136 102 3MB
Greek Pages 422 Year 2006
Έργα του συγγραφέα που εκδόθηκαν στη σειρά BELL Best Seller: Κριστίν Οι Νυχτερίτες Το Πρόσωπο του Φόβου Χρήσιμα Αντικείμενα Μίζερι Αϋπνία Ρόουζ Μάντερ Εφιάλτες και Ονειρότοποι Ντεσπερέισον Το Πράσινο Μίλι Σάκος με Κόκαλα Καρδιές στην Ατλαντίδα Το Φυλαχτό (με τον Πίτερ Στράουμπ) Νεκρή Ζώνη Ονειροπαγίδα Το Μαύρο Σπίτι (με τον Πίτερ Στράουμπ) Όλα Είναι Δυνατά Από μια Μπιούικ 8 Κούτζο Περί Συγγραφής Το Κινητό Ο Μαύρος Πύργος Ι: Ο Τελευταίος Πιστολέρο Ο Μαύρος Πύργος Π: Το Κάλεσμα των Τριών Ο Μαύρος Πύργος III: Οι Ρημαγμένοι Τόποι Ο Μαύρος Πύργος IV: Ο Μάγος και η Γυάλινη Σφαίρα Ο Μαύρος Πύργος V: Οι Λύκοι της Κάλα Ο Μαύρος Πύργος VI: Το Τραγούδι της Σουζάνας Ο Μαύρος Πύργος VII: Ο Μαύρος Πύργος Ως Ρίτσαρντ Μπάκμαν: Οι Ρυθμιστές
STEPHEN
KING
Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη
ΕΚΔΟΣΕΙΣ BELL ΙΠΠΟΚΡΑΤΟΥΣ 57, ΑΘΗΝΑ ΤΗΛ.: 210.360.9438 - 210.362.9723 www.bell.gr
ISBN 960-450-879-2 Τίτλος πρωτοτύπου: «Cell» Copyright © 2006 by Stephen King All rights reserved, including the rights of reproduction in whole or in part in any form. Για την ελληνική γλώσσα: © 2006 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ Α.Β.Ε.Ε. Μετάφραση: Γωγώ Αρβανίτη Επιμέλεια: Γιώργος Κυριακόπουλος Διόρθωση: Στέφανος Κόκκινος Κυριάκος Μιχελόγκωνας Σχεδιασμός εξωφύλλου: Άγγελος Αναστασιάδης ΤΕΥΧΟΣ 879
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοση του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς την άδεια του εκδότη. Το βιβλίο αυτό είναι έργο της φαντασίας. Τα ονόματα, οι χαρακτήρες, τα τοπωνύμια, οι οργανώσεις και τα συμβάντα που αναφέρονται είτε είναι επινοήσεις του συγγραφέα είτε χρησιμοποιούνται κατά τρόπο μυθιστο ρηματικό. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, οργανώσεις και πρόσωπα που ζουν ή έχουν πεθάνει είναι εντελώς συμπτωματική.
Για τον συγγραφέα Ο Στίβεν Κινγκ γεννήθηκε το 1947 στο Πόρτλαντ του Μέιν. Το πρώτο μυθιστόρημα του, Κάρι, εκδόθηκε το 1974. Σήμερα, με πε ρισσότερα από σαράντα μυθιστορήματα και διακόσια διηγήματα στο ενεργητικό του, αναγνωρίζεται παγκοσμίως ως ο κορυφαίος τεχνίτης του τρόμου και της φαντασίας αλλά και ως ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της εποχής μας. Έχει επανειλημμένα αποσπάσει το Διεθνές Βραβείο Φαντασίας, τα βραβεία Bram Sto ker, Ο. Henry, Nebula και άλλα, ενώ τιμήθηκε για το σύνολο του έργου του από την Ένωση Συγγραφέων Τρόμου. Το 2003 το Εθνι κό Ίδρυμα Βιβλίου των ΗΠΑ του απένειμε το Μετάλλιο Διακεκρι μένης Συνεισφοράς στα Αμερικανικά Γράμματα. Πολλά μυθιστο ρήματα και νουβέλες του έχουν γίνει ταινίες για τον κινηματογρά φο και την τηλεόραση· ανάμεσα τους οι Λάμψη και Μίζερι, και οι υποψήφιες για Όσκαρ καλύτερης ταινίας Έκρηξη Οργής (Κάρι), Στάσου Πλάι Μου, Ρίτα Χέιγουορθ: Τελευταία Έξοδος και Το Πρά σινο Μίλι. Πρόσφατα ολοκλήρωσε το επτάτομο έπος φαντασίας Ο Μαύρος Πύργος, το πιο σύνθετο και μεγαλεπήβολο έργο της κα ριέρας του. Ζει στο Μπάνγκορ του Μέιν με την, επίσης συγγρα φέα, σύζυγό του Τάμπιθα.
Για τον Ρίτσαρντ Μάθεσον και τον Τζορτζ Ρομέρο
To id δεν ανέχεται καμία καθυστέρηση στην ικανοποίηση του. Αισθάνεται πάντα την ένταση της ανεκπλήρωτης πα ρόρμησης. ΣΙΓΚΜΟΥΝΤ ΦΡΟΙΝΤ Η ανθρώπινη επιθετικότητα είναι ενστικτώδης. Οι άνθρω ποι δεν έχουν αναπτύξει κανένα μηχανισμό ανάσχεσης της επιθετικότητας, έτσι ώστε να διασφαλιστεί η επιβίωση του είδους. Γι' αυτόν το λόγο, ο άνθρωπος θεωρείται ένα πολύ επικίνδυνο ζώο. ΚΟΝΡΑΝΤ ΛΟΡΕΝΤΣ Τώρα μ' ακούς; VERIZON εταιρεία κινητής τηλεφωνίας
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Ο πολιτισμός γλίστρησε στη δεύτερη σκοτεινή εποχή του μέ σα από έναν όχι απροσδόκητο δρόμο αίματος, αλλά με μια ταχύτητα που ακόμα και οι πιο απαισιόδοξοι μελλοντολόγοι δεν θα μπορούσαν να προβλέψουν. Ήταν σαν να το περίμενε να φύγει. Την 1η Οκτωβρίου, ο Θεός βρισκόταν στον Παρά δεισό Του, το χρηματιστήριο είχε πιάσει τις 10.140 μονάδες και τα περισσότερα αεροπλάνα ήταν στην ώρα τους (εκτός α πό εκείνα που προσγειώνονταν ή απογειώνονταν από το Σι κάγο, πράγμα συνηθισμένο). Δυο βδομάδες μετά, οι ουρανοί ανήκαν ξανά στα πουλιά και το χρηματιστήριο ήταν μια ανά μνηση. Ως τη γιορτή του Χαλοουίν, κάθε μεγαλούπολη, από τη Νέα Υόρκη μέχρι τη Μόσχα, πλημμύριζε με την αποφορά της τον αδειανό ουρανό, και ο κόσμος στη μέχρι τότε μορφή του ήταν κι αυτός μια ανάμνηση.
Ο ΠΑΛΜΟΣ
1 Το γεγονός που έμεινε γνωστό ως Ο Παλμός ξεκίνησε στις 3:03 μ.μ., ώρα Ανατολικής Ακτής, το απόγευμα της 1ης Οκτωβρίου. Ο όρος Παλμός ήταν εσφαλμένη ονομασία, φυσικά, αλλά μέσα σε δέκα ώρες αφότου άρχισε, οι περισσότεροι από τους επιστήμονες που θα μπορούσαν να το ορίσουν σωστά ή ήταν νεκροί ή είχαν παραφρονήσει. Η ονομασία δεν είχε καμιά σημασία, έτσι κι αλ λιώς. Αυτό που μετρούσε ήταν το αποτέλεσμα. Στις τρεις ακριβώς εκείνη τη μέρα ένας νεαρός άντρας, ένα πρόσωπο ιστορικά ασήμαντο, βάδιζε ανατολικά -σχεδόν χοροπη δούσε- κατά μήκος της Μπόιλστον Στρητ στη Βοστόνη. Το όνομά του ήταν Κλέιτον Ρίντελ. Είχε μια αναμφισβήτητη έκφραση ευχα ρίστησης στο πρόσωπό του, εκτός από τη χαρά που υποδήλωνε το ανάλαφρο βήμα του. Από το αριστερό του χέρι ταλαντευόταν ένας χαρτοφύλακας ζωγραφικής με διπλό χερούλι, από εκείνους που κλείνουν και ασφαλίζουν μπροστά σαν θήκη ταξιδιού. Γύρω από τα δάχτυλα του δεξιού του χεριού ήταν τυλιγμένο το διπλό κορδό νι της πλαστικής σακούλας ενός εμπορικού καταστήματος με την επωνυμία μικροί θησαυροί, για όποιον έμπαινε στον κόπο να δια βάσει τις λέξεις. Μέσα στη σακούλα υπήρχε ένα μικρό αντικείμενο που ταλα ντευόταν μπρος πίσω με το ρυθμό του βηματισμού του. Ένα δω ράκι, θα μάντευε κανείς, και πολύ σωστά θα μάντευε. Αν υπέθετε επιπλέον ότι αυτός ο νεαρός, ο Κλειτον Ρίντελ, ήθελε να γιορτά σει μια μικρή (ή ίσως όχι και τόσο μικρή) νίκη με ένα μικρό θη σαυρό, και πάλι θα είχε υποθέσει σωστά. Το αντικείμενο στην πλαστική σακούλα ήταν ένα ακριβό πρες παπιέ από συμπαγές
18
STEPHEN KING
γυαλί με μια τούφα χνουδωτά γκρίζα άνθη πικραλίδας, σαν μικρή καταχνιά, στο κέντρο του. Το είχε αγοράσει κατά την επιστροφή του από το ξενοδοχείο Κόπλεϊ Σκουέαρ προς το πολύ ταπεινότερο Ατλάντικ Άβενιου Ινν, όπου έμενε. Είχε τρομάξει από την τιμή -ενενήντα δολάρια έγραφε το αυτοκόλλητο χαρτάκι στη βάση του αντικειμένου- και ακόμα περισσότερο είχε τρομάξει από την ιδέα ότι ήταν πλέον σε θέση να το αγοράσει. Στο ταμείο, για να δώσει την πιστωτική του κάρτα είχε χρεια στεί πολύ κουράγιο. Πολύ αμφέβαλλε αν θα το είχε κάνει εάν το πρες παπιέ ήταν για τον εαυτό του· θα μουρμούριζε ότι είχε αλλά ξει γνώμη και θα έφευγε από το κατάστημα με το κεφάλι κάτω. Αλλά το δώρο ήταν για τη Σάρον. Η Σάρον τα αγαπούσε κάτι τέ τοια πραγματάκια και τον αγαπούσε κι αυτόν -θα κάνω το σταυρό μου για σένα, μωρό μου, του είχε κει μια μέρα πριν ξεκινήσει για τη Βοστόνη. Αν σκεφτόταν κανείς τι σκατά είχαν κάνει ο ένας στον άλλον τον τελευταίο χρόνο, η στάση της τον είχε συγκινήσει. Τώρα ήθελε να συγκινήσει αυτός τη Σάρον, αν ήταν ακόμα εφικτό κάτι τέτοιο. Το πρες παπιέ ήταν ένα μικρό πραγματάκι (ένας μικρός θησαυρός), αλλά ήταν σίγουρος πως θα της άρεσε η ντε λικάτη γκρίζα καταχνιά βαθιά στο κέντρο της γυάλινης σφαίρας, σαν ομίχλη τσέπης.
2 Την προσοχή του Κλέι τράβηξε το καμπανάκι ενός παγωτατζίδικου. Το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι ήταν παρκαρισμένο απένα ντι από το ξενοδοχείο Φορ Σίζονς (που ήταν ακόμη πιο λουσάτο από το Κόπλεϊ Σκουέαρ) και δίπλα στην είσοδο του Δημοτικού Πάρκου της Βοστόνης, που κάλυπτε δύο ή τρία οικοδομικά τετρά γωνα κατά μήκος της Μπόιλστον στην από δω μεριά του δρόμου. ΜΙΣΤΕΡ ΣΟΦΤΙ, έγραφε στα χρώματα του ουράνιου τόξου πάνω από ένα ζευγάρι χωνάκια που χόρευαν. Τρία παιδιά ήταν μαζεμένα μπροστά στη βιτρίνα, με τα σχολικά σακίδια αφημένα μπροστά στα πόδια τους, και περίμεναν τα παγωτά τους. Πίσω τους στεκό ταν μια κυρία με αυστηρό ταγέρ, σακάκι παντελόνι, που κρατούσε ένα σγουρομάλλικο σκυλάκι από το λουρί του, και δύο έφηβες, με
Το ΚΙΝΗΤΌ
19
χαμηλοκάβαλα τζιν, iPod και ακουστικά, που εκείνη τη στιγμή τα είχαν κρεμασμένα από το λαιμό τους για να μπορούν να σιγομουρμουρίζουν μεταξύ τους -σοβαρά, χωρίς χασκόγελα. Ο Κλέι στάθηκε πίσω τους, μετατρέποντας έτσι το μικρό μπου λούκι σε μικρή ουρά. Είχε αγοράσει ένα δώρο για τη γυναίκα του με την οποία ήταν σε διάσταση. Σκόπευε να περάσει από το Κό μικς Σουπρίμ για να αγοράσει στο γιο του το τελευταίο τεύχος του Σπάιντερ-Μαν. Θα μπορούσε κάλλιστα να κεράσει και τον εαυτό του ένα παγωτό. Έσκαγε από ανυπομονησία να πει στη Σάρον τα νέα, αλλά δεν είχε τρόπο να τη βρει πριν από τις τέσσερις παρά τέταρτο περίπου, όταν εκείνη θα γύριζε σπίτι από τη δουλειά. Σκε φτόταν να σκοτώσει την ώρα του στο ξενοδοχείο μέχρι να μπορέ σει να της μιλήσει στο τηλέφωνο, βηματίζοντας πάνω κάτω στο μικρό δωμάτιό του και κοιτώντας τον κλειστό χαρτοφύλακα με τα σχέδια. Στο μεταξύ, ο Μίστερ Σόφτι ήταν ένα ευχάριστο, αποδε κτό διάλειμμα. Ο τύπος στο φορτηγάκι με τα παγωτά σέρβιρε τα τρία πιτσιρί κια μπροστά στο παράθυρο: δύο Ντίλι Μπαρς και ένα χωνάκι γί γαντα σοκολάτα-βανίλια ανάμεικτο για τον ανοιχτοχέρη στο κέ ντρο που προφανώς κερνούσε και τους άλλους δύο. Ενώ ο πιτσιρι κάς έβγαζε ένα μάτσο τσαλακωμένα χαρτονομίσματα από την τσέπη του μοδάτου μπάγκι μπλουτζίν του, η γυναίκα με το αντρι κό κοστούμι και το κατσαρομάλλικο σκυλάκι έχωσε το χέρι στην τσάντα που κρεμόταν από τον ώμο της, έβγαλε το κινητό της -κυ ρίες σαν αυτή δεν έβγαιναν πλέον από το σπίτι χωρίς το κινητό τους, όπως δεν έβγαιναν και χωρίς την κάρτα Αμέρικαν Εξπρέςκαι άνοιξε το καπάκι. Πίσω τους, μέσα στο πάρκο, ένας σκύλος γάβγισε και κάποιος φώναξε δυνατά. Δεν ακούστηκε σαν χαρού μενη εκείνη η φωνή, αλλά όταν ο Κλέι κοίταξε πάνω από τον ώμο του, είδε μόνο μερικούς αργόσχολους να σεργιανίζουν, ένα σκύλο να τρέχει ελεύθερος κρατώντας στο στόμα του ένα Φρίσμπι (δεν υποτίθεται ότι τα κρατάνε δεμένα από το λουρί τους τα σκυλιά στο πάρκο;), ατέλειωτα τετραγωνικά μέτρα ανοιχτής έκτασης με γρασίδι και δελεαστική σκιά. Έδειχνε σαν ιδανικό μέρος για να καθίσει να απολαύσει ένα παγωτό χωνάκι σοκολάτα κάποιος που είχε μόλις πουλήσει το πρώτο του μυθιστόρημα κόμικ και το σίκουελ, για ένα αστρονομικό ποσό και τα δύο.
20
STEPHEN KING
Όταν κοίταξε ξανά μπροστά του, τα τρία παιδιά με τα παντελό νια μπάγκι είχαν φύγει και η κυρία με το αντρικό κοστούμι παράγ γελνε ένα παγωτό φράουλα με σιρόπι. Το ένα από τα δύο κορίτσια πίσω της είχε στερεωμένο στο γοφό του ένα κινητό τηλέφωνο στο χρώμα της μέντας και η κυρία με το κοστούμι είχε το δικό της κολλημένο στο αυτί της. Ο Κλέι, όπως σκεφτόταν σχεδόν πάντα, συνειδητά ή και ασυναίσθητα, κάθε φορά που συναντούσε μια πα ρόμοια συμπεριφορά, σκέφτηκε ότι έβλεπε μια ενέργεια η οποία κάποτε θα αποτελούσε τρομερή αγένεια -ναι, ακόμη κι όταν έκα νες μια ασήμαντη αγορά από άγνωστο μικροπωλητή— να έχει γίνει πλέον μια αποδεκτή καθημερινή συνήθεια. Να το βάλεις στον Μαυροντυμένο Περιπλανώμενο, αγάπη μου, είπε η Σάρον. Η εκδοχή της Σάρον που κρατούσε στο μυαλό του του μιλούσε συχνά και έπρεπε πάντα να έχει την τελευταία λέξη. Αυτό ίσχυε για τη Σάρον και στον πραγματικό κόσμο, ήταν δεν ή ταν σε διάσταση. Αν και όχι στο κινητό του. Γιατί ο Κλέι δεν είχε κινητό. Το κινητό στο χρώμα της μέντας άρχισε να παίζει τις πρώτες νότες από το τραγουδάκι του Κρέιζι Φρογκ, που άρεσε τόσο πολύ στον Τζόνι -«Άξελ Εφ» δεν λεγόταν; Ο Κλέι δεν μπορούσε να θυμηθεί, ίσως επειδή το είχε απωθήσει. Το κορίτσι στο οποίο α νήκε το τηλέφωνο το τράβηξε από τη θήκη στο γοφό του και εί πε, «Μπεθ;» Άκουσε, χαμογέλασε κι έπειτα είπε στη φίλη της, «Είναι η Μπεθ». Το άλλο κορίτσι έσκυψε μπροστά και τώρα άκου γαν και οι δυο. Είχαν σχεδόν πανομοιότυπο κούρεμα, με κοντές φράντζες σαν των ξωτικών, που ανασηκώνονταν σε απόλυτο συγ χρονισμό με το απογευματινό αεράκι (στον Κλέι θύμιζαν χαρα κτήρες από καρτούν της κυριακάτικης παιδικής ζώνης, τις Πάουερπαφ Γκερλς, ίσως). «Μάντι;» είπε η γυναίκα με το κοστούμι σχεδόν ταυτόχρονα. Το σκυλάκι της είχε καθίσει στα πίσω πόδια του στην άκρη του λουριού του (το λουρί ήταν κόκκινο, διάστικτο με κάποιο γυαλι στερό υλικό) και παρακολουθούσε στοχαστικά την κίνηση στην Μπόιλστον Στρητ. Απέναντι, στο Φορ Σίζονς, ένας θυρωρός με καφετιά στολή -αυτές οι στολές ήταν πάντα καφετιές ή μπλεκουνούσε το χέρι του, προφανώς για να σταματήσει ένα ταξί. Ένα αμφίβιο όχημα Ντακ Μπόουτ γεμάτο τουρίστες πέρασε από δί-
Το ΚΙΝΗΤΟ
21
πλα, δείχνοντας πανύψηλο και εκτός τόπου στη στεριά. Ο οδηγός του βροντοφώναζε από το μεγάφωνο κάτι σχετικό με ιστορική το ποθεσία. Τα δυο κορίτσια, που συνέχιζαν να ακούν στο πράσινο κινητό, κοίταξαν η μια την άλλη και χαμογέλασαν με κάτι που εί χαν ακούσει, πάλι χωρίς χασκόγελα. «Μάντι; Δε σε ακούω καλά. Δε σε...» Η γυναίκα με το αντρικό κοστούμι σήκωσε το χέρι με το ο ποίο κρατούσε το λουρί του σκύλου και έχωσε ένα μακρύ, βαμμέ νο νύχι στο ελεύθερο αυτί της. Ο Κλέι μόρφασε από αντανακλα στικό φόβο για το τύμπανο της κυρίας. Φαντάστηκε πως τη ζω γράφιζε: το σκυλάκι στην άκρη του λουριού, το αυστηρό κοστού μι, τα σοφιστικέ κοντοκουρεμένα μαλλιά... και ένα λεπτό ρυάκι αίμα δίπλα από το δάχτυλο στο αυτί της. Το Ντακ Μπόουτ που μόλις έβγαινε από το κάδρο και ο θυρωρός στο βάθος θα έδιναν την απαιτούμενη αληθοφάνεια στο σκίτσο. Ναι, σίγουρα· αυτά ή ταν οικεία πράγματα. «Μάντι! Χωρίζεις; Ήθελα να σου πω ότι μόλις έκοψα τα μαλ λιά μου σ' αυτό το καινούριο... τα μαλλιά μου;... ΤΑ...» Ο τύπος από το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι έσκυψε προς τα κάτω κρατώντας ένα κυπελλάκι παγωτό, απ' όπου ορθωνόταν ένα Λευκό Όρος με σιρόπι σοκολάτα και φράουλα να κατρακυλάνε στις πλευρές του. Στο αξύριστο πρόσωπο του ήταν αποτυπωμένη μια έκφραση απάθειας. Το είχε ξαναδεί το έργο. Σίγουρα το είχε ξαναδεί και μάλιστα από δύο φορές το μεγαλύτερο μέρος του, σκέφτηκε ο Κλέι. Μέσα στο πάρκο κάποιος ούρλιαξε. Ο Κλέι κοί ταξε πάλι πάνω από τον ώμο του λέγοντας στον εαυτό του πως έ πρεπε να ήταν κραυγή χαράς. Τρεις το απόγευμα, με φθινοπωρινή λιακάδα, στο Δημοτικό Πάρκο της Βοστόνης, όφειλε να ήταν κραυγή χαράς. Σωστά; Η γυναίκα είπε κάτι ακατάληπτο στη Μάντι και έκλεισε το κι νητό της μ' ένα εξασκημένο τίναγμα του καρπού. Το έριξε πίσω στην τσάντα της και στάθηκε ακίνητη σαν να είχε ξεχάσει τι ήθελε να κάνει ή πού βρισκόταν. «Τέσσερα πενήντα», είπε ο τύπος του Μίστερ Σόφτι εξακολου θώντας να κρατάει υπομονετικά το κυπελλάκι προς το μέρος της κυρίας. Ο Κλέι πρόλαβε να σκεφτεί πόσο αναθεματισμένα πανά κριβα ήταν όλα σ' αυτή την πόλη. Ίσως το ίδιο να σκέφτηκε και η
22
STEPHEN KING
κυρία με το αντρικό κοστούμι -τουλάχιστον, αυτό ήταν το πρώτο του συμπέρασμα- γιατί συνέχισε, για μερικές στιγμές ακόμη, να μην κάνει τίποτε, παρά να κοιτάζει το κυπελλάκι με το βουνό από παγωτό και σιρόπι σαν να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που έ βλεπε τέτοιο πράγμα. Και τότε ακούστηκε άλλη μια κραυγή από το Δημοτικό Πάρκο, όχι ανθρώπινη αυτή τη φορά, αλλά κάτι ανάμεσα σε τρομαγμένο αλύχτισμα και ουρλιαχτό πόνου. Ο Κλέι γύρισε να κοιτάξει και εί δε το σκύλο που έτρεχε λίγο πριν με το Φρίσμπι στο στόμα του. Ήταν μεγαλόσωμο σκυλί, Λαμπραντόρ ίσως, ο Κλέι δεν ήξερε α πό ράτσες, όποτε χρειαζόταν να ζωγραφίσει κάποιο σκυλί άνοιγε ένα εικονογραφημένο βιβλίο Kat αντέγραφε. Δίπλα στο συγκεκρι μένο σκυλί, γονατιστός, ήταν ένας άντρας με επαγγελματικό κο στούμι, που είχε γραπώσει το σκύλο από το λαιμό και φαινόταν -δεν είναι δυνατόν να βλέπω αυτό που νομίζω ότι βλέπω, σκέφτηκε ο Κλέι- να του δαγκώνει το αυτί. Τότε ο σκύλος ούρλιαξε πάλι και τραβήχτηκε απότομα για να ξεφύγει. Ο άντρας με το σκούρο κο στούμι τον κράτησε γερά και, ναι, ο άντρας είχε όντως στα δόντια του το αυτί του σκύλου και, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Κλέι, το τράβηξε και το ξερίζωσε από το κεφάλι του ζώου. Αυτή τη φορά ο σκύλος έβγαλε ένα ουρλιαχτό σχεδόν ανθρώπινο και έ να μπουλούκι πάπιες που πλατσούριζαν σε μια κοντινή λιμνούλα σηκώθηκαν και πέταξαν κρώζοντας δυνατά. «Ραστ!» φώναξε κάποιος πίσω από τον Κλέι. Ακούστηκε σαν ραστ. Θα μπορούσε να ήταν ρατ ή ροστ*, αλλά η μετέπειτα εμπει ρία τον έκανε να κλίνει προς το ραστ: μια λέξη που δεν σήμαινε τίποτα, απλώς ένας άναρθρος ήχος επιθετικότητας. Ο Κλέι στράφηκε προς το φορτηγάκι με τα παγωτά τη στιγμή ακριβώς που η κυρία Αντρικό Κοστούμι βουτούσε μέσα από το παράθυρο για ν' αρπάξει τον τύπο του Μίστερ Σόφτι που τη σέρβιρε. Κατάφερε να χουφτώσει τα μπόσικα της φαρδιάς άσπρης ρό μπας του, αλλά το ξαφνιασμένο βήμα προς τα πίσω που έκανε εν στικτωδώς εκείνος ήταν αρκετό για να της ξεφύγει. Τα ψηλά τα κούνια της κυρίας σηκώθηκαν στιγμιαία από το πεζοδρόμιο κι ο Κλέι άκουσε τα κουμπιά του σακακιού της να σέρνονται γρατσου*Rat, ποντικός, roast, ψητός. (Σ.τ.Μ.)
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
23
νίζοντας το φορτηγάκι πρώτα προς τα πάνω και μετά προς τα κά τω. Το κυπελλάκι αναποδογύρισε κι εξαφανίστηκε. Ο Κλέι είδε μια ποσότητα παγωτού με σιρόπι να πασαλείβει τον καρπό και το χέρι της κυρίας Αντρικό Κοστούμι και άκουσε το κλικ των τακου νιών της που επανήλθαν απότομα στις πλάκες του πεζοδρομίου. Η γυναίκα τρέκλισε, τα γόνατά της λύγισαν. Η απαθής, απρόσωπη έκφραση, το ύφος καλής ανατροφής και ανωτερότητας -αυτό που ο Κλέι χαρακτήριζε ως βασικό δημόσιο ύφος πρωτευουσιάνος-, είχε αντικατασταθεί από έναν απαίσιο επιθετικό μορφασμό που έ κρυβε τα μάτια της κυρίας σε δυο λεπτές σχισμές και άφηνε να φαίνονται και οι δυο σειρές των δοντιών της. Το πάνω χείλος της είχε αναστραφεί εντελώς αποκαλύπτοντας το ρόδινο, υγρό εσωτε ρικό του που έφερνε στο νου γυναικεία γεννητικά όργανα. Το σκυ λάκι της ξέφυγε κι έτρεξε στο δρόμο σέρνοντας πίσω του το κόκ κινο λουρί με τη χειρολαβή στην ελεύθερη άκρη. Μια μαύρη λι μουζίνα πέρασε με ταχύτητα και πάτησε το σκυλάκι πριν φτάσει καν στη μέση του οδοστρώματος. Άσπρη κατσαρή γουνίτσα τη μια στιγμή, χυμένα άντερα την άλλη. Το καημενούλι, γάβγιζε ήδη στον παράδεισο των σκύλων πριν καταλάβει ότι είναι νεκρό, σκέφτηκε ο Κλέι. Συνειδητοποιούσε με έναν ψυχρό κλινικό τρόπο ότι βρισκόταν σε κατάσταση σοκ, αλλά αυτό δεν στάθηκε ικανό να μειώσει την ένταση της κατάπληξης του. Στεκόταν ακίνητος κρατώντας με το ένα χέρι το χαρτοφύλα κα του και με το άλλο τη σακούλα με τα ψώνια του και έχασκε με το στόμα ανοιχτό. Κάπου -ακούστηκε σαν να ήταν πίσω από τη γωνία με τη Νιούμπερι Στρητ- εξερράγη κάτι. Τα δυο κορίτσια με το σχεδόν ολόιδιο κούρεμα φορούσαν α κουστικά για τα iPod τους, αλλά εκείνη με το κινητό στο χρώμα της μέντας ήταν ξανθιά, ενώ η φίλη της καστανή: το Ξανθό Ξωτι κό και το Καστανό Ξωτικό. Τώρα το Ξανθό Ξωτικό πέταξε το κι νητό του στο πεζοδρόμιο, όπου η συσκευή διαλύθηκε, και άρπαξε την κυρία Αντρικό Κοστούμι από τη μέση. Ο Κλέι συμπέρανε (ό σο ήταν ικανός να βγάλει συμπεράσματα εκείνες τις στιγμές) πως το κορίτσι ήθελε να συγκρατήσει την κυρία Αντρικό Κοστούμι εί τε για να μην επιτεθεί ξανά στον τύπο του Μίστερ Σόφτι, είτε για να μην ορμήσει στο δρόμο όπου είχε γίνει λιώμα το σκυλάκι της.
24
STEPHEN KING
Μάλιστα, ένα μέρος του μυαλού του έφτασε ως το σημείο να συγ χαρεί το κορίτσι για τη λογική που το διέκρινε. Αντίθετα η φίλη της, το Καστανό Ξωτικό, οπισθοχωρούσε από τη σκηνή με γουρ λωμένα μάτια και σφίγγοντας το στήθος της στο μέρος της καρ διάς με τα μικρά άσπρα χέρια της. Ο Κλέι πέταξε κάτω τα δικά του πράγματα, ένα από κάθε πλευρά, και κινήθηκε προς τα εμπρός για να βοηθήσει το Ξανθό Ξωτικό. Στην απέναντι μεριά του δρόμου είδε, με την άκρη του ματιού του μόνο, ένα αυτοκίνητο να κόβει απότομα δεξιά και να ορμάει πάνω στο πεζοδρόμιο μπροστά από το ξενοδοχείο Φορ Σίζονς αναγκάζοντας το θυρωρό να κάνει βουτιά στο πλάι για να το αποφύγει. Κραυγές ακούστηκαν από το προαύλιο του ξενοδοχεί ου. Και πριν προλάβει ο Κλέι να βοηθήσει το Ξανθό Ξωτικό να χειριστεί την κυρία Αντρικό Κοστούμι, το Ξανθό Ξωτικό είχε ήδη τινάξει το μικρό προσωπάκι του προς τα εμπρός με ταχύτητα φι διού, είχε γυμνώσει τα υγιέστατα νεαρά δόντια του και είχε σκίσει το λαιμό της κυρίας Αντρικό Κοστούμι. Πετάχτηκε ένας τεράστιος πίδακας αίματος. Το Ξανθό Ξωτικό έχωσε το πρόσωπο του στο κόκκινο σιντριβάνι, φάνηκε να λούζεται μέσα σ' αυτό, ίσως να ή πιε κιόλας για να δροσιστεί (ο Κλέι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι αυ τό έκανε) κι ύστερα τράνταξε την κυρία Αντρικό Κοστούμι μπρος πίσω σαν να ήταν πλαστική κούκλα βιτρίνας. Η γυναίκα ήταν πο λύ ψηλότερη και τουλάχιστον καμιά εικοσαριά κιλά βαρύτερη από το κορίτσι, αλλά το κορίτσι την ταρακουνούσε τόσο άγρια που το κεφάλι της γυναίκας τιναζόταν ανεξέλεγκτα μπρος πίσω κάνοντας τον αιμάτινο πίδακα να κυματίζει. Ταυτόχρονα, το κορίτσι σήκω σε το δικό του αιματοβαμμένο πρόσωπο προς τον λαμπερό γαλα νό ουρανό του Οκτώβρη και ούρλιαξε με έναν τρόπο που ακού στηκε σαν θρίαμβος. Είναι τρελή, σκέφτηκε ο Κλέι. Εντελώς τρελή. Το Καστανό Ξωτικό φώναξε δυνατά, «Ποια είσαι εσύ; Τι γί νεται;» Ακούγοντας τη φωνή της φίλης της, το Ξανθό Ξωτικό τίναξε απότομα το κεφάλι του προς την κατεύθυνση του ήχου. Αίμα έ σταζε από τις κοντές, αιχμηρές άκρες της φράντζας που κρέμο νταν πάνω από το μέτωπο της. Δυο μάτια σαν μικροί άσπροι γλό μποι κοίταζαν μέσα από υγρές κατακόκκινες κόγχες.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
25
To Καστανό Ξωτικό, με γουρλωμένα, κατάπληκτα μάτια, κοί ταξε τον Κλέι. «Ποιος είσαι εσύ;» επανέλαβε... και μετά: «Ποια είμαι εγώ;» Το Ξανθό Ξωτικό παράτησε την κυρία Αντρικό Κοστούμι, που σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο σαν άδειο σακί με τη σκισμένη κα ρωτίδα της ανοιχτή να αναβλύζει αίμα, και όρμησε προς το κορί τσι με το οποίο λίγες στιγμές πριν μοιραζόταν τόσο αγαπημένα έ ναν τηλεφωνικό διάλογο από το κινητό της. Ο Κλέι δεν κάθισε να σκεφτεί. Αν το είχε κάνει, το Καστανό Ξωτικό ίσως να είχε καταλήξει με ανοιγμένο το λαιμό σαν τη γυ ναίκα με το αντρικό κοστούμι. Ο Κλέι δεν κοίταξε καν. Άπλωσε στα τυφλά το δεξί του χέρι, άρπαξε την κορυφή της σακούλας από τους μικρούς θησαυρούς και φέρνοντας τη μια ολόκληρη σβού ρα στον αέρα την κατέβασε προς το πίσω μέρος του κεφαλιού του Ξανθού Ξωτικού τη στιγμή που το κορίτσι έδινε το σάλτο καταπά νω στην πρώην κολλητή της, με τα χέρια απλωμένα και τις γρο θιές της να σχηματίζουν αγκίστρια με φόντο το γαλάζιο του ουρα νού. Αν αστοχούσε... Δεν αστόχησε όμως, ούτε την πέτυχε ξώφαλτσα. Το βαρύ γυά λινο πρες παπιέ στο εσωτερικό της πλαστικής σακούλας χτύπησε το Ξανθό Ξωτικό κατακέφαλα, αφήνοντας ένα βαρύ μουντό ντουπ. Τα χέρια του Ξανθού Ξωτικού, το ένα βουτηγμένο στα αίματα, το άλλο καθαρό ακόμη, κρέμασαν άψυχα και το ίδιο το κορίτσι σω ριάστηκε μπροστά στα πόδια της φίλης του σαν ταχυδρομικός σάκος. «Τι στο διάβολο;» φώναξε ο τύπος του Μίστερ Σόφτι. Η φωνή του ήταν αφύσικα ψιλή. Ίσως το σοκ να είχε αναδείξει τον τενόρο που έκρυβε μέσα του. «Δεν ξέρω», είπε ο Κλέι. Η καρδιά του σφυροκοπούσε. «Βοή θησε με, γρήγορα. Αυτή εδώ θα πεθάνει από αιμορραγία». Από κάπου πίσω τους, πάνω στη Νιούμπερι Στρητ, ακούστηκε ο χαρακτηριστικός υπόκωφος κρότος από γυαλιά και μέταλλα που συνοδεύει μια σφοδρή σύγκρουση αυτοκινήτων. Ακολούθησαν κραυγές. Τις κραυγές ακολούθησε ο κρότος μιας έκρηξης, πολύ πιο ισχυρός αυτός· σείστηκε ο τόπος, τραντάχτηκε η μέρα. Πίσω από το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι άλλο ένα αυτοκίνητο έκοψε απότομα δεξιά, διέσχισε διαγώνια τρεις λωρίδες κυκλοφορίας επί
26
STEPHEN KING
της Μπόιλστον Στρητ, μπήκε στο προαύλιο του Φορ Σίζονς κλα δεύοντας δύο πεζούς στο πέρασμα του και καρφώθηκε στο πίσω μέρος του προηγούμενου αυτοκινήτου, που είχε καταλήξει με τη μούρη στραπατσαρισμένη πάνω στη γυάλινη περιστροφική πόρτα του ξενοδοχείου. Η δεύτερη σύγκρουση έσπρωξε το πρώτο όχημα ακόμη πιο μέσα, με αποτέλεσμα η περιστροφική πόρτα να λυγίσει και να μείνει μισάνοιχτη. Ο Κλέι δεν μπόρεσε να δει αν υπήρχε κάποιος παγιδευμένος εκεί -σύννεφα ατμού σηκώνονταν από το σπασμένο ψυγείο του πρώτου αυτοκινήτου-, αλλά οι αγωνιώδεις κραυγές από το σκοτεινό εσωτερικό του ξενοδοχείου ήταν κακό σημάδι. Πολύ κακό. Ο τύπος του Μίστερ Σόφτι, που δεν μπορούσε να δει προς ε κείνη τη μεριά, είχε σκύψει έξω από το παράθυρο σερβιρίσματος και κοίταζε κατάπληκτος τον Κλέι. «Τι γίνεται εκεί πέρα;» «Δεν ξέρω. Δύο απανωτά τρακαρίσματα. Χτυπήθηκαν άνθρω ποι. Μη δίνεις σημασία. Βοήθησε με εδώ τώρα». Ο Κλέι γονάτισε δίπλα στην κυρία Αντρικό Κοστούμι, πάνω στα αίματα και δίπλα στο διαλυμένο κινητό του Ξανθού Ξωτικού. Οι συσπάσεις της κυ ρίας Αντρικό Κοστούμι ήταν εντελώς υποτονικές πια. «Πυκνός καπνός πάνω από το Νιούμπερι», είπε ο τύπος του Μίστερ Σόφτι μη δείχνοντας καμιά διάθεση να εγκαταλείψει τη σχετική ασφάλεια του φορτηγού του. «Κάποια έκρηξη έγινε εκεί κάτω. Εννοώ μεγάλη. Μπορεί να είναι τρομοκράτες». Με το που άκουσε τη λέξη, ο Κλέι σιγουρεύτηκε ότι ο τύπος είχε δίκιο. «Βοήθησέ με», επανέλαβε. «ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ;» ούρλιαξε ξαφνικά το Καστανό Ξωτικό. Ο Κλέι την είχε ξεχάσει εντελώς αυτήν. Σήκωσε τα μάτια του τη στιγμή ακριβώς που η κοπέλα χτύπησε δυνατά το κούτελό της με την παλάμη και έπειτα έφερε τρεις γρήγορες στροφές γύρω από τον εαυτό της έχοντας σηκωθεί στις μύτες των αθλητικών παπου τσιών της σαν μπαλαρίνα. Το θέαμα του έφερε στο νου ένα ποίη μα που είχε διαβάσει στο μάθημα κλασικής λογοτεχνίας στο κολέ γιο -Κάνε έναν κύκλο γύρω του τρεις φορές. Του Κόουλριτζ δεν ή ταν; Το κορίτσι τρέκλισε, σταθεροποιήθηκε κι ύστερα έτρεξε γραμμή πάνω στο στύλο μιας λάμπας του δρόμου. Δεν έκανε κα μιά προσπάθεια να αποφύγει τον σιδερένιο στύλο, δεν έβαλε καν
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
27
τα χέρια της μπροστά. Έπεσε πάνω του με το κεφάλι, τινάχτηκε προς τα πίσω από τη σύγκρουση, παραπάτησε και όρμησε ξανά. «Σταμάτα!» της φώναξε ο Κλέι. Πετάχτηκε όρθιος, έκανε να τρέξει προς το μέρος της κοπέλας, γλίστρησε πάνω στα αίματα της κυρίας Αντρικό Κοστούμι, πήγε να πέσει, συνέχισε, σκόνταψε πά νω στο Ξανθό Ξωτικό και παραλίγο να πέσει ξανά. Το Καστανό Ξωτικό γύρισε και τον κοίταξε. Η μύτη της είχε σπάσει και το αίμα που ανάβλυζε έλουζε όλο το κάτω μέρος του προσώπου της. Ένα κάθετο καρούμπαλο άρχιζε να σχηματίζεται στο μέτωπό της φουσκώνοντας σαν σύννεφο καλοκαιρινής καται γίδας. Το ένα της μάτι είχε στραβώσει μέσα στην κόγχη του. Άνοι ξε το στόμα της αποκαλύπτοντας τα ερείπια ενός εξαιρετικού ορ θοδοντικού έργου και του γέλασε κατάμουτρα. Ο Κλέι δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το γέλιο. Κι ύστερα το κορίτσι έφυγε τρέχοντας πάνω στο πεζοδρόμιο και ουρλιάζοντας. Πίσω του ο Κλέι άκουσε μια μηχανή να παίρνει μπροστά και μελωδικά καμπανάκια άρχισαν να παίζουν από ένα μεγάφωνο το μουσικό θέμα της Σέσαμι Στρητ. Ο Κλέι στράφηκε και είδε το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι να ξεπαρκάρει γρήγορα και να βγαί νει στο δρόμο, την ίδια στιγμή που στον τελευταίο όροφο του ξε νοδοχείου απέναντι ένα παράθυρο έσπαζε τινάζοντας στο κενό έ να αστραφτερό σιντριβάνι από γυαλιά. Ακολούθησε ένα σώμα που έκανε βουτιά στην ηλιόλουστη οκτωβριάτικη μέρα, έπεσε πά νω στο πεζοδρόμιο και κυριολεκτικά έσκασε σαν καρπούζι. Κι άλ λες κραυγές από το προαύλιο. Κραυγές τρόμου· κραυγές πόνου. «Όχι!» ούρλιαξε ο Κλέι τρέχοντας στα πλάγια του φορτηγού που απομακρυνόταν. «Όχι. Γύρνα πίσω να με βοηθήσεις! Χρειάζο μαι βοήθεια εδώ, που να πάρει!» Καμιά απάντηση από τον τύπο του Μίστερ Σόφτι, που ίσως να μην τον άκουγε καν πάνω από τη δυνατή μουσική. Ο Κλέι θυμό ταν ακόμη τα λόγια της μελωδίας, από τον παλιό καλό καιρό που δεν είχε κανένα λόγο να πιστεύει ότι ο γάμος του δεν θα κρατούσε για πάντα. Εκείνες τις μέρες ο Τζόνι παρακολουθούσε τη Σέσαμι Στρητ καθημερινά, καθισμένος στη γαλάζια καρεκλίτσα του και σφίγγοντας με τα δυο του χέρια τις λαβές της κούπας του με το
28
STEPHEN KING
γάλα. To τραγούδι έλεγε κάτι για μια ηλιόλουστη μέρα που έδιω χνε μακριά τα σύννεφα. Ένας άντρας με επαγγελματικό κοστούμι βγήκε τρέχοντας από το πάρκο· έβγαζε άναρθρες κραυγές με όλη την ένταση της φωνής του, οι άκρες του παλτού του ανέμιζαν πίσω του. Ο Κλέι τον ανα γνώρισε από το τριχωτό λάφυρο που έσειε στον αέρα. Ο άντρας βγήκε στη Μπόιλτον Στρητ. Περαστικά αυτοκίνητα άλλαξαν από τομα πορεία, αποφεύγοντας παρά τρίχα να τον χτυπήσουν. Έφτα σε τρέχοντας ως το απέναντι πεζοδρόμιο, ουρλιάζοντας βραχνά και κουνώντας τα χέρια του προς τον ουρανό. Μπήκε στη βαθιά σκιά κάτω από την ομπρέλα των δέντρων στο προαύλιο του Φορ Σίζονς και ο Κλέι τον έχασε από τα μάτια του, αλλά πρέπει να μπλέχτηκε σε πολύ χειρότερες καταστάσεις εκεί μέσα, γιατί αμέ σως ξεσηκώθηκε ένα καινούριο κύμα από ουρλιαχτά. Ο Κλέι εγκατέλειψε την καταδίωξη του Μίστερ Σόφτι, σταμά τησε με το ένα πόδι πάνω στο πεζοδρόμιο και το άλλο στο δρόμο και παρακολούθησε το φορτηγάκι να πιάνει την κεντρική λωρίδα της Μπόιλστον Στρητ καμπανίζοντας τη χαρωπή μελωδία του. Ή ταν έτοιμος να κάνει μεταβολή και να επιστρέψει στο αναίσθητο κορίτσι και στη γυναίκα που ξεψυχούσε από αιμορραγία, όταν εμ φανίστηκε άλλο ένα Ντακ Μπόουτ, που, αντί να αρμενίζει ήρεμα όπως το προηγούμενο, βρυχιόταν με τις μηχανές στο φόρτε και έ τρεχε με τρελά ζιγκ ζαγκ, μια δεξιά μια αριστερά πάνω στο δρόμο. Έντρομοι επιβάτες που κλυδωνίζονταν πέρα δώθε ούρλιαζαν —ικέ τευαν— τον οδηγό να σταματήσει. Άλλοι είχαν απλώς αρπαχτεί α πό το μεταλλικό κιγκλίδωμα που διέτρεχε τις ανοιχτές πλευρές του άχαρου οχήματος καθώς ανέβαινε την Μπόιλστον Στρητ ενά ντια στο ρεύμα της κυκλοφορίας. Ένας άντρας με αθλητική μπλούζα άρπαξε τον οδηγό από πίσω και ο Κλέι άκουσε άλλη μια από εκείνες τις άναρθρες κραυγές, μεγεθυσμένη από το πρωτόγονο μικροφωνικό σύστημα του Ντακ Μπόουτ, καθώς ο οδηγός τίναξε πέρα τον τύπο με μια απότομη, δυνατή σπρωξιά προς τα πίσω. Αυτή τη φορά δεν ήταν «Ραστ!» αλλά ένας ήχος πιο λαρυγγικός, κάτι σαν «Γκλου!» Κι ύστερα ο ο δηγός του Ντακ Μπόουτ είδε το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι —ο Κλέι ήταν σίγουρος γι' αυτό— και άλλαξε απότομα πορεία σαν να το έβαλε στόχο.
TO KlNHTO
29
«Ω Θεέ μου, όχι!» φώναξε μια γυναίκα που καθόταν στο μπρο στινό μέρος του τουριστικού οχήματος και όπως το Ντακ Μπόουτ πήγαινε καταπάνω στο φορτηγάκι με τα παγωτά, που είχε περίπου το ένα έκτο του μεγέθους του, ο Κλέι είχε μια καθαρή ανάμνηση από τη νικητήρια παρέλαση που είχε παρακολουθήσει στην τηλε όραση όταν οι Ρεντ Σοξ είχαν κερδίσει το Παγκόσμιο Κύπελλο. Μια αργοκίνητη πομπή από Ντακ Μπόουτς ανέβαινε τη λεωφόρο, με την πρωταθλήτρια ομάδα να χαιρετάει τα πλήθη που παραλη ρούσαν κάτω από ένα κρύο φθινοπωρινό ψιλόβροχο. «Όχι, Θεέ μου, σε παρακαλώ!» τσίριξε πάλι η γυναίκα και την ίδια στιγμή ο Κλέι άκουσε πίσω του κάποιον να λέει, σε παράται ρα ήπιο τόνο: «Χριστός και Παναγία!» Το Ντακ Μπόουτ χτύπησε το παγωτατζίδικο και το τουμπάρισε σαν να ήταν παιδικό αυτοκινητάκι. Το φορτηγάκι έπεσε με το πλευρό στην άσφαλτο και άρχισε να ολισθαίνει με ταχύτητα προς το Δημοτικό Πάρκο παίζοντας πάντα το μουσικό θέμα της Σέσαμι Στρητ από το μεγάφωνο, τώρα με συνοδεία το ανατριχιαστικό στρίγκλισμα της τριβής του μετάλλου πάνω στην άσφαλτο μέσα σε πίδακες από σπινθήρες. Δύο γυναίκες που παρακολουθούσαν τη σκηνή έκαναν βουτιά στο πλάι για να το αποφύγουν, πιασμένες χέρι με χέρι, και μόλις που γλίτωσαν. Το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι χτύπησε στο πεζοδρόμιο, αναπήδησε, βρέθηκε για μια στιγ μή στον αέρα και έπειτα έπεσε με τα πλάγια πάνω στο σιδερένιο κιγκλίδωμα που περιέβαλλε το πάρκο και σταμάτησε. Η μουσική, μετά από δυο στιγμιαίες διακοπές, σταμάτησε κι αυτή. Στο μεταξύ, ο παράφρονας που οδηγούσε το Ντακ Μπόουτ εί χε χάσει τον όποιο οριακό έλεγχο του οχήματος είχε ακόμη. Το α νοιχτό λεωφορείο, μαζί με το φορτίο των έντρομων επιβατών του που ούρλιαζαν αρπαγμένοι από τις μεταλλικές μπάρες στα πλάγια, έκανε μισή επιτόπια στροφή πάνω στην Μπόιλτον Στρητ, καβάλη σε το πεζοδρόμιο καμιά πενηνταριά μέτρα μακρύτερα και απένα ντι από το σημείο όπου είχε ξεψυχήσει κουδουνίζοντας μελωδικά το φορτηγάκι του Μίστερ Σόφτι και έπεσε πάνω στο χαμηλό τούβλινο προστατευτικό τοιχίο μπροστά από τη φαρδιά βιτρίνα ενός επιπλοπωλείου με την επωνυμία Σίτι Λάιτς. Ακολούθησε ένας κα θόλου μελωδικός ήχος σύγκρουσης καθώς η βιτρίνα του επιπλάδικου έγινε κομμάτια. Το φαρδύ πίσω μέρος του Ντακ Μπόουτ (Η
30
STEPHEN KING
Κυρά του Λιμανιού έγραφε με ροζ καλλιγραφικά γράμματα) ανα σηκώθηκε ίσαμε ενάμισι μέτρο στον αέρα. Η επιτάχυνση θέλησε να αναποδογυρίσει το μεγάλο ατσούμπαλο όχημα· η μάζα του δεν το επέτρεψε. Ξανάπεσε στο πεζοδρόμιο με τη μουσούδα του σφη νωμένη ανάμεσα σε σκόρπιους καναπέδες και πανάκριβες πολυ θρόνες σαλονιού, αφού τουλάχιστον έξι από τους επιβάτες του εί χαν ήδη εκτοξευτεί από το Ντακ Μπόουτ και είχαν γίνει άφαντοι. Στο επιπλάδικο άρχισε να ηχεί ο συναγερμός. «Χριστός και Παναγία», ακούστηκε για δεύτερη φορά η γλυ κιά φωνή πίσω από το δεξί μπράτσο του Κλέι. Ο Κλέι στράφηκε προς τα εκεί και είδε έναν μικρόσωμο άντρα με αραιά μαύρα μαλ λιά, λεπτό μαύρο μουστάκι και γυαλιά με χρυσό σκελετό. «Τι συμβαίνει;» «Δεν ξέρω», είπε ο Κλέι. Δυσκολευόταν να μιλήσει. Πολύ. Συ νειδητοποίησε ότι έκανε τρομερή προσπάθεια να αρθρώσει τις λέ ξεις. Υπέθεσε ότι ήταν από το σοκ. Στο απέναντι πεζοδρόμιο άν θρωποι το έσκαγαν τρέχοντας, άλλοι από το Φορ Σίζονς κι άλλοι από το τρακαρισμένο λεωφορείο. Μπροστά στα μάτια του Κλέι έ νας από τους φυγάδες του ξενοδοχείου συγκρούστηκε με έναν από τους δραπέτες του λεωφορείου και έπεσαν και οι δύο ξεροί στο πεζοδρόμιο. Πρόλαβε να αναρωτηθεί μήπως του είχε σαλέψει και όλα αυτά που έβλεπε ήταν παραισθήσεις μέσα σε κάποιο τρελάδικο. Στο ψυχιατρείο του Τζούνιπερ Χιλ στην Ογκάστα, ίσως, πριν του κάνουν την επόμενη δόση θοραζίνης. «Ο τύπος από το παγωτατζίδικο είπε ότι μπορεί να είναι τρομοκράτες». «Δε βλέπω κανέναν οπλισμένο», είπε ο κοντούλης με το μου στάκι. «Ούτε τύπους με βόμβες δεμένες στην πλάτη τους». Ούτε κι ο Κλέι έβλεπε, αλλά είδε το χαρτοφύλακα του και τη σακούλα από τους μικρούς θησαυρούς παρατημένα στο πεζο δρόμιο και είδε επίσης ότι το αίμα που χυνόταν από τον ανοιγμένο λαιμό της κυρίας Αντρικό Κοστούμι —Θεούλη μου, σκέφτηκε, πό σο πολύ αίμα— κόντευε να φτάσει ως το χαρτοφύλακα. Πάνω από μια ντουζίνα από τα πρωτότυπα σχέδια του για τον Μαυροντυμένο Περιπλανώμενο βρίσκονταν εκεί μέσα. Από αυτά τα σχέδια πιά στηκε το μυαλό του και ο Κλέι ξεκίνησε με γρήγορο βήμα. Ο κο ντούλης με το μουστάκι τον πήρε από πίσω. Ένας δεύτερος συνα γερμός (κάτι σαν συναγερμός, έστω) άρχισε από το εσωτερικό του
Το ΚΙΝΗΤΌ
31
ξενοδοχείου, ένας βραχνός άγριος ήχος που έσμιξε με τη μονότο νη τσιρίδα του Σίτι Λάιτς. Ο κοντός άντρας τινάχτηκε. «Είναι από το ξενοδοχείο», είπε ο Κλέι. «Το ξέρω, απλώς... ω Θεέ μου». Ο κοντούλης είχε μόλις δει την κυρία Αντρικό Κοστούμι, που τώρα κειτόταν μέσα σε μια λίμνη α πό το μαγικό κόκκινο υγρό που την κρατούσε σε λειτουργία μέχρι πριν από... πόσο; Τέσσερα λεπτά; Δύο; «Είναι νεκρή», του είπε ο Κλέι. «Τουλάχιστον γι' αυτό είμαι σίγουρος. Το κορίτσι εκεί πέρα...» Έδειξε το Ξανθό Ξωτικό. «Αυ τή το έκανε. Με τα δόντια της». «Με δουλεύεις». «Μακάρι να σε δούλευα». Από κάπου ψηλά στην Μπόιλστον Στρητ ακούστηκε και δεύ τερη έκρηξη. Και οι δυο άντρες ζάρωσαν ενστικτωδώς. Ο Κλέι συνειδητοποίησε ότι ο αέρας μύριζε έντονα καπνό. Σήκωσε τη σα κούλα των μικρών θησαυρών και το χαρτοφύλακα του και τα α πομάκρυνε από τη λίμνη του αίματος που απλωνόταν συνεχώς. «Αυτά είναι δικά μου», είπε, απορώντας με τον εαυτό του που έ νιωσε την ανάγκη να εξηγηθεί. Ο κοντούλης με το τουίντ κοστούμι —τσαχπίνης ο τύπος, σκέ φτηκε ο Κλέι— είχε απομείνει να κοιτάζει με φρίκη το κουβαρια σμένο πτώμα της γυναίκας που είχε κάνει μια στάση για παγωτό και είχε χάσει πρώτα το σκύλο της και μετά τη ζωή της. Πίσω τους, τρεις νεαροί πέρασαν σαν βολίδα από το πεζοδρόμιο γελώ ντας δυνατά και ζητωκραυγάζοντας. Οι δύο είχαν καπελάκια των Ρεντ Σοξ φορεμένα ανάποδα, με το γείσο προς τα πίσω. Ο ένας κουβαλούσε ένα χαρτοκούτι που το κρατούσε σφιχτά πάνω στο στήθος του. Στη μια πλευρά έγραφε panasonic με μεγάλους μπλε χαρακτήρες. Αυτός ο νεαρός πάτησε πάνω στη λίμνη του αίματος της κυρίας Αντρικό Κοστούμι με το δεξί αθλητικό παπούτσι του και άρχισε να αφήνει πίσω του μονοπόδαρα κόκκινα ίχνη που ξε θώριαζαν σταδιακά όσο απομακρυνόταν με την παρέα του προς το ανατολικό άκρο του Δημοτικού Πάρκου και την Τσάιναταουν πιο πέρα.
32
STEPHEN KING
3 Ο Κλέι γονάτισε στο ένα πόδι, σφίγγοντας παραμάσχαλα το χαρ τοφύλακα (τώρα που είχε δει τον νεαρό να τρέχει με το κουτί της Panasonic φοβόταν ακόμη περισσότερο μήπως τον χάσει), και με το ελεύθερο χέρι του ψηλάφισε τον καρπό του Ξανθού Ξωτικού. Έπιασε αμέσως το σφυγμό της. Ήταν αργός, αλλά δυνατός και κα νονικός. Αισθάνθηκε απέραντη ανακούφιση. Ό,τι κι αν είχε κάνει, δεν ήταν παρά ένα παιδί. Δεν θα άντεχε στην ιδέα ότι είχε σκοτώ σει ένα παιδί χτυπώντας το στο κεφάλι με το πρες παπιέ που προό ριζε για δωράκι της γυναίκας του. «Προσοχή, προσοχή!» φώναξε ο κοντούλης με το μουστάκι, σχεδόν τραγουδιστά. Ο Κλέι δεν προλάβαινε να προσέξει. Ευτυ χώς αυτή τη φορά ο κίνδυνος δεν πέρασε ούτε καν ξώφαλτσα. Το αυτοκίνητο —ένα από εκείνα τα πελώρια, φιλικά προς τον ΟΠΕΚ SUV— μπήκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στην Μπόιλστον Στρητ και κατευθείαν μέσα στο πάρκο, τουλάχιστον είκοσι μέτρα μακρύτερα από εκεί που ήταν γονατισμένος ο Κλέι, γκρέμισε τον σιδερένιο φράχτη στο πέρασμα του και κατέληξε στη λιμνούλα με τις πάπιες βουλιάζοντας μέχρι το ύψος των προφυλακτήρων. Η πόρτα άνοιξε και από μέσα βγήκε, αεράτος, ένας νεαρός φω νάζοντας διάφορα κορακίστικα προς τον ουρανό. Έπεσε στα γόνα τα μέσα στη λιμνούλα, μάζεψε νερό με τις χούφτες του, το έφερε στο στόμα του (ο Κλέι σκέφτηκε φευγαλέα όλες εκείνες τις πάπιες που έχεζαν εκεί μέσα χρόνια τώρα), ήπιε κάμποσο κι ύστερα ση κώθηκε παραπατώντας και διέσχισε τη λιμνούλα ως την απέναντι όχθη. Εξαφανίστηκε πίσω από μια συστάδα δέντρων κουνώντας αδιάκοπα τα χέρια του και συνεχίζοντας με αγριοφωνάρες το ακα τάληπτο κήρυγμα του. «Πρέπει να καλέσουμε βοήθεια για το κορίτσι», είπε ο Κλέι στον άντρα με το μουστάκι. «Είναι απλώς αναίσθητη, όχι νεκρή». «Αυτό που πραγματικά πρέπει να κάνουμε είναι να φύγουμε α πό το δρόμο πριν μας χτυπήσει κανένα αυτοκίνητο», είπε ο κο ντούλης με το μουστάκι. Και σαν για να υποστηρίξει τα λεγόμενα του, ένα ταξί συγκρούστηκε με μια λιμουζίνα σε μικρή απόσταση από τα συντρίμμια του Ντακ Μπόουτ. Η λιμουζίνα πήγαινε ανά-
TO KlNHTO
33
ποδα, αλλά την πλήρωσε το ταξί. Έτσι όπως ήταν ακόμη γονατι σμένος στο πεζοδρόμιο, ο Κλέι είδε τον ταξιτζή να εκσφενδονίζε ται από το παρμπρίζ και να προσγειώνεται απότομα στην άσφαλτο οιιρλιάζοντας και κρατώντας ψηλά ένα χέρι γεμάτο αίματα. Ο κοντούλης με το μουστάκι είχε δίκιο, φυσικά. Όποια λογική ο Κλέι ήταν σε θέση να επιστρατεύσει —ένα ελάχιστο ποσοστό της διαπερνούσε το πυκνό παραπέτασμα της κατάπληξης που θόλωνε τη σκέψη του— του υπαγόρευε ότι η μοναδική συνετή ενέργεια μέ χρι στιγμής ήταν να τσακιστεί να φύγει από την Μπόιλστον Στρητ και να καλυφθεί. Αν επρόκειτο για τρομοκρατική ενέργεια, δεν έ μοιαζε με τίποτε απ' όσα είχε διαβάσει ή ακούσει ως τώρα. Αυτό που έπρεπε να κάνει —να κάνουν— ήταν να κρυφτούν και να μείνουν κρυμμένοι ώσπου να ξεκαθαρίσει η κατάσταση. Πράγμα που προ φανώς σήμαινε ότι ήταν απαραίτητο να βρουν μια τηλεόραση. Δεν ήθελε όμως να αφήσει το κορίτσι πεσμένο αναίσθητο σ' ένα δρόμο που ξαφνικά είχε μετατραπεί σε τρελοκομείο. Όλα τα ένστικτα της καλής και πολιτισμένης καρδιάς του του υπαγόρευαν το αντίθετο. «Φύγε εσύ», είπε στον κοντούλη με το μουστάκι. Το είπε με α πέραντη απροθυμία. Δεν τον ήξερε τον τύπο, αλλά αυτός τουλάχι στον δεν μιλούσε κορακίστικα, ούτε σήκωνε τα χέρια του στον ου ρανό. Ούτε είχε επιχειρήσει να τον δαγκώσει στο λαιμό. «Πήγαινε μπες κάπου. Εγώ θα...» Δεν ήξερε πώς να τελειώσει τη φράση του. «Εσύ τι;» τον ρώτησε ο κοντούλης με το μουστάκι κι ύστερα καμπούριασε απότομα τους ώμους του και μόρφασε καθώς ακού στηκε μια καινούρια έκρηξη. Αυτή ακούστηκε σαν να είχε γίνει α κριβώς πίσω από το ξενοδοχείο. Μαύρος καπνός άρχισε να σηκώ νεται από την ίδια κατεύθυνση, κρύβοντας τον γαλάζιο ουρανό μέχρι να φτάσει αρκετά ψηλά ώστε να αρχίσει να τον παρασέρνει ο άνεμος. «Θα καλέσω την αστυνομία», είπε ο Κλέι σε μια έμπνευση της στιγμής. «Αυτή εκεί έχει κινητό». Έδειξε προς τα πίσω με τον α ντίχειρα την κυρία Αντρικό Κοστούμι που κειτόταν νεκρή μέσα σε μια λίμνη από αίμα. «Το χρησιμοποιούσε λίγο πριν... ξέρεις... όταν άρχισαν όλα να...» Ο Κλέι δεν απόσωσε τη φράση του γιατί προσπάθησε να θυμη θεί τι ακριβώς συνέβαινε όταν άρχισαν όλα να πηγαίνουν κατά διαβόλου. Το βλέμμα του μετακινήθηκε από τη νεκρή γυναίκα στο
34
STEPHEN KING
αναίσθητο κορίτσι και από κει στα απομεινάρια του διαλυμένου πράσινου κινητού που χρησιμοποιούσε το κορίτσι. Σειρήνες δύο διαφορετικών τόνων υψώθηκαν στον αέρα. Ο Κλέι υπέθεσε ότι η μία συχνότητα ανήκε στα περιπολικά της α στυνομίας και η άλλη στα οχήματα της πυροσβεστικής. Υπέθεσε επίσης ότι θα καταλάβαινε τη διαφορά κάποιος που ζούσε μόνιμα στην πόλη, αλλά αυτός δεν ζούσε εδώ, ζούσε στο Κεντ Ποντ του Μέιν, όπου ευχόταν με όλη του την καρδιά να βρισκόταν ετούτη τη στιγμή. Εκείνο που συνέβαινε όταν άρχισαν όλα να πηγαίνουν κατά διαβόλου ήταν ότι η κυρία Αντρικό Κοστούμι είχε τηλεφωνήσει στη φίλη της τη Μάντι για να της πει ότι είχε κόψει τα μαλλιά της και το Ξανθό Ξωτικό είχε απαντήσει στο τηλεφώνημα μιας φίλης του. Το Καστανό Ξωτικό είχε σκύψει και άκουγε από το κινητό του Ξανθού Ξωτικού. Μετά απ' αυτό είχαν παλαβώσει και οι τρεις. Δεν είναι δυνατόν να σκέφτεσαι... Από κάπου πίσω τους, στα ανατολικά, ακούστηκε η μεγαλύτε ρη μέχρι στιγμής έκρηξη: μια τρομακτική σε ένταση απότομη βροντή. Ο Κλέι πετάχτηκε όρθιος. Αυτός και ο κοντούλης με το τουίντ κοστούμι κοίταξαν πρώτα ο ένας τον άλλον έντρομοι και ύ στερα στράφηκαν προς τη μεριά της Τσάιναταουν και το βόρειο ά κρο της Βοστόνης. Δεν μπόρεσαν να δουν τι είχε εκραγεί, αλλά εί δαν ένα τεράστιο και πολύ πυκνό σύννεφο καπνού να υψώνεται τώρα πάνω από τα κτίρια σ' εκείνη την πλευρά του ορίζοντα. Ενώ παρακολουθούσαν τον καπνό, ένα περιπολικό της Αστυ νομίας της Βοστόνης και ένα πυροσβεστικό όχημα με πτυσσόμενη σκάλα έφτασαν και σταμάτησαν μπροστά από το ξενοδοχείο Φορ Σίζονς στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Ο Κλέι κοίταξε προς τα εκεί τη στιγμή που ένα δεύτερο άτομο ρίχτηκε στο κενό από τον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου και το ακολούθησε αμέσως ένα ζευγάρι που έπεσε από την ταράτσα. Του φάνηκε πως οι δυο τε λευταίοι, αυτοί που έρχονταν από την ταράτσα, μάλωναν μεταξύ τους πέφτοντας. «Χριστέ μου, ΟΧΙ!» ούρλιαξε μια γυναίκα και η φωνή της έ σπασε, «Ω, όχι, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!» Ο πρώτος από την τριάδα αυτοκτονίας έσκασε στο πίσω μέρος του περιπολικού πασαλείβοντας το πορτμπαγκάζ με μυαλά και ά-
Το ΚΙΝΗΤΌ
35
ντερα και κομματιάζοντας το πίσω τζάμι. Οι άλλοι δυο πέτυχαν το πυροσβεστικό όχημα, απ' όπου σκόρπισαν σαν τρομαγμένα αλλό κοτα πουλιά ένα σμάρι πυροσβέστες με κίτρινα αδιάβροχα. «ΟΧΙ!» τσίριζε η γυναίκα. «Όχι, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ! ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ! ΘΕΕ ΜΟΥ, όχι, ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!» Κι όμως, από τον πέμπτο ή τον έκτο όροφο, έπεσε μια γυναίκα φέρνοντας τούμπες στον αέρα σαν τρελός ακροβάτης και προσγει ώθηκε πάνω σ' έναν αστυνομικό που κοίταζε ψηλά σαστισμένος, παρασέρνοντας κι αυτόν μαζί της στο θάνατο. Από το βορρά ακούστηκε άλλη μια από εκείνες τις τρομακτι κές βροντερές εκρήξεις —ήχος διαβόλου που πυροβολεί με αυτό ματο στην κόλαση— και ο Κλέι κοίταξε για άλλη μια φορά τον κο ντούλη, που του αντιγύρισε το βλέμμα με την ίδια ένταση. Κι άλ λος καπνός στον ουρανό και, παρά το δυνατό απογευματινό αερά κι, το γαλάζιο του ουρανού εκεί κάτω σχεδόν εξαφανίστηκε πίσω απ' το γκρίζο. «Χρησιμοποιούν πάλι αεροπλάνα», είπε ο κοντούλης. «Τα κα θάρματα πέφτουν με αεροπλάνα». Σαν για να επιβεβαιώσει τα λεγόμενα του, άλλη μια τερατώδης έκρηξη τους τράνταξε με τη βροντή της, αυτή τη φορά από τη βο ρειοανατολική μεριά της πόλης. «Μα... εκεί πέρα είναι το... Λόγκαν». Ο Κλέι δυσκολευόταν και πάλι να μιλήσει κι ακόμη περισσότερο να σκεφτεί. Το μόνο που του ερχόταν στο νου ήταν ένα μισοσχηματισμένο ανέκδοτο του τύπου: Το ξέρεις αυτό με τους [βάλτε την εθνικότητα της προ τίμησης σας] τρομοκράτες που αποφάσισαν να γονατίσουν την Αμε ρική τινάζοντας στον αέρα τα αεροδρόμια; «Και λοιπόν;» ρώτησε ο κοντούλης, σχεδόν επιθετικά. «Λοιπόν, γιατί όχι το Χάνκοκ Μπίλντινγκ; Ή το Πρου;» Ο κοντούλης με το μουστάκι καμπούριασε τους ώμους του. «Δεν ξέρω. Εγώ το μόνο που ξέρω είναι ότι θέλω να φύγω απ' αυ τόν το δρόμο». Σαν να ήθελε να υποστηρίξει τα λεγόμενα του, μια παρέα πέντ' έξι νεαρών πέρασε βιαστικά από δίπλα τους. Η Βοστόνη ήταν μια πόλη γεμάτη νεολαία, όπως είχε προσέξει ο Κλέι. Ετούτοι οι έξι, τρεις νεαροί και τρεις νεαρές, τουλάχιστον έτρεχαν χωρίς λάφυρα στα χέρια και σίγουρα δεν το διασκέδαζαν. Χωρίς να κόψει το βή-
36
STEPHEN KING
μα του, ο ένας απ' αυτούς τράβηξε από μια τσέπη του ένα κινητό και το κόλλησε στ' αυτί του. Ο Κλέι έριξε μια ματιά στο απέναντι πεζοδρόμιο και είδε ότι έ να δεύτερο ασπρόμαυρο περιπολικό είχε παρκάρει πίσω από το πρώτο. Τελικά δεν θα χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει το κινητό της κυρίας Αντρικό Κοστούμι (ευτυχώς, γιατί κατά βάθος δεν ήθελε καθόλου να το κάνει). Έφτανε να περάσει απέναντι και να μιλήσει στους αστυνομικούς... μόνο που δεν ήταν σίγουρος ότι θα τολμού σε να διασχίσει την Μπόιλστον Στρητ εκείνη τη στιγμή. Ακόμη κι αν το έκανε όμως, θα έρχονταν οι αστυνομικοί εδώ για να ασχολη θούν με ένα αναίσθητο κορίτσι όταν εκεί που βρίσκονταν είχαν ή δη να αντιμετωπίσουν ένας Θεός ξέρει πόσα περιστατικά; Ενώ πα ρακολουθούσε, οι πυροσβέστες άρχισαν να ανεβαίνουν ξανά στο όχημα με τη σκάλα· έδειχναν έτοιμοι να κατευθυνθούν κάπου αλ λού. Στο αεροδρόμιο Λόγκαν μάλλον, ή...» «Θεέ και Κύριε, πρόσεχε αυτόν εδώ», είπε ο κοντούλης με το μουστάκι με σιγανή, τρομαγμένη φωνή. Κοίταζε δυτικά, κατά μή κος της Μπόιλστον, προς το κέντρο της πόλης, προς την κατεύ θυνση απ' όπου ερχόταν ο Κλέι όταν το μείζον ζήτημα της ζωής του ήταν να πετύχει τη Σάρον στο τηλέφωνο. Είχε σκεφτεί μέχρι και το πώς θα άρχιζε: Καλά τα νέα, γλυκιά μου —ό,τι κι αν γίνει μ' εμάς τους δυο, ο γιος μας πάντα θα έχει παπούτσια. Στο μυαλό του ακουγόταν ανάλαφρο και αστείο· όπως τις παλιές καλές μέρες. Η τωρινή σκηνή δεν είχε τίποτε το αστείο. Αυτός που ερχόταν προς το μέρος τους —όχι τρέχοντας, αλλά βαδίζοντας με μεγάλα μονοκόμματα βήματα— ήταν ένας άντρας γύρω στα πενήντα που φορούσε μόνο το παντελόνι ενός κοστουμιού και τα απομεινάρια ενός πουκαμίσου και μιας γραβάτας. Το παντελόνι ήταν γκρίζο. Ήταν αδύνατον να πεις τι χρώμα είχαν το πουκάμισο και η γραβά τα, γιατί ήταν και τα δύο κουρελιασμένα και βουτηγμένα στο αί μα. Στο δεξί του χέρι ο τύπος κρατούσε κάτι που έμοιαζε με χασαπομάχαιρο με είκοσι πόντους λάμα. Ο Κλέι ήταν σχεδόν σίγουρος ότι είχε δει αυτό ακριβώς το μαχαίρι στη βιτρίνα ενός μαγαζιού που λεγόταν Σόουλ Κίτσεν, όταν επέστρεφε από τη συνάντηση που είχε στο ξενοδοχείο Κόπλεϊ Σκουέαρ. Ήταν ένα από τη σειρά των μαχαιριών (ΣΟΥΗΔΙΚΟ ΑΤΣΑΛΙ! καυχιόταν η μικρή εγχάρακτη ταμπελίτσα μπροστά τους) που οι λάμες τους άστραφταν, έξυπνα
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
37
φωτισμένες από κρυφούς προβολείς χαμηλά στη βιτρίνα. Η συ γκεκριμένη λεπίδα, πάντως, πρέπει να είχε κάνει μπόλικη δουλειά —ή μπόλικη ζημιά— από την απελευθέρωση της και μετά, γιατί τώ ρα ήταν θαμπή από το αίμα. Ο άντρας με το κουρελιασμένο πουκάμισο κουνούσε απειλητι κά το μαχαίρι καθώς τους ζύγωνε με τα μεγάλα, μονοκόμματα βή ματα του και η λάμα διέγραφε μικρές καμπύλες πάνω κάτω στον αέρα. Διέκοψε τη ρυθμική, σχεδόν τελετουργική, κίνησή του μόνο μια φορά, για να χαράξει τον εαυτό του με το μαχαίρι. Καινούριο ρυάκι αίματος κύλησε από μια καινούρια κοψιά στο κουρελιασμέ νο πουκάμισο του. Τα απομεινάρια της γραβάτας του ανέμιζαν σε λωρίδες. Κι ενώ τους ζύγωνε απειλητικά, τους φώναζε σαν ιερο κήρυκας της πεντάρας, ουρλιάζοντας σε ακατάληπτη γλώσσα πά νω στον οίστρο κάποιας θεϊκής αποκάλυψης. «Άιλα!» κραύγαζε. «Ίιλα-άιλα-α-μπάμπαλα ναζ! Α-μπάμπαλα γιατί; Α-μπούναλου ντροπή; Κάζαλα! Κάζαλα-ΜΠΟΡΩ! Φι! ΠΕΡΑφι!» Κι ύστερα έφερε πάλι το μαχαίρι παράλληλα με τον δεξιό γο φό του κι έπειτα προς τα πίσω και ο Κλέι, που είχε ιδιαίτερα ανε πτυγμένη την αίσθηση της όρασης, είδε προκαταβολικά το σαρω τικό χτύπημα που θα ακολουθούσε. Το χτύπημα που θα ξεκοίλια ζε, και θα το έκανε χωρίς να διακόψει καν την πορεία του προς το πουθενά με εκείνο το μονοκόμματο, ατσούμπαλο βήμα του στο η λιόλουστο απόγευμα του Οκτώβρη. «Προσοχή!» ούρλιαξε ο κοντούλης με το μουστάκι, αλλά αυτός, ο κοντούλης με το μουστάκι, δεν πρόσεχε. Ο κοντούλης με το μουστάκι, το πρώτο φυσιολογικό άτομο με το οποίο είχε μιλή σει ο Κλέι Ρίντελ απ' όταν άρχισε αυτή η παράνοια -το οποίο, για την ακρίβεια, είχε μιλήσει σ' αυτόν, πράγμα που ήθελε κότσια κά τω απ' αυτές τις περιστάσεις-, είχε κοκαλώσει στη θέση του και τα γουρλωμένα μάτια του φάνταζαν τεράστια πίσω από τα γυαλιά με τον χρυσό σκελετό. Και μήπως τελικά ο τρελός είχε βάλει στό χο αυτόν επειδή από τους δυο άντρες εκείνος με το μουστάκι ήταν ο πιο μικρόσωμος και έμοιαζε ευκολότερη λεία; Αν ναι, τότε ο κύ ριος Ακατάληπτος δεν ήταν εντελώς τρελός και ξαφνικά ο Κλέι, ε κτός από τρομαγμένος, ένιωσε και πολύ θυμωμένος, θυμωμένος όπως θα ένιωθε αν κοίταζε από το φράχτη μιας σχολικής αυλής
38
STEPHEN KING
και έβλεπε έναν αλητάμπουρα να τρομοκρατεί ένα παιδί φανερά μικρότερο σε ηλικία και σωματικές διαστάσεις. «ΠΡΟΣΟΧΗ!» έσκουξε αυτή τη φορά ο κοντούλης με το μου στάκι, αλλά δεν σάλεψε κι ας ερχόταν καταπάνω του ο θάνατος α πελευθερωμένος από ένα μαγαζί που λεγόταν Σόουλ Κίτσεν κι ό που η Βίζα και η Ντάινερ'ς γίνονταν σίγουρα αποδεκτές μαζί με την Προσωπική Σας Επιταγή Αν Συνοδεύεται Από Τραπεζική Κάρτα. Ο Κλέι δεν κάθισε να σκεφτεί. Έπιασε το χαρτοφύλακα του α πό τη διπλή χειρολαβή και τον έχωσε ανάμεσα στο επερχόμενο μαχαίρι και στον καινούριο του σύντροφο με το τουίντ κοστούμι. Η λεπίδα τον διαπέρασε ολόκληρο με ένα υπόκωφο βουπ, αλλά η μύτη σταμάτησε γύρω στους δέκα πόντους μακριά από την κοιλιά του κοντούλη. Ο κοντούλης συνήλθε επιτέλους και παραμέρισε έ ντρομος, προς τη μεριά του Δημοτικού Πάρκου, τσιρίζοντας βοή θεια με όση δύναμη είχε στα πνευμόνια του. Ο άντρας με το κουρελιασμένο πουκάμισο και τη γραβάτα -προγούλι και κοιλίτσα, δείγμα πως το προσωπικό του ισοζύγιο σωστής διατροφής και άσκησης ήταν παθητικό εδώ και δύο χρό νια τουλάχιστον- σταμάτησε απότομα το ακατανόητο κήρυγμα του. Το πρόσωπο του πήρε μια έκφραση πνευματικά κενής σαστιμάρας, που ήθελε πολύ ακόμη για να γίνει έκπληξη, πόσο μάλλον απορία. Αυτό που αισθάνθηκε ο Κλέι ήταν ένα είδος μαύρης οργής. Η λάμα είχε τρυπήσει όλους τους πίνακες του Μαυροντυμένου Περι πλανώμενου (για τον Κλέι πάντα ήταν πίνακες, ποτέ ζωγραφιές ή εικόνες) και του φάνηκε πως εκείνο το βουπ θα μπορούσε κάλλι στα να ήταν ο ήχος του μαχαιριού που τρυπούσε ένα πολύ ξεχωρι στό φύλλο της καρδιάς του. Ήταν ανόητο, εφόσον είχε αντίγραφα από όλα, ακόμη και από τα έγχρωμα δισέλιδα, αλλά έτσι αισθανό ταν. Το μαχαίρι του τρελού είχε ξεκοιλιάσει το Μάγο Τζον (που είχε το όνομα του γιου του, φυσικά), το Γητευτή Φλακ, τον Φρανκ και τους Πόσι Μπόις, το Κοιμισμένο Τζίνι, την Πόιζον Σάλι, τη Λίλι Άστολετ, τη Γαλάζια Μάγισσα και, βεβαίως, τον Ρέι Ντέιμον, τον ίδιο τον Μαυροντυμένο Περιπλανώμενο. Ήταν τα δικά του φανταστικά πλάσματα, οι κάτοικοι της σπηλιάς της φαντασίας του, αυτά που θα τον απελευθέρωναν από την αφόρητη ανία τού
Το ΚΙΝΗΤΌ
39
να διδάσκει το μαθημάτων καλλιτεχνικών σε έξι διαφορετικά α γροτικά σχολεία του Μέιν, οδηγώντας χιλιάδες χιλιόμετρα κάθε μήνα και βγάζονιας προκτικά το ψωμί του με το αυτοκίνητο του. Θα ορκιζόταν ότι τα άκουσε να βογκάνε όταν το σουηδικό λε πίδι του τρελού τα διαπέρασε ξαφνικά εκεί που κοιμούνταν τον α θώο ύπνο τους. Εξοργισμένος, αδιαφορώντας για το μαχαίρι (προς στιγμήν, τουλάχιστον), έσπρωξε σβέλτα προς τα πίσω τον άντρα με το κου ρελιασμένο πουκάμισο χρησιμοποιώντας το χαρτοφύλακα σαν α σπίδα και θυμώνοντας ακόμη περισσότερο όταν τον είδε να λυγί ζει σε σχήμα V γύρω από τη λάμα του μαχαιριού. «Μπλετ!» φώναξε άγρια ο παράφρονας και προσπάθησε να α ποσπάσει το μαχαίρι του. Είχε σφηνώσει πολύ γερά και δεν κατά φερε να το τραβήξει. «Μπλετ κι-γιαμ ντο-ραμ κάζαλα αμπάμπαλα!» «Τώρα θα σου τα μπάμπαλα εγώ τα κάζαλα, κόπανε!» φώναξε ο Κλέι και έφερε το αριστερό του πόδι πίσω από τον τρελό που έ κανε επιτόπου βήματα προς τα πίσω. Αργότερα, συνειδητοποίησε ότι το σώμα ξέρει από μόνο του πώς να παλέψει όταν βρεθεί στην ανάγκη. Η πάλη είναι ένα μυστικό που το σώμα το ξέρει, έτσι ό πως ξέρει και πώς να τρέξει ή πώς να δρασκελίσει ένα ρυάκι, ή πώς να ρίξει ένα πήδημα, ή πώς να πεθάνει, όταν δεν έχει άλλη ε πιλογή. Υπό συνθήκες ακραίας πίεσης, αυτή η ενστικτώδης γνώση αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη και τότε το σώμα κάνει αυτό που πρέπει να γίνει, ενώ το μυαλό, ανίκανο να συμμετάσχει, στέκεται παραδίπλα και κάνει τον αδιάφορο κοιτάζοντας αλλού και χτυπώ ντας ρυθμικά το ποδαράκι του στο χώμα. Ή, όπως στη συγκεκρι μένη περίπτωση, απλώς καταγράφει τον ήχο ενός μαχαιριού που διαπερνάει το χαρτοφύλακα που σου είχε χαρίσει η γυναίκα σου στα εικοστά όγδοα γενέθλια σου. Ο τρελός μπερδεύτηκε στο πόδι του Κλέι, ακριβώς όπως σκό πευε το σοφό σώμα του Κλέι να τον αναγκάσει να κάνει, και έπε σε ανάσκελα στο πεζοδρόμιο. Ο Κλέι στάθηκε όρθιος από πάνω του, λαχανιάζοντας και σφίγγοντας το χαρτοφύλακα με τα δυο του χέρια σαν ασπίδα που είχε λυγίσει πάνω στη μάχη. Το χασαπομάχαιρο ήταν ακόμα καρφωμένο στο χαρτοφύλακα, με τη λαβή του να ξεπροβάλλει από τη μια και τη μύτη του από την άλλη.
40
STEPHEN KING
Ο τρελός δοκίμασε να σηκωθεί. Ο καινούριος φίλος του Κλέι βγήκε μπροστά και τον κλότσησε στο λαιμό, πολύ δυνατά. Ο κο ντούλης έκλαιγε κανονικά· δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα του και θόλωναν τους φακούς των γυαλιών. Ο τρελός ξανάπεσε πίσω στο πεζοδρόμιο με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω από το στόμα του. Έβγαζε κάτι ήχους πνιγμού που ακούγονταν σαν παραμορφωμένη εκδοχή της ακατάληπτης γλώσσας που μιλούσε πριν από το χτύ πημα στο λαιμό του. «Πήγε να μας σκοτώσει!» είπε κλαίγοντας ο κοντούλης. «Προ σπάθησε να μας σκοτώσει!» «Ναι, ναι», είπε ο Κλέι. Σκέφτηκε ότι είχε πει κάποτε, με τον ί διο ακριβώς τρόπο, ναι, ναι στο γιο του, τότε που τον φώναζαν α κόμη Τζόνι-Τζι και είχε έρθει από το μπροστινό δρομάκι του σπι τιού με γδαρμένους τους αγκώνες ή τα γόνατα, σκούζοντας γοερά, «Έχω ΑΙΜΑΤΑ!» Ο άντρας στο πεζοδρόμιο (που είχε μπόλικα αίματα) στηρίχτη κε στους αγκώνες του και προσπάθησε πάλι να σηκωθεί από κά τω. Αυτή τη φορά είχε την τιμή ο Κλέι, που κλότσησε τον αγκώνα του τρελού και τον έριξε ξανά στο πεζοδρόμιο. Αυτό το σύστημα με τις κλοτσιές ήταν πολύ αποτελεσματικό, τελικά. Ο Κλέι χούφτωσε τη λαβή του μαχαιριού, μόρφασε με την αίσθηση του μισοπηγμένου αίματος στην παλάμη του -ήταν σαν λεπτή παγωμένη στρώση λίπους- και τράβηξε δυνατά. Το μαχαίρι υποχώρησε λίγο και μετά ή φράκαρε ή γλίστρησε η λαβή στο χέρι του. Φαντάστη κε πως άκουσε τους ήρωες του να μουρμουρίζουν ενοχλημένοι α πό το σκοτεινό εσωτερικό του χαρτοφύλακα και έβγαλε κι ο ίδιος έναν μικρό πονεμένο ήχο άθελά του. Και, άθελά του επίσης, ανα ρωτήθηκε τι θα έκανε με το μαχαίρι όταν θα το έβγαζε. Θα κάρ φωνε τον τρελό και θα τον σκότωνε; Αυτό θα μπορούσε να το είχε κάνει πάνω στην κάψα της στιγμής, αλλά όχι πια. «Τι έγινε;» ρώτησε ο κοντούλης με τρεμάμενη φωνή. Ακόμη και μέσα στην ταραχή του, ο Κλέι συγκινήθηκε από το αληθινό εν διαφέρον του καινούριου του φίλου. «Σε χτύπησε; Δεν τον έβλεπα κάποια στιγμή, μου τον έκρυβες. Μήπως σε χτύπησε; Κόπηκες;» «Όχι», είπε ο Κλέι. «Είμαι εντ...» Ακούστηκε άλλη μια γιγάντια έκρηξη από το βορρά, σίγουρα
Το ΚΙΝΗΤΌ
41
ατό το αεροδρόμιο Λόγκαν, από την άλλη μεριά του λιμανιού της Βοστόνης. Ζάρωσαν και οι δυο ενστικτωδώς, μορφάζοντας. Ο παλαβός βρήκε την ευκαιρία να ανακαθίσει και επιχειρούσε ήδη να σηκωθεί στα πόδια του, όταν ο κοντούλης με το τουίντ κο στούμι τού σέρβιρε μια άγαρμπη αλλά εξαιρετικά αποτελεσματική κλοτσιά καρφώνοντας το παπούτσι του στο κέντρο της κουρελια σμένης γραβάτας του και τον ξανάριξε ανάσκελα εκεί που βρισκό ταν. Ο παλαβός μούγκρισε και άρπαξε το πόδι του κοντούλη. Θα τον είχε σίγουρα γκρεμίσει και παρασύρει σε θανάσιμο αγκάλια σμα, αν ο Κλέι δεν άρπαζε τον καινούριο φίλο του από τον ώμο και δεν τον τραβούσε έγκαιρα πίσω. «Μου πήρε το παπούτσι!» τσίριξε ο κοντούλης. Πίσω τους, πά νω στο δρόμο, συγκρούστηκαν άλλα δυο αυτοκίνητα. Καινούριες κραυγές, καινούριοι συναγερμοί. Συναγερμοί αυτοκινήτων, συνα γερμοί πυρκαγιάς, συναγερμοί παραβίασης, ηχούσαν όλοι μαζί στη διαπασών. Σειρήνες ούρλιαζαν κάπου μακριά. «Το κάθαρμα μου πήρε το πα...» Ξαφνικά εμφανίστηκε δίπλα τους ένας αστυνομικός. Από αυ τούς που είχαν ανταποκριθεί στο δυστύχημα απέναντι, υπέθεσε ο Κλέι, που βλέποντας ένα πόδι με μπλε παντελόνι στολής να γονα τίζει δίπλα στον παρανοϊκό που παραληρούσε αισθάνθηκε κάτι σαν ξαφνική λατρεία για την αστυνομία. Να μπει στον κόπο να έρθει εδώ! Να ασχοληθεί μαζί τους! «Προσοχή μ' αυτόν», είπε νευρικά ο κοντούλης στον αστυνο μικό. «Είναι...» «Ξέρω τι είναι», απάντησε ο αστυνομικός και ο Κλέι πρόσεξε ότι κρατούσε το υπηρεσιακό του αυτόματο. Δεν ήξερε αν το είχε τραβήξει καθώς γονάτιζε ή αν το κρατούσε από την αρχή. Τον είχε κυριεύσει η αίσθηση ευγνωμοσύνης και δεν έδωσε σημασία στις λεπτομέρειες. Ο αστυνομικός κοίταξε τον παλαβό στο πεζοδρόμιο. Έσκυψε από πάνω του. Σχεδόν του δόθηκε, σαν να τον προκαλούσε. «Ε, φιλαράκο, τι χαμπάρια;» μουρμούρισε. «Πώς πάνε τα κέφια;» Ο παρανοϊκός επιτέθηκε στον αστυνομικό αρπάζοντας τον από το λαιμό και με τα δύο του χέρια. Τη στιγμή που το έκανε, ο αστυ νομικός κόλλησε την κάννη του όπλου του ανάμεσα στα φρύδια του παρανοϊκού και πάτησε τη σκανδάλη. Ένα πυκνό σιντριβάνι
42
STEPHEN KING
από αίμα τινάχτηκε ανάμεσα από τα γκρίζα μαλλιά στο πίσω μέ ρος του κεφαλιού του άντρα, που έπεσε πίσω στο πεζοδρόμιο α νοίγοντας και τα δυο του χέρια με τρόπο μελοδραματικό: Μαμά, κοίτα, με σκότωσε! Ο Κλέι κοίταξε τον κοντούλη με το μουστάκι -και ο κοντούλης με το μουστάκι κοίταξε τον Κλέι. Έπειτα κοίταξαν και οι δυο τον αστυνομικό, που είχε βάλει το όπλο του στη θήκη και έβγαζε από το τσεπάκι του πουκαμίσου της στολής του μια δερμάτινη θήκη ταυτότητας. Ο Κλέι χάρηκε όταν πρόσεξε ότι το χέρι που κρατού σε τη θήκη έτρεμε ελαφρά. Τώρα φοβόταν τον αστυνομικό, αλλά θα τον φοβόταν πολύ περισσότερο αν δεν έτρεμαν λιγάκι τα χέρια του. Γιατί αυτό που είχε συμβεί δεν ήταν μια μεμονωμένη περί πτωση. Ο κρότος του πυροβολισμού είχε προκαλέσει κάτι στην α κοή του Κλέι, ήταν σαν να είχε αποκαταστήσει ένα ελαττωματικό κύκλωμα. Τώρα άκουγε καθαρά κι άλλους πυροβολισμούς, σκόρ πιους ξερούς κρότους που διαπερνούσαν τη γενική κακοφωνία της καταστροφής. Ο αστυνομικός τράβηξε από τη λεπτή δερμάτινη θήκη μια καρτούλα —του Κλέι του φάνηκε σαν επαγγελματική κάρτα— και ξανά βαλε τη θήκη στην τσέπη του πουκαμίσου του. Κράτησε την κάρ τα με το δείκτη και τον αντίχειρα του αριστερού του χεριού ενώ το δεξί του κατέβηκε και ακούμπησε στη λαβή του υπηρεσιακού του όπλου. Κοντά στα γυαλισμένα μαύρα παπούτσια του, πάνω στο πεζοδρόμιο, σχηματιζόταν αργά μια λιμνούλα με αίμα από το δια λυμένο κεφάλι του παρανοϊκού. Λίγο πιο πέρα, η κυρία Αντρικό Κοστούμι κειτόταν μέσα στη δική της λίμνη αίματος, που άρχιζε τώρα να πήζει και να παίρνει μια πιο σκούρα κόκκινη απόχρωση. «Πώς ονομάζεστε, κύριε;» ρώτησε ο αστυνομικός τον Κλέι. «Κλέιτον Ρίντελ». «Μπορείτε να μου πείτε ποιος είναι πρόεδρος της χώρας;» Ο Κλέι του είπε. «Μπορείτε, παρακαλώ, να μου πείτε τη σημερινή ημερομηνία;» «Έχουμε πρώτη Οκτωβρίου. Ξέρετε τι...» Ο αστυνομικός στράφηκε προς τον κοντούλη με το μουστάκι. «Το όνομα σας;» «Τόμας Μακόρτ, Σάλεμ Στρητ 140, Μόλντεν. Τι είναι...»
Το ΚΙΝΗΤΌ
43
«Μπορείτε να μου πείτε το όνομα του αντιπάλου του τωρινού προέδρου στις τελευταίες εκλογές;» Ο Τομ Μακόρτ τού το είπε. «Με ποια είναι παντρεμένος ο Μπραντ Μπιτ;» Ο Μακόρτ σήκωσε τα χέρια του. «Κι εγώ πού να ξέρω; Με κά ποια ηθοποιό, νομίζω». «Εντάξει». Ο αστυνομικός έδωσε στον Κλέι την κάρτα που κρατούσε με το αριστερό του. «Είμαι ο αστυνομικός Έλριτς Ά σλαντ. Ορίστε η κάρτα μου. Ίσως κληθείτε να καταθέσετε για το τι συνέβη εδώ, κύριοι. Αυτό που συνέβη είναι ότι χρειαστήκατε βοήθεια, σας την πρόσφερα, δέχτηκα επίθεση και αντέδρασα». «Θέλατε να τον σκοτώσετε», είπε ο Κλέι. «Ναι, κύριε, απαλλάσσουμε όσο πιο πολλούς μπορούμε από τη δυστυχία τους, όσο πιο γρήγορα μπορούμε», συμφώνησε ο αστυ νομικός Άσλαντ. «Και αν δηλώσετε ενώπιον δικαστηρίου ή ερευ νητικού συμβουλίου ότι σας είπα κάτι τέτοιο, εγώ θα το αρνηθώ. Όμως πρέπει να γίνει. Αυτοί οι άνθρωποι ξεφυτρώνουν από πα ντού. Μερικοί απλώς αυτοκτονούν. Πολλοί άλλοι επιτίθενται». Δίστασε στιγμιαία και πρόσθεσε, «Απ' όσο ξέρω μέχρι στιγμής, ό λοι οι άλλοι επιτίθενται». Και, σαν για να αποδείξει τα λεγόμενα του, ακούστηκε άλλος ένας πυροβολισμός από το απέναντι πεζο δρόμιο κι ύστερα άλλοι τρεις απανωτά, από το σκιερό προαύλιο του ξενοδοχείου Φορ Σίζονς που τώρα ήταν ένα ανακάτωμα από σπασμένα γυαλιά, τσακισμένα κορμιά, τρακαρισμένα οχήματα και χυμένο αίμα. «Είναι όπως στη γαμημένη τη Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών». Ο αστυνομικός Έλριτς Άσλαντ ξεκίνησε να διασχίσει ξανά την Μπόιλστον Στρητ, με το χέρι πάντα στη λαβή του όπλου του. «Μόνο που αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι νεκροί. Αν δεν τους βοηθήσουμε εμείς, δηλαδή». «Ρικ!» φώναξε ένας άλλος αστυνομικός από την απέναντι πλευρά του δρόμου, φανερά αγχωμένος. «Ρικ! Πρέπει να φύγουμε για Λόγκαν! Όλες οι μονάδες! Έλα εδώ!» Ο αστυνομικός Άσλαντ έλεγξε το δρόμο και προς τις δυο κα τευθύνσεις, αλλά δεν περνούσε τίποτε. Με εξαίρεση τα συντρίμ μια των αυτοκινήτων, η Μπόιλστον Στρητ ήταν προσωρινά έρη μη. Από τους γύρω δρόμους, αντίθετα, ακούγονταν συνέχεια ε κρήξεις και συγκρούσεις αυτοκινήτων. Η μυρωδιά του καπνού γι-
44
STEPHEN KING
νόταν όλο και πιο έντονη. Ο αστυνομικός έφτασε ως τη μέση του δρόμου, σταμάτησε και στράφηκε προς τα πίσω. «Πηγαίνετε κά που μέσα», είπε. «Καλυφθείτε. Σταθήκατε τυχεροί μια φορά. Μπορεί να μη σταθείτε την επόμενη». «Αστυνομικέ Άσλαντ», φώναξε ο Κλέι. «Εσείς δεν επικοινω νείτε με κινητά, έτσι δεν είναι;» Ο Άσλαντ τον κοίταξε από τη μέση της Μπόιλστον Στρητ —κα θόλου ασφαλές σημείο, κατά τη γνώμη του Κλέι, που θυμήθηκε το ξέφρενο Ντακ Μπόουτ. «Όχι, κύριε, έχουμε ραδιοασυρμάτους στα περιπολικά. Κι έχουμε κι αυτά». Χτύπησε το γουόκι τόκι που κρεμόταν από τη ζώνη του, απέναντι από το όπλο. Ο Κλέι, μανια κός με τα κόμικς από τότε που έμαθε να διαβάζει, σκέφτηκε φευ γαλέα τη φανταστική ζώνη εφοδίων του Μπάτμαν. «Μην τα χρησιμοποιείτε», είπε ο Κλέι. «Πείτε το και στους άλλους. Μη χρησιμοποιείτε τα κινητά». «Γιατί το λέτε αυτό;» «Γιατί αυτές μιλούσαν στα κινητά». Ο Κλέι έδειξε τη νεκρή γυναίκα και το αναίσθητο κορίτσι. «Λίγο πριν παλαβώσουν. Και πάω στοίχημα ότι κι αυτός με το μαχαίρι...» «Ρικ!» φώναξε πάλι ο αστυνομικός από απέναντι. «Έλα, γα μώτο!» «Καλυφθείτε», επανέλαβε ο αστυνομικός Άσλαντ κι έτρεξε προς τη μεριά του ξενοδοχείου Φορ Σίζονς. Ο Κλέι μετάνιωσε που δεν επανέλαβε την προειδοποίηση για τα κινητά, αλλά χάρηκε βλέποντας τον αστυνομικό να φτάνει ασφαλής απέναντι. Όχι πως πίστευε ότι υπήρχε κανείς στη Βοστόνη που να είναι ασφαλής ε κείνο το απόγευμα. 4 «Τι κάνεις;» ρώτησε ο Κλέι τον Τομ Μακόρτ. «Μην τον αγγίζεις. Μπορεί να είναι... δεν ξέρω, μολυσμένος». «Δε θα τον αγγίξω», είπε ο Τομ. «Το παπούτσι μου θέλω να πάρω». Το παπούτσι, πεσμένο δίπλα στο άψυχο αριστερό χέρι του πα ρανοϊκού, βρισκόταν μακριά από τα αίματα, ευτυχώς. Ο Τομ έκα-
TO KlNΗTO
45
νε το δάχτυλο του αγκίστρι, το έπιασε από τη μεριά της φτέρνας και το τράβηξε προς το μέρος του. Ύστερα κάθισε στην άκρη του πεζοδρομίου της Μπόιλστον Στρητ -εκεί όπου, σε κάποια άλλη ζωή, όπως φαινόταν τώρα στον Κλέι, ήταν παρκαρισμένο το παγωτατζίδικο του Μίστερ Σόφτι— και το φόρεσε. «Κόπηκε το κορ δόνι», είπε. «Ο αναθεματισμένος, μου έκοψε το κορδόνι». «Κάνε ό,τι μπορέσεις», του είπε ο Κλέι. Άρχισε πάλι να τραβά ει το μαχαίρι για να το ξεκολλήσει από το χαρτοφύλακα. Είχε καρ φωθεί με φοβερή ορμή και χρειάστηκε να το κουνήσει πάνω κάτω για να το ελευθερώσει. Βγήκε δύσκολα, με μια σειρά από απότομα τραβήγματα και με κάτι ήχους σαν ξυσίματα που έκαναν τον Κλέι να κλείνει τα μάτια τον μορφάζοντας. Αναρωτιόταν ποιος να είχε φάει τη χειρότερη εκεί μέσα. Ήταν ανόητη σκέψη, απόρροια του σοκ, αλλά την έκανε άθελά του. «Δε γίνεται να δέσεις το μισό;» «Ναι, νομίζω πως...» Άρχισε να ακούγεται ένα μηχανικό ζουζούνισμα σαν γιγάντιο μεταλλικό κουνούπι, που δυνάμωνε πλησιάζοντας. Ο Τομ τέντωσε το κεφάλι του και κοίταξε ψηλά, από το πεζοδρόμιο όπου ήταν καθισμένος. Ο Κλέι στράφηκε. Το μικρό καραβάνι των περιπολι κών που απομακρυνόταν από το Φορ Σίζονς σταμάτησε μπροστά από το Σίτι Λάιτς και το τρακαρισμένο Ντακ Μπόουτ με τους πε ριστρεφόμενους προβολείς οροφής να αναβοσβήνουν. Αστυνομι κοί έβγαλαν τα κεφάλια τους από τα παράθυρα. Ένα ιδιωτικό αε ροπλανάκι —μεσαίας κατηγορίας, τύπου Τσέσνα ίσως ή από τα άλ λα που τα λένε Τουίν Μπονάντσα, ο Κλέι δεν ήξερε και πολλά α πό αεροπλάνα— περνούσε αργά πάνω από τα κτίρια ανάμεσα στο λιμάνι της Βοστόνης και το Δημοτικό Πάρκο, χάνοντας συνεχώς ύψος. Το αεροπλανάκι πλάγιασε επικίνδυνα πάνω από το πάρκο, σχεδόν αγγίζοντας με το αριστερό φτερό του την κορυφή ενός λα μπρού φθινοπωριάτικου δέντρου κι ύστερα ευθυγραμμίστηκε μέ σα στο φαράγγι της Τσαρλς Στρητ, λες και ο πιλότος του είχε κρί νει ότι η λεωφόρος ήταν διάδρομος προσγείωσης. Κι ύστερα, το πολύ έξι μέτρα πάνω από το έδαφος, έκλινε απότομα αριστερά και το φτερό της ίδιας πλευράς χτύπησε πάνω στην πρόσοψη ενός γκρίζου κτιρίου, μιας τράπεζας ίσως, στην γωνία Τσαρλς και Μπίκον. Την ίδια στιγμή χάθηκε και οποιαδήποτε αίσθηση ότι το αε ροπλάνο γλιστρούσε απαλά στον αέρα. Το σκάφος τινάχτηκε αντί-
46
STEPHEN KING
στροφα με την ορμή σιδερένιας μπάλας όταν τερματίζει το σκοινί που την κρατάει δεμένη, έσκασε πάνω στο κτίριο από κόκκινα τούβλα δίπλα στην τράπεζα και χάθηκε μέσα σε ένα τεράστιο λου λούδι από πορτοκαλιές και κόκκινες φλόγες. Το ωστικό κύμα της έκρηξης σάρωσε το πάρκο. Οι πάπιες ξεσηκώθηκαν και πέταξαν προτού τις φτάσει. Ο Κλέι κοίταξε κάτω και είδε ότι κρατούσε το χασαπομάχαιρο. Το είχε τραβήξει από το χαρτοφύλακα ενώ ο Τομ και αυτός παρα κολουθούσαν το αεροπλάνο να πέφτει. Σκούπισε τη λάμα πρώτα από τη μια και ύστερα από την άλλη πάνω στο πουκάμισο του, προσέχοντας μην κοπεί κατά λάθος γιατί τώρα έτρεμαν τα δικά του χέρια, και έχωσε το μαχαίρι στη ζώνη του, χαμηλά μέχρι τη λαβή. Όσο τα έκανε αυτά, του ήρθε στο μυαλό μια από τις πρώτες του απόπειρες για μυθιστόρημα κόμικ... μια νεανική απόπειρα, στην πραγματικότητα. «Ο Τζόξερ ο Πειρατής είναι στην υπηρεσία σου, ωραία μου», μουρμούρισε. «Τι;» ρώτησε ο Τομ. Τώρα στεκόταν δίπλα στον Κλέι και κοί ταζε σοκαρισμένος την πύρινη κόλαση στην πέρα άκρη του Δημο τικού Πάρκου. Μόνο η ουρά του αεροπλάνου πρόβαλλε από τις φλόγες. Στο πλάι της φαινόταν ο αριθμός LN6409B. Και από πάνω κάτι που έμοιαζε με το λογότυπο μιας μάρκας ειδών σπορ. Ύστερα χάθηκε κι αυτή. Ο Κλέι ένιωσε τα πρώτα κύματα θερμότητας πάνω στο πρόσω πο του. «Τίποτε», απάντησε στον κοντούλη με το τουίντ κοστούμι. «Στρίβε, μπαμπούλα». «Ε;» «Πάμε να φύγουμε από δω». «Α. Εντάξει». Ο Κλέι άρχισε να περπατάει παράλληλα με τη νότια πλευρά του πάρκου, προς την κατεύθυνση που πήγαινε στις τρεις η ώρα, δεκαοχτώ λεπτά και μια αιωνιότητα πριν. Ο Τομ Μακόρτ έτρεχε για να τον προλάβει. Πραγματικά, ήταν πολύ κοντός. «Αλήθεια», του είπε. «Μιλάς συχνά ακαταλαβίστικα;» «Ναι», είπε ο Κλέι. «Ρώτα τη γυναίκα μου να σου πει».
47
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
5 «Πού πάμε;» ρώτησε ο Τομ. «Εγώ πήγαινα προς το μετρό». Έδει ξε ένα βαμμένο πράσινο κιόσκι στην αρχή του επόμενου τετραγώ νου. Ένα μικρό πλήθος ήταν συγκεντρωμένο εκεί. «Τώρα δεν εί μαι και τόσο σίγουρος αν είναι καλή ιδέα να χωθώ στον υπόγειο». «Ούτε εγώ», συμφώνησε ο Κλέι. «Έχω δωμάτιο σε ένα ξενο δοχείο εδώ πιο πάνω, που λέγεται Ατλάντικ Άβενιου Iw». Ο Τομ έλαμψε. «Νομίζω πως το ξέρω. Στη Λάουντεν, γωνία με την Ατλάντικ, αυτό δε λες;» «Αυτό. Πάμε εκεί. Να μάθουμε τι γίνεται από την τηλεόραση. Και να τηλεφωνήσω κι εγώ στη γυναίκα μου». «Από τη συσκευή στο δωμάτιο σου». «Από σταθερό, τελεία. Δεν έχω κινητό». «Εγώ έχω, αλλά το άφησα σπίτι. Έσπασε. Ο Ρέιφ —ο γάτος μου— το πέταξε από τον πάγκο της κουζίνας. Σκόπευα να αγοράσω καινούριο σήμερα κιόλας, αλλά... Κύριε Ρίντελ...» «Κλέι». «Κλέι. Είσαι σίγουρος πως το τηλέφωνο του δωματίου σου θα είναι ασφαλές;» Ο Κλέι σταμάτησε. Δεν του είχε περάσει καν από το μυαλό. Αλλά, αν δεν ήταν εντάξει ούτε οι γραμμές των σταθερών, τι θα μπορούσε να είναι; Αυτό ήταν έτοιμος να πει στον Τομ, όταν ξέ σπασε καβγάς στο σταθμό του μετρό μπροστά τους. Ακούστηκαν κραυγές πανικού, ουρλιαχτά και εκείνα τα άγρια αλαμπουρνέζικα που τώρα ο Κλέι αναγνώριζε ως σήμα της παράνοιας. Το μικρό πλήθος που τριγύριζε μπροστά από το γκρίζο πέτρινο υπόστεγο και τα σκαλοπάτια που κατέβαζαν προς την υπόγεια σήραγγα σκόρπισε τρομαγμένο. Μερικοί έτρεξαν προς το δρόμο, δύο από αυτούς αγκαλιασμένοι από τη μέση ρίχνοντας φοβισμένες ματιές πάνω από τον ώμο τους καθώς έτρεχαν. Άλλοι —οι περισσότεροιέτρεξαν μέσα στο πάρκο σκορπίζοντας προς όλες τις κατευθύν σεις, θέαμα που έφερε θλίψη στον Κλέι. Ένιωθε πιο ήσυχος για ε κείνους τους δύο που έφυγαν αγκαλιασμένοι. Τώρα, στην έξοδο του σταθμού βρίσκονταν μόνο δύο άντρες και δύο γυναίκες. Ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι αυτοί οι τέσσερις εί-
48
STEPHEN KING
χαν βγει από τον υπόγειο και είχαν τρομάξει τους υπόλοιπους. Ε νώ αυτός και ο Τομ τους κοίταζαν από απόσταση ασφαλείας μισού τετραγώνου, οι τέσσερις εναπομείναντες ήρθαν στα χέρια. Ο κα βγάς είχε την ίδια υστερική, φονική μανία που είχαν ήδη παρατη ρήσει, αλλά καμιά συγκεκριμένη μορφή. Δεν ήταν τρεις εναντίον ενός, ή δύο εναντίον δύο, και σίγουρα δεν ήταν αγόρια εναντίον κοριτσιών. Στην πραγματικότητα, το ένα από τα «κορίτσια» ήταν μια κοντόχοντρη μεσόκοπη με αυστηρό κούρεμα. Στον Κλέι θύμι ζε κάποιες από τις καθηγήτριες συναδέλφους του που κόντευαν να βγουν στη σύνταξη. Οι τέσσερις πάλευαν με κλοτσιές και με μπουνιές, με νύχια και με δόντια, με άγρια γρυλίσματα και ουρλιαχτά γύρω από σώματα ανθρώπων που ήταν ήδη πεσμένοι αναίσθητοι, ή και νεκροί. Ο έ νας από τους άντρες σκόνταψε σε ένα απλωμένο πόδι και έπεσε κάτω με τα γόνατα. Η νεότερη από τις δύο γυναίκες πήδηξε πάνω του με όλο της το βάρος. Ο άντρας άρπαξε κάτι από το πεζοδρό μιο, μπροστά από το πρώτο σκαλοπάτι του υπογείου —ο Κλέι είδε χωρίς καμιά έκπληξη ότι ήταν ένα κινητό—, και το κατέβασε με δύναμη στο πρόσωπο της γυναίκας. Το τηλέφωνο έσπασε, το μά γουλο της γυναίκας σκίστηκε και φρέσκο αίμα πότισε τον ώμο του ανοιχτόχρωμου σακακιού της, αλλά η κραυγή της ήταν κραυγή θυμού και όχι πόνου. Γράπωσε τα αυτιά του γονατισμένου άντρα σαν να έπιανε χειρολαβές, έφερε τα δυο της γόνατα στην κοιλιά του και τον έσπρωξε δυνατά προς τα πίσω στο μισοσκότεινο ά νοιγμα της σκάλας του μετρό. Φάνηκαν για μια στιγμή να χτυπιού νται σαν γάτες πάνω στις κάψες τους κι ύστερα εξαφανίστηκαν. «Έλα», μουρμούρισε ο Τομ τραβώντας τον Κλέι από το που κάμισο με μια παράξενη λεπτότητα. «Έλα. Ας περάσουμε απένα ντι. Πάμε». Ο Κλέι αφέθηκε να τον οδηγεί ο Τομ. Ή στάθηκαν τυχεροί, ή ο Τομ Μακόρτ πρόσεχε πάρα πολύ πού πήγαινε, γιατί έφτασαν στο απέναντι πεζοδρόμιο ακέραιοι. Σταμάτησαν ξανά μπροστά στη βι τρίνα του βιβλιοπωλείου Κολόνιαλ (Τα Καλύτερα Παλιά Βιβλία, τα Καλύτερα Καινούρια) και από κει παρακολούθησαν τη νική τρια της Μάχης του Μετρό, που παραδόξως ήταν η κοντόχοντρη μεσόκοπη, να μπαίνει φουριόζα στο πάρκο προς την κατεύθυνση του φλεγόμενου αεροπλάνου, με αίμα να στάζει από τις άκρες των
49
Το ΚΙΝΗΤΌ
γκρίζων μαλλιών της, που έδειχναν ότι δεν σήκωνε αστεία. Ο Κλέι δεν εξεπλάγη που ο τελευταίος επιζών αποδείχτηκε η κυρία με τα γκρίζα μαλλιά, η οποία θύμιζε βιβλιοθηκάριο ή καθηγήτρια λατι νικών ένα δυο χρόνια πριν βγει στη σύνταξη. Είχε αντίστοιχες συ ναδέλφους καθηγήτριες και ήξερε από πείρα πως, όσες τα κατά φερναν μέχρι αυτή την ηλικία, ήταν σχεδόν άτρωτες πλέον. Άνοιξε το στόμα του να πει κάτι τέτοιο στον Τομ —στο μυαλό του ακουγόταν πολύ πνευματώδες— και έβγαλε μόνο ένα βραχνό κλαψούρισμα. Αλλά και τα μάτια του έκαναν νερά. Προφανώς, ο Τομ Μακόρτ, ο κοντούλης με το τουίντ κοστούμι, δεν ήταν ο μό νος εκεί γύρω που τον έπαιρναν τα ζουμιά με το παραμικρό. Ο Κλέι σκούπισε τα μάτια του με το μανίκι του πουκαμίσου του, δο κίμασε πάλι να πει κάτι και για δεύτερη φορά δεν κατάφερε να βγάλει τίποτε άλλο από ένα βραχνό κλαψούρισμα. «Δεν πειράζει», είπε ο Τομ. «Καλύτερα να το αφήσεις να ξε σπάσει». Κι αυτό έκανε ο Κλέι, μπροστά σε μια βιτρίνα γεμάτη παλιά βιβλία γύρω από μια γραφομηχανή Ρόγιαλ που είχε γεννηθεί πο λύ πριν από την εποχή της ψηφιακής επικοινωνίας. Έκλαψε για την κυρία Αντρικό Κοστούμι, για το Ξανθό Ξωτικό και το Καστα νό Ξωτικό κι έκλαψε και για τον εαυτό του, γιατί το σπίτι του δεν ήταν η Βοστόνη, και το σπίτι του ποτέ δεν του είχε φανεί τόσο μακρινό. 6 Πάνω από το Δημοτικό Πάρκο η Μπόιλστον στένευε και ήταν τό σο πηγμένη από αυτοκίνητα —άλλα τρακαρισμένα και άλλα απλώς παρατημένα— που δεν είχαν πια να ανησυχούν μήπως τους λιώσει καμιά λιμουζίνα-καμικάζι ή κανένα ξέφρενο Ντακ Μπόουτ. Γύρω η πόλη βροντούσε και άστραφτε σαν βράδυ Πρωτοχρονιάς στην κόλαση. Η φασαρία ήταν μεγάλη και ολόγυρα τους —συναγερμοί αυτοκινήτων και συναγερμοί καταστημάτων, κυρίως—, αλλά ο δρόμος προς το παρόν ήταν σχεδόν απόκοσμα έρημος. Καλυφθεί τε, είχε πει ο αστυνομικός. Σταθήκατε τυχεροί μια φορά. Μπορεί να μη σταθείτε την επόμενη.
50
STEPHEN KING
Όμως δύο τετράγωνα μετά το βιβλιοπωλείο Κολόνιαλ και ένα τετράγωνο πριν από το σχετικά αξιοπρεπές ξενοδοχείο του Κλέι, στάθηκαν και πάλι τυχεροί. Άλλος ένας τρελός, νεαρός αυτός, γύ ρω στα είκοσι πέντε, με μπράτσα φουσκωμένα από το κωπηλατικό μηχάνημα και τα βάρη, ξεπετάχτηκε μπροστά τους από ένα στενό ανάμεσα στα κτίρια και όρμησε να διασχίσει το δρόμο. Πέρασε το εμπόδιο δύο τρακαρισμένων αυτοκινήτων πατώντας πάνω στους κολλημένους προφυλακτήρες τους και ξερνώντας ασταμάτητα ένα χείμαρρο από εκείνη την ακατανόητη, άγρια γλώσσα. Σε κάθε χέρι του κρατούσε κι από μια σπασμένη κεραία αυτοκινήτου και κάρ φωνε μ' αυτές τον αέρα μπροστά του σαν να ήταν στιλέτα. Ήταν ολόγυμνος. Φορούσε μόνο ένα ζευγάρι ολοκαίνουρια άσπρα Νάικ με κόκκινα κορδόνια. Το πουλί του πήγαινε πέρα δώθε σαν εκκρε μές σε παλιό ρολόι που ταλαντεύεται σε λάθος ταχύτητα. Έφτασε απέναντι και πήρε αμέσως δυτική πορεία, πίσω προς την κατεύ θυνση του Δημοτικού Πάρκου, με τους γυμνούς γοφούς του να σφίγγουν και να χαλαρώνουν σε έναν φανταστικό ρυθμό. Ο Τομ Μακόρτ έπιασε το μπράτσο του Κλέι και το κράτησε σφιχτά, μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους ο τρελός. Μόνο τότε χαλάρωσε. «Αν μας έβλεπε...» «Ναι, αλλά δε μας είδε», είπε ο Κλέι. Ξαφνικά, και εντελώς α νεξήγητα, ένιωσε πολύ ευχαριστημένος. Ήξερε πως θα του περ νούσε σύντομα, αλλά όσο διαρκούσε το συναίσθημα το απόλαυσε. Ήταν σαν να είχε καταφέρει να μείνει καθαρός έχοντας μπροστά του στο τραπέζι ένα σακουλάκι από το καλύτερο «χόρτο». «Λυπάμαι αυτόν που θα δει», είπε ο Τομ. «Εγώ λυπάμαι αυτόν που θα τον δει», είπε ο Κλέι. «Έλα, πάμε». 7 Οι πόρτες του Ατλάντικ Άβενιου Ινν ήταν κλειδωμένες. Ο Κλέι τα έχασε τόσο πολύ, που επέμενε να προσπαθεί να στρίψει το πόμολο ενώ το ένιωθε να γλιστράει μέσα από το χέρι του, σαν να μην το χωρούσε το μυαλό του: κλειδωμένη πόρτα. Του είχαν κλειδώσει την πόρτα στο ίδιο του το ξενοδοχείο. Ο Τομ στάθηκε δίπλα του, ακούμπησε το μέτωπό του στο τζά-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
51
μι για να σπάσει την αντηλιά και κοίταξε στο εσωτερικό. Από το βορρά — σίγουρα από το Λόγκαν πάλι— ακούστηκε άλλη μια τερα τώδης έκρηξη, κι αυτή τη φορά ο Κλέι απλώς μόρφασε. Ο Τομ Μακόρτ δεν αντέδρασε καν. Ήταν πολύ απορροφημένος από αυτό που έβλεπε. «Νεκρός στο πάτωμα», ανακοίνωσε τελικά. «Φοράει στολή, αλλά μου φαίνεται πολύ ηλικιωμένος για γκρουμ». «Δεν θέλω να μου κουβαλήσουν τις αποσκευές, γαμώτο», ξέ σπασε ο Κλέι. «Στο δωμάτιο μου θέλω να πάω!» Ο Τομ έβγαλε έναν περίεργο ήχο σαν να ρουφούσε τη μύτη του. Ο Κλέι νόμισε πως ο κοντούλης είχε αρχίσει πάλι να κλαίει, αλλά έπειτα διαπίστωσε ότι ο ήχος ήταν πνιχτό γέλιο. Στο ένα φύλλο της διπλής τζαμόπορτας ήταν γραμμένο το όνο μα του ξενοδοχείου ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΑΒΕΝΙΟΥ INN και στο άλλο ένα κατάφωρο ψέμα —ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΒΟΣΤΟΝΗΣ. Ο Τομ χτύ πησε με την παλάμη του το τζάμι του αριστερού φύλλου, ανάμεσα στο ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΒΟΣΤΟΝΗΣ και σε μια σειρά από αυτοκόλ λητα σήματα πιστωτικών καρτών. Τώρα είχε κολλήσει και ο Κλέι το πρόσωπο του στο τζάμι και κοίταζε μέσα. Το λόμπι δεν ήταν πολύ μεγάλο. Στα αριστερά βρι σκόταν ο πάγκος της ρεσεψιόν. Στα δεξιά τα δύο ασανσέρ. Στο πάτωμα ένα κοκκινωπό τούρκικο χαλί. Πάνω σ' αυτό ήταν πεσμέ νος μπρούμυτα ο γέρος με τη στολή, με το ένα πόδι του σκαλωμέ νο στον καναπέ και με μια καδραρισμένη εικόνα ιστιοφόρου Κάριερ & Άιβς πάνω στον πισινό του. Όλα τα καλά συναισθήματα του Κλέι τον εγκατέλειψαν με τη μία και, όταν ο Τομ άρχισε να κοπανάει το τζάμι, αντί να το χτυ πάει απλώς με την παλάμη του, έβαλε το χέρι του πάνω στη γρο θιά του Τομ και τον σταμάτησε. «Μη σκας», είπε. «Δεν πρόκειται να μας ανοίξουν, ακόμη κι αν είναι ζωντανοί και έχουν τα λογικά τους». Το σκέφτηκε και κούνησε εμφατικά το κεφάλι του. «Ειδικά αν έχουν τα λογικά τους». Ο Τομ τον κοίταξε ερωτηματικά. «Δεν το έχεις πιάσει, ε;» «Χμ; Τι δεν έχω πιάσει;» «Τα πράγματα άλλαξαν. Δεν μπορούν να μας κρατήσουν έξω». Τίναξε το χέρι του Κλέι, αλλά, αντί να ξαναρχίσει να γρονθοκοπάει, κόλλησε πάλι το μέτωπό του στο τζάμι και φώναξε. «Ε! Ε, ε-
52
STEPHEN KING
σεις από μέσα!» Είχε πολύ βροντερή φωνή για το μπόι του, σκέ φτηκε ο Κλέι. Παύση. Στο λόμπι δεν άλλαξε τίποτε. Ο ηλικιωμένος γκρουμ δεν έπαψε να είναι ένας νεκρός μ' ένα κάδρο στον πισινό του. «Ε! Εσείς από μέσα! Ανοίξτε την πόρτα! Ο κύριος που είμαστε μαζί είναι ένοικος του ξενοδοχείου σας κι εγώ είμαι καλεσμένος του! Ανοίξτε μας γιατί θα ξηλώσω καμιά κοτρόνα από το πεζοδρό μιο και θα σπάσω το τζάμι! Ακούσατε;» «Κοτρόνα;» είπε ο Κλέι. Άρχισε να γελάει. «Είπες κοτρόνα; Χριστέ μου». Γέλασε πιο δυνατά. Αδύνατον να συγκρατηθεί. Ξαφνικά το μάτι του έπιασε μια μικρή κίνηση από τα αριστερά. Στράφηκε προς τα εκεί και είδε ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι να στέκεται σε μικρή απόσταση πάνω στο δρόμο. Τους κοίταζε με το χαρακτηριστικό βλέμμα του επιζώντος από μια μεγάλη καταστρο φή. Έντρομα γαλάζια μάτια. Άσπρο φόρεμα με έναν πελώριο λεκέ από αίμα, σαν κόκκινη πετσέτα φαγητού κρεμασμένη από το λαι μό της. Πηγμένο αίμα κάτω από τα ρουθούνια της, στο επάνω χεί λος και στο πιγούνι. Με εξαίρεση τη ματωμένη μύτη, δεν έδειχνε τραυματισμένη, αλλά ούτε και τρελή, απλώς σοκαρισμένη. Σοκα ρισμένη μέχρι θανάτου. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε ο Κλέι. Έκανε ένα βήμα προς το μέ ρος της κι εκείνη έκανε αντίστοιχα ένα βήμα πίσω. Κάτω απ' αυ τές τις περιστάσεις, δεν την κατηγορούσε. Δεν την πλησίασε άλ λο, παρά σήκωσε το χέρι του σαν τροχονόμος που σταματάει ένα ρεύμα κυκλοφορίας: Μείνε εκεί. Ο Τομ του έριξε μια γρήγορη ματιά και ξανάρχισε να κοπανάει τη γυάλινη πόρτα με τη γροθιά του, αυτή τη φορά τόσο δυνατά που το γυαλί κουδούνισε μέσα στο παλιό ξύλινο πλαίσιο και το εί δωλο του τρεμούλιασε πάνω στην τζαμαρία. «Τελευταία ευκαιρία, αλλιώς μπαίνουμε μόνοι μας!» Ο Κλέι στράφηκε, έτοιμος να του πει ότι οι παλικαριές δεν έ πιαναν μια μέρα σαν κι αυτή, αλλά την ίδια στιγμή είδε ένα φαλα κρό κεφάλι να υψώνεται αργά πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Ήταν σαν να παρακολουθούσε ένα περισκόπιο να αναδύεται. Ο Κλέι αναγνώρισε το κεφάλι προτού εμφανιστεί το πρόσωπο. Ανή κε στον υπάλληλο που τον είχε υποδεχτεί την προηγούμενη μέρα και του είχε σφραγίσει την κάρτα ελευθέρας εισόδου στο πάρκινγκ
Το ΚΙΝΗΤΌ
53
στο τέρμα του τετραγώνου, στον ίδιο υπάλληλο που του είχε δώ σει οδηγίες πώς να πάει στο ξενοδοχείο Κόπλεϊ Σκουέαρ σήμερα το πρωί. Αφού αναδύθηκε, ο φαλακρός υπάλληλος έμεινε για μερικές στιγμές ακίνητος πίσω από τη ρεσεψιόν κι ο Κλέι σήκωσε ψηλά το κλειδί του δωματίου, απ' όπου κρεμόταν η πράσινη πλαστική ταμπελίτσα του Ατλάντικ Άβενιου Ινν. Ύστερα σήκωσε και το χαρτοφύλακα του, πιστεύοντας πως ο υπάλληλος θα τον αναγνώ ριζε σίγουρα. Ίσως να τον αναγνώρισε. Ίσως πάλι να αποφάσισε πως δεν εί χε άλλη επιλογή. Ό,τι κι αν ήταν, ο φαλακρός υπάλληλος άνοιξε το πορτάκι στο τέρμα του πάγκου και διέσχισε βιαστικά το λόμπι κάνοντας το γύρο του πτώματος. Ο Κλέι Ρίντελ σκέφτηκε ότι δεν είχε ξαναδεί άνθρωπο να σπεύδει με απροθυμία. Ο υπάλληλος έφτασε στη μέσα μεριά της πόρτας, στάθηκε, κοίταξε μια τον Κλέι και μια τον Τομ και ύστερα πάλι τον Κλέι. Παρ' ότι δεν φάνηκε ιδιαίτερα καθησυχασμένος απ' ό,τι είδε, έ βγαλε από την τσέπη του μια αρμαθιά κλειδιά, τα κοίταξε στα γρήγορα, ξεδιάλεξε ένα και το έβαλε στην κλειδαριά από τη δική του πλευρά της πόρτας. Όταν ο Τομ έκανε να πιάσει το πόμολο, ο φαλακρός υπάλληλος σήκωσε το χέρι του και τον σταμάτησε έτσι όπως είχε κάνει προηγουμένως ο Κλέι με το κορίτσι. Βρήκε ένα δεύτερο κλειδί, το έβαλε σε άλλη μια κλειδαριά και άνοιξε, επιτέ λους, την πόρτα. «Περάστε», είπε. «Γρήγορα». Ύστερα είδε το κορίτσι που στε κόταν σε κάποια απόσταση και παρακολουθούσε. «Αυτή όχι». «Αυτή, ναι», είπε ξερά ο Κλέι. «Έλα, καλή μου», φώναξε στο κορίτσι. Εκείνο δεν σάλεψε και, όταν ο Κλέι επιχείρησε να πλη σιάσει, έκανε απότομα μεταβολή και το έβαλε στα πόδια, με το ρι χτό άσπρο φόρεμα να ανεμίζει πίσω της.
54
STEPHEN KING
8 «Θα πεθάνει εκεί έξω», είπε ο Κλέι. «Δε με αφορά», απάντησε ο υπάλληλος. «Θα μπείτε ή όχι, κύ ριε Ριντλ;» Είχε έντονη προφορά Βοστόνης, όχι αυτή της εργατι κής τάξης του Νότου με την οποία ο Κλέι ήταν εξοικειωμένος από το Μέιν, όπου ο ένας στους τρεις κατοίκους έμοιαζε να είναι οικο νομικός μετανάστης από τη Μασαχουσέτη, αλλά εκείνη τη σπαστι κή σφιχτόκωλη προφορά του στυλ θα 'θελα-να 'μουν-Βρετανός. «Ρίντελ», τον διόρθωσε ο Κλέι. Θα έμπαινε, φυσικά, δεν υπήρ χε περίπτωση να τον εμποδίσει αυτός ο τύπος τώρα που είχε ανοί ξει η πόρτα, αλλά κοντοστάθηκε μια στιγμή ακόμη απέξω κοιτά ζοντας πίσω από το κορίτσι που έτρεχε. «Προχώρα», του είπε ο Τομ. «Δεν μπορείς να κάνεις τίποτε». Είχε δίκιο. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτε. Κι αυτό ακριβώς ή ταν που τον τρέλαινε. Ο Κλέι ακολούθησε τον Τομ μέσα στο ξε νοδοχείο και ο υπάλληλος διπλοκλείδωσε πάλι την είσοδο του Ατλάντικ Άβενιου Ινν πίσω τους, λες και αυτό ήταν το μόνο που αρ κούσε για να τους φυλάξει από το χάος έξω στους δρόμους. 9
«Αυτός ήταν ο Φράνκλιν», είπε ο υπάλληλος της ρεσεψιόν καθώς έκανε το γύρο του νεκρού με τη στολή που ήταν πεσμένος μπρού μυτα στο πάτωμα. Μου φαίνεται πολύ ηλικιωμένος για γκρουμ, είχε πει ο Τομ όταν κοίταζε από το τζάμι και ο Κλέι σκέφτηκε ότι είχε απόλυτο δίκιο. Ήταν ένας μικρόσωμος άντρας με πλούσια κατάλευκα μαλλιά. Δυστυχώς για κείνον, το κεφάλι όπου εξακολουθούσαν να φυτρώ νουν (γιατί οι τρίχες και τα νύχια αργούν να πάρουν το μήνυμα, ό πως είχε διαβάσει κάπου) ήταν στραμμένο σε μια φριχτά αφύσικη γωνία, σαν κεφάλι κρεμασμένου. «Εργαζόταν στο Ινν τριάντα πέ ντε χρόνια, όπως είμαι βέβαιος ότι δεν παρέλειπε να τονίζει σε κά θε καινούριο ένοικο του ξενοδοχείου μας. Από δύο φορές στους περισσότερους».
TO KlNΗTO
55
Εκείνη η στρυφνή προφορά έξυνε τα ταραγμένα νεύρα του Κλέι. Σκέφτηκε πως αν ήταν πορδή θα ακουγόταν σαν μπαλόνι που το φουσκώνει ένα ασθματικό παιδάκι. «Ένας άντρας βγήκε από το ασανσέρ», είπε ο υπάλληλος και πέρασε πάλι πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Προφανώς μόνο εκεί αισθανόταν άνετα. Η λάμπα της οροφής φώτιζε το πρόσωπο του και ο Κλέι πρόσεξε ότι ήταν κατάχλομος. «Ήταν ένας από τους τρελούς. Ο Φράνκλιν είχε την ατυχία να στέκεται ακριβώς μπροστά στην πόρτα...» «Υποθέτω ότι δε σου πέρασε καν από το μυαλό να σηκώσεις το κάδρο από τον πισινό του», τον διέκοψε ο Κλέι. Έσκυψε, έπια σε την εικόνα του ιστιοφόρου και την άφησε πάνω στον καναπέ. Ταυτόχρονα, έσπρωξε το πόδι του νεκρού από το κάθισμα του κα ναπέ όπου είχε σκαλώσει. Το νεκρό πόδι χτύπησε το πάτωμα με έ ναν ήχο που ο Κλέι ήξερε πολύ καλά. Τον είχε αποδώσει σε πάρα πολλές ιστορίες κόμικς ως ΝΤΟΥΠ. «Ο άνθρωπος που βγήκε από το ασανσέρ απλώς έριξε μια γρο θιά στον Φράνκλιν», είπε ο ξενοδοχοϋπάλληλος. «Αλλά τον τίνα ξε τον καημένο ως τον απέναντι τοίχο. Νομίζω ότι έσπασε το λαι μό του. Τέλος πάντων, έτσι έπεσε το κάδρο, επειδή ο Φράνκλιν συγκρούστηκε με τον τοίχο». Προφανώς, στο μυαλό του αυτό αρκούσε για να δικαιολογή σει τα πάντα. «Κι ο άνθρωπος που τον χτύπησε;» ρώτησε ο Τομ. «Ο τρελός; Πού πήγε;» «Έξω», είπε ο ξενοδοχοϋπάλληλος. «Τότε σκέφτηκα ότι το πιο λογικό στις παρούσες συνθήκες θα ήταν να κλειδώσω την πόρτα. Αφού έφυγε αυτός ο άνθρωπος». Τους κοίταξε με μια έκφραση που ήταν ένα μείγμα φόβου και λάγνας περιέργειας για το τρομα κτικό και που ο Κλέι τη βρήκε εξαιρετικά απωθητική. «Τι γίνεται εκεί έξω; Πόσο άσχημα είναι τα πράγματα;» «Νομίζω πως ξέρεις πολύ καλά», του είπε ο Κλέι. «Γι' αυτόν το λόγο δεν κλείδωσες;» «Ναι, ωστόσο...» «Τι λένε στην τηλεόραση;» ρώτησε ο Τομ. «Τίποτε. Η καλωδιακή μετάδοση διακόπηκε...» Κοίταξε το ρο λόι του. «Εδώ και μισή ώρα περίπου».
56
STEPHEN KING
«To ραδιόφωνο;» Ο ξενοδοχοϋπάλληλος έριξε στον Τομ ένα βλέμμα του είδους μα, σοβαρολογείτε; Ο Κλέι είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ο τύπος μπορούσε άνετα να γράψει ολόκληρο βιβλίο με τίτλο Πώς θα Γί νετε Αντιπαθής Μέσα σε Πέντε Λεπτά. «Ραδιόφωνο εδώ; Σε κεντρι κό ξενοδοχείο; Θα αστειεύεστε, βεβαίως». Απέξω ακούστηκε μια ψιλή τσιρίδα τρόμου. Το κορίτσι με το ματωμένο άσπρο φόρεμα εμφανίστηκε έξω από την πόρτα και άρ χισε να χτυπάει το τζάμι με την παλάμη του, ρίχνοντας συνεχώς ματιές πάνω από τον ώμο του. Ο Κλέι κινήθηκε προς τα εκεί, τρέ χοντας. «Όχι! Την ξανακλείδωσε, δε θυμάσαι;» του φώναξε ο Τομ. Ο Κλέι το είχε ξεχάσει. Γύρισε προς τον υπάλληλο του ξενοδο χείου. «Ξεκλείδωσε την». «Όχι», απάντησε ο υπάλληλος και σταύρωσε τα χέρια πάνω στο αδύνατο στήθος του προκειμένου να δείξει πόσο σθεναρά σκόπευε να αντισταθεί στο συγκεκριμένο πλάνο δράσης. Έξω στο δρόμο, το κορίτσι κοίταξε πάλι πάνω από τον ώμο του και χτύπη σε ακόμη πιο δυνατά το τζάμι. Το ματωμένο πρόσωπό της ήταν παραμορφωμένο από τον τρόμο. Ο Κλέι τράβηξε από τη ζώνη του το χασαπομάχαιρο. Το είχε σχεδόν ξεχάσει και ξαφνιάστηκε από το γεγονός ότι κατέφυγε σ' αυτό τόσο εύκολα και τόσο φυσικά. «Άνοιξε την πόρτα, κάθαρ μα», είπε στον υπάλληλο, «αλλιώς θα σου ανοίξω το λαιμό». 10 «Δεν προλαβαίνουμε!» φώναξε ο Τομ και σήκωσε τη μία από τις δύο ογκώδεις πολυθρόνες Κουίν Aνν με την ψηλή ράχη που πλαι σίωναν τον καναπέ του λόμπι. Παίρνοντας φόρα την έριξε πάνω στην πόρτα, με τα πόδια μπροστά. Το κορίτσι τον είδε που ερχόταν και ζάρωσε τρομαγμένο ση κώνοντας ενστικτωδώς τα δυο του χέρια για προστασία. Την ίδια στιγμή, φάνηκε κι αυτός που την κυνηγούσε. Ήταν ένας άντρας γιγαντόσωμος, σαν κάτι οικοδόμους σωστά θηρία, με ένα στήθος που διαγραφόταν σαν μαρμαρόπλακα κάτω από το κολλητό κίτρι-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
57
vo μπλουζάκι του και μια λαδωμένη γκρίζα αλογοουρά που χορο πηδούσε πίσω στην πλάτη του. Τα πόδια της πολυθρόνας χτύπησαν τα φύλλα της γυάλινης πόρτας, τα δύο αριστερά κομματιάζοντας το ΑΤΛΑΝΤΙΚ ΑΒΕΝΙΟΥ INN και τα δύο δεξιά το ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΤΗΣ ΒΟΣΤΟΝΗΣ. Τα δύο δεξιά, έχοντας διαπεράσει το τζάμι, χτύπησαν το μυώδη αριστερό ώμο του οικοδόμου τη στιγμή που ο τύπος άρπαζε το κορίτσι από το λαιμό. Το κάτω μέρος του καθίσματος της πολυθρόνας βρήκε πάνω στο συμπαγές μεταλλικό πλαίσιο όπου ενώνονταν τα δύο φύλλα της πόρτας και ο Τομ Μακόρτ τινάχτηκε προς τα πίσω και παραπάτησε σαν ζαλισμένος. Έξω, ο οικοδόμος με την αλογοουρά βρυχιόταν σαν θηρίο σ' εκείνη την άγνωστη ακατάληπτη γλώσσα και στον ογκώδη αρι στερό δικέφαλο που φούσκωνε κάτω από το κίτρινο μανίκι του άρχισε να κυλάει αίμα από το τραύμα στον ώμο του. Το κορίτσι κατάφερε να ελευθερωθεί, αλλά τα πόδια της μπερδεύτηκαν μετα ξύ τους και έπεσε άγαρμπα, η μισή πάνω στο πεζοδρόμιο και η μι σή στο ρείθρο, βγάζοντας ένα ουρλιαχτό πόνου και τρόμου. Ο Κλέι βρέθηκε να στέκεται μπροστά από τα σπασμένα γυάλι να φύλλα της κεντρικής πόρτας χωρίς να θυμάται πώς διέσχισε το λόμπι και έχοντας μόνο μια αόριστη εντύπωση ότι παραμέρισε βί αια την πολυθρόνα. «Ρε ηλίθιε!» φώναξε και πήρε λίγο κουράγιο όταν ο μεγαλόσωμος άντρας σταμάτησε απότομα τα κορακίστικα και κοκάλωσε. «Ε, εσύ!» ξαναφώναξε ο Κλέι. «Σ' εσένα μιλάω!» Και μετά, επειδή ήταν το μόνο που μπόρεσε να σκεφτεί, πρόσθε σε: «Πήδηξα τη μάνα σου, αλλά δεν έλεγε και πολλά!» Ο θηριώδης μανιακός με το κίτρινο μπλουζάκι φώναξε κάτι που ακούστηκε σαν την αλλόκοτη λέξη που είχε φωνάξει και η κυρία Αντρικό Κοστούμι λίγο πριν από το τέλος της —εκείνο το α πόκοσμο Ραστ!— και γύρισε σαν σβούρα προς το κτίριο που στα δικά του μάτια είχε αποκτήσει ξαφνικά φωνή και δόντια και ήταν έτοιμο να του επιτεθεί. Ό,τι κι αν είδε μπροστά του, το σίγουρο ή ταν ότι δεν είδε έναν αγριεμένο, κάθιδρο άντρα με ένα χασαπομάχαιρο στο χέρι να σκύβει μέσα από ένα ορθογώνιο πλαίσιο που μέχρι πολύ πρόσφατα ήταν γυάλινο και τώρα κενό, γιατί ο Κλέι δεν χρειάστηκε καν να του επιτεθεί. Ο άντρας με το κίτρινο μπλουζάκι βούτηξε κυριολεκτικά πάνω στο προτεταμένο λεπίδι
58
STEPHEN KING
του χασαπομάχαιρου. To σουηδικό ατσάλι γλίστρησε σχεδόν χω ρίς αντίσταση στη σάρκα κάτω από το πιγούνι του και γέννησε έ ναν καταρράκτη από αίμα που έλουσε το χέρι του Κλέι. Ήταν τό σο αιφνιδιαστικά ζεστό —σχεδόν καυτό όπως ο φρεσκοφτιαγμένος καφές, έτσι του φάνηκε— που με το ζόρι κρατήθηκε να μην τραβή ξει απότομα το χέρι του πίσω. Αντίθετα, πίεσε κι άλλο προς τα ε μπρός μέχρι που ένιωσε το μαχαίρι να συναντάει αντίσταση. Η λε πίδα κοντοστάθηκε, αλλά δεν λύγισε. Διαπέρασε το χόνδρο και η μύτη της βγήκε από το σβέρκο του μεγαλόσωμου άντρα. Ο τύπος έγειρε προς τα εμπρός. Ο Κλέι ήταν αδύνατον να κρατήσει το βά ρος του με το ένα χέρι -δεν υπήρχε περίπτωση, πρέπει να ζύγιζε γύρω στα εκατόν τριάντα κιλά, μπορεί και εκατόν σαράντα- και ο άντρας έμεινε για μερικές στιγμές πάνω στην πόρτα, σαν μεθυ σμένος που γέρνει πάνω στο στύλο μιας λάμπας στο πεζοδρόμιο, με τα μάτια του γουρλωμένα, τη γλώσσα του να κρέμεται έξω από το στόμα και το λαιμό του να ξερνάει αίμα. Ύστερα τα γόνατα του λύγισαν και σωριάστηκε. Ο Κλέι απλώς κράτησε γερά τη λαβή και δεν το περίμενε ότι το μαχαίρι θα γλιστρούσε τόσο εύκολα έ ξω. Βγήκε πολύ ευκολότερα απ' όταν το είχε τραβήξει από τον δερμάτινο χαρτοφύλακα με τις εσωτερικές διπλές θήκες. Τώρα που είχε πέσει,κάτω ο παρανοϊκός, ο Κλέι μπορούσε να δει ξανά το κορίτσι. Ήταν πεσμένο με το ένα γόνατο πάνω στο πε ζοδρόμιο και το άλλο στο ρείθρο και ούρλιαζε κάτω από τα μαλ λιά που σκέπαζαν σαν κουρτίνα το πρόσωπο της. «Σώπα, καλή μου», της είπε. «Σώπα». Αλλά εκείνη συνέχισε να ουρλιάζει. 11 Την έλεγαν Άλις Μάξγουελ. Αυτό τουλάχιστον ήταν σε θέση να τους το πει. Μπόρεσε ακόμη να τους πει πως αυτή και η μητέρα της είχαν έρθει στη Βοστόνη με το τρένο από το Μπόξφορντ για ψώνια, κάτι που έκαναν συχνά την Τετάρτη, την οποία αποκάλεσε «σύντομη μέρα» στο γυμνάσιο, όπου ήταν μαθήτρια. Τους είπε ότι κατέβηκαν από το τρένο στο σταθμό Σάουθ και πήραν ταξί. Τους είπε ότι ο ταξιτζής φορούσε γαλάζιο τουρμπάνι. Τους είπε πως το
Το ΚΙΝΗΤΌ
59
τουρμπάνι του ταξιτζή ήταν το τελευταίο πράγμα που μπορούσε να θυμηθεί ως τη στιγμή που ο φαλακρός ξενοδοχοϋπάλληλος ξε κλείδωσε τη διαλυμένη διπλή τζαμόπορτα του Ατλάντικ Άβενιου Ινν και την έμπασε μέσα. Ο Κλέι πίστευε πως το κορίτσι θυμόταν κι άλλα. Ήταν ο τρό πος που άρχισε να τρέμει όταν ο Τομ Μακόρτ τη ρώτησε αν αυτή ή η μητέρα της είχαν μαζί τους κινητό. Ισχυρίστηκε ότι δεν θυμό ταν, αλλά ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι είχαν κινητό και οι δυο τους. Όλος ο κόσμος είχε κινητό αυτό τον καιρό. Αυτός ήταν απλώς η εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Αυτός και ο Τομ, που ίσως χρωστούσε τη ζωή του στο γάτο του, που είχε πετάξει το κινητό του από τον πάγκο της κουζίνας. Η κουβέντα με την Άλις έγινε στο λόμπι του ξενοδοχείου. Δεν ήταν ακριβώς κουβέντα, απλώς ο Κλέι έκανε ερωτήσεις και το κο ρίτσι στεκόταν βουβό κοιτώντας τα γδαρμένα γόνατα του και κου νώντας πού και πού το κεφάλι του. Ο Κλέι και ο Τομ είχαν μετα φέρει το πτώμα του Φράνκλιν πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν, αγνοώντας την έντονη και αλλόκοτη αντίρρηση του φαλακρού υ παλλήλου -«Θα τον έχω μέσα στα πόδια μου εδώ πέρα». Ο υπάλ ληλος, που τους είχε συστηθεί απλώς ως κύριος Ρικάρντι, είχε α ποσυρθεί έκτοτε στο μικρό εσωτερικό γραφείο του. Ο Κλέι τον α κολούθησε όσο χρειάστηκε για να επιβεβαιώσει ότι ο κύριος Ρι κάρντι έλεγε αλήθεια και η τηλεόραση ήταν όντως εκτός λειτουρ γίας, και τον άφησε εκεί. Αν ήταν εδώ η Σάρον Ρίντελ, θα σχολία ζε ότι ο κύριος Ρικάρντι είχε τρυπώσει στη φωλίτσα του για να βράσει στο ζουμί του. Ωστόσο, ο υπάλληλος δεν άφησε τον Κλέι να φύγει χωρίς να πετάξει το καρφί του. «Τώρα είμαστε ανοιχτοί στον κόσμο», είπε στρυφνά. «Ελπίζω να πιστεύετε, τουλάχιστον, ότι καταφέρατε κάτι». «Κύριε Ρικάρντι», του είπε ο Κλέι όσο πιο υπομονετικά μπο ρούσε. «Πριν από μία ώρα περίπου είδα ένα μικρό ιδιωτικό αερο πλάνο να πέφτει στην πέρα άκρη του Δημοτικού Πάρκου της Βο στόνης. Νομίζω ότι πολλά άλλα αεροπλάνα -μεγάλα αεροπλάνακάνουν το ίδιο πράγμα στο Λόγκαν. Και ότι άλλα κάνουν απογει ώσεις αυτοκτονίας στους διαδρόμους τροχοδρόμησης. Ακούγο νται εκρήξεις σε όλη την ευρύτερη περιοχή του κέντρου. Θα έλε-
60
STEPHEN KING
γα πως σήμερα το απόγευμα ολόκληρη η Βοστόνη είναι ανοιχτή στον κόσμο». Σαν επιβεβαίωση των λεγομένων του Κλέι, ακούστηκε ακρι βώς πάνω από τα κεφάλια τους ένας δυνατός υπόκωφος κρότος. Ο κύριος Ρικάρντι δεν σήκωσε καν τα μάτια του προς το ταβάνι. Έ κανε μόνο μια μικρή κίνηση με το χέρι, λέγοντας μ' αυτό τον τρό πο στον Κλέι να φύγει και να τον αφήσει ήσυχο. Χωρίς τηλεόρα ση να παρακολουθεί έμεινε καθισμένος σαν κούτσουρο στην κα ρέκλα του γραφείου του κοιτώντας αυστηρά τον απέναντι τοίχο. 12 Ο Κλέι και ο Τομ μετέφεραν τις δύο ογκώδεις πολυθρόνες Κουίν Aνν και τις έστησαν κόντρα στην πόρτα έτσι που οι ψηλές ράχες τους γέμισαν αρκετά αποτελεσματικά τα κενά στα δύο πλαίσια ό που πριν από λίγο υπήρχαν τζάμια. Ο Κλέι, παρ' όλο που πίστευε ότι το να αποκλείσουν την πρόσβαση στο λόμπι του ξενοδοχείου από το δρόμο τους πρόσφερε ελάχιστη ή και εντελώς ψεύτικη προστασία, έκρινε ότι ήταν καλή ιδέα το να αποκλείσουν τη θέα από το δρόμο στο λόμπι και ο Τομ συμφώνησε μαζί του. Αφού το ποθέτησαν τις δυο πολυθρόνες, κατέβασαν και το στόρι στο κε ντρικό παράθυρο. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτεινιάσει αι σθητά ο χώρος και να δημιουργηθεί πάνω στο τούρκικο χαλί μια εναλλαγή από φωτεινές και σκοτεινές λωρίδες που θύμιζαν κάγκε λα φυλακής. Έχοντας τακτοποιήσει έτσι τα πράγματα και έχοντας ακούσει και την υπερσυντομευμένη ιστορία της Άλις Μάξγουελ, ο Κλέι πήγε τελικά στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν. Η ώρα ήταν 4:22, μια φυσιολογική ώρα, με τη διαφορά ότι είχε χαθεί κάθε φυσιολογική αίσθηση του χρόνου. Είχε την εντύπωση ότι είχαν περάσει ώρες από τότε που είχε δει έναν άντρα να δαγκώνει ένα σκυλί στο πάρ κο. Του φαινόταν σαν να μην υπήρχε πια χρόνος. Αλλά ο χρόνος, τουλάχιστον έτσι όπως τον μετρούσαν οι άνθρωποι, υπήρχε και στο Κεντ Ποντ η Σάρον σίγουρα θα είχε γυρίσει από τη δουλειά της στο σπίτι που ο Κλέι εξακολουθούσε να σκέφτεται σαν το σπί τι του. Έπρεπε να της μιλήσει οπωσδήποτε. Να σιγουρευτεί ότι ή-
Το ΚΙΝΗΤΌ
61
ταν καλά, να της πει ότι ήταν κι αυτός καλά. Και το πιο σημαντι κό, να σιγουρευτεί αν ο Τζόνι ήταν καλά. Όμως υπήρχε κάτι ακό μα, σημαντικότερο ακόμη κι απ' αυτό. Κάτι που ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου. Ο Κλέι δεν είχε κινητό, ούτε και η Σάρον. Ήταν σχεδόν βέβαι ος. Ίσως η Σάρον να είχε αποκτήσει κινητό από τον Απρίλιο και μετά που είχαν χωρίσει, αλλά δεν μπορεί, στην ίδια πόλη ζούσαν, την έβλεπε σχεδόν καθημερινά και, αν η Σάρον είχε πάρει κινητό, ο Κλέι θα το ήξερε. Καταρχήν, θα του είχε δώσει το νούμερο, σω στά; Σωστά. Ναι, αλλά... Ναι, αλλά ο Τζόνι είχε. Ο μικρός Τζόνι-Τζι, που δεν ήταν πια τόσο μικρός, ήταν δώδεκα χρονών αγόρι, και αυτό ήταν που είχε ζητήσει για δώρο στα τελευταία του γενέθλια. Ένα κόκκινο κινητό που έπαιζε το θέμα της αγαπημένης του τηλεοπτικής σειράς όταν χτυπούσε. Φυσικά, δεν επιτρεπόταν να το έχει ανοιχτό, ούτε καν να το έχει στο σακίδιό του τις ώρες του σχολείου, αλλά το σχολείο είχε τελειώσει εδώ και ώρα. Επιπλέον, ο Κλέι και η Σάρον στην ουσία τον παρότρυναν να το έχει μαζί του, κυρίως λόγω του χωρι σμού. Μπορεί να προέκυπτε κάτι επείγον, ή καμιά μικροατυχία, ό πως το να χάσει το λεωφορείο. Η μόνη ελπίδα του Κλέι ήταν αυτό που του είχε πει η Σάρον, ότι τον τελευταίο καιρό έβλεπε συνεχώς το κινητό του Τζόνι ξεχασμένο στο δωμάτιό του πάνω στο γρα φείο του ή στο περβάζι δίπλα στο κρεβάτι του, άδειο από μπατα ρία και ακίνητο σαν ξερό σκυλόσκατο. Παρ' όλα αυτά, η ιδέα του κινητού του Τζόνι χτυπούσε στο μυαλό του Κλέι σαν ωρολογιακή βόμβα. Ο Κλέι άγγιξε τη συσκευή του σταθερού τηλεφώνου πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν και τράβηξε αμέσως πίσω το χέρι του. Απέξω ακούστηκε άλλη μια έκρηξη, πολύ μακρινή αυτή τη φορά. Ήταν σαν να βρισκόσουν πίσω από την πρώτη γραμμή του μετώ που και να άκουγες το βαρύ πυροβολικό. Μην κάνεις τέτοιες σκέψεις, είπε στον εαυτό του. Μη σκέφτεσαι καν ότι υπάρχει μέτωπο. Κοίταξε απέναντι και είδε τον Τομ να έχει καθίσει πάνω στις φτέρνες του μπροστά στην Άλις, που καθόταν στον καναπέ. Της μουρμούριζε κάτι, με ήρεμη φωνή, κοιτώντας την κατάματα. Αυτό ήταν καλό. Αυτός ήταν καλός. Ο Κλέι χαιρόταν όλο και περισσό-
62
STEPHEN KING
τερο που είχε συναντήσει τον Τομ Μακόρτ... ή που ο Τομ είχε συ ναντήσει αυτόν. Οι τηλεφωνικές γραμμές κατά πάσα πιθανότητα ήταν εντάξει. Το ερώτημα ήταν πόσο εντάξει. Ο Κλέι είχε ακόμη μια σχετική ευθύνη για τη σύζυγό του, κι όσο για το γιο του, η ευθύνη ήταν α πόλυτη. Και μόνο η σκέψη του Τζόνι αρκούσε για να τον τρελά νει. Κάθε φορά που το μυαλό του πήγαινε στο αγόρι, ο Κλέι ένιω θε το ποντίκι του πανικού έτοιμο να σπάσει το σαθρό κλουβί που το κρατούσε περιορισμένο και ν' αρχίσει να ροκανίζει με τα μικρά κοφτερά δοντάκια του ό,τι θα έβρισκε στο πέρασμα του. Αν μπο ρούσε να σιγουρευτεί ότι ο Τζόνι και η Σάρον ήταν καλά, θα κα τάφερνε να κρατήσει τον ποντικό στο κλουβί του και να σκεφτεί τι θα έκανε στη συνέχεια. Αν όμως έκανε κάτι ανόητο μέσα στον πανικό του, δεν θα ήταν πλέον σε θέση να βοηθήσει κανέναν. Στην πραγματικότητα, θα έβλαπτε κι αυτούς που ήταν τώρα κοντά του. Το σκέφτηκε λιγάκι και τελικά φώναξε τον υπάλληλο, τον κύ ριο Ρικάρντι. Όταν δεν πήρε απάντηση από το εσωτερικό γραφείο, ξαναφώ ναξε. Όταν και πάλι δεν πήρε απάντηση, είπε, «Ξέρω ότι μ' ακούς, κύριε Ρικάρντι. Αν με αναγκάσεις να έρθω εκεί, θα εκνευριστώ. Μπορεί να εκνευριστώ τόσο που να σε πάρω σηκωτό και να σε πετάξω έξω στο δρόμο». «Δεν έχετε το δικαίωμα», απάντησε ο κύριος Ρικάρντι σε τόνο αυστηρής επίκρισης. «Είστε απλός ένοικος του ξενοδοχείου μας». Ο Κλέι σκέφτηκε να του επαναλάβει εκείνο που είχε πει ο Τομ όταν βρίσκονταν ακόμη απέξω -τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όμως κάτι τον έκανε να μείνει βουβός και να περιμένει. «Τι συμβαίνει;» είπε τελικά ο κύριος Ρικάρντι. Πιο στρυφνός από κάθε άλλη φορά. Από τον επάνω όροφο ακούστηκε πάλι ένας μουντός δυνατός γδούπος, σαν κάποιος να είχε πετάξει ένα βαρύ έπιπλο. Ένα γραφείο ίσως. Αυτή τη φορά, το κορίτσι κοίταξε προς το ταβάνι. Του Κλέι του φάνηκε ότι άκουσε και μια πνιχτή κραυγή -ή πονεμένο κλαψούρισμα-, αλλά δεν υπήρξε συνέχεια. Τι υπήρ χε στον πρώτο όροφο; Όχι εστιατόριο, πάντως. Θυμόταν ότι του είχαν πει (ο ίδιος ο κύριος Ρικάρντι, όταν ο Κλέι έδινε τα στοιχεία του για το δωμάτιο) ότι το ξενοδοχείο δεν διέθετε εστιατόριο, αλ λά υπήρχε το Καφέ Μετροπόλιταν ακριβώς δίπλα. Αίθουσες συνε-
Το ΚΙΝΗΤΌ
63
δρίων, σκέφτηκε. Σίγουρα είναι αίθουσες συνεδρίων με ονόματα ινδιάνικων φυλών. «Τι συμβαίνει;» ρώτησε πάλι ο κύριος Ρικάρντι. Ακόμη πιο ξι νισμένος. «Δοκίμασες να τηλεφωνήσεις σε κανέναν απ' όταν άρχισε αυ τή η ιστορία;» «Και βέβαια!» είπε ο κύριος Ρικάρντι. Ήρθε στην πόρτα ανά μεσα στο εσωτερικό γραφείο και στο χώρο πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν με τις θυρίδες, τα μόνιτορ για τις κάμερες ασφαλείας και τη σειρά των υπολογιστών. Στάθηκε εκεί και κοίταξε τον Κλέι με ύφος αγανάκτησης. «Άρχισε να χτυπάει ο συναγερμός πυρκα γιάς, τον σταμάτησα -η Ντόρις είπε ότι είχε πιάσει φωτιά ένα κα λάθι απορριμμάτων στον τρίτο- και τηλεφώνησα στην Πυροσβε στική για να τους πω να μην κάνουν τον κόπο. Η γραμμή ήταν κα τειλημμένη! Κατειλημμένη, το φαντάζεστε;» «Πρέπει να ταράχτηκες πολύ», είπε ο Τομ. Ο κύριος Ρικάρντι έδειξε να μαλακώνει για πρώτη φορά. «Έ πειτα τηλεφώνησα στην αστυνομία, όταν τα πράγματα έξω άρχι σαν... ξέρετε... να παίρνουν την κάτω βόλτα». «Μάλιστα», μουρμούρισε ο Κλέι. Τα πράγματα πήραν την κάτω βόλτα. Θα μπορούσε να το δει κανείς και έτσι. «Απάντησε κανείς;» «Ένας αστυνομικός, που είπε να μην απασχολώ τη γραμμή και μου έκλεισε το τηλέφωνο», απάντησε ο κύριος Ρικάρντι. Η αγανά κτηση είχε αρχίσει πάλι να έρπει στον τόνο της φωνής του. «Όταν τους κάλεσα ξανά -αφότου είχε βγει ο τρελός από το ασανσέρ και είχε σκοτώσει τον Φράνκλιν-, μου απάντησε μια γυναίκα. Μου εί πε.... Η φωνή του κυρίου Ρικάρντι άρχισε να τρέμει και ο Κλέι εί δε με έκπληξη τα πρώτα δάκρυα να κατηφορίζουν στους δυο στε νούς αυχένες που πλαισίωναν τη μύτη του. «...μου είπε...» «Τι;» τον παρακίνησε ο Τομ, πάντα σε ήπιο τόνο συμπάθειας. «Τι σου είπε, κύριε Ρικάρντι;» «Μου είπε πως, αν ο Φράνκλιν ήταν νεκρός και αυτός που τον είχε σκοτώσει είχε φύγει, τότε δεν είχα κανένα πρόβλημα. Αυτή με συμβούλεψε να κλειδωθώ μέσα. Μου είπε επίσης να κατεβάσω τα ασανσέρ του ξενοδοχείου στο ισόγειο και να τα θέσω εκτός λειτουργίας, πράγμα που έκανα». Ο Κλέι και ο Τομ αντάλλαξαν ένα βλέμμα που μετέφερε την
64
STEPHEN KING
κοινή σκέψη: Καλή ιδέα. Ο Κλέι είδε καθαρά με τα μάτια της φα ντασίας του έντομα παγιδευμένα ανάμεσα σ' ένα κλειστό παράθυ ρο και μια σήτα, να βουίζουν οργισμένα αλλά ανίκανα να βγουν έ ξω. Αυτή η εικόνα είχε να κάνει με τους πνιχτούς κρότους που συ νέχιζαν να ακούγονται από τον από πάνω όροφο. Αναρωτήθηκε πόση ώρα θα χρειαζόταν ο ταραχοποιός ή οι ταραχοποιοί του πρώ του ορόφου για να βρουν τη σκάλα. «Και μετά μου έκλεισε και αυτή το τηλέφωνο. Έπειτα τηλεφώ νησα στη γυναίκα μου στο Μίλτον». «Έβγαλες γραμμή», είπε ο Κλέι θέλοντας να ξεκαθαρίσει από λυτα αυτό το σημείο. «Ήταν πολύ τρομαγμένη. Μου ζήτησε να γυρίσω σπίτι. Της εί πα ότι με είχαν συμβουλέψει να μείνω μέσα με τις πόρτες κλειδω μένες. Ότι με είχε συμβουλέψει η αστυνομία να το κάνω. Της σύ στησα να κάνει κι εκείνη το ίδιο. Να κλειδώσει και να... ξέρετε... να μη δίνει στόχο. Με παρακάλεσε να γυρίσω σπίτι. Μου είπε ότι ακούγονταν πυροβολισμοί στους δρόμους κι ότι είχε γίνει μια με γάλη έκρηξη λίγο πιο κάτω. Μου είπε ότι είδε έναν άντρα να δια σχίζει γυμνός την πίσω αυλή των Μπένζικ. Οι Μπένζικ μένουν α κριβώς δίπλα μας». «Καταλαβαίνω», είπε γλυκά ο Τομ. Παρηγορητικά. Ο Κλέι δεν είπε τίποτε. Ντρεπόταν λιγάκι που είχε θυμώσει τόσο πολύ με τον κύριο Ρικάρντι, αλλά το ίδιο είχε θυμώσει μαζί του και ο Τομ αρχικά. «Μου είπε πως της φάνηκε ότι ο γυμνός άντρας ίσως -δεν εί πε ότι ήταν σίγουρη, είπε ίσως- να κουβαλούσε αγκαλιά ένα νε κρό... χμμμ... γυμνό παιδάκι. Αλλά μάλλον ήταν κούκλα. Με πα ρακάλεσε ξανά να εγκαταλείψω το ξενοδοχείο και να γυρίσω στο σπίτι». Ο Κλέι είχε ακούσει αυτό που τον ενδιέφερε. Οι τηλεφωνικές γραμμές ήταν ασφαλείς. Ο κύριος Ρικάρντι ήταν σε κατάσταση σοκ, αλλά δεν είχε χάσει τα λογικά του. Ο Κλέι ακούμπησε το χέ ρι του στη συσκευή του τηλεφώνου. Ο κύριος Ρικάρντι έπιασε το χέρι του Κλέι πριν προλάβει να σηκώσει το ακουστικό. Τα δάχτυ λα του κυρίου Ρικάρντι ήταν μακριά, άσπρα και πολύ κρύα. Ο κύ ριος Ρικάρντι δεν είχε τελειώσει ακόμη. Ο κύριος Ρικάρντι ήθελε να τα πει όλα.
