transformations

Παντελίδου-Μαλούτα, Μ. (2002). Το Φύλο της Δημοκρατίας. Αθήνα: Εκδόσεις Σαββάλας. ——— (1988). Γυναικείο ζήτημα και κράτος πρόνοιας. Στο Θ. Μαλούτας και Δ. Οικονόμου (Επιμ.), Προβλήματα Ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας στην Ελλάδα (σελ. 183-220). Αθήνα: Εξάντας. Παπαγεωργίου, Γ. (2004). Ηγεμονία και Φεμινισμός. Αθήνα: Τυπωθήτω. Παραδείση, Μ. (1983). 4ο Διεθνές Φεστιβάλ του Sceaux: Λόγος γυναικών. Σκέψεις μετά το τέταρτο φεστιβάλ, Σύγχρονος Κινηματογράφος, 32:10-18. 45ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Κατερίνα Θωμαδάκη και Μαρία Κλωνάρη: κινηματογραφικές κοσμογονίες. Θεσσαλονίκη, 2004. Walsh, A. (1984). Women’s film and female experience 1940-1950. New York: Praeger.

Το Κοινωνικό Φύλο στο Περιοδικό «Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας Χριστίνα Κωνσταντινίδου Πανεπιστήμιο Κρήτης

Το Έψιλον πρωτοκυκλοφόρησε στις 14/4/1991 και αποτελεί υβρίδιο life-style περιοδικού –όπως είναι το Κλικ, το ΜΑΧ, κλπ., που απευθύνονται στη λεγόμενη «νέα επαγγελματική-διευθυντική τάξη της οικονομίας και της εμπορικής κουλτούρας» και προωθούν τον καταναλωτικό ηδονισμό, την ειρωνική κατεδάφιση της κριτικής πολιτικής συνείδησης, την παρωδία και τον εύθυμο μηδενισμό της νεανικής κουλτούρας (Σεβαστάκης, 2004)– και μιας πιο παραδοσιακής μορφής εικονογραφημένου περιοδικού ποικίλης ύλης (πχ. Εικόνες, Ταχυδρόμος, κλπ.). Απ’ την άλλη, το Έψιλον συνιστά ένθετο περιοδικό μιας πολιτικής, «έγκυρης» εφημερίδας, που απευθύνεται σε ένα ευρύτερο αναγνωστικό κοινό. Έτσι, ακόμα κι αν δεν πρόκειται για ένα πολιτικό έντυπο με την κλασική σημασία του όρου, ακολουθεί με αρκετή συνέπεια τους κλασικούς ειδησεογραφικούς κανόνες ως προς το τι αποτελεί «είδηση»/«καλή ιστορία», πώς ιεραρχείται, ποιες είναι οι πηγές της, πώς γράφεται και πώς παρουσιάζεται (Κωνσταντινίδου, 1998). Ως βασικό κείμενο για την ανάλυσή μου επέλεξα το τεύχος 538 του Έψιλον, με ημερομηνία έκδοσης 29/7/2001. Tο συγκεκριμένο τεύχος, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί τυπικό του περιοδικού, αριθμεί 96 έγχρωμες σελίδες, που συμπληρώνονται από το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο. Συνολικά, περιλαμβάνει οκτώ κύρια άρθρα, με αντίστοιχη εικονογράφηση. Επιπλέον, υπάρχουν οι τακτικές «ρουμπρίκες» του περιοδικού, ενώ διάσπαρτες μεταξύ των διαφόρων άρθρων είναι 28 διαφημίσεις προϊόντων. Κύριο χαρακτηριστικό του Έψιλον είναι η εντεινόμενη έμφαση προς τη φωτογραφική εικόνα και το χρώμα, σε συνδυασμό με τους μεγάλους, ευρηματικούς τίτλους και τις αντίστοιχες λεζάντες, σε βάρος του καθαυτού κειμένου. Με δεδομένο αυτό, κι επειδή είναι γενικά αποδεκτό σύμφωνα με τα δημοσιογραφικά κριτήρια ότι το εξώφυλλο έχει ως στόχο να προσελκύσει ή να «καταγοητεύσει» τον αναγνώστη (Lavoinne, 2004:124), αλλά και να προτείνει, επίσης, μια αναγνωστική διαδρομή, αποφάσισα να ξεκινήσω την «αναγνωστική/ερμηνευτική» μου απόπειρα από το εξώφυλλο. Στη συνέχεια, θα επιχειρήσω να ακολουθήσω μια πορεία στο εσωτερικό του περιοδικού, μέσω συναρθρώσεων και σχέσεων που θεωρώ ότι κατασκευάζονται βάσει συγκεκριμένων σημασιοδοτικών στρατηγικών από το ίδιο το περιοδικό. Γενικά μπορεί να παρατηρηθεί ότι κάθε εξώφυλλο του Έψιλον, μέσω της φωτογραφίας και της κεντρικής λεζάντας, παραπέμπει σε μία από τις ιστορίες του τεύχους. Η κατασκευή του εξώφυλλου αντλεί από την «παράδοση» τόσο της σύγχρονης εικονογραφίας των ΜΜΕ όσο και του ίδιου του Έψιλον. Ειδικότερα, θα

136

Gendering Transformations

μπορούσαμε να πούμε ότι συγκροτεί «ένα πλέγμα από συγκλίνοντα μηνύματα, των οποίων το κέντρο είναι η φωτογραφία, αλλά όμως ο περίγυρος αποτελείται από το κείμενο, τον τίτλο, τη λεζάντα, τη σελιδοποίηση και, κατά έναν πιο αφηρημένο, όχι όμως λιγότερο ‘πληροφορούντα’, τρόπο, το ίδιο το όνομα [του περιοδικού]» (Barthes, 1988:25). Για παράδειγμα, στο εξώφυλλο του τεύχους που επέλεξα ως κεντρικό για την ανάλυσή μου, κυριαρχεί η έγχρωμη φωτογραφία του φωτομοντέλου Αντριάνας Σκλεναρίκοβα, η οποία εικονίζεται με έξωμο βραδινό φόρεμα σε μαύρο φόντο. Κύριο χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης πόζας συνιστά το βλέμμα της γυναίκας, που «πέφτει κατευθείαν πάνω στην κάμερα, βγαίνοντας από τα όρια της φωτογραφίας» (Mulvey, 2004:168)1. Στο κάτω μέρος του εξώφυλλου, σε σημείο που συμπίπτει με το μαύρο μπούστο της, είναι αναγεγραμμένη η δήλωση «Μου αρέσει να υπηρετώ τον Καρεμπέ». Πάνω αριστερά υπάρχει το γνωστό λογότυπο του περιοδικού, ενώ στα δεξιά βρίσκονται δύο ένθετοι τίτλοι: «Γένοβα 2001: Ντοκουμέντο. Όταν η κάμερα νικάει τα κλομπ» και «Πέντε πολιτικοί Καλοκαιρινοί! Χόμπι & περιπέτειες στη θάλασσα».

Εικόνα 1 Περιοδικό «Ε», τεύχος 539, 29/7/2001, εξώφυλλο Οι «προκλητικές», για το λογονομικό σύστημα (ή εξωγλωσσικό συμπεριέχον) του νοούμενου αναγνωστικού κοινού της Ελευθεροτυπίας, αλλά και για την ταυτότητα της εφημερίδας, οπτική εικόνα κι εξομολογητική δήλωση στο εξώφυλλο, προκαλούν «αμηχανία». Τίθεται, λοιπόν, το ερώτημα εάν το Έψιλον, μέσα από τέτοιες ή παρεμφερείς κατασκευές, (επιχειρεί να) αναπαράγει τα ηγεμονικά νοήματα των έμφυλων ταυτοτήτων ή εάν, αντίθετα, κάνει ένα έξυπνο, οπτικό

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

137

ειρωνικό σχόλιο, «βγάζει τη γλώσσα» στα «πολιτικώς ορθά» νοήματα του εκλαϊκευμένου «φεμινιστικού» λόγου της εποχής –ή/και της Ελευθεροτυπίας, πιο ειδικά– «κλείνοντας το μάτι» στην ανατρεπτικότητα της μεταμοντέρνας νεανικής μαζικής κουλτούρας. Ακόμα περισσότερο, ήθελα να διερευνήσω κατά πόσο, μέσα από τον υποτιθέμενο κατακερματισμό της σημασιοδοτικής και ιδεολογικής συνοχής της κουλτούρας που κυριαρχεί στο περιοδικό, αυτή ή άλλες κατασκευές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν μια γόνιμη βάση αμφισβήτησης του ηγεμονικού λόγου γύρω από τη φυσικότητα των έμφυλων διαφορών. Για να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα, κινήθηκα ταυτόχρονα ανάμεσα σε δύο αλληλοεξαρτώμενα επίπεδα ανάλυσης. Πρώτον, εξέτασα τις μεμονωμένες εικόνεςσελίδες ως κείμενα στη δομική τους αυτοτέλεια, με βάση τους κώδικες, τις συμβάσεις και τα καταδηλωτικά και συνδηλωτικά νοήματα που τις συγκροτούν. Δεύτερον, μετακινήθηκα από τη μεμονωμένη εικόνα-σελίδα προς την ιστορία που την εμπεριέχει και το συνολικό περιεχόμενο του περιοδικού. Θεώρησα, δηλαδή, ότι η κάθε εικόνα ή ιστορία αποκτά την πλήρη της σημασία μόνο στη συνάρθρωση της με το υπόλοιπο περιεχόμενο, οπτικό, γλωσσικό, κλπ., καθώς συγκροτείται σε σύστημα στη μακρά διάρκεια. Μέσα από τη συστηματική επισκόπηση των τευχών του περιοδικού2, φαίνεται ξεκάθαρα ότι ο συνδυασμός της εικόνας και της λεζάντας-δήλωσης, αλλά και το περικείμενο ολόκληρης της σελίδας, αποτελεί εκδοχή της κοινής τεχνικής της δημοσιογραφικής γλώσσας. Μέσω της εμπλοκής των αναγνωστών στην παραγωγή του νοήματος, συγκροτεί τη σχέση του «Εαυτού» (το «Κοινωνικό Εγώ») με τον «Άλλον», μια κατηγορία σημαδεμένη τυπικά, νομικά και πολιτισμικά. Όπως έχω τονίσει και αλλού (Κωνσταντινίδου, 1998), σ’ αυτήν τη διαδικασία, σύμφωνα με τη θεώρηση της Guillaumin (1972), διακρίνονται πάντα δύο επίπεδα. Το ένα παραπέμπει στην ανθρωπότητα γενικά, αλλά υπονοεί κατά κανόνα τους λευκούς ενήλικους άνδρες των μεσαίων και υψηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Το άλλο παραπέμπει στην ιδιαιτερότητα του «Άλλου» (δηλαδή της κατηγορίας των γυναικών, όπως επίσης και της φυλής, της τάξης, της ηλικίας, της εθνικότητας, της θρησκείας, της κοινωνικής παρέκκλισης που διαφοροποιεί από την κοινωνική νόρμα – ψυχοπαθείς, εγκληματίες, τοξικομανείς, κ.ά.). Η μνεία «γυναίκα», «φυλή», «τρέλα», «ηλικία», «εθνικότητα», κλπ. (δηλαδή η μεταχείριση του «Άλλου») και η απουσία μνείας στον «Εαυτό»3 (δηλαδή η μεταχείριση του «Εγώ»), οργανώνουν την κατανόηση του δημοσιεύματος ή του συμβάντος που αναγγέλλεται4. Μ’ αυτόν τον τρόπο, ο «Άλλος» ενσαρκώνει μία κοινωνική ομάδα και προσδιορίζεται απ’ αυτήν, παραπέμποντας συνεχώς στα υποτιθέμενα χαρακτηριστικά της αναφερόμενης κατηγορίας ή στη σημαίνουσα αντιστροφή τους. Οι τίτλοι των άρθρων «Η Κοντολίζα Ραίς γυμνάζεται: Θηλυκό γεράκι με αρσενικά ποντίκια» (28/11/04) και «Βία γένους θηλυκού: Γυναικείες Συμμορίες» (5/4/92) είναι ενδεικτικοί προς αυτήν την κατεύθυνση. Ειδικότερα σε ό,τι αφορά στα φύλα, αν και η λογική πίσω από τη διαφοροποίησή τους δεν εκφράζεται ρητά στο περιοδικό, διαπιστώνεται ότι οι μη αναγώγιμες διαφορές των φύλων δεν παύουν ποτέ να αποτελούν δομικό στοιχείο των σχετικών σημασιοδοτήσεων (Rakow, 1986· Cowie 1977, 1978). Πράγματι, η δημοσιογραφική γλώσσα χρησιμοποιώντας συνεχώς τίτλους κι εκφράσεις, όπως «Φλογερές κυρίες, παγίδες θανατηφόρες. Δέκα γυναίκες του σινεμά και του πάθους» (15/5/94), «Η

138

Gendering Transformations

Δεσποινίς διευθυντής υπάρχει μόνο στις ταινίες… Γυναίκες στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας» (12/6/94), «Η δε γυνή να σκιτσάρει τον… άνδρα. Ξένες σχεδιάστριες κόμικς» (30/1/94), «Πίσσα και Πούπουλο. Οι γυναίκες στα Γουέστερν» (12/9/93), διαχωρίζει συνεχώς τα φύλα. Αντιμετωπίζει το «ανδρικό» ως γενική κατηγορία και τις γυναίκες ως το ιδιαίτερα, μορφολογικά χαρακτηρισμένο, «θηλυκό», θέτοντας το γυναικείο φύλο έμμεσα σε αντίθεση με το γενικό-άφυλο (δηλαδή το ανδρικό). Εξάλλου, στο Έψιλον, ενώ προσφέρεται μία σειρά από κατασκευές της θηλυκότητας και της θηλυκής εμπειρίας, η συνεχής χρήση του ενικού (η γυναίκα), περιβάλλει τις γυναίκες με μια έννοια γενικότητας. Αυτό συμβάλλει στην παγίωση της ουσιοκρατικής ταυτότητας που τους αποδίδεται, υπογραμμίζοντας ακριβώς την εντύπωση ότι δεν πρόκειται για άτομα ενταγμένα σε συγκεκριμένες ιστορικοκοινωνικές σχέσεις. Με άλλα λόγια, κάθε δημοσίευμα ή φωτογραφία, σε συνδυασμό με τη δήλωση που «αγκυρώνει» το νόημά της, αλλά και το περικείμενό της που την εντάσσει στο σύμπαν του περιοδικού, φαίνεται ότι παραπέμπει σε αντιθετικές, «εγγενείς» ιδιότητες των φύλων. Στηρίζεται σε μια μη διατυπωμένη θεωρία «βιολογικού» ή «κοινωνικού» –που, όμως, μετατρέπεται και πάλι σε «φυσικό»– προσδιορισμού. M’ αυτήν την έννοια, αποτελεί ένα προνομιακό σημασιοδοτικό «εργαλείο», αφού καθολικοποιεί και συγκροτεί τις γυναίκες σε ξεχωριστή (από τους άνδρες), ενιαία, φυσική, δεδομένη, σταθερή και αναλλοίωτη ουσία («η Γυναίκα»). Αυτό επιτυγχάνεται μέσω της απόδοσης σ’ αυτές μιας σειράς (βιολογικά) καθορισμένων ιδιοτήτων, χαρακτηριστικών, ρόλων, θέσεων, ενδιαφερόντων, κλπ., αγνοώντας τις μεταξύ τους διαφορές. Αντίθετα, το ζήτημα του ορισμού των ανδρών βρίσκεται σ’ ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο πραγματικότητας. Γενικά, υπάρχει η τάση να γίνεται ταύτιση μεταξύ άνδρα και ανθρώπου (man, homme). Έτσι, το ανδρικό φύλο εξομοιώνεται μ’ ένα γενικό ανθρώπινο τύπο, που τις περισσότερες φορές δεν έχει ιδιαίτερα έμφυλα χαρακτηριστικά, ή μάλλον τα ανδρικά χαρακτηριστικά ταυτίζονται με ανθρώπινες ιδιότητες και με την ιδιότητα του πολίτη. Σχεδόν συστηματικά, με ελάχιστες εξαιρέσεις, στο Έψιλον ο ένας από τους όρους της διχοτομίας αρσενικό-θηλυκό απουσιάζει. Το ανδρικό φύλο δεν κατασκευάζεται ως τέτοιο και άρα το σημείο «άνδρας» ως σημείο αναφοράς είναι παρόν μέσω ενός αριθμού αντιθέσεων, που δεν εκφέρονται συνήθως, και μόνο συνειρμικά μπορεί να ανασυσταθεί. Θεωρητικά οι έμφυλες κατηγορίες δεν εμπεριέχουν αξιολογική κρίση. Εντούτοις, οι εκφορές που συνδέονται με το ανδρικό φύλο έχουν πιο συχνά θετικές συνεμφάσεις και παραπέμπουν στις έννοιες της εξουσίας, του κύρους και της ηγεσίας («Το θέμα είναι πώς φοράς τα παντελόνια», 6/10/91). Αντίθετα, στο λεξιλογικό πεδίο η έννοια «γυναίκα» έχει συχνά υποτιμητική απόχρωση ή έχει συχνά υποτιμητικές σεξουαλικές συνεμφάσεις, που επισκιάζουν άλλα νοήματα προσδίδοντας στην κατηγορία των γυναικών όλα τα στοιχεία μιας «φυσικής» κατωτερότητας. Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, κυριαρχεί μία «ήπια», αλλά βασική, μορφή σεξισμού, ο οποίος εκφράζεται με πολύ διαφορετικούς οπτικούς και λεκτικούς τρόπους και μορφές. Πράγματι, το Έψιλον βρίθει σημείων «αστεϊσμού» (υπαινιγμοί, λογοπαίγνια, χλευασμός, ειρωνεία, κλπ.) σχετικά με το φεμινισμό, τη θηλυκότητα, τις γυναίκες, την ανισότητα, τη σεξουαλικότητα, τις σχέσεις των δύο φύλων, τους οικογενειακούς ρόλους, κλπ. Αυτά εκφράζουν τη συμβολική βία κι ενσωματώνουν νοήματα εχθρότητας προς το γυναικείο φύλο, με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν όλες οι κυρίαρχες κοινωνικές κατηγορίες για τον «ξένο», τον «άλλον» ή

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

139

τον «υποτελή». Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι των άρθρων «Η Σαγκάη κάνει λίφτιγκ. Η γυναίκα στην Κίνα» (18/4/93), «Από γυναίκες διπλώματα για νταλίκες» (Ελευθεροτυπία, 27/9/90), «Γιώργος Μάγκας: Η Γυναίκα γαργαλιέται πιο πολύ στ’ αυτί!» (23/1/94). Χαρακτηριστικό αυτών των συνδηλώσεων είναι το γεγονός ότι στη δημοσιογραφική γλώσσα η αντικατάσταση του όρου «γυναίκα» με τον ευφημισμό «κυρία», που συνδέεται συνειρμικά και με την ταξικότητα, γίνεται, όταν ακριβώς επιδιώκεται να αδρανοποιηθούν οι αρνητικές συνεμφάσεις της πρώτης έκφρασης από το αντικείμενο του λόγου (βλ. Lakoff, 1975: 19 κ.έ.). Ένα τέτοιο παράδειγμα συνιστά το άρθρο «Γεννήθηκε, έζησε και έφυγε ως κυρία» (Ελευθεροτυπία, 16/10/95). Αντίστοιχα, η θετική παρομοίωση μιας γυναίκας με το ανδρικό φύλο αποτελεί ένα ρητορικό τρόπο προκειμένου να συνδηλωθεί με οικονομία η «γενναιότητά» ή εντιμότητά της («Η Θάτσερ έφυγε σαν… άντρας!», Ελευθεροτυπία, 23/11/90). Οι έμφυλες ταυτότητες μπορούν, συνεπώς, να προσδιοριστούν μόνο η μία σε συνάρτηση με την άλλη και δε συνιστούν απομονωμένες μορφές, αλλά έναν τύπο οργάνωσης που τις αγκαλιάζει. Για παράδειγμα, στο εξώφυλλο του τεύχους που αναλύω, σημεία στήριξης του εξωφύλλου συνιστούν το πρόσωπο της Α.Σ., η εξομολόγηση-δήλωσή της στο κάτω μέρος της σελίδας και οι δύο υπέρτιτλοι πάνω δεξιά, οι οποίοι παραπέμπουν σε «κυρίαρχες» μορφές της πολιτικής δράσης («κατεστημένη» πολιτική και κοινωνικά κινήματα). Αυτά τα σημεία, με έναν υπαινικτικό οπτικό τρόπο, αναπαράγουν τη διχοτομική λογική της διάκρισης μεταξύ γυναικείου/ανδρικού, ιδιωτικού/δημόσιου, μη πολιτικού/πολιτικού, δράσης/απραξίας, κλπ., χωρίς να γίνεται αναφορά στο φύλο. Εξάλλου, αν μετακινηθούμε προς το εσωτερικό του τεύχους, διαπιστώνουμε ότι οι διάφορες ιστορίες συγκροτούν μετωνυμικά, μέσω συγκεκριμένων στρατηγικών ανάγνωσης, το έμφυλο σύμπαν του περιοδικού στη βάση αυτής της θεμελιακής διχοτομικής λογικής, με σύνθετους κειμενικούς τρόπους (με τη βοήθεια των φωτογραφιών, του τίτλου, της λεζάντας, του καθεαυτού κειμένου). Πιο συγκεκριμένα, είναι ενδιαφέρουσα η σχέση που εγκαθιδρύεται ανάμεσα στην ιστορία του εξωφύλλου, με τον περιπαικτικό τίτλο «Στα πόδια του ζεύγους Καρεμπέ» (και υπέρτιτλο «Αντριάνα Σκλεναρίκοβα»), όπως και σε τέσσερα ακόμα, τουλάχιστον, άρθρα: «Η χαμένη ζωή της Χανελόρε Κόλ» (με τον «επεξηγηματικό» υπέρτιτλο «Η σύζυγος»), «Τα Κορίτσια… της πίστας!» (με τον υπέρτιτλο «Με αγωνιστικές μοτοσικλέτες»), «Λίγο Βουλή, λίγο θάλασσα & το χόμπι μου» (με τον υπέρτιτλο «Καλοκαιρινά σπορ των βουλευτών»), και «Τρία κλικ αριστερά» (με τον υπέρτιτλο «Γένοβα: ντοκουμέντο. Ο Φακός του Έψιλον παρών στη σκηνή της εκτέλεσης»). Το να μπω στις λεπτομέρειες κάθε ιστορίας-άρθρου υπερβαίνει τη σκοπιμότητα της εργασίας μου. Είναι, όμως, σημαντικό να τονιστεί ότι στον παραδειγματικό άξονα συγκροτούνται τρεις διαφορετικές εκδοχές της γυναικείας ταυτότηταςθηλυκότητας: α) το κλασικό σύμβολο του σεξ, η πόρνη-σκλάβα, β) η αφοσιωμένη σύζυγος πολιτικού και μητέρα των παιδιών του, και γ) η σύγχρονη δυναμική γυναίκα που «σπάει το ανδρικό κατεστημένο» και αντιστρέφει το στερεότυπο του παθητικού θηλυκού. Στο συνταγματικό άξονα, από την άλλη πλευρά, η συνάρθρωση των άρθρων επιτελεί δύο λειτουργίες. Αφενός, σημασιοδοτεί με τον πιο στερεότυπο τρόπο τη σύζευξη των υποτιθέμενων σύγχρονων εκδοχών της γυναικείας εμπειρίας. Αφετέρου, αναπαράγει –όπως και στο εξώφυλλο– οπτικά ή

140

Gendering Transformations

μέσω του γραπτού κειμένου τη διάκριση μεταξύ του υποτιθέμενα γενικού άφυλου υποκειμένου, που όμως ταυτίζεται άρρητα με το ανδρικό (της δράσης, του «έξω», του πολιτικού, κλπ.), και του ειδικού, δηλαδή του γυναικείου (του «μέσα», του μη πολιτικού, της εμφάνισης, της απραξίας) – ή της αντιστροφής τους διατηρώντας, όμως, την έμφυλη διαφορά. H αιώνια γυναίκα-θέαμα Αυτές οι εκδοχές της έμφυλης ταυτότητας ή τα «σενάρια» της διαφοράς των φύλων δε συγκροτούνται αποκλειστικά στο πλαίσιο του Τύπου. Συνδέονται, λιγότερο ή περισσότερο χαλαρά, με μείζονες αφηγήσεις και κατασκευές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας, τόσο στην «υψηλή» (τέχνη, λογοτεχνία, κλπ.) όσο και στη «μαζική» κουλτούρα (κινηματογράφο, διαφήμιση, τηλεόραση, Τύπο, κλπ.). Ειδικά σε ό, τι αφορά το Έψιλον, δεσπόζουσα θέση κατέχει η εξίσωση της εικόνας των γυναικών με τη σεξουαλικότητα και την κατανάλωση ή, πιο συγκεκριμένα, ο ορισμός των γυναικών ως αντικειμένου του ανδρικού βλέμματος και ως αναπαράστασης των μορφών της ανδρικής επιθυμίας. Καταρχάς, όπως προανέφερα, πολύ συχνά στο εξώφυλλο ή στο εσωτερικό του περιοδικού η προσεκτική και εσκεμμένη οργάνωση της πόζας δεν επιτρέπει να παραβιαστεί η ευθεία κατεύθυνση του βλέμματος των φωτογραφημένων προσώπων, λειτουργώντας σα «δόλωμα» για την προσοχή του έμφυλου αναγνώστη. Εδώ, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζουν η εικόνα της γυναίκας –προσεκτικά δομημένη κι εκτελεσμένη με δεξιότητα– ως εικόνα της προσωπικότητας του έμφυλου ατόμου. Οι φωτογραφίες αυτές, μέσω της πόζας και της λεζάντας, μας καλούν να αποκωδικοποιήσουμε ενεργά το έμφυλο πορτρέτο, αντλώντας από τα σημαίνοντα των φυσικών χαρακτηριστικών, των στάσεων, των χειρονομιών, αλλά κι από τα στοιχεία τεχνικής στησίματος του πορτρέτου (οπτική γωνία, φωτισμό, συνδυασμό χρωμάτων, κλπ.). Εξάλλου, η έλλειψη βάθους ή πλαισίου στη φωτογραφία, τα ρούχα, τα μαλλιά, το με ιδιαίτερο τρόπο ντυμένο γυναικείο σώμα, η στάση του σώματος και η έκφραση του προσώπου (μισάνοιχτα χείλη, καρφωμένο βλέμμα στο θεατή-αναγνώστη, κλπ.) συνιστούν δυναμικές πηγές νοήματος. Συνδηλώνουν ένα είδος ανδροκεντρικής σεξουαλικότητας και κάποια στερεότυπα του θηλυκού υποκειμένου (νέα, ερωτική, διαθέσιμη), που μέσα από το υποτιθέμενο έμμονο ενδιαφέρον των γυναικών για την εξωτερική τους εμφάνιση τις συγκροτεί «σα μαριονέτες που περιμένουν τον εμψυχωτή τους» (Mulvey, 2004:42). Ταυτόχρονα, μέσα από τις ιδιαίτερες συνεμφατικές ιδιότητες της συνύπαρξης της φωτογραφίας και της «ευρηματικής» λεζάντας –είτε με τη μορφή μιας «εξομολογητικής» εκφοράς του ίδιου του φωτογραφημένου προσώπου, είτε με τη μορφή μιας δήλωσης του «αφηγητή», ο οποίος λειτουργεί ως διαμεσολαβητής στην αφήγηση κάθε «ιστορίας», κάνοντας ένα σχόλιο για το φωτογραφημένο πρόσωπο υπό συγκεκριμένη οπτική γωνία– εδραιώνεται ένα είδος «συνενοχής» με τον (έμφυλο) αναγνώστη του Έψιλον («Ανάσταση με την Μόνικα Μπελούτσι», τχ. 629, 26-27/4/2003, «Μόνικα Μπελούτσι. Ο ένας από τους δύο λόγους που λέμε ΝΑΙ στην Ιταλία* (μετά το 1940) [*ο άλλος είναι: ο εσπρέσσο, το Καμπιονάτο, ένα Φίατ, κλπ.]», τχ. 706, 24/10/2004). Ο έμφυλος αναγνώστης, μέσω ενός ιδεολογικού φαινομένου αναγνώρισης (effet idéologique de reconnaissance), ένα «déjà lu», το οποίο συνιστά διαδικασία που

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

141

αποσκοπεί σε ένα άρρητο «κλείσιμο ματιού» στην κουλτούρα που αναγνωρίζεται από τον αναγνώστη και την οποία συμμερίζεται και η εφημερίδα (βλ. Veron, 1978:92-95, 120-121), εμβαπτίζεται σ’ αυτήν την πολιτισμική συνενοχή. Ομοίως, καλείται να αποκωδικοποιήσει όλες τις νύξεις, τους υπαινιγμούς και τα υπονοούμενα που εγείρει η εικόνα-πόζα και η λεζάντά της, συγκροτώντας και ανασυγκροτώντας τη δυαδική διαφορά των φύλων ως σχέση ανισότητας.

Εικόνα 2 Περιοδικό «Ε», τεύχος 637, 22/6/2003, σελ. 60-61 Η ανάλυση του Berger (1989) για τα οπτικά αφηγήματα5 είναι πολύ χρήσιμη εδώ, γιατί μας βοηθά να διατυπώσουμε τη βάσιμη υπόθεση για τα κριτήρια μέσω των οποίων ένα έντυπο καταλήγει σε πολύ συγκεκριμένες επιλογές. Σύμφωνα με την ανάλυσή του (1989:53), σε όλες τις σύγχρονες μορφές αναπαράστασης, υψηλής ή μαζικής κουλτούρας, εξακολουθούν να εκφράζονται οι στάσεις και οι αξίες που διαμόρφωσαν την παράδοση του γυμνού στην ευρωπαϊκή ελαιογραφία. Σύμφωνα με αυτήν, «ο κύριος πρωταγωνιστής δε ζωγραφίζεται ποτέ. Είναι ο θεατής, που βρίσκεται μπροστά στην εικόνα και υποτίθεται πως είναι άντρας. Τα πάντα απευθύνονται σε αυτόν. Τα πάντα πρέπει να φαίνονται σαν αποτέλεσμα της ύπαρξής του εκεί.» Όπως τονίζει ο ίδιος ερευνητής, αν στη μοντέρνα τέχνη το ιδεώδες του γυμνού κλονίστηκε, στην πραγματικότητα αντικαταστάθηκε τελικά από το ρεαλισμό «της πόρνης – που έγινε η πεμπτουσία της γυναίκας για την πρώιμη πρωτοπορία της ζωγραφικής του εικοστού αιώνα... [και] ο ουσιαστικός τρόπος του να βλέπει κανείς τις γυναίκες». Έτσι, στα ΜΜΕ «οι γυναίκες απεικονίζονται μ’ έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο από τους άντρες –όχι γιατί το θηλυκό είναι διαφορετικό απ’ το αρσενικό– αλλά γιατί ο ‘ιδανικός’ θεατής υποτίθεται πως είναι πάντοτε αρσενικός και η εικόνα της

142

Gendering Transformations

γυναίκας σχεδιάζεται για να τον κολακεύει» (Berger, 1989:63-64). Η ηγεμονική θέση αυτής της εκδοχής της γυναικείας ταυτότητας συνεπάγεται «την υποβάθμιση του πολύπλοκου κοινωνικού προσδιορισμού της θέσης των γυναικών, σε όφελος μιας εικόνας της γυναίκας εκτός κάθε κοινωνικού ή οικονομικού πλαισίου» (Mulvey, 2004:112). Η σύζυγος-θύμα και η ευτυχισμένη σύζυγος Εντούτοις, όπως επισημάνθηκε και πιο πάνω, παρά την κυριαρχία της εικόνας της «γυναίκας-θέαμα», στο Έψιλον, όπως και σ’ όλον τον αθηναϊκό τύπο εξάλλου, συνυπάρχουν κι άλλες εκδοχές της έμφυλης ταυτότητας ή «σενάρια» της διαφοράς των φύλων, που συνδέονται λιγότερο ή περισσότερο χαλαρά με κατασκευές της θηλυκότητας. Οι επιλογές αυτές περιλαμβάνουν ένα ολόκληρο πεδίο μηνυμάτων, που μεταβιβάζονται μέσα από τις λεπτές διακρίσεις ενός αριθμού αλληλοσυνδεόμενων νοημάτων, φύλου, ηλικίας, θέσης στην οικογένεια και κοινωνικής ιεραρχίας. Ο συνδυασμός αυτών των σημαινόντων είναι ικανός να παρουσιάσει μια εικόνα μέσα από την οποία η θηλυκότητα μπορεί να συνυπάρξει με τη μητρότητα, τη μέση ηλικία και την ταξική θέση και να συνδυαστεί με την εικόνα της παθητικότητας και της δεινοπάθειας ή αντίθετα με αυτήν της ευτυχίας, της δράσης και της ενεργητικότητας.

Εικόνα 3 Περιοδικό ‘Ε’, τεύχος 539, 29/7/2001, σελ. 44-45 Για παράδειγμα, το άρθρο σχετικά με τη σύζυγο του καγκελάριου Κολ, αντλώντας στοιχεία από την ιδεολογία και την αισθητική του οικογενειακού

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

143

μελοδράματος (Πατσαλίδης και Νικολοπούλου, 2001), προτάσσει την αλλοτρίωση της ιδιωτικής ζωής των γυναικών και τις αντιφάσεις του αστικού γάμου, συνθέτοντας μία εικόνα της θηλυκότητας δομημένη πάνω στα παλιά στερεότυπα του εγκλεισμού, της υποταγής, της σιωπής και της αυτοθυσίας. Ουσιαστικά, κεντρικό πρόσωπο της αφήγησης είναι το στερεότυπο της απόσεξουαλικοποιημένης, απατημένης και δυστυχισμένης γυναίκας-εξιλαστήριου θύματος, που αδυνατεί να αντιδράσει στην υποτιθέμενη σχέση μεταξύ ενός «αδιάφορου» αρσενικού και της «κακιάς» δυναμικής γυναίκας (της γραμματέως του). Τέτοιου τύπου «κουτσομπολίστικα» αφηγήματα, που βασίζονται και απευθύνονται στις κυρίαρχες κοινωνικές φαντασιώσεις του πατριαρχικού ηγεμονικού λόγου, «καθιερώνουν όχι μόνο μια αισθητική του πόνου αλλά και μια ‘ηθική του θύματος’» (Hays και Nikolopoulou, xii, στο Δούκα-Καμπίτογλου, 2001:410). Από αυτήν την άποψη, είναι δύσκολο να υποθέσουμε ότι θα μπορούσαν να γίνουν δυνητικά οχήματα μετασχηματισμού της εμπειρίας της έμφυλης καταπίεσης, σε μια θεωρητική επαναδιαπραγμάτευση της καταπίεσης αυτής.

Εικόνα 4. Περιοδικό ‘Ε’, τεύχος 556, 2/12/2001, εξώφυλλο. Πάντως, είναι αλήθεια ότι, κατά κανόνα στο Έψιλον, ο συνδυασμός θηλυκότητας και μητρότητας, συζυγικής ζωής, μέσης ηλικίας και κοινωνικής ιεραρχίας εντάσσεται σε ένα αισιόδοξο αφηγηματικό σενάριο. Πιο συγκεκριμένα, τα σημεία που ανήκουν στον κώδικα των έμφυλων διαφορών, εφόσον αλληλοεπικαλύπτονται με τον κώδικα της ταξικής ιεραρχίας και της κοινωνικής διάκρισης, νομιμοποιούν μια ιδιαίτερη ιδεολογία φύλου κι ένα συγκεκριμένο ταξικό νόημα:

144

Gendering Transformations

ευτυχισμένες κι αξιόλογες γυναίκες είναι οι γυναίκες μιας συγκεκριμένης τάξης με υψηλό κοινωνικό status, των οποίων η δημόσια παρουσία δε συνεπάγεται εξομοίωση με τους άνδρες, αλλά αντίθετα εναρμονίζεται με την ηλικία και το κύρος της κοινωνικής (ταξικής) τους θέσης. Οι γυναίκες αυτές, είτε ως «ανδρο-προσδιορισμένα όντα» (ΔούκαΚαμπίτογλου, 2001:419), μέσω του αξιώματος/επαγγέλματος του συζύγου (σύζυγοι πολιτικών, επιχειρηματιών, κλπ.)6, είτε σπανιότερα ως αυτοτελή υποκείμενα, λόγω της δικής τους δραστηριότητας, χαρακτηρίζονται από το συνδυασμό των κωδίκων της έμφυλης διαφοράς και της κοινωνικής διάκρισης. Κατασκευάζεται, έτσι, μία εικόνα που σημασιοδοτεί ταυτόχρονα μια ιδιαίτερη μορφή θηλυκότητας, μιας «απούσας» (υπό περιορισμό) σεξουαλικότητας, και τη δυνητική γυναικεία εξουσία, που ενυπάρχει στο υψηλό κοινωνικό τους status (κώδικες καλής αγωγής, ακριβού και καλού γούστου, φιλαρέσκειας, καταναλωτισμού, κλπ.) Σ’ αυτά τα συμφραζόμενα, συναρθρώνονται «αρμονικά» τα χαρακτηριστικά της «γυναικείας φύσης» (η μητρότητα και η οικογένεια) και η κοινωνική (ταξική) θέση κι εξαίρονται η συναισθηματική και η συζυγική αγάπη. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την προβολή της ολοκλήρωσης των γυναικών μέσω της μητρότητας με κεντρικούς άξονες τις έννοιες της προσφοράς και της θυσίας, απαλείφουν οποιοδήποτε κοινωνικό προβληματισμό για το γάμο και τις σχέσεις των δύο φύλων. Το υποκείμενο σε δράση: Η συγκρότηση του άφυλου υποκειμένου, οι «επιτυχημένες» γυναίκες και η «κατάκτηση ανδρικών οχυρών» Το άρθρο για τις διακοπές των Ελλήνων πολιτικών, όπως επίσης κι εκείνο αναφορικά με τα γεγονότα στη Γένοβα, συνιστούν τυπικά παραδείγματα της αποσιώπησης της έμφυλης υπόστασης του υποκειμένου. Ενός υποκειμένου, όμως, που είναι πάντα άνδρας. Τα κείμενα αυτά, στη συνάρθρωσή τους με τα δύο προηγούμενα, επαληθεύουν στο επίπεδο της συνδήλωσης την υπόθεση του Berger (1989:47), σύμφωνα με την οποία «οι γυναίκες εμφανίζονται, ενώ οι άνδρες δρουν». Κοντολογίς, εδώ σκιαγραφείται μια υπόρρητη διαδικασία διαφοροποίησης του ανδρικού και του γυναικείου κόσμου, της θηλυκότητας και του ανδρισμού, στο επίπεδο του πράττειν και του είναι. Η αφήγηση, στραμμένη προς τη δράση των άφυλων υποκειμένων (ανδρών), στα συγκεκριμένα συμφραζόμενα ενός επίμονου πολιτιστικού ιδεαλισμού και της προσωποποίησης του πολιτικού, ενεργοποιεί ένα πλήθος σημασιών σχετικά με την κατεστημένη πολιτική και τα κινήματα αμφισβήτησης, το ρόλο του πολιτικού συστήματος, τις σχέσεις κράτους-πολιτών, το ρόλο των ΜΜΕ, το δημοσιογραφικό επάγγελμα, κλπ. Πυρήνας όλης της κατασκευής, στα συμφραζόμενα της ενημερωτικο-ψυχαγωγικής μαζικής κουλτούρας, είναι η προσωποποίηση της πολιτικής μέσω των αισθητικών κωδίκων του θεάματος και η επικέντρωση στις «προσωπικότητες» ή τους «ήρωες» της δημόσιας σφαίρας. Για παράδειγμα, στο πρώτο άρθρο η επιλογή του περιοδικού να «ακολουθεί» πολιτικούς στην καθημερινή τους ζωή ή στη διάρκεια των διακοπών τους είναι πλούσια σε κοινωνικές συνυποδηλωτικές λεπτομέρειες. Καταρχάς αναπαράγει την κλασική αντίθεση δημόσιο πρόσωπο/ιδιωτικός άνθρωπος, που είναι ένας από τους κεντρικούς μύθους στη σύγχρονη κουλτούρα: ο πολιτικός, απαλλαγμένος από τα

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

145

βάρη των «υψηλών» του καθηκόντων, πίσω στο σπίτι, «έξω» από το κοινωνικό. Αυτή η διαδικασία παραγωγής τέτοιων ζευγών αντιθέτων, είτε στο κείμενο είτε στις φωτογραφίες, παράγει εκείνο το οποίο ο Hall (1981:229) αποκαλεί συναισθηματικό φαινόμενο, έναν από τους πιο επιτακτικούς, πιεστικούς δεσμούς που συνδέει τους κυβερνωμένους με τους κυβερνώντες. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η άμεση συσχέτιση με τα θαλάσσια σπορ –η αντιστροφή από την κυριολεξία στη μεταφορά μεταξύ θάλασσας, ψαρέματος, κολύμβησης και πολιτικής, με μια συγκεκριμένη ερώτηση στο μέσο περίπου κάθε συνέντευξης– αποτελεί ένα ευφυές τέχνασμα προκειμένου να τελεστεί η μετάβαση από τον ελεύθερο χρόνο στο «λειτούργημα», από την ιδιωτική στη δημόσια ταυτότητα, από το ατομικό στο πολιτικό, χωρίς όμως αυτή η μετάβαση να θεμελιώνεται στην έμφυλη ταυτότητα του ατόμου. Αντίθετα, όταν πρόκειται για γυναίκες «δημόσια πρόσωπα», η μετάβαση αυτή θεμελιώνεται εξ’ ολοκλήρου σε απόψεις περί ιδιαίτερων γυναικείων χαρακτηριολογικών γνωρισμάτων και αξιών, που καθορίζουν και την πολιτική τους συμπεριφορά, καθώς και σε ρηματικούς και οπτικούς τρόπους αναπαράστασης και συµβολοποίησης του νοήματος της έμφυλης διαφοράς, δηλαδή της θηλυκότητας (σεξουαλικότητα, μητρότητα, κλπ.) Απ’ την άλλη, αυτού του τύπου οι αφηγήσεις υποδεικνύουν ότι, ενώ στο επίπεδο της βαθιάς δομής, στο Έψιλον, σκιαγραφείται μια υπόρρητη διαδικασία διαφοροποίησης του ανδρικού και του γυναικείου κόσμου, της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας, στο επίπεδο του «πράττειν» και του «φαίνεσθαι», του «ιδιωτικού» και του «δημόσιου», του «πολιτικού» και του «μη πολιτικού», υπάρχουν επίσης σενάρια της έμφυλης διαφοράς στα οποία έχουμε δηλωμένη αντιστροφή. Συνιστούν, δηλαδή, μια εξαιρετική περίπτωση, όπου οι γυναίκες δε λειτουργούν μόνο σε μία σφαίρα, του ιδιωτικού – και, το σημαντικότερο, ούτε είναι αποδεκτό να το κάνουν. Με σημειολογικούς όρους αυτό σημαίνει ότι σε αρκετά δημοσιεύματα, εφόσον μείνει αμετάλλακτος ο ηγεμονικός λόγος που εδράζεται στο εκθείασμα της διαφοράς ανδρών και γυναικών, είναι δυνατόν πολλές δυαδικές αντιθέσεις που συνδέονται με αυτό το σύστημα να συγκροτούνται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μην ισχύει η απόλυτη διχοτόμησή τους. Έτσι, ενώ γενικά οι διάφορες δυαδικές αντιθέσεις (μέσα-έξω, δράση-απραξία, παθητικότητα-ενεργητικότητα, κλπ.) ως μετασχηματισμοί της θεμελιώδους αντίθεσης αρσενικό-θηλυκό είναι με τέτοιο τρόπο συσχετισμένες, ώστε να καθιστούν μη «κανονικά» τα όρια μεταξύ των όρων των αντιθέσεων (δηλαδή κάθε όρο που δεν ταιριάζει με τη διχοτομική αντίθεση), υπάρχουν συχνά περιπτώσεις, όπου η απόλυτη διπολικότητα των όρων παραβιάζεται «νόμιμα». Έχουμε, δηλαδή, άρση της αντινομίας με κάποιο είδος διαμεσολάβησης ή υποκατάστασης (πχ., συγκερασμό ιδιωτικού και δημόσιου, εργασίας και οικογένειας [ή/και θηλυκότητας], θηλυκότητας και ενεργητικότηταςδράσης). Σ’ αυτού του είδους τις αφηγήσεις «πρωταγωνιστούν» δύο τύποι γυναικών. Πρώτον, οι γυναίκες εκείνες που καταλαμβάνουν μία θέση στην ανώτατη βαθμίδα της επαγγελματικής ιεραρχίας (πχ., επιχειρηματίας, αρεοπαγίτης, δικαστής, κλπ.) ή της πολιτικής (πχ. υπουργός). Αυτές ενεργοποιούν όλες τις αξίες του κύρους και της εξουσίας κι επιβεβαιώνουν ότι η έννοια της κοινωνικής παρουσίας, της επιτυχίας ή/και της κοινωνικής ανόδου συνδέεται με τη δημόσια σφαίρα και ταυτίζεται υπορρήτως με την αρρενωπότητα, χωρίς να διερευνώνται οι σύγχρονες κοινωνικές δομές απασχόλησης και άσκησης επαγγελμάτων. Δεύτερον, οι γυναίκες εκείνες που

146

Gendering Transformations

απλώς «σπάνε» το ανδρικό μονοπώλιο μιας δραστηριότητας ή ενός επαγγέλματος, ανεξαρτήτως της θέσης του στην κλίμακα της ιεραρχίας, χωρίς να χάνουν τη θηλυκή τους υπόσταση (π.χ., οικοδόμος, οδηγός φορτηγού, πιλότος, ελαιοχρωματίστρια, κλπ.). «Αμφισβητούν», δηλαδή, πολιτισμικές ιδέες μέσω των οποίων η έννοια της αρρενωπότητας ταυτίζεται με μία ορισμένη δραστηριότητα, τέχνη ή εξειδίκευση. Σ’ αυτού του τύπου τις αφηγήσεις «κατάκτησης ανδρικών οχυρών», εφόσον δεν υπάρχει αμφισβήτηση ή απώλεια των γυναικείων ιδιοτήτων – εφόσον, δηλαδή, δεν αμφισβητούνται οι έμφυλες διαφορές– η παρουσία των γυναικών και στις δύο σφαίρες θεωρείται όχι απλώς θεμιτή, αλλά και επιβεβλημένη.

Εικόνα 5 Περιοδικό ‘Ε’, τεύχος 539, 29/7/2001, σελ. 60-61. Συνδέοντας την έννοια της «χειραφέτησης» με την είσοδο στη δημόσια σφαίρα ή την οικειοποίηση «ανδρικών» δραστηριοτήτων, αυτού του τύπου οι αφηγήσεις προτάσσουν ρητά ή άρρητα μια «διαδικασία συνεχούς ταξινόμησης του κοινωνικά επιθυμητού» (Σκουτέρη-Διδασκάλου, 1988:178) στη βάση των διακρίσεων έξωμέσα, πράξη-απραξία, δημόσιο-ιδιωτικό. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν λάβουμε υπόψη μας ότι στο Έψιλον οι έμφυλες ταυτότητες είναι δυνατό να ποικίλουν κι ότι από την «αντίθεση» αυτή γεννιέται ένα σύστημα το οποίο δομεί πολύπλοκους και σύνθετους όρους (θηλυκότητα και εργασία, δημόσιο και ιδιωτικό, δημόσια παρουσία και διαφοροποίηση των φύλων, κλπ.), η αξιολογική προτεραιότητα της διχοτομίας και η ουσιοκρατική κατασκευή της έμφυλης ταυτότητας επιτρέπουν να επανεισαχθεί η πιθανότητα ενός ηγεμονικού λόγου πάνω στα φύλα και τις έμφυλες διαφορές.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

147

Εικόνα 6 Περιοδικό ‘Ε’, τεύχος 122, 4/7/1993, σελ. 44-45. Συμπεράσματα Ξεκινώντας την αναγνωστική/ερμηνευτική μου διαδρομή από τη «δήλωση» του φωτομοντέλου Αντριάνας Σκλεναρίκοβα («Μου αρέσει να υπηρετώ τον Καρεμπέ»), είχα αναρωτηθεί αν μπορούσα να υποστηρίξω πειστικά ότι το Έψιλον «βγάζει τη γλώσσα» στα «πολιτικώς ορθά» νοήματα του εκλαϊκευμένου «φεμινιστικού λόγου». Αν μέσα από την παρωδία ή την ειρωνεία «κλείνει το μάτι» στην ανατρεπτικότητα της μεταμοντέρνας νεανικής μαζικής κουλτούρας. Ακόμα περισσότερο ήθελα να διερευνήσω αν αυτή ή άλλες κατασκευές της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας θα μπορούσαν να θεωρηθούν ενδεχομένως μία παραγωγική βάση αμφισβήτησης του ηγεμονικού λόγου γύρω από τη φυσικότητα των έμφυλων διαφορών. Όσο, όμως, προχωρούσα στην ανάλυσή μου, επισωρεύοντας, αφηγήσεις, αποφάνσεις, οπτικές εικόνες και κατασκευές της θηλυκότητας και του άφυλου υποκειμένου-άνδρα, τόσο λιγότερο σίγουρη ήμουν γι’ αυτήν την αρχική «αισιοδοξία» μου. Ακόμα κι αν δεχτούμε, εξαιτίας της «ανάγκης» του περιοδικού να έχει απήχηση σ’ ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ότι υπάρχει η τάση σε αυτό να παρέχονται αφηγήσεις αρκετά ανοιχτές, ώστε να γίνονται αποδεκτές ποικίλες, αντίθετες ή τουλάχιστον ανθιστάμενες αναγνώσεις, και ότι δεν επιχειρείται τόσο το κλείσιμο ή η δημιουργία ενός αναγνωστικού υποκειμένου με σαφές και (έμφυλο) κέντρο (Fiske, 2000:326), δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι η διαπιστωμένη «πολυσημία» του Έψιλον δεν υποκρύπτει τελικά μια θεμελιώδη αφηγηματική ή υπερκαθορίζουσα δομή. Κι ακόμα πιο δύσκολα θα μπορούσε κάποιος, κατά την άποψή μου, να ισχυριστεί ότι αυτή η κατακερματισμένη-

148

Gendering Transformations

μεταμοντέρνα κουλτούρα δε συντελεί στην κοινωνική κατασκευή της πιο κοινότοπης και συντηρητικής εκδοχής του νοήματος των έμφυλων ταυτοτήτων, ως φυσικής διχοτομίας. Είναι αλήθεια ότι, αν στο σύμπαν του Έψιλον το αρσενικό αντιστοιχεί σε μια αδιαφορία ως προς το φύλο και σε ένα είδος αφηρημένης γενικότητας, σ’ ό,τι αφορά στο θηλυκό, το περιοδικό μέσω πρωτο-πρόσωπων ή τριτο-πρόσωπων αφηγήσεων προσφέρει μία σειρά από κατασκευές της θηλυκότητας, που περιλαμβάνουν γυναίκες διαφορετικές ως προς την ομιλία τους, τις θέσεις τους, τις πράξεις τους, την ηλικία τους, τους «ρόλους» τους. Εντούτοις, παρά την ύπαρξη μιας πληθώρας σεναρίων και πολλαπλών κατασκευών της έμφυλης, ή μάλλον της θηλυκής εμπειρίας, τα έμφυλα υποκείμενα, όσο κι αν διαφέρουν, προσφέρουν μιαν «αδύναμη» έννοια της ετερότητας, καθώς ενοποιούνται γύρω από μία σταθερά αναγνωρίσιμη βιολογική, ψυχολογική ή χαρακτηριολογική έμφυλη ταυτότητα – μία υπερβατική και φυσική ουσία (Μιχαηλίδου και Χαλκιά, 2005:11). Αυτό οδηγεί σε μια σχετική ακαμψία της διχοτομίας αρσενικό-θηλυκό, η οποία αποτελώντας το κομβικό σημείο του λόγου οργανώνει σε επίπεδο σημασιοδότησης το σύνολο των υπόλοιπων διχοτομιών που συσχετίζονται μ’ αυτήν. Επιπλέον, τα αντιτιθέμενα μέλη των ζευγών δεν αποτελούν ισότιμες οντότητες, ανεξάρτητες μεταξύ τους, αλλά είναι ιεραρχημένα, ώστε το δεύτερο μέλος κάθε ζεύγους να θεωρείται η εκφυλισμένη κι αρνητική εκδοχή του πρώτου. Όπως τονίζει η Guillaumin (1979:31), κάνοντας μια ενδιαφέρουσα ετυμολογική παρατήρηση «ως προς το δισήμαντο όρο διαφορά, που αφορά ταυτόχρονα δεδομένα της ανατομίας-φυσιολογίας και φαινόμενα κοινωνικοδιανοητικά», η ανισότητα των γυναικών είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο το γεγονός της διαφοροποίησης των δύο φύλων. Απ’ την άλλη, η μεταμοντέρνα προσέγγιση της μαζικής κουλτούρας θεωρεί ότι τα κείμενα των ΜΜΕ συνιστούν πολιτιστικές μορφές που με όχημα την υπερβολή, την ειρωνεία, την παρωδία, κλπ. χαρακτηρίζονται από μια παιγνιώδη διάθεση ανυπακοής, χλευάζοντας μέσα από τη διακωμώδηση και την υπέρβαση των ορίων τις κανονικότητες της κοινωνικής πραγματικότητας και τις σχέσεις εξουσίας (Fiske, 2000). Ωστόσο, το χιούμορ και η «ανατρεπτικότητα» του Έψιλον, καθώς αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτού του ήπιου, αλλά σαφούς, σεξισμού, που επιχείρησα να αναλύσω, δεν ενθαρρύνουν μιαν αποδόμηση ή επανεννοιολόγηση του έμφυλου υποκειμένου, ούτε αμφισβητούν πειστικά την ουσιοκρατική σύλληψη του ατόμου, με την οποία αποδίδεται μεταφυσικά στο άτομο ένας σταθερός πυρήνας ταυτότητας. Αντίθετα, στο συνδηλωτικό επίπεδο του λόγου, όταν μέσω της αντιστροφής διάφορων διαζευκτικών κατηγοριών τίθεται σ’ αμφισβήτηση η έμφυλη ταυτότητα (θηλυκότητα ή/και ανδρισμός), η «παραβίαση» σημασιοδοτείται είτε ως «αστείο», οπότε αποτελεί τη βάση ενός «ψυχαγωγικού» δημοσιεύματος («Αγόρια με σουτιέν!», 11/4/93), είτε ως «μη φυσιολογική», προκαλώντας αμηχανία, κριτική ή εχθρότητα. Από αυτήν την άποψη, το Έψιλον δεν προσφέρει στην πραγματικότητα εναλλακτικά ή «ειρωνικά» σενάρια για τη συγκρότηση της γυναικείας και της ανδρικής ταυτότητας. Αντίθετα, η αντιστροφή ιδιοτήτων, λειτουργιών, χώρων, συμπεριφορών, θέσεων, κλπ. πραγματοποιείται χωρίς να αμφισβητούνται οι ορισμοί του κανονικού και του μη κανονικού. Ορισμοί που παρέχουν το διαρθρωμένο πλαίσιο, πάνω στο οποίο το Έψιλον επεξεργάζεται την παραβίαση των ορίων της έμφυλης διαφοράς. Έτσι, στην πράξη, ο παιγνιώδης λόγος του περιοδικού,

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

149

ορίζοντας συστηματικά ως σημαντικό να δημοσιευτεί εκείνο που ξεφεύγει από το «κανονικό» ή «φυσιολογικό», «επιστρατεύει μια έννοια της κανονικότητας» (Ηall κ.α., 1988:276). Στηριζόμενος στα «ένδοξα», δηλαδή σε παραδοχές κοινής λογικής για τις κατά φύλο διαφορές, την έννοια της θηλυκότητας, το φεμινισμό, κλπ., χρησιμοποιεί τους πιο προσιτούς στον αναγνώστη «αυτονόητους» συνειρμούς, μέσα από ένα σύνολο εικόνων κι εννοιών και μία σειρά από επιχειρηματολογικά σχήματα, και καταφεύγει στις πιο ασφαλείς και παγκόσμιες επικλήσεις, εμπλέκοντας στο «παιχνίδι» στερεότυπα στοιχεία, στοιχειώδεις αντιθέσεις και «κλισέ». Μ’ αυτόν τον τρόπο συντελεί στη «φυσικοποίηση» του φύλου, κατά την μπαρτική έννοια του όρου, και ουσιαστικά συνυπογράφει τις σχέσεις εξουσίας που παράγουν την έμφυλη ανισότητα (Μιχαηλίδου και Χαλκιά, 2005:17). Η αντίληψη που θέλει να βλέπει μιαν ανατρεπτικότητα, μιαν αντίσταση κι ένα ριζοσπαστισμό στο «γέλιο» και στην «απόλαυση» που προκαλούν τα προϊόντα της μαζικής κουλτούρας (Fiske, 2000), αποσιωπά ότι το χιούμορ προκειμένου να θεωρηθεί ριζοσπαστικό, όπως και το «μπαχτινικό» καρναβάλι, «σ’ ένα σημειωτικό ξεφάντωμα, οφείλει να ξεκλειδώνει όλα τα υπερβατικά σημαίνοντα [του φύλου] και να τα υποβάλλει στη γελοιοποίηση και τη σχετικότητα…» (Eagleton, 2004:114). Ακόμα περισσότερο, όμως, η «καρναβαλική» πρακτική της αντιστροφής, η αποδόμηση των εικόνων και των στερεοτύπων, η παραβίαση του νοήματος και η κατάργηση των δυαδικών αντιθέσεων οφείλει να είναι κάτι περισσότερο από αποδόμηση, «ένα πράγμα παραχωρημένο, μια επιτρέψιμη διακοπή της ηγεμονίας, μια περιφραγμένη λαϊκή εκτόνωση της αναταραχής» (Eagleton, 2004:118). Θα έπρεπε να μπορεί να διοχετευτεί πολιτικά, δηλαδή να υπονομεύει την ηγεμονία των κυρίαρχων λόγων για το φύλο, που την περικλείουν και την καθορίζουν – κάτι που δε φαίνεται να πραγματοποιείται στο Έψιλον.

1

Εδώ η κειμενική και εικονογραφική στρατηγική είναι ακριβώς αντίθετη από εκείνην του αφηγηματικού κινηματογράφου, όπου οι ηθοποιοί δεν κοιτάζουν κατευθείαν μέσα στην κάμερα, ώστε να μην επιστρέφεται το βλέμμα στους θεατές. Μ’ αυτόν τον τρόπο, οι τελευταίοι απολαμβάνουν το ηδονοβλεπτικό προνόμιο να κοιτάζουν χωρίς να τους βλέπουν, ως μια από τις θεμελιώδεις απολαύσεις του κινηματογράφου (Phillips, 2004:135). 2 Συστηματική επισκόπηση έγινε στα τεύχη που κυκλοφόρησαν από το 2002 και μετά. Επιλεκτικά χρησιμοποιήθηκαν, επίσης, εξώφυλλα ή εσωτερικές σελίδες προγενέστερων ετών. 3 Για παράδειγμα, όταν πρόκειται για ανδρικό άθλημα υιοθετείται η μορφή του τύπου «η Α ομάδα κέρδισε τη Β ομάδα στο πόλο», ενώ, όταν πρόκειται για γυναικείο, η επικρατέστερη μορφή είναι του τύπου «τα κορίτσια της Α ομάδας κέρδισαν τα κορίτσια της Β ομάδας στο πόλο». 4 Για παράδειγμα, η μορφή «γυναίκα, ο εγκέφαλος της ληστείας...» ή «Αλβανός, σκότωσε....», «15χρονος μαχαίρωσε φίλο του», διαμέσου της σύγκρισης με τη μη-ύπαρξη αντίστοιχης φράσης του τύπου «Άνδρας σκότωσε τον…», θεωρείται ότι παραπέμπει στο φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία, το επάγγελμα, ή την κοινωνική υπόσταση του δράστη, ως κεντρικών για την ερμηνεία του συμβάντος. Ακριβώς αυτός ο ορισμός της ετερότητας μέσα στο κοινωνικό σύνολο επιτρέπει ταυτόχρονα την αναγνώριση του κοινωνικού Εγώ. Η απουσία αναφοράς σημαίνει ότι στην επεξεργασία της πληροφορίας το Εγώ έχει την τάση να προσδιορίζεται από τις προσωπικές του ιδιαιτερότητες (κοινωνικές και ψυχολογικές), ενώ, ταυτόχρονα, η πληροφορία επικεντρώνεται στον εαυτό της και όχι στην κατηγορία του δρώντος προσώπου.

150

Gendering Transformations

5

Βλ. επίσης Mulvey (2004) και Lambert (1986). Βλ. ενδεικτικά συνέντευξη της συζύγου του Δημήτρη Αβραμοπούλου «Θέλω να δω το Δημήτρη πρωθυπουργό» (τχ. 556, 2/12/2001).

6

Βιβλιογραφία Barthes, R. (1988). Το φωτογραφικό μήνυμα. Στο R. Barthes, Εικόνα, Μουσική, Κείμενο (σελ. 25-40). Αθήνα: Πλέθρον. Berger, J. (1989). Η Εικόνα και το Βλέμμα. Αθήνα: Οδυσσέας. Cameron, D. (1988). Γλώσσα και σεξουαλική διαφορά. Ποια είναι η φύση της γυναικείας καταπίεσης στη γλώσσα. Δίνη 3(Ιούλ.):86-91. ——— (1992). Feminism and Linguistic Theory. London: Macmillan. Cowie, E. (1977). Women, representation and the image. Screen Education 23:1-23. ——— (1978). Woman as Sign. M/F 1:49-63. Δούκα-Καμπίτογλου, Κ. (2001). 'Μια φορά και έναν καιρό': Πολιτισμικά πρωτομελοδράματα και οι σύγχρονες ποιητικές τους μεταμορφώσεις. Στο Σ. Πατσαλίδης, και Α. Νικολοπούλου (Επιμ.), Μελόδραμα: Ειδολογικοί και Ιδεολογικοί Μετασχηματισμοί (σελ. 405-452). Θεσσαλονίκη: University Studio Press. Dyer, G. (1992). Η Διαφήμιση ως Επικοινωνία. Αθήνα: Πατάκη. Eagleton, T. (2004). Καρναβάλι και κωμωδία: Μπένγιαμιν, Μπαχτίν και Μπρεχτ. Στο Φ. Τερζάκης (Επιμ.), Μετα-Μαρξιστικά Ρεύματα στην Αισθητική και στη Θεωρία της Λογοτεχνίας (σελ. 111-151). Αθήνα: Futura. Fiske, J., (2000). Η Ανατομία του Τηλεοπτικού Λόγου. Αθήνα: Δρομέας. Guillaumin, C. (1972). L’Idéologie Raciste. Genèse et Langage Actuel. Paris: La Haye/Mouton. ——— (1979). Ζήτημα διαφοράς. Σκούπα 3(Σεπτ.):24-36. Hall, S. (1981). The determination of news photographs. Στο S. Cohen και J. Young (Επιμ.), The Manufacture of News. Deviance, Social Problems and the Mass Media (σελ. 226243). London: Constable, Sage. Hall, S., et al. (1978). Policing the Crisis: Mugging the State and Law and Order. London: Macmillan. Hodge, R. και Kress, G. (1988). Social Semiotics. Cambridge: Polity Press. Jameson, F. (1999). Το Μεταμοντέρνο. Αθήνα: Νεφέλη. Κωνσταντινίδου, Χ. (1998). Η Αναπαράσταση του Κατά Φύλο Καταμερισμού της Εργασίας στον Ημερήσιο Αθηναϊκό Τύπο Μαζικής Κυκλοφορίας. Διδακτορική Διατριβή. Αθήνα: Πάντειο Πανεπιστήμιο. Lakoff, H. R. (1975). Language and the Woman’s Place. N.Y.: Harper Colophon Books. Lambert, F. (1986). Mythographies. La Photo de Presse et ses Legendes. Paris: Edilig. Lavoinne, Y. (2004). Η Γλώσσα των Μέσων Ενημέρωσης. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Μιχαηλίδου, Μ. και Χαλκιά, Α. (Επιμ.). (2005). Η Παραγωγή του Κοινωνικού Σώματος. Αθήνα: Κατάρτι. Mulvey, L. (2004). Οπτικές και Άλλες Απολαύσεις. Αθήνα: Παπαζήσης. Πατσαλίδης, Σ. και Νικολοπούλου, Α. (Επιμ.). (2001). Μελόδραμα. Ειδολογικοί και Ιδεολογικοί Μετασχηματισμοί. Θεσσαλονίκη:University Studio Press. Phillips, P. (2004). Πώς να διαβάζουμε σωστά τις Κινηματογραφικές Ταινίες. Αθήνα: Ροδανθός. Rakow, L. F. (1986). Rethinking gender research in communication. Journal of Communication 36(4):11-26.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

151

Σεβαστάκης, Ν. (2004). Κοινότοπη Χώρα. Όψεις του Δημόσιου Χώρου και Αντινομίες Αξιών στη Σημερινή Ελλάδα. Αθήνα: Σαββάλας. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. (1988). 'Γυναίκες εξωτικές' και 'γυναίκες οικόσιτες'. Σκέψεις για τις ιδεολογικές εκκρεμότητες του μέσα και του έξω. Πολίτης 96 (Δεκ.):52-65. Veron, E. (1978). Le Hibou. Communications 28:69-125. Williamson, J. (2001). Αποκωδικοποιώντας τη διαφήμιση: τα σημεία απευθύνονται σε κάποιον. Στο Ά. Βιδάλη (Επιμ.), Αφήγηση και Φαντασίωση (σελ. 27-78). Αθήνα: Νήσος.