Το ΚΙΝΗΤΌ
65
«Με αποκάλεσε τομάρι και μου έκλεισε το τηλέφωνο. Ξέρω ό τι θύμωσε μαζί μου και, φυσικά, καταλαβαίνω γιατί. Αλλά η α στυνομία μού είπε να κλειδώσω και να μείνω στη θέση μου. Η α στυνομία. Οι Αρχές». Ο Κλέι συγκατένευσε. «Βέβαια, οι Αρχές». «Περάσατε από το μετρό;» ρώτησε ο κύριος Ρικάρντι. «Πάντα χρησιμοποιώ το μετρό. Είναι δυο τετράγωνα από δω. Είναι πολύ βολικό». «Δε θα σε βόλευε καθόλου σήμερα το απόγευμα», είπε ο Τομ. «Μετά απ' αυτά που είδαμε, εγώ δε θα έμπαινα εκεί μέσα με κα μιά δύναμη». Ο κύριος Ρικάρντι κοίταξε τον Τομ με θλιμμένη ικανοποίηση. «Τα βλέπετε;» Ο Κλέι κούνησε πάλι καταφατικά το κεφάλι του. «Καλύτερα ε δώ», είπε. Ενώ αυτός ήταν αποφασισμένος να γυρίσει σπίτι να βρει το γιο του. Και τη Σάρον, φυσικά, αλλά κυρίως το γιο του. Ή ταν σαν ένα βάρος στο μυαλό του που σκίαζε τη σκέψη του και δεν τον άφηνε να δει καθαρά. «Πολύ καλύτερα», επανέλαβε. Ύ στερα σήκωσε το ακουστικό και πάτησε το 9 για εξωτερική γραμ μή. Δεν ήταν σίγουρος ότι θα έπιανε, αλλά έπιασε. Πάτησε πρώτα το 1, έπειτα το 207, τον κωδικό του Μέιν, και μετά το 692, τον κωδικό για το Κεντ Ποντ και τα γύρω χωριά. Είχε πατήσει τα τρία από τα τέσσερα τελευταία νούμερα -σχεδόν είχε φτάσει στο σπίτι που ακόμη σκεφτόταν σαν σπίτι του-, όταν τον διέκοψε ο χαρα κτηριστικός τόνος της κατειλημμένης γραμμής. Ακολούθησε μια μαγνητοφωνημένη γυναικεία φωνή. «Ζητούμε συγνώμη. Όλες οι γραμμές είναι κατειλημμένες. Παρακαλώ, δοκιμάστε αργότερα». Αμέσως μετά ακούστηκε ο τόνος της σύνδεσης που διακόπτε ται σαν κάποιο αυτόματο κύκλωμα να τον αποσύνδεσε από το Μέιν... αν προερχόταν από το Μέιν η μαγνητοφωνημένη φωνή. Ο Κλέι κράτησε για μια στιγμή το ακουστικό στο ύψος του ώμου του λες και είχε γίνει ξαφνικά ασήκωτο βάρος κι ύστερα το ακού μπησε πίσω στη συσκευή.
66
STEPHEN KING
13 Ο Τομ του είπε ότι ήταν τρελός που ήθελε να φύγει. Καταρχήν, του επισήμανε, μέσα στο Ατλάντικ Άβενιου Ινν υ πήρχε σχετική ασφάλεια, ειδικά με τα ασανσέρ κλειδωμένα στο ι σόγειο και την είσοδο από την εσωτερική σκάλα προς το λόμπι μπλοκαρισμένη. Αυτό το τελευταίο το πέτυχαν στοιβάζοντας κου τιά και βαλίτσες από την αποθήκη φύλαξης αποσκευών μπροστά στην πόρτα του μικρού διαδρόμου πίσω από την εσοχή των ασαν σέρ. Ακόμη και αν κάποιος με εξαιρετική δύναμη έσπρωχνε την πόρτα από την άλλη μεριά, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να μετακινήσει τη στοίβα των αποσκευών προς τον απέναντι τοίχο δημιουργώντας μια χαραμάδα φάρδους είκοσι εκατοστών. Το ά νοιγμα δεν έφτανε για να περάσει άνθρωπος. Κατά δεύτερο λόγο, οι ταραχές στην πόλη, πέρα από το μικρό ασφαλές καταφύγιο τους, όλο και δυνάμωναν. Ήταν μια αδιάκοπη κακοφωνία από συναγερμούς κάθε είδους, κραυγές, μηχανές αυ τοκινήτων, στρίγκλισμα ελαστικών και τρακαρίσματα, και κάθε τόσο η δυσοίωνη μυρωδιά καμένου, παρ' όλο που το ψυχρό, δυ νατό αεράκι της μέρας μετέφερε τον περισσότερο καπνό μακριά απ' αυτούς. Μέχρι στιγμής, σκέφτηκε ο Κλέι, αλλά δεν το είπε -δεν ήθελε να τρομάξει κι άλλο το ήδη τρομοκρατημένο κορίτσι. Οι εκρήξεις που ακούγονταν δεν ήταν μεμονωμένες, αλλά έρχο νταν κατά κύματα. Μια απ' αυτές ακούστηκε τόσο κοντινή που έ σκυψαν όλοι ενστικτωδώς, σίγουροι ότι θα έσκαζε προς τα μέσα όλη η βιτρίνα του ξενοδοχείου. Δεν έσκασε, αλλά μετά απ' αυτό μεταφέρθηκαν και οι τρεις στο ιερό άδυτο του κυρίου Ρικάρντι. Ο τρίτος λόγος για τον οποίο ο Τομ θεωρούσε ότι ο Κλέι ήταν τρελός και μόνο που το σκεφτόταν να εγκαταλείψει τη σχετική α σφάλεια του Ινν ήταν ότι η ώρα είχε πάει πέντε και τέταρτο. Σύ ντομα θα άρχιζε να νυχτώνει. Ο Τομ υποστήριζε ότι θα ήταν τρέ λα να επιχειρήσουν να φύγουν νύχτα από τη Βοστόνη. «Για ρίξε μια ματιά εκεί έξω», είπε δείχνοντας προς το παρα θυράκι του γραφείου του κυρίου Ρικάρντι που είχε θέα στην Έσεξ Στρητ. Η Έσεξ ήταν γεμάτη παρατημένα αυτοκίνητα. Υπήρχε του λάχιστον ένα πτώμα, μιας νεαρής με μπλουτζίν και φούτερ των
Το ΚΙΝΗΤΌ
67
Ρεντ Σοξ. Ήταν πεσμένη μπρούμυτα στο πεζοδρόμιο με τα χέρια τεντωμένα σαν να προσπαθούσε να κολυμπήσει. ΒΕΡΙΤΕΚ έγραφε η μπλούζα της στην πλάτη. «Νομίζεις πως θα μπορέσεις να φύγεις με το αυτοκίνητο σου; Καλύτερα να το ξανασκεφτείς». «Έχει δίκιο», είπε ο κύριος Ρικάρντι. Καθόταν πίσω από το γραφείο του, πάλι με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο αδύνατο στήθος του, σαν μια σπουδή στη μελαγχολία. «Βρίσκεστε στο πάρκινγκ της Τάμγουορθ Στρητ. Αμφιβάλλω αν θα μπορέσετε να πάρετε έστω και τα κλειδιά του αυτοκινήτου σας». Ο Κλέι, που είχε ήδη ξεγράψει το αυτοκίνητο του σαν χαμένη υπόθεση, άνοιξε το στόμα του έτοιμος να πει ότι δεν σκόπευε να κινηθεί με αυτοκίνητο (στην αρχή, τουλάχιστον) όταν ακούστηκε άλλος ένας τεράστιος γδούπος από πάνω, τόσο δυνατός που έτριξε το ταβάνι. Συνοδεύτηκε από το μακρινό αλλά πολύ χαρακτηριστι κό κουδούνισμα γυαλικών που πέφτουν και σπάνε. Η Άλις Μάξ γουελ κοίταξε νευρικά προς τα πάνω κι ύστερα ζάρωσε ακόμη πιο βαθιά στην πολυθρόνα της, απέναντι από το γραφείο του κυρίου Ρικάρντι. «Τι είναι εκεί πάνω;» ρώτησε ο Τομ. «Ακριβώς από πάνω μας είναι η Αίθουσα Ιροκουά», απάντησε ο κύριος Ρικάρντι. «Είναι η μεγαλύτερη από τις τρεις αίθουσες συνεδριάσεων του ξενοδοχείου μας και εκεί που φυλάμε όλο τον εξοπλισμό -καρέκλες, τραπέζια, οπτικοακουστικά συστήματα». Έ κανε μια μικρή παύση. «Αν και δε διαθέτουμε εστιατόριο, οργα νώνουμε μπουφέ ή κοκτέιλ πάρτι, κατ' απαίτηση των πελατών μας. Ο θόρυβος που μόλις ακούσαμε...» Δεν αποτελείωσε τη φράση του. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Ό λοι είχαν καταλάβει ότι ο τελευταίος θόρυβος ήταν ένα καροτσάκι φορτωμένο κανάτες και ποτήρια που είχαν πέσει στο πάτωμα της Αίθουσας Ιροκουά, όπου είχε αναποδογυρίσει πολλά άλλα καρο τσάκια και τραπέζια κάποιος τρελός που πηγαινοερχόταν εκεί μέ σα σαν θηρίο. Κάποιος που περιφερόταν στον πρώτο όροφο βουί ζοντας σαν έντομο παγιδευμένο ανάμεσα στο τζάμι και τη σήτα, σαν ένα πλάσμα που δεν διέθετε την ευφυΐα να βρει μια διέξοδο, αλλά μπορούσε να βγει ορμώντας και σπάζοντας, μόνο ορμώντας και σπάζοντας.
68
STEPHEN KING
Η Άλις μίλησε για πρώτη φορά μετά από μισή ώρα περίπου και για πρώτη φορά χωρίς να την παρακινήσει κανείς. «Είπατε κά τι για κάποια Ντόρις». «Ντόρις Γκουτιέρες», επιβεβαίωσε ο κύριος Ρικάρντι κουνώ ντας το κεφάλι του. «Η προϊσταμένη οικονόμος. Εξαιρετική υπάλ ληλος. Η καλύτερη μου ίσως. Βρισκόταν επάνω την τελευταία φο ρά που μιλήσαμε». «Είχε;...» Η Άλις δεν θέλησε να πει τη λέξη. Αντίθετα έκανε μια χειρονομία που για τον Κλέι είχε γίνει το ίδιο οικεία με το δά χτυλο στα χείλη που σημαίνει σιωπή. Η Άλις σήκωσε το δεξί της χέρι στο πλάι του κεφαλιού της με τον αντίχειρα δίπλα στο αυτί και το μικρό της δάχτυλο τεντωμένο μπροστά στο στόμα. «Όχι», απάντησε ο κύριος Ρικάρντι σχεδόν αμέσως. «Οι υ πάλληλοι είναι υποχρεωμένοι να αφήνουν τα κινητά τους στις ντουλάπες τους την ώρα της δουλειάς. Μία παραβίαση του κα νονισμού συνεπάγεται επίπληξη. Δεύτερη ισοδυναμεί με απόλυ ση. Τους το τονίζω πάντα όταν προσλαμβάνονται». Ανασήκωσε τους αδύνατους ώμους του. «Είναι πολιτική της διεύθυνσης, όχι δι κή μου». «Είναι πιθανό να κατέβηκε στον πρώτο για να δει τι ήταν αυ τοί οι θόρυβοι;» ρώτησε η Άλις. «Το πιθανότερο», είπε ο κύριος Ρικάρντι. «Δεν μπορώ να ξέ ρω. Ξέρω μόνο ότι δεν είχα καμιά άλλη επικοινωνία μαζί της απ' όταν μου ανέφερε ότι είχε πιάσει φωτιά ένα καλάθι απορριμμάτων και δεν απάντησε στις κλήσεις μου στο βομβητή της. Την κάλεσα δύο φορές». Ο Κλέι δεν ήθελε να πει φωναχτά, Τα βλέπετε; Δεν είμαστε α σφαλείς ούτε εδώ μέσα, γι' αυτό κοίταξε πάνω από το κεφάλι της Ά λις, προσπαθώντας να μεταφέρει το μήνυμα στον Τομ με τα μάτια. «Πόσοι άνθρωποι υπολογίζεις ότι βρίσκονται επάνω;» ρώτησε ο Τομ. «Δεν έχω τρόπο να ξέρω». «Αν σου ζητούσαμε να υποθέσεις». «Όχι πολλοί. Από το προσωπικό μάλλον μόνο η Ντόρις. Οι υ πάλληλοι της πρωινής βάρδιας σχολάνε στις τρεις και της βραδι νής ξεκινάνε στις έξι». Ο κύριος Ρικάρντι έσφιξε δυνατά τα χείλη
Το ΚΙΝΗΤΌ
69
του μεταξύ τους. «Είναι μια κίνηση οικονομίας. Δεν θα έλεγα μέ τρο, γιατί δεν αποδίδει. Όσο για τους πελάτες...» Το σκέφτηκε αρκετά. «Το απόγευμα είναι μια χαλαρή ώρα για μας, πολύ χαλαρή. Οι χτεσινοί πελάτες έχουν ήδη αδειάσει τα δωμάτια -στο Ατλάντικ Iνν υποχρεούνται να τα αδειάζουν μέχρι τις δώδεκα το μεσημέρικαι οι σημερινοί αρχίζουν να καταφτάνουν κατά τις τέσσερις σε μια κανονική μέρα. Πράγμα που η σημερινή δεν είναι. Όσοι πελά τες μας μένουν πάνω από μία μέρα συνήθως βρίσκονται στην πό λη για δουλειές. Όπως εσείς, υποθέτω, κύριε Ριντλ». Ο Κλέι ένευσε καταφατικά χωρίς να μπει στον κόπο να διορ θώσει τον Ρικάρντι ως προς το επίθετό του. «Νωρίς το απόγευμα, όσοι πελάτες μας έχουν παραμείνει συ νήθως βρίσκονται έξω κάνοντας ό,τι ήρθαν να κάνουν στη Βοστό νη. Όπως βλέπετε, τις ώρες μετά το μεσημέρι είμαστε σχεδόν μό νοι μας εδώ». Σαν διάψευση των λεγομένων του, ένας καινούριος κρότος α κούστηκε από τον επάνω όροφο: κι άλλα γυαλικά που έσπασαν, με συνοδεία ένα πνιχτό, ζωώδες γρύλισμα. Σήκωσαν όλοι τα μά τια τους προς το ταβάνι. «Άκουσε, Κλέι», είπε ο Τομ. «Αν ο τύπος εκεί πάνω βρει τη σκάλα... Δεν ξέρω αν αυτοί οι άνθρωποι είναι ικανοί να σκεφτούν λογικά, αλλά...» «Κρίνοντας από όσα είδαμε στο δρόμο, θα έλεγα ότι ίσως είναι λάθος να τους αποκαλούμε ανθρώπους. Έχω την ιδέα ότι ο τύπος εκεί πάνω είναι σαν σκαθάρι παγιδευμένο ανάμεσα στο τζάμι και τη σήτα. Ένα έντομο παγιδευμένο με τέτοιο τρόπο ίσως μπορέσει να το σκάσει αν βρει κάπου μια τρύπα. Έτσι και ο τύπος εκεί πά νω μπορεί να βρει τη σκάλα, αλλά θα τη βρει μόνο κατά τύχη». «Και όταν κατεβεί και βρει φραγμένη την πόρτα προς το λόμπι θα χρησιμοποιήσει την έξοδο κινδύνου προς το πίσω μέρος του κτιρίου», συμπλήρωσε ο κύριος Ρικάρντι με προθυμία -για τα δι κά του δεδομένα. «Τότε θα ακούσουμε το συναγερμό που είναι ρυθμισμένος να χτυπάει όταν κάποιος ανασηκώσει την μπάρα και θα καταλάβουμε ότι έφυγε. Ένας τρελός λιγότερος!» Κάπου στα νότια εξερράγη κάτι πολύ μεγάλο και ζάρωσαν ό-
70
STEPHEN KING
λοι. Ο Κλέι κατάλαβε πώς ήταν να ζει κανείς στη Βηρυτό τη δε καετία του 1980. «Προσπαθώ να σας δώσω να καταλάβετε κάτι», είπε υπομονε τικά. «Δε νομίζω», διαφώνησε ο Τομ. «Έχεις αποφασίσει να φύγεις έτσι κι αλλιώς, επειδή ανησυχείς για τη γυναίκα σου και το παιδί σου. Και προσπαθείς να πείσεις κι εμάς γιατί θέλεις παρέα». Ο Κλέι ξεφύσησε φουρκισμένος. «Και βέβαια θέλω παρέα, αλ λά δεν είναι αυτός ο λόγος που προσπαθώ να σας πείσω. Η μυρω διά καμένου δυναμώνει, αλλά, πείτε μου, πότε ακούσατε για τε λευταία φορά σειρήνα πυροσβεστικής;» Δεν απάντησε κανένας. «Ούτε κι εγώ άκουσα», είπε ο Κλέι. «Δε νομίζω πως θα βελ τιωθεί η κατάσταση στη Βοστόνη για κάποιο διάστημα. Μάλλον θα χειροτερέψει. Αν ήταν πράγματι τα κινητά...» «Έστελνε ένα μήνυμα στον μπαμπά», είπε η Άλις. Μίλησε γρήγορα σαν να βιαζόταν να πει όλες τις λέξεις πριν την προδώσει η μνήμη της. «Ήθελε να του πει να μην ξεχάσει να πάρει τα ρούχα από το καθαριστήριο, γιατί θα χρειαζόταν το κίτρινο μάλλινο φό ρεμά της για τη συνεδρίαση της επιτροπής κι εγώ την εφεδρική φόρμα μου για τον αγώνα του Σαββάτου. Ήμαστε μέσα στο ταξί. Και μετά τρακάραμε! Έπνιξε τον οδηγό, τον δάγκωσε στο λαιμό και του έπεσε το τουρμπάνι από το κεφάλι και το πρόσωπό του γέμι σε αίματα και μετά τρακάραμε!» Η Άλις κοίταξε τα τρία αντρικά πρόσωπα που την κοίταζαν κα τάπληκτα κι ύστερα σκέπασε το δικό της πρόσωπο με τα χέρια της κι άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Ο Τομ ξεκίνησε να πάει κοντά της να την παρηγορήσει, αλλά ο κύριος Ρικάρντι άφησε έκπληκτο τον Κλέι βγαίνοντας γρήγορα από το γραφείο του και αγκαλιάζοντας το κορίτσι από τους ώμους με το λιγνό του χέρι πριν προλάβει να φτάσει ο Τομ. «Έλα, έλα», μουρμούρισε. «Είμαι σίγουρος ότι τα παρεξήγησες τα πράγματα, νεαρή μου». Η Άλις σήκωσε απότομα το κεφάλι και τον κοίταξε με μάτια ορθάνοιχτα, αγριεμένα. «Τα παρεξήγησα;» Έδειξε τον τεράστιο λεκέ από ξεραμένο αίμα πάνω στο φόρεμά της. «Σου μοιάζει με παρεξήγηση ετούτο εδώ; Χρησιμοποίησα ένα χτύπημα καράτε από τα μαθήματα αυτοάμυνας που έκανα πέρυσι στο γυμνάσιο. Χτύ-
71
Το ΚΙΝΗΤΌ
πησα την ίδια τη μάνα μου με καράτε! Της έσπασα τη μύτη, νομί ζω... είμαι σίγουρη...» Η Άλις κούνησε το κεφάλι της πέρα δώθε, γρήγορα, και τα μαλλιά της ανέμισαν τρελά. «Αλλά και πάλι, αν δεν προλάβαινα να φέρω το χέρι μου πίσω, να πιάσω το χερούλι της πόρτας και να την ανοίξω...» «Θα σε είχε σκοτώσει», είπε άχρωμα ο Κλέι. «Θα με είχε σκοτώσει», συμφώνησε ψιθυριστά η Άλις. «Δεν ή ξερε ποια ήμουν. Η ίδια μου η μάνα». Κοίταξε μια τον Κλέι και μια τον Τομ. «Φταίει το κινητό», είπε με την ίδια πάντα ψιθυριστή φωνή. «Φταίει το κινητό, σίγουρα». 14 «Πόσα απ' αυτά τα καταραμένα υπάρχουν στη Βοστόνη;» ρώτησε ο Κλέι. «Ποιο θα ήταν ένα ενδεικτικό νούμερο;» «Με δεδομένο τον μεγάλο αριθμό φοιτητών, θα έλεγα ότι το νούμερο αυτό είναι τεράστιο», απάντησε ο κύριος Ρικάρντι. Είχε επιστρέψει στη θέση του πίσω από το γραφείο και έδειχνε να έχει ζωντανέψει κάπως. Ίσως να είχε κάνει το θαύμα η προσπάθειά του να παρηγορήσει το κορίτσι, ή ίσως η ερώτηση, που ήταν καθαρά γενικής φύσης. «Βεβαίως, τα κινητά δεν περιορίζονται μόνο στους φοιτητές και στις οικονομικά εύρωστες τάξεις. Διάβασα πριν από ένα μήνα ένα άρθρο στο Inc. που ανέφερε ότι ο αριθμός των κινη τών στην ενδοχώρα της Κίνας είναι ίσος με τον πληθυσμό της Α μερικής. Το φαντάζεστε;» Ο Κλέι δεν ήθελε ούτε να το φανταστεί. «Εντάξει», συμφώνησε ο Τομ κουνώντας απρόθυμα το κεφάλι του. «Κατάλαβα πού το πας. Κάποιος -κάποια τρομοκρατική ορ γάνωση- παρεμβαίνει με κάποιο τρόπο στο σήμα των κινητών. Αν τηλεφωνήσεις από το κινητό σου ή απαντήσεις σε τηλεφώνη μα, δέχεσαι κάτι σαν... τι;... κάποιου είδους υποσυνείδητο μήνυ μα, φαντάζομαι, που σε τρελαίνει. Ακούγεται σαν επιστημονική φαντασία, αλλά και τα κινητά, στην τωρινή τους μορφή, πριν από δεκαπέντε, είκοσι χρόνια θα φάνταζαν σαν επιστημονική φαντα σία για τον πολύ κόσμο, υποθέτω». «Είμαι σίγουρος ότι πρόκειται για κάτι τέτοιο», είπε ο Κλέι.
72
STEPHEN KING
«Και σε πληροφορώ ότι αρπάζεις μπόλικο ώστε να σε τρελάνει κανονικά, αρκεί να το ακούσεις απλώς από το κινητό ενός άλλου». Θυμήθηκε το Καστανό Ξωτικό. «Αλλά το πιο διαβολικό είναι ότι οι άνθρωποι, με το που βλέπουν να γίνεται χαμός γύρω τους...» «Η πρώτη αυθόρμητη κίνηση που θα κάνουν θα είναι να πιά σουν το κινητό τους για να προσπαθήσουν να μάθουν τι συμβαί νει», συμπλήρωσε ο Τομ. «Ναι», είπε ο Κλέι. «Είδα πολλούς να το κάνουν». Ο Τομ τον κοίταξε με πένθιμο ύφος. «Κι εγώ το ίδιο». «Τι σχέση έχουν αυτά με την απόφασή σας να φύγετε από την ασφάλεια του ξενοδοχείου, ειδικά μέσα στη νύχτα, αδυνατώ να καταλάβω», σχολίασε ο κύριος Ρικάρντι. Σαν απάντηση στα λεγόμενά του, ακούστηκε άλλη μια έκρηξη. Την ακολούθησαν πέντ' έξι συνεχόμενες εκρήξεις μικρότερης έ ντασης, που απομακρύνονταν προς τα νοτιοανατολικά σαν τα πα τήματα ενός γίγαντα. Από τον επάνω όροφο ακούστηκε ξανά ένας γδούπος και μια πνιχτή, άναρθρη κραυγή θυμού. «Δε νομίζω ότι οι τρελοί έχουν το μυαλό που απαιτείται για να εγκαταλείψουν την πόλη, με την ίδια λογική που ο τύπος εκεί πά νω δεν μπορεί να βρει ούτε το δρόμο για τη σκάλα», είπε ο Κλέι. Για μια στιγμή νόμισε πως η έκφραση στο πρόσωπο του Τομ ήταν σοκ, αλλά κατάλαβε ότι ήταν κάτι άλλο. Χαρούμενη έκπλη ξη ίσως. Και λίγη ελπίδα. «Χριστέ μου», είπε, δίνοντας μάλιστα κι ένα μικρό χαστούκι στο ίδιο του το μάγουλο. «Αυτοί δεν πρόκειται να φύγουν. Δεν το είχα σκεφτεί». «Όχι μόνο αυτό», είπε η Άλις. Δάγκωνε νευρικά τα χείλη της και είχε στυλώσει τα μάτια της στα δάχτυλά της, που τα έπλεκε συνεχώς μεταξύ τους. Έκανε φανερή προσπάθεια να σηκώσει το κεφάλι της και να κοιτάξει τον Κλέι. «Ίσως είναι πιο ασφαλές να φύγουμε με το σκοτάδι». «Πώς κι έτσι, Άλις;» «Αν δεν μπορούν να σε δουν -αν σταθείς πίσω από κάτι, αν μπορέσεις να κρυφτείς-, σε ξεχνάνε σχεδόν αμέσως». «Γιατί το λες αυτό, καλή μου;» τη ρώτησε ο Τομ. «Επειδή κρύφτηκα από τον τύπο που με κυνηγούσε», είπε σι γανά το κορίτσι. «Αυτόν με το κίτρινο μπλουζάκι. Ήταν λίγο πριν
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
73
έρθω με εσάς. Κρύφτηκα σ' ένα από τα δρομάκια στις πίσω πλευ ρές των κτιρίων. Πίσω από έναν μεγάλο σκουπιδοτενεκέ. Φοβό μουν, γιατί δεν ήξερα αν θα μπορούσα να το σκάσω έτσι και με κυνηγούσε εκεί μέσα, αλλά δεν ήξερα τι άλλο να κάνω. Τον είδα να στέκεται στο άνοιγμα του στενού, να κοιτάζει από δω κι από κει, να περπατάει γύρω γύρω -να κάνει σβούρες επιτόπου, όπως θα έλεγε ο παππούς μου- και στην αρχή νόμισα ότι έπαιζε μαζί μου, καταλαβαίνετε; Επειδή με είχε δει να μπαίνω στο δρομάκι, ή μουν μόνο λίγα μέτρα μπροστά του... μόνο λίγα μέτρα μακριά... θα μπορούσε να με αρπάξει με δυο βήματα...» Η Άλις άρχισε να τρέμει. «Αλλά μόλις χώθηκα εκεί, ήταν σαν να... δεν ξέρω...» «Σαν να σε ξέχασε αφού δε σε έβλεπε πια», είπε ο Τομ. «Ό μως, αφού ήταν τόσο κοντά σου, γιατί σταμάτησες να τρέχεις;» «Γιατί δεν άντεχα άλλο», είπε η Άλις. «Δεν μπορούσα πια. Τα πόδια μου ήταν σαν λαστιχένια και νόμιζα ότι θα έσκαγε η καρδιά μου και θα πέθαινα. Τελικά, αποδείχτηκε ότι δε χρειαζόταν να τρέ χω για να γλιτώσω. Ο τύπος έκανε μερικούς κύκλους ακόμη στο ί διο σημείο, μουρμουρίζοντας αυτές τις βλακείες που λένε όλοι τους, κι ύστερα έφυγε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Σκέφτηκα ό τι προσποιούνταν για να με πιάσει... αλλά δεν το πίστευα κατά βά θος, ήξερα ότι ήταν πολύ τρελός για τέτοια σκέψη». Έριξε μια γρήγορη ματιά στον Κλέι κι ύστερα κοίταξε πάλι τα χέρια της. «Το πρόβλημα ήταν ότι ξανάπεσα πάνω του κατά τύχη. Έπρεπε να είχα έρθει μαζί σας από την αρχή, παιδιά. Κάνω κάτι βλακείες με ρικές φορές...» «Ήσουν τρομοκρα...» άρχισε να λέει ο Κλέι και τότε ακούστη κε η μεγαλύτερη έκρηξη που είχε γίνει ως εκείνη τη στιγμή, ένα εκκωφαντικό ΚΡΑ-ΜΠΑΜ! που τους έκανε όλους να διπλωθούν στα δυο και να σκεπάσουν τα αυτιά τους. Ακούστηκε η τζαμαρία του λόμπι να σκάει και να γίνεται κομμάτια. «Ω....Θεέ μου», είπε ο κύριος Ρικάρντι. Τα γουρλωμένα μάτια του σε συνδυασμό με τη φαλάκρα θύμιζαν στον Κλέι τον «Ντάντι» Γουόρμπακς, τον προστάτη της μικρής, ορφανής Άννι από το ομώνυμο μιούζικαλ. «Πρέπει να ήταν ο καινούριος σούπερ σταθ μός της Shell που άνοιξε πρόσφατα στη Νίλαντ. Αυτός που χρησι μοποιούν όλα τα ταξί και τα Ντακ Μπόουτς. Από εκείνη τη μεριά ακούστηκε».
74
STEPHEN KING
Ο Κλέι δεν ήξερε αν ο Ρικάρντι είχε δίκιο, δεν του μύριζε βεν ζίνη (όχι ακόμα, τουλάχιστον), αλλά το οπτικά εκπαιδευμένο μάτι της φαντασίας του είδε ένα τεράστιο τρίγωνο από μπετόν να καίει σαν πυρσός προπανίου στο φως της μέρας που σωνόταν. «Μπορεί να καεί μια σύγχρονη πόλη;» ρώτησε τον Τομ. «Μια πόλη που είναι φτιαγμένη κυρίως από μπετόν, μέταλλο και γυαλί; Μπορεί να καεί όπως κάηκε το Σικάγο τότε που η αγελάδα της κυ ρίας Ο'Λίρι κλότσησε την αναμμένη λάμπα πετρελαίου μέσα στο στάβλο;» «Αυτή η ιστορία με την αγελάδα που κλότσησε τη λάμπα είναι μύθος», είπε η Άλις. Έτριβε το σβέρκο της σαν να είχε δυνατό πο νοκέφαλο. «Μας το είπε η κυρία Μάιερς στο μάθημα της Αμερι κανικής Ιστορίας». «Και βέβαια θα μπορούσε», απάντησε ο Τομ στον Κλέι. «Είδες τι έγινε στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου όταν το χτύπησαν τα δύο αεροπλάνα». «Αεροπλάνα γεμάτα υγρά καύσιμα», επισήμανε βλοσυρά ο κύ ριος Ρικάρντι. Και σαν να την είχε καλέσει ο φαλακρός υπάλληλος, από τη σπασμένη τζαμαρία του ξενοδοχείου άρχισε να μπαίνει με τον αέ ρα η μυρωδιά βενζίνης που καιγόταν και να γλιστράει κάτω από την πόρτα του εσωτερικού γραφείου σαν κακό πνεύμα. «Υποθέτω πως περιμένατε να συμβεί κάτι κακό μ' αυτόν το σταθμό αργά ή γρήγορα», παρατήρησε ο Τομ. Ο κύριος Ρικάρντι πήγε στην πόρτα που χώριζε το γραφείο του από τη ρεσεψιόν και την άνοιξε. Ό,τι μπόρεσε να δει ο Κλέι από το λόμπι του ξενοδοχείου τού φάνηκε έρημο, σκοτεινό και κατά περίεργο τρόπο άσχετο. Ο κύριος Ρικάρντι μύρισε ηχηρά τον αέρα μερικές φορές κι έπειτα έκλεισε πάλι την πόρτα και την κλείδωσε. «Εξασθένησε ήδη», ανακοίνωσε. «Ευσεβής πόθος», σχολίασε ο Κλέι. «Μάλλον συνήθισε η μύ τη μας τη μυρωδιά». «Νομίζω πως έχει δίκιο», είπε ο Τομ. «Φυσάει δυνατός δυτικός άνεμος -εννοώ ότι ο αέρας μετακινείται προς τον ωκεανό- και, αν αυτό που μόλις ακούσαμε ήταν ο καινούριος σταθμός καυσίμων στη γωνία Νίλαντ και Ουάσινγκτον, δίπλα στο Ιατρικό Κέντρο Νέας Αγγλίας...»
Το ΚΙΝΗΤΌ
75
«Αυτός ακριβώς ήταν», είπε ο κύριος Ρικάρντι. Το πρόσωπό του καθρέφτιζε σκοτεινή ικανοποίηση. «Ω, οι πορείες διαμαρτυ ρίας! Έγιναν τα κατάλληλα λαδώματα και το ζήτημα κανονίστηκε, πιστέ...» Ο Τομ τον διέκοψε λέγοντας, «Που σημαίνει πως το νοσοκο μείο καίγεται ήδη αυτή τη στιγμή... μαζί με όλους όσοι είχαν απο μείνει μέσα, φυσικά...» «Όχι», είπε η Άλις και έφερε το χέρι της στο στόμα σοκαρι σμένη. «Νομίζω πως ναι. Και το επόμενο στη σειρά θα είναι το Γουάνγκ Σέντερ. Ο αέρας μπορεί να πέσει όταν νυχτώσει, αλλά αν δε σταματήσει, ό,τι βρίσκεται ανατολικά του Μας Πάικ θα έχει λιώ σει σαν τυρί σε τοστ μέχρι τις δέκα». «Εμείς βρισκόμαστε δυτικά», επισήμανε ο κύριος Ρικάρντι. «Οπότε, είμαστε σχετικά ασφαλείς», είπε ο Κλέι. «Από αυτή την καταστροφή τουλάχιστον». Πήγε ως το παραθυράκι του γρα φείου του κυρίου Ρικάρντι, τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών του και κοίταξε έξω στην Έσεξ Στρητ. «Τι βλέπεις;» τον ρώτησε η Άλις. «Βλέπεις ανθρώπους;» «Όχι... ναι. Έναν άντρα. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου». «Είναι από τους τρελούς;» «Δεν είμαι σίγουρος», είπε ο Κλέι, αλλά ήταν. Ήταν ο τρόπος με τον οποίο έτρεχε αυτός ο άντρας, ο νευρικός τρόπος με τον ο ποίο τίναζε συνεχώς το κεφάλι του προς τα πίσω για να κοιτάξει πάνω από τον ώμο του. Μια στιγμή προτού στρίψει στη γωνία και βγει στη Λίνκολν Στρητ, ο τύπος παραλίγο να πέσει πάνω στον πά γκο με τα καφάσια ενός οπωροπωλείου. Και ο Κλέι, παρ' όλο που δεν τον άκουγε, έβλεπε τα χείλη του να κινούνται. «Τώρα έφυγε». «Κανένας άλλος;» ρώτησε ο Τομ. «Αυτή τη στιγμή, όχι, αλλά βλέπω καπνό». Ο Κλέι έκανε μια παύση. «Και καπνιά και στάχτες. Δεν μπορώ να πω πόσο πυκνές είναι. Τα στριφογυρίζει όλα ο αέρας». «Εντάξει, με έπεισες», είπε ο Τομ. «Πάντα ήμουν αργός, αλλά στο τέλος μαθαίνω. Η πόλη θα γίνει παρανάλωμα και κανείς δε θα μείνει να τη φυλάει, εκτός από τους τρελούς». «Νομίζω πως έτσι είναι», είπε ο Κλέι. Δεν πίστευε ότι αυτό ί σχυε μόνο για τη Βοστόνη, αλλά δεν άντεχε να σκεφτεί τίποτε άλ-
76
STEPHEN KING
λο πέρα από τη Βοστόνη προς το παρόν. Αργότερα ίσως να κατά φερνε να δει λίγο μακρύτερα, αφού θα σιγουρευόταν ότι ο Τζόνι ήταν καλά. Ίσως πάλι να του ξέφευγε μόνιμα η ευρύτερη εικόνα. Στο κάτω κάτω, κέρδιζε το ψωμί του ζωγραφίζοντας μικρά καρέ. Κι όμως, παρ' όλα αυτά, ο μικρός εγωιστής που ζούσε κολλημέ νος σαν στρείδι στο εσωτερικό τοίχωμα του μυαλού του πρόλαβε να συνθέσει μια ξεκάθαρη σκέψη, που εμφανίστηκε σε χρώμα γα λάζιο και λαμπερό χρυσαφί. Ήταν ανάγκη να συμβεί ειδικά σήμε ρα, απ' όλες τις μέρες; Πάνω που κατάφερα να πιάσω την καλή; «Μπορώ να έρθω κι εγώ μαζί σας, παιδιά, αν φύγετε;» ρώτησε η Άλις. «Και βέβαια», είπε ο Κλέι. Κοίταξε τον υπάλληλο του ξενοδο χείου. «Έλα κι εσύ μαζί μας, κύριε Ρικάρντι». «Εγώ θα μείνω στη θέση μου», του απάντησε ο κύριος Ρικάρ ντι σε αγέρωχο τόνο, αλλά ο Κλέι πρόλαβε να δει τα μάτια του, μια στιγμή πριν κοιτάξει αλλού, και ήταν σκοτεινιασμένα. «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, δε νομίζω ότι θα έχεις πρόβλη μα με τη διεύθυνση αν κλειδώσεις το ξενοδοχείο και φύγεις», είπε ο Τομ, μ' εκείνο τον ήπιο, κατευναστικό τρόπο του που ο Κλέι εί χε αρχίσει να εκτιμάει αφάνταστα. «Θα μείνω στο πόστο μου», επανέλαβε ο κύριος Ρικάρντι. «Ο κύριος Ντόνελι, ο διευθυντής της πρωινής βάρδιας, πήγε να κάνει την καθημερινή κατάθεση στην τράπεζα και με άφησε γενικό υ πεύθυνο. Αν επιστρέψει, ίσως τότε...» «Σας παρακαλώ, κύριε Ρικάρντι», είπε η Άλις. «Δεν ωφελεί σε τίποτα να μείνετε εδώ». Αλλά ο κύριος Ρικάρντι, που είχε σταυρώσει για άλλη μια φο ρά τα χέρια πάνω στο αδύνατο στήθος του, απλώς κούνησε αρνη τικά το κεφάλι του.
Το ΚΙΝΗΤΌ
77
15 Παραμέρισαν τη μία από τις πολυθρόνες Κουίν Aνν και ο κύριος Ρικάρντι τους ξεκλείδωσε την κεντρική πόρτα. Ο Κλέι κοίταξε έ ξω στο δρόμο και προς τις δυο κατευθύνσεις. Δεν είδε κανέναν να κινείται, αλλά ήταν δύσκολο να πει στα σίγουρα, γιατί ο αέρας εί χε γεμίσει από λεπτή, σκούρα στάχτη που στροβιλιζόταν με τον ά νεμο σαν μαύρο χιόνι. «Ελάτε», είπε. Θα πήγαιναν μόνο μέχρι το διπλανό μαγαζί για αρχή, το Καφέ Μετροπόλιταν. «Θα ξανακλειδώσω την πόρτα και θα βάλω την πολυθρόνα α πό πίσω», είπε ο κύριος Ρικάρντι, «αλλά θα έχω τα αυτιά μου α νοιχτά. Αν συναντήσετε πρόβλημα -αν υπάρχουν κι άλλοι απ' αυ τούς τους... ανθρώπους... κρυμμένοι στο Μετροπόλιταν, παρα δείγματος χάρη- και χρειαστεί να οπισθοχωρήσετε, θυμηθείτε να μου φωνάξετε, "Κύριε Ρικάρντι, κύριε Ρικάρντι, είναι ανάγκη!" Έτσι θα ξέρω ότι είναι ασφαλές να σας ανοίξω την πόρτα. Κατα λάβατε;» «Ναι», είπε ο Κλέι. Έσφιξε τον κοκαλιάρικο ώμο του κυρίου Ρικάρντι. Ο υπάλληλος μόρφασε κι ύστερα έμεινε σταθερός (αν και δεν έδειξε ιδιαίτερα ευχαριστημένος από το χαιρετισμό του Κλέι). «Είσαι πολύ εντάξει τύπος τελικά. Πίστευα ότι δεν ήσουν, αλλά έκανα λάθος». «Ελπίζω να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ», είπε άχρωμα ο κύριος Ρικάρντι. «Μόνο να θυμάστε...» «Θα το θυμόμαστε», είπε ο Τομ. «Και θα είμαστε εδώ δίπλα για κάνα δεκάλεπτο περίπου. Αν συμβεί κάτι εδώ, βάλε εσύ μια φωνή για να τρέξουμε». «Εντάξει», είπε ο υπάλληλος, αλλά ο Κλέι δεν πίστευε ότι θα το έκανε. Δεν ήξερε γιατί το σκέφτηκε αυτό, ήταν παράλογο να σκεφτεί ότι ένας άνθρωπος δεν θα φώναζε ούτε για να σώσει τη ζωή του, αλλά το σκέφτηκε για τον κύριο Ρικάρντι. «Σας παρακαλώ, κύριε Ρικάρντι, αλλάξτε γνώμη», είπε η Άλις. «Δεν είναι πια ασφαλές να μείνετε στη Βοστόνη και το ξέρετε». Ο κύριος Ρικάρντι απλώς απέστρεψε το βλέμμα του. Και ο Κλέι σκέφτηκε με ένα μείγμα απορίας και θαυμασμού: Ιδού ένας
78
STEPHEN KING
άνθρωπος που αποφάσισε ότι ο κίνδυνος του θανάτου είναι προτι μότερος από τον κίνδυνο της αλλαγής. «Ελάτε», είπε στους άλλους δυο. «Πάμε να φτιάξουμε μερικά σάντουιτς όσο υπάρχει ακόμη ηλεκτρικό ρεύμα να βλέπουμε». «Και μερικά εμφιαλωμένα νερά δε θα μας έβλαπταν», πρόσθε σε ο Τομ. 16 Το ηλεκτρικό κόπηκε ενώ τύλιγαν το τελευταίο σάντουιτς στην πεντακάθαρη, πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα του Καφέ Μετροπόλιταν με τα λευκά πλακάκια. Ως τότε, ο Κλέι είχε ήδη κάνει τρεις α πόπειρες να τηλεφωνήσει στο Μέιν. Μία στο παλιό του σπίτι, μία στο δημοτικό σχολείο του Κεντ Ποντ, όπου δίδασκε η Σάρον, και μία στο γυμνάσιο Τζόσουα Τσάμπερλεν, όπου φοιτούσε τώρα ο Τζόνι. Σε καμιά από τις τρεις προσπάθειες δεν έφτασε πέρα από το 207, τον κωδικό του Μέιν. Όταν έσβησαν ξαφνικά τα φώτα στο Μετροπόλιταν, έγινε από λυτο σκοτάδι στην αρχή και η Άλις ούρλιαξε. Ύστερα άναψαν τα φώτα ασφαλείας. Η Άλις δεν ησύχασε και πολύ. Με το ένα της χέ ρι κρατιόταν από το μανίκι του Τομ. Με το άλλο κρατούσε σηκω μένο το μαχαίρι του ψωμιού που είχε χρησιμοποιήσει για να κόψει τα σάντουιτς. Τα μάτια της ήταν διάπλατα ανοιχτά και ανέκφρα στα με έναν περίεργο τρόπο. «Άλις, άφησε κάτω το μαχαίρι», της είπε ο Κλέι λίγο πιο αυ στηρά απ' ό,τι σκόπευε. «Πριν χτυπήσεις κανέναν από μας κατά λάθος». «Ή και τον εαυτό σου», πρόσθεσε ο Τομ με την ήρεμη, καθη συχαστική φωνή του. Τα γυαλιά του αντανακλούσαν τα φώτα κιν δύνου με μια μουντή λάμψη. Το κορίτσι άφησε κάτω το μαχαίρι κι αμέσως μετά το ξανάπια σε. «Το θέλω», είπε. «Θέλω να το πάρω μαζί μου. Εσύ, Κλέι, έχεις ένα. Θέλω κι εγώ να έχω». «Εντάξει», συμφώνησε ο Κλέι. «Αλλά δεν έχεις ζώνη. Θα φτιάξουμε μία από τραπεζομάντιλο. Προς το παρόν, πρόσεχε!» Τα μισά σάντουιτς ήταν ροσμπίφ και τυρί, τα υπόλοιπα ζαμπόν
Το ΚΙΝΗΤΌ
79
και τυρί. Η Άλις τα είχε τυλίξει όλα με διαφανή μεμβράνη. Κάτω από την ταμειακή μηχανή ο Κλέι βρήκε ένα πάκο σακούλες με χε ρούλια που έγραφαν ΦΑΓΗΤΟ ΓΙΑ ΣΚΥΛΟΥΣ από τη μια πλευρά και ΦΑΓΗΤΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ από την άλλη. Αυτός και ο Τομ έριξαν τα σάντουιτς σε δύο από τις σακούλες και σε μια τρίτη έβαλαν τρία μπουκάλια νερό. Τα τραπέζια του μαγαζιού είχαν ετοιμαστεί για ένα δείπνο που δεν επρόκειτο να σερβιριστεί ποτέ. Δυο τρία ήταν αναποδογυρι σμένα, αλλά τα περισσότερα στέκονταν στη θέση τους, με τα πο τήρια, τις λινές πετσέτες και τα ασημικά τους να γυαλίζουν κάτω από το σκληρό φως των λαμπτήρων ασφαλείας. Υπήρχε κάτι σ' αυτή την ήρεμη εικόνα τάξης και πολυτέλειας που έκανε την καρ διά του Κλέι να σφιχτεί. Ίσως ήταν οι πεντακάθαρες, διπλωμένες πετσέτες και οι μικρές ηλεκτρικές λάμπες στο κέντρο κάθε τραπε ζιού, που τώρα ήταν σβηστές και κάτι του έλεγε ότι θα έμεναν έ τσι για πολύ καιρό ακόμη. Είδε τον Τομ και την Άλις να κοιτάζουν γύρω με ύφος τόσο με λαγχολικό όσο και τα δικά του συναισθήματα και τον έπιασε μια τρελή επιθυμία -επιθυμία που άγγιζε τα όρια της μανίας- να τους φτιάξει λίγο το κέφι. Θυμήθηκε ένα κόλπο που έκανε παλιά στο γιο του. Σκέφτηκε πάλι το κινητό του Τζόνι και το ποντίκι του πα νικού έριξε άλλη μια φαρμακερή δαγκωνιά στο μυαλό του. Ο Κλέι ευχήθηκε με όλη τη δύναμη της ψυχής του το καταραμένο τηλέ φωνο να ήταν πεσμένο και ξεχασμένο κάτω από το κρεβάτι του Τζόνι-Τζι ανάμεσα σε μπάλες από χνούδια και σκόνη, με τη μπα ταρία του άδεια-άδεια-άδεια. «Προσέξτε με καλά», είπε αφήνοντας παραδίπλα τη σακούλα με τα σάντουιτς. «Και ειδικά τα χέρια μου, να δείτε ότι δε θα ξε κολλήσουν ούτε για μια στιγμή από τους καρπούς μου». Έπιασε τη μια από τις πλευρές του τραπεζομάντιλου που κρεμόταν μπρο στά του. «Δεν είναι ώρα για ταχυδακτυλουργίες», είπε ο Τομ. «Θέλω να το δω», είπε η Άλις. Για πρώτη φορά από τότε που την είχαν συναντήσει, στο πρόσωπό της φάνηκε ένα χαμόγελο. Ή ταν σχεδόν αδιόρατο, αλλά υπήρχε. «Χρειαζόμαστε το τραπεζομάντιλο», είπε ο Κλέι. «Δεν θα πά ρει ούτε ένα δευτερόλεπτο και επιπλέον η κυρία θέλει να δει».
80
STEPHEN KING
Στράφηκε στην Άλις. «Μόνο που πρέπει να πεις πρώτα τη μαγική λέξη. Ένα Σαζάμ αρκεί». «Σαζάμ!» είπε το κορίτσι και ο Κλέι τράβηξε απότομα το τρα πεζομάντιλο και με τα δυο χέρια ταυτόχρονα. Είχε να κάνει αυτό το κόλπο πάνω από δύο χρόνια, ίσως και τρία, και λίγο έλειψε να μην το πετύχει. Όμως το λάθος του -ένας ελάχιστος δισταγμός στο τράβηγμα, το δίχως άλλο- στην ουσία πρόσθεσε γοητεία στο όλο εγχείρημα. Αντί να μείνουν εκεί που βρίσκονταν, ενώ το τραπεζομάντιλο εξαφανιζόταν ως διά μαγείας από κάτω τους, όλα τα αντικείμενα του τραπεζιού μετακινήθηκαν γύρω στα δέκα εκατοστά προς τα δεξιά. Το ποτήρι που βρισκόταν πιο κοντά στο σημείο όπου στεκόταν ο Κλέι κατέληξε να σταθεί με τη μισή κυκλική βάση του πάνω στο τραπέζι και την υπόλοιπη μισή στο κενό. Η Άλις χειροκρότησε, γελώντας κανονικά τώρα. Ο Κλέι έκανε μια βαθιά υπόκλιση με τα χέρια ανοιχτά προς το μέρος της. «Μπορούμε να πηγαίνουμε τώρα, ω μεγάλε Βερμιτσέλι*;» ρώ τησε ο Τομ, αλλά ακόμη κι αυτός χαμογελούσε. «Μόλις φτιάξω μια ζώνη για το κορίτσι μας», είπε ο Κλέι. «Για να μπορεί να κουβαλάει το μαχαίρι από τη μια πλευρά και μια σα κούλα με σάντουιτς από την άλλη. Εσύ θα κουβαλήσεις τα νερά». Δίπλωσε πρώτα το τραπεζομάντιλο σε τρίγωνο και το έστριψε γρήγορα σχηματίζοντας ρολό. Ύστερα πέρασε το στριμμένο τρα πεζομάντιλο μέσα από τα χερούλια της μιας σακούλας και το τύλι ξε γύρω από τη λεπτή μέση του κοριτσιού αφού το έκανε μιάμιση στροφή πριν το δέσει κόμπο στη βάση της πλάτης της. Τέλος, στε ρέωσε το πριονωτό μαχαίρι του ψωμιού στη δεξιά πλευρά της αυ τοσχέδιας ζώνης. «Πιάνουν τα χέρια σου, βλέπω», είπε ο Τομ. «Τα καταφέρνω και στο πινέλο», είπε ο Κλέι και εκείνη τη στιγμή κάτι άλλο εξερράγη, αρκετά κοντά ώστε να τρανταχτεί ο λόκληρο το Καφέ Μετροπόλιταν. Το ποτήρι που ισορροπούσε στην κόχη του τραπεζιού έπεσε στο πάτωμα και έγινε θρύψαλα. Γύρισαν και οι τρεις και το κοίταξαν. Ο Κλέι σκέφτηκε να τους *Φιδές, στα ιταλικά. (Σ.τ.Μ.)
81
Το ΚΙΝΗΤΌ
πει ότι δεν πίστευε στους οιωνούς, αλλά μάλλον θα χειροτέρευε τα πράγματα. Εξάλλου, θα έλεγε ψέματα. 17 Ο Κλέι είχε τους λόγους του που ήθελε να επιστρέψει στο Ατλάντικ Άβενιου Ινν πριν ξεκινήσουν. Ο ένας ήταν ότι ήθελε να πάρει το χαρτοφύλακα του που τον είχε αφήσει στο λόμπι. Ένας άλλος λόγος ήταν να δει μήπως έβρισκε κάτι που θα χρησίμευε σαν πρό χειρη θήκη για το μαχαίρι της Άλις -ακόμη και ένα σετ ξυριστι κών θα του έκανε, αρκεί να ήταν λίγο μακρύ. Ένας τρίτος λόγος ήταν να δώσει άλλη μια ευκαιρία στον κύριο Ρικάρντι να έρθει μαζί τους. Και συνειδητοποίησε με έκπληξη ότι αυτό το τελευταίο το ήθελε πολύ περισσότερο από τον ξεχασμένο χαρτοφύλακά του με τις ζωγραφιές. Για κάποιο μυστήριο λόγο, είχε αρχίσει να συ μπαθεί αυτό τον ξινό τύπο χωρίς να το θέλει. Όταν το εκμυστηρεύτηκε στον Τομ, εκείνος τον ξάφνιασε ακό μη περισσότερο κουνώντας καταφατικά το κεφάλι του. «Το ίδιο α κριβώς αισθάνομαι κι εγώ για τις αντζούγιες στην πίτσα», είπε. «Σκέφτομαι ότι ο συνδυασμός ψόφιου ψαριού με τυρί και σάλτσα ντομάτας είναι αηδιαστικός... αλλά είναι φορές που με πιάνει τρε λή λαχτάρα και δεν μπορώ ν' αντισταθώ». Μια μαύρη χιονοθύελλα από στάχτες και κάπνα μαινόταν στο δρόμο και ανάμεσα στα ψηλά κτίρια. Συναγερμοί αυτοκινήτων τιτίβιζαν, συναγερμοί σπιτιών και καταστημάτων γάβγιζαν, συνα γερμοί πυρκαγιάς έκρωζαν. Ο αέρας δεν έφερνε κύματα θερμότη τας, αλλά ο Κλέι άκουγε το τριζοβόλημα της φωτιάς προς τα νο τιοανατολικά. Και η μυρωδιά καμένου ήταν πολύ έντονη. Ακούγο νταν δυνατές φωνές, αλλά κάπου πίσω τους προς τη μεριά του Δη μοτικού Πάρκου, όπου η Μπόιλστον Στρητ φάρδαινε αισθητά. Όταν έφτασαν δίπλα, στο Ατλάντικ Άβενιου Ινν, ο Τομ βοήθη σε τον Κλέι να σπρώξει μια από τις πολυθρόνες Κουίν Aνν πίσω από τη σπασμένη γυάλινη πόρτα της εισόδου. Τώρα το λόμπι του ξενοδοχείου ήταν μια λίμνη από μισοσκόταδο, όπου ξεχώριζαν α χνά σαν σκουρότερες σκιές ο πάγκος της ρεσεψιόν και ο καναπές. Αν ο Κλέι δεν είχε ξαναβρεθεί εκεί μέσα, δεν θα ήξερε σε τι αντί-
82
STEPHEN KING
στοιχούσαν αυτοί οι μαύροι όγκοι. Πάνω από τα ασανσέρ αναβό σβηνε ένα και μοναδικό φως ασφαλείας και το κουτί με την μπα ταρία από κάτω του βούιζε σαν αλογόμυγα. «Κύριε Ρικάρντι;» φώναξε ο Τομ. «Κύριε Ρικάρντι, γυρίσαμε να δούμε μήπως άλλαξες γνώμη». Δεν υπήρξε απάντηση. Μετά από μερικές στιγμές, η Άλις άρχι σε να τραβάει προσεκτικά ένα μακρύ γυάλινο δόντι που προεξείχε από το πλαίσιο της σπασμένης τζαμόπορτας. «Κύριε Ρικάρντι!» φώναξε πάλι ο Τομ και, όταν και πάλι δεν πήρε απάντηση, στράφηκε προς τον Κλέι. «Εσύ θα μπεις έτσι κι αλλιώς;» «Ναι. Για να πάρω το χαρτοφύλακά μου. Έχει μέσα όλα τα σκίτσα μου». «Δεν έχεις αντίγραφα;» «Αυτά είναι τα πρωτότυπα», είπε ο Κλέι σαν αυτό να τα εξη γούσε όλα. Για εκείνον τα εξηγούσε. Άλλωστε, ήταν και ο κύριος Ρικάρντι. Θα έχω τα αυτιά μου ανοιχτά, είχε πει. «Κι αν τον έπιασε ο Ταραξίας από πάνω;» ρώτησε ο Τομ. «Αν είχε γίνει κάτι τέτοιο, νομίζω ότι θα τον ακούγαμε τώρα να κοπανάει εδώ κάτω», είπε ο Κλέι. «Ή μάλλον, με το που θα ά κουγε αυτός τις φωνές μας, θα μας είχε ορμήσει τρέχοντας και φωνάζοντας ανοησίες σαν τον άλλον που πήγε να μας πετσοκόψει με το μαχαίρι δίπλα στο Δημοτικό Πάρκο». «Αυτό δεν το ξέρουμε», είπε η Άλις. Μασούσε νευρικά το κά τω χείλος της, ασταμάτητα. «Είναι πολύ νωρίς για να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ξέρουμε όλους τους κανόνες του παιχνιδιού». Είχε δίκιο, βεβαίως, αλλά δεν μπορούσαν να μείνουν εκεί συ ζητώντας το με τις ώρες, δεν ήταν ούτε αυτό συνετό. «Θα προσέχω», είπε ο Κλέι και καβάλησε το σπασμένο πλαί σιο. Το πέρασμα δεν ήταν άνετο, αλλά είχε αρκετό φάρδος για να τον χωρέσει με τα πλάγια. «Θα χώσω μόνο το κεφάλι μου και θα κοιτάξω μέσα στο γραφείο του. Αν δεν τον βρω εκεί, δε θα πάω να τον αναζητήσω έτσι όπως κάνουν οι γκόμενες στις ταινίες τρόμου. Θα βουτήξω το χαρτοφύλακά μου και θα γίνω καπνός». «Να φωνάζεις συνέχεια», του είπε η Άλις. «Να λες "Εντάξει, όλα εντάξει", ή κάτι τέτοιο. Να μη σταματήσεις καθόλου».
83
Το ΚΙΝΗΤΌ
«Σύμφωνοι, αλλά αν σταματήσω να φωνάζω, εσείς φύγετε. Μην έρθετε να με βρείτε». «Μείνε ήσυχος», του απάντησε το κορίτσι χωρίς να χαμογελά ει. «Έχω δει κι εγώ άπειρες ταινίες τρόμου». 18 «Είμαι εντάξει», φώναξε ο Κλέι, αφού σήκωσε το χαρτοφύλακά του και τον άφησε πάνω στον πάγκο της ρεσεψιόν. Έτοιμος να του δίνω, πρόσθεσε από μέσα του. Αλλά όχι εντελώς ακόμη. Κοίταξε πάνω από τον ώμο του καθώς έκανε το γύρο του πά γκου για να περάσει από πίσω. Είδε το ελεύθερο τμήμα της τζαμα ρίας να λαμπυρίζει σαν θαμπό φωτεινό τετράγωνο στο μισοσκότα δο και πάνω του να διαγράφονται δυο μαύρες σιλουέτες με φόντο το λυκόφως. «Είμαι εντάξει, εντάξει, πάω να κοιτάξω στο γραφείο του τώρα, είμαι εντάξει, εντά...» «Κλέι;» Η φωνή του Τομ είχε μια νότα πανικού, αλλά για μερικές στιγ μές ο Κλέι δεν ήταν σε θέση να του απαντήσει και να τον καθησυ χάσει. Στο κέντρο της οροφής του γραφείου του κυρίου Ρικάρντι ήταν γερά βιδωμένο ένα φωτιστικό. Ο κύριος Ρικάρντι κρεμόταν από το φωτιστικό με κάτι που έμοιαζε με κορδόνι κουρτίνας σαλο νιού. Μια άσπρη πλαστική σακούλα ήταν φορεμένη στο κεφάλι του. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν από τις σακούλες που σου δίνουν στο ξενοδοχείο για να βάλεις τα άπλυτά σου και να τα δώσεις για στεγνό καθάρισμα. «Κλέι, είσαι εντάξει;» «Κλέι;» Η Άλις τσίριξε, στα πρόθυρα της υστερίας. «Εντάξει», άκουσε τον εαυτό του να λέει. Το στόμα του ήταν σαν να ενεργούσε από μόνο του, χωρίς βοήθεια από τον εγκέφα λο. «Εντάξει. Εδώ είμαι ακόμη». Θυμήθηκε την πόζα του κυρίου Ρικάρντι όταν είχε πει Θα μείνω στο πόστο μου. Τα λόγια ήταν α γέρωχα, αλλά το βλέμμα του ήταν τρομαγμένο και ταπεινό, ήταν το βλέμμα ενός ρακούν που το έχει στριμώξει σε μια γωνία του γκαράζ ένας μεγάλος άγριος σκύλος. «Βγαίνω έξω τώρα». Άρχισε να οπισθοχωρεί, λες κι ήταν πιθανό ο κύριος Ρικάρντι
84
STEPHEN KING
να ξεγλιστρήσει από την αυτοσχέδια θηλιά του και να του ριχτεί με το που θα του γύριζε την πλάτη. Ξαφνικά, τον έπιασε κάτι πα ραπάνω από ανησυχία για τη Σάρον και τον Τζόνι. Ξαφνικά τους πεθύμησε με τέτοια λαχτάρα και ένταση που του θύμισε την πρώ τη μέρα του στο σχολείο, τότε που η μητέρα του τον είχε αφήσει έξω από την πύλη της σχολικής αυλής. Οι άλλοι γονείς είχαν συ νοδέψει τα παιδιά τους μέχρι μέσα. Αλλά η δική του μητέρα του είχε πει, Πήγαινε, Κλέιτον, είναι η πρώτη αίθουσα μόλις μπεις, δε θα έχεις πρόβλημα, τα αγόρια πρέπει να το κάνουν αυτό μόνα τους. Πριν κάνει όπως του είπε η μητέρα του, είχε σταθεί και την είχε παρακολουθήσει να απομακρύνεται στη Σίνταρ Στρητ, απ' όπου είχαν έρθει μαζί. Με το γαλάζιο παλτό της. Τώρα, εκεί που στεκό ταν μέσα στο σκοτάδι, επαναπροσδιόρισε την έννοια της νοσταλ γίας για το οικείο. Ο Τομ και η Άλις ήταν εντάξει, αλλά αυτός ήθελε να είναι με τους ανθρώπους που αγαπούσε. Μόλις βγήκε από τον πάγκο της ρεσεψιόν, στράφηκε προς τη μεριά του δρόμου και διέσχισε κανονικά το λόμπι. Είχε φτάσει τό σο κοντά στο μακρόστενο σπασμένο τζάμι που ξεχώριζε τα πρό σωπα των καινούριων φίλων του, όταν θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει πάλι τον αναθεματισμένο χαρτοφύλακα και αναγκάστηκε να ξανα γυρίσει πίσω. Καθώς άπλωνε το χέρι να τον πιάσει από τη ρεσε ψιόν, ήταν σχεδόν σίγουρος ότι το κοκαλιάρικο χέρι του κυρίου Ρικάρντι θα πεταγόταν από τα σκοτάδια πίσω από τον πάγκο και θα άρπαζε το δικό του. Φυσικά, τίποτε τέτοιο δεν έγινε, αλλά από τον επάνω όροφο ακούστηκε άλλος ένας από εκείνους τους δυνα τούς γδούπους. Κάτι υπήρχε ακόμη επάνω, κάτι συνέχιζε να περι φέρεται στα τυφλά μέσα στο σκοτάδι. Κάτι που ήταν άνθρωπος μέχρι τις τρεις το απόγευμα εκείνης της μέρας. Αυτή τη φορά, όταν έφτασε στα μισά της απόστασης ως την έ ξοδο, το μοναδικό φως κινδύνου που υπήρχε στο λόμπι του ξενο δοχείου τρεμόσβησε για μερικές στιγμές και έσβησε. Παράβαση του Κώδικα Ασφαλείας σε περίπτωση πυρκαγιάς, σκέφτηκε ο Κλέι. Θα τους καταγγείλω. Έβγαλε το χαρτοφύλακά του από το σπασμένο τζάμι. Ο Τομ τον έπιασε. «Πού είναι;» ρώτησε η Άλις. «Δεν ήταν στο γραφείο του;»
Το ΚΙΝΗΤΌ
85
«Είναι νεκρός», είπε ο Κλέι. Του πέρασε από το μυαλό να πει ψέματα, αλλά δεν πίστευε ότι ήταν ικανός. Ήταν συγκλονισμένος απ' αυτό που είχε δει. Πώς μπορεί ένας άνθρωπος να κρεμαστεί; Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι ήταν δυνατόν. «Αυτοκτόνησε». Η Άλις άρχισε να κλαίει και ο Κλέι σκέφτηκε πως η κοπέλα δεν ήξερε ότι, αν ήταν στο χέρι του κυρίου Ρικάρντι, μάλλον δεν θα ήταν τώρα ζωντανή. Το θέμα ήταν πως του ερχόταν κι αυτού να κλάψει. Γιατί ο κύριος Ρικάρντι είχε αλλάξει. Ίσως το ίδιο να έ καναν οι περισσότεροι άνθρωποι στη θέση του, αν τους έδινες μια ευκαιρία. Από τη δυτική κατεύθυνση του σκοτεινού δρόμου, προς τη με ριά του Δημοτικού Πάρκου, ακούστηκε μια μακρόσυρτη κραυγή πολύ δυνατή για να έχει βγει από ανθρώπινο λαρύγγι. Του Κλέι του θύμισε ελέφαντα. Ο ζωώδης ήχος δεν είχε ούτε πόνο ούτε χα ρά. Αντηχούσε παράνοια. Η Άλις ζάρωσε πάνω του και ο Κλέι την αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους. Είχε την αίσθηση ότι αγκάλιαζε ένα χοντρό τεντωμένο ηλεκτροφόρο καλώδιο απ' όπου περνούσε ρεύμα υψηλής τάσης. «Αν είναι να φύγουμε από δω, ας το κάνουμε», είπε ο Τομ. «Ξεκινώντας τώρα, αν δε βρούμε πολλά μπλεξίματα παρακάτω, θα μπορέσουμε να φτάσουμε ως το Μόλντεν και να περάσουμε τη νύχτα στο σπίτι μου». «Διαβολεμένα καλή ιδέα», είπε ο Κλέι. Ο Τομ χαμογέλασε διστακτικά. «Το πιστεύεις ειλικρινά;» «Απολύτως. Ποιος ξέρει, ίσως ο αστυφύλακας Άσλαντ να έχει ήδη φτάσει εκεί». «Ποιος είναι ο αστυφύλακας Άσλαντ;» ρώτησε η Άλις. «Ένας αστυνομικός που γνωρίσαμε στο Δημοτικό Πάρκο», εί πε ο Τομ. «Μας... βοήθησε να ξεμπλέξουμε, ας πούμε». Είχαν ήδη ξεκινήσει να βαδίζουν στην Ατλάντικ Άβενιου με κατεύθυνση α νατολική, μέσα στην κάπνα, τη στάχτη και τον ήχο των συναγερ μών. «Δεν πρόκειται να τον συναντήσουμε στ' αλήθεια. Ο Κλέι κάνει αστειάκια». «Ω», έκανε η Άλις. «Χαίρομαι που κάποιος έχει το κουράγιο να κάνει αστειάκια». Πάνω στο πεζοδρόμιο, δίπλα σε έναν κάδο σκουπιδιών, ήταν πεσμένο ένα γαλάζιο κινητό με την οθόνη του
86
STEPHEN KING
ραγισμένη. Η Άλις το έστειλε με μια κλοτσιά στον υπόνομο χωρίς να κόψει το βήμα της. «Καλή πάσα», είπε ο Κλέι. Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους της. «Πέντε χρόνια ποδόσφαι ρο», είπε και την ίδια στιγμή άναψαν οι λάμπες του δρόμου, σαν μια υπόσχεση ότι δεν είχαν χαθεί ακόμη τα πάντα.
ΜΟΛΝΤΕΝ
1 Πάνω στη γέφυρα του ποταμού Μίστικ χιλιάδες άνθρωποι στέκο νταν και παρακολουθούσαν ό,τι υπήρχε ανάμεσα στην Κόμονγουελθ Άβενιου και το λιμάνι της Βοστόνης να πιάνει φωτιά και να καίγεται. Ο άνεμος συνέχιζε να φυσάει από τα δυτικά, δυνατός και ζεστός, παρ' όλο που είχε πέσει το σκοτάδι, και οι φλόγες που βρυχιόνταν σαν καμίνι είχαν σβήσει τα αστέρια. Ανέτειλε το φεγ γάρι, ολόγιομο και τρομακτικό στην όψη. Κάθε τόσο το έκρυβε ο καπνός, αλλά πάλι ξετρύπωνε σαν ορθάνοιχτο μάτι δράκοντα που κοίταζε προς τα κάτω, σκορπίζοντας ένα θολό πορτοκαλί φως. Ο Κλέι το είδε σαν φεγγάρι σε κόμικς φρίκης, αλλά δεν το είπε στους άλλους. Κανένας δεν είχε πολλά να πει. Οι άνθρωποι πάνω στη γέφυρα απλώς κοίταζαν την πόλη που τόσο πρόσφατα είχαν εγκαταλείψει, παρακολουθούσαν τις φλόγες να φτάνουν τα πανάκριβα συγκρο τήματα διαμερισμάτων με θέα στο λιμάνι και ν' αρχίζουν να τα τυλίγουν. Από την άκρη του νερού απέναντι ακούγονταν οι διαπλεκόμενες συγχορδίες των συναγερμών -συναγερμοί αυτοκινή των και πυρκαγιάς κυρίως, διανθισμένοι με κορόνες από σειρήνες διαφόρων ειδών. Για ένα διάστημα, μια φωνή από μεγάφωνο σύ στηνε στους πολίτες ΜΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙΤΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ και έπειτα μια άλλη τους συμβούλευε ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΤΕ ΤΗΝ ΠΟ ΛΗ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΕΝΤΡΙΚΕΣ ΟΔΙΚΕΣ ΑΡΤΗΡΙΕΣ. Αυ τές οι δύο αντικρουόμενες συστάσεις ανταγωνίστηκαν η μια την άλλη για αρκετή ώρα και τελικά το ΜΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙΤΕ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ σταμάτησε. Περίπου πέντε λεπτά αργότερα, σταμάτη σε και το ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΤΕ ΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΕ ΤΑ ΠΟΔΙΑ. Απέμειναν
90
STEPHEN KING
μόνο οι συναγερμοί, ο άγριος βρυχηθμός της φωτιάς που τη φούντωνε ο αέρας και ένα σταθερό χαμηλότονο τρίξιμο που ο Κλέι σκέφτηκε ότι πρέπει να ήταν παράθυρα που έσκαζαν από την τρο μακτική θερμότητα. Αναρωτήθηκε πόσοι άνθρωποι να είχαν μείνει παγιδευμένοι ε κεί πίσω. Παγιδευμένοι ανάμεσα στη φωτιά και το νερό. «Θυμάσαι που με ρώτησες αν μπορεί να καεί μια σύγχρονη πό λη;» του είπε ο Τομ Μακόρτ. Στις αναλαμπές της φωτιάς το μικρό, πανέξυπνο πρόσωπό του φαινόταν κουρασμένο και πικραμένο. Στο ένα του μάγουλο είχε μια μουντζούρα από καπνό. «Το θυμάσαι;» «Πάψτε επιτέλους», είπε η Άλις. Ήταν τρομερά ταραγμένη, αλ λά, όπως και ο Τομ, μιλούσε κι αυτή χαμηλόφωνα. Σαν να βρισκό μαστε σε βιβλιοθήκη, σκέφτηκε ο Κλέι. Κι αμέσως μετά, Όχι -σε νεκρώσιμη τελετή. «Δε φεύγουμε τώρα, αν γίνεται; Γιατί το θέαμα έχει αρχίσει να με τρελαίνει;» «Σίγουρα», είπε ο Κλέι. «Πάμε. Πόσο μακριά είναι το σπίτι σου, Τομ;» «Από δω δεν είναι ούτε τρία χιλιόμετρα. Μόνο που δεν τ' αφή νουμε όλα πίσω μας, δυστυχώς». Είχαν στραφεί προς τα βόρεια και ο Τομ έδειχνε κάπου στα δεξιά τους. Η λάμψη που φαινόταν προς τα εκεί θα μπορούσε να ήταν η πορτοκαλιά αντανάκλαση των λαμπτήρων νατρίου στον ουρανό μια νύχτα με συννεφιά, με τη διαφορά ότι η νύχτα ήταν ανέφελη και τα φώτα των δρόμων σβηστά. Εκτός αυτού, τα φώτα των δρόμων σε καμιά περίπτωση δεν εκπέμπουν πυκνές στήλες καπνού. Η Άλις άφησε ένα βογκητό κι αμέσως έφραξε το στόμα της με την παλάμη, σαν να φοβήθηκε μήπως τη μαλώσει κάποιος από το σιωπηλό πλήθος που παρακολουθούσε τη Βοστόνη να καίγεται, ε πειδή έκανε φασαρία. «Μην ανησυχείτε», είπε ο Τομ με αφύσικη νηφαλιότητα. «Ε μείς πάμε στο Μόλντεν κι αυτό φαίνεται να είναι το Ριβίαρ. Με την κατεύθυνση που έχει ο άνεμος, το Μόλντεν πρέπει να είναι α σφαλές». Μην πεις τίποτε άλλο, τον προειδοποίησε βουβά ο Κλέι, αλλά ο Τομ συνέχισε. «Προς το παρόν».
91
Το ΚΙΝΗΤΟ
2 Υπήρχαν δεκάδες παρατημένα αυτοκίνητα στο δεύτερο κατά στρωμα της γέφυρας κι ανάμεσά τους ένα όχημα της πυροσβεστι κής με την επιγραφή ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΒΟΣΤΟΝΗ που το είχε τρακά ρει πλάγια μια μπετονιέρα (εγκατελειμμένα και τα δυο), αλλά το επάνω κατάστρωμα της γέφυρας ανήκε κυρίως στους πεζούς. Που ίσως τάρα θα πρέπει να τους αποκαλούμε πρόσφυγες, σκέφτηκε ο Κλέι, και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησε ότι το «να τους αποκα λούμε» ήταν λάθος. Να αποκαλούμαστε πρόσφυγες, ήταν το σωστό. Οι κουβέντες ήταν ελάχιστες. Οι περισσότεροι στέκονταν βου βοί και παρακολουθούσαν την πόλη να καίγεται. Όσοι κινούνταν προχωρούσαν αργά κοιτάζοντας κάθε τόσο πίσω τους. Κι ύστερα, ενώ πλησίαζαν προς την άλλη άκρη της γέφυρας (φαινόταν το Ολντ Άιρονσαϊντς -αυτό πρέπει να ήταν, το Ολντ Άιρονσαϊντς- αγκυρο βολημένο στο λιμάνι, ασφαλές ακόμη από τη φωτιά), ο Κλέι παρα τήρησε κάτι περίεργο. Πολλοί, εκτός από τη φωτιά, κοίταζαν και την Άλις. Στην αρχή είχε την παρανοϊκή ιδέα ότι οι άνθρωποι πρέ πει να νόμιζαν ότι αυτός και ο Τομ είχαν απαγάγει το κορίτσι και το παράσερναν μακριά με ένας Θεός ξέρει ποιους ανήθικους σκοπούς. Ύστερα υπενθύμισε στον εαυτό του πως όλοι αυτοί οι δύστυχοι πά νω στη γέφυρα ήταν σε κατάσταση σοκ, έχοντας ξεριζωθεί από τη φυσιολογική ζωή τους πιο αιφνιδιαστικά και απόλυτα ακόμη και α πό τους πρόσφυγες του τυφώνα Κατρίνα -οι δεύτεροι είχαν, τουλά χιστον, μια στοιχειώδη προειδοποίηση- και ήταν μάλλον απίθανο να έκαναν τόσο περίπλοκες σκέψεις. Ήταν πολύ βαθιά χαμένοι στο δικό τους πρόβλημα για να ασχοληθούν με θέματα ηθικής. Και ό ταν το φεγγάρι ανέβηκε λίγο ψηλότερα και φώτισε λίγο πιο καθαρά πίσω από τους καπνούς, τότε του ήρθε η επιφοίτηση: Η Αλις ίσως να ήταν η μοναδική έφηβη μέσα σε ένα πλήθος χιλιάδων ανθρώ πων. Ακόμη κι ο ίδιος ήταν νέος συγκριτικά με τους περισσότερους από τους πρόσφυγες συντρόφους του. Η πλειοψηφία τον ανθρώ πων που χάζευαν τον πυρσό που κάποτε ήταν η Βοστόνη ή έσερ ναν αργά τα βήματά τους προς το Μόλντεν και το Ντάνβερς ήταν πάνω από τα σαράντα και πάρα πολλοί φαίνονταν υποψήφιοι για τη δωροεπιταγή του Χρυσού Συνταξιούχου στο Ντένι'ς. Είδε μερί-
92
STEPHEN KING
κούς με μικρά παιδιά και ένα δυο μωρά σε καροτσάκια, αλλά αυτοί ήταν όλοι κι όλοι οι εκπρόσωποι της νέας γενιάς. Λίγο παρακάτω πρόσεξε κάτι ακόμα. Σε όλο το δρόμο υπήρχαν πεταμένα κινητά τηλέφωνα. Κάθε ένα δυο μέτρα προσπερνούσαν κι από ένα κινητό, και κανένα δεν ήταν ακέραιο. Ή τα είχαν πατή σει αυτοκίνητα ή είχαν ποδοπατηθεί μέχρι να γίνουν μικροί σωροί από καλώδια και σπασμένο πλαστικό, σαν δηλητηριώδη φίδια που τους λιώνεις το κεφάλι για να μην ξαναδαγκώσουν ποτέ. 3 «Πώς σε λένε, κούκλα μου;» ρώτησε μια εύσωμη γυναίκα που τους πλεύρισε λοξά από την άκρη του αυτοκινητόδρομου. Ήταν πέντε λεπτά αφότου είχαν βγει από τη γέφυρα. Ο Τομ είχε πει πως άλλα δεκαπέντε λεπτά περπάτημα θα τους έφερναν στην έξοδο της Σάλεμ Στρητ κι ότι από κει το σπίτι του ήταν μόνο τέσσερα τετρά γωνα απόσταση. Είπε επίσης ότι ο γάτος του θα χαιρόταν τρομερά που θα τον έβλεπε, κι αυτό έφερε ένα αχνό χαμόγελο στα χείλη της Άλις. Το αχνό ήταν καλύτερο από το τίποτα, σκέφτηκε ο Κλέι. Τώρα η Άλις κοίταξε με αντανακλαστική καχυποψία την εύ σωμη κυρία που είχε αποσπαστεί από τις γραμμές και τις μικρές ομάδες των βουβών ανθρώπων -σκιές φαίνονταν, όχι άνθρωποι, άλλοι με βαλίτσες, άλλοι με πλαστικές σακούλες ή μικρά σακίδια στην πλάτη- που είχαν διασχίσει τη γέφυρα του Μίστικ και τρα βούσαν βόρεια πάνω στον Αυτοκινητόδρομο Ένα, μακριά από τη μεγάλη πυρκαγιά στο νότο και με θέα στην καινούρια φωτιά που είχε ξεσπάσει στο Ριβίαρ, πέρα στα βορειοανατολικά. Η εύσωμη κυρία κοίταξε την Άλις με καλοσυνάτο ενδιαφέρον. Είχε ελαφρά γκρίζα μαλλιά κατσαρωμένα στο κομμωτήριο. Φο ρούσε γυαλάκια πρεσβυωπίας και σπορ πανωφόρι, ημίπαλτο, ό πως θα το ονόμαζε η μητέρα του Κλέι. Στο ένα χέρι της κρατούσε μια σακούλα με πράγματα και στο άλλο ένα βιβλίο. Φαινόταν ά κακη. Σίγουρα δεν ήταν από τους τρελούς των κινητών. Δεν είχαν δει ούτε έναν απ' αυτούς από την ώρα που είχαν φύγει από το Ατλάντικ Άβενιου Ινν, αλλά ο Κλέι μπήκε σε επιφυλακή έτσι κι αλ λιώς. Δεν του φάνηκε φυσιολογικό να τους πλησιάζει κάποιος σαν
ΤοΚΙΝΗΤΟ
93
να βρίσκονταν σε τσάι γνωριμίας όταν εγκατέλειπαν μια πόλη που καιγόταν. Αλλά ποιο ήταν το φυσιολογικό σ' αυτές τις συνθήκες; Προφανώς, είχε χάσει την αίσθηση, και το ίδιο φαινόταν να έχει πάθει και ο Τομ, που παρατηρούσε την πληθωρική, μητρική φι γούρα με απόμακρο βλέμμα. «Άλις», είπε τελικά η Άλις, πάνω που ο Κλέι είχε πιστέψει ότι θα αγνοούσε εντελώς την άγνωστη γυναίκα. Ακούστηκε σαν παι δάκι που απαντάει σε μια ερώτηση-παγίδα της δασκάλας του, σε ένα πολύ δύσκολο μάθημα. «Με λένε Άλις Μάξγουελ». «Άλις», είπε η εύσωμη κυρία και τα χείλη της σχημάτισαν ένα γλυκό χαμόγελο, όλο μητρικό ενδιαφέρον αντίστοιχο με την έκ φρασή της. Δεν υπήρχε κανένας λόγος εκείνο το χαμόγελο να κά νει τον Κλέι να τσιτωθεί ακόμα περισσότερο, αλλά αυτό του συνέ βη. «Πολύ ωραίο όνομα. Θα πει "ευλογημένη από το Θεό"». «Για την ακρίβεια, κυρία μου, σημαίνει "από βασιλική οικογέ νεια", ή "βασιλική απόγονος"», είπε ο Τομ. «Και τώρα να μας συγχωρείτε. Το κορίτσι έχασε τη μητέρα του σήμερα και δεν...» «.Όλοι κάποιον χάσαμε σήμερα, έτσι δεν είναι, Άλις;» είπε η εύσωμη κυρία χωρίς να κοιτάξει τον Τομ. Τώρα βάδιζε δίπλα στο κορίτσι και οι τεχνητές μπούκλες της χοροπηδούσαν σε κάθε της βήμα. Η Άλις την κοίταζε με ένα μείγμα ανησυχίας και περιέργει ας. Γύρω τους, άλλοι άνθρωποι βάδιζαν στα βουβά, με βήμα γορ γό, ή και τροχάδην καμιά φορά, και με το κεφάλι κάτω, σαν νεκροζώντανοι μέσα σ' εκείνο το αφύσικο σκοτάδι. Ο Κλέι και πάλι δεν είδε κανένα νεαρό άτομο, εκτός από μερικά μωρά, μερικά πι τσιρίκια και την Άλις, φυσικά. Καθόλου έφηβοι, γιατί σχεδόν όλοι οι έφηβοι είχαν κινητά, όπως το Καστανό Ξωτικό στο παγωτατζίδικο του Μίστερ Σόφτι. Όπως ο γιος του, που είχε ένα κόκκινο Νέξτελ με ήχο το μουσικό θέμα του Μάνστερ Κλαμπ, όπως μια ερ γαζόμενη μητέρα δασκάλα που μπορεί να βρισκόταν μαζί με το γιο του, ή οπουδήποτε αλλού την ώρα... Σταμάτα. Μην ανοίγεις το πορτάκι στον ποντικό. Αυτός δεν μπο ρεί να κάνει τίποτε άλλο από το να τρέχει, να δαγκώνει στα τυφλά και να κυνηγάει την ουρά του. Στο μεταξύ, η εύσωμη κυρία κουνούσε ζωηρά το κεφάλι της και οι τεχνητές μπούκλες της χοροπηδούσαν σε συγχρονισμό. «Ναι, όλοι χάσαμε κάποιον, γιατί είναι η ώρα της Μεγάλης Δοκι-
94
STEPHEN KING
μασίας. Τα λέει όλα εδώ μέσα, στην Αποκάλυψη». Σήκωσε το βι βλίο που κρατούσε και, φυσικά, ήταν η Βίβλος και ο Κλέι μπόρε σε τώρα να ερμηνεύσει εκείνη την περίεργη λάμψη στα μάτια της κυρίας πίσω από τα στενά γυαλιά. Δεν ήταν καλοσυνάτο ενδιαφέ ρον, ήταν παράνοια. «Α, μάλιστα! Όλοι οι τρελοί αντάμα», είπε ο Τομ. Ο Κλέι διέκρι νε στη φωνή του ένα μείγμα θυμού (για τον εαυτό του, που είχε επι τρέψει στην άγνωστη να τους πλησιάσει καταρχήν) και απέχθειας. Η εύσωμη κυρία τον αγνόησε εντελώς, φυσικά. Είχε καμακώ σει κανονικά την Άλις και ποιος θα την εμπόδιζε, άλλωστε; Η α στυνομία, αν υπήρχε ακόμη, είχε πιο σοβαρές ασχολίες. Εδώ ήταν μόνο οι σαστισμένοι και σοκαρισμένοι πρόσφυγες που έφευγαν με τα κεφάλια κάτω κι αυτοί δεν έδιναν πεντάρα για μια τρελή μεσό κοπη με περμανάντ στο μαλλί και με τη Βίβλο στο χέρι. «Το Δηλητήριο της Τρέλας έσταξε στο μυαλό των αμαρτωλών και η Πόλη της Αμαρτίας καίγεται στην Καθαρτήρια Πυρά του Ιεχω-βά!» φώναξε η εύσωμη κυρία. Φορούσε κόκκινο κραγιόν. Τα δόντια της ήταν τόσο ομοιόμορφα που δεν θα μπορούσαν να είναι τίποτε άλλο από μασέλες παλαιάς τεχνολογίας. «Και οι αμετανόη τοι φεύγουν για να γλιτώσουν, ναι, έτσι όπως τα σκουλήκια εγκα ταλείπουν τη σάπια κοιλιά...» Η Άλις σκέπασε τα αυτιά της με τις παλάμες της. «Κάντε τη να σταματήσει!» φώναξε, αλλά οι σκιές των πρώην κατοίκων της πό λης συνέχισαν να περνάνε δίπλα της αδιάφορες. Ελάχιστοι έριξαν μόνο μια βαριεστημένη ματιά προτού στραφούν και πάλι προς το σκοτάδι και το Νιου Χαμσάιρ κάπου μακριά μπροστά τους. Η εύσωμη κυρία έδινε τον αγώνα της ιδρώνοντας με τη Βίβλο υψωμένη, τα μάτια της να γυαλίζουν τρελά και τις τεχνητές μπού κλες της να χοροπηδάνε. «Κατέβασε τα χέρια σου, νεαρή, ν' α κούσεις το Λόγο του Θεού πριν αφήσεις δυο άντρες να σε πάρουν και να σε διακορεύσουν μπροστά στην ανοιχτή Πύλη της Κολάσεως! "Είδα ένα άστρο να λάμπει στον ουρανό και το όνομά του ή ταν Άψινθος, και όσοι το ακολούθησαν ακολούθησαν τον Εωσφό ρο και όσοι ακολούθησαν τον Εωσφόρο έπεσαν κατευθείαν στο καμίνι της..."» Ο Κλέι τη χτύπησε. Προσπάθησε να συγκρατηθεί μόνο την τε λευταία στιγμή, αλλά η γροθιά του είχε ήδη βρει το σαγόνι της γυ-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
95
ναίκας και αισθάνθηκε τον πόνο από το χτύπημα μέχρι ψηλά στην κλείδωση του ώμου του. Τα γυαλιά της γυναίκας αναπήδησαν πά νω στην πλακουτσή μύτη της και έπεσαν ξανά στη θέση τους. Τα μάτια της έχασαν κάθε λάμψη και γύρισαν ανάποδα. Τα γόνατα της λύγισαν, βούλιαξε, και η Βίβλος γλίστρησε από τα σφιγμένα δάχτυλά της, που χαλάρωσαν απότομα. Η Άλις, κατάπληκτη και τρομοκρατημένη όπως ήταν, τινάχτηκε αντανακλαστικά και άρπα ξε τη Βίβλο πριν πέσει στο δρόμο. Και ο Τομ Μακόρτ συγκράτησε τη γυναίκα πιάνοντας την από τις μασχάλες. Η γροθιά του Κλέι και οι αντανακλαστικές αντιδράσεις των άλλων δυο ήταν τόσο τέ λεια συγχρονισμένες, σαν να τις είχαν χορογραφήσει. Ο Κλέι αισθάνθηκε ξαφνικά έτοιμος να καταρρεύσει, για πρώ τη φορά απ' όταν τα πράγματα είχαν αρχίσει να πηγαίνουν κατά διαβόλου. Τώρα, γιατί αυτό τον είχε πειράξει χειρότερα κι από το κορίτσι που είχε κόψει το λαιμό της γυναίκας με δαγκωνιές, χειρό τερα κι από τον κύριο Ρικάρντι που είχε κρεμαστεί από το πολύ φωτο με μια πλαστική σακούλα φορεμένη στο κεφάλι, αδυνατού σε να το καταλάβει, αλλά έτσι ήταν. Είχε κλοτσήσει τον κύριο με την κουρελιασμένη γραβάτα και το μαχαίρι -και ο Τομ τον είχε κλοτσήσει-, αλλά ο κύριος με την κουρελιασμένη γραβάτα και το μαχαίρι ήταν άλλου είδους τρελός. Η ηλικιωμένη γυναίκα με την περμανάντ και τη Βίβλο ήταν απλώς μια... «Χριστέ μου», είπε. «Ήταν απλώς μια φανατική θρησκευόμε νη... κι εγώ πήγα να την ξεκάνω». Είχε αρχίσει να τρέμει. «Τρομοκρατούσε ένα κορίτσι που μόλις σήμερα έχασε τη μη τέρα του», είπε ο Τομ και ο Κλέι συνειδητοποίησε ότι ο τόνος της φωνής του δεν έδειχνε ψυχραιμία, αλλά σχεδόν αφύσικη ψυχρότη τα. «Έκανες ακριβώς αυτό που έπρεπε. Άλλωστε, αυτές είναι ε φτάψυχες, μη νομίζεις ότι την ξεφορτώθηκες για πολύ. Να την, αρχίζει να συνέρχεται. Βοήθησέ με να την κουβαλήσω ως την ά κρη του δρόμου».
STEPHEN KING
96 4
Είχαν φτάσει στο τμήμα του Αυτοκινητόδρομου Ένα που άλλοι το έλεγαν Μίλι των Θαυμάτων και άλλοι Δρόμο της Διαφθοράς γιατί εδώ ο αυτοκινητόδρομος ήταν ασφυκτικά περιστοιχισμένος από τεράστιες κάβες, πρατήρια ειδών σπορ, μαγαζιά με ρούχα τελευ ταίας μόδας και φαγάδικα με εξυπνακίστικες ονομασίες όπως Φουντρόκερς. Εδώ οι έξι λωρίδες κυκλοφορίας ήταν γεμάτες, σχε δόν πηγμένες, από οχήματα που είτε είχαν πέσει σε καραμπόλα, είτε είχαν εγκαταλειφθεί επιτόπου όταν οι οδηγοί τους, πανικό βλητοι από όσα συνέβαιναν, είχαν δοκιμάσει τα κινητά τους και είχαν παραφρονήσει κι εκείνοι. Οι πρόσφυγες προχωρούσαν βου βά ο ένας πίσω από τον άλλο ανάμεσα από τα παρατημένα αυτοκί νητα και στα μάτια του Κλέι Ρίντελ έμοιαζαν πάρα πολύ με μυρ μήγκια που εγκαταλείπουν το χωμάτινο λοφάκι της φωλιάς τους που το ισοπέδωσε η απρόσεχτη μπότα ενός περαστικού ανθρώπου. ΜΟΛΝΤΕΝ ΣΑΛΕΜ ΕΞΟΔΟΣ ΣΕ 500 Μ. έγραφε μια πράσινη φω σφορίζουσα πινακίδα στο τέρμα ενός χαμηλού, ροζ κτιρίου το ο ποίο είχαν διαρρήξει. Η πρόσοψή του είχε καταντήσει ένα φαρδύ πριονωτό σιρίτι από σπασμένα γυαλιά και ένας συναγερμός που λειτουργούσε με μπαταρία ηχούσε ακόμη βραχνά, πνέοντας τα λοίσθια. Έφτασε μια ματιά στη σβησμένη φωτεινή επιγραφή για να καταλάβει ο Κλέι γιατί το κατάστημα αυτό είχε γίνει στόχος βανδαλισμού μετά την καταστροφή: ΜΙΣΤΕΡ ΜΠΙΓΚ - ΚΑΒΑ ΠΟΤΏΝ - ΤΙΜΕΣ ΧΟΝΔΡΙΚΗΣ. Ο Κλέι έπιασε το ένα μπράτσο της εύσωμης κυρίας, ο Τομ το άλλο και η Άλις της κράτησε το κεφάλι καθώς την ανασήκωσαν σε καθιστή στάση στηρίζοντας την πλάτη της στο ένα από τα με ταλλικά πόδια της πινακίδας εξόδου από τον αυτοκινητόδρομο. Μουρμούριζε όσο τη μετακινούσαν και, μόλις την έστησαν, άνοι ξε τα μάτια της και τους κοίταξε ζαλισμένη. Ο Τομ έκανε δυο στράκες με τα δάχτυλα του μπροστά στα μά τια της. Η γυναίκα ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα κι ύστερα έστρεψε τη ματιά της στον Κλέι. «Εσύ... με χτύπησες», είπε. Άγγιξε το κά τω σαγόνι της, που είχε αρχίσει να πρήζεται. «Ναι, και ζητώ συ...» πήγε να πει ο Κλέι, αλλά ο Τομ τον διέκοψε.
Το ΚΙΝΗΤΌ
97
«Εγώ όχι», είπε, πάντα σ' εκείνο τον ξερό, αυστηρό τόνο. «Τρομοκρατούσες την προστατευόμενη μας». Η εύσωμη κυρία γέλασε σιγανά, αλλά τα μάτια της ήταν βουρ κωμένα. «Προστατευόμενη! Έχω ακούσει ένα σωρό χαρακτηρι σμούς, αλλά αυτόν ποτέ. Λες και δεν ξέρω τι θέλουν οι άντρες σαν κι εσάς από ένα τρυφερό κορίτσι σαν κι αυτό, ειδικά μια μέρα σαν κι αυτή. "Δεν μετανόησαν για τις συνουσίες τους, ούτε για τους σοδομισμούς, ούτε για..."» «Βούλωσ' το», είπε ο Τομ, «γιατί θα σε χτυπήσω εγώ. Και σε α ντίθεση με το φίλο μου, που δε νομίζω ότι μεγάλωσε ανάμεσα σε ψαλμούς και αλληλούια, γι' αυτό και δεν αναγνωρίζει το είδος σου, εγώ δε θα τραβήξω το χέρι μου την τελευταία στιγμή. Μια τελευ ταία προειδοποίηση μόνο». Σήκωσε τη γροθιά του μπροστά στα μάτια της γυναίκας και ο Κλέι, παρ' όλο που ήταν ήδη πεπεισμένος ότι ο Τομ ήταν ένας μορφωμένος, πολιτισμένος άνθρωπος και προ φανώς δεν κατέφευγε σε μπουνιές και κλοτσιές υπό κανονικές συνθήκες, κοιτώντας εκείνη τη σφιγμένη, μικρή γροθιά ενοχλήθη κε άθελά του, σαν να έβλεπε έναν οιωνό της καινούριας εποχής. Η εύσωμη κυρία κοίταξε μόνο και δεν είπε τίποτε. Ένα μεγάλο δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της, χαράζοντας ένα αυλάκι στη στρώ ση του ρουζ. «Φτάνει, Τομ. Είμαι εντάξει», είπε η Άλις. Ο Τομ πέταξε στην αγκαλιά της γυναίκας την πλαστική σακού λα με τα υπάρχοντά της. Ο Κλέι δεν είχε προσέξει καν ότι ο Τομ είχε φροντίσει να τη μαζέψει. Έπειτα ο Τομ πήρε τη Βίβλο από το χέρι της Άλις, έπιασε το ένα από τα παχουλά χέρια της κυρίας που ήταν γεμάτο δαχτυλίδια και έχωσε εκεί τη Βίβλο, με τη ράχη μπροστά. Ξεκίνησε να φύγει, αλλά σταμάτησε πάλι. «Τομ, αρκετά, πάμε να φύγουμε», είπε ο Κλέι. Ο Τομ τον αγνόησε. Έσκυψε προς το μέρος της γυναίκας που καθόταν πάνω στην άσφαλτο με την πλάτη ακουμπισμένη στο στύλο της πινακίδας. Ακούμπησε τα χέρια του στα γόνατά του. Στα μάτια του Κλέι, οι δυο φιγούρες -η παχουλή κυρία με τα γυα λιά που κοίταζε προς τα πάνω και ο μικρόσωμος άντρας με τα γυαλιά που είχε σκύψει από πάνω της με τις παλάμες στηριγμένες στα γόνατά του- έμοιαζαν με παρωδία των παλιών εικονογραφή σεων στα μυθιστορήματα του Τσαρλς Ντίκενς.
98
STEPHEN KING
«Μια συμβουλή, αδερφή», είπε ο Τομ. «Η αστυνομία δεν πρό κειται να προστατέψει εσένα και τις θεοσεβούμενες φίλες σου, ό πως τότε που κάνατε οργισμένες πορείες στα κέντρα οικογενεια κού προγραμματισμού ή στην κλινική Έμιλι Κάθκαρτ στο Γουόλθαμ...» «Αυτό το άντρο των εκτρώσεων!» είπε περιφρονητικά η γυναί κα και σήκωσε τη Βίβλο έτοιμη να αποκρούσει πιθανό χτύπημα. Ο Τομ δεν τη χτύπησε. Χαμογελούσε σκληρά. «Δεν ξέρω για το Δηλητήριο της Τρέλας, αλλά σίγουρα υπάρχουν μπόλικοι τρε λοί στη γύρα απόψε. Να γίνω πιο ξεκάθαρος; Τα λιοντάρια έχουν βγει από τα κλουβιά τους και πρώτους πρώτους θα φάνε τους πο λυλογάδες χριστιανούς. Το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου για σας καταργήθηκε στις τρεις μετά το μεσημέρι, σήμερα. Απλώς σου το λέω για να το έχεις υπόψη σου». Κοίταξε πρώτα την Άλις και μετά τον Κλέι, και ο Κλέι πρόσεξε ότι τα χείλη του έτρεμαν. «Πάμε, παιδιά;» «Ναι», είπε ο Κλέι. «Ουάου!» έκανε η Άλις καθώς ξανάρχισαν να βαδίζουν πάνω στην έξοδο προς τη Σάλεμ Στρητ αφήνοντας πίσω τους την Κάβα του Μίστερ Μπιγκ. «Μεγάλωσες με καμιά σαν κι αυτή;» «Η μητέρα μου και οι δύο αδερφές της», είπε ο Τομ. «Εκκλη σία του Χριστού του Λυτρωτή της Νέας Αγγλίας. Θεωρούσαν το Χριστό ως προσωπικό τους σωτήρα και η εκκλησία θεωρούσε αυ τές ως προσωπικά της κορόιδα». «Πού είναι τώρα η μητέρα σου;» ρώτησε ο Κλέι. Ο Τομ του έριξε μια γρήγορη ματιά. «Στον παράδεισο. Εκτός αν την έγδυσαν κι εκεί. Είμαι σίγουρος πως θα της τα πήραν όλα, τα καθάρματα».
5 Κοντά στην πινακίδα του ΣΤΟΠ στο τέρμα της κατηφορικής εξό δου από τον αυτοκινητόδρομο, δυο τύποι είχαν πιαστεί στα χέρια για ένα αλουμινένιο βαρελάκι μπίρα. Αν τον έβαζαν με το ζόρι να μαντέψει, ο Κλέι θα έλεγε ότι το βαρελάκι είχε απαλλοτριωθεί α πό την Κάβα του Μίστερ Μπιγκ. Τώρα ήταν αφημένο δίπλα στο
To KINΗTO
99
προστατευτικό κιγκλίδωμα στην άκρη του δρόμου, χτυπημένο, να ξεχειλίζει αφρούς ενώ οι δύο άντρες -γεμάτοι αίματα και οι δύοχτυπούσαν με μπουνιές ο ένας τον άλλον. Η Άλις ζάρωσε φοβι σμένη και ο Κλέι την αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους, αλλά η σκηνή δεν τον είχε τρομάξει. Υπήρχε κάτι καθησυχαστικό σ' ετούτους τους δυο καβγατζήδες. Ήταν θυμωμένοι -ήταν έξαλ λοι-, αλλά όχι τρελοί. Καμία σχέση με τους άλλους στην πόλη. Ο ένας ήταν φαλακρός και φορούσε μπουφάν των Σέλτικς. Έ ριξε στον αντίπαλό του μια ψηλοκρεμαστή γροθιά που του έσκισε το κάτω χείλος και τον πέταξε ανάσκελα. Όταν ο όρθιος κινήθηκε προς τον πεσμένο, ο πεσμένος κύλησε στο πλάι, σηκώθηκε παρα πατώντας και άρχισε να οπισθοχωρεί. Έφτυσε αίμα. «Πάρ' το, ρε μαλάκα!» φώναξε με βαριά, κλαψιάρικη προφορά Βοστόνης. «Μακάρι να σου σταθεί στο λαιμό και να πνιγείς!» Ο φαλακρός με το μπουφάν των Σέλτικς έκανε σαν να ήθελε να τον κυνηγήσει κι ο άλλος το έβαλε στα πόδια προς τη ράμπα που έβγαζε πίσω στον Αυτοκινητόδρομο Ένα. Ο Μπουφάν Σέλ τικς έσκυψε να μαζέψει το λάφυρο, είδε για πρώτη φορά τον Κλέι, την Άλις και τον Τομ και όρθωσε ξανά το κορμί του. Ήταν ένας ε ναντίον τριών, είχε ένα μάτι μαυρισμένο και πρησμένο, η αριστε ρή μεριά του κεφαλιού του έσταζε αίμα από ένα σκισμένο αυτί, αλλά στα μάτια του ο Κλέι δεν είδε ούτε ίχνος φόβου, αν και τον φώτιζε μόνο η αναλαμπή από τις φλόγες του Ριβίαρ και δεν φαινό ταν και τόσο καλά. Προφανώς, είχε ξυπνήσει μέσα του η Ιρλαν δία, όπως θα έλεγε ο παππούς του Κλέι, πράγμα που ταίριαζε και με το τριφύλλι στην πλάτη του μπουφάν του. «Τι σκατά κοιτάτε;» τους ρώτησε. «Τίποτε. Απλώς σε προσπερνάμε, αν δε σε πειράζει», είπε ήρε μα ο Τομ. «Μένω στη Σάλεμ Στρητ». «Δεν πάτε και στο διάολο, πολύ που σκοτίστηκα», είπε ο φα λακρός με το μπουφάν των Σέλτικς. «Σε ελεύθερη χώρα ζούμε α κόμη, ή όχι;» «Απόψε ειδικά;» είπε ο Κλέι. «Εντελώς ελεύθερη». Ο φαλακρός το σκέφτηκε μια στιγμή κι έπειτα γέλασε· ένα ξε ρό χα-χα, χωρίς χιούμορ. «Τι σκατά έγινε; Ξέρετε τίποτα;» Του απάντησε η Άλις. «Ήταν τα κινητά. Αυτά τρέλαναν τον κόσμο».
100
SΤEPHEN KlΝG
Ο φαλακρός σήκωσε από κάτω το βαρελάκι Το κράτησε όνετα και το έγειρε πλάγια για να σταματήσει η διαρροή. «Γαμημένα κι νητά», είπε. «Ποτέ δεν είχα. Ελεύθερος χρόνος ομιλίας. Τι σκατά είν' αυτό;» Ο Κλέι δεν ήξερε. Ο Τομ μπορεί να είχε κάποια ιδέα —εκείνος είχε κινητό, ήταν πιο πιθανό-, αλλά ο Τομ δεν μίλησε. Μάλλον δεν ήθελε ν' ανοίξει κουβέντα με τον φαλακρό και προφανώς δεν είχε άδικο. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι ο τύπος με το βαρελάκι είχε κά ποια από τα χαρακτηριστικά χειροβομβίδας που δεν έχει εκραγεί. «Καίγεται η πόλη, ε;» είπε ο φαλακρός. «Ναι», είπε ο Κλέι. «Δε νομίζω ότι οι Σέλτικς θα παίξουν φέ τος στο Φλιτ». «Δεν πιάνουν μία, έτσι κι αλλιώς», απάντησε ο τύπος. «Ο Ντοκ Ρίβερς δεν είναι άξιος να προπονήσει ούτε ομάδα του Πρω ταθλήματος της Αστυνομίας». Στεκόταν και τους παρακολουθού σε με το βαρελάκι στον ώμο και το αίμα να τρέχει από το αυτί του. Κι όμως φαινόταν ήρεμος, σχεδόν γαλήνιος. «Άντε, φύγετε», τους είπε. «Εγώ, πάντως, δε θα έμενα τόσο κοντά στην πόλη. Θα χειροτερέψουν τα πράγματα. Θ' ανάψουν κι άλλες φωτιές. Λέτε όλοι αυτοί που την κοπανάνε προς τα βόρεια να θυμήθηκαν να κλείσουν και το γκάζι φεύγοντας. Πολύ αμφιβάλλω». Οι τρεις σύντροφοι ξεκίνησαν, αλλά η Άλις σταμάτησε πάλι. Έδειξε το βαρελάκι. «Δικό σου ήταν αυτό;» Ο φαλακρός την κοίταξε με ύφος σοφού. «Τέτοιες ώρες δεν υ πάρχει ήταν, ομορφούλα. Δε μας έμεινε καθόλου ήταν. Υπάρχει μόνο το τώρα και το ίσως-αύριο. Είναι δικό μου τώρα, κι αν έχει απομείνει τίποτα μέσα, θα είναι δικό μου ίσως-αύριο. Άντε τώρα. Στα τσακίδια!» «Τα λέμε», είπε ο Κλέι και σήκωσε το χέρι του. «Δε θα 'θελα να ήμουν στη θέση σας», απάντησε ο φαλακρός, χωρίς να χαμογελάσει, αλλά σήκωσε κι αυτός το χέρι του. Είχαν περάσει πια την πινακίδα του ΣΤΟΠ και διέσχιζαν τη Σάλεμ Στρητ προς την απέναντι πλευρά, όταν τον άκουσαν να φωνάζει πίσω τους: «Ε, ομορφούλη!» Και ο Τομ και ο Κλέι στράφηκαν, ύστερα κοίταξαν ο ένας τον άλλον και χαμογέλασαν μεταξύ τους. Ο φαλακρός με το βαρελάκι
101
To KΙNHTO
στον ώμο ήταν τώρα μια σκιά στην άκρη της ανηφορικής ράμπας. Θα μπορούσε να ήταν ένας άνθρωπος των σπηλαίων με ρόπαλο. «Πού είναι οι τρελοί» ρώτησε ο φαλακρός. «Και μη μου πείτε ότι τους σκότωσαν όλους. Γιατί δε θα το πιστέψω». «Πολύ καλή ερώτησι», είπε ο Κλέι. «Αυτή είναι η ερώτηση, μάγκα. Να μου προσέχετε την ομορφούλα». Και, χωρίς να περιμένει απάντηση, ο άνθρωπος που είχε νικήσει στη μάχη για το βαρελάκι της μπίρας έκανε μεταβολή και χάθηκε στο σκοτάδι. 6 «Αυτό είναι», είπε ο Τομ περίπου δέκα λεπτά αργότερα και το φεγγάρι ξεπρόβαλε την ίδια στιγμή από το σάβανο του καπνού που το κάλυπτε εδώ και μια ώρα, λες και ο μικρόσωμος άντρας με το μουστάκι και τα γυαλιά είχε δώσει το σύνθημα στο Διευθυντή Φωτισμού του Ουράνιου Θόλου. Το φεγγαρόφωτο -ασημένιο τώ ρα αντί για εκείνο το φρικαλέο βαθύ πορτοκαλί- έλουσε ένα διώ ροφο σπίτι που πρέπει να ήταν βαμμένο σκούρο γαλάζιο ή πράσι νο· χωρίς τα φώτα του δρόμου ήταν δύσκολο να πεις με σιγουριά. Αυτό που ο Κλέι μπορούσε να πει με σιγουριά ήταν ότι το σπίτι ή ταν όμορφο και περιποιημένο, αν και όχι τόσο μεγάλο όσο έδειχνε με την πρώτη ματιά. Το φεγγάρι βοηθούσε κι αυτό στην οφθαλμα πάτη, που οφειλόταν κυρίως στα σκαλοπάτια τα οποία ξεκινούσαν από τη φροντισμένη πρασιά με το γρασίδι και κατέληγαν στη μο ναδική στεγασμένη βεράντα με κολόνες που υπήρχε σ' εκείνον το δρόμο. Στα αριστερά υπήρχε μια πέτρινη καμινάδα και, πάνω από τη στέγη της βεράντας, ένας φεγγίτης. «Αχ, είναι πανέμορφο!» είπε η Άλις σε υπερβολικά εκστατικό τόνο. Ακουγόταν εξαντλημένη και στα πρόθυρα υστερίας. Ο Κλέι δεν το έβρισκε τόσο όμορφο, αλλά ήταν οπωσδήποτε το σπίτι ενός ανθρώπου που διέθετε κινητό και όλα τα τεχνολογικά μπιχλιμπί δια του εικοστού πρώτου αιώνα. Το ίδιο και τα υπόλοιπα σπίτια σ' εκείνο το τμήμα της Σάλεμ Στρητ, αν και ο Κλέι δεν πίστευε ότι οι ένοικοι τους είχαν τη φανταστικά καλή τύχη του Τομ. Κοίταξε γύ ρω του νευρικά. Όλα τα σπίτια ήταν σκοτεινά -υπήρχε γενικό
102
STEPHEN KING
μπλακάουτ- και μάλλον έρημα, αλλά αυτός αισθανόταν σαν να υ πήρχαν μάτια παντού που τους παρακολουθούσαν. Μάτια τρελών; Τρελαμένων από τα κινητά; Σκέφτηκε την κυ ρία Αντρικό Κοστούμι και το Καστανό Ξωτικό- τον παρανοϊκό με το γκρίζο παντελόνι και την κουρελιασμένη γραβάτα· τον κύριο με το κοστούμι που είχε ξεκολλήσει το αυτί από το κεφάλι του σκύ λου με τα δόντια του· τον νεαρό άντρα που έτρεχε γυμνός καρφώ νοντας τον αέρα με δυο κεραίες αυτοκινήτων. Όχι, η παρακολού θηση δεν ήταν στο ρεπερτόριο των τρελαμένων από τα κινητά. Σου ρίχνονταν μια κι έξω. Αν όμως υπήρχαν φυσιολογικοί άνθρω ποι κρυμμένοι μέσα σ' εκείνα τα σπίτια -κάποιοι απ' αυτούς, έ στω-, τότε πού ήταν οι τρελοί; Ο Κλέι δεν ήξερε. «Δεν ξέρω αν θα το έλεγα όμορφο», είπε ο Τομ, «αλλά στέκε ται ακόμη όρθιο κι αυτό μου αρκεί. Το είχα πάρει απόφαση ότι θα φτάναμε ως εδώ και δε θα βρίσκαμε τίποτ' άλλο από μια μεγάλη τρύπα σαν κρατήρα στο χώμα να καπνίζει». Έβαλε το χέρι στην τσέπη του και έβγαλε έναν κρίκο με κλειδιά. «Ελάτε μέσα. Περά στε στο ταπεινό μου σπίτι και τα λοιπά». Άρχισαν να ανεβαίνουν το δρομάκι της εισόδου, αλλά δεν εί χαν κάνει ούτε πέντε βήματα, όταν η Άλις φώναξε, «Σταθείτε!» Ο Κλέι στράφηκε απότομα νιώθοντας έντονη ανησυχία και α πέραντη κούραση ταυτόχρονα. Τώρα μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε εξαντλημένος από τη μάχη. Ακόμη και η αδρεναλίνη του είχε κουραστεί. Δεν είδε κανέναν, ούτε τρελούς των κινητών, ού τε φαλακρό που να τρέχει αίμα το αυτί του, ούτε καν μια χοντρή μεσήλικη να κουνάει μια Βίβλο απαγγέλλοντας στίχους από την Αποκάλυψη. Μόνο την Άλις, γονατισμένη στο ένα πόδι στο πε ζοδρόμιο, στο σημείο όπου ξεκινούσε το δρομάκι του σπιτιού του Τομ. «Τι είναι, καλή μου;» τη ρώτησε ο Τομ. Η Άλις σηκώθηκε κι ο Κλέι είδε ότι κρατούσε ένα πολύ μικρό αθλητικό παπούτσι. «Είναι ένα μωρουδίστικο Νάικ», είπε. «Έ χεις...» Ο Τομ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ζω μόνος μου. Με τον Ρέιφ, εννοείται. Αυτός νομίζει ότι είναι ο βασιλιάς του σπιτιού, αλλά είναι ένας απλός γάτος».
103
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
«Τότε, ποιος το άφησε;» Η Άλις κοίταξε μια τον Τομ και μια τον Κλέι με μάτια κουρασμένα, όλο απορία. «Πού να ξέρουμε, Άλις;» είπε ο Κλέι. «Μπορείς και να το πε τάξεις». Αλλά ήξερε ότι η Άλις δεν θα το πετούσε· ήταν σαν deja vu στην πιο αποπροσανατολιστική μορφή του. Το είχε ακόμη στο χέ ρι της, κρυμμένο μέσα στη χούφτα και πάνω στη μέση της, όταν ήρθε και στάθηκε πίσω από τον Τομ, που ήταν στα σκαλιά της βε ράντας και ξεδιάλεγε το κλειδί του σπιτιού κάτω από το αχνό φως του φεγγαριού. Και τώρα θ' ακούσουμε τη γάτα, σκέφτηκε ο Κλέι. Και φυσικά, ο Ρέιφ, ο γάτος που είχε γίνει η σωτηρία του Τομ Μακόρτ, τους υ ποδέχτηκε με ένα νιαούρισμα από το εσωτερικό του σπιτιού. 7 Ο Τομ έσκυψε και ο Ρέιφ ή Ρέιφερ -χαϊδευτικά και τα δυο του Ρα φαέλ- πήδηξε στην αγκαλιά του γουργουρίζοντας δυνατά και τέ ντωσε ψηλά το κεφάλι του για να μυρίσει το μουστάκι του Τομ. «Ναι, κι εμένα μου έλειψες», είπε ο Τομ. «Όλα περασμένα ξε χασμένα, πίστεψε με». Κουβάλησε αγκαλιά το γάτο, χαϊδεύοντας του το κεφάλι. Η Άλις τον ακολούθησε. Ο Κλέι ήρθε τελευταίος κλείνοντας την πόρτα και στρίβοντας το πόμολο για να κλειδώσει πριν τρέξει να προλάβει τους άλλους. «Ακολουθήστε με μέχρι την κουζίνα», είπε ο Τομ όταν μπήκαν στο σπίτι. Μύριζε ευχάριστα κερί επίπλων και δέρμα, μια μυρω διά που ο Κλέι τη συνέδεε με εργένηδες που ζουν μια ήρεμη ζωή και δεν σχετίζονται απαραίτητα με γυναίκες. «Δεύτερη πόρτα στα δεξιά. Μείνετε κοντά μου. Ο διάδρομος είναι φαρδύς και δεν υ πάρχει κανένα εμπόδιο στο πάτωμα, αλλά υπάρχουν τραπεζάκια κι από τις δυο πλευρές και είναι θεοσκότεινα. Όπως βλέπετε και μόνοι σας». «Τρόπος του λέγειν», είπε ο Κλέι. «Χα, χα». «Έχεις κανένα φακό;» ρώτησε ο Κλέι.
104
STEPHEN KING
«Φακούς. Και ένα φανάρι γκαζιού που είναι ακόμα καλύτερο, αλλά πρέπει να φτάσουμε πρώτα στην κουζίνα». Τον ακολούθησαν στο διάδρομο. Η Άλις πήγαινε ανάμεσα στους δύο άντρες. Ο Κλέι την άκουγε να παίρνει μικρές γρήγορες ανάσες, προσπαθώντας να μην αφήσει το απόλυτο σκοτάδι να την τρομάξει, αλλά δεν ήταν εύκολο. Διάβολε, δεν ήταν εύκολο ούτε για τον ίδιο. Αποπροσανατολιζόταν. Αν υπήρχε έστω και ελάχιστο φως, θα... Το γόνατό του χτύπησε ένα από τα τραπεζάκια που είχε αναφέ ρει ο Τομ και κάποιο αντικείμενο, πανέτοιμο να σπάσει, κροτάλι σε κι ακούστηκε σαν δόντια που χτυπούσαν μεταξύ τους. Ο Κλέι προετοιμάστηκε για την πτώση, το σπάσιμο και την τσιρίδα της Άλις. Ήταν σίγουρος ότι η Άλις θα τσίριζε. Όμως, ό,τι κι αν ήταν αυτό που ταλαντευόταν, βάζο ή κάποιο μπιμπελό, αποφάσισε να ζήσει λίγο ακόμη και ισορρόπησε ξανά στη θέση του. Παρ' όλα αυτά, ο δρόμος τού φάνηκε ατέλειωτος μέχρι που άκουσε τον Τομ να λέει, «Εδώ είμαστε. Εντάξει; Στρίψτε δεξιά». Η κουζίνα ήταν θεοσκότεινη όσο και ο διάδρομος και ο Κλέι σκέφτηκε όλα εκείνα που έλειπαν για να προσανατολιστεί ο Τομ: η ψηφιακή ένδειξη του φούρνου μικροκυμάτων, το βουητό του ψυγείου, και ίσως το φως από το διπλανό σπίτι που θα έμπαινε α πό το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη κάνοντας να γυαλίζει το μέταλλο της βρύσης. «Εδώ είναι το τραπέζι», είπε ο Τομ. «Άλις, θα πιάσω το χέρι σου. Εδώ είναι μια καρέκλα, εντάξει; Με συγχωρείς που σου μι λάω σαν να παίζουμε την τυφλόμυγα». «Δεν πειρά...» άρχισε να λέει η Άλις κι έβγαλε μια μικρή τσιρί δα που έκανε τον Κλέι να τιναχτεί. Το χέρι του βρέθηκε στη λαβή του μαχαιριού του (ήδη το σκεφτόταν σαν το μαχαίρι του) πριν το συνειδητοποιήσει καν. «Τι είναι;» ρώτησε απότομα ο Τομ. «Τι;» «Τίποτα», είπε η Άλις. «Απλώς... τίποτα. Ο γάτος. Η ουρά του... στο πόδι μου». «Ω! Συγνώμη». «Δεν έγινε τίποτε. Ηλίθια», πρόσθεσε με τόση αυτοπεριφρόνηση, που ο Κλέι μόρφασε στο σκοτάδι.
Το ΚΙΝΗΤΌ
105
«Όχι, Άλις», της είπε. «Μην είσαι τόσο σκληρή με τον εαυτό σου. Ήταν μια δύσκολη μέρα στη δουλειά». «Δύσκολη μέρα στη δουλειά!» επανέλαβε η Άλις και γέλασε δυνατά, μ' έναν τρόπο που του Κλέι δεν του άρεσε καθόλου. Του θύμισε τον τρόπο που είχε αποκαλέσει πανέμορφο το σπίτι του Τομ. Θα ξεφύγει και τι θα κάνω; σκέφτηκε. Στις ταινίες, όταν το κορίτσι παθαίνει υστερία, του ρίχνεις ένα χαστούκι στο μάγουλο και συνέρχεται αυτομάτως, αλλά στις ταινίες συνήθως βλέπεις πού βρί σκεται το κορίτσι. Δεν ήθελε να χαστουκίσει την Άλις, ούτε να την τραντάξει, ού τε να την αρπάξει από τα μπράτσα, πράγμα που θα ήταν το πρώτο που θα δοκίμαζε. Προφανώς, άκουσε κι εκείνη αυτό το κάτι δια φορετικό στη φωνή της, γιατί το μάζεψε γρήγορα και το έπνιξε πριν προλάβει να μεγαλώσει: πρώτα σε πνιχτό χασκόγελο, μετά σε λαχάνιασμα και τελικά σε σιωπή. «Κάθισε», της είπε ο Τομ. «Πρέπει να είσαι πολύ κουρασμένη. Κι εσύ, Κλέι. Θα πάω να φέρω φως». Ο Κλέι βρήκε ψηλαφητά μια καρέκλα μπροστά σε ένα τραπέζι που διέκρινε με τρομερή δυσκολία, παρ' ότι τα μάτια του πρέπει να είχαν προσαρμοστεί εντελώς στο σκοτάδι τώρα πια. Ένιωσε κάτι σαν θρόισμα στο δεξί μπατζάκι του παντελονιού του κι ύστε ρα τίποτε. Ένα σιγανό νιαούρισμα. Ο Ρέιφ. «Ξέρεις κάτι;» είπε προς τη μεριά του κοριτσιού μέσα στο σκοτάδι ενώ ακούγονταν τα βήματα του Τομ να απομακρύνονται. «Ο γάτος μόλις τρίφτηκε πάνω στο πόδι μου και με κατατρόμα ξε». Δεν ήταν αλήθεια, ίσα που τον είχε ακουμπήσει. «Ας τον συγχωρήσουμε», είπε η Άλις. «Αν δεν ήταν ο γάτος, ο Τομ θα ήταν τώρα ένας από τους τρελούς. Και θα ήταν πολύ κρίμα». «Πράγματι». «Φοβάμαι πολύ», είπε η Άλις. «Λες να είναι κάπως καλύτερα αύριο, με το φως της μέρας; Ο φόβος, εννοώ». «Δεν ξέρω». «Πρέπει να έχεις τρελαθεί από ανησυχία για τη γυναίκα σου και το παιδί σου». Ο Κλέι αναστέναξε και έτριψε το πρόσωπό του. «Το δυσκολό τερο είναι να συμβιβαστείς με την αίσθηση της ανημπόριας. Είμα-
106
STEPHEN KING
στε σε διάσταση με τη γυναίκα μου, βλέπεις, και...» Σταμάτησε και κούνησε το κεφάλι του. Δεν θα συνέχιζε αν η Άλις δεν άπλωνε το χέρι της στα σκοτεινά και δεν έπιανε το δικό του. Τα δάχτυλα της ήταν σκληρά και κρύα. «Χωρίσαμε την άνοιξη. Ζούμε ακόμη στην ίδια μικρή πόλη. Η γυναίκα μου είναι δασκάλα στο δημοτικό σχολείο». Ο Κλέι έσκυψε μπροστά πασχίζοντας να διακρίνει το πρόσωπο της στο σκοτάδι. «Θέλεις να σου πω ποιο είναι το χειρότερο; Αν είχε συμβεί ένα χρόνο πριν, ο Τζόνι θα ήταν μαζί της. Αλλά από φέτος το Σεπτέμ βρη ξεκίνησε γυμνάσιο, που είναι οχτώ χιλιόμετρα μακριά. Προ σπαθώ να υπολογίσω αν είχε φτάσει πίσω στην πόλη όταν τρελά θηκε ο κόσμος. Αυτός και οι φίλοι του παίρνουν πάντα το λεωφο ρείο. Νομίζω ότι πρέπει να είχε γυρίσει. Και ότι θα πήγε κατευθεί αν σπίτι, στη μητέρα του». Ή θα έβγαλε το καταραμένο κινητό από το σχολικό του σακίδιο και θα της τηλεφώνησε! πρότεινε χαρωπά το ποντίκι του πανικού.,, και δάγκωσε. Ο Κλέι συνειδητοποίησε ότι έσφιγγε το χέρι της Ά λις και πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει. Αλλά ήταν αδύνατον να σταματήσει τον ιδρώτα που ανάβλυζε από το πρόσωπο και τις μασχάλες του. «Αλλά δεν είσαι σίγουρος», είπε η Άλις. «Όχι». «Ο μπαμπάς μου έχει κορνιζοποιείο στο Νιούτον», είπε το κο ρίτσι. «Είμαι σίγουρη ότι είναι καλά, αυτός πάντα τα καταφέρνει, αλλά θ' ανησυχεί για μένα. Για μένα και την άλλη. Ξέρεις ποια». Ο Κλέι ήξερε. «Αναρωτιέμαι τι να έφαγε για βράδυ», είπε η Άλις. «Ξέρω ότι είναι τρελό, αλλά ο μπαμπάς δεν ξέρει να μαγειρέψει ούτε αυγό βραστό». Ο Κλέι ήταν έτοιμος να τη ρωτήσει αν ο μπαμπάς της είχε κι νητό, αλλά θυμήθηκε έγκαιρα ότι η Άλις τους είχε πει πως η μητέ ρα της έστελνε μήνυμα στον πατέρα της μέσα στο ταξί. Αντί γι' αυτό, τη ρώτησε, «Εσύ είσαι εντάξει προς το παρόν;» «Ναι», είπε το κορίτσι ανασηκώνοντας τους ώμους του. «Ό,τι ήταν να του συμβεί του συνέβη. Δεν μπορώ να το αλλάξω». Μακάρι να μην το έλεγες αυτό, σκέφτηκε ο Κλέι.
107
TO ΚΙΝΗΤΟ
«Ο γιος μου έχει κινητό, σου το είπα;» Στα ίδια του τα αυτιά η φωνή του ακούστηκε στριγκή σαν κρώξιμο κουρούνας. «Ναι, μου το είπες. Πριν περάσουμε τη γέφυρα». «Ναι, δίκιο έχεις, σου το είπα». Ο Κλέι πίεσε τον εαυτό του να σταματήσει να δαγκώνει νευρικά τα χείλη του. «Αλλά ξεχνάει να το φορτίσει. Μάλλον σου το είπα κι αυτό, ε;» «Ναι». «Απλώς δεν έχω τρόπο να μάθω». Το ποντίκι του πανικού είχε βγει για τα καλά από το κλουβί του και δάγκωνε όπου έβρισκε. Η Αλις σκέπασε το χέρι του και με τα δυο της χέρια. Ο Κλέι δεν ήθελε να αφεθεί στην παρηγοριά της -τον ζόριζε πολύ να ε γκαταλείψει την αυτοσυγκράτησή του και να αφεθεί-, αλλά το έ κανε, κρίνοντας ότι η Άλις ίσως είχε περισσότερη ανάγκη να δώ σει από το να πάρει. Έτσι τους βρήκε ο Τομ, με τα χέρια ενωμένα πάνω στο τραπέζι της κουζίνας του, δίπλα στα γυάλινα βαζάκια με το αλατοπίπερο, όταν επέστρεψε από το κελάρι με τέσσερις φα κούς και ένα φανάρι γκαζιού που ήταν ακόμη ολοκαίνουριο μέσα στο κουτί του. 8 Το φανάρι έβγαλε τόσο φως που δεν χρειάστηκε να ανάψουν τους φακούς. Σκληρό, λευκό φως, αλλά ο Κλέι έβρισκε υπέροχη τη λάμψη του, το πώς έδιωχνε τις σκιές, εκτός από τις δικές του και του γάτου -σκιές που έμοιαζαν με διακόσμηση του Χαλοουίν από μαύρο χαρτόνι πάνω στον τοίχο. «Νομίζω πως πρέπει να κλείσεις τις κουρτίνες», είπε η Άλις. Ο Τομ άνοιγε τη μια από τις πλαστικές σακούλες του Καφέ Μετροπόλιταν, εκείνες που έγραφαν ΦΑΓΗΤΟ ΓΙΑ ΣΚΥΛΟΥΣ από τη μια πλευρά και ΦΑΓΗΤΟ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ από την άλλη. Σταμάτησε και κοίταξε το κορίτσι απορημένος. «Γιατί;» Η Άλις ανασήκωσε τους ώμους της και χαμογέλασε. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι ήταν το πιο παράξενο χαμόγελο που είχε δει σε κο ριτσίστικο πρόσωπο. Είχε καθαρίσει τα αίματα από τη μύτη και το πιγούνι της, αλλά τα μάτια της είχαν τεράστιους μαύρους κύκλους και το λευκό φως έδινε στο υπόλοιπο πρόσωπό της μια νεκρική
108
STEPHEN KING
χλομάδα. Εκείνο το χαμόγελο, που άφηνε να φανούν οι άκρες των δοντιών της ανάμεσα από δυο τρεμάμενα χείλη που φάνταζαν σχε δόν μελανά, έμοιαζε χαμόγελο γερασμένης γυναίκας που έχουν δει πολλά τα μάτια της και ήταν εντελώς παράταιρο πάνω στο νεανι κό πρόσωπο. Σκέφτηκε ότι η Άλις έμοιαζε με ηθοποιό της δεκαε τίας του '40 που έπαιζε μια κοσμική κυρία στα πρόθυρα νευρικής κρίσης. Είχε μπροστά της το αθλητικό παπουτσάκι, πάνω στο τρα πέζι. Το έφερνε σβούρα πατώντας το με το ένα δάχτυλο. Κάθε φο ρά που το στριφογύριζε, τα κορδόνια του τινάζονταν και χτυπού σαν στο τραπέζι. Ο Κλέι άρχισε να εύχεται να ξεσπούσε σύντομα το κορίτσι. Όσο περισσότερο τα κρατούσε όλα μέσα της, τόσο χει ρότερα θα ήταν όταν θα τα έβγαζε τελικά. Είχε βγάλει μερικά, αλ λά δεν αρκούσε. Μέχρι στιγμής, αυτός ήταν που είχε βγάλει τα πε ρισσότερα. «Νομίζω πως δεν πρέπει να δει κανείς ότι είμαστε εδώ», είπε η Άλις. Έφερε σβούρα το παπουτσάκι. Μωρουδίστικο Νάικ, έτσι το είχε πει. Το παπουτσάκι στριφογύρισε. Τα κορδόνια τινάχτηκαν και χτύπησαν πάνω στο λουστραρισμένο τραπέζι του Τομ. «Νομί ζω ότι μπορεί να... μας βγει σε κακό». Ο Τομ κοίταξε τον Κλέι. «Ίσως έχει δίκιο», είπε ο Κλέι. «Κι εμένα δε μου αρέσει η ιδέα ότι είμαστε το μοναδικό φωτισμένο σπίτι στη γειτονιά, έστω κι αν το φως δε φαίνεται από το δρόμο». Ο Τομ σηκώθηκε και τράβηξε τις κουρτίνες στο παράθυρο πά νω από το νεροχύτη χωρίς να πει τίποτε άλλο. Υπήρχαν άλλα δυο παράθυρα στην κουζίνα. Τράβηξε και σ' αυτά τις κουρτίνες. Ξεκί νησε να επιστρέψει στο τραπέζι, άλλαξε δρόμο και έκλεισε και την πόρτα που έβγαζε από την κουζίνα στο διάδρομο. Η Άλις στριφογύριζε το αθλητικό παπουτσάκι κάτω από το άπλετο, σκλη ρό λευκό φως. Τα χρώματά του ήταν ροζ, μοβ και άσπρο, χρώμα τα που θα λάτρευε μόνο ένα πολύ μικρό παιδί. Το παπουτσάκι στριφογύριζε. Ασταμάτητα. Τα κορδόνια χτυπούσαν πάνω στο λουστραρισμένο ξύλο. Πριν καθίσει στο τραπέζι, ο Τομ το κοίτα ξε, έσμιξε τα φρύδια του και ο Κλέι σκέφτηκε: Πες της να το μαζέ ψει από το τραπέζι. Πες της ότι δεν ξέρει από πού προέρχεται κι ότι δεν το θέλεις πάνω στο τραπέζι σου. Αυτό θα την ταράξει, θα την κάνει να σπάσει, θα τα βγάλει από μέσα της και θα ξεμπλέξουμε μ'
Το ΚΙΝΗΤΌ
109
αυτό το κομμάτι. Πες της. Νομίζω ότι το περιμένει. Νομίζω ότι γι' αυτό στριφογυρίζει το παπούτσι. Αλλά ο Τομ έβγαλε μόνο τα σάντουιτς από τη σακούλα και τα μοίρασε γύρω. Έφερε από το ψυγείο μια κανάτα παγωμένο τσάι («Όσο είναι ακόμα δροσερό», είπε) κι ύστερα άδειασε τα απομει νάρια ενός πακέτου με φέτες ζαμπόν στο πιατάκι του γάτου. «Του αξίζει», είπε σχεδόν απολογητικά. «Εξάλλου, το κρέας θα χαλάσει τώρα που κόπηκε το ρεύμα». Στον τοίχο ήταν στερεωμένο ένα τηλέφωνο. Ο Κλέι το δοκίμα σε, αλλά αυτή τη φορά δεν υπήρχε ούτε καν σήμα. Η γραμμή ήταν πιο νεκρή κι από... χμ, την κυρία Αντρικό Κοστούμι έξω από το Δημοτικό Πάρκο της Βοστόνης. Κάθισε πάλι στο τραπέζι και α σχολήθηκε με το σάντουιτς. Πεινούσε πολύ, αλλά δεν είχε καμιά διάθεση να φάει. Η Άλις άφησε κάτω το δικό της μετά την τρίτη μπουκιά. «Δεν μπορώ», είπε. «Όχι τώρα. Είμαι πολύ κουρασμένη. Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Και να βγάλω από πάνω μου αυτό το φόρεμα. Δεν μπορώ να το πλύνω -να το πλύνω καλά, εννοώ-, αλλά θα έδινα τα πάντα να το πετάξω στα σκουπίδια, το σιχαμένο. Βρομάει ιδρώτα και αίμα». Έστριψε το αθλητικό παπουτσάκι. Δίπλα στη χαρτοπε τσέτα που πάνω της είχε αφήσει το μισοφαγωμένο της σάντουιτς. «Έχει και τη μυρωδιά της μητέρας μου. Το άρωμά της». Για μερικά δευτερόλεπτα δεν μίλησε κανείς. Ο Κλέι τα είχε ε ντελώς χαμένα. Φαντάστηκε στιγμιαία την Άλις να στέκεται όρθια χωρίς το φόρεμά της, με άσπρα, κοριτσίστικα εσώρουχα, κοιτώ ντας το κενό με απλανή, ορθάνοιχτα μάτια. Η φαντασία του καλλι τέχνη, πάντα πρόθυμη και εξυπηρετική, πρόσθεσε τις ταμπελίτσες με τις τιμές στους ώμους και στους αστραγάλους της. Η εικόνα ή ταν σοκαριστική, όχι επειδή ήταν σέξι, αλλά επειδή δεν ήταν. Κά που έξω μακριά ακούστηκε ο απόηχος μιας καινούριας έκρηξης. Ο Τομ έσπασε τη σιωπή και ο Κλέι τον ευχαρίστησε βουβά γι' αυτό. «Πάω στοίχημα ότι τα μπλουτζίν μου θα σου κάνουν μια χαρά, αν διπλώσεις τα μπατζάκια», είπε και σηκώθηκε. «Και ξέρεις κάτι; Νομίζω πως θα είσαι χαριτωμένη, κάτι σαν θηλυκός Χοκ Φιν σε σχολική παράσταση. Πάμε επάνω. Θα σου διαλέξω μερικά ρούχα να τα φορέσεις το πρωί κι απόψε μπορείς να κοιμηθείς στο δωμά-
110
STEPHEN KING
τιο των ξένων. Έχω πολλά ζευγάρια πιτζάμες, αμέτρητες πιτζάμες. Θέλεις να πάρεις το φανάρι;» «Μπα... ένας φακός αρκεί, νομίζω. Είσαι σίγουρος;» «Ναι», είπε ο Τομ. Πήρε ένα φακό και έδωσε άλλον ένα στην Άλις. Φάνηκε έτοιμος να πει κάτι όταν την είδε να παίρνει μαζί της το αθλητικό παπουτσάκι, αλλά προφανώς το ξανασκέφτηκε. Αυτό που είπε ήταν: «Μπορείς και να πλυθείς, αν θέλεις. Δεν έχει νερό, με το ηλεκτρικό κομμένο, αλλά αυτό που υπάρχει στις βρύ σες θα φτάσει για να γεμίσεις ένα νιπτήρα». Κοίταξε πάνω από το κεφάλι της τον Κλέι. «Φυλάω πάντα ένα κιβώτιο εμφιαλωμένα νε ρά στο κελάρι και δεν θα έχουμε έλλειψη από πόσιμο». Ο Κλέι έγνεψε καταφατικά. «Καλόν ύπνο, Άλις», είπε. «Επίσης», του απάντησε αφηρημένα κι ύστερα, ακόμη πιο τυ πικά: «Χάρηκα που σε γνώρισα». Ο Τομ της άνοιξε την πόρτα. Τα φώτα των δύο φακών χόρεψαν στον τοίχο του διαδρόμου κι ύστερα η πόρτα έκλεισε πίσω τους. Ο Κλέι άκουσε τα βήματά τους στη σκάλα κι έπειτα στον επάνω ό ροφο. Άκουσε θόρυβο νερού. Περίμενε το χαρακτηριστικό φύση μα του αέρα στους σωλήνες, αλλά η ροή του νερού σταμάτησε πριν αρχίσει να βγαίνει αέρας από τις βρύσες. Έναν γεμάτο νιπτή ρα, είχε πει ο Τομ, και αυτό είχε κάνει. Είχε και ο Κλέι βρομιές και αίματα πάνω του και θα ήθελε να πλυθεί -όπως και ο Τομ, υ πέθετε-, αλλά σίγουρα θα υπήρχε δεύτερο μπάνιο στο ισόγειο και, αν ο Τομ ήταν τόσο τακτικός και νοικοκυρεμένος στις προσωπικές του συνήθειες όσο έδειχναν τα πράγματα, το νερό στη λεκάνη της τουαλέτας θα ήταν πεντακάθαρο. Και βέβαια, υπήρχε και το νερό του θερμοσίφωνα. Ο Ρέιφ πήδησε στην καρέκλα του Τομ και άρχισε να γλείφει τις πατούσες του κάτω από το λευκό φως της λάμπας υγραερίου. Το γουργούρισμά του σκέπασε ακόμη και το βουητό της λάμπας. Όσον αφορούσε το γάτο, η ζωή ήταν ακόμη ωραία. Ο Κλέι σκέφτηκε την Άλις που στριφογύριζε το παπουτσάκι κι αναρωτήθηκε αν μπορούσε ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι να πάθει νευρικό κλονισμό. «Μην είσαι ανόητος», είπε στο γάτο. «Και βέβαια μπορεί. Εί ναι πολύ συνηθισμένο. Το βλέπεις κάθε τόσο στις τηλεταινίες του σωρού».
111
Το ΚΙΝΗΤΌ
Ο Ρέιφερ τον κοίταξε με τα σοφά πράσινα μάτια του και συνέ χισε να γλείφει τις πατούσες του. Πες μου κι άλλα, ήταν σαν να του έλεγαν εκείνα τα μάτια. Σε έδερναν όταν ήσουν μικρός; Είχες σεξουαλικές φαντασιώσεις για τη μητέρα σου; Έχει ακόμα τη μυρωδιά της μητέρας μου. Το άρωμά της. Η Άλις σαν κούκλα βιτρίνας, με ταμπελίτσες στους ώμους και στα πόδια της. Μην είσαι ανόητος, έμοιαζαν να του λένε τα πράσινα μάτια του Ρέιφερ. Οι ταμπελίτσες πάνε στα ρούχα, όχι στην κούκλα. Τι σόι καλλιτέχνης είσαι εσύ; «Απ' αυτούς που δε βρίσκουν δουλειά», είπε ο Κλέι. «Δεν το βουλώνεις τώρα, λέω εγώ;» Έκλεισε τα μάτια του, αλλά ήταν χει ρότερα. Τώρα τα πράσινα μάτια του Ρέιφερ έπλεαν ασώματα στο σκοτάδι, όπως τα μάτια του Γάτου του Τσεσάιρ στο βιβλίο του Λιούις Κάρολ: Είμαστε όλοι τρελοί εδώ, Αλίκη. Και κάτω από το σταθερό βουητό της λάμπας γκαζιού άκουγε ακόμη καθαρά το γουργούρισμά του.
9 Ο Τομ έλειψε γύρω στα δεκαπέντε λεπτά. Όταν επέστρεψε, έδιωξε τον Ρέιφερ από την καρέκλα του χωρίς επισημότητες και δάγκωσε μια μεγάλη, πολύ πειστική, μπουκιά από το σάντουιτς που είχε α φήσει στη μέση. «Κοιμήθηκε», είπε. «Της έδωσα να φορέσει ένα ζευγάρι πιτζάμες και την περίμενα στο χολ για να πετάξουμε μαζί το φουστάνι της στα σκουπίδια. Σαράντα δευτερόλεπτα από τη στιγμή που ακούμπησε το κεφάλι της στο μαξιλάρι, την πήρε ο ύ πνος. Νομίζω ότι αυτό που έκανε το θαύμα ήταν το ότι ξεφορτω θήκαμε το φόρεμα. Είμαι βέβαιος». Μικρή παύση. «Πράγματι μύ ριζε άσχημα». «Τώρα που έλειπες», είπε ο Κλέι, «ανακήρυξα τον Ρέιφ Πρόε δρο των Ηνωμένων Πολιτειών. Εξελέγη διά βοής». «Καλώς», είπε ο Τομ. «Σοφή επιλογή. Πόσοι ψήφισαν;» «Εκατομμύρια. Όσοι διατηρούν ακόμη τα λογικά τους. Έστει λαν την ψήφο τους τηλεπαθητικά». Ο Κλέι γούρλωσε τα μάτια και
112
STEPHEN KING
χτύπησε το κούτελό του με το δάχτυλο. «Μπορώ να διαβάζω τη σκέεεεεψη». Ο Τομ σταμάτησε να μασάει κι ύστερα ξανάρχισε... αλλά πολύ αργά. «Ξέρεις», είπε, «με δεδομένες τις περιστάσεις, δεν είναι και τόσο αστείο». Ο Κλέι αναστέναξε, ήπιε λίγο παγωμένο τσάι και πίεσε τον ε αυτό του να φάει λίγο ακόμη από το σάντουιτς. Προσπάθησε να το σκεφτεί σαν καύσιμο, απαραίτητο για τον οργανισμό, προκει μένου να καταφέρει να το μασήσει και να το καταπιεί. «Όχι, δεν είναι. Με συγχωρείς». Ο Τομ τσούγκρισε το ποτήρι του πριν πιει. «Δεν πειράζει. Ε κτιμώ την προσπάθεια. Αλήθεια, πού είναι ο χαρτοφύλακάς σου;» «Τον άφησα στο χολ της εισόδου. Ήθελα να έχω και τα δυο μου χέρια ελεύθερα όσο θα βαδίζαμε στο Διάδρομο του Θανάτου του Τομ Μακόρτ». «Αφού είναι έτσι, εντάξει. Άκουσε, Κλέι, λυπάμαι αφάνταστα για την οικογένειά σου...» «Όχι ακόμα», είπε ο Κλέι, κάπως σκληρά. «Δεν υπάρχει ακόμη λόγος να λυπάσαι». «...αλλά χαίρομαι πάρα πολύ που σε γνώρισα. Μόνο αυτό ήθε λα να σου πω». «Το ίδιο κι εγώ. Όπως και για το ότι μας πρόσφερες ένα ήσυχο μέρος να περάσουμε τη νύχτα». «Αρκεί να μην εκραγεί το Μόλντεν και πάρουν φωτιά τα μπα τζάκια μας». Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του χαμογελώντας κουρασμένα. «Αρκεί. Της πήρες εκείνο το καταραμένο το παπουτσάκι;» «Όχι. Το πήρε μαζί της στο κρεβάτι σαν... δεν ξέρω, σαν αρκου δάκι. Θα είναι πολύ καλύτερα αύριο αν κοιμηθεί ήσυχη απόψε». «Πιστεύεις ότι θα κοιμηθεί;» «Όχι», είπε ο Τομ. «Αλλά, αν ξυπνήσει τρομαγμένη, θα μείνω κοντά της. Θα πέσω μαζί της στο κρεβάτι, αν χρειαστεί. Ξέρεις ότι δεν κινδυνεύει από μένα, έτσι δεν είναι;» «Ναι». Ο Κλέι ήξερε ότι η Άλις θα ήταν ασφαλής και μαζί του, αλλά κατάλαβε πολύ καλά τι εννοούσε ο Τομ. «Εγώ θα συνεχίσω προς τα βόρεια αύριο το πρωί, μόλις φωτίσει. Θα ήταν καλή ιδέα να έρθετε μαζί μου εσύ κι η Άλις».
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
113
Ο Toμ το σκέφτηκε. «Και ο πατέρας της;» ρώτησε τελικά. «Είπε επί λέξει: "Αυτός πάντα τα καταφέρνει". Η μεγαλύτερη ανησυχία της γι' αυτόν μέχρι στιγμής είναι τι έφαγε για βράδυ. Αυτό που κατάλαβα εγώ είναι ότι δε θέλει να ξέρει. Δεν είναι έ τοιμη να μάθει. Φυσικά, θα δούμε πώς θα αισθάνεται το πρωί. Ε γώ, πάντως, θα προτιμούσα να την κρατήσουμε κοντά μας και δεν θέλω να πάω δυτικά, προς τις βιομηχανικές περιοχές». «Εσύ δε θέλεις να πας δυτικά γενικώς». «Ναι», παραδέχτηκε ο Κλέι. Περίμενε να διαφωνήσει ο Τομ, αλλά δεν το έκανε. «Γι' απόψε τι λες; Νομίζεις πως πρέπει να φυλάξουμε σκοπιά;» Ο Κλέι δεν το είχε σκεφτεί καν μέχρι εκείνη τη στιγμή. «Δεν ξέρω σε τι θα μας ωφελήσει», είπε. «Αν ένα τσούρμο παλαβοί με όπλα και πυρσούς εμφανιστούν στη Σάλεμ Στρητ, τι θα μπορού σαμε να κάνουμε;» «Να κατεβούμε στο κελάρι ίσως;» Ο Κλέι το σκέφτηκε καλά. Το να κατεβούν στο κελάρι τού φά νηκε φοβερά τελεσίδικο -Άμυνα Καταφυγίου-, αλλά έτσι ήταν πολύ πιθανό ο υποτιθέμενος όχλος τρελών να θεωρούσε το σπίτι έρημο και να το προσπερνούσε. Προτιμότερο από το να μας σφά ξουν στην κουζίνα, σκέφτηκε. Αφού θα έχουμε γίνει μάρτυρες του ομαδικού βιασμού της Άλις. Αποκλείεται να φτάσουμε ως εκεί, σκέφτηκε ανήσυχος. Χάνεσαι σε υποθετικές σκέψεις. Σε έχει φρικάρει το σκοτάδι. Αποκλείεται να φτάσουν εκεί τα πράγματα. Μόνο που η Βοστόνη καιγόταν συθέμελα πίσω τους. Κάβες λεηλατούνταν και άνθρωποι γρονθοκοπούσαν ο ένας τον άλλον για ένα αλουμινένιο βαρελάκι μπίρα. Είχαν ήδη φτάσει μέχρι εκεί. Στο μεταξύ, ο Τομ τον παρατηρούσε σιωπηλός, αφήνοντάς τον να το δουλέψει καλά στο μυαλό του... που σήμαινε ότι αυτός το είχε ήδη δουλέψει. Ο Ρέιφ πήδηξε στην αγκαλιά του. Ο Τομ άφη σε κάτω το σάντουιτς και χάιδεψε τη ράχη του γάτου. «Να σου πω τι μπορεί να γίνει», είπε τελικά ο Κλέι. «Αν μου δώσεις μια κουβερτούλα, θα κουκουλωθώ και θα περάσω τη νύ χτα στη βεράντα της εισόδου. Είναι κλειστή απ' όλες τις πλευρές και πιο σκοτεινή από το δρόμο. Είναι πιο πιθανό να δω εγώ πρώ τος κάποιον να έρχεται προτού με δει εκείνος να τον παρακολου-
114
STEPHEN KING
θώ. Ειδικά αν αυτοί που θα φανούν στο δρόμο θα είναι οι τρελοί των κινητών. Δε μου άφησαν την εντύπωση ότι κινούνται στα μουλωχτά». «Ναι, δεν είναι από τους τύπους που σου την πέφτουν χωρίς να το καταλάβεις. Κι αν έρθει κανείς από το πίσω μέρος; Η Λιν Άβενιου απέχει μόλις ένα τετράγωνο». Ο Κλέι ανασήκωσε τους ώμους του θέλοντας να δείξει ότι ή ταν αδύνατον να αμυνθούν ενάντια σε όλες τις κακές πιθανότητες, ούτε καν σε αρκετές, αλλά δεν το είπε με λόγια. «Εντάξει», συμφώνησε ο Τομ, αφού έφαγε άλλο λίγο σάντου ιτς και τάισε ένα κομματάκι ζαμπόν τον Ρέιφ. «Έλα, όμως, να με ξυπνήσεις κατά τις τρεις. Αν η Άλις δεν έχει πεταχτεί από τον ύ πνο της μέχρι τότε, ίσως να κοιμηθεί ήσυχη ως το πρωί». «Βλέποντας και κάνοντας», είπε ο Κλέι. «Άκου, αν και νομίζω πως ξέρω την απάντηση, μήπως έχεις κανένα όπλο;» «Όχι», είπε ο Τομ. «Ούτε πλαστικό πιστόλι». Κοίταξε το σά ντουιτς που κρατούσε και το άφησε στο τραπέζι. Όταν σήκωσε τα μάτια του στον Κλέι, το βλέμμα του ήταν πολύ σκοτεινό. Μίλησε σιγανά, έτσι όπως κάνουν οι άνθρωποι όταν λένε μυστικά. «Θυμά σαι τι είπε ο αστυνομικός πριν πυροβολήσει εκείνο τον τρελό;» Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Τι χαμπάρια, φιλα ράκο; Πώς πάνε τα κέφια; Δεν θα το ξεχνούσε ποτέ. «Ήξερα ότι δεν είναι όπως στις ταινίες», είπε ο Τομ, «αλλά πο τέ δε φαντάστηκα πόση δύναμη έχει, ή πόσο ξαφνικά συμβαίνει... ούτε τον ήχο, όταν το... το κεφάλι του... τα μυαλά...» Έσκυψε απότομα μπροστά κι έφερε το χέρι του στο στόμα. Η κίνησή του τρόμαξε το γάτο, που πήδηξε στο πάτωμα. Ο Τομ αναγούλιασε τρεις φορές, σιγανά, και ο Κλέι προετοιμάστηκε για τον εμετό που ήταν σίγουρος ότι θα ακολουθούσε. Ήλπιζε μόνο να μην αρχίσει κι αυτός να ξερνάει, γιατί ήταν πολύ πιθανό. Ένιωθε ότι ήταν στα πρόθυρα, ένα τσακ χρειαζόταν... γιατί ήξερε τι εννο ούσε ο Τομ, ήταν κι αυτός εκεί. Ο πυροβολισμός κι έπειτα εκείνος ο ρευστός ήχος, το αηδιαστικό πλατάγισμα πάνω στο τσιμέντο. Ο Τομ δεν έκανε εμετό. Κατάφερε να συγκρατηθεί και, όταν συνήλθε, κοίταξε τον Κλέι με μάτια υγρά. «Συγνώμη», είπε. «Δεν έπρεπε να τα σκαλίσω». «Δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη».
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
115
«Νομίζω πως αν θέλουμε να τα βγάλουμε πέρα με ό,τι μας πε ριμένει, καλά θα κάνουμε να βρούμε τον τρόπο να παραμερίσουμε τις λεπτές ευαισθησίες μας. Φοβάμαι πως όσοι δεν το κάνουν...» Σταμάτησε και ξεκίνησε από την αρχή. «Φοβάμαι πως όσοι δεν το κάνουν...» Σταμάτησε για δεύτερη φορά. Την τρίτη φορά κατάφε ρε να τελειώσει την πρόταση. «Φοβάμαι πως όσοι δεν το κάνουν μπορεί να πεθάνουν». Έμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλον στο δυνατό λευκό φως της λάμπας γκαζιού. 10 «Απ' όταν φύγαμε από την πόλη, δεν είδα κανέναν με όπλο», είπε ο Κλέι. «Στην αρχή δεν κοίταζα πραγματικά, αλλά μετά άρχισα να το προσέχω». «Ξέρεις γιατί, έτσι δεν είναι; Αν εξαιρέσεις την Καλιφόρνια ί σως, η Πολιτεία της Μασαχουσέτης έχει την πιο αυστηρή νομοθε σία περί οπλοκατοχής σε όλη τη χώρα». Ο Κλέι θυμήθηκε πινακίδες που προειδοποιούσαν ακριβώς γι' αυτό στη συνοριακή γραμμή της Πολιτείας πριν από μερικά χρό νια. Έπειτα είχαν αντικατασταθεί από άλλες, που προειδοποιού σαν ότι αν σε έπιαναν να οδηγείς υπό την επήρεια αλκοόλ θα έμε νες ένα εικοσιτετράωρο στη φυλακή. «Αν η αστυνομία βρει κρυμμένο όπλο στο αυτοκίνητό σου -στο ντουλαπάκι της κονσόλας, μαζί με την άδεια και την ασφά λεια, λόγου χάρη-, μπορεί να σε κλείσουν μέσα μέχρι και εφτά χρόνια. Αν σε τσακώσουν με οπλισμένη καραμπίνα στην καρότσα του ημιφορτηγού σου, ακόμη και την κυνηγετική περίοδο, πληρώ νεις δέκα χιλιάδες δολάρια πρόστιμο και κάνεις δύο χρόνια ανα γκαστική κοινωνική υπηρεσία». Έπιασε το υπόλοιπο του σάντου ιτς, το περιεργάστηκε και το άφησε ξανά στο τραπέζι. «Μπορείς να έχεις στην κατοχή σου πιστόλι και να το κρατάς στο σπίτι, αν δεν εκκρεμεί εναντίον σου καμιά κατηγορία, αλλά άδεια οπλοφο ρίας; Ξέχνα το. Πρέπει να έχεις την υπογραφή του παπά της ενο ρίας σου, αλλά ίσως να μην αρκεί ούτε κι αυτό».
116
STEPHEN KING
«Τα όπλα σίγουρα δε θα έσωζαν ζωές κατά την έξοδο από την πόλη». «Συμφωνώ απόλυτα», είπε ο Τομ. «Εκείνοι οι δύο που πάλευ αν για ένα βαρελάκι μπίρα; Ευτυχώς που κανένας από τους δυο δεν κρατούσε 38άρι». Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του. Ο Τομ σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο στήθος, έγειρε πίσω ι σορροπώντας στα δύο πόδια της καρέκλας του και κοίταξε γύρω. Τα γυαλιά του αντανακλούσαν το φως. Ο φωτεινός κύκλος που έ ριχνε το φανάρι του γκαζιού ήταν λαμπερός αλλά μικρός. «Αυτή τη στιγμή, πάντως, δε θα με πείραζε αν είχα ένα πιστόλι. Κι ας εί δα τι μπορεί να κάνει. Κι ας θεωρώ τον εαυτό μου ειρηνιστή». «Πόσο καιρό μένεις εδώ, Τομ;» «Σχεδόν εφτά χρόνια. Αρκετά για να έχω δει το Μόλντεν να μετεξελίσσεται σταθερά σε Σκατούπολη. Δεν έχει φτάσει ακόμη στην αλλαγή ονομασίας, αλλά κοντεύει». «Μάλιστα. Σκέψου, λοιπόν. Ποιοι από τους γείτονές σου είναι πιθανόν να έχουν όπλο ή όπλα στα σπίτια τους;» Ο Τομ απάντησε αμέσως. «Ο Άρνι Νίκερσον, τρία σπίτια πιο πάνω, στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Αυτοκόλλητο της NRA, της Εθνικής Ένωσης Οπλοφορίας, στον πίσω προφυλακτήρα της Κάμρι -μαζί με τις δέκα εντολές σε δύο κίτρινες κορδέλες κι ένα παλιό προεκλογικό αυτοκόλλητο των Μπους-Τσένι...» «Οπότε, είναι αυτονόητο...» «Συν δύο αυτοκόλλητα της Εθνικής Ένωσης Οπλοφορίας στον προφυλακτήρα του ημιφορτηγού του, που κάθε Νοέμβρη του φο ράει μια τέντα στην καρότσα και φεύγει για κυνήγι στα δικά σας μέρη». «Κι εμείς χαιρόμαστε που θα έρθει να μας τα ακουμπήσει», εί πε ο Κλέι. «Ας μπούμε αύριο στο σπίτι του να πάρουμε όπλα». Ο Τομ Μακόρτ τον κοίταξε σαν να πίστευε ότι του είχε στρί ψει. «Ο τύπος δεν είναι τόσο παρανοϊκός όσο κάτι παραστρατιωτι κοί της Γιούτα -ας μην ξεχνάμε ότι ζει στην Πολιτεία της Φορο-χωσέτης-, αλλά έχει στο γρασίδι του μια από εκείνες τις πινακίδες που βασικά σε προειδοποιούν ότι ΜΕΧΡΙ ΕΔΩ ΣΤΑΘΗΚΕΣ ΤΥΧΕ ΡΟΣ, ΑΛΗΤΗ και υποθέτω ότι έχεις ακουστά τα πιστεύω των με-
Το ΚΙΝΗΤΌ
117
λών της Εθνικής Ένωσης Οπλοφορίας όσον αφορά το πότε και πώς θα τους πάρει κάποιος τα όπλα τους». «Κάτι που έχει να κάνει με νεκρά δάχτυλα κοκαλωμένα στη σκανδάλη, αν δεν απατώμαι...» «Καλά θυμάσαι». Ο Κλέι έσκυψε πάνω στο τραπέζι και δήλωσε αυτό που του φαινόταν προφανές από τη στιγμή που είχαν πατήσει το πόδι τους στη Σάλεμ Στρητ: Το Μόλντεν ήταν άλλη μια χτυπημένη πόλη των Ηνωμένων Πολιτειών και η περιοχή ήταν προσωρινά εκτός λειτουργίας, αποσυνδεμένη, οπότε μας συγχωρείτε, παρακαλώ, δοκιμάστε αργότερα. Η Σάλεμ Στρητ ήταν έρημη. Το είχε αισθαν θεί όταν πλησίαζαν... έτσι δεν ήταν; Όχι. Βλακείες. Είχε αισθανθεί πως τον παρακολουθούσαν. Σοβαρά; Ακόμη κι αν το είχε αισθανθεί όντως, ήταν το είδος της διαίσθησης στην οποία θα βασιζόταν κανείς για να δράσει ύ στερα από μια μέρα σαν κι αυτή; Η ιδέα ήταν για γέλια. «Άκουσε, Τομ. Αύριο ένας από μας θα πάει ως το σπίτι του Νάκελσον, αφού θα έχει ξημερώσει για τα καλά...» «Λέγεται Νίκερσον και δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα, εφόσον ο Γκρινιάρης Μακόρτ τον φαντάζεται ήδη γονατισμένο πίσω από το παράθυρο του σαλονιού του με την αυτόματη καραμπίνα του που τη φυλάει για το τέλος του κόσμου, το οποίο απ' ό,τι φαίνεται έχει έρθει». «Θα πάω εγώ», είπε ο Κλέι. «Και δεν θα το επιχειρήσω, αν α κούσουμε πυροβολισμούς από το σπίτι των Νίκερσον απόψε ή αύ ριο το πρωί. Σίγουρα δε θα το κάνω αν δω έστω και ένα πτώμα στο γρασίδι του τύπου, με ή χωρίς τραύματα από σφαίρες. Έχω παρακολουθήσει κι εγώ αρκετά επεισόδια της Ζώνης του Λυκόφω τος -αυτά όπου αποδεικνύεται πως ο ανθρώπινος πολιτισμός δεν είναι παρά μια λεπτή, επιφανειακή φλούδα». «Αν είναι έτσι», είπε βλοσυρά ο Τομ, «Ίντι Αμίν, Πολ Ποτ, η κατηγορούσα αρχή αποσύρεται». «Θα πάω με τα χέρια ψηλά. Θα χτυπήσω το κουδούνι. Αν μου απαντήσουν θα πω ότι θέλω να μιλήσω με κάποιον. Ποιο είναι το χειρότερο που θα μπορούσε να μου συμβεί; Να μου πει να πάω στα τσακίδια;»
118
STEPHEN KING
«Όχι. To χειρότερο θα είναι να πέσεις νεκρός από σφαίρα πά νω στο χαλάκι για τα πόδια και να με αφήσεις εμένα μόνο μου με το ορφανό», είπε ξερά. «Όσο κι αν κάνεις τον έξυπνο με τη Ζώνη του Λυκόφωτος, μην ξεχνάς αυτούς που είδαμε σήμερα να παλεύ ουν έξω από το σταθμό του μετρό στη Βοστόνη». «Εκείνο ήταν... δεν ξέρω τι ήταν, αλλά εκείνοι οι άνθρωποι ή ταν κλινικά παράφρονες. Αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις, Τομ». «Και η χοντρούλα με τη Βίβλο; Και οι δύο που σφάχτηκαν για ένα βαρελάκι; Παράφρονες ήταν κι αυτοί;» Όχι βέβαια, δεν ήταν, αλλά αν υπήρχε όπλο μέσα σ' εκείνο το σπίτι απέναντι, ο Κλέι το ήθελε, ανεξάρτητα από οτιδήποτε. Και, αν υπήρχαν περισσότερα από ένα, ήθελε ο Τομ και η Άλις να έ χουν κι αυτοί ο καθένας το δικό του. «Σκέφτομαι να τραβήξω βόρεια πάνω από εκατόν πενήντα χι λιόμετρα», είπε ο Κλέι. «Ίσως μπορέσουμε να βάλουμε μπροστά κανένα παρατημένο αυτοκίνητο και να κάνουμε ένα μέρος της διαδρομής, αλλά μπορεί να χρειαστεί να την κάνουμε όλη με τα πόδια. Θέλεις να έχουμε μόνο μαχαίρια για προστασία; Σε ρωτάω σοβαρά, σαν άντρας προς άντρα, γιατί αρκετοί απ' αυτούς που θα συναντήσουμε στο δρόμο θα έχουν όπλα και το ξέρεις». «Ναι», είπε ο Τομ. Πέρασε τα χέρια από τα καλοκουρεμένα μαλλιά του και τα ανακάτωσε. «Όπως επίσης ξέρω ότι ο Άρνι και η Μπεθ μάλλον δεν είναι σπίτι. Εκτός από τα όπλα είναι τρελαμέ νοι και με τα ηλεκτρονικά μηχανήματα κάθε λογής. Αυτόν μια ζωή τον έβλεπα να γκαρίζει στο κινητό όταν περνούσε από το δρόμο καβάλα στον τεράστιο φαλλό του, την Ντοτζ Ραμ Ντιτρόιτ που οδηγεί, εννοώ». «Ορίστε. Τα βλέπεις;» Ο Τομ αναστέναξε. «Εντάξει. Ανάλογα με το πώς θα είναι τα πράγματα το πρωί. Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι». Ο Κλέι έπιασε πάλι το σάντουιτς. Του είχε έρθει λίγη όρεξη να φάει τώρα. «Πού πήγαν;» ρώτησε ο Τομ. «Οι τρελοί των κινητών. Πού να πήγαν;» «Δεν ξέρω».
Το ΚΙΝΗΤΌ
119
«Θα σου πω τι πιστεύω εγώ», είπε ο Τομ. «Πιστεύω πως όταν έ πεσε το σκοτάδι σύρθηκαν μέσα σε σπίτια και κτίρια και πέθαναν». Ο Κλέι τον κοίταξε με δυσπιστία. «Δες το από τη σκοπιά της λογικής και θα καταλάβεις ότι έχω δίκιο», είπε ο Τομ. «Καταρχήν συμφωνείς ότι αυτό που έγινε ήταν ένα είδος τρομοκρατικής ενέργειας;» «Μου φαίνεται σαν η πιο πιθανή εξήγηση, αλλά, π' ανάθεμά με, δεν ξέρω πώς ένα σήμα, όσο ανατρεπτικό κι αν είναι, θα μπορούσε να προγραμματιστεί ώστε να προκαλέσει αυτό που προκάλεσε». «Είσαι επιστήμονας;» «Όχι, και το ξέρεις. Είμαι καλλιτέχνης». «Άρα, όταν η κυβέρνηση σου λέει ότι μπορεί να στείλει ηλε κτρονικά προγραμματισμένες βόμβες πάνω στις πόρτες υπόγειων καταφυγίων στο έδαφος της ερήμου από αεροσκάφη που βρίσκο νται δύο χιλιάδες μίλια μακριά, απλώς κοιτάς τις φωτογραφίες και δέχεσαι ότι η τεχνολογία υπάρχει». «Θα μου έλεγε ποτέ ψέματα ο Τομ Κλάνσι;» είπε ο Κλέι χωρίς να χαμογελάει. «Και αν υπάρχει αυτή η τεχνολογία, γιατί να μη δεχτείς κι αυ τό, προσωρινά έστω;» «Εντάξει, λέγε. Με λίγα λόγια, παρακαλώ». «Στις τρεις η ώρα σήμερα το απόγευμα μια τρομοκρατική ορ γάνωση -ή μια σκιώδης κυβέρνηση- εξέπεμψε ένα είδος σήματος ή παλμού. Προς το παρόν θα δεχτούμε ότι αυτό το σήμα μεταδό θηκε σε όλα τα κινητά τηλέφωνα σ' ολόκληρο τον πλανήτη. Ελπί ζουμε ότι δεν είναι έτσι, αλλά ας δεχτούμε τη χειρότερη εκδοχή προς το παρόν». «Σταμάτησε;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τομ. «Μήπως θέλεις να βρεις ένα κινητό για να το διαπιστώσεις;» «Πάσο», είπε ο Κλέι. «Αν όμως αυτή η ομάδα μπορούσε να μεταδώσει ένα σήμα που θα τρέλαινε όποιον το άκουγε», συνέχισε ο Τομ, «δεν είναι εξίσου πιθανό αυτό το σήμα να περιείχε και μια εντολή προς κάθε αποδέ κτη να τερματίσει τη ζωή του πέντε ώρες αργότερα; Ή απλώς να σταματήσει να αναπνέει και να πεθάνει;» «Θα έλεγα ότι είναι αδύνατον».
120
STEPHEN KING
«Θα έλεγα ότι ήταν αδύνατον να μου ριχτεί ένας τύπος με μα χαίρι απέναντι από το ξενοδοχείο Φορ Σίζονς», είπε ο Τομ. «Ή η Βοστόνη να γίνει στάχτη και ο πληθυσμός της -η μειοψηφία των τυχερών που δεν είχαν κινητά- να την εγκαταλείψει με τα πόδια από τις γέφυρες του Μίστικ και του Ζάκιμ». Έσκυψε μπροστά και κοίταξε τον Κλέι ίσια στα μάτια. Θέλει να το πιστέψει, είπε στον εαυτό του ο Κλέι. Μη χάσεις χρόνο προ σπαθώντας να τον μεταπείσεις, γιατί το θέλει πραγματικά πολύ. «Από μια άποψη δε διαφέρει και πολύ από το τρομοκρατικό χτύπημα με βιολογικά όπλα που φοβάται η κυβέρνηση μετά την ενδεκάτη Σεπτεμβρίου», είπε ο Τομ. «Χρησιμοποιώντας τα κινη τά, που αποτελούν πλέον την κυρίαρχη μορφή επικοινωνίας στην καθημερινή μας ζωή, μπορείς ταυτόχρονα να μετατρέψεις τον πληθυσμό σε επιταγμένο στρατό -ένα στρατό κυριολεκτικά ατρό μητο, αφού είναι όλοι παράφρονες- και να διαλύσεις το κράτος. Πού βρίσκεται η Εθνοφρουρά απόψε;» «Στο Ιράκ;» πρότεινε ο Κλέι. «Στη Λουιζιάνα;» Δεν ήταν αστείο και ο Τομ δεν χαμογέλασε. «Πουθενά. Πώς να χρησιμοποιήσεις την πολιτοφυλακή, όταν εξαρτάται σχεδόν από λυτα από την κινητή τηλεφωνία για να κινητοποιηθεί; Όσο για τα αεροσκάφη, το τελευταίο που είδα να πετάει ήταν εκείνο το μικρό που τσακίστηκε στη γωνία Τσαρλς και Μπίκον». Έκανε μια παύ ση, κι όταν συνέχισε, κοίταξε τον Κλέι ίσια στα μάτια. «Όλα αυτά έκαναν... όποιοι κι αν είναι αυτοί. Μας κοίταζαν από εκεί που ζουν και λατρεύουν τους δικούς τους θεούς και τι έβλεπαν;» Ο Κλέι κούνησε με απορία το κεφάλι του, σαν υπνωτισμένος από τα μάτια του Τομ που άστραφταν πίσω από τα γυαλιά. Ήταν τα μάτια ενός προφήτη. «Έβλεπαν ότι είχαμε χτίσει από την αρχή τον Πύργο της Βα βέλ... με ηλεκτρονικά δίκτυα. Και μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα σά ρωσαν τα δίκτυα και ο Πύργος μας κατέρρευσε. Αυτό έκαναν, κι εμείς οι τρεις είμαστε σαν σκαθάρια που έτυχε να γλιτώσουν από την μπότα του γίγαντα. Κι εσύ μου λες ότι δε θα μπορούσαν να κωδικοποιήσουν ένα σήμα που να λέει στους αποδέκτες σε πέντε ώρες ακριβώς να ξαπλώσουν και να σταματήσουν να αναπνέουν; Σιγά το κόλπο, συγκριτικά μ' αυτό που κατάφεραν αρχικά. Πανεύ κολο, θα έλεγα».
121
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
«Εγώ θα έλεγα ότι είναι ώρα να πάμε για ύπνο», είπε ο Κλέι. Για μια στιγμή ο Τομ έμεινε όπως ήταν, ελαφρά σκυμμένος πά νω από το τραπέζι κοιτώντας τον Κλέι στα μάτια σαν να μην μπο ρούσε να καταλάβει τι του έλεγε. Έπειτα γέλασε. «Ναι. Έχεις δί κιο. Παρασύρθηκα. Με συγχωρείς». «Κάθε άλλο», είπε ο Κλέι. «Ελπίζω να έχεις δίκιο και να έχουν πεθάνει όλοι οι τρελοί». Έκανε μια μικρή παύση κι ύστερα είπε: «Εννοώ... εκτός αν ο γιος μου... ο Τζόνι-Τζι...» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Εν μέρει, ή μάλλον κυρίως, γιατί αν ο Τζόνι είχε χρησι μοποιήσει το κινητό του σήμερα το απόγευμα και είχε δεχτεί την ί δια κλήση με την κυρία Αντρικό Κοστούμι και το Ξανθό Ξωτικό, ο Κλέι δεν ήξερε αν ήθελε να συνεχίσει ο γιος του να ζει. Ο Τομ άπλωσε το χέρι του πάνω από το τραπέζι και ο Κλέι έ πιασε τα λεπτά, μακριά δάχτυλα μέσα στα δυο του χέρια. Το είδε να συμβαίνει σαν να βρισκόταν έξω από το σώμα του και, όταν μίλησε, του φάνηκε ότι ήταν κάποιος άλλος που μιλούσε κι ας έ νιωθε το στόμα του να κινείται και τα δάκρυα να ξεχειλίζουν από τα μάτια του. «Φοβάμαι πάρα πολύ για τον Τζόνι», έλεγε το στόμα του. «Φο βάμαι και για τους δυο, αλλά κυρίως για το παιδί μου». «Θα είναι καλά, θα δεις», είπε ο Τομ. Ο Κλέι ήξερε ότι του το έλεγε από καλή πρόθεση, αλλά τα λόγια έσπειραν τρόμο στην ψυ χή του, γιατί ήταν από εκείνα που λένε οι άνθρωποι όταν δεν υ πάρχει τίποτε άλλο να πουν. Όπως Θα το ξεπεράσεις ή Εκείνος έ φυγε για ένα καλύτερο μέρος. 11 Οι τσιρίδες της Άλις έβγαλαν τον Κλέι από ένα μπερδεμένο, αλλά όχι δυσάρεστο όνειρο. Ήταν, λέει, στο Πανηγύρι του Άκρον, στο Περίπτερο του Μπίνγκο. Στο όνειρό του ήταν έξι χρονών -μπορεί και πιο μικρός, αλλά σίγουρα όχι μεγαλύτερος από έξι-, ήταν χω μένος κάτω από το μακρύ τραπέζι όπου καθόταν η μητέρα του, γύρω του έβλεπε ένα δάσος από γυναικεία πόδια, μύριζε το γλυκό πριονίδι και άκουγε τη φωνή του κράχτη να επαναλαμβάνει «Β12, παίκτες, Β-12! Η βιταμίνη της λιακάδας!»
122
STEPHEN KING
Για μια στιγμή το υποσυνείδητό του προσπάθησε να ενσωμα τώσει τις τσιρίδες του κοριτσιού στο όνειρό του, επιμένοντας ότι αυτό που άκουγε ήταν η μεσημεριανή σφυρίχτρα του Σαββάτου, αλλά μόνο για μια στιγμή. Ο Κλέι είχε αποκοιμηθεί στην κλειστή βεράντα εισόδου του Τομ μετά από μία ώρα σκοπιάς, γιατί είχε πειστεί ότι δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτε εκεί έξω, απόψε τουλά χιστον. Πρέπει όμως να ήταν εξίσου πεπεισμένος ότι η Άλις δεν ε πρόκειτο να κοιμηθεί ήσυχη ως το πρωί, γιατί το μυαλό του ερμή νευσε αυτομάτως τις κραυγές, χωρίς να αναρωτηθεί ούτε πού βρι σκόταν, ούτε τι συνέβαινε. Τη μια στιγμή ήταν εξάχρονο παιδάκι κάτω από ένα τραπέζι του μπίνγκο στο Οχάιο. Την επόμενη πετα γόταν από το μακρύ, βολικό παγκάκι στην κλειστή βεράντα του Τομ Μακόρτ, με το μεγάλο μάλλινο σάλι που του είχε δώσει ο Τομ τυλιγμένο ακόμη γύρω από τα πόδια του. Και, κάπου μέσα στο σπίτι, η Άλις Μάξγουελ ούρλιαζε στη συχνότητα που σπάει κρύσταλλα, εκφράζοντας μ' αυτό τον τρόπο όλο τον τρόμο της μέρας που είχε ζήσει, επιμένοντας με κάθε καινούριο ουρλιαχτό ό τι αυτά τα πράγματα ήταν αδύνατον να έχουν συμβεί και έπρεπε να σβηστούν από τη μνήμη. Ο Κλέι προσπάθησε να ξεμπλέξει τα πόδια του και στην αρχή δεν τα κατάφερε. Κινήθηκε παρ' όλα αυτά προς την εσωτερική πόρτα, χοροπηδώντας και τραβώντας το σάλι ταυτόχρονα, ενώ κοίταζε πανικόβλητος τη σκοτεινή Σάλεμ Στρητ, σίγουρος ότι θα άρχιζαν να ανάβουν φώτα και προς τις δυο κατευθύνσεις του δρό μου κι ας ήξερε πως ήταν κομμένο το ηλεκτρικό, περιμένοντας να δει κάποιον -το λάτρη των όπλων και των ηλεκτρονικών μικροσυ σκευών κύριο Νίκερσον, ίσως- να βγαίνει στην μπροστινή πρασιά του σπιτιού του και να φωνάζει να κάνει επιτέλους κάποιος αυτό το παιδί να το βουλώσει, για τ' όνομα του Θεού. Για να μην έρθω εγώ εκεί κάτω! θα απειλούσε ο Άρνι Νίκερσον. Για να μην έρθω και της ρίξω και το βουλώσει μια και καλή! Ή ότι οι κραυγές της Άλις θα μάζευαν τους τρελούς των κινη τών, όπως τα φώτα του δρόμου τις νυχτοπεταλούδες. Ο Τομ μπο ρεί να ήθελε να πιστεύει ότι ήταν νεκροί, αλλά ο Κλέι το πίστευε όσο πίστευε και στο εργαστήρι του Άϊ-Βασίλη στον Βόρειο Πόλο. Όμως η Σάλεμ Στρητ -το δικό τους τετράγωνο, έστω, δυτικά του κέντρου της πόλης και κάτω από την περιοχή που ο Τομ είχε
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
123
ονομάσει Υψίπεδα της Γρανάδα- παρέμεινε σκοτεινή, σιωπηλή και ακίνητη. Ακόμη και η αναλαμπή της φωτιάς από το Ριβίαρ εί χε μειωθεί αισθητά. Ο Κλέι ξέμπλεξε τελικά τα πόδια του από το μάλλινο σάλι, μπήκε στο σπίτι και στάθηκε στη βάση της εσωτερικής σκάλας κοιτώντας το σκοτάδι επάνω. Τώρα άκουγε και τη φωνή του Τομ, όχι τα λόγια, αλλά τον τόνο, που ήταν χαμηλός, ήρεμος και καθη συχαστικός. Τα ανατριχιαστικά ουρλιαχτά του κοριτσιού άρχισαν να διακόπτονται από απότομες παύσεις για ανάσα, ύστερα από λυγμούς και τέλος από άναρθρες κραυγές που σιγά σιγά έγιναν λόγια. Ο Κλέι ξεχώρισε τη λέξη εφιάλτης. Η φωνή του Τομ συνέ χιζε χωρίς διακοπή να λέει ψέματα σε γλυκό καθησυχαστικό τόνο: όλα θα πήγαιναν καλά, θα το έβλεπε, τα πράγματα θα της φαίνο νταν πολύ καλύτερα το πρωί. Ο Κλέι τους φαντάστηκε καθισμέ νους δίπλα δίπλα στο κρεβάτι, στο δωμάτιο των ξένων, να φοράνε τις ίδιες πιτζάμες σε διαφορετικό χρώμα ο καθένας, με το μονό γραμμα ΤΜ κεντημένο στο τσεπάκι του στήθους. Θα του άρεσε να τους ζωγραφίσει έτσι. Η ιδέα τον έκανε να χαμογελάσει. Όταν σιγουρεύτηκε ότι η Άλις δεν θα άρχιζε ξανά τις τσιρίδες, επέστρεψε στην κλειστή βεράντα και στον ξύλινο καναπέ, όπου έ κανε κρύο, αλλά τυλίχτηκε ξανά με το σάλι και βολεύτηκε μια χα ρά. Έμεινε καθιστός και επιθεώρησε ό,τι μπορούσε να δει από το δρόμο. Προς τα αριστερά, ανατολικά του σπιτιού του Τομ, ήταν μια περιοχή με κτίρια γραφείων και επιχειρήσεων. Του φάνηκε πως διέκρινε στο βάθος το φανάρι που σηματοδοτούσε την είσοδο στην κεντρική πλατεία της πόλης. Προς την άλλη κατεύθυνση -α πό τη μεριά που είχαν έρθει- υπήρχαν μόνο σπίτια. Όλα σκοτεινά και ακίνητα μέσα στο βαθύ χαντάκι της νύχτας. «Πού είστε όλοι;» μουρμούρισε. «Κάποιοι τραβήξατε βόρεια ή δυτικά με σώα τα λογικά σας. Πού πήγατε οι υπόλοιποι;» Καμιά απάντηση από το δρόμο. Διάβολε, ίσως είχε δίκιο ο Τομ· τα κινητά είχαν στείλει μήνυμα σε όλους να τρελαθούν στις τρεις και να τα τινάξουν στις οχτώ. Ήταν πολύ καλό για να είναι αληθινό, αλλά θυμήθηκε ότι το ίδιο είχε σκεφτεί κι όταν πρωτάκουσε για τα εγγράψιμα CD. Σιωπή από το δρόμο μπροστά του. Σιωπή από τα σπίτια πίσω του. Μετά από λίγο, ο Κλέι έγειρε πίσω στον καναπέ και άφησε τα
124
STEPHEN KING
μάτια του να κλείσουν. Ίσως να λαγοκοιμόταν λιγάκι, αλλά δύ σκολα θα τον έπαιρνε κανονικά ο ύπνος. Κοιμήθηκε όμως τελικά, κι αυτή τη φορά δεν είδε όνειρα. Κάποια στιγμή, λίγο πριν να χα ράξει η αυγή, ένα αδέσποτο σκυλί μπήκε στο δρομάκι του σπιτιού του Τομ Μακόρτ, κοίταξε τον Κλέι που ροχάλιζε σιγανά τυλιγμέ νος στη ζεστή κουβερτούλα του κι ύστερα έστριψε και συνέχισε το δρόμο του. Δεν βιαζόταν τα απομεινάρια ήταν μπόλικα στο Μόλντεν εκείνο το πρωί, και θα ήταν για αρκετό καιρό ακόμη. 12 «Κλέι. Ξύπνα». Ένα χέρι τον τράνταζε. Ο Κλέι άνοιξε τα μάτια του και είδε τον Τομ να σκύβει από πάνω του, ντυμένος με καθαρό μπλουτζίν και γκρίζο φανελένιο πουκάμισο. Η μπροστινή βεράντα φωτιζόταν α πό λαμπερό γκρίζο φως. Ο Κλέι κοίταξε το ρολόι του καθώς κατέ βαζε τα πόδια του από τον καναπέ και είδε ότι ήταν έξι και είκοσι. «Πρέπει να δεις κάτι», είπε ο Τομ. Φαινόταν χλομός, ανήσυχος και σαν να είχε γκριζάρει το μουστάκι του κι από τις δυο πλευρές στη διάρκεια της νύχτας. Η μια άκρη του πουκαμίσου του κρεμό ταν έξω από το παντελόνι και τα μαλλιά του στέκονταν όρθια στο πίσω μέρος. Ο Κλέι κοίταξε στη Σάλεμ Στρητ, είδε ένα σκύλο που κάτι κρατούσε στο στόμα του να προσπερνάει τροχάδην δύο παρατη μένα αυτοκίνητα μισό τετράγωνο πιο κάτω, και δεν είδε τίποτε άλλο να κινείται στο δρόμο. Ο αέρας μύριζε αχνά καπνό και υπέ θεσε ότι ήταν από τη Βοστόνη ή το Ριβίαρ. Ίσως και τα δυο, αλλά ο άνεμος είχε πέσει εντελώς. Στράφηκε προς τον Τομ. «Όχι εδώ», του είπε εκείνος. Μιλούσε χαμηλόφωνα. «Στην πί σω αυλή. Το είδα όταν κατέβηκα στην κουζίνα να φτιάξω καφέ, πριν θυμηθώ ότι η καφετιέρα δε λειτουργεί. Ίσως δεν είναι τίποτε, αλλά... δε μου αρέσει καθόλου». «Η Άλις κοιμάται ακόμη;» Ο Κλέι ψαχούλευε κάτω από το σά λι για τις κάλτσες του. «Ναι, και είναι καλύτερα έτσι. Άσε τις κάλτσες και τα παπού τσια, δεν πάμε για δείπνο στο Ριτζ. Έλα».
Το ΚΙΝΗΤΌ
125
Ο Κλέι ακολούθησε τον Τομ, που, φυσικά, φορούσε ένα ζευγά ρι μαλακά, άνετα μοκασίνια. Πέρασαν το διάδρομο και μπήκαν στην κουζίνα. Πάνω στον πάγκο ήταν ένα μισογεμάτο ποτήρι πα γωμένο τσάι. «Δεν μπορώ ν' αρχίσω τη μέρα μου χωρίς μια δόση καφεΐνης», είπε ο Τομ, «κι έτσι έβαλα να πιω ένα ποτήρι από τούτο -βάλε κι εσύ, αν θέλεις, είναι καλό και δροσιστικό- και άνοιξα την κουρτί να πάνω από το νεροχύτη για να ρίξω μια ματιά στον κήπο μου. Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, ήθελα απλώς μια επαφή με τον πραγματικό κόσμο. Και τότε... αλλά δες μόνος σου καλύτερα». Ο Κλέι κοίταξε από το παράθυρο πάνω από το νεροχύτη. Υ πήρχε μια μικρή, ανοιχτή πλακόστρωτη βεράντα με μια ψησταριά γκαζιού. Πέρα από τη βεράντα ήταν η πίσω αυλή του Τομ, μισή γρασίδι και μισή κήπος. Στο βάθος ένας ψηλός, φαρδύς φράχτης με πόρτα. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Το μάνταλο που την κρατούσε κλειστή πρέπει να είχε χτυπηθεί ανάποδα, γιατί κρεμόταν στραβά στην άκρη σαν σπασμένος καρπός. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι ο Τομ θα μπορούσε να είχε φτιάξει καφέ στην ψησταριά του γκαζιού, αν δεν ήταν αυτός ο άντρας που, καθισμένος στο χορτάρι δίπλα σε ένα ξύλινο, διακοσμητικό καροτσάκι κηπουρού, έτρωγε από το μαλακό εσωτερικό μιας ωμής ανοιγμένης κολοκύθας φτύνοντας δίπλα του τα κουκούτσια. Φορούσε φόρμα μηχανικού αυτοκινήτων και ένα πάνινο κασκέτο γεμάτο γράσα, με ένα ξεθωριασμένο B στο γείσο. Στο στήθος της φόρμας, πάνω στην αριστερή τσέπη, ήταν γραμμέ νο με ξεθωριασμένα κόκκινα γράμματα το όνομα Τζορτζ. Ακού γονταν καθαρά τα ρουφήγματα κάθε φορά που έχωνε το πρόσωπό του στην κολοκύθα. «Σκατά», είπε ο Κλέι. «Είναι ένας απ' αυτούς». «Ναι. Κι όπου υπάρχει ένας έρχονται κι άλλοι». «Έσπασε την πόρτα για να μπει;» «Φυσικά», είπε ο Τομ. «Δεν τον είδα να την παραβιάζει, αλλά την άφησα κλειδωμένη όταν έφυγα χτες, γι' αυτό να είσαι σίγου ρος. Δεν έχω τις καλύτερες σχέσεις με τον Σκότονι, τον κύριο που μένει από την άλλη πλευρά του δρόμου. Δεν τους γουστάρει τους "κουνιστούς σαν κι εμένα", όπως μου έχει πει αρκετές φορές». Σώπασε κι ύστερα συνέχισε χαμηλώνοντας κι άλλο τη φωνή του. Μιλούσε ήδη σιγά και τώρα ο Κλέι αναγκάστηκε να σκύψει προς
126
STEPHEN KING
το μέρος του για να τον ακούσει. «Ξέρεις ποιο είναι το τρελό; Τον γνωρίζω αυτό τον τύπο. Δουλεύει στην Texaco του Σόνι, κάτω στο Κέντρο. Είναι το μοναδικό βενζινάδικο στην πόλη που είναι και συνεργείο. Πρόσφατα μου άλλαξε το λαστιχάκι του ψυγείου. Μου έλεγε ότι είχαν πάει με τον αδερφό του στο γήπεδο των Γιάνκις πέρυσι και ότι είδε τον Κερτ Σίλινγκ να νικάει τον Μπιγκ Γιούνιτ. Φαινόταν πολύ συμπαθητικός τύπος. Κοίταξε τον τώρα! Καθισμέ νος στον κήπο μου να τρώει μια ωμή κολοκύθα!» «Τι γίνεται εδώ, παιδιά;» ρώτησε η Άλις πίσω τους. Ο Τομ στράφηκε ενοχλημένος. «Καλύτερα να μη δεις», είπε. «Δεν έχει νόημα», είπε ο Κλέι. «Καλύτερα να το δει». Χαμογέλασε στην Άλις και δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να το κάνει. Δεν υπήρχε μονόγραμμα στο τσεπάκι της πιτζάμας που της είχε δανείσει ο Τομ, αλλά οι πιτζάμες ήταν γαλάζιες, όπως τις είχε φανταστεί, και η Άλις ήταν απίστευτα χαριτωμένη έτσι ξυπόλυτη, με τα μπατζάκια γυρισμένα μέχρι τις γάμπες και τα μαλλιά της α νακατωμένα από τον ύπνο. Παρά τον εφιάλτη φαινόταν πολύ πιο ξεκούραστη από τον Τομ. Μάλλον και από τον ίδιο. «Δεν είναι τρακάρισμα, ούτε τίποτε τέτοιο», της είπε. «Απλώς ένας τύπος που τρώει μια κολοκύθα στον κήπο του Τομ». Η Άλις πήγε και στάθηκε ανάμεσά τους, έβαλε τα χέρια της στην άκρη του νεροχύτη και τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να δει έξω. Το μπράτσο της άγγιζε το χέρι του Κλέι και αι σθάνθηκε το δέρμα της να ακτινοβολεί τη ζέστη του ύπνου. Κοί ταξε αρκετή ώρα από το παράθυρο κι ύστερα στράφηκε στον Τομ. «Εσύ μου είπες ότι πέθαναν όλοι», του είπε. Ο Κλέι δεν μπό ρεσε να καταλάβει αν τον κατηγορούσε ή αν τον ψευτομάλωνε. Προφανώς δεν ξέρει ούτε κι αυτή, σκέφτηκε. «Δε σου είπα σίγουρα», απάντησε ο Τομ, αλλά ακούστηκε σαν υπεκφυγή. «Μιλούσες σαν να ήσουν σίγουρος, όμως». Η Άλις κοίταξε πάλι έξω. Τουλάχιστον δεν είχε φρικάρει, σκέφτηκε ο Κλέι. Στην πραγματικότητα, έδειχνε εξαιρετικά συγκροτημένη και σοβαρή -σε στυλ Τσάρλι Τσάπλιν- με τις φαρδιές αντρικές πιτζάμες της. «Χμ... παιδιά;» «Τι είναι;» είπαν κι οι δυο μαζί. «Κοιτάξτε το καροτσάκι δίπλα του. Κοιτάξτε τη ρόδα».
Το ΚΙΝΗΤΌ
127
Ο Κλέι είχε ήδη προσέξει αυτό που τους έδειχνε η Άλις: τα ί χνη από φλούδα κολοκύθας, ψίχα κολοκύθας και σπόρια. «Κοπάνησε την κολοκύθα στη ρόδα για να τη σπάσει, να την ανοίξει και να τη φάει», είπε η Άλις. «Μάλλον είναι ένας απ' αυ τούς...» «Σίγουρα είναι απ' αυτούς», είπε ο Κλέι. Ο Τζορτζ ο μηχανι κός αυτοκινήτων καθόταν πάνω στο γρασίδι με τα πόδια ανοιχτά, αφήνοντας τον καθένα να δει ότι από χτες στις τρεις το απόγευμα είχε ξεχάσει όσα του είχε μάθει η μητέρα του για να μη λερώνεται όταν έκανε την ανάγκη του. «...αλλά χρησιμοποίησε τη ρόδα σαν εργαλείο. Αυτό δε μου φαίνεται και τόσο τρελό». «Ένας άλλος χτες χρησιμοποιούσε μαχαίρι», είπε ο Τομ. «Κι ήταν κι εκείνος με τις κεραίες των αυτοκινήτων που τις κουνούσε σαν σπαθιά». «Ναι, αλλά... ετούτο φαίνεται διαφορετικό, κατά κάποιον τρόπο». «Πιο ειρηνικό, εννοείς;» Ο Τομ κοίταξε πάλι τον άντρα που είχε εισβάλει στον κήπο του. «Δε θα πήγαινα έξω να το διαπιστώσω». «Όχι, δεν εννοώ ειρηνικό. Δεν ξέρω πώς να σας το εξηγήσω». Ο Κλέι νόμιζε πως καταλάβαινε τι εννοούσε το κορίτσι. Η επι θετικότητα που είχαν δει την προηγούμενη μέρα ήταν ένα τυφλό, ανεξέλεγκτο πράγμα. Που σάρωνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Ναι, υπήρχε ο κύριος με το γκρίζο παντελόνι και το μαχαίρι και ο γερο δεμένος νεαρός που κάρφωνε τον αέρα με δύο κεραίες αυτοκινή του καθώς έτρεχε, αλλά υπήρχε κι ο άντρας στο πάρκο που είχε ξεκολλήσει το αυτί από το κεφάλι του σκύλου με τα δόντια του. Και το Ξανθό Ξωτικό είχε χρησιμοποιήσει τα δόντια του. Ετούτο έμοιαζε διαφορετικό, αλλά, όπως η Άλις, έτσι κι ο Κλέι δεν κατά φερνε να εντοπίσει σε τι ακριβώς διέφερε. «Ω Θεέ μου, άλλοι δύο», είπε η Άλις. Από την ανοιχτή πόρτα της πίσω αυλής μπήκε μια γυναίκα γύ ρω στα σαράντα που φορούσε βρόμικο γκρίζο παντελόνι με τσάκι ση και πίσω της ένας ηλικιωμένος άντρας με σορτσάκι του τζόγκινγκ και κοντομάνικο μπλουζάκι που έγραφε ΓΚΡΙΖΑ ΔΥΝΑΜΗ στο στήθος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα. Πάνω από το παντελό νι της, η γυναίκα φορούσε μια πράσινη μεταξωτή μπλούζα που
128
STEPHEN KING
τώρα κρεμόταν σε κουρέλια αποκαλύπτοντας ένα σουτιέν σε πα στέλ πράσινο χρώμα. Ο ηλικιωμένος αθλητής κούτσαινε άσχημα και τέντωνε τους αγκώνες του προς τα έξω σαν διπλωμένα φτερά με κάθε βήμα, για να κρατάει την ισορροπία του. Το κοκαλιάρικο αριστερό του πόδι ήταν σκεπασμένο με μια παχιά κρούστα από αί μα και του έλειπε το παπούτσι. Από το αριστερό του γόνατο ξεκι νούσαν τα απομεινάρια μιας πρώην λευκής αθλητικής κάλτσας, μαυρισμένης από αίματα και βρομιές. Η γυναίκα έβγαζε έναν επα ναλαμβανόμενο ήχο που ακουγόταν σαν «Γκουμ! Γκουμ!» ενώ ε πιθεωρούσε τον κήπο και την πίσω αυλή. Κοίταξε τον Τζορτζ τον Κολοκυθοφάγο ως κάτι το αμελητέο και τον προσπέρασε με μεγά λα βήματα τραβώντας προς την πρασιά με τις αγγουριές. Εκεί γο νάτισε, έκοψε άγαρμπα ένα αγγούρι κι άρχισε να το μασουλίζει. Ο ηλικιωμένος αθλητής πήγε κουτσαίνοντας γοργά ως την άκρη του κήπου και εκεί σταμάτησε απότομα σαν ρομπότ που του σώθηκε η μπαταρία. Φορούσε μικρά, χρυσά γυαλάκια -πρεσβυωπίας, υπέθε σε ο Κλέι- που γυάλιζαν στο γκρίζο φως του πρωινού. Φαινόταν σαν άνθρωπος πολύ έξυπνος που είχε αποβλακωθεί ξαφνικά. Οι τρεις σύντροφοι μέσα στην κουζίνα στριμώχτηκαν στην ά κρη του παραθύρου και κοίταζαν κρατώντας την ανάσα τους. Το βλέμμα του ηλικιωμένου αθλητή στάθηκε στον Τζορτζ, που πέταξε κάτω μια φαγωμένη φλούδα, εξέτασε το υπόλοιπο της κολο κύθας και έχωσε ξανά τη μούρη του μέσα για να συνεχίσει το πρωι νό του. Όχι απλώς δεν έδειξε ίχνος επιθετικότητας προς τους νεο φερμένους, αλλά φαινόταν σαν να μην τους είχε αντιληφθεί καν. Ο γέρος προχώρησε κούτσα κούτσα, έσκυψε κι άρχισε να τρα βολογάει μια κολοκύθα σε μέγεθος μπάλας ποδοσφαίρου. Απείχε το πολύ ένα μέτρο από τον Τζορτζ. Ο Κλέι, που θυμήθηκε τη μά χη έξω από την είσοδο του σταθμού του μετρό, κράτησε την ανά σα του και περίμενε. Η Άλις αρπάχτηκε από το μπράτσο του. Όλη η ζεστασιά του ύπνου είχε χαθεί από το χέρι της. «Τι θα κάνει τώρα;» ρώτησε πνιχτά. Ο Κλέι κούνησε με απορία το κεφάλι του. Ο γέρος δοκίμασε να δαγκώσει την κολοκύθα και απλώς κοπά νησε τη μύτη του. Κανονικά, θα ήταν πολύ αστείο, αλλά δεν ήταν. Τα γυαλιά του στράβωσαν και τα έσπρωξε πίσω στη θέση τους.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
129
Ήταν μια κίνηση τόσο αυθόρμητη και φυσιολογική που ο Κλέι έ νιωσε για μια στιγμή σαν να ήταν αυτός ο τρελός της υπόθεσης. «Γκουμ!» φώναξε η γυναίκα με τη σκισμένη μπλούζα και πέτα ξε πέρα το μισοφαγωμένο αγγούρι της. Είχε εντοπίσει μερικές ό ψιμες ντομάτες και σύρθηκε προς τα εκεί με τα τέσσερα. Το πίσω μέρος του παντελονιού της ήταν γεμάτο βρομιές. Ο γέρος πρόσεξε το διακοσμητικό καροτσάκι του κηπουρού. Πήγε ως εκεί με την κολοκύθα του και τότε φάνηκε να δίνει για πρώτη φορά σημασία στον Τζορτζ, που καθόταν δίπλα στο καρό τσι. Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και τον κοίταξε. Και ο Τζορτζ έδει ξε με το χέρι του προς το καροτσάκι, κάνοντας μια κίνηση που ο Κλέι είχε δει αμέτρητες φορές. «Παρακαλώ, καθίστε», μουρμούρισε ο Τομ. «Να με πάρει ο διάβολος!» Ο γέρος γονάτισε στο χώμα, μια κίνηση που προφανώς του προκάλεσε πόνο. Μόρφασε, σήκωσε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του προς τον ουρανό και έβγαλε ένα πονεμένο γρύλισμα. Ύστερα σή κωσε την κολοκύθα πάνω από τη ρόδα. Τη ζύγιασε στον αέρα για αρκετή ώρα, υπολογίζοντας την ευθεία μέχρι που τα γέρικα μπράτσα του άρχισαν να τρεμουλιάζουν, κι ύστερα την κατέβασε με φόρα πάνω στον μεταλλικό τροχό. Η κολοκύθα άνοιξε στα δύο. Αυτό που έγινε στη συνέχεια έγινε γρήγορα. Ο Τζορτζ άφη σε τη δική του μισοφαγωμένη κολοκύθα να πέσει στην αγκαλιά του, έγειρε προς τα εμπρός, άρπαξε το κεφάλι του γέρου με τα μεγάλα, πασαλειμμένα με πορτοκαλιά ζουμιά χέρια του και το έ στριψε απότομα. Το κρακ που έκανε ο λαιμός του γέρου ακού στηκε ακόμη και πίσω από το κλειστό παράθυρο της κουζίνας. Τα μακριά άσπρα μαλλιά ανέμισαν. Τα χρυσά γυαλάκια έπεσαν πά νω στην πρασιά με τα παντζάρια. Το κορμί του έκανε έναν δυνα τό σπασμό και κοκάλωσε. Ο Τζορτζ το άφησε να πέσει. Η Άλις έ κανε να ουρλιάξει κι ο Τομ της έκλεισε το στόμα με την παλάμη του. Τα μάτια του κοριτσιού, γουρλωμένα από τον τρόμο, συνέχι σαν να κοιτάζουν πάνω από το χέρι του. Έξω στον κήπο, ο Τζορτζ έπιασε ένα καινούριο ζουμερό κομμάτι κολοκύθας και άρχισε να τρώει ήρεμα. Η γυναίκα με τη σκισμένη μπλούζα κοίταξε γύρω της εντελώς αδιάφορα κι ύστερα έκοψε άλλη μια ντομάτα και τη δάγκωσε.
130
STEPHEN KING
Κόκκινα ζουμιά έσταξαν από το πιγούνι της και κύλησαν πάνω στον βρόμικο λαιμό της. Αυτή κι ο Τζορτζ συνέχισαν να κάθονται ήρεμα στον κήπο της πίσω αυλής του Γομ Μακόρτ τρώγοντας ω μά λαχανικά. Για κάποιο μυστήριο λόγο ο Κλέι σκέφτηκε ξαφνικά τον τίτλο μιας από τις αγαπημένες του ζωγραφιές: Το Ειρηνικό Βασίλειο. Δεν είχε καταλάβει ότι το είπε δυνατά ως τη στιγμή που ο Τομ τον κοίταξε βλοσυρά και είπε: «Όχι πια». 13 Οι τρεις τους στέκονταν ακόμη μπροστά στο παράθυρο της κουζί νας πέντε λεπτά αργότερα, όταν άρχισε να χτυπάει ένας συναγερ μός από κάποια απόσταση. Ακουγόταν βραχνός και αδύναμος σαν να κόντευε να σταματήσει σύντομα. «Έχεις ιδέα τι μπορεί να είναι;» ρώτησε ο Κλέι τον Τομ. Έξω στον κήπο, ο Τζορτζ είχε εγκαταλείψει τις κολοκύθες και είχε ξε θάψει μια μεγάλη πατάτα. Αυτό τον είχε φέρει πιο κοντά στη γυ ναίκα, αλλά εκείνη δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται. Όχι ακόμα, του λάχιστον. «Αν μαντεύω σωστά, πρέπει να σταμάτησε η γεννήτρια στο Σέιφγουεϊ του Κέντρου», είπε ο Τομ. «Προφανώς, σε περίπτωση που συμβεί αυτό, ενεργοποιείται συναγερμός μπαταρίας, λόγω των ψυγείων με τα τρόφιμα. Αλλά δεν είμαι σίγουρος. Μπορεί να είναι και η Φερστ Μπανκ του Μόλντεν, ή...» «Κοιτάξτε!» είπε η Άλις. Η γυναίκα κοκάλωσε με το χέρι απλωμένο σε μια ντομάτα, ση κώθηκε και προχώρησε προς την ανατολική πλευρά του σπιτιού του Τομ. Ο Τζορτζ σηκώθηκε κι αυτός καθώς τον προσπερνούσε η γυναίκα και ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι θα τη σκότωνε, όπως είχε σκοτώσει λίγο πριν το γέρο. Μόρφασε αντανακλαστικά και είδε τον Τομ να αγκαλιάζει την Άλις, για να τη στρέψει προς την άλλη πλευρά, να μη δει. Αλλά ο Τζορτζ ακολούθησε απλώς τη γυναίκα και εξαφανίστηκε πίσω από τη γωνία του σπιτιού στο κατόπι της. Η Άλις γύρισε κι έτρεξε προς την πόρτα της κουζίνας.
Το ΚΙΝΗΤΌ
131
«Μη σε δουν!» είπε ο Τομ με σιγανή, αγωνιώδη φωνή κι έτρε ξε πίσω της. «Μείνε ήσυχος», είπε η Άλις. Ο Κλέι τους ακολούθησε, ανησυχώντας για όλα. Έφτασαν στην πόρτα της τραπεζαρίας τη στιγμή που η γυναίκα με το βρομερό γκρίζο παντελόνι και ο Τζορτζ με την ακόμα πιο βρομερή εργατική φόρμα περνούσαν έξω από το παράθυρο. Τα στόρια, που ήταν κατεβασμένα αλλά όχι κλειστά, έκοβαν σε λωρί δες τις δύο κινούμενες φιγούρες. Κανένας από τους δυο δεν κοίτα ξε προς το σπίτι και ο Τζορτζ ακολουθούσε τη γυναίκα από τόσο κοντά που θα μπορούσε άνετα να τη δαγκώσει στο σβέρκο. Η Ά λις, με τον Τομ και τον Κλέι πίσω της, προχώρησε στο διάδρομο ως το μικρό γραφείο του Τομ. Εκεί τα στόρια ήταν κλειστά, αλλά φάνηκαν οι σιλουέτες των δύο απέξω να προβάλλονται σαν σκιές σε οθόνη. Η Άλις συνέχισε προς το τέρμα του διαδρόμου και την πόρτα της μπροστινής βεράντας που έστεκε ανοιχτή. Το μάλλινο σάλι ήταν πεσμένο μισό πάνω και μισό κάτω από τον καναπέ, ό πως το είχε αφήσει ο Κλέι. Άαμπερό φως πρωινού ήλιου έλουζε την κλειστή βεράντα εισόδου. Οι σανίδες στο πάτωμα έμοιαζαν πυρωμένες. «Άλις, πρόσεχε!» είπε ο Κλέι. «Μην...» Αλλά το κορίτσι είχε ήδη σταματήσει. Απλώς κοίταζε. Ύστερα ο Τομ στάθηκε δίπλα της και είχαν σχεδόν το ίδιο ύψος. Κοιτώ ντας τους από πίσω, θα τους έπαιρνε κανείς για αδερφάκια. Κανέ νας από τους δυο δεν μπήκε στον κόπο να κρυφτεί για να μην τον δουν οι απέξω. «Να πάρει και να σηκώσει», είπε ο Τομ σαν να είχε δεχτεί ένα χτύπημα που του έκοψε την ανάσα. Η Άλις δίπλα του άρχισε να κλαίει· ένα σιγανό μουρμούρισμα μικρού παιδιού που δεν έχει πια κουράγιο να κλάψει. Ή που έχει αρχίσει να συνηθίζει την τιμωρία. Ο Κλέι έφτασε δίπλα τους. Η γυναίκα με το γκρίζο παντελόνι διέσχιζε διαγώνια την πρασιά με το γρασίδι μπροστά στο σπίτι. Ο Τζορτζ εξακολουθούσε να βαδίζει πίσω της, έχοντας συγχρονίσει απόλυτα το βήμα του με το δικό της. Το έχασε μόνο για μια στιγ μή, όταν βγήκαν στο δρόμο κι αυτός πέρασε γρήγορα δίπλα της και έπαψε να είναι η οπισθοφυλακή της. Η Σάλεμ Στρητ ήταν γεμάτη τρελούς των κινητών.
132
STEPHEN KING
Με μια πρώτη εκτίμηση, ο Κλέι υπολόγισε ότι ήταν περίπου χίλιοι, ίσως και παραπάνω. Έπειτα ανέλαβε πρωτοβουλία ο παρα τηρητής μέσα του -το ψυχρό μάτι του καλλιτέχνη- και συνειδητο ποίησε ότι είχε υπερεκτιμήσει κατά πολύ τον αριθμό τους, έχοντας αιφνιδιαστεί από την παρουσία τους. Εκεί που δεν περίμενε να δει ούτε ψυχή στο δρόμο είχε αντικρίσει ολόκληρο πλήθος. Και ήταν όλοι από αυτούς. Δεν άφηναν κανένα περιθώριο αμφιβολίας τα κε νά πρόσωπα, τα μάτια που ατένιζαν στο πουθενά, τα βρόμικα, μα τωμένα, κουρελιασμένα ρούχα (σε αρκετούς έλειπαν και τα ρού χα), οι σποραδικές άναρθρες κραυγές, οι κοφτές χειρονομίες που θύμιζαν νευρόσπαστα. Όπως εκείνος ο άντρας που φορούσε μόνο ένα μπλουζάκι πόλο και ένα κολλητό μαύρο εσώρουχο και χαιρε τούσε κάθε τόσο στρατιωτικά. Ή η ψηλή, παχιά κυρία που το κά τω χείλος της είχε σκιστεί και κρεμόταν ανοιχτό σε δυο σαρκώδη ρόδινα πέταλα που αποκάλυπταν όλη την κάτω μασέλα της. Ή ο ψηλός έφηβος με το μπλουτζίν που βάδιζε στο κέντρο της Σάλεμ Στρητ κραδαίνοντας κάτι που έμοιαζε με ματωμένο σιδερένιο λο στό. Ή ο Ινδός ή Πακιστανός κύριος που περνούσε τώρα μπροστά από το σπίτι του Τομ κουνώντας το σαγόνι του πέρα δώθε και τρί ζοντας δυνατά τα δόντια του. Και το αγόρι -στην ηλικία του Τζόνι, Χριστέ μου!- που περπατούσε σαν να μην έτρεχε τίποτε, σαν να μην ένιωθε κανέναν πόνο, ενώ το ένα χέρι του κρεμόταν σπα σμένο από την κλείδωση του ώμου. Και η όμορφη νεαρή με την κοντή φούστα και το κολλητό μπλουζάκι που κρατούσε μια ψόφια κουρούνα και έτρωγε κατευθείαν από το ανοιγμένο κόκκινο στο μάχι της. Κάποιοι βογκούσαν, κάποιοι έβγαζαν ήχους που θύμιζαν αόριστα λέξεις και όλοι κινούνταν προς την κατεύθυνση της ανα τολής. Ο Κλέι δεν ήξερε αν τους τραβούσε προς τα εκεί ο ήχος του συναγερμού ή η μυρωδιά των τροφίμων, αλλά βάδιζαν όλοι προς την κατεύθυνση του Μόλντεν Σέντερ. «Χριστέ μου, ο παράδεισος των ζόμπι», είπε ο Τομ. Ο Κλέι δεν απάντησε. Οι άνθρωποι εκεί έξω δεν ήταν ακριβώς ζόμπι, αλλά ο Τομ είχε πέσει πολύ κοντά. Αν κάποιος από αυτούς κοιτάξει προς τα εδώ και μας δει και αποφασίσει να μας κυνηγήσει, είμαστε ξεγραμμένοι. Δεν έχουμε καμιά ελπίδα. Ακόμη κι αν κλειδω θούμε στο κελάρι. Όσο για τα όπλα από το σπίτι απέναντι; Ξέχνα το. Η σκέψη ότι η γυναίκα του και ο γιος του μπορεί να έρχονταν
133
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
αντιμέτωποι με πλάσματα σαν κι αυτά τον γέμισε τρόμο. Δεν ήταν ιστορία σε κόμικς, κι αυτός δεν ήταν ήρωας. Ήταν ανήμπορος. Μπορεί οι τρεις τους να ήταν ασφαλείς μέσα στο σπίτι, αλλά απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα δεν θα ήταν εύκολο να πάνε πουθενά αλλού στο άμεσο μέλλον. 14 «Είναι σαν πουλιά», είπε η Άλις. Σκούπισε τα δάκρυα από τα μά γουλά της. «Σαν ένα σμήνος πουλιά». Ο Κλέι κατάλαβε αμέσως τι εννοούσε και την αγκάλιασε αυ θόρμητα. Η Αλις είχε εντοπίσει αυτό που του είχε κάνει εντύπωση όταν παρακολουθούσε τον Τζορτζ τον μηχανικό να ακολουθεί τη γυναίκα αντί να τη σκοτώσει, όπως είχε κάνει με το γέρο. Φανερά κενοί στον επάνω όροφο και οι δύο, είχαν βγει ωστόσο στην μπροστινή αυλή και στο δρόμο σαν να είχαν κάνει μια κοινή, βου βή συμφωνία. «Δεν το πιάνω», είπε ο Τομ. «Μάλλον δεν έχεις δει το Ταξίδι του Αυτοκράτορα, για τη μεγά λη πορεία των πιγκουίνων», του είπε η Άλις. «Το έχω δει. Όποτε θέλω να δω πιγκουίνους να κάνουν βάδην πηγαίνω σε γαλλικό εστιατόριο», είπε ο Τομ. «Δεν έχεις προσέξει ποτέ τα πουλιά γενικά, ειδικά την άνοιξη και το φθινόπωρο;» τον ρώτησε ο Κλέι. «Δεν μπορεί. Κουρνιά ζουν όλα μαζί στο ίδιο δέντρο ή στη σειρά στο ίδιο σύρμα...» «Και μερικές φορές είναι τόσο πολλά που το σύρμα κάνει κοι λιά», είπε η Άλις. «Μετά σηκώνονται όλα μαζί και πετάνε. Ο μπα μπάς μου λέει πως πρέπει να έχουν έναν αρχηγό, αλλά ο κύριος Σάλιβαν, στο μάθημα της Βιολογίας -πρόπερσι το κάναμε, στην πρώτη γυμνασίου-, μας είπε ότι είναι ο ομαδικός νους. Το ίδιο κά νουν τα μυρμήγκια, ή οι μέλισσες όταν αφήνουν την κυψέλη». «Το κοπάδι στρίβει απότομα δεξιά ή αριστερά, σαν ένα σώμα, αλλά τα πουλιά δε συγκρούονται ποτέ μεταξύ τους», είπε ο Κλέι. «Καμιά φορά είναι τόσο πολλά που μαυρίζει ο ουρανός ή κάνουν τόση φασαρία που σε τρελαίνουν». Σταμάτησε. «Εκεί στην εξοχή
134
STEPHEN KING
που μένω εγώ». Σταμάτησε ξανά. «Τομ... γνωρίζεις κανέναν από αυτούς τους...ανθρώπους;» «Μερικούς. Αυτός εκεί είναι ο κύριος Ποτογουάμι από το φούρνο», είπε δείχνοντας τον Ινδό που κουνούσε το σαγόνι του κι έτριζε τα δόντια. «Εκείνη η όμορφη κοπέλα... νομίζω πως δουλεύει στην τράπεζα. Και θυμάσαι τον κύριο Σκότονι που σου έλεγα, αυ τόν που μένει απέναντι μου από την πίσω μεριά του τετραγώνου;» Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. Ο Τομ έχασε ξαφνικά το χρώμα του κι έδειξε μια γυναίκα, σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, που φορούσε μόνο μια λεκιασμένη πο διά της κουζίνας που της έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών. Ξανθά τσουλούφια κρέμονταν πάνω στα μάγουλά της και στο δεξί ρου θούνι της γυάλιζε ένας κρίκος. «Αυτή είναι η νύφη του», είπε ο Τομ. «Η Τζούντι. Έχει σκοτωθεί να μου δείξει πόσο με συμπαθεί». Και πρόσθεσε σε ξερό, ψύχραιμο τόνο: «Στενοχωριέμαι πολύ που τη βλέπω έτσι». Από την κατεύθυνση του κέντρου της πόλης ακούστηκαν πυ ροβολισμοί. Η Άλις έβγαλε μια φωνή, αλλά αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να της κλείσει το στόμα ο Τομ, το έκανε από μόνη της. Έτσι κι αλλιώς, κανένας από τους ανθρώπους στο δρόμο δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος της. Ούτε η ριπή -από αυτόματο ό πλο, υπέθεσε ο Κλέι- είχε φανεί να τους ταράζει. Απλώς συνέχι σαν να περπατάνε, ούτε πιο αργά, ούτε πιο γρήγορα. Ο Κλέι περί μενε να ακούσει κι άλλους πυροβολισμούς. Ακούστηκε μόνο μια κραυγή, πολύ σύντομη, που κόπηκε απότομα. Είχαν σταθεί και οι τρεις στη σκιά, πίσω από την πόρτα προς τη βεράντα, και παρακολουθούσαν χωρίς να μιλάνε. Όλοι αυτοί που περνούσαν πήγαιναν ανατολικά και, παρ' όλο που δεν βάδι ζαν σε σχηματισμό, υπήρχε οπωσδήποτε μια τάξη στην παρέλασή τους. Ο Κλέι το διέκρινε αυτό πιο καλά όχι κοιτώντας τους ίδιους τους τρελούς, που συχνά κούτσαιναν ή έσερναν τα πόδια τους, που παραμιλούσαν και έκαναν παράξενες χειρονομίες, αλλά στο ρυθμό με τον οποίο περνούσαν οι σκιές τους έτσι όπως έπεφταν πάνω στο πεζοδρόμιο. Του θύμισαν τα Επίκαιρα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου τα βομβαρδιστικά περνούσαν κατά κύματα στον ουρανό. Μέτρησε διακόσιους πενήντα πριν τα παρα τήσει. Άντρες, γυναίκες, έφηβους. Και αρκετά παιδιά στην ηλικία
Το ΚΙΝΗΤΌ
135
του Τζόνι. Πολύ περισσότερα παιδιά παρά ηλικιωμένους, αν και ήταν ελάχιστα τα παιδιά ηλικίας κάτω των δέκα. Δεν ήθελε να σκεφτεί τι είχαν απογίνει τα μικρότερα παιδάκια που έμειναν χω ρίς κανέναν να τα φροντίζει μετά τον Παλμό. Ή τα αγοράκια και ra κοριτσάκια που βρίσκονταν κοντά σε ε νήλικους με κινητά. Όσο για τα παιδιά με άδεια βλέμματα που περνούσαν τώρα α πό μπροστά του, ο Κλέι αναρωτήθηκε πόσα από αυτά δεν είχαν ψήσει φέτος τους γονείς τους να τους αγοράσουν κινητά με χαρω πούς ήχους κλήσης, όπως ο Τζόνι. «Ένα μυαλό», είπε ο Τομ. «Το πιστεύετε;» «Εγώ, ναι», είπε η Άλις. «Γιατί... όσο να 'ναι... τι μυαλό μπο ρεί να έχουν πια αυτοί από μόνοι τους;» «Δίκιο έχει», είπε ο Κλέι. Το αποδημητικό κύμα (αν το σκεφτόσουν μια φορά έτσι, ήταν αδύνατον μετά να το δεις αλλιώς) αραίωσε μετά από μισή ώρα πε ρίπου, αλλά δεν σταμάτησε. Πέρασαν τρεις άντρες που βάδιζαν σε τριάδα, ένας με μπλουζάκι του μπόουλινγκ, ένας με τα υπόλοιπα ενός κοστουμιού και ο τρίτος με το κάτω μέρος του προσώπου του μια μάζα από σάρκες και αίματα. Ύστερα πέρασαν δύο άντρες και μια γυναίκα που πήγαιναν ο ένας πίσω από τον άλλον, έπειτα μια μεσόκοπη κυρία που έμοιαζε για βιβλιοθηκάριος (αρκεί να αγνο ούσες το ένα γυμνό στήθος της που κουνιόταν πέρα δώθε) πιασμέ νη αγκαζέ με ένα μικρομέγαλο, κοκαλιάρικο κορίτσι που θα μπο ρούσε να ήταν βοηθός βιβλιοθηκάριος. Ακολούθησε μια παύση στην πορεία κι έπειτα πέρασε άλλη μια ντουζίνα, βαδίζοντας σε σχηματισμό κενού τετραγώνου, σαν μάχιμη μονάδα από τους Να πολεόντειους Πολέμους. Και από μακριά άρχισαν να ακούγονται ήχοι μάχης: σποραδικοί πυροβολισμοί από τουφέκια ή περίστροφα και μια φορά η ριπή ενός αυτομάτου, από πολύ πιο κοντά, από το γειτονικό Μέντφορντ ίσως, ή και από το ίδιο το Μόλντεν. Και κραυγές, μακρινές οι περισσότερες. Υπήρχαν ακόμη λογικοί άνθρωποι σ' εκείνα τα μέρη, και μερι κοί από αυτούς είχαν στα χέρια τους όπλα. Προφανώς, αμύνονταν πυροβολώντας τους τρελούς των κινητών. Άλλοι ίσως δεν είχαν την τύχη να βρίσκονται μέσα σε σπίτια όταν ανέτειλε ο ήλιος και βγήκαν οι τρελοί. Ο Κλέι θυμήθηκε τον Τζορτζ τον μηχανικό να
136
STEPHEN KING
αρπάζει το κεφάλι του γέρου με τα πορτοκαλιά του χέρια, να το στρίβει, να σπάει το λαιμό και τα γυαλάκια για το διάβασμα να πέφτουν πάνω στα παντζάρια και να μένουν εκεί. Για πάντα. «Θέλω να πάω μέσα να καθίσω κάπου», είπε η Άλις. «Δε θέλω να τους βλέπω άλλο. Ούτε να τους ακούω. Με αηδιάζουν». «Φυσικά», είπε ο Κλέι. «Τομ, δεν πας;...» «Όχι», είπε ο Τομ. «Πήγαινε εσύ. Εγώ θα μείνω να παρακο λουθήσω. Νομίζω πως ένας από μας πρέπει να μείνει να παρακο λουθεί, δε συμφωνείς;» Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. Συμφωνούσε. «Έλα να με αντικαταστήσεις σε καμιά ώρα. Στρίβε τώρα και πήγαινε να ξεκουραστείς». «Εντάξει. Έγινε». Ο Κλέι αγκάλιασε την Άλις από τους ώμους και προχώρησαν στο διάδρομο. «Κάτι ακόμα», φώναξε πίσω τους ο Τομ. Γύρισαν και τον κοίταξαν. «Νομίζω πως πρέπει να προσπαθήσουμε όλοι να ξεκουρα στούμε όσο περισσότερο γίνεται σήμερα. Αν σκοπεύουμε ακόμη να φύγουμε προς τα βόρεια». Ο Κλέι τον κοίταξε καλά καλά για να σιγουρευτεί ότι σοβαρολογούσε. Έτσι έδειχνε, αλλά... «Είδες τι γίνεται εκεί έξω;» ρώτησε. «Άκουσες τους πυροβολι σμούς; Τις...» Απέφυγε να πει κραυγές, επειδή ήταν μπροστά η Ά λις, αν και ήταν πολύ αργά για να προσπαθήσει να προστατέψει τις ευαισθησίες που της είχαν απομείνει, «...τις φωνές;» «Και βέβαια», είπε ο Τομ. «Όμως οι τρελοί εξαφανίστηκαν τη νύχτα, έτσι δεν είναι;» Για μερικές στιγμές ο Κλέι και η Άλις έμειναν κόκαλο. Έπειτα η Άλις άρχισε να χτυπάει τα χέρια της, σε ένα ήρεμο, σχεδόν βου βό χειροκρότημα. Και ο Κλέι άρχισε να χαμογελάει. Αισθάνθηκε άβολα μ' εκείνο το χαμόγελο στα χείλη του και η ελπίδα που το προκαλούσε ήταν σχεδόν μια οδυνηρή αίσθηση. «Τομ, υποψιάζομαι ότι είσαι μεγαλοφυία», είπε. Ο Τομ δεν του ανταπέδωσε το χαμόγελο. «Μη φτιάχνεσαι», εί πε. «Ποτέ δεν πέρασα τη βάση στα σχολικά τεστ ικανότητας».
137
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
15 Νιώθοντας εμφανώς καλύτερα, η Άλις ανέβηκε επάνω να ψάξει στην ντουλάπα του Τομ για ρούχα που θα μπορούσε να φορέσει. Ο Κλέι κάθισε στον καναπέ και σκεφτόταν τη Σάρον και τον Τζόνι, προσπαθώντας να μαντέψει τι μπορεί να είχαν κάνει και πού ή ταν πιθανό να είχαν πάει, πάντα με την προϋπόθεση ότι είχαν την τύχη να βρίσκονται μαζί. Λαγοκοιμήθηκε καθιστός και τους είδε στον ύπνο του, στο δημοτικό σχολείο του Κεντ Ποντ, εκεί που δί δασκε η Σάρον. Ήταν ταμπουρωμένοι στο γυμναστήριο μαζί με καμιά τριανταριά άλλους, έτρωγαν σάντουιτς από την καντίνα του σχολείου και έπιναν μικρά κουτάκια σοκολατούχο γάλα. Ήταν... Τον ξύπνησε η Άλις, που τον φώναζε από επάνω. Ο Κλέι κοί ταξε το ρολόι του και είδε ότι κοιμόταν είκοσι λεπτά στον καναπέ. Σάλια είχαν τρέξει στο πιγούνι του. Πήγε στη βάση της σκάλας. «Άλις; Όλα εντάξει;» Είδε ότι είχε στραφεί και ο Τομ και κοίταζε. «Ναι, αλλά μπορείς να έρθεις για ένα λεπτό;» «Και βέβαια». Ο Κλέι κοίταξε τον Τομ, ανασήκωσε τους ώ μους του κι ανέβηκε επάνω. Η Άλις ήταν στο δωμάτιο των ξένων, που δεν φαινόταν να έχει φιλοξενήσει και πολλούς ξένους. Τα δυο μαξιλάρια έδειχναν πως ο Τομ είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας κοντά στο κο ρίτσι και τα ανακατωμένα σκεπάσματα ήταν ένδειξη άσχημου ύ πνου. Η Άλις είχε βρει ένα χακί παντελόνι που της ερχόταν σχεδόν ίσα ίσα και ένα φούτερ με τη στάμπα ενός γιγάντιου κύματος και τις λέξεις ΚΑΝΟΜΠΙ ΛΕΪΚ ΠΑΡΚ να ακολουθούν την κορυφο γραμμή του. Πάνω στο πάτωμα ήταν ένα μεγάλο φορητό ραδιοκα σετόφωνο, από κείνα που ο Κλέι και οι φίλοι του λιγουρεύονταν όπως ο Τζόνι-Τζι το κόκκινο κινητό, όταν ήταν έφηβοι. Ο Κλέι και οι φίλοι του αποκαλούσαν αυτά τα μηχανήματα «φορητά του γκέ το» -οι μαύροι τα κουβαλούσαν συνήθως στον ώμο τους και τα έ παιζαν στη διαπασών κολλητά στο αυτί τους- ή «ντουντούκες». «Το βρήκα μέσα στην ντουλάπα και οι μπαταρίες του φαίνο νται φρέσκιες», είπε η Άλις. «Σκέφτηκα να το ανοίξω να ψάξω για κανένα σταθμό, αλλά φοβήθηκα».
138
STEPHEN KING
Ο Κλέι κοίταξε το ραδιοκασετόφωνο πάνω στο καλογυαλισμέ νο δρύινο πάτωμα και φοβήθηκε κι αυτός. Λες κι έβλεπε οπλισμέ νο περίστροφο. Ταυτόχρονα, του ήρθε να απλώσει το χέρι του και να γυρίσει το κουμπί επιλογής από την ένδειξη CD στην ένδειξη FM. Το ίδιο θα πρέπει να είχε νιώσει και η Άλις, υπέθεσε, και γι' αυτό τον είχε φωνάξει. Δεν πρέπει να διέφερε από την επιθυμία να πιάσεις στα χέρια σου ένα οπλισμένο περίστροφο. «Μου το χάρισε η αδερφή μου πρόπερσι, στα γενέθλια μου», είπε ο Τομ από την πόρτα και ο Κλέι με την Άλις τινάχτηκαν. «Τον Ιούλιο που μας πέρασε του έβαλα μπαταρίες και το πήρα στην παραλία. Όταν ήμουν μικρός, όλοι πηγαίναμε στην παραλία με τα ραδιόφωνά μας, αλλά εγώ ποτέ δεν είχα ένα τόσο μεγάλο». «Ούτε εγώ», είπε ο Κλέι. «Αλλά το ονειρευόμουν». «Το πήρα μαζί μου στην παραλία του Χάμπτον του Νιου Χαμσάιρ, με ένα πάκο CD των Βαν Άλεν και της Μαντόνα, αλλά δεν ήταν το ίδιο. Ούτε κατά διάνοια. Από τότε δεν το έχω ξαναχρησι μοποιήσει. Όλοι οι σταθμοί θα είναι νεκροί, φαντάζομαι, εσείς τι λέτε;» «Μερικοί σίγουρα θα εκπέμπουν ακόμη», είπε η Άλις. Δάγκωνε νευρικά το κάτω χείλος της. Ο Κλέι σκέφτηκε πως, αν δεν σταμα τούσε σύντομα, θα το μάτωνε. «Κάποιοι σταθμοί που οι φίλοι μου τους λένε ρομπο-έιτις. Έχουν εύκολα ονόματα όπως ΜΠΟΜΠ και ΦΡΑΝΚ, αλλά προέρχονται όλοι από το ίδιο γιγάντιο ραδιο-κομπιούτερ που βρίσκεται στο Κολοράντο και αναμεταδίδει μέσω δορυφόρου. Τουλάχιστον, έτσι λένε οι φίλοι μου. Και...» Έγλειψε το χείλος της στο σημείο που δάγκωνε. Ήταν γυαλιστερό από το αίμα που είχε μαζευτεί κάτω από την επιφάνεια. «Το ίδιο δε γίνεται και με το σήμα των κινητών; Δε μεταδίδεται μέσω δορυφόρων;» «Δεν ξέρω», είπε ο Τομ. «Νομίζω πως ναι, τα υπεραστικά ί σως... τα υπερπόντια σίγουρα... και υποθέτω ότι η σωστή ιδιοφυΐα θα μπορούσε να στείλει το λάθος δορυφορικό σήμα σε όλες αυτές τις κεραίες μικροκυμάτων της κινητής τηλεφωνίας που βλέπου με... αυτές που κατανέμουν το σήμα...» Ο Κλέι κατάλαβε για ποιες κεραίες μιλούσε ο Τομ: για τους α τσάλινους σκελετούς με τα δορυφορικά πιάτα ολόγυρά τους, που έμοιαζαν με γκρίζες βεντούζες. Είχαν ξεφυτρώσει παντού τα τε λευταία δέκα χρόνια.
Το ΚΙΝΗΤΌ
139
«Αν πιάσουμε έναν τοπικό σταθμό», πρότεινε ο Τομ, «ίσως μπορέσουμε να ακούσουμε ειδήσεις. Να πάρουμε μια ιδέα για το τι να κάνουμε, πού να πάμε». «Ναι, αλλά αν αυτό το πράγμα μεταδίδεται και με τα ραδιοκύ ματα;» είπε η Άλις. «Καταλάβατε τώρα τι λέω; Αν συντονιστείς μ' αυτό που άκουσε η...» Έγλειψε πάλι το χείλος της και ξανάρχισε το μάσημα, «...η μητέρα μου; Και ο πατέρας μου; Κι αυτός, ναι. Είχε ένα ολοκαίνουριο κινητό, με όλα τα κλαπατσίμπαλα -βίντεο, αυτόματη κλήση, σύνδεση με Ίντερνετ-, είχε ξετρελαθεί με το και νούριο μωρό του!» Έβγαλε ένα μικρό γέλιο, υστερικό και λυπημέ νο μαζί· συνδυασμός που σε ζάλιζε. «Και αν συντονιστούμε σ' αυ τό που άκουσαν εκείνοι; Οι γονείς μου, οι άνθρωποι εκεί έξω; Θέ λετε να το ρισκάρετε;» Στην αρχή ο Τομ δεν μίλησε. Ύστερα είπε, διστακτικά, σαν να δοκίμαζε πώς ακουγόταν η ιδέα: «Μπορεί να το ρισκάρει μόνο ο ένας από μας. Οι άλλοι δύο να φύγουν και να περιμένουν μέχρι...» «Όχι», είπε ο Κλέι. «Όχι, σας παρακαλώ», είπε η Άλις, σχεδόν έτοιμη να βάλει τα κλάματα πάλι. «Σας θέλω και τους δυο. Σας χρειάζομαι και τους δυο». Στέκονταν γύρω από το ραδιόφωνο και το κοίταζαν. Ο Κλέι κατέληξε να σκέφτεται τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντα σίας που διάβαζε όταν ήταν έφηβος (στην παραλία μερικές φορές, ακούγοντας Νιρβάνα αντί για Βαν Άλεν στο ραδιόφωνο). Σε πολ λά απ' αυτά ερχόταν το τέλος του κόσμου. Κι έπειτα οι ήρωες τον ξανάχτιζαν από την αρχή. Όχι χωρίς αγώνες και δυσκολίες και α νατροπές, αλλά ναι, χρησιμοποιούσαν όλα τα σύγχρονα εργαλεία και την τεχνολογία για να τον ξαναχτίσουν από την αρχή. Πουθε νά δεν θυμόταν να στέκονταν άπραγοι οι ήρωες μέσα σε μια κρε βατοκάμαρα κοιτώντας ένα ραδιόφωνο στο πάτωμα. Αργά ή γρή γορα κάποιος θα χρησιμοποιήσει ένα εργαλείο ή θα ανάψει ένα ρα διόφωνο, κατέληξε, γιατί κάποιος πρέπει οπωσδήποτε να το κάνει. Ναι. Αλλά όχι εκείνο το πρωί. Νιώθοντας σαν να πρόδιδε κάτι ανώτερο απ' αυτό που χωρού σε ο νους του, σήκωσε το φορητό ραδιοκασετόφωνο του Τομ, το έβαλε πίσω στην ντουλάπα και έκλεισε την πόρτα.
140
STEPHEN KING
16 Περίπου μια ώρα αργότερα, η τακτική αποδημία προς τα ανατολι κά άρχισε να καταρρέει. Ο Κλέι ήταν σκοπιά. Η Άλις βρισκόταν στην κουζίνα και έτρωγε ένα από τα σάντουιτς που είχαν φέρει μαζί τους από τη Βοστόνη. Είχε πει ότι έπρεπε να τελειώσουν τα σάντουιτς πριν αρχίσουν να καταναλώνουν τις κονσέρβες που υ πήρχαν στο μικρό ντουλάπι του Τομ, γιατί κανείς δεν ήξερε πότε θα έβρισκαν ξανά φρέσκα τρόφιμα. Ο Τομ κοιμόταν στον καναπέ του καθιστικού. Ο Κλέι άκουγε το σιγανό, ήρεμο ροχαλητό του. Αρχικά πρόσεξε μερικούς που πήγαιναν κόντρα στο ρεύμα προς τα ανατολικά κι έπειτα διαισθάνθηκε μια χαλάρωση της τά ξης που επικρατούσε στη Σάλεμ Στρητ. Ήταν τόσο αόριστη που ο εγκέφαλός του το κατέγραψε σαν διαίσθηση και όχι σαν κάτι συ γκεκριμένο που το είχε παρατηρήσει με τα μάτια του. Ο Κλέι δεν έδωσε σημασία. Σκέφτηκε ότι ήταν ψεύτικη εντύπωση, ότι οφει λόταν στους λίγους αποπροσανατολισμένους που πήγαιναν δυτικά αντί ανατολικά. Μέχρι που κοίταξε τις σκιές στην άσφαλτο. Η τα κτική ακολουθία σε σχήμα ψαροκόκαλου που είχε παρατηρήσει νωρίτερα τώρα είχε αρχίσει να παραμορφώνεται. Και σύντομα έ παψε να υπάρχει οποιοδήποτε μοτίβο. Κι άλλοι άνθρωποι κατευθύνονταν δυτικά τώρα. Όλοι ροκάνι ζαν τρόφιμα που πρέπει να είχαν πάρει από κάποιο σούπερ μάρκετ, μάλλον από το Σέιφγουεϊ που είχε αναφέρει πριν ο Τομ. Η νύ φη του κυρίου Σκότονι κουβαλούσε έναν τεράστιο κορμό παγωτό σοκολάτα, που έλιωνε πάνω στην ποδιά της και την είχε πασαλεί ψει από τη μύτη ως τα γόνατα. Και αν ο Ινδός κύριος Ποτογουάμι ήταν εκ πεποιθήσεως χορτοφάγος μέχρι χτες, τώρα σεργιάνιζε τσι μπολογώντας από τον ωμό κιμά με τον οποίο είχε γεμίσει και τις δύο χούφτες του. Ένας χοντρός με βρόμικο μπεζ κοστούμι κρα τούσε αγκαλιά κάτι που έμοιαζε με μισοξεπαγωμένο αρνίσιο μπούτι και, όταν η Τζούντι Σκότονι δοκίμασε να του το πάρει, ο χοντρός τής έριξε μια με το μπούτι κατακούτελα. Η γυναίκα έπεσε αργά και αθόρυβα, σαν χτυπημένος ταύρος σε αρένα, με την κοι λιά μπροστά, πλακώνοντας τον μισολιωμένο κορμό παγωτό σοκο λάτα της πάνω στην άσφαλτο.
Το ΚΙΝΗΤΌ
141
Στη Σάλεμ Στρητ υπήρχε τώρα ένα αραιό πλήθος που στριφο γύριζε άσκοπα καν άφθονη βία για συνοδεία, που όμως σε καμιά περίπτωση δεν ήταν η τυφλή, άσκοπη βία του χτεσινού απογεύμα τος. Στο Μόλντεν Σέντερ, ο κουρασμένος βραχνός συναγερμός εί χε αποπνεύσει εδώ και ώρα. Από κάπου μακριά συνέχιζαν να α κούγονται σποραδικοί πυροβολισμοί, αλλά ούτε ένας κοντινός με τά από εκείνη τη ριπή αυτομάτου που είχε ακουστεί νωρίς το πρωί από το κέντρο της πόλης. Ο Κλέι παρατηρούσε προσεκτικά για να δει αν κάποιοι από τους τρελούς θα επιχειρούσαν να μπουν σε σπίτια, αλλά εκείνοι, παρ' όλο που βάδιζαν αραιά και πού στις πρασιές με το γρασίδι, δεν έδιναν κανένα σημάδι ότι σκόπευαν να προχωρήσουν από την απλή καταπάτηση ξένης ιδιοκτησίας στη διάρρηξη. Αυτό που κυρίως έκαναν ήταν να τριγυρίζουν άσκοπα, προσπαθώντας πού και πού ν' αρπάξουν την τροφή ο ένας του άλ λου, και τότε άρχιζαν τις μπουνιές και τις δαγκωνιές. Τρεις, τέσ σερις -η έγκυος Σκότονι, παραδείγματος χάρη- ήταν πεσμένοι στο δρόμο, νεκροί ή αναίσθητοι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς που είχαν περάσει νωρίτερα μπροστά από το σπίτι του Τομ βρίσκο νταν ακόμη στην κεντρική πλατεία της πόλης, ίσως έχοντας στή σει υπαίθριο χορό, σκέφτηκε ο Κλέι, στα πλαίσια του Πρώτου Ε τήσιου Φεστιβάλ Ωμού Κρέατος του Μόλντεν. Καλύτερα που εί χαν μείνει εκεί. Ήταν περίεργο όμως το πώς η ομαδική αίσθηση του σκοπού -η αίσθηση του κοπαδιού- έμοιαζε να χαλαρώνει και να χάνεται. Μετά τις δώδεκα το μεσημέρι, όταν άρχισε να νυστάζει για τα καλά πια, ο Κλέι πήγε στην κουζίνα και βρήκε την Άλις να λαγοκοιμάται στο τραπέζι, με το κεφάλι πάνω στα σταυρωμένα χέρια της. Στη χούφτα της κρατούσε χαλαρά το αθλητικό παπουτσάκι, το Μωρουδίστικο Νάικ, όπως το είχε αποκαλέσει. Όταν ο Κλέι την ξύπνησε, τον κοίταξε νυσταγμένα και έφερε ενστικτωδώς το παπούτσι πάνω στο στήθος της, σαν να φοβήθηκε ότι ήθελε να της το πάρει. Ο Κλέι τη ρώτησε αν μπορούσε να τον αντικαταστήσει για λί γη ώρα φυλώντας σκοπιά στο τέρμα του διαδρόμου, χωρίς να απο κοιμηθεί ξανά ή να τη δουν απέξω. Του απάντησε ότι μπορούσε. Ο Κλέι βασίστηκε στο λόγο της και κουβάλησε μια από τις καρέ-
142
STEPHEN KING
κλες της κουζίνας για να καθίσει. Η Άλις κοντοστάθηκε μπροστά από την πόρτα του καθιστικού. «Ρίξε μια ματιά», του είπε. Ο Κλέι κοίταξε πάνω από τον ώμο του κοριτσιού και είδε το γάτο, τον Ρέιφ, να κοιμάται κουλουριασμένος πάνω στην κοιλιά του Τομ. Γουργούριζε πανευτυχής. Η Άλις κάθισε εκεί που έβαλε ο Κλέι την καρέκλα, αρκετά πιο μέσα από την πόρτα, ώστε να μη φαίνεται από το δρόμο αν τύχαι νε να κοιτάξει κανείς. Με την πρώτη ματιά που έριξε στη Σάλεμ Στρητ, η Άλις είπε: «Δεν είναι πια κοπάδι. Τι έπαθαν;» «Δεν ξέρω». «Τι ώρα είναι;» Ο Κλέι κοίταξε το ρολόι του. «Δώδεκα και είκοσι». «Τι ώρα ήταν όταν προσέξαμε ότι έγιναν κοπάδι;» «Δεν ξέρω, Άλις». Ο Κλέι προσπαθούσε να είναι υπομονετικός με το κορίτσι, αλλά έκλειναν τα μάτια του από τη νύστα. «Εξίμισι; Εφτά; Δεν ξέρω. Τι σημασία έχει;» «Αν καταγράψουμε τη συμπεριφορά τους, μπορεί να σημαίνει πολλά, δε νομίζεις;» Ο Κλέι της απάντησε ότι θα το σκεφτόταν αφού θα είχε κοιμη θεί και ξεκουραστεί πρώτα. «Μια δυο ωρίτσες», της είπε. «Ύστε ρα ξύπνησε ή εμένα ή τον Τομ. Νωρίτερα, αν κάτι δεν πάει καλά». «Χειρότερα απ' αυτό δε γίνεται», είπε σιγανά η Άλις. «Πήγαι νε επάνω. Φαίνεσαι πραγματικά ράκος». Ο Κλέι ανέβηκε στο δωμάτιο των ξένων, έβγαλε τα παπούτσια του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Σκέφτηκε για λίγο αυτό που είχε πει η Άλις: Αν καταγράψουμε τη συμπεριφορά τους. Είχε μια λογι κή. Αίγες οι πιθανότητες, αλλά μπορεί και να... Ήταν ένα ευχάριστο δωμάτιο, πολύ ευχάριστο, γεμάτο ήλιο. Ξαπλώνοντας σ' ένα δωμάτιο σαν κι αυτό, πολύ εύκολα ξεχνούσες πως μέσα στην ντουλάπα υπήρχε ένα ραδιόφωνο που δεν τολμού σες να το ανοίξεις. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο να ξεχάσεις ό τι η γυναίκα σου, αγαπημένη ακόμα παρά το χωρισμό, και ο γιος σου -ο λατρεμένος, όχι απλώς αγαπημένος- μπορεί να είχαν τρε λαθεί. Παρ' όλα αυτά, το σώμα έχει τις δικές του επιτακτικές ανά γκες. Και αν υπήρχε ιδανικό δωμάτιο για απογευματινό υπνάκο, ή ταν αυτό εδώ. Το ποντίκι του πανικού σάλεψε, αλλά δεν δάγκωσε και ο Κλέι αποκοιμήθηκε σχεδόν με το που έκλεισε τα μάτια του.
143
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
17 Αυτή τη φορά ξύπνησε η Άλις τον Κλέι, ταρακουνώντας τον. Το μικρό μοβ παπουτσάκι ταλαντευόταν μπροστά στο στήθος του ό πως τον κουνούσε από τον ώμο. Η Άλις το είχε δέσει στον καρπό της, σαν ένα είδος μακάβριου φυλαχτού. Το φως στο δωμάτιο είχε αλλάξει. Έπεφτε από άλλη γωνία και ήταν πολύ λιγότερο. Ο ίδιος είχε γυρίσει στο πλευρό του και ένιωθε την ανάγκη να πάει στην τουαλέτα, σίγουρο σημάδι ότι είχε κοιμηθεί αρκετά. Ανακάθισε στο κρεβάτι και είδε έκπληκτος, αν όχι έντρομος, ότι η ώρα ήταν έξι και τέταρτο. Είχε κοιμηθεί πάνω από πέντε ώρες. Ήταν επόμε νο, γιατί η περασμένη νύχτα δεν ήταν η πρώτη που είχε κοιμηθεί ελάχιστα. Και την προηγούμενη του είχε λείψει ύπνος. Νευρικότη τα και αγωνία για την παρουσίαση που είχε να κάνει στους αν θρώπους της Νταρκ Χορς Κόμικς. «Όλα εντάξει;» ρώτησε την Άλις. «Γιατί με άφησες και κοιμή θηκα τόσες ώρες;» «Γιατί το χρειαζόσουν. Ο Τομ κοιμήθηκε ως τις δύο κι εγώ ως τις τέσσερις. Μετά φυλάγαμε σκοπιά μαζί. Κατέβα να δεις κι εσύ. Είναι εκπληκτικό». «Έγιναν πάλι κοπάδι;» Η Άλις κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. «Και πάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση τώρα. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Έλα και θα δεις». Ο Κλέι άδειασε την κύστη του στο μπάνιο και έτρεξε στο ισό γειο. Ο Τομ και η Άλις στέκονταν όρθιοι στην εσωτερική πόρτα της βεράντας, αγκαλιασμένοι από τη μέση. Δεν υπήρχε πια φόβος να τους δουν απέξω· ο ουρανός είχε συννεφιάσει και η βεράντα εί χε βυθιστεί ήδη στη σκιά. Λίγοι άνθρωποι είχαν απομείνει στη Σάλεμ Στρητ. Όλοι κινούνταν προς τα δυτικά, όχι ακριβώς τρέχο ντας, αλλά με σταθερό, γοργό βήμα. Πέρασε μια ομάδα των τεσ σάρων που έπιανε όλο το δρόμο, δρασκελίζοντας πεσμένα σώμα τα και πεταμένα τρόφιμα, που ανάμεσά τους ήταν και το κατεψυγ μένο αρνίσιο μπούτι φαγωμένο ως το κόκαλο, πολλές σκισμένες πλαστικές και χάρτινες συσκευασίες με άγνωστο περιεχόμενο και σκόρπια, πατημένα φρούτα και λαχανικά. Πίσω τους ακολουθού-
144
STEPHEN KING
σε μια ομάδα των έξι σε ευθεία παράταξη. Οι δύο ακρινοί πήγαι ναν από τα πεζοδρόμια. Δεν κοίταζαν ο ένας τον άλλον, αλλά ήταν τόσο καλά στοιχισμένοι, που, όταν πέρασαν μπροστά από το σπίτι, του Τομ, φάνηκαν για μια στιγμή σαν ένα σώμα και ο Κλέι πρόσεξε ότι ακόμη και τα χέρια τους κινούνταν σε απόλυτο συγχρονι σμό. Πίσω τους ακολουθούσε ένας νεαρός, δεκατετράχρονος το πολύ, που κούτσαινε κι έβγαζε κάτι άναρθρα μουγκανητά σαν πρόβατο πασχίζοντας να τους προλάβει. «Άφησαν πίσω τους νεκρούς και τους βαριά αναίσθητους», εί πε ο Τομ, «αλλά βοήθησαν έναν δυο που σάλευαν να σηκωθούν». Ο Κλέι αναζήτησε την έγκυο και δεν την είδε πουθενά. «Η νε αρή Σκότονι;» «Ήταν μια από αυτούς που βοηθήθηκαν». «Άρα, ξανάρχισαν να λειτουργούν σαν άνθρωποι». «Ούτε να το σκέφτεσαι», είπε η Άλις. «Ένας απ' αυτούς που βοήθησαν δεν μπορούσε να περπατήσει και, αφού ξανάπεσε δυο τρεις φορές, ο ένας από τους δύο που τον στήριζαν βαρέθηκε να παριστάνει τον πρόσκοπο και τον...» «Τον σκότωσε», είπε ο Τομ. «Κι ούτε καν με τα χέρια, όπως ο άλλος στον κήπο. Με τα δόντια. Του έσκισε το λαιμό». «Εγώ είδα τι πήγαινε να κάνει και κοίταξα αλλού», είπε η Ά λις. «Άκουσα, όμως, πώς... στρίγκλισε». «Ήρεμα», είπε ο Κλέι και της έσφιξε μαλακά το μπράτσο. «Η ρέμησε τώρα». Ο δρόμος είχε σχεδόν ερημώσει. Πέρασαν άλλοι δυο βαριά· χτυπημένοι, αλλά, παρ' όλο που πήγαιναν δίπλα δίπλα, κούτσαι ναν τόσο άσχημα και οι δυο που χανόταν κάθε εντύπωση συγχρο νισμού. «Πού πηγαίνουν;» ρώτησε ο Κλέι. «Η Άλις πιστεύει ότι μαζεύονται κάπου μέσα», είπε ο Τομ και α κουγόταν ενθουσιώδης. «Πριν σκοτεινιάσει. Μπορεί να έχει δίκιο». «Πού; Πού μέσα; Είδατε κανέναν απ' αυτούς να μπαίνει σε κά ποιο από τα σπίτια της γειτονιάς;» «Όχι», απάντησαν και οι δυο μαζί. «Δε γύρισαν όλοι πίσω», είπε η Άλις. «Με τίποτε δεν ήταν τό σο πολλοί αυτοί που ανέβηκαν τη Σάλεμ Στρητ, όσοι την κατέβη καν το πρωί. Επομένως αρκετοί είναι ακόμα στο Μόλντεν Σέντερ
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
145
ή και πιο πέρα. Μπορεί να κινούνται προς τα δημόσια κτίρια, ό πως σχολικά γυμναστήρια...» Σχολικά γυμναστήρια. Του Κλέι δεν του άρεσε καθόλου αυτό που άκουσε. «Έχεις δει την ταινία Το Ξύπνημα των Νεκρών;» τον ρώτησε η Άλις. «Ναι. Μη μου πεις ότι οι δικοί σου άφησαν εσένα να τη δεις!» Η Άλις τον κοίταξε σαν να ήταν ηλίθιος. Ή πολύ γέρος. «Μια φίλη μου είχε το DVD. To είδαμε κρυφά ένα βράδυ που κοιμήθη κα σπίτι της, όταν ήμαστε ακόμη στη δευτέρα γυμνασίου». Πολύ παλιά, άφηνε να εννοηθεί ο τόνος της φωνής της. Όταν υπήρχε α κόμη το Πόνι Εξπρές και μαύριζαν οι πεδιάδες από τα κοπάδια των βουβαλιών. «Σ' αυτή την ταινία όλοι οι πεθαμένοι -εντάξει, όχι ό λοι, οι περισσότεροι- γύριζαν πίσω στο εμπορικό κέντρο όταν ξυ πνούσαν». Ο Τομ Μακόρτ την κοίταξε με γουρλωμένα μάτια κι έβαλε τα γέλια. Δεν ήταν ένα σύντομο μικρό γέλιο, αλλά μια σειρά από χα χανητά, τόσο δυνατά που ακούμπησε στον τοίχο για να στηριχτεί. Ο Κλέι το βρήκε σκόπιμο να κλείσει την πόρτα ανάμεσα στο διά δρομο και τη βεράντα. Κανείς δεν ήξερε τι μπορεί να άκουγαν οι δύο σακάτηδες στο δρόμο. Η ακοή του παρανοϊκού αφηγητή στο διήγημα του Πόε «Μια Καρδιά Ομολογεί» ήταν οξύτατη. «Αλήθεια, αυτό έκαναν», είπε η Άλις κι έβαλε τα χέρια στη μέ ση. Το παπουτσάκι χοροπήδησε πάνω στο γοφό της. «Πήγαιναν γραμμή στο εμπορικό κέντρο». Ο Τομ γέλασε ακόμη πιο πολύ. Τα γόνατα του λύγισαν και γλίστρησε αργά προς το πάτωμα του διαδρόμου χαχανίζοντας και χτυπώντας τα χέρια του στους μη ρούς του. «Πέθαναν...» είπε λαχανιασμένος από τα γέλια, «και αναστήθη καν... για να πάνε... στο εμπορικό κέντρο. Χριστέ μου, ξέρει ο Τζέρι Φ-Φόλγουελ...» Τον έπιασε καινούρια κρίση γέλιου. Δάκρυα κυλούσαν ασυγκράτητα στα μάγουλά του. Κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό του ίσα για να αποτελειώσει τη φράση του. «Το ξέρει ο Τζέρι Φόλγουελ ότι ο παράδεισος είναι το Μολ του Νιούκασλ;» Άρχισε να γελάει και ο Κλέι. Και η Άλις, παρ' όλο που ο Κλέι νόμισε πως το κορίτσι είχε τσαντιστεί λιγάκι που η παρατήρησή της είχε αντιμετωπιστεί όχι με ενδιαφέρον, ούτε καν με χιούμορ,
146
STEPHEN KING
αλλά με χάχανα. Κι είναι γνωστό πως έτσι κι αρχίσει ένας να γε λάει είναι πολύ δύσκολο να μην κολλήσεις. Ακόμη κι αν είσαι τσαντισμένος. Κόντευαν να ηρεμήσουν, όταν ο Κλέι είπε στα καλά καθούμε να, «Αν ο παράδεισος δεν είναι σαν το Ντίξι, εγώ δε θέλω να πάω». Ξανάρχισαν από την αρχή και οι τρεις. Η Άλις γελούσε ακόμη όταν είπε, «Αν σχηματίζουν κοπάδι και κουρνιάζουν για τη νύχτα σε γυμναστήρια και εκκλησίες, οι άνθρωποι μπορούν να τους σκο τώσουν κατά εκατοντάδες με πολυβόλα». Ο Κλέι ήταν ο πρώτος που σταμάτησε να γελάει. Μετά σταμά τησε και ο Τομ. Κοίταξε το κορίτσι σκουπίζοντας δάκρυα από το λεπτό μουστάκι του. Η Άλις κούνησε το κεφάλι της. Το γέλιο είχε κοκκινίσει έντονα τα μάγουλά της, και χαμογελούσε ακόμη. Εκείνη τη στιγμή, δεν ή ταν απλώς ένα όμορφο κορίτσι, αλλά πραγματική καλλονή. «Κατά χιλιάδες, ίσως, αν μαζεύονται όλοι στο ίδιο μέρος». «Χριστέ μου», είπε ο Τομ. Έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε να τα σκουπίζει. «Εσύ δεν αστειεύεσαι». «Είναι θέμα επιβίωσης», είπε σοβαρά η Άλις. Κοίταξε πρώτα το αθλητικό παπουτσάκι που ήταν δεμένο στον καρπό της και με τά τους δύο άντρες. Κούνησε ξανά το κεφάλι της. «Πρέπει να τους χαρτογραφήσουμε. Να δούμε αν σχηματίζουν κοπάδια και πότε το κάνουν. Αν κουρνιάζουν για τη νύχτα και που κουρνιάζουν. Γιατί, αν μπορέσουμε να καταγράψουμε τις κινήσεις τους...» 18 Ο Κλέι τους είχε οδηγήσει στην έξοδο από τη Βοστόνη, αλλά ό ταν βγήκαν από το σπίτι της Σάλεμ Στρητ, περίπου είκοσι τέσσε ρις ώρες αργότερα, η δεκαπεντάχρονη Άλις ήταν αναμφισβήτητα ο αρχηγός. Όσο πιο πολύ το σκεφτόταν ο Κλέι τόσο λιγότερο τον εξέπληττε. Του Τομ Μακόρτ δεν του έλειπε εκείνο που οι Βρετανοί εξά δελφοι του θα αποκαλούσαν τσαγανό, αλλά δεν ήταν εκ φύσεως, ούτε επρόκειτο να γίνει ποτέ, ηγετική φυσιογνωμία. Η Άλις είχε και ένα ακόμη πλεονέκτημα πέρα από την ευφυΐα της και τη θέλη-
Το ΚΙΝΗΤΌ
147
ση να επιζήσει: Είχε αντιμετωπίσει τις προσωπικές της απώλειες και τώρα συνέχιζε τη ζωή της. Αντίθετα, αφήνοντας το σπίτι της Σάλεμ Στρητ, οι δύο άντρες έχαναν ο καθένας κάτι δικό του. Ο Κλέι είχε αρχίσει να βασανίζεται από ένα ανησυχητικό αίσθημα κατάθλιψης που αρχικά πίστεψε ότι οφειλόταν στην απόφαση του -δεν γινόταν αλλιώς— να αφήσει πίσω το χαρτοφύλακα με τις ζω γραφιές του. Όσο προχωρούσε η νύχτα όμως, συνειδητοποιούσε ότι ήταν ένας βαθύς τρόμος για ό,τι μπορεί να έβρισκε, αν και ό ταν θα έφτανε στο Κεντ Ποντ. Για τον Τομ ήταν πιο απλό. Πονούσε που είχε αφήσει πίσω το γάτο του. «Άφησέ του την πόρτα μισάνοιχτη, Τομ», είχε πει η Άλις, η καινούρια σκληρή Άλις που φαινόταν όλο και πιο αποφασισμένη με κάθε λεπτό που περνούσε. «Σίγουρα θα είναι καλά. Υπάρχει ά φθονη τροφή. Θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να πεινάσουν οι γά τες, ή οι τρελοί των κινητών να πέσουν τόσο χαμηλά στην τροφι κή αλυσίδα που ν' αρχίσουν να τις τρώνε». «Θα γίνει αδέσποτος», είπε ο Τομ. Καθόταν στον καναπέ, δυ στυχής και πολύ στυλάτος με την καμπαρτίνα του και το καπέλο με το σκληρό γείσο. Είχε στην αγκαλιά του τον Ρέιφερ, που γουργούριζε και έδειχνε να βαριέται αφόρητα. «Ναι, αυτό κάνουν», είπε ο Κλέι. «Σκέψου όλα τα σκυλιά, μι κρά και μεγάλα, που θα πεθάνουν». «Τον έχω πολλά χρόνια. Από μικρό γατάκι». Ο Τομ σήκωσε το κεφάλι του και ο Κλέι είδε ότι ήταν έτοιμος να κλάψει. «Επίσης είναι η καλή μου τύχη. Το γούρι μου. Μου έσωσε τη ζωή, μην το ξεχνάς». «Τώρα είμαστε εμείς το γούρι σου», είπε ο Κλέι. Δεν θέλησε να του υπενθυμίσει ότι κι αυτός του είχε ήδη σώσει τη ζωή επίσης, αλλά ήταν αλήθεια. «Έτσι δεν είναι, Άλις;» «Σίγουρα», είπε το κορίτσι. Ο Τομ της είχε βρει να φορέσει έ να πόντσο και ένα σακίδιο για τους ώμους, το οποίο προς το πα ρόν δεν είχε τίποτε μέσα εκτός από μπαταρίες για τους φακούς... και το ανατριχιαστικό παπουτσάκι -ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι η Ά λις το είχε κρύψει στο σακίδιό της-, που δεν κρεμόταν πια από τον καρπό της, ευτυχώς. Ο Κλέι κουβαλούσε κι αυτός μπαταρίες στο σακίδιό του μαζί με το φαναράκι του γκαζιού. Δεν πήραν τί-
148
STEPHEN KING
ποτε άλλο, όπως τους υπέδειξε η Άλις. Τους είπε πως δεν υπήρχε λόγος να κουβαλάνε πράγματα που θα μπορούσαν να βρουν εύκο λα στο δρόμο τους. «Είμαστε σαν τους Τρεις Σωματοφύλακες, Τομ. Όλοι για έναν και ένας για όλους. Και τώρα πάμε στο σπίτι των Νίκελμπι μήπως βρούμε και κανένα σπαθί». «Νίκερσον», τη διόρθωσε ο Τομ χωρίς να σταματήσει να χαϊ δεύει το γάτο. Η Άλις είχε την απαιτούμενη εξυπνάδα -και κατανόηση, προ φανώς- να μην του απαντήσει κάτι σαν Χέστηκα πώς τους λένε, αλλά ο Κλέι είδε το δείκτη στο ντεπόζιτο της υπομονής της να κα τεβαίνει στο κόκκινο. «Τομ», είπε. «Ώρα να φύγουμε». «Ναι, μάλλον». Ο Τομ έκανε να κατεβάσει το γάτο από την α γκαλιά του, τον σήκωσε πάλι και του έριξε ένα γερό φιλί ανάμεσα στ' αυτιά. Ο Ρέιφ το αποδέχτηκε μισοκλείνοντας απλώς τα μάτια του. Ο Τομ απίθωσε το γάτο στον καναπέ και σηκώθηκε. «Διπλή μερίδα στην κουζίνα, δίπλα στο ψυγείο, μικρέ», είπε. «Συν ένα με γάλο μπολ γάλα, με τις υπόλοιπες κροκέτες. Η πίσω πόρτα είναι ανοιχτή. Προσπάθησε να θυμάσαι πάντα πού είναι το σπίτι σου και ίσως... ίσως τα ξαναπούμε». Ο γάτος πήδηξε στο πάτωμα και προχώρησε προς την κουζίνα καμαρωτός καμαρωτός, με την ουρά σηκωμένη. Και, πιστός στο είδος του, δεν έριξε πίσω του ούτε μια ματιά. Ο χαρτοφύλακας του Κλέι, με μια τρύπα από μαχαίρι στο κέ ντρο και λυγισμένος από μια οριζόντια αυλακιά και προς τις δυο κατευθύνσεις, ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο του καθιστικού·. Του έριξε μια ματιά φεύγοντας, αλλά αντιστάθηκε στην επιθυμία να τον αγγίξει. Σκέφτηκε μόνο τα πρόσωπα που ήταν εκεί μέσα, με τα οποία είχε ζήσει τόσο πολύ καιρό, τόσο στο μικρό ατελιέ του, ό σο και στα ανοιχτά λιβάδια της φαντασίας του (όπως αυτοκολακευόταν να τα σκέφτεται): το Γητευτή Φλακ, το Κοιμισμένο Τζίνι, τον Τζάμπινγκ Τζακ Φλας, την Πόιζον Σάλι. Και φυσικά, τον Μαυ ροντυμένο Περιπλανώμενο. Πριν από δύο μέρες είχε τολμήσει να πιστέψει ότι θα γίνονταν διάσημοι. Τώρα είχαν μόνο μια τρύπα για ανάμνηση και το γάτο του Τομ Μακόρτ για συντροφιά τους. Σκέφτηκε το Κοιμισμένο Τζίνι να εγκαταλείπει την πόλη πάνω στον Ρόμπι τον Ρομπο-Καϊγιούς λέγοντας Α-αντίο, π-παιδιά! Ί-Ί-Ίσως περάσω π-πάλι από δω μια μ-μέρα!
149
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
«Αντίο, παιδιά!» είπε φωναχτά, κάπως μελοδραματικά, αλλά όχι πολύ. Ήταν το τέλος του κόσμου στο κάτω κάτω. Για οριστι κός αποχαιρετισμός δεν έλεγε και πολλά, αλλά τι να γίνει; Όπως θα έλεγε και το Κοιμισμένο Τζίνι αν ήταν στη θέση του, Κ-κάνει τα μ-μάτια σου να τ-τρέχουν σαν β-βρύσες. Ο Κλέι ακολούθησε την Άλις και τον Τομ στην κλειστή βερά ντα, όπου ακουγόταν μόνο η σιγανή φθινοπωρινή βροχή.
19 Ο Τομ φορούσε το καπέλο του, το πόντσο της Άλις είχε κουκούλα και ο Τομ είχε βρει για τον Κλέι ένα καπελάκι των Ρεντ Σοξ που θα κρατούσε το κεφάλι του στεγνό για λίγο, αν δεν δυνάμωνε η βροχή στο μεταξύ. Αλλά και αν δυνάμωνε... το πλιάτσικο ήταν ά φθονο και εύκολο, όπως είχε επισημάνει πολύ σωστά η Άλις. Θα έβρισκαν σίγουρα ρούχα για τη βροχή. Από το ύψος της κλειστής βεράντας μπορούσαν να βλέπουν περίπου δύο οικοδομικά τετρά γωνα της Σάλεμ Στρητ. Ήταν αδύνατον να είναι κανείς σίγουρος με τόση σκοτεινιά, αλλά ο δρόμος φαινόταν εντελώς άδειος, με ε ξαίρεση μερικά πτώματα και τα πεταμένα τρόφιμα που είχαν αφή σει πίσω τους οι τρελοί των κινητών. Κρατούσαν και οι τρεις από ένα μαχαίρι, κρεμασμένο σε θή κες που είχε φτιάξει ο Κλέι. Αν ο Τομ είχε δίκιο για τους Νίκερσον, σύντομα θα εξοπλίζονταν καλύτερα. Ο Κλέι το ήλπιζε. Ίσως να ήταν ικανός να χρησιμοποιήσει και πάλι το χασαπομάχαιρο α πό το Σόουλ Κίτσεν, αλλά δεν θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει εν ψυχρώ. Η Αλις κρατούσε ένα φακό στο αριστερό της χέρι. Κοίταξε για να σιγουρευτεί ότι κρατούσε και ο Τομ φακό και ένευσε κα ταφατικά. «Έτοιμοι», είπε. «Θα μας πας στο σπίτι των Νίκερσον, εντάξει;» «Εντάξει», είπε ο Τομ. «Αν συναντήσουμε κάποιον στο δρόμο, θα σταματήσουμε αμέ σως και θα του ρίξουμε το φακό μας». Κοίταξε πρώτα τον Τομ και μετά τον Κλέι, ελαφρά αγχωμένη. Τα είχαν ξαναπεί όλα αυτά. Ο
150
STEPHEN KING
Κλέι υπέθεσε ότι η Άλις το πάθαινε πάντα πριν από τις εξετάσεις... και βέβαια είχαν να δώσουν πολύ σημαντικές εξετάσεις απόψε. «Εντάξει», είπε ο Τομ. «Θα πούμε, "Είμαστε ο Τομ, ο Κλέι κ α ι / η Άλις. Είμαστε φυσιολογικοί. Εσείς ποιοι είστε;"» «Αν έχουν φακούς όπως κι εμείς», είπε ο Κλέι, «μπορούμε να συμπεράνουμε ότι...» «Τίποτε δεν μπορούμε να συμπεράνουμε», τον αποπήρε η Άλις, ανελέητη. «Τα συμπεράσματα είναι για τα κορόιδα, λέει ο μπα μπάς μου. Το 'πιασες;» «Το 'πιασα», είπε ο Κλέι. Η Άλις σκούπισε τα μάτια της -δάκρυα ή σταγόνες βροχής, ο Κλέι δεν μπόρεσε να διακρίνει. Αναρωτήθηκε στιγμιαία αν ο Τζόνι ήταν τώρα κάπου και έκλαιγε και τον ζητούσε. Μακάρι να έ κλαιγε. Μακάρι ο γιος του να ήταν ικανός ακόμη να κλαίει. Και να θυμάται. «Αν μας απαντήσουν, αν μας πουν καθαρά τα ονόματά τους, τότε εντάξει, μάλλον θα είναι ασφαλείς», είπε η Άλις. «Σύμφωνοι;» «Σύμφωνοι», είπε ο Κλέι. «Ναι», απάντησε ο Τομ κάπως αφηρημένα. Κοίταζε το δρόμο, όπου δεν κινούνταν ούτε άνθρωποι ούτε φωτεινές δέσμες. Κάπου μακριά έπεσαν πυροβολισμοί. Ακούστηκαν σαν βαρε λότα. Στον αέρα ήταν έντονη η μυρωδιά καμένου, όπως όλη τη μέρα. Ο Κλέι υπέθεσε ότι την ένιωθαν πιο βαριά λόγω της υγρα σίας. Αναρωτήθηκε σε πόσο καιρό η μυρωδιά της σήψης θα μετέ τρεπε την καπνιά που κάλυπτε την ευρύτερη περιοχή της Βοστό νης σε αφόρητη δυσωδία. Θα εξαρτιόταν και από τη θερμοκρασία των επόμενων ημερών. «Αν συναντήσουμε φυσιολογικούς ανθρώπους και μας ρωτή σουν τι κάνουμε ή πού πάμε, θυμάστε τι θα πούμε, έτσι;» είπε η Άλις. «Ότι ψάχνουμε για επιζώντες», απάντησε ο Τομ. «Ακριβώς. Επειδή είναι φίλοι και γείτονές μας. Αν συναντή σουμε κάποιους, θα είναι περαστικοί. Θα θέλουν να συνεχίσουν το δρόμο τους. Αργότερα ίσως βρούμε κι άλλους φυσιολογικούς ανθρώπους και κολλήσουμε, γιατί στο πλήθος υπάρχει ασφάλεια, αλλά προς το παρόν...»
151
Το ΚΙΝΗΤΌ
«Θέλουμε μόνο να βρούμε όπλα», είπε ο Κλέι. «Αν υπάρχουν όπλα εκεί μέσα. Έλα, Άλις, ας το κάνουμε». Η Άλις τον κοίταξε ανήσυχη. «Τι τρέχει; Τι είναι αυτό που δεν πιάνω; Μπορείς να μου πεις, το ξέρω ότι είμαι ακόμα μικρή». Υπομονετικά, όσο του επέτρεπαν τα νεύρα του, που τα ένιωθε σαν χορδές κιθάρας έτοιμες να σπάσουν, ο Κλέι της απάντησε, «Δε συμβαίνει τίποτα, καλή μου. Απλώς θέλω να κινηθώ. Δε νο μίζω ότι θα συναντήσουμε κανέναν. Νομίζω ότι είναι πολύ νωρίς γι' αυτό». «Μακάρι», είπε η Άλις. «Τα μαλλιά μου είναι χάλια και μου έ χει σπάσει και ένα νύχι». Κοιτάχτηκαν για μια στιγμή αμίλητοι κι ύστερα γέλασαν. Με τά απ' αυτό ήταν πολύ καλύτερα μεταξύ τους και έμειναν έτσι κα λά μέχρι το τέλος. 20 «Όχι», ψέλλισε η Άλις. Αναγούλιασε δυνατά. «Όχι. Όχι, δεν αντέ χω». Πιο δυνατό αναγούλιασμα. Κι ύστερα: «Θα κάνω εμετό. Συ γνώμη». Βγήκε από τον φωτεινό κύκλο που σχημάτιζε το φανάρι του γκαζιού και εξαφανίστηκε στο μισοσκότεινο καθιστικό των Νίκερσον που επικοινωνούσε με την κουζίνα με μια φαρδιά καμάρα. Ο Κλέι άκουσε ένα μαλακό γδούπο όταν η Άλις έπεσε με τα γόνατα στο χαλί κι ύστερα μια σειρά αναγουλιάσματα, μια παύση, ένα βο γκητό και τον ήχο του εμετού. Σχεδόν ανακουφίστηκε κι ο ίδιος. «Ω Θεέ μου», είπε ο Τομ. Πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα κι όταν ξανάβγαλε τον αέρα η φωνή του ακούστηκε σαν σκούξιμο. «Θεεεεέ μου!» «Τομ», είπε ο Κλέι. Τον είδε να ταλαντεύεται και κατάλαβε α μέσως ότι ήταν έτοιμος κι αυτός να βγάλει τα σωθικά του. Γιατί ό χι; Αυτά τα ματωμένα κουφάρια ήταν οι γείτονές του. «Τομ!» Μπήκε ανάμεσα στον Τομ και στα δύο πτώματα που κείτονταν στο πάτωμα της κουζίνας, ανάμεσα στον Τομ και το χυ μένο αίμα, που φάνταζε μαύρο σαν μελάνι κάτω από το ψυχρό φως του φαναριού. Του έδωσε ένα μαλακό χαστούκι. «Μη λιποθυ-
152
STEPHEN KING
μήσεις!» Και όταν τον είδε να σταθεροποιείται στα πόδια του, μα λάκωσε λίγο τον τόνο της φωνής του. «Πήγαινε στο δίπλα δωμά τιο να δεις πώς είναι η Άλις. Θα αναλάβω εγώ την κουζίνα». «Γιατί να μπεις εκεί μέσα;» ρώτησε ο Τομ. «Είναι η Μπεθ Νίκερσον με τα μυαλά... τα μυαλά της χυμένα...» Ξεροκατάπιε. Ακού στηκε το σάλιο να κατεβαίνει στο λαιμό του. «Το πρόσωπό της... λείπει, αλλά την αναγνώρισα από τη γαλάζια φανέλα με τις άσπρες νιφάδες χιονιού. Και η άλλη είναι η Χάιντι. Η κόρη τους. Αυτή την αναγνώρισα, παρά...» Κούνησε το κεφάλι του σαν να προσπα θούσε να διώξει τη ζάλη. «Γιατί να μπεις εκεί μέσα;» επανέλαβε. «Γιατί είμαι σίγουρος ότι βλέπω αυτό που ψάχνουμε», είπε ο Κλέι. Απόρησε και ο ίδιος με το πόσο ήρεμος ακουγόταν. «Στην κουζίνα;» Ο Τομ δοκίμασε να κοιτάξει πίσω του, αλλά ο Κλέι μετακινή θηκε και του έφραξε τη θέα. «Εμπιστέψου με. Εσύ φρόντισε την Άλις. Αν μπορεί κι εκείνη, αρχίστε να ψάχνετε μαζί για περισσό τερα όπλα. Φωνάξτε με αν χτυπήσετε φλέβα. Και προσοχή. Μπο ρεί να είναι και ο κύριος Νίκερσον εδώ. Εννοώ ότι θα μπορούσα με να συμπεράνουμε ότι βρισκόταν στη δουλειά, αλλά όπως λέει κι ο μπαμπάς της Άλις...» «Τα συμπεράσματα είναι για τα κορόιδα», συμπλήρωσε ο Τομ. Κατάφερε να χαμογελάσει. «Το 'πιασα». Έκανε να στρίψει, αλλά σταμάτησε. «Δε με νοιάζει πού θα πάμε, Κλέι, αλλά δε θέλω να μείνω εδώ μέσα ούτε λεπτό παραπάνω απ' όσο θα χρειαστεί. Δε λέω ότι αγαπούσα τον Άρνι και την Μπεθ Νίκερσον, αλλά ήταν γείτονές μου. Και με αντιμετώπιζαν πολύ καλύτερα από εκείνον το βλάκα τον Σκότονι απέναντι». «Κατανοητό». Ο Τομ άναψε το φακό του και πέρασε στο καθιστικό των Νί κερσον. Ο Κλέι τον άκουσε να μουρμουρίζει στην Άλις, να την καθησυχάζει. Ο Κλέι προετοιμάστηκε όσο ήταν δυνατόν και πέρασε στην κουζίνα κρατώντας το φανάρι του γκαζιού σηκωμένο ψηλά και α ποφεύγοντας να πατήσει τις λίμνες του αίματος πάνω στο ξύλινο πάτωμα. Το αίμα είχε ξεραθεί, αλλά ακόμα κι έτσι δεν ήθελε ούτε με την άκρη του παπουτσιού του να το ακουμπήσει, όσο ήταν δυνατόν.
Το ΚΙΝΗΤΌ
153
To κορίτσι που ήταν πεσμένο ανάσκελα δίπλα στο τραπέζι ή ταν ψηλό, αλλά τα κοκαλιάρικα γόνατα καν τα κοτσιδάκια καθόρι ζαν την ηλικία του γύρω στα δώδεκα, τρία χρόνια μικρότερο από την Άλις. Το κεφάλι της ήταν γερμένο στο πλάι σε μια πολύ άβολη γωνία και τα νεκρά γαλάζια μάτια της είχαν πεταχτεί από τις κόγ χες τους. Είχε ξανθά ίσια μαλλιά στο χρώμα του ώριμου σταχυού, αλλά στην αριστερή πλευρά του κεφαλιού της, αυτή που είχε δε χτεί το θανατηφόρο χτύπημα, τα ξανθά μαλλιά είχαν πάρει το ίδιο σκούρο καφετί χρώμα με τις κηλίδες στο πάτωμα. Η μητέρα της ήταν σωριασμένη μπροστά στον πάγκο, στα δε ξιά της ηλεκτρικής κουζίνας, εκεί όπου τα ωραία ντουλάπια από ξύλο κερασιάς έσμιγαν σχηματίζοντας γωνία. Τα χέρια της ήταν κάτασπρα από αλεύρι και τα πόδια της καταδαγκωμένα, καταματωμένα και ανοιχτά με έναν αισχρό τρόπο. Κάποτε, πριν ξεκινήσει μια δουλειά για μια αυτοτελή ιστορία κόμικς με τίτλο Κολασμένη Μάχη, ο Κλέι είχε επισκεφτεί ένα σάιτ στο Ίντερνετ με φωτογρα φίες από θανάσιμα τραύματα, με την ιδέα ότι ίσως υπήρχε εκεί κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Δεν υπήρχε. Τα τραύ ματα από σφαίρα έχουν μια δική τους φριχτή, ανέκφραστη γλώσ σα, κι αυτή έβλεπε τώρα μπροστά του και πάλι. Η Μπεθ Νίκερσον, από το αριστερό μάτι και πάνω, ήταν πολτός. Το δεξί της μά τι είχε πεταχτεί στην κορυφή της κόγχης του, σαν να είχε πεθάνει η γυναίκα πασχίζοντας να κοιτάξει το ίδιο της το κεφάλι. Τα μαλ λιά της, μαζί με μια μεγάλη ποσότητα εγκεφαλικής ουσίας, βρί σκονταν κολλημένα πάνω στο ντουλάπι από ξύλο κερασιάς όπου είχε γείρει τη στιγμή του θανάτου της. Γύρω της βούιζαν μύγες. Του ήρθε αναγούλα. Γύρισε το κεφάλι του στο πλάι και έφραξε το στόμα του. Είπε στον εαυτό του να συγκρατηθεί. Στο διπλανό δωμάτιο, η Άλις είχε σταματήσει τον εμετό -στην πραγματικότητα μιλούσε με τον Τομ και απομακρύνονταν προς το βάθος του σπι τιού- και δεν ήθελε να την προκαλέσει ξανά. Σκέψου τους σαν κούκλες, σαν κούκλες σε κινηματογραφική ται νία, είπε στον εαυτό του, αλλά ήξερε ότι το κόλπο δεν θα έπιανε. Όταν ξανακοίταξε πίσω, κοίταξε τα άλλα πράγματα που υπήρ χαν στο πάτωμα. Αυτό τον βοήθησε. Το όπλο το είχε δει ήδη. Η κουζίνα ήταν τεράστια και το όπλο ήταν πεσμένο στην άλλη άκρη, ανάμεσα στο ψυγείο και στα ντουλάπια, με την κάννη προς τα έ-
154
STEPHEN KING
ξω. Η πρώτη, αυθόρμητη αντίδρασή του όταν είδε τη νεκρή γυναί κα και το νεκρό κορίτσι ήταν να κοιτάξει αλλού, και τότε είχε πέ σει τυχαία το βλέμμα του στο πιστόλι. Είναι πολύ λογικό να υπάρχει και ένα όπλο στη σκηνή, είχε σκεφτεί. Είδε και πού βρισκόταν το όπλο πριν: σε μια ειδική υποδοχή βιδωμένη στον τοίχο, ανάμεσα στην εντοιχισμένη τηλεόραση και σε ένα βιομηχανικού μεγέθους ανοιχτήρι για κονσέρβες. Έχουν κόλλημα με τα διάφορα μηχανήματα κάθε λογής όσο και με τα ό πλα, είχε πει ο Τομ, και μια υποδοχή περιστρόφου στον τοίχο της κουζίνας, για να έχεις πάντα πρόχειρο το όπλο σου... αυτό κι αν δεν ήταν η επιτομή και των δύο κόσμων! «Κλέι;» Ήταν η Άλις. Από κάπου μακριά. «Τι είναι;» Ακολούθησε ο ήχος βημάτων που ανέβαιναν σκαλοπάτια και ξανά η φωνή της Άλις, από το βάθος του καθιστικού. «Ο Τομ είπε ότι ήθελες να σε φωνάξουμε αν βρίσκαμε κάτι. Χτυπήσαμε φλέβα. Μια ντουζίνα όπλα κάτω στο δωμάτιο της τηλεόρασης. Και του φέκια και περίστροφα. Είναι μέσα σε ένα ντουλάπι και υπάρχει το αυτοκόλλητο μιας εταιρείας συναγερμών, οπότε θα μας συλλά βουν αν το παραβιάσουμε... Κλέι, αστειεύομαι. Θα έρθεις;» «Σε ένα λεπτό, καλή μου. Μην μπεις εδώ». «Δε σκόπευα. Εσύ μη μείνεις πολλή ώρα εκεί μέσα και φρι κάρεις». Ο Κλέι είχε ήδη περάσει αυτό το στάδιο. Υπήρχαν άλλα δυο α ντικείμενα πάνω στο αιματοβαμμένο πάτωμα της κουζίνας των Νίκερσον. Το ένα ήταν ένας ξύλινος πλάστης, πολύ λογικά. Πάνω στον πάγκο υπήρχε ένα ταψάκι για πίτες, μια λεκανίτσα για ανακά τωμα υλικών και ένα μεγάλο κίτρινο βάζο με την επιγραφή ΑΛΕΥΡΙ. Το δεύτερο αντικείμενο στο πάτωμα, σε κάποια απόσταση από το χέρι της Χάιντι Νίκερσον, ήταν ένα κινητό τηλέφωνο του είδους που θα άρεσε μόνο σε κοριτσάκι: γαλάζια θήκη με μεγάλες πορτο καλιές μαργαρίτες. Ο Κλέι μπορούσε να δει τι είχε συμβεί, ήθελε δεν ήθελε. Η Μπεθ Νίκερσον έφτιαχνε μια πίτα. Να έμαθε άραγε ότι κάτι τρο μερό είχε συμβεί στη Βοστόνη, στην Αμερική, μπορεί και σε όλο τον κόσμο; Να είχε προλάβει άραγε η είδηση να βγει στην τηλεό-
Το ΚΙΝΗΤΌ
155
ραση; Αν ναι, τότε η τηλεόραση προφανώς δεν είχε στείλει «τρελογράφημα» στην Μπεθ, όπως τα κινητά. Ο Κλέι ήταν σίγουρος γι' αυτό. Η κόρη της, αντίθετα, είχε λάβει ένα. Ω, ναι, σίγουρα. Η μικρή Χάιντι έλαβε το σήμα και επιτέθηκε στη μητέρα της. Να προσπά θησε άραγε η Μπεθ Νίκερσον να λογικέψει την κόρη της πριν την πετάξει στο πάτωμα χτυπώντας τη με τον ξύλινο πλάστη, ή να τη χτύπησε κατευθείαν; Όχι από μίσος, αλλά από πόνο και τρόμο; Ό πως κι αν έγινε, το χτύπημα δεν ήταν αρκετό. Και η Μπεθ δεν φο ρούσε παντελόνι. Μόνο τη μακριά φανέλα, που άφηνε τα πόδια της γυμνά. Ο Κλέι κατέβασε τη φανέλα της γυναίκας. Το έκανε τρυφερά, σκεπάζοντας το απλό, άσπρο εσώρουχο που η Μπεθ είχε λερώσει πριν το τέλος. Η Χάιντι, δώδεκα χρονών, δεκατριών το πολύ, πρέπει να άρχι σε να γρυλίζει σ' εκείνη την άγρια, ακατάληπτη γλώσσα που μά θαιναν αυτομάτως όλοι τους, με το που λάμβαναν μια πλήρη δόση Ξε-Λογικής από τα κινητά τους, λέγοντας πράγματα όπως ραστ και ιλά και κάζαλα-ΚΑΝ! Το πρώτο χτύπημα με τον ξύλινο πλάστη έριξε κάτω τη μικρή αλλά δεν την ξέκανε, και τότε άρχισε να δα γκώνει τα πόδια της μητέρας της. Όχι τσιμπολογήματα, αλλά βα θιές, δυνατές δαγκωνιές που σε αρκετά σημεία έφταναν ως το κό καλο. Ο Κλέι δεν έβλεπε μόνο σημάδια δοντιών, αλλά και τα ση μάδια σαν τατουάζ που πρέπει να είχαν αφήσει τα σιδεράκια της Χάιντι. Κι έτσι -προφανώς ουρλιάζοντας, αναμφίβολα πονώντας φριχτά και σχεδόν σίγουρα μη ξέροντας τι έκανε- η Μπεθ Νίκερ σον είχε χτυπήσει ξανά, αυτή τη φορά με μεγάλη δύναμη. Ο Κλέι φαντάστηκε το συντριπτικό χτύπημα με τον πλάστη που είχε σπά σει το λαιμό και το κεφάλι του κοριτσιού. Η λατρεμένη κορούλα νεκρή στο πάτωμα της υπερσύγχρονης κουζίνας, με τα σιδεράκια στα δόντια της και με το υπερσύγχρονο κινητό της κοντά στο ά ψυχο, απλωμένο χέρι της. Άραγε στάθηκε μια στιγμή η μητέρα να σκεφτεί προτού αρπά ξει το όπλο από την έξυπνη υποδοχή, ανάμεσα στην εντοιχισμένη τηλεόραση και στο ανοιχτήρι για κονσέρβες, όπου περίμενε πανέ τοιμο, ποιος ξέρει πόσο καιρό, τους διαρρήκτες ή τους βιαστές να εμφανιστούν στην καθαρή, άπλετα φωτισμένη κουζίνα; Ο Κλέι πί-
156
STEPHEN KING
στευε πως όχι. Ο Κλέι πίστευε ότι δεν μεσολάβησε παύση, ότι η Μπεθ ήθελε μόνο να προλάβει την ψυχή της κορούλας της που εί χε πετάξει, όσο η εξήγηση γι' αυτό που είχε μόλις κάνει ήταν ακό μη φρέσκια στα χείλη της. Ο Κλέι πήγε κοντά στο όπλο και το σήκωσε. Από έναν τύπο κολλημένο με τα όπλα όπως ο Άρνι Νίκερσον θα περίμενε κανείς ένα αυτόματο -μέχρι και ένα με στόχαστρο λέιζερ-, αλλά ετούτο ήταν ένα απλό, παλιό 45άρι Κολτ. Είχε μια λογική. Η γυναίκα του θα αισθανόταν πιο άνετα με ένα τέτοιο περίστροφο. Χωρίς χασομέρια για να τσεκάρεις αν ήταν γεμάτο ή όχι όταν το είχες ανάγκη (χάνοντας χρόνο μέχρι να πιάσεις ένα γεμιστήρα πίσω από τα μπαχαρικά ή από τις σπάτουλες, αν δεν ήταν). Όχι. Με τούτο το παλιόσκυλο, το μόνο που χρειαζόταν ήταν να στρέψεις την κάννη προς τα εκεί που ήθελες, πράγμα που έκανε τώρα ο Κλέι με μεγά λη ευκολία. Είχε ζωγραφίσει χιλιάδες φορές αυτό το ίδιο όπλο για τον Μαυροντυμένο Περιπλανώμενο. Όπως το περίμενε, μόνο η μία από τις έξι θαλάμες ήταν άδεια. Τίναξε τον κύλινδρο κι έβγα λε τις υπόλοιπες σφαίρες ξέροντας ήδη τι θα έβρισκε. Το 45άρι της Μπεθ Νίκερσον ήταν οπλισμένο με αυστηρά παράνομες σφαί ρες διασποράς. Ειδικές για να σκοτώνουν μπάτσους. Δεν απορού σε που όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού της είχε γίνει πολτός. Α πορίας άξιο ήταν το ότι της είχε απομείνει κάτι από το κεφάλι. Ο Κλέι κοίταξε τη νεκρή γυναίκα πάνω στο ντουλάπι της κουζίνας και ξέσπασε σε βουβά κλάματα. «Κλέι;» Ήταν ο Τομ, που ανέβαινε τα σκαλιά του υπογείου. «Δικέ μου, ο Άρνι έχει τα πάντα! Έχει ένα αυτόματο που μπορεί να τον στείλει για μια δεκαετία στο Γουόλπολ και... Κλέι; Είσαι καλά;» «Έρχομαι», είπε ο Κλέι σκουπίζοντας τα μάτια του. Ασφάλισε το περίστροφο και το έχωσε στη ζώνη του. Ύστερα έβγαλε το μα χαίρι και το άφησε πάνω στον πάγκο της κουζίνας, έτσι όπως ή ταν, μέσα στην αυτοσχέδια θήκη του. Του φάνηκε σαν να έκανε α νταλλαγή με τη νεκρή. «Δώσε μου δυο λεπτά». «Έγινε». Ο Κλέι άκουσε τον Τομ να κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά προς το οπλοστάσιο του Άρνι Νίκερσον και χαμογέλασε παρά τα δά κρυά του. Να κάτι που θα είχε να το θυμάται: Δώσε σε έναν κα-
157
Το ΚΙΝΗΤΌ
θώς πρέπει ομοφυλόφιλο από το Μόλντεν ένα δωμάτιο γεμάτο ό πλα να παίξει και να δεις για πότε θ' αρχίσει να μιλάει σαν τον Σιλβέστερ Σταλόουν! Ο Κλέι άρχισε νο ψάχνει τα συρτάρια. Στο τρίτο βρήκε ένα βα ρύ κόκκινο κουτί που έγραφε ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΝΤΙΦΕΝΤΕΡ ΔΙΑΜΕΤΡΗΜΑΤΟΣ .45 ΑΜΕΡΙΚΑΝ ΝΤΙΦΕΝΤΕΡ 50 ΣΦΑΙΡΕΣ. Ήταν κάτω από τις πετσέτες της κουζίνας. Έβαλε το κουτί στην τσέπη του και πήγε να βρει τον Τομ και την Άλις. Ήθελε να φύγει από εκεί μέσα όσο πιο γρήγορα γινόταν. Το δύσκολο θα ήταν να ξεκολλήσει τους άλλους δύο από τη συλλογή των όπλων. Περνώντας κάτω από την καμάρα γύρισε και έριξε μια ματιά πίσω του, κρατώντας ψηλά το φανάρι. Είδε τα πτώματα. Δεν είχε αλλάξει και τίποτε επειδή είχε κατεβάσει τη φανέλα της Μπεθ. Και πάλι πτώματα ήταν, με ανοιχτές πληγές σαν του Νώε όταν τον χτύπησε ο γιος του μεθυσμένος. Ίσως μπορούσε να βρει κάτι να τα σκεπάσει, αλλά έτσι και άρχιζε να σκεπάζει πτώματα, πού θα τελείωνε; Πού; Στη Σάρον; Στο γιο του; «Θεός φυλάξοι», ψιθύρισε, αμφιβάλλοντας πολύ αν ο Θεός θα το έκανε επειδή του το ζητούσε αυτός. Κατέβασε το φανάρι και πήγε προς το οικογενειακό δωμάτιο στο υπόγειο να βρει τον Τομ και την Άλις. 21 Φορούσαν και οι δύο ζώνες με όπλα μεγάλου διαμετρήματος τα ο ποία ήταν αυτόματα. Ο Τομ είχε ρίξει και μια θήκη με φυσίγγια στον ώμο του και ο Κλέι δεν ήξερε αν έπρεπε ν' αρχίσει να γελάει ή να κλαίει. Του ερχόταν να τα κάνει και τα δυο ταυτόχρονα. Φυ σικά, αν το έκανε, οι άλλοι θα νόμιζαν ότι είχε πάθει υστερία. Και φυσικά, θα είχαν δίκιο. Εδώ κάτω, η τηλεόραση πλάσματος στον τοίχο ήταν τεράστια -ο μεγάλος αδερφός της άλλης στην κουζίνα. Μια δεύτερη συ σκευή, ελάχιστα μικρότερη, ήταν συνδεδεμένη με ένα βιντεοπαιχνίδι που, μια φορά κι έναν καιρό, ο Κλέι θα ήθελε πάρα πολύ να δοκιμάσει να το παίξει. Να το τερματίσει. Σαν αντίδοτο στην τόση τεχνολογία ένα παλιό τζουκμπόξ Σίμπεργκ ήταν στημένο στη γω-
158
STEPHEN KING
νια, δίπλα στο τραπέζι του πινγκ πονγκ του Νίκερσον, με τα μυθι κά του χρώματα σκοτεινά και τα φωτάκια του σβησμένα. Και βέ βαια, υπήρχαν και οι δύο βιτρίνες με τα όπλα, κλειδωμένες ακόμη αλλά με τα τζάμια σπασμένα. «Είχαν και μπάρες ασφαλείας», είπε ο Τομ. «Αλλά η Άλις βρή κε ένα βαλιτσάκι με εργαλεία στο γκαράζ και τις έσπασε με μια τανάλια!» «Σιγά το πράμα», είπε σεμνά η Άλις. «Βρήκα κι αυτό στο γκα ράζ, πίσω από τα εργαλεία, τυλιγμένο με ένα κομμάτι από μάλλι νη κουβέρτα. Είναι αυτό που νομίζω ότι είναι;» Σήκωσε το αντι κείμενο από το τραπέζι του πινγκ πονγκ κρατώντας το προσεκτικά από τη λαβή και με τα δυο της χέρια και το έδωσε στον Κλέι. «Που να πάρει ο διάβολος», είπε ο Κλέι. «Αυτά είναι...» Διά βασε με μισόκλειστα μάτια τα ανάγλυφα γράμματα πάνω από την ασφάλεια της σκανδάλης. «Νομίζω ότι είναι ρώσικα». «Σίγουρα είναι ρώσικα», είπε ο Τομ. «Λες να είναι Καλάσνικοφ;» «Αυτό είναι. Βρήκατε και σφαίρες που να ταιριάζουν; Εννοώ κουτιά που να έχουν τα ίδια γράμματα μ' αυτά στό όπλο;» «Μισή ντουζίνα. Βαριά κουτιά. Είναι πολυβόλο, ε;» «Θα μπορούσες να το πεις και έτσι», είπε ο Κλέι. Κατέβασε έ να μικρό λεβιέ. «Είμαι σίγουρος ότι η μία από τις δύο θέσεις είναι για μια βολή και η άλλη για ριπή». «Πόσες σφαίρες ρίχνει στο λεπτό;» ρώτησε η Άλις. «Δεν ξέρω», είπε ο Κλέι, «αλλά νομίζω ότι μετράνε ανά δευτε ρόλεπτο». «Ουάου». Η Άλις γούρλωσε τα μάτια της. «Μπορείς να βρεις πώς ρίχνει;» «Άλις, ξέρω ότι είναι φτιαγμένο για να το χρησιμοποιούν ακό μη και δεκαπεντάχρονα αγόρια. Ναι, μπορώ να βρω πώς ρίχνει. Ί σως χαλάσω ένα κουτί πυρομαχικά, αλλά θα το βρω». Κάνε, Θεούλη μου, να μη μου σκάσει στα χέρια, σκέφτηκε. «Είναι νόμιμο τέτοιο όπλο στη Μασαχουσέτη;» ρώτησε το κο ρίτσι. «Τώρα είναι, Άλις», είπε ο Τομ χωρίς να χαμογελάει. «Μήπως πρέπει να πηγαίνουμε τώρα;»
Το ΚΙΝΗΤΌ
159
«Ναι», είπε η Άλις κι ύστερα, ίσως επειδή δεν αισθανόταν α κόμη άνετα με το να παίρνει αποφάσεις, κοίταξε τον Κλέι. «Ναι», είπε εκείνος. «Πάμε βόρεια». «Εγώ συμφωνώ», είπε η Άλις. «Ναι», είπε και ο Τομ. «Φύγαμε για το βορρά!»
ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΓΚΕΪΤΕΝ
1 Με το πρώτο φως της επόμενης βροχερής μέρας, ο Κλέι, η Άλις και ο Τομ κατασκήνωσαν στον αχυρώνα μιας εγκαταλειμμένης φάρμας αλόγων στο Βόρειο Ρέντινγκ. Κρυμμένοι πίσω από την πόρτα παρακολούθησαν τις πρώτες ομάδες τρελών να εμφανίζο νται βαδίζοντας κοπαδιαστά στον Αυτοκινητόδρομο 62, με κατεύ θυνση νοτιοδυτική προς το Γουίλμινγκτον. Τα ρούχα τους ήταν βρόμικα, κουρελιασμένα και μουσκεμένα. Μερικοί δεν είχαν πα πούτσια. Ως το μεσημέρι είχαν εξαφανιστεί. Γύρω στις τέσσερις το απόγευμα, όταν ο ήλιος ξετρύπωσε από τα σύννεφα με στενές, μακριές ακτίνες, άρχισαν να επιστρέφουν κοπαδιαστά προς την κατεύθυνση απ' όπου είχαν έρθει. Πολλοί μασουλούσαν βαδίζο ντας. Άλλοι βοηθούσαν εκείνους που δυσκολεύονταν να περπατή σουν από μόνοι τους. Αν υπήρξαν δολοφονικές πράξεις εκείνο το πρωί, ο Κλέι, ο Τομ και η Άλις δεν έτυχε να τις δουν. Καμιά δεκαριά από τους τρελούς των κινητών κουβαλούσαν κάτι ογκώδη αντικείμενα που ο Κλέι τα αναγνώρισε με την πρώτη ματιά. Η Άλις είχε βρει ένα ίδιο μέσα στην ντουλάπα, στο υπνο δωμάτιο των ξένων στο σπίτι του Τομ. Είχαν σταθεί και οι τρεις α πό πάνω του χωρίς να τολμήσουν να το ανοίξουν. «Κλέι;» είπε η Άλις. «Γιατί μερικοί κουβαλάνε φορητά ραδιο κασετόφωνα;» «Δεν ξέρω». «Δε μ' αρέσει αυτό», είπε ο Τομ. «Δε μ' αρέσει που πάνε κο πάδι, δε μ' αρέσει που βοηθάνε ο ένας τον άλλον και δε μ' αρέσει καθόλου, μα καθόλου, που κουβαλάνε και ραδιοκασετόφωνα». «Είναι μόνο μερικοί...» άρχισε να λέει ο Κλέι.
164
STEPHEN KING
«Για κοίταξε εκείνη εκεί», τον διέκοψε ο Τομ δείχνοντας μια μεσόκοπη γυναίκα που τρέκλιζε πάνω στον Αυτοκινητόδρομο 62 από το βάρος ενός ραδιόφωνου/CD πλέιερ σε μέγεθος μαξιλαριού που κουβαλούσε στην αγκαλιά της. Το κρατούσε πάνω στο στήθος της σαν κοιμισμένο βρέφος. Το καλώδιο της συσκευής είχε φύγει από την υποδοχή του και σερνόταν πίσω της στο δρόμο. «Δε βλέ πω κανέναν να κουβαλάει μια λάμπα ή μια τοστιέρα, βλέπεις εσύ; Κι αν είναι προγραμματισμένοι να στήσουν κάπου τα ραδιόφωνα με μπαταρίες, να τα ανοίξουν και να αρχίσουν να μεταδίδουν εκεί νο τον παλμό, το σήμα, το υποσυνείδητο μήνυμα, ή ότι διάβολο εί ναι; Για να πιάσουν και όσους τους ξέφυγαν με την πρώτη φορά;» Αυτοί. Πάντα αυτοί οι άγνωστοι, παρανοϊκοί κάποιοι. Η Άλις είχε βγάλει από κάπου το αθλητικό παπουτσάκι και το έσφιγγε και το ξέσφιγγε μέσα στη χούφτα της, αλλά όταν μίλησε ακούστηκε αρκετά ήρεμη. «Δε νομίζω ότι είναι αυτό», είπε. «Γιατί όχι;» τη ρώτησε ο Τομ. Η Άλις κούνησε το κεφάλι της. «Δεν ξέρω. Απλώς δε μου φαί νεται να κολλάει». «Γυναικεία διαίσθηση;» Ο Τομ χαμογελούσε χωρίς να σαρκάζει. «Ίσως», είπε το κορίτσι, «αλλά ένα πράγμα τουλάχιστον είναι ολοφάνερο». «Ποιο είναι αυτό, Άλις;» ρώτησε ο Κλέι. Μάντεψε τι μπορεί να έλεγε το κορίτσι και δεν έπεσε έξω. «Γίνονται πιο έξυπνοι. Όχι από μόνοι τους, αλλά επειδή σκέ φτονται ομαδικά. Μάλλον ακούγεται τρελό, αλλά νομίζω ότι είναι πιο πιθανό από το να στήσουν ένα βουνό φορητά ραδιοκασετό φωνα με μπαταρίες για να μας στείλουν όλους στην Τρελανδία μέσω FM». «Ομαδική τηλεπάθεια», είπε ο Τομ. Το στριφογύρισε για λίγο στο μυαλό του. Η Άλις τον παρατηρούσε. Ο Κλέι, που είχε ήδη α ποφασίσει πως το κορίτσι είχε δίκιο, κοιτούσε αφηρημένα έξω α πό τον αχυρώνα, το φως της μέρας που σωνόταν. Σκέφτηκε ότι έ πρεπε να σταματήσουν κάπου για να πάρουν έναν οδικό χάρτη της περιοχής. Ο Τομ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, γιατί όχι; Στο κάτω κάτω, αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του κοπαδιού: ο μαδική τηλεπάθεια».
165
Το ΚΙΝΗΤΌ
«To πιστεύεις ειλικρινά, ή το λες απλώς για να με...» «Το πιστεύω ειλικρινά». Ο Τομ άπλωσε και άγγιξε το χέρι της Άλις, που τώρα έσφιγγε πιο γρήγορα το παπουτσάκι. «Απολύτως ειλικρινά. Παράτα το τώρα αυτό το πράγμα, εντάξει;» Η Άλις του χάρισε ένα φευγαλέο, αφηρημένο χαμόγελο κι ο Κλέι σκέφτηκε για άλλη μια φορά πόσο όμορφη ήταν, πραγματική καλλονή. Και πόσο έτοιμη να καταρρεύσει. «Ο σανός φαίνεται πολύ μαλακός κι εγώ είμαι πτώμα. Νομίζω πως θα πάρω έναν ω ραίο, μεγάλο υπνάκο». «Άντε να ξεκουράσεις τον κακό εαυτό σου», της απάντησε ο Κλέι. 2 Ο Κλέι είδε στον ύπνο του ότι αυτός, η Σάρον και ο Τζόνι-Τζι έ καναν πικνίκ στην πίσω αυλή του μικρού σπιτιού τους στο Κεντ Ποντ. Η Σάρον είχε απλώσει την ινδιάνικη κουβέρτα της πάνω στο γρασίδι. Έτρωγαν σάντουιτς και έπιναν παγωμένο τσάι. Ξαφ νικά ο ουρανός σκοτείνιασε. Η Σάρον έδειξε πάνω από τον ώμο του Κλέι και είπε: «Κοιτάξτε! Τηλεπαθητικοί!» Αλλά όταν στρά φηκε, ο Κλέι είδε μόνο ένα σμήνος κοράκια, τόσο μεγάλο που είχε κρύψει τον ήλιο. Και τότε ακούστηκε μια καμπανιστή μελωδία. Α κούστηκε σαν το φορτηγάκι με τα παγωτά του Μίστερ Σόφτι που έπαιζε το μουσικό θέμα του Σέσαμι Στρητ, αλλά ο Κλέι ήξερε ότι ήταν ήχος κλήσης και τρομοκρατήθηκε στο όνειρό του. Γύρισε και ο Τζόνι-Τζι είχε εξαφανιστεί. Όταν ρώτησε τη Σάρον πού ήταν το παιδί -έντρομος, ξέροντας ήδη την απάντηση-, εκείνη του είπε ότι ο Τζόνι είχε χωθεί κάτω από την κουβέρτα για ν' απαντήσει στο κινητό του. Υπήρχε ένα εξόγκωμα στην κουβέρτα. Ο Κλέι βούτηξε από κάτω, μέσα στη γλυκερή μυρωδιά του σανού, φωνά ζοντας στον Τζόνι να μην το σηκώσει, να μην απαντήσει στην κλήση, απλώνοντας το χέρι για να τον πιάσει και πιάνοντας αντί για το γιο του την κρύα, καμπύλη επιφάνεια μιας γυάλινης σφαί ρας. Ήταν το πρες παπιέ που είχε αγοράσει στους Μικρούς Θη σαυρούς, εκείνο που είχε στο κέντρο του μια τούφα χνουδωτά γκρίζα άνθη πικραλίδας, σαν ομίχλη τσέπης.
166
STEPHEN KING
Ο Τομ τον κουνούσε για να τον ξυπνήσει, λέγοντάς του ότι ή ταν περασμένες εννιά, είχε βγει το φεγγάρι και αν ήταν να συνεχί σουν την πεζοπορία κι απόψε έπρεπε να ξεκινήσουν. Ο Κλέι πρώ τη φορά ένιωσε τόσο χαρούμενος που τον ξύπνησε κάποιος. Σα φώς προτιμούσε τα όνειρα με το Περίπτερο του Μπίνγκο. Η Άλις τον κοίταζε περίεργα. «Τι είναι;» τη ρώτησε ο Κλέι, ελέγχοντας αν ήταν ασφαλισμέ να τα αυτόματα όπλα τους -του είχε γίνει ήδη δεύτερη φύση. «Παραμιλούσες στον ύπνο σου. Έλεγες, "Μην το σηκώσεις", "Μην απαντήσεις"». «Κανένας δεν έπρεπε να έχει απαντήσει», είπε ο Κλέι. «Θα ή μαστε όλοι πολύ καλύτερα τώρα». «Α, ποιος μπορεί ν' αντισταθεί σε ένα τηλέφωνο που χτυπάει;» είπε ο Τομ. «Εκεί παίζονται όλα». «Τάδε έφη ο γαμημένος Ζαρατούστρα», είπε ο Κλέι. Η Άλις γέλασε μέχρι δακρύων.
3 Ενώ το φεγγάρι έπαιζε κρυφτό με τα σύννεφα -σαν ζωγραφιά σε παιδική ιστορία με πειρατές και κρυμμένους θησαυρούς, έτσι το έβλεπε ο Κλέι-, άφησαν πίσω τους τη φάρμα των αλόγων και συ νέχισαν την πορεία προς το βορρά. Εκείνη τη νύχτα άρχισαν να συναντάνε και πάλι ανθρώπους του είδους τους. Γιατί αυτή είναι η δική μας ώρα, σκέφτηκε ο Κλέι και μετέφερε το αυτόματο τουφέκι από το ένα χέρι στο άλλο. Γεμάτο, ήταν δια βολεμένα βαρύ. Οι τρελοί των κινητών έχουν δικές τους τις μέρες. Όταν βγαίνουν τα αστέρια, ερχόμαστε εμείς. Είμαστε σαν βαμπίρ. Καταδικασμένοι να ζούμε τη νύχτα. Από κοντά αναγνωρίζουμε ο έ νας τον άλλον, επειδή έχουμε ακόμη την ικανότητα του λόγου. Από κάποια απόσταση, μπορούμε να είμαστε σχετικά σίγουροι ο ένας για τον άλλον από τα πράγματα που κουβαλάμε και από τα όπλα, που οι περισσότεροι από μας κρατάνε. Μέχρι πριν από τρεις μέρες ήμαστε το κυρίαρχο είδος στη γη και είχαμε τις ενοχές του επιζώντα για όλα τα είδη που βγάλαμε από τη μέση προκειμένου να φτάσουμε στη νιρ-
167
Το ΚΙΝΗΤΌ
βάνα της εικοσιτετράωρης καλωδιακής τηλεόρασης και στα ποπκόρν από φούρνο μικροκυμάτων. Τώρα είμαστε οι Άνθρωποι των Φακών. Κοίταξε τον Τομ, που βάδιζε δίπλα του. «Πού να πηγαίνουν;» ρώτησε. «Πού πάνε όλοι οι τρελοί των κινητών μετά τη δύση του ήλιου;» Ο Τομ του έριξε ένα περίεργο βλέμμα. «Στον Βόρειο Πόλο. Πέθαναν όλα τα ενήλικα ξωτικά από τη νόσο των τρελών ταράνδων και οι τύποι πάνε να δώσουν ένα χεράκι μέχρι να μεγαλώσει η νέα γενιά». «Χριστέ μου», είπε ο Κλέι. «Κάποιος κοιμήθηκε από τη λάθος μεριά του σανού απόψε». Αλλά ο Τομ δεν έλεγε να χαμογελάσει. «Σκέφτομαι συνεχώς το γάτο μου», είπε. «Αναρωτιέμαι αν είναι καλά. Σίγουρα θα σου φαίνεται γελοίο». «Όχι», είπε ο Κλέι, αν και, ανησυχώντας ο ίδιος για τη γυναίκα και το παιδί του, το έβρισκε λίγο υπερβολικό.
4 Από ένα μαγαζάκι με κάρτες και βιβλία στο μικρό κέντρο ανάμε σα στα δύο μοναδικά φανάρια κυκλοφορίας του Μπάλαρντβεϊλ πήραν έναν οδικό χάρτη. Κατευθύνονταν βόρεια και τους βγήκε σε καλό που είχαν επιλέξει να κινηθούν από την αγροτική περιοχή ανάμεσα στο V που σχημάτιζαν οι δύο διαπολιτειακοί αυτοκινητό δρομοι, ο 93 και ο 95. Οι άλλοι ταξιδιώτες που συνάντησαν και που οι περισσότεροι κατευθύνονταν δυτικά, μακριά από τον Διαπολιτειακό Αυτοκινητόδρομο 95, τους μίλησαν για τρομερές κα ραμπόλες και ατυχήματα. Ένας από τους ελάχιστους που κατευθύ νονταν ανατολικά είπε πως ένα βυτιοφόρο είχε ανατραπεί πάνω στον 93, κοντά στην έξοδο του Γουέικφιλντ, και η φωτιά που ακο λούθησε προκάλεσε αλυσιδωτές εκρήξεις με αποτέλεσμα να κα ούν μια σειρά αυτοκίνητα σε μήκος ενός χιλιομέτρου. «Βρομού σε», είπε ο τύπος, «σαν να τηγάνιζαν ψάρια στην κόλαση». Συνάντησαν κι άλλους Ανθρώπους των Φακών διασχίζοντας τα περίχωρα του Άντοβερ και άκουσαν μια φήμη τόσο επίμονη που άρχισε να επαναλαμβάνεται ως βέβαιο γεγονός: Τα σύνορα του
168
STEPHEN KING
Νιου Χαμσάιρ είχαν κλείσει. Η Πολιτειακή Αστυνομία του Νιου Χαμσάιρ και οι ειδικές δυνάμεις πρώτα πυροβολούσαν και μετά έ καναν ερωτήσεις. Δεν τους ενδιέφερε αν ήσουν τρελός ή λογικός. «Είναι σαν παραλλαγή του σλόγκαν που είχαν από παλιά στις πινακίδες των αυτοκινήτων τους οι ηλίθιοι», είπε ένας δύστροπος ηλικιωμένος κύριος με τον οποίο έπιασαν κουβέντα για λίγο. Φο ρούσε ένα μικρό σακίδιο πάνω από το ακριβό σακάκι του και κρα τούσε έναν μακρύ φακό. Από την τσέπη του σακακιού του πρό βαλλε η λαβή ενός πιστολιού. «Αν είσαι εντός Νιου Χαμσάιρ, ζή σε ελεύθερα. Αν θελήσεις να μπεις στο Νιου Χαμσάιρ, πέθανες!» «Εγώ δε... δύσκολα θα το πίστευα», είπε η Άλις. «Πίστευε ό,τι θέλεις, νεαρή δεσποινίς», είπε ο προσωρινός τους σύντροφος. «Εγώ συνάντησα κάποιους που θέλησαν να πάνε βόρεια, όπως εσείς, και γύρισαν τρέχοντας προς το νότο, όταν έ πεσαν πάνω σε κάτι άλλους που τους είχαν πυροβολήσει επειδή προσπάθησαν να μπουν στο Νιου Χαμσάιρ από τα βόρεια του Ντάνσντεϊλ». «Πότε;» ρώτησε ο Κλέι. «Χτες βράδυ». Ο Κλέι σκέφτηκε ένα σωρό ερωτήσεις, αλλά κράτησε τη γλώσσα του. Στο Άντοβερ, ο δύστροπος γέρος κύριος και οι περισ σότεροι από τους ανθρώπους με τους οποίους συμπορεύονταν σε ένα δρόμο γεμάτο παρατημένα αυτοκίνητα, αλλά βατό, έστριψαν στον Αυτοκινητόδρομο 133 προς το Λόουελ και άλλες πόλεις στα δυτικά. Ο Κλέι, ο Τομ και η Άλις απέμειναν μόνοι στον κεντρικό δρόμο του Άντοβερ έχοντας να πάρουν μια σημαντική απόφαση. «Το πιστεύεις;» ρώτησε ο Κλέι την Άλις. «Εγώ όχι», είπε το κορίτσι και κοίταξε τον Τομ. Ο Τομ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ούτε κι εγώ. Η ιστο ρία του τύπου μού θύμισε αυτές με τους κροκόδειλους στους υπο νόμους της Νέας Υόρκης». Η Άλις κουνούσε το κεφάλι της συμφωνώντας. «Τα νέα δεν ταξιδεύουν τόσο γρήγορα τώρα που δεν υπάρχουν τηλέφωνα». «Μάλιστα», είπε ο Τομ. «Ο μύθος της επόμενης αστικής γε νιάς. Παρ' όλα αυτά, εδώ μιλάμε για το Νιου Χάμστερ, όπως το α ποκαλεί ένας φίλος μου, και τίποτε δεν αποκλείεται. Θα πρότεινα
169
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
να διασχίσουμε τα σύνορα της Πολιτείας από το πιο διακριτικό σημείο που μπορούμε να βρούμε». «Ακούγεται σαν καλό σχέδιο», είπε η Άλις και συνέχισαν την πορεία τους βαδίζοντας από το πεζοδρόμιο, όσο βρίσκονταν ακό μη μέσα στην πόλη και υπήρχαν πεζοδρόμια να βαδίσουν. 5 Στα προάστια του Άντοβερ, είδαν έναν άντρα με δυο φακούς δεμέ νους σε ένα αυτοσχέδιο χαλινάρι γύρω από το μέτωπό του (από έ να φως σε κάθε κρόταφο) να βγαίνει από τη σπασμένη βιτρίνα ε νός IGA. Τους κούνησε φιλικά το χέρι και κινήθηκε προς το μέρος τους διασχίζοντας μια ζούγκλα από καρότσια του σούπερ μάρκετ και γεμίζοντας με κονσέρβες τη δερμάτινη τσάντα του που θύμιζε πλανόδιο εφημεριδοπώλη. Σταμάτησε δίπλα από ένα πλαγιασμένο ημιφορτηγό, τους συστήθηκε ως κύριος Ρόσκο Χαντ από το Μέθουεν και τους ρώτησε πού πήγαιναν. Όταν ο Κλέι του απάντησε στο Μέιν, κούνησε αποδοκιμαστικά το κεφάλι του. «Τα σύνορα του Νιου Χαμσάιρ είναι κλειστά. Πριν από μισή ώρα συνάντησα δύο τύπους που γύριζαν πίσω. Μου είπαν ότι αυ τοί στα σύνορα προσπαθούν να διακρίνουν τους τρελούς των κι νητών από εμάς τους φυσιολογικούς πριν τους ρίξουν, αλλά δεν προσπαθούν και πολύ». «Το είδαν με τα μάτια τους να συμβαίνει;» ρώτησε ο Τομ. Ο Ρόσκο Χαντ κοίταξε τον Τομ σαν να μην έστεκε καλά στα μυαλά του. «Πρέπει να εμπιστεύεσαι τους άλλους, άνθρωπέ μου», είπε. «Εννοώ, αφού δε γίνεται να τηλεφωνήσεις κάπου' για επαλή θευση, καλά δε λέω;» Έκανε μια παύση. «Στο Σάλεμ και στο Νάσουα καίνε τα πτώματα. Βρομάει σαν χοιροστάσιο. Μου το είπαν κι αυτό. Εγώ είμαι παρέα με άλλους πέντε που πάνε δυτικά και θέ λουμε να καλύψουμε κάποια χιλιόμετρα πριν ξημερώσει. Ο δρό μος προς τη δύση είναι ανοιχτός». «Έτσι λένε, ε;» του είπε ο Κλέι. Ο Χαντ τον κοίταξε με περιφρόνηση. «Ναι, έτσι λένε. Και μια σοφή κουβέντα δε βλάπτει, όπως έλεγε η μάνα μου. Αν επιμένετε
170
STEPHEN KING
πραγματικά να πάτε βόρεια, φροντίστε να είστε στα σύνορα νύ χτα. Οι τρελοί δε βγαίνουν με το σκοτάδι». «Το ξέρουμε», είπε ο Τομ. Ο άντρας με τους δύο φακούς στα πλάγια του κεφαλιού του α γνόησε τον Τομ και συνέχισε να απευθύνεται στον Κλέι. Προφα νώς τον είχε κόψει για αρχηγό της παρέας. «Επίσης, δεν κρατάνε φακούς. Κουνήστε τους φακούς σας πέρα δώθε. Μιλήστε. Φωνάξ τε. Αυτά δεν τα κάνουν οι τρελοί των κινητών. Πολύ αμφιβάλλω αν θα σας αφήσουν να περάσετε τα σύνορα, αλλά, αν σταθείτε τυ χεροί, τουλάχιστον δε θα σας ρίξουν». «Έχουν αρχίσει να γίνονται έξυπνοι», είπε η Άλις. «Το ξέρετε αυτό, κύριε Χαντ;» Ο Χαντ ρουθούνισε περιφρονητικά. «Πάνε κοπάδι και έχουν σταματήσει να σκοτώνονται μεταξύ τους. Δεν ξέρω αν αυτό τους κάνει πιο έξυπνους ή όχι. Ξέρω όμως ότι ακόμα σκοτώνουν εμάς». Ο Χαντ πρέπει να διέκρινε την αμφιβολία στο βλέμμα του Κλέι, γιατί χαμογέλασε σαρκαστικά. «Τους είδα να πιάνουν μια γυ ναίκα σήμερα το πρωί», είπε. «Με τα ίδια μου τα μάτια, εντάξει;» Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Εντάξει». «Νομίζω πως ξέρω γιατί βρισκόταν στο δρόμο. Ήμαστε στο Τόπσφιλντ, δεκάξι χιλιόμετρα ανατολικά από δω, ξέρεις. Εγώ και οι δικοί μου ήμαστε σε ένα Μοτέλ 6. Αυτή ερχόταν προς εμάς. Αλ λά δεν περπατούσε. Βιαζόταν. Σχεδόν έτρεχε. Και κοίταζε συνέχεια πίσω της. Την είδα επειδή δεν μπορούσα να κοιμηθώ». Κούνησε το κεφάλι του. «Μεγάλο ζόρι να συνηθίσεις να κοιμάσαι μέρα». Ο Κλέι σκέφτηκε να του πει ότι αυτός και οι φίλοι του το είχαν συνηθίσει εύκολα, αλλά δεν το έκανε. Είδε ότι η Άλις είχε ξανα βγάλει το γούρι της. Ο Κλέι θα προτιμούσε να μην τα ακούει αυτά η Άλις, αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς. Κυρίως επειδή ήταν πληροφορίες επιβίωσης (ήταν σίγουρος ότι, σε αντίθεση με τις φή μες για τα σύνορα του Νιου Χαμσάιρ, αυτή η πληροφορία ήταν αυθεντική), αλλά και επειδή ο κόσμος θα ήταν γεμάτος από τέτοιες ιστορίες για αρκετό καιρό. Αν άκουγαν αρκετές, ίσως προέκυπτε κάτι κοινό που θα τους οδηγούσε σε συμπεράσματα. «Μάλλον κοίταζε μήπως βρει κανένα καλύτερο μέρος να μεί νει», συνέχισε ο κύριος Χαντ. «Ή, μάλλον, είδε το Μοτέλ 6 και σκέφτηκε, "Ω, δωμάτιο με κρεβάτι! Και μπάνιο! Δίπλα στο βενζι-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
171
νάδικο της Exxon. Μόνο ένα τετράγωνο παρακάτω". Αλλά πριν φτάσει στα μισά, της βγήκε ένα τσούρμο από αυτούς από τη γω νία. Περπατούσαν... ξέρετε πώς περπατάνε τώρα, ε;» Ο Ρόσκο Χαντ βάδισε προς το μέρος τους με άκαμπτο βήμα, σαν κουρδιστό στρατιωτάκι, με την τσάντα του εφημεριδοπώλη να ταλαντεύεται. Δεν περπατούσαν έτσι οι τρελοί των κινητών, αλλά οι άλλοι κατάλαβαν τι ήθελε να τους δείξει και συγκατένευσαν. «Και την...» Ο Ρόσκο Χαντ έγειρε πάνω στο πλαγιασμένο ημι φορτηγό και έτριψε το πρόσωπό του με τα χέρια. «Αυτό θέλω να καταλάβετε, εντάξει; Να μην αφήσετε να σας πιάσουν, να μην ξε γελαστείτε ότι γίνονται πιο φυσιολογικοί επειδή κάθε τόσο κάποιος από αυτούς θα τύχει να πατήσει το σωστό κουμπί και θ' αρχίσει να παίζει το CD στο φορητό που κουβαλάει...» «Το είδες αυτό να γίνεται;» τον ρώτησε ο Τομ. «Το άκουσες;» «Ναι, δυο φορές. Ο δεύτερος τύπος που είδα πήγαινε μόνος του κουνώντας το ράδιο σαν μωρό στην αγκαλιά του τόσο δυνατά που κόντευε να πεταχτεί απέναντι, αλλά ναι, το μηχάνημα έπαιζε. Άρα, τους αρέσει η μουσική και, ναι, σίγουρα έχουν αρχίσει να ξαναβρίσκουν ένα κουκούτσι μυαλό, και γι' αυτό ακριβώς πρέπει να είστε πολύ προσεκτικοί». «Τι έγινε με τη γυναίκα;» ρώτησε η Άλις. «Όταν την έπιασαν». «Προσπάθησε να κάνει ότι ήταν μια απ' αυτούς», είπε ο Χαντ. «Εγώ την έβλεπα από μέσα από το παράθυρο όπου στεκόμουν και σκέφτηκα, "Μπράβο, κοπέλα μου, ίσως τα καταφέρεις άμα το παί ξεις τρελή για λίγο και την κοπανήσεις για κάπου μέσα με την πρώτη ευκαιρία". Γιατί δεν τους αρέσει να μπαίνουν σε κλειστούς χώρους, το έχετε προσέξει αυτό;» Ο Κλέι, ο Τομ και η Άλις κούνησαν τα κεφάλια τους. Ο Ρόσκο Χαντ συνέχισε. «Μπαίνουν, τους είδα, αλλά δεν τους αρέσει καθόλου». «Πώς την κατάλαβαν;» ρώτησε η Άλις. «Δεν ξέρω ακριβώς. Τη μύρισαν, ή κάτι τέτοιο». «Ή άγγιξαν τη σκέψη της», είπε ο Τομ. «Ή δεν μπόρεσαν να την αγγίξουν», είπε η Άλις. «Δεν ξέρω τι λέτε εσείς», είπε ο Χαντ. «Εγώ ξέρω μόνο ότι την έκαναν κομμάτια πάνω στο δρόμο. Κι όταν λέω κομμάτια, το εννοώ».