Ανιχνεύοντας το Φύλο στο Χώρο Βάνα Τεντοκάλη Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Σε ένα επιστημολογικό πεδίο κατ’ εξοχήν «μεταιχμιακό», όπως αυτό της αρχιτεκτονικής, η οποία αιωρείται, σε ένα πρώτο επίπεδο ανάμεσα στις τέχνες και τις επιστήμες και σε ένα δεύτερο ανάμεσα στις κοινωνικές επιστήμες και τις τεχνολογικές –χωρίς να είναι η ίδια επιστήμη–, η εισαγωγή της παραμέτρου του φύλου αποτελεί ένα κατ’ εξοχήν διεπιστημονικό ζήτημα, εξίσου αιωρούμενο. Και για να ακριβολογήσω, εάν ήταν πράγματι αιωρούμενο, η ανάγνωση του, η ανίχνευσή του, ο εντοπισμός του θα ήταν απλός, αναμενόμενος. Θα αρκούσε μια οπτική (ή περισσότερες), οι οποίες δε θα γειώνονταν ποτέ. Αλλά προφανώς δεν είναι έτσι, ίσως και μόνο για τον απλό λόγο ότι η αρχιτεκτονική εξ ορισμού γειώνεται ή και γειώνει. Κατά συνέπεια η ερώτηση που διατυπώνεται είναι διπλή και αφορά στον τρόπο διαμόρφωσης μιας οπτικής (ή περισσοτέρων), που θα μπορούσε: πρώτον, να αναθεωρήσει ιστορικά τις μέχρι τώρα οπτικές, οι οποίες διερευνούν το χώρο δίχως να εστιάζουν στην παράμετρο του φύλου· δεύτερον, να εισαγάγει την παράμετρο του φύλου στη θεωρία και στην πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Αντικείμενο, λοιπόν, του παρόντος κειμένου αποτελεί η συζήτηση και η διερεύνηση μιας οπτικής (ή περισσοτέρων) στη θεωρία και πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, που να εισάγει την παράμετρο του φύλου, με τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή τόσο η «ανάγνωση» του ήδη δομημένου χώρου όσο και η «σύνταξη» του καινούριου. Γι’ αυτό και κεντρικό άξονα του παρόντος κειμένου συνιστά η διεπιστημονική προσέγγιση στη διερεύνηση και υιοθέτηση μιας οπτικής που ανιχνεύει την παράμετρο του φύλου, ή ακριβέστερα τις αναπαραστάσεις του, στο χώρο. Το εννοιολογικό υλικό πάνω στο οποίο βασίστηκε το παρόν κείμενο συλλέχθηκε στη διάρκεια ενός εκπαιδευτικού προγράμματος, για τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των ετών 1986-2005. Αναφορικά με τις κυριότερες θεωρίες του φύλου, το εν λόγω πρόγραμμα κατέφυγε για το μεν πρώτο του στάδιο (1986-1990) στις λεγόμενες «θεωρίες δόμησης του φύλου», ενώ για το δεύτερο (1990-2005) στις «θεωρίες αποδόμησης του φύλου». Εδώ, όχι μόνο για λογούς έλλειψης χώρου, αλλά κυρίως για θεωρητικούς λόγους που θα αναλυθούν, θα αναφερθώ μόνο στη δεύτερη κατεύθυνση. Στην αρχιτεκτονική θεωρία φαίνεται πως, με έναν διεπιστημονικό τρόπο, οι θεωρίες της «αποδόμησης του φύλου» είναι άρρηκτα δεμένες με εκείνες τις «αποδόμησης του χώρου». Και οι δυο εξερευνούν κι αναπτύσσουν πάρα πέρα το «σημείο αφετηρίας» της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, με τρόπο ώστε να καταλήγουν σε ένα «τέλος» που γεννά και δημιουργεί πολλαπλές δυνατότητες. Ο διεπιστημονικός άρρηκτος δεσμός τους λαμβάνει χώρα σε ένα ευρύ εννοιολογικό οπλοστάσιο της αρχιτεκτονικής θεωρίας και πρακτικής, στο οποίο

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

153

συγκλίνουν η φιλοσοφία, η ψυχανάλυση, η κριτική λογοτεχνίας, ο κινηματογράφος, κτλ. Μια οπτική (ή και περισσότερες) που εξάγεται από το παραπάνω οπλοστάσιο πρόκειται να παρουσιαστεί εδώ. Ένα εύλογο ερώτημα που τίθεται είναι γιατί η έμφαση στην οπτική και όχι στο αντικείμενο. Προκειμένου να ανιχνευθεί το ερώτημα αυτό, που εδώ και είκοσι χρόνια περίπου έχει συζητηθεί εξαντλητικά ως θεμελιώδες ζήτημα στη θεωρία των «σπουδών φύλου στην αρχιτεκτονική», κρίνεται απαραίτητο να παρουσιαστεί έστω και σχηματικά ως προς τη διπλή του αφετηρία, τόσο τη γνωστική όσο και τη φιλοσοφική. Η εισαγωγή της παραμέτρου του φύλου, όπως και κάθε άλλης παραμέτρου, στη θεωρία και πρακτική της αρχιτεκτονικής, όπως και σε κάθε επιστημολογικό πεδίο, δε μετακινεί απλώς το αντικείμενο μελέτης και έρευνας, αλλά κυρίως, και μάλιστα πριν απ’ αυτό, την οπτική γωνία μέσα από την οποία κατευθύνεται το «βλέμμα». Δεν αλλάζουμε το περιεχόμενο της γνώσης, αν εκ των προτέρων δεν αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζουμε τη γνώση. Δεν αλλάζουμε το γνωστικό αποτέλεσμα, αν εκ των προτέρων δεν αλλάξουμε τη διαδικασία απόκτησής του. Δεν αλλάζουμε τη διαδικασία αρχιτεκτονικού σχεδιασμού του χώρου, αν εκ των προτέρων δεν αλλάξουμε την ανάγνωσή του, την παρατήρησή του. Δεν αλλάζουμε την κωδικοποίηση του σχεδιασμού του χώρου, αν εκ των προτέρων δεν αλλάξουμε την κωδικοποίηση της «κατανόησης» του χώρου. Θα υποστηρίξω εδώ τη θέση ότι δε νοείται σχεδιασμός του χώρου, εάν δε συνοδεύεται από τη «στοχαστική παρατήρησή» του. Παρατήρηση, όμως, με «τα μάτια που βλέπουν». Αναφέρομαι στα μάτια που βλέπουν του Le Corbusier, όταν διακήρυξε στις απαρχές του μοντέρνου κινήματος την καινούρια οπτική στα αρχιτεκτονικά πράγματα. Τη λέξη «στοχαστική», βέβαια, τη χρησιμοποιώ μάλλον καταχρηστικά και πλεοναστικά – και μάλλον προσωρινά, όσο δηλαδή απαιτείται η χρήση της στο παρόν κείμενο, πριν παρουσιασθεί κι εξηγηθεί, έστω συνοπτικά και σχηματικά, το γνωστικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο βασίζεται η προτεινόμενη οπτική. Η οπτική ως γνωστική προσέγγιση Σύμφωνα με το Neisser, όλες οι ανθρώπινες δραστηριότητες εξαρτώνται από προϋπάρχουσες δομές, οι οποίες κατευθύνουν τη δραστηριότητα της αντίληψης, ενώ συγχρόνως μετασχηματίζονται στην πορεία της. Λέγονται δε «σχήματα». Προκύπτει δηλαδή το φιλοσοφικό ζήτημα, κατά το οποίο «η εικόνα δε βλέπεται, αλλά κατασκευάζεται». Μπορούμε να δούμε μόνο αυτό για το οποίο ξέρουμε πώς να ψάξουμε για να το βρούμε. Είναι λοιπόν τα «σχήματα» μαζί με την προηγουμένη διαθέσιμη πληροφορία, που καθορίζουν τι θα αντιληφθούμε. H αντίληψη είναι πράγματι μια διαδικασία «κατασκευής». Αυτό όμως που πράγματι κατασκευάζει το άτομο δεν είναι μια νοητική εικόνα, που εμφανίζεται στη συνείδηση και θαυμάζεται από έναν εσωτερικό άνθρωπο. Αυτό που πράγματι κάθε στιγμή κατασκευάζει το άτομο είναι οι προβλέψεις για κάθε είδους πληροφορία, οι οποίες το καθιστούν ικανό να τη δεχθεί, όταν είναι διαθέσιμη (Neisser, 1976:20). Γι’ αυτό λοιπόν «στοχαστική παρατήρηση» και όχι απλά «παρατήρηση». Tι θέλω να πω με όλα αυτά; Ότι αυτό που «βλέπω» δεν είναι αθώο, ούτε ουδέτερο· είναι εξ ορισμού μολυσμένο από εκείνο που μέχρι τώρα γνωρίζω. Άλλο

154

Gendering Transformations

τόσο, όμως, είναι μολυσμένο και από εκείνο ακόμη που μέχρι τώρα δε γνωρίζω. Πολλές φορές, ωστόσο, εκείνο που μέχρι τώρα γνωρίζω, αποτελεί και το εμπόδιο για να μη "βλέπω", για να μην "παρατηρώ", για να μη "μαθαίνω" αυτό που δεν γνωρίζω. Εκείνο που γνωρίζω αποτελεί το εμπόδιο· για να μη γνωρίσω το «άλλο». Η οπτική ως φιλοσοφική προσέγγιση Φιλοσοφική αφετηρία (ή και καταφυγή) για την υπό διερεύνηση οπτική, η οποία αποπειράται να προσεγγίσει το «άλλο», αποτελεί το αποδομητικό έργο του Derrida. Εμφανιζόμενο στη δεκαετία του '70, εισχωρεί στα περισσότερα επιστημολογικά πεδία. Έκτοτε κάθε ένα από αυτά υιοθετεί καινούριες οπτικές, θέτει καινούρια ερωτήματα, αναδιατυπώνει παλιά, διαμορφώνει και συγκροτεί καινούρια θεωρητικά σώματα. Tο πολυσύνθετο φιλοσοφικό, αποδομητικό έργο του Derrida απορρέει από μια θεμελιώδη κριτική και ερμηνεία του ανθρωπιστικού θεωρητικού λόγου και των αντιλήψεών του για την υποκειμενικότητα και τη γλώσσα. Η πολυπλοκότητα του έργου του έχει προσεγγιστεί κι ερμηνευτεί από πολλές επιστημολογικές απόψεις και πηγές, παρόλο που ο ίδιος αρνείται κατηγορηματικά κάθε ορισμό η οριοθέτησή του θεωρητικού του λόγου. Αποκέντρωση Ο Derrida, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, διερευνά «το νόμο που κυβερνά την επιθυμία του κέντρου στη συγκρότηση της δομής» (Derrida, 1970:249). Αποσκοπεί στην «αποκέντρωση» του θεωρητικού λόγου, όπως των τριών τύπων «κεντρισμού»: του «φωνοκεντρισμού», του «λογοκεντρισμού» και του «φαλλοκεντρισμού». Αυτοί οι τύποι κεντρισμού συγκροτούνται από δυαδικά συστήματα, ή αλλιώς αντιθετικά ζεύγη, όπως: προφορικός-γραπτός λόγος, πολιτισμός-φύση, πνεύμα-σώμα, μορφήπεριεχόμενο, καλό-κακό, παρουσία-απουσία, άντρας-γυναίκα, ζωή-θάνατος, οντότητα-τίποτα, φως-σκοτάδι, κ.ά.: Σε αυτά τα παραδοσιακά ζεύγη αντίθεσης δεν υπάρχει συνύπαρξη των αντιθετικών όρων, αλλά μια βίαιη ιεραρχία. Ο πρώτος όρος κυριαρχεί (αξιολογικά, λογικά, κ.λ.π.) πάνω στον άλλο, κατέχει δηλαδή με λίγα λόγια τη δεσπόζουσα θέση. Το να αποδομείς την αντίθεση σημαίνει, πάνω απ' όλα, σε μια συγκεκριμένη στιγμή, να αντιστρέφεις την ιεραρχία. (Derrida, 1981α:41)

Ενώ σύμφωνα με τον στρουκτουραλισμό θεωρείται ικανοποιητικό, εάν ένα κείμενο τεμαχιστεί σε δυαδικές αντιθέσεις, σύμφωνα με τον μεταστρουκτουραλιστικό λόγο του Derrida το να τεμαχιστεί το κείμενο σε δυαδικές αντιθέσεις δεν είναι αρκετό, εάν αυτές παράλληλα δεν αναιρεθούν. Δεν υποστηρίζεται βέβαια εδώ ότι ο αποδομητικός λόγος του Derrida περιορίζεται στην αναίρεση των δυαδικών αντιθέσεων, αλλά απεναντίας ότι ακόμη και μια προσπάθεια ανάγνωσης, αν όχι ερμηνείας του, συνιστά μια πολύ περίπλοκη και πάντοτε αμφιλεγόμενη επίπονη εργασία.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

155

Διαφωρά Η αποδομητική κλείδα της σκέψης του Derrida μπορεί να συνοψισθεί στο εξής: σε ένα παραδοσιακό δίπολο, ανάμεσα στους δυο πόλους της αντίθεσης, υπάρχει διαφορά (difference). Μόνο που προκειμένου να αποδώσει τη λέξη διαφορά ο Derrida εισάγει ένα νεολογισμό, μια λέξη που πλάθει ο ίδιος, τη λέξη «differance». Το e το αντικαθιστά με a. «Για τη μεταφορά αυτής της λέξης στα ελληνικά, εμείς αντίστοιχα νομιμοποιούμαστε μέσα στην ίδια λογική να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη ‘διαφωρά’, αντικαθιστώντας το ο με ω» (Χατζησάββα, 1998). Μ’ αυτό το πείραμα λοιπόν ο Derrida θεμελιώνει την άποψή του, σύμφωνα με την οποία, «σε ένα παραδοσιακό ζεύγος αντιθέτων, για παράδειγμα α και β, εκείνο που διαφέρει από το α δεν είναι το διαφορετικό, δηλαδή το β, αλλά αυτό που διαφέρει μέσα στο ίδιο, μέσα στην ίδια τη λέξη του α» (Χατζησάββα, 1998). Κειμενικότητα Σύμφωνα με την έννοια της «κειμενικότητας», που εισάγει επίσης ο Derrida, η πραγματικότητα μπορεί να θεωρηθεί ως κείμενο. Ως κείμενο, όμως: … δε θεωρείται η επέκταση μιας οικείας έννοιας, αλλά η επανατοποθέτηση της. Κείμενο δεν είναι μια διαμεσολάβηση ανάμεσα στη γλώσσα και στον κόσμο, αλλά ένα περιβάλλον στο οποίο μπορεί να υπογραμμιστεί μια τέτοια διάκριση. Γενικότερα κείμενο είναι κάθε σύστημα σημείων, ιχνών, αναφορών. Για παράδειγμα, η αντίληψη είναι ένα κείμενο. (Bennington, 1989:84)

Ανάγνωση Εάν όμως η πραγματικότητα θεωρείται «κείμενο», τότε ο τρόπος (ή οι τρόποι) προσέγγισης, ανίχνευσης, κατανόησής της μπορεί να συντελεστεί μέσα από την/τις «ανάγνωση (-εις)» της. Διότι για την αποδόμηση, η «ανάγνωση» δεν είναι μια απλή διαδικασία ερμηνείας: Μια «ανάγνωση» δε δίδει έμφαση μόνο σ’ αυτό που είναι παρόν. Δίνει έμφαση εξ ίσου σ’ αυτό που δεν είναι παρόν. (Wigley, 1992:329) Δεν είναι μια διαδικασία αποκρυπτογράφησης. Δεν είναι ούτε αξιοσέβαστη ούτε βάρβαρη. Απλώς είναι η διαβεβαίωση της ανασφάλειας. Ανάγνωση δεν ασκείται από ένα υποκείμενο εναντίον του κειμένου ως αντικειμένου. Απεναντίας, η ανάγνωση επικαλύπτεται από το προς ανάγνωση κείμενο. Άφησε ένα ίχνος στο κείμενο, εάν μπορείς! (Bennington, 1989:84)

Εάν λοιπόν «κάθε τι είναι κείμενο» και εάν επίσης «η ανάγνωση επανεγγράφεται στο υπό ανάγνωση κείμενο», τότε είναι εύκολο να κατανοήσουμε και να υποστηρίξουμε επίσης την ιδέα ότι: … υπό την επήρεια του μετα-στρουκτουραλισμού, και ειδικά του αποδομητικού λογού του Derrida, ενώ η φιλοσοφία, η κριτική λογοτεχνίας και η ψυχανάλυση ασχολούνται με

156

Gendering Transformations την αρχιτεκτονική του κειμένου, η αρχιτεκτονική υιοθετεί φιλοσοφικές, λογοτεχνικές και ψυχαναλυτικές μεθόδους ή έννοιες. (Tentokali 2001:91)

Η οπτική ως αρχιτεκτονική προσέγγιση Περιεχόμενο λοιπόν της προτεινόμενης εκπαιδευτικής διαδικασίας συνιστά ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός δια μέσου μιας ευρείας γκάμας προσεγγίσεων «αποσταθεροποίησης», «απο-διάρθρωσης», «απο-συναρμολόγησης», «απο-γίγνεσθαι», «απο-σύνθεσης», «απο-δόμησης», «διαφοροποίησης». Η προτεινόμενη αυτή διαδικασία, χωρίς να ταυτίζεται κατ' ανάγκη και κατ' αποκλειστικότητα με κάποια από τις ήδη εφαρμοσμένες προσεγγίσεις των πρωτοπόρων αρχιτεκτόνων (B. Tschumi, P. Eisenman, F. Gehry, D. Libeskind, Z. Hadid, Coop Himmelblau, Morphosis, κ.α.), προσβλέπει στο έργο τους θεωρώντας το ως μια ανεξάντλητη πηγή μελέτης, διερεύνησης, κατανόησης, αναφοράς και κριτικής, δίχως όμως να διεκδικεί καμιά από τις διακηρυγμένες η αδιακήρυχτες θέσεις για «διαχρονική ορθότητα». Αυτή η πλούσια γκάμα προσεγγίσεων βασίζεται σε ένα σύνθετο, ετερογενές, αντιφατικό, χωρίς ιδεολογική συνέπεια, και για αυτό ολισθηρό, υπόβαθρο. Σύνθετο κι ετερογενές, επειδή συντίθεται από παραπάνω από μια οπτικές με διαφορετική καταγωγή και προέλευση. Αντιφατικό και ιδεολογικά ασυνεπές, επειδή μερικές από τις επί μέρους συνιστώσες αντιφάσκουν μεταξύ τους. Ολισθηρό, όχι ακριβώς με όρους της σκέψης του Deleuze, αλλά με όρους ενδογενούς ασυνέπειας των αντιφατικών μεταξύ τους συνιστωσών. Όλες αυτές οι προσεγγίσεις, οι οποίες συγκλίνουν μέσα στο ίδιο υπόβαθρο, καθιστώντας το πολλαπλό και πολύχρωμο, ανήκουν ή μάλλον απορρέουν από μια κοινή αφετηρία, του θεωρητικού ρεύματος του «μεταδομισμού». Η αρχιτεκτονική ως «γλώσσα» Στην έρευνά του για τη θεωρία και την εφαρμογή του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, ένας από τους πρώτους αποδομιστές αρχιτέκτονες, ο Ρeter Eisenman, προσκαλεί για μια καινούρια προσέγγιση της αρχιτεκτονικής. Όπως ο μέντορας του ο Derrida εφευρίσκει μια κειμενική αρχιτεκτονική, έτσι και ο Eisenman «διαβάζει το κτίριο ως κείμενο, ενώ ερμηνεύει την αρχιτεκτονική ως γλώσσα και την αρχιτεκτονική πρακτική ως αναπαράσταση ιδεών» (Derrida, 1988:95-101). Στην ίδια κατεύθυνση, ο Bernard Tschumi φαίνεται πως εξισώνει επίσης την αρχιτεκτονική με τη γλώσσα, με κριτικό όμως τρόπο. Εισάγει μια οπτική, συμφώνα με την οποία ο θεωρητικός λόγος της αρχιτεκτονικής σχετίζεται με θραύσματα της αρχιτεκτονικής πρακτικής. Υποστηρίζει ότι στη διαδρομή για το ασυνείδητο, για την εκσκαφή προς την επιθυμία, ανιχνεύεται η «αρχιτεκτονική της ευχαρίστησης», την οποία, ο ίδιος ξέρει καλά, ότι δεν μπορεί ποτέ να φτάσει. Ο ίδιος υποστηρίζει ότι: Τα όνειρα αναλύθηκαν ως γλώσσα και δια μέσου της γλώσσας. H γλώσσα ονομάστηκε «ο κύριος δρόμος προς το ασυνείδητο». Γενικά μιλώντας, η γλώσσα θεωρήθηκε ως μια σειρά από θραύσματα (η Φροϋδική έννοια των θραυσμάτων δεν προϋποθέτει τη θραύση μιας εικόνας η μιας ολότητας, αλλά τη διαλεκτική πολλαπλότητα μιας διαδικασίας. Αυτό συμβαίνει και με την αρχιτεκτονική, όταν εξισώνεται με τη γλώσσα. Μπορεί να διαβαστεί

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

157

ως μια σειρά από θραύσματα, τα οποία συγκροτούν μια αρχιτεκτονική πραγματικότητα. Θραύσματα της αρχιτεκτονικής (τμήματα τοίχων, δωματίων δρόμων,...) είναι όλα όσα μπορεί να δει κανείς. Αυτά τα θραύσματα είναι σαν αρχές χωρίς τέλος. Υπάρχει πάντα ένα χάσμα ανάμεσα σε θραύσματα που είναι πραγματικά και θραύσματα που είναι φανταστικά, ανάμεσα στην εμπειρία και στην έννοια, ανάμεσα στη μνήμη και στη φαντασία. (Tschumi, 1977:218)

Η αυτονομία της αρχιτεκτονικής Το ερώτημα για τη σχέση ανάμεσα στις έννοιες της «αυτονομίας της αρχιτεκτονικής από την κοινωνική πραγματικότητα», από τη μια πλευρά, και της «απουσίας αυτονομίας» της ή πιο σωστά της «κοινωνικής κατασκευής του χώρου», από την άλλη, συνιστά ένα μάλλον πολύπλοκο και αμφιλεγόμενο ζήτημα. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες το φιλοσοφικό, επιστημολογικό και αρχιτεκτονικό αυτό ερώτημα συζητιέται, δεν πρόκειται να αναφερθούν εδώ, διότι το παρόν κείμενο δεν αφορά γενικά στη θεωρία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, αλλά περιορίζεται στο εκπαιδευτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εντάσσεται. Γι' αυτό και, χωρίς να θεωρεί τη δίχως τέλος αυτή συζήτηση δεδομένη, το παρόν κείμενο εστιάζει στην άποψη των Derrida και Eisenman, κατά την οποία «ο άνθρωπος δε συνιστά πλέον το κέντρο του κόσμου» (Eiseman, 1976:ii-iii) και ότι η αρχιτεκτονική έχει ήδη σπάσει τους δεσμούς της με τον ανθρωπισμό. Κατά συνέπεια, η έννοια της λειτουργίας εξάγεται από το γενεσιουργό μέρος του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και ως εκ τούτου σταδιακά απομυθοποιείται. Επομένως, σκοπός δεν είναι να παρουσιαστεί εδώ μια θεωρητική συζήτηση, αλλά να αναφερθεί εντελώς σχηματικά ένα επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο «ακόμη και όταν ο κοινωνικός παράγων δεν αναφέρεται στη διάρκεια της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, είναι πάντα παρών» (Tentokali, 2000:89-97). Η διεπιστημονική οπτική δια μέσου του φύλου Καθώς μία από τις πιο «δηλητηριώδεις» ιστορικά δυαδικές αντιθέσεις είναι εκείνη μεταξύ άντρα και γυναίκας, η αποδομητική θεωρία του J. Derrida εφαρμόστηκε και στις θεωρίες του φύλου, στα πεδία της φιλοσοφίας, της ψυχανάλυσης, της κριτικής λογοτεχνίας, της αρχιτεκτονικής, κτλ. Ανάμεσα σ’ αυτές τις θεωρίες, οι ψυχαναλυτικές των Η. Cixous, L. Irigaray, και J. Kristeva, συγκροτώντας το λεγόμενο «γαλλικό φεμινισμό», αναδείχθηκαν πρωτοπόρες επηρεάζοντας και άλλα πεδία πέρα από τα στενά επιστημολογικά τους όρια. Αντί να ισχυροποιούν τα όρια ανάμεσα στα προαναφερόμενα πεδία, αποπειρώνται την αποσταθεροποίηση τους με έναν διεπιστημονικό τρόπο. Συγκροτείται μ' αυτόν τον τρόπο ένα νέο θεωρητικό σώμα το οποίο, διαπερνώντας και διατρέχοντας τα προαναφερόμενα επιστημολογικά πεδία χωρίς να σφραγίζει τα μεταξύ τους όρια, εισχωρεί στον επιστημολογικό τους πυρήνα και αναταράσσει το περιεχόμενό τους. Δεν προσφέρουν, επομένως, αυτές οι ψυχαναλυτικές θεωρίες μια ενοποιητική θεωρία για το φύλο ως άμεση συνέπεια του αποδομιστικού λόγου του Derrida, αλλά ερμηνεύουν και διερευνούν αυτόν το λόγο επανατοποθετώντας το ρόλο του υποκειμένου.

158

Gendering Transformations

Για παράδειγμα, η εφαρμογή της έννοιας της «διαφωράς» στο αντιθετικό ζεύγος «άνδρας-γυναίκα», το οποίο στην πραγματικότητα δε συνιστά αντίθεση, έχει διερευνηθεί στο έργο των Cixous, Kristeva και Irigaray. Από το συνολικό αυτό έργο θα περιοριστώ μόνο εντελώς συνοπτικά στο έργο της Kristeva και της Cixous, και μάλιστα μόνο σε κείνα τα σημεία του τα οποία με τον έναν η τον άλλο τρόπο επηρέασαν τη συγκεκριμένη εκπαιδευτική διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Julia Kristeva Από το φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό λόγο της Kristeva επιλέγω την άποψη της για τη σχέση ανάμεσα στις έννοιες του χώρου και του χρόνου ως προς τον παράγοντα του φύλου. Στο θαυμάσιο άρθρο της "Women's Time", ξεκινώντας με τη φράση του James Joyce: «Ο χρόνος του πατέρα, τα είδη της μητέρας» (Kristeva, 1981:15), υποστηρίζει ότι, όταν η συζήτηση φθάνει στη σχέση του άνδρα και της γυναίκας, με τις έννοιες του χρόνου και του χώρου, ασυνείδητα κανείς σκέφτεται ότι ο χώρος προσιδιάζει στη γυναίκα, ενώ ο χρόνος στον άνδρα: Όταν εγείρεται το θέμα του ονόματος και του πεπρωμένου της γυναίκας, κανείς σκέφτεται περισσότερο το χώρο που γεννά και διαμορφώνει τα ανθρώπινα είδη, παρά το χρόνο, ο οποίος ταυτίζεται με την ιστορία. Οι σύγχρονες θεωρίες της υποκειμενικότητας, της γενεαλογίας της και των συμβάντων της, διαβεβαιώνουν με τον τρόπο τους αυτή τη διαίσθηση, η οποία πιθανόν να προέρχεται ως αποτέλεσμα μιας κοινωνικο-ιστορικής συνθήκης. (ό.π.)

Αλλά στο φιλοσοφικό και ψυχαναλυτικό της λόγο θα επανέλθω στη συνέχεια, μέσα από το παράδειγμα της χώρας. Helene Cixous H Helene Cixous μελετά τη «διαφωρά» ανάμεσα στα φύλα, μέσα από τα κείμενα της σύγχρονης λογοτεχνίας και της μυθολογίας διαφόρων πολιτισμών, εφαρμόζοντας το «λογοκεντρισμό» του Derrida. «Διαβάζοντας» τη Βίβλο με τη διεισδυτική της μάτια, εστιάζει την προσοχή της στη «διαφωρά» ανάμεσα στον Αδάμ και την Εύα και μας παρέχει μια καινούρια, ρηξικέλευθη ερμηνεία. Είναι γνωστό ότι για την απώλεια του Παραδείσου, οι Βιβλικοί πατριάρχες κατηγόρησαν ευθέως την Εύα, η οποία ακολούθησε την επιθυμία της και μάλιστα αντιδρώντας στο Νόμο του Πατέρα. Η ερμηνεία της Cixous συνοψίζεται στα εξής: Θεωρεί τη συγκεκριμένη αντίδραση της Εύας στο νόμο του Πατέρα, ως αντίσταση στην απαγόρευση, και γι' αυτό τη χαρακτηρίζει «γυναικεία». Τη διακρίνει μάλιστα από τη στάση του Αδάμ, την οποία θεωρεί ως υπακοή στην απαγόρευση, και γι' αυτό τη χαρακτηρίζει «ανδρική». Υποστηρίζει ότι όλοι μας συμμορφωνόμαστε στους κοινωνικούς σχηματισμούς σύμφωνα με τους δυο αυτούς τρόπους συμβολισμού. «Μπορούμε να επιλέξουμε είτε την υπακοή στην απαγόρευση, όπως έπραξε ο Αδάμ, είτε την αψήφηση της απαγόρευσης, ακολουθώντας τρόπους διαφυγής και υπονόμευσης από τη δύναμη της, όπως έπραξε η Εύα» (Sellers, 1988:2).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

159

Η Cixous δεν αποδίδει τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα στο βιολογικό τους προσδιορισμό, αλλά αντιθέτως υποστηρίζει ότι «η δυνατότητα για γυναικείες και ανδρικές ιδιότητες είναι παρούσα και στα δυο φύλα. Δείχνει πως οι έμφυλές μας ταυτότητες δεν είναι σταθεροποιημένες στον έναν ή στον άλλο πόλο, αλλά πως ανάμεσά τους μεσολαβεί ένα ευρύ πεδίο κυμαινόμενων δυνατοτήτων» (Sellers, 1988: 2). Η Cixous υποστηρίζει ότι οι βιολογικές διαφορές ανάμεσα στα φύλα προκαλούν διαφορετικές σωματικές εμπειρίες και ότι αυτές με τη σειρά τους δημιουργούν διαφορετικές πηγές γνώσης. Παρόλο, λοιπόν, που αυτές οι διαφορές καταλαμβάνουν ένα μικρό μέρος από την εμπειρία του ανθρώπινου είδους, η Cixous μας δείχνει ότι η επιρροή τους ασκείται σε πολλαπλάσιο βαθμό στις διαφορετικές αντιλήψεις και στις διαφορετικές μεταφορές κατανόησης. Η επιμονή της στη διαφορά των φύλων είναι ενδεικτική μιας εκτίμησης των διαφορών όλων των ειδών. Αυτή η αξιολόγηση πηγάζει από την αναγνώριση του θεμελιώδους ρόλου της «διαφωράς» στη γλώσσα, στη σκέψη και στην κατασκευή ομαδικής και ατομικής ταυτότητας. (ό.π.)

Η Cixous, εν κατακλείδι, μας καλεί προς έναν καινούριο προσανατολισμό απέναντι στη «διαφωρά», η οποία συνεπάγεται τη «γυναικεία αποδοχή προς οτιδήποτε αναγνωρίζεται ως ‘άλλο’» (ό.π.:3). Μια έμφυλη αρχιτεκτονική οπτική Μιλώντας όμως για το «άλλο», για να μη μακρηγορώ, προσεγγίζεται αναπόφευκτα το αντικείμενο της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής διαδικασίας, το οποίο συνοψίζεται στη διαμόρφωση μιας οπτικής (ή και περισσοτέρων) έρευνας για τον εντοπισμό ιχνών του φύλου, η πιο σωστά αναπαραστάσεων του, στη θεωρία και πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Διότι είναι κοινός τόπος ότι στον αρχιτεκτονικό λόγο, όπως σχεδόν και σε κάθε άλλο επιστημολογικό λόγο, παρατηρείται ιστορικά μια «απουσία ουδετερότητας» ως προς την έμφυλη οπτική. Πιο συγκεκριμένα, όπως καταδεικνύει η D. Agrest (1988:29-41) «…επειδή η λογική του συστήματος της αρχιτεκτονικής καταπιέζει το φύλο με δυο τρόπους, το φύλο αντιμετωπίζεται με θετικούς και αρνητικούς όρους, με τη γυναίκα να καταλαμβάνει τον αρνητικό όρο (φαλλο-λογοκεντρισμός)». Το φύλο, κατά συνέπεια, από μια αποδομιστική οπτική (ή και από περισσότερες), εισάγεται σ’ όλα τα επιστημολογικά πεδία που σχετίζονται με το χώρο, δηλαδή τη γεωγραφία, τον αστικό σχεδιασμό, τον πολεοδομικό σχεδιασμό, την αρχιτεκτονική, την αρχιτεκτονική τοπίου, την ιστορία της αρχιτεκτονικής, την κοινωνιολογία του χώρου, την περιβαλλοντική ψυχολογία, κτλ., και συντελεί στη δημιουργία καινούριων προσεγγίσεων. Οι προσεγγίσεις αυτές δεν αλλάζουν τα θεωρητικά σώματα των παραπάνω επιστημολογικών πεδίων ως προς τον κεντρικό τους πυρήνα. Δημιουργούν καινούρια θεωρητικά ερωτήματα, μετακινούν οπτικές γωνίες και αποκαλύπτουν καινούρια σημεία αφετηρίας επανατοποθετώντας, ή πιο σωστά αποκαθιστώντας, μακραίωνες προκαταλήψεις. Μερικές απ’ αυτές τις προσεγγίσεις έχουν ήδη εισαχθεί στη θεωρία και πρακτική του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και έχουν δημιουργήσει υψηλού βαθμού διερεύνησης εννοιολογικές οπτικές για τον εντοπισμό των αναπαραστάσεων του φύλου στον αρχιτεκτονικό

160

Gendering Transformations

λόγο. Στο όνομα της μετα-δομηστικής διεπιστημονικότητάς του, λοιπόν, ο αρχιτεκτονικός αυτός λόγος προσδιορίζεται περισσότερο από εκείνο που δε λέει παρά από αυτό που λέει. Ως εκ τούτου, νομιμοποιείται να φέρει στην επιφάνεια εκείνο που μέχρι τώρα έμενε άρρητο, που έμενε «ερμητικά κλειστό» και έξω από τον επιστημολογικό του πυρήνα. Εξάλλου, η «έμφυλη διαφωρά», ακόμη και όταν δεν καθίσταται εκ πρώτης όψεως ορατή, συνιστά πάντοτε ένα μέρος της φωτογραφικής αναπαράστασης του δομημένου χώρου. Μέχρι τώρα έχουν εντοπιστεί μια σειρά αποδομηστικών προσεγγίσεων μέσα από τις οποίες, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η έμφυλη διάφορα είναι ανιχνεύσιμη (Cixous, Kristeva). Είναι πλέον φανερό ότι μία οπτική (ή και περισσότερες) δεν μπορεί να διεκδικήσει «επιστημονική ορθότητα». Γι’ αυτό και η παρούσα εκπαιδευτική διαδικασία δεν καταφεύγει στην υιοθέτηση μίας οπτικής (ή και περισσοτέρων), αλλά στη διατύπωση μιας σειράς ερωτημάτων, ή μάλλον «προϋποθέσεων για τις ερωτήσεις». Αυτές οι ερωτήσεις ή προϋποθέσεις για τις ερωτήσεις θεωρούνται θεμελιώδεις, διότι οδηγούν σε μια «στοχαστική παρατήρηση». Όπως είδαμε στην αρχή, η «στοχαστική παρατήρηση» μας επιτρέπει να δούμε εκείνο μόνο το οποίο ξέρουμε πώς να ψάξουμε να το βρούμε. Επίσης μας επιτρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό που στην πραγματικότητα κάθε στιγμή κατασκευάζουμε είναι οι προβλέψεις για κάθε είδους πληροφορία, οι οποίες μας παρέχουν τη δυνατότητα να τη δεχθούμε, όταν είναι διαθέσιμη. Γι’ αυτό λοιπόν κατασκευάζουμε προβλέψεις που εμπεριέχουν το φύλο, ώστε να είμαστε σε θέση να το εντοπίσουμε ως ίχνος, ως αναπαράσταση, όπου και όταν υπάρχει. Γι’ αυτό λοιπόν «στοχαστική παρατήρηση» και όχι απλά «παρατήρηση». Στη συνέχεια θα διατυπωθούν οι «δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις» και οι «δυο θεμελιώδεις ερωτήσεις» για το εγχείρημα αυτό. Οι δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις 1. Tόσο το φύλο όσο και το χωρικό αντικείμενο, το κτίριο, εκλαμβάνονται ως κείμενα, και η διαδικασία του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού ως διαδικασία σύνταξής τους. 2. Ο χώρος, τόσο ως θεωρητική σύλληψη όσο και ως σχεδιαστική εφαρμογή, αλλά και η ταυτότητα των δυο φυλών, δομούνται (κατασκευάζονται) κοινωνικά και πολιτισμικά. Οι δυο θεμελιώδεις ερωτήσεις 1. Η έμφαση στον παράγοντα του φύλου είναι δυνατό να αλλάξει τη φύση του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού και κατά πόσο άλλα επιστημολογικά πεδία προσανατολισμένα στη δόμηση και αποδήμηση των φύλων, όπως η φιλοσοφία, η κριτική λογοτεχνίας, η ψυχανάλυση, έχουν τη δυνατότητα να παράσχουν μοντέλα αρχιτεκτονικού σχεδιασμού; 2. Υπάρχει ένα πιθανό σημείο συνάντησης, και εάν ναι πού, μεταξύ των θεωριών του φύλου κι εκείνων του χώρου; Ένα από τα πιθανά σημεία συνάντησης ορισμένων εκ των θεωριών αυτών εντοπίζεται στη λέξη «χώρα» (Kristeva, Eisenman, Derrida), στην οποία θα αναφερθώ παρακάτω.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

161

Το παράδειγμα της «χώρας» Στην πληθώρα των θεωριών της αποδόμησης, οι οποίες διαφέρουν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς την επιστημολογική αφετηρία, αλλά και ως προς το βαθμό εστίασης στο θέμα που διερευνάται κάθε φορά, εντοπίζεται κατά καιρούς σειρά από κοινά σημεία. Τα σημεία αυτά είναι λέξεις, των οποίων το μεν σημαίνον είναι κοινό, το δε σημαινόμενο όχι απαραίτητα. Το νόημα ή τα νοήματα τους δεν είναι, επομένως, εξ ορισμού κοινά. Αντικείμενο μελέτης αποτελεί κάθε φορά η καταγραφή, διερεύνηση κι ερμηνεία του νοήματος ή των νοημάτων της εκάστοτε λέξης και του πλαισίου στο οποίο αναφέρεται. Από τις λέξεις αυτές επιλέγω απομονώνοντας τη λέξη «χώρα», όχι βέβαια με αξιολογικά κριτήρια, τα οποία λίγο ως πολύ κάθε θεωρία της αποδόμησης μετά βδελυγμίας απορρίπτει, αλλά γιατί η λέξη αυτή καθαυτή φαίνεται να έχει τη μεγαλύτερη συμμετοχή όχι μόνο στη θεωρία, αλλά και στην πρακτική του σχεδιασμού. Τουλάχιστον τρεις θεωρητικοί της αποδόμησης έχουν γοητευθεί από τη λέξη χώρα. Συγκεκριμένα, εντοπίζεται τόσο στην αγόρευση –φιλοσοφική του Jacques Derrida, ψυχαναλυτική της Julia Kristeva, θεωρητική του σχεδιασμού του Peter Eisenman–, όσο και στην πρακτική του σχεδιασμού του τελευταίου. Όλοι φαίνεται ότι συμφωνούν πως η «χώρα σχετίζεται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με την εκ μητρός καταγωγή του χώρου» (Tentokali, 2003α:406-417). Από το θεωρητικό λόγο των Derrida, Eisenman και Kristeva που αναφέρεται στη «χώρα» θα περιοριστώ μόνο στον ψυχαναλυτικό λόγο της Kristeva, διότι μέσα απ’ αυτόν συγκροτείται η διεπιστημονική αφετηρία για την έμφυλη οπτική της διαδικασίας του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού, που προτείνεται εδώ1. Με την ψυχαναλυτική της θεωρία για την απόκτηση της γλώσσας, η Kristeva καινοτομεί στη γλωσσολογική και σημειολογική παράδοση της θεωρίας του ασυνείδητου. Η Kristeva θεωρεί την ιδεολογική και φιλοσοφική βάση της Γλωσσολογίας ως θεμελιακά αυταρχική και καταπιεστική. Έχοντας ως αφετηρία τον Freud, στη θεωρία του ασυνείδητου, αναθεωρεί τον Lacan, στη διάκρισή του μεταξύ φαντασιακού και συμβολικού, και την ερμηνεύει ως διαφορά ανάμεσα στο μητρικό και το πατρικό. Χαρακτηρίζει δε το μοντέλο του Lacan ως διακατεχόμενο από ανδρική προκατάληψη, επειδή ο ίδιος αντιλαμβάνεται τη γλώσσα ως ένα ενοποιητικό φαινόμενο που περιορίζεται στο συμβολικό, του οποίου όμως τα χαρακτηριστικά είναι αναντίρρητα ανδρικά. H κριτική της στάση μπορεί να συνοψισθεί στα ακόλουθα: Η γλώσσα που αποκτούμε εισερχόμενοι στο συμβολικό και που ενθαρρυνόμαστε να ακολουθούμε όταν μεγαλώνουμε, ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο μας φύλο, είναι ανδρική. Γι' αυτόν το λόγο, πολλές γυναίκες την αντιμετωπίζουν ως ξένη ή αποξενωτική. H άλλη δε γλώσσα, την οποία αποβάλλουμε όταν εξερχόμαστε από το συμβολικό, είναι η μη δυιστική, φυσική γλώσσα του μητρικού φαντασιακού. Είναι μια ρυθμική φούσκα που συνδέει τη μητέρα με το παιδί και η οποία, μάλιστα, θεωρείται ως το πλαίσιο για τη γλώσσα των γυναικών, που έχει καταπιεσθεί και γι' αυτό γελοιοποιηθεί ως γλώσσα μωρού. Η ρηξικέλευθη καινοτομία της επομένως έγκειται ακριβώς στο σημείο αυτό: επαναπροσδιορίζει το φαντασιακό, δηλαδή τους γυναικείους τρόπους σημασιοδότησης, ως σημειωτικό (le semiotique, semiotic) και το αντιπαραβάλλει με το συμβολικό (le symbolique), υποστηρίζοντας ότι:

162

Gendering Transformations O όρος του συμβολικού δηλώνει την αντικειμενική διάσταση της γλώσσας, με την οποία υποχρεωτικά βρίσκεται αντιμέτωπο το άτομο. O όρος του σημειωτικού, το οποίο καθοδηγεί τη σκέψη και την πράξη μας, είναι μια άγνωστη αλλά και πρόσφορη πτυχή του ασυνείδητου. Το σημειωτικό είναι η περιοχή στην οποία διαρθρώνονται οι ενορμήσεις, δηλαδή οι ενεργειακές φορτίσεις, η κινητικότητα, οι πιέσεις, οι εντάσεις, οι σωματικές διεγέρσεις, οι οποίες τείνουν σε έναν σκοπό, σε ένα αντικείμενο. (Kristeva, 1985:9-28)

H συνάρθρωση του συμβολικού με το σημειωτικό συντελείται σ’ αυτό που η Kristeva ονομάζει «σημειωτική χώρα». Η Kristeva δανείζεται τη λέξη «χώρα» από τον Πλάτωνα, για να καταδείξει, όπως υποστηρίζει, ότι η χώρα είναι: • Ένας προ-γλωσσικός, προ-οιδιπόδειος τόπος, στον οποίο το υποκείμενο γεννιέται και απορρίπτεται: H χώρα είναι κάτι το μητρικό, είναι ο τόπος της γέννησης, της παραγωγής του υποκειμένου και των προγλωσσικών προοιδιπόδειων λειτουργιών του. Η σημειωτική χώρα δεν είναι τίποτα άλλο παρά ο τόπος, όπου το υποκείμενο γεννιέται και απορρίπτεται. Είναι ένας τόπος του οποίου η ενότητα υποτάσσεται πριν από τη διαδικασία των στάσεων, από τις οποίες γεννιέται. H χώρα είναι ο τόπος και το σώμα που θα εγκαταλείψει το υποκείμενο, για να μπορεί να μιλήσει από την θέση μιας απουσίας, ενός αποχωρισμού. Μιλώ, έχω λόγο, όταν αποκτήσω την έννοια του αντικειμένου, η οποία ισοδυναμεί με την υλική, τη σωματική απουσία του πράγματος ή του προσώπου. (Kristeva, 1985:20-21)

• Μια ανέκφραστη συνολικότητα που διαμορφώνεται απ' τις ενορμήσεις και τις στάσεις τους σε μια κατάσταση η οποία καθώς διευθετείται είναι γεμάτη από κινήσεις: Μια ουσιαστικά ευμετάβλητη και εξαιρετικά προσωρινή διευθέτηση, που αποτελείται από κινήσεις και τις εφήμερές τους στάσεις. Διαφοροποιούμε αυτήν την αβέβαιη και ακαθόριστη διευθέτηση από την ψυχική διάθεση, η οποία ήδη εξαρτάται από την αναπαράσταση, η οποία ήδη προσφέρει τον εαυτό της στη φαινομενολογική, χωρική διαίσθηση και η οποία τέλος προκαλεί τη γεωμετρία. Χώρα είναι μια ανέκφραστη συνολικότατα που διαμορφώνεται απ' τις ενορμήσεις και τις στάσεις τους σε μια κατάσταση η οποία καθώς διευθετείται είναι γεμάτη από κινήσεις. (Kristeva, 1984:25-26)

Η Kristeva, επίσης, υπογραμμίζει το συμβολικό ρόλο της κοινωνικής οργάνωσης και πώς αυτή εναποθέτει τα αποτυπώματά της ως εμπόδια στην οργάνωση της χώρας: Δίνουμε έμφαση στη διευθετημένη πλευρά της χώρας. H οργάνωση της φωνής και της χειρονομίας είναι υποκείμενο σ’ αυτό που θα ονομάσουμε αντικειμενική ρύθμιση, η οποία υπαγορεύεται από φυσικά και κοινωνικο-ιστορικά εμπόδια. Τέτοια είναι η βιολογική διαφορά ανάμεσα στα φύλα ή η δομή της οικογένειας. Στην περίπτωση αυτή μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η κοινωνική οργάνωση, πάντα συμβολική, εντυπώνει τα εμπόδια της σε μια ενδιάμεση μορφή, η οποία οργανώνει τη χώρα, όχι σύμφωνα με κάποιο νόμο (τον όρο αυτόν τον διαφυλάσσουμε για το συμβολικό), αλλά σύμφωνα με κάποια ρύθμιση. (Kristeva, 1984:26-27)

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

163

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σταθώ για λίγο. Βλέπουμε τελικά πως η Kristeva δεν αποποιείται το ρόλο της κοινωνικής οργάνωσης, την οποία μάλιστα θεωρεί συμβολική. Απεναντίας την αντιλαμβάνεται ως φορέα που εντυπώνει εμπόδια. Μόνο που τα εμπόδια αυτά δεν τα εντυπώνει σύμφωνα με εκείνο που θα ονομάζαμε νόμο, τον οποίο διαφυλάσσει για το πεδίο του συμβολικού, αλλά τα εντυπώνει ως μια συνιστώσα σημειωτικής ρύθμισης. Μιλώντας, όμως, για την κοινωνική οργάνωση ως ένα όχημα που εντυπώνει εμπόδια, όχι αναφορικά με το νόμο, αλλά αναφορικά με τη συνιστώσα μιας σημειωτικής ρύθμισης, το μυαλό αναπόφευκτα κατευθύνεται στη γλώσσα. Σε μια γλώσσα, ωστόσο, που δεν είναι βιολογικά προσδιορισμένη, αλλά κοινωνικά. Αυτή η κοινωνικά προσδιορισμένη γλώσσα είναι που αποτελεί μέρος του στόχου του παρόντος κειμένου. Ενός στόχου, ο οποίος ακόμη φαντάζει μακρινός, ιδεατός, άπιαστος· που ακόμη δεν έχει καταστήσει έμφυλη την οπτική μας για το χώρο. Να μετασχηματίζει τον μέχρι τώρα οικείο μας τρόπο να «βλέπουμε» τα πράγματα, να τα «διαβάζουμε», να τα «κατανοούμε». Να υιοθετεί «διαφορετικές μεταφορές κατανόησης». Να αναγνωρίζει το θεμελιώδη ρόλο της «διαφωράς» στη γλώσσα, η οποία θα ενσωμάτωνε ως γυναικεία ιδιότητα εκείνη «την ιδιότητα που αποδέχεται οτιδήποτε αναγνωρίζεται ως ‘άλλο’». Το «άλλο» λοιπόν συνιστά το άπιαστο όνειρο. Το «άλλο» λοιπόν παραμένει ο στόχος του παρόντος αρχιτεκτονικού κειμένου.

1

Αναφέρομαι στη μελέτη μου “Chora: Understanding the origin of space” (2003), της οποίας μόνο ένα μέρος παρουσιάστηκε εδώ (βλ. βιβλιογραφία). Βασικός σκοπός αυτής της μελέτης ήταν να ανιχνεύσει σε ποιο βαθμό η πολλαπλή χρήση του όρου σε μια σειρά από κείμενα, τα οποία διαφέρουν ως προς την αρχική υπόθεση, την οπτική ή τα τελικά συμπεράσματα, συνιστούν μια συμπωματική συνθήκη ή όχι.

Βιβλιογραφία Agrest, D. (1988). Architecture from Without: Body, Logic and Sex. Assemblage, 7:29-41. Bennington G. (1989). Deconstruction is not what you think. Στο A. Papadakis, C. Cook και A. Benjamin (Επιμ.), Deconstruction. Omnibus Volume (σελ. 84). London: Academy. Colomina, B. (Επιμ.). (1992). Sexuality and Space. Princeton, NJ: Princeton Papers on Architecture. Culler, J. (1989). On deconstruction. Theory and criticism after structuralism. London: Routledge. Derrida, J. (1970). Structure, Sign and Play in the Discourse of the Human Sciences. Στο R. Macksey και E. Donato (Επιμ.), The Language of Criticism and the Sciences of Man: the Structuralist Controversy. Baltimore Maryland: The John Hopkins Press. ——— (1981α). Dissemination. Chicago: The University of Chicago Press. ——— (1981β). Positions. London: The Athlon Press. ——— (1988). Why Peter Eisenman writes such good books. Στο J. Kipnis και T. Leeser (Επιμ.), Chora L Works. Jacques Derrida and Peter Eisenman. New York, N.Y.: The Monacelli Press. Eisenman, P. (1976). Post-Functionalism. Oppositions, 6, Fall:ii-iii. Kristeva, J. (1981). Women’s time. Στο M. Toril (Επιμ.), The Kristeva Reader (σελ. 13-34). New York, NY: Blackwell.

164

Gendering Transformations

Kristeva, J. (1984). Revolution in poetic language. New York, N.Y.: Columbia University Press. ——— (1985). Στην αρχή ήταν η αγάπη. Ψυχανάλυση και πίστη. Αθήνα: Άγρα. Neisser, U. (1976). Cognition and reality. New York, NY: Freeman. Sellers, S. (1988). Writing differences. Readings from the seminar of Helene Cixous. Oxford: Oxford University Press. Tεντοκάλη, B. (1991). H κοινωνική δόμηση της ταυτότητας των δύο φύλων. Σύγχρονα θέματα, 45, Ιούνιος: 101-106. Tentokali, V. (1996). Feminist approaches to built environment. Στο Ch. Kramarae και D. Spender (Επιμ.), Routledge International Encyclopedia of Women (σελ. 126-127). New York, NY: Routledge. ——— (1999). A Play with the Architecture of the Social 'Absence'. Στο L. Kaiji, Q. Youguo και Z. Lingling (Επιμ.), Architecture in the 21st Century. Academic Treatises, τ. 2 (σελ. 307-311). Proceedings of The XXth UIA Congress Beijing '99, The Architectural Society of China. Beijing: Baihua, June 23-26. ——— (2000). H διεπιστημονικότητα και η αυτονομία της αρχιτεκτονικής: Mια ακόμη αντίφαση; Στο Γ. Συνεφάκης, Σ. Tσιτιρίδου, B. Xασταογλου και A. Kοσκινά (Επιμ.), Πρακτικα του Συνεδριου: H εκπαιδευση του αρχιτεκτονα στον 21ο αιωνα, Tμημα Aρχιτεκτονων, A.Π.Θ., 1998, 10-12 Δεκεμβριου, Θεσσαλονικη: Kυριακιδη. ——— (2003α). Chora: Understanding the origin of space. Στο E. Tarasti (Επιμ.), Understanding/Misunderstanding. Contributions to the study of the hermeneutics of signs (σελ. 406-417). ACTA Semiotica Fennica XVI. Helsinki: Hakapaino. ——— (2003β). Understanding the city through the self-understanding of gender. Στο E. Tarasti (Επιμ.), Understanding / Misunderstanding. Contributions to the study of the hermeneutics of signs (σελ. 418-429). ACTA Semiotica Fennica XVI. Helsinki: Hakapaino. ——— (2004). A play with the architectural textuality.Στο C. Spiridonidis (Επιμ.), Monitoring architectural design. Education in European schools of architecture (σελ. 265-275). Thessaloniki: Art of Text. Toril, M. (1985). Sexual Textual Politics. Feminist literary theory. New York, NY: Methuen. Tschumi, B. (1977). The Pleasure of Architecture. AD, 3:214-218. Wigley, M. (1992). Untitled: The Housing of Gender. Στο B. Colomina (Επιμ.), Sexuality and Space (σελ. 327-389). Princeton, NJ: Princeton Papers on Architecture. Χατζησάββα, Δ. (1998). Μια συνέντευξη του J. Derrida στον Γ. Βέλτσο (Από ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα της ET1). Στο Β. Τεντοκάλη, Θεωρίες αποδόμησης του χώρου και του φύλου. Τμήμα Αρχιτεκτόνων, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη (Διδακτικές σημειώσεις).

Μαγικές Τελετουργίες και Φύλο Μαρία Γκασούκα Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Η μαγεία αποτελεί ένα από τα πιο θελκτικά αντικείμενα ανθρωπολογικής και λαογραφικής μελέτης κι έχει προκαλέσει το ενδιαφέρον πλήθους επιστημόνων, ανθρωπολόγων, κοινωνιολόγων, θρησκειολόγων, λαογράφων και ιστορικών, οι οποίοι διατύπωσαν ενδιαφέρουσες θεωρίες περί μαγικού. Θεωρίες που περιελάμβαναν και τον προσδιορισμό των μαγικών τελετουργιών, με την ταυτόχρονη ένταξή τους στο συγκεκριμένο κάθε φορά πολιτιστικό τους πλαίσιο. Η χρήση του όρου μαγεία είναι στενά συνδεδεμένη με γνωστές ιστορικές προκαταλήψεις, όπως η διάκριση μεταξύ εκπολιτιστών και πρωτογόνων, γεγονός που δυσκόλευε για μεγάλο χρονικό διάστημα την ευρεία ανάλυσή του. Συνδέεται, επίσης, με την αντίληψη του μαγικού ως οντολογικής κατηγορίας, που παράλληλα έχει επιχειρηθεί να προσδιοριστεί σε αντίθεση με άλλες κατηγορίες σκέψης, όπως είναι η επιστήμη και η θρησκεία. Μέσω των συγκρίσεων αυτών, οι διάφορες/-οι μελετήτριες/-ές επεδίωξαν να σκιαγραφήσουν την οργανική και τεχνική χρησιμότητα του μαγικού, των κοινωνικών και ψυχολογικών λειτουργιών του και τη φύση της σκέψης του. Έτσι, έθεσαν ανθρωπολογικά-λαογραφικά ερωτήματα γύρω από τη λειτουργία και την αποτελεσματικότητά του, το σύστημα σκέψης που απηχεί, καθώς και τη διάκριση μεταξύ του επιστημονικού-παραδοσιακού, προλογικού-λογικού, κλειστού-ανοικτού τρόπου σκέψης, κ.λ.π.1 Για μεγάλη χρονική περίοδο στις έρευνες περί μαγικού κυριάρχησαν οι απόψεις αφενός του Levy-Brul και αφετέρου του Frazer. Ο πρώτος έκανε λόγο για την ύπαρξη κοινωνιών ή ομάδων με διανοητικές διεργασίες κατώτερες από των «εκπολιτισμένων» (Ευρωπαίων κατά κύριο λόγο), γεγονός που κατ’ αυτόν ευνοεί την ανάπτυξη της μαγείας στο πλαίσιό τους (Mauss, 1972). Ο δεύτερος, για τους τρεις τύπους ανθρώπινων δραστηριοτήτων, που αποτελούν τις τρεις φάσεις ενός εξελικτικού πεδίου από τα κάτω προς τα επάνω: μαγική σκέψη – θρησκευτική σκέψη – επιστημονική σκέψη (Frazer, 1993). Ο Malinowski (1948), από την άλλη πλευρά, υποστήριξε ότι η μαγεία εκπληρώνει ψυχολογικές ανάγκες, αυξάνει την αυτοπεποίθηση όσων ασχολούνται μαζί της και για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε όποτε οι άνθρωποι αντιμετώπισαν ακραία διλήμματα, ένα χάσμα στη γνώση τους ή στη δυνατότητά τους να ελέγξουν μια πρακτική κατάσταση. Ωστόσο, χάρις στον Emil Durkheim και, κυρίως, στον Marcel Mauss (1972) το μαγικό (και το θρησκευτικό) θεωρήθηκαν από νωρίς γεγονότα κοινωνικά, με τη δική τους αυτονομία, τα οποία διαφοροποιούνται στο ότι η θρησκεία ασκείται στο οργανωμένο πλαίσιο μιας εκκλησίας, ενώ η μαγεία επιτελείται σε χώρο ιδιωτικό και μεμονωμένο. Για το Mauss (ό.π.), ειδικότερα, η μαγική τελετουργία είναι ιδιωτική, μυστική, μυστηριώδης και, συνήθως,, απαγορευμένη. Η κοινωνική διάσταση του μαγικού αναδεικνύεται κυρίως μέσα από τις μελέτες των Evans-Pritchard, του Arande, κ.λ.π. Αυτοί τόνισαν πως η μαγεία δεν αποτελεί

166

Gendering Transformations

μεμονωμένο φαινόμενο, αλλά τμήμα ενός ευρύτερου τελετουργικού και πως ο αρχικός σκοπός της δεν ήταν η αλλαγή της φύσης, αλλά η συζήτηση και η διαχείριση του δικτύου των κοινωνικών συνδέσμων, των εντάσεων και των συγκρούσεων στο πλαίσιο της κοινότητας (Εvans-Pritchard, 1950). Παράλληλα, οι επιστήμονες άρχισαν να αναγνωρίζουν πως η μαγεία δεν ήταν ίδια παντού. Αντίθετα, υφίσταται ολόκληρη γκάμα εκδοχών της – από το ινδοευρωπαικό «μαγκ», μια ιδέα δύναμης, ως τα «φάρμακα», τα ξόρκια και τους χρησμούς. Αυτή η διάσταση του μαγικού, που διευρύνθηκε κατά τις μεταπολεμικές δεκαετίες και με τη συμβολή της Μ. Douglas (1996), αλλά και της Α. Rivera (1988) και του R. Kieckhefer (1989)2, απορρίπτει οριστικά τη διάκριση του μαγικού και του θρησκευτικού, τον ισχυρισμό δηλαδή πως η θρησκεία είναι η επικοινωνία με το προσωποποιημένο θείο, ενώ μαγεία είναι μόνο ο χειρισμός των απρόσωπων δυνάμεων (θετικών ή αρνητικών), προσεγγίζοντας και τα δύο ως «συμβολικές εκφραστικές δράσεις». Ταυτόχρονα, προσδίδει εξέχουσα σημασία στην τελετουργία για την κατανόηση αυτών των συμβολικών εκφραστικών δράσεων, καθώς «τελετουργώ» σημαίνει διεξάγω τελετή, ιερουργώ, μυσταγωγώ. Τα τελευταία χρόνια, με τη συμβολή της φεμινιστικής Ανθρωπολογίας και Λαογραφίας, έγινε ευρέως αποδεκτό ότι καμία μορφή μαγικού, ως συστήματος πεποιθήσεων και συμπεριφορών, δεν είναι καθολική. Μιλώντας για μαγεία και μαγικό σ’ ένα συγκεκριμένο πολιτιστικό πλαίσιο, αναφερόμαστε μόνο σ’ έναν από πολλούς τύπους συμβολικών δράσεων που το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει. Από αυτές τις δράσεις ο ερευνητής ή η ερευνήτρια μπορεί να καταλήξει σε συμπεράσματα για τις κοσμολογίες, τις γνωστικές κατηγορίες, τα κοινωνικά ιδεώδη, κ.λ.π. Θα έρθω δε να συμφωνήσω με τη L. Stark-Arola (1997:165-179), που προσδιορίζει το μαγικό ως ενεργητική τελετουργική πράξη η οποία αποτελεί είδος κοινωνικοπολιτιστικής ρύθμισης που εμπεριέχει λαϊκή γνώση και σοφία. Τα τελευταία είναι σημαντικά εργαλεία κατανόησης του ρόλου του μαγικού σε συγκεκριμένες παραδοσιακές κοινότητες. Αν και η μαγική τελετουργία διακρίνεται από άλλες πολιτιστικές συμπεριφορές, σ’ όλες τις μορφές τελετουργιών, ιεροτελεστιών κ.λ.π., δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα, εντοπίζεται η ύπαρξη κοινών παραγόντων, που επεσήμαναν κυρίως μετά-δομιστικές, μετά-συμβολικές, αλλά και φεμινιστικές προσεγγίσεις. Για παράδειγμα, στις τελετουργίες πάσης φύσεως τηρείται, τόσο από τις/τους συμμετέχουσες/-οντες όσο και από τις/τους παρατηρήτριες/-ές, ένα είδος σχεδιαγράμματος, ένα σύνολο κανόνων, ο «επίσημος» χαρακτήρας των οποίων αναγνωρίζεται ακόμη και από όσες/-ους διαφωνούν με την τέλεσή τους. Ο G. Lewis (1980) αποκαλεί το σχεδιάγραμμα αυτό «κανονιστικό». Χωρίς αυτή την αναγνωρισμένη τυπικότητα, ούτε οι εκτελέστριες/-ές ούτε οι παρατηρήτριες/-ές θα μπορούσαν να προσδιορίσουν ένα τελετουργικό ή να αναγνωρίσουν το ίδιο τελετουργικό σε μια επανάληψη του. Αυτός ο «κανονιστικός» χαρακτήρας έχει ιδιαίτερη σημασία στις γυναικείες μαγικές τελετουργίες και αποδεικνύει πως, παρά τον ιδιωτικό τους χαρακτήρα –τελούνται κατά κανόνα στο πλαίσιο της ιδιωτικής σφαίρας (σε αντίθεση με άλλου είδους τελετουργίες, οι οποίες συντελούνται στο δημόσιο χώρο, στην κοινοτική πλατεία, τα σταυροδρόμια, στο ξεκίνημα των κοπαδιών, στην έναρξη της σποράς ή στα θρησκευτικά-εμπορικά πανηγύρια)–, είναι εξίσου συλλογικές με τις δημόσιες. Κι αυτό, όχι γιατί διαθέτουν οπωσδήποτε

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

167

ακροατήριο, αλλά γιατί διδάσκονται, μαθαίνονται, στο εσωτερικό του Φύλου και των θηλυκών γενεών, πράγμα που τους προσδίδει μια δημόσια κοινωνική πτυχή. Ειδική σημασία έχει όχι μόνον ο τρόπος με τον οποίο η τελετουργία λειτουργεί στην ανθρώπινη συνείδηση, αλλά κι εκείνος με τον οποίο καθίσταται διακριτή από άλλες πολιτιστικές πρακτικές ή και αντιπαραβάλλεται μαζί τους. Στην τελευταία περίπτωση, βασική γυναικεία στρατηγική αποτελεί η «μυστικότητα», η συντήρηση της γνώσης μεταξύ εκείνων «που γνωρίζουν». Έτσι, συχνά οι γυναίκες επιδίδονται στις τελετουργίες βραδινές ώρες, σε έρημα σπίτια ή έρημες τοποθεσίες – σε συνθήκες δηλαδή που θα απέτρεπαν τα «κακά» μάτια από το να καταστήσουν το τελετουργικό ατελέσφορο3. Παρόλα αυτά ο τελετουργικός λόγος και η τελετουργική πρακτική γνωστοποιούνταν στον έναν ή τον άλλο βαθμό στους ανθρώπους της κοινότητας, ή έστω σε μια ομάδα απ’ αυτούς, μέσω της «αφήγησης», που περιλαμβάνει σημαντικές σχετικές πληροφορίες, ή μέσω εσκεμμένης διαρροής, προκειμένου να δελεαστούν όσες και όσοι θα άκουγαν χωρίς να προδίδουν την παρουσία τους. Ίσως να έχει από την άποψη αυτή δίκιο η Bell (1990), όταν ισχυρίζεται ότι εντέλει η θρυλούμενη μυστικότητα των γυναικείων μαγικών τελετουργιών δε λειτούργησε μόνον ή κυρίως για την προστασία τους από την υπόλοιπη κοινότητα, αλλά λειτούργησε και «ειρωνικά» καθιστώντας τες διαφορετικές, διακριτές, σε σχέση με τις λοιπές κοινοτικές τελετουργίες – ορατές ωστόσο. Συγχρόνως, η μυστικότητα χρησίμευε, όσον αφορά στις γυναίκες, στη δημιουργία μιας ατμόσφαιρας κατά την οποία οι συμμετέχουσες μετέτρεπαν το τελετουργικό σ’ ένα είδος θηλυκής γνώσης. Μέσω του περιορισμού και της απόκρυψης η γνώση γίνεται πολύτιμη και, επιτέλους, ανήκει στις γυναίκες, έξω και πέρα από τις ανδρικές διαθέσεις και τον ανδρικό έλεγχο. Η κατοχή της διαφοροποιεί τις κατόχους της από τα άλλα μέλη της κοινότητας και αποτελεί γι’ αυτές πηγή μοναδικής δύναμης. Η απόκρυψη και η μυστικότητα δημιουργούν μια ιδιοκτησία της γνώσης. Αυτή η ιδιοκτησία διαφοροποιεί τη στάση και των ιδιοκτητριών και των άλλων μελών της κοινότητας απέναντι στην «κατεχόμενη γνώση», καθώς η απόκρυψη σχετικών πληροφοριών ενισχύει την πίστη στις αξιώσεις και την επιθυμία προσέγγισής της. Η μυστικότητα, έτσι, μετατρέπει τη θηλυκή μαγική γνώση σε μορφή πολιτιστικού κεφαλαίου4, αλλά και εξουσίας (άρα και παραγωγής πολιτικής) (Alexiou, 1974). Δε θα πρέπει, ωστόσο, να μας διαφεύγει κατά τη διερεύνησή της ότι διαμορφώνεται πάντοτε στο πλαίσιο μιας ευρύτατης κοινωνικής ασυμμετρίας και ανδροκρατίας κι ενός πλέγματος ισχυρότατων ακόμα πατριαρχικών θεσμών. Αξίζει δε να επισημάνουμε μια παρατήρηση που κάνει ο Α. Λεντάκης ήδη από το 1986. Όπως επισημαίνει, «η μαγεία προϋποθέτει μια πνευματική κατάσταση και έτσι μπορεί να εξετασθεί από τη σκοπιά της ιστορίας της σκέψης» (βλ. σχ., Alexiou, 1974). Από την ιστορία αυτή, όμως, οι γυναίκες –με τις ελάχιστες εξαιρέσεις τους– ήταν αποκλεισμένες. Η έμφυλη προσέγγιση, κατά συνέπεια, της μαγείας και των τελετουργιών της συμβάλλει στην αποκατάσταση των γυναικών ως υποκειμένων και στο πεδίο της ιστορίας των ιδεών. Στις μαγικές τελετουργίες οι γυναίκες δεν είναι μόνον εκείνες που εκτελούνται, αλλά, επίσης, αποτελούν αντικείμενα, θέματα, ακόμα και όργανά τους. Ταυτόχρονα, διαμορφώνουν την ταυτότητά τους, αλλά και δομούν σχέσεις ετερότητας, σε μια σύνθετη, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα επικοινωνιακή διαδικασία του Εγώ και της/του Άλλης/-ου (Bell, 1992). Κατά κανόνα οι τελετουργίες αποτελούν διαδικασίες στο

168

Gendering Transformations

εσωτερικό του φύλου, αλλά κάποιες φορές υπάρχει και ανδρική συμμετοχή σ’ αυτά τα γυναικεία δρώμενα, όπως στην περίπτωση των tietaja (συνήθως παντρεμένοι άνδρες), στο lempi, εξαγνιστικό λουτρό της Καρελίας στη Φιλανδία (Stark-Arola, 1998). Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα σχεσιακή πραγματικότητα όσον αφορά στην εμπειρία και των δύο φύλων. Αξίζει να επισημάνουμε πως τα γυναικεία μαγικά τελετουργικά που επιτρέπουν τη συμμετοχή κάποιων ανδρών, έχουν την έξωθεν καλή μαρτυρία και διατηρούν υψηλά κοινωνικά ενδιαφέροντα και αξίες στο πλαίσιο της κοινότητας. Κεντρικό εννοιολογικό ζήτημα στη μελέτη των γυναικείων μαγικών τελετουργιών αποτελεί το «γυναικείο σώμα», ως φυσικό σύμβολο και ως φορέας σημασίας και νοήματος. Υπάρχει συζήτηση ήδη από την εποχή του Durkheim για το αν το ανθρώπινο σώμα αποτελεί την εικόνα με την οποία διαμορφώνεται η κοινωνία ή αν η κοινωνία είναι προγενέστερη, δηλ. το σώμα είναι καθορισμένο και ταξινομημένο απ’ αυτή. Νομίζω πως θα συμφωνήσουμε ότι το σώμα είναι ένα σύμβολο για την κοινωνία και όχι ένα πρότυπό της, πράγμα που καταδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο οι δυνάμεις και οι κίνδυνοι που διαπιστώνονται στην κοινωνική δομή αναπαράγονται σε σμίκρυνση στο ανθρώπινο σώμα. Όπως επισημαίνει η Παπαγαρουφάλη «το σώμα αποτελεί κεντρική αναλυτική κατηγορία στην ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων και προσεγγίζεται ως πολιτισμικά κατασκευασμένο ‘κείμενο’ που γράφεται από όσες το ‘φέρουν’, αλλά και το ‘βιώνουν’» (Παπαγαρουφάλη, 1988). Σήμερα οι ενασχολούμενες/-οι με τη λειτουργία και τη σημασία των τελετουργιών αποδίδουν στο σώμα εξέχοντα ρόλο για την κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας. Το θεωρούν δε ως αρχικό μέσο έκφρασης και αντίληψης της τελετουργίας, αλλά και της παραγωγής πεποιθήσεων, συμβολικών σχέσεων, κι εντέλει πολιτιστικής γνώσης. Παράλληλα, ένας μεγάλος αριθμός ανθρωπολογικών μελετών που αφορούν στο φύλο εστιάζει στις σημασίες του γυναικείου σώματος, στις απαγορεύσεις και τους περιορισμούς που το περιβάλλουν, στις «ρυπάνσεις» που εκκινούν απ’ αυτό, λ.χ. μετά τον τοκετό ή κατά τη διάρκεια της εμμηνόρροιας, και διερευνούν για ενδείξεις σχετικά με τον τρόπο που οι άνθρωποι τα ταξινομούν όλ’ αυτά και κτίζουν τον κοινωνικό τους κόσμο (Γκασούκα, 1998:37). Χαρακτηριστικό σχετικό παράδειγμα αποτελεί το τρίπτυχο: φυσικές σωματικές λειτουργίες–«ρυπάνσεις»–ιδεολογίες της σεξουαλικότητας. Στη λαογραφία της Βόρειας και Κεντρικής Ευρώπης λ.χ. γίνεται συχνή αναφορά στα επιβλαβή αποτελέσματα του θηλυκού hara, δηλ. του οργασμού των γυναικών, και η πατριαρχική κοινότητα διαθέτει μαγικά τελετουργικά που θεραπεύουν την «οργή του κόλπου». Επίσης, η ίδια περιοχή μας προσφέρει σημαντικό αριθμό πληροφοριών για μαγικά τελετουργικά που αφορούν στον εξορκισμό του επικίνδυνου θηλυκού σώματος, λαϊκές πεποιθήσεις σχετικές με τα ταμπού και τη ρύπανση. Παράλληλα, βεβαίως, το σώμα έχει ένα κρίσιμο ρόλο στην κατασκευή του «Εμείς» και του «Άλλες/-οι». Στη διαδικασία αυτή το σώμα της/του «άλλης/-ου» συγκροτείται ως «αντικείμενο»: αλλοδαπή/-ός, αδιαφανής, αδιαπέραστη/-ος. Όταν δε οι άνδρες εγγράφουν τις γυναίκες στην κατηγορία της «Άλλης», στην ουσία στραγγίζουν την υποκειμενικότητά τους, τη γυναικεία τους υπόσταση. Στις γυναικείες μαγικές τελετουργίες το σώμα λειτουργεί ως κοινωνικός χώρος, ως κοινωνικό διάστημα επί του οποίου συντελούνται σημαντικές διαδικασίες διάβασης και επικοινωνιακές πρακτικές των «έσω» και των «έξω», ενώ,

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

169

ταυτόχρονα, το σώμα συγκρούεται με τις κυρίαρχες λαϊκές πεποιθήσεις που το αφορούν. Το ενδιαφέρον είναι πως συχνά αυτές ακριβώς οι λαϊκές πεποιθήσεις –που θεωρούν το θηλυκό σώμα ως επικίνδυνο και ρυπογόνο, κατασκευάζοντας έτσι τη θηλυκή ταυτότητα στο πλαίσιο της κοινότητας– ζητούν από τη σεξουαλική θηλυκή δύναμη να χρησιμοποιηθεί προκειμένου να προστατευθούν τα κοπάδια και τα παιδιά ή να αντιμετωπισθούν τα καταστρεπτικά αποτελέσματα του φθόνου. Άμεσα συνδεδεμένη με το θηλυκό σώμα στη διάρκεια των μαγικών τελετουργιών είναι η βίωση των κοινωνικοποιητικών του διαδικασιών, βίωση που συνδέεται με τις «εσωτερικές» διεργασίες οι οποίες συντελούνται. Έτσι, το σώμα δεν είναι απλά ένα φυσικό όργανο, αλλά και ένας χώρος παραγωγής και εξέλιξης κοινωνικότητας, που συντελείται μέσω της τελετουργικής δράσης και πρακτικής. Είναι, εντέλει, ο διαμεσολαβητής ανάμεσα στη βιωματική εμπειρία και τον εξωτερικό κόσμο, ανάμεσα στη μεμονωμένη και τη συλλογική εμπειρία. Το γεγονός αυτό μετατρέπει την τελετουργία σε ενσώματη πράξη, μια πράξη δηλαδή που εκφράζει σωματικά την τεχνική, τον έλεγχο και το συντονισμό, καθώς και σε ενσώματη εμπειρία, μια εμπειρία δηλαδή που σωματοποιεί την αίσθηση του σώματός μου και τις αισθήσεις μου ως σώματος και την επίγνωση ότι οι άλλοι με αναγνωρίζουν ως ενσώματο γυναικείο εαυτό, για να θυμηθούμε τη Jane Cowan (1998:29). Μέσα από τις τελετουργίες –και όχι μόνο τις μαγικές– μπορούμε να παρακολουθήσουμε, τέλος, ένα μέρος της πολιτιστικής πορείας των γυναικών (και σ’ ένα βαθμό να ανασυνθέσουμε ένα μέρος της ιστορίας τους), τις δομές και τα σύμβολα με τα οποία είναι οργανωμένη η πορεία αυτή, πώς συνδέεται με το κοινωνικό περιβάλλον των γυναικών και πώς επηρεάζει το κοινωνικό τους πρόσωπο. Η Κ. Ν. Σερεμετάκη κάνει μια ενδιαφέρουσα αναφορά στον τρόπο που χρησιμοποιούν λ.χ. οι Μανιάτισσες τον λόγο των τελετουργιών της απώλειας και του θανάτου για να μετασχηματίσουν την προσωπική τους εμπειρία και να την εδραιώσουν στο κεντρικό περιεχόμενο της δημόσιας κουλτούρας. Η τελετουργία αποτελεί ταυτόχρονα μια πολιτιστική ομιλία κι αυτή προέρχεται συνειδητά όχι μόνο από τον προφορικό λόγο που αναπτύσσεται κατά τη διάρκεια των μαγικών τελετουργιών, αλλά επίσης μέσω χειρονομιών, εκφράσεων, κινήσεων, επιδείξεων, γύμνωσης, κ.λ.π. Η ομιλία περιλαμβάνει, εκτός από την ενεργή μετάδοση πληροφοριών, και τη λήψη τους και υπονοεί μια επικοινωνιακή διαδικασία συντονισμού και διαπραγμάτευσης ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα άτομα. Αποτελεί δε μέρος του τρόπου με τον οποίο οι διανοητικοί κόσμοι των φύλων και συγκροτούνται και αντιτίθενται. Ταυτόχρονα, αποτελεί επικοινωνιακό γεγονός στο πλαίσιο του λαϊκού πολιτισμού, που εμπεριέχει συγκεκριμένα διανοητικά μοντέλα άξια να διερευνηθούν και να ερμηνευθούν από τη γυναικεία οπτική. Ένα ερώτημα που τίθεται από την C. Bell (1992:164) είναι αν μπορούμε να προσεγγίσουμε μια μαγική τελετουργία και ως «κείμενο», δηλαδή να τη διαβάσουμε, ή αν μπορούμε μόνο να τη βιώσουμε. Ο μεταδομισμός και ο μετασυμβολισμός, πάντως, επιμένουν να υποστηρίζουν πως η τελετουργία και τα μηνύματα που παράγει μπορούν να κατανοηθούν μέσω του συμμετέχοντος σώματος και της μετασχηματισμένης σωματικής εμπειρίας. Στην ουσία η τελετουργία λειτουργεί ως διεπαφή μεταξύ νοημάτων και συμβόλων από τη μία και της σωματοποιημένης κοινωνικής εμπειρίας από την άλλη και καλείται εκτός δράσης να διαχωρίσει τα συγκεκριμένα διαφορετικά επίπεδα τελετουργικής σημασίας

170

Gendering Transformations

(Anntonen, 1993). Ωστόσο, έτσι ή αλλιώς, οι μαγικές τελετουργίες αποτελούν πεδίο συνειδητών ή ασύνειδων αντιστάσεων των γυναικών στα πατριαρχικά προστάγματα, πεδίο παραγωγής/αναπαραγωγής γνώσης και εξουσίας, έναν κόσμο όπου το φύλο γίνεται ορατό και υπολογίσιμο. Καθώς δε το φύλο είναι κοινωνική κατηγορία μεταβαλλόμενη, θα πρέπει κάθε φορά να μεταφέρει προϋπάρχοντα στοιχεία έντασης , αντίστασης και –γιατί όχι;– εξέγερσης. Ενδιαφέρον, μάλιστα, παρουσιάζει το γεγονός πως η γυναικεία αντίσταση τις πιο πολλές φορές είναι συγκαλυμμένη. Για παράδειγμα, πριν από τις σύγχρονες προσπάθειες επανακατηγοριοποίησης του κόσμου, οι γυναίκες συχνά προτίμησαν να μετασχηματίσουν την αρσενική άποψη σε μια θηλυκή προοπτική, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο σύγκρουση με τα πατριαρχικά συστήματα στα οποία ήταν ενταγμένες. Δεχόμενες τις τελετουργίες σαν ομιλίες πλήρεις νοημάτων, συμβόλων και προπαντός μηνυμάτων, επιβάλλεται να διερευνηθεί και να κατανοηθεί το τι προσπάθησαν να πουν μέσα απ’ αυτές οι γυναίκες, ποιες ήταν όχι μόνο οι πολιτιστικές τους σκέψεις, αλλά και οι πολιτιστικές τους προθέσεις. Η όλη διαδικασία βρίσκεται κοντά με την ιστορία των νοοτροπιών και την μικρο-ιστορία, που ενδιαφέρονται επίσης γι’ αυτού του είδους την πρόσληψη των τελετουργιών. Αυτή η εξέταση της «πολιτιστικής σκέψης» οδηγεί σε τροποποιημένες συμβολικές προσεγγίσεις του αρχειακού ανθρωπολογικού/λαογραφικού υλικού, σε νέες αναγνώσεις και ερμηνείες, και έχει προταθεί –κυρίως από Φιλανδές/-ούς επιστήμονες– να αποκληθεί «Αρχαιολογία της Πολιτιστικής Σκέψης». Φαντάζει δε ελκυστική και ανατρεπτική η συζήτηση που αναπτύσσεται τελευταία για την προσέγγιση, στο πλαίσιο αυτής της αρχαιολογίας, των ευρωπαϊκών πολιτισμών ως «εξωτικών άλλων», καθώς και τα ερωτήματα που εγείρει (Abrahams, 1991). Ωστόσο, η διερεύνηση της γυναικείας πολιτιστικής σκέψης διαφέρει από τη μικροιστορία και την ιστορία των νοοτροπιών, που εστιάζουν στις μικρές ενδείξεις και στις δευτερεύουσες λεπτομέρειες, στο ότι χρησιμοποιεί ευρέως θέματα, όπως είναι: το θηλυκό σώμα ως «πολιτιστική άλλη», η σεξουαλικότητα, το φύλο, το ιερό, ο σαμανισμός, κ.λ.π., ενώ δίνει ιδιαίτερο βάρος στον προφορικό-παραδοσιακό λόγο και τους συμβολισμούς του5. Με τον τρόπο αυτό προσφέρει και σημαντικές υπηρεσίες στη γνώση των παραδοσιακών κοινωνιών έξω και πέρα από τις συνήθεις ρομαντικές-νατουραλιστικές προσεγγίσεις τους. Με τη μικρο-ιστορία, πάντως, συναντιέται ακριβώς στο κοινό σημείο των προθέσεών τους, δηλαδή στην εστίαση στις μεμονωμένες, τις αλλοτριωμένες φωνές του παρελθόντος. Είναι γεγονός, πως η περιπλάνηση στον κόσμο του γυναικείου μαγικού και τελετουργικού αποτελεί μια γοητευτική διαδικασία που εύκολα καταργεί τις χρονικές δεσμεύσεις μιας επιστημονικής ανακοίνωσης. Η παρούσα ολοκληρώνεται με μία επισήμανση: σε όποιο εγκυκλοπαιδικό λεξικό κι αν προστρέξει κάποια/-ος θα παρατηρήσει πως αν και η Τελετή υπήρξε αυθύπαρκτη θεότητα –μάλιστα παραδίδεται ως κόρη του Διονύσου και της Νίκαιας «αγαπώσα τους νυκτερινούς χορούς, τας εορτάς, διασκεδάσεις και τερπομένη εκ του ήχου των κροτάλων παρηκολούθη από νεαράς ηλικίας τον πατέρα της»– και άγαλμά της κοσμούσε τον Ελικώνα, εντούτοις, είναι ο Ορφέας, ο άνδρας-εκπολιτιστής που προσέφερε τις τελετουργίες και τις πρακτικές του στους ανθρώπους, ακριβώς για να πάψουν να συγκρούονται, να αποφεύγουν «τας αγριότητας και τους μεταξύ των φόνους». Φυσικά πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση απεικόνισης της απώθησης των γυναικών από την παραγωγή και την ανάπτυξη του πολιτισμού, της αποσιώπησης

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

171

της συμβολής τους και της ακύρωσης μαζί και της κατασυκοφάντησης των μαγικών τους δυνάμεων, που χρειάσθηκε να μείνουν κρυμμένες ως τις μέρες μας. Έτσι, παρουσιάζει ενδιαφέρον η στροφή που συντελείται τον τελευταίο καιρό προς αυτές τις αρνητικά φορτισμένες και κρυμμένες γυναικείες δυνάμεις, και η οποία παρατηρείται και στο πεδίο της έρευνας για το μαγικό και το μεταφυσικό ευρύτερα, αλλά και στο πεδίο των έμφυλων αναπαραστάσεων του παραδοσιακού λόγου, ιδιαίτερα δε στη λαϊκή παραμυθολογία6.