172
STEPHEN KING
«Καν πότε έγινε αυτό;» ρώτησε ο Κλέι. Είδε την Άλις να χάνει το χρώμα της και την αγκάλιασε από τη μέση για να τη στηρίξει. «Σήμερα στις εννιά το πρωί. Στο Τόπσφιλντ. Γι' αυτό, αν δείτε ένα τσούρμο απ' αυτούς να περπατάνε στο Δρόμο με τα Κίτρινα Τούβλα, με ένα ραδιόφωνο να παίζει το "Ας Γίνουμε Φίλοι..."» Σταμάτησε και τους κοίταξε εξεταστικά στο φως που έριχναν οι δυο φακοί του κεφαλιού του. «Εγώ δε θα έτρεχα κοντά τους φω νάζοντας κέμο σάμπε*, μόνο αυτό σας λέω». Παύση. «Κι ούτε θα πήγαινα βόρεια. Ακόμη κι αν δε σας πυροβολήσουν στα σύνορα, απλώς χάνετε τον καιρό σας». Παρ' όλα αυτά, μετά από μια σύντομη σύσκεψη στην άκρη του πάρκινγκ του IGA, η συντροφιά των τριών συνέχισε προς το βορρά. 6 Έκαναν στάση για ξεκούραση κοντά στο βόρειο Άντοβερ, σε μια γέφυρα για πεζούς πάνω από τον Αυτοκινητόδρομο 495. Τα σύν νεφα είχαν πυκνώσει ξανά, αλλά το φεγγάρι έβγαινε κάθε τόσο για να φωτίσει τέσσερις ακίνητες λωρίδες κυκλοφορίας. Κοντά στη γέφυρα όπου στέκονταν, στις δύο λωρίδες της νότιας κατεύθυν σης, μια αναποδογυρισμένη νταλίκα κειτόταν σαν νεκρός ελέφα ντας. Πορτοκαλιοί κώνοι είχαν τοποθετηθεί γύρω της, απόδειξη ό τι κάποιος είχε ανταποκριθεί σε μια κλήση, και, πράγματι, υπήρ χαν δύο εγκαταλειμμένα περιπολικά κάτω από τη γέφυρα, το ένα πλαγιασμένο. Το πίσω μέρος του φορτηγού ήταν καμένο. Πτώμα τα δεν φαίνονταν πουθενά, απ' όσο μπορούσαν να δουν στο φως του φεγγαριού. Μερικοί πεζοί περνούσαν γύρω από τις μπλοκαρι σμένες λωρίδες, αλλά η κίνηση ήταν πολύ αργή και αραιή. «Αυτό τα κάνει όλα να φαίνονται σαν αληθινά, δεν είναι έτσι;» είπε ο Τομ. «Όχι», είπε η Άλις. Ακούστηκε αδιάφορη. «Εμένα μου φαίνο νται σαν ειδικά εφέ σε ταινία θερινού σινεμά. Παίρνεις ένα μεγά* Χαρακτηριστική φράση από το κόμικ του Λόουν Ρέιντζερ. Έτσι χαιρετά ο Ινδιάνος Τόντο τον ήρωα. (Σ.τ.Μ.)
173
Το ΚΙΝΗΤΌ
λο χωνί ποπκόρν και μια Κόκα Κόλα και παρακολουθείς το τέλος του κόσμου σε... πώς τα λένε; Τρισδιάστατα γραφικά; Μπλου σκριν; Κάποια τέτοια μαλακία». Σήκωσε το αθλητικό παπουτσάκι κρατώντας το από το κορδόνι του. «Μου φτάνει αυτό για να θυμά μαι ότι είναι όλα αλήθεια. Κάτι μικρό που να χωράει στο χέρι μου. Ελάτε, πάμε να φύγουμε».
7 Υπήρχαν αρκετά παρατημένα αυτοκίνητα πάνω στον Αυτοκινητό δρομο 28, αλλά ήταν εντελώς ανοιχτός συγκριτικά με τον 495 κι έτσι κατά τις τέσσερις πλησίαζαν ήδη στο Μέθουεν, γενέτειρα του κυρίου Ρόσκο Χαντ με τους φακούς στέρεο. Και είχαν πιστέψει αρκετά την ιστορία του ώστε να αναζητήσουν κατάλυμα για τη νύχτα πολύ πριν σκοτεινιάσει. Διάλεξαν ένα μοτέλ στη διασταύ ρωση του 28 με τον 110. Καμιά δεκαριά αυτοκίνητα ήταν παρκα ρισμένα έξω από διάφορα δωμάτια, αλλά ο Κλέι είχε την αίσθηση ότι ήταν άδεια. Πώς να μην ήταν; Οι δυο οδικές αρτηρίες ήταν βα τές αλλά μόνο με τα πόδια. Ο Τομ και ο Κλέι στάθηκαν στην άκρη του πάρκινγκ και άρχισαν να κουνάνε τους αναμμένους φακούς πάνω από τα κεφάλια τους. «Είμαστε εντάξει!» φώναξε ο Τομ. «Είμαστε φυσιολογικοί! Ερχόμαστε εκεί!» Περίμεναν. Δεν πήραν καμιά απάντηση από το συγκρότημα που η πινακίδα το διαφήμιζε ως Σουίτ Βάλεϊ Ινν-Θερμαινόμενη Πισίνα-Καλωδιακή Τηλεόραση-Ειδικές Τιμές σε Γκρουπ. «Πάμε», είπε η Άλις. «Πονάνε τα πόδια μου. Και σε λίγο θ' αρχίσει να ξημερώνει». «Κοιτάξτε αυτό», είπε ο Κλέι. Είχε μαζέψει ένα CD από το δρόμο πριν τη στροφή προς το μοτέλ και το φώτιζε με το φακό του. Ήταν τα Ερωτικά Τραγούδια, του Μάικλ Μπόλτον. «Πάνω που είπαμε ότι άρχισαν να γίνονται έξυπνοι», σχολίασε ο Τομ. «Μη βιάζεσαι να τους κρίνεις», απάντησε ο Κλέι καθώς ξεκίνη σαν να βαδίζουν προς τα δωμάτια. «Αυτός που το είχε το πέταξε». «Μάλλον θα του έπεσε», είπε ο Τομ.
174
STEPHEN KING
Η Άλις έριξε το φακό της πάνω στο CD. «Ποιος είναι αυτός ο τύπος;» «Καλό μου παιδί», είπε ο Τομ, «δε θέλεις να ξέρεις». Τράβηξε το CD από το χέρι του Κλέι και το πέταξε πάνω από τον ώμο του. Παραβίασαν τις πόρτες τριών συνεχόμενων δωματίων όσο πιο μαλακά ήταν δυνατόν, για να μπορέσουν τουλάχιστον να στρί ψουν τα πόμολα από μέσα. Έχοντας κρεβάτια να κοιμηθούν, κοι μήθηκαν μέχρι αργά το μεσημέρι. Δεν τους ενόχλησε τίποτε, αν και το βράδυ η Άλις είπε ότι είχε ακούσει μουσική να έρχεται από μακριά. Όμως, παραδέχτηκε, μπορεί και να το είχε ονειρευτεί. 8 Στο λόμπι του Σουίτ Βάλεϊ Ινν υπήρχαν για πούλημα τοπικοί χάρ τες πολύ πιο λεπτομερείς από τον οδικό άτλαντα. Βρίσκονταν σε μια γυάλινη προθήκη που τώρα ήταν σπασμένη. Ο Κλέι έπιασε έ να χάρτη της Μασαχουσέτης και έναν του Νιου Χαμσάιρ χώνο ντας προσεκτικά το χέρι του για να μην κοπεί από τα γυαλιά και, όπως σηκωνόταν, είδε έναν νεαρό πεσμένο στο πάτωμα πίσω από τον πάγκο της ρεσεψιόν. Τα μάτια του γυάλιζαν άψυχα. Για μια στιγμή, ο Κλέι σκέφτηκε ότι κάποιος είχε βάλει μια ταινία με πε ρίεργο χρώμα πάνω στο στόμα του νεκρού. Ύστερα πρόσεξε τις πρασινωπές μύτες που προεξείχαν από τα μάγουλά του και συνει δητοποίησε ότι ταίριαζαν με τα σπασμένα γυαλιά που γέμιζαν τα ράφια της βιτρίνας με τους χάρτες. Το πτώμα φορούσε στο τσεπά κι του πουκαμίσου του μια ταμπελίτσα που έγραφε ΜΕ ΛΕΝΕ ΧΑΝΚ - ΡΩΤΗΣΤΕ ΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΙΑΙΕΣ ΧΡΕΩΣΕΙΣ. Κοιτώ ντας τον Χανκ, ο Κλέι σκέφτηκε τον κύριο Ρικάρντι. Ο Τομ και η Άλις τον περίμεναν στην πόρτα του λόμπι. Ήταν εννιά παρά τέταρτο και έξω ήταν βαθύ σκοτάδι. «Πώς τα πας;» ρώτησε η Άλις. «Αυτά μπορεί να μας βοηθήσουν», της είπε. Της έδωσε τους χάρτες και σήκωσε ψηλά το φανάρι για μπορέσουν ο Τομ και η Ά λις να τους μελετήσουν, να τους συγκρίνουν με τον οδικό άτλαντα και να σχεδιάσουν την αποψινή διαδρομή. Προσπαθούσε να καλ λιεργήσει μια αίσθηση μοιραίου όταν σκεφτόταν τον Τζόνι και τη
Το ΚΙΝΗΤΌ
175
Σάρον και την κατάσταση γενικά: ό,τι είχε συμβεί στον Κεντ Ποντ, είχε συμβεί. Ο γιος του και η γυναίκα του ή ήταν καλά ή δεν ήταν. Ή θα τους έβρισκε ή δεν θα τους έβρισκε. Η επιτυχία αυτού του μαγικού κόλπου ήταν αμφίβολη, πότε έπιανε, πότε δεν έπιανε. Τις φορές που το έχανε, έλεγε στον εαυτό του ότι ήταν τυχερός που ήταν ζωντανός, κι αυτό ήταν αλήθεια. Αυτό που αναιρούσε την καλοτυχία του ήταν το γεγονός ότι βρισκόταν στη Βοστόνη, ε κατόν εξήντα χιλιόμετρα νότια του Κεντ Ποντ από τη συντομότε ρη διαδρομή (που σίγουρα δεν ήταν αυτή που ακολουθούσαν τώ ρα), όταν χτύπησε ο Παλμός. Παρ' όλα αυτά, είχε σμίξει με κα λούς ανθρώπους. Δεν ήταν λίγο κι αυτό. Ανθρώπους που μπορού σε να θεωρεί φίλους του. Είχε δει πολλούς άλλους -τον Τύπο με το Βαρελάκι, την Εύσωμη Κυρία με τη Βίβλο, καθώς και τον κύριο Ρόσκο Χαντ από το Μέθουεν- που δεν είχαν σταθεί τόσο τυχεροί. Αν ήρθε σ' εσένα, Σάρον, αν ήρθε κοντά σου ο Τζόνι, πρόσεξε τον σαν τα μάτια σου, το καλό που σου θέλω. Το καλό που σου θέλω. Κι αν ο μικρός είχε μαζί του το κινητό; Αν είχε πάρει το κόκκι νο κινητό του στο σχολείο; Μήπως είχε ξαναρχίσει να το παίρνει μαζί του τελευταία; Επειδή όλα τα άλλα παιδιά είχαν κινητά; Χριστέ μου. «Κλέι; Είσαι καλά;» ρώτησε ο Τομ. «Ναι. Γιατί;» «Δεν ξέρω. Φαίνεσαι κάπως... αγριεμένος». «Πτώμα πίσω από τον πάγκο. Άσχημο θέαμα». «Κοιτάξτε εδώ», είπε η Άλις, διατρέχοντας με το δάχτυλο της μια γραμμή πάνω στο χάρτη. Αυτή η καλλικατζούρα έκοβε το σύ νορο της Πολιτείας και φαινόταν να ενώνεται με τον Αυτοκινητό δρομο 38 του Νιου Χαμσάιρ ανατολικά του Πέλαμ. «Εμένα μου φαίνεται πολύ καλός δρόμος. Αν πάρουμε τον αυτοκινητόδρομο από δω προς τα δυτικά...» Έδειξε τον 110, όπου τα αυτοκίνητα και η άσφαλτος γυάλιζαν κάτω από ένα αραιό ψιλόβροχο. «...θα τον συναντήσουμε σε καμιά δεκαπενταριά χιλιόμετρα. Τι λέτε;» «Καλό ακούγεται», είπε ο Τομ. Η Άλις κοίταξε τον Κλέι. Το αθλητικό παπουτσάκι ήταν πίσω στο σακίδιο της, αλλά ο Κλέι έβλεπε καθαρά την επιθυμία της να το ζουλήξει. Ευτυχώς που δεν κάπνιζε, θα έφτανε τα τέσσερα πα κέτα τη μέρα. «Αν υπάρχει φρουρά στο πέρασμα...»
176
STEPHEN KING
«Θα μας απασχολήσει όταν φτάσουμε εκεί», τη διέκοψε ο Κλέι, αλλά δεν ανησυχούσε. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο θα έ μπαινε στο Μέιν. Κι αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να συρθεί με την κοιλιά ανάμεσα στους βάτους, σαν παράνομος εργάτης που διέσχιζε τα καναδέζικα σύνορα για να δουλέψει στο μάζεμα των μήλων τον Οκτώβρη, θα το έκανε. Αν ο Τομ και η Άλις αποφάσι ζαν να μείνουν πίσω, κρίμα. Θα λυπόταν πολύ που θα τους άφη νε... αλλά θα συνέχιζε. Γιατί έπρεπε να μάθει. Η κόκκινη καλλικατζούρα που είχε εντοπίσει η Άλις στους χάρτες του Σουίτ Βάλει Ινν είχε όνομα -Ντόστι Στριμ Ρόουντ- και ήταν βασικά άδεια. Μετά από έξι χιλιόμετρα περπάτημα μέχρι τη συνοριακή γραμμή των δύο Πολιτειών, δεν συνάντησαν παρά μό νο πέντ' έξι εγκαταλειμμένα οχήματα και μόνο ένα τρακάρισμα. Πέρασαν επίσης δύο αγροικίες όπου υπήρχαν αναμμένα φώτα και ακουγόταν μουγκρητό γεννήτριας. Το σκέφτηκαν να σταματή σουν, αλλά απέρριψαν γρήγορα την ιδέα. «Το πιθανότερο είναι ν' αρχίσουμε την ανταλλαγή πυροβολι σμών με κάποιον ταλαίπωρο που προσπαθεί να προστατέψει το σπίτι του», είπε ο Κλέι. «Με την προϋπόθεση ότι υπάρχει κάποιος εκεί μέσα. Ίσως αυτές οι γεννήτριες να είναι ρυθμισμένες ώστε να παίρνουν μπροστά από μόνες τους όταν κόβεται το ρεύμα και να δουλεύουν μέχρι να τους σωθούν τα καύσιμα». «Ακόμη κι αν υπάρχουν λογικοί άνθρωποι εκεί μέσα και μας ανοίξουν την πόρτα, πράγμα που δε θα είναι και τόσο λογικό, τι θα τους πούμε;» αναρωτήθηκε ο Τομ. «Ότι θέλουμε να χρησιμο ποιήσουμε το τηλέφωνο;» Συζήτησαν και την πιθανότητα να δοκιμάσουν να απαλλοτριώ σουν ένα αυτοκίνητο (απαλλοτρίωση ήταν η λέξη που χρησιμοποί ησε ο Τομ), αλλά τελικά αποφάσισαν να μην κάνουν ούτε αυτό. Αν στη γραμμή των συνόρων κρατούσαν άμυνα οπλισμένοι αστυ νομικοί, ίσως το να τη σπάσουν με μια Σεβρολέτ Τάχο δεν ήταν η πιο έξυπνη κίνηση. Έτσι συνέχισαν με τα πόδια και, φυσικά, δεν βρήκαν τίποτε άλλο στα σύνορα, εκτός από μια πινακίδα, μικρή, όπως ταίριαζε σε επαρχιακό δρόμο με δύο λωρίδες κυκλοφορίας, που τους ενη μέρωνε ότι ΜΠΑΙΝΕΤΕ ΣΤΟ ΝΙΟΥ ΧΑΜΣΑΪΡ και ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ! Δεν ακουγόταν τίποτε άλλο εκτός από τις σταλαγματιές της υγρα-
177
Το ΚΙΝΗΤΌ
σίας στο δάσος κι από τις δύο πλευρές του δρόμου και κάθε τόσο ο στεναγμός του αέρα στις φυλλωσιές. Ή το σύρσιμο κάποιου μι κρού ζώου. Στάθηκαν ίσα για να διαβάσουν την πινακίδα και συ νέχισαν το δρόμο τους αφήνοντας πίσω τους τη Μασαχουσέτη. 9 Έπαψαν να έχουν την αίσθηση ότι ήταν μόνοι στον κόσμο όταν έ φτασαν στο τέρμα της Ντόστι Στριμ Ρόουντ και μπροστά σε μια δεύτερη πινακίδα που έγραφε: Ν.Χ. ΟΔΟΣ 38 και ΜΑΝΤΣΕΣΤΕΡ 30 ΧΛΜ. Οι ταξιδιώτες ήταν σχετικά λίγοι πάνω στην 38, αλλά μισή ώρα αργότερα, όταν έστριψαν στην 128 -έναν φαρδύ δρόμο γεμά το σκουπίδια που πήγαινε σχεδόν ευθεία προς το βορρά-, η αραιή ροή έγινε ένα σταθερό ποτάμι προσφύγων. Ταξίδευαν κυρίως σε μικρές ομάδες των τριών ή των τεσσάρων και το κυρίαρχο χαρα κτηριστικό τους ήταν ότι αδιαφορούσαν εντελώς για οτιδήποτε πέρα από τους εαυτούς τους. Συνάντησαν μια γυναίκα γύρω στα σαράντα, με έναν άντρα κάπου είκοσι χρόνια μεγαλύτερο της που ο καθένας τους έσπρω χνε κι από ένα καρότσι του σούπερ μάρκετ με ένα παιδί μέσα. Αυ τό στο καρότσι του άντρα ήταν αγόρι και αρκετά μεγάλο στην η λικία για να το κουβαλάνε, αλλά είχε βρει τρόπο να κουλουριαστεί μέσα στο καρότσι και τώρα κοιμόταν. Ενώ ο Κλέι και οι σύ ντροφοι του προσπερνούσαν αυτή την τροχήλατη οικογένεια, έ σπασε η μία ρόδα από το καρότσι του άντρα. Το καρότσι πλάγια σε απότομα αδειάζοντας το αγόρι, που πρέπει να ήταν εφτά οχτώ χρονών το πολύ. Ο Τομ τον άρπαξε από τον ώμο κόβοντας αρκετή από την ορμή της πτώσης του, αλλά ο μικρός έγδαρε το γόνατο του έτσι κι αλλιώς. Και τρόμαξε πολύ. Ο Τομ τον σήκωσε από κά τω, αλλά το αγόρι, επειδή δεν τον γνώριζε, άρχισε να παλεύει να του ξεφύγει κλαίγοντας ακόμη πιο δυνατά. «Αφήστε, δεν πειράζει, θα τον πάρω εγώ», είπε ο άντρας. Πήρε το παιδί και κάθισε μαζί του στην άκρη του δρόμου, όπου του έ κανε καλό-καλό, μια έκφραση που ο Τομ είχε ν' ακούσει απ' όταν ήταν ο ίδιος εφτά χρονών. «Τώρα θα το φιλήσει ο Γκρέγκορι, θα το κάνει καλό-καλό και θα περάσει». Ο άντρας φίλησε τη γρα-
178
STEPHEN KING
τσουνιά στο γόνατο του αγοριού κι εκείνο έγειρε το κεφάλι του στον ώμο του άντρα. Ήταν έτοιμο να κοιμηθεί ξανά. Ο Γκρέγκορι χαμογέλασε στον Τομ και στον Κλέι κουνώντας το κεφάλι του. Φαινόταν κατάκοπος μέχρι θανάτου· ένας καλοβαλμένος, γυμνα σμένος εξηντάρης μέχρι προχτές, και τώρα έδειχνε σαν εβδομηντάχρονος Εβραίος που αγωνιούσε να εγκαταλείψει την Πολωνία όσο υπήρχε ακόμη καιρός. «Είμαστε εντάξει», είπε. «Μπορείτε να πηγαίνετε». Ο Κλέι άνοιξε το στόμα του να πει, Γιατί δε μένουμε όλοι μαζί; Γιατί δεν κάνουμε μια συντροφιά, Γκρεγκ; Κάτι τέτοια έλεγαν οι ή ρωες στα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας που διάβαζε μικρός: Ας μείνουμε όλοι μαζί. «Άντε, πηγαίνετε, τι στέκεστε εδώ;» είπε η γυναίκα πριν προ λάβει ο Κλέι να πει αυτό που σκεφτόταν ή οτιδήποτε άλλο. Στο δικό της καρότσι, ένα πεντάχρονο κοριτσάκι κοιμόταν ακόμη. Η γυναίκα στάθηκε προστατευτικά μπροστά από το καρότσι της, σάμπως να είχε βουτήξει κάποιο πολύτιμο αντικείμενο και φοβόταν μήπως της το αρπάξουν ο Κλέι και οι φίλοι του. «Δεν έχουμε τίπο τε να μας πάρετε». «Νάταλι, σταμάτα», είπε κουρασμένα ο άντρας. Όμως η Νάταλι δεν σταμάτησε και ο Κλέι κατάλαβε ποιο ήταν το χειρότερο απ' όλα σ' αυτή τη μικρή σκηνή. Όχι η προσβλητική και επιθετική στάση μιας γυναίκας που ο φόβος και η κούραση την είχαν οδηγήσει στην παράνοια. Αυτό ήταν κατανοητό και της το συγχωρούσε. Εκείνο που του τσάκισε το ηθικό ήταν ο τρόπος με τον οποίο όλοι οι υπόλοιποι συνέχιζαν να περπατάνε, κρατώ ντας μπροστά τους φακούς τους, μιλώντας χαμηλόφωνα μόνο στον διπλανό της δικής τους παρέας, αλλάζοντας χέρι στη βαλίτσα ή τη σακούλα που κουβαλούσε ο καθένας. Ένας κόπανος με μοτοσι κλέτα εντούρο ανέβαινε το δρόμο με ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα τρα καρισμένα αυτοκίνητα και πάνω από τα σκουπίδια και οι πεζοί πα ραμέριζαν για να του ανοίξουν δρόμο, μουρμουρίζοντας εχθρικά. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι θα τους έκανε το ίδιο αν το αγόρι που είχε πέσει από το καρότσι είχε σπάσει το λαιμό του, αντί να γρατσουνίσει απλώς το γόνατό του. Δεν θα έδιναν καμιά σημασία αν ο πα χύς κύριος που ανηφόριζε αγκομαχώντας από την άκρη του δρό μου, με ένα βαρύ σακβουαγιάζ περασμένο διαγώνια στον ώμο του,
Το ΚΙΝΗΤΌ
179
σωριαζόταν εκείνη τη στιγμή από καρδιακή προσβολή. Κανένας δεν θα προσπαθούσε να τον συνεφέρει και, φυσικά, οι μέρες του 911, για να καλέσουν άμεση βοήθεια, είχαν τελειώσει οριστικά. Κανένας δεν σκοτίστηκε ούτε καν να πετάξει ένα, Πες τα, κυρά μου! ή Ρε φίλε, πες της να το βουλώσει! Απλώς συνέχισαν να περ πατάνε. «...γιατί εμείς το μόνο που έχουμε είναι ετούτα τα παιδιά, που είναι σκέτο φόρτωμα όταν δεν μπορούμε ούτε τον εαυτό μας να φροντίσουμε, γιατί αυτός έχει βηματοδότη και τι θα κάνουμε όταν σωθεί η μπαταρία, μου λες; Και τα παιδιά! Θέλεις ένα παιδί;» Κοίταξε γύρω της αγριεμένη. «Ε! Θέλει κανείς ένα παιδί;» Το κοριτσάκι άρχισε να σαλεύει. «Νάταλι, ταράζεις την Πόρσια», είπε ο Γκρέγκορι. Η γυναίκα που την έλεγαν Νάταλι γέλασε σκληρά. «Σιγά μη στάξει η ουρά του γαϊδάρου! Εδώ έχει διαταραχτεί ο κόσμος όλος!» Γύρω τους οι άνθρωποι συνέχιζαν την Πορεία των Προσφύ γων. Κανένας δεν έδωσε σημασία και ο Κλέι σκέφτηκε: Να πώς αντιδρούμε. Ιδού τι συμβαίνει όταν πέφτουν οι τίτλοι του τέλους. Ό ταν δεν υπάρχουν πια κάμερες, ούτε κτίρια να καίγονται, ούτε Άντερσον Κούπερ να λέει: «Και τώρα πίσω στα στούντιο του CNN στην Ατλάντα». Ιδού τι συμβαίνει όταν το υπουργείο Εσωτερικής Α σφαλείας αναστέλλει τις εργασίες του λόγω έλλειψης λογικής. «Δώστε μου το παιδί», προσφέρθηκε ο Κλέι. «Θα τον κουβα λήσω εγώ μέχρι να βρεθεί κάτι άλλο να τον μεταφέρετε. Αυτό το καρότσι τελείωσε». Κοίταξε τον Τομ. Ο Τομ ανασήκωσε τους ώ μους του και ένευσε καταφατικά. «Μακριά από μας!» είπε η Νάταλι και ως διά μαγείας εμφανί στηκε στο χέρι της ένα όπλο. Δεν ήταν μεγάλο, 22άρι ίσως, αλλά ακόμη κι ένα 22άρι κάνει μια χαρά τη δουλειά όταν η σφαίρα χτυ πήσει στο σωστό σημείο. Ο Κλέι άκουσε και από τις δύο πλευρές τον χαρακτηριστικό ή χο όπλου που τραβιέται από τη θήκη του και ήξερε, χωρίς να χρει αστεί να κοιτάξει, ότι ο Τομ και η Άλις σημάδευαν τώρα με τα ό πλα που είχαν πάρει από το σπίτι του Νίκερσον τη γυναίκα που την έλεγαν Νάταλι. Προφανώς, ήταν κι αυτό μέσα στο πρόγραμμα. «Κατέβασε το όπλο σου, Νάταλι», είπε στη γυναίκα. «Φεύ γουμε».
180
STEPHEN KING
«Φύγετε, αλλιώς σας την άναψα!», είπε η γυναίκα σπρώχνο ντας βίαια ένα τσουλούφι από το μέτωπο της με την παλάμη του αριστερού της χεριού. Δεν φαινόταν να έχει αντιληφθεί ότι ο νέος άντρας και το κορίτσι που ήταν μαζί με τον Κλέι είχαν τραβήξει τα δικά τους όπλα και τη σημάδευαν. Τώρα οι περαστικοί έριχναν μια ματιά, αλλά η μοναδική τους αντίδραση ήταν να ανοίξουν βή μα και να προσπεράσουν γρήγορα τη σκηνή της αναμέτρησης και της πιθανής αιμοατοχυσίας. «Έλα, Κλέι», είπε ήρεμα η Άλις. Τον έπιασε από τον καρπό με το ελεύθερο χέρι της. «Πάμε πριν χτυπηθεί κανένας». Ξανάρχισαν το περπάτημα. Η Άλις κρατούσε το χέρι του Κλέι σαν να ήταν το αγόρι της. Ένας μικρός, νυχτερινός περίπατος, σκέ φτηκε ο Κλέι, αν και δεν είχε ιδέα τι ώρα ήταν, ούτε και τον ένοια ζε. Ο Τομ πήγαινε δίπλα τους, αλλά όταν έφτασαν στην επόμενη στροφή του δρόμου γύρισε και άρχισε να βαδίζει ανάποδα, με το όπλο μπροστά του. Προφανώς ήθελε να είναι έτοιμος να ανταπο δώσει, αν η Νάταλι αποφάσιζε τελικά να χρησιμοποιήσει το πι στολάκι της. Γιατί η ανταπόδοση πυρών ήταν επίσης μέσα στο πρόγραμμα, τώρα που οι υπηρεσίες τηλεφωνίας είχαν διακοπεί μέ χρι νεωτέρας ειδοποιήσεως. 10 Τις ώρες πριν από την αυγή, περπατώντας στην Οδό 102 ανατολικά του Μάντσεστερ, άρχισαν να ακούν μουσική από κάπου μακριά. «Χριστέ μου», είπε ο Τομ και σταμάτησε απότομα. «Αυτό εί ναι "Ο Περίπατος του Μικρού Ελέφαντα"». «Είναι τι;» ρώτησε η Άλις, έτοιμη να γελάσει.. «Ένα γνωστό ορχηστρικό κομμάτι από την εποχή του παππού μου. Ο Λες Μπράουν και η Διάσημη Ορχήστρα του, ή κάτι τέτοιο. Η μητέρα μου είχε το δίσκο». Δυο άντρες έφτασαν δίπλα τους και στάθηκαν να πάρουν μια ανάσα. Ήταν ηλικιωμένοι, αλλά σε πολύ καλή φυσική κατάσταση και οι δυο. Σαν συνάδελφοι ταχυδρομικοί διανομείς που βγήκαν πρόσφατα στη σύνταξη, σκέφτηκε ο Κλέι. Ο ένας κουβαλούσε στην πλάτη του ένα σάκο -όχι κανένα ελαφρύ σακίδιο πόλης, αλ-
Το ΚΓΝΗΤΟ
181
λά κανονικό σάκο με σιδεριά που έφτανε ως χαμηλά στη μέση του— και ο άλλος είχε ένα σακβουαγιάζ κρεμασμένο στον δεξιό του ώμο. Από τον αριστερό κρεμόταν κάτι που έμοιαζε σαν τρια ντάρι δίκαννο. Ο κύριος Σάκος σκούπισε τον ιδρώτα από το ρυτιδωμένο μέ τωπο του με τη ράχη του χεριού και είπε στον Τομ, «Μπορεί η μα μά σου να είχε και την εκτέλεση με τον Λες Μπράουν, νεαρέ, αλ λά πιο πιθανό να ήταν ο Ντον Κόστα ή ο Χένρι Μαντσίνι. Εκείνοι ήταν της μόδας τότε. Αυτός...» Έδειξε με το κεφάλι του προς την κατεύθυνση της μακρινής μουσικής, «...αυτός είναι ο Λόρενς Γουέλκ, κόβω το κεφάλι μου». «Ο Λόρενς Γουέλκ», είπε ξέπνοα ο Τομ, σχεδόν με δέος. «Ποιος;» ρώτησε η Άλις. «Εσύ άκου το ελεφαντάκι που περπατάει», είπε ο Κλέι και γέ λασε. Ήταν κουρασμένος, δεν καταλάβαινε τίποτε κι ένιωθε λίγο σαν χαζός. Του πέρασε από το μυαλό ότι ο Τζόνι θα ξετρελαινόταν μ' αυτό το κομμάτι. Ο κύριος Σάκος του έριξε ένα υποτιμητικό βλέμμα και στρά φηκε πάλι στον Τομ. «Είναι σίγουρα ο Λόρενς Γουέλκ», είπε. «Τα μάτια μου δε με βοηθάνε πια, αλλά τα αυτιά μου είναι μια χαρά. Η γυναίκα μου κι εγώ βλέπαμε την εκπομπή του κάθε Σάββατο βράδυ». «Και η Ντοτζ πέρασε καλά», είπε ο Σακβουαγιάζ. Ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχε στο διάλογο και ο Κλέι δεν είχε ιδέα τι εννοούσε μ' αυτό*. «Ο Λόρενς Γουέλκ και η Ορχήστρα της Σαμπάνιας», είπε ο Τομ. «Για φαντάσου». «Ο Λόρενς Γουέλκ και Οι Μουσικοί της Σαμπάνιας», είπε ο Σάκος. «Χριστούλη μου». «Γιατί; Οι Λένον Σίστερς και η υπέροχη Άλις Λον;» είπε ο Τομ. Πέρα μακριά, η ορχηστρική μουσική άλλαξε. «Αυτό είναι το "Καλκούτα"», είπε ο Σάκος και αναστέναξε νοσταλγικά. «Λοιπόν, να πηγαίνουμε. Χάρηκα που περάσαμε τη μέρα μαζί, παιδιά».
*Η εταιρεία Ντοτζ ήταν ο χορηγός της εκπομπής, και το τραγούδι που α κουγόταν πάντα στο τέλος της έκλεινε με αυτή τη φράση. (Σ.τ.Μ.)
182
STEPHEN KING
«Τη νύχτα», είπε ο Κλέι. «Όχι. Αυτές είναι τώρα οι δικές μας μέρες. Δεν το έχετε πάρει είδηση; Καλά να περάσετε, παιδιά. Κι εσύ, μικρή μου κυρία». «Ευχαριστώ», είπε σιγανά η μικρή κυρία που στεκόταν ανάμε σα στον Τομ και στον Κλέι. Ο Σάκος ξεκίνησε. Ο Σακβουαγιάζ έσπευσε να τον μιμηθεί, με βήμα γοργό. Γύρω τους, μια σταθερή παρέλαση από φωτεινές δέ σμες φακών οδηγούσε προς τα βάθη του Νιου Χαμσάιρ. Ο Σάκος σταμάτησε ξανά και γύρισε να πει κάτι ακόμη. «Μη μείνετε στο δρόμο πάνω από καμιά ώρα ακόμη το πολύ», είπε. «Βρείτε ένα σπίτι ή ένα μοτέλ και μπείτε μέσα. Ξέρετε για τα παπούτσια, έτσι;» «Ποια παπούτσια;» ρώτησε ο Τομ. Ο Σάκος τον κοίταξε συγκαταβατικά, όπως θα κοίταζε κάποιον που δεν έφταιγε αυτός αν ο Θεός τον είχε κάνει βλάκα. Πέρα μα κριά, η «Καλκούτα» -αν ήταν αυτό το κομμάτι- έδωσε τη θέση της σε μια εύθυμη πόλκα. Ο σκοπός ακούστηκε εντελώς τρελός και παράταιρος μέσα στη μαύρη νύχτα, την ομίχλη και την υγρα σία. Ειδικά όταν ένας γέρος κύριος με ένα μεγάλο σακίδιο στην πλάτη μιλούσε για παπούτσια. «Όποτε θα μπαίνετε κάπου για να περάσετε τη μέρα, να αφή νετε τα παπούτσια σας στο κατώφλι», είπε ο Σάκος. «Οι τρελοί δεν τα παίρνουν, μη φοβάστε, και όποιος τα βλέπει καταλαβαίνει ότι το μέρος είναι πιασμένο και ψάχνει για άλλο. Έτσι γλιτώνου με...» Τα μάτια του στάθηκαν στο βαρύ αυτόματο που κουβαλού σε ο Κλέι. «...γλιτώνουμε τα ατυχήματα». «Υπήρξαν ατυχήματα;» ρώτησε ο Τομ. «Α, ναι», απάντησε ο Σάκος με παγερή αδιαφορία. «Και πάντα θα γίνονται, γιατί οι άνθρωποι είναι αυτοί που είναι. Όμως, υπάρ χουν άφθονα άδεια μέρη, και δε βλέπω το λόγο να πάθετε εσείς κάποιο ατύχημα. Απλώς αφήστε τα παπούτσια σας απέξω». «Πώς τα ξέρετε όλα αυτά;» τον ρώτησε η Άλις. Ο Σάκος της χαμογέλασε και το χαμόγελο τον μεταμόρφωσε κυριολεκτικά. Ήταν αδύνατον να μη χαμογελάσεις στην Άλις· ή ταν νέα και -ακόμη και στις τρεις τα χαράματα-πανέμορφη. «Οι άνθρωποι μιλάνε· εγώ ακούω. Μιλάω εγώ, κάποιες φορές ακούν οι άλλοι. Εσύ άκουσες;»
183
Το ΚΙΝΗΤΌ
«Ναι», απάντησε η Άλις. «Είναι ένα από τα ταλέντα μου». «Τότε, κράτα το και πες το και σε άλλους. Φτάνει που έχουμε να κάνουμε μ' αυτούς», είπε αποφεύγοντας να γίνει πιο σαφής, «δε χρειαζόμαστε και τα ατυχήματα μεταξύ μας από πάνω». Ο Κλέι σκέφτηκε τη Νάταλι, που τον σημάδευε με το 22άρι. «Έχετε δίκιο», είπε. «Ευχαριστούμε». «Αυτή η πόλκα που ακούμε τώρα είναι το "Ενα Βαρέλι Μπίρα", έτσι δεν είναι;» είπε ο Τομ. «Μπράβο, παιδί μου», είπε ο Σάκος. «Με τον Μάιρον Φλόρεν στο ακορντεόν. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του. Σας προτείνω να κάνετε στάση στο Γκέιτεν. Είναι μια όμορφη κωμόπολη γύρω στα τρία χιλιόμετρα από δω». «Κι εσείς εκεί θα μείνετε;» ρώτησε η Άλις. «Μπα, εγώ κι ο Ρολφ μάλλον θα το τραβήξουμε λίγο ακόμα». «Γιατί;» «Επειδή μπορούμε, μικρή μου κυρία, γι' αυτό. Καλή σας μέρα». Κανείς από τους τρεις δεν τον διόρθωσε αυτή τη φορά και σε λίγα λεπτά οι δύο γέροι, που σίγουρα είχαν αγγίξει τα εβδομήντα, χάθηκαν από τα μάτια τους ακολουθώντας τη φωτεινή δέσμη ενός μόνο φακού, που τον κρατούσε ο Σακβουαγιάζ -ο Ρολφ. «Ο Λόρενς Γουέλκ και Οι Μουσικοί της Σαμπάνιας», μουρ μούρισε με θαυμασμό ο Τομ. «Στον "Περίπατο του Μικρού Ελέφαντα"», είπε ο Κλέι και γέ λασε. «Και η Ντοτζ γιατί πέρασε καλά;» θέλησε να μάθει η Άλις. «Επειδή μπορούσε, υποθέτω», είπε ο Τομ και έβαλε τα γέλια με το απορημένο ύφος της. 11 Η μουσική ακουγόταν από το Γκέιτεν, την όμορφη κωμόπολη που τους είχε συστήσει ο Σάκος να σταματήσουν. Δεν είχε την ένταση της συναυλίας των AC/DC που είχε παρακολουθήσει ο Κλέι στη Βοστόνη όταν ήταν έφηβος -μέρες μετά κι ακόμα βούιζαν τ' αυ τιά του-, αλλά ήταν αρκετά δυνατή για να του θυμίσει τις μπάντες που άκουγε στο Σάουθ Μπέργουικ τα καλοκαίρια με τους γονείς
184
STEPHEN KING
του. Στην πραγματικότητα, του είχε κολλήσει στο μυαλό ότι θα α νακάλυπταν την πηγή της μουσικής στο δημοτικό πάρκο της κω μόπολης του Γκέιτεν. Υπέθετε ότι κάποιο γεροντάκι, όχι τρελαμέ νο από κινητό αλλά σαλεμένο από την καταστροφή, είχε αναλάβει με δική του πρωτοβουλία να διασκεδάσει τη συνεχιζόμενη μαζική έξοδο βάζοντας παλιά, ανώδυνα ορχηστρικά κομμάτια να παίζουν από μεγάφωνα που έπαιρναν ρεύμα από γεννήτρια. Το Γκέιτεν είχε δημοτικό πάρκο, αλλά ήταν εντελώς έρημο, μό νο με λίγους ανθρώπους που, κάτω από το φως των φακών, έπαιρ ναν ή ένα αργοπορημένο δείπνο, ή το πρωινό τους πριν ξημερώ σει. Η πηγή της μουσικής βρισκόταν λίγο πιο βόρεια. Τώρα ο Λό ρενς Γουέλκ είχε παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον που έπαιζε κόρνο, μια μελωδία τόσο λιγωτική που σχεδόν σε αποκοίμιζε. «Αυτός δεν είναι ο Γουίντον Μαρσάλις;» ρώτησε ο Κλέι. Ήταν έτοιμος να παραδώσει τα όπλα γι' απόψε και έβλεπε ότι και η Άλις ήταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. «Αυτός ή ο Κένι Τζι», είπε ο Τομ. «Ξέρεις τι είπε ο Κένι Τζι ό ταν μπήκε για πρώτη φορά σε ασανσέρ;» «Όχι», απάντησε ο Κλέι, «αλλά είμαι σίγουρος ότι θα μου το πεις». «"Ψώνιο! Αυτό ήταν κούνημα!"» «Ξεκαρδιστικό», είπε ο Κλέι. «Εγώ δεν το έπιασα», είπε η Άλις. «Δεν αξίζει να σου το εξηγήσω», της είπε ο Τομ. «Ακούστε, παι διά, λέω να σταματήσουμε γι' απόψε. Εγώ κοντεύω να τα φτύσω». «Κι εγώ», είπε η Άλις. «Νόμιζα ότι ήμουν γυμνασμένη από το ποδόσφαιρο, αλλά δεν αντέχω άλλο». «Ναι», συμφώνησε ο Κλέι. «Κι εγώ μέσα». Είχαν ήδη περάσει από την περιοχή με τα εμπορικά καταστή ματα του Γκέιτεν και, σύμφωνα με τις πινακίδες, η Κεντρική Οδός -που ήταν επίσης η Οδός 102- συνέχιζε ως Ακάντεμι Άβενιου. Ή ταν αναμενόμενο, αφού η πινακίδα λίγο πριν από την είσοδο της κωμόπολης χαρακτήριζε το Γκέιτεν ως Πόλη της Ιστορικής Ακα δημίας του Γκέιτεν, ενός ιδρύματος για το οποίο ο Κλέι είχε μια γενική και αόριστη ιδέα. Πίστευε ότι ήταν ένα από εκείνα τα προ παρασκευαστικά σχολεία της Νέας Αγγλίας, για παιδιά που δεν τα κατάφερναν στο Έξετερ ή στο Μίλτον. Υπέθετε ότι πολύ σύντομα
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
185
οι τρεις τους θα έμπαιναν και πάλι στη χώρα των Μπέργκερ Κινγκ και των μοτέλ, αλλά ετούτο το τμήμα της Οδού 102 του Νιου Χαμσάιρ πλαισιωνόταν μόνο από όμορφα σπίτια. Το πρόβλημα ή ταν ότι υπήρχαν παπούτσια, συχνά μέχρι και τέσσερα ζευγάρια, έ ξω από όλες τις πόρτες. Η κυκλοφορία των πεζοπόρων είχε αραιώσει αισθητά, καθώς όλο και περισσότεροι έβρισκαν κατάλυμα και αποχωρούσαν. Έχο ντας προσπεράσει το πρατήριο της Citgo στην Ακάντεμι Γκρόουβ και πλησιάζοντας προς τις μεγάλες πέτρινες κολόνες που πλαισίω ναν την πύλη εισόδου της Ακαδημίας του Γκέιτεν, πρόφτασαν μια τριάδα πεζών που βάδιζε μπροστά τους σε πιο αργό ρυθμό: δυο άντρες και μια γυναίκα, όλοι μεσήλικες. Αυτοί οι τρεις ανέβαιναν αργά από το πεζοδρόμιο, επιθεωρώντας κάθε σπίτι και αναζητώ ντας ένα χωρίς παπούτσια στο κατώφλι. Η γυναίκα κούτσαινε ά σχημα και ο ένας από τους άντρες τη στήριζε κρατώντας την από τη μέση. Η Ακαδημία του Γκέιτεν βρισκόταν στα αριστερά τους και ο Κλει διαπίστωσε με έκπληξη ότι από κει ερχόταν η μουσική -εκεί νη τη στιγμή μια αργόσυρτη διασκευή για ορχήστρα εγχόρδων του «Fly Me to the Moon». Πρόσεξε επίσης άλλα δύο πράγματα. Πρώ τον, ότι εδώ τα σκουπίδια του δρόμου -σκισμένες σακούλες, μισοφαγωμένα ωμά λαχανικά, κόκαλα- ήταν πάρα πολλά και τα πιο πολλά απ' αυτά έστριβαν προς το χαλικόστρωτο δρομάκι εισόδου της Ακαδημίας. Το δεύτερο ήταν οι δύο άνθρωποι που στέκονταν στην πύλη: ένας γέρος, καμπουριασμένος πάνω από ένα ξύλινο μπαστούνι, και ένα αγόρι με ένα φανάρι μπαταρίας ακουμπισμένο ανάμεσα στα πόδια του. Το αγόρι δεν φαινόταν πάνω από δώδεκα, στηριζόταν στη μία από τις δύο πέτρινες κολόνες της πύλης και λαγοκοιμόταν. Τα ρούχα του θύμιζαν σχολική στολή: γκρίζο πα ντελόνι, άσπρο πουκάμισο, γκρίζο πουλόβερ και καφέ σακάκι με οικόσημο στο στήθος. Όταν η τριάδα που πήγαινε μπροστά από τον Κλέι και τους φί λους του έφτασε στο ύψος της πύλης της Ακαδημίας, ο γέρος, που φορούσε τουίντ σακάκι με δερμάτινα μπαλώματα στα μανίκια, τους φώναξε με δυνατή, διαπεραστική φωνή του είδους θα-με-ακούσετεμέχρι-τα-πίσω-έδρανα: «Ε, Εσείς! Εσείς, λέω! Ελάτε μέσα. Είναι σημαντικό. Θα σας προσφέρουμε άσυλο, αλλά πρέπει να μας...»
186
STEPHEN KING
«Δεν πρέπει τίποτα, κύριε», είπε η γυναίκα. «Έχω τέσσερις σκασμένες φουσκάλες, από δύο σε κάθε πατούσα, και με το ζόρι περπατάω». «Μα, έχουμε άφθονο χώρο...» άρχισε να λέει ο γέρος. Ο συνο δός της γυναίκας τού έριξε ένα βλέμμα που πρέπει να ήταν πολύ κακό, γιατί ο γέρος κύριος σώπασε απότομα. Η τριάδα προσπέρα σε την είσοδο προς την Ακαδημία και την πύλη με τις κολόνες και την παλιομοδίτικη επιγραφή που κρεμόταν από δύο σιδερένιους γάντζους σε σχήμα S. ΑΚΑΔΗΜΙΑ ΤΟΥ ΓΚΕΪΤΕΝ. ΙΔΡ. 1846 «Ένα Νεαρό Μυαλό Είναι Ένα Φως Στο Σκοτάδι». Ο γέρος κύριος καμπούριασε πάνω στο μπαστούνι του, είδε τον Κλέι, τον Τομ και την Άλις που ακολουθούσαν και όρθωσε πάλι το κορμί του. Φάνηκε έτοιμος να τους χαιρετήσει, αλλά προ φανώς σκέφτηκε ότι ο δικός του τρόπος προσέγγισης, με τη δυνα τή, δασκαλίστικη φωνή, δεν θα έπιανε, γι' αυτό σκούντησε τον νε αρό σύντροφο του στα πλευρά με τη μύτη του μπαστουνιού του. Το αγόρι τινάχτηκε από τον ύπνο του μ' ένα αγριεμένο βλέμμα, ε νώ πίσω του, από τα τούβλινα κτίρια που ορθώνονταν επιβλητικά στο σκοτάδι πάνω στην ομαλή λοφοπλαγιά, το «Fly Me to the Moon» έδωσε τη θέση του σε μια εξίσου αργή και ανούσια δια σκευή μιας μελωδίας που αρχικά πρέπει να ήταν το «Ι Get a Kick out of You». «Τζόρνταν!» είπε ο γέρος. «Σειρά σου! Κάλεσε τους!» Το αγόρι που το έλεγαν Τζόρνταν τινάχτηκε, κοίταξε το γέρο κύριο, ανοιγόκλεισε τα μάτια του κι ύστερα κοίταξε την τριάδα των ξένων που πλησίαζαν με ένα ύφος μελαγχολικής καχυποψίας. Του Κλέι του θύμισε τον Μαρτιάτικο Λαγό και το Μοσχοπόντικα από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων. Ίσως ήταν άδικος -μάλ λον ήταν-, αλλά ήταν και πολύ κουρασμένος. «Ωχ, κύριε, το ίδιο θα γίνει και μ' αυτούς», είπε το αγόρι. «Ούτε αυτοί θα έρθουν. Κανένας δε θα έρθει. Θα δοκιμάσουμε πάλι αύριο. Νυστάζω». Κι εκείνη τη στιγμή ο Κλέι ήταν σίγουρος πως, κουρασμένοι ή όχι, επρόκειτο να δουν εκείνο που ήθελε να τους δείξει ο γηραιός κύριος... εκτός αν ο Τομ και η Άλις αρνούνταν κατηγορηματικά. Ίσως γιατί ο νεαρός σύντροφος του γηραιού κυρίου τού θύμιζε τον Τζόνι του, αλλά κυρίως επειδή το αγόρι το είχε πάρει απόφα ση ότι σ' αυτόν το θαυμαστό καινούριο κόσμο κανείς δεν επρόκει-
Το ΚΙΝΗΤΌ
187
το να τους βοηθήσει και ότι αυτός και ο γέρος που τον αποκαλού σε «κύριε» ήταν μόνοι τους, γιατί έτσι είχαν πλέον τα πράγματα. Μόνο που, αν ήταν έτσι τα πράγματα, σε λίγο δεν θα απέμενε τί ποτε άξιο να σωθεί. , «Εμπρός», επέμεινε ο γέρος. Σκούντησε πάλι με το μπαστούνι του τον Τζόρνταν για να τον ενθαρρύνει, αλλά όχι επιτακτικά. Όχι για να τον πονέσει. «Πες τους πως θα τους δώσουμε άσυλο, πως έχουμε άφθονο χώρο, αλλά πως πρέπει να δουν πρώτα. Κάποιος πρέπει να το δεί αυτό. Αν σου πουν όχι, εντάξει, θα τα παρατή σουμε γι' απόψε». «Μάλιστα, κύριε». Ο γέρος χαμογέλασε, αποκαλύπτοντας δυο σειρές μεγάλα, αλογίσια δόντια. «Ευχαριστώ, Τζόρνταν». Το αγόρι σήκωσε από κάτω το φανάρι και κινήθηκε προς το μέρος τους εντελώς απρόθυμα, σέρνοντας τα σκονισμένα παπού τσια του, με την άκρη του πουκαμίσου του να κρέμεται έξω από το γκρίζο πουλόβερ. Τα μάτια του είχαν μαύρους κύκλους από την αϋπνία και τα μαλλιά του ήθελαν επειγόντως λούσιμο. «Τομ;» ρώτησε ο Κλέι. «Θα δούμε τι θέλει», είπε ο Τομ, «γιατί έχω καταλάβει ότι εσύ αυτό θέλεις, αλλά...» «Κύριοι; Με συγχωρείτε, κύριοι;» «Μια στιγμή», είπε ο Τομ στο αγόρι και στράφηκε πάλι στον Κλέι. «Αλλά θ' αρχίσει να ξημερώνει σε καμιά ώρα. Μπορεί και λιγότερο. Γι' αυτό να εύχεσαι να είναι όπως τα λέει ο γέρος και να υπάρχει μέρος να μείνουμε». «Αχ, ναι, κύριε», είπε ο Τζόρνταν. Έδειχνε σαν να μην ήθελε να ελπίσει, αλλά να μην μπορούσε να κάνει αλλιώς. «Υπάρχουν ε κατοντάδες δωμάτια, συν το Περίπτερο Τσίταμ. Ο Τομπάιας Γουλφ ήρθε πέρυσι και έμεινε εκεί. Έδωσε διάλεξη πάνω στο βιβλίο του, Το Παλιό Σχολείο». «Το έχω διαβάσει», είπε η Άλις, σχεδόν γελώντας. «Τα παιδιά που δεν είχαν κινητά έφυγαν όλα. Και όσα είχαν...» «Ξέρουμε», είπε η Άλις. «Εγώ είμαι υπότροφος. Είμαι από το Χόλογουεϊ. Δεν έχω κινη τό. Έπαιρνα από το σταθερό της επιστάτριας όταν ήθελα να μιλήσω με τους δικούς μου στο σπίτι και τα άλλα παιδιά με κορόιδευαν».
188
STEPHEN KING
«Γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, Τζόρνταν», είπε ο Τομ. «Μάλιστα, κύριε», είπε υπάκουα το αγόρι, αλλά στο φως του φαναριού του ο Κλέι δεν είδε κανένα γέλιο στα μάτια του, μόνο θλίψη και κούραση. «Θέλετε να έρθετε μαζί μου να γνωρίσετε το Διευθυντή;» Και ο Τομ, παρ' όλο που πρέπει να ήταν πολύ κουρασμένος και ο ίδιος, ανταποκρίθηκε με άψογους τρόπους, σαν να στεκόταν σε μια ηλιόλουστη βεράντα κήπου -σε ένα Τσάι Γνωριμίας Γονέ ων, ίσως- και όχι ανάμεσα στα σκουπίδια της Ακάντεμι Άβενιου στις τέσσερις και μισή τα χαράματα. «Με μεγάλη μας χαρά, Τζόρ νταν», απάντησε. 12 «Ενδοεπικοινωνία του διαβόλου, έτσι τα έλεγα εγώ», είπε ο Τσαρλς Άρντε, ο οποίος είχε κάνει είκοσι πέντε χρόνια πρόεδρος του Τμή ματος Αγγλικής Φιλολογίας της Ακαδημίας του Γκέιτεν και εκτε λούσε χρέη Διευθυντή ολόκληρης της Ακαδημίας όταν χτύπησε ο Παλμός. Τώρα ανηφόριζε με βαριά βήματα και εκπληκτική ταχύ τητα στο λοφάκι, ακουμπώντας στο μπαστούνι του και βαδίζοντας άκρη άκρη για να αποφεύγει το ποτάμι των σκουπιδιών που σκέ παζε σαν πολύχρωμο χαλί το δρόμο της εισόδου. Ο Τζόρνταν πή γαινε ακριβώς πίσω του για να τον προσέχει και οι άλλοι τρεις α κολουθούσαν. Ο Τζόρνταν ανησυχούσε μήπως παραπατήσει ο γέ ρος καθηγητής και πέσει. Ο Κλέι ανησυχούσε μήπως ο άνθρωπος πάθει καμιά καρδιακή προσβολή, έτσι όπως μιλούσε και ανηφόρι ζε ταυτόχρονα, έστω και σε μια πλαγιά τόσο ομαλή σαν αυτή. «Δεν το εννοούσα, βεβαίως. Στ' αστεία το έλεγα, σαν χωρατό, ήταν απλώς μια κωμική υπερβολή, αλλά, για να είμαι ειλικρινής, ποτέ δεν τα συμπάθησα, ειδικά στο ακαδημαϊκό περιβάλλον. Θα μπορούσα να κατεβάσω πρόταση να απαγορευτούν στο χώρο του σχολείου, αλλά, βεβαίως, θα καταψηφιζόταν. Είναι ποτέ δυνατόν να ψηφιστεί νόμος που να απαγορεύει την παλίρροια;» Ξεφύσησε ηχηρά κάμποσες φορές. «Ο αδερφός μου μου είχε χαρίσει ένα ό ταν έκλεινα τα εξήντα πέντε. Το δούλεψα μέχρι που σώθηκε η
Το ΚΙΝΗΤΌ
189
μπαταρία του...» Ξεφύσημα, λαχάνιασμα. «Και, πολύ απλά, δεν το ξαναφόρτισα. Εκπέμπουν ραδιενέργεια, το ξέρετε; Σε ελάχιστες ποσότητες, είναι αλήθεια, ωστόσο... μια πηγή ραδιενέργειας τόσο κοντά στο κεφάλι του ανθρώπου... στο μυαλό του...» «Κύριε, περιμένετε μέχρι να φτάσουμε στο Τόνι», είπε ο Τζόρνταν. Έπιασε τον Άρντε και τον κράτησε γερά, όταν το μπαστούνι του Διευθυντή γλίστρησε σε ένα σάπιο φρούτο και το βαπόρι έγει ρε, στιγμιαία μεν αλλά με ανησυχητική κλίση προς τα αριστερά. «Μάλλον καλή ιδέα», είπε ο Κλέι. «Ναι», συμφώνησε ο Διευθυντής. «Μόνο που... δεν τα εμπι στεύτηκα ποτέ, αυτό ήθελα να τονίσω. Δεν αισθανόμουν το ίδιο για τον υπολογιστή μου. Κόλλησα αμέσως, σαν την πάπια στο νερό». Στην κορυφή του λόφου ο κεντρικός δρόμος της πανεπιστημι ούπολης χωριζόταν σχηματίζοντας ένα Υ. Η αριστερή διακλάδωση οδηγούσε προς μια σειρά ομοιόμορφα κτίρια που ήταν σίγουρα οι κοιτώνες των φοιτητών. Η δεξιά οδηγούσε προς τα αμφιθέατρα και τα διοικητικά κτίρια και προς μια λευκή στοά που φέγγιζε μέ σα στο σκοτάδι. Το ποτάμι των σκουπιδιών κυλούσε κάτω απ' αυ τή τη στοά και προς τα εκεί τους οδήγησε ο Διευθυντής Άρντε, πηγαίνοντας όσο πιο άκρη μπορούσε, με τον Τζόρνταν να τον στη ρίζει από τον αγκώνα. Η μουσική -τώρα ήταν η Μπέτι Μίντλερ που τραγουδούσε το «Wind Beneath My Wings»- ερχόταν από την άλλη άκρη της στοάς και ο Κλέι πρόσεξε ότι υπήρχαν δεκάδες πε ταμένα CD ανάμεσα στα φλούδια, στα κόκαλα και στα άδεια σα κουλάκια των τσιπς. Είχε αρχίσει να έχει πολύ άσχημη αίσθηση. «Ε, κύριε; Κύριε Διευθυντά; Ίσως δεν είναι σκόπιμο...» «Δε θα έχουμε πρόβλημα», απάντησε ο Διευθυντής. «Έχετε παίξει ποτέ τις μουσικές καρέκλες μικρός; Και βέβαια. Λοιπόν, ό σο δε σταματάει η μουσική, δεν έχουμε να ανησυχούμε για τίποτε. Θα ρίξουμε μόνο μια γρήγορη ματιά και θα πάμε αμέσως στο Πε ρίπτερο Τσίταμ. Είναι η κατοικία του εκάστοτε Διευθυντή. Ούτε διακόσια μέτρα από το Γήπεδο Τόνι. Σας διαβεβαιώνω». Ο Κλέι κοίταξε τον Τομ κι εκείνος ανασήκωσε τους ώμους του. Η Άλις ένευσε καταφατικά. Ο Τζόρνταν έτυχε να κοιτάξει προς το μέρος τους εκείνη τη στιγμή (μάλλον ανήσυχος) και έπιασε τη βουβή συνεννόηση μετά-
190
STEPHEN KING
ξύ φίλων. «Πρέπει να το δείτε», τους είπε. «Ο Διευθυντής έχει δί κιο. Αν δεν το δείτε, δεν ξέρετε τίποτε». «Τι να δούμε, Τζόρνταν;» ρώτησε η Άλις. Ο Τζόρνταν την κοίταξε· ένα ζευγάρι μεγάλα νεανικά μάτια στο σκοτάδι. «Περίμενε», της είπε. 13 «Να πάρει και να σηκώσει», είπε ο Κλέι. Στο μυαλό του ακούστη κε σαν αγριοφωνάρα έκπληξης και τρόμου, αλλά αυτό που ακού στηκε στην πραγματικότητα ήταν ένα πονεμένο κλαψούρισμα. Ί σως επειδή από κοντά η μουσική ήταν σχεδόν τόσο δυνατή όσο και σ' εκείνη την παλιά συναυλία των AC/DC (αν και η Ντέμπι Μπουν, που τραγουδούσε με τον γλυκανάλατο κοριτσίστικο τρόπο της το «You Light Up My Life», ακόμη και στη διαπασών δεν έ φτανε με τίποτε το «Hell's Bells»). Ίσως ήταν από καθαρό σοκ. Ο Κλέι πίστευε ότι μετά τον Παλμό και τη φυγή τους από τη Βοστό νη ήταν προετοιμασμένος για όλα, αλλά έκανε λάθος. Δεν πίστευε επίσης πως ένα σχολείο σαν κι αυτό θα είχε ενδώ σει στη γοητεία ενός σπορ τόσο λαϊκού και τόσο άγριου όσο το ποδόσφαιρο, αλλά προφανώς το ποδόσφαιρο ήταν ακαταμάχητο. Οι κερκίδες που υψώνονταν και από τις δύο πλευρές του Γηπέδου Τόνι έμοιαζαν αρκετές για να χωράνε μέχρι χίλια άτομα και οι σημαιούλες και τα πανό είχαν μουλιάσει από την υγρασία των τε λευταίων ημερών. Στην πέρα άκρη του γηπέδου υπήρχε ένας με γάλος πίνακας των σκορ που στην κορυφή του έτρεχε μια σειρά από μεγάλα γράμματα. Ο Κλέι δεν μπορούσε να διαβάσει το μή νυμα στο σκοτάδι, αλλά μάλλον δεν θα το έπιανε ακόμη κι αν ή ταν μέρα και το διάβαζε καθαρά. Όμως, το φως που υπήρχε έφτα νε για να βλέπει τον αγωνιστικό χώρο και αυτό ήταν το μόνο που μετρούσε. Πάνω στο γρασίδι του γηπέδου, τρελοί των κινητών γέμιζαν κάθε ελεύθερο εκατοστό του χώρου. Ήταν όλοι ξαπλωμένοι ανά σκελα και παστωμένοι σαν σαρδέλες σε κονσέρβα, πόδι με πόδι, ώμο με ώμο. Τα πρόσωπα τους ατένιζαν τον μαύρο ουρανό.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
191
«Ιησού Χριστέ», είπε ο Τομ. Η φωνή του ακούστηκε πνιχτή γιατί είχε σκεπάσει το στόμα του με την παλάμη. «Πιάστε το κορίτσι», είπε γρήγορα ο Διευθυντής. «Θα λιποθυ μήσει». «Όχι, είμαι εντάξει», είπε η Άλις, αλλά όταν ο Κλέι πέρασε το χέρι του γύρω από τους ώμους της, έγειρε πάνω του κοντανασαίνοντας. Δεν έκλεισε τα μάτια, αλλά είχε ένα βλέμμα απλανές, σχε δόν ναρκωμένο. «Είναι κι άλλοι κάτω από τις κερκίδες», είπε ο Τζόρνταν. Μι λούσε με μελετημένη, σχεδόν επιδεικτική ηρεμία που δεν έπειθε κανέναν. Ήταν η φωνή ενός αγοριού που διαβεβαίωνε τα φιλαρά κια του ότι δεν είχε φρικάρει από τα αμέτρητα σκουλήκια που σά λευαν μέσα στο βγαλμένο μάτι της ψόφιας γάτας... μια στιγμή προτού διπλωθεί στα δυο και βγάλει τα σωθικά του. «Εγώ και ο Διευθυντής πιστεύουμε ότι εκεί βάζουν τους πληγωμένους που δεν πρόκειται να γίνουν καλά». «Λέμε ο Διευθυντής και εγώ, Τζόρνταν». «Συγνώμη, κύριε». Η Ντέμπι Μπουν ολοκλήρωσε την ερμηνεία της, ικανοποιήθη κε και σώπασε επιτέλους. Ακολούθησε μια παύση κι έπειτα άρχι σε να ακούγεται για άλλη μια φορά ο «Περίπατος του Μικρού Ελέ φαντα» από τον Λόρενς Γουέλκ και τους Μουσικούς της Σαμπά νιας. Και η Ντοτζ πέρασε καλά, σκέφτηκε ο Κλέι. «Πόσα από αυτά τα φορητά έχουν συνδέσει μεταξύ τους;» ρώ τησε το Διευθυντή Άρντε. «Και πώς το έκαναν; Για όνομα του Θε ού, αυτοί είναι ανεγκέφαλοι, είναι σαν ζόμπι!» Του πέρασε μια τρομακτική ιδέα, παράλογη και πειστική ταυτόχρονα. «Εσείς το κάνατε; Για να τους κρατάτε ήσυχους ή... δεν ξέρω...» «Δεν το έκανε αυτός», είπε ήρεμα η Άλις, χωρίς να σηκώσει το κεφάλι της από την ασφάλεια του μπράτσου του Κλέι. «Όχι, και κάνετε λάθος και στις δύο υποθέσεις σας», του είπε ο Διευθυντής. «Και στις δύο; Δεν...» «Πρέπει να είναι φανατικοί μουσικόφιλοι», είπε ο Τομ, «γιατί δεν τους αρέσει να μπαίνουν μέσα σε κτίρια. Όμως εκεί βρίσκουν τα CD, έτσι δεν είναι;» «Και τα φορητά», είπε ο Κλέι.
192
STEPHEN KING
«Δεν προλαβαίνουμε να σας εξηγήσω τώρα. Ο ουρανός έχει αρχίσει να φωτίζει και... πες τους, Τζόρνταν». Ο Τζόρνταν απάντησε υπάκουα, στο στυλ ενός μαθητή που α παγγέλλει παπαγαλία κάτι που δεν καταλαβαίνει. «Όλα τα καλά βαμπίρ πρέπει να κρύβονται πριν λαλήσει ο πετεινός, κύριε». «Ακριβώς -πριν λαλήσει ο πετεινός. Προς το παρόν, κοιτάξτε καλά. Αρκεί αυτό. Δεν ξέρατε ότι υπήρχαν τέτοια μέρη, έτσι δεν είναι;» «Η Άλις το είχε φανταστεί», είπε ο Κλέι. Κοίταξαν. Και επειδή η νύχτα είχε αρχίσει να ξεθωριάζει, ο Κλέι πρόσεξε ότι τα μάτια σε όλα εκείνα τα πρόσωπα ήταν ανοιχτά. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι δεν έβλεπαν ήταν απλώς... ανοιχτά. Κάτι πολύ κακό συμβαίνει εδώ, σκέφτηκε. Το ότι σχημάτισαν κοπάδια ήταν μόνο η αρχή. Ήταν φριχτό θέαμα όλα εκείνα τα σώματα κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο και τα άδεια πρόσωπα (ως επί το πλείστον λευκά· εδώ ήταν Νέα Αγγλία, ας μην το ξεχνάμε), αλλά τα ανοιχτά, απλα νή μάτια, στραμμένα στον σκοτεινό ουρανό, τον γέμισαν μ' έναν παράλογο, σχεδόν πρωτόγονο τρόμο. Κάπου, όχι πολύ μακριά, α κούστηκε το πρώτο πουλί της αυγής. Δεν ήταν κόκορας, αλλά ο Διευθυντής τινάχτηκε κι ύστερα τρέκλισε χάνοντας την ισορροπία του. Αυτή τη φορά πρόλαβε και τον κράτησε ο Τομ. «Ελάτε», τους είπε ο Διευθυντής. «Το Περίπτερο Τσίταμ δεν είναι μακριά, αλλά πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως. Η υγρασία με έχει κάνει πολύ δύσκαμπτο. Πιάσε τον αγκώνα μου, Τζόρνταν». Η Άλις τραβήχτηκε από την αγκαλιά του Κλέι και πήγε από το άλλο πλευρό του γέρου καθηγητή. Εκείνος της έριξε ένα απαγο ρευτικό βλέμμα και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα με φροντίσει ο Τζόρνταν. Φροντίζουμε ο ένας τον άλλον τώρα -έτσι, παιδί μου;» «Μάλιστα, κύριε». «Τζόρνταν;» είπε ο Τομ μετά από λίγο. Πλησίαζαν ένα μεγάλο και μάλλον επιτηδευμένο οίκημα σε στυλ Τυδώρ, που ο Κλέι υπέ θεσε ότι πρέπει να ήταν το Περίπτερο Τσίταμ. «Μάλιστα, κύριε». «Η επιγραφή στον πίνακα των σκορ -δεν έβλεπα να τη διαβά σω. Τι έλεγε;»
Το ΚΙΝΗΤΟ
193
«ΠΑΛΙΟΙ ΑΠΟΦΟΙΤΟΙ, ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΑΒΒΑΤΟΚΥ ΡΙΑΚΟ ΤΗΣ ΕΤΗΣΙΑΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗΣ». Ο Τζόρνταν σχεδόν χαμογέ λασε, κι έπειτα θυμήθηκε ότι δεν θα υπήρχε συνάντηση φέτος -τα πανό και οι σημαιούλες στις κερκίδες είχαν ήδη αρχίσει να σκίζο νται- και το πρόσωπο του έχασε κάθε λάμψη. Αν δεν ήταν τόσο κουρασμένος, ίσως να είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του, αλλά ή ταν πολύ αργά, κόντευε πια να χαράξει, κι έτσι, όπως περπατού σαν προς την κατοικία του Διευθυντή, ο τελευταίος μαθητής της Ακαδημίας του Γκέιτεν, ντυμένος ακόμη με τα χρώματα του σχο λείου του, έβαλε τα κλάματα. 14 «Ήταν υπέροχο, κύριε», είπε ο Κλέι. Είχε υιοθετήσει με απόλυτη φυσικότητα τον τρόπο με τον οποίο απευθυνόταν ο Τζόρνταν στο Διευθυντή. Το ίδιο και ο Τομ και η Άλις. «Ευχαριστώ». «Ναι», είπε η Άλις. «Κι εγώ σας ευχαριστώ. Δεν έχω ξαναφάει ποτέ δύο μπιφτέκια μαζί, τουλάχιστον όχι τόσο μεγάλα σαν αυτά». Η ώρα ήταν τρεις το απόγευμα και βρίσκονταν στην πίσω βε ράντα του Περίπτερου Τσίταμ. Ο Τσαρλς Άρντε -ο Διευθυντής, ό πως τον αποκαλούσε ο Τζόρνταν- είχε ψήσει τα μπιφτέκια σε μια μικρή ψησταριά που λειτουργούσε με γκάζι. Τους είπε ότι το κρέ ας ήταν απόλυτα ασφαλές, γιατί η γεννήτρια που τροφοδοτούσε με ρεύμα τον καταψύκτη της καντίνας λειτουργούσε μέχρι το με σημέρι της προηγούμενης μέρας (και πράγματι, τα μπιφτέκια που έβγαλε από το ψυγειάκι που ο Τομ και ο Τζόρνταν είχαν ανεβάσει από το κελάρι ήταν άσπρα από τον πάγο και σκληρά σαν πέτρες). Είπε ακόμη ότι θα ήταν ασφαλές να ψήσουν ως τις πέντε το από γευμα, αλλά η σύνεση υπαγόρευε να φάνε νωρίς, καλού κακού. «Μυρίζουν το κρέας που ψήνεται;» ρώτησε ο Κλέι. «Ας πούμε ότι δεν έχουμε την περιέργεια να το ανακαλύψου με», απάντησε ο Διευθυντής. «Έχουμε, Τζόρνταν;» «Όχι, κύριε», είπε ο Τζόρνταν και έκοψε μια μπουκιά από το δεύτερο μπιφτέκι του. Έτρωγε αργά τώρα, αλλά ο Κλέι ήταν σί γουρος ότι θα κατάφερνε να κάνει το καθήκον του και να τελειώ σει τη μερίδα. «Επιδιώκουμε να βρισκόμαστε μέσα όταν ξυπνάνε
194
STEPHEN KING
και όταν γυρίζουν από την πόλη. Εκεί πηγαίνουν κάθε μέρα, στην πόλη. Τσιμπολογάνε σαν τα πουλιά σε χωράφι με σιτάρι. Έτσι λέει ο κύριος Διευθυντής». «Στο Μόλντεν που ήμαστε εμείς, το κοπάδι μαζευόταν νωρίτε ρα για να γυρίσει πίσω», είπε η Άλις. «Όχι πως ξέραμε πού γύρι ζαν», πρόσθεσε. Γλυκοκοίταζε ένα δίσκο γεμάτο μπολ με πουτί γκες. «Μπορώ να έχω ένα απ' αυτά;» «Πώς, βεβαίως!» Ο Διευθυντής έσπρωξε το δίσκο προς το μέ ρος της. «Και τρίτο μπιφτέκι, αν θέλετε. Αν δεν τα φάμε σύντομα, θα πάνε χαμένα». Η Άλις βόγκηξε και κούνησε αρνητικά το κεφάλι της, αλλά πή ρε ένα μπολ με πουτίγκα. Το ίδιο και ο Τομ. «Φεύγουν την ίδια ώρα κάθε πρωί, αλλά πράγματι έχουν αρχί σει να αργούν να σχηματίσουν το κοπάδι της επιστροφής», είπε σκεφτικός ο Άρντε. «Γιατί άραγε;» «Λιγοστεύουν τα σπόρια;» πρότεινε η Άλις. «Ίσως...» Ο Διευθυντής έφαγε μια τελευταία μπουκιά από το δικό του μπιφτέκι και σκέπασε τακτικά το περίσσευμα με μια χαρ τοπετσέτα. «Υπάρχουν πολλά κοπάδια, ξέρετε. Πάνω από δέκα σε μια ακτίνα εβδομήντα χιλιομέτρων. Ξέρουμε από ανθρώπους που πήγαν νότια ότι υπάρχουν κοπάδια στο Σάνταουν, στο Φρίμοντ και στην Κάντια. Στη διάρκεια της μέρας τριγυρίζουν αναζητώ ντας τροφή, ή και μουσική ίσως, και μετά επιστρέφουν εκεί απ' ό που ήρθαν». «Είναι σίγουρο αυτό που λέτε;» είπε ο Τομ. Είχε τελειώσει την πρώτη πουτίγκα και πήρε και δεύτερη. Ο Άρντε κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Τίποτε δεν είναι σίγουρο, κύριε Μακόρτ». Τα μαλλιά του, μια μπερδεμένη, μακριά λευκή χαίτη (μαλλιά καθηγητή Αγγλικής Φιλολογίας), ανέμιζαν α παλά με το ελαφρύ απογευματινό αεράκι. Τα σύννεφα είχαν φύγει. Από την πίσω βεράντα έβλεπαν σχεδόν όλη την Ακαδημία και μέ χρι στιγμής ήταν έρημη. Ο Τζόρνταν έκανε το γύρο του σπιτιού σε τακτά διαστήματα για να επιθεωρήσει την πλαγιά του λόφου που κατέβαινε μέχρι την Ακάντεμι Άβενιου και να αναφέρει ότι ήταν όλα εντάξει, δεν υπήρχε κανείς ούτε από εκείνη την πλευρά. «Ε σείς δεν τυχαίνει να ξέρετε κανένα άλλο από τα μέρη που κουρ νιάζουν;»
Το ΚΙΝΗΤΌ
195
«Όχι», είπε ο Τομ. «Ναι, αλλά εμείς ταξιδεύουμε τη νύχτα», του υπενθύμισε ο Κλέι, «και το σκοτάδι είναι πολύ βαθύ τώρα πια». «Ναι», συμφώνησε ο Διευθυντής. Μίλησε αφηρημένα, σαν μέ σα σε όνειρο. «Όπως στο moyen age. Μετάφραση, Τζόρνταν;» «Στο Μεσαίωνα, κύριε». «Πολύ καλά». Ο Διευθυντής χτύπησε χαϊδευτικά τον ώμο του αγοριού. «Εύκολα θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε ακόμη και ένα μεγάλο κοπάδι χωρίς να το δούμε», είπε ο Κλέι. «Δεν έχουν ανά γκη να κρυφτούν». «Όχι, δεν κρύβονται», συμφώνησε ο Διευθυντής Άρντε. «Όχι ακόμη, εν πάση περιπτώσει. Σχηματίζουν κοπάδι... αναζητούν τροφή... και η ομαδική σκέψη τους μπορεί να χαλαρώνει κάπως ενώ ψάχνουν για τροφή... αλλά λιγότερο. Ίσως κάθε μέρα και λι γότερο». «Το Μάντσεστερ έγινε στάχτη», είπε ξαφνικά ο Τζόρνταν. «Φαινόταν η φωτιά από δω, δε φαινόταν, κύριε;» «Ναι», επιβεβαίωσε ο Διευθυντής. «Ήταν πολύ θλιβερό και τρομακτικό». «Είναι αλήθεια ότι πυροβολούν στα σύνορα αυτούς που προ σπαθούν να περάσουν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης;» ρώτη σε ο Τζόρνταν. «Έτσι λένε. Λένε πως πρέπει να πάει κανείς στο Βερμόντ, είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος». «Είναι κατασκευασμένη φήμη», είπε ο Κλέι. «Εμείς ακούσαμε ακριβώς το ίδιο πράγμα για τα σύνορα του Νιου Χαμσάιρ». Ο Τζόρνταν τον κοίταξε γουρλώνοντας τα μάτια του κι ύστερα έβαλε τα γέλια. Ο ήχος του γέλιου του ακούστηκε γλυκός και κα θαρός μέσα στην ησυχία της εξοχής. Και τότε, κάπου μακριά, α ντήχησε ο κρότος ενός πυροβολισμού. Και από πιο κοντινή από σταση ένα ουρλιαχτό οργής, ή τρόμου. Ο Τζόρνταν σταμάτησε να γελάει. «Πείτε μας γι' αυτή την παράξενη κατάσταση που βρίσκονταν χτες το βράδυ», είπε ήρεμα η Άλις. «Και για τη μουσική. Ακούν ό λα τα κοπάδια μουσική τη νύχτα;» Ο Διευθυντής κοίταξε τον Τζόρνταν.
196
STEPHEN KING
«Ναι», απάντησε το αγόρι. «Μόνο απαλές μελωδίες, όχι ροκ, όχι κάντρι...» «Ούτε και κλασική μουσική, φαντάζομαι», συμπλήρωσε ο Διευ θυντής. «Τίποτε που να αποτελεί πρόκληση, εν πάση περιπτώσει». «Μ' αυτά νανουρίζονται», είπε ο Τζόρνταν. «Έτσι πιστεύουμε εγώ κι ο Διευθυντής». «Ο Διευθυντής κι εγώ, Τζόρνταν». «Ο Διευθυντής κι εγώ, κύριε, μάλιστα». «Πράγματι αυτό πιστεύουμε», είπε ο Διευθυντής. «Αν και υπο ψιάζομαι ότι ίσως είναι κάτι περισσότερο από νανούρισμα. Ναι, πολύ περισσότερο». Ο Κλέι είχε μείνει άφωνος. Δεν ήξερε πώς να συνεχίσει, τι να πει. Κοίταξε τους φίλους του και είδε στα πρόσωπα τους να κα θρεφτίζεται το ίδιο συναίσθημα· όχι απλή απορία, αλλά τρόμος και απροθυμία να μάθουν περισσότερα. Ο Διευθυντής Άρντε έσκυψε προς τα εμπρός και χαμήλωσε τη φωνή του. «Μπορώ να είμαι ειλικρινής; Θα είμαι ειλικρινής· είναι συνήθεια μιας ζωής. Θέλω να μας βοηθήσετε να κάνουμε κάτι φο βερό. Ο χρόνος που έχουμε στη διάθεση μας είναι ελάχιστος, πι στεύω, και ενώ μια τέτοια πράξη από μόνη της ίσως να μην κατα λήξει πουθενά, ποτέ δεν ξέρει κανείς, έτσι δεν είναι; Ποτέ δεν ξέ ρει κανείς τι είδους μήνυμα μπορεί να μεταβιβάσουν μεταξύ τους αυτοί... αυτά τα κοπάδια. Εν πάση περιπτώσει, εγώ δεν πρόκειται να μείνω με σταυρωμένα χέρια αφήνοντας αυτούς... αυτά τα πράγ ματα... να μου στερούν όχι μονάχα το σχολείο μου αλλά ακόμη και το φως της μέρας. Θα το είχα επιχειρήσει ήδη, αλλά είμαι πο λύ γέρος και ο Τζόρνταν είναι πολύ νέος. Πάρα πολύ νέος. Δε θέ λω να έχει συμμετοχή. Ό,τι κι αν είναι τώρα αυτοί, πριν από λίγες μέρες ήταν άνθρωποι». «Μπορώ να πάρω μέρος, κύριε!» είπε ο Τζόρνταν. Μίλησε με την τολμηρή αποφασιστικότητα που έπρεπε να δείχνει κάθε έφη βος μουσουλμάνος όταν φορούσε μια ζώνη γεμάτη εκρηκτικά, έ τοιμος να προσφέρει τη ζωή του. «Χαιρετίζω το κουράγιο σου, Τζόρνταν», του είπε ο Διευθυ ντής, «αλλά νομίζω πως όχι». Κοίταξε με καλοσύνη το αγόρι, αλ λά όταν στράφηκε προς τους άλλους η ματιά του είχε σκληρύνει εντυπωσιακά. «Εσείς έχετε όπλα, καλά όπλα. Εγώ έχω μόνο ένα
Το ΚΙΝΗΤΌ
197
παλιό 22άρι τουφέκι που μπορεί και να μη λειτουργεί πια, αν και η κάννη του είναι καθαρή -την κοίταξα. Ακόμη και να δουλέψει ό μως, τα φυσίγγια που έχω μπορεί να μην αναφλεγούν. Υπάρχει μια αντλία βενζίνης στο μικρό γκαράζ του σχολείου μας και η βενζίνη μπορεί να μας βοηθήσει να τερματίσουμε τις ζωές τους». Πρέπει να είδε τον τρόμο στα πρόσωπα τους, γι' αυτό κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ξέρω πώς ακούγεται. Αλλά δε θα εί ναι μαζική δολοφονία, όχι. Στην ουσία θα είναι εξολόθρευση. Δεν μπορώ να σας αναγκάσω να κάνετε κάτι. Εν πάση περιπτώσει... είτε με βοηθήσετε να τους κάψω είτε όχι, πρέπει να μεταφέρετε έ να μήνυμα». «Σε ποιον;» ρώτησε σιγανά η Άλις. «Σε όποιον συναντάτε στο δρόμο σας, δεσποινίς Μάξγουελ». Ο Διευθυντής έσκυψε πάνω από τα απομεινάρια του φαγητού τους. Τα μικρά μάτια του, μάτια αμείλικτου δικαστή, έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα. «Πρέπει να πείτε τι τους συμβαίνει. Σε ό λους όσοι άκουσαν το μήνυμα της ενδοεπικοινωνίας του διαβό λου. Πρέπει να το διαδώσετε. Να το μάθουν όλοι όσοι έχουν στε ρηθεί το φως της μέρας, πριν να είναι πολύ αργά». Πέρασε νευρι κά το χέρι από το πρόσωπο του και ο Κλέι πρόσεξε ότι τα δάχτυλα του έτρεμαν ελαφρά. Θα μπορούσε να μη δώσει σημασία, να το α ποδώσει στην ηλικία του, αλλά μέχρι τώρα δεν είχε παρατηρήσει κανενός είδους τρέμουλο άλλη φορά. «Εμείς φοβόμαστε ότι πολύ σύντομα θα είναι πολύ αργά, έτσι δεν είναι, Τζόρνταν;» «Μάλιστα, κύριε». Ο Τζόρνταν σίγουρα νόμιζε ότι ήξερε κάτι. Έδειχνε έντρομος. «Τι είναι; Τι τους συμβαίνει;» ρώτησε ο Κλέι. «Έχει να κάνει με τη μουσική και με τα φορητά που έχουν συνδέσει μεταξύ τους, έτσι δεν είναι;» Ο Διευθυντής βούλιαξε πίσω στην καρέκλα του, σαν να ένιωσε ξαφνικά πολύ κουρασμένος. «Λεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους», είπε. «Δε θυμάστε που σας είπα ότι και οι δύο υποθέσεις που κά νατε ήταν λάθος;» «Ναι, αλλά δεν καταλαβαίνω τι εννο...» «Υπάρχει ένα φορητό ηχοσύστημα με ένα CD που παίζει, ως προς αυτό έχετε δίκιο. Ένα και μοναδικό CD, με βεβαιώνει ο
198
STEPHEN KING
Τζόρνταν, γι' αυτό και ακούγονται συνεχώς τα ίδια τραγούδια ξα νά και ξανά». «Πω, πω, τύχη!» μουρμούρισε ο Τομ, αλλά ο Κλέι ούτε που τον άκουσε. Προσπαθούσε να χωνέψει αυτό που είχε πει προηγου μένως ο Άρντε —δεν είναι συνδεδεμένα μεταξύ τους. Πώς ήταν δυ νατόν; Δεν ήταν. «Τα φορητά ηχοσυστήματα -οι "ντουντούκες", αν προτιμάτεείναι τοποθετημένα περιμετρικά σε όλο το γήπεδο», συνέχισε ο Διευθυντής, «και είναι όλα αναμμένα. Τη νύχτα φαίνονται τα κόκ κινα φωτάκια τους, αλλά...» «Ναι», είπε η Άλις. «Εγώ πρόσεξα κάτι μικρά κόκκινα φώτα ε δώ κι εκεί, αλλά δεν έδωσα σημασία». «...δεν υπάρχει τίποτε μέσα να παίζει -ούτε CD, ούτε κασέ τα-, όπως δεν υπάρχουν ούτε καλώδια που να συνδέουν το ένα μηχάνημα με το άλλο. Είναι απλώς φορητά-σκλάβοι που δέχονται την ηχητική διαταγή του φορητού-αφέντη τους και την αναμετα δίδουν». «Κι αν έχουν το στόμα τους μισάνοιχτο, η μουσική ακούγεται και απ' αυτούς», είπε ο Τζόρνταν. «Είναι ελάχιστο... ούτε καν σαν ψίθυρος... αλλά ακούγεται». «Όχι», είπε ο Κλέι. «Είναι στη φαντασία σου, μικρέ. Δεν μπορεί». «Εγώ δεν το άκουσα αυτό», είπε ο Άρντε, «αλλά η ακοή μου δεν είναι εκείνη που ήταν κάποτε, τότε που ήμουν φανατικός θαυ μαστής του Τζιν Βίνσεντ και των Μπλου Καπς. Βλέπετε, είμαι της "παλιάς σχολής", όπως θα έλεγε ο Τζόρνταν και οι φίλοι του». «Αφού είστε της πολύ παλιάς σχολής, κύριε, πώς να το κάνου με;» είπε ο Τζόρνταν. Μίλησε με ευγένεια, σοβαρότητα και αναμ φισβήτητη στοργή για τον καθηγητή του. «Ναι, Τζόρνταν, είμαι», συμφώνησε ο Διευθυντής. Χτύπησε το αγόρι στην πλάτη και έστρεψε πάλι την προσοχή του στους άλ λους της συντροφιάς. «Αν λέει ο Τζόρνταν ότι το άκουσε... εγώ τον πιστεύω». «Δεν είναι δυνατόν», επέμεινε ο Κλέι. «Δε γίνεται χωρίς ανα μεταδότη». «Αυτοί αναμεταδίδουν», απάντησε ο Διευθυντής. «Είναι μια ι κανότητα που την απέκτησαν από τον Παλμό και μετά». «Σταθείτε», είπε ο Τομ. Σήκωσε το χέρι του με την παλάμη
Το ΚΙΝΗΤΌ
199
μπροστά, σαν τροχονόμος, το κατέβασε, πήγε να πει κάτι, σήκωσε πάλι το χέρι του. Ο Τζόρνταν τον παρατηρούσε επίμονα από τη σχετικά ασφαλή θέση του στο πλευρό του Διευθυντή Άρντε. «Μι λάμε για τηλεπάθεια, δηλαδή;» είπε τελικά ο Τομ. «Δε θα έλεγα ότι είναι η mot juste για να χαρακτηρίσουμε το συγκεκριμένο φαινόμενο, αλλά ας μην κολλήσουμε σε τεχνικές λεπτομέρειες. Θα στοιχημάτιζα όλα τα κατεψυγμένα μπιφτέκια που έχουν απομείνει στο φορητό ψυγείο μου ότι έχετε ήδη χρησι μοποιήσει αυτή τη λέξη μεταξύ σας τις προηγούμενες μέρες». «Θα κερδίζατε τριπλή μερίδα μπιφτέκι», είπε ο Κλέι. «Ναι, αλλά το κοπάδι είναι κάτι διαφορετικό», είπε ο Τομ. «Επειδή;» τον προκάλεσε ο Διευθυντής ανασηκώνοντας τα δα σιά, άσπρα φρύδια του. «Επειδή...» Ο Τομ δεν μπορούσε να βρει κάτι να πει και ο Κλέι ήξερε γιατί. Δεν ήταν κάτι διαφορετικό. Δεν ήταν ανθρώπινη συ μπεριφορά και το είχαν καταλάβει από τη στιγμή που παρατήρη σαν τον Τζορτζ τον μηχανικό να ακολουθεί τη γυναίκα με το βρο μερό γκρίζο παντελόνι πάνω στην πρασιά του Τομ κι από εκεί στη Σάλεμ Στρητ. Βάδιζε τόσο κοντά της που θα μπορούσε να τη δα γκώσει στο σβέρκο... αλλά δεν το είχε κάνει. Γιατί; Επειδή, για τους τρελούς των κινητών, το μήνυμα πλέον ήταν: Τέρμα οι δα γκωνιές, σχηματίστε κοπάδι. Τέρμα οι δαγκωνιές, τουλάχιστον όσον αφορούσε το είδος τους. Εκτός αν... «Κύριε Διευθυντά, στην αρχή σκότωναν αδιάκριτα, όποιον...» «Ναι», συμφώνησε ο Άρντε. «Ήμαστε πολύ τυχεροί που γλι τώσαμε, έτσι δεν είναι, Τζόρνταν;» Το αγόρι ανατρίχιασε και κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Τα παιδιά έτρεχαν από δω κι από κει. Ακόμη και μερικοί καθηγη τές. Σκότωναν... δάγκωναν... φώναζαν κάτι αρλούμπες... εγώ κρύ φτηκα σε ένα από τα θερμοκήπια». «Κι εγώ στη σοφίτα ετούτου του σπιτιού», πρόσθεσε ο Διευθυ ντής. «Και παρακολούθησα από το φεγγίτη εκεί πάνω ολόκληρη την Ακαδημία -το σχολείο που τόσο αγαπάω- να μετατρέπεται κυριολεκτικά σε Κόλαση». Ο Τζόρνταν συνέχισε. «Οι περισσότεροι απ' αυτούς που δεν πέθαναν έφυγαν τρέχοντας σαν τρελοί προς το κέντρο της πόλης.
200
STEPHEN KING
Και τώρα είναι πάλι εδώ. Εκεί πέρα». Έδειξε αόριστα με το κεφά λι του προς την κατεύθυνση του γηπέδου. «Και πού μας οδηγούν όλα αυτά;» ρώτησε ο Κλέι. «Νομίζω πως ξέρετε, κύριε Ρίντελ». «Κλέι». «Κλέι. Καλώς. Νομίζω ότι αυτό που συμβαίνει τώρα δεν είναι απλώς μια κατάσταση προσωρινής αναρχίας. Νομίζω ότι είναι αρ χή πολέμου. Ενός πολέμου ο οποίος θα είναι σύντομος, αλλά α κραία καταστροφικός». «Μήπως υπερβάλλετε λίγο;» «Όχι. Παρ' ότι βασίζομαι μόνο στις παρατηρήσεις μου -τις δι κές μου και του Τζόρνταν-, είχαμε στη διάθεση μας ένα πολύ με γάλο κοπάδι για παρατήρηση και τους έχουμε δει σε όλες τις φά σεις: να πηγαίνουν, να έρχονται και να... αναπαύονται, ας το πού με έτσι. Έχουν πάψει να σκοτώνονται μεταξύ τους, αλλά εξακο λουθούν να σκοτώνουν ανθρώπους που εμείς κατατάσσουμε στους φυσιολογικούς. Αυτό εγώ το λέω πολεμική συμπεριφορά». «Τους έχετε δει με τα μάτια σας να σκοτώνουν φυσιολογι κούς;» ρώτησε ο Τομ. Η Άλις, που καθόταν δίπλα του, άνοιξε το σακίδιο της, έβγαλε το Μωρουδίστικο Νάικ και το κράτησε στη χούφτα της. Ο Διευθυντής κοίταξε τον Τομ με βαρύ, πένθιμο ύφος. «Ναι, τους έχω δει. Και, δυστυχώς, είδε τη σκηνή και ο Τζόρνταν». «Δε γινόταν αλλιώς», είπε το αγόρι. Τα μάτια του ήταν βουρ κωμένα. «Ήταν πάρα πολλοί. Και ήταν κι ένας άντρας με μια γυ ναίκα. Δεν ξέρω τι γύρευαν στην Ακαδημία τόσο αργά, κόντευε να νυχτώσει, αλλά δεν ήξεραν για το Γήπεδο Τόνι. Αυτή ήταν χτυ πημένη. Κι αυτός τη στήριζε. Έπεσαν πάνω σε καμιά εικοσαριά α πό τους άλλους που γύριζαν από την πόλη. Ο άντρας σήκωσε α γκαλιά τη γυναίκα και έτρεξε». Η φωνή του Τζόρνταν είχε αρχίσει να σπάει. «Αν ήταν μόνος του μπορεί να γλίτωνε, αλλά κουβαλώ ντας τη γυναίκα... έφτασε μόνο μέχρι το Χόρτον Χολ. Είναι ένας από τους κοιτώνες. Εκεί έπεσε και τον έπιασαν». Ο Τζόρνταν έσκυψε ξαφνικά και έκρυψε το πρόσωπο του πάνω στο σακάκι του γέρου καθηγητή -γκρίζο ανθρακί σήμερα το από γευμα. Το χέρι του Διευθυντή ανέβηκε προστατευτικά στο κεφάλι του Τζόρνταν και άρχισε να το χαϊδεύει.
201
Το ΚΙΝΗΤΌ
«Δείχνουν να αναγνωρίζουν τον εχθρό», είπε σκεφτικός ο Δι ευθυντής. «Ίσως συμπεριλαμβανόταν και αυτό στο αρχικό μήνυ μα, εσείς τι λέτε;» «Ίσως», είπε ο Κλέι. Η ιδέα τού άφησε μια απαίσια αίσθηση. «Όσο για το τι κάνουν τις νύχτες, που μένουν ξαπλωμένοι, ακί νητοι, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ακούγοντας μουσική...» Ο Διευθυ ντής αναστέναξε, έβγαλε ένα άσπρο μαντίλι από μια τσέπη του σα κακιού του και σκούπισε τα μάτια του Τζόρνταν με αυστηρό, απο φασιστικό τρόπο. Ο Κλέι κατάλαβε ότι ο γέρος καθηγητής ήταν πολύ τρομαγμένος και απόλυτα βέβαιος για το όποιο συμπέρασμα είχε βγάλει. «Νομίζω ότι επαναφορτώνουν», είπε ο Διευθυντής. 15 «Τα βλέπετε τα κόκκινα λαμπάκια;» ρώτησε ο Διευθυντής με τη βροντερή φωνή του σε τόνο τώρα-θα-με-ακούσει-όλο-το-αμφιθέατρο. «Έχω μετρήσει τουλάχιστον εξή...» «Σουτ!» του είπε σφυριχτά ο Τομ. Μόνο που δεν του βούλωσε το στόμα με την παλάμη του. Ο Διευθυντής τον κοίταξε ήρεμα. «Ξέχασες τι σας είπα χτες βράδυ για τις μουσικές καρέκλες, Τομ;» Ο Τομ, ο Κλέι και ο Άρντε στέκονταν αμέσως μετά τα αποδυ τήρια, έχοντας πίσω τους την έξοδο της στοάς και μπροστά τους το Γήπεδο Τόνι. Η Άλις και ο Τζόρνταν είχαν μείνει πίσω στο Πε ρίπτερο Τσίταμ, με κοινή συμφωνία. Η μουσική που ακουγόταν ε κείνη τη στιγμή στο γήπεδο ήταν μια ορχηστρική τζαζ διασκευή του «The Girl from Ipanema». Πολύ έξαλλο κομμάτι για τα γού στα τους, σκέφτηκε σαρκαστικά ο Κλέι. «Το θυμάμαι», απάντησε ο Τομ. «Όσο παίζει η μουσική, δεν έχουμε να φοβηθούμε τίποτε. Απλώς δε θα ήθελα να είμαι αυτός που θα καταλήξει με κομμένο το λαιμό από τη μοναδική εξαίρεση του κανόνα -έναν τρελό που πάσχει από αϋπνία». «Αποκλείεται». «Πώς είστε τόσο σίγουρος;» «Επειδή αυτό δεν είναι ύπνος», είπε ο Διευθυντής. «Ελάτε». Αρχισε να κατεβαίνει την τσιμεντένια ράμπα απ' όπου έμπαι-
202
STEPHEN KING
ναν κάποτε οι παίκτες στο γήπεδο και, βλέποντας ότι ο Τομ και ο Κλέι έμεναν πίσω, στράφηκε και τους κοίταξε υπομονετικά. «Η γνώση δεν αποκτάται χωρίς ρίσκο», είπε, «και στη δική μας περί πτωση, η γνώση είναι κρίσιμης σημασίας, δε συμφωνείτε; Ελάτε, λοιπόν». Ακολούθησαν τα γοργά χτυπήματα του μπαστουνιού στο τσι μέντο κατεβαίνοντας προς τον αγωνιστικό χώρο. Ο Κλέι πήγαινε λίγο πιο μπροστά από τον Τομ. Ναι, διακρίνονταν τα φωτάκια των φορητών σε όλο το γήπεδο και, ναι, πρέπει να ήταν περίπου εξή ντα με εβδομήντα. Μεγάλα, φορητά ραδιοκασετόφωνα-CD πλέιερ, κατανεμημένα ανά τρία τέσσερα μέτρα και περιτριγυρισμένα από ξαπλωμένα σώματα. Στο φως του φεγγαριού το θέαμα ήταν ανα τριχιαστικό. Τα κορμιά δεν ήταν στριμωγμένα, είχε το καθένα το χώρο του, αλλά δεν είχε σπαταληθεί ούτε ένα διαθέσιμο εκατοστό. Ακόμη και τα χέρια τους ήταν έτσι τοποθετημένα που να μη συ μπλέκονται. Συνολικά ήταν σαν ένα τεράστιο χαλί υφασμένο από σώματα, σε αλλεπάλληλες σειρές, που κάλυπτε όλο τον αγωνιστι κό χώρο, ενώ εκείνη η μουσική -μουσική σαν αυτή που ακούς στα σούπερ μάρκετ, σκέφτηκε ο Κλέι- γέμιζε τον αέρα. Τον αέρα γέμι ζε και κάτι άλλο όμως: μια επιφανειακή μυρωδιά από χώμα και σάπια λαχανικά, και από κάτω υπέβοσκε η δυσωδία ανθρώπινων απεκκρίσεων και σάρκας σε αποσύνθεση. Ο Διευθυντής έκανε το γύρο του τέρματος, το οποίο είχε ξη λωθεί και πεταχτεί στην άκρη, με το δίχτυ του κουρέλια. Εκεί ό που ξεκινούσε η λίμνη των σωμάτων ήταν ένας νεαρός άντρας γύ ρω στα τριάντα, που το ένα μπράτσο του ήταν γεμάτο σημάδια α πό πριονωτές δαγκωνιές που έφταναν ως το μανίκι της NASCAR μπλούζας του. Οι δαγκωνιές έδειχναν να έχουν μολυνθεί. Στο άλ λο χέρι του κρατούσε ένα κόκκινο καπελάκι που έκανε τον Κλέι να σκεφτεί το αθλητικό παπουτσάκι, το γούρι της Άλις. Ο νεαρός ατένιζε με γυάλινα μάτια τα αστέρια ψηλά, ενώ η Μπέτι Μίντλερ τραγουδούσε για άλλη μια φορά για τον Άνεμο Κάτω Από τα Φτερά της. «Γεια!» του φώναξε ο Διευθυντής με τη βραχνή, διαπεραστική φωνή του. Σκούντησε τον νεαρό στην κοιλιά με τη μύτη του μπα στουνιού του κι ύστερα πίεσε μέχρι που ο νεαρός ξεφύσησε. «Γεια, είπα!»
Το ΚΙΝΗΤΌ
203
«Μη!» γρύλισε ο Τομ. Ο Διευθυντής του έριξε ένα αυστηρό βλέμμα έντονης επίπλη ξης κι έπειτα έφερε την άκρη του μπαστουνιού του κάτω από το καπελάκι που κρατούσε ο νεαρός. Το τίναξε μακριά με μια εξα σκημένη κίνηση. Το πάνινο κασκέτο πέταξε σε μια απόσταση τριών μέτρων και προσγειώθηκε πάνω στο πρόσωπο μιας μεσήλικης. Ο Κλέι το παρακολούθησε άναυδος να γλιστράει στο πλάι και να σταθεροποιείται λοξά, απελευθερώνοντας ένα από τα δύο ζωντανά, ακίνητα μάτια της γυναίκας. Σε τρομερά αργή κίνηση, ο νεαρός σήκωσε το χέρι που κρα τούσε μέχρι πριν από λίγο το καπελάκι και έσφιξε τη χούφτα του στον αέρα. Ύστερα το κατέβασε. «Νομίζει ότι το έπιασε και το έχει», ψιθύρισε ο Κλέι κατά πληκτος. «Ίσως», είπε αδιάφορα ο Διευθυντής. Άγγιξε με το μπαστούνι του μια από τις μολυσμένες πληγές στο μπράτσο του νεαρού. Θα πρέπει να πόνεσε διαβολεμένα, αλλά ο νεαρός δεν αντέδρασε καν. Συνέχισε να ατενίζει τον σκοτεινό ουρανό ενώ η Μπέτι Μίντλερ έδινε τη σκυτάλη στον Ντιν Μάρτιν. «Θα μπορούσα να του τρυ πήσω το λαιμό με το μπαστούνι μου και να μη σαλέψει. Ούτε θα πεταγόταν κανείς από τους γύρω για να τον προστατέψει. Αντίθε τα, αν ήταν μέρα, είμαι σίγουρος ότι θα με ξέσκιζαν σε κομμάτια με τα ίδια τους τα χέρια». Ο Τομ είχε γονατίσει δίπλα σε ένα από τα φορητά ραδιοκασε τόφωνα. «Αυτό έχει μπαταρίες», είπε. «Το καταλαβαίνω από το βάρος». «Ναι. Όλα έχουν. Φαίνεται ότι οι μπαταρίες τους είναι απαραί τητες». Ο Διευθυντής το σκέφτηκε λίγο και πρόσθεσε κάτι που ο Κλέι θα προτιμούσε να μην το είχε ακούσει. «Προς το παρόν». «Μπορούμε να τους ξεκάνουμε μια και καλή, έτσι δεν είναι;» είπε ο Κλέι. «Να τους εξολοθρεύσουμε έτσι όπως είχαν κάνει πα λιά οι κυνηγοί με την επιδρομή των περιστεριών, τη δεκαετία του 1880». Ο Διευθυντής κούνησε το κεφάλι του. «Τους τσάκιζαν τα κε φάλια μόλις κατέβαιναν στο έδαφος, αυτό δεν έκαναν; Καλή ανα λογία. Μόνο που εγώ θ' αργούσα πάρα πολύ με το μπαστούνι μου. Ακόμη κι εσείς με τα αυτόματα όπλα σας, φοβάμαι».
204
STEPHEN KING
«Δε θα μας έφταναν οι σφαίρες, έτσι κι αλλιώς. Πρέπει να εί ναι...» Ο Κλέι σάρωσε πάλι ξανά με το βλέμμα του τα ξαπλωμένα κορμιά μέσα στο γήπεδο. Μόνο που τα κοιτούσε πονούσε το κε φάλι του. «Πρέπει να είναι καμιά εφτακοσαριά. Χωρίς αυτούς κά τω από τις κερκίδες». «Κύριε; Κύριε Άρντε;»Ήταν ο Τομ. «Πώς ανακαλύψατε... πό τε πρώτο;...» «Πώς ανακάλυψα πόσο βαθιά ναρκωμένοι είναι; Αυτό θέλετε να ρωτήσετε;» Ο Τομ ένευσε καταφατικά. «Ήρθα εδώ την πρώτη νύχτα για να τους παρατηρήσω. Το κο πάδι ήταν πολύ μικρότερο, βεβαίως. Το έκανα από απλή, ακατανί κητη περιέργεια. Ο Τζόρνταν δεν ήταν μαζί μου. Δυσκολεύτηκε πάρα πολύ να συνηθίσει να ζει τη νύχτα». «Παίξατε τη ζωή σας κορόνα γράμματα», είπε ο Κλέι. «Είχα ελάχιστες επιλογές», απάντησε ο Διευθυντής. «Ήταν σαν να με είχαν υπνωτίσει. Κατάλαβα αμέσως ότι ήταν αναίσθη τοι, παρ' όλο που είχαν τα μάτια τους ανοιχτά, και μερικά πειρά ματα με τη μύτη του μπαστουνιού μου με βοήθησαν να προσδιο ρίσω το βάθος της νάρκης τους». Ο Κλέι σκέφτηκε τη δυσκολία που είχε ο Διευθυντής στο περ πάτημα, σκέφτηκε να τον ρωτήσει αν είχε αναλογιστεί σοβαρά τι θα πάθαινε έτσι και είχε κάνει λάθος και αυτοί του ρίχνονταν, αλ λά κράτησε το στόμα του κλειστό. Ο Διευθυντής σίγουρα θα επα ναλάμβανε το ρητό του: Η γνώση απαιτεί ρίσκο. Είχε δίκιο ο Τζόρνταν -ο καθηγητής ήταν της πολύ παλιάς σχολής. Ο Κλέι δεν θα ήθελε με τίποτε να είναι δεκατετράχρονος και να έχει κάνει κά ποιο παράπτωμα. Ο Άρντε κουνούσε το κεφάλι του. «Εφτακόσιοι είναι πολύ μέ τριος υπολογισμός, Κλέι. Αυτό το γήπεδο είναι επαγγελματικών διαστάσεων. Μιλάμε για έξι χιλιάδες τετραγωνικά μέτρα». «Πόσοι;» «Έτσι στριμωγμένοι; Θα έλεγα τουλάχιστον χίλιοι». «Και δεν έχουν καμιά επαφή με την πραγματικότητα, έτσι; Εί στε σίγουρος». «Απολύτως. Αυτό που επιστρέφει καθημερινά εδώ έχει όλο και λιγότερη σχέση μ' αυτό που υπήρξαν -το ίδιο λέει κι ο Τζόρνταν,
Το ΚΙΝΗΤΌ
205
και είναι οξύτατος παρατηρητής, πιστέψτε με. Με άλλα λόγια, δεν είναι πια άνθρωποι». «Μπορούμε να επιστρέψουμε στο Περίπτερο τώρα;» ρώτησε ο Τομ. Δεν φαινόταν καλά. «Βεβαίως», είπε ο Διευθυντής. «Μια στιγμή», είπε ο Κλέι. Γονάτισε δίπλα στον νεαρό με το κοντομάνικο μπλουζάκι από τους αγώνες αυτοκινήτων NASCAR. Δεν το ήθελε -του είχε κολλήσει η ιδέα ότι το χέρι που είχε σηκω θεί να πιάσει το καπελάκι θα σηκωνόταν να πιάσει αυτόν-, αλλά ανάγκασε τον εαυτό του να το κάνει. Κοντά στο έδαφος η άσχημη μυρωδιά ήταν πιο έντονη. Ο Κλέι νόμιζε ότι την είχε συνηθίσει, αλλά έκανε λάθος. «Κλέι, τι πας να...» άρχισε να λέει ο Τομ. «Σώπα». Ο Κλέι έσκυψε πάνω από το στόμα του νεαρού που ήταν μισάνοιχτο. Δίστασε, ύστερα πίεσε τον εαυτό του να σκύψει κι άλλο, μέχρι που διέκρινε τη θαμπή γυαλάδα του σάλιου στο κά τω χείλος του νεαρού. Στην αρχή νόμισε ότι ήταν μόνο στη φα ντασία του, αλλά όταν έσκυψε λίγο ακόμη -τώρα κόντευε να φι λήσει το μη-κοιμισμένο πλάσμα με τη στάμπα του Ρίκι Κρέιβεν στο μπλουζάκι του-, η αρχική ψευδαίσθηση διαλύθηκε. Είναι ελάχιστο, είχε πει ο Τζόρνταν. Ούτε καν σαν ψίθυρος...αλ λά ακούγεται. Ο Κλέι το άκουσε. Ήταν τα λόγια του «Everybody Loves Some body Sometimes», το οποίο έπαιζαν όλα τα φορητά, αλλά μια δυο συλλαβές μπροστά απ' αυτό που ακουγόταν να τραγουδάει την ί δια στιγμή ο Ντιν Μάρτιν. Ο Κλέι σηκώθηκε και λίγο έλειψε να τιναχτεί ουρλιάζοντας έ ντρομος από τον ξερό ήχο που έκαναν τα γόνατα του καθώς ξεδί πλωσαν. Ο Τομ σήκωσε το φανάρι και τον κοίταξε με μάτια ορθά νοιχτα. «Τι; Τι; Μη μου πεις πως ο μικρός είχε...» Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ελάτε. Πάμε πίσω». Στα μισά της ράμπας ο Κλέι έπιασε απότομα από τον ώμο τον καθηγητή Άρντε, που προπορευόταν. Ο Άρντε στράφηκε, χωρίς να δείξει ενοχλημένος από τη συμπεριφορά του. «Είχατε δίκιο, κύριε. Πρέπει να τους ξεφορτωθούμε. Οσο πε-
206
STEPHEN KING
ρισσότερους μπορούμε και όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ίσως αυτή να είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Ή μήπως κάνω λάθος;» «Όχι», του απάντησε ο Διευθυντής. «Δυστυχώς, έτσι είναι. Ό πως σας είπα, έχουμε πόλεμο -εγώ τουλάχιστον αυτό πιστεύω-, και στον πόλεμο αυτό που κάνει κανείς είναι να σκοτώνει τους ε χθρούς. Δεν πάμε σπίτι να το συζητήσουμε; Να φτιάξουμε και ζε στή σοκολάτα να πιούμε; Εγώ θα προσθέσω και λίγο μπέρμπον στη δική μου, σαν κλασικός βάρβαρος που είμαι». Στην κορυφή της ράμπας ο Κλέι έριξε μια τελευταία ματιά πί σω. Το Γήπεδο Τόνι ήταν σκοτεινό, αλλά όχι θεοσκότεινο κάτω α πό τον αστροφώτιστο ουρανό του βόρειου ημισφαιρίου. Η λάμψη των αστεριών έφτανε για να διακρίνει κανείς το χαλί από ακίνητα σώματα που σκέπαζε το γήπεδο απ' άκρη σ' άκρη. Σκέφτηκε πως αν το έβλεπε κανείς κατά τύχη, ίσως να μην καταλάβαινε τι ήταν, αλλά έτσι και καταλάβαινε... έτσι και καταλάβαινε... Τα μάτια του του έπαιξαν ένα άσχημο παιχνίδι. Για μια στιγμή, του φάνηκε πως τους είδε να ανασαίνουν και οι εφτακόσιοι ή χί λιοι μαζί, όσοι ήταν, σαν ένας οργανισμός. Και πήρε τέτοια τρο μάρα που έκανε μεταβολή κι έφτασε το Διευθυντή Άρντε και τον Τομ τρέχοντας. 16 Ο Διευθυντής έφτιαξε ζεστή σοκολάτα στην κουζίνα και κάθισαν να την πιουν στο επίσημο σαλόνι, υπό το φως δύο φαναριών γκα ζιού. Ο Κλέι νόμιζε ότι ο γερο-καθηγητής θα τους πρότεινε να κα τεβούν αργότερα ως την Ακάντεμι Άβενιου για να στρατολογή σουν κι άλλους εθελοντές στο Στρατό του Άρντε, αλλά εκείνος φάνηκε να αρκείται στο διαθέσιμο έμψυχο υλικό. Η αντλία βενζίνης στο γκαράζ της σχολής, τους πληροφόρησε ο Διευθυντής, τραβούσε από τη δεξαμενή της οροφής, χωρητικό τητας δύο χιλιάδων λίτρων. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να στρίψουν έναν κρουνό. Και στο θερμοκήπιο υπήρχαν ψεκαστήρες των εκατόν τριάντα λίτρων. Τουλάχιστον μια ντουζίνα. Θα μπο ρούσαν να τους φορτώσουν στην καρότσα ενός ημιφορτηγού, να κατεβούν με την όπισθεν μια από τις ράμπες...
Το ΚΙΝΗΤΌ
207
«Σταθείτε», είπε ο Κλέι. «Πριν αρχίσουμε να καταστρώνουμε στρατηγική, αν έχετε κάποια θεωρία γι' αυτό, κύριε, εγώ θα ήθελα να την ακούσω». «Τίποτε τόσο επίσημο», απάντησε ο γερο-καθηγητής. «Όμως ο Τζόρνταν κι εγώ έχουμε παρατηρητικότητα, έχουμε διαίσθηση, και έχουμε κι αρκετή εμπειρία συνεργασίας σε...» «Εγώ είμαι ψωνισμένος με τους υπολογιστές», είπε ο Τζόρνταν πάνω από την κούπα με τη σοκολάτα του. Ο Κλέι βρήκε αυτή την παραδοχή του παιδιού περίεργα αφοπλιστική. «Ο απόλυτος ΜακΜάνιακ. Είμαι μέσα στους υπολογιστές από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αυτά τα πλάσματα επαναφορτώνουν, είναι ολοφάνερο. Το μόνο που τους λείπει είναι ένα ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΛΟΓΙΣΜΙΚΟΥ, ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΤΕ ν' αναβοσβήνει στο μέτωπο τους». «Δε σε καταλαβαίνω», είπε ο Τομ. «Εγώ κατάλαβα», είπε η Άλις. «Τζόρνταν, πιστεύεις ότι ο Παλμός ήταν πραγματικά ένα παλμικό κύμα, έτσι δεν είναι; Όσοι το δέχτηκαν... σβήστηκε ο σκληρός τους δίσκος». «Ε, ναι», είπε ο Τζόρνταν, σαν να μιλούσε για το αυτονόητο. Ήταν πολύ ευγενής για να πει στον Τομ, Μα καλά, χαζός είσαι; Ο Τομ κοίταξε την Άλις με αμηχανία. Μόνο ο Κλέι έμοιαζε να πιστεύει πως ο Τομ δεν ήταν χαζός, ούτε και τόσο αργόστροφος. «Είχες υπολογιστή, τον είδα», του είπε η Άλις. «Στο μικρό γρα φείο, στο σπίτι σου». «Ναι, μα...» «Και έχεις εγκαταστήσει διάφορα προγράμματα, σωστά;» «Ναι, αλλά...» Ο Τομ σώπασε απότομα και κοίταξε την Άλις στα μάτια. Εκείνη ανταπέδωσε το βλέμμα του. «Ο εγκέφαλος τους; Εννοείς τον εγκέφαλο τους;» «Τι νομίζεις ότι είναι ο εγκέφαλος;» είπε ο Τζόρνταν. «Ένας μεγάλος, παλιός σκληρός δίσκος. Οργανικά κυκλώματα. Κανένας δεν ξέρει πόσα bytes. Ένα giga στη νιοστή. Άπειρα bytes». Έφερε τα χέρια στ' αυτιά του δημιουργώντας ένα πλαίσιο, μια οθόνη. «Όλα εδώ μέσα». «Δεν το πιστεύω», είπε ο Τομ, αλλά η φωνή του ακούστηκε α δύναμη και η έκφραση του ήταν για λύπηση. Ο Κλέι ήταν σίγου ρος ότι το πίστευε. Ξαναφέρνοντας στο μυαλό του την παράνοια που είχε συγκλονίσει εκείνο το απόγευμα τη Βοστόνη, ο Κλέι πα-
208
STEPHEN KING
ραδέχτηκε ότι η ιδέα ήταν πολύ πειστική. Ήταν επίσης τρομακτι κή: Εκατομμύρια, ίσως και δισεκατομμύρια ανθρώπινοι εγκέφα λοι είχαν σβηστεί ταυτόχρονα, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο μπορεί κανείς να σβήσει το δίσκο ενός υπολογιστή παλιότερης τε χνολογίας με έναν ισχυρό μαγνήτη. Θυμήθηκε το Καστανό Ξωτικό, τη φίλη του κοριτσιού με το πράσινο κινητό. Ποια είσαι εσύ; Τι γίνεται; είχε φωνάξει ξαφνικά το Καστανό Ξωτικό. Ποια είσαι εσύ; Ποια είμαι εγώ; Κι ύστερα εί χε αρχίσει να χτυπάει το μέτωπο της με την παλάμη της και μετά είχε πάρει φόρα και είχε πέσει πάνω σ' ένα στύλο όχι μία φορά, αλλά δύο, κάνοντας κομμάτια την πανάκριβη ορθοδοντική εργα σία στο στόμα της. Ποια είσαι εσύ; Ποια είμαι εγώ; Δεν είχε απαντήσει στο δικό της κινητό. Απλώς άκουγε από το κινητό της φίλης της και δεν είχε πάρει ολόκληρη δόση. Ο Κλέι, που τον περισσότερο καιρό σκεφτόταν μάλλον με ει κόνες παρά με λόγια, είδε μπροστά του σε ολοζώντανα χρώματα την οθόνη ενός υπολογιστή να γεμίζει με τις λέξεις: ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ ΠΟΙΑ ΕΙΣΑΙ ΕΣΥ ΠΟΙΑ ΕΙΜΑΙ ΕΓΩ και τελικά, στο κάτω μέρος, με έντονα γράμματα, ζοφερό και αναπό τρεπτο σαν τη μοίρα του Καστανού Ξωτικού, το μήνυμα: ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ. Το Καστανό Ξωτικό ήταν ένας μισοσβησμένος σκληρός δί σκος; Ήταν φριχτό, αλλά έμοιαζε να είναι η αδιαμφισβήτητη αλή θεια. «Ειδικεύτηκα στην Αγγλική Φιλολογία, αλλά σαν νεαρός είχα διαβάσει αρκετή ψυχολογία», τους είπε ο Διευθυντής. «Ξεκίνησα με Φρόιντ, φυσικά, όλοι απ' αυτόν ξεκινούν... συνέχισα με Γιουνγκ... Άντλερ... πέρασα όλη την γκάμα. Πίσω από όλες αυτές τις θεω ρίες για το πώς λειτουργεί το ανθρώπινο μυαλό κρύβεται μια ευ ρύτερη θεωρία: αυτή του Δαρβίνου. Στον Φρόιντ, η ιδέα της επι βίωσης ως πρωταρχικής εντολής εκφράζεται με την έννοια του Id. Στον Γιουνγκ με την κάπως πιο επιβλητική ιδέα περί συλλογικού ασυνειδήτου. Κανένας από τους δύο, πιστεύω, δε θα διαφωνούσε
209
Το ΚΙΝΗΤΌ
με την άποψη ότι, αν από το ανθρώπινο μυαλό μπορούσαν να εξα λειφθούν την ίδια στιγμή όλη η συνειδητή σκέψη, όλη η μνήμη και όλη η επαγωγική ικανότητα, εκείνο που θα απέμενε θα ήταν αγνό και φριχτό». Έκανε παύση και κοίταξε γύρω περιμένοντας ίσως κάποιο σχό λιο. Κανείς δεν είπε τίποτε. Ο Διευθυντής κούνησε το κεφάλι του σαν να είχε ικανοποιηθεί και συνέχισε. «Παρ' ότι ούτε οι φροϊδικοί ούτε οι οπαδοί του Γιουνγκ δε βγαίνουν να το πουν καθαρά, σαφώς υπαινίσσονται ότι ενδέχεται να έχουμε μέσα μας έναν πυρήνα, ένα μοναδικό βασικό φέρον κύ μα, ή -για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα που είναι πιο οικεία στον Τζόρνταν- μία μοναδική γραμμή κώδικα που είναι αδύνατον να α παλειφθεί». «Την πρωταρχική εντολή», είπε ο Τζόρνταν. «Ναι», συμφώνησε ο Διευθυντής. «Βλέπετε, στο βάθος δεν εί μαστε Homo sapiens. Ο πυρήνας μας είναι η τρέλα. Η πρωταρχική εντολή είναι ο φόνος. Αυτό που ο Δαρβίνος ήταν πολύ ευγενικός για να μας το πει στα ίσια, φίλοι μου, είναι ότι φτάσαμε να κυ ριαρχήσουμε στη γη όχι επειδή είμαστε οι εξυπνότεροι ή έστω οι πιο κακοί, αλλά επειδή ήμαστε ανέκαθεν οι πιο τρελοί, τα πιο δο λοφονικά καθάρματα στη ζούγκλα. Κι αυτό είναι που έφερε στην επιφάνεια ]ς> Παλμός πριν από πέντε μέρες». 17 «Αρνούμαι να πιστέψω ότι ήμαστε μόνο παράφρονες και δολο φόνοι πριν γίνουμε οτιδήποτε άλλο», είπε ο Τομ. «Χριστέ μου, και ο Παρθενώνας; Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Αγγέλου; Ή πλάκα στη σελήνη που γράφει "Ήρθαμε ειρηνικά εκ μέρους όλης της ανθρω πότητας";» «Αυτή η πλάκα έχει και το όνομα του Ρίτσαρντ Νίξον επάνω της», είπε ξερά ο Άρντε. «Ήταν Κουάκερος, αλλά κάθε άλλο παρά άνθρωπος της ειρήνης. Κύριε Μακόρτ -Τομ-, ο στόχος μου δεν είναι η καταδίκη της ανθρωπότητας. Αν ήταν αυτός, θα σου επι σήμαινα ότι για κάθε Μιχαήλ Άγγελο υπάρχει ένας Μαρκήσιος ντε Σαντ, για κάθε Γκάντι ένας Άιχμαν, για κάθε Μάρτιν Λούθερ
210
STEPHEN KING
Κινγκ ένας Οσάμα μπιν Λάντεν. Ας το κλείσουμε εδώ το θέμα: Ο άνθρωπος κυριάρχησε στον πλανήτη λόγω δύο βασικών χαρακτη ριστικών. Το ένα είναι η ευφυΐα. Το δεύτερο είναι η σαφής διάθε ση του να σκοτώνει οποιονδήποτε και οτιδήποτε μπαίνει εμπόδιο στην πορεία του». Έσκυψε μπροστά και τους κοίταξε εξεταστικά με τα μικρά, λα μπερά μάτια του. «Η ευφυΐα της ανθρωπότητας υποσκέλισε τελικά το φονικό της ένστικτο και η λογική κυριάρχησε στις παρανοϊκές παρορμήσεις της. Ήταν κι αυτό ζήτημα επιβίωσης. Πιστεύω ότι η τελική αναμέ τρηση μεταξύ των δύο ίσως έγινε τον Οκτώβριο του 1963 για μια χούφτα πυραύλους στην Κούβα, αλλά αυτή είναι μια συζήτηση που μπορούμε να την κάνουμε κάποια άλλη μέρα. Παραμένει γε γονός ότι οι περισσότεροι από μας είχαμε καταφέρει να καθυποτάξουμε το χειρότερο μέσα μας μέχρι που ήρθε ο Παλμός και έσβη σε τα πάντα εκτός από τον πυρήνα». «Κάποιος έβγαλε το δαίμονα της Τασμανίας από το κλουβί του», μουρμούρισε η Άλις. «Ποιος;» «Ούτε αυτό χρειάζεται να μας απασχολεί», της απάντησε ο Δι ευθυντής. «Υποψιάζομαι ότι δεν είχαν ιδέα τι έκαναν... ή σε πόση δόση το έκαναν. Βασισμένοι σε λίγα βιαστικά πειράματα μερικών χρόνων -ή και μηνών, δεν αποκλείεται-, πρέπει να πίστεψαν ότι θα εξαπέλυαν ένα καταστροφικό κύμα τρομοκρατίας. Αντί γι' αυ τό, προκάλεσαν ένα τσουνάμι αδιανόητης βίας και άγνωστων με ταλλάξεων της. Όσο φριχτές κι αν μας φαίνονται ετούτες οι μέρες, δεν είναι απίθανο αργότερα να τις βλέπουμε σαν το διάστημα γα λήνης ανάμεσα στη μια καταιγίδα και στην επόμενη. Ετούτες οι μέρες ίσως να είναι επίσης και η μοναδική μας ευκαιρία να κάνου με τη διαφορά». «Τι εννοούσατε όταν είπατε "μεταλλάξεις";» ρώτησε ο Κλέι. Αλλά ο Διευθυντής δεν του απάντησε. Στράφηκε προς τον δω δεκάχρονο Τζόρνταν. «Αν έχεις την καλοσύνη, νεαρέ». «Μάλιστα. Λοιπόν...» Ο Τζόρνταν έκανε μια μικρή παύση για να σκεφτεί. «Το συνειδητό μας χρησιμοποιεί μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό της συνολικής χωρητικότητας του εγκεφάλου μας. Το ξέ ρετε αυτό, παιδιά, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπε ο Τομ, κάπως συγκαταβατικά. «Το έχω διαβάσει».
Τθ ΚΙΝΗΤΟ
211
Ο Τζόρνταν κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ακόμη κι αν προσθέσουμε σ' αυτό όλες τις κινητικές λειτουργίες, συν τα περιε χόμενα του ασυνείδητου -όνειρα, υποσυνείδητες σκέψεις, σεξουα λικό ένστικτο και όλες αυτές τις αηδίες-, ο εγκέφαλος μας μόλις που λειτουργεί». «Χολμς, έχω μείνει κατάπληκτος», είπε ο Τομ. «Κόψε τις εξυπνάδες, Τομ!» είπε η Άλις και ο Τζόρνταν της χάρισε ένα λαμπερό χαμόγελο. «Το εννοώ», είπε ο Τομ. «Είναι πολύ καλός ο μικρός». «Πράγματι», δήλωσε ο Διευθυντής. «Ο Τζόρνταν μπορεί να έ χει κάποια προβλήματα με την Αγγλική του Ηνωμένου Βασιλείου, αλλά δεν κέρδισε την υποτροφία του επειδή αρίστευσε στα επι τραπέζια παιχνίδια». Πρόσεξε την αμηχανία του παιδιού και του χάιδεψε τρυφερά τα μαλλιά με τα κοκαλιάρικα δάχτυλα του. «Συ νέχισε, παρακαλώ». «Ε, ναι...» Ο Τζόρνταν προσπάθησε σκληρά κι ύστερα φάνηκε να ξαναβρίσκει το ρυθμό του. «Αν ο εγκέφαλος μας ήταν πράγμα τι ένας σκληρός δίσκος, θα ήταν σχεδόν άδειος». Είδε πως μόνο η Άλις κατάλαβε αυτό που είπε. «Σκεφτείτε το κάπως έτσι: Η γραμ μή πληροφοριών θα έλεγε κάτι σαν 2 τοις εκατό σε χρήση, 98 τοις εκατό διαθέσιμο. Κανένας δεν ξέρει πραγματικά γιατί χρειάζεται αυτό το 98 τοις εκατό, αλλά υπάρχουν πάρα πολλές δυνατότητες. Άνθρωποι που έχουν πάθει εγκεφαλικό, παραδείγμα τος χάρη... αναζητάνε πρόσβαση σε περιοχές του εγκεφάλου που βρίσκονταν μέχρι τότε σε αδράνεια για να μπορέσουν να μιλή σουν ή να περπατήσουν ξανά. Φαίνεται πως ο εγκέφαλος τους δη μιουργεί κύκλωμα γύρω από την κατεστραμμένη περιοχή. Τα φώ τα ξανανάβουν σε μια αντίστοιχη περιοχή του εγκεφάλου, από την άλλη πλευρά». «Τα μελετάς αυτά τα πράγματα;» τον ρώτησε ο Κλέι. «Βασικά με ενδιέφεραν οι υπολογιστές και η κυβερνητική κι αυτό προέκυψε σαν φυσικό επακόλουθο», είπε ο Τζόρνταν αναση κώνοντας τους ώμους του. «Επίσης, διαβάζω πολλή κυβερνοπάνκ επιστημονική φαντασία. Γουίλιαμ Γκίμπσον, Μπρους Στέρλινγκ, Τζον Σίρλεϊ...» «Νιλ Στίβενσον;» ρώτησε η Άλις.
212
STEPHEN KING
Ο Τζόρνταν της χαμογέλασε ακτινοβολώντας ολόκληρος. «Ο Νιλ Στίβενσον είναι θεός». «Πίσω στο θέμα μας», τον μάλωσε ο Διευθυντής... αλλά πολύ τρυφερά. Ο Τζόρνταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Αν σβήσεις τον σκληρό δίσκο ενός υπολογιστή, δεν μπορεί να αναγεννήσει αυ θόρμητα πληροφορίες... εκτός αν είναι σε νουβέλα του Γκρεγκ Μπέαρ». Χαμογέλασε πάλι, αλλά αυτή τη φορά το χαμόγελο ήταν βιαστικό και κάπως νευρικό. Ήταν ολοφάνερο ότι ο μικρός είχε ξετρελαθεί με την Άλις. «Με τους ανθρώπους δεν είναι το ίδιο». «Ναι, αλλά από το να μαθαίνει κανείς ξανά να περπατάει μετά από εγκεφαλικό μέχρι το να μπορεί να λειτουργεί ένα ραδιοκασε τόφωνο με τηλεπάθεια το άλμα είναι τεράστιο», είπε ο Τομ. «Ένα "κβαντικό" άλμα». Κοίταξε αμήχανα γύρω του όταν ξεστόμισε τη λέξη τηλεπάθεια, σαν να περίμενε να γελάσουν οι άλλοι. Δεν γέ λασε κανείς. «Ναι, αλλά μία βλάβη από εγκεφαλικό, ακόμη κι από πολύ βα ρύ εγκεφαλικό, απέχει έτη φωτός απ' αυτό που συνέβη στους αν θρώπους που χρησιμοποιούσαν τα κινητά τους την ώρα του Παλ μού», του απάντησε ο Τζόρνταν. «Εγώ κι ο Διευθυντής -ο Διευ θυντής κι εγώ- πιστεύουμε πως ο Παλμός, εκτός από το ότι έσβη σε τα πάντα από τους ανθρώπινους εγκεφάλους μέχρι εκείνη την πρωταρχική εντολή που δεν μπορεί να σβηστεί, ταυτόχρονα ενερ γοποίησε κάτι άλλο. Κάτι που προφανώς υπάρχει σε όλους μας ε δώ και εκατομμύρια χρόνια, θαμμένο κάπου μέσα σ' εκείνο το 98 τοις εκατό του σκληρού δίσκου που βρίσκεται σε αδράνεια». Το χέρι του Κλέι γλίστρησε αυθόρμητα στη λαβή του περι στρόφου που είχε πάρει από το πάτωμα της κουζίνας της Μπεθ Νίκερσον. «Το πυροδότησε», είπε. Τα μάτια του Τζόρνταν έλαμψαν. «Ναι! Ακριβώς αυτό! Πυρο δότησε μια μετάλλαξη. Δε θα συνέβαινε ποτέ χωρίς κάτι τέτοιο, δηλαδή μια πλήρη διαγραφή μεγάλης κλίμακας. Γιατί αυτό που εμφανίζεται, αυτό που δημιουργείται μέσα σ' αυτούς τους ανθρώ πους εκεί έξω... μόνο που δεν είναι πια άνθρωποι, όπως ξέρουμε, και αυτό που δημιουργείται είναι...» «Είναι ένας κοινός οργανισμός», τον διέκοψε ο Διευθυντής. «Αυτό πιστεύουμε».
Το ΚΙΝΗΤΌ
213
«Κάτι πολύ περισσότερο από απλό κοπάδι», είπε ο Τζόρνταν. «Γιατί αυτό που κάνουν με τα CD πλέιερ μπορεί να είναι μόνο η αρχή. Σαν τα μικρά παιδιά που μαθαίνουν πώς να φοράνε τα πα πούτσια τους. Σκεφτείτε τι θα μπορούν να κάνουν σε μια βδομά δα. Ή σε ένα μήνα. Ή σε ένα χρόνο». «Μπορεί να κάνεις λάθος», είπε ο Τομ, αλλά η φωνή του ακού στηκε εντελώς άχρωμη. «Μπορεί και να μην κάνει», είπε η Άλις. «Είμαι σίγουρος ότι δεν κάνει λάθος», είπε ο Διευθυντής. Ρού φηξε λίγη από τη ζεστή, ενισχυμένη σοκολάτα του. «Βεβαίως, εγώ είμαι γέρος και τα ψωμιά μου τελειώνουν. Θα συμμορφωθώ με ό ποια απόφαση κι αν πάρετε». Μικρή παύση. Τα μικρά λαμπερά μάτια μετακινήθηκαν από τον Κλέι στην Άλις και τέλος στον Τομ. «Αρκεί να είναι η σωστή, φυσικά». «Τα κοπάδια θα προσπαθήσουν να ενωθούν», είπε ο Τζόρνταν. «Αν δεν ακούν ήδη το ένα το άλλο, πολύ σύντομα θα επικοινωνούν μεταξύ τους». «Μπούρδες», είπε φοβισμένα ο Τομ. «Ιστορίες με φαντάσματα». «Μπορεί», είπε ο Κλέι, «αλλά είναι και κάτι άλλο που πρέπει να σκεφτούμε. Τώρα οι νύχτες είναι δικές μας. Αν όμως αποφασί σουν πως τους χρειάζεται λιγότερος ύπνος; Ή ότι δε φοβούνται πια το σκοτάδι;» Κανένας δεν μίλησε για μερικά δευτερόλεπτα. Έξω είχε αρχίσει να σηκώνεται αέρας. Ο Κλέι ρούφηξε τη ζεστή σοκολάτα του, που από την αρχή δεν ήταν παρά χλιαρή και τώρα πια σχεδόν κρύα. Ό ταν σήκωσε ξανά τα μάτια του, η Άλις είχε αφήσει στην άκρη το φλιτζάνι της και είχε βγάλει το παπουτσάκι, το φυλαχτό της. «Θέλω να τους καθαρίσουμε», είπε. «Αυτούς που είναι στο γή πεδο εγώ θέλω να τους καθαρίσουμε. Δε λέω να τους σκοτώσου με, γιατί πιστεύω ότι ο Τζόρνταν έχει δίκιο. Επίσης, δε θέλω να το κάνω για χάρη της ανθρωπότητας. Θέλω να το κάνω για τη μητέ ρα μου και τον πατέρα μου, γιατί έχει χαθεί κι αυτός και το ξέρω. Το αισθάνομαι. Θέλω να το κάνω για τις δύο καλύτερες μου φίλες, τη Βίκι και την Τες. Είχαν και οι δυο κινητά, δεν πήγαιναν πουθε νά χωρίς αυτά και ξέρω πώς είναι τώρα και πού κοιμούνται: σε κάποιο μέρος σαν κι αυτό το γαμημένο γήπεδο εδώ πέρα». Έριξε
214
STEPHEN KING
μια ματιά στο Διευθυντή κι έγινε κατακόκκινη από ντροπή. «Συ γνώμη, κύριε». Ο Διευθυντής κούνησε το χέρι του σαν να της έλεγε πως δεν υ πήρχε λόγος να ζητάει συγνώμη. «Μπορούμε να το κάνουμε;» τον ρώτησε. «Μπορούμε να τους σβήσουμε όλους;» Ο Τσαρλς Άρντε, που εκτελούσε χρέη Διευθυντή της Ακαδη μίας του Γκέιτεν όταν ήρθε το τέλος του κόσμου, έδειξε τα γέρικα, αλογίσια δόντια του σε ένα χαμόγελο που ο Κλέι θα έδινε πολλά για να το αποτυπώσει με το πενάκι ή το πινέλο του σε χαρτί· δεν είχε ούτε ίχνος οίκτου. «Δεσποινίς Μάξγουελ, μπορούμε να προσπαθήσουμε», της α πάντησε. 18 Στις τέσσερις το επόμενο πρωί ο Τομ Μακόρτ ήταν καθισμένος σε ένα από τα τραπέζια για πικνίκ, ανάμεσα από τα δύο θερμοκήπια της Ακαδημίας του Γκέιτεν, που και τα δυο είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές μετά τον Παλμό. Φορούσε τα ίδια αθλητικά Ρίμποκ που εί χε φορέσει όταν ξεκίνησαν από το Μόλντεν και είχε σηκώσει τα πόδια του πάνω στον πάγκο όπου καθόταν. Το κεφάλι του ακου μπούσε στα σταυρωμένα χέρια του, που στηρίζονταν στα διπλω μένα γόνατα του. Ο αέρας έπαιρνε τα μαλλιά του μια από δω και μια από κει. Η Άλις καθόταν απέναντι του, με τους αγκώνες της πάνω στο τραπέζι και το πιγούνι της να στηρίζεται στα πλεγμένα δάχτυλα της. Το φως τριών φακών σχημάτιζε έντονες γωνίες στο πρόσωπο της, αλλά ακόμη κι έτσι φαινόταν πολύ όμορφη. Στην η λικία της, κάθε είδους φως ήταν κολακευτικό. Ο Διευθυντής που καθόταν δίπλα της φαινόταν εξαντλημένος. Μέσα στο πιο κοντινό από τα δύο θερμοκήπια, δύο ασώματα φανάρια γκαζιού μετακι νούνταν σαν πνεύματα που δεν έβρισκαν ησυχία. Τα φανάρια έσμιξαν λίγο πριν από την έξοδο της σέρας. Ο Κλέι και ο Τζόρνταν βγήκαν κανονικά από την πόρτα, παρ' όλο που στα γυάλινα τοιχώματα υπήρχαν μεγάλα κενά και από τις δυο πλευρές. Δευτερόλεπτα αργότερα, ο Κλέι κάθισε δίπλα στον Τομ
Το ΚΙΝΗΤΌ
215
και ο Τζόρνταν πήρε τη συνηθισμένη θέση του δίπλα στο Διευθυ ντή. Το αγόρι μύριζε βενζίνη και χημικό λίπασμα, πολύ πιο έντονα απ' όσο μύριζε απογοήτευση. Ο Κλέι πέταξε κάμποσες αρμαθιές κλειδιά πάνω στο τραπέζι ανάμεσα στους φακούς. Κατά τη γνώμη του, θα έμεναν εκεί μέχρι που θα τους ανακάλυπτε κάποιος αρχαι ολόγος μετά από τέσσερις χιλιετίες. «Λυπάμαι», είπε μουδιασμένα ο Διευθυντής Άρντε. «Φαινόταν πολύ απλό». «Ναι, σίγουρα», είπε ο Κλέι. Πράγματι είχε φανεί πολύ απλό: Γεμίζεις βενζίνη τους ψεκαστήρες του θερμοκηπίου, φορτώνεις τους ψεκαστήρες στην καρότσα του ημιφορτηγού, οδηγείς το ημι φορτηγό στο Γήπεδο Τόνι ψεκάζοντας κι από τις δυο πλευρές, πε τάς ένα σπίρτο και φεύγεις. Σκέφτηκε να πει στον Άρντε ότι και στον Τζορτζ Μπους η περιπέτεια του Ιράκ είχε φανεί εξίσου απλή -γεμίζεις τους ψεκαστήρες, πετάς ένα σπίρτο-, αλλά δεν το έκανε. Θα ήταν άδικο για το Διευθυντή. «Τομ;» είπε. «Είσαι καλά;» Είχε ήδη διαπιστώσει ότι ο Τομ δεν είχε μεγάλα αποθέματα αντοχής. «Ναι, απλώς κουρασμένος». Ο Τομ σήκωσε το κεφάλι του και χαμογέλασε στον Κλέι. «Είμαι ασυνήθιστος στη νυχτερινή βάρ δια. Τι κάνουμε τώρα;» «Πάμε για ύπνο, υποθέτω», είπε ο Κλέι. «Σε σαράντα λεπτά θα χαράξει». Ο ουρανός είχε ήδη αρχίσει να φωτίζει ανεπαίσθητα στον ορίζοντα της ανατολής. «Είναι άδικο», είπε η Άλις. Σκούπισε με θυμό τα δάκρυα της. «Είναι πολύ άδικο. Κάναμε τόση προσπάθεια!» Είχαν κάνει πραγματικά μεγάλη προσπάθεια, αλλά τίποτε δεν τους είχε βγει εύκολα. Κάθε μικρή και, όπως είχε αποδειχτεί τελι κά, ασήμαντη νίκη ήταν ένα είδος εξαντλητικού αγώνα, απ' αυ τούς που σου σπάνε τα νεύρα. Ο Κλέι ήθελε να τα βάλει με το Δι ευθυντή... και με τον εαυτό του, που είχε πάρει τοις μετρητοίς την ιδέα με τους ψεκαστήρες του Άρντε. Τώρα αντιλαμβανόταν ότι το να συμπράξεις με το σχέδιο ενός γερο-καθηγητή της Αγγλικής Φι λολογίας να βάλει φωτιά σε ένα γήπεδο ποδοσφαίρου με ψεκα στήρες και σπίρτα ήταν λίγο πολύ σαν να πήγαινες στον πόλεμο με ακόντιο και ξίφος. Ωστόσο... ναι, του είχε φανεί καλή ιδέα. Μέχρι που ανακάλυψαν ότι η δεξαμενή καυσίμων του γκαράζ
216
STEPHEN KING
της σχολής βρισκόταν μέσα σε κλειδωμένο υπόστεγο. Έφαγαν ένα μισάωρο στο διπλανό δωματιάκι ψαχουλεύοντας με το φως του φαναριού δεκάδες κλειδιά χωρίς καμιά ένδειξη, κρεμασμένα στον πίνακα δίπλα στο γραφείο του επιστάτη. Ο Τζόρνταν ήταν εκείνος που βρήκε τελικά το κλειδί που άνοιγε το υπόστεγο της δεξαμενής. Έπειτα διαπίστωσαν ότι το φτάνει να στρίψεις έναν κρουνό δεν ήταν ακριβώς η περίπτωση. Καταρχήν, ήταν τάπα και όχι κρουνός. Και, όπως το υπόστεγο όπου στεγαζόταν η δεξαμενή, έτσι και η τάπα ήταν κλειδωμένη. Ξανά πίσω στο γραφείο. Ξανά ψαχούλεμα από την αρχή. Και επιτέλους ένα κλειδί που να ταιριάζει στην κλειδαριά της τάπας. Ευτυχώς που η Άλις πρόλαβε να επισημάνει ότι, επειδή η τάπα ήταν στο κάτω μέρος της δεξαμενής, για να υ πάρχει ροή αν τύχαινε να σταματήσει η αντλία λόγω διακοπής ρεύματος, θα λούζονταν στη βενζίνη αν δεν χρησιμοποιούσαν ένα λάστιχο ή ένα χωνί. Έφαγαν άλλη μια ώρα ψάχνοντας για ένα λά στιχο που να ταιριάζει στην τρύπα και δεν βρήκαν απολύτως τίπο τε. Ο Τομ βρήκε κάπου ένα χωνί, τόσο μικρό που κόντεψαν όλοι να πάθουν υστερία μόλις το είδαν. Και επειδή τα κλειδιά των οχημάτων της σχολής δεν ήταν μαρ καρισμένα (τουλάχιστον έτσι που να τα ξεχωρίζει και κάποιος που δεν ήταν υπάλληλος του γκαράζ), έσπασαν για άλλη μια φορά τα νεύρα τους ψάχνοντας το σωστό σετ για το φορτηγάκι. Τουλάχι στον αυτό τους έφαγε λιγότερη ώρα, γιατί υπήρχαν μόνο οχτώ ο χήματα παρκαρισμένα πίσω από το γκαράζ. Και, τέλος, το θερμοκήπιο. Εκεί βρήκαν μόνο οχτώ ψεκαστή ρες και όχι δώδεκα, χωρητικότητας τριάντα λίτρων αντί εκατόν τριάντα ο καθένας. Ίσως κατάφερναν να τους γεμίσουν από τη δε ξαμενή, έστω και αν θα λούζονταν στη βενζίνη, αλλά το αποτέλε σμα θα ήταν μόνο διακόσια σαράντα λίτρα για να ψεκάσουν ολό κληρο γήπεδο. Και η ιδέα να εξαλείψουν πάνω από χίλιους τρε λούς των κινητών με διακόσια σαράντα λίτρα αμόλυβδης είχε στείλει τον Τομ, την Άλις και το Διευθυντή έξω στο παγκάκι του πικνίκ. Ο Κλέι και ο Τζόρνταν έμειναν λίγο ακόμη μέσα στο θερ μοκήπιο ψάχνοντας για μεγαλύτερους ψεκαστήρες, αλλά δεν βρή καν ούτε έναν. «Βρήκαμε όμως πέντ' έξι μικρούς, απ' αυτούς που του κρατάς στο χέρι και ψεκάζεις φύλλο φύλλο», είπε στρυφνά ο Κλέι.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΌ
217
«Επίσης», είπε ο Τζόρνταν, «οι μεγάλοι ψεκαστήρες είναι γε μάτοι με φυτοφάρμακο ή υγρό λίπασμα, ή δεν ξέρω τι άλλο. Θα πρέπει να τους αδειάσουμε πρώτα, κι αυτό σημαίνει πως πρέπει να φορέσουμε μάσκες για να είμαστε σίγουροι ότι δε θα πεθάνουμε από δηλητηρίαση με επικίνδυνα χημικά». «Η πραγματικότητα πονάει», είπε μουτρωμένη η Άλις. Κοίτα ξε για μια στιγμή το παπουτσάκι της και τελικά το έχωσε στην τσέπη της. Ο Τζόρνταν έπιασε τα κλειδιά που ταίριαζαν σε ένα από τα η μιφορτηγά της υπηρεσίας συντήρησης. «Μπορούμε να πάμε στην πόλη», πρότεινε. «Υπάρχει ένα κατάστημα με εργαλεία και σιδη ρικά. Εκεί πουλάνε ψεκαστήρες». Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του. «Είναι σχεδόν δύο χιλιόμετρα και ο κεντρικός δρόμος είναι γεμάτος τρακαρισμένα και παρατη μένα αυτοκίνητα. Μπορεί να καταφέρουμε να περάσουμε ανάμε σα από μερικά, αλλά όχι από όλα. Και δεν υπάρχει περίπτωση να ανεβούμε σε πεζοδρόμια και πρασιές σπιτιών. Υπάρχει λόγος που πηγαίνουν όλοι με τα πόδια». Είχαν δει μερικούς με ποδήλατα, αλλά όχι πολλούς. «Δε θα μπορούσε ένα φορτηγάκι να πάει από τους πίσω δρό μους;» ρώτησε ο Διευθυντής. «Θα ερευνήσουμε αυτή την πιθανότητα αύριο βράδυ», είπε ο Κλέι. «Θα εντοπίσουμε πρώτα με τα πόδια μια διαδρομή και θα γυ ρίσουμε να πάρουμε το αυτοκίνητο». Το σκέφτηκε λίγο. «Σ' αυτό το κατάστημα που λέει ο Τζόρνταν σίγουρα θα έχει και μάνικες». «Δε σ' ακούω και τόσο ενθουσιασμένο», είπε η Άλις. Ο Κλέι αναστέναξε. «Φτάνει ένα παρατημένο αυτοκίνητο για να μπλοκάρει έναν μικρό δρόμο. Θα καταλήξουμε να φορτωθούμε και να κουβαλάμε σαν γαϊδούρια, ακόμη κι αν έχουμε μεγαλύτερη τύχη από την αποψινή. Ω, δεν ξέρω. Ίσως να μου φανούν λίγο πιο ρόδινα τα πράγματα όταν ξεκουραστώ». «Σίγουρα», είπε ο Διευθυντής, αλλά δεν ακούστηκε σαν να το εννοούσε. «Το ίδιο ισχύει για όλους μας», πρόσθεσε. «Το βενζινάδικο απέναντι από τη σχολή;» πρότεινε ο Τζόρ νταν, χωρίς πολλή ελπίδα. «Ποιο βενζινάδικο;» ρώτησε η Άλις. «Εννοεί το Citgo», της απάντησε ο Διευθυντής. «Το ίδιο πρό-
218
STEPHEN KING
βλημα, Τζόρνταν: άφθονη βενζίνη στις δεξαμενές κάτω από τις α ντλίες και το ρεύμα κομμένο. Και αμφιβάλλω αν θα έχουν καθό λου καύσιμα σε ντεπόζιτα, ίσως μόνο λίγα των δέκα ή δεκαπέντε λίτρων. Ειλικρινά πιστεύω...» Αλλά δεν είπε τι ήταν αυτό που πί στευε ειλικρινά. Σταμάτησε. «Τι είναι, Κλέι;» Ο Κλέι είχε θυμηθεί την τριάδα που βάδιζε μπροστά τους να προσπερνάει κουτσαίνοντας το πρατήριο καυσίμων. Ο ένας από τους άντρες κρατούσε αγκαλιά τη γυναίκα από τη μέση για να τη στηρίζει. «Πρατήριο της Citgo στην Ακάντεμι Γκρόουβ», είπε. «Αυτό δεν είναι;» «Ναι...» «Αλλά δεν έχει μόνο βενζίνη, νομίζω». Δεν το νόμιζε απλώς, ήταν σίγουρος. Γιατί είχε δει τα δύο φορτηγά που ήταν παρκαρι σμένα στο πλάι. Τα είχε δει και δεν τους είχε δώσει σημασία. Τό τε. Γιατί τότε δεν είχε λόγο. «Δεν καταλαβαίνω τι...» είπε ο Διευθυντής και σταμάτησε πά λι. Κοίταξε τον Κλέι στα μάτια. Τα κίτρινα, αλογίσια δόντια του σχημάτισαν για άλλη μια φορά εκείνο το χωρίς οίκτο χαμόγελο. «Ω!» έκανε. «Ω! Ω, ναι. Ναι!» Ο Τομ κοίταζε μια τον έναν και μια τον άλλον απορημένος. Το ίδιο και η Άλις. Ο Τζόρνταν απλώς περίμενε. «Θα σας πείραζε να πείτε και σ' εμάς τους υπόλοιπους τι κατα λάβατε;» ρώτησε ο Τομ. Ο Κλέι ήταν έτοιμος να το κάνει, γιατί είχε δει καθαρά πώς θα γινόταν η δουλειά και ήταν πολύ καλό για να μην το μοιραστεί με τους άλλους, όταν η μουσική από το Γήπεδο Τόνι έπαψε ξαφνικά. Δεν διακόπηκε απότομα, όπως γινόταν συνήθως κάθε πρωί που ξυπνούσαν αυτοί, έκανε ένα είδος κοιλιάς και έσβησε, σαν κάποιος να είχε πετάξει την πηγή του ήχου μέσα σε ένα πηγάδι. «Ξύπνησαν νωρίς», είπε ο Τζόρνταν με σιγανή φωνή. Ο Τομ άρπαξε το χέρι του Κλέι. «Δεν είναι το ίδιο», είπε. «Ένα από αυτά τα καταραμένα φορητά παίζει ακόμα... το ακούω, πολύ αχνά». Ο αέρας είχε δυναμώσει και φυσούσε από τη μεριά του γηπέ δου, γιατί έφερνε μέχρι μέσα στο σπίτι βαριές, άσχημες μυρωδιές: τρόφιμα σε σήψη, σάρκα σε αποσύνθεση, απλυσιά από εκατοντά δες σώματα. Μετέφερε επίσης πολύ αχνά τον ήχο του Λόρενς
Το ΚΙΝΗΤΌ
219
Γουέλκ και των Μουσικών της Σαμπάνιας στον «Περίπατο του Μικρού Ελέφαντα». Και τότε, από κάπου στα βορειοδυτικά, από απόσταση είκοσι χιλιομέτρων, αλλά μπορεί και πενήντα, γιατί ήταν δύσκολο να πεις ως πού μπορούσε να το μεταφέρει ο άνεμος, ακούστηκε ένα φασματικό βογκητό, κάτι σαν κλάμα εντόμων. Μετά σιωπή... σιω πή... και μετά, τα πλάσματα μέσα στο γήπεδο ποδοσφαίρου, που δεν ήταν ούτε ξύπνια ούτε κοιμισμένα, απάντησαν με τον ίδιο τρόπο. Το δικό τους βογκητό ήταν πολύ δυνατότερο, ένα υπόκωφο τρεμάμενο μουγκρητό που υψώθηκε προς τον μαύρο ουρανό και τ' αστέρια. Η Άλις σκέπασε το στόμα της. Το αθλητικό παπουτσάκι τινά χτηκε προς τα πάνω με την απότομη κίνηση. Τα μάτια της γούρ λωσαν. Ο Τζόρνταν τύλιξε τα χέρια του γύρω από τη μέση του Δι ευθυντή, κόλλησε πάνω του και έκρυψε το πρόσωπο του στα πλευρά του. «Κοίτα, Κλέι!» φώναξε ο Τομ. Τράβηξε προς τον στενό χορταρένιο διάδρομο ανάμεσα στα δύο διαλυμένα θερμοκήπια, δείχνο ντας προς τον ουρανό, ενώ βάδιζε. «Βλέπεις; Θεέ μου, το βλέπεις;» Στα βορειοδυτικά, από την ίδια κατεύθυνση που είχε ακουστεί το μακρινό βογκητό, μια πορτοκαλιά και κόκκινη αναλαμπή είχε χρωματίσει τον ορίζοντα. Δυνάμωσε ενώ την κοίταζαν και ο αέρας έφερε πάλι προς το μέρος τους εκείνον το φριχτό ήχο... και για άλ λη μια φορά πήρε σαν απάντηση ένα όμοιο αλλά πολύ πιο δυνατό μουγκρητό από το Γήπεδο Τόνι. Η Άλις πήγε κοντά τους κι ύστερα ο Διευθυντής, που βάδιζε έ χοντας αγκαλιάσει τον Τζόρνταν από τους ώμους. «Τι είναι εκεί πέρα;» ρώτησε ο Κλέι δείχνοντας προς τη λάμψη που άρχιζε ήδη να ξεθωριάζει πάλι. «Ίσως είναι το Γκλεν'ς Φολς», είπε ο Διευθυντής. «Ίσως είναι το Λίτλτον». «Ό,τι κι αν είναι, οι γαρίδες μπήκαν στη σχάρα», είπε ο Τομ. «Και ψήνονται. Και οι δικοί μας το ξέρουν. Το άκουσαν». «Ή το αισθάνθηκαν», είπε η Άλις. Ρίγησε, ύστερα όρθωσε το κορμί της και έσφιξε τα δόντια. «Ελπίζω να το αισθάνθηκαν!» Σαν απάντηση σηκώθηκε καινούριο βογκητό από το Γήπεδο Τόνι: πολλές φωνές ενωμένες σε μια κραυγή συμπόνιας και -ί-
222
STEPHEN KING
που είχε αναγνωρίσει ο Τζόρνταν. Οι υπόλοιποι της ομάδας απο κομιδής πτωμάτων τους παρακολούθησαν για λίγο κι ύστερα κινή θηκαν πάλι προς τις ράμπες του γηπέδου, τακτικά, σε στοίχους των τριών, και συνέχισαν να μαζεύουν πτώματα από κάτω από τις κερκίδες. Είκοσι λεπτά αργότερα η ομάδα θερμοκηπίου εμφανίστηκε ξα νά βαδίζοντας τώρα παραταγμένη σε μια γραμμή. Μερικοί ήταν α κόμη με τα χέρια άδεια, αλλά οι περισσότεροι είχαν εξασφαλίσει καροτσάκια κηπουρικής ή μικρές χειροκίνητες πλατφόρμες που χρησιμοποιούνταν συνήθως για τη μεταφορά λιπασμάτων ή σά κων με κοπριά. Πολύ σύντομα άρχισαν να μεταφέρουν τα πτώμα τα χρησιμοποιώντας τα καροτσάκια και τις πλατφόρμες και η δου λειά τους γινόταν έτσι πολύ πιο γρήγορα. «Είναι ένα βήμα μπροστά, οπωσδήποτε», είπε ο Τομ. «Παραπάνω από ένα», πρόσθεσε ο Διευθυντής. «Καθαρισμός χώρου διαβίωσης. Χρήση εργαλείων για την επίτευξη του σκοπού». «Δε μου αρέσει αυτό», είπε ο Κλέι. Ο Τζόρνταν σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε. «Δεν είσαι ο μόνος», είπε. Ήταν κατάχλομος και φαινόταν κουρασμένος και πολύ μεγαλύτερος από την ηλικία του. 20 Κοιμήθηκαν ως τη μία το μεσημέρι. Κατόπιν, αφού. βεβαιώθηκαν ότι το απόσπασμα που είχε χρεωθεί με τη μεταφορά των πτωμά των είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και είχε φύγει να συνα ντήσει τους υπόλοιπους που πλιατσικολογούσαν στην πόλη, κατέ βηκαν και οι πέντε ως τις δυο πέτρινες κολόνες που σηματοδοτού σαν την είσοδο στην Ακαδημία του Γκέιτεν. Η Άλις είχε απορρί ψει την ιδέα του Κλέι να το κάνουν μόνοι τους, αυτός και ο Τομ. «Δεν είναι ώρα να παίξετε Μπάτμαν και Ρόμπιν», τους μάλωσε αυστηρά. «Γιατί; Εγώ μια ζωή ήθελα να γίνω το Παιδί-Θαύμα», είπε ο Τομ ψευδίζοντας στ' αστεία, αλλά μόλις η Άλις, που τώρα έσφιγγε το αθλητικό παπουτσάκι στη χούφτα της, του έριξε ένα άγριο βλέμμα, σοβαρεύτηκε στη στιγμή. «Συγνώμη», μουρμούρισε.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
223
«Να πάτε μόνοι σας μέχρι το βενζινάδικο απέναντι», είπε η Άλις. «Αυτό είναι λογικό. Εμείς οι υπόλοιποι όμως θα φυλάμε σκο πιά από την άλλη μεριά». Ο Διευθυντής είχε προτείνει να μείνει ο Τζόρνταν πίσω στο Περίπτερο. Αλλά πριν προλάβει ο Τζόρνταν να πει ναι, όπως έδει ξε έτοιμος να κάνει, η Άλις τον ρώτησε: «Βλέπεις καλά μακριά, Τζόρνταν;» Το αγόρι την κοίταξε άλλη μια φορά με εκείνο το έκθαμβο ύ φος και της χαμογέλασε. «Καλά. Μια χαρά». «Βιντεοπαιχνίδια έπαιζες; Από εκείνα που πυροβολείς συνέ χεια;» «Αμέ, ένα σωρό». Η Άλις του έδωσε το πιστόλι της. Ο Κλέι είδε τον Τζόρνταν να ανατριχιάζει σύγκορμος όταν έσμιξαν στιγμιαία τα δάχτυλα τους. «Αν σου πω να σημαδέψεις και να πυροβολήσεις -ή αν σου το πει ο Διευθυντής Άρντε-, θα το κάνεις;» «Και βέβαια». Τότε η Άλις είχε κοιτάξει το Διευθυντή με μια έκφραση που ή ταν απολογητική και προκλητική συνάμα. «Όλοι μπορούμε να φα νούμε χρήσιμοι σε κάτι», είπε. Ο Διευθυντής είχε ενδώσει και τώρα στέκονταν και οι πέντε στην πύλη της Ακαδημίας και κοίταζαν το πρατήριο καυσίμων α πέναντι και λίγο πιο κάτω προς την κατεύθυνση της πόλης. Από ε κείνο το σημείο μπορούσαν να διαβάσουν και την άλλη, τη μικρό τερη επιγραφή: ΥΓΡΑΕΡΙΟ LP - ΠΡΑΤΗΡΙΟ ΑΚΑΝΤΕΜΙ. Μπροστά α πό τις αντλίες βενζίνης υπήρχε ένα και μοναδικό αυτοκίνητο, φα νερά παρατημένο, με την πόρτα του οδηγού ανοιχτή και κατασκονισμένο. Η μεγάλη τζαμαρία του πρατηρίου ήταν σπασμένη. Λίγο πιο πέρα, στα δεξιά, κάτω από τη σκιά ενός δέντρου που έμοιαζε να είναι μια από τις ελάχιστες λεύκες που είχαν απομείνει στη Νέα Αγγλία, ήταν παρκαρισμένα δυο φορτηγά που οι καρότσες τους είχαν σχήμα φιάλης προπανίου. Στα πλάγια τους έγραφαν και οι δυο: Υγραέριο LP και Εξυπηρετούμε το Νότιο Νιου Χαμσάιρ Από το 1982. Σ' εκείνο το τμήμα της Ακάντεμι Άβενιου δεν έβοσκαν τρελοί των κινητών και σε αρκετά από τα κατώφλια των σπιτιών του δρόμου δεν υπήρχαν παπούτσια αφημένα απέξω. Το κύμα των
224
STEPHEN KING
προσφύγων έμοιαζε να έχει καταλαγιάσει. Πολύ νωρίς για να κρί νεις, προειδοποίησε τον εαυτό του ο Κλέι. «Κύριε; Κλέι; Τι είναι αυτό;» ρώτησε ο Τζόρνταν. Έδειχνε κά τι στη μέση της Ακάντεμι Άβενιου -η οποία, φυσικά, ήταν πάντα η Οδός 102, πράγμα που πολύ εύκολα ξεχνούσε κανείς ένα ήσυχο ηλιόλουστο απόγευμα χωρίς καθόλου αυτοκίνητα και ακούγοντας μόνο τα πουλιά και το θρόισμα του ανέμου στις φυλλωσιές. Κάτι ήταν γραμμένο με ροζ κιμωλία πάνω στην άσφαλτο, αλλά από ε κεί που βρίσκονταν ο Κλέι δεν έβλεπε να το διαβάσει. Κούνησε με απορία το κεφάλι του. «Είσαι έτοιμος;» ρώτησε τον Τομ. «Βεβαίως», είπε ο Τομ. Προσπαθούσε να δείχνει άνετος, αλλά η φλέβα στο πλάι του λαιμού του χτυπούσε δυνατά. «Εσύ Μπάτμαν, εγώ Παιδί Θαύμα». Πέρασαν απέναντι με βήμα γοργό και με τα πιστόλια στο χέρι. Ο Κλέι είχε αφήσει το ρώσικο αυτόματο στην Άλις, αν και πολύ φοβόταν ότι θα την τίναζε σαν σβούρα έτσι και αναγκαζόταν η Ά λις να το χρησιμοποιήσει. Το μήνυμα που ήταν γραμμένο πρόχειρα με ροζ κιμωλία πάνω στην άσφαλτο ήταν
ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ «Σου λέει τίποτε;» ρώτησε ο Τομ. Ο Κλέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Δεν έβγαζε νόημα, αλλά ούτε και τον ενδιέφερε εκείνη τη στιγμή. Τον ένοιαζε μόνο να φύγει γρήγορα από τη μέση του δρόμου, όπου αισθανόταν σαν μύγα μες στο γάλα. Έκανε τη σκέψη, και δεν ήταν η πρώτη φορά, ότι θα πουλούσε και την ψυχή του ακόμα για να μάθει ότι ο γιος του ήταν καλά και βρισκόταν σε ένα μέρος όπου οι άνθρωποι δεν έδιναν αυτόματα πιστόλια σε παιδιά που ήξεραν να παίζουν βιντεοπαιχνίδια. Παράξενο, αλήθεια. Εκεί που νόμιζε ότι είχε βάλει σε τάξη τις προτεραιότητες του και έπαιζε ένα χαρτί τη φορά στην προσωπική του παρτίδα, έρχονταν ξαφνικά και τον τάραζαν αυτές οι σκέψεις, σαν φρέσκιες ανοιχτές πληγές. Φύγε από το μυαλό μου, Τζόνι. Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ. Δεν είναι για σένα αυτή η ώρα, αυτός ο κόσμος.
Το ΚΙΝΗΤΌ
225
To φορτηγά με το υγραέριο ήταν κλειδωμένα, αλλά δεν υπήρ χε πρόβλημα. Σήμερα είχαν την τύχη με το μέρος τους. Τα κλει διά κρέμονταν από έναν πίνακα στον τοίχο του γραφείου κάτω α πό μια επιγραφή που έλεγε: ΡΙΜΟΥΛΚΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΕ ΜΕ ΤΑΞΥ 12 ΚΑΙ 6 π.μ. - ΚΑΜΙΑ ΕΞΕΡΕΣΗ. Τα κλειδιά των φορτη γών ξεχώριζαν από τις μικρές φιάλες προπανίου που είχαν για μπρελόκ. Στα μισά προς την πόρτα, ο Τομ έπιασε τον Κλέι από τον ώμο και σταμάτησαν. Δύο τρελοί των κινητών περπατούσαν στη μέση του δρόμου δίπλα δίπλα, αλλά όχι σε βηματισμό. Ο ένας έτρωγε από ένα κου τάκι Τουίνκις. Το πρόσωπο του ήταν πασαλειμμένο με κρέμα, ψί χουλα και σοκολάτα. Η γυναίκα που βάδιζε δίπλα του κρατούσε μπροστά της ένα μεγάλο βιβλίο με σκληρό εξώφυλλο. Θύμιζε τον τρόπο που κρατάνε το υμνολόγιο τα μέλη μιας εκκλησιαστικής χο ρωδίας. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο έδειχνε ένα κόλεϊ να πηδάει μέσα από ένα λάστιχο φορτηγού κρεμασμένο από χοντρό σκοινί. Το γεγονός ότι η γυναίκα κρατούσε το βιβλίο ανάποδα ήταν μια μικρή παρηγοριά. Οι κενές, αποβλακωμένες εκφράσεις και των δυο, συν το γεγονός ότι τριγύριζαν μόνοι τους, που σήμαινε πως το μεσημέρι δεν ήταν ώρα κοπαδιού, ήταν μια παρηγοριά ακόμη. Αλλά του Κλέι δεν του άρεσε το βιβλίο. Όχι, δεν του άρεσε καθόλου το βιβλίο. Πέρασαν μπροστά από τις πέτρινες κολόνες της πύλης και ο Κλέι είδε την Άλις, τον Τζόρνταν και το Διευθυντή να τους κρυ φοκοιτάζουν με γουρλωμένα μάτια. Οι δύο τρελοί πάτησαν πάνω στο κρυπτογραφικό μήνυμα που ήταν γραμμένο στην άσφαλτο -ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ- και σε κάποια στιγμή η γυναίκα άπλωσε το χέρι της να πάρει ένα από τα Τουίνκις του συντρόφου της. Ο ά ντρας τράβηξε το κουτάκι μακριά της. Η γυναίκα πέταξε πέρα το βιβλίο (προσγειώθηκε με την κανονική πλευρά προς τα πάνω και ο Κλέι είδε τον τίτλο, που ήταν Τα 100 Πιο Αγαπημένα Σκυλιά του Κόσμου) και άπλωσε ξανά το χέρι της. Ο άντρας τής έριξε ένα γε ρό χαστούκι, αρκετά γερό ώστε να κάνει να ανεμίσουν τα λαδωμέ να μαλλιά της, που ακούστηκε πολύ δυνατά μέσα στην απόλυτη η συχία. Όλα αυτά χωρίς να σταματήσουν να περπατάνε. Η γυναίκα έβγαλε έναν ήχο: «Αγού». Ο άντρας απάντησε (του Κλέι του φά νηκε σαν απάντηση): «Ιιιν!» Η γυναίκα άπλωσε πάλι το χέρι της
226
STEPHEN KING
στο κουτάκι με τα Τουίνκις. Τώρα περνούσαν μπροστά από το πρατήριο της Citgo. Αυτή τη φορά ο άντρας τής έριξε μια γροθιά στο λαιμό, μια δυνατή, ψηλοκρεμαστή γροθιά, και έπειτα έχωσε ο ίδιος το χέρι του στο κουτί για να πάρει ένα γλύκισμα. Η γυναίκα σταμάτησε. Κοίταξε τον άντρα. Την επόμενη στιγμή σταμάτησε και ο άντρας. Είχε προχωρήσει ένα βήμα και της είχε μισογυρισμένη την πλάτη. Μέσα στο γραφείο του πρατηρίου, ο Κλέι αισθάνθηκε κάτι στον ακίνητο και ζεστό από τον ήλιο αέρα. Όχι, δεν είναι στον αέ ρα, σκέφτηκε, είναι σ' εμένα, μέσα μου. Του κόπηκε η ανάσα, έτσι όπως παθαίνει κανείς όταν ανεβεί πολύ γρήγορα δυο τρεις ορό φους από τη σκάλα. Μόνο που πρέπει να ήταν και στο γραφείο, γιατί... Ο Τομ σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και του ψιθύρισε στ' αυτί: «Το νιώθεις κι εσύ;» Ο Κλέι ένευσε καταφατικά και έδειξε το γραφείο. Δεν φυσού σε καθόλου, δεν έμπαινε ούτε το παραμικρό ρεύμα αέρα από που θενά, αλλά τα χαρτιά πάνω στο γραφείο ανέμιζαν. Και στο τασάκι οι στάχτες άρχισαν να κάνουν αργούς κύκλους, όπως το νερό όταν αδειάζει από την μπανιέρα. Υπήρχαν δύο αποτσίγαρα στο τασάκι -όχι, τρία- και οι περιστρεφόμενες στάχτες τα έσπρωχναν προς το κέντρο. Ο άντρας στράφηκε προς τη γυναίκα. Την κοίταξε. Τον κοίταξε κι εκείνη. Κοίταξαν κανονικά ο ένας τον άλλον. Ο Κλέι δεν διέ κρινε καμιά έκφραση στα πρόσωπα τους, αλλά ένιωσε τις τρίχες στα μπράτσα του να σηκώνονται και άκουσε ένα σιγανό κουδούνι σμα. Ήταν τα κλειδιά που κρέμονταν στον πίνακα κάτω από την επιγραφή ΡΙΜΟΥΛΚΙΣΕΙΣ ΔΕΝ ΓΙΝΟΝΤΕ. Τα κρεμασμένα κλει διά ταλαντεύονταν ελαφρά -μόλις που άγγιζαν το ένα το άλλο. «Αγού!» είπε η γυναίκα. Και άπλωσε το χέρι της. «Ιιν!» είπε ο άντρας. Φορούσε τα άθλια απομεινάρια ενός κοστουμιού. Και στα πόδια του συνηθισμένα μαύρα αντρικά παπού τσια. Πριν από έξι μέρες μπορεί να ήταν πωλητής ή επιστάτης, ή διαχειριστής συγκροτήματος διαμερισμάτων. Τώρα η μόνη ιδιο κτησία που τον ενδιέφερε ήταν το κουτάκι του με τα Τουίνκις. Το κράτησε πάνω στο στήθος του ενώ συνέχιζε να μασουλίζει. «Αγού!» επέμεινε η γυναίκα. Άπλωσε και τα δυο της χέρια τώ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
227
ρα αντί για το ένα, στην κλασική παγκόσμια χειρονομία που ση μαίνει δώσ' μου, και τα κλειδιά κουδούνισαν πιο δυνατά. Από το ταβάνι ακούστηκε ένα βζζζζτ, καθώς μια λάμπα φθορισμού, η ο ποία δεν έπαιρνε ρεύμα από πουθενά, τρεμόπαιξε για μια δυο στιγμές και έσβησε ξανά. Στη μεσαία από τις τρεις αντλίες βενζί νης η μάνικα ξεσκάλωσε και έπεσε στην τσιμεντένια νησίδα με έ ναν ξερό μεταλλικό κρότο. «Αγού», είπε ο άντρας. Οι ώμοι του χαλάρωσαν και φάνηκε να φεύγει όλη η ένταση από το κορμί του. Η ένταση έφυγε και από τον αέρα. Τα κλειδιά στον πίνακα έπαψαν να κουδουνίζουν. Οι στάχτες έκαναν έναν τελευταίο, όλο και πιο αργό κύκλο μέσα στο τσίγκινο, χτυπημένο τασάκι και κατακάθισαν. Δεν θα μπορούσες να πεις ότι είχε συμβεί κάτι, αν δεν ήταν η πεσμένη μάνικα της α ντλίας και οι τρεις γόπες που είχαν μαζευτεί στο κέντρο του στα χτοδοχείου πάνω στο γραφείο. «Αγού» είπε η γυναίκα. Κρατούσε ακόμη απλωμένα τα χέρια της. Ο σύντροφος της πλησίασε για να μπορεί να τον φτάσει. Η γυναίκα πήρε από ένα Τουίνκι με κάθε χέρι και άρχισε να τα τρώει μαζί με το περιτύλιγμα. Για άλλη μια φορά ο Κλέι παρηγορήθηκε, αν και ελάχιστα. Το ζευγάρι συνέχισε με σερνάμενα βήματα την αργή πορεία του προς την πόλη. Η γυναίκα κοντοστάθηκε μόνο μια στιγμή, όσο χρειάστηκε για να φτύσει ένα κομμάτι ζελατίνα πασαλειμμένο με κρέμα από τη γωνία των χειλιών της. Δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τα 100 Πιο Αγαπημένα Σκυλιά του Κόσμου. «Τι ήταν αυτό;» ρώτησε ο Τομ με σιγανή τρεμάμενη φωνή ό ταν το ζευγάρι είχε χαθεί πια από τα μάτια τους. «Δεν ξέρω, αλλά δε μου άρεσε», είπε ο Κλέι. Κρατούσε τα κλειδιά και των δύο φορτηγών με το προπάνιο. Έδωσε το ένα ζευ γάρι στον Τομ. «Ξέρεις να οδηγείς αμάξι με κανονικές ταχύτητες;» «Σε κανονικό έμαθα να οδηγώ. Εσύ ξέρεις;» Ο Κλέι χαμογέλασε υπομονετικά. «Εγώ είμαι στρέιτ, Τομ. Ε μείς οι στρέιτ ξέρουμε να οδηγούμε τα κανονικά χωρίς να μας το μάθει κανένας. Σ' εμάς είναι ένστικτο». «Πολύ αστείο». Ο Τομ δεν άκουγε πραγματικά. Κοίταζε πίσω από το αλλόκοτο ζευγάρι που δεν φαινόταν πια και εκείνη η φλέ βα στο πλάι του λαιμού του χτυπούσε τρελά. «Τέλος του κόσμου, ελεύθερο το κυνήγι των γκέι, γιατί όχι;»
228
STEPHEN KING
«Ακριβώς. Αλλά θα είναι ελεύθερο και το κυνήγι των στρέιτ, έτσι και αρχίσουν να το ελέγχουν αυτό. Έλα, ας το κάνουμε». Ο Κλέι κινήθηκε προς την πόρτα, αλλά ο Τομ τον κράτησε μια στιγμή ακόμη. «Άκου. Οι άλλοι πίσω μπορεί να το ένιωσαν, αλλά μπορεί και να μην κατάλαβαν τίποτε. Αν δεν κατάλαβαν, ίσως εί ναι σκόπιμο να το κρατήσουμε μεταξύ μας προς το παρόν. Τι λες;» Ο Κλέι σκέφτηκε τον Τζόρνταν και πώς δεν άφηνε ούτε στιγμή από τα μάτια του το Διευθυντή και πώς η Άλις είχε πάντα πρόχει ρο εκείνο το ανατριχιαστικό παπουτσάκι για να μπορεί να το σφίγγει. Σκέφτηκε τους μαύρους κύκλους κάτω απ' τα μάτια τους κι έπειτα σκέφτηκε αυτό που σχεδίαζαν να κάνουν απόψε. Το «Αρμαγεδδών» ήταν μάλλον βαριά λέξη, αλλά όχι και τόσο. Ό,τι κι αν ήταν τώρα οι τρελοί των κινητών, κάποτε ήταν άνθρωποι και ήταν πολύ βαριά η απόφαση να κάψεις ζωντανούς χίλιους από αυ τούς. Ήταν οδυνηρό και μόνο να το φαντάζεται. «Συμφωνώ», απάντησε στον Τομ. «Λοιπόν, ανεβαίνεις το λό φο με χαμηλή ταχύτητα, εντάξει;» «Με τη χαμηλότερη που θα μπορέσω να βρω», είπε ο Τομ. Τώ ρα προχωρούσαν προς τα δύο βυτία που είχαν σχήμα φιάλης προ πανίου. «Πόσες ταχύτητες λες να έχει ένα τέτοιο φορτηγό;» «Η πρώτη αρκεί», είπε ο Κλέι. «Κρίνοντας από το πώς είναι παρκαρισμένα, μάλλον θα πρέπει να βρούμε πρώτα την όπισθεν». «Χέσ' την», είπε ο Κλέι. «Σε τι ωφελεί το τέλος του κόσμου αν δεν μπορείς να σπάσεις έναν ξύλινο φράχτη με ένα φορτηγό;» Κι αυτό ακριβώς έκαναν. 21 Πλαγιά της Ακαδημίας ονόμαζαν ο Διευθυντής Άρντε και ο μονα δικός μαθητής που είχε απομείνει στο σχολείο του την ομαλή, κυ ματιστή λοφοπλαγιά που κατηφόριζε από τα κτίρια της σχολής μέ χρι τον κεντρικό δρόμο. Το γρασίδι ήταν ακόμα καταπράσινο και μόλις είχαν αρχίσει να πέφτουν τα ξερά φθινοπωρινά φύλλα. Όταν πέρασε το απόγευμα κι άρχισε να πέφτει το φως και η Πλαγιά της Ακαδημίας ήταν ακόμα έρημη -χωρίς τρελούς των κινητών να ε-
Το ΚΙΝΗΤΌ
229
πιστρέφουν από την πόλη-, η Άλις άρχισε να πηγαινοέρχεται στον μακρύ κεντρικό διάδρομο του Περίπτερου Τσίταμ σταματώντας σε κάθε γύρο όσο χρειαζόταν για να κοιτάξει έξω από το μεγάλο παράθυρο του καθιστικού. Το τριπλό παράθυρο με το φαρδύ κάθι σμα στο περβάζι πρόσφερε πανοραμική θέα στην Πλαγιά, σε δύο κεντρικά αμφιθέατρα και στο Γήπεδο Τόνι. Η Άλις είχε δέσει πάλι το αθλητικό παπουτσάκι στον καρπό της. Οι υπόλοιποι κάθονταν στην κουζίνα ρουφώντας Κόκα Κόλα από κουτάκια. «Δεν έρχονται», τους είπε στο τέλος ενός ακόμη γύρου. «Μυρίστηκαν τι σχεδιάζουμε, το διάβασαν από το μυαλό μας ή κάτι τέτοιο, και δεν πρόκειται να έρθουν». Μετά από άλλους δυο γύρους στον μακρύ διάδρομο και την α παραίτητη στάση κάθε φορά για να κοιτάξει από το τριπλό παρά θυρο του καθιστικού τους μίλησε ξανά από την πόρτα της κουζί νας. «Ή μπορεί να είναι γενική μετανάστευση, παιδιά, το έχετε σκεφτεί αυτό; Μπορεί το χειμώνα να πηγαίνουν νότια, σαν τους κορυδαλλούς». Έφυγε χωρίς να περιμένει απάντηση. Πάνω κάτω στο διάδρο μο. Πάνω κάτω. «Κάνει σαν τον Άχαμπ που περίμενε τον Μόμπι με το καμάκι έτοιμο», είπε ο Διευθυντής. «Ο Έμινεμ μπορεί να ήταν κόπανος, αλλά γι' αυτόν είχε δί κιο*», είπε κακόκεφα ο Τομ. «Πώς είπες, Τομ;» ρώτησε ο Διευθυντής. Ο Τομ του έκανε νόημα να μην του δίνει σημασία. Ο Τζόρνταν κοίταξε το ρολόι του. «Χτες βράδυ άρχισαν να γυ ρίζουν μισή ώρα αργότερα από τώρα», είπε. «Θα πάω να της το πω, αν θέλετε». «Δε νομίζω ότι θα κάνει καμιά διαφορά», είπε ο Κλέι. «Έχει α νάγκη να εκτονωθεί, αυτό είναι». «Έχει φρικάρει εντελώς, κύριε, έτσι δεν είναι;» «Εσύ, Τζόρνταν, δεν έχεις φρικάρει;»
*Ενώ ο διευθυντής εννοεί τον Μόμπι Ντικ, από το ομώνυμο μυθιστό ρημα του Χέρμαν Μέλβιλ, ο Τομ αναφέρεται στον μουσικό της ηλε κτρονικής σκηνής Μόμπι, με τον οποίο ο Έμινεμ βρίσκεται σε αντιπα ράθεση. (Σ.τ.Μ.)
230
STEPHENKING
«Ναι», είπε σιγανά το αγόρι. «Είμαι η Φρικ Σίτι». Την επόμενη φορά που έφτασε ως την κουζίνα, η Άλις είπε: «Ί σως είναι καλύτερα να μη γυρίσουν εδώ. Δεν ξέρω αν επαναφορτώνουν τους εγκεφάλους τους με κάποιο μαγικό τρόπο, αλλά είμαι σίγουρη ότι κάνουν κάποιου είδους μαύρη μαγεία. Το αισθάνθηκα μ' εκείνους τους δύο το απόγευμα. Η γυναίκα με το βιβλίο και ο τύπος με τα Τουίνκις;» Κούνησε το κεφάλι της. «Μαύρη μαγεία, σας λέω». Και, πριν προλάβει κανείς να της απαντήσει, ρίχτηκε ξανά στην περιπολία του διαδρόμου, με το αθλητικό παπουτσάκι δεμέ νο στον καρπό της. Ο Διευθυντής κοίταξε τον Τζόρνταν. «Εσύ, παιδί μου, αισθάν θηκες τίποτε;» Ο Τζόρνταν δίστασε λίγο πριν απαντήσει. «Κάτι αισθάνθηκα. Οι τρίχες στο σβέρκο μου σηκώθηκαν». Ο Διευθυντής στράφηκε προς τους δύο άντρες στην απέναντι πλευρά του τραπεζιού. «Εσείς; Βρισκόσασταν πολύ πιο κοντά». Η Άλις τους γλίτωσε από την απάντηση. Όρμησε στην κουζίνα τρέχοντας, με μάγουλα κατακόκκινα και μάτια ορθάνοιχτα, και οι σόλες των αθλητικών παπουτσιών της στρίγκλισαν πάνω στα πλα κάκια του δαπέδου. «Έρχονται», είπε. 22 Από το τριπλό παράθυρο παρακολούθησαν και οι πέντε τους τρε λούς των κινητών να ανεβαίνουν την Πλαγιά της Ακαδημίας σε συγκλίνουσες γραμμές, με τις μακριές σκιές τους να σχηματίζουν έναν τεράστιο ακτινωτό τροχό πάνω στο γρασίδι. Καθώς πλησία ζαν προς τη Στοά Τόνι, όπως την ονόμαζαν ο Τζόρνταν και ο Διευ θυντής, οι γραμμές ενώνονταν και, μέσα στο χρυσό φως της δύσης του ήλιου, ο ακτινωτός τροχός δημιουργούσε την ψευδαίσθηση ό τι περιστρεφόταν καθώς στένευε και γινόταν ενιαίο σώμα. Η Άλις δεν άντεχε άλλο να μην κρατάει το παπουτσάκι της. Το είχε λύσει από τον καρπό της και το έσφιγγε μανιασμένα στη χού φτα της. «Θα δουν τι κάναμε και θα γυρίσουν πίσω», είπε, μιλώ ντας γρήγορα και ψιθυριστά. «Το μυαλό τους έχει φτάσει μέχρι ε-
Το ΚΙΝΗΤΌ
231
κεί, αφού άρχισαν να μαζεύουν βιβλία, σίγουρα φτάνει ως εκεί το μυαλό τους». «Θα δούμε», είπε ο Κλέι. Ήταν σχεδόν βέβαιος ότι οι τρελοί των κινητών θα έμεναν στο Γήπεδο Τόνι, ακόμη κι αν ο ομαδικός νους τους ανησυχούσε από αυτό που θα έβρισκαν εκεί. Σε λίγο θα σκοτείνιαζε και δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Από το μυαλό του πέρασε ένας στίχος από κάποιο νανούρισμα που που έλεγε η μητέ ρα του: Σήμερα, μικρούλη μου, κουράστηκες πολύ. «Ελπίζω να πάνε μέσα και να μείνουν», είπε η Άλις, ακόμη πιο σιγά. «Κοντεύω να εκραγώ». Άφησε ένα μικρό, ξερό γέλιο. «Αλ λά δε θα εκραγώ εγώ, αυτοί θα εκραγούν, έτσι δεν είναι; Αυτοί». Ο Τομ στράφηκε απότομα και την κοίταξε και η Άλις του είπε βια στικά: «Καλά είμαι. Είμαι μια χαρά, κλείσε το στόμα σου και μην πεις τίποτε». «Ήθελα μόνο να σου πω πως ό,τι είναι να γίνει θα γίνει». «Μπούρδες. Σαν να ακούω τον πατέρα μου. Το Βασιλιά της Κορνίζας». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο της και το σκούπισε βιαστικά με την παλάμη της. «Ηρέμησε λίγο, Άλις. Περίμενε να δεις». «Θα προσπαθήσω, εντάξει; Προσπαθώ». «Και σταμάτα πια μ' αυτό το παπουτσάκι», είπε ο Τζόρνταν -ασυνήθιστα εκνευρισμένος. «Αυτό το σφίξε-ξέσφιξε με έχει τρε λάνει». Η Άλις κοίταξε το παπουτσάκι με ύφος απορημένο κι ύστερα το πέρασε ξανά σαν βραχιόλι στον καρπό της από τη θηλιά του. Παρακολούθησε μαζί με τους άλλους τους τρελούς των κινητών να συγκλίνουν προς τη Στοά Τόνι και να περνάνε από κάτω με πο λύ λιγότερη ανακατωσούρα και στριμωξίδι από κάθε πλήθος οπα δών που θα συγκεντρωνόταν για τον ποδοσφαιρικό αγώνα του Σαββατοκύριακου των Παλιών Αποφοίτων. Είδαν τους τρελούς των κινητών να διαχωρίζονται ξανά στην πέρα άκρη της στοάς και να κατεβαίνουν παραταγμένοι από τις ράμπες. Περίμεναν μήπως μειωθεί η τακτική παρέλαση και σταματήσει, αλλά τίποτε τέτοιο δεν έγινε. Οι τελευταίοι ταλαίπωροι -βαριά πληγωμένοι οι περισ σότεροι και υποβαστάζοντας ο ένας τον άλλον- πέρασαν τη στοά πολύ πριν ο κόκκινος δίσκος του ήλιου χαμηλώσει πίσω από τους κοιτώνες των μαθητών στη δυτική πλευρά της Ακαδημίας του
232
STEPHEN ΚING
Γκέιτεν. Είχαν επιστρέψει για άλλη μια φορά, σαν τα περιστέρια στις φωλιές τους, ή σαν τα χελιδόνια στο Καπιστράνο. Δεν είχαν περάσει ούτε πέντε λεπτά από τότε που φάνηκε στον ουρανό ο α ποσπερίτης, όταν ο Ντιν Μάρτιν άρχισε να τραγουδάει το «Every body Loves Somebody Sometimes». «Ανησυχούσα για το τίποτε, ε;» είπε η Άλις. «Καμιά φορά κά νω σαν παλαβή. Μου το λέει κι ο μπαμπάς μου». «Όχι, Άλις», της είπε ο Διευθυντής. «Όλοι οι παλαβοί είχαν κι νητά. Γι' αυτό εκείνοι βρίσκονται τώρα εκεί πέρα κι εσύ είσαι εδώ μαζί μας». Ο Τομ είπε: «Αναρωτιέμαι αν είναι ακόμα καλά ο Ρέιφ». «Αναρωτιέμαι αν ο Τζόνι είναι καλά», είπε ο Κλέι. «Ο Τζόνι και η Σάρον». 23 Στις δέκα η ώρα εκείνη τη φθινοπωρινή νύχτα, με τον δυνατό αέ ρα και με τη σελήνη να έχει μπει στο τελευταίο της τέταρτο, ο Κλέι και ο Τομ στάθηκαν στο θεωρείο της μπάντας, πίσω από την εστία του γηπεδούχου στο ποδοσφαιρικό γήπεδο Τόνι. Μπροστά τους ήταν ένα τσιμεντένιο τοιχίο που έφτανε ως το ύψος της μέ σης και ήταν επενδυμένο με αφρώδες υλικό από τη μεριά του αγω νιστικού χώρου. Δίπλα τους είχαν μερικά σκουριασμένα αναλόγια για μουσικές παρτιτούρες και έναν χαμηλό σωρό από σκουπίδια. Ο δυνατός αέρας έφερνε μέσα στο θεωρείο χαρτιά και άδειες πλα στικές σακούλες που κολλούσαν στο τοιχίο και έμεναν εκεί. Πίσω και πάνω τους, μπροστά στις περιστροφικές μπάρες εισόδου, στέ κονταν η Άλις και ο Τζόρνταν έχοντας ανάμεσα τους το Διευθυ ντή -μια ψηλή φιγούρα που στηριζόταν σε ένα λεπτό ραβδί. Η φωνή της Ντέμπι Μπουν αντιλαλούσε από τα μεγάφωνα σε όλο το γήπεδο, δυνατή και κωμικά μεγαλειώδης. Κανονικά, θα την ακολουθούσε η Λη Aνν Γουόμακ στο «I Hope You Dance» και ξα νά από την αρχή ο Λόρενς Γουέλκ και οι Μουσικοί της Σαμπά νιας, αλλά ίσως όχι απόψε. Ο αέρας ήταν αναζωογονητικός. Έφερνε τη μυρωδιά των πτω μάτων που σάπιζαν στο λασπότοπο πίσω από το κτίριο του κλει-
Το ΚΙΝΗΤΌ
233
στού στίβου και τα αρώματα του ιδρώτα και της απλυσιάς των ζω ντανών που κείτονταν παστωμένοι σαν σαρδέλες στον αγωνιστικό χώρο, μπροστά από το θεωρείο της μπάντας. Αν είναι ζωντανοί και αν το θεωρούν ζωή αυτό, σκέφτηκε ο Κλέι και χαμογέλασε πικρά από μέσα του. Ο ορθολογισμός ήταν μια σπουδαία ανθρώπινη ικα νότητα, ίσως η ικανότητα, αλλά απόψε δεν είχε νόημα να ξεγελάει τον εαυτό του· και βέβαια το θεωρούσαν ζωή. Ό,τι κι αν ήταν, ή ό,τι κι αν γίνονταν, το θεωρούσαν ζωή όσο κι αυτός τη δική του. «Τι περιμένεις;» μουρμούρισε ο Τομ. «Τίποτε», του απάντησε ο Κλέι στον ίδιο τόνο. «Τίποτε... απο λύτως». Από τη δερμάτινη ζώνη που είχε βρει η Άλις στο υπόγειο των Νίκερσον, ο Κλέι τράβηξε το παλιομοδίτικο 45άρι Κολτ, το περί στροφο της Μπεθ Νίκερσον που ήταν και πάλι γεμάτο. Η Άλις του είχε προτείνει το αυτόματο τουφέκι -με το οποίο μέχρι στιγμής δεν είχαν πυροβολήσει ούτε καν δοκιμαστικά- κι αυτός είχε αρνη θεί λέγοντας της ότι, αν το πιστόλι δεν έκανε τη δουλειά, η δου λειά μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει. «Γιατί να μην είναι καλύτερο το αυτόματο, αφού ρίχνει τριά ντα σαράντα σφαίρες το δευτερόλεπτο;» επέμεινε η Άλις. «Θα τα κάνει σουρωτήρια και τα δύο φορτηγά». Ο Κλέι είχε συμφωνήσει ως προς αυτό, αλλά υπενθύμισε στην Άλις ότι ο σκοπός τους απόψε δεν ήταν η καταστροφή αυτή κα θαυτή, αλλά η ανάφλεξη. Έπειτα της εξήγησε πώς ακριβώς λει τουργούσαν οι αυστηρά απαγορευμένες σφαίρες με τις οποίες ο Άρνι Νίκερσον είχε εξοπλίσει παράνομα το 45άρι της γυναίκας του. Οι σφαίρες ντουμντούμ, όπως λέγονταν κάποτε. «Εντάξει, αλλά αν δε γίνει τίποτε, να δοκιμάσεις και με τον Σερ Σπίντι», είπε η Άλις. «Εκτός αν τα παιδιά εκεί πέρα, ξέρεις...» Δεν ξεστόμισε τη λέξη επιτεθούν, παρά έκανε με τα δυο της δά χτυλα την κίνηση των ποδιών που βαδίζουν. «Τότε, κοπάνα την αμέσως». Ο αέρας έσκισε ένα κουρέλι από το πανό του καλωσορίσματος των Παλαιών Αποφοίτων πάνω από τον πίνακα του σκορ και το έ κανε να περάσει χορεύοντας πάνω από τα ξαπλωμένα σώματα. Γύ ρω από το γήπεδο, σαν κόκκινα μάτια, μετέωρα μέσα στο σκοτάδι, φαίνονταν τα φωτάκια των φορητών που έπαιζαν χωρίς CD, όλα ε-
234
STEPHEN KING
κτός από ένα. Το πανί που είχε παρασύρει ο άνεμος κόλλησε στον προφυλακτήρα ενός από τα δύο φορτηγά με το προπάνιο, κυμάτι σε εκεί σαν λάβαρο για μερικά δευτερόλεπτα και ξανάφυγε πετώ ντας μέσα στη νύχτα. Τα δυο φορτηγά ήταν παρκαρισμένα δίπλα δίπλα στη μέση του γηπέδου και υψώνονταν σαν παράξενα μεταλ λικά βουναλάκια μέσα στη θάλασσα των σωμάτων. Οι τρελοί των κινητών βρίσκονταν ξαπλωμένοι από κάτω τους και ολόγυρα τους, τόσο κοντά που μερικοί από αυτούς ήταν στριμωγμένοι δίπλα στις ρόδες. Ο Κλέι σκέφτηκε πάλι την επιδρομή εκείνου του είδους πε ριστεριών, των εκτοπιστών, τον δέκατο ένατο αιώνα, και πάς οι κυνηγοί τα σκότωναν χτυπώντας τα στο κεφάλι με ρόπαλα μόλις κατέβαιναν στο έδαφος. Ολόκληρο το είδος είχε αφανιστεί με την αρχή του εικοστού αιώνα... αλλά, φυσικά, εκείνα ήταν απλώς που λιά, με μικροσκοπικό εγκέφαλο, ανίκανο να επαναφορτώσει. «Κλέι;» είπε πάλι ο Τομ. «Είσαι σίγουρος ότι θέλεις να το κάνεις;» «Όχι», του είπε ο Κλέι. Τώρα που βρισκόταν αντιμέτωπος με την πράξη ήταν πολλά τα αναπάντητα ερωτήματα. Το τι θα έκα ναν αν πήγαιναν τα πράγματα στραβά ήταν ένα από αυτά. Το τι θα έκαναν αν όλα πήγαιναν καλά ήταν ένα άλλο. Γιατί τα περιστέρια ήταν ανίκανα για εκδίκηση. Ενώ αυτά τα πλάσματα... «Αλλά θα το κάνω», πρόσθεσε. «Τότε, κάν' το», είπε ο Τομ. «Αν μη τι άλλο, γιατί το «You Light Up My Life» είναι το πιο άθλιο τραγούδι». Ο Κλέι σήκωσε το 45άρι και σταθεροποίησε το δεξί του χέρι πιάνοντας σφιχτά τον καρπό του με το αριστερό. Σημάδεψε το κέ ντρο της δεξαμενής του αριστερού φορτηγού. Θα πυροβολούσε δύο φορές αυτό και άλλες δύο το διπλανό του. Έτσι θα του έμενε από μία ακόμα σφαίρα για κάθε φορτηγό, αν χρειαζόταν. Και, αν δεν έπιανε ούτε αυτό, θα δοκίμαζε το αυτόματο που η Άλις του εί χε κολλήσει το παρατσούκλι Σερ Σπίντι. «Σκύψε κάτω αν τιναχτεί», είπε στον Τομ. «Μην ανησυχείς». Ολόκληρο το πρόσωπο του Τομ είχε γίνει έ νας μορφασμός αγωνίας καθώς περίμενε τον πυροβολισμό και ό,τι μπορεί να επακολουθούσε. Η Ντέμπι Μπουν πήγαινε προς το μεγαλειώδες φινάλε. Ο Κλέι αισθάνθηκε ξαφνικά ότι ήταν πολύ σημαντικό να την προλάβει. Αν
Το ΚΙΝΗΤΌ
235
αστοχήσεις από τέτοια απόσταση, είσαι άχρηστος, σκέφτηκε και τράβηξε τη σκανδάλη. Δεν υπήρξε καμιά ευκαιρία για δεύτερο πυροβολισμό, ούτε και χρειάστηκε άλλωστε. Ένα λαμπερό κατακόκκινο λουλούδι άνθισε στο κέντρο του ντεπόζιτου και φώτισε ένα βαθούλωμα που δεν υ πήρχε πριν πάνω στη λεία μεταλλική του επιφάνεια. Μέσα έγινε κόλαση. Και φούντωσε. Ύστερα το λουλούδι έγινε ποτάμι και το κόκκινο άλλαξε σε λευκό-πορτοκαλί. «Κάτω!» φώναξε ο Κλέι σπρώχνοντας δυνατά τον ώμο του Τομ και κάνοντας και ο ίδιος βουτιά πάνω στο σώμα του φίλου του που έπεφτε, την ίδια στιγμή που η νύχτα μεταμορφωνόταν σε μεσημέρι στην έρημο. Ακούστηκε ένα σαρωτικό μουγκρητό κι α μέσως ένα τρομακτικό ΜΠΑΜ! που ο Κλέι το ένιωσε να τραντάζει όλα τα κόκαλα του. Θραύσματα τινάχτηκαν ψηλά στον αέρα. Του φάνηκε πως άκουσε τον Τομ να ουρλιάζει, αλλά δεν ήταν σίγου ρος, γιατί ακούστηκε πάλι ένα σαρωτικό μουγκρητό κι ύστερα ο αέρας άρχισε να γίνεται πολύ, πολύ, πολύ ζεστός. Ο Κλέι βούτηξε τον Τομ, μισό από το σβέρκο και μισό από το γιακά του πουκαμίσου του, και άρχισε να τον σέρνει ανάποδα στην τσιμεντένια ράμπα προς τις περιστρεφόμενες μπάρες εισό δου, έχοντας κλείσει τα μάτια του σε δυο ελάχιστες σχισμές κό ντρα στην εκτυφλωτική καυτή λάμψη που ακτινοβολούσε από το κέντρο του γηπέδου. Κάτι πελώριο έσκασε πάνω στις βοηθητικές εξέδρες στα αριστερά τους. Πρέπει να ήταν κινητήρας αυτοκινή του. Ήταν απόλυτα σίγουρος, πάντως, ότι τα στραβωμένα και σπα σμένα μέταλλα κάτω από τα πόδια του ήταν τα μουσικά αναλόγια της Ακαδημίας του Γκέιτεν. Ο Τομ ούρλιαζε και τα γυαλιά του είχαν στραβώσει, αλλά ση κώθηκε όρθιος και ήταν ακόμα ακέραιος. Έτρεξαν και οι δυο πά νω στη ράμπα σαν να δραπέτευαν από τα Γόμορρα. Ο Κλέι έβλε πε τις σκιές τους σαν δυο μεγάλες λεπτές αράχνες στον τσιμεντέ νιο διάδρομο μπροστά τους και αντικείμενα να πέφτουν σαν βρο χή γύρω και πάνω τους: πόδια, χέρια, ένα κομμάτι από προφυλα κτήρα, ένα γυναικείο κεφάλι με μακριά φλεγόμενα μαλλιά. Πίσω τους ακούστηκε ένα δεύτερο τρομακτικό ΜΠΑΜ -ίσως να ήταν και το τρίτο. Τώρα ούρλιαξε αυτός, καθώς μπερδεύτηκαν τα πόδια του σε κάτι και έπεσε φαρδύς πλατύς πάνω στη ράμπα. Ο κόσμος
236
STEPHEN KING
έγινε μια κόλαση από αφόρητη θερμότητα και εκτυφλωτικό φως. Ήταν σαν ο Θεός να τον δημιουργούσε από την αρχή. Δεν ξέραμε τι κάναμε, σκέφτηκε βλέποντας πάνω στο τσιμέντο και ακριβώς μπροστά στα μάτια του μια μασημένη τσίχλα, ένα μπλε χάρτινο κύπελλο από Πέπσι Κόλα, ένα σπασμένο κουτάκι καραμέλες μέντας. Δεν είχαμε ιδέα και τώρα θα το πληρώσουμε με τη ζωή μας. «Σήκω!» Ήταν ο Τομ και ούρλιαζε, αλλά η φωνή του ήταν σαν να έφτανε από μίλια μακριά. Ο Κλέι ένιωσε τα λεπτά μακριά δά χτυλα του Τομ να τον τραβάνε από το μπράτσο. Κι ύστερα βρέθη κε και η Άλις δίπλα του. Η Άλις τον τραβούσε από το άλλο μπρά τσο και έλαμπε μέσα στο φως. Έβλεπε το αθλητικό παπουτσάκι να αναπηδάει και να χορεύει κρεμασμένο στη θηλιά του από τον καρ πό της. Η Άλις ήταν πασαλειμμένη με αίματα, κομμάτια ρούχων και σάρκες που κάπνιζαν. Ο Κλέι σκαρφάλωσε με τα τέσσερα, ύστερα έπεσε ξανά στο έ να γόνατο και η Άλις τον τράβηξε πάλι προς τα πάνω με τη δύνα μη της και μόνο. Πίσω τους το προπάνιο βρυχιόταν σαν δράκο ντας. Και τότε έφτασε και ο Τζόρνταν και πίσω του ακριβώς ο Δι ευθυντής με πρόσωπο κατακόκκινο, που έσταζε ιδρώτα από την κάθε του ρυτίδα. «Μη, Τζόρνταν, όχι, κάντε στην άκρη!» φώναξε ο Τομ και ο Τζόρνταν παραμέρισε τραβώντας και το Διευθυντή μαζί του, κρα τώντας τον γερά από τη μέση κάθε φορά που ο γέρος παραπατού σε. Ένα μισοκαμένο κορμί χωρίς μέλη με έναν κρίκο στον αφαλό έπεσε μπροστά στα πόδια της Άλις κι εκείνη το έστειλε κάτω από τη ράμπα με μια κλοτσιά. Πέντε χρόνια ποδόσφαιρο, τη θυμήθηκε ο Κλέι να λέει. Ένα φλεγόμενο κομμάτι πουκαμίσου έπεσε πάνω στο κεφάλι της και ο Κλέι το τίναξε πέρα πριν πάρουν φωτιά τα μαλλιά της. Στην κορυφή της ράμπας, ένας τροχός φορτηγού μαζί με ένα τμήμα από τον σπασμένο του άξονα προσγειώθηκε πάνω στην τε λευταία σειρά από τις κερκίδες των επισήμων. Αν είχε πέσει μπρο στά τους και τους είχε φράξει το δρόμο, μπορεί να είχαν ψηθεί ζω ντανοί -ο Διευθυντής σχεδόν σίγουρα. Όπως είχαν τα πράγματα, μπόρεσαν να περάσουν από δίπλα κρατώντας την ανάσα τους για να μην εισπνεύσουν το πυκνό σύννεφο καπνού από το λάστιχο
Το ΚΙΝΗΤΌ
237
που καιγόταν. Δευτερόλεπτα αργότερα πέρασαν τρυπώνοντας κά τω από τις περιστρεφόμενες μπάρες, ο Τζόρνταν και ο Κλέι έχο ντας ανάμεσα τους το Διευθυντή, που τον πέρασαν σχεδόν σέρνο ντας. Το μπαστούνι του Διευθυντή χτύπησε δυο φορές τον Κλέι δίπλα στο αυτί, αλλά τελικά, μισό λεπτό αφότου είχαν περάσει το φλεγόμενο λάστιχο του φορτηγού, βρέθηκαν πέρα από τη Στοά Τόνι κι εκεί στάθηκαν επιτέλους και κοίταξαν πίσω τους την τερά στια στήλη της φωτιάς που υψωνόταν πάνω από τις κερκίδες, έχο ντας όλοι,την ίδια έκφραση της απόλυτης κατάπληξης. Ένα αναμμένο πανί, κομμάτι από το πανό του καλωσορίσμα τος των αποφοίτων, έπεσε πάνω στην άσφαλτο κυματίζοντας και τινάζοντας σπίθες τριγύρω. «Ήξερες ότι θα γινόταν αυτό το πράγμα;» ρώτησε ο Τομ. Το πρόσωπο του ήταν άσπρο γύρω από τα μάτια και κατακόκκινο στο μέτωπο, στη μύτη και στα μάγουλα. Το μισό μουστάκι του έλειπε. Ο Κλέι άκουγε τη φωνή του, αλλά ήταν σαν να έφτανε από κάπου μακριά. Όλα έτσι ακούγονταν. Ένιωθε σαν να ήταν τα αυτιά του βουλωμένα με βαμβάκι ή με ωτοασπίδες, σαν αυτές που σίγουρα θα φορούσαν η Μπεθ Νίκερσον και ο σύζυγος της ο Άρνι όποτε πήγαιναν για σκοποβολή στο αγαπημένο τους στάδιο. Εκεί όπου ο Κλέι τους φαντάστηκε να σημαδεύουν το στόχο, με τα κινητά τους στερεωμένα σε θήκες στις ζώνες τους. «Το ήξερες;» Ο Τομ προσπάθησε να τον τραντάξει, αλλά έπια σε μόνο το πουκάμισο του, με αποτέλεσμα να του το σκίσει μέχρι κάτω. «Όχι, γαμώτο! Τρελός είσαι;» Η φωνή του Κλέι ήταν χειρότε ρα από βραχνή· ακούστηκε σαν να ήταν ο λαιμός του καμένος. «Λες να στεκόμουν εκεί με ένα πιστόλι στο χέρι αν το ήξερα; Έ τσι και δεν ήταν το τσιμεντένιο τοιχάκι, θα είχαμε γίνει από δυο κομμάτια ο καθένας. Ή θα είχαμε γίνει ατμός». Ήταν απίστευτο, αλλά ο Τομ χαμογέλασε. «Σου έσκισα το πουκάμισο, Μπάτμαν». Του Κλέι του ήρθε να τον σπάσει στο ξύλο. Αλλά και να τον α γκαλιάσει και να τον φιλήσει που ήταν ακόμα ζωντανός και χαμο γελούσε. «Θέλω να πάω μέσα στο Περίπτερο», είπε ο Τζόρνταν και ο φόβος χρωμάτιζε έντονα τη φωνή του.
238
STEPHEN KING
«Ας μετακινηθούμε σε μια απόσταση ασφαλείας», συμφώνησε ο Διευθυντής. Έτρεμε φανερά και τα μάτια του είχαν μείνει καρ φωμένα στην πύρινη κόλαση που υψωνόταν πάνω από τη στοά και τις κερκίδες. «Ευτυχώς που φυσάει προς την Πλαγιά της Ακα δημίας». «Μπορείτε να περπατήσετε, κύριε;» ρώτησε ο Τομ. «Ναι, ευχαριστώ. Αν με βοηθήσει ο Τζόρνταν, είμαι σίγουρος ότι θα τα καταφέρω να φτάσω ως το Περίπτερο». «Τους φάγαμε», είπε η Άλις. Σκούπιζε αφηρημένα κομμάτια α πό σπλάχνα που είχαν κολλήσει στα ρούχα και στο πρόσωπο της, αφήνοντας πίσω λεκέδες από αίμα. Το βλέμμα της ήταν κάτι το α περίγραπτο. Ο Κλέι είχε δει κάτι παρόμοιο μόνο σε φωτογραφίες και σε κάποια από τα εμπνευσμένα κόμικς από τις δεκαετίες του '50 και του '60. Θυμήθηκε μια φορά που είχε πάει σε ένα συνέ δριο κόμικς, παιδάκι ακόμη τότε ο ίδιος, και είχε ακούσει τον Γουόλας Γουντ να μιλάει για τις προσπάθειες του να ζωγραφίσει κάτι που το αποκαλούσε Μάτι Πανικού. Αυτό ακριβώς έβλεπε τώρα ο Κλέι στο πρόσωπο μιας δεκαπεντάχρονης μαθήτριας από τα προά στια της Βοστόνης. «Έλα, Άλις», της είπε. «Πάμε πίσω στο Περίπτερο να δούμε τι σκατά θα κάνουμε. Πρέπει να φύγουμε από δω». Την τελευταία φράση την επανέλαβε σαν να ήθελε να δει αν ακουγόταν αληθινή. Ακούστηκε περισσότερο από αληθινή· ακούστηκε αληθινά τρο μαγμένη. Η Άλις ίσως να μην τον άκουσε καν. Φαινόταν να πετάει στα σύννεφα. Συνεπαρμένη. Μεθυσμένη από το θρίαμβο. Άρρωστη α πό χαρά, σαν παιδάκι που έχει φάει πάρα πολλά γλυκά στη γιορτή. Οι κόρες των ματιών της ήταν γεμάτες φωτιά. «Τίποτε δεν μπορεί να επιζήσει εκεί μέσα». Ο Τομ έπιασε το μπράτσο του Κλέι. Τον πόνεσε έτσι όπως πο νάει ένα έγκαυμα από τον ήλιο. «Κλέι, τι έχεις;» «Νομίζω πως κάναμε λάθος», είπε ο Κλέι. «Αισθάνεσαι κάτι, όπως στο βενζινάδικο;» τον ρώτησε ο Τομ. Πίσω από τα στραβωμένα γυαλιά, τα μάτια του ήταν ανήσυχα. «Τότε που εκείνοι οι δύο μάλωναν για τα Τουίν...» «Όχι», τον διέκοψε ο Κλέι. «Απλώς νομίζω ότι κάναμε λάθος». Στην πραγματικότητα, η αίσθησή του ήταν πολύ πιο έντονη και
239
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
δυσάρεστη. Ήξερε ότι είχαν κάνει λάθος. «Έλα, πάμε. Πρέπει να φύγουμε από δω απόψε». «Αφού το λες εσύ, εντάξει», είπε ο Τομ. «Έλα, Άλις». Κατηφόρισαν όλοι μαζί προς το Περίπτερο, όπου είχαν αφήσει αναμμένα δυο φανάρια γκαζιού στο περβάζι του μεγάλου τριπλού παραθύρου. Στα μισά του δρόμου, η Άλις σταμάτησε και στράφη κε να κοιτάξει για άλλη μια φορά πίσω. Τώρα είχαν πιάσει φωτιά και η εξέδρα των δημοσιογράφων και οι κερκίδες. Τα αστέρια εί χαν σβήσει στον ουρανό πάνω από το γήπεδο· ακόμη και το φεγ γάρι δεν ήταν παρά ένα φάντασμα που χόρευε μέσα στα τρεμάμε να κύματα της τρομακτικής θερμότητας που προκαλούσε η ανά φλεξη των αερίων. «Πέθαναν όλοι, ψόφησαν όλοι, έγιναν όλοι κάρβουνο», είπε η Άλις. «Έτσι. Καλά να πάθετε, να καείτε...» Τότε ήταν που υψώθηκε στον ουρανό η κραυγή, μόνο που τώ ρα δεν ήταν ούτε από το Γκλεν'ς Φολς ούτε από το Άίτλτον, αλλά ερχόταν ακριβώς από πίσω τους. Και δεν ακούστηκε σαν ένα από κοσμο οργισμένο βογκητό. Ήταν κραυγή αγωνίας και πόνου, ο ή χος που θα έβγαζε κάτι ζωντανό -μια οντότητα με πλήρη συνείδη ση, ο Κλέι ήταν σίγουρος-, κάτι που ξυπνούσε από βαθύ λήθαργο και διαπίστωνε ότι καιγόταν ζωντανό. Η Άλις τσίριξε και σκέπασε τα αυτιά της, με τα μάτια γουρλω μένα από τον τρόμο. «Να το πάρουμε πίσω!» φώναξε ο Τζόρνταν και άρπαξε τα χέ ρια του Διευθυντή. «Κύριε, πρέπει να το πάρουμε πίσω!» «Πολύ αργά, Τζόρνταν», είπε ο Άρντε. 24 Τα σακίδια τους ήταν πολύ πιο φουσκωμένα από πριν όταν τα α κούμπησαν δίπλα στην μπροστινή πόρτα του Περιπτέρου Τσίταμ μια ώρα αργότερα. Είχαν μέσα από μια δυο παραπανίσιες μπλού ζες το καθένα, συν σακουλάκια με ξηρούς καρπούς, μπισκότα, κουτάκια με χυμούς, καθώς και μπαταρίες και εφεδρικούς φακούς. Ο Κλέι είχε πιέσει τον Τομ και την Άλις να μαζέψουν τα πράγμα τα τους όσο πιο γρήγορα μπορούσαν, αλλά τώρα ήταν αυτός που
240
STEPHEN KING
καθυστερούσε μπαίνοντας κάθε τόσο στο καθιστικό για να κοιτά ξει από το μεγάλο τριπλό παράθυρο. Η ανάφλεξη είχε αρχίσει επιτέλους να ελαττώνεται, αλλά η φωτιά στις κερκίδες έκαιγε δυνατά, το ίδιο και στην εξέδρα των δημοσιογράφων. Τώρα είχε αρπάξει και η Στοά Τόνι, που άστρα φτε μέσα στη νύχτα σαν πυρωμένο πέταλο. Τίποτε μέσα στο γήπε δο δεν θα μπορούσε να είναι ζωντανό -η Άλις είχε δίκιο σ' αυτό. Κι όμως, μέχρι να φτάσουν στο Περίπτερο είχαν ακούσει δυο φο ρές εκείνες τις απόκοσμες κραυγές να έρχονται με τον άνεμο από άλλα κοπάδια. Ο Κλέι είχε προσπαθήσει να πείσει τον εαυτό του ότι δεν ήταν κραυγές οργής κι ότι έφταιγε η φαντασία του -η ένο χη φαντασία του, η φαντασία του δολοφόνου, του μαζικού δολο φόνου-, αλλά δεν τα είχε καταφέρει. Ήταν λάθος, αλλά τι άλλο θα μπορούσαν να κάνουν; Αυτός και ο Τομ είχαν νιώσει τη δύναμη αυτών των πλασμάτων, την εί χαν δει με τα μάτια τους και ήταν μόνο δύο από αυτούς, όχι ολό κληρο κοπάδι. Ήταν δυνατόν να το αφήσουν έτσι; Να μείνουν με σταυρωμένα χέρια χωρίς να κάνουν τίποτε; «Όχι, ποτέ», μουρμούρισε ο Κλέι μέσα από τα δόντια του και έφυγε από το παράθυρο. Δεν ήξερε πόση ώρα στεκόταν εκεί και κοίταζε τη φωτιά στο γήπεδο. Αντιστάθηκε στην ανάγκη να κοιτά ξει το ρολόι του. Εύκολα θα άνοιγε δρόμο στο ποντίκι του πανι κού, έτοιμος ήταν και, αν το έκανε, θα το μετέδιδε και στους άλ λους. Με πρώτη και καλύτερη την Άλις. Η Άλις είχε καταφέρει να ελέγξει τον εαυτό της ως ένα σημείο, αλλά η ισορροπία κρεμόταν από μια κλωστή. Πολύ λεπτή κλωστή, έτοιμη να σπάσει. Παρ' ό λο που ήταν και η ίδια παιδί, η Άλις έβαζε τα δυνατά της να δεί χνει ένα αισιόδοξο πρόσωπο, κυρίως για χάρη του άλλου παιδιού, οπότε δεν θα κατέρρεε εντελώς. Το άλλο παιδί. Ο Τζόρνταν. Ο Κλέι έτρεξε πίσω στο χολ της εισόδου, είδε ότι δεν υπήρχε ακόμη τέταρτο σακίδιο δίπλα στην πόρτα και είδε και τον Τομ να κατεβαίνει από την εσωτερική σκάλα. Μόνος. «Πού είναι ο μικρός;» τον ρώτησε ο Κλέι. Η ακοή του είχε αρ χίσει να επανέρχεται, αλλά ακόμη άκουγε τη φωνή του σαν ξένη και πολύ μακρινή. Υποψιαζόταν ότι αυτό θα κρατούσε για ένα διάστημα. «Υποτίθεται ότι θα τον βοηθούσες να μαζέψει μερικά
Το ΚΙΝΗΤΌ
241
πράγματα -ο Άρντε είπε πως το παιδί είχε φέρει μαζί του ένα σα κίδιο όταν ήρθε εδώ από τον κοιτώνα που...» «Δεν έρχεται». Ο Τομ έτριψε το μάγουλο του. Φαινόταν κου ρασμένος, απογοητευμένος, θλιμμένος. Με το μισό του μουστάκι καμένο φαινόταν και ελαφρά γελοίος επίσης. «Τι;» «Μη φωνάζεις, Κλέι. Δε φτιάχνω εγώ τις ειδήσεις, απλώς τις μεταφέρω». «Τότε, πες μου τι εννοείς, για το όνομα του Θεού». «Ο Τζόρνταν δε φεύγει χωρίς το Διευθυντή. "Δεν μπορείς να με αναγκάσεις", μου είπε. Και, αν επιμένεις να φύγουμε απόψε πάση θυσία, πιστεύω ότι έχει δίκιο». Η Άλις έφτασε τρέχοντας από την κουζίνα. Είχε πλυθεί, είχε δέσει τα μαλλιά της και είχε φορέσει καθαρή μπλούζα -φαρδιά και μακριά, της έφτανε σχεδόν ως τα γόνατα. Το πρόσωπο της ήταν κόκκινο και πρέπει να την έκαιγε όπως ένιωθε ο Κλέι να τον καίει και το δικό του. Πάλι καλά που δεν είχαν πετάξει φουσκάλες. «Άλις», άρχισε να της λέει, «θέλω να βάλεις όλη τη γυναικεία γοητεία σου για να πείσεις τον Τζόρνταν να...» Η Άλις πέρασε σαν σίφουνας από δίπλα του, χωρίς να έχει α κούσει τίποτε απ' ό,τι της είπε, έπεσε στα γόνατα, άρπαξε το σα κίδιο της και παραλίγο να το σκίσει από τη φούρια της να το α νοίξει. Ο Κλέι την παρακολούθησε κατάπληκτος να βγάζει από μέσα πράγματα και να τα πετάει στο πάτωμα. Κοίταξε τον Τομ και είδε ότι το πρόσωπο του είχε πάρει μια έκφραση συμπάθειας και κατανόησης. «Τι είναι;» ρώτησε ο Κλέι. «Για τ' όνομα του Θεού, τι συμβαί νει;» Με τον ίδιο τρόπο τον εκνεύριζε και η Σάρον τον τελευταίο χρόνο που είχαν ζήσει μαζί -πολύ συχνά ένιωθε ότι δεν καταλά βαινε τι της έφταιγε- και δεν του άρεσε καθόλου που του βγήκε ξανά αυτό το συναίσθημα, ειδικά μια τέτοια ώρα. Όμως, να πάρει, άλλη μια επιπλοκή ήταν το τελευταίο που τους χρειαζόταν τώρα. Πέρασε νευρικά τα δάχτυλα από τα μαλλιά του. «Τι συμβαίνει;» «Κοίταξε το χέρι της», του είπε ο Τομ. Ο Κλέι κοίταξε. Το βρόμικο κορδόνι ήταν ακόμη δεμένο στον καρπό της, αλλά το παπουτσάκι έλειπε. Ο Κλέι ένιωσε ένα παρά ξενο κενό στο στομάχι του. Αλλά ίσως να μην ήταν και τόσο πα-
242
STEPHEN KING
ράξενο. Αν είχε τόσο πολλή σημασία για την Άλις. τότε ήταν ση μαντικό. Τι κι αν ήταν μόνο ένα αθλητικό παπουτσάκι; Το δεύτερο μπλουζάκι και το φούτερ που είχε βάλει στο σακί διο της πέταξαν στον αέρα. Μπαταρίες κύλησαν στο πάτωμα. Ο δεύτερος φακός χτύπησε πάνω στα πλακάκια και το τζάμι του ρά γισε. Αυτά έφτασαν για να πείσουν τον Κλέι. Εδώ δεν είχε να κά νει με τα νευράκια της Σάρον Ρίντελ επειδή είχαν ξεμείνει από κα φέ με άρωμα φουντούκι ή παγωτό Τσάνκι Μάνκι. Αυτός ήταν κα θαρός, απροσποίητος τρόμος. Ο Κλέι πήγε κοντά στην Άλις, γονάτισε δίπλα της και την έ πιασε ήρεμα από τους καρπούς ακινητοποιώντας τα χέρια της. Έ νιωθε τα δευτερόλεπτα να κυλάνε και να γίνονται λεπτά, που θα έ πρεπε να τα εκμεταλλευτούν για να φύγουν από αυτή την πόλη. Ένιωθε όμως και τον γρήγορο, δυνατό σφυγμό του κοριτσιού κά τω από τα δάχτυλα του. Και έβλεπε και τα μάτια της. Δεν ήταν πανικός τώρα, αλλά αγωνία και πόνος, και ο Κλέι κατάλαβε ότι η Άλις είχε βάλει τα πάντα μέσα σ' εκείνο το παπουτσάκι: τη μητέ ρα της και τον πατέρα της, τις φίλες της, την Μπεθ Νίκερσον και την κόρη της, την κόλαση του Γηπέδου Τόνι, τα πάντα. «Δεν είναι εδώ!» φώναξε. «Νόμισα πως το είχα βάλει στο σα κίδιο, αλλά δεν είναι! Δεν το βρίσκω πουθενά!» «Ναι, καλή μου, ξέρω». Όπως κρατούσε τα χέρια της, ο Κλέι σήκωσε το ένα, εκείνο απ' όπου κρεμόταν το βρόμικο κορδόνι. «Βλέπεις;» Περίμενε μέχρι να σιγουρευτεί ότι η Άλις το κοίταζε και τότε κούνησε τις ελεύθερες άκρες μετά τον κόμπο, εκεί όπου πριν υπήρχε και δεύτερος κόμπος. «Είναι πολύ μακρύ», είπε η Άλις. «Δεν ήταν τόσο μακρύ πριν». Ο Κλέι προσπάθησε να θυμηθεί πότε είχε δει για τελευταία φο ρά το παπουτσάκι. Σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατον να θυμάται μια τέτοια λεπτομέρεια ανάμεσα σε όλα τα τρομερά που συνέβαιναν, αλλά διαπίστωσε ότι το θυμόταν. Και μάλιστα πολύ καθαρά. Ή ταν τότε που η Άλις μαζί με τον Τομ τον είχαν σηκώσει από κάτω, όταν είχε εκραγεί και το δεύτερο φορτηγό. Τότε το παπουτσάκι χοροπηδούσε κρεμασμένο από τον καρπό της. Η Άλις ήταν πιτσι λισμένη με αίματα, κουρελάκια και κομματάκια από σάρκες, αλ λά το παπουτσάκι κρεμόταν από το χέρι της. Ο Κλέι προσπάθησε να θυμηθεί αν το είχε ακόμη τότε που πέταξε εκείνο το διαμελι-
243
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
σμένο κορμί κάτω από τη ράμπα με μια κλοτσιά. Όχι, δεν το είχε. Ίσως να έκανε λάθος, βέβαια, αλλά η εντύπωση του ήταν πως δεν το είχε. «Λύθηκε, καλή μου», της είπε. «Λύθηκε και σου έπεσε». «Δηλαδή, το έχασα;» Στα μάτια της κατάπληξη και απορία. Και μαζί τα πρώτα δάκρυα. «Είσαι σίγουρος;» «Ναι, είμαι απόλυτα σίγουρος». «Ήταν το γούρι μου», ψιθύρισε η Άλις και τα δάκρυα ξεχείλι σαν από τα μάτια της. «Όχι, γλυκιά μου», της είπε ο Τομ και την αγκάλιασε από τους ώμους. «Το γούρι σου είμαστε εμείς». Η Άλις τον κοίταξε. «Πώς το ξέρεις;» «Επειδή εμάς βρήκες πρώτα», είπε ο Τομ. «Και επειδή εμείς εί μαστε ακόμα εδώ». Η Αλις τους αγκάλιασε και τους δυο. Έμειναν και οι τρεις σ' αυτή τη στάση για λίγο, αγκαλιασμένοι μεταξύ τους, στη μέση του χολ, με τα λιγοστά πράγματα της Άλις σκορπισμένα γύρω τους. 25 Η φωτιά εξαπλώθηκε και σε ένα από τα αμφιθέατρα που ο Διευ θυντής αναγνώρισε ότι ήταν το Χόκερι Χολ. Έπειτα, γύρω στις τέσσερις το πρωί, ο αέρας έπεσε εντελώς και η φωτιά δεν εξαπλώ θηκε άλλο. Όταν βγήκε ο ήλιος, η Ακαδημία του Γκέιτεν βρομού σε προπάνιο, καμένο ξύλο και πάρα πολλά καμένα πτώματα. Μια τεράστια στήλη μολυβένιου καπνού θόλωνε τον λαμπερό ουρανό ενός κατά τα άλλα τέλειου ηλιόλουστου πρωινού του Οκτώβρη στη Νέα Αγγλία. Και στο Περίπτερο Τσίταμ υπήρχαν ακόμη άν θρωποι. Στο τέλος, είχε γίνει σαν ντόμινο: Ο Διευθυντής δεν μπο ρούσε να ταξιδέψει παρά μόνο με αυτοκίνητο, το ταξίδι με αυτο κίνητο ήταν αδύνατον και ο Τζόρνταν δεν έφευγε χωρίς το Διευ θυντή. Ούτε ο ίδιος ο Άρντε δεν κατάφερε να τον μεταπείσει. Η Άλις, παρ' όλο που είχε αποδεχτεί την απώλεια του φυλαχτού της, αρνιόταν να φύγει χωρίς τον Τζόρνταν. Ο Τομ δεν έφευγε χωρίς την Άλις. Και ο Κλέι δεν ήθελε με τίποτε να φύγει χωρίς αυτούς τους δυο, όσο και αν τον τρόμαζε η διαπίστωση ότι δυο ξένοι εί-
244
STEPHEN KING
χαν γίνει, έστω και προσωρινά, σημαντικότεροι και από το γιο του και παρ' ότι εξακολουθούσε να είναι βέβαιος ότι θα πλήρωναν πο λύ ακριβά αυτό που είχαν κάνει στο Γήπεδο Τόνι αν έμεναν στο Γκέιτεν, πόσο μάλλον στη σκηνή του εγκλήματος. Ήλπιζε ότι θα ησύχαζε λίγο με τον ερχομό της μέρας, αλλά δεν ησύχασε. Παρακολουθούσαν και οι πέντε από το μεγάλο παράθυρο του καθιστικού και περίμεναν, αλλά όπως ήταν φυσικό, τίποτε δεν εμ φανίστηκε από τα καπνισμένα ερείπια και δεν ακούστηκε κανένας ήχος εκτός από το σιγανό τρίξιμο της φωτιάς που τώρα είχε κατε βεί και κατέτρωγε τα γραφεία του Αθλητικού Τμήματος και τα α ποδυτήρια, έχοντας σχεδόν αποτελειώσει τις κερκίδες και ό,τι υ πήρχε πάνω από το έδαφος. Οι περίπου χίλιοι τρελοί των κινητών που κούρνιαζαν εκεί είχαν γίνει, όπως είπε η Άλις, κάρβουνο. Η μυρωδιά τους ήταν βαριά, σιχαμερή και σου κολλούσε στο λαιμό. Ο Κλέι είχε ήδη κάνει εμετό μια φορά και ήξερε ότι είχαν κάνει και οι άλλοι -ακόμη κι ο Διευθυντής. Κάναμε λάθος, σκέφτηκε ξανά. «Εσείς, παιδιά, έπρεπε να είχατε φύγει», είπε ο Τζόρνταν. «Ε μείς θα ήμαστε μια χαρά, όπως ήμαστε και πριν, έτσι δεν είναι, κύριε;» Ο Διευθυντής Άρντε αγνόησε την ερώτηση. Παρατηρούσε τον Κλέι. «Τι συνέβη χτες, όταν εσύ και ο Τομ ήσαστε στο πρατήριο καυσίμων; Κάτι πρέπει να έγινε εκεί για να έχεις τώρα αυτό το ύ φος που έχεις». «Ω; Τι ύφος έχω, κύριε;» «Ζώου που μυρίζεται παγίδα. Μήπως σας είδαν εκείνοι οι δύο από το δρόμο;» «Δεν ήταν ακριβώς αυτό», είπε ο Κλέι. Δεν του άρεσε να τον αποκαλούν ζώο, αλλά, σε τελική ανάλυση, αυτό δεν ήταν; Μέσα οξυγόνο και τροφή, έξω διοξείδιο του άνθρακα και περιττώματα. Ο Διευθυντής έτριβε νευρικά την αριστερή πλευρά του στή θους του με το μεγάλο του χέρι. Όπως πολλές από τις χειρονομίες του έτσι κι αυτή είχε μια περίεργη θεατρικότητα -όχι ακριβώς ψεύτικη, σκέφτηκε ο Κλέι, αλλά υπερτονισμένη, για να φανεί μέ χρι τα πίσω έδρανα. «Τότε, τι ακριβώς ήταν;» Και επειδή ο Κλέι αποφάσισε ότι δεν είχε νόημα πια να προ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
245
στατεύει κανέναν, είπε στο Διευθυντή τι ακριβώς είχαν δει από το γραφείο του πρατηρίου καυσίμων: έναν απλό καβγά για ένα κου τάκι μπαγιάτικα μπισκότα να μετατρέπεται ξαφνικά σε κάτι άλλο. Του είπε για τα χαρτιά που ανέμιζαν, για τις στάχτες που γύριζαν μέσα στο τασάκι όπως στριφογυρίζει το νερό όταν αδειάζει η μπανιέρα, για τα κρεμασμένα κλειδιά που κουδούνιζαν, για τη μάνικα του έπεσε από την αντλία της βενζίνης. «Αυτό το είδα», είπε ο Τζόρνταν και η Άλις κούνησε καταφα τικά το κεφάλι της. Ο Τομ είπε για την αίσθηση ότι δεν μπορούσε να ανασάνει και ο Κλέι το επιβεβαίωσε. Προσπάθησαν και οι δυο να εξηγήσουν ε κείνη την αίσθηση της συγκέντρωσης δύναμης στον αέρα. Ο Κλέι είπε ότι ήταν όπως πριν από μια ισχυρή καταιγίδα. Ο Τομ είπε ότι ένιωσε σαν να φορτίστηκε ο αέρας. Να έγινε πολύ βαρύς. «Έπειτα αυτός την άφησε να πάρει δύο από τα αναθεματισμέ να γλυκά και όλα επανήλθαν», είπε ο Τομ. «Οι στάχτες σταμάτη σαν να γυρίζουν, τα κλειδιά σταμάτησαν να κουδουνίζουν και η αίσθηση της καταιγίδας χάθηκε από τον αέρα». Κοίταξε τον Κλέι για επιβεβαίωση. Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. «Γιατί δε μας τα είπατε αυτά πριν;» ρώτησε η Άλις. «Γιατί δε θα άλλαζε τίποτε», απάντησε ο Κλέι. «Θα καίγαμε τη φωλιά ανεξάρτητα από οτιδήποτε, εφόσον μπορούσαμε». «Ναι», είπε ο Τομ. «Πιστεύετε ότι οι τρελοί των κινητών γίνονται ψιονικοί, έτσι δεν είναι;» είπε ξαφνικά ο Τζόρνταν. «Δεν ξέρω καν τι σημαίνει η λέξη, Τζόρνταν», του είπε ο Τομ. «Είναι αυτοί που μπορούν να μετακινούν αντικείμενα μόνο με τη σκέψη, καταρχήν. Ή άθελα τους, όταν τα συναισθήματα τους γίνουν πολύ έντονα και χάσουν τον έλεγχο. Μόνο που οι ψιονικές ικανότητες όπως η τηλεκινησία και η μετεώριση...» «Τηλεκινησία;» είπε επιθετικά η Άλις. Ο Τζόρνταν δεν έδωσε σημασία, «...είναι απλώς παρακλάδια. Ο βασικός κορμός είναι η τηλεπάθεια κι αυτό είναι που φοβάστε εσείς οι δύο, έτσι; Την τηλεπάθεια». Ο Τομ έφερε το χέρι στο στόμα του και τα δάχτυλα του άγγι ξαν το σημείο πάνω από τα χείλη του όπου έλειπε το μισό μουστά κι και το δέρμα ήταν κόκκινο και ερεθισμένο. «Ναι, μου πέρασε
246
STEPHEN KING
αυτή η σκέψη». Έκανε μια παύση και έγειρε το κεφάλι σαν να σκεφτόταν. «Ίσως αυτό απαιτεί μυαλό. Δεν ξέρω». Ο Τζόρνταν το αγνόησε και αυτό. «Ας πούμε πως είναι. Πως πάνε να γίνουν πραγματικοί τηλεπαθητικοί, εννοώ, και όχι σκέτα ζόμπι με ένστικτο κοπαδιού. Και λοιπόν; Το κοπάδι της Ακαδη μίας του Γκέιτεν έχει πεθάνει και πέθαναν όλοι χωρίς να πάρουν μυρωδιά ποιος άναψε τη φωτιά, επειδή κάηκαν ενώ βρίσκονταν σ' αυτή την κατάσταση που είναι γι' αυτούς σαν ύπνος, οπότε αν φο βάστε μήπως έστειλαν τηλεπαθητικά φαξ με τα ονόματα και τις περιγραφές μας στα φιλαράκια τους στις γύρω πόλεις, μπορείτε να χαλαρώσετε». «Τζόρνταν...» ξεκίνησε να λέει ο Διευθυντής, αλλά έκανε ένα μορφασμό και σώπασε απότομα. Συνέχιζε να τρίβει το στήθος του. «Κύριε; Είστε καλά;» «Ναι. Μου φέρνεις τα Ζαντάκ μου από το κάτω μπάνιο, σε πα ρακαλώ; Και ένα μπουκαλάκι νερό Πόλαντ Σπρινγκ; Μπράβο, κα λό παιδί». Ο Τζόρνταν έτρεξε να του κάνει την εξυπηρέτηση. «Έλκος στομάχου; Δε φαντάζομαι;» είπε ο Τομ. «Όχι», απάντησε ο Διευθυντής. «Καθαρό στρες. Ένας παλιός... δε θα έλεγα φίλος... γνώριμος, ίσως;» «Η καρδιά σας είναι εντάξει;» ρώτησε η Άλις χαμηλόφωνα. «Υποθέτω, ναι», είπε ο Διευθυντής και γύμνωσε τα δόντια του σε ένα ανατριχιαστικό χαμόγελο προσποιητής ευθυμίας. «Αν δε μου κάνει τίποτε το Ζαντάκ, μπορούμε να υποθέσουμε διαφορετι κά... αλλά μέχρι τώρα το Ζαντάκ πάντα φέρνει αποτέλεσμα, και χρειάζεται να βάλουμε κι άλλες σκοτούρες στο νου μας, όταν ήδη έχουμε τόσες πολλές; Α, Τζόρνταν, ευχαριστώ». «Παρακαλώ πολύ, κύριε». Το αγόρι τού έδωσε το χάπι του και το νερό με το συνηθισμένο του χαμόγελο. «Νομίζω πως πρέπει να πας μαζί τους, Τζόρνταν», του είπε ο Άρντε, αφού κατάπιε το Ζαντάκ. «Με όλο το σεβασμό, κύριε, σε καμία περίπτωση, σε καμία». Ο Διευθυντής κοίταξε ερωτηματικά τον Τομ και τον Κλέι. Ο Τομ άνοιξε τα χέρια του. Ο Κλέι απλώς ανασήκωσε τους ώμους του. Θα μπορούσε να πει στα ίσια αυτό που αισθανόταν, να εκφρά σει αυτό που πίστευε ότι αισθάνονταν όλοι τους -κάναμε ένα λά-
247
Το ΚΙΝΗΤΌ
θος και όσο μένουμε εδώ επιβαρύνουμε τη θέση μας-, αλλά δεν εί χε νόημα. Ο Τζόρνταν έδειχνε σίγουρος και αποφασισμένος στην επιφάνεια και έντρομος μέχρι θανάτου στο βάθος. Δεν υπήρχε πε ρίπτωση να τον μεταπείσουν. Άλλωστε, ήταν μέρα. Και η μέρα α νήκε στους άλλους. Ο Κλέι ανακάτωσε τρυφερά τα μαλλιά του αγοριού. «Ό,τι πεις εσύ, Τζόρνταν. Πάω να ρίξω έναν υπνάκο». Ο Τζόρνταν φάνηκε απόλυτα ανακουφισμένος. «Ακούγεται σαν καλή ιδέα. Λέω να το κάνω κι εγώ». «Εγώ λέω να πιω ένα φλιτζάνι από το παγκοσμίως διάσημο μπαγιάτικο κακάο του Περιπτέρου Τσίταμ πριν ανεβώ επάνω», εί πε ο Τομ. «Και να ξυρίσω το υπόλοιπο μουστάκι μου. Οι θρήνοι και τα μοιρολόγια που θα ακούσετε θα είναι από μένα». «Μπορώ να έρθω να σε βλέπω;» ρώτησε η Άλις. «Πάντα ήθε λα να δω έναν μεγάλο να κλαίει και να χτυπιέται». 26 Ο Κλέι και ο Τομ μοιράζονταν ένα μικρό υπνοδωμάτιο στον τε λευταίο όροφο. Η Άλις είχε πάρει το μοναδικό άλλο. Την ώρα που ο Κλέι έβγαζε τα παπούτσια του ακούστηκε ένα ελαφρό, γρήγορο χτύπημα στην πόρτα και μπήκε ο Διευθυντής χωρίς να περιμένει απάντηση. Το πρόσωπο του ήταν κατάχλομο εκτός από δυο έντο νες κόκκινες κηλίδες στα μάγουλα του. «Είστε καλά;» ρώτησε ανήσυχος ο Κλέι και σηκώθηκε. «Μή πως είναι η καρδιά σας τελικά;» «Χαίρομαι που το ρωτάς αυτό», του απάντησε ο Διευθυντής. «Δεν ήμουν σίγουρος αν είχε πιάσει ο σπόρος που φύτεψα, αλλά προφανώς έπιασε». Κοίταξε πάνω από τον ώμο του προς το χολ έ ξω και έκλεισε την πόρτα σπρώχνοντας τη με το μπαστούνι του. «Ακούστε με καλά, κύριε Ρίντελ -Κλέι-, και χωρίς ερωτήσεις, ε κτός αν είναι απολύτως απαραίτητο. Θα με βρείτε νεκρό στο κρε βάτι μου σήμερα αργά το απόγευμα ή νωρίς το βραδάκι και θα πείτε ότι ήταν η καρδιά μου τελικά και ότι πρέπει να το προκάλε σε αυτό που κάναμε χτες το βράδυ. Έγινα κατανοητός;» Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Είχε καταλάβει
248
STEPHEN KING
καν μάζεψε αμέσως τις αντιρρήσεις που ανέβηκαν αυτομάτως στα χείλη του. Μπορεί να είχαν θέση στον παλιό κόσμο, αλλά στον καινούριο δεν είχαν καμιά. Ήξερε πολύ καλά γιατί ο Διευθυντής πρότεινε αυτό που πρότεινε. «Αν υποψιαστεί ποτέ ο Τζόρνταν ότι ίσως αφαίρεσα τη ζωή μου για να τον απελευθερώσω από αυτό που, με τον άξιο θαυμα σμού παιδικό τρόπο του, θεωρεί ιερή υποχρέωση του, δεν απο κλείεται να κάνει κι εκείνος το ίδιο. Στην καλύτερη περίπτωση θα πέσει σε μαύρο πένθος. Θα πενθήσει έτσι κι αλλιώς για την απώ λεια μου, αλλά αυτό είναι φυσιολογικό και επιτρεπτό. Η ιδέα ότι αυτοκτόνησα για να τον βγάλω από το Γκέιτεν δεν είναι. Το κατα λάβατε αυτό;» «Ναι», είπε ο Κλέι, κι αμέσως μετά: «Κύριε, περιμένετε άλλη μια μέρα. Αυτό που σκέφτεστε να κάνετε... ίσως να μη χρειαστεί. Μπορεί να τη γλιτώσουμε τελικά». Δεν το πίστευε, αλλά και ο Άρντε ήταν αποφασισμένος να κάνει αυτό που έλεγε. Ο Κλέι είδε την αλήθεια στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο του Διευθυντή, στα σφιγμένα χείλη του, στα μάτια που γυάλιζαν. Παρ' όλα αυτά έκα νε άλλη μια προσπάθεια. «Περιμένετε μια μέρα ακόμη. Μπορεί να μην έρθει κανένας». «Ακούσατε τις κραυγές», του απάντησε ο Διευθυντής. «Ήταν οργή. Θα έρθουν». «Ίσως, αλλά...» Ο Διευθυντής σήκωσε το μπαστούνι του και τον σταμάτησε. «Και αν έρθουν και αν είναι ικανοί να διαβάζουν το δικό μας μυα λό έτσι όπως επικοινωνούν και μεταξύ τους με τη σκέψη, τι θα διαβάσουν στο δικό σας, στην περίπτωση που το δικό σας θα βρί σκεται ακόμη εδώ για να το διαβάσουν;» Ο Κλέι κοίταξε απλώς στα μάτια το Διευθυντή χωρίς να απα ντήσει. «Αλλά ακόμη κι αν δεν μπορούν να διαβάσουν τη σκέψη», συ νέχισε ο Διευθυντής, «εσείς τι προτείνετε; Να μείνετε εδώ και να περιμένετε μέρα τη μέρα, βδομάδα τη βδομάδα; Ώσπου να χιονί σει; Ώσπου να πεθάνω από βαθιά γεράματα; Σας πληροφορώ ότι ο πατέρας μου έζησε μέχρι τα ενενήντα εφτά. Εσείς έχετε γυναίκα και παιδί, μην το ξεχνάτε».
TO KINHTO
249
«Η γυναίκα μου και ο γιος μου ή θα είναι καλά ή δε θα είναι. Έ χω συμφιλιωθεί μ' αυτή την ιδέα». Αυτό ήταν ψέμα και ίσως ο Άρντε να το διάβασε στα μάτια του Κλέι, γιατί του χαμογέλασε μ' εκείνο τον ιδιαίτερο τρόπο του που σε έκανε να αισθάνεσαι φταίχτης. «Και πιστεύετε ότι ο γιος σας έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν ξέρει αν ο πατέρας του είναι ζωντανός ή νεκρός, ή τρελός; Μέσα σε μια βδομάδα μόνο;» «Αυτό ήταν χτύπημα κάτω από τη μέση», είπε ο Κλέι και η φωνή του δεν ακούστηκε σταθερή. «Σοβαρά; Δεν είχα καταλάβει ότι παλεύαμε. Εν πάση περιπτώ σει, δεν έχουμε διαιτητή. Είμαστε μόνο εμείς οι δυο, όπως βλέπε τε». Ο Διευθυντής έριξε μια ματιά στην κλειστή πόρτα πίσω του και κοίταξε πάλι τον Κλέι. «Η εξίσωση είναι πολύ απλή. Εσείς δεν μπορείτε να μείνετε κι εγώ δεν μπορώ να φύγω. Είναι καλύτερα για τον Τζόρνταν να έρθει μαζί σας». «Ναι, αλλά να σας θεωρήσουμε σαν άλογο με σπασμένο πό δι...» «Καμία σχέση», τον διέκοψε ο Διευθυντής. «Τα άλογα δε ζη τάνε ευθανασία. Οι άνθρωποι, όμως, ναι». Η πόρτα άνοιξε ξαφνι κά, μπήκε ο Τομ και ο Διευθυντής, χωρίς ούτε μια παύση για ανά σα, συνέχισε λέγοντας: «Έχεις σκεφτεί ποτέ την εμπορική εικονο γράφηση, Κλέι; Σε βιβλία, εννοώ». «Οι περισσότεροι εκδοτικοί οίκοι θεωρούν το στυλ μου πολύ έντονο και φανταχτερό», απάντησε ο Κλέι. «Έχω κάνει εξώφυλλα για μικρούς εκδοτικούς οίκους φανταστικής λογοτεχνίας, όπως ο Grant και ο Eulalia. Μερικά από τα βιβλία του Άρη, του Έντγκαρ Ράις Μπάροουζ». «Αψού!» φταρνίστηκε δυνατά ο Διευθυντής και κούνησε ζωη ρά το μπαστούνι του στον αέρα. Ύστερα έτριψε το στέρνο του και μόρφασε. «Αναθεματισμένη καρδιά! Με συγχωρείς, Τομ -ανέβη κα για λίγη κουβεντούλα πριν πάω κι εγώ να ξαπλώσω λιγάκι». «Παρακαλώ», είπε ο Τομ και τον παρακολούθησε να βγαίνει από το δωμάτιο. Όταν το μπαστούνι του έφτασε να ακούγεται πια από αρκετή απόσταση, στράφηκε στον Κλέι. «Είναι καλά ο Διευ θυντής; Είναι πολύ χλομός». «Εντάξει μου φάνηκε», είπε ο Κλέι. Έδειξε το πρόσωπο του Τομ. «Δεν είπες πως θα ξύριζες και το άλλο μισό;»
250
STEPHEN KING
«Άλλαξα γνώμη, με την Άλις πάνω από το κεφάλι μου», είπε ο Τομ. «Τη συμπαθώ πολύ, αλλά με ορισμένα πράγματα μπορεί να γίνει πολύ κακιά». «Αυτό είναι σκέτη παράνοια». «Ευχαριστώ, Κλέι. Έχει περάσει μια βδομάδα και ήδη μου λεί πει ο ψυχαναλυτής μου». «Σε συνδυασμό με σύνδρομο καταδίωξης και μεγαλομανία». Ο Κλέι ανέβασε τα πόδια του στο ένα από τα δύο μονά κρεβάτια του δωματίου, σταύρωσε τα χέρια του πίσω από το κεφάλι και κοίταζε το ταβάνι. «Θα προτιμούσες να είχαμε φύγει από δω, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε ο Τομ. «Σαφώς θα το προτιμούσα», είπε ο Κλέι, άχρωμα και χωρίς καθόλου πάθος. «Όλα θα πάνε καλά, Κλέι. Αλήθεια». «Αυτό το λες εσύ, που πάσχεις από μεγαλομανία και σύνδρομο καταδίωξης». «Σωστά», είπε ο Τομ, «αλλά αυτά τα δύο εξισορροπούνται από χαμηλή αυτοεκτίμηση και αραιό έμμηνο κύκλο εγωκεντρισμού. Άλλωστε, όπως και να 'χει...» «...είναι πολύ αργά πια, τουλάχιστον για σήμερα», συμπλήρω σε ο Κλέι. «Ακριβώς». Αυτό σαν να τους ηρέμησε. Ο Τομ είπε κάτι ακόμη, αλλά ο Κλέι έπιασε μόνο το «Ο Τζόρνταν πιστεύει...» και αποκοιμήθηκε. 27 Ξύπνησε ουρλιάζοντας, ή, μάλλον, έτσι νόμισε στην αρχή. Μόνο όταν γύρισε και κοίταξε σαν τρελός το διπλανό κρεβάτι, όπου ο Τομ κοιμόταν γαλήνια έχοντας σκεπάσει τα μάτια του με κάτι -έ να πανί της κουζίνας διπλωμένο στα τέσσερα-, ο Κλέι πείστηκε ό τι το ουρλιαχτό ήταν μόνο μέσα στο κεφάλι του. Μπορεί να του είχε ξεφύγει και κάποια μικρή κραυγή, αλλά προφανώς όχι τόσο δυνατή που να ξυπνήσει το συγκάτοικο του. Το δωμάτιο ήταν κάθε άλλο παρά σκοτεινό, αφού ήταν πέρα-
Το ΚΙΝΗΤΌ
251
σμένο μεσημέρι, αλλά ο Τομ είχε τραβήξει τις κουρτίνες προτού πλαγιάσει και το φως ήταν διάχυτο. Ο Κλέι έμεινε για λίγο ακίνη τος, ξαπλωμένος ανάσκελα. Ένιωθε το στόμα του ξερό σαν πριονίδι και την καρδιά του να σφυροκοπάει στο στήθος του και μέσα στα αυτιά του, όπου ο σφυγμός ακουγόταν σαν ποδοβολητό πάνω σε βελούδινο χαλί. Κατά τα άλλα το σπίτι ήταν απόλυτα σιωπηλό. Μπορεί να μην είχαν συνηθίσει ακόμη την αλλαγή από τη μέρα στη νύχτα, αλλά η χτεσινή νύχτα ήταν ιδιαίτερα εξαντλητική και ε κείνη την ώρα δεν σάλευε τίποτε μέσα στο Περίπτερο Τσίταμ. Έξω τιτίβισε ένα πουλάκι και κάπου πολύ μακριά -όχι στο Γκέιτεν, πιο μακριά- ένας επίμονος συναγερμός δεν έλεγε να το βάλει κάτω. Είχε δει ποτέ του χειρότερο όνειρο; Μια φορά ίσως. Ένα μήνα περίπου απ' όταν είχε γεννηθεί ο Τζόνι, ο Κλέι είχε δει στον ύπνο του ότι είχε σηκώσει το μωρό από την κούνια του για να το αλλά ξει και το παχουλό κορμάκι είχε διαλυθεί μέσα στα χέρια του σαν κακοφτιαγμένη πλαστική κούκλα. Αυτό το καταλάβαινε -ο φόβος της πατρότητας, ο φόβος μήπως τα κάνει θάλασσα. Ένας φόβος που τον είχε ακόμη, όπως είχε διακρίνει πολύ σωστά ο Διευθυντής Άρντε. Τι νόημα να έβγαζε από το σημερινό όνειρο όμως; Ό,τι και αν σήμαινε, ο Κλέι δεν ήθελε να το χάσει και ήξερε α πό πείρα ότι έπρεπε να κάνει γρήγορα για να μη συμβεί αυτό. Στο δωμάτιο υπήρχε ένα μικρό γραφείο και στην πίσω τσέπη του μπλουτζίν που ο Κλέι είχε πετάξει σωρό στα πόδια του κρεβα τιού θυμόταν ότι είχε σκαλώσει ένα στυλό. Πήρε το στυλό, πήγε ως το γραφείο ξυπόλυτος, κάθισε και άνοιξε το συρτάρι μπροστά του. Βρήκε αυτό που ήλπιζε: ένα μικρό πακέτο κόλλες αλληλο γραφίας με τυπωμένο στην κορυφή το οικόσημο της Ακαδημίας του Γκέιτεν και τη φράση «Ένα Νεαρό Μυαλό Είναι Ένα Φως Στο Σκοτάδι». Τράβηξε μία κόλλα και την έβαλε πάνω στο γρα φείο. Το φως ήταν μουντό, αλλά αρκούσε. Πάτησε το κουμπί του στυλό και στάθηκε μια στιγμή για να φέρει στο νου του το όνειρο όσο πιο καθαρά μπορούσε. Αυτός, ο Τομ, η Άλις και ο Τζόρνταν ήταν παραταγμένοι στη σειρά στο κέντρο ενός γηπέδου. Δεν ήταν γήπεδο ποδοσφαίρου ό πως το Τόνι, αλλά κάποιο άλλο είδος. Στο βάθος φαινόταν ο σκε λετός κάποιας ψηλής κατασκευής που στην κορυφή της αναβό σβηνε ένα κόκκινο φως. Δεν είχε ιδέα πού βρίσκονταν, αλλά το
252
STEPHEN KING
γήπεδο ήταν ασφυκτικά γεμάτο από ανθρώπους που τους κοίτα ζαν, από ανθρώπους με κουρελιασμένα ρούχα και πληγές στα πρό σωπα, που ήξερε πολύ καλά τι ήταν. Αυτός και οι φίλοι του βρί σκονταν σε... κλουβιά; Όχι, ήταν πάνω σε εξέδρες. Οι οποίες ήταν κλουβιά έτσι κι αλλιώς κι ας μην είχαν κάγκελα. Ο Κλέι δεν ήξερε πώς ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, αλλά ήταν. Είχαν ήδη αρχίσει να του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες του ονείρου. Ο Τομ ήταν ο πρώτος της σειράς. Ένας άντρας πήγε κοντά του, ένας άντρας κάπως ιδιαίτερος, και ακούμπησε το χέρι του πάνω στο κεφάλι του Τομ. Ο Κλέι δεν θυμόταν πώς μπόρεσε να το κάνει αυτό ο άγνωστος άντρας, αφού ο Τομ -όπως και η Άλις και ο Τζόρνταν και ο ίδιος ο Κλέι- στεκόταν πάνω σε εξέδρα, αλλά αυ τό είχε κάνει. Και, κάνοντας το, είχε πει, «Ecce homo -insanus». Και τότε το πλήθος -χιλιάδες άνθρωποι- είχε βροντοφωνάξει «ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!» με μια φωνή. Μετά ο άντρας είχε πάει στον Κλέι και είχε κάνει ακριβώς το ίδιο. Με το χέρι του πάνω από το κεφάλι της Άλις, ο άντρας είχε πει, «Ecce femina -insana». Και πάνω από τον Τζόρνταν, «Ecce puer -insanus». Και κάθε φορά η ανταπόκριση του πλήθους ήταν η ίδια: «ΜΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!» Ούτε ο άντρας -ο τελετάρχης; Ο διοργανωτής;- ούτε οι άν θρωποι που παρακολουθούσαν δεν είχαν ανοίξει το στόμα τους κατά τη διάρκεια αυτής της τελετουργίας. Η κλήση-και-ανταπόκριση γίνονταν πάντα τηλεπαθητικά. Ύστερα ο Κλέι άφησε ελεύθερο το δεξί του χέρι να σκεφτεί τα υπόλοιπα (το χέρι του και εκείνη την ιδιαίτερη γωνιά του μυαλού του που το κινούσε) και άρχισε να σχεδιάζει μια εικόνα στο χαρτί. Όλο το όνειρο ήταν φριχτό -η ψεύτικη κατηγορία, η καθήλωση στην εξέδρα-, αλλά τίποτε δεν ήταν τόσο φριχτό όσο ο άντρας που είχε σταθεί πάνω από τον καθένα τους χωριστά και τους είχε υποδείξει στο πλήθος, βάζοντας το χέρι του πάνω στο κεφάλι του καθενός σαν να ήταν ζώα για πούλημα σε επαρχιακή εμποροπανή γυρη. Ο Κλέι σκέφτηκε πως αν κατάφερνε να συλλάβει τη μορφή αυτού του άντρα στο χαρτί θα είχε απεικονίσει τον τρόμο. Ο άντρας αυτός ήταν μαύρος- μια ασκητική μορφή με ωραίο κεφάλι και ψηλόλιγνο, σχεδόν κοκαλιάρικο σώμα. Τα μαλλιά του ήταν σαν ένα εφαρμοστό μαύρο σκουφί από κατσαρές μπούκλες, σκισμένο στο πλάι από μια βαθιά τριγωνική πληγή στο κρανίο
253
Το ΚΙΝΗΤΌ
του. Οι ώμοι του ήταν στενοί, οι γοφοί σχεδόν ανύπαρκτοι. Κάτω από το σκουφάκι των μαλλιών, ο Κλέι σκιτσάρισε με αδρές γραμ μές το ωραίο φαρδύ μέτωπο -μέτωπο διανοούμενου. Ύστερα το ασχήμυνε μαυρίζοντας το με άλλη μια βαθιά πληγή και σκιάζοντας την περιοχή όπου το κομμάτι του δέρματος που κρεμόταν έκρυβε εντελώς το ένα φρύδι. Το αριστερό μάγουλο ήταν σκισμένο, από δαγκωνιά ίσως, όπως και το κάτω χείλος από την ίδια πλευρά του προσώπου και του έδινε μια μόνιμη έκφραση κουρασμένης περι φρόνησης. Τα μάτια ήταν το μεγάλο πρόβλημα. Ο Κλέι δεν μπο ρούσε να τα αποδώσει σωστά. Στο όνειρο του εκείνα τα μάτια εί χαν πλήρη συνείδηση, αλλά ήταν νεκρά. Μετά από δυο τρεις ά καρπες προσπάθειες, τα παράτησε και καταπιάστηκε με την μπλού ζα, πριν ξεχάσει τις λεπτομέρειες: ήταν ένα φαρδύ, κολεγιακό φούτερ με κουκούλα (ΚΟΚΚΙΝΟ, έγραψε δίπλα, μαζί με ένα βέ λος), με άσπρα κεφαλαία γράμματα μπροστά στο στήθος. Η μπλούζα ήταν πολύ φαρδιά για ένα τόσο κοκαλιάρικο σώμα και ό πως δίπλωνε έκρυβε τα γράμματα σχεδόν ως τη μέση, αλλά ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι έγραφε ΧΑΡΒΑΡΝΤ. Αυτό σχεδίαζε όταν άρχισε να ακούγεται από κάτω το κλάμα, ένας σιγανός θρήνος σαν μονό τονο μουρμουρητό. 28 Ήταν ο Τζόρνταν. Ο Κλέι το κατάλαβε αμέσως. Έριξε μια ματιά στον Τομ καθώς φορούσε βιαστικά το μπλουτζίν του, αλλά ο Τομ δεν είχε σαλέψει. Εκτός παιχνιδιού αυτός, σκέφτηκε ο Κλέι. Άνοι ξε την πόρτα, γλίστρησε ήσυχα έξω και την έκλεισε αθόρυβα πί σω του. Η Άλις, με ένα μακρύ μπλουζάκι της Ακαδημίας του Γκέιτεν για νυχτικό, καθόταν στην κορυφή της σκάλας στο πρώτο πάτωμα και νανούριζε το αγόρι στην αγκαλιά της. Ο Τζόρνταν είχε κρύψει το πρόσωπο του πάνω στον ώμο της. Η Άλις σήκωσε τα μάτια με το που άκουσε τα γυμνά πατήματα του Κλέι στα σκαλιά και του μίλησε πριν προλάβει να τη ρωτήσει κάτι που μπορεί να το μετά νιωνε αργότερα: Έπαθε τίποτε ο Διευθυντής; «Είδε άσχημο όνειρο», ψιθύρισε η Άλις.
254
STEPHEN KING
Ο Κλέι είπε το πρώτο πράγμα που του κατέβηκε. Εκείνη τη στιγμή του φάνηκε τρομερά σημαντικό. «Είδες και εσύ;» Η Άλις συνοφρυώθηκε. Ξυπόλυτη, με τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και το πρόσωπο κόκκινο σαν να την είχε αρπάξει ο ή λιος μετά από μια ολόκληρη μέρα στη θάλασσα, έμοιαζε σαν ε ντεκάχρονη αδερφούλα του Τζόρνταν. «Τι; Όχι. Τον άκουσα να κλαίει στο διάδρομο. Είχα μισοξυπνήσει έτσι κι αλλιώς και...» «Μια στιγμή», είπε ο Κλέι. «Περίμενε εκεί, όπως είσαι». Ανέβηκε ξανά στον επάνω όροφο και πήρε το σκίτσο από το δωμάτιο του. Αυτή τη φορά ο Τομ άνοιξε τα μάτια του. Κοίταξε γύρω του τρομαγμένος και φανερά αποπροσανατολισμένος, είδε τον Κλέι και χαλάρωσε αυτομάτως. «Πίσω στην πραγματικότη τα», είπε. Έτριψε το πρόσωπο του και ανασηκώθηκε στον αγκώνα του. «Ευτυχώς. Χριστέ μου. Τι ώρα είναι;» «Τομ, είδες κανένα όνειρο; Άσχημο όνειρο;» Ο Τομ κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Ναι, μάλλον. Ά κουσα κλάματα. Ο Τζόρνταν ήταν;» «Ναι. Τι όνειρο είδες; Θυμάσαι;» «Κάποιος μας αποκάλεσε παράφρονες», είπε ο Τομ και ο Κλέι ένιωσε ένα απότομο κενό στο στομάχι του. «Πράγμα που είμαστε, προφανώς. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι. Γιατί; Είδες και...» Ο Κλέι δεν περίμενε να ακούσει περισσότερα. Έτρεξε πίσω στη σκάλα. Ο Τζόρνταν γύρισε και τον κοίταξε σαστισμένος και φανερά τρομαγμένος όταν ο Κλέι κάθισε δίπλα του στο σκαλοπά τι. Ούτε ίχνος από το παιδί-θαύμα των υπολογιστών. Αν η Άλις φαινόταν σαν εντεκάχρονη με την αλογοουρά και το μακρύ μπλουζάκι της, ο Τζόρνταν έμοιαζε το πολύ εννιά. «Τζόρνταν», είπε ο Κλέι. «Το όνειρο που είδες... τον εφιάλτη. Θυμάσαι τίποτε;» «Αρχίζει να χάνεται τώρα», απάντησε ο Τζόρνταν. «Μας είχαν στήσει σε κάτι εξέδρες. Μας κοίταζαν σαν να ήμαστε... δεν ξέρω, σαν άγρια ζώα... και έλεγαν...» «Ότι είμαστε παράφρονες». Ο Τζόρνταν γούρλωσε τα μάτια του. «Ναι!» Ο Κλέι άκουσε βήματα πίσω τους. Ήταν ο Τομ, που κατέβαινε τη σκάλα. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Έδειξε στον Τζόρνταν το σκί τσο του. «Μήπως ήταν αυτός ο υπεύθυνος;»
Το ΚΙΝΗΤΌ
255
Ο Τζόρνταν δεν απάντησε. Δεν χρειάστηκε. Τραβήχτηκε από τομα μακριά από το σκίτσο και ζάρωσε στην αγκαλιά της Άλις κρύβοντας πάλι το πρόσωπο του πάνω στον ώμο της. «Τι είναι;» ρώτησε η Άλις ταραγμένη. Έκανε να πιάσει το σκί τσο, αλλά την πρόλαβε ο Τομ. «Χριστέ μου», είπε κι έδωσε αμέσως πίσω το σκίτσο στον Κλέι. «Το όνειρο το έχω σχεδόν ξεχάσει, αλλά θυμάμαι το σκισμέ νο μάγουλο». «Και το χείλος του», είπε ο Τζόρνταν πνιχτά, με το στόμα του πάνω στον ώμο της Άλις. «Έτσι όπως κρεμόταν. Αυτός μας έδει χνε στους άλλους. Σ' αυτούς». Ρίγησε σύγκορμος. Η Άλις του έ τριψε την πλάτη κι ύστερα σταύρωσε τα χέρια της πάνω στις ωμο πλάτες του για να τον κρατάει ακόμη πιο σφιχτά στην αγκαλιά της. Ο Κλέι έφερε το σκίτσο μπροστά στα μάτια της Άλις. «Εσένα σου λέει κάτι; Ο άντρας των ονείρων σου μήπως;» Η Άλις κούνησε το κεφάλι της, αλλά πριν προλάβει να πει όχι ακούστηκε ένα δυνατό, παρατεταμένο τράνταγμα και μια σειρά α πό χτυπήματα στην έξω μεριά της κεντρικής πόρτας του Περιπτέ ρου Τσίταμ. Η Άλις ούρλιαξε. Ο Τζόρνταν κόλλησε πάνω της σαν να ήθελε να τρυπώσει μέσα της και ούρλιαξε κι αυτός. Ο Τομ έ σφιξε τον ώμο του Κλέι. «Ωχ, φίλε, τι σκατά...» Καινούρια τραντάγματα απέξω, πιο επίμονα, πιο δυνατά. Η Ά λις ούρλιαξε ξανά. «Τα όπλα!» φώναξε ο Κλέι. «Τα όπλα\» Για μερικές στιγμές έμειναν όλοι ακίνητοι σαν να είχαν παρα λύσει πάνω στο κεφαλόσκαλο που το έλουζε ο απογευματινός ή λιος. Ύστερα ακούστηκε άλλο ένα από εκείνα τα παρατεταμένα, δυνατά τραντάγματα κι ήταν σαν να κροτάλιζαν ξερά κόκαλα. Ο Τομ έφυγε σαν βολίδα για τον επάνω όροφο. Ο Κλέι έτρεξε πίσω του, γλίστρησε με τις κάλτσες στο σκαλοπάτι και πιάστηκε από την κουπαστή της σκάλας για να μην πέσει. Η Άλις έσπρωξε πέρα τον Τζόρνταν και έτρεξε κι αυτή στο δωμάτιο της αφήνοντας το α γόρι μόνο, κουλουριασμένο γύρω από τον ξύλινο στύλο της κου παστής, να κοιτάζει από την κορυφή της σκάλας το χολ κάτω με έ ντρομα, ορθάνοιχτα μάτια.
256
STEPHEN KING
29 «Ήρεμα», είπε ο Κλέι. «Ας ηρεμήσουμε όσο γίνεται, εντάξει;» Στέκονταν και οι τρεις στη βάση της σκάλας δύο λεπτά αφότου είχε ακουστεί το πρώτο από τα δυνατά τραντάγματα στην μπρο στινή πόρτα. Ο Τομ κρατούσε το ρώσικο αυτόματο τουφέκι που δεν είχε δοκιμαστεί ακόμη και που του είχαν κολλήσει το παρα τσούκλι Σερ Σπίντι. Η Άλις κρατούσε από ένα αυτόματο πιστόλι των εννιά χιλιοστών σε κάθε χέρι και ο Κλέι είχε το 45άρι της Μπεθ Νίκερσον, το οποίο κουβαλούσε από το προηγούμενο βρά δυ (αν και δεν θυμόταν πότε το είχε ξαναβάλει στη θήκη της ζώ νης του και το είχε πάρει μαζί του). Ο Τζόρνταν έμενε στην κορυ φή της σκάλας κουλουριασμένος γύρω από το κάγκελο. Καλό αυ τό, σκέφτηκε ο Κλέι. Το απογευματινό φως που έμπαινε στο Περί πτερο Τσίταμ ήταν πολύ πιο θαμπό απ' ό,τι θα έπρεπε κι αυτό σί γουρα δεν ήταν καθόλου καλό. Το φως ήταν θαμπό επειδή όλα τα παράθυρα του ισογείου ήταν γεμάτα από τρελούς των κινητών που στριμωγμένοι πάνω στα τζάμια κοίταζαν στο εσωτερικό. Δεκάδες, μπορεί και εκατοντάδες από εκείνα τα παράξενα κενά πρόσωπα, σημαδεμένα τα περισσό τερα από τις μάχες που είχαν δώσει κι από τα τραύματα που είχαν αποκτήσει κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας αναρχίας. Ο Κλέι εί δε μάτια βγαλμένα, αυτιά κομμένα και δόντια να λείπουν, είδε με λανιές, πληγές, εγκαύματα και μαυρισμένες σάρκες να κρέμονται. Ήταν όλοι σιωπηλοί. Υπήρχε μια απόκοσμη αίσθηση απληστίας γύρω τους και ο αέρας είχε φορτιστεί πάλι από εκείνη την ασφυ κτική πίεση που δημιουργούσε η συγκέντρωση μιας πανίσχυρης, με δυσκολία ελεγχόμενης δύναμης. Ο Κλέι σχεδόν περίμενε να δει όπλα να ξεπετάγονται από τα χέρια του και να πυροβολούν από μόνα τους. Εμάς, σκέφτηκε. «Τώρα ξέρω πώς αισθάνονται οι αστακοί μέσα στη γυάλινη δε ξαμενή του εστιατορίου Χάρμπορ Σίφουντ», είπε ο Τομ με σιγανή, σφιγμένη φωνή. «Ηρέμησε», επανέλαβε ο Κλέι. «Ας τους αφήσουμε να κάνουν αυτοί την πρώτη κίνηση».
Το ΚΙΝΗΤΌ
257
Αλλά δεν υπήρξε πρώτη κίνηση. Υπήρξε μόνο ένα ακόμη από εκείνα τα παρατεταμένα τραντάγματα -ήχος που κάνει ένα βαρύ αντικείμενο όταν πέφτει από κάποιο ύψος σε σκληρό έδαφος, ό πως φάνηκε στον Κλέι- κι έπειτα οι μορφές στα παράθυρα αποτραβήχτηκαν σαν να είχε δοθεί ένα σύνθημα που μόνο εκείνες εί χαν ακούσει. Υποχώρησαν μαζικά, σε τακτικές σειρές. Δεν ήταν η ώρα της μέρας που συνήθιζαν να σχηματίζουν κοπάδι, αλλά τα πράγματα είχαν αλλάξει. Ήταν πλέον ολοφάνερο. Ο Κλέι πήγε στο μεγάλο παράθυρο του καθιστικού κρατώντας το περίστροφο πάνω στο μηρό του. Ο Τομ και η Άλις τον ακολού θησαν. Παρακολούθησαν και οι τρεις τους τρελούς των κινητών (που δεν φαίνονταν πια καθόλου σαν τρελοί) να οπισθοχωρούν, βαδίζοντας ανάποδα με μια αλλόκοτη, ανατριχιαστική άνεση χω ρίς να χάνει κανείς τους τον ελάχιστο ελεύθερο χώρο που διατη ρούσε σε σχέση με τους διπλανούς του στη σειρά. Σταμάτησαν τε λικά κάπου ανάμεσα στο Περίπτερο Τσίταμ και στα καπνισμένα ε ρείπια του Γηπέδου Τόνι, σαν στρατός κουρελιάρηδων παραταγ μένος σε ένα πεδίο στρωμένο με ξερά φύλλα. Εκατοντάδες ζευγά ρια όχι-εντελώς-κενά μάτια καρφώθηκαν επίμονα στην κατοικία του Διευθυντή. «Γιατί είναι μουντζουρωμένα τα χέρια και τα πόδια τους;» ρώ τησε μια φοβισμένη φωνή. Γύρισαν όλοι και κοίταξαν. Ήταν ο Τζόρνταν. Ο Κλέι δεν είχε προσέξει καν τις καπνιές στα χέρια των βουβών πλασμάτων εκεί έξω, αλλά πριν προλάβει να το πει, ο Τζόρνταν απάντησε μόνος του στην ερώτηση του. «Πήγαν να δουν, έτσι δεν είναι; Ναι. Πήγαν να δουν τι κάναμε στους φίλους τους. Και έχουν θυμώσει. Το αισθάνομαι. Εσείς δεν το αισθάνεστε;» Ο Κλέι δεν ήθελε να πει ναι, αλλά φυσικά το αισθανόταν. Όλο εκείνο το βάρος, η τρομερή φόρτιση στον αέρα, η αίσθηση ότι ό που να 'ταν θα ξεσπούσε η καταιγίδα: όλα αυτά ήταν οργή. Σκέ φτηκε το Ξανθό Ξωτικό που κατασπάραζε το λαιμό της κυρίας Α ντρικό Κοστούμι και την ηλικιωμένη κυρία που είχε κερδίσει τη Μάχη του Σταθμού, εκείνη που είχε αποχωρήσει προς το Δημοτι κό Πάρκο της Βοστόνης με το αίμα να στάζει από τις άκρες των γκρίζων μαλλιών της. Τον γυμνό νεαρό που φορούσε μόνο ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια και έτρεχε κρατώντας σε κάθε χέρι από μια κεραία αυτοκινήτου και καρφώνοντας τον αέρα. Τόση ορ-
258
STEPHEN KING
γή ήταν δυνατόν να είχε εξαφανιστεί απλώς και μό\ο επειδή όλοι αυτοί είχαν γίνει κοπάδι; Ε, όχι. «Εγώ το αισθάνομαι», είπε ο Τομ. «Όμως, Τζόρνταν, αν έχουν αποκτήσει ιδιαίτερες ψυχικές δυνάμεις, γιατί δε μας κάνουν να αυτοκτονήσουμε ή να σκοτώσουμε ο ένας τον άλλον;» «Ή να κάνουν να εκραγεί το μυαλό μας», είπε η Άλις. Η φωνή της έτρεμε. «Το έχω δει σε μια παλιά ταινία». «Δεν ξέρω», είπε ο Τζόρνταν. Κοίταξε τον Κλέι, «Πού είναι ο Κουρελιάρης;» «Έτσι τον αποκαλείς;» Ο Κλέι κοίταξε το σκίτσο, που το κρα τούσε ακόμη στο χέρι του: το σκισμένο μάγουλο, το σκισμένο μα νίκι της μπλούζας, το φαρδύ μπλουτζίν. Το «Κουρελιάρης» δεν ή ταν καθόλου άσχημο όνομα για τον άντρα με την μπλούζα του Χάρβαρντ. «Τον λέω κακό μπελά, καλύτερα», είπε ο Τζόρνταν, με τσιριχτή φωνή. Κοίταξε πάλι έξω τους νεοφερμένους. Ήταν τουλάχι στον τριακόσιοι, μπορεί και τετρακόσιοι και είχαν καταφτάσει έ νας Θεός ξέρει από ποιες γύρω πόλεις. Ο Τζόρνταν στράφηκε πάλι στον Κλέι. «Τον είδες;» «Μόνο στο όνειρο μου». Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας με τον Κλέι. «Για μένα είναι απλώς ένα σκίτσο σε ένα φύλλο χαρτί», είπε η Άλις. «Δεν τον είδα στον ύπνο μου, ούτε και βλέπω κανέναν εκεί έξω με τέτοια μπλούζα. Τι γύρευαν στο γήπεδο; Δεν πιστεύω να πήγαν να αναγνωρίσουν τους νεκρούς». Έδειξε να της φαίνεται α πίθανο αυτό που είπε. «Εξάλλου, δεν κάνει ακόμη τρομερή ζέστη εκεί μέσα; Πρέπει να κάνει». «Τι περιμένουν τώρα;» αναρωτήθηκε ο Τομ. «Αν είναι να μας απαγγείλουν κατηγορία ή να μας κάνουν να καρφώσουμε κουζινομάχαιρα ο ένας στον άλλον, τι περιμένουν;» Ο Κλέι κατάλαβε ξαφνικά τι περίμεναν και πού ακριβώς βρι σκόταν ο Κουρελιάρης του Τζόρνταν -ήταν μια έκλαμψη, κάτι σαν αυτό που η καθηγήτρια του στην άλγεβρα αποκαλούσε στιγμή αχά! Κατευθύνθηκε προς την μπροστινή πόρτα. «Πού πας;» τον ρώτησε ο Τομ. «Να δω τι μας έχουν αφήσει», είπε ο Κλέι.
Το ΚΙΝΗΤΌ
259
Έτρεξαν όλοι πίσω του. Ο Τομ τον έφτασε όταν ο Κλέι είχε ή δη πιάσει το πόμολο. «Δεν ξέρω αν είναι καλή ιδέα, Κλέι». «Ίσως όχι, αλλά αυτό περιμένουν να κάνουμε. Και ξέρεις κάτι; Αν ήταν να μας σκοτώσουν, θα το είχαν κάνει ήδη». «Δίκιο έχει», είπε ο Τζόρνταν με σιγανή, αδύναμη φωνή. Ο Κλέι άνοιξε την πόρτα. Η μακριά, στεγασμένη μπροστινή βεράντα του Περιπτέρου Τσίταμ, με τα άνετα ψάθινα έπιπλα και με θέα σε όλη την Πλαγιά της Ακαδημίας ως κάτω στον κεντρικό δρόμο, ήταν ιδανική για ηλιόλουστα απογεύματα σαν κι αυτό, αλ λά τον Κλέι ήταν το τελευταίο πράγμα που τον ενδιέφερε. Μπρο στά από τα σκαλοπάτια της βεράντας τρελοί των κινητών στεκό ταν σε σχηματισμό αιχμής βέλους: ένας μπροστά, δύο πίσω του, τρεις πίσω απ' αυτούς κι ύστερα τέσσερις, πέντε και έξι. Είκοσι έ νας συνολικά. Ο μπροστινός ήταν ο Κουρελιάρης από το όνειρο του Κλέι, ήταν το σκίτσο του με σάρκα και οστά. Τα άσπρα γράμ ματα στο στήθος της βρόμικης, σκισμένης κόκκινης μπλούζας έ γραφαν πράγματι ΧΑΡΒΑΡΝΤ. Το σκισμένο αριστερό του μάγουλο είχε πιαστεί στο πλάι της μύτης με χοντροκομμένα ασπριδερά ράμματα που από το τράβηγμα είχαν ανοίξει δυο πληγές σε σχήμα δακρύων πάνω στο μαύρο δέρμα, που είχε επουλωθεί ακανόνιστα. Ουλές από σκισίματα υπήρχαν στα σημεία όπου είχαν τραβηχτεί και κοπεί ένα τρίτο και ένα τέταρτο ράμμα. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι το ράψιμο της πληγής πρέπει να είχε γίνει με πετονιά. Το σκισμέ νο κάτω χείλος που κρεμόταν ανοιχτό φανέρωνε μια οδοντοστοι χία πρόσφατα φροντισμένη από καλό ορθοδοντικό, όταν ο κόσμος ήταν λιγότερο άγριος. Μπροστά στην πόρτα υπήρχε ένας ψηλός σωρός από μαυρι σμένα, παραμορφωμένα αντικείμενα που είχε θάψει το χαλάκι για τα πόδια και απλωνόταν και προς τις δυο πλευρές της εισόδου. Θα μπορούσε να ήταν η καλλιτεχνική άποψη ενός μισότρελου γλύπτη. Ο Κλέι χρειάστηκε μερικές στιγμές για να καταλάβει ότι αυτό που έβλεπε ήταν τα καμένα και λιωμένα απομεινάρια των «φορητών» που είχαν εγκαταστήσει στο Γήπεδο Τόνι οι τρελοί των κινητών. Η Άλις ούρλιαξε. Μερικά από τα λιωμένα μηχανήματα είχαν πέσει όταν άνοιξε την πόρτα ο Κλέι και κάποιο αντικείμενο που πρέπει να ισοροπούσε στην κορυφή του σωρού είχε πέσει κι αυτό μαζί τους και τώρα βρισκόταν μισό στο χώμα και μισό στην άκρη
260
STEPHEN KING
του σωρού. Πριν προλάβει ο Κλέι να τη σταματήσει, η Άλις βγήκε μπροστά, πέταξε κάτω το ένα από τα αυτόματα πιστόλια και άρπα ξε το αντικείμενο που είχε δει. Ήταν το αθλητικό παπουτσάκι. Το πήρε, έκανε πίσω και το κράτησε σφιχτά ανάμεσα στα στήθη της. Ο Κλέι κοίταξε τον Τομ. Ο Τομ κοίταξε τον Κλέι. Δεν είχαν τηλεπαθητικές ικανότητες, αλλά συνεννοήθηκαν απόλυτα. Και τώ ρα, τι γίνεται; ρωτούσαν τα μάτια του Τομ. Ο Κλέι έστρεψε πάλι την προσοχή του στον Κουρελιάρη. Ανα ρωτήθηκε αν το αισθανόταν κανείς όταν διάβαζαν το μυαλό του και αν κάποιος διάβαζε το δικό του εκείνη τη στιγμή. Άπλωσε τα χέρια του στον Κουρελιάρη. Στο ένα κρατούσε ακόμη το περί στροφο, αλλά ούτε ο Κουρελιάρης ούτε κανένας άλλος από την ο μάδα του δεν έδειξε να αισθάνεται απειλή. Ο Κλέι έστρεψε τις πα λάμες του προς τα έξω: Τι θέλετε; Ο Κουρελιάρης χαμογέλασε. Δεν είχε καμιά χαρά εκείνο το χα μόγελο. Ο Κλέι νόμισε ότι διέκρινε θυμό στα σκούρα καστανά μά τια, αλλά και πάλι ήταν κάτι επιφανειακό. Τίποτε δεν σπίθιζε κά τω από την επιφάνεια, τίποτε που να μπορεί να προσδιορίσει σαν συναίσθημα. Ήταν σαν να έβλεπε μια κούκλα να του χαμογελάει. Ο Κουρελιάρης έγειρε το κεφάλι του στο πλάι και τέντωσε το δάχτυλο του: Περίμενε. Και τότε, σαν να είχε δοθεί ένα σύνθημα, από την Ακάντεμι Άβενιου κάτω ακούστηκαν μαζικά ουρλιαχτά. Ανθρώπινα ουρλιαχτά πόνου. Κι ανάμεσα τους κάτι άναρθρες ζω ώδεις κραυγές. Όχι πολλές. «Τι κάνετε;» φώναξε η Άλις. Βγήκε μπροστά σφίγγοντας ασυ ναίσθητα το αθλητικό παπουτσάκι στη χούφτα της. Έσφιγγε τόσο δυνατά, που οι φλέβες στο μπράτσο της είχαν πεταχτεί και φάντα ζαν σαν μακριές, παχιές γραμμές ζωγραφισμένες πάνω στο δέρμα. «Τι κάνετε στους ανθρώπους εκεί κάτω;» Λες και υπάρχει αμφιβολία για το τι κάνουν, σκέφτηκε ο Κλέι. Η Άλις σήκωσε το χέρι με το οποίο κρατούσε ακόμη το όπλο. Ο Τομ άρπαξε το πιστόλι και το απέσπασε βίαια από τα δάχτυλα της, πριν προλάβει να τραβήξει τη σκανδάλη. Η Άλις του ρίχτηκε με τα νύχια της. «Δώσ' το μου πίσω! Άκουσες; Δώσ' το μου, είπα!» Ο Κλέι την τράβηξε μακριά από τον Τομ. Κατά τη διάρκεια ό λης αυτής της σκηνής, ο Τζόρνταν παρακολουθούσε από το χολ
261
Το ΚΙΝΗΤΌ
της εισόδου με ορθάνοιχτα, έντρομα μάτια και ο Κουρελιάρης συ νέχιζε να στέκεται στην κορυφή του βέλους χαμογελώντας με μια έκφραση όπου κάτω από το χαμόγελο υπήρχε οργή και κάτω από την οργή... απόλυτο κενό, απ' όσο μπορούσε να διακρίνει ο Κλέι. Απόλυτο κενό. «Έτσι κι αλλιώς ήταν σηκωμένη η ασφάλεια», είπε ο Τομ. «Δό ξα τω Θεώ». Στράφηκε στην Άλις: «Θέλεις να σκοτωθούμε όλοι;» «Κι εσύ νομίζεις πως θα μας αφήσουν να φύγουμε;» Η Άλις έ κλαιγε τώρα τόσο δυνατά που ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβουν τι έλεγε. Κάτω στο λόφο, από τις δεντροστοιχίες της λεωφόρου που περνούσε μπροστά από την Ακαδημία του Γκέιτεν ακούγο νταν κραυγές και ουρλιαχτά. Μια γυναίκα φώναξε Μη, σε παρα καλώ, σε παρακαλώ, μη κι ύστερα η φωνή της έγινε ένα τρομερό ουρλιαχτό πόνου. «Δεν ξέρω τι θα κάνουν μ' εμάς», είπε ο Τομ με φωνή που πά σχιζε να την κάνει να ακουστεί ψύχραιμη, «αλλά αν ήθελαν να μας σκοτώσουν θα το έκαναν. Κοίταξε τον, Άλις -ό,τι συμβαίνει εκεί κάτω είναι για το χατίρι μας». Έπεσαν μερικοί πυροβολισμοί από κάποιους που προσπάθη σαν να αμυνθούν, αλλά όχι πολλοί. Κυρίως ακούγονταν μόνο κραυγές πόνου, φρίκης και κατάπληξης, όλες από την περιοχή που συνόρευε με την Ακαδημία του Γκέιτεν, όπου είχε καεί το κοπάδι. Σίγουρα δεν κράτησαν πάνω από δέκα λεπτά, αλλά μερικές φορές, σκέφτηκε ο Κλέι, ο χρόνος είναι πολύ σχετικός. Τους φάνηκαν σαν ώρες. 30 Όταν έπαψαν τελικά οι κραυγές, η Άλις έμεινε με το κεφάλι σκυ φτό, ακίνητη ανάμεσα στον Τομ και στον Κλέι. Είχε αφήσει και τα δύο αυτόματα πάνω σε ένα τραπέζι δίπλα στην είσοδο, που προο ριζόταν για χαρτοφύλακες και καπέλα. Ο Τζόρνταν της κρατούσε το χέρι και κοίταξε έξω τον Κουρελιάρη και τους ακόλουθούς του, που στέκονταν στην αρχή του μονοπατιού. Μέχρι στιγμής το αγό ρι δεν είχε προσέξει την απουσία του Διευθυντή. Ο Κλέι ήξερε ότι
262
STEPHEN KING
σύντομα θα τον αναζητούσε και τότε θα άρχιζε η επόμενη άσχημη σκηνή εκείνης της φριχτής μέρας. Ο Κουρελιάρης έκανε ένα βήμα μπροστά και ταυτόχρονα μια μικρή υπόκλιση, ανοίγοντας και τα δυο του χέρια σιο πλάι σαν να έλεγε, Στις προσταγές σας. Ύστερα σήκωσε το κεφάλι του και ά πλωσε το ένα χέρι μπροστά δείχνοντας προς την Πλαγιά της Ακα δημίας και τη λεωφόρο κάτω. Κάνοντας το, κοίταξε τη μικρή συ ντροφιά που ήταν μαζεμένη στο άνοιγμα της πόρτας, πίσω από το σωρό με τα λιωμένα ραδιοκασετόφωνα. Το νόημα της χειρονομίας του ήταν ξεκάθαρο για τον Κλέι: Ο δρόμος είναι δικός σας. Ε μπρός, πηγαίνετε. «Ίσως», είπε. «Στο μεταξύ ας ξεκαθαρίσουμε ένα πράγμα. Δεν αμφιβάλλω ότι μπορείς να μας ξεκάνεις αν θέλεις, έχεις την αριθ μητική υπεροχή, αλλά το σίγουρο είναι πως κάποιος άλλος θα κά νει κουμάντο στη θέση σου αύριο. Γιατί εγώ προσωπικά θα φρο ντίσω να είσαι ο πρώτος που θα πέσει». Ο Κουρελιάρης έβαλε τα χέρια στα μάγουλα του και γούρλωσε τα μάτια του: Πω, πω! Οι άλλοι πίσω του έμειναν ανέκφραστοι σαν ρομπότ. Ο Κλέι τον κοίταξε για μερικές στιγμές ακόμη και έ κλεισε ήσυχα την πόρτα. «Συγνώμη», είπε άχρωμα η Άλις. «Απλώς δεν μπορούσα να στέκομαι και να ακούω τα ουρλιαχτά τους». «Δεν πειράζει», είπε ο Τομ. «Δεν έγινε τίποτε. Το καλό είναι ό τι σου έφεραν πίσω το παπουτσάκι σου». Η Άλις το κοίταξε. «Λες να μας βρήκαν απ' αυτό; Να μας μυ ρίστηκαν, έτσι όπως πιάνουν τα λαγωνικά τις μυρωδιές;» «Όχι», είπε ο Τζόρνταν. Είχε καθίσει σε μια πολυθρόνα με ψη λή ράχη δίπλα στην ομπρελοθήκη και φαινόταν πολύ μικρός, πολύ ταλαιπωρημένος και εξαντλημένος. «Είναι ένας τρόπος να σου πουν ότι σε ξέρουν. Εγώ έτσι νομίζω». «Ναι», συμφώνησε ο Κλέι. «Πιστεύω πως ήξεραν ότι ήμαστε ε μείς πριν έρθουν καν εδώ. Το έμαθαν από τα όνειρα μας, έτσι όπως μάθαμε κι εμείς το πρόσωπο του Κουρελιάρη από τα όνειρα μας». «Εγώ δεν...» άρχισε να λέει η Άλις. «Επειδή είχες ήδη ξυπνήσει. Θα έχεις νέα του όταν θα έρθει η ώρα, φαντάζομαι. Αν έχει κάτι άλλο να μας πει». Ο Τομ έκανε μια
263
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
παύση. «Αυτό, πάντως, δεν το καταλαβαίνω, Κλέι. Εμείς το κάνα με. Κι αυτοί ξέρουν ότι εμείς το κάναμε, είμαι πεπεισμένος». «Ναι», είπε ο Κλέι. «Τότε, γιατί να σκοτώσουν ένα τσούρμο αθώους πρόσφυγες ό ταν θα ήταν το ίδιο εύκολο -σχεδόν το ίδιο, έστω- να μπουκάρουν εδώ μέσα και να μας σκοτώσουν; Θέλω να πω, αντιλαμβάνομαι την έννοια "αντίποινα", αλλά δεν πιάνω το νόημα αυτής της...» Εκείνη τη στιγμή ακριβώς, ο Τζόρνταν σηκώθηκε από την πο λυθρόνα, κοίταξε γύρω του με μια έκφραση απορίας και ανησυ χίας και ρώτησε δυνατά: «Πού είναι ο Διευθυντής;» 31 Ο Κλέι πρόφτασε τον Τζόρνταν, αλλά το αγόρι είχε φτάσει ήδη στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου. «Τζόρνταν, στάσου!» «Όχι», είπε ο Τζόρνταν. Το πρόσωπο του ήταν πιο χλομό και σοκαρισμένο από κάθε άλλη φορά. Τα πυκνά, σγουρά μαλλιά πε τούσαν γύρω από το κεφάλι του και ο Κλέι υπέθεσε ότι φαίνονταν έτσι επειδή χρειαζόταν κούρεμα, αλλά έμοιαζαν σαν να είχαν ση κωθεί όρθια από την ταραχή του. «Με όλη αυτή τη φασαρία θα έ πρεπε να είχε έρθει, να είναι μαζί μας! Θα είχε έρθει, αν ήταν κα λά». Τα χείλη του άρχισαν να τρέμουν. «Θυμάσαι πώς έτριβε το στήθος του; Κι αν δεν ήταν μόνο μια ξινίλα στο στομάχι;» «Τζόρνταν...» Ο Τζόρνταν δεν του έδωσε καμιά σημασία και ο Κλέι ήταν σί γουρος πως το αγόρι είχε ξεχάσει και τον Κουρελιάρη και τις ορ δές του προς το παρόν. Ελευθερώθηκε από το χέρι του Κλέι με έ να απότομο τίναγμα και έτρεξε στο διάδρομο φωνάζοντας, «Κύ ριε! Κύριε!» ενώ από τους τοίχους άλλοι Διευθυντές που έφταναν μέχρι και πίσω στον δέκατο ένατο αιώνα τον κοίταζαν αυστηρά μέσα από τα κάδρα τους. Ο Κλέι κοίταξε προς τα κάτω στη σκάλα. Η Άλις δεν θα μπο ρούσε να προσφέρει καμιά βοήθεια. Είχε καθίσει στο τελευταίο σκαλοπάτι με το κεφάλι σκυφτό και κοίταζε το αναθεματισμένο το παπουτσάκι της όπως κοίταζε ο Άμλετ το κρανίο του Γιόρικ. Αντί-
264
STEPHEN KING
θετά ο Τομ είχε αρχίσει να ανεβαίνει απρόθυμα τη σκάλα. «Είναι πολύ άσχημα τα πράγματα;» ρώτησε τον Κλέι, «Κοίταξε... ο Τζόρνταν πιστεύει πως ο Διευθυντής θα είχε έρ θει να μας βρει αν ήταν καλά και τείνω να...» Ο Τζόρνταν άρχισε να τσιρίζει. Έβγαζε μια ψιλή, αδιάκοπη τσιρίδα που τρυπούσε το κρανίο του Κλέι σαν ακόντιο. Ο Τομ τον προσπέρασε και κινήθηκε πρώτος. Ο Κλέι είχε ριζώσει στην κορυ φή της σκάλας, στην αρχή του διαδρόμου, όπου έμεινε τουλάχι στον τρία, ίσως και μέχρι εφτά δευτερόλεπτα καθηλωμένος από την εξής σκέψη: Δεν κάνει κανείς έτσι όταν βρει κάποιον νεκρό α πό καρδιακή προσβολή. Ο γέρος πρέπει να τα σκάτωσε τελικά με κάποιο τρόπο. Ίσως να πήρε λάθος χάπια. Είχε φτάσει στα μισά του διαδρόμου όταν ακούστηκε ο Τομ να φωνάζει έντρομος και με μια ανάσα: «Ω Θεέ μου, Τζόρνταν, μην τον κοιτάς!» «Περίμενε», φώναξε πίσω του η Άλις, αλλά ο Κλέι δεν στάθη κε. Η πόρτα που οδηγούσε στο μικρό διαμέρισμα του Διευθυντή στον πρώτο όροφο ήταν ανοιχτή: το γραφείο του με τα βιβλία και τον άχρηστο πια υπολογιστή, η κρεβατοκάμαρα του πίσω, με την πόρτα ανοιχτή για να μπαίνει άπλετο το φως του ήλιου. Ο Τομ στεκόταν μπροστά από το γραφείο, ο Τζόρνταν ήταν κολλημένος πάνω του και ο Τομ του κρατούσε το κεφάλι πάνω στο στομάχι του. Ο Διευθυντής ήταν καθισμένος πίσω από το γραφείο του. Η πλάτη της περιστροφικής πολυθρόνας είχε γείρει προς τα πίσω α πό το βάρος του και ο Διευθυντής φαινόταν σαν να κοίταζε το τα βάνι με το ένα μάτι που του είχε απομείνει. Τα μακριά, αχτένιστα άσπρα μαλλιά του κρέμονταν πάνω από τη ράχη της πολυθρόνας. Του Κλέι του θύμισε πιανίστα που μόλις έχει παίξει την τελευταία συγχορδία ενός πολύ δύσκολου κομματιού. Ο Κλέι άκουσε την Άλις να αφήνει μια πνιχτή κραυγή φρίκης, αλλά δεν έδωσε σημασία. Νιώθοντας σαν ξένος μέσα στο ίδιο του το σώμα, πήγε ως το γραφείο και κοίταξε το κομμάτι χαρτί που ή ταν αφημένο μπροστά στα χέρια του Διευθυντή. Αν και ήταν λε κιασμένο από αίματα, έβγαζε εύκολα τα λόγια. Τα γράμματα του Διευθυντή ήταν στρωτά και καθαρά. Της παλιάς σχολής ως το τέ λος, όπως θα έλεγε ο Τζόρνταν.
265
Το ΚΙΝΗΤΌ
aliene geiteskrank insano elnebajos vansinnig fou atamagaokashii gek dolzinnig hullu gila meschuge dement
nebun
Ο Κλέι δεν μιλούσε τίποτε άλλο εκτός από αγγλικά και λίγα γαλλικά του σχολείου, αλλά κατάλαβε πολύ καλά τι ήταν αυτό και τι εννοούσε. 0 Κουρελιάρης ήθελε να φύγουν και ήξερε με κά ποιο τρόπο ότι ο Διευθυντής Άρντε ήταν πολύ γέρος και πολύ δύ σκαμπτος από τα αρθριτικά για να πάει μαζί τους. Έτσι, ο Διευθυ ντής είχε αναγκαστεί να καθίσει στο γραφείο του και να γράψει τη λέξη παράφρων σε δεκατέσσερις διαφορετικές γλώσσες. Και, όταν τελείωσε, είχε αναγκαστεί να μπήξει τη μύτη της χοντρής πένας του στο δεξί του μάτι και ως πίσω βαθιά στον γέρικο, πανέξυπνο εγκέφαλο του. «Τον έβαλαν να σκοτωθεί μόνος του, έτσι δεν είναι;» ρώτησε η Άλις με σπασμένη φωνή. «Γιατί αυτόν και όχι εμάς; Γιατί αυτόν και όχι εμάς; Τι θέλουν;» Ο Κλέι σκέφτηκε πώς είχε δείξει ο Κουρελιάρης προς την Ακάντεμι Άβενιου -την Ακάντεμι Άβενιου που ήταν επίσης η Οδός 102 του Νιου Χαμσάιρ. Οι τρελοί των κινητών, που δεν ήταν πια και τόσο τρελοί, ή ήταν τρελοί με έναν καινούριο-θαυμαστό τρό πο, τους ήθελαν πάλι στο δρόμο. Πέρα απ' αυτό, δεν είχε ιδέα και ίσως αυτό να ήταν καλό. Ίσως ήταν καλύτερα έτσι. Ίσως ήταν ευτύχημα.
ΜΑΡΑΘΗΚΑΝ ΤΑ ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ, ΠΑΕΙ Ο ΚΗΠΟΣ
1 Σε ένα ντουλάπι, στο τέρμα του πίσω διαδρόμου, υπήρχαν έξι λευ κά λινά τραπεζομάντιλα και ένα από αυτά χρησίμεψε για σάβανο του Διευθυντή Άρντε. Η Άλις προσφέρθηκε να το ράψει για να μην ανοίγει, αλλά ξέσπασε σε κρίση δακρύων όταν οι ικανότητες της στη βελόνα ή και η ίδια ίσως αποδείχτηκαν ανεπαρκείς για έ να έργο τόσο τελεσίδικο. Ανέλαβε ο Τομ, που τύλιξε σφιχτά τις ά κρες του τραπεζομάντιλου, δίπλωσε τη ραφή και άρχισε να τη ρά βει από πάνω με γρήγορες, σχεδόν επαγγελματικές βελονιές. Κοι τώντας τον, ο Κλέι σκέφτηκε ότι ήταν σαν να παρακολουθούσε έ ναν μποξέρ να χτυπάει έναν αόρατο ελαφρύ σάκο με το δεξί. «Μην πεις καμιά εξυπνάδα», είπε ο Τομ χωρίς να σηκώσει τα μάτια από τη δουλειά του. «Εκτιμώ αφάνταστα αυτό που έκανες επάνω -εγώ δεν θα μπορούσα με τίποτε-, αλλά αυτή τη στιγμή δε θα σήκωνα ούτε το παραμικρό αστείο. Με το ζόρι κρατιέμαι να μην καταρρεύσω». «Εντάξει», είπε ο Κλέι. Εξάλλου, ένα αστείο ήταν το τελευταίο πράγμα που θα του περνούσε από το μυαλό. Όσο για το τι είχε κά νει επάνω... χμ, κάπως έπρεπε να βγει εκείνη η πένα από το μάτι του Διευθυντή. Σε καμιά περίπτωση δεν θα τον άφηναν έτσι. Οπό τε, το είχε αναλάβει αυτός, κοιτώντας στην απέναντι γωνία του δωματίου καθώς τραβούσε την πένα και πασχίζοντας να μη σκέ φτεται τι έκανε, ή γιατί είχε σφηνώσει τόσο γερά το αναθεματι σμένο κατασκεύασμα, και σε γενικές γραμμές είχε καταφέρει να μη σκέφτεται, αλλά η πένα είχε τρίξει όταν ξύθηκε πάνω στα οστά της κόγχης και, όταν ελευθερώθηκε τελικά, είχε ακουστεί ένα αη διαστικό ρευστό πλοπ! σαν να ξεκόλλησε κάτι από τη μυτερή ά-
270
STEPHEN KING
κρη της και να έπεσε πάνω στα χαρτιά του γραφείου. Ο Κλέι σκέ φτηκε τότε ότι δεν θα ξεχνούσε ποτέ εκείνους τους δυο ήχους, αλ λά το καταραμένο πράγμα είχε ξεσφηνώσει επιτέλους και αυτό ή ταν το μόνο σημαντικό. Έξω, περίπου χίλιοι τρελοί των κινητών στέκονταν στην πρα σιά με το γρασίδι ανάμεσα στα ερείπια του γηπέδου που κάπνιζαν και στο Περίπτερο Τσίταμ. Εκεί πέρασαν την περισσότερη ώρα του απογεύματος. Έπειτα, γύρω στις πέντε, σχημάτισαν αθόρυβα κοπάδι και κατευθύνθηκαν προς την πόλη του Γκέιτεν. Ο Τομ και ο Κλέι μετέφεραν τη σαβανωμένη σορό του Διευθυντή στο ισό γειο από την πίσω σκάλα και την άφησαν στη βεράντα. Μετά, οι τέσσερις επιζώντες μαζεύτηκαν στην κουζίνα και πήραν το γεύμα που είχαν καταλήξει να αποκαλούν πρωινό, ενώ οι σκιές της μέ ρας άρχιζαν να μακραίνουν στο προαύλιο. Αν και δεν το περίμεναν, ο Τζόρνταν έφαγε καλά. Τα μάγουλα του ήταν κόκκινα και η ομιλία του ζωηρή. Μιλούσε για αναμνή σεις από τη ζωή στην Ακαδημία του Γκέιτεν και για την επιρροή του Διευθυντή Άρντε στην καρδιά και στο μυαλό ενός δωδεκά χρονου φρικιού των υπολογιστών από το Μάντισον του Ουισκόν σιν, που ήταν κλεισμένος στον εαυτό του και δεν είχε ούτε ένα φί λο. Οι ζωηρές περιγραφές του αγοριού έκαναν τον Κλέι να αισθά νεται όλο και πιο νευρικός και, όταν έπιασε πρώτα το βλέμμα της Άλις και μετά του Τομ πάνω από το τραπέζι, κατάλαβε ότι κι εκεί νοι αισθάνονταν το ίδιο. Το μυαλό του Τζόρνταν κάλπαζε ανεξέ λεγκτο, αλλά δεν ήξερε τι θα μπορούσαν να κάνουν γι' αυτό. Δύ σκολο να τον στείλουν σε ψυχαναλυτή για να τον βοηθήσει. Κάποια στιγμή, αφού είχε πια σκοτεινιάσει για τα καλά, ο Τομ πρότεινε στον Τζόρνταν να πάει να ξεκουραστεί. Ο Τζόρνταν του απάντησε ότι θα πήγαινε, αφού θα έθαβαν πρώτα το Διευθυντή. Μπορούσαν να τον βάλουν στον κήπο, πίσω από το Περίπτερο, εί πε. Τους είπε επίσης ότι ο Διευθυντής αποκαλούσε αυτή τη μικρή βραγιά με τα λαχανικά «κήπο της νίκης», αν και δεν είχε εξηγήσει ποτέ στον Τζόρνταν γιατί. «Είναι η ιδανική μεριά», δήλωσε ο Τζόρνταν μ' ένα πλατύ χα μόγελο. Τα μάγουλα του έμοιαζαν φλογισμένα. Τα μάτια του είχαν μεγάλους μαύρους κύκλους και άστραφταν από κάτι που θα μπο ρούσε να ήταν έμπνευση, κέφι, παράνοια, ή και τα τρία μαζί. «Ε-
Το ΚΙΝΗΤΌ
271
κτός από το ότι είναι πολύ αφράτο το χώμα, ήταν και η αγαπημένη του μεριά... εκτός σπιτιού, εννοώ. Λοιπόν, τι λέτε; Αυτοί έχουν φύγει, ακόμα δεν έμαθαν να βγαίνουν τη νύχτα, δεν άλλαξε αυτό, και έχουμε τα φανάρια του γκαζιού για να βλέπουμε να σκάψουμε. Τι λέτε;» Αφού το σκέφτηκε για λίγο, ο Τομ ρώτησε: «Υπάρχουν πουθε νά φτυάρια;» «Στο υπόστεγο με τα σύνεργα της κηπουρικής! Δε θα χρεια στεί να πάμε ούτε ως το θερμοκήπιο», είπε ο Τζόρνταν... και γέλα σε χαρωπά. «Ας το κάνουμε», είπε η Άλις. «Ας τον θάψουμε να τελειώνου με και μ' αυτό». «Ωραία! Ωραία!» φώναξε ανυπόμονα ο Τζόρνταν. Σηκώθηκε από την καρέκλα του κι άρχισε να βαδίζει πάνω κάτω στην κουζί να. «Άντε, παιδιά, πάμε!» Λες και τους παρακινούσε να πάνε να παίξουν κυνηγητό. Έτσι, έσκαψαν έναν τάφο στο λαχανόκηπο του Διευθυντή πί σω από το Περίπτερο και τον έθαψαν ανάμεσα στις φασολιές και στις ντοματιές. Ο Τομ και ο Κλέι κατέβασαν τη σαβανωμένη σορό στον μακρόστενο λάκκο που είχε βάθος περίπου ένα μέτρο. Είχαν ζεσταθεί από το σκάψιμο και μόνο όταν σταμάτησαν κατάλαβαν πόσο κρύα ήταν η νύχτα. Είχε πέσει παγωνιά. Τα αστέρια έλαμπαν ψηλά, αλλά ένα πυκνό στρώμα ομίχλης αργοκυλούσε προς τα πά νω στην Πλαγιά. Η Ακάντεμι Άβενιου είχε ήδη βουλιάξει στη συννεφένια άσπρη παλίρροια. Μόνο οι κορυφές από τις μυτερές στέγες των μεγάλων παλιών σπιτιών ξεπρόβαλλαν από τη θάλασ σα της ομίχλης. «Μακάρι να ήξερε κάποιος από σας ένα καλό ποίημα», είπε ο Τζόρνταν. Τα μάγουλα του ήταν πιο κόκκινα από ποτέ, αλλά τα μάτια του είχαν χαθεί μέσα στους μαύρους κύκλους και έτρεμε α πό το κρύο, παρά τα δύο χοντρά πουλόβερ που φορούσε, το ένα πάνω από το άλλο. Η ανάσα του έβγαινε σε μικρά άσπρα συννε φάκια. «Ο Διευθυντής τρελαινόταν για ποίηση, μόνο με ποιήματα την έβρισκε πραγματικά. Ήταν...» Η φωνή του Τζόρνταν, που ή ταν περίεργα ζωηρή και εύθυμη όλη νύχτα, έσπασε τελικά. «Ήταν εντελώς της παλιάς σχολής».
272
STEPHEN KING
Η Άλις τον πήρε στην αγκαλιά της. Ο Τζόρνταν πάλεψε να της ξεφύγει κι ύστερα αφέθηκε. «Να σας πω τι θα κάνουμε», είπε ο Τομ. «Λέω να τον σκεπά σουμε πρώτα -να τον σκεπάσουμε καλά καλά, για να μην κρυώ νει- και μετά να του πούμε ένα ποίημα. Συμφωνείτε όλοι;» «Αλήθεια, ξέρεις ένα ολόκληρο ποίημα;» «Αλήθεια», είπε ο Τομ. «Είσαι πολύ εντάξει, Τομ. Ευχαριστώ». Ο Τζόρνταν χαμογέλα σε στον Τομ με μια έκφραση ευγνωμοσύνης που σου σπάραζε την καρδιά. Δεν τους πήρε πολλή ώρα να σκεπάσουν τον τάφο και ήταν σχετικά εύκολη δουλειά, αν και στο τέλος χρειάστηκε να τραβή ξουν και λίγο χώμα από δίπλα για να φέρουν το έδαφος στο ίδιο ε πίπεδο. Όταν τελείωσαν, ο Κλέι είχε ιδρώσει ξανά και ο ιδρώτας του μύριζε άσχημα. Είχε πολύ καιρό να κάνει ντους. Η Άλις προσπάθησε να εμποδίσει τον Τζόρνταν να βοηθήσει τους δύο άντρες, αλλά το αγόρι τής ξέφυγε και κόλλησε δίπλα τους φτυαρίζοντας χώμα με τα γυμνά του χέρια μέσα στο λάκκο. Όταν ο Κλέι τελείωσε οριστικά, έχοντας πατικώσει πια και το χώ μα με την επίπεδη πλευρά του φτυαριού, τα μάτια του Τζόρνταν ήταν σαν γυάλινα από την εξάντληση και τρέκλιζε σαν μεθυσμέ νος έτοιμος να σωριαστεί. Παρ' όλα αυτά, κοίταξε τον Τομ. «Εμπρός. Μου το υποσχέθη κες». Ο Κλέι σχεδόν περίμενε να τον ακούσει να προσθέτει απει λητικά, Αλλιώς θα σου φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι, σαν αδί στακτος πιστολέρο σε γουέστερν του Πέκινπα. Ο Τομ πήγε και στάθηκε στην κορυφή του τάφου. Ο Κλέι θεώ ρησε ότι ήταν η κορυφή, αν και μέσα στην κούραση του δεν θα έ παιρνε όρκο. Δεν μπορούσε να θυμηθεί καν αν το μικρό όνομα του Διευθυντή ήταν Τσαρλς ή Ρόμπερτ. Λωρίδες ομίχλης τυλίγο νταν γύρω από τα πόδια του Τομ και μπλέκονταν ανάμεσα στις ξε ραμένες φασολιές. Ο Τομ έβγαλε το κασκέτο του μπέιζμπολ από το κεφάλι του και η Άλις τον μιμήθηκε. Ο Κλέι έφερε το χέρι στο κεφάλι του, αλλά θυμήθηκε ότι δεν φορούσε καπέλο. «Έτσι μπράβο!» φώναξε ο Τζόρνταν. Ένα τρελό χασκόγελο ι κανοποίησης. «Βγάζουμε όλοι το καπέλο! Βγάζουμε το καπέλο στο Διευθυντή!» Ο ίδιος δεν φορούσε τίποτε στο κεφάλι του, αλ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
273
λά μιμήθηκε την κίνηση ανεξάρτητα. Έβγαλε ένα φανταστικό κα πέλο και έκανε πως το πέταξε στον αέρα. Κι ο Κλέι φοβήθηκε για άλλη μια ιρορά ότι το αγόρι είχε αρχίσει να χάνει τα λογικά του. «Και τώρα το ποίημα! Εμπρός, Τομ!» «Εντάξει, αλλά πρέπει να κάνεις ησυχία», του είπε ο Τομ. «Δείξε σεβασμό». Ο Τζόρνταν έφερε το δάχτυλο στα χείλη του για να του απο δείξει ότι είχε καταλάβει και ο Κλέι είδε σ' εκείνα τα πονεμένα μάτια που κοίταζαν ορθάνοιχτα πάνω από το τεντωμένο δάχτυλο πως το αγόρι δεν είχε χάσει καθόλου τα λογικά του. Έναν πολύτι μο φίλο, ναι, αλλά όχι τα λογικά του. Ο Κλέι περίμενε, περίεργος να ακούσει πώς θα συνέχιζε ο Τομ. Περίμενε κάποιον Φροστ, ή ένα απόσπασμα από τον Σαίξπηρ (ο Διευθυντής σίγουρα θα επιδοκίμαζε τον Σαίξπηρ), ίσως ακόμη και λίγο σύγχρονο Τομ Μακόρτ. Εκείνο που δεν περίμενε με τίποτε ή ταν αυτό που άρχισε να απαγγέλλει ο Τομ με χαμηλή, άριστα με λετημένη φωνή. «Μη μας στερήσεις το έλεος Σου, Κύριε. Είθε η αγάπη και η αλήθεια Σου να μας προστατεύουν αιώνια. Γιατί μας περιτριγυρί ζουν αναρίθμητες δυσκολίες. Μας έχουν κυριέψει τα αμαρτήματα μας και δεν μπορούμε να δούμε το δρόμο μπροστά μας. Τα αμαρ τήματα μας είναι περισσότερα κι από τις τρίχες της κεφαλής μας και η καρδιά μας δεν αντέχει το βάρος. Σώσε μας, Κύριε, Σε πα ρακαλούμε. Ω Κύριε, έλα και βοήθησε μας». Η Άλις στεκόταν στα πόδια του τάφου και έκλαιγε. Κρατούσε το γούρι της, το αθλητικό παπουτσάκι, και έκλαιγε με πυκνά, σι γανά αναφιλητά. Ο Τομ άπλωσε το δεξί του χέρι πάνω από τον τάφο με την πα λάμη προς τον ουρανό και λυγισμένες τις άκρες των δαχτύλων του. «Είθε αυτοί που επιβουλεύονται τις ζωές μας, αυτοί που πή ραν ετούτη τη ζωή, να απωλεσθούν μέσα στο όνειδος και στη σύγχυση. Είθε αυτοί που επιδιώκουν την καταστροφή μας να κα τατροπωθούν και να εξευτελιστούν. Είθε αυτοί που μας χλευά ζουν να φρικιάσουν από την ντροπή τους. Ιδού ο νεκρός, χους εκ της γης...» «Λυπάμαι, κύριε Διευθυντά!» έσκουξε ο Τζόρνταν με τρεμά μενη φωνή που έσπασε στο τέλος. «Λυπάμαι τόσο πολύ, είναι άδι-
274
STEPHEN KING
κο, κύριε, λυπάμαι πάρα πολύ που είστε νεκρός...» Τα μάτια του γύρισαν ανάποδα και σωριάστηκε πάνω στον φρεσκοσκαμμένο τάφο. Η ομίχλη άπλωσε αμέσως τις λαίμαργες γλώσσες της και άρχισε να τον τυλίγει. Ο Κλέι έτρεξε, τον σήκωσε και ψηλάφισε το σφυγμό στο πλάι του λαιμού του. Ήταν δυνατός και σταθερός. «Απλώς λιποθύμησε. Τι ήταν αυτό που έλεγες, Τομ;» Ο Τομ ήρθε σε αμηχανία, σχεδόν κοκκίνισε. «Μια πολύ ελεύ θερη απόδοση του Τεσσαρακοστού Ψαλμού. Ας τον πάμε καλύτε ρα μέσα να...» «Όχι», είπε ο Κλέι. «Τελείωσε το, αν δεν είναι πολύ ακόμη». «Ναι, σε παρακαλώ», είπε η Άλις. «Τελείωσε το. Είναι πολύ ω ραίο. Είναι σαν βάλσαμο σε πληγή». Ο Τομ στράφηκε ξανά προς τον τάφο. «Ιδού ο νεκρός, χους εκ της γης και ιδού εμείς οι ζώντες, ενδεείς και πένητες. Κύριε, σπλαχνίσου μας. Διότι Εσύ είσαι ο προστάτης και η ελπίδα μας. Ω Κύ ριε, μην αργήσεις. Αμήν». «Αμήν», είπαν μαζί ο Κλέι και η Άλις. «Ας πάμε μέσα το παιδί», είπε ο Τομ. «Κάνει διαβολεμένο κρύο». «Αυτά σου τα έμαθαν οι θείες σου από την Πρώτη Εκκλησία του Χριστού του Λυτρωτή;» τον ρώτησε ο Κλέι. «Ναι, βέβαια», είπε ο Τομ. «Αμέτρητοι ψαλμοί παπαγαλία για έξτρα επιδόρπιο. Έμαθα επίσης πώς να ζητιανεύω σε γωνίες και πώς να γεμίζω μέσα σε είκοσι λεπτά ένα ολόκληρο πάρκινγκ του Σίαρς με φυλλάδια για Μια Χιλιετία στην Κόλαση Χωρίς Γουλιά Νερό. Ας πάμε το παιδί στο κρεβάτι του. Πάω στοίχημα ότι θα κοιμηθεί ως τις τέσσερις το απόγευμα, κι όταν ξυπνήσει θα αισθά νεται πολύ καλύτερα». «Κι αν επιστρέψει αυτός με το σκισμένο μάγουλο και δει ότι είμαστε ακόμα εδώ, ενώ μας είπε να φύγουμε;» ρώτησε η Άλις. Καλή ερώτηση, σκέφτηκε ο Κλέι, αλλά όχι απ' αυτές που χρει άζεται να τις σκεφτείς πολύ. Ο Κουρελιάρης ή θα τους έδινε άλλη μια μέρα χάρη ή δεν θα τους έδινε. Καθώς ανέβαζε τον Τζόρνταν στον κρεβάτι του, ο Κλέι διαπίστωσε ότι ήταν τόσο κουρασμένος που δεν τον ένοιαζε τι από τα δυο θα συνέβαινε.