1

«Ο μαγεμένος κόσμος είναι επομένως ένας κόσμος υποψίας, συμφοράς και ανησυχίας, ο οποίος επιδίδεται στην ερμηνεία, τον εξορκισμό και την αποσόβηση του κακού, ένας κόσμος όπου ο υπολογισμός, η παρατήρηση και η έλλογη σκέψη έχουν βέβαια τη θέση τους, αλλά μέσα σ’ ένα σύμπαν όπου η αναγνώριση του εαυτού είναι πιο σημαντική από τη γνώση των πραγμάτων» (Auge, 1999:49-50). 2 Πρόκειται για εξαιρετικά ενδιαφέρουσες μελέτες πολύ λίγο γνωστές στην Ελλάδα. 3 Σημαντικές σχετικές πληροφορίες και εικόνες μας δίνει η βιωματική γραφή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: «...τρεις γυναίκες γυμναί, ολόγυμνοι...Εις την σκιάν του ερειπίου, υπό τον πέπλον της νυκτός, τον περιαργυρούμενον και διατμιζόμενον από το φέγγος της σελήνης...» (βλ. σχ. το διήγημα «Οι Μάγισσες» στα Άπαντα [1986], τομ. 3, σελ. 233-238) 4 Πρόκειται, ταυτόχρονα, για μετατροπή φυσικών στοιχείων σε πολιτιστικά. Ο Auge κάνει ανάλογες επισημάνσεις και αναφέρει την άποψη του M. de Certeau πως έτσι ή αλλιώς η ιστορία «πραγματεύεται φυσικά στοιχεία για να τα μεταλλάξει σε πολιτισμικό περιβάλλον και πως υποβάλλει σε συμβολοποίηση μέσω του λόγου τους μετασχηματισμούς της σχέσης μιας κοινωνίας με τη φύση της» (Auge, 1999:68). 5 Πάντως, έτσι ή αλλιώς, οι εξειδικευμένες μορφές της μαγείας και οι πρακτικές τους αποτελούν πεδίο και της μικρο-ιστορίας. 6 Η επαναξιολόγηση των συκοφαντημένων γυναικείων δυνάμεων τροφοδοτεί ιδεολογικά αρκετά ρεύματα του Νεοπαγανισμού με πιο γνωστό αυτό της Wicca (Βλ. σχ., Crowly, 1989). Για τις συκοφαντημένες γυναικείες δυνάμεις, βλ. σχ., Γκασούκα, 1998.

Βιβλιογραφία Alexiou, M. (1974). The Ritual Lament in Greek Tradition. Cambridge: Cambridge University Press. Abrahams, R. (1991). A Place of Their Own: Family Farming in Eastern Finland. Cambridge: Cambridge University Press. Anntonen, P. J. (1993). Tradition and its Study as Discursive Practice: Modern and Postmodern Perspectives on Folklore Research. Unpublished Doctoral Dissertation, University of Pennsylvania. Ardener, E. (1975). Belief and the Problem of Women. Στο Sh. Ardener (Επιμ.), Perceiving Women (σελ. 1-27). London: Malaby Press. Auge, M. (1999). Για μια Ανθρωπολογία των Σύγχρονων Κόσμων. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Bell, C. (1990). The Dynamics of Ritual Power, Journal of Ritual Studies 4(2):299-313 ——— (1992). Ritual Theory, Ritual Practice. New York, Oxford: Oxford University Press ——— (1997). Ritual: Perspectives and Dimensions. New York, Oxford: Oxford University Press. Berger, P. και Lukman, Th. (1967). The Social Construction of Reality. New York: Doubleday.

172

Gendering Transformations

Collier, J. και Rosaldo, M. (1981). Politics and Gender in Simple Societies. Στο Sh. Otner και H. Whitehead (Επιμ.), Sexual Meanings: The Cultural Construction of Gender and Sexuality (σελ. 275-329). Cambridge: Cambridge University Press. Cowan, J. (1998). Η Πολιτική του Σώματος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Crowley, V. (1989). Wicca: The Old Religion in the New Age. London: Aquarian Press. Γκασούκα, M. (1998). Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις του Φύλου. Ζητήματα Εξουσίας και Ιεραρχίας. Αθήνα. Del Valle, T. (1993). Introduction. Στο T. del Valle (Επιμ.), Gendered Anthropology (σελ. 116). London and New York: Routledge. Delphy, C. (1993). Rethinking Sex and Gender, Women’s Studies International Forum 16(1):1-9. Douglas, M. (1996). Purity and Danger. An Analysis of Concepts of Pollution and taboo. New York: Routledge and Egan Paul. Evans-Pritchard, E. E. (1950). Witchcraft, Oracles and Magic among the Azande. Oxford: Oxford University Press. Flax, J. (1987). Postmodernism and Gender Relations in Feminist Theory, Signs 12(4):621643. Foucault, M. (1978). The History of Sexuality, Ι: An Introduction. New York: Random House. Frazer, J., sir (1993). The Golden Bough: A Study in Magic and Religion. London: Wordsworth Editions. Horton, R. (1993). Patterns of Thought in Africa and the West: Essays on Magic, Religion and Science. Cambridge: Cambridge University Press. Jackson, M. (1983). Knowledge of the Body, Man 18:327-345 Kieckhefer, R. (1989). Magic in the Middle Ages. Cambridge: Cambridge University Press. Laqueur, Th. (1990). Making Sex: Body and Gender from the Greeks to Freud, Cambridge, London: Harvard University Press. Lewis, G. (1980). Day of Shining Red: An Essay on the Understanding of Ritual. Cambridge: Cambridge University Press. Malinowski, B. (1948). Magic, Science and Religion. New York: Doubleday. Mauss, M. (1972). A General Theory of Magic. London, Boston: Routledge and Kegan Paul. Mead, M. (1949). Male and Female: A Study of the Sexes in a Changing World. New York: William Morrow Ortner, Sh. (1974). Is Female to Male as Nature is to Culture? Στο M. Rosaldo και L. Lamphere (Επιμ.), Woman, Culture and Society (σελ. 67-87). Stanford: Stanford University Press. Παπαγαρουφάλη, Ε. (1988). Ο χορός ως κοινωνική πράξη. Στο J. Cowan, H Πολιτική του Σώματος. Χορός και κοινωνικότητα στη βόρεια Ελλάδα (σελ. ιχ-χιι). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Παπαδιαμάντης, Α. (1986). Άπαντα. (Επιμ. Ν. Τριανταφυλλίδη). Αθήνα: Δόμος. Parkin, D. (1992). Ritual as Spatial Direction and Bodily Division. Στο D. de Coppet (Επιμ.), Understanding Rituals. London, New York: Routledge. Quinn, N. και Holland, D. (1987). Cultural Models in Language and Thought. Cambridge: Cambridge University Press. Rivera, A. (1988). Il Mago, Il Santo, La Festa: Forme Religiose nella Cultura Popolare. Bari: Dedalo. Rosaldo, M. και L., Lamphere (Επιμ.). (1974). Woman, Culture and Society. Stanford: Stanford University Press. Σερεμετάκη, Κ .Ν. (1997). Διασχίζοντας το Σώμα. Πολιτισμός, Ιστορία και Φύλο στην Ελλάδα. Αθήνα: Νέα Σύνορα. Σκουτέρη-Διδασκάλου, Ν. (1984). Ανθρωπολογικά για το Γυναικείο Ζήτημα. Αθήνα: Ο Πολίτης. Stark-Arola, L. (1998). Magic, Body and Social Order. Helsinki: Studia Fennica.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

173

Young, K. (1994). Whose Body: An Introduction to Bodylore, Journal of American Folklore 107(423):2-8.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ STATUS

The Position of Women in the Public Sphere in Turkey after the 1980s Nilay Çabuk Kaya University of Ankara, Turkey

Introduction Several studies have examined the status of women in Turkey from various perspectives (Abadan-Unat, 1982; Kağıtçıbaşı, 1983, 1986; Kandiyoti, 1977, 1982; Kıray, 1976; Tekeli, 1990). They show that the status of women in Turkey has changed cross-culturally as well as across different levels of socio-economic development. This paper will focus on the position of women in the public sphere in Turkey. It takes into account the legal, political, and institutional reforms of the republican era and reflects upon these reforms in the increasing literacy and professionalization of women in Turkey. The social status and civil rights of women have been discussed since the nineteenth century in Turkey. During the second half of the nineteenth century, the entire world witnessed women’s struggle for equality in education, health, labour, politics, law, the arts, and the sciences. The movement for women’s rights in Turkey began towards the end of the nineteenth century during the Ottoman Empire. It found its clearest expression in the reforms of Atatürk, following the declaration of the republic in the earlier half of the twentieth century. Many researchers believe that Turkish women have had a unique historical experience due to the total modification of the legal system under the reforms introduced by Atatürk (AbadanUnat, 1978, 1982; Afetinan, 1962; Browning, 1985; Kağıtçıbaşı, 1986; Kandiyoti, 1977; Taşkıran, 1976). Under Atatürk’s leadership, the government of the Turkish Republic adopted a constitution and passed a number of laws that enabled women to enjoy more virtually equal rights with men than they had ever previously experienced in the Ottoman Empire. The revolutionary nature of the republic was evident in the abolishing of caliphate (1924), the secularisation of education by the enactment of the Law of Union of Education (1924), and the adoption of a secular civil code (1926), which opened up the way for women’s citizenship. We can summarise briefly the main formal changes affecting women in Turkish society during the period-1923-1938 as follows: • Polygamy and marriage without the consent of both partners were made illegal. • Divorce by repudiation was made illegal, and divorce was made equally obtainable by either party through application to a court of law. • Inheritance rights were equalised for male and female heirs.

178

Gendering Transformations

• The principle of equal pay for equal work regardless of sex was established. • The right to own and dispose of their own property was granted to women. • The right to vote and stand for election in municipal and national elections was granted to women. • Compulsory and free primary education for all children was instituted by law. • Adult literacy classes were organised throughout the country and attendance was made compulsory for both men and women who were illiterate. Furthermore, Atatürk’s public support for the recognition of equal rights for women was unquestionably rooted in a genuine belief in women’s intrinsic equality with men. All these reforms provided the legal and institutional structures for the ending of sex segregation and unequal treatment of women under the law. Clearly Atatürk did much to try to improve the position of women in Turkish society. Through constitutional, juridical and political reforms, through reform of the educational system, and through his attacks on the prevailing ideology, he sought to accomplish changes in the superstructure, making inroads from all directions. Berktay (2004) argues that one of the most important breaking points between Ottoman society and the new republic resided in the fact that now women were “visible” in public space. This is what some feminist writers in Turkey termed as the “replacement of Islamic patriarchy by Western patriarchy (Arat, 1998; Zihnioğlu, 2003). An example to support this fact is that the new civil code which brought the secularisation of the family and improved women’s status also had its patriarchal biases legally designating the husband the “head” of the family and relegating the wife as being his “helpmate”. Explicitly patriarchal clauses of the civil code were to be amended in 2001 after a long struggle, constituting one of the major achievements of the women’s movement. The main objectives of this paper are to introduce data from education, employment, politics, and civil organisations in order to explain women’s position in the public sphere in Turkey, and to examine women’s movements and organisations after the 1980s. The importance of legal and formal institutional reforms should not be underestimated, for they provide the formal structures and mechanisms for changes in women’s lives. Following are tables of statistical data that demonstrate the various aspects of change in the position of women. Thus, it is seen that the main demographic indicators by gender are positively associated with fertility preferences, life expectancy at birth, and mean age at first marriage (see Tables 1 and 2).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

Table 1

179

Main Demographic Indicators by Gender (1990-2000)

Indicators Population(1.00)

1990

1995

2000

Female Male

27.729 28.474

30.470 31.174

33.091 33.744

Female Male

18.7 12.8

17.1 17.6

15.6 16

Female Male

4.4 3.6 2.99 27.6

5.4 4.2 2.62 27

6.2 5 2.33 26.4

Female Male

51.3 63.5

39.3 49.3

31.1 39.3

Female Male

69 64.4

70.3 65.7

71.5 66.9

Less than 15 (%)

65+

Total fertility rate Mean age of childbearing Infant mortality rate (%0)

Life expectancy at birth

Source:

Population Projections, SIS

Table 2

Historical Indicators by Gender (1935-2000)

Indicators Population (1.000)

Female Male

1935 16.158 7.937 8.221 49.1(%) 19.3 9.8 29.4

1955 24.065 12.233 11.831 50.8 (5) 40.9 25.5 55.8

1975 40.348 20.745 19.603 51.4 (%) 63.6 50.4 76.0

2000 56.473 28.607 27.866 50.7 (%) 86.4 78.3 94.5

Female Male

19.7 23.1

18.7 22.5

20.4 23.9

22.0 25.1

-

5.68

4.06 3.03 5.78

3.7 3.14 5.05

Female Male Female/Population (%0) Literate (%)

Mean age at first marriage

Per woman Mean number of children ever born Mean number of children living Average household size Source: SIS

Gendering Transformations

180

Education and Women Under the Turkish National Education Law and the Declaration of Human Rights, women are assured equal educational opportunities to that of their male counterparts. Education is one of the principal areas Turkey laid emphasis on during its process of modernisation and nationalization. Since its foundation, the republic has advocated women’s equal participation in education. In line with this, women’s literacy and attendance rates at school surged. From 1997 onwards, compulsory education was increased to eight years, accelerating the rise in women’s schooling. Growing rates of female students among graduates parallel the improvements in the level of education and higher participation of well educated women in the labour force (Tan, 2000:32). Table 3

Population by Gender & Literacy Rate (1935-2000)

Census Year 1935 1945 1955 1965 1975 1985 1990 2000 Source:

Female 9.8 16.8 25.6 32.8 50.5 68.2 71.9 80.6

Male 29.3 43.7 55.9 64.1 76.2 86.5 88.7 93.8

SIS

Table 3 shows population by gender and literacy rate between 1935-2000. In 1935, only approximately 10% of women and 30% of men were literate. When we look at the data from the year 2000, improvement is apparent, but still the female literacy rate is much lower than the male’s. In spite of all these accomplishments, Turkey is still far from full-scale equality between men and women in education. Table 4 shows that at every level of education, girls and women are underrepresented relative to boys and men. In Turkey, the illiteracy rate of women is higher than that of the men (see Table 4). By 2000, 19.4% of women were illiterate, though this rate has declined noticeably through time. This problem was recognised by the state as well as the NGOs, and there has been rapid progress in the past few years; 35.000 women received literacy certificates in 2003 from the adult literacy project initiated by AÇEV (Mother-Child Education Foundation). As Kerestecioğlu (2004:40-41) noted, the way to achieve equality between men and women is not only through evening out numerical magnitudes; that is relatively easy. It is a mistaken attitude to see education as an independent structure to solving problems. The real issue is the sexist content of education. What is of concern is to transform gender roles, not pass them on by means of education. Hence, it is necessary to focus on what lies beyond the importance of education to “what kind of an education”. The need in Turkey for

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

181

a change in the educational structure, language, and relationships is compellingly felt. With the present educational programs, it can be said that schools in Turkey contribute to the recreation of traditional sex roles. Educational materials should be reviewed with a gender-sensitive perspective; this is an obligation specified in the fifth article of CEDAW (Convention on Elimination of All Forms of Discrimination Against Women) and Beijing+5 Declaration. Table 4: Percentage of Illiterate & Literate Population by Level of Formal Education Completed (%) 1970-2000 Graduate

Junior Literate high High without Primary Primary school & school & Higher Total Census year Illiterate diploma school education equivalent equivalent education Female 1970 58,2 16,6 20,7 2,2 1,8 0,6100.0 1975 49,5 15,5 29,1 3,1 2,4 0,4100.0 1980 45,3 14,7 31,4 3,7 3,7 1,2100.0 1985 31,8 18,1 39,5 4,5 5,0 1,1100.0 1990 28,0 15,6 43,2 5,4 6,0 1,8100.0 2000 19,4 21,5 37,2 2,5 4,9 10,6 3,9100.0 Male 1970 29,7 24,5 36,1 4,9 3,4 1,3100.0 1975 23,8 20,8 42,9 6,3 4,7 1,5100.0 1980 20,0 18,4 44,2 7,6 6,4 3,3100.0 1985 13,5 18,9 47,7 8,5 8,2 3,3100.0 1990 11,2 16,4 49,1 9,6 9,5 4,2100.0 2000 6,1 21,5 36,9 3,3 9,5 16,1 6,6100.0 Note: Population 6 years of age & over Source: SIS

Women in Working Life Women in Turkey have a long history of being active in the labour market. The most important formal step taken was probably the law passed in 1926, which stated that in any one place of work, for work of the same quality and equal productivity, there should be no difference in wages paid to men and women workers on the basis of sex difference (Caporal, 1982:552). This law evidently sought to remove injustice against women once they had entered the workforce; what it cannot do is to remove

Gendering Transformations

182

the prior obstacle of women’s concentration, almost to the degree of exclusiveness, in certain areas (most notably in textile and food industries). Nonetheless, the labour participations of women in urban areas of Turkey are very low, despite the law, women continue to receive, on average, a lower wage than men. The features of women’s employment in Turkey bespeak the effects of the modernization process. Contrary to the recent experience of many developed countries, labour force participation of women has been on a decline in Turkey. The economically active female labour force has been in decline since the 1950s. While in 1955 the labour force participation rate of women was 72% (SIS, 1993), by 1994 it was only 31.9 % (SIS, 1994). In the same period, the numbers of the male labour force have been dwindling, too, but the downward curve for women is much sharper. We can also see similar figures between 1980-2000. Table 5

Population by Labour Force Status, 1980-2000

Census year

Labour force participation rate (%)

Unemployment rate (%)

Total 1980 1985 1990 2000

62,9 61,1 60,6 55,2

3,6 4,7 5,4 8,9

45,8 43,6 42,8 39,6

1,7 2,0 2,8 7,2

79,8 78,3 78,2 70,6

4,7 6,2 6,8 9,9

Female 1980 1985 1990 2000 Male 1980 1985 1990 2000 Source: SIS

In Table 5, we can see that female participation in the labour force is significantly below the male’s. Also, women’s participation in the labour force in rural and urban areas diverges dramatically. Traditionally, women have been employed in agriculture where, in 1970, 89.5% (compared to 54% of the male workforce) were found (SIS, 1993). Women’s participation in the labour force of rural areas is above the Turkish average, whereas in cities, it is significantly below the average. In cities, women’s participation in the labour force varies significantly by age. The most intensive participation is by the 20-24 age group. The burdens of women in the private domain impose very serious obstacles to working at a later

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

183

age. At the end of the 1990s, the labour force participation rate for married women in urban areas was approximately 12%, which was about half the rate of single women. The labour force participation of women is affected by their personal and family characteristics, and by their socio-economic background. Personal characteristics include age, years of schooling, marital status, and whether the woman is a household head or not. Table 6

Percentage of Employed Population by Occupation (%) Scientific technical, professio Administrat Clerical nal & ive & & Commerci related managerial related al & sales Service workers workers workers workers workers

Census year Female 1970 2,5 0,1 1,3 1975 2,8 0,1 2,1 1980 3,7 0,1 3,1 1985 4,0 0,1 3,2 1990 4,8 0,2 3,9 2000 6,9 0,4 6,5 Male 1970 5,3 1,0 3,5 1975 4,2 0,6 3,6 1980 5,0 1,3 3,8 1985 5,5 1,2 3,8 1990 5,9 1,5 4,2 2000 7,5 2,0 5,6 Note: Population 12 years of age & over

Agricultural, Non-agricultural animal, production & husbandry related workers, forestry transport workers, equipment fishers operator& &hunters labourers

0,3 0,5 0,5 0,8 1,1 2,3

0,8 0,9 1,0 1,2 1,6 2,8

90,5 87,5 87,1 86,3 82,1 75,7

4,6 6,0 4,5 4,5 6,4 5,5

5,7 4,8 6,5 7,1 8,1 8,4

6,6 4,7 7,2 7,8 8,7 10,1

63,6 52,8 43,9 42,9 37,6 33,0

14,2 29,3 32,3 31,7 34,0 33,3

Source: SIS

A close relationship is observed between the level of education and participation in labour force. At every higher step of the level of education, participation in labour force increases accordingly. Although the situation is the same for men, education is a much more influential factor in women’s entry into public life and the decision to work at a paid job. There are inequalities between men and women in terms of distribution by sectors. Almost three quarters of working women are employed in the agricultural sector. Nearly all these women are unpaid family workers, so their jobs do not provide them with an independent income that would liberate them. Table 6 shows employed people by occupational activity. Most of the women in Turkey are employed in the agricultural sector (see Table 6). The percentage of women employed in the agricultural sector was 80% in 1989; it declined to 74% in 1994. The second woman-intensive sector is the manufacturing industry. Women are

184

Gendering Transformations

over represented in the food and textile industries. The third important sector for women’s employment is in the community social and personnel services. Women are usually employed as unskilled workers and regular office workers. Women have very low representation at the high levels of technical personnel level when we consider the jobs related to production. Table 7

Employed Population by Occupational Classification, 2000

Occupational Classification Physicists, chemists & related scientists Architects, engineers & related scientists Aircraft pilots, ships' deck officers, ships' engineers Biologists, Agronomists & related scientists Occupation related to medicine Mathematicians, statistician, system analysts Economists Accountants, bookkeepers Occupation related to legal Occupation related to education Ministers of religion & others Authors and journalists Sculptors, painters & related artists Musicians, actors & related workers Athletes, sportsmen & related workers Other professional, technical & related workers Note: Population 12 years of age and over

Female % 28 14 6 54 54 32 32 27 28 43 3 45 13 29 9 41

Male % 72 86 94 46 46 68 68 73 72 57 97 55 87 71 91 59

Table 7 shows us that a similar imbalance is observed in the distribution of professions, as well. Women are concentrated in professions associated with agriculture. Acar, et al. (1999:7) pointed out that the main areas in which genderbased discrimination appears in professional life are in categories such as career guidance, personnel recruitment, and organisational behaviour and assessments. There are various personal factors which influence the wages or earnings of individuals, such as age, sex, race, and natural ability. Education and gender are the most significant factors determining the amount of earnings. Table 8 shows the average monthly earnings by educational status in the public and private sector and male/female rate in 1994. In the private sector, women are concentrated in certain areas, receive lower pay, and are commonly employed without insurance. Table 9 shows the average monthly earnings by occupational group in the public and private sectors, male/female rate in 1994. Table 10 illustrates the average monthly earnings by size of firm in the public and private sector, male/female rate in 1994.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

Table 8

185

Average Monthly Earnings by Educational Status in Public & Private Sectors (Male/Female) 1994

Public Private Male/Female Male/Female Illiterate 1,2 2,5 Literate without diploma & primary school 1,4 2,1 General junior high school & high school 1,4 1,7 Vocational junior high school & vocational high school 1,6 1,3 University & higher 1,3 1,5 Note: Population employed as regular and casual employee from 12 years & over] Educational status

Table 9

Average Monthly Earnings by Occupational Group in Public & Private Sectors (Male/Female) 1994

Occupational group

Public Male/Female 1,2 1,0 1,3 2,4 1,5

Private Male/Female 1,5 1,2 1,5 1,7 1,5

Scientific, technical, professional and related workers Administrative, executive and managerial workers Clerical and related workers Sales workers Service workers Agricultural animal husbandry, forestry workers, 4,3 2,5 fishermen Non-agricultural production and related workers 1,3 1,9 Note: Population employed as regular and casual employee from 12 years & over

Table 10 Average Monthly Earnings by Size of Firm in Public & Private Sectors (Male/Female) 1994 Public Private Male/Female Male/Female Less than 2 1,3 1,6 2-4 1,2 1,5 5-9 1,2 1,8 10-19 1,3 1,6 20+ 1,3 2,1 Note: Population employed as regular and casual employee from 12 years & over Size of Firm

Gendering Transformations

186

Table 11 Number of Parliamentarians by Election Year and Gender Election year 1935 1939 1943 1946 1950 1954 1957 1961 1965 1969 1973 1977 1983 1987 1991 1995 1999 2002 Source:

Total 395 400 435 455 487 535 610 450 450 450 450 450 400 450 450 550 550 550

Female 18 15 16 9 3 4 7 3 8 5 6 4 12 6 8 13 22 24

Male 377 385 419 446 484 531 603 447 442 445 444 446 388 444 442 437 528 526

Female% 4,6 3,8 3,7 2,0 0,6 0,7 1,1 0,7 1,8 1,1 1,3 0,9 3,0 1,3 1,8 2,4 4,0 4,4

www.die.gov.tr

Participation of Women in Politics Table 11 shows the number of parliamentarians by election year and gender. In the 2002 elections, 24 women were elected to the parliament, corresponding to a 4.4%. In stark contrast, Turkey was among the first countries that granted women the right to vote and to hold public office. Nowadays, Turkey is behind almost all European countries in terms of women’s participation in politics (4.4%), as well as other countries such as Tunisia, Bangladesh, and India. As Eşim and Cindoğlu (1999) note, the political culture of Turkey poses a number of obstacles to women’s participation in the public arena, particularly politics. Women’s organizations face the challenge of the mainstream political culture, which stems from the predominantly male-dominated politics where communication with civil society institutions is limited. The political sphere is mainly defined by the state elite in Turkey. It is not only women’s participation in the national parliament that is low; in other areas of politics, for example local administrations, there is an alarming picture. The rate of women’s representation in local assemblies is around 1%. There is only one female mayor at the moment and no female governor. While women’s participation in formal politics is low, it should be emphasized that their

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

187

participation in unconventional political activities, especially in civil society organisations and movements, is strikingly high. Women’s Movement and Organisations Turkish women have long been politically active in the public sphere, writing in newspapers and journals, mounting campaigns, launching protests, and organising within associations to improve women’s status in Turkish society. The second half of the nineteenth century, the latter period of the Ottoman Empire, historically included some feminist movements in Turkey. At the time, being aware of the growing feminist activism in Europe and the US, some well-educated upper-class women, most of whom were close relatives of high-level civil servants, began discussing how to improve women’s lives in Ottoman society. In numerous women’s journals, Ottoman women focused on issues ranging from the quest for education and participation in the labour market to the elimination of polygyny (marriage of a man to multiple women) and peçe (an Islamic facial cover) (Çakır 1994; Tekeli 1998). According to Çakır (1994), among the journals of that era, Kadınlar Dünyası (Women’s World), which was published between 1913 and 1921, deserves special attention as it showed that the demands of women for change in their roles would necessitate a transformation in the Islamic structure of the Ottoman Empire. Several studies on the feminist movement in Turkey have pointed out that rights were strategically given to women in the early years of the republic in order to bring about structural change in areas where Islamic laws had previously been dominant. According to Tekeli (1986) and Kırkpınar (1998), changing women’s status and appearance have been considered necessary measures to modernize and break ties with the public governance of Islam. Despite the “new roles” and “new opportunities” provided to women in the 1920s and 1930s by the republican reforms in Turkey, during the 1980s women still lived in a patriarchal system scourged by gender inequalities in the legal system, education, economic life, and in the family. Traditional gender roles were questioned and challenged by the new women’s movement after the 1980s. Beginning in the mid-1960s, women became politically active again in social movements, mostly in left-oriented organisations within the leftist movement such as the Democratic Women’s Union, Worker Women’s Union, and Revolutionary Women’s Association (Tekeli, 1998:342). However, these political activists predominantly focused on social class issues. They did not form a collective action to question women’s roles and status until a feminist movement emerged in the early 1980s (Tekeli, 1990). The main theme of the “first wave of feminism” that emerged at the turn of the nineteenth century and early twentieth century in the Ottoman Turkish society was to extend these rights granted by the nation-state to its “women citizens”. The first wave of feminism was followed by the second wave of feminism, characterized by the discourse of “freedom” and fought against patriarchal gender roles and relations so that the rights granted by law could be put into practice in social, cultural, political, and economic domains. The common struggle of the

188

Gendering Transformations

universal women’s movement for women’s equal human rights can be traced, with some variations of course, along Turkish geographical lines as well. We can think of the history of the women’s movement in Turkey in terms of continuities and discontinuities. First of all, the first period of protest in the women’s movement exposed the inequality experienced by women in various walks of life; the second period of protest proceeded by way of developing solutions to eliminate these inequalities and taking concrete steps. Women’s struggle to become “citizens” in the first period took the shape of “a discourse of rights” at the level of education, law, economy, politics, etc. The new wave subjected all institutions and mechanisms of society to criticism, claiming that they were areas producing and reproducing the patriarchal system, and demanded an increased participation of women. As Eşim and Cindoğlu (1999) note, both in the past and present, women’s organizations in Turkey are influenced by political and social approaches to gender issues. They argue that women’s organisations are also affected by the changing approaches to gender and development issues by international donor agencies, due to the financial support, technical and technological assistance that they receive from these institutions. In the 1980s, meetings of consciousness-raising groups, publications of feminist journals, street protests, and issue-based campaigns shaped feminism in Turkey. The women’s movement, which created an ideological awareness with respect to gender issues in Turkish society in 1980s, started to establish its own institutions in the 1990s. Many feminists agree that feminism in Turkey went into a different phase in the 1990s. This phase can be described as institutionalisation. The feminist protest of the 1980s has succeeded in penetrating into public policies through all kinds of formations, such as associations, foundations, and companies which were created and constituted by the protest’s influence, by bringing alternative models, rules or approaches (gender mainstreaming). These social formations influenced by feminist consciousness, at some points took the shape of an independent women’s organisation and at others emerged as an autonomous unit or centre within mixed institutions or organizations such as universities, trade unions, and business organisations. Being widespread and varied in the outer regions of urban centres as well, these constructs have left their mark by attempting to transform the genderbiased content of the state and society in Turkey. In the 1990s and early 2000s, feminist organizations were established in cities other than the three major cities of Ankara, Istanbul and İzmir (Kardam and Ecevit, 2002). Table 12 reveals Flying Broom’s survey on women’s organisations in Turkey. This survey introduces a wide range of established organisations, associations, foundations, groups, initiatives, companies, cooperatives, platforms, etc.While in Table 13 we can see women’s organisations by establishment date. It demonstrates that the number of women’s organisations increased rapidly after 1980. When we look at the establishment dates of women’s organisation, 94% of them were established after 1980.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

189

Table 12 Women’s Organisations in Turkey Type of Organization

N

Association Foundation Platform Initiative Cooperative Company Other * Total Source:

%

219 30 14 11 21 13 51 359

61 8,4 3,9 3,1 5.9 3.6 14,2 100

Research and Apply Centres, Universities' women's Studies, etc.

Table 13 Women’s Organizations by Establishment Date Date Type of Organisation Association (N=181) Foundation (N=30) Platform (N=13) Initiative (N=10) Cooperative (N=19) Company (N=13) Other (N=49) Source:

96.1 96.7 100.0 80.0 94.7 100.0 87.8

Flying Broom, 2003

Conclusion Significant changes in the legal rights and status of women in Turkey took place at the end of the Ottoman Empire, and subsequently during the early years of the Turkish Republic. The next phase of the changes occurred predominantly after 1980, especially in the 1990s and 2000s. Eventually, in the first period, the women’s movement managed to make the “women’s question” visible to a considerable extent and established the definition of “equal citizenship” in Turkey. In the second period, the movement followed a line that also included radical demands for an “actual solution” to the problem on the basis of the “gender” concept. The “breaking” point between the first and second wave feminism surfaces here: Arguing that gender roles ascribed to men and women by the Turkish modernization project did not substantially change patriarchal gender relations, the second wave of the women’s movement prodded Turkey towards addressing this. The amendment to the civil code, the abolishment of some gender discriminatory articles of the penal code, protection mechanisms to combat violence against women

190

Gendering Transformations

(The Law on the Protection of the Family), institutions such as shelters, the foundation of the Women’s Library and Information Centre, the emergence of gender critique in science, art, literature, etc., and the establishment of women’s studies centres in universities are examples worth noting in this context. The primary force behind the drastic legal changes, though, seems to be the European Union. The possibility of becoming a member of the European Union has prompted the Turkish state to make major changes in its constitution, civil code, and criminal code. In order to reach actual equality rather than abstract equality, the agenda of the women’s movement still has to take specific steps in the “long march” according to the gender mainstreaming approach of European Union. References Abadan-Unat, N. (1974). Major Challenges Faced by Turkish Women: Legal Emancipation, Urbanization, Industrialization. Turkish Yearbook of International Relations XIV:20-44. ——— (1978). The Modernization of Turkish Women. The Middle East Journal 32(3):291306. ——— (1982). Toplumsal Değişme ve Türk Kadını. In N. Abadan-Unat (Ed.), Türk Toplumunda Kadın (pp. 1-32). Ankara: Türk Sosyal Bilimler Derneği. Acar, F., Ayata , A. G. and Varoğlu, D. (1999) Cinsiyete Dayalı Ayrımcılık: Türkiye ‘de Eğitim Sektörü Örneği, Ankara: T. C. Başbakanlık Kadının Statüsü ve Sorunları Genel Müdürlüğü. Afetinan, A. (1962). The Emancipation of the Turkish Woman. Netherlands: Unesco. Arat, Z. (1998). Kemalizm ve Türk Kadını. In A. B. Hacımirzaoğlu (Ed.), 75 Yılda Kadınlar ve Erkekler (pp. 51-58). İstanbul: Türk Tarih Vakfı Yayınları. Berktay, F. (2004). Introduction: Building Bridges to Raise Mutual Understanding and Collaboration. In F. Berktay et. al (Ed.), The Position of Women in Turkey and in the Europan Union: Achievements, Problems, Prospects (pp.13-33). Istanbul: KA_DER Press. Browning, J. (1985). Atatürk’s Legacy to the Women of Turkey, Universiy of Durham, Centre for Middle Eastern and Islamıc Studies, Occasional Papers Series, No.27. Caporal, B. (1982). Kemalizm ve Kemalizm Sonrasında Türk Kadını. Ankara: Türkiye İş Bankası Kültür Yayınları. Çakır, S. (1994). Osmanlı Kadın Hareketi. Istanbul: Metis. Eşim, S and Cindoğlu D. (1999). Women’s Organizations in 1990s Turkey: Predicaments and Prospects. Middle Eastern Studies 35(1):178-188. Kağıtçıbaşı, Ç. (1982). .Sex Roles, Value of Children and Fertility. In Ç. Kağıtçıbaşı (Ed.), Sex Roles, Family and Community in Turkey, (pp. 151-160). Indiana: Bloomington. ——— (1983). Women and Development in Turkey. International Journal of Turkish Studies 2 (2):59-70. ——— (1986). Status of Women in Turkey: Cross-Cultural Perpectives. International Journal of Middle East Studies. 18(4):485-499. Kandiyoti, D. (1977). Sex Roles and Social Change: A Comparative Appraisal of Turkey’s Women. Signs: Journal of Women in Culture and Society. 3(1):57-73. ——— (1982). Urban Change and Women’s Roles in Turkey: An Overview and Evaluation. In Ç. Kağıtçıbaşı (Ed.), Sex Roles, Family and Community in Turkey, (pp. 101-120). Indiana: Bloomington. Kardam, F. and Ecevit, Y. (2002). 1990’ların Sonunda Bir Kadın İletişim Kuruluşu: Uçan Spürge. In A. Bora and A. Günal (Ed.), 90’larda Türkiye’de Feminizm (pp. 87-109). Istanbul: İletişim.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

191

Kerestecioğlu, İ. Ö. (2004). Women’s Social Position in Turkey: Achievements and Problems. In F. Berktay et. al (Ed.), The Position of Women in Turkey and in the European Union: Achievements, Problems, Prospects (pp. 35-55). Istanbul: KA_DER Press. Kıray M. B. (1976). Changing Roles of Mothers: Changing Intra-Family Relations in Turkish Town. En J. Peristiany (Ed.), Mediterranean Family Structure (pp. 261-271). Cambridge. Kırkpınar, L. (1998). Türkiye‘de Toplumsal Değişme Sürecinde Kadın. In A. B. Hacımirzaoğlu (Ed.), 75 Yılda Kadınlar ve Erkekler (pp. 13-29). Istanbul: Türk Tarih Vakfı Yayınları. SIS-State Statistical Institute (1993). 1990-1991 National education Statistics Formal Education. Ankara. ——— (1994). 1994 Household Labour Force Survey Results. Ankara. ——— (1995). 1992-1993 National Education Statistics Formal Education. Ankara Tan, M. G. (2000). Eğitimde Kadın-Erkek Eşitliği ve Türkiye Gerçeği. In Kadın-Erkek Eşitliğine DoğruYürüyüş: Eğitim, Çalışma Yaşamı ve Siyaset (pp. 21-117). Istanbul: TÜSİAD. Taşkıran, T. (1976). Women in Turkey. Istanbul: Redhouse. Tekeli, Ş. (1986) The Rise and Change of the New Women’s Movement:Emergence of the feminist movement in Turkey. In Drube Dahlerup (Ed.), The New Women’s Movement: Feminism and Political Power in Europa and U.S.A (pp. 179-199). New Park: Sage ——— (1990). 1980’ler Türkiye’sinde Kadınlar. In Ş. Tekeli (Ed.), Kadın Bakış Açısından 1980’ler Türkiye’sinde Kadın (pp.7-41). Istanbul: İletişim Yayınları. ——— (1998). Birinci ve İkinci Dalga Feminist Hareketlerin Karşılaştırılmalı İncelemesi Üzerine Bir Deneme. In A. B. Hacımirzaoğlu (Ed.), 75 Yılda Kadınlar ve Erkekler (pp. 337-347). İstanbul: Türk Tarih Vakfı Yayınları. Zihnioğlu, Y. (2003). Kadınsız İnkilap. İstanbul: Metis.

Women’s Social Identity from an Armenian Perspective: Armenian Woman, Soviet Woman, Post-Soviet Woman Svetlana A. Aslanyan Women’s Scholars’ Council, Armenia

Introduction The problem of women’s social identification is as old as humankind, but only now due to feminist approaches has it become clear how it is important for every society. The analysis has revealed a direct connection between religion, tradition, national culture, the family, the political system, and ideology and women’s identification. The factors affecting women’s identity are similar across countries and cultures, but the rate of impact determines the differences, which can be substantial between countries. Thus the problem of women’s identity was and continues to be different in various political, economic, and social environments. It must be considered in light of its historical context since each historical period reinforces one or another factor that has an impact on women’s identity. Of course, this phenomenon relates to all countries, but the Armenian case is different, since over 70 years of Soviet power has left a significant impact. It seems that one of the reasons why Armenian women are not as active as their western peers is embedded in the Soviet mentality of Armenian women, who have neither experience in the struggle for equal opportunities, nor a tradition of successful individual and community achievements to improve society. Woman-mother and woman-protector of the family Over many centuries the social identification of Armenian women was self identification as a woman-mother and woman-protector of the family, and the societal role of women was limited to involvement in the church groups called women’s associations, which were engaged in charity, providing assistance to orphans and the elderly. The role of such women’s groups was very important in Armenian society, since after Armenia lost its independence, the Armenian Church took over the essential part of state functions. The research results were surprising: Women’s equal rights have had a long history in the life of Armenian society. It so happens that, many centuries before the suffragist and feminist movement, Armenian law and policy-makers and statesmen considered women’s rights in their

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

193

deliberations. Ancient Armenian codes and legal regulations provide indirect evidence of the fact that in the past, women were treated as equal members of society on issues related to inheritance, property rights, and so on. Numerous law codes and constitutions of ancient Armenia protected women’s rights. The instances include: a) the code of Shahapivan (443 B.C.), b) the Constitution of King Vachagan’s (fifth century), c) the Regulations of David Alavkavord’s (eleventh century), and d) the Book of Conviction of Mkhitar Gosh (twelfth century)1, (Zeitlian, 1992:24). In the nineteenth century when the women’s movement started in Europe, Armenian women were not indifferent. They followed the intellectual and political trends of Europe in French, German, and Russian universities. It was at this time that women’s unions were established in Tbilisi and Constantinople. The women intellectuals of the turn of the century were more intent on engaging women in social change and political reform. At that time, Armenian women intellectuals had already been striving for civil rights. The famous writers Serpouhi Vahanian-Dussap and Zabel Assadour created the Armenian version of the Declaration of Women’s Rights (Zeitlian, 1992). The Declaration of Armenian Women’s Rights: 1. 2. 3. 4. 5. 6. 7. 8.

Equal rights for men and women. Equal rights to choose a career and gainful employment. Removal of all double standards in favour of men from married life. The right of women to higher education as an essential means of improving child rearing and instruction as well as raising the standard of social interaction. The right of women to participate in the social sphere or have an equal role in the community. The elimination of the degrading customs of dowry (“head money”), financial inducements, or benefits as a basis of marriage. Respect for ethnic values and traditions and at the same time acceptance of a modern liberal education that could enhance and strengthen the national identity and develop civic consciousness. Communication of women through the diffusion of ethnic culture, mobilization for self-defence, and willingness to sacrifice for national honour.

The above-mentioned documents efforts of progressive Armenian intellectuals and the struggle of advanced Western Armenian women for women’s rights had a definite impact on Armenian society of the twentieth century. Thus, the First Republic2 of 1918-1920 gave women the right to vote and to be elected to the highest government bodies, and in its parliament 8% of the members were women (compared with the 3% of the members in the current so-called democratic Armenian Parliament). Moreover, women achieved legal and constitutional rights equal to those of men. Another achievement of the First Republic was authorizing a female ambassador to Japan. Dr. Diana Abgar (Abgaryan) was the first female ambassador in the world.

194

Gendering Transformations

This short historical survey explains the conclusion of Armenian anthropologists that it was always within Armenian tradition for women to take part in decisionmaking on important matters in the family, but in accordance with the same tradition, the decision was always declared by a man, the host of the family, or senior woman. As stated above, the primary social identity for women was a woman-mother and woman-protector of the family, which was extolled by Armenian literature, music and arts. To illustrate this, I quote a poem of the famous Armenian poet, Avetik Issahakian. “The Heart of Mother” in free translation sounds like the following: “The beloved of one young man required that he brings his mother’s heart to prove his love. The young man didn’t want to do that, and she ordered him to go away. Then he decided to deceive her and bring an animal’s heart, but she was inexorable. She said: ‘you don’t love me; otherwise you would bring your mother’s heart’. While running with his mother’s heart, the boy stumbled over a stone and fell down. Then his mother’s heart asked: “Oh, my poor boy, did you get hurt?” (Issahakian, 1958:169). These lines show the great devotion of Armenian women to their children and family. But the history of the Armenian women’s movement includes another identity of the pre-Soviet Armenian woman: a new type of woman, emancipated and politically active, who can be a Member of Parliament, ambassador, etc., whose efforts, along with her western peers, led to the advancement of gender issues today. Soviet women: the liberated woman-worker and woman-Soviet citizen The establishment of Soviet power was followed by Lenin’s decree of equal rights for men and women in work, educational, social, and economic life, which followed from the ideology of socialism and later turned into a main postulate of communist ideology. The relations between the sexes were reconsidered in the context of the new collectivist ideology and morality. Social and sexual equality in all spheres of social life, including access to jobs and education, was declared because “the Bolsheviks’ vision of social transformation also included the emancipation of women. They proposed equality between the sexes by socializing domestic labour – that is, by entrusting household tasks and childcare to paid workers, bringing women out of the home to become full and equal participants in socially useful, paid labor (Alpern and Posadskaya-Vanderbeck, 1998:4). Thus, the emancipation of women was accompanied by their acquisition of certain rights and liberation in family relations; marriages became secular and the process of divorce simplified. Women’s participation in social and political life became the basic postulate of communist ideology, implemented through quotas in governance structures. The Holiday “International Women’s Day, 8 March” was established by the Soviet government. This phenomenon can be termed “gender equality from above” (Aslanyan, 2000:99). The plan was to create a new type of woman –Soviet woman– in contrast to the patriarchal model of passive, emotional, dependent, and self-sacrificing women. This type of woman had to become the woman of the future, whom August Bebel described thus: “The woman in future society is socially and economically independent; she is no longer subject to even a

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

195

vestige of dominion and exploitation; she is free, the peer of man, mistress of her lot. Her education is the same as that of a man, with such exceptions as the difference of sex and sexual function demand. Living under natural conditions, she is able to unfold and exercise her mental power and facilities (1975:333). The idea of women’s equality had been forcibly imposed on women and society through ZhenSoviet-s (Women’s Council) and Jenotdel-s (Women’s Departments)3. Let us imagine an Armenian village in 1920, and Armenian women brought up in the typical Armenian patriarchal family. Their social identity, resulting from patriarchal traditions, was woman-mother and woman-protector of the family. Groups of communists and komsomols4, activists composed both of men and women, went to villages and declared the liberation of women. They called all the women to the meeting and announced: “Now you are equal with the men”. People, particularly women, did not understand: Why are they equal and what is this equality? They thought nobody needed that equality, since at that time they dreamed only about having a good family, riches, and happiness. In addition, they were afraid of socialism and communism and could not identify with these strange women in leather coats with short skirts, short hair, and a cigarette in their teeth who came and spoke about the equality of men and women. An 87-year-old rural woman, Nunufar Tamasyan5, shared her experience: “These komsomol revolutionary women had been going through villages gathering young women and girls to meetings and tried to involve them in komsomol. They were rather emancipated; they used to smoke and drink as men and with men, they would speak and laugh aloud, shouting and wearing short skirts and red scarves on heads, and they behaved like men”. Village people hated them since they did not comply with their ideas about women and were, in fact diametrically opposed to their perception of women’s identity. To the villagers, these activist women were resolute, manlike women who could drink, use bad language, curse, and command subordinates and terrorize the village people. That is why people used to call them ghzoghlan (“men like woman”). This usage remains in Armenian up to now when somebody wants to describe manlike women, women activists, or career seekers. For the generation of our grandmothers, who were brought up as a typical Armenian woman –an ideal mother and ideal wife– women’s social activities began and ended with charity work in their church and in their community. But who were these revolutionary women, who terrified the ordinary people? They were also Armenian women, mostly young, belonging to another part of society, a very small part in the beginning, who advanced the revolution with the men. It was really a generation of revolutionary women, certain in their belief that they were making history by destroying obsolete concepts of women’s identity together with the bourgeois traditions. Ninety-two-year-old Anoush Sarkisyan, called “old Bolshevik”, a former komsomol and communist leader, described her experience: It was the happiest time of my life; we male and female were young and free, full of enthusiasm. We felt ourselves free, we could smoke and dress as we wanted, did whatever we wanted; nobody had right to forbid anything. We called each other ‘tovarishch’, nobody dared to call us ‘mademoiselle’. We gathered every evening and talked about world revolution, communism, equality, and happiness for all workers and peasants all

196

Gendering Transformations over the world. We had gone to villages and wanted to involve them in the Revolutionary process, but we ran into resistance and incomprehension. We wanted to liberate them from patriarchal society.

And, as it is well known, new times imposed new conditions and Nunufar Tamasyan noted: “I wanted to take part in the activities of the first komsomol members, to tie on a red scarf, participate in meetings, but my mother didn’t allow me” and said, “I would not want my daughter to be like these godless, manlike women, who are offspring of devil.” However, some of the younger generation of women disregarded the traditions of their mothers and became atheists, but mostly, they started studying and getting professions. The Revolution gave them new opportunities, opening a new world to them, which they trusted. They blindly believed in the victory of communism in the world and started promoting socialism along with men and with great enthusiasm. They wanted to become the “future women” of August Bebel and Alexandra Kollontai. They rushed into the new world of politics, education, cities, sexual equality, and industrial work possibilities. And the Soviet power provided them these opportunities. From the first days of Soviet control, the goal to eradicate illiteracy was established. In all Armenian villages, the church schools were transformed into Soviet schools, designed to provide the obligatory seven-year, later ten-year education. Despite the extreme ideologicalization of Soviet schools, it did guarantee the overall literacy of the population, as well as provide further employment opportunities. “In 1918, the Bolshevik government promulgated a family code that was aimed at paving the way toward women’s emancipation. It equalized women’s status with men’s, removed marriage from the hands of the church, and made divorce easily obtainable by either spouse. In 1920 abortion becomes legal if performed by a physician.” (Alpern and Posadskaya-Vanderbeck, 1998a) Though the Soviet Power did not establish real gender equality in society, in general the conditions for women in the Soviet Union improved: The constitution guaranteed gender equality; the mechanisms for implementation of it were elaborated (Jensovet-s and quotas), and the socialist system guaranteed free education and medical service as well as a large network of childcare. Thus, the Revolution and establishing of Soviet Power forced radical changes in women’s societal and family life, which brought about a new perception of women’s social identification: the Soviet woman, ideal woman-worker and woman citizen, women constructors of socialism. Women gained freedom and equality, and it would seem they should be satisfied. However, after thorough examination undertaken in recent years we have come to the conclusion that this so-called freedom aimed only to serve ideological propaganda and this so-called equality contained in fact elements of gender discrimination. The discrimination against women in the Soviet Union was hidden, though at first glance it appeared that everything was fair in Soviet Union and that the women’s question was solved. Because of certain advantages of the socialist system, in Soviet Armenia both men and women have benefited from a strong educational system, and women started becoming a breadwinners like men. Most of women got an education. They became professionals. But the reality at that time was that no women held the top position in the Soviet power hierarchy6, namely either in

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

197

the government or in parliament. Secondly, though it was stated that men and women had been paid equally and that there was no discrimination with respect to salary, a more thorough investigation shows that in fact women were kept predominantly in the lowest paid positions. It seems that the only places where no discrimination existed was in workplaces requiring low-wage physical labor. The foreign visitors who came to Russia at that time wondered about Soviet women doing physical work, building roads, doing construction, and working in factories and agriculture, and they took pictures of Soviet women doing such manual labour. A popular Russian/Soviet folk song at that time was “Chastushka”: Babi pashut babi jnut- mujiki uchet vedut, which can be translated into English, as “women plough, women harvest, and men monitor and manage.” Further proof comes from the results of our research conducted during the project of the Center for the Development of Civil Society “Drafting of a roster for women professionals in Armenia” in 19977. It provided many unexpected results. For instance, in research institutions of the Academy of Science of Armenia, women with equal level of education to that of men generally were in the low or middle links, implementing daily routine work, while men were supervisors. The percentage of women in lower levels of the work hierarchy is 70-80%; the more one goes higher up the level, the more the percentage of women representation decreases. It revealed that in most cases women conducted experiments, reviewed literature and performed all the routine work, and men defended dissertations and got degrees. Women comprised 41,8% of the total number of candidates for degrees in science8, working in the National Academy of Sciences of Armenia. These figures clearly affirm the high professional activity of women; yet women make only 17,2% of the total number of doctors of sciences working in Academy. Even less, only 5,8 % of the members of the Academy are women. This caused the imbalance observed in gender distribution of scientists in the Armenian National Academy of Science. This data presents evidence for the following: on the low level of professional activity, women are presented approximately on an equal footing; with more prestigious professional stages women are less represented. This once again confirms the existence of a gender “glass ceiling” of professional promotion that is not easy to overcome for women. In addition, this also confirms that Soviet power was using women as a cheap work force. Research demonstrate that Lenin and the Bolsheviks, and later Stalin, became disassociated from Clara Tsetkin, August Bebel and other socialists, and used women’s liberation as a tool to bring women into the work force. If we proceed from the premise that women make up approximately 50% of the population of almost every country (with small variance), it is easy to see how efficient such cheap work force could be. From this research, we have come to the conclusion that the Bolsheviks did create a system that would enable women to get involved in the social domain and become liberated from traditional female household duties, but they failed to create a whole infrastructure; they established only childcare facilities and summer camps for school children, which also served the communist ideology of bringing up future Soviet citizens. In addition, for propaganda purposes they used the claim that as a communist system it was the first country in the world, which liberated women, established equal rights for women, provided women with the right to vote, and to hold office. Only during the Perestroika, did Armenian society

198

Gendering Transformations

discover that in reality Armenian women had the right to vote and to be elected to the highest government bodies and its parliament before Sovietization, over the period of the First Republic of 1918-1920, while the first country to provide women with the right to vote was New Zealand in 1893 (Uspenskaya, Tver Center of Women’s History and Gender Study, http://tvergenderstudies.ru/index.html). It was revealed that the first female ambassador was Dr. Diana Abgar, not Alexandra Kollontai, who was appointed as an ambassador by the Soviet government in 1923. Armenian women soon became discontented with Soviet power because Armenian women were even more loaded, they worked outside the home and inside the home; they not only cooked and cleaned, did the laundry, took care of elderly parents but also tended conservation (specific for Armenia), and shopped for food on the way home from work. The double burden increased due to the absence of an infrastructure of support systems. Eventually, negative attitudes towards the concept of equality began to be generated. This discontent increased in result and during the Khrushchev “thaw,” when the “iron curtain” was slightly raised, Soviet society started to be influenced by the Western image of feminine glamour. Soviet women, old and young, our mother’s generation and our own saw that these “not liberated”, supposedly exploited women were so elegant, so feminine in bright-colored dresses and high-heeled shoes and looked very happy. They then saw at themselves from a different perspective, realizing that they were “liberated” for work at work and work at home and, in their limited free time, doing public work voluntarily. Even the slight opening of the Iron Curtain contributed to a growing consciousness of the hidden discrimination and inequality masked as “equality”. The image of a gloomy worker, a serious woman wearing a masculine dark suit9, never smiling, so as not to seem frivolous, gradually started to change to feminine, fashionable women in bright dresses. Specifically, at that time, articles started to appear in women’s magazines on how to take care of the face and hands, and women started to visit beauty salons; even women partcomes10 (the head of communist party local comities) used to go to beauty salons, hairdressers, etc. This is precisely when negative attitudes towards the concept of equality began to be generated. “Equality for what?” asked women, “To work 24 hours?” Soviet women had become tired of Soviet equality and Soviet liberation and started to express their dissatisfaction. It is important to remember that meanwhile in the 70s, the feminist movement was spreading in western countries, and women’s issues were a focus of international attention. The perception of women as a powerful, productive, social force, which can make a contribution to the development of their countries, had become universal. Yet, even the International Year of Women, declared by the United Nations in 1975, which was held in all countries under the slogan Equality, Development and Peace, was not well recognized or welcomed. At that time the widespread view was that this equality was the main cause of women’s actual “double burden,” which caused a massive backlash against the women’s movement in Perestroika times. This fact, which may at first seem selfcontradictory in the context of long-awaited democratic reforms, is embedded in the view of women’s equality as adverse for Soviet women. Newspapers of the Perestroika period were full of publications, criticizing women’s work and obligatory public activeness, stating that women now had no time for raising their

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

199

children. Even Michael Gorbachev, the father of Perestroika himself, suggested in his book “Perestroika” (1989:288) the returning of women to their “purely womanly mission” of housework, child care and homemaking. Sadly, these opinions were advocated not only by men, but also by women. Only later, when Gorbachev started travelling abroad with his wife and Mrs. Gorbacheva saw that numerous women’s organizations existed in European countries and that first ladies contributed to the women’s movement, did Gorbachev restore women’s councils with the same ideology, according the same model, i.e., All-Union Women’s Council, etc. Women’s Councils were restored in Armenia as well, and a president was appointed by the communist party with a high salary and the status of governmental employee. The council had paid staff, a rent-free office, a personal car with driver, etc., all provided by the government. As can be seen, not only has equality been granted “from above,” but also non-governmental organizations. As a result of my research, I have come to the conclusion that the Khrushchev “thaw” and then Perestroika shook women’s belief in socialism and communism and the most important was their suspicion: were their lives right? Furthermore, these advanced Soviet Armenian women wanted to resemble their European peers. Contemporary woman: independent, motivated, socially active The downfall of the Soviet Union and the sharp decline of the financial condition of women, the absolute alienation from social and political life, and the loss of any social protection from the government took Armenian women by surprise. On the one hand they had no experience in fighting for their rights, on the other hand their Soviet mentality made them look to the government for support. Soviet Armenian women have no experience in the struggle for equal opportunities, nor do they have a tradition of successful individual and community efforts to improve society. A strong central government is still regarded as the only solution to inequality. Even today, many citizens state that democratization is the instigator of Armenia’s economic collapse and social chaos. In the traditional culture of Armenia, women expect men and government to protect them and provide for them. They hold a low opinion of democracy in civil society. Even today, many of them consider democratisation to be the culprit for the grave decline in the economic condition of women and of their expulsion from the political arena. This is exactly the reason for a sort of nostalgia for the “good old days” of the Soviet Union, even by women who have fought so hard against the Soviet Union to gain the independence of Armenia. It is important to note that the gender relationships in Armenia have been altered under the influence of the dominant Soviet ideology, which propagated equal rights and women’s participation in all the spheres of social life. But everything remained on the theoretical level. This tradition continues to this day. In Armenia today there is a contradiction: a legislative arena which protects and ensures that women’s rights exist, but there is no mechanism for its realisation and implementation, contrary to the preceding era. That is why when one superficially considers the problem, it seems that the democratisation of society has brought about discrimination against women. This perception results from the fact that the transition from the Soviet mandate to Armenian National mandate resulted in the steady diminution of a

200

Gendering Transformations

woman’s civil role. Moreover, our democratic rulers, whom women strongly supported on their way to power, when they came to power, forced out women from political and public life. They talk about democracy, civil society, human and women’s rights and equality, but in real life patriarchal traditions continued to rule on the level of family relationships: The man is the head of the family, protector and supporter of the woman, who is to take care of children and runs the household, particularly in rural areas. Thus, now, in real life women in Armenia continue to carry a double load. Today Armenian women are employed in very hard low-paid jobs, such as the “shuttle business,” service and trade at the market and in the streets. Many of them go to work abroad. One can observe a strange picture, when former teachers and engineers become street vendors, cleaners, etc. As a result, many people, including women, express the need to return to a traditional Armenian model of family: The husband works and the wife stays home with children and chores. The patriarchal tradition is very strong, and public opinion accepts this traditional gender role distribution. Husbands’ participation in housework is limited. Among women surveyed, many agree that they would prefer “to sit at home, if my husband will be able to provide for the family.” However, on the other hand, there has been some positive change; another sector of women, when given a real chance for freedom and participation, become more active. They take advantage of the opportunities of the market economy for improving the economic situation of their families. Our investigation showed that in 1996, unlike 1991, the majority of women surveyed do not wait for help from government. They have learned to rely on themselves. This is a testimony to a positive change in mentality of Armenian women; the latest survey showed that 7075% of women relied on their own capabilities but not on the government, as it used to be. And these positive changes have formed a new type of Armenian women with a new identity: contemporary, independent, motivated, socially active, ready to fight for their rights. These new women try to influence not only gender policy, but also all other societal problems in Armenia. They also attempt to participate in the international women’s movement. A 28-year-old woman, who works in one of the international organizations in Armenia, seems to exemplify the identity of the contemporary Armenian women. She told me, that she wanted to participate in a competition for work at this particular organisation. She had very weak computer skills and did not have a computer at home. At that time, computers were mostly in international organizations, embassies, and academic institutions. Moreover, there were no Internet cafes. This young lady drew the keyboard of a computer on paper and trained on it at nights, since she had a baby and was able to practice only at night. As a result, she successfully passed the exam and won the competition. She now holds a higher position at the same organization. Therefore, we may return to Simon de Beauvoir’s words: “No one is born as a woman, but becomes a woman.”

1

(a)The code of Shahapivan (443 B.C.): A rule which provided women the right to possess

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

201

family property in case the husband deserted his wife without reason. It also mentioned that a wife had the right to bring a new husband home. (b) The Regulations of David Alavkavord’s (eleventh century), based on Alavkavord’s rules, it was required that the bride and the bridegroom give mutual consent to consider the marriage lawful. It was stated that a marriage was invalid if it was based on violence. (c) The Book of Conviction of Mkhitar Gosh (twelfth century), which specifies that men and women had equal rights and were equally responsible for the welfare of the family. Men and women were free in their own spheres of activities; men as family providers and protectors, women as household and family organizers as well as transmitters of customs, traditions moral values, and national aspirations. During men’s prolonged absences, women assumed the added roles of breadwinner and protector of the families. Prohibitive rules on marriages under compulsion and provisions for equal sharing of the property are other examples of the same kind. The Book of Conviction by Mkhitar Gosh banned violence against women and criminal sanctions were imposed on those who acted against women. 2 It is common knowledge, that Canada was the first country in the world where a woman was elected to parliament in 1921, however in 1918, 8% of the Armenian parliament members were women. 3 The first ZhenOtdel was established in 1919 and led by Inessa Armand, then by Alexandra Kollontai since 1920. It was affiliated with the Central Committee of the Bolshevik party. Later it spread to the whole territory of the Soviet Union by the communist party and Soviet government. It was a huge pan-Soviet organization, with branches in all republics, regions, and even in small rural communities. And the “All Union Women’s Council” was at the top of this pyramid. They were soon abolished after collectivization, when Stalin announced that the woman’s issue was solved. 4 The Communist Union of Youth. 5 The CDCS, Center for the Development of Civil Society, formerly Ghevond Alishan, was established during Perestroika in 1988 by a group of well-known scholars from Yerevan State University and the Institute of Linguistics of the National Academy of Sciences of the Republic of Armenia, with the mission to promote ideas about democracy and civil society, women’s rights and national minorities, and pluralism and diversity (cultural, linguistic, religious, and political). It was registered as a non-governmental organization (NGO) when Armenia became independent from the Soviet Union in 1991. Members of CDCS are prominent scholars, professors, teachers, artists, and students who voluntarily contribute to the different activities of organization The work of the CDCS includes research, publishing, dissemination of information, training, advocacy, and project implementation. Since its establishment, the CDCS has implemented a variety of projects in cooperation with and through the assistance of local and international organizations. One of the most successful projects was “Village Women in Civil Society,” implemented in seven out of the ten regions of Armenia annually from 1996-1999. Besides leadership training, a survey was conducted through questionnaires. During the project, individual interviews were recorded. The materials gathered served as the basis for the project of CDCS “Women Stories.” 6 For instance, in over 70 years of history of the Soviet Union you would never find a woman in the highest level position of power in the hierarchy. There was no female prime minister or General Secretary of the Communist Party, nor any female member of the Political Bureau. As an exception only, once for very short time Khruschev made Ekaterina Furtseva a member of Politbureau, without election, which caused malcontent among other members to the extent that Khruschev directed that he wanted no more ‘bad words’ used during the sessions. 7 The project was implemented in all 10 Regions of Armenian and in the capital. 8 In Armenia there are two scientific degrees: candidate of sciences and doctor of sciences, correspondingly docents and professors in educational institutions. In addition, there are corresponding members of Academy of Sciences and academicians.

202

Gendering Transformations

9

When Soviet TV broadcast the visit of Khruschev to the US, all soviet women were astonished at the image of the very elegant American First Lady in a bright red suit, in contrast to our First Lady in a dark blue suit. 10 The heads of communist party local committees.

References Alpern, B. and Posadskaya-Vanderbeck, A. (Eds.). (1998). A Revolution of Their Own. Boulder, Colo: Westview Press. Aslanyan S. (2000). Women’s Right as Human Rights in Armenia. seminar documentation, Women and Politics: Feminism with an Easten Touch, (pp. 11-17). Zenska Infoteka, Dubrovnik. Beauvoir de, S. (1998). The Second Sex. Moskwa. Bebel, A. (1975).Women Under Socialism. New York: Schocken Books. Gorbachev, M. (1989). Perestrioka. Moscow. Issahakian A. (1958). The Heart of Mother. Yerevan: Haypethrat. National Statistical Service of the Republic of Armenia (2004). Women and Men in Armenia: A Statistical Booklet. Yerevan: Printmaster. Zeitlian, S. (1992). Armenian Women in the Revolutionary Movement. (In Armenian). Los Angeles.