275
Το ΚΙΝΗΤΌ
2 Κατά τις τέσσερις το πρωί, η Άλις πέταξε στον Τομ και στον Κλέι μια νυσταγμένη καληνύχτα και έφυγε παραπατώντας για το κρε βάτι της. Οι δυο άντρες έμειναν στην κουζίνα πίνοντας παγωμένο τσάι χωρίς να μιλάνε πολύ. Έμοιαζε να μην έχουν τίποτε να πουν. Ύστερα, λίγο πριν αρχίσει να χαράζει, άλλο ένα από εκείνα τα μα ζικά βογκητά που η απόσταση τα έκανε να ακούγονται απόκοσμα σηκώθηκε στον αέρα από την κατεύθυνση της ανατολής. Τρεμούλιασε σαν μακρινό ουρλιαχτό λυκάνθρωπου σε παλιά ταινία φρί κης και, πάνω που άρχισε να σβήνει, ήρθε σαν απάντηση μια πολύ πιο δυνατή κραυγή από την πόλη του Γκέιτεν, όπου ο Κουρελιά ρης είχε οδηγήσει το καινούριο μεγαλύτερο κοπάδι του. Ο Κλέι και ο Τομ βγήκαν από την μπροστινή πόρτα, αφού πα ραμέρισαν το σωρό από λιωμένα φορητά ραδιοκασετόφωνα για να μπορέσουν να κατεβούν τα σκαλιά της εισόδου. Δεν μπόρεσαν να δουν τίποτε. Ο κόσμος ήταν κατάλευκος. Στάθηκαν για λίγο ε κεί και ξαναμπήκαν στο σπίτι. Ούτε η κραυγή θανάτου ούτε η απάντηση από το Γκέιτεν δεν είχαν ξυπνήσει την Άλις και τον Τζόρνταν. Κάτι ήταν κι αυτό. Ο οδικός άτλαντας, τώρα με το εξώφυλλο ζαρωμένο και τις σελίδες να στρίβουν στις γωνίες, ήταν πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Ο Τομ τον ξεφύλλισε και είπε: «Αυτό πρέπει να ήταν από το Χούκσετ ή από το Σάνκουκ. Είναι και οι δυο μεγαλούτσικες πόλεις στα βορειοανατολικά -μεγαλούτσικες με τα μέτρα του Νιου Χαμσάιρ, εννοώ. Αναρωτιέμαι πόσους να ξέκαναν. Και πώς το έκαναν». Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του. «Ελπίζω να ήταν πολλοί», είπε ο Τομ μ' ένα μικρό, κακό χα μόγελο. «Ελπίζω να ήταν τουλάχιστον χίλιοι και να σιγοψήθηκαν. Θυμάμαι μια αλυσίδα εστιατορίων που διαφήμιζε κάποτε το "κο τόπουλο σιγοψημένο στα κάρβουνα". Θα φύγουμε αύριο βράδυ, τι λες;» «Αν μας αφήσει ο Κουρελιάρης να ζήσουμε σήμερα, νομίζω πως πρέπει. Εσύ συμφωνείς;» «Δε βλέπω άλλη επιλογή», είπε ο Τομ. «Αλλά, να σου πω κάτι, Κλέι; Αισθάνομαι σαν μοσχάρι που το πηγαίνουν στο σφαγείο.
276
STEPHEN KING
Μου φαίνεται σαν να μυρίζω το αίμα των αδερφών μου που σφά χτηκαν πριν από μένα». Ο Κλέι είχε το ίδιο συναίσθημα, από το οποίο προέκυπτε το κοινό ερώτημα: Αν αυτοί είχαν στο ομαδικό μυαλό τους τη σφαγή, γιατί να μην το κάνουν εδώ; Θα μπορούσαν να το είχαν κάνει χτες το απόγευμα, αντί να τους αφήσουν τα λιωμένα ραδιοκασετόφωνα και το παπουτσάκι-γούρι της Άλις έξω από την πόρτα. Ο Τομ χασμουρήθηκε. «Εγώ αποσύρομαι. Αντέχεις άλλες δυο ώρες;» «Θα μπορούσα», είπε ο Κλέι. Στην πραγματικότητα δεν είχε καμιά διάθεση για ύπνο. Το σώμα του ήταν εξαντλημένο, αλλά το μυαλό του γύριζε, γύριζε και δεν έλεγε να σταματήσει. Και μόλις άρχιζε να ηρεμεί λιγάκι, τότε σκεφτόταν εκείνη την πένα που είχε τραβήξει από το μάτι του Διευθυντή. Το τρίψιμο του μετάλλου πάνω στο κόκαλο. «Γιατί ρωτάς;» «Γιατί, αν αποφασίσουν να μας σκοτώσουν απόψε, θα προτι μούσα να γίνει με τον δικό μου τρόπο παρά με τον δικό τους», εί πε ο Τομ. «Τον είδα τον δικό τους και δε μου άρεσε». Ο Κλέι σκέφτηκε πως, αν ο συλλογικός νους τον οποίο εκπρο σωπούσε ο Κουρελιάρης είχε κάνει το Διευθυντή να μπήξει μια πένα στο μάτι του, οι τέσσερις εναπομείναντες ένοικοι του Περι πτέρου Τσίταμ ίσως να διαπίστωναν ότι η αυτοκτονία δεν ήταν πλέον μια από τις επιλογές τους. Αλλά αυτή δεν ήταν ιδέα για να την πει στον Τομ πριν πάει για ύπνο. Έτσι, συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του. «Θα πάρω όλα τα όπλα επάνω. Εσύ έχεις εκείνο το παλιό με γάλο 45άρι, σωστά;» «Το Μπεθ Νίκερσον σπέσιαλ. Σωστά». «Καληνύχτα, λοιπόν. Και αν τους δεις να έρχονται -ή τους αι σθανθείς να έρχονται-, βάλε μια φωνή». Ο Τομ έκανε μια παύση. «Αν προλάβεις, δηλαδή. Και αν σ' αφήσουν». Ο Κλέι ακολούθησε με το βλέμμα του τον Τομ που έφευγε από την κουζίνα και σκέφτηκε πόσο πολύ τον συμπαθούσε. Πόσο θα ήθελε να τον γνωρίσει καλύτερα. Οι πιθανότητες για κάτι τέτοιο ήταν ελάχιστες. Και ο Τζόνι και η Σάρον... ποτέ δεν του είχαν φα νεί τόσο μακρινοί.
277
Το ΚΙΝΗΤΌ
3 Στις οχτώ το ίδιο πρωί ο Κλέι βρισκόταν καθισμένος σε ένα πα γκάκι στον κήπο του Διευθυντή και έλεγε στον εαυτό του πως, αν δεν ήταν τόσο πολύ κουρασμένος, θα σήκωνε τον πισινό του από κει και θα έφτιαχνε στο γέρο έναν πρόχειρο σταυρό. Δεν θα κρα τούσε πολύ, αλλά του άξιζε του γερο-καθηγητή, αν μη τι άλλο, ε πειδή είχε φροντίσει τον τελευταίο μαθητή του. Το θέμα ήταν ότι δεν ήξερε αν μπορούσε να σηκωθεί από το παγκάκι, να ανεβεί ως το σπίτι και να ξυπνήσει τον Τομ για να φυλάξει σκοπιά. Σύντομα θα ήταν άλλη μια όμορφη κρύα φθινοπωρινή μέρα, μέρα για να μαζέψεις μήλα, να φτιάξεις μηλίτη και να παίξεις μπάλα με το γιο σου στην πίσω αυλή. Προς το παρόν η ομίχλη ή ταν ακόμα πυκνή, αλλά ο πρωινός ήλιος έλαμπε δυνατά μέσα της, μεταμορφώνοντας το μικρόκοσμο που περιτριγύριζε τον Κλέι σε ένα εκτυφλωτικό λευκό σύννεφο. Λεπτά σταγονίδια αιωρούνταν στον αέρα και αμέτρητα μικροσκοπικά ουράνια τόξα στριφογύρι ζαν μπροστά στα θολά από τη νύστα μάτια του Κλέι. Κάτι κόκκινο πρόβαλε μέσα στην εκτυφλωτική λευκότητα. Για μια στιγμή η μπλούζα με την κουκούλα του Κουρελιάρη φάνηκε σαν να έπλεε στο κενό από μόνη της, αλλά όταν μπήκε στον κήπο και άρχισε να πλησιάζει τον Κλέι εμφανίστηκε και το σκούρο πρόσωπο και τα χέρια του κατόχου της. Αυτό το πρωί, η κουκού λα ήταν σηκωμένη και τύλιγε το παραμορφωμένο χαμογελαστό πρόσωπο με τα νεκροζώντανα μάτια. Φαρδύ μέτωπο διανοούμενου που το χάραζε μια βαθιά κοψιά. Βρόμικο, φαρδύ μπλουτζίν με σκισμένες τσέπες, φορεμένο μια βδομάδα συνεχώς. ΧΑΡΒΑΡΝΤ στο στήθος. Το 45άρι της Μπεθ Νίκερσον ήταν στη θήκη στο πλάι της ζώ νης του. Ο Κλέι ούτε που το άγγιξε. Ο Κουρελιάρης σταμάτησε γύρω στα τρία μέτρα μπροστά του. Πατούσε πάνω στον τάφο του Διευθυντή και ο Κλέι σκέφτηκε ότι δεν πρέπει να ήταν τυχαίο. «Τι θέλεις;» ρώτησε τον Κουρελιάρη και απάντησε αμέσως στον εαυ τό του: «Να. Σου πω». Απέμεινε να κοιτάζει τον Κουρελιάρη άφωνος από κατάπληξη.
278
STEPHEN KING
Αυτός περίμενε τηλεπάθεια ή τίποτε. Ο Κουρελιάρης χαμογέλασε, όσο ήταν δυνατόν να χαμογελάσει με σκισμένο κάτω χείλος, και άνοιξε τα χέρια του σαν να του έλεγε Παρακαλώ, δεν ήταν τίποτε φοβερό... «Πες ό,τι είναι να πεις, λοιπόν», του είπε ο Κλέι και προσπά θησε να προετοιμαστεί για την επόμενη απαγωγή της φωνής του. Διαπίστωσε ότι ήταν αδύνατον να προετοιμαστεί κανείς για κάτι τέτοιο. Ήταν σαν να ήσουν μια ξύλινη χαμογελαστή μαριονέτα καθισμένη στο γόνατο ενός εγγαστρίμυθου. «Φύγετε. Απόψε». Ο Κλέι αυτοσυγκεντρώθηκε και είπε, «Πά ψε, σταμάτα!» Ο Κουρελιάρης περίμενε- η προσωποποίηση της υπομονής. «Νομίζω ότι μπορώ να σε σταματήσω, αν προσπαθήσω πολύ», του είπε ο Κλέι. «Δεν είμαι σίγουρος, αλλά νομίζω ότι θα τα κατα φέρω». Ο Κουρελιάρης περίμενε με ένα ύφος που έλεγε Έχεις να πεις κι άλλα; «Εμπρός, λέγε», του είπε ο Κλέι κι ύστερα είπε: «Θα μπορού σα να φέρω. Κι άλλους. Ήρθα. Μόνος». Ο Κλέι φαντάστηκε τη θέληση του Κουρελιάρη να ενώνεται με ενός ολόκληρου κοπαδιού και υποχώρησε. «Φύγετε. Απόψε. Βόρεια». Ο Κλέι περίμενε και, όταν σιγου ρεύτηκε ότι ο Κουρελιάρης δεν χρειαζόταν άλλο τη φωνή του προς το παρόν, ρώτησε: «Πού; Γιατί;» Αυτή τη φορά δεν υπήρξαν λόγια, αλλά μια εικόνα που εμφα νίστηκε ξαφνικά μπροστά του από το πουθενά. Ήταν τόσο καθαρή που ο Κλέι δεν ήξερε αν είχε παραισθήσεις ή αν ο Κουρελιάρης την είχε καλέσει με κάποιο μαγικό τρόπο στη λαμπερή λευκή οθό νη της ομίχλης. Ήταν εκείνο που είχαν δει γραμμένο πάνω στην ά σφαλτο, στη μέση της Ακάντεμι Άβενιου, με ροζ κιμωλία:
ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ «Δεν το πιάνω», είπε. Αλλά ο Κουρελιάρης έφευγε. Ο Κλέι είδε ξανά για μια στιγμή την κόκκινη μπλούζα με την κουκούλα να πλέει σαν ασώματη μέ σα στην αστραφτερή ομίχλη κι ύστερα χάθηκε κι αυτή. Έμεινε πά-
279
Το ΚΙΝΗΤΌ
λι μόνος με την ελάχιστη παρηγοριά ότι πήγαιναν βόρεια έτσι κι αλλιώς και ότι είχαν πάρει άλλη μια μέρα χάρη. Που σήμαινε ότι δεν υπήρχε λόγος να φυλάξουν σκοπιά. Αποφάσισε να πάει για ύ πνο και ν' αφήσει και τους άλλους να κοιμηθούν όσο ήθελαν. 4 Ο Τζόρνταν ξύπνησε και ήταν καλά στα μυαλά του, αλλά έχοντας χάσει όλη εκείνη τη νευρική ζωντάνια και ευθυμία. Μασουλώντας ένα κουλούρι σκληρό σαν πέτρα άκουγε σχεδόν με απάθεια τον Κλέι να διηγείται την πρωινή συνάντηση του με τον Κουρελιάρη. Όταν τελείωσε ο Κλέι, ο Τζόρνταν έπιασε τον οδικό άτλαντα και, αφού συμβουλεύτηκε τα περιεχόμενα πίσω, τον άνοιξε στη σελίδα του δυτικού Μέιν. «Εδώ», είπε δείχνοντας μια μικρή πόλη πάνω από το Φράιμπεργκ. «Εδώ είναι το Κάσουακ, ανατολικά, κι εδώ το Λιτλ Κάσουακ στα δυτικά, σχεδόν πάνω στο σύνορο των Πολι τειών του Μέιν και του Νιου Χαμσάιρ. Το θυμήθηκα το όνομα. Α πό τη λίμνη». Χτύπησε με το δάχτυλο του το σημείο στο χάρτη. «Είναι σχεδόν ίση με τη Σεμπάγκο». Η Άλις έσκυψε πιο κοντά για να διαβάσει το όνομα της λίμνης. «Κασ... Κασουακάμακ, νομίζω πως γράφει». «Υπάρχει εδώ μια περιοχή που δεν είναι ενταγμένη σε σχέδιο και λέγεται Τι-Αρ-90», είπε ο Τζόρνταν. Χτύπησε με το δάχτυλο του και αυτό το σημείο στο χάρτη. «Έτσι και το ξέρεις αυτό, το Κάσουακ Ίσον Όχι Τηλ είναι αίνιγμα για χαζούς, δε συμφωνείτε;» «Είναι νεκρή ζώνη, σωστά;» είπε ο Τομ. «Ούτε κεραίες κινη τής τηλεφωνίας ούτε πυλώνες μικροκυμάτων». Ο Τζόρνταν του χάρισε ένα αχνό χαμόγελο. «Αρκετοί κάτοι κοι θα έχουν δορυφορικά πιάτα, φαντάζομαι, αλλά κατά τα άλλα... μπίνγκο!» «Εγώ δεν το πιάνω», είπε η Άλις. «Γιατί να θέλουν να μας στείλουν σε μια ζώνη ελεύθερη από κινητά, όπου λίγο πολύ δεν κινδυνεύει κανείς;» «Θα μπορούσες κάλλιστα να ρωτήσεις γιατί μας άφησαν αρχι κά να ζήσουμε», της είπε ο Τομ. «Ίσως να θέλουν να μας μετατρέψουν σε ζωντανούς τηλεκα-
280
STEPHEN KING
τευθυνόμενους πυραύλους και να μας χρησιμοποιήσουν για να βομβαρδίσουν αυτό ειδικά το σημείο», είπε ο Τζόρνταν. «Να ξε φορτωθούν και εμάς και αυτούς. Μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια». Το σκέφτηκαν για λίγο όλοι χωρίς να μιλάνε. «Πάμε και βλέπουμε», είπε η Αλις, «αλλά εγώ δεν πρόκειται να βομβαρδίσω κανέναν». Ο Τζόρνταν την κοίταξε με βλοσυρό ύφος. «Είδες τι έκαναν στο Διευθυντή. Αν φτάσουν ως εκεί τα πράγματα, νομίζεις πως θα έχεις επιλογή;» 5 Υπήρχαν ακόμη παπούτσια στα περισσότερα κατώφλια απέναντι από την πύλη με τις δύο πέτρινες κολόνες της Ακαδημίας του Γκέιτεν, αλλά οι πόρτες αυτών των όμορφων σπιτιών ή ήταν ανοι χτές ή σπασμένες από τους μεντεσέδες τους. Κάποιοι από τους νε κρούς που είδαν να κείτονται πάνω στις πρασιές όταν ξανάρχισαν την πορεία προς το βορρά ήταν τρελοί των κινητών, αλλά οι πε ρισσότεροι ήταν αθώοι πρόσφυγες που έτυχε να βρεθούν σε λάθος τόπο, λάθος στιγμή. Ήταν αυτοί που δεν φορούσαν παπούτσια, αν και δεν χρειαζόταν να κοιτάξεις τα πόδια τους για να τους ξεχωρί σεις. Τα πιο πολλά από αυτά τα αθώα θύματα είχαν κυριολεκτικά ξεσκιστεί σε κομμάτια. Λίγο παρακάτω από τη σχολή, όπου η Ακάντεμι Άβενιου γινό ταν και πάλι Οδός 102, είχε γίνει πραγματικό μακελειό και στις δυο πλευρές του δρόμου σε μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου. Η Άλις περπατούσε με τα μάτια ερμητικά κλειστά και την οδηγούσε ο Τομ σαν να ήταν τυφλή. Ο Κλέι προσφέρθηκε να κάνει το ίδιο για τον Τζόρνταν, αλλά εκείνος αρνήθηκε και συνέχισε να βαδίζει σταθερά πάνω στην κεντρική διαχωριστική γραμμή -ένα λιγνό α γόρι μ' ένα σακίδιο στην πλάτη και ένα θύσανο από καστανά σγουρά μαλλιά στο κεφάλι του. Μετά από μερικές επιφανειακές σκόρπιες ματιές δεξιά και αριστερά, στύλωσε μόνιμα το βλέμμα στα παπούτσια του. «Είναι εκατοντάδες», είπε σε κάποια στιγμή ο Τομ. Η ώρα ή ταν οχτώ και είχε σκοτεινιάσει εντελώς, αλλά και πάλι έβλεπαν
To KΙΝHTO
281
πολύ περισσότερα απ' όσα θα ήθελαν. Κουλουριασμένο γύρω από την πινακίδα του ΣΤΟΠ, στη γωνία Ακάντεμι και Σπόφορντ, ήταν ένα κορίτσι με κόκκινο παντελόνι και μπλε ριγέ ναυτική μπλούζα. Δεν έδειχνε πάνω από εννιά χρονών και δεν φορούσε παπούτσια. Είκοσι μέτρα πιο πίσω έστεκε ορθάνοιχτη η πόρτα του σπιτιού απ' όπου πρέπει να την είχαν σύρει. «Εκατοντάδες». «Ίσως δεν είναι τόσο πολλοί», είπε ο Κλέι. «Κάποιοι από το εί δος μας ήταν οπλισμένοι. Σκότωσαν αρκετά απ' αυτά τα καθάρ ματα. Μαχαίρωσαν και αρκετούς. Είδα μέχρι και έναν με ένα βέ λος να βγαίνει από το...» «Εμείς το προκαλέσαμε αυτό», είπε ο Τομ. «Νομίζεις ότι υπάρ χει ακόμα το είδος μας;» Την απάντηση σ' αυτό το ερώτημα την πήραν τέσσερις ώρες αργότερα, όταν έκαναν στάση για γεύμα σε ένα πάρκινγκ του αυ τοκινητόδρομου με πανοραμική θέα. Στο μεταξύ είχαν μπει στην Οδό 156 και, σύμφωνα με την πινακίδα, η πανοραμική θέα αφο ρούσε το Ιστορικό Φλιντ Χιλ στα δυτικά. Ο Κλέι υπέθεσε ότι το τοπίο θα ήταν σίγουρα γραφικό, αρκεί να έπαιρνες εδώ το γεύμα σου το μεσημέρι και όχι τα μεσάνυχτα, με μόνο φως δυο φαναρά κια γκαζιού πάνω σε ένα από τα ξύλινα τραπέζια για πικνίκ. Είχαν φτάσει στο επιδόρπιο -μπαγιάτικα γεμιστά μπισκότα- ό ταν μια συντροφιά έξι ατόμων, μεσήλικες όλοι τους, εμφανίστηκε στο δρόμο. Τρεις από αυτούς έσπρωχναν καρότσια του σούπερ μάρκετ γεμάτα τρόφιμα και εφόδια και όλοι τους ήταν οπλισμένοι. Ήταν οι πρώτοι ταξιδιώτες που συναντούσαν από την ώρα που εί χαν ξεκινήσει. «Ε!» τους φώναξε ο Τομ και κούνησε το χέρι του. «Έχει και δεύτερο τραπέζι εδώ, αν θέλετε να κάνετε μια στάση!» Στράφηκαν όλοι. Η μεγαλύτερη σε ηλικία από τις δύο γυναίκες της συντροφιάς, ο τύπος της καλής γιαγιάς, με απαλά κάτασπρα μαλλιά που έλαμπαν μέσα στη νύχτα, έκανε να σηκώσει το χέρι της να ανταποδώσει το χαιρετισμό. Και ξαφνικά σταμάτησε: «Αυτοί είναι», είπε ο ένας από τους άντρες και ήταν ξεκάθαρο το μίσος αλλά και ο φόβος στη φωνή του. «Η συμμορία του Γκέιτεν». «Στο διάβολο να πας, φίλε», φώναξε ένας άλλος. Συνέχισαν να περπατάνε, άνοιξαν μάλιστα και το βήμα τους, παρ' όλο που η για γιά με τα άσπρα μαλλιά πήγαινε κουτσαίνοντας και ο άντρας δί-
282
STEPHEN KING
πλα της χρειάστηκε να τη βοηθήσει για να κάνει το γύρο ενός Σουμπαρού που είχε σφηνώσει στον πίσω προφυλακτήρα ενός ε γκαταλειμμένου Σάτερν. Η Άλις πετάχτηκε πάνω ρίχνοντας ένα από τα φανάρια. Ο Κλέι την άρπαξε από το μπράτσο για να τη συγκρατήσει. «Μην ασχο λείσαι, φιλενάδα». Η Άλις τον αγνόησε. «Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι!» ούρ λιαξε πίσω τους. «Εσείς τι κάνατε; Εσείς τι σκατά κάνατε;» «Να σου πω τι δεν κάναμε», της απάντησε ένας από τους ά ντρες. Η ομάδα είχε ήδη προσπεράσει τη στροφή του πάρκινγκ και κοίταζε πίσω του για να της μιλήσει. «Εμείς δε γίναμε αιτία να σκοτωθούν τόσοι νορμάλ. Είναι πολύ περισσότεροι αυτοί από μας, αν δεν το πρόσεξες...» «Βλακείες! Δεν ξέρετε αν είναι αλήθεια!» φώναξε ο Τζόρνταν. Ήταν η πρώτη φορά που μιλούσε το αγόρι από την ώρα που είχαν βγει από τα όρια της πόλης του Γκέιτεν. «Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι», είπε ο άντρας, «αλλά αυτοί έχουν μεγάλη δύναμη και κάνουν ένα σωρό περίεργα. Αυτό σου το υπογράφω. Είπαν ότι θα μας αφήσουν ήσυχους, αρκεί εμείς ν' α φήσουμε ήσυχους αυτούς... και εσάς. Είπαμε εντάξει». «Αν πιστεύεις αυτά που σου λένε -ή που σου μεταφέρουν με τη σκέψη-, τότε είσαι ηλίθιος», είπε η Άλις. Ο άντρας τής γύρισε την πλάτη, σήκωσε το χέρι του στον αέ ρα, το κούνησε με έναν τρόπο που ήταν μισό άντε-γαμήσου και μισό άντε-γεια, και δεν της απάντησε. Οι τέσσερις παρακολούθησαν τη συντροφιά με τα καροτσάκια μέχρι που τους έχασαν από τα μάτια τους κι έπειτα κοιτάχτηκαν μεταξύ τους πάνω από το ξύλινο τραπέζι, που ήταν χιλιοχαραγμένο από συνθήματα και αρχικά. «Λοιπόν, τώρα ξέρουμε», είπε ο Τομ. «Είμαστε περιθωριακοί». «Μπορεί και όχι, αν οι άνθρωποι των κινητών θέλουν να πάμε εκεί όπου πάνε και οι υπόλοιποι -πώς τους είπε;- νορμάλ», είπε ο Κλέι. «Ίσως να είμαστε κάτι άλλο». «Τι;» τον ρώτησε η Άλις. Ο Κλέι είχε μια ιδέα, αλλά δεν ήθελε να την εκφράσει εκείνη τη στιγμή. Όχι μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. «Προς το παρόν μ' εν-
283
Το ΚΙΝΗΤΌ
διαφέρει περισσότερο το Κεντ Ποντ», είπε. «Θέλω... είναι ανάγκη να δω αν μπορώ να βρω τη γυναίκα μου και το γιο μου». «Είναι μάλλον απίθανο να βρίσκονται ακόμη εκεί», του είπε ο Τομ, με τη γλυκιά, χαμηλή φωνή του. «Εννοώ, όπως και αν κατέ ληξαν, νορμάλ ή τρελαμένοι, σίγουρα θα μετακινήθηκαν από την πόλη». «Αν είναι καλά, θα μου έχουν αφήσει κάποιο μήνυμα στο σπί τι», είπε ο Κλέι. «Όπως και να 'χει, είναι ένα μέρος να πάω». Και μέχρι να φτάσει εκεί και να τελειώσει και μ' αυτό το κεφά λαιο, δεν θα έπρεπε να καθίσει να σκεφτεί γιατί ο Κουρελιάρης ή θελε να τους στείλει σε ένα μέρος ασφαλές, όταν οι άνθρωποι εδώ τους μισούσαν και τους φοβόνταν. Ή πώς γινόταν να είναι ασφαλές το Κάσουακ Οχ-Τιλ, εφόσον ήξεραν γι' αυτό οι άνθρωποι των κινητών. 6 Προχωρούσαν σιγά σιγά προς τα ανατολικά και την Οδό 19, ένα δρόμο που διέσχιζε τα σύνορα της Πολιτείας και θα τους έμπαζε στο Μέιν, αλλά δεν τα κατάφεραν να φτάσουν εκείνη τη νύχτα. Ό λοι οι δρόμοι σ' αυτή την περιοχή του Νιου Χαμσάιρ έμοιαζαν να περνάνε από το Ρότσεστερ και το Ρότσεστερ είχε γίνει στάχτη. Ο πυρήνας της πυρκαγιάς έκαιγε ακόμη, εκπέμποντας μια σχεδόν ραδιενεργή λάμψη. Ανέλαβε αρχηγός η Άλις και τους οδήγησε μέ σα από ένα μεγάλο ημικύκλιο παρακάμπτοντας τα πιο επικίνδυνα από τα καπνισμένα ερείπια. Αρκετές φορές είδαν το ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ γραμμένο βιαστικά πάνω σε πεζοδρόμια και τοίχους· και μια φορά με σπρέι, σε ένα από τα γραμματοκιβώτια των Αμε ρικανικών Ταχυδρομείων. «Αυτό συνεπάγεται πρόστιμο ένα δισεκατομμύριο δολάρια και ισόβια στο Γκουαντάναμο Μπει», είπε ο Τομ με ένα μικρό χα μόγελο. Η παράκαμψη τους έβγαλε τελικά μέσα στο τεράστιο πάρκινγκ του Εμπορικού Κέντρου του Ρότσεστερ. Πολύ πριν φτάσουν εκεί είχαν αρχίσει να ακούν, υπερενισχυμένη από μεγάφωνα, την ανάλατη μουσική ενός τρίο τζαζ της Νιου Έιτζ, σε εκτελέσεις που ο
284
STEPHEΝ KING
Κλέι αποκαλούσε μουσική για ψώνια. Το πάρκινγκ ήταν πνιγμένο σε σωρούς σκουπιδιών που σάπιζαν όσα αυτοκίνητα είχαν απο μείνει ήταν βουλιαγμένα στα σκουπίδια ως το σασί. Το αεράκι που φυσούσε μετέφερε τη δυσωδία του τυμπανισμού και της σήψης των πτωμάτων. «Κάπου εδώ γύρω υπάρχει κοπάδι», σχολίασε ο Τομ. Ήταν στο νεκροταφείο, δίπλα στο εμπορικό κέντρο. Με βάση την πορεία τους, το παρέκαμπταν εντελώς πηγαίνοντας νότια και δυτικά, αλλά όταν βγήκαν από το πάρκινγκ του εμπορικού κέ ντρου το πλησίασαν αρκετά ώστε να διακρίνουν τα κόκκινα φω τάκια των «φορητών» ανάμεσα στα δέντρα. «Γιατί να μην τους ξεκάνουμε κι αυτούς;» πρότεινε ξαφνικά η Άλις με το που ξαναβγήκαν στη Νορθ Μέιν Στρητ. «Κάπου εδώ γύρω θα υπάρχει σίγουρα ένα βυτίο με προπάνιο». «Φύγαμε!» είπε ο Τζόρνταν. Σήκωσε τα δυο του χέρια σφιγμέ να σε γροθιές και τα κούνησε πάνω από το κεφάλι του, δείχνοντας ζωντανός για πρώτη φορά απ' όταν είχε αφήσει το Περίπτερο Τσίταμ. «Για το Διευθυντή!» «Νομίζω, όχι», είπε ο Τομ. «Φοβάσαι μήπως τσαντιστούν μαζί μας;» τον προκάλεσε ο Κλέι. Τον εξέπληξε και τον ίδιο που πήρε κατά κάποιον τρόπο θέ ση υπέρ της τρελής ιδέας της Άλις. Το να κάψουν άλλο ένα κοπάδι ήταν τρέλα, δεν υπήρχε αμφιβολία, κι όμως... Θα το έκανα ευχαρίστως, γιατί είναι η χειρότερη διασκευή του «Misty» που έχω ακούσει στη ζωή μου και μου τη βαράει να την α κούω, σκέφτηκε. «Όχι αυτό», είπε ο Τομ. Φαινόταν σκεφτικός. «Βλέπεις αυτόν το δρόμο εκεί κάτω;» Έδειχνε μια λεωφόρο που περνούσε ανάμε σα από το νεκροταφείο και το εμπορικό κέντρο. Ήταν γεμάτη ακι νητοποιημένα αυτοκίνητα. Σχεδόν όλα ήταν στραμμένα προς την αντίθετη κατεύθυνση από το εμπορικό κέντρο. Ο Κλέι εύκολα φα ντάστηκε όλα εκείνα τα αυτοκίνητα γεμάτα ανθρώπους που προ σπαθούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους μετά τον Παλμό. Ανθρώ πους που αγωνιούσαν να μάθουν τι συνέβαινε και αν οι οικογένει ες τους ήταν καλά. Σίγουρα θα είχαν πιάσει τα τηλέφωνα των αυ τοκινήτων τους ή τα κινητά τους χωρίς δεύτερη σκέψη. «Τι τρέχει μ' αυτόν το δρόμο;» ρώτησε τον Τομ.
285
Το ΚΙΝΗΤΌ
«Ας τον περπατήσουμε ως ένα σημείο», είπε ο Τομ. «Με πολ λή προσοχή». «Τι είδες, Τομ;» «Προτιμώ να μην το πω. Ίσως δεν είναι τίποτε. Μακριά από το πεζοδρόμιο. Μείνετε κάτω από τα δέντρα. Αυτή η συμφόρηση μπροστά είναι φοβερή. Θα υπάρχουν πτώματα». Υπήρχαν. Δεκάδες πτώματα επέστρεφαν σαπίζοντας στη μεγά λη αγκαλιά του σύμπαντος, πάνω στο κομμάτι της Τούμπλεϊ Στρητ που συνόρευε με το νεκροταφείο. Όταν έφτασαν στη δεντροστοιχία, το «Misty» είχε παραχωρήσει τη θέση του σε μια γλυκανάλατη διασκευή του «I Left My Heart in San Francisco». Φαίνονταν πάλι τα κόκκινα φωτάκια των «φορητών». Ξαφνικά, ο Κλέι είδε και κάτι άλλο και σταμάτησε. «Χριστέ μου», είπε ψιθυριστά. Ο Τομ κούνησε το κεφάλι του. «Τι είναι;» ψιθύρισε ο Τζόρνταν. «Τι;» Η Άλις δεν είπε τίποτε, αλλά ο Κλέι κατάλαβε ότι το είχε δει κι εκείνη, από την κατεύθυνση που είχε το βλέμμα της και από τον τρόπο που κρέμασαν απότομα οι ώμοι της. Υπήρχαν άντρες με καραμπίνες που στέκονταν φρουροί στην περιφέρεια του νεκροτα φείου. Ο Κλέι έπιασε το κεφάλι του Τζόρνταν, το γύρισε προς τη σωστή κατεύθυνση και είδε και τους ώμους του αγοριού να κα μπουριάζουν απότομα. «Πάμε να φύγουμε», ψιθύρισε ο Τζόρνταν. «Αυτή η μυρωδιά με αηδιάζει».
7 Στο Μέλροουζ Κόρνερ, γύρω στα δέκα χιλιόμετρα βόρεια του Ρότσεστερ (φαινόταν ακόμη η κόκκινη λάμψη να φουντώνει κάθε τόσο και να ξεθωριάζει μακριά στον ορίζοντα του νότου), βρήκαν άλλη μια περιοχή για πικνίκ δίπλα στον αυτοκινητόδρομο. Αυτή, εκτός από τραπέζια και πάγκους, είχε και μια μικρή πέτρινη ψη σταριά. Ο Κλέι, ο Τομ και ο Τζόρνταν μάζεψαν ξερόκλαδα από γύρω. Η Άλις, που καυχήθηκε ότι ήταν προσκοπίνα, απέδειξε τις ικανότητες της ανάβοντας τη μικρή φωτιά, όπου ζέσταναν τρεις μεγάλες κονσέρβες με «φασόλια για άστεγους», όπως τα ονόμασε
286
STEPHEN KING
η Άλις. Ενώ έτρωγαν πέρασαν δύο συντροφιές πεζοπόρων από το δρόμο. Και οι δύο κοίταξαν- ούτε ένας, από καμιά απ' τις δυο συ ντροφιές, δεν τους μίλησε, ούτε τους χαιρέτησε. Όταν χόρτασε λιγάκι ο λύκος στο στομάχι του, ο Κλέι είπε στον Τομ: «Και πώς τους είδες αυτούς τους τύπους από τόσο μακριά; Α πό το πάρκινγκ του εμπορικού κέντρου! Θα έπρεπε να σε λένε Αετομάτη!» Ο Τομ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Ήταν καθαρή τύχη. Συν η λάμψη του Ρότσεστερ. Ξέρεις, τα αναμμένα κάρβουνα;» Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. Ήξερε. Όλοι ήξεραν τι εννοούσε ο Τομ. «Έτυχε να κοιτάξω προς το νεκροταφείο ακριβώς τη σωστή στιγμή και με τη σωστή γωνία και είδα την αναλαμπή στις κάννες των όπλων. Είπα στον εαυτό μου ότι δεν ήταν δυνατόν να είναι αυτό που νόμιζα πως ήταν, ότι μάλλον ήταν κάποιο συρματόπλεγ μα ή κάτι άλλο, αλλά...» Ο Τομ αναστέναξε, κοίταξε τα υπόλοιπα φασόλια του και τελικά τα έκανε στην άκρη. «Έτσι έγινε». «Ίσως ήταν τρελοί των κινητών», είπε ο Τζόρνταν χωρίς να το πιστεύει. Ο Κλέι το διέκρινε στη φωνή του. «Οι τρελοί των κινητών δεν κάνουν τη νυχτερινή βάρδια», είπε η Άλις. «Μπορεί να χρειάζονται λιγότερο ύπνο τώρα», είπε ο Τζόρ νταν. «Μπορεί να είναι μέρος του προγραμματισμού τους». Ακούγοντας τον να μιλάει μ' αυτό τον τρόπο, σάμπως οι άν θρωποι των κινητών να ήταν ένα είδος οργανικών υπολογιστών σε διαδικασία φόρτωσης κάποιου προγράμματος, ο Κλέι ανατρίχιασε. «Αυτοί δεν έχουν όπλα, Τζόρνταν», του είπε ο Τομ. «Δεν τα χρειάζονται». «Επομένως, τώρα έχουν κάποιους συνεργάτες που τους προσέ χουν ενώ ξεκουράζονται για να στρώσει το δερματάκι τους», είπε η Άλις. Πίσω από τον πικρό σαρκασμό, τα δάκρυα ήταν έτοιμα να ξεχειλίσουν. «Εύχομαι να σαπίσουν στην κόλαση». Ο Κλέι δεν είπε τίποτε. Σκέφτηκε την παρέα που είχαν συνα ντήσει αρκετές ώρες νωρίτερα, τους ηλικιωμένους με τα καρότσια του σούπερ μάρκετ, και θυμήθηκε το μίσος και το φόβο στη φωνή του άντρα που τους είχε αποκαλέσει συμμορία του Γκέιτεν. Λες και έλεγε η Συμμορία του Ντίλινγκερ, σκέφτηκε. Κι ύστερα: Δεν
287
Το ΚΙΝΗΤΌ
τους σκέφτομαι πια σαν τρελούς των κινητών, αλλά σαν ανθρώ πους των κινητών. Γιατί; Η σκέψη που ακολούθησε ήταν ακόμη πιο δυσάρεστη. Πότε ένας συνεργάτης του εχθρού παύει να είναι συνεργάτης του εχθρού; Η απάντηση ήταν, πίστευε, πως έπαυαν να θεωρούνται συνεργάτες του εχθρού όταν γίνονταν πλειοψηφία. Τότε, εκείνοι που δεν υπήρξαν συνεργάτες γίνονταν... Αν ήταν κανείς ρομαντικός, θα τους αποκαλούσε «περιθωρια κούς». Αν δεν ήταν, θα τους αποκαλούσε φυγάδες. Ή απλώς εγκληματίες. Συνέχισαν το δρόμο τους ως το χωριό Χεις Στέισον και διανυ κτέρευσαν για τη μέρα σε ένα σαράβαλο μοτέλ που λεγόταν ο Ά νεμος στα Πεύκα. Από κει φαινόταν ήδη η πινακίδα που έγραφε ΟΔΟΣ 19 - ΣΑΝΦΟΡΝΤ, KENT ΠΟΝΤ, ΜΠΕΡΓΟΥΙΚΣ 12 ΧΛΜ. Δεν άφησαν τα παπούτσια τους έξω από το κατώφλι του δωματίου που διάλεξε ο καθένας. Δεν χρειαζόταν πια. 8 Βρισκόταν πάλι μέσα σ' εκείνο το καταραμένο γήπεδο, ακίνητος πάνω σε μια εξέδρα στο κέντρο, και τον κοίταζαν όλοι. Πέρα στον ορίζοντα φαινόταν ο γιγάντιος μεταλλικός σκελετός του πυλώνα με το κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε στην κορυφή. Το γήπεδο ήταν μεγαλύτερο κι από το Φόξμπορο. Οι φίλοι του στέκονταν κι αυτοί στη σειρά δίπλα του, αλλά τώρα δεν ήταν μόνοι τους. Παρό μοιες εξέδρες υπήρχαν κατά μήκος μιας μεγάλης ανοιχτής περιο χής. Στα αριστερά του Τομ στεκόταν μια νεαρή έγκυος που φο ρούσε ένα μπλουζάκι Χάρλεϊ-Ντάβιντσον με κομμένα τα μανίκια. Στα δεξιά του Κλέι ένας ηλικιωμένος κύριος -όχι ακριβώς συνο μήλικος του Διευθυντή αλλά σχεδόν- με γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά και μια τρομαγμένη έκφραση στο μακρύ, ευγενικό πρόσωπο του. Δίπλα του ήταν ένας νεαρός άντρας που φορούσε έ να στραπατσαρισμένο καπελάκι των Μαϊάμι Ντόλφινς. Ο Κλέι αναγνώρισε ανθρώπους ανάμεσα στα πλήθη, αλλά δεν ξαφνιάστηκε καθόλου -έτσι δεν γίνεται συνήθως στα όνειρα; Τη μια στιγμή βρίσκεσαι στριμωγμένος σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο
288
STEPHEN KING
με τη δασκάλα που είχες στην πρώτη δημοτικού· την επόμενη, χα ζεύεις τη θέα από την κορυφή του Εμπάιρ Στέιτ Μπίλντινγκ, πα ρέα με τα τρία μέλη των Ντέστινι'ς Τσάιλντ. Οι Ντέστινι'ς Τσάιλντ δεν ήταν στο όνειρο του, αλλά ο Κλέι εί δε τον γυμνό νεαρό που κάρφωνε τον αέρα με δύο κεραίες αυτοκι νήτων (τώρα ντυμένο με φαρδύ χακί παντελόνι και άσπρο κοντο μάνικο), είδε τον τύπο με το μεγάλο σακίδιο που αποκαλούσε την Άλις μικρή κυρία, είδε και την καλή γιαγιά με τα άσπρα μαλλιά. Αυτή έδειξε τον Κλέι και τους υπόλοιπους που στέκονταν σχημα τίζοντας μια σειρά γύρω στα πενήντα μέτρα μήκος και είπε κάτι στη διπλανή της... η οποία ήταν, όπως διαπίστωσε χωρίς έκπληξη ο Κλέι, η έγκυος νύφη του κυρίου Σκότονι. Αυτή είναι η συμμορία του Γκέιτεν, είπε η καλή γιαγιά και η νύφη του κυρίου Σκότονι α νασήκωσε το πάνω χείλος της σ' έναν περιφρονητικό μορφασμό. Βοήθησε με! φώναξε η γυναίκα από την εξέδρα που στεκόταν δίπλα στον Τομ. Απευθυνόταν στη νύφη του κυρίου Σκότονι. Θέ λω κι εγώ να γεννήσω το μωρό μου, όπως κι εσύ! Βοήθησε με! Αυτό έπρεπε να το σκεφτείς πριν κάνεις ό,τι έκανες, της απάντη σε η έγκυος νύφη του κυρίου Σκότονι και ο Κλέι είδε, όπως και στο προηγούμενο όνειρο, ότι κανείς δεν μιλούσε με το στόμα. Ε πικοινωνούσαν με τηλεπάθεια. Ο Κουρελιάρης περνούσε μπροστά από τη γραμμή των παρα ταγμένων στην εξέδρα απλώνοντας το χέρι του πάνω από το κεφά λι του καθενός χωριστά. Το έκανε με τον ίδιο τρόπο που το είχε κάνει ο Τομ πάνω από τον τάφο του Διευθυντή: η παλάμη προς τον ουρανό, τα δάχτυλα λυγισμένα στις άκρες. Ο Κλέι είδε ένα με ταλλικό βραχιόλι να γυαλίζει γύρω από τον καρπό του Κουρελιά ρη, κάτι σαν τους βομβητές των γιατρών, και επίσης κατάλαβε ότι υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα -οι προβολείς του γηπέδου ήταν όλοι α ναμμένοι. Είδε και κάτι άλλο. Ο λόγος για τον οποίο ο Κουρελιά ρης μπορούσε να φτάνει πάνω από τα κεφάλια των παραταγμένων, ακόμη κι ενώ αυτοί στέκονταν πάνω σε εξέδρα, ήταν ότι δεν πα τούσε στο έδαφος. Ο Κουρελιάρης περπατούσε, αλλά στον αέρα. «Ecce homo —insanus», έλεγε. «Ecce femina -insana». Και κά θε φορά, το πλήθος ούρλιαζε «ΜΗΝ ΤΟΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!» ή «ΜΗΝ ΤΗΝ ΑΓΓΙΞΕΙΣ!» όλοι με μια φωνή, και οι άνθρωποι των κινητών
289
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
και οι νορμάλ. Γιατί τώρα δεν υπήρχε καμιά διαφορά. Στα μάτια του Κλέι ήταν όλοι ίδιοι. 9 Ξύπνησε αργά το απόγευμα, κουλουριασμένος σε εμβρυϊκή στά ση, σφίγγοντας το λεπτό μαξιλάρι του μοτέλ. Βγήκε από το δωμά τιο του και είδε την Άλις και τον Τζόρνταν να κάθονται στο ρεί θρο ανάμεσα στο πάρκινγκ και τα δωμάτια. Η Άλις είχε αγκαλιά σει τον Τζόρνταν από τους ώμους και το αγόρι ακουμπούσε το κε φάλι του στον ώμο της και είχε περάσει το χέρι του γύρω από τη μέση της. Τα μαλλιά του στέκονταν όρθια στο πίσω μέρος. Ο Κλέι πήγε κοντά τους. Πιο κάτω, ο αυτοκινητόδρομος που οδηγούσε στην Οδό 19 και στο Μέιν ήταν άδειος, εκτός από μια τρακαρι σμένη μοτοσικλέτα και ένα φορτηγάκι της FedEx που ήταν παρα τημένο πάνω στη διαχωριστική γραμμή με ανοιχτές τις πίσω πόρ τες της καρότσας. Ο Κλέι κάθισε δίπλα στα δυο παιδιά. «Είδατε...» «Ecce puer, insanus», είπε ο Τζόρνταν χωρίς να σηκώσει το κεφάλι του από τον ώμο της Άλις. «Εγώ είμαι αυτός». «Κι εγώ είμαι η femina», είπε η Άλις. «Κλέι, υπάρχει κανένα τεράστιο ποδοσφαιρικό γήπεδο στο Κάσουακ; Γιατί, αν υπάρχει, εγώ δεν το πλησιάζω». Πίσω τους ακούστηκε μια πόρτα να κλείνει. Βήματα που πλη σίασαν. «Ούτε κι εγώ», είπε ο Τομ και κάθισε δίπλα τους. «Έχω κάποια ζητήματα, πρώτος εγώ το παραδέχομαι, αλλά αυτοκτονι κός δεν είμαι». «Χωρίς να είμαι σίγουρος, νομίζω πως το μόνο που υπάρχει ε κεί πάνω είναι ένα δημοτικό σχολείο», είπε ο Κλέι. «Τα παιδιά του γυμνασίου πηγαίνουν με λεωφορείο στην κοντινή πόλη». «Είναι στάδιο σε εικονική πραγματικότητα», είπε ο Τζόρνταν. «Ε;» έκανε ο Τομ. «Εννοείς, όπως στα παιχνίδια στον υπολο γιστή;» «Εννοώ, όπως στον υπολογιστή». Ο Τζόρνταν σήκωσε το κε φάλι του, αλλά συνέχισε να κοιτάζει μπροστά, τον έρημο δρόμο που οδηγούσε στο Στάνφορντ, στα Μπέργουικς και στο Κεντ Ποντ.
290
STEPHEN KING
«Δε με νοιάζει αυτό, ούτε που σκοτίστηκα. Αν δε7 κάνει να μας αγγίξουν -οι άνθρωποι των κινητών, οι νορμάλ άνθρωποι—, ποιος θα μας αγγίξει;» Ο Κλέι δεν είχε ξαναδεί τόσο πόνο σε μάτια ανή λικου παιδιού. «Ποιος;» Κανένας δεν απάντησε. «Θα μας αγγίξει ο Κουρελιάρης;» συνέχισε ο Τζόρνταν και η φωνή του υψώθηκε κατά έναν δυο τόνους. «Θα μας αγγίξει μόνο ο Κουρελιάρης; Μπορεί. Γιατί αυτός μας παρακολουθεί, τον νιώ θω που παρακολουθεί». «Υπερβάλλεις, Τζόρνταν», είπε ο Κλέι, αλλά η ιδέα του αγο ριού είχε μια περίεργη λογική. Αν τους είχε σταλεί ένα κοινό όνει ρο -το όνειρο με τις εξέδρες-, τότε, ίσως εκείνος τους παρακολου θούσε. Δεν μπορείς να στείλεις γράμμα αν δεν έχεις τη διεύθυνση. «Δε θέλω να πάω στο Κάσουακ», είπε η Άλις. «Δε μ' ενδιαφέ ρει αν είναι ζώνη ελεύθερη από κινητά. Καλύτερα να πάω... στο Άινταχο». «Εγώ θα πάω στο Κεντ Ποντ πριν πάω στο Κάσουακ ή στο Άι νταχο, ή οπουδήποτε», είπε ο Κλέι. «Θα φτάσω με δυο νύχτες περπάτημα. Μακάρι να ερχόσαστε κι εσείς, παιδιά, αλλά δε θέλε τε, ή δεν μπορείτε, καταλαβαίνω». «Ο άνθρωπος θέλει να κλείσει ένα κεφάλαιο», είπε ο Τομ στους άλλους. «Ας το κλείσουμε. Και μετά, βλέπουμε τι θα κά νουμε. Εκτός αν έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα». Κανείς δεν είχε. 10 Συχνά η Οδός 19 ήταν άδεια και προς τα δύο ρεύματα κυκλοφο ρίας, κατά διαστήματα που έφταναν μέχρι και το μισό χιλιόμετρο, κι αυτό ενθάρρυνε τους «γκαζάκηδες». Ήταν το όνομα που χρησι μοποιούσε ο Τζόρνταν για τους απερίσκεπτους αλήτες που τους προσπερνούσαν τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, συνήθως στη μέ ση του δρόμου και με αναμμένους τους μεγάλους προβολείς του αυτοκινήτου. Ο Κλέι και οι άλλοι έβλεπαν από μακριά τα φώτα να έρχονται και έτρεχαν γρήγορα στην άκρη του δρόμου, έξω και από τη βοη-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
291
θητική λωρίδα, μέσα στους θάμνους και τα αγριόχορτα, ειδικά ό ταν είχαν εντοπίσει μπροστά σταματημένα ή τρακαρισμένα οχή ματα. Αυτά ο Τζόρνταν τα αποκαλούσε «βραχάκια για γκαζάκηδες». Ο «γκαζάκιας» στο τιμόνι κατέβαινε το δρόμο με χίλια και μ' αυτούς που ήταν μέσα να τσιρίζουν ενθουσιασμένοι (και σχε δόν σίγουρα πιωμένοι). Αν υπήρχε μόνο ένα εμπόδιο, ένα μικρό «βραχάκι» μπροστά, ο οδηγός συνήθως επέλεγε να το παρακάμ ψει. Όταν ο δρόμος ήταν εντελώς μπλοκαρισμένος, και πάλι μπο ρεί να επέλεγε να προσπεράσει από γύρω, βγαίνοντας από το οδό στρωμα, αλλά συνήθως τόσο αυτός όσο και οι επιβάτες του θα πα ρατούσαν το όχημα τους επιτόπου και θα συνέχιζαν με τα πόδια μέχρι να βρουν κάποιο άλλο κατάλληλο όχημα για να «γκαζώ σουν» -με άλλα λόγια, κάτι πολύ γρήγορο που θα τους έφτιαχνε. Ο Κλέι φανταζόταν την πορεία των «γκαζάκηδων» σαν μια σειρά από απανωτές μαλακίες... αφού μαλάκες ήταν έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι «γκαζάκηδες», αλλά ήταν και μεγάλος μπελάς σε έ ναν κόσμο που είχε γίνει ένας μεγάλος μπελάς. Ο Γκάνερ δεν απο τελούσε εξαίρεση. Ήταν ο τέταρτος «γκαζάκιας» εκείνη την πρώτη νύχτα τους στην Οδό 19 και τους εντόπισε να στέκονται στην άκρη του δρό μου όταν τους έλουσαν οι προβολείς του αυτοκινήτου του. Εντό πισε την Άλις. Έβγαλε το κεφάλι του από το ανοιχτό παράθυρο, με τα μαύρα μακριά μαλλιά του να ανεμίζουν προς τα πίσω, και της φώναξε «Πάρε μου μια πίπα, πουτανάκι!» καθώς περνούσε από μπροστά τους σαν βολίδα με μια Κάντιλακ Εσκαλέιντ. Οι συνεπι βάτες του ζητωκραύγαζαν και κουνούσαν τα χέρια από τα παρά θυρα. Κάποιος φώναξε «Κι εμένα!» κι ακούστηκε σαν κραυγή α πόλυτης έκστασης με προφορά Νότιας Βοστόνης. «Ευγενέστατοι», ήταν το μόνο σχόλιο της Άλις. «Μερικοί άνθρωποι δεν έχουν...» άρχισε να λέει ο Τομ, αλλά πριν προλάβει να τους πει τι δεν είχαν μερικοί άνθρωποι, άκουσαν στρίγκλισμα ελαστικών από το σκοτάδι μπροστά τους, που το ακο λούθησε ένα δυνατό υπόκωφο μπαμ και ήχος γυαλιού που σπάει. «Χριστέ μου -γαμώτο!» είπε ο Κλέι κι άρχισε να τρέχει. Πριν κάνει ούτε είκοσι μέτρα, τον προσπέρασε σαν βολίδα η Άλις. «Στά σου, μπορεί να είναι επικίνδυνοι!» της φώναξε. Η Άλις σήκωσε ένα από τα αυτόματα πιστόλια για να το δει ο
292
STEPHEN KING
Κλέι και συνέχισε να τρέχει. Σύντομα τον άφησε τόσο πίσω που ήταν αδύνατον να τη φτάσει. Ο Τομ και ο Τζόρνταν πρόφτασαν τον Κλέι με κομμένη ιην α νάσα. Ο Τζόρνταν, που έτρεχε δίπλα του, αγκομαχούσε με κάθε βήμα. «Και... τι θα... κάνουμε... αν είναι βαριά... χτυπημένοι;» ρώτη σε ο Τομ. «Θα καλέσουμε... ασθενοφόρο;» «Δεν ξέρω», είπε ο Κλέι, αλλά σκέφτηκε πώς είχε σηκώσει η Άλις το αυτόματο ψηλά. Ήξερε. 11 Έφτασαν την Άλις μετά τη στροφή του αυτοκινητόδρομου. Στεκό ταν στο πίσω μέρος της Κάντιλακ. Το αυτοκίνητο ήταν πλαγια σμένο και οι αερόσακοι είχαν σκάσει. Δεν ήταν δύσκολο να δει κανείς τις λεπτομέρειες του ατυχήματος. Η Κάντιλακ είχε βγει με μεγάλη ταχύτητα από την κλειστή στροφή και είχε βρεθεί αντιμέ τωπη με ένα βυτίο μεταφοράς γάλακτος παρατημένο στη μέση του δρόμου. Ο οδηγός της, μαλάκας ή όχι, είχε καταφέρει πολύ καλά να αποφύγει τη μετωπική σύγκρουση. Τώρα έκανε κύκλους γύρω από το στραπατσαρισμένο αυτοκίνητο διώχνοντας τα μαλλιά του που του έπεφταν συνεχώς στο πρόσωπο. Αίμα έτρεχε από τη μύτη του κι από ένα βαθύ τραύμα στο μέτωπο. Ο Κλέι πλησίασε την Κάντιλακ με τις σόλες των αθλητικών παπουτσιών του να τρίζουν πάνω σε θρυμματισμένα κρύσταλλα και κοίταξε μέσα στο αυτοκί νητο. Ήταν άδειο. Φώτισε το εσωτερικό με το φακό του και είδε αίματα μόνο στο τιμόνι, πουθενά αλλού. Οι επιβάτες ήταν αρκετά καλά ώστε να πεταχτούν από το τρακαρισμένο αυτοκίνητο και να την κοπανήσουν από αντανακλαστική αντίδραση, το πιθανότερο. Εκτός από έναν. Αυτός που είχε μείνει στο πλευρό του οδηγού ή ταν ένας κακορίζικος δεκαοχτάχρονος, με έντονα σημάδια από ακ μή, πεταχτά δόντια και μακριά, άλουστα κόκκινα μαλλιά. Η ακα τάσχετη φλυαρία του θύμισε στον Κλέι το σκυλάκι που είχε για είδωλο του τον Σπάικ, στη γνωστή σειρά κινουμένων σχεδίων. «'σαι 'ντάξει, Γκάνα;» ρωτούσε. Ο Κλέι υπέθεσε πως έτσι πρόφερε κανείς το «Γκάνερ» στα νότια βοστονέζικα. «Σκατά! Έ-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
293
χεις αίματα, μεγάλε! Το κέρατο μου, νόμισα ότι σκοτωθήκαμε». Κι ύστερα στον Κλέι: «Εσύ τι σκατά κοιτάς;» «Βούλωσ' το», του είπε ο Κλέι -και, με δεδομένες τις περιστά σεις, μάλλον ευγενικά. Ο κοκκινομάλλης έδειξε τον Κλέι και στράφηκε στο φίλο του που αιμορραγούσε από τη μύτη. «Είναι ένας απ' αυτούς, Γκάνα! Είναι συμμορία!» «Βούλωσ' το, Χάρολντ», είπε ο Γκάνερ. Καθόλου ευγενικά. Ύστερα κοίταξε τον Κλέι, τον Τομ, την Άλις και τον Τζόρνταν. «Να σου βάλω κάτι στο μέτωπο», του είπε η Άλις. Είχε ξανα βάλει το όπλο της στη θήκη, είχε ξεκρεμάσει από τους ώμους της το σακίδιο και ψαχούλευε στο εσωτερικό του. «Έχω τσιρότα και γάζες. Έχω και οξυζενέ, που θα σε τσούξει λιγάκι, αλλά καλύτερα λίγο τσούξιμο παρά μια μόλυνση, έτσι;» «Με δεδομένο το πώς σε αποκάλεσε ο κύριος από δω περνώ ντας, είσαι καλύτερη χριστιανή ακόμη κι από εμένα στα νιάτα μου», είπε ο Τομ. Είχε ξεκρεμάσει από τον ώμο του το αυτόματο τουφέκι και το κρατούσε από το λουρί του κοιτώντας σταθερά τον Γκάνερ και τον Χάρολντ. Ο Γκάνερ πρέπει να ήταν γύρω στα είκοσι πέντε. Τα μακριά μαλλιά του που θύμιζαν τραγουδιστή της ροκ είχαν μουσκέψει στο αίμα. Κοίταξε το βυτίο, ύστερα την Κάντιλακ και τέλος την Άλις, που κρατούσε στο ένα χέρι μια γάζα και στο άλλο ένα μπου καλάκι οξυζενέ. «Ο Τόμι κι ο Φρίτο κι ο τύπος που σκάλιζε όλη την ώρα τη μύ τη του την κοπάνησαν», έλεγε ο κοκκινομάλλης καλικάντζαρος. Φούσκωσε το δείγμα στήθους που διέθετε. «Εγώ όμως, βράχος! Ε, Γκάνα; Το κέρατο μου, τρέχει πολύ αίμα, μεγάλε!» Η Άλις μούσκεψε με οξυζενέ τη γάζα και έκανε ένα βήμα προς το μέρος του Γκάνερ. Εκείνος έκανε αυτόματα ένα βήμα πίσω. «Μη με πλησιάζεις. Είσαι σκέτο δηλητήριο». «Είναι αυτοί!» τσίριξε ο κοκκινομάλλης. «Αυτοί από τα όνει ρα! Τι σου έλεγα;» «Μην πλησιάζεις», είπε ο Γκάνερ. «Γαμημένο παλιοθήλυκο. Μακριά. Όλοι σας». Ο Κλέι αισθάνθηκε μια τρελή επιθυμία να τον πυροβολήσει και δεν απόρησε γι' αυτό. Ο Γκάνερ έμοιαζε και αντιδρούσε σαν
294
STEPHEN KING
επικίνδυνο σκυλί που έχει στριμωχτεί στη γωνία και γυμνώνει τα δόντια, έτοιμο να δαγκώσει -και τι κάνει κανείς με τα αγριεμένα σκυλιά, όταν δεν υπάρχει άλλος τρόπος; Τα πυροβολεί και τα σκο τώνει. Φυσικά, σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε κι άλλος τρόπος. Κι αφού η Άλις ήταν ικανή να φερθεί σαν καλή Σαμαρείτισσα στο ρεμάλι που την είχε αποκαλέσει «πουτανάκι», υπέθετε ότι θα μπο ρούσε κι αυτός να συγκρατηθεί και να μην τον σκοτώσει σαν σκυ λί. Άλλωστε, υπήρχε κάτι που ήθελε να μάθει προτού αφήσουν τους δυο νεαρούς ιππότες να συνεχίσουν το δρόμο τους. «Αυτά τα όνειρα», είπε. «Έχετε... υπάρχει... δεν ξέρω... κάτι, σαν πνεύμα-οδηγός στα όνειρα σας; Ένας τύπος με κόκκινη μπλούζα με κουκούλα μήπως;» Ο Γκάνερ ανασήκωσε τους ώμους του. Έσκισε μια λωρίδα από το πουκάμισο του και σφούγγισε μ' αυτή τα αίματα από τη μύτη του. Είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως, να καταλαβαίνει τι ακρι βώς είχε συμβεί. «Ναι, ο Χάρβαρντ. Ε, Χάρολντ;» Ο κοκκινομάλλης κούνησε ζωηρά το κεφάλι του. «Ναι, ο Χάρ βαρντ. Ο μαύρος με την κόκκινη μπλούζα. Αλλά δεν είναι όνειρα. Άμα δεν ξέρετε, δεν κάνει να σας το πω. Είναι εκπομπές. Μεταδό σεις στον ύπνο μας. Αν δεν τις πιάνετε, είναι επειδή εσείς είστε σκέτο δηλητήριο. Ε, Γκάνερ;» «Τα σκατώσατε πολύ άσχημα, μάγκες», είπε ο Γκάνερ με βα ριά φωνή και σκούπισε το μέτωπο του με το πανί. «Μη μας αγγί ξετε». «Εμείς θα έχουμε το δικό μας μέρος», είπε ο Χάρολντ. «Έτσι δεν είναι, Γκάνα; Πάνω στο Μέιν, άμα θέλεις να ξέρεις. Όποιος δεν άρπαξε τον Παλμό, θα πάει να μείνει εκεί και οι άλλοι θα μας αφήσουν ήσυχους. Θα κυνηγάμε, θα ψαρεύουμε, θα ζούμε από τη γη. Ο Χάρβαρντ το λέει». «Κι εσύ τον πιστεύεις;» ρώτησε η Άλις, κατάπληκτη. Ο Γκάνερ της κούνησε απειλητικά το δάχτυλο του, που έτρεμε ελαφρά. «Κλείσε το στόμα σου, βρομοθήλυκο». «Εσύ να κλείσεις το δικό σου», του είπε ο Τζόρνταν. «Εμείς έ χουμε τα όπλα». «Καλύτερα να μην το σκεφτείς να μας ρίξεις!» είπε ο Χάρολντ με στριγκή, διαπεραστική φωνή. «Ξέρεις τι θα σου κάνει ο Χάρ βαρντ έτσι και μας ρίξεις, κωλόπαιδο;»
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
295
«Τίποτα», είπε ο Κλέι. «Δεν ξε...» άρχισε ο Γκάνερ, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτε άλλο, ο Κλέι έκανε ένα βήμα μπροστά και τον χτύπησε στο σαγό νι με το 45άρι της Μπεθ Νίκερσον. Το σκόπευτρο στην άκρη της κάννης άνοιξε μια καινούρια κοψιά στο πρόσωπο του Γκάνερ, αλ λά ο Κλέι σκέφτηκε ότι ίσως αυτό να αποδεικνυόταν τελικά πολύ πιο αποτελεσματικό γιατρικό από το οξυζενέ που είχε αρνηθεί ο Γκάνερ. Έκανε λάθος. Ο Γκάνερ έπεσε προς τα πίσω, πάνω στο σταματημένο φορτη γό, και κοίταξε τον Κλέι με μάτια ορθάνοιχτα από κατάπληξη. Ο Χάρολντ έκανε αυθόρμητα ένα βήμα εμπρός. Ο Τομ σήκωσε το αυτόματο τουφέκι και τον σημάδεψε κουνώντας του μια φορά το κεφάλι, απαγορευτικά. Ο Χάρολντ μαζεύτηκε ξανά κι άρχισε να μασάει νευρικά τις άκρες των βρόμικων νυχιών του. Τα μάτια του, πάνω από το χέρι, ήταν ορθάνοιχτα και τρομαγμένα. «Φεύγουμε τώρα», είπε ο Κλέι. «Θα σας συμβούλευα να μεί νετε εδώ τουλάχιστον για μία ώρα ακόμα, γιατί, ειλικρινά, θα είναι καλύτερα για σας να μη συναντηθούμε ξανά. Σας κάνουμε δώρο τις ζωές σας. Αν σας ξαναδούμε, θα το πάρουμε πίσω». Οπισθοχώ ρησε προς τον Τομ και τους άλλους, με το βλέμμα του στυλωμένο στο κατάπληκτο, οργισμένο και καταματωμένο πρόσωπο του Γκά νερ. Αισθάνθηκε λίγο σαν τον παλιό θηριοδαμαστή, τον Φρανκ Μπακ, που προσπαθούσε να κάνει όλη τη δουλειά με τη δύναμη της θέλησης. «Ένα τελευταίο πράγμα. Δεν ξέρω γιατί οι άνθρωποι των κινητών θέλουν να μαζέψουν όλους τους νορμάλ στο Κάσουακ, αλλά ξέρω τι σημαίνει συνήθως το μάντρωμα για τα γελάδια. Σκεφτείτε το λιγάκι κι αυτό την επόμενη φορά που θα σας μετα δώσουν τη νυχτερινή εκπομπή για τα καλά του μαντριού». «Άντε γαμήσου», του είπε ο Γκάνερ, αλλά κατέβασε πρώτος τα μάτια του. «Έλα, Κλέι», είπε ο Τομ. «Πάμε να φύγουμε». «Φροντίστε να μη σας ξαναδούμε, Γκάνερ», είπε ο Κλέι. Αλλά τους είδαν.
296
STEPHEN KING
12 Ο Γκάνερ και ο Χάρολντ πρέπει να είχαν περάσει μπροστά τους με κάποιο τρόπο, ίσως παίρνοντας το ρίσκο να ταξιδέψουν και στη διάρκεια της μέρας, όταν ο Κλέι, ο Τομ, η Άλις και ο Τζόρνταν κοιμούνταν στο μοτέλ Στέιτ Λάιν, που βρισκόταν γύρω στα διακόσια μέτρα μετά τη συνοριακή γραμμή του Μέιν. Το ζευγάρι μπορεί να είχε κοιμηθεί στο πάρκινγκ Σάλμον Φολς του αυτοκινη τόδρομου, όπου ο Γκάνερ θα βρήκε το καινούριο μεταφορικό του ανάμεσα σε καμιά εικοσαριά οχήματα που ήταν εγκαταλειμμένα εκεί. Δεν είχε πραγματική σημασία. Εκείνο που είχε σημασία ήταν ότι οι δύο αλήτες πέρασαν μπροστά, τους περίμεναν να φτάσουν και τότε χτύπησαν. Ο Κλέι ούτε που άκουσε το μουγκρητό μηχανής αυτοκινήτου που πλησίαζε ή το σχόλιο του Τζόρνταν -κι άλλος «γκαζάκιας». Πατούσε επιτέλους το χώμα της πατρίδας και με κάθε γνώριμο σημάδι του δρόμου που προσπερνούσαν -το Εκτροφείο Αστακών Φρενό, τρία χιλιόμετρα από το μοτέλ Στέιτ Λάιν, τα Νόστιμα Κα τεψυγμένα του Σέικι απέναντι, το άγαλμα του στρατηγού Τζόσουα Τσάμπερλεν στη μικρή πλατεία του Τέρνμπουλ- ένιωθε όλο και πιο πολύ σαν να ζούσε μέσα σε όνειρο. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο λίγο ήλπιζε ότι θα έφτανε ποτέ ξανά στο σπίτι του, μέχρι που είδε τον μεγάλο πλαστικό σκούφο του μάγειρα πάνω στη στέγη του Σέικι -ήταν τόσο κοινό και τόσο εξωτικό συνάμα, σαν κομμά τι από εφιάλτη τρελού έτσι όπως φάνταζε με φόντο έναν ουρανό γεμάτο αστέρια. «Ο δρόμος είναι πολύ γεμάτος για κούρσα ταχύτητας», σχολία σε η Άλις. Τραβήχτηκαν στο πλάι του δρόμου και οι τέσσερις, με το που φάνηκαν οι προβολείς του αυτοκινήτου στην κορυφή της ομαλής ανηφόρας που είχαν αφήσει πίσω τους. Ένα ημιφορτηγό είχε ανα τραπεί πάνω στη διπλή γραμμή. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι ήταν πιθανό να πέσει πάνω του το αυτοκίνητο που ερχόταν, αλλά τα φώτα έ στριψαν απότομα αριστερά αμέσως μόλις πρόβαλαν από την κο ρυφογραμμή του λόφου. Ο «γκαζάκιας» απέφυγε εύκολα το ημι φορτηγό βγαίνοντας στη βοηθητική λωρίδα για μερικά δευτερόλε-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
297
πτα, πριν ξαναμπεί στο δρόμο κι ανοίξει ταχύτητα. Αργότερα, ο Κλέι συμπέρανε ότι ο Γκάνερ και ο Χάρολντ πρέπει να είχαν ήδη δοκιμάσει αυτό το κομμάτι της πίστας, χαρτογραφώντας με προ σοχή τα εμπόδια. Είχαν σταθεί και παρακολουθούσαν το αυτοκίνητο περιμένο ντας να περάσει. Ο Κλέι ήταν ο πρώτος προς τη μεριά του αυτοκι νήτου και δίπλα του στεκόταν η Άλις. Στα αριστερά της ήταν ο Τομ και ο Τζόρνταν. Ο Τομ είχε αγκαλιάσει χαλαρά το αγόρι από τους ώμους. «Πω, πω, σφαίρα έρχεται», είπε ο Τζόρνταν. Καμιά νότα ανη συχίας στη φωνή του- ένα απλό σχόλιο. Ούτε ο Κλέι αισθάνθηκε καμιά ανησυχία. Κανένα κακό προαίσθημα για το τι θ' ακολου θούσε. Είχε ξεχάσει εντελώς τον Γκάνερ και τον Χάρολντ. Υπήρχε ένα αμάξι, κάποιο σπορ μοντέλο, MG ίσως, παρκαρι σμένο μισό έξω μισό πάνω στο δρόμο, καμιά δεκαπενταριά μέτρα δυτικά από το σημείο όπου στέκονταν οι τέσσερις. Ο Χάρολντ, που οδηγούσε το αυτοκίνητο, έκοψε απότομα το τιμόνι για να το αποφύγει. Μια μικρή στραβοτιμονιά, που ίσως έγινε αιτία να χάσει ο Γκάνερ το στόχο του. Ίσως και όχι. Ίσως ο στόχος του να μην ή ταν ο Κλέι. Ίσως την Άλις σκόπευε να χτυπήσει από την αρχή. Απόψε οι δύο αλήτες ταξίδευαν με μια κοινή Σεβρολέτ σεντάν. Ο Γκάνερ είχε γονατίσει πάνω στο πίσω κάθισμα, είχε βγει ο μι σός έξω από το παράθυρο και κρατούσε με τα δυο του χέρια ένα μισοκαμένο κούτσουρο γεμάτο ρόζους. Έβγαλε μια άναρθρη κραυγή, σαν κι αυτές στα μπαλόνια των κόμικς που σχεδίαζε ο Κλέι σαν ελεύθερος συνεργάτης διαφόρων περιοδικών -Γιαχχχχχχ!-, και πέταξε το ξύλο. Αυτό διέγραψε μια μικρή θανατηφό ρα τροχιά στο σκοτάδι και βρήκε την Άλις στο πλάι του κεφαλιού. Ο Κλέι δεν θα ξεχνούσε ποτέ τον ήχο της σύγκρουσης. Ο φακός που κρατούσε η Άλις, ο φακός που την έκανε εύκολο στόχο, όπως και τους υπόλοιπους, ξέφυγε από τα δάχτυλα της, που λύθηκαν α πότομα, και έπεσε κάτω ζωγραφίζοντας έναν φωτεινό κώνο πάνω στην άσφαλτο, όπου μέσα του φαίνονταν πετραδάκια και ένα κομ μάτι από το πίσω φανάρι αυτοκινήτου να λαμπυρίζει σαν ψεύτικο ρουμπίνι. Ο Κλέι γονάτισε δίπλα στην Άλις φωνάζοντας το όνομα της, αλλά δεν άκουγε καν την ίδια του τη φωνή μέσα στην ξαφνική έ-
298
STEPHEN KING
κρηξη του Σερ Σπίντι, του αυτόματου που επιτέλους δοκιμάστηκε. Η νύχτα φωτίστηκε από τις απανωτές αστραπές που ξερνούσε η κάννη και στις αναλαμπές τους ο Κλέι είδε αίμα να τρέχει στην α ριστερή πλευρά του προσώπου της Άλις —Θεέ μου, ΤΙ όμορφο πρό σωπο-, είδε αίμα να τρέχει ποτάμι. Ύστερα η ριπή σταμάτησε. Ο Τομ άρχισε να ουρλιάζει, «Η κάννη σηκώθηκε, αδύνατον να την κρατήσω κάτω, άδειασα όλο το γαμημένο το -γεμιστήρα στον ουρανό», και ταυτόχρονα ο Τζόρνταν ούρλιαζε, «Τι έπαθε; Τη χτύπησε; Είναι καλά;» και ο Κλέι σκέφτηκε πώς η Άλις είχε προσφερθεί να καθαρίσει με οξυζενέ την πλη γή στο μέτωπο του Γκάνερ και να την επιδέσει. Καλύτερα λίγο τσούξιμο, παρά μια μόλυνση, έτσι δεν είναι; είχε πει η Άλις και τώ ρα αυτός έπρεπε να σταματήσει αμέσως την αιμορραγία. Να το κάνει τώρα. Έσκισε το μπουφάν που φορούσε κι ύστερα τη μπλούζα από κάτω. Θα την τύλιγε σφιχτά γύρω από το κεφάλι της σαν τουρμπάνι. Το φως του φακού που ο Τομ έριχνε σαν τρελός από δω κι από κει έπεσε πάνω στο μισοκαμένο ξύλο και πάγωσε. Πάνω στο ξύλο ήταν κολλημένα μυαλά και τρίχες. Ο Τζόρνταν το είδε κι άρχισε να ουρλιάζει. Ο Κλέι, ασθμαίνοντας και λουσμένος στον ιδρώτα παρά το κρύο, τύλιγε γρήγορα την μπλούζα γύρω από το κεφάλι του κοριτσιού. Το αίμα τη μούσκεψε αμέσως. Τα χέρια του τα έ νιωθε σαν να φορούσε πολύ ζεστά, υγρά γάντια. Τώρα το φως του φακού που έριχνε γύρω του ο Τομ έπεσε πάνω στην Άλις, με το κε φάλι της τυλιγμένο σε μια μπλούζα μέχρι τη μύτη, να θυμίζει φω τογραφία αιχμαλώτου μουσουλμάνων εξτρεμιστών στο Ίντερνετ, με το μάγουλο της (ό,τι είχε απομείνει από το μάγουλο της) και το λαιμό βουτηγμένα στο αίμα, και άρχισε κι αυτός να ουρλιάζει. Βοηθήστε με, ήθελε να τους πει ο Κλέι. Σταματήστε κι οι δυο κι ελάτε να με βοηθήσετε. Αλλά η φωνή του δεν έβγαινε. Το μόνο που έκανε ήταν να πιέζει τη μουσκεμένη μπλούζα πάνω στο κεφά λι του κοριτσιού και να σκέφτεται ότι η Άλις είχε αίματα στο πρό σωπο της και όταν την πρωτογνώρισαν κι ήταν εντάξει τότε, δεν είχε τίποτε, ήταν εντάξει. Τα χέρια της τινάζονταν σπασμωδικά και τα δάχτυλα σήκωναν μικρά σιντριβάνια από χώμα. Ας της δώσει κάποιος το παπουτσάκι της, σκέφτηκε ο Κλέι, αλλά το παπουτσάκι ήταν μέσα στο σακίδιο
299
Το ΚΙΝΗΤΌ
της και η Άλις ήταν πεσμένη ανάσκελα. Χτυπημένη θανάσιμα στο κεφάλι από έναν αλήτη που είχε θελήσει να κλείσει ένα μικρό λο γαριασμό. Τώρα τινάζονταν και τα πόδια της και ο Κλέι ένιωθε α κόμη το αίμα της να αδειάζει, μέσα από την μπλούζα και πάνω στα χέρια του. Φτάσαμε, λοιπόν, στο τέλος του κόσμου, σκέφτηκε. Κοίταξε στον ουρανό και είδε τον αποσπερίτη. 13 Η Άλις δεν έπεσε σε κώμα, αλλά ούτε και ξαναβρήκε ποτέ κανονι κά τις αισθήσεις της. Ο Τομ κατάφερε να ελέγξει τον εαυτό του και βοήθησε να τη μεταφέρουν πάνω από το ανάχωμα του δρό μου. Εδώ υπήρχαν δέντρα· ο Κλέι θυμόταν ένα μεγάλο περιβόλι με μηλιές. Θυμόταν ότι αυτός και η Σάρον είχαν έρθει μια φορά και είχαν μαζέψει μήλα από δω, όταν ο Τζόνι ήταν πολύ μικρός. Όταν ήταν ακόμη καλά μεταξύ τους, όταν δεν είχαν αρχίσει ακόμη οι καβγάδες για λεφτά, για φιλοδοξίες και για το μέλλον. «Δεν κάνει να μετακινούμε κάποιον που έχει βαρύ τραύμα στο κεφάλι», είπε νευρικά ο Τζόρνταν, που ερχόταν πίσω τους κουβα λώντας το σακίδιο της. «Αυτό είναι το τελευταίο που θα μπορούσε να μας απασχολή σει», του είπε ο Κλέι. «Δεν πρόκειται να ζήσει, Τζόρνταν. Όχι έτσι όπως είναι. Και δε νομίζω ότι θα μπορούσαν να κάνουν τίποτε ού τε και στο νοσοκομείο». Είδε το πρόσωπο του Τζόρνταν να ζαρώ νει. «Λυπάμαι». Την ξάπλωσαν πάνω στο χορτάρι. Ο Τομ δοκίμασε να της δώ σει νερό από ένα πλαστικό μπουκαλάκι με στόμιο και, όντως, ήπιε λίγο. Ο Τζόρνταν της έδωσε το παπουτσάκι, το Μωρουδίστικο Νάικ, το γούρι της, και το δέχτηκε και αυτό, το έσφιξε ελαφρά γε μίζοντας το αίματα. Ύστερα κάθισαν και περίμεναν να πεθάνει. Περίμεναν όλη τη νύχτα.
300
STEPHEN KING
14 «Ο μπαμπάς μού είπε να κρατήσω τα ρέστα, γι' αυτό μη φωνάζεις σ' εμένα», είπε η Άλις. Αυτό ήταν γύρω στις έντεκα. Είχε για μα ξιλάρι της το σακίδιο του Τομ, όπου ο Τομ είχε παραχώσει την κουβέρτα που είχε πάρει από το Σουίτ Βάλεϊ Ινν. Ήταν εκείνο στα περίχωρα του Μέθουεν σε μια άλλη ζωή, όπως τους φαινόταν τώ ρα. Σε μια ζωή καλύτερη. Το σακίδιο είχε ήδη μουλιάσει στο αίμα. Το ένα ακέραιο μάτι της Άλις έμενε σταθερά καρφωμένο στον ου ρανό. Το αριστερό της χέρι ήταν ανοιχτό και ακίνητο πάνω στο γρασίδι. Το δεξί της χέρι έσφιγγε αδιάκοπα το αθλητικό παπου τσάκι. Έσφιγγε... και χαλάρωνε. Έσφιγγε... και χαλάρωνε. «Άλις;» είπε ο Κλέι. «Μήπως διψάς; Θέλεις λίγο νερό;» Δεν του απάντησε. 15 Αργότερα -μία παρά τέταρτο, με το ρολόι του Κλέι- ρώτησε κά ποιον αν μπορούσε να πάει να κολυμπήσει. Δέκα λεπτά αργότερα είπε, «Δεν τα θέλω τα ταμπόν, τα ταμπόν είναι βρόμικα», και γέ λασε. Ο ήχος του γέλιου της ήταν εντελώς φυσικός, αιφνιδιαστι κός, και ξύπνησε τον Τζόρνταν που λαγοκοιμόταν. Είδε πώς ήταν η Άλις κι έβαλε τα κλάματα. Πήγε παράμερα κι έκλαψε μόνος του. Όταν ο Τομ δοκίμασε να πάει κοντά του να τον παρηγορήσει, ο Τζόρνταν του φώναξε ουρλιάζοντας να τον αφήσει ήσυχο. Στις δύο και τέταρτο, μια μεγάλη συντροφιά από φυσιολογι κούς πέρασε από το δρόμο κάτω. Είδαν πολλούς φακούς να χο ρεύουν στο σκοτάδι κι ο Κλέι έτρεξε στην άκρη της χαμηλής πλα γιάς και τους φώναξε. «Μήπως υπάρχει γιατρός ανάμεσα σας;» ρώτησε χωρίς πολλές ελπίδες. Οι φακοί σταμάτησαν. Ακολούθησαν μουρμουρητά καθώς οι σκοτεινές σιλουέτες κάτω στο δρόμο το συζητούσαν μεταξύ τους και τελικά του απάντησε η φωνή μιας γυναίκας, μια ευχάριστη και γλυκιά φωνή. «Αφήστε μας ήσυχους. Είστε απαγορευμένοι». Ο Τομ πήγε κοντά στον Κλέι στην κορυφή του αναχώματος.
Το ΚΙΝΗΤΌ
301
«"Και οι Λευίτες συνέχισαν το δρόμο τους από την άλλη πλευ ρά"», φώναξε στη γυναίκα. «Να πας να πηδηχτείς, κυρά μου». Πίσω τους, η Άλις μίλησε ξαφνικά με δυνατή, καθαρή φωνή. «Θα τους κανονίσω εγώ αυτούς με το αυτοκίνητο. Όχι για χάρη δική σας, αλλά σαν προειδοποίηση για τους υπόλοιπους. Καταλα βαίνετε». Ο Τομ άρπαξε το χέρι του Κλέι. Τα δάχτυλα του ήταν παγωμέ να. «Χριστέ μου, μιλάει σαν να είναι εντελώς καλά». Ο Κλέι έπιασε το χέρι του Τομ μέσα στα δικά του και το κρά τησε. «Δε μιλάει αυτή. Είναι ο τύπος με την κόκκινη μπλούζα που τη χρησιμοποιεί σαν... σαν μεγάφωνο». Τα μάτια του Τομ φάνταζαν πελώρια μέσα στο σκοτάδι. «Κι ε σύ πώς το ξέρεις;» «Το ξέρω», είπε ο Κλέι. Κάτω στο δρόμο, οι φακοί άρχισαν να απομακρύνονται. Σύ ντομα θα χάνονταν και ο Κλέι σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα έτσι. Ήταν δική τους υπόθεση, ιδιωτική. 16 Στις τρεις και μισή, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, η Άλις είπε: «Αχ, μαμά, τι κρίμα! Μαράθηκαν τα τριαντάφυλλα, πάει ο κήπος». Ύ στερα ο τόνος έγινε χαρωπός. «Λες να χιονίσει; Θα φτιάξουμε ένα κάστρο, θα φτιάξουμε ένα φύλλο, θα φτιάξουμε ένα πουλί, κι άλ λο ένα πουλί, θα φτιάξουμε ένα χέρι, ένα μπλε χέρι, θα...» Σώπασε ήρεμα κοιτώντας τον ουρανό, όπου τα αστέρια μετρούσαν τις ώ ρες της νύχτας σαν ρολόι. Έκανε κρύο. Την είχαν τυλίξει να είναι ζεστή. Η κάθε ανάσα της έβγαινε σαν λευκό συννεφάκι. Η αιμορ ραγία είχε σταματήσει επιτέλους. Ο Τζόρνταν κάθισε δίπλα της και χάιδευε το αριστερό της χέρι, εκείνο που ήταν ήδη νεκρό και που περίμενε το υπόλοιπο σώμα ν' ακολουθήσει. «Παίξε εκείνο το γρήγορο που μ' αρέσει», είπε η Άλις. «Εκεί νο των Χολ εντ Όουτς».
302
STEPHEN KING
17 Στις πέντε παρά είκοσι είπε: «Είναι το ωραιότερο φόρεμα που είχα ποτέ». Όλοι μαζεύτηκαν γύρω της. Ο Κλέι πίστεψε ότι την έχαναν. «Τι χρώμα έχει, Άλις;» τη ρώτησε, χωρίς πραγματικά να περι μένει απάντηση, αλλά εκείνη του απάντησε. «Πράσινο». «Πού θα το φορέσεις;» «Οι κυρίες να έρθουν στο τραπέζι», είπε η Άλις. Το δεξί της χέρι συνέχιζε να σφίγγει και να ξεσφίγγει το παπουτσάκι, αλλά πολύ πιο αργά τώρα. Το αίμα στα πλάγια του προσώπου της είχε γίνει μια σκληρή, γυαλιστερή κρούστα, σαν να ήταν από σμάλτο. «Οι κυρίες να έρθουν στο τραπέζι, οι κυρίες να έρθουν στο τραπέ ζι. Ο κύριος Ρικάρντι να μείνει στο πόστο του και οι κυρίες να έρ θουν στο τραπέζι». «Ναι, καλή μου», είπε γλυκά ο Τομ. «Ο κύριος Ρικάρντι έμεινε στο πόστο του». «Οι κυρίες να έρθουν στο τραπέζι». Το γερό της μάτι στράφη κε προς τον Κλέι και μίλησε για δεύτερη φορά μ' εκείνη την άλλη φωνή. Αυτή που ο Κλέι είχε ακούσει να βγαίνει και από το δικό του στόμα. Μόνο μια φράση αυτή τη φορά. «Ο γιος σου είναι μα ζί μας». «Λες ψέματα», ψιθύρισε ο Κλέι. Έσφιξε ασυναίσθητα τις γρο θιές του σαν να ήταν έτοιμος να χτυπήσει το ετοιμοθάνατο κορί τσι. «Λες ψέματα, κάθαρμα». «Οι κυρίες να έρθουν στο τραπέζι για να πάρουμε όλοι το τσάι μας», είπε η Άλις.
303
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
18 Η πρώτη αχνή λωρίδα φωτός είχε αρχίσει να φαίνεται στον ορίζο ντα της ανατολής, όταν ο Τομ κάθισε δίπλα στον Κλέι και τον άγ γιξε δειλά στο μπράτσο. «Αν μπορούν να διαβάσουν το μυαλό μας», είπε, «θα έμαθαν ότι έχεις ένα γιο και ανησυχείς γι' αυτόν το ίδιο εύκολα όπως βρίσκουμε εμείς κάτι στο Google. Αυτός ο τύπος ίσως χρησιμοποιεί την Άλις για να σε τσαντίσει». «Το ξέρω», είπε ο Κλέι. Ήξερε και κάτι άλλο όμως: ότι αυτό που είχε πει η Αλις με τη φωνή του Χάρβαρντ ήταν πολύ πιθανό. «Ξέρεις τι σκέφτομαι συνέχεια;» Ο Τομ κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Όταν ήταν μικρός, δύο, τριών χρονών -τότε που η Σάρον κι εγώ τα πηγαίναμε καλά ακόμη και τον φωνάζαμε Τζόνι-Τζι-, κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέφωνο ερχόταν τρέχοντας. "Φό-φονο ε γώ;" φώναζε. Πεθαίναμε στα γέλια. Κι αν τύχαινε να είναι η για γιά του ή ο παππούς του, του λέγαμε "Φό-φονο εσύ" και του το δί ναμε. Ακόμα θυμάμαι πόσο μεγάλο φαινόταν το ακουστικό μέσα σ' εκείνα τα χεράκια... και δίπλα στο κεφαλάκι του...» «Κλέι, σταμάτα». «Και τώρα... τώρα...» Δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Δεν χρεια ζόταν. «Παιδιά, ελάτε!» φώναξε ο Τζόρνταν. Η φωνή του ήταν γεμά τη αγωνία. «Γρήγορα!» Πήγαν εκεί όπου ήταν η Άλις. Το σώμα της ήταν αγκυλωμένο από έναν δυνατό σπασμό και η μέση της σχημάτιζε μια χαμηλή καμάρα που έτρεμε πάνω από το χορτάρι. Το μάτι της είχε γουρ λώσει· τα χείλη της ήταν τραβηγμένα στις γωνίες. Ύστερα, μονο μιάς χαλάρωσε ολόκληρη. Είπε ένα όνομα που δεν σήμαινε τίποτε γι' αυτούς -Χένρι- και έσφιξε το παπουτσάκι για τελευταία φορά. Τα δάχτυλα της άνοιξαν και το άφησε να πέσει. Ένας στεναγμός, μαζί κι ένα τελευταίο άσπρο συννεφάκι, πολύ αχνό, από τα μισά νοιχτα χείλη της. Ο Τζόρνταν κοίταξε τον Κλέι, ύστερα τον Τομ κι ύστερα πάλι τον Κλέι. «Είναι...» «Ναι», είπε ο Κλέι.
304
STEPHEN KING
Ο Τζόρνταν έβαλε τα κλάματα. Ο Κλέι άφησε την Άλις να κοι τάξει για λίγες στιγμές ακόμη τα άστρα που είχαν αρχίσει να ξε θωριάζουν κι ύστερα πέρασε την παλάμη του από το πρόσωπό της και της έκλεισε απαλά το μάτι. 19 Δίπλα από το περιβόλι με τις μηλιές υπήρχε μια αγροικία. Στην α ποθήκη βρήκαν φτυάρια. Την έθαψαν κάτω από μια μηλιά, μαζί με το παπουτσάκι της. Αυτό θα ήθελε κι εκείνη, συμφώνησαν ό λοι. Κατ' απαίτηση του Τζόρνταν, ο Τομ απήγγειλε για άλλη μια φορά τον Τεσσαρακοστό Ψαλμό, αν και αυτή τη φορά δυσκολεύ τηκε πολύ να τελειώσει. Ύστερα είπαν ο καθένας από κάτι που θυ μόταν από την Άλις. Στη διάρκεια αυτής της αυτοσχέδιας νεκρώ σιμης τελετής, ένα κοπάδι άνθρωποι των κινητών -ένα μικρό- πέ ρασε από το δρόμο με κατεύθυνση προς το βορρά. Τους πρόσε ξαν, αλλά δεν τους ενόχλησαν. Αυτό δεν εξέπληξε καθόλου τον Κλέι. Ήταν παράφρονες, δεν έπρεπε να τους αγγίξει κανείς... πράγμα που ο Γκάνερ και ο Χάρολντ θα είχαν μάθει πια, για κακή τους τύχη. Κοιμήθηκαν στην αγροικία το μεγαλύτερο διάστημα της μέρας και μετά συνέχισαν προς το Κεντ Ποντ. Ο Κλέι δεν περίμενε πια να βρει το γιο του εκεί, αλλά δεν είχε εγκαταλείψει ακόμη την ελ πίδα ότι θα έβρισκε ένα μήνυμα από τον Τζόνι ή ίσως από τη Σά ρον. Μόνο να μάθαινε έστω ότι εκείνη ήταν ζωντανή, ίσως βοη θούσε να λιγοστέψει αυτή η λύπη που τον είχε κυριέψει, μια θλί ψη τόσο βαριά που την ένιωθε πάνω στις πλάτες του σαν μολυβέ νιο μανδύα.
KENT ΠΟΝΤ
1 Το παλιό του σπίτι, το σπίτι όπου ζούσαν η Σάρον και ο Τζόνι την ώρα του Παλμού, βρισκόταν στη Λίβερι Λέιν, δύο τετράγωνα με τά τον σβηστό φωτεινό σηματοδότη της μικρής κεντρικής πλατεί ας του Κεντ Ποντ. Ήταν το είδος του σπιτιού που μερικές διαφη μίσεις κτηματομεσιτικών γραφείων χαρακτήριζαν ως «σταθερή α ξία» και μερικές ως «πρώτη κατοικία». Το αστείο του Κλέι και της Σάρον -πριν από το χωρισμό- ήταν ότι η «πρώτη κατοικία» τους μάλλον θα ήταν και η «τελευταία κατοικία» τους όταν θα εί χαν βγει κι οι δυο στη σύνταξη. Και όταν η Σάρον έμεινε έγκυος είχαν σκεφτεί να ονομάσουν το μωρό Ολίβια, αν ήταν -όπως έλε γε η Σάρον- «θηλυκών πεποιθήσεων». Και τότε η Σάρον είχε πει ότι η κόρη τους θα ήταν η μοναδική Λίβι της Λίβερι Λέιν. Πόσο είχαν γελάσει! Ο Κλέι, ο Τομ και ο Τζόρνταν -ένας κατάχλομος και αμίλητος Τζόρνταν, που απαντούσε μόνο αν του έκανες την ίδια ερώτηση για δεύτερη ή και τρίτη φορά- έφτασαν στη διασταύρωση της Μέιν Στρητ με τη Λίβερι λίγο μετά τα μεσάνυχτα μιας νύχτας με δυνατό άνεμο, τη δεύτερη εβδομάδα του Οκτώβρη. Ο Κλέι στα μάτησε και κοίταζε σαν υπνωτισμένος την πινακίδα του STOP στη γωνία του δρόμου του παλιού του σπιτιού, όπου τους τελευταίους τέσσερις μήνες ερχόταν μόνο ως επισκέπτης. Το ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ ή ταν ακόμη γραμμένο με σπρέι πάνω στην πινακίδα, έτσι όπως ή ταν και πριν φύγει αυτός για τη Βοστόνη. STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ. STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ. Δεν το έπιανε. Δεν ήταν θέμα νοήματος, αυτό ήταν ξεκάθαρο, ήταν ένα έξυπνο πολιτικό σύνθημα (αν κοί ταζε κανείς θα έβρισκε το ίδιο σε όλες τις πινακίδες STOP της πό-
308
STEPHEN KING
λης, ίσως και στο Σπρίνγκβεϊλ και στο Άκτον), αλλά η αδυναμία του μυαλού του να συλλάβει το πώς αυτό είχε παραμείνει το ίδιο, όταν όλος ο κόσμος είχε έρθει τα πάνω κάτω. Είχε την αίσθηση πως, αν κοίταζε με μεγάλη ένταση και αυτοσυγκέντρωση εκείνο το STOP... ΣΤΑ ΠΥΡΗΝΙΚΑ, θα άνοιγε μπροστά του μια σκουληκότρυπα, ένα είδος χρονο-σήραγγας επιστημονικής φαντασίας, και θα έκανε βουτιά προς τα πίσω και όλα αυτά που είχαν γίνει θα ξεγίνονταν. Όλο αυτό το σκοτάδι. «Κλέι» είπε ο Τομ. «Είσαι καλά;» «Αυτός είναι ο δρόμος του σπιτιού μου», είπε ο Κλέι σάμπως αυτό να εξηγούσε τα πάντα, και μετά, χωρίς να το έχει σκεφτεί α πό πριν, άρχισε να τρέχει. Η Λίβερι Λέιν ήταν αδιέξοδο. Όλοι οι δρόμοι από αυτή την πλευρά της πόλης ήταν αδιέξοδα γιατί κατέληγαν στο λόφο του Κεντ, που στην πραγματικότητα ήταν μια απότομη, βραχώδης πλαγιά. Η περιοχή ήταν γεμάτη βελανιδιές και ο δρόμος πνιγμένος στα ξερά φύλλα που τρίβονταν κάτω από τα πόδια του. Υπήρχαν επίσης πολλά σταματημένα αυτοκίνητα και ανάμεσα τους δύο που είχαν κολλήσει μούρη με μούρη σε ένα ασφυκτικό μεταλλικό φιλί. «Πού πάει;» άκουσε τον Τζόρνταν να φωνάζει πίσω του. Ο Κλέι έπιασε τον τρόμο στη φωνή του αγοριού, αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει. «Δεν υπάρχει πρόβλημα», είπε ο Τομ. «Άφησέ τον». Ο Κλέι έτρεχε με ζιγκ ζαγκ ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκί νητα και το φως του φακού του έπεφτε τυχαία μπροστά του, αλλά ζοντας συνεχώς κατευθύνσεις. Σε μια από τις τροχιές του συνά ντησε το πρόσωπο του κυρίου Κρέτσκι. Ο κύριος Κρέτσκι έδινε πάντα στον Τζόνι ένα γλειφιτσούρι τη μέρα που πήγαινε για κού ρεμα, όταν ο Τζόνι ήταν ακόμη Τζόνι-Τζι, ένας μικρούλης κοντού λης που φώναζε φό-φονο εγώ κάθε φορά που χτυπούσε το τηλέ φωνο. Ο κύριος Κρέτσκι ήταν πεσμένος στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι του, μισοθαμμένος κάτω από τα ξερά, πεσμένα φύλ λα και του έλειπε εντελώς η μύτη. Δεν πρέπει να τους βρω νεκρούς. Αυτή η σκέψη σφυροκοπούσε στο μυαλό του Κλέι ξανά και ξανά. Όχι μετά την Άλις. Δεν πρέπει να τους βρω νεκρούς. Κι ύστερα, η απαίσια σκέψη (αν και σε στιγ-
309
Το ΚΙΝΗΤΌ
μες μεγάλης έντασης το μυαλό λέει πάντα την αλήθεια): Κι αν εί ναι να βρω νεκρό μόνο τον έναν... κάνε να είναι αυτή. Το σπίτι τους ήταν το τελευταίο στα αριστερά και ο δρόμος της αυλής ανηφόριζε λοξά προς το μικρό ανακαινισμένο υπόστεγο που μετά βίας χωρούσε ένα αυτοκίνητο. Ο Κλέι είχε λαχανιάσει ήδη, αλλά δεν σταμάτησε το τρέξιμο. Ανέβηκε γρήγορα την πρασιά κλοτσώντας στρώσεις από πεσμένα φύλλα στο πέρασμα του. Ένιω θε δυνατές σουβλιές στα πλευρά του από το τρέξιμο και τη μεταλ λική γεύση του τρόμου χαμηλά στον ουρανίσκο, εκεί όπου κολλού σε η ανάσα του και έβγαινε στριγκή σαν να μην είχε πια σάλιο στο στόμα του. Σήκωσε το φακό του και φώτισε το ανοιχτό γκαράζ. Άδειο. Το ερώτημα ήταν: Αυτό ήταν καλό ή κακό; Στράφηκε προς τα πίσω, είδε τους φακούς του Τομ και του Τζόρνταν να ανηφορίζουν προς το μέρος του κι έριξε το φως του δικού του φακού στην πίσω πόρτα του σπιτιού. Η καρδιά του ανα πήδησε μέσα στο στήθος του. Ανέβηκε με μια δρασκελιά τα τρία σκαλιά της βεράντας, παραπάτησε και λίγο έλειψε να σπάσει την πόρτα με το χέρι του, όπως το άπλωσε για να αρπάξει το χαρτάκι που ήταν κολλημένο στο τζάμι. Κρατιόταν μόνο από ένα κομμα τάκι μονωτικής ταινίας. Αν είχαν φτάσει μια ώρα αργότερα, ίσως και μισή ώρα αργότερα, ο δυνατός αέρας θα το είχε ξεκολλήσει, θα το είχε παρασύρει ως πάνω στο λόφο και θα είχε χαθεί. Του ερ χόταν να τη σκοτώσει τη Σάρον γι' αυτή την προχειρότητα, μια ζωή ήταν έτσι απρόσεχτη, αλλά τέλος πάντων... Το σημείωμα δεν ήταν από τη γυναίκα του.
2 Ο Τζόρνταν έφτασε στα σκαλιά της βεράντας και έριξε το φακό του στον Κλέι. Ο Τομ ερχόταν από το δρομάκι πίσω του, αγκομα χώντας και κάνοντας τρομερή φασαρία πάνω στα ξερά φύλλα με κάθε βήμα. Σταμάτησε δίπλα στον Τζόρνταν και έριξε το φως του φακού του πάνω στο διπλωμένο χαρτί που κρατούσε ο Κλέι. Ύστε ρα φώτισε το πρόσωπο του Κλέι, την παγωμένη, έντρομη έκφραση. «Είχα ξεχάσει τον καταραμένο διαβήτη της μητέρας της», είπε
310
STEPHEN KING
ο Κλέι και έδωσε το σημείωμα που είχε βρει κολλημένο στο τζάμι της πόρτας. Ο Τομ και ο Τζόρνταν το διάβασαν μαζί.
Μπαμπά, Έγινε κάτι πολύ κακό, όπως θα ξέρις και συ, ελπίζω να είσαι καλά & να το διαβάσεις αυτό. Είμαι μαζί με τον Μιτς Στάινμαν και τον Τζορτζ Γκέντρον, οι άνθρωποι τρελαίνονται και νομίζουμε ότι φταίνε τα κινητά. Μπαμπά, εδώ είναι το άσχη μο, ήρθαμε σπίτι γιατί εγώ φοβόμουν. Θα έσπαγα το δικό μου αν έκανα λάθος, αλλά δεν έκανα λάθος, έλειπε. Η μαμά το έπαιρνε συνέχεια τον τελευταίο καιρό, επειδή είναι άροστη η γιαγιά και ήθελε να της τηλεφωνεί όλη την ώρα. Πρέ πει να φύγω, Χριστούλη μου, πώς φοβάμαι, κάποιος σκότω σε τον κύριο Κρέτσκι. Διάφοροι άνθρωποι είναι νεκροί ή τρελοί όπως στις ταινίες τρόμου, αλλά ακούσαμε ότι μαζεύονται (οι ΝΟΡΜΑΛ) στο Δημαρχείο, εκεί θα πάμε και μεις. Μπορεί να είναι και η μαμά εκεί αλλά, χριστέ μου, είχε ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ ΜΟΥ. Μπαμπά, αν φτάσεις καλά ως εδώ, ΣΕ ΠΑΡΑ ΚΑΛΑΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ. Ο γιος σου, Τζον Γκάβιν Ρίντελ Ο Τομ διάβασε το σημείωμα κι ύστερα μίλησε σε έναν τόνο γλυκό και προσεκτικό που τρόμαξε τον Κλέι πολύ περισσότερο απ' όσο θα τον είχε τρομάξει η πιο θανάσιμη προειδοποίηση. «Καταλαβαίνεις, φυσικά, ότι αυτοί που μαζεύτηκαν στο Δημαρ χείο θα έχουν σκορπίσει πια στους τέσσερις ανέμους. Έχουν περά σει δέκα μέρες και έχει ταρακουνηθεί ο κόσμος από τότε». «Το ξέρω», είπε ο Κλέι. Τα μάτια του έτσουζαν και η φωνή του είχε αρχίσει να τρέμει. «Όπως ξέρω και ότι η μητέρα του μάλλον είναι...» Ανασήκωσε τους ώμους του και έδειξε γενικά και αόρι στα προς τον σκοτεινό κόσμο πέρα από το σπίτι. «Παρ' όλα αυτά, Τομ, εγώ πρέπει να πάω στο Δημαρχείο να δω. Ίσως μου άφησαν κάποιο μήνυμα. Ίσως μου άφησε κάτι το παιδί». «Ναι», είπε ο Τομ. «Και βέβαια θα πας. Πάμε μαζί ως εκεί και μετά βλέπουμε τι θα κάνουμε». Μιλούσε πάντα στον ίδιο τόνο συγκαταβατικής καλοσύνης. Ο Κλέι θα προτιμούσε να τον δει να γε-
Το ΚΙΝΗΤΌ
311
λάει σκληρά και να λέει κάτι σαν Έλα, καημένε -ακόμα πιστεύεις ό τι υπάρχει περίπτωση να τον ξαναδείς ποτέ; Προσγειώσου επιτέλους. Ο Τζόρνταν στο μεταξύ είχε διαβάσει το σημείωμα για δεύτε ρη φορά, ίσως και τρίτη και τέταρτη. Παρά τον τρόμο και την τα ραχή του, ο Κλέι ένιωσε την παράλογη διάθεση να απολογηθεί στον Τζόρνταν για τα ορθογραφικά λάθη και το κακό συντακτικό του Τζόνι, υπενθυμίζοντας του όμως ότι ο γιος του είχε γράψει αυ τό το σημείωμα κάτω από φοβερό στρες, κυριολεκτικά στο πόδι, ενώ οι φίλοι του περίμεναν και γύρω εξαπλωνόταν το χάος. Ο Τζόρνταν κατέβασε το χαρτί και ρώτησε: «Πώς είναι ο γιος σου;» Ο Κλέι ήταν έτοιμος να ρωτήσει γιατί, αλλά αποφάσισε ότι δεν ήθελε να ξέρει. «Ο Τζόνι είναι σχεδόν ένα κεφάλι πιο κοντός από σένα. Γεροδεμένος. Σκούρα καστανά μαλλιά. Ίσια». «Όχι ψηλός και κοκαλιάρης. Ούτε ξανθός». «Όχι. Ο φίλος του ο Τζορτζ είναι κάπως έτσι». Ο Τζόρνταν και ο Τομ αντάλλαξαν ένα βλέμμα. Ήταν σοβαρό, αλλά ήταν βλέμμα ανακούφισης. «Τι είναι;» ρώτησε ο Κλέι. «Τι τρέχει; Πείτε μου!» «Στο δρόμο απέναντι...» είπε ο Τομ. «Εσύ δεν το πρόσεξες για τί έτρεχες. Υπάρχει ένα νεκρό αγοράκι τρία σπίτια πιο κάτω. Ξαν θό, ψηλό, λιγνό, κόκκινο σχολικό σακίδιο...» «Ο Τζορτζ Γκέντρον», είπε ο Κλέι. Ήξερε το κόκκινο σακίδιο του Τζορτζ, όπως ήξερε και το γαλάζιο του γιου του με τις φω σφορίζουσες λωρίδες. «Αυτός και ο Τζόνι κατασκεύασαν μαζί ένα χωριό Πουριτανών σαν εργασία στο μάθημα ιστορίας. Πήραν Ασυν. Δεν μπορεί να είναι νεκρός ο Τζορτζ». Κι όμως ήταν. Ο Κλέι κάθισε στο σκαλοπάτι της βεράντας, που άφησε το γνώριμο τρίξι μο κάτω από το βάρος του, κι έκρυψε το πρόσωπο του μέσα στα χέρια του.
312
STEPHEN KING
3 To Δημαρχείο βρισκόταν στη διασταύρωση Ποντ και Μιλ, μπρο στά από το Δημοτικό Πάρκο και τη λιμνούλα που είχε δώσει στη μικρή κωμόπολη το όνομα της. Το πάρκινγκ ήταν σχεδόν άδειο, ε κτός από τις θέσεις των υπαλλήλων, γιατί και οι δύο δρόμοι που κατέληγαν στο μεγάλο, λευκό βικτοριανό κτίριο ήταν φρακαρισμένοι από σταματημένα αυτοκίνητα. Οι άνθρωποι είχαν φτάσει όσο πιο κοντά μπορούσαν και είχαν κάνει τον υπόλοιπο δρόμο με τα πόδια. Για τους πολύ καθυστερημένους όπως ο Κλέι, ο Τομ και ο Τζόρνταν, ήταν μια αργή και δύσκολη πορεία. Δύο ολόκληρα τετράγωνα πριν από το Δημαρχείο, τα αυτοκίνητα γέμιζαν ακόμη και τις πρασιές των σπιτιών. Πέντ' έξι σπίτια είχαν γίνει στάχτη. Μερικά ερείπια κάπνιζαν ακόμη. Ο Κλέι είχε σκεπάσει το νεκρό παιδί στη Λίβερι Λέιν -ήταν πράγματι ο Τζορτζ, ο φίλος του Τζόνι-, αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για τα τυμπανισμένα πτώματα σε κατάσταση προχω ρημένης αποσύνθεσης που έβλεπαν γύρω τους στην αργή και γεμά τη εμπόδια πορεία τους προς το Δημαρχείο του Κεντ Ποντ. Ήταν εκατοντάδες, αλλά στα σκοτεινά ο Κλέι δεν αναγνώρισε ούτε έναν. Ίσως να μην μπορούσε να αναγνωρίσει κανέναν ακόμη κι αν ήταν μέρα. Τα κοράκια έκαναν καλή δουλειά μιάμιση βδομάδα τώρα. Το μυαλό του γύριζε συνέχεια στον Τζορτζ Γκέντρον, που ήταν πεσμένος μπρούμυτα σ' ένα σωρό από φύλλα. Στο σημείωμα του ο Τζόνι έλεγε ότι οι δύο καλύτεροι του φίλοι, ο Τζορτζ και ο Μιτς, ήταν μαζί του. Άρα, ό,τι είχε συμβεί στον Τζορτζ πρέπει να είχε συμβεί αφού ο Τζόνι είχε κολλήσει το σημείωμα στην πίσω πόρτα και είχαν φύγει οι τρεις τους από το σπίτι των Ρίντελ. Κι αφού ο Τζορτζ σάπιζε τώρα πάνω στα πεσμένα φύλλα, ο Κλέι μπορούσε να συμπεράνει ότι ο Τζόνι και ο Μιτς είχαν βγει από τη Λίβερι Λέιν ζωντανοί. Βεβαίως, τα συμπεράσματα είναι για τα κορόιδα, σκέφτηκε. Το ρητό της Άλις Μάξγουελ, ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή της. Και έτσι ήταν. Ο δολοφόνος του Τζορτζ μπορεί να είχε κυνη γήσει τα δυο παιδιά και να τα είχε προλάβει παρακάτω. Στη Μέιν Στρητ ή στην Ντάγκγουεϊ Στρητ, ή και στη γειτονική Λόρελ Γου-
Το ΚΙΝΗΤΟ
313
έι. Να τα είχε καρφώσει με ένα σουηδικό χασαπομάχαιρο, ή με δύο κεραίες αυτοκινήτων... Έφτασαν στο πάρκινγκ του Δημαρχείου. Στα αριστερά τους εί δαν ένα ημιφορτηγό που είχε προσπαθήσει να περάσει από τα πλά για και είχε καταλήξει να κολλήσει με τις πίσω ρόδες σε ένα λα σπωμένο χαντάκι, μόλις πέντε μέτρα μακριά από την πολιτισμένη άσφαλτο. Στα δεξιά τους είδαν μια γυναίκα με σκισμένο το λαιμό, που τα πουλιά είχαν παραλλάξει τα χαρακτηριστικά της σε έναν α φηρημένο πίνακα από μαύρες τρύπες και ματωμένες λωρίδες. Φο ρούσε ακόμη το καπελάκι του μπέιζμπολ με το σήμα των Πόρτλαντ Σι Ντογκς και στον ώμο της ήταν κρεμασμένη η τσάντα της. Οι δολοφόνοι δεν σκότωναν πια για λεφτά. Ο Τομ ακούμπησε το χέρι του στον ώμο του Κλέι κι εκείνος τι νάχτηκε αλαφιασμένος. «Σταμάτα να σκέφτεσαι τι μπορεί να συ νέβη», είπε ο Τομ. «Πώς το ήξερες...» «Δε χρειάζεται να μπορώ να διαβάζω τη σκέψη σου. Αν βρεις το γιο σου -μάλλον δε θα τον βρεις, αλλά αν τον βρεις-, είμαι σί γουρος ότι θα σου πει όλη την ιστορία. Αλλιώς... έχει καμιά ση μασία;» «Όχι. Και βέβαια όχι. Όμως, Τομ... ήξερα τον Τζορτζ Γκέντρον. Τα παιδιά τον φώναζαν καμιά φορά Κονέτικατ, γιατί η οι κογένεια του είχε μετακομίσει από εκεί. Έτρωγε χάμπουργκερ και χοτ ντογκ στην αυλή μας. Ο μπαμπάς του ερχόταν καμιά φορά και βλέπαμε παρέα τους αγώνες των Πάτριοτς». «Ξέρω», είπε ο Τομ. «Ξέρω». Κι αμέσως μετά, στον Τζόρνταν, αυστηρά: «Σταμάτα να την κοιτάζεις, δεν πρόκειται να σηκωθεί να περπατήσει». Ο Τζόρνταν τον αγνόησε και συνέχισε να κοιτάζει σαν υπνωτι σμένος το φαγωμένο πρόσωπο με το καπελάκι των Σι Ντογκς. «Οι άνθρωποι των κινητών άρχισαν να θάβουν τους δικούς τους νε κρούς αμέσως μόλις επανέκτησαν ένα στοιχειώδη προγραμματι σμό», είπε. «Έστω και αν τους μάζευαν απλώς από κάτω από τις κερκίδες και τους πετούσαν στο βάλτο, έκαναν κάτι γι' αυτούς. Αλ λά δε φρόντισαν τους δικούς μας. Τους έχουν αφήσει να σαπίζουν εκεί που βρίσκονται». Στράφηκε προς τον Τομ και τον Κλέι. «Ό,τι
314
STEPHEN KING
κι αν λένε, ό,τι και αν μας υπόσχονται, δεν πρέπει να τους εμπι στευτούμε», είπε με πάθος. «Δεν θα τους εμπιστευτούμε, εντάξει;» «Συμφωνώ απόλυτα», είπε ο Τομ. Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. «Κι εγώ». Ο Τομ έδειξε με το κεφάλι του προς το Δημαρχείο, όπου δυο φώτα ασφαλείας λειτουργούσαν ακόμη με μπαταρίες μακράς διάρκειας, ρίχνοντας ένα άρρωστο, κιτρινιάρικο ιρως πάνω στα αυτοκίνητα των υπαλλήλων και στους σωρούς από πεσμένα φύλ λα που είχε παρασύρει ο άνεμος στα πλευρά τους. «Πάμε μέσα να δούμε αν μας άφησαν κάτι φεύγοντας». «Ναι, ας το κάνουμε», είπε ο Κλέι. Ο Τζόνι θα είχε φύγει, ήταν σίγουρος γι' αυτό, αλλά ένα κομματάκι του εαυτού του, ένα τοσοδά, παιδικό, πεισματάρικο κομματάκι του εαυτού του, εξακολου θούσε να ελπίζει ότι θα άκουγε μια φωνούλα να λέει «Μπαμπά!» και ότι ο γιος του, με σάρκα και οστά, θα έτρεχε να πέσει στην α γκαλιά του, γερός και ολοζώντανος μέσα σ' αυτό τον εφιάλτη. 4 Βεβαιώθηκαν απόλυτα ότι το Δημαρχείο ήταν έρημο όταν είδαν αυτό που ήταν γραμμένο με κόκκινη μπογιά πάνω στη δίφυλλη κεντρική είσοδο. Στο κιτρινιάρικο φως των φώτων ασφαλείας, τα μεγάλα, λοξά γράμματα έμοιαζαν σαν ξεραμένο αίμα.
ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ «Πόσο μακριά είναι το Κάσουακ;» ρώτησε ο Τομ. Ο Κλέι σκέφτηκε. «Θα έλεγα εκατόν είκοσι χιλιόμετρα, ευθεία προς το βορρά. Παίρνεις την Οδό 160 βασικά, αλλά όταν μπεις στην Τι-Αρ, δεν ξέρω». «Τι ακριβώς είναι η Τι-Αρ;» ρώτησε ο Τζόρνταν. «Η Τι-Αρ-90 είναι μια περιοχή με οικισμούς που δεν είναι ε νταγμένοι σε σχέδιο πόλης. Υπάρχουν κάνα δυο χωριουδάκια εκεί πάνω, μερικά λατομεία και δυο κάμπινγκ της συμφοράς, αλλά κυ ρίως είναι δάση, αρκούδες και ελάφια». Ο Κλέι δοκίμασε την πόρ-
315
Το ΚΙΝΗΤΌ
τα και τη βρήκε ανοιχτή. «Θα πάω μέσα να ελέγξω. Εσείς δε χρει άζεται να μπείτε αν δε θέλετε -το καταλαβαίνω». «Όχι, θα έρθουμε μαζί σου», είπε ο Τομ. «Έτσι, Τζόρνταν;» «Σίγουρα». Ο Τζόρνταν αναστέναξε σαν παιδί που έχει μπρο στά του μια δύσκολη αγγαρεία. Μετά χαμογέλασε. «Έχουμε και ηλεκτρικά φώτα. Ποιος ξέρει πότε θα τα ξαναδούμε». 5 Κανένας Τζόνι Ρίντελ δεν ήρθε τρέχοντας από τη σκοτεινή αίθου σα για να πέσει στην αγκαλιά του πατέρα του, αλλά το Δημαρχείο μύριζε ακόμη από τα μαγειρέματα και τα ψησίματα που είχαν κά νει σε ψησταριές υγραερίου οι άνθρωποι που είχαν βρει καταφύ γιο εκεί, τις μέρες μετά τον Παλμό. Έξω από τη μεγάλη κεντρική αίθουσα, στον μακρύ πίνακα ανακοινώσεων όπου συνήθως υπήρ χαν αναγγελίες που αφορούσαν διάφορες τοπικές επιχειρήσεις ή καλλιτεχνικές εκδηλώσεις και γεγονότα, τώρα κρέμονταν καμιά διακοσαριά σημειώματα. Ο Κλέι, με την ανάσα κομμένη από αγω νία, άρχισε να τα ψάχνει ένα ένα, σχολαστικά, σαν μελετητής που πιστεύει ότι ανακάλυψε το Ευαγγέλιο της Μαρίας Μαγδαληνής. Φοβόταν μήπως βρει κάτι και έτρεμε μήπως δεν έβρισκε τίποτε. Ο Τομ και ο Τζόρνταν αποσύρθηκαν διακριτικά στην αίθουσα συνε δριάσεων του δημοτικού συμβουλίου, η οποία ήταν γεμάτη από τα σκουπίδια των προσφύγων που προφανώς είχαν περάσει αρκετές νύχτες εκεί, περιμένοντας μια σωτηρία που δεν είχε έρθει ποτέ. Από τα σημειώματα του πίνακα ανακοινώσεων ο Κλέι διαπί στωσε ότι οι πρόσφυγες είχαν φτάσει να πιστεύουν ότι μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι παραπάνω από μια απλή διάσωση. Πίστευαν πως η σωτηρία τους βρισκόταν στο Κάσουακ. Γιατί σ' αυτό το συ γκεκριμένο χωριό ειδικά, όταν όλη η περιοχή Τι-Αρ-90 (τα βόρεια και δυτικά τετράγωνα της σίγουρα) ήταν νεκρή ζώνη όσον αφο ρούσε τα σήματα της κινητής τηλεφωνίας; Τα σημειώματα στον πίνακα δεν το ξεκαθάριζαν. Οι περισσότεροι έδειχναν να θεωρούν ότι όποιοι τα διάβαζαν θα καταλάβαιναν χωρίς να πρέπει να τους το πουν ήταν ένα πράγμα που το ήξεραν ακόμα και οι χαζοί. Επί σης, ακόμη και στα πιο ψύχραιμα από τα σημειώματα, φαινόταν η
316
STEPHEN KING
προσπάθεια να κρατήσουν υπό έλεγχο τον τρόμο και την ελ,πίδα. Τα πιο πολλά ήταν εντελώς λακωνικά, του τύπου Πάρε το Δρόμο με τα Κίτρινα Τούβλα προς το Κάσουακ και τη σωτηρία, όσο πιο γρήγορα μπορείς. Κάπου στα τρία τέταρτα του μήκους του πίνακα, μισοκρυμμένο πίσω από ένα σημείωμα που υπέγραφε η Άιρις Νόλαν, μια κυ ρία που ο Κλέι γνώριζε καλά (αυτή κρατούσε τη μικρή δανειστική βιβλιοθήκη της πόλης τους δουλεύοντας εθελοντικά), είδε μια σε λίδα με τον γνώριμο, πλαγιαστό γραφικό χαρακτήρα του γιου του και σκέφτηκε, Θεέ μου, σ' ευχαριστώ. Σ' ευχαριστώ πολύ. Το τρά βηξε από τον πίνακα προσέχοντας να μην το σκίσει. Αυτό το σημείωμα είχε και ημερομηνία: 3 Οκτωβρίου. Ο Κλέι προσπάθησε να θυμηθεί πού βρισκόταν τη νύχτα της 3ης Οκτω βρίου, αλλά δεν μπόρεσε. Ήταν σ' εκείνο τον αχυρώνα στο βόρειο Ρέντινγκ, ή στο Σουίτ Βάλεϊ Ινν κοντά στο Μέθουεν; Μάλλον στον αχυρώνα, αν και δεν ήταν σίγουρος -γίνονταν όλα ένα κου βάρι μέσα στο μυαλό του όταν προσπαθούσε να τα ξεκαθαρίσει και τότε νόμιζε ότι ο άντρας που φορούσε στο κεφάλι του δύο φα κούς ήταν ο ίδιος που κάρφωνε τον αέρα με δύο κεραίες αυτοκι νήτων, ότι ο κύριος Ρικάρντι είχε αυτοκτονήσει δαγκώνοντας μια βιτρίνα και καταπίνοντας τα γυαλιά, αντί να έχει κρεμαστεί, και ό τι η Άλις ήταν εκείνη που έτρωγε ωμές κολοκύθες στον κήπο της πίσω αυλής του Τομ. «Σταμάτα», ψιθύρισε και συγκεντρώθηκε μόνο στο σημείωμα. Ήταν πιο ορθογραφημένο και κάπως καλύτερα συνταγμένο από το προηγούμενο, αλλά η αγωνία ήταν ολοφάνερη.
3 Οκτ Αγαπημένε μου μπαμπά, Ελπίζω ότι ζεις & θα το διαβάσεις αυτό. Εγώ & ο Μιτς τα καταφέραμε, αλλά τον Τζορτζ τον έπιασε ο Χιούι Ντάρντεν και τον σκότωσε νομίζω. Εγώ & ο Μιτς προλάβαμε και τρέ ξαμε. Νιώθω σαν να φταίω εγώ αλλά ο Μιτς μου λέει, δε φταις εσύ, ο Χιούι ήταν από τους Άλλους, πού να το ήξερες; Μπαμπά, υπάρχουν χειρότερα. Η μαμά είναι απ' αυτούς, την είδα σε ένα από τα «κοπάδια» σήμερα. (Ετσι τους λένε τώρα, κοπάδια.) Δε φαινόταν τόσο άσχημα όσο μερικοί άλ-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
317
λοι, αλλά ξέρω ότι αν πήγαινα κοντά της, ούτε που θα με γνόριζε και θα με σκότωνε αμέσως. ΑΝ ΤΗ ΔΕΙΣ ΜΗΝ ΞΕΓΕΛΑΣΊΕΙΣ. ΛΥΠΑΜΑΙ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ. Θα φύγουμε για το Κάσουακ (είναι πάνω στο βορρά) αύ ριο ή μεθαύριο, είναι η μαμά του Μιτς εδώ και μούρχετε να τον σκοτώσω, τόσο πολύ ζηλέβω. Μπαμπά μου, ξέρω ότι δεν έχεις κινητό και όλοι ξέρουν για το Κάσουακ, ότι είναι ασφα λές μέρος. Αν βρεις αυτό το σημείωμα, ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ. Σ' αγαπάω με όλη μου την Καρδιά Ο γιος σου, Τζον Γκάβιν Ρίντελ Ακόμη και μετά την είδηση για τη Σάρον, ο Κλέι τα κατάφερνε καλά, μέχρι που έφτασε σ' εκείνο το Σ' αγαπάω με όλη μου την Καρδιά. Ακόμη και μ' αυτό μπορεί να τα έβγαζε πέρα αν δεν ήταν εκείνο το κεφαλαίο Κ. Φίλησε την υπογραφή του δωδεκάχρονου γιου του, κοίταξε τον πίνακα ανακοινώσεων με μάτια που είχαν γί νει εντελώς αναξιόπιστα -τα είδε όλα διπλά, τριπλά κι ύστερα ρά γισαν σε χίλια κομμάτια- κι έβγαλε μια βραχνή πονεμένη κραυγή σαν να τον σκότωναν. Ο Τομ και ο Τζόρνταν έφτασαν τρέχοντας. «Κλέι, τι έπαθες;» είπε ο Τομ. «Τι είναι;» Είδε το χαρτί -μια κί τρινη σελίδα κομμένη από τετράδιο σπιράλ- και το τράβηξε μαλα κά από το χέρι του Κλέι. Το διάβασε γρήγορα μαζί με τον Τζόρνταν. «Θα πάω στο Κάσουακ», είπε βραχνά ο Κλέι. «Κλέι, ίσως δεν είναι και τόσο καλή ιδέα», είπε προσεκτικά ο Τζόρνταν. «Με δεδομένο αυτό που κάναμε στην Ακαδημία του Γκέιτεν». «Δε με νοιάζει. Εγώ θα πάω στο Κάσουακ. Θα πάω να βρω το γιο μου».
318
STEPHEN KING
6 Οι πρόσφυγες που είχαν βρει άσυλο στο Δημαρχείο του Κενι Ποντ είχαν αφήσει πίσω τους πολλά εφόδια όταν αποχώρησαν μαζικά για την Τι-Αρ-90 και το Κάσουακ. Ο Κλέι, ο Τομ και ο Τζόρνταν έστησαν ένα γεύμα από σαλάτα κοτόπουλο σε κονσέρβα, με συνο δεία μπαγιάτικο ψωμί και φρουτοσαλάτα κονσέρβα για επιδόρπιο. Όταν τελείωσαν, ο Τομ έσκυψε προς τη μεριά του Τζόρνταν και μουρμούρισε κάτι. Το αγόρι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ύστερα σηκώθηκαν και οι δυο. «Μας συγχωρείς για λίγο, Κλέι», είπε ο Τομ. «Ο Τζόρνταν κι εγώ θέλουμε να μιλήσουμε». Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. Όταν έφυγαν, άνοιξε άλλη μια κονσέρβα φρουτοσαλάτα και διάβασε το γράμμα του Τζόνι για έ νατη και μετά για δέκατη φορά. Ήδη το θυμόταν απέξω. Θυμόταν επίσης πολύ καθαρά το θάνατο της Άλις, αλλά τώρα του φαινόταν σαν να είχε συμβεί σε μια άλλη ζωή και σε μια διαφορετική εκδο χή του Κλέι Ρίντελ. Στο προηγούμενο προσχέδιο, σαν να λέμε. Τελείωσε το γεύμα του και μάζεψε το γράμμα του Τζόνι, κα θώς ο Τομ και ο Τζόρνταν επέστρεφαν από το διάδρομο, όπου εί χαν κάνει μια μικρή σύσκεψη, όπως έκαναν οι αντίδικοι δικηγόροι στο δικαστήριο, τον καιρό που υπήρχαν δικηγόροι. Ο Τομ είχε α γκαλιάσει πάλι τον Τζόρνταν από τους ώμους. Κανείς από τους δυο δεν φαινόταν χαρούμενος, αλλά έδειχναν και οι δυο ψύχραι μοι και αποφασισμένοι. «Κλέι», ξεκίνησε ο Τομ, «το συζητήσαμε και...» «Δε θέλετε να έρθετε μαζί μου. Απόλυτα κατανοητό». «Καταλαβαίνω, είναι γιος σου και τα λοιπά, αλλά...» «Είναι το μόνο που μου απέμεινε. Η μητέρα του...» Ο Κλέι γέ λασε· ένα κοφτό, σκληρό γέλιο σαν βήχας. «Η μητέρα του. Η Σά ρον. Τι ειρωνεία κι αυτή! Κι εγώ που αγωνιούσα μήπως ο Τζόνι εί χε φάει τη δαγκωνιά από το καταραμένο κόκκινο φιδάκι του. Αν έ πρεπε να διαλέξω από τους δυο, θα διάλεγα εκείνη». Ορίστε. Το είχε βγάλει από μέσα του. Σαν ψαροκόκαλο που του είχε σταθεί στο λαιμό και κόντευε να τον πνίξει. «Και ξέρετε πως αισθάνομαι γι' αυτό; Σαν να προσφέρθηκα να κάνω μια συμφωνία με το διά βολο και να επικοινώνησε ο διάβολος μαζί μου, αυτοπροσώπως».
319
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
Ο Τομ δεν το σχολίασε. Και όταν μίλησε, διάλεξε προσεκτικά τις λέξεις, σαν να φοβόταν μήπως πυροδοτήσει άθελα του τον Κλέι σαν κρυμμένη νάρκη. «Μας μισούν», είπε. «Στην αρχή μι σούσαν τους πάντες και εξελίχθηκαν μισώντας εμάς ειδικά. Ό,τι και να συμβαίνει εκεί πάνω στο Κάσουακ, αν είναι δική τους ιδέα, δεν είναι για καλό». «Αν επαναφορτώνουν σε κάποιο ανώτερο επίπεδο, ίσως φτά σουν στο στάδιο του ζήσε-και-άσε-τους-άλλους-να-ζήσουν», είπε ο Κλέι. Όλα αυτά που έλεγαν ήταν μάταια. Το ήξεραν και οι δυο. Έπρεπε να πάει. «Αμφιβάλλω», είπε ο Τζόρνταν. «Θυμάστε εκείνο που λέγαμε, για τον κυλιόμενο διάδρομο που καταλήγει στο σφαγείο;» «Κλέι, είμαστε νορμάλ κι αυτό είναι το πρώτο δεδομένο. Κάψα με ένα από τα κοπάδια τους. Αυτό είναι το δεύτερο και το τρίτο σε συνδυασμό. Το "ζήσε και άσε τους να ζήσουν" δεν ισχύει για μας». «Πώς να ισχύει;» πρόσθεσε ο Τζόρνταν. «Ο Κουρελιάρης λέει ότι είμαστε παράφρονες». «Και ότι δεν πρέπει να μας αγγίξει κανείς», είπε ο Κλέι. «Επο μένως, δε θα έχω πρόβλημα, εντάξει;» Μετά απ' αυτό δεν έμεινε τίποτε άλλο να πουν. 7 Ο Τομ και ο Τζόρνταν είχαν αποφασίσει να τραβήξουν δυτικά, κα τά πλάτος του Νιου Χαμσάιρ, και να μπουν στο Βερμόντ, αφήνο ντας πίσω τους το ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ το συντομότερο δυνατόν. Ο Κλέι τους είπε ότι η Οδός 11, η οποία έστριβε κάθετα στο Κεντ Ποντ, θα εξυπηρετούσε και τους τρεις σαν αφετηρία. «Εμένα θα με πάει βόρεια στην 160», είπε, «κι εσείς, παιδιά, θα την ακολου θήσετε ευθεία μέχρι τη Λακόνια, στο μέσον του Νιου Χαμσάιρ. Δεν είναι ο συντομότερος δρόμος, αλλά τι διάβολο -δεν έχετε να προλάβετε το αεροπλάνο». Ο Τζόρνταν έτριψε τα μάτια του με τις παλάμες κι ύστερα έ σπρωξε με τα δάχτυλα τα μαλλιά του πίσω και πάνω από το μέτω πο. Ήταν μια κίνηση που ο Κλέι γνώριζε πια πολύ καλά -έδειχνε ό-
320
STEPHEN KING
τι ο Τζόρνταν ήταν πολύ κουρασμένος και δεν μπορούσε να συγκε ντρωθεί. Θα του έλειπε ο Τζόρνταν. Και ο Τομ ακόμη περισσότερο. «Μακάρι να ήταν εδώ η Άλις», είπε το αγόρι. «Θα σε έκανε ν' αλλάξεις γνώμη». «Δε θα μπορούσε», είπε ο Κλέι. Ωστόσο, ευχήθηκε με όλη του την καρδιά να είχε η Άλις μια ευκαιρία να προσπαθήσει να τον μεταπείσει. Μακάρι να είχε μια ευκαιρία η Άλις για ένα σωρό άλλα πράγματα. Ήταν πολύ άδικο να πεθαίνει κανείς στα δεκαπέ ντε του. «Τα σχέδια σου μου θυμίζουν την τέταρτη πράξη του Ιουλίου Καίσαρα, του Σαίξπηρ», είπε ο Τομ. «Στην πέμπτη πράξη, σκοτώ νονται όλοι με το σπαθί στο χέρι». Τώρα είχαν βγει στην Ποντ Στρητ και άνοιγαν δρόμο ανάμεσα στα σταματημένα αυτοκίνητα. Τα φώτα ασφαλείας στο κτίριο του Δημαρχείου μάκραιναν σιγά σιγά πίσω τους. Στο βάθος του δρόμου, το μοναδικό κεντρικό φα νάρι της πόλης, σβηστό, ταλαντευόταν πάνω από το δρόμο με το φύσημα του αέρα. «Μη γίνεσαι τόσο απαισιόδοξος», είπε ο Κλέι. Είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ενοχληθεί -δεν ήθελε να χωρίσει τσαντι σμένος με τους φίλους του-, αλλά η απόφαση του δοκιμαζόταν σκληρά. «Συγνώμη, αλλά είμαι πολύ κουρασμένος για να σου κάνω χαρούλες», είπε ο Τομ. Σταμάτησε δίπλα σε μια πινακίδα που έγρα φε JCT RT 190 ΧΛΜ. «Και -θέλεις να είμαι ειλικρινής;- πολύ στενοχωρημένος που σε χάνω». «Τομ, με συγχωρείς». «Αν πίστευα ότι υπάρχει έστω και μία πιθανότητα στις πέντε να ζήσεις εσύ καλά κι εμείς καλύτερα... διάβολε, μία στις πενή ντα... άσε, δεν πειράζει». Ο Τομ έριξε το φακό του στον Τζόρνταν. «Κι εσύ; Έχει καμιά τελευταία διαφωνία σ' αυτή την τρέλα;» Ο Τζόρνταν το σκέφτηκε λίγο και κούνησε αργά το κεφάλι του. «Ο Διευθυντής μού είχε πει κάτι κάποτε», είπε. «Θέλετε να το ακούσετε;» Ο Τομ σήκωσε το φακό του σε μια μικρή παρωδία στρατιωτι κού χαιρετισμού. Το φως έπεσε πάνω σε ένα ταμπλό που διαφήμι ζε την καινούρια ταινία του Τομ Χανκς και στο διπλανό φαρμα κείο. «Λέγε».
Το ΚΙΝΗΤΌ
321
«Είπε ότι το μυαλό λογαριάζει, αλλά το πνεύμα επιθυμεί και η καρδιά ξέρει αυτά που ξέρει». «Αμήν», είπε ο Τομ, πολύ γλυκά και σιγανά. Προχώρησαν ανατολικά στη Μάρκετ Στρητ, που ήταν τμήμα της Οδού 19Α για τρία χιλιόμετρα περίπου. Μετά το πρώτο χιλιό μετρο τελείωσαν τα πεζοδρόμια και άρχισαν τα αγροκτήματα. Με τά το δεύτερο υπήρχε άλλο ένα σβηστό φανάρι και μια πινακίδα που ανήγγελλε τη διασταύρωση με την Οδό 11. Στο σταυροδρόμι ήταν καθισμένοι τρεις άνθρωποι, κουκουλωμένοι με υπνόσακους ως το λαιμό. Ο Κλέι αναγνώρισε τον έναν αμέσως μόλις έπεσε πά νω του το φως του φακού του: ένας γέρος κύριος, με μακρύ ευγενι κό πρόσωπο και γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογοουρά. Και το καπε λάκι των Μαϊάμι Ντόλφινς που φορούσε ο νεαρός δίπλα του έμοια ζε γνώριμο. Ύστερα ο Τομ έριξε το φως του φακού του στο πρό σωπο της γυναίκας δίπλα στον κύριο Αλογοουρά και είπε: «Εσύ». Ο Κλέι δεν μπορούσε να πει αν η γυναίκα φορούσε μπλουζάκι Χάρλεϊ-Ντάβιντσον με κομμένα τα μανίκια γιατί ο υπνόσακος τη σκέπαζε ως το λαιμό, αλλά αν δεν ήταν αυτή, θα έκοβε το κεφάλι του. Το ήξερε, έτσι όπως ήξερε και ότι ήταν έγκυος. Τους είχε δει και τους τρεις στον ύπνο του, στο μοτέλ Ο Άνεμος στα Πεύκα, δυο νύχτες πριν σκοτωθεί η Άλις. Τους είχε δει στο όνειρο του στημένους πάνω στη μακριά εξέδρα στο κέντρο του γηπέδου, κά τω από τους προβολείς. Ο άντρας με τα γκρίζα μαλλιά σηκώθηκε όρθιος αφήνοντας τον υπνόσακο να γλιστρήσει στο χώμα. Είχαν τουφέκια μαζί με τα πράγματα τους και ο άντρας σήκωσε τα χέρια του για να δουν ότι ήταν άδεια. Η γυναίκα έκανε το ίδιο και όταν ο υπνόσακος έπεσε γύρω από τα πόδια της, δεν έμεινε καμιά αμφιβολία ότι ήταν έ γκυος. Ο τύπος με το καπελάκι των Ντόλφινς ήταν γύρω στα σα ράντα. Ψηλός. Σήκωσε κι αυτός τα χέρια του. Έμειναν και οι τρεις σ' αυτή τη στάση για μερικά δευτερόλεπτα κι ύστερα ο γκριζομάλλης κύριος έβγαλε ένα ζευγάρι γυαλιά με λεπτό μαύρο σκελε τό από το τσεπάκι του ζαρωμένου πουκαμίσου του και τα φόρεσε. Δίπλα του η πινακίδα της Οδού 11 είχε δύο βέλη, που το ένα έδει χνε δυτικά και το άλλο βόρεια. «Μπα, μπα», είπε. «Ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ είπε ότι θα περνούσατε από δω και να που περάσατε. Έξυπνος ο Πρόεδρος
322
STEPHEN KING
του Χάρβαρντ, αν και πολύ νεαρός για τόσο υψηλή θέση και, κα τά τη γνώμη μου, θα τον ωφελούσαν μερικές πλαστικές επεμβά σεις πριν αρχίσει τις επίσημες συναντήσεις με πιθανούς μεγάλους σπόνσορες». «Ποιος είσαι εσύ;» τον ρώτησε ο Κλέι. «Πάρε αυτό το φως από τα μάτια μου, νεαρέ, και θα σου απα ντήσω ευχαρίστως». Ο Τομ και ο Τζόρνταν κατέβασαν τους φακούς τους. Ο Κλέι χαμήλωσε τον δικό του και ακούμπησε το χέρι στη λαβή του περι στρόφου της Μπεθ Νίκερσον. «Είμαι ο Ντανιέλ Χάρτγουικ από το Χάβερχιλ της Μασαχου σέτης», είπε ο γκριζομάλλης κύριος. «Η νεαρή κυρία είναι η Ντενίζ Λινκ, επίσης από το Χάβερχιλ. Ο κύριος στα δεξιά της είναι ο Ρέι Χουιζένγκα, από τη γειτονική πόλη του Γκρόουβλαντ». «Χάρηκα», είπε ο Ρέι Χουιζένγκα με μια μικρή υπόκλιση που ήταν αστεία, ευγενική και αμήχανη συνάμα. Ο Κλέι τράβηξε το χέρι του από τη λαβή του περιστρόφου. «Αλλά τα ονόματα μας δεν έχουν πια σημασία», είπε ο Ντα νιέλ Χάρτγουικ. «Αυτό που έχει σημασία είναι τι είμαστε, η μάλ λον τι μας θεωρούν οι άνθρωποι των κινητών». Τους κοίταξε σο βαρά. «Είμαστε παράφρονες. Σαν κι εσάς». 8 Η Ντενίζ και ο Ρέι έβαλαν να μαγειρέψουν ένα πρόχειρο γεύμα σε ένα γκαζάκι υγραερίου -«Αυτά τα φασόλια κονσέρβα δεν είναι ά σχημα, άμα τα βράσεις πολύυυυ», είπε ο Ρέι. Στο μεταξύ συζητού σαν, ή μάλλον μιλούσε κυρίως ο Νταν. Ξεκίνησε λέγοντας τους ό τι η ώρα ήταν δύο και είκοσι μετά τα μεσάνυχτα κι ότι στις τρεις αυτός και η «γενναία, μικρή συμμορία του» θα έβγαιναν ξανά στο δρόμο. Είπε ότι ήθελαν να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερα χιλιόμετρα μέχρι το πρωί, πριν αρχίσουν να κυκλοφορούν ξανά οι άνθρωποι των κινητών. «Γιατί αυτοί δεν βγαίνουν τη νύχτα», είπε. «Τουλάχιστον έχουμε αυτό υπέρ μας προς το παρόν. Αργότερα, όταν θα έχει ολοκληρωθεί ο προγραμματισμός τους, ή θα κοντεύει να ολοκληρωθεί, ίσως...»
Το ΚΙΝΗΤΌ
323
«Πιστεύετε κι εσείς ότι αυτό συμβαίνει;» ρώτησε ο Τζόρνταν. Από τότε που είχε σκοτωθεί η Άλις πρώτη φορά έδειχνε να ενδια φέρεται για κάτι. Έπιασε το μπράτσο του Νταν. «Συμφωνείτε ότι φορτώνουν από την αρχή, όπως οι υπολογιστές όταν σβηστεί...» «Ο σκληρός τους δίσκος. Ναι», είπε ο Νταν σαν να ήταν το πιο αυτονόητο πράγμα στον κόσμο. «Είσαι... ήσουν επιστήμονας, ή κάτι τέτοιο;» ρώτησε ο Τομ. Ο Νταν χαμογέλασε. «Ήμουν ολόκληρο το Τμήμα Κοινωνιο λογίας στο Χάβερχιλ Αρτς & Τέκνικαλ», είπε. «Αν έχει ο Πρόε δρος του Χάρβαρντ έναν χειρότερο εφιάλτη, αυτός είμαι εγώ». Ο Νταν Χάρτγουικ, η Ντενίζ Λινκ και ο Ρέι Χουιζένγκα είχαν εξολοθρεύσει όχι μόνο ένα κοπάδι, αλλά και δεύτερο. Το πρώτο στην πίσω αλάνα μιας μάντρας μεταχειρισμένων ανταλλακτικών αυτοκινήτων στο Χάβερχιλ, όταν η ομάδα τους αριθμούσε ακόμη έξι μέλη και προσπαθούσαν να βρουν μια ασφαλή διέξοδο από την πόλη. Ήταν μόνο δυο μέρες μετά τον Παλμό, όταν οι άνθρωποι των κινητών ήταν ακόμα οι τρελοί των κινητών, σαστισμένοι και έτοιμοι να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, όπως και κάθε φυσιολογι κό που έβρισκαν στο δρόμο τους. Εκείνο το πρώτο ήταν ένα μικρό κοπάδι, καμιά εκατοστή μόνο, και τους είχαν κάψει με βενζίνη. «Τη δεύτερη φορά, στο Νάσουα, χρησιμοποιήσαμε δυναμίτη, από την αποθήκη ενός μεγάλου εργοταξίου. Στο μεταξύ είχαμε χά σει τον Τσάρλι, τον Ραλφ και τον Άρθουρ. Ο Ραλφ και ο Άρθουρ έφυγαν οι δυο τους για αλλού. Ο Τσάρλι... ο καημένος ο Τσάρλι έ παθε καρδιακή προσβολή. Τέλος πάντων, ο Ρέι ήξερε πώς να χρη σιμοποιήσει το δυναμίτη, από την εποχή που δούλευε στα έργα ο δοποιίας». Ο Ρέι, σκυμμένος πάνω από τη μικρή γκαζιέρα όπου ανακά τευε φασόλια με λουκάνικα, έκανε μια στράκα με τα δάχτυλα στον αέρα. «Μετά απ' αυτό», είπε ο Νταν, «αρχίσαμε να βλέπουμε πα ντού το σύνθημα Κάσουακ Οχ-Τιλ. Μας φάνηκε καλό, έτσι δεν εί ναι, Ντένι;» «Ω, ναι», είπε η Ντενίζ. «Φτου Ξελευθερία. Πηγαίναμε ήδη προς το βορρά, όπως κι εσείς, και, όταν αρχίσαμε να βλέπουμε τα συνθήματα, πηγαίναμε ακόμη πιο γρήγορα. Εγώ ήμουν η κατσού φα της παρέας γιατί έχασα τον άντρα μου με τον Παλμό. Αυτά τα
324
STEPHEN KING
καθάρματα φταίνε που το παιδί μου δε θα γνωρίσει ποτέ τον πατέ ρα του». Είδε τον Κλέι να μορφάζει και πρόσθεσε: «Συγνώμη. Ξέ ρουμε ότι ο γιος σου έχει πάει στο Κάσουακ». Ο Κλέι την κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Α, ναι», είπε ο Νταν παίρνοντας το πρώτο από τα πιάτα που άρχισε να μοιράζει ο Ρέι. «Ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ τα ξέρει ό λα, τα βλέπει όλα, έχει φακέλους για όλα... ή έτσι θέλει να πιστέ ψουμε». Έκλεισε το μάτι στον Τζόρνταν και ο Τζόρνταν του χα μογέλασε. «Εμένα μου τα εξήγησε ο Νταν», είπε η Ντενίζ. «Κάποια μι κρή ομάδα τρομοκρατών -ή μερικοί εμπνευσμένοι ερασιτέχνες ε πιστήμονες που είχαν κάνει εργαστήριο το γκαράζ του σπιτιού τους- ενεργοποίησαν αυτό το πράγμα, αλλά δεν είχαν ιδέα σε τι θα κατέληγε. Οι τρελοί των κινητών απλώς παίζουν το ρόλο που τους δόθηκε. Δεν ήταν υπεύθυνοι όταν ήταν τρελοί και δεν είναι πραγματικά υπεύθυνοι για τις πράξεις τους ούτε και τώρα, γιατί...» «Γιατί είναι δέσμιοι ενός επιτακτικού ομαδικού ενστίκτου», εί πε ο Τομ. «Όπως τα πουλιά όταν μεταναστεύουν». «Είναι ομαδικό ένστικτο, αλλά δεν έχει καμιά σχέση με μετα νάστευση», είπε ο Ρέι και κάθισε κι αυτός κοντά τους με το πιάτο του. «Ο Νταν λέει ότι είναι καθαρό ένστικτο επιβίωσης. Νομίζω πως έχει δίκιο. Ό,τι κι αν είναι, εμείς καλά θα κάνουμε να βρούμε ένα μέρος να μη μας πάρει η μπόρα. Καταλάβατε;» «Τα όνειρα άρχισαν να μας έρχονται αφού είχαμε κάψει το πρώτο κοπάδι», είπε ο Νταν. «Πολύ ισχυρά όνειρα. Ecce homo, insanus -πολύ Χάρβαρντ. Μετά, αφού είχαμε ανατινάξει το κοπά δι του Νάσουα, ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ μας επισκέφθηκε προ σωπικά, με συνοδεία καμιά πεντακοσαριά από τους στενότερους φίλους του». Σώπασε κι άρχισε να τρώει με μικρές, γρήγορες κουταλιές. «Και άφησε στο κατώφλι σας ένα σωρό από λιωμένα "φορη τά"», είπε ο Κλέι. «Ήταν και μερικά λιωμένα», είπε η Ντενίζ. «Αλλά τα περισσό τερα ήταν κομμάτια». Χαμογέλασε. Ήταν ένα θλιμμένο χαμόγελο. «Το χάρηκα. Το γούστο τους στη μουσική είναι άθλιο». «Εσείς τον λέτε Πρόεδρο του Χάρβαρντ, εμείς τον λέμε Κου ρελιάρη», είπε ο Τομ. Άφησε δίπλα το πιάτο του κι έπιασε το σα-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
325
κίδιό του. Ψαχούλεψε λίγο και έβγαλε από μέσα το σκίτσο που εί χε κάνει ο Κλέι τη μέρα που ο Διευθυντής είχε εξαναγκαστεί σε αυτοκτονία. Η Ντενίζ το κοίταξε με μάτια διάπλατα από θαυμα σμό. Το πέρασε στον Ρέι Χουιζένγκα κι εκείνος σφύριξε. Ο Νταν πήρε το σκίτσο τελευταίος και κοίταξε τον Τομ με α νανεωμένο σεβασμό. «Εσύ το ζωγράφισες;» Ο Τομ έδειξε τον Κλέι. «Έχεις μεγάλο ταλέντο», είπε ο Νταν. «Κάποτε έκανα μαθήματα», είπε ο Κλέι. Στράφηκε στον Τομ, που στο σακίδιο του είχε και τους οδικούς χάρτες. «Πόσο απέχει το Γκέιτεν από το Νάσουα;» «Γύρω στα πενήντα χιλιόμετρα το πολύ». Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του και στράφηκε πάλι στον Νταν Χάρτγουικ. «Σου μίλησε; Ο άνθρωπος με την κόκκινη κουκούλα;» Ο Νταν κοίταξε την Ντενίζ κι εκείνη έστρεψε αλλού το βλέμ μα της. Ο Ρέι επέστρεψε στη μικρή γκαζιέρα του -για να τη μαζέ ψει και να την πακετάρει- και ο Κλέι κατάλαβε. «Μέσα από ποιον σας μίλησε;» «Από μένα», είπε ο Νταν. «Ήταν φριχτό. Το έζησες κι εσύ;» «Ναι. Μπορείς να το εμποδίσεις, αλλά όχι όταν θέλεις να μά θεις τι έχει στο μυαλό του. Το κάνει για επίδειξη δύναμης, τι νο μίζεις;» «Προφανώς», απάντησε ο Νταν. «Αλλά δε νομίζω πως είναι μόνο αυτό. Νομίζω ότι δεν μπορούν να μιλήσουν. Μπορούν να αρθρώσουν και είμαι σίγουρος ότι σκέφτονται -αν και όχι με τον τρόπο που το έκαναν πριν, θα ήταν φοβερό λάθος να θεωρήσουμε ότι κάνουν ανθρώπινες σκέψεις-, αλλά δε νομίζω ότι είναι ικανοί να σχηματίσουν λέξεις». «Ακόμη», είπε ο Τζόρνταν. «Ακόμη», συμφώνησε ο Νταν. Κοίταξε το ρολόι του κι αυτό θύμισε στον Κλέι να συμβουλευτεί κι αυτός το δικό του. Ήταν ή δη τρεις παρά τέταρτο. «Μας είπε να πάμε βόρεια», είπε ο Ρέι. «Μας υπέδειξε το Κάσουακ Οχ-Τιλ. Μας είπε ότι οι μέρες που καίγαμε κοπάδια τελείω σαν, γιατί τώρα έχουν βάλει φρουρούς...» «Ναι, είδαμε μερικούς στο Ρότσεστερ», είπε ο Τομ. «Και σίγουρα θα είδατε και πολλά μηνύματα Κάσουακ Οχ-Τιλ».
326
STEPHEN KING
Ένευσαν και οι τρεις καταφατικά. «Λειτουργώντας καθαρά ως κοινωνιολόγος, άρχισα να αμφι σβητώ αυτά τα συνθηματικά μηνύματα», είπε ο Νταν. «Όχι το πώς ξεκίνησαν είμαι βέβαιος ότι τα πρώτα Οχ-Τιλ γράφτηκαν α μέσως μετά τον Παλμό από επιζήσαντες που σκέφτηκαν ότι ένα τέτοιο μέρος, μια περιοχή χωρίς κάλυψη κινητής τηλεφωνίας, θα ήταν το ιδανικό μέρος επί γης. Εκείνο που αμφισβήτησα ήταν το πώς η ιδέα -και το συνθηματικό γκράφιτι- μπόρεσε να διαδοθεί τόσο γρήγορα σε μια κατακερματισμένη κοινωνία, όπου όλες οι μορφές επικοινωνίας -με εξαίρεση τη διάδοση στόμα με στόμαέχουν εκλείψει. Η απάντηση είναι ξεκάθαρη, αν αποδεχτεί κανείς ότι μια καινούρια μορφή επικοινωνίας, διαθέσιμη μόνο σε μια συ γκεκριμένη ομάδα, έχει μπει στην εικόνα». «Η τηλεπάθεια», είπε σχεδόν ψιθυριστά ο Τζόρνταν. «Αυτοί. Οι άνθρωποι των κινητών. Αυτοί θέλουν να μαζευτούμε όλοι στο Κάσουακ». Έστρεψε το τρομαγμένο βλέμμα του στον Κλέι, «Τε λικά είναι ένας κυλιόμενος διάδρομος προς το σφαγείο. Κλέι, μην πας εκεί πάνω! Είναι όλα ιδέα του Κουρελιάρη!» Πριν προλάβει ο Κλέι να του απαντήσει, ο Νταν Χάρτγουικ μί λησε ξανά. Το έκανε με τη φυσικότητα του δασκάλου, που θεωρεί δεδομένο ότι έχει το προνόμιο να διακόπτει το μαθητή. «Συγνώμη, αλλά πρέπει να κάνω γρήγορα, δυστυχώς», είπε. «Είναι κάτι που πρέπει να σας δείξω, κάτι που, για να είμαι ειλι κρινής, ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ απαίτησε να σας δείξω και...» «Σε όνειρο ή με προσωπική επαφή;» ρώτησε ο Τομ. «Στα όνειρα μας», είπε σιγανά η Ντενίζ. «Από τότε που κάψα με το κοπάδι στο Νάσουα, τον έχουμε δει μόνο μια φορά στην πραγματικότητα, και πάλι από μακριά». «Μας έλεγχε», είπε ο Ρέι. «Ετσι νομίζω». Ο Νταν περίμενε με ύφος εξοργισμένης υπομονής να τελειώσει επιτέλους η ψιλή κουβεντούλα στην τάξη. Όταν τελείωσε, πήρε α μέσως το λόγο. «Συμφωνήσαμε να κάνουμε αυτό που μας ζήτησε, εφόσον είναι πάνω στο δρόμο μας...» «Δηλαδή, πάμε όλοι βόρεια;» Αυτός που διέκοψε αυτή τη φο ρά ήταν ο Κλέι. Ο Νταν, φανερά εκνευρισμένος τώρα, έριξε μια επιδεικτική ματιά στο ρολόι του. «Αν κοιτάξεις καλά την πινακίδα, θα δεις ό-
Το ΚΙΝΗΤΌ
327
τι δίνει δύο επιλογές. Εμείς σκοπεύουμε να πάμε δυτικά και όχι βόρεια». «Βόρεια; Με τίποτα», μουρμούρισε ο Ρέι. «Μπορεί να είμαι χαζός, αλλά τρελός δεν είμαι». «Αυτό που θα σας δείξω εξυπηρετεί περισσότερο τους δικούς μας σκοπούς απ' ό,τι τους δικούς τους», είπε ο Νταν. «Και, μια που τον αναφέραμε, ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ -ή ο Κουρελιά ρης, αν προτιμάτε- έκανε λάθος που εμφανίστηκε προσωπικά. Ί σως μεγάλο λάθος. Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα ψευδοπόδιο, το οποίο έχει δημιουργήσει ο ομαδικός νους, η ανώτερη νόηση του κοπαδιού, προκειμένου να συνδιαλλαγεί με τους συνη θισμένους φυσιολογικούς και τους μεμονωμένους παράφρονες φυ σιολογικούς σαν κι εμάς. Η θεωρία μου είναι ότι τέτοιες ομαδικές νοήσεις υπάρχουν πια σ' ολόκληρο τον κόσμο και καθεμιά προ βάλλει κι από ένα ψευδοπόδιο. Ίσως και παραπάνω από ένα. Μην κάνετε το λάθος να νομίσετε πως, όταν μιλάτε στον δικό σας Κου ρελιάρη, μιλάτε με ένα υπαρκτό πρόσωπο. Μιλάτε με το κοπάδι». «Δεν πάμε να μας δείξεις αυτό που είναι να μας δείξεις;» είπε ο Κλέι. Έκανε προσπάθεια για να ακουστεί ήρεμος. Το μυαλό του έβραζε σαν καζάνι. Η μόνη καθαρή σκέψη εκεί μέσα ήταν πως, αν προλάβαινε να βρει το γιο του προτού μπει ο Τζόνι στο Κάσουακ -και σε ό,τι συνέβαινε εκεί-, ίσως είχε ακόμη μια ευκαιρία να τον σώσει. Η λογική τού δήλωνε απερίφραστα ότι ο Τζόνι πρέπει να ήταν ήδη στο Κάσουακ, αλλά μια άλλη φωνή (που δεν ήταν και ε ντελώς παράλογη) του έλεγε πως κάτι μπορεί να είχε καθυστερή σει τον Τζόνι και την παρέα με την οποία ταξίδευε. Ή να είχαν φο βηθεί και να σταμάτησαν. Ήταν πιθανό. Ήταν επίσης πιθανό, εκεί πάνω στην Τι-Αρ-90 να μη συνέβαινε τίποτε πιο φοβερό από έναν απλό και συνηθισμένο φυλετικό διαχωρισμό και οι άνθρωποι των κινητών να δημιουργούσαν απλώς ένα γκέτο για τους νορμάλ. Σε τελική ανάλυση, ίσχυε εκείνο που είχε πει ο Τζόρνταν, επαναλαμ βάνοντας το ρητό του Διευθυντή Άρντε: Άλλα λογαριάζει το μυα λό και άλλα επιθυμεί το πνεύμα. «Ελάτε από δω», είπε ο Νταν. «Δεν είναι μακριά». Άναψε ένα φακό και άρχισε να προχωράει στην άκρη της Οδού 11, με κατεύ θυνση βόρεια, κρατώντας το φως χαμηλά και μπροστά από τα πό δια του.
328
STEPHEN KING
«Να με συγχωρείτε που δε θα έρθω μαζί σας», είπε η Ντενίζ. «Το έχω δει. Μία φορά φτάνει». «Υποτίθεται ότι έχει ως στόχο να σας ικανοποιήσει, κατά κά ποιον τρόπο», είπε ο Νταν. «Φυσικά, θέλει επίσης να αποδείξει -τόσο στη δική μου μικρή ομάδα όσο και στη δική σας— ότι οι άνθρωποι των κινητών είναι τώρα οι ισχυροί, αυτοί που έχουν τη δύναμη στα χέρια τους, και ότι σ' αυτούς πρέπει να υπακούμε». Σταμάτησε. «Φτάσαμε. Στο συγκεκριμένο υπνό-γραμμα, ο Πρόε δρος του Χάρβαρντ φρόντισε να μας δείξει καθαρά το σκύλο, για να μην πάμε σε λάθος σπίτι». Το φως του φακού καρφώθηκε σε έ να μεταλλικό γραμματοκιβώτιο στην άκρη του δρόμου, που στην πλαϊνή πλευρά του είχε ζωγραφισμένο ένα κόλεϊ. «Λυπάμαι που θα το δει και ο Τζόρνταν αυτό, αλλά ίσως είναι καλύτερα να ξέ ρετε με τι έχετε να κάνετε». Σήκωσε το φακό του ψηλότερα. Ο Ρέι τον μιμήθηκε. Οι δυο φακοί φώτισαν την πρόσοψη ενός ξύλι νου σπιτιού που στεκόταν στη μέση μιας μικροσκοπικής πρασιάς με γρασίδι. Ανάμεσα στην μπροστινή πόρτα και το παράθυρο του καθιστι κού ήταν σταυρωμένος ο Γκάνερ. Φορούσε μόνο ένα ματωμένο ε σώρουχο. Καρφιά, μεγάλα σαν πρόκες σιδηροτροχιάς, ξεφύτρω ναν από τα χέρια, τα πόδια, τους αγκώνες και τα γόνατα του. Ίσως ήταν πρόκες σιδηροτροχιάς. Κάτω από τον Γκάνερ, καθιστός πά νω στο χορτάρι με τα πόδια ανοιχτά, ήταν ο Χάρολντ. Όπως η Άλις, όταν την είχαν πρωτογνωρίσει, είχε έναν τεράστιο λεκέ από αίμα που απλωνόταν σαν πετσέτα φαγητού πάνω στο μπλουζάκι του, αλλά το αίμα δεν προερχόταν από τη μύτη του. Το τριγωνικό κομμάτι του γυαλιού με το οποίο είχε κόψει το λαιμό του αφού εί χε σταυρώσει το σύντροφο του ήταν ακόμα μέσα στο χέρι του και λαμπύριζε. Από την άκρη μιας θηλιάς από σπάγκο που ήταν περασμένη γύρω από το λαιμό του Γκάνερ κρεμόταν ένα κομμάτι χαρτόνι ό που ήταν γραμμένες τρεις λέξεις με μαύρα κεφαλαία γράμματα: JUSTITIA EST COMMODATUM.