East Wind Vs West Wind: Resistance through Buyi Women’s Weaving Lihua Wang Northeastern University, Boston, USA

Introduction “Will the East Wind prevail over the West Wind or the West Wind prevail over the East Wind1?” The question raised by Mao Zedong during the Cold War era still seems relevant when we consider current globalization. The differences, however, indicate that the west wind today is no longer only represented by American power in the global economy, military, and political affairs. It is also represented by consumerism, a symbol of Americanization (Schor and Holt, 2000; Sklair, 2000; Tomlinson, 1999). Questions that should be asked here are: How has consumerism both as ideology and lifestyle replaced other types of ideas and practices in the world? Will people in the south be able to resist consumerism? Under what specific conditions can resistance emerge? In considering these questions, this article brings our attention to weaving activities in a Buyi village in China as a means of exploring possibilities and alternatives. At the same time, it examines this opportunity to bring women in subsistence into a global picture. My discussion about locale and agency in the following pages engages with two groups of scholarship, which include critics of consumerism and feminist studies on globalization. Building on their works, my study highlights multiple values in women’s weaving activities. I argue that weaving among women in Buyi is the source of important functions in consumption, exchange, and also a source of cultural symbols. Weaving, thus, connects with production, reproduction, community and ethnic survival. The survival aspect of women’s work, thus, contains both market and non-market elements. It is this combination of elements that represents a totally different ideology and practice from the logic of consumer culture. Weaving in this context, which encompasses ethnic identity, may reflect a notion of resistance. Three topics will be discussed: (1) Globalization and the West Wind; (2) Feminist globalization discourse and the West Wind; (3) and a Buyi Village and the East Wind. Globalization and West Wind Globalization discourses have often portrayed international relations as operating under the domination of the West Wind over the East Wind even though two different eras can now be distinguished in the literature. Recently, the critical concept of the Empire in globalization discourses highlights American based power

204

Gendering Transformations

in global affairs as scholars have attempted to capture the changes of the world postSeptember 11. According to Escobar (2004:214), the new global order is based on the classification “American, white, conservative Christian, Republican”. The emergence of this new classification is directly linked to American power as derived from the connection between economic, military, political, and religious interests. As he points out, American power in the world operates through the spread of neoliberalism, market style democracy, and an ideology of consumerism (ibid.). Like Escobar, others in this group of critical thinkers, such as Harvey (2003), Hardt and Negri (2001), and Balkrishnan and Aronowitz (2003), have participated in the analysis of Empire. Why Resistance? The recognition of a new form of global sovereignty, however, urges us to raise questions about challenges and alternatives. Encountering the Empire thus becomes an important intellectual project. In their study, Hardt and Negri (2004:xii, xv, 234) use the concept of “multitude” as a means of considing a new form of network power that challenges the Empire. “Multitudes” refer to individuals who discover the common ground that allows them to collaborate and cooperate together. The desire for democracy as a potential motivation for multitudes is identified as a counter force to global capitalism and the Empire. This study, on the one hand, provides us with hope and the possibility to counter the Empire. On the other hand, the notion of democracy based on a western ideal as a universal value opens up questions about resistance in non-western society. Inspired by Hardt and Negri’s imagination, my research on women in subsistence can be extended in scope to other scholarly work on resistance. As Escobar (2004:223) reminds us, alternatives derived from beyond the practice of the market place are sources that offer a different logic from global capitalism. The possibilities exist within the politics of place, which locate multiple actors and actions in a non-western setting. Feminist scholars, in this regard, have analyzed survival strategies (Kromhout, 2000), the development of new identities (Chang and Ling, 2000)2, and self-help efforts (Lind, 2000)3 among women in order to understand the politics of resistance. Building on their work, the following discussion concerning resistance is directly related to countering consumerism. Consumerism and Americanization Before September 11, globalization discourses focused on two interrelated areas: one discussed modernization and modernity to analyze the roles of institutions such as states, financial groups, and TNGs in promoting capitalist and the neo-liberalist project in the world (Castells, 2000; Diken, 2000; Sassen, 1998). The other one examined consumerism in order to understand the roles of media in reinforcing capitalist ideology in order to sustain its economic system. This analysis stressed the significant role of the media in promoting consumerism and in forming global culture (Herman and McChesney, 1997; Sklair, 2002; Smith, 2000). Consumerism, a product of post-modernist society, is deeply rooted in American culture. In particular, it associates with three core ideas derived from western philosophy:

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

205

individualism, possessions as the meaning of success, and the pursuit of personal happiness (Galbraith, 1969; Hooks, 1992; Sklair, 2002). As De Mooij (2004:118) states: “Materialism is described as an attitude toward consumption, an enduring belief in the desirability of acquiring and possessing things”. For other critics of consumerism, global capitalism is built on mass consumption as a basis for surviving and expanding profits. In other words, making profits is the motivation for the system to create wants and desires (Schor and Holt, 2000). Producing wants thus marked the fundamental difference between consumer society and subsistence. Individuals’ needs are no long defined as the purpose of consumption in postmodern society. The equation between consumerism and Americanization came from at least two accounts: the spread of American brands such as Coca-Cola, McDonald’s, and Nike is strong evidence of the convergence of American symbols (De Mooij, 2004:4; Tomlinson, 1999:83). More importantly, it was the ideology of consumerism that was identified with an American lifestyle and values associated with a new form of imperialism in the twentieth century. Seeing this connection led many scholars to equate consumerism with Americanization (Hooks, 1992; Schor and Holt, 2000). The strength of these studies is indicated by their critique of materialism and their recognition of a new form of cultural hegemony. As Friedman (1994:195) points out, the diffusion of American consumerism is a nightmare. This macro and structuralist analysis assumes that American lifestyles have become popular in the Third World, and has simplified the difference between consumer society and subsistence. This simplification causes another problem because scholars do not consider that meeting basic needs is still a problem for majority populations in the South. Feminist studies on globalization, however, provide us with an important understanding about survival aspects of women’s lives. Feminist globalization discourse and the West Wind Family survival in relation to women’s work has been an important topic for feminist globalization discourse. The focal points of the studies are marked by two different eras. In the 1980s, the international division of labor between the South and North was an important topic since economic zones in developing countries employed large numbers of women as cheap labor for exports. The topics of women employment, working conditions, and level of pay were all considered by feminist scholars. These feminist studies dealt with a geo-political location situated within the space and time of the Third World. Their analyses often related national economic policies to family survival (Chapkis and Enloe, 1983; Fuentes and Ehrenreich, 1983; Lim, 1991; Nash and Fernandez-Kelly 1983; Ong, 1987). In the 1990s, the feminization of the global economy had become increasingly more noticeable. Feminist studies on globalization reflected this change. The studies began to indicate that the geo-political location was moving from the space and time of the Third World to global cities in post-modern area. In addition, topics regarding women’s work shifted from the export industry to service industry, tourist industry, and the informal economy. Feminization of migration became a center of feminist attention. The concept of the feminization of migration captured the phenomenon of

206

Gendering Transformations

floating women’s labor around the world. The feminization of migration relates to several sources. First, the gap between rich and poor countries has continued to widen. In the late 1990s, 24% of population in the West owned 80% of electricity and mine resources (Falk, 2000:15). Another primary cause was that TNGs hired women as cheaper labor, which has added to a high rate of men’s unemployment in the Third World. In this way, women have become major supporters of family survival (Marchand and Runyan, 2000; Peterson and Runyan, 1999). Also, the high rate of debt faced by the Third World governments has made them rely on women’s earnings as a major source of revenue (Sassen, 1998). Thus, it is not surprising that women in the Third World have become such a significant labor resource for the global economy and have come to be regarded as carriers of survival for both government and family. The gap between the rich and poor countries is reflected in the different lifestyles of women, and feminist studies in the 1990s captured these differences. For example, scholars have noted that a majority of women immigrants’ livelihoods were distributed among three sectors of the global economy. Immigrants were employed as sex workers providing services for the tourist industry (Kempadoo, 1999; Kempadoo and Doezema, 1998; Masika, 2002); as nannies providing services for middle class women in order to reduce their burden as wives and mothers; and as maids providing domestic services for women in the First World (Romero, 1992; Constable, 1997). Filipino women, for example, immigrated to more than 130 countries in the world and served as maids, nannies, and in other type of service jobs. The emergence of the feminization of immigration has created a major change in the previous relationship between women in the Third World and the First World. As Ehrenreich and Hochschild (2003:4) point out, women in post-modern society no longer depend on their leisure activity to prove their status as they did in the past. Instead, women in the First World seem to be super women and they can do everything. Today, they not only manage the home well but also keep their professional jobs as well. It is the lifestyle of women in the First World that has helped to create such a vast market for domestic workers. For many, traditional women’s work was taking care of children, managing family, and providing sex, but now all are replaced by women in the Third World. Feminist globalization discourse points out the inequality between women in developed and developing societies. Lifestyle based on needs and or on wants has come to symbolize both class difference and cultural difference. The contribution of feminist scholars, in contrast to that of the critics of consumerism, is that they document how lifestyle is a fundamental difference for women between the Third World and the First World. One of the weaknesses of feminist studies, however, is that they have not devoted enough attention to the home situation of women immigrants nor discussion about their rational decisions. To some extent, feminist globalization discourse is characterized by the same theme that West Wind prevails over the East Wind. While critics of consumerism have emphasized American domination through the spread of consumerism, feminist discourse describes economic control. Following their logic, we can conclude that current globalization is on some level of repeating colonialism. This conclusion, however, does not capture a complete picture of the reality of immigrant women. An important issue concerning agency has not been fully discussed by feminist scholars and has

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

207

therefore reduced our full understanding of immigrant women. As in the writings of second wave of feminists, immigrant women are still represented as victims of globalization. Among those who criticize global capitalism, there are scholars who strongly consider the social welfare system as an alternative (Escobar, 2004) while others believe that subsistence should be viewed as a more ideal alternative (Braidotti, et al., 1994; Shiva, 1994). The arguments favoring subsistence rely on two philosophical accounts. Having a simple life to meet basic needs is reflected in the purpose of production in subsistence living. This philosophical value allows human beings to utilize minimal resources in order to strike a balance between people and the environment (Shive, 2002). The other philosophy is that emphasizing the usevalue of products in subsistence provides a purpose for minimizing the use of natural resources. Mies (1999:31, 57) explains that in the pre-capitalist system, circulation of production starts from C (commodity) – M (money) – C (commodity). In contrast, the capitalist system begins from M (money) – C (commodity) – M (money) and emphasizes exchange value. This logic thus requires unlimited production and leads to a maximum use of natural resources. It is the capitalist circulation that destroys environment. For some environmentalists, subsistence has become an ideal, especially in the context of global warming and other potential environmental crises. Inspired by their thinking, my discussion on subsistence in a Buyi village reflects their influence and my analysis of weaving activity highlights use value and cultural exchange value, which do not exist in consumer culture. Thus, these values within subsistence reflect elements of resistance to consumerism. Buyi Women and the East Wind My fieldwork took place in Guizhou Province of China. Forty percent of the Buyi population resides in Zhenfeng County, southwest of Guizhou. Mona village is surrounded by mountains and is a part of Zhenfeng County. Today, Mona village consists of three natural villages, one of them being a Han village. About two-thirds of Mona villagers are Buyi people. The total population of Mona, including children, is approximately 1400. Agricultural production includes corn, rice, and wheat, which are the major food crops in the village. The division of labor within a household follows the gender line, under which men are the major labor force for the crops, while women participate in the busy seasons for planting and harvesting food crops. Loom weaving is the most important task for Buyi women and every household at least has one machine. Both the loom and the skills to use it are passed from mothers to their daughters. This practice has become a tradition in Buyi villages but has never been used or influenced the non-Buyi population in the area. My discussion follows three social systems to demonstrate the change and continuity of women’s work in the village. I argue that loom weaving has played an important role in the subsistence of the Buyi within a cultural context. This tradition has become a fabric of their everyday lives and has formed their distinctive lifestyle. Although products of weaving for family consumption and exchange reflect changes, women’s woven items maintain their significant use value and exchange

208

Gendering Transformations

value. The introduction of commercial weaving and the emergence of other options for income earning have not decreased the value of women’s work. Instead, weaving has increased its visibility in the ritual economy and ethnic identity in Mona village. Tradition: Weaving and survival Within the context of subsistence, women’s weaving has played an important role in both family production and the reproduction of Buyi culture. For women, weaving is embodied in all stages of their lives and is a clear source of their identities. In a conversation with five older women, ranging in age from sixty-three to eighty-five years old, I found that they all can relate weaving activities to their girlhood. Their first lesson was learning to make threads from cotton at the age of eight or nine. Later, they began to weave when they turned eleven or twelve. All five older women spent their girlhood making threads, weaving, and helping out with family chores and farming. Girls’ work only aims to assist the family but is not a major source for producing family income. Even when girls reach their early teens and start to sell pieces of woven goods, they maintain rights to control the money they earn. In general, the purpose of weaving is directly related to making a dowry, as girls have the responsibility to prepare for their future marriage. The pieces of weaving include quilts, sheets, pillowcases, mosquito nets, cloth, clothes, headscarves, and shoes. It takes three to five years for a young woman to prepare all these items. All five older women in my interviews wove all the bedroom products and all the clothes for their husbands and children. For an average family, every member needed at least one set of new clothes a year. One woman would weave and make four sets of clothing for her family including her in-laws. As a mother, wife, and daughter in law, a Buyi woman was and still is responsible for providing clothes for the whole family and for making all bedroom products. In terms of subsistence, Buyi women make great contributions to their family economy. Within the Buyi context, weaving represents a necessary skill for women. Villagers make a judgment about women’s capability in managing the domestic sphere. If a woman fails to master this skill, she would have no prospects for marriage. It also would mean that she has failed to perform a key part of her role as a wife and mother. Weaving thus embodies both a woman’s identity and a cultural requirement forced upon her. Weaving not only is reproduced in ethnic culture, but also coincides with women’s role and identity in the domestic space. In addition, their reproduction also reflects both biologically determined genders with culturally constructed roles for women. Socialism: Weaving and survival Women’s identity and their gender roles associated with weaving clearly existed among middle-aged women, a second age group in my interviews. Among ten women between the ages of thirty-six to fifty-nine, all shared a similar experience linked to that of the older generation. They still related their girlhood to weaving activities. In addition, their mothers still continued to play an influential role in their learning.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

209

For this group of women, weaving in relationship with family survival has changed when compared with the older generation. Demand for making traditional Buyi dresses decreased with the introduction of Han dresses being worn by family members. This change, however, only affected the distribution of women’s weaving in terms of family consumption, but overall, women’s weaving was still valuable. The other new practices are that women’s skills in income earning also extend to weaving commercial cloth, managing businesses, and migrating to cities for seasonal work. In this sense weaving and family survival in economic terms had begun to separate. Use value for public events, however, had increased dramatically. The change of weaving for middle-aged women was first reflected in the exchange in their dowry. In contrast to the older generation, women in this age group received much more cash to reciprocate their dowry. All ten women received between 200 to 300 Yuan from their groom’s families, while in contrast the older generation sometimes received ten times less money. Increased cash has resulted in increased demands for dowries, relative to women’s weaving, in the form of cloth, quilts, sheets, and furniture. During the 1980s, there were other changes in the lives of middle-aged women. The sewing machine, for example, was introduced to the village and ended traditional hand sewn clothes. After the 1990s, children and middle-aged men were no longer wearing their traditional clothing. Instead, they preferred to purchase their clothes in the market. Some middle-aged women even started to buy clothes instead of wearing their ethnic dresses at home. In the village, only the older generation, both men and women, keep that tradition. By the end of the 1980s, the market economy affected weaving in Mona village. Many middle-aged women started to weave five-color cloth for the cash economy. In contrast to Buyi traditional colors and quality, weaving five-color cloth seemed to be easier to manage. According to a thirty-nine-year-old woman who has woven for five years in making this product, the threads are thicker and less tight. It is much faster than weaving the traditional type of cloth. Weaving traditional cloth for Buyi women is no longer just for family consumption. Rather, there is a separation between weaving for the market and weaving for family consumption. Cash earning for women through selling commercial cloth has increased as the quality of weaving has been reduced and sped up, in comparison to the traditional style. Reduced demand for weaving traditional dresses, however, does not suggest that women’s work became less valuable. Bedroom products still rely on women’s work and have remained the same. Market economy: Weaving and survival The market economy has affected the lifestyle of Buyi women and their subsistence has changed in some ways. But if we take Mona village as a whole, their production is still primarily aimed toward family consumption and survival rather than making profit. In contrast to consumer culture, the lifestyles of Buyi women do not rely on their desires. Rather, the struggle to satisfy their every day needs is still the matter of most significance to them. This pressure for survival, for example, is reflected in the preparation for a dowry, with middle-aged women suffering from this demand the most. Demand for weaving for the dowry continues to grow correspondingly. For the younger generation in the village, cash from the groom’s family has increased

210

Gendering Transformations

more than twenty times in comparison to the 1980s. Although weaving in everyday use has decreased due to buying commercial dresses, weaving to make bedroom products and ritual goods have in fact reached higher levels than ever before. Weaving: Exchange value The shifting of weaving from family consumption to ritual good expands the exchange values for women’s work. This shift is indicated clearly in dowry, funeral, and worship rituals. Preparation for a daughter’s dowry always was a hot topic during my interview of middle-aged women. A thirty-three-year-old woman was married in 1998 and received 5,000 Yuan from her husband. She made 10 sets of sheets, 10 quilts, 10 sets of Buyi dresses, and 24 yards of cloth. Her dowry also contained a TV set, a sofa, two bureaus, and two sets of dinner tables. For the younger generation, consumption of bedroom products from weaving has increased dramatically while everyday dresses are now reduced in value. This shift only suggests the change in distribution pattern rather than decreasing use values. Mona village worships nature three times a year in order to bring calm eather for their harvest. Although this ritual ceremony only allows for a man of each household to participate, his Buyi clothing and/or head scarf symbolizes ethnic cultural reproduction. In this regard, women’s role in the reproduction of community and ethnic culture still continues. Weaving and women’s identity The weaving process embodies two different levels of gender identity. Womanhood is connected with everyday weaving while ethnic identity is reflected in celebration and ritual events. For the younger generations, girlhood is identified with learning different weaving activities in the same way as their grandmother’s generation. Like their grandmothers, these young women learned to weave from their mothers and improved their skills among their peer group. Again, it was their mothers who as mentors taught them how to sell their woven pieces in the market. Young girls had the right to control their own earnings. As with the older generation, their money was not saved for family consumption but rather for their own dowry. A twenty-sixyear old woman told me that she continues weaving after moving in with her husband’s family. Although her husband and her child no longer demand traditional Buyi dresses, she uses every minute to weave. She articulated three different purposes for weaving. “When I weave five-color cloth, it is aimed toward the market in order to fulfill my wifely and motherly duties. When I weave Buyi cloth, I do this to make traditional dresses for myself. It is the daughter-in-law’s responsibility to weave for the older generation.” In sum, weaving reflects three aspects of cultural symbols in Buyi women’s lives. On the personal level, womanhood and gender identity are directly connected with weaving activities. Women’s production provides an important contribution to both family economy and cultural reproduction. At the community level, they are producers of ethnic symbols and carriers of cultural tradition through dressing in their own unique styles. Women are fully aware of their role in production and the reproduction of their culture.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

211

Survival and/or resistance For Buyi women, weaving is not only an economic activity but it is also a cultural activity with deep roots in Buyi tradition. Their clear perceptions, therefore, are a key source for them to operate their decisions as agency. Women’s full understanding of their roles in reproduction at both family and community levels allows them to participate in weaving and to perform weaving in its dual roles. One young woman, for example, learned weaving when she was a girl. She migrated to the city when she was sixteen years old and worked as maid and seasonal worker two years before her marriage. When she became engaged, she returned home to weave for her dowry. As a mother and wife now, she anticipates the task of weaving everyday at home to fulfill her responsibility. For the younger generation, there are more opportunities to choose different types of work when compared to their mother’s generation. But gender identities associated with weaving activity are clearly perceived by Buyi women. At certain life-stages and moments of their lives, they participate in weaving activity to continue their traditions. Weaving contains both gender and ethnic identity for Buyi women. It is this existence of dual identity that indicates a complexity about women’s work. At the same time, this complexity can be interpreted as having special meanings within the context of globalization. In particular, weaving activity embraces elements that present resistance to consumerism while operating on an everyday level without a consciousness goal. Rather, this activity takes place in a subsistence context, and is targeted toward family survival, reproducing gender identity, and ethnic existence. Let us examine three elements of resistance more closely. Resistance to consumerism is reflected in three inter-related elements that include weaving technology, the purpose of production, and cultural values of women’s work. Let us refresh our knowledge of the roots of consumerism first. As noted previously, consumerism is built on both the capitalist system and the creation of wants and desires. Consumer culture, however, is not a product of early capitalist development but rather a gradual consequence of a post-modern system. The spread of consumerism was especially extensive in the later twentieth century, and was linked to the technology revolution. In other words, the emergence of post-modern society is related to the development of technology that has led to a separation between production and human survival. The purpose of production in post-modern system is aimed directly toward creating wants and desires in order to expand its sales and profits. Thus, the process of changing technology from simple skills to modern level can also be perceived as a process of changing the purpose of production. When compared to the economic base of consumer society, weaving in the Buyi village operates at totally different levels in terms of technology and the purpose of production. Weaving in the Buyi village relies exclusively on homemade loom machines rather than manufactured products. Women’s work takes place only within the realm of the individual private sphere rather than in a larger setting. In fact, weaving is still based on traditional techniques among all three generations I interviewed, regardless of what social system each generation of women had experienced. The operation of weaving is based on hands skills, which do not require extensive training and education. The relatively easy operation of this homebased activity makes it possible for women to directly inherit this skill. At the same

212

Gendering Transformations

time, their small scale of production determines the fact that the goal of production targets family consumption rather than the market. Along with the economic system, use values, which extend to cultural events and ritual activities, are important elements in countering consumerism. As discussed above, the use values of women’s weaving products are exchanged through a wide range of ritual celebrations. At both wedding and funerals, for example, there is the requirement that younger women present their products such as headscarves and white cloth to their relatives as gifts. These products, more importantly, also intertwine with symbolic meanings and cultural values. To the world outside the village, headscarves for men represent their Buyi ethnic identity while white cloth symbolizes the Buyi way of performing a particular ritual activity. Women’s weaving in its cultural context is a departure from consumerism, which emphasizes individualism and the pursuit of personal happiness. In contrast, weaving intertwines with family survival and the reproduction of gender and ethnic identities. These three elements in women’s weaving thus suggest a different logic from consumerism. If a woman’s weaving activity reflects elements of resistance to consumerism, then it occurs only within the framework of family and community survival. Conclusion Inspired by two different groups of scholarship, my consideration of the nature of resistance to consumer culture, a symbol of American power, has focused on locale and agency as themes for discussion. Agency is located in women’s full understanding that weaving activities contain a significant set of values and meanings. Their participation in weaving production, however, is not directly aimed toward resistance to consumer culture. Rather, meeting family needs and ethnic survival are the conscious goals of their labor. Resistance to consumerism in women’s weaving activity exists only in terms of their lifestyle, which is different from a lifestyle with a basis in individualism and materialism. When considering Mao’s saying within current context of globalization, the question of whether the West Wind will prevail over the East Wind or the East Wind over the West Wind remains open-ended. The possibility exists, however, to answer this question from a philosophical perspective. As an existence, the West Wind may overtake the East Wind at some moments. The East Wind as a natural phenomenon, however, may never totally disappear in the world.

1

I like to give my special thanks to the Ford Foundation for supporting this fieldwork and Du Xiaofen for working with me in Moba village. The FURI fellowship at Northeastern University provided me with additional help. I would also like to thank Anne Lin for assisting me in my research and Jon Kates for his editing. 2 In their article, Kimberly Chang and L.H.M. Ling describe everyday resistance through examining Filipina domestic workers in Hong Kong. Using religion as a means of redefining the meaning of domestic work and new identity, Filipina workers directly challenged and

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

213

resisted the image of “prostitutes”. 3 Examining neighbourhood-based women’s organizations, the author discusses the role and function of community oriented actions in Ecuador.

References Balakrishman, G. and Aronowitz, S. (2003). Debating Empire. New York: Verso. Besteman, C. (1995). Gender & Agricultural Development. Arizona: University of Arizona Press. Braidotti, R, Charkiewicz, W., Hausler, S. and Wieringa, S. (Eds.). (1994). Women, the Environment and Sustainable Development: Towards a Theoretical Synthesis. New York: Zed Books. Bourdieu, P. (1988). Practical Reason: On the Theory of Action. California: Stamford University Press. ——— (2000). The Aesthetic Sense as the Sense of Distinction. In J. B. Schor and D. B. Holt (Eds.), The Consumer Society Reader (pp. 205-211). New York: The New Press. Castells, M. (2000). The Global Economy. In The Global Transformations Reader (pp. 259273). Massachusetts: Blackwell Publishers. Chang, K. A. and Ling, L. H. M. (2000). Globalization and its intimate other: Filipina domestic workers in Hong Kong. In M. H. Marchand and A. S. Runyan (Eds.), Gender and Global Restructuring: Sightings, Sites and Resistances (pp. 27-43). New York: Routledge. Chapkis, W. and Enloe, C. (1983). Of Common Cloth: Women in the Global Textile Industry. Washington D.C.: Transnational Institute: Amsterdam Institute for Policy Studies. Constable, N. (1997). Maid to Order in Hong Kong. Ithaca: Cornell University Press. Dicken, P. (2000). A New Geo-Economy. In The Global Transformations Reader (pp. 22-23). Massachusetts: Blackwell Publishers. Ehrenreich, B. and Hochschild, A. R. (2003). Global Women: Nannies, Maids and Sex Workers in the New Economy. New York: Metropolitan Books. Escobar, A. (2004). Beyond the Third World: Imperial Globality, Global Coloniality and Anti-globalisation Social Movements. Third World Quarterly 25 (1):207-230. Falk, R. (2000). Human Rights Horizons: The Pursuit of Justice in a Globalizing World. New York: Routledge. Freidman, J. (1994). Culture Identity and Global Process (Theory, Culture & Society). Thousand Oaks, CA: Sage Publishing. Fuentes, A. and Ehrenreich, B. (1983). Women in the Global Factory. Cambridge, MA: South End Press. Galbraith, J. (1969). The Affluent Society. Massachusetts: Mariner Books. Hardt, M. and Negri, A. (2001). Empire. Massachusetts: Harvard University Press. Harvey, D. (2003). The New Imperialism. New York: Oxford University Press. Herman, E. and McChesney, R. (1998). The Global Media: The Missionaries of Global Capitalism. London: Cassell. Holt, D. (2000). Does Cultural Capital Structure American Consumerism? In J. B. Schor and D. B. Holt (Eds.), The Consumer Society Reader (pp. 212-252). New York: The New Press. Hooks, B. (1992). Black Looks: Race and Representation / Bell Hooks. Cambridge MA: South End Press. ——— (2000). Eating the Other: Desire and Resistance. In J. B. Schor and D.B. Holt (Eds.), The Consumer Society Reader (pp. 343-359). New York: The New Press.

214

Gendering Transformations

Howard-Powell, E. (1995). Agricultural Wage Labor. In Gender & Agricultural Development (pp. 35-40). Arizona: University of Arizona Press. Kempadoo, K. (1999). Sun, Sex and Gold: Tourism and Sex Work in the Caribbean. Lanham, MD: Rowman & Littlefield Publishers. Kempadoo, K. and Doezema, J. (1998). Global Sex Workers: Rights, Resistance, and Redefinition. New York: Routledge. Kromhout, M. (2000). Women and Livelihood Strategies: A Case Ctudy of Coping with Economic Crisis Through Household Management in Paramaribo, Suriname. In M. H. Marchand and A. S. Runyan (Eds.), Gender and Global Restructuring: Sightings, Sites and Resistances (pp. 140-156). New York: Routledge. Lim, L. and Pang Eng Fong. (1981). Technology Choice and Employment Creation: A Case Study of Three Multinational Enterprises in Singapore: Research on Employment Effects of Multinational Enterprises. I: Geneva: International Labor Office. ——— (1991). Foreign Direct Investment and Industrialization in Malaysia, Singapore, Taiwan and Thailand. Paris: Organization for Economic Co-operation and Development, Development Centre; Washington, D.C.: OECD Publications and Information Centre. Lind, A. (2000). Negotiating Boundaries: Women’s Organizations and the Politics of Restructuring in Ecuador. In M. H. Marchand and A. S. Runyan (Eds.), Gender and Global Restructuring: Sightings, Sites and Resistances. (pp. 161-175). New York: Routledge. Marchand, M. H. and Runyan, A. S. (2000). Gender and Global Restructuring. London: Routledge. Masika, R. (2002). Gender, Trafficking, and Slavery. Oxford: Oxfam. Mooij, M., de (2004). Consumer Behavior and Culture. Thousand Oaks, CA: Sage Publications. Moser, C. (1993). Gender Planning and Development: Theory, Practice and Training. New York: Routledge. Nash, J and Fernandez-Kelly, M. (Eds.). (1983). The Impact of the Changing International Division of Labor on different Sectors of the Labor Force. In Women, Men, and the International Division of Labor. Albany, NY: State University of New York Press. Ong, A. (1987). Spirits of Resistance and Capitalist Discipline: Factory Women in Malaysia. Albany, NY: State University of New York Press. Parpart, J., Connelly, P. and Bariteau, E. (2000). Theoretical Perspectives on Gender and Development. Ottowa: International Research Center. Peterson, V. S. and Runyan, A. S. (1999). Global Gender Issues. Boulder, CO: Westview. Ritzer, G. (1997). The McDonaldization of Society. Thousand Oaks, CA: Pine Forge Press. Romero, M. (1992). Maid in the U.S.A. New York: Routledge. Sassen, S. (1998). Globalization and its Discontents: [essays on the new nobility of people and money]. New York: New Press. Schor, J. and Holt, D. (2000). Consumer Society Reader. New York: The New Press. Scott, C. V. (1995). Gender and Development-Rethinking Modernization and Dependency Theory. Colorado: Lynne Rienner Publishers. Shiva, V. (1994). Close to Home: Women Reconnect Ecology, Health and Development Worldwide. Philadelphia, PA: New Society Publishers. Shive, V. (2002). Mad Cows and Sacred Cows. In K. Saunders (Ed.), Feminist PostDevelopment Thought: Rethinking Modernity, Post-Colonialism and Representation (pp. 183-198). New York: Zed Books. Sklair, L. (2002). Globalization: Capitalism and its Alternatives. Oxford and New York: Oxford University Press. Smith, A. (2000). Towards a Global Culture. In The Global Transformations Reader (pp. 239247). Massachusetts: Blackwell Publishing.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

215

Spring, A. (1995). Agricultural Development and Gender Issues in Malawi. Maryland: University Press. Sweetman, C. (1998). Gender and Technology. Oxford: Oxfam. Tomlinson, J. (1999). Globalization and Culture. Chicago: Chicago University Press. Yong, K. (1992). Household Resource Management. In Gender and Development. London: Routledge.

Gender in Greek Media Roy Panagiotopoulou University of Athens

Introduction Before I present labor relations in the Greek mass media and the special position of women in the field, I will briefly outline some characteristics of the developments that have taken place in the Greek media sector during the last twenty years. Additionally, I will refer to selected statistical labor market indicators which concisely delineate the present situation with regard to the employment of women in general and the media in particular. I subsequently present the “recipe for success” for the representation of female identity, as it has predominantly been projected through the various types of media, but primarily through the magazines and TV channels. I must emphasize that, despite all the relatively favorable conjunctures which prevailed in the area of journalism during the initial years of the liberalization of the electronic media from the state monopoly, the tenacious well known stereotypes of relations between the two sexes continue to dominate. At times, overt and at times veiled, they are epitomized in the largely inferior position of women in this area. Labor market and female employment in the mass media I would like to point out, albeit briefly, that the liberalization of the Greek electronic media from the state monopoly took place during a period of political crisis and social changes (Panagiotopoulou, 1996:521-532; Papathanassopoulos, 1997:351368, 1999:379-402). This was one of the main reasons why, right from the beginning, the government was not able to impose a legislative framework that would effectively regulate, on the one hand, the relations between the media companies and the vested interests in the sector between them, and on the other, to oversee their role as an agent of information and a watchdog of power. A consequence of this was the creation of an anarchic environment and the foundation of numerous media outlets, of all types, relative to the size of the country’s population (Panagiotopoulou, 1999:187-216). Furthermore, the tolerance of the state with regard to various violations of constitutionally protected citizen’s rights, and often of human rights, created a peculiar condition that provided “asylum” for the media companies. This was reflected not only in the content of their informational and entertainment programs but also in their labor relations practices. In 2005, 16 years after the deregulation of the Greek frequencies, there were 23 national newspapers and approximately 243 regional newspapers. Thirty-eight radio stations were broadcasting in Athens and an extraordinary large number in the rest

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

217

of the country (estimated between 1200 and 1600) without taking into account their web versions. Finally, there were 10 national television stations and approximately 143 regional and local stations (Panagiotopoulou, 2004:236ff.). With regard to magazines, there is no precise record. In the area of the electronic mass media, many companies (particularly regional ones) are poorly organized, frequently not licensed to operate, and have not sorted out their ownership. Furthermore, they are technologically back-ward and not able to offer a complete program of news and entertainment. In addition, an increasing number of stations are gradually being converted into vehicles of telemarketing and advertising (Panagiotopoulou, 2004:155ff.). It is clear that at least during the initial years of the commercialization of the media sector many new employment opportunities were created. This was primarily for young people1, given that the mass media attempted from the beginning to provide a different and rather contemporary approach to TV news and entertainment. From its initial stages, women entered this new environment dynamically and demanded equal jobs and opportunities as well as a stable presence. Following, I detail analytically how things developed with regard to female employment in the mass media. The entrance of women into the Greek labour market had already begun to manifest itself at an increased rate in the 1970s. Despite this, Greek women registered the lowest employment rate when, in 2000, only 41.2% of the total labor force was female.2 This is directly connected with the difficulties that women encountered in finding work on a continuous basis. The most recent data available from the National Statistical Service for the third trimester of 2004 indicate that the average unemployment rate of the country reached 10.1%. This was during a period in which the Olympic Games provided many employment opportunities, particularly for the young people. More specifically for women, who always display almost twice the unemployment rate of men, the respective figure reached 15.8% for all women, while for men it was 6.1%.3 The situation is even more discouraging when we separate unemployment by age groups. It can be observed that among young women between the ages 20 to 24, one in three (33.1%) is looking for work without success, the respective figure for men is 17%, (Labor Force Research, 3rd trimester 2004:2). Those entering the labor force for the first time constitute a “high risk group” for unemployment, with the result that, while they have the appropriate education and areas of specialization, they do not have the negotiating power, because of the over supply of labor, a situation that constitutes an ongoing nightmare for every young woman seeking employment. Finally, another fact concerning the difficulty women face in their effort to enter the labour market is that the average time period from the completion of their education until their first significant job (i.e., one that lasts more than 6 months) is very long. This period varies in different occupations, for instance in the social sciences, business and law approximately it is 2.5 years (specifically 28 months) for women and 37 months for men (also taking into consideration compulsory army service). Such a long waiting period can potentially destroy the most ambitious dreams for a career and demoralizes even the most optimistic women. Frequently, in order to acquire the coveted work experience, many young people agree to work

218

Gendering Transformations

without payment for increasingly extended periods with the hope that some day their names will also be entered on the payroll. According to the National Statistical Service records, women with the same jobs as men receive approximately 30% lower wages compared to their male colleagues. This inequality between the two sexes holding the same position has also been recorded in journalism, although the results of various research studies reveal that it displays a declining tendency (Paidoussi, 1998:50). In cases where women do find work, other problems emerge. In all areas, regardless of the specific occupation, women encounter much greater difficulties than men in climbing the career ladder and in acquiring a position of responsibility and power. The companies involved in the mass media are no exception. One can understand that competition, both between companies and between employees has become extremely intense over the recent years. This has been accompanied by low wages, a weakness in wage bargaining, difficulty in climbing the career ladder, and the violation of working hours and other workers’ rights. Furthermore, with the diffusion of the new technologies, many jobs can now be carried out at home through electronic connections with the traditional work place. These new jobs are being increasingly offered to women with the rationale that in this way they will be able to have more flexible working hours, and devote more time to the household, their children, and their spouses. Thus, the struggles of women to acquire the right to work appear to be threatened once again by the new working conditions, which are looming in many areas of employment including the media. This is a trap that isolates women and makes them even more vulnerable to fluctuations in the labor market. At the same time, it does not offer women the change in environment from the home to the work place, a condition that enables socialization and the establishment of networks. In a research study carried out at the end of 2003, it was found that more than 4 out of 10 employees in the mass media sector were women.4 Half of these employees (50.9%) were 34 years old or younger, and approximately one in six of these workers had completed specific studies in journalism (57%), primarily at private journalism schools, while one in four (24.9%) has completed a university level course at a Department of Communication and Journalism (VPRC, 2002). It is well known that the university faculties of Communication and Media Studies are dominated by women (it is estimated approximately 70% of the students are female).5 Women constitute a significant percentage of the workers in all types of mass media, but they are primarily employed by newspapers. In effect, over half of the women work in the printed media (52.9%) and 4 out of 10 in the electronic media (40.7%). It is evident that women support the functioning of most of the media in Greece, while their earning wages are usually in accordance to the collective agreement of journalists.6 In many cases, wages fall far short of those defined by the collective agreement. This is particularly the case for the journalists in the regional and local media who are usually paid on the basis of 2 to 3 monthly contracts, and who are, for extended periods of time, not eligible for the right to obtain paid vacations and contributions to the journalists’ union, which would ensure them a reasonable pension and health coverage (Panagiotopoulou, 2004:142145). In order to confront these conditions, many journalists –men and women– are forced to seek a second even a third job in more than one category of media.7 Often,

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

219

the pressure to keep up with the demands of different employers has affected the quality of their reports and the originality of the issues they cover. Representation of female identity in the mass media In order to ensure that their work will be published, most journalists often censor themselves and raise issues they believe will be accepted by their male editors in the form and way of thinking that the latter impose. This is one of the greatest traps that female journalists face. In order to respond to the demands of the extremely competitive working environment, women adopt attitudes, viewpoints and behaviors common to the male mode of thought, action, and presence. The few women (8.5% in 1998), who manage to acquire managerial positions assume male criteria of success and functioning (for example, timeliness, viewer audience, and so on) in order to keep them. They do not differentiate themselves from their male colleagues, and this may happen more for reasons of defense, so as to strengthen their position and to keep the balance between the genders. According to one of the few women managers of a large radio station in Athens, once power is granted, it follows that the scope for functioning and choices are predefined by the competition and the prevailing point of view (that is, the dominant male view), and what “counts” is capability and not position. If the rules of competition are not followed, no woman can possibly keep a managerial position nor impose a different model in the choice of and the presentation of news or entertainment programs. As a result, to keep their managerial positions, women must not upset the balances between men and women. The women’s movement of the 1980s contributed to women moving out of the house and entering the labour market. However, it did not strengthen these women with values that would assist them to create and impose a new female identity, nor to impose ideas through which a new female discourse and manner of viewing the world could be created. Women remained without the ideological shield which would allow them to fight back against the neo-liberal ideas regarding competition, higher and higher expectations, more demanding and difficult work, and so on. On the one hand, women challenge the traditional male stereotypes, and on the other they conform completely to them, both in content and in appearance. They are at the same time victims and victimizers, in a society governed by a deeply conservative model of behavior which attempts to suppress women’s issues, to not promote women to decision making positions, and to assimilate women into their traditional roles as wife, mother, and homemaker. These ideas are reproduced not only in the journalist’s work place, but also in the content and the portrayal of female identity and of models held as desirable by all the media and particularly television. The few research studies which have been conducted on this issue show very similar results. They reveal the stereotypes which constitute the representation of the female sex on television and in various sorts of women’s magazines, which function as models for women’s television programs, in spite of certain modern elements (for example, the decor, the structure of the programs, and so on). They reproduce deeply conservative ideological connotations. For instance, woman are portrayed either as the expression of original sin; as the

220

Gendering Transformations

medium of evil; of forbidden pleasure, and of sin; or as a mother – who through childbearing accepts the superiority of man and whose primary concern is to care for the family (Kafiri, 2002:13-19; Kakavoulia et al., 2001:49-61). Thus the basic issues which predominate in the programs aimed primarily at women-housewives (for example, the morning programs) revolve around: • fashion and marriage (constant rejuvenation, the search for youth, love etc.), • embellishment and beauty (always related to what is in fashion, to what men like and not to what suits or what accentuates the personality of each woman), • sexuality through sexist statements and innuendos, • household (e.g., cooking, basic knowledge of health, etc.), • astrology and forecasts of the future always with reference to relationships with the other sex, and • the construction of “femininity” in which men often “educate” women on issues related to beauty, the body, the world, styling and so on. Rarely are issues concerning inequality between the two sexes, career development and possibilities for young women, and so on ever presented. Within this ideological framework, female viewers are called upon to identify with the models provided as well as with the female TV celebrities, the fashion models, the artists, cooks, and so on. The same thing happens with female journalists who, as was mentioned above, although work under very demanding, uncertain and poorly paid conditions, are called upon to “forget” their daily working life, in order to give in to and project these stereotypes. Unfortunately, a successful career is rarely achieved through the quality of work, more frequently it is determined by appearance and by the social relationships that the journalists “manage” to develop. Some of the limited number of successful female journalists (for example anchorwomen, political or athletic reporters) attribute their popularity either to the image of the sweet, preferably blonde doll, or to the social position of their husbands, or to their “sexless” behavior, or even to the adoption of male models of presentation and speech, or to a combination of the above. These are the women that constitute the example that sets the tone. Thus it appears that during this period, half of the employees in the mass media were women. They had neither the necessary power nor the ideological consciousness, nor even the courage to impose a different manner of confronting female identity both at the level of every day working relationships and in the content of reports and entertainment. There is still a long road ahead that Greek women must follow in order to succeed in the work place and for their unquestionably significant abilities to become accepted in different occupations, particularly in the media.

1

In a nation-wide study, undertaken by the VPRC for the European Network of Journalists in February of 2002, it was documented that 41.3% of journalists in the sample were women, 69.6% were under the age of 35, 61.5% became journalists between 1990 and 2001, 9.9% in 1989 and the remaining 28.6% was made up of journalists who were working in this field

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

221

prior to media commercialization. See VPRC (2002), Οι Έλληνες /ίδες δημοσιογράφοι κρίνουν το επάγγελμά τους και την ποιότητα της παρεχόμενης ενημέρωσης στη χώρα μας (Greek Journalists Evaluate their Occupation and the Quality of Information provided in our Country), February 2002 (mimeo). 2 This percentage is among the lowest in the EU-15 where the employment rate reached 54% in 2000. The respective percentages for men reached 71.1% for Greece and 72.5% for the entire EU-15 (Anastasiadis, 2005:133). 3 In the first trimester of 2004, the unemployment rate reached 11.3%, while in the second it declined noticeably due to the increase in seasonal jobs provided by the Olympic Games to 10.2% of the population??. See Press Release: Research on the Labour Force, 3rd Trimester 2004:1-2. 4 Specifically, women as a percentage of total journalists reached 45.8% (Research Study in the work places of workers in the mass media concerning the confrontation of Greeks from another country, immigrants, refugees, University of Salonika, 2004:50) and it appears that there has been a slight increase relative to what was recorded in the previous study of (41.3%), (VPRC, 2002). 5 With regard to a scientific approach and analysis of working conditions, there is only one (optional) course taught in the Department of Communications and Mass Media of the University of Athens from 2003 entitled “Gender and working conditions in the mass media”. No other courses deal with working relationships in the field of the mass media at the post secondary level. The course has made a deep impression and has created lively debate not only among the female but also among the male students. 6 The results of a 2002 research study demonstrate that 43% of journalists earn a wage equivalent to that defined in the collective agreement of journalists, 22.3% earn a lower wage, while 22.5% earn a higher wage than that of the collective agreement. It is interesting to note that of the total of those working in the Greek mass media, one-quarter (24.5%) are paid without an official work contract and 3.8% are not paid at all for the services they offer. It is usually within this latter category that the young journalists who are trying to acquire work experience fall into (VPRC, 2002). 7 It is estimated that in 2002 clearly more than a third (36.2%) of female journalists worked at the same time in more than one of the different types of mass media (VPRC, 2002). The most prevalent combination involves working at a newspaper and at a radio station (Η θέση της Ελληνίδας δημοσιογράφου σήμερα [The Position of the Greek Female Journalist Today] 1998:29-30).

References Anastasiadis, A. (2005). Greece Confronting the New European Dynamic in the Beginning of 21rst Century. Population, Demography, Society, Athens: University Studio Press. [In Greek] Kafiri, K. (2002). Gender and Mass Media, Research, Athens: Centre for Women Studies and Research. January 2002 (mimeo) [In Greek]. Kakavoulia, M., Kappa, B. and Liapi, M. (2001). Gender and Mass Media, Centre for Women Studies and Research and Panteion University, Athens: Panteion University, December 2001 (mimeo). [In Greek] Labour Force Research (2004). 3rd trimester, Athens: National Statistical Service of Greece, www.statistics.gr/gr_tables/5301_SJO_1_DT_Q1Q4_9804_3_Y.htm [In Greek]

222

Gendering Transformations

Paidoussi, C. (1998). Brief Summary. In The Position of the Greek Female Journalist Today, European Network of Greek Female Journalist and Institute for Audiovisual Media (pp. 50-52). Athens: Institute for Audiovisual Media [In Greek]. Panagiotopoulou, R. (1996). From State Monopoly to Private Oligopoly and from Citizen to Spectators. Recent Developments in the Mass Media Sector. In T. Pacos (Ed.), Limits and Relations between Public and Private Sector (pp. 521-532). Athens: S. Karagiorgas Foundation. [In Greek] ——— (1999). Greece: A Numerous but Weak Sector. In M. de Moragas, C. Garitonandia and B. Lopez (Eds.), Television on Your Doorstep. Decentralisation Experiences in the European Union (pp. 187-216). Luton: University of Luton Press. ——— (2004). Regional and Local Television in Greece. Athens: Kastaniotis Publishing. [In Greek] Papathanassopoulos, S. (1997). The Politics and the Effects of the Deregulation of Greek Television. European Journal of Communication 12 (3):351-368. ——— (1999). The Effects of Media Commercialization on Journalism and Politics in Greece. The Communication Review 3 (4):379-402. Position of the Greek Female Journalist Today. European Network of Greek Female Journalist and Institute for Audiovisual Media, Athens: Institute for Audiovisual Media 1998 [In Greek]. Research Study in the Work Places of Employees in the Mass Media Concerning the Confrontation of Greeks from Another Country, Immigrants, Refugees. Thessaloniki University of Thessaloniki 2004 [In Greek]. VPRC (2002), Greek Journalists Evaluate their Occupation and the Quality of Information provided in our Country, February 2002 (mimeo) [In Greek].

The Private Sphere and Gendered Differentiation Laura Maratou-Alipranti EKKE, Greece

Introduction Work and family are two spheres of our lives that constantly interact with each other at both family and society levels. Τhe distinction of the public and private spheres according to gender continues to be a characteristic of the developed world and reflects the concept that the public sphere of “work” and the private sphere of “the family” constitute two different and separate domains. This division has also been identified with the assumption that the ‘public sphere is of masculine gender’ and that the ‘private sphere is of female gender’ (Hood, ed., 1993). The different factors which contributed to changes in male and female roles in the context of the contemporary nuclear family of industrialized countries are shaped mainly by the overall process of the development of societies, and are directly linked to the transition from a rural family economy, where there was an extensive combination of family duties and work, to an industrial-consumer economy and the considerable increase of women in paid work. Also, policies for the elimination of gender inequalities in education and the labour market within the last decade have resulted in decreasing differences between women and men in the labour market (Lewis, 2001). Additionally, the decline of gender inequalities in education and the labour market within the last decade has resulted in decreasing differences between women and men with regard to the labour market. At the same time, in all industrialized countries an increasing commitment to gender equality in all areas of society has been developing and the efforts toward reducing inequalities between women and men may be interpreted as part of a general modernization process. Though gender relations have changed since the fifties, by examining the areas of culture, education, policy, the labour market, and everyday family life, we find that a stable system of gender inequalities still exists (Lombardo, 2003; Stratigaki, 2003). On the other hand, there are strong arguments that both society’s lack of consideration of its family members’ obligations, and the persistence of gender inequalities in the household and more particularly in the division of unpaid labour contribute to the persistence of the ideology of a functional differentiation of separate spheres due to natural differences between women and men (Kunzler, 2002; Zollinger and Holst, 2004). Despite the efforts to eliminate gender inequalities, documentation in family research and gender studies in different countries is lacking and until now there have been scarcely any attempts to compile quantitative and comparative empirical evidence in regard to the modernization of gender roles and the division of unpaid

224

Gendering Transformations

work. Differences in the speed and extent of modernization in a given area lead to a typology with four cells. This typology indicates the extent of inequalities and divergences between the different countries (see Table 1). Table 1

Gender inequality: extent and speed of modernization

Extent of modernization: gender inequality at present

Speed of modernization: Low High

High

Stable traditional countries

Modernizing traditional countries

Low

Stable modern countries

Recently modernized traditional countries

Source: Kunzler, 2002: 255. Another issue associated with gender relations is the social policy field. Although there is a long tradition of comparative welfare state research, only since the nineties has comparative research on family policies and gender relations become an issue. Esping-Andersen’s 1990 and 1999 studies became the starting point of the debate on gender sensitive typologies of modern welfare states which, although have been criticized, have become a major issue covering various areas of family policy with respect to gender equality (Commaille et al., 2002; EspingAndersen, 1990; Hantrais, 2004; Leira, 1999; Lewis, 1993). As a result, the myth of the existence of two separate worlds still exists, at least in part. Moreover, the ideology of a functional differentiation of separate spheres due to natural differences between men and women, as suggested in recent terms such as “dual career families”, “reconciliation of family and professional life” and “family division of labor”, reflects the need to try to unify notions which were traditionally separated, in order to balance the obligations and roles of men and women in everyday life, and to redefine the borders between family and work lives. Gender roles in the past As mentioned above, work and family are spheres of our lives that constantly interact with each other at both levels of family and society. In traditional society, the organisation of work and family life was based on the underlying supplementary work of man and woman that is in turn related to the organisation of the community. The division of tasks allocated to men and women refers to a distinction between sectors in and out of the community. We distinguish, therefore, a continuum in gender relations in the household and the village. It follows that the distinction between public and private spheres in the context of rural-traditional society unfolds two types of sociability, male and female. These are not formed, however, on equal terms and are based on male perceptions that a woman is less than equal (Lemieux and Mercier, 1992). Hence, there is a clear

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

225

hierarchy: men are associated with the formal and the public, whilst women are associated with the informal and private. Therefore, men participate in the community council and represent women in the public sphere (Fenstermaker Berk, 1980). On the other hand, women are predominant in the private sphere, that is, they have informal-private discussions and duties. Nevertheless, they fulfil an important social role. A woman, through her work and social relations, has a special position in rural community. In fact, the good reputation and the image of the whole family depend on her: She is a prudent wife, hardworking, and hospitable towards all. In other words, she is the lady of the house. Gender roles in the twentieth century Until the first half of the twentieth century, the family model of “complementary roles” was the predominant one, and most married women did not work, since professional employment was considered incompatible with the upbringing of children. “Complementary roles” exist when the activities of the husband and wife are different, but their functional interrelation makes them complementary. In this way, the percentage of women in professional employment showed a tendency to decrease from the beginning of the twentieth century up to 1960 (Maruani, 2005; Michel, 1978a; Segalen, 2000; de Singly, 1993). Over this period, the sociology of the family was dominated by Parsons’ structural-functional theory. Parsons considered that the family is a subsystem that retained relations with society as a whole. As for its structure and functions, Parsons maintained that the family was based on the strict separations of roles: the father plays the “instrumental role” and has responsibility for the survival of the family members, while the woman plays the “expressive roles” and has responsibility for the upbringing of the children, in this way ensuring the cohesion of the family unit (Parsons and Bales, 1956). Although the Parsonian type of bi-polar family model was the most prevalent in the industrially developed societies of that period, it was increasingly contested and eventually, as we shall see, in effect rejected (Gornick and Meyers, 2003; Lewis, 2001; Maratou-Alipranti, 1999). Indeed, after the 60s, very rapid economic growth in the countries of the west contributed to an expansion of the possibilities for woman to participate in the labour market. Furthermore, the predominance of modern consumer models, aimed at increased spending and together with the tendency to maximize the prosperity of the household, had a positive effect on female employment. Thus, the new consumer orientated perceptions are considered to be the driving force behind the changes and contribute to the increase in the number of women with professional employment outside the home (Langlois, 1990). This development has led to a redefinition of gender roles in and out of the home, and to the prevalence of new family models. The number of “two-career” families, with “non-differentiated marital roles” is constantly on the increase, while the man’s participation in the domestic sphere becomes increasingly crucial. As families where both spouses have employment outside the home have become the new model, the new prestigious female role is that of the working wife and mother (Maratou-Alipranti, 1999; Rapoport, 1973; de Singly, 1991). It should

226

Gendering Transformations

be also noted, that salaried employment differentiates and reinforces women’s position in the home, while at the same time it reduces their dependence on men. However, apart from the developments in the labour market, a variety of other factors would also appear to contribute to the increase in the number of working women. The most important of these factors are listed below: A. Technological changes: These facilitate and simplify the execution of household tasks while saving considerable time for women, who no longer spend so much time on these tasks At the same time, with the current re-evaluation and mechanization of household tasks, the participation of men in this area is facilitated (Maratou-Alipranti, 1999; Michel, 1978a; Vanek, 1974). B. Increased social provisions from the state: In developed countries, the gradual and steady growth in the number of nursery schools and kindergartens and in other related provisions relating to the family-employment balance facilitates conditions for married women to hold professional employment outside the home (Hantrais, 1995; Hantrais and Letablier, 1995; Silvera, 2002). C. Demographic developments and changes in women’s life-cycle: It is a well known fact that women’s labour used to be indisputably linked with their life-cycle and was regulated by the ebb and flow of family life. The new demographic tendencies, observed in all western societies in the twentieth century (low birth and mortality rates), in conjunction with the dissemination of birth control, have literally transformed women’s life-cycle. Thus, women can choose how many children they will have, as well as the time in which they will give birth. Moreover, they are rapidly freed from their household and family responsibilities, and can participate in, or if they had interrupted their work, return to the labour market (Hantrais, 1997; Hantrais, 1999; Livi-Bacci, 1978; Sullerot, 1978). D. The return of the husband to the household and the couple’s sharing of leisure time activities: This change is connected to the transformations that have taken place in the way of life, in the development of leisure time activities, and generally in the rise in the standards of living. In this way, both spouses carry out their leisure and spare-time activities jointly, while the time that men spend and are present in the home is constantly increasing. E. The gradual change in people’s attitudes toward gender roles: Women’s professional employment outside the home was at first contested and considered by many as being incompatible with parental duties; but gradually perceptions changed, and it started to be judged more positively by the majority of the population. Working outside the home is no longer considered to be an impediment to the upbringing of children or to family duties in general (Gornick and Meyers, 2003; Lewis, 2001). However, the fact that women continue to perform most of the household tasks, and that they still have to work a ‘double day’, are indications that they are more bound to the household sphere, and that they are less dependent on their profession. Furthermore, the reduced amount of time which mothers devote to housework today is the result of a dual development: Firstly, this is due to the allocation of part of the household obligations to other institutions which assist the working mother (schools, nursery schools, etc.), and secondly, to the provision of various services and the execution of household tasks by other women who are part of the immediate family environment.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

227

Certainly, the way in which the family is often analysed presupposes that the family functions according to the model of the marital family and does not take into account new family models (i.e., single-parents). As we can see, changes both in family structure and in the respective roles of men and women, in and out of the home, are directly linked with both the industrialization process and the prevalence of modern consumer models, which now dictate the need for two salaries in each household. Thus, from the 60s onwards, a small revolution was instigated. Women work more in order to cope with their double role, and they remain the primary cohesive link in the delicately balanced relationship between family and work. The transition from the “marital” to the “partnership” type of family, wherein all the responsibilities and obligations will be born equally by men and women has not yet been completed; it constitutes a dilemma, or a challenge, for men and women but also a vision for the family of the twenty first century. Gender relations in the contemporary family What is the nature of the relationship between men and women in the family, and particularly in relation to work? The relationship between family and work is particularly related to the fact that social relations between the sexes are at work in both spheres. The animating principle in these relations is that of the gender division of labour, for example, a division based in part on sexual differentiation (Alipranti, 1999). The “division of labour” produces a dual distinction within the family: on the one hand between the two sexes, and on the other hand between paid and domestic work. The relationship between work and family is evident in both micro and macro-social approaches. In general, one sphere determines the other, and whether the starting point is in work or in the family, the other pole is present and interacts. As emphasised above, the family division of labour cuts across the entire social structure. Far from being a simple economic phenomenon whose primary function is the distribution of employment and wealth and the management of exchanges, it is also a phenomenon of social morphology, since it brings groups together, or sets them apart (Barrère-Maurisson, 2000). Beyond that, to use the expression coined by Marcel Mauss, the family division of labour is ‘a total social phenomenon,’ in that it sets in action the whole of society and its institutions. The emergence of the relationship between work and family as a subject of investigation in its own right is the result of an historical and social phenomenon, and it is because this relationship now has its own distinct social reality that it justifies sociological analysis per se. This is linked, of course, to the socioeconomic changes, the changes in mentalities and stereotypes, and the considerable increase in women’s work in industrialized societies at the end of 60s and the beginning of the 1970s as well as the changes in the role of servants and the domestic service in European societies (Fauve-Chamoux, 2005). Another theoretical concept which can assist in understanding the distinct social reality of the family and work is Bourdieu’s notion of ‘practice’. In his theory, Bourdieu (1997) investigates ‘practice’ that is associated with the division of labor in the labor market and the household. The interpretive (independent) variables are:

228

Gendering Transformations

attitudes towards gender roles that in his study are expressed by what Bourdieu calls “habitus”, that is, a system of predispositions; ‘capital’, which is distinguished from other forms of economic capital (i.e., income, profession); cultural capital (i.e., education); and social capital (i.e., descent, social support networks and their utilization); and the degree of information and use of existing policy measures. Thus, the relationship between work and family is a social object and reflects a wider social reality as well as the very functioning of society itself. It mirrors changes in the family and more extensively in employment. Similarly, research can also shed light on the relationship between employment policies and family, and even justify the increasing precariousness of employment in the breakdown of the family. The family division of labor as an object of research In the context of the problematic that marriage or cohabitation constitutes a kind of exchange, it is impossible to ensure reciprocity between the two spouses at all levels and particularly that of domestic work. Many of the studies conducted on the problematic and conceptualization of the different male and female roles and marital interaction made an attempt to investigate marital behavior by emphasizing the form of marital exchanges and the factors that interact with, and differentiate them. Blood and Wolfe (1960) suggest that in reality the distribution of household tasks between the two spouses is the outcome of a rational arrangement depending on the skills, the “personal equipment” each spouse has. Hence, as it has been previously noted, the power of one spouse in the marital exchange and negotiations is related to the “personal equipment” –real and symbolic– that he or she has. In other words, most of the studies based on the “interactionist approach” regarding the system of marital exchanges have indicated that the spouses with a higher status, higher income-salary, higher educational level and specialization take precedence. Indeed, in contrast to housewives, married women with employment and with higher educational level are more competent to strengthen their status and to negotiate the internal housework distribution more equally, etc. (Blood and Wolfe, 1960; Michel, 1975; Michel, 1978a). Contemporary empirical research perceives the family as a subsystem which does not assume the existence of pre-defined models, and where power games and personal strategies are developed; the latter have a decisive effect on the forms of interaction and practices between men and women, regarding the allocation and execution of daily household tasks (Oakley, 1974). Furthermore, numerous surveys carried out regarding the significance of the differentiation of gender roles and the interactionist approach, reached very interesting conclusions: the level of man’s participation and daily practices varies –while it would appear that there is still some way to go to full reciprocity and equality– and is influenced by the personal biological characteristics of the individual (age, sex, etc.), the “implements” that men and women dispose of (level of education, professional status and conditions of employment, etc.), and the concrete family “charges” (number and age of children) (Kellerhals et al., 1982; Le sexe du travail,1984; Maratou-Alipranti, 1999; Symeonidou et al., 2002).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

229

However, there are two factors that seem to influence the degree of male participation, namely the career and the professional burden of spouses. Also, in the context of family’s functioning theory, in which marriage never ensures absolute reciprocity (it is a man’s gain and a woman’s loss) de Singly (1987) made an attempt to interpret family organization models. He argues that the types of regulations and exchange between spouses depend not only on the ‘personal equipment’ of each spouse but also on the ‘power negotiation’ at a particular moment that allows the spouse to impose types of relations to his/her own interest (de Singly, 1987) (see also Kaufmann, 1992). Thus, women appear to be doubly burdened by their often incompatible work and family responsibilities. In the second half of the twentieth century, significant changes in female employment and family formation brought about a second transformation in the economic and social organization of the family and the restructure of the breadwinner-homemaker family arrangement. The second transformation is that from separate spheres to partial specialization (Gornick and Meyers, 2003). The economic approach to domestic labour As it has been noted above, domestic work is not recognized as productive; hence it is not estimated as paid labour. The nuclear family, therefore, depends on unpaid household tasks that are primarily performed by women while husbands and children are the main recipients of the provided services. In the 1960s, first in the U.S. and later in other countries, there was an effort to include domestic work in the overall social activities and to calculate its economic value. The contribution of each family member to domestic tasks (the time each spouse spends) has economic value and therefore it should be also included in the GDP (gross domestic product) (Walker, 1977). There are two ways to calculate the economic value of domestic work: • The equivalent economic value of services. • The circumstantial cost. Becker’s approach has influenced this calculation, particularly by the way the “circumstantial cost” is estimated: Domestic work is calculated in the same way as occupational time. In any case, the time and economic value vary according to work type and the person who performs the task, which creates difficulties in the systematic measurement and financial calculation in general. In any case, as many studies have shown, the evaluation of domestic work in economic terms (that is, based on respective salaries) varies between 32% and 77% of the GNP (Berk, 1980; Gauger, 1973; Michel, 1977). In sum, it can be argued that the economic approach has many limitations, particularly when domestic work is reduced to occupational work, which is totally incongruous with the emotional aspects of the family and affecting feelings of being mother.

230

Gendering Transformations

The qualitative approach to domestic labour Recent qualitative studies that are conducted in small samples of subjects are very interesting because they allow for a more explicit and integrated examination of the types of behaviour and unfold the particularities in the complicated daily relations of spouses. Kaufman (1997), in his study based on 20 in-depth interviews he conducted, was able to identify types of distribution of family tasks among young couples. He argues that from the start we have to distinguish between the ways they develop (1997), namely: • ways of adjustment based on practices; • ways that promote spontaneity and improvisation. The former are based on the conservative distribution of gender roles while the latter are based on rather modern perceptions of gender roles. Many young couples are not susceptible to traditional models and prefer independence in their daily domestic life, which means that they must constantly decide which kind of work each spouse will perform instead. As it was noted, the life of young couples generally has two stages: after a first phase of spontaneity it goes through a phase of stable behaviours in relation to the domestic tasks performed by spouses or companions. In fact, the development of some practices in the context of everyday life enables the performance of tasks as it unveils, on the one hand, the personal choices and, on the other hand, it specifies the tasks that each of the two spouses or companions wants to perform. Therefore, “female”, “male”, and “mixed” domestic tasks do not only exist but they are constantly reproduced as men and women show resentment when they have to meet socially attributed obligations of the opposite sex. Moreover, as it has been pointed out, young couples reject the traditional system and they establish new practices and specializations (Kaufmann, 1997). Contemporary studies approach the issue of family as a subsystem not on the premise of a set of models but on the premise of power relations and individual strategies, which decisively influence the kind of exchange and practises among men and women and the distribution and performance of daily domestic tasks (de Singly, 2000). It is beyond dispute that the family is always analysed in the context of marriage and that new family models are not taken into consideration (such as single-parent family, etc.), having as a model of analysis the traditional distribution of socially defined roles. However the transition to a fully egalitarian dual-earner and dual-carer society has not be yet realized. The family division of labor as an issue of family policy The incomplete transformation of the family to an equal partnership between fathers and mothers has created new demands and new needs to the families. The gendered nature of the partial specialization creates acute demands on mothers. From the 80s reconciliation of work and family life appears to be the dominant focus in European

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

231

family policy. It is either explicitly stated or implied that gender equality can be achieved through reconciliation policies. In many countries the enacted measures aiming at balancing the professional and family obligations of women are the outcome of conciliation between two competitive spheres and the distinction between employment and family policies. Moreover, the measures for the reconciliation of work and family life that are being promoted can be classified into three major categories; measures that facilitate access to labour market, measures for combining work and family, and measures that promote the redistribution of parental obligations (Lewis, 1993; Moussourou and Stratigaki, 2004). There are three sources of support for women that enable them to participate in the labour market: 1. family and the environment of friends and kin (free support, solidarity and help) 2. paid services (private paid services) 3. the State: public institutions and services, a number of social provisions, parental leaves, working hours, etc. (Hantrais and Letablier, 1995; Kaufman et al., 2002; Silvera, 2002). The so-called “reconciliation” policies involve many actors, including the state as well as companies and local communities, which are capable of implementing measures, policies or atypical practices in order to support the family (family friendly policies or family friendly practices) (Equal-Andromeda Project, 2005). However, recent findings from a European study indicate that the underlying rationale of family policy is basically related to family size and, as expected, most of the provided measures aim at the reconciliation of work and family life of working parents (Hrzenjak et al., 2005). Indeed, in some EU texts it is either explicitly stated or implied that gender equality can be achieved through reconciliation policies. In a word, gender equality is perceived as greater participation of men in family duties and greater participation of women in the labour market. Findings from the same study highlight that reconciliation is a concept that mainly refers to the combination of paid and unpaid labour. Sometimes it is represented as a problem or a dilemma (considering the limited options mothers have for pursuing a career), whereas at other times it is seen as a measure for the improvement of family life. Most documents portray the balance between paid work and caring responsibilities as a problem of women who are also called upon to deal with it since their social role as caregivers is almost never disputed. In other words, the “reconciliation frame” entails a fixed representation of women as being solely responsible for the provision of care to the dependent family members. Similar findings have been identified in various studies in the European context (Michel and Mahon, 2002; Verloo et al., 2005). Although reconciliation is represented as an issue of intimacy, it appears that most policy proposals and suggested actions at the national and supranational level mainly focus on employment issues. Most action measures seem to coincide with the European demand for more flexible labour markets. In this context, reconciliation policies are above all aimed at bridging the gap between population and economic growth (Alipranti and Nikolaou, 2005).

232

Gendering Transformations

Therefore, challenges posed by the decline of traditional perceptions of gender roles have not opened up the possibility of establishing institutional conditions for gender equality. Welfare states provisions are seen to create obstacles to an essential reconciliation of work and family life while “traditional” female roles are almost never disputed. Apparently, there are no solutions to how perceptions of gender roles can change, but the only relative demand is that the state must support women in their effort to “fulfil their roles” as workers and mothers. Reconciliation is mainly represented as a problem of intimacy while most apparent solutions rest in the sphere of the labour market. Thus, women continue to appear to be doubly burdened by their often incompatible work and family responsibilities. The erosion of the male breadwinner and female homemaker family form constitutes one of the critical challenges confronting contemporary welfare states. Although in recent decades, the gender gap in the hours devoted to unpaid work has diminished as men’s contribution has increased slightly, employed mothers experience heavy demands on their time because they continue to do a disproportionate share of the unpaid work at home. In developed countries, the various measures implemented to reconcile work and family life present divergent patterns of response, while assessing these in terms of their potential contribution to equality such measures do not seem adequate to reform the traditional family model and family arrangements, nor do they promote gender equality. References Alipranti, L. (1999). Segmentation or Synergy: A Dilemma for Men and Women. Trends and Perspectives. In Proceedings of the European Family Forum, Family-21st Century: Vision and Institutions (pp. 172-176). Athens: Livanis. Alipranti, L. and Nikolaou, A. (2005, September 1-2). Participation of Women in the Labour Market and Reconciliation Policy in Greece. Paper presented in the 3rd WELLCHI Workshop, Rennes. Barrere-Maurisson, M. -A. (2000). The family division of labour. Amsterdam: SISWO. Berk, R. (1980). The New Home Economics: An Agenda for Sociological Research. In S. Fenstermaker Berk (Ed.), Women and Household Labor (pp. 113-148). London: Sage Publications. Blood, R. and Wolfe, D. (1960). Husbands and Wifes. The Dynamics of Married Living. New York: The Free Press. Bourdieu, P. (1999). Male Domination. (Greek translation). Athens: Stachi Comaille, J. and Martin, Cl. (1998). Les enjeux politiques de la famille. Paris: Bayard Editions. Comaille, J., Strobel, P. and Villac, M. (2002). La Politique de la Famille. Paris: La Découverte. Equal-Andromeda Project (2005). Guide of Good Practices for the Reconciliation of Family and Professional Life. Athens. Esping-Andersen, G. (1990). The Three Worlds of Welfare Capitalism. Princeton: Princeton University Press. ——— (1999). Social Foundations of Postindustrial Economies. Oxford: University Press. Fauve-Chamoux, A. (Ed.). (2005). Domestic Service and the Formation of European Identity. Bern: Peter Lang.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

233

Fenstermaker Berk, S. (Ed.). (1980). Women and Household Labor. London: Sage Publications. Gauger, W. (1973). Household Work: Can we Add it to the GNP? Journal of Home Economics 65(7):12-15. Gornick, J. and Meyers, M. (2003). Families that Work. Policies for Reconciling Parenthood and Employment. New York: Russel Sage Foundation. Hantrais, L. (1995). Social Policy in the European Union. London: Macmillan. ——— (1997). Exploring the Relationship between Social Policy and Changing Family Forms within the European Union. European Journal of Population 13:339-79. ——— (Ed.). (1999). Interactions Between Socio-Demographic Trends, Social, and Economic Policies. Cross-national research papers, 5th series, No 1, Loughborough University, European Research Centre. ——— (2004). Family Policy Matters. Responding to Family Change in Europe. London: Policy Press. Hantrais, L. and Letablier, M.-Th. (1995). La Relation Famille-Emploi. Une comparaison des modes d’ajustement en Europe. Paris: Centre d’études d’Emploi. Hood, J. (Εd.). (1993). Men, Work and Family, London: Sage Publications. Hrzenjak, M., Maratou-Alipranti, L., Meier, P., Nikolaou, A., Tertinegg, K., Horvath, A., Peterson, E. and Zentai, V. (2005). Policy Frames and Implementation Problems: The Case of Gender Mainstreaming. Frame Description and Critical Analysis, Gender Inequality and Family Policy. Vienna: MAGEEQ Internal Report. Kaufmann, J.-Cl. (1992). La trame conjugale, Paris: Nathan. ——— (1997). The Couple’s Dirty Cloths. Athens: Marathias (In Greek). Kaufmann, Fr.-X., Kuijsten A., Schulze, H.-J., and Strohmeir, Kl.-P. (Eds.). (2002). FamilyLlife and Family Policies in Europe. Oxford: Oxford University Press. Kellerhals, J., Perrin J.-F., Steinauer-Gresson, G., Voneche L. and Wirth, G. (1982). Mariages au quotidien. Lausanne: Favre. Kunzler, J. (2002). Paths Towards a Modernization of Gender Relations, Policies, and Family Building. In Fr.-X. Kaufman et al. (Eds.), Family Life and Family Policies in Europe (pp. 252-298). Oxford: Oxford University Press. Langlois, S. (1990). L’avènement de la société de consommation: un tournant dans l’histoire de la famille. In D. Lemieux (Ed.), Les familles d’aujourd’hui (pp. 89-113). Québec: Institut Québécois sur la Culture. Lemieux, D. (Ed.). (1990). Les familles d’aujourd’hui. Québec: Institut Québécois sur la culture. Lemieux, D. and Mercier, L. (1992). Les femmes au tournant du siècle, 1880-1940. Québec: Institut Québécois sur la culture. Lewis, J. (Ed.). (1993). Women and Social Policies in Europe. Work, Family and the State. Aldershot: Edward Elgar. ——— (2001). The End of Marriage? Individualism and Intimate Relations. Cheltenham, UK-Northampton, MA, USA: Edward Elgar. Livi-Bacci, L. (1978). Le changement démographique et le cycle de vie des femmes. In E. Sullerot (Ed.), Le fait féminin (pp. 467-482). Paris: Fayard. Lombardo, E. (2003). EU Gender Policy. The European Journal of Women’s Studies 10(2):159-180. Maratou-Alipranti, L. (1999). The Family in Athens: Family Models and Conjugal Practices. Athens: National Centre for Social Research. ——— (1999). Sex Roles in Contemporary Greek Society: Segmentation or Synergy? In Power Relations and Structures in Greece Today (pp. 482-498). Athens: Sakis Karagiorgas Foundation. ——— (Ed.). (2002). Families and Welfare State in Europe. Trends and Challenges in the New Century. Athens: Gutenberg-National Centre for Social Research.

234

Gendering Transformations

Maruani, M. (Εd.). (2005). Femmes, genre et sociétés. L’état des savoirs. Paris: La Découverte. Michel, A. (1975). Activité professionnelle et vie conjugale. Paris: CNRS. ——— (Εd.). (1977). Femmes, sexisme et sociétés. Paris: PUF. ——— (Ed.). (1978a). Les femmes dans la société marchande. Paris: PUF. ——— (1978b). Sociologie de la famille et du mariage. Paris: PUF. Michel, S. and Mahon, R. (2002). Child Care Policy at the Crossroads. New York-London: Routledge. Moussourou, L. and Stratigaki, M. (Eds.). (2004). Family Policy Issues. Theoritical Approaches and Empirical Investigations. Athens: Gutenberg (In Greek). Oakley, A. (1974). The Sociology of Housework. New York: Pantheon. Le sexe du travail. Structures familiales et système productif (1984). Grenoble: Presses Universitaires de Grenoble. Parsons, T. and Bales, R. (1956). Family Socialization and Interaction Process. Glencoe: Free Press. Rapoport, R. (1973). Une famille deux carrières. Paris: Denôel/Gonthier. Segalen, M. (2000). Sociologie de la famille. Paris: Armand Colin. Silvera, R. (2002). Articuler vie familiale et vie professionnelle en Europe. Un enjeu pour l’égalité. Paris: La Documentation Francaise. Singly, de, Fr. (1987). Fortune et infortune de la femme mariée. Paris: PUF ——— (Ed.). (1991). La famille. L’état des savoirs. Paris: La Découverte. ——— (1993). Sociologie de la famille contemporaine. Paris: Nathan. Singly, de, Fr. (2000). Libres ensemble. L’individualisme dans la vie commune. Paris: Nathan. Stratigaki, M. (2003). Policies for Gender Equality in EU: Similarities and Contradictions. In R., Panayiotopoulou, S., Koniordos and L., Maratou-Alipranti (Eds.), Globalization and Contemporary Society (pp. 175-190). Athens: National Centre for Social Research. Sullerot, E. (Ed.). (1978). Le fait féminin. Paris: Fayard. Symeonidou H., Mitopoulos, G. and Vezyrgianni, K. (2002). The division of paid and unpaid work in Greece. WORK Report, National Centre for Social Research Zollinger Giele J. and Holst, E. (Eds.). (2004). Changing Life Patterns in Western Industrial Societies. London: Elsevier. Vanek, J. (1974). Time Spent in House Work. Scientific American 231(Nov):116-120. Verloo, M. Maratou-Alipranti, L., Tertinegg, K., and Van Beveren, J. (2005). Framing the Organization of Intimacy as a Policy Problem across Europe. The Greek Review of Social Research 117:119-148. Walker, K. (1977). Pour la reconnaissance des taches domestique. In A. Michel (Ed.), Femmes sexisme et société (pp. 171-177). Paris: PUF.

Βία και Παρενόχληση στους Χώρους Εργασίας Χριστίνα Καρακιουλάφη Πανεπιστήμιο Κρήτης

Πρόλογος Η εξασφάλιση αξιοπρεπών συνθηκών εργασίας και η διασφάλιση μιας ορισμένης ποιότητας κατά την απασχόληση υπήρξε ανέκαθεν αίτημα των εργαζόμενων και των εκπροσώπων τους. Εκείνο που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, είναι η διαφοροποίηση των αιτημάτων, η προσθήκη νέων ή/και η κατάργηση κάποιων άλλων, ή ακόμα και οι αλλαγές όσον αφορά στην ιεράρχηση των αιτημάτων αυτών. Έτσι, λοιπόν, τις τελευταίες δεκαετίες πέρα από τα πιο «παραδοσιακά αιτήματα» –που σχετίζονται με τους μισθούς, το ωράριο εργασίας, την υγιεινή και την ασφάλεια στον εργασιακό χώρο– οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι τους διατυπώνουν και νέα αιτήματα, που έχουν να κάνουν με το σεβασμό της αξιοπρέπειας, την κατάργηση κάθε είδους διάκρισης, την προστασία και τη διασφάλιση της ψυχοσωματικής υγείας των εργαζομένων, κλπ. Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, το ενδιαφέρον συγκεντρώνεται στις διάφορες μορφές διάκρισης εις βάρος των εργαζομένων (λόγω του φύλου, της καταγωγής, της θρησκείας, της σεξουαλικής τους προτίμησης, κλπ.), στις ψυχοσωματικού χαρακτήρα παθήσεις, όπως το εργασιακό στρες ή το λεγόμενο «burn-out», καθώς και στις διάφορες μορφές βίας και παρενόχλησης (σεξουαλική παρενόχληση, ψυχολογική παρενόχληση, κλπ.). Η έννοια της «βίας (ή της παρενόχλησης) στην εργασία» είναι προβληματική, στο βαθμό που περιλαμβάνει μια πληθώρα συμπεριφορών, οι οποίες συχνά δεν είναι εύκολο να διακριθούν μεταξύ τους, ενώ παράλληλα τα όρια μεταξύ αποδεκτών και μη-αποδεκτών συμπεριφορών δεν είναι πάντοτε ευδιάκριτα. Στο σύνολο τους, όμως, πρόκειται για συμπεριφορές που πλήττουν την ψυχική ή/και σωματική υγεία των εργαζομένων και θίγουν την αξιοπρέπεια τους. Οι συμπεριφορές αυτές δεν ενέχουν πάντοτε σωματική βία, αλλά μπορεί να περιορίζονται και σε μια ψυχολογικής φύσεως βία ή παρενόχληση. Η αναγνώριση –από τους επίσημους φορείς– αυτών των συμπεριφορών ως ενός προβλήματος που πλήττει όλο και περισσότερους εργαζόμενους, οδήγησε στην υιοθέτηση ενός ρυθμιστικού πλαισίου, που ως στόχο έχει την πρόληψη, την καταδίκη και την τιμωρία τέτοιων συμπεριφορών στους χώρους εργασίας.

236

Gendering Transformations

Βία και παρενόχληση στον εργασιακό χώρο: οι διαστάσεις του προβλήματος Οι εκφάνσεις της βίας στον εργασιακό χώρο είναι πολλαπλές. Σύμφωνα με τη γνώμη πρωτοβουλίας, που συνέταξε τον Νοέμβριο του 2001 η Συμβουλευτική Επιτροπή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την Ασφάλεια, την Υγιεινή και την Προστασία της Υγείας στην Εργασία, η βία στο χώρο εργασίας μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια: «…μορφή αρνητικής συμπεριφοράς ή δράσης μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ατόμων, χαρακτηριζόμενη από επιθετικότητα, άλλοτε επαναλαμβανόμενη άλλοτε στιγμιαία, με αποτελέσματα βλαβερά για την ασφάλεια, την υγεία και την ευεξία των εργαζόμενων στο χώρο εργασίας»1. Η επιθετικότητα αυτή δεν είναι απαραίτητο να εκφράζεται με μια πραγματικά βίαιη πράξη, αλλά μπορεί να εκδηλώνεται κι απλά με μια στάση προκλητική ή περιφρονητική. Επιπλέον, η βία αυτή μπορεί να αφορά στη σωματική βία, στις λεκτικές προσβολές, στον εκφοβισμό, στο mobbing, στη σεξουαλική παρενόχληση, στις διακρίσεις λόγω φύλου, θρησκείας, ειδικής ανάγκης, φυλετικής καταγωγής, κλπ. Το σχετικό κείμενο εστιάζει την προσοχή σε δύο σημεία: πρώτον, ενώ η σωματική βία είναι αρκετά εύκολο να εντοπιστεί, γιατί φέρει εμφανή εξωτερικά σημάδια, δεν ισχύει και το ανάλογο στην περίπτωση της ψυχολογικής βίας· δεύτερο, σε αντίθεση με την σεξουαλική παρενόχληση, η ψυχολογική βία είναι πιο δύσκολο να ορισθεί. Εντούτοις, κοινό χαρακτηριστικό αυτών των συμπεριφορών είναι ότι θίγουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ότι βλάπτουν την ασφάλεια, την υγεία και την ευεξία των εργαζόμενων. Επιπλέον, σύμφωνα με τον παραπάνω ορισμό, τα εμπλεκόμενα άτομα μπορούν να είναι και περισσότερα, ενώ μπορεί να πρόκειται για μεμονωμένες-στιγμιαίες ή για επαναλαμβανόμενες αρνητικές συμπεριφορές. Η διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών παρενόχλησης και βίας είναι εξαιρετικά δυσχερής σε ορισμένες περιπτώσεις, ενώ από την άλλη η παραδοσιακή διάκριση μεταξύ σωματικής και ψυχολογικής βίας δεν είναι η πλέον αρμόζουσα, δεδομένου ότι μια αρνητική συμπεριφορά μπορεί να ενέχει τόσο σωματική, όσο και ψυχολογική βία. Στην πραγματικότητα, οι διαφορετικοί ορισμοί, που δίδονται ακολουθούμενοι από παραδείγματα συμπεριφορών προς διευκόλυνση, συχνά αντί να διαλευκάνουν το πεδίο δημιουργούν μια ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση σε ότι αφορά στις συμπεριφορές που εμπεριέχει η έννοια της βίας ή παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, καθώς και σε σχέση με την οριοθέτηση μεταξύ αποδεκτών και μηαποδεκτών συμπεριφορών στους χώρους εργασίας. Η σεξουαλική παρενόχληση Αν και παρατηρούνται αρκετές διαφοροποιήσεις στους ορισμούς που έχουν δοθεί στη σεξουαλική παρενόχληση (ή στην παρενόχληση βάσει φύλου, όπως τείνει να επικρατήσει στην ορολογία) στον εργασιακό χώρο, η εν λόγω συμπεριφορά ή πράξη νοείται ως μια μορφή διάκρισης (βάσει φύλου), που παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και κατά κύριο λόγο πλήττει τις γυναίκες. Στην αναγνώριση και στην αποδοχή της σεξουαλικής παρενόχλησης ως ενός πραγματικού προβλήματος που πλήττει μια σημαντική μερίδα εργαζομένων, συνέβαλε ουσιαστικά το φεμινιστικό κίνημα, το οποίο και μέσα από τις μελέτες που διεξήγαγε, επέτεινε την προσοχή στην αναγκαιότητα ποινικοποίησης αυτής της συμπεριφοράς (Παπαθεοδώρου κ.α., 2001· Αρτινοπούλου κ.α., 2004). Είναι, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του ’90

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

237

που αρχίζουν και συστηματοποιούνται οι προσπάθειες ποινικοποίησης της σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ αυτή καθίσταται αντικείμενο δημοσίου ενδιαφέροντος και διαλόγου. Βεβαίως, στην προκειμένη περίπτωση, η δυσκολία έγκειται στο ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο: «το οποίο μπορεί µεν να συνιστά μια προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, τροφοδοτείται δε από µία ιδιότυπη κοινωνική ανοχή, συντηρούμενη από τις κυρίαρχες αντιλήψεις για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνική δομή» (Παπαθεοδώρου κ.α., 2001:3). Παρά την αδυναμία διαμόρφωσης ενός καθολικού ορισμού, η σεξουαλική παρενόχληση μπορεί να οριστεί ως μια: «πρακτική που αποτελεί έκφανση ιδιότυπων μορφών ιεραρχίας και κυριαρχίας, κατά τις οποίες το θύμα της σεξουαλικής παρενόχλησης υφίσταται διασυρμό της προσωπικότητας» (Αρτινοπούλου κ.α., 2004:3). Πρόκειται για κάθε ανεπιθύμητη λεκτική, μη λεκτική ή σωματική συμπεριφορά σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, κυρίως μέσω της δημιουργίας ενός εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού και ταπεινωτικού περιβάλλοντος2. Όλο και συχνότερα η σεξουαλική παρενόχληση νοείται ως μορφή διάκρισης εις βάρος ενός εργαζόμενου λόγω του φύλου3. Τέλος, το σημαντικό είναι ότι σε σχέση με τις αρχικές θεωρήσεις της σεξουαλικής παρενόχλησης, σύμφωνα με τις οποίες η εν λόγω συμπεριφορά πρέπει να έχει επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, αναγνωρίζεται πλέον ότι ορισμένες παρενοχλητικές συμπεριφορές είναι τόσο σοβαρές, που δεν χρειάζεται να επαναλαμβάνονται προκειμένου να θεωρηθούν ως περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης (Αρτινοπούλου κ.α., 2004). Συνήθως, μιλώντας για σεξουαλική παρενόχληση στον εργασιακό χώρο αναφερόμαστε σε τρεις κατηγορίες συμπεριφορών4: • Συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης εκφραζόμενη µε λόγια: λ.χ. ερωτικές και ανήθικες προτάσεις, αστεϊσμοί σεξουαλικής φύσεως. • Συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης µη εκφραζόμενη µε λόγια: λ.χ. επίδειξη πορνογραφικών περιοδικών ή άσεμνων εικόνων, σφύριγμα. • Συμπεριφορά σεξουαλικής φύσης εκφραζόμενη µε πράξεις: λ.χ. αγγίγματα, σεξουαλικές επιθέσεις. Στην περίπτωση που η σεξουαλική παρενόχληση συνδέεται και με κατάχρηση εξουσίας, μιλάμε –σύμφωνα με τους συγγραφείς της έρευνας του ΚΕΘΙ (Αρτινοπούλου κ.α., 2004)– για «σεξουαλικό εκβιασμό». Με άλλα λόγια πρόκειται για εκείνη τη μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης που λειτουργεί ως βάση για τη λήψη αποφάσεων σχετικά µε την παραμονή ή όχι του θύματος στην εργασία, καθώς και σχετικά με τους όρους παραμονής του. Η κατάχρηση εξουσίας σχετίζεται με την απαίτηση σεξουαλικής υποταγής από το θύμα, προκειμένου να δοθούν επαγγελματικά προνόμια ή να αποφευχθεί μια δυσμενής μεταχείριση. Η ψυχολογική παρενόχληση Στο πλαίσιο της Έκθεσης του Ευρωπαϊκού Ιδρύματος για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, σχετικά με την πρόληψη της βίας και της παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο, η ψυχολογική βία ορίζεται ως η ηθελημένη

238

Gendering Transformations

χρήση εξουσίας κατά ενός ατόμου ή μιας ομάδας ατόμων, που μπορεί να προκαλέσει βλάβη στη φυσική, πνευματική, διανοητική, ηθική και κοινωνική ανάπτυξη του εν λόγω ατόμου (ή ομάδας ατόμων). Κύριο χαρακτηριστικό της συμπεριφοράς αυτής είναι η διάρκεια, η συχνότητα και ο επαναλαμβανόμενος χαρακτήρας της. Με άλλα λόγια, αυτή είναι το αποτέλεσμα συσσωρευμένων κι επαναλαμβανόμενων συμπεριφορών και περιστατικών: «Αν και ένα περιστατικό μπορεί να αρκεί, η ψυχολογική βία συνίσταται συχνά σε επαναλαμβανόμενες, απρόσδεκτες, μη-αμοιβαίες και επιβαλλόμενες πράξεις, οι οποίες έχουν καταστροφικές συνέπειες για το θύμα» (Di Martino κ.α., 2003:4). Παράλληλα, όπως είναι και κατανοητό, πρόκειται για επιθέσεις που δύσκολα αποδεικνύονται κι εντοπίζονται, ενώ οι προκαλούμενες βλάβες δεν αφορούν πρωτίστως στη φυσική υγεία του ατόμου – ακόμα και εάν ορισμένες φορές ενέχεται φυσική βία ή ακόμα και εάν έχει μακροπρόθεσμα επιπτώσεις στη φυσική κατάσταση του ατόμου (Vogel, 2002)5. Όσον αφορά στο χαρακτηρισμό αυτών των συμπεριφορών, παρατηρούνται διαφορές στους ορισμούς που δίδονται από χώρα σε χώρα: για παράδειγμα, στη Γαλλία και στο Βέλγιο χρησιμοποιούν την έννοια της «ηθικής παρενόχλησης» (harcèlement moral), στον αγγλοσαξονικό χώρο τον όρο «bullying», στις Σκανδιναβικές χώρες και στη Γερμανία εκείνον του «mobbing», κ.ο.κ.6 Επιμέρους εκφάνσεις της παρενόχλησης και της βίας στους χώρους εργασίας – Ορισμένοι αριθμοί Είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρξουν συγκρίσιμα στατιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα λόγω της έλλειψης ενός κοινού ορισμού για τις συμπεριφορές εκείνες, που υπό μια ευρεία έννοια αποκαλούμε βία (ή παρενόχληση) στον εργασιακό χώρο. Έτσι, λοιπόν, παρατηρούνται διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο νοούνται οι έννοιες της σεξουαλικής και της ψυχολογικής παρενόχλησης στο πλαίσιο της κάθε έρευνας, ενώ παράλληλα συχνά δεν είναι εύκολο να οριοθετηθούν οι διάφορες μορφές βίας ή παρενόχλησης. Ως εκ τούτου, δεν είναι εύκολο να γνωρίζουμε τις πραγματικές διαστάσεις του προβλήματος. Το προφίλ του θύματος Σύμφωνα με την 3η Ευρωπαϊκή Έρευνα για τις συνθήκες εργασίας στην Ε.Ε., την οποία διεξήγαγε το 2000 το Ευρωπαϊκό Ίδρυμα για τη Βελτίωση των Συνθηκών Διαβίωσης και Εργασίας, μεταξύ των 21.703 ερωτώμενων το 2% (4% των γυναικών και 1% των ανδρών) έχουν δεχθεί ανεπιθύμητες σεξουαλικές προτάσεις (Paoli και Merllié, 2001). Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την έρευνα του ΚΕΘΙ (Αρτινοπούλου κ.α., 2004), σε δείγμα 1.200 γυναικών, το 15% των ερωτώμενων δήλωσε ότι έχει έμμεση γνώση περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία (γνωρίζει φίλη, συγγενή ή/και συνάδελφο που έχει υποστεί ή υφίσταται ανάλογες καταχρηστικές συμπεριφορές), ενώ ένα 10% των ερωτώμενων γυναικών έχει υπάρξει θύμα σεξουαλικής παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο7. Μεταξύ των θυμάτων, οι πιο νέες γυναίκες (16-25 ετών) πέφτουν πιο συχνά θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στην εργασία (σε ποσοστό 57,5%). Το 35.8% των γυναικών που δήλωσε ότι παρενοχλήθηκε σεξουαλικά ήταν νέο-προσληφθέν, ενώ όσο αυξάνεται η

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

239

παραμονή των γυναικών στο χώρο εργασίας μειώνονται και οι αναφορές περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης. Πάντως, σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι η ηλικία και η οικογενειακή κατάσταση της γυναίκας διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο: τα θύματα είναι κατά κύριο λόγο οι νεότερες σε ηλικία γυναίκες, καθώς και οι άγαμες και διαζευγμένες γυναίκες. Παράλληλα, και το επάγγελμα διαδραματίζει κάποιο ρόλο, δεδομένου ότι συχνά οι εργαζόµενες σε µη παραδοσιακά για το φύλο τους επαγγέλματα πέφτουν θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης8. Όσον αφορά στην ψυχολογική παρενόχληση, σύμφωνα με μια έρευνα εθνικής εμβέλειας για το mobbing που διεξήχθη στη Γερμανία την περίοδο 2000-2002, είναι κυρίως οι γυναίκες, οι νεότεροι (-ες) εργαζόμενοι και οι μαθητευόμενοι (-ες) που πέφτουν συχνότερα θύματα τέτοιων συμπεριφορών9. Στα 100 θύματα τέτοιων συμπεριφορών τα 58 ήταν γυναίκες, ενώ το 3.5% των εργαζόμενων γυναικών έπεσαν θύματα mobbing, σε αντίθεση με το 2% για την περίπτωση των αντρών. Επιπλέον, είναι κυρίως οι νεότεροι εργαζόμενοι που ανάφεραν ότι έχουν υπάρξει θύματα τέτοιας συμπεριφοράς (Meschkutat κ.α., 2002). Σε ανάλογα συμπεράσματα όσον αφορά στο «φύλο» του θύματος καταλήγει και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε μέσα στο 2000 από μια γαλλική οργάνωση υποστήριξης θυμάτων ηθικής παρενόχλησης (Mots pour maux au Travail). Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, που αφορά σε 1.210 εργαζομένους, το 9,6% των ερωτώμενων θεωρήθηκαν ως θύματα ηθικής παρενόχλησης. Μεταξύ αυτών, το 72,4% ήταν γυναίκες άνω των 40 ετών (Mots pour maux au Travail, 2000). Το προφίλ του «δράστη» Αναφορικά µε το προφίλ του δράστη σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας, η έρευνα του ΚΕΘΙ (Αρτινοπούλου κ.α., 2004) καταλήγει στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για άνδρα (97%), έγγαμο, ηλικίας έως 45 ετών, µε ανώτατη κυρίως μόρφωση. Επιπλέον, συνήθως κατέχει ανώτερη ιεραρχικά θέση στην επιχείρηση από εκείνη των γυναικών-θυμάτων (στο 45% των περιπτώσεων πρόκειται για διευθυντές), ενώ σπανιότερα πρόκειται για άμεσα προϊστάμενο, συνάδελφο ή πελάτη. Σύμφωνα µε τις εκτιμήσεις των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης, οι κυριότεροι λόγοι που οδήγησαν το δράστη στην εκδήλωση παρενοχλητικής συμπεριφοράς αφορούσαν κυρίως στο χαρακτήρα του, καθώς συχνά παρενοχλούσε κι άλλες γυναίκες, ή ακόμα και στην έλξη που αισθανόταν ο δράστης για το θύμα (Αρτινοπούλου κ.α., 2004). Εντούτοις, υπάρχουν κι έρευνες που καταδεικνύουν ως κύριους υπεύθυνους τους συναδέλφους, ενώ ακολουθούν οι ιεραρχικά ανώτεροι. Σύμφωνα λοιπόν με την Έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που επιχειρεί να συνοψίσει τα αποτελέσματα των ερευνών που έγιναν σε 11 κράτη-μέλη της Ε.Ε. το 1998 (με εξαίρεση τα κράτη της Ν. Ευρώπης), συνήθως οι δράστες είναι άντρες συνάδελφοι (κατά μέσο όρο 50%) ή ιεραρχικά ανώτεροι (κατά μέσο όρο 30%), ενώ σπανιότερα αναφέρονται ως δράστες πελάτες ή ασθενείς (κατά μέσο όρο 15%)10. Στην περίπτωση της ψυχολογικής παρενόχλησης, ο δράστης, επίσης, είναι συνήθως άντρας, συνάδελφος ή ιεραρχικά ανώτερος, και σε προσωπικό επίπεδο ως αιτίες μπορούν να θεωρηθούν η ζήλια, ο ανταγωνισμός, η έλλειψη προσωπικής αυτοεκτίμησης, η αντίδραση σε κάποια κριτική που ασκήθηκε σε αυτόν από το θύμα, κλπ. (Di Martino κ.α., 2003).

240

Gendering Transformations

Σύμφωνα με τη Γερμανική έρευνα για το mobbing, ο τυπικός δράστης είναι άντρας, ιεραρχικά ανώτερος ή προϊστάμενος, 34 έως 55 ετών και εργάζεται για μεγάλο χρονικό διάστημα στην εταιρεία (Meschkutat κ.α., 2002). Παράλληλα, στο 38,2% των περιπτώσεων, οι ιεραρχικά ανώτεροι είναι οι μοναδικοί δράστες, ενώ, στο 12,8%, υιοθετούν αυτή τη συμπεριφορά σε συνεργασία με άλλα άτομα. Τέλος, στο 20,1% των περιπτώσεων, ως δράστης έχει αναγνωριστεί μια ομάδα συναδέλφων και στο 22,3% ένα μεμονωμένο άτομο. Η έρευνα της οργάνωσης «Mots pour maux au Travail» (2000), έδειξε ότι οι δράστες ήταν κυρίως άντρες άνω των 40 ετών. Στην πλειονότητα των περιπτώσεων (περίπου 90%) ο δράστης ήταν ιεραρχικά ανώτερος ή προϊστάμενος, ενώ στο 8% και στο 1% των περιπτώσεων ο δράστης ήταν συνάδελφος ή υφιστάμενος, αντιστοίχως. Οι επιπτώσεις και το κόστος της παρενόχλησης και της βίας στον εργασιακό χώρο Οι επιπτώσεις για τα θύματα της σεξουαλικής και της ψυχολογικής παρενόχλησης είναι πολλαπλές και αφορούν στην ψυχοσωματική, συναισθηματική και πνευματική τους υγεία, στις συνθήκες και την ποιότητα της εργασίας τους, και στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία και τις προοπτικές εργασίας τους. Σύμφωνα με την έρευνα του ΚΕΘΙ (Αρτινοπούλου κ.α., 2004), η συντριπτική πλειοψηφία των γυναικών-θυμάτων σεξουαλικής παρενόχλησης παύει να εργάζεται στο συγκεκριμένο χώρο (78.3%), είτε λόγω παραίτησης (86.2%) είτε εξαιτίας απόλυσης (8.5%). Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι στις περιπτώσεις, όπου η διοίκηση πήρε μέτρα αντιμετώπισης, τα μέτρα αυτά έπληξαν κυρίως το θύμα, ενώ ο δράστης αντιμετωπίστηκε κυρίως µε συστάσεις. Απ’ ό,τι δείχνουν οι διάφορες έρευνες, τα θύματα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας σπάνια προβαίνουν σε ενεργητικές πράξεις (λ.χ. καταγγελία, αναφορά στον εργοδότη), προσποιούμενα ότι δε συμβαίνει τίποτα κι επιχειρώντας να αγνοήσουν την παρενόχληση (Αρτινοπούλου κ.α., 2004). Σχετικά με την ψυχολογική παρενόχληση, όπως δείχνει η γερμανική έκθεση για το mobbing, μεταξύ των θυμάτων τέτοιων συμπεριφορών το 98.7% ανέφερε επιπτώσεις στην εργασιακή του ικανότητα, το 43,9% αρρώστησε, το 30,8% μετατέθηκε σε άλλες θέσεις εργασίας, το 22,5% παραιτήθηκε και τέλος το 14,8% απολύθηκε. Οι αρνητικές συνέπειες είναι σε γενικές γραμμές μεγαλύτερες για τα θύματα παρά για τους δράστες (Meschkutat κ.α., 2002). Σε ανάλογα συμπεράσματα κατέληξε και η έρευνα που πραγματοποιήθηκε από την οργάνωση «Mots pour maux au Travail» (2000). Τα θύματα στην πλειονότητα τους δήλωσαν διαταραχές στον ύπνο, μη-φυσιολογική κόπωση, άγχος, νευρολογικά προβλήματα, μια απώλεια γενικότερου ενδιαφέροντος, καρδιολογικά προβλήματα, κλπ. Σε αυτά τα σωματικά συμπτώματα μπορούν να προστεθούν και ορισμένες ευρύτερες ψυχολογικές συνέπειες, όπως αίσθημα αδικίας, αδυναμίας, ταπείνωσης, κλπ. Όσον αφορά στην ίδια την επιχείρηση, τέτοιου είδους συμπεριφορές (τόσο η σεξουαλική όσο και η ψυχολογική παρενόχληση) συνεπάγονται ένα οικονομικό κόστος, που σχετίζεται με τη διατάραξη της εύρυθμης λειτουργίας της (δυσάρεστο εργασιακό περιβάλλον, ρήξη των σχέσεων μεταξύ των εργαζομένων, κλπ.), τον απουσιασμό και τη μειωμένη παραγωγικότητα των θυμάτων, κλπ. (Di Martino κ.α., 2003· Αρτινοπούλου κ.α., 2004).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

241

Οι παράγοντες που ευνοούν την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών Πέρα από τους ατομικού χαρακτήρα παράγοντες, με άλλα λόγια τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά των «θυμάτων» και των «δραστών», που φαίνεται να διαδραματίζουν μεγαλύτερο ρόλο στην περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης, υπάρχουν και ορισμένοι ευρύτεροι παράγοντες που «ευνοούν» πιθανά την εκδήλωση τέτοιων συμπεριφορών και σχετίζονται με τον εργασιακό χώρο καθεαυτό. Έτσι, λοιπόν, λ.χ. οι ανακατατάξεις μέσα στην επιχείρηση, η αναδιοργάνωση κι ανακατανομή των εργασιών, η αλλαγή στις σχέσεις, η εργασιακή ανασφάλεια, η αλλαγή προϊσταμένων, τα νέα συστήματα οργάνωσης της εργασίας ή ακόμα και οι ασάφειες στην οργάνωση της εργασίας, οι ασάφειες στην κατανομή και τα πεδία των ευθυνών, οι ελλείψεις της ιεραρχίας, κλπ. μπορούν να θεωρηθούν ως παράγοντες που προκαλούν συγκρούσεις κι ευνοούν την ανάδυση τέτοιων συμπεριφορών11. Θεσμικό πλαίσιο και πρωτοβουλίες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας και παρενόχλησης στους χώρους εργασίας Η προσπάθεια ρύθμισης του προβλήματος της βίας (ή παρενόχλησης) στον εργασιακό χώρο διαφέρει από χώρα σε χώρα. Οι όποιες διαφορές έχουν κυρίως να κάνουν με τις διαφορετικές εθνικές παραδόσεις όσον αφορά στη ρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και των όρων εργασίας, καθώς και το προϋπάρχον πλαίσιο ρύθμισης των θεμάτων που άπτονται της υγιεινής, της ασφάλειας των εργαζομένων και των συνθηκών εργασίας τους. Οι επικρατέστεροι τρόποι ρύθμισης είναι δια της νομοθετικής οδού και δια της διαπραγματευτικής οδού. Παρά τις όποιες διαφορές, όμως, αξίζει να αναφερθεί ότι σε πολλές περιπτώσεις τα προβλήματα της σεξουαλικής παρενόχλησης, της ψυχολογικής παρενόχλησης και των διακρίσεων αντιμετωπίστηκαν από κοινού. Ειδικότερα, στον ευρωπαϊκό χώρο μπορούμε να διακρίνουμε τις ακόλουθες διαδικασίες ρύθμισης: • Διαμόρφωση ενός νέου, ειδικού νομοθετικού πλαισίου • Υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε επιχειρήσεις • Σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, λήψη (μη-δεσμευτικών) αποφάσεων και (δεσμευτικών) οδηγιών Διαμόρφωση ενός νέου, ειδικού νομοθετικού πλαισίου Σε ορισμένες χώρες θεωρήθηκε ότι η υπάρχουσα νομοθεσία δεν καλύπτει επαρκώς τα θύματα της βίας ή της παρενόχλησης στον εργασιακό χώρο. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Γαλλίας και του Βελγίου. Ο νόμος περί «κοινωνικού εκσυγχρονισμού», που ψηφίσθηκε στη Γαλλία το 2002, εισάγει στον Εργατικό και Ποινικό Κώδικα ορισμένες ρυθμίσεις σχετικά με την αντιμετώπιση των περιστατικών ηθικής παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, ενώ παράλληλα εισάγει κι ορισμένες σημαντικές αλλαγές στο νόμο Ν.92-1179 του 1992 σχετικά με την κατάχρηση εξουσίας σε σεξουαλικό επίπεδο στο πλαίσιο των σχέσεων εργασίας.

242

Gendering Transformations

Όσον αφορά στη σεξουαλική παρενόχληση, ο νόμος του 1992 την όριζε σε σχέση προς την κατάχρηση εξουσίας12. Οι αλλαγές που εισάγει ο νόμος περί «κοινωνικού εκσυγχρονισμού» (2002) είναι σημαντικές, στο βαθμό που καταργούνται όλα εκείνα τα κομμάτια των διατάξεων τα οποία εμμέσως σκιαγραφούν ως δράστη σεξουαλικής παρενόχλησης ένα άτομο που διαθέτει, λόγω της θέσης του, εξουσία και εν δυνάμει μπορεί να κάνει κατάχρηση αυτής. Ως εκ τούτου, με το νέο νόμο καλύπτονται, πλέον, και οι υπόλοιπες περιπτώσεις σεξουαλικής παρενόχλησης (από συνάδελφο σε συνάδελφο ή ακόμα και από υφιστάμενο σε προϊστάμενο). Όσον αφορά στις διατάξεις περί ηθικής παρενόχλησης που εισάγει αυτός ο νόμος, προβλέπεται ότι κανένας εργαζόμενος δεν πρέπει να υφίσταται επαναλαμβανόμενες επιθέσεις ηθικής παρενόχλησης, που έχει ως συνέπεια την υποβάθμιση των συνθηκών εργασίας και που πιθανά προσβάλλει τα δικαιώματα του ή την αξιοπρέπεια του, φθείρει τη φυσική ή πνευματική του υγεία ή θέτει σε κίνδυνο το επαγγελματικό του μέλλον. Παράλληλα, προβλέπεται ότι κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να υποστεί συνέπειες επειδή δεν ανέχθηκε ή ακόμα κι επειδή κατήγγειλε την ύπαρξη συμπεριφορών ηθικής παρενόχλησης. Ο παρενοχλών, αντίθετα, μπορεί να υποστεί διοικητικές κυρώσεις, να τιμωρηθεί με φυλάκιση και με χρηματική ποινή, ενώ αναγνωρίζονται ευθύνες και στον εργοδότη. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζονται σχετικές αρμοδιότητες και δυνατότητες παρέμβασης στα επιχειρησιακά σωματεία, στους εκπροσώπους προσωπικού, στην Επιχειρησιακή Επιτροπή Υγιεινής, Ασφάλειας και Συνθηκών Εργασίας, καθώς και στον ιατρό εργασίας. Τέλος, προβλέπεται μια διαδικασία μεσολάβησης, που μπορεί να εκκινηθεί από το θύμα. Το βασιλικό διάταγμα που προωθήθηκε στο Βέλγιο τον Ιούλιο του 2002 σχετικά με την προστασία ενάντια στη βία και στην ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση στην εργασία, καλύπτει μια ευρεία γκάμα μορφών παρενόχλησης και βίας στον εργασιακό χώρο και αντικαθιστά έναν προηγούμενο νόμο του 1996 σχετικά με την ευεξία των εργαζομένων. Ο νόμος αναγνωρίζει σημαντικές ευθύνες στον εργοδότη, ο οποίος καλείται να αναλάβει προληπτικές δράσεις μέσα στην επιχείρηση (λ.χ. πληροφόρηση και κατάρτιση των απασχολούμενων, ορισμό συμβούλου πρόληψης, κλπ.) και να παρέχει τη στήριξή του στα θύματα τέτοιων συμπεριφορών (λ.χ. άμεση καταγραφή της όποιας καταγγελίας). Το σημαντικό, πάντως, είναι ότι εναπόκειται στον ίδιο τον κατηγορούμενο ως δράστη τέτοιων συμπεριφορών να φέρει τα όποια αποδεικτικά στοιχεία που θα στοιχειοθετούν την πιθανή αθωότητα του. Υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας σε επιχειρήσεις Σε ορισμένες χώρες, η υπάρχουσα νομοθεσία θεωρήθηκε ως επαρκής και στην περίπτωση αυτή ενθαρρύνθηκε η αναζήτηση λύσεων δια της διαπραγματευτικής οδού. Στην κατηγορία αυτών των χωρών εντάσσεται και η Γερμανία, όπου γίνεται χρήση του υπάρχοντος νομοθετικού πλαισίου και προτιμάται η διαπραγματευτική (και όχι η νομοθετική οδός). Σε αυτό, λοιπόν, το πλαίσιο έχουν υπογραφεί συλλογικές συμβάσεις στον ιδιωτικό, δημόσιο κι ευρύτερο δημόσιο τομέα, που αφορούν στο τρίπτυχο «mobbing - διακρίσεις εις βάρος των εργαζομένων σεξουαλική παρενόχληση». Στις περισσότερες εξ’ αυτών, οι εν λόγω συμπεριφορές νοούνται ως απειλή για την επιχειρησιακή κοινωνική ειρήνη και ως επίθεση στην

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

243

ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ενώ η πρόληψη κι αντιμετώπιση τους θεωρείται ως προϋπόθεση επίτευξης μιας συνεργατικής συμπεριφοράς στον εργασιακό χώρο, εξασφάλισης ενός θετικού ενδο-επιχειρησιακού κλίματος εργασίας και ως εκ τούτου οικονομικής επιτυχίας της επιχείρησης. Για την πρόληψη και την καταστολή αυτών των συμπεριφορών προβλέπεται η δυνατότητα παρέμβασης των φορέων εκπροσώπησης των εργαζομένων, καθώς και η επιβολή κυρώσεων στο δράστη (λ.χ. επίπληξη, προειδοποίηση, χρηματική ποινή, μετάθεση, απόλυση). Τέλος, συχνά προβλέπεται η οργάνωση σεμιναρίων ή και άλλες διαδικασίες ενημέρωσης. Στην περίπτωση της Ελλάδας, αξίζει να αναφερθεί ότι στην τελευταία Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε.) οι κοινωνικοί συνομιλητές τονίζουν την ανάγκη λήψης πρωτοβουλιών για την πρόληψη και αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών στον εργασιακό χώρο. Αποφάσεις και πρωτοβουλίες των Ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων Το πρόβλημα της σεξουαλικής και της ψυχολογικής παρενόχλησης και βίας έχει απασχολήσει και τα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, τα οποία κι έχουν υιοθετήσει ρυθμίσεις (λιγότερο ή περισσότερο δεσμευτικού χαρακτήρα) ή έχουν αναλάβει πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση τέτοιων συμπεριφορών στον εργασιακό χώρο. Η σημασία τους (ακόμα και εάν ο χαρακτήρας τους δεν είναι δεσμευτικός) έγκειται στο ότι σηματοδοτούν τη θέληση για αναγνώριση αυτών των συμπεριφορών ως ενός προβλήματος που πλήττει μεγάλη μερίδα των απασχολούμενων και ως εκ τούτου αφορά την κοινωνία στο σύνολο της. Εντούτοις, η αναγνώριση αυτών των δύο μορφών παρενόχλησης δεν υπήρξε ταυτόχρονη, ενώ και ο τρόπος προσέγγισης διαφοροποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘80 η Ευρωπαϊκή Ένωση ασχολήθηκε για πρώτη φορά µε την αντιμετώπιση του φαινομένου της σεξουαλικής παρενόχλησης. Το 1986 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε ψήφισμα για τη βία που ασκείται εναντίον των γυναικών, κάνοντας μνεία και στο θέμα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι πρωτοβουλίες έγιναν πιο συστηματικές (λ.χ. Σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σχετικά µε την προστασία της αξιοπρέπειας γυναικών και ανδρών στην εργασία µε συνημμένο Κώδικα και δήλωση του Συμβουλίου σχετικά µε την εφαρμογή της σύστασης της Επιτροπής και του κώδικα πρακτικής εφαρμογής το 1991). Το 2002 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε την Οδηγία 2002/73/ΕΚ13, όπου ως παρενόχληση ορίζεται «κάθε ανεπιθύμητη συμπεριφορά συνδεόμενη με το φύλο ενός προσώπου, με σκοπό ή αποτέλεσμα την παραβίαση της αξιοπρέπειας του προσώπου αυτού και τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος». Ως «σεξουαλική παρενόχληση», ειδικότερα, ορίζεται η εκδήλωση οποιασδήποτε μορφής «…ανεπιθύμητης λεκτικής, μη λεκτικής ή σωματικής συμπεριφοράς σεξουαλικού χαρακτήρα, με σκοπό ή αποτέλεσμα την προσβολή της αξιοπρέπειας ενός ατόμου, ιδίως με τη δημιουργία εκφοβιστικού, εχθρικού, εξευτελιστικού, ταπεινωτικού ή επιθετικού περιβάλλοντος». Τέλος, σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία, η παρενόχληση και η σεξουαλική παρενόχληση θεωρούνται ως διάκριση λόγω φύλου και συνεπώς απαγορεύονται, ενώ το γεγονός ότι κάποιος απορρίπτει ή υποκύπτει σε παρόμοια

244

Gendering Transformations

συμπεριφορά δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βάση για να ληφθεί απόφαση που θίγει το εν λόγω πρόσωπο. Όσον αφορά στην ψυχολογική παρενόχληση και βία, η αναγνώριση της και η ανάληψη πρωτοβουλιών από πλευράς ευρωπαϊκών θεσμικών οργάνων επήλθε πολύ αργότερα. Το 2001 η Επιτροπή Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου συνέταξε έκθεση πρωτοβουλίας14, όπου επισημαίνεται η ανάγκη λήψης μέτρων για την πρόληψη και την αποτροπή της παρενόχλησης στους χώρους εργασίας. Στο πλαίσιο αυτό, τονίζεται η ευθύνη των κρατών-μελών σχετικά με τη νομοθετική ρύθμιση της ηθικής παρενόχλησης και την ανάληψη δράσεων για την πρόληψη κι αντιμετώπιση της σε συνεργασία με όλους τους ενδιαφερόμενους15. Αντί επιλόγου Όλες αυτές οι δράσεις, οι πρωτοβουλίες και οι προσπάθειες ρύθμισης και ποινικοποίησης των διαφόρων μορφών βίας και παρενόχλησης μέσα στον εργασιακό χώρο –σε επιχειρησιακό, εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο–, ανεξαρτήτως της αποτελεσματικότητας ή του δεσμευτικού τους χαρακτήρα, μπορούν να θεωρηθούν ως θετικές. Θετικές, στο βαθμό που σηματοδοτούν τη βούληση αναγνώρισης αυτού του κοινωνικού προβλήματος· που επιχειρούν να προσδιορίσουν τις «επιτρεπτές» και τις «απαγορευμένες» συμπεριφορές σε ένα χώρο εργασίας. Παράλληλα, με την αναγνώριση αυτή το πρόβλημα εξέρχεται από τη σφαίρα του ατομικού-προσωπικού προβλήματος και γίνεται ευρύτερα κοινωνικό. Όπως είχαν ήδη πολύ σωστά επισημάνει οι συγγραφείς της πρώτης έκθεσης του ΚΕΘΙ (Παπαθεοδώρου κ.α., 2001) για τη σεξουαλική παρενόχληση –κάτι που ισχύει παρά ταύτα και για την ψυχολογική παρενόχληση– η απουσία ορισμού του προβλήματος και ποινικοποίησης: … Σηματοδοτεί την άρνηση αναγνώρισης μιας κοινωνικής πραγματικότητας, αποσιωπά την κοινωνική απαξία της πράξης και δυσχεραίνει την κατοχύρωση και τη διεκδίκηση του δικαιώματος της σεξουαλικής αξιοπρέπειας από την πλευρά των θυμάτων. Παράλληλα … επιτείνει –όταν δε διευκολύνει– τις καταστάσεις εργασιακής εκμετάλλευσης και άνισης μεταχείρισης των θυμάτων, συντηρώντας τη σύγχυση μεταξύ του τι είναι επιτρεπτό και τι απαγορευμένο σε ένα χώρο εργασίας, δεδομένων των σχέσεων ιεραρχίας και εξάρτησης, αλλά και των κυρίαρχων κοινωνικών και πολιτισμικών αντιλήψεων (σελ. 4).

Πέρα όμως από αυτήν την αδιαμφισβήτητα θετική συνέπεια, προκύπτουν κάποιοι προβληματισμοί και εγείρονται ορισμένα ερωτήματα, τόσο όσον αφορά στην προσέγγιση και θεώρηση αυτών των προβλημάτων, όσο και σε σχέση με το τι συνεπάγεται η καταδίκη και ποινικοποίηση αυτών των συμπεριφορών για τις κοινωνικές σχέσεις μέσα στην επιχείρηση. Πρώτα απ’ όλα τίθεται ένα ερώτημα σχετικά με το εάν και κατά πόσο προβλήματα όπως οι διακρίσεις, η σεξουαλική παρενόχληση και η ψυχολογική παρενόχληση, μπορούν να αντιμετωπιστούν και να νοηθούν από κοινού. Πολλές από τις νομοθετικές ρυθμίσεις που έχουν ψηφιστεί και από τις συλλογικές συμβάσεις που έχουν υπογραφεί αφορούν είτε το δίπτυχο σεξουαλική παρενόχληση/ψυχολογική παρενόχληση, είτε το τρίπτυχο διακρίσεις/σεξουαλική παρενόχληση/ψυχολογική παρενόχληση. Αν και υπάρχουν κάποια κοινά σημεία,

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

245

υπάρχουν όμως και κάποιες σημαντικές διαφορές, που επιβάλλουν μια διαφοροποιημένη αντιμετώπιση αυτών των συμπεριφορών στον εργασιακό χώρο, ειδικά εάν στόχος είναι η ουσιαστική πρόληψη κι αντιμετώπιση. Επιπλέον, δεδομένης της αναγνώρισης που τυγχάνουν πλέον αυτού του είδους οι συμπεριφορές και του διευρυμένου ενδιαφέροντος που συγκεντρώνουν (επιστημονικού, πολιτικού, δημοσιογραφικού και ευρύτερα κοινωνικού), απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να αποφευχθεί τόσο μια υπεραπλουστευμένη διάκριση μεταξύ «κακού δράστη» κι «αθώου θύματος», όσο και ένα εκτεταμένο κλίμα καχυποψίας, παρερμηνειών, κλπ. στον εργασιακό χώρο. Παράλληλα, τίθεται ένα ερώτημα σχετικά με τις συνέπειες που έχει η αναγνώριση και ποινικοποίηση αυτών των συμπεριφορών για τον τρόπο αντίληψης των κοινωνικών σχέσεων και των όποιων συγκρούσεων μέσα στην επιχείρηση. Με άλλα λόγια, η αναγνώριση αυτών των μορφών βίας και παρενόχλησης στον χώρο εργασίας «άνοιξε τους ασκούς του Αιόλου». Έδωσε σε πολλούς τη δυνατότητα να «κατονομάσουν» τα καθημερινά προβλήματα που συναντούσαν στους χώρους εργασίας τους, ενώ οι όποιες συγκρούσεις, πιθανά καταχρηστικές συμπεριφορές και προβλήματα μέσα στην επιχείρηση άρχισαν να ερμηνεύονται με όρους παρενόχλησης και βίας. Και σε αυτό βεβαίως το σημείο τίθεται ένα ζήτημα όσον αφορά στη διάκριση μεταξύ «αποδεκτών» και «μη-αποδεκτών» συμπεριφορών. Με άλλα λόγια το ερώτημα είναι από πιο σημείο και πέρα μια φυσιολογική σύγκρουση ή ένταση που χαρακτηρίζει το σύνολο των ανθρωπίνων σχέσεων μετατρέπεται σε ψυχολογική παρενόχληση και βία; Πότε παύει μια φυσιολογική συμπεριφορά και πότε αρχίζει η σεξουαλική παρενόχληση; Τα όρια μεταξύ αποδεκτών και μη-αποδεκτών συμπεριφορών είναι δύσκολο να διακριθούν, στο βαθμό που δεν υπάρχει ένας κοινός ορισμός ή ακόμα κι ένας κοινός τρόπος θεώρησης και αντίληψης της παρενοχλητικής συμπεριφοράς. Πέραν των προλεχθέντων, η εισαγωγή αυτών των όρων στον κόσμο των επιχειρήσεων σηματοδοτεί και το πέρασμα από μια πιο συλλογική σε μια πιο εξατομικευμένη ερμηνεία των κοινωνικών σχέσεων μέσα στην επιχείρηση. Ως εκ τούτου, πολλά προβλήματα μέσα στην επιχείρηση εξατομικεύονται ή ακόμα και «ψυχολογικοποιούνται», ενώ οι αντικειμενικοί παράγοντες έρχονται σε δεύτερη μοίρα. Χωρίς αυτές οι παρατηρήσεις να αναιρούν την αναγκαιότητα ποινικοποίησης των εν λόγω συμπεριφορών, το σίγουρο είναι ότι καθίσταται αναγκαία η υιοθέτηση ενός ενιαίου ορισμού, υπό την έννοια της ακριβούς και λεπτομερειακής καταγραφής των συμπεριφορών που μπορούν –ή δεν μπορούν– να θεωρηθούν ως βία και παρενόχληση, κάτι το οποίο θα συνέβαλε ως ένα βαθμό στην αποτροπή των τυχόν «παρερμηνειών».

1

European Commission’s Advisory Committee on Safety, Hygiene and Health Protection at Work, Opinion on Violence at the Workplace, 29 November 2001. 2 Πρόκειται για τον ορισμό που δίδεται από την Οδηγία 2002/73/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 23ης Σεπτεμβρίου 2002 για την τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών όσον αφορά στην πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική

246

Gendering Transformations

εκπαίδευση και προώθηση, και στις συνθήκες εργασίας. 3 Στο πλαίσιο, λοιπόν, αυτό δεν είναι τυχαίο ότι τείνει να χρησιμοποιείται ο όρος «παρενόχληση βάσει φύλου». 4 Βλ. Αρτινοπούλου, κ.α., 2004, καθώς και στο κείμενο της Ε.Ε. Commission européenne, Direction générale de l’emploi, des relations industrielles et des affaires sociales, Le harcèlement sexuel sur le lieu de travail dans l'Union européenne, 1998. 5 Αυτό όμως δεν αποκλείει και την ύπαρξη σωματικών επιθέσεων ή συμπεριφορών που συνήθως εντάσσονται στην σφαίρα της σεξουαλικής παρενόχλησης. Ως εκ τούτου σε αρκετές περιπτώσεις η διάκριση μεταξύ σεξουαλικής και ψυχολογικής παρενόχλησης είναι δύσκολη. Για παράδειγμα, η M.-F. Hirigoyen (2002) διακρίνει τέσσερις κατηγορίες συμπεριφορών που συνιστούν ηθική παρενόχληση: προσβολές των συνθηκών εργασίας· απομόνωση και άρνηση επικοινωνίας· προσβολή της αξιοπρέπειας· λεκτική, σωματική ή σεξουαλική βία. 6 Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το θέμα της ψυχολογικής βίας και παρενόχλησης βλ. Καρακιουλάφη, υπό δημοσίευση. 7 Ειδικότερα, οι ερωτώμενες δήλωσαν ότι υπήρξαν κυρίως θύματα ανεπιθύμητων επαφών ή αγγιγμάτων, προκλητικών χειρονομιών, πιέσεων για σύναψη σχέσης, σχολίων για το σώμα ή σημεία του, πιέσεων για σεξουαλική συνεύρεση, φορτικών πιέσεων για ραντεβού, κλπ. (Αρτινοπούλου, κ.α., 2004). 8 Commission européenne, Direction générale de l’emploi, des relations industrielles et des affaires sociales, Le harcèlement sexuel sur le lieu de travail dans l'Union européenne, 1998. 9 Σύμφωνα με την έρευνα αυτή, που βασίστηκε σε 4.396 συνεντεύξεις και 1.300 ερωτηματολόγια, 2,7% των Γερμανών εργαζομένων υπόκεινται συστηματικά σε μια τέτοια συμπεριφορά, ενώ καθ’ όλη τη διάρκεια της εργάσιμης του ζωής, ένας στους εννιά εργαζομένους (11,3%) έπεσε θύμα mobbing. 10 Commission européenne, Direction générale de l’emploi, des relations industrielles et des affaires sociales, Le harcèlement sexuel sur le lieu de travail dans l'Union européenne, 1998. 11 Commission européenne, Direction générale de l’emploi, des relations industrielles et des affaires sociales, Le harcèlement sexuel sur le lieu de travail dans l'Union européenne, 1998. Επίσης, για το θέμα αυτό βλ. Di Martino κ.α., 2003· Di Martino και Chappell, 2000. 12 Ειδικότερα αναφερόταν ότι: Κανένας εργαζόμενος δεν μπορεί να τιμωρηθεί ή να απολυθεί επειδή υφίσταται ή επειδή αρνήθηκε να υποστεί τις παρενοχλητικές συμπεριφορές ενός εργοδότη, του εκπροσώπου του ή κάθε άλλου προσώπου, το οποίο, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας που του δίνει η θέση του, έδωσε διαταγές, απείλησε, έθεσε περιορισμούς ή άσκησε πάσης φύσεως πιέσεις σε αυτόν τον εργαζόμενο, με τον σκοπό να αποκτήσει χάρες/ οφέλη σεξουαλικής φύσεως προς όφελος του ή προς όφελος ενός τρίτου. 13

Αφορά στην τροποποίηση της οδηγίας 76/207/ΕΟΚ του Συμβουλίου περί της εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών σχετικά με την πρόσβαση στην απασχόληση, στην επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση, και τις συνθήκες εργασίας. 14 Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Έκθεση σχετικά με την παρενόχληση στους χώρους εργασίας, 16 Ιουλίου 2001, σ. 27. (Jan Andersson, εισηγητής) 15 Ακολουθούν:

• Η Γνώμη Πρωτοβουλίας της Συμβουλευτικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για •

την Ασφάλεια, την Υγιεινή και την Προστασία της Υγείας στην Εργασία σχετικά με τη βία στην εργασία (2001). Η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με θέμα: «Προσαρμογή στις αλλαγές της εργασίας και της κοινωνίας: μια νέα κοινοτική στρατηγική υγείας και ασφάλειας 2002-

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

247

2006», όπου επισημαίνονται τα ακόλουθα: «Η ανάπτυξη των ψυχοκοινωνικών διαταραχών και ασθενειών επιφέρει νέες προκλήσεις για την υγεία και την ασφάλεια στην εργασία και θέτει σε κίνδυνο τη βελτίωση της "ικανοποίησης" κατά την εργασία. Οι ποικίλες μορφές που αποκτούν η ηθική παρενόχληση και η βία στην εργασία αποτελούν στις μέρες µας ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που δικαιολογεί μια νομοθετική δράση» (2002:14).

Βιβλιογραφία Αρτινοπούλου Β., Παπαθεοδώρου, Θ., κ.α. (2004). Η σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας. Αθήνα: Κ.Ε.Θ.Ι. Di Martino, V., και Chappell, D. (2000). Violence at work. Geneva: ILO. Di Martino, V., Helge, H., και Cooper, C. (2003). Preventing violence and harassment in the workplace. Luxembourg: European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions. Dorival, C. (2002). Harcèlement moral: démêler le vrai du faux. Alternatives Economiques 208:58-60. Hirigoyen, M.-F. (2002). Ηθική παρενόχληση στο χώρο εργασίας. Αθήνα: Πατάκης. IG Metall (1996). Betriebsvereinbarung: Partnerschaftliches Verhalten am Arbeitsplatz. Volkswagen. ——— (1998). Betriebsvereinbarung zur Verbesserung der Informations- und Unternehmenskultur sowie des partnerschaftlichen Verhaltens am Arbeitsplatz. Sartorius. ——— (2001α). Betriebsvereinbarung zur Chancengleichheit und respektvolle Zusammenarbeit. Opel. ——— (2001β). Betriebsvereinbarung zum Schutz vor Diskriminierung und Förderung der Gleichbehandlung. Vogt και Müller GmbH. ——— (2002). Betriebsvereinbarung: Partnerschaftliches Verhalten im Betrieb. Bosch. Καρακιουλάφη, Χ. (2003). Ψυχολογική και ηθική παρενόχληση και βία στους χώρους εργασίας: ορισμοί του προβλήματος, θεσμική αντιμετώπιση του και εμπλοκή των φορέων εκπροσώπησης των εργαζομένων στη διαχείριση και αντιμετώπιση του. Το παράδειγμα της Γαλλίας και της Γερμανίας. Επιθεώρηση Εργασιακών Σχέσεων 32:21-37. Καρακιουλάφη, Χ. (υπό δημοσίευση). Ψυχολογική βία και παρενόχληση στους χώρους εργασίας, Εργασία 2004. Kreis Stormarn. (2000). Dienstvereinbarung für partnerschaftliches Verhalten am Arbeitsplatz. Kreis Stormarn. Le Goff, J.-P. (2003α). Que veut dire le harcèlement moral ? - I. Genèse d’un syndrome. Le Débat 123:141-161. ——— (2003β). Que veut dire le harcèlement moral ? - II. Vers un nouvel imaginaire des rapports sociaux. Le Débat 124:99-116. Leymann, H. (1996). La persécution au travail. Paris: Seuil. Mascher, U. (2002). Mobbing: Konfliktprävention sinnvoller als besondere Schutzgesetze. Bundesarbeitsblatt 7-8:16-17. Meschkutat, B., Stackelbeck, M. και Langenhoff, G. (2002). Der Mobbing-Report. Sozialforschungsstelle Dortmund. Mots pour Maux au Travail (2000). Enquête sur le harcèlement moral. Paoli, P. και Merllié, D. (2001). Third European survey on working conditions 2000. Luxembourg: European Foundation for the Improvement of Living and Working Conditions. Παπαθεοδώρου Θ., Καρύδης Β. και Βιδάλη, Σ. (2001). Η σεξουαλική παρενόχληση στην

248

Gendering Transformations

εργασία: Πρόταση ποινικοποίησης της συµπεριφοράς στην Ελλάδα. Αθήνα: Κ.Ε.Θ.Ι. Sozialnetz Hessen. (1996). Dienstvereinbarung zum Schutz der Mitarbeiterinnen und Mitarbeiter gegen Mobbing am Arbeitsplatz. Friedrichshafen. Stadt Bremen. (2003). Dienstvereinbarung: Konfliktbewältigung am Arbeitsplatz. Bremen. Stadt Karnen. (2001). Dienstvereinbarung über den Umgang mit Mobbing am Arbeitsplatz. Karnen. Stadt München. (2001). Dienstvereinbarung bei Mobbing und Schikane. München. Universität Mainz. (2003). Dienstvereinbarung: Partnerschaftliches Verhalten. JohannesGutenberg Universität. Vogel, L. (2002). Harcèlement moral et législation: Pour une approche collective intégrée dans la politique de santé au travail. BTS Newsletter 19-20:23-29.

Η Προβληματική της Εκθήλυνσης της Περίθαλψης στις Κοινοτικού Τύπου Ψυχιατρικές Δομές Αποκατάστασης Μανόλης Τζανάκης Πανεπιστήμιο Κρήτης

Εισαγωγή Οι περισσότερες δυτικές χώρες ανάπτυξαν μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο μεταρρυθμιστικά προγράμματα προς την κατεύθυνση της υπέρβασης του ασυλιακού μοντέλου. Η εφαρμογή της νέας πολιτικής ψυχικής υγείας μεταφράστηκε σε προγράμματα κλεισίματος των μεγάλων εξειδικευμένων νοσοκομείων και δημιουργίας διαφοροποιημένων κοινοτικών δομών. Η ίδια πορεία ακολουθείται σε γενικές γραμμές και στην Ελλάδα. Βέβαια, η σταδιακή αντικατάσταση του ασυλιακού από το κοινοτικό μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψης αποτελεί στην Ελλάδα ένα εγχείρημα ετεροχρονισμένο, με την έννοια ότι ακολουθoύνται πρότυπα που έχουν αναπτυχθεί σε ορισμένες δυτικές χώρες, κυρίως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιταλία, τη Γαλλία και τις Η.Π.Α. και δεν αποτελεί μια αυτογενή διαδικασία. Επιπλέον, πρόκειται για μια εξόχως συγκρουσιακή μεταβολή, η οποία χαρακτηρίζεται από έντονους ιδεολογικούς αγώνες1. Η παρούσα εργασία συνιστά μια μελέτη περίπτωσης (case study), η ανάλυση της οποίας ευελπιστούμε ότι αφορά στο σύνολο της επιχειρούμενης ψυχιατρικής μεταρρύθμισης στην Ελλάδα, φωτίζοντας, επιπλέον, ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες. Το μερικό αναλύεται σε βάθος προκειμένου να συσχετιστεί με το γενικό και να κατανοηθεί το καθολικό (Kaufmann, 1992:193). Ακολουθήθηκε η ποιοτική μεθοδολογία και ως βασική ερευνητική τεχνική χρησιμοποιήθηκε η συμμετοχική παρατήρηση. Εντούτοις, παρατίθενται ορισμένα στατιστικά στοιχεία τα οποία βοηθούν τον αναγνώστη στην κατανόηση των μετασχηματισμών, που τίθενται υπό διερεύνηση. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στις Στεγαστικές Δομές Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (οικοτροφεία, ξενώνες και θεραπευτικά διαμερίσματα) και οι μετασχηματισμοί της θεραπευτικής σχέσης, που αναλύονται, εξετάζονται υπό την οπτική των επαγγελματιών ψυχικής υγείας. Το εγχείρημα της εγκαθίδρυσης ενός κοινοτικού μοντέλου ψυχιατρικής περίθαλψης στην Ελλάδα Το πέρασμα από την ασυλιακή ψυχιατρική (με τα ιδρυματικού τύπου, κλειστά νοσηλευτήρια) σε μια κοινωνική-κοινοτική ψυχιατρική ξεκίνησε επισήμως στην Ελλάδα με την ψήφιση του Νόμου για το Εθνικό Σύστημα Υγείας (Ε.Σ.Υ.) στις

250

Gendering Transformations

αρχές της δεκαετίας του ’80 (Ν. 1397/83). Λίγο αργότερα, με την ενεργοποίηση μιας έκτακτης οικονομικής ενίσχυσης από την τότε Ε.Ο.Κ. (Κανονισμός 815/84), ξεκίνησε μια μακρά διαδικασία απο-ιδρυματοποίησης, δηλαδή προετοιμασίας και μεταφοράς των νοσηλευομένων από τα δημόσια ψυχιατρεία της χώρας σε προστατευμένες δομές διαβίωσης και δημιουργίας νέων, κοινοτικά προσανατολισμένων υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Ο νόμος για την «Ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό των υπηρεσιών ψυχικής υγείας» (Ν. 2716/99) κάλυψε θεσμικά τη συντελούμενη ψυχιατρική μεταρρύθμιση και μετά το πέρας της έκτακτης κοινοτικής ενίσχυσης, το 1995, εκπονήθηκε το δεκαετές πρόγραμμα «Ψυχαργώς». Η πρώτη φάση υλοποιήθηκε τη διετία 2000-2001, οπότε και έγινε η πρώτη αναθεώρησή του. Μετά τη δεύτερη αναθεώρησή του, το 2004, προβλέπεται να ισχύσει για άλλα δέκα χρόνια2. Στο κοινοτικό μοντέλο η ψυχιατρική φροντίδα αναπτύσσεται στο εσωτερικό διαφοροποιημένων δομών, στο κέντρο της πόλης και της γειτονιάς, και η νοσοκομειακή φροντίδα διατηρείται αποκλειστικά για την οξεία φάση. Πρόκειται, εν ολίγοις, για συνεχή μέριμνα να διατηρηθούν τα άτομα με ψυχιατρικές διαγνώσεις στο εσωτερικό του «κοινωνικού ιστού». Ξεχωριστή θέση σε αυτό το υπό διαμόρφωση στην Ελλάδα δίκτυο κατέχουν οι στεγαστικές δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, επειδή σε αυτούς τους χώρους αναμένεται στο μέλλον να πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος των μακροχρόνιων νοσηλειών3. Στις νέες υπηρεσίες ψυχικής υγείας επιτελείται ένας θεραπευτικός αναπροσανατολισμός. Η ψυχιατρική παύει να βασίζεται στη γνώση που κατέχει ο γιατρός και μετατρέπεται σε πρακτική που εξασκείται από μια διαφοροποιημένη εσωτερικά συλλογικότητα, τη θεραπευτική ομάδα. Το μοντέλο θεραπευτικής σχέσης που εγκαθιδρύεται με το πέρασμα από την ασυλιακή στην κοινοτική ψυχιατρική, τείνει να είναι διαλογικό. Όσο κι αν οι ιεραρχίες παραμένουν ζωντανές, στο κοινοτικό μοντέλο ψυχιατρικής φροντίδας επιχειρείται –και ως ένα βαθμό επιτυγχάνεται– η εξάπλωση της πρακτικής της συνομιλίας σχετικοποιώντας το μοντέλο του ιατρικού μονολόγου. Ο «τρελός», που προ πολλού έχει γίνει ο «ασυλοποιημένος ψυχικά άρρωστος», τείνει να κατανοηθεί από τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας από τη μια ως «ψυχικά πάσχον άτομο», ως «υποκείμενο που πάσχει», κι από την άλλη ως ένας ασθενής όπως όλοι οι άλλοι. Η εκθήλυνση (feminization) της ψυχιατρικής φροντίδας Με τη μεταρρύθμιση του συστήματος ψυχιατρικών υπηρεσιών στην Ελλάδα διαφοροποιείται η σύνθεση των επαγγελματιών που αναλαμβάνουν την φροντίδα στις κοινοτικού τύπου αντίστοιχες υπηρεσίες. Η αύξηση της αναλογίας των επαγγελμάτων κοινωνικού χαρακτήρα (κοινωνικοί/-ές λειτουργοί, επισκέπτες/-τριες υγείας, εργοθεραπευτές/-τριες, ψυχολόγοι, εκπαιδευτές/-τριες, κ.ά.), και κυρίως του νοσηλευτικού προσωπικού με υψηλό επίπεδο εκπαίδευσης (τεχνολογικής ή πανεπιστημιακής), και ο περιορισμός του μη εξειδικευμένου προσωπικού που είχε ως βασικό καθήκον τη φύλαξη σε κλειστά περιβάλλοντα (ψυχιατρικό νοσοκομείοάσυλο), είναι στοιχεία που οδηγούν στην εκθήλυνση (feminization) της ψυχιατρικής φροντίδας. Σε όλα αυτά τα επαγγέλματα κυριαρχούν οι γυναίκες.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

251

Υπάρχει μια πληθώρα φεμινιστικών προσεγγίσεων στο χώρο της υγείας. Έχουν καταδειχθεί οι σεξιστικές ιδεολογίες της ιατρικής πρακτικής κι έχει ασκηθεί κριτική στο ρόλο που διαδραμάτισε η ιατρική στον κοινωνικό έλεγχο του γυναικείου σώματος. Έχει επίσης καταγραφεί η ιδεολογική συνεισφορά της ιατρικής στη «βιολογικοποίηση» της έμφυλης διαφοράς (Φουρναράκη, 1987:32-35· Παπαταξιάρχης, 1997). Εξάλλου, μια βασική διένεξη για τη στροφή στην κοινοτική φροντίδα, είτε αυτή αφορά στο χώρο της υγείας είτε επεκτείνεται στο πεδίο της πρόνοιας στο σύνολό του, σχετίζεται με το κοινωνικό φύλο (Nettleton, 2002: 327· Λαμπροπούλου, 1993, 1997, 1999)4. Έχει καταγραφεί, επίσης, ότι οι γυναίκες χρησιμοποιούν περισσότερο τις υπηρεσίες υγείας, για λόγους που έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι ως κύριοι φορείς ανεπίσημης φροντίδας αναλαμβάνουν και τη διαμεσολάβηση για τρίτους (συζύγους, γονείς, παιδιά, συγγενείς) (Συμεωνίδου, 1998:348-363· Παντελίδου-Μαλούτα, 1988:184). Ξεχωριστή θέση σε αυτές τις προσεγγίσεις καταλαμβάνει η διαφοροποίηση κατά φύλο των επαγγελματικών ρόλων στο χώρο της υγείας. Στο ιατρικό επάγγελμα κυριαρχούν οι άνδρες (Ανδριώτη, 1998:39) και συχνά ο εν λόγω καταμερισμός της εργασίας οδηγεί στην αναπαραγωγή «παραδοσιακών» διαιρέσεων και κατανομής αρμοδιοτήτων. Εξάλλου, το σώμα αποτελεί ένα πρωτεύων πεδίο πολιτικής παρέμβασης, ένα πραγματικό εργαστήρι εννοιών και συγκρότησης της ταυτότητας του φύλου (Bock, 1997:417-427)5. Φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις το τίμημα της εξόδου από τον κόσμο του οίκου είναι η περιχαράκωση, σε πρώτο στάδιο, σε επαγγέλματα που συνάδουν με το πρότυπο της γυναίκας ως τροφού, συζύγου και μητέρας (Φουρναράκη, 1987: 56· Μουσούρου, 1993:30-32, 73-89, 141-151· Στρατηγάκη, 1996:28-41). Αυτή η «έξοδος» δεν ήταν κάτι που δωρίστηκε, αλλά οφείλεται αφενός σε αγώνες και διεκδικήσεις κι αφετέρου σε ευρύτερες διαδικασίες κοινωνικού εκσυγχρονισμού και σε αντίστοιχες ευκαιρίες συνειδητοποίησης (Φουρναράκη, 1997:62, 1987:25)6. Το αδιαμφισβήτητο αποτέλεσμα, ωστόσο, ήταν η κυριαρχία των γυναικών σε ορισμένα επαγγέλματα, τα οποία, ιδιαίτερα μεταπολεμικά, με την επέκταση της επαγγελματικής εκπαίδευσης και τη γιγάντωση του τομέα της υγείας και της πρόνοιας στη Δυτική Ευρώπη, κι ως ένα βαθμό και στην Ελλάδα, θεωρήθηκε ότι συνάδουν με «γυναικείες δεξιότητες» (Perrot, 1987:24· Κουτσή, 2001:43). Η κυριαρχία των γυναικών στον τομέα της υγείας οφείλεται, σε όλες τις χώρες, κυρίως στη μεγάλη ποσοστιαία αναλογία του νοσηλευτικού επαγγέλματος. Ταυτισμένο με τη φροντίδα και την αρωγή των αδυνάτων και των πασχόντων, το νοσηλευτικό επάγγελμα, το πολυπληθέστερο στις σύγχρονες μονάδες υγείας, κυριαρχήθηκε κι εξακολουθεί να κυριαρχείται από τις γυναίκες. Το φαινόμενο αυτό έχει περιγραφεί ως πρακτική διπλής περιχαράκωσης, με την έννοια ότι ο αποκλεισμός από επαγγέλματα με μεγαλύτερο κύρος κι εξουσία στο χώρο της υγείας οδηγεί, σε μια δεύτερη φάση, στη στροφή σε επαγγέλματα στα οποία λαμβάνει χώρα μια κυριαρχία των αποκλειομένων (Nettleton, 2002:269-275). Είναι σαφές ότι η κυριαρχία των ανδρών στο ιατρικό επάγγελμα και των γυναικών στα επαγγέλματα που παρέχουν φροντίδα και όχι θεραπεία οδηγεί σε μια ανισοκατανομή ισχύος, καθώς οι γυναίκες έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες απ’ ό,τι οι άνδρες να καταλάβουν θέσεις εργασίας που εξαρτώνται από άλλες θέσεις, τις οποίες συνήθως κατέχουν άνδρες.

252

Gendering Transformations

Η ψυχιατρική νοσηλευτική για πολύ καιρό αποτέλεσε εξαίρεση, εξαιτίας του ότι άνδρες εργαζόμενοι χρησιμοποιήθηκαν για το φυσικό έλεγχο των εγκλείστων στα ψυχιατρικά άσυλα από τον 19ο αιώνα κι εφεξής. Ως «φύλακες των τρελών» απασχολήθηκαν κυρίως άνδρες της εργατικής τάξης. Ο τομέας της ψυχιατρικής αποτέλεσε για πολύ καιρό το μόνο χώρο της υγείας όπου υπερτερούσαν οι άνδρες (Pilgrim και Rogers, 2004:215, 311-313· Ανδριώτη, 1998:104-107· Πλουμπίδης, 1989:121, 132-141, 177, 183). Αυτή η εξαίρεση δεν ισχύει πλέον, στο βαθμό που με το πέρασμα από το ασυλιακό στο κοινοτικό μοντέλο αλλάζει ο στόχος της ψυχιατρικής περίθαλψης. Ο Πίνακας 1 μας δίνει μια αδρή περιγραφή της συντελούμενης ανακατανομής της αντιπροσώπευσης του φύλου στο σύνολο των εργαζομένων στο Θεραπευτήριο Ψυχικών Παθήσεων Χανίων. Η αλλαγή αυτή είναι ριζική στις Στεγαστικές Δομές Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης. Στην Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης λειτουργούν ήδη 18 τέτοιες δομές και προβλέπεται να λειτουργήσουν στο αμέσως προσεχές διάστημα άλλες έξι (Πίνακας 2). Η αντιστροφή της αναλογίας προς όφελος των γυναικών στις εν λόγω δομές οφείλεται κατά κύριο λόγο στην πρόσληψη ατόμων τεχνολογικής και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, κυρίως νοσηλευτριών και ασκούντων κοινωνικά επαγγέλματα, όπως κοινωνικές λειτουργοί7, εργοθεραπεύτριες, επισκέπτριες υγείας και ψυχολόγοι (Πίνακας 3). Σε αυτές τις καινοφανείς δομές η κυριαρχία των γυναικών είναι συντριπτική (Πίνακας 4). Πίνακας 1

Κατανομή κατά φύλο προσωπικού Θ.Ψ.Π.Χ. ειδικοτήτων, πλην ιατρών, ανεξαρτήτως δομής 1980

2005

ΓΥΝΑΙΚΕΣ (%)

49,10

58,73

ΑΝΔΡΕΣ (%)

51,90

41,27

100

100

ΣΥΝΟΛΟ

Πηγή:

των

Δ.Υ.ΠΕ. Κρήτης- Θ.Ψ.Π. Χανίων

Πίνακας 2

*

όλων

Στεγαστικές Δομές Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης Υγειονομική Περιφέρεια Κρήτης (Μάρτιος 2005)

ΝΟΜΟΣ

ΞΕΝΩΝΕΣ

ΟΙΚΟΤΡΟΦΕΙΑ

Χανίων

4

3 (+3) *

ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΑ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑΤΑ 6

Ρεθύμνης

1 (+1)

-

-

1 (+1)

Ηρακλείου

2 (+1)

-

-

2 (+1)

Λασιθίου

1 (+1)

1

-

2 (+1)

στην

ΣΥΝΟΛΟ 13 (+3)

Σύνολο 8 4 6 18 (+6) Σε παρένθεση δίνεται ο αριθμός των στεγαστικών δομών που προβλέπεται να λειτουργήσουν το αμέσως προσεχές διάστημα.

Πηγή:

Θ.Ψ.Π. Χανίων

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

253

Πίνακας 3 Κατανομή ειδικοτήτων εργαζομένων στις Στεγαστικές Δομές Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης (Μάρτιος 2005) ΕΙΔΙΚΟΤΗΤΑ

*

ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ (%)

Ψυχίατροι-Νευρολόγοι*

6,9

Ψυχολόγοι

7,8

Κοινωνικοί Λειτουργοί

8,7

Νοσηλεύτριες-Νοσηλευτές

31,3

Επισκέπτριες-Επισκέπτες Υγείας

0,9

Τεχνικό Εκπαιδευτικό Προσωπικό

11,3

Γενικών Καθηκόντων

30,4

Στατιστικολόγοι

0,9

Κοινωνιολόγοι

0,9

Διοικητικοί Υπάλληλοι

1,7

Εργοθεραπεύτριες-Εργοθεραπευτές

0,9

Σύνολο 100 Οι ψυχίατροι πραγματοποιούν επισκέψεις μία ή δύο φορές την εβδομάδα και όποτε παραστεί ανάγκη.