329
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
9 «Σε περίπτωση που δεν ξέρετε λατινικά...» άρχισε να λέει ο Νταν Χάρτγουικ. «Θυμάμαι αρκετά από το σχολείο για να μπορώ να το διαβά σω», είπε ο Τομ. «"Η δικαιοσύνη αποδόθηκε". Επειδή σκότωσαν την Άλις. Επειδή τόλμησαν να αγγίξουν έναν από τους απαγορευ μένους». «Ακριβώς», είπε ο Νταν και έσβησε το φακό του. Ο Ρέι έκανε το ίδιο. «Αλλά χρησιμεύει και σαν προειδοποίηση σε άλλους. Επί σης, δεν τους σκότωσαν αυτοί, αν και θα μπορούσαν». «Το ξέρουμε», είπε ο Κλέι. «Έκαναν αντίποινα στο Γκέιτεν ό ταν κάψαμε το κοπάδι τους». «Το ίδιο έκαναν και στο Νάσουα», είπε ο Ρέι. «Εκείνα τα ουρ λιαχτά θα τα θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Ήταν φοβερό. Όπως κι ε τούτο εδώ». Έδειξε προς τον σκοτεινό όγκο του σπιτιού. «Έβαλαν τον μικρό να σταυρώσει τον μεγάλο και έκαναν τον μεγάλο να μείνει ακίνητος. Κι όταν τελείωσε η δουλειά, έκαναν τον μικρό να κόψει το λαιμό του με το γυαλί». «Όπως έκαναν με το Διευθυντή», είπε ο Τζόρνταν και έπιασε το χέρι του Κλέι. «Είναι η δύναμη του μυαλού τους», είπε ο Ρέι, «και ο Νταν πι στεύει ότι αυτή είναι που στέλνει όλους τους ανθρώπους στο βορ ρά, στο Κάσουακ -που έκανε ίσως κι εμάς να συνεχίσουμε προς τα βόρεια, κι ας είπαμε πως το κάναμε μόνο για να σας δείξουμε ετού το εδώ και να σας πείσουμε να συνεχίσετε μαζί μας. Κατάλαβες;» «Σας είπε τίποτε ο Κουρελιάρης για το γιο μου;» ρώτησε ο Κλέι. «Όχι, αλλά αν το είχε κάνει, είμαι σίγουρος πως θα μας έλεγε ότι είναι με τους άλλους νορμάλ κι ότι εσύ κι αυτός θα ξανασμίξε τε και θα ζήσετε ευτυχισμένοι», απάντησε ο Νταν. «Ξέρεις, ξέχνα τα όνειρα με τις εξέδρες στα γήπεδα, όπου ο Πρόεδρος του Χάρ βαρντ σε ανακηρύσσει παράφρονα μπροστά στα πλήθη που ζητω κραυγάζουν, εσύ δε θα καταλήξεις έτσι, αυτό το τέλος δεν κάνει για σένα. Είμαι βέβαιος πως έχεις ήδη φανταστεί όλα τα σενάρια με καλό τέλος, με πρώτο και καλύτερο αυτό όπου το Κάσουακ και ποιος ξέρει πόσες άλλες περιοχές όπου δεν πιάνουν τα κινητά γί-
330
STEPHEN KING
νονται για τους φυσιολογικούς κάτι ανάλογο με τα καταφύγια ά γριων ζώων, μέρη όπου όσοι δεν προσβλήθηκαν από τον Παλμό θα μπορέσουν να ζήσουν ανενόχλητοι. Νομίζω ότι είναι πολύ πι θανότερο αυτό που είπε ο νεαρός φίλος σου για τον κυλιόμενο διάδρομο που οδηγεί στο σφαγείο. Αλλά, ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι θα αφήσουν πράγματι τους νορμάλ να ζήσουν ανενόχλητοι ε κεί πάνω, πιστεύεις ότι θα συγχωρήσουν και τους ανθρώπους σαν κι εμάς; Τους δολοφόνους κοπαδιών;» Ο Κλέι δεν είχε απάντηση σ' αυτό. Στα σκοτεινά, ο Νταν κοίταξε πάλι το ρολόι του. «Πήγε τρεις», είπε. «Ας γυρίσουμε πίσω. Η Ντενίζ θα έχει μαζέψει τα πράγματα μας και θα περιμένει. Έφτασε η στιγμή που θα πρέπει ή να χωρι στούμε ή να συνεχίσουμε όλοι μαζί». Όταν λες να συνεχίσουμε όλοι μαζί, στην ουσία μου ζητάς να α ποχωριστώ το γιο μου, σκέφτηκε ο Κλέι. Κι αυτό δεν θα το έκανε ποτέ, εκτός αν διαπίστωνε ότι ο Τζόνι-Τζι ήταν νεκρός. Ή αλλαγμένος. 10 «Και πώς ελπίζετε να φτάσετε δυτικά;» ρώτησε ο Κλέι καθώς επέ στρεφαν προς την πινακίδα της διασταύρωσης. «Οι νύχτες μπορεί να είναι ακόμα δικές μας, αλλά οι μέρες ανήκουν σ' αυτούς και εί δατε τι είναι ικανοί να κάνουν». «Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να τους κρατήσουμε μα κριά από το μυαλό μας όταν είμαστε ξύπνιοι», είπε ο Νταν. «Θέ λει πολλή προσπάθεια, αλλά γίνεται. Θα κοιμόμαστε με βάρδιες, για ένα διάστημα τουλάχιστον. Πολλά θα εξαρτηθούν από το αν θα καταφέρουμε να βρισκόμαστε μακριά από τα κοπάδια». «Που σημαίνει να μπούμε στο δυτικό Νιου Χαμσάιρ και από κει στο Βερμόντ όσο το δυνατόν γρηγορότερα», είπε ο Ρέι. «Στα δάση, μακριά από τις κατοικημένες περιοχές». Έριξε το φακό του στην Ντενίζ, που ήταν μισοξαπλωμένη πάνω στους τυλιγμένους υ πνόσακους. «Εντάξει, κούκλα μου;» «Όλα έτοιμα», είπε η γυναίκα. «Αφήστε με κι εμένα να κουβα λήσω κάτι αυτή τη φορά».
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
331
«Εσύ κουβαλάς ένα μωρό», της είπε τρυφερά ο Ρέι. «Αυτό φτά νει και περισσεύει. Και μπορούμε ν' αφήσουμε τους υπνόσακους». «Έχουμε πολύ καλούς χάρτες», είπε ο Νταν. «Και υπάρχουν σημεία όπου θα μπορέσουμε να κινηθούμε και με αυτοκίνητο. Ο Ρέι πιστεύει ότι αρκετοί αγροτικοί δρόμοι θα είναι σχεδόν άδειοι μέχρι και σε είκοσι χιλιόμετρα απόσταση». Γονάτισε στο ένα πόδι και φόρτωσε στην πλάτη του το ένα από τα δύο μεγάλα σακίδια, κοιτώντας τον Κλέι με ένα μικρό, πικρό χαμόγελο. «Ξέρω ότι οι πιθανότητες δεν είναι πολλές. Δεν είμαι ανόητος, μη νομίζεις. Ό μως, ξεκάναμε δύο από τα κοπάδια τους, σκοτώσαμε εκατοντάδες απ' αυτούς και δε θέλω να καταλήξω σ' εκείνες τις εξέδρες του γηπέδου». «Έχουμε και κάτι ακόμα υπέρ μας», είπε ο Τομ. Ο Κλέι ανα ρωτήθηκε αν ο Τομ συνειδητοποίησε ότι είχε μόλις τοποθετηθεί στο στρατόπεδο του Χάρτγουικ. Προφανώς. Κάθε άλλο παρά χα ζός ήταν. «Αυτοί μας θέλουν ζωντανούς». «Σωστά», είπε ο Νταν. «Μπορεί να τα καταφέρουμε. Αυτοί βρί σκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο, Κλέι -τώρα αρχίζουν να υφαί νουν τον ιστό τους και πάω στοίχημα ότι οι τρύπες είναι πολλές». «Διάβολε, ούτε τα ρούχα τους δεν έχουν αλλάξει ακόμα», είπε η Ντενίζ. Ο Κλέι τη θαύμασε. Ήταν τουλάχιστον στον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της και δεν το έβαζε κάτω με τίποτα. Μακάρι να ζούσε η Αλις για να την είχε γνωρίσει. «Θα μπορούσαμε να ξεγλιστρήσουμε», είπε ο Νταν. «Μπαίνο ντας στον Καναδά από το Βερμόντ ή τη Νέα Υόρκη. Πέντε είναι καλύτερα από τρεις, αλλά έξι είναι ακόμα καλύτερα από πέντε -τρεις να κοιμούνται, τρεις να φυλάνε σκοπιά τη μέρα για να α ποκρούουν την κακή τηλεπάθεια. Το μικρό μας κοπάδι. Λοιπόν, τι λες;» Ο Κλέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του, αργά και αποφασι στικά. «Θα πάω να βρω το γιο μου». «Σκέψου το καλά, Κλέι», είπε ο Τομ. «Σε παρακαλώ». «Άφησε τον, το έχει αποφασίσει», είπε ο Τζόρνταν. Αγκάλιασε τον Κλέι και τον έσφιξε. «Ελπίζω να τον βρεις. Ακόμη κι αν βρεις το γιο σου όμως, εμάς μάλλον δε θα μας ξαναβρείς ποτέ». «Θα σας ξαναβρώ οπωσδήποτε», είπε ο Κλέι. Φίλησε τον Τζόρνταν στο μάγουλο και έκανε πίσω. «Θα δέσω έναν τηλεπαθη-
332
STEPHEN KING
τικό σαν αρνί κι από τα τέσσερα πόδια, θα τον φορτώσω στον ώμο μου και θα τον έχω για πυξίδα. Μπορεί τον ίδιο τον Κουρελιάρη». Γύρισε προς τον Τομ και του άπλωσε το χέρι του. Ο Τομ αγνόησε τη χειραψία και αγκάλιασε τον Κλέι. Τον φίλη σε πρώτα στο ένα μάγουλο κι έπειτα στο άλλο. «Μου έσωσες τη ζωή», του ψιθύρισε. Η ζεστή ανάσα του τον γαργάλησε στο αυτί. «Άφησέ με να σώσω κι εγώ τη δική σου. Έλα μαζί μας». «Δεν μπορώ, Τομ. Πρέπει να πάω». Ο Τομ έκανε πίσω και τον κοίταξε. «Το ξέρω», είπε. «Το ξέρω πως πρέπει να πας». Σκούπισε βιαστικά τα μάτια του. «Να πάρει η ευχή, είμαι άθλιος στους αποχαιρετισμούς. Ούτε στο γάτο μου δεν τα κατάφερα να πω αντίο». 11 Ο Κλέι έμεινε κάτω από την πινακίδα της διασταύρωσης και πα ρακολούθησε τα φώτα τους να ξεμακραίνουν. Κρατούσε τα μάτια του σταθερά καρφωμένα στο φακό του Τζόρνταν, που ήταν και ο τελευταίος που εξαφανίστηκε. Για μια δυο στιγμές έμεινε μόνο αυτός στην κορυφή του πρώτου λόφου προς τα δυτικά, μια μακρι νή, μικρούλα σπίθα στο σκοτάδι, σάμπως να κοντοστάθηκε ο Τζόρνταν να ρίξει μια τελευταία ματιά πίσω του. Ύστερα χάθηκε κι αυτή η μικρούλα σπίθα και το σκοτάδι έγινε απόλυτο. Ο Κλέι αναστέναξε -ένας τρεμάμενος στεναγμός όλο παράπονο- κι ύστε ρα φόρτωσε το σακίδιό του στον ώμο και ξεκίνησε να περπατάει στη δεξιά άκρη της Οδού 11, με κατεύθυνση βόρεια. Κατά τις τέσ σερις παρά τέταρτο διέσχισε τα σύνορα της πόλης του Νορθ Μπέργουικ και άφησε πίσω του το Κεντ Ποντ.
ΤΗΛΕΦΩΝΙΚΟ ΜΠΙΝΓΚΟ
1 Δεν υπήρχε λόγος να μην επιστρέψει σε μια πιο φυσιολογική ζωή και ν' αρχίσει να ταξιδεύει στη διάρκεια της μέρας. Ο Κλέι ήξερε ότι οι άνθρωποι των κινητών δεν επρόκειτο να τον πειράξουν. Αφ' ενός ήταν απαγορευμένος, αφ' ετέρου τον ήθελαν στο Κάσουακ. Το πρόβλημα ήταν ότι είχε συνηθίσει τη νυχτερινή ζωή. Το μόνο που μου λείπει τώρα είναι ένα φέρετρο για να ξαπλώνω μέσα και έ νας μαύρος μανδύας για να τυλίγομαι, σκέφτηκε. Η αυγή που ξημέρωσε παγερή και κόκκινη, η πρώτη αυγή με τά το χωρισμό του από τον Τομ και τον Τζόρνταν, βρήκε τον Κλέι στα περίχωρα του Σπρίνγκβεϊλ. Υπήρχε ένα μικρό σπιτάκι, προ φανώς το σπίτι του επιστάτη, δίπλα στο Μουσείο Ξυλοκόπων του Σπρίνγκβεϊλ. Φαινόταν ζεστό και βολικό. Ο Κλέι παραβίασε την κλειδαριά της πλαϊνής πόρτας και μπήκε μέσα. Ενθουσιάστηκε ό ταν βρήκε μια κουζίνα που έκαιγε με ξύλα και μια χειροκίνητη α ντλία νερού. Βρήκε επίσης ένα μικρό κελάρι, καλά εφοδιασμένο, που δεν το είχε πειράξει κανείς. Γιόρτασε αυτή την ανακάλυψη με μια γαβάθα δημητριακά. Χρησιμοποίησε γάλα σκόνη, έριξε ί σαμε δέκα κουταλιές ζάχαρη και μια ολόκληρη χούφτα σταφίδες από πάνω. Στο κελάρι βρήκε επίσης αφυδατωμένα αυγά με μπέικον σε αε ροστεγείς συσκευασίες, τοποθετημένες τακτικά στο ράφι σαν σει ρά από βιβλία τσέπης. Μαγείρεψε μια από αυτές και γέμισε το σα κίδιο του με τις υπόλοιπες. Το γεύμα ήταν πολύ καλύτερο απ' ό,τι περίμενε και μόλις αποσύρθηκε στο μικρό υπνοδωμάτιο, ο Κλέι α ποκοιμήθηκε σχεδόν αμέσως.
336
STEPHEN KING
2 Μακριές τέντες είχαν στηθεί και από τις δυο πλευρές του αυτοκι νητόδρομου. Δεν ήταν η Οδός 11 με τα αγροκτήματα, τις μικρές κωμοπό λεις και τα χωράφια, με ένα βενζινάδικο-παντοπωλείο κάθε είκοσι πέντε χιλιόμετρα, αλλά ένας αυτοκινητόδρομος κάπου έξω στην άγρια φύση. Πέρα από τα βαθιά χαντάκια στα πλάγια, πυκνό δά σος απλωνόταν κι από τις δυο πλευρές ως εκεί που έφτανε το μά τι. Άνθρωποι στέκονταν σε δυο μακριές ουρές που είχαν ανάμεσα τους τη διπλή διαχωριστική γραμμή του δρόμου. Δεξιά και αριστερά, διέταζε μια φωνή από τα μεγάφωνα. Δεξιά και αριστερά, σχηματίστε δύο γραμμές. Ακουγόταν λίγο σαν εκείνη τη φωνή που καλούσε για το μπίνγκο στο Πανηγύρι του Άκρον, αλλά όταν ο Κλέι πλησίασε αρκε τά, βαδίζοντας πάνω στη διπλή διαχωριστική γραμμή του δρόμου, συνειδητοποίησε ότι η φωνή από τα μεγάφωνα υπήρχε μέσα στο κεφάλι του. Ήταν η φωνή του Κουρελιάρη. Μόνο που ο Κουρε λιάρης ήταν -πώς τον είχε πει ο Νταν;- ήταν απλώς ένα ψευδοπόδιο. Κι αυτό που άκουγε ο Κλέι ήταν η φωνή του κοπαδιού. Αριστερά και δεξιά, δύο γραμμές, έτσι μπράβο. Αυτό είναι. Πού βρίσκομαι; Γιατί δε με κοιτάζει κανένας, γιατί κανένας δε μου λέει «Ε, φίλε, μην πας να βγεις μπροστά, περίμενε τη σειρά σου»; Στην κορυφή, οι δύο γραμμές άνοιγαν σχηματίζοντας δύο τόξα με αντίθετη φορά, σαν έξοδοι από τον αυτοκινητόδρομο, η μία προς την τέντα στα αριστερά και η άλλη προς την τέντα δεξιά. Ή ταν σαν εκείνες τις μακριές τέντες που στήνουν οι διοργανωτές δεξιώσεων πάνω από τους μεγάλους υπαίθριους μπουφέδες τα με σημέρια με δυνατό ήλιο. Ο Κλέι είδε ότι, πριν η κάθε ουρά φτάσει στην τέντα της, οι άνθρωποι χωρίζονταν σε δέκα δώδεκα μικρότε ρες γραμμές. Έμοιαζαν με ανθρώπους που πήγαιναν να παρακο λουθήσουν μια συναυλία και περίμεναν να τους κόψουν τα εισιτή ρια για να μπουν και να πάρουν τις θέσεις τους. Στη μέση του δρόμου, στο σημείο όπου η διπλή γραμμή χωρι ζόταν ανοίγοντας και προς τα δεξιά και προς τα αριστερά, φορώ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
337
ντας πάντα την ίδια λιωμένη κόκκινη κολεγιακή μπλούζα με την κουκούλα, στεκόταν ο Κουρελιάρης. Αριστερά και δεξιά, κυρίες και κύριοι. Το στόμα του κλειστό. Τηλεπάθεια, όλο μαγκιά, ενισχυμένη από τη δύναμη του κοπαδιού. Προχωρήστε. Όλοι θα έχετε μια ευκαιρία να τηλεφωνήσετε σε ένα αγαπημένο πρόσωπο της επιλογής σας πριν μπείτε στη ζώνη οχ-τιλ. Αυτό προκάλεσε στον Κλέι ένα μικρό σοκ, αλλά το σοκ του γνωστού, όχι του αγνώστου -σαν την ατάκα από ένα καλό ανέκδο το που έχεις ακούσει για πρώτη φορά πριν από δέκα είκοσι χρόνια. «Πού βρισκόμαστε;» ρώτησε τον Κουρελιάρη. «Τι κάνεις; Τι διά βολο συμβαίνει;» Αλλά ο Κουρελιάρης δεν τον κοίταξε και ο Κλέι ήξερε το για τί. Γιατί αυτό ήταν το σημείο όπου η Οδός 160 έμπαινε στο Κάσουακ και αυτός την επισκεπτόταν στο όνειρο του. Όσο για το τι συνέβαινε... Είναι τηλεφωνικό μπίνγκο, σκέφτηκε. Είναι τηλεφωνικό μπίνγκο και το παιχνίδι παίζεται κάτω απ' αυτές τις τέντες. Ας μην καθυστερούμε, κυρίες και κύριοι, μετέδωσε ο Κουρελιά ρης. Μας μένουν δύο ώρες μέχρι τη δύση του ήλιου και θέλουμε να επεξεργαστούμε όσο περισσότερους από σας γίνεται πριν κλείσουμε για τη νύχτα. Να επεξεργαστούν. Ήταν όνειρο τελικά; Ο Κλέι ακολούθησε τη γραμμή που άνοιγε προς την τέντα στην αριστερή πλευρά του δρόμου, ξέροντας τι θα έβλεπε προτού το δει κανονικά με τα μάτια του. Μπροστά από κάθε μικρότερη ουρά στεκόταν και ένας από τους ανθρώπους των κινητών και θαυμαστές των Λόρενς Γουέλκ, Ντιν Μάρτιν και Ντέμπι Μπουν. Αυτοί οι «επί της υποδοχής», ντυμένοι με βρομερά ρούχα και συ χνά πολύ χειρότερα παραμορφωμένοι ακόμη και από τον Κουρε λιάρη, ύστερα από σκληρό αγώνα επιβίωσης έντεκα ημερών, κρα τούσαν ο καθένας από ένα κινητό και το έδιναν στον πρώτο της ουράς όταν έφτανε μπροστά τους. Ο Κλέι παρακολούθησε τον διπλανό του να παίρνει το τηλέ φωνο, να πατάει τρία ψηφία και να το φέρνει με λαχτάρα στ' αυτί του. «Εμπρός;» είπε. «Έλα, μαμά; Μαμά; Μ' ακ...» Ύστερα σώπα σε. Τα μάτια του άδειασαν και τα χαρακτηριστικά του κρέμασαν
338
STEPHEN KING
σαν να είχαν παραλύσει. Το κινητό κατέβηκε λίγο από το αυτί του. Ο τύπος που του είχε κάνει τη «διευκόλυνση» -αυτή ήταν η καλύ τερη λέξη που μπόρεσε να σκεφτεί ο Κλέι- πήρε πίσω το τηλέφω νο, έδωσε μια μικρή σπρωξιά στον άντρα για να προχωρήσει και κάλεσε τον επόμενο στη σειρά να έρθει μπροστά. Αριστερά και δεξιά, έλεγε ο Κουρελιάρης. Προχωρήστε. Ο τύπος που είχε τηλεφωνήσει στη μητέρα του βγήκε με βα ριά, σερνόμενα βήματα από τη σκιά της τέντας. Πέρα από την τέ ντα ο Κλέι είδε εκατοντάδες ανθρώπους να περιφέρονται άσκοπα. Καμιά φορά κάποιος έμπαινε στο δρόμο του άλλου κι έπεφτε κα μιά φάπα. Καμιά σχέση με τα προηγούμενα, όμως. Γιατί... Γιατί το σήμα έχει βελτιωθεί. Αριστερά και δεξιά, κυρίες και κύριοι, προχωρήστε, είστε πολλοί και πρέπει να τελειώνουμε πριν σκοτεινιάσει. Ο Κλέι είδε τον Τζόνι. Φορούσε μπλουτζίν, το καπελάκι της Λιτλ Λιγκ και την αγαπημένη του μπλούζα των Ρεντ Σοξ, αυτή με το όνομα του Τιμ Γουέικφιλντ και το νούμερο στην πλάτη. Ο γιος του είχε μόλις φτάσει στην κορυφή της ουράς, δυο θέσεις παρακά τω από κει που στεκόταν ο Κλέι. Έκανε να τρέξει κοντά του, αλλά δεν μπορούσε να περάσει. «Κάνε στην άκρη!» φώναξε, αλλά, όπως ήταν φυσικό, ο άντρας που του έφραζε το δρόμο και που συνεχώς άλλαζε πόδι σαν να ή θελε επειγόντως να κατουρήσει δεν μπορούσε να τον ακούσει. Ή ταν όνειρο και ο Κλέι ήταν ένας νορμάλ -δεν είχε τηλεπαθητικές ικανότητες. Τρύπωσε ανάμεσα στον άντρα και σε μια γυναίκα που στεκό ταν στην ουρά από πίσω του, πέρασε, και έκανε το ίδιο και στην επόμενη ουρά. Ήταν τόσο επικεντρωμένος στον Τζόνι που δεν κα τάλαβε καν αν αυτοί οι άνθρωποι είχαν υπόσταση. Έφτασε κοντά στο γιο του τη στιγμή που μια γυναίκα -ο Κλέι είδε με τρόμο ότι ήταν η νύφη του κυρίου Σκότονι, έγκυος ακόμη αλλά με βγαλμένο το ένα της μάτι τώρα- έδινε στον Τζόνι ένα κινητό Μοτορόλα. Πάρε το 911, είπε χωρίς να κινήσει τα χείλη της. Όλες οι κλή σεις γίνονται μέσω 911. «Μη, Τζόνι! Όχι!» φώναξε ο Κλέι και άπλωσε το χέρι να του αρπάξει το κινητό, τη στιγμή που ο Τζόνι-Τζι άρχισε να πατάει τα
339
Το ΚΙΝΗΤΌ
νούμερα, σχηματίζοντας τον αριθμό που είχε μάθει από μικρός ότι έπρεπε να καλεί όταν είχε πρόβλημα. «Μην πάρεις!» Ο Τζόνι στράφηκε στο πλάι, σαν να ήθελε να κάνει το τηλεφώ νημα του μακριά από ro αδιάκριτο, απλανές μάτι της γυναίκας που τον «διευκόλυνε», και ο Κλέι αστόχησε. Έτσι κι αλλιώς δεν υ πήρχε περίπτωση να μπορέσει να σταματήσει τον Τζόνι. Όλα αυτά ήταν όνειρο. Ο Τζόνι τελείωσε (δεν του πήρε πολύ να πατήσει τα τρία ψη φία), πάτησε το κουμπί της ΚΛΗΣΗΣ και έφερε το τηλέφωνο στ' αυτί του. «Ναι; Μπαμπά; Μπαμπά, εσύ είσαι; Μ' ακούς; Αν με α κούς, σε παρακαλώ, έλα να με πά...» Μισοστραμμένος όπως ήταν ο Τζόνι, ο Κλέι έβλεπε μόνο το ένα μάτι του, αλλά ένα φως αρκεί για να καταλάβει κανείς πότε κόβεται το ρεύμα. Οι ώμοι του Τζόνι κρέμασαν. Το τηλέφωνο γλίστρησε από το αυτί του. Η νύφη του κυρίου Σκότονι του το άρπαξε με το βρόμικο χέρι της και του έ δωσε μια άγαρμπη σπρωξιά στην πλάτη για να τον κάνει να μπει στο Κάσουακ μαζί με όλους τους άλλους που είχαν έρθει εκεί για να είναι ασφαλείς. Ύστερα έκανε νόημα στον επόμενο της ουράς να προχωρήσει και να κάνει το τηλεφώνημα του. Αριστερά και δεξιά, σχηματίστε δύο σειρές, βροντοφώναξε ο Κουρελιάρης μέσα στο κεφάλι του Κλέι, που πετάχτηκε από τον ύπνο του ουρλιάζοντας το όνομα του γιου του μέσα στο μικρό σπιτάκι του επιστάτη, όπου το γλυκό απογευματινό φως έμπαινε άπλετο από τα παράθυρα.
3 Τα μεσάνυχτα ο Κλέι έφτασε στη μικρή πόλη του Νορθ Σάπλι. Στο μεταξύ είχε πιάσει μια κρύα, κακιά βροχή, σχεδόν νερόχιονο, που σου περόνιαζε τα κόκαλα. Άκουσε θόρυβο αυτοκινήτου πίσω του και βγήκε από το δρόμο (ήταν ακόμη η παλιά, καλή Οδός 11, κανένας αυτοκινητόδρομος ονείρου) στο πάρκινγκ ενός Σέβεν Iλέβεν. Όταν φάνηκαν οι προβολείς και φώτισαν τη νύχτα μετα μορφώνοντας τις ψιχάλες σε ασημένιες χαρακιές, είδε ότι ήταν τέσσερις· δύο αυτοκίνητα που πήγαιναν δίπλα δίπλα κάνοντας κό ντρες μέσα στο σκοτάδι. Τρέλα. Ο Κλέι στάθηκε πίσω από την α-
340
STEPHEN KING
ντλία βενζίνης, χωρίς να κρυφτεί ακριβώς, αλλά και χωρίς να κά νει ό,τι μπορούσε για να τον προσέξουν. Τους παρακολούθησε να περνάνε με ταχύτητα από μπροστά του, τινάζοντας λεπτά σιντρι βάνια νερού από την άσφαλτο, σαν οπτασίες από έναν κόσμο χα μένο. Το ένα αμάξι τού φάνηκε σαν παλιά Κορβέτ, αν και ήταν α δύνατον να πει με σιγουριά έχοντας μόνο το μισοπεθαμένο φως α σφαλείας του παντοπωλείου για να βλέπει. Τα αυτοκίνητα πέρα σαν σαν βολίδες κάτω από το μοναδικό φανάρι ρύθμισης κυκλο φορίας του Νορθ Σάπλι (που κρεμόταν σβηστό, φυσικά), έγιναν τέσσερα μικρά κόκκινα σημαδάκια στο σκοτάδι και απομακρύν θηκαν μέχρι που χάθηκαν εντελώς. Τρέλα, σκέφτηκε ξανά ο Κλέι. Κι έπειτα, ξαναβγαίνοντας στο δρόμο: Κοίτα ποιος μιλάει για τρέλα! Σωστά. Γιατί το όνειρο του με το τηλεφωνικό μπίνγκο δεν ή ταν όνειρο, ή μάλλον δεν ήταν μόνο όνειρο. Ο Κλέι ήταν σίγουρος γι' αυτό. Οι άνθρωποι των κινητών χρησιμοποιούσαν τις τηλεπα θητικές τους ικανότητες για να εντοπίζουν όσο περισσότερους δο λοφόνους κοπαδιών μπορούσαν. Ήταν το μόνο λογικό. Μπορεί να είχαν πρόβλημα με ομάδες όπως αυτή του Νταν Χάρτγουικ, που προσπαθούσε να τους κρατήσει μακριά, αλλά με μεμονωμένους σαν αυτόν δεν πρέπει να δυσκολεύονταν καθόλου. Το θέμα ήταν ότι η τηλεπάθεια, κατά έναν μυστήριο τρόπο, ήταν σαν το τηλέ φωνο -λειτουργούσε αμφίδρομα. Οπότε, αυτός ήταν... τι ακριβώς; Το φάντασμα στη συσκευή. Κάτι τέτοιο. Ενώ τον παρακολουθού σαν εκείνοι, μπορούσε κι αυτός να τους παρακολουθεί. Τουλάχι στον στον ύπνο του. Στα όνειρα του. Άραγε είχαν στηθεί πραγματικά περίπτερα στο σύνορο του Κάσουακ, όπου οι νορμάλ περίμεναν στην ουρά για να τους τινάξουν τα μυαλά στον αέρα; Ο Κλέι πίστευε ότι υπήρχαν τέτοια σημεία ε λέγχου, τόσο στο Κάσουακ όσο και σε άλλα μέρη σαν το Κάσουακ σε ολόκληρη την Πολιτεία και σε ολόκληρο τον κόσμο. Η κί νηση στα σύνορα πρέπει να είχε μειωθεί πια, αλλά τα σημεία ε λέγχου εισόδου -τα σημεία αλλαγής- πρέπει να υπήρχαν ακόμη. Οι άνθρωποι των κινητών χρησιμοποιούσαν την ομαδική τηλε πάθεια για να δελεάσουν τους νορμάλ να πάνε εκεί. Να ονειρεύο νται να πάνε εκεί. Άραγε αυτό έκανε τους ανθρώπους των κινητών πιο έξυπνους ή πιο πονηρούς; Όχι, εκτός αν θεωρούσες έξυπνη
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
341
την αράχνη επειδή ύφαινε ιστό ή τον αλιγάτορα πονηρό επειδή έ μενε ακίνητος και έμοιαζε με κούτσουρο. Συνεχίζοντας ευθεία προς το βορρά, πάνω στην Οδό 11 που θα τον έβγαζε στην Οδό 160 και στο Κάσουακ, ο Κλέι σκέφτηκε ότι το τηλεπαθητικό σήμα που έστελναν οι άνθρωποι των κινητών πρέπει να περιείχε τουλά χιστον τρία ξεχωριστά μηνύματα. Έλα και θα είσαι ασφαλής -θα πάψεις να παλεύεις για την επι βίωση. Έλα και θα είσαι μαζί με άλλους του είδους σου, σε ένα μέρος μόνο δικό σας. Έλα και θα μπορέσεις να μιλήσεις στα αγαπημένα σου πρόσωπα. Έλα. Ο κοινός παρονομαστής. Και μόλις πλησίαζες, έπαυες να έχεις άλλη επιλογή. Η τηλεπάθεια και το όνειρο της ασφάλειας σε κυρίευαν ολοκληρωτικά. Έμπαινες στη γραμμή. Άκουγες τον Κουρελιάρη που έλεγε προχωρήστε, όλοι θα κάνετε ένα τηλεφώ νημα στους αγαπημένους σας, αλλά έχουμε πολλούς από σας να ε πεξεργαστούμε πριν δύσει ο ήλιος και βάλουμε να ακούσουμε την Μπέτι Μίντλερ στο «The Wind Beneath My Wings». Και πώς κατάφερναν να συνεχίζουν να επεξεργάζονται, όταν δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, όταν οι πόλεις είχαν γίνει στάχτη και ο πολιτισμός είχε βουλιάξει σε ένα βάλτο από αίμα; Πώς αντικαθι στούσαν τα εκατομμύρια των ανθρώπων των κινητών που είχαν χαθεί με την αρχική έκρηξη και με τις καταστροφές των κοπαδιών που ακολούθησαν; Μπορούσαν να το συνεχίζουν επειδή ο Παλ μός δεν είχε σταματήσει. Κάπου - σ ' εκείνο το παράνομο εργα στήριο ή στο γκαράζ του παράφρονα επιστήμονα-, κάποιο μηχα νηματάκι δούλευε ακόμη με μπαταρία και κάποιο μόντεμ εξακο λουθούσε να εκπέμπει το τσιριχτό, παρανοϊκό σήμα του και να το στέλνει στους δορυφόρους που περιφέρονταν γύρω από τη Γη, ή στους πυλώνες μικροκυμάτων που την έσφιγγαν σαν ατσάλινο ζωνάρι. Και πού θα τηλεφωνούσες για να είσαι σίγουρος ότι η κλήση σου θα απαντιόταν, έστω και αν η φωνή που θα σου απα ντούσε θα ήταν απλώς από αυτόματο τηλεφωνητή που δούλευε με μπαταρία; Στα επείγοντα, προφανώς. Στο 911. Κι αυτό είχε σχεδόν σίγουρα συμβεί ήδη στον Τζόνι-Τζι. Ο Κλέι το ήξερε. Ήταν ήδη πολύ αργά.
342
STEPHIN KING
Τότε, γιατί συνέχιζε να ανεβαίνει προς το βορρά μέσα στην κρύα βροχή και στο σκοτάδι; Μπροστά του ήταν το Νιούφιλντ, ό χι πολύ μακριά. Εκεί θα άφηνε την Οδό 11 για να πάρει την Οδό 160 και ήξερε πως, ύστερα από κάποια απόσταση στην 160, οι μέ ρες που μπορούσε να διαβάζει τις πινακίδες του δρόμου θα τελεί ωναν οριστικά, άρα γιατί; Ήξερε το γιατί. Με την ίδια βεβαιότητα που ήξερε ότι αυτός ο αχνός κρότος στην απόσταση και το απότομο, μακρινό κορνάρισμα σήμαιναν ότι η κόντρα των δύο αυτοκινήτων που είχαν περά σει πριν από λίγο είχε τελειώσει άδοξα, τουλάχιστον για τον έναν από τους δύο οδηγούς. Συνέχιζε για εκείνο το σημείωμα που είχε βρει στην πίσω πόρτα του παλιού σπιτιού του, πιασμένο μόνο από ένα κομματάκι σελοτέιπ, έτοιμο να ξεκολλήσει και να χαθεί. Συνέ χιζε και για το δεύτερο, εκείνο που είχε βρει στον πίνακα ανακοι νώσεων του Δημαρχείου, μισοκρυμμένο πίσω από το αγωνιώδες σημείωμα της Άιρις Νόλαν προς την αδερφή της. Ο γιος του είχε γράψει και τις δυο φορές την ίδια φράση με κεφαλαία γράμματα: ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ. Αν ήταν πια πολύ αργά για να πάρει πίσω τον Τζόνι, ίσως δεν ήταν πολύ αργά για να τον βρει και να του πει ότι είχε προσπαθή σει. Ίσως κατάφερνε να διατηρήσει όση λογική τού χρειαζόταν α πλώς για να κάνει μόνο αυτό και τίποτε άλλο, ακόμη κι αν τον εί χαν αναγκάσει να χρησιμοποιήσει ένα από τα κινητά τους. Όσο για τις εξέδρες και τα πλήθη που παρακολουθούσαν... «Δεν υπάρχει γήπεδο ποδοσφαίρου στο Κάσουακ», μονολό γησε. Μέσα στο μυαλό του, ο Τζόρνταν του ψιθύρισε: Είναι ένα γή πεδο σε εικονική πραγματικότητα. Ο Κλέι παραμέρισε αυτή τη σκέψη. Την εξόρισε από το μυαλό του. Είχε πάρει την απόφαση του. Ήταν τρέλα, φυσικά, αλλά ήταν ένας τρελός κόσμος και αυτός απλώς προσαρμοζόταν.
343
Το ΚΙΝΗΤΌ
4 Στις τρεις παρά τέταρτο το πρωί, κατάκοπος και βρεγμένος, παρά το αδιάβροχο με την κουκούλα που είχε απαλλοτριώσει από το σπιτάκι του επιστάτη στο Σπρίνγκβεϊλ, ο Κλέι έφτασε στη δια σταύρωση της Οδού 11 με την 160. Πάνω στο σταυροδρόμι υπήρ χε ένα τεράστιο ομαδικό τρακάρισμα και η Κορβέτ που τον είχε προσπεράσει με μεγάλη ταχύτητα στο Νορθ Σάπλι ήταν ένα από τα αυτοκίνητα του σωρού. Ο οδηγός κρεμόταν ο μισός έξω από το αριστερό μπροστινό παράθυρο, που είχε γίνει κυριολεκτικά φυ σαρμόνικα, με το κεφάλι κάτω και τα χέρια να κρέμονται μπρο στά. Κι όταν ο Κλέι δοκίμασε να του ανασηκώσει το κεφάλι για να δει μήπως ο άνθρωπος ήταν ακόμα ζωντανός, το πάνω μισό του κορμιού έπεσε στο οδόστρωμα σέρνοντας πίσω του ένα μεγάλο ματωμένο κουβάρι από άντερα. Ο Κλέι τινάχτηκε πίσω σαν τρε λός, πιάστηκε από έναν τηλεφωνικό στύλο, πίεσε δυνατά το μέτω πο του πάνω στο τραχύ ξύλο και έκανε εμετό μέχρι που δεν του έ μεινε τίποτε άλλο να βγάλει. Από την άλλη πλευρά της διασταύρωσης, εκεί όπου ξεκινούσε η 160 προς το βορρά, υπήρχε το Παντοπωλείο του Νιούφιλντ. Μια επιγραφή στη βιτρίνα του υποσχόταν ΝΤΟΠΙΑ ΣΠΙΤΙΚΑ ΓΛΥ ΚΑ - ΙΝΔΙΑΝΙΚΑ ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ - ΜΠΙΜΠΕΛΟ. Το μαγαζί φαι νόταν και σπασμένο και λεηλατημένο, αλλά ήταν ένα καταφύγιο από τη βροχή κι από την αναπάντεχη φρίκη που μόλις είχε συνα ντήσει. Ο Κλέι μπήκε μέσα και κάθισε με το κεφάλι σκυφτό, μέχρι που σταμάτησε να αισθάνεται ότι ήταν έτοιμος να λιποθυμήσει. Υπήρχαν κι εδώ πτώματα, τα μύριζε, αλλά κάποιος τα είχε σκεπά σει με έναν μεγάλο μουσαμά, όλα εκτός από δύο στην πέρα γωνία, αλλά ευτυχώς αυτά τα δύο δεν ήταν διαμελισμένα. Το ψυγείο της μπίρας του μαγαζιού ήταν σπασμένο και άδειο, αλλά το μηχάνημα των αναψυκτικών ήταν απλώς σπασμένο. Ο Κλέι πήρε ένα κουτά κι Κόκα Κόλα και το κατέβασε με μακριές, αργές γουλιές σταμα τώντας μόνο για να ρευτεί. Μετά από λίγο άρχισε να αισθάνεται κάπως καλύτερα. Του έλειπαν αφάνταστα οι φίλοι του. Ο άμοιρος ξεκοιλιασμέ νος εκεί έξω και ο άγνωστος που έκαναν κόντρες ήταν οι μόνοι
344
STEPHEN KING
ζωντανοί άνθρωποι που είχε συναντήσει εκείνη τη νύχτα. Δεν είχε συναντήσει ούτε μια συντροφιά οδοιπόρων και είχε περάσει τη νύχτα ολομόναχος με παρέα τις σκέψεις του. Μπορεί ο άσχημος καιρός να είχε αποθαρρύνει τους πρόσφυγες, ή μπορεί πλέον να ταξίδευαν μέρα. Δεν είχαν λόγο να μην το κάνουν, αφού οι άν θρωποι των κινητών το είχαν γυρίσει από τις δολοφονίες στον προσηλυτισμό. Τότε συνειδητοποίησε ότι εκείνη τη νύχτα δεν είχε ακούσει κα θόλου μουσική κοπαδιού, όπως την ονόμαζε η Άλις. Μπορεί όλα τα κοπάδια να βρίσκονταν νότια, εκτός από το μεγάλο (ο Κλέι υ πέθετε ότι υπήρχε ένα πολύ μεγάλο κοπάδι), που εκτελούσε τους Προσηλυτισμούς του Κάσουακ. Δεν τον ένοιαζε. Ακόμη και μό νος που ήταν, προτιμούσε τη ζωή χωρίς μουσική υπόκρουση τον «Περίπατο του Μικρού Ελέφαντα». Αποφάσισε να περπατήσει για καμιά ώρα ακόμη το πολύ κι ύ στερα να βρει κάπου να τρυπώσει. Αυτή η κρύα βροχή τον πέθαι νε. Έφυγε από το Παντοπωλείο του Νιούφιλντ αποφεύγοντας συ στηματικά να ρίξει έστω και μια ματιά στη στραπατσαρισμένη Κορβέτ και στα ανθρώπινα απομεινάρια δίπλα της. 5 Πλησίαζε το ξημέρωμα και ο Κλέι ακόμα περπατούσε, από τη μια επειδή είχε σταματήσει η βροχή κι από την άλλη επειδή δεν είχε βρει κανένα άσυλο της προκοπής στην 160, μόνο δάσος. Έπειτα, κατά τις τέσσερις και μισή, προσπέρασε μια πινακίδα διάτρητη α πό σφαίρες που έγραφε: ΟΡΙΑ ΓΚΑΡΛΕΪΒΙΛ, ΟΙΚΙΣΜΟΣ ΕΚΤΟΣ ΣΧΕΔΙΟΥ. Δέκα λεπτά αργότερα, προσπέρασε και το λόγο ύπαρ ξης του Γκάρλεϊβιλ: το Λατομείο Γκάρλεϊβιλ, ένα τεράστιο ντα μάρι στον γρανιτένιο βράχο με κάμποσες παράγκες, μπουλντόζες και ανατρεπόμενα στους πρόποδες της σκαμμένης πλαγιάς. Ο Κλέι το σκέφτηκε προς στιγμήν να περάσει τη μέρα σε μια από τις παράγκες του εργοταξίου, αποφάσισε ότι θα έβρισκε σίγουρα κάτι καλύτερο παρακάτω και συνέχισε το δρόμο του. Ακόμη δεν είχε δει πουθενά πρόσφυγες, ούτε είχε ακούσει μουσική κοπαδιού, έ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
345
στω και από πολύ μακριά. Θα μπορούσε να ήταν ο τελευταίος άν θρωπος πάνω στη γη. Δεν ήταν. Δέκα λεπτά αφότου άφησε πίσω του το λατομείο έ φτασε στην κορυφή ενός λοφίσκου και είδε το χωριουδάκι κάτω. Το πρώτο κτίριο που συνάντησε ήταν του Σώματος Εθελοντών Πυροσβεστών - Παράρτημα Γκάρλεϊβιλ (ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ ΤΗ ΜΑ ΤΩΜΕΝΗ ΚΟΥΡΣΑ ΤΟΥ ΧΑΛΟΥΙΝ έγραφε στον πίνακα ανακοινώ σεων απέξω· τελικά, φαινόταν πως κανένας βόρεια του Σπρίνγκβεϊλ δεν ήξερε ορθογραφία). Στο έρημο πάρκινγκ, δύο άνθρωποι των κινητών ατένιζαν ο ένας τον άλλο μπροστά από μια παμπάλαιη, μίζερη αντλία που πρέπει να ήταν υπερσύγχρονη την εποχή του πολέμου της Κορέας. Στράφηκαν αργά προς το μέρος του όταν ο Κλέι έριξε πάνω τους το φως του φακού του, αλλά αμέσως μετά γύρισαν πάλι και κοίταξαν ο ένας τον άλλον. Ήταν και οι δυο αρσενικοί· ο ένας εικοσιπεντάρης, ο άλλος γύρω στα πενήντα. Δεν υπήρχε καμιά αμ φιβολία ότι ήταν άνθρωποι των κινητών. Τα ρούχα τους ήταν βρομερά και τρισάθλια, σχεδόν κουρέλια, τα πρόσωπα τους γεμά τα πληγές και σημάδια. Ο νεαρός είχε στο δεξί του χέρι ένα με γάλο έγκαυμα που έφτανε μέχρι τη μέση του μπράτσου. Το αρι στερό μάτι του άλλου γυάλιζε από τα βάθη πρησμένης και μελα νιασμένης σάρκας. Αλλά το σημαντικό δεν ήταν η όψη τους. Το σημαντικό ήταν αυτό που ένιωσε μέσα τον ο Κλέι: την ίδια πε ρίεργη αίσθηση ασφυξίας που είχαν νιώσει αυτός και ο Τομ στο γραφείο του βενζινάδικου της Citgo στο Γκέιτεν, όπου είχαν πάει να πάρουν τα κλειδιά των δύο φορτηγών μεταφοράς υγραερίου. Την αίσθηση μιας τρομακτικής συγκέντρωσης κάποιας άγνωστης δύναμης. Και ήταν ακόμα νύχτα. Με τέτοια βαριά συννεφιά, το φως της μέρας θα αργούσε πολύ να φανεί. Τι γύρευαν αυτοί οι δύο έξω νυ χτιάτικα; Ο Κλέι έσβησε το φακό του, τράβηξε το 45άρι των Νίκερσον και περίμενε να δει τι θα συνέβαινε. Για μερικά δευτερόλεπτα φά νηκε ότι δεν επρόκειτο να συμβεί τίποτα, ή ότι κάτι πήγε να συμ βεί αλλά δεν συνέβη κι ότι εκείνη η περίεργη αίσθηση ασφυξίας ήταν το αποκορύφωμα. Ύστερα άκουσε ένα ψιλό κλαψούρισμα, σαν τον ήχο που αφήνει μια λάμα πριονιού όταν δονείται. Ο Κλέι
346
STEPHEN KING
κοίταξε πάνω και είδε τα σύρματα του ηλεκτρικού που περνούσαν μπροστά από το σταθμό της πυροσβεστικής να κινούνται μπρος πίσω τόσο γρήγορα που δεν φαίνονταν πια. «Φύ-γε!» Ήταν ο νεαρός και φάνηκε να ξερνάει τις συλλαβές από το στόμα του με τρομακτική προσπάθεια. Ο Κλέι τινάχτηκε. Αν είχε το δάχτυλό του στη σκανδάλη του περιστρόφου, σίγουρα θα την είχε τραβήξει αντανακλαστικά. Αυτά δεν ήταν Αού και Ιιν, ήταν κανονικές συλλαβές. Νόμισε πως τις άκουσε και μέσα στο κεφάλι του, αλλά πολύ, πολύ αχνά. Σαν ηχώ που σβήνει. «Εσύ!... Φύγε!» απάντησε ο πενηντάχρονος. Φορούσε φαρδιά βερμούδα με έναν τεράστιο λεκέ στον πισινό. Ή από λάσπη ή από σκατά. Έκανε κι αυτός τρομακτική προσπάθεια να μιλήσει, αλλά αυτή τη φορά ο Κλέι δεν άκουσε καμιά ηχώ μέσα στο κεφάλι του. Κατά περίεργο τρόπο, αυτή ήταν η επιβεβαίωση ότι την είχε ακού σει την πρώτη φορά. Οι δυο άντρες τον είχαν ξεχάσει εντελώς. «Δικό μου!» είπε ο νεαρός, και ήταν πάλι σαν να ξέρασε τις λέ ξεις. Όντως τις είχε ξεράσει. Ολόκληρο το κορμί του συσπάστηκε βίαια από την προσπάθεια. Πίσω του, μια σειρά από παραθυράκια στο γκαράζ της πυροσβεστικής έσκασαν προς τα έξω. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Ο Κλέι παρακολουθούσε μα γεμένος, έχοντας ξεχάσει τον Τζόνι για πρώτη φορά μετά το Κεντ Ποντ. Ο πενηντάχρονος φαινόταν να σκέφτεται έντονα, να αγω νίζεται να καταφέρει κάτι, κι αυτό που υπέθεσε ο Κλέι ότι αγωνι ζόταν αυτός ο άντρας να κάνει ήταν το να εκφραστεί με τον τρό πο που το έκανε πριν ο Παλμός τού στερήσει την ικανότητα του λόγου. Πάνω στη στέγη του σταθμού της πυροσβεστικής, που στην ουσία δεν ήταν παρά ένα μεγαλούτσικο γκαράζ, η σειρήνα πήρε μπρος μ' ένα σύντομο δυνατό ΓΟΥΙΝ, σαν να είχε δεχτεί ένα ξαφ νικό κύμα ηλεκτρικής ενέργειας. Και τα φώτα της αρχαίας αντλίας -μπροστινοί προβολείς και πίσω φώτα- άναψαν ξαφνικά, φωτίζο ντας τους δυο άντρες και ζωγραφίζοντας τις σκιές τους πάνω στην άσφαλτο. «Σκατά! Είναι!» κατάφερε να αρθρώσει ο πενηντάχρονος. Έ φτυνε τις λέξεις σαν κομμάτια κρέας που είχαν σκαλώσει στο λαι μό του και τον έπνιγαν.
Το ΚΙΝΗΤΌ
347
«Φοη'γό μου!» σχεδόν ούρλιαξε ο νεαρός και ο Κλει άκουσε μέσα στο μυαλό του την ίδια φωνή να ψιθυρίζει, Το φορτηγό μου. Ήταν απλό τελικά. Αντί για Τουίνκις, οι δυο άντρες τσακώνονταν για την παλιά πυροσβεστική αντλία. Μόνο που αυτό συνέβαινε νύχτα —προς το τέλος της νύχτας, ναι, αλλά ήταν ακόμα μαύρο σκοτάδι- και αυτοί οι δυο μιλούσαν σχεδόν κανονικά. Διάβολε, μιλούσαν. Απ' ό,τι φάνηκε όμως, οι πολλές κουβέντες είχαν τελειώσει. Ο νεαρός έσκυψε το κεφάλι του, όρμησε καταπάνω στον πενηντάχρονο και τον κουτούλησε στο στήθος. Ο πενηντάχρονος έπεσε α νάσκελα. Με τη φόρα που είχε πάρει, ο νεαρός παραπάτησε και έ πεσε κάτω με τα γόνατα, «Γαμώτο!» ούρλιαξε. «Φα την!» του φώναξε ο άλλος. Σηκώθηκαν και οι δυο από κάτω και στάθηκαν πάλι αντιμέτω ποι, δυο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον. Ο Κλέι αισθανό ταν το μίσος τους. Έβραζε μέσα στο κεφάλι του. Δημιουργούσε μια τρομακτική πίεση πίσω από τους βολβούς των ματιών του, έ τοιμο να εκραγεί. «Αυτό... φοη 'γό μου!» γρύλισε ο νεαρός. Και μέσα στο κεφάλι του Κλέι ακούστηκε ξεκάθαρα: Αυτό το φορτηγό είναι δικό μου. Ο πενηντάχρονος ρούφηξε αέρα με δύναμη. Με κινήσεις σαν νευρόσπαστο, τέντωσε το μεσαίο του δάχτυλο και το έδειξε στον νεαρό. «Πάρ' τον!» είπε με απόλυτη καθαρότητα. Έσκυψαν τα κεφάλια τους και οι δυο και όρμησαν ο ένας στον άλλον. Τα κρανία τους συγκρούστηκαν με έναν υπόκωφο κρότο και ο Κλέι μόρφασε. Αυτή τη φορά έσκασαν όλα τα τζάμια του σταθμού της πυροσβεστικής. Η σειρήνα έβγαλε μια παρατεταμέ νη πολεμική κραυγή πριν σβήσει ξανά. Οι λαμπτήρες φθορισμού στο εσωτερικό του σταθμού αναβόσβησαν, άναψαν κανονικά και λειτούργησαν για τρία ολόκληρα δευτερόλεπτα με ρεύμα παρά νοιας. Δυνατή μουσική ακούστηκε για λίγο: η Μπρίτνεϊ Σπίαρς πρόλαβε να πει τραγουδιστά «Ουπς!... Το Ξανάκανα». Δύο από τα σύρματα του ηλεκτρικού έσπασαν και έπεσαν στο έδαφος σε μι κρή απόσταση από τα πόδια του Κλέι, που τινάχτηκε προς τα πί σω έντρομος. Δεν πρέπει να είχαν ρεύμα, αδύνατον να είχαν ρεύ μα, αλλά...
348
STEPHEN KING
Ο πενηντάχρονος έπεσε στα γόνατα. Αίμα έτρεχε κι από τις δυο πλευρές του κεφαλιού του. «Το φορτηγό μου!» είπε καθαρά κι έπεσε αναίσθητος με τα μούτρα στο τσιμέντο. Ο νεαρός στράφηκε προς τον Κλέι σαν να τον έχριζε αυτόπτη μάρτυρα της νίκης του. Από τα βρόμικα, πατικωμένα μαλλιά του έτρεχε αίμα που κυλούσε ανάμεσα από τα μάτια του και σχημάτι ζε δυο αυλάκια γύρω από τη μύτη και το στόμα. Ο Κλέι είδε τα μάτια του και πάγωσε. Δεν ήταν απλανή. Ήταν παρανοϊκά. Και τότε κατάλαβε -μονομιάς, απόλυτα και χωρίς καμιά αμφιβολίαότι, αν αυτή ήταν η κατάληξη του κύκλου, δεν υπήρχε σωτηρία για το γιο του. «Φοη 'γό μου!» τσίριξε ο νεαρός. «Φοη 'γό μου, φοη 'γό μου!» Η σειρήνα έβγαλε ένα σύντομο ουρλιαχτό σε κατιούσα κλίμακα, σαν να συμφωνούσε. Ο Κλέι τον πυροβόλησε και έβαλε το 45άρι στη θήκη του. Τι διάβολο, σκέφτηκε, δεν μπορούν να με στήσουν στο ικρίωμα δύο φορές. Παρ' όλα αυτά, έτρεμε σύγκορμος. Και αφού μπήκε σε ένα από τα δωμάτια του μοναδικού μοτέλ του Γκάρλεϊβιλ, στην πέρα άκρη του χωριού, παραβιάζοντας την πόρτα, του πήρε πολλή ώρα μέχρι να μπορέσει να κοιμηθεί. Στα όνειρα του, αντί για τον Κου ρελιάρη, τον επισκέφτηκε ο γιος του, ένα βρόμικο αγόρι με μάτια απλανή που του απάντησε «Άντε γαμήσου! Φοη 'γό μου!» όταν ο Κλέι τον φώναξε με το όνομα του. 6 Ξύπνησε από το όνειρο πολύ πριν σκοτεινιάσει και ξέροντας ότι δεν θα μπορούσε να κοιμηθεί άλλο, αποφάσισε να συνεχίσει το δρόμο του. Και, αφού θα έβγαινε από το Γκάρλεϊβιλ -μετά την ε λάχιστη ώρα που θα του έπαιρνε να βγει από το Γκάρλεϊβιλ-, να συνεχίσει με αυτοκίνητο. Δεν έβλεπε το λόγο να μην το κάνει. Η Οδός 160 φαινόταν εντελώς άδεια και προφανώς είχε μείνει άδεια μετά την ομαδική σύγκρουση στη διασταύρωση με την Οδό 11. Απλώς δεν το είχε προσέξει με το σκοτάδι και τη βροχή. Ο Κουρελιάρης και η παρέα του άδειασαν το δρόμο, σκέφτηκε. Και βέβαια τον άδειασαν, αφού αυτός είναι ο κυλιόμενος διάδρο-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
349
μος. Για μένα άγουρα είναι ο κυλιόμενος διάδρομος που καταλήγει στο σφαγείο. Γιατί εγώ είμαι τελειωμένη υπόθεση. Απλώς θέλουν να μου κολλήσουν την ετικέτα ΕΚΛΕΙΣΕ και να με βάλουν στο αρ χείο το συντομότερο δυνατόν. Κρίμα για τον Τομ, τον Τζόρνταν και τους άλλους τρεις. Άραγε να έχουν βρει τους σωστούς πίσω δρό μους και να έχουν ήδη φτάσει στο κεντρικό Νιου Χαμ... Οι σκέψεις του κόπηκαν απότομα με το που έφτασε στην κο ρυφή μιας μικρής ανηφοριάς. Σταματημένο στη μέση του δρόμου στο τέρμα της κατηφόρας ήταν ένα κίτρινο σχολικό λεωφορείο. ΜΕΙΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 38 ΝΙΟΥΦΙΛΝΤ έγραφε στα πλά για. Πάνω του ακουμπούσαν ένας άντρας και ένα αγόρι. Ο άντρας είχε αγκαλιάσει το παιδί από τους ώμους, σε μια άνετη, φιλική χειρονομία που ο Κλέι θα αναγνώριζε οπουδήποτε κι αν την έβλε πε. Ενώ στεκόταν κοκαλωμένος, σαν να μην πίστευε στα μάτια του, άλλος ένας άντρας εμφανίστηκε από τα πλάγια του σχολικού και βγήκε μπροστά. Είχε μακριά γκρίζα μαλλιά πιασμένα αλογο ουρά. Πίσω του ερχόταν μια νεαρή έγκυος. Το μπλουζάκι της ήταν γαλάζιο, χωρίς Χάρλεϊ-Ντάβιντσον, αλλά ήταν σίγουρα η Ντενίζ. Ο Τζόρνταν τον είδε και τον φώναξε με το όνομα του. Ελευθε ρώθηκε από το χέρι του Τομ και άρχισε να τρέχει. Ο Κλέι έτρεξε να τον συναντήσει. Έσμιξαν γύρω στα τριάντα μέτρα μπροστά α πό το σχολικό λεωφορείο. «Κλέι!» φώναξε ο Τζόρνταν. Τσίριζε από χαρά. «Είσαι στ' α λήθεια εσύ!» «Εγώ είμαι», τον βεβαίωσε ο Κλέι. Τον σήκωσε στον αέρα και τον φίλησε. Ο Τζόρνταν δεν ήταν ο Τζόνι, αλλά καλός ήταν κι ο Τζόρνταν προς το παρόν. Τον έσφιξε δυνατά κι ύστερα τον άφησε κάτω και κοίταξε το ταλαιπωρημένο πρόσωπο και τους πελώριους μαύρους κύκλους της κούρασης γύρω από τα μάτια του αγοριού. «Πώς στην ευχή του Θεού βρεθήκατε εδώ;» Το πρόσωπο του Τζόρνταν συννέφιασε. «Δεν μπορούσαμε... δηλαδή, ονειρευόμαστε...» Ο Τομ ήρθε κοντά τους. Για άλλη μια φορά αγνόησε το χέρι που του άπλωσε ο Κλέι και τον αγκάλιασε. «Πώς τα πας, Βαν Γκογκ;» «Καλά. Τρελός από ευτυχία που σας βλέπω, παιδιά, αλλά δεν καταλαβαίνω...»
350
STEPHEN KING
Ο Τομ του χάρισε ένα χαμόγελο. Ήταν γλυκό καν κουρασμένο συνάμα, ένα χαμόγελο λευκή σημαία. «Αυτό ποο προσπαθεί να σου πει ο κομπιουτεράκιας είναι πως τελικά δεν είχαμε καμιά επι λογή. Έλα κι εσύ στο μικρό μας κίτρινο αυτοκίνητο. Ο Ρέι λέει πως, αν ο δρόμος παραμείνει άδειος -που είμαι σίγουρος ότι θα παραμείνει-, θα είμαστε στο Κάσουακ με το ηλιοβασίλεμα, ακόμη και αν ταξιδεύουμε με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα. Έχεις διαβά σει το Στοιχειωμένο Σπίτι στο Λόφο;» Ο Κλέι κούνησε αρνητικά το κεφάλι του απορημένος. «Έχω δει την ταινία». «Υπάρχει μια ατάκα που αντανακλά απόλυτα την παρούσα κα τάσταση -"Τα ταξίδια τελειώνουν εκεί που σμίγουν οι αγαπημέ νοι". Φαίνεται πως τελικά θα γνωρίσω το γιο σου». Προχώρησαν προς το σχολικό λεωφορείο. Ο Νταν Χάρτγουικ πρόσφερε στον Κλέι ένα κουτάκι Αλτόιντς. Το χέρι του δεν ήταν απόλυτα σταθερό. Όπως ο Τζόρνταν και ο Τομ, έτσι κι αυτός φαι νόταν εξαντλημένος. Ο Κλέι, νιώθοντας σαν να βρισκόταν σε ό νειρο, πήρε ένα. Τέλος του κόσμου ή όχι, ήταν περίεργα δυνατό. «Ε, φίλε», είπε ο Ρέι. Καθόταν στο τιμόνι του σχολικού λεωφο ρείου, με το καπελάκι των Ντόλφινς φορεμένο ανάποδα κι ένα τσι γάρο να σιγοκαίει στο χέρι του. Ήταν χλομός και φαινόταν πολύ κουρασμένος. Κοιτούσε έξω από το παρμπρίζ, αλλά όχι τον Κλέι. «Γεια σου, Ρέι, είσαι οκέι;» Ο Ρέι χαμογέλασε κουρασμένα. «Ναι, αν και το έχω ξανακού σει αυτό». «Σίγουρα. Καμιά εκατοστή φορές. Θα σου έλεγα ότι χαίρομαι που σε βλέπω, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν θα ήθελες να το ακού σεις». Ο Ρέι, πάντα κοιτώντας αφηρημένα έξω από το παράθυρο, α πάντησε: «Εκεί πάνω πάντως στέκεται κάποιος που εσύ σίγουρα δε θα ήθελες να δεις». Ο Κλέι κοίταξε. Κοίταξαν όλοι. Γύρω στα πεντακόσια μέτρα πιο πάνω, προς το βορρά, η Οδός 160 ανηφόριζε άλλον ένα λοφί σκο. Εκεί πάνω, με την μπλούζα του ΧΑΡΒΑΡΝΤ θαμπή από τη λέρα, αλλά πάντα κόκκινη κόντρα στον γκρίζο απογευματινό ου ρανό, στεκόταν και τους κοίταζε ο Κουρελιάρης. Γύρω του ήταν μαζεμένοι καμιά πενηνταριά άνθρωποι των κινητών. Τους είδε
Το ΚΙΝΗΤΌ
351
που κοίταζαν προς το μέρος του. Σήκωσε το χέρι και το κούνησε δυο φορές, με την κίνηση που κάνει κανείς για να καθαρίσει ένα παρμπρίζ. Μετά τους γύρισε την πλάτη και αποχώρησε, ενώ η α κολουθία του (το κοπαδάκι του, σκέφτηκε ο Κλέι) μοιράστηκε στα δυο και τον ακολούθησε σχηματίζοντας V. Σύντομα χάθηκαν από τα μάτια τους.
ΣΚΟΥΛΗΚΙ
1 Λίγο παρακάτω στο δρόμο έκαναν στάση σε μια περιοχή για πι κνίκ. Κανένας δεν πεινούσε και πολύ, αλλά ήταν μια ευκαιρία να κάνει ο Κλέι τις ερωτήσεις που ήθελε. Ο Ρέι δεν έφαγε καθόλου. Κάθισε απλώς στην άκρη μιας χτιστής πέτρινης ψησταριάς και κάπνιζε αμίλητος. Δεν συμμετείχε στη συζήτηση. Του Κλέι του φάνηκε εντελώς αποκαρδιωμένος. «Νομίζουμε ότι έχουμε σταματήσει εδώ», είπε ο Νταν δείχνο ντας γύρω τις φτέρες και τα φυλλοβόλα δέντρα με τα ζεστά φθινο πωρινά χρώματα που οριοθετούσαν την περιοχή του πικνίκ, το γάργαρο ρυάκι και το μικρό δασικό μονοπάτι που ξεκινούσε από εκεί, με μια ξύλινη επιγραφή να προειδοποιεί τους περιπατητές: ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! «Προφανώς, έ χουμε σταματήσει εδώ, αφού...» Κοίταξε τον Τζόρνταν. «Εσύ πι στεύεις ότι έχουμε σταματήσει πραγματικά; Έχεις την πιο ξεκάθα ρη αντίληψη από όλους μέχρι στιγμής». «Ναι», απάντησε αμέσως ο Τζόρνταν. «Είναι πραγματικό». «Μμμ», έκανε και ο Ρέι χωρίς να σηκώσει τα μάτια του. «Εί μαστε εδώ. Σίγουρα». Χτύπησε με την παλάμη του το πεζούλι της ψησταριάς και η βέρα του κουδούνισε καθώς χτύπησε πάνω στην πέτρα: τινκ-τινκ-τινκ. «Ετούτο είναι πραγματικότητα γιατί είμαστε πάλι όλοι μαζί. Αυτό ήθελαν». «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Κλέι. «Ούτε κι εμείς -εντελώς», είπε ο Νταν. «Είναι πολύ πιο ισχυροί απ' όσο μπορείς να φανταστείς», είπε ο Τομ. «Αυτό τουλάχιστον το έχω καταλάβει». Έβγαλε τα γυαλιά του και τα σκούπισε με το μπλουζάκι του. Ήταν μια αφηρημένη χειρο-
356
STEPHEN KING
νομία που φανέρωνε κούραση. Έδειχνε δέκα χρόνια μεγαλύτερος από τον Τομ που είχε γνωρίσει ο Κλέι στη Βοστόνη. «Έπαιξαν με το μυαλό μας. Άγρια. Δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρουμε». «Φαίνεστε εξαντλημένοι, όλοι σας», απάντησε ο Κλέι. Η Ντενίζ γέλασε. «Ναι, ε; Είμαστε εξαντλημένοι, ειλικρινά. Ό ταν σε αφήσαμε, πήραμε την Οδό 11 προς τα δυτικά. Περπατήσα με μέχρι που άρχισε να φωτίζει από την ανατολή. Δεν είχε νόημα να πάρουμε αυτοκίνητο γιατί ο δρόμος ήταν ένα μαύρο χάλι. Ά δειος για διακόσια μέτρα το πολύ και μετά...» «Ξέρω. Βραχονησίδες», είπε ο Κλέι. «Ο Ρέι είπε ότι η κατάσταση θα έστρωνε αφού περνούσαμε και τα διόδια του Σπόλντινγκ, αλλά αποφασίσαμε να σταματήσουμε για τη μέρα σε ένα μοτέλ που λέγεται Το Λυκόφως». «Το έχω ακουστά», είπε ο Κλέι. «Στην άκρη του δάσους Βον. Είναι ονομαστό στα δικά μας μέρη». «Σοβαρά;» Η Ντενίζ ανασήκωσε τους ώμους της. «Λοιπόν, φτάνουμε εκεί και λέει ο μικρός -ο Τζόρνταν: "Θα σας ετοιμάσω το μεγαλύτερο πρωινό που έχετε φάει ποτέ στη ζωή σας". Καλά, μικρέ, κάνε όνειρα λέμε εμείς από μέσα μας -πράγμα που έγινε καλαμπούρι τελικά, γιατί αυτό κάναμε από μια άποψη-, αλλά υ πάρχει ηλεκτρικό εκεί και ο μικρός το κάνει τελικά. Μας φτιάχνει το μεγαλύτερο μπρέκφαστ που έχει δει άνθρωπος. Τύφλα να 'χει το τραπέζι της Ημέρας των Ευχαριστιών. Πέφτουμε με τα μούτρα και τρώμε. Καλά τα λέω;» Ο Νταν, ο Τομ και ο Τζόρνταν ένευσαν καταφατικά. Ο Ρέι, κα θισμένος στο πεζούλι της ψησταριάς με το κεφάλι κάτω, άναψε κι άλλο τσιγάρο. Σύμφωνα με την Ντενίζ, έφαγαν στην τραπεζαρία του μοτέλ, πράγμα που έκανε τον Κλέι να απορήσει γιατί ήταν απόλυτα σί γουρος ότι το μοτέλ Λυκόφως δεν διέθετε τραπεζαρία· ήταν το τυπικό, ακατονόμαστο στέκι πάνω στη συνοριακή γραμμή ΜέινΝιου Χαμσάιρ. Οι φήμες έλεγαν ότι οι μοναδικές ανέσεις που πρό σφερε ήταν το κρύο νερό στα ντους και οι καυτές πορνό βιντεο ταινίες στα δωμάτια-κουτιά. Η ιστορία έγινε ακόμη πιο παράξενη. Υπήρχε και ένα τζουκμπόξ. Και μάλιστα, χωρίς Λόρενς Γουέλκ και Ντέμπι Μπουν. Α ντίθετα, ήταν γεμάτο καυτά κομμάτια (ανάμεσά τους και το «Hot
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
357
Stuff» με την Ντόνα Σάμερ) και αντί να πάνε κατευθείαν στο κρε βάτι, το έριξαν στο χορό. Χόρεψαν με την ψυχή τους τουλάχιστον δυο τρεις ώρες. Και έπειτα, πριν πέσουν για ύπνο, έκαναν άλλο έ να τεράστιο τσιμπούσι, με σεφ την Ντενίζ αυτή τη φορά. Και μετά απ' αυτό ξεράθηκαν επιτέλους στα κρεβάτια τους. «Και ονειρευτήκαμε ότι περπατούσαμε», είπε ο Νταν. Η φωνή του είχε μια ανησυχητική νότα πίκρας και παραίτησης. Δεν ήταν ο ίδιος άντρας που είχε γνωρίσει ο Κλέι πριν από δύο νύχτες, εκείνος που έλεγε Είμαι σχεδόν σίγουρος ότι μπορούμε να τους κρατήσουμε μακριά από το μυαλό μας όταν είμαστε ξύπνιοι και Μπορεί να τα καταφέρουμε, είναι πολύ πρώιμο στάδιο γι' αυτούς ακόμη. Τώρα γέλασε πικρά, χωρίς καμιά διάθεση. «Φίλε, πρέπει να το ονειρευ τήκαμε, γιατί περπατούσαμε. Όλη μέρα. Περπατούσαμε συνέχεια». «Όχι συνέχεια», είπε ο Τομ. «Εγώ ονειρεύτηκα ότι οδηγούσα...» «Ναι, εσύ οδηγούσες», είπε ήρεμα ο Τζόρνταν. «Μόνο για κα μιά ώρα το πολύ, αλλά οδήγησες. Τότε ήταν που ονειρευτήκαμε ό τι κοιμόμασταν σ' εκείνο το μέρος. Στο μοτέλ Λυκόφως. Κι εγώ ονειρεύτηκα ότι πήγαινα με αυτοκίνητο. Ήταν σαν όνειρο μέσα σε όνειρο. Μόνο που εκείνο ήταν πραγματικό». «Τα βλέπεις;» είπε ο Τομ χαμογελώντας στον Κλέι. Ανακάτω σε τρυφερά τα πλούσια μαλλιά του αγοριού. «Μόνο ο Τζόρνταν το είχε πιάσει από την αρχή». «Εικονική πραγματικότητα», είπε ο Τζόρνταν. «Αυτό ήταν. Σαν να ήμαστε μέσα σε ένα βιντεοπαιχνίδι. Σχεδόν. Και δεν ήταν και τόσο καλό». Κοίταξε προς το βορρά, προς την κατεύθυνση ό που είχε απομακρυνθεί ο Κουρελιάρης. Προς τη μεριά του Κάσουακ. «Θα βελτιωθεί όμως, αν αυτοί βελτιωθούν». «Τα καθάρματα δεν μπορούν να κάνουν τίποτα τη νύχτα», είπε ο Ρέι. «Πρέπει να πηγαίνουν για νάνι». «Το ίδιο κάναμε κι εμείς στο τέλος εκείνης της μέρας», είπε ο Νταν. «Αυτός ήταν ο σκοπός τους. Να μας κουράσουν τόσο πολύ που να μην μπορέσουμε να καταλάβουμε τι συνέβαινε όταν έπεσε η νύχτα και έχασαν τον έλεγχο. Σε όλη τη διάρκεια εκείνης της μέ ρας ο Πρόεδρος του Χάρβαρντ βρισκόταν πάντα κάπου κοντά, με συνοδεία ένα μεγαλούτσικο κοπάδι, και εξέπεμπαν το νοητικό δυ ναμικό πεδίο τους, δημιουργώντας την εικονική πραγματικότητα που λέει ο Τζόρνταν».
358
STEPHEN KING
«Έτσι πρέπει να ήταν», συμφώνησε η Ντενίζ. Και όλα αυτά συνέβαιναν, υπολόγισε ο Κλει, όταν αυτός κοι μόταν στο σπιτάκι του επιστάτη. «Το να μας εξαντλήσουν σωματικά δεν ήταν ο μοναδικός τους στόχος», είπε ο Τομ. «Ούτε μόνο το να μας γυρίσουν προς ro βορ ρά. Μας ήθελαν όλους μαζί». Η συντροφιά των πέντε είχε φτάσει τελικά σε ένα σαράβαλο μοτέλ πάνω στην Οδό 47 -την Οδό 47 του Μέιν- στα νότια του Γκρέιτ Γουόρκς. Η αίσθηση αποπροσανατολισμού ήταν σχεδόν α πόλυτη, είπε ο Τομ. Και η μουσική κοπαδιού που ακουγόταν όχι από πολύ μακριά δεν βοηθούσε καθόλου. Όλοι είχαν μια γενική αίσθηση για το τι τους είχε συμβεί, αλλά ο Τζόρνταν ήταν εκείνος που το είχε εκφράσει με λόγια, όπως ήταν επίσης εκείνος που είχε επισημάνει το προφανές: Η απόπειρα τους να δραπετεύσουν είχε αποτύχει. Ναι, θα μπορούσαν να ξεγλιστρήσουν από το μοτέλ ό που είχαν βρεθεί και να ξεκινήσουν πάλι προς τα δυτικά, αλλά πό σο μακριά θα έφταναν αυτή τη φορά; Ήταν ήδη κατάκοποι. Και α κόμα χειρότερα, ήταν εντελώς αποκαρδιωμένοι. Ο Τζόρνταν είπε επίσης ότι δεν ήταν απίθανο οι άνθρωποι των κινητών να είχαν βάλει μερικούς φυσιολογικούς να κατασκοπεύουν τις κινήσεις τους τη νύχτα. «Φάγαμε», είπε η Ντενίζ, «γιατί, εκτός από κουρασμένοι, ήμα στε και πεθαμένοι της πείνας. Ύστερα πέσαμε για ύπνο κανονικά και κοιμηθήκαμε μέχρι το άλλο πρωί». «Εγώ ξύπνησα πρώτος», είπε ο Τομ. «Ο Κουρελιάρης στεκό ταν και περίμενε στην αυλή. Μου έκανε μια μικρή υπόκλιση και μου έδειξε το δρόμο». Ο Κλέι θυμόταν πολύ καλά αυτή τη χειρο νομία. Ο δρόμος είναι δικός σας. Εμπρός, πηγαίνετε. «Θα μπορού σα να τον πυροβολήσω, φαντάζομαι, κρατούσα τον Σερ Σπίντι, αλλά σε τι θα ωφελούσε;» Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του. Δεν θα ωφελούσε σε τίποτε. Η συντροφιά των πέντε είχε ξαναβγεί στο δρόμο, παίρνοντας αρχικά πάλι την Οδό 47. Μετά από λίγο, είπε ο Τομ, είχαν αισθαν θεί κάτι να τους τραβάει προς έναν μικρό δασικό δρόμο χωρίς ό νομα, που έμοιαζε να έχει κατεύθυνση νοτιοανατολική. «Καθόλου οράματα εκείνο το πρωί;» ρώτησε ο Κλέι. «Ούτε ό νειρα;»
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
359
«Τίποτε», απάντησε ο Τομ. «Ήξεραν ότι είχαμε πιάσει το νόη μα. Τελικά, μπορούν να διαβάζουν τη σκέψη». «Μας άκουσαν που φωνάζαμε βοήθεια», είπε ο Νταν πάντα στον ίδιο πικρό, παραιτημένο τόνο. «Ρέι, μήπως σου περισσεύει κάνα τσιγάρο; Το έχω κόψει, αλλά λέω να το ξαναρχίσω». Ο Ρέι του πέταξε το πακέτο χωρίς να πει λέξη. «Είναι σονν να σε τραβάει ένα χέρι, μόνο που το νιώθεις μέσα στο μυαλό σου», είπε ο Τομ. «Καθόλου ευχάριστο. Ενοχλητικό με έναν τρόπο που είναι αδύνατον να περιγράψω. Και μαζί μ' αυτό η αίσθηση ότι ο Κουρελιάρης με το κοπάδι του κινούνταν παράλλη λα μ' εμάς. Μερικές φορές βλέπαμε κάποιους από αυτούς ανάμε σα στα δέντρο- τις περισσότερες, όχι». «Δηλαδή τώρα δεν κάνουν απλώς κοπάδι νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα», είπε ο Κλέι. «Όχι. Έχουν αλλάξει αυτά πια», είπε ο Νταν. «Ο Τζόρνταν έ χει μια θεωρία, πολύ ενδιαφέρουσα και με κάποια στοιχεία που την υποστηρίζουν. Επιπλέον, εμείς είμαστε ειδική περίπτωση». Ά ναψε ένα τσιγάρο. Ρούφηξε. Έβηξε. «Να πάρει, ήξερα ότι υπήρχε λόγος που το είχα κόψει». Και μετά από μια ελάχιστη παύση: «Μπορούν να πετάνε, ξέρεις. Μετεωρίζονται. Τρομερά βολικός τρόπος μετακίνησης με τόσο πηγμένους δρόμους. Σαν να έχεις έ να μαγικό χαλί». Γύρω στα δύο χιλιόμετρα πάνω στον φαινομενικά άσχετο δασι κό δρόμο που ακολουθούσαν είχαν συναντήσει ένα σπιτάκι με ένα ημιφορτηγό παρκαρισμένο απέξω. Τα κλειδιά ήταν πάνω στη μηχα νή. Οδήγησε ο Ρέι. Ο Τομ και ο Τζόρνταν ταξίδεψαν στην καρότσα. Κανείς δεν εξεπλάγη όταν ο δασικός δρόμος έστριψε τελικά προς τα βόρεια. Και λίγο πριν τελειώσει εκείνος ο δρόμος, το φωτάκι πλοήγησης μέσα στο μυαλό τους τους έστειλε σε έναν άλλον και μετά σε τρίτο, που ήταν λίγο φαρδύτερος από μονοπάτι με ένα ψη λό χορταριασμένο σαμάρι στο κέντρο. Αυτός ο δρόμος κατέληξε σε ένα λασπότοπο, όπου το ημιφορτηγό κόλλησε, το παράτησαν και, μετά από μιας ώρας πορεία μέσα στις λάσπες, βγήκαν ξανά πάνω στην Οδό 11, λίγο πιο νότια από τη διασταύρωση της με την 160. «Εκεί ήταν δύο νεκροί», είπε ο Τομ. «Τρελοί των κινητών. Φρέ σκοι. Δύο κολόνες του ηλεκτρικού σπασμένες, τα καλώδια κομμέ να. Τα κοράκια έκαναν τσιμπούσι».
360
STEPHEN KING
Ο Κλέι σκέφτηκε να τους πει τι είχε δει στο σταθμό Εθελο ντών Πυροσβεστών του Γκάρλεϊβιλ, αλλά δεν το έκανε. Δεν έβλε πε να έχει σχέση με την τωρινή κατάσταση. Επιπλέον, υπήρχαν πάρα πολλοί που δεν μάλωναν μεταξύ τους κι αυτοί ήταν που εί χαν εξαναγκάσει τον Τομ και τους άλλους να κινούνται παρά τη θέληση τους. Η δύναμη αυτή όμως δεν τους είχε οδηγήσει στο κίτρινο σχο λικό λεωφορείο. Το σχολικό το είχε ανακαλύψει ο Ρέι, εξερευνώ ντας το χώρο γύρω από το Παντοπωλείο του Νιούφιλντ, την ώρα που οι άλλοι έπιναν αναψυκτικά από το ίδιο σπασμένο ψυγείο ό που είχε κάνει επιδρομή και ο Κλέι. Ο Ρέι είχε δει το σχολικό λεω φορείο από ένα πίσω παράθυρο. Μετά απ' αυτό είχαν κάνει μόνο μία στάση ακόμη, στο Λατο μείο του Γκάρλεϊβιλ. Εκεί άναψαν φωτιά για να μαγειρέψουν και να φάνε. Άλλαξαν και τα παπούτσια τους με καινούρια που είχαν πάρει από το Παντοπωλείο του Νιούφιλντ -τα παλιά τους είχαν μουλιάσει μετά τον περίπατο στις λάσπες- και ξεκουράστηκαν για καμιά ώρα. Φεύγοντας πρέπει να προσπέρασαν τον Κλέι στο μο τέλ Γκάρλεϊβιλ περίπου την ώρα που εκείνος ξυπνούσε, γιατί λίγο μετά εξαναγκάστηκαν να σταματήσουν. «Και να 'μαστε!» είπε ο Τομ. «Η υπόθεση έκλεισε». Έδειξε γύρω τα δέντρα, τον ουρανό, τη γη. «Μια μέρα, γιε μου, όλα αυτά θα γίνουν δικά σου». «Αυτό το πράγμα που μας πιέζει έχει φύγει από το κεφάλι μου τώρα», είπε η Ντενίζ. «Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι. Το χειρότερο ή ταν την πρώτη μέρα, ξέρεις. Ο Τζόρνταν καταλάβαινε πιο καθαρά πως κάτι δεν πήγαινε καλά, αλλά νομίζω πως όλοι το ξέραμε ότι τα πράγματα δεν ήταν... ξέρεις, εντελώς φυσιολογικά». «Ναι», είπε ο Ρέι τρίβοντας το σβέρκο του. «Ήταν σαν να εί χαμε μπει σε ένα παιδικό παραμύθι όπου μιλάνε τα ζώα και τα πουλιά. Που λένε πράγματα όπως, "Είσαι καλά, μη φοβάσαι, δεν πειράζει αν πονάνε τα πόδια σου, είσαι φίνος". Φίνος -αυτό το έ λεγαν στο Λιν, όταν ήμουν μικρός». «"Λιν, Λιν, πόλη αμαρτωλή, η πόρτα του παράδεισου για σένα είναι κλειστή"», απήγγειλε ο Τομ. «Οι δικοί σου ήταν θρησκευόμενοι, ε;» του είπε ο Ρέι. «Τέλος πάντων, ο μικρός το ήξερε, εγώ το ήξερα, νομίζω πως όλοι το ξέ-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
361
ραμε, γαμώτο! Δε γίνεται να έχεις έστω και δύο γραμμάρια μυαλό και να πιστεύης ότι ξέφυγες...» «Εγώ το πίστεψα όσο άντεξα, επειδή ήθελα να το πιστεύω», εί πε ο Νταν, «αλλά στην πραγματικότητα; Δεν είχαμε καμιά πιθανό τητα. Αλλοι φυσιολογικοί ίσως να είχαν, αλλά όχι εμείς, οι δολο φόνοι κοπαδιών. Εμάς μας θέλουν οπωσδήποτε, ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει». «Τι νομίζεις ότι έχουν στο νου τους για μας;» ρώτησε ο Κλέι. «Το θάνατο», απάντησε ο Τομ, εντελώς αδιάφορα. «Θα μπορέ σω επιτέλους να κοιμηθώ σαν άνθρωπος». Το μυαλό του Κλέι είχε σταθεί σε κάποια από τα πράγματα που άκουσε και τώρα πιάστηκε από αυτά. Στην αρχή της κουβέ ντας ο Νταν είχε πει ότι η γνωστή συμπεριφορά τους άλλαζε και ότι ο Τζόρνταν είχε μια θεωρία γι' αυτή την αλλαγή. Και μόλις τώρα είχε πει ανεξάρτητα από το τι τους συμβαίνει. «Είδα δύο από αυτούς να πιάνονται στα χέρια εδώ παρακάτω», είπε τελικά ο Κλέι στους άλλους. «Α, ναι;» είπε αδιάφορα ο Νταν. «Τη νύχτα», πρόσθεσε ο Κλέι και τώρα τον κοίταξαν όλοι. «Μάλωναν για μια πυροσβεστική αντλία. Όπως μαλώνουν τα παι διά για τα αυτοκινητάκια τους. Έπιασα κάτι ψιλά από το μυαλό του ενός, τηλεπαθητικά, αλλά μιλούσαν και οι δύο». «Μιλούσαν;» ρώτησε δύσπιστα η Ντενίζ. «Με κανονικές λέ ξεις;» «Με κανονικές λέξεις. Δεν ήταν πάντα καθαρές, αλλά ήταν σί γουρα λέξεις. Πόσους φρέσκους νεκρούς έχετε δει, παιδιά; Μόνο αυτούς τους δύο;» «Πρέπει να είδαμε καμιά δεκαριά από τότε που ξυπνήσαμε ε κεί όπου βρισκόμασταν πραγματικά», είπε ο Νταν. Κοίταξε τους άλλους για επιβεβαίωση. Ο Τομ, η Ντενίζ και ο Τζόρνταν κούνη σαν καταφατικά τα κεφάλια τους. Ο Ρέι ανασήκωσε τους ώμους του κι άναψε κι άλλο τσιγάρο. «Αλλά είναι δύσκολο να πω από τι είχαν πεθάνει. Ίσως να ήταν σε φάση επαναφόρτωσης -αυτό ται ριάζει στη θεωρία του Τζόρνταν, αλλά η ομιλία δε φαίνεται να κολλάει. Μπορεί να ήταν απλώς πτώματα που δεν είχαν προλάβει τα κοπάδια να τα μαζέψουν. Η περισυλλογή των νεκρών δεν είναι στις προτεραιότητες τους αυτή τη στιγμή».
362
STEPHEN KING
«Εμείς είμαστε η προτεραιότητα και πολύ σύντομα θα μας με τακινήσουν», είπε ο Τομ. «Δε νομίζω ότι θα μας κάνουν την τιμή να... ξέρετε, να μας παρουσιάσουν στο μεγάλο στάδιο πριν από αύριο, αλλά είμαι σίγουρος ότι μας θέλουν στο Κάσουακ σήμερα, πριν σκοτεινιάσει». «Τζόρνταν, ποια είναι η θεωρία σου;» ρώτησε ο Κλέι. «Νομίζω ότι υπήρχε ένα σκουλήκι στο αρχικό πρόγραμμα», εί πε ο Τζόρνταν. 2 «Δεν καταλαβαίνω», είπε ο Κλέι, «αλλά αυτό είναι επόμενο. Ό σον αφορά τους υπολογιστές, ήξερα να χρησιμοποιώ το Word, το Adobe Illustrator και το MacMail. Πέρα απ' αυτά είμαι σχεδόν α ναλφάβητος. Να φανταστείς ότι ο Τζόνι μου έδειξε πώς να παίζω την πασιέντζα που υπήρχε στον Mac μου». Πόνεσε μόνο που το α νέφερε. Θυμήθηκε το χεράκι του Τζόνι να οδηγεί το δικό του πά νω στο ποντίκι και πόνεσε ακόμα περισσότερο. «Ξέρεις όμως τι είναι το σκουλήκι στους υπολογιστές, έτσι;» «Κάτι που μπαίνει στον υπολογιστή σου και σου ρημάζει τα προγράμματα;» Ο Τζόρνταν γύρισε τα μάτια του προς τον ουρανό, αλλά του α πάντησε, «Περίπου. Το σκουλήκι τρυπώνει και διαβρώνει τα αρ χεία και τον σκληρό δίσκο σου όσο προχωράει. Αν μπει σε πράγ ματα που παίρνεις ή στέλνεις, ακόμη και σε συνημμένα ηλεκτρο νικού ταχυδρομείου -όπου πράγματι μπαίνει-, μπορεί να εξαπλω θεί και σαν ιός. Μερικές φορές τα σκουλήκια έχουν και μωρά. Το ίδιο το σκουλήκι είναι μια μετάλλαξη και μερικές φορές τα μωρά μεταλλάσσονται κι άλλο. Εντάξει;» «Εντάξει». «Ο Παλμός ήταν ένα πρόγραμμα που στάλθηκε μέσω μόντεμ -αυτός είναι ο μόνος τρόπος που θα μπορούσε να γίνει. Και στέλ νεται ακόμα μέσω μόντεμ. Μόνο που υπάρχει και ένα σκουλήκι ε κεί μέσα και διαλύει το πρόγραμμα. Κάθε μέρα το αλλοιώνει όλο και περισσότερο. GIGO. Ξέρεις τι θα πει GIGO;» «Εγώ δεν ξέρω ούτε πώς πάνε στο Σαν Χοσέ», είπε ο Κλέι.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
363
«Θα πει "Σκουπίδια μπαίνουν, σκουπίδια βγαίνουν"*. Πιστεύ ουμε ότι υπάρχουν σημεία μετατροπής, όπου οι άνθρωποι των κι νητών αλλάζουν τους νορμάλ σε...» Ο Κλέι θυμήθηκε το όνειρο του. «Εδώ σε έχω ξεπεράσει». «Μόνο που τώρα δέχονται το αλλοιωμένο πρόγραμμα. Κατά λαβες; Και μοιάζει λογικό, γιατί οι πιο φρέσκοι τρελοί των κινη τών είναι αυτοί που χαλάνε πρώτοι. Πιάνονται στα χέρια, σαλτά ρουν, ή πέφτουν νεκροί επιτόπου». «Δεν έχεις αρκετά δεδομένα για να το υποστηρίξεις αυτό», α πάντησε αμέσως ο Κλέι. Σκεφτόταν πάλι τον Τζόνι. Τα μάτια του Τζόρνταν, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έλαμπαν, τώρα σκοτείνιασαν λιγάκι. «Ναι, αυτό είναι αλήθεια». Ύστερα τέ ντωσε πεισματάρικα το πιγούνι του. «Αλλά είναι λογικό. Αν η υ πόθεση είναι σωστή -αν υπάρχει σκουλήκι, κάτι που εισχωρεί δραστικά, όλο και βαθύτερα στον αρχικό προγραμματισμό-, τότε είναι απόλυτα λογικό όσο και τα λατινικά που μιλάνε. Οι καινού ριοι τρελοί των κινητών επαναφορτώνουν, αλλά τώρα έχουμε μια τρελή, ανώμαλη επαναφόρτωση. Παίρνουν την τηλεπάθεια, αλλά μπορούν ακόμη να μιλάνε. Είναι...» «Τζόρνταν, δεν μπορεί να βγει τέτοιο συμπέρασμα μόνο από τους δύο που είδα εγώ να...» Ο Τζόρνταν δεν πρόσεχε καν τι του έλεγε. Τώρα ήταν σαν να μιλούσε στον εαυτό του. «Δε φτιάχνουν κοπάδια όπως οι άλλοι, ό χι εντελώς, γιατί δε γίνεται σωστή εγκατάσταση της σχετικής ε ντολής. Αντίθετα... κοιμούνται αργά και ξυπνάνε νωρίς. Επανέρ χονται στον αρχικό τύπο, στη μεταξύ τους επιθετικότητα. Και αν πράγματι χειροτερεύει... καταλαβαίνεις τώρα; Οι πιο καινούριοι θα είναι και οι πρώτοι που θα βγαίνουν προβληματικοί!» «Είναι όπως στον Πόλεμο των Κόσμων», είπε ο Τομ με ονειρο πόλο ύφος. «Αλήθεια;» είπε η Ντενίζ. «Εγώ δεν την είδα την ταινία. Μου φάνηκε πολύ τρομακτική». «Οι εισβολείς σκοτώθηκαν από μικρόβια που ο δικός μας ορ γανισμός ανέχεται πολύ εύκολα», είπε ο Τομ. «Δε θα ήταν θεία δί κη να πεθάνουν όλοι τους από ιό των υπολογιστών;»
*Garbage In, Garbage Out. (Σ.τ.Μ.)
364
STEPHEN KING
«Εγώ θα προτιμούσα την επιθετικότητα», είπε ο Νταν. «Να σκοτωθούν μεταξύ τους σε μια μεγάλη, τελειωτική μάχη». Ο Κλέι σκεφτόταν ακόμη τον Τζόνι. Και τη Σάρον, αλλά κυ ρίως τον Τζόνι. Τον Τζόνι που είχε γράψει ΣΕ ΠΑΡΑΚΑΛΩ ΕΛΑ ΝΑ ΜΕ ΠΑΡΕΙΣ, με μεγάλα κεφαλαία γράμματα και είχε υπογράψει με ολόκληρο το όνομα του, σάμπως αυτό να πρόσθετε κύρος στην ι κεσία του. «Δε θα μας ωφελήσει σε τίποτε», είπε ο Ρέι. «Εκτός αν είναι να γίνει απόψε». Σηκώθηκε και τεντώθηκε να ξεμουδιάσει. «Σε λίγο θ' αρχίσουν να μας πιέζουν να προχωρήσουμε. Πάω εδώ πιο πάνω να κάνω την ανάγκη μου, όσο έχω ακόμα καιρό. Μη φύγετε και με ξεχάσετε». «Και να φύγουμε, δεν πρόκειται να πάρουμε το σχολικό», είπε ο Τομ, ενώ ο Ρέι είχε μπει ήδη στο μονοπάτι του δάσους. «Έχεις τα κλειδιά στην τσέπη σου». «Εύχομαι να σου βγουν όλα καλά, Ρέι», είπε γλυκά η Ντενίζ. «Εξυπνάδες του κώλου, αγάπη μου», απάντησε ο Ρέι και εξα φανίστηκε στο μονοπάτι. «Τι θα μας κάνουν;» ρώτησε ο Κλέι. «Έχει κανείς καμιά ιδέα;» Ο Τζόρνταν ανασήκωσε τους ώμους του. «Θα είναι κάτι σαν κλειστό κύκλωμα τηλεοπτικής σύνδεσης, μόνο που θα συμμετέ χουν πολλές διαφορετικές περιοχές της χώρας. Μπορεί και από όλο τον κόσμο. Το μέγεθος του σταδίου με κάνει να σκέφτομαι ότι...» «Και τα λατινικά, βεβαίως», είπε ο Νταν. «Είναι ένα είδος lin gua franca*». «Τι τους χρειάζεται;» ρώτησε ο Κλέι. «Αφού είναι τηλεπα θητικοί». «Ναι, αλλά ακόμη σκέφτονται κυρίως με λέξεις», είπε ο Τομ. «Τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Όπως και να 'χει, Κλέι, αυτοί σκο πεύουν να μας εκτελέσουν. Αυτό πιστεύει ο Τζόρνταν, αυτό πι στεύει ο Νταν, αυτό πιστεύω εγώ». «Και εγώ», είπε μελαγχολικά η Ντενίζ και χάιδεψε τη φουσκω μένη κοιλιά της. «Τα λατινικά είναι κάτι παραπάνω από lingua franca», είπε ο
*Κοινή γλώσσα συνεννόησης. (Σ.τ.Μ.)
Το ΚΙΝΗΤΌ
365
Τομ. «Είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης και τους έχουμε δει να τη χρησιμοποιούν». Ο Γκάνερ και ο Χάρολντ. Ναι. Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. «Ο Τζόρνταν έχει και μια άλλη ιδέα, και νομίζω πως πρέπει να την ακούσεις, Κλέι», είπε ο Τομ. «Για κάθε περίπτωση. Τζόρνταν;» Ο Τζόρνταν κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν μπορώ». Ο Τομ και ο Νταν Χάρτγουικ κοίταξαν ο ένας τον άλλον. «Λοιπόν; Ας μου πει κάποιος από σας!» φώναξε ο Κλέι. «Χρι στέ μου!» Το έκανε ο Τζόρνταν τελικά. «Επειδή είναι τηλεπαθητικοί, γνω ρίζουν ποιοι είναι οι αγαπημένοι μας», είπε. Ο Κλέι έψαξε για κάποιο κακό νόημα, αλλά δεν το βρήκε. «Και λοιπόν;» «Έχω έναν αδερφό», είπε ο Τομ. «Αν είναι ένας απ' αυτούς, θα γίνει ο εκτελεστής μου. Αν έχει δίκιο ο Τζόρνταν, εννοείται». «Εμένα η αδερφή μου», είπε ο Νταν Χάρτγουικ. «Εμένα ο κοσμήτορας της σχολής», είπε ο Τζόρνταν. Είχε χά σει το χρώμα του. «Αυτός με το κινητό Νόκια του ενός megapixel που κατεβάζει και παίζει βίντεο». «Εμένα ο άντρας μου», είπε η Ντενίζ και την πήραν τα κλάμα τα. «Εκτός αν έχει πεθάνει. Παρακαλώ το Θεό να έχει πεθάνει». Ο Κλέι και πάλι δεν έπιασε αμέσως το νόημα. Ύστερα σκέφτη κε: Ο Τζον; Ο Τζόνι μου; Θυμήθηκε το χέρι του Κουρελιάρη πάνω από το κεφάλι του, θυμήθηκε τα λόγια της καταδίκης: «Ecce homo -insanus». Και είδε το γιο του να έρχεται προς το μέρος του, με το καπελάκι της Λιτλ Λιγκ φορεμένο ανάποδα και με το αγαπημένο του μπλουζάκι των Ρεντ Σοξ, εκείνο με το όνομα του Τιμ Γουέικφιλντ και το νούμερο στην πλάτη. Ο μικρούλης Τζόνι, μπροστά στα μάτια εκατομμυρίων θεατών που παρακολουθούσαν μέσω κλει στού κυκλώματος που το τροφοδοτούσε η ομαδική τηλεπάθεια. Ο μικρούλης Τζόνι-Τζι χαμογελαστός. Με άδεια χέρια. Οπλισμένος μόνο με τα δόντια του μυαλού του.
STEPHEN KING
366 3
Τη σιωπή έσπασε ο Ρέι, παρ' όλο που δεν ήταν εκεί. «Ωχ, γαμώτο!» ακούστηκε η φωνή του από κάπου ψηλότερα στο δασικό μονοπάτι. «Χριστέ μου». Κι ύστερα: «Ε! Κλέι!» «Τι τρέχει;» του φώναξε ο Κλέι. «Εσύ είσαι από εδώ γύρω, έτσι δεν είναι;» Ο Ρέι δεν ακουγό ταν καθόλου χαρούμενος. Ο Κλέι κοίταξε τους άλλους και εκείνοι κοίταξαν τον Κλέι με απόλυτη απορία. Ο Τζόρνταν ανασήκωσε τους ώμους του και άνοιξε τα χέρια και για μια συγκινητική στιγ μή φάνηκε σαν κανονικός έφηβος και όχι σαν ένας ακόμη πρό σφυγας στον Πόλεμο των Τηλεφώνων. «Ε... από τα νότια της Πολιτείας, αλλά ναι, είμαι από δω». Ο Κλέι σηκώθηκε. «Τι πρόβλημα έχεις;» «Άρα ξέρεις πώς είναι το σουμάκ και η τσουκνίδα, έτσι;» Η Ντενίζ παραλίγο να βάλει τα γέλια, αλλά έκλεισε το στόμα της με τα δυο της χέρια. «Ναι», απάντησε ο Κλέι, αλλά δεν άντεξε να μη γελάσει λιγά κι. Ήξερε πώς ήταν αυτά τα φυτά και τι προκαλούσαν. Είχε προει δοποιήσει ένα σωρό φορές τον Τζόνι και τα φιλαράκια του να τα προσέχουν όταν έπαιζαν στην πίσω αυλή. «Τότε, ανέβα να ρίξεις μια ματιά», του φώναξε ο Ρέι, «αλλά έ λα μόνος σου». Και σχεδόν αμέσως μετά: «Ντενίζ, δε χρειάζομαι τηλεπάθεια για να καταλάβω ότι γελάς. Χώσε μια κάλτσα στο στόμα σου, κορίτσι μου». Ο Κλέι διέσχισε την περιοχή του πικνίκ, πέρασε και την πινα κίδα που έγραφε ΑΝ ΠΡΟΧΩΡΗΣΕΤΕ ΠΑΡΤΕ ΜΑΖΙ ΣΑΣ ΧΑΡΤΗ! και προχώρησε παράλληλα με το όμορφο ποταμάκι. Το δάσος ή ταν πανέμορφο αυτή την εποχή, όλες οι αποχρώσεις της φωτιάς κόντρα στο ζωηρό αναλλοίωτο πράσινο της φτέρης, και ο Κλέι σκέφτηκε (όχι για πρώτη φορά) πως, αν ο άνθρωπος χρωστούσε στο Θεό ένα θάνατο, υπήρχαν και χειρότερες εποχές για να ξεπλη ρώσει το χρέος του. Περίμενε να βρει τον Ρέι με το παντελόνι ανοιχτό, ή και κατε βασμένο μέχρι τα γόνατα, αλλά ο Ρέι στεκόταν όρθιος πάνω σε έ να παχύ στρώμα από πευκοβελόνες και το παντελόνι του ήταν
Το ΚΙΝΗΤΌ
367
κουμπωμένο. Εκεί που βρισκόταν δεν υπήρχαν καθόλου αγριόχορτα, ούτε τσουκνίδες, ούτε τίποτε άλλο. Ήταν άσπρος σαν το πανί, έτσι όπως ήταν η Άλις λίγο πριν κάνει εμετό στο σπίτι των Νίκερσον, άσπρος σαν πεθαμένος. Μόνο τα μάτια του είχαν λίγη ζωή. Και γυάλιζαν παράξενα στο πρόσωπο του. «Έλα εδώ», είπε ψιθυριστά, συνωμοτικά σαν κρατούμενος σε προαύλιο φυλακής. Ο Κλέι μόλις που τον άκουσε πάνω από το κελάρυσμα του νερού. «Γρήγορα. Δεν έχουμε πολύ χρόνο». «Ρέι, τι διάβολο...» «Απλώς άκου. Ο Νταν και ο φίλος σου ο Τομ παραείναι έξυ πνοι. Το ίδιο και ο μικρός, ο Τζόρντι. Και η πολλή σκέψη γίνεται εμπόδιο καμιά φορά. Η Ντενίζ είναι λίγο καλύτερη, αλλά αυτή εί ναι έγκυος. Δε γίνεται να βασιστείς σε έγκυο γυναίκα. Άρα απομέ νεις εσύ, κύριε Καλλιτέχνη. Δεν τρελαίνομαι, γιατί είσαι ακόμα κολλημένος με το παιδί σου, αλλά ο γιος σου έχει τελειώσει. Και κατά βάθος το ξέρεις κι εσύ. Ο γιος σου είναι καμένο χαρτί». «Όλα καλά εκεί πάνω, παιδιά;» φώναξε η Ντενίζ. Ο Κλέι, αν και σοκαρισμένος, άκουσε το γέλιο στη φωνή της. «Ρέι, δεν ξέρω τι...» «Και έτσι θα παραμείνει η κατάσταση. Απλώς άκου. Ό,τι σκα τά κι αν θέλει ο τύπος με την κόκκινη κουκούλα, δεν πρόκειται να γίνει αν δεν το αφήσεις να γίνει. Μόνο αυτό χρειάζεται να ξέρεις». Ο Ρέι έβαλε το χέρι στην τσέπη του χακί παντελονιού του και έβγαλε ένα κινητό τηλέφωνο και ένα κομματάκι χαρτί. Το τηλέ φωνο ήταν γκρίζο από τη λέρα, σαν να είχε περάσει όλη του τη ζωή σε χέρια εργάτη. «Βάλ' το στην τσέπη σου. Όταν θα έρθει η ώρα, πάρε το νού μερο που είναι σ' αυτό το χαρτί. Θα καταλάβεις πότε να το κάνεις. Ελπίζω ότι εσύ θα καταλάβεις». Ο Κλέι πήρε το τηλέφωνο. Ή ταν ή επί τας. Το χαρτάκι του γλίστρησε από το χέρι. «Πιάσ' το!» σφύριξε άγρια ο Ρέι. Ο Κλέι έσκυψε κι έπιασε από κάτω το χαρτάκι. Επάνω ήταν γραμμένος ένας δεκαψήφιος αριθμός. Τα πρώτα τρία ψηφία ήταν ο κωδικός κλήσης του Μέιν. «Ρέι, αυτοί διαβάζουν τη σκέψη! Αν έχω αυτό το...» Το στόμα του Ρέι στράβωσε σε μια αποκρουστική παρωδία χα-
368
STEPHEN KING
μόγελου. «Ναι!» ψιθύρισε. «Τσιμπολογάνε το μυαλό σου και βρί σκουν ότι σκέφτεσαι ένα γαμημένο κινητό! Τι άλλο σκεφτόμαστε όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Όσοι από μας μπορούμε ακόμη να σκεφτόμαστε, κατάλαβες;» Ο Κλέι κοίταξε το βρόμικο, ταλαιπωρημένο κινητό. Στη θήκη του ήταν κολλημένες δύο ετικέτες, η μια κάτω από την άλλη. Η πρώτη έγραφε ΚΟΣ ΦΟΓΚΑΡΤΙ. Και η από κάτω ΙΔΙΟΚΤ. ΛΑΤΟ ΜΕΙΟΥ ΓΚΑΡΛΕΪΒΙΛ. «Βάλ' το στην τσέπη σου, γαμώτο!» Δεν ήταν η ένταση της διαταγής που έκανε τον Κλέι να υπα κούσει. Ήταν η ένταση σ' εκείνο το απελπισμένο βλέμμα. Δοκί μασε να βάλει το κινητό και το χαρτάκι στην τσέπη του. Φορούσε μπλουτζίν και η τσέπη του ήταν πολύ πιο στενή από την πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του Ρέι. Κοίταζε κάτω προσπαθώντας να χώσει το κινητό, όταν ο Ρέι άπλωσε ξαφνικά το χέρι του και του άρπαξε το 45άρι από τη θήκη της ζώνης. Όταν ο Κλέι σήκωσε τα μάτια του, ο Ρέι είχε ήδη βάλει το περίστροφο κάτω από το πι γούνι του. «Χάρη θα κάνεις στο γιο σου, Κλέι. Πίστεψε το. Δεν είναι ζωή αυτή». «Ρέι, μη!» Ο Ρέι τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα τίναξε στον αέρα όλο το επάνω μέρος του κεφαλιού του. Κοράκια ξεσηκώθηκαν μπου λούκι από τα δέντρα. Ο Κλέι δεν είχε καν καταλάβει ότι φώλιαζαν εκεί και τώρα γέμισαν τον αέρα με τις κραυγές τους. Για λίγες στιγμές, η δική του κραυγή σκέπασε ακόμη κι αυτές.
4 Μόλις είχαν αρχίσει να του σκάβουν έναν τάφο στο μαλακό, μαύ ρο χώμα του δάσους, κάτω από τις φτέρες, όταν οι άνθρωποι των κινητών μπήκαν ξανά στο μυαλό τους. Για τον Κλέι ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε την ομαδική δύναμη. Ήταν έτσι όπως είχε πει ο Τομ, σαν να σε σκουντούσε στην πλάτη ένα αόρατο χέρι. Με τη διαφορά ότι και η πλάτη και το χέρι βρίσκονταν μέσα στο κεφάλι σου. Χωρίς φωνή. Μόνο η ώθηση.
Το ΚΙΝΗΤΌ
369
«Αφήστε μας να τελειώσουμε!» φώναξε κι αμέσως ακούστηκε να απαντάει στον εαυτό του με μια φωνή υψηλότερη σε συχνότη τα που την αναγνώρισε αμέσως. «Όχι. Φύγετε. Τώρα». «Σε πέντε λεπτά!» είπε ο Κλέι. Αυτή τη φορά η φωνή του κοπαδιού χρησιμοποίησε την Ντενίζ. «Φύγετε. Τώρα». Ο Τομ έσπρωξε το κορμί του Ρέι, που κύλησε μέσα στην τρύπα -είχαν τυλίξει τα υπολείμματα του κεφαλιού του με ένα από τα καλύμματα των καθισμάτων του σχολικού-, και κλότσησε από πάνω λίγα χώματα. Ύστερα άρπαξε το κεφάλι του με τα δυο του χέρια, μορφάζοντας. «Εντάξει, εντάξει», είπε κι απάντησε αμέσως μετά στον εαυτό του: «Φύγετε. Τώρα». Γύρισαν από το μονοπάτι στην περιοχή του πικνίκ. Μπροστά πήγαινε ο Τζόρνταν. Ήταν πολύ χλομός, αλλά όχι τόσο όσο ήταν ο Ρέι τα τελευταία λεπτά της ζωής του. Ούτε κατά διάνοια. Δεν εί ναι ζωή αυτή, ήταν τα τελευταία του λόγια. Τρελοί των κινητών ήταν παραταγμένοι σε στάση ανάπαυσης κατά μήκος του δρόμου, σε μια γραμμή που εκτεινόταν και προς τις δύο κατευθύνσεις του ορίζοντα για πεντακόσια μέτρα περίπου. Πρέπει να ήταν γύρω στους τετρακόσιους, υπολόγισε ο Κλέι, αλ λά δεν είδε ανάμεσα τους τον Κουρελιάρη. Ίσως να είχε πάει μπροστά, να κάνει τις προετοιμασίες γιατί το σπίτι του είχε πολλά δωμάτια. Όλα με τηλέφωνο, φυσικά. Καθώς προχωρούσαν προς το σχολικό λεωφορείο είδαν τρεις από τους ανθρώπους των κινητών να αποχωρούν από την παράτα ξη. Οι δύο άρχισαν αμέσως να δαγκώνουν, να χτυπάνε και να ξε σκίζουν τα ρούχα ο ένας του άλλου, βγάζοντας κάτι άγρια γρυλίσματα που θα μπορούσαν να ήταν και λέξεις -ο Κλέι νόμισε ότι άκουσε την έκφραση «κοπρο-σκυλο»-, αλλά ήταν μάλλον τυχαίοι συνδυασμοί συλλαβών. Ο τρίτος απλώς τους γύρισε την πλάτη και άρχισε να απομακρύνεται βαδίζοντας πάνω στη διπλή γραμμή του δρόμου προς την κατεύθυνση του Νιούφιλντ. «Φύγε, στρατιώτη, έτσι μπράβο!» τσίριξε υστερικά η Ντενίζ. «Λιποτακτήστε όλοι!» Μόνο που δεν το έκαναν, και πριν ο λιποτάκτης -αν ήταν αυ τό- φτάσει στην πρώτη στροφή του δρόμου, όπου η Οδός 160 έ-
370
STEPHEN KING
παίρνε νότια κατεύθυνση καν δεν φαινόταν πια, ένας μεγάλος στην ηλικία αλλά γεροδεμένος τύπος τέντωσε απλώς τα δυο του χέρια, άρπαξε το κεφάλι του πεζοπόρου και το έστριψε απότομα στο πλάι. Ο πεζοπόρος σωριάστηκε πάνω στην άσφαλτο. «Ο Ρέι είχε τα κλειδιά», είπε ο Νταν με κουρασμένη φωνή. Η αλογοουρά του κόντευε να λυθεί και τα μαλλιά του έπεφταν πάνω στους ώμους του. «Κάποιος πρέπει να γυρίσει να...» «Τα πήρα», είπε ο Κλέι. «Θα οδηγήσω εγώ». Άνοιξε την πλαϊ νή πόρτα του μικρού λεωφορείου νιώθοντας πάντα εκείνο το σκούντημα-σπρώξιμο σαν δυνατό σφυγμό μέσα στο κρανίο του. Τα χέρια του ήταν λερωμένα από αίμα και χώματα. Αισθανόταν το κινητό να βαραίνει στην πλαϊνή τσέπη του παντελονιού του και έκανε μια περίεργη σκέψη: Μπορεί ο Αδάμ και η Εύα να είχαν πάρει μαζί τους και μερικά μήλα όταν διώχτηκαν από τον Παρά δεισο. Έτσι, για να έχουν κάτι να μασουλίζουν στη μακριά πορεία τους μέχρι τα εφτακόσια τηλεοπτικά κανάλια και τις τρομοκρατι κές επιθέσεις με βόμβες στον υπόγειο του Λονδίνου. «Μπείτε ό λοι μέσα». Ο Τομ του έριξε μια περίεργη ματιά. «Δεν είναι ανάγκη να εί σαι τόσο κεφάτος, Βαν Γκογκ». «Γιατί όχι;» είπε ο Κλέι χαμογελώντας πλατιά. Αναρωτήθηκε μήπως το χαμόγελο του ήταν σαν του Ρέι -ένας φριχτός επιθανά τιος μορφασμός. «Αν μη τι άλλο, θα πάψω σύντομα ν' ακούω τις εξυπνάδες σου. Ανεβείτε, παρακαλώ. Επόμενη στάση, Κάσουακ Οχ-Τιλ». Αλλά πριν προλάβουν να ανεβούν στο σχολικό, αναγκάστηκαν όλοι να πετάξουν τα όπλα τους. Δεν ήρθε σαν τηλεπαθητική διαταγή, ούτε υποσκελίστηκε η θέληση τους από κάποια ισχυρότερη δύναμη. Ο Κλέι ένιωσε το χέρι του να κατεβαίνει και να τραβάει το 45άρι από τη θήκη του. Δεν πίστευε ότι οι άνθρωποι των κινητών ήταν ικανοί να κάνουν κάτι τέτοιο, τουλάχιστον όχι ακόμη· αυτοί δεν μπορούσαν να κά νουν ούτε το κόλπο του εγγαστρίμυθου, αν δεν τους το επέτρεπαν. Αυτό που ένιωσε ο Κλέι ήταν κάτι σαν φαγούρα, μια τρομερή, σχεδόν αφόρητη φαγούρα, κάπου μέσα στο κεφάλι του. «Α, Παναγία μου!» φώναξε πνιχτά η Ντενίζ και πέταξε το μι κρό 22άρι που φορούσε στη ζώνη της όσο μακρύτερα μπορούσε.
Το ΚΙΝΗΤΌ
371
To όπλο προσγειώθηκε πάνω στο δρόμο. Ο Νταν πέταξε το δικό του πιστόλι πάνω στο άλλο και πρόσθεσε και το κυνηγετικό μα χαίρι του. Το μαχαίρι σύρθηκε με τη λάμα μπροστά μέχρι την άλ λη άκρη της Οδού 160, αλλά κανένας από τους τρελούς των κινη τών που στέκονταν παραταγμένοι εκεί δεν σάλεψε ούτε βλέφαρο. Ο Τζόρνταν πέταξε to πιστόλι του πάνω στο χώμα δίπλα στο σχολικό λεωφορείο. Ύστερα, κλαψουρίζοντας και μορφάζοντας, έ χωσε το χέρι στο σακίδιο του και πέταξε και το πιστόλι που κου βαλούσε η Άλις. Ο Τομ πρόσθεσε τον Σερ Σπίντι. Ο Κλέι έριξε κι αυτός το 45άρι του κοντά στα άλλα όπλα δί πλα στο λεωφορείο. Μετά τον Παλμό, ήταν κακή τύχη για δύο αν θρώπους και δεν λυπήθηκε ιδιαίτερα που το αποχωρίστηκε. «Ορίστε», είπε. Απευθύνθηκε στα επίμονα μάτια και στα βρό μικα πρόσωπα -πολλά από αυτά ήταν σακατεμένα- που τον παρα κολουθούσαν από απέναντι, αλλά στο νου του είχε την εικόνα του Κουρελιάρη. «Αυτά ήταν όλα. Ικανοποιήθηκες τώρα;» Και απά ντησε αμέσως στον εαυτό του: «Γιατί. Το. Έκανε;» Ο Κλέι ξεροκατάπιε. Δεν ήταν μόνο οι άνθρωποι των κινητών που ήθελαν να μάθουν. Ήταν και ο Νταν και οι υπόλοιποι. Ο Τζόρνταν είχε πιαστεί από τη ζώνη του Τομ σαν να φοβόταν την απάντηση του Κλέι έτσι όπως φοβάται ένα μικρό παιδάκι να δια σχίσει μόνο του έναν μεγάλο δρόμο. Ένα δρόμο γεμάτο φορτηγά που τρέχουν. «Είπε ότι ο δικός σας τρόπος δεν είναι ζωή», απάντησε ο Κλέι. «Πήρε το όπλο μου και τίναξε τα μυαλά του στον αέρα πριν προ λάβω να τον σταματήσω». Σιωπή, εκτός από τα κρωξίματα των κορακιών. Ύστερα μίλησε ο Τζόρνταν, άχρωμα, σε τόνο επίσημο. «Ο δικός μας τρόπος. Εί ναι ο μόνος τρόπος». Ο επόμενος ήταν ο Νταν. Στον ίδιο τόνο. Εκτός από οργή δεν αισθάνονται τίποτε άλλο, σκέφτηκε ο Κλέι. «Μπείτε. Στο αυτοκί νητο». Μπήκαν στο αυτοκίνητο. Ο Κλέι κάθισε στο τιμόνι και έβαλε μπροστά τη μηχανή. Ξεκίνησε με κατεύθυνση προς το βορρά. Δεν είχε ούτε ένα λεπτό που οδηγούσε όταν το μάτι του έπιασε κάποια κίνηση στα αριστερά του. Ήταν οι άνθρωποι των κινητών. Πήγαι ναν βόρεια, πάνω στη βοηθητική λωρίδα του αυτοκινητόδρομου
372
STEPHEN KING
-πάνω από τη βοηθητική λωρίδα- σε ευθεία γραμμή, σαν να στέ κονταν πάνω σε έναν ιμάντα μεταφοράς που έτρεχε γύρω στα δέ κα εκατοστά πάνω από το έδαφος. Έπειτα, αρκετά πιο μπροστά, ε κεί όπου ο δρόμος ανηφόριζε σε ένα ύψωμα, σηκώθηκαν πολύ ψηλότερα φτάνοντας μέχρι τα πέντε μέτρα και σχηματίζοντας μια ανθρώπινη αψίδα πάνω στον μουντό γκρίζο ουρανό. Παρακολου θώντας τους τρελούς των κινητών να εξαφανίζονται πίσω από την κορυφή του λόφου, ήταν σαν να έβλεπες ανθρώπους στη σειρά να τρέχουν μαζί με την κορυφογραμμή ενός μεγάλου, αόρατου ωκεάνιου κύματος. Κι έπειτα, η θαυμάσια συμμετρία έσπασε. Μια από τις μετέω ρες μορφές έπεσε στην άκρη του δρόμου σαν πουλί χτυπημένο α πό βόλι από ύψος τουλάχιστον δύο μέτρων. Ήταν ένας άντρας ντυμένος με τα κουρέλια μιας αθλητικής φόρμας και στριφογύριζε μανιασμένα κλοτσώντας με το ένα του πόδι το χώμα και σέρνο ντας το άλλο. Καθώς το λεωφορείο τον προσπερνούσε με σταθερή ταχύτητα είκοσι χιλιομέτρων την ώρα, ο Κλέι είδε ότι το πρόσωπο του ήταν μια απαίσια γκριμάτσα οργής και ότι τα χείλη του σά λευαν αδιάκοπα καθώς ξερνούσε τους τελευταίους ήχους-λέξεις της ζωής του. «Τώρα ξέρουμε», είπε ο Τομ. Είχε καθίσει μαζί με τον Τζόρνταν στη γαλαρία του λεωφορείου μπροστά από το χώρο των απο σκευών, όπου είχαν στοιβάξει όλοι τα σακίδια τους. «Από τους πρωτόγονους γεννήθηκε ο σύγχρονος άνθρωπος, από τον σύγχρο νο άνθρωπο γεννήθηκαν οι τρελοί των κινητών και από τους τρε λούς των κινητών γεννήθηκαν οι ιπτάμενοι τηλεπαθητικοί με σύν δρομο Τουρέτ. Κι εδώ ολοκληρώνεται η εξέλιξη του είδους». «Τι είναι το σύνδρομο Τουρέτ;» ρώτησε ο Τζόρνταν. «Ανάθεμα με αν ξέρω, παιδί μου», είπε ο Τομ και, εντελώς α ναπάντεχα, γέλασαν όλοι. Σε λίγο χτυπιόνταν από τα γέλια -ακό μη και ο Τζόρνταν, που δεν ήξερε με τι γελούσε-, ενώ το μικρό κί τρινο λεωφορείο αργοκυλούσε προς το βορρά με τους ανθρώπους των κινητών να το προσπερνάνε και να ανυψώνονται, να προ σπερνάνε και να ανυψώνονται σαν να μην είχαν τελειωμό.
ΚΑΣΟΥΑΚ
1 Μια ώρα αφότου άφησαν πίσω τους το παρκάκι του πικνίκ, όπου ο Ρέι είχε αυτοκτονήσει με το περίστροφο του Κλέι, είδαν μια πι νακίδα που έγραφε: ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΩΝ ΚΟΜΗΤΕΙΩΝ 5-15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ!!! ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ ΚΑΣΟΥΑΚΑΜΑΚ ΧΟΛ ΚΑΙ ΜΗΝ ΠΑΡΑΛΕΙΨΕΤΕ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ «ΝΟΡΘ ΕΝΤ» *ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ (ΚΑΙ ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ) *«ΙΝΔΙΑΝΙΚΟ ΜΠΙΝΓΚΟ»
ΘΑ ΜΕΙΝΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΑΝΟΙΧΤΟ!!! «Ω Θεέ μου», είπε ο Κλέι. «Η Έκθεση. Το Κασουακαμάκ Χολ. Αυτό είναι. Αν υπάρχει ιδανικό μέρος για κοπάδια, αυτό είναι». «Τι είναι η έκθεση;» ρώτησε η Ντενίζ. «Κλασική εμποροπανήγυρη κομητείας», εξήγησε ο Κλέι, «μό νο που αυτή είναι μεγαλύτερη από τις περισσότερες και πολύ πιο άγρια, επειδή γίνεται στην Τι-Αρ, που είναι περιοχή εκτός σχεδί ου. Είναι και το Νορθ Εντ. Όλοι στο Μέιν ξέρουν για το Νορθ Εντ στην Έκθεση Βορείων Κομητειών. Με τον τρόπο του, είναι ονο μαστό όσο και το μοτέλ Λυκόφως».
376
STEPHEN KING
Ο Τομ ήθελε να μάθει τι ήταν το Νορθ Εντ, αλλά πριν προλά βει ο Κλέι να του εξηγήσει, η Ντενίζ είπε, «Να κι άλλοι δυο. Χρι στέ μου, ξέρω ότι είναι τρελοί των κινητών, αλλά και πάλι αρρω σταίνω μόνο που τους βλέπω». Ένας άντρας και μια γυναίκα ήταν πεσμένοι στο χώμα στην ά κρη του δρόμου. Είχαν πεθάνει ή αγκαλιασμένοι ή σε θανάσιμη συμπλοκή· και τα αγκαλιάσματα δεν ήταν μέρος του τρόπου ζωής των ανθρώπων των κινητών. Στην πορεία τους προς το βορρά εί χαν προσπεράσει ήδη καμιά δεκαριά πτώματα, απώλειες από το κοπάδι που είχε έρθει να τους πάρει, και είχαν δει διπλάσιους σε αριθμό να περιπλανιούνται σαν χαμένοι προς το νότο, άλλοτε μό νοι και άλλοτε ζευγάρια. Ένα από τα ζευγάρια, φανερά αποπροσα νατολισμένο, είχε δοκιμάσει να κάνει ωτοστόπ στο σχολικό, έχο ντας μπερδέψει την κατεύθυνση. «Τι ωραία που θα ήταν αν έπεφταν όλοι και τσακίζονταν ή έπε φταν απλώς νεκροί πριν απ' αυτό που έχουν σχεδιάσει για μας αύ ριο», είπε ο Τομ. «Μην κάνεις όνειρα», του είπε ο Νταν. «Σε κάθε νεκρό ή λιπο τάκτη που βλέπουμε αντιστοιχούν άλλοι είκοσι ή και τριάντα που παραμένουν στο πρόγραμμα. Και ένας Θεός ξέρει πόσοι ακόμα μας περιμένουν στο Κάσουακ». «Μην είσαι τόσο σίγουρος», είπε ο Τζόρνταν από τη γαλαρία όπου καθόταν δίπλα στον Τομ. «Ένας κοριός στο πρόγραμμα -ένα σκουλήκι- δεν είναι μικρό πράγμα. Μπορεί να αρχίσει σαν ασή μαντο προβληματάκι και ξαφνικά να κάνει ένα μπαμ και να κα ταρρεύσουν τα πάντα. Παίζω αυτό το παιχνίδι, το Σταρ-Μαγκ, ξέ ρεις -το έπαιζα, εννοώ-, και ένας κακομοίρης στην Καλιφόρνια τσαντίστηκε τόσο πολύ επειδή έχανε συνέχεια, που έβαλε ένα σκουλήκι στο σύστημα και ξετίναξε όλους τους σέρβερ μέσα σε μια βδομάδα. Σχεδόν μισό εκατομμύριο παίκτες γύρισαν στο μη δέν εξαιτίας αυτού του βλαμμένου». «Δεν έχουμε μια βδομάδα καιρό, Τζόρνταν», είπε η Ντενίζ. «Το ξέρω. Ξέρω ότι αυτοί δεν πρόκειται να τα παίξουν όλοι μα ζί μέσα σε μια νύχτα... αλλά είναι πιθανό. Γι' αυτό εγώ δε θα πάψω να ελπίζω. Δε θέλω να καταλήξω σαν τον Ρέι. Αυτός έπαψε, ξέ ρεις... να ελπίζει». Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλο του Τζόρνταν.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
377
Ο Toμ τον αγκάλιασε. «Δεν πρόκειται να καταλήξεις σαν τον Ρέι», είπε. «Εσύ θα μεγαλώσεις και θα γίνεις σαν τον Μπιλ Γκέιτς». «Δε θέλω -να γίνω σαν τον Μπιλ Γκέιτς όταν μεγαλώσω», είπε μουτρωμένος ο Τζόρνταν. «Πάω στοίχημα ότι ο Μπιλ Γκέιτς είχε κινητό. Σίγουρα θα είχε καμιά δεκαριά». Όρθωσε απότομα το κορμί του. «Ένα πράγμα που θα έδινα πολλά για να μάθω είναι πώς γίνεται να λειτουργούν ακόμα τόσο πολλές κεραίες της κινη τής τηλεφωνίας, όταν δεν υπάρχει ρεύμα». «Η FEMA», είπε ξερά ο Νταν. Ο Τομ και ο Τζόρνταν τον κοίταξαν ο Τζόρνταν μ' ένα μικρό χαμόγελο. Ακόμη και ο Κλέι έριξε μια ματιά από τον εσωτερικό καθρέφτη. «Δεν κάνω πλάκα», είπε ο Νταν. «Μακάρι να έκανα. Διάβασα ένα άρθρο σχετικά μ' αυτό σε ένα περιοδικό, μια μέρα που ήμουν στο γιατρό μου και περίμενα για εκείνη την αηδιαστική εξέταση που ο γιατρός φοράει ένα γάντι κι αρχίζει να ψηλαφεί...» «Κάνε μου τη χάρη», είπε η Ντενίζ. «Είναι αρκετά άσχημα τα πράγματα ήδη, μπορείς να παραλείψεις τις λεπτομέρειες. Τι έγρα φε το άρθρο;» «Ότι μετά την 11η Σεπτεμβρίου, η FEMA, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Διαχείρισης Εκτάκτων Αναγκών, ζήτησε και πήρε από το Κονγκρέσο ένα κονδύλι -δε θυμάμαι πόσα εκατομμύρια ακρι βώς, αλλά ήταν σε δεκάδες- για να εφοδιαστούν οι κεραίες της κι νητής τηλεφωνίας σε όλη τη χώρα με γεννήτριες μακράς διαρκεί ας ώστε να είναι εξασφαλισμένη η δυνατότητα επικοινωνίας του έθνους σε περίπτωση συντονισμένων τρομοκρατικών επιθέσεων». Ο Νταν έκανε μια μικρή παύση. «Μάλλον λειτούργησε το πράγ μα», κατέληξε. «Η FEMA», είπε ο Τομ. «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω». «Θα σου έλεγα να γράψεις στο γερουσιαστή σου και να δια μαρτυρηθείς, αλλά μάλλον θα έχει παρανοήσει», είπε η Ντενίζ. «Αυτός ήταν παρανοϊκός και πριν από τον Παλμό», είπε ο Τομ. Είχε απαντήσει αφηρημένα. Κοίταζε έξω από το παράθυρο τρίβοντας το σβέρκο του. «Η FEMA», είπε. «Ξέρεις, μοιάζει πολύ λογικό. Η καταραμένη FEMA».
378
STEPHEN KING
«Εγώ θα έδινα πολλά να μάθω γιατί μπήκαν σε τόσο κόπο να μας μαζέψουν και να μας φέρουν εδώ πάνω συνοδεία», είπε ο Νταν. «Και να σιγουρευτούν ότι κανένας από μας δε θα ακολουθήσει το παράδειγμα του Ρέι», είπε η Ντενίζ. «Μην το ξεχνάμε κι αυτό». Σώπασε για λίγο. «Όχι πως θα το έκανα», συνέχισε. «Η αυτοκτο νία είναι αμάρτημα. Ό,τι και να μου κάνουν εδώ, εγώ θα πάω στον παράδεισο μαζί με το μωρό μου. Το πιστεύω». «Εμένα τα λατινικά είναι αυτό που μου φέρνει ανατριχίλες», είπε ο Νταν. «Τζόρνταν, είναι δυνατόν να παίρνουν παλιό υλικό -υλικό από πριν τον Παλμό, εννοώ- και να το ενσωματώνουν στον καινούριο προγραμματισμό τους; Αν αυτό εξυπηρετεί τα... χμμμ, δεν ξέρω... τους μακροπρόθεσμους στόχους τους;» «Υποθέτω, ναι», είπε ο Τζόρνταν. «Δεν ξέρω πραγματικά, για τί δεν ξέρουμε τι είδους κωδικοποιημένες εντολές υπήρχαν στον Παλμό. Δεν είναι σε καμιά περίπτωση ένας συνηθισμένος προ γραμματισμός υπολογιστή. Αυτό δημιουργείται από μόνο του. Εί ναι οργανική διαδικασία. Όπως η μάθηση. Υποθέτω ότι είναι μά θηση. "Εμπίπτει στον ορισμό", όπως θα έλεγε ο Διευθυντής. Μό νο που αυτοί μαθαίνουν όλοι μαζί, λόγω...» «Λόγω της τηλεπάθειας», είπε ο Τομ. «Ακριβώς», συμφώνησε ο Τζόρνταν. Φαινόταν προβληματι σμένος. «Γιατί σε ανατριχιάζουν τα λατινικά;» ρώτησε ο Κλέι κοιτώ ντας τον Νταν από τον εσωτερικό καθρέφτη. «Ο Τομ είπε πως τα λατινικά είναι η γλώσσα της δικαιοσύνης και έτσι είναι, υποθέτω, μόνο που εμένα αυτό μου μοιάζει περισ σότερο σαν εκδίκηση». Έσκυψε μπροστά. Πίσω από τα γυαλιά, τα μάτια του ήταν ανήσυχα και κουρασμένα. «Γιατί, ανεξάρτητα από τα λατινικά, αυτοί δεν μπορούν να σκεφτούν. Είμαι πεπεισμένος. Όχι ακόμη, έστω. Δε βασίζονται στη λογική σκέψη, αλλά σε ένα είδος αγελαίας νόησης που γεννήθηκε από την οργή». «Ένσταση, κύριε Πρόεδρε, φροϊδικές υποθέσεις!» πετάχτηκε χαρωπά ο Τομ. «Φρόιντ ή Λόρεντς, δεν ξέρω», είπε ο Νταν, «αλλά επιτρέψτε μου να αμφιβάλλω. Το θεωρείτε απίθανο μια τέτοιου είδους οντό τητα -μια τόσο οργισμένη οντότητα- να έχει μπερδέψει τη δικαιο σύνη με την εκδίκηση;»
Το ΚΙΝΗΤΌ
379
«Έχει καμιά σημασία;» ρώτησε ο Τομ. «Για μας μπορεί να έχει», είπε ο Νταν. «Σαν άνθρωπος που έ χει μαθητεύσει πολύ πρόσφατα στις ολονυχτίες της Αμερικής, σας πληροφορώ ότι η εκδίκηση συνήθως πονάει περισσότερο».
2 Λίγο μετά απ' αυτόν το διάλογο, έφτασαν σε ένα μέρος που ο Κλέι το αναγνώρισε αμέσως. Γεγονός που του έφερε ταραχή, γιατί δεν είχε ξαναβρεθεί ποτέ του σ' εκείνα τα μέρη, παρά μόνο μία φορά, στο όνειρο του για τη μαζική μετατροπή. Πάνω στο δρόμο ήταν γραμμένο με φαρδιές πινελιές από πρά σινη μπογιά: ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ. Το φορτηγάκι πέρασε πάνω α πό το σύνθημα με πενήντα χιλιόμετρα την ώρα, ενώ στα αριστερά του δρόμου οι άνθρωποι των κινητών συνέχιζαν τη μεγαλόπρεπη, απόκοσμη πομπή τους πάνω στον αόρατο ιμάντα μεταφοράς. Δεν ήταν όνειρο, σκέφτηκε ο Κλέι. Κοίταξε τα σκουπίδια που είχαν σκαλώσει στους θάμνους στην άκρη του δρόμου, τα άδεια κουτάκια μπίρας και αναψυκτικών στο χαντάκι. Σακουλάκια με τσιπς, Ντορίτος και Τσιζ Ντουντλς ακούγονταν να τρίζουν κάτω από "τις ρόδες του αυτοκινήτου. Οι φυσιολογικοί στάθηκαν και πε ρίμεναν εδώ, σε διπλή ουρά, τρώγοντας σνακς, πίνοντας αναψυκτι κά, νιώθοντας εκείνη την περίεργη φαγούρα μέσα στο κεφάλι τους, την αίσθηση ενός νοερού χεριού να τους σπρώχνει από την πλάτη και περιμένοντας τη σειρά τους για να τηλεφωνήσουν στα αγαπημέ να τους πρόσωπα που είχαν χάσει με τον Παλμό. Στάθηκαν εδώ στην ουρά ακούγοντας τον Κουρελιάρη να τους λέει, «Αριστερά και δεξιά, δύο σειρές, έτσι μπράβο, αυτό είναι, ας προχωρήσουμε, έχου με πάρα πολλούς από σας να επεξεργαστούμε πριν σκοτεινιάσει». Στο βάθος του δρόμου τα δέντρα αραίωναν και από τις δυο πλευρές. Αυτό που ήταν κάποτε πολύτιμος βοσκότοπος για τα γε λάδια και τα πρόβατα κάποιου καημένου αγρότη είχε απογυμνω θεί σε σκέτο χώμα από το πέρασμα αμέτρητων ποδιών. Ήταν σαν να είχε γίνει εκεί μια συναυλία ροκ. Η μία από τις τέντες είχε πε τάξει -την είχε πάρει ο αέρας- και η άλλη είχε σκαλώσει σε κάτι
380
STEPHEN KING
δέντρα και πλατάγιζε με τον άνεμο, μοιάζοντας με μακριά καφετιά γλώσσα στο μουντό γκρίζο φως της μέρας που τέλειωνε. «Το είδα στον ύπνο μου αυτό το μέρος», είπε ο Τζόρνταν. Η φωνή του ήταν σφιγμένη. «Αλήθεια; Κι εγώ το ίδιο», είπε ο Κλέι. «Όλοι οι νορμάλ ακολουθούσαν τα συνθήματα Κάσουακ ίσον όχι τηλέφωνο και έφταναν εδώ», είπε ο Τζόρνταν. «Ήταν σαν να έμπαιναν στο παραβάν για να ψηφίσουν, έτσι δεν ήταν, Κλέι;» «Κάπως έτσι», είπε ο Κλέι. «Κάπως σαν παραβάν, ναι». «Είχαν μεγάλα χαρτοκιβώτια γεμάτα με κινητά», συνέχισε ο Τζόρνταν. Αυτή τη λεπτομέρεια ο Κλέι δεν τη θυμόταν, αλλά δεν αμφέβαλλε. «Σωρούς από κινητά. Και οι νορμάλ έκαναν από ένα τηλεφώνημα ο καθένας με τη σειρά του. Για κακή τους τύχη». «Πότε τα ονειρεύτηκες αυτά, Τζόρντι;» ρώτησε η Ντενίζ. «Χτες βράδυ». Ο Τζόρνταν συνάντησε τα μάτια του Κλέι στον εσωτερικό καθρέφτη. «Το ήξεραν ότι δε θα μιλούσαν πραγματικά μ' αυτούς που ήθελαν να μιλήσουν. Κατά βάθος το ήξεραν. Αλλά δέχονταν το τηλεφώνημα. Έπαιρναν το κινητό, το έβαζαν στο αυτί τους και άκουγαν. Οι περισσότεροι δεν αντιδρούσαν καν. Γιατί, Κλέι;» «Γιατί είχαν κουραστεί να αντιστέκονται, φαντάζομαι», είπε ο Κλέι. «Είχαν κουραστεί να είναι διαφορετικοί. Και ήθελαν να ακού σουν τον "Περίπατο του Μικρού Ελέφαντα " με καινούρια αυτιά». Τώρα είχαν προσπεράσει το ποδοπατημένο λιβάδι όπου ήταν στημένες οι τέντες. Μπροστά τους έβλεπαν μια διακλάδωση. Ένας ασφαλτοστρωμένος δευτερεύων δρόμος, φαρδύτερος και πιο ομα λός, ξεκινούσε από την Οδό 160. Οι άνθρωποι των κινητών έστρι βαν πάνω σ' αυτόν το δρόμο και εξαφανίζονταν σε ένα άνοιγμα μέσα στο δάσος. Πάνω από τις κορυφές των δέντρων, σε ενάμισι χιλιόμετρο απόσταση, πρόβαλλε ένα κατασκεύασμα, ένας ατσάλι νος σκελετός που ο Κλέι τον αναγνώρισε από το όνειρο του. Σκέ φτηκε ότι πρέπει να ήταν κάποιο από τα παιχνίδια του λούνα παρκ, ίσως η Κατακόρυφη Πτώση. Στη διασταύρωση του αυτοκι νητόδρομου με το δρόμο του δάσους ήταν στημένο ένα μεγάλο ταμπλό που έδειχνε μια γελαστή οικογένεια -μπαμπάς, μαμά, αγο ράκι, κοριτσάκι- να μπαίνει σε μια χώρα των θαυμάτων γεμάτη πίστες του λούνα παρκ και περίπτερα με αγροτικά εκθέματα.
Το ΚΙΝΗΤΌ
381
ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΩΝ ΚΟΜΗΤΕΙΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΑ 5 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ - ΠΥΡΟΤΕΧΝΗΜΑΤΑ ΕΠΙΣΚΕΦΘΕΙΤΕ ΤΟ ΚΑΣΟΥΑΚΑΜΑΚ ΧΟΛ «ΝΟΡΘ ΕΝΤ» ΑΝΟΙΧΤΟ 24 ώρες / 7 μέρες 5-15 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ
ΘΑ ΜΕΙΝΕΤΕ ΜΕ ΤΟ ΣΤΟΜΑ ΑΝΟΙΧΤΟ!!! Κάτω από το ταμπλό στεκόταν ο Κουρελιάρης. Σήκωσε ψηλά το ένα του χέρι κάνοντας τους σήμα σαν τροχονόμος να σταμα τήσουν. Ω Θεέ μου, σκέφτηκε ο Κλέι και σταμάτησε το σχολικό στην άκρη του δρόμου δίπλα στον Κουρελιάρη. Τα μάτια του, που ο Κλέι δεν είχε καταφέρει να τα αποδώσει στο σκίτσο που είχε κά νει στο Γκέιτεν, ήταν θολά και γεμάτα μοχθηρή περιέργεια. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι ήταν αδύνατον να συμβαίνουν αυτά τα δύο ταυτόχρονα, αλλά έτσι ήταν. Τη μια στιγμή η κυρίαρχη εντύπωση ήταν το γυάλινο βλέμμα ενός νεκρού. Την επόμενη ήταν εκείνη η αλλόκοτα δυσάρεστη ζωντάνια. Δεν είναι δυνατόν να θέλει να έρθει μαζί μας. Αλλά αυτό φαίνεται πως ήθελε ο Κουρελιάρης. Τέντωσε μπρο στά τα χέρια του δείχνοντας την πόρτα με τις παλάμες του ενωμέ νες και μετά τις άνοιξε. Η χειρονομία του ήταν ωραία -σαν να έ λεγε πέταξε το πουλί-, αλλά τα χέρια του ήταν μαύρα από τη βρό μα και το μικρό δάχτυλο του αριστερού κρεμόταν σπασμένο σε δύο διαφορετικά σημεία. Αυτοί είναι οι καινούριοι άνθρωποι, σκέφτηκε ο Κλέι. Tηλεπαθητικοί που δεν πλένονται. «Μην τον αφήσεις να μπει», είπε η Ντενίζ. Η φωνή της έτρεμε. Ο Κλέι, που είχε δει ότι η μετακίνηση ανθρώπων των κινητών με τον αόρατο ιμάντα μεταφοράς στο πλάι του δρόμου είχε σταματή σει, κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή». Πες πως τσιμπολογάνε το μυαλό σου και βλέπουν ότι σκέφτεσαι
382
STEPHEN KING
ένα κινητό, είχε πει ο Ρέι -σχεδόν απαξιωτικά. Και λοιπόν; Τι άλλο σκεφτόμαστε όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Ελπίζω να έχεις δίκιο, Ρέι, σκέφτηκε ο Κλέι, γιατί απομένει μιάμιση ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει. Μιάμιση ώρα τουλάχιστον. Τράβηξε το χερούλι που άνοιγε την πόρτα και ο Κουρελιάρης ανέβηκε στο αυτοκίνητο, με το σκισμένο κάτω χείλος του μόνιμα κρεμασμένο σε ένα λοξό χαμόγελο περιφρόνησης. Ήταν απίστευ τα αδύνατος. Η λερή κόκκινη μπλούζα κρεμόταν πάνω του σαν σακί. Κανένας από τους νορμάλ μέσα στο αυτοκίνητο δεν ήταν ι διαίτερα καθαρός -η υγιεινή είχε πάψει να είναι προτεραιότητα α πό την 1η Οκτωβρίου και μετά-, αλλά ο Κουρελιάρης ανέδιδε μια μυρωδιά απλυσιάς τόσο βαριά, που του Κλέι δάκρυσαν τα μάτια του. Μύριζε σαν πικάντικο τυρί που ωριμάζει σε ένα κλειστό και πολύ ζεστό δωμάτιο. Ο Κουρελιάρης κάθισε στη θέση δίπλα στην πόρτα, αυτή που ήταν απέναντι από τη θέση του οδηγού, και κοίταξε τον Κλέι. Στα θαμπά σαν νεκρά μάτια του σπίθισε πάλι εκείνη η παράξενη μο χθηρή περιέργεια. Κι ύστερα μίλησε ο Τομ, με τσιριχτή, οργισμένη φωνή, όπως τότε που είχε επιτεθεί στην εύσωμη κυρία με τη Βίβλο όταν είχε αρχίσει να κάνει κήρυγμα στην Άλις για το Τέλος των Πάντων. «Τι θέλεις από μας; Έχεις τον κόσμο όλο, όπως κι αν είναι -από ε μάς τι θέλεις;» Το πετσοκομμένο στόμα του Κουρελιάρη σχημάτισε τη λέξη την ίδια στιγμή που ακούστηκε να βγαίνει από τα χείλη του Τζόρνταν. «Δικαιοσύνη». «Από δικαιοσύνη εσείς δεν έχετε ιδέα», είπε ο Νταν. Ο Κουρελιάρης απάντησε με μια χειρονομία. Τέντωσε το χέρι του δείχνοντας με το δάχτυλο το δρόμο μπροστά: Ξεκίνα. Μόλις το σχολικό άρχισε πάλι να κινείται, άρχισαν πάλι να κι νούνται και οι άνθρωποι των κινητών. Μερικοί είχαν αποχωρήσει από την παράταξη και είχαν πιαστεί στα χέρια και, από τον εξωτε ρικό καθρέφτη, ο Κλέι είδε κάποιους άλλους να έχουν κάνει μετα βολή και να κατευθύνονται προς τον αυτοκινητόδρομο πίσω. «Χάνεις στρατιώτες», είπε ο Κλέι. Ο Κουρελιάρης δεν του απάντησε εκ μέρους του κοπαδιού. Τα μάτια του, τη μια νεκρά, την άλλη περίεργα, την άλλη και τα δυο
383
Το ΚΙΝΗΤΌ
μαζί, έμειναν στυλωμένα στο πρόσωπο του Κλέι, που σχεδόν έ νιωθε εκείνη τη ματιά να σέρνεται σαν αράχνη πάνω στο δέρμα του. Τα χέρια του Κουρελιάρη έμεναν ακίνητα πάνω στο βρόμικο μπλουτζίν του. Ύστερα χαμογέλασε σκληρά. Ίσως αυτό να αρκού σε σαν απάντηση. Είχε δίκιο ο Νταν. Για κάθε καινούριο τρελό που χανόταν -που «τα έπαιζε», κατά τον Τζόρνταν-, υπήρχαν μπόλικοι άλλοι. Αλλά ο Κλέι δεν είχε φανταστεί τι θα μπορούσε να σημαίνει αυτό το μπόλικοι ως τη στιγμή που βγήκαν από το δά σος, μισή άρα αργότερα, και πέρασαν κάτω από την ξύλινη αψίδα που έγραφε ΚΑΛΩΣ ΟΡΙΣΑΤΕ ΣΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΤΩΝ ΒΟΡΕΙΩΝ ΚΟΜΗΤΕΙΩΝ. 3 «Θεέ μου», είπε ο Νταν. Η Ντενίζ εξέφρασε καλύτερα αυτό που αισθάνθηκε ο Κλέι: Α φησε μια μικρή κραυγή. Ο Κουρελιάρης, καθισμένος στο πρώτο κάθισμα στην απένα ντι πλευρά του στενού διαδρόμου, κοιτούσε επίμονα τον Κλέι με το απλανές βλέμμα ενός πολύ κουτού μοχθηρού παιδιού που ετοι μάζεται να κόψει τα φτερά μιας μύγας. Σ' αρέσει; έμοιαζε να λέει το χαμόγελο του. Είναι το κάτι άλλο, έτσι; Όλη η συμμορία εδώ! Φυσικά, ένα τέτοιο χαμόγελο μπορούσε να σημαίνει οτιδήποτε. Ό πως, παραδείγματος χάρη, Ξέρω τι έχεις μέσα στην τσέπη σου. Μετά την αψίδα υπήρχε ένα είδος κεντρικού διαδρόμου και μια σειρά από τέντες και πίστες παιχνιδιών, που, απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα, πρέπει να είχαν αρχίσει να στήνονται την ημέρα του Παλμού. Ο Κλέι δεν μπόρεσε να καταλάβει πόσες τέντες ήταν στημένες, αλλά αρκετές τις είχε πάρει ο αέρας όπως κι εκείνες στα σημεία ελέγχου εισόδου δώδεκα χιλιόμετρα πιο πίσω. Μόνο πέντ' έξι από αυτές στέκονταν ακόμη στη θέση τους και οι πλευ ρές τους φούσκωναν με το απογευματινό αεράκι. Τα Τρελά Φλι τζάνια ήταν μισοστημένα. Το ίδιο και το Τρενάκι του Τρόμου α πέναντι (ΣΑΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΜΕ ΝΑ έγραφε στο μοναδικό κομμάτι της πρόσοψης που είχε στηθεί και δυο σκελετοί χόρευαν πάνω α πό τα γράμματα). Μόνο ο Τροχός και η Κατακόρυφη Πτώση, και
384
STEPHEN KING
τα δύο στο τέρμα του μεγάλου κεντρικού διαδρόμου, έδειχναν να είναι ολοκληρωμένα. Αλλά χωρίς τα χαρούμενα πολύχρωμα φώτα τους φάνταζαν σχεδόν τρομακτικά· έμοιαζαν πιο πολύ με γιγάντια όργανα βασανιστηρίων, παρά με παιχνίδια του λούνα παρκ. Κι ό μως, υπήρχε κάπου ένα φως που αναβόσβηνε, σίγουρα λειτουργώ ντας με μπαταρία. Ήταν ένας μικρός κόκκινος φάρος στην κορυφή της Κατακόρυφης Πτώσης. Πολύ πίσω από την Κατακόρυφη Πτώση υπήρχε ένα λευκό κτίριο με κόκκινο περίγραμμα, μακρύ ίσαμε δέκα αχυρώνες στη σειρά. Στις πλευρές του και σε όλο το μήκος είχε στοιβαχτεί σα νός. Αμερικανικές σημαίες που κυμάτιζαν με το αεράκι ήταν στε ρεωμένες ανά τρία μέτρα σ' αυτόν το φτηνό, χωριάτικο διάκοσμο. Το κτίριο ήταν τυλιγμένο ολόκληρο με ένα τεράστιο πατριωτικό λάβαρο και έφερε την επιγραφή ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΒΟΡΕΙΩΝ ΚΟΜΗΤΕΙΩΝ ΚΑΣΟΥΑΚΑΜΑΚ ΧΟΛ σε ζωηρό μπλε χρώμα. Όμως τίποτε από όλα αυτά δεν τράβηξε την προσοχή τους. Α νάμεσα στην Κατακόρυφη Πτώση και στο Κασουακαμάκ Χολ υ πήρχε μια μεγάλη ανοιχτή έκταση πολλών στρεμμάτων. Ο Κλέι υ πέθεσε ότι ήταν ο χώρος όπου μαζευόταν ο κόσμος για τις εκθέ σεις της ζωοπανήγυρης, τις επιδείξεις με τρακτέρ, τις συναυλίες στο τέλος της κάθε μέρας και τα πυροτεχνήματα κατά το άνοιγμα και το κλείσιμο της Έκθεσης. Ο χώρος περιτριγυριζόταν από στύ λους προβολέων και σκαλωσιές για μεγάφωνα και ηχεία. Τώρα ή ταν γεμάτος ασφυκτικά με ανθρώπους των κινητών. Στέκονταν όρθιοι κολλητά ο ένας δίπλα, στον άλλον, ώμο με ώμο, και είχαν στρέψει όλοι τα πρόσωπα τους και παρακολουθούσαν την άφιξη του κίτρινου σχολικού. Όποια μικρή ελπίδα να βρει τον Τζόνι -ή τη Σάρον- μπορεί να έτρεφε ο Κλέι χάθηκε εκείνη τη στιγμή. Η πρώτη του σκέψη ήταν ότι πρέπει να υπήρχαν ίσαμε πέντε χιλιάδες άνθρωποι στριμωγμένοι κάτω από εκείνους τους νεκρούς προβολείς. Έπειτα είδε ότι είχαν απλωθεί και στον τεράστιο χώρο του πάρκινγκ, μια έκταση από
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
385
γρασίδι δίπλα από τον κυρίως χώρο της έκθεσης, και αναθεώρησε τους υπολογισμούς του. Οχτώ χιλιάδες. Οχτώ χιλιάδες τουλάχιστον. Ο Κουρελιάρης, από τη θέση κάποιου πιτσιρικά του Δημοτι κού Σχολείου του Νιούφιλντ μέσα στο σχολικό λεωφορείο, χαμο γέλασε στον Κλέι και τα δόντια του πετάχτηκαν από το σκισμένο κάτω χείλος. Σ' αρέσει; έμοιαζε να τον ρωτάει εκείνο το χαμόγελο και ο Κλέι χρειάστηκε να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι ο καθέ νας μπορούσε να διαβάσει ό,τι ήθελε σε ένα τέτοιο χαμόγελο. «Λοιπόν, ποιος παίζει απόψε; Ο Βινς Τζιλ; Ή μήπως ξετινάξα τε την μπάνκα και φέρατε τον Άλαν Τζάκσον;» Αυτός ήταν ο Τομ. Προσπαθούσε να αστειευτεί και ο Κλέι του έβγαζε το καπέλο γι' αυτό, αλλά ακουγόταν φοβισμένος. Ο Κουρελιάρης κοιτούσε ακόμη τον Κλέι και ανάμεσα στα φρύδια του άρχισε να σχηματίζεται μια ελαφριά ρυτίδα, σαν κάτι να τον προβλημάτιζε. Ο Κλέι οδήγησε αργά το σχολικό στο κέντρο του διαδρόμου, προς την Κατακόρυφη Πτώση και το σιωπηλό πλήθος από πίσω. Υπήρχαν κι άλλα πτώματα εδώ. Του θύμισαν τους σωρούς από ψόφια έντομα που βρίσκεις καμιά φορά πάνω στα περβάζια όταν πιάσει απότομο κρύο. Συγκεντρώθηκε στην προσπάθεια να κρατά ει τα χέρια του χαλαρά στο τιμόνι. Δεν ήθελε να δει ο Κουρελιά ρης τους κόμπους των δαχτύλων του να ασπρίζουν από το σφίξιμο. Πήγαινε αργά. Αργά και ήρεμα. Απλώς σε κοιτάζει. Όσο για το κινητό, τι άλλο σκέφτονται όλοι μετά την 1η Οκτωβρίου; Ο Κουρελιάρης σήκωσε πάλι το χέρι του και έδειξε με το βρό μικο παραμορφωμένο δάχτυλο του τον Κλέι. «Εσύ. Όχι. Τηλέφω νο», είπε ο Κλέι με την άλλη φωνή. «Insanus». «Καλά, εντάξει. Εγώ-όχι-τηλέφωνο, εμείς-όχι-τηλέφωνο, εμείς εδώ στο σχολικό είμαστε όλοι απαράδεκτοι», είπε ο Κλέι. «Αλλά εσύ θα το κανονίσεις, έτσι;» Ο Κουρελιάρης χαμογέλασε, σαν να συμφωνούσε μ' αυτό... αλλά η μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα φρύδια του δεν έφυγε. Σαν κάτι να τον προβλημάτιζε ακόμη. Κάτι που πηγαινοερχόταν και στρι φογύριζε μέσα στο μυαλό του Κλέι Ρίντελ. Ο Κλέι έριξε μια ματιά στον εσωτερικό καθρέφτη καθώς πλη σίαζαν στο τέρμα του δρόμου. «Τομ, με ρώτησες τι είναι το Νορθ Εντ», είπε.
386
STEPHEN KING
«Να με συγχωρείς, Κλέι, αλλά ξεθύμανε το ενδιαφέρον μου», είπε ο Τομ. «Με εντυπωσίασε το μέγεθος της επιτροπής υποδοχής». «Όχι, έχει πολύ ενδιαφέρον», επέμεινε ο Κλέι κάπως πιεστικά. «Εντάξει, τι είναι;» ρώτησε ο Τζόρνταν. Ο Θεός να τον έχει κα λά. Περίεργος μέχρι τέλους. «Η Εμπορική Έκθεση Βορείων Κομητειών ποτέ δεν υπήρξε έ να από τα σημαντικά γεγονότα του εικοστού αιώνα», είπε ο Κλέι. «Είναι το τυπικό επαρχιακό πανηγύρι με μπιχλιμπίδια, χειροτεχνή ματα, αγροτικά προϊόντα και ζώα εδώ στο Κασουακαμάκ Χολ... ό που θα μας εκθέσουν κι εμάς, απ' ό,τι δείχνουν τα πράγματα». Έριξε μια ματιά στον Κουρελιάρη, αλλά ο Κουρελιάρης ούτε το αρνήθηκε ούτε το επιβεβαίωσε. Ο Κουρελιάρης απλώς χαμογέ λασε. Η μικρή κάθετη ρυτίδα είχε εξαφανιστεί από το μέτωπο του. «Κλέι, πρόσεχε», είπε η Ντενίζ, με απότομη, συγκρατημένη φωνή. Ο Κλέι στράφηκε πάλι μπροστά κι αμέσως πάτησε απότομα το φρένο. Μια γριά γυναίκα με μολυσμένες πληγές και στα δυο της πόδια ξεχώρισε τρεκλίζοντας από το ακίνητο, σιωπηλό πλήθος. Πέρασε σύρριζα στη βάση της Κατακόρυφης Πτώσης, παραπάτη σε πάνω σε διάφορα κομμάτια της κατασκευής που ήταν αφημένα εκεί χωρίς να έχουν στηθεί ακόμη από την ημέρα του Παλμού και έτρεξε, όσο ήταν δυνατόν κάτι τέτοιο, καταπάνω στο σχολικό. Με το που έφτασε άρχισε να χτυπάει το παρμπρίζ με τα βρόμικα, πα ραμορφωμένα από την αρθρίτιδα χέρια της. Στο πρόσωπο της ο Κλέι δεν είδε εκείνη την κενή έκφραση που είχε συνδέσει με τους ανθρώπους των κινητών, αλλά τον τρόμο της απόλυτης σύγχυσης. Και ήταν κάτι γνώριμο. Ποιος είσαι εσύ; είχε ρωτήσει το Καστανό Ξωτικό. Το Καστανό Ξωτικό, που δεν είχε δεχτεί απευθείας τον Παλμό. Ποια είμαι εγώ; Εννέα άνθρωποι των κινητών κινήθηκαν σε τακτικό σχηματι σμό τετραγώνου εναντίον της γυναίκας. Ο Κλέι έβλεπε το πρόσω πο της σε απόσταση μόλις ενός μέτρου από το δικό του. Είδε το στόμα της να ανοιγοκλείνει και άκουσε καθαρά τέσσερις λέξεις, και με τα αυτιά και μέσα στο μυαλό του: «Πάρτε με μαζί σας». Δε θα σου αρέσει εκεί που πάμε, καλή μου κυρία, σκέφτηκε ο Κλέι.
387
Το ΚΙΝΗΤΌ
Ύστερο την άρπαξαν οι άνθρωποι των κινητών για να την επα ναφέρουν στις γραμμές τους. Η γυναίκα τιναζόταν για να τους ξε φύγει, αλλά εκείνοι ήταν ανένδοτοι. Ο Κλέι πρόλαβε να δει για τε λευταία φορά τα μάτια της και σκέφτηκε ότι ήταν τα μάτια μιας γυναίκας που θα ήταν πολύ τυχερή αν βρισκόταν στο καθαρτήριο. Αλλά μάλλον βρισκόταν στην κόλαση. Ο Κουρελιάρης σήκωσε για άλλη μια φορά το χέρι του με το δάχτυλο τεντωμένο να δείχνει μπροστά: Ξεκίνα. Το χέρι της γριάς είχε αφήσει ένα αποτύπωμα, πολύ αχνό αλλά ορατό, πάνω στο παρμπρίζ. Κοιτώντας μέσα από αυτό, ο Κλέι ξε κίνησε. 4 «Τέλος πάντων», συνέχισε να λέει. «Μέχρι το 1999, η Έκθεση δεν ήταν τίποτε σπουδαίο. Αν ζούσες σ' ετούτα τα μέρη και ήθελες κούρσες και τζόγο -λούνα παρκ και τα λοιπά- έπρεπε να πας στο Πανηγύρι του Φράιμπεργκ». Άκουγε τη φωνή του σαν να έβγαινε από μαγνητόφωνο. Μιλούσε έτσι για να μιλάει. Αυτό τον έκανε να θυμηθεί τους οδηγούς των Ντακ Μπόουτς στη Βοστόνη που έδει χναν στους τουρίστες τα αξιοθέατα. «Ύστερα, λίγο πριν από την αλλαγή του αιώνα, το Πολιτειακό Γραφείο Ινδιάνικων Υποθέσεων έκανε μια τοπογραφική μελέτη. Όλοι το ήξεραν ότι τα εδάφη της Έκθεσης γειτονεύουν με τον Καταυλισμό Σοκαμπάζιν. Εκείνο που αποκάλυψε η καινούρια μελέτη ήταν ότι το βορινό άκρο του Κασουακαμάκ Χολ -το Νορθ Εντ- βρίσκεται πάνω σε προστατευμέ νη τοποθεσία. Πρακτικά βρίσκεται μέσα στην περιοχή των Ινδιά νων Μικμάκ. Αυτοί που διηύθυναν την Έκθεση δεν ήταν βλάκες, όπως δεν ήταν και το συμβούλιο της φυλής των Μικμάκ. Συμφώ νησαν να διώξουν τα μικρομάγαζα από το βορινό άκρο και να βά λουν στη θέση τους τυχερά παιχνίδια, "φρουτάκια". Από τη μια στιγμή στην άλλη, η Εμπορική Έκθεση Βορείων Κομητειών έγινε το μεγαλύτερο φθινοπωρινό πανηγύρι του Μέιν». Έφτασαν στο τέρμα του κεντρικού διαδρόμου. Ο Κλέι έκανε να στρίψει αριστερά για να οδηγήσει το σχολικό ανάμεσα στην Κατακόρυφη Πτώση και στο μισοστημένο Τρενάκι του Τρόμου,
388
STEPHEN KING
αλλά ο Κουρελιάρης κούνησε πάνω κάτω τα χέρια του στον αέρα με τις παλάμες προς τα κάτω. Ο Κλέι σταμάτησε. Ο Κουρελιάρης σηκώθηκε και στράφηκε προς την πόρτα. Ο Κλέι τράβηξε το λεβιέ. Ο Κουρελιάρης κατέβηκε από το σχολικό, γύρισε προς τη με ριά του Κλέι και έκανε μια μικρή, γρήγορη υπόκλιση. «Τι κάνει τώρα;» ρώτησε η Ντενίζ. Δεν μπορούσε να τον δει από εκεί που καθόταν. Κανένας τους δεν τον έβλεπε. «Θέλει να κατεβούμε», είπε ο Κλέι. Σηκώθηκε. Αισθάνθηκε το κινητό που του είχε δώσει ο Ρέι να βαραίνει μέσα στην πλαϊνή τσέπη του. Αν κοίταζε εκεί θα το έβλεπε να διαγράφεται κάτω από το μπλουτζίν στο πάνω μέρος του μηρού του. Τράβηξε το μπλου ζάκι του προσπαθώντας να το σκεπάσει. Ένα κινητό. Και λοιπόν; Όλοι τα κινητά σκέφτονται αυτό τον καιρό. «Θα κατεβούμε;» ρώτησε ο Τζόρνταν. Ήταν τρομαγμένος. «Δεν έχουμε και πολλές επιλογές», είπε ο Κλέι. «Ελάτε, παι διά, πάμε στο πανηγύρι».