Πηγή:

Δ.Υ.ΠΕ. Κρήτης

Πίνακας 4

Πηγή:

Κατανομή κατά φύλο εργαζομένων στις Στεγαστικές Δομές Ψυχοκοινωνικής Αποκατάστασης, όλων των ειδικοτήτων (Μάρτιος 2005)

ΓΥΝΑΙΚΕΣ (%)

ΑΝΔΡΕΣ (%)

ΣΥΝΟΛΟ

78,95

21,05

100

Δ.Υ.ΠΕ. Κρήτης

Από τη φύλαξη στη θεραπευτική αναμόρφωση της προσωπικότητας Για να ερμηνεύσουμε με ποιο τρόπο η ποσοστιαία κυριαρχία των γυναικών στις κοινοτικές στεγαστικές δομές συνδέεται με τους νέους θεραπευτικούς προσανατολισμούς, θα πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο αναδιαμορφώνεται η θεραπευτική σχέση. Κεντρικό χαρακτηριστικό των κατευθύνσεων που τείνουν να πάρουν τα εγχειρήματα αναδιαμόρφωσης της θεραπευτικής σχέσης –οπωσδήποτε όχι το μοναδικό–, είναι η ανάδειξη της επικοινωνιακής διάστασης της θεραπευτικής πρακτικής, δια μέσου της οποίας επιδιώκεται ένα είδος αναμόρφωσης της προσωπικότητας του ατόμου που αναγνωρίζεται ως ψυχικά πάσχον. Tα στοιχεία που συνηγορούν σε αυτό το συμπέρασμα είναι τα εξής:

254

Gendering Transformations

1. Η διαδικασία αντικατάστασης του ασυλιακού από το κοινοτικό μοντέλο ψυχιατρικής περίθαλψης κατατείνει στην εγκαθίδρυση μιας νέας κανονιστικότητας αναφορικά με την υποκειμενικότητα. 2. Προωθείται ένα είδος προσωπικής δέσμευσης, συντονισμού του εσώτερου εαυτού με τη διαδικασία αλλαγής του πεδίου. 3. Επιτάσσεται μια συγκεκριμένη εργασία επί του εαυτού, ώστε το άτομο να παρουσιαστεί ως πρόσωπο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και ιδιότητες στους χώρους, όπου λαμβάνει χώρα η θεραπευτική διαδικασία. 4. Η δημιουργία νέων πλαισίων, εντός των οποίων αναπτύσσεται η θεραπευτική παρέμβαση, οδηγεί σε επαναπροσδιορισμό των παραδοσιακών ρόλων και στην προσθήκη νέων παρεμβαινόντων (γειτονιά, τοπικοί φορείς, εθελοντές, νέοι επαγγελματίες κ.ά.). 5. Ως νέο «αντικείμενο» της ψυχιατρικής τείνει να θεωρηθεί το άτομο ως φορέας όχι μόνο μιας νοσολογικής οντότητας, αλλά και μιας τραυματισμένης υποκειμενικότητας. Η θεραπευτική παρέμβαση τείνει να πάρει τη μορφή ενός υπευθυνοποιητικού λόγου που αγκαλιάζει το άτομο, απαιτώντας από αυτό μια ενεργητική παρέμβαση επί της «τραυματισμένης υποκειμενικότητάς του». 6. Η θεραπευτική σχέση αναδιαρθρώνεται προς την κατεύθυνση ενός επικοινωνιακού-διαλογικού μοντέλου και τείνει να γίνει ένας κοινωνικός τόπος, στον οποίο «συναντιούνται» υποκείμενα που καλούνται να υπερβούν τους καθιερωμένους επαγγελματικούς και κοινωνικούς ρόλους και να εκτεθούν στον Άλλο ως πρόσωπα. 7. Ταυτόχρονα, λαμβάνει χώρα μια παιδαγωγική της αυτονομίας· η θεραπευτική παρέμβαση τείνει να πάρει τη μορφή παιδαγωγικής πρακτικής. Το άτομο που πάσχει διαπαιδαγωγείται με τέτοιο τρόπο, ώστε να αναπτύξει δεξιότητες που θα του επιτρέψουν να συνδιαλλαγεί με τους άλλους στο πεδίο της καθημερινότητας, συμβάλλοντας το ίδιο στην αναμόρφωση της προσωπικότητάς του προς την κατεύθυνση της δημιουργίας μιας ευέλικτης και ανοικτής υποκειμενικότητας. Είναι χαρακτηριστικό, σε σχέση με το στοιχείο της επικοινωνίας και της παιδαγωγικής της αυτονομίας, το παρακάτω απόσπασμα, το οποίο αντλήσαμε από παλαιότερη ιστοσελίδα ενός ξενώνα της Κρήτης. Πρόκειται για κείμενο που αναφέρεται στους σκοπούς της εν λόγω δομής: Η εξατομίκευση των αναγκών κάθε ατόμου: Η μοναδικότητα του κάθε ενοίκου σε συνδυασμό με την ιδιαιτερότητά του όσον αφορά τα μοναδικά του προσωπικά χαρακτηριστικά και επομένως τις ειδικές ευκαιρίες και υποχρεώσεις που υπάρχουν μόνο σ’ αυτόν, ενισχύονται στην έκφραση, αναδόμηση και εκπλήρωσή τους. Η καθαρότητα της επικοινωνίας: Μία ουσιαστικά συναισθηματική, γνωστική και ενεργητικά ειλικρινής επικοινωνία και αλληλεπίδραση, συνιστά τον ακρογωνιαίο λίθο της αποκαταστασιακής διαδικασίας. Η δυνατότητα δημιουργίας αμοιβαία σημαντικών σχέσεων με άλλους ανθρώπους, συμβάλλει στην απομάκρυνση καταστάσεων που προκαλούν άγχος και ανασφάλεια, ενώ παρέχει την ευκαιρία σε κάθε ένοικο να ‘βιώσει’ υποκειμενικά και ειλικρινά την ύπαρξή του και έτσι, να προχωρήσει προς την αυτοπραγμάτωσή του.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

255

Εν ολίγοις και σχηματικά, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η μετάβαση από το ψυχιατρικό νοσοκομείο-άσυλο στο δίκτυο των διαφοροποιημένων κοινοτικών δομών χαρακτηρίζεται από ένα πέρασμα από τη φύλαξη στην επικοινωνία, από τον έλεγχο του σώματος στη μέριμνα για τον εαυτό, από τον εγκλεισμό στην κοινωνικοποίηση, την εκπαίδευση και την παιδαγωγική της αυτονομίας (Foucault, 1989, 1992). Ο θεραπευτικός αναπροσανατολισμός σχετίζεται άμεσα και με την οργανωτική αναδιάρθρωση των υπηρεσιών μακράς διαβίωσης. Οι ψυχίατροι, οι οποίοι στις ενδονοσοκομειακές δομές ήταν υπεύθυνοι για τη ρύθμιση της καθημερινής ζωής, περιορίζονται σε εβδομαδιαίες επισκέψεις. Το διοικητικό, το βοηθητικό και το τεχνικό προσωπικό αναλαμβάνει και οιονεί θεραπευτικά καθήκοντα στο πλαίσιο της «πολυκλαδικής ομάδας» (Παρίτσης, 2003:10), μεταβολή που συνάδει και με τις αξίες της σύγχρονης διοίκησης υπηρεσιών υγείας (Σαρρής, 2001:171-174). Η πανθομολογουμένη «ασάφεια των ρόλων», που παρατηρείται στις νέες κοινοτικές δομές, συνδέεται με αυτήν την τάση συγχρωτισμού των βλεμμάτων, καθώς τα στεγανά μεταξύ των θεραπευτικών αρμοδιοτήτων αίρονται και πραγματοποιείται μια διάχυση των καθηκόντων (Μαδιανός, 2000:149-165· Ion, 1990:68-72· Ανδριώτη, 1998:34). Η επικοινωνιακή διάσταση και η αναγκαιότητα έκθεσης της υποκειμενικότητας ενισχύεται από την ίδια την οργάνωση των υπηρεσιών αυτών, που αποσκοπούν καταστατικά στη δημιουργία μιας «οικογενειακής ατμόσφαιρας». Το προσωπικό προσπαθεί να αναδημιουργήσει οιονεί οικογενειακές συνθήκες διαβίωσης, όπου ο κάθε ένοικος, με τη νουθεσία των επαγγελματιών, φροντίζει για την καθημερινή ζωή, μεριμνά για τον εαυτό του και αναπτύσσει σχέδια δράσης για το μέλλον. Η ίδια η κλίμακα των κοινωνικών διαδράσεων, η μορφή, οδηγεί σε μια τροποποίηση του περιεχομένου τους8. Η αύξηση της αναλογίας των κοινωνικών και των νοσηλευτικών επαγγελμάτων με υψηλό επίπεδο μόρφωσης (τεχνολογικής ή και πανεπιστημιακής εκπαίδευσης), με το συνακόλουθο περιορισμό του «ανεκπαίδευτου» προσωπικού, οδηγούν στην εκθήλυνση της ψυχιατρικής φροντίδας. Η μεταβολή αυτή είναι θεμελιώδης, καθώς υπογραμμίζει την εγκατάλειψη του μελήματος της φύλαξης και του περιορισμού, μιας κοινωνικής διάστασης που ήταν σύμφυτη με το ασυλιακό μοντέλο, προς την κατεύθυνση της αναδημιουργίας της προσωπικότητας και της επανακοινωνικοποίησης (Τζανάκης, 2003). Η προσωπική εμπειρία ως θεραπευτικό μέσο Το «ιδιωτικό» ως «δημόσιο» Η πρόταξη του «προσώπου» ως βασικής παραμέτρου στα νέα περιβάλλοντα της ψυχιατρικής καθημερινότητας οδηγεί σε μια, προσωρινή έστω, χαλάρωση της ιεραρχίας και στο σχετικό εκδημοκρατισμό της θεραπευτικής πρακτικής. Η δομικά παραγόμενη απροσδιοριστία οδηγεί στην αναγκαιότητα της παρουσίας του επαγγελματία ως προσώπου-θεραπευτή και ως προσώπου-συναδέλφου. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στο βαθμό που το άτομο καλείται να παρευρεθεί στους χώρους όπου λαμβάνει χώρα η θεραπευτική πρακτική και ως «υποκείμενο», και όχι αποκλειστικά ως φορέας ενός ρόλου, πραγματοποιείται μια ουσιώδης μεταστροφή:

256

Gendering Transformations

οι προσωπικοί πόροι (personal sources) του ατόμου, δηλαδή τα βιώματα, οι προσωπικές γνώσεις και οι δεξιότητές του, δε θεωρείται ότι αντιβαίνουν στην εκπλήρωση του επαγγελματικού του ρόλου (Ion, 1997:77-84). Οι προσωπικοί πόροι –και αυτό είναι μια σημαντική ποιοτική μετεξέλιξη η οποία δεν περιορίζεται στο χώρο της ψυχιατρικής– θεωρείται ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως συλλογικοί πόροι, δηλαδή ως οιονεί αξιοποιήσιμα στοιχεία στην επίτευξη συλλογικών, θεραπευτικών στην προκειμένη περίπτωση, σκοπών (Ion, 1990:123-128). Η κυριαρχία των γυναικών στις νέες στεγαστικές δομές αποκατάστασης συνδέεται με τον τρόπο αυτό με τις γυναικείες εμπειρίες, που καλούνται να γίνουν το όχημα διαμέσου του οποίου το πρόταγμα της αναμόρφωσης της προσωπικότητας θα υποστασιοποιηθεί σε συγκεκριμένες πρακτικές στο πεδίο της καθημερινότητας. Έτσι, το ιδιωτικό διαπλέκεται με το δημόσιο ποικιλοτρόπως. Τα προσωπικά βιώματα και οι γυναικείες εμπειρίες, διαστάσεις του κοινωνικού κόσμου που κατά το παρελθόν είχαν περιχαρακωθεί συμβολικά κι εννοιολογικά στο χώρο του «ιδιωτικού», ανάγονται εκ των πραγμάτων στο χώρο του «δημόσιου». Βεβαίως, η εμπειρία και το βίωμα στο οποίο αυτή παραπέμπει δεν είναι κάτι το δεδομένο. Θα πρέπει να αποφύγουμε τη φυσικοποίηση της «γυναικείας εμπειρίας», η οποία δεν αποτελεί, όπως άλλωστε οποιαδήποτε εμπειρία, κάτι ενιαίο, αλλά αντίθετα κάτι βαθιά διαφοροποιημένο και αμάλγαμα αντιφατικό (Scott, 1997:293· Βαρίκα, 2000:269-290). Στην εγγενή αντιφατικότητα της εμπειρίας, στο ότι αυτή συντελείται στο σημείο της διασταύρωσης επιμέρους κοινωνικών συστημάτων, οφείλεται το γεγονός ότι θεωρήθηκε ως προνομιακό πεδίο ανάδυσης της υποκειμενικότητας (Dubet, 1994:91-93, 105). Εντούτοις, δεδομένης της κυριαρχίας των γυναικών στις νέες στεγαστικές δομές, αυτό που θα πρέπει να αναζητήσουμε είναι ποιες συγκεκριμένες γυναικείες εμπειρίες ομολογούν δομικά με το νέο θεραπευτικό προσανατολισμό και να αναρωτηθούμε ποια είναι τα κοινωνικά αποτελέσματα αυτής της συνάντησης. Και πιο συγκεκριμένα, ποιες πολλαπλώς διαμεσολαβημένες γυναικείες εμπειρίες συνδέονται με τις υπό διαμόρφωση κανονιστικότητες αναφορικά με τον εαυτό και τη θεραπευτική παρέμβαση σε αυτόν; Αντιφάσεις Ο θεραπευτικός αναπροσανατολισμός προς την κατεύθυνση της αναμόρφωσης της προσωπικότητας, δια μέσου της επικοινωνίας με τον πάσχοντα Άλλο και την εκπαίδευση σε καθημερινές κοινωνικές δεξιότητες (μαγείρεμα, καθαριότητα, φροντίδα του εαυτού, χρήση του χρήματος και των μέσων μαζικής μεταφοράς, κ.ά.), φέρνει τις γυναίκες εργαζόμενες, οι οποίες κυριαρχούν ποσοτικά στις στεγαστικές δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, σε ένα προνομιακό, από την άποψη αποθέματος εμπειριών και δεξιοτεχνίας, πεδίο. Αυτή η δομική ομολογία αυξάνει τη σημασία των αντίστοιχων γυναικείων εμπειριών, καθώς τις καθιστά κεντρικό μοχλό του θεραπευτικού εγχειρήματος. Το πέρασμα από τη φύλαξη στην παιδαγωγική, ιδιαίτερα σε δεξιότητες που αναγνωρίζονται κοινωνικά ως στοιχεία του «γυναικείου πολιτισμού» (Φουρναράκη, 1997:191-193), ως συστατικά των «γυναικείων κόσμων» (Αβδελά και Ψαρρά, 1997:29-38), αναδεικνύει το βίωμα της καθημερινότητας σε πρωτεύοντα θεραπευτικό μέσο και φέρνει γυναίκες θεραπεύτριες σε ένα χώρο στον οποίο αυτές κινούνται σαφώς πιο άνετα απ’ ότι

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

257

πολλοί άνδρες. Εδώ προκύπτουν αντινομίες και αντιφάσεις, ορισμένες από τις οποίες είναι οι εξής: Αρχή της αυτονομίας. Και οι άνδρες, αλλά κυρίως οι γυναίκες εξαιτίας της υπεραντιπροσώπευσής τους, καλούνται να λειτουργήσουν ως παιδαγωγοί της αυτονομίας. Το καθήκον της ανατροφής των παιδιών, που είχε σε μεγάλο μέρος ανατεθεί στις γυναίκες βάσει του παραδοσιακού καταμερισμού της εργασίας μεταξύ των φύλων, φαίνεται να αναβιώνει σε ένα νέο περιβάλλον. Όμως, πολύ συχνά οι εμπειρίες ανατροφής των Ελληνίδων σε πολύ στενά οικογενειακά πλαίσια αντιφάσκουν με τη νέα κανονιστικότητα παραγωγής του εαυτού, ο οποίος κυριαρχεί στις νέες ψυχιατρικές υπηρεσίες. Οι γυναίκες καλούνται να αναπαράγουν το ρόλο τους ως παιδαγωγών, αλλά υπηρετώντας εντελώς διαφορετικούς σκοπούς, οι οποίοι φαίνεται να είναι πιο κοντά στα παραδοσιακά ανδρικά πρότυπα που σχετίζονται με την τιμή, την ατομική ευθύνη και την οριοθέτηση του εαυτού. Τα άτομα με ψυχιατρικές διαγνώσεις αποτελούν το ανάλογο των «παιδιών», στα οποία όμως αναγνωρίζεται, καταστατικά, η ιδιότητα του ενήλικα. Οι αντιφάσεις αυτές παράγουν πολλές αμφισημίες στο πεδίο της καθημερινότητας, καθώς άνδρες και γυναίκες καλούνται να υιοθετήσουν οι μεν την οπτική και τις δεξιότητες των δε, προκειμένου να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να φέρουν σε πέρας το έργο το οποίο τους ανατίθεται. Το καθήκον του αναστοχασμού. Στο εσωτερικό του οίκου, η ανατροφή των παιδιών θεωρούνταν ως κάτι που είναι σύμφυτο με τη «γυναικεία» φύση και η αρωγή των αδυνάτων και των πασχόντων μελών της οικογένειας ως ένα αυτονόητο γυναικείο καθήκον. Απεναντίας, σύμφωνα με τη νέα ψυχιατρική ιδεολογία η παιδαγωγική απαιτεί, ταυτόχρονα με την οικειότητα και την εγγύτητα της «οικογενειακής» ατμόσφαιρας, τη στοχοθετημένη δράση βάσει προγράμματος. Το καθήκον της ανατροφής και της αρωγής οφείλει να ακολουθεί σαφείς σκοπούς, ο βασικότερος εκ των οποίων είναι η αναμόρφωση της προσωπικότητας προς την κατεύθυνση της αυτονομίας. Η εγγύτητα αποκτά, με τον τρόπο αυτό, μια τεχνική διάσταση. Οι θεραπευτές καλούνται να αντλήσουν από το απόθεμα των εμπειριών τους γνώσεις και δεξιότητες τις οποίες στη συνέχεια θα πρέπει να επεξεργαστούν προκειμένου αυτές να υπηρετήσουν συλλογικούς σκοπούς. Για παράδειγμα, οι γυναικείες δεξιότητες της καθημερινής φροντίδας θα πρέπει να συμφιλιωθούν με την αναγνώριση του άλλου ως ανεξάρτητης οντότητας. Η πολύ ισχυρή τάση παλινδρόμησης σε μοντέλα σχέσεων που στο πεδίο της καθημερινότητας αναπαράγουν τη σχέση ενήλικου που φροντίζει και ανήλικου ή αναξιοπαθούντα που φροντίζεται, τίθεται έτσι ως πρόβλημα προς διευθέτηση. Ο αναστοχασμός σε σχέση με την καθημερινή συμπεριφορά τίθεται ως πρώτιστο καθήκον (Λαμπροπούλου, 1998:579-593). Ένα κοινό πρότυπο. Στο πλαίσιο του οίκου, ο παιδαγωγικός ρόλος που αναλάμβαναν κυρίως οι γυναίκες ήταν διαφοροποιημένος για τα αγόρια και για τα κορίτσια. Στο πλαίσιο των καθημερινών πρακτικών στις νέες στεγαστικές δομές οι θεραπεύτριες και οι θεραπευτές καλούνται να προωθήσουν ένα κοινό πρότυπο, τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες των οποίων την φροντίδα έχουν αναλάβει. Αν και σαφώς οι πρακτικές είναι διαφοροποιημένες (εξάλλου, τα επαγγελματικά

258

Gendering Transformations

εργαστήρια που δημιουργούνται σε κάθε τέτοια δομή ακολουθούν πολύ συχνά τον παραδοσιακό καταμερισμό της εργασίας: πλυντήριο αυτοκινήτων σε μια δομή για άνδρες, εργαστήριο υφαντικής σε μια άλλη όπου διαμένουν κυρίως γυναίκες κλπ.), το πρότυπο της παραγωγής αυτονομίας είναι κοινό. Στο επίπεδο του κανονιστικού λόγου που διαπνέει τις νέες ψυχιατρικές υπηρεσίες, κυρίως όσον αφορά στην ιδεολογία της εξατομικευμένης παρέμβασης, το πρόταγμα της παιδαγωγικής της αυτονομίας απευθύνεται καταρχήν τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες. Το πολιτικό ως προσωπικό Η προβληματική η οποία ανακύπτει εξαιτίας της εκθήλυνσης της ψυχιατρικής φροντίδας φαίνεται να σχετίζεται και με βαθύτερους μετασχηματισμούς. Όπως είδαμε, η έμφαση στην επικοινωνία, η απαίτηση για προσωπική δέσμευση των επαγγελματιών κατά τη διάρκεια της επιτέλεσης των καθηκόντων τους, με την ταυτόχρονη αξιοποίηση των προσωπικών τους εμπειριών, σχετικοποιεί τη διάκριση που εγκαθίδρυσε η δυτική νεωτερικότητα, κυρίως κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας. Σήμερα βρισκόμαστε σε μια άλλη εποχή. Η υποκειμενικότητα, το ακροτελεύτιο του ιδιωτικού χώρου, έχει καταστεί πολιτικό διακύβευμα και πεδίο αγώνων, ιδιαίτερα από τα μέσα του 20ου αιώνα κι εφεξής. Ανεξάρτητα από το εάν προσδίδουμε σε αυτήν την ανάδειξη της υποκειμενικότητας χειραφετητική χροιά ή, αντίθετα, μια διάσταση επέκτασης των εξουσιαστικών δομών, μια απόλυτη διάκριση μεταξύ του «δημόσιου» και του «ιδιωτικού» φαίνεται, περισσότερο από ποτέ, επικίνδυνα απλουστευτική (Βαρίκα, 2000:352-377· Κραβαρίτου, 1996:82-91, 97-113). Όπως είδαμε, στις νέες στεγαστικές δομές μακράς διαβίωσης οι θεραπευτές και οι θεραπεύτριες εξαναγκάζονται να εκθέσουν τον εαυτό τους. Η δημόσια έκθεση της υποκειμενικότητας συνδέεται, κανονιστικά και ιδεολογικά, με τη δυνατότητα να λειτουργήσουν ως θεραπευτές. Έτσι, τα προσωπικά βιώματα –και εφόσον μιλάμε για ποσοτική κυριαρχία των γυναικών, τα γυναικεία βιώματα– αποκτούν, ως ένα βαθμό εξαναγκαστικά, καθοριστική σημασία. Επομένως, ο θεραπευτικός αναπροσανατολισμός και η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών συνάδουν με την ανάδειξη ορισμένων κοινωνικά αναγνωρισμένων ως γυναικείων εμπειριών σε κεντρικές θεραπευτικές σταθερές, στις οποίες καλούνται έτσι κι αλλιώς να μαθητεύσουν άνδρες και γυναίκες. Ορισμένες όψεις αυτών των μόνο φαινομενικά μικρο-μετασχηματισμών αντανακλούν ευρύτερες κοινωνικές διαδικασίες. Η έκφραση «το προσωπικό είναι πολιτικό», βασικό συστατικό του πολιτικού λόγου των κοινωνικών κινημάτων της δεκαετίας του ’60, τίθεται ως αφετηρία της ανάδειξης του ατόμου σε βασική παράμετρο της πολιτικής συγκρότησης των κοινωνιών της «ύστερης νεωτερικότητας». Οι έννοιες του σχεδίου, του κινήτρου και της επικοινωνίας συγκροτούν τη σύγχρονη μορφή της κανονιστικότητας σχετικά με την παραγωγή του εαυτού και την ανάπτυξη της δράσης. Σύμφωνα με τον Ehrenberg (1998:15), οι επιταγές αυτές αντανακλούν την κατεύθυνση των σύγχρονων θεσμών του εαυτού (institutions du soi). Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι δεν πρόκειται για διεύρυνση των ατομικών επιλογών, αλλά για την κυριαρχία ενός κοινού κανόνα9. Για παράδειγμα, οι Hardt

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

259

και Negri (2002:269) υποστηρίζουν ότι οι σύγχρονες εξελίξεις, οι οποίες κατατείνουν στο καθεστώς της αυτοκρατορίας, συνδέονται με μια ριζική αλλαγή της «κοινωνικής παραγωγής της υποκειμενικότητας». Οι θεσμοί στις διαφοροποιημένες κοινωνίες απέδιδαν στο άτομο μια υποκειμενικότητα και ταυτόχρονα προσέφεραν μια «προστασία» σε σχέση με τις επιταγές των άλλων θεσμών. Η «ρευστότητα των θεσμών» στη σύγχρονη κοινωνία οδηγεί στην έκθεση του ατόμου σε μια πληθώρα από αντιφατικές επιταγές συγκρότησης της υποκειμενικότητας. Το άτομο αδυνατεί να προφυλαχθεί από τις επιταγές των θεσμών, καθώς η αλληλοδιείσδυση έχει ως συνέπεια το «μέσα» και το «έξω» να γίνονται δυσδιάκριτα. Το παλιό φεμινιστικό σύνθημα «το προσωπικό είναι πολιτικό» έχει αντιστραφεί με τέτοιο τρόπο, ώστε τα σύνορα μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού έχουν διασπαστεί, εξαπολύοντας κυκλώματα ελέγχου σε όλη την έκταση της «ιδιωτικής δημόσιας σφαίρας» (ό.π.).

Πρόκειται για μια αντιφατική διαδικασία και το σίγουρο είναι ότι οι παραδοσιακές διαιρέσεις, αυτές που κατά κάποιο τρόπο απέδιδαν μια βαθύτερη ουσία σε διαζεύγματα, όπως δημόσιο-ιδιωτικό, θεραπεία-φροντίδα, εγκλεισμός-επανένταξη, δεν επαρκούν πλέον για την κατανόηση μετασχηματισμών που συμβαίνουν ταυτόχρονα στο επίπεδο της θεσμικής οργάνωσης της κοινωνίας και στο εσωτερικό της υποκειμενικότητας. Χωρίς να θέλουμε να υιοθετήσουμε μια πλήρως ιστορικιστική οπτική (Λαβράνου, 2002), η οποία υποκρύπτει έναν ιδιότυπο αγνωστικισμό, δε μπορούμε να παραβλέψουμε την ιστορική διαμεσολάβηση των εννοιών με βάση τις οποίες μια εποχή μας αποκαλύπτεται, παρέχοντας τα μέσα κατανόησης των διαιρέσεων που τη χαρακτηρίζουν (Scott, 1997:287-291). Τα εν λόγω διαζεύγματα δεν αντανακλούν πλέον τις κοινωνικές πραγματικότητες που τα ανέδειξαν σε πρίσματα κατανόησης μιας εποχής, κυρίως της αστικής νεωτερικότητας του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου (Φουρναράκη, 1987, 1997). Οι βαθύτεροι μετασχηματισμοί των κοινωνιών του καιρού μας είναι αυτοί που μας επιβάλλουν πιο πολύπλοκες θεωρήσεις των κοινωνικών διαιρέσεων και των ανταγωνισμών που αναπτύσσουν οι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες, κατά τη διάρκεια της συμβίωσής τους, και της αναγκαστικά κοινωνικής αναπαραγωγής τους.

1 Βέβαια, δεν αρκεί να διαπιστώσουμε ότι ένας θεσμός εγκαθιδρύεται μιμούμενος ένα πρότυπο, αλλά οφείλουμε να κατανοήσουμε τα εκάστοτε ιστορικά συμφραζόμενα και να αναζητήσουμε τα νέα περιεχόμενα των μορφών των θεσμών που κατά κάποιο τρόπο «εισάγονται». Δεν είναι σπάνιο η κοινωνική κριτική, ίδιον των κοινωνικών επιστημών, να ασκείται σε χώρες όπως η Ελλάδα διακριτά σε κανονιστικό επίπεδο (κριτική στους σκοπούς/στόχους πολιτικών υγείας, στην προκειμένη περίπτωση) και σε επίπεδο εφαρμογής. 2 Το Ψυχαργώς - Α´ Φάση εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Καταπολέμηση του αποκλεισμού από την αγορά εργασίας», ως «Ειδικό πρόγραμμα ολοκληρωμένης παρέμβασης για την κοινωνικοοικονομική ένταξη ατόμων με ψυχικά και νοητικά προβλήματα» και χρηματοδοτήθηκε από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ελληνικό Δημόσιο (Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων). Στο πλαίσιο της πρώτης φάσης δημιουργήθηκαν σε εθνικό επίπεδο 49 ξενώνες, 6 οικοτροφεία και 71 εργαστήρια κατάρτισης. Σε προγράμματα προκατάρτισης και κατάρτισης απασχολήθηκαν 973 άτομα με

260

Gendering Transformations

ψυχιατρικές διαγνώσεις, 769 νοσηλευόμενοι σε ψυχιατρεία μεταφέρθηκαν σε στεγαστικές δομές ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης, προσελήφθηκαν 630 νέοι επαγγελματίες και 910 καταρτίστηκαν ως «στελέχη ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης». Η Β´ Φάση του προγράμματος συμπίπτει με την υλοποίηση του Τομεακού Επιχειρησιακού Προγράμματος «Υγεία-Πρόνοια» του Γ´ Κοινοτικού Πλαισίου Στήριξης και προβλέπεται η περαιτέρω ανάπτυξη δομών ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης σε όλη τη χώρα. 3 Οι εξωνοσοκομειακοί ξενώνες (οι ενδονοσοκομειακοί διακρίνονται σε βραχείας και μέσης διάρκειας παραμονής) φιλοξενούν έως 15 άτομα και κατηγοριοποιούνται ανάλογα με την παρουσία του προσωπικού στον ξενώνα σε: α) υψηλού (24ωρη παρουσία), β) μέσου (κατώτερη του 24ώρου παρουσία), και γ) χαμηλού βαθμού υποστήριξης (περιοδικές επισκέψεις). Τα οικοτροφεία είναι μονάδες ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης υψηλού βαθμού προστασίας, οι φιλοξενούμενοι δεν υπερβαίνουν τους 25 και διακρίνονται, ανάλογα με την ηλικία των ατόμων που διαμένουν σε αυτά, σε Οικοτροφεία Νέων (19-30 ετών), Οικοτροφεία Ενηλίκων (31-55 ετών) και Ψυχογηριατρικά Οικοτροφεία (από 56 ετών και άνω). Στα Θεραπευτικά Διαμερίσματα διαμένουν έως έξι άτομα, με ικανότητες αυτοφροντίδας και αυτοεξυπηρέτησης. 4 Η στροφή στη φροντίδα στην κοινότητα (care in the community) σημαίνει την ανάληψη μεγαλύτερων ευθυνών φροντίδας από τις οικογένειες, δηλαδή κατά το μεγαλύτερο μέρος από τις γυναίκες, αναπαράγοντας τον παραδοσιακό καταμερισμό εργασίας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Αυτή τη διάσταση οι επαγγελματίες στο χώρο της υγείας και της πρόνοιας πολύ συχνά δεν την λαμβάνουν υπόψη, θεωρώντας την οικογένεια, όπως άλλωστε και την κοινότητα, ένα ουδέτερο σύμμαχο στην «μάχη κατά της απο-ιδρυματοποίησης». Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, η ισχυρή δομή της πατριαρχικής οικογένειας καθιστά τις γυναίκες πολύ συχνά ένα υποκατάστατο των ατροφικών κοινωνικών υπηρεσιών (Στασινοπούλου, 1994: 74, 2003: 119-134). 5 Το 1992 οι γιατροί και οι οδοντίατροι είχαν φτάσει τον αριθμό των 38.738 εκ των οποίων 27.506 (71%) ήταν άνδρες και 11.232 (29%) ήταν γυναίκες. Είναι ενδεικτικό ότι, όπως καταδεικνύεται από έρευνες στον ελληνικό και διεθνή χώρο, οι γυναίκες επιλέγουν συχνότερα την ειδικότητα της ψυχιατρικής. Στο ένα άκρο βρίσκεται η ειδικότητα της χειρουργικής, όπου η κυριαρχία των ανδρών είναι συντριπτική, και στο άλλο ο εργαστηριακός τομέας και η ψυχιατρική, όπου υπερτερούν οι γυναίκες (Φακιόλας, 2000: 321323· Πατινιώτης, 1993: 357-366). 6 Δε μας είναι άγνωστη η μεθοδολογική προσέγγιση η οποία αναδεικνύει την έμφυλη διαφορά με όρους ενεργητικότητας-παθητικότητας, και όχι αγώνα. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Bourdieu, Η ανδρική κυριαρχία (1996): Έτσι, οι γυναίκες έχουν κυριολεκτικά τεθεί εκτός παιχνιδιού. Το μαγικό σύνορο που τις χωρίζει από τους άνδρες συμπίπτει με τη ‘μυστική διαχωριστική γραμμή’, (…) η οποία διακρίνει την κουλτούρα από τη φύση, το δημόσιο από το ιδιωτικό, παρέχοντας στους άνδρες το μονοπώλιο της κουλτούρας, δηλαδή του ανθρώπινου και του οικουμενικού. Έχοντας παραπεμφθεί στην πλευρά του ιδιωτικού, άρα όντας αποκλεισμένες από καθετί που ανήκει στην τάξη του δημοσίου, του επίσημου, δεν μπορούν να παρέμβουν ως υποκείμενα κατά άμεσο τρόπο στα παιχνίδια όπου επιβεβαιώνεται και εκπληρώνεται η ανδρικότητα, διαμέσου των ενεργημάτων αμοιβαίας αναγνώρισης που εμπεριέχουν όλες οι ισότιμες ανταλλαγές, ανταλλαγές προκλήσεων και ανταπαντήσεων, δώρων και αντιδώρων –στην πρώτη γραμμή των οποίων βρίσκονται οι ανταλλαγές των γυναικών (σ. 7677). Συναφές με τις θεωρητικές απόψεις του συγγραφέα, το σχήμα αυτό υποβαθμίζει εν γένει την ενεργητική, όσο και αγωνιστική διάσταση της δράσης, ανάγοντας τις πρακτικές της καθημερινότητας στους αυτοματισμούς των έξεων. Έτσι, όμως, οι γυναίκες-υποκείμενα

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

261

τίθενται, εκ νέου δια μέσου αυτής της μεθοδολογικής επιλογής στη θέση του άβουλου φορέα. Οι ένσκοποι αγώνες υποβαθμίζονται, καθώς ανάγονται, όπως και η καθημερινή επικοινωνία, στις «τελετουργίες των θεσμών» (rites des institutions). 7 Είναι ενδιαφέρουσα η σταδιακή επαγγελματοποίηση της κοινωνικής εργασίας. Έως το 1922, όταν η ελληνική κυβέρνηση υπό την πίεση που προκαλούν οι αναγκαστικές ανταλλαγές των πληθυσμών και η αθρόα είσοδος μεταναστών από τα παράλια της Μικράς Ασίας, αναγκάζεται να ιδρύσει το Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεων, το οποίο μέχρι σήμερα αποτελεί το βασικό φορέα μέτρων κοινωνικής πολιτικής, καθοριστικό ρόλο διαδραμάτιζε η εκκλησία και ιδιωτική φιλανθρωπία. Η πρώτη σχολή κοινωνικής εργασίας ιδρύεται το 1937 στην Αθήνα, με το όνομα Ελευθέρα Σχολή Κοινωνικής Πρόνοιας, η οποία έκλεισε σύντομα εξαιτίας του πολέμου. Το 1945 ιδρύθηκε η Σχολή Κοινωνικής Εργασίας του Αμερικανικού Κολεγίου, το 1948 η Σχολή Κοινωνικής Εργασίας της ΧΕΝ, το 1957 η Σχολή Κοινωνικής Εργασίας των Διακονισσών και το 1960 η Σχολή Κοινωνικής Εργασίας της Εταιρίας Προστασίας Ανηλίκων Αθηνών. Οι σχολές αυτές λειτούργησαν έως το 1985 ως Ν.Π.Ι.Δ. υπό την εποπτεία του Υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας, έως ότου εντάχθηκαν στα τμήματα Κοινωνικής Εργασίας των ΤΕΙ (Varidaki-Levine, 2002: 2). Έως και σήμερα, αυτό το επάγγελμα ασκείται κυρίως από γυναίκες. 8 Είναι χαρακτηριστικά τα παρακάτω αποσπάσματα (Παρίτσης, 2003) από μια έρευνα αξιολόγησης ξενώνα στην Κρήτη: Η ποιότητα της επικοινωνίας και η ατμόσφαιρα μεταξύ προσωπικού και ενοίκων και μεταξύ ενοίκων της δομής κρίνεται πολύ ικανοποιητική, δεδομένου ότι το προσωπικό απευθύνεται με ισοτιμία στους ενοίκους, ενισχύοντας τον διάλογο και παρέχοντας την ανάλογη στήριξη και καθοδήγηση. […] Υπάρχει δυνατότητα οι ένοικοι της δομής να εκφράσουν την γνώμη τους, τις ανάγκες, τα παράπονα, να κάνουν ατομικές επιλογές, ατομικά σχέδια (σελ. 22). Ίσως τη μεγαλύτερη σημασία δεν έχει τόσο το κατά πόσο αυτές οι διαπιστώσεις ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα της καθημερινότητας των μονάδων αυτών όσο ο κανόνας με βάση τον οποίο κρίνεται η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών. 9 Ο όρος «μικροκοινωνιολογία» δεν είναι επαρκής για να περιγράψει την έμφαση στο μικροσκοπικό επίπεδο προκειμένου να κατανοηθούν ευρύτεροι μετασχηματισμοί. Συχνά η ποιοτική μεθοδολογία έχει κατακριθεί ως ιδιογραφική προσέγγιση και ως εξπρεσιονιστική άσκηση. Ωστόσο, η έμφαση στα ακροτελεύτια της ανθρώπινης εμπειρίας συχνά είναι μια αποτελεσματική μέθοδος για να κατανοήσουμε και να εξηγήσουμε κοινωνικές διαδικασίες (Kaufmann, 1992:192-193).

Βιβλιογραφία Αβδελά, Ε. και Ψαρρά, Α. (1997). Ξαναγράφοντας το παρελθόν. Σύγχρονες διαδρομές της ιστορίας των γυναικών. Στο Ε. Αβδελά και Α. Ψαρρά (Επιμ.), Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση (σελ. 19-119). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Ανδριώτη, Δ. (1998). Τα επαγγέλματα υγείας στην Ελλάδα. Αθήνα: Εξάντας. Βαρίκα, Ε. (2000). Με διαφορετικό πρόσωπο. Φύλο, διαφορά και οικουμενικότητα. Αθήνα: Κατάρτι. Bock, G. (1997). Ιστορία των γυναικών και ιστορία του φύλου: όψεις μιας διεθνούς συζήτησης. Στο Ε. Αβδελά και Α. Ψαρρά (Επιμ.), Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση (σελ. 411-450). Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Bourdieu, P. (1996). Η ανδρική κυριαρχία. Αθήνα: Δελφίνι.

262

Gendering Transformations

Dubet, F. (1994). Sociologie de l’expérience. Παρίσι: Seuil. Ehrenberg, A. (1998). La fatigue d’ être soi. Παρίσι: Odile Jacob. Foucault, M. (1989). Ιστορία της σεξουαλικότητας, 2. Η χρήση των απολαύσεων. Αθήνα: Ράππας. ——— (1992). Ιστορία της σεξουαλικότητας, 3. Η μέριμνα για τον εαυτό μας. Αθήνα: Ράππας. Hardt, M. και Negri, A. (2002). Αυτοκρατορία. Αθήνα: Scripta. Ion, J. (1990). Le Travail Social à l’ épreuve du Territoire. Τουλούζη: Privat. ——— (1997). La fin des militants? Παρίσι: Les édition de l’atelier. Kaufmann, J.-C. (1992). La trame conjugale. Παρίσι: Nathan. Κουτσή, Ε. (2001). Τοπική κοινωνία και ιδρύματα εγκλεισμού: Η περίπτωση της Λέρου. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Μυτιλήνη. Κραβαρίτου, Γ. (1996). Φύλο και δίκαιο. Αθήνα: Παπαζήσης. Λαβράνου, Α. (2002). Ιστορισμός και φορμαλισμός στις κοινωνικές επιστήμες: η προβληματική του ‘πρώιμου’ ιστορισμού. Στο Ζητήματα Μεθοδολογίας της Έρευνας στις Κοινωνικές Επιστήμες. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο Κρήτης-Τμήμα Κοινωνιολογίας. Λαμπροπούλου, Κ. (1993). Οι γυναίκες ως φορείς φροντίδας: σημασία και επιδράσεις στην άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Στο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα (σελ. 715-732). Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. ——— (1997). Φορείς φροντίδας και άτομα με ειδικές ανάγκες στην οικογένεια: Σχέσεις, διαπλοκές και αντιφάσεις στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής. Στο Λ.-Ν. Ζωή (Επιμ.), Οικογένεια και Πολιτική σ’ ένα Μεταβαλλόμενο Κόσμο (σελ. 370-379). Αθήνα: Επτάλοφος. ——— Κ. (1998). Οι μητέρες ως φορείς φροντίδας παιδιών με ειδικές ανάγκες στην Ελλάδα: Αποκλεισμός και ενσωμάτωση στα πλαίσια της κοινωνικής πολιτικής. Στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός (σελ. 579-593). Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. ——— (1999). Φύλο και φροντίδα: προβληματισμοί και αναθεωρήσεις στη σύγχρονη κοινωνική πολιτική. Στο Θ. Σακκελαρόπουλος (Επιμ.), Η Μεταρρύθμιση του Κοινωνικού Κράτους (σελ. 89-144). Αθήνα: Κριτική. Μαδιανός, Μ. (2000). Κοινοτική Ψυχιατρική και Κοινοτική Ψυχική Υγιεινής. Αθήνα: Καστανιώτης. Μουσούρου, Λ. Μ. (1993). Γυναίκα και Απασχόληση. Δέκα Ζητήματα. Αθήνα: Gutenberg. Nettleton, S. (2002). Κοινωνιολογία της υγείας και της ασθένειας. Αθήνα: Τυπωθήτω. Παντελίδου-Μαλούτα, Μ. (1988). Γυναικείο ζήτημα και κράτος πρόνοιας. Στο Θ. Μαλούτας και Δ. Οικονόμου (Επιμ.), Προβλήματα Ανάπτυξης του Κράτους Πρόνοιας στην Ελλάδα (σελ. 182-220). Αθήνα: Εξάντας. Παπαταξιάρχης, Ε. (1997). Το φύλο στην ανθρωπολογία (και την ιστοριογραφία): Ορισμένες γνωστικές και μεθοδολογικές προεκτάσεις. Μνήμων 19:201-210. Παρίτσης, Ν. (Επιμ.). (2003). Στεγαστικές Δομές Αποασυλοποίησης στην Κρήτη: Ανάλυση παρούσας κατάστασης και προοπτική. Ηράκλειο: Πε.Σ.Υ.Π. Κρήτης. Πατινιώτης, Ν. (1993). Οι πτυχιούχοι ειδικοτήτων πρόνοιας από τριτοβάθμια ιδρύματα του εξωτερικού. Στο Διαστάσεις της Κοινωνικής Πολιτικής Σήμερα (σελ. 357-366). Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Πλουμπίδης, Δ. (1989). Ιστορία της Ψυχιατρικής στην Ελλάδα. Αθήνα: Εξάντας-Τρίαψις Λόγος. Perrot M. (1987). Quinze ans d’histoire de femmes. Sources Travaux Historiques 12:17-27. Pilgrim, D. και Rogers, A. (2004). Κοινωνιολογία της ψυχικής υγείας και ασθένειας. Αθήνα: Τυπωθήτω. Σαρρής, Μ. (2001). Κοινωνιολογία της Υγείας και Ποιότητα Ζωής. Αθήνα: Παπαζήσης. Scott, J. (1997). Το φύλο: μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης. Στο Ε. Αβδελά και Α. Ψαρρά (Επιμ.), Σιωπηρές ιστορίες. Γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση (σελ. 285-327). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

263

Στασινοπούλου, Ό. (1994). Οικογενειακή πολιτική στην Ευρώπη και την Ελλάδα. Σύγχρονες τάσεις. Στο Λ. Ν. Ζωή (Επιμ.). Οικογένεια και Οικογενειακή Πολιτική σ’ ένα Μεταβαλλόμενο Κόσμο (σελ. 65-78). Αθήνα: Επτάλοφος. ——— (2003). Κράτος Πρόνοιας. Ιστορική Εξέλιξη – Σύγχρονες Θεωρητικές Προσεγγίσεις. Αθήνα: Gutenberg. Στρατηγάκη. Μ. (1996). Φύλο, Εργασία, Τεχνολογία. Αθήνα: Ο πολίτης. Συμεωνίδου. Χ. (1998). Μορφές έμμεσου κοινωνικού αποκλεισμού: Απασχόληση και ανεργία των γυναικών στην Ελλάδα. Στο Κοινωνικές Ανισότητες και Κοινωνικός Αποκλεισμός (σελ. 348-363). Αθήνα: Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα. Τζανάκης, Μ. (2003). Μετασχηματισμοί της Υποκειμενικότητας και Καθημερινότητα. Μια Κοινωνιολογική Προσέγγιση της Ψυχιατρικής Μεταρρύθμισης στην Ελλάδα. Διδακτορική Διατριβή, Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ρέθυμνο. Φακιόλας, Ν. (2000). Επαγγελματικός Προσανατολισμός, Ειδίκευση και Επιλογή Καριέρας Αποφοίτων Ιατρικής στην Ελλάδα. Αθήνα: Ε.Κ.Κ.Ε. Φουρναράκη, Ε. (1987). Εκπαίδευση και Αγωγή των Κοριτσιών. Ελληνικοί Προβληματισμοί (1830-1910). Αθήνα: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας-Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς. ——— (1997). Το σύγχρονο εγχείρημα της ιστορίας των γυναικών. Πτυχές μιας μετατόπισης προς μια ιστορία της σχέσης των φύλων. Μνήμων 19:186-199. Varidaki-Levine, L. (2002). Η βιογραφία, οι εμπειρίες της ζωής και η διαδικασία της μάθησης ως συντελεστές επαγγελματικής επάρκειας: Η περίπτωση των Ελληνίδων Κοινωνικών Λειτουργών του Ιδιωτικού Μη-Κερδοσκοπικού Τομέα. Στο Ζητήματα μεθοδολογίας της έρευνας στις κοινωνικές επιστήμες. Ρέθυμνο: Πανεπιστήμιο ΚρήτηςΤμήμα Κοινωνιολογίας.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Gendering on down Reflections on Gender, Equality, and Politics in Ireland Ailbhe Smyth Women’s Education Resource Center, University College, Dublin, Ireland

Equality! The must-have accessory for a politician in 2005! I’d like to start by emphasizing that in this paper I’m drawing on my personal, political and intellectual experiences as a ‘self-confessed’ feminist lesbian activist and academic1 I’m aware of how my ‘multiple subjectivities’ –as white, European, middle-class, professional and radical– inform one another, and I try as honestly as I can to recognize how the biases, deficits, and contradictions they give rise to and shape my thinking and my politics. Which means that any propositions I make must be tentative, tested through dialogue,2 and always conditional on their usefulness to others. What I want to do here is take a short, sharp look at gender and equality in Ireland, focusing in particular on their discursive construction, and reflect on the implications for feminist politics. This is a ‘mood’ piece, certainly political, possibly polemical. My observations and questions arise from growing feelings of disquiet, frustration, and an acute sense of being blocked, limited, and contained by a political consensus, which is becoming more and more difficult to contest and counteract. I have never liked being managed, and increasingly I have a sense of being managed, semi-benignly tolerated, not-so subtly sidelined, or altogether ignored as a critical and dissenting voice in this society. Although dispositionally skeptical of establishment politics, I’m not particularly given to paranoia, so I don’t (actually) think this is personal.3 What worries me more is that while I don’t expect to find a radical analysis of power relations in the mouths of establishment politicians and decision-makers,4 I do expect and look for it when feminists speak – and especially when we speak up in public. Over the past several years, and at an accelerating pace, I’ve noticed how feminist political discourse has become markedly more accommodating and euphemistic. I’m aware of being equipped with altogether the wrong discursive accessories when I use terms like ‘patriarchy’, or –the ultimate faux pas– ‘feminism’, to account for the persistence of women’s complex oppression, to ground claims for women’s freedom and autonomy, to formulate strategies for social transformation, and even to locate myself on the political spectrum.5 I’m worried because I think debate about the political directions, strategies and tactics of feminism by feminists is in danger of disappearing from the public arena,6 or of being shifted and osmosed in ways that make it unrecognizable as feminist. I’m worried because the space for feminist politics seems to be decreasingly political (if that’s not oxymoronic), and because the language of feminism is being

Gendering Transformations

268

replaced by anodyne ‘gender speak’. I’m very worried indeed about the displacement of feminist politics by ‘gender politics’ which is not the same thing at all, despite certain surface similarities. As Kamla Bhasin (2004) points out in her forthright way in a review of gender and women’s rights in a major development organization, ‘if we wish to work on causes of poverty and women’s subordination, then it is necessary to call a spade a spade’. So, in an important sense, this paper is a plea to start calling spades spades again, wherever we are and whoever our interlocutors may be. And to keep on digging. At least in this part of the world, feminist politics is increasingly being directed towards integrating the mainstream, joining in the consensus, and not rocking the boat. In an extensive discussion of the implications of gender mainstreaming in the EU, Sylvia Walby (2004) observes that it is ‘a contested concept and practice [involving] the re-invention, restructuring and re-branding of a key part of feminism in the contemporary era’7 There are, in my view, important issues to be discussed and debated as a consequence of the shift from the ‘strong’ social movement politics of contestation and opposition of the 1970s to a ‘weak’ integrationist politics of consensus and partnership, including: the appropriation and dilution of many of the central concepts of feminism; the discrediting of feminists and of radical feminist activism; the marginalization of critique and dissent;8 and, above all, a worsening of the life-situations and potential of women in many different locations and contexts.9 My argument is neither original nor particular to Ireland, although these trends do get worked out in site-specific ways in different places. Feminists elsewhere within the EU and the minority world have, of course, been tracking and analysing the evolution of feminism in diverse arenas. While it is by no means the case that such analyses all draw the same conclusions or delineate identical directions for the future, there is a widespread view that over the past decade the scope for instrumental activism has narrowed sharply, and that ‘mainstreaming’ strategies have led to a significant deradicalisation of feminist politics. As Roberta Guerrina observes: Despite the increase in political rhetoric associated with [gender] mainstreaming, it is questionable whether it has engendered a greater degree of equality. … It is questionable whether it can achieve the aims of substantive equality [because] mainstreaming as endorsed by EU law focuses on integrating women into existing policies rather than allowing gender discourses to inform these policy areas. In this context, mainstreaming can be used to silence women and remove gender from the political agenda. (2003)

Join the Evolution! In Ireland, the shift from an oppositional mode of feminist politics to a more integrationist modus operandi has been significant and visible. The most consequential moves have been the insertion of activist groups and individuals within more institutionalized frameworks; the increasing professionalisation of organizations accompanied by a quasi-inevitable weakening of their grassroots bases; their increasing reliance on state legitimation and funding; and their discursive incorporation in a neo-liberal politics of social inclusion and partnership.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

269

Whether such moves are seen as progressive or regressive for the achievement of feminist objectives (always plural and complex in any case) is a matter of political (self-)location. I would argue that the tangible gains which have been made in the policy and legislative arenas have been typically either undermined by a failure to deliver adequate infrastructural supports for their appropriate implementation and further development, or tightly controlled and restricted to limited areas. In their study of gender mainstreaming policies and their implementation in the EU, Pollack and Hafner-Burton (2000:1) note that while “EU equal opportunities policy has indeed pushed forward with an ambitious agenda of legally enforceable rights for European women, … it has done so along the comparatively narrow, neoliberal front of workplace legislation”. In Ireland, a major report on men’s violence against women by Amnesty International (Amnesty, 2005) sharply criticises the state’s ‘extensive failure’ to implement the key recommendations of the 1997 report of a taskforce the state itself had set up to address the issue. This example is particularly telling since men’s violence against women is widely considered to be the issue which feminists have most successfully moved onto the policy-making agenda.10 On foot of the Amnesty findings, the state has publicly acknowledged that funding for service development has in fact been static for several years. The debate as to whether feminists should or should not enter into a relationship with the state is, of course, not new. It’s a dilemma which has been constitutive of the formation and development of feminist identities, theories and politics since the 1970s (Maddison, 2002). I believe that what has changed, however, over the past ten years or so is the possibility for feminist organizations (and for individual activists) of remaining autonomous, substantially non-aligned and outside the web of state partnership and the politics of social inclusion. ‘Social Inclusion’, to be achieved largely through the mechanism of ‘Social Partnership’, is a key mantra within Irish policy-making elites and much of the third sector (Mullan and Cox, nd). I have my reservations. Inclusion has an oddly hollow sound when defined by the included.11 What concerns me about ‘inclusion’ is its political weakness, conceptually and practically: ‘inclusion’ effectively disallows the fundamental critiques of the existing order that are crucial to transformative action, and leave binary systems of ‘insiders’ and ‘outsiders’ intact. Social Partnership is similarly problematic, since the discourse and conditions of partnership are substantially state-defined and controlled, and are typically and purposefully manipulative of the language and strategies of feminist and other radical politics. Partnershipping enables the state ‘to put its shape’ on social movements by deploying a range of tactics which include, inter alia: • creating sectoral divisions through competition for always-scarce funding; • draining activists of creative energy and resources through relentless bureaucracy; • detaching movement leadership from the grass-roots through the need for a professionalized elite capable of playing the partnership game; • tying organizations ineluctably into national and EU policy processes by offering carrots to the compliant and punishing those reluctant to partner. (Mullan and Cox, nd)

270

Gendering Transformations

The recent experience of the National Women’s Council of Ireland (NWCI)12 is a useful case in point. The Council refused to sign up to the current Social Partnership agreement, ‘Sustaining Progress’, on the grounds that ‘it contained minimal progress for women’s equality’, highlighting the important point that what current policy agendas do not say is as, if not even more important than, what they do say. As a result, the Council was excluded from the Social Partnership decisionmaking and consultative fora.13 The Council has now learned that because of its present stance it would not be invited to participate in the negotiation of a new agreement when the current one ended in December 2005. This places the NWCI in a difficult position since the National Women’s Strategy (NWS) is scheduled for inclusion in the agenda of the new agreement, and will very likely be the key – perhaps even the only– element relating to women’s equality within it. If the Council refuses to cooperate they will have no direct input into the monitoring of the NWS, while if they sign up to the new agreement, they will effectively be capitulating to state bullying. Willy-nilly, therefore, in order to achieve changes in policy and practice, it would seem that activist organizations14 must enter into what Mullan and Cox (nd) have described as ‘an increasingly dysfunctional and coercive relationship’ with the state if they are to remain in existence. What can be achieved, however, under such conditions is another question entirely. Ironically, ‘capacity-building’ is a stated aim of partnershipping in Ireland. But for what purpose, exactly, is capacity being built?

Revolution has indeed evolved. But who removed the R, and where have they put it? Patriarchy is not old hat! While it’s not my purpose here to examine the complex reasons for this ‘evolved’ state of affairs, I want very briefly to suggest two major grounds. Firstly, the very success of the Women’s Movement in the 1970s and the 1980s, its immediate and far-reaching socio-cultural and political impacts, generated new forms of control and containment by the state, including recuperation, institutionalization, and the ‘re-branding’ of feminist concepts, issues and agendas. While I don’t want to over-generalise or simplify complex and localised processes of social change, feminists in many different environments have analysed the extent and ways in which reformist strands of feminism came to dominate women’s movement politics. Sarah Maddison (2000) argues that, over time, reformism succeeded in ‘virtually silencing the more revolutionary liberationists’, with the expression of radical theory and ideas typically being discouraged by reformists as potentially disruptive of the emergent new relationship with the state.15 Don’t rock the boat – we might fall out! Secondly, newly prosperous Ireland has embraced neo-liberalism with astonishing speed and comprehensiveness, and is now one of the most globalised countries in the world.16 In the market-driven, consumerist and individualist 2000s, the key word

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

271

is growth, with profit as the main objective and motor of the (social) economy.17 In this politically conservative climate, equality has become a commodity to be mainstreamed, and diversity a reality to be managed. Inclusion (for some), not systemic transformation, is the overriding political strategy. Consensus is the preferred political mode, and protest and confrontation have become impolite, imprudent, and increasingly heavily policed.18 Does he who pays the piper not always and inevitably call the tune – and the shots? In this environment, it is hardly surprising that feminist politics in Ireland has become (has arguably been forced to become) increasingly polite and decreasingly radical. For more than a decade now, it has been predominantly reform-oriented, narrowly focused on following a broadly mainstreaming or integrationist approach, in which a gender perspective is advanced “without challenging the existing policy paradigm”, but rather (re)packaged and sold as a way of “more effectively achieving existing policy goals”19 (Walby, 2004:4). It is during this period that the discourses of gender, equality, rights, and citizenship have become ubiquitous in the social policy arena. From a revolutionary or at least contestatory politics of the 1970s, feminism has downsized to making claims for inclusion.20 But these claims seem previous to many for, as Cynthia Enloe (2003) reminds us (if we need reminding), ‘patriarchy is not old hat!’ The inequalities (i.e., oppression, othering, marginalisation, exploitation) diversely experienced by women (and regardless, by the way, of their ‘rights’) are generated by a social, cultural, economic, and political system premised on a world where patriarchy remains foundational and normative, although all too rarely named and challenged as such. In her research on the sexual trafficking of women in Ireland, Julia Long (2005) expresses her increasing frustration with ‘the limitations of the current gender mainstreaming agenda’ which, she argues, focuses almost exclusively on women’s participation in the labour market, whilst failing to incorporate in its analysis critical issues relating to women in other areas. A politics of access and inclusion is not liberation, transformation or even disruption. Whom exactly are we disrupting or transforming by asking (politely) to be let in? Or, as Shane Phelan (2001) frames the question: How far do incorporations lead polities to transform their self-understandings?

Women don’t want equality with men. We’re far more ambitious ‘Managing equality’ and ‘managing diversity’ are terms we have become increasingly familiar within Ireland over the past decade in both the public and private sectors.21 It seems that an egalitarian society is merely a matter of organisational style. Whether it’s in relation to socio-economic policy, workplace practices, or in media and cultural representations, the overriding drive is to ‘manage’ differences (whether in relation to voters, workers, social welfare beneficiaries, TV pundits, lovers, single parents, lesbians and gay men, people with disabilities, women or what have you), so that they’re no longer noticeable, visible, or audible as difference; so that they cannot disrupt hegemonic norms; so that no

272

Gendering Transformations

action needs to be taken. All that is resistant to assimilation is deemed to be ‘unmanageable’ (and punished), or irrelevant (and ignored or discarded). ‘Celebrating diversity’ is another much-used phrase, which functions up to a point to encourage people to become more accepting of difference.22 However, it is not clear to me how celebration can transform the social and economic structures of inequality, or power relations premised on dominance and subordination. So, people with disabilities who cannot participate in the structurally and physically unchanged workforce, will be deemed ‘unproductive’, and ignored or condescended to; immigrants who insist on giving birth to children in Ireland (horror of horrors) will be denied citizenship rights, and deported; people of colour who persist in naming and resisting racism will be seen as ‘difficult’, and also possibly deported; lesbians and gay men who choose not to marry or form ‘civil unions’ will be deemed ‘sexual outlaws’; feminists who refuse to ‘gender mainstream’ will (definitely) not have their projects funded. And old people – what will happen to old people? And to those who remain poor, despite the ‘fact’ that we have a prosperous, egalitarian, fair, and just society? What is to be done with all these people who just won’t fit in? A society which claims to be ‘managing’ equality means that individuals can be blamed for failing to achieve it: since the law says you can, if you do not, it’s your fault. In everyday discourse in Ireland, including that of the large majority of politicians and decision-makers, ‘equality’ remains a curiously uncontested idea whose meaning is rarely if ever a matter of public debate. ‘Equality’ is a powerful concept, but it is not per se a politics, programme or agenda.23 Furthermore, in its current, uniquely discursive formulation by the state, it cannot shift the social and material relations of power between people. It does not make women more independent or protect them from men’s violence; it does not increase their participation in political, social and cultural life; it does not ensure recognition and social esteem; and it does not effect an equitable redistribution of roles and resources.24 Momin Rahman (2000) suggests that words ‘like equality, citizenship and rights carry such moral weight or authority that we are conditioned not to question them, but rather to see them automatically as “good” without examining their content and meaning’and therefore not to think about them in relation to what we want and need, and about how our aspirations are to be realized. In fact, despite the institution of formal equality in our laws, many socio-economic disparities have become more pronounced, with the rhetoric of equality serving to mask the continuing reality of multiple and intersecting inequalities (O’Toole, 2003; Kirby, 2004). In other words, substantive equality has not been achieved. As some are included, new ‘others’ are left –or emerge– to function as the new edges that define the (same) centre. There has been no shifting of the relation of periphery to centre, merely substitution. ‘Inclusion’ does not eradicate inequality any more than it creates true consensus. It functions, rather, to generate new minorities and out-groups. There are always other others. And the closer one moves to the centre, the less one is likely to know, or care about, who has been left languishing on the edge.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

273

Plus ça change… I have noticed that alarm appears on reformist faces when you ask pointed questions about ‘equality politics’. What exactly will be achieved by this report? These recommendations? This negotiation? This measure? What will be gained for whom, for how long, and at what cost? How will inequalities be erased? What norms will be changed (e.g., racist, imperialist, hetero, patriarchal, ableist, (post-)capitalist, and so on)? Precisely which resources will be redistributed and exactly how much? A rights-based politics is inept at bringing about systemic socio-economic change and cannot be relied upon to do so. The dangers of an over-reliance on liberal, rights-based approaches need to be publicly debated rather than brushed under the carpet.25 I should make it very clear that I believe that Equal Rights legislation is a basic and necessary framework for a society in which equality can be achieved. However, it is precisely that, a framework, and no more. Laws, even good ones, are not laurels to be rested upon.26 Equality laws function primarily to protect and safeguard individuals against discrimination, they do not guarantee equality of outcome. Indeed, such legislation is not intended to do this, and should not be expected to do so.27 Formal equality does not redistribute resources. It does not break the overriding binary templates of hierarchical relations of power. It does not propose (perish the thought) a transformative strategy for social organisation and human relations. Formal equality is an abstraction which generally avoids taking account of contexts and experiences, and therefore, rather importantly, of the material inequalities between people. The provision of formal equality in law tends to extend systems and structures rather than to radically alter or remove them. It typically functions as a containment or management strategy, suggesting that application of the law will lead to equality of social conditions and outcomes. But why would it achieve that since that is not its function or its capacity? A revolution by case law seems to me to be an unlikely event.28 It has become very difficult of late to raise these sorts of questions in the mainstream of Irish political and social life, including feminist life. Challenging the deployment of equality discourse is likely to run you into problems for several reasons: • The assumption that ‘we all’ know what equality is, and agree that it’s always and for everyone the ‘same’ good thing. So what’s to be debated? • The heavy moral weight with which the concept is non-innocently freighted effectively forestalls critique: You’re surely not questioning people’s right to equality? • Its embeddeness at the centre of liberalism: of course, “we’re all” good practicing neo-liberals in Ireland, in favour of equality, social justice, citizenship, individuality, and nice social aspirations that don’t cost the taxpayer (“us”) more than a cent or two. The looseness of this discourse and its active work to pre-empt or foreclose public debate, and therefore to maintain the very structures of inequality which serve hegemonic interests. In my view, we urgently need to take a much more challenging

274

Gendering Transformations

approach. We need to examine the assumptions built into policy and practice and to consistently contest normative, formalistic, and hyper-individualising constructions of equality, which fail to deliver substantive social and economic change. We need to widen the scope of equality (Walzer, 1983); to sharpen and strengthen our strategic understandings; and to ‘fine tune’ our analyses of the complexities which underlie its apparent simplicity.29 At the present time, we need above all to contest the vacuity of national and transnational formulations of equality because this evacuation of effective meaning is politically willed and motivated. There is a vital political job of discursive de/re-construction to be done: To expose the gap between the rhetoric of formal equality on the one hand, and the continuing reality of substantive inequalities and oppressive social systems on the other. We need to ask whose interests are served by the disparity (or simply, who is in the gap and why), and to examine how the rhetoric is itself constitutive of that gap (i.e., supporting existing power hierarchies). For as Nancy Fraser (1995) argues, a politics of recognition (i.e., recognition of the equal rights of all citizens) is meaningless unless it is accompanied by a simultaneous politics of redistribution of power and resources. Recognition cannot be given lived expression unless it is underscored and supported by redistributive politics and practices which require far more than rhetoric and the reiteration of high-sounding mantras. Such practices require profound systemic and structural transformations.30 This is a particularly urgent challenge for feminism, at least in its quasiinstitutionalised forms31 in Ireland and the EU at present. It is vital to ensure that feminism not be hijacked and neutralized,32 and drowned in the neo-liberal mainstream. It is vital to resist the discursive appropriation and manipulation of feminist concepts and political practices. That gender is a key descriptor and analytical tool in feminist thinking is obvious.33 (Jackson and Scott, 2002). However, its ubiquitous substitution for ‘women’ in legislation, social policy, services, and in educational and cultural contexts is a politically strategic sleight of hand designed to disappear real-life women, and to discredit those anachronistic creatures who insist on calling themselves ‘feminist’.34 ‘The problem with gender’, Nighat Khan observes, ‘is that it can mean both men and women or either man or woman. The specificity of women’s oppression disappears’ (cit. in Adelye-Fayemi, 1999Naming that specificity and the complex inscription of patriarchal systems in women’s lives is crucial to feminist politics.

I’ll be a post-feminist in post-patriarchy! Feminist politics is in acute danger of being genderised out of existence, at least where I live. Increasingly, feminism is being appropriated by an assimilationist politics and reconfigured so as to serve the interests of the neo-liberal ‘gender agenda’.35 This new model (i.e., mainstreaming) is not threatening, … it does not speak about women’s struggle, power relationships between the sexes. The rhetoric changes from a women- and power-centered rhetoric to a less politicized discourse of partnership and consensus, where equality is genuinely ‘good’ for men too’. (Les Penelopes, 2005)

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

275

It involves forming new kinds of relationships (e.g., working with the state in partnership) and new modalities of action (e.g., advocacy), both of which mean learning to speak the language of consensus and acquiescence. While it is argued that there are real gains to be made from and through this shift in attention, focus and discursive style, something vitally important is lost.36 What is lost in my view is an agonistic practice of politics, and thus, perhaps, politics itself. Because what is politics if it is not agonistic? By this I mean a political arena where opposition, challenge, and contest are represented and practiced as the most healthy, invigorating, and constructive expression of a contemporary democracy. A space in which multiple ‘counter-publics’, to use Nancy Fraser’s term, are constantly in dialogue –polylogue– with one another. A space in which open debate and multiple, healthily critical and dissenting voices are actively welcomed as enabling the ongoing construction of a genuinely egalitarian and fluid polis. One of the most urgent challenges for feminists –and not only in Ireland– is to resist genderisation, and to continue the profoundly political work of calling spades spades. Seeking to be part of the conversation of the new orthodoxies is not our role. Critique and dissent are feminist business, and we must resist their suppression. We must speak out, and on our own political terms. ‘Silence’, observes Amartya Sen (2005), ‘is the enemy of social justice’.

Rules of ‘dissent management’ to be observed and resisted by feminists • Firstly, ‘out of sight, out of mind’: refuse to name women at all, and simply call them something else. For example, substitute ‘gender’ for ‘women’ at all times, even when it is wildly inaccurate. This enables you to behave as if women don’t really exist at all. • Appropriate and dilute feminist language and aims. ‘Gender is safe. Feminism is threatening’ (Adelye-Fayemi, 2000), and women –above all– are unmentionable. So women’s movement and feminist politics become ‘gender politics’; equality for women becomes ‘gender equality’; men’s violence becomes ‘gender violence’; ‘women’s studies’ becomes ‘gender studies’; ‘liberation’ becomes ‘equality-rights-and-citizenship’; struggle becomes ‘advocacy’ and ‘lobbying’. This will distract attention from the awkward, disruptive, and transformative goals of the unmentionables. • Force feminists to adopt and adapt to your tactics, language, rituals, conventions, lifestyles (and suits). Ignore, prohibit, or hive off all forms of challenge and resistance.37 • Systematically dilute and delay all claims, legislative and otherwise. Set up committees, expert groups, fora, conferences et tutti frutti to explore the same issues in the same ways, ad infinitum. • Use any and all methods of recuperation and co-optation: ‘buy them off’ with occasional meetings, promotions, appointments, promises, and –if absolutely necessary– a handful of euro, plus the threat of no more funding for bad behaviour.

276

Gendering Transformations

• Divide and rule is an excellent dissent management tactic. Keep them busy fighting one another (on- and off-air). Deride and disempower all coalitions as a matter of course. • Never turn your back for a moment. Be there, infiltrate. Open their conferences, attend their meetings, launch their books and research reports so they can’t oppose you behind your back. • Wear them down with talk, bureaucracy, meetings, endless fund raising. Keep them busy and off the streets at all costs. • If that doesn’t work, cut them off. Refuse to meet them, give them air time, or funding. They will probably disappear. • If they still won’t desist from resistance, discredit and demonise them (in a rising crescendo) as passé, outré, incompetent, unqualified, disruptive, destructive, dishonest, negligent, criminal, difficult, mad. • If they take to the streets, nonetheless, in frustration and anger, use forceful means to silence or disappear them: strong-arm them at protests; close off the streets; refuse permission for protests; refuse them permission to even poster information for protests; just refuse. • If all these tactics fail (and they rarely do), ignore them altogether and carry on regardless, telling ‘the people’, that the reason why there’s no dissent is that all’s well in fairy land although it won’t be if people insist on causing trouble because we all need to pull together, stay in the mainstream and not rock the boat: after all, you are the one who may fall out and drown.

‘We don’t want all this revolutionary stuff. We just want equality’ A while ago, during a debate on gay legal partnerships (civil union is the model being lobbied for in Ireland at present), I remarked –rather mildly and briefly for once– that it could be useful for lesbians and gay men to think about feminist critiques of marriage, when up stood a fine young fellow who announced: “We don’t want all this revolutionary stuff. We just want equality”. As if it grows on trees, there for the picking. Which troubles me greatly, because it isn’t, and even if it were, how would this new version of ‘equality without tears’ go down on the streets – and at home, at work, at play, at war? Polite claims for inclusion are most surely a far cry from the revolution that my generation of activists dreamed of and fought for, with our (never singular or simple) goals of human relations structured in radically different ways, of shifting the centre, of breaking the hierarchical, asymmetrical binaries, of blasting open the straight-jacket of hetero-patriarchal-normativity, of exposing and combating the systemic control, othering and oppression of the many by the few, of the need, in short, for a revolutionary re-thinking and re-making of this world we inhabit. Utopian? Perhaps. But it does seem (at the very least) to be something of a comedown to be fighting to be ‘let in’, for inclusion in a system so mined and riven by material inequalities, that is, founded in the very principle of unequal power relations, in the unequal distribution of sexual, material, social, and cultural benefits and privileges, however ‘dispersed’

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

277

Certainly, we were ambitious and idealistic. But neither stupid nor lazy. Because it is both (they may be the same thing in this case) to behave as if equality is a readymade, always-waiting commodity ripe for the picking; to behave as if unequal and altogether materially deployed relations of power can be transformed by desire, the flick of a government whip, legislative fiat, or a cultural (half)turn. Claiming the right to inclusion in a system which can only continue to function if benefits, privileges, commodities, and conveniences are not equally available to and enjoyed by all is self-deluding, to put it politely. It is on the whole rare for people who have power and resources (and the one because they have the other) to hand them over without an unholy row. If and when they appear to do so, one is well advised, as a general rule of thumb, to read the small print. If me and me and me and mine are now the included, who’s taking my place out on the periphery? But it isn’t just about me and mine. Is it? Way beyond my immediate selfinterest, there’s a world full of people who matter, living lives that should matter, but don’t. People whose lives should be at least as full of the potential for well-being and well-living as mine, but are not. People I will never encounter, might well not love, like, agree with or understand if I did, but with whom I am connected nonetheless, and whether I choose to acknowledge it or not. What I think and what I do, in the position of immense privilege I occupy as a white intellectual in the rich world, have a massive impact on the flourishing and perishing of people who are strangers to me. Trying to think through the (complex) reasons which may explain the shocking disparities between people, the injustices, exploitation, and oppression (micro and macro) that we can only avoid seeing if we decide not to look, is one of the things I can do as a feminist radical academic. Working out how to transform the systems and structures that generate widespread, morally obscene and technically unnecessary human distress is another. Famine and drought are not necessary; bombing is not necessary; the sexual trafficking of women and children is not necessary; rape is not necessary; deporting refugees and asylum-seekers from rich countries is not necessary. Yet another thing I can do is ask where the knowledgemaking I’m involved in gets those other than me and mine (strangers), whether it can be useful to them and if not, what would better serve their flourishing? And working to translate ideas, theories, insights, understandings, observations, findings et al. into radical political actions, that is, acts designed to interrupt hegemonic discourses and to transform oppressive, brutalising structures so as to lead to a greater chance of some (more) freedom and human dignity for more people. But we can only do that if we have a sturdy belief, all uncertainties notwithstanding, that acting to make a difference does make a difference. And that doing nothing will accomplish precisely that. A transformed world will never grow on trees. I know it’s not hip to go on about political activism in academic milieux (feminist or whatever), because that’s so 1970s, and it’s all different for the new generation. Yes it is different, and in both exhilarating and troubling ways. But the shape of things as they are didn’t fall off a tree. Stuff doesn’t just ‘happen’. It gets made, produced, generated. How convenient to have a generation of young minority worlders that prefers watching to doing; that’s getting fatter and greedier and lazier, and unhappier because consuming is the most satisfying thing in their lives; that doesn’t care what happens to people down the street much less a thousand

278

Gendering Transformations

kilometres away, because they’ve got the message that me, me, me and me matters most, comes first, and everyone else has to look out for themselves and their own. But it’s not only a generational thing. It was never cool for more than five minutes to be an activist academic (or academic activist), the oxymoron being altogether too complicated probably, or destabilising (more likely). I speak (as ever was) from personal experience. Sometimes, to cheer myself up –lunacy is never far away– I sing tunes in my head, usually very bad ones with ridiculous lyrics. The other day, up surged an absurd ‘Guys and Dolls’ number, with a great chorus line: Sit down, sit down, sit down, you’re rockin’ the boat. Mind you, for a boat to be rocked so hard it overturns, you need a lot more people than are rockin’ right now. So let’s rock! It’s vital for the sake of humanity.

A Note on the Section Headings Gendering on down: A play on the US idiom ‘motoring on down’. Although idioms are notoriously resistant to (cultural) translation, I think the overall drift of my reformulation of the phrase is clear: increasingly ubiquitous ‘gender politics’ is not getting women anywhere. Equality! The must-have accessory for a politician in 2005! This was the (possibly ironic?) text of an advertisement created by the Australian Gay and Lesbian Rights Lobby earlier this year. See www.glrl.org.au. Join the Evolution! A billboard advertisement put out by the mobile phone company Meteor in Dublin in 2005. Patriarchy is not old hat! In The Curious Feminist by Cynthia Enloe (2004). Women don’t want equality with men. We’re far more ambitious. 1970s Women’s Liberation Movement widely printed on Cath Tate postcards. I’m not sure if it originated in the USA or the UK. I’ll be a post-feminist in post-patriarchy! Also a postcard, although dating from the late 1990s.

1

Non-feminists invariably reveal themselves as such by describing you as a ‘self-confessed’ feminist (and/or lesbian, radical, etc.), as if it’s a suspect, rather shameful pursuit not normally exposed in public. I was once introduced as an ‘alleged feminist’. 2 Polylogue would be more accurate. 3 Although I have no evidence that it is not. 4 Indeed, it’s quite unusual to find any explicitly articulated analysis at all. 5 Which is not to imply that this is static. 6 Except in Women’s Studies classrooms and in conferences such as this. Even in these kinds of arenas, debate has become markedly more abstract and abstruse over the past decade. 7 The EU definition of gender mainstreaming can be found on

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

279

www.europa/eu.int/comm/employment_social/equ_opp/gms_en.html 8 Pertinently, Dissent! is a UK-based network formed in the autumn of 2003 by a group of people who have previously been involved in radical social movement politics. 9 See for example Amnesty International Report 2005: The State of the World’s Human Rights. 10 This holds true internationally. 11 I know, because I am an ‘included’ in terms of my social class, ethnicity, current ablebodiedness, and all the cumulative privileges they give me: a house, education, job, security, confidence, access to women and men of influence. 12 The National Women’s Council of Ireland (NWCI) is the national representative organisation for women and women's groups in Ireland. There are currently 160 women’s organisations and groups representing over 300,000 women affiliated to the Council. 13 Correspondence from the NWCI to members, 19/07/05. 14 I prefer the term ‘activist organisation’ to that of NGO (Non-Governmental Organisation), which ties organisations into an ineluctably inferior relationship with the state. 15 Although Maddison is writing about Australia, the parallels with circumstance here are striking. I can recall numerous occasions on which I have been ‘invited’ to soften my tone or to refrain from speaking on certain issues. Or indeed not invited at all. 16 For several years, Ireland has been consistently ranked as the most globalised country in the world by the A.T. Kearney Globalisation Index (Smith, 2004). 17 Julia Long (2005) notes: ‘The current gender mainstreaming formulation, as driven by the European Union, is inextricably bound up with the EU strategy for economic growth and competitiveness known as the ‘Lisbon Strategy’, and gender equality is promoted inasmuch as it progresses this agenda’. 18 For example, the Irish Government is currently in the process of introducing Anti-social Behaviour Orders (ASBOs), under an amended Criminal Justice Bill (2004). This bill gives the police broad power to issue search warrants to themselves; to impose fixed-charge public order offences (with huge potential for abuse by the gardai [police]), and to extend the power of the gardai to detain suspects without charge from 12 to 24 hours (Bacik, 2005). 19 It is during this period that the discourses of gender, equality, rights and citizenship have come to dominate social policy agendas. 20 A pattern observable not only in Ireland, of course, but very largely throughout Western Europe, and elsewhere in the minority world. See Signs 29:3, 2004, special issue on Eastern Europe, for extensive discussions of feminism, capitalism and liberalism in postsocialist Eastern Europe. 21 See, for example, in a recent edition of Equality News (Summer, 2005, 30-33), the newsletter of the Irish semi-state body, the Equality Authority: “Business benefits to Diversity Management’, in which it is noted that ‘Successful Diversity Management will help organisations to nurture creativity and innovation and thereby tap hidden capacity for growth and improved competitiveness”. 22 ‘Tolerance’, a related and similarly prevalent term, is the classic normative response, with ‘others’, marginalises and subordinates even as it purports to ‘resolve’ the supposed (social) problems posed by ‘difference’. 23 Conceptually, equality is also relational (equal to/equal with) and relative. It exists in time, therefore it is mutable. See Devins and Douglas (Eds.) (1998) for extensive discussion of competing views of equality. In the Irish context, see Baker et al. (2003). 24 What is equitable about the use of women as a cheap, exploitable, movable, and readily disposable labour force? What is transformed in and by the transfer of caring tasks and responsibilities from educated (white) minority world women to women from majority world economies? All of which is happening in Ireland as I write.

280

Gendering Transformations

25

The political impacts of ‘radical’ individualism generated by market-driven consumerist egotism, verging on solipsism, with a concomitant emphasis on individual rights also requires to be named and resisted. 26 Equal Rights legislation in Ireland is generally considered within the EU to be relatively comprehensive and forward-looking. 27 For an interesting study of the limits of equality legislation in a specific field, see Michael Burke (2004). 28 See Charlesworth and Chinkins (2000) for a stimulating outline of feminist critiques of rights. 29 Suggested by Moira Gatens, UCD, May 2005. 30 See also, for example, Iris Marion Young (1997). 31 Among which I include Women’s Studies. 32 This is the phrase used by Zo Randriamaro in a reflection on ‘Gender and Economic Reforms in Africa’ which is remarkably relevant to the feminism in the EU. 33 See, for example, Claire Colebrook (2004) for a wide-ranging analysis of the concept of gender. 34 Chris Armstrong (2002) notes how ‘gender politics’ serves to reinforce and reify gender as a social distinction rather than to abolish it. 35 Chilla Bulbeck (2001, p.141), researching the attitudes of young Australian Women’s Studies students, points to the framing of understandings of feminism by the liberal democratic state and its increasing focus on ‘economic rationalism, individual freedom, choice and rights’. See also Kate Hughes (2005). 36 The European Women’s Lobby, in a critique of the EU Social Policy Agenda 2006-2010, cites a pertinent example: “The European Commission has integrated the gender equality funding programme in a larger social programme called PROGRESS from 2007. This development will reduce the visibility of gender equality and the gender equality programme and may make it less easy for women’s NGOs to access” (EWL, 2004). 37 But let us remember that ‘the master’s tools will never dismantle the master’s house’ (Audre Lord), or –more casuistically– that the end does not, ever, justify the means.

References Adelye-Fayemi, B. (2000). Creating and sustaining feminist space in Africa: Local-global challenges in the 21st century. 4th Dame Nita Barrow Annual Lecture, Toronto. Amnesty International (2005). AI Report 2005: The State of the World’s Human Rights. Amnesty International. Amnesty Ireland (2005). Justice and Accountability: Stop Violence Against Women in Ireland. Dublin: Amnesty International, Irish Section. Armstrong, C. (2002). Complex equality: beyond equality and difference. Feminist Theory 3(1):67-82. Bacik, I. (2005). Column: The Criminal Justice Bill 2004. Dublin Gay Community News, July. Baker, J., et al. (2003). Equality: From Theory to Action. London, Palgrave Bhasin, K. (2004). Taking Stock II: A Review of Gender and Women’s Rights in ActionAid International. ActionAid International. Bulbeck, C. (2001). How Women’s studies students express their relationships with feminism. Women’s Studies International Forum 24(2):141-156. Burke, M. (2004). Radicalising liberal feminism by playing the games that men play. Australian Feminist Studies 19(44):169-183.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

281

Charlesworth, H. and Chinkin, C. (2000). The Boundaries of International Law: A Feminist Analysis. Manchester: Juris Publising/Manchester University Press. Colebrook, C. (2004). Gender. London: Palgrave Macmillan. Cox, L. (2001). Globalisation from below? ‘Ordinary people’, movements and intellectuals. www.iol.ie/~mazzoldi/toolsforchange/rev/firkin Devins, N. and Davison, M. D. (Eds.). (1998). Redefining Equality. Oxford: Oxford University Press. Enloe, C. (2004). The Curious Feminist: Searching for Women in a New Age of Empire. Berkeley: University of California Press. Equality News (2005). (Summer). Dublin: The Equality Authority. European Women’s Lobby (EWL). (2004). European Women’s Lobby Proposals for the new Social Policy Agenda 2006-2010. www.womenlobby-org/Document.asp Fraser, N. (1995). Recognition or redistribution? A critical reading of Iris Young’s Justice and the Politics of difference’ Journal of Political Philosophy, 3 (2):166-180. Guerrina, R. (2003). Gender, mainstreaming and fundamental rights: Challenging the foundations of democratic governance in then EU debate. Policy, Organisation and Society 22(1):97-115. Hughes, K. (2005). ‘I’ve been pondering whether you can be a part-feminist’. Young Australian Women’s Studies students discuss gender. Women’s Studies International Forum 28:1, 37-49. Jackson, S. and Scott S. (Eds.). (2002). Gender: A Sociological Reader. London: Routledge. Kirby, P. (2004). Globalization, the Celtic Tiger and Social Outcomes: Is Ireland a model or a mirage? Globalizations 1(2):205-222. Les Penelopes (2005) “Men and Feminism”. www.penelopes.org.anglais/xarticle Long, J. (2005). ‘Al is for to selle’: An Investigation into the Trafficking of Women into Ireland for Commercial Sexual Exploitation”. Masters dissertation, WERRC, University College Dublin. Maddison, S. (2002). Bombing the patriarchy or just trying to get a cab: challenges facing the next generation of feminist activists. Outskirts, 10, www.chloe.uwa.edu.auoutskirts/archive/VOL.10/article3.html Mullan, C. and Cox L. (nd). Social movements never died: Community politics and the social economy in the Irish Republic. www.iol.ie/~mazzoldi/toolsforchange/afpp/isa.html O’Toole, F. (2003). After the Ball. Dublin: New Island. Phelan, S. (2001) Sexual Strangers: Gays, Lesbians and Dilemmas of Citizenship. Philadelphia: Temple University Press. Pollack, A. M. and Hafner-Burton, E. (2000). Mainstreaming gender in the European Union. Harvard Law School, Harvard Jean Monnet Working Paper 2/00. Rahman, M. (2000). Sexuality and Democracy: Identities and Strategies in Lesbian and Gay Politics. Edinburgh: Edinburgh University Press. Randriamaro, Z. (nd). Gender and economic reforms in Africa: The hidden political and ideological agenda. www.twnside.org.sg/title Sen, A. (2005). The Argumentative Indian: writings on Indian History, Culture and Identity. London: Allen Lane. Signs (2004), 29(3): Special issue on Eastern Europe. Smith, N. J.-A. (2004). Deconstructing ‘globalization’ in Ireland. Policy & Politics 32(4):50319. Walby, S. (2004). Gender mainstreaming: Productive tensions in theory and practice. ESRC Gender Mainstreaming Seminars. Walzer, M. (1983). Spheres of Justice: A Defence of Pluralism and Equality. New York: Basic Books.

282

Gendering Transformations

Young, I. M. (1997). Unruly categories: a critique of Nancy Fraser’s duals systems theory. New Left Review 222:147–160.

Framing Equality: The Politics of Race, Class, Gender in the United States, Germany, and the Expanding European Union Myra Marx Ferree University of Wisconsin, USA

The European Union is an unprecedented effort to reshape political relations within as well as across national boundaries. By setting out the acquis communitaire as the guideline for membership, which is a common set of principles of governance, the EU formulates a certain ideal for a modern, democratic member state. Strikingly, these principles include a significant emphasis on more egalitarian gender relations. This paper begins by exploring what notions of gender relations are expressed in modern nation-states, using a comparative look at how two modern nation-states, Germany and the US, define the specific principles of equity in two contrasting ways. Building from these race- and class-based images of gender equity, the paper then asks how the EU model is active in challenging as well as affirming the gender ideals held by its member states. The conclusion considers what potential for problems for women and what genuine hope for transformative change in gender relations arise from the enormous political project involved in constructing the EU. The EU expansion to 25 nations –the widening of its scope– and the more extensive involvement of the EU in matters of daily importance to individual citizens –the deepening of its reach– has made what was already a large and difficult political matter of European integration even more challenging. Both the widening and the deepening of the competences of the EU have taken it away from the original intent of its founders, as a narrow economic compact among nation-states, and have created something new. This new EU is not a nation or a state. Still, the treaties on which it rests have given it authority as a government to decide and regulate a wide range of matters in this new quasi-entity called “Europe”. This new Europe is shaped already by the Treaty of Amsterdam that makes equal treatment of women and men a goal. Despite the member states’ failure to embrace a common constitution, one which affirms gender equity as a fundamental right, this treaty continues to emphasize the principle of state responsibility for making women citizens on the same basis as men. Specific clauses affirm women’s equal rights and commit the EU to resist and reject gender discrimination (Cichowski, 2002; Walby, 2004). These clauses would not be there without women’s active lobbying, and their enforcement and elaboration in specific instances –sexual harassment and gender mainstreaming policies, goals for women’s employment and the provision of childcare, anti-discrimination law– also demand an engaged and active women’s

284

Gendering Transformations

rights policy community (Cichowski, 2002; Morgan, forthcoming; Stratigaki, 2004; Zippel, 2005). Whether the EU will in fact contribute to the fuller realization of gender equity in practice is still very much a work in progress. But the meaning of gender equity is itself a contested ideal. As Joan Scott (1996) argues, it is deeply paradoxical how feminism must claim simultaneously to make women citizens in the same way and with the same rights as men, and yet also affirm the differences between women and men that position women as a group with distinctive needs and interests that should be politically represented. Historically, as well as today, feminist mobilizations have drawn upon (sometimes conflicting) discourses of sameness and difference, equality and autonomy, rights and needs, parity of representation in decision-making, and particular accommodation in policy outcomes to shape their political claims. The shape of such feminist claims-making is formed historically by the opportunities and obstacles with which women have contended in trying to become fully empowered citizens in democratic states (Hobson, 2003). These particular structures of opportunity are not merely given by institutional features of states such as party dominance, centralization and state capacity, or welfare regime type, although all of these play important roles. Rather, these institutional features are themselves constructed in the same long-term historical development that has formed gender relations in a particular state in a specific way (Gerhard, 2001; Offen, 2000). Gender is thus not a side issue brought into the gender-neutral mechanisms of state action, but gender relations are part of the making of democracies from their beginnings and are today part of the construction of the EU as a new system for making European citizens. Understanding how gender is incorporated in political thought and principles of democratic action, as well as in the formal institutions of states, draws analytic attention to how political norms function. The normative quality of politics is expressed in how issues and entities are framed. In this approach to the political process, framing means the process of saying what a political problem is, whose needs are to be addressed, and what kinds of solutions are imaginable (Snow and Benford, 1988; Stone, 2002). Such frames are closely related to the organizational structures and interests that become institutionalized (Ferree, 2003). Politics is done with words, but they are not mere words. This approach to framing draws on two traditions: one, the influential work that William Gamson (1992) and David Snow and Robert Benford (1988, 1992) have done on social movement framing; the other, the analysis of policy frames offered by scholars such as Carol Bacchi (1996, 1999) and Deborah Stone (2002). These literatures are complementary: Framing is not just the active cultural work done by social actors with agendas on which social movement scholars focus, nor is it merely passively embodied in social policy texts such as constitutions, laws, directives and decisions, which is what policy analysts study. Framing is an interactive process by which actors with agendas encounter specific discursive opportunities in the form of institutionalized texts (Ferree et al., 2002). Discourses have elements of both agency and structure, and are both enabling and constraining. Thinking of discourse as an inscribed “framework” that provides a scaffolding for politics, as policy analysts do, shows how discursive opportunities are given structure and solidity by being institutionalized in the form of authoritative texts

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

285

such as treaties, constitutions, court decisions, laws and administrative regulations. The “letter of the law,” or more precisely the words as actually written down, consulted and interpreted provide a formal framework for politics. This institutionalized framework guides people’s concrete actions and mobilizes organizational power. Courts are an obvious example of a political actor that has neither military nor economic power but wields society-shaping discursive authority to make words count for something (Cichowski, 2004; Holzer, 2003). But social movement scholars offer the important reminder that the power of discourse is a contested power, an on-going struggle to make political claims socially authoritative through the framing work done by particular speakers in specific historical moments. Many people and groups are engaged in active, energetic discursive work, and the institutional framing of any issue is ultimately an outcome of their successful or failed strategies. This active “frame-work” –what feminists, unions, managers, and others actually do to give meaning to an issue– combines with the more passive sense of a “framework” as the institutionalized scaffolding of language imbedded in court decisions and other key texts to produce the effective meaning of a concept such as gender. Comparative analysis reveals much about how the institutional structure of policy language and the on-going struggles of particular groups to define issues combine to create different meanings for concepts in different contexts (Ferree, 2003). These path-dependent frames both limit and empower political actors, making different strategies more or less feasible. It is obvious to everyone who has ever been to the US, for example, that the words “welfare” and “welfare state” carry different connotations there than in Europe, and arguing in favor of “defending the welfare state” is not a particularly pragmatic strategy for framers in the US to adopt. Although it is less obvious, the concept “gender” also has different connotations in how citizenship is understood in the US than in Europe, and these differences in understanding gender also change the feasibility of certain types of politics1. The following sections offer an overview of two dramatically different types of democratic gender relations, each founded on a certain understanding of both women and the state. While there are clearly other types (the secular social democracy of Sweden or Finland, the communitarian liberalism of Japan, etc.), the contrast between the ways that gender has been understood and women incorporated into the polity in Germany and the US may be especially illuminating. The German model is more typical of most (but not all) member states of the EU in that social democratic principles are more significant than those of classical liberalism and class relations have played an important role in shaping both feminist movements and state policy. The US is a helpful model to understand because it holds to a relatively pure form of liberalism as a political standard, and has historically struggled with accommodation not only of gender but also of racial and ethnic differences within its understanding of citizenship, an issue that is new but pressing in Europe. Moreover, the EU’s own approach to gender equity can be understood as a mixture of these principles as well as of innovative ideas brought in from global feminist mobilizations (Hobson, 2003; Verloo, 2005).

286

Gendering Transformations

The US framework of gendered citizenship The US is well-known as a polity institutionalized along lines of liberal individualism. The claims of classical political liberalism –individualism, selfdetermination, independence– were institutionalized in the founding documents of the US, which also allowed racist slavery and the domination and virtual extermination of native peoples. For American feminists, organizing a movement to claim women’s rights as citizens has always demanded some choices about how to relate to the political struggle over racialized citizenship in a liberal state. American nation-building has depended in critical ways on the social construction of “race” as an essentialized form of group difference. The institutionalized practice of importing slaves, the territorial expansion of the US, which brought in new groups of people already living in these places, and the voluntary immigration of ethnically diverse individuals were all means of expanding the nation. But the definition of who became an American, and on what basis has always been a process of inclusion on racially unequal terms (Glenn, 2002). Rather than a nation-state built on the imagined homogeneity of its people and the defense of its borders against the “other” as typical of Europe, the racial order of the US has relied on the inclusion but also the subordination of multiple “others” (Collins, 2001). The legality of subordination revolves around the legitimacy of claims to political rights. Since discourses that justify and challenge racialized differences in status in terms of the prevailing liberal discourse of rights form the master frame for American politics, thinking about race has always offered American feminists an analogy for understanding their own inclusion and subordination. Consider four different ways the race analogy enters into American thinking about gender and citizenship. First, there is the narrowly political struggle over who within the nation is actually a citizen with rights rather than a political subject and dependent. It is the abstract individual who is named as having such political rights, but it is the white male in practice who is granted the right to be an individual. Women and members of racialized groups are framed as similar in that they are constructed as dependents, and thus not fully rights-bearing individuals (Fraser and Gordon, 1994). Second, because the Declaration of Independence claims that it is “self-evident” and “natural” how people are “endowed by their Creator” that they should have rights, American movements struggle with the idea of “nature” and “natural difference” as justifications for inequality. Like race, gender is typically framed as an attribute of individual biological persons – as being black or being female. Such attributes make persons different and lesser than those who do not have them. Were it not for their “difference”, construed as biological, women and racialized minorities could have equal rights, and so equality and difference are placed in opposition: to claim equality is to deny difference and vice versa (Gamson, 1995; Vogel, 1993). Third, difference and subordination become packaged together as defining a “natural” hierarchy of merit in the relations of production. Both women and racial minorities have been framed as “disadvantaged” by their group membership, and as less able to achieve in what is framed as an inherently fair and yet hierarchical system of competitive capitalism. As “disadvantaged” employees, women and

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

287

racialized minorities are easier to frame as the appropriate persons to be helpers, supporters and otherwise second-class workers who are less “worthy” than others of capitalism’s rewards. Thus, affirmative action is understood as an intervention to help those less able to help themselves, and readily extended to other forms of physical or mental “disability” (Bacchi, 1996). Finally, of course, American women and members of racialized groups have worked together for their rights and have been joint beneficiaries of equal rights politics, from the Civil Rights Act of 1964 to various executive orders promoting the increase of “underrepresented groups” in science, sports and education in general, to court decisions that make gender increasingly a “suspect classification” like race (Lens, 2003). The core of successful American gender politics has been the demand to end the discrimination against individuals, challenge the stereotypes of what women can or cannot do, and make claims for equal treatment. Compared to other countries, American anti-discrimination law is strong, broad and enforceable. The American model has limits, of course. These are most obvious when one compares the apparently self-evident similarity of gender and race in US political discourses to how gender is framed in Germany.

The German model of gendered citizenship Germany is not unlike many EU member states in that the discursive institutional context for understanding gender has been shaped more by class struggle than by racial privilege. Germany’s liberal revolution failed in 1848 and the bourgeois individual as a politically empowered citizen never became central to German political thought. Instead, the conflict between capital and labor in Germany made it the home of the world’s strongest socialist party organizations at the end of the nineteenth century, the center of socialist internationalism that took hold by the beginning of the twentieth century, and offered even Christian conservatives a practical justification for the welfare state as a means of moderating political tensions and economic inequalities. This also left an important mark on gender relations in German conceptions of citizenship and democracy (Allen, 1991; Gerhard, 2001). First, in comparison with much of Europe, Germany was more often subjected to authoritarian governments, but these were not necessarily miserly in offering social and economic benefits to those who were defined as citizens. Rather than economic opportunities, political empowerment was scarce. Political associations were banned to a greater or lesser degree, and opponents of the state could be silenced or exiled. Beginning with the repression of socialism and of all political associations of women in the Prussian state under Chancellor Otto von Bismark at the turn of the previous century, the struggle against social injustice became tied to the struggle against political repression and authoritarianism. Women’s movements varied significantly in the extent to which they demanded non-property based voting rights, supported women’s autonomous organization in labor unions and political groups, and endorsed limitations of state power over reproduction and sexuality (Grossmann, 1995; Offen, 2000). From the latter part of the nineteenth century forward, gender was framed as “like class” in demanding voice for the

288

Gendering Transformations

disenfranchised as well as making economic support for the “socially vulnerable” a shared premise for all political actors from left to right of the political spectrum. Second, unlike class, race in Germany was defined as being about who could belong to the nation and enjoy any rights of citizenship. In this it was similar to other countries in Europe that were defining state boundaries in ethnic terms, as a single “nation” or people. Jewish “otherness” implied an exclusion from citizenship, and the inclusion of Jews as citizens in the nineteenth century was tied to their assimilation to an identity and practice of “Germanness”, including conversion to Christianity. In shocking fashion, the Nazi regime revoked this implicit bargain and unlike many other countries, Germany under Hitler took exclusion of the “other” to the extreme of genocide. Since “race” thus defined meant exclusion, not subordination within the nation, the ability to see gender as in any way “like race” was limited (Balibar and Wallerstein, 1991). Third, in the aftermath of World War II, each of the resultant two German states took class politics in different directions. Yet in each newly defined nation-state, class and its relationship to gender was a core part of the political arrangements that were deliberately being constructed. The ideal worker, the “natural” family, and good work-family politics were defined in Cold War terms as opposing images of ideal state-citizenship relations in East and West (Ferree, 1995b). The “social market economy” of the West and a breadwinner-housewife marriage were institutionalized via active state policies (Moeller, 1993). The GDR economy and the mothercentered family were both directed through active politics, too (Ferree, 1993). Among other European countries the relative balance of religious and secular parties, as well as of socialist, communist, monarchist, and fascist organizations, and their mobilization of the electorate varies. Despite these significant national variations, the institutionalization of an active welfare state that is intended to align state-family-market relations with an international political order shaped by the Cold War characterizes all European countries after WWII. This is a core aspect of modern gender relations, albeit one that is currently in a state of change (Jenson and Saint-Martin, 2004). Within this framework of political development, the analogy that worked for gender in Germany was class. Drawing on socialist theory, the working class was framed as a social collectivity defined by its relation to production, not by the biological characteristics of individual members, and it was entitled to have the state respond to needs expressed by a political party on its behalf. Inequalities among citizens were defined from the nineteenth century on as socio-economic, rather than racialized as biological. Women’s status was defined by their relation to the system of reproduction rather than production. Thus the framing of women as mothers was as a social relation rather than as a difference among individuals. In the German basic law of 1949, for example, the principle that women and men are politically equal was explicitly affirmed (in Paragraph 2, Article 3) but this was consistently interpreted as allowing unequal pay, opportunities and family authority based on a supposedly functional difference between men and women, founded on stereotypes about appropriate roles. Fathers held final authority over children and husbands over wives’ decisions to take employment or establishing the place of residence of the family. Both the left and the right attacked what they perceived as the “equal rights” version of feminism and agreed that as mothers, women were

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

289

entitled to the active protection and support of the state, just as workers and employers are also entitled to be treated as groups for the purposes of state-led social policy (Moeller, 1993). In the German model, citizens are framed as members of the nation in the context of a socio-economic relation based on gender. Therefore the way the active state draws a line between the “public” matters of production and the “private” relations of family and reproduction is critiqued by feminists as core to the subordination of women (Gerhard, 2001). Bringing the private relations of families into the public realm of state intervention –whether in confronting violence or supporting mothers– is thus critical to gender politics, which is built on the analogy of class politics as a mobilization to make the state responsible for its citizens, rather than leaving them to the mercy of “private” enterprise. The instrumental uses of gender by the state to protect male power are contrasted with feminist, emancipatory ones. But neither type of gender politics is seen as separate from how the state works to address profoundly social relations, which both class and gender are understood to be.

Comparing frameworks between the US and Europe To sum up, the “framework” for gender institutionalized in the US in not only liberal in its core premises, it privileges a metaphor of gender being “like race”. Seen as a form of second-class citizenship, both gender and race subordinations are effectively challenged by framing that denies the extent and natural basis of any difference from the normative (white male) citizen. A transformative politics of gender is thus one that undercuts the importance of group membership for politics and attempts to help disadvantaged individuals achieve their (presumably biologically given) full potential. Such a model works very poorly in Germany. Since the racial “other” is outside the system of citizenship rather than in a specific subordinated position within it, the analogy of gender with race is not particularly helpful to German feminists, or most other Europeans either. However, this absence of resonance may change as the pressure for redefining citizenship in multi-ethnic terms becomes more pressing in Europe (Snow and Corrigall-Brown, 2005). By contrast, seeing gender as “like class” is extremely fruitful in Germany, and in most European states with traditions of socialism and social democracy. Organizing women in their own right, to be a group “for themselves” as well as “in themselves” in given relations of production and reproduction is a logical strategy that raises little concern about essentializing natural difference, since women like “workers” are understood as positions in social relations more than as types of persons. Making claims for social entitlements for mothers, and for women’s power and self-determination in the relations of reproduction, means a struggle to direct state policy to meet needs women themselves define. This analysis is not particularly useful to feminists doing framing work in the US because class differences are accepted as legitimate expressions of innate merit and individual effort. The already weak American welfare state is generally enjoined from acting to undermine what is seen as this functional hierarchical principle of

290

Gendering Transformations

competition. However, the argument that gender is “like race” in distorting the market by producing discrimination that interferes with a true hierarchy of merit resonates powerfully in this framework. In Europe, feminists can also use the class analogy to buttress claims for political power on the basis of “parity” in representation. Because Europe was originally neither democratic nor liberal, political demands for representation have always demanded struggle, and the socialists were the loudest and leading voice. Socialist leadership claimed the right to speak on behalf of all oppressed people. However, the political parties of the left, in challenging state authoritarianism, typically did not open a space for multiple, independent critiques. They defined a single dimension of opposition, and too often represented it in authoritarian ways. But the unity of the working class as a framework for voicing political opposition also successfully constructed group unity and interest representation as a political demand rather than an appeal to biological similarity. Since the familiar European framework underlying interpretations of social inequality is class conflict, women’s mobilization as a group, when perceived as “like class”, offers a model of group mobilization that legitimates it as the logical consequence of a shared social position and a prerequisite for re-shaping the state. However, this framework also imposes institutional challenges for feminists. Group needs can be spoken of as legitimate political demands in Europe, but classbased mobilizations are far better institutionalized than those of gender and tend to drive organizing into a single left-right dimension. Parties of the left define themselves as able to speak and act for women. The use and misuse of women’s organizations, when women were “instrumentalized” to achieve the party’s goals, made “autonomy” an important issue for feminists in Germany in the 1960s and in the post-socialist 1990s. But throughout Europe, the quality of relationships with the left, with institutionalized political parties, and with labor unions are key-issues still for feminist mobilization, while these remain marginal issues in US gender politics2. In sum, the framework of US gender discourse institutionalizes liberal principles and the active framing work of feminists draws an effective policy analogy between women and racial minorities, while Germany and other European countries have institutionalized a framework for social and political citizenship that affirms class as a model for understanding and addressing social inequalities. European feminists have seized upon this discourse to legitimate their claims to group-based rights. By taking race as a metaphor for gender, American feminists have created a powerful politics of anti-discrimination, and have largely succeeded in institutionalizing this model in law. It makes sense, not only morally but legally, to talk about gender as “like race”, to combine “race and gender” issues, and to construct race-gender political alliances. However, the framework institutionalized for understanding social inequality in Europe has been historically defined by class, and is only now coming to terms with including racial-ethnic diversity and combating the problems of “second-class” citizenship. By taking class as a legitimate metaphor for gender subordination, European feminists have challenged the boundaries of public and private and brought the inequalities of “private” families under the challenging scrutiny once reserved for the inequalities produced by “private” enterprise. “Social inclusion”, formerly understood solely as a matter of addressing economic marginalization, is

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

291

re-framed as also implying some means to mitigate the costs of motherhood (Morgan, forthcoming). European feminists have thus created a powerful politics of critique, advocacy and representation. By seeing gender as “like class”, the active role of the state in regulating and reshaping family relations is also seen as a legitimate intervention against inequality. The social organization of reproduction in childcare leaves and subsidies, abortion and contraception laws, and affirmative action policies directed at mothers have been increasing institutionalized in forms that depend on the nature and power of the alliance between feminists and the left. As this comparison shows, both race-based and class-based gender politics work, but in different ways. The race-based gender politics of the US works against confounding the characteristics of individuals with those of the group and uses state power to allow women more freedom to make “unexpected” choices whether in the market or the family. The class-based gender politics of Germany works against the hierarchy established by social relations among groups and uses state power to insure that women’s “expected” gender-based choices in balancing work and family do not generate too much inequality in outcomes. Because the race analogy challenges stereotypes about women and men as different and addresses barriers to individual opportunity, US women have been able to achieve a considerable amount of success in areas in which individual competition matters. For example, women are 45% of the faculty in American colleges and universities, compared to only 14% in Germany. Women have also done better at getting managerial jobs in the US than in Germany – women are 16% of the corporate officers in the largest 500 US companies but just under 10% of the corporate officers in the top German firms (Holst, 2005). In Germany, antidiscrimination law is notably weak and even more weakly enforced; it has little legitimacy even among feminists as a strategy for addressing gender inequality for women who make the “expected” choice to be mothers and can easily be attacked as only useful to the women who want to be “like men”. However, in Germany, where the framework of the welfare state situates women as a special group with distinctive interests, feminists have used the analogy with class to claim legitimate representation for women in politics (Stetson-McBride and Mazur, 1995). Thus there are women charged with representing women’s affairs in every city, town and state government (Ferree, 1995a). Ministries for women that are supposed to represent women’s political interests exist at the state and federal level, and women hold 46% of all ministerial-level positions and are now coming close to half of all elected members of parliament. Germany’s most recent federal chancellor, the top political position, is a woman, Angela Merkel. As in Germany, throughout Europe where ever the class analogy works for gender relations, “gender democracy” is seen as a new parallel to “social democracy” and parity of political representation is a legitimate concept (Freedman, 2004; Lovecy, 2000). It is thus not surprising that the US falls well behind most European countries in its share of women in elected office. In the United States Congress, women are just under 15% of the representatives (15% and 14% respectively in the Senate and House) and women hold only 25% of statewide executive roles. In the US, claims to represent women and women’s interests founder on the biological and essentialist frames that are part of the otherwise useful

292

Gendering Transformations

race analogy, making parity and gender democracy alien concepts. Political roles are understood as solely individual achievements, and the obstacles to women winning the financial and organizational support for top offices are still formidable. Because both liberal and social democratic frameworks for gender have already been challenged and modified by feminists –not only in this current wave of mobilization, but from the earliest stages of democratic state formation– the institutional politics of gender today present embedded opportunities on which activists can continue to build as well as obstacles that still need to be addressed in each system. Full citizenship for women remains a goal rather than an achievement in either case, but the tools offered for the necessary ongoing framework also clearly differ.

The hybrid EU political model of gender In light of such historically institutionalized differences in gender frameworks, the EU offers a still developing field of political action for feminist framing work. Formed initially as a mere common market, the EU began from classical liberal principles of competition and a limited role for the state. Yet the initial member states of the EU embraced the goal of a “social market economy” that would apply social democratic principles of regulating private enterprise to ensure the common good and actively reduce inequality. Pushed and pulled between such frameworks, the EU is potentially open to US-style liberal antidiscrimination politics that would invoke a race analogy as well as to more typically European class-style gender politics that privilege women’s self-representation in politics, foster active support for balancing work and family, and legitimate targeting benefits to mothers no less than to “workers” on the basis of their social needs. Perhaps not surprisingly, the EU’s own gender politics have already shown signs of accommodating both approaches, and feminist activists working within the framework of the EU have increasingly taken a dual-action approach (Zippel, 2005). The hybridity of the EU as a novel form of governance, linking both national and transnational decision-makers, may be especially suitable to a politics of gender that defines citizenship simultaneously in more than one framework. Yet the hybridity of the EU model does not only represent an opportunity for progress but also a range of possible new obstacles for women who wish to claim full citizenship rights. Social actors engaged in these definition struggles include social movements, interest groups, states and parties, media. When talking about gender at the EU level, however, the actors who are privileged are those of the European Commission and its diverse executive offices, the European Women’s Lobby as a commission-funded umbrella organization of national European women’s organizations, the member states who enter into or reject treaties, and the European Court of Justice, which decides on the applicability of EU law, and mediates conflicts between national law and EU mandates (Cichowski, 2002). The framing of gender emerging at the EU level as articulated by these various actors reflects the hybridity of the frameworks available to them, but also serves in interesting ways to challenge old frameworks and begin to institutionalize new ones. The costs and opportunities that this hybrid model presents are sketched out in Table 1.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

Table 1

293

The Interactions of Institutional Frameworks and Activist Framing Shaping EU Gender Politics Institutionalized Framework for Political Decision-making

Active Framing of Gender Politics: Ideas and terms privileged by analogy with race

Ideas and terms privileged by analogy to class

Liberal institutional framework Individual difference and rights, group stereotypes block individual choice, distort markets, focus on changing private industry “diversity” “diversity management” Market-based hierarchy based on achievement, productionled politics fosters winners and losers inside the system “competition” “merit”

Social democratic institutional framework Secondary (and divisive) group differences, redistribution-led politics for all citizens, but only for citizens “social inclusion” “borders/exclusion Party-based representation, autonomous voice of group represents needs electorally and in administrative office, focus on changing government practices “parity” “gender mainstreaming”

In this table, the two primary dimensions are the non-gender specific institutional framework for policy-making (either predominantly liberal or social democratic principles) and the gender-specific analogy made with either race or class in the framework done by engaged social actors. In each cell, the emphasized aspects of gender relations are summarized and the terms that can be used discursively to most effect are in each case highlighted. The positive and negative interactions between the institutionalized frame for equality and the active framing of gender in analogy to race or class can thus be examined more closely in each case, going around the table in a counter-clockwise direction. In the top-left cell, in liberal market-led structures that define the EU’s formal competences, the race metaphor provides a supportive opportunity structure for talking about “diversity” as a goal. In this context, it is both efficient and appropriate to extend the language of rights to encompass respect for “individual differences” – which is what race and gender are conceptualized as being– and thus to dismantle group stereotypes and strive for an open process. Thus it is not surprising that there is a great deal of talk in EU circles about diversity, including borrowing the idea of “managing diversity” from the US, as Alison Woodward (2004) has shown. Her many pictures illustrate forcefully how widely the image of gender and race “diversity” is institutionalized in EU materials. This language and imagery redefines gender equality as something good for both individual citizens and for the corporate bottom line, but it says little about social justice. As Woodward shows, the management-driven concept of “diversity”

294

Gendering Transformations

embraces both race and gender but equates them with all other forms of individual difference – not only legally mandated categories like age and disability, but also communication style and personal experience. Adaptation to a “changing workforce” and to “global competition” then makes “valuing diversity” a tool for increasing corporate profitability by better fitting competition into actual market conditions, rather than a matter of citizenship and rights (Edelman et al., 2001). Dropping down to the cell beneath, where class serves as a metaphor for gender in a liberal framework, this language will tend to weaken rather than support women’s political claims. By framing “competition and merit” as the principles that must underlie women’s position, once all the “disadvantages” are cleared away, there is no place to acknowledge children except as a disadvantage. Since liberal political principles accept the legitimacy of market-based hierarchies among individuals and groups on the grounds of differences in achievement, the language of competition and merit tends to legitimate women’s lesser position in the work force by pointing out that many women are mothers, that many mothers work parttime, that all women are held differentially responsible doing unpaid care-work for both their parents and their children, and that employers prefer long-term, yearround employees with few other demands on their time. If the terms set by employers for evaluating employees are not challenged, this can make workplace inequalities follow “naturally” from the gender division of labor outside the workplace and so legitimate it as being “fair” (Verloo, 2003). Since the goal of EU politics is to support the market and its supposed efficiency in producing a better society, interventions in gender systems that are framed as not about enhancing competition are seen as endangering the economy by bringing in “less qualified” people as workers or students. Insofar as EU politics moves in the direction of institutionalizing more competition in and across universities without simultaneously challenging patriarchally-based models of merit, for example, the Bologna process could not only challenge gender stereotypes and open up more competition for the best women, but also institutionalize a model of women as “less competitive” and meritorious. Because this is a “market-led” model, “private” inequalities of gender, like those of class, remain silent forces, difficult to name critically and thus largely outside the bounds of “public” or state-led remediation. The lower right-hand cell indicates that EU discourse that frames gender in terms of class draws productively and powerfully instead on the social democratic framework that has been borrowed from many of its member states. As positions in production and reproduction, gender and class constitute formative social relations, and ones that entitle women and the working class to claim the right to exercise political power. Claims for an autonomous movement, autonomous women’s caucuses within parties, women’s lists and quotas, and institutionalizing rules for gender parity within legislatures, commissions and courts can be legitimated as part of how women claim their own voice in the EU system. These measures put value on women’s collective voice and organizations as a means of creating an improved and more inclusive democracy. The language of “parity” in representation expresses this commitment (Lovecy, 2000). This intersection opens up space for women to represent themselves politically within the EU. Indeed the European Commission’s funding for the European Women’s Lobby (EWL) is itself a strong expression of the degree to which the EU

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

295

expects women as a group to represent their own interests politically and bring pressure within the system to make it to respond to women’s interests (Cichowki, 2002). The EWL is made up of quite mainstream groups with modest and often stereotypical goals, but a great deal of policy useful for women can be made with their support, from childcare subsidies to affirmative action. The resonance of the class analogy with the institutional politics of gender at the member-state level provides a useful tool at the EU-level as well, since national and EU-level gender equity advocates can use their gains at either level to pressure the other level of governance to also respond to women’s claims. This “ping-pong process” of influence that Kathrin Zippel (2004) identifies with regard to sexual harassment allows advocacy groups to claim credibility in “representing women”. This political effectiveness in pushing particular policies “on behalf of women” may be diluted, many feminists fear, if “gender mainstreaming” places the authority for deciding what is in the interests of women in the hands of bureaucrats insensitive to the ramifications of gender in women’s lives (Verloo, 2005). A very considerable advantage to gender mainstreaming is that by treating not just persons but policies and objects as gendered, every issue can be considered for its impact on both women and men (Roth, 2004). However, this gender-mainstreaming approach runs the risk of defining women’s interests as the most stereotyped ones, turning this process into a consideration of how policy affects care-givers and part-time workers – always assumed to be female – and breadwinners and industrial workers – always assumed to be male. This is especially the case when the actual examination of the implications of a policy is being done by a bureaucrat with no particular gender expertise, which the gender-mainstreaming model may well encourage. Yet resisting gender mainstreaming in favor of framing gender politics as only acting politically “for women” seems to insist on a politics of gender conflict in which a state policy could not be simultaneously good for both men and women (Stratigaki, 2005). Developing gender mainstreaming in a way that respects the feminist knowledge base about gender relations in designing programs, preserves the transformative mission of feminist advocacy politics, and encourages the diffusion of responsibility of working for gender equity throughout the state is no simple task. To what extent the EU’s official endorsement of gender mainstreaming in all of its work will actually realize any of these goals remains to be seen, but it is a rhetoric that opens a door for party and pressure group activity within the system rather than against it, just as social democracy did for class politics. As the final, upper right hand cell of Table 1 suggests, talking about gender in relation to and analogy with race is problematic in a social-democratic discursive framework. Insofar as the EU attempts to deal with race and ethnic diversity at all, it does so in encouraging open borders and social equality for its citizens, but allows this state-led policy framework to exclude from concern those who are positioned outside the borders of the “community” (Agustin, 2004; Knocke, 2000). Because race and ethnicity have so long been construed within the institutionalized frameworks of the member-states as being only a secondary contradiction and divisive element, the discussion of racial and ethnic loyalties and of socio-economic differences by ethnic or religious membership have both been suppressed. In such a context, calling attention to race unleashes unspoken animosities; parties that make

296

Gendering Transformations

race an issue are, with reason, seen as frightening. To talk about race is to talk about exclusion. This racialized language applies to gender politics primarily as a means to highlight “the other” as the well-spring of patriarchy. In this discourse, the way to eradicate patriarchal institutions is to forbid them legally and thus “exclude” them from the domain of citizenship. Many of the EU’s member states have attempted to do just this by focusing on wearing a headscarf as a distinctive symbol of “private”, religiously based patriarchy and then acting to exclude the veiled women from various citizen rights in employment, education, or politics. By attempting to drive patriarchal relations of “the other” out of the public sphere, these policies make their own patriarchal practices invisible, defining “European women” as simultaneously “white”, “liberated” and “privileged” in contrast to the excluded other (Agustin, 2004). Race language thus is closely associated with “Fortress Europe” thinking. The strongly institutionalized sense of nation-states as ethnically homogeneous feeds into racializing the border between “Europe” and other nations, and debates over membership and equality among nations within the expanded EU readily take on a racializing tone. EU policies that control migration and restrict the abusive trafficking in women also may draw on anxieties about difference and offer protection by means of exclusion in ways that are not necessarily good for women’s self-determination, particularly among women migrants (Agustin, 2005). Moreover, tying race and gender together, by framing those “outside” the EU as less “modern” and thus less equal in their gender relations than those “inside” Europe, leads to absurdities such as the denigration of the newer members of the EU from Central and Eastern Europe as inherently more “backward” and less “modern” in their gender relations than the older member states, as Eva Fodor (2005) has tellingly demonstrated in her analysis of policy documents. By objective measures of education, employment, and family power, women in these newer member states experience more gender equity than their West European counterparts, but the framing device of “backwardness” allows the discussions of the status of women to revolve not around women’s real social position but the perceived level of European citizenship among the member states. The implications of this table for the prospects for gender equality in the hybrid model of the EU suggest caution but not cynicism. As in the US, the market orientation of the EU creates a productive synergy between liberalism and use of the race analogy, encouraging not merely the de-politicizing language of “diversity”, but a raft of strong anti-discrimination measures embedded in law and embraced by “private” industry. Activists using anti-discrimination laws and policies can bring in authentically competitive mechanisms to institutions like universities that have operated like exclusionary old-boys clubs. Formal tests and open searches could be good for women candidates, who have shown in systems like the US that they can indeed compete with men. However, the language of race is not an effective tool within the EU to promote such changes, because it is a poor fit with the exclusionary premises of nationality-based citizenship rights. However, the language of class-and-gender is being productively used within the EU to unsettle the conventional assumption that class-based politics will represent primarily the interests of the presumably male industrial worker. Not only are such

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

297

workers an ever smaller share of the labor force, but the use of class-and-gender claims has expanded the concerns of workers’ representatives. The classic “social inclusion” language of social democracy is being more often extended to new “risk groups” like single mothers or poorly educated minority women or part-time workers (Jenson and Saint-Martin, 2004). As a new and less structured political terrain the EU offers opportunities to groups representing such interests, whether the EWL or feminist advocacy networks formed around specific issues such as sexual harassment and domestic violence. Both of these issues are now being framed as costs to employers in the loss of women’s productivity and thus warranting EU interventions (Walby, 2004). In attempting to represent themselves in this new system, women already have tools in the form of administrative offices of women’s affairs and an increasing number of electoral positions. Women have emerged within the EU as self-representing political actors to an unprecedented degree, and while there is still a considerable distance to go to achieve parity or truly mainstream attention to gender equity in policy making, the strides taken in just a few decades are impressive. The challenge is to resist the threats to women’s equality and autonomy posed on the one hand, by the class-based language of competition and merit as “explaining” away the costs of unpaid carework being socially assigned to women and, on the other hand, the race-based language of exclusion and “othering” that makes patriarchy in Europe someone else’s problem. For example, migrant groups and women’s groups can cooperate to support new associations of migrant women making classic claims for social inclusion (Williams, 2003). The use of gender relations as an indication of modernity can even be framed as a challenge from new, post-socialist member states to the “old” members finally to modernize their gender relations (Roth, 2004). While the hybridity of the EU structure offers a potentially valuable “ping-pong effect” between national and transnational actors, the complexity of the new discursive space thus opened up includes significant dangers as well. Women, especially mothers, can appear in the more neo-liberal discourse of the EU as “uncompetitive” and as less valuable workers or less meritorious students. The scaling back of the welfare state that the EU has encouraged in the name of market efficiency poses a great danger to social inclusion as a policy goal. Because women are disproportionately poor and dependent on state assistance, especially as mothers, this turn toward a neo-liberal institutional framework will jeopardize their actual well-being as well as making it harder to speak collectively as women to oppose such policies and their justifications. Women’s strong representation in political parties and government offices is a tremendous political resource, but it does not overcome the limits of party discipline nor necessarily give women equal voice with men in shaping the agenda of the party as a whole. Moreover, the bureaucratic, top-down decision-making that characterizes EU policy-making lessens the role of electoral accountability and competition for women voters. Gender mainstreaming could become an administrative fig-leaf over the absence of actual policy pressure for gender equity (Verloo, 2005). However, the hybridity that the EU represents in relation to gender, race and class has possibilities. A liberal and narrowly economic definition of citizenship

298

Gendering Transformations

does not exist in hegemonic position, as in the US, but is being integrated with the social and democratic aspirations of the European states that are its members. This could present new opportunities for gender politics. The terrain of the EU could be as promising as all its potential suggests or as dangerous as the sum of all the risks it poses. As the EU both widens in scope and deepens in its reach into more and more areas of policy, the actual outcomes for women may well depend on the vigor and effectiveness with which organized efforts to frame gender equity issues develop. Because the EU still has the status of an experiment in the making, the energetic use of effective frames by feminist advocacy networks may well turn out to the key factor explaining whether it is the more optimistic or the more pessimistic scenario that prevails. Remembering that framework involves active and engaged effort to define situations as real and remediable, the outcomes may lie in European women’s own hands.

1

Although I focus on differences, there are important commonalities between the United States model of gender and the European one, and important differences within Europe as well. As a legacy of nineteenth and twentieth century feminist mobilizations, gender equality has effectively become part of what defines any country or policy as “modern”. This is an important gain. Moreover, in both Europe and the US, the management practices of transnational corporations, international treaties, and UN declarations all help to institutionalize new discourses about what is fair, efficient, productive, and reasonable. But they do so against a background of national differences and local struggles in which feminists and others are actively framing concepts such as “gender mainstreaming”, “affirmative action”, “women’s rights”, “equality” and “diversity”. Mieke Verloo (2005) is directing an important study (MAGEEQ) of such framing in six selected EU member states; see also comparisons of paired states such as Hobson (2003). 2 Insofar as feminism has become identified with the Democratic Party in the US, this is likely to change. But such partisan alignment is relatively recent in the United States, and the Democratic Party is still far from being a “left” party in European terms.

References Allen, A. T. (1991). Feminism and Motherhood in Germany 1800-1914. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press. Agustin, L. M. (2004). At Home in the Street: Questioning the Desire to Help and Save. In E. Bernstein and L. Shaffner (Eds.), Controlling Sex: The Regulation of Intimacy and Identity (pp. 67-82). New York: Routledge. ——— (2005). Migrants in the Mistress’s House: Other Voices in the ‘Trafficking’ Debate. Social Politics 12 (1):96-117. Bacchi, C. (1996). The Politics of Affirmative Action: Women, Equality and Category Politics. Thousand Oaks: Sage Publications. ——— (1999). Women, Policy and Politics: the Construction of Policy Problems. Thousand Oaks: Sage Publications. Balibar, E. and Wallerstein, I. (1991). Race, Nation, Class: Ambiguous Identities. New York: Verso.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

299

Cichowski, R. (2002). “No Discrimination Whatsoever”: Women’s Transnational Activism and the Evolution of EU Sex Equality Policy. In N. Naples and M. Desai (Eds.), Women’s Activism and Globalization: Linking Local Struggles and Transnational Politics (pp. 220238). New York: Routledge. ——— (2004). Women’s Rights, the European Court, and Supranational Constitutionalism. Law & Society Review 38 (3):489-512. Collins, P. H. (2001). Like One of the Family: Race, Ethnicity and the Paradox of United States National Identity. Ethnic & Racial Studies 24 (1):3-28. Edelman, L., Riggs-Fuller, S. and Mara-Drita, I. (2001). Diversity Rhetoric and the Managerialization of Law. American Journal of Sociology 106 (6):1589-1641. Ferree, M. -M. (1993). The Rise and Fall of Mommy Politics: Feminism and Unification in (East) Germany. Feminist Studies 19 (1):89-115. ——— (1995a). Making Equality: The Women’s Affairs Officers of the Federal Republic of Germany. In D. Stetson and A. Mazur (Eds.) Comparative State Feminism. Thousand Oaks: Sage Publications. ——— (1995b). Patriarchies and Feminisms: The Two Women’s Movements of Unified Germany. Social Politics 2(1):10-24. ——— (2003). Resonance and Radicalism: Feminist Abortion Discourses in Germany and the United States. American Journal of Sociology 109 (2):304-344. Ferree, M. -M., Gamson, W.A., Gerhards, J. and Rucht, D. (2002). Shaping Abortion Discourse: Democracy and Public Sphere in Germany and United States. New York: Cambridge University Press. Fodor, E. (2005, February). Really So Different? A Comparison of Discourses on Working Women in East and West Europe. Paper presented at the conference on Gender Politics and the EU, University of Pennsylvania. Fraser, N. and Gordon, L. (1994). On the Genealogy of Dependency: Tracing a Keyword of the United States Welfare State. Signs 19 (2):309-336. Freedman, J. (2004). Increasing Women's Political Representation: The Limits of Constitutional Reform. West European Politics 27 (1):104-123. Gamson, J. (1995). Must Identity Politics Self-destruct? A Queer Dilemma. Social Problems 42 (3):390-407. Gamson, W.A. (1992). Talking Politics. New York: Cambridge University Press. Gerhard, U. (2001). Debating Women’s Equality: Toward a Feminist Theory of Law from a European Perspective (Allison Brown and Belinda Cooper, Trans. from German). New Brunswick, NJ: Rutgers University Press. Glenn, E. -N. (2002). Unequal Freedom: How Race and Gender Shaped American Citizenship and Labor. Cambridge: Harvard University Press. Grossmann, A. (1995). Reforming Sex: The German Movement for Birth Control and Abortion Reform, 1920-1950. New York: Oxford University Press. Hobson, B. (2003). Recognition Struggles in Universalistic and Gender Distinctive Frames: Sweden and Ireland. In Recognition Struggles and Social Movements: Contested Identities, Agency and Power (Ed.). New York: Cambridge University Press. Holst, E. (2005). Frauen in Führungspositiones – Massiver Nachholbedarf bei grossen Unternehmen und Arbeitgeberverbände. Deutsches Institut für Wirtschaft: Wochenbericht 72(3):49-57. Holzer, E. (2003). Borrowing from the Women’s Movement for Reasons of National Security: Discourse, Political Opportunity and the European Court of Justice. Master’s thesis, University of Wisconsin. Jenson, J. and Saint-Martin, D. (2003). New Routes to Social Cohesion? Citizenship and the Social Investment State. Canadian Journal Of Sociology-Cahiers Canadiens De Sociologie 28(1): 7-99.

300

Gendering Transformations

Knocke, W. (2000). Migrant and Ethnic Minority Women: The Effects of Gender Neutral Language in the EU. In B. Hobson (Ed.), Gender and Citizenship in Transition (pp. 139155). New York: Routledge. Lens, V. (2003). Reading Between the Lines: Analyzing the Supreme Court’s Views on Gender Discrimination. Social Science Review 77(1):25-50. Lovecy, J. (2000). ‘Citoyennes a part entiere’? The Constitutionalization of Gendered Citizenship in France and the Parity Reforms of 1999-2000. Government and Opposition 35 (4):439-462. Moeller, R. (1993). Protecting Motherhood: Women and the Family in Postwar West Germany. Berkeley: University of California Press. Morgan, K. (forthcoming). Whose Hand Rocks the Cradle? The Politics of Mother’s Employment in Four Nations. Stanford, CA: Stanford University Press. Offen, K. (2000). European Feminisms, 1700-1950: A Political History. Stanford, CA: Stanford University Press. Roth, S. (2004). One Step Forwards, One Step Backwards: the Impact of EU Policy on Gender Relations in Central and Eastern Europe. Transitions/Revue des Pays de l’Est 44(1):15-28. Scott, J. (1996) Only Paradoxes to Offer: French Feminists and the Rights of Man. Cambridge: Harvard Univerity Press. Snow, D. and Benford, R. (1988). Ideology, Frame Resonance and Participant Mobilization. In B. Klandermans, H. -P. Kriesi and S. Tarrow (Eds.), From Structure to Action: Comparative Social Movement Research across Cultures (pp. 197-217). Greenwich, CT: JAI Press. ——— (1992). Master Frames and Cycles of Protest. In A. Morris and C. Mueller (Eds), Frontiers in Social Movement Theory (pp. 133-155). New Haven, CT: Yale University Press. Snow, D. and Corrigall-Brown, C. (2005). Falling on Deaf Ears: Confronting the Prospect of Non-Resonant Frames. In D. Croteau, W. Hoynes and C. Ryan (Eds.), Rhyming Hope and History: Activists, Academics and Social Movement Scholarship (pp. 221-238). Minneapolis: University of Minnesota Press. Stetson-McBride, D. and Mazur, A. (1995). Comparative State Feminism. Thousand Oaks: Sage Stone, D. (2002). Policy Paradox and Political Reason: The Art of Political DecisionMaking. New York: Norton. (Original publication 1988) Stratigaki, M. (2004). The Cooptation of Gender Concepts in EU Policies: The Case of “Reconciliation of Work and Family”. Social Politics 11(1):30-56. ——— (2005). Gender Mainstreaming vs. Positive Action – An Ongoing Conflict in EU Gender Equality Policy. European Journal of Women’s Studies 12(2):165-186. Verloo, M. (2003). Reflections on the Dutch Case in Gender Mainstreaming. In H. Steiner and I. Tetschert (Eds.), Gender-Mainstreaming- Eine Strategie zur Verringerung der Einkommensdifferenzen zwischen Frauen und Männer? Vienna. ——— (2005). Studying Gender Equality in Europe. European Studies Newsletter of the Council for European Studies 34(3/4):1-3. Vogel, L. (1993). Mothers on the Job: Maternity Policy in the United States Workplace. New Brunswick: Rutgers University Press. Walby, S. (2004). The European Union and Gender Equality: Emergent Varieties of Gender Regime. Social Politics 11(1):4-29. Williams, F. (2003). Contesting ‘Race’ and Gender in the European Union: A Multi-layered Recognition Struggle for Voice and Visibility. In B. Hobson (Ed.), Recognition Struggles and Social Movements: Contested Identities, Agency and Power. New York: Cambridge University Press.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

301

Woodward, A. (2004, April). Images of diversity. Paper presented at the conference on Gender Mainstreaming, University of Leeds, UK. Zippel, K. (2004). Transnational Advocacy Networks and Policy Cycles in the European Union: The Case of Sexual Harassment. Social Politics 11(1):57-85. ——— (2005). The Politics of Sexual Harassment: A Comparative Study of the United States, the European Union and Germany. New York: Cambridge University Press.

Conservative Parties and the Political Decision-Making Participation of Women in Southern European Countries Antonia M. Ruiz Jiménez Universidad Complutense de Madrid, Spain

How many women are out there in politics? In order to gain an initial approximation of the dynamics of women’s political participation in Southern European countries, the evolution of women’s representation in national parliaments will be examined1. Graph 1 shows the percentage of women in national parliaments (lower chambers) in Greece, Italy, Portugal and Spain between the years 1980 and 2004. As a general trend, it can be noted that the percentage of women MPs (Members of the Parliament; MPs hereafter) has increased in all countries between 1980 and 2004, most notably in Spain and with the least clear shift in Italy. As can be seen, Spain stands out as the country with the highest percentage of women MPs for most of the period. Since the mid-1990s this figure has been over the 15% threshold, which constitutes the critical mass needed for women to have an impact in setting the political agenda and affecting public polices; only in 1999 was there a punctual backward movement. Since 2000, the percentage of female political representation in the lower chamber has continuously been over 25%, and in 2004 it exceeded 35%. Portugal is the only other country that has increased the percentage of women over 15% since 2000. Nonetheless, the difference between Spain and Portugal has been impressive, ranging from approximately 10 points until 2004 and subsequently above 15 points. In Greece, the percentage of women MPs has increased very slowly, with two notable rises in 2000 and 2004, although the percentage has remained below the 15% threshold. In Italy, the percentage of women in parliament decreased between 1997 and 2002, when it started to rise again. However, the percentage has not reached the mark of 1995, and it is well below the 15% threshold (see Graph 1). As another general indicator of women’s participation in political decisionmaking, one can also look at the percentage of women in nation-wide governments. Graph 2 shows the percentage of senior female ministers. It can be seen that the percentage has been quite low in all countries, and no clear trend can be found. However, Spain stands out again as the country with the highest percentages, especially since 2004 when it surpassed the 40% mark (see Graph 2). In summary, it seems that women’s participation in political decision making has increased slightly in most southern European countries since the mid-1990s. However, the trend has been more notable in some cases than in others: it has been higher in Spain and

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

303

lower in the rest of the countries. On the other hand, all the national governments in the countries analyzed here have included women since 1994.

Rightist parties and women’s political participation in Spain and other southern European countries Underneath these aggregate percentages of female political participation, there are other interesting and notable differences. Spain is the only country in which the parliamentary groups of the right include more or less the same percentage of women MPs as those parliamentary groups of the left. As can be seen in Graph 3, this is in sharp contrast to other countries and, as I have argued in other works2, a relevant factor explaining the global difference in the percentages of female political representation in these four southern European countries. Consider the following, in 1996, the percentage of women elected through the Spanish rightist party AP-PP (Alianza Popular-Partido Popular; AP-PP hereafter)3 (14%) was larger than the percentage of women elected in some leftist parties, such as the Greek socialist party PASOK (by ten points), or averaged with them (only three points lower than in the Italian Democrats of the Left – DS, and one point higher than the percentage on the Portuguese socialist party – PS); and was of course much higher than the percentage of women elected through Greek, Italian and Portuguese conservative parties. Similarly, in 2000 the percentage of women elected through PP’s (Partido Popular, PP hereafter)4 electoral list (25%) was 14 points higher than the percentage of women elected through the Greek socialist party (PASOK) and 7% higher than the percentage in the Greek communist party (KKE); it was also five points higher than the percentage in the Portuguese socialist party (PS). If attention is paid to the evolution of women in government, what is again interesting to note in the case of Spain is the fact that the percentage of women has continued to increase even under the conservative governments of PP (1996-2000 and 2000-2004), despite a backward movement registered in 1999. This party, which had been carrying out a campaign to attract female votes, inaugurated its first mandate in 1996, in which it claimed that is was the government with the highest number of women in the history of Spain up to that point in time, and also gave extensive publicity to this fact. I have also suggested that the AP-PP ‘contagiated’ from the left, increasing the percentage of female political participation in order to compete for female voters with the Spanish socialist party (PSOE). However, the same did not happen in other southern European countries. My explanation is that, if leftist parties are pro-active and favor women’s political participation, the extent to which other parties (including also rightist ones) will follow that strategy (or will ‘contagiate’) will depend on those leftist parties’ capacity to effectively set (or influence) the agenda. Most notably that capacity will depend on whether leftist parties’ are in or out of office (and also on their electoral support), and the need of other parties (including rightist groups) to compete for votes. This situation has been different in Spain as well as the other three southern European countries analyzed here. The AP-PP failed to participate in any government early after the transition, while conservative parties in other southern European countries took part in them (see Table 1). This may

304

Gendering Transformations

explain why conservative leaders in Spain have promoted women’s political participation to a higher level, since they felt more under pressure to compete for the vote of women than conservative leaders in Portugal, Italy or Greece. Also, and at the same time, the socialist party in Spain (PSOE) would have had a pro-active attitude in Spain regarding gender issues in general, and female political participation in particular (Threlfall, 2005). Seen from the leftist perspective, one can argue that leftist parties in Portugal, Italy and Greece could not influence the agenda to the same extent that PSOE did/does in Spain (even if they had tried to the same extent, which does not seem to be the case) because they have not enjoyed the same electoral success. Furthermore, competing parties in these countries have had little incentive to follow leftist parties, since they were not especially successful. From the perspective of the right, conservative parties in Greece, Italy and Portugal have taken part in governments quite early after transition, and have enjoyed better electoral success than the AP-PP in Spain (Table 1). Thus, in the first place, they have had more capability to influence the agenda than leftist parties; secondly, since they have had enough electoral support even to occupy the government, the incentives to compete in new dimensions, initially favorable to the left, would have been scarce. Interviews with parties’ leaders seem to confirm the hypothesis above. PP leaders did explicitly recognize that their changes on gender issues followed the objective of improving the perception and evaluation of the party among women. They believed that women perceived and evaluated the socialist gender policies more positively than those of the AP-PP, and that this had electoral costs for the APPP. In fact, 57% of the interviewees pointed out that the main reason for ideological change regarding gender issues was to appeal to the female electorate. Among the population groups in which the party had to improve its presence was, precisely, among women. … To me, and the surveys demonstrated it, there is a better perception of the policies that the PSOE addresses to women, better than the perception of AP-PP’s gender policies [in its program]. (Interview No 11) This is an electoral market ... that means one has to sell and place its product in the market ... And I think that this has been essential, but both for the PP as well as the PSOE ... You need to gain the support of 50% of the electorate who are women. (Interview No 37)

The Portuguese rightist PPD-PSD (Partido Popular Democrático-Partido Social-Democrata; PPD-PSD hereafter), having being in office earlier and for longer periods than PP, offers a good contrast. This party has understood that there is no electoral market for gender policies in Portugal, neither among women nor among the society at large. Thus they have lacked electoral incentives to increase women’s political representation, among other issues. According to the leaders interviewed, “the female agenda was never an important question within the PPD-PSD”5, and there is no certainty about the “extent to which the Portuguese female electorate, of the population as a whole, is sensitive to gender issues”6. Also, since they have been a governing party for most of the period analyzed here, they have neither felt pressured to look for new voters in general, nor for the female voters in particular. In fact, most of the leaders interviewed within the PPD-PSD did not know about their

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

305

electoral support among women, neither did they have any awareness of having lost electoral support among female voters. Only two persons were aware of any change among this electorate7. According to the interviewees, since the 1995 legislative elections and 1996 presidential elections, women had voted for the Portuguese socialist party (PS) to a larger extent than for the PPD-PSD, thus damaging the party. However, this perception was quite limited. The following section of the paper slightly changes focus. It centers on women’s self-perception as female politicians, trying to discover if they see themselves as being representative of other women’s interests, and/or promoters of feminist legislation, and also whether they are more suitable for this type of work than male politicians. Conservative women in Spain and Portugal have been selected for analysis, since the comparison allows an exploration of how this percentage of women affects their self-perception and impact on politics, as well as to the extent to which conservative ideology is an obstacle for the development of this kind of gender political identity.

Female conservative politicians’ self-perception in Spain and Portugal Previous findings on women’s political impact From a theoretical point of view, the idea that changes in the condition of women would only take place when women themselves participate in politics gained support first among the suffragists in the nineteenth century8. During the 1960s and 1970s, however, there was a thought-provoking debate about how advisable it was for women to participate within conventional political structures, calling into question whether political parties were the right vehicle to reach the objectives of the feminist movement9. Nevertheless, the second wave of feminism also understood that the increase of women’s participation within political parties, and within politics in general, would benefit women as well as the society as a whole (Guadagnini, 1993:178; Jenson and Sineau, 1994:249; Randall, 1987:81-82). Since the last part of the 1980s, the issue of women’s political participation attained relevance again within feminism (Lovenduski, 1996:3). It has opted for a participation that allows women to introduce gender differences in the ways of doing politics (Arniel, 1999; Buker, 1999:148-152; Wilkinson, 1997). From an empirical point of view, evidence exists regarding the peculiarities that characterize men and women in the holding of public responsibilities. Davis (1997: chapter 2) and Thomas (1994) have pointed out that women tend to see themselves as representatives of other women and, probably because of this, they also promote more legislation related to gender issues than men10. Skjeie (1993) noted that in Norway the increase in women’s participation within the parliament has produced a change in political parties’ point of view, especially regarding the compatibility of professional and familial life, social and welfare policies, environmental questions, and family matters. This conclusion is similar to that reached by Norris and Lovenduski (1989) and Norris (1996:95-104) regarding the UK. Skard (1980) has confirmed that there were female deputies within the Norwegian Parliament who initiated 90% of the debates related to women’s legal, economic, and social

306

Gendering Transformations

situations, between 1960 and 1975. She also showed that the percentage of debates on gender issues increased simultaneously with the escalation of female participation within the parliament. Gelb (1989) has pointed out that day-care would not exist in Sweden without the pressure exercised by the Democratic Women’s Federation. These differences seem to hold for women both on the left as well as the right hand side of the ideological spectrum, and among those women who participate within conservative parties (Davis, 1997: Chapter 2; Thomas, 1994; Norris, 1996:95). Notwithstanding the hypothetically higher capability or sensitivity of women to understand and represent gender questions, several studies have indicated that the probability of influencing the agenda and public policies depends more on the percentage of women’s representation within political institutions: the larger the percentage of representation in parliaments and government, the higher women’s capability to influence the legislation11. There is a threshold under which the political impact of women is negligible. Kanter (1977:209) fixed this threshold at 15%; below this a minority group would experience pressures on its behavior, social isolation, and hindrances in obtaining certain roles. Dahlerup (1988) points out that for women to be able to change politics in any significant way, they have to first reach a critical mass within political positions. This number should be between 15 and 30% of representation (see Yoder 1991). Thus, in those situations in which women are under the 15% threshold of representation, they would be forced to participate following male behavior, since their association with gender questions exclusively could hinder their political career within their parties12. Even if women do not play any specific role regarding gender issues, their presence alone can affect the salience of those questions that concern them (Davis, 1997:26-27) and thus, influence public policies indirectly.

A comparison between female politicians in AP-PP and PPD-PSD The comparison between PPD-PSD and AP-PP confirms that the percentage of women participating has an impact on their willingness and ability to influence partisan policies. In fact, it has been seen that even after notably increasing the percentage of women, in 1999 this remained in the Portuguese PPD-PSD below the hypothesized threshold of 15%.13 The consequence is that women in the PPD-PSD have been constrained in their promotion of gender policies. In contrast, women within the AP-PP have been more numerous and able to act as a lobby within the party. In this sense, women within the AP-PP have a clear self-perception as representatives of females’ interests, and more able and suited to understand gender questions than male politicians. Instead of just adopting a clear partisan ideological discourse, these women were critical of their own party regarding gender issues. Up to 60% of leaders interviewed in the AP-PP pointed out that it was obvious that women had a special sensitivity to specific issues and “contrary to men, an inclination to defend other women”14. Accordingly, it was stated that “no one can show and talk about women’s needs better than women themselves”15 or that “when women are in politics they have a different vision ... neither better nor worse, but different than that of men”16. In the same vein, the under representation of women in

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

307

other spheres was given as the cause for women’s rights being frequently neglected. This affected not only politics17, but also labor unions18. Want it or not, parties are machist ... and, in fact, it is very hard for us, women, to get initiatives, such as this one approved, [or] that the political group takes them into consideration and include them [in the program]. ... Many times women ha[ve] different visions on some topics. … if you are in equal conditions to discuss with men, then these topics go on. Even though they may think in other topics, because they do not feel these [gender issues] are so important (Interview No 8).

Besides their special sensitivity to gender issues, 48% of the leaders interviewed in the AP-PP recognized that in fact women have played a significant role in the promotion of gender policies within the party. Only 8% of those interviewed said that women had not always, nor necessarily, played a significant role. As understood by the interviewees, in the AP-PP women have been the ideological avant-garde, that is, they have taken on the leading role regarding gender policies19, especially from relevant positions within the party or the government20. In fact, women consider it crucial to occupy these relevant posts in order to be able to “influence, coordinate and designate strategies” related to gender issues in an effective way21. They think that the “larger the number of women in relevant posts, the better the result will be”22. From the moment that there are women in those relevant representative positions ... directive positions, representative positions, in positions with decision power within their party, it follows that there are important issues that they can promote, that is: the role of women in Spanish society, women’s incorporation into the labor market, the problems of women housekeepers ... that is, any thing that can affect women. (Interview No 38)

It has already been shown how the percentage of female participation has recently increased in the AP-PP over the critical mass threshold of 15% within the party and as MPs. Women have also occupied relevant roles within the government. This may have allowed them to influence the party in a way different from women within the PPD-PSD, as will be seen below. Moreover, women have influenced the AP-PP through speaking in European and international women’s meetings and conferences. Speaking on behalf of their party, they have forced their president, or the administrative core, to behave according to their declarations made in forums of the highest relevance (Beijing Forum, European Commission). An unexpected factor that has been revealed as quite important in the developing and maintaining of gender policies within the AP-PP has been women’s participation within the female organization Women for Democracy (Mujeres para la Democracia; MpD hereafter), ideologically related to the Spanish conservative party. It has been pointed out (Lovenduski, 1993) that the existence of some kind of female organization either linked to or independent from the party has had a positive impact on the incorporation of women and gender policies within partisan organizations. Usually, these organizations have helped the initiative of campaigns in favor of gender equality and the opening of debates on gender roles within the

308

Gendering Transformations

parties. These strategies are more effective when accompanied by women’s participation within the parties’ administrative core, or what Lovenduski (1993) labels as “dual strategy”. Corrin (1999:179) adds that these types of organizations facilitate a faster progress of women in politics and their political objectives. However, if women work only in realms traditionally considered to be preoccupied with “female questions”, an autonomous organization may contribute to the marginalization of women’s resources and capabilities. The “dual strategy” referred to by Lovenduski (1993:9) can be found within the AP-PP. A women’s organization exists that is ideologically close to the party, many of whose affiliates work within the political structure of the AP-PP. Thirty-two percent of the interviewees did consider the organization MpD quite relevant in the evolution of gender issues within the party. The influence of the party takes place through indirect channels, exerting pressure as a female lobby23. One of the channels more relevant in this process is the double militancy of many women: 30% of those affiliated with the MpD also militate within the party, many of them in positions of authority24. Many of these women also participated in the National Commission for Women, in the parliament, and the government. They brought gender issues to these institutions and exercised pressure for those issues to be taken into account25. Electoral programs and government programs are written, but they are not written by Women for Democracy (MpD), because MpD is not really the female section of the party, but it influences, and a lot, these [gender] programs and policies. (Interview No 10). What happens is that, yes, in our organization there are women that belong to the PP, or with responsibility posts within the party. And, in fact, there are women that have come out of this organization and had occupied high responsibility posts within the party ... They are there, dealing with politics, as I tell you the influence is both direct and indirect, since ... we defend gender issues that the PP does not, or that it did not, but later the PP has assimilated these issues as their own. (Interview No 9)

In contrast, in Portugal women’s incorporation into politics within and through the PPD-PSD has been far more restricted. The number of interviewees within this party who thought that women have a special or higher sensitivity toward gender issues, and therefore are more capable of representing women’s interests, is significantly lower than the same percentage within AP-PP. Up to 48% said that women within the PPD-PSD had not always, nor necessarily, had a relevant role in the promotion of gender issues, in contrast to the 8% who shared this opinion in the AP-PP. There is reluctance among PPD-PSD women to work on gender topics due to the perception that such a “defense of women’s problems is damaging”26. In contrast to the use of power that women within the AP-PP exercise to promote gender issues within the party, “the largest part [of PPD-PSD women], when they reach important positions, they have to behave as men and pretend that they do not care about women’s questions”27. Thus women prefer to “discuss the issues that everybody else discusses, instead of always emphasizing their concerns about gender issues, no matter how fair these might be”28. One of the reasons identified as causing difficulties for the promotion of gender issues within the party is the low

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

309

participation of women within politics29, and the lack of a critical mass of women to help bring these issues into the political agenda. Because there is no critical mass within the party, or within the Assembly [of the Republic], ideas are much more difficult to bring into the political agenda, and women put great effort and obtain very little reward in return for their efforts, and that may also undermine their confidence ... If there were many more women within the party, many more women in the Parliamentary Group in the Assembly, probably these issues would strengthen and reach the political agenda. (Interview No 19)

On the other hand, the PPD-PSD has also lacked a women’s organization similar to the MpD in the AP-PP that made a “dual strategy” easier for the PPD-PSD’s women. Initially, there was an attempt to create a “Vice-rectorate for Women”, during the presidency of Sá Carneiro (1974-1979). Even though it did not work very well, PPD-PSD women regarded its creation as positive30. Later on, during the presidency of Cavaco Silva (1985-1992) there was a new endeavor to create a group of Social-Democrats Women. It belonged to the so-called Studies’ Cabinet that was in charge of writing the party’s programs. According to some of the women who belonged to that group, although they did not have a formal status, they were very active and the party listened to them31. However, it seems that the organization was, overall, a tool for partisan mobilization as well as the ideological promotion of the party among PPD-PSD women, as one of the party’s presidents acknowledged32. After the presidency of Cavaco Silva, the activity of the Social-Democrats Women has been virtually non-existent33. In contrast to the winning over of responsibility posts by Women for Democracy in Spain from which they pressure for gender policies, the same strategy is not at work in the case of the Social-Democrats Women: “the representative of Social-Democrats Women in the Consultive Council for the Female Condition almost never shows up”,34 and if she does show up, she is not authorized by the party to speak on its behalf.35. The low percentage of incorporation of conservative women within the PPDPSD and in politics in Portugal, as well as the absence of a women’s organization to help women develop their political careers and objectives, may have also had an impact, and together with other factors, explains the fact that gender policies are more conservative within the PPD-PSD than the within AP-PP.

1

In countries with lower and higher chambers, only the lower chamber is taken into account for the purpose of comparison. 2 Ruiz Jiménez (2002, 2005). 3 Alianza Popular was re-founded as Partido Popular in 1989. 4 After 1989, when Alianza Popular (AP) was re-founded as Partido Popular (PP), the Spanish conservative party is referred to by its current name, PP. When referring to a period including both denominations I shall use AP-PP instead. 5 I-25. This system of quotation refers to interview number 25. All interviews are referred to in the same manner. Since interviews were given under the condition of anonymity, this is a

310

Gendering Transformations

way to ensure it. A complete list of the party’s leaders interviewed and transcriptions will be made available for purposes of replication or verification upon request to the author. 6 I-17. 7 I-15, I-16. 8 See Lovenduski and Norris (1993:1), Lovenduski (1996:3), Arneil (1999:156-163), Randall (1987:68) and Darcy, et al. (1994:15). 9 See Escario et al. (1996), Nelson and Caver (1994), Guadagnini (1993), Jenson and Sineau (1994), Appleton and Mazur (1993), Lovenduski (1994), Norris and Lovenduski (1993), Lemke (1994) and Kolinski (1993). Norway and Sweden are the only exceptions, since their women’s movements always agreed that the conquest of political power was a fundamental strategy to reach the objectives of the feminist movement (Van der Ros, 1994; Skjeie, 1993; Sainsbury, 1996). 10 See also O’Regan (2000:23), Darcy et al. (1994:16). 11 See Thomas (1994), Wilford (1996:43), Norris (1996:94-95), Bystydzienski (1995:67-69), and Darcy et al. (1994:182-183). 12 See Carrol (1994), Lovenduski (1986), Gelb (1989), Norris (1996:94-95), and Dobson and Carroll (1991:30). 13 Interviews took place between 1998 and 2000 in Spain and Portugal. Therefore, I compare the analysis taking into account the percentage of female politicians in each country between those years, although the rightist PPD-PSD in Portugal has recently surpassed that 15% threshold. 14 I-1. 15 I-39. 16 I-43. 17 I-8. 18 I-6, I-9. 19 I-11, I-12, I-36. 20 I-13, I-12. 21 I-5, I-43. 22 I-8. 23 I-39. 24 I-5. 25 I-12, I-4, I-11. 26 I-17, I-18. 27 I-17. 28 I-35, I-15. 29 I-20. 30 I-18, I-24, I-29. 31 I-32. 32 I-32. 33 I-29. 34 I-17. 35 I-15.

References Appleton, A. and Mazur, G. (1993). Transformation or Modernization: The Rhetoric and Reality of Gender and Party Politics in France. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 86-112). Thousand Oaks: Sage.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

311

Arniel, B. (1999). Politics and Feminism. Oxford: Blackwell. Buker, E. A. (1999). Talking Feminist Politics. New York: Rowman and Littlefield Publishers. Bystydzienski, J. M. (1995). Women in Electoral Politics. Lessons from Norway. London: Praeger. Carroll, S. (1994). Women as Candidates in American Politics. Bloomington: Indiana University Press. Corrin, C. (1999). Feminist Perspectives on Politics. London: Longman. Dahlerup, D. (1988). Form a small to a large minority: women in Scandinavian politics. Scandinavian Political Studies, 11:275-98. Darcy, R. S., et al. (1994). Women, Elections and Representation. Lincoln: University of Nebraska Press. Davis, R. H. (1997). Women and Power in Parliamentary Democracies. Lincoln: University of Nebraska Press. Dobson, D. and Carroll, S. (1991). Reshaping the Agenda: Women in State Legislatures. New Brunswick: Rutgers University Center for the American Woman and Politics. Escario, P. et al. (1996). Lo personal es político. El movimiento feminista en la Transición. Madrid: Ministerio de Asuntos Sociales, Instituto de la Mujer. Gelb, J. (1989). Feminism and Politics: A Comparative Perspective. Berkeley: University of California Press. Guadagnini, M. (1993). A ‘Partitocrazia’ Without Women: The Case of the Italian Party System. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 168-204). Thousand Oaks: Sage. Jenson, J. and Sineau, M. (1994). The Same or Different? An Unending Dilemma for French Women. In B. J. Nelson and N. Chowdhury (Eds.), Women and Politics Worldwide (pp. 243-60). New Haven: Yale University Press. Kanter, R. M. (1977). Men and Women of the Corporation. New York: Basic Books. Kolinsky, E. (1993). Party Change and Women’s Representation in Unified Germany. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 113-146). Thousand Oaks: Sage. Lemke, C. (1994). Women and Politics: The New Federal Republic of Germany. In B. J. Nelson and N. Chowdhury (Eds.), Women and Politics Worldwide (pp. 261-84). New Haven: Yale University Press. Lovenduski, J. (1986). Women and European Politics. Contemporary Feminism and Public Policy. Massachusetts: University of Massachusetts Press. ——— (1993). Introduction: The Dynamics of Gender and Party. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 1-15). Thousand Oaks: Sage. ——— (1994). The Rules of the Political Game: Feminism and Politics in Great Britain. In B. J. Nelson and N. Chowdhury (Eds.), Women and Politics Worldwide (pp. 298-310). New Haven: Yale University Press. ——— (1996). Sex, Gender and British Politics. In J. Lovenduski and Norris, P. (Eds.), Women in Politics (pp. 3-18). New York: Oxford University Press. Lovenduski, J. and Norris, P. (1993). Gender and Party Politics. London: Thousand Oaks: Sage. Nelson, B. J. and Carver, C. A. (1994). Many Voices But Few Vehicles: The Consequences for Women of Weak Political Infrastructure in the United States. In B. J., Nelson and N., Chowdhury (Eds.), Women and Politics worldwide (pp. 737-57). New Haven: Yale University Press. Norris, P. (1996). Women Politicians: Transforming Westminster? In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Women in Politics (pp. 91-104). New York: Oxford University Press. Norris, P. and Lovenduski, J. (1989). Women Candidates for Parliament: Transforming the Agenda? British Journal of Political Science, 19:106-15.