5 Ο Κουρελιάρης τους οδήγησε προς το σιωπηλό πλήθος, που άνοι ξε μπροστά τους αφήνοντας έναν στενό διάδρομο -ένα πέρασμα σαν λαιμό- από το πίσω μέρος της Κατακόρυφης Πτώσης μέχρι τη μεγάλη δίφυλλη πόρτα του Κασουακαμάκ Χολ. Ο Κλέι και οι άλλοι διέσχισαν ένα πάρκινγκ γεμάτο φορτηγά των ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕ ΩΝ ΨΥΧΑΓΩΓΙΑΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΓΓΛΙΑΣ (τα γράμματα σχημάτιζαν ένα τρενάκι του λούνα παρκ, που ήταν το λογότυπο της εταιρεί ας). Ύστερα τους κατάπιε το πλήθος. Η διαδρομή έμοιαζε ατέλειωτη. Η μυρωδιά ήταν σχεδόν αφό ρητη, δυνατή και αποπνικτική, παρ' όλο που το φρέσκο αεράκι παράσερνε το επιφανειακό στρώμα της προς την αντίθετη κατεύ θυνση. Ο Κλέι αισθανόταν τα πόδια του να κινούνται, έβλεπε μπροστά του την κόκκινη μπλούζα με την κουκούλα του Κουρε λιάρη, αλλά η διπλή πόρτα με τα μακριά λάβαρα στα εθνικά χρώ ματα, κόκκινο, μπλε, άσπρο, δεν έμοιαζε να πλησιάζει. Μύριζε απλυσιά και αίμα, ούρα και ακαθαρσίες. Μύριζε σαπισμένα τραύ ματα, καμένες σάρκες και πυόρροια, σαν χαλασμένο αυγό. Μύριζε
Το ΚΙΝΗΤΌ
389
υγρά ρούχα που σάπιζαν πάνω σε σώματα. Μύριζε και κάτι άλλο -κάτι καινούριο. Θα ήταν πολύ εύκολο να πει κανείς ότι ήταν η μυρωδιά της τρέλας. Νομίζω ότι είναι η μυρωδιά της τηλεπάθειας, σκέφτηκε ο Κλέι. Αν είναι αυτό, δεν είμαστε ακόμα έτοιμοι, μας πέφτει πάρα πολύ. Καίει τον εγκέφαλο με κάποιο τρόπο, έτσι όπως το πολύ ισχυρό ρεύμα μπορεί \·α κάψει το ηλεκτρικό σύστημα του αυτοκινήτου, ή... «Βοηθήστε με να την κρατήσω!» φώναξε ο Τζόρνταν πίσω του. «Βοηθήστε με, λιποθυμάει!» Ο Κλέι στράφηκε και είδε ότι η Ντενίζ είχε πέσει στα τέσσερα. Ο Τζόρνταν ήταν κι αυτός στα τέσσερα δίπλα της, είχε περάσει το ένα χέρι της γύρω από το λαιμό του, αλλά δεν μπορούσε να σηκώ σει το βάρος της. Ο Τομ και ο Νταν δεν μπορούσαν να βγουν μπροστά να βοηθήσουν. Ο διάδρομος που άνοιγε μέσα στην αν θρώπινη μάζα ήταν πολύ στενός για να κινηθούν γρήγορα. Η Ντε νίζ σήκωσε το κεφάλι και τα μάτια της συνάντησαν στιγμιαία τα μάτια του Κλέι. Το βλέμμα της έδειχνε απόλυτη σύγχυση, ήταν τα μάτια ενός ευνουχισμένου ταύρου που τον έσερναν. Ξέρασε ένα λεπτό ρυάκι χολής στο χορτάρι και το κεφάλι της κρέμασε ξανά. Τα μαλλιά έπεσαν γύρω από το πρόσωπο της σαν κουρτίνα. «Βοηθήστε με!» φώναξε πάλι ο Τζόρνταν. Άρχισε να κλαίει. Ο Κλέι γύρισε προς τα πίσω κι άρχισε να παραμερίζει με αγκωνιές τους ανθρώπους των κινητών για να φτάσει γρήγορα κο ντά στην Ντενίζ. «Κάντε στην άκρη!» τους φώναζε. «Στην άκρη, είναι έγκυος! Ηλίθιοι, δε βλέπετε ότι είναι έγκ...» Την αναγνώρισε από την μπλούζα. Την άσπρη μεταξωτή μπλούζα με τον ψηλό λαιμό, τη δασκαλίστικη μπλούζα της, όπως την έλεγε ο Κλέι. Κατά κάποιον τρόπο ήταν το πιο σέξι ρούχο της, κυρίως επειδή είχε αυτό τον κλειστό, αυστηρό λαιμό. Του άρεσε να έχει τη Σάρον γυμνή, αλλά του άρεσε και να χαϊδεύει το στή θος της πάνω από αυτή την κλειστή, αυστηρή άσπρη μπλούζα με τον ψηλό λαιμό. Του άρεσε να κάνει τις θηλές της να ορθώνονται και να τις βλέπει να τεντώνουν το λεπτό μεταξωτό ύφασμα. Τώρα η δασκαλίστικη μπλούζα της Σάρον ήταν μαύρη από τη βρόμα σε κάποιες μεριές και καφετιά από το ξεραμένο αίμα σε άλλες. Ήταν σκισμένη κάτω από τη μασχάλη. Δε φαινόταν τόσο ά σχημα όσο άλλοι, είχε γράψει ο Τζόνι, αλλά δεν φαινόταν ούτε κα-
390
STEPHEN KING
λά. Σίγουρα δεν ήταν η ίδια Σάρον Ρίντελ που είχε φύγει ένα πρωί για το σχολείο με τη δασκαλίστικη μπλούζα της και τη σκούρα κόκκινη φούστα μια μέρα που ο σύζυγος της, με τον οποίο ήταν σε διάσταση, βρισκόταν στη Βοστόνη και ετοιμαζόταν να κλείσει μια δουλειά που θα έβαζε οριστικό τέλος στις οικονομικές δυσκο λίες τους και θα την έκανε να καταλάβει πως όλη η γκρίνια της για το «πανάκριβο χόμπι του» ήταν κυρίως φόβος, ανασφάλεια και κακή πίστη (αυτό ονειρευόταν, έστω, να της αποδείξει ο Κλέι). Τα σκούρα ξανθά μαλλιά της κρέμονταν σε λεπτά, βρόμικα τσουλούφια. Το πρόσωπο της είχε πληγές σε διάφορα σημεία και το ένα αυτί της ήταν μισοσκισμένο. Στη θέση του κομματιού που έλειπε ήταν μια μαύρη τρύπα γεμάτη πηγμένο αίμα στο πλάι του κεφαλιού της. Υπολείμματα από κάτι σκουρόχρωμο που είχε φάει έμεναν κολλημένα στις γωνίες των χειλιών που ο Κλέι φιλούσε καθημερινά επί δεκαπέντε χρόνια. Τον κοίταξε, χωρίς να τον βλέ πει, μ' εκείνο το βλακώδες μισό χαμόγελο που είχαν όλοι αυτοί μερικές φορές. «Κλέι, βοήθησε με!» φώναξε κλαίγοντας ο Τζόρνταν. Ο Κλέι επέστρεψε απότομα στην πραγματικότητα. Η Σάρον δεν ήταν εκεί, αυτό έπρεπε να θυμάται. Η Σάρον δεν υπήρχε που θενά εδώ και δύο βδομάδες. Η Σάρον είχε πάψει να υπάρχει από τη στιγμή που είχε κάνει εκείνο το τηλεφώνημα από το κόκκινο κινητό του Τζόνι την ημέρα του Παλμού. «Κάνε στην άκρη, σκύλα», φώναξε ο Κλέι. Έσπρωξε πέρα το πλάσμα που ήταν άλλοτε η γυναίκα του και πήρε τη θέση της. «Η γυναίκα είναι έγκυος, κάνε μου χώρο να τη βοηθήσω». Έσκυψε, πέρασε το άλλο χέρι της Ντενίζ γύρω από το λαιμό του και τη σή κωσε όρθια. «Προχώρα», άκουσε τον Τομ να λέει στον Τζόρνταν. «Άφησε εμένα. Την κρατάω». Ο Τζόρνταν κράτησε το χέρι της Ντενίζ όσο χρειάστηκε για να πάρει τη θέση του ο Τομ, που μαζί με τον Κλέι κουβάλησαν την Ντενίζ στα υπόλοιπα εκατό μέτρα μέχρι την πόρτα του Κασουακαμάκ Χολ, όπου στεκόταν και τους περίμενε ο Κουρελιάρης. Στο μεταξύ η Ντενίζ είχε αρχίσει να συνέρχεται και να μουρμουρίζει ότι μπορούσαν να την αφήσουν, θα περπατούσε μόνη της, ήταν ε-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
391
ντάξει τώρα, αλλά ο Τομ δεν την άφησε. Ούτε ο Κλέι. Γιατί αν την άφηνε μπορεί να κοίταζε πίσω, τη Σάρον. Και δεν ήθελε. Ο Κουρελιάρης χαμογέλασε στον Κλέι κι αυτή τη φορά το χα μόγελο ήταν λίγο πιο συγκεκριμένο. Σαν να μοιράζονταν οι δυο τους ένα αστείο. Η Σάρον; αναρωτήθηκε ο Κλέι. Η Σάρον είναι το αστείο; Μάλλον δεν ήταν αυτό, γιατί ο Κουρελιάρης έκανε μια χειρο νομία που στον παλιό κόσμο θα ήταν πολύ οικεία, αλλά που τώρα φάνταζε αλλόκοτη και εκτός τόπου: το δεξί χέρι γροθιά στο πλάι του κεφαλιού, με τον αντίχειρα τεντωμένο πάνω στο αυτί και το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα. Η μίμηση του τηλεφώνου. «Όχι-φόφωνο-εσύ», είπε η Ντενίζ και αμέσως μετά, με τη δική της φωνή: «Μην το κάνεις αυτό, το σιχαίνομαι!» Ο Κουρελιάρης δεν της έδωσε καμιά σημασία. Συνέχισε να κρατάει το χέρι του δίπλα στο αυτί, με τον αντίχειρα τεντωμένο και το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα κοιτώντας επίμονα τον Κλέι. Ο Κλέι νόμισε για μια στιγμή ότι κοίταξε και την τσέπη του, όπου είχε κρυμμένο το κινητό. Ύστερα η Ντενίζ επανέλαβε εκείνη τη φριχτή παρωδία αστείου, τα σπασμένα λογάκια του Τζόνι-Τζι όταν ήταν μικρός και έτρεχε να απαντήσει στο τηλέφωνο: «Όχιφόφωνο-εσύ». Ο Κουρελιάρης μιμήθηκε το ανθρώπινο γέλιο, μια έντονη γκριμάτσα χωρίς ήχο που το σκισμένο κάτω χείλος του την έκανε αποτρόπαιη. Ο Κλέι ένιωσε το ομαδικό βλέμμα του κο παδιού σαν φυσικό βάρος πάνω στην πλάτη του. Ύστερα η μεγάλη διπλή πόρτα του Κασουακαμάκ Χολ άνοιξε από μόνη της. Οι μυρωδιές που ξεχύθηκαν από το εσωτερικό, έ στω και αχνές, φαντάσματα αρωμάτων άλλων εποχών, ήταν ένα μικρό αντίδοτο στη δυσωδία του κοπαδιού: μπαχαρικά, μαρμελά δες, σανός και ζώα. Και επίσης, δεν ήταν εντελώς σκοτεινά εκεί μέσα. Τα φώτα ασφαλείας που λειτουργούσαν με μπαταρίες ήταν πολύ πεσμένα μεν, αλλά δεν είχαν σβήσει ακόμη. Ο Κλέι το βρή κε εκπληκτικό αυτό, ήταν σαν να είχαν κρατηθεί ειδικά για την υ ποδοχή τους, αν και ήταν απίθανο κάτι τέτοιο. Ο Κουρελιάρης, α πό την άλλη, δεν εξηγούσε τίποτε. Χαμογελούσε μόνο και τους έ κανε νόημα να περάσουν μέσα. «Μετά χαράς, σίχαμα», του είπε ο Τομ. «Ντενίζ, είσαι σίγουρη ότι μπορείς να περπατήσεις μόνη σου;»
392
STEPHEN KING
«Ναι. Έχω μόνο μια δουλίτσα να κάνω πρώτα». Η Ντενίζ πήρε βαθιά ανάσα και έφτυσε τον Κουρελιάρη στο πρόσωπο. «Πάρε να το 'χεις μαζί σου στο Χάρβαρντ, σκατομούρη». Ο Κουρελιάρης δεν είπε τίποτε. Μόνο χαμογελούσε στον Κλέι. Σαν να μοιράζονταν ένα αστείο που ήξεραν μόνο εκείνοι. 6 Κανένας δεν τους έφερε φαγητό, αλλά υπήρχαν ένα σωρό μηχανή ματα με σνακς και ο Νταν πήγε στο ντουλάπι με τα εργαλεία στο νότιο άκρο του τεράστιου κτιρίου και βρήκε ένα λοστό. Οι άλλοι είχαν σταθεί γύρω και τον κοίταζαν καθώς ετοιμαζόταν να παρα βιάσει το μηχάνημα με τα γλυκίσματα -Και βέβαια είμαστε παρα νοϊκοί, σκέφτηκε ο Κλέι. Θα φάμε Μπέιμπι Ρουθς για βράδυ και ΠέιΝτέις για πρωινό αύριο- όταν άρχισε η μουσική. Που δεν ήταν το «You Light Up My Life», ούτε ο «Περίπατος τον Μικρού Ελέφα ντα». Αυτή τη φορά, από τα μεγάλα ηχεία στην περιφέρεια της τε ράστιας χορταριασμένης αλάνας ακούστηκε μια μουσική αργή και επιβλητική, που ο Κλέι την αναγνώρισε αν και είχε χρόνια να την ακούσει. Τον γέμισε θλίψη και μια απαλή ανατριχίλα διέτρεξε το κορμί του. «Ω Θεέ μου», είπε σιγανά ο Νταν. «Νομίζω ότι είναι Αλμπινόνι». «Όχι», είπε ο Τομ. «Είναι Πάχελμπελ. Είναι ο Κανόνας σε Ρε Μείζονα». «Ναι, βέβαια, αυτό είναι», είπε ο Νταν, κάπως ντροπιασμένος. «Είναι σαν...» άρχισε να λέει η Ντενίζ, αλλά δεν συνέχισε. Χα μήλωσε τα μάτια της στο πάτωμα. «Τι;» τη ρώτησε ο Κλέι. «Έλα, πες το. Φίλοι είμαστε». «Είναι σαν απόηχος αναμνήσεων», είπε η Ντενίζ. «Σαν να μην έχουν τίποτε άλλο». «Ναι», είπε ο Νταν. «Υποθέτω...» «Παιδιά!» φώναξε ο Τζόρνταν. Είχε τεντωθεί στις μύτες των ποδιών του και κοίταζε από ένα από τα μικρά παράθυρα του κτιρί ου. Ήταν αρκετά ψηλά και μόλις που τα κατάφερνε να βλέπει έξω. «Ελάτε να δείτε!»
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
393
Στήθηκαν όλοι μπροστά στο παράθυρο καν κοίταξαν έξω στην τεράστια έκταση με το χορτάρι. Είχε σχεδόν σκοτεινιάσει εντε λώς. Τα μεγάφωνα και οι προβολείς ορθώνονταν σαν μαύρες, με ταλλικές σκοπιές στον σκοτεινό ουρανό. Πίσω τους ήταν ο γιγά ντιος ατσάλινος σκελετός της Κατακόρυφης Πτώσης με το μικρό κόκκινο φωτάκι που αναβόσβηνε στην κορυφή του. Και μπροστά τους, ακριβώς μπροστά στα μάτια τους, χιλιάδες άνθρωποι των κι νητών είχαν πέσει στα γόνατα σαν μουσουλμάνοι σε προσευχή, ε νώ η μουσική του Γιόχαν Πάχελμπελ γέμιζε τον αέρα με μια νο σταλγική αίσθηση που θα μπορούσε να ήταν υποκατάστατο ανα μνήσεων. Και όταν πλάγιασαν, πλάγιασαν όλοι μαζί σαν ένα σώ μα αφήνοντας έναν μονοκόμματο, σιγανό σαρωτικό ήχο και δημι ουργώντας με την κίνηση τους μια μετατόπιση του αέρα που έκα νε να ξεσηκωθούν από το έδαφος χαρτιά και άδεια σακουλάκια. «Βραδινό σιωπητήριο για όλο τον ανεγκέφαλο στρατό», είπε ο Κλέι. «Αν είναι να κάνουμε κάτι, πρέπει να γίνει απόψε». «Να κάνουμε; Τι να κάνουμε;» είπε ο Τομ. «Οι δύο πόρτες που δοκίμασα είναι κλειδωμένες. Είμαι σίγουρος ότι ισχύει το ίδιο και για τις άλλες». Ο Νταν σήκωσε ψηλά το λοστό. «Δε νομίζω», είπε ο Κλέι. «Αυτό κάνει για τα μηχανήματα με τα αναψυκτικά και τα γλυκίσματα, αλλά μην ξεχνάτε ότι αυτό το μέρος ήταν καζίνο». Έδειξε προς το βορινό άκρο του τεράστιου κτιρίου. Εκεί το δάπεδο ήταν ντυμένο με παχιά μοκέτα και γεμάτο σειρές από «Κουλοχέρηδες». Το χρώμιο γυάλιζε μουντά κάτω από τα αδύναμα φώτα ασφαλείας. «Θα δεις ότι οι πόρτες δεν πρόκει ται να υποχωρήσουν με το λοστό». «Τα παράθυρα;» ρώτησε ο Νταν, ύστερα κοίταξε λίγο καλύτε ρα και απάντησε μόνος του στην ερώτηση του. «Ίσως χωράει ο Τζόρνταν». «Ας φάμε κάτι», πρότεινε ο Κλέι. «Κι έπειτα ας καθίσουμε κι ας ησυχάσουμε λιγάκι. Δεν έχουμε βρει ησυχία». «Για να κάνουμε τι;» ρώτησε η Ντενίζ. «Εσείς, παιδιά, μπορείτε να κάνετε ό,τι θέλετε», είπε ο Κλέι. «Εγώ δεν έχω ζωγραφίσει καθόλου εδώ και δύο βδομάδες και μου λείπει τρομερά. Λέω να ζωγραφίσω». «Δεν έχεις χαρτί», είπε ο Τζόρνταν.
394
STEPHEN KING
Ο Κλέι χαμογέλασε. «Όταν δεν έχω χαρτί ζωγραφίζω με το μυαλό μου». Ο Τζόρνταν τον κοίταξε επιφυλακτικά, προσπαθώντας να κα ταλάβει αν τον δούλευε. Προφανώς έκρινε ότι ο Κλέι μιλούσε σο βαρά. «Ναι, αλλά δεν μπορεί να είναι τόσο καλά όπως όταν ζω γραφίζεις σε χαρτί», είπε. «Από μερικές πλευρές είναι καλύτερα. Αντί να σβήνω, ξανα σκέφτομαι». Ακούστηκε ένας απότομος κρότος και η πόρτα του μηχανήμα τος με τα γλυκίσματα άνοιξε διάπλατα. «Μπίνγκο!» φώναξε ο Νταν σηκώνοντας το λοστό πάνω από το κεφάλι του. «Ποιος είπε ότι οι καθηγητές κολεγίου δεν αξίζουν τίποτε στον πραγματικό κόσμο;» «Κοιτάξτε», είπε λαίμαργα η Ντενίζ, αγνοώντας τον Νταν. «Ο λόκληρο ράφι με Τζούνιορ Μιντς!» Και έκανε βουτιά στις καρα μέλες. «Κλέι;» είπε ο Τομ. «Χμμμ;» «Δε φαντάζομαι να είδες πουθενά το γιο σου; Ή τη γυναίκα σου; Τη Σάντρα». «Σάρον», είπε ο Κλέι. «Όχι, δεν είδα κανέναν». Έσκυψε στο πλάι για να δει πίσω από την τουρλωτή κοιλιά της Ντενίζ. «Καρα μέλες βουτύρου είναι αυτές;» 7 Μισή ώρα αργότερα είχαν φουσκώσει από καραμέλες και είχαν κάνει επιδρομή και στο μηχάνημα με τα αναψυκτικά. Δοκίμασαν και τις υπόλοιπες πόρτες και τις βρήκαν όλες κλειδωμένες. Ο Νταν προσπάθησε να παραβιάσει μία με το λοστό και δεν κατάφε ρε να τον χώσει ούτε στη χαραμάδα κοντά στο πάτωμα. Ο Τομ εί χε τη γνώμη ότι οι πόρτες, αν και ξύλινες, πρέπει να ήταν ενισχυ μένες με ατσάλι εσωτερικά. «Προφανώς και με συναγερμό», είπε ο Κλέι. «Έτσι και τις ζο ρίσεις λίγο παραπάνω απ' όσο πρέπει, έρχεται η αστυνομία και σε βουτάει».
Το ΚΙΝΗΤΌ
395
Τώρα οι άλλοι τέσσερις είχαν καθίσει σε κύκλο πάνω στην πα χιά μοκέτα ανάμεσα στα μηχανήματα με τα τυχερά παιχνίδια. Ο Κλει καθόταν στο τσιμέντο με την πλάτη του πάνω στην πόρτα απ' όπου τους είχε μπάσει ο Κουρελιάρης με μια μικρή κοροϊδευ τική υπόκλιση: Παρακαλώ, μετά από σας. Τα ξαναλέμε το πρωί. Το μυαλό του Κλει ήθελε να επιστρέψει στην άλλη κοροϊδευ τική χειρονομία, στη μίμηση του τηλεφώνου, αλλά δεν του το επέ τρεψε, όχι άμεσα τουλάχιστον. Ήξερε από μακρά εμπειρία πως ο καλύτερος τρόπος να πιάσεις κάτι τέτοια πράγματα ήταν από την πίσω πόρτα. Γι' αυτό, ακούμπησε το κεφάλι του πάνω στο ξύλο που ήταν εσωτερικά ενισχυμένο με ατσάλι, έκλεισε τα μάτια του και φαντάστηκε μια σελίδα από ιστορία κόμικς. Όχι από τον Μαυ ροντυμένο Περιπλανώμενο -Ο Μαυροντυμένος Περιπλανώμενος ή ταν καπούτ και το ήξερε πρώτος και καλύτερος ο ίδιος-, αλλά από ένα καινούριο κόμικ: Το Κινητό, ελλείψει καλύτερου τίτλου, ένα συναρπαστικό έπος τύπου το-τέλος-του-κόσμου, με ορδές μεταλ λαγμένων ενάντια στους ελάχιστους φυσιολογικούς που έχουν ε πιζήσει... Μόνο που δεν του πήγαινε. Φαινόταν εντάξει με μια επιφανει ακή ματιά, έτσι όπως φαίνονταν οι πόρτες του κτιρίου ξύλινες, ε νώ ήταν ατσάλινες στην πραγματικότητα. Οι στρατιές των ανθρώ πων των κινητών ήταν εξαντλημένες -πρέπει να ήταν. Πόσοι από αυτούς να είχαν χαθεί στο ξέσπασμα βίας αμέσως μετά τον Παλ μό; Οι μισοί; Θυμήθηκε πόσο ακραία ήταν εκείνη η βία και σκέ φτηκε, Μπορεί και περισσότεροι. Ίσως το εξήντα με εβδομήντα τοις εκατό. Έπειτα υπήρχαν οι απώλειες από βαρείς τραυματισμούς, μολύνσεις, νέες συμπλοκές και καθαρή βλακεία. Συν, φυσικά, αυ τές από τους δολοφόνους κοπαδιών. Πόσους να είχαν βγάλει αυτοί από τη μέση; Πόσα μεγάλα κοπάδια σαν κι ετούτο να είχαν απο μείνει συνολικά; Ο Κλει σκέφτηκε ότι μπορεί να το ανακάλυπταν αύριο, αν τα κοπάδια που απέμεναν συντονίζονταν όλα για τη μεγάλη τελετή της εκτέλεσης των παραφρόνων. Όχι πως θα τους ωφελούσε σε τί ποτε και να το μάθαιναν. Τέλος πάντων. Συμπύκνωσέ το. Αν ήθελες αναδρομικές πληρο φορίες στη σελίδα έπρεπε να τις συμπυκνώσεις ώστε να χωρέσουν σε ένα και μόνο αφηγηματικό τετράγωνο. Ήταν άγραφος κανόνας.
396
STEPHEN KING
Η κατάσταση των ανθρώπων των κινητών μπορούσε να συνοψι στεί σε δύο λέξεις: μεγάλες απώλειες. Φαίνονταν πάρα πολλοί -διάβολε, φαίνονταν αμέτρητοι-, αλλά και τα αποδημητικά περι στέρια έτσι πρέπει να φαίνονταν τότε παλιά, μέχρι το τέλος. Γιατί ταξίδευαν σε τεράστια σμήνη, τόσο μεγάλα που μαύριζε ο ουρα νός. Εκείνο που κανείς δεν είχε προσέξει ήταν ότι κατέφταναν όλο και λιγότερα απ' αυτά τα γιγάντια σμήνη. Μέχρι που τα εξολό θρευσαν όλα. Το είδος εξαφανίστηκε. Φινίτο. Αντίο για πάντα. Συν, σκέφτηκε ο Κλέι, ότι τώρα έχουν και το άλλο πρόβλημα, τον κακό προγραμματισμό. Το σκουλήκι. Μ' αυτό τι θα γίνει; Συνο λικά, αυτοί οι τύποι μπορεί να αποδειχτούν πολύ πιο βραχύβιοι α κόμη και από τους δεινόσαυρους, παρά την τηλεπάθεια, το μετεωρι σμό και τα λοιπά. Εντάξει, αρκετά με τις αναδρομές. Η εικονογράφηση; Ποια θα είναι η εικόνα που θα τους κάνει να τσιμπήσουν και θα τους προ σελκύσει; Μα, ο Κλέι Ρίντελ και ο Ρέι Χουιζένγκα, τι άλλο; Όρθι οι μέσα στο δάσος. Ο Ρέι κρατάει το 45άρι της Μπεθ Νίκερσον με την κάννη κάτω από το πιγούνι του και ο Κλέι κρατάει... Ένα κινητό, φυσικά. Αυτό που έχει σουφρώσει ο Ρέι από το Λατομείο Γκάρλεϊβιλ. ΚΛΕΪ (έντρομος): Ρέι, ΜΗ! Δεν έχει νόημα! Δε θυμάσαι; Το Κάσουακ είναι ΝΕΚΡΗ ΖΩΝΗ ΓΙΑ ΤΑ ΚΙΝΜάταια! ΜΠΑΝΓΚ! με ακανόνιστα κίτρινα κεφαλαία, πρώτο πλάνο στη σελίδα ανοίγματος κι εδώ μιλάμε για μεγάλο άνοιγμα, γιατί ο Άρνι Νίκερσον έχει φροντίσει να εφοδιάσει τη γυναίκα του με τις ειδικές σφαίρες που πουλιούνται στο Ίντερνετ, στα σάιτ της Αμερικανικής Παράνοιας, και όλο το πάνω μέρος του κεφαλιού του Ρέι γίνεται ένας κόκκινος πίδακας. Σε τρίτο πλάνο -μια από ε κείνες τις λεπτομερείς πινελιές για τις οποίες ο Κλέι Ρίντελ μπορεί να γινόταν διάσημος σε έναν κόσμο όπου δεν θα είχε συμβεί ο Παλμός-, ένα μοναχικό, τρομαγμένο κοράκι σηκώνεται από το κλαδί ενός πεύκου. Μια πολύ δυνατή πρώτη σελίδα, σκέφτηκε ο Κλέι. Μακάβρια, ναι -στις μέρες του παλιού Κώδικα των Κόμικς θα είχε κριθεί ανε πίτρεπτη-, αλλά άμεσα ελκυστική. Και, παρ' όλο που ο Κλέι δεν είχε πει ποτέ αυτή τη φράση στον Ρέι, ότι στο Κάσουακ τα κινητά δεν έπιαναν πέρα από το σημείο μετατροπής, θα του το έλεγε σί-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
397
γουρα αν to είχε σκεφτεί έγκαιρα. Αλλά ο χρόνος είχε τελειώσει. Ο Ρέι είχε αυτοκτονήσει για να μη δουν ο Κουρελιάρης και οι δι κοί του εκείνο το τηλέφωνο μέσα στο μυαλό του κι αυτό ήταν τραγική ειρωνεία. Ο Κουρελιάρης ήξερε για το κινητό που την ύ παρξη τον ο Ρέι είχε πεθάνει για να προστατεύσει. Ήξερε ότι ήταν στην τσέπη του Κλέι... και αδιαφορούσε. Ο Κουρελιάρης. Όρθιος μπροστά στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα του Κασοοακαμάκ Χολ. Να κάνει εκείνη τη χειρονομία -ο αντί χειρας στο αυτί, τα τρία δάχτυλα γροθιά δίπλα στο σκισμένο μά γουλο, το μικρό δάχτυλο μπροστά στο στόμα. Και να χρησιμοποιεί την Ντενίζ για να το ξαναπεί, να το κάνει σαφές: Όχι-φόφωνο-εσό. Ακριβώς. Γιατί, Κάσουακ=Οχ-Τιλ. Ο Ρέι είχε πεθάνει για το τίποτε... όμως, γιατί αυτό δεν τον τά ραζε τώρα; Ο Κλέι είχε συναίσθηση ότι λαγοκοιμόταν, όπως του συνέβαι νε συχνά όταν ζωγράφιζε με το μυαλό του. Χαλάρωνε. Κι αυτό ή ταν καλό. Γιατί έτσι αισθανόταν πάντα λίγο πριν η εικόνα και η ι στορία γίνουν ένα: ευτυχισμένος, όπως αισθάνεται κανείς πριν από μια επιστροφή στην πατρίδα που την περίμενε καιρό. Πριν το τα ξίδι τελειώσει με το σμίξιμο των αγαπημένων. Ο Κλέι δεν είχε κα νέναν απολύτως λόγο να αισθάνεται έτσι, αλλά έτσι αισθανόταν. Ο Ρέι Χουιζένγκα είχε πεθάνει για ένα άχρηστο κινητό. Ή μήπως ήταν παραπάνω από ένα; Τώρα ο Κλέι φαντάστηκε άλλο ένα καρέ. Αυτό ήταν ανάμνηση, το καταλάβαινε κανείς από το οδοντωτό πλαίσιο. Κοντινό πλάνο στο χέρι του ΡΕΪ, που κρατάει το βρόμικο κινη τό και ένα χαρτάκι που έχει γραμμένο βιαστικά επάνω του έναν α ριθμό τηλεφώνου. Ο αντίχειρας του ΡΕΪ κρύβει όλα τα νούμερα, εκτός από τον κωδικό κλήσης του Μέιν. ΡΕΪ: Όταν έρθει η ώρα, πάρε αυτό το νούμερο. Θα καταλά βεις πότε. Ελπίζω να καταλάβεις. Δεν γίνεται να τηλεφωνήσω πουθενά με κινητό από το Κασουακαμάκ, Ρέι, γιατί Κάσουακ=Οχ-Τιλ. Ρώτα και τον Πρόεδρο του Χάρβαρντ. Και για να τονιστεί ακόμη περισσότερο αυτό το σημείο, άλλο ένα φλασμπάκ, ένα καρέ με οδοντωτό πλαίσιο. Η Οδός 160. Σε πρώτο πλάνο το κίτρινο σχολικό λεωφορείο που γράφει στο πλάι
398
STEPHEN KING
ΜΕΪΝ ΣΧΟΛΙΚΗ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ 38 ΝΙΟΥΦΙΛΝΤ. Σε δεύτερο πλά νο, στα μισά της απόστασης, γραμμένο με μπογιά πάνω στην ά σφαλτο: ΚΑΣΟΥΑΚ=ΟΧ-ΤΙΛ. Οι λεπτομέρειες για άλλη μια φορά εκπληκτικές: άδεια κουτάκια αναψυκτικών στο χαντάκι του δρό μου, ένα μπλουζάκι σκαλωμένο σ' ένα θάμνο και, στο βάθος, μια τέντα που ανεμίζει με τον αέρα σαν μακριά καφετιά γλώσσα. Πά νω από το σχολικό τέσσερα «μπαλόνια». Δεν είναι τα λόγια που είπαν πραγματικά (το νυσταγμένο μυαλό του το ξέρει), αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Το θέμα τώρα δεν είναι η μυθοπλασία. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι μπορεί να καταλάβαινε ποιο ήταν το θέ μα, όταν θα έφτανε εκεί. ΝΤΕΝΙΖ: Εδώ είναι που;... TOM: Που έκαναν τις μετατροπές, ναι. Μπαίνεις στη γραμμή νορμάλ, κάνεις το τηλεφώνημα και όταν πας να συναντήσεις το κο πάδι της Έκθεσης είσαι ένας από ΑΥΤΟΥΣ. Ωραία δουλειά. ΝΤΑΝ: Γιατί εδώ; Γιατί όχι στο χώρο της Έκθεσης; ΚΛΕΪ: Το ξέχασες; Κάσουακ=Οχ-Τιλ. Τους έστησαν στο όριο της περιοχής όπου δεν υπάρχει κάλυψη. Πέρα από εκεί, τίποτε. Κενό. Μηδέν γραμμούλες. Καινούριο καρέ. Κοντινό πλάνο στον Κουρελιάρη σε όλη τη δόξα της αθλιότητας του. Να χαμογελάει με το σακατεμένο στόμα του, συνοψίζοντας τα πάντα σε μια χειρονομία. Ο Ρέι είχε μια λα μπρή ιδέα που εξαρτιόταν από ένα τηλεφώνημα από κινητό. Ήταν τόσο λαμπρή που ξέχασε εντελώς ότι εδώ πάνω δεν υπάρχει κάλυψη δικτύου. Θα χρειαστεί να φτάσω μέχρι το Κεμπέκ για να μου δείξει μια γραμμούλα το κινητό. Αστείο, αλλά τι είναι ακόμα πιο αστείο; Εγώ το πήρα! Ο βλάκας! Άρα, αυτό για το οποίο είχε πεθάνει ο Ρέι ήταν μάταιο; Ίσως, αλλά τώρα άρχισε να σχηματίζεται μια καινούρια εικόνα. Έξω, ο Πάχελμπελ είχε δώσει τη θέση του στον Φορέ και ο Φορέ στον Βιβάλντι. Μουσική που ξεχυνόταν από ηχεία αντί από φορητά ρα διοκασετόφωνα. Μαύρα τετράγωνα ηχεία πάνω σε έναν νεκρό ου ρανό, με μισοστημένες πίστες του λούνα παρκ σε τρίτο πλάνο. Σε πρώτο πλάνο το Κασουακαμάκ Χολ με τα λάβαρα και τη φτηνή μόνωση από σανό. Και σαν τελική πινελιά, μια λεπτομέρεια από εκείνες για τις οποίες ο Κλέι Ρίντελ είχε ήδη γίνει ονομαστός... Ο Κλέι άνοιξε τα μάτια του και ανακάθισε. Οι άλλοι ήταν α-
399
Το ΚΙΝΗΤΌ
κόμη στο βορινό άκρο, καθισμένοι σε κύκλο πάνω στη μοκέτα. Ο Κλέι δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα είχε μείνει ακουμπι σμένος πάνω στην πόρτα, αλλά ήξερε ότι είχε μουδιάσει ο πισι νός του. Παιδιά! προσπάθησε να φωνάξει, αλλά στην αρχή δεν βγήκε κανένας ήχος από τα χείλη του. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Η καρδιά του πήγαινε να σπάσει. Έβηξε για να καθαρίσει το λαιμό του και δοκίμασε ξανά. «Παιδιά!» είπε. Οι άλλοι γύρισαν και κοίτα ξαν. Πρέπει να υπήρχε κάτι στη φωνή του που έκανε τον Τζόρνταν να σηκωθεί από το πάτωμα. Ο Τομ τον μιμήθηκε σχεδόν αμέσως. Ο Κλέι προχώρησε προς το μέρος τους νιώθοντας σαν να βάδι ζε με ξένα πόδια. Έβγαλε από την τσέπη του το κινητό ενώ προ χωρούσε. Το κινητό που για χάρη του είχε πεθάνει ο Ρέι, γιατί πά νω στην ένταση της στιγμής είχε ξεχάσει το πιο βασικό γεγονός για το Κασουακαμάκ: εδώ πάνω, στο βορινό άκρο της Έκθεσης, τα αναθεματισμένα κινητά δεν έπιαναν. 8 «Αφού δεν πιάνει, τι το θέλεις;» ρώτησε ο Νταν. Τον είχε συνεπά ρει αρχικά η έξαψη του Κλέι, αλλά ξεφούσκωσε απότομα όταν εί δε ότι αυτό που κρατούσε ο Κλέι στο χέρι του δεν ήταν μια κάρτα Ελεύθερης Εξόδου Φυλακισμένων αλλά ένα καταραμένο κινητό. Ένα παλιό, βρόμικο Μοτορόλα με ραγισμένη πρόσοψη. Οι άλλοι το κοίταζαν με ένα μείγμα φόβου και περιέργειας. «Δώσε μου λίγο χρόνο», είπε ο Κλέι. «Μπορείς;» «Έχουμε μια ολόκληρη νύχτα», είπε ο Νταν. Έβγαλε τα γυαλιά του και άρχισε να τα σκουπίζει. «Κάπως πρέπει να περάσει». «Σταματήσατε στο Παντοπωλείο του Νιούφιλντ για να φάτε και να πιείτε κάτι», είπε ο Κλέι, «κι εκεί βρήκατε το μικρό κίτρινο λεωφορείο». «Αυτό μου φαίνεται σαν να έγινε πριν από χίλια χρόνια», είπε η Ντενίζ και φύσηξε ένα τσουλούφι από το μέτωπο της. «Ο Ρέι βρήκε το λεωφορείο», είπε ο Κλέι. «Ένα μικρό σχολικό δώδεκα θέσεων...»
400
STEPHEN KING
«Δεκάξι, για την ακρίβεια», είπε ο Νταν. «Το γράφει πάνω στο ταμπλό. Φαντάσου πόσο μικρά είναι τα σχολεία εδώ πάνω». «Χωράει δεκαέξι άτομα και πίσω από τις τελευταίες θέσεις έ χει και χώρο για σακίδια ή αποσκευές για τις σχολικές εκδρομές», συνέχισε ο Κλέι. «Μετά προχωρήσατε. Και, όταν φτάσατε στο Λατομείο Γκάρλεϊβιλ, πάω στοίχημα ότι ήταν ιδέα του Ρέι να στα ματήσετε εκεί». «Δική του ιδέα ήταν», επιβεβαίωσε ο Τομ. «Σκέφτηκε ότι ήταν σκόπιμο να φάμε μαγειρευτό φαγητό και να κοιμηθούμε. Πώς το κατάλαβες, Κλέι;» «Το κατάλαβα επειδή το ζωγράφισα», απάντησε ο Κλέι και αυ τό που είπε δεν απείχε και πολύ από την αλήθεια -το συνειδητο ποίησε ενώ μιλούσε. «Νταν, εσύ η Ντενίζ και ο Ρέι εξολοθρεύσα τε δύο κοπάδια. Το πρώτο με βενζίνη. Στο δεύτερο χρησιμοποιή σατε δυναμίτη. Ο Ρέι ήξερε πώς να το κάνει, γιατί είχε δουλέψει σε ανατινάξεις στα έργα οδοποιίας». «Χριστέ μου», είπε ξέπνοα ο Τομ. «Πήρε δυναμίτη από το λα τομείο; Ενώ εμείς κοιμόμασταν; Ναι, μπορούσε να το κάνει -κοι μηθήκαμε σαν κούτσουρα». «Ο Ρέι μας ξύπνησε», είπε η Ντενίζ. «Δεν ξέρω αν ήταν δυναμίτης ή κάποιο άλλο εκρηκτικό», είπε ο Κλέι, «αλλά είμαι σίγουρος ότι μετέτρεψε το κίτρινο σχολικό σε κινούμενη βόμβα ενώ εσείς κοιμόσασταν». «Είναι στο πίσω μέρος», είπε ο Τζόρνταν. «Στο χώρο των απο σκευών». Ο Κλέι κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Ο Τζόρνταν έσφιξε τις γροθιές του. «Πόσο λες να έβαλε;» «Αδύνατον να υπολογίσω μέχρι να ανατιναχτεί», απάντησε ο Κλέι. «Για να δούμε αν κατάλαβα σωστά», είπε ο Τομ. Έξω, ο Βιβάλντι έδωσε τη θέση του στον Μότσαρτ -Μικρή Νυχτερινή Μου σική. Οι άνθρωποι των κινητών είχαν σαφώς εξελιχτεί από την Ντέμπι Μπουν. «Ο Ρέι φόρτωσε μια βόμβα στο πίσω μέρος του σχολικού... και συνέδεσε με κάποιο τρόπο ένα κινητό σαν πυρο κροτητή;» Ο Κλέι ένευσε καταφατικά. «Έτσι πιστεύω. Πιστεύω ότι βρήκε δύο κινητά στα γραφεία του λατομείου. Απ' όσο ξέρω, πρέπει να
Το ΚΙΝΗΤΌ
401
υπήρχαν καμιά δεκαριά για χρήση του εργατικού προσωπικού -τα κινητά έχουν γίνει πάμφθηνα στις μέρες μας. Τέλος πάντων, ο Ρέι σκάρωσε με ένα από αυτά έναν πυροκροτητή για τα εκρηκτικά. Έ τσι πυροδοτούν τις βόμβες στους αυτοκινητόδρομους οι αντάρτες στο Ιράκ». «Και όλα αυτά τα έκανε ενώ κοιμόμασταν;» είπε η Ντενίζ. «Και δε μας είπε τίποτε;» «Σας το έκρυψε για να μην υπάρχει η πληροφορία στο μυαλό σας», της εξήγησε ο Κλέι. «Και αυτοκτόνησε για να μην υπάρχει ούτε στο δικό του», είπε ο Νταν. Ύστερα άφησε ένα πικρό γέλιο. «Τελικά ήταν ήρωας, α νάθεμά τον! Μόνο που ξέχασε ότι τα κινητά δε λειτουργούν πέρα από το σημείο όπου αυτοί είχαν στήσει τις τέντες για τις μετατρο πές! Πάω στοίχημα πως με το ζόρι θα έπιαναν ακόμη κι εκεί!» «Πολύ σωστά», είπε ο Κλέι. Χαμογελούσε. «Γι' αυτό με άφη σε ο Κουρελιάρης να κρατήσω αυτό το κινητό. Δεν ήξερε τι το ή θελα. Δεν ξέρω αν σκέφτονται ακριβώς, αλλά...» «Όχι όπως εμείς», είπε ο Τζόρνταν. «Και ούτε πρόκειται ποτέ». «...αλλά δεν τον ένοιαζε, γιατί ήξερε ότι το κινητό δεν πιάνει εδώ. Δε θα μπορούσα ούτε καν να μεταδώσω στον εαυτό μου τον Παλμό, εφόσον Κάσουακ σημαίνει όχι τηλέφωνο. Όχι-φόφωνοεγώ». «Τότε, γιατί χαμογελάς;» ρώτησε η Ντενίζ. «Γιατί ξέρω κάτι που αυτός δεν το ξέρει», είπε ο Κλέι. «Που αυτοί δεν ξέρουν». Στράφηκε στον Τζόρνταν. «Ξέρεις να οδηγείς;» Ο Τζόρνταν τον κοίταξε κατάπληκτος. «Πας καλά; Είμαι μόνο δώδεκα, τι νομίζεις ότι είμαι;» «Δεν έχεις οδηγήσει ποτέ αυτοκινητάκι σε πίστα καρτ; Σε συ γκρουόμενα έστω;» «Ναι, βέβαια... στην πίστα καρτ κοντά στο Νάσουα, μια δυο φορές... μόνο σε χώμα...» «Αρκεί. Δε μιλάμε για καμιά φοβερή απόσταση. Με την προϋ πόθεση ότι το σχολικό θα είναι ακόμη εκεί που το αφήσαμε, δίπλα στην Κατακόρυφη Πτώση. Και πάω στοίχημα ότι είναι ακόμα ε κεί. Δεν πιστεύω ότι αυτοί είναι ικανοί να οδηγήσουν, όπως δεν είναι ικανοί ούτε να σκεφτούν». «Κλέι, είσαι στα καλά σου;» είπε ο Τομ.
402
STEPHEN KING
«Ναι. Μπορεί να γίνουν αύριο οι μαζικές εκτελέσεις των δολο φόνων κοπαδιών στο εικονικό τους γήπεδο, αλλά εμείς δεν πρό κειται να συμμετάσχουμε. Θα φύγουμε από δω». 9 Τα μικρά παράθυρα είχαν πολύ χοντρά τζάμια, αλλά ο λοστός του Νταν αντεπεξήλθε περίφημα. Ο Νταν, ο Τομ και ο Κλέι δούλεψαν εναλλάξ, μέχρι που δεν έμεινε ούτε ένα κομματάκι γυαλί στο ξύλι νο πλαίσιο. Ύστερα η Ντενίζ έβγαλε το πουλόβερ που φορούσε και το έστρωσε στο κάτω μέρος του παραθύρου. «Είσαι εντάξει, Τζόρνταν;» ρώτησε ο Τομ. Ο Τζόρνταν κούνησε το κεφάλι του. Ήταν τρομαγμένος -είχαν πανιάσει τα χείλη του-, αλλά έδειχνε ψύχραιμος. Έξω, το νανού ρισμα των ανθρώπων των κινητών, έχοντας ολοκληρώσει έναν κύ κλο, επέστρεψε στην αρχή και στον Κανόνα του Πάχελμπελ, τη μουσική που η Ντενίζ είχε αποκαλέσει απόηχο αναμνήσεων. «Εντάξει είμαι», είπε ο Τζόρνταν. «Θα είμαι εντάξει, εννοώ. Νομίζω. Όταν ξεκινήσω». «Ίσως, αν στριμωχτεί ο Τομ, να μπορέσει να...» είπε ο Κλέι. Ο Τομ κοίταξε πάλι το παραθυράκι, που είχε φάρδος γύρω στα σαράντα εκατοστά, και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. «Θα είμαι εντάξει», είπε ο Τζόρνταν. «Καλώς. Πες μου τα πάλι». «Κάνω το γύρο, πάω στο πίσω μέρος του σχολικού και κοιτάζω μέσα. Σιγουρεύομαι ότι υπάρχουν εκρηκτικά, αλλά δεν αγγίζω τί ποτε. Κοιτάζω για δεύτερο κινητό». «Ωραία. Σιγουρεύεσαι ότι είναι ανοιχτό. Αν δεν είναι...» «Ξέρω, το ανοίγω». Ο Τζόρνταν έριξε στον Κλέι μια ματιά του είδους δεν-είμαι-ηλίθιος. «Μετά βάζω μπρος...» «Όχι, μη βιάζεσαι...» «Πρώτα τραβάω μπροστά τη θέση του οδηγού για να φτάνουν τα πόδια μου στα πεντάλ και μετά βάζω μπρος». «Σωστά». «Περνάω ανάμεσα από την Κατακόρυφη Πτώση και το Τρενά κι του Τρόμου. Πάω πολύ αργά. Θα πατήσω μερικά κομμάτια της
403
Το ΚΙΝΗΤΌ
κατασκευής και μπορεί να σπάσουν -να ακούσω διάφορα κρακ κάτω από ra λάστιχα-, αλλά εγώ δεν θα σταματήσω». «Μπράβο». «Θα πάω όσο πιο κοντά σ' αυτούς γίνεται». «Ναι, Αυτό είναι. Μετά θα κάνεις το γύρο και θα έρθεις ξανά σ' αυτό το παράθυρο. Έτσι θα βρίσκεσαι πίσω από το κτίριο όταν θα γίνει η έκρηξη». «Η έκρηξη που ελπίζουμε να γίνει», είπε ο Νταν. Ο Κλέι θα προτιμούσε να μην το ακούσει αυτό, αλλά το άφησε να περάσει. Έσκυψε και φίλησε τον Τζόρνταν στο μάγουλο. «Σ' αγαπάω, να το ξέρεις», του είπε. Ο Τζόρνταν τον αγκάλιασε και τον έσφιξε δυνατά. Ύστερα τον Τομ. Ύστερα την Ντενίζ. Ο Νταν άπλωσε το χέρι του, έπειτα είπε, «Ωχ, διάβολε», κι έ κλεισε τον Τζόρνταν σε μια τεράστια αγκαλιά. Και ο Κλέι, που ποτέ δεν είχε συμπαθήσει ιδιαίτερα τον Νταν Χάρτγουικ, τον αγά πησε μόνο και μόνο γι' αυτό. 10 Ο Κλέι έκανε σκαλοπάτι τα χέρια του και σήκωσε τον Τζόρνταν ως το παράθυρο. «Θυμήσου», του είπε, «θα είναι σαν βουτιά, αλ λά σε σανό αντί για νερό. Τα χέρια μπροστά και έξω». Ο Τζόρνταν έφερε τα χέρια πάνω από το κεφάλι του, τα τέντω σε μέσα από το ανοιχτό παράθυρο. Το πρόσωπο του κάτω από τα πυκνά σγουρά μαλλιά ήταν κατάχλομο. Φοβόταν, και ο Κλέι δεν τον κατηγορούσε. Ετοιμαζόταν να κάνει βουτιά από ύψος δύο μέ τρων και, παρά το σανό, η πτώση θα ήταν απότομη. Ο Κλέι ήλπιζε να θυμηθεί ο Τζόρνταν να κρατήσει τα χέρια μπροστά και το κε φάλι σκυφτό. Δεν θα ωφελούσε κανέναν αν έσπαζε το σβέρκο του πέφτοντας από το παράθυρο του Κασουακαμάκ Χολ. «Θέλεις να μετρήσω ως το τρία, Τζόρνταν;» τον ρώτησε. «Όχι, γαμώτο! Απλώς κάν' το πριν κατουρηθώ επάνω μου!» «Κράτα τα χέρια ψηλά και... Πάμε!» φώναξε ο Κλέι και τον τί ναξε με δύναμη προς τα πάνω. Ο Τζόρνταν πετάχτηκε έξω από το
404
STEPHEN KING
παράθυρο και εξαφανίστηκε. Ο Κλέι δεν τον άκουσε να προσγειώ νεται. Η μουσική ήταν πολύ δυνατή. Οι άλλοι στριμώχτηκαν μπροστά στο παράθυρο, που ήταν λίγο πάνω από τα κεφάλια τους. «Τζόρνταν;» φώναξε ο Τομ. «Τζόρνταν, είσαι καλά;» Για μερικές στιγμές δεν ακούστηκε τίποτε και ο Κλέι φοβήθη κε ότι ο Τζόρνταν πραγματικά είχε σπάσει το σβέρκο του τελικά. Ύστερα τον άκουσαν να λέει, «Εδώ είμαι. Χριστέ μου, πονάει. Χτύπησα τον αγκώνα μου. Τον αριστερό. Αισθάνομαι πολύ πε ρίεργα το χέρι μου. Περίμενε μια στιγμή...» Περίμεναν. Η Ντενίζ έπιασε το χέρι του Κλέι και το έσφιξε δυ νατά. «Το κουνάω», είπε ο Τζόρνταν. «Είναι εντάξει, νομίζω, αλλά πρέπει να το δει και η νοσοκόμα της σχολής». Γέλασαν όλοι, υπερβολικά δυνατά. Ο Τομ είχε δέσει το κλειδί της μηχανής του αυτοκινήτου σε μια διπλή λωρίδα που είχε σκίσει από το πουκάμισο του, και την άκρη της λωρίδας την είχε δέσει στην αγκράφα της ζώνης του. Ο Κλέι ξανάκανε τα χέρια του σκαλοπάτι και σήκωσε τον Τομ ως το πα ράθυρο. «Τζόρνταν, θα σου κατεβάσω το κλειδί. Είσαι έτοιμος;» «Ναι». Ο Τομ πιάστηκε από την κόχη του παραθύρου, κοίταξε κάτω και άρχισε να κατεβάζει τη ζώνη. «Εντάξει, την έπιασες», είπε. «Τώρα, άκουσε με καλά. Αυτό που σου ζητάμε θα το κάνεις μόνο αν καταλάβεις ότι μπορείς. Αν δεν μπορείς, δεν έγινε τίποτε. Κα τάλαβες;» «Ναι». «Εμπρός, λοιπόν. Δίνε του». Ο Τομ παρακολούθησε για μερικά δευτερόλεπτα αμίλητος. «Έφυγε», είπε τελικά. «Ο Θεός να τον έ χει καλά, είναι σπουδαίο παιδί. Κατέβασε με, Κλέι».
405
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
11 Ο Τζόρνταν είχε βγει από τα πλάγια του κτιρίου, μακριά από το κουρνιασμένο κοπάδι. Ο Κλέι, ο Τομ, η Ντενίζ και ο Νταν έτρε ξαν προς την πλευρά που ήταν αντίκρυ στον κεντρικό δρόμο. Οι τρεις άντρες πλάγιασαν το ήδη κατεστραμμένο μηχάνημα με τις καραμέλες και το έσπρωξαν πάνω στον τοίχο. Πατώντας πάνω στο μηχάνημα, ο Κλέι και ο Νταν έβλεπαν άνετα έξω από το πα ράθυρο. Ο Τομ πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Ο Κλέι πρό σθεσε ένα κασόνι για να πατήσει πάνω η Ντενίζ, για να φτάνει να βλέπει κι εκείνη, ελπίζοντας να μην πέσει από εκεί πάνω και γεν νήσει πρόωρα. Είδαν τον Τζόρνταν να φτάνει στην περιφέρεια του πλήθους που κοιμόταν κατάχαμα, να κοντοστέκεται για λίγο σαν να το σκε φτόταν και τελικά να φεύγει προς τα αριστερά ακολουθώντας την περιφέρεια του τεράστιου κοπαδιού. Ακόμη κι όταν τον έχασαν α πό τα μάτια τους, ο Κλέι συνέχισε για αρκετή ώρα να νομίζει ότι έπιανε κάποια κίνηση στο σκοτάδι. «Πόση ώρα λες να του πάρει μέχρι να γυρίσει πίσω;» ρώτησε ο Τομ. Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του. Δεν ήξερε. Θα εξαρτιόταν από πολλούς παράγοντες -το μέγεθος του κοπαδιού ήταν μόνο ένας απ' αυτούς. «Κι αν έχουν ψάξει αυτοί το σχολικό;» ρώτησε η Ντενίζ. «Κι αν ψάξει ο Τζόρνταν το σχολικό και δεν υπάρχει τίποτε στο πίσω μέρος;» ρώτησε ο Νταν. Ο Κλέι με το ζόρι κρατήθηκε να μην του πει να κρατήσει την αρνητική του ενέργεια για τον εαυτό του. Η ώρα περνούσε με δρασκελιές. Το μικρό κόκκινο φωτάκι α ναβόσβηνε πάνω στην κορυφή του ατσάλινου πύργου της Κατα κόρυφης Πτώσης. Ο Πάχελμπελ έδωσε για άλλη μια φορά τη θέση του στον Φορέ και ο Φορέ στον Βιβάλντι. Ο Κλέι κατέληξε να θυ μάται το κοιμισμένο αγοράκι που είχε πέσει από το καρότσι του σούπερ μάρκετ και πώς ο άντρας που ήταν μαζί του -που προφα νώς δεν ήταν ο πατέρας του- το είχε πάρει αγκαλιά στην άκρη του δρόμου και του έλεγε, Σώπα, τώρα θα το φιλήσει ο Γκρέγκορι και θα περάσει. Θυμήθηκε τον άντρα με το σακίδιο να ακούει τον
406
STEPHEN KING
«Περίπατο του Μικρού Ελέφαντα» και να λέει: Και η Ντοτζ πέρασε καλά. Θυμήθηκε το περίπτερο του μπίνγκο των παιδικών του χρό νων και τον άντρα στο μικρόφωνο να φωνάζει Είναι η βιταμίνη του ήλιου! κάθε φορά που τραβούσε το Β-12 από την κληρωτίδα με τα μπαλάκια που χοροπηδούσαν. Κι ας ήταν η D η βιταμίνη του ήλιου. Τώρα η ώρα περνούσε με μικρά βηματάκια και ο Κλέι άρχισε να χάνει τις ελπίδες του. Αν ήταν να ακούσουν ποτέ το θόρυβο της μηχανής του σχολικού, θα έπρεπε να τον είχαν ακούσει. «Κάτι δεν πήγε καλά», είπε ο Τομ με σιγανή φωνή. «Δεν ξέρουμε ακόμη». Ο Κλέι προσπάθησε να μη δείξει την α πογοήτευση του. «Έχει δίκιο ο Τομ», είπε η Ντενίζ. Ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. «Αν ήταν να έρθει, θα είχε φανεί ήδη». Όλως παραδόξως, ο Νταν κράτησε θετική στάση. «Δεν ξέρου με τι μπορεί να συνάντησε. Πάρτε βαθιά ανάσα και συγκρατήστε τη φαντασία σας». Ο Κλέι προσπάθησε και απέτυχε. Τώρα η ώρα σερνόταν. Το «Άβε Μαρία» του Σούμπερτ αντηχούσε από τα τεράστια ηχεία, ι δανικά για συναυλία. Θα πουλούσα και την ψυχή μου στο διάβολο για ένα καλό ροκ κομμάτι —το «Oh, Carol», του Τσακ Μπέρι, το «When Love Comes to Town», των U2... Έξω, μόνο σκοτάδι, αστέρια κι εκείνο το μικρό κόκκινο φωτά κι να αναβοσβήνει. «Σήκωσε με μήπως χωρέσω να περάσω από εκείνο το παράθυ ρο», είπε ο Τομ. Πήδησε από το μηχάνημα. «Θα πάω να τον βρω». «Τομ, αν έκανα λάθος και δεν υπάρχουν εκρηκτικά στο πίσω μέρος του σχολικού...» άρχισε να λέει ο Κλέι. «Χέσε το πίσω μέρος του σχολικού και τα εκρηκτικά μαζί!» ξέσπασε ο Τομ. «Θέλω να βρω τον Τζ...» «Ε!» φώναξε ο Νταν κι έπειτα: «Να το! ΤΩΡΑ, ΜΩΡΟ ΜΟΥ!» Χτύπησε τη γροθιά του στον τοίχο δίπλα στο παράθυρο. Ο Κλέι στράφηκε και είδε προβολείς αυτοκινήτου να λάμπουν στο σκοτάδι. Αχνός είχε αρχίσει να σηκώνεται από το στρώμα των ξαπλωμένων σωμάτων πάνω στη μεγάλη αλάνα και ήταν σαν να έλαμπαν τα φώτα του αυτοκινήτου μέσα από ομίχλη. Φώτισαν μια στιγμή δυνατά, θάμπωσαν, έλαμψαν πάλι και ο Κλέι φαντάστηκε
Το ΚΙΝΗΤΌ
407
τον Τζόρνταν καθισμένο στη θέση του οδηγού να προσπαθεί να καταλάβει ποιο κουμπί έκανε τι. Τα φώτα του σχολικού άρχισαν να κινούνται αργά προς τα ε μπρός. Τα μεγάλα φώτα. «Έλα, μωρό μου», είπε ξέπνοα η Ντενίζ. «Κάν' το, αγάπη μου». Όρθια πάνω στο κασόνι, έπιασε το χέρι του Νταν από τη μια μεριά και το χέρι του Κλέι από την άλλη. «Είσαι ωραίος, έλα, μη σταματάς». Τα φώτα άλλαξαν απότομα κατεύθυνση και φώτισαν τα δέντρα στην πέρα αριστερή άκρη της αλάνας με τα ξαπλωμένα σώματα. «Τι κάνει;» είπε ο Τομ, σαν να βογκούσε. «Περνάει πάνω από τα παρατημένα κομμάτια της κατασκευ ής», είπε ο Κλέι. «Δεν υπάρχει πρόβλημα». Κόμπιασε. «Έτσι νο μίζω». Αν δεν του ξεφύγει το τιμόνι. Αν δεν μπερδέψει το γκάζι με το φρένο και τρακάρει στο στημένο κομμάτι και σφηνώσει εκεί. Περίμεναν. Τα φώτα επανήλθαν στην πορεία τους και καρφώ θηκαν γραμμή πάνω στον πλαϊνό τοίχο του Κασουακαμάκ Χολ. Μέσα στις δυο μεγάλες φωτεινές δέσμες των προβολέων, ο Κλέι είδε τι ήταν εκείνο που είχε καθυστερήσει τόσο πολύ τον Τζόρνταν. Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι των κινητών ξαπλωμένοι. Δεκά δες απ' αυτούς -εκείνοι με το ελαττωματικό πρόγραμμα- ήταν όρ θιοι και μετακινούνταν. Τριγύριζαν στο χαμό από δω κι από κει· μαύρες σιλουέτες που απομακρύνονταν κατά κύματα προς κάθε κατεύθυνση, ανοίγοντας με δυσκολία δρόμο πάνω από τους κοιμι σμένους, σκοντάφτοντας, πέφτοντας και ξαναδοκιμάζοντας, υπό τους ήχους του «Άβε Μαρία» του Σούμπερτ. Ένας από αυτούς, έ νας νεαρός που είχε στο μέτωπο του ένα μεγάλο σκίσιμο σαν κόκ κινη ρυτίδα, έφτασε ως το κτίριο και συνέχισε την πορεία του πα ράλληλα με τον τοίχο ψηλαφώντας σαν τυφλός. «Καλά είσαι εκεί, Τζόρνταν», μουρμούρισε ο Κλέι, όταν οι προβολείς πλησίασαν τις βάσεις των ηχείων στην πέρα άκρη της ανοιχτής έκτασης. «Παρκάρισε το και γύρνα πίσω». Φαίνεται πως ο Τζόρνταν τον άκουσε. Τα φώτα σταμάτησαν. Τώρα κινούνταν μόνο οι ανήσυχες μαύρες φιγούρες και ο αχνός που ανέβαινε από τα ξαπλωμένα σώματα. Ύστερα άκουσαν τη μη χανή του σχολικού να μαρσάρει -ακούστηκε ακόμη και πάνω από τη μουσική- και τα φώτα τινάχτηκαν προς τα εμπρός.
408
STEPHEN KING
«Όχι, Τζόρνταν! Τι κάνεις;» ούρλιαξε ο Κλέι. Η Ντενίζ έγειρε απότομα πίσω και θα είχε πέσει από το κασόνι αν δεν την άρπαζε από τη μέση ο Κλέι. Το σχολικό λεωφορείο προχώρησε μέσα στο κοιμισμένο κοπά δι. Πάνω στο κοιμισμένο κοπάδι. Τα φώτα άρχισαν να ανεβοκατε βαίνουν, τη μια να πέφτουν ευθεία πάνω στο κτίριο, την άλλη να ανασηκώνονται στιγμιαία και να επανέρχονται αμέσως μετά. Το μικρό λεωφορείο έγειρε αριστερά, ισορρόπησε, έγειρε από την άλ λη. Τα δυνατά φώτα του αυτοκινήτου έλουσαν για μερικές στιγμές έναν από τους υπνοβάτες τόσο καθαρά, σαν να ήταν μια φιγούρα του λούνα παρκ κομμένη από κοντραπλακέ. Είχε τα δυο του χέρια σηκωμένα ψηλά, σαν να πανηγύριζε ένα φανταστικό γκολ. Ύστε ρα χάθηκε κάτω από τη μάσκα του μικρού λεωφορείου που ερχό ταν καταπάνω του. Ο Τζόρνταν οδήγησε το σχολικό ως τη μέση του κοπαδιού και εκεί σταμάτησε, με τα μεγάλα φώτα αναμμένα και τη μάσκα του να στάζει. Σκιάζοντας με το χέρι τα μάτια του κόντρα στους ε κτυφλωτικούς προβολείς, ο Κλέι διέκρινε μια μικρή μαύρη φι γούρα -ξεχώριζε από τις υπόλοιπες από τον τρόπο που κινιόταννα ξεκόβει από το αυτοκίνητο και να έρχεται προς το Κασουακαμάκ Χολ. Ύστερα έπεσε και την έχασε από τα μάτια του. Λίγο με τά, ο Νταν είπε με μια ανάσα «Να τον, εκεί, να τον!» και ο Κλέι ξαναείδε τον Τζόρνταν, γύρω στα δέκα μέτρα πιο κοντά και πολύ πιο αριστερά από το σημείο που τον είχε δει για τελευταία φορά. Ο Τζόρνταν πρέπει να είχε συρθεί με τα τέσσερα πάνω στα ξα πλωμένα σώματα για κάποια απόσταση, πριν σηκωθεί ξανά στα πόδια του. Ύστερα ο Τζόρνταν βρέθηκε πάλι μέσα στον ομιχλώδη φωτει νό κώνο που δημιουργούσαν οι προβολείς του αυτοκινήτου και τότε τον είδαν καθαρά για πρώτη φορά, στο τέρμα της μακριάς σκιάς που έριχνε μπροστά του. Όχι το πρόσωπο του, γιατί οι προ βολείς τον φώτιζαν από πίσω, αλλά το πώς έτρεχε, πατώντας πάνω στους ξαπλωμένους με μια τρελή σβελτάδα γεμάτη χάρη. Όσοι ή ταν κάτω ήταν χαμένοι από τον κόσμο. Όσοι ήταν ξύπνιοι αλλά βρίσκονταν μακριά δεν του έδιναν καμιά σημασία. Αρκετοί απ' αυτούς που βρίσκονταν κοντά του, όμως, άπλωναν τα χέρια να τον αρπάξουν. Ο Τζόρνταν απέφυγε δύο απ' αυτούς βουτώντας στο
Το ΚΙΝΗΤΌ
409
πλάι, αλλά ο τρίτος, μια γυναίκα, τον άρπαξε από τα φουντωτά, μακριά μαλλιά του. «Άφησέ τον!» βρυχήθηκε ο Κλέι. Δεν έβλεπε το πρόσωπο της, αλλά του κόλλησε η παρανοϊκή ιδέα ότι ήταν αυτή που υπήρξε κάποτε σύζυγός του. «Άφησέ τον!» Η γυναίκα δεν τον άφησε, αλλά ο Τζόρνταν της άρπαξε το χέ ρι, της το έστριψε, έπεσε με το ένα γόνατο, ξανασηκώθηκε και συ νέχισε. Η γυναίκα δοκίμασε πάλι να τον αρπάξει, της ξέφυγε παρά τρίχα το πίσω μέρος της μπλούζας του, τον παράτησε και στράφη κε προς άλλη κατεύθυνση. Πολλοί από τους άγρυπνους ανθρώπους των κινητών άρχιζαν να μαζεύονται γύρω από το σχολικό λεωφορείο. Σαν να τους τρα βούσαν τα φώτα του αυτοκινήτου. Ο Κλέι πήδησε κάτω από το μηχάνημα (αυτή τη φορά έσωσε ο Νταν Χάρτγουικ την Ντενίζ από πιθανή τούμπα) και έπιασε τον σιδερένιο λοστό. Ανέβηκε πάλι επάνω μ' ένα σάλτο και έσπασε το παράθυρο απ' όπου κοίταζαν. «Τζόρνταν!» φώναξε με όλη του τη δύναμη. «Πήγαινε από πί σω! Πίσω από το κτίριο!» Στο άκουσμα της φωνής του Κλέι, ο Τζόρνταν σήκωσε το κε φάλι του, σκόνταψε πάνω σε κάτι -πόδι, χέρι, κεφάλι, ποιος ξέ ρει;- και έπεσε. Καθώς έκανε να σηκωθεί, ένα χέρι τινάχτηκε από το ζωντανό σκοτάδι και γράπωσε το λαιμό του αγοριού. «Θεέ μου, σε παρακαλώ, όχι», ψιθύρισε ο Τομ. Ο Τζόρνταν ρίχτηκε μπροστά σαν αμυντικός που ορμάει να πιάσει την μπάλα. Τα πόδια του ανεβοκατέβαιναν σαν έμβολα, αλ λά δεν εγκατέλειψε και κατάφερε να ξεγλιστρήσει από την αρπά γη. Τινάχτηκε μπροστά παραπατώντας. Ο Κλέι είδε πώς είχε γουρλώσει ο Τζόρνταν τα μάτια του και πώς ανεβοκατέβαινε το στήθος του από την τρομερή προσπάθεια. Και όταν άρχισε να πλησιάζει το κτίριο άκουσε και το άγριο λαχάνιασμα του. Δε θα τα καταφέρει, σκέφτηκε. Και θέλει τόσο λίγο τώρα, τό σο λίγο. Όμως ο Τζόρνταν τα κατάφερε. Οι δύο τρελοί των κινητών που έσερναν τα βήματα τους τρεκλίζοντας σαν μεθυσμένοι στην μπροστινή πλευρά του κτιρίου δεν του έδωσαν καμιά σημασία ό-
410
STEPHEN KING
ταν πέρασε τρέχοντας από δίπλα τους και έστριψε στη γωνία με προορισμό την πίσω πλευρά. Ο Κλέι και οι άλλοι τρεις αμέσως πήδησαν από το μηχάνημα κι έκαναν κούρσα ταχύτητας προς τον πλαϊνό τοίχο, με πρώτη και καλύτερη την Ντενίζ και τη φουσκωμένη κοιλιά της. «Τζόρνταν!» άρχισε να φωνάζει, αναπηδώντας επιτόπου κάτω από το παράθυρο για να μπορέσει να δει. «Τζόρνταν! Τζόρντι, πού είσαι! Για το Θεό, αγόρι μου, πες μας ότι είσαι εδώ!» «Εδώ» -μια εισπνοή σαν πνιχτή κραυγή ανθρώπου που ασφυ κτιά- «είμαι». Άλλη μια ανάσα σαν την προηγούμενη. Ο Κλέι ά κουσε δίπλα του τον Τομ να γελάει. «Πού να το ήξερα» -Ιιιιιι-ιιιιχ!- «ότι είναι τόσο δύσκολο να τρέξεις... πάνω σε ανθρώπους». «Τι νόμιζες ότι έκανες;» του φώναξε ο Κλέι. Κόντευε να σκά σει που δεν μπορούσε να τον αρπάξει, πρώτα να τον λιώσει στην αγκαλιά του, μετά να του ρίξει ένα γερό ταρακούνημα, κι ύστερα να τον πνίξει στα φιλιά, το ανόητο, γενναίο διαβολάκι. Κόντευε να σκάσει που δεν μπορούσε να τον δει. «Σου είπα να πας κοντά τους, διάβολε, όχι να φέρεις το αυτοκίνητο επάνω τους\» «Το έκανα» -Ιιιι-ιιιιχ!- «για το Διευθυντή». Η φωνή του ήταν γεμάτη πρόκληση και πείσμα. «Σκότωσαν το Διευθυντή. Αυτοί και ο Κουρελιάρης τους. Αυτός ο ηλίθιος ο Πρόεδρος του Χάρ βαρντ. Θέλω να το πληρώσουν. Θέλω αυτός να πληρώσει». «Γιατί άργησες τόσο πολύ να ξεκινήσεις;» ρώτησε η Ντενίζ. «Περιμέναμε, περιμέναμε...» «Τριγυρίζουν παντού», είπε ο Τζόρνταν. «Εκατοντάδες. Ό,τι κι αν είναι αυτό που δεν πάει καλά... ή που πάει καλά... ή που ε ξελίσσεται... τώρα εξαπλώνεται πολύ γρήγορα. Περπατάνε από δω κι από κει σαν χαμένοι. Έπρεπε να αλλάζω συνέχεια δρόμο για να τους αποφύγω. Κατέληξα πολύ πιο κάτω από το σχολικό και το έφτασα γυρίζοντας πίσω από τον κεντρικό διάδρομο. Με τά...» γέλασε λαχανιασμένα. «Δεν έπαιρνε μπροστά! Το πιστεύετε; Έστριβα το κλειδί, έστριβα, έστριβα και έκανε μόνο κλικ. Πήγα να φρικάρω, αλλά κρατήθηκα. Θα απογοήτευα το Διευθυντή αν τα έπαιζα». «Αχ, Τζόρνταν...» είπε τρυφερά ο Τομ. «Ξέρετε τι ήταν; Έπρεπε να βάλω τη ζώνη. Το καταραμένο το
Το ΚΙΝΗΤΌ
411
σχολικό δεν παίρνει μπροστά αν ο οδηγός δεν έχει δέσει τη ζώνη α σφαλείας. Συγγνώμη που άργησα τόσο πολύ... αλλά τελικά ήρθα». «Να υποθέσουμε ότι ο χώρος για τις αποσκευές δεν ήταν ά δειος;» ρώτησε ο Νταν. «Ό,τι κι αν υποθέσετε θα είναι λίγο. Είναι γεμάτος με κάτι πράγματα σαν κόκκινα τουβλάκια. Ολόκληρες ντάνες». Ο Τζόρνταν είχε αρχίσει να αναπνέει σχεδόν κανονικά. «Είναι κάτω από μια κουβέρτα. Και πάνω πάνω είναι ένα κινητό. Ο Ρέι το έχει πιά σει με ένα φαρδύ λάστιχο πάνω σε δύο απ' αυτά τα κόκκινα του βλάκια. Το τηλέφωνο είναι ανοιχτό και είναι από εκείνα με το πορτάκι που έχουν και φαξ και bluetooth, για να μεταφέρεις πλη ροφορίες σε υπολογιστή. Το καλώδιο του φορτιστή είναι χωμένο στα τούβλα. Δεν είδα τον πυροκροτητή, αλλά φαντάζομαι ότι εί ναι κάπου στη μέση του σωρού». Ο Τζόρνταν πήρε άλλη μια βα θιά, λαίμαργη ανάσα. «Και είχε και σήμα. Τρεις γραμμούλες». Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του ικανοποιημένος. Τελικά είχε δί κιο. Το Κασουακαμάκ υποτίθεται ότι ήταν νεκρή ζώνη για την κι νητή τηλεφωνία, από την αρχή του δρόμου που οδηγούσε απο κλειστικά στο χώρο της Εμπορικής Έκθεσης και πέρα. Οι άνθρω ποι των κινητών είχαν ψαρέψει αυτή τη γνώση από το μυαλό κά ποιων νορμάλ και την είχαν χρησιμοποιήσει. Και το σύνθημα Κάσουακ=Οχ-Τιλ είχε εξαπλωθεί σαν ανεμοβλογιά. Αλλά είχε δοκι μάσει κανείς από αυτούς να τηλεφωνήσει από κινητό από το χώρο της Έκθεσης και της εμποροπανήγυρης; Όχι βέβαια. Γιατί να το κάνουν; Άμα είσαι τηλεπαθητικός το τηλέφωνο σου φαίνεται α παρχαιωμένο. Και αν ανήκεις και σε κοπάδι -είσαι μέρος του ό λου-, τότε σου φαίνεται διπλά απαρχαιωμένο, αν είναι ποτέ δυνα τόν κάτι τέτοιο. Μόνο που τα κινητά λειτουργούσαν μέσα στα όρια αυτής της μικρής περιοχής, και γιατί; Γιατί τα συνεργεία έστηναν! Γι' αυτό! Τα συνεργεία που δούλευαν για λογαριασμό των Επιχειρήσεων Ψυχαγωγίας Νέας Αγγλίας. Και στον εικοστό πρώτο αιώνα, τα συ νεργεία των λούνα παρκ -όπως και οι διοργανωτές συναυλιών ροκ, τα συνεργεία κινηματογραφικών γυρισμάτων, οι θίασοι σε περιοδεία- εξαρτώνται από τα κινητά τηλέφωνα, ειδικά σε απομο νωμένες περιοχές όπου σπανίζουν τα σταθερά. Δεν υπήρχαν κε ραίες κινητής τηλεφωνίας να μεταφέρουν το σήμα; Πολύ καλά, θα
412
STEPHEN KING
έκλεβαν το αναγκαίο λογισμικό και θα εγκαθιστούσαν πειρατικά μια δική τους. Παράνομο; Φυσικά, αλλά, κρίνοντας από τις τρεις γραμμούλες που έλεγε ο Τζόρνταν, το πράγμα λειτουργούσε. Και επειδή τροφοδοτούνταν από μπαταρίες, λειτουργούσε ακόμη. Το είχαν εγκαταστήσει στο ψηλότερο σημείο της Έκθεσης. Στην κορυφή της Κατακόρυφης Πτώσης. 12 Ο Νταν επέστρεψε στον μπροστινό τοίχο, ανέβηκε πάλι στο μηχά νημα και κοίταξε έξω. «Τώρα είναι τρεις σειρές γύρω από το σχο λικό», ανέφερε στους άλλους. «Τέσσερις μπροστά από τα φώτα. Σαν να νομίζουν ότι κρύβεται εκεί μέσα κάποιος διάσημος ροκ σταρ. Αυτούς που πατάνε πρέπει να τους έχουν λιώσει». Γύρισε στον Κλέι και έδειξε το βρόμικο Μοτορόλα που κρατούσε στο χέ ρι του. «Αν σκοπεύεις να το δοκιμάσεις, θα έλεγα να το κάνεις τώ ρα, πριν κάποιος από αυτούς αποφασίσει να μπει μέσα και να φύ γει με το πουλμανάκι». «Θα έπρεπε να είχα σβήσει τη μηχανή, αλλά φοβήθηκα μήπως σβήσουν και τα φώτα μαζί», είπε ο Τζόρνταν. «Τα χρειαζόμουν για να βλέπω πού πάω». «Δεν πειράζει, Τζόρνταν», είπε ο Κλέι. «Δεν έγινε τίποτε. Τώ ρα θα πάρω...» Αλλά στην τσέπη απ' όπου είχε βγάλει το κινητό δεν υπήρχε τί ποτε άλλο. Το χαρτάκι με το νούμερο του τηλεφώνου δεν ήταν εκεί. 13 Ο Κλέι και ο Τομ έψαχναν σαν τρελοί στο πάτωμα για το χαρτάκι, ενώ ο Νταν, ανεβασμένος στο μηχάνημα, ανέφερε σε θλιβερό τόνο ότι ο πρώτος από τους τρελούς σκαρφάλωνε εκείνη τη στιγμή στο σχολικό, όταν του φώναξε ξαφνικά η Ντενίζ, «Σιωπή! ΠΑΨΕ!» Όλοι σταμάτησαν αυτό που έκαναν και την κοίταξαν. Ο Κλέι ένιωθε σαν να του είχε ανεβεί η ψυχή στο στόμα. Δεν το χωρούσε το μυαλό του ότι είχε φανεί τόσο απρόσεκτος. Ο Ρέι έδωσε τη ζωή
Το ΚΙΝΗΤΌ
413
του γι' αυτό! του φώναζε ένα κομμάτι του εαυτού του. Ο Ρέι πέθα νε γι' αυτό κι εσύ πήγες και το έχασες! Η Ντενίζ έκλεισε τα μάτια της, έσκυψε το κεφάλι ενώνοντας τα χέρια της σε στάση προσευχής και είπε με χαμηλή, γρήγορη φωνή: «Αγιε μου Αντώνιε, βοήθα να φανερωθεί αυτό που έχασα». «Τι στο καλό είναι αυτό;» είπε ο Νταν. Ακουγόταν κατάπλη κτος. «Προσευχή στον Άγιο Αντώνιο», είπε ήρεμα η Ντενίζ. «Την είχα μάθει μικρή στο κατηχητικό. Πάντα πιάνει». «Κόψε κάτι», γρύλισε ο Τομ. Η Ντενίζ τον αγνόησε εντελώς και ασχολήθηκε αποκλειστικά με τον Κλέι. «Δεν είναι στο πάτωμα, έτσι;» «Όχι, δε νομίζω». «Μόλις ανέβηκαν άλλοι δύο στο πουλμανάκι», ανέφερε ο Νταν. «Και έχει ανάψει το φλας. Άρα, κάποιος κάθεται ήδη στο τιμόνι και...» «Νταν, βγάζεις το σκασμό, σε παρακαλώ;» του είπε η Ντενίζ. Κοιτούσε μόνο τον Κλέι. Απόλυτα ήρεμη. «Αν σου έπεσε μέσα στο σχολικό, ή κάπου έξω, θα έχει χαθεί οριστικά, έτσι δεν είναι;» «Ναι», είπε ο Κλέι με βαριά καρδιά. «Άρα ξέρουμε ότι δε σου έπεσε έξω». «Και γιατί το ξέρουμε αυτό;» «Γιατί δε θα το επέτρεπε ο Θεός». «Νομίζω... ότι θα εκραγεί το μυαλό μου», είπε ο Τομ με ανη συχητικά ήρεμη φωνή. Η Ντενίζ τον αγνόησε και πάλι. «Οπότε, ποια τσέπη δεν έ ψαξες;» «Έψαξα όλες τις...» Ο Κλέι σώπασε απότομα. Χωρίς να πάρει τα μάτια του από την Ντενίζ, έψαξε το μικρό τριγωνικό τσεπάκι που είναι ραμμένο πάνω από τη δεξιά πλαϊνή τσέπη του μπλουτζίν. Και το χαρτάκι ήταν εκεί. Ο Κλέι δεν θυμόταν να το είχε βά λει, αλλά ήταν εκεί. Το τράβηξε έξω και το ξεδίπλωσε. Προχειρο γραμμένος, με βιαστικά, δυσανάγνωστα ψηφία ήταν ο αριθμός: 207-919-9811. «Ευχαρίστησε εκ μέρους μου τον Άγιο Αντώνιο», είπε. «Έτσι και πιάσει», είπε η Ντενίζ, «θα ζητήσω από τον άγιο να ευχαριστήσει το Θεό».
414
STEPHEN KING
«Ντενίζ;» είπε ο Τομ. Η Ντενίζ γύρισε και τον κοίταξε. «Ευχαρίστησε Τον και εκ μέρους μου», είπε ο Τομ. 14 Κάθισαν και οι τέσσερις με πλάτη στη διπλή πόρτα απ' όπου είχαν μπει στο κτίριο, υπολογίζοντας ότι θα τους προστάτευε η ατσάλι νη ενίσχυση. Ο Τζόρνταν είχε μαζευτεί με πλάτη στο πίσω μέρος του κτιρίου, κάτω από το σπασμένο παράθυρο απ' όπου είχε δρα πετεύσει. «Τι θα κάνουμε αν η έκρηξη δεν ανοίξει καμιά τρύπα σε κανέ ναν από τους τοίχους;» ρώτησε ο Τομ. «Κάτι θα σκεφτούμε», είπε ο Κλέι. «Και αν δε σκάσει η βόμβα του Ρέι;» ρώτησε ο Νταν. «Θα πάρουμε φόρα και θα σπρώξουμε όλοι μαζί», είπε η Ντενίζ. «Εμπρός, Κλέι, τι περιμένεις; Την ιδανική μουσική υπόκρουση;» Ο Κλέι άνοιξε το πορτάκι του κινητού, κοίταξε το σκοτεινό κα ντράν και συνειδητοποίησε ότι θα έπρεπε να είχε ελέγξει αν υπήρ χε σήμα πριν στείλει τον Τζόρνταν εκεί έξω. Δεν το είχε σκεφτεί. Κανείς τους δεν το είχε σκεφτεί. Μεγάλη ανοησία. Το ίδιο μεγάλη όσο το να μη θυμάται ότι είχε βάλει το χαρτάκι με τον αριθμό του τηλεφώνου στο μικρό τσεπάκι του μπλουτζίν του. Πάτησε το κου μπί που άνοιγε το τηλέφωνο. Ακούστηκε το χαρακτηριστικό μπιπ. Για μερικές στιγμές δεν έγινε τίποτε κι ύστερα εμφανίστηκαν στην αριστερή πλευρά του καντράν τρεις γραμμούλες, σταθερές και ξε κάθαρες. Ο Κλέι σχημάτισε το νούμερο κι ακούμπησε τον αντίχει ρα του στο κουμπί της κλήσης. «Τζόρνταν, είσαι έτοιμος εκεί πίσω;» «Ναι!» «Εσείς, παιδιά;» «Κάν' το πριν πάθω καρδιακή προσβολή», είπε ο Τομ. Μια εικόνα εμφανίστηκε στο μυαλό του Κλέι με εφιαλτική κα θαρότητα: ο Τζόνι-Τζι ξαπλωμένος δίπλα από εκεί όπου είχε στα ματήσει το σχολικό λεωφορείο, φορτωμένο εκρηκτικά. Ο ΤζόνιΤζι ανάσκελα πάνω στο χορτάρι, με τα μάτια ανοιχτά και τα χέρια
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
415
του σταυρωμένα πάνω στο στήθος της μπλούζας των Ρεντ Σοξ, να ακούει ασάλευτος τη δυνατή μουσική, ενώ ο εγκέφαλος του ανα δημιουργούνταν με κάποιον παράξενο, καινούριο τρόπο. Ο Κλέι έδιωξε την εικόνα από το μυαλό του. «Άγιε μου Αντώνιε, βοήθα να φανερωθεί αυτό που έχασα», εί πε χωρίς κανένα λόγο και πάτησε το κουμπάκι καλώντας τον αριθ μό του κινητού που βρισκόταν στο πίσω μέρος του μικρού σχολι κού λεωφορείου. Πρόλαβε να μετρήσει από μέσα του ΕΝΑ ελεφαντάκι και ΔΥΟ ελεφαντάκια, πριν όλος ο κόσμος έξω από το Κασουακαμάκ Χολ εκραγεί με μια τρομακτική βροντή που κατάπιε το «Αντάτζιο» του Τομάσο Αλμπινόνι. Όλα τα παραθυράκια κατά μήκος του τοίχου προς τη μεριά του κοπαδιού έσκασαν προς τα μέσα. Λαμπερό κόκκινο φως άστραψε από τις τρύπες κι έπειτα ολόκληρο το νότιο άκρο του κτιρίου τινάχτηκε προς τα έξω σαν ένα χαλάζι από σανί δες, γυαλιά και δεμάτια σανού που σκόρπισαν στον αέρα. Για μια στιγμή, η δίφυλλη πόρτα στην οποία στηρίζονταν ο Κλέι και οι άλλοι τρεις ήταν σαν να έκανε κοιλιά προς τα πίσω. Η Ντενίζ δι πλώθηκε στα δύο αγκαλιάζοντας προστατευτικά την κοιλιά της. Έξω στο μεγάλο λιβάδι σηκώθηκε ένα στριγκό ομαδικό ουρλιαχτό πόνου. Ο Κλέι ένιωσε σαν να του χώριζαν το κρανίο στα δύο με αλυσοπρίονο. Μετά σταμάτησε. Αλλά οι κραυγές συνέχισαν να α κούγονται. Φωνές ανθρώπων που ψήνονταν στην κόλαση. Κάτι έσκασε πάνω στη στέγη. Ήταν τόσο βαρύ που τραντάχτη κε ολόκληρο το κτίριο. Ο Κλέι τράβηξε την Ντενίζ από το χέρι και τη σήκωσε όρθια. Εκείνη τον κοίταξε αγριεμένη, σαν να μην τον αναγνώριζε πια. «Πάμε!» της φώναξε. Ήξερε ότι ούρλιαζε, αλ λά με δυσκολία άκουγε τη φωνή του. Ήταν σαν να περνούσε μέσα από στρώσεις βαμβάκι. «Έλα να βγούμε από εδώ μέσα!» Ο Τομ ήταν ήδη όρθιος. Ο Νταν έκανε να σηκωθεί, έπεσε πί σω, τα κατάφερε με τη δεύτερη προσπάθεια. Άρπαξε το χέρι του Τομ. Ο Τομ κράτησε το χέρι της Ντενίζ. Πιασμένοι και οι τρεις χέ ρι χέρι προχώρησαν προς τη μεγάλη τρύπα που έχασκε στην άκρη του κτιρίου. Εκεί βρήκαν τον Τζόρνταν. Στεκόταν δίπλα σε ένα σωρό σανό που είχε αρπάξει φωτιά και κοίταζε έκθαμβος αυτά που είχε προκαλέσει ένα και μοναδικό τηλεφώνημα.
416
STEPHEN KING
15 To γιγάντιο πόδι που είχε πατήσει τη στέγη του Κασουακαμάκ Χολ ήταν ένα κομμάτι του σχολικού λεωφορείου. Οι ξυλοκέραμοι είχαν πιάσει φωτιά. Μπροστά τους, πίσω από τον φλεγόμενο σω ρό του σανού, είχε πέσει ένα από τα διπλά καθίσματα του σχολι κού και καιγόταν κι αυτό. Το μεταλλικό πλαίσιο είχε αρχίσει να λιώνει. Ρούχα που είχαν τιναχτεί στον αέρα έπεφταν αργά σαν πα ράξενο χιόνι: μπλούζες, καπελάκια, παντελόνια, μια αθλητική φα νέλα, ένα σουτιέν. Ο Κλέι είδε ότι ο σανός που ήταν σωρευμένος στη βάση του κτιρίου πολύ σύντομα θα γινόταν παρανάλωμα. Εί χαν προλάβει να βγουν πάνω στην ώρα. Εστίες φωτιάς είχαν ανάψει πλέον σε όλη τη μεγάλη ανοιχτή έ κταση, όπου κανονικά γίνονταν συναυλίες, υπαίθριοι χοροί και διαγωνισμοί κάθε είδους, όμως πολλά κομμάτια του λεωφορείου είχαν εκσφενδονιστεί πολύ μακρύτερα. Ο Κλέι είδε φλόγες σε κο ρυφές δέντρων που βρίσκονταν μέχρι και τριακόσια μέτρα μακριά από το σημείο της έκρηξης. Ευθεία κάτω από εκεί που στέκονταν, προς την κατεύθυνση του νότου, το μισοστημένο Τρενάκι του Τρόμου είχε αρχίσει να καίγεται και, απέναντι απ' αυτό, ο Κλέι εί δε κάτι -του φάνηκε σαν ακρωτηριασμένο ανθρώπινο κορμί- που είχε λαμπαδιάσει και καιγόταν κρεμασμένο από τα μισά του σκε λετού της Κατακόρυφης Πτώσης. Το ίδιο το κοπάδι ήταν ένα σφαγείο από νεκρούς και ετοιμοθά νατους ανθρώπους των κινητών. Η ομαδική τηλεπάθεια είχε χάσει σχεδόν εντελώς την ισχύ της, αν και ο Κλέι ένιωθε ακόμη μικρά ρεύματα αυτής της παράξενης δύναμης να τον κεντρίζουν κάπου κάπου, προκαλώντας του ανεξέλεγκτες ανατριχίλες. Όμως οι επι ζώντες μπορούσαν ακόμη να ουρλιάζουν και οι κραυγές τους έ σκιζαν τη νύχτα. Ο Κλέι σκέφτηκε ότι θα έκανε αυτό που είχε α ποφασίσει να κάνει, ακόμη και αν ήξερε πόσο άσχημο θα ήταν -δεν είχε αυταπάτες από την αρχή-, αλλά αυτό που αντίκριζε τώ ρα μπροστά του ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Το φως από τις φωτιές ήταν αρκετό για να τους αποκαλύψει περισσότερα απ' όσα θα ήθελαν να δουν. Τα ακρωτηριασμένα και αποκεφαλισμένα σώματα, τα σκόρπια μέλη και οι λίμνες αίματος
Το ΚΙΝΗΤΌ
417
ήταν αποτρόπαιο θέαμα, αλλά τα διάσπαρτα ρούχα και παπούτσια χωρίς τίποτε μέσα ήταν ακόμη χειρότερο, σάμπως ένα μεγάλο μέ ρος του κοπαδιού να είχε λιώσει και εξατμιστεί από την ισχυρή έ κρηξη. Είδαν έναν άντρα να έρχεται προς το μέρος τους κρατώ ντας το λαιμό του και με τα δυο χέρια, σε μια ανώφελη προσπά θεια να σταματήσει το αίμα που ξεπηδούσε ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά του —αίμα πορτοκαλί, όπως φαινόταν κάτω από τη λάμψη της φωτιάς που φούντωνε στη στέγη του κτιρίου-, ενώ από την α νοιγμένη του κοιλιά τα έντερα είχαν χυθεί και κρέμονταν ως τον καβάλο του. Πέρασε από μπροστά τους με μάτια ορθάνοιχτα που δεν έβλεπαν τίποτε. Ο Τζόρνταν κάτι έλεγε. Ο Κλέι δεν μπόρεσε ν' ακούσει μέσα στα ουρλιαχτά, τους θρήνους και το δυνατό τριζοβόλημα της φω τιάς πίσω του κι έτσι έσκυψε προς τη μεριά του αγοριού. «Έπρεπε να το κάνουμε, δε γινόταν αλλιώς», είπε ο Τζόρνταν. Κοίταξε μια γυναίκα χωρίς κεφάλι, έναν άντρα χωρίς πόδια, ένα κάτι τόσο βαριά χτυπημένο που είχε μεταμορφωθεί σε σάρκινη βάρκα πλημμυρισμένη στο αίμα. «Έπρεπε να το κάνουμε, δε γινό ταν αλλιώς. Έπρεπε να το κάνουμε, δεν γινόταν αλλιώς». «Σώπα, αγόρι μου, βάλε το κεφαλάκι σου εδώ και θα σε πηγαί νω εγώ», είπε ο Κλέι κι αμέσως ο Τζόρνταν έχωσε το κεφάλι του στα πλευρά του Κλέι. Ήταν πολύ άβολο το περπάτημα σ' αυτή τη στάση, αλλά τα κατάφερναν. Πήγαιναν άκρη άκρη ακολουθώντας την περιφέρεια του κοπα διού με κατεύθυνση προς το τέρμα της ελεύθερης λωρίδας που θα ήταν ο κεντρικός διάδρομος ενός στημένου λούνα παρκ αν δεν εί χε μεσολαβήσει ο Παλμός. Πίσω τους, η φωτιά που φούντωνε στο Κασουακαμάκ Χολ φώτιζε όλη την ανοιχτή έκταση ανάμεσα στο κτίριο και το λούνα παρκ. Σκοτεινές φιγούρες, γυμνές ή μισόγυμνες οι περισσότερες, που η έκρηξη είχε εξαφανίσει τα ρούχα τους, τριγύριζαν σέρνοντας τα πόδια τους και σκουντουφλώντας. Ο Κλέι δεν μπορούσε να υπολογίσει πόσοι ήταν. Οι λίγοι που περ νούσαν από κοντά τους αδιαφορούσαν εντελώς για τη μικρή ομά δα των πέντε. Είτε συνέχιζαν να βαδίζουν προς τον κεντρικό διά δρομο είτε ξέκοβαν προς το δάσος στα δυτικά του χώρου της Έκ θεσης, όπου ο Κλέι ήταν σίγουρος ότι θα πέθαιναν από την έκθε ση στις καιρικές συνθήκες αν δεν κατάφερναν να επανακτήσουν
418
STEPHEN KING
συνείδηση κοπαδιού. Ο Κλέι δεν πίστευε ότι θα την επανακτού σαν. Αφ' ενός λόγω του ιού, αλλά κυρίως λόγω της απόφασης του Τζόρνταν να οδηγήσει το σχολικό λεωφορείο στο κέντρο του κο παδιού και να πετύχει μ' αυτό τον τρόπο το μάξιμουμ της φονικής ζώνης, έτσι όπως είχαν κάνει και με τα φορτηγά με το προπάνιο. Αν ήξεραν ότι σκοτώνοντας ένα γέρο καθηγητή θα κατέληγαν ε δώ... σκέφτηκε ο Κλέι. Αλλά πώς να το ήξεραν; Έφτασαν στη χωματένια αλάνα όπου τα συνεργεία εγκατάστα σης είχαν παρκάρει τα φορτηγά τους και τα αυτοκινούμενα τροχό σπιτα. Παντού υπήρχαν ηλεκτρικά καλώδια και τα κενά ανάμεσα στα τροχόσπιτα ήταν γεμάτα από πράγματα οικογενειών που ζουν ταξιδεύοντας: ψησταριές γκαζιού, πτυσσόμενα τραπεζάκια και πο λυθρόνες, μια αιώρα, μια κυκλική απλώστρα γεμάτη πλυμένα ρού χα που πρέπει να στέγνωναν εκεί επί δύο βδομάδες. «Ας βρούμε κάποιο αμάξι με κλειδιά να φύγουμε από δω», εί πε ο Νταν. «Ο δρόμος μέχρι τη διασταύρωση είναι άδειος και νο μίζω πως όταν πιάσουμε την 160 θα μπορέσουμε να πάμε βόρεια χωρίς πρόβλημα, όσο μακριά θέλουμε». Έδειξε προς το βορρά. «Εκεί πάνω είναι όλο οχ-τιλ». Ο Κλέι είχε εντοπίσει ένα φορτηγάκι με την επιγραφή ΛΕΜ - Ε ΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΜΟΙ ΚΑΙ ΥΔΡΑΥΛΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Δοκίμασε τις πόρτες του και τις βρήκε ξεκλείδωτες. Η καρότσα ήταν φορτωμέ νη χαρτοκιβώτια, γεμάτα υλικά για υδραυλικές εργασίες τα περισ σότερα, αλλά σε ένα από αυτά βρήκε εκείνο που γύρευε: χρώμα σε σπρέι. Πήρε τέσσερα, αφού έλεγξε πρώτα αν ήταν γεμάτα. «Τι τα θέλεις αυτά;» τον ρώτησε ο Τομ. «Θα σας πω αργότερα». «Πάμε να φύγουμε, σας παρακαλώ», είπε η Ντενίζ. «Δεν αντέ χω άλλο εδώ. Το παντελόνι μου είναι μούσκεμα στο αίμα». Άρχι σε να κλαίει. Βγήκαν στον κεντρικό διάδρομο του λούνα παρκ, ανάμεσα στα Τρελά Φλιτζάνια και σε μια μισοστημένη παιδική πίστα που λεγό ταν Τσάρλι ο Τσαφ-Τσουφ. «Κοιτάξτε», είπε ο Τομ δείχνοντας με το δάχτυλο. «Ω... Θεέ μου...» είπε ξέπνοα η Ντενίζ. Πάνω στο περίπτερο των εισιτηρίων για τις κούρσες, στην κο ρυφή του στεγάστρου, είχε σκαλώσει το απομεινάρι ενός μισοκα-
419
Το ΚΙΝΗΤΌ
μένου ρούχου που ακόμα κάπνιζε: μια φαρδιά κόκκινη μπλούζα κολεγίου, απ' αυτές με την κουκούλα. Στο στήθος της μπλούζας, γύρω από μια μεγάλη τρύπα, ανοιγμένη μάλλον από θραύσμα του σχολικού λεωφορείου, απλωνόταν ένας μεγάλος λεκές από πηχτό αίμα και σάρκες. Προτού καλύψει όλη την στάμπα, ο Κλέι πρόλα βε να διαβάσει τα τρία πρώτα γράμματα, το τελευταίο γέλιο του Κουρελιάρη: ΧΑΡ. 16 «Δεν είναι κανένας μέσα στη γαμημένη μπλούζα και απ' ό,τι φαί νεται ο τύπος έκανε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς χωρίς αναισθη σία», είπε η Ντενίζ, «οπότε, μόλις βαρεθείτε να τη χαζεύετε...» «Υπάρχει κι άλλο ένα πάρκινγκ δίπλα στο τέρμα του κεντρι κού διαδρόμου», είπε ο Τομ. «Εκεί έχει πιο ωραία αμάξια. Πιο κυ ριλέ. Ίσως σταθούμε τυχεροί». Στάθηκαν τυχεροί, αλλά όχι με κυριλέ αμάξι. Ένα μικρό βαν με την επιγραφή ΤΑΪΚΟ - ΦΙΛΤΡΑ ΝΕΡΟΥ ΑΠΟΛΥΜΑΝΣΕΙΣ είχε παρκά ρει μπροστά μπροστά κλείνοντας όλα τα άλλα αυτοκίνητα. Ο άν θρωπος της ΤΑΪΚΟ, προνοητικός τύπος, είχε αφήσει τα κλειδιά πά νω στη μηχανή, προφανώς γι' αυτόν το λόγο. Ο Κλέι κάθισε στο τι μόνι και έβγαλε τους φίλους του από τη φωτιά, τις κραυγές και το μακελειό, οδηγώντας το φορτηγάκι αργά και προσεκτικά πάνω στον ασφαλτόδρομο που κατέληγε στη διασταύρωση με την κεντρι κή οδό και το διαφημιστικό ταμπλό με την ευτυχισμένη τετραμελή οικογένεια, που το είδος της είχε πάψει πλέον να υπάρχει (αν είχε υπάρξει ποτέ πραγματικά). Εκεί σταμάτησε και έβαλε χειρόφρενο. «Ένας από σας πρέπει να πάρει τη θέση μου», είπε. «Γιατί, Κλέι;» τον ρώτησε ο Τζόρνταν, αλλά ο Κλέι κατάλαβε από τον τόνο της φωνής του πως το αγόρι ήξερε ήδη την απάντηση. «Γιατί εγώ θα κατέβω εδώ», είπε. «Όχι!» «Ναι. Θα ψάξω για το γιο μου». «Είναι σχεδόν σίγουρο ότι έχει σκοτωθεί κάπου εκεί πίσω», εί πε ο Τομ. «Δεν παριστάνω τον κυνικό, ρεαλιστικά μιλάω». «Το ξέρω, Τομ. Ξέρω επίσης ότι υπάρχει και μια μικρή πιθανό-
420
STEPHEN KING
τητα να ζει ακόμη, όπως το ξέρεις κι εσύ. Ο Τζόρνταν είπε ότι σκόρπιζαν προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς να ξέρουν πού πάνε». «Κλέι... καλέ μου...» είπε η Ντενίζ, «ακόμη και αν επέζησε, θα τριγυρίζει στο δάσος με το μυαλό του σκέτη σούπα. Πονάει η ψυ χή μου που το λέω, αλλά έτσι είναι». Ο Κλέι δεν το αρνήθηκε. «Επίσης ξέρω ότι μπορεί να είχε φύ γει νωρίτερα, όταν εμείς ήμαστε κλεισμένοι μέσα, και να πήρε το δρόμο για το Γκάρλεϊβιλ. Δυο άλλοι είχαν καταφέρει να φτάσουν μέχρι εκεί. Τους είδα. Και είδα κι άλλους στο δρόμο. Τους είδατε κι εσείς». «Μάταιο να διαφωνήσεις με καλλιτέχνη», είπε θλιμμένα ο Τομ. «Συμφωνώ», είπε ο Κλέι. «Έρχεστε εσύ και ο Τζόρνταν μαζί μου για ένα λεπτό;» Ο Τομ αναστέναξε. «Γιατί όχι;» 17 Αρκετοί τρελοί των κινητών, χαμένοι και σαστισμένοι, πέρασαν α πό δίπλα τους όση ώρα στέκονταν και μιλούσαν μπροστά στο φορ τηγάκι. Ο Κλέι, ο Τομ και ο Τζόρνταν τους έκαναν τη χάρη να μην τους δώσουν καμιά σημασία και οι άνθρωποι των κινητών τους την ανταπέδωσαν. Στα βορειοδυτικά, ο ορίζοντας φεγγοβολούσε με δυνατές κόκκινες και πορτοκαλιές λάμψεις καθώς η φωτιά του Κασουακαμάκ Χολ μεταφερόταν στο δάσος πίσω από το κτίριο. «Χωρίς μεγάλους αποχαιρετισμούς αυτή τη φορά», είπε ο Κλέι και είδε τα μάτια του Τζόρνταν να βουρκώνουν. «Περιμένω να σας ξαναβρώ οπωσδήποτε. Τομ, πάρε αυτό». Του έδωσε το κινητό που είχε χρησιμοποιήσει για να πυροδοτήσει τα εκρηκτικά. Ο Τομ το πήρε. «Τραβήξτε όλο βόρεια. Να το ελέγχεις κάθε τόσο για σή μα. Αν πέσετε πάνω σε εμπόδια, παρατήστε επιτόπου το αμάξι που έχετε, συνεχίστε με τα πόδια μέχρι να βρείτε ξανά ανοιχτό δρόμο και πάρτε άλλο αυτοκίνητο για να συνεχίσετε. Σήμα στο κι νητό μάλλον θα αρχίσεις να έχεις κοντά στο Ράνγκλεϊ -περιοχή για κανό το καλοκαίρι, κυνήγι το φθινόπωρο και σκι το χειμώνα. Από εκεί και πέρα πιστεύω ότι θα έχετε καθαρίσει και οι μέρες θα είναι ασφαλείς».
ΊΟ ΚΙΝΗΤΟ
421
«Είναι ήδη ασφαλείς», είπε ο Τζόρνταν σκουπίζοντας τα μά τια του. Ο Κλέι κούνησε το κεφάλι του. «Μπορεί να έχεις δίκιο. Πράξτε κατά την κρίση σας. Στα εκατόν πενήντα χιλιόμετρα περίπου βόρεια του Ράνγκλεϊ, βρείτε κανένα εξοχικό σπίτι ή πανδοχείο, ή ό,τι άλλο, γεμίστε το με εφόδια και μείνετε εκεί να βγάλετε το χει μώνα. Ξέρετε τι θα κάνει ο χειμώνας σ' αυτά τα πλάσματα, έτσι;» «Αν χαθεί η νόηση του κοπαδιού και δε μεταναστεύσουν, θα πεθάνουν σχεδόν όλοι τους», είπε ο Τομ. «Τουλάχιστον όσοι βρί σκονται πάνω από τη γραμμή Μέισον-Ντίξον». «Ναι, έτσι πιστεύω», συμφώνησε ο Κλέι. «Έβαλα εκείνα τα χρώματα σε σπρέι στο ντουλαπάκι της κονσόλας. Κάθε τριάντα χι λιόμετρα περίπου, γράψτε πάνω στο δρόμο, Τ-Τζ-Ντ, με μεγάλα όμορφα γράμματα. Καταλάβατε;» «Τ-Τζ-Ντ», είπε ο Τζόρνταν. «Όπως Τομ, Τζόρνταν, Νταν και Ντενίζ». «Ακριβώς. Φροντίστε να τα κάνετε μεγάλα, να φαίνονται κα λά, με βέλος όποτε αλλάζετε κατεύθυνση. Αν πάρετε χωματόδρο μο, γράψτε πάνω σε δέντρο, από τη δεξιά μεριά του δρόμου. Από κει θα ψάχνω. Συνεννοηθήκαμε;» «Πάντα στα δεξιά», είπε ο Τομ. «Κλέι, έλα μαζί μας. Σε παρα καλώ». «Όχι. Μη μου το κάνεις πιο δύσκολο απ' όσο είναι ήδη. Κάθε φορά που θα εγκαταλείπετε ένα αυτοκίνητο, να το αφήνετε στη μέση του δρόμου και να γράφετε πάνω του με σπρέι το Τ-Τζ-Ντ. Εντάξει;» «Εντάξει», είπε ο Τζόρνταν. «Εσύ φρόντισε να μας βρεις». «Θα σας βρω. Θα είναι πολύ επικίνδυνα για ένα διάστημα, αλ λά όχι όσο ήταν μέχρι τώρα. Τζόρνταν, θέλω να σε ρωτήσω κάτι». «Τι είναι;» «Αν βρω τον Τζόνι και το χειρότερο που του έχει συμβεί είναι να τον έχουν περάσει από το σημείο μετατροπής, τι να κάνω;» Ο Τζόρνταν τον κοίταξε με το στόμα ανοιχτό. «Πού να ξέρω ε γώ; Χριστέ μου! Κλέι, τι λες; Δηλαδή... Χριστέ μου!» «Κατάλαβες ότι επαναφόρτωναν», είπε ο Κλέι. «Έκανα μια υπόθεση!» Ο Τζόρνταν είχε κάνει μόνο μια απλή υπόθεση, φυσικά, και ο
422
STEPHEN KING
Κλέι το ήξερε. Οπως ήξερε ότι ο Τζόρνταν είχε σκεφτεί πολύ πε ρισσότερα. Ο Κλέι γνώριζε επίσης ότι ο Τζόρνταν ήταν εξαντλη μένος και πολύ τρομαγμένος. Γι' αυτό γονάτισε μπροστά του στο ένα πόδι και του έπιασε το χέρι. «Μη φοβάσαι, Τζόρνταν. Δεν πρόκειται να γίνει χειρότερα απ' ό,τι είναι. Μάρτυς μου ο Θεός, δεν μπορεί». «Κλέι... εγώ δεν...» Ο Τζόρνταν κοίταξε τον Τομ. «Οι άνθρω ποι δεν είναι όπως οι υπολογιστές. Τομ! Πες του κι εσύ!» «Ναι, αλλά οι υπολογιστές είναι όπως οι άνθρωποι, έτσι δεν εί ναι;» είπε ο Τομ. «Γιατί εμείς δημιουργούμε αυτά που ξέρουμε. Ε σύ ήξερες για την επαναφόρτωση, ήξερες και για το σκουλήκι. Πες του λοιπόν τι πιστεύεις. Μάλλον δεν πρόκειται να βρει το παιδί, οπότε... Αλλά και αν το βρει...» Ο Τομ ανασήκωσε τους ώ μους του. «Καλά σου είπε. Τι χειρότερο μπορεί να πάθει;» Ο Τζόρνταν το σκέφτηκε δαγκώνοντας νευρικά τα χείλη του. Φαινόταν τρομερά κουρασμένος και στο μπλουζάκι του είχε αί ματα. «Παιδιά, έρχεστε;» φώναξε η Ντενίζ. «Ένα λεπτό», είπε δυνατά ο Τομ. Κι ύστερα, σε πολύ γλυκό τόνο: «Τζόρνταν;» Ο Τζόρνταν το σκέφτηκε λίγο ακόμη. Έπειτα κοίταξε τον Κλέι και του είπε: «Θα χρειαζόταν πάλι ένα κινητό. Και θα χρειαζόταν να τον πας κάπου που να υπάρχει σήμα...»
ΑΠΟΘΗΚΕΥΣΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ
1 Ο Κλέι στάθηκε στη μέση της Οδού 160, εκεί όπου, αν ήταν μέρα με ήλιο, θα έπεφτε η σκιά του διαφημιστικού ταμπλό, και παρα κολούθησε τα φώτα πορείας του αυτοκινήτου μέχρι που τα έχασε από τα μάτια του. Δεν μπορούσε να απαλλαγεί από την ιδέα ότι δεν θα ξανάβλεπε ποτέ τον Τομ και τον Τζόρνταν {τριαντάφυλλα που μαράθηκαν, του ψιθύρισε το μυαλό του), αλλά την εμπόδισε πεισματικά να εξελιχθεί σε προαίσθημα. Δεν έπρεπε να ξεχνάει ότι είχαν σμίξει δύο φορές ως τώρα. Τρίτη και καλύτερη δεν έλε γαν οι άνθρωποι; Ένας από τους ανθρώπους των κινητών τον σκούντησε καθώς περνούσε από δίπλα του. Ήταν άντρας και το πρόσωπο του ήταν γεμάτο από πηγμένα αίματα -ο πρώτος τραυματίας πρόσφυγας α πό την Εμπορική Έκθεση Βορείων Κομητειών που έβλεπε ο Κλέι. Και θα έβλεπε πολλούς ακόμη αν δεν ξεκινούσε από τους πρώ τους, γι' αυτό πήρε το δρόμο, ακολουθώντας την Οδό 160 προς την κατεύθυνση του νότου. Δεν είχε συγκεκριμένο λόγο να πι στεύει ότι ο γιος του, αν ήταν ζωντανός, είχε τραβήξει νότια. Α πλώς ήλπιζε ότι κάποιο υποτυπώδες υπόλειμμα μυαλού του Τζόνι -του παλιού μυαλού του Τζόνι- του υπαγόρευε να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση. Και, εν πάση περιπτώσει, προς τα εκεί αι σθανόταν και ο ίδιος άνετα να κινηθεί. Γύρω στα δύο χιλιόμετρα μετά τη διασταύρωση του Κασουακαμάκ συνάντησε άλλον έναν από τους ανθρώπους των κινητών, γυναίκα αυτή τη φορά, που πηγαινοερχόταν με φούρια από τη μια άκρη του δρόμου στην άλλη σαν καπετάνιος σε κατάστρωμα. Γύ ρισε και τον κοίταξε με τόσο έντονο βλέμμα που ο Κλέι σήκωσε
426
STEPHEN KING
ενστικτωδώς τα χέρια του, έτοιμος να την αρπάξει αν επιχειρούσε να του επιτεθεί. Δεν του επιτέθηκε. «Ποιο σεπε-μπα;» τον ρώτησε. Και ο Κλέι άκουσε καθαρά την ερώτηση μέσα στο μυαλό του. «Ποιος έπεσε; Μπαμπά, ποιος έπεσε;» «Δεν ξέρω», της απάντησε ενώ την προσπερνούσε. «Δεν είδα». «Εγώ πού-το;» φώναξε η γυναίκα, συνεχίζοντας το πήγαιν' έλα της με ακόμα μεγαλύτερη φούρια. Και ο Κλέι άκουσε μέσα στο μυαλό του: «Εγώ πού βρίσκομαι τώρα;» Δεν της απάντησε, αλλά θυμήθηκε το Καστανό Ξωτικό να ρωτάει, Ποιος είσαι εσύ; Ποια είμαι εγώ; Τάχυνε το βήμα του. Κι ύστερα άκουσε πίσω του τη γυναίκα να ρωτάει «Ποιο Κα Ξω;» και πάγωσε ολόκληρος. Γιατί ταυτόχρονα είχε ακούσει πεντακάθαρα μέσα στο μυαλό του την κανονική ερώτηση: Ποιο είναι το Καστανό Ξωτικό;
2 Ο Κλέι δεν βρήκε όπλα στο πρώτο σπίτι που διέρρηξε. Βρήκε ό μως έναν μακρύ φακό που τον πήρε μαζί του και φώτιζε μ' αυτόν κάθε ταλαίπωρο πρόσφυγα των κινητών που συναντούσε, κάνο ντας πάντα την ίδια ερώτηση και προσπαθώντας ταυτόχρονα να τη μεταδώσει και με τη σκέψη του σαν μια εικόνα που πρόβαλλε στην οθόνη του μυαλού του: Μήπως είδες ένα αγόρι; Δεν πήρε α πάντηση από κανέναν και με το μυαλό του έπιανε μόνο αποσπά σματα αόριστων σκέψεων. Στο δεύτερο σπίτι υπήρχε μια Ντοτζ Ραμ παρκαρισμένη στο δρομάκι, αλλά ο Κλέι δεν τόλμησε να πάρει το αυτοκίνητο. Αν ο Τζόνι είχε ακολουθήσει αυτόν το δρόμο, σίγουρα θα πήγαινε με τα πόδια. Και αν αυτός ήταν με αυτοκίνητο, πάντα θα υπήρχε ο κίν δυνος να προσπεράσει το αγόρι του χωρίς να το δει, όσο αργά κι αν οδηγούσε. Στην κουζίνα του ίδιου σπιτιού βρήκε μια μεγάλη κονσέρβα ζαμπόν, που την άνοιξε με το κλειδάκι της και άρχισε να την τρώει ενώ ξαναπήρε το δρόμο. Αφού χόρτασε, και πάνω που πήγαινε να πετάξει το μισοάδειο κονσερβοκούτι στην άκρη του δρόμου, είδε έναν από τους ανθρώπους των κινητών, ένα γέρο
Το ΚΙΝΗΤΌ
427
άντρα, να στέκεται δίπλα σε ένα γραμματοκιβώτιο και να τον κοι τάζει με θλιμμένο και λαίμαργο ύφος. Ο Κλέι του πρότεινε την κονσέρβα και ο γέρος την πήρε. Και ο Κλέι, μιλώντας πολύ αργά και καθαρά και προσπαθώντας να προβάλει την εικόνα του Τζόνι στο μυαλό του, τον ρώτησε: «Μήπως είδες ένα αγόρι;» Ο γέρος δάγκωσε το ζαμπόν. Μάσησε. Κατάπιε. Φάνηκε να προβληματίζεται. Τελικά, είπε: «Μακάρι». «Μακάρι», είπε ο Κλέι. «Εντάξει. Ευχαριστώ». Και συνέχισε το δρόμο του. Στο τρίτο σπίτι, περίπου δύο χιλιόμετρα παρακάτω, βρήκε στο υπόγειο ένα τριαντάρι δίκαννο και τρία κουτιά με φυσίγγια. Και στην κουζίνα βρήκε πάνω στον πάγκο ένα κινητό να φορτίζει στην πρίζα. Δεν φόρτιζε, φυσικά, αφού δεν υπήρχε ρεύμα, αλλά όταν το άνοιξε είδε ότι η μπαταρία του ήταν γεμάτη. Το σήμα ήταν ελάχι στο, μόνο μία γραμμή, αλλά αυτό ήταν αναμενόμενο στην περιοχή πριν από τη νεκρή ζώνη. Ο Κλέι κινήθηκε προς την πόρτα με το δίκαννο στο ένα χέρι, το φακό στο άλλο και το κινητό στην τσέπη του, όταν ξαφνικά τον κυρίεψε η εξάντληση. Τρέκλισε προς το πλάι σαν να βρισκόταν σε βάρκα και να τον είχε χτυπήσει το κουπί κατακέφαλα. Ήθελε να συνεχίσει, αλλά η όποια λογική διέθετε ακόμη το ταλαιπωρημένο μυαλό του του υπαγόρευε να πέσει να κοιμηθεί και ίσως να ήταν και σκόπιμο να το κάνει. Γιατί, αν ο Τζόνι βρισκόταν κάπου εκεί έξω, το πιθανότερο ήταν ότι κι εκείνος θα κοιμόταν τώρα. «Γύρνα στην πρωινή βάρδια, Κλέιτον», μουρμούρισε. «Σκατά θα βρεις ψάχνοντας μ' ένα φακό μέσα στη μαύρη νύχτα». Το σπίτι ήταν μικρό -σπίτι ηλικιωμένου ζευγαριού, όπως φαι νόταν από τις φωτογραφίες στο καθιστικό και στη μοναδική κρε βατοκάμαρα, αλλά και από τις βοηθητικές μπάρες στο μπάνιο δί πλα στη λεκάνη της τουαλέτας. Το κρεβάτι ήταν στρωμένο. Ο Κλέι ξάπλωσε χωρίς να σηκώσει τα σκεπάσματα, βγάζοντας μόνο τα παπούτσια του. Με το που έπεσε ένιωσε την κούραση να τον πλακώνει σαν ασήκωτο βάρος. Με τίποτε στον κόσμο δεν θα μπο ρούσε να σηκωθεί από εκεί. Υπήρχε μια μυρωδιά στο δωμάτιο, α πό σακουλάκι με αρωματικά βότανα ίσως. Μυρωδιά από λεβάντα, από σπίτι γιαγιάς. Παλιά όσο και η δική του κούραση. Με τα μά τια κλειστά, μέσα σ' εκείνη τη σιωπή, το μακελειό στο Κασουα-
428
STEPHEN KING
καμάκ του φαινόταν τόσο μακρινό και εξωπραγματικό σαν μια ι δέα για μια ιστορία κόμικς που δεν θα έγραφε ποτέ. Πολύ μακά βριο. Μείνε στον Μαυροντυμένο Περιπλανώμενο, θα του έλεγε η Σάρον -η παλιά, γλυκιά του Σάρον. Μείνε στους καουμπόηδες της αποκάλυψης. Ο Κλέι είχε την αίσθηση ότι το μυαλό του είχε αποσπαστεί και μετεωριζόταν πάνω από το σώμα του. Ταξίδεψε αργά και επέστρε ψε εκεί όπου είχαν σταθεί οι τρεις τους, αυτός, ο Τομ και ο Τζόρνταν, δίπλα στο βαν της Τάικο - Φίλτρα Νερού Απολυμάνσεις, λί γο πριν οι άλλοι δυο ανεβούν ξανά στο φορτηγάκι και φύγουν. Ο Τζόρνταν είχε επαναλάβει εκείνα που είχε πει στο Γκέιτεν, ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος είναι σαν τους μεγάλους σκληρούς δίσκους των υπολογιστών παλιάς τεχνολογίας και ότι ο Παλμός τους είχε σβήσει εντελώς. Ο Τζόρνταν είπε ότι ο Παλμός λειτούργησε στο μυαλό των ανθρώπων σαν ηλεκτρομαγνητικό φαινόμενο. Έμεινε μόνο ο πυρήνας, είχε πει ο Τζόρνταν. Και ο πυρήνας εί ναι το φονικό ένστικτο. Επειδή όμως οι εγκέφαλοι είναι οργανικοί σκληροί δίσκοι, άρχισαν να αναδομούνται από μόνοι τους. Να επαναφορτώνουν. Μόνο που υπήρχε και ένα σκουλήκι στο κωδικό μή νυμα. Δεν έχω αποδείξεις, αλλά είμαι σχεδόν σίγουρος ότι η νοο τροπία του κοπαδιού, η τηλεπάθεια, ο μετεωρισμός... όλα αυτά προ έκυψαν από εκεί. Το σκουλήκι υπήρχε από την αρχή και έγινε μέρος της επαναφόρτωσης. Με παρακολουθείτε μέχρι εδώ; Ο Κλέι είχε κουνήσει καταφατικά το κεφάλι του. Το ίδιο και ο Τομ. Ο Τζόρνταν τους κοίταζε, πολύ σοβαρός, πολύ κουρασμένος. Το πρόσωπο του ήταν λερωμένο από αίματα. Στο μεταξύ, ο Παλμός συνεχίζει να μεταδίδεται, εντάξει; Γιατί κάπου υπάρχει ένας υπολογιστής που λειτουργεί με εφεδρική πηγή ενέργειας και συνεχίζει να τρέχει το συγκεκριμένο πρόγραμμα. Το πρόγραμμα είναι ελαττωματικό και το σκουλήκι εξακολουθεί να με ταλλάσσεται. Από την άλλη πλευρά όμως... αυτό ίσως μπορέσεις να το χρησιμοποιήσεις υπέρ σου. Λέω ίσως, συνεννοηθήκαμε; Όλα θα εξαρτηθούν από το αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος αντιδρά όπως ένας σύγχρονος υπολογιστής που διαθέτει αποτελεσματική προστασία ό ταν χτυπηθεί από ηλεκτρομαγνητικό παλμό. Ο Τομ είχε ρωτήσει ποια θα ήταν αυτή η αντίδραση. Και ο Τζόρνταν είχε χαμογελάσει συγκαταβατικά πριν απαντήσει.
Το ΚΙΝΗΤΌ
429
Αποθήκευση στο σύστημα. Όλα τα δεδομένα. Αν με τον ίδιο τρά το αντιδρά και ο ανθρώπινος εγκέφαλος και αν μπορέσει κάποιος να διαγράψει το ελαττωματικό πρόγραμμα, ίσως αρχίσει να επαναφορτώνει το παλιό από την αρχή. «Και εννοούσε τον ανθρώπινο προγραμματισμό του», μουρ μούρισε ο Κλέι στο σκοτάδι της μικρής κρεβατοκάμαρας που μύ ριζε αχνά λεβάντα. «Τον ανθρώπινο προγραμματισμό του που εί ναι αποθηκευμένος κάπου βαθιά στο σύστημα. Ατόφιος, με όλα τα στοιχεία του». Τον έπαιρνε ο ύπνος, το ένιωθε. Αν ήταν να ο νειρευτεί, ευχήθηκε να μην έβλεπε τη σφαγή στο Κασουακαμάκ. Η τελευταία σκέψη του πριν αποκοιμηθεί ήταν ότι, σε τελική ανάλυση, τα πράγματα ίσως καλυτέρευαν για τους ανθρώπους των κινητών. Ναι, είχαν γεννηθεί από τη βία και τον τρόμο, αλλά η γέννα πάντα είναι ένα πράγμα δύσκολο, πολύ συχνά βίαιο και με ρικές φορές τρομακτικό. Με το που άρχισαν να σχηματίζουν κο πάδια, όμως, και να δημιουργούν έναν ομαδικό νου, η βία είχε υ ποχωρήσει. Και, μέχρι στιγμής, δεν είχαν κηρύξει τον πόλεμο στους «νορμάλ», εκτός αν θεωρούσε κανείς πολεμική πράξη την αναγκαστική μετατροπή. Όσο για τα αντίποινα στις μαζικές δολο φονίες των κοπαδιών, ναι μεν ήταν σκληρά, αλλά ήταν και απολύ τως κατανοητά. Αν οι φυσιολογικοί τους άφηναν ήσυχους, ίσως να αποδεικνύονταν τελικά καλύτεροι φύλακες της γης από τους προ κατόχους τους. Με τις ικανότητες τους στις χαμηλές πτήσεις, σί γουρα δεν θα σκοτώνονταν να αποκτήσουν αυτά τα υπερσύγχρονα πετρελαιοβόρα SUV και οι καταναλωτικές ορέξεις τους ήταν μάλ λον πρωτόγονες, εδώ που τα λέμε. Διάβολε, ακόμη και το γούστο τους στη μουσική είχε βελτιωθεί σημαντικά. Αλλά κι εμείς, τι άλλο να κάναμε; σκέφτηκε αμέσως μετά. Η ε πιβίωση είναι σαν τον έρωτα. Τυφλή. Ύστερα κοιμήθηκε. Δεν ονειρεύτηκε τη σφαγή στο Κασουακα μάκ. Είδε στον ύπνο του ότι βρισκόταν μέσα σε ένα κιόσκι του μπίνγκο και, όταν ο διοργανωτής φώναξε Β-12 -Η βιταμίνη του ή λιου!-, ένιωσε κάτι να τον τραβάει από το αριστερό μπατζάκι. Κοίταξε κάτω από το τραπέζι. Εκεί από κάτω ήταν ο Τζόνι και του χαμογελούσε. Και κάπου ακουγόταν ένα τηλέφωνο να χτυπάει.
430
STEPHEN KING
3 Οι πρόσφυγες των κινητών δεν είχαν χάσει ακόμη εντελώς ούτε την τυφλή οργή ούτε τα εξωτικά ταλέντα τους. Κατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, που ήταν υγρή και κρύα, με προμηνύματα του Νοέμβρη στον αέρα, ο Κλέι σταμάτησε να χαζέψει δύο απ' αυτούς που είχαν πιαστεί στα χέρια στην άκρη του δρόμου. Πάλεψαν πρώ τα με γροθιές, μετά με νύχια κι έπειτα ενώθηκαν σε μια άγρια λα βή χτυπώντας τα κεφάλια τους σαν κριάρια και δαγκώνοντας ο έ νας τον άλλον στο πρόσωπο και στο λαιμό. Στο μεταξύ είχαν αρχί σει να ανυψώνονται αργά από το έδαφος. Ο Κλέι τους παρακολού θησε με το στόμα ανοιχτό να φτάνουν γύρω στα τρία μέτρα ψηλά, χωρίς να πάψουν στιγμή να παλεύουν, και οι δυο με τα πόδια ανοι χτά και τα γόνατα λυγισμένα, σαν να πατούσαν γερά σε αόρατο στέρεο έδαφος. Ύστερα ο ένας κάρφωσε τα δόντια του στη μύτη του αντιπάλου του, που φορούσε ένα κουρελιασμένο, ματωμένο μπλουζάκι με τις λέξεις ΒΑΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ στο στήθος. Ο Μυτοφάγος έσπρωξε τον ΒΑΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ προς τα πίσω. Ο ΒΑΡΕΑ ΚΑΥΣΙΜΑ τρέκλισε και έπεσε όπως η πέτρα στο πηγάδι. Αίμα α πό τη δαγκωμένη μύτη του τιναζόταν προς τα πάνω στον αέρα ενώ έπεφτε. Ο Μυτοφάγος κοίταξε κάτω, φάνηκε να συνειδητοποιεί μόλις εκείνη τη στιγμή ότι βρισκόταν σε ύψος δύο ορόφων πάνω από το δρόμο και γκρεμίστηκε κι εκείνος. Σαν τον Ντάμπο που έ χασε το μαγικό φτερό του, σκέφτηκε ο Κλέι. Ο Μυτοφάγος έσπασε το πόδι του και έμεινε πεσμένος στο χώμα. Γύμνωσε τα δόντια του και γρύλισε άγρια στον Κλέι καθώς τον προσπερνούσε. Όμως, αυτοί οι δύο ήταν η εξαίρεση. Οι περισσότεροι άνθρω ποι των κινητών που συνάντησε ο Κλέι στο δρόμο του (δεν βρήκε ούτε έναν φυσιολογικό εκείνη την ημέρα, αλλά ούτε και όλη την επόμενη εβδομάδα) φαίνονταν μάλλον χαμένοι και τρομαγμένοι, έχοντας χάσει το κοπάδι τους και την υποστήριξη του ομαδικού νου. Ο Κλέι σκέφτηκε ξανά και ξανά κάτι που του είχε πει ο Τζόρνταν πριν ανεβεί ξανά στο βαν και φύγει μαζί με τους άλλους για τα δάση του βορρά, όπου δεν υπήρχε κάλυψη δικτύου της κινητής τηλεφωνίας: Αν το σκουλήκι συνεχίσει να μεταλλάσσεται, όσοι έ-
Το ΚΙΝΗΤΌ
431
χουν μετατραπεί τελευταίοι δεν θα είναι ούτε άνθρωποι των κινη τών ούτε και φυσιολογικοί όμως. Ο Κλέι υπέθετε ότι αυτό σήμαινε κάτι σαν το Καστανό Ξωτι κό, ή ίσως κάτι ακόμη πιο χαμένο. Ποιος είσαι εσύ; Ποια είμαι ε γώ; Έβλεπε αυτά τα ερωτήματα στο βλέμμα τους και υποψιαζόταν -ή μάλλον, ήξερε- ότι αυτές τις ερωτήσεις προσπαθούσαν να κά νουν με τα αλαμπουρνέζικα που ξεφούρνιζαν. Ο Κλέι συνέχισε να ρωτάει Μήπως είδατε ένα αγόρι και να προ σπαθεί να στείλει νοερά την εικόνα του Τζόνι, αλλά χωρίς ελπίδα πια ότι θα έπαιρνε μια κατανοητή απάντηση. Τις πιο πολλές φορές δεν του απαντούσαν καν. Πέρασε τη νύχτα σε ένα τροχόσπιτο, ε φτά χιλιόμετρα βόρεια του Γκάρλεϊβιλ, και το άλλο πρωί ξαναπή ρε το δρόμο. Λίγο μετά τις εννιά, είδε από μακριά μια μικρόσωμη φιγούρα καθισμένη στο πεζοδρόμιο έξω από το Γκάρλεϊβιλ Καφέ, στο ένα και μοναδικό εμπορικό τετράγωνο της μικρής πόλης. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε, αλλά άνοιξε το βήμα του και ό ταν έφτασε πιο κοντά -τόσο κοντά που να είναι σχεδόν σίγουρος ότι ήταν παιδί και όχι μικρόσωμος ενήλικος- άρχισε να τρέχει. Το καινούριο φορτίο του χοροπηδούσε πάνω στην πλάτη του. Όταν έ φτασε εκεί που ο δρόμος διέσχιζε το μικρό χωριό, τα πόδια του άρχισαν να βροντοχτυπάνε καθώς έτρεχε πια πάνω στο τσιμεντέ νιο πεζοδρόμιο. Ήταν ένα αγόρι. Ένα πολύ λιγνό αγόρι, με μακριά μαλλιά που άγγιζαν τους ώ μους του. Φορούσε μπλουζάκι των Ρεντ Σοξ. «Τζόνι!» φώναξε ο Κλέι. «Τζόνι, Τζόνι-Τζι!» Το αγόρι στράφηκε ξαφνιασμένο προς την κατεύθυνση της φω νής. Κοίταξε σαν χαζό, χάσκοντας, με το σαγόνι κρεμασμένο. Το βλέμμα του ήταν εντελώς κενό, εκτός από μια αόριστη ανησυχία. Φάνηκε σαν να σκέφτηκε να το βάλει στα πόδια, αλλά πριν προ λάβει να ξεκολλήσει από το πεζοδρόμιο, ο Κλέι τον είχε ήδη αρ πάξει και γέμιζε φιλιά το βρόμικο ανέκφραστο πρόσωπο και το α νοιχτό στόμα. «Τζόνι. Ήρθα να σε πάρω, Τζόνι. Ήρθα. Για σένα ήρθα. Για σένα». Σε κάποια στιγμή -ίσως μόνο και μόνο επειδή ο άντρας τον σή κωσε και τον έκανε μια σβούρα στον αέρα-, το παιδί τύλιξε τα χέ-
432
STEPHEN KING
ρια του γύρω από το λαιμό του Κλέι και κρατήθηκε. Είπε και κάτι. Ο Κλέι αρνήθηκε να δεχτεί ότι ήταν ένα άναρθρο επιφώνημα, κάτι χωρίς νόημα σαν το περαστικό σφύριγμα του αέρα στο στόμιο ε νός άδειου μπουκαλιού. Ήταν μια λέξη. Θα μπορούσε να ήταν πάμμμ, σαν να προσπάθησε το παιδί να πει πάμε. Ή θα μπορούσε να ήταν και μπαμμμου, έτσι όπως έλεγε ο Τζόνι το «μπαμπά μου» όταν ήταν δεκάξι μηνών. Ο Κλέι πιάστηκε από το δεύτερο. Επέλεξε να πιστέψει ότι εκεί νο το χλομό, βρόμικο, υποσιτισμένο αγόρι τον είχε πει μπαμπά του. 4 Ήταν πολύ λίγο για να πιαστεί, όπως διαπίστωσε μετά από μια βδομάδα. Ένας ήχος που θα μπορούσε να ήταν λέξη, μια υποτιθέ μενη λέξη που θα μπορούσε να ήταν μπαμπά μου. Τώρα το αγόρι κοιμόταν σε ένα ράντζο εκστρατείας μέσα στη μεγάλη ντουλάπα μιας κρεβατοκάμαρας, γιατί μόνο εκεί μέσα η σύχαζε και γιατί ο Κλέι είχε βαρεθεί να τον ψαρεύει από κάτω από το κρεβάτι όπου χωνόταν συνέχεια. Προφανώς, ο περιορισμένος χώρος που θύμιζε μήτρα τον καθησύχαζε. Ίσως ήταν κι αυτό μέ ρος της μετατροπής τους. Σπουδαία μετατροπή! Οι άνθρωποι των κινητών στο Κάσουακ είχαν μετατρέψει το γιο του σε έναν ταλαί πωρο κρετίνο που δεν είχε ούτε καν ένα κοπάδι για ασφάλεια. Έξω, στον κεντρικό δρόμο του Σπρίνγκβεϊλ, όπου δεν άναβαν πια τα φώτα, σφύριζε ο άνεμος σαν φίδι. Από τον γκρίζο ουρανό του δειλινού έπεφτε αραιό το πρώτο χιόνι. Ήταν πολύ νωρίς για χιόνι, αλλά ίσως όχι, ειδικά τόσο βόρεια. Όποτε χιόνιζε πριν από την Ημέρα των Ευχαριστιών, ο Κλέι ενθουσιαζόταν με το χιόνι κι όποτε χιόνιζε πριν από το Χαλοουίν ενθουσιαζόταν διπλά, μέχρι που ερχόταν κάποιος κυνικός να του θυμίσει ότι ήταν φυσικό, στο Μέιν ζούσε, όχι στο Κάπρι. Αναρωτήθηκε πού να ήταν ο Τομ, ο Τζόρνταν, ο Νταν και η Ντενίζ εκείνο το βράδυ. Αναρωτήθηκε πώς θα τα κατάφερνε η Ντενίζ όταν θα ερχόταν η ώρα να γεννήσει. Θα τα κατάφερνε μια χαρά η Ντενίζ, ήταν σκληρό καρύδι. Αναρωτήθηκε αν ο Τομ και ο Τζόρνταν τον θυμούνταν τόσο συχνά όσο τους θυμόταν αυτός και
Το ΚΙΝΗΤΌ
433
αν τους έλειπε τόσο πολύ όσο του έλειπαν εκείνοι -τα σοβαρά, θλιμμένα μάτια του Τζόρνταν, το ειρωνικό μισό χαμόγελο του Τομ. Δεν είχε χορτάσει το χαμόγελο του- όλα αυτά που είχαν ζήσει μαζί δεν ήταν καθόλου αστεία. Αναρωτήθηκε αν αυτή η εβδομάδα που είχε περάσει με το γιο του ήταν η πιο μοναχική της ζωής του. Η απάντηση εδώ ήταν αυ θόρμητα ναι. Ο Κλέι κοίταξε το κινητό που κρατούσε στο χέρι του. Πάνω απ' οτιδήποτε άλλο, αναρωτιόταν τι θα έκανε μ' αυτό. Αν θα έκανε ακόμη ένα τηλεφώνημα. Εδώ υπήρχε σήμα, έβλεπε πάντα τρεις γραμμές στην οθόνη όταν το άνοιγε, αλλά δεν θα έμενε φορτισμέ νο για πάντα. Ούτε ο Παλμός θα διαρκούσε για πάντα. Οι μπατα ρίες που βοηθούσαν να φτάνει το σήμα στο δορυφόρο (αν αυτό συ νέβαινε και αν συνέβαινε ακόμη) κάποτε θα άδειαζαν. Ή και ο ί διος ο Παλμός μπορεί να μεταλλασσόταν σε απλό ηχητικό κύμα, κάτι σαν άσχετο βουητό ή σαν εκείνο το ψιλό τσίριγμα που ακού γεται όταν καλέσεις κατά λάθος τη γραμμή του φαξ κάποιου φίλου. Χιόνι. Χιόνι στις είκοσι μία του Οκτώβρη. Ήταν είκοσι μία του μήνα; Ο Κλέι είχε χάσει τις μέρες. Το μόνο για το οποίο ήταν σί γουρος ήταν ότι οι άνθρωποι των κινητών θα πέθαιναν στο ύπαι θρο, όλο και περισσότεροι κάθε νύχτα. Και ο Τζόνι θα ήταν ένας απ' αυτούς αν ο Κλέι δεν είχε ψάξει να τον βρει. Το ερώτημα ήταν τι είχε βρει; Τι είχε σώσει; Μπαάμμμ. Μπαμπά μου; Ίσως. Σίγουρα το παιδί δεν είχε ξαναπεί τίποτε που να μοιάζει έστω και αμυδρά με λέξη από τότε. Είχε φανεί πρόθυμο να περπατήσει μαζί με τον Κλέι... αλλά είχε και την τάση να ξεκόβει και να φεύ γει προς άλλη κατεύθυνση από μόνο του. Κάθε φορά που το έκα νε, ο Κλέι τον άρπαζε και τον γύριζε πίσω έτσι όπως αρπάζει κα νείς ένα μωρό που πάει να του φύγει μέσα στο πάρκινγκ ενός σού περ μάρκετ. Και κάθε φορά που το έκανε αυτό, ο Κλέι θυμόταν ά θελά του ένα κουρδιστό ρομπότ που είχε παιδί και πώς το ρομπότ κατέληγε πάντα σε μια γωνία, όπου κολλούσε κουνώντας μπρος
434
STEPHEN KING
πίσω τα πόδια του χωρίς να πηγαίνει πουθενά, μέχρι να πάει να το γυρίσει ξανά προς το κέντρο του δωματίου. Ο Τζόνι είχε παλέψει να ξεφύγει πανικόβλητος όταν ο Κλέι βρήκε ένα αυτοκίνητο με το κλειδί στη μηχανή και δοκίμασε να τον βάλει μέσα, αλλά αφού του έδεσε τη ζώνη, κατέβασε τις ασφά λειες και ξεκίνησε, ο Τζόνι ησύχασε ξανά σε βαθμό που έμοιαζε σχεδόν σαν υπνωτισμένος. Κάποια στιγμή ανακάλυψε το κουμπί που άνοιγε το παράθυρο, το κατέβασε και άφησε τον άνεμο να τον φυσάει στο πρόσωπο κλείνοντας τα μάτια και γέρνοντας προς τα πίσω το κεφάλι του. Ο Κλέι κοίταξε δίπλα, είδε τα μακριά βρόμι κα μαλλιά του γιου του να ανεμίζουν και σκέφτηκε, Θεέ μου, είναι σαν να έχω ένα σκύλο στο αυτοκίνητο. Όταν συνάντησαν μια «βραχονησίδα» του δρόμου που δεν γι νόταν να την παρακάμψει και έπρεπε να εγκαταλείψουν το αυτο κίνητο, ο Κλέι ανακάλυψε ότι ο γιος του είχε βρέξει το παντελόνι του. Εκτός από την ομιλία έχει ξεμάθει και τη χρήση της τουαλέτας, σκέφτηκε με μαύρη καρδιά. Ήταν γεγονός, αλλά οι συνέπειες δεν ήταν τόσο περίπλοκες ή θλιβερές όσο είχε φοβηθεί αρχικά. Ο Τζό νι δεν ήξερε πια να πει ότι ήθελε να πάει στην τουαλέτα, αλλά αν σταματούσες, τον πήγαινες σε ένα χωράφι και τον έβαζες να ου ρήσει, θα το έκανε. Θα έκανε και τα κακά του, κανονικά, κοιτώ ντας με ονειροπόλο ύφος τον ουρανό ενώ ξαλάφρωνε. Ίσως να παρακολουθούσε τα πουλιά. Ίσως και όχι. Οικόσιτος, αλλά όχι μαθημένος να κάνει έξω την ανάγκη του. Ο Κλέι δεν μπόρεσε και πάλι να μη σκεφτεί τα σκυλιά που είχε κατά καιρούς. Μόνο που αυτά δεν ξυπνούσαν και δεν ούρλιαζαν επί δεκαπέ ντε λεπτά κάθε νύχτα.
5 Την πρώτη νύχτα είχαν μείνει σε ένα σπίτι κοντά στο Παντοπω λείο του Νιούφιλντ και όταν άρχισαν τα ουρλιαχτά, ο Κλέι νόμισε πως ο γιος του πέθαινε. Παρ' όλο που ο Τζόνι είχε κοιμηθεί στην αγκαλιά του, όταν ο Κλέι πετάχτηκε από τον ύπνο, το παιδί έλει πε. Ο Τζόνι δεν ήταν πια πάνω στο κρεβάτι, αλλά από κάτω. Ο
ΤΟ
ΚΙΝΗΤΟ
435
Κλέι είχε συρθεί με την κοιλιά πάνω στο σκονισμένο πάτωμα και, με το στρώμα του κρεβατιού να απέχει το πολύ δύο πόντους από το κεφάλι του, είχε πιάσει ένα λιγνό κορμάκι άκαμπτο σαν σίδερο. Το ουρλιαχτά του παιδιού ήταν αφύσικα δυνατά σε σχέση με τα πνευμόνια του. Ο Κλέι συνειδητοποίησε με τρόμο ότι τα άκουγε μεθυσμένα μέσα στο μυαλό του και όλες οι τρίχες του κορμιού του είχαν σηκωθεί όρθιες. Ο Τζόνι ούρλιαζε επί δεκαπέντε λεπτά περίπου, κοκαλωμένος κάτω από το κρεβάτι, και έπειτα σταμάτησε, το ίδιο απότομα ό πως είχε ξεκινήσει. Το κορμί του χαλάρωσε ξαφνικά σαν να είχε βγει η ψυχή του. Ο Κλέι είχε κολλήσει το αυτί του στα πλευρά του παιδιού, σηκώνοντας το ένα χέρι του πάνω από το λαιμό του για να το καταφέρει σ' εκείνο τον απίστευτα περιορισμένο χώρο, για να σιγουρευτεί ότι ανέπνεε ακόμη. Ύστερα, είχε τραβήξει έξω τον Τζόνι, σαν να ήταν σακί με πα τάτες, και είχε σηκώσει ξανά το βρόμικο, κατασκονισμένο κορμά κι πάνω στο κρεβάτι. Έμεινε ξάγρυπνος στο πλευρό του για καμιά ώρα περίπου, πριν κλείσουν τα μάτια του χωρίς να το καταλάβει. Το πρωί διαπίστωσε ότι είχε και πάλι το κρεβάτι όλο δικό του. Ο Τζόνι είχε τρυπώσει ξανά από κάτω. Σαν δαρμένο σκυλί που ανα ζητούσε τη μικρότερη γωνιά που θα μπορούσε να φωλιάσει. Το ά κρο αντίθετο της προηγούμενης συμπεριφοράς των ανθρώπων των κινητών, όπως έδειχναν τα πράγματα... αλλά, βεβαίως, ο Τζό νι δεν ήταν σαν αυτούς. Ο Τζόνι ήταν κάτι καινούριο, Θεέ μου, βοήθησε τον. 6 Τώρα είχαν καταλύσει στο μικρό φιλόξενο σπιτάκι του επιστάτη, δίπλα στο Μουσείο Ξυλοκόπων του Σπρίνγκβεϊλ. Εκεί υπήρχαν ά φθονα αποθηκευμένα τρόφιμα στο κελάρι, υπήρχε ξυλόσομπα και φρέσκο νερό από χειροκίνητη αντλία. Υπήρχε ακόμη και μια χημι κή τουαλέτα (αν και ο Τζόνι δεν τη χρησιμοποιούσε· ο Τζόνι χρη σιμοποιούσε την πίσω αυλή). Όλες οι ανέσεις του 1908. Περνούσαν ήσυχα, αν εξαιρούσε κανείς την τακτική νυχτερινή κρίση ουρλιαχτών του Τζόνι. Υπήρχε χρόνος για σκέψη. Και τώρα
436
STEPHEN KING
ο Κλέι, όρθιος μπροστά στο παράθυρο, κοιτώντας το χιόνι να πέ φτει έξω στο δρόμο, ενώ ο γιος του κοιμόταν στη μικρή κρυψώνα του μέσα στην ντουλάπα, είχε το χρόνο να το πάρει απόφαση ότι ο καιρός της σκέψης είχε τελειώσει. Τίποτε δεν θα άλλαζε αν δεν το έκανε αυτός να αλλάξει. Θα χρειαστεί άλλο ένα κινητό, είχε πει ο Τζόρνταν. Και να τον πας κάπου που να υπάρχει κάλυψη δικτύου. Εδώ υπήρχε κάλυψη δικτύου. Σταθερή κάλυψη δικτύου. Οι τρεις γραμμούλες στην οθόνη του κινητού ήταν η απόδειξη. Τι χειρότερο μπορεί να πάθει; είχε ρωτήσει ο Τομ. Και είχε α νασηκώσει τους ώμους του. Αυτός μπορούσε να ανασηκώνει τους ώμους του, φυσικά. Ο Τζόνι δεν ήταν παιδί του Τομ, ο Τομ είχε δι κό του παιδί τώρα. Όλα θα εξαρτηθούν από το αν ο ανθρώπινος εγκέφαλος κάνει αυτό που κάνουν όλοι οι σύγχρονοι υπολογιστές που διαθέτουν α ποτελεσματική προστασία σε περίπτωση προσβολής από ηλεκτρομα γνητικό παλμό, είχε πει ο Τζόρνταν. Αποθήκευση στο σύστημα. Αποθήκευση στο σύστημα. Δυνατή φράση. Όμως, θα έπρεπε να διαγραφεί πρώτα το ελαττωματικό πρό γραμμα προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για μια εντελώς θεω ρητική δεύτερη επαναφόρτωση. Και η ιδέα του Τζόρνταν, να χτυ πηθεί ο Τζόνι από τον Παλμό για άλλη μια φορά -με τη λογική μιας έκρηξης που θα σβήσει την αρχική φωτιά-, φαινόταν τόσο α νατριχιαστική, τόσο επικίνδυνη, με δεδομένο ότι ο Κλέι δεν είχε τρόπο να ξέρει σε τι είδους πρόγραμμα είχε μεταλλαχθεί τώρα πια ο Παλμός... με την προϋπόθεση ότι ο Παλμός εξακολουθούσε να τρέχει και να μεταδίδεται ακόμη... «Αποθήκευση στο σύστημα», ψιθύρισε ο Κλέι. Έξω, το φως της μέρας είχε σχεδόν σωθεί· το χιόνι που στροβιλιζόταν στον αέ ρα έμοιαζε ακόμη πιο φασματικό. Ο Παλμός ήταν διαφορετικός τώρα πια, αυτό τουλάχιστον ή ταν σίγουρο. Ο Κλέι θυμήθηκε τους πρώτους αλλαγμένους αν θρώπους των κινητών που είχε συναντήσει, εκείνους τους δύο στο σταθμό της πυροσβεστικής του Γκάρλεϊβιλ, που κυκλοφορούσαν νύχτα. Είχαν αρπαχτεί για μια παλιά αντλία, αλλά έκαναν και κάτι άλλο: μιλούσαν. Όχι με αόριστους ήχους που θα μπορούσαν να ή ταν λέξεις, μιλούσαν κανονικά. Δεν είχαν πιάσει ψιλή κουβεντού-
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
437
λα, ούτε έλεγαν τίποτε σπουδαίο, αλλά μιλούσαν παρ' όλα αυτά. Είχαν πει: Φύγε. Εσύ φύγε. Στο διάβολο. Καθώς και το αξιαγάπη το: Φοη 'γό μου. Εκείνοι οι δύο ήταν διαφορετικοί από τους αρχι κούς ανθρώπους των κινητών της Εποχής του Κουρελιάρη -και ο Γζόνι ήταν διαφορετικός από εκείνους τους δυο. Γιατί; Επειδή το σκουλήκι συνέχιζε να μασουλίζει και το πρόγραμμα Παλμός να μεταλλάσσεται; Ήταν πολύ πιθανό. Το τελευταίο πράγμα που του είχε πει ο Τζόρνταν πριν τον α ποχαιρετήσει και φύγει για το βορρά ήταν: Αν ρίξεις μια καινούρια εκδοχή του προγράμματος κόντρα σ' εκείνη που πήραν ο Τζόνι και οι άλλοι στο συνοριακό φυλάκιο, ίσως να φαγωθούν μεταξύ τους. Γιατί αυτό κάνουν τα σκουλήκια. Τρώνε. Και τότε, αν το παλιό πρόγραμμα υπήρχε ακόμη... αν είχε γίνει αποθήκευση στο σύστημα... Το ταραγμένο μυαλό του Κλέι θυμήθηκε την Άλις. Την Άλις που είχε χάσει τη μητέρα της, την Άλις που είχε βρει τρόπο να φα νεί γενναία μεταφέροντας όλους τους φόβους της σε ένα μωρουδίστικο αθλητικό παπουτσάκι. Τέσσερις ώρες αφότου είχαν φύγει α πό το Γκέιτεν, σε ένα πάρκινγκ στην άκρη του δρόμου, ο Τομ είχε καλέσει μια άλλη συντροφιά φυσιολογικών να έρθουν να καθί σουν μαζί τους. Αυτοί είναι, είχε φωνάξει τότε ένας από τους ά ντρες. Είναι η συμμορία του Γκέιτεν. Και ένας άλλος είχε πει στον Τομ να πάει στο διάβολο. Και τότε η Άλις είχε πεταχτεί επάνω. Εί χε πεταχτεί και είχε φωνάξει... «Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι», μονολόγησε ο Κλέι, κοιτώ ντας τον έρημο, σκοτεινό δρόμο. «Και μετά τους ρώτησε, "Εσείς τι σκατά κάνατε;"» Να η απάντηση στο δίλημμά του, χάρη σε ένα νεκρό κορίτσι. Ο Τζόνι-Τζι δεν επρόκειτο να καλυτερέψει. Και οι επιλογές του Κλέι ήταν οι εξής δύο: να μείνει μ' αυτό που είχε ή να δοκιμάσει να το αλλάξει όσο είχε ακόμη καιρό. Αν είχε. Ο Κλέι άναψε μια φορητή λάμπα που δούλευε με μπαταρίες και την πήρε μαζί του στην κρεβατοκάμαρα. Η πόρτα της ντουλά πας ήταν μισάνοιχτη και φαινόταν το πρόσωπο του Τζόνι. Έτσι κοιμισμένος, με το χέρι του για προσκεφάλι στο μάγουλο και τα μαλλιά να πέφτουν στο μέτωπό του, ήταν ίδιος με το αγόρι που ο Κλέι είχε αποχαιρετήσει με ένα φιλί πριν ξεκινήσει για τη Βοστό-
438
STEPHEN KING
νη με το χαρτοφύλακα του Μαυροντυμένου Περιπλανώμενου, πριν από χίλια χρόνια. Ήταν λίγο πιο αδύνατος. Κατά τα άλλα, ήταν ο λόιδιος. Μόνο όταν ήταν ξύπνιος φαίνονταν οι διαφορές. Το στό μα που έχασκε. Το άδειο βλέμμα. Οι γερτοί ώμοι και τα χέρια που κρέμονταν. Ο Κλέι άνοιξε τέρμα την πόρτα της ντουλάπας και γονάτισε μπροστά στο ράντζο. Ο Τζόνι σάλεψε όταν το φως της λάμπας έ πεσε πάνω στο πρόσωπό του και έπειτα ησύχασε ξανά. Ο Κλέι δεν ήταν θρησκευόμενος άνθρωπος και τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων δεν είχαν τονώσει ιδιαίτερα την πίστη του στο Θεό, αλλά είχε βρει το γιο του, ήταν γεγονός, γι' αυτό και έστειλε μια προσευχή προς όποιον μπορεί να υπήρχε για να την ακούσει. Ή ταν πολύ σύντομη και πολύ εύστοχη: Άγιε μου Αντώνιε, βοήθα να φανερωθεί αυτό που έχασα. Άνοιξε το πορτάκι του κινητού και πάτησε το κουμπί. Ακού στηκε το γνώριμο σιγανό μπιπ και η οθόνη φωτίστηκε. Τρεις γραμμές. Ο Κλέι δίστασε μόνο στιγμιαία. Ως προς το πού θα τηλε φωνούσε υπήρχε μόνο μια σίγουρη πιθανότητα: αυτή που είχαν δοκιμάσει ο Κουρελιάρης και η παρέα του. Αφού είχε πατήσει τα τρία ψηφία, άπλωσε το χέρι του και κού νησε τον Τζόνι από τον ώμο. Το αγόρι δεν ήθελε να ξυπνήσει. Μουρμούρισε και έκανε να τραβηχτεί. Ύστερα δοκίμασε να αλλά ξει πλευρό. Ο Κλέι δεν τον άφησε να κάνει τίποτε από τα δύο. «Τζόνι! Τζόνι-Τζι! Ξύπνα!» Τον κούνησε πιο δυνατά και συνέ χισε να τον τραντάζει μέχρι που το αγόρι άνοιξε τελικά τα άδεια μάτια του και τον κοίταξε κουρασμένα, αλλά χωρίς καμιά ανθρώ πινη περιέργεια. Ήταν το βλέμμα ενός πολύ ταλαιπωρημένου σκύ λου και ράγιζε την καρδιά του Κλέι κάθε φορά που το έβλεπε. Τελευταία ευκαιρία, σκέφτηκε. Σκοπεύεις πραγματικά να το κά νεις; Οι πιθανότητες δεν πρέπει να είναι ούτε μία στις δέκα. Αλλά τι πιθανότητες είχε να βρει τον Τζόνι αρχικά; Να έχει ε γκαταλείψει ο Τζόνι το κοπάδι του Κασουακαμάκ πριν από την έ κρηξη; Μία στις χίλιες; Στις δέκα χιλιάδες; Είχε σκοπό να ζήσει μ' αυτό το φοβισμένο, χωρίς περιέργεια βλέμμα ενώ ο Τζόνι θα γινό ταν δεκατριών, και δεκαπέντε, και είκοσι ενός; Ενώ ο Τζόνι θα κοιμόταν στην ντουλάπα και θα έκανε κακά του στην πίσω αυλή; Εμείς τουλάχιστον κάναμε κάτι, είχε πει η Άλις Μάξγουελ.
ΤΟ ΚΙΝΗΤΟ
439
Ο Κλέι κοίταξε την οθόνη του κινητού. Πάνω εκεί, τα ψηφία 911 περίμεναν, μαύρα και λαμπερά, σαν αναπόφευκτο πεπρωμένο. Τα βλέφαρα του Τζόνι άρχισαν να μισοκλείνουν. Ο Κλέι του έ ριξε άλλο ένα γερό τράνταγμα για να τον εμποδίσει να κοιμηθεί ξανά. Το έκανε με το αριστερό του χέρι. Στο δεξί του κρατούσε το κινητό. Πάτησε το κουμπί της κλήσης με τον αντίχειρα. Πρόλαβε να μετρήσει ΕΝΑ ελεφαντάκι και ΔΥΟ ελεφαντάκια πριν η ένδει ξη ΚΛΗΣΗ στην οθόνη του κινητού αντικατασταθεί από την ένδει ξη ΣΥΝΔΕΣΗ. Με το που έγινε αυτό, ο Κλέι Ρίντελ δεν άφησε στον εαυτό του κανένα χρονικό περιθώριο να το ξανασκεφτεί. «Ε, Τζόνι-Τζι», είπε. «Φόφωνο-εσύ». Και έβαλε το κινητό στο αυτί του γιου του. 30 Δεκεμβρίου 2004 - 17 Οκτωβρίου 2005 Σέντερ Λόβελ, Μέιν
Ο Τσακ Βέριλ επιμελήθηκε το βιβλίο και έκανε σπουδαία δουλειά. Ευχαριστώ, Τσακ. Η Ρόμπιν Φερθ έκανε την έρευνα για τα κινητά και μου παρεί χε διάφορες θεωρίες για το τι μπορεί να υπάρχει στον πυρήνα του ανθρώπινου ψυχισμού. Οι καλές πληροφορίες είναι δικό της έργο· τα λάθη στην κατανόηση είναι δικά μου. Ευχαριστώ, Ρόμπιν. Η γυναίκα μου διάβασε το πρώτο χειρόγραφο και είπε ενθαρ ρυντικά πράγματα. Ευχαριστώ, Τάμπι. Οι Βοστονέζοι και οι κάτοικοι της βόρειας Νέας Αγγλίας θα καταλάβουν ότι πήρα κάποιες συγκεκριμένες γεωγραφικές ελευ θερίες. Τι να πω; Το σηκώνει η περιοχή (για να κάνουμε κι ένα μι κρό λογοπαίγνιο). Απ' όσο είμαι σε θέση να ξέρω, η FEMA δεν έχει εγκρίνει κα νένα κονδύλι για εφεδρικές γεννήτριες στις κεραίες μετάδοσης της κινητής τηλεφωνίας, αλλά οφείλω να επισημάνω ότι πολλές από τις κεραίες της κινητής τηλεφωνίας διαθέτουν εφεδρικές γεννή τριες για την περίπτωση γενικής διακοπής ρεύματος. Σ.Κ.