312

Gendering Transformations

——— (1993). Gender and Party Politics in Britain. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 35-59). Thousand Oaks: Sage. Randall, V. (1987). Women and Politics. An International Perspective. London: MacMillan Education. O’Regan, V. R. (2000). Gender Matters: Female Polymakers Influence in Industrialized Nations. London: Praeger. Ruiz Jiménez, A. M. (2002). Mecanismos del cambio ideológico e introducción de políticas de género en partidos conservadores: el caso de AP-PP en España en perspectiva comparada. Madrid: Instituto Juan March de Estudios e Investigaciones. Serie: Tesis Doctorales, 36. ——— (2005). Spain, the Unexplained Paradox of Female Political Participation in Southern European Countries. Southern European Society and Politics (submitted). Sainsbury, D. (1996). Gender, Equality, and Welfare State. Cambridge: Cambridge University Press. Skard, T. (1980). Utvalgt til stortinget. En studie i kvinners frammarsj og menns mart. Oslo: Gyldendal. Skjeie, H. (1993). Ending the Male Political Hegemony: The Norwegian Experience. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Gender and Party Politics (pp. 231-262). Thousand Oaks: Sage. Thomas, S. (1994) How Women Legislate. New York: Oxford University Press. Threlfall, M. (2005). Towards Parity Representation in Party Politics. In M. Threlfall, C. Cousings and C. Valiente (Eds.), Gendering Spanish Democracy (pp. 125-164). London: Routledge. Van der Ros, J. (1994). The State and Women: A Troubled Relationship in Norway. In B. J. Nelson and N. Chowdhury (Eds.), Women and Politics Worldwide (pp. 527-43). New Haven: Yale University Press. Wilford, R. (1996). Women and Politics in Northern Ireland. In J. Lovenduski and P. Norris (Eds.), Women in Politics (pp. 43-56). New York: Oxford University Press. Wilkinson, H. (1997). No Turning Back: Generations and the Genderquake. In G. Mulgan (Ed.), Life After Politics: New Thinking for the Twenty-first Century (pp. 32-40). London: Fontana. Yoder, J. D. (1991). Rethinking Tokenism: Looking Beyond Numbers. Gender and Society, 5:178-92.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

313

Graph 1 Percentage of Women MPs in National Parliaments in Greece, Italy, Portugal and Spain, 1980-2004 40 35

Percentage women

30 25 20 15 10 5 0 1980

1987

1995

1997

Greece

Source:

1998 Italy

1999

2000

2001

Portugal

2002

2003

2004

Spain

1997-2000, Inter-Parliamentary Union (http://www.ipu.org/wmne/arc/claissif010197.htm) accessed 09/02/05; 1987, 1995, United Nations Statistic Division (http://unstats.un.org/unsd/demographic/products/indwm/table6a.htm), accessed 10/02/05); 1980, UNECE (http://w3.unece.org/stat/gender.asp). Own elaboration.

314

Gendering Transformations

Graph 2 Percentage of Female Senior Ministers in Greek, Italian, Portuguese and Spanish Governments, 1994-2004

Percentage senior female ministres

60

50

40

30

20

10

0 1994

1998 Greece

Source:

2000 Italy

Portugal

2004 Spain

1994, 1998, United Nations Statistic division (http://unstats.un.org/unsd/default.htm); 2000, 2004, European Database (http://europa.eu.int/comm/employment_social/women_men_stats/out/ measures_out416_en.htm). *The percentage for the year 2000 in Portugal is taken from European database: women in decision making (Isabel Romao), http://www.db-decision.de/CoRe/Portugal.htm (accessed 09/02/05), and is actualized to the date 20/03/01. *The percentages of Spain are taken from the Women’s Institute in Spain (http://www.mtas.es/mujer/MCIFRAS/PRINCIPA2.HTM, accessed on 10/02/05).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

315

Graph 3 Distribution of women MPs in parliamentary groups by ideology. Percentage of women in parliamentary groups over total seats in Greece, Portuguese, and Spanish national parliaments, 2001

Spain

Portugal

Greece

0

2

4

6 Left

8 Right

10

12

14

16

Others

Note: This is the result aggregating the percentage of female MPs elected by different parties, according to my own classification of parties as belonging to the category of left, right or other. In Greece, the leftist group included PASOK, KKE and SYN; while the right was formed by the ND. In Portugal, the leftist group was formed by the PS and the PCP, the rightist one by the PPD-PSD and the CDS-PP, and the category other by PEV (green). In Spain, I included within a leftist category: the PSOE and the IU; within a rightist one: the PP; and the category of other included: CIU (nationalist), PNV (nationalist), CC (regionalist) and MPs belonging to the MIX groups (MPs elected from different parties with small representation which do not reach the minimum threshold to form a parliamentary group).

Source:

European database: women in decision making. Greece: Fotini Sianou (http://www.db-decsion.de/CoRe/Greece.htm, accessed 09/02/05); Portugal, Isabel Romao (http://www.db-decision.de/CoRe/Portugal.htm, accessed 09/02/05); Spain, Carlota Bustelo and Ana Chillida (http://www.db-decision.de/CoRe/Spain.htm, accessed 09/02/05). Own elaboration.

316

Participation of conservative parties in government in Greece, Italy, Portugal and Spain, 1974-2000

1974 1975 1976 1977 1978 1979 1980 1981 1982 1983 1984 1985 1986 1987 1988 1989 1990 1991 1992 1993 1994 1995 1996 1997 1998 1999 2000

Table 1

Gendering Transformations

IT: DEMOCRACIA CRISTIANA GR: NEA DEMOKRATIA PT: PPD-PSD

C.L. NEA DEMOKRAT. SP: AP-PP

Engendering Political Spaces: The National and the Transnational Hilary Footitt University of Stirling, Scotland

Political spaces Space, the spaces of politics, where politics is located, has always been of key importance to feminists, with longstanding debates about the dichotomies of public and private spaces. In the past decade, there has been a resurgence of research interest in the democratic spaces of formal politics, interest which has largely centred on the implications for women of what has been called the “Politics of Presence” (Phillips, 1995) – broadly speaking, the descriptive representation of women (having a certain number of women enhances democratic legitimacy), and the substantive representation of women (the expectation that women in democratic spaces will act as and for women). Underlying these debates has been the implicit assumption that more is better, that more women in politics will inevitably produce change – an assumption given scientific patina with the term “critical mass”, a term borrowed from nuclear physics and US organizational studies. The suggestion is that a qualitative shift in politics will take place when women exceed a proportion of about 30% (Dahlerup, 1988). With this (unproven) assumption in the background, a considerable amount of research effort has gone into two main areas. The first area is that of constitutionalizing women’s access to politics (through preparatory surveys counting participation, the introduction of party quotas, and constitutional parité amendments), all of which try to influence the process by which critical mass may be achieved. Secondly, research work has examined the results of women’s presence in political spaces when it reaches close to or beyond the 30% mark, assessing the outputs of women’s activity, and asking whether having women representatives actually does make any difference to women. The first of these –constitutionalizing women’s access to formal politics in national parliaments and assemblies– does not of itself seem to visibly change the spaces of national politics. Firstly, of course, democratization will not necessarily and inevitably lead to more women in parliaments. Indeed, many of the new European Union (EU) accession states have found that the effect of democratization in their countries has been to make their parliaments even more male: “As the parliaments acquired a measure of real power, so women moved out” (Watson, 2000). Even when the results of elections have produced percentages of female representatives over the magic 30%, the evidence so far is that the presence of women is still extraordinarily low in electoral processes. The national spaces of

318

Gendering Transformations

campaign politics, regardless of the actual results, seem to remain largely femalefree zones. Thus, in several countries where the percentage of women elected was over 30% in the 2004 European elections, the actual visibility of women in the media during the campaign period (one month preceding the elections) was relatively slight, as gauged by the percentage of articles in the press in which women were quoted, or where women were the main focus1. In France, for example, where the parité amendment requires European elections to have strict alternation between male and female candidates (commonly known in France as “chabada”, a reference to the musical theme of the Claude Lalouche film, Un homme et une femme), 33% of representatives elected were female, but only 9% of press articles during the campaign quoted women, and in only 0.7% of articles were women the main focus. In other words, women may get elected, but their presence in electoral terms, within the national spaces of politics, as represented by media coverage, appears to be extremely small. The spaces of national politics still seem to be overwhelmingly male. The descriptive approach, constitutionalizing equal access, in fact concentrates on process, on the means of gaining access to a space which in effect has already been constituted by masculine traditions and long-standing male representation. In this work, access to the political space is important. Redefining and reconceptualizing the spaces of politics is not. Perhaps as a response to the relative disappointment of descriptive representation, more recent scholarly attention has focused on the substantive aspect of women’s representation: what is the output or the effect of having women representatives? Does having more women actually make any difference at all? In the UK, for example, these questions have led to two types of work. Firstly, assessments of the legislative contribution of women, with the litmus test of the extent to which ‘women-friendly’ legislation is passed in parliaments which have a 30% or more female representation. The second, and arguably more innovative research, has been qualitative in type, looking at the input end of the cycle, asking how women see themselves and their roles in politics, and how they perceive their activity within the framework of gendered political environments (Childs, 2004). In general, all of this work has focused on national contexts. Neither of the approaches –the descriptive constitutionalizing, or the substantive qualitative studies– explicitly interrogates spaces of politics that are other than the national. However, as we know, globalisation, cyberspace, and the realisation that transformations affecting the personal and emotional spheres go far beyond the borders of any particular country have all led commentators to develop a much more fluid notion of what actually constitutes the political spaces we inhabit. Citizenship definitions struggle to accommodate these new complexities, from Lister’s (1997) multi-layered definition, through Meehan’s (1993) multiple construction, and YuvalDavis’ (1997) dynamic contested resource. The geographies of the spaces we inhabit as political beings are clearly in flux. As citizens, we live in a space whose contours are neither fixed nor sure. This paper suggests that one way of extending the debates on women and politics may be by problematizing the space itself, taking an approach which deterritorializes issues of women’s representation, and moves the discussion away from an axiomatic link between the space of politics and a space delineated by the nation-state.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

319

The European Parliament As a contribution towards this deterritorializing strategy, I want to try transposing the women and politics debate from the national to the transnational, by examining women in the only transnational formal site of democratic politics which we currently have, that is to say the European Parliament. As Behnke (1997) suggests, the European Union (EU) arguably has a number of advantages as far as problematizing political space is concerned. The EU both presumes a national citizenship constituted by the nation-state, and produces a new context for citizenship from which the nation-state itself is absent. Within the EU, the directly elected European Parliament (EP) is a particularly attractive site to look at women and political spaces. As well as being a unique transnational site of formal politics, it is also one which has an overall representation of women (currently around 30%) higher than the female representation in many of the national parliaments. Additionally, since the formation of its Women’s Committee in 1984, the EP has had a robust reputation for taking issues relating to women very seriously. Importantly, this transnational space is very differently ordered from that of national parliaments. Party political structures in the EP are relatively weak: members belong to national political parties, but sit in transnational political groups. Party control of the individual Member of the European Parliament (MEP) is thus considerably less than in national assemblies, and the opportunity for the representative to play a personal role in the Parliament is commensurately higher. Above all, unlike most national parliaments, the European Parliament is still developing and changing its membership, structures and rules. It has none of the long-established traditions of its national counterparts, and indeed is still evolving, committed to embracing self-evolution and system change. This point about examining gender and politics in spaces, which are themselves self-consciously evolving and in transition seems to me to be key. As Lovenduski and Randall have argued, it may actually be when the rules of politics are being contested, and when there is an opportunity to change structures, that women are more likely to be able to enter politics on what might be described as rather more their own terms (1993:174). This paper seeks to examine the ways in which a current transnational site of politics appears to be being engendered. Two types of documentation are used: firstly, interviews which were conducted with 60 women MEPs (approximately 41% of the directly elected 1994 female cohort) from 12 EU countries (Belgium, Denmark, France, Germany, Greece, Holland, Ireland, Italy, Luxembourg, Portugal, Spain, the UK). As far as possible, the sample of MEPs selected was a reflection of the percentage of female MEPs in each of the major transnational political groups in the 1994 Parliament, so that an approximate political balance in the sample could be achieved. Secondly, the paper uses a corpus of 1208 speeches given in the EP plenary sessions by both men and women from the same 12 countries. All the data were analysed as discourse, through a structured linguistic analysis methodology. The paper’s principal objective is to find out how women engender a transnational political site, in terms of the ways in which they inhabit the space as women and representatives, and in terms of the ways in which they imagine the political processes in which they are operating. Firstly, how do women representatives inhabit a transnational space? Do they perceive themselves as

320

Gendering Transformations

behaving within it as women? How do they see their role as political representatives? How do they understand citizenship, and what is their relationship within the space of politics to the citizens they represent? Secondly, how do women representatives imagine the site of politics? What sort of metaphors do they use to describe the political processes in which they are engaged, and is this language noticeably different from that of their male colleagues?

Inhabiting a transnational political space When the women MEPs in this sample were asked whether their sex affected their work in the European Parliament, 75% of them (45/60) said that they perceived a difference between a man’s and a woman’s relationship to the political process. However, actually defining the nature of this self-perceived difference in any meaningful and shared way was problematic. Some women MEPs identified the male/female difference as a matter of the particular gaze women brought to politics – woman saw things differently from men. In practice, though, it was clear that the focus of this gaze varied from one woman to another. Some MEPs spoke of women as having a broad-sweeping contextualist approach: “the moment of glancing around, taking everything in. That is typical female … the different approach of women, it is all embracing”2. For other female MEPs, the gaze was one which took in details rather than the broad sweep of issues. Some MEPs, however, identified the male/female difference as being a matter of voice rather than of gaze. It was the manner in which women contributed to the political process rather than the distinctive ways in which they might see and formulate issues. Again, however, as with the gaze, there was no real agreement as to what constituted this woman’s voice in politics. For some women, the female voice was simply one which operated in harmony: “I am less interested in scoring for the sake of it, and more in consensus. Searching for a consensus perhaps is a feminine trait”. For others, the woman’s voice was short and sharp, notable as much for its brevity as for its harmonious tone: “Women speak less and act more. They have no time to waste on endless bla bla”. Still other women, all socialist, argued that what made women representatives different was not their ways of seeing or of speaking, but rather their positioning, their inevitable location as marginal and as outsiders: “women had no presence for centuries, and therefore they can understand people who are not present”. Overall, it was evident that whilst a majority of the interviewees believed that their identity as women did affect the ways in which they inhabited the political space, the basis for a shared female understanding of how political space was actually engendered by women is very low. Rather than the self-perceptions of women MEPs about the nature of their engagement with politics, it may be more productive to look at the languages they use to narrate their roles as representatives in the European Parliament. The most frequent response to the question, “How would you describe the job of an MEP?” established a narrative frame which was not that of traditional political actor, but rather that of an interpreter. Here, transitive verbs (‘convince’, introduce’, ‘bring’) described an essentially bridging role, and verbs were largely taken from the register

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

321

of communication (‘convince’, ‘make the voice heard’). Noun vocabulary was made up of synonyms of the givers/receivers of information (‘people’, ‘outside world’, ‘citizens’, ‘interest groups’), or described the processes by which information was transmitted: ‘media’, ‘voice’, ‘interpreter’, ‘exchange programme’, ‘persuasiveness’, and so on. If we examine one of these responses in more detail, the ways in which the narrative is constructed become clearer: I see myself firstly as an exponent/interpreter of the expectations of the people of Europe … At the EP, we work with many different nationalities, none of which monopolizes power. We are lucky enough to be able to learn from each other in such a situation. What we try to do is to work together with women’s organizations as well as with employers’ associations, with women’s lobbies and with groups representing migrant women, but also upwards with national institutions. The aim is to try and get the Commission on our side in order to convince the Council of Ministers. Persuasiveness should be directed downwards –not only upwards, to the ministers– people need to be informed, convinced of the importance of more … cooperation. Within my own group of colleagues as well, I try to convince them of the need for systemic equality between men and women within the EU. In this extract, the MEP establishes a narrative frame which rests on the iteration of a series of verbs –“work with”, “try to get … on our side”, “convince”, “inform”– with their objects, either people to be convinced –“women’s organizations”, “employers’ associations”, “groups representing migrant women”, “Commission”, “Council of Ministers”– or issues to be advocated –“importance of more ... EU cooperation”, “need for systemic equality”. She describes herself at the beginning of the response as an “exponent/interpreter”, and positions herself in a model of advocacy that goes “downwards – not only upwards”. The emphasis in this narrative framework is on the voicing of views to and between different groups, with the MEP as a channel –‘interpreter’– of this voicing. This Interpreter Framework, it should be noted, was by far and away the most popular in the 60 responses, and the one that was shared by the widest number of nationalities (9 in total), and by all political groups, bar one. When women MEPS were asked what it was like to inhabit the transnational site as citizens (“What is citizenship in the context of the EU?”), 71% used vocabulary which was not taken from the traditional liberal democratic or civic republican definitions of citizenship with which we are more familiar in national terms. The majority of them used a language of citizenship intimately related to identity. Four of the MEPs indeed suggested that their own plural identities were specifically emblematic of European citizenship: “I was born in Germany, educated in Sweden, and am an MEP for Spain”. What is being represented here is not the notion of a strictly European citizenship, but rather of a plural identity, of overlapping identities, which are the basis of being a citizen in Europe. Even for those women who did not constitute themselves personally within a plural identity, citizenship was understood as something which was by definition linked to feelings of plurality, in the sense of a quality added to what you are already – replies like: “an added value”, “the feeling of belonging to a community which transcends national frontiers”, “you have a feeling towards all the others”. In these responses, inhabiting the political space of Europe was constructed in terms that related to personal identity, but also to an identity which was radically

322

Gendering Transformations

dependent on an ever-expanding and changing imaginative space. The key in this formulation was the notion of moving across frontiers of identity, either physically, or imaginatively: “It’s a question of opening new horizons”. Thus, for the majority of women MEPs in this sample, inhabiting the transnational space of the EU was understood in language which was very different from either the liberal democratic or civic republican traditions of citizenship. What was prioritized was the naming of plural and overlapping identities which moved over personal frontiers. The space was one in constant flux and change. Both physically and metaphorically, “Frontiers don't mean anything any more”. A comparison of the ways in which MEPs (both male and female), within this fluctuating space, established the grammar of their relationships with others –how they related to those whom they were representing– showed that there were distinctive differences between men and women. From an analysis of the corpus of Plenary speeches, it was evident that for both male and female representatives the naming of citizens, bringing them into the political discursive space as groups (consumers/producers, sectorial groups, etc), was key. Women, however, named the citizen, embodied the citizen, more frequently than men. Similarly, it was women who more frequently named the citizen as a minority – immigrants, discriminated groups etc. Above all, it was women MEPs who gave a presence to women in the EU: In the speeches studied, 84% of the examples of naming women came from female speakers. From the corpus of Plenary speeches studied, it would appear then that the political space of Europe would be relatively little gendered, and a good deal less embodied without the contributions of women MEPs. The relationship of MEP to citizen, representative to represented, was also described differently in these speeches by male and female MEPs. Male MEPs tended to place themselves most often in what one might describe as a ‘rights’ relationship with the citizen – a relationship based on a legal structure (“elected by citizens”), with notions of accountability (“judged by citizens”), and defence of rights and interests (“rights of citizens”, “interests of citizens”). Female MEPs more frequently placed themselves in a dialogic relationship with citizens, with the MEP engaged in listening (“consulted by the citizen”, “views shared by the citizen”), in being physically close to the electorate (“give access to the citizen”, “open up to the citizen”), and in receiving a response (“thanks from the citizen”, “celebrated by the citizen”). From the evidence of the interview and speeches’ data, it would appear that women inhabit a transnational site of politics in ways that are slightly different from men. Within the framework of an apparently frontierless political space, women MEPs personalize and gender the citizens more than men. As representatives, they seem more likely than men to have a relationship with those represented which is dialogic, based on notions of consultation and listening. Whilst there seemed to be no consensus among the female MEPs about what operating as a woman representative actually meant, the framing of their role (as interpreters and advocates), and the rather different positionings they gave citizens within the space of Europe, may suggest an engendering which relates as much to the languages of politics they speak as to their self-perceptions as women.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

323

Imagining the site of politics in a transnational space All sites of politics are essentially imagined spaces, and the manner in which we imagine them, the images through which we call the ‘political’ into existence are key elements in our narration of the political process. Some of this imagining, this framing of the business of politics, is achieved through metaphors. By identifying the often abstract processes of politics with domains that are more concrete, we frame what we understand politics to be in particularly significant ways. Cognitive linguists have argued for some time that we use metaphors as conceptual systems in which we understand and experience one thing in terms of another. In a political perspective, the metaphors we use to discuss issues in politics may be said to define situations, apportion roles to participants, and structure our understanding of outcomes and results. Looking at a political space as an ‘imagined community’ (Anderson, 1991:6) arguably focuses our attention on the ways in which representatives are helping to construct the imagined political site through their speeches. In order to explore the ways in which male and female MEPs imagined the transnational space of EP politics, 711 occurrences of metaphors in the Plenary speeches were analysed, and placed in 25 broad conceptual domains. Table 1 sets out the distribution of the most frequent of these domains, showing that there were three which constituted the most popular ones (40% of the total) for both men and for women (34% of all the metaphors used by women, and 38% for men). Two of these were the same for men and for women –fighting, medical– and one is different for each: parts of the body for women, and borders for men (see Table 1). The two that were the most frequently used by both sexes were politics imagined as a fight, and politics imagined in medical terms. As far as politics imagined as a fight is concerned, it is not especially surprising that men and women should use battle metaphors to describe the political process. Lakoff and Johnson pointed out some time ago (1980:4) that the conceptual metaphor argument is war is reflected in much of our everyday language. Deborah Tannen has indeed claimed that the battle metaphor is a particular characteristic of Western culture (1998:4). Table 1

Distribution of most frequent conceptual domains by gender

Domain Fighting Parts of the Body Medical Borders Fragments of a piece Machines Religion Sport

Female discourse (%) 13% 10% 7% 4% 4% 4% 4% 4%

Male discourse (%) 15% 5% 9% 9% 0.1% 6% 7% 5%

What was rather more interesting about this imagining was the different emphases which were given to this metaphor by men and by women. A more detailed analysis of the material suggested that there were three principal forms of

324

Gendering Transformations

the metaphor: politics as a fight against an undisputed evil (‘fight against fraud’); politics as an army war, with vocabulary taken from the register of the military (‘in the vanguard’, ‘rallied to the position’); and politics as a defensive fight (‘protecting’, ‘taking refuge in’). Table 2 suggests that men imagined politics more frequently than women in terms of a fight which was like an army war, with an identifiable set of enemies, battle plans drawn up, and manoeuvres made. Women more frequently than men imagined the struggle of politics as being a defensive fight, where what was at issue was primarily the good to be defended, rather than the enemy that threatened or the nature of the battle itself (see Table 2). Table 2

Percentage of types of fight metaphor by gender

Type of fight metaphor

Female fight metaphors (%)

Male fight metaphors (%)

Army war Defensive fight Fight versus evil

55% 31% 14%

74% 14% 12%

If the site of politics as conflict appeared to be imagined by men and women in slightly different ways, the representation of politics in medical terminology took distinct (and apparently gendered) forms. For men, politics tended to be imagined as a site of very major medical problems –“coronary disease”, “cancerous growth”, “psychosis”– where the problem itself and its disabling or addictive nature were what was important. For women, the business of politics was more frequently rendered in this domain as being a site of solutions –“palliative”, “antidotes”, “holistic approach”– with the emphasis on the viability of the solution, rather than the gravity and intractibility of the problem. The final brief examples of these different, and apparently gendered imaginings of the site of politics, could be seen in two of the domains which are peculiar to each sex: fragments of a piece for women, and borders for men. Of the occurrences of politics imagined as an integrated whole (fragments of a piece), 80% were provided by women MEPs. Issues are “one piece of a mosaic”, there is a “meshing of the national economies”, and regions have a “fabric”. In comparison, men very seldom used this domain of metaphor. Politics was more frequently imagined by them as a process which could be drawn within contours and boundaries, where the emphasis was on the forms which could be given –“no fixed contours”, “in the mould of”– rather than the integrated, linked nature of the issues of politics themselves. To summarise, the site of transnational politics which was being imagined by women was indeed rather different from that imagined by men. Women tended to conceive of politics as a fight which was less confrontational and more personal and defensive. They engaged with politics as in a site of cure rather than a site of problems, and they tended to emphasize the connectedness of issues rather than their containment within parameters.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

325

The transnational and the national The overall findings of this project (Footitt, 2002) indicate that there may be languages of politics in the European Parliament which are more typically spoken by women than by men. They are not spoken by all women, and they are not spoken by women alone, but there is evidence that many women imagine the site of politics in rather different ways from those of the male so-called norm, and that they inhabit the space of politics in the European Parliament in ways which are distinct. These conclusions may be seen as developing the insights provided in a national context by Lyn Kathlene’s work on the state legislature in Colorado. Kathlene argued, on the basis of a content analysis, and a noun frequency test, that women legislators tended to approach legislation with a world view that was, “connected and interacting … Their solutions were contextual, multi-faceted and long-term” (1998:21). It is important to distinguish what we might call these ‘directions of difference’ (Silverman, 1993:164) between male and female approaches to politics from the Carole Gilligan (1983) essentialist formulation of women’s voices. As Sarah Childs suggests, the point is not that all women as women will approach politics in the same way, but rather that many women in politics may share the same gendered experiences (2004:197), and that this may tend to produce understandings of politics which are different from those of men. From the evidence in this paper, such gendered experiences seem to produce slightly different ways of speaking about a representative’s job, about citizenship, and about the political process. What might be the implications of these findings from a transnational site as far as the role of women in national legislatures is concerned? A ‘leakage’ back – European to national– has, of course, already operated in terms of descriptive representation, where commentators and practitioners have drawn comparisons between the presence of women in the European Parliament and their absence in national parliaments. The parité movement in France, for example, has made telling use of the comparisons between female political representation in France and in France’s (then) 14 EU neighbours (Bataille and Gaspard, 1999; Guéraiche, 1999). Niilo Kaupi has indeed argued that the comparative numbers –European and national– could act as a possible catalyst for change at the national level (1999:339). Rather than descriptive representation of this sort, however, it may be time for us –in our national parliaments– to learn something about substantive representation from the ways in which women appear to engender a transnational political space. Perhaps we should be expecting leakage back from the European Parliament to national legislatures in terms of women’s conceptualisation of politics and political relationships. It may be that the insights about women and politics in the transnational can seep back into our debates on women in national sites of formal politics. An approach which notes that many women have developed particular ‘languages’ of politics in a transnational site may provide a basis for looking at the languages of politics women speak in our national parliaments, and encourage us to examine the ways in which they inhabit national political spaces. Rather than expecting critical mass to produce qualitative change, perhaps we should begin from what we have nationally, and start to listen to the ways in which women representatives currently understand and speak politics in the different gendered environments in which they find themselves. As Rodney Barker has

326

Gendering Transformations

argued: “new ways of thinking about politics are both the condition of and a feature of new ways of conducting politics. Thinking ‘about’ politics is to that extent better described as thinking politics” (2000:234).

1

A European Media Project on reporting gender-politics in the 2004 European elections: Reported in European Consortium for Political Research Conference, Women’s Panel, Budapest, September 2005.

2

All quotations are taken from the complete report of this research in Footitt (2002).

References Anderson, B. (1991). Imagined Communities. London: Verso. Barker, R. (2000). Hooks and Hands, Interests and Enemies: Political Thinking as Political Action. Political Studies 48(2):223-38 Bataille, P. and Gaspard, F. (1999). Comment les Femmes changent la politique et pourquoi les hommes résistent. Paris: La Découverte. Behnke, A. (1997). Citizenship, Nationhood and the Production of Political Space. Citizenship Studies 1(2):243-65. Childs, S. (2004). New Labour’s Women MPs: Women Representing Women. London: Routledge. Dahlerup, D. (1988). From a Small to a Large Minority: Women in Scandinavian Politics. Scandinavian Political Studies 11(4):275-98. Footitt, H. (2002). Women, Europe and the New Languages of Politics. London: Continuum. Gilligan, C. (1983). In a Different Voice: Psychological Theory and Women’s Development. Cambridge: Harvard University Press. Guéraiche, W. (1999). Les Femmes et la République: essai sur la répartition du pouvoir de 1943 `a 1979. Paris: Editions de l’Atelier. Kathlene, L. (1998). In a Different Voice: Women and the Policy Process. In S. Thomas and C. Wilcox (Eds.), Women in Elective Office (pp. 188-202). New York: Oxford University Press. Kauppi, N. (1999). Power or Subjection? French Women Politicians in the European Parliament. European Journal of Women’s Studies 6(3):329-40. Lakoff, G., and Johnson, M. (1980). Metaphors We Live By. Chicago: University of Chicago Press. Lister, R. (1997). Citizenship: Feminist Perspectives. Basingstoke: Macmillan. Lovenduski, J., and Randall, V. (1993). Feminist Politics: Women and Power in Britain. Oxford: Oxford University Press. Meehan, E. (1993). Citizenship in the European Community. London: Sage. Phillips, A. (1991). Engendering Democracy. Cambridge: Polity Press. ——— (1995). The Politics of Presence. Oxford: Clarendon Press. Silverman, D. (1993). Interpreting Qualitative Data. London: Sage. Tannen, D. (1998). The Argument Culture. London: Virago. Watson, P. (2000). Politics, Policy and Identity: EU Eastern Enlargement and East/West differences. Journal of European Public Policy 7(3):369-384. Yuval-Davis, N. (1997). Gender and Nation. London: Sage.

Gender and the Law: Notes for a Conversation Philomila Tsoukala Harvard Law School, USA

Introduction In 1996, Professor Kravaritou published her book on Gender and the Law, in which she discussed the marginal position of feminist approaches to law in Greek legal academia (1996:32, 166, 181). I have the impression that, almost ten years later and despite the important progress that the teaching of feminist thought has made in Greece, things have not changed much in the legal domain, despite the introduction of courses on “Gender and the Law” in the interdisciplinary Women’s Studies programs with the financial support of EU programs. In this presentation, I will focus my attention on some characteristics internal to Greek legal thought that will help us understand the current stalemate of feminist thought in the Greek legal scene as part of the larger problem of the formalism of both legal thought and legal education. I will do so by contrasting the characteristics of current Greek legal thought with post-realist American legal thinking, where feminist legal thought holds a very important position. I will also discuss the reasons for which I think it will be impossible for the interdisciplinary Women’s Studies programs to have any important impact on legal thought itself, despite their possibly important contributions to feminism in general. Before I delve into the methodological discussion (Part II of my presentation), however, I will offer an account of my own personal experience as a young student of law, which I hope will provide some of the sociological background that will help make the methodological characteristics of Greek legal thought more intelligible (Part I of my presentation). I will end this intervention by briefly discussing my own effort at trying to break with legal formalism through legal historical work and invite the rest of the panel to a discussion that we can hopefully sustain and carry on in the future as well.

Legal studies, feminist thought and legal formalism I began my legal studies at Aristotle University of Thessaloniki in 1994 during a period in which identifying yourself as a feminist was considered passé among the elites of urban students that set the tone for social and political relations in the university. The right wing students, whose party repeatedly carried student elections, operated in a self-satisfied universe of a victoriously rising ideology of neoliberalism. Its ranks consisted of urban kids, together with youth of the rural areas in the struggle for social ascendance. The structure and composition of the

328

Gendering Transformations

large socialist student party was identical to the right wing one. Students belonged to one or the other, depending on civil war family background,1 opportunistic calculations of membership, and sometimes even by sheer accident of first impressions and acquaintances. The parties were visible throughout the year through their maniacal competition for the organization of the best parties, the best island hotel deals, and the best social events. If you were a prominent member of either one you also increased your chances for a high grade from professors whose political aspirations in the university placed them in a position of dependency with the large and powerful student parties. Political discussion was not in the order of the day, despite intense party partisanship, except perhaps for the contributions of the left wing parties. These, however, consisted of a garden variety prewar Marxist parties whose stilted language sounded hollow to the majority of the students (who in turn adopted a “wake up, didn’t you see the Berlin wall collapse?” type of attitude). For the two major parties –right wing and socialist– the problem of patriarchal relations in Greece had been solved by the 1983 Civil Code reforms, which introduced the principle of formal equality in the Code. For the left wing parties, class analysis made gender almost irrelevant in accounting for social oppression. The invisibility of gender as a topic for discussion in the social and intellectual life of the law school was further consolidated by the law school curriculum itself. I believe the same is generally true even today. The curriculum aims at a gradual familiarization with the rules in the different chapters of the Civil Code as well with standard legal method more generally. Completion of the program produces legal technicians –from poor to excellent, depending on how seriously one has taken the course– who have had, however, minimal opportunities for giving a second thought to the multiple ways in which law can participate in the production, sustenance or legitimation of relationships of power. Courses such as philosophy or methodology of law are optional and often consist of a rather summary explication of the Kelsenian principles that are supposed to provide the foundations of our legal system, while even the basic elements of a liberal political theory are absent from the curriculum. Law is taught as a neutral and gapless system, which contains ‘in grain’ possibly all the answers to any legal problem, if one is proficient enough in legal method. Greek law more particularly is considered especially comprehensive since it contains a large number of general clauses, such as the “public morals”, which save the system from possible gaps. Despite the extensive presence of general clauses, which leave a wide margin of discretion for the judge to fill in the gaps, resolve contradictions, and decide what the law is, adjudication is not examined separately as an independent source of law. The civilian character of the whole system makes the idea of the judge as law maker appear not only implausible but also a grave violation of the principle of separation between the legislative and judicial branches. As far as gender is concerned, family law was the only place where you would hear about it; and this only as a problem of bequeathed inequalities long resolved by the 1983 Civil Code reforms. In this environment, the Group of Women’s Studies, which was created at the Aristotle University Law School during the previous decade, was doomed to marginalization, as Professor Kravaritou herself acknowledges (1996:32). An environment of “extreme loneliness” is how she describes the situation. I think that during my law school years, I never met a single

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

329

student, male of female, who joined the group. Most students had never even heard about the group’s existence. Historically, legal education has been considered the ideal site for educating not only future lawyers, but also, if not more so, public officials and cadres for the Greek administrative machine. The content of the law school curriculum should be understood against this background. To the extent that this goal remains the same, the law school curriculum fulfils its promises very well. It only starts to look like a huge waste when one considers the fact that law school attracts some of the best students from around the country, who are driven into law school by the promise of a better education and their own desires to transform society. For the student entering law school and looking for an intense educational experience, the path is usually one of gradual disillusionment and eventual accommodation with the situation. I remember that during my first semester of studies, I nearly quit law school when I discovered that the course that I had been eagerly waiting for entitled, “General Principles of Civil Law”, was not the theoretically interesting course that I had imagined, but an article by article examination of the first book of the Code entitled “General Principles of Civil Law” (which also happens to be one of the most technically difficult parts of the Code). What saved the day for me personally was the course, Constitutional Law, in which I was able to find elements of political theory and philosophy, which made the lectures worth sitting though, in contrast with the private law part of the curriculum. To be perfectly honest, it was also my professor’s personal charisma that gave the course its additional interest and transformed the usually desolate outlook of legal auditoriums. Even this professor, however, whose inspiration had kept my interest for the law alive, discouraged me from pursuing my interest in feminist legal thought any further later on in my studies. “These things are passé now, Philomila; what’s the use in writing about female presence in the Parliament?” was his reply when I informed him that I wanted to write my senior year paper on the issue of parity. After a little bit of confusion about what my next step would be, I decided to go to France to continue my studies in public law. With my professor’s encouragement –who was a lefty, by the way– I attended one of the most conservative universities in France, where aspiring Greek lawyers traditionally train in the jurisprudence of the French Conseil d’Etat. Parts of this jurisprudence can be found translated word for word in some of the decisions of the Greek Conseil d’Etat. My experience in France equipped me with a better understanding of academic research and writing, as well as a taste for the casuistry of administrative case-law, but did not deepen my understanding of law in its relationship to power structures and political projects, or law in its relationship to social realities. The rich tradition of French sociological jurisprudence was completely lost in a curriculum insisting mostly on the glorious case law of the French Conseil d’Etat, and on a survey of French constitutional history. I left the program drained of any desire to further pursue my interest in legal theory and feminist thought through academics. My experience would probably have been different had I attended a different university in Paris, but going to Assas (i.e., Université Paris II Panthéon-Assas) was the proper path for a Greek lawyer desiring an academic career in public law.

330

Gendering Transformations

At the end of my Master’s program in France, I gave up the idea of an academic career in law and applied to LL.M. programs in the US with a view towards acquiring the technical expertise that would allow me to find a good job as a legal practitioner. In the middle of my first semester at Harvard, I started discovering the paradoxical existence of top US law schools, where sophisticated theoretical courses coexist with highly technical profession oriented courses. During my LL.M. year I encountered more Locke, Kant, Habermas, Dworkin, but also Savigny, Demogue, Jellinek, as well as Marx, Saussure, Foucault, Derrida, than in all my previous years of study together. I also discovered the deep impact of feminist thought in American legal thought in general and the theoretical, political, and jurisprudential developments that made the thriving of feminist legal thought possible in the American legal scene. In the next part of this presentation, I will discuss some of the characteristics of the legal realist movement in American legal thought, which I think allowed for the emergence of feminist legal thought. There are, of course, many other reasons that have to do with the judiciary’s structure, and political, economic, and social realities that made the flourishing of feminist legal thought and practice in the US possible. I will focus my attention on the characteristics internal to legal thought, however, because I am interested in starting a discussion about the legal methodological interventions that one would have to undertake if one aimed at contributing to the development of feminist legal thought in Greece. I will be arguing that in order for feminist thought to even begin to be relevant for legal thought in general, we would first have to challenge the legal formalism of Greek legal thought, which is also reflected in the law school curriculum. I will not be pursuing this comparison with a view towards intensifying the feeling of desperate parochialism that has been haunting Greek legal thought ever since its very emergence. Nor is the purpose of this exercise to demonstrate how we could import wholesale a new type of jurisprudence that would save us from our own jurisprudential dead ends. Comparativists have argued well for the complicated nature of comparison. My purpose here is to highlight some of the characteristics internal to American legal thought that I believe were crucial in allowing feminism to take root in the legal field and whose absence from the development of Greek legal thought makes it more difficult for feminist thought to be accepted even as relevant to legal method by Greek lawyers. In doing that, I aim at moving the discussion on feminist legal thought beyond the accounts that attribute its weakness to male professorial prejudice alone. My objective is to provoke a theoretical discussion on the legal methodological steps that would have to be taken internally in the Greek legal field in order not only for feminist thought to flourish, but also for any type of approach that challenges the neutrality and coherence of the legal system.

Legal realism (à la grecque?) The characteristics of American legal thought that made the emergence and establishment of a feminist critique of the legal system possible can be traced back to the legal realist movement of the early twentieth century. Justice Oliver Wendell Holmes’ (1881:1) insistence on the idea that the “life of the law has been

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

331

experience” initiated the series of legal work of the twenties and thirties that challenged mainstream legal thought of the time. This mainstream had considered law as a rather closed and coherent system of principles based on reason. The blow was a crucial one because it meant a severe challenge to the idea that the work of the judicial branch of government was one of mere application of rules to specific cases. Judges were shown to be making discretionary decisions, and rules were shown to be open enough so as to allow for judges’ personal preference or politics to interfere in the final outcome of cases. Even though the legal realist movement died out after World War II, its impact has been profound. A number of influential jurisprudential movements of the seventies and eighties that challenged the idea of law’s neutrality and coherence, including feminism, trace their origins back to the teachings of the legal realists. Furthermore, the reconstructive post war legal theoretical developments in the US can be understood as an effort to overcome what has been called by Duncan Kennedy (1997) the “viral critique” of adjudication initiated by the realists. Even though post-war jurisprudential movements, such as law and economics, and critical legal studies, by no means claim universal acceptance within the legal academia, some of the partial understandings of law upon which they rest are widely shared among professors, judges, and legal practitioners and this is largely due to the influence of legal realism. Following is an indicative list of some of these characteristics that constitute a common understanding of the nature of law in the US: • Law is not a tightly closed and coherent conceptual system with potential answers to all legal questions contained ‘in grain’ within it. Often law is open, incoherent, or contradictory and the legal materials run out, in which case the judge is called upon to play a creative role, rather than one of a mere executioner of a predetermined rule. Legal scholars vary greatly as to what it is that finally guides the judges, as well as to what they think it is that judges should do. Law and economics scholars, for example, claim that the judges should rule for whatever solution to the case will be more efficient on the case at hand, and others disagree viciously with this position. No scholar, however, not even a Dworkinian one, would refuse the judge’s active and creative role in norm creation. • One of the most important contributions of the legal realists was their powerful analysis of the way in which judges regularly abuse deduction in deciding their cases, in the sense that they present their decision as involving a link of logical necessity between the low-level rule that they create for the case at hand and the general rule to be applied. Realists did the nitty-gritty work of going through judicial decisions and showing how in each case there was another possible interpretation of the general rule for the case at hand, that was equally plausible with the one finally chosen, so that the final choice between the two interpretations ceases to be dictated by logical necessity but emerges as a question of policy, which the judge has decided consciously in bad faith or unconsciously according to personal preferences that remained obscure even to her. Once the legal system had been opened to the possibility that judges not only decide cases but actually define policy, the question of the reasons and

332

Gendering Transformations

effects of a particular policy came to the foreground as an appropriate object of discussion for lawyers, legal theorists and students of law alike. This characteristic is reflected amply in the legal curriculum, where students are constantly asked to reflect upon the question of the desirability of a specific rule over another as a matter of policy. • Another very important characteristic of post realist legal thought is the understanding of law in conjunction with the informal norms that often regulate behavior in a law-like manner, despite their seemingly non- legal character. Law in books is not law in action, and law in action does not only consist of judicial case law, decisions of administrative boards and agencies but also of the norm oriented behavior of private parties. The interaction between these two different categories of norms, that is, formal legal rules on the one hand and informal social norms on the other, in shaping individual behavior constitutes one of the most interesting contributions of post realist American scholarship. An example of such work with particular relevance for feminism is Mnookin and Kornhauser’s work on the impact of legal rules in the out of court negotiation of divorce deals between the divorcing spouses (Kornhauer and Mnookin, 1979). • Finally, one of the most important contributions of the legal realists was their challenge to prevalent understandings of property and contract law as merely applying or reinforcing the private, therefore, autonomous will of individuals, as opposed to other types of law such as torts, which were seen as involving more intervention on the part of the state. The realists’ powerful challenge to contemporary divisions of law as public or private, based on the degree of alleged intervention by the state, set the scene for other jurisprudential movements such as critical legal studies and feminist legal thought, whose contributions further developed this particular realist insight. How is it that these traits (among others) can be said to have helped feminist legal thought to take root in the US? Once the legal system had been understood to be open to judicial discretion of one sort or another, it was easier for the feminists to come in and demonstrate the ways in which the legal system can not only be shown to not be neutral and coherent, but to be often constructed on patriarchal constructions of the world, which creep in even when the rules take on an appearance of generality and objectivity. Through sustained analysis of case law, feminists have shown how gendered understandings and interpretations of seemingly neutral principles have consistently disadvantaged women in a variety of different legal domains such as divorce, domestic violence, custody, employment and criminal law. So, for example, seemingly neutral rules about fault at divorce or post divorce maintenance were shown to be interpreted through gendered constructions of the roles of husband and wife, so that the wife’s adultery could be found to be penalized by courts more than the husband’s adultery; or the lack of consent required for a rape was demonstrated to be relying on a patriarchal understanding of what women’s consent should look like. One of the most powerful critiques of the feminist movement within the domain of law was to shake prevalent constructions of the public and the private spheres, showing how the judges’ invocation of the privacy of the family sphere had operated to protect patriarchal male prerogatives aimed at controlling women’s sexuality.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

333

They used a realist method of identifying circular or contradictory reasoning by criticizing the judicial decisions invoking the “privacy” doctrine which they were themselves constructing for denying protection to victims of domestic abuse. The legal realist movement therefore provided both a critical blow to the perception of the legal system as neutral, coherent and comprehensive and a powerful methodology for identifying the fissures where ideology can creep in. The feminists used this methodology to demonstrate that the legal system could be shown to be biased on a gender basis, even when it came to the application of seemingly gender neutral principles. Even though the feminist challenge to the neutrality of the legal system has been one of the most significant ones in the last fifty years from a legal theoretical point of view, the work of the feminists built upon the ground already conquered by the legal realists in the first thirty or so years of the twentieth century. Let us now turn to the difficult question of comparing the American with the Greek legal academic situation and trying to draw conclusions about the methodological interventions that would be needed for feminist thought to take root in the Greek legal scene. An immediate objection that could emerge against the attempted comparison could be that one cannot draw conclusions from whatever it is that has happened in the American legal system, because it is a system of common law rather than civil law, so whatever developments happened in the US cannot be of relevance for Greek legal thought. This is a common enough objection, which has not, however, taken seriously enough the critique of adjudication that has been formulated in the US for reasons that remain ideological and superficial rather than pertaining to any substantive obstacle that makes the comparison hopeless. It is common enough for civil law theoreticians to assert the comprehensiveness of the civil law as contrasted with the common law and to attribute the solidity of the realist critique to the chaotic nature of the common law which makes it easy to find gaps, conflicts and ambiguities, as opposed to the civil law. This stance, however, disregards the fact that any given article in the Civil Code is general enough to need interpretation by the courts, and that ultimately, it is these courts that decide what the meaning of the article should be. The good faith contract clause has no meaning unless it goes through the grinding process of judicial interpretation. This is especially easy to demonstrate in the case of the Greek Civil Code, whose large concentration of general clauses is often lauded for the flexibility it can give to our system. The ideological power of the Civil Code as a system of rules, however, draws attention away from the specific interpretation of these clauses by the courts, which law students usually encounter only in the form of extensive footnotes beneath the main text of their Obligations and Property textbooks. Since law and adjudication are clearly distinguished from legislative policy making, and the judges are not considered to be creating law (except in exceptional cases), the debate around the desirability of a specific judge-made rule as opposed to another rarely arises in the legal classroom. Similarly, since the court room application of legal rules rarely constitutes the main object of inquiry in the legal domain, the law in action constitutes a distinct field of inquiry, that of sociology of law, which is peripheral to the main curriculum, usually bypassed by most students and snubbed by mainstream legal theorists. How much of a difference can a focus on the application of legal rules by courts make in our understanding of the legal system? The work of Ms Aspasia Tsaoussis-

334

Gendering Transformations

Hatzis, provides a ready illustration that also happens to be relevant for feminism (Tsaoussis-Hatzis, 2003). In her PhD dissertation Ms Tsaoussis-Hatzis studied case law relating to article 1400 of the Civil Code on the “participation in the acquests” upon divorce, which, despite its gender neutral language, was specifically introduced in order to provide protection to divorcing homemakers. She discovered that the judges’ application of the clause resulted in less than one third of the increase in the other spouse’s property being adjudicated in favor of the divorcing homemakers, which means even less than the legal presumption of article 1400. This was largely due to the fact that the judges considered housework to be of almost no monetary value, or alternatively to be part of the legal obligations of the marriage contract on the part of the housewife. It may be argued by some that this is perfectly acceptable, and others may find that this application of the legal rule annuls the purpose for which the rule was adopted in the first place. In any case, we, as legal scholars and lawyers, cannot possibly have an intelligent discussion about the rule unless we know both the policies pursued by the rule in conjunction with how it is being applied by the courts and why. Nonetheless, the relevant material of the family law chapter in the Civil Code is still being taught, to the best of my knowledge, as a technical issue that students can master by solving a couple of “legal problems” in the form of hypotheticals. Students are being taught standard methods of monetizing the contributions of a homemaker and a market worker respectively without a shade of theoretical discussion over the hotly debated, and ultimately political, issues of the value of housework as compared to market work, the desirability of rewarding it, the possible effects in the career choices of husbands and wives, and the crucial role that law plays in the formation and sustenance of gendered social roles. In the best case scenario, at the end of the her family law course, the student will know how to provide a plausible answer to the question posed in the exam, without, however, being able to connect any of that knowledge to social realities, unless she has decided to go beyond the standard law school curriculum by taking optional courses such as sociology of law. At the end my family law course, my feminist professor had failed to even hint at the problematic character of article 1400 even if one takes the formal equality point of view. I think that a systematic analysis of case law and the highlighting of contradictions, gaps or ambiguities that the judges themselves fill in through conscious or unconscious decision-making are very good starting points for initiating a critique of prevalent understandings of law in Greece, even though it is surely not enough. Paying particular attention to law in action is a shift that is urgently needed in Greek legal studies, but it might mean much more than simply analysing case law in a more sustained manner than is currently undertaken in Greek legal scholarship. It may turn out that courts and the state legal system play a lesser role in generating norms that people consider binding upon themselves, than one would be led to believe by the legal theorist’s approach. Expanding our understanding of the legal system to include law-like behaviour outside of the narrow realm of the court can only enhance our understanding of the legal system itself and challenge the narrow conceptions of law currently circulating in law schools and courtrooms alike.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

335

This type of work will undoubtedly make us better legal theorists and even legal technicians, but another contribution of such work would be to bring back to the foreground the role that different political, ideological, economic and other projects play in the formation and reformation of our legal system, and to connect the legal system to the social arena, where actors meet, interact and often clash. All of the shifts that I am describing entail a change in philosophical and methodological approach and a shift that has to happen at the law school level itself. The theoretical dearth that characterizes the law school curriculum today and the predominantly technocratic character of the training stand in the way of the efforts of Greek jurists who are trying to influence the flow in another direction. Just as the success of American legal feminism as a jurisprudential movement depended on its potential for being accepted as relevant by the mainstream, so it is with the Greek case. This is precisely why I agree with Professor Kravaritou in that we need to look for an introduction of feminist thought in the law schools rather than the interdisciplinary women’s studies programs if we want to have any impact on legal thought and practice. The women’s studies programs have undoubtedly marked a turning point in Greek academia, but unfortunately they do not produce legal scholars. The additional point that I have been trying to further with my comments, however, is that even if we succeeded in introducing feminist thought in the law school curriculum, a wider methodological intervention would be needed for legal feminism to even become relevant for mainstream legal thought. Law students would need to be familiarized with the powerful critiques to mainstream legal thought challenging the idea of law as a closed, coherent system generating “correct” solutions to legal problems. These critiques were first proposed by French theorists of the late nineteenth century and their work was carried further by the legal realists and their heirs (Belleau, 1997). Law students would at least need to entertain the idea that law can and does participate in the creation and sustenance of relations of power in multiple ways and at least venture on an initial reflection on the contribution of law in the shaping of social realities. Otherwise, if courses on feminist legal thought are taught as an exotic comparative “other”, the average law student will still find it hard to comprehend the relevance of a feminist critique to legal method in general; and understandably so. What could the relationship between a political project be to a technical/scientific process such as the law? I will finish this intervention by briefly discussing my own project, which I am working on as part of my doctoral dissertation, because it illustrates another type of intervention that I think will help challenge mainstream approaches to law: namely, the historicization of our legal system. History helps us understand law as a process and a tool for negotiation among a variety of different social actors, with varying and often conflicting projects. This process is a constitutive part of our society, but is also produced by the forces operating in society itself. In my doctoral dissertation, I study the evolution of family law from the last period of Ottoman rule to the family law reform of 1983. In it I describe the constant negotiation of our family law norms, which contributed to a fundamental transformation of Greek society itself. More specifically, I discuss the ways in which the gradual consolidation of a body of rules that came to be identified with Greek family law contributed not only to the production of a Greek national identity out of the many possible existing alternatives, but to a consolidation of the Greek legal system as western through the

336

Gendering Transformations

production of a private and a public domain, in a country where the two were more or less indistinct in legal theory and practice. Contrary to a widespread belief that Greek family law reflects some alleged national character that could already be found in customs and which has remained more or less the same (that is individualist but still caring and communal), Greek family law norms have undergone a lot of change, which cannot adequately be captured in a progress narrative from feudalism to liberalism. My own preferred method for highlighting the relationship of law to social reality and politics is the historicization of our legal system. History helps us understand law as a process and a tool for negotiation among a variety of different social actors, with varying and often conflicting projects. This process is a constitutive part of our society, but it is also produced by the forces operating in society itself. In my work on the history of Greek family law, for instance, I try to demonstrate how existing scholarly agreements on the character of the Greek family are more dependent on existing negotiations between social actors rather than reflective of some allegedly historical national character. So it is, for example, that the current consensus of legal scholarship on the family as an institution whose economic functions are obsolete is an ideological construct that comes from a desire to place Greece alongside other western nations, rather than from any intelligible realities to this effect. The effects of this ideological construct, however, are quite significant, since the application of norms relating to divorce, for instance, are clearly influenced by such constructions. Similarly, when one reads the 1983 reforms as a complex negotiation between conflicting actors rather than as the triumph of the principle of equality, the result of the reforms emerges as a multilayered compromise that far from reflects a victory for the feminist agenda(s). The current deafening silence of a legal feminist project after the 1983 reforms then becomes more pronounced and problematic.

1

The Greek civil war took place roughly between 1945-1949, between the communist leaning guerillas who had fueled the Greek resistance movement and the conservative Greek government who was supported by the U.K. and the U.S. Beyond the grave cost in human lives the Greek civil war’s political impact was intensely felt arguably until well into the last century of the twentieth century. In my generation, students supporting the socialist PASOK party were likely to be coming from communist or communist leaning families or villages in the civil war era, and the inverse was true of students coming from conservative families or villages in the civil war era (they would support the New Democracy party). Often, the animosity was high because of a direct loss of someone in the family (usually a grandparent). On the overall impact of the civil war see, as a starting point, Mazower (2000), and Iatrides and Wrigley (1995).

References Belleau, M.-B. (1997). The “Juristes Inquiets”: Legal Classicism and Criticism in Early Twentieth-Century France. 379 Utah Law Review. Holmes, O.-W. (1881). The Common Law. Boston: Little Brown and Company.

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

337

Iatrides J. O. and Wrigley L. (Eds.) (1995). Greece at the Crossroads: The Civil War and Its Legacy. University Park, PA: Penn State Press. Kennedy, D. (1997). The Critique of Adjudication. Cambridge, USA: Harvard University Press. Kornhauer, L. and Mnookin, R. (1979). Bargaining in the Shadow of the Law: The Case of Divorce, 88 Yale Law Journal 950. Kravaritou, Y. (1996). Gender and the Law. Athens: Papazisis (in Greek). Mazower, M. (Ed.) (2000). After the War Was Over: Reconstructing the Family, Nation, and State in Greece, 1943-1960. New Jersey: Princeton University Press. Tsaoussis-Hatzis, A. (2003). The Greek Divorce Law Reform of 1983 and its Impact on Homemakers: A Social and Economic Analysis. Athens-Komotini: N. Sakkoulas.

The Role of Gender in the Legal Profession: Findings from Simulated Bargaining Games Aspasia Tsaoussi Athens Laboratory of Business Administration (ALBA), Greece

Introduction In the past two decades there has been a surge of scholarly interest in alternative dispute resolution as a viable alternative to the traditional, adversarial paradigm. A main strand in the present voluminous negotiation literature centers on gender, categorizing the differing bargaining experiences of groups or individuals along the lines of gender. A considerable body of theoretical and empirical work already exists, which demonstrates that in a variety of settings, men and women negotiate differently because they think differently, reason differently, argue differently (Tannen, 2001 [1990]), and behave differently (Gwartney-Gibbs and Lach, 1992; Kolb and Coolidge, 1991; Stamato, 1992; Watson, 1994). Why? This is because men and women have been either raised differently (the impact of gender socialization is emphasized in many studies) or simply because their ‘basic nature’ is different. In this paper, we aim to show that the performance of women as negotiators is not as influenced by the widely-held societal expectations of gender-appropriate behavior, as a sizeable part of negotiation literature suggests. Rather, the women lawyers in our sample displayed goal-oriented negotiating behavior that was determined primarily by individual characteristics (leading to the development of a particular negotiating personality and the adoption of a particular negotiating style), and secondarily by the group norms that dominate the Greek legal culture. Thus, rational choice and normative commitment are shown to be complementary processes (cf. Elster, 1989; see also Scott, 2000). Men and women as negotiators: “Different words, different worlds?”1 Feminist legal scholars have written at length along the lines of the sameness and difference debate, claiming that women seek connection and are not as individualistic as men. Extensive literature from different disciplines in the social and behavioral sciences shows that relationships play a more central role in the lives of women than in the lives of men. Here one can point to the bibliography that accumulated after Carol Gilligan’s (1982) seminal work on women’s “ethic of care” and men’s “ethic of separation” or turn to the work of radical feminists, especially

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

339

that of Catherine MacKinnon, emphasizing women’s systematic oppression by men in a hierarchical social system characterized by male supremacy. In diverse negotiation settings, women tend to refrain from asking for more than they are offered and settle for less than they need or deserve. This is why Babcock and Laschever (2003) point out that negotiation may be one of feminism’s final frontiers. Undoubtedly, persisting inequalities between the sexes continue to exist in western societies: more women in relation to men engage in low prestige and low paid work; fewer women participate in political life and/or assume decision-making roles; women continue to be overburdened with domestic responsibilities and childrearing duties (Hochschild, 1989); the economic and social significance of women’s unpaid work has been systematically undervalued. But there is general disagreement among scholars as to whether these inequalities stem from innate (cognitive and emotional) differences between the sexes. Those who concur with Gilligan’s thesis would concede that there are differences between men and women at the basic cognitive level: The way in which information is processed and evaluated is different between the two sexes. These theorists point to research showing that the gender differences in the cognitive processing of situations and problems begins quite early in a child’s development. For example, Sheldon (1993) demonstrated that there are marked differences in the way girls and boys resolve conflict before the age of four. The work of Deborah Tannen (1990) in the area of socio-linguistics follows in this tradition. She writes: For most women, the language of conversation is primarily a language of rapport: a way of establishing connections and negotiating relationships. Emphasis is placed on displaying similarities and matching experiences. … For most men, talk is primarily a means to preserve independence and negotiate and maintain status in a hierarchical social order. This is done by exhibiting knowledge and skill, and by holding center stage through verbal performance such as storytelling, joking, or imparting information. (ibid.: 77)

Many communication problems between the sexes are indeed attributable to cognitive differences. Tannen mentions the classic example of the different ways in which words like ‘yeah’ or ‘uh huh’ are used in conversation. For women, the words serve as an indicator that one is following the conversation, is still there, and connected to the speaker as in, “Yeah, I follow you.” For men, the terms signal agreement with the statements uttered by the speaker as in, “Yeah, I agree with you.” The import is simply that for women the most important thing in a conversation is to go along with the speaker, not to be assessing whether the speaker is right or wrong. For men, the rightness and wrongness is crucial; agreement and disagreement are ultimately what matters, not the story itself. But even within the feminist camp, there are different voices. For instance, Cynthia Fuchs Epstein (1997) makes a case against biological determinism, arguing that most differences in the patterned behavior of men and women come from formal and informal social controls. For example, in divorce proceedings, women have exhibited a tendency to “bargain away” their rights in order to get custody of their children and at the same time to avoid litigation. Ellis (1992) has suggested that women are likely to trade custody for money to avoid litigation because they are more risk-averse than their husbands. Singer and Reynolds (1988:515-518) have

340

Gendering Transformations

shown that women commonly enter into a range of financially disadvantageous property settlements in order to prevent challenges to the custody of their children. Moreover, there is empirical evidence that women do not seem to be very successful in negotiations regarding their property. Several explanations have been offered about women’s tendency to accumulate less property than men. For example, Rose (1995) has used game theory and the assumption that women have a greater “taste for cooperation” to account for this phenomenon. Grillo (1991:102) argues that because women seek connection through relationships to a greater extent than men do, they systematically fare worse because they trade their financial or custodial property to strengthen the relationship with their former spouses. It is a well-established axiom of negotiation theory that every negotiation rests on two pivotal axes: relationship issues and the object of the dispute (i.e., the stakes). When too much emphasis is placed on maintaining an amicable relationship with the other side, then inevitably less attention will be paid to the substantive issues that are at stake, leading to unsatisfactory outcomes (see Shell, 1999; Savage, et al. 1989). Furthermore, negotiators generally fare poorly when they fail to separate “the people from the problem” (Fisher and Ury, 1991), that is, “the relationships involved from the particular issues being considered in working out a business deal, solving a problem at work, bargaining with a merchant, or making decisions with a friend or family member” (Babcock and Laschever, 2003:116). In the work place, women’s negotiating style has been identified as a main reason accounting for their lower salaries. For example, Barron (1998) shows that when they negotiate, women are much less likely than men to use self-promoting tactics; they also make fewer offers and counteroffers. As a result, they end up with lower salaries when they compete with men for the same job. According to the findings of Kaman and Hartel (1994), men get more because they ask for more, are more confident of success, and employ a more active strategy than do women. The dynamics of interpersonal and intergroup conflict in organizations have also been shown to be divided along the lines of gender. Kolb and Putnam (1997) argue that most negotiation in organizations is modeled on a “masculine” paradigm and they challenge human resource professionals to develop and use processes that are more inclusive, creative, and empowering. To sum up, a central theme in the literature is that societal perceptions of genderspecific attributes play a decisive role when women negotiate with men or with other women. A man is expected to display typically masculine characteristics – to be self-confident, competitive, and to stand up under pressure. A woman is expected to be helpful, aware of others’ feelings, emotional, understanding, kind, etc. Gender perceptions constitute the basis for other explanations that have been put forth for the disparity in the negotiation performance of men and women. Kolb and Williams (2000) use a broader term (the “shadow negotiation”) that encompasses social relations and perceptions, webs of influence, as well as informal codes of conduct about the system2. The role of social norms and their impact on the bargaining process has also been explored by feminist economists (see, e.g., Agarwal, 1997).

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

341

Female lawyers in simulated negotiations: Some preliminary findings We analyzed the outcomes of simulated negotiating games conducted in a graduate course on “Negotiations for Lawyers”3. Some of these games were group exercises and engaged the lawyers to work together in small groups, making strategic decisions that shaped the nature of their relationship with other groups. But most games were role-play exercises, where lawyers negotiated in pairs that were selected at random, each in an assigned role. Usually they played the role of legal representative (e.g., acting as legal counsel for a client in a contract such as the sale of a house or the break-up of a company); in some cases, they negotiated directly, playing the role of buyer or seller, or of an employee negotiating for a raise in his or her salary. The research is ongoing, and it will be completed in autumn, 2005, when data will be collected for the fifth and final year. At that time, specially designed questionnaires will be distributed to the lawyers-negotiators, where the research hypotheses will be tested. The findings we are reporting today are thus preliminary, yet they are indicative of the orientation and the scope of the research. We chose to categorize our findings by applying a sameness and/or difference criterion. We will first discuss those findings which are indicative of gender differences between negotiators. We aim to show that even when such differences are present, they may be to a large degree attributed to cultural (and not biological) reasons. Next, we will present findings which demonstrate that the individual characteristics of negotiators exert a more decisive influence on negotiation outcomes than the current literature suggests. Differences between men and women at the negotiating table The self-perceptions of women negotiators in terms of their negotiating style were initially influenced by socially-constructed expectations of appropriate gender roles. In questionnaires distributed during the first session of the negotiations course, over half of all female respondents: • described their negotiating style as “soft” or “cooperative” • using Richard Shell’s typology (1999:9-12), characterized their negotiating personality as either “an avoider”, “a compromiser”, or “an accommodator” Between 30% and 50% of these self-proclaimed “soft” negotiators actually used tough bargaining tactics in simulated negotiations, such as bluffing, misrepresenting the other side about facts, authority or intentions (deliberate deception), and applying pressure tactics, such as setting deadlines and making escalating demands. Women were less likely to use psychological warfare against their negotiating partner of either sex. They were less likely to use threats and ultimatums (e.g., threats of walking out on the negotiation) or to launch personal attacks, engage in name-calling, etc. Women were on average more open to adopting problem-solving methods of negotiating. Men on average proved more resistant to changing the deeply ingrained “win-lose” mentality of the adversarial model.

342

Gendering Transformations

The men in our sample were on average more cautious about the risks associated with disclosing underlying interests to a party that is not familiar with or not willing to “create value” for both sides. If during a given negotiation, one party bluffs and lies about underlying interests and preferences, the other party who has been open and has honestly disclosed his or her preference will be disadvantaged as concerns the distributive aspect of the negotiation and will receive a smaller piece of the pie. The men were more afraid than the women of showing signs of vulnerability to the other party. They were quite convinced that a negotiator using the adversarial approach can take advantage of a negotiator who tries to engage in principled negotiation. Male lawyers were particularly interested in learning techniques that would allow them to negotiate effectively with ruthless, unprincipled or hardball negotiators “in the real world”. The women negotiators of our sample were on average more risk-averse than the men negotiators. These differing attitudes towards risk became a source of intense conflict while playing the simulated game of Oil Pricing. This finding is discussed by reference to the literature concerning the role of risk taking and gender on negotiation performance (see Craver and Barnes, 1999). Furthermore, research from the area of “risk assessment” (measuring people’s perceptions about the degree of danger posed by substances such as nuclear waste, asbestos, tap water, etc., activities such as sun tanning and public health, and security threats) indicates that men see situations as less risky than women (Slovic, 2000). Although both the male and female lawyers in our sample showed a similar propensity toward the use of objective standards during negotiation, when negotiating a simulated case from the area of contract law (The Bowling Ball Manufacturer), women negotiators came to the negotiating table better prepared to discuss a range of possible agreements. They also appeared to have a clearer understanding of the importance of negotiators having a variety of standards available to them during the negotiation (such as costs, efficiency, market value, moral standards, professional standards, precedent, prior practice and scientific judgment). This is the reason why woman-to-woman negotiating pairs reached win-win agreements more easily and in less time: than man-to-woman pairs (where men displayed a tendency to “dominate” the negotiation, albeit within the context of the principled negotiation method and despite specific instructions to employ the integrative strategies of the above-mentioned method); than man-to-man negotiating pairs (where negotiators had a greater likelihood of deadlocking, or they agreed on some principles and then got locked into a positional battle over which ones were more suitable to use in the particular case). Women were also more likely to use objective standards “as a sword and shield” (Fisher and Ury, 1991) at the negotiating table, i.e., to deflect a verbal attack by the other party by insisting on the use of objective standards. The women lawyers were on average more skilled at picking up non-verbal cues from the other party and generally more effective at communicating non-verbally. They were also more prone to empathetic forms of understanding (withholding judgment and active listening). Women were better than men at recognizing and understanding emotions (theirs and the other side’s). This is consistent with the findings of Watson and Hoffman (1996), who report that women have stronger feelings about negotiation outcomes

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

343

compared to men: Women tend to feel less satisfied regardless of the outcomes they achieve. In the group exercise of Oil Pricing, women lawyers exhibited a propensity to allow men to lead. During round 4 of this simulated game, the six- or eight-member teams were instructed to hold a private meeting, whose purpose was the nomination and “appointment” of a team representative. In over 70% of all cases, the women members “elected” men as their representative. In the class discussion that followed at the end of the game, the lawyers were asked about the criteria used to elect the representative. Answers varied from “he was the best speaker”, and “he already is our class president”, to “there are so many of us on the team, that we wanted to assign this role to him”. One cannot draw safer conclusions about this phenomenon, which may be attributed to a well-meaning chivalry on the part of some women. More competitive female lawyers who would have been willing to run for this office could have been pressured by the group to step down – and perhaps were cautious about revealing their leadership tendencies. In the literature, it has been documented that women and men have different styles of leadership (see Rosener, 1995). No doubt, gender norms play a decisive role here as well. Gender-neutral traits in negotiating behavior After being exposed to a variety of integrative bargaining techniques, the men and women lawyers who described themselves as “competitive” negotiators (a.k.a. as “tough” bargainers) developed a “competitive-but-principled” negotiating style, a peculiar fusion between their assertive attitude and the conscious effort to become “problem-solvers” capable of reaching mutually satisfactory, positive-sum game agreements. Both sexes were equally capable (or incapable) at overcoming problems based on perception and communication. Our study shows that the cognitive aspects of negotiation actually bridge sex differences, as long as lawyers use a principled method. In rule-based strategic games such as Oil Pricing, there were no discernible differences in the behavior of men and women (with one stark exception, which will be discussed below). In rule-based games, players interact according to specified (ex ante) “rules of engagement”. These rules might come from contracts, loan covenants, or trade agreements4. Trust was an element that was equally important to lawyers of both sexes. The norm of reciprocity was tested with the Ultimatum Game, revealing no discernible gender differences. An overwhelming number of respondents chose 50/50 divisions as the ones perceived as the most “fair”. Also, during contract negotiations, the mutual understanding that the parties would adhere to a strict code of ethics was considered to be of crucial importance for the creation of a good negotiating climate and for a successful outcome. In the same vein, the invocation of objective criteria such as “moral standards”, “precedent”, “business usage”, “widely accepted professional standards” was quite commonplace for both sexes. This finding confirms that when both sexes are subjected to the same (rigorous) legal training, they are no more or less likely to stray far from their professional code of ethics. In our sample, the young age of the lawyers is a factor that makes adherence to ethics stronger. As confirmed by classic sociological studies (see

344

Gendering Transformations

Howard Becker, 1961), young professionals are usually more idealistic – it takes a good number of years of practice to turn into a cynic! Men and women were equally likely to reach agreement in a shorter time period when negotiating with the same partner. Similarly, the agreement these negotiating pairs reached were both efficient and wise. Men and women were equally likely to exhibit the following traits during negotiation: • • • • • • • • • • • • • •

taking initiatives being assertive exhibiting confidence brainstorming different options resolving differences by overcoming problems of perception asking questions to reveal underlying interests discussing objective criteria (that are independent of the will of either party) establishing a good “working relationship” setting high goals searching for common ground (areas of shared interest) aptitude for “problem-solving” “dovetailing” (Fisher & Ury, 1991:73) drafting “yesable” propositions openness to adopting the integrative bargaining approach (either Fisher and Ury’s (1991) principled negotiation method or Richard Shell’s (1999)“information-based bargaining” method)

These characteristics were shown to be common to both sexes. Taken together, they fit the profile of the “cooperative antagonist”, to use Howard Raiffa’s classification (1982). Our preliminary findings thus suggest that the cognitive biases which have been shown to impact negatively on negotiation behavior (see generally Bazerman and Neale, 1992) are common to both sexes. The observable influence of cultural norms is also accounted for: the legal profession in Greece has been increasingly populated by women, with more accelerating rates in the past fifteen years. Over 60% of graduates from the country’s Law Schools (which are all integrated in the public university system) are women. In recent years, a “power culture” has developed among young female law practitioners. As a result, most women in our sample were not disempowered by their gender. Arguably, their young age (on average 25 years old) and the fact that they were negotiating without the actual pressure of social norms (cf. Hatzis, 2005) had an impact on the outcomes.

Reaching agreement without raised voices or hard feelings The overwhelming majority of successful negotiators in our sample were women. These negotiators effectively engaged “in a dynamic kind of relationship building that is inextricably yoked to successful advocacy” (Kolb and Williams, 2003:175). The principled negotiation method appeals to women lawyers because it allows them to turn their “feminine” attributes from handicaps to advantages. By using the

Έμφυλοι Μετασχηματισμοί

345

method and applying it in practice, inherently competitive women channel their drive into more constructive paths that include others, whereas inherently cooperative women draw strength from the wide applicability of objective standards. But perhaps the predominant reason why women lawyers do so well in simulated games has to do precisely with women’s inclination to forge relationships with other people. The primary insight of game theory is the importance of focusing on others – namely, allocentrism (Brandenburger and Nalebuff, 2003:64). In fact, one of the pivotal principles of strategic thinking, the principle of looking forward and reasoning backward (see Dixit and Nalebuff, 1991 for an in-depth discussion) can only be applied if the negotiator uses empathy, putting herself in the shoes of other players. To resolve disputes effectively, the lawyers in our sample were directed to systematically apply an interest-based approach. A focus on underlying interests can resolve the problems underlying a dispute more effectively than a focus on rights (litigation) or power (strikes, hostile corporate takeovers, wars) for three reasons: 1. It can help the parties identify which issues are of greater concern to one than to the other. The parties can then both gain by trading off issues of lesser concern for those of greater concern (see Fisher and Ury, 1991; and also Lax and Sebenius, 1986). 2. It generates a higher level of mutual satisfaction with the outcomes compared to rights-based or power-based approaches. Determining who is right or who is more powerful, with the emphasis on winning and losing, typically makes the relationship more adversarial and strained. Moreover, the loser often does not give up, but appeals to a higher court or plots revenge. 3. Even when there are many parties involved in the dispute, the costs of interestbased bargaining are far lower than the transaction costs of rights and power contests. The abilities that negotiation experts associate with excellent performance in business negotiations all involve cognitive skills. For example, Watkins (2002) describes business negotiations in terms of four tasks: diagnosis, shaping, process management, and assessment. Again, we should mention that outside a laboratory setting, a woman lawyer’s decisive tone, confident attitude, or assertive negotiating personality could be easily labelled as authoritative, harsh or domineering. It is easier for a man to tolerate (and even admire) leadership qualities in a woman when these are confined to a classroom. As Kolb et al. (2004:6) pointed out, “the image of the effective leader is still cut from masculine cloth”: Although we no longer draw on “great man” theories of leadership, the qualities frequently used to describe leaders –charismatic, strong, decisive, aggressive, authoritative– suggest that he remains alive and well in the folk wisdom about leaders. Yet it can be risky for a woman leader to draw on these apparently normal leadership qualities. Behavior perfectly acceptable in a male leader can seem discordant in a woman –overly harsh, too aggressive, uncaring. (ibid. 6)

346

Gendering Transformations

In the world of business, research has consistently shown that women often lack the presumption of credibility and competence when they assume a leadership role (see Rhode, 2003). Despite the greater than ever numbers of women among the executive ranks, Americans –male and female– still prefer to have a male boss (Simmons, 2001)5. Finally, Cynthia Fuchs-Epstein conducted a study of female lawyers and found that “men rely on school ties for later business opportunities, and women who lack such ties because they did not have male friends in school are disadvantaged in the process of rain-making later down the line” (1997:202).

Support from other research findings Our preliminary findings lend support to the work of other researchers, who have found that gender affects only self-expectations and not negotiation behavior. In 1994, Watson (1994) analyzed eight studies on negotiation and concluded that gender did not affect negotiation behavior or outcomes, but it did affect participants’ feelings. Women felt less confident when negotiating, and, even when they displayed the same negotiation behavior as men, felt less successful than the men did. Two years later, Watson and Hoffman (1996) conducted a study of forty managers in a simulated game to investigate whether there really are significant gender differences in managerial negotiation attitudes and behavior. Their findings point to an abundance of similarities in negotiating abilities across genders. They also emphasize that a manager’s power within an organization is a more relevant determinant of negotiation behavior. The same study confirmed Watson’s earlier findings that women generally felt less satisfied than the men.

Some caveats Women in competitive professions have made remarkable progress on their road to gender equity in the past two decades. However, barriers still exist – and exploring the factors that account for such barriers is more difficult today, because gender discrimination has taken on more subtle forms. Recent research confirms the continuing sex disparity in income and rank. Psychologist Virginia Valian (1998) looked at the earnings and advancement in six occupations –sports, law, business, academia, medicine, and engineering– and found that men earn more money and attain higher status than women in each of these professions. Valian integrated research from psychology, sociology, economics, and neuropsychology to explain women’s slow advancement in these professions, where “women are required to meet a higher standard” (ibid.:214). The wage gap is yet another obstacle for women who are fully employed in the private sector. Comparing the weekly earnings for full-time workers during the 1994-1998 period, economists Francine Blau and Lawrence Kahn (2000) found that the gender gap persists in the United States (where women’s earnings total only 76 percent of men’s), in Canada (70%), in Britain (75%), in